Quantcast
Channel: Taxheaven - Νέες αποφάσεις
Viewing all articles
Browse latest Browse all 7448

ΑΠ 315/2017 Υπολογισμός αποδοχών των εργαζομένων με μερική απασχόληση. Υπολογισμός με βάση το ωρομίσθιο. Εργασία κατά το Σάββατο και της Κυριακής. Εβδομαδιαία αναπαυση

Next: ΣτΕ 1223/2017 Εξωλογιστικός προσδιορισμός του εισοδήματος νδ. 3323/1955 - Για την απόρριψη των βιβλίων και στοιχείων του επιτηδευματία και τον εξωλογιστικο προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος του, δεν είναι αρκετή οποιαδήποτε ανωμαλία ή πλημμέλεια τούτων, αλλά απαιτείται οι διαπιστούμενες πλημμέλειες να καθιστούν αδύνατη την ενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων και ανέφικτο το λογιστικό προσδιορισμό των οικονομικών αποτελεσμάτων του, σύμφωνα με τη σχετική προς το θέμα αυτό αιτιολογημένη κρίση της φορολογικής αρχής, ή σε περίπτωση που αμφισβητηθεί η κρίση αυτή, σύμφωνα με την αιτιολογημένη κρίση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου.
$
0
0
ΑΠ  315/2017


Περίληψη:

Kατ’ εφαρμογή των διατάξεων ( άρθρου 38 ν. 1892/1990), για την εξεύρεση της ημερήσιας  αμοιβής του μερικώς απασχολουμένου, πολλαπλασιάζεται το ωρομίσθιο που λαμβάνει ο  συγκεκριμένος εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης επί τις ώρες εργασίας του μερικώς 

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.1 και 3 του  α.ν. 539/1945, 1 παρ. 2 του ν.1082/1980, 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 και της Αποφάσεως  19040/1981 των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, ως τακτικές αποδοχές βάσει των οποίων  υπολογίζονται oι αποδοχές και το επίδομα αδείας καθώς και τα επιδόματα (δώρα) εορτών Πάσχα  και Χριστουγέννων νοούνται όχι μόνον ο βασικός μισθός, αλλά και κάθε άλλη, κατά τη διάρκεια  της σύμβασης εργασίας, καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος με την προϋπόθεση  ότι δίδεται σταθερά και μόνιμα, ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 183/2016, ΑΠ 128/2016, ΑΠ 1116/2013).
Τακτική αποδοχή, υπό την έννοια αυτή αποτελεί η προσαύξηση  για εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά και μόνιμα (ΑΠ 183/2016, ΑΠ 128/2016).
Για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών στις τακτικές αποδοχές κατά  την έννοια αυτή περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων και το επίδομα αδείας (ΑΠ 1688/2012).

Η  εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την Κυριακή χωρίς χορήγηση άλλης ημέρας  αναπαύσεως την εβδομάδα που ακολουθεί την Κυριακή, απαγορευμένη από τους πιο πάνω  κανόνες δημοσίας τάξεως, είναι άκυρη και γεννά, πέραν της προσαύξησης 75% επί του νομίμου  ημερομισθίου για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, απαίτηση αποδόσεως της ωφέλειας του  εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού.

Η ωφέλεια αυτή, όπως και στην περίπτωση εργασίας κατά το Σάββατο, ως έκτης ημέρας σε  σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, συνίσταται στις αποδοχές τις οποίες ο εργοδότης θα  κατέβαλλε σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τις ως άνω  ημέρες, υπό τις αυτές συνθήκες με τον ακύρως κατ’ αυτές εργασθέντα (ΑΠ 67/2015, ΑΠ 32/2013,  ΑΠ 376/2010, ΑΠ 1732/2005). Στην αξίωση αυτή, από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, περιλαμβάνονται  και τα καταβαλλόμενα στο μισθωτό επιδόματα, μόνο εφόσον αυτά θα καταβάλλονταν και στο  μισθωτό, τον οποίο θα προσλάμβανε άλλως ο εργοδότης, αφού διαφορετικά, ως προς αυτά, δεν  υπάρχει πλουτισμός του εργοδότη (ΑΠ 32/2013, ΑΠ 1732/2005).


Αριθμός 315/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο  Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 8 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της  γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία .......................... που εδρεύει στο .................. και διατηρεί υποκατάστημα στην ...........................η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της  ........................... με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: .................................. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια  δικηγόρο της .........................., που κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/12/2012 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε  στο Ειρηνοδικείο ........................
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ................ του ίδιου Δικαστηρίου και .................... του Μονομελούς  Πρωτοδικείου ............................
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 29/9/2015  αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν  όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 27/2/2016 έκθεσή του, με  την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι της  κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της  αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στην παρ. 9 του άρθρου 38 ν.1892/1990, (όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 και συμπληρώθηκε με άρθρο 7 Ν. 2874/2000), ορίζεται ότι: "Οι αποδοχές των  εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης, υπολογίζονται όπως και οι  αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζόμενου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής  απασχόλησης".

Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "εργαζόμενος μερικής απασχόλησης νοείται  κάθε εργαζόμενος με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας του οποίου οι ώρες εργασίας  υπολογιζόμενες σε ημερήσια, εβδομαδιαία, 15νθήμερη ή μηνιαία βάση είναι λιγότερες από το  κανονικό ωράριο εργασίας του συγκρίσιμου εργαζομένου με πλήρη απασχόληση (εδάφ. α), ως  τέτοιος δε νοείται κάθε εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση  με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, υπό τις αυτές  συνθήκες (εδάφ. β)".
Έτσι, κατ’ εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, για την εξεύρεση της ημερήσιας  αμοιβής του μερικώς απασχολουμένου, πολλαπλασιάζεται το ωρομίσθιο που λαμβάνει ο  συγκεκριμένος εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης επί τις ώρες εργασίας του μερικώς  απασχολουμένου (ΑΠ 1166/2014).

Εξ άλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.1 και 3 του  α.ν. 539/1945, 1 παρ. 2 του ν.1082/1980, 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 και της Αποφάσεως  19040/1981 των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, ως τακτικές αποδοχές βάσει των οποίων  υπολογίζονται oι αποδοχές και το επίδομα αδείας καθώς και τα επιδόματα (δώρα) εορτών Πάσχα  και Χριστουγέννων νοούνται όχι μόνον ο βασικός μισθός, αλλά και κάθε άλλη, κατά τη διάρκεια  της σύμβασης εργασίας, καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος με την προϋπόθεση  ότι δίδεται σταθερά και μόνιμα, ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 183/2016, ΑΠ 128/2016, ΑΠ 1116/2013).
Τακτική αποδοχή, υπό την έννοια αυτή αποτελεί η προσαύξηση  για εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά και μόνιμα (ΑΠ 183/2016, ΑΠ 128/2016).
Για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών στις τακτικές αποδοχές κατά  την έννοια αυτή περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων και το επίδομα αδείας (ΑΠ 1688/2012).
Τέλος  σύμφωνα με το άρθρο 560 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015, έχει  δε στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του ως άνω ν.4335/2015, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε πριν την 1.1.2016, κατά των αποφάσεων των  Ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά  των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του  ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών  κ.λπ., 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε, όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε ειρηνοδίκης, του  οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών  δικαστηρίων ή δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της  διαδικασίας. Όπως προκύπτει από την σαφή διατύπωση των ως άνω διατάξεων, οι λόγοι αναίρεσης  κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται  επί εφέσεων κατ’ αποφάσεων των ειρηνοδικείων, απαριθμούνται περιοριστικά σ’ αυτές (oλ. ΑΠ  45/1987, ΑΠ 608/2015, ΑΠ 91/2015, ΑΠ 1870/ 2013, ΑΠ 901/2013), οι οποίες είναι ειδικές, ως προς τους  επιτρεπομένους λόγους αναίρεσης κατά των αναφερομένων εκεί αποφάσεων και αποκλείουν την  εφαρμογή των διατάξεων του άρθ. 559 ΚΠολΔ, που αναφέρονται στους λόγους αναίρεσης των  αποφάσεων των λοιπών δικαστηρίων (ΑΠ 608/2015, ΑΠ 1870/2013, ΑΠ 901/2013).

Επομένως η έλλειψη,  ανεπάρκεια ή αντίφαση αιτιολογιών, ήτοι ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ,  δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά αποφάσεως ειρηνοδικείου ή πρωτοδικείου που δίκασε ως  δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1870/2013,ΑΠ 901/2013).


Στην προκειμένη περίπτωση, το ως εφετείο  δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο, δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του ότι αποδείχθηκαν  τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η εναγομένη διατηρεί επιχείρηση παροχής υπηρεσιών  καθαριότητας και φύλαξης σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, με έδρα το ... και υποκατάστημα  στο 1o χιλιόμετρο της επαρχιακής ................. Στις 7.10.2005 η εναγομένη, δια του  νομίμου εκπροσώπου της, προσέλαβε την ενάγουσα, με έγγραφη ατομική σύμβαση εξαρτημένης  εργασίας αορίστου χρόνου, για εργασία έξι ωρών ημερησίως και πέντε ημερών εβδομαδιαίως  (Δευτέρα έως Παρασκευή) και όχι με κυλιόμενο πενθήμερο, όπως αβάσιμα επικαλείται η εναγομένη  προκειμένου να προσφέρει την εργασία της, ως καθαρίστρια.
Αρχικά απασχολήθηκε στην ...................., από 13.2.2006 μέχρι 11.7.2011 στο Γενικό ........................... και στις 12.7.2011 επέστρεψε στην ................... "...", με την υπογραφή νέας ατομικής  σύμβασης εργασίας, στην οποία η διάρκεια απασχόλησης ορίστηκε σε πέντε ώρες ημερησίως και 25  ώρες εβδομαδιαίως.
Αντίγραφα των έγγραφων συμβάσεων εργασίας γνωστοποιήθηκαν στην  Επιθεώρηση Εργασίας .................
Παρά την συμφωνηθείσα όμως μερική αυτή απασχόληση η  ενάγουσα απασχολήθηκε πολλές φορές πέραν του 6ώρου ημερησίως και πενθημέρου  εβδομαδιαίως, καθώς και επί τρία τουλάχιστον Σάββατα και Κυριακές κάθε μήνα, ενώ το  Φεβρουάριο του έτους 2009 απασχολήθηκε επί 7 ώρες την ημέρα από Δευτέρα έως Παρασκευή.
Το  νόμιμο ημερομίσθιο της ενάγουσας, η οποία ήταν έγγαμη, γεγονός που δεν αμφισβητεί η εναγομένη  και η οποία μέχρι 7.10.2008 δεν είχε συμπλήρωσε 3 έτη υπηρεσίας ανερχόταν:
Α) με την υπ’  αριθμό 39/2006 Διαιτητική Απόφαση "Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις  επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών όλης της χώρας", που κατατέθηκε στο Υπουργείο Απασχόλησης  (αριθ. 23/8.8.2005) και κηρύχθηκε υποχρεωτική με την ΥΑ 12633/ 5.9.2006 (ΦΕΚ Β  1449/3.10.2006), από 1.1.2005 έως 31.8.2006 σε 34,31 ευρώ (Β’ 29.84 + 10% επίδομα γάμου +  5% επίδομα ανθυγιεινής εργασίας), από 1.9.2006 έως 31.12.2006 σε 35,51 ευρώ (Β 30.88 + 10%  επίδομα γάμου + 5% επίδομα ανθυγιεινής εργασίας).
Β) Βάσει της από 12.4.2007 ΣΣΕ και της υπ’  αριθμό 19/2007 Διαιτητικής Απόφασης "Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων  στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας", που κατατέθηκε στο Υπουργείο  Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (αριθ. 34/11.5.2007) και κηρύχθηκε υποχρεωτική με την  ΥΑ 37866/22.5.2008 (ΦΕΚ Β’ 1165/25.6.2008), από 1.1.2007 έως 31.08.2007, σε 36.58, από  1.9.2007 έως 31.12.2007 σε 32,76 + 10% επίδομα γάμου (3,28) + 5% επίδομα ανθυγιεινής  εργασίας (1,54) και συνολικό 37,88 ευρώ και
Γ) βάσει της διετούς διάρκειας με αριθμό 11/2008  Διαιτητικής Απόφασης, που κατατέθηκε στο Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίες  (αριθ. 6/6.6.2008) και κηρύχθηκε υποχρεωτική με την ΥΑ 51871/2240/11.7.2003 (ΦΕΚ Β’  1448/23.7.2008), από 1.1.2008 έως 31.3.2008, σε 33.91 + 10% επίδομα γάμου (3,39) + 5%  επίδομα ανθυγιεινής εργασίας (1,70) και συνολικά 39 ευρώ, από 1.9.2008 έως 7.10.2008 σε 35  ευρώ + 3,50 ευρώ επίδομα γάμου + 1,75 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, συνολικά δε 40,25  ευρώ, από 8.10.2008 που συμπλήρωσε τριετία μέχρι 31.12.2008 σε 40,25 + 2,10 το επίδομα  τριετίας, σύνολο 42,35 ευρώ, από 1.1.2009 μέχρι 31.8.2009 σε 35,88 + 3,59 επίδομα γάμου +  1,79 επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 2.15 επίδομα τριετίας, συνολικά δε 43,41 και από 1.9.2009  μέχρι τον Ιούνιο 2011 σε 37,32 + 3,73 επίδομα γάμου + 1,87 επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 2,24  επίδομα τριετίας και συνολικά σε 45,16 ευρώ.
Έτσι το νόμιμο ωρομίσθιο της ενάγουσας, κατά το  επίδικο χρονικό διάστημα ανερχόταν:
α) από 1.1.2006 έως 31.8.2006 σε 5,15 ευρώ (34,31 Χ  0,15),
β) από 1.9.2006 έως 31.12.2006 σε 5,32 ευρώ (35,51 Χ 0,15),
γ) από 1.1.2007 έως  31.8.2007, σε 5,48 ευρώ (36,58 Χ 0,15),
δ) από 1.9.2007 έως 31.12.2007, σε 5,65 ευρώ (37,68 Χ  0.15),
ε) από 1.1.2008 έως 31.3.2008, σε 5,85 ευρώ (39 Χ 0,15),
στ) από 1.9.2008 έως 7.10.2008,  σε 6,03 ευρώ (40,25 Χ 0.15),
ζ) από 8.10.2008 έως 31.12.2008 σε 6,34 ευρώ (42,35 Χ 0,15),
η)  από 1.1.2009 μέχρι 31.8.2009 σε 6,51 ευρώ (43,41 Χ 0,15) και
θ) από 1.9.2009 μέχρι 30.6.2011  σε 6,77 ευρώ (45,16 Χ 0,15).
Η εναγομένη, παρόλο που η ενάγουσα προσέφερε κανονικά την  συμφωνηθείσα εργασία της κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, απασχολούμενη και ορισμένα  Σάββατα και Κυριακές κυρίως επί 4ώρες, δεν της κατέβαλλε τις, για την εργασία αυτή, νόμιμες  αποδοχές της, ούτε τα προβλεπόμενα από τις πιο πάνω διατάξεις δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα,  καθώς και τις αποδοχές και επιδόματα αδείας, αλλά πολύ μικρότερα χρηματικά ποσά.
Ειδικότερα:
Α) Κατά το έτος 2006 η ενάγουσα εργάσθηκε:
1) Τον Ιανουάριο:
α) 84 ώρες και δικαιούταν 432,60  ευρώ (84 Χ 5,15 ευρώ),
β) τρία Σάββατα επί 6 ώρες και δικαιούταν 92,70 ευρώ (18 ώρες Χ 5,15  ευρώ) και
γ) τρεις Κυριακές επί 8 ώρες και δικαιούταν 162,23 ευρώ (5,15 ευρώ + 75% = 9,01  ευρώ Χ 18 ώρες).
Συνολικά δε δικαιούταν 687,53 ευρώ (432,80 + 92,70 + 162,23), μείον 133,72  ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (687,53 Χ 19,45%) = 553,80 ευρώ, έναντι των οποίων η  εναγομένη κατέβαλε 454,14 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 99,68 ευρώ,
2) Τον Φεβρουάριο:
α) 102  ώρες και δικαιούταν 525,30 ευρώ (102 Χ 5,15 ευρώ),
β) δύο Σάββατα επί 6 ώρες και ένα Σάββατο  επί 4 ώρες και δικαιούταν 82,40 ευρώ (16 ώρες Χ 5.1 ευρώ), και
γ) δύο Κυριακές επί 6 ώρες και μία  Κυριακή επί 4 ώρες και δικαιούταν 144,16 ευρώ (5,15 ευρώ + 75% = 9,01 ευρώ Χ 16 ώρες).  Συνολικά δε δικαιούταν 751,90 ευρώ (536,3 + 65,60 + 150,0), μείον 146,24 ευρώ οι  προβλεπόμενες κρατήσεις (751,90 Χ 19,45%) = 605,66 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη  κατέβαλε 433,07 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 122,59 ευρώ. 3)
Τον Μάρτιο:
α) 102 ώρες και  δικαιούταν 525,30 ευρώ (102 Χ 5,15 ευρώ),
β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούταν 61,80  ευρώ (12 ώρες Χ 5,15) και
γ) τρεις Κυριακές και μία ημέρα αργίας επί 4 ώρες και δικαιούταν 144,20  ευρώ (5,15 ευρώ + 75% = 9,01 ευρώ Χ 16 ώρες).
Συνολικά δε δικαιούταν 731,30 ευρώ (525,30 +  61,80 + 144,20), μείον 142.23 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (731,30 Χ 19,45%) = 589,06  ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 585,12 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 3.94 ευρώ. 
4) Τον Απρίλιο:
α) 99 ώρες και δικαιούταν 509,87 ευρώ (99 Χ 5,15 ευρώ),
β) τρία Σάββατα επί 4  ώρες και ένα Σάββατο επί 6 ώρες και δικαιούταν 92,72 ευρώ (18 ώρες Χ 5,15 ευρώ) και
γ) 4  Κυριακές και δύο ημέρες αργίας επί 4 ώρες και δικαιούταν 216,26 ευρώ (5,15 + 75% = 9,01 Χ  24ώρες).
Συνολικά δε δικαιούταν 818,85 ευρώ (509,87 + 92,72 + 216,2), μείον 159,26 ευρώ οι  προβλεπόμενες κρατήσεις (818,85 Χ 19.45%) = 659,58 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη  κατέβαλε 668,01 ευρώ, δηλαδή κατέβαλε επιπλέον 8,43 ευρώ.
5) τον Μάιο:
α) 128 ώρες και  δικαιούταν 659,22 ευρώ (120 Χ 5,15 ευρώ),
β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούταν 41,21 ευρώ  (5,15 ευρώ Χ 8 ώρες) και
γ) δύο Κυριακές και μία ημέρα αργίας επί 4 ώρες και δικαιούταν 108,12  ευρώ (5,15 + 75% = 9,01 Χ 12).
Συνολικά δε δικαιούταν 808,55 ευρώ, μείον 157,26 ευρώ οι  προβλεπόμενες κρατήσεις (808,55 Χ 19,45%) = 651,29 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη  κατέβαλε 856,84 ευρώ και επομένως κατέβαλε επιπλέον 205,55 ευρώ.
6) τον Ιούνιο:
α) 117 ώρες  και δικαιούταν 602,55 ευρώ (117 Χ 5,15 ευρώ),
β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούταν 61,80  ευρώ (12 ώρες Χ 5,15 ευρώ) και
γ) τρεις Κυριακές και μία ημέρα αργίας επί 4 ώρες και δικαιούταν  144,20 ευρώ (5,15 ευρώ + 75% = 9,01 ευρώ Χ 16 ώρες).
Συνολικά δε δικαιούταν 808,55 ευρώ  (602,55 + 61,80 + 144,20), μείον 157,26 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (808,55 Χ 19,45%) =  651,29 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 544,29 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 107  ευρώ.

7) Τον Ιούλιο:
α) 96 ώρες και δικαιούταν 494.40 ευρώ (96 Χ 5,15 ευρώ),
β) τρία Σάββατα  επί 4 ώρες και δικαιούταν 61,80 ευρώ (12 ώρες Χ 5,15 ευρώ) και
γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και  δικαιούταν 108,15 ευρώ (5,15 ευρώ + 75%= 9,01 ευρώ Χ 12 ώρες).
Συνολικά δε δικαιούταν  664,35 ευρώ (494,40 + 61,80 + 108,15), μείον 129,21 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (664,35  Χ 19,45%) = 535,13 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 540,88 ευρώ, δηλαδή  κατέβαλε επιπλέον 5,75 ευρώ

8) τον Αύγουστο α) 118 ώρες και δικαιούταν 607,70 ευρώ (118 Χ  5,15 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούταν 61,80 ευρώ (12 ώρες Χ 5,15 ευρώ), και γ)  τρεις Κυριακές και μία ημέρα αργία επί 4 ώρες και δικαιούταν 144,16 ευρώ (5,15 ευρώ + 75%=  9,01 ευρώ Χ 16 ώρες). Συνολικά δε δικαιούταν 813,66 ευρώ (607,70 + 61,8 + 144,16), μείον  158,26 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (813,66 Χ 19.45%) = 655,40 ευρώ, έναντι των οποίων η  εναγομένη κατέβαλε 636,15 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 19,25 ευρώ.

9) Τον Σεπτέμβριο: α) 142  ώρες και δικαιούται 755,44 ευρώ (142 Χ 5,32 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο  επί 9 ώρες, δικαιούται δε 90,44 ευρώ (17 ώρες Χ 5,32 ευρώ) και γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες και  δικαιούται 74,48 ευρώ (5,32 ευρώ + 75% = 9,31 ευρώ Χ δ ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 920,36  ευρώ (755,44 + 90,44 + 74,48), μείον 179 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (920,36 Χ 19,45%) =  741,36 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 595,41 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο  145,95 ευρώ.

10) Τον Οκτώβριο: α) 128 ώρες και δικαιούται 680.96 ευρώ (128 Χ 5,32 ευρώ), β)  ένα Σάββατο επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 6 ώρες, δικαιούται δε 53,20 ευρώ (10 ώρες Χ 5,32  ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές και μία αργία επί 4 ώρες και δικαιούται 148,96 ευρώ (5,32 ευρώ + 75%  = 9,31 ευρώ Χ 16 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 883,12 ευρώ (680.96 + 53,20 + 148,96), μείον  171,76 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (883,12 Χ 19,45%) = 711,36 ευρώ, έναντι των οποίων η  εναγομένη κατέβαλε 598,71 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 112,64 ευρώ.

11) Το Νοέμβριο: α) 120  ώρες και δικαιούται 638,40 ευρώ (120 Χ 5,32 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται  63,84 ευρώ (12 ώρες Χ 5,32 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται δε 111,72 ευρώ  (5,32 ευρώ + 75%= 9,31 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 813,96 ευρώ (638,40 + 63,84  + 111,72), μείον 158,31 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1001,52 Χ 19,45%) = 655,64 ευρώ.  έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 500,06 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 155,58 ευρώ.

Και  12) τον Δεκέμβριο: α) 98 ώρες και δικαιούται 521.36 ευρώ (109 Χ 5,32 ευρώ), β) τέσσερα Σάββατα  επί 4 ώρες και δικαιούται 85,12 ευρώ (16 ώρες Χ 5.32 ευρώ) και γ) τέσσερις Κυριακές επί 4 ώρες,  δικαιούται δε 148.96 ευρώ (5,32 ευρώ + 75% = 9,31 ευρώ Χ 16 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται  755,44 ευρώ (521.36 + 85.12 + 148,96), μείον 146,93 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (755.44  Χ 19,45%) = 608.51 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 493.33 ευρώ και οφείλει το  υπόλοιπο 115.18 ευρώ.

Επομένως, για το έτος 2006, η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα, για τις  διαφορές αποδοχών συνολικά το ποσό των 662,06 ευρώ, ήτοι 881,79 ευρώ οι συνολικές  δικαιούμενες διαφορές (99,56 + 122,59 + 3,94 + 107+ 19,25 + 145,95 + 112,64 + 155,58 +  115,18), μείον 219,73 ευρώ οι επιπλέον ληφθείσες αποδοχές των μηνών Απριλίου, Μαΐου και  Ιουλίου.

Β) Κατά το έτος 2007 η ενάγουσα εργάσθηκε:

1) Τον Ιανουάριο: α) 125 ώρες και  δικαιούται 685 ευρώ (125 Χ 5,48 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 8 ώρες  και δικαιούται 109,60 ευρώ (20 ώρες Χ 5,48 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται  115,08 ευρώ (5,48 ευρώ + 75% = 9,59 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 909,88 ευρώ  (685 + 109,60 + 115,08). μείον 176,93 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (909,68 Χ 19.45%) =  732,75 ευρώ. έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 584,90 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο  147,85 ευρώ.

2) Τον Φεβρουάριο: α) 107 ώρες και δικαιούται 586,36 ευρώ (107 Χ 5,48 ευρώ), β)  δύο Σάββατα επί 6 ώρες και ένα Σάββατο επί 4 ώρες και δικαιούται 87.68 ευρώ (16 ώρες Χ 5,48  ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 163.03 ευρώ  (5.48 ευρώ + 75% = 9,59 ευρώ Χ 17 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 837,07 ευρώ (586,36 + 87.68  + 163,03, μείον 162,81 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (837,07 Χ 19.45%) = 674,26 ευρώ,  έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 523,76 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 150,50 ευρώ.

3)  Τον Μάρτιο: α) 135 ώρες και δικαιούται 739,80 ευρώ (135 Χ 5.48 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4  ώρες και ένα Σάββατο επί 8 ώρες και δικαιούται 109,60 ευρώ (20 ώρες Χ 5,48 ευρώ) και γ) τρεις  Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται 115.08 ευρώ (5.48 ευρώ + 75% = 9,59 ευρώ Χ 12 ώρες).  Συνολικά δε δικαιούται 964,48 ευρώ (739,80 + 109,60 + 115,08), μείον 187,59 ευρώ οι  προβλεπόμενες κρατήσεις (964,48 Χ 19,45%) = 776.89 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη  κατέβαλε 618,90 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 157,99 ευρώ.

4) Τον Απρίλιο: α) 118 ώρες και  δικαιούται 646.64 ευρώ (118 Χ 5,48 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 8 ώρες, δύο Σάββατα επί 4 ώρες και  ένα Σάββατο επί 9 ώρες και δικαιούται 137 ευρώ (25 ώρες Χ 5.48 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4  ώρες και δικαιούται 115,08 ευρώ. Συνολικά δε δικαιούται 888,72 ευρώ (646,64 + 137 + 115,08),  μείον 174,80 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (898,72 Χ 19.45%) = 723 92 ευρώ, έναντι των  οποίων η εναγομένη κατέβαλε 533,50 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 190,42 ευρώ

5) τον Μάιο: α)  131 ώρες και δικαιούται 717,88 ευρώ (131 Χ 5,48 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα  Σάββατο επί 5 ώρες και δικαιούται 71,24 ευρώ (5,48 ευρώ Χ 13 ώρες) και γ) τρεις Κυριακές επί 4  ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 163,03 ευρώ (5.48 + 75% = 9,59 ευρώ). Συνολικά  δε δικαιούται 952.15 (717,88 + 71,24 + 163,03) ευρώ, μείον 185,19 ευρώ οι προβλεπόμενες  κρατήσεις (952,15 Χ 19,45%) = 766,96 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 658,45  ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 108,51 ευρώ.

6) τον Ιούνιο: α) 117 ώρες και δικαιούται 641,16  ευρώ (117 Χ 5,48 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και δύο Σάββατα επί 5 ώρες και δικαιούται  98,64 ευρώ (18 ώρες Χ 5,43 ευρώ) και γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και  δικαιούται 124 67 ευρώ (5,48 ευρώ + 75% = 9,59 ευρώ Χ 13 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται  864,47 ευρώ (641,16 + 98,64 + 124,67), μείον 168.13 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (864,47  Χ 19,45%) = 696,34 ευρώ. έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 555,65 ευρώ και οφείλει το  υπόλοιπο 140,68 ευρώ.

7) Τον Ιούλιο: α) 140 ώρες και δικαιούται 767,20 ευρώ (140 Χ 5,48 ευρώ),  β) ένα Σάββατο επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 7 ώρες και δικαιούται 60,28 ευρώ (11 ώρες Χ 5.48  ευρώ), γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται 115,08 ευρώ (5.48 ευρώ Χ 75% = 9.59 ευρώ Χ  12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 942,56 ευρώ (767,20 + 60.28 + 115,08), μείον 183,32 ευρώ οι  προβλεπόμενες κρατήσεις (942,56 Χ 19,45%) = 759.23 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη  κατέβαλε 906,30 ευρώ, δηλαδή κατέβαλε επιπλέον 147,07 ευρώ.

8) τον Αύγουστο: α) 108 ώρες  και δικαιούται 591,84 ευρώ (108 Χ 5,48 ευρώ). β) ένα Σάββατο επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5  ώρες και δικαιούται 49.32 ευρώ (9 ώρες Χ 5,48 ευρώ) και γ) μία Κυριακή επί 4 ώρες και μία  Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 88,31 ευρώ (5,48 ευρώ + 75% = 9,59 ευρώ Χ 9 ώρες). Συνολικά  δε δικαιούται 727,47 ευρώ (591,84 + 49,32 + 86,31 + 98,64), μείον 141,49 ευρώ οι  προβλεπόμενες κρατήσεις (727,47 Χ 19,45%) = 585,98 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη  κατέβαλε 586,83 ευρώ και επομένως κατέβαλε περισσότερα 0,85 ευρώ.

9) Τον Σεπτέμβριο: α) 148  ώρες και δικαιούται 836,20 ευρώ (148 Χ 5,65 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και δύο Σάββατα  επί 5 ώρες, δικαιούται δε 101,70 ευρώ (18 ώρες Χ 5,65 ευρώ), γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες και δύο  Κυριακές επί 5 ώρες και δικαιούται 178,02 ευρώ (5,65 ευρώ + 75% = 9,89 ευρώ Χ 18 ώρες).
Συνολικά δε δικαιούται 1.115,92 ευρώ (836,20 + 101,70 + 178,02), μείον 217,04 ευρώ οι  προβλεπόμενες κρατήσεις (1.115,92 Χ 19,45%) = 898,88 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη  κατέβαλε 679.72 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 219,16 ευρώ.

10) Τον Οκτώβριο: α) 131 ώρες και  δικαιούται 740,15 ευρώ (131 Χ 5,65 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 4 ώρες, ένα Σάββατο επί 5 ώρες και  δύο Σάββατα επί 7 ώρες και δικαιούται 129,95 ευρώ (23 ώρες Χ 5,65 ευρώ), γ) τρεις Κυριακές επί 4  ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 168,13 ευρώ (5,65 ευρώ + 75% = 9,89 ευρώ Χ 16  ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.038.23 ευρώ (740,15 + 129,95 + 168,13), μείον 201.93 ευρώ οι  προβλεπόμενες κρατήσεις (1.038.23 Χ 19,45%) = 836,30 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη  κατέβαλε 695,49 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 140,81 ευρώ.

11) Το Νοέμβριο: α) 94 ώρες και  δικαιούται 531,10 ευρώ (94 Χ 5,65 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 6 ώρες  και δικαιούται 79,10 ευρώ (14 ώρες Χ 5,65 ευρώ), γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί  5 ώρες, δικαιούται δε 128.57 ευρώ (5,65 ευρώ + 75% = 9,89 ευρώ Χ 13 ώρες). Συνολικά δε  δικαιούται 738,77 ευρώ (531,10 + 79,10 + 128,57), μείον 143,69 ευρώ οι προβλεπόμενες  κρατήσεις (738,77 Χ 19,45%) = 595,08 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 594,64  ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 0,44 ευρώ.

Και 12) τον Δεκέμβριο: α) 106 ώρες και δικαιούται  598,90 ευρώ (106 Χ 5,65 ευρώ), β) τέσσερα Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται 90,40 ευρώ (16  ώρες Χ 5,65 ευρώ), γ) τέσσερις Κυριακές επί 4 ώρες, δικαιούται δε 158,24 ευρώ (5,85 ευρώ + 75%  = 9,89 ευρώ Χ 18 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 847,54 ευρώ (598,90 + 90.40 + 158,24), μείον  184,84 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (847,54 Χ 19,45%) = 682,70 ευρώ, έναντι των οποίων η  εναγομένη κατέβαλε 535,27 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 147,43 ευρώ.

Επομένως, για το έτος  2007, η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα, για τις διαφορές αποδοχών, συνολικά το ποσό των  1.255.87 ευρώ, ήτοι 1.403,79 οι συνολικές δικαιούμενες διαφορές, μείον 147,92 ευρώ οι επιπλέον  ληφθείσες αποδοχές των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου. Γ)

Κατά το έτος 2008 η ενάγουσα  εργάσθηκε:

1) Τον Ιανουάριο: α) 125 ώρες και δικαιούται 731,25 ευρώ (125 Χ 5,85 ευρώ), β) δύο  Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 76,05 ευρώ (13 ώρες Χ 5,85 ευρώ)  και γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες, μία Κυριακή και μία αργία επί 5 ώρες, δικαιούται δε 184,32 ευρώ  (5,85 ευρώ + 75% = 10,24 ευρώ Χ 18 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 991,62 ευρώ (731,25 +  76,05 + 184,32), μείον 192,87 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (991,62 Χ 19,45%) = 798,75  ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 831,29 ευρώ και επομένως η εναγομένη κατέβαλε  επιπλέον 32,54 ευρώ.

2) Τον Φεβρουάριο: α) 105 ώρες και δικαιούται 814,25 ευρώ (105 Χ 5.85  ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 99,45 ευρώ (17 ώρες  Χ 5,85 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται 122,88 ευρώ (5,85 ευρώ + 75% =  10,24 ευρώ Χ 20 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 836,58 ευρώ (614,25 + 99,45 + 122,88), μείον  162,71 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (836,58 Χ 19,45%) = 673,87 ευρώ, έναντι των οποίων η  εναγομένη κατέβαλε 535,53 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 138.34 ευρώ.

3) Τον Μάρτιο: α) 113  ώρες και δικαιούται 661,05 ευρώ (113 Χ 5,85 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο  επί 5 ώρες και δικαιούται 76.05 ευρώ (13 ώρες Χ 5,85 ευρώ, και γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες, μία  Κυριακή επί 5 ώρες και δύο αργίες επί 4 ώρες και δικαιούται 215,04 ευρώ (5,85 ευρώ + 75% =  10,24 ευρώ Χ 21 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 952,14 ευρώ (861,05 + 76,05 + 215,04), μείον  185,19 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (952,14 Χ 19,45%) = 766,95 ευρώ, έναντι των οποίων η  εναγομένη κατέβαλε 562,99 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 203,96 ευρώ.

4) Τον Απρίλιο: α) 129  ώρες και δικαιούται 754,65 ευρώ (129 Χ 5,85 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται  46,80 ευρώ (5,85 ευρώ Χ 8) και γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και  δικαιούται 133,12 ευρώ (5,85 ευρώ + 75% = 10,24 ευρώ Χ 13 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται  934,57 ευρώ (754,65 + 46,80 + 133,12), μείον 181,77 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (934.57  Χ 19,45%) = 752.80 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 600,29 ευρώ και οφείλει το  υπόλοιπο 152,51 ευρώ.

5) Τον Μάιο: α) 100 ώρες και δικαιούται 585 ευρώ (100 Χ 5,85 ευρώ), β)  ένα Σάββατο επί 4 ώρες και δικαιούται 23,40 ευρώ (5,85 ευρώ Χ 4 ώρες) και γ) μία Κυριακή επί 5  ώρες, μία Κυριακή και μία αργία επί 4ώρες και δικαιούται 133,12 ευρώ (5.85 ευρώ + 75% = 10.24  ευρώ Χ 13 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 741,52 ευρώ (585 + 23,40 +133,12). μείον 144,22 ευρώ  οι προβλεπόμενες κρατήσεις (741,52 Χ 19,45%) = 597,30 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη  κατέβαλε 598,51 ευρώ και επομένως η εναγομένη κατέβαλε επιπλέον 0,99 ευρώ.

6) τον Ιούνιο: α)  119 ώρες και δικαιούται 696,15 ευρώ (119 Χ 5,85 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα  Σάββατο επί 7 ώρες και δικαιούται 87,75 ευρώ (15 ώρες Χ 5.85 ευρώ) και γ) δύο Κυριακές επί 4  ώρες και μία Κυριακή επί ώρες και δικαιούται 133,12 ευρώ (5.85 ευρώ + 75% = 10,24 ευρώ Χ 13  ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 917,02 ευρώ (696,15 + 87,75 + 133,12), μείον 178,36 ευρώ οι  προβλεπόμενες κρατήσεις (917,02 Χ 19.45%) = 738,66 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη  κατέβαλε 597,67 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 140,99 ευρώ.

7) Τον Ιούλιο: α) 118 ώρες και  δικαιούται 690,30 ευρώ (118 Χ 5,85 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες  και δικαιούται 99,45 ευρώ (17 ώρες Χ 5,85 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή  επί 5 ώρες και δικαιούται 174,08 ευρώ (5,85 ευρώ + 75% = 10,24 ευρώ Χ 17 ώρες). Συνολικά δε  δικαιούται 963,83 ευρώ (690,30 + 99,45 + 174,03), μείον 187,46 ευρώ οι προβλεπόμενες  κρατήσεις (963,83 Χ 19,45%) = 776,37 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 613,03  ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 163,34 ευρώ.

8) τον Αύγουστο: α) 80 ώρες και δικαιούται 468 ευρώ  (80 Χ 5,85 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες και δικαιούται 93,45  ευρώ (17 ώρες Χ 5,85 ευρώ) και γ) μία Κυριακή επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και  δικαιούται 92.16 ευρώ (5,85 ευρώ + 75% = 10.24 ευρώ Χ 9 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 659,61  ευρώ (468 + 99,5 + 92,16), μείον 128,29 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (659,61 Χ 19,45%) =  531,32 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 655,04 ευρώ και επομένως κατέβαλε  επιπλέον 123,72 ευρώ.

9) Τον Σεπτέμβριο: α) 122 ώρες και δικαιούται 735,66 ευρώ (122 Χ 6,03  ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες και δικαιούται 78,39 ευρώ (13 ώρες  Χ 6.03 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες. δικαιούται δε 126.60 ευρώ (6.03 ευρώ + 75% =  10,55 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 940,65 ευρώ (735,66 + 78.39 + 126,60), μείον  182,95 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (940,65 Χ 19,45%) = 757,70 ευρώ, έναντι των οποίων η  εναγομένη κατέβαλε 587,27 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 170,43 ευρώ.

10) Τον Οκτώβριο: 1) για  τις πέντε πρώτες ημέρες επί 6 ώρες και δικαιούται 180,90 ευρώ (30 ώρες Χ 6,03) και 2) από 8  Οκτωβρίου που συμπλήρωσε τριετία εργάσθηκε; α) 77 ώρες και δικαιούται 488,18 ευρώ (77 Χ  6,34 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 107,78 ευρώ (17  ώρες Χ 6,34 ευρώ), γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες, δικαιούται δε 188,70  ευρώ (6,34 ευρώ Χ 75% = 11,1 ευρώ Χ 17 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 965,56 ευρώ (180,90 +  488.18 + 107,78 + 188,70), μείον 187,80 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (965,56 Χ 19,45%) =  777,76 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 591,66 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο  186,10 ευρώ.

11) Το Νοέμβριο: α) 117 ώρες και δικαιούται 741,78 ευρώ (117 Χ 6,34 ευρώ), β)  τέσσερα Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 133,14 ευρώ (21 ώρες Χ  6,34 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 188,70 ευρώ  (6,34 ευρώ + 75% = 11,1 ευρώ Χ 17 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.053,62 ευρώ (74178 + 133,14 + 188.70), μείον 206,87 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.063,62 Χ 19,45%) = 856,75  ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 621,10 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 235,65  ευρώ.

Και 12) τον Δεκέμβριο: α) 57 ώρες και δικαιούται 361,38 ευρώ (57 Χ 6.34 ευρώ), β) ένα  Σάββατο επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες και δικαιούται 57,06 ευρώ (9 ώρες Χ 6,34 ευρώ),  γ) δύο Κυριακές και μία αργία επί 4 ώρες, δικαιούται δε 133,20 ευρώ (6,34 ευρώ + 75% =11,1  ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 551,64 ευρώ (361,38 + 57,06 + 133.20), μείον 107.29  ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (551,64 Χ 19,45%) = 444,35 ευρώ, έναντι των οποίων η  εναγομένη κατέβαλε 557,79 ευρώ και επομένως κατέβαλε επιπλέον 113,44 ευρώ.

Συνεπώς για το έτος 2008 η εναγομένη οφείλει συνολικά στην ενάγουσα το ποσό των 1.120,63  ευρώ, ήτοι 1.391,32 ευρώ οι συνολικές δικαιούμενες διαφορές, μείον 270,69 ευρώ οι επιπλέον  ληφθείσες αποδοχές μηνών Ιανουαρίου, Μαΐου, Αυγούστου και Δεκεμβρίου.

Δ) Κατά το έτος 2009 η  ενάγουσα εργάσθηκε:

1) Τον Ιανουάριο: α) 116 ώρες και δικαιούται 755,16 ευρώ (116 Χ 6,51  ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 110,67 ευρώ (17  ώρες Χ 6,51 ευρώ) και γ) δύο Κυριακές και μία αργία επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες,  δικαιούται δε 193,63 ευρώ (6,51 ευρώ + 75% = 11,39 ευρώ Χ 17 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται  1.059,46 ευρώ (755,16 + 110,67 + 193,63), μείον 206,06 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις  (1.059.46 Χ 19,45%) = 853.40 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 702,02 ευρώ και  οφείλει το υπόλοιπο 151,38 ευρώ.

2) Τον Φεβρουάριο: α) 76 ώρες και δικαιούται 494,76 ευρώ (76  Χ 6,51 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 110,67 ευρώ  (17 ώρες Χ 6,51 ευρώ) και γ) τέσσερις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται 182,24 ευρώ (6,51 ευρώ  + 75% = 11.35 ευρώ Χ 16 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 787,67 ευρώ (494,76 + 110,67 +  182,24), μείον 153,20 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (787.67 Χ 19,45%) = 634.47 ευρώ,  έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 435.26 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 199,21 ευρώ.

3)  Τον Μάρτιο: α) 111 ώρες και δικαιούται 722,61 ευρώ (111 Χ 6,51 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4  ώρες και δικαιούται 78,12 ευρώ (12 ώρες Χ 6.51) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή  επί 5 ώρες και δικαιούται 193,63 ευρώ (6,51 ευρώ + 75% = 11,39 ευρώ Χ 17 ώρες). Συνολικά δε  δικαιούται 994,36 ευρώ (722,61 + 78.12 + 193,63), μείον 193,40 ευρώ οι προβλεπόμενες  κρατήσεις (994,36 Χ 19,45%) = 800,96 ευρώ. έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 595,44  ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 205,52 ευρώ.

4) Τον Απρίλιο: α) 125 ώρες και δικαιούται 813,75  ευρώ (125 Χ 6,51 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται 78,12 ευρώ (6,51 Χ 12) και γ)  δύο Κυριακές και μία εργάσιμη επί 4 ώρες και δικαιούται 136,68 ευρώ (6.51 ευρώ + 75% = 11,39  ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.028.55 ευρώ (813,75 + 78,12 + 133,12), μείον 200,05  ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.028,55 Χ 19,45%) = 828,50 ευρώ, έναντι των οποίων η  εναγομένη κατέβαλε 605,60 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 221.90 ευρώ.

5) Τον Μάιο: α) 113 ώρες  και δικαιούται 735,63 ευρώ (113 Χ 6,51 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 4 ώρες και δύο Σάββατα επί 5  ώρες και δικαιούται 91,14 ευρώ (6,51 ευρώ Χ 14 ώρες) και γ) τρεις Κυριακές και μία αργία επί 4  ώρες και δικαιούται 182,24 ευρώ (6,51 ευρώ + 75% = 11,39 ευρώ Χ 16 ώρες). Συνολικά δε  δικαιούται 1.009,01 ευρώ (735,63 + 91,14 + 182.24), μείον 196,25 ευρώ οι προβλεπόμενες  κρατήσεις (1.009,01 Χ 19.45%) - 812,76 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 604,63  ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 208,13 ευρώ.

6) τον Ιούνιο: α) 124 ώρες και δικαιούται 807,24  ευρώ (124 Χ 6,51 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 5 ώρες και δικαιούται 65,10 ευρώ (10 ώρες Χ 6,51  ευρώ). και γ) μία Κυριακή και μία αργία επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται  148,07 ευρώ (6,51 ευρώ + 75% =11,39 ευρώ Χ 13 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.020,41 ευρώ  (807,24 + 65,10 + 148,07), μείον 198,47 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.020,41 Χ 19,45%)  = 821,94 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 602,91 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο  219,03 ευρώ.

7) Τον Ιούλιο: α) 85 ώρες και δικαιούται 553,35 ευρώ (85 Χ 6,51 ευρώ), β) τέσσερα  Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται 104,16 ευρώ (16 ώρες Χ 6,51 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4  ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 193,63 ευρώ (6.51 ευρώ + 75% = 11,39 ευρώ Χ 17  ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 851,14 ευρώ (553,35 + 104,16 + 183,63), μείον 165,55 ευρώ οι  προβλεπόμενες κρατήσεις (851,14 Χ 19,45%) = 685,59 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη  κατέβαλε 626,86 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 58,73 ευρώ.

8) τον Αύγουστο: α) 93 ώρες και  δικαιούται 605,43 ευρώ (93 Χ 6,51 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες  και δικαιούται 84,63 ευρώ (13 ώρες Χ 6,51 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται  136,68 ευρώ (6,51 ευρώ + 75% = 11,39 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 826,74 ευρώ  (605,43 + 84,63 + 136,68), μείον 160,80 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (826,74 Χ 19,45%) =  665,94 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 644,75 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο  21,19 ευρώ.

9) Τον Σεπτέμβριο: α) 87 ώρες και δικαιούται 588,99 ευρώ (87 Χ 6,77 ευρώ), β) δύο  Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες και δικαιούται 88,10 ευρώ (13 ώρες Χ 6,77 ευρώ)  και γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες, δικαιούται δε 154,05 ευρώ (6,77 ευρώ  + 75% = 11,85 ευρώ Χ 13 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 831,14 ευρώ (588,99 + 88,10 + 154.05),  μείον 161,65 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (831,14 Χ 19,45%) = 669,49 ευρώ, έναντι των  οποίων η εναγομένη κατέβαλε 596,60 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 72,89 ευρώ.

10) Τον  Οκτώβριο: α) 113 ώρες και δικαιούται 765,01 ευρώ (113 Χ 6,77 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4  ώρες, ένα Σάββατο επί 5 ώρες και ένα Σάββατο επί 6 ώρες, δικαιούται δε 128,63 ευρώ (19 ώρες Χ  6,77 ευρώ), γ) δύο Κυριακές και δύο αργίες επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες, δικαιούται δε  248,85 ευρώ (6,77 ευρώ Χ 75% = 11,85 ευρώ Χ 21 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.142,49 ευρώ  ( 755,01 + 128,63 + 248,85), μείον 222,21 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.142.49 Χ 19,45%)  = 920,28 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 849,28 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο  271 ευρώ.

11) Το Νοέμβριο: α) 113 ώρες και δικαιούται 765,01 ευρώ (113 Χ 6,77 ευρώ), β) δύο  Σάββατα επί 4 ώρες, δικαιούται δε 54,16 ευρώ (8 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4  ώρες και δικαιούται 142,20 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε  δικαιούται 961,37 ευρώ (765,01 +54,16 + 142,20), μείον 186,98 ευρώ οι προβλεπόμενες  κρατήσεις (961,37 Χ 19,45%) = 774,39 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 562.94  ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 211,45 ευρώ.

Και 12) τον Δεκέμβριο: α) 82 ώρες και δικαιούται  555,14 ευρώ (82 Χ 6,77 ευρώ), β) τέσσερα Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται 108,32 ευρώ (16  ώρες Χ 6,77 ευρώ), γ) δύο Κυριακές και μία αργία επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες, δικαιούται  δε 193,63 ευρώ (6,34 ευρώ + 75% = 11,1 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 857,09 ευρώ  (555,14 + 108,32 + 193,63), μείον 166,70 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (857,09 Χ 19,45%) =  690,39 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 497,75 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο  192,64 ευρώ.
Συνεπώς για το έτος 2009 η εναγομένη οφείλει συνολικά στην ενάγουσα το ποσό των 2.033,07  ευρώ.

Ε) Κατά το έτος 2010 η ενάγουσα εργάσθηκε:

1) Τον Ιανουάριο: α) 122 ώρες και δικαιούται  825,94 ευρώ (122 Χ 6,77 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 8 ώρες και ένα Σάββατο επί 4 ώρες και  δικαιούται 81.24 ευρώ (12 ώρες Χ 6.77 ευρώ) και γ) μία Κυριακή και μία αργία επί 4 ώρες,  δικαιούται δε 94,80 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 8 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1  001,98 ευρώ (825,94 + 31,24 + 94.80), μείον 194,88 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1 001 98  Χ 19.45%) = 807,10 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 628,06 ευρώ και οφείλει το  υπόλοιπο 179,04 ευρώ.

2) Τον Φεβρουάριο: α) 101 ώρες και δικαιούται 683,77 ευρώ (101 Χ 6,77  ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες, δικαιούται δε 54,18 ευρώ (8 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) δύο  Κυριακές επί 4 ώρες, δικαιούται δε 94,80 ευρώ (6,77 ευρώ Χ 75% = 11,85 ευρώ Χ 8 ώρες).  Συνολικά δε δικαιούται 832,73 ευρώ ( 683,77 + 54,16 + 94,80), μείον 161,93 ευρώ οι  προβλεπόμενες κρατήσεις (832,73 Χ 19,45%) = 670,77 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη  κατέβαλε 592,63 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 78,14 ευρώ.

3) Το Μάρτιο: α) 122 ώρες και  δικαιούται 825,94 ευρώ (122 Χ 6,77 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 7 ώρες,  δικαιούται δε 74,47 ευρώ (11 ώρες Χ 6.77 ευρώ) και γ) μία Κυριακή και μία αργία επί 4 ώρες και  μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 154,05 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 13 ώρες).  Συνολικά δε δικαιούται 1.054,46 ευρώ (825.94 +74,47 + 154.05), μείον 205.09 ευρώ οι  προβλεπόμενες κρατήσεις (1.054,46 Χ 19,45%) = 849,37 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη  κατέβαλε 564,50 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 284,87 ευρώ

4) Τον Απρίλιο: α) 102 ώρες και  δικαιούται 690,54 ευρώ (102 Χ 6.77 ευρώ). β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται 54,16 ευρώ  (8 ώρες Χ 6,77 ευρώ), γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες και μία αργία επί 8 ώρες, δικαιούται δε 189,60  ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 16 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 934,30 ευρώ (690,54 +  54,16 + 189,60), μείον 181,72 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (934,30 Χ 19,45%) = 752,58  ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 647,20 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 105,38  ευρώ.

5) Τον Μάιο: α) 117 ώρες και δικαιούται 792,09 ευρώ (117 Χ 6,77 ευρώ), β) τρία Σάββατα  επί 4 ώρες και δικαιούται 81,24 ευρώ (12 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) μία Κυριακή επί 4 ώρες και μία  Κυριακή επί 5 ώρες, δικαιούται δε 106,65 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 9 ώρες).
Συνολικά δε δικαιούται 979,98 ευρώ (792,09 + 81,24 + 106.65), μείον 190,60 ευρώ οι  προβλεπόμενες κρατήσεις (979,98 Χ 19,45%) = 789,38 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη  κατέβαλε 572,65 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 216,73 ευρώ,

6) Τον Ιούνιο: α) 95 ώρες και  δικαιούται 643,15 ευρώ (95 Χ 6,77 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες,  δικαιούται δε 88,01 ευρώ {13 ώρες Χ 6,77 ευρώ), γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες, δικαιούται δε  142,20 ευρώ {6,77 ευρώ Χ 75% - 11,85 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 873,36 ευρώ  (643,15 + 88,01 + 142,20), μείον 169,86 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (873,36 Χ 19,45%) =  703,50 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 635,44 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο  68,06 ευρώ,

7) Τον Ιούλιο: α) 126 ώρες και δικαιούται 353,02 ευρώ (126 Χ 6.77 ευρώ), β) δύο  Σάββατα επί 4 ώρες, δικαιούται δε 54.16 ευρώ (8 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) δύο Κυριακές επί 4  ώρες και δικαιούται 94,80 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 8 ώρες). Συνολικά δε  δικαιούται 1.001,98 ευρώ (853.02 + 54,16 + 94,80), μείον 194,88 ευρώ οι προβλεπόμενες  κρατήσεις (1.001,98 Χ 19,45%) = 807.10 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 560,63  ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 246,47 ευρώ.

8) Τον Αύγουστο: α) 111 ώρες και δικαιούται 751,47  ευρώ (111 Χ 6,77 ευρώ), μείον 146,16 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (751,47 Χ 19,45%) =  605,31 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 614.81 ευρώ, δηλαδή κατέβαλε επιπλέον  9,50 ευρώ. 9)

Τον Σεπτέμβριο: α) 126 ώρες και δικαιούται 853,02 ευρώ (126 Χ 6,77 ευρώ), β) δύο  Σάββατα επί 8 ώρες και δικαιούται 108.32 ευρώ (16 ώρες Χ 6.77 ευρώ) και γ) μία Κυριακή επί 4  ώρες, δικαιούται δε 47 40 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11.85 ευρώ Χ 4 ώρες). Συνολικά δε  δικαιούται 1.008.74 ευρώ (853,02 + 108.32 + 47,40), μείον 196.19 ευρώ οι προβλεπόμενες  κρατήσεις (1.008,74 Χ 19.45%) = 812.55 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 576,12  ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 236,43 ευρώ.

10) Τον Οκτώβριο: α) 74 ώρες και δικαιούται 500,98  ευρώ (74 Χ 5,34 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 8 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 88,01  ευρώ (15 ώρες Χ 6,77 ευρώ), γ) μία Κυριακές επί 8 ώρες, δικαιούται δε 94,80 ευρώ (6,77 ευρώ Χ  75% = 11,85 ευρώ Χ 8 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 683,79 ευρώ (500,98 + 88,01 + 34,80),  μείον 132,99 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (683,79 Χ 19,45%) = 550,80 ευρώ, έναντι των  οποίων η εναγομένη κατέβαλε 599,33 ευρώ και επομένως κατέβαλε επιπλέον 48,53 ευρώ.

11) Το  Νοέμβριο: α) 106 ώρες και δικαιούται 717,62 ευρώ (106 Χ 6,77 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες.  δικαιούται δε 81,24 ευρώ (12 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται  142,20 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 941,06 ευρώ  (717,62 + 81.24 + 142,20), μείον 183.03 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (9641,06 Χ 19,45%) =  758,03 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 621,35 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο  136,68 ευρώ.

Και 12) τον Δεκέμβριο: α) 142 ώρες και δικαιούται 961,34 ευρώ (142 Χ 6,77 ευρώ),  β) ένα Σάββατο επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 8 ώρες και δικαιούται 81,24 ευρώ (12 ώρες Χ 6,77  ευρώ), γ) μία Κυριακή επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 8 ώρες, δικαιούται δε 142,20 ευρώ (6,77  ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.184,78 ευρώ (961,34 + 81,24 +  142,20), μείον 230,43 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.184,78 Χ 19,45%) = 954.35 ευρώ,  έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 701,65 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 252,70 ευρώ.
Συνεπώς για το έτος 2010 η εναγομένη οφείλει συνολικά στην ενάγουσα το ποσό των 1.746,47  ευρώ, ήτοι 1804,50 ευρώ οι οφειλόμενες διαφορές αποδοχών, μείον 58,053 ευρώ οι επιπλέον  καταβληθείσες.

Και ΣΤ) Κατά το έτος 2011 η ενάγουσα εργάσθηκε: 1) Τον Ιανουάριο: α) 114 ώρες  και δικαιούται 771,78 ευρώ (114 Χ 6,77 ευρώ) και β) ένα Σάββατο επί 8 ώρες και ένα Σάββατο επί 4  ώρες και δικαιούται 81.24 ευρώ (12 ώρες Χ 6,77 ευρώ). Συνολικά δε δικαιούται 853,02 ευρώ  (771,78 + 81,24), μείον 165,91 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (853,02 Χ 19,45%) = 687,11  ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 434,88 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 252,23  ευρώ.

2) Τον Φεβρουάριο: α) 102 ώρες και δικαιούται 690,54 ευρώ (102 Χ 6,77 ευρώ). β) ένα  Σάββατο επί 4 ώρες, δικαιούται δε 27,08 ευρώ (4 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) μία Κυριακή επί 8 ώρες,  μία Κυριακή επί 6 ώρες και μία Κυριακή επί 7 ώρες, δικαιούται δε 248,85 ευρώ (6,77 ευρώ Χ 75% =  11.85 ευρώ Χ 21 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 966,47 ευρώ (690.54 +27.03 + 248.85), μείον  187.96 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (966,47 Χ 19,45%) = 778,51 ευρώ, έναντι των οποίων η  εναγομένη κατέβαλε 549,90 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 228,61 ευρώ

3) Το Μάρτιο: α) 84 ώρες  και δικαιούται 568,68 ευρώ (84 Χ 6,77 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 9 ώρες, δικαιούται δε 121,86  ευρώ (18 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) δύο Κυριακές επί 8 ώρες και μία αργία επί 7 ώρες και δικαιούται  272.55 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 23 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 963,09 ευρώ  (568,68 + 121,86 + 272,55), μείον 187.32 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (963.09 Χ 19.45%) =  775,77 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 631,09 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο  144,68 ευρώ.

4) Τον Απρίλιο, α) 123 ώρες και δικαιούται 832,71 ευρώ (123 Χ 677 ευρώ), β) ένα  Σάββατο επί 7 ώρες και ένα Σάββατο επί 8 ώρες και δικαιούται 101,55 ευρώ (15 ώρες Χ 6,77 ευρώ)  και γ) μία Κυριακή επί 7 ώρες. δικαιούται δε 82.95 ευρώ (6.77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 7  ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.017,21 ευρώ (832,71 + 101,55 + 82,95), μείον 197.85 ευρώ οι  προβλεπόμενες κρατήσεις (1.017.21 Χ 19,45%) = 819,36 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη  κατέβαλε 616,59 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 202,77 ευρώ.

5) Τον Μάιο: α) 122 ώρες και  δικαιούται 825,94 ευρώ (122 Χ 6,77 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 8 ώρες και ένα Σάββατο επί 7 ώρες  και δικαιούται 101,55 ευρώ (15 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) μία Κυριακή επί 7 ώρες και μία αργία επί  8 ώρες, δικαιούται δε 177.75 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 15 ώρες).
Συνολικά δε  δικαιούται 1.105,24 ευρώ (825,94 + 101,55 + 177,75), μείον 214,97 ευρώ οι προβλεπόμενες  κρατήσεις (1.105,248 Χ 19,45%) = 890.27 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 622,39  ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 267,88 ευρώ.

Και 6) Τον Ιούνιο: α) 107 ώρες και δικαιούται 724,39  ευρώ (107 Χ 6,77 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 33,85 ευρώ (13 ώρες Χ 6,77  ευρώ) και γ) μία Κυριακή επί 5 ώρες, δικαιούται δε 59,25 ευρώ (8,77 ευρώ Χ 75% = 11,85 ευρώ Χ  5 ώρες).
Συνολικά δε δικαιούται 817,49 ευρώ (724,39 + 33,85 + 59,25), μείον 159,00 ευρώ οι  προβλεπόμενες κρατήσεις (817,49 Χ 19,45%) = 658,49 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη δεν  κατέβαλε κανένα ποσό.

Συνεπώς για το έτος 2011 η εναγομένη οφείλει συνολικά στην ενάγουσα το ποσά των 1.754,66  ευρώ. Συνολικά δε, κατά το χρονικά διάστημα των ετών 2006 έως και 2011, η εναγομένη όφειλε  στην ενάγουσα, για τις διαφορές των μηνιαίων αποδοχών της, το ποσό των 8.571,89 ευρώ  (662.06 + 1.255 + 1.120.63 + 2.033.07 + 1.746,47 + 1.754,66).

Επίσης για διαφορές επιδομάτων  εορτών, επιδομάτων αδείας και αποδοχών αδείας η εναγομένη όφειλε στην ενάγουσα το συνολικό  ποσό των 6.431,70 ευρώ.

Ειδικότερα: Α) Για το έτος 2006: α) για δώρο Πάσχα, δικαιούται 482, 81  ευρώ, μείον 93,90 ευρώ οι κρατήσεις (482.81 Χ 19,45%) = 388,90 ευρώ, έναντι των οποίων η  εναγομένη κατέβαλε 255,13 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 133,77 ευρώ, 2) για δώρο  Χριστουγέννων δικαιούται 831,24 ευρώ. μείον 161,67 ευρώ οι κρατήσεις (831,24 Χ 19,45%) =  669,57 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 512,18 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο  157,39 ευρώ. γ) για το επίδομα αδείας δικαιούται 414,96 ευρώ, μείον 80,70 ευρώ οι κρατήσεις  (414,96 Χ 19,45%) = 334,25 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη δεν κατέβαλε κανένα ποσό και  δ) για τις αποδοχές αδείας δικαιούται 638,40 ευρώ, μείον 124,16 ευρώ οι κρατήσεις (638.40 Χ  19,45%) = 514,23 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη δεν κατέβαλε κανένα ποσό. Συνολικά δε  για το έτος 2006 όφειλε 1.138.64 ευρώ (133,77 + 157,39 + 334.25 + 514,23). Β)

Για το έτος  2007: α) για δώρο Πάσχα, δικαιούται 513,74 ευρώ, μείον 99,92 ευρώ οι κρατήσεις (513,74 Χ  19,45%) = 413,82 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 265,86 ευρώ και οφείλει το  υπόλοιπο 147,96 ευρώ. 2) για δώρο Χριστουγέννων δικαιούται 882,81 ευρώ, μείον 171,70 ευρώ οι  κρατήσεις (882,81 Χ 19,45%) = 711, ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 565,43 ευρώ  και οφείλει το υπόλοιπο 145,67 ευρώ, γ) για το επίδομα αδείας δικαιούται 440,70 ευρώ, μείον  85,71 ευρώ οι κρατήσεις {440,70 Χ 19,45%) = 354,98 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη δεν  κατέβαλε κανένα ποσό και δ) νια τις αποδοχές αδείας δικαιούται 711,90 ευρώ, μείον 138,46 ευρώ  οι κρατήσεις (711,90 Χ 19,45%) = 573,43 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη δεν κατέβαλε  κανένα ποσό. Συνολικά δε για το έτος 2007 όφειλε 1.222,04 ευρώ (147,96 + 145,67 + 354,98 +  573,43). Γ)

Για το έτος 2008: α) για δώρο Πάσχα, δικαιούται 548,43 ευρώ. μείον 106.67 ευρώ οι  κρατήσεις (548,43 Χ 19,45%) = 441,76 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 283,87  ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 157,89 ευρώ. β) για δώρο Χριστουγέννων δικαιούται 914,06 ευρώ,  μείον 177,78 ευρώ οι κρατήσεις (914,06 Χ 19,45%) = 736,28 ευρώ, έναντι των οποίων η  εναγομένη κατέβαλε 567,74 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 168.53 ευρώ, γ) για το επίδομα αδείας  δικαιούται 456,30 ευρώ, μείον 88,75 ευρώ οι κρατήσεις (456,30 Χ 19,45%) = 367.54 ευρώ, έναντι  των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 283,87 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 83,67 ευρώ και δ) για τις  αποδοχές αδείας δικαιούται 772,20 ευρώ, μείον 150,19 ευρώ οι κρατήσεις (772.20 Χ 19,45%) =  622 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη δεν κατέβαλε κανένα ποσό Συνολικά δε για το έτος  2008 όφειλε 1.032,09 ευρώ (157,89 + 168,53 + 83,67 + 622). Δ)

Για το έτος 2009: α) για δώρο  Πάσχα, δικαιούται 610,31 ευρώ, μείον 118,70 ευρώ οι κρατήσεις (610,31 Χ 19,45%) = 491,60  ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 309,50 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 182,10  ευρώ. 2) για δώρο Χριστουγέννων δικαιούται 1.057,81 ευρώ, μείον 205,74 ευρώ οι κρατήσεις  (1.057.81 Χ 19,45%) = 852.06 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 512,34 ευρώ και  οφείλει το υπόλοιπο 339,72 ευρώ, γ) για το επίδομα αδείας δικαιούται 528,06 ευρώ, μείον 102 70  οι κρατήσεις (528,06 Χ 19,45%) = 425,35 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 300,13  ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 125,22 ευρώ και δ) για τις αποδοχές αδείας δικαιούται 893,64 ευρώ,  μείον 173;81 ευρώ οι κρατήσεις (893,64 Χ 19,45%) = 719,82 ευρώ, έναντι των οποίων η  εναγομένη δεν κατέβαλε κανένα ποσό. Συνολικά δε για το έτος 2009 όφειλε 1.366,86 ευρώ  (181,10 + 339,72 + 125,22 + 719,82). Ε)

Για το έτος 2010: α) για δώρο Πάσχα, δικαιούται 634,63  ευρώ, μείον 123,44 ευρώ οι κρατήσεις (634,68 Χ 19,45%) = 511.24 ευρώ, έναντι των οποίων η  εναγομένη κατέβαλε 253,72 ευρώ- και οφείλει το υπόλοιπο 257,52 ευρώ, 2) για δώρο  Χριστουγέννων δικαιούται 1.057,81 ευρώ, μείον 205,74 ευρώ οι κρατήσεις (1.057,81 Χ 19,45%) =  852,06 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 531,60 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο  320,46 ευρώ, γ) νια το επίδομα αδείας δικαιούται 528,06 ευρώ, μείον 102,70 ευρώ οι κρατήσεις  (528,06 Χ 19,45%) = 425,35 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 301,56 ευρώ και  οφείλει το υπόλοιπο 123,79 ευρώ και δ) για τις αποδοχές αδείας δικαιούται 893,64 ευρώ, μείον  173,81 ευρώ οι κρατήσεις (893,64 Χ 19,45%) = 719,82 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη δεν  κατέβαλε κανένα ποσό. Συνολικά δε για το έτος 2010 όφειλε 1.421,60 ευρώ (257,52 + 320,46 + 123,79 + 719,82). Και ΣΤ) για το δώρο του Πάσχα του έτους 2011 δικαιούται 634,68 ευρώ, μείον  123.44 ευρώ οι κρατήσεις (634,68 Χ 19,45%) = 511,24 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη  κατέβαλε 261,77 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 249,47 ευρώ.

Με τις παραδοχές αυτές το  Μονομελές Πρωτοδικείο, δέχθηκε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της αποφάσεως του  Ειρηνοδικείου που είχε δεχθεί την αγωγή της αναιρεσίβλητης και ερευνώντας την τελευταία  (αγωγή), δέχθηκε εν μέρει αυτήν, αναγνωρίζοντας ότι η αναιρεσείουσα, μετά μερική εξόφληση για  τα οφειλόμενα των ετών 2006, 2007 και 2008, οφείλει στην αναιρεσίβλητη συνολικό ποσό  κατώτερο εκείνου που επιδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (6.964,93 ευρώ, έναντι του  πρωτοδίκως επιδικασθέντος ποσού των 7.395,38 ευρώ), το οποίο και επιδίκασε.

Με το να  υπολογίσει το Μονομελές Πρωτοδικείο, με την ως άνω κρίση του, τις αμοιβές της αναιρεσίβλητης  για τις ώρες που εργάσθηκε με βάση το ωρομίσθιο του εργαζομένου στην ίδια εργασία με πλήρη  απασχόληση και όχι με βάση το ημερομίσθιο, τα δε επιδόματα εορτών και άδειας, όπως προκύπτει  από τους σχετικούς μαθηματικούς υπολογισμούς, με βάση τις τακτικές αποδοχές, στις οποίες  συμπεριέλαβε και την αναλογία από την προσαύξηση για εργασία της κατά τρεις τουλάχιστον Κυριακές κάθε μήνα καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, που παρεχόταν δηλαδή τακτικά και  μόνιμα και όχι έκτακτα, κατά τις ως άνω παραδοχές, συνυπολογίζοντας επί πλέον στον υπολογισμό  των επιδομάτων εορτών και την αναλογία από το επίδομα άδειας, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού  δικαίου διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 1892/1990, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το  άρθρο 2 του ν.2639/1998 και συμπληρώθηκε με άρθρο 7 ν.2874/2000, της από 12.4.2007 ΣΣΕ  και των υπ’ αριθ. 39/2006, 19/2007 και 11/2008 Διαιτητικών Αποφάσεων "Για τους όρους αμοιβής  και εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας", του ν. 1082/1980, της ΚΥΑ 19040/1981, του α.ν. 539/1945 και του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966.

Επομένως ο δεύτερος από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος  του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι παραβίασε τις διατάξεις του  άρθρου 38 του ν.1892/1990, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του  ν.2639/1998 και συμπληρώθηκε με άρθρο 7 ν.2874/2000, της από 12.4.2007 ΣΣΕ και των υπ’  αριθ. 39/2006, 19/2007 και 11/2008 Διαιτητικών Αποφάσεων "Για τους όρους αμοιβής και  εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας", με το να  υπολογίσει τα οφειλόμενα για τις ώρες εργασίας που πραγματοποίησε η αναιρεσίβλητη με βάση το  ωρομίσθιο και όχι το ημερομίσθιο των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών και ο  τέταρτος από τον ίδιο αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, κατά το σκέλος του με  το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι παραβίασε τις υπόλοιπες από τις ως  άνω διατάξεις με το να υπολογίσει στον προσδιορισμό των επιδομάτων εορτών και άδειας την  προσαύξηση από την εργασία κατά τις Κυριακές, αλλά και την προσαύξηση από την αναλογία του  επιδόματος άδειας στα επιδόματα εορτών είναι αβάσιμοι.

Ο δεύτερος λόγος κατά το μέρος του με  το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι με τις ως άνω παραδοχές της  "... δεν αποσαφηνίζεται εάν οι συγκεντρωτικά γενόμενες δεκτές ως αποδειχθείσες ώρες εργασίας,  της αναιρεσίβλητης για κάθε μήνα και όχι με επί μέρους προσδιορισμό τους για κάθε εβδομάδα ή  ημέρα εκάστης εβδομάδας του επιδίκου διαστήματος, συμπίπτουν με την εν συνεχεία παραδοχή για  απασχόληση της αναιρεσίβλητης σε ώρες κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής και αν  έγιναν καθ’ υπέρβαση ή μη του νόμιμου ημερησίου ωραρίου, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί  αναιρετικώς, το κρίσιμο και ουσιώδες ζήτημα του ορθού κατά νόμον μαθηματικού υπολογισμού  των πραγματικών ωρών απασχόλησης της αναιρεσίβλητης ανά εβδομάδα απασχόλησης του  επιδίκου διαστήματος, καθ’ υπέρβαση ή μη του νομίμου ημερήσιου ή και του νομίμου  εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας ...", αλλά και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος του με  το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι με τις ως άνω παραδοχές της,  ως προς τα οφειλόμενα από την αναιρεσείουσα στην αναιρεσίβλητη για επιδόματα εορτών και  άδειας δημιουργείται ασάφεια ως προς την ύπαρξη και το ακριβές ύψος αυτών, χωρίς ρητή  αναφορά του νόμου και χωρίς κανέναν νομικό υπολογισμό, χωρίς δηλαδή να διευκρινίζεται αν ο  υπολογισμός έγινε με βάση τις τακτικές αποδοχές κατά τον κρίσιμο χρόνο καταβολής των  επιδομάτων αυτών και αν στις τακτικές αυτές αποδοχές συμπεριελήφθησαν και οι οφειλόμενες για  παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και Κυριακές και αργίες αμοιβές ή με βάση το μέσο ημερομίσθιο  του συνόλου των ημερών που εργάσθηκε και λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό κάθε  επιδόματος, είναι απαράδεκτοι, διότι με αυτούς αποδίδεται, στην πραγματικότητα, η αναιρετική  πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθμό 1 του άρθρου 560  ΚΠολΔ που κατ’ επίφαση αναφέρεται στο αναιρετήριο, η οποία, όμως, δεν προβλέπεται κατά των  αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται επί εφέσεων κατ’ αποφάσεων ειρηνοδικείων.

Οι  περαιτέρω αιτιάσεις στον τέταρτο λόγο, με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλομένη η  πλημμέλεια ότι προέβη στον προσδιορισμό των επιδομάτων εορτών και άδειας, με βάση το μέσο  όρο του ημερομισθίου της αναιρεσίβλητης για όλη την ένδικη περίοδο απασχόλησής της και το  συνυπολογισμό της συνολικής αμοιβής για εργασία κατά τα Σάββατα και Κυριακές, στηρίζονται  στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι έχει τέτοιες παραδοχές η προσβαλλομένη, ενώ τούτο δεν  συμβαίνει, οι δε αιτιάσεις με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι εσφαλμένα  περιέλαβε στις τακτικές αποδοχές την προσαύξηση για εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν  παρεχόταν τακτικά και μόνιμα είναι απαράδεκτες, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ,  διότι αναφέρονται στην εκτίμηση πραγμάτων.

Από τη διάταξη του άρθρου 260 του Α.Κ., που ορίζει  ότι "η παραγραφή διακόπτεται όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιονδήποτε τρόπο",  συνάγεται ότι για τη διακοπή της παραγραφής αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια ή συμπεριφορά του  οφειλέτη έναντι του δανειστή από την οποία να προκύπτει σαφώς ότι αυτός (οφειλέτης),  γνωρίζοντας την εναντίον του αξίωση του δικαιούχου, θεωρεί ότι αυτή υφίσταται, κατά το χρόνο  της ενεργείας ή της συμπεριφοράς του, κατά τρόπο που να μη θεωρείται αναγκαία η έγερση της  σχετικής αγωγής από τον δανειστή. Ενέργειες δε, που συνιστούν αναγνώριση (εκτός βεβαίως από  την ρητή τοιαύτη) είναι, μεταξύ των άλλων, η πληρωμή τόκων, η παροχή ασφαλείας της  αξιώσεως, η μερική καταβολή και η μερική προσφορά του χρέους. Δεν εξετάζεται αν η ενέργεια του  οφειλέτη έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, ούτε αν συνιστά συμβατική ή μονομερή αναγνώριση της  αξιώσεως ή σύμβαση αναγνωρίσεως χρέους, κατά την έννοια του άρθρου 873 Α.Κ., ούτε απαιτείται  η ενέργεια αυτή να υποβληθεί σε κάποιον τύπο ή να γίνει δεκτή από τον δανειστή.
Συνεπώς, αρκεί κάθε εκδήλωση του υπόχρεου έναντι του δικαιούχου, αναγνωριστική του  υποστατού της υποχρεώσεώς του είτε ρητή είτε σιωπηρή, η οποία πρέπει να επιδεικνύεται πριν από  την συμπλήρωση της παραγραφής, έναντι του δανειστού και όχι έναντι τρίτου προσώπου (ΑΠ  997/2015, ΑΠ 1052/2013, ΑΠ 794/2012, ΑΠ 1043/2010).
Η εκτίμηση δε των πραγματικών γεγονότων, που  συνιστούν αναγνώριση, ανήκει στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και δεν υπόκειται, κατ’  άρθρον 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (AΠ 1052/2013, ΑΠ 794/2012,  ΑΠ 1043/2010).

Εξ άλλου κατά το άρθρο 416 ΑΚ η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή. Η  καταβολή για να έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής πρέπει να είναι προσήκουσα,  δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής, ότι πράγματι δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση. 

Από  το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνη του άρθρου 422 ΑΚ προκύπτει ότι ο οφειλέτης, για  την πληρωμή ορισμένου χρέους, εάν ισχυρισθεί ότι αυτό έχει αποσβεσθεί με καταβολή, αρκεί να  αποδείξει αυτήν την καταβολή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το  επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού σ’ αυτό αναφέρεται η δίκη. Μόνο αν ο δανειστής -  αποδεχόμενος την καταβολή - αντιλέγει με αντένσταση, ισχυριζόμενος ότι η προβαλλόμενη από τον  οφειλέτη καταβολή αφορά όχι το επίδικο, αλλά το χρέος του οφειλέτη προς αυτόν από άλλη αιτία,  τότε ο δανειστής επί τη αρνήσει του οφειλέτη υποχρεούται ν’ αποδείξει την ύπαρξη του άλλου  χρέους, οπότε στον οφειλέτη απόκειται περαιτέρω με επαντένσταση να επικαλεσθεί και να αποδείξει  ότι η καταβολή έγινε προς εξόφληση του επίδικου χρέους με μονομερή από αυτόν καθορισμό του  εξοφλητέου από τα περισσότερα χρέη βάσει του άρθρου 422 του ΑΚ. Ενόψει όμως του ότι η  διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ, για τον τρόπο καταλογισμού των καταβολών του οφειλέτη σε  περίπτωση που αυτός έχει περισσότερα χρέη, είναι ενδοτικού δικαίου, είναι επιτρεπτή αντίθετη  συμφωνία των συμβαλλομένων είτε πριν από την καταβολή, είτε κατά, είτε μετά την καταβολή  κατ’ άρθρο 361 ΚΠολΔ, αυτός δε που επικαλείται συμφωνία ως προς τον τρόπο καταλογισμού  αποδεικνύει αυτήν.

Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία ούτε μονομερής προσδιορισμός από  τον οφειλέτη, που είναι δεσμευτικός για τον δανειστή, τότε ο καταλογισμός θα γίνει κατά τον  επικουρικό προσδιορισμό του εδ. β’ του άρθ. 422 ΑΚ, δηλαδή η παροχή που έγινε καταλογίζεται  πρώτα στο ληξιπρόθεσμο χρέος... στο αρχαιότερο. Η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ εφαρμόζεται  αναλογικά όχι μόνο όταν τα περισσότερα χρέη πηγάζουν από διαφορετικές έννομες σχέσεις αλλά  και όταν πηγάζουν από την ίδια έννομη σχέση (ΑΠ 531/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση το  Μονομελές Πρωτοδικείο με την προσβαλλομένη απόφαση, σε συνέχεια των ανωτέρω παραδοχών  του δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και τα εξής ακόμη περιστατικά: Από τις πιο πάνω αιτίες η εναγομένη  όφειλε στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 15.003,59 ευρώ (8.571.89 διαφορές μηνιαίων  αποδοχών + 6.431,70 ευρώ διαφορές επιδομάτων), έναντι των οποίων κατέβαλε στις 22.8.2011 το  ποσό των 8.033,66 ευρώ, σύμφωνα με την εκατέρωθεν προσκομιζόμενη με την ημερομηνία αυτή  απόδειξη παραλαβής επιταγής του ποσού αυτού και επομένως οφείλει το υπόλοιπο ποσό των  6.964,93 ευρώ (15.003,59 - 8.038,66). Στην απόδειξη αυτή, ως αιτία της καταβολής, αναφέρεται  "για διαφορές αποδοχών που προκύπτουν μεταξύ του νομίμου ωρομισθίου και του  καταβαλλόμενου, χρονικού διαστήματος από 01.01.2006 έως 30.06.2011". Ενόψει του ότι η  καταβολή του ποσού αυτού δεν επαρκούσε για την εξόφληση όλου του χρέους της εναγομένης και  δεν υπήρχε -προσδιορισμός του εξοφλουμένου χρέους κατά τη συμφωνία καταβολής, ούτε τέλος η  ενάγουσα - δανείστρια προσδιόρισε κατά την καταβολή το μέρος του χρέους που αφορούσε,  σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 416 και 422, η παροχή αυτή θα  καταλογισθεί, σύμφωνα με το εδάφιο β’ του άρθρου 422 ΑΚ, στο αρχαιότερο χρέος.

Επομένως η  ενάγουσα, ορθώς, καθ’ υποφοράν, επικαλέσθηκε στην αγωγή ότι η καταβολή αυτή αφορούσε το  αρχαιότερο χρέος και άρα "εξοφλήθηκαν οι διαφορές του 2006, 2007, 2008 και μέρος των  διαφορών (το κεφάλαιο και όχι οι τόκοι)". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μονομελές  Πρωτοδικείο, απέρριψε τον σχετικό λόγο εφέσεως με τον οποίο επαναφέρθηκε ενώπιόν του η  απορριφθείσα πρωτοδίκως ένσταση της αναιρεσείουσας περί παραγραφής των αξιώσεων της  αναιρεσίβλητης για το έτος 2006 ύστερα από παραδοχή σχετικής αντενστάσεως της ενάγουσας  περί διακοπής της παραγραφής με αναγνώριση της απαιτήσεως, διότι, όπως δέχθηκε, με την  αναγραφή στην απόδειξη ότι η καταβολή αφορούσε και τις διαφορές αποδοχών "του έτους 2006"  η εναγομένη αναγνώρισε τις αξιώσεις του έτους 2006 και επομένως η παραγραφή αυτών  διακόπηκε, σύμφωνα με το άρθρο 260 ΑΚ.

Με την κρίση του αυτή, με το να δεχθεί δηλαδή τη  διακοπή της παραγραφής λόγω αναγνώρισης, με βάση τα προαναφερόμενα περιστατικά, των  επιδίκων αξιώσεων που αναφέρονταν στο έτος 2006, το Μονομελές Πρωτοδικείο δεν παραβίασε τις  ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 250 αρ. 17 και 260 ΑΚ. Επομένως ο πρώτος λόγος  αναιρέσεως κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η από τον αριθμό 1  του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης των διατάξεων αυτών είναι αβάσιμος.

Οι στο  ίδιο μέρος του λόγου αυτού περαιτέρω αιτιάσεις, κατά τις οποίες: α) είναι εσφαλμένη η παραδοχή  του δικαστηρίου της ουσίας ότι η γενομένη εκ μέρους της αναιρεσείουσας στις 22.08.2011  καταβολή προς την αναιρεσίβλητη του ποσού των 8.038,66 ευρώ "για διαφορές αποδοχών που  προκύπτουν μεταξύ του νομίμου ωρομισθίου και του καταβαλλόμενου, του χρονικού διαστήματος  από 1.1.2006 έως 30.6.2011", με την οποία επαναλήφθηκε η δήλωση της (της αναιρεσείουσας)  στην σχετική έγγραφη απόδειξη ότι η καταβολή προς την αναιρεσίβλητη του ποσού αυτού των  8.038,66 έγινε σε εξόφλησή της για διαφορές αποδοχών της που προέκυψαν μεταξύ του νομίμου  ωρομισθίου και του καταβαλλόμενου σε αυτήν, του χρονικού διαστήματος από 1.1.2006 έως  30.6.2011, αποτελεί αναγνώριση της επίδικης οφειλής για το 2006, διότι η προσβαλλομένη δεν  αναγράφει το ύψος της οφειλής για το 2006 για τον έλεγχο της ορθής υπαγωγής της από πλευράς  της παραδοχής της έννοιας της "οφειλής" της αναιρεσείουσας προς την αναιρεσίβλητη για το ίδιο  έτος (2006) και β) ότι με την ενέργειά της αναιρεσείουσας να αναγνωρίσει την ως άνω οφειλή της  προς την αναιρεσίβλητη και να την εξοφλήσει, δεν δημιουργήθηκε στην τελευταία (αναιρεσίβλητη),  ως δανείστρια, κατ’ αντικειμενική κρίση, η πεποίθηση ότι η αναιρεσείουσα εν τέλει είχε πλήρη  επίγνωση της πραγματικής αξιώσεώς της, την οποία θεωρούσε υφισταμένη και συνακόλουθα  διακόπηκε με την αναγνώριση αυτή η παραγραφή, είναι απαράδεκτες, οι μεν υπό στοιχείο α’ διότι  με αυτές αποδίδεται, στην πραγματικότητα, η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθ.  559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ που κατ’ επίφαση αναφέρεται στο  αναιρετήριο, η οποία, όμως, δεν προβλέπεται κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που  εκδίδονται επί εφέσεων κατ’ αποφάσεων ειρηνοδικείων, οι δε υπό στοιχείο β’ διότι αναφέρονται  στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, που συνιστούν αναγνώριση, η οποία ανήκει στην  κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και δεν υπόκειται, κατ’ άρθρον 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., στον  έλεγχο του Αρείου Πάγου. Ο ίδιος πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος του με το οποίο  υποστηρίζεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προέβη σε ευθεία παραβίαση των ΑΚ 361, 416 και  422 με το να δεχθεί ότι, με την ανωτέρω αναγραφόμενη στην απόδειξη ως αιτία της καταβολής,  "για διαφορές αποδοχών που προκύπτουν μεταξύ του νομίμου ωρομισθίου και του  καταβαλλόμενου, χρονικού διαστήματος από 01-01-2006 έως 30-06-2011", εξοφλήθηκαν οι  διαφορές του 2006, 2007, 2008 και μέρος των διαφορών, παρά το ότι δεν προσδιορίζει το ύψος  της προς την αναιρεσίβλητη οφειλής της αναιρεσείουσας για τα έτη 2006 και 2007, ώστε να  διαφανεί εάν το καταβληθέν ποσό των 8.038,66 ευρώ αφορούσε και κάλυπτε/ εξοφλούσε αληθώς  την αρχαιότερη οφειλή των ετών 2006 και 2007, είναι απαράδεκτος, διότι με τις στο μέρος του  αυτό αιτιάσεις αποδίδεται, στην πραγματικότητα, η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του  άρθ. 559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ που κατ’ επίφαση αναφέρεται  στο αναιρετήριο, η οποία, όμως, όπως προαναφέρθηκε, δεν προβλέπεται κατά των αποφάσεων  των πρωτοδικείων που εκδίδονται επί εφέσεων κατ’ αποφάσεων ειρηνοδικείων. Τα χρονικά όρια  της εργασίας των μισθωτών έχουν καθοριστεί με ειδικές διατάξεις δημοσίας τάξεως, με την έννοια  ότι αποτελούν τα ελάχιστα όρια προστασίας των εργαζομένων και συνεπώς με ατομική ή  συλλογική σύμβαση εργασίας ή με διαιτητική απόφαση ή άλλη κανονιστική πράξη νομοθετικής ή  συμβατικής ισχύος μπορούν να περιοριστούν, όχι όμως και να ξεπεραστούν χωρίς την τήρηση της  διαδικασίας για τη νομιμότητα της υπερωριακής απασχολήσεως.

Ειδικότερα: Με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. της  26.2.1975, η οποία κυρώθηκε με το ν. 133/1975, εισήχθη η εβδομάδα των πέντε (5) εργασίμων  ημερών ή το λεγόμενο διαφορετικά πενθήμερο εργασίας, δηλαδή καθιερώθηκε ως χρονικό όριο  εργασίας οι σαράντα πέντε (45) ώρες την εβδομάδα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 της από 14.2.1984  εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της  Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20.3.1984 (ΦΕΚ Β’ , 81), η  εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε από 1.1.1984 σε 40 ώρες, για την  απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη  συμπλήρωση του νόμιμου ανώτατου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας (υπερεργασία) καταβάλλεται  αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του Δ.Δ. Δ.Δ. Αθηνών, που κυρώθηκε με το  άρθρο 29 του νόμου 1346/1983 (ΑΠ 864/2015). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων  προκύπτει μεταξύ άλλων, ότι υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας η εκούσια ή  εξαναγκασμένη παροχή εργασίας (εντός του 8/ώρου) κατά τα Σάββατα, ημέρα υποχρεωτικής  ανάπαυσης λόγω εξάντλησης του 5νθημέρου, απαγορευομένη από κανόνα δημόσιας τάξης, είναι  άκυρη και γεννά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας  εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ’ αρ. 904 Α.Κ. (ΑΠ 864/2015,  ΑΠ 1615/2011).
Το καθεστώς όμως αυτό διαφοροποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3846/2010, η  αμοιβή για την απασχόληση κατά την ημέρα αυτή, είναι αβάσιμος, αφού το Μονομελές  Πρωτοδικείου, έστω και με εσφαλμένο αιτιολογικό, σε ορθό διατακτικό κατέληξε, με την  προσβαλλομένη απόφασή του.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή του τρίτου  λόγου αναιρέσεως, ως προς το μέρος του που κρίθηκε βάσιμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη  απόφαση κατά το κεφάλαιό της, που αναφέρεται στην αμοιβή της αναιρεσίβλητης για εργασία κατά  τα Σάββατα μέχρι και 10.5.2010 και τις Κυριακές και αργίες, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου  πλουτισμού, στο οποίο αναφέρεται κατά το μέρος του που έγινε δεκτός ο λόγος αναιρέσεως, να  παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από  δικαστή άλλον, από εκείνον που την εξέδωσε (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν τα  δικαστικά έξοδα, λόγω της ισομερούς νίκης και ήττας κάθε διάδικου μέρους (άρθρα 178, 183  ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια  ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβλήθηκε αίτημα με  το αναιρετήριο ή με το δικόγραφο των προτάσεων, ή με αυτοτελές δικόγραφο, (που κατατίθενται  τα δύο τελευταία στη γραμματεία του Αρείου Πάγου έως την παραμονή της συζήτησης), διατάσσει  με την αναιρετική απόφασή του την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που υπήρχε  πριν από τη εκτέλεση.

Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο Άρειος Πάγος για να διατάξει την  επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την εκτέλεση, πρέπει αυτή είτε  εκούσια είτε αναγκαστική, να έγινε με βάση την αναιρούμενη απόφαση, και όχι με άλλη, γιατί στην  τελευταία περίπτωση την επαναφορά διατάσσει, κατά το άρθρο 581 παρ. 3 του ΚΠολΔ, το  δικαστήριο της παραπομπής ενώπιον του οποίου συζητείται και πάλι η έφεση μετά την αναίρεση  (ΑΠ 1134/2012, ΑΠ 557/2010, ΑΠ 1677/2008, ΑΠ 1877/2005).

Σε περίπτωση που η εκτέλεση έγινε δυνάμει  προσωρινά εκτελεστής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εάν η απόφαση αυτή δεν είχε  επικυρωθεί από το Εφετείο με την αναιρεθείσα απόφαση του, δεν είναι παραδεκτή η αίτηση  επαναφοράς στο δικαστήριο του Αρείου Πάγιου, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα μεταξύ  εκτελεσθείσας και αναιρεθείσας αποφάσεως (ΑΠ 415/2014, ΑΠ 127/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση  η αναιρεσείουσα, υπέβαλε με τις προτάσεις της παρούσας συζητήσεως, που κατέθεσε στη  Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου την παραμονή της συζητήσεως της υποθέσεως (7.11.2016),  αίτηση με την οποία ζητάει να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στη κατάσταση που υπήρχε  πριν από την εκτέλεση και να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να της αποδώσει το ποσό των 8.111,65  ευρώ, το οποίο κατέβαλε σ’ αυτήν, για κεφάλαιο (7.395,36 ευρώ) και τόκους (716,30 ευρώ), σε  εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής υπ’ αριθ. 1858/2014 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου  Θεσσαλονίκης, η οποία όμως στη συνέχεια, όπως προαναφέρθηκε, εξαφανίσθηκε με την  αναιρούμενη υπ’ αριθ. 11177/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και δεν  επικυρώθηκε από την τελευταία, ώστε να θεωρείται ενσωματωθείσα σ’ αυτήν.

Η αίτηση αυτή είναι  απορριπτέα, προεχόντως ως απαράδεκτη, διότι το προαναφερόμενο συνολικό ποσό, καταβλήθηκε  από την αιτούσα σε εκτέλεση της πρωτόδικης αποφάσεως, η εκτελεσθείσα δηλαδή απόφαση είναι  διαφορετική από την προσβαλλόμενη με την αναίρεση και αναιρεθείσα.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την 11177/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά το  αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο  δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Και
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε  στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου  2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Viewing all articles
Browse latest Browse all 7448

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>