Quantcast
Channel: Taxheaven - Νέες αποφάσεις
Viewing all 7448 articles
Browse latest View live

Αριθμ. Γ5(α)/οικ.43125/2017 Λεπτομέρειες και διαδικασία υπολογισμού και συμψηφισμού της παρεχόμενης προς τα φαρμακεία έκπτωσης για τα γενόσημα, του άρθρου 88 του ν. 4472/2017 (Α' 74)

$
0
0
Αριθμ. Γ5(α)/οικ.43125

(ΦΕΚ Β' 1984/08-06-2017)

O ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:
A. Τις διατάξεις
1.    Του άρθρου 88 του ν. 4472/2017 (Α' 74) «Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις».
2.    Του άρθρου 34 του ν. 3918/2011 (Α' 31), «Διαρθρωτικές αλλαγές στο σύστημα υγείας και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει.
3.    Του ν. 4052/2012 (Α'41),ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' «Ρύθμιση θεμάτων Εθνικού Συστήματος Υγείας και εποπτευόμενων φορέων», όπως ισχύει.
4.    Του άρθρου 90 του Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α' 98).
5.    Του πδ/τος 106/2014 (Α' 173), «Οργανισμός του Υπουργείου Υγείας», όπως ισχύει.
6.    Του πδ/τος 73/2015 (Α' 116), «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
Β. Την Α1β/Γ.Π.οικ.3899 (Β' 94) υπουργική απόφαση «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και του δικαιώματος υπογραφής εγγράφων "Με εντολή Υπουργού" στο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας».
Γ. Το Β2β/ΓΠ/οικ.43119/7-6-2017 έγγραφο της ΓΔΟΥ σύμφωνα με το οποίο δεν προκύπτει δημοσιονομική επιβάρυνση από την εφαρμογή της εν λόγω υπουργικής απόφασης, αποφασίζουμε:

Άρθρο 1
Πεδίο Εφαρμογής-Καθορισμός Ελάχιστου Στόχου Γενοσήμων

1.    Η παρούσα υπουργική απόφαση εφαρμόζεται μόνο ως προς τα ιδιωτικά φαρμακεία, για τα οποία προκύπτει ποσό επιστροφής (rebate) σύμφωνα με το άρθρο 34 του ν. 3918/2011.

2.    Καθορίζεται μηνιαίος στόχος χορήγησης γενοσήμων φαρμάκων από τα ιδιωτικά φαρμακεία, για τις συνταγές που εκτελούν και αποζημιώνονται από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ ή τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.). Το ύψος του ποσοστού χορήγησης γενοσήμων φαρμάκων για το έτος 2017 καθορίζεται στο 25 % επί του συνόλου των συνταγών του εδαφίου α' που εκτελούνται μηνιαίως από κάθε ιδιωτικό φαρμακείο. Τα φαρμακεία που υπερβαίνουν το ποσοστό του προηγούμενου εδαφίου, λαμβάνουν υποχρεωτική έκπτωση από τις φαρμακευτικές εταιρείες.

Άρθρο 2
Στοιχεία Προσδιορισμού Έκπτωσης

Για τον προσδιορισμό του ποσοστού χορήγησης γενοσήμων φαρμάκων, από τον ΕΟΠΥΥ, χρησιμοποιούνται τα στοιχεία εκτέλεσης συνταγών που τηρεί ο ΕΟΠΥΥ. Για κάθε μήνα του έτους και για κάθε φαρμακείο προσδιορίζεται από τον ΕΟΠΥΥ η συνολική ποσότητα γενοσήμων φαρμάκων σε σχέση με το σύνολο της ποσότητας των φαρμάκων που έχουν αποζημιωθεί από τον ΕΟΠΥΥ και προσδιορίζεται το ποσοστό των γενοσήμων φαρμάκων που έχουν χορηγηθεί. Το τελικό ποσοστό στρογγυλοποιείται κάθε φορά, ανάλογα αν το πρώτο δεκαδικό είναι ίσο ή μεγαλύτερο του πέντε.

Άρθρο 3
Κατανομή Ποσοστού Έκπτωσης

Η υποχρεωτική έκπτωση της παραπάνω παραγράφου 1 υπολογίζεται ως ποσοστό επί της συνολικής αξίας, στην τιμή παραγωγού, των συνολικών μηνιαίων ποσοτήτων γενοσήμων φαρμάκων που χορηγούνται στα ιδιωτικά φαρμακεία σε εκτελέσεις συνταγών του ΕΟΠΥΥ, δυνάμει των στοιχείων που διαθέτει ο Οργανισμός. 

Το ποσοστό αντιστοιχεί σε 3% για κάθε δέκα ποσοστιαίες μονάδες άνω του ελάχιστου ορίου του 25 %, και υποδιαιρείται αναλογικά του ποσοστού της έκπτωσης ανά ποσοστιαία μονάδα. Αναλυτικά το ποσοστό της έκπτωσης, για ποσοστό χορήγησης γενοσήμων έως 60 % προσδιορίζεται με βάση τον παρακάτω Πίνακα.

ΠΟΣΟΣΤΟ    ΠΟΣΟΣΤΟ
ΓΕΝΟΣΗΜΩΝ    ΕΚΠΤΩΣΗΣ
ΦΑΡΜΑΚΩΝ (%)    (Pd)
25    0
26    0,3
27    0,6
28    0,9
29    1,2
30    1,5
31    1,8
32    2,1
33    2,4
34    2,7
35    3
36    3,3
37    3,6
38    3,9
39    4,2
40    4,5
41    4,8
42    5,1
43    5,4
44    5,7
45    6
46    6,3
47    6,6
48    6,9
49    7,2
50    7,5
51    7,8
52    8,1
53    8,4
54    8,7
55    9
56    9,3
57    9,6
58    9,9
59    10,2
60    10,5

Άρθρο 4
Διαδικασία Επιστροφής

1.    Σε μηνιαία βάση από τον ΕΟΠΥΥ προσδιορίζεται για κάθε φαρμακείο, που έχει ξεπεράσει το όριο του 25 %, το ποσοστό της έκπτωσης που υπολογίζεται από την παραπάνω παράγραφο, η συνολική αξία, στην τιμή παραγωγού, των συνολικών μηνιαίων πωλήσεων στο ιδιωτικό φαρμακείο των γενοσήμων φαρμάκων και το ποσό επιστροφής του άρθρου 34 του ν. 3918/2011 που επιστρέφει το φαρμακείο προς τον ΕΟΠΥΥ. ^ καταβλητέο ποσό επιστροφής (rebate) του άρθρου 34 του νόμου 3918/2011 από κάθε ιδιωτικό φαρμακείο προς τον ΕΟΠΥΥ υπολογίζεται, μετά την αφαίρεση του ποσού της έκπτωσης του άρθρου 88 του ν. 4472/2017 από το ως άνω ποσό επιστροφής (rebate). Το ποσό της έκπτωσης που κάθε φορά αφαιρείται, σύμφωνα με την παραπάνω διαδικασία, δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό της επιστροφής του άρθρου 34 του νόμου 3918/2011, όπως αυτό προσδιορίζεται για κάθε φαρμακείο.

2.    Εφαρμόζοντας την παραπάνω διαδικασία κάθε μήνα εκκαθαρίζεται σε κάθε φαρμακείο το τελικό ποσό επιστροφής, και καταβάλλεται κάθε τρίμηνο το συνολικό άθροισμα της υποχρεωτικής έκπτωσης των φαρμακευτικών εταιρειών το οποίο επιμερίζεται και αναζητείται από τις φαρμακευτικές εταιρείες με τη διαδικασία που περιγράφεται κατωτέρω.

3.    Η συνολική αξία των ανωτέρω εκπτώσεων προς το σύνολο των φαρμακείων επιμερίζεται μεταξύ των φαρμακευτικών εταιρειών σύμφωνα με το εκάστοτε ισχύον ποσοστό μεριδίου αγοράς που προκύπτει από την εφαρμογή του μηχανισμού αυτόματης επιστροφής (claw back) της περίπτωσης α' του άρθρου 11 του νόμου 4052/2012 όπως ισχύει. Δηλαδή για τους υπολογισμούς που θα γίνουν το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο του έτους χρησιμοποιούνται τα μερίδια αγοράς από τον μηχανισμό αυτόματης επιστροφής για το δεύτερο εξάμηνο του προηγούμενου έτους, ενώ για τους υπολογισμούς για το τέταρτο τρίμηνο του έτους χρησιμοποιούνται τα μερίδια αγοράς από τον μηχανισμό αυτόματης επιστροφής για το πρώτο εξάμηνο του ιδίου έτους. Σε κάθε περίπτωση που δεν θα προκύψει υπέρβαση της δαπάνης και δεν θα εφαρμοστεί ο μηχανισμός αυτόματης επιστροφής, για τον επιμερισμό του ποσού χρησιμοποιείται ο πιο πρόσφατος υπολογισμός που βρίσκεται σε ισχύ. Το ποσό εκκαθαρίζεται ανά μήνα και καταβάλλεται ανά τρίμηνο από τις φαρμακευτικές εταιρείες προς τον ΕΟΠΥΥ και τους ΦΚΑ. Το ποσό καταβάλλεται σε λογαριασμό που θα υποδείξει ο ΕΟΠΥΥ.

4.    Μετά την καθ 'οιονδήποτε τρόπο είσπραξη του ποσού που αναλογεί σε κάθε φαρμακευτική εταιρεία, πραγματοποιείται σε τριμηνιαία βάση ο συμψηφισμός του ποσού αυτού με το ποσό επιστροφής του ιδιωτικού φαρμακείου, του άρθρου 34 του νόμου 3918/2011 και μέχρι το ύψος του ποσού αυτού. 

Άρθρο 5
Ζητήματα ΕΟΠΥΥ

1.    Οι ανωτέρω εκπτώσεις των φαρμακευτικών εταιρειών δεν συμπεριλαμβάνονται στον προϋπολογισμό της φαρμακευτικής δαπάνης του ΕΟΠΥΥ.
Τεύχος Β' 1984/08.06.2017

2.    Σε περίπτωση μη έγκαιρης απόδοσης του ποσού των ανωτέρω παραγράφων από τις φαρμακευτικές εταιρείες, η είσπραξη αυτού γίνεται με τη διαδικασία του Κ.Ε.Δ.Ε., μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στο ποσό επιστροφής (rebate), προκειμένου εν συνεχεία να συμψηφισθεί από τον Οργανισμό, σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.

Άρθρο 6
Έναρξη Ισχύος

1. Η παρούσα ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 7 Ιουνίου 2017

Ο Υπουργός
ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ

Αριθ. πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Γ 1087880 ΕΞ 2017 Παροχή διευκρινίσεων σε σχέση με την απαλλαγή από Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης καυσίμων πλοίων που προσεγγίζουν ναυπηγοεπισκευαστικές μονάδες για εργασίες συντήρησης και επισκευής λόγω απρόβλεπτης μηχανικής βλάβης στο πλαίσιο εκτέλεσης εμπορικής σύμβασης παροχής υπηρεσίας

$
0
0

Αθήνα, 7 Ιουνίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Γ 1087880ΕΞ2017
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ


 
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΚ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ, ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ
ΤΜΗΜΑ Γ' ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ

Ταχ. Δ/νση:Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:10184, Αθήνα
Πληροφορίες:Ε. Μυλωνά / Α. Χρονά
Τηλέφωνο:210-6987502 / 505
Fax:210-6987506
E-Mail:d18a@2001.syzefxis.gov.gr
Url:www.aade.gr
 
ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
 
Θέμα: «Παροχή διευκρινίσεων σε σχέση με την απαλλαγή από Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης καυσίμων πλοίων που προσεγγίζουν ναυπηγοεπισκευαστικές μονάδες για εργασίες συντήρησης και επισκευής λόγω απρόβλεπτης μηχανικής βλάβης στο πλαίσιο εκτέλεσης εμπορικής σύμβασης παροχής υπηρεσίας»


Σχετ.: α) Η αρ. πρωτ. Δ18Α 5016110 ΕΞ 23.4.2013 ΕΔΥΟ αναφορικά με καύσιμα που προορίζονται για τη συντήρηση των επαγγελματικών πλοίων όταν βρίσκονται κάτω από ειδικές περιστάσεις.
β) Οι με αριθμ. πρωτ. Δ. 910/80/Α0018/ 08.05.2008, Δ18Α 5016110 ΕΞ 23.4.2013 ΕΔΥΟ και ΔΔΘΤΟΚ Γ 5015596 ΕΞ 2015/20.7.2015 ΕΔΥΟ, ΔΔΘΤΟΚ Γ 1158944ΕΞ 2016/4.11.2016 ΕΔΥΟ και ΔΔΘΤΟΚ Γ 1158944ΕΞ 2016/4.11.2016 ΕΔΥΟ.
γ) Οι με αριθμ. πρωτ. ΔΤΔ Α 5022456 ΕΞ 2015/23.10.2015, ΔΔΘΤΟΚ Γ 1151184 ΕΞ 2016/20.10.2016 (ΑΔΑ:ΨΗ42Η-Ψ0Π) και ΔΔΘΤΟΚ Γ 1158944ΕΞ 2016/4.11.2016 (ΑΔΑ:ΩΥΔΒΗ-8ΧΛ) ΕΔΥΟ.

Σε συνέχεια ερωτημάτων που έχουν διατυπωθεί σε σχέση με την εν θέματι απαλλαγή από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (εφεξής ΕΦΚ) καυσίμων και νεότερης ερμηνευτικής προσέγγισης εκ μέρους της αρμόδιας υπηρεσίας της Ε. Επιτροπής σε σχέση με την εφαρμογή της εν θέματι απαλλαγής, λαμβάνοντας επίσης υπόψη:

• τις διατάξεις του άρθρου 14 παράγραφος 1γ' της Οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 2003 «σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων», που έχουν ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο με τις διατάξεις του άρθρου 78 παρ. 1β' του ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (ΦΕΚ 265/Α), βάσει των οποίων χορηγείται απαλλαγή από τον ΕΦΚ στα ενεργειακά προϊόντα που παραλαμβάνονται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα για τη «ναυσιπλοΐα» στα ύδατα της Κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής αλιείας, εκτός από την περίπτωση χρησιμοποίησής τους σε ιδιωτικά σκάφη αναψυχής. Ως ιδιωτικά σκάφη αναψυχής ορίζονται οποιαδήποτε σκάφη χρησιμοποιούνται από τον ιδιοκτήτη τους ή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο τα χρησιμοποιεί βάσει μισθώσεως ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, για μη εμπορικούς σκοπούς, και ειδικότερα όταν δεν πρόκειται για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για τις ανάγκες των δημοσίων αρχών. 

• τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης επί των υποθέσεων C-389/02, C-391/05, C-505/10 και C-79/10, σύμφωνα με την οποία η μόνη δραστηριότητα που μπορεί να επωφεληθεί της απαλλαγής από τον ΕΦΚ καυσίμων είναι η άμεση παροχή υπηρεσιών σε τρίτους έναντι αμοιβής.

• τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 438/1976 (ΦΕΚ 256/Α'), όπως ισχύουν, με τις οποίες απαλλάσσεται από δασμό και ΕΦΚ η εισαγωγή και παράδοση τροφοεφοδίων, καυσίμων και λιπαντικών που προορίζονται για τον εφοδιασμό των επαγγελματικών πλοίων που εκτελούν επί κέρδει εργασίες, εφόσον πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για την κίνηση, συντήρησή τους και την εκπλήρωση εν γένει των σκοπών για τους οποίους προορίζονται τα πλοία αυτά καθώς και την κάλυψη των αναγκών των επιβαινόντων σε αυτά,

• τις β) ανωτέρω σχετικές ΕΔΥΟ της Υπηρεσίας μας με τις οποίες έχει διευκρινισθεί ότι η απαλλαγή από τον ΕΦΚ καυσίμων χορηγείται μόνο για την κίνηση των πλοίων και όχι για τη συντήρησή τους όταν αυτά είναι ακινητοποιημένα στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, λόγω πραγματοποίησης εργασιών συντήρησης, επισκευής, μεταποίησης και μετασκευής τους, διευκρινίζεται ότι τα πλοία που προσεγγίζουν ναυπηγοεπισκευαστικές μονάδες για εργασίες συντήρησης και επισκευής, λόγω έκτακτης και απρόβλεπτης μηχανικής βλάβης ή ναυτικού ατυχήματος, ενόσω εκτελούν εμπορικό πλου στο πλαίσιο εκτέλεσης άμεσης σύμβασης παροχής υπηρεσίας σε τρίτους έναντι αμοιβής, δύνανται να επωφεληθούν από την απαλλαγή του ΕΦΚ καυσίμων (άρθρου 78 του ν. 2960/2001), υπό την προϋπόθεση ότι τα πλοία αυτά παρέχουν πράγματι άμεση υπηρεσία σε τρίτους έναντι αμοιβής, τηρουμένων των λοιπών όρων και προϋποθέσεων που προβλέπονται από τις γ) ανωτέρω σχετικές ΕΔΥΟ.



Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΑΔΕ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Αρ. πρωτ.: 62784/2017 ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΛΗΓΟΥΝ ΤΗΝ 07-07-2016 ΚΑΙ ΜΕΤΑ, ΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ (ΕΛΕΓΧΟΥ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ Δ.Σ., ΜΗ ΧΡΗΜΟΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ, ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΠΡΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ) ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν.4403/2016 ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν.4308/2014. ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ ΤΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ

$
0
0
Αθήνα, 06 -06- 2017
Αρ. Πρωτ.: 62784

ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ
07-06-2017
 


ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΑΓΟΡΑΣ
Δ/ΝΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΓΕΜΗ
TMHMA ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΜΗΤΡΩΟΥ (ΓΕΜΗ)

Tαχ. Δ/νση :Πλ. Κάνιγγος
Τ.Κ.:101 81
Πληροφορίες:Χαρίκλεια Θεοδωροπούλου
Άννα Οικονομάκη
Ελένη Αθανασάκη
Τηλέφωνο:213 - 38 93 148
210 - 38 93 461
210 - 38 43 303
Fax:210 - 38 38 981

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΘΕΜΑ: ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΛΗΓΟΥΝ ΤΗΝ 07-07-2016 ΚΑΙ ΜΕΤΑ, ΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ (ΕΛΕΓΧΟΥ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ Δ.Σ., ΜΗ ΧΡΗΜΟΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ, ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΠΡΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ) ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν.4403/2016 ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν.4308/2014. ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ ΤΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ.


Ενότητα 1 (Ορισμοί και κατάταξη οντοτήτων)

Με τις διατάξεις του ν.4308/2014 (ΦΕΚ Α' 251/24-011-2014) τέθηκαν σε εφαρμογή τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα. Ειδικότερα με το άρθρο 44 του Ν.4308/2014 τα Κεφάλαια 4 έως 7 του εν λόγω νόμου τέθηκαν σε ισχύ για περιόδους που αρχίζουν μετά την 31/12/2014 ενώ τα λοιπά Κεφάλαια και οι ορισμοί του Παραρτήματος Α' τέθηκαν σε ισχύ από 01/01/2015. Περαιτέρω με την παρ. 3 του άρθρου 381 του Ν.4308/2014 
καταργήθηκαν και τροποποιήθηκαν μια σειρά παλαιότερων διατάξεων σχετικά με τις οικονομικές καταστάσεις.

Οι νέες διατάξεις κατηγοριοποίησαν τις οντότητες όχι βάσει του νομικού τους τύπου αλλά βάσει του μεγέθους τους. Για την κατάταξη τους σε κατηγορίες οντοτήτων λήφθησαν υπόψη τα κριτήρια του ενεργητικού (σύνολο ενεργητικού), του κύκλου εργασιών (τζίρος) και του μέσου αριθμού απασχολούμενων κατά τη διάρκεια της περιόδου. Με βάση τα κριτήρια αυτά, και συγκεκριμένα με την προϋπόθεση ότι ισχύουν τουλάχιστον δύο από αυτά για δύο διαδοχικές περιόδους, οι οντότητες ορίστηκαν σε μεγάλες, μεσαίες, μικρές και πολύ μικρές. Αναλυτικότερα η κατάταξη έχει ως εξής:



5. ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ 2

(Οντότητες της παρ.3 του άρθρου 2 του ν.4308/14)

Προσοχή : Η συγκεκριμένη αυτή κατηγορία αφορά ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες εταιρείες, των οποίων οι εταίροι ΔΕΝ είναι κεφαλαιουχικές εταιρείες, ατομικές επιχειρήσεις και κάθε άλλη οντότητα του ιδιωτικού τομέα που εντάσσεται στις διατάξεις του ν. 4308 λόγω ειδικών φορολογικών διατάξεων (περ. γ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4308/14).



Επίσης με τις διατάξεις του άρθρου 31 του ν.4308/14 θεσπίστηκαν και τα αντίστοιχα όρια των ομίλων για σκοπούς ενοποίησης των οικονομικών καταστάσεων. Αναλυτικότερα η κατάταξη των ομίλων έχει ως εξής:



Τονίζουμε και πάλι ότι προκειμένου μία οντότητα ή ένας όμιλος να ενταχθεί σε μία από τις ανωτέρω κατηγορίες πρέπει να υπερβαίνει τα όρια τουλάχιστον δύο από τα ανωτέρω κριτήρια για δύο διαδοχικές περιόδους (με εξαίρεση την ειδική κατηγορία των πολύ μικρών οντοτήτων της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 4308/2014). Σημειώνουμε επίσης ότι ως περίοδο αναφοράς για την κατάταξη στις ανωτέρω κατηγορίες λογίζονται τα έτη 2015 και 2014.

Ενότητα 2 (Πεδίο Εφαρμογής του ανωτέρω νόμου)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4308/14 οι οντότητες που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω νόμου είναι:

α) Τα νομικά πρόσωπα που έχουν τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας, της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, της ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρείας και της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας.

β) Τα νομικά πρόσωπα που έχουν τη μορφή της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, όταν όλοι οι άμεσοι ή έμμεσοι εταίροι των προσώπων αυτών έχουν περιορισμένη ευθύνη λόγω του ότι είναι είτε νομικά πρόσωπα της περίπτωσης α' της παρούσας παραγράφου ή άλλου νομικού τύπου συγκρίσιμου με τα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης αυτής.

γ) Η ετερόρρυθμη εταιρεία, η ομόρρυθμη εταιρεία, η ατομική επιχείρηση και κάθε άλλη οντότητα του ιδιωτικού τομέα που υποχρεούται στην εφαρμογή αυτού του νόμου από ειδική φορολογική ή άλλη νομοθετική διάταξη.

δ) Κερδοσκοπικές ή μη κερδοσκοπικές οντότητες που ανήκουν στο δημόσιο τομέα ή ελέγχονται από το Δημόσιο ή τελούν υπό την εποπτεία του Δημοσίου, όταν δεν εμπίπτουν στην εφαρμογή του άρθρου 156 του ν. 4270/2014.

Εξαιρούνται ρητά του πεδίου εφαρμογής του ν. 4308/2014 ως προς τα Ε.Λ.Π. και εφαρμόζουν για τη σύνταξη των οικονομικών τους καταστάσεων τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Δ.Π.Χ.Α.) :

α) Οι οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος, όπως ορίζονται στο παράρτημα αυτού του νόμου.

β) Οι οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα και είναι θυγατρικής οντότητας, οι μετοχές ή άλλες κινητές αξίες της οποίας είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την έννοια της Οδηγίας 2004/39/ΕΟΚ και σύμφωνα με τις προβλέψεις του Κανονισμού 1606/2002 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον αντιπροσωπεύουν ατομικά ή αθροιστικά ποσοστό μεγαλύτερο από 5% του καθαρού κύκλου εργασιών ή του ενεργητικού ή του μέσου όρου των εργαζόμενων της μητρικής.

γ) Τα χρηματοδοτικά ιδρύματα της περίπτωσης 26 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, εφόσον υπόκεινται σε απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας.

δ) Οι ανώνυμες εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών του ν. 3606/2007 (Οδηγία 2004/39/ΕΚ).

ε) Οι ανώνυμες εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου του ν. 3371/2005.

στ) Οι ανώνυμες εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία του ν. 2778/1999.

ζ) Οι ανώνυμες εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών του ν. 2367/1995.

η) Οι ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων του ν. 4099/2012 (Οδηγία 2009/65/ΕΚ). θ)Οι οντότητες χαρτοφυλακίου.

ι) Οι οντότητες που έχουν αυτή την υποχρέωση βάσει άλλης νομοθετικής διάταξης.

Επίσης κάθε άλλη οντότητα υποκείμενη στον παρόντα νόμο μπορεί, με απόφαση της διοίκησής της, να εφαρμόζει προαιρετικά τα Δ.Π.Χ.Α., όπως αυτά έχουν υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (προαιρετική εφαρμογή Δ.Π.Χ.Α.). Στην περίπτωση αυτή η εφαρμογή των Δ.Π.Χ.Α. είναι υποχρεωτική για πέντε συνεχόμενες ετήσιες περιόδους από την πρώτη εφαρμογή των Δ.Π.Χ.Α..

Ενότητα 3 (Σύνταξη ατομικών οικονομικών καταστάσεων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων και υποχρεωτικά λογιστικά αρχεία κατά περίπτωση)

Σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του ν.4308/14, υποχρεωτικά όλες οι συναλλαγές και τα γεγονότα που καταχωρούνται στα λογιστικά αρχεία ενσωματώνονται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της περιόδου. Επίσης ο. χρηματοοικονομικές καταστάσεις αποτελούν ενιαίο σύνολο3 και παρουσιάζουν εύλογα, τα αναγνωριζόμενα περιουσιακά στοιχεία (στοιχεία του ενεργητικού), τις υποχρεώσεις, την καθαρή θέση, τα στοιχεία εσόδων, εξόδων, κερδών και ζημιών, καθώς και τις χρηματοροές της εκάστοτε περιόδου, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

Επίσης με τις διατάξεις της παρ.3 του ν.4308/14 θεσπίστηκε διαφορετική υποχρέωση ανά τύπο οντότητας αναφορικά με την υποχρέωση σύνταξης και τήρησης των λογιστικών αρχείων.
Ειδικότερα οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις ανά κατηγορία οντότητας περιλαμβάνουν τα ακόλουθα λογιστικά αρχεία καθώς και αναφορά στα σχετικά υποδείγματα του παραρτήματος Β του ν.4308/14.Τα εν λόγω υποδείγματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσης και παρουσιάζονται στο παράρτημα Β1:



Κατ' εξαίρεση στην ειδική κατηγορία των πολύ μικρών οντοτήτων της παρ.2γ του άρθρου 1 δίνεται η δυνατότητα να καταρτισθεί μόνο η Κατάσταση Αποτελεσμάτων του υποδείγματος Β6.

Επιπρόσθετα οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις ανά κατηγορία ομίλου περιλαμβάνουν τα ακόλουθα λογιστικά αρχεία καθώς και αναφορά στα σχετικά υποδείγματα του παραρτήματος Β του ν.4308/14.

Τα εν λόγω υποδείγματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσης και παρουσιάζονται στο παράρτημα Β2:




Περαιτέρω ως ετήσιες οικονομικές καταστάσεις νοείται το σύνολο των περιγραφόμενων λογιστικών αρχείων που ανωτέρω παρατίθεται αναλυτικά καθώς και:

i.    Το σύνολο των απαιτούμενων πληροφοριών που πηγάζουν από το Προσάρτημα (Ενότητα 4),

ii.    Η έκθεση ελέγχου όπου από την κείμενη νομοθεσία απαιτείται (Ενότητα 5),

iii.    Η έκθεση διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου ή του/των Διαχεριστή/Διαχειριστών όπου απαιτείται από τις κείμενες διατάξεις με τις σχετικές πρόνοιες και απαλλαγές (Ενότητα 6),

iv.    Η έκθεση μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (Ενότητα 7) για ορισμένο αριθμό οντοτήτων,

v.    Η Δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης για τις εισηγμένες σε χρηματαγορές οντότητες (Ενότητα 8) και

vi.    Η σχετική έκθεση πληρωμών προς Κυβερνήσεις όπου από την κείμενη νομοθεσία απαιτείται.

Οι ανωτέρω ετήσιες οικονομικές καταστάσεις καταχωρίζονται ως σύνολο στην μερίδα της εταιρείας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εδάφιο ε της παρ. 2α του άρθρου 6 του ν.3419/05 σε συνδυασμό με τις διατυπώσεις δημοσιότητας της παρ. ζ, του άρθρου 7α του Κ.Ν.2190/1920.

Ενότητα 4 (Προσάρτημα (σημειώσεις) επί των ατομικών και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων)

Η κατάρτιση του προσαρτήματος επί των χρηματοοικονομικών καταστάσεων σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 29 του ανωτέρω νόμου ακολουθεί τις παρακάτω αρχές:

α) Οι οντότητες που δεν υποχρεούνται να παρέχουν τις πληροφορίες μιας παραγράφου του παρόντος άρθρου δύνανται να παρέχουν τις σχετικές πληροφορίες προαιρετικά. Στην περίπτωση αυτή, οι οντότητες παρέχουν τις εν λόγω πληροφορίες σε πλήρη συμφωνία με τα οριζόμενα στην αντίστοιχη παράγραφο αυτού του άρθρου.

β) Οι πληροφορίες επί των κονδυλίων των χρηματοοικονομικών καταστάσεων παρατίθενται με τη σειρά με την οποία τα κονδύλια αυτά παρουσιάζονται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις.

γ) Όταν γίνεται χρήση συντομεύσεων, διαγραμμάτων ή συμβόλων στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, δίνονται με σαφήνεια οι απαιτούμενες για την κατανόησή τους πληροφορίες. Ειδικότερα, γνωστοποιείται η μονάδα μέτρησης και το επίπεδο στρογγυλοποίησης των παρατιθέμενων αριθμών.

δ) Όταν πληροφορίες του παρόντος άρθρου παρατίθενται στους πίνακες των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, οι πληροφορίες αυτές μπορεί να μην επαναλαμβάνονται στο προσάρτημα.

Ατομικές οικονομικές καταστάσεις:

Το προσάρτημα περιλαμβάνει, κατ' ελάχιστον, τις επεξηγηματικές πληροφορίες και αναλύσεις των παραγράφων 3 έως 34 του άρθρου 29 του ν.4308/14, εκτός των απλοποιήσεων και απαλλαγών που προβλέπονται στο άρθρο 30 του ανωτέρω νόμου. Υπόδειγμα προσαρτήματος για πολύ μικρές και μικρές οντότητες παρουσιάζεται στο παράρτημα Γ της παρούσης και είναι συμβατό με τις διατάξεις του ν.4308/14.

Ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις:

Το προσάρτημα (σημειώσεις) των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων περιλαμβάνει, κατ' ελάχιστον, τις επεξηγηματικές πληροφορίες και αναλύσεις των παραγράφων 3 έως 34 του άρθρου 29 του ν.4308/14, εκτός των απλοποιήσεων και απαλλαγών που προβλέπονται στο άρθρο 30 του ανωτέρω νόμου. Επίσης λαμβάνεται υπόψη οι ουσιώδεις προσαρμογές που προκύπτουν από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων σε σύγκριση με τις ετήσιες. Ιδιαίτερα:
α) Κατά τη γνωστοποίηση των συναλλαγών με τα συνδεδεμένα μέρη, οι συναλλαγές μεταξύ τέτοιων μερών που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση και έχουν απαλειφθεί, παραλείπονται.
β) Κατά τη γνωστοποίηση του μέσου αριθμού των εργαζομένων που απασχολήθηκαν στη διάρκεια της περιόδου, γίνεται ξεχωριστή γνωστοποίηση για το μέσο αριθμό των εργαζομένων που απασχολήθηκαν σε από κοινού ελεγχόμενες δραστηριότητες.
γ) Κατά τη γνωστοποίηση των ποσών των αποζημιώσεων, των προκαταβολών και των πιστώσεων που δόθηκαν σε μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών συμβουλίων, γνωστοποιούνται μόνο τα ποσά που δόθηκαν σε μέλη αυτών των συμβουλίων της μητρικής οντότητας, από την ίδια και τις θυγατρικές της.

Ενότητα 5 (Έκθεση ελέγχου επί των ατομικών και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων)

Με τις διατάξεις της υποπαραγράφου Α1 (εδάφιο 1) της παρ.Α του άρθρου 2 (β' μέρος) του ν.4336/2015 προσδιορίσθηκε το εύρος των οντοτήτων και των ομίλων που υπόκεινται σε υποχρεωτικό τακτικό έλεγχο από έναν ή περισσότερους νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία του ν.3693/2008 (Α'174). Έτσι λοιπόν στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω ελέγχου περιλαμβάνονται:

α) Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις των οντοτήτων περιπτώσεων α' και β' της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4308/2014 (Α' 251), όταν βάσει των κριτηρίων μεγέθους του άρθρου 2 του ίδιου νόμου χαρακτηρίζονται ως μεσαίες και μεγάλες οντότητες.

β) Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις των οντοτήτων δημοσίου ενδιαφέροντος (συμφέροντος), κατά την έννοια του ορισμού του Παραρτήματος Α' του ν.4308/2014.

γ) Οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις που συντάσσουν οι όμιλοι οι οποίοι βάσει της παρ. 3 του άρθρου 31 του ν. 4308/2014 χαρακτηρίζονται ως «μεγάλοι».

δ) Οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις που συντάσσουν οι όμιλοι ανεξαρτήτως μεγέθους, όταν οι όμιλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως δημοσίου ενδιαφέροντος (συμφέροντος), κατά την έννοια του ορισμού του Παραρτήματος Α' του ν. 4308/2014.

Επίσης με τις ίδιες διατάξεις του εδαφίου 2 του ανωτέρω νόμου θεσπίστηκε και η δυνατότητα περί προαιρετικού τακτικού ελέγχου για τις μικρές και πολύ μικρές οντότητες κατά την έννοια που αποδίδεται στις διατάξεις του ν. 4308/14 (Α'251) και οι οποίες μπορούν να προβλέπουν στο καταστατικό τους ή, εάν δεν προβλέπεται σε αυτό, να αποφασίζουν δια της γενικής συνέλευσης των μετόχων ή της συνέλευσης των εταίρων, την υποβολή των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων σε έλεγχο, σύμφωνα με τα ισχύοντα ελεγκτικά πρότυπα.

Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν από την 01/01/2016 και εφεξής. Με άλλα λόγια, οι γενικές συνελεύσεις που θα συνέλθουν μετά την 1/1/2016 για να εγκρίνουν οικονομικές καταστάσεις χρήσεων που λήγουν 31/12/2015, 30/6/2016 και εφεξής θα εκλέξουν ελεγκτές επόμενων χρήσεων βάσει των ανωτέρω ρυθμίσεων, οι οποίες συνοπτικά παρουσιάζονται στους ακόλουθους πίνακες τόσο για τις οντότητες όσο και για τους ομίλους.

Για τις οντότητες:





Ενότητα 6 (Έκθεση Διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου ή του Διαχειριστή/των)

1. Έκθεση διαχείρισης:

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 43α του Κ.Ν.2190/1920, όπως σήμερα ισχύει, συντάσσεται κατ' έτος ετήσια Έκθεση Διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης εταιρείας προς την τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων η οποία περιλαμβάνει, τουλάχιστον, την πραγματική εικόνα της εξέλιξης και των επιδόσεων των δραστηριοτήτων της εταιρείας και της θέσης της, καθώς και την περιγραφή των κυριότερων κινδύνων και αβεβαιοτήτων που αντιμετωπίζει. Η εικόνα αυτή πρέπει να δίνει μία ισορροπημένη και περιεκτική ανάλυση της εξέλιξης και των επιδόσεων των δραστηριοτήτων της εταιρείας και της θέσης της, η οποία πρέπει να αντιστοιχεί προς το μέγεθος της και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της. Η κατά τα ανωτέρω ανάλυση περιλαμβάνει τόσο χρηματοοικονομικούς όσο και, όπου ενδείκνυται, μη χρηματοοικονομικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων και έχουν άμεση σχέση με το συγκεκριμένο τομέα δραστηριοτήτων της οντότητας. Στην εν λόγω ανάλυση θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στις πληροφορίες που αφορούν περιβαλλοντικά 5 και εργασιακά θέματα. Ειδικότερα κατ' ελάχιστον στην έκθεση διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου θα πρέπει να παρουσιασθούν τα κατωτέρω θέματα όπως αυτά αναλύονται κατωτέρω σε άξονες-στόχους:





Στο παρόν σημείο επισημαίνουμε ότι το τροποποιημένο περιεχόμενο της έκθεσης διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 4403/20167 είναι απαιτητό για τις οικονομικές καταστάσεις περιόδου 01/01/2016-31/12/2016 και εντεύθεν. Αντίθετα για τις κεφαλαιουχικές εταιρείες (ΑΕ,ΕΠΕ,ΙΚΕ και Ετερόρρυθμη κατά μετοχές) που η χρήση τους θα λήξει την 30/06/2016 (περίοδος 01/07/2015¬30/06/2016) ισχύει η προηγούμενη έκθεση διαχείρισης.

Στις περιπτώσεις που η οντότητα παραλείψει κάποια από τις ανωτέρω πληροφορίες θα πρέπει να παρέχει σαφή και αιτιολογημένη εξήγηση γιατί το έπραξε.

Περαιτέρω η απαίτηση σύνταξης ετήσιας έκθεσης διαχείρισης του διαχειριστή/διαχειριστών προς την Γενική Συνέλευση των εταίρων αναφέρεται τόσο στη ρητή διάταξη της παρ.3 του άρθρου 22 του ν.3190/55 για τις Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης όσο και στην ανάλογη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 988 του ν.4072/12 για τις Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες.

Επίσης με τις νέες πρόνοιες του ν.4403/2016 χορηγήθηκαν ορισμένες εξαιρέσεις και απαλλαγές οι οποίες αφορούν οικονομικές καταστάσεις που λήγουν μετά την 07/07/2016 ( π.χ. 01/01/2016-031/12/2016) και συνίστανται σε:

I.    Οι πολύ μικρές οντότητες εξαιρούνται από την υποχρέωση που προβλέπεται στην περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν.4403/20169.

II.    Οι πολύ μικρές οντότητες μπορούν να απαλλαγούν ολικά από την απαίτηση σύνταξης έκθεσης διαχείρισης εφόσον παρουσιάζουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην απόκτηση ιδίων μετοχών10 στο προσάρτημα ή στο κάτω μέρος του ισολογισμού. Στην περίπτωση αυτή και μόνο τους δίδεται η δυνατότητα μη σύνταξης έκθεσης διαχείρισης.

2. Ενοποιημένη Έκθεση Διαχείρισης:


Στην ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης αναφέρονται, τουλάχιστον, οι πληροφορίες που απαιτεί το άρθρο 43α του Κ.Ν.2190/20, λαμβανομένων υπόψη των αναγκαίων προσαρμογών που υπαγορεύονται από τις ιδιομορφίες της ενοποιημένης έκθεσης διαχείρισης σε σχέση με την έκθεση διαχείρισης, κατά τρόπο που να διευκολύνει την εκτίμηση της θέσης του συνόλου των επιχειρήσεων που συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση.

Επιπρόσθετα η κείμενη νομοθεσία (ειδικές διατάξεις) μπορεί να προβλέπει την αναφορά και άλλων πληροφοριών στην ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης πλην των ανωτέρω.

Στο σημείο αυτό σημειώνουμε ότι πέραν των πληροφοριών που απαιτούνται από τις διατάξεις του άρθρου 43α του Κ.Ν.2190/20, όπως σήμερα ισχύει, πρόσθετη πληροφόρηση απαιτείται στην σύνταξη της ενοποιημένης έκθεσης διαχείρισης για τις αποκτηθείσες μετοχές ή μερίδια, και για τις οποίες (μετοχές ή μερίδια) αναφέρεται ο αριθμός αυτών και η ονομαστική τους αξία ή ελλείψει ονομαστικής αξίας, η εσωτερική λογιστική αξία του συνόλου των μετοχών ή μεριδίων της μητρικής ανώνυμης εταιρείας που κατέχονται είτε από την ίδια μητρική εταιρεία είτε από θυγατρικές της εταιρείας αυτής (μητρική εταιρεία), είτε από πρόσωπο που ενεργεί επ' ονόματι του αλλά για λογαριασμό οποιασδήποτε από τις εταιρείες αυτές.

Στις περιπτώσεις που εκτός από την έκθεση διαχείρισης απαιτείται και ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης, οι δύο εκθέσεις μπορούν να υποβάλλονται υπό μορφή ενιαίας έκθεσης.

Ενότητα 7 Έκθεση (Κατάσταση) Μη χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης


Με τις διατάξεις του ν. 4403/2016 θεσπίστηκε ένα νέο είδος έκθεσης αναφοράς για τις οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος οι οποίες προβλέπονται στις διατάξεις του ν.4308/2014. To πεδίο εφαρμογής της κατηγορίας αυτής ορίζεται ακολούθως προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγχυση, ειδικότερα:

1.    Στο άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 4403/2016 (ΦΕΚ 125 Α')11 προβλέπεται ότι οι μεγάλες ανώνυμες εταιρείες που αποτελούν οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος, κατά την έννοια του Παραρτήματος Α' του Ν. 4308/2014, και οι οποίες, κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού τους, υπερβαίνουν τον μέσο αριθμό των 500 εργαζομένων, περιλαμβάνουν στην έκθεση διαχείρισης μία μη χρηματοοικονομική κατάσταση που περιέχει τις πληροφορίες που ορίζονται στο εν λόγω άρθρο.

Σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις που θέτει η ως άνω διάταξη, αυτές συντρέχουν σωρευτικά.

2.    Στο άρθρο 1 παρ. 3 περ. α του ν. 4308/2014 (ΦΕΚ 251 Α') αναφέρεται ότι ο ορισμός των οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος δίδεται στο Παράρτημα12 του εν λόγω νόμου, και μεταξύ άλλων, χαρακτηρίζονται επιπλέον, ως οντότητες δημοσίου συμφέροντος από τη νομοθεσία, με βάση τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, το μέγεθος ή τον αριθμό των απασχολουμένων.

3.    Επιπροσθέτως, με το άρθρο 7 του ν. 4403/2016 προστέθηκε Κεφάλαιο 16 στον Κ.Ν.2190/1920 με τίτλο «Εκθέσεις πληρωμών σε κυβερνήσεις», που περιλαμβάνει τα άρθρα 144 έως 146, σύμφωνα με τα οποία χαρακτηρίζονται ως οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος, κατά την έννοια του Παραρτήματος Α' του Ν.4308/2014, οι οντότητες οι οποίες δραστηριοποιούνται στην εξορυκτική βιομηχανία ή στην υλοτόμηση πρωτογενών δασών (άρθρο 145 παρ. 1 ν. 4403/2016).

4.    Παράλληλα, στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ.575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων) και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012) εισάγεται ο ορισμός της «οντότητας του δημοσίου τομέα»13 για τους διοικητικούς οργανισμούς και επιχειρήσεις, τους οποίους αφορά.

5.    Τέλος οντότητες οι οποίες δραστηριοποιούνται στην χώρα μας και είναι θυγατρικές οντοτήτων όπου η μητρική εταιρεία (ή η τελική μητρική εταιρεία) είναι εταιρεία δημοσίου ενδιαφέροντος στην χώρα προέλευσης και εντάσσεται στο καθεστώς μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης τότε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσης.

6.    Οι οντότητες που εντάσσονται στην ανωτέρω κατηγορία θα πρέπει να περιλαμβάνουν στην έκθεση διαχείρισης και μια μη χρηματοοικονομική κατάσταση που θα περιέχει πληροφορίες στο βαθμό που απαιτείται για την κατανόηση της εξέλιξης , των επιδόσεων , της θέσης και του αντικτύπου των δραστηριοτήτων της , σε σχέση με περιβαλλοντικά , κοινωνικά και εργασιακά θέματα , το σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, την καταπολέμηση της διαφθοράς και με θέματα σχετικά με τη δωροδοκία όπου συμπεριλαμβάνονται τα εξής:

α) σύντομη περιγραφή του επιχειρηματικού μοντέλου της οντότητας,

β) περιγραφή των πολιτικών που εφαρμόζει η οντότητα σε σχέση με τα εν λόγω θέματα, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζει,

γ) τα αποτελέσματα των εν λόγω πολιτικών,

δ) οι κυριότεροι κίνδυνοι που αφορούν τα εν λόγω θέματα και που συνδέονται με τις δραστηριότητες της οντότητας, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση και αναλογικά, των επιχειρηματικών σχέσεών της, των προϊόντων της ή των υπηρεσιών της τα οποία είναι πιθανόν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στους εν λόγω τομείς και ο τρόπος με τον οποίο η οντότητα διαχειρίζεται αυτούς τους κινδύνους,

ε) μη χρηματοοικονομικοί βασικοί δείκτες επιδόσεων που σχετίζονται με τον συγκεκριμένο τομέα επιχειρήσεων. Όταν η οντότητα δεν ασκεί πολιτικές σε σχέση με ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω θέματα, παρέχεται στην μη χρηματοοικονομική κατάσταση σαφής και αιτιολογημένη εξήγηση για την απουσία των εν λόγω πολιτικών. Η μη χρηματοοικονομική κατάσταση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνει επίσης, όπου ενδείκνυται, αναφορές και πρόσθετες εξηγήσεις για τα ποσά που αναγράφονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούν να παραλειφθούν πληροφορίες σχετικά με επικείμενες εξελίξεις ή θέματα υπό διαπραγμάτευση όταν, κατά τη δεόντως αιτιολογημένη γνώμη των μελών των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων, που ενεργούν εντός των αρμοδιοτήτων τους και που υπέχουν σχετικώς συλλογική ευθύνη της εν λόγω γνώμης, η δημοσιοποίηση αυτών των πληροφοριών θα έβλαπτε σοβαρά την εμπορική θέση της οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η παράλειψη αυτή δεν εμποδίζει την ορθή και ισορροπημένη κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων, της θέσης και του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων της οντότητας. Για την παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, οι ανώνυμες εταιρείες μπορούν να βασίζονται σε εθνικά πλαίσια, πλαίσια βασισμένα στην Ένωση ή διεθνή πλαίσια και, στην περίπτωση αυτή, οι ανώνυμες εταιρείες διευκρινίζουν σε ποια πλαίσια βασίστηκαν.

Τέτοια πλαίσια ενδεικτικά και όχι δεσμευτικά μπορεί να είναι:

α) Το Σύστημα Οικολογικής Διαχείρισης και Οικολογικού Ελέγχου14 (EMAS)15

β) Το Παγκόσμιο Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών (the United Nations (UN) Global Compact)16.

γ) Το πλαίσιο του ΟΗΕ «προστασία, σεβασμό και αποκατάσταση» με κατευθυντήριες αρχές για τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα17.

δ) Οι κατευθυντήριες γραμμές του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις18.

ε) Το πλαίσιο του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης ISO 2600019.

στ) H Τριμερής δήλωση αρχών σχετικά με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και την κοινωνική πολιτική του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ΔΟΕ, ILO)20.

ζ) H Παγκόσμια Πρωτοβουλία Υποβολής Εκθέσεων (ΠΠΥΕ, GRI21 ).

η) Το Διεθνές Ολοκληρωμένο Πλαίσιο Αναφοράς (ΔΟΠΑ, IIRC22).

θ) Το Συμβούλιο Προτύπων Βιώσιμης Λογιστικής (ΣΠΒΛ, SASB23).

ι) Το πλαίσιο του Οργανισμού σχετικού με τις επιπτώσεις του άνθρακα (ΟΕΑ, CDP24).

ια) To Συμβούλιο Προτύπων Γνωστοποίησης του Κλίματος (ΣΠΓΚ, CDSB25).

ιβ) Το πλαίσο του Οργανισμού Περιβαλλοντικού Αποτυπώματος (ΟΠΑ, OEF26).

Η κατάσταση μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης δομείται στους κάτωθι πυλώνες:



Ειδικότερα κατ' ελάχιστον στην κατάσταση μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης - η οποία αποτελεί τμήμα της έκθεσης διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου - θα πρέπει να παρουσιασθούν τα κατωτέρω θέματα πέραν των αναφερόμενων στην έκθεση διαχείρισης:

Α) Επιχειρηματικό Μοντέλο

i.    Το επιχειρηματικό μοντέλο περιγράφει πώς μια οντότητα δημιουργεί και διατηρεί την αξία μέσα από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της μακροπρόθεσμα. Επίσης παρέχει μια επισκόπηση του πώς λειτουργεί μια οντότητα περιγράφοντας το πώς μετατρέπει τις εισροές σε εκροές μέσω των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της.

ii.    Οι οντότητες μπορούν να παρουσιάσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, την οργάνωση και τη δομή τους, τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται, τους στόχους και τις στρατηγικές τους, καθώς και κύριες τάσεις και παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τη μελλοντική τους ανάπτυξη.

iii.    Ανάλογα με την περίπτωση, οι οντότητες μπορεί να εξετάσουν τη χρήση βασικών δεικτών απόδοσης που υποβοηθούν την κατανόηση του επιχειρηματικού μοντέλου.

Β) Πολιτικές δέουσας επιμέλειας.

i.    Είναι κοινώς αντιληπτό ότι οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που αναλαμβάνονται από μια επιχείρηση αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν την εξυπηρέτηση ενός πολύ συγκεκριμένου στόχου (π.χ .: να διασφαλιστεί ότι οι εκπομπές άνθρακα θα είναι κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο). Ο στόχος της διαδικασίες δέουσας επιμέλειας μπορεί να είναι για τον εντοπισμό, την πρόληψη και τον μετριασμό των υφιστάμενων και δυνητικών δυσμενών επιπτώσεων.

ii.    Διαδικασίες δέουσας επιμέλειας μπορεί να υπάρξουν πριν τη διενέργεια επενδύσεων σε συγκεκριμένο χώρο, τόπο, τομέα ή και δραστηριότητα ή πριν από τη διαδικασία έναρξης μίας συγχώνευσης ή εξαγοράς. Επίσης δέουσα επιμέλεια η οντότητα επιδεικνύει κατά τη στιγμή της υπογραφής συμβάσεων με τους προμηθευτές της.

Γ) Τα αποτελέσματα των πολιτικών.

i. Τα αποτελέσματα των πολιτικών μπορούν να παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες όσον αφορά στα δυνατά και στα τρωτά σημεία μιας οντότητας. Οι οντότητες αναμένεται να παράσχουν σημαντικές πληροφορίες που εξηγούν τα αποτελέσματα των επιχειρηματικών διαδικασιών που απορρέουν από αυτές τις πολιτικές κατά την περίοδο αναφοράς. Η μη χρηματοοικονομική
κατάσταση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τα αποτελέσματα των εργασιών και των δραστηριοτήτων της εταιρείας.

ii.    Οι οντότητες μπορούν να εξετάσουν πώς σχετίζονται χρηματοοικονομικά και μη χρηματοοικονομικά αποτελέσματα, και πώς αυτή η σχέση μετριέται και διαχειρίζεται με την πάροδο του χρόνου.

iii.    Η ανάλυση των αποτελεσμάτων θα πρέπει να περιλαμβάνει και σχετικές αναφορές σε μη χρηματοοικονομικούς βασικούς δείκτες επίδοσης (ΜΧΔΕ). Οι οντότητες παρουσιάζουν τους ΜΧΔΕ που θεωρούν πιο χρήσιμους για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της περιόδου αναφοράς. Οι οντότητες επίσης μπορούν να παρουσιάσουν και να εξηγήσουν αυτές τις πληροφορίες σε σχέση με τους στόχους της εταιρείας.

Δ) Πολιτική Κινδύνων και διαχείριση των κινδύνων αυτών

i.    Οι οντότητες οφείλουν να παρουσιάσουν δίκαιη, συνεκτική και ολοκληρωμένη περιγραφή των κυριότερων κινδύνων που αντιμετωπίζουν μαζί με μια σαφή εξήγηση του τρόπου διαχείρισής τους και πως οι κίνδυνοι αυτοί μετριάζονται. Επίσης σχετική αναφορά μπορεί να γίνει στην πιθανότητα εμφάνισης τους και στις όποιες πιθανές επιπτώσεις.

ii.    Οι κίνδυνοι αυτοί μπορεί να σχετίζονται με τις δραστηριότητές τους, τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους, ή / και τις επιχειρηματικές σχέσεις τους. Αυτό περιλαμβάνει βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους κινδύνους. Οι οντότητες αναμένεται να εξηγήσουν πώς οι εν λόγω κίνδυνοι έχουν επίδραση στο επιχειρηματικό μοντέλο, στις δραστηριότητες τους και στην χρηματοοικονομική τους επίδοση.

Ε) Χρηματοοικονομικοί (ΧΔΕ) και μη χρηματοοικονομικοί δείκτες επίδοσης (ΜΧΔΕ)

i.    Οι οντότητες μπορούν να παρουσιάσουν ένα μείγμα γενικών και τομεακών/κλαδικών ΧΔΕ και ΜΧΔΕ, ανάλογα με την περίπτωση, στο πλαίσιο των στρατηγικών τους στόχων και των θεμάτων που παρουσιάζονται στην κατάσταση μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης.

ii.    Οι δείκτες αυτοί πρέπει να είναι ευρέως διαδεδομένοι, δεν τίθεται περιορισμός ως προς τη χρήση τους και η εταιρεία οφείλει να κάνει σχετική αναφορά στην μεθοδολογία και στον τρόπο συλλογής της μετρήσιμης πληροφορίας.

ΣΤ) Στοχευμένα περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εργασιακά θέματα, θέματα που σχετίζονται με τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, θέματα που σχετίζονται με την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας, θέματα εφοδιαστικής αλυσίδας ή και λοιπά θέματα. Ειδικότερα:

i. Περιβαλλοντικά θέματα ή και ζητήματα27:

α) Πλέον των αναφερόμενων στην έκθεση διαχείρισης η οντότητα θα πρέπει να παρουσιάσει πληροφορίες σχετικά με την πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη χρήση ενέργειας, των τυχόν άμεσων και έμμεσων εκπομπών στην ατμόσφαιρα (στις οποίες περιλαμβάνονται εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, εκπομπές τοξικών ουσιών, τυχόν απόβλητα ευτροφισμού, κτλ.) την προστασία της βιοποικιλότητας και των υδάτινων πόρων (συμπεριλαμβανομένων γνωστοποιήσεων που σχετίζονται με βιοτικούς πόρους, την χρήση της γης και του ύδατος) τη διαχείριση των αποβλήτων, των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τις μεταφορές ή από τη χρήση και τη διάθεση των προϊόντων και των υπηρεσιών.

β) Ειδικότερη αναφορά μπορεί να γίνει στη σύσταση της Επιτροπής 179/2013 που περιλαμβάνει στα παραρτήματα της, το Περιβαλλοντικό Αποτύπωμα (PEF) και τις μεθόδους και διαδικασίες του Οργανισμού Περιβαλλοντικού Αποτυπώματος (OEF). Αυτές είναι οι μέθοδοι που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να προσδιορίσουν κατ' εκτίμηση τον κύκλο ζωής για κάθε προϊόν και ειδικότερα: (i) τις πιο σημαντικές επιπτώσεις και (ii) την επίπτωση των εκπομπών ρύπων κατά μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού τους. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις μπορεί να αναφέρονται χωριστά (η μέθοδος καλύπτει 15 διαφορετικές κατηγορίες επιπτώσεων συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής του κλίματος, της εξάντλησης του νερού, τη χρήση γης, κλπ.).

γ) Οι εταιρείες μπορούν να αναφέρονται στις σχετικές οδηγίες της ΕΕ και που αφορούν τις βιομηχανικές εκπομπές, Σύστημα Εμπορίας, τα ύδατα (Οδηγία Πλαίσιο), την υγειονομική ταφή, τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής, Οδηγία για τα Απόβλητα Ηλεκτρικού και Ηλεκτρονικού Εξοπλισμού και τους περιορισμούς στη χρήση επικίνδυνων ουσιών, κλπ.

Δ) Μη χρηματοοικονομικοί δείκτες επίδοσης μπορούν να παρουσιασθούν και οι οποίοι να αναφέρονται σε διαχείριση αποβλήτων (π.χ. ποσοστά ανακύκλωσης), σε εκπομπές του θερμοκηπίου (μετρικοί τόνοι ισοδύναμου CO2), εξόρυξη φυσικών πόρων, επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα, στην κατανάλωση ενέργειας από μη ανανεώσιμες πηγές κλπ.

ii.    Κοινωνικά και εργασιακά θέματα28:

Πλέον των αναφερόμενων στην έκθεση διαχείρισης η οντότητα θα πρέπει να παρουσιάσει τις κάτωθι πληροφορίες:

α) Οι οντότητες οφείλουν να παρέχουν πληροφόρηση σχετικά με κοινωνικά και εργασιακά θέματα, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των θεμελιωδών συμβάσεων του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ΔΟΕ, ILO).

β) Οι οντότητες οφείλουν να αναφερθούν σε ζητήματα διαφορετικότητας, όπως η διαφορετικότητα των φύλων και η ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία (συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας, του φύλου, γενετήσιου προσανατολισμού, θρησκείας, αναπηρίας και άλλες σχετικές πτυχές).

γ) Θέματα απασχόλησης στην εργασία που περιλαμβάνουν τις συνθήκες απασχόλησης και εργασίας, το δικαίωμα στο συνδικαλισμό και στη λειτουργία συνδικαλιστικών οργανώσεων, τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού αναφορικά με τη σταδιοδρομία, την εκπαίδευση, το σύστημα αμοιβών και προαγωγών, την υγεία, υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία.

δ) Θέματα που αφορούν στις σχέσεις των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένης της ικανοποίησης των καταναλωτών, ουσιώδεις πληροφορίες σχετικά με τα προϊόντα με πιθανές επιπτώσεις στην υγεία και στην ασφάλεια των καταναλωτών, καθώς επίσης τις σχέσεις με την (τοπική) κοινότητα, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης στις κοινότητες.

ε) Οι εταιρείες αναμένεται να στηρίζονται σε κατάλληλα πλαίσια, όπως για παράδειγμα οι σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, και η τριμερής δήλωση του ΔΟΕ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και την κοινωνική πολιτική.

στ) Μη χρηματοοικονομικοί δείκτες επίδοσης οι οποίοι μπορούν να αναφέρονται σε αριθμό αδειών (γονικών, ασθενείας, κτλ.), αριθμό ατυχημάτων εργαζομένων και αριθμό αυτών που απασχολούνται σε δραστηριότητες με υψηλό κίνδυνο, αριθμό εκπαίδευσης εργαζομένων ανά έτος, αριθμό εργαζομένων που εργάζονται με συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης σε σχέση με το σύνολο του δυναμικού της οντότητας, σύνδεση των οικονομικών αποτελεσμάτων της οντότητας με την αντίστοιχη πορεία του μέσου μισθού, κτλ.

iii.    Σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου:

α) Θεωρείται βέλτιστη πρακτική ότι η οντότητα εκφράζει τη δέσμευσή της να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μια τέτοια δέσμευση μπορεί να καθορίζει ποια είναι η εταιρεία, τι αναμένει από το προσωπικό της και τους επιχειρηματικούς εταίρους σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι πληροφορίες που μπορεί να παρουσιάσει η εταιρεία μπορούν να αφορούν δικαιώματα εργαζομένων (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που εργάζονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου), μικρές ή μεγάλες κοινότητες που σχετίζονται με τις δραστηριότητες της εταιρείας, μικροκτηματίες αγρότες εφόσον σχετίζεται με οποιονδήποτε τρόπο με αυτούς, εργαζόμενοι στις αλυσίδες εφοδιασμού ή και άλλους.

β) Οι οντότητες οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα αποτροπής των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων τους με τις επιχειρήσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού που περιέχουν κατάλληλους όρους σχετικά με τα δικαιώματα του ανθρώπου. Το περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ανθρώπινα δικαιώματα προκειμένου να μετριασθούν οι δυνητικές επιπτώσεις σε περίπτωση παραβίασης και θα πρέπει να προβλέπουν επαρκή μέτρα θεραπείας.

γ) Οι οντότητες αναμένεται να στηριχθούν στις Κατευθυντήριες Αρχές του ΟΟΣΑ29 ή του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας30 (ILO).

δ) Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει τους βασικούς δείκτες απόδοσης, όπως:
→ Περιστατικά σοβαρών επιπτώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα που απορρέουν
από τις δραστηριότητες ή τις αποφάσεις της εταιρίας.
→ Ειδικές γνωστοποιήσεις σχετικά με το πώς η εταιρεία λαμβάνει μέριμνα και παρέχει θεραπεία στην περίπτωση παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων πόσες φορές σχετική θεραπεία έχει παρασχεθεί.
→ Ειδικές προληπτικές δράσεις όσον αφορά στην αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία ή/και την παιδική εργασία σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές της δραστηριότητας της εταιρείας με υψηλό κίνδυνο έκθεσης σε κατάχρηση.
→ Δράσεις εμπλοκής με τα ενδιαφερόμενα μέρη με σκοπό την πρόληψη της καταναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας συμπεριλαμβανομένου της παιδικής εργασίας.

iv. Καταπολέμηση της διαφθοράς και θέματα σχετικά με τη δωροδοκία31:

α) Οι οντότητες αναμένεται να παράσχουν πληροφόρηση σχετικά με τον τρόπο που διαχειρίζονται την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας. Επίσης μπορούν να εξετάσουν, μεταξύ άλλων, τις σχετικές γνωστοποιήσεις σχετικά με τις πολιτικές, την οργάνωση, τις αποφάσεις, τις πράξεις διαχείρισης, την κατανομή των πόρων για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας.

β) Οι οντότητες μπορούν επίσης - εξηγώντας πώς αξιολογούν την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας - να λάβουν μέτρα για την πρόληψη ή το μετριασμό των δυσμενών επιπτώσεων, την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας, και να επικοινωνούν τα αποτελέσματα εσωτερικά και εξωτερικά.

Οι οντότητες αναμένεται να στηριχθούν στις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές εταιρείες.

γ) Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει τους βασικούς δείκτες απόδοσης που βασίζονται σε θέματα όπως:

→ Διεργασίες και πόροι εσωτερικού ελέγχου αφιερωμένοι στην αποφυγή της διαφθοράς και της δωροδοκίας.
→ Εκπαίδευση εργαζομένων στην αναγνώριση και αποφυγή πράξεων διαφθοράς και δωροδοκίας.
→ Δημιουργία μηχανισμού καταγγελιών και διαχείριση του (διαχείριση αποτελεσμάτων).

v. Ζητήματα εφοδιαστικής αλυσίδας:

α) Οι οντότητες οφείλουν να παρουσιάσουν υλικό σχετικά με τα θέματα της εφοδιαστικής αλυσίδας που μπορεί να έχουν σημαντικές συνέπειες για την ανάπτυξη, τις επιδόσεις, και τη θέση τους. Αυτό θα περιλαμβάνει τις αναγκαίες πληροφορίες για μια γενική κατανόηση της εφοδιαστικής αλυσίδας της εταιρείας, καθώς και πως θέματα μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης λαμβάνονται υπόψη στη διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Όταν οι οντότητες θεωρούν ότι η αποκάλυψη πληροφοριών σχετικά με τις επικείμενες εξελίξεις ή θέματα κατά τη διάρκεια μίας διαπραγμάτευσης θα προκαλούσε σοβαρή ζημία, μπορεί να επιτευχθεί ο συνολικός στόχος της διαφάνειας με τη δημοσιοποίηση των συνοπτικών πληροφοριών οι οποίες κρίνονται από την οντότητα ως μη επιζήμιες. Οι οντότητες αναμένεται να στηριχθούν στις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές εταιρείες, καθώς επίσης και στις Κατευθυντήριες Οδηγίες για την υπεύθυνη εφοδιαστική αλυσίδα (FAO-OOΣΑ)

β) Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει τους βασικούς δείκτες απόδοσης που βασίζονται σε θέματα όπως:
→ Προμηθευτές που παρακολουθούνται με τη χρήση κριτηρίων τα οποία είναι σε συνάρτηση με το ισχύον νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο.
→ Παρακολούθηση των προμηθευτών που θεωρούνται ότι εκτίθενται σε υψηλό κίνδυνο εμφάνισης περιστατικών παιδικής εργασίας ή καταναγκαστικής εργασίας.

Σημειώνουμε ότι η υποβολή της έκθεσης μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης στο ΓΕΜΗ από τις οντότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί το αργότερο μέχρι και την 30η Σεπτεμβρίου (για εταιρείες με χρήση 01/01/2016-31/12/2016) ή 30η Μαρτίου επόμενου έτους (για οντότητες με χρήση 01/07/2016-30/06/2017).

Ενότητα 8 Τροποποιημένη Δήλωση Εταιρικής Διακυβέρνησης

Στο άρθρο 2 του Ν.4403/2016 προβλέπεται η υποχρέωση δήλωσης εταιρικής διακυβέρνησης στην έκθεση διαχείρισης των ανωνύμων εταιρειών.

Στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης εμπίπτουν μόνο οι ανώνυμες εταιρείες με κινητές αξίες δεκτές προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά εντός ή εκτός Ελλάδας. Η δήλωση αυτή συμπεριλαμβάνεται ως ειδικό τμήμα της έκθεσης διαχείρισης. Οι απαιτούμενες από τη δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης πληροφορίες μπορούν παρέχονται είτε σε χωριστή έκθεση που δημοσιεύεται μαζί με την έκθεση διαχείρισης είτε σε έγγραφο που διατίθεται για το κοινό στην ιστοσελίδα της εταιρείας και στο οποίο γίνεται σχετική αναφοράς την έκθεση διαχείρισης. Η δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης περιέχει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες: α) παραπομπή, κατά περίπτωση, στα ακόλουθα:

αα) στον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης στον οποίο υπόκειται η ανώνυμη εταιρεία,

ββ) στον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης τον οποίο η ανώνυμη εταιρεία έχει οικειοθελώς αποφασίσει να εφαρμόζει,

γγ) σε κάθε σχετική πληροφορία για τις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης που εφαρμόζονται πέρα από τις απαιτήσεις της κείμενης νομοθεσίας.

Εάν γίνεται αναφορά στον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης των στοιχείων αα' ή ββ, η ανώνυμη εταιρεία επισημαίνει τον τόπο στον οποίο διατίθενται στο κοινό τα σχετικά έγγραφα. Εάν γίνεται αναφορά στις πληροφορίες του στοιχείου γγ', η ανώνυμη εταιρεία δημοσιοποιεί στοιχεία για τις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης που εφαρμόζει,

β) εάν η ανώνυμη εταιρεία αποκλίνει από τον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης που αναφέρεται στα στοιχεία αα' ή ββ' της περίπτωσης α', παραθέτει τα μέρη του κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης από τα οποία αποκλίνει και σχετική αιτιολόγηση των λόγων απόκλισης. Εάν η ανώνυμη εταιρεία δεν εφαρμόζει καμία από τις διατάξεις εταιρικής διακυβέρνησης που αναφέρονται στα στοιχεία αα' ή ββ' της περίπτωσης α', παρέχει ειδική αιτιολόγηση για τη μη εφαρμογή,

γ) περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων της ανώνυμης εταιρείας σε σχέση με τη διαδικασία σύνταξης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων,

δ) τα πληροφοριακά στοιχεία που απαιτούνται κατά το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχεία γ, δ, στ, η' και θ' της οδηγίας 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς, εφόσον η ανώνυμη εταιρεία υπάγεται στην εν λόγω οδηγία,

ε) τη σύνθεση και τον τρόπο λειτουργίας των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων και των επιτροπών τους,

στ) περιγραφή της πολιτικής σχετικά με την πολυμορφία που εφαρμόζεται για τα διοικητικά, διαχειριστικά και εποπτικά όργανα της ανώνυμης εταιρείας όσον αφορά πτυχές όπως, ενδεικτικά, η ηλικία, το φύλο ή το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό ιστορικό των μελών, οι στόχοι της εν λόγω πολιτικής για την πολυμορφία, ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε και τα αποτελέσματα κατά την περίοδο αναφοράς. Αν δεν εφαρμόζεται τέτοια πολιτική, η δήλωση περιλαμβάνει ειδική αιτιολόγηση του λόγου μη εφαρμογής.

Ενότητα 9 Έκθεση Πληρωμών προς Κυβερνήσεις

Στο άρθρο 7 του Ν.4403/2016 ορίζεται η υποχρέωση της σύνταξης από τις εταιρείες των εκθέσεων πληρωμών σε κυβερνήσεις. Στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας διάταξης εμπίπτουν οι μεγάλες οντότητες και οι οντότητες δημοσίου συμφέροντος που δραστηριοποιούνται στους τομείς της εξόρυξης ή της υλοτόμησης πρωτογενών δασών. Ως «πληρωμή» νοείται η παροχή η οποία καταβάλλεται, σε χρήματα ή σε είδος, για τις δραστηριότητες που περιγράφονται παραπάνω ( Εξορυκτική βιομηχανία, Υλοτόμηση πρωτογενών δασών) οι πληρωμές αυτές αφορούν στα εξής:

α) δικαιώματα παραγωγής,

β) φόροι που επιβάλλονται επί του εισοδήματος, της παραγωγής ή των κερδών των ανωνύμων εταιρειών, αλλά εξαιρούνται οι φόροι που επιβάλλονται στη κατανάλωση, όπως φόροι προστιθέμενης αξίας, φόροι εισοδήματος φυσικών προσώπων ή φόροι επί των πωλήσεων,

γ) δικαιώματα,

δ) μερίσματα,

ε) πριμ υπογραφής, εντοπισμού και παραγωγικότητας,

στ) τέλη έκδοσης αδειών, τέλη εκμίσθωσης, τέλη εισόδου και λοιπά ζητήματα σχετικά με άδειες ή/και παραχωρήσεις και

ζ) πληρωμές για βελτιώσεις υποδομών.

Η έκθεση πληρωμών σε κυβερνήσεις αναφέρει για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) το συνολικό ποσό των πληρωμών που καταβάλλονται σε κάθε κυβέρνηση,

β) το συνολικό ποσό ανά είδος πληρωμής, όπως ορίζεται στο σημείο 5 στοιχεία α' έως ζ' της παραγράφου 1, που καταβάλλεται σε κάθε κυβέρνηση,

γ) εφόσον οι πληρωμές αυτές αφορούν συγκεκριμένα έργα, το συνολικό ποσό ανά είδος πληρωμής, όπως ορίζεται στο σημείο 5 στοιχεία α' έως ζ' της παραγράφου 1 για κάθε έργο και το συνολικό ποσό πληρωμών για κάθε έργο. Οι πληρωμές της ανώνυμης εταιρείας όσον αφορά υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει ως οντότητα μπορούν να δημοσιοποιούνται σε επίπεδο οντότητας και όχι σε επίπεδο έργου.

Επιπλέον η έκθεση θα πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες οικονομικού περιεχομένου ανά χώρα και ανά έργο. Ως «έργο» θα πρέπει να οριστούν οι λειτουργικές δραστηριότητες που διέπονται από ενιαία σύμβαση, άδεια, μίσθωση, παραχώρηση ή παρεμφερείς νομικές συμφωνίες και αποτελούν τη βάση για υποχρεώσεις πληρωμής προς μία κυβέρνηση. Ωστόσο, εάν πολλές τέτοιες συμφωνίες είναι ουσιωδώς αλληλοσυνδεόμενες, θα πρέπει να θεωρούνται ως έργο.

Η ανωτέρω έκθεση πληρωμών σε κυβερνήσεις συντάσσεται και δημοσιεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43β.

Ενότητα 10 (Εμπορική δημοσιότητα των ετήσιων και ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων στο ΓΕΜΗ)


Από τον συνδυασμό των διατάξεων του ν. 3419/05, του Κ.Ν. 2190/20, του ν.3190/55, ν.4072/12 και του ν.4308/14 δεν προκύπτει υποχρέωση δημοσιότητας στο Γ.Ε.ΜΗ.. των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων για τις Προσωπικές Εταιρείες (Ο.Ε., Ε.Ε.) και την Ατομική Επιχείρηση- Αντίθετα οι προσωπικές εταιρείες και η Ατομική Επιχείρηση (ως πάντοτε όφειλαν) έχουν υποχρέωση υποβολής των απαραίτητων λογιστικών αρχείων στον Φορολογικό Φορέα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του ν.4308/14.

Εξαίρεση στο παραπάνω κανόνα αποτελούν οι Προσωπικές Εταιρείες της παρ.2β του άρθρου 1 του ν.4308/14 ήτοι τα νομικά πρόσωπα που έχουν τη μορφή της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, όταν όλοι οι άμεσοι ή έμμεσοι εταίροι των προσώπων αυτών έχουν περιορισμένη ευθύνη λόγω του ότι είναι είτε νομικά πρόσωπα ή άλλου νομικού τύπου συγκρίσιμου με τα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης αυτής. Οι εν λόγω οντότητες θα υποβάλλουν από φέτος για πρώτη φορά στο ΓΕΜΗ τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις εντός εννέα μηνών από την λήξη της χρήσης32

Για τις λοιπές νομικές μορφές (ήτοι Α.Ε., Ε.Π.Ε., Ι.Κ.Ε., Συνεταιρισμοί, Ευρωπαϊκοί Όμιλοι Οικονομικού Σκοπού, Ευρωπαϊκή Εταιρεία, Ευρωπαϊκή Συνεταιριστική Εταιρεία) η υποχρέωση δημοσιότητας υφίσταται και προς τον σκοπό αυτό είναι διαθέσιμη στο πληροφοριακό σύστημα του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Γ.Ε.ΜΗ.) σχετική αίτηση καταχώρησης (διαφοροποιημένη σε σχέση με τις προηγούμενες χρήσεις) με την ονομασία

«Αίτηση καταχώρησης Απόφασης Γ.Σ. για την έγκριση των ετήσιων Οικονομικών Καταστάσεων με εκλογή ελεγκτών και καταχώριση Ισολογισμού κατά ΕΛΠ - Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα ή Δ.Λ·Π·(αφορά χρήσεις που λήγουν την 07/07/2016 και μετά)». Στην εν λόγω αίτηση ο υπόχρεος, καλείται να συμπληρώσει εκτός των άλλων και μια σειρά από στοιχεία τα οποία είναι:
i.    Σύνολο Ενεργητικού
ii.    Καθαρό Ύψος Κύκλου Εργασιών
iii.    Μέσος Όρος Απασχολούμενων
iv.    Πάγια
v.    Αποθέματα
vi.    Απαιτήσεις
vii.    Προκαταβολές και Έσοδα Εισπρακτέα
viii.    Σύνολο Καθαρής Θέσης
ix.    Σύνολο Υποχρεώσεων
x.    Αποτελέσματα προ Φόρων (Κέρδη/Ζημιές προ Φόρων)

Τα πρώτα τρία στοιχεία (i, ii και iii) χρησιμοποιούνται προς χάριν κατάταξης σε κατηγορία οντοτήτων ή και ομίλων σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 2 και 31 του ν.4308/14 και ως εκ τούτου η καταχώρισή τους είναι υποχρεωτική ενώ τα υπόλοιπα επτά στοιχεία (iv έως χ) ζητούνται για καθαρά στατιστικούς και μελετητικούς λόγους.

Επισημαίνουμε ότι η ανωτέρω αίτηση οικονομικών καταστάσεων χρησιμοποιείται και από τις οντότητες που συντάσσουν με βάσει τα Δ.Π.Χ.Π. και η οποία αίτηση τροποποιείται σύμφωνα με τις επιλογές του χρήστη αναφορικά με τον τρόπο σύνταξης. Επίσης η ανωτέρω αίτηση είναι όμοια και για τις οντότητες που δεν έχουν την υποχρέωση εκλογής ελεγκτών χρήσης και η οποία τιτλοφορείται «Αίτηση καταχώρησης Απόφασης Γ.Σ. για την έγκριση των ετήσιων Οικονομικών Καταστάσεων χωρίς εκλογή ελεγκτών και καταχώριση Ισολογισμού κατά ΕΛΠ - Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα ή Δ.Λ.Π.(αφορά χρήσεις που λήγουν την 07/07/2016 και μετά)».

Για τα υποκαταστήματα ή πρακτορεία που είναι εγκατεστημένα στη χώρα μας και που η έδρα της «Μητρικής εταιρείας» βρίσκεται σε άλλο Κ-Μ ή σε τρίτη χώρα _q υποχρέωση δημοσιότητας των ετήσιων ή και ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων υφίσταται. Στις περιπτώσεις αυτές οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις αρκεί να έχουν συνταχθεί σύμφωνα με το δίκαιο του Κ-Μ ή της τρίτης χώρας. Οι ανωτέρω οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται μεταφρασμένες στην Ελληνική Γλώσσα και καταχωρίζονται στην μερίδα του υποκαταστήματος ή πρακτορείου εντός 30 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης τους στο αντίστοιχο Εμπορικό Μητρώο ή Μητρώο Εταιρειών του Κ-Μ με σχετική μνεία (ημερομηνία δημοσίευσης, αριθμός καταχώρισης, ακριβής διαδικτυακός σύνδεσμος δημοσιότητας, κ.ο.κ.). Αν η εταιρεία διατηρεί περισσότερα του ενός υποκαταστήματα η δημοσιότητα εκτελείται σε όλα τα υποκαταστήματα/πρακτορεία της εταιρείας και όχι σε κατ' επιλογήν υποκατάστημα/πρακτορείο.

Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό ότι πέραν των ανωτέρω τα υποκαταστήματα αλλοδαπής Κοινοτικής Προέλευσης έχουν υποχρέωση δημοσιότητας σε μια σειρά πράξεων και στοιχείων που ρητά προβλέπονται στην διάταξη της παρ.2 του άρθρου 7α του Κ.Ν.2190/20, όπως επίσης και τα υποκαταστήματα εταιρειών τρίτων χωρών έχουν υποχρέωση δημοσιότητας πράξεων και στοιχείων που ρητά προβλέπονται στην διάταξη της παρ.3 του άρθρου 7α του Κ.Ν.2190/20, όπως ρητά περιγράφεται στις διατάξεις του Κ.Ν.2190/20.

Εξαίρεση στις ανωτέρω υποχρεώσεις χορηγείται στα υποκαταστήματα τα οποία έχουν ιδρύσει χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που αποτελούν αντικείμενο της Οδηγίας 89/117/ΕΟΚ αναφορικά μόνο με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις.

Ενότητα 11 (Νέες πρόνοιες σχετικά με την σύγκληση Γ.Σ. μετόχων/εταίρων και δημοσίευσης αποφάσεων αυτών)

Με τις διατάξεις του ν.4403/16 τροποποιήθηκαν το πρώτο εδάφιο του άρθρου 2533 του Κ.Ν.2190/20 (Α.Ε.), το άρθρο 1034 του ν.3190/55 (παρ.3) και το άρθρο 6935  του ν.4072/12 (παρ.2) αναφορικά με την Σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων ή εταίρων. Ως νέα απώτατη προθεσμία σύγκλησης της εν λόγω Συνέλευσης τέθηκε η 10η ημερολογιακή ημέρα του 9ου μήνα από το κλείσιμο της χρήσης.

Επίσης με τον ίδιο νόμο (4403/16) τροποποιήθηκε το άρθρο 43β του Κ.Ν.2190/2036 αναφορικά με τον χρόνο δημοσίευσης στο ΓΕΜΗ των εγκεκριμένων ετήσιων οικονομικών καταστάσεων των Κεφαλαιουχικών Εταιρειών (ΑΕ, ΕΠΕ και ΙΚΕ) και καθίσταται πλέον σαφές ότι η απώτατη προθεσμία υποβολής στο ΓΕΜΗ τόσο των σχετικών πρακτικών Γ.Σ. όσο και των οικονομικών καταστάσεων είναι πλέον η 30η Σεπτεμβρίου 2017 (εφόσον η Συνέλευση συνέλθει έως 10/09/2017). Επιπροσθέτως με τις ανωτέρω διατάξεις (43β του Κ.Ν.2190/20) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της περ. ζ της παρ.1 του άρθρου 7α του Κ.Ν.2190/2037 άρθρου δημοσιεύονται πλέον στο ΓΕΜΗ οι εγκεκριμένες από την Γενική Συνέλευση των μετόχων/εταίρων οικονομικές καταστάσεις και όχι αυτές που δεν έχουν εγκριθεί από την εν λόγω Συνέλευση. Το ίδιο ισχύει και για τις
προσωπικές εταιρείες που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσης. Ως εκ τούτου οι Υπηρεσίες ΓΕΜΗ δεν θα κάνουν δεκτές οικονομικές καταστάσεις οι οποίες δεν έχουν εγκριθεί από Γενική Συνέλευση κλείνοντας ανεπιτυχώς την σχετική αίτηση και τα σχετικά τέλη καταχώρισης (10€) θα καταπίπτουν υπέρ της αρμόδιας υπηρεσίας ΓΕΜΗ και σε καμία περίπτωση δεν θα επιστρέφονται. Με τις ανωτέρω διατάξεις τέθηκε τέλος στην πρακτική που επικρατούσε μέχρι σήμερα για διπλή υποβολή των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων (πριν και μετά την Γενική Συνέλευση) και τη συνακόλουθη επιβάρυνση των εταιρειών τόσο σε διοικητικό όσο και σε οικονομικό βάρος. Επίσης δίδεται η δυνατότητα μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος (εννέα μήνες) για υποβολή στο ΓΕΜΗ των εν λόγω οικονομικών καταστάσεων έτσι ώστε να αποφευχθεί η σχετική αρρυθμία λόγω παρατάσεων στην υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος των νομικών προσώπων στον φορολογικό φορέα (ΤΑXIS) φαινόμενο που παρουσιάσθηκε κατά την τελευταία πενταετία. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι για την χρήση που έληξε την 31/12/2016 (01/01/-31/12/2016) η απώτατη ημερομηνία στην οποία η Γενική Συνέλευση θα συνεδριάσει είναι η 10/09/2017. Κάτωθι περιλαμβάνεται πίνακας σχετικός με τις προθεσμίες σύγκλησης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων ή Συνέλευσης των εταίρων και απώτατη ημερομηνία υποβολής αυτών στο Γ.Ε.ΜΗ.



Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι υπόχρεες εταιρείες θα υποβάλουν στο ΓΕΜΗ μαζί με το πρακτικό Γενικής Συνέλευσης των μετόχων (ή πρακτικό Συνέλευσης των εταίρων) και το σύνολο των οικονομικών καταστάσεων με τα απαιτούμενα λογιστικά αρχεία και τις σχετικές εκθέσεις όπου από την κείμενη νομοθεσία απαιτείται. Στην ηλεκτρονική αίτηση της ενότητας 10 της παρούσης τα κατά τα ανωτέρω απαιτούμενα αρχεία και στοιχεία συμπληρώνονται σε διακριτά πεδία.

Ενότητα 12 (Προβλέψεις άρθρου 47 και 48 του Κ.Ν.2190/20 και επιπλέον πληροφόρηση για ύψος μετοχικού κεφαλαίου)

Οι προβλέψεις των άρθρων 47 και 48 του Κ.Ν.2190/20 σχετικά με το ύψος των ιδίων κεφαλαίων της ανώνυμης εταιρείας έχουν εφαρμογή κατά την περίοδο υποβολής στο ΓΕΜΗ των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων.

Για τις εταιρείες που κατατάσσονται βάσει των διατάξεων του ν.4308/14 ως μεγάλες, μεσαίες ή μικρές οι Περιφερειακές Ενότητες ασκούν τον έλεγχο που οι διατάξεις των άρθρων 47 και 48 του Κ.Ν.2190/20 ορίζουν.

Στις περιπτώσεις των πολύ μικρών οντοτήτων πέραν των αναφερόμενων στις διατάξεις του ν.4308/14 απαιτείται να παρουσιάζεται στο κάτω μέρος του Ισολογισμού σχετική σημείωση υπό μορφή πληροφορίας σχετικά με το καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο τέλους χρήσης, και το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων αυτής. Εναλλακτικά του ανωτέρω και πάντοτε στις περιπτώσεις των πολύ μικρών οντοτήτων μπορούν οι ανωτέρω πληροφορίες (μετοχικό κεφάλαιο και ίδια κεφάλαια της οντότητας) να τεθούν στην παρ. ΙΕ του προσαρτήματος «Άλλες Σημειώσεις με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των Οικονομικών Καταστάσεων».

Ενότητα 13 (Οδηγίες προς τις Υπηρεσίες)

Με βάση τα ανωτέρω αναφερόμενα οι ηλεκτρονικές αιτήσεις καταχώρισης στο ΓΕΜΗ των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων της εταιρείας κατευθύνονται μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος του Γενικού Εμπορικού Μητρώου στις αρμόδιες Υπηρεσίες Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Υ.Γ.Ε.ΜΗ.) της χώρας. Οι Υ.Γ.Ε.ΜΗ. αφού ασκήσουν τον σχετικό έλεγχο πληρότητας στην περίπτωση των Α.Ε. διαβιβάζουν τις εν λόγω αιτήσεις στις αρμόδιες Περιφερειακές Ενότητες της χώρας οι οποίες αφού αποφανθούν για το κύρος και την νομιμότητα αυτών εγκρίνουν ή απορρίπτουν τις εν λόγω αιτήσεις. Στην περίπτωση της έγκρισης αυτών η Υ.Γ.Ε.ΜΗ. προβαίνει σε σχετική καταχώρισης βάσει των διατάξεων του ν.3419/2005 στο Γ.Ε.ΜΗ. Στην περίπτωση απόρριψης αίτησης η Υ.Γ.Ε.ΜΗ. διαβιβάζει εκ νέου την αίτηση στην υπόχρεη οντότητα με σχετική μνεία στους λόγους απόρριψης.

Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό στις Περιφερειακές Ενότητες όλης της χώρας ότι κρίσιμο στοιχείο ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων αποτελούν οι συνοδευτικές εκθέσεις όπου από την κείμενη νομοθεσία απαιτούνται. Ειδικότερα ο έλεγχος της έκθεσης διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου από τις Περιφερειακές Ενότητες της χώρας στην περίπτωση των ανωνύμων εταιρειών θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ενότητα 6 της παρούσας εγκυκλίου και το υπόδειγμα που σε αυτήν παρουσιάζεται και που αφορά το σύνολο της πληροφορίας που απαιτείται από τις διατάξεις τους Κ.Ν.2190/20.

Στις περιπτώσεις των λοιπών οντοτήτων (πλην Α.Ε.) η Υ.Γ.Ε.ΜΗ. πραγματοποιεί το ίδιο εύρος ελέγχου κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα και αμέσως μετά προβαίνει σε σχετική καταχώριση των ετήσιων οικ. Καταστάσεων και των συνοδευτικών τους αρχείων στο ΓΕΜΗ αφού πρωτίστως έχει εξαντλήσει τον έλεγχο πληρότητας και νομιμότητας της αίτησης. Εφιστούμε την προσοχή στις Π.Ε. και στις Υ.Γ.Ε.ΜΗ. της χώρας αναφορικά με την ακρίβεια των αναφερομένων στην έκθεση διαχείρισης του Δ.Σ. ή των διαχειριστών.

Τέλος προς τις Περιφερειακές Ενότητες και τις Υπηρεσίες ΓΕΜΗ που απευθύνεται η παρούσα εφιστούμε την προσοχή τους ως προς τον έλεγχο των υποβαλλόμενων στοιχείων από τις υπόχρεες οντότητες, τα οποία (στοιχεία) πρέπει να είναι σύμφωνα τόσο με τις κατευθυντήριες οδηγίες της παρούσας εγκυκλίου όσο και με τα επισυναπτόμενα σε αυτή παραρτήματα τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της.





Ο Αν. Γενικός Διευθυντής Αγοράς
Σωτήριος Μασγανάς

ΣτΕ 160/2017 Προσδιορισμός φορολογητέου εισοδήματος κατοίκου εξωτερικού και με στοιχεία που δηλώνονται μέσω των εντύπων που συνυποβάλλονται

$
0
0

ΣτΕ  160/2017

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β'


Περίληψη

Επειδή, ο προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος των φυσικών προσώπων κατά το θεσπισθέν με τα άρθρα 15 επομ. του Κ.Φ.Ε. σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού γίνεται από την φορολογική αρχή επί τη βάσει της υποβαλλομένης δηλώσεως με την προσαύξηση του δηλωθέντος εισοδήματος κατά το ποσό που προκύπτει κατ' εφαρμογήν των τεκμηρίων των άρθρων 16 και 17 του Κώδικα, η προσαύξηση δε αυτή του δηλωθέντος εισοδήματος και το συναφώς εκδιδόμενο εκκαθαριστικό σημείωμα δύναται να στηριχθεί όχι μόνο στο περιεχόμενο αυτής ταύτης της δηλώσεως, αλλά και στα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που δηλώνονται μέσω των εντύπων που συνυποβάλλονται κατά νόμο μετ' αυτής (όπως το Ε9), τα οποία, αποτελούν αδιαίρετη ενότητα με αυτήν (πρβλ. ΣτΕ 111/1992).
 


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 30 Νοεμβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Ε. Νίκα, Μ. Πικραμένος, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Ειρ. Σταυρουλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 15 Φεβρουαρίου 2012 αίτηση:

του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της .....................κατοίκου Μόντε Κάρλο του Πριγκιπάτου του Μονακό ......................, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ............................., που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
 

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ; 1451/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ε. Νίκα.
 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου.
 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ' αριθμ. 1451/2011 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Κατοίκων Εξωτερικού κατά της υπ' αριθμ. 380/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση ακυρώθηκε, κατ' αποδοχήν προσφυγής της αναιρεσίβλητης, το από 25.11.2004 εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος της, οικονομικού έτους 2004, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού.
 

3. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ Α' 213) αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α' 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται, η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ ...».
 

4. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η οποία, ασκηθείσα στις 9.3.2012, διέπεται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 12 παρ.1 του ν. 3900/2010, άγεται κατ' αναίρεση διαφορά, της οποίας το χρηματικό αντικείμενο, όπως προκύπτει από το συνημμένο στο δικόγραφο της εν λόγω αιτήσεως σημείωμα της οικείας φορολογικής αρχής, ανέρχεται σε 612.706,56 ευρώ, ήτοι υπερβαίνει τα 40.000 ευρώ. Περαιτέρω, προς θεμελίωση του παραδεκτού της αιτήσεως και δή του πρώτου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται ότι δ' αυτού τίθεται το ζήτημα κατά πόσον, εφ' όσον κατά τον έλεγχο υποβληθείσης (φορολογικής) δηλώσεως προέκυψαν πλήρως τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει σαφώς το ποσό της δαπάνης που καταβλήθηκε για την αγορά ακινήτου, νόμιμα συμπληρώνεται το ποσό της αγοράς στον οικείο κωδικό της δηλώσεως (κωδικός 735 του πίνακα 5 "προσδιορισμός ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης") από τον Προϊστάμενο της αρμοδίας Δ.Ο.Υ. βάσει και της αρμοδιότητας που του παρέχεται κατ' εφαρμογή του άρθρου 66 του ν. 2238/1994. Για το εν λόγω ζήτημα, όπως τίθεται εν προκειμένω, δεν υφίσταται νομολογία, όπως βασίμως προβάλλει το αναιρεσείον, και, ως εκ τούτου, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς κατ' άρθρο 12 παρ.1 του ν. 3900/2010 και είναι περαιτέρω εξεταστέος.
 

5. Επειδή, ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, ΦΕΚ Α 151), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, όριζε στο άρθρο 1 αυτού ότι

«1. Επιβάλλεται φόρος στο συνολικό καθαρό εισόδημα που προκύπτει είτε στην ημεδαπή είτε στην αλλοδαπή και αποκτάται από κάθε φυσικό πρόσωπο για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2» και στο άρθρο 2 ότι: «1. Σε φόρο υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο ,αποκτά εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα ανεξάρτητα από την ιθαγένεια και τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του. Επίσης, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του,"σε φόρο υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο για τα εισοδήματά του που προκύπτουν στην αλλοδαπή, εφόσον έχει την κατοικία του στην Ελλάδα. 2. ... 3. ...»,
σύμφωνα δε με το άρθρο 4 του ιδίου Κώδικα «1. Εισόδημα στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος είναι το εισόδημα που προέρχεται από κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτησή του ...»
ενώ, κατά το άρθρο 15, που εντάσσεται στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ, τιτλοφορούμενο «Προσδιορισμός φορολογητέας ύλης με βάση τις δαπάνες», το συνολικό εισόδημα [των φυσικών προσώπων] προσδιορίζεται κατ' εξαίρεση τεκμαρτώς με βάση τις δαπάνες διαβίωσης του φορολογουμένου και των προσώπων που συνοικούν με αυτόν και τον βαρύνουν, όταν το συνολικό ποσό των δαπανών, που προσδιορίζεται κατά τα άρθρα 16-17, είναι ανώτερο από το συνολικό καθαρό εισόδημα των κατηγοριών Α έως Ζ. Το εισόδημα που υπόκειται σε φόρο στην περίπτωση αυτή προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 19 του αυτού νόμου.
Ειδικότερα, στο άρθρο 17 του ν. 2238/1994 ορίζετο ότι: «Ως ετήσια τεκμαρτή δαπάνη του φορολογουμένου... λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για: α)... γ) Αγορά... ακινήτων...»,
στο δε άρθρο 19 αυτού ότι «1. Η διαφορά μεταξύ του εισοδήματος που δηλώθηκε από το φορολογούμενο... ή προσδιορί¬σθηκε από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και της συνολικής ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης του, των άρθρων 16 και 17, προσαυξάνει τα εισοδήματα που δηλώνονται ή προσδιορίζονται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά το ίδιο οικονομικό έτος του φορολογουμένου... από εμπορικές επιχειρήσεις ή από την άσκηση ελευθερίων επαγγελμάτων και αν δε δηλώνεται εισόδημα από τις κατηγορίες αυτές η διαφορά αυτή λογίζεται εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 48. 2. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς της προηγουμένης παραγράφου υποχρεούται να λάβει υπ' όψιν του τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά, τα οποία αποδεικνύονται από νόμιμα παραστατικά στοιχεία και με τα οποία καλύπτεται ή περιορίζεται η διαφορά που προκύπτει 4. Οι υπόχρεοι που δεν αναγράφουν ή ανακριβώς αναφέρουν στη δήλωση τα στοιχεία, τα σχετικά με τις δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων και τον προσδιορισμό της ετήσιας συνολικής δαπάνης διαβίωσης, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 87. Επίσης, όσοι δεν αναγράφουν στη δήλωση τη δαπάνη αγοράς ή ανέγερσης ακινήτων υπόκεινται στις κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 88. 5. ...».
Εξ άλλου, στο άρθρο 61 του αυτού Κώδικα, όπως ίσχυε κατά την κρινομένη χρήση, μετά την αντικατάσταση της περ. α της παρ. 1 αυτού με την παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 3091/2002 (ΦΕΚ Α' 330/24.12.2002), ορίζετο ότι
«1. Κάθε φυσικό πρόσωπο, για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, έχει υποχρέωση να υποβάλλει δήλωση, εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά του υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. ... Υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης για τα εισοδήματά τους, ανεξάρτητα από το αν υπόκεινται ή όχι σε φόρο κατά τις διατάξεις του παρόντος είναι και: α) . . . στ) Όσοι αγοράζουν ακίνητα ή ανεγείρουν οικοδομή, ζ) ... 2. ...».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα, «Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας βεβαιώνει το φόρο ... που προκύπτει: α) Βάσει των δηλώσεων που υποβάλλονται, β) Βάσει των φύλλων ελέγχου που αναφέρονται στο άρθρο 68, εφόσον αυτά έχουν οριστικοποιηθεί ... γ) Βάσει οριστικών αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων ή πρακτικών συμβιβασμού».

Στο άρθρο 62, τιτλοφορούμενο προθεσμία υποβολής και περιεχόμενο δηλώσεως, ορίζονται μεταξύ άλλων, τα εξής: «1... 4. Η δήλωση συντάσσεται σε δύο αντίτυπα σε έντυπα που παρέχονται δωρεάν από το Δημόσιο ... Μαζί με την ετήσια δήλωσή του ο υπόχρεος υποβάλλει δήλωση με τα στοιχεία των ακινήτων που του ανήκουν κατά πλήρες δικαίωμα ιδιοκτησίας ή κατ' επικαρπία ή , - ψιλή κυριότητα ή έχει δικαίωμα χρήσης ή οίκησης σε αυτά. 5. Ο υπόχρεος για την επίδοση της δήλωσης βεβαιώνει υπεύθυνα ... την ειλικρίνεια και το περιεχόμενο της δήλωσης και των λοιπών συνυποβαλλόμενων με αυτήν εντύπων. 6. ...»,
στην δε εκδοθείσα κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 6 του εν λόγω άρθρου υπ' αριθμ. 1019176/438/Α0012 ΠΟΛ.1021/2.3.2004 αποφάσεως του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών «Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, οικονομικού έτους 2004, καθώς και των λοιπών εντύπων και των δικαιολογητικών εγγράφων που υποβάλλονται με αυτήν» (ΦΕΚ Β'510) ορίζεται, στο άρθρο 2 παρ.1 αυτής, ότι «Τα έντυπα της αναλυτικής κατάστασης για τα μισθώματα ακινήτων (Ε2), ... , της δήλωσης στοιχείων ακινήτων (Ε9), ... συνοδεύουν τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, ανάλογα με την κατηγορία των δηλούμενων εισοδημάτων και, εφόσον υποβάλλονται ταυτόχρονα, αποτελούν αδιαίρετη ενότητα με αυτήν και πρέπει να συμπληρώνονται σε όλες τις ενδείξεις τους».
Τέλος, στο άρθρο 66 προβλέπεται ότι «1. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ελέγχει την ακρίβεια των επιδιδόμενων δηλώσεων και προβαίνει σε έρευνα για την εξακρίβωση των υποχρέων που δεν έχουν υποβάλει δήλωση. Για το σκοπό αυτό δικαιούται : α) Να ζητά από τον υπόχρεο ... να δώσει ... διευκρινίσεις και να προσκομίσει ... κάθε στοιχείο ... χρήσιμο για τον καθορισμό του εισοδήματος ... 2. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον υπολογισμό και την εκκαθάριση του φόρου δεν λαμβάνει υπόψη λέξεις, ποσά και αριθμούς που έχουν αναγραφεί στις ενδείξεις της ετήσιας δήλωσης του υπόχρεου και συνεπάγονται τη διενέργεια μειώσεων ή εκπτώσεων του εισοδήματος ή του φόρου ... εφ' όσον δεν συνυποβάλλονται από τον υπόχρεο τα νόμιμα στοιχεία που αποδεικνύουν άμεσα τη συνδρομή των προϋποθέσεων. Αριθμητικά λάθη στις αθροίσεις και στις μεταφορές, καθώς και αναριθμητισμοί, που αφορούν στην ορθή συμπλήρωση της ετήσιας δήλωσης του υποχρέου, διορθώνονται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεση του,.. ».
 

6. Επειδή, κατά την κρινομένη χρονική περίοδο, φυσικά πρόσωπα που δεν είχαν κατοικία στην Ελλάδα, αλλά στην αλλοδαπή, υπέκειντο κατ' άρθρο 2 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος σε φόρο στην Ελλάδα για τα εισοδήματά τους που είχαν προκύψει στην Ελλάδα. Εξ άλλου, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κεφαλαίου Γ' του αυτού Κώδικα -και υπό την προϋπόθεση ότι δεν εγείρεται ζήτημα εφαρμογής διεθνούς συμβάσεως αποφυγής διπλής φορολογίας του εισοδήματος- συνάγεται ότι το τεκμήριο εκ της αποκτήσεως περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 17 του Κ.Φ.Ε.) εφαρμόζεται και στην περίπτωση κατοίκου αλλοδαπής εφ' όσον αυτός αποκτά εισόδημα από πηγή ή πηγές στην Ελλάδα και, συνεπώς, είναι φορολογικό υποκείμενο στην Ελλάδα κατ' άρθρο 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, (πρβλ. ΣτΕ 1973/2015, ΣτΕ 1841/2015 7μ., ΣτΕ 1747/1991 7μ.).
 

7. Επειδή, ο προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος των φυσικών προσώπων κατά το θεσπισθέν με τα άρθρα 15 επομ. του Κ.Φ.Ε. σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού γίνεται από την φορολογική αρχή επί τη βάσει της υποβαλλομένης δηλώσεως με την προσαύξηση του δηλωθέντος εισοδήματος κατά το ποσό που προκύπτει κατ' εφαρμογήν των τεκμηρίων των άρθρων 16 και 17 του Κώδικα, η προσαύξηση δε αυτή του δηλωθέντος εισοδήματος και το συναφώς εκδιδόμενο εκκαθαριστικό σημείωμα δύναται να στηριχθεί όχι μόνο στο περιεχόμενο αυτής ταύτης της δηλώσεως, αλλά και στα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που δηλώνονται μέσω των εντύπων που συνυποβάλλονται κατά νόμο μετ' αυτής (όπως το Ε9), τα οποία, αποτελούν αδιαίρετη ενότητα με αυτήν (πρβλ. ΣτΕ 111/1992).
 

8. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Η αναιρεσίβλητη, κάτοικος εξωτερικού (Μόντε Κάρλο του Πριγκιπάτου του Μονακό), υπέβαλε ταχυδρομικώς στην Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού την από 4.5.2004 δήλωση φορολογίας εισοδήματος, οικονομικού έτους 2004, στην οποία περιέλαβε ως μοναδικό ατομικό ακαθάριστο εισόδημα από εκμίσθωση ακινήτων το ποσό των 3.016,57 ευρώ. Με την δήλωση αυτή συνυπέβαλε: α) αναλυτική κατάσταση για τα μισθώματα των ακινήτων της (έντυπο Ε2), β) δήλωση στοιχείων ακινήτων που υπήρχαν την 1.1.2004 (έντυπο Ε9), στο οποίο δήλωσε ότι, βάσει του 3268/15.12.2003 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών........................, απέκτησε ποσοστό 16,80/152 εξ αδιαιρέτου διατηρητέου ακινήτου, κειμένου στην περιφέρεια του Δήμου Αθηνών ..............................), από την εταιρία με την επωνυμία «..................» που εδρεύει στη Μονροβία της Λιβερίας και γ) το προαναφερόμενο 3268/2003 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του ως άνω ποσοστού εξ αδιαιρέτου του εν λόγω ακινήτου (έναντι τιμήματος 3.551.554,53 ευρώ).

Όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. 216169/6.9.2008 έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού, που εκδόθηκε κατόπιν της υποβολής της από 11.9.2008 σχετικής αιτήσεως της αναιρεσίβλητης, η φορολογική αρχή, κατά τον έλεγχο της ως άνω δηλώσεως, συμπλήρωσε οίκοθεν αυτήν με την αιτιολογία ότι δεν ανεγράφησαν από τον φορολογούμενο τα εξής ποσά: α) 3.016,57 ευρώ στον πίνακα 4 (φορολογούμενα εισοδήματα), περίπτωση Εβ (εισόδημα από ακίνητα - καταστημάτων, γραφείων, αποθηκών κ.λπ.) και β) 1.530.696,24 ευρώ στον πίνακα 5 (προσδιορισμός ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης), περίπτωση 2δ (δαπάνη για αγορά ακινήτου), καθώς και το ίδιο ποσό στον πίνακα 6 (πρόσθετα πληροφορικά στοιχεία - ποσά που μειώνουν την ετήσια δαπάνη) περίπτωση 2 (ποσό ετήσιας δαπάνης που δεν υπήρχε την 1.1.2004), κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 15 και 17 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και εφ' όσον η αναιρεσίβλητη δεν είχε συνυποβάλει νόμιμα στοιχεία προς κάλυψη της δαπάνης που πραγματοποίησε, σύμφωνα με το άρθρο 19 του ως άνω Κώδικα και το άρθρο 18 παρ. 2 εδ. β' του ν. 3091/2002.

Ως εκ τούτου, με το από 25.11.2004 (Α.Χ.Κ 21) εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2004, με το_ οποίο τροποποιήθηκε το από 29.10.2004 (Α.Χ.Κ. 22) αρχικό εκκαθαριστικό, επιβλήθηκε εις βάρος της αναιρεσίβλητης κύριος φόρος ύψους 610.670,82 ευρώ, προκαταβολή φόρου ύψους 1.929,14 ευρώ και λοιπά συμβεβαιούμενα ποσά ύψους 108,60 ευρώ και, συνολικώς, ποσό 612.708,56 ευρώ, κατόπιν συνυπολογισμού, για την εξεύρεση του φορολογητέου εισοδήματος, ποσού 1.536,673,18 ευρώ, ως διαφορά μεταξύ του δηλωθέντος εισοδήματος και της τεκμαρτής δαπάνης από την αγορά ακινήτου, κατά τα προεκτεθέντα. Το ανωτέρω εκκαθαριστικό σημείωμα ακυρώθηκε με την πρωτόδικη απόφαση, κατ' αποδοχή προσφυγής της αναιρεσίβλητης, με την οποία αυτή ζήτησε να τροποποιηθεί το σημείωμα αυτό, με σκοπό να διαγραφεί το τεκμαρτό εισόδημα ποσού 1.536.673,18 ευρώ και να προσδιορισθεί η φορολογική οφειλή της, οικονομικού έτους 2004, με βάση το κατά τους ισχυρισμούς της πραγματικό της εισόδημα. Έφεση που άσκησε το Δημόσιο κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου απορρίφθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.

Ειδικότερα, το δικάσαν διοικητικό εφετείο, αφού έλαβε υπ' όψη ότι α) η αναιρεσίβλητη στην επίδικη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, δήλωσε ως μοναδικό ατομικό της εισόδημα από την εκμίσθωση ακινήτων το ποσό των 3.016,57 ευρώ και β) ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. προέβη οίκοθεν στη συμπλήρωση της δηλώσεώς της με το ποσό των 1.530.696,24 ευρώ, ως δαπάνη που αυτή κατέβαλε για την αγορά του ανωτέρω ακινήτου, έκρινε ότι μη νομίμως ο τελευταίος αυτός τροποποίησε την επίδικη δήλωση, αφού δεν επρόκειτο για διόρθωση αριθμητικού λάθους ή αναριθμητισμού, και, συνεπώς, νομίμως ακυρώθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το επίδικο εκκαθαριστικό σημείωμα. Όμως, η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου δεν είναι νόμιμη. Τούτο δε διότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η προσαύξηση του δηλωθέντος εισοδήματος της αναιρεσίβλητης κατ' εφαρμογήν των τεκμηρίων των άρθρων 16 και 17 του Κ.Φ.Ε. και η εκκαθάριση του οφειλομένου από αυτήν φόρου δεν εχώρησε κατά τροποποίηση των δηλωθέντων πραγματικών περιστατικών και στοιχείων, αλλά επί τη βάσει των όσων η ιδία γνωστοποίησε στην φορολογική αρχή μέσω του συνυποβληθέντος εντύπου Ε9, που αποτελεί, κατά τα προεκτεθέντα, αναπόσπαστο μέρος της φορολογικής της δηλώσεώς της: μόνη δε η συμπλήρωση από τον Προϊστάμενο της αρμοδίας Δ.Ο.Υ. των οικείων κωδικών στο έντυπο της φορολογικής δηλώσεως (Ε1) με το προκύπτον από το έντυπο Ε9 ποσό της δαπάνης αγοράς ακινήτου, εξυπηρετούσα την φοροτεχνική διαδικασία και στερουμένη αυτοτελούς νομικής σημασίας, δεν καθιστά νομικώς πλημμελές το εκδοθέν εκκαθαριστικό σημείωμα.

Για τον λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο με την υπό κρίση αίτηση, αυτή πρέπει να γίνει δεκτή και η προσβαλλομένη απόφαση  πρεπε: να αναιρεθεί, οπότε παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα [του παραδεκτού και του βάσιμου] του ετέρου λόγου αναιρέσεως, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
 

Δέχεται την αίτηση.
 

Αναιρεί την υπ' αριθμ. 1451/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
 

Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται στο ποσο των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 2016 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Ιανουαρίου 2017.

 

ΔΕΕ Υπόθεση C‑40/15 Υπηρεσίες διακανονισμού ζημιών, οι οποίες παρέχονται από τρίτο στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχειρήσεως δεν απαλλάσονται από τον ΦΠΑ

Next: ΔΕΕ Υπόθεση C‑209/14 Στην περίπτωση συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως αφορώσας ακίνητο η οποία προβλέπει είτε τη μεταβίβαση της κυριότητας στον μισθωτή κατά τη λήξη της συμβάσεως είτε τη θέση στη διάθεση του μισθωτή των ουσιωδών γνωρισμάτων της κυριότητας του ακινήτου αυτού, κατά τρόπον ώστε στον εν λόγω μισθωτή να μεταβιβάζεται, ιδίως, η πλειονότητα των πλεονεκτημάτων και των κινδύνων που ενέχει το δικαίωμα της κυριότητας επί του εν λόγω ακινήτου, το δε αναπροσαρμοσμένο ποσό των δόσεων να συμπίπτει στην πράξη με την αγοραία αξία του αγαθού, η πράξη που προκύπτει από μια τέτοια σύμβαση πρέπει να εξομοιώνεται προς πράξη αποκτήσεως επενδυτικού αγαθού.
$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 17ης Μαρτίου 2016 «Προδικαστική παραπομπή — Φορολογία — Φόρος προστιθεμένης αξίας — Οδηγία 2006/112/ΕΚ — Άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ — Απαλλαγή για τις ασφαλίσεις — Έννοια των “ασφαλιστικών” εργασιών και των “συναφών με αυτές παροχών υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από τους μεσίτες ασφαλίσεων και τους ασφαλιστικούς πράκτορες” — Υπηρεσίες διακανονισμού των ζημιών οι οποίες παρέχονται στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστή»

Το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι υπηρεσίες διακανονισμού ζημιών, όπως οι επίδικες στην κύρια δίκη, οι οποίες παρέχονται από τρίτο στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχειρήσεως δεν καλύπτονται από την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή απαλλαγή από τον φόρο.

Στην υπόθεση C‑40/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, Πολωνία) με απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Φεβρουαρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Minister Finansów

κατά

Aspiro SA, πρώην BRE Ubezpieczenia sp. z o.o.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev, J.‑C. Bonichot, C. G. Fernlund (εισηγητή) και S. Rodin, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Δεκεμβρίου 2015,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

– ο Minister Finansów, εκπροσωπούμενος από την B. Rogowska‑Rajda, καθώς και από τους J. Kaute και M. Lubiński,

– η Aspiro SA, εκπροσωπούμενη από την M. Szafarowska, καθώς και από τους Τ. Michalik και M. Spychalski, φορολογικούς συμβούλους,

– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και την K. Maćkowska,

– η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τους L. Christie και S. Brandon, επικουρούμενους από την Ε. Μητροφάνους, barrister,

– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις L. Lozano Palacios και M. Owsiany‑Hornung,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 23ης Δεκεμβρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (EE L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία περί ΦΠΑ).

2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Minister Finansów (Υπουργού Οικονομικών) και της Aspiro SA, πρώην BRE Ubezpieczenia sp. z o.o. (στο εξής: Aspiro), σχετικά με δεσμευτική απόφαση περί της απαλλαγής από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) για υπηρεσίες διακανονισμού των ζημιών τις οποίες παρέχει η Aspiro στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχειρήσεως.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3 Το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις:

α) τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εργασίες, στις οποίες περιλαμβάνονται οι συναφείς με αυτές παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται από τους [μεσίτες ασφαλίσεων] και ασφαλιστικούς πράκτορες».

4 Το ως άνω άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, αντιστοιχεί στο άρθρο 13, B, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49), το οποίο αντικατέστησε.

5 Το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και στʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ προβλέπει την απαλλαγή δύο άλλων ειδών πράξεων:

«δ) τις πράξεις, περιλαμβανομένης της διαπραγμάτευσης, οι οποίες αφορούν καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, πληρωμές, μεταφορές χρημάτων, απαιτήσεις, επιταγές και λοιπά αξιόγραφα, με εξαίρεση την είσπραξη απαιτήσεων,

[...]

στ) τις πράξεις, περιλαμβανομένης της διαπραγμάτευσης, με εξαίρεση τη φύλαξη και τη διαχείριση, οι οποίες αφορούν μετοχές και μερίδια εταιρειών ή ενώσεων, ομολογίες και λοιπούς τίτλους, με εξαίρεση τους τίτλους που αντιπροσωπεύουν εμπορεύματα και τα δικαιώματα ή τους τίτλους του άρθρου 15, παράγραφος 2».

Το πολωνικό δίκαιο

6 Ο ustawa o podatku od towarów i usług (νόμος για τον φόρο επί των αγαθών και των υπηρεσιών), της 11ης Μαρτίου 2004, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (Dz. U. 2011, αριθ. 177, θέση 1054, στο εξής: νόμος περί ΦΠΑ), προέβλεπε, στο άρθρο του 43, παράγραφος 1, σημείο 37, τα εξής:

«Απαλλάσσονται από τον φόρο οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υπηρεσίες, οι υπηρεσίες διαμεσολαβήσεως κατά την παροχή ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υπηρεσιών καθώς και οι υπηρεσίες που παρέχονται από τον ασφαλιστή στο πλαίσιο των ασφαλιστικών συμβάσεων που συνήψε για λογαριασμό τρίτων, εξαιρουμένης της εκχωρήσεως των δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο της εκτελέσεως ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών συμβάσεων.»

7 Το άρθρο 43, παράγραφος 13, του ως άνω νόμου είχε ως εξής:

«Η απαλλαγή από τον φόρο ισχύει επίσης και για την παροχή υπηρεσίας που αποτελεί συστατικό στοιχείο μίας εκ των μνημονευόμενων στην παράγραφο 1, σημεία 7 και 37 έως 41, υπηρεσιών, το οποίο συνιστά αφεαυτού διακριτό σύνολο και είναι χαρακτηριστικό και απαραίτητο για την παροχή της υπηρεσίας που απαλλάσσεται από τον φόρο κατά την παράγραφο 1, σημεία 7 και 37 έως 41.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

8 Η Aspiro, εταιρία εδρεύουσα στη Βαρσοβία, υπόκειται στον ΦΠΑ. Η εν λόγω εταιρία παρέχει στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχειρήσεως, βάσει συμβάσεως που έχει συνάψει με την επιχείρηση αυτή, το σύνολο των υπηρεσιών που αφορούν τον διακανονισμό των ζημιών. Αμείβεται βάσει ενός κατ’ αποκοπήν συντελεστή, ανάλογα με το είδος της ζημίας περί της οποίας πρόκειται.

9 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η Aspiro δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση, μεσίτης ή ασφαλιστικός πράκτορας. Ιδίως, η Aspiro δεν ευθύνεται έναντι των ασφαλισμένων. Στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως, πραγματοποιεί τις ακόλουθες 18 εργασίες, αλλά αναθέτει κάποιες από αυτές σε εξωτερικό υπεργολάβο:

– παραλαβή των δηλώσεων ζημίας·

– καταγραφή των ζημιών στο ηλεκτρονικό σύστημα και επικαιροποίηση των πληροφοριών που συγκεντρώνονται κατά τη διαδικασία διακανονισμού των ζημιών·

– καθορισμός των αιτίων και των περιστάσεων επελεύσεως των ζημιών, περιλαμβανομένης της επιθεωρήσεως του οικείου αγαθού και του τόπου επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου, της καταρτίσεως των απαιτούμενων αποδεικτικών εγγράφων και της πραγματοποιήσεως των αναγκαίων ενεργειών για τον προσδιορισμό της ευθύνης, του ύψους της ζημίας και της αποζημιώσεως, καθώς και των λοιπών παροχών που οφείλονται στον δικαιούχο της ασφαλίσεως·

– διεκπεραίωση της αλληλογραφίας με τον πελάτη, περιλαμβανομένων και των νόμιμων κοινοποιήσεων προς τους ζημιωθέντες ή τους ασφαλισμένους, καθώς και της αλληλογραφίας με τους άλλους φορείς που μετέχουν στη διαδικασία διακανονισμού των ζημιών·

– διεκπεραίωση των υποθέσεων διακανονισμού ζημίας κατά το ουσιαστικό τους μέρος, εξέταση των συλλεγέντων αποδεικτικών εγγράφων και λήψη αποφάσεων επί της ουσίας·

– κατάρτιση τεχνικών και τυχόν πρόσθετων εκθέσεων σε περίπτωση ζημιών από την κυκλοφορία οχημάτων·

– λήψη φωτογραφικού υλικού για την αποτύπωση της εκτάσεως της ζημίας·

– δημιουργία αντιγράφων των αποδεικτικών εγγράφων που απαιτούνται για τη δήλωση της ζημίας·

– κατάρτιση όλων των αποδεικτικών εγγράφων που απαιτούνται για την εξέταση της αξιώσεως σε αποζημίωση ή σε άλλες παροχές·

– αρχειοθέτηση των αποδεικτικών εγγράφων για τις ζημίες·

– αποστολή στον δικαιούχο της συμβάσεως ασφαλίσεως πληροφοριών σχετικά με τον διακανονισμό της ζημίας και με τα δικαιώματά του·

– προβολή αναγωγικών αξιώσεων κατά τρίτων, εξαιρουμένης της ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων·

– εξέταση των ενστάσεων και των παραπόνων σχετικά με τον διακανονισμό των ζημιών·

– παροχή, στον οικείο δικαιούχο, προσβάσεως στον φάκελο της ζημίας·

– προετοιμασία των ηλεκτρονικώς διεκπεραιωνόμενων εμβασμάτων και εντολών πληρωμής·

– αποστολή και λήψη της σχετικής με τον διακανονισμό της ζημίας αλληλογραφίας·

– κατάρτιση, κατ’ αίτηση του πελάτη, αναφοράς για τον διακανονισμό της ζημίας·

– κάθε άλλη εργασία που απαιτείται για τον διακανονισμό των ζημιών βάσει της συμβάσεως ασφαλίσεως, έχουσα σχέση με τις προπαρατεθείσες εργασίες.

10 Η Aspiro υπέβαλε στον Υπουργό Οικονομικών αίτηση για την έκδοση δεσμευτικής αποφάσεως ώστε να διαπιστωθεί αν, βάσει του νόμου περί ΦΠΑ, οι υπηρεσίες διακανονισμού ζημιών τις οποίες παρέχει απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ.

11 Κατά την Aspiro, οι εργασίες τις οποίες πραγματοποιεί, δυνάμει εντολής, στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχειρήσεως συνιστούν ασφαλιστικές εργασίες κατά την έννοια του πολωνικού δικαίου. Οι εργασίες αυτές συνιστούν διακριτό σύνολο, εξ ολοκλήρου συνδεόμενο με τη δραστηριότητα της ως άνω ασφαλιστικής επιχειρήσεως και απαραίτητο για τη δραστηριότητα αυτή, το οποίο δεν επιδιώκει αυτοτελή σκοπό. Η Aspiro φρονεί ότι οι ως άνω εργασίες συνιστούν ενιαία παροχή υπηρεσιών με σύνθετο χαρακτήρα, η οποία πρέπει να απαλλαγεί στο σύνολό της από τον ΦΠΑ.

12 Στην από 31 Αυγούστου 2012 δεσμευτική απόφασή του, ο Υπουργός Οικονομικών επιβεβαίωσε μόνο εν μέρει τη θέση της Aspiro. Ο Υπουργός Οικονομικών έκρινε ότι μόνον η πέμπτη κατηγορία εργασιών, ήτοι η διεκπεραίωση των υποθέσεων διακανονισμού ζημίας κατά το ουσιαστικό τους μέρος, περιλαμβανομένης της εξετάσεως των σχετικών αποδεικτικών εγγράφων και της αποφάσεως σχετικά με την κάλυψη της ζημίας, συνιστά ασφαλιστική εργασία. Ο εν λόγω Υπουργός εκτίμησε ότι όλες οι λοιπές εργασίες τις οποίες διεκπεραιώνει η Aspiro συνδέονται με τον διακανονισμό των ζημιών αλλά δεν συνιστούν ασφαλιστικές εργασίες. Επομένως, κατ’ αυτόν, οι εν λόγω εργασίες δεν εμπίπτουν στην απαλλαγή από τον φόρο, δεδομένου ότι ο χαρακτήρας τους είναι τεχνικός και διοικητικός και δύνανται να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο δραστηριοτήτων διαφορετικών από τις ασφαλιστικές εργασίες.

13 Η Aspiro προσέβαλε την ως άνω δεσμευτική απόφαση ενώπιον του Wojewódzki Sąd Administracyjny w Warszawie (διοικητικού δικαστηρίου της περιφέρειας της Βαρσοβίας). Το εν λόγω διοικητικό δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την ως άνω δεσμευτική απόφαση κρίνοντας ότι ναι μεν ο Πολωνός νομοθέτης είχε διευρύνει την απαλλαγή πέραν των όσων προβλέπονται από την οδηγία περί ΦΠΑ, αλλά ο Υπουργός Οικονομικών δεν μπορούσε να αντιτάξει στον φορολογούμενο τους αυστηρότερους όρους της ως άνω οδηγίας.

14 Ο Υπουργός Οικονομικών άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής.

15 Έχοντας αμφιβολίες ως προς το αν διάταξη όπως το άρθρο 43, παράγραφος 13, του νόμου περί ΦΠΑ προβαίνει εσφαλμένως σε διεύρυνση των διατάξεων του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ και αν υπηρεσίες όπως αυτές τις οποίες παρέχει η Aspiro δύνανται να απαλλαγούν από τον φόρο, το Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο διοικητικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υπηρεσίες όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, οι οποίες παρέχονται από τρίτον για ασφαλιστική επιχείρηση στο όνομα και για λογαριασμό του ασφαλιστή, χωρίς ο τρίτος να συνδέεται με οποιαδήποτε έννομη σχέση με τον ασφαλισμένο, καταλαμβάνονται από την προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη απαλλαγή;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

Επί του παραδεκτού

16 Η Aspiro υποστηρίζει ότι η διαφορά της κύριας δίκης θέτει αποκλειστικώς ζήτημα ερμηνείας του εθνικού δικαίου και κατά συνέπεια δεν αφορά το δίκαιο της Ένωσης. Κατά την εν λόγω εταιρία, το υποβληθέν ερώτημα δεν χρησιμεύει επομένως για την επίλυση της διαφοράς και είναι ως εκ τούτου απαράδεκτο. Η Aspiro υπογραμμίζει ότι, ακόμη και αν το άρθρο 43, παράγραφος 13, του νόμου περί ΦΠΑ προσθέτει μια μη προβλεπόμενη στο άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ απαλλαγή, οι εθνικές αρχές δεν δύνανται να εφαρμόσουν σε ιδιώτη τις αυστηρότερες διατάξεις της ως άνω οδηγίας.

17 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της θεσπισθείσας από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της αποφάσεως την οποία πρόκειται να εκδώσει, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον το υποβληθέν ερώτημα αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (βλ. αποφάσεις PreussenElektra, C‑379/98, EU:C:2001:160, σκέψεις 38 και 39, καθώς και Melki και Abdeli, C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 27).

18 Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο υπό το φως του δικαίου της Ένωσης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Pfeiffer κ.λπ., C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 113) και, στην παρούσα περίπτωση, υπό το φως της οδηγίας περί ΦΠΑ. Εφόσον το ως άνω δικαστήριο διερωτάται ως προς την έκταση εφαρμογής εθνικής διατάξεως της οποίας γίνεται επίκληση στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και η οποία μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία περί ΦΠΑ, δεν προκύπτει προδήλως ότι το υποβληθέν ενώπιον του Δικαστηρίου ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στην ως άνω οδηγία δεν χρησιμεύει για την επίλυση της διαφοράς αυτής.

19 Επομένως, το προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

Επί της ουσίας

20 Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των απαλλαγών του άρθρου 135, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι συνιστούν παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή κατά την οποία ο ΦΠΑ επιβάλλεται σε κάθε παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας από υποκείμενο στον φόρο (βλ. απόφαση BGŻ Leasing, C‑224/11, EU:C:2013:15, σκέψη 56).

21 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, πρέπει να εξετασθεί αν δραστηριότητα διακανονισμού ζημιών, όπως αυτή την οποία ασκεί η Aspiro, συνιστά «ασφαλιστικές εργασίες» ή «συναφείς με αυτές παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται από τους [μεσίτες ασφαλίσεων] και ασφαλιστικούς πράκτορες», κατά την έννοια του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ.

22 Πρώτον, η έννοια των ασφαλιστικών εργασιών χαρακτηρίζεται, κατά γενική παραδοχή, από το γεγονός ότι ο ασφαλιστής αναλαμβάνει, έναντι της προηγούμενης καταβολής ασφαλίστρου, να παράσχει στον ασφαλισμένο, σε περίπτωση επελεύσεως του καλυπτομένου κινδύνου, τη συνομολογηθείσα κατά τη σύναψη της συμβάσεως παροχή (αποφάσεις CPP, C‑349/96, EU:C:1999:93, σκέψη 17, και Taksatorringen, C‑8/01, EU:C:2003:621, σκέψη 39).

23 Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο όρος «ασφαλιστικές εργασίες» δεν αφορά μόνο τις εργασίες που πραγματοποιούνται από τους ίδιους τους ασφαλιστές και είναι καταρχήν αρκετά ευρύς ώστε να περιλάβει την παροχή ασφαλιστικής καλύψεως από υποκείμενο στον φόρο ο οποίος δεν είναι ο ίδιος ασφαλιστής αλλά ο οποίος, στο πλαίσιο συλλογικής ασφαλίσεως, παρέχει στους πελάτες του μια τέτοια κάλυψη χρησιμοποιώντας τις παροχές ενός ασφαλιστή ο οποίος φέρει τον ασφαλιζόμενο κίνδυνο. Οι εν λόγω εργασίες προϋποθέτουν όμως εκ φύσεως την ύπαρξη συμβατικής σχέσεως μεταξύ του παρέχοντος την ασφαλιστική υπηρεσία και του προσώπου του οποίου οι κίνδυνοι καλύπτονται από την ασφάλιση, ήτοι του ασφαλισμένου (βλ. απόφαση Taksatorringen, C‑8/01, EU:C:2003:621, σκέψεις 40 και 41).

24 Εν προκειμένω όμως, ένας παρέχων υπηρεσίες όπως η Aspiro δεν έχει δεσμευθεί ο ίδιος έναντι του ασφαλισμένου προκειμένου να του εγγυηθεί την κάλυψη ενός κινδύνου ούτε συνδέεται με συμβατική σχέση με αυτόν.

25 Επομένως, μολονότι η επίδικη στην κύρια δίκη υπηρεσία διακανονισμού ζημιών, όπως περιγράφεται από το αιτούν δικαστήριο, συνιστά αναγκαίο στοιχείο των ασφαλιστικών εργασιών καθόσον περιλαμβάνει, εν προκειμένω, τον προσδιορισμό της ευθύνης και του ύψους της ζημίας καθώς και την απόφαση περί καταβολής ή μη αποζημιώσεως στον ασφαλισμένο, διαπιστώνεται ότι η υπηρεσία αυτή, η οποία παρέχεται άλλωστε προς τον ασφαλιστή, δεν συνιστά ασφαλιστική εργασία κατά την έννοια του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ.

26 Εξάλλου, η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από την υπομνησθείσα στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως ανάγκη στενής ερμηνείας των παρεκκλίσεων από το γενικό σύστημα του ΦΠΑ.

27 Η εν λόγω διαπίστωση δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Aspiro και της Πολωνικής Κυβερνήσεως κατά το οποίο, όσον αφορά τον ΦΠΑ, η αντιμετώπιση των ασφαλιστικών εργασιών θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί προς την αντιμετώπιση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Κατά την εν λόγω εταιρία και την ως άνω κυβέρνηση, εφόσον οι υπηρεσίες διακανονισμού ζημιών είναι βασικό στοιχείο των ασφαλιστικών εργασιών, αποτελώντας ταυτόχρονα διακριτό σύνολο, πρέπει, σύμφωνα με τη λύση που υιοθετήθηκε ως προς τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, να τύχουν της κατά το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ απαλλαγής. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112 όσον αφορά τη μεταχείριση ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών [COM(2007) 747 τελικό], που υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 28 Νοεμβρίου 2007.

28 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει μεν, σε απόφαση που αφορούσε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ότι αν οι παρεχόμενες υπηρεσίες, που συνίσταντο στην περίπτωση εκείνη σε ορισμένες υπηρεσίες πληροφορικής, συνολικώς εκτιμώμενες, αποτελούν διακριτό σύνολο και εκπληρώνουν τις ιδιάζουσες και ουσιώδεις λειτουργίες των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών οι οποίες περιγράφονται στο άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και στʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, τυγχάνουν της κατά την ως άνω διάταξη απαλλαγής (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση SDC, C‑2/95, EU:C:1997:278, σκέψη 66).

29 Το Δικαστήριο έκρινε όμως ότι τα ισχύοντα για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες δεν μπορούν να ισχύσουν αναλογικώς και για τις ασφαλιστικές εργασίες, υπογραμμίζοντας τη διαφορά μεταξύ της διατυπώσεως του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, το οποίο αναφέρεται μόνο στις ασφαλιστικές εργασίες αυτές καθαυτές, και της διατυπώσεως του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και στʹ, της ως άνω οδηγίας, το οποίο αναφέρεται στις πράξεις «οι οποίες αφορούν» ορισμένες τραπεζικές εργασίες (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Taksatorringen, C‑8/01, EU:C:2003:621, σκέψη 43).

30 Εξάλλου, εφόσον η προαναφερθείσα στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως πρόταση οδηγίας δεν υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο, εν πάση περιπτώσει δεν ασκεί καμία επιρροή όσον αφορά την ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου και δεν μπορεί κατά συνέπεια να δικαιολογήσει ερμηνεία του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ βασιζόμενη, κατ’ αναλογίαν, στην ερμηνεία του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και στʹ, της ως άνω οδηγίας.

31 Διαπιστώνεται εξάλλου ότι η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας δεν αναιρεί τη διαπίστωση που πραγματοποιείται στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως. Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 28 των προτάσεών της, η εν λόγω αρχή δεν επιτρέπει τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής μιας απαλλαγής από τον φόρο ελλείψει σαφούς σχετικής διατάξεως. Ειδικότερα, η εν λόγω αρχή δεν είναι κανόνας πρωτογενούς δικαίου δυνάμενος να καθορίσει το κύρος μιας απαλλαγής, αλλά ερμηνευτική αρχή η οποία πρέπει να εφαρμόζεται παραλλήλως προς την αρχή ότι οι απαλλαγές πρέπει να τυγχάνουν στενής ερμηνείας (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Deutsche Bank, C‑44/11, EU:C:2012:484, σκέψη 45).

32 Πρέπει να εξετασθεί, δεύτερον, αν οι επίδικες στην κύρια δίκη παροχές υπηρεσιών συνιστούν «συναφείς με [ασφαλιστικές εργασίες] παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται από τους [μεσίτες ασφαλίσεων] και ασφαλιστικούς πράκτορες» και δύνανται για τον λόγο αυτό να απαλλαγούν από τον φόρο.

33 Σε ό,τι αφορά, αφενός, την έννοια των «συναφ[ών] με [ασφαλιστικές εργασίες] παροχ[ών] υπηρεσιών», πρέπει να θεωρηθεί, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 31 των προτάσεών της, ότι ο όρος «συναφείς» είναι αρκούντως ευρύς ώστε να καλύψει διάφορες παροχές που βοηθούν στην πραγματοποίηση ασφαλιστικών εργασιών και, μεταξύ άλλων, τον διακανονισμό ζημιών, ο οποίος συγκαταλέγεται μεταξύ των αναγκαίων μερών των ως άνω εργασιών.

34 Σε ό,τι αφορά, αφετέρου, την προϋπόθεση ότι οι οικείες παροχές υπηρεσιών πρέπει να «πραγματοποιούνται από τους [μεσίτες ασφαλίσεων] και ασφαλιστικούς πράκτορες», πρέπει να εξακριβωθεί αν η δραστηριότητα ενός παρέχοντος υπηρεσίες όπως η Aspiro, συνιστάμενη σε διακανονισμό των ζημιών στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχειρήσεως, μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκείται από τέτοιους μεσίτες ή πράκτορες.

35 Συναφώς, το γεγονός ότι, βάσει των εκτεθέντων από το αιτούν δικαστήριο πραγματικών περιστατικών, η Aspiro δεν έχει την ιδιότητα του μεσίτη ασφαλίσεων ή του ασφαλιστικού πράκτορα δεν έχει αποφασιστική σημασία. Ειδικότερα, η ιδιότητα την οποία έχει από τυπικής απόψεως η εταιρία αυτή δεν αρκεί ώστε να κριθεί αν η δραστηριότητά της εμπίπτει η όχι στο πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής από τον φόρο.

36 Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, πρέπει να εξετασθεί το καθαυτό περιεχόμενο των επίμαχων δραστηριοτήτων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις Arthur Andersen, C‑472/03, EU:C:2005:135, σκέψη 32· Abbey National, C‑169/04, EU:C:2006:289, σκέψη 66, και J.C.M. Beheer, C‑124/07, EU:C:2008:196, σκέψη 17).

37 Για τους σκοπούς της εξετάσεως αυτής, πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να υπάρχει σχέση του παρέχοντος την υπηρεσία τόσο με τον ασφαλιστή όσο και με τον ασφαλισμένο (απόφαση Taksatorringen, C‑8/01, EU:C:2003:621, σκέψη 44). Η σχέση αυτή δύναται να είναι έμμεση μόνο στην περίπτωση που ο μεσίτης ή ο πράκτορας έχουν υποκαταστήσει τον παρέχοντα την υπηρεσία για την εκτέλεση της ανατεθείσας στους ίδιους εντολής (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση J.C.M. Beheer, C‑124/07, EU:C:2008:196, σκέψη 29). Δεύτερον, η δραστηριότητά του πρέπει να καλύπτει ουσιώδεις πτυχές των καθηκόντων του ασφαλιστικού πράκτορα, όπως το να αναζητεί δυνητικούς πελάτες και να τους φέρνει σε επαφή με τον ασφαλιστή (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Arthur Andersen, C‑472/03, EU:C:2005:135, σκέψεις 33 και 36).

38 Η πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές πληρούται από παρέχοντα υπηρεσίες όπως η Aspiro. Ειδικότερα, η Aspiro τελεί σε άμεση σχέση με την ασφαλιστική επιχείρηση, δεδομένου ότι ασκεί τη δραστηριότητά της στο όνομα και για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, και σε έμμεση σχέση με τον ασφαλισμένο, στο πλαίσιο της εξετάσεως και διαχειρίσεως των ασφαλιστικών περιπτώσεων.

39 Αντιθέτως, σχετικά με τη δεύτερη από τις εν λόγω προϋποθέσεις για τις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από τους μεσίτες ασφαλίσεων και τους ασφαλιστικούς πράκτορες ή πρόσωπα τα οποία αυτοί έχουν υποκαταστήσει για την εκτέλεση της ανατεθείσας στους ίδιους εντολής, οι εν λόγω παροχές υπηρεσιών πρέπει να συνδέονται με αυτή καθαυτήν τη φύση του επαγγέλματος του μεσίτη ή του ασφαλιστικού πράκτορα, που συνίσταται στο να αναζητεί πελάτες και να τους φέρνει σε επαφή με τον ασφαλιστή, με σκοπό τη σύναψη συμβάσεων ασφαλίσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Taksatorringen, C‑8/01, EU:C:2003:621, σκέψη 45· Arthur Andersen, C‑472/03, EU:C:2005:135, σκέψη 36, και J.C.M. Beheer, C‑124/07, EU:C:2008:196, σκέψη 18). Στην περίπτωση του υποκατασταθέντος για την εκτέλεση της εντολής προσώπου, το πρόσωπο αυτό πρέπει να μετέχει στη σύναψη συμβάσεων ασφαλίσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση J.C.M. Beheer, C‑124/07, EU:C:2008:196, σκέψεις 9 και 18).

40 Η δραστηριότητα όμως που συνίσταται σε διακανονισμό των ζημιών στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστή, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, ουδεμία σχέση έχει με την αναζήτηση από τον παρέχοντα υπηρεσίες δυνητικών πελατών τους οποίους φέρνει σε επαφή με τον ασφαλιστή με σκοπό τη σύναψη συμβάσεων ασφαλίσεως.

41 Επομένως, μια τέτοια δραστηριότητα δεν εμπίπτει στις παροχές υπηρεσιών «που πραγματοποιούνται από τους [μεσίτες ασφαλίσεων] και ασφαλιστικούς πράκτορες», κατά την έννοια του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ.

42 Όπως οι υπηρεσίες που ήταν επίδικες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Arthur Andersen (C‑472/03, EU:C:2005:135), οι υπηρεσίες διακανονισμού ζημιών ενός παρέχοντα υπηρεσίες όπως η Aspiro πρέπει να θεωρηθούν ως αποτελούσες όχι υπηρεσίες ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, αλλά κατάτμηση των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Arthur Andersen, C‑472/03, EU:C:2005:135, σκέψη 38).

43 Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν είναι απαραίτητο να γίνει παραπομπή, όπως πράττει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, στην έννοια της «ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως» του άρθρου 2, σημείο 3, της οδηγίας 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (ΕΕ 2003, L 9, σ. 3), ούτε στις έννοιες των δραστηριοτήτων των μεσιτών και των ασφαλιστικών πρακτόρων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/92/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί των μέτρων που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της πραγματικής ασκήσεως του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών όσον αφορά τις δραστηριότητες πράκτορα και μεσίτη ασφαλειών (ex ομάδα 630 ΔΤΤΒ), και ιδίως περί των μεταβατικών μέτρων όσον αφορά τις δραστηριότητες αυτές (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 243), τις οποίες αντικατέστησε η οδηγία 2002/92. Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών της, οι οδηγίες αυτές σκοπό έχουν να ενθαρρύνουν την ελεύθερη παροχή των εν λόγω υπηρεσιών στην Ένωση και επιδιώκουν σκοπό διαφορετικό από αυτόν της οδηγίας περί ΦΠΑ. Οι επίμαχοι ορισμοί δεν μπορούν κατά συνέπεια να χρησιμοποιηθούν αυτοί καθαυτούς για την οριοθέτηση, στο πλαίσιο της οδηγίας περί ΦΠΑ, των απαλλασσόμενων από τον ΦΠΑ πράξεων.

44 Επομένως η πράξη που συνίσταται απλώς στην ανάθεση της διεκπεραιώσεως των ασφαλιστικών περιπτώσεων σε τρίτον, χωρίς αυτή η εξωτερική ανάθεση να συνδέεται με την αναζήτηση από τον παρέχοντα υπηρεσίες δυνητικών πελατών τους οποίους φέρνει σε επαφή με την ασφαλιστική επιχείρηση με σκοπό τη σύναψη συμβάσεων ασφαλίσεως, δεν απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ.

45 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ έχει την έννοια ότι υπηρεσίες διακανονισμού ζημιών, όπως οι επίδικες στην κύρια δίκη, οι οποίες παρέχονται από τρίτο στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχειρήσεως δεν καλύπτονται από την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή απαλλαγή από τον φόρο.

Επί των δικαστικών εξόδων

46 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι υπηρεσίες διακανονισμού ζημιών, όπως οι επίδικες στην κύρια δίκη, οι οποίες παρέχονται από τρίτο στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχειρήσεως δεν καλύπτονται από την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή απαλλαγή από τον φόρο.

ΔΕΕ Υπόθεση C‑209/14 Στην περίπτωση συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως αφορώσας ακίνητο η οποία προβλέπει είτε τη μεταβίβαση της κυριότητας στον μισθωτή κατά τη λήξη της συμβάσεως είτε τη θέση στη διάθεση του μισθωτή των ουσιωδών γνωρισμάτων της κυριότητας του ακινήτου αυτού, κατά τρόπον ώστε στον εν λόγω μισθωτή να μεταβιβάζεται, ιδίως, η πλειονότητα των πλεονεκτημάτων και των κινδύνων που ενέχει το δικαίωμα της κυριότητας επί του εν λόγω ακινήτου, το δε αναπροσαρμοσμένο ποσό των δόσεων να συμπίπτει στην πράξη με την αγοραία αξία του αγαθού, η πράξη που προκύπτει από μια τέτοια σύμβαση πρέπει να εξομοιώνεται προς πράξη αποκτήσεως επενδυτικού αγαθού.

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 2ας Ιουλίου 2015 «Προδικαστική παραπομπή — ΦΠΑ — Οδηγία 2006/112/ΕΚ — Παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών — Χρηματοδοτική μίσθωση — Επιστροφή ακινήτου που αποτελεί αντικείμενο χρηματοδοτικής μισθώσεως στον εκμισθωτή — Έννοια της “ακυρώσεως, καταγγελίας, λύσεως, ολικής ή μερικής μη καταβολής” — Δικαίωμα του εκμισθωτή στη μείωση της βάσεως επιβολής του φόρου — Διπλή φορολόγηση — Διαφορετικές παροχές — Αρχή της φορολογικής ουδετερότητας»

Στην υπόθεση C‑209/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Vrhovno sodišče (Σλοβενία) με απόφαση της 16ης Απριλίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Απριλίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

NLB Leasing d.o.o.

κατά

Republika Slovenija,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από την R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, και τους J.‑C. Bonichot (εισηγητή), A. Arabadjiev, J. L. da Cruz Vilaça και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

– η NLB Leasing d.o.o., εκπροσωπούμενη από τον J. Podlipnik, φορολογικό σύμβουλο,

– η Σλοβενική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την T. Mihelič Žitko,

– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις C. Soulay και L. Lozano Palacios, καθώς και τον M. Žebre,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 2, παράγραφος 1, 14, 24, παράγραφος 1, και 90, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία ΦΠΑ).

2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της NLB Leasing d.o.o. (στο εξής: NLB) και της Republika Slovenija, εκπροσωπουμένης από το Ministrstvo za finance (Υπουργείο Οικονομικών) σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να της χορηγήσει μείωση του ποσού του φόρου προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ) που καταβλήθηκε κατόπιν της συνάψεως δύο συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ έχει ως εξής:

«Στον ΦΠΑ υπόκεινται οι ακόλουθες πράξεις:

α) [ο]ι παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή·

[...]

γ) οι παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητά του αυτή·

[...]».

4 Το άρθρο 14 της οδηγίας ΦΠΑ ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Ως “παράδοση αγαθών” θεωρείται η μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό.

2. Εκτός από την πράξη της παραγράφου 1, ως παράδοση αγαθών νοούνται οι κατωτέρω πράξεις:

[...]

β) η υλική παράδοση αγαθού με βάση σύμβαση, η οποία προβλέπει την εκμίσθωση αγαθού για ορισμένη περίοδο ή την πώληση αγαθού με δόσεις, με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας το αργότερο μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος,

[...]».

5 Το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ προβλέπει τα εξής:

«Ως “παροχή υπηρεσιών” νοείται κάθε πράξη η οποία δεν αποτελεί παράδοση αγαθών.»

6 Το άρθρο 90 της οδηγίας για τον ΦΠΑ ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Σε περίπτωση ακύρωσης, καταγγελίας, λύσης, ολικής ή μερικής μη καταβολής, ή μείωσης της τιμής, που επέρχεται μετά την πραγματοποίηση της πράξης, η βάση επιβολής του φόρου μειώνεται ανάλογα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής μη καταβολής της τιμής, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τη διάταξη της παραγράφου 1.»

Το σλοβενικό δίκαιο

7 Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του νόμου περί του φόρου προστιθέμενης αξίας (Zakon o davku na dodano vrednost, στο εξής: ZDDV‑1), στον ΦΠΑ υπόκεινται οι ακόλουθες πράξεις:

«1. οι παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος της Δημοκρατίας της Σλοβενίας από υποκείμενο/-η στον φόρο που ενεργεί στο πλαίσιο της οικονομικής του/της δραστηριότητας·

[...]

3. οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος της Δημοκρατίας της Σλοβενίας από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί στο πλαίσιο της οικονομικής του δραστηριότητας·

[...]».

8 Το άρθρο 6 του ZDDV‑1 ορίζει τα εξής:

«1. Ως “παράδοση αγαθών” νοείται η μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει ο λήπτης ως κύριος ενσώματο αγαθό.

2. Ως “παράδοση αγαθών” νοούνται επίσης:

[...]

β) η υλική παράδοση αγαθού δυνάμει συμβάσεως η οποία προβλέπει την εκμίσθωση αγαθού για ορισμένη περίοδο […] με τον όρο της παρακρατήσεως της κυριότητας μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος·

[...]».

9 Το άρθρο 14, παράγραφος 1, του ZDDV‑1 ορίζει ότι ως «παροχή υπηρεσιών» νοείται κάθε πράξη η οποία δεν αποτελεί παράδοση αγαθών.

10 Το άρθρο 39, παράγραφοι 2 και 3, του ZDDV‑1 έχει ως ακολούθως:

«2. Σε περίπτωση ακυρώσεως, επιστροφής ή μειώσεως του τιμήματος μετά τη διενέργεια της πράξεως, η βάση επιβολής του φόρου μειώνεται αναλόγως. Ο υποκείμενος στον φόρο δύναται να διορθώσει (μειώσει) το ποσό του δηλωθέντος ΦΠΑ αν ο λήπτης των αγαθών ή ο αποδέκτης των υπηρεσιών διορθώσει (μειώσει) το ποσό του εκπεσόντος ΦΠΑ και το γνωστοποιήσει γραπτώς στον προμηθευτή.

3. Ο υποκείμενος στον φόρο δύναται επίσης να διορθώσει(μειώσει) το ποσό του καταβλητέου ΦΠΑ οσάκις ο φόρος δεν έχει καταβληθεί ή έχει μερικώς καταβληθεί, δυνάμει δικαστικής αποφάσεως έχουσας ισχύ δεδικασμένου που επικυρώνει περατωθείσα πτωχευτική διαδικασία, ή δυνάμει οριστικού πτωχευτικού συμβιβασμού […] Αν, μεταγενεστέρως, πραγματοποιηθεί προς τον υποκείμενο στον φόρο, σε αντάλλαγμα των παραδοθέντων αγαθών ή των παρασχεθεισών υπηρεσιών, πλήρης ή μερική καταβολή του τιμήματος, για το οποίο έχει διορθώσει τη βάση επιβολής του φόρου σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ο υποκείμενος στον φόρο καταβάλλει τον ΦΠΑ επί του ποσού που εισέπραξε.»

11 Το άρθρο 13 του εκτελεστικού διατάγματος του ZZDV‑1 (Pravilnik o izvajanju Zakona o davku na dodano vrednost, στο εξής: εκτελεστικό διάταγμα) ορίζει τα εξής:

«1. Επί των αποζημιώσεων δεν δηλώνεται ούτε καταβάλλεται ΦΠΑ.

2. Ως αποζημιώσεις κατά την έννοια της προηγουμένης παραγράφου νοούνται μεταξύ άλλων:

– η παράδοση που πραγματοποιεί ο προμηθευτής ως αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από προηγούμενη παράδοση, εφόσον ο προμηθευτής ευθύνεται για τη ζημία και τις συνέπειές της βάσει του νόμου ή εκ συμβάσεως·

– οι τόκοι υπερημερίας που ο υποκείμενος στον φόρο χρεώνει στον οφειλέτη του, εντός των ορίων του εκ του νόμου προβλεπομένου επιτοκίου, καθώς και τα έξοδα οχλήσεως·

– οι συμβατικές ποινικές ρήτρες·

– οι αποζημιώσεις λόγω ακυρώσεως της συμβάσεως, αν ο αποκτών δεν έλαβε κανένα αγαθό ή καμία υπηρεσία.

3. Σε περίπτωση μερικής εκτελέσεως της συμβάσεως, η μερική αυτή εκτέλεση υπόκειται στον ΦΠΑ.»

12 Το άρθρο 41 του εκτελεστικού διατάγματος του ZZDV‑1 προβλέπει τα εξής:

«[...]

2. Σύμφωνα με το άρθρο 39, παράγραφος 2, του ZDDV‑1, ένας υποκείμενος στον φόρο μπορεί να εκπέσει το ποσό του ΦΠΑ μέχρι του ποσού των μεταγενεστέρως χορηγηθεισών εκπτώσεων, όπως π.χ. επιπλέον εκπτώσεων ή επιστροφών λόγω λιγότερο καλής ποιότητας του αγαθού, αν οι εκπτώσεις αυτές συνομολογηθούν απευθείας μεταξύ του προμηθευτή και του λήπτη.

3. Η μείωση της βάσεως επιβολής του φόρου για τον προμηθευτή δυνάμει του άρθρου 39, παράγραφος 2, του ZDDV‑1 δεν μπορεί να ισχύσει πριν από τη φορολογική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας έλαβε τη γραπτή γνωστοποίηση εκ μέρους του λήπτη, με την οποία τον ενημέρωσε ότι προέβη στον διακανονισμό της μειώσεως του ΦΠΑ.

[...]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13 Τον Φεβρουάριο του 2008 η NLB, υπό την ιδιότητα του δανειστή, και η Domino ing, d.o.o. (στο εξής: Domino), υπό την ιδιότητα του δανειολήπτη, συνήψαν δύο συμβάσεις βραχυπρόθεσμου δανείου για συγκεκριμένη χρήση, καθώς και συμφωνίες «εμπορικής συνεργασίας». Οι συμφωνίες αυτές προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, ότι τα δάνεια που χορήγησε η NLB στην Domino προορίζονταν για την αγορά ακινήτων με σκοπό την ανέγερση κατοικιών και ότι η NLB μπορούσε, αν το επιθυμούσε, να προβεί στη χρηματοδότηση της κατασκευής αυτών των κατοικιών, στην οποία αναγνώριζε ότι είχε συμφέρον. Μέσω των δανείων αυτών, η Domino αγόρασε ακίνητα των οποίων οι προηγούμενοι κύριοι ήταν τρίτοι σε σχέση προς τις συμβάσεις μεταξύ NLB και Domino.

14 Τον Απρίλιο του 2009 η NLB και Domino συνήψαν δύο σειρές συμβάσεων οι οποίες, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε το Vrhovno sodišče (Ανώτατο Δικαστήριο), συνιστούν πράξη «χρηματοδοτικής μισθώσεως» («sale and lease back»). Αφενός, με δύο συμβάσεις πωλήσεως, η NLB κατέστη κυρία των ακινήτων τα οποία είχε προηγουμένως αγοράσει η Domino και, αφετέρου, με δύο συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως, δεσμεύθηκε συγχρόνως να εκμισθώσει τα ακίνητα αυτά στην Domino για περιόδους ολίγων μηνών. Με την επιφύλαξη των συμβάσεων εμπορικής συνεργασίας που είχαν προηγουμένως συναφθεί μεταξύ των δύο αυτών εταιριών, οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως προέβλεπαν ότι, πριν από τη λήξη τους, η Domino όφειλε να επιλέξει μεταξύ των ακολούθων τριών εναλλακτικών επιλογών: είτε να παρατείνει τη διάρκεια της ισχύος των συμβάσεων, είτε να επιστρέψει τα ακίνητα στην NLB, είτε, τέλος, να ασκήσει το δικαίωμα εξαγοράς των ακινήτων αυτών καταβάλλοντας το σύνολο των μη ληξιπρόθεσμων δόσεων προς την NLB.

15 Κατά τη σύναψη των χρηματοδοτικών μισθώσεων, η NLB κατέβαλε τον ΦΠΑ επί του ποσού που χρέωσε στην Domino βάσει των συμβάσεων αυτών, ήτοι το ποσό που αντιστοιχεί στο σύνολο των μηνιαίων δόσεων, συμπεριλαμβανομένης της αξίας των δικαιωμάτων εξαγοράς τα οποία χορήγησε στη δεύτερη.

16 Δεδομένου ότι, κατά τη λήξη των χρηματοδοτικών μισθώσεων, η Domino δεν είχε καταβάλει όλες τις ληξιπρόθεσμες μηνιαίες δόσεις στην NLB, η δεύτερη ανέκτησε, όπως της επέτρεπαν οι εν λόγω συμβάσεις, την κατοχή των ακινήτων που αποτελούσαν το αντικείμενο της χρηματοδοτικής μισθώσεως. Το Ιούλιο του 2010, η NLB πώλησε τα εν λόγω ακίνητα, ως οικοδομήσιμο οικόπεδο, σε τρίτη εταιρία, τη Sava IP, d.o.o. (στο εξής: Sava IP) δηλώνοντας τον οφειλόμενο για την πράξη αυτή ΦΠΑ.

17 Λόγω της μη εκτελέσεως των εκ των συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως υποχρεώσεων εκ μέρους της Domino, η NLB ζήτησε τη διόρθωση του ποσού του δηλωθέντος ΦΠΑ για το ποσό των δικαιωμάτων εξαγοράς που προβλέπονταν από τις συμβάσεις αυτές.

18 Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η NLB και η Domino κατάρτισαν, σύμφωνα με τους όρους των χρηματοδοτικών μισθώσεων, τελικό απολογισμό δυνάμει του οποίου η NLB κατέβαλε στην Domino ποσό που αντιστοιχούσε στη διαφορά μεταξύ, αφενός, της αποκομισθείσας υπεραξίας λόγω του επιτευχθέντος τιμήματος της μεταπωλήσεως των ακινήτων στη Sava IP και, αφετέρου, των μη καταβληθέντων από την Domino ποσών, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων εξαγοράς.

19 Η NLB αφαίρεσε από την τιμή πωλήσεως των εν λόγω ακινήτων ποσό που αντιστοιχούσε στο ποσό, πρώτον, του ΦΠΑ που είχε καταβάλει κατά την πώληση αυτή, δεύτερον, των δόσεων που αντιστοιχούσαν στις δόσεις εξαγοράς που δεν είχε ακόμα καταβάλει η Domino και, τέλος, τρίτον, των μηνιαίων δόσεων που εξακολουθούσε, εξάλλου, η Domino να οφείλει στην NLB. Στη συνέχεια, η NLB κατέβαλε το υπολειπόμενο ποσό στην Domino. Περαιτέρω, η NLB απηύθυνε στην Domino δύο πιστωτικά σημειώματα ποσού αντιστοιχούντος στις δόσεις των δικαιωμάτων εξαγοράς και, παράλληλα, προέβη στην ακύρωση των δόσεων αυτών.

20 Με απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, οι σλοβενικές φορολογικές αρχές απέρριψαν την αίτηση της NLB για μείωση του ποσού του ΦΠΑ που είχε καταβάλει η εταιρία αυτή κατά τη σύναψη των συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως, με το αιτιολογικό ότι τα δύο πιστωτικά σημειώματα δεν συνιστούσαν σύννομη βάση προς τον σκοπό της μειώσεως της βάσεως επιβολής του φόρου της NLB. Έκριναν ότι οι συμβάσεις αυτές δεν είχαν «λυθεί» και ότι η ανάκτηση των ακινήτων από την NLB δεν συνιστά περίπτωση «επιστροφής» κατά την έννοια του άρθρου 39, παράγραφος 2, του ZDDV‑1, που συνιστά μεταφορά του άρθρου 90, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ στο σλοβενικό δίκαιο. Κατά την άποψη των αρχών αυτών, ο εκμισθωτής διαδραμάτισε ρόλο δανειστή και πώλησε τα ακίνητα για λογαριασμό του μισθωτή στη Sava IP.

21 Η NLB προσέβαλε την απόφαση της σλοβενικής φορολογικής αρχής ασκώντας, διαδοχικώς, διοικητική προσφυγή ενώπιον του Υπουργείου Οικονομικών και, στη συνέχεια, ασκώντας ένδικη προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Αμφότερες οι προσφυγές αυτές απορρίφθηκαν.

22 Με την αίτηση αναιρέσεως, η NLB υποστηρίζει ότι η φορολογική αρχή και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προέβησαν σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 39 του ZDDV‑1 και του άρθρου 90, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ. Η επιστροφή των ακινήτων, στην οποία προέβη η Domino λόγω της μη εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεών της, αντιστοιχούσε πράγματι σε μία από τις περιπτώσεις που προβλέπουν οι προμνησθείσες διατάξεις. Η NLB υποστηρίζει επίσης ότι, εάν δεν γινόταν δεκτό ότι μπορεί να μειώσει τη βάση επιβολής του φόρου της σε ένα πλαίσιο όπως αυτό της υποθέσεως της κύριας δίκης, θα παραβιαζόταν η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, εφόσον κατέβαλε τον ΦΠΑ για δεύτερη φορά κατά την πώληση των ακινήτων σε τρίτη εταιρία.

23 Υπό αυτές τις συνθήκες, το Vrhovno sodišče αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Πρέπει, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, επί χρηματοδοτικής μισθώσεως, η επιστροφή, στον εκμισθωτή, μισθίου ακινήτου λόγω μερικής μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του μισθωτή, με σκοπό τη μεταπώληση και την εκτέλεση των λοιπών υποχρεώσεων που προβλέπονται στη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως, από την ημερομηνία που είναι απαιτητό το σύνολο των δόσεων της εν λόγω μισθώσεως, αντιστοιχεί σε κατάσταση “ακύρωσης, καταγγελίας, λύσης, ολικής ή μερικής μη καταβολής”, στο πλαίσιο της οποίας η βάση επιβολής του φόρου πρέπει να μειωθεί αναλόγως;

2) Πρέπει τα άρθρα 2, παράγραφος 1, 14 και 24, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το οικονομικό αντάλλαγμα των δύο δικαιωμάτων εξαγοράς, το οποίο αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως και το οποίο ο μισθωτής κατέβαλε στον εκμισθωτή κατά τέτοιον τρόπο ώστε, λόγω της μερικής μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων, ο εκμισθωτής ανέκτησε την κατοχή του μισθίου, το μεταπώλησε σε τρίτον και απέδωσε στον μισθωτή την υπεραξία από το τίμημα, από την οποία, στον τελικό απολογισμό, αφαίρεσε το οικονομικό αντάλλαγμα των δικαιωμάτων εξαγοράς, πρέπει να θεωρηθεί ως καταβολή σε εκτέλεση της συμβάσεως και ως παράδοση αγαθού, υποκείμενη αυτή καθαυτήν στον ΦΠΑ; Ή πρέπει να θεωρηθεί ως καταβολή σχετική είτε με την υπηρεσία εκμισθώσεως ή θέσεως του ακινήτου στη διάθεση του μισθωτή (η δε αντιπαροχή υπόκειται αυτή καθαυτήν στον ΦΠΑ, κατ’ επιλογήν των υποκειμένων στον φόρο); Ή πρέπει να θεωρηθεί ως αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως, καταβληθείσα για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του μισθωτή, χωρίς άμεση σχέση με οποιαδήποτε υπηρεσία παρασχεθείσα έναντι αμοιβής και, αυτή καθαυτήν, μη υποκείμενη στον ΦΠΑ;

3) Αν στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι πρόκειται για καταβολή σχετική με παράδοση αγαθού και με την εκτέλεση συμβάσεως, απαγορεύει η αρχή της ουδετερότητας του ΦΠΑ να καταβάλει ο εκμισθωτής δύο φορές τον ΦΠΑ επί των εκροών: την πρώτη φορά κατά τη σύναψη των συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως (συμπεριλαμβανομένου του οικονομικού ανταλλάγματος των δικαιωμάτων εξαγοράς, το οποίο αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της αξίας της συμβάσεως) και τη δεύτερη φορά, λόγω της μερικής μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του μισθωτή, κατά τη (μετα)πώληση του επίμαχου ακινήτου σε τρίτον, ακόμη και αν το βάρος του ΦΠΑ από τη δεύτερη παράδοση μεταφέρθηκε, με τον τελικό απολογισμό, στον μισθωτή;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του δευτέρου ερωτήματος

24 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η NLB, ως εκμισθωτής, και η Domino, ως μισθωτής, συνήψαν δύο συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως με αντικείμενο την εκμίσθωση δύο ακινήτων. Φαίνεται επίσης να προκύπτει από την απόφαση αυτή ότι, εξ αιτίας της εκ μέρους της Domino μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεών της, η NLB ανέκτησε, σύμφωνα με τις συμβάσεις αυτές, την κατοχή των εν λόγω ακινήτων, τα πώλησε σε τρίτον και απέδωσε την υπεραξία από την πώληση αυτή στην Domino, αφαιρώντας από αυτή, στον τελικό απολογισμό, το οικονομικό αντάλλαγμα των δικαιωμάτων εξαγοράς. Ακριβώς στο πλαίσιο αυτό, με το δεύτερο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 2, παράγραφος 1, 14 και 24, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ έχουν την έννοια ότι παροχή χρηματοδοτικής μισθώσεως όπως η επίδικη στην υπόθεση της κύριας δίκης συνιστά πράξη παραδόσεως αγαθών ή παροχή υπηρεσιών υπό την έννοια των διατάξεων αυτών.

25 Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εφαρμόσει τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης σε μια συγκεκριμένη υπόθεση (απόφαση Patriciello, C‑163/10, EU:C:2011:543, σκέψη 21). Συνεπώς, σε μια υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί στους απαραίτητους νομικούς χαρακτηρισμούς για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Αντιθέτως, στο Δικαστήριο εναπόκειται να του παράσχει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να το καθοδηγήσει κατά την εκτίμηση αυτή (απόφαση Patriciello, C‑163/10, EU:C:2011:543, σκέψη 23).

26 Έτσι, ανεξαρτήτως του αν, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς στην υπόθεση της κύριας δίκης, η επίμαχη παροχή χρηματοδοτικής μισθώσεως αποτελεί, στην πραγματικότητα, μέρος ενιαίας πράξεως συντιθέμενης από πλείονα στοιχεία, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, πρέπει να παρασχεθούν στο δικαστήριο αυτό όλα τα στοιχεία που θα του επιτρέψουν να εκτιμήσει, από πλευράς του ΦΠΑ, τη νομική φύση μιας παροχής χρηματοδοτικής μισθώσεως.

27 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ, «ως “παροχή υπηρεσιών” νοείται κάθε πράξη η οποία δεν αποτελεί παράδοση αγαθών». Εξάλλου, η έννοια της «παραδόσεως αγαθών» απαιτεί, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, τη «μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό». Επιπλέον, το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας ΦΠΑ ορίζει ως «παράδοση αγαθών» την υλική παράδοση αγαθού με βάση σύμβαση η οποία προβλέπει την εκμίσθωση αγαθού για ορισμένη περίοδο, συνοδευόμενη από ρήτρα σύμφωνα με την οποία η κυριότητα αποκτάται κανονικά με την πληρωμή της τελευταίας δόσεως.

28 Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η απλή σύμβαση μισθώσεως πρέπει να διακρίνεται από τη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως, καθόσον το χαρακτηριστικό της δεύτερης είναι η μεταβίβαση στον μισθωτή των περισσότερων από τα πλεονεκτήματα και από τους κινδύνους που ενέχει το δικαίωμα της κυριότητας. Το ότι προβλέπεται η μεταβίβαση της κυριότητας κατά τη λήξη της ισχύος της συμβάσεως ή το ότι το αναπροσαρμοσμένο ποσό των δόσεων συμπίπτει στην πράξη με την αγοραία αξία του αγαθού συνιστούν, αυτοτελώς ή από κοινού, κριτήρια για την εξακρίβωση του αν μια σύμβαση μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Eon Aset Menidjmunt, C‑118/11, EU:C:2012:97, σκέψη 38).

29 Εξάλλου, η έννοια της παραδόσεως αγαθών δεν αναφέρεται στη μεταβίβαση της κυριότητας υπό τις μορφές που προβλέπονται στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, αλλά καλύπτει κάθε πράξη μεταβιβάσεως ενσώματου αγαθού από έναν συμβαλλόμενο ο οποίος επιτρέπει στον αντισυμβαλλόμενό του να διαθέτει στην πράξη το εν λόγω αγαθό ως κύριος (απόφαση Eon Aset Menidjmunt, C‑118/11, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30 Συνεπώς, στην περίπτωση συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως αφορώσας ακίνητο η οποία προβλέπει είτε τη μεταβίβαση της κυριότητας στον μισθωτή κατά τη λήξη της συμβάσεως είτε τη θέση στη διάθεση του μισθωτή των ουσιωδών γνωρισμάτων της κυριότητας του ακινήτου αυτού, κατά τρόπον ώστε στον εν λόγω μισθωτή να μεταβιβάζεται, ιδίως, η πλειονότητα των πλεονεκτημάτων και των κινδύνων που ενέχει το δικαίωμα της κυριότητας επί του εν λόγω ακινήτου, το δε αναπροσαρμοσμένο ποσό των δόσεων να συμπίπτει στην πράξη με την αγοραία αξία του αγαθού, η πράξη που προκύπτει από μια τέτοια σύμβαση πρέπει να εξομοιώνεται προς πράξη αποκτήσεως επενδυτικού αγαθού (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Eon Aset Menidjmunt, C‑118/11, σκέψη 40).

31 Συναφώς, τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς στην υπόθεση της κύριας δίκης, ήτοι, ιδίως, οι όροι των συμβάσεων «εμπορικής συνεργασίας» καθώς και οι πράξεις που διενεργήθηκαν βάσει του τελικού απολογισμού, υποδηλώνουν ότι σκοπός των συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως ήταν η μεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων που αποτέλεσαν το αντικείμενο των εν λόγω συμβάσεων στην Domino, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει με γνώμονα τα κριτήρια που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 26 έως 30 της παρούσας αποφάσεως.

32 Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι τα άρθρα 2, παράγραφος 1, 14 και 24, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ έχουν την έννοια ότι, στην περίπτωση συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως αφορώσας ακίνητο η οποία προβλέπει είτε τη μεταβίβαση της κυριότητας στον μισθωτή κατά τη λήξη της συμβάσεως είτε τη θέση στη διάθεση του μισθωτή των ουσιωδών γνωρισμάτων της κυριότητας του ακινήτου αυτού, κατά τρόπον ώστε στον εν λόγω μισθωτή να μεταβιβάζεται, ιδίως, η πλειονότητα των πλεονεκτημάτων και των κινδύνων που ενέχει το δικαίωμα της κυριότητας επί του εν λόγω ακινήτου, το δε αναπροσαρμοσμένο ποσό των δόσεων να συμπίπτει στην πράξη με την αγοραία αξία του αγαθού, η πράξη που προκύπτει από μια τέτοια σύμβαση πρέπει να εξομοιώνεται προς πράξη αποκτήσεως επενδυτικού αγαθού.

Επί του πρώτου ερωτήματος

33 Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν, υπό τις περιστάσεις της διαφοράς στην υπόθεση της κύριας δίκης, όπως αυτές προκύπτουν από τη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ έχει την έννοια ότι η επιστροφή, στον εκμισθωτή, ακινήτου που αποτελεί αντικείμενο χρηματοδοτικής μισθώσεως συνιστά περίπτωση ακυρώσεως, καταγγελίας, λύσεως, ολικής ή μερικής μη καταβολής, ή μειώσεως της τιμής κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

34 Ενώ στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στον νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων τις οποίες πραγματοποίησαν η NLB και η Domino, εναπόκειται στο Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα αναγκαία στοιχεία που θα το καθοδηγήσουν στην εκτίμησή του.

35 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ, που αναφέρεται στις περιπτώσεις ακυρώσεως, καταγγελίας, λύσεως, ολικής ή μερικής μη καταβολής, ή μειώσεως της τιμής μετά την ημερομηνία πραγματοποιήσεως της πράξεως, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβαίνουν σε μείωση της βάσεως επιβολής του φόρου, άρα και του ποσού του ΦΠΑ που οφείλει ο υποκείμενος στον φόρο οσάκις, μετά τη σύναψη της οικείας συμβάσεως, ο υποκείμενος στον φόρο δεν λαμβάνει την αντιπαροχή ή ένα μέρος της. Η διάταξη αυτή συνιστά έκφραση μιας θεμελιώδους αρχής της οδηγίας ΦΠΑ σύμφωνα με την οποία η βάση επιβολής του φόρου συνίσταται στην πράγματι λαμβανόμενη αντιπαροχή, συνέπεια δε της αρχής αυτής είναι ότι η φορολογική αρχή δεν μπορεί να εισπράξει, στο πλαίσιο του ΦΠΑ, ποσό υψηλότερο αυτού που έλαβε ο υποκείμενος στον φόρο (απόφαση Almos Agrárkülkereskedelmi, C‑337/13, EU:C:2014:328, σκέψη 22).

36 Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, πλην των περιπτώσεων ακυρώσεως ή λύσεως των συμβάσεων, στις οποίες οι συμβαλλόμενοι επανέρχονται στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν πριν από τη σύναψη της συμβάσεως και ο υποκείμενος στον φόρο δεν έχει πλέον απαίτηση καταβολής, το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ αφορά τις μόνες περιπτώσεις στις οποίες ο αντισυμβαλλόμενος σε σύμβαση δεν εκπληρώνει, ή εκπληρώνει μόνον μερικώς, υποχρέωση καταβολής την οποία, ωστόσο, υπέχει δυνάμει της συμβάσεως αυτής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Almos Agrárkülkereskedelmi, C‑337/13, EU:C:2014:328, σκέψεις 23 και 24).

37 Ως εκ τούτου, η βάση επιβολής του φόρου δεν μπορεί να μειωθεί όταν, κατά τους όρους της συμβάσεως, ο υποκείμενος στον φόρο έλαβε πράγματι το σύνολο των καταβολών της αντιπαροχής για την παροχή του ή όταν, χωρίς η σύμβαση να έχει λυθεί ή ακυρωθεί, ο αποδέκτης αυτής της παροχής δεν οφείλει πλέον στον υποκείμενο στον φόρο το συμφωνηθέν τίμημα.

38 Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε υποκείμενο στον φόρο να μειώσει τη βάση επιβολής του φόρου του όταν έχει πράγματι λάβει το σύνολο των καταβολών της αντιπαροχής για την παροχή του ή όταν, χωρίς η σύμβαση να έχει λυθεί ή ακυρωθεί, ο αποδέκτης αυτής της παροχής δεν οφείλει πλέον στον υποκείμενο στον φόρο το συμφωνηθέν τίμημα.

Επί του τρίτου ερωτήματος

39 Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπεται ένας υποκείμενος στον φόρο να καταβάλει τον ΦΠΑ μια πρώτη φορά κατά τη σύναψη συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως προβλέπουσας δικαίωμα εξαγοράς και μια δεύτερη φορά όταν πωλεί το αγαθό που αποτέλεσε το αντικείμενο αυτής της συμβάσεως σε τρίτη εταιρία λόγω μη εκτελέσεως, εκ μέρους του μισθωτή, των εκ της χρηματοδοτικής μισθώσεως υποχρεώσεών του.

40 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, η οποία διαπνέει το κοινό σύστημα ΦΠΑ, αντιτίθεται στη διπλή φορολόγηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων ενός υποκειμένου στον φόρο (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις Puffer, C‑460/07, EU:C:2009:254, σκέψεις 45 και 46, καθώς και Klub, C‑153/11, EU:C:2012:163, σκέψη 42).

41 Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι, προς τους σκοπούς του ΦΠΑ, κάθε παροχή πρέπει κανονικά να θεωρείται ως αυτοτελής και ανεξάρτητη, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας ΦΠΑ (απόφαση BGŻ Leasing, C‑224/11, EU:C:2013:15, σκέψη 29). Πάντως, υπό ορισμένες περιστάσεις, πλείονες τυπικώς διακριτές παροχές, οι οποίες μπορούν να παρασχεθούν χωριστά και, ως εκ τούτου, να αποτελέσουν αντικείμενο αυτοτελούς φορολογήσεως ή απαλλαγής, πρέπει να λογίζονται ως ενιαία πράξη οσάκις δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση RR Donnelley Global Turnkey Solutions Poland, C‑155/12, EU:C:2013:434, σκέψη 20).

42 Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης πράξεις, ήτοι, αφενός, οι παροχές προς την Domino και, αφετέρου, η πώληση των ακινήτων σε τρίτη εταιρία, πρέπει να θεωρηθούν ως «ενιαία παροχή». Αυτό ισχύει, ιδίως, οσάκις πλείονα στοιχεία ή πράξεις που παρέσχε ο υποκείμενος στον φόρο συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους ώστε συνιστούν, αντικειμενικά, μία μόνη αδιαίρετη οικονομική παροχή, ο χωρισμός της οποίας θα είχε αυθαίρετο χαρακτήρα.

43 Όταν αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω πράξεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συνθέτουσες ενιαία παροχή, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας δεν εμποδίζει να αποτελέσουν οι πράξεις αυτές αντικείμενο χωριστής φορολογήσεως από πλευράς ΦΠΑ.

44 Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει να αποτελέσουν αντικείμενο χωριστής φορολογήσεως από πλευράς ΦΠΑ, αφενός, μια παροχή χρηματοδοτικής μισθώσεως αφορώσας ακίνητα και, αφετέρου, η πώληση αυτών των ακινήτων σε τρίτον (στη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως), στον βαθμό που οι πράξεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συνθέτουσες ενιαία παροχή, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

Επί των δικαστικών εξόδων

45 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1) Τα άρθρα 2, παράγραφος 1, 14 και 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχουν την έννοια ότι, στην περίπτωση συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως αφορώσας ακίνητο η οποία προβλέπει είτε τη μεταβίβαση της κυριότητας στον μισθωτή κατά τη λήξη της συμβάσεως είτε τη θέση στη διάθεση του μισθωτή των ουσιωδών γνωρισμάτων της κυριότητας του ακινήτου αυτού, κατά τρόπον ώστε στον εν λόγω μισθωτή να μεταβιβάζεται, ιδίως, η πλειονότητα των πλεονεκτημάτων και των κινδύνων που ενέχει το δικαίωμα της κυριότητας επί του εν λόγω ακινήτου, το δε αναπροσαρμοσμένο ποσό των δόσεων να συμπίπτει στην πράξη με την αγοραία αξία του αγαθού, η πράξη που προκύπτει από μια τέτοια σύμβαση πρέπει να εξομοιώνεται προς πράξη αποκτήσεως επενδυτικού αγαθού.

2) Το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε υποκείμενο στον φόρο να μειώσει τη βάση επιβολής του φόρου του όταν έχει πράγματι λάβει το σύνολο των καταβολών της αντιπαροχής για την παροχή του ή όταν, χωρίς η σύμβαση να έχει λυθεί ή ακυρωθεί, ο αποδέκτης αυτής της παροχής δεν οφείλει πλέον στον υποκείμενο στον φόρο το συμφωνηθέν τίμημα.

3) Η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει να αποτελέσουν αντικείμενο χωριστής φορολογήσεως από πλευράς φόρου προστιθέμενης αξίας, αφενός, μια παροχή χρηματοδοτικής μισθώσεως αφορώσας ακίνητα και, αφετέρου, η πώληση αυτών των ακινήτων σε τρίτον (στη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως), στον βαθμό που οι πράξεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συνθέτουσες ενιαία παροχή, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 130/2017 Φύση της Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης

Previous: ΔΕΕ Υπόθεση C‑209/14 Στην περίπτωση συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως αφορώσας ακίνητο η οποία προβλέπει είτε τη μεταβίβαση της κυριότητας στον μισθωτή κατά τη λήξη της συμβάσεως είτε τη θέση στη διάθεση του μισθωτή των ουσιωδών γνωρισμάτων της κυριότητας του ακινήτου αυτού, κατά τρόπον ώστε στον εν λόγω μισθωτή να μεταβιβάζεται, ιδίως, η πλειονότητα των πλεονεκτημάτων και των κινδύνων που ενέχει το δικαίωμα της κυριότητας επί του εν λόγω ακινήτου, το δε αναπροσαρμοσμένο ποσό των δόσεων να συμπίπτει στην πράξη με την αγοραία αξία του αγαθού, η πράξη που προκύπτει από μια τέτοια σύμβαση πρέπει να εξομοιώνεται προς πράξη αποκτήσεως επενδυτικού αγαθού.
$
0
0
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΩΣ 130/2017

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (Α' ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ)

Συνεδρίαση της 25ης Μαΐου 2017

Σύνθεση:

Πρόεδρος : Μιχαήλ Απέσσος, Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Μέλη: Αλέξανδρος Καραγιάννης, Ανδρέας Χαρλαύτης, Βασιλική Δούσκα, Νικόλαος Μουδάτσος, Αντιπρόεδροι του ΝΣΚ, Στέφανος Δέτσης, Σπυρίδων Παπαγιαννόπουλος, Παναγιώτης Παναγιωτουνάκος, Κωνσταντίνος Χαραλαμπίδης, Ευγενία Βελώνη, Νίκη Μαριόλη, Ανδρέας Ανδρουλιδάκης, Στυλιανή Χαριτάκη, Νικόλαος Δασκαλαντωνάκης, Ευφροσύνη Μπερνικόλα, Κωνσταντίνος Κατσούλας, Αλέξανδρος Ροϊλός, Αδαμαντία Καπετανάκη, Αθηνά Αλεφάντη, Αγγελική Καστανά, Ελένη Πασαμιχάλη, Χριστίνα Διβάνη, Ευσταθία Τσαούση, Χρήστος Μητκίδης, Διονύσιος Χειμώνας και Βασίλειος Κορκίζογλου, Νομικοί Σύμβουλοι του Κράτους.

Αριθμός ερωτήματος: Το υπ' αριθμ. πρωτ. ΔΕΕΦ Α 1070924 ΕΞ 2017/10.5.2017 έγγραφο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Γενική Δνση Φορολογικής Διοίκησης/Δνση Εφαρμογής Έμμεσης Φορολογίας/Τμήμα Α').

Ερώτημα: Εάν αποτελεί φόρο εισοδήματος η ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2014, Α' 167), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 112§9 του ν. 4387/2016 (Α' 85).

Εισηγητής: Αλέξανδρος Καραγιάννης, Αντιπρόεδρος ΝΣΚ.

Επί του ανωτέρω ερωτήματος το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Α' Τακτική Ολομέλεια) γνωμοδότησε ως εξής:

Ιστορικό

1. Το εξεταζόμενο ερώτημα ανέκυψε λόγω της συμπεριλήψεως στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013), ως άρθρο 43Α αυτού, των διατάξεων περί ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, που επιβλήθηκε αρχικώς με το άρθρο 29 του ν. 3986/2011 (Α' 152) και διατηρήθηκε, με κάποιες διαφοροποιήσεις, με το άρθρο 52§2 του ν. 4305/2014 (Α' 237).

Νομοθετικό πλαίσιο

2. Με τον ν. 3985/2011 (Α' 151) εγκρίθηκε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 - 2015. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο αποτελεί το βασικό πλαίσιο των δημοσιονομικών μεσοπρόθεσμων στόχων και προβλέψεων της γενικής κυβέρνησης και των επί μέρους φορέων της για την περίοδο 2011 - 2015 και αποτυπώνει τα όρια και τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται για την περίοδο αυτή ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες όλων των υποτομέων της γενικής κυβέρνησης, καθώς και του ύψους του χρέους της γενικής κυβέρνησης. Για την εφαρμογή των στόχων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου εκδόθηκε ο ν. 3986/2011, με τίτλο «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 - 2015» (Α' 152). Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «... η Ελλάδα βρίσκεται εντεταγμένη σε ένα Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης που μπορεί να την οδηγήσει και πάλι σε θέση αξιοπρέπειας και ισοτιμίας στην EE και στη διεθνή κοινότητα.... χρειάζονται περαιτέρω μέτρα κοινωνικής αλληλεγγύης, μέτρα κοινωνικής αντιρρόπησης και συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα .... λόγω της κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, είναι ανάγκη να προταχθούν μέτρα άμεσης εφαρμογής και απόδοσης. ... το κομβικό σημείο είναι η βιωσιμότητα και η διαχειρισιμότητα του δημόσιου χρέους, .... Για να επιτευχθούν οι στόχοι πρέπει πρωτίστως να ανακτήσουμε την αξιοπιστία της χώρας απέναντι στους εταίρους και πιστωτές μας .... Τους σκοπούς αυτούς εξυπηρετεί το παρόν νομοσχέδιο, σκοπούς υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στην επίτευξη των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών στόχων της χώρας, μέσα σε αρνητικό διεθνή και ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων». Μεταξύ των μέτρων που θεσπίζονται με τον νόμο αυτό, προς επίτευξη των ανωτέρω στόχων, περιλαμβάνεται η επιβολή των δύο επίδικων οικονομικών επιβαρύνσεων (ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, και τέλους επιτηδεύματος).

3. Στο άρθρο 29 του ν. 3986/2011 (Α' 152) ορίσθηκαν, πλην άλλων, τα εξής:

«1. Επιβάλλεται ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα εισοδήματα άνω των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ των φυσικών προσώπων, που προέκυψαν κατά τις διαχειριστικές χρήσεις 2010 έως και 2014 και δηλώνονται με τις δηλώσεις των αντίστοιχων οικονομικών ετών 2011-2015.

2. Για την επιβολή της εισφοράς, λαμβάνεται υπόψη το ετήσιο συνολικό καθαρό ατομικό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο του φυσικού προσώπου ή σχολάζουσας κληρονομιάς. Το τεκμαρτό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη πριν από τις μειώσεις του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε1. Εξαιρούνται και δεν προσμετρώνται τα εισοδήματα της περίπτωσης θ' της παραγράφου 5 του άρθρου 6, της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και της περίπτωσης γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε.2 Επίσης, εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής ειδικής εισφοράς οι μακροχρόνια άνεργοι που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ, καθώς και όσοι λαμβάνουν επίδομα ανεργίας από τον εν λόγω οργανισμό, εφόσον κατά το χρόνο της βεβαίωσης δεν έχουν πραγματικά εισοδήματα. Από την υποχρέωση καταβολής ειδικής εισφοράς εξαιρούνται, επίσης, οι μακροχρόνια άνεργοι ναυτικοί που είναι εγγεγραμμένοι στους καταλόγους προσφερομένων προς ναυτολόγηση του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας (Γ.Ε.Ν.Ε.), στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι σχετικοί κατάλογοι των Αιμενικών Αρχών που λειτουργούν ως παραρτήματά του, καθώς και όσοι λαμβάνουν επίδομα ανεργίας από τον εν λόγω Φορέα, εφόσον κατά το χρόνο βεβαίωσης δεν έχουν πραγματικά εισοδήματα.3

34. Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, που επιβάλλεται στο συνολικό καθαρό εισόδημα της προηγούμενης παραγράφου, υπολογίζεται ως εξής:

α) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από δώδεκα χιλιάδες ένα (12.001) ευρώ έως είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή ένα τοις εκατό (1%) επί ολόκληρου του ποσού.

β) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από είκοσι χιλιάδες ένα (20.001) ευρώ έως και πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή δύο τοις εκατό (2%) επί ολόκληρου του ποσού.

γ) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από πενήντα χιλιάδες ένα (50.001) έως και εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή τρία τοις εκατό (3%) επί ολόκληρου του ποσού.

δ) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από εκατό χιλιάδες ένα (100.001) ευρώ και άνω, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή τέσσερα τοις εκατό (4%) επί ολόκληρου του ποσού.

ε) Για το συνολικό καθαρό εισόδημα, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 2, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Προέδρου και των Αντιπροέδρων της Βουλής, των Βουλευτών, του Προέδρου και των Αντιπροέδρων της Κυβέρνησης, των Υπουργών, ... των Ευρωβουλευτών, των Δημάρχων ... η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) επί ολόκληρου του ποσού. Το ποσό της έκτακτης εισφοράς περιορίζεται αναλόγως, σε κάθε περίπτωση ώστε το συνολικό καθαρό εισόδημα που προκύπτει μετά την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς να μην υπολείπεται του καθαρού εισοδήματος που απομένει μετά την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία υπολογίστηκε με την εφαρμογή του αμέσως προηγούμενου συντελεστή.

4. α) Η εισφορά του παρόντος βεβαιώνεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του φυσικού προσώπου ή της σχολάζουσας κληρονομιάς με βάση τους τίτλους βεβαίωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε.

β) Για τον υπολογισμό της εισφοράς εκδίδεται εκκαθαριστικό σημείωμα, αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται στον υπόχρεο.

γ) Η προθεσμία άσκησης της προσφυγής ή υποβολής αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη της οφειλής που προκύπτει από την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων.

5. α) Η εισφορά που επιβάλλεται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου καταβάλλεται σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις5 ...

β) Υπόχρεος σε καταβολή της εισφοράς είναι το φυσικό πρόσωπο στο όνομα του οποίου βεβαιώνεται αυτή. ...

γ) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζεται η ειδικότερη διαδικασία για τη βεβαίωση και είσπραξη των εισφορών και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

6... 7 ...

8. Οι διατάξεις της περίπτωσης β' της παραγράφου 4 και των περιπτώσεων α ' και γ ' της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται για την ειδική εισφορά αλληλεγγύης φυσικών προσώπων που επιβάλλεται και βεβαιώνεται στο οικονομικό έτος 2011. Για τα οικονομικά έτη 2012-2015 η ειδική εισφορά αλληλεγγύης του παρόντος άρθρου βεβαιώνεται με βάση τους τίτλους βεβαίωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 74 του ΚΦΕ και εμφανίζεται στο εκκαθαριστικό σημείωμα υπολογισμού του φόρου εισοδήματος κάθε οικονομικού έτους. Στα ανωτέρω εκκαθαριστικά σημειώματα οικονομικών ετών 2013-2015 εμφανίζονται και τα παρακρατούμενα ποσά της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορίζεται ο ειδικότερος τρόπος αποτύπωσης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για τη χρήση 2011 στο εκκαθαριστικό σημείωμα και ο ειδικότερος τρόπος καταβολής αυτής.

9. Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης φυσικών προσώπων του παρόντος άρθρου δεν αφαιρείται από το συνολικό εισόδημα ή από το φόρο της κλίμακας του άρθρου 9 του ΚΦΕ.»6

4. Εν συνεχεία, με το άρθρο 52§2 του ν. 4305/2014 (Α' 237) ορίσθηκε ότι «2. Η Ειδική Εισφορά αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 (Α' 152) επιβάλλεται και στα εισοδήματα που αποκτώνται κατά τα φορολογικά έτη 2015 και 2016 με μειωμένους τους συντελεστές των περιπτώσεων α', β', γ', δ' και ε' της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού κατά τριάντα τοις εκατό (30%)».

5. Περαιτέρω, με το ν. 4336/2015 (Α' 94) και συγκεκριμένα στο άρθρο 3, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Γ «ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ», ψηφίσθηκε για την Ελλάδα «Μνημόνιο Συνεννόησης για τριετές πρόγραμμα του ΕΜΣ». Σκοπός του εν λόγω Μνημονίου, όπως προκύπτει από τα ειδικότερα σε αυτό διαλαμβανόμενα, είναι, πλην άλλων, η αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, με στόχο την επίτευξη δημοσιονομικού πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ, μέσω δημοσιονομικών και φορολογικών μεταρρυθμίσεων, η διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα και οι επενδύσεις. Στο πλαίσιο των δεσμεύσεων του εν λόγω Μνημονίου, οι ελληνικές αρχές δεσμεύτηκαν «να διασφαλίσουν τον βιώσιμο χαρακτήρα των δημόσιων οικονομικών και να επιτυγχάνουν σημαντικά και βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα, τα οποία θα μειώνουν σταθερά το λόγο του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ» και η Κυβέρνηση δεσμεύθηκε «να θεσπίσει μεταρρυθμίσεις τόσο στην άμεση όσο και στην έμμεση φορολογία, για τη βελτίωση της αποδοτικότητας και εισπραξιμότητας» (2.2. του Μνημονίου), ειδικώς δ' όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος ανέλαβε τη δέσμευση όπως «έως τον Οκτώβριο του 2015...α) β) θα αναμορφώσει και θα ενσωματώσει στον ΚΦΕ την εισφορά αλληλεγγύης επί του εισοδήματος, από το 2016, ώστε να επιτυγχάνεται με αποτελεσματικότερο τρόπο η προοδευτικότητα του συστήματος φορολογίας εισοδήματος...» (2.2. iii του Μνημονίου).

6. Προς υλοποίηση της αμέσως ανωτέρω δεσμεύσεως, με το άρθρο 112§9 του ν. 4387/2016 (Α' 85) προστέθηκε στο νέο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α' 167), το άρθρο 43Α, υπό τον τίτλο «Επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα», το οποίο έχει ως εξής:

«1. Επιβάλλεται ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα εισοδήματα άνω των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ των φυσικών προσώπων ή σχολάζουσας κληρονομιάς. Για την επιβολή της εισφοράς λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του εισοδήματος, όπως αυτό προκύπτει από την άθροιση των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία και συντάξεις, από επιχειρηματική δραστηριότητα, από κεφάλαιο, από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό.

2. Εξαιρούνται και δεν προσμετρώνται τα εισοδήματα των προσώπων που είναι ολικώς τυφλοί, καθώς και των προσώπων που παρουσιάζουν βαριές κινητικές αναπηρίες σε ποσοστό από ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, η αποζημίωση για τη λύση ή καταγγελία της εργασιακής σχέσης της περίπτωσης ε' της παρ. 3 του άρθρου 12 και της περίπτωσης στ' της παρ. 1 του άρθρου 14. Επίσης, εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής ειδικής εισφοράς οι μακροχρόνια άνεργοι που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ, καθώς και όσοι λαμβάνουν επίδομα ανεργίας από τον εν λόγω οργανισμό, εφόσον κατά το έτος της βεβαίωσης δεν έχουν πραγματικά εισοδήματα. Από την υποχρέωση καταβολής ειδικής εισφοράς εξαιρούνται, επίσης, οι μακροχρόνια άνεργοι ναυτικοί που είναι εγγεγραμμένοι στους καταλόγους προσφερομένων προς ναυτολόγηση του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας (Γ.Ε.Ν.Ε.), στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι σχετικοί κατάλογοι των Αιμενικών Αρχών που λειτουργούν ως παραρτήματά του, καθώς και όσοι λαμβάνουν επίδομα ανεργίας από τον εν λόγω Φορέα, εφόσον κατά το χρόνο βεβαίωσης δεν έχουν πραγματικά εισοδήματα.

3. Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, που επιβάλλεται στο συνολικό καθαρό εισόδημα της παραγράφου 1 υπολογίζεται με την ακόλουθη κλίμακα:

Εισόδημα σε ευρώ Εισφορά Αλληλεγγύης
0-12.000 0%
12.001 - 20.000 2,20%
20.001-30.000 5,00%
30.001-40.000 6,50%
40.001 - 65.000 7,50%
65.001 - 220.000 9,00%
>220.000 10,00%

4. α) Η εισφορά προσδιορίζεται με βάση τους εκτελεστούς τίτλους είσπραξης που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ), όπου στην περίπτωση διοικητικού προσδιορισμού φόρου, εμφανίζεται στην πράξη προσδιορισμού του φόρου, μαζί με το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων κάθε φορολογικού έτους.

β) Η προθεσμία άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής του άρθρου 63 του ΚΦΔ, δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη της οφειλής που προκύπτει από την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων.

5. α) Για την καταβολή του ποσού της εισφοράς εφαρμόζονται οι διατάξεις της καταβολής φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων της παρ. 6 του άρθρου 67.

β) Υπόχρεος σε καταβολή της εισφοράς είναι το φυσικό πρόσωπο στο όνομα του οποίου υπολογίζεται αυτή. Για τους έγγαμους, εφόσον συντρέχει περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 67, η οφειλή για εισφορά που αναλογεί στα εισοδήματά τους υπολογίζεται χωριστά και η ευθύνη της καταβολής βαρύνει κάθε σύζυγο. Σε περίπτωση θανάτου του υπόχρεου, οι κληρονόμοι του ευθύνονται για την καταβολή της εισφοράς ανάλογα με το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας.

6. Στο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες που αποκτούν οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό, οι συνταξιούχοι από φορείς κύριας ασφάλισης, οι αμειβόμενοι με ημερομίσθιο οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση μίσθωσης εργασίας πάνω από ένα (1) έτος στον ίδιο εργοδότη ή με σχέση μίσθωσης εργασίας αορίστου χρόνου, οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα του εμπορικού ναυτικού που παρέχουν υπηρεσίες σε εμπορικά πλοία και με εξαίρεση τα εισοδήματα των προσώπων που είναι ολικώς τυφλοί και των προσώπων που παρουσιάζουν βαριές κινητικές αναπηρίες σε ποσοστό από ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, διενεργείται παρακράτηση από τους εργοδότες ή από τους φορείς που καταβάλλουν κύριες συντάξεις έναντι της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. Η παρακράτηση διενεργείται κατά την καταβολή και υπολογίζεται με συντελεστή μετά από προηγούμενη αναγωγή του μισθού ή της σύνταξης ή του ημερομισθίου ή της αμοιβής που ορίζεται με άλλη βάση, σε ετήσιο καθαρό εισόδημα που ορίζεται στην παράγραφο 3. Για την απόδοση των ποσών αυτών που παρακρατήθηκαν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 60.

7. Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης φυσικών προσώπων δεν αφαιρείται από το συνολικό εισόδημα ούτε από το φόρο εισοδήματος.

8. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων μπορεί να καθορίζεται η ειδικότερη διαδικασία για τη βεβαίωση και είσπραξη της εισφοράς, ο τρόπος αποτύπωσής της στην πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου, ο τρόπος παρακράτησης και ο τρόπος αναγωγής των αμοιβών σε ετήσιο εισόδημα, καθώς και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου».

Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 11 του άρθρου 112 του ν. 4387/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44§4 του ν. 4389/2016 (Α' 94), οι διατάξεις του άρθρου 43Α του νέου ΚΦΕ (ν. 4172/2013), έχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται από το φορολογικό έτος 2016 και επόμενα.

Εξ άλλου, συναφώς προς τις ρυθμίσεις του άρθρου 43Α, με το άρθρο 112§12 του ν. 4387/2016 ορίσθηκε ότι «12. Στο Παράρτημα του Ν. 4174/2013 οι λέξεις «Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης Φυσικών Προσώπων (άρθρο 29 του Ν. 3986/2011)» αντικαθίστανται με τις λέξεις «Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης Φυσικών Προσώπων (άρθρο 29 του Ν. 3986/2011 και του άρθρου 43Α του Ν. 4172/2013)».

Ερμηνεία των διατάξεων

7. Επειδή, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 29 ν. 3986/2011, η ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα επιβλήθηκε σε φορολογουμένους με εισόδημα που υπερβαίνει ένα κατώτερο χρηματικό όριο, και επομένως, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, έχουν και μεγαλύτερη φοροδοτική ικανότητα και μπορούν, ως εκ τούτου, να συμβάλλουν, αυτοί και όχι οι μειωμένου εισοδήματος συμπολίτες τους, στην κάλυψη των δημοσιονομικών αναγκών της χώρας. Η εισφορά επιβλήθηκε «με δεδομένη την εξόχως δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας, με το τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα και το υπέρογκο δημόσιο χρέος και με γνώμονα το δημοσιονομικό συμφέρον της χώρας» και προς τον σκοπό της άμεσης αντιμετώπισης της εν λόγω δημοσιονομικής κατάστασης με συμμετοχή κάθε πολίτη στην προσπάθεια αυτή και ανάλογα με την ικανότητά του να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη7. Συνεπώς, πρόκειται για οριστική χρηματική παροχή προς το κράτος, που έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα και παρέχεται χωρίς ειδικό αντάλλαγμα, με σκοπό την κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας, ήτοι προς εξυπηρέτηση γενικωτέρου κρατικού σκοπού, η οποία, ενόψει των εννοιολογικών αυτών χαρακτηριστικών της, συνιστά φόρο (ΣτΕ 2653/2015, ΟλΣτΕ 1972/2012). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, αντικείμενο της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης αποτελούσε, σύμφωνα με το άρθρο 29§2 του ν. 3986/2011, το «ετήσιο συνολικό καθαρό ατομικό εισόδημα» των φυσικών προσώπων των οικονομικών ετών 2011-2015, «πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο», περαιτέρω δε ορίσθηκε ότι, υπό ωρισμένες προϋποθέσεις εξαιρούνται και δεν προσμετρώνται κατηγορίες εισοδημάτων και κύκλος προσώπων (πρόκειται, αντιστοίχως, για την απαλλαγή μισθών, συντάξεων κλπ που χορηγούνται σε πρόσωπα ολικώς τυφλά ή που παρουσιάζουν βαριές κινητικές αναπηρίες, μακροχρονίως άνεργοι κλπ). Από τις διατυπώσεις αυτές του ανωτέρω άρθρου, συνάγεται ότι οι έννοιες του πραγματικού, τεκμαρτού και απαλλασσόμενου εισοδήματος, επί των οποίων επιβάλλεται η εισφορά, λαμβάνονται όπως έχουν παγίως καθορισθεί από τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994). Τούτο προκύπτει, περαιτέρω, και από την πρόβλεψη της παραγράφου 4 του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 ότι η εισφορά βεβαιώνεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του φυσικού προσώπου ή της σχολάζουσας κληρονομιάς με βάση τους τίτλους βεβαίωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 74 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994).

8. Περαιτέρω, η κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 ειδική εισφορά αλληλεγγύης, επιβλήθηκε, όπως ήδη εκτέθηκε, ως μέτρο αναγκαίο, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσεως, στο άνω ορισμένου ορίου ετήσιο συνολικό καθαρό ατομικό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, των φυσικών προσώπων, που προκύπτει κατά τις διαχειριστικές χρήσεις των ετών 2010 έως και 2014. Το ύψος της υπολογίζεται επί ολοκλήρου του ποσού του εν λόγω εισοδήματος, με συντελεστή ο οποίος, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο νόμο, βαίνει αυξανόμενος κατά κατηγορίες εισοδημάτων, όπως αυτά προκύπτουν για τα αντίστοιχα οικονομικά έτη 2011 - 2015 από τους οικείους τίτλους και ανεξάρτητα εάν είναι ή όχι φορολογητέα κατά τη νομοθεσία περί φορολογίας του εισοδήματος. Υπό τα δεδομένα αυτά, όπως παγίως έχει κριθεί σε ανάλογες περιπτώσεις επιβολής εκτάκτων εισφορών (ΣτΕ 1685, 3408, 3409/2013 Ολομ., 1317, 1318/1979, Ολομ. κ.α.), η εν λόγω εισφορά, αποτελεί μεν φόρο, δεν έχει όμως ως αντικείμενο τα ως άνω εισοδήματα επί των οποίων επιβλήθηκε, τουτέστιν δεν αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος, αλλά, απλώς, τα εισοδήματα αυτά θεωρήθηκαν, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ως τα πλέον ασφαλή στοιχεία διαγνώσεως της φοροδοτικής ικανότητας, στην οποία απέβλεψε, απετέλεσαν, δηλαδή, το κριτήριο και, συνακόλουθα, τη βάση επιβολής της έκτακτης εισφοράς8, έτσι ώστε να επιβαρυνθούν με την εισφορά οι φορολογούμενοι σύμφωνα με την κατηγορία του εισοδήματος στην οποία ανήκουν (ΣτΕ 2653/2015, πρβλ ΟλΣτΕ 99/2017, 1/2016).

9. Εν συνεχεία, με το άρθρο 52§2 του ν. 4305/2014 (Α' 237) η ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα, του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 (Α' 152), όπως οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου και νόμου είχαν διαμορφωθεί μέχρι τότε με τις τροποποιήσεις και προσθήκες που επήλθαν με διάφορα νομοθετήματα, επιβλήθηκε και στα αποκτώμενα κατά τα φορολογικά έτη 2015 και 2016 εισοδήματα, με μόνη διαφοροποίηση των συντελεστών υπολογισμού της κατά τριάντα τοις εκατό (30%). Ωστόσο, στην πραγματικότητα η διάταξη του άρθρου 52§2 του ν. 4305/2014 ίσχυσε μόνο για τα εισοδήματα του φορολογικού έτους 2015, δεδομένου ότι, ως ήδη ελέχθη, με την παράγραφο 11 του άρθρου 112 του ν. 4387/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44§4 του ν. 4389/2016 (Α' 94), για την εισφορά αλληλεγγύης των αποκτωμένων από το φορολογικό έτος 2016 και επόμενα εισοδημάτων, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 43Α του νέου ΚΦΕ (ν. 4172/2013), όπως ισχύουν διαχρονικώς.

10. Εκ της επισκοπήσεως και αντιπαραβολής των προπαρατεθεισών διατάξεων του άρθρου 43Α του νέου ΚΦΕ, προς αυτές του άρθρου 29 του ν. 3986/2011, όπως οι τελευταίες είχαν διαμορφωθεί μέχρι τότε με τις τροποποιήσεις και προσθήκες που επήλθαν με διάφορα νομοθετήματα, προκύπτει ότι οι διατάξεις και των δύο νομοθετημάτων είναι, κατά βάση, ταυτοσήμου περιεχομένου, οι μόνες δε διαφοροποιήσεις των διατάξεων του άρθρου 43Α του νέου ΚΦΕ έναντι αυτών του άρθρου 29 του ν. 3986/2011, συνίστανται: (α) στην εξειδίκευση των κατηγοριών των εισοδημάτων με βάση τα οποία υπολογίζεται η εισφορά αλληλεγγύης (άθροισμα εισοδημάτων από μισθωτή εργασία και συντάξεις, από επιχειρηματική δραστηριότητα, από κεφάλαιο, από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου), αντί της γενικής διατυπώσεως «ετήσιο συνολικό καθαρό ατομικό εισόδημα», (β) στην προσαρμογή των διατάξεων στο νέο ΚΦΕ και στην αναφορά των παραπεμπομένων στον εν λόγω Κώδικα διατάξεων και (γ) στα κλιμάκια του εισοδήματος και τους συντελεστές των κλιμακίων για τον υπολογισμό της εισφοράς.

11. Συνεπώς, και η κατά τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 43Α του νέου ΚΦΕ (ν. 4172/2013) ειδική εισφορά αλληλεγγύης, επιβλήθηκε, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω στην παράγραφο 5 της παρούσης, στο πλαίσιο μνημονιακής δεσμεύσεως, ως μέτρο αναγκαίο, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, προς αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, με στόχο την επίτευξη δημοσιονομικού πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ, μέσω δημοσιονομικών και φορολογικών μεταρρυθμίσεων, τη διασφάλιση του βιώσιμου χαρακτήρα των δημοσίων οικονομικών και την επίτευξη σημαντικών και βιωσίμων πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία θα μειώνουν σταθερά το λόγο του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Αντιθέτως, ο φόρος επί του εισοδήματος επιβάλλεται με σκοπό την εξυπηρέτηση παγίων λειτουργικών αναγκών του Κράτους (υγεία, παιδεία, άμυνα κλπ), ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη ειδικών συνθηκών, οι οποίες ημπορούν και μόνον να διαφοροποιήσουν το ύψος του φόρου. Συνεπώς, η εν λόγω εισφορά παρέχεται χωρίς ειδικό αντάλλαγμα προς εξυπηρέτηση γενικωτέρου κρατικού σκοπού. Περαιτέρω, το ύψος της εισφοράς υπολογίζεται μεν επί ολοκλήρου του ποσού του εισοδήματος, αλλά με συντελεστή κατά κλιμάκιο εισοδήματος, ο οποίος, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο νόμο, βαίνει αυξανόμενος κατά κλιμάκιο εισοδήματος και ανεξάρτητα εάν τα εισοδήματα είναι ή όχι φορολογητέα κατά τη νομοθεσία περί φορολογίας του εισοδήματος, σε αντίθεση με το φόρο επί του εισοδήματος, ο οποίος επιβάλλεται μόνο στο φορολογητέο εισόδημα. Τα κλιμάκια και οι συντελεστές κλιμακίων εισοδήματος με βάση τα οποία υπολογίζεται η εισφορά είναι εντελώς διάφορα από αυτά της κάθε κατηγορίας εισοδήματος (π.χ. άρθρο 15 του νέου ΚΦΕ για το φόρο εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις, άρθρο 29 για τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα, άρθρο 40 για εισόδημα από κεφάλαιο), οι δε απαλλαγές ωρισμένης φύσεως εισοδημάτων και κατηγοριών προσώπων από το φορολογητέο εισόδημα και από τον προκύπτοντα φόρο είναι εντελώς διάφορες στον φόρο επί του εισοδήματος σε σχέση με αυτές της εισφοράς. Ενόψει των εννοιολογικών αυτών χαρακτηριστικών της, η εισφορά, κατά τα ήδη αναπτυχθέντα και στις παραγράφους 7 και 8 της παρούσης επί της εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011, τα οποία ισχύουν και για την επίμαχη εισφορά, συνιστά φόρο, δεν έχει όμως ως αντικείμενο τα ως άνω εισοδήματα επί των οποίων επιβλήθηκε, τουτέστιν δεν αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος, αλλά, απλώς, τα εισοδήματα αυτά θεωρήθηκαν, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ως τα πλέον ασφαλή στοιχεία διαγνώσεως της φοροδοτικής ικανότητας, στην οποία απέβλεψε, απετέλεσαν, δηλαδή, το κριτήριο και, συνακόλουθα, τη βάση επιβολής της εισφοράς, έτσι ώστε να επιβαρυνθούν με την εισφορά οι φορολογούμενοι σύμφωνα με την κατηγορία του εισοδήματος στην οποία ανήκουν (ΣτΕ 2653/2015, πρβλ ΟλΣτΕ 99/2017, 1/2016).

12. Το γεγονός ότι οι διέπουσες την εισφορά αλληλεγγύης διατάξεις εντάχθηκαν στο νέο ΚΦΕ δεν παρίσταται ικανό, ενόψει και των όσων ήδη εκτέθηκαν ανωτέρω (παράγραφος 11), να μεταβάλει τον χαρακτήρα της επίμαχης εισφοράς ως τοιαύτης ως φόρου επί του εισοδήματος και η γενομένη αναφορά στο πλαίσιο της προεκτεθείσης μνημονιακής δεσμεύσεως, (βλ. παράγραφο 5 της παρούσης), περί ενσωματώσεως «στον ΚΦΕ την εισφορά αλληλεγγύης επί του εισοδήματος», έχει προφανώς την έννοια της εντάξεως στον εν λόγω Κώδικα των διατάξεων για την εισφορά, λόγω του ότι βάση υπολογισμού της αποτελεί το εισόδημα, η δε φράση «επί του εισοδήματος» είναι διηγηματική του τρόπου υπολογισμού της και δεν αποσκοπούσε στην πρόσδοση στην εισφορά του χαρακτήρα της ως φόρου επί του εισοδήματος. Άλλωστε, ο χαρακτηρισμός της εισφοράς ως φόρου εισοδήματος θα οδηγούσε στο άτοπο της απαλλαγής από αυτήν με βάση απαλλακτικές διατάξεις που αφορούν στον φόρο εισοδήματος, ενόσω στο άρθρο 43Α του νέου ΚΦΕ περιέχονται ειδικές απαλλακτικές ρήτρες για την εισφορά.

13. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι, με το άρθρο 13(§§1-2) του ν. 4472/2017 (Α' 74), αντικαταστάθηκαν το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 43Α του νέου ΚΦΕ και ορίσθηκε ότι η ειδική εισφορά αλληλεγγύης επιβάλλεται στα εισοδήματα άνω των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ (αντί των 12.000 ευρώ) και η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου και νόμου, διαφοροποιηθέντων μόνο των κλιμακίων εισοδήματος και των συντελεστών αυτών για τον υπολογισμό της εισφοράς. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρο 15§1 στοιχεία α' και γ' του ν. 4472/2017, οι τροποποιητικές διατάξεις τίθενται σε εφαρμογή από 1-1-2020, υπό τις τασσόμενες στις διατάξεις αυτές προϋποθέσεις. Υπό τα δεδομένα αυτά, η απάντηση επί του ερωτήματος δεν διαφοροποιείται ούτε υπό το καθεστώς των τροποποιημένων διατάξεων του άρθρου 43Α του νέου ΚΦΕ, η εφαρμογή των οποίων, πάντως, ανάγεται σε μεταγενέστερο χρόνο και είναι ηρτημένη, ως εξαρτωμένη από προϋποθέσεις. Απάντηση

14. Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Α' Τακτική Ολομέλεια) γνωμοδοτεί, ομοφώνως, ότι η ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2014, Α' 167), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 112§9 του ν. 4387/2016 (Α' 85), δεν αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος.


ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ

Αθήνα, 30η Μαΐου 2017

Ο Πρόεδρος
Μιχαήλ Α. Απέσσος
Πρόεδρος ΝΣΚ

Ο εισηγητής
Αλέξανδρος Γερ. Καραγιάννης
Αντιπρόεδρος ΝΣΚ

_______________________
1. Η παραπομπή του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 στον ΚΦΕ νοείται γενομένη στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που κυρώθηκε με το ν. 2238/1994.
2. Το τρίτο εδάφιο αντικαταστάθηκε μετέπειτα με το άρθρο 38§5ββ του ν. 4024/2011 (Α' 226) ως εξής: «Εξαιρούνται και δεν προσμετρώνται τα εισοδήματα των προσώπων που είναι ολικώς τυφλοί, καθώς και των προσώπων που παρουσιάζουν βαριές κινητικές αναπηρίες σε ποσοστό από ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, τα εισοδήματα της παρ. 1 του άρθρου 14 και της περίπτωσης γ'της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε.».
3. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 προστέθηκε με το άρθρο 215 του ν. 4072/2012 (Α' 86).
4. Η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε μετέπειτα με το άρθρο 1 §7 του ν. 4334/2015 (Α' 80) ως εξής:
«3. Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, που επιβάλλεται στο συνολικό καθαρό εισόδημα της προηγούμενης παραγράφου, υπολογίζεται ως εξής:
α) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από δώδεκα χιλιάδες ένα (12.001) ευρώ έως είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή μηδέν κόμμα επτά τοις εκατό (0,7%) επί ολόκληρου του ποσού.
β) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από είκοσι χιλιάδες ένα (20.001) ευρώ έως και τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή ένα κόμμα τέσσερα τοις εκατό (1,4%) επί ολόκληρου του ποσού.
γ) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από τριάντα χιλιάδες ένα (30.001) έως και πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή δύο τοις εκατό (2%) επί ολόκληρου του ποσού, δ) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από πενήντα χιλιάδες ένα (50.001) έως και εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή τέσσερα τοις εκατό (4%) επί ολόκληρου του ποσού
ε) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από εκατό χιλιάδες ένα (100.001) ευρώ έως και πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή έξι τοις εκατό (6%) επί ολόκληρου του ποσού.
στ) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από πεντακόσιες χιλιάδες ένα (500.001) και άνω, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή οκτώ τοις εκατό (8%) επί ολόκληρου του ποσού.
ζ) Για το συνολικό καθαρό εισόδημα, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 2, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Προέδρου και των Αντιπροέδρων της Βουλής, των Βουλευτών, του Προέδρου και των Αντιπροέδρων της Κυβέρνησης, των Υπουργών, των Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών, των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων Υπουργείων, των Γενικών Γοαμματέων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, των Περιφερειαρχών, των Ευρωβουλευτών, των Δημάρχων και των προσώπων των περιπτώσεων α' και β' της παρ. 3 του άρθρου 56 του Συντάγματος, εφόσον οι πάσης φύσεως αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές ή απολαβές τους είναι τουλάχιστον ίσες με τις αποδοχές Γενικού Γραμματέα Υπουργείου, όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 3833/2010 (Α' 40), η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή οκτώ τοις εκατό (8%) επί ολόκληρου του ποσού. Το ποσό της έκτακτης εισφοράς από 1.1.2015 περιορίζεται αναλόγως, σε κάθε περίπτωση ώστε το συνολικό καθαρό εισόδημα που προκύπτει μετά την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς να μην υπολείπεται του καθαρού εισοδήματος που απομένει μετά την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία υπολογίστηκε με την εφαρμογή του αμέσως προηγούμενου συντελεστή».
5. Η περίπτωση α' αντικαταστάθηκε μετέπειτα με το άρθρο 4§3 του ν. 4051/2012 (Α' 40) ως εξής: «α) Για την καταβολή του ποσού της εισφοράς του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου 9 του Κ. Φ. Ε. (ν. 2238/1994)» και ίσχυσε από τις δηλώσεις του οικονομικού έτους 2012 (άρθρο 4§4 ν. 4051/2012)
6. Οι παράγραφοι 8 και 9 προστέθηκαν με το άρθρο 42§1 του ν. 4024/2011 (Α' 226).
7. Έκτακτες εισφορές με βάση υπολογισμού το εισόδημα ή τον φόρο εττί του εισοδήματος είχαν επιβληθεί και κατά το παρελθόν με διάφορα νομοθετήματα, για την αντιμετώπιση έκτακτων και εξαιρετικά πιεστικών δημοσιονομικών αναγκών (με το ν.δ. 44/1974, μετά τον πόλεμο στην Κύπρο, με τον ν. 816/1978, μετά τον σεισμό στη Θεσσαλονίκη το έτος 1978, με τον ν. 1579/1985 στο πλαίσιο προγράμματος για την σταθεροποίηση της οικονομίας) - βλ. ΟλΣτΕ 99/2017, 1/2016).
8. Δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της φορολογικής ισότητας, όταν το ίδιο πρόσωπο υποβάλλεται για την ίδια φορολογητέα ύλη σε διάφορες φορολογίες βάσει διαφορετικών διατάξεων (ΣτΕ 933, 934/1952, 924/1954, 1396/1956, 153/1960, 429-432/1986, 4071/1987 κ.ά, ΝΣΚ 634/2012).

Αριθμ. πρωτ.: Γ5(α)/Γ.Π 43971/2017 Δελτίο τιμών φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης (Ανατιμολόγηση)

$
0
0

Αθήνα, 09 - 06 - 2017
Αριθμ. Πρωτ: Γ5(α)/Γ.Π 43971
41700

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ   
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ   
Δ/ΝΣΗ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΙΜΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

Ταχ. Δ/νση : Αριστοτέλους 17
Ταχ. Κώδικας : 10187 Αθήνα
Τηλέφωνο : 2132161400
FAX : 2105227360
e-mail : farmaka@moh.gov.gr

ΘΕΜΑ: Δελτίο τιμών φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης ( Ανατιμολόγηση).

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του ΝΔ 96/ 1973 (ΦΕΚ Α'172/73) « Περί της εμπορίας εν γένει των φαρμακευτικών, διαιτητικών και καλλυντικών προϊόντων»
β. Του Ν.1316/1983 «Ιδρυση, Οργάνωση και αρμοδιότητες Ε.Ο.Φ.» (ΦΕΚ 3/Α/1983), όπως έχει ήδη τροποποιηθεί και ισχύει.
γ. Του Ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α' 2000) « Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας», όπως ισχύει.
δ. Του Ν. 3846/2010 (ΦΕΚ 66/Α/2010) «Εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις»
ε. Του Ν. 3918/2011 (ΦΕΚ 31/Α/2011) «Διαρθρωτικές αλλαγές στο σύστημα υγείας και άλλες διατάξεις.
στ. Του Ν. 4052/2012 (ΦΕΚ 41/Α/2012) « Νόμος αρμοδιότητας Υπουργείων Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για εφαρμογή του νόμου « Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης..........οικονομίας» και άλλες διατάξεις»
ζ.Του Ν.4334/2015 (ΦΕΚ80/Α/2015) « Επείγουσες ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης ( Ε.Μ.Σ.)»
η.Του Ν.4320/2015 (ΦΕΚ29/Α/15) «Ρυθμίσεις για τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών Οργάνων και λοιπές διατάξεις»
θ. Του Ν.4270/2014 (ΦΕΚ 143/Α/14) όπως τροποποιήθηκε με το Ν.4337/2015 ( ΦΕΚ 129/Α/15)
ι. Του άρθρου 90 του Π.Δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα» (ΦΕΚ Α' 98).
ια Του Π.Δ/γματος 106/2014 (ΦΕΚ Α'173) «Οργανισμός του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
ιβ.Του Π.Δ/γματος 73/2015 (ΦΕΚ Β' 116/23-09-2015), «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
ιγ. Του άρθρου 118 και 119, παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α 240/22-12-2016) « Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη-Παράβολα, Οικειοθελής αποκάλυψη φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών, Ηλεκτρονικές συναλλαγές, Τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις»
Ιδ. Του ν.4472/2017 ( Α' 74 ) «Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις.»

2. Τη με αριθμ. Πρωτ. ΔΥ3/ΓΠ.97606/30-7-2010 Υπουργική απόφαση με θέμα «Προϋποθέσεις οργάνωσης και λειτουργίας φαρμακείου στις ιδιωτικές κλινικές»

3. Τη με αριθμ. πρωτ. Α1β/ΓΠ.25980/29-4-15 Απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας «Συγκρότηση Ενδεκαμελούς Επιτροπής Τιμών Φαρμάκων», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

4. Τη με αριθμ. Πρωτ. Γ5 (α) οικ. 90552/1.12.2016 ( ΦΕΚ 3890/Β/16) Υπουργική Απόφαση « Διατάξεις τιμολόγησης Φαρμάκων», όπως ισχύει.

5. Τη με αριθμ. Πρωτ. Α1β/ΓΠοικ. 3899/19-1-2017 (ΦΕΚ94 Β'/17) ΥΑ «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και του δικαιώματος υπογραφής εγγράφων "με εντολή Υπουργού" στο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας»

6. Το με αριθμ. πρωτ.51132/01-06-2017 ( Αρ. ΓΠ ΥΥ. 41700/01-06-2017). έγγραφο του ΕΟΦ με συνημμένο το αρχείο του δελτίου τιμών φαρμάκων (ανατιμολόγηση) Μαίου 2017 με τις τελικές προτεινόμενες τιμές.

7. Το Πρακτικό Συνεδρίασης Νο 3/17 της 6ης Ιουνίου 2017 της Επιτροπής Τιμών Φαρμάκων.

8. Τη με αριθμ. πρωτ: Γ5α 40363/....6-2017 απόφαση του Υπουργού Υγείας με θέμα: «Συμπληρωματικό Δελτίο τιμών φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης, λόγω αιτήματος μείωσης τιμής».

9. Τη με αριθμ. πρωτ: Γ5α οικ 44017/09-06-2017 Τροποποίηση και συμπλήρωση της με αριθμ. Πρωτ. Γ5(α) 40353/08-06-2017 απόφασης του Υπουργού Υγείας «Συμπληρωματικό Δελτίο τιμών φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης, λόγω αιτήματος μείωσης τιμής».

10. Το με αριθμ. πρωτ53201/09-06-2017(αριθμ. ΓΠ ΥΥ 43971/09-06-2017) έγγραφο του ΕΟΦ με συνημμένο το αρχείο του δελτίου τιμών φαρμάκων 2017 με ενσωματωμένες τις αποφάσεις της Επιτροπής Τιμών Φαρμάκων.

11. Το με αριθμ. Β2β/Γ.Π.οικ.43979/09-06-2017, έγγραφο της Γεν Δ/νσης Οικονομικών Υπηρεσιών του ΥΥ σύμφωνα με το οποίο «.από την παρούσα απόφαση το οικονομικό αποτέλεσμα είναι ουδέτερο. Αυτό προκύπτει από την εφαρμογή του νομοθετημένου μηχανισμού αυτόματης επιστροφής (ν 4052/2012 άρθρο 11 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει).

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ

Άρθρο 1


Την έκδοση Δελτίου Τιμών Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης και τον καθορισμό των ανώτατων τιμών πώλησης των εν λόγω φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης, που θα ισχύσουν σε όλη την Επικράτεια, ως ο συνημμένος πίνακας (οπτικός δίσκος. CD).

Άρθρο 2

Στις Χονδρικές και Νοσοκομειακές τιμές δεν περιλαμβάνεται Φόρος Προστιθέμενης Αξίας. Στις Λιανικές τιμές έχει συμπεριληφθεί και ο αναλογούν ΦΠΑ ήτοι 6% ή 13% ανά περίπτωση. Στις περιοχές που ισχύουν μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ, τα φάρμακα θα πωλούνται σε λιανικές τιμές μειωμένες κατά 1,89% για συντελεστή 6% και κατά 3,54% για συντελεστή 13%.

Άρθρο 3


Το παρόν Δελτίο αναρτάται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Υγείας. Το παρόν Δελτίο ισχύει

Για τους ΚΑΚ, τα Νοσοκομεία και τις Ιδιωτικές Κλινικές, από 13-6-2017. Για τις φαρμακαποθήκες και συνεταιρισμούς από 30-6-2017 Για τα φαρμακεία από 26-7-2017

Οι ενστάσεις επί του αναρτημένου δελτίου τιμών θα υποβληθούν αποκλειστικά στην ηλεκτρονική διεύθυνση med.price@moh.gov.gr της Δ/νσης Φαρμάκων και Προϊόντων Υγείας του Υπουργείου Υγείας, από την επομένη της ανάρτησής του στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Υγείας και έως την Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017 και ώρα 11.59 μμ.



Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ


Αριθμ. πρωτ.: Γ5(α)οικ. 44017/2017 Τροποποίηση και συμπλήρωση της με αριθμ. Πρωτ. Γ5(α) 40353/08-06-2017 απόφασης του Υπουργού Υγείας «Συμπληρωματικό Δελτίο τιμών φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης, λόγω αιτήματος μείωσης τιμής»

$
0
0
Αθήνα, 09 - 06 - 2017
Αριθμ. Πρωτ: Γ5(α)οικ. 44017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ
Δ/ΝΣΗ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΙΜΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

Ταχ. Δ/νση :Αριστοτέλους 17
Ταχ. Κώδικας :10187 Αθήνα
Τηλέφωνο :2132161107
FAX :2105227360
e-mail:farmaka@moh.gov.gr

ΑΠΟΦΑΣΗ
 
ΘΕΜΑ: Τροποποίηση και συμπλήρωση της με αριθμ. Πρωτ. Γ5(α) 40353/08-06-2017 απόφασης του Υπουργού Υγείας «Συμπληρωματικό Δελτίο τιμών φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης, λόγω αιτήματος μείωσης τιμής».


Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

1.Τις διατάξεις:
α. Του ΝΔ 96/ 1973 (ΦΕΚ Α'172/73) « Περί της εμπορίας εν γένει των φαρμακευτικών, διαιτητικών και καλλυντικών προϊόντων»
β. Του Ν.1316/1983 «Ίδρυση, Οργάνωση και αρμοδιότητες Ε.Ο.Φ.» (ΦΕΚ 3/Α/1983), όπως έχει ήδη τροποποιηθεί και ισχύει.
γ. Του Ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α' 2000) « Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας», όπως ισχύει.
δ. Του Ν. 3846/2010 (ΦΕΚ 66/Α/2010) «Εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις»
ε. Του Ν. 3918/2011 ( ΦΕΚ 31/Α/2011) «Διαρθρωτικές αλλαγές στο σύστημα υγείας και άλλες διατάξεις.
στ. Του Ν. 4052/2012 ( ΦΕΚ 41/Α/2012) « Νόμος αρμοδιότητας Υπουργείων Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για εφαρμογή του νόμου « Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης.............οικονομίας» και άλλες διατάξεις»
ζ.Του Ν.4334/2015 (ΦΕΚ80/Α/2015) « Επείγουσες ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης ( Ε.Μ.Σ.)»
η.Του Ν.4320/2015 (ΦΕΚ29/Α/15) «Ρυθμίσεις για τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών Οργάνων και λοιπές διατάξεις»
θ. Του Ν.4270/2014 (ΦΕΚ 143/Α/14) όπως τροποποιήθηκε με το Ν.4337/2015 ( ΦΕΚ 129/Α/15)
ι. Του άρθρου 90 του Π.Δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα» (ΦΕΚ Α' 98).
ια Του Π.Δ/γματος 106/2014 (ΦΕΚ Α'173) «Οργανισμός του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
ιβ.Του Π.Δ/γματος 73/2015 (ΦΕΚ Β' 116/23-09-2015), «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
ιγ. Του άρθρου 118 και 119, παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α 240/22-12-2016) « Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη-Παράβολα, Οικειοθελής αποκάλυψη φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών, Ηλεκτρονικές συναλλαγές, Τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις»

2. Τη με αριθμ. Πρωτ. ΔΥ3/ΓΠ.97606/30-7-2010 Υπουργική απόφαση με θέμα «Προϋποθέσεις οργάνωσης και λειτουργίας φαρμακείου στις ιδιωτικές κλινικές»

3. Τη με αριθμ. Πρωτ. Γ5 (α) οικ. 90552/1.12.2016 ( ΦΕΚ 3890/Β/16) Υπουργική Απόφαση « Διατάξεις τιμολόγησης Φαρμάκων», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

4. Τη με αριθμ. Πρωτ. Α1β/ΓΠοικ. 3899/19-1-2017 (ΦΕΚ94 Β717) ΥΑ «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και του δικαιώματος υπογραφής εγγράφων "με εντολή Υπουργού" στο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας»

5. Τη με αριθμ. πρωτ.40353/08-06-2017 απόφαση του Υπουργού Υγείας με θέμα: «Συμπληρωματικό Δελτίο τιμών φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης, λόγω αιτήματος μείωσης τιμής».

6. Το γεγονός της υποβολής πρόσθετων αιτημάτων για οικειοθελή μείωση χονδρικών τιμών φαρμάκων καθώς και διόρθωσης λαθών.

7. Το από 09-06-2017 ηλεκτρονικό μήνυμα του ΕΟΦ με τον υπολογισμό των αντίστοιχων τιμών των φαρμάκων.

8. Το με αριθμ. Πρ. Β2β/Γ.Π43990/09-06-2017, έγγραφο της Γεν Δ/νσης Οικονομικών Υπηρεσιών του ΥΥ σύμφωνα με το οποίο: «...από την παρούσα απόφαση το οικονομικό αποτέλεσμα είναι ουδέτερο και ως εκ τούτου δεν προκαλεί πρόσθετη δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού του φορέα και του κράτους .Αυτό προκύπτει από την εφαρμογή του νομοθετημένου μηχανισμού αυτόματης επιστροφής (ν 4052/2012 άρθρο 11 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει).

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ


Την τροποποίηση και συμπλήρωση της με αριθμ. Πρωτ. Γ5(α) 40353/08-06-2017 απόφασης του Υπουργού Υγείας:

Α. Ως προς τον πίνακα οικειοθελών μειώσεων αυτής, τη διόρθωση και συμπλήρωσή του ως ο συνημμένος πίνακας στην παρούσα

Β. Ως προς το άρθρο 3, την τροποποίησή του, ως ακολούθως:

Άρθρο 3
Το παρόν Δελτίο αναρτάται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Υγείας και ισχύει: Για τους ΚΑΚ, τα Νοσοκομεία, τις Ιδιωτικές Κλινικές , από 13-06.2017 Για τις φαρμακαποθήκες και συνεταιρισμούς, από 30-06- 2017 και Για τα φαρμακεία από 26-07-2017.




Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ

Αριθμ. 3491/2017 Τροποποίηση της υπ' αριθ. 5143/11.12.2014 (ΦΕΚ Β' 3335/11.12.2014) απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «καθορισμός του τρόπου υπολογισμού, παρακράτησης και απόδοσης της κράτησης 0,10%, που προβλέπεται στο Άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 4013/2011 (ΦΕΚ 204 Α), όπως ισχύει

$
0
0

Αριθμ. 3491

(ΦΕΚ Β' 1992/09-06-2017)

Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) Της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν. 4013/2011 (Α' 204) «Σύσταση Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων και Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων - Αντικατάσταση του έκτου κεφαλαίου του ν. 3588/2007 (πτωχευτικός κώδικας)-Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2.β) του άρθρου 238 του ν. 4072/2012 (Α' 86) και την παράγραφο 5 του άρθρου 61 του ν. 4146/2013 (Α' 90) και ισχύει.
β) Του ν. 4412/2016 (Α' 147) «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ).
γ) Του ν. 4413/2016 (Α' 148) «Ανάθεση- Εκτέλεση συμβάσεων παραχώρησης (οδηγία 2014/23/ΕΕ).
δ) Του ν. 4270 /2014 (Α' 143) «Αρχές Δημοσιονομικής Διαχείρισης (οδηγία 2011/85/ΕΕ), (Δημόσιο Λογιστικό).
ε) Του π.δ. 122/2012 (Α' 215) «Κανονισμός Λειτουργίας της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.)».
στ) Του π.δ. 123/2012 (Α' 216) «Οργανισμός Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.)».
ζ) Του π.δ. 43/2013 (Α' 80) «Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ».
η) Του π.δ. 80/2016 (Α' 145) «Ανάληψη Υποχρεώσεων από τους Διατάκτες».
θ) Του π.δ. 59/2007 (Α' 63) «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/17/ ΕΚ "περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των
μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών", όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε».
ι) Του π.δ. 60/2007 (Α' 64) «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ "περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών', όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2005/51/ΕΚ της Επιτροπής και την Οδηγία 2005/75/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2005».
ια) Της υπ' αριθ. 5143/5.12.2014 (ΦΕΚ Β' 3335/ 11.12.2014) απόφασης του Υπ. Οικονομικών «Καθορισμός του τρόπου υπολογισμού, της διαδικασίας παρακράτησης και απόδοσης της κράτησης υπέρ της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ, καθώς και των λοιπών λεπτομερειών εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν. 4013/2011 (Α' 204), όπως ισχύει».
ιβ) Της υπ' αριθμ. 44009/ΔΕ 5154-8/10/2013 κοινής απόφασης των υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης με θέμα «καθορισμός τρόπου πληρωμής των δαπανών δημοσίων επενδύσεων από τους λογαριασμούς των έργων που τηρούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος μέσω ηλεκτρονικών εντολών».
ιγ) Της υπ' αριθμ. Υ29/8.10.2015 απόφασης του Πρωθυπουργού «Καθορισμός αρμοδιοτήτων του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών Γεώργιου Χουλιαράκη (Β' 2168).

2. Την υπ' αριθμ. πρωτ. 6035/7.12.2016 εισήγηση του γενικού διευθυντή της Ε.Α.ΑΔΗ.ΣΥ για την ανάγκη τροποποίησης της υπ' αριθ. 5143/11.12.2014 (ΦΕΚ Β'3335) απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών.

3. Την αριθμ. 54 Α ΕΣ/2016 απόφαση-εισήγηση της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ .

4. Το υπ' αριθμ. πρωτ. 520/23-1-2017 έγγραφο της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ προς τον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών.

5. Το γεγονός ότι με την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη εις βάρος του προϋπολογισμού της Αρχής ή του Κρατικού Προϋπολογισμού,

αποφασίζει:

Τροποποιεί την ΥΑ. υπ' αριθ. 5143/5.12.2014 (ΦΕΚ Β'3335) με θέμα «Καθορισμός του τρόπου υπολογισμού, της διαδικασίας παρακράτησης και απόδοσης της κράτησης υπέρ της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ, καθώς και των λοιπών λεπτομερειών εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν. 4013/2011 (Α 204)», ως εξής:

Άρθρο 1
Τροποποίηση της υπουργικής απόφασης με αριθ. 5143/11.12.2014 (ΦΕΚ Β'3335)


1. Στο άρθρο 1 «ορισμοί» προστίθεται παράγραφος 10 ως εξής:
«10. Για τις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος των νόμων 4412/2016 και 4413/2016 (8.8.2016 και εφεξής), εφαρμόζονται οι ορισμοί του άρθρου 2 του νόμου 4412/2016 και του άρθρου 2 του νόμου 4413/2016, καθώς και της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του νόμου 4013/2011, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 21 του νόμου 4441/2016 (Α'227) και ισχύει».

2. Στο άρθρο 2 «πεδίο εφαρμογής» προστίθεται νέα παράγραφος 3, ως εξής:
«3. Για τις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου 4413/2016 (8.8.2016 και εφεξής) η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται και στις συμβάσεις παραχώρησης υπηρεσιών.»

3. Στο άρθρο 3 «τρόπος υπολογισμού» προστίθενται δύο νέες παράγραφοι 9 και 10, ως εξής:
«9. Για τις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος των νόμων 4412/2016 και 4413/2016 (8.8.2016 και εφεξής) η κράτηση υπολογίζεται με την εφαρμογή συντελεστή 0,06% επί της συνολικής αξίας κάθε αρχικής, τροποποιητικής ή συμπληρωματικής δημόσιας σύμβασης, στην οποία συμπεριλαμβάνεται κάθε είδους αμοιβή ή βραβείο, προ φόρων και κρατήσεων. Επίσης, υπολογίζεται επί της αξίας κάθε είδους δικαιώματος προαιρέσεως, προ φόρων και κρατήσεων, είτε αυτό ασκείται μέσω διοικητικής εντολής είτε μέσω σύμβασης».
«10. Όπου στα επόμενα άρθρα αναφέρεται ο συντελεστής ή το ποσοστό 0,10%, νοείται ο κατάλληλος συντελεστής 0,10% ή 0,06%, ανάλογα με το χρόνο σύναψης της δημόσιας σύμβασης ( έβδομο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του νόμου 4013/2011, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 375 του νόμου 4412/2016)».

4. Στο άρθρο 4 «τρόπος παρακράτησης» προστίθεται νέα παράγραφος 9, ως εξής:
«9. Για τις τροποποιητικές ή τις συμπληρωματικές συμβάσεις που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος των νόμων 4412/2016 και 4413/2016 (8.8.2016 και εφεξής), η κράτηση παρακρατείται και αποδίδεται με την εφαρμογή του συντελεστή της παραγράφου 1 του άρθρου 3, εφόσον η αρχική σύμβαση έχει συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος των νόμων 4412/2016 και 4413/2016 και η συμπληρωματική ή τροποποιητική σύμβαση συνάπτεται με τις διατάξεις του άρθρου 132 του νόμου 4412/2016 ή του άρθρου 51 του νόμου 4413.2016, αν πρόκειται για συμβάσεις παραχώρησης έργων ή υπηρεσιών.»

5. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 5 καταργείται και η παράγραφος 4 τροποποιείται ως εξής:
«4. Η κράτηση αποδίδεται:
α) στον τραπεζικό λογαριασμό της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα, από τις αναθέτουσες αρχές / αναθέτοντες φορείς που την παρακρατούν και την αποδίδουν οι ίδιες ή τους φορείς που παρακρατούν και αποδίδουν την κράτηση για λογαριασμό τους. Στην περίπτωση αυτή, κατά την κατάθεση υποβάλλεται στο υποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος της τράπεζας στην οποία τηρείται ο λογαριασμός της παραγράφου 1, η δήλωση απόδοσης του Παραρτήματος 1.
β) στον τραπεζικό λογαριασμό της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος, όταν η παρακράτηση και η απόδοση πραγματοποιείται από τις Δ.Ο.Υ. ή τις Υ.Δ.Ε. ή πρόκειται για δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων που εκτελούνται μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος.
γ) στον τραπεζικό λογαριασμό της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα, πραγματοποιείται η απόδοση της κράτησης που διενεργείται μέσω Ε.Α.Π. για τις αμοιβές των φυσικών προσώπων της παρ. 1β του άρθρου δεύτερου του ν. 3845/2010.

6. Το Παράρτημα 2 καταργείται και το παράρτημα 1 τροποποιείται ως εξής:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης της κράτησης του άρθρου 4, παράγραφος 3 του ν. 4013/2011, όπως ισχύει, υπέρ της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.
Δήλωση απόδοσης της κράτησης υπέρ Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.
Αριθμός Λογαριασμού Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.    
(ο αριθμός και ο σχετικός αριθμός ΙΒΑΝ του λογαριασμού της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ σε πιστωτικό ίδρυμα ή την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του Άρθρου 5, όπως αναγράφονται στην ιστοσελίδα της www.eaadhsy.gr ή www.hsppa.gr)



Σημείωση: Η δήλωση αυτή υποβάλλεται από τους υπόχρεους προς παρακράτηση και απόδοση φορείς (αναθέτουσες αρχές, αναθέτοντες φορείς, Δ.Υ.Ε.Ε. ή Δ.Ο.Υ.) κατά περίπτωση, της κράτησης υπέρ Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. Διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που ο υπόχρεος αυτός είναι διαφορετικός από την αναθέτουσα αρχή / αναθέτοντα φορέα, η δήλωση υποβάλλεται από τον φορέα που έχει πραγματοποιήσει την παρακράτηση και απόδοση.
1. Στη στήλη (2) αναγράφεται η ονομασία της αναθέτουσας αρχής / αναθέτοντος φορέα.
2. Στη στήλη (3) αναγράφεται ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου της αναθέτουσας αρχής / αναθέτοντος φορέα.
3. στη στήλη 4 αναγράφεται ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου του αναδόχου.
4. Στη στήλη (5) αναγράφεται ο Αριθμός Διαδικτυακής Ανάρτησης Μητρώου (ΑΔΑΜ) που δίδεται μετά την ανάρτηση της σύμβασης στο Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων (Άρθρο 11 του ν. 4013/2011 - ΦΕΚ 204 Α').
5. Στη στήλη (6) αναγράφεται το συνολικό ποσό του συμβατικού τιμήματος. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει σύμβαση, αναγράφεται το ποσό της Απόφασης Ανάληψης Υποχρέωσης. Σε περίπτωση πολυετών δαπανών το συνολικό ποσό της απόφασης πολυετών δαπανών, της παραγράφου 2 του Άρθρου 5 του π.δ. 113/2010 (ΦΕΚ Α' 194).
6. Στη στήλη (7) αναγράφεται το ύψος του ποσού που αποδίδεται κάθε φορά.

7. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 «Διαδικασία συμψηφισμού και επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών» προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής.
«4 Για την έκδοση του χρηματικού εντάλματος και την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιστροφής, απαιτείται η προσκόμιση φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητα, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις».

Άρθρο 2
Έναρξη ισχύος


Η παρούσα απόφαση ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 31 Μαΐου 2017

Ο Αναπληρωτής Υπουργός
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

Αριθμ. 2/43535/0004/2017 Συγκρότηση και ορισμός μελών Ομάδας Εργασίας του άρθρου 196, παρ. 6 του ν.4389/2016 (Α'94), όπως ισχύει και ρύθμιση σχετικών με το έργο και τη λειτουργία της θεμάτων

$
0
0
Αριθμ. 2/43535/0004

(ΦΕΚ Β' 1997/09-06-2017)

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) του άρθρου 196 παρ. 6 του ν.4389/2016 «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» (Α' 94), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 73 του ν.4472/2017 (Α'74),
β) του ν.2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Α'50), όπως ισχύει,
γ) του ν.3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων» (Α'309), όπως ισχύει,
δ) του ν.3691/2008 «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και Άλλες διατάξεις» (Α'166), όπως ισχύει ,
ε) του ν.3469/2006 «Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και άλλες διατάξεις» (Α'131),
στ) των άρθρων 13 έως 15 του ν.2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (Α'45), όπως ισχύει,
ζ) του Π.Δ. 25/2014 «Ηλεκτρονικό Αρχείο και ψηφιοποίηση εγγράφων» (Α' 44), όπως ισχύει,
η) του Π.Δ. 111/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α'178), όπως ισχύει,

3.α) τα από 7.6.2017 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από το Γραφείο του Υπουργού Οικονομικών.
β) Το από 6.6.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από το Γραφείο της Γενικής Γραμματέως Δημόσιας Περιουσίας.
γ) Τις προτάσεις των συναρμόδιων υπηρεσιών και φορέων για τον ορισμό εκπροσώπων τους.

4. Την ανάγκη εντοπισμού στο Μητρώο Ακίνητης Περιουσίας (Μ.Α.Π.) της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας ακινήτων που πληρούν κριτήρια τα οποία τα καθιστούν κατάλληλα για αξιοποίηση.

5. Το γεγονός ότι από την απόφαση αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού εξόδων του Υπουργείου Οικονομικών,

αποφασίζουμε:

Α. Συγκροτούμε στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας (Γ.Γ.Δ.Π.) του Υπουργείου Οικονομικών (ΥΠΟΙΚ) Ομάδα Εργασίας για τον εντοπισμό στο Μητρώο Ακίνητης Περιουσίας (ΜΑΠ) της Γ.Γ.Δ.Π. ακινήτων που πληρούν κριτήρια τα οποία τα καθιστούν κατάλληλα για αξιοποίηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 196, παρ. 6 του ν.4389/2016 (Α' 94), όπως ισχύει, και ορίζουμε τα μέλη της ως εξής:

1. Δημήτριο Κλαπανάρη του Γεωργίου, που υπηρετεί σε θέση Ειδικού Συμβούλου στο Γραφείο της Γενικής Γραμματέως Δημόσιας Περιουσίας, ως Συντονιστή.
2. Παναγιώτα Μούρτζινου του Κωνσταντίνου, υπάλληλο με βαθμό Α', του κλάδου ΠΕ Μηχανικών, που υπηρετεί στη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της Γ.Γ.Δ.Π.
3. Ασπασία Κουρούμαλη, Προϊσταμένη Διεύθυνσης Προϋπολογισμού και Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
4. Βαγγέλη Παπαδάκη, Επιστημονικό Συνεργάτη της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού.
5. Ευμορφία Φλώρου, Αναπληρώτρια Προϊσταμένη Διεύθυνσης Κτηριακής και Υλικοτεχνικής Υποδομής του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με αναπληρωτή της τον Αλέξανδρο Πρινιά, Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό που υπηρετεί στο Γραφείου του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.
6. Εμμανουήλ Μαγγανάρη του Παντελή, Προϊστάμενο Τμήματος Ανάπτυξης Διεύθυνσης Παρακολούθησης Εποπτευόμενων Φορέων του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.
7. Ανδρέα Ψαθά του Κωνσταντίνου, Εμπειρογνώμονα Διπλωματούχο Αγρονόμο Τοπογράφο Μηχανικό του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.
8. Αλέξανδρο Παπαθεοδώρου, Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Προϋπολογισμού και Δημοσιονομικών Αναφορών της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
9. Άννα Λάμπρου, Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό που υπηρετεί στο γραφείο της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
10. Αικατερίνη Σκιά, Σύμβουλο στο Γραφείο της Αναπληρώτριας Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
11. Αγγελική Χονδροματίδου, Διευθύντρια του Γραφείου της Υπουργού Τουρισμού.
12. Μαριάνθη Ανδρέου, Σύμβουλο/Συνεργάτη της Υπουργού Τουρισμού.
13. Κανέλλα Λεβεντογιάννη, μόνιμη υπάλληλο με βαθμό Α' του κλάδου ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού, του Τμήματος Προμηθειών, Διαχείρισης Υλικού και Εγκαταστάσεων της Διεύθυνσης Προμηθειών, Υποδομών και Διαχείρισης Υλικού της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Διοικητικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης.
14. Ιωάννη Λάμπρη, δικηγόρος σε θέση ειδικού συνεργάτη στο πολιτικό Γραφείο της Υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης.
15. Χαρίκλεια Τσακμάκη, Προϊσταμένη της Τεχνικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών.
16. Αντωνία Δαμίγου, Σύμβουλο του Υπουργού Εξωτερικών.
17. Γεώργιο Μουτεβελή του Νέστορος, Αγρονόμο Τοπογράφο Μηχανικό, Ειδικό Σύμβουλο στο Γραφείο του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών.
18. Γεώργιο Τασιολάμπρο του Κωνσταντίνου, κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού με βαθμό Α', Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.
19. Ηράκλειτο Αντωνιάδη του Αλέξανδρου, αποσπασμένο μόνιμο υπάλληλο στο Γραφείο του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης.
20. Ευάγγελο Βαλμά του Δημοσθένη, μόνιμο υπάλληλο με βαθμό Α' του κλάδου ΠΕ Διοικητικός-Οικονομικός, Προϊστάμενο του Τμήματος Οικονομικής Διαχείρισης της Διεύθυνσης Οικονομικών και Διοικητικών Υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας του Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης.
21. Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου, Γενικό Γραμματέα Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής.
22. Βασιλική Σκαραμαγκά, Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής.
23. Κυριάκο Δημάγγελο, συνεργάτη του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, με αναπληρωτή του τον Στέργιο Πό- ραβο, συνεργάτη του Υπουργού Υγείας.
24. Γιώργο Αγγελή, Συνεργάτη του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
25. Βασιλική Ντουφεξή, Προϊσταμένη Τμήματος Εμπραγμάτων Δικαιωμάτων και Νομικών Υποθέσεων, της Διεύθυνσης Διαχείρισης Ακίνητης Περιουσίας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
26. Παναγιώτα Αλειφεροπούλου του Ιωάννου, μόνιμη πολιτική υπάλληλο, Προϊσταμένη Τμήματος Προγραμματισμού και Μελετών Κτιριακών Έργων της Διεύθυνσης Λιμενικών και Κτιριακών Υποδομών της Γενικής Γραμματείας Λιμένων, Λιμενικής Πολιτικής και Ναυτιλιακών Επενδύσεων του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
27. Μαρία Κυριάκου του Ευαγγέλου, Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό που υπηρετεί στο Γραφείο του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
28. Αικατερίνη Πατσαδέλη του Γεωργίου, υπάλληλο του κλάδου ΠΕ Μηχανικών με βαθμό Α' της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών, με αναπληρώτρια της την Ευθαλία Καβύρη του Ιωάννη, υπάλληλο του κλάδου Π Ε Μηχανικών με βαθμό Α' της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
29. Κατερίνα Μπούμπα, Ειδική Σύμβουλο του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας με αναπληρώτρια της Ελένη Μίσσα, Προϊσταμένη Τμήματος Προμηθειών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
30. Θεολόγο Συμεωνίδη του Χαραλάμπους, Αντιπτέραρχο εν αποστρατεία, Διευθυντής Γραφείου Υπουργού Εθνικής Άμυνας.
31. Γεώργιο Ζησιμάτο του Γερασίμου, Διευθυντή της Υπηρεσίας Αξιοποίησης Ακίνητης Περιουσίας Ενόπλων Δυνάμεων.
32. Κυριακή Κουτσούμπα, Διευθύντρια Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εσωτερικών.
33. Νικόλαο Δελλή, Προϊστάμενο Γραφείου Διαχείρισης Υλικού και Εγκαταστάσεων του Υπουργείου Εσωτερικών.
34. Γεώργιο Παπαχρήστου του Θωμά, Δικηγόρο παρ' Εφέταις και Διδάκτορα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ως εκπρόσωπο του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ.).
35. Παναγιώτη Μαυραγάνη του Γεωργίου, Αρχιτέκτονα Μηχανικό, ως εκπρόσωπο του Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ.
36. Βασίλειο Κωστοβασίλη του Ιωάννη, Αρχιτέκτονα Πολεοδόμο, ως εκπρόσωπο της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε.).
37. Κωνσταντίνο Πλαστήρα του Νικολάου, Δικηγόρο, ως εκπρόσωπο της ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε.
38. Σπυρίδωνα Ρουβά του Ανδρέα, Ειδικό Σύμβουλο που υπηρετεί στο Γραφείο της Γενικής Γραμματέως Οικονομικής Πολιτικής.
39. Χρήστο Τσίτσικα του Ευθυμίου, υπάλληλο του κλάδου ΠΕ Τελωνειακών που υπηρετεί στο Γραφείο του Υπουργού Οικονομικών.

Χρέη Γραμματέα της Ομάδας θα ασκεί ο Μαρίνος Παπαδάκης του Ιωάννη, υπάλληλος με βαθμό Α' του κλάδου ΠΕ Εφοριακών που υπηρετεί στο Γραφείο της Γενικής Γραμματέως Δημόσιας Περιουσίας.

Β. Έργο της Ομάδας Εργασίας είναι ο εντοπισμός ακινήτων στο Μητρώο Ακίνητης Περιουσίας του άρθρου 20 του ν.3965/2011 (Α'113) που τηρείται στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών και σε αρχεία συναρμοδίων Υπουργείων, τα οποία πληρούν κριτήρια που τα καθιστούν κατάλληλα για αξιοποίηση.

Γ. α) Η Ομάδα Εργασίας, κατά την πρώτη συνεδρίαση της, καθορίζει το χρονοδιάγραμμα ενεργειών και τη μέθοδο εργασίας της.
β) Οι εργασίες της Ομάδας θα γίνονται με χρήση υπολογιστών που βρίσκονται στο εσωτερικό δίκτυο SYZEFXIS του ΥΠΟΙΚ και έχουν πρόσβαση στην εφαρμογή Μητρώου Ακίνητης Περιουσίας της Γ.Γ.Δ.Π. Για το σκοπό αυτό, θα διατεθούν υπολογιστές στα μέλη της Ομάδας σε συνεργασία με τις υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης με εγκατεστημένο το απαραίτητο λογισμικό.
γ) Για την πρόσβαση στους υπολογιστές αυτούς, θα υπάρχει ένας κοινός χρήστης για όλα τα μέλη.
δ) Οι χρήστες θα έχουν σε κάθε συνεδρίαση πρόσβαση στην εφαρμογή του Μ.Α.Π. στα ακίνητα κυριότητας του Υπουργείου του οποίου ο εκπρόσωπος θα συμμετέχει στη συνεδρίαση, μόνο από συγκεκριμένες διευθύνσεις IP internet protocol. Η πρόσβαση θα ενεργοποιείται με αίτημα της Γ.Γ.Δ.Π. πριν από κάθε συνεδρίαση και θα απενεργοποιείται μετά το πέρας της.
ε) Τα μέλη της Ομάδας Εργασίας δια του ορισμού τους αποδέχονται και εγγυώνται την εμπιστευτικότητα και το απόρρητο των στοιχείων που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας κατά τις συνεδριάσεις της Ομάδας.

Δ. Τα κριτήρια έρευνας και εντοπισμού ακίνητων στο Μ.Α.Π. αφορούν χαρακτηριστικά θέσης ακινήτου, είδος και μέγεθος ακινήτου, επιτρεπόμενες χρήσεις, κατάσταση ακινήτου, τρέχουσα χρήση, προσβασιμότητα.
Ως προς το επίπεδο ωριμότητας του ακινήτου, μπορούν να αναζητούνται στοιχεία που αφορούν τους τίτλους ιδιοκτησίας, πολεοδομικά στοιχεία, αρχαιολογικές και περιβαλλοντικές δεσμεύσεις, πράξεις χαρακτηρισμού δασαρχείου, υπάρχον ΚΑΕΚ, ύπαρξη καθορισμού αιγιαλού, κατοχή από άλλους, ιδιοκτησιακές αμφισβητήσεις.
Για από τα στοιχεία που περιγράφονται ανωτέρω και δεν είναι καταχωρημένα στο Μ.Α.Π., εφόσον υπάρχει ενδιαφέρον για συγκεκριμένα ακίνητα, καθώς επίσης και για στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν το δημόσιο ή ιδιωτικό σκοπό του ακινήτου, ο εκπρόσωπος του αρμόδιου Υπουργείου, θα απευθύνει αίτημα προς τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου του για ηλεκτρονική συμπλήρωση του Μητρώου ή για παροχή στοιχείων από το φυσικό αρχείο που τηρείται στην Υπηρεσία.
Για ακίνητα ενδιαφέροντος, για τα οποία υπάρχουν ελλιπή στοιχεία, μπορεί μετά από ενημέρωση της Ομάδας Εργασίας και μέσω του εκπροσώπου του αρμόδιου Υπουργείου, να δίνεται στην ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε. η συγκατάθεση του Υπουργείου για περαιτέρω νομικό και τεχνικό έλεγχο στοιχείων με δικά της μέσα.
Για την πρόοδο της αξιοποίησης των ακινήτων, η ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε. οφείλει να ενημερώνει την Ομάδα Εργασίας προκειμένου να προγραμματίζονται οι διαδικασίες και εργασίες της Ομάδας.

Ε. α) Η Ομάδα Εργασίας θα συνεδριάζει εντός του κανονικού ωραρίου λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών στο κατάστημα που στεγάζονται Υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας, επί της οδού Καραγεώργη Σερβίας 8, σε τακτές ημερομηνίες που θα καθορίζονται από το Συντονιστή της, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών της.
β) Για τους ιδιώτες - μέλη της Επιτροπής δεν προβλέπεται αποζημίωση.
γ) Η διάρκεια της ορίζεται μέχρι την ολοκλήρωση του έργου της.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 8 Ιουνίου 2017

Ο Υπουργός
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

ΠΟΛ.1080/2017 Διευκρινίσεις αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26 του ν.4172/2013 σε περίπτωση κήρυξης του οφειλέτη σε πτώχευση ή υπαγωγής αυτού σε προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης

$
0
0
Αθήνα, 9 Ιουνίου 2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ


 
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'

Ταχ. Δ/νση:Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:101 84 Αθήνα
Πληροφορίες:Ε. Πλάνη
Τηλέφωνο:210 - 3375312
Fax:210 - 3375001
E-Mail:d12.b@vo.svzefxis.gov.gr
Url:www.aade.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

ΠΟΛ 1080/2017

Θέμα: «Διευκρινίσεις αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26 του ν.4172/2013 σε περίπτωση κήρυξης του οφειλέτη σε πτώχευση ή υπαγωγής αυτού σε προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης»


Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Με τις διατάξεις του Πρώτου Κεφαλαίου (άρθρα 1 επ.) του ν.3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας, ΠτΚ) ρυθμίζεται η διαδικασία κήρυξης ενός προσώπου σε πτώχευση. Ειδικότερα:

(α) Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 ΠτΚ ορίζεται ότι η πτώχευση κηρύσσεται μετά από αίτηση πιστωτή που έχει έννομο συμφέρον, καθώς και μετά από αίτηση του εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος, ενώ με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 10 του ΠτΚ ορίζεται ότι μετά την υποβολή της αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, ο πρόεδρος του αρμόδιου κατά το άρθρο 4 ΠτΚ δικαστηρίου, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. Κ.Πολ.Δ.), μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, μέχρι να δημοσιευθεί η Απόφαση επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης. Ο πρόεδρος μπορεί, ιδίως, να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, να ορίσει μεσεγγυούχο.

(β) Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 ΠτΚ ορίζεται ότι ο πτωχευτικός πιστωτής, όπως αυτός ορίζεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεών του μόνο μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας, εκτός εάν στον Κώδικα αυτό ορίζεται διαφορετικά, και, επιπλέον, με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 25 του ίδιου ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26 («Ρυθμίσεις για τους ενέγγυους πιστωτές)», από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ' αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.

2. Ακόμη, με τις διατάξεις του Έκτου Κεφαλαίου (άρθρα 99 επ.) του Πτωχευτικού Κώδικα ρυθμίζεται η προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης και θεσπίζεται ειδικό νομοθετικό πλαίσιο προστασίας της επιχείρησης που υπάγεται στη διαδικασία αυτή έναντι των πιστωτών της. Ειδικότερα:

(α) Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 106 ΠτΚ, όπως ισχύουν, ορίζεται ότι από την κατάθεση της συμφωνίας εξυγίανσης προς επικύρωση και μέχρι την έκδοση απόφασης από το πτωχευτικό δικαστήριο για την επικύρωση ή μη της συμφωνίας εξυγίανσης, αναστέλλονται αυτόματα τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν την υποβολή της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης.

(β) Επίσης, με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 106α ΠτΚ, όπως ισχύουν, το πτωχευτικό δικαστήριο ή κατά περίπτωση ο πρόεδρός του, με απόφαση που λαμβάνεται κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δύναται, μετά την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, να διατάξει και οποιοδήποτε άλλο από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 ΠτΚ προληπτικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά καταλαμβάνουν τις απαιτήσεις που έχουν γεννηθεί πριν από την υποβολή της αίτησης επικύρωσης και μπορούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αίτησης επικύρωσης.

Τα ζητήματα που ρυθμίζονται με τις ως άνω διατάξεις είναι αντίστοιχα με αυτά που ρυθμίζονταν με τις διατάξεις του άρθρου 103 ΠτΚ, όπως αυτές ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του ν.4446/2016.

(γ) Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 106γ ΠτΚ, από την επικύρωσή της, η συμφωνία εξυγίανσης δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτή, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι ή δεν ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας εξυγίανσης. Δεν δεσμεύονται πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων γεννήθηκαν μετά την έκδοση της απόφασης που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης.

3.    Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 26 του ν.4172/2013 παρέχεται η δυνατότητα έκπτωσης, για φορολογικούς σκοπούς, των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων ανάλογα με το ποσό της απαίτησης και το χρόνο που παραμένει ανείσπρακτη, εφόσον έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης.

4.    Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 26 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι απαίτηση δύναται να διαγραφεί για φορολογικούς σκοπούς μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
α) έχει προηγουμένως εγγραφεί ποσό που αντιστοιχεί στην οφειλή ως έσοδο, β) έχει προηγουμένως διαγραφεί από τα βιβλία του φορολογούμενου και γ) έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης.

5.    Όπως διευκρινίστηκε με την ΠΟΛ.1056/2015 εγκύκλιο, με την οποία κοινοποιήθηκαν οι ως άνω διατάξεις, με τις αναφερόμενες στην ως άνω περ. γ' «κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης» θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι η σχετική απαίτηση είναι ανεπίδεκτη είσπραξης, δηλαδή ότι ο οφειλέτης είναι πράγματι αφερέγγυος. Η αφερεγγυότητά του μπορεί να αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από τη συμφωνία εξυγίανσης που επικυρώνεται από το πτωχευτικό δικαστήριο σύμφωνα με το έκτο Κεφάλαιο του Πτωχευτικού Κώδικα, με την οποία προβλέπεται, μεταξύ άλλων, και η μείωση των απαιτήσεων των πιστωτών έναντι της επιχείρησης (παρ. 5 περ. δ') καθώς και από επίσημους ισολογισμούς από τους οποίους προκύπτει ότι η επιχείρηση αυτή δεν έχει περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, πάγια, χρεόγραφα κλπ.) για να ικανοποιήσει τους οφειλέτες σε περίπτωση επιχείρησης που κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της πτώχευσης. Επομένως, η κήρυξη του οφειλέτη σε κατάσταση πτώχευσης λόγω παύσης πληρωμών δεν επιφέρει από μόνη της απόσβεση της απαίτησης (παρ. 5 περ. ε').

6. Κατόπιν των ανωτέρω, παρέχονται οι ακόλουθες οδηγίες ως προς τη φορολογική μεταχείριση επισφαλών απαιτήσεων κατά οφειλετών που είτε έχουν υπαχθεί σε προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης ή έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση:

(Α) Σχηματισμός προβλέψεων

Σε περίπτωση υποβολής αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση ή για υπαγωγή στη διαδικασία εξυγίανσης σύμφωνα με τον ΠτΚ, σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν είχε ήδη σχηματίσει πρόβλεψη για το ποσό της επισφαλούς απαίτησης με βάση τις ενέργειες που είχε αναλάβει κατά το παρελθόν για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης, αυτός μπορεί να σχηματίσει φορολογικά αναγνωρίσιμη πρόβλεψη επισφαλούς απαίτησης, κατά τον χρόνο κατάθεσης της σχετικής αίτησης στο δικαστήριο, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 26 του ίδιου νόμου, πλην της προϋπόθεσης ανάληψης κατάλληλων ενεργειών για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης, δεδομένου ότι, με τις διατάξεις του ΠτΚ και ιδίως τα άρθρα 10, 25, 106 και 106α αυτού, θεσπίζεται ειδικό πλαίσιο προστασίας της επιχείρησης από τους πιστωτές τόσο σε περίπτωση αίτησης κήρυξής της σε πτώχευση όσο και σε περίπτωση αίτησης υπαγωγής της σε προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. Ειδικά σε περίπτωση αίτησης υπαγωγής του οφειλέτη σε προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, το ποσό της κατά τα ανωτέρω σχηματισθείσας πρόβλεψης επισφαλών απαιτήσεων δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό κατά το οποίο μειώνεται η απαίτηση με βάση την αίτηση υπαγωγής σε διαδικασία εξυγίανσης.

Τα ανωτέρω τελούν υπό την επιφύλαξη του περιορισμού που τίθεται στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 26 του ν.4172/2013.

Σε περίπτωση που το ποσό της απαίτησης για το οποίο σχηματίσθηκε η πρόβλεψη τελικά εισπραχθεί, η σχηματισθείσα πρόβλεψη θα ανακτηθεί άμεσα με τη μεταφορά του σχετικού ποσού στα κέρδη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 26 του ν.4172/2013.

(Β) Διαγραφή απαιτήσεων

Σε περίπτωση επικύρωσης από το πτωχευτικό δικαστήριο της συμφωνίας εξυγίανσης η οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη μείωση των απαιτήσεων των πιστωτών έναντι της επιχείρησης και εφόσον, πριν από την επικύρωσή της, δεν είχε σχηματισθεί πρόβλεψη για το ποσό της επισφαλούς απαίτησης που μειώνεται βάσει της συμφωνίας (ή είχε σχηματισθεί μικρότερη πρόβλεψη), οι πιστωτές, οι απαιτήσεις των οποίων καλύπτονται από τη συμφωνία, μπορούν να διαγράψουν οριστικά το μέρος της απαίτησης που καλύπτεται από τη συμφωνία και να εκπέσουν το σχετικό ποσό από τα ακαθάριστα έσοδα του φορολογικού έτους εντός του οποίου επικυρώνεται η συμφωνία εξυγίανσης από το πτωχευτικό δικαστήριο με βάση τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013. Ως προς το ποσό της μείωσης που καλύπτεται από τις ήδη σχηματισμένες προβλέψεις εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 26 του ν.4172/2013.

Ομοίως, δύναται να διαγραφεί οριστικά, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013, το μέρος της απαίτησης κατά πτωχής εταιρείας που δεν ικανοποιήθηκε από την πτωχευτική περιουσία, σε περίπτωση που η επιχείρηση δεν είχε σχηματίσει προηγουμένως πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων για το ποσό αυτό.

Τα παραπάνω ισχύουν και για το μέρος της διαγραφείσας απαίτησης που αφορά στο ποσό του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, το οποίο η επιχείρηση απέδωσε στο Δημόσιο χωρίς ωστόσο να το εισπράξει από τον πελάτη της, εφόσον από τις διατάξεις του ν.2859/2000 δεν παρέχεται η δυνατότητα μείωσης της φορολογητέας αξίας και επιστροφής του Φ.Π.Α. που αναλογεί στις σχετικές πράξεις (σχετ. η ΠΟΛ.1113/2015 εγκύκλιος).



Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Ε.Φ.Κ.Α. αρ. πρωτ.: ΔΙ.ΜΕΛ./Φ1/33/844554/2017 Στοιχεία απασχόλησης: Αύγουστος 2016

$
0
0
Αθήνα, 9/6/2017
Αρ. Πρωτ. ΔΙ.ΜΕΛ./Φ1/33/844554

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
 


Γεν. Δ/νση Στρατηγικής και Ανάπτυξης
Δ/νση Μελετών

Ταχ. Δ/νση: Ακαδημίας 22, 10671 Αθήνα
Πληροφορίες: Αριστείδης Δημακάκος
Τηλέφωνο : 210 3729669
fax    : 210 5223655
e-mail : d.meleton@efka.gov.gr

ΘΕΜΑ: «ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ: ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2016»

Από την επεξεργασία των «Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων» (Α.Π.Δ.) που υποβλήθηκαν για το Αύγουστο του 2016 και από τις εγγραφές, οι οποίες έχουν ελεγχθεί κατά το χρόνο επεξεργασίας, προέκυψαν τα ακόλουθα:

• ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ - ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ

Υποβλήθηκαν και επεξεργάστηκαν «Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις» (Α.Π.Δ.) από 248.513 κοινές επιχειρήσεις και 9.918 από οικοδομοτεχνικά έργα. Ο αριθμός των ασφαλισμένων οι οποίοι έχουν δηλωθεί στις Α.Π.Δ. ανέρχεται σε 1.981.501, εκ των οποίων 1.951.230 σε κοινές επιχειρήσεις και 30.271 σε οικοδομοτεχνικά έργα.

• ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Οι άνδρες αντιπροσωπεύουν το 54,31% των α σφαλισμένων στο σύνολο των επιχειρήσεων και το 53,62% στις κοινές επιχειρήσει ς. Στους εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση στις κοινές επιχειρήσεις οι άνδρες αντιπροσωπεύουν το 56,88%, ενώ με μερική απασχόληση το 45,92%.

Στο σύνολο των επιχειρήσεων 24,11% των ασφαλισμένων είναι έως 29 ετών και 54,86% έως 39 ετών. Επίσης, 71,09% του συνόλου των ασφαλισμένων είναι ηλικίας 25 έως 49 ετών, στις κοινές επιχειρήσεις 71,16% και στα οικοδομοτεχνικά έργα είναι 66,26%. Τέλος, στο σύνολο των επιχειρήσεων, 17,11% των ασφαλισμένων είναι 50 έως 64 ετών, στις κοινές επιχειρήσεις 16,89% και στα οικοδομοτεχνικά έργα είναι 30,82%.

Στο σύνολο των ασφαλισμένων 88,19% έχουν Ελληνική υπηκοότητα, 2,65% άλλης χώρας Ε.Ε. και 9,16% χώρας εκτός Ε.Ε.

Στους ασφαλισμένους στις κοινές επιχειρήσεις 88,64% έχουν Ελληνική υπηκοότητα, 2,66% άλλης χώρας Ε.Ε. και 8,71% χώρας εκτός Ε.Ε., ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στα οικοδομοτεχνικά έργα είναι 59,23%, 2,18% και 38,59%.

Οι αλλοδαποί άνδρες αντιπροσωπεύουν το 12,20% των ασφαλισμένων ανδρών και οι αλλοδαπές γυναίκες το 11,36% των ασφαλισμένων γυναικών.

Στο σύνολο των αλλοδαπών ασφαλισμένων 52,46% έχουν Αλβανική υπηκοότητα.

Στους αλλοδαπούς άντρες, 55,77% είναι Αλβανικής υπηκοότητας, ακολουθούν οι υπήκοοι του Πακιστάν με 7,90%, και της Βουλγαρίας με 5,06%.

Στις αλλοδαπές γυναίκες, 48,23%, είναι Αλβανικής υπηκοότητας, ακολουθούν οι ασφαλισμένες Βουλγαρικής υπηκοότητας με 11,59% και Ρουμάνικης με 7,96%.

Η οικονομική δραστηριότητα των ασφαλισμένων έχει ως εξής: Στο σύνολο των ασφαλισμένων, 21,62% απασχολείται στον κλάδο «Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο», 21,58% στον κλάδο «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια» και 13,63% στις «Μεταποιητικές Βιομηχανίες».

22,37% των ασφαλισμένων με Ελληνική υπηκοότητα απασχολείται στο «Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο», 19,01% σε «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια» και 13,39% στις «Μεταποιητικές Βιομηχανίες».

47,66% των ασφαλισμένων με υπηκοότητα άλλης χώρας Ε.Ε. απασχολείται σε «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια», 13,32% στο «Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο» και 10,37% στις «Μεταποιητικές Βιομηχανίες».

Στους ασφαλισμένους Αλβανικής υπηκοότητας, 41,80% εργάζεται σε «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια», 15,15% στις «Μεταποιητικές Βιομηχανίες» και 14,48% στο «Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο».

Στους υπόλοιπους αλλοδαπούς ασφαλισμένους (πλην αυτών της Ε.Ε. και των Αλβανών υπηκόων) 32,55% απασχολείται σε «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια», 21,77% σε «Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο» και 20,45% στο «Μεταποιητικές Βιομηχανίες».

Από τους εργαζόμενους στις «Κατασκευές» το 25,89% είναι αλλοδαποί, ενώ στο συγκεκριμένο κλάδο απασχολείται το 3,78% των ασφαλισμένων. Από τους εργαζόμενους σε «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια» το 22,33% είναι αλλοδαποί, ενώ στο συγκεκριμένο κλάδο απασχολείται το 21,58% των ασφαλισμένων. Ακόμη, από τους εργαζόμενους στις «Μεταποιητικές Βιομηχανίες» το 13,36% είναι αλλοδαποί, ενώ στο συγκεκριμένο κλάδο απασχολείται το 13,63% των ασφαλισμένων.

Η κατηγορία επαγγέλματος στην οποία απασχολείται ο μεγαλύτερος αριθμός ασφαλισμένων στις κοινές επιχειρήσεις, είναι «Υπάλληλοι Γραφείου» με ποσοστό 21,59%.

27,02% των ασφαλισμένων με Ελληνική υπηκοότητα είναι «Υπάλληλοι Γραφείου», 26,41% είναι «Απασχολούμενοι στην Παροχή Υπηρεσιών και ως Πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές», ενώ 13,37% είναι «Ανειδίκευτοι Εργάτες, Χειρώνακτες και Μικροεπαγγελματίες».

37,50% των ασφαλισμένων με υπηκοότητα άλλης χώρας Ε.Ε. απασχολούνται στην «Παροχή Υπηρεσιών και ως Πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές», 28,35% είναι «Ανειδίκευτοι Εργάτες, Χειρώνακτες και Μικροεπαγγελματίες» και 16,33% είναι «Υπάλληλοι Γραφείου».

Οι ασφαλισμένοι Αλβανικής υπηκοότητας στη συντριπτική τους πλειοψηφία (42,67%) απασχολούνται ως «Ανειδίκευτοι Εργάτες, Χειρώνακτες και Μικροεπαγγελματίες», 33,66% απασχολούνται στην «Παροχή Υπηρεσιών και ως Πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές» και 9,35% ως «Ειδικευμένοι Τεχνίτες». Σχετικά με τους υπόλοιπους αλλοδαπούς ασφαλισμένους (πλην αυτών της Ε.Ε και των Αλβανών υπηκόων) 40,43% απασχολούνται ως «Ανειδίκευτοι Εργάτες, Χειρώνακτες και Μικροεπαγγελματίες», 29,10% στην «Παροχή Υπηρεσιών και ως Πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές» και 11,77% ως «Υπάλληλοι Γραφείου».

• ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

Στο σύνολο των ασφαλισμένων η μέση απασχόληση είναι 22,02 ημέρες, στους ασφαλισμένους στις κοινές επιχειρήσεις 22,15 και στους ασφαλισμένους στα οικοδομοτεχνικά έργα 13,14.

Στο σύνολο των κοινών επιχειρήσεων, σε ασφαλισμένους με πλήρη απασχόληση, το μέσο ημερομίσθιο ανέρχεται σε 49,96€ και ο μέσος μισθός σε 1.182,76€, αντίστοιχα στη μερική απασχόληση ανέρχονται σε 23,58€ και 427,35€. Στα οικοδομοτεχνικά έργα το μέσο ημερομίσθιο είναι 40,42€ και ο μέσος μισθός 531,12€. Επισημαίνεται ότι στις κοινές επιχειρήσεις η μέση απασχόληση και το μέσο ημερομίσθιο έχουν υπολογιστεί για τις ασφαλιστέες ημέρες, ενώ στα οικοδομοτεχνικά έργα για τις πραγματοποιηθείσες ημέρες.

Στις επιχειρήσεις με λιγότερους από δέκα μισθωτούς, το μέσο ημερομίσθιο πλήρους απασχόλησης ανέρχεται στο 63,50% του μέσου ημερομισθίου των ασφαλισμένων σε επιχειρήσεις με πάνω από δέκα μισθωτούς, ενώ ο μέσος μισθός ανέρχεται σε 60,65%.

Το μέσο ημερομίσθιο των γυναικών στις κοινές επιχειρήσεις με πλήρη απασχόληση αντιπροσωπεύει το 85,39% του αντίστοιχου ημερομισθίου των ανδρών, ενώ στη μερική απασχόληση το 97,66%.

• ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2016 - ΙΟΥΛΙΟΥ 2016

Ο αριθμός των ασφαλισμένων στις κοινές επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 1,04%, στα οικοδομοτεχνικά έργα μειώθηκε κατά 7,76% και στο σύνολο των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 1,15%.

Ο αριθμός των αλλοδαπών ασφαλισμένων μειώθηκε κατά 1,29%. Η μέση απασχόληση στις κοινές επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 2,31%, στα οικοδομοτεχνικά έργα μειώθηκε κατά 5,40% και στο σύνολο των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 2,28%.

To μέσο ημερομίσθιο στις κοινές επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 0,09% και στα οικοδομοτεχνικά έργα μειώθηκε κατά 1,44%.

Ο μέσος μισθός στις κοινές επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 2,23% και στα οικοδομοτεχνικά έργα μειώθηκε κατά 6,76%.

• ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2016 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2015

Ο αριθμός των ασφαλισμένων στις κοινές επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 5,44%, στα οικοδομοτεχνικά έργα αυξήθηκε κατά 12,88% και στο σύνολο των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 5,55%. Ο αριθμός των ασφαλισμένων αυξήθηκε στις κοινές επιχειρήσεις με πλήρη απασχόληση κατά 3,42%, ενώ με μερική απασχόληση αυξήθηκε κατά 14,49%.

Ο αριθμός των αλλοδαπών ασφαλισμένων αυξήθηκε κατά 7,29%.

Το ποσοστό των ασφαλισμένων γυναικών επί του συνόλου των ασφαλισμένων μειώθηκε από 46,28% σε 45,69%.

Η μέση απασχόληση στις κοινές επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 0,18%, ενώ στα οικοδομοτεχνικά έργα αυξήθηκε κατά 6,74%.

To μέσο ημερομίσθιο στις κοινές επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 2,09%, στα οικοδομοτεχνικά έργα αυξήθηκε κατά 1,89% και στο σύνολο μειώθηκε κατά 2,07%.

Ο μέσος μισθός μειώθηκε στις κοινές επιχειρήσεις κατά 2,24% και στα οικοδομοτεχνικά έργα αυξήθηκε κατά 8,76%.

Στις κοινές επιχειρήσεις με πλήρη απασχόληση το μέσο ημερομίσθιο μειώθηκε κατά 1,13%, ενώ ο μέσος μισθός μειώθηκε κατά 0,55%.

Επισυνάπτουμε έξι πίνακες με συγκεντρωτικά στοιχεία. Αναλυτικότερα στοιχεία μπορείτε να αναζητήσετε από την ιστοσελίδα του ΕΦΚΑ www.efka.qov.gr, τα οποία καταχωρούνται στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα.




Η ΠΡ/ΝΗ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ   
Π. ΠΕΡΠΕΡΙΔΟΥ   

ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Ο ΠΡ/ΝΟΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
Γ. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. αρ. 26/2017 Υπενθύμιση οδηγιών σχετικά με την εκκαθάριση αρχείων

$
0
0

Αθήνα, 12 Ιουνίου 2017
Αριθμ. Πρωτ.: 853592
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ

Ταχ. Δ/νση : Αγίου Κωνσταντίνου 8
Ταχ. Κώδικας: 102 41 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες : Ε. Καπακουλάκη
Τηλέφωνο : 210-52.15.222 210-52.15.221 210-52.15.224

ΕΠΕΙΓΟΝ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 26

ΘΕΜΑ : «Υπενθύμιση οδηγιών σχετικά με την εκκαθάριση αρχείων».


Είναι γνωστό ότι η ορθολογική οργάνωση των αρχείων των υπηρεσιών συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, στην επαρκέστερη και ταχύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών, διευκολύνει τους δημόσιους υπαλλήλους στη διεξαγωγή της εργασίας τους, στον εύκολο εντοπισμό των αναζητούμενων εγγράφων, στη διασφάλιση από την αλλοίωση ή άλλους ενδεχόμενους κινδύνους καταστροφής των πραγματικά χρήσιμων εγγράφων, στην εξοικονόμηση χώρου και στην καλύτερη αξιοποίηση του προσωπικού. Για τους παραπάνω λόγους κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική η διαδικασία της εκκαθάρισης των αρχείων, η οποία μέσα στα πλαίσια της ίδρυσης του ΕΦΚΑ θα πρέπει να εφαρμοστεί από όλους τους πρώην φορείς κοινωνικής ασφάλισης που τον απαρτίζουν.

Τα παρακάτω Προεδρικά Διατάγματα καθορίζουν τον χρόνο που πρέπει να διατηρούνται τα έγγραφα στο αρχείο καθώς και την διαδικασία εκκαθάρισης των αρχείων:

1. Π.Δ. 162/1979 «Περί Εκκαθαρίσεως των Αρχείων των Δημοσίων Υπηρεσιών» (ΦΕΚ 42/τ.Α')

2. Π.Δ. 768/1980 «Περί Εκκαθαρίσεως των Αρχείων των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (ΦΕΚ 186/τ.Α)

3. Π.Δ. 87/1981 «Περί Εκκαθαρίσεως των Αρχείων των Δημοσίων Υπηρεσιών και Ν.Π.Δ.Δ.» (ΦΕΚ 27/τ.Α') 

4. Π.Δ. 480/1985 «Εκκαθάριση των Αρχείων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Ιδρυμάτων, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Συνδέσμων αυτών» (ΦΕΚ 173/ τ. Α')

5. Π.Δ. 128/1986 «Εκκαθάριση των αρχείων των ασφαλιστικών οργανισμών (Ν.Π.Δ.Δ.) πλην Ο.Γ.Α.» (ΦΕΚ 47/τ. Α')

Έχει διαπιστωθεί ότι δεν τηρούνται οι νόμιμες διαδικασίες στην εκκαθάριση των αρχείων, γεγονός που επιφέρει οικονομική επιβάρυνση για τον ΕΦΚΑ, λόγω της ανάγκης μίσθωσης επιπλέον χώρων για τη στέγαση αρχείων. Για το λόγο αυτό η τήρηση της ανωτέρω διαδικασίας θα πρέπει εφεξής να ελέγχεται κατά τη διαδικασία της επιθεώρησης από τις αρμόδιες υπηρεσίες.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Π.Δ. 162/1979, του άρθρου 9 του Π.Δ. 768/1980 και του άρθρου 9 του ΠΔ 480/1985, η περιοδική εκκαθάριση των αρχείων θα πρέπει να γίνεται στο πρώτο τρίμηνο κάθε έτους με την ευθύνη των προϊσταμένων Διευθύνσεων όλων των υπηρεσιακών μονάδων. Στις κεντρικές και περιφερειακές υπηρεσίες μας τηρούνται αρχεία στα οποία φυλάσσονται τα έγγραφα και λοιπά στοιχεία μετά τη διεκπεραίωση των υποθέσεων στις οποίες αναφέρονται. Τα αρχεία αυτά χαρακτηρίζονται από τους υπαλλήλους σε οριστικά και προσωρινά από τα οποία τα πρώτα διατηρούνται «εις το διηνεκές» και τα δεύτερα για ορισμένο χρόνο, ανάλογα με τις διατάξεις των ανωτέρω Π.Δ. που προβλέπουν το χρονικό διάστημα τήρησής τους. Αναλυτικότερα:

Διαδικασία Εκκαθάρισης Αρχείων

Συνοπτικά η διαδικασία εκκαθάρισης των αρχείων περιλαμβάνει τα παρακάτω βήματα σύμφωνα με τις διατάξεις των Π.Δ. 768/1980 και 480/1985.

Βήμα 1ο : Συγκρότηση Τριμελούς Επιτροπής
Σε κάθε υπηρεσιακή μονάδα συστήνεται τριμελής επιτροπή, η οποία επιφορτίζεται με το έργο της εκκαθάρισης. Αρμοδιότητα για τη σύστασή της έχει ο προϊστάμενος Διεύθυνσης της κάθε υπηρεσιακής μονάδας.

Βήμα 2ο : Εξέταση φακέλων αρχείου- Σύνταξη πρακτικού εκκαθάρισης

Η επιτροπή συνεδριάζει με παρόντα όλα τα μέλη, εξετάζει τους φακέλους του αρχείου και χαρακτηρίζει τα έγγραφα ως: α) καταστρεπτέα, β) διατηρητέα στο διηνεκές και γ) διατηρητέα για ορισμένο χρόνο, κατ' εφαρμογή των ανωτέρω αναφερόμενων Π .Δ.. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στα αρχεία που τηρούνται προκειμένου να γίνει ο κατασταλτικός έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Η επιτροπή καταγράφει σε πίνακες την περίληψη και την χρονολογία των κατά την κρίση της καταστρεπτέων εγγράφων και τηρεί πρακτικά κατά τη διάρκεια των εργασιών της, τα οποία υπογράφονται από όλα τα μέλη της. Λαμβάνει τις αποφάσεις της κατά πλειοψηφία, αναγράφοντας στα πρακτικά και την άποψη της μειοψηφίας.

Βήμα 3ο : Έκδοση Απόφασης
Οι επιτροπές υποβάλλουν τα σχετικά πρακτικά με τους πίνακες προς την υπηρεσία τους προκειμένου να εκδοθεί απόφαση καταστροφής ή διατήρησης του αρχειακού υλικού, υπογεγραμμένη από τον αρμόδιο προϊστάμενο Διεύθυνσης.

Βήμα 4ο : Πρόσκληση Γενικών Αρχείων του Κράτους (Γ.Α.Κ.)
Μετά την έκδοση της απόφασης καταστροφής, καλούνται εγγράφως και «επί αποδείξει»τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, προκειμένου να επιλέξουν τα ιστορικού ενδιαφέροντος έγγραφα. Τα Γ.Α.Κ. ενδιαφέρονται για το αρχειακό υλικό με την ευρεία του έννοια. Ως τέτοιο θεωρείται το υλικό που παράγεται από τις δημόσιες υπηρεσίες, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για έγγραφα ή οπτικοακουστικό υλικό καθώς και υλικό που αποθηκεύτηκε σε μέσα αποθήκευσης δεδομένων. Η προθεσμία εντός της οποίας τα Γ.Α.Κ. θα πραγματοποιήσουν την προαναφερόμενη επιλογή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Π.Δ. 87/1981, οι οποίες αντικατέστησαν τις αυτές της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του Π.Δ. 768/1980, είναι εννέα (9) μήνες για υπηρεσίες του νομού Αττικής και ένα (1) έτος για υπηρεσίες λοιπών νομών της χώρας.
Εάν το αναφερόμενο προς εκκαθάριση υλικό, βάσει απάντησης-έγκρισης από τα Γ.Α.Κ., χαρακτηριστεί ιστορικού ενδιαφέροντος, πρέπει, κατόπιν συνεννόησης μεταξύ των δύο υπηρεσιών, να αποστέλλεται στην Υπηρεσία των Γ.Α.Κ. ή να φυλάσσεται στις υπηρεσίες του ΕΦΚΑ μέχρι νεότερων οδηγιών, ενώ για το χαρακτηριζόμενο ως καταστρεπτέο, ακολουθείται το επόμενο βήμα. Αναλυτικές πληροφορίες για τις κεντρικές και περιφερειακές υπηρεσίες των Γ.Α.Κ. στις οποίες θα πρέπει να απευθυνθούν οι υπηρεσίες μας θα βρείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.gak.gr.
Η ενημέρωση των Γ.Α.Κ. αποτελεί απαραίτητο βήμα της διαδικασίας της εκκαθάρισης, διότι κανένα έγγραφο δεν μπορεί να καταστραφεί χωρίς την προηγούμενη έγκρισή τους. Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων των ΓΑΚ, οι οποίες αφορούν την επισήμανση και απογραφή των δημόσιων αρχείων, την εποπτεία των ενεργών αρχείων και την πρόληψη απωλειών και καταστροφών δημοσίων εγγράφων, την παρακολούθηση των εκκαθαρίσεων και τη μέριμνα για την εισαγωγή των διατηρητέων αρχείων στα Γ.Α.Κ. (παρ. α, β, δ του άρθρου 12 του Ν. 1946/1991), προβλέπεται ο ορισμός υπαλλήλων- συνδέσμων.
Οι υπάλληλοι - σύνδεσμοι συνιστούν ένα δίκτυο που έχει ως έργο να υποστηρίζει την άμεση και αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ του εθνικού φορέα διαχείρισης αρχείων, δηλαδή των Γ.Α.Κ., και των δημόσιων φορέων παραγωγής των αρχείων, συμβάλλοντας έτσι στη σύγχρονη και λειτουργική τήρηση των αρχείων των δημόσιων υπηρεσιών μέσω ενός συστήματος εποπτείας και ελέγχου της δημόσιας αρχειακής παραγωγής. Για το λόγο αυτό όσες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ δεν έχουν προβεί ακόμη σε ορισμό υπαλλήλου- συνδέσμου ως υπευθύνου για τα θέματα του αρχείου τους, παρακαλούνται με ευθύνη των προϊσταμένων Διευθύνσεων των υπηρεσιακών τους μονάδων να ορίσουν άμεσα έναν υπάλληλό τους, κοινοποιώντας τα στοιχεία αυτού, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στα Γ.Α.Κ., στο θΐτΐ8ΐΐ8νηοήΐΌη8@α8ΐ<.αι•(τηλέφωνα επικοινωνίας :2106782239, 2106782218 και 2106782221).

Βήμα 5ο : Εκποίηση Υλικού-Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού (πρώην ΟΔΔΥ)
Μετά την επιλογή των εγγράφων από τα ΓΑΚ ή την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας που έχει οριστεί, ακολουθείται η διαδικασία εκποίησης των χαρακτηρισθέντων ως καταστρεπτέων εγγράφων, με έγγραφη αναγγελία από την ενδιαφερόμενη υπηρεσία προς τις κατά τόπους αρμόδιες Τελωνιακές Αρχές, προκειμένου να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες για την καταστροφή και εκποίηση του προς αχρήστευση υλικού. Στη συνέχεια, οι Τελωνιακές Αρχές προβαίνουν στη διαδικασία ανάθεσης εκποίησης του υλικού σε εταιρείες, δήμους κ.λ.π., για ανακύκλωση ή δημοπράτηση ανάλογα με το κόστος της εμπορικής τους αξίας. Τονίζουμε ότι απαγορεύεται η εκποίηση του υλικού από άλλο όργανο.Πληροφορίες και τηλέφωνα για τις κατά τόπους Τελωνιακές Αρχές, στις οποίες θα πρέπει να απευθυνθείτε, θα βρείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.oddv.gr.

Βήμα 6ο : Διατήρηση των εγγράφων που είναι σχετικά με τη διαδικασία εκκαθάρισης.
Τα σχετικά με τη διαδικασία εκκαθάρισης έγγραφα, δηλαδή τα πρακτικά, οι πίνακες καθώς και τα έγγραφα προς και από τα Γ.Α.Κ. καθώς και προς τις αρμόδιες Τελωνιακές Αρχές, διατηρούνται στο διηνεκές.
Αναγραφή Ημερομηνίας Διατήρησης Εγγράφου
Σημειώνεται ότι η βασική ενέργεια για τη διευκόλυνση της εκκαθάρισης των αρχείων είναι η νομοθετικά προβλεπόμενη υποχρέωση αναγραφής στα έγγραφα του χρόνου διατήρησής τους. Η παράλειψη της ενέργειας αυτής καθιστά δυσκολότερη τη διαδικασία εκκαθάρισης των αρχείων, κατά συνέπεια κρίνεται αναγκαίο σε κάθε έγγραφο να τίθεται η ημερομηνία έως την οποία πρέπει τούτο να διατηρηθεί. Ως ημερομηνία διατήρησης του εγγράφου ορίζεται η 31 Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο λήγει η υποχρέωση φύλαξής τους.
Έτσι, αν για παράδειγμα το διάστημα διατήρησης ενός εγγράφου που συντάχθηκε στις 30/1/2017 είναι για δύο χρόνια, τότε η σχετική ένδειξη είναι «Να διατηρηθεί μέχρι 31/12/2019». Η ένδειξη για την ημερομηνία λήξεως της υποχρέωσης διατήρησης αναγράφεται άνω δεξιά στο έγγραφο και μόνο στα σχέδια και δεν μεταφέρεται στα αντίγραφα. Τα αναφερόμενα ως συνημμένα σε κάθε έγγραφο, στοιχεία, ακολουθούν το χρόνο διατήρησης του εγγράφου. Έτσι δεν είναι αναγκαίο να αναγράφεται σε αυτά ένδειξη για το χρόνο διατήρησης. Τέλος, ο χρόνος διατήρησης του εγγράφου, ισχύει και για το εισερχόμενο που προκάλεσε την ενέργεια.
Διευκρινήσεις- Επισημάνσεις σχετικά με την εκκαθάριση των αρχείων.
Το θεσμικό πλαίσιο της εκκαθάρισης των αρχείων αφορά τόσο το αδιαβάθμητο υλικό (άρθρο 1, παρ. 1, Π.Δ. 128/1986) δηλαδή αυτό που δεν έχει χαρακτηριστεί με βαθμό ασφαλείας, όσο και το διαβαθμισμένο. Εξαιρείται το υλικό για το οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κανονισμού Ασφαλείας Εθνικού Διαβαθμισμένου Υλικού - Κ.Α.Ε.Δ.Υ. (άκρως απόρρητα, απόρρητα και εμπιστευτικά έγγραφα), δεδομένου ότι η σχετική περί Γ.Α.Κ. νομοθεσία διασφαλίζει αυτό το υλικό (άρθρο 1, παρ. 3, Π.Δ. 768/1980).
Επίσης, σύμφωνα με την κείμενη διαδικασία, το υλικό που δεν έχει υπηρεσιακή χρησιμότητα, είναι το ανενεργό υλικό. Όμως, το ανενεργό υλικό δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται άχρηστο ή καταστρεπτέο, διότι, βάσει του ορισμού αυτής της κατηγορίας υλικού, το υλικό που στερείται υπηρεσιακής χρησιμότητας δε σημαίνει ότι στερείται γενικώς κάθε χρησιμότητας. Με τα άρθρα 1 και 2 του Ν. 1946/1990 (ΦΕΚ 69/Α714.5.1991 «Γενικά Αρχεία του Κράτους και άλλες διατάξεις», τα δημόσια αρχεία διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες:
α) Στα ανενεργά αρχεία, που περιλαμβάνουν το υλικό που δεν έχει πια υπηρεσιακή χρησιμότητα και έχει υποστεί τη διαδικασία της εκκαθάρισης κατά τις κείμενες διατάξεις. Το υλικό αυτό εισάγεται στα ΓΑΚ ή φυλάσσεται στον οικείο φορέα, έως ότου δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις της παραλαβής τους από την αρχειακή υπηρεσία.
β) Στα ημιενεργά αρχεία, που περιλαμβάνουν τα έγγραφα, των οποίων έληξε ο χρόνος υπηρεσιακής χρησιμότητας και στα οποία πρέπει να γίνει εκκαθάριση.
γ) Στα τρέχοντα αρχεία, που περιλαμβάνουν τα αρχεία που έχουν ακόμα υπηρεσιακή χρησιμότητα.
δ) Στα αρχεία διηνεκούς υπηρεσιακής χρησιμότητας, που παρά την παλαιότητά τους, εξακολουθούν να έχουν υπηρεσιακή χρησιμότητα.
Τα αρχεία της κατηγορίας αυτής που απαιτείται να διατηρούνται στο διηνεκές, δύναται να κατατίθενται στα Γ.Α.Κ., με ειδικό πρωτόκολλο. Η υπηρεσία των Γ.Α.Κ., η οποία αναλαμβάνει τη φύλαξη του αρχειακού υλικού αυτής της κατηγορίας, υποχρεούται να το θέτει στη διάθεση της ενδιαφερόμενης υπηρεσίας σε άμεσα με το που ζητείται και στο κοινό με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν. 1599/1986 (ΦΕΚ 75/Α') και του Ν. 2472/1997 σχετικά με την προστασία των ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Είμαστε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση ή πληροφορία.



Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΛΟΥ

ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΑΝ. ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΟΝΤΙΚΑΚΗ

Αριθμ. ΔΔΘΕΚΑ Γ1085199 ΕΞ 2017 Καθορισμός Απλοποιημένης Διαδικασίας Εφοδιασμού αεροσκαφών με καύσιμα -Τροποποίηση της υπ' αριθμ. Τ. 1940/41/14.4.2003 Α.Υ.Ο.Ο. (ΦΕΚ 516/Β') «Τελωνειακές διαδικασίες εφοδιασμού πλοίων, αεροσκαφών, διπλωματικών αποστολών και λοιπών προορισμών με τροφοεφόδια, καπνικά, καύσιμα κ.λπ.», όπως ισχύει

$
0
0

Αριθμ. ΔΔΘΕΚΑ Γ1085199 ΕΞ 2017

(ΦΕΚ Β' 1998/09-06-2017)

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα Κανονισμός (ΕΕ) αριθμ. 952/2013 (L269-10-10-2013) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Οκτωβρίου 2013 για τη θέσπιση του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα και ιδιαίτερα τα άρθρα 158 και 195 περί απλουστεύσεων.

2. Τις διατάξεις των Εκτελεστικών Κανονισμών (ΕΕ) 2015/2446 (L 343/29-12-2015) της Επιτροπής της 28ης Ιουλίου 2015 και 2015/2447 (L 343/29-12-2015) της Επιτροπής της 24ης Νοεμβρίου 2015 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα.

3. Τις διατάξεις του άρθρου 20 του Καν. (ΕΚ) 113/2010 της Επιτροπής της 9ης Φεβρουαρίου 2010 για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 471/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις κοινοτικές στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου με τις τρίτες χώρες όσον αφορά την εμπορική κάλυψη, τον ορισμό των στοιχείων, την κατάρτιση των στατιστικών εμπορίου κατά επιχειρηματικά χαρακτηριστικά και κατά λογιστική μονάδα, καθώς και συγκεκριμένα αγαθά ή μετακινήσεις.

4. Τις ισχύουσες διατάξεις της περίπτωσης β του άρθρου 132 του Κανονισμού (ΕΚ) 1186/09 για τη θέσπιση του κοινοτικού καθεστώτος τελωνειακών ατελειών (ΕΕ L324/10-12-2009).

5. Τις διατάξεις του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α') «Κύρωση Κώδικα Φ.Π.Α.» όπως ισχύει και ειδικότερα των άρθρων 2,5,19,25 και 27 του νόμου αυτού.

6. Τις διατάξεις των άρθρων 55, 56, 62, 63, 64, 68 παρ. 3 και 4, 73, 78 παρ. 1α και 6, 109 καθώς και την εξουσιοδοτική διάταξη του εδαφίου 5 του άρθρου 40 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265/Α') «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας», όπως ισχύει.

7. Τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 23 της αριθμ. Τ1940/41/14.4.2003 (ΦΕΚ 516/Β') Α.Υ.Ο.Ο., όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

8. Την αριθμ. Φ. 639/447/14.8.2002 Α.Υ.Ο. (ΦΕΚ 1109/Β'), «Σύσταση και λειτουργία φορολογικών αποθηκών», όπως ισχύει.

9. Την αριθμ. Φ.883/530/16-9-1999 Α.Υ.Ο. (ΦΕΚ 1872/Β'), «Όροι και προϋποθέσεις χορήγησης άδειας εγκεκριμένου αποθηκευτή», όπως ισχύει.

10. Την αριθμ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (ΦΕΚ 130/Β' και 372/Β') κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στο Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει.

11 .Τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 90 του Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας και τα Κυβερνητικά όργανα» (ΦΕΚ 98/Α').

12. Τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α' του ν.4389/2016 (ΦΕΚ 94/Α') «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» περί σύστασης Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και ιδίως των άρθρων 2 και 41 αυτού.

13. Τις διατάξεις της αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1036960/10.3.2017 απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968/Β/22.03.2017).

14. Την ανάγκη ομοιόμορφης και ενιαίας εφαρμογής απλοποιημένης διαδικασίας εφοδιασμού αεροσκαφών με καύσιμα, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτό αποθηκεύεται σε φορολογικές αποθήκες που βρίσκονται στους υποκείμενους χώρους των αεροδρομίων.

15. Το γεγονός ότι από την έκδοση της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Ι. Καθορίζουμε τους όρους και διατυπώσεις για την εφαρμογή Απλοποιημένης Διαδικασίας Εφοδιασμού αεροσκαφών με καύσιμα, ως ακολούθως:

Άρθρο 1
Πεδίο Εφαρμογής - Ορισμοί


1. Με την παρούσα καθιερώνεται απλοποιημένη διαδικασία κατά τον εφοδιασμό αεροσκαφών με καύσιμα που πραγματοποιείται από δεξαμενές αποθήκευσης καυσίμων των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών, οι οποίες ευρίσκονται μέσα στον υποκείμενο χώρο των αεροδρομίων και είναι αναγνωρισμένες ως φορολογικές αποθήκες, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2960/2001 και με την τήρηση των όρων και προϋποθέσεων της υπ' αριθμ. Φ. 639/447/14.8.2002 Α.Υ.Ο., όπως ισχύει.

2. Για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης νοούνται ως:
Ειδικά Εφοδιαστικά Οχήματα: Οχήματα τα οποία δεν διαθέτουν άδεια κυκλοφορίας και κινούνται μόνο εντός του χώρου του αεροδρομίου και διακρίνονται σε:
α) Οχήματα που εφοδιάζουν τα αεροσκάφη με καύσιμα και τα οποία παρεμβάλλονται μεταξύ ειδικών απολήξεων των αγωγών (στόμια), όπου υπάρχουν στα σημεία της πίστας αεροδρομίου και των αεροσκαφών (dispensers) και
β) Οχήματα που εφοδιάζουν αεροσκάφη όταν δεν υπάρχουν απολήξεις των αγωγών (στόμια) στα σημεία της πίστας του αεροδρομίου, αντλούν το καύσιμο από συγκεκριμένο σημείο των εγκαταστάσεων και στη συνέχεια το μεταφέρουν στο προς εφοδιασμό, αεροσκάφος (refuellers).

Τα ως άνω οχήματα φέρουν ενσωματωμένο μετρητή που καταγράφει την ποσότητα του παραδιδόμενου στο αεροσκάφος καυσίμου.

3. Τελωνείο Εφοδιασμού-Ελέγχου: Το Τελωνείο στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου ανήκει η φορολογική αποθήκη καυσίμων του αεροδρομίου, από την οποία διενεργείται ο εφοδιασμός του αεροσκάφους.

4. Εφοδιάστριες εταιρείες: Οι εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων που διαθέτουν άδεια κατηγορίας Β2, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν.3054/2002 (ΦΕΚ 230/Α') όπως ισχύει.

Άρθρο 2
Απλοποιημένη διαδικασία εφοδιασμού αεροσκαφών με καύσιμα -Υποβολή Τελωνειακών Παραστατικών


Α. Διαδικασία εφοδιασμού

1. Η αποθήκευση των καυσίμων των εφοδιαστριών εταιρειών μπορεί να λαμβάνει χώρα σε δεξαμενές φορολογικών αποθηκών, είτε μεμονωμένα, είτε από κοινού (συναποθήκευση), κάθε μία όμως από τις εφοδιάστριες εταιρείες οφείλει να τηρεί ιδιαίτερο λογιστικό σύστημα παρακολούθησης της διακίνησης των καυσίμων.
2. Ο εφοδιασμός αεροσκαφών με καύσιμα τα οποία αντλούνται από φορολογική αποθήκη καυσίμων που βρίσκεται εντός του χώρου του αεροδρομίου, διενεργείται από την εφοδιάστρια εταιρεία μέσω των Ειδικών Εφοδιαστικών Οχημάτων, από τον ενσωματωμένο μετρητή των οποίων, εκδίδεται αποδεικτικό της παραδιδόμενης στο αεροσκάφος ποσότητας (Δελτίο Αποστολής - Delivery Receipt).
Στο αποδεικτικό της παραδιδόμενης ποσότητας αναγράφονται:
- ο αριθμός του Δελτίου αποστολής και η ημερομηνία έκδοσης του
- η επωνυμία της εφοδιάστριας εταιρίας
- η εφοδιαζόμενη αεροπορική εταιρία
- ο αριθμός πτήσης
- ο αριθμός νηολογίου του αεροσκάφους
- ο αριθμός του ειδικού εφοδιαστικού οχήματος
- η ώρα έναρξης και η ώρα λήξης του εφοδιασμού
- το είδος και η ποσότητα του καυσίμου με αναγωγή στους 15° C
- η αρχική και η τελική ένδειξη του μετρητή

3. Από το λογιστικό σύστημα παρακολούθησης των εφοδιαστριών εταιρειών προκύπτουν, αφενός μεν οι παραλαμβανόμενες ποσότητες με βάση τα προβλεπόμενα παραστατικά διακίνησης, αφετέρου δε οι παραδιδόμενες ποσότητες στα αεροσκάφη σε ημερήσια βάση, οι οποίες αποτελούν το σύνολο των ποσοτήτων, που προκύπτει από το άθροισμα των επί μέρους ποσοτήτων, όπως αυτές αναγράφονται στα, κατά εφοδιασμό, αποδεικτικά της παράδοσης (Δελτία Αποστολής - Delivery Receipts).
Οι παραδιδόμενες ποσότητες καταγράφονται με βάση τα Δελτία Αποστολής - Delivery Receipts στο τέλος κάθε ημέρας (ώρα 24.00 μ.μ.), σε Συγκεντρωτική Ημερήσια Κατάσταση Εφοδιασμών.

4. Η εφοδιάστρια εταιρεία τηρεί στο αρχείο της Συγκεντρωτική Ημερήσια Κατάσταση Εφοδιασμών της προηγούμενης παραγράφου κατά εφοδιαζόμενη αεροπορική εταιρία. 

Β. Υποβολή Τελωνειακών Παραστατικών

1. Παράδοση καυσίμων με απαλλαγή από τις φορολογικές επιβαρύνσεις

Στην περίπτωση εφοδιασμού αεροσκαφών με καύσιμα με απαλλαγή από Ε.Φ.Κ. και Φ.Π.Α., η εφοδιάστρια εταιρεία υποχρεούται, το αργότερο μέχρι την εικοστή (20η) ημέρα του επόμενου μήνα από το μήνα παράδοσης των καυσίμων, να υποβάλει στο Τελωνείο Εφοδιασμού -Ελέγχου, Ανακεφαλαιωτική Διασάφηση ανά εφοδιαζόμενη αεροπορική εταιρεία, για το σύνολο της ποσότητας που παραδόθηκε στα αεροσκάφη της εταιρείας αυτής τον προηγούμενο μήνα, με απαλλαγή από Ε.Φ.Κ. και Φ.Π.Α. Με την Ανακεφαλαιωτική Διασάφηση συνυποβάλλεται σε ηλεκτρονική μορφή Συγκεντρωτική Μηναία Κατάσταση Εφοδιασμών, στην οποία αναγράφονται τα Δελτία Αποστολής - Delivery Receipts με τις αντίστοιχες ποσότητες του μήνα παράδοσης των καυσίμων και τα αντίστοιχα τιμολόγια πώλησης προς την εφοδιαζόμενη εταιρεία. Το άθροισμα των ποσοτήτων των Δελτίων Αποστολής - Delivery Receipts συνιστά την κατά τα ανωτέρω συνολικά παραδιδόμενη στα αεροσκάφη ποσότητα της υποβαλλόμενης Ανακεφαλαιωτικής Διασάφησης.

2. Παράδοση καυσίμων με κατά περίπτωση καταβολή των φορολογικών επιβαρύνσεων
Στην περίπτωση εφοδιασμού αεροσκαφών με καύσιμα για τα οποία δεν παρέχεται απαλλαγή είτε από Ε.Φ.Κ. είτε από Φ.Π.Α., για τη βεβαίωση και είσπραξη των αναλογούντων κατά περίπτωση φόρων, υποβάλλεται από την εφοδιάστρια εταιρεία το αργότερο έως την εικοστή (20η) ημέρα του επόμενου μήνα από το μήνα παράδοσης των καυσίμων, Συγκεντρωτική Δήλωση Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και Λοιπών Φορολογιών (Δ.Ε.Φ.Κ.) για κάθε εφοδιαζόμενη αεροπορική εταιρία.
Με τη Δ.Ε.Φ.Κ. συνυποβάλλεται σε ηλεκτρονική μορφή Συγκεντρωτική Μηναία Κατάσταση Εφοδιασμών, στην οποία αναγράφονται τα Δελτία Αποστολής -Delivery Receipts με τις αντίστοιχες ποσότητες του μήνα παράδοσης των καυσίμων και τα αντίστοιχα τιμολόγια πώλησης προς την εφοδιαζόμενη εταιρεία. Το άθροισμα των ποσοτήτων των Δελτίων Αποστολής -Delivery Receipts συνιστά την κατά τα ανωτέρω συνολικά παραδιδόμενη στα αεροσκάφη ποσότητα της υποβαλλόμενης Δ.Ε.Φ.Κ.

Άρθρο 3
Έλεγχοι


1. Ο έλεγχος της διακίνησης των προς εφοδιασμό καυσίμων είναι φυσικός και λογιστικός.
Ο φυσικός τακτικός έλεγχος (απογραφή) πραγματοποιείται ανά εξάμηνο και συγκεκριμένα την 30η Ιουνίου και την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους.
Έκτακτοι έλεγχοι πραγματοποιούνται σε κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαίο από το αρμόδιο Τελωνείο Εφοδιασμού-Ελέγχου.
Για τη διευκόλυνση του λογιστικού ελέγχου, χρησιμοποιείται η Συγκεντρωτική Μηνιαία Κατάσταση Εφοδιασμών του άρθρου 2 της παρούσας, η οποία συσχετίζεται κατά περίπτωση με την αντίστοιχη Ανακεφαλαιωτική Διασάφηση ή τη Δήλωση Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και Λοιπών Φορολογιών.

2. Εάν από τους παραπάνω ελέγχους (φυσικούς ή λογιστικούς) προκύπτουν αποκλίσεις, πλέον ή έλαττον των καταγεγραμμένων, η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά και κατ' αναλογία τις εφοδιάστριες εταιρείες.
Σε κάθε περίπτωση γένεσης τελωνειακής οφειλής, εφαρμογή έχουν οι σχετικές ενωσιακές και εθνικές τελωνειακές διατάξεις.

3. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις αναφορικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των φορολογικών αποθηκών.

II. Τροποποιούμε την υπ' αριθμ. Τ1940/41/14.4.2003 Α.Υ.Ο.Ο. (ΦΕΚ 516/Β') «Τελωνειακές διαδικασίες εφοδιασμού πλοίων, αεροσκαφών, διπλωματικών αποστολών και λοιπών προορισμών με τροφοεφόδια, καπνικά, καύσιμα κ.λπ.», όπως ισχύει, ως ακολούθως:

Άρθρο 4
Τροποποίηση της υπ' αριθμ. Τ.1940/41/14.4.2003 Α.Υ.Ο.Ο.


Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 10 της υπ' αριθμ. Τ1940/41/14.4.2003 Α.Υ.Ο.Ο. (ΦΕΚ 516/ Β') καταργείται.

Άρθρο 5
Έναρξη ισχύος


Η παρούσα απόφαση ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 31 Μαΐου 2017

Ο Διοικητής
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ


Ε.Φ.Κ.Α. αρ. πρωτ.: Δ. ΑΣΦ. 468/853514/2017 Διευκρινίσεις σχετικά με τη ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΥΠΟΥ Α' για αναγνώριση χρόνου ασφάλισης σε υπηκόους Τρίτων Χωρών

$
0
0
Αθήνα 12 /6 /2017
Α.Π. : Δ. ΑΣΦ. 468/853514

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ



Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Η Υ Π Η Ρ Ε Σ Ι Α
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Ταχ. Διεύθυνση : Σατωβριάνδου 18
104 32 ΑΘΗΝΑ
Αριθ. τηλεφώνου : 210 5215000
E - mail : d.asfalisis@efka.gov.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

ΓΕΝΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ

ΘΕΜΑ : «Διευκρινίσεις σχετικά με τη ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΥΠΟΥ Α' για αναγνώριση χρόνου ασφάλισης σε υπηκόους Τρίτων Χωρών»


(Σχ. Η υπ' αριθμ. 15/1-6-2016 εγκύκλιος τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και η υπ' αριθμ. 21/2016 εγκύκλιος τ. ΟΑΕΕ)

Σε συνέχεια των σχετικών οδηγιών με τις οποίες είχαν κοινοποιηθεί οι διατάξεις του άρθρου 8, παρ.23 του Ν.4332/2015 (ΦΕΚ 76/τ.Α'/9-7-2015) με θέμα «Τροποποίηση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας - Τροποποίηση του Ν.4251/2014 για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στου Συμβουλίου 2011/98/ΕΕ» για την αναγνώριση ημερών Ασφάλισης σε πολίτες Τρίτων Χωρών, σας γνωρίζουμε τα εξής:

Σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές, προϋπόθεση της αναγνώρισης είναι η χορήγηση βεβαίωσης τύπου Α' με ρητή αναφορά ως Κατηγορία Άδειας: «Εξαιρετικοί Λόγοι (Γ.1.3) ή (Γ.1.4) Μισθωτή εργασία και παροχή υπηρεσιών ή έργου - 1010»

Σύμφωνα με νέες οδηγίες και το υπ' αριθμ. 17560/15-5-2017 έγγραφο του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, για την χορήγηση άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους σε πολίτες τρίτων χωρών, θα χορηγείται Βεβαίωση κατάθεσης αίτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 5 έως και 7 του άρθρου 8 του Ν.4251/2014, στην οποία θα αναγράφονται τα εξής: 

(α) ως προς τη διάταξη βάσει της οποίας χορηγείται η βεβαίωση θα αναγράφεται η ένδειξη «ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ» και

(β) ως προς τη πρόσβαση που παρέχεται στην εργασία θα αναγράφεται η ένδειξη «ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ» ή «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΔΡΑΣΤ.» και όχι πλέον η ένδειξη ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΥΠΟΥ (Γ.1.3) ή (Γ.1.4.).

Τέλος σας γνωρίζουμε ότι σύμφωνα με την υπ' αριθμ. οικ.43366/29-9-2016 Κοινή Υπουργική Απόφαση, παρατείνεται η ισχύς της υπ' αριθμ. 51738/2014 (2947 Β') κοινής υπουργικής για το χρονικό διάστημα από 1.10.2016 έως 30.9.2017.

Κατά τα λοιπά θα ισχύουν τα αναφερόμενα στις σχετικές οδηγίες.



O ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΕΦΚΑ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΜΠΑΚΑΛΕΞΗΣ

ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Ε.Ο.Π.Υ.Υ. αρ. πρωτ.: ΔΒ3Α/Φ115/οικ.24616 Χορήγηση επιδόματος λουτροθεραπείας στους ασφαλισμένους του ΕΟΠΥΥ, για την λουτρική περίοδο από 1η Ιουνίου έως 31η Οκτωβρίου 2017

$
0
0

Μαρούσι 9/6/2017
Αρ. Πρωτ.: ΔΒ3Α/Φ115/οικ.24616

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ
Εθνικός Οργανισμός Παροχής
Υπηρεσιών Υγείας
www.eopyy.gov.gr
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ: ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ και ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΑΓΟΡΑΣ
ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ
Δ/ΝΣΗ: ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
ΤΜΗΜΑ ΕΚΠΥ ΠΡΟΛΗΨΗΣκαιΠΡΟΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Ταχ. Δ/νση: Κηφισίας 39, Μαρούσι
Ταχ. Κώδικας: 151 23
Πληροφορίες: Αντωνούδη Αρ.- Γκιγκϊλου Αλ.
Τηλ.: 210 8110859,863
Φαξ: 210 8110748
E-mail: aantonoudi@eopyy.gov.gr

ΘΕΜΑ: Χορήγηση επιδόματος λουτροθεραπείας στους ασφαλισμένους του ΕΟΠΥΥ, για την λουτρική περίοδο από 1η Ιουνίου έως 31η Οκτωβρίου 2017.

Το επίδομα λουτροθεραπείας, παρέχεται, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 16 του Ε.Κ.Π.Υ. του ΕΟΠΥΥ, στους ασφαλισμένους, όταν είναι αναγκαία η θεραπεία της πάθησής τους, σε αναγνωρισμένες από το κράτος Λουτροπηγές, κατά την διάρκεια της λουτρικής περιόδου, η οποία διαρκεί από την 1η Ιουνίου έως και την 31η Οκτωβρίου, εκάστου έτους και ανέρχεται στο ποσό των 150 €. Το ανωτέρω ποσό χορηγείται για την πραγματοποίηση κατά ανώτατο όριο 15 λούσεων.

Α) Δικαίωμα για την χορήγηση του επιδόματος Λουτροθεραπείας έχουν οι ασφαλισμένοι που πάσχουν από τις κάτωθι παθήσεις:

1) Αυτοάνοσες ρευματικές παθήσεις με προβολή του μυοσκελετικού συστήματος. που δεν βρίσκεται σε οξύ στάδιο.

Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται παθήσεις όπως οι κάτωθι:

α) Ρευματοειδής αρθρίτιδα

β) Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος

γ) Συστηματική σκλήρυνση

δ) Πολυμυοσίτιδα-Δερματίτιδα

ε) Ρευματοειδή πολυμυαλγία

στ) Μεικτή νόσος του συνδετικού ιστού

2) Μετατραυματικές δυσκαμψίες. Μετατραυματική αρθρίτιδα

3) Δερματοπάθειες

Στην κατηγορία αυτή υπάγονται η ψωρίαση, το χρόνιο έκζεμα και η χρόνια διάχυτη νευροδερματίτιδα.

Β) Τα απαραίτητα δικαιολογητικά τα οποία θα πρέπει να υποβάλλουν οι ασφαλισμένοι, προκειμένου να δικαιωθούν της λήψης της εν λόγω παροχής, καθορίζονται ως εξής: 

1) Ιατρική γνωμάτευση (σύμφωνα με το συνημμένο υπόδειγμα 1), ιατρού, αντίστοιχης με την πάθηση ειδικότητας, (Ορθοπαιδικού, Ρευματολόγου, Δερματολόγου, Φυσιάτρου). Στην γνωμάτευση θα πρέπει να αναφέρεται αναλυτικά η πάθηση του ασφαλισμένου και να αιτιολογείται αναλυτικά η αναγκαιότητα υποβολής του σε λουτροθεραπεία.

Σε περίπτωση έλλειψης ιατρού ειδικότητας ρευματολόγου στην περιοχή, (συμβεβλημένων, υπηρετούντων σε Κρατικά ή Στρατιωτικά Νοσοκομεία, σε Πανεπιστημιακές Κλινικές ή σε μονάδες υγείας του Π.Ε.Δ.Υ.,) θα γίνονται αποδεκτές γνωματεύσεις από Ορθοπεδικούς συμβεβλημένους ή υπηρετούντες στις ανωτέρω μονάδες υγείας για τα νοσήματα της παρ.Α1.

2) Ιατρική γνωμάτευση ειδικευμένου Καρδιολόγου (σύμφωνα με το συνημμένο υπόδειγμα 2), από την οποία να προκύπτει, δεδομένης της κλινικής κατάσταση του ασφαλισμένου, ότι δύναται να προβεί στην συγκεκριμένη θεραπεία και ότι δεν υπάρχει ιατρική αντένδειξη για την διενέργεια αυτής.

Οι γνωματεύσεις των ανωτέρω παραγράφων 1 και 2, δύναται να εκδίδονται από ιατρούς Κρατικών ή Στρατιωτικών Νοσοκομείων, Πανεπιστημιακών Κλινικών, ιατρούς του Πρωτοβάθμιου Εθνικού Δικτύου Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ) και τέλος από τους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ ιατρούς.

3) Τα εισιτήρια των λούσεων.

4) Βεβαίωση της λουτροπηγής από τον νόμιμο εκπρόσωπο της, ότι η λουτροπηγή ανήκει στις αναγνωρισμένες από το Κράτος Λουτροπηγές.

Από την ίδια βεβαίωση θα πρέπει να προκύπτουν οι ημερομηνίες πραγματοποίησης των λούσεων καθώς και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου διενεργήθηκαν.

5) Επικυρωμένο φωτοαντίγραφο απόδειξης παροχής υπηρεσιών του ξενοδοχείου ή του ενοικιαζόμενου δωματίου, προκειμένου να διαπιστώνεται η μετάβαση και διαμονή του ασφαλισμένου στον τόπο της λουτροπηγής. Στην περίπτωση που η λουτροπηγή βρίσκεται κοντά στον τόπο κατοικίας του ασφαλισμένου και δεν προκύπτει διαμονή, απαραίτητη κρίνεται η υποβολή Υπεύθυνης Δήλωσης του ασφαλισμένου στην οποία θα δηλώνει ότι, μετακινήθηκε τις ημερομηνίες όπως αυτές αναφέρονται στην βεβαίωση του νόμιμου εκπροσώπου της λουτροπηγής.

Οι ιατρικές γνωματεύσεις των παραγράφων 1 και 2 , τίθενται υπόψη του Υγειονομικού Δ/ντή, ή του Υπευθύνου των μονάδων υγείας ή του νομίμου αναπληρωτή του ή του αρμόδιου ελεγκτικού οργάνου, το οποίο μετά από έλεγχο επί του βιβλιαρίου ασθενείας περί της ασφαλιστικής κάλυψης του ασφαλισμένου, πιστοποιεί την προσκόμιση των δύο ιατρικών γνωματεύσεων, θέτοντας επί αυτών την σφραγίδα, την υπογραφή του καθώς και την ημερομηνία του ελέγχου. Στην συνέχεια προβαίνει σε έγγραφη μνεία επί του ατομικού βιβλιαρίου ασθενείας του ασφαλισμένου των ιατρικών γνωματεύσεων καθώς και του αριθμού των προτεινόμενων λούσων από τον αρμόδιο ιατρό ειδικότητας για το τρέχον έτος.

Σε περίπτωση που πραγματοποιηθούν λιγότερες των 15 λούσεων, θα αποδίδεται ποσό που αντιστοιχεί στις πραγματοποιηθείσες λουτροθεραπείες κατ' αναλογία.


Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Σ. ΜΠΕΡΣΙΜΗΣ
Ε Π. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝ. ΠΕΙΡΑΙΑ

Σχέδιο Νόμου Aγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, τροποποίηση της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ» (ΕΕ L 173/12.6.2014) και σχετικές εθνικές διατάξεις

$
0
0
Σχέδιο Νόμου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΤΙΤΛΟΣ I ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1 Σκοπός

Σκοπός των διατάξεων του Μέρους Πρώτου είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 «για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ» (ΕΕ L 173/12.6.2014) και της Οδηγίας 2016/1034/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2016 «για την τροποποίηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων» (ΕΕ L 175/30.6.2016). Για τις ανάγκες εφαρμογής του Μέρους αυτού λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 (ΕΕ L 173/12.6.2014) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 «για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για, την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012.

Άρθρο 2 Πεδίο εφαρμογής (Άρθρο 1 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων, στους διαχειριστές αγοράς, στους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα.

2. Ο παρών νόμος θεσπίζει απαιτήσεις ως προς τα ακόλουθα:
α) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία των ΑΕΠΕΥ, ως και την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις επενδύσεων άλλου κράτους μέλους στην Ελλάδα,
β) την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα, γ) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία διαχειριστών αγοράς και ρυθμιζόμενων αγορών,
δ) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων
ε) την εποπτεία, τη συνεργασία και την εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές.

3 . Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του ν. 4261/2014 (Α'107) ή της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες μία ή και περισσότερες: α) παρ. 2 του άρθρου 3 , παρ. 3 του άρθρου 9 και τα άρθρα 14 και 16 έως 20, β) το Κεφάλαιο II του Τίτλου II,
γ) το κεφάλαιο III του τίτλου II, εκτός των παρ. 2 και 3 του άρθρου 34, των παρ. 2 και 3 του άρθρου 34α, των παρ. 2 έως 6 και 8 του άρθρου 35 και των παρ. 2, 3 και 6 του άρθρου 35α, δ) τα άρθρα 67 έως 73, τα άρθρα 78, 83, 84.

4. Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στα πιστωτικά ιδρύματα όταν προβαίνουν σε πώληση ή παροχή συμβουλής σε πελάτες σχετικά με δομημένες καταθέσεις:
α) παρ. 3 του άρθρου 9, το άρθρο 14 και οι παρ. 2, 3 και 6 του άρθρου 16, β) τα άρθρα 23 έως 26, το άρθρο 28 και το άρθρο 29 και το άρθρο 30, και γ) τα άρθρα 67 έως 73.

5. Οι παρ. 1 έως 6 του άρθρου 17 εφαρμόζεται επίσης στα μέλη ή τους συμμετέχοντες ρυθμιζόμενων αγορών και ΠΜΔ που δεν έχουν την υποχρέωση να αδειοδοτούνται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο ή την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, δυνάμει των στοιχείων α), ε), θ) και ι) της παρ. 1 του άρθρου 2.

6. Τα άρθρα 57 και 58 εφαρμόζονται επίσης στα πρόσωπα που εξαιρούνται δυνάμει του άρθρου 3.

7. Όλα τα πολυμερή συστήματα χρηματοπιστωτικών μέσων λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου II για τους ΠΜΔ ή τους ΜΟΔ ή τις διατάξεις του Τίτλου III για τις ρυθμιζόμενες αγορές.
Επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά, συστηματικά και σε σημαντικό βαθμό όταν εκτελούν εντολές πελατών, εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ ή ΜΟΔ, λειτουργούν σύμφωνα με τον Τίτλο III του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 (ΕΕ L 173/12.6.2014).
Με την επιφύλαξη των άρθρων 23 και 28 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, όλες οι συναλλαγές χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο και που δεν συνάπτονται σε πολυμερή συστήματα ή συστηματικούς εσωτερικοποιητές πρέπει να συμμορφώνονται προς τις σχετικές διατάξεις του Τίτλου III του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

Άρθρο 3 Εξαιρέσεις (Άρθρο 2 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται:
α) στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητες αντασφάλισης και αντεκχώρησης του ν.4364/2016 (Α' 13) όταν ασκούν τις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται ο ως άνω νόμος,
β) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,
γ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτική υπηρεσία περιστασιακά στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, υπό τον όρο ότι η δραστηριότητα αυτή διέπεται από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή από επαγγελματικό κώδικα δεοντολογίας που δεν απαγορεύουν την παροχή της υπηρεσίας αυτής,
δ) στα πρόσωπα που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία δεν είναι παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών και δεν παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν άλλες επενδυτικές δραστηριότητες σε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα
πλην των παραγώγων επί εμπορευμάτων ή των δικαιωμάτων εκπομπής ή των παραγώγων επί των δικαιωμάτων αυτών, εκτός εάν τα πρόσωπα αυτά: αα) είναι ειδικοί διαπραγματευτές (market makers),
ββ) είναι μέλη ή συμμετέχουν σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ, αφενός, ή έχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, αφετέρου, εξαιρουμένων των μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων που εκτελούν σε τόπο διαπραγμάτευσης συναλλαγές οι οποίες είναι αντικειμενικά μετρήσιμο ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης διαθεσίμων των εν λόγω μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων ή των ομίλων τους,
γγ) εφαρμόζουν τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα ή δδ) διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών. Τα πρόσωπα που εξαιρούνται βάσει των περιπτώσεων α), θ) ή ι) δεν είναι υποχρεωμένα να συμμορφώνονται προς τους όρους της παρούσας περίπτωσης για να ισχύει η εξαίρεσή τους,
ε) στους διαχειριστές με υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει της Κ.Υ.Α. Η.Π. 54409/2632/2004 (Β' 1931) ή της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ (ΕΕ L 275/25.10.2003) οι οποίοι, όταν διαπραγματεύονται δικαιώματα εκπομπής, δεν εκτελούν εντολές πελατών και δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, ούτε ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες πέραν του να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, με την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά δεν εφαρμόζουν κάποια τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα,
στ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων,
ζ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται μόνο στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων και στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,
η) στα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και στους άλλους εθνικούς οργανισμούς που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες στην Ένωση, στους λοιπούς δημόσιους φορείς που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του στην Ένωση και σε διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που έχουν συγκροτηθεί από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη και οι οποίοι έχουν ως σκοπό να κινητοποιούν χρηματοδοτήσεις και να προσφέρουν χρηματοοικονομική υποστήριξη προς όφελος των μελών τους που πλήττονται ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης,
θ) στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στα ταμεία συντάξεων (pension funds), όπως εκάστοτε ορίζονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, είτε υπόκεινται σε συντονισμό σε επίπεδο Ένωσης είτε όχι, και στους θεματοφύλακες και διαχειριστές αυτών των οργανισμών,
ι) στα πρόσωπα:
αα) τα οποία διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβανομένων των ειδικών διαπραγματευτών, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών, εξαιρουμένων των προσώπων που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών, ή
ββ) που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, πλην της διενέργειας συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών, στους πελάτες ή τους προμηθευτές της κύριας δραστηριότητάς τους,υπό τον όρο ότι:
— σε κάθε μία από τις ανωτέρω περιπτώσεις χωριστά και ως σύνολο αυτό αποτελεί παρεπόμενη δραστηριότητα ως προς την κύρια δραστηριότητά τους, θεωρούμενη σε επίπεδο ομίλου, και ότι η εν λόγω κύρια δραστηριότητά τους δεν είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του παρόντος νόμου ούτε η άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων βάσει του ν. 4261/2014 (Α' 107) ή της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή το να δρουν ως ειδικοί διαπραγματευτές για παράγωγα επί εμπορευμάτων,
— τα πρόσωπα αυτά δεν εφαρμόζουν κάποια τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα, και
— τα εν λόγω πρόσωπα κοινοποιούν σε ετήσια βάση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι κάνουν χρήση της εξαίρεσης αυτής και, εάν τους ζητηθεί, αναφέρουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τη βάση πάνω στην οποία στηρίζουν την πεποίθησή τους ότι η δραστηριότητά τους στο πλαίσιο των στοιχεία αα) και ββ) είναι παρεπόμενη ως προς την κύρια δραστηριότητά τους,
ια) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές κατά την άσκηση άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας μη εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αμείβονται ειδικά για την παροχή των συμβουλών αυτών, ιβ) στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς όπως ορίζονται στην περίπτωση ε) της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4001/2011 (Α' 179) ή στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ ή στην παρ. 4 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2009/73/ΕΚ (ΕΕ L 211/14.8.2009) κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει των ανωτέρω, βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 714/2009, βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 715/2009 (ΕΕ L 211/14.8.2009) ή βάσει των κωδίκων των δικτύων ή κατευθυντήριων γραμμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει των εν λόγω Κανονισμών, στα πρόσωπα που ενεργούν ως πάροχοι υπηρεσιών για λογαριασμό τους για να ασκούν τα καθήκοντά τους βάσει των εν λόγω νομοθετικών πράξεων ή βάσει των κωδίκων των δικτύων ή των κατευθυντηρίων γραμμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει των κανονισμών αυτών και σε κάθε φορέα διαχείρισης ή εκμετάλλευσης μηχανισμού εξισορρόπησης ενέργειας ή δικτύου ή συστήματος αγωγών για τη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ παροχής και κατανάλωσης ενέργειας, όταν ασκούν τα καθήκοντα αυτά.
Η εξαίρεση αυτή ισχύει για πρόσωπα τα οποία ασκούν τις δραστηριότητες που περιγράφηκαν στο παρόν σημείο μόνον όταν ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες ή παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σχετικές με παράγωγα επί εμπορευμάτων στο πλαίσιο της άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών. Η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει όσον αφορά τη λειτουργία μιας δευτερογενούς αγοράς, περιλαμβανομένων των συστημάτων για συναλλαγές επί χρηματοπιστωτικών δικαιωμάτων μεταφοράς στη δευτερογενή αγορά, ιγ) στα Κεντρικά Αποθετήρια Τίτλων (ΚΑΤ), με την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 73 του Κανονισμού (ΕΕ) 909/2014 (ΕΕ L 257/28.8.2014).

2. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τον παρόντα νόμο δεν εκτείνονται στις υπηρεσίες που παρέχονται από αντισυμβαλλομένους σε πράξεις που διενεργούνται από δημόσιους φορείς που χειρίζονται το δημόσιο χρέος ή από μέλη του ΕΣΚΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τη Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και με το πρωτόκολλο αριθ. 4 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή κατά την άσκηση ισοδύναμων καθηκόντων δυνάμει εθνικών διατάξεων.

Άρθρο 4 Ορισμοί
(Άρθρο 4 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Για τους σκοπούς του νόμου αυτού νοούνται ως:
1. α) «Επιχείρηση επενδύσεων»: Κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου η συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η παροχή μιας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή
η άσκηση μιας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση, . Ως επιχείρηση επενδύσεων νοείται και κάθε φυσικό πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί σχετική άδεια από άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ.
β) «Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ)»: η επιχείρηση επενδύσεων που έχει συσταθεί ως ανώνυμη εταιρεία του κ.ν. 2190/1920 (Α' 144) και έχει λάβει σχετική άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.
2. «Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες»: Οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες του τμήματος Α του παραρτήματος Ι οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα μέσα που απαριθμούνται στο τμήμα Γ του παραρτήματος Ι.
3. «Παρεπόμενη υπηρεσία»: Οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο τμήμα Β του παραρτήματος I.
4. «Επενδυτική συμβουλή»: Η παροχή προσωπικών συστάσεων σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεώς του είτε με πρωτοβουλία της επιχείρησης επενδύσεων σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα.
5. «Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών»: Η διαμεσολάβηση στη σύναψη συμφωνιών αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών και περιλαμβάνει τη σύναψη συμφωνιών πώλησης χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από επιχείρηση επενδύσεων ή πιστωτικό ίδρυμα κατά τη στιγμή της έκδοσής τους.
6. «Διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό»: Η διαπραγμάτευση έναντι ιδίων κεφαλαίων, η οποία οδηγεί στην κατάρτιση συναλλαγών σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.
7. «Ειδικός διαπραγματευτής (market maker)»: Πρόσωπο που δραστηριοποιείται στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε συνεχή βάση, και αναλαμβάνει να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό αγοράζοντας και πωλώντας χρηματοπιστωτικά μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων σε τιμές που έχει καθορίσει ο ίδιος.
8. «Διαχείριση χαρτοφυλακίου»: Η διαχείριση, με εντολή του πελάτη και υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας για κάθε πελάτη, χαρτοφυλακίων που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.
9. «Πελάτης»: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες.
10. «Επαγγελματίας πελάτης»: Ο πελάτης που πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο Παράρτημα ΙΙ.
11. «Ιδιώτης πελάτης»: Κάθε πελάτης που δεν είναι επαγγελματίας πελάτης.
12. «Αγορά ανάπτυξης μικρομεσαίων επιχειρήσεων»: Ένας ΠΜΔ που έχει καταχωριστεί ως αγορά για την ανάπτυξη ΜμΕ σύμφωνα με το άρθρο 33 του παρόντος νόμου και το άρθρο 33 της Οδηγίας 2014/65/EE.
13. «Μικρομεσαία επιχείρηση (ΜμΕ)»: για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, μια εταιρεία που έχει μέση κεφαλαιοποίηση μικρότερη από 200 000 000 ευρώ με βάση τα στοιχεία στο τέλος κάθε έτους, για τα τρία τελευταία ημερολογιακά έτη.
14. «Οριακή εντολή» (limit order): Εντολή αγοράς ή πώλησης χρηματοπιστωτικού μέσου σε συγκεκριμένη οριακή ή καλύτερη τιμή και για συγκεκριμένη ποσότητα.
15. «Χρηματοπιστωτικό μέσο»: Τα μέσα που προσδιορίζονται στο τμήμα Γ του Παραρτήματος I του παρόντος νόμου.
16. «Συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ.6»: Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης (options), συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures), συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου που προβλέπεται στο τμήμα Γ.6 του παραρτήματος I του παρόντος νόμου, η οποία σχετίζεται με άνθρακα ή πετρέλαιο υπό διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ και πρέπει να εκκαθαριστεί με φυσική παράδοση.
17. «Μέσα χρηματαγοράς»: Κατηγορίες μέσων που συνήθως αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεως στη χρηματαγορά, όπως τα έντοκα γραμμάτια, τα αποδεικτικά κατάθεσης και τα εμπορικά γραμμάτια, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής.
18. «Διαχειριστής αγοράς»: Η ανώνυμη εταιρεία που διευθύνει ή διαχειρίζεται ρυθμιζόμενη αγορά σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Ως διαχειριστής αγοράς νοείται και κάθε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα που μπορεί να είναι και η ίδια η ρυθμιζόμενη αγορά το οποίο έχει λάβει σχετική άδεια από άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
19. «Πολυμερές σύστημα»: Οποιοδήποτε σύστημα ή μηχανισμός στο οποίο πλείονα συμφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων μπορούν να αλληλεπιδρούν στο σύστημα.
20. «Συστηματικός εσωτερικοποιητής»: Επιχείρηση επενδύσεων η οποία διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά, συστηματικά και σε σημαντικό βαθμό, όταν εκτελεί εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, χωρίς να λειτουργεί πολυμερές σύστημα. O συχνός και συστηματικός χαρακτήρας μετράται με τον αριθμό των συναλλαγών στο χρηματοπιστωτικό μέσο που συνάπτονται από την επιχείρηση επενδύσεων εκτός τόπου διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών. O σημαντικός βαθμός μετράται είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση επεν δύσεων σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές της επιχείρησης επενδύσεων σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές στην Ένωση σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο. Ο χαρακτηρισμός ως συστηματικού εσωτερικοποιητή ισχύει μόνο όταν πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις, τόσο ο συχνός και συστηματικός χαρακτήρας, όσο και ο σημαντικός βαθμός, ή όταν μια επιχείρηση επενδύσεων επιλέγει να δραστηριοποιηθεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής.
21. «Ρυθμιζόμενη αγορά»: Πολυμερές σύστημα το οποίο διευθύνει ή διαχειρίζεται διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων - εντός του συστήματος και σύμφωνα με τους κανόνες του οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια -κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων ή των συστημάτων του, και το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με τον τίτλο III του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/EE.
22. «Πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ»: Πολυμερές σύστημα το οποίο διαχειρίζεται επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων -εντός του συστήματος και σύμφωνα με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια - κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τον τίτλο II του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/EE.
23. «Μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης» ή «ΜΟΔ»: Το πολυμερές σύστημα, που δεν είναι ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, στο οποίο πλείονα συμφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση ομολόγων, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής και παράγωγων μέσων δύνανται να αλληλεπιδρούν στο εσωτερικό του κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τον τίτλο II του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/EE.
24. «Τόπος διαπραγμάτευσης»: Ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ.
25. «Ρευστή αγορά»: Αγορά χρηματοπιστωτικού μέσου ή κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου υπάρχουν έτοιμοι και πρόθυμοι αγοραστές και πωλητές σε συνεχή βάση, η οποία αξιολογείται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη δομή αγοράς του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή της συγκεκριμένης κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων:
α)μέση συχνότητα και μέσο μέγεθος των συναλλαγών για ένα φάσμα συνθηκών αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τον κύκλο ζωής των προϊόντων εντός της κατηγορίας των χρηματοπιστωτικών μέσων β)αριθμός και είδος συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένου του λόγου των συμμετεχόντων στην αγορά προς τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση για συγκεκριμένο προϊόν γ)μέσο άνοιγμα τιμών όπου είναι διαθέσιμο.
26. «Αρμόδια αρχή»: Η αρχή που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 67 του παρόντος νόμου ή η αρχή σύμφωνα με το άρθρο 67 της Οδηγίας 2014/65/EK κατά περίπτωση.
27. «Πιστωτικό ίδρυμα»: Το πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του σημείου 1) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 (EE L 176/27.6.2013).
28. «Εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ»: Η εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια των περιπτώσεων β) και γ) του άρθρου 3 του ν. 4099/2012 (Α'250) και της περίπτωσης β) της παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 302/17.11.2009).
29. «Συνδεδεμένος αντιπρόσωπος»: Φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη μιας και μόνον επιχείρησης επενδύσεων για λογαριασμό της οποίας ενεργεί, προωθεί τις επενδυτικέςή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, λαμβάνει και διαβιβάζει οδηγίες ή εντολές πελατών σχετικά με επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα, τοποθετεί χρηματοπιστωτικά μέσα ή παρέχει συμβουλές σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες σχετικά με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες.
30. «Υποκατάστημα»: Τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας πλην της έδρας, που αποτελεί τμήμα της επιχείρησης επενδύσεων στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες, ενδεχομένως δε και παρεπόμενες δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει αδειοδοτηθεί. Όλοι οι τόποι επιχειρηματικής δραστηριότητας που συγκροτούνται στο αυτό κράτος μέλος από επιχείρηση επενδύσεων με την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα.
31. «Ειδική συμμετοχή»: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων που αντιπροσωπεύει το 10 % τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 9 και 10 του ν. 3556/2007 (Α'91) και τα άρθρα 9 και 10 της Οδηγίας 2004/109/ΕΚ (EE L 390/31.12.2004) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στις παρ. 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 13 του ως άνω νόμου και στις παρ. 4 και 5 της ως άνω Οδηγίας, ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων στην οποία υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή.
32. «Μητρική επιχείρηση»: Η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια της μητρικής επιχείρησης του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251) και η επιχείρηση κατά την έννοια της παρ. 9 του άρθρου 2 και του άρθρου 22 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ του (EE L 182/29.6.2013) Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου .
33. «Θυγατρική επιχείρηση»: Η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια θυγατρικής επιχείρησης του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 και η επιχείρηση κατά την έννοια της παρ. 10 του άρθρου 2 και του άρθρου 22 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ, περιλαμβανομένης κάθε θυγατρικής μιας θυγατρικής επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.
34. «Όμιλος»: Ο όμιλος κατά την έννοια του ομίλου του Παραρτήματος του ν. 4308/2014 και της παρ. 11 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ.
35. «Στενοί δεσμοί»: κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:
α) σχέση συμμετοχής: δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, του 20 % ή περισσότερο
των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης, β) «σχέση ελέγχου»: δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, σε όλες τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 και των παρ. 1 και 2 του άρθρου 22 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ, ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης. Κάθε θυγατρική θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών,
γ)δεσμό με τον οποίο αμφότερα ή όλα τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου.
36. «Διοικητικό όργανο»: Το διοικητικό συμβούλιο ή άλλο όργανο ή όργανα μιας επιχείρησης επενδύσεων, ενός διαχειριστή αγοράς ή ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, που έχουν οριστεί σύμφωνα με την κατά περίπτωση εθνική νομοθεσία και που έχουν εξουσία καθορισμού της στρατηγικής, των στόχων και της συνολικής κατεύθυνσης της οντότητας κατά περίπτωση και επιβλέπουν και παρακολουθούν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκησή της περιλαμβανομένων των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες της οντότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
37. «Διευθυντικά στελέχη»: Τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες μιας επιχείρησης επενδύσεων, ενός διαχειριστή αγοράς ή ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και τα οποία είναι υπεύθυνα και υπόλογα απέναντι στο διοικητικό όργανο για την καθημερινή διαχείριση της οντότητας κατά περίπτωση, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των πολιτικών σχετικά με τη διάθεση υπηρεσιών και προϊόντων προς τους πελάτες από την επιχείρηση και το προσωπικό της,
38. «Αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό»: Συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης μεσολαβεί μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή της συναλλαγής κατά τρόπο που δεν τον εκθέτει ποτέ σε κίνδυνο αγοράς καθ' όλη τη διάρκεια εκτέλεσης της συναλλαγής, με αμφότερα τα μέρη της συναλλαγής να εκτελούνται ταυτόχρονα, και όπου η συναλλαγή ολοκληρώνεται σε τιμή κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης δεν πραγματοποιεί κανένα κέρδος ή ζημία, πέραν της προμήθειας, αμοιβής ή χρέωσης για τη συναλλαγή που γνωστοποιείται προηγουμένως.
39. «Αλγοριθμικές συναλλαγές»: Οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, όπου ένας αλγόριθμος υπολογιστή καθορίζει αυτόματα επιμέρους παραμέτρους εντολών, όπως π.χ. την απόφαση για την εισαγωγή της εντολής, τον χρόνο, την τιμή ή την ποσότητα της εντολής ή τον τρόπο διαχείρισης της εντολής μετά την εισαγωγή της, με ελάχιστη ή καμία ανθρώπινη παρέμβαση και δεν περιλαμβάνει συστήματα που χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς της δρομολόγησης εντολών σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης ή για την επεξεργασία εντολών που δεν καθορίζουν παραμέτρους για την εκτέλεσή τους, ή για την επιβεβαίωση εντολών ή τη μετασυναλλακτική επεξεργασία των συναλλαγών που εκτελέστηκαν.
40. «Τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα»: τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών που χαρακτηρίζεται από:
α)τη χρήση τεχνολογικής υποδομής για την ελαχιστοποίηση του χρόνου αδράνειας δικτύων ή άλλων συστημάτων
πληροφορικής, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μια από τις εξής διευκολύνσεις για την αλγοριθμική εισαγωγή εντολών: συστέγαση συστημάτων, φιλοξενία συστημάτων σε εγγύτητα (proximity hosting) ή άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση υψηλής ταχύτητας,
β)τον καθορισμό από το σύστημα της απόφασης για την εισαγωγή, την παραγωγή, τη δρομολόγηση ή την εκτέλεση μιας εντολής χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για μεμονωμένες συναλλαγές ή εντολές, και
γ)υψηλά ημερήσια επίπεδα μηνυμάτων τα οποία αποτελούν εντολές, προσφορές ή ακυρώσεις.
41. «Άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση»: Μηχανισμός στο πλαίσιο του οποίου ένα μέλος ή συμμετέχων ή πελάτης ενός τόπου διαπραγμάτευσης επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να χρησιμοποιεί τον κωδικό διαπραγμάτευσής του έτσι ώστε το πρόσωπο αυτό να μπορεί να διαβιβάζει ηλεκτρονικά εντολές σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο απευθείας στον τόπο διαπραγμάτευσης και περιλαμβάνει ρυθμίσεις όπου το εν λόγω πρόσωπο κάνει χρήση της υποδομής του μέλους ή του συμμετέχοντος ή του πελάτη, ή οποιουδήποτε συστήματος σύνδεσης με τον τόπο διαπραγμάτευσης που παρέχεται από το μέλος ή τον συμμετέχοντα ή τον πελάτη, για τη διαβίβαση εντολών (άμεση πρόσβαση στην αγορά, direct market access) και ρυθμίσεις όπου η υποδομή αυτή δεν χρησιμοποιείται από πρόσωπο (κατευθείαν πρόσβαση στην αγορά, sponsored access).
42. «Πρακτική διασταυρούμενων πωλήσεων (cross selling practices)»: Η προσφορά μιας επενδυτικής υπηρεσίας μαζί με μια άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως προϋπόθεση για την ίδια συμφωνία ή πακέτο.
43. «Δομημένη κατάθεση»: Κατάθεση όπως ορίζεται στην περίπτωση 20) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 4370/2016 (Α' 37) και στο σημείο 3 της παρ 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/49/ΕΕ, (EE L 173/12.6.2014) πλήρως επιστρεπτέα κατά την ημερομηνία λήξης, βάσει όρων υπό τους οποίους τυχόν τόκοι ή άλλες αποδόσεις καταβάλλονται ή εκτίθενται σε κίνδυνο σύμφωνα με έναν τύπο που περιλαμβάνει παράγοντες όπως:
α)έναν δείκτη ή συνδυασμό δεικτών, εξαιρουμένων των καταθέσεων μεταβλητού επιτοκίου των οποίων η απόδοση συνδέεται άμεσα με έναν δείκτη επιτοκίου όπως ο Euribor ή ο Libor β)ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή συνδυασμό χρηματοπιστωτικών μέσων γ) ένα εμπόρευμα ή συνδυασμό εμπορευμάτων ή άλλων, υλικών ή μη υλικών, μη
ανταλλάξιμων περιουσιακών στοιχείων ή δ) μια συναλλαγματική ισοτιμία ή συνδυασμό συναλλαγματικών ισοτιμιών.
44. «Κινητές αξίες»: Οι κατηγορίες κινητών αξιών που επιδέχονται διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής, και ιδίως:
α)μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιρειών, προσωπικών εταιρειών και
άλλων οντοτήτων, καθώς και αποθετήρια έγγραφα για μετοχές β)ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους συμπεριλαμβανομένων και των
αποθετηρίων εγγράφων για τέτοιες κινητές αξίες γ)κάθε άλλη κινητή αξία που παρέχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης παρόμοιων κινητών αξιών ή επιδεχόμενη διακανονισμού με ρευστά διαθέσιμα προσδιοριζόμενο κατ' αναφορά προς κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, εμπορεύματα ή άλλους δείκτες ή μεγέθη.
45. «Αποθετήρια έγγραφα»: Οι κινητές αξίες οι οποίες επιδέχονται διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά και οι οποίες αντιπροσωπεύουν κυριότητα επί των κινητών αξιών αλλοδαπού εκδότη, ενώ μπορούν να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και η διαπραγμάτευσή τους να γίνεται ανεξάρτητα από τις κινητές αξίες του αλλοδαπού εκδότη.
46. «Διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια»: Κεφάλαια των οποίων τουλάχιστον μία κατηγορία μεριδίων ή μετοχών αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας σε τουλάχιστον έναν τόπο διαπραγμάτευσης και με τουλάχιστον έναν ειδικό διαπραγματευτή που ενεργεί για να εξασφαλίσει ότι η αξία των μεριδίων ή των μετοχών στον τόπο τους. διαπραγμάτευσης δεν αποκλίνει σημαντικά από την καθαρή αξία ενεργητικού τους και, κατά περίπτωση, από την ενδεικτική καθαρή αξία ενεργητικού
47. «Πιστοποιητικά»: Τα πιστοποιητικά κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 27) του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
48. «Δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα»: Τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα κατά την έννοια του σημείου 28) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
49. «Παράγωγα»: Τα παράγωγα κατά την έννοια του σημείου 29) της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
50. «Παράγωγα επί εμπορευμάτων»: Τα παράγωγα επί εμπορευμάτων κατά την έννοια του σημείου 30) της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
51. «Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (EE L 201/27.7.2012).
52. «εγκεκριμένος μηχανισμός δημοσιοποίησης συναλλαγών» ή «Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.»: Πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άδεια παροχής της υπηρεσίας δημοσιοποίησης αναφορών συναλλαγών για λογαριασμό επιχείρησης επενδύσεων σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
53. «Πάροχος ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών» ή «Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.»: Πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άδεια παροχής της υπηρεσίας συγκέντρωσης των αναφορών συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που απαριθμούνται στα άρθρα 6, 7, 10, 12, 13, 20 και 21 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 από ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ και Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και ενοποίησής τους σε συνεχή ηλεκτρονική ροή δεδομένων απευθείας μετάδοσης, παρέχοντας δεδομένα τιμών και όγκου ανά χρηματοπιστωτικό μέσο.
54.«Εγκεκριμένος μηχανισμός γνωστοποίησης συναλλαγών» ή «Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.»: Πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άδεια παροχής της υπηρεσίας γνωστοποίησης των λεπτομερειών των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές ή την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγοροών (ΕΑΚΑΑ) για λογαριασμό επιχείρησης επενδύσεων.
55. «Κράτος μέλος καταγωγής»:
α)στην περίπτωση επιχείρησης επενδύσεων :
i) εάν η επιχείρηση επενδύσεων είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,
ii) εάν η επιχείρηση επενδύσεων είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική της έδρα,
ίίί)εάν η επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει, βάσει της εθνικής της νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία β)στην περίπτωση ρυθμιζόμενης αγοράς, το κράτος μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένη η ρυθμιζόμενη αγορά ή εάν, βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της ρυθμιζόμενης αγοράς.
γ) στην περίπτωση Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.:
i) εάν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία,
ii) εάν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται η καταστατική του έδρα,
ίίί)εάν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. δεν έχει, βάσει της εθνικής του νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία.
56. «Κράτος μέλος υποδοχής»: Το κράτος μέλος, διάφορο του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων έχει υποκατάστημα ή παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, ή το κράτος μέλος στο οποίο ρυθμιζόμενη αγορά παρέχει τους κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την εξ αποστάσεως πρόσβαση μελών ή συμμετεχόντων εγκατεστημένων σε αυτό το ίδιο κράτος μέλος στις διενεργούμενες στο σύστημά της συναλλαγές.
57. «Επιχείρηση τρίτης χώρας»: Μια επιχείρηση που θα ήταν πιστωτικό ίδρυμα που θα παρείχε επενδυτικές υπηρεσίες ή θα ασκούσε επενδυτικές δραστηριότητες, ή επιχείρηση επενδύσεων εάν τα κεντρικά γραφεία της ή η καταστατική έδρα της βρίσκονταν εντός της Ένωσης.
58. «Ενεργειακό προϊόν χονδρικής»: Τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής όπως ορίζονται στο σημείο 4) του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 1227/2011 (EE L 326/8.12.2011).
59. «Παράγωγα επί γεωργικών προϊόντων»: Οι συμβάσεις παραγώγων που σχετίζονται με προϊόντα που περιέχονται στο άρθρο 1 και στο παράρτημα I μέρος I έως ΧΧ και XXIV/1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1308/2013 (EE L 347/20.12.2013).
60. «Εκδότης κρατικών/δημόσιων τίτλων»: Οιοσδήποτε από τους ακόλουθους φορείς εκδίδει χρεωστικούς τίτλους:
i) η Ένωση,
ii) ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου κυβερνητικού φορέα ή οργανισμού ή εταιρείας ειδικού σκοπού του κράτους μέλους,
ίίί)σε περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους μέλους, ένα από τα μέλη που συγκροτούν την ομοσπονδία,
iv) εταιρεία ειδικού σκοπού για διάφορα κράτη μέλη,
v) ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, σκοπός του οποίου είναι η κινητοποίηση χρηματοδότησης και η παροχή χρηματοοικονομικής βοήθειας προς όφελος όσων μελών του αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, ή
vi) η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
61. «Κρατικός/δημόσιος χρεωστικός τίτλος»: Χρεωστικός τίτλος εκδοθείς από εκδότη κρατικών/δημόσιων τίτλων.
62. «Σταθερό μέσο»: Κάθε μέσο το οποίο:
α)παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά στον πελάτη αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέχει σε αυτές μελλοντικά, για το απαιτούμενο από τους σκοπούς των πληροφοριών χρονικό διάστημα, και
β) επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών.
63. «Πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων»: Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.
64. Κεντρικό αποθετήριο τίτλων ή «ΚΑΤ» : κεντρικό αποθετήριο τίτλων όπως ορίζεται στο σημείο (1) του άρθρου 2(1) του Κανονισμού (ΕΕ) 909/2014.

ΤΙΤΛΟΣ II
ΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
Όροι και διαδικασίες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ

Άρθρο 5
Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ (Άρθρο 5 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή η άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων ως συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα σε επαγγελματική βάση προϋποθέτει τη χορήγηση προηγούμενης άδειας ΑΕΠΕΥ από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με το παρόν Κεφάλαιο.
Κατά παρέκκλιση της παρ. 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια σε διαχειριστή αγοράς να διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, υπό την προϋπόθεση ότι προηγουμένως εξακριβώνεται η συμμόρφωσή του προς το παρόν Κεφάλαιο.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγγράφει σε μητρώο όλες τις ΑΕΠΕΥ. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες η ΑΕΠΕΥ έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο επικαιροποιείται τακτικά. Κάθε άδεια λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.
Οι ΑΕΠΕΥ λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας και έχουν τα κεντρικά τους γραφεία και την καταστατική τους έδρα στην Ελλάδα. Στην επωνυμία τους προσδιορίζονται ως «Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» και στο διακριτικό τους τίτλο ως "ΑΕΠΕΥ".
Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ ανέρχεται τουλάχιστον σε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) ευρώ.
Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ, η οποία προβαίνει σε διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, σε αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης ή σε λειτουργία ΠΜΔ ανέρχεται τουλάχιστον σε επτακόσιες τριάντα χιλιάδες (730.000) ευρώ.
Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ που παρέχει μία ή περισσότερες από τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες των σημείων 1, 2, 4 και 5 του Τμήματος Α του Παραρτήματος I και δεν είναι αδειοδοτημένη να παρέχει την παρεπόμενη υπηρεσία του σημείου 1 του Τμήματος Β του Παραρτήματος I, και η οποία δεν επιτρέπεται να κατέχει κεφάλαια ή τίτλους πελατών της και, για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί σε καμία χρονική στιγμή να εμφανίζει οφειλές έναντι αυτών των πελατών, ανέρχεται τουλάχιστον σε πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ.
Οι μετοχές της ΑΕΠΕΥ είναι ονομαστικές.
Για να εκδοθεί άδεια σύστασης ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιριών, απαιτείται να κατατεθεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα το μετοχικό της κεφάλαιο, καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται τοις μετρητοίς. Μερική καταβολή αποκλείεται. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να μεταβάλλεται το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο των ΑΕΠΕΥ. Άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται και σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρίες εφόσον έχουν ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ 5 και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Κεφαλαίου . Τα ίδια κεφάλαια της ΑΕΠΕΥ δεν μπορεί να υπολείπονται του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας της.

Άρθρο 6
Περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ (Άρθρο 6 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η άδεια λειτουργίας προσδιορίζει τις επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες που επιτρέπεται να παρέχει η ΑΕΠΕΥ. Η άδεια λειτουργίας μπορεί να καλύπτει μία ή περισσότερες από τις παρεπόμενες υπηρεσίες που απαριθμούνται στο Τμήμα Β του Παραρτήματος I. Σε καμία περίπτωση δεν χορηγείται άδεια μόνο για την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών.

2. ΑΕΠΕΥ που ζητά τη χορήγηση άδειας για να επεκτείνει τις δραστηριότητές της σε πρόσθετες επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες ή σε παρεπόμενες υπηρεσίες που δεν είχαν προβλεφθεί κατά το χρόνο χορηγήσεως της αρχικής άδειας υποβάλει αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας της.

3. Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ένωση και επιτρέπει στην ΑΕΠΕΥ να παρέχει τις υπηρεσίες και να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια, σε όλη την Ένωση, ασκώντας είτε το δικαίωμα εγκατάστασης, με τη μορφή υποκαταστήματος, είτε το δικαίωμα της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.

4. Οι ΑΕΠΕΥ που έχουν συσταθεί νομίμως αναγράφουν σε κάθε έντυπο, δημοσίευση, ανακοίνωση, διαφήμιση, καθώς και στην ιστοσελίδα τους ότι εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καθώς και τον αριθμό της άδειας λειτουργίας τους.

Άρθρο 7
Διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αιτήσεων χορήγησης άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ
(Άρθρο 7 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ εάν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι η αιτούσα επιχείρηση πληροί όλες τις απαιτήσεις βάσει των διατάξεων που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο.

2. Η αιτούσα επιχείρηση παρέχει όλες τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων, το οποίο καθορίζει μεταξύ άλλων τα είδη των σκοπούμενων δραστηριοτήτων και την οργανωτική διάρθρωση της επιχείρησης, οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορέσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να πεισθεί ότι η επιχείρηση έχει θεσπίσει, κατά τη στιγμή της αρχικής αδειοδότησης, όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το παρόν κεφάλαιο.

3. Η αιτούσα επιχείρηση ενημερώνεται, εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ.

Άρθρο 8
Ανάκληση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ (Άρθρο 8 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, εν όλω ή ως προς ορισμένες επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες ή παρεπόμενες υπηρεσίες, εάν η ΑΕΠΕΥ:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών, παραιτηθεί ρητώς απ' αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά τους προηγούμενους έξι (6) μήνες,
β) έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,
γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, όπως για παράδειγμα τους όρους που προβλέπει ο Κανονισμός (ΕΕ) 575/2013,
δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων σχετικά με τη λειτουργία των ΑΕΠΕΥ, οι οποίες θεσπίζονται βάσει του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, και κάθε άλλης διάταξης της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά. Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.

2. Πριν προχωρήσει στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΑΕΠΕΥ τις διαπιστωθείσες ελλείψεις ή παραβάσεις, καθώς και την πρόθεσή της να προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, τάσσοντάς της ταυτόχρονα προθεσμία, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες από την παραπάνω γνωστοποίηση, μέσα στην οποία η ΑΕΠΕΥ οφείλει να διατυπώσει τις απόψεις της και να λάβει, όταν συντρέχει περίπτωση, τα κατάλληλα μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Μετά την πάροδο της προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της ΑΕΠΕΥ και αξιολογήσει τα μέτρα που έχει λάβει, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει οριστικώς.

Άρθρο 9 Διοικητικό όργανο (Άρθρο 9 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για τη χορήγηση της άδειας σύμφωνα με το άρθρο 5, εξασφαλίζει ότι οι ΑΕΠΕΥ και τα διοικητικά όργανά τους συμμορφώνονται προς τα άρθρα 80 και 83 του ν. 4261/2014.

2. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί την άδεια σύμφωνα με το άρθρο 5, μπορεί να επιτρέπει στα μέλη του διοικητικού οργάνου να κατέχουν μία επιπλέον μη εκτελεστική διοικητική θέση από ό,τι επιτρέπεται δυνάμει της παρ. 3 του άρθρου 83 του ν. 4261/2014. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει σε τακτική βάση την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις άδειες αυτές.

3. Το διοικητικό συμβούλιο μιας ΑΕΠΕΥ προσδιορίζει, επιβλέπει και έχει την ευθύνη όσον αφορά την εφαρμογή των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση της ΑΕΠΕΥ, περιλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων εντός της ΑΕΠΕΥ και της πρόληψης συγκρούσεων συμφερόντων, με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς και το συμφέρον των πελατών της.
Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που επιβάλλει η παρ. 1 του άρθρου 80 του ν. 4261/2014, οι ρυθμίσεις αυτές διασφαλίζουν επίσης ότι το διοικητικό συμβούλιο προσδιορίζει, εγκρίνει και επιβλέπει:
α) την οργάνωση της ΑΕΠΕΥ για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των ικανοτήτων, των γνώσεων και της εξειδίκευσης που απαιτούνται για το προσωπικό, τους πόρους, τις διαδικασίες και τις ρυθμίσεις για την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από την ΑΕΠΕΥ, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της και όλες τις απαιτήσεις με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται η ΑΕΠΕΥ, β) μια πολιτική ως προς τις υπηρεσίες, τις δραστηριότητες, τα προϊόντα και τις λειτουργίες που προσφέρονται ή παρέχονται σύμφωνα με το ανεκτό για την ΑΕΠΕΥ επίπεδο κινδύνου και τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες των πελατών της ΑΕΠΕΥ προς τους οποίους θα προσφέρονται ή θα παρέχονται, συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής κατάλληλων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων (stress tests), όπου απαιτείται,
γ) μια πολιτική αμοιβών των προσώπων που εμπλέκονται στην παροχή των υπηρεσιών προς τους πελάτες, με στόχο την ενθάρρυνση της υπεύθυνης επιχειρηματικής συμπεριφοράς και της δίκαιης μεταχείρισης των πελατών, καθώς και την αποφυγή των συγκρούσεων συμφερόντων στις σχέσεις με τους πελάτες.
Το διοικητικό συμβούλιο παρακολουθεί και ανά περιόδους αξιολογεί την επάρκεια και την υλοποίηση των στρατηγικών στόχων της ΑΕΠΕΥ όσον αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης της ΑΕΠΕΥ και την επάρκεια των πολιτικών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες, και προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.
Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας εάν δεν έχει πεισθεί ότι τα μέλη του διοικητικού οργάνου της ΑΕΠΕΥ διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία και αφιερώνουν ικανό χρόνο στην άσκηση των καθηκόντων τους στην ΑΕΠΕΥ, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι το διοικητικό όργανο της ΑΕΠΕΥ ενδέχεται να αποτελεί απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διαχείρισή της και την επαρκή μέριμνα για τα συμφέροντα των πελατών της και την ακεραιότητα της αγοράς.

5. Η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όλα τα μέλη του διοικητικού της οργάνου και κάθε μεταβολή στη σύνθεσή του και της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει εάν η ΑΕΠΕΥ πληροί τις απαιτήσεις των παρ. 1, 2 και 3.

6. Η ΑΕΠΕΥ οφείλει να διαθέτει τουλάχιστον δύο (2) πρόσωπα που πληρούν τις απαιτήσεις της παρ. 1 και διευθύνουν πραγματικά την επιχειρηματική δραστηριότητά της. Τα εν λόγω πρόσωπα οφείλουν να διαθέτουν πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας που προβλέπεται στην περίπτωση (γ) της παρ. 1 του άρθρου 93

Άρθρο 10 Μέτοχοι με ειδική συμμετοχή (Άρθρο 10 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από ΑΕΠΕΥ εάν δεν έχει πληροφορηθεί την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων με ειδική συμμετοχή, φυσικών ή νομικών προσώπων, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια εφόσον, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση της ΑΕΠΕΥ, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές.
Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της ΑΕΠΕΥ και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί την άδεια μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία η ΑΕΠΕΥ έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

3. Εάν η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 είναι πιθανό να αποβεί σε βάρος της ορθής και συνετής διαχείρισης της ΑΕΠΕΥ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί η εν λόγω κατάσταση.
Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν την επιβολή κυρώσεων κατά μελών του διοικητικού οργάνου και διευθυντικών στελεχών ή την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι.

Άρθρο 11
Κοινοποίηση σκοπούμενης απόκτησης ειδικής συμμετοχής (Άρθρο 11 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο («υποψήφιος αποκτών»), το οποίο, μεμονωμένα ή μαζί με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη ειδική συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20 %, του 1/3 ή του 50 % ή με αποτέλεσμα η ΑΕΠΕΥ να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση («σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής»), απευθύνει προηγουμένως έγγραφη κοινοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αναφορικά με την ΑΕΠΕΥ στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή είτε να την αυξήσει, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και παρέχοντας τις σχετικές πληροφορίες κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 13 παράγραφος 5.
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ, απευθύνει προηγουμένως γραπτή κοινοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής του. Το πρόσωπο αυτό ενημερώνει επίσης την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20 %, 1/3 ή 50 % ή με αποτέλεσμα η ΑΕΠΕΥ να παύσει να είναι θυγατρική του.
Όταν αξιολογεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής του άρθρου 10 και του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που κατέχουν επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του Τμήματος Α του παραρτήματος I, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ' άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη και, αφετέρου, μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η αρμόδια εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους, κατά την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 13 («αξιολόγηση»), διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, στην περίπτωση που ο υποψήφιος αποκτών είναι: α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος,ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής
β) μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής ή
γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος , ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 13 («αξιολόγηση»), διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, στην περίπτωση που ο υποψήφιος αποκτών είναι:
α) θυγατρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που εδρεύει στην Ελλάδα,
β) θυγατρική επιχείρηση της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που εδρεύει στην Ελλάδα, ή
γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει στην Ελλάδα.
Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε πληροφορία που είναι απαραίτητη ή έχει σημασία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν, κατόπιν αιτήματος, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, για την οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής, επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους ή της Τράπεζας της Ελλάδος κατά περίπτωση, η οποία είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση του υποψήφιου αποκτώντος.

3. Εάν ΑΕΠΕΥ λάβει γνώση οποιασδήποτε απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών στο κεφάλαιό της με την οποία οι συμμετοχές σε αυτήν υπερβαίνουν ή κατέρχονται των ορίων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά.
Έως 31 Ιανουαρίου κάθε έτους, οι ΑΕΠΕΥ γνωστοποιούν επίσης στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα ονόματα των μετόχων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές και τα ποσοστά αυτών των συμμετοχών όπως προκύπτουν, για παράδειγμα, από τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων ή - προκειμένου για ΑΕΠΕΥ των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά - από τις δημοσιοποιήσεις σημαντικών συμμετοχών των μετόχων τους.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει μέτρα, παρόμοια με τα αναφερόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 10, κατά των προσώπων που δε συμμορφώνονται με την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης σε περίπτωση απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν, είναι άκυρη η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από αυτές τις μετοχές.

Άρθρο 12 Περίοδος αξιολόγησης (Άρθρο 12 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που απαιτείται βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αποκτώντα ότι τις παρέλαβε.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διενεργεί την αξιολόγηση εντός προθεσμίας εξήντα (60) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που προβλέπεται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου («περίοδος αξιολόγησης»).
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει τον υποψήφιο αποκτώντα, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή (50η) εργάσιμη ημέρα της περιόδου αυτής, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και προσδιορίζει τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.
Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζήτησε τις πληροφορίες και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αποκτώντος, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να υποβάλλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή την αποσαφήνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παρατείνει τη διακοπή στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου έως τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αποκτών είναι ένα από τα ακόλουθα:
α) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο ή που υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Ένωσης,
β) φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει του παρόντος νόμου ή των νόμων 4099/2012, 4364/2016 ή 4261/2014 ή των Οδηγιών 2014/65/ΕΕ, 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ ή 2013/36/ΕΕ.

4. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγησή της, αποφασίσει να αντιταχθεί στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αποκτώντα, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβαίνει την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αποκτώντος.

5. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν αντιταχθεί εγγράφως στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

Άρθρο 13 Αξιολόγηση (Άρθρο 13 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 11, και των πληροφοριών που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 12 , η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση της ΑΕΠΕΥ στην οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αποκτώντος στην ΑΕΠΕΥ, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αποκτώντος και την ορθότητα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
α) τη φήμη του υποψήφιου αποκτώντος,
β) τη φήμη και την πείρα κάθε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ΑΕΠΕΥ ως αποτέλεσμα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής,
γ) την οικονομική ευρωστία του υποψήφιου αποκτώντος, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκηθούν από την ΑΕΠΕΥ, στην οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής,
δ) την ικανότητα της ΑΕΠΕΥ να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας του παρόντος νόμου, καθώς και σχετικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων των ν. 4261/2014 και 3455/2006 και των Οδηγιών 2002/87/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, ιδίως όσον αφορά το κατά πόσο ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμοδίων αρχών,
ε) το κατά πόσο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3691/2008 (Α' 166), ή ότι η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής θα μπορούσε να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να αντιταχθεί στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής μόνο εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι' αυτό, με βάση τα κριτήρια της παρ. 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αποκτώντα δεν είναι πλήρεις.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε εξετάζει τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

4. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 12 παράγραφοι 1, 2 και 3, εάν κοινοποιηθούν δύο ή περισσότερες προθέσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ΑΕΠΕΥ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αποκτώντες αμερόληπτα.

5. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα πρόσωπα που προτίθενται να αποκτήσουν ειδική συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ για τη διενέργεια της αξιολόγησής τους.

Άρθρο 14
Συμμετοχή σε εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών (Άρθρο 14 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, εξακριβώνει ότι κάθε οντότητα που ζητά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ ή κάθε πιστωτικό ίδρυμα που προτίθεται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που υπέχει, κατά το χρόνο της αδειοδότησης, βάσει του ν. 2533/1997 (Α'228) ή του ν. 4370/2016, αντίστοιχα.
Η υποχρέωση συμμόρφωσης εκπληρώνεται σε σχέση με δομημένες καταθέσεις, όταν η δομημένη κατάθεση εκδίδεται από πιστωτικό ίδρυμα που είναι μέλος συστήματος εγγύησης καταθέσεων το οποίο είναι αναγνωρισμένο βάσει του ν. 4370/2016.

Άρθρο 15 Αρχικό κεφάλαιο (Άρθρο 15 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ μόνον εφόσον η αιτούσα εταιρεία έχει επαρκές αρχικό κεφάλαιο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της σχετικής επενδυτικής υπηρεσίας ή δραστηριότητας.

Άρθρο 16 Οργανωτικές απαιτήσεις (Άρθρο 16 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι ΑΕΠΕΥ συμμορφώνονται με τις οργανωτικές απαιτήσεις που ορίζονται στις παρ. 2 έως 10 και στο άρθρο 17.

2. Η ΑΕΠΕΥ εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να διασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωσή της, περιλαμβανομένων των διευθυντικών στελεχών, υπαλλήλων και συνδεδεμένων αντιπροσώπων της, με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του παρόντος νόμου, καθώς και κατάλληλους κανόνες για τις προσωπικές συναλλαγές των προσώπων αυτών.

3. Η ΑΕΠΕΥ καταρτίζει και εφαρμόζει αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να μην επηρεάζονται αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών της λόγω συγκρούσεων συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 23.
Η ΑΕΠΕΥ που δημιουργεί χρηματοπιστωτικά μέσα προς πώληση σε πελάτες, διαθέτει, χρησιμοποιεί και επανεξετάζει διαδικασία για την έγκριση κάθε χρηματοπιστωτικού μέσου και των σημαντικών προσαρμογών σε υφιστάμενα χρηματοπιστωτικά μέσα, πριν από την προώθησή τους στην αγορά ή τη διανομή τους σε πελάτες.
Η διαδικασία έγκρισης προϊόντων προσδιορίζει μια συγκεκριμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών, εντός της αντίστοιχης κατηγορίας πελατών για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, και διασφαλίζει ότι όλοι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με αυτή την προσδιορισμένη αγορά-στόχο αξιολογούνται και ότι η σκοπούμενη στρατηγική διανομής είναι συνεπής με αυτή την αγορά- στόχο.
Η ΑΕΠΕΥ επανεξετάζει, επίσης, σε τακτική βάση, τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσφέρει ή προωθεί εμπορικά, λαμβάνοντας υπόψη κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιωδώς τον δυνητικό κίνδυνο για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο, προκειμένου να αξιολογεί, τουλάχιστον, κατά πόσο το χρηματοπιστωτικό μέσο παραμένει συνεπές με τις ανάγκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου και κατά πόσο η σκοπούμενη στρατηγική διανομής συνεχίζει να είναι κατάλληλη.
Η ΑΕΠΕΥ που δημιουργεί χρηματοπιστωτικά μέσα καθιστά διαθέσιμη στους διανομείς όλες τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με το χρηματοπιστωτικό μέσο και τη διαδικασία έγκρισής του, στις οποίες περιλαμβάνεται η προσδιορισμένη αγορά-στόχος του χρηματοπιστωτικού μέσου.
Αν μια ΑΕΠΕΥ προσφέρει ή συνιστά χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν δημιουργεί η ίδια, διαθέτει τις κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες, οι οποίες αναφέρονται στο πέμπτο εδάφιο και να κατανοεί τα χαρακτηριστικά και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο.
Οι πολιτικές, διαδικασίες και ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο ισχύουν με την επιφύλαξη των λοιπών υποχρεώσεων που καθιερώνονται δυνάμει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, περιλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την πληροφόρηση, την καταλληλότητα ή συμβατότητα, τον εντοπισμό και τη διαχείριση καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων, καθώς και με τις αντιπαροχές.

4. Η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για τη διασφάλιση της συνεχούς και κανονικής εκτέλεσης των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων και χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, μέσα και διαδικασίες.

5. Η ΑΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι, όταν αναθέτει σε τρίτους την εκτέλεση επιχειρησιακών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας για την παροχή συνεχούς και ικανοποιητικής υπηρεσίας στους πελάτες, καθώς και την άσκηση των επενδυτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή και ικανοποιητική βάση, λαμβάνονται εύλογα μέτρα για την αποφυγή αδικαιολόγητης ανάληψης πρόσθετου λειτουργικού κινδύνου. Η ανάθεση σε τρίτους σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην παραβλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα του εσωτερικού της ελέγχου ούτε τη δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να εποπτεύει τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις της.
Η ΑΕΠΕΥ διαθέτει κατάλληλες διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες αξιολόγησης των κινδύνων και αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων.
Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να απαιτεί να έχει πρόσβαση στις επικοινωνίες δυνάμει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, η ΑΕΠΕΥ διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας για τη διασφάλιση και την εξακρίβωση της γνησιότητας των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου αλλοίωσης των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και την αποφυγή της διαρροής των πληροφοριών, ώστε να τηρείται σε διαρκή βάση η εμπιστευτικότητα των δεδομένων.

6. Η ΑΕΠΕΥ μεριμνά ώστε να καταγράφονται όλες οι υπηρεσίες που παρέχει και οι δραστηριότητες και συναλλαγές που εκτελεί, κατά τρόπο που να επιτρέπει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να ασκεί τις εποπτικές της αρμοδιότητες και να προβαίνει σε ενέργειες για τη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων δυνάμει του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, του ν. 4443/2016 (Α'232) και του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, και ιδίως να διασφαλίζει τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις της, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων έναντι των πελατών ή των δυνητικών πελατών και της ακεραιότητας της αγοράς.

7. Τα αρχεία περιλαμβάνουν τις καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες που σχετίζονται, τουλάχιστον, με συναλλαγές που συνήφθησαν κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό και με την παροχή υπηρεσιών κατ' εντολή πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών πελατών.
Οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και ηλεκτρονικές επικοινωνίες περιλαμβάνουν, επίσης, εκείνες που αποσκοπούν στη σύναψη συναλλαγών κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή στην παροχή υπηρεσιών κατ' εντολή πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, τη διαβίβαση και την εκτέλεση εντολών πελατών, ακόμη και αν αυτές οι συνομιλίες ή επικοινωνίες δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη σύναψη των συναλλαγών ή την παροχή υπηρεσιών κατ'εντολή πελατών.
Προς τον σκοπό αυτό, η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την καταγραφή των σχετικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες πραγματοποιούνται, αποστέλλονται ή λαμβάνονται μέσω τεχνικού εξοπλισμού που παρέχει η ΑΕΠΕΥ σε υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη, ή μέσω τεχνικού εξοπλισμού του οποίου η χρήση από υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη έχει εγκριθεί ή επιτραπεί από την ΑΕΠΕΥ.
Η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει τους νέους και τους υφιστάμενους πελάτες ότι θα καταγράφονται οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή επικοινωνίες μεταξύ της ΑΕΠΕΥ και των πελατών της οι οποίες έχουν ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση συναλλαγών. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να παρέχεται άπαξ, πριν από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε νέους και υφιστάμενους πελάτες.
Η ΑΕΠΕΥ δεν παρέχει από το τηλέφωνο επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες σε πελάτες που δεν έχουν ενημερωθεί εκ των προτέρων σχετικά με την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή επικοινωνιών τους, εφόσον οι εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες αφορούν τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση εντολών του πελάτη.
Εντολές μπορούν να δίνονται από πελάτες μέσω άλλων διαύλων, ωστόσο τέτοιου είδους επικοινωνίες πρέπει να πραγματοποιούνται με σταθερό μέσο, όπως επιστολές μέσω ταχυδρομείου, τηλεομοιοτυπίες, ηλεκτρονικά μηνύματα ή με τεκμηρίωση των εντολών πελατών που δόθηκαν διά ζώσης σε συναντήσεις. Ειδικότερα, το περιεχόμενο των σχετικών συνομιλιών σε δια ζώσης επικοινωνία με πελάτη μπορεί να καταγράφεται με την τήρηση γραπτών πρακτικών ή σημειώσεων. Οι εντολές αυτές θεωρούνται ισοδύναμες με εντολές που λαμβάνονται από το τηλέφωνο.
Η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να εμποδίζει υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη της να πραγματοποιεί τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και να αποστέλλει ή να λαμβάνει ηλεκτρονικά μηνύματα με ιδιωτικό τεχνικό εξοπλισμό, μέσω του οποίου η ΑΕΠΕΥ δεν μπορεί να καταγράψει ή να αντιγράψει τις συνδιαλέξεις ή τις επικοινωνίες αυτές.
Τα αρχεία της παρούσας παραγράφου παρέχονται στον πελάτη τον οποίο αφορούν κατόπιν αιτήματός του και φυλάσσονται για περίοδο πέντε ετών και, αν ζητηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για μέγιστη περίοδο επτά ετών.

8. Εάν η ΑΕΠΕΥ κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες, διαθέτει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύσει τα δικαιώματα κυριότητας των πελατών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας της ΑΕΠΕΥ, και να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων πελάτη για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν ο πελάτης έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του.

9. Εάν η ΑΕΠΕΥ κατέχει κεφάλαια πελατών, θεσπίζει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύσει τα δικαιώματα των πελατών και, εκτός από την περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση κεφαλαίων πελατών για ίδιο λογαριασμό.

10. Η ΑΕΠΕΥ δεν συνάπτει συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου κατά την έννοια του άρθρου 6 του ν. 3301/2004 (Α'263) με ιδιώτες πελάτες με σκοπό την κάλυψη παρουσών ή μελλοντικών, υφιστάμενων, εξαρτώμενων από αβέβαια περιστατικά ή αναμενόμενων υποχρεώσεων πελατών.

11. Σε περίπτωση υποκαταστήματος επιχείρησης επενδύσεων στην Ελλάδα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφαρμόζει την υποχρέωση των παρ. 6 και 7 στις συναλλαγές που εκτελεί το υποκατάστημα, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής να έχει άμεση πρόσβαση στα σχετικά αρχεία.

12. Δανειστές ΑΕΠΕΥ απαγορεύεται να κατάσχουν ή να δεσμεύσουν περιουσιακά στοιχεία πελατών της ενδεικτικά, υπό μορφή χρημάτων κατατεθειμένων σε τραπεζικούς λογαριασμούς πελατών που τηρούνται στο όνομα της εταιρείας ή χρηματοπιστωτικών μέσων, εφόσον δικαιούχοι, σύμφωνα με τα τηρούμενα στην εταιρεία βιβλία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι οι παραπάνω πελάτες.

13. Στα χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν είναι δεκτικά κατάσχεσης και δέσμευσης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, περιλαμβάνονται, εκτός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στους πελάτες της ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με τους κανόνες του εμπράγματου δικαίου, και εκείνα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα στο όνομα της και για λογαριασμό του πελάτη, η ΑΕΠΕΥ και των οποίων πραγματικός δικαιούχος, σύμφωνα με τα τηρούμενα σε αυτήν βιβλία και στοιχεία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι πελάτης της, ανεξάρτητα από το αν τα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι καταχωρισμένα στο μητρώο του θεματοφύλακα ή άλλου φορέα συστήματος καταχώρησης τίτλων στο όνομα του δικαιούχου πελάτη.

14. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιβάλλει απαιτήσεις σε ΑΕΠΕΥ ή σε πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά τη διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, επιπλέον των διατάξεων των παρ. 8, 9 και 10 και των αντίστοιχων κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με την παρ. 12 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να μπορούν να αιτιολογηθούν αντικειμενικά και να είναι ανάλογες, με στόχο να αντιμετωπίζονται, σε περιπτώσεις όπου οι ΑΕΠΕΥ ή τα πιστωτικά ιδρύματα φυλάσσουν περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια πελατών, συγκεκριμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς.

15. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Επιτροπή κάθε απαίτηση που προτίθενται να επιβάλουν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία επιβολής της απαίτησης. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει και αιτιολόγηση της εν λόγω απαίτησης. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο, τα δικαιώματα των επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 34, 34α 35 και 35α.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εντός δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, παρέχει τη γνώμη της για την αναλογικότητα και την αιτιολόγηση των πρόσθετων απαιτήσεων.

16. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος εξειδικεύονται για τις ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα αντίστοιχα οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παρ. 2 έως10, σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση Οδηγία (ΕΕ) 2017/593 της Επιτροπής (ΕΕ L 87/31.3.2017)

Άρθρο 17 Αλγοριθμικές συναλλαγές (Άρθρο 17 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι ΑΕΠΕΥ που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές οφείλουν:
(α) να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου κινδύνων, κατάλληλους για τις δραστηριότητες που διενεργούν, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι τα συστήματα κατάρτισης συναλλαγών τους είναι ανθεκτικά και διαθέτουν επαρκή χωρητικότητα, υπόκεινται σε κατάλληλα όρια σε σχέση με τις συναλλαγές και αποτρέπουν την αποστολή εσφαλμένων εντολών ή τη λειτουργία των συστημάτων κατά τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει ή να συμβάλει στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς,
(β) να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου κινδύνων προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα συστήματα κατάρτισης συναλλαγών δεν δύνανται να χρησιμοποιούνται για σκοπό που είναι αντίθετος στον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014 ή στους κανόνες τόπου διαπραγμάτευσης με τον οποίο αυτές συνδέονται,
(γ) να διαθέτουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις επιχειρηματικής συνέχειας για την αντιμετώπιση κάθε αστοχίας στα συστήματα κατάρτισης συναλλαγών της, και
(δ) να διασφαλίζουν ότι τα συστήματά τους έχουν υποβληθεί σε πλήρεις δοκιμές και παρακολουθούνται κατάλληλα ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου.

2. Οι ΑΕΠΕΥ που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο δραστηριοποιούνται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών ως μέλη ή συμμετέχουσες.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί από ΑΕΠΕΥ να παρέχει, σε τακτική βάση ή κατά περίπτωση, περιγραφή της φύσης των στρατηγικών αλγοριθμικής διαπραγμάτευσης που εφαρμόζει, λεπτομέρειες σχετικά με τις παραμέτρους διαπραγμάτευσης ή τα όρια στα οποία υπόκειται το σύστημα διενέργειας συναλλαγών, τους βασικούς μηχανισμούς ελέγχου συμμόρφωσης και κινδύνων που χρησιμοποιεί για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των όρων της παρ. 1 και λεπτομέρειες των δοκιμών στις οποίες υποβάλλει τα συστήματά της. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται ανά πάσα στιγμή να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες από την ΑΕΠΕΥ σχετικά με τη διενέργεια των αλγοριθμικών συναλλαγών της και τα συστήματα που χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν σχετικού αιτήματος αρμόδιας αρχής τόπου διαπραγμάτευσης ως μέλος ή συμμετέχουσα του οποίου η ΑΕΠΕΥ διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές, τις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο και τις οποίες λαμβάνει από την ΑΕΠΕΥ που διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές.
Οι ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και διασφαλίζουν ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή ώστε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μπορεί να εποπτεύει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου.
Οι ΑΕΠΕΥ που χρησιμοποιούν τεχνική διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα τηρούν, σε εγκεκριμένη μορφή, ακριβή και κατά χρονική ακολουθία αρχεία όσον αφορά όλες τις εντολές που εισάγουν, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων εντολών, τις εντολές που εκτελούν και τις προσφορές τιμών που παρέχουν σε τόπους διαπραγμάτευσης, και τα καθιστούν διαθέσιμα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφόσον τους ζητηθούν.

3. Οι ΑΕΠΕΥ που ακολουθούν στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης μέσω της διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα, την κλίμακα και τη φύση της συγκεκριμένης αγοράς και τα χαρακτηριστικά του μέσου που αποτελεί αντικείμενο της συναλλαγής:
(α) ασκούν την εν λόγω στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης συνεχώς κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης αναλογίας των ωρών λειτουργίας του τόπου διαπραγμάτευσης, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και προβλέψιμη βάση στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης,
(β) συνάπτουν δεσμευτική γραπτή συμφωνία με τον τόπο διαπραγμάτευσης, στην οποία προσδιορίζονται, κατ' ελάχιστο, οι υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το στοιχείο α), και
(γ) εφαρμόζουν αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους για να διασφαλίσουν ότι εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της συμφωνίας του στοιχείου β) ανά πάσα στιγμή.

4. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 48, ΑΕΠΕΥ που διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές θεωρείται ότι ακολουθεί στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης όταν, ως μέλος ή συμμετέχουσα σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, η στρατηγική της, όταν διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβάνει την εισαγωγή δεσμευτικών, ταυτόχρονων εντολών αγοράς και πώλησης συγκρίσιμου μεγέθους και σε ανταγωνιστικές τιμές σε σχέση με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα σε έναν μόνο τόπο διαπραγμάτευσης ή σε περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και συχνή βάση στο σύνολο της αγοράς.

5. Οι ΑΕΠΕΥ που παρέχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης οφείλουν να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου που διασφαλίζουν:
(α) την ορθή αξιολόγηση και επεναξιολόγηση της καταλληλότητας των πελατών που χρησιμοποιούν την υπηρεσία,
(β) ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία εμποδίζονται να υπερβούν προκαθορισμένα συναλλακτικά και πιστωτικά όρια,
(γ) ότι οι συναλλαγές από πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία παρακολουθούνται καταλλήλως, και (δ) ότι με κατάλληλους ελέγχους κινδύνων αποτρέπονται οι συναλλαγές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την ΑΕΠΕΥ ή που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ή να συμβάλουν στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ή θα μπορούσαν να έρθουν σε αντίθεση με τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014 ή τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης. Η άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση χωρίς τους ελέγχους αυτούς απαγορεύεται.
Οι ΑΕΠΕΥ που παρέχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση φέρουν την ευθύνη διασφάλισης ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν αυτήν την υπηρεσία συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης.
Οι ΑΕΠΕΥ παρακολουθούν τις συναλλαγές προκειμένου να εντοπίσουν παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης ή συμπεριφορά που μπορεί να συνιστά κατάχρηση της αγοράς και η οποία πρέπει να αναφερθεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Οι ΑΕΠΕΥ διασφαλίζουν ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της ΑΕΠΕΥ και του πελάτη σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας και ότι βάσει αυτής της συμφωνίας οι ΑΕΠΕΥ υπέχουν ευθύνη δυνάμει του παρόντος νόμου.
Η ΑΕΠΕΥ που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να παρέχουν, σε τακτική βάση ή κατά περίπτωση, περιγραφή των συστημάτων και των μηχανισμών ελέγχου που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, καθώς και αποδείξεις για την εφαρμογή τους.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί, κατόπιν σχετικού αιτήματος της αρμόδιας αρχής ενός τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο ΑΕΠΕΥ προσφέρουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και τις οποίες λαμβάνει από τις ΑΕΠΕΥ.
Οι ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και διασφαλίζουν ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή ώστε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μπορεί να ελέγξει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου.

6. Οι ΑΕΠΕΥ που ενεργούν ως γενικά εκκαθαριστικά μέλη, οφείλουν να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες εκκαθάρισης παρέχονται μόνο σε πρόσωπα που είναι κατάλληλα και πληρούν σαφή κριτήρια και ότι επιβάλλονται κατάλληλες απαιτήσεις σε αυτά ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι για τις ίδιες τις ΑΕΠΕΥ και την αγορά. Οι ΑΕΠΕΥ διασφαλίζουν ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ αυτών και των προσώπων στα οποία παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης ως γενικά εκκαθαριστικά μέλη σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας.

Άρθρο 18
Διαδικασία διαπραγμάτευσης και οριστικοποίηση των συναλλαγών σε ΠΜΔ και ΜΟΔ
(Άρθρο 18 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, πέραν της εκπλήρωσης των οργανωτικών απαιτήσεων του άρθρου 16:
(α) θεσπίζουν διαφανείς κανόνες και διαδικασίες για τη δίκαιη και ομαλή διαπραγμάτευση, (β) καθορίζουν αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών, (γ) διαθέτουν μηχανισμούς που επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, και ιδίως αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων,
(δ) θεσπίζουν διαφανείς κανόνες σχετικά με τα κριτήρια προσδιορισμού των χρηματοπιστωτικών μέσων των οποίων η διαπραγμάτευση επιτρέπεται στα συστήματά τους,
(ε) παρέχουν, όπου συντρέχει η περίπτωση, επαρκείς πληροφορίες, δημόσια διαθέσιμες ή διασφαλίζουν ότι υπάρχει πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες, ώστε να μπορούν οι χρήστες να διαμορφώνουν επενδυτική κρίση, ανάλογα με τη φύση των χρηστών και τα είδη των χρηματοπιστωτικών μέσων υπό διαπραγμάτευση,
(στ) καταρτίζουν, δημοσιεύουν, διατηρούν και εφαρμόζουν διαφανείς και μη μεροληπτικούς, βάσει αντικειμενικών κριτήριων, κανόνες, οι οποίοι διέπουν την πρόσβαση στα συστήματά τους,
(ζ) διαθέτουν μηχανισμούς για τον σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που μπορεί να έχει για τη λειτουργία του ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ή για τα μέλη ή τους συμμετέχοντες και χρήστες του, κάθε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ, αφενός, του ΠΜΔ, του ΜΟΔ, των ιδιοκτητών τους ή της ΑΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ και, αφετέρου, της ορθής λειτουργίας του ΠΜΔ ή ΜΟΔ.
(η) διαθέτουν όλα τα απαραίτητα αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις προκειμένου να συμμορφώνονται με τα άρθρα 48 και 49,
(θ) ενημερώνουν με σαφήνεια τα μέλη τους ή τους συμμετέχοντες για τις αντίστοιχες ευθύνες τους όσον αφορά το διακανονισμό των συναλλαγών που εκτελούνται εντός του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ,
(ι) διαθέτουν τους απαραίτητους μηχανισμούς για τη διευκόλυνση του αποτελεσματικού διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στο πλαίσιο των συστημάτων του ΠΜΔ ή ΜΟΔ,
(ια) έχουν τουλάχιστον τρία ουσιωδώς ενεργά μέλη ή χρήστες, καθένας από τους οποίους έχει τη δυνατότητα να αλληλεπιδρά με όλους τους υπόλοιπους όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών.
Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ σε πιστωτικό ίδρυμα εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1. Το πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεσή του να λειτουργεί ΠΜΔ ή ΜΟΔ ταυτόχρονα με την υποβολή σχετικής αίτησης στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώνει τη συνδρομή των προϋποθέσεων των περιπτώσεων α' έως η' της παρ. 1 και ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος.
Εάν κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά αποτελέσει επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη της, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση σε σχέση με τον ΠΜΔ ή τον ΜΟΔ ως προς την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών.
Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ συμμορφώνονται αμέσως με κάθε απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 67, για την αναστολή της διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου.
Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λεπτομερή περιγραφή της λειτουργίας του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, περιλαμβανομένων, με την επιφύλαξη των παρα. 1, 4 και 5 του άρθρου 20, κάθε είδους δεσμού με ή συμμετοχής από ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ ή συστηματικό εσωτερικοποιητή που ανήκει στην ίδια ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς, καθώς και κατάλογο των μελών, των συμμετεχόντων /ή των χρηστών τους. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον πρόκειται για πιστωτικά ιδρύματα καθιστά διαθέσιμη, μετά από σχετικό αίτημα, την πληροφόρηση αυτή στην ΕΑΚΑΑ. Κάθε χορήγηση άδειας λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ σε ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστή της αγοράς γνωστοποιείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην ΕΑΚΑΑ.

6. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ή της Τράπεζας της Ελλάδος, μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία και να καθορίζονται ειδικότεροι όροι για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ και να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις του άρθρου αυτού που οφείλουν να τηρούν οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

Άρθρο 19 Ειδικές απαιτήσεις για τους ΠΜΔ (Άρθρο 19 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ, επιπροσθέτως των απαιτήσεων των άρθρων 16 και 18, θεσπίζουν και εφαρμόζουν διαφανείς κανόνες, οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια για την εκτέλεση εντολών στο σύστημα.

2. Οι κανόνες που προβλέπονται στην περίπτωση στ) της παρ. 1 του άρθρου 18 και διέπουν την πρόσβαση σε ΠΜΔ πρέπει να είναι συμβατοί με τις προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 53.

3. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ οφείλουν:
(α) να έχουν κατάλληλους μηχανισμούς για τη διαχείριση των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένοι, και κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών για τη λειτουργία τους κινδύνων και να λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων,
(β) να έχουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς για τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής και έγκαιρης οριστικοποίησης των συναλλαγών που εκτελούνται εντός των συστημάτων τους και
(γ) να διαθέτουν, κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας τους και σε διαρκή βάση, επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας τους, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στην αγορά, καθώς και του εύρους και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους αυτές είναι εκτεθειμένες.

4. Τα άρθρα 24 και 25, οι παράγραφοι 1 και 2 και 4 έως 10 του άρθρου 27 και το άρθρο 28 δεν εφαρμόζονται στις συναλλαγές που συνάπτονται βάσει των κανόνων που διέπουν έναν ΠΜΔ, μεταξύ των μελών του ΠΜΔ ή των συμμετεχόντων σε αυτόν, ή μεταξύ του ΠΜΔ και των μελών του ή των συμμετεχόντων σε αυτόν σε σχέση με τη χρήση του. Τα μέλη ενός ΠΜΔ ή οι συμμετέχοντες σε αυτόν συμμορφώνονται προς τις προβλεπόμενες στα άρθρα 24, 25, 27 και 28 υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους όταν, ενεργώντας για λογαριασμό των πελατών τους, εκτελούν εντολές τους μέσω των συστημάτων ενός ΠΜΔ.

5. Οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ δεν επιτρέπεται να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό (matched principal trading).

Άρθρο 20 Ειδικές απαιτήσεις για τους ΜΟΔ (Άρθρο 20 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η ΑΕΠΕΥ και ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ διαθέτουν μηχανισμούς που αποτρέπουν την εκτέλεση εντολών πελατών σε ένα ΜΟΔ έναντι των ιδίων κεφαλαίων της ΑΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ ή οποιασδήποτε οντότητας αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου ή νομικού προσώπου με την ΑΕΠΕΥ ή τον διαχειριστή αγοράς.

2. Η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ επιτρέπεται να διενεργεί αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε ομόλογα, δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και ορισμένα παράγωγα μόνο εφόσον ο πελάτης έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για την εν λόγω διαδικασία.
Η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ δεν επιτρέπεται για την εκτέλεση εντολών πελατών στο πλαίσιο του ΜΟΔ να διενεργεί αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό επί παραγώγων που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων η οποία υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012.
Η ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ διαθέτει ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι οι ανωτέρω αναφερόμενες συναλλαγές πληρούν τις προϋποθέσεις της αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό, όπως ορίζεται στην περίπτωση 38 της παρ. 1 του άρθρου 4.

3. Η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ επιτρέπεται να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, εκτός της διενέργειας αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό, μόνο όσον αφορά κρατικούς χρεωστικούς τίτλους για τους οποίους δεν υπάρχει ρευστή αγορά.

4. Η λειτουργία ΜΟΔ και συστηματικού εσωτερικοποιητή εντός της ίδιας νομικής οντότητας δεν επιτρέπεται. Ένας ΜΟΔ δεν επιτρέπεται να συνδέεται με συστηματικό εσωτερικοποιητή κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ των εντολών στον ΜΟΔ και των εντολών ή των προσφορών στον συστηματικό εσωτερικοποιητή. Ένας ΜΟΔ δεν επιτρέπεται να συνδέεται με άλλον ΜΟΔ κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ εντολών σε διαφορετικούς ΜΟΔ.

5. Η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ δύναται να αναθέτει σε άλλη επιχείρηση επενδύσεων την παροχή ειδικής διαπραγμάτευσης στον ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η επιχείρηση επενδύσεων δεν θεωρείται ότι παρέχει ειδική διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση εάν έχει στενούς δεσμούς με την ΑΕΠΕΥ ή το διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ.

6. Η εκτέλεση εντολών σε ΜΟΔ διεξάγεται με άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Ειδικότερα, η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ ασκεί διακριτική ευχέρεια μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) όταν αποφασίζει την εισαγωγή ή ανάκληση εντολής στον ΜΟΔ που διαχειρίζεται, ή (β) όταν αποφασίζει να μην ταυτίσει συγκεκριμένη εντολή πελάτη με άλλες εντολές που είναι διαθέσιμες στα συστήματα σε δεδομένη στιγμή, με την προϋπόθεση ότι συμμορφώνεται με συγκεκριμένες οδηγίες που έχει λάβει από τον πελάτη και με τις υποχρεώσεις του άρθρου 27.
Για το σύστημα που διασταυρώνει εντολές πελατών, η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ μπορεί να αποφασίζει εάν, πότε και τι τμήμα δύο ή περισσότερων εντολών επιθυμεί να ταυτίσει εντός του συστήματος. Σύμφωνα με τις παρ. 1, 2, 4 και 5 και με την επιφύλαξη της παρ. 3, για σύστημα που διευκολύνει τη διευθέτηση συναλλαγών σε μη μετοχικές αξίες, η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ μπορεί να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση μεταξύ πελατών προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση δύο ή περισσοτέρων δυνητικά συμβατών συναλλακτικών συμφερόντων σε μια συναλλαγή.
Η υποχρέωση αυτή τελεί υπό την επιφύλαξη των άρθρων 18 και 27.

7. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαιτεί, είτε όταν μια ΑΕΠΕΥ ή ένας διαχειριστής αγοράς αιτείται άδεια για τη λειτουργία ΜΟΔ είτε κατά περίπτωση, λεπτομερή αιτιολόγηση των λόγων για τους οποίους το σύστημα δεν αντιστοιχεί σε και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή συστηματικός εσωτερικοποιητής, καθώς και λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο θα ασκείται η διακριτική ευχέρεια, και ιδίως πότε μια εντολή στον ΜΟΔ μπορεί να ανακληθεί και πότε και με ποιον τρόπο δύο ή περισσότερες εντολές πελατών θα ταυτίζονται στο πλαίσιο του ΜΟΔ. Επιπλέον, η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς ενός ΜΟΔ παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διενεργεί αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τις αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό που διενεργούνται από την ΑΕΠΕΥ ή το διαχειριστή αγοράς, που διαχειρίζεται ΜΟΔ ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούται ο ορισμός της αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό και ότι η κατάρτισή τους δεν προκαλεί συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της ΑΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς και των πελατών τους.

8. Τα άρθρα 24, 25, 27 και 28 εφαρμόζονται στις συναλλαγές που συνάπτονται σε έναν ΜΟΔ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II Όροι λειτουργίας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων

Τμήμα 1
Γενικές διατάξεις

Άρθρο 21
Τακτική επανεξέταση των όρων χορήγησης της αρχικής άδειας (Άρθρο 21 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι ΑΕΠΕΥ που έχουν αδειοδοτηθεί στην Ελλάδα συμμορφώνονται σε διαρκή βάση με τους όρους που τίθενται στο κεφάλαιο I για τη χορήγηση της αρχικής άδειας.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει κατά πόσον οι ΑΕΠΕΥ συμμορφώνονται με την κατά την παράγραφο 1 υποχρέωσή τους με βάση κατάλληλες μεθόδους που καταρτίζει και απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να της γνωστοποιούν κάθε ουσιώδη μεταβολή στους όρους χορήγησης της αρχικής άδειας.

Άρθρο 22
Γενικές υποχρεώσεις όσον αφορά τη συνεχή εποπτεία (Άρθρο 22 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τις δραστηριότητες των ΑΕΠΕΥ προκειμένου να αξιολογεί τη συμμόρφωσή τους με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στον παρόντα νόμο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε στοιχείο ή έγγραφο απαιτείται ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να αξιολογεί τη συμμόρφωση των ΑΕΠΕΥ με αυτές τις υποχρεώσεις.

Άρθρο 23 Συγκρούσεις συμφερόντων (Άρθρο 23 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι ΑΕΠΕΥ λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο για τον εντοπισμό και την πρόληψη ή τη διαχείριση των καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών, περιλαμβανομένων των διευθυντικών στελεχών, των υπαλλήλων τους, των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους και κάθε προσώπου που συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με την ΑΕΠΕΥ με σχέση ελέγχου και των πελατών τους, ή μεταξύ πελατών τους, κατά την παροχή οποιασδήποτε επενδυτικής και παρεπόμενης υπηρεσίας ή συνδυασμού αυτών των υπηρεσιών, περιλαμβανομένων αυτών που προκύπτουν λόγω της λήψης αντιπαροχών από τρίτους ή λόγω της πολιτικής αποδοχών της ΑΕΠΕΥ ή παροχής κινήτρων.

2. Εάν οι οργανωτικές ή διοικητικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 16 η ΑΕΠΕΥ για να προληφθούν οι αρνητικές συνέπειες των συγκρούσεων συμφερόντων στα συμφέροντα του πελάτη της δεν επαρκούν για να διασφαλιστεί με εύλογη βεβαιότητα η αποτροπή του κινδύνου βλάβης των συμφερόντων των πελατών, η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί με σαφήνεια στον πελάτη τη γενική φύσηή τις πηγές των συγκρούσεων συμφερόντων και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τον περιορισμό τους, προτού αναλάβει να ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό του.

3. Η γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2: α) πραγματοποιείται σε σταθερό μέσο, και
β) περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά του πελάτη, ώστε να μπορεί ο πελάτης να λάβει εμπεριστατωμένη απόφαση για την υπηρεσία στο πλαίσιο της οποίας ανακύπτει η σύγκρουση συμφερόντων.

Τμήμα 2
Διατάξεις για την προστασία των επενδυτών

Άρθρο 24
Γενικές αρχές και πληροφόρηση των πελατών (Άρθρο 24 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι ΑΕΠΕΥ ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό κατά την παροχή επενδυτικών ή, κατά περίπτωση, παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ιδίως να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 25.

2. ΑΕΠΕΥ που δημιουργούν χρηματοπιστωτικά μέσα προς πώληση σε πελάτες, διασφαλίζουν ότι αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας προσδιορισμένης αγοράς-στόχου τελικών πελατών εντός της αντίστοιχης κατηγορίας πελατών, ότι η στρατηγική για τη διάθεση των χρηματοπιστωτικών μέσων είναι κατάλληλη για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο και ότι η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα διατίθενται στην προσδιορισμένη αγορά-στόχο.
Οι ΑΕΠΕΥ κατανοούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσφέρουν ή συνιστούν, αξιολογούν τη συμβατότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων με τις ανάγκες των πελατών, στους οποίους παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την αναφερόμενη στην παράγραφο 3 του άρθρου 16 προσδιορισμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών και εξασφαλίζουν ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα προσφέρονται ή συνιστώνται, μόνο όταν αυτό είναι προς το συμφέρον του πελάτη.

3. Όλες οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, που απευθύνονται από ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να είναι δυνατό να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες.

4. Η ΑΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες εγκαίρως κατάλληλη πληροφόρηση σχετικά με την ίδια και τις υπηρεσίες της, τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, τους τόπους εκτέλεσης και το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει τα εξής:
α) κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η ΑΕΠΕΥ πρέπει, εγκαίρως πριν από την παροχή των επενδυτικών συμβουλών, να ενημερώνει τον πελάτη για τα ακόλουθα:
i) αν οι συμβουλές παρέχονται σε ανεξάρτητη βάση ή όχι,
ii) αν οι συμβουλές βασίζονται σε ευρεία ή πιο περιορισμένη ανάλυση των διαφόρων ειδών χρηματοπιστωτικών μέσων και, ιδίως, αν το εύρος αυτό περιορίζεται στα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται ή διατίθενται από οντότητες που έχουν στενούς δεσμούς με την ΑΕΠΕΥ ή οποιεσδήποτε άλλες νομικές ή οικονομικές σχέσεις, όπως συμβατικές σχέσεις, που είναι τόσο στενές, ώστε να θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των παρεχομένων συμβουλών,
ίίί)αν η ΑΕΠΕΥ πρόκειται να παρέχει στον πελάτη περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων που προτείνονται στον πελάτη,
β) οι πληροφορίες για τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές περιλαμβάνουν κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα χρηματοπιστωτικά μέσα ή με τις συγκεκριμένες επενδυτικές στρατηγικές και αναφορά για το αν το χρηματοπιστωτικό μέσο απευθύνεται σε ιδιώτες ή επαγγελματίες πελάτες, λαμβανομένης υπόψη της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου σύμφωνα με την παράγραφο 2,
γ) η πληροφόρηση για όλα τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις περιλαμβάνει πληροφορίες σχετιζόμενες τόσο με τις επενδυτικές όσο και με τις παρεπόμενες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου του κόστους που σχετίζεται με την παροχή των συμβουλευτικών υπηρεσιών, κατά περίπτωση, του κόστους του χρηματοπιστωτικού μέσου που συνιστάται ή διαφημίζεται στον πελάτη και των δυνατών τρόπων πληρωμής του από τον πελάτη, περιλαμβανομένων επίσης όλων των πληρωμών προς τρίτους.
Οι πληροφορίες σχετικά με όλα τα κόστη και τις επιβαρύνσεις, περιλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με την επενδυτική υπηρεσία και το χρηματοπιστωτικό μέσο, που δεν οφείλονται στην επέλευση υποκείμενου κινδύνου της αγοράς, παρέχονται συγκεντρωτικά για να επιτρέψουν στον πελάτη να κατανοήσει το συνολικό κόστος, καθώς και το αθροιστικό αποτέλεσμα του στην απόδοση της επένδυσης και, αν το ζητήσει ο πελάτης, συνοδεύονται από αναλυτική καταγραφή του κόστους. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, οι πληροφορίες αυτές διατίθενται στον πελάτη σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετήσια, καθ' όλη τη διάρκεια της επένδυσης.

5. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παρ. 4 και 9 παρέχονται σε κατανοητή μορφή κατά τρόπο, ώστε οι πελάτες ή οι δυνητικοί πελάτες να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της επενδυτικής υπηρεσίας και του συγκεκριμένου είδους του προσφερόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και, ως εκ τούτου, να λαμβάνουν ενημερωμένοι επενδυτικές αποφάσεις. Οι πληροφορίες αυτές είναι δυνατό να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή.

6. Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη, όσον αφορά στις απαιτήσεις πληροφόρησης, η εν λόγω υπηρεσία δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται με τις παρ. 3, 4 και 5.

7. Όταν η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει τον πελάτη ότι παρέχονται επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση, η ΑΕΠΕΥ:
α) αξιολογεί ένα επαρκώς ευρύ φάσμα διαθέσιμων στην αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων, τα οποία πρέπει να είναι επαρκώς διαφοροποιημένα ως προς το είδος και τους εκδότες τους ή τους παρόχους των προϊόντων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι επενδυτικοί στόχοι του πελάτη μπορούν να επιτευχθούν με κατάλληλο τρόπο και δεν πρέπει να περιορίζονται στα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται ή παρέχονται από:
i) την ίδια την ΑΕΠΕΥ ή από οντότητες που συνδέονται με στενούς δεσμούς με την ΑΕΠΕΥ ή
ii) άλλες οντότητες, με τις οποίες η ΑΕΠΕΥ έχει τόσο στενές νομικές ή οικονομικές σχέσεις, όπως συμβατικές σχέσεις, ώστε να θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των παρεχομένων συμβουλών,
β) δεν αποδέχεται και δεν παρακρατεί αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες. Ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, τα οποία μπορούν να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης, ώστε να μην είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι εμποδίζουν τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με την υποχρέωσή της να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς και εξαιρούνται από την παρούσα περίπτωση β).

8. Κατά την παροχή της υπηρεσίας της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, η ΑΕΠΕΥ δεν αποδέχεται ούτε παρακρατεί αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο μέρος ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου μέρους σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες.
Ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, τα οποία μπορούν να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης, ώστε να μην είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι εμποδίζουν τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με την υποχρέωσή της να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς και εξαιρούνται από την παρούσα παράγραφο.

9. Οι ΑΕΠΕΥ δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του άρθρου 23 ή δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, όταν καταβάλλουν ή εισπράττουν οποιαδήποτε αμοιβή ή προμήθεια ή παρέχουν ή λαμβάνουν οποιοδήποτε μη χρηματικό όφελος σε σχέση με την παροχή επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας προς ή από οιοδήποτε μέρος πλην του πελάτη ή προσώπου ενεργούντος για λογαριασμό του πελάτη, εκτός αν η πληρωμή ή το όφελος:
α) έχει σχεδιαστεί για τη βελτίωση της ποιότητας της υπηρεσίας προς τον πελάτη και
β) δεν εμποδίζει τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με την υποχρέωσή της να ενεργεί με τρόπο έντιμο, αμερόληπτο και επαγγελματικό, σύμφωνα με τα συμφέροντα των πελατών της.
Η ύπαρξη, η φύση και το ποσό της αμοιβής ή της προμήθειας που καταβάλλεται ή εισπράττεται ή του οφέλους που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ή, εφόσον το ποσό δεν μπορεί να προσδιοριστεί, η μέθοδος υπολογισμού του, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς στον πελάτη, με περιεκτικό, ακριβή και κατανοητό τρόπο, πριν από την παροχή της σχετικής επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας. Αν συντρέχει περίπτωση, η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει επίσης τον πελάτη σχετικά με τους μηχανισμούς για την απόδοση στον πελάτη της αμοιβής, της προμήθειας ή του χρηματικού ή μη χρηματικού οφέλους που η ΑΕΠΕΥ έχει λάβει σε σχέση με την παροχή της επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας.
Οι αμοιβές ή οι προμήθειες που καταβάλλονται ή εισπράττονται ή το όφελος, που επιτρέπουν ή είναι αναγκαία για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, όπως έξοδα θεματοφυλακής, έξοδα συναλλαγών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, τα θεσμοθετημένα τέλη ή αμοιβές νομικής φύσης και τα οποία δεν μπορούν από τη φύση τους να οδηγήσουν σε σύγκρουση με την υποχρέωση της ΑΕΠΕΥ να ενεργεί με έντιμο, αμερόληπτο και επαγγελματικό τρόπο προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών της, δεν υπόκεινται στις απαιτήσεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο.

10. ΑΕΠΕΥ που παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε πελάτες, διασφαλίζει ότι δεν ανταμείβει ούτε αξιολογεί την απόδοση του προσωπικού της κατά τρόπο που έρχεται σε σύγκρουση με την υποχρέωσή της να ενεργεί προς το συμφέρον των πελατών της. Ιδίως, δεν υιοθετεί πολιτικές αμοιβών, στόχων πωλήσεων ή άλλης μορφής, που θα αποτελούσαν κίνητρο για το προσωπικό της να συστήσει ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο σε ιδιώτη πελάτη, ενώ η ΑΕΠΕΥ θα μπορούσε να προσφέρει διαφορετικό χρηματοπιστωτικό μέσο, το οποίο θα ικανοποιούσε καλύτερα τις ανάγκες του πελάτη.

11. Εφόσον μια επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται μαζί με άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως όρος για την ίδια συμφωνία ή πακέτο, η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει τον πελάτη για το αν υπάρχει ή όχι δυνατότητα αγοράς των επιμέρους στοιχείων του πακέτου ξεχωριστά και παρέχει χωριστή τεκμηρίωση για το κόστος και τις επιβαρύνσεις κάθε στοιχείου.
Όταν οι κίνδυνοι που απορρέουν από μια τέτοια συμφωνία ή πακέτο που προσφέρεται σε ιδιώτη πελάτη είναι πιθανόν να διαφέρουν από τους κινδύνους που σχετίζονται με κάθε στοιχείο χωριστά, η ΑΕΠΕΥ παρέχει επαρκή περιγραφή των επιμέρους στοιχείων της συμφωνίας ή του πακέτου και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδρασή τους μεταβάλλει τους κινδύνους.

12. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιβάλλει σύμφωνα με τους όρους και τη διαδικασία που προβλέπονται στην παράγραφο 12 του άρθρου 24 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, πρόσθετες απαιτήσεις στις ΑΕΠΕΥ, σε σχέση με θέματα που καλύπτονται από το παρόν άρθρο, οι οποίες πρέπει να μπορούν να αιτιολογηθούν αντικειμενικά και να είναι αναλογικές, με στόχο να αντιμετωπίζονται ορισμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς. Οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο τα δικαιώματα των ΑΕΠΕΥ, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 34 και 35.
Η Επιτροπή γνωστοποιεί στα κράτη μέλη και δημοσιεύει στο δικτυακό της τόπο τις πρόσθετες απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

13. Mε απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση Οδηγία (ΕΕ) 2017/593 της Επιτροπής (ΕΕ L 87/31.3.2017).

Άρθρο 25
Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας και ενημέρωση προς πελάτες
(Άρθρο 25 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 93 οι ΑΕΠΕΥ διασφαλίζουν και, όταν τους ζητηθεί, αποδεικνύουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ότι τα φυσικά πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή πληροφόρηση σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα, επενδυτικές υπηρεσίες ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες για λογαριασμό των ΑΕΠΕΥ, διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 24 και του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθορίζει και δημοσιεύει τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των γνώσεων και των ικανοτήτων λαμβάνοντας υπόψη και τις κατευθυντήριες οδηγίες που εκδίδονται από την ΕΑΚΑΑ.

2. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με το συγκεκριμένο τύπο προϊόντος ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική του κατάσταση, περιλαμβανομένης της δυνατότητάς του να υποστεί ζημίες, και τους επενδυτικούς στόχους του, περιλαμβανομένου του επιπέδου ανοχής κινδύνου, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να του συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή του και, ιδίως, είναι σύμφωνα με το επίπεδο ανοχής κινδύνου και τη δυνατότητά του να υποστεί ζημίες.
Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές, στο πλαίσιο των οποίων συστήνουν πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων σύμφωνα με την παράγραφο 11 του άρθρου 24, το συνολικό πακέτο πρέπει να είναι κατάλληλο για τον πελάτη.

3 Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες πλην των μνημονευόμενων στην παράγραφο 2, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με το συγκεκριμένο τύπο του προσφερόμενου ή ζητούμενου προϊόντος ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσο η σκοπούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προϊόν ενδείκνυται για τον πελάτη. Όταν πρόκειται για πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων σύμφωνα με την παράγραφο 11 του άρθρου 24, στην αξιολόγηση εξετάζεται κατά πόσο το συνολικό πακέτο είναι ενδεδειγμένο για τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη.
Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το προϊόν ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, τον προειδοποιούν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
Αν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ τον προειδοποιούν ότι δεν είναι σε θέση να κρίνουν κατά πόσον η σκοπούμενη επενδυτική υπηρεσία ή προϊόν είναι ενδεδειγμένα γι' αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.

4. Οι ΑΕΠΕΥ, όταν παρέχουν στους πελάτες τους επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση ή στη λήψη και διαβίβαση εντολών πελατών με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες, πλην της χορήγησης δανείων ή πιστώσεων, όπως ορίζονται στο σημείο 2 του Τμήματος Β του Παραρτήματος I, που δεν περιλαμβάνουν υφιστάμενα πιστωτικά όρια δανείων, τρεχούμενων λογαριασμών και πιστωτικών διευκολύνσεων πελατών, μπορούν να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες ούτε να έχουν καταλήξει στην κρίση που προβλέπονται στην παράγραφο 3, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Οι υπηρεσίες αφορούν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα:
i) μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας ή σε ΠΜΔ, εφόσον πρόκειται για μετοχές εταιρειών, με την εξαίρεση των μετοχών οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που δεν είναι ΟΣΕΚΑ και μετοχών, οι οποίες ενσωματώνουν παράγωγα,
ii) ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας ή σε ΠΜΔ, με την εξαίρεση εκείνων που ενσωματώνουν παράγωγα ή έχουν δομές που καθιστούν την κατανόηση του συναφούς κινδύνου δύσκολη για τον πελάτη,
iii) μέσα χρηματαγοράς, με την εξαίρεση εκείνων που ενσωματώνουν παράγωγα ή έχουν δομές που καθιστούν την κατανόηση του συναφούς κινδύνου δύσκολη για τον πελάτη,
iv) μετοχές ή μερίδια ΟΣΕΚΑ, με την εξαίρεση των δομημένων ΟΣΕΚΑ που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του Κανονισμού (ΕΕ) 583/2010,
v) δομημένες καταθέσεις, με την εξαίρεση εκείνων που έχουν δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του κινδύνου ως προς την απόδοση ή το κόστος της εξόδου από το προϊόν πριν από τη λήξη του,
vi) άλλα μη πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά μέσα για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου.
Για τους σκοπούς του παρόντος στοιχείου α), μια αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά, αν έχει εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετική απόφαση ισοδυναμίας υπό τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπονται στο τρίτο και τέταρτο εδάφιο του στοιχείου α) της παρ. 4 του άρθρου 25 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον θεωρεί σχετικά με μια αγορά τρίτης χώρας ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο αυτής της τρίτης χώρας θα πρέπει να θεωρηθεί ισοδύναμο, μπορεί να υποβάλει αίτηση προς την Επιτροπή για την έκδοση από την τελευταία απόφασης ισοδυναμίας σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης της παρ. 2 του άρθρου 89α της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναφέρει στην αίτησή της τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι το νομικό και
εποπτικό πλαίσιο της σχετικής τρίτης χώρας θα πρέπει να θεωρηθεί ισοδύναμο και παρέχει σχετικές πληροφορίες προς τον σκοπό αυτό.
Ένα τέτοιο νομικό και εποπτικό πλαίσιο τρίτης χώρας μπορεί να θεωρείται ισοδύναμο, εφόσον πληροί τουλάχιστον τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
i) οι αγορές υπόκεινται σε αδειοδότηση και σε συνεχή αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή της τήρησης των υποχρεώσεων,
ii) οι αγορές διαθέτουν σαφείς και διαφανείς κανόνες για την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση, ούτως ώστε αυτές οι κινητές αξίες να αποτελούν αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης και να είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες,
iii) οι εκδότες κινητών αξιών υπόκεινται σε υποχρεώσεις περιοδικής και διαρκούς πληροφόρησης, εξασφαλίζοντας υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών, και
iv) διασφαλίζονται η διαφάνεια και η ακεραιότητα της αγοράς με την πρόληψη της κατάχρησης της αγοράς υπό τη μορφή πράξεων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς.
β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη.
γ) Ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι κατά την παροχή της υπηρεσίας η ΑΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να αξιολογήσει την καταλληλότητα του προσφερόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή της παρεχόμενης υπηρεσίας και ότι επομένως ο ίδιος δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία που παρέχουν οι σχετικοί κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
δ) Η ΑΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 23 υποχρεώσεις της.

5. Η ΑΕΠΕΥ τηρεί αρχείο με τα έγγραφα που καταρτίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του πελάτη και της ΑΕΠΕΥ, τα οποία αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους όρους, υπό τους οποίους η ΑΕΠΕΥ παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μπορούν να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα.

6. Η ΑΕΠΕΥ παρέχει στον πελάτη επαρκή ενημέρωση, σε σταθερό μέσο, σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει περιοδικές αναφορές προς τον πελάτη, ανάλογα με τον τύπο και την πολυπλοκότητα των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων και τη φύση της υπηρεσίας που παρέχεται στον πελάτη και συμπεριλαμβάνει, όπου συντρέχει περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών που διενεργούνται και των υπηρεσιών που παρέχονται για λογαριασμό του.
Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών η ΑΕΠΕΥ, πριν από την κατάρτιση της συναλλαγής, παρέχει σε σταθερό μέσο στον πελάτη δήλωση καταλληλότητας, με την οποία προσδιορίζονται οι παρασχεθείσες συμβουλές και ο τρόπος με τον οποίο αυτές ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις, τους στόχους και τα λοιπά χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη.
Αν η συμφωνία για αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου έχει συναφθεί με χρήση μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως που δεν επιτρέπει την εκ των προτέρων παροχή της δήλωσης καταλληλότητας, η ΑΕΠΕΥ παρέχει την έγγραφη δήλωση καταλληλότητας σε σταθερό μέσο, αμέσως μόλις ο πελάτης δεσμευθεί με οποιαδήποτε συμφωνία, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) ο πελάτης έχει συγκατατεθεί να παραλάβει τη δήλωση καταλληλότητας, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής και
β) η ΑΕΠΕΥ έχει προσφέρει στον πελάτη τη δυνατότητα να καθυστερήσει τη συναλλαγή, προκειμένου να λάβει προηγουμένως τη δήλωση καταλληλότητας.
Όταν η ΑΕΠΕΥ παρέχει την υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή έχει ενημερώσει τον πελάτη ότι θα πραγματοποιεί περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας, η περιοδική ενημέρωση περιέχει επικαιροποιημένη δήλωση σχετικά με τον τρόπο, με τον οποίο η επένδυση ανταποκρίνεται στις προτιμήσεις, τους στόχους και τα λοιπά χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη.

7. Αν σύμβαση πίστωσης για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, η οποία υπάγεται στις διατάξεις σχετικά με την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας καταναλωτών που προβλέπεται στο ν. 4438/2016 (Α' 220), έχει ως προϋπόθεση την παροχή στον ίδιο καταναλωτή μιας επενδυτικής υπηρεσίας σε σχέση με ενυπόθηκες ομολογίες που εκδίδονται ειδικά για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης της εν λόγω σύμβασης πίστωσης και έχουν τους ίδιους όρους με αυτήν η οποία σχετίζεται με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, προκειμένου το δάνειο να είναι πληρωτέο, να αναχρηματοδοτείται ή να εξοφλείται, η παροχή της υπηρεσίας αυτής δεν υπόκειται στις επιβαλλόμενες με το παρόν άρθρο υποχρεώσεις.

Άρθρο 26
Παροχή υπηρεσιών μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων (Άρθρο 26 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. ΑΕΠΕΥ που λαμβάνει μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων οδηγίες για την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών για λογαριασμό πελάτη, μπορεί να βασίζεται στις σχετικές με τον πελάτη πληροφορίες που της γνωστοποιεί η τελευταία αυτή επιχείρηση επενδύσεων. Η επιχείρηση επενδύσεων, μέσω της οποίας παρέχονται οι οδηγίες, παραμένει υπεύθυνη για την πληρότητα και την ακρίβεια των διαβιβαζόμενων πληροφοριών.

2. ΑΕΠΕΥ που λαμβάνει οδηγίες για την παροχή υπηρεσιών για λογαριασμό πελάτη μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων, μπορεί να βασίζεται σε οποιεσδήποτε συστάσεις έχουν δοθεί στον πελάτη από την άλλη αυτή επιχείρηση επενδύσεων σχετικά με την υπηρεσία ή τη συναλλαγή. Η επιχείρηση επενδύσεων, μέσω της οποίας παρέχονται οι οδηγίες, παραμένει υπεύθυνη για την καταλληλότητα των παρεχόμενων συστάσεων ή συμβουλών για το συγκεκριμένο πελάτη.

3. ΑΕΠΕΥ που λαμβάνει οδηγίες ή εντολές πελάτη μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων, παραμένει υπεύθυνη για την παροχή της υπηρεσίας ή την ολοκλήρωση της συναλλαγής, βάσει αυτών των πληροφοριών ή συστάσεων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.

Άρθρο 27
Υποχρέωση εκτέλεσης των εντολών με τους πλέον ευνοϊκούς για τον πελάτη όρους
(Άρθρο 27 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι ΑΕΠΕΥ λαμβάνουν επαρκή μέτρα, ώστε να επιτυγχάνουν, κατά την εκτέλεση εντολών, το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον πελάτη, λαμβάνοντας υπόψη την τιμή, το κόστος, την ταχύτητα, την πιθανότητα εκτέλεσης και διακανονισμού, τον όγκο, τη φύση και οποιοδήποτε άλλο παράγοντα που σχετίζεται με την εκτέλεση της εντολής. Σε περίπτωση που ο πελάτης έχει δώσει συγκεκριμένες οδηγίες, η ΑΕΠΕΥ εκτελεί την εντολή σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες.
Όταν ΑΕΠΕΥ εκτελεί εντολή για λογαριασμό ιδιώτη πελάτη, το βέλτιστο αποτέλεσμα προσδιορίζεται με βάση το συνολικό τίμημα, το οποίο αντιστοιχεί στην τιμή του
χρηματοπιστωτικού μέσου και στο κόστος που σχετίζεται με την εκτέλεση, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα έξοδα που βαρύνουν τον πελάτη και συνδέονται άμεσα με την εκτέλεση της εντολής, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών του τόπου εκτέλεσης, των εξόδων εκκαθάρισης και διακανονισμού και όλων των λοιπών αμοιβών που καταβάλλονται σε τρίτους που συμμετέχουν στην εκτέλεση της εντολής.
Για την επίτευξη του βέλτιστου αποτελέσματος σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, σε περίπτωση ανταγωνιστικών τόπων εκτέλεσης μιας εντολής επί χρηματοπιστωτικού μέσου, η ΑΕΠΕΥ αξιολογεί και συγκρίνει τα αποτελέσματα που θα επιτυγχάνονταν για τον πελάτη με την εκτέλεση της εντολής σε καθέναν από τους τόπους εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών της ΑΕΠΕΥ και στους οποίους μπορεί να εκτελεστεί η σχετική εντολή, λαμβάνοντας κατά την αξιολόγηση αυτή υπόψη τις προμήθειες που εισπράττει η ίδια η ΑΕΠΕΥ και τα κόστη που βαρύνουν τον πελάτη για την εκτέλεση της εντολής σε καθέναν από τους επιλέξιμους τόπους εκτέλεσης.

2. Η ΑΕΠΕΥ δεν λαμβάνει οποιαδήποτε αμοιβή, έκπτωση ή μη χρηματικό όφελος για να κατευθύνει εντολές πελατών σε συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτέλεσης κατά παράβαση των υποχρεώσεων σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων ή τις αντιπαροχές, που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, στην παράγραφο 3 του άρθρου 16 και στα άρθρα 23 και 24.

3. Για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που υπόκεινται στη σχετική με την κατάρτιση συναλλαγών υποχρέωση των άρθρων 23 και 28 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, κάθε τόπος διαπραγμάτευσης και κάθε συστηματικός εσωτερικοποιητής και, για τα λοιπά χρηματοπιστωτικά μέσα, κάθε τόπος εκτέλεσης, διαθέτει στο κοινό, ατελώς, δεδομένα σχετικά με την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών που διενεργούνται στο συγκεκριμένο τόπο τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Μετά την εκτέλεση συναλλαγής για λογαριασμό πελάτη, η ΑΕΠΕΥ πληροφορεί τον πελάτη σε ποιον τόπο εκτελέστηκε η εντολή. Οι περιοδικές εκθέσεις περιλαμβάνουν λεπτομέρειες σχετικά με την τιμή, τα κόστη, την ταχύτητα και την πιθανότητα εκτέλεσης για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο.

4. Οι ΑΕΠΕΥ θεσπίζουν και εφαρμόζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς, προκειμένου να συμμορφώνονται με την παράγραφο 1. Οι ΑΕΠΕΥ θεσπίζουν και εφαρμόζουν πολιτική εκτέλεσης εντολών που να τους επιτρέπει να επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τις εντολές των πελατών τους, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

5. Η πολιτική εκτέλεσης εντολών περιέχει, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, πληροφορίες σχετικά με τους διάφορους τόπους όπου η ΑΕΠΕΥ εκτελεί τις εντολές των πελατών της και τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή του τόπου εκτέλεσης. Περιλαμβάνει τουλάχιστον τους τόπους εκείνους, οι οποίοι επιτρέπουν στην ΑΕΠΕΥ να επιτυγχάνει συστηματικά το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών.
Η ΑΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί. Οι πληροφορίες επεξηγούν σαφώς, με επαρκείς λεπτομέρειες και με τρόπο εύκολα κατανοητό από τους πελάτες, τον τρόπο με τον οποίο η ΑΕΠΕΥ θα εκτελέσει τις εντολές για λογαριασμό του πελάτη. Η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει την προηγούμενη συναίνεση των πελατών της σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών.
Όταν η ακολουθούμενη πολιτική εκτέλεσης εντολών προβλέπει τη δυνατότητα εκτέλεσης εντολών πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης, η ΑΕΠΕΥ ιδίως ενημερώνει τους πελάτες της σχετικά με τη δυνατότητα αυτή. Η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει εκ των προτέρων τη ρητή συναίνεση των πελατών της, προτού προβεί στην εκτέλεση εντολών πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης. Η ΑΕΠΕΥ μπορεί να λαμβάνει τη συναίνεση υπό μορφή γενικής συμφωνίας ή για συγκεκριμένες συναλλαγές.

6. Οι ΑΕΠΕΥ που εκτελούν εντολές πελατών συνοψίζουν και δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης από άποψη όγκου συναλλαγών ("trading volumes"), στους οποίους εκτέλεσαν εντολές πελατών κατά το προηγούμενο έτος, καθώς και στοιχεία για την ποιότητα εκτέλεσης που επιτεύχθηκε.

7. Οι ΑΕΠΕΥ που εκτελούν εντολές πελατών, παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών και της πολιτικής εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν, ώστε να εντοπίζουν και να διορθώνουν, όπου απαιτείται, τυχόν ελλείψεις. Ιδίως, οι ΑΕΠΕΥ εξετάζουν σε τακτική βάση, κατά πόσο οι τόποι εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών, επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τον πελάτη και τροποποιούν αναλόγως τους μηχανισμούς εκτέλεσης εντολών που εφαρμόζουν, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τις παρ. 3 και 6. Οι ΑΕΠΕΥ γνωστοποιούν στους πελάτες, με τους οποίους συνεχίζουν να έχουν πελατειακή σχέση, κάθε ουσιαστική αλλαγή των μηχανισμών και της πολιτικής εκτέλεσης εντολών που εφαρμόζουν.

8. Η ΑΕΠΕΥ είναι σε θέση να τεκμηριώσει στους πελάτες της, κατόπιν αιτήματός τους, ότι έχει εκτελέσει τις εντολές τους σύμφωνα με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί, καθώς και να τεκμηριώσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατόπιν αιτήματός της, τη συμμόρφωσή της με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 28 Κανόνες χειρισμού εντολών πελατών (Άρθρο 28 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. ΑΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια να εκτελεί εντολές για λογαριασμό πελατών, εφαρμόζει διαδικασίες και μηχανισμούς που διασφαλίζουν την έγκαιρη, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση των εντολών πελατών σε σχέση με τις εντολές άλλων πελατών ή τις θέσεις διαπραγμάτευσης της ίδιας της ΑΕΠΕΥ και επιτρέπουν την εκτέλεση συγκρίσιμων κατά τα λοιπά εντολών πελατών με βάση τον χρόνο λήψης τους από την ΑΕΠΕΥ.

2. Σε περίπτωση οριακής εντολής πελάτη επί μετοχών που είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης, η οποία δεν εκτελείται αμέσως υπό τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς, η ΑΕΠΕΥ, εκτός αν ο πελάτης δώσει ρητά άλλες οδηγίες, λαμβάνει μέτρα για να διευκολύνει την ταχύτερη δυνατή εκτέλεση της εντολής, ανακοινώνοντάς την αμέσως δημόσια με τρόπο ευπρόσιτο στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά. Η ΑΕΠΕΥ εκπληρώνει την υποχρέωσή της αυτή, διαβιβάζοντας την οριακή εντολή του πελάτη σε τόπο διαπραγμάτευσης. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αίρεται η υποχρέωση δημοσιοποίησης οριακής εντολής, η οποία είναι μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

Άρθρο 29
Υποχρεώσεις των ΑΕΠΕΥ όταν ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους (Άρθρο 29 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η ΑΕΠΕΥ μπορεί να ορίζει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, εφόσον είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο της παρ. 4 του παρόντος άρθρου και κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος προκειμένου για πιστωτικά ιδρύματα. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι μπορούν να προβαίνουν σε προώθηση των υπηρεσιών της ΑΕΠΕΥ, την οποία αντιπροσωπεύουν, σε προσέλκυση πελατείας ή σε λήψη και διαβίβαση εντολών πελατών ή δυνητικών πελατών, σε τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων και σε παροχή συμβουλών σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις υπηρεσίες που προσφέρει η ΑΕΠΕΥ. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι δεν επιτρέπεται να κατέχουν χρήματα ή χρηματοπιστωτικά μέσα για λογαριασμό πελατών.

2. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι ενεργούν για λογαριασμό μιας και μόνο ΑΕΠΕΥ. Η ΑΕΠΕΥ ευθύνεται πλήρως και άνευ όρων για κάθε πράξη ή παράλειψη των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που έχει ορίσει, όταν αυτοί ενεργούν για λογαριασμό της.

3. Η ΑΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποί της γνωστοποιούν ότι ενεργούν ως συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι της συγκεκριμένης ΑΕΠΕΥ, όποτε επικοινωνούν με πελάτη ή δυνητικό πελάτη ή προτού προωθήσουν ή παράσχουν σε αυτόν τις υπηρεσίες της παρ. 1 .. Η ΑΕΠΕΥ ελέγχει τις δραστηριότητες των συνδεδεμένων αντιπροσώπων της, ώστε να διασφαλίζει ότι εξακολουθεί να συμμορφώνεται με τον παρόντα νόμο, όταν ενεργεί μέσω αυτών. Η ΑΕΠΕΥ που ορίζει συνδεδεμένους αντιπροσώπους λαμβάνει επαρκή μέτρα, ώστε να αποφεύγεται κάθε ενδεχόμενο δυσμενών επιπτώσεων των μη υποκείμενων στον παρόντα νόμο δραστηριοτήτων των συνδεδεμένων αντιπροσώπων στις δραστηριότητες που ασκούν αυτοί για λογαριασμό της ΑΕΠΕΥ.

4. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα εγγράφονται από την ΑΕΠΕΥ ή το πιστωτικό ίδρυμα που αντιπροσωπεύουν σε μητρώο συνδεδεμένων αντιπροσώπων που τηρείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Τράπεζα της Ελλάδος, αντίστοιχα. Το μητρώο αυτό επικαιροποιείται τακτικά και είναι ελεύθερα προσβάσιμο στο κοινό. Οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα που προτείνουν την εγγραφή συνδεδεμένου αντιπροσώπου στο μητρώο, βεβαιώνουν ότι αυτός διαθέτει επαρκώς καλή φήμη και κατάλληλες γενικές, εμπορικές και επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες που του επιτρέπουν να παρέχει την επενδυτική υπηρεσία ή την παρεπόμενη υπηρεσία και να ανακοινώνουν με ακρίβεια στον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη κάθε χρήσιμη πληροφορία για την προτεινόμενη υπηρεσία.

5. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους , καθορίζονται οι προϋποθέσεις για την εγγραφή των συνδεδεμένων αντιπροσώπων στο μητρώο, το οποίο τηρείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Τράπεζα της Ελλάδος, αντίστοιχα, καθώς και οι τεχνικές λεπτομέρειες για την τήρηση και ενημέρωση του μητρώου και την πρόσβαση του επενδυτικού κοινού σε αυτό. Με την ίδια απόφαση ορίζονται οι οργανωτικές απαιτήσεις των ΑΕΠΕΥ και των πιστωτικών ιδρυμάτων, αντίστοιχα, που χρησιμοποιούν συνδεδεμένους αντιπροσώπους, καθώς και των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα σχετικά με τη λειτουργία των συνδεδεμένων αντιπροσώπων.

Άρθρο 30
Συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους (Άρθρο 30 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι ΑΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών ή να διαπραγματεύονται για ίδιο λογαριασμό ή να λαμβάνουν και να διαβιβάζουν εντολές, πριν ή κατά τη διενέργεια συναλλαγών με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις του άρθρου 24 με εξαίρεση τις παρ. 4 και 5, του άρθρου 25 με εξαίρεση την παράγραφο 6, του άρθρου 27 και της παρ. 1 του άρθρου 28, όσον αφορά τις συναλλαγές αυτές ή οποιαδήποτε παρεπόμενη υπηρεσία άμεσα σχετιζόμενη με αυτές τις συναλλαγές.
Στις συναλλαγές τους με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, οι ΑΕΠΕΥ ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό και επικοινωνούν με τρόπο που είναι ορθός,
σαφής και μη παραπλανητικός, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επιλέξιμου αντισυμβαλλόμενου και της επιχειρηματικής του δραστηριότητας.

2. Ως επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι νοούνται οι επιχειρήσεις επενδύσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) και οι εταιρείες διαχείρισής τους, τα ταμεία συντάξεων και οι εταιρείες διαχείρισής τους, άλλοι οργανισμοί του χρηματοπιστωτικού τομέα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή ρυθμίζονται με βάση το δίκαιο της Ένωσης ή εθνικό δίκαιο κράτους μέλους, οι εθνικές κυβερνήσεις και οι αντίστοιχες υπηρεσίες τους, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό επίπεδο, οι κεντρικές τράπεζες και οι υπερεθνικοί οργανισμοί.
Η κατηγοριοποίηση ως επιλέξιμου αντισυμβαλλομένου βάσει του πρώτου εδαφίου δεν θίγει το δικαίωμα των οντοτήτων αυτών να ζητήσουν να αντιμετωπιστούν, είτε γενικά είτε για συγκεκριμένες συναλλαγές, ως πελάτες των οποίων οι σχέσεις με την ΑΕΠΕΥ υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28.

3. Σε περίπτωση συναλλαγής, στην οποία ο δυνητικός αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, η ΑΕΠΕΥ αποδέχεται το καθεστώς του αντισυμβαλλομένου, όπως αυτό καθορίζεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εγκατάστασής του.

4. Οι ΑΕΠΕΥ, πριν διενεργήσουν συναλλαγές της παραγράφου 1, λαμβάνουν από τον αντισυμβαλλόμενο ρητή επιβεβαίωση ότι δέχεται να αντιμετωπιστεί ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος. Η επιβεβαίωση αυτή λαμβάνεται είτε με μορφή γενικής συμφωνίας είτε για κάθε μεμονωμένη συναλλαγή.

Τμήμα 3
Διαφάνεια και ακεραιότητα της αγοράς

Άρθρο 31
,Παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ και με άλλες εκ του νόμου υποχρεώσεις (Άρθρο 31 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ ορίζουν και διατηρούν ως προς τους συγκεκριμένους ΠΜΔ ή ΜΟΔ, αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των μελών, συμμετεχόντων ή χρηστών τους με τους κανόνες τους. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ παρακολουθούν τις εντολές που αποστέλλονται, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων, και τις συναλλαγές που καταρτίζουν τα μέλη, οι συμμετέχοντες ή οι χρήστες τους μέσω των συστημάτων τους, προκειμένου να εντοπίζονται παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών, ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, και χρησιμοποιούν τους αναγκαίους πόρους ώστε να εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα αυτού του ελέγχου.
Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για σημαντικές παραβάσεις των κανόνων τους, για συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή για ενέργειες που ενδέχεται να
υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 ή για δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.
Όσον αφορά ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ειδοποιεί τις αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών μελών και την ΕΑΚΑΑ, εφόσον είναι πεπεισμένη ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί τέτοια συμπεριφορά.

3. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ διαβιβάζουν επίσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σε κάθε αρμόδια για τη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης της αγοράς αρχή βοηθώντας τις στη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης αγοράς που διαπράττεται στα συστήματά τους ή μέσω αυτών.

Άρθρο 32
Αναστολή διαπραγμάτευσης και διαγραφή χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ (Άρθρο 32 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να απαιτεί την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση, οι ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ μπορούν να αναστείλουν τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψουν χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν πληροί πλέον τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, εκτός εάν η αναστολή ή διαγραφή αυτή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

2. ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, όταν αναστέλλουν τη διαπραγμάτευση ή διαγράφουν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, αναστέλλουν τη διαπραγμάτευση ή διαγράφουν και τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του Τμήματος Γ του Παραρτήματος I, τα οποία σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των στόχων της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου. Οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, δημοσιοποιούν την απόφαση αυτή σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου και κάθε σχετικού παραγώγου, και την κοινοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σε περίπτωση αναστολής διαπραγμάτευσης ή διαγραφής χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω παρ. 1 και 2, απαιτεί από ρυθμιζόμενες αγορές, άλλους ΠΜΔ ή ΜΟΔ και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που υπάγονται στην αρμοδιότητά της και όπου διαπραγματεύεται αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή παράγωγο κατά τα παραπάνω, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου εφόσον η αρχική αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια πρόταση ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιεί και κοινοποιεί, αμέσως, στην ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την απόφαση αυτή.

4. Τα οριζόμενα στην παρ. 3 εφαρμόζονται αντίστοιχα και από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν λαμβάνει κοινοποίηση από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου σύμφωνα με τις διατάξεις του πέμπτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 32 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν λάβει την κοινοποίηση του προηγούμενου εδαφίου, διαβιβάζει τη σχετική απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές. Εφόσον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφάσισε να μην προβεί σε αναστολή, διαπραγμάτευσης ή διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, η κοινοποίηση συνοδεύεται και από την αντίστοιχη αιτιολογία.

5. Τα οριζόμενα στις παρ. 2 έως 4 ισχύουν και όταν αίρεται η αναστολή της διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο.

6. Η διαδικασία κοινοποίησης των παραπάνω παραγράφων ισχύει επίσης στην περίπτωση που η απόφαση για αναστολή διαπραγμάτευσης ή διαγραφή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο λαμβάνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Τμήμα 4 Αγορές ανάπτυξης ΜμΕ

Άρθρο 33 Αγορές ανάπτυξης ΜμΕ (Άρθρο 33 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Ο διαχειριστής ΠΜΔ μπορεί να υποβάλλει στην αρμόδια, κατά τις παρ. 1 και 2του άρθρου 18 , αρχή αίτηση καταχώρισης του ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ.

2. Η αρμόδια σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο αρχή δύναται, με απόφασή της, να καταχωρίσει τον ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ εφόσον κρίνει ότι ο ΠΜΔ πληροί τις απαιτήσεις της παρ. 3 και έχει τηρηθεί η διαδικασία της παρ.2 του άρθρου 18. .

3. Ο ΠΜΔ διαθέτει αποτελεσματικούς κανόνες, συστήματα και διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι πληρούνται τα εξής:
α) τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) των εκδοτών των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα εντάσσονται προς διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ είναι ΜμΕ κατά τον χρόνο που ο ΠΜΔ καταχωρίζεται ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ και σε κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος, β) ορίζονται κατάλληλα κριτήρια για την αρχική ένταξη σε διαπραγμάτευση και τη μετέπειτα παραμονή των χρηματοπιστωτικών μέσων των εκδοτών στην αγορά,
γ) κατά την αρχική ένταξη σε διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων στην αγορά, διατίθενται επαρκείς δημοσιευμένες πληροφορίες που επιτρέπουν στους επενδυτές να λαμβάνουν τεκμηριωμένη απόφαση για το αν θα επενδύσουν ή όχι στα χρηματοπιστωτικά μέσα, είτε μέσω κατάλληλου πληροφοριακού δελτίου για την ένταξη σε διαπραγμάτευση είτε μέσω ενημερωτικού δελτίου, εφόσον ισχύουν οι απαιτήσεις του ν. 3401/2005 (Α'257) ή της
Οδηγίας 2003/71/ΕΚ σχετικά με τη δημόσια προσφορά που πραγματοποιείται σε συνδυασμό με την αρχική ένταξη του χρηματοπιστωτικού μέσου σε διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ. δ) υπάρχει κατάλληλη περιοδική χρηματοοικονομική πληροφόρηση από ή για λογαριασμό ενός εκδότη στην αγορά, όπως, ενδεικτικά, ελεγμένες ετήσιες οικονομικές εκθέσεις, ε) οι εκδότες στην αγορά όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 21) του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε εκδότη όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 25) του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και οι έχοντες στενό δεσμό με αυτά όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 26) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, συμμορφώνονται με τις σχετικές απαιτήσεις που ισχύουν για αυτούς βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014,
στ) η προβλεπόμενη στο νομοθετικό πλαίσιο πληροφόρηση σχετικά με τους εκδότες στην αγορά αποθηκεύεται και διαχέεται στο κοινό,
ζ) υπάρχουν αποτελεσματικά συστήματα και έλεγχοι με στόχο την αποτροπή και τον εντοπισμό κατάχρησης αγοράς για τη συγκεκριμένη αγορά, όπως απαιτείται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014.

4. Τα κριτήρια της παρ. 3 δε θίγουν τη συμμόρφωση του διαχειριστή ΠΜΔ με άλλες υποχρεώσεις βάσει του παρόντος νόμου σχετικά με τη λειτουργία των ΠΜΔ. Ο διαχειριστής ΠΜΔ δύναται να επιβάλει πρόσθετες υποχρεώσεις εκτός των καθοριζόμενων στην εν λόγω παράγραφο.

5. Η αρμόδια, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, αρχή μπορεί να διαγράψει από το μητρώο της έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ.2 του άρθρου 18 σε οποιαδήποτε από τις εξής περιπτώσεις:
α) μετά από αίτηση διαγραφής του διαχειριστή ΠΜΔ ,
β) εφόσον δεν πληρούνται πλέον όσον αφορά τον ΠΜΔ οι απαιτήσεις της παρ. 3.

6. Σε περίπτωση που η αρμόδια , σύμφωνα με την παράγραφο 1, αρχή καταχωρίσει ή διαγράψει έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ βάσει του παρόντος άρθρου, ενημερώνει όσο το δυνατόν συντομότερα την ΕΑΚΑΑ σχετικά με την εν λόγω καταχώριση ή διαγραφή. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της κατάλογο των αγορών ανάπτυξης ΜμΕ, τον οποίο και επικαιροποιεί.

7. Το χρηματοπιστωτικό μέσο ενός εκδότη που έχει ενταχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορά ανάπτυξης ΜμΕ μπορεί να διαπραγματεύεται και σε άλλη αγορά ανάπτυξης ΜμΕ μόνον εφόσον ο εκδότης έχει ενημερωθεί και δεν έχει φέρει αντίρρηση. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση ή την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση, ως προς την εν λόγω αγορά ΜμΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
Δικαιώματα των επιχειρήσεων επενδύσεων

Άρθρο 34
Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων σε άλλο κράτος μέλος
(Άρθρο 34 της Οδηγίας 2014/65/EE)

1. ΑΕΠΕΥ, ή πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας με βάση τον ν. 4261/2014, μπορεί να παρέχει ελεύθερα επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος, υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας τους. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.

2. ΑΕΠΕΥ που επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες ή να ασκήσει δραστηριότητες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους για πρώτη φορά ή να τροποποιήσει το φάσμα των υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που ήδη παρέχει με τον τρόπο αυτό, ανακοινώνει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:
α) το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να δραστηριοποιηθεί,
β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο δηλώνονται ιδίως οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες, που προτίθεται να παρέχει στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής και κατά πόσον προτίθεται να το πράξει μέσω της χρήσης συνδεδεμένων αντιπροσώπων, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα. Εάν η ΑΕΠΕΥ σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων.
Εάν η ΑΕΠΕΥ σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, στο έδαφος των κρατών μελών στα οποία προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί, εντός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει ορισθεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που η ΑΕΠΕΥ σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο κράτος μέλος υποδοχής.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εντός μηνός από τη λήψη των πληροφοριών αυτών, τις διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει ορισθεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79 1 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Κατόπιν αυτού, η ΑΕΠΕΥ μπορεί να αρχίσει να παρέχει την ή τις σχετικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο κράτος μέλος υποδοχής.

4. Πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, καθώς επίσης παρεπόμενες υπηρεσίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1 μέσω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων.
Εάν το πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, στο έδαφος των κρατών μελών στα οποία προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες, η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί, εντός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει ορισθεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που το πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για την παροχή υπηρεσιών στο κράτος μέλος υποδοχής.

5. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2, η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί γραπτώς τη μεταβολή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ένα μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή αυτή. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τη μεταβολή.

6. Οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ και ΜΟΔ κατόπιν άδειας λειτουργίας που έλαβαν στην Ελλάδα, γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, το κράτος μέλος στο οποίο προτίθενται να εγκαταστήσουν κατάλληλες υποδομές για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διαπραγμάτευση στις αγορές αυτές από εξ αποστάσεως χρήστες, μέλη ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, κοινοποιεί εντός μηνός την πληροφορία αυτή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου πρόκειται να εγκατασταθούν οι υποδομές ΠΜΔ ή ΜΟΔ.
H Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής του ΠΜΔ, την ταυτότητα των εξ αποστάσεως μελών ή συμμετεχόντων στον ΠΜΔ που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος υποδοχής.

Άρθρο 34α
Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων στην Ελλάδα
(Άρθρο 34 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Κάθε επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, ή, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, μπορεί να παρέχει ελεύθερα επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες στην Ελλάδα, υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.

2. Εάν η επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για την παροχή στην Ελλάδα επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών, συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής της, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναρτά στην ιστοσελίδα της πληροφορίες για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων, αφού λάβει σχετική κοινοποίηση για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων.

3. Μετά τη διαβίβαση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς του προγράμματος δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων και των λοιπών πληροφοριών της παρ. 2 του άρθρου 34 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να αρχίσει να παρέχει την ή τις σχετικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στην Ελλάδα.

4. Εάν πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει, για την παροχή στην Ελλάδα επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών, συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής του, η Τράπεζα της Ελλάδος αναρτά στην ιστοσελίδα της πληροφορίες για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων, αφού λάβει σχετική κοινοποίηση για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος.

5. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς άλλων κρατών μελών που διαχειρίζονται ΠΜΔ και ΜΟΔ επιτρέπεται να εγκαθιστούν στην Ελλάδα κατάλληλες υποδομές για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διαπραγμάτευση στις αγορές αυτές από εξ αποστάσεως χρήστες, μέλη ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.

6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, δύναται να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων ή του διαχειριστή αγοράς, η οποία της έχει γνωστοποιήσει την εγκατάσταση υποδομών σύμφωνα με την παράγραφο 5, να της γνωστοποιήσει την ταυτότητα των εξ αποστάσεως μελών ή συμμετεχόντων στον ΠΜΔ που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.

Άρθρο 35
Εγκατάσταση υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος (Άρθρο 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. ΑΕΠΕΥ, καθώς και πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας με βάση το ν. 4261/2014, την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, μπορούν να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και την Οδηγία 2014/65/ΕΕ και σύμφωνα με το ν. 4261/2014 και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ μέσω της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης, και ειδικότερα είτε με την εγκατάσταση υποκαταστήματος είτε μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος, υπό τον όρο ότι οι υπηρεσίες και δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην ΑΕΠΕΥ ή στο πιστωτικό ίδρυμα. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.

2. Κάθε ΑΕΠΕΥ που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα πρέπει πρώτα να το γνωστοποιήσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να της παράσχει τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τα κράτη μέλη στο έδαφος των οποίων προτίθεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα ή τα κράτη μέλη στα οποία δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα αλλά σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι σε αυτά, β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρονται μεταξύ άλλων οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που θα προσφέρονται, γ) στην περίπτωση υποκαταστήματος, την οργανωτική διάρθρωση του υποκαταστήματος, καθώς και αν το υποκατάστημα προτίθεται να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους και την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, δ) στην περίπτωση συνδεδεμένων αντιπροσώπων που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε ένα κράτος μέλος στο οποίο η ΑΕΠΕΥ δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, περιγραφή της προβλεπόμενης χρήσης των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και την οργανωτική δομή, περιλαμβανομένων των διαδικασιών αναφοράς, προσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εντάσσεται στην εταιρική δομή της ΑΕΠΕΥ, ε) τη διεύθυνση, στο κράτος μέλος υποδοχής, στην οποία είναι δυνατόν να ζητούνται και να παραλαμβάνονται έγγραφα, και
στ) τα ονόματα των υπευθύνων διαχείρισης του υποκαταστήματος ή του συνδεδεμένου αντιπροσώπου.
Εάν η ΑΕΠΕΥ χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται προς υποκατάστημα στο άλλο κράτος μέλος, και υπόκειται σε κάθε περίπτωση στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

3. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης της ΑΕΠΕΥ, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθεται να ασκήσει, εντός τριών (3) μηνών αφότου λάβει όλες αυτές τις πληροφορίες, τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και ενημερώνει σχετικά την ΑΕΠΕΥ.

4. Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει επίσης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής διευκρινίσεις σχετικά με το εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης του οποίου η ΑΕΠΕΥ είναι μέλος σύμφωνα με το ν. 2533/1997. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών αυτών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.

5. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αρνηθεί να ανακοινώσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στην ενδιαφερόμενη ΑΕΠΕΥ εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

6. Μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της ανακοίνωσης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του.

7. Πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος και της διαβιβάζει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2.
Αν η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έχει λόγους να αμφιβάλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος, εντός τριών (3) μηνών αφότου λάβει όλες αυτές τις πληροφορίες, τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και ενημερώνει σχετικά το πιστωτικό ίδρυμα. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος αρνηθεί να ανακοινώσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών. Μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της διαβίβασης της ανακοίνωσης από την Τράπεζα της Ελλάδος, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του. Ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου και της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σχετικά με τα υποκαταστήματα.

8. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα ΑΕΠΕΥ στο κράτος μέλος υποδοχής.

9. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2, η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει γραπτώς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για τη μεταβολή αυτή, ένα (1) μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει επίσης την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τη σχετική μεταβολή.

Άρθρο 35α
Εγκατάσταση υποκαταστήματος στην Ελλάδα (Άρθρο 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες μπορούν να παρέχονται στην Ελλάδα σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και την οδηγία 2014/65/ΕΕ και σύμφωνα με το ν. 4261/2014 και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, μέσω της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης, είτε με την εγκατάσταση υποκαταστήματος είτε μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου εγκατεστημένου στην Ελλάδα, υπό τον όρο ότι οι υπηρεσίες και δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην επιχείρηση επενδύσεων ή στο πιστωτικό ίδρυμα στο κράτος μέλος καταγωγής. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.

2. Εάν η επιχείρηση επενδύσεων χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο στην Ελλάδα, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται προς υποκατάστημα στην Ελλάδα, και υπόκειται σε κάθε περίπτωση στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

3. Μόλις λάβει ανακοίνωση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς του προγράμματος δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων και των λοιπών πληροφοριών της παρ. 2 του άρθρου 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του.

4. Πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο στην Ελλάδα για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, μόλις λάβει ανακοίνωση από την Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της διαβίβασης της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος στην Τράπεζα της Ελλάδος του προγράμματος δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος και των λοιπών πληροφοριών της παρ. 2 του άρθρου 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του. Ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ σχετικά με τα υποκαταστήματα.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχει το υποκατάστημα στην Ελλάδα συνάδουν με τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28 του παρόντος νόμου και των άρθρων 14 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 καθώς και της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 12 του άρθρου 24 .
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει το δικαίωμα να εξετάζει τις ρυθμίσεις του υποκαταστήματος και να ζητεί όποιες αλλαγές είναι απολύτως απαραίτητες ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να επιβάλλει την τήρηση των υποχρεώσεων των άρθρων 24, 25, 27 και 28 του παρόντος νόμου και των άρθρων 14 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και των μέτρων που έχουν θεσπιστεί κατ' εφαρμογή τους, όσον αφορά τις υπηρεσίες ή δραστηριότητες που παρέχει στην Ελλάδα το υποκατάστημα.

6. Αν επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα στην Ελλάδα, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα αυτό.

Άρθρο 36 Πρόσβαση σε ρυθμιζόμενες αγορές (Άρθρο 36 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων άλλου κράτους μέλους που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών ή να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό έχουν δικαίωμα να γίνουν μέλη των ρυθμιζόμενων αγορών που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα ή έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε αυτές, με κάποιον από τους ακόλουθους τρόπους: α) άμεσα, με την εγκατάσταση υποκαταστημάτων στην Ελλάδα,
β) αποκτώντας την ιδιότητα του εξ αποστάσεως μέλους ρυθμιζόμενης αγοράς ή το δικαίωμα εξ αποστάσεως πρόσβασης στη ρυθμιζόμενη αγορά, χωρίς υποχρέωση εγκατάστασης στην Ελλάδα, εάν οι διαδικασίες και τα συστήματα διαπραγμάτευσης της αγοράς αυτής δεν απαιτούν φυσική παρουσία για τη διενέργεια συναλλαγών στην αγορά.

Άρθρο 37
Πρόσβαση στα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού και δικαίωμα επιλογής του συστήματος διακανονισμού
(Άρθρο 37 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Με την επιφύλαξη των τίτλων III, IV ή V του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012, οι επιχειρήσεις επενδύσεων από άλλα κράτη μέλη έχουν δικαίωμα άμεσης ή έμμεσης πρόσβασης σε συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού που λειτουργούν στην Ελλάδα για την οριστικοποίηση ή την τακτοποίηση της οριστικοποίησης συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα.
Η άμεση ή έμμεση πρόσβαση αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων στα εν λόγω συστήματα υπόκειται στα ίδια διαφανή, αντικειμενικά χωρίς διακρίσεις κριτήρια, που εφαρμόζονται στα τοπικά μέλη ή τους συμμετέχοντές τους.

2. Οι ρυθμιζόμενες αγορές που λειτουργούν στην Ελλάδα παρέχουν σε όλα τα μέλη και τους συμμετέχοντες το δικαίωμα να επιλέγουν το σύστημα διακανονισμού των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που διενεργούνται σε αυτές, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) υπάρχουν όσοι σύνδεσμοι και συμφωνίες μεταξύ του επιλεγόμενου συστήματος διακανονισμού και κάθε άλλου συστήματος ή υποδομής απαιτούνται για την εξασφάλιση αποτελεσματικού και οικονομικού διακανονισμού της συγκεκριμένης συναλλαγής,
β) η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συμφωνεί ότι οι τεχνικές προϋποθέσεις για το διακανονισμό των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά μέσω συστήματος διακανονισμού άλλου από εκείνο που έχει ορίσει η ρυθμιζόμενη αγορά επιτρέπουν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Η εν λόγω εκτίμηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν θίγει τις αρμοδιότητες των εθνικών κεντρικών τραπεζών ως επιβλεπουσών τα συστήματα διακανονισμού ή των άλλων εποπτικών
αρχών που έχουν αρμοδιότητα για αυτά τα συστήματα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη και εποπτεία που ήδη ασκούν αυτοί οι φορείς ώστε να μην υπάρχει αδικαιολόγητη επικάλυψη της εποπτείας.

Άρθρο 38
Διατάξεις για τη χρήση συστημάτων κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού άλλου κράτους μέλους από ΠΜΔ
(Άρθρο 38 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ μπορούν να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού άλλου κράτους μέλους κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στο πλαίσιο των συστημάτων τους.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέα εκκαθάρισης ή συστήματος διακανονισμού άλλου κράτους μέλους, εκτός εάν αυτό είναι αποδεδειγμένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του συγκεκριμένου ΠΜΔ, και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στο άρθρο 37 παράγραφος 2 προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.
Για την αποφυγή αδικαιολόγητης επικάλυψης των ελέγχων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη και εποπτεία του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ως επιβλέπουσες τα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες εποπτικές αρχές που διαθέτουν σχετική αρμοδιότητα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών

Τμήμα 1
Παροχή υπηρεσιών ή άσκηση δραστηριοτήτων μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος

Άρθρο 39 Εγκατάσταση υποκαταστήματος (Άρθρο 39 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Eπιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να παρέχει στην Ελλάδα επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες προς ιδιώτες πελάτες ή προς επαγγελματίες πελάτες κατά την έννοια του Τμήματος II του Παραρτήματος II, υποχρεούται να εγκαταστήσει για τον σκοπό αυτό υποκατάστημα στην Ελλάδα.

2. Το υποκατάστημα λαμβάνει προηγούμενη άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η παροχή των υπηρεσιών για τις οποίες η επιχείρηση τρίτης χώρας ζητά άδεια λειτουργίας προϋποθέτει τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και εποπτεύεται στην τρίτη χώρα όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση και η αιτούσα επιχείρηση έχει λάβει σχετική άδεια λειτουργίας, για τη χορήγηση της οποίας η αρμόδια αρχή έχει λάβει δεόντως υπόψη τυχόν συστάσεις της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Financial Action Task Force, FATF),
β) έχουν συμφωνηθεί μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος και της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση ρυθμίσεις συνεργασίας, που περιλαμβάνουν ρυθμίσεις σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών για τον σκοπό της διατήρησης της ακεραιότητας της αγοράς και της προστασίας των επενδυτών,
γ) το υποκατάστημα έχει στη διάθεσή του επαρκές αρχικό κεφάλαιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του παρόντος νόμου ή σύμφωνα με το άρθρο 12 (1) (β) του ν. 4261/2014, εφόσον πρόκειται για υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα,
δ) ορίζονται ένα ή περισσότερα πρόσωπα υπεύθυνα για τη διαχείριση του υποκαταστήματος, και συμμορφώνονται όλα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1,
ε) η τρίτη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση της τρίτης χώρας έχει συνάψει συμφωνία με την Ελλάδα, η οποία είναι απολύτως σύμφωνη με τα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 26 του υποδείγματος φορολογικής σύμβασης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σχετικά με το εισόδημα και το κεφάλαιο και εξασφαλίζει αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πολυμερών φορολογικών συμφωνιών,
στ) η επιχείρηση συμμετέχει σε σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών που έχει συσταθεί ή αναγνωρισθεί σύμφωνα με τον ν. 2533/1997 ή το ν. 4370/2016, εφόσον πρόκειται για υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας όπου είναι πιστωτικό ίδρυμα .

3. Η επιχείρηση τρίτης χώρας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υποβάλλει την αίτησή της στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση.

4. Εφόσον πρόκειται για υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι πιστωτικό ίδρυμα , εφαρμόζονται επίσης οι οικείες διατάξεις του ν. 4261/2014 και οι σχετικές κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.

Άρθρο 40 Υποχρέωση ενημέρωσης (Άρθρο 40 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Μια επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να λάβει άδεια λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους, τα εξής:
α) την επωνυμία της αρμόδιας εποπτικής αρχής στην οικεία τρίτη χώρα. Όταν για την εποπτεία είναι αρμόδιες περισσότερες από μία αρχές, παρέχονται λεπτομέρειες για τα αντίστοιχα πεδία αρμοδιοτήτων, β) όλα τα σχετικά στοιχεία της επιχείρησης (επωνυμία, νομική μορφή, έδρα και διεύθυνση, μέλη του διοικητικού οργάνου, μέτοχοι) και επιχειρησιακό πρόγραμμα με τις επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, καθώς και τις παρεπόμενες υπηρεσίες που θα παρέχονται, και την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής οιασδήποτε εξωτερικής ανάθεσης σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών σε τρίτους,
γ) τα ονόματα των υπευθύνων για τη διοίκηση του υποκαταστήματος και τα σχετικά έγγραφα από τα οποία προκύπτει η τήρηση των απαιτήσεων του άρθρου 9 παράγραφος 1, δ) πληροφορίες σχετικά με το αρχικό κεφάλαιο που έχει στη διάθεσή του το υποκατάστημα.

Άρθρο 41 Χορήγηση της άδειας λειτουργίας (Άρθρο 41 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο όταν έχει πειστεί:
α) ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 39 και
β) ότι το υποκατάστημα της επιχείρησης τρίτης χώρας θα μπορεί να συμμορφώνεται με τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση ενημερώνει την επιχείρηση τρίτης χώρας, εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας.
Το υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 16 έως 20, στα άρθρα 23, 24, 25 και 27, στην παρ. 1 του άρθρου 28 και στα άρθρα 30, 31 και 32, όπως επίσης στα άρθρα 3 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και στα μέτρα που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή τους, και υπόκειται στην εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή προκειμένου περί υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι πιστωτικό ίδρυμα στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 67.

Άρθρο 42
Παροχή υπηρεσιών με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη (Άρθρο 42 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Όταν, με αποκλειστική πρωτοβουλία ιδιώτη πελάτη ή επαγγελματία πελάτη υπό την έννοια του τμήματος II του παραρτήματος II εγκατεστημένου ή ευρισκόμενου στην Ελλάδα, παρέχεται σε αυτόν επενδυτική υπηρεσία ή ασκείται επενδυτική δραστηριότητα από επιχείρηση τρίτης χώρας, η προϋπόθεση της χορήγησης άδειας δυνάμει του άρθρου 39 δεν ισχύει για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή δραστηριότητας από την επιχείρηση της τρίτης χώρας στο πρόσωπο αυτό, συμπεριλαμβανομένης τυχόν υφιστάμενης σχέσης που αφορά την παροχή της υπηρεσίας ή την άσκηση της δραστηριότητας. Η πρωτοβουλία των πελατών αυτών δε δίδει στην επιχείρηση της τρίτης χώρας το δικαίωμα να διαθέτει στον συγκεκριμένο πελάτη νέες κατηγορίες επενδυτικών προϊόντων ή επενδυτικών υπηρεσιών με άλλον τρόπο πέραν του υποκαταστήματος.

Τμήμα 2 Ανάκληση άδειας λειτουργίας

Άρθρο 43 Ανάκληση άδειας λειτουργίας (Άρθρο 43 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση μπορεί να ανακαλέσει, εν όλω ή εν μέρει, την άδεια λειτουργίας, εάν η επιχείρηση της τρίτης χώρας στην οποία χορήγησε άδεια λειτουργίας βάσει του άρθρου 41:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας εντός δώδεκα (12) μηνών, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά το προηγούμενο εξάμηνο,
β) έλαβε την άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο, γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των σχετικών με τη λειτουργία των ΑΕΠΕΥ διατάξεων του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, και κάθε άλλης διάταξης της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ρυθμιζόμενες αγορές

Άρθρο 44
Άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς και εφαρμοστέο δίκαιο (Άρθρο 44 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η λειτουργία ρυθμιζόμενης αγοράς στην Ελλάδα επιτρέπεται ύστερα από προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, εφόσον η τελευταία έχει πεισθεί ότι τόσο ο διαχειριστής όσο και τα συστήματα της ρυθμιζόμενης αγοράς πληρούν τουλάχιστον τις προϋποθέσεις και τους όρους που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου.

2. Με την επιφύλαξη των οικείων διατάξεων του ν. 4443/2016, του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ, οι συναλλαγές οι οποίες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των συστημάτων της ρυθμιζόμενης αγοράς, η άδεια λειτουργίας της οποίας έχει χορηγηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, διέπονται από το ελληνικό δίκαιο.

3. Ο διαχειριστής αγοράς ασκεί τα καθήκοντά του σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς υπό την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως προς τη συμμόρφωση αυτής και του διαχειριστή της προς τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. Οι ρυθμιζόμενες αγορές οφείλουν να πληρούν ανά πάσα στιγμή τις προϋποθέσεις για την αρχική χορήγηση άδειας λειτουργίας που καθορίζονται στο παρόν Κεφάλαιο.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε ρυθμιζόμενη αγορά, αν:
α) Ο διαχειριστής δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτηθεί ρητώς απ' αυτήν ή η ρυθμιζόμενη αγορά δεν έχει λειτουργήσει κατά τους προηγούμενους έξι (6)
μήνες,
β) η άδεια λειτουργίας αποκτήθηκε βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,
γ) η ρυθμιζόμενη αγορά δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
δ)ο διαχειριστής της αγοράς κατά τη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014,
ε) ανακληθεί η άδεια λειτουργίας του διαχειριστή της ρυθμιζόμενης αγοράς.

5. Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς κοινοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 45 Άδεια λειτουργίας διαχειριστή αγοράς (Άρθρο 46 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Ο διαχειριστής αγοράς λειτουργεί με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας ύστερα από άδεια λειτουργίας που χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της ρυθμιζόμενης αγοράς που διαχειρίζεται και ευθύνεται για τη συμμόρφωσή της με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία.

2. Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο του διαχειριστή αγοράς ανέρχεται τουλάχιστον σε είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) ευρώ. Για τη χορήγηση άδειας σύστασης απαιτείται να έχει κατατεθεί προηγουμένως το μετοχικό κεφάλαιο σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα. Άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται και σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρίες, εφόσον έχουν ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) ευρώ και πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Κεφαλαίου . Τα ίδια κεφάλαια του διαχειριστή αγοράς δεν μπορεί να υπολείπονται του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας του. Οι μετοχές του διαχειριστή αγοράς είναι ονομαστικές.

3. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου όσον αφορά την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου και των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και τη λειτουργία του διαχειριστή αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει επίσης ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις καταλληλότητας, των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο του διαχειριστή κατά την έννοια της περιπτώσεως 31 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου καθώς και των προσώπων που είναι σε θέση να ασκήσουν άμεσα ή έμμεσα ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς. Από τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου εξαιρείται η Τράπεζα της Ελλάδος όταν έχει την ιδιότητα του διαχειριστή αγοράς.

4. Έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς απαιτείται για κάθε αλλαγή των μελών του διοικητικού οργάνου, των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητα του και των προσώπων που είναι σε θέση να ασκούν άμεσα ή έμμεσα ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν εγκρίνει τις προτεινόμενες αλλαγές εάν έχει αντικειμενικούς και εξακριβώσιμους λόγους να θεωρεί ότι οι αλλαγές αποτελούν απειλή για την ορθή και συνετή διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς. Από τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου εξαιρείται η Τράπεζα της Ελλάδος όταν έχει την ιδιότητα του διαχειριστή αγοράς

5. Προκειμένου για τη μεταβίβαση μετοχών του διαχειριστή αγοράς συνεπεία της οποίας το ποσοστό συμμετοχής μετόχου φθάνει ή υπερβαίνει το 20%, 1/3, 50% ή 2/3 του μετοχικού κεφαλαίου του απαιτείται προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Για τη χορήγηση της άδειας αυτής η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει την καταλληλότητα του προσώπου που αποκτά τις μετοχές σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Η απόκτηση μετοχών χωρίς την προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έχει ως συνέπεια τη στέρηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου στη γενική συνέλευση.

6. Ο διαχειριστής της ρυθμιζόμενης αγοράς οφείλει:
α) να παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να ανακοινώνει στο κοινό πληροφορίες σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της ρυθμιζόμενης αγοράς ή του διαχειριστή της και ιδίως την ταυτότητα και την έκταση των συμφερόντων κάθε προσώπου που είναι σε θέση να ασκήσει ουσιαστική επιρροή στη διαχείρισή της,
β) να γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να ανακοινώνει στο κοινό κάθε μεταβίβαση κυριότητας που επιφέρει μεταβολή στην ταυτότητα των προσώπων που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς,
γ) να κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την ταυτότητα όλων των μελών του διοικητικού του οργάνου και κάθε μεταβολή αυτών, καθώς και όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του διαχειριστή αγοράς με τις παρ. 1 έως 4 του επόμενου άρθρου.

7. Ο τακτικός και έκτακτος έλεγχος του διαχειριστή αγοράς, ο οποίος προβλέπεται από τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες, ασκείται από δύο ορκωτούς ελεγκτές λογιστές. Οι καταχωρήσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρίες γίνονται στο Μητρώο της παρ. 8 του άρθρου 7β του κ.ν. 2190/1920.

8. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας διαχειριστή αγοράς εάν:
α) ο διαχειριστής δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών από τη χορήγηση της, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει λειτουργήσει καμία ρυθμιζόμενη αγορά για συνεχόμενο διάστημα έξι (6) μηνών,
β) η άδεια λειτουργίας αποκτήθηκε με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλον αντικανονικό τρόπο,
γ) ο διαχειριστής δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
δ) Ο διαχειριστής της αγοράς κατά τη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του νόμου αυτού, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

9. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία και να καθορίζονται ειδικότεροι όροι για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας λειτουργίας διαχειριστή αγοράς, περιλαμβανομένων των όρων και προϋποθέσεων για την έγκριση της καταλληλότητας των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητα του, των προσώπων που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς και των μετόχων του, και κάθε άλλο τεχνικό θέμα ή αναγκαία λεπτομέρεια.

Άρθρο 46
Απαιτήσεις που αφορούν το διοικητικό όργανο του διαχειριστή αγοράς
(Άρθρο 45 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Τα μέλη του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή αγοράς πρέπει να έχουν σε διαρκή βάση επαρκώς καλή φήμη και να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και πείρα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η συνολική σύνθεση του διοικητικού οργάνου αποτυπώνει ένα επαρκώς ευρύ φάσμα πείρας.

2. Tα μέλη του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή αγοράς πληρούν ειδικότερα τα εξής κριτήρια:
α) Όλα τα μέλη αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο του διαχειριστή αγοράς. Ο αριθμός των θέσεων μέλους διοικητικού συμβουλίου που μπορεί ταυτόχρονα να κατέχει ένα μέλος διοικητικού οργάνου του διαχειριστή αγοράς, σε οιαδήποτε νομική οντότητα, συναρτάται με τις ειδικότερες περιστάσεις, τη φύση, το μέγεθος και τη πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του διαχειριστή αγοράς.
β) Με την εξαίρεση των μελών που εκπροσωπούν το κράτος στο διοικητικό όργανο, τα μέλη του διοικητικού οργάνου διαχειριστή αγοράς που είναι σημαντικός από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης, φύσεως, πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του, δεν μπορούν να κατέχουν ταυτόχρονα περισσότερες θέσεις από αυτές που αντιστοιχούν στους παρακάτω συνδυασμούς:
αα) είτε μία θέση εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου και δύο (2) θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου,
ββ)είτε τέσσερις (4) θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου.
Θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου σε επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου ή στις οποίες ο διαχειριστής αγοράς έχει ειδική συμμετοχή θεωρούνται ως μία θέση μέλους διοικητικού συμβουλίου.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιτρέπει σε μέλη του διοικητικού οργάνου να διατηρούν μία πρόσθετη θέση μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει τακτικά την ΕΑΚΑΑ για την παροχή τέτοιων αδειών.
Για την εφαρμογή των περιορισμών της παρούσας περίπτωσης δεν συνυπολογίζεται η συμμετοχή σε θέσεις διοικητικού συμβουλίου οργανισμών που δεν ασκούν κατά κύριο λόγο εμπορική δραστηριότητα.
γ) Το διοικητικό όργανο διαθέτει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και πείρα ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του διαχειριστή αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των βασικών κινδύνων.
δ) Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση ώστε να αξιολογεί αποτελεσματικά και να θέτει υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις των ανώτατων διοικητικών στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται, καθώς και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη λήψη των αποφάσεων.

3. Οι διαχειριστές αγοράς διαθέτουν επαρκείς ανθρώπινους και χρηματικούς πόρους για τον ορισμό και την εκπαίδευση μελών του διοικητικού οργάνου.

4. Οι διαχειριστές αγοράς που είναι σημαντικοί από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης, πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, συγκροτούν επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων αποτελούμενη από μέλη του διοικητικού οργάνου που δεν έχουν καμία εκτελεστική λειτουργία στο διαχειριστή αγοράς. Η επιτροπή αξιολόγησης έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) εντοπίζει και προτείνει, προς έγκριση από το διοικητικό όργανο ή προς έγκριση κατά τη γενική συνέλευση, υποψηφίους για την κάλυψη των θέσεων του διοικητικού οργάνου. Για αυτόν το σκοπό, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων αξιολογεί συνδυαστικά την επάρκεια των γνώσεων, των δεξιοτήτων, της διαφοροποίησης και της πείρας των μελών του διοικητικού οργάνου. Περαιτέρω, η επιτροπή συντάσσει περιγραφή των ρόλων και των ικανοτήτων για συγκεκριμένο διορισμό και υπολογίζει τον αναμενόμενο χρόνο απασχόλησης. Επιπλέον, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων θέτει τον στόχο όσον αφορά την επαρκή εκπροσώπηση και των δύο φύλων στο διοικητικό όργανο, και επεξεργάζεται πολιτική για το πώς θα αυξηθεί ο αριθμός των ατόμων του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό όργανο προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός,
β) αξιολογεί περιοδικά και τουλάχιστον ετησίως τη δομή, το μέγεθος, τη σύνθεση και την απόδοση του διοικητικού οργάνου, και απευθύνει συστάσεις σε αυτό σχετικά με τυχόν μεταβολές,
γ) αξιολογεί περιοδικά και τουλάχιστον ετησίως τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την πείρα σε ατομικό επίπεδο των μελών του διοικητικού οργάνου και αυτού ως συνόλου, και ενημερώνει σχετικά το διοικητικό όργανο.
δ) επανεξετάζει περιοδικά την πολιτική που εφαρμόζει το διοικητικό όργανο για την επιλογή και τον διορισμό ανώτερων στελεχών και κάνει συστάσεις προς αυτό.

5. Η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, στον βαθμό που είναι δυνατόν και σε διαρκή βάση, την ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι η λήψη αποφάσεων από το διοικητικό όργανο δεν καθορίζεται από ένα άτομο ή μικρή ομάδα ατόμων κατά τρόπο που να θίγει τα συμφέροντα του διαχειριστή αγοράς στο σύνολό του.

6. Κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων μπορεί να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε μέσα κρίνει κατάλληλα, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων.

7. Οι διαχειριστές αγοράς και οι αντίστοιχες επιτροπές αξιολόγησης υποψηφίων οφείλουν να εξασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και δεξιοτήτων κατά την επιλογή μελών στο διοικητικό όργανο και να εφαρμόζουν προς τον σκοπό αυτό μια πολιτική που να προωθεί την διαφοροποίηση στο διοικητικό όργανο.

8. Το διοικητικό όργανο του διαχειριστή αγοράς ορίζει και εποπτεύει την εφαρμογή ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων, του διαχωρισμού των καθηκόντων, της αποτροπής των συγκρούσεων συμφερόντων, προωθώντας την ακεραιότητα της αγοράς. Το διοικητικό όργανο παρακολουθεί και αξιολογεί περιοδικά την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης του διαχειριστή αγοράς και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών. Τα μέλη του διοικητικού οργάνου έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.

9. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας αν δεν έχει πειστεί ότι τα μέλη του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή αγοράς διαθέτουν την απαιτούμενη φήμη, έχουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και πείρα, και αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ή αν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι ώστε να θεωρηθεί ότι το διοικητικό όργανο του διαχειριστή αγοράς μπορεί να αποτελέσει απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διαχείριση καθώς και την επαρκή εξέταση της ακεραιότητας της αγοράς.

10. Κατά τη διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας στη ρυθμιζόμενη αγορά, το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και τη λειτουργία ρυθμιζόμενης αγοράς που έχει ήδη λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, τεκμαίρεται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

Άρθρο 47 Οργανωτικές απαιτήσεις (Άρθρο 47 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η ρυθμιζόμενη αγορά πρέπει κατ' ελάχιστο:
α) να διαθέτει μηχανισμούς για τον σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που θα μπορούσε να συνεπάγεται για τη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς ή για τα μέλη της ή τους συμμετέχοντες σε αυτήν, κάθε σύγκρουση μεταξύ των συμφερόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς, των μετόχων ή του διαχειριστή της αγοράς και της εύρυθμης λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς, ιδίως αν αυτές οι συγκρούσεις συμφερόντων ενδέχεται να βλάψουν την επιτέλεση λειτουργιών που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει αναθέσει στη ρυθμιζόμενη αγορά,
β) να διαθέτει κατάλληλα μέσα που να της επιτρέπουν να διαχειρίζεται τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένη, να εφαρμόζει κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών κινδύνων για τη λειτουργία της και να έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων,
γ) να διαθέτει μηχανισμούς που να επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, και ιδίως αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων,
δ)να εφαρμόζει διαφανείς και μη παρέχοντες διακριτική ευχέρεια κανόνες και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν τη δίκαιη και εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών, και να έχει υιοθετήσει αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών, ε)να διαθέτει αποτελεσματικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν την αποτελεσματική και έγκαιρη οριστικοποίηση των συναλλαγών που εκτελούνται στο πλαίσιο των συστημάτων της, στ) να διαθέτει, τόσο κατά το χρόνο της χορηγήσεως της άδειας λειτουργίας της όσο και σε μόνιμη βάση, επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους για να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά, καθώς και του φάσματος και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους αυτή είναι εκτεθειμένη,
ζ)να διαθέτει Κανονισμό λειτουργίας με τον οποίο να ρυθμίζονται ιδίως θέματα των περιπτώσεων α έως στ, καθώς και σχετικά με τις υποχρεώσεις των μελών και των συμμετεχόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς, τους κανόνες πρόσβασης στη ρυθμιζόμενη αγορά, τους κανόνες για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων για διαπραγμάτευση, τους κανόνες διαπραγμάτευσης καθώς και τους κανόνες σχετικά με την αναστολή και τη διαγραφή των χρηματοπιστωτικών μέσων τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 51 έως 53.

2. Οι διαχειριστές αγοράς δεν επιτρέπεται να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε ρυθμιζόμενες αγορές που διαχειρίζονται.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς εφόσον διαπιστώσει ότι πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις των άρθρων 47 έως 54..Ταυτόχρονα με τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγκρίνει τον Κανονισμό της ρυθμιζόμενης αγοράς ως προς τη νομιμότητα του. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγκρίνει και κάθε τροποποίηση του Κανονισμού. Οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Κανονισμός και οι τροποποιήσεις του δεσμεύουν, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εγκριτικής απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τα μέλη της ρυθμιζόμενης αγοράς, τους συμμετέχοντες σε αυτήν, τους εκδότες των κινητών αξιών που έχουν εισαχθεί ή έχουν υποβάλει αίτηση για την εισαγωγή τους στην ρυθμιζόμενη αγορά και εν γένει τα πρόσωπα τα οποία αφορά ο Κανονισμός.

4. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία και να καθορίζονται ειδικότεροι όροι για τη χορήγηση και ανάκληση της άδειας λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς. Με την ίδια απόφαση μπορεί να εξειδικεύεται το περιεχόμενο του Κανονισμού λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς και να καθορίζεται η διαδικασία δημοσιοποίησης του.

Άρθρο 48
Ανθεκτικότητα των συστημάτων, μέτρα διακοπής διαπραγμάτευσης και ηλεκτρονική διαπραγμάτευση (Άρθρο 48 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς προκειμένου να διασφαλίζει ότι τα συστήματα συναλλαγών της είναι ανθεκτικά, έχουν επαρκή χωρητικότητα για την εξυπηρέτηση μεγάλων όγκων εντολών και μηνυμάτων, μπορούν να διασφαλίσουν την εύρυθμη διεξαγωγή συναλλαγών υπό συνθήκες έντονης πίεσης στην αγορά, ελέγχονται πλήρως για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των όρων αυτών και διαθέτουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για την αδιάλειπτη επιχειρησιακή λειτουργία που διασφαλίζουν τη συνέχιση των υπηρεσιών της σε περίπτωση αστοχίας των συστημάτων συναλλαγών.

2. Η ρυθμιζόμενη αγορά:
α) συνάπτει γραπτή συμφωνία με όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ακολουθούν στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης στη ρυθμιζόμενη αγορά,
β) διαθέτει πλαίσιο το οποίο εξασφαλίζει τη συμμετοχή επαρκούς αριθμού επιχειρήσεων επενδύσεων στις συμφωνίες αυτές, οι οποίες απαιτούν την υποβολή δεσμευτικών προσφορών σε ανταγωνιστικές τιμές έτσι ώστε να παρέχεται ρευστότητα στην αγορά σε τακτική και
προβλέψιμη βάση, όπου ενδείκνυται τέτοια απαίτηση με βάση τη φύση και την κλίμακα των συναλλαγών στη συγκεκριμένη ρυθμιζόμενη αγορά.

3. Η γραπτή συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καθορίζει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) τις υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων σε σχέση με την παροχή ρευστότητας και, όπου έχει εφαρμογή, οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση που απορρέει από τη συμμετοχή στο πλαίσιο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β), β) οποιαδήποτε κίνητρα, με τη μορφή εκπτώσεων ή σε άλλη μορφή, που προσφέρει η ρυθμιζόμενη αγορά σε μια επιχείρηση επενδύσεων για την παροχή ρευστότητας στην αγορά σε τακτική και προβλέψιμη βάση και, όπου έχει εφαρμογή, οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα που απορρέουν για την επιχείρηση επενδύσεων από τη συμμετοχή της στο πλαίσιο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β).
Η ρυθμιζόμενη αγορά παρακολουθεί και επιβάλλει τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων προς τις απαιτήσεις των ανωτέρω γραπτών συμφωνιών. Η ρυθμιζόμενη αγορά ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με το περιεχόμενο της συμφωνίας και παρέχει, κατόπιν αιτήματος, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε πρόσθετη πληροφορία που είναι απαραίτητη για την τεκμηρίωση της συμμόρφωσης της ρυθμιζόμενης αγοράς προς την παρούσα παράγραφο.

4. Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς για την απόρριψη εντολών που υπερβαίνουν τα προκαθορισμένα όρια όγκου και τιμών ή είναι σαφώς εσφαλμένες.

5. Η ρυθμιζόμενη αγορά είναι σε θέση να διακόψει ή να περιορίσει προσωρινά τη διαπραγμάτευση σε περίπτωση σημαντικής μεταβολής σε σύντομο χρονικό διάστημα της τιμής ενός χρηματοπιστωτικού μέσου στην αγορά αυτή ή σε συναφή αγορά και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να είναι σε θέση να προβεί σε ακύρωση, τροποποίηση ή διόρθωση οιασδήποτε συναλλαγής. Η ρυθμιζόμενη αγορά οφείλει να εξασφαλίζει ότι οι παράμετροι για τη διακοπή των συναλλαγών έχουν καθοριστεί κατάλληλα, κατά τρόπο που λαμβάνει υπόψη τη ρευστότητα των διάφορων κατηγοριών και υποκατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων, τη φύση του μοντέλου της αγοράς και τις κατηγορίες των χρηστών και επαρκεί για την αποτροπή σημαντικών διαταράξεων στην εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών.
Η ρυθμιζόμενη αγορά γνωστοποιεί τις παραμέτρους για τη διακοπή της διαπραγμάτευσης και οιαδήποτε σημαντική μεταβολή τους στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με τρόπο συνεπή και συγκρίσιμο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί τις παραπάνω παραμέτρους και μεταβολές στην ΕΑΚΑΑ. Εφόσον ρυθμιζόμενη αγορά είναι σημαντική από πλευράς ρευστότητας για συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο οφείλει να διαθέτει τα αναγκαία συστήματα και διαδικασίες προκειμένου, σε περίπτωση που διακόψει τη διαπραγμάτευση στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, να ενημερώσει τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, έτσι ώστε αυτές να συντονίσουν την αντιμετώπιση για το σύνολο της αγοράς και να καθορίσουν κατά πόσο ενδείκνυται να διακόψουν τις συναλλαγές σε άλλους τόπους στους οποίους το χρηματοπιστωτικό μέσο διαπραγματεύεται μέχρι να αρχίσει εκ νέου η διαπραγμάτευση στην αρχική αγορά.

6. Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις, που περιλαμβάνουν την απαίτηση από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες να εφαρμόζουν τις κατάλληλες διαδικασίες δοκιμαστικής λειτουργίας των αλγορίθμων και την παροχή περιβάλλοντος για τη διευκόλυνση της πραγματοποίησης των δοκιμών αυτών, οι οποίες να εξασφαλίζουν ότι τα συστήματα διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών δεν μπορούν να δημιουργήσουν ή να συμβάλουν στη διαμόρφωση συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών στην αγορά και να διαχειρίζονται τις συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών που ανακύπτουν από αυτά τα συστήματα διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων για τον περιορισμό της αναλογίας ανεκτέλεστων εντολών που μπορούν να εισαχθούν στο σύστημα από μέλος ή συμμετέχοντα, προς τις συναλλαγές, συστημάτων για την επιβράδυνση της ροής των εντολών αν υπάρχει κίνδυνος για εξάντληση της χωρητικότητας του συστήματος, και συστημάτων για τον περιορισμό και την εφαρμογή του ελάχιστου βήματος τιμής με το οποίο μπορούν να εκτελεστούν οι συναλλαγές στην αγορά.

7. Εφόσον η ρυθμιζόμενη αγορά επιτρέπει την άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι τα μέλη ή οι συμμετέχοντες επιτρέπεται να παρέχουν την υπηρεσία αυτή μόνο αν είναι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του ν. 4261/2014, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ότι ορίζονται και εφαρμόζονται κατάλληλα κριτήρια ως προς την καταλληλότητα των προσώπων στα οποία μπορεί να δοθεί τέτοια πρόσβαση, και ότι το μέλος ή ο συμμετέχων φέρει την ευθύνη των εντολών και των συναλλαγών που εκτελούνται μέσω της υπηρεσίας αυτής σε σχέση με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου.
Η ρυθμιζόμενη αγορά ορίζει κατάλληλα πρότυπα σχετικά με τους ελέγχους κινδύνου και τα όρια για τις συναλλαγές μέσω της πρόσβασης αυτής και μπορεί να διακρίνει τις εντολές ή τις συναλλαγές προσώπου που χρησιμοποιεί άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, και, όταν είναι αναγκαίο, να σταματάει την εισαγωγή τέτοιων εντολών ή τη διενέργεια τέτοιων συναλλαγών ξεχωριστά από άλλες εντολές ή συναλλαγές του μέλους ή του συμμετέχοντα. Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει ρυθμίσεις για την αναστολή ή τη διακοπή της παροχής άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης από μέλος ή συμμετέχοντα σε πελάτη στην περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την παρούσα παράγραφο.

8. Η ρυθμιζόμενη αγορά εξασφαλίζει ότι οι κανόνες της για τις υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων είναι διαφανείς, δίκαιοι και δεν επιτρέπουν διακριτική μεταχείριση.

9. Η ρυθμιζόμενη αγορά εξασφαλίζει ότι η διάρθρωση των χρεώσεών της, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων εκτέλεσης, των παρεπόμενων χρεώσεων και τυχόν εκπτώσεων, είναι διαφανής, δίκαιη και δεν δημιουργεί διακρίσεις, καθώς και ότι δεν δημιουργεί κίνητρα για εισαγωγή, τροποποίηση ή ακύρωση εντολών ή για την εκτέλεση συναλλαγών με τρόπο που συμβάλλει σε συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή σε κατάχρηση αγοράς. Η ρυθμιζόμενη αγορά επιβάλλει ιδίως υποχρεώσεις ειδικής διαπραγμάτευσης σε μεμονωμένες μετοχές ή σε κατάλληλο καλάθι μετοχών, σε αντάλλαγμα τυχόν εκπτώσεων που παρέχονται.
Η ρυθμιζόμενη αγορά μπορεί να προσαρμόζει τις χρεώσεις της για ακυρωμένες εντολές ανάλογα με το χρονικό διάστημα παραμονής της εντολής, και να διαφοροποιεί τις χρεώσεις της για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο στο οποίο αυτές εφαρμόζονται.
Η ρυθμιζόμενη αγορά μπορεί να καθορίζει υψηλότερη χρέωση για την εισαγωγή εντολής που στη συνέχεια ακυρώνεται από ό,τι για εντολή που εκτελείται, καθώς επίσης υψηλότερη χρέωση σε μέλη ή συμμετέχοντες που εμφανίζουν υψηλή αναλογία ακυρωμένων εντολών προς εκτελεσμένες εντολές, και σε όσους εφαρμόζουν τεχνικές κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα, προκειμένου να αντανακλάται η πρόσθετη επιβάρυνση για τη χωρητικότητα του συστήματος.

10. Η ρυθμιζόμενη αγορά πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνει, μέσω σχετικής σήμανσης που γίνεται από μέλη ή συμμετέχοντες, τις εντολές που παράγονται μέσω συστημάτων διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών, τους διάφορους αλγόριθμους που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των εντολών, και τα σχετικά πρόσωπα που δίνουν τις εντολές αυτές. Αυτές οι πληροφορίες διατίθενται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατόπιν αιτήματος της τελευταίας.

11. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς η ρυθμιζόμενη αγορά παρέχει στοιχεία σχετικά με το βιβλίο εντολών της ή πρόσβαση στο βιβλίο εντολών ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση των συναλλαγών.

Άρθρο 49 Βήμα τιμής (Άρθρο 49 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η ρυθμιζόμενη αγορά θεσπίζει πλαίσιο βήματος τιμής σε μετοχές, αποθετήρια έγγραφα, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και λοιπά παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα καθώς και σε οποιαδήποτε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα της παρ. 4 του άρθρου 49 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2. Το πλαίσιο βήματος τιμής που αναφέρεται στην παρ. 1:
α) καθορίζεται με τρόπο που να αντικατοπτρίζει τα χαρακτηριστικά ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου σε διάφορες αγορές και το μέσο άνοιγμα τιμής αγοράς - πώλησης, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να καθίσταται δυνατή η διαμόρφωση ευλόγως σταθερών τιμών χωρίς να περιορίζουν αδικαιολόγητα περαιτέρω μείωση του ανοίγματος τιμών,
β) προσαρμόζει το βήμα τιμής για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο.

Αρθρο 50 Συγχρονισμός των ρολογιών εργασίας (Άρθρο 50 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Όλοι οι τόποι διαπραγμάτευσης, τα μέλη τους και οι συμμετέχοντες σε αυτούς οφείλουν να συγχρονίσουν τα ρολόγια εργασίας που χρησιμοποιούν για να καταγράψουν την ημερομηνία και την ώρα κάθε κοινοποιητέου συμβάντος.

Άρθρο 51
Εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση (Άρθρο 51 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η ρυθμιζόμενη αγορά θεσπίζει σαφείς και διαφανείς κανόνες για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση.

2. Οι κανόνες αυτοί διασφαλίζουν:
(α) ότι κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά επιδέχεται δίκαιη, ομαλή και αποτελεσματική διαπραγμάτευση,
(β) προκειμένου περί κινητών αξιών, ότι είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες.
(γ) προκειμένου περί παράγωγων προϊόντων, οι κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διασφαλίζουν ιδίως ότι οι όροι του συμβολαίου του παράγωγου προϊόντος επιτρέπουν την ομαλή διαμόρφωση των τιμών του, καθώς και την ύπαρξη αποτελεσματικών όρων διακανονισμού.

3. Ο Κανονισμός της ρυθμιζόμενης αγοράς περιλαμβάνει επίσης κατάλληλες ρυθμίσεις:
(α) για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης των εκδοτών κινητών αξιών που είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση στη ρυθμιζόμενη αγορά με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση πληροφοριών.
(β) για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των μελών της ή των συμμετεχόντων σε αυτή στις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
(γ) για τον έλεγχο σε τακτά χρονικά διαστήματα του εάν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην ρυθμιζόμενη αγορά πληρούν τους όρους εισαγωγής σε αυτή.

4. Κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά μπορεί στη συνέχεια να εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη, τηρουμένων των οικείων διατάξεων του ν. 3401/2005 ή της Οδηγίας 2003/71/ΕΚ. Ο εκδότης ενημερώνεται από τη ρυθμιζόμενη αγορά για το γεγονός ότι οι κινητές αξίες του εισάγονται προς διαπραγμάτευση στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά. Ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία από τις προβλεπόμενες στην περίπτωση (α) της παρ. 3 υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών απευθείας σε ρυθμιζόμενη αγορά που έχει εισαγάγει προς διαπραγμάτευση τις κινητές αξίες του χωρίς τη συγκατάθεσή του.

Άρθρο 52
Αναστολή διαπραγμάτευσης και διαγραφή χρηματοπιστωτικών μέσων σε ρυθμιζόμενη αγορά
(Άρθρο 52 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να απαιτεί την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση, ο διαχειριστής αγοράς μπορεί να αναστείλει τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψει χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν πληροί πλέον τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς, εκτός εάν η αναστολή ή διαγραφή αυτή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

2. Ο διαχειριστής αγοράς, όταν αναστέλλει τη διαπραγμάτευση ή διαγράφει ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, αναστέλλει τη διαπραγμάτευση ή διαγράφει και τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του Τμήματος Γ του Παραρτήματος I, τα οποία σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των στόχων της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου. Ο διαχειριστής αγοράς δημοσιοποιεί την απόφαση αυτή σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου και κάθε σχετικού παραγώγου και την κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σε περίπτωση αναστολής διαπραγμάτευσης ή διαγραφής χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, απαιτεί από άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ ή ΜΟΔ και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που υπάγονται στην αρμοδιότητά της και όπου διαπραγματεύεται αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή παράγωγο κατά τα παραπάνω, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου εφόσον η αρχική αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια πρόταση ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιεί και κοινοποιεί, αμέσως, στην ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την απόφαση αυτή.

4. Τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 εφαρμόζονται αντίστοιχα και από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν λαμβάνει κοινοποίηση από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 52 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν λάβει την κοινοποίηση του προηγούμενου εδαφίου, διαβιβάζει τη σχετική απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ και τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές. Εφόσον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφάσισε να μην προβεί σε αναστολή , διαπραγμάτευση ή διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, η κοινοποίηση συνοδεύεται από την αντίστοιχη αιτιολογία.

5. Τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 έως 4 ισχύουν και όταν αίρεται η αναστολή της διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του Τμήματος Γ του Παραρτήματος I παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο.

6. Η διαδικασία κοινοποίησης των παραπάνω παραγράφων ισχύει επίσης στην περίπτωση που η απόφαση για αναστολή διαπραγμάτευσης ή διαγραφή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του Τμήματος Γ του Παραρτήματος I παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο λαμβάνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Άρθρο 53 Πρόσβαση σε ρυθμιζόμενη αγορά (Άρθρο 53 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Η ρυθμιζόμενη αγορά θεσπίζει και εφαρμόζει διαφανείς και χωρίς διακρίσεις κανόνες οι οποίοι βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια, όσον αφορά την πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά ή την ιδιότητα του μέλους της.
Οι κανόνες που αναφέρονται στην παρ. 1 ορίζουν όλες τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα μέλη της ρυθμιζόμενης αγοράς ή οι συμμετέχοντες σε αυτήν οι οποίες απορρέουν από:
α) τον κανονισμό της ρυθμιζόμενης αγοράς, β) τους κανόνες που διέπουν τις συναλλαγές,
γ) τα επαγγελματικά πρότυπα προς τα οποία πρέπει να συμμορφώνεται το προσωπικό των επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά,
δ) τους όρους που καθορίζονται σύμφωνα με την παρ. 3 για τα πλην των επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων μέλη ή συμμετέχοντες της ρυθμιζόμενης αγοράς, ε) τους κανόνες και διαδικασίες εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά.
Οι ρυθμιζόμενες αγορές μπορούν να δέχονται ως μέλη ή συμμετέχοντες επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα και άλλα πρόσωπα τα οποία διαθέτουν:
α) επαρκώς καλή φήμη,
β) επαρκές επίπεδο συναλλακτικής ικανότητας, γνώσεων και πείρας, γ) όπου συντρέχει η περίπτωση, επαρκείς οργανωτικές ρυθμίσεις,
δ) επαρκή μέσα για το ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν, λαμβανομένων υπόψη των διάφορων χρηματοπιστωτικών ρυθμίσεων που έχει ενδεχομένως επιβάλει η ρυθμιζόμενη αγορά για να εγγυάται τον προσήκοντα διακανονισμό των συναλλαγών.
Τα μέλη ή οι συμμετέχοντες της ρυθμιζόμενης αγοράς :
(α) δεν έχουν υποχρέωση να εφαρμόζουν έναντι αλλήλων τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25 27 και 28 ως προς τις συναλλαγές που διενεργούνται στην αγορά,
(β) εφαρμόζουν έναντι των πελατών τους τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25 27 και 28 όταν, ενεργώντας για λογαριασμό πελατών, εκτελούν τις εντολές τους σε ρυθμιζόμενη αγορά.
Οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά ή την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους της ή τη συμμετοχή σε αυτήν πρέπει να προβλέπουν την άμεση ή εξ αποστάσεως συμμετοχή των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον οι διαδικασίες και τα συστήματα διαπραγμάτευσης της αγοράς δεν απαιτούν αυτοπρόσωπη παρουσία για τη διενέργεια συναλλαγών.
Ρυθμιζόμενη αγορά, η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να δημιουργήσει κατάλληλα συστήματα σε άλλο κράτος μέλος για να διευκολύνει την πρόσβαση και τη διενέργεια συναλλαγών από τα μέλη της ή τους συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος αυτό, ύστερα από γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί την πληροφορία αυτή εντός μηνός στην αρμόδια αρχή του κράτους -μέλους υποδοχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί, εντός ευλόγου χρόνου, την ταυτότητα των μελών ή συμμετεχόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς που είναι εγκατεστημένα στο κράτος μέλος υποδοχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαθέτει στην ΕΑΚΑΑ κατόπιν αιτήματος, τις πληροφορίες αυτές με τη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) 1095/2010 (ΕΕ L 331/15.12.2010).
7. Ρυθμιζόμενες αγορές που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από άλλο κράτος μέλος μπορούν να δημιουργήσουν κατάλληλα συστήματα στην Ελλάδα για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διενέργεια συναλλαγών από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεση της ρυθμιζόμενης αγοράς να δημιουργήσει συστήματα στην Ελλάδα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει να πληροφορηθεί την ταυτότητα των μελών ή συμμετεχόντων στην ρυθμιζόμενη αγορά που είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα.
8. Ο διαχειριστής της ρυθμιζόμενης αγοράς κοινοποιεί σε τακτά χρονικά διαστήματα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τον κατάλογο των μελών της ή των συμμετεχόντων σε αυτήν.

Άρθρο 54
Έλεγχος της συμμόρφωσης προς τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς και προς άλλες υποχρεώσεις (Άρθρο 54 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ρυθμιζόμενη αγορά θεσπίζουν και εφαρμόζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες και χρησιμοποιούν τους αναγκαίους πόρους για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των μελών ή συμμετεχόντων τους με τους κανόνες τους. Οι διαχειριστές αγοράς παρακολουθούν τις εντολές που αποστέλλονται, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων, και τις συναλλαγές που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντές τους μέσω των συστημάτων τους, προκειμένου να εντοπίζονται παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών, ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ). 596/2014 ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο.

2. Οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ρυθμιζόμενη αγορά ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για σημαντικές παραβάσεις των κανόνων τους, για συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή για ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 ή για δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο. Όσον αφορά ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ειδοποιεί τις αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών μελών και την ΕΑΚΑΑ, εφόσον είναι πεπεισμένη ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί τέτοια συμπεριφορά.

3. Οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ρυθμιζόμενη αγορά διαβιβάζουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στην αρμόδια για τη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης της αγοράς αρχή βοηθώντας την στη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης αγοράς που διαπράττεται στα συστήματά τους ή μέσω αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4443/2016.

Άρθρο 55
Διατάξεις για τα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού (Άρθρο 55 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Με την επιφύλαξη των τίτλων III, IV ή V του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012, οι ρυθμιζόμενες αγορές μπορούν να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού που είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή τον διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στα πλαίσια των συστημάτων τους.

2. Με την επιφύλαξη των Τίτλων III, IV ή V του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέων εκκαθάρισης ή συστήματος διακανονισμού άλλου κράτους μέλους μόνο σε περίπτωση που αυτό είναι αιτιολογημένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στην παρ. 2 του άρθρου 37 προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.
Για την αποφυγή αδικαιολόγητης επικάλυψης των ελέγχων η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη και εποπτεία του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ως επιβλέπουσες τα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες εποπτικές αρχές που διαθέτουν σχετική αρμοδιότητα.

Άρθρο 56
Κατάλογος των ρυθμιζόμενων αγορών (Άρθρο 56 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καταρτίζει κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών για τις οποίες έχει εκδώσει άδεια λειτουργίας και τον διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές των υπολοίπων κρατών μελών και στην ΕΑΚΑΑ. Η ίδια υποχρέωση υφίσταται και για κάθε τροποποίηση του καταλόγου αυτού.

ΤΙΤΛΟΣ IV
ΟΡΙΑ ΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΣΕ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΕΠΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ, ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Άρθρο 57
Όρια θέσεων και έλεγχοι για τη διαχείριση θέσεων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων
(Άρθρο 57 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η ΕΑΚΑΑ με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 57 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, θεσπίζει και εφαρμόζει όρια θέσης σχετικά με το μέγεθος της καθαρής θέσης που μπορεί να κατέχει ανά πάσα στιγμή ένα πρόσωπο σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης και σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Τα όρια καθορίζονται με βάση όλες τις θέσεις που κατέχει ένα πρόσωπο και εκείνες που κατέχονται για λογαριασμό του συνολικά σε επίπεδο ομίλου, προκειμένου:
α) να αποτρέπεται η κατάχρηση της αγοράς,
β) να υποστηρίζονται ορθοί όροι τιμολόγησης και διακανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της αποτροπής δημιουργίας θέσεων που στρεβλώνουν την αγορά και, κυρίως, να διασφαλίζεται, η σύγκλιση των τιμών των παραγώγων κατά τον μήνα παράδοσης και των τιμών για άμεση παράδοση του υποκείμενου εμπορεύματος, με την επιφύλαξη της διαδικασίας διαμόρφωσης τιμής στην αγορά του υποκείμενου εμπορεύματος.
Όρια θέσεων δεν εφαρμόζονται σε θέσεις που κατέχονται από μη χρηματοοικονομική οντότητα ή για λογαριασμό της και οι οποίες έχει διαπιστωθεί κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα της συγκεκριμένης μη χρηματοοικονομικής οντότητας.

2. Τα όρια θέσεων καθορίζουν σαφή ποσοτικά όρια για το ανώτατο μέγεθος θέσης που μπορεί να κατέχει ένα πρόσωπο σε παράγωγο επί εμπορευμάτων.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θέτει όρια για κάθε σύμβαση παραγώγου επί εμπορεύματος που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης, με βάση τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 1. Το εν λόγω όριο θέσης περιλαμβάνει τις οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επανεξετάζει τα όρια θέσης όταν υπάρχει σημαντική μεταβολή στην παραδοτέα ποσότητα ή στις ανοικτές θέσεις ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή στην αγορά, με βάση τον καθορισμό της παραδοτέας ποσότητας και των ανοικτών θέσεων στον οποίο έχει προβεί, και αναπροσαρμόζει το όριο θέσης σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η ΕΑΚΑΑ.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τα ακριβή όρια θέσης που προτίθεται να θέσει σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού της ΕΑΚΑΑ. Εντός δύο (2) μηνών από τη λήψη της κοινοποίησης, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει γνώμη προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, την οποία δημοσιεύει στον διαδικτυακό της τόπο, με την οποία αξιολογεί τη συμβατότητα των ορίων θέσης με τους στόχους της παραγράφου 1 και τη μεθοδολογία υπολογισμού που έχει καθορίσει η ΕΑΚΑΑ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μεταβάλλει τα όρια θέσης σύμφωνα με τη γνώμη της ΕΑΚΑΑ ή υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ τους λόγους για τους οποίους θεωρεί μη αναγκαία τη συγκεκριμένη μεταβολή. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνώμη της ΕΑΚΑΑ, δημοσιεύει άμεσα στον διαδικτυακό της τόπο ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους για την απόφασή της αυτή.

5. Όταν το ίδιο παράγωγο επί εμπορεύματος αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε σημαντικές ποσότητες σε τόπους διαπραγμάτευσης σε περισσότερες της μιας δικαιοδοσίες, το ενιαίο όριο θέσης που εφαρμόζεται σε όλες τις συναλλαγές επί της συγκεκριμένης σύμβασης καθορίζεται από την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης με τον υψηλότερο όγκο συναλλαγών (κεντρική αρμόδια αρχή). Η κεντρική αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μεγάλους όγκους το εν λόγω παράγωγο, σχετικά με το ενιαίο όριο θέσης που θα εφαρμόζεται καθώς και για τυχόν αναθεωρήσεις του εν λόγω ενιαίου ορίου θέσης. Οι αρμόδιες αρχές που διαφωνούν θα δηλώνουν εγγράφως και λεπτομερώς όλους τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 1.
Οι αρμόδιες αρχές των τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης το ίδιο παράγωγο εμπορεύματος και οι αρμόδιες αρχές των κατόχων θέσεων στο εν λόγω παράγωγο εμπορεύματος συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής των σχετικών στοιχείων μεταξύ τους, προκειμένου να καταστήσουν δυνατή την παρακολούθηση και την επιβολή του ενιαίου ορίου θέσης.

6. Οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς οι οποίοι διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων εφαρμόζουν ελέγχους για τη διαχείριση θέσεων. Οι έλεγχοι αυτοί περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις ακόλουθες εξουσίες του τόπου διαπραγμάτευσης:
α) να παρακολουθεί τις ανοικτές θέσεις των προσώπων,
β) να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης κάθε σχετικής τεκμηρίωσης, από πρόσωπα σχετικά με το μέγεθος και τον σκοπό της θέσης ή της έκθεσης που δημιουργήθηκε, πληροφορίες σχετικά με πραγματικούς ή υποκείμενους δικαιούχους, τυχόν συμφωνίες για συντονισμένες ενέργειες, καθώς και για κάθε σχετικό στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού (assets and liabilities) στην υποκείμενη αγορά,
γ) να απαιτεί από πρόσωπο να κλείνει ή να περιορίζει θέση, σε προσωρινή ή μόνιμη βάση, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση, και να λαμβάνει μονομερώς κάθε εύλογο μέτρο για να διασφαλίζεται το κλείσιμο ή ο περιορισμός της θέσης αν το οικείο πρόσωπο δεν συμμορφώνεται, και
δ) να απαιτεί, όπου είναι σκόπιμο, από πρόσωπο να παρέχει ρευστότητα στην αγορά σε συμφωνημένη τιμή και όγκο σε προσωρινή βάση με ρητή πρόθεση τον περιορισμό των επιπτώσεων μιας μεγάλης ή κυρίαρχης θέσης.

7. Τα όρια θέσεων και οι έλεγχοι για τη διαχείριση θέσεων πρέπει να είναι διαφανή και να μην επιτρέπουν διακριτική μεταχείριση, να καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται στα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν και να λαμβάνουν υπόψη τη φύση και τη σύνθεση των συμμετεχόντων στην αγορά και τη χρήση από αυτούς των συμβάσεων που υπόκεινται σε διαπραγμάτευση.

8. Η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τις λεπτομέρειες των ελέγχων για τη διαχείριση θέσεων.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τις ίδιες πληροφορίες, καθώς και τις λεπτομέρειες των ορίων θέσεων που έχει θεσπίσει, η οποία δημοσιεύει και διατηρεί στον διαδικτυακό της τόπο βάση δεδομένων με σύνοψη των ορίων θέσεων και των ελέγχων για τη διαχείριση θέσεων.

9. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν επιβάλλει πιο περιοριστικά όρια από αυτά που θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, όπου αιτιολογούνται αντικειμενικά και είναι αναλογικά, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα και την εύρυθμη λειτουργία της συγκεκριμένης αγοράς. H Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιεύει στον διαδικτυακό της τόπο τις λεπτομέρειες των πιο περιοριστικών ορίων θέσεων που αποφασίζει να επιβάλει, τα οποία πρέπει να ισχύουν για αρχική περίοδο μη υπερβαίνουσα τους έξι (6) μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στον διαδικτυακό της τόπο. Τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων μπορούν να ανανεωθούν για περαιτέρω περιόδους που δεν υπερβαίνουν τους έξι (6) μήνες κάθε φορά, εάν οι λόγοι για τον περιορισμό εξακολουθούν να ισχύουν. Αν δεν ανανεωθούν μετά την πάροδο αυτών των έξι μηνών, λήγουν αυτόματα.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ την επιβολή πιο περιοριστικών ορίων θέσεων. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει αιτιολόγηση για τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων. Η ΕΑΚΑΑ εντός 24 ωρών εκδίδει γνώμη σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη των πιο περιοριστικών ορίων θέσεων για την αντιμετώπιση της εξαιρετικής περίπτωσης, η οποία δημοσιεύεται στον διαδικτυακό της τόπο.
Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνώμη της ΕΑΚΑΑ, δημοσιεύει αμέσως στον διαδικτυακό της τόπο ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους της εν λόγω επιβολής.

10. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ασκεί τις εξουσίες της όσον αφορά την επιβολή κυρώσεων δυνάμει του παρόντος νόμου για παραβάσεις επί των ορίων θέσεων που καθορίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, για:
α) θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια θέσεων σε συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει θεσπίσει για συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης που είναι εγκατεστημένοι ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ή οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, β) θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια θέσεων σε συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων που καθορίζουν οι αρμόδιες αρχές σε άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 58
Γνωστοποίηση θέσης ανά κατηγορία κατόχου θέσης (Άρθρο 58 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί αυτών:
(α) δημοσιεύουν εβδομαδιαία έκθεση ανά κατηγορία προσώπων με τις συνολικές θέσεις τους στα διάφορα παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί αυτών που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης που διαχειρίζονται, προσδιορίζοντας τον αριθμό των θέσεων αγοράς και πώλησης ανά κατηγορία προσώπων, τις μεταβολές από την προηγούμενη έκθεση, το ποσοστό των συνολικών ανοικτών θέσεων που αντιστοιχεί σε κάθε κατηγορία και τον αριθμό των προσώπων που κατέχουν θέση σε κάθε κατηγορία σύμφωνα με την παράγραφο 4, και κοινοποιούν την έκθεση αυτή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει κεντρικά τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις αυτές.
(β) παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναλυτική κατάσταση των θέσεων που κατέχουν όλα τα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των μελών ή των συμμετεχόντων και των πελατών τους, στον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον σε ημερήσια βάση.
Η υποχρέωση που περιγράφεται στην περίπτωση (α) ανωτέρω ισχύει μόνο όταν τόσο ο αριθμός των προσώπων όσο και οι ανοικτές θέσεις τους υπερβαίνουν τα ελάχιστα όρια.

2. Οι ΑΕΠΕΥ που συναλλάσσονται σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί αυτών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης παρέχουν, τουλάχιστον σε καθημερινή βάση στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης τα παράγωγα επί εμπορευμάτων ή τα δικαιώματα εκπομπής ή τα παράγωγα επί αυτών, ή στην κεντρική αρμόδια αρχή, όταν τα ανωτέρω χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μεγάλους όγκους σε τόπους διαπραγμάτευσης σε περισσότερες της μιας δικαιοδοσίες, αναλυτική κατάσταση των θέσεων που κατέχουν:
(α) στα ανωτέρω χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης, και
(β) σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων,
καθώς και των θέσεων των πελατών τους και των πελατών των εν λόγω πελατών μέχρι τον τελικό πελάτη, σύμφωνα με το άρθρο 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και, όπου έχει εφαρμογή, το άρθρο 8 του Κανονισμού (ΕΕ) 1227/2011.

3. Προκειμένου να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της τήρησης της παρ. 1 του άρθρου 57, τα μέλη ρυθμιζόμενων αγορών και ΠΜΔ ή οι συμμετέχοντες σε αυτούς, και οι πελάτες των ΜΟΔ οφείλουν να γνωστοποιούν στην ΑΕΠΕΥ ή στον διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον αντίστοιχο τόπο διαπραγμάτευσης τις λεπτομέρειες σχετικά με τις θέσεις τις οποίες κατέχουν στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον σε καθημερινή βάση, καθώς και τις θέσεις των πελατών τους και των πελατών των εν λόγω πελατών έως τον τελικό πελάτη.

4. Τα πρόσωπα που κατέχουν θέσεις σε παράγωγο εμπορεύματος ή σε δικαίωμα εκπομπής ή σε παράγωγα επί αυτών ταξινομούνται από την ΑΕΠΕΥ ή τον διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, ανάλογα με τη φύση της κύριας επιχειρηματικής τους δραστηριότητας λαμβάνοντας υπόψη την τυχόν ισχύουσα άδεια λειτουργίας, ως ένα από τα ακόλουθα:
α) επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα,
β) επενδυτικά κεφάλαια, είτε ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όπως ορίζεται στον ν. 4099/2012 ή στην Oδηγία 2009/65/ΕΚ, είτε ως διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων όπως ορίζεται στον ν. 4209/2013 (Α' 253) ή στην Οδηγία 2011/61/ΕΕ,
γ) άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων όπως ορίζονται στον ν. 4364/2016 ή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ και ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης όπως ορίζονται στον ν. 3029/2002 ή στην Οδηγία 2003/41/ΕΚ,
δ) εμπορικές επιχειρήσεις,
ε) στην περίπτωση δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων επί αυτών, διαχειριστές με υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει της Κ.Υ.Α. Η.Π. 54409/2632/2004 (Β' 1931 /) ή της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ.
Οι εκθέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 καθορίζουν τον αριθμό θέσεων αγοράς και πώλησης ανά κατηγορία προσώπου, τις τυχόν μεταβολές σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση, το ποσοστό του συνόλου των ανοικτών θέσεων ανά κατηγορία, και τον αριθμό των προσώπων σε κάθε κατηγορία.
Οι εκθέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 και οι αναλυτικές καταστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 διακρίνονται σε:
α) θέσεις που χαρακτηρίζονται ως θέσεις οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, περιορίζουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με εμπορικές δραστηριότητες, και β) λοιπές θέσεις.
Στην περίπτωση δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων επί αυτών, η υποβολή εκθέσεων δεν θίγει τις υποχρεώσεις συμμόρφωσης που προβλέπονται στην Κ.Υ.Α. Η.Π. 54409/2632/2004 (Β'1931) ή στην Οδηγία 2003/87/ΕΚ.

ΤΙΤΛΟΣ V
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Τμήμα 1
Διαδικασίες χορήγησης άδειας λειτουργίας για τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων

Άρθρο 59 Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας (Άρθρο 59 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. H παροχή υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων ως τακτική ενασχόληση ή δραστηριότητα υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση άδειας σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Η εν λόγω άδεια χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ΑΕΠΕΥ που διαχειρίζεται τόπο διαπραγμάτευσης ή διαχειριστής αγοράς, που έχει λάβει άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, επιτρέπεται να παρέχει τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων ενός Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ., υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης εξακρίβωσης της συμμόρφωσής τους με το παρόν κεφάλαιο. Η υπηρεσία αυτή περιλαμβάνεται στην άδεια λειτουργίας τους.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τηρεί μητρώο με τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που έχουν αδειοδοτηθεί από αυτήν. Το μητρώο είναι προσβάσιμο από το κοινό και περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες για τις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επικαιροποιεί το μητρώο τακτικά και γνωστοποιεί κάθε άδεια λειτουργίας στην ΕΑΚΑΑ.
Οι παραπάνω πληροφορίες ενσωματώνονται στον κατάλογο με όλους τους παρόχους υπηρεσιών δεδομένων που καταρτίζει, δημοσιεύει και τηρεί ενημερωμένο στον ιστότοπό της η ΕΑΚΑΑ.
Η ανάκληση άδειας λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 62, δημοσιεύεται στον κατάλογο της ΕΑΚΑΑ για περίοδο πέντε (5) ετών.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τους παρόχους αναφοράς δεδομένων κατά την παροχή των υπηρεσιών τους, ελέγχει τακτικά τη συμμόρφωσή τους προς το παρόν κεφάλαιο και ελέγχει ότι πληρούν ανά πάσα στιγμή τις προϋποθέσεις για την αρχική χορήγηση άδειας λειτουργίας, που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο.

Άρθρο 60 Περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας (Άρθρο 60 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η άδεια λειτουργίας προσδιορίζει τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων τις οποίες επιτρέπεται να παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε επιπλέον υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων υποβάλλει αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας του.

2. Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ένωση και επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων να παρέχει τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει λάβει άδεια σε όλη την Ένωση.

Άρθρο 61
Διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αιτήσεων χορήγησης άδειας (Άρθρο 61 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια εφόσον διαπιστώσει ότι ο αιτών πληροί όλες τις απαιτήσεις βάσει των διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

2. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων παρέχει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων στο οποίο καθορίζονται μεταξύ άλλων τα είδη των σχεδιαζόμενων υπηρεσιών και η οργανωτική δομή, προκειμένου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να είναι σε θέση να διαπιστώσει ότι ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει λάβει, κατά τη στιγμή της αρχικής αδειοδότησης, όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει με βάση τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.

3. Οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας και έχουν τα κεντρικά τους γραφεία και την καταστατική τους έδρα στην Ελλάδα. Το μετοχικό κεφάλαιο ανέρχεται τουλάχιστον σε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) ευρώ. Οι μετοχές είναι ονομαστικές.

4. Για να εκδοθεί άδεια σύστασης παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων , σύμφωνα με τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών, απαιτείται να κατατεθεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα το μετοχικό του κεφάλαιο, καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται τοις μετρητοίς. Μερική καταβολή αποκλείεται. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να μεταβάλλεται το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων . Άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται και σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρείες εφόσον έχουν ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 3 και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του Τίτλου αυτού. Τα ίδια κεφάλαια παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων δεν μπορεί να υπολείπονται του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας του.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει τον αιτούντα, εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας.

Άρθρο 62
Ανάκληση αδειών (Άρθρο 62 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, εάν ο πάροχος:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα 12 μηνών από τη χορήγησή της, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων κατά τους προηγούμενους έξι (6) μήνες,
β) έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο, γ) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια, δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

Άρθρο 63
Απαιτήσεις για το διοικητικό όργανο παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων (Άρθρο 63 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων πρέπει να έχουν καλή φήμη, να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και πείρα και να αφιερώνουν αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Το διοικητικό όργανο διαθέτει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και πείρα ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, ώστε να μπορεί αποτελεσματικά να θέτει υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις των ανώτερων διευθυντικών στελεχών, όποτε αυτό είναι αναγκαίο, και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη λήψη των αποφάσεων από διευθυντικά στελέχη, όταν απαιτείται.
Όταν ένας διαχειριστής αγοράς ζητεί άδεια λειτουργίας για Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. και τα μέλη του διοικητικού οργάνου του Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., του Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή του Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι τα ίδια με τα μέλη του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή της ρυθμιζόμενης αγοράς, τα πρόσωπα αυτά τεκμαίρεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου.

2. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα μέλη του διοικητικού οργάνου και κάθε μεταβολή στα μέλη του, καθώς και τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του παρόχου με την παράγραφο 1.

3. Το διοικητικό όργανο ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων ορίζει και επιβλέπει την εφαρμογή των ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση του παρόχου, συμπεριλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων στον πάροχο και της αποτροπής των συγκρούσεων συμφερόντων, με τρόπο που προάγει την ακεραιότητα της αγοράς και τα συμφέροντα των πελατών του.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εάν διαπιστώσει ότι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων δεν διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι οι προτεινόμενες αλλαγές στο διοικητικό όργανο του παρόχου μπορεί να θέτουν σε κίνδυνο την ορθή και συνετή διαχείριση, το συμφέρον των πελατών του και την ακεραιότητα της αγοράς.

Τμήμα 2
Όροι για τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.

Άρθρο 64
Οργανωτικές απαιτήσεις (Άρθρο 64 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.Ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διαθέτει κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για τη δημοσίευση των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει των άρθρων 20 και 21 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 όσο πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό υπό εύλογους εμπορικούς όρους. Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. δημοσιοποιούν αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε μορφότυπο που διευκολύνει την ενοποίηση των πληροφοριών αυτών με παρόμοια δεδομένα από άλλες πηγές.

2. Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται από Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. σύμφωνα με την παράγραφο
περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τα ακόλουθα στοιχεία:
α) τον αναγνωριστικό κωδικό του χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,
γ) τον όγκο της συναλλαγής,
δ) τη χρονική στιγμή της συναλλαγής,
ε) τη χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,
στ) ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής, ζ) τον κωδικό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, ή τον κωδικό «SI» αν η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά τον κωδικό «OTC»,
η) αν συντρέχει περίπτωση, ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε ειδικούς όρους.

3. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων με τους πελάτες. Ιδίως, Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. που είναι επίσης διαχειριστής αγοράς ή ΑΕΠΕΥ, χειρίζεται όλες τις συλλεγόμενες πληροφορίες κατά τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις, εφαρμόζει δε και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.

4. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας που έχουν σχεδιαστεί για να εγγυώνται την ασφάλεια των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και να αποτρέπουν τη διαρροή των πληροφοριών πριν τη δημοσίευσή τους. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διατηρούν επαρκείς πόρους και διαθέτουν εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχουν και να εξασφαλίζουν την παροχή των υπηρεσιών τους ανά πάσα στιγμή.

5. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διαθέτουν συστήματα που τους επιτρέπουν να ελέγχουν αποτελεσματικά αν οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις, να εντοπίζουν παραλείψεις και εμφανή σφάλματα και να ζητούν την εκ νέου διαβίβαση τυχόν εσφαλμένων αναφορών.

Τμήμα 3 Όροι για τους Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.

Άρθρο 65 Οργανωτικές απαιτήσεις (Άρθρο 65 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για να συγκεντρώνουν τις δημοσιευμένες πληροφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 20 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, να τις ενοποιούν σε μια συνεχή ροή ηλεκτρονικών δεδομένων και να τις καθιστούν διαθέσιμες στο κοινό όσο πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό, υπό εύλογους εμπορικούς όρους.
Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
α) τον αναγνωριστικό κωδικό του χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,
γ) τον όγκο της συναλλαγής,
δ) τη χρονική στιγμή της συναλλαγής,
ε) τη χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,
στ) ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής,
ζ) τον κωδικό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, ή τον κωδικό «SI» αν η συναλλαγή εκτελέστηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά τον κωδικό «OTC»,
η) όπου συντρέχει περίπτωση, αναφορά του γεγονότος ότι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση και την εκτέλεση της συναλλαγής είναι αλγόριθμος ηλεκτρονικού υπολογιστή της επιχείρησης επενδύσεων, θ) αν συντρέχει περίπτωση, ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους,
ι) αν η υποχρέωση δημοσιοποίησης των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 έχει αρθεί σύμφωνα με το στοιχείο α) ή β) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του εν λόγω Κανονισμού, ένδειξη της συγκεκριμένης εξαίρεσης στην οποία είχε υπαχθεί η εν λόγω συναλλαγή. Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.. Οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. πρέπει να είναι σε θέση να δημοσιοποιούν αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε μορφοτύπους που είναι εύκολα προσβάσιμοι και εύχρηστοι για τους συμμετέχοντες στην αγορά.

2. Οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για να συγκεντρώνουν τις δημοσιευμένες πληροφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 21 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, να τις ενοποιούν σε μια συνεχή ροή ηλεκτρονικών δεδομένων και να τις καθιστούν διαθέσιμες στο κοινό όσο πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό, υπό εύλογους εμπορικούς όρους, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
α) τον αναγνωριστικό κωδικό ή άλλα αναγνωριστικά στοιχεία του χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,
γ) τον όγκο της συναλλαγής,
δ) τη χρονική στιγμή της συναλλαγής,
ε) τη χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,
στ) ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής,
ζ) τον κωδικό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, ή τον κωδικό «SI» αν η συναλλαγή εκτελέστηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά τον κωδικό «OTC»,
η) αν συντρέχει περίπτωση, ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους.
Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.. Ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. πρέπει να είναι σε θέση να δημοσιοποιεί αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε γενικά αποδεκτούς μορφότυπους που είναι διαλειτουργικοί, εύκολα προσβάσιμοι και εύχρηστοι για τους συμμετέχοντες στην αγορά.
Ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διασφαλίζει ότι τα δεδομένα που παρέχει αποτελούν αντικείμενο ενοποίησης από όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές, τους ΠΜΔ, τους ΜΟΔ και τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. για τα χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως τα παραπάνω εξειδικεύονται με ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα βάσει της παραγράφου 8 στοιχείο γ) της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
Οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων. Ιδίως, διαχειριστής αγοράς ή Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., που διαχειρίζεται παράλληλα και ενοποιημένο δελτίο, χειρίζεται όλες τις συγκεντρωμένες πληροφορίες με τρόπο που να μην εισάγει διακρίσεις και θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικές ρυθμίσεις για τον διαχωρισμό των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.

5. Ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας που έχουν σχεδιαστεί να εγγυώνται την ασφάλεια των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών και να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης. Ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διατηρεί επαρκείς πόρους και διαθέτει εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχει και να εξασφαλίζει την παροχή των υπηρεσιών του ανά πάσα στιγμή.

Τμήμα 4 Όροι για τους Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.

Άρθρο 66 Οργανωτικές απαιτήσεις (Άρθρο 66 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Ο Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διαθέτει κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για τη γνωστοποίηση των πληροφοριών που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο μέχρι το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας από εκείνη που πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή. Οι πληροφορίες αυτές γνωστοποιούνται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 26 του Kανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

2. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές οργανωτικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων με τους πελάτες τους. Ιδίως, Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. που είναι επίσης διαχειριστής αγοράς ή ΑΕΠΕΥ χειρίζεται όλες τις συλλεγόμενες πληροφορίες κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις, και θεσπίζει και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.

3. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας που έχουν σχεδιαστεί για να εγγυώνται την ασφάλεια και γνησιότητα των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και να αποφεύγουν τη διαρροή των πληροφοριών, διατηρώντας πάντοτε την εμπιστευτικότητα των στοιχείων. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διατηρούν επαρκείς πόρους και διαθέτουν εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχουν και να εξασφαλίζουν την παροχή των υπηρεσιών τους ανά πάσα στιγμή.

4. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διαθέτουν συστήματα που τους επιτρέπουν να ελέγχουν αποτελεσματικά αν οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις, να εντοπίζουν παραλείψεις και εμφανή σφάλματα που προκαλούνται από την επιχείρηση επενδύσεων και, όπου υπάρχουν τέτοια σφάλματα ή παραλείψεις, να κοινοποιούν στην επιχείρηση επενδύσεων τις σχετικές λεπτομέρειες για τα σφάλματα ή τις παραλείψεις και να ζητούν την εκ νέου διαβίβαση τυχόν εσφαλμένων αναφορών.
Επίσης, οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διαθέτουν συστήματα που τους επιτρέπουν να εντοπίζουν σφάλματα ή παραλείψεις που προκαλούνται από τους ίδιους τους Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. , να διορθώνουν και να διαβιβάζουν ή να διαβιβάζουν εκ νέου, ανάλογα με την περίπτωση, ορθές και πλήρεις γνωστοποιήσεις συναλλαγών στην αρμόδια αρχή.

ΤΙΤΛΟΣ VI
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΡΧΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
Ορισμός, εξουσίες και διαδικασίες προσφυγής

Άρθρο 67
Ορισμός των αρμόδιων αρχών και αρμοδιότητες (άρθρα 67, 69 και παρ. 1 του άρθρου 72 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρμόδια για την εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ πράξεων. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρμόδια για την εποπτεία της εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 3της παρ. 3 του άρθρου 9 των άρθρων 14, 16 έως 23, 29, 34 εκτός των παρ. 2 και 3 του άρθρου αυτού, 34α εκτός των παρ. 2 και 3 του άρθρου αυτού, 35 εκτός των παρ. 2 έως 6 και της παρ. 8 του άρθρου αυτού,35α εκτός των παρ. 2, 3 και 6 του άρθρου αυτού, 36 έως 38 , του άρθρου 42 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού και των αντίστοιχων άρθρων της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, εκδοθεισών πράξεων προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων που παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα.

2. Στο πλαίσιο της κατά την προηγούμενη παράγραφο εποπτείας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, έχουν όλες τις εξουσίες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών ελέγχου και επιβολής επανορθωτικών μέτρων, που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014 την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών πράξεων, ιδίως σε περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους σύμφωνα με την παρ. 1 , μπορεί:
α)να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο στοιχείο, σε οιαδήποτε μορφή, τα οποία θεωρεί ότι μπορεί να είναι συναφή με την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων της, και να λαμβάνει αντίγραφό τους,
β)να απαιτεί πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, να καλεί και να θέτει ερωτήματα σε οποιοδήποτε πρόσωπο προκειμένου να αποκτήσει πληροφορίες. γ)να διενεργεί γενικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ή μη ελέγχους ή έρευνες σε εποπτευόμενους, σύμφωνα με το νόμο αυτό, φορείς, ιδίως στις περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς. Οι παραπάνω έλεγχοι είναι δειγματοληπτικοί, δ)να απαιτεί πληροφορίες από τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρίες των οικονομικών καταστάσεων των ΑΕΠΕΥ, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων τρίτων χωρών, των ρυθμιζόμενων αγορών, των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και των ΑΕΕΔ,
ε)να παραπέμπει θέματα στις αρμόδιες αρχές με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης,
θ)να αναθέτει επαληθεύσεις και ελέγχους σε ορκωτούς ελεγκτές λογιστές, ελεγκτικές εταιρίες
και άλλους εμπειρογνώμονες,
στ)να απαιτεί ή να ζητά πληροφορίες συμπεριλαμβανομένης κάθε σχετικής τεκμηρίωσης, από οιοδήποτε πρόσωπο σχετικά με το μέγεθος και το σκοπό θέσης ή έκθεσης που δημιουργήθηκε μέσω παραγώγου επί εμπορευμάτων, και σχετικά με κάθε στοιχείο του ενεργητικού ή παθητικού στην υποκείμενη αγορά,
ζ) να λαμβάνει κάθε μέτρο που μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ρυθμιζόμενες αγορές και άλλα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών νόμος ή ο Κανονισμός (ΕΕ) 600/2014 εξακολουθούν να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας, η)να προβαίνει σε δημόσιες ανακοινώσεις ,
θ)να αναστέλλει την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων όταν η ΑΕΠΕΥ ή το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει αναπτύξει ή εφαρμόσει αποτελεσματική διαδικασία έγκρισης προϊόντων ή δεν συμμορφώνεται με άλλο τρόπο προς το άρθρο [16 παράγραφος 3] του παρόντος νόμου,
ι) να αναστέλλει την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 40, 41 ή 42 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014
ια)να απαιτεί την απομάκρυνση φυσικού προσώπου από το διοικητικό συμβούλιο των ΑΕΠΕΥ, των διαχειριστών αγοράς ή των πιστωτικών ιδρυμάτων . Προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, αυτή η εξουσία ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος είτε κατόπιν πρότασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είτε με δική της πρωτοβουλία κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 67.
ιβ)να ζητά από οποιοδήποτε πρόσωπο να λαμβάνει μέτρα για τη μείωση του μεγέθους μιας θέσης ή έκθεσης,

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί επιπροσθέτως :
α) να απαιτεί την αναστολή της διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικού μέσου, β) να διαγράφει η ίδια ή να απαιτεί τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου από την διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή την απόσυρση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση σε οιοδήποτε άλλο πλαίσιο διενέργειας συναλλαγών, γ) να περιορίζει τη δυνατότητα οποιουδήποτε προσώπου να λαμβάνει θέσεις σε παράγωγο επί εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης ορίων στο μέγεθος της θέσης που μπορεί να κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο οποιαδήποτε στιγμή σύμφωνα με το άρθρο 57 του παρόντος νόμου,
δ) να απαιτεί τα υφιστάμενα αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή άλλων άλλα αρχείων αρχεία διακίνησης δεδομένων που κατέχουν οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα και ή άλλα εποπτευόμενα πρόσωπα, που υπόκεινται στον παρόντα νόμο, στον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014 και την Οδηγία 2014/65/ΕΕ και να λαμβάνουν αντίγραφά τους,
ε) να ζητά τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τη διαδικασία του στοιχείου ε) παράγραφος 3 του άρθρου 36 του ν. 4443/2016,
στ) να απαγορεύει προσωρινά την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, από φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται ή συνεργάζονται με εποπτευόμενους φορείς.
ζ) να απαιτεί την προσωρινή ή οριστική διακοπή κάθε δραστηριότητας πρακτικής ή συμπεριφοράς την οποία θεωρεί αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση ή αυτών πράξεων της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και να προλαμβάνει την επανάληψη της εν λόγω πρακτικής ή συμπεριφοράς ή πρακτικής, η) να ζητά, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τα υφιστάμενα αρχεία κίνησης δεδομένων που τηρούνται από πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών όταν υπάρχει εύλογη υπόνοια παράβασης των διατάξεων του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή των κατ' εξουσιοδότηση αυτών της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 πράξεων, και εφόσον τα εν λόγω αρχεία σχετίζονται ενδέχεται να είναι σχετικά με την διερεύνηση παραβάσεων των ως άνω διατάξεων ι) να καλεί και να λαμβάνει ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο για την απόκτηση πληροφοριών σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην περ. ζ) της παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 4443/2016. .

5. Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας της παρ. 1 η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ελέγχει τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων ως προς τις οποίες έχει αρμοδιότητα εποπτείας, ασκώντας, επιπλέον των αναφερομένων στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, και τις εξουσίες ελέγχου που της παρέχει ο ν. 4261/2014, όπως εκάστοτε ισχύει.

6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, ασκούν τις εποπτικές τους αρμοδιότητες, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών ελέγχου και επιβολής επανορθωτικών μέτρων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο καθώς και τις εξουσίες για την επιβολή κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 69:
α) άμεσα,
β) σε συνεργασία με άλλες αρχές,
γ) με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

7. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος, καθορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να υποβάλλουν οι εποπτευόμενοι φορείς, ο χρόνος και τρόπος υποβολής τους, καθώς και κάθε άλλο τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

Άρθρο 68
Συνεργασία μεταξύ Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 68 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή για πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα των επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα,και για τα χρηματοδοτικά ιδρύματα , για τους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή για επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα των επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι επιχειρήσεις επενδύσεων, για ΟΣΕΚΑ και άλλους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, και για Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισηςσυνεργάζονται στενά, ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία ιδιαίτερης σημασίας ή σχετική με την άσκηση των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους και παρέχει η μία στην άλλη κάθε αναγκαία συνδρομή. Σε Πρωτόκολλο Συνεργασίας μεταξύ Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και Τράπεζας της Ελλάδος, προσδιορίζονται οι όροι και η διαδικασία της ως άνω συνεργασίας.

2. Το Πρωτόκολλο Συνεργασίας προβλέπει μεταξύ άλλων:
(α) την κοινοποίηση στην άλλη αρχή της ενημέρωσης προς την ΕΑΚΑΑ που προβλέπεται ενδεικτικά στις περιπτώσεις των άρθρων 3 παρ. 3, 8 παρ. 1, 18 παρ. 5 ,31 παρ. 2, 32 παρ. 3 και 4, 44 παρ. 5, 54 παρ. 2, 56, 57, και 70 παρ. 4, 5 και 6 ,
(β) την διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών και αιτημάτων με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών στις περιπτώσεις που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργεί ως αρμόδια αρχή επικοινωνίας, σύμφωνα με τα άρθρα 77 παρ. 1 , τηρουμένων των διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος νόμου, του ν. 4261/2014 και του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και υπό την επιφύλαξη της τυχόν υποχρέωσης για τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών για την ανταλλαγή αυτή αυτών των πληροφοριών,
(γ) την διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών στο πλαίσιο των ασκήσεων που διενεργούν οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές,
(δ) την εξειδίκευση των υποχρεώσεων των εποπτευόμενων από τις ανωτέρω εποπτικές αρχές ΑΕΠΕΥ και πιστωτικών ιδρυμάτων,
(ε) την διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών για την εφαρμογή των άρθρων 17(2), 36(11), του ν. 4099/2012 και του άρθρου 8 του ν. 4209/2013, (στ) τις διαδικασίες με τις οποίες διασφαλίζεται η εν γένει ανταλλαγή πληροφοριών και ο συντονισμός μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος, με σκοπό την, κατά το δυνατό, αποφυγή επικαλύψεων ή σύγκρουσης αρμοδιοτήτων στο πεδίο της εποπτείας και της διενέργειας ελέγχων, καθώς και τη μείωση του διοικητικού κόστους εποπτείας,
(ζ) την παροχή κάθε αναγκαίας συνδρομής για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, (η) την αμοιβαία ενημέρωση μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος για επιβληθείσες κυρώσεις ή την προηγούμενη διαβούλευσή τους για την επιβολή κυρώσεων σε περιπτώσεις σημαντικών παραβάσεων, που μπορεί να έχουν επίπτωση στην ομαλή λειτουργία των εποπτευομένων ιδρυμάτων,
(θ) την ενημέρωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος για τα πιστωτικά ιδρύματα άλλου κράτους- μέλους που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος ή χωρίς εγκατάσταση, και
(ι) τη διαδικασία συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος για (i) τη διενέργεια ελέγχων ως προς τη συμμόρφωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ιδίως με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 24, 25, 27, 28 του παρόντος νόμου καθώς και στους τίτλους II και ΙΙΙ του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και στις κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ πράξεων και (ii) την επιβολή κυρώσεων για τις σχετικές παραβάσεις.
(η) την διαβίβαση στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το λόγο της αρμοδιότητας της, των πληροφοριών που λαμβάνει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με το άρθρο 86. (θ) το περιεχόμενο της διαβούλευσης που προβλέπεται στην δεύτερη υποπαρ. της παρ. 2 του 11.

Άρθρο 69 Κυρώσεις και Μέτρα (άρθρο 70 και παρ. 2 του άρθρο 72 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 67 του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών ελέγχου και επιβολής επανορθωτικών μέτρων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή τους και κατ' εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, επιβάλλουν τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις και μέτρα, τα οποία πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά:
α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία αναφέρονται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και η φύση της παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 70 του παρόντος νόμου,
β) απαίτηση από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει στο μέλλον,
γ) σε περίπτωση ΑΕΠΕΥ, υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι επιχείρηση επενδύσεων , διαχειριστή αγοράς που διαθέτει άδεια λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ, καθώς και σε περίπτωση ρυθμιζόμενης αγοράς, Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. και Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ., αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 8, 43 και 65 του παρόντος νόμου, ή προκειμένου περί πιστωτικού ιδρύματος ή υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι πιστωτικό ίδρυμα, ανάκληση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 43 του παρόντος νόμου και τις λοιπές σχετικές διατάξεις της ισχύουσας για τα πιστωτικά ιδρύματα νομοθεσίας,
δ) προσωρινή ή, σε περίπτωση επανειλημμένων σοβαρών παραβάσεων, οριστική απαγόρευση κατά οποιουδήποτε φυσικού προσώπου να συμμετέχει σε διοικητικό συμβούλιο ή να ασκεί διευθυντικά καθήκοντα σε ΑΕΠΕΥ, πιστωτικό ίδρυμα ή υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας,
ε) προσωρινή απαγόρευση σε οποιαδήποτε επιχείρηση επενδύσεων, πιστωτικό ίδρυμα ή υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας να είναι μέλος ή να συμμετέχει σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ ή σε οποιονδήποτε πελάτη να συμμετέχει σε ΜΟΔ,
στ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000,00) ευρώ ή έως 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό του Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση. Στην περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4308/2014 (Α'251) και της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ'(ΕΕ L 182/29.6.2013), ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών, ορίζεται ως ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή τα αντίστοιχα έσοδα σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο περί κατάρτισης και παρουσίασης των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων που προκύπτει από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό του Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση,
ζ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000,00) ευρώ,
η)χρηματικό πρόστιμο έως το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση εφόσον το όφελος αυτό μπορεί να προσδιοριστεί, ακόμα και στην περίπτωση που υπερβαίνει τα ανώτατα ποσά που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ) και ζ) της παρούσας παραγράφου.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, πέραν των κυρώσεων της προηγούμενης παραγράφου, να επιβάλλει επίπληξη σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατλ εξουσιοδότησή τους και κατ' εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, μπορούν να επιβάλλουν τις ως άνω διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα, πέρα από το νομικό πρόσωπο, και στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη, βάσει της κείμενης νομοθεσίας, για παράβαση των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διατάξεων.

4. Κατά τον καθορισμό του είδους και της σοβαρότητας των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και κατά την επιμέτρηση του ύψους των προστίμων που προβλέπονται στην παρ. 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται αναγκαίο:
α) της βαρύτητας και της διάρκειας της παράβασης,
β) του βαθμού ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,
γ) της οικονομικής επιφάνειας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει ιδίως από τον συνολικό κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία του φυσικού προσώπου, δ) της σημασίας των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το
υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν, ε) της ζημιάς που προκλήθηκε σε τρίτους από την παράβαση, στον βαθμό που μπορεί να προσδιοριστεί,
στ)του βαθμού συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, με την επιφύλαξη της
παραίτησης του υπαίτιου προσώπου από τα αποκτηθέντα κέρδη ή τις αποφευχθείσες ζημίες.
ζ) τυχόν καθ' υποτροπή τέλεση παραβάσεων ή προηγούμενων παραβάσεων του παρόντος νόμου και της λοιπής νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο,
η) της επίπτωσης της παράβασης στη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και στην προστασία των επενδυτών,
θ) των αναγκών της γενικής και ειδικής πρόληψης.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή Τράπεζα της Ελλάδος , κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους, επιβάλλουν τις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα των παρ. 1 και 2, σε περίπτωση μη συνεργασίας ή μη συμμόρφωσης σε έρευνα ή επιθεώρηση ή αίτημα σύμφωνα με το άρθρο 67.

6. Με την επιφύλαξη των άρθρων 34α, και 35 α, η καθ' οιονδήποτε τρόπο κατ' επάγγελμα παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο στις ΑΕΠΕΥ, στα πιστωτικά ιδρύματα, στα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών, καθώς και στις ΑΕΕΔ ,στις ΑΕΔΑΚ και στις ΑΕΔΟΕΕ κατά τις διακρίσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας τους στην Ελλάδα. Με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 60, η καθ' οιονδήποτε τρόπο κατ' επάγγελμα παροχή υπηρεσιών ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ και ΕΜΗΓΝΩΣΥ επιτρέπεται μόνο στους παρόχους αυτών των υπηρεσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και την άδεια λειτουργίας τους.
Όποιος, κατά παράβαση —των προηγούμενων εδαφίων, με πρόθεση προβαίνει σε κατ' επάγγελμα παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων ή παροχή υπηρεσιών ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ και ΕΜΗΓΝΩΣΥ στην Ελλάδα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές. Σε περίπτωση που οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες και οι υπηρεσίες ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ και ΕΜΗΓΝΩΣΥ παρέχονται ή ασκούνται από νομικά πρόσωπα, με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται όποιος ασκεί τη διοίκηση ή διαχείριση του νομικού προσώπου.
Τα ποινικά δικαστήρια διαβιβάζουν τις καταδικαστικές αποφάσεις τους στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα, στην Τράπεζα της Ελλάδος, οι οποίες και υποχρεούνται να τις διαβιβάσουν περαιτέρω στην ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 70.

Άρθρο 70 Δημοσιοποίηση αποφάσεων (Άρθρο 71 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος αναρτούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στον επίσημο διαδικτυακό τους τόπο κάθε απόφασή τους σχετικά με την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 καθώς και των πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή τους και κατ' εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, κατόπιν ενημέρωσης του προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση σχετικά με την εν λόγω απόφαση. Στην κατά τα ανωτέρω δημοσιοποίηση περιλαμβάνονται τουλάχιστον πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης καθώς και το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση ή το μέτρο. Η υποχρέωση δημοσιοποίησης δεν αφορά αποφάσεις σχετικές με την επιβολή μέτρων διερευνητικού χαρακτήρα.

2. Εφόσον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κρίνουν ότι η δημοσιοποίηση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων είναι δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης αυτών των δεδομένων, ή σε περίπτωση που η δημοσιοποίηση της απόφασης θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή διενεργούμενους ελέγχους, πράττουν τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:
α) καθυστερούν τη δημοσιοποίηση της απόφασης για την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου έως τη στιγμή που παύουν να υφίστανται οι λόγοι για τη μη δημοσίευση, β) δημοσιοποιούν την απόφαση για την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου χωρίς αναφορά ονομάτων, εφόσον η ανώνυμη αυτή δημοσιοποίηση εξασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,
γ) δεν δημοσιοποιούν την απόφαση επιβολής διοικητικής κύρωσης ή μέτρου στην περίπτωση που θεωρείται ότι οι επιλογές που αναφέρονται στις περιπτώσεις (α) και (β) ανωτέρω δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί:
i) ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών,
ii) η αναλογικότητα της δημοσιοποίησης των αποφάσεων αυτών σε σχέση με τα επιβληθέντα μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.
Στην περίπτωση απόφασης για ανώνυμη δημοσιοποίηση της διοικητικής κυρώσεως ή μέτρου, η δημοσιοποίηση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, αν προβλέπεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι που δικαιολογούν την ανώνυμη δημοσιοποίηση.

3. Σε περίπτωση άσκησης αίτησης ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου κατά της απόφασης για την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, δημοσιεύουν άμεσα στον επίσημο διαδικτυακό τόπο τους τις σχετικές πληροφορίες και κάθε περαιτέρω ενημέρωση σχετικά με την έκβαση της εκδίκασης της αίτησης ακύρωσης ή προσφυγής. Επιπλέον, δημοσιοποιείται κάθε μεταγενέστερη απόφαση που ακυρώνει απόφαση επιβολής διοικητικής κυρώσεως ή μέτρου.

4. Οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο παραμένουν στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος για τουλάχιστον πέντε (5) έτη από τη δημοσιοποίησή τους. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που δημοσιοποιούνται διατηρούνται στον επίσημο διαδικτυακό τόπο των ως άνω αρμόδιων αρχών μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του ν. 2472/1997 (Α' 50).
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν χωρίς να δημοσιοποιηθούν σύμφωνα με την περίπτωση (γ) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβανομένων των σχετικών αιτήσεων ακύρωσης ή προσφυγών και της έκβασής τους. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, λαμβάνουν πληροφορίες, καθώς και τις οριστικές αποφάσεις επιβολής ποινικών κυρώσεων για παραβάσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 69 του παρόντος νόμου, και τις υποβάλλουν στην ΕΑΚΑΑ.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, συγκεντρώνουν και διαβιβάζουν σε ετήσια βάση στην ΕΑΚΑΑ στοιχεία σε συγκεντρωτική μορφή σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και τα διοικητικά μέτρα που έχουν επιβάλει δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 70 του παρόντος νόμου. Η υποχρέωση αυτή δεν αφορά διοικητικά μέτρα διερευνητικού χαρακτήρα. Επίσης η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, διαβιβάζουν σε ετήσια βάση στην ΕΑΚΑΑ στοιχεία σε συγκεντρωτική μορφή σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν για παραβάσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 69 του παρόντος νόμου.

6. Σε περίπτωση που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, δημοσιοποιήσουν διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα, γνωστοποιούν παράλληλα το γεγονός αυτό στην ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 71 Καταγγελίες παραβάσεων (Άρθρο 73 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ )

1. Παραβάσεις ή ενδεχόμενες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ δύνανται να καταγγέλλονται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 67. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά περίπτωση, καθορίζονται κατάλληλες διαδικασίες και αποτελεσματικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν την υποβολή προς αυτές καταγγελιών παραβάσεων ή ενδεχομένων παραβάσεων των εν λόγω διατάξεων.

2. Οι μηχανισμοί της προηγούμενης παραγράφου περιλαμβάνουν τουλάχιστον :
α) ειδικές διαδικασίες για την λήψη καταγγελιών σχετικά με παραβάσεις ή ενδεχόμενες παραβάσεις και την παρακολούθησή τους , συμπεριλαμβανομένης της σύστασης ασφαλών διαύλων επικοινωνίας για τις εν λόγω καταγγελίες,
β) κατάλληλη προστασία, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισης, για εργαζομένους σε εποπτευόμενους φορείς οι οποίοι καταγγέλλουν παραβάσεις που διαπράττονται εντός των φορέων αυτών,
γ) προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που καταγγέλλει την παράβαση, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε αυτήν , σε όλα τα στάδια των διαδικασίας, εκτός αν η δημοσιοποίηση αυτή απαιτείται από την κείμενη νομοθεσία στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή μεταγενέστερων δικαστικών διαδικασιών.

3. Οι ΑΕΠΕΥ, οι διαχειριστές αγοράς, οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, τα πιστωτικά ιδρύματα, όταν παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, και τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών θεσπίζουν κατάλληλες διαδικασίες προκειμένου οι εργαζόμενοι σε αυτά να μπορούν να καταγγέλλουν εσωτερικά παραβάσεις ή ενδεχόμενες παραβάσεις, μέσω ειδικού ανεξάρτητου και αυτόνομου διαύλου .

Άρθρο 72 Δικαίωμα προσφυγής (Άρθρο 74 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, καθώς και με τις πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, είναι επαρκώς
αιτιολογημένες και υπόκεινται, κατά περίπτωση, σε αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 3371/2005 (Α'178). Η παράλειψη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να αποφασίσει σχετικά με αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας, η οποία περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή της, υπόκειται επίσης σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου.

2. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, καθώς και με τις πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, είναι επαρκώς αιτιολογημένες και υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Άρθρο73 Εξωδικαστική επίλυση διαφορών (Άρθρο 75 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Οι ΑΕΠΕΥ, τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων επενδύσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που λειτουργούν στην Ελλάδα καθώς και τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν να συνεργάζονται με φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την υποβολή καταγγελιών και παραπόνων από πελάτες τους με σκοπό την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών που αφορούν στην παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.

2. Οι φορείς της προηγούμενης παραγράφου συνεργάζονται στενά με τους αντίστοιχους φορείς των άλλων κρατών μελών για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τις διαθέσιμες στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες για την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών που αφορούν στην παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.

Άρθρο 74 Επαγγελματικό απόρρητο (Άρθρο 76 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς , κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς , καθώς και οι εντεταλμένοι από αυτήν ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Ως εμπιστευτικές πληροφορίες για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου νοούνται οι πληροφορίες που περιέρχονται στα πρόσωπα του εδαφίου 1 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τη παρ. 12 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991 ( Α' 167), καθώς και οι πληροφορίες που περιέρχονται σε αυτά από άλλες αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου αίρεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρ. 13 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991, καθώς και όταν συγκατατίθεται η αρμόδια αρχή, ο φορέας ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κοινοποίησε τη σχετική πληροφορία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

2. Όταν πρόκειται για επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και ως προς την Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο των εποπτικών της αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ πράξεων.

Άρθρο 75 Σχέσεις με ελεγκτές (Άρθρο 77 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Ορκωτοί ελεγκτές λογιστές και ελεγκτικές εταιρίες, που έχουν λάβει επαγγελματική άδεια ή έχουν το δικαίωμα να διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, 4449/2017(Α' 7), και που διενεργούν ελέγχους σε ΑΕΠΕΥ, ρυθμιζόμενες αγορές ή παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 και τα στοιχεία γ) έως ε) της παραγράφου 5 της υποπαραγράφου Α.1 της παραγράφου Α του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α' 94) ή σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 77 του ν. 4099/2012, ή ασκούν οποιαδήποτε άλλα ελεγκτικά καθήκοντα σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε γεγονός ή απόφαση σχετικά με τον εν λόγω ελεγχόμενο φορέα που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους και το οποίο ενδέχεται:
α) να συνιστά σοβαρή παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων του ελεγχόμενου φορέα,
β) να θέτει σε κίνδυνο τη συνέχεια της λειτουργίας του ελεγχόμενου φορέα, ή
γ) να οδηγήσει σε άρνηση έκφρασης γνώμης για τις οικονομικές καταστάσεις ή στη διατύπωση επιφυλάξεων επ' αυτών.

2. Η ίδια υποχρέωση ισχύει για τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρίες και για κάθε γεγονός ή απόφαση που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των ως άνω καθηκόντων τους της παραγράφου 1 σε σχέση με επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τον εποπτευόμενο φορέα τον οποίο ελέγχουν.

3. Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γεγονότων ή αποφάσεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους από τα ως άνω πρόσωπα , δεν αποτελεί παράβαση συμβατικού ή νομικού περιορισμού της γνωστοποίησης των πληροφοριών αυτών και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη των προσώπων αυτών.

Άρθρο 76 Προστασία δεδομένων (Άρθρο 78 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων δεδομένων που συλλέγονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση ή στο πλαίσιο της άσκησης εποπτικών εξουσιών συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για την διεξαγωγή ερευνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,, πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997 και του Κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 (ΕΕ L 8/12.1.2001), όπου εφαρμόζεται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και με την ΕΑΚΑΑ

Άρθρο 77 Υποχρέωση συνεργασίας (Άρθρο 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, όταν είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους που προβλέπονται στον παρόντα νόμο, στην Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή στον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014, χρησιμοποιώντας τις εξουσίες τους, είτε αυτές προβλέπονται στον παρόντα νόμο, στην Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή στον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014 είτε σε άλλες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχουν συνδρομή στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Ιδίως, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος δύνανται επίσης να συνεργαστούν με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών όσον αφορά τη διευκόλυνση της είσπραξης των προστίμων.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζεται ως σημείο επικοινωνίας για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακοινώνει στην Επιτροπή, στην ΕΑΚΑΑ και στα άλλα κράτη μέλη ότι έχει οριστεί να παραλαμβάνει αιτήσεις ανταλλαγής πληροφοριών ή συνεργασίας βάσει της παρούσας παραγράφου.

2. Στην περίπτωση όπου, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης των αγορών κινητών αξιών στο κράτος μέλος υποδοχής, η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης, ο οποίος έχει εγκαταστήσει μηχανισμούς σε κράτος μέλος υποδοχής έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή υποδοχής του τόπου διαπραγμάτευσης κατά περίπτωση συνάπτουν ανάλογες ρυθμίσεις συνεργασίας.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνουν τα αναγκαία διοικητικά και οργανωτικά μέτρα για να διευκολύνουν τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 1.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος δύνανται να ασκούν τις εξουσίες τους για τους σκοπούς της συνεργασίας, ακόμα και όταν η ερευνώμενη συμπεριφορά δεν αποτελεί παράβαση των κανόνων που ισχύουν στην Ελλάδα.

4. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι πράξεις αντίθετες προς τον παρόντα νόμο, την Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014, διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους από οντότητες που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της, το γνωστοποιεί με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους προκειμένου να προβεί στις δέουσες ενέργειες και στην ΕΑΚΑΑ. Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει τις αρμοδιότητες της γνωστοποιούσας αρμόδιας αρχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν λαμβάνουν αντίστοιχη γνωστοποίηση από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, προβαίνουν στις δέουσες ενέργειες και ενημερώνουν την άλλη αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ για τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν και για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις .

5. Με την επιφύλαξη των παρ. 1 και 4, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και σε άλλες αρμόδιες αρχές τις λεπτομέρειες των εξής:
α) τυχόν αιτημάτων για τον περιορισμό του μεγέθους μιας θέσης ή έκθεσης σύμφωνα με το στοιχείο ιβ της παρ. 3 του άρθρου 67),
β) τυχόν περιορισμούς που έχει θέσει σχετικά με τη δυνατότητα προσώπων να λαμβάνουν θέση σε παράγωγο επί εμπορευμάτων σύμφωνα με το στοιχείο γ της παρ. 4 του άρθρου 67 ). Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει, όπου απαιτείται, τις λεπτομέρειες της απαίτησης ή του αιτήματος σύμφωνα με το στοιχείο ιβ της παρ. 3 του άρθρου 67), συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του προσώπου ή των προσώπων στα οποία απευθύνεται και τους λόγους υποβολής τους, καθώς και το πεδίο εφαρμογής των περιορισμών που έχουν τεθεί σύμφωνα με το στοιχείο γ της παρ. 4 του άρθρου 67 ), συμπεριλαμβανομένων του προσώπου και των χρηματοπιστωτικών μέσων που αφορούν, τυχόν ορίων όσον αφορά το μέγεθος των θέσεων που μπορεί να κατέχει το πρόσωπο ανά πάσα στιγμή, τυχόν εξαιρέσεις βάσει του άρθρου 57 και τους λόγους για τις εξαιρέσεις αυτές.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος προβαίνει στη γνωστοποίηση τουλάχιστον 24 ώρες πριν από τη στιγμή κατά την οποία έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ η δράση ή το μέτρο. Σε εξαιρετικές συνθήκες, όταν δεν είναι δυνατό να υπάρξει ειδοποίηση 24 ώρες πριν, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να προβεί στη γνωστοποίηση σε λιγότερο από 24 ώρες πριν από το χρονικό σημείο που το μέτρο έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν λαμβάνει αντίστοιχη γνωστοποίηση από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, μπορεί να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το στοιχείο ιβ της παρ. 3 του άρθρου 673) ή το στοιχείο γ της παρ. 4), υπό την προϋπόθεση ότι το μέτρο είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου της άλλης αρμόδιας αρχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προβαίνει επίσης σε γνωστοποίηση σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο όταν προτείνει τη λήψη μέτρων.
Εάν μια ενέργεια βάσει των στοιχείων α) ή β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου σχετίζεται με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει επίσης τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΟΣΡΑΕ), ο οποίος έχει συσταθεί βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 713/2009 (ΕΕ L 211/14.8.2009).

6. Όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία των αγορών άμεσης παράδοσης (spot) και των αγορών δημοπρασιών και με τις αρμόδιες αρχές, τους διαχειριστές των μητρώων και τους λοιπούς δημόσιους φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις της ΚΥΑ 5409/2632/2004 και την Οδηγία 2003/87/ΕΚ, ώστε να εξασφαλιστεί ότι μπορούν να έχουν ενοποιημένη εικόνα των αγορών δικαιωμάτων εκπομπής.

7. Σε ό,τι αφορά τα παράγωγα επί βασικών γεωργικών προϊόντων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υποβάλλει εκθέσεις και συνεργάζεται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία, τη διοίκηση και τη ρύθμιση των φυσικών γεωργικών αγορών βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) 1308/2013 (ΕΕ L 347/20.12.2013).

Άρθρο 78
Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε εποπτικές δραστηριότητες, σε επιτόπιους ελέγχους ή σε έρευνες (Άρθρο 80 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητήσει τη συνεργασία της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους σε εποπτικές δραστηριότητες ή για επιτόπιο έλεγχο ή έρευνα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει απευθείας από επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι εξ αποστάσεως μέλη ή συμμετέχοντες ρυθμιζόμενης αγοράς, την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει, οιοδήποτε στοιχείο κρίνει απαραίτητο, και στην περίπτωση αυτή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εξ αποστάσεως μέλους ή συμμετέχοντος.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν λαμβάνουν από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους αίτημα σχετικό με επιτόπιο έλεγχο ή έρευνα, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους: α) προβαίνει η ίδια στον έλεγχο ή έρευνα,
β) επιτρέπει στην αιτούσα αρχή να διεξαγάγει τον έλεγχο ή την έρευνα, γ) αναθέτει σε ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες να διεξαγάγουν τον έλεγχο ή έρευνα.

Άρθρο 79 Ανταλλαγή πληροφοριών (Άρθρο 81 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσει, ως αρμόδια αρχή επικοινωνίας, αμέσως όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο, την Οδηγία 2014/65/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) 600/2014. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κατά την παροχή πληροφοριών σε άλλη αρμόδια αρχή σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, να ορίζει ότι οι χορηγούμενες πληροφορίες μπορούν να γνωστοποιούνται περαιτέρω μόνο με τη ρητή συγκατάθεσή της και αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έδωσε τη συγκατάθεσή της.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να διαβιβάζει τις πληροφορίες που λαμβάνει με βάση την παρ. 1 του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 75 και 86 στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν διαβιβάζει τις πληροφορίες σε άλλους φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα χωρίς τη ρητή συναίνεση των αρμόδιων αρχών που τις κοινοποίησαν και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές έχουν συναινέσει, πλην δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή που έστειλε τις πληροφορίες.

3. Οι αρχές του άρθρου 70 και οι άλλοι φορείς ή τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή σύμφωνα με τα άρθρα 75 και 86 μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως:
α) για να εξακριβώσουν εάν πληρούνται οι όροι ανάληψης της δραστηριότητας επιχείρησης επενδύσεων και να διευκολύνουν, σε μη ενοποιημένη ή σε ενοποιημένη βάση, τον έλεγχο των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, ειδικά όσον αφορά τις απαιτήσεις επάρκειας κεφαλαίων που επιβάλλει ο ν. 4261/2014, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου,
β) για να εποπτεύουν την εύρυθμη λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης, γ) για την επιβολή κυρώσεων,
δ) στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής κατά απόφασης αρμόδιας αρχής,
ε) στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί βάσει του άρθρου 72,
στ) στον μηχανισμό εξωδικαστικής επίλυσης των καταγγελιών των επενδυτών που
προβλέπεται στο άρθρο 73.

4. Τα άρθρα 74 και 86 δεν εμποδίζουν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να διαβιβάζει στην ΕΑΚΑΑ, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ, στην Τράπεζα της Ελλάδος, όταν ενεργεί υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής, στις κεντρικές τράπεζες, στο
Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και, όπου είναι αναγκαίο, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τις πληροφορίες που ενδέχεται να χρειασθεί η τελευταία για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της που προβλέπει ο παρών νόμος και ο Κανονισμός (ΕΕ) 600/2014.

5. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να καθορίζονται τα στοιχεία και η πληροφορίες που πρέπει να της υποβάλλουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων προκειμένου να ασκεί αποτελεσματικά τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, η διαδικασία παροχής των στοιχείων και πληροφοριών αυτών, καθώς και κάθε άλλο ειδικό θέμα και στοιχεία και πληροφορίες κρίνει απαραίτητα για τη διευκόλυνση της άσκησης των αρμοδιοτήτων της ως νομισματικής αρχής. Η Τράπεζα της Ελλάδος τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο για όλες τις πληροφορίες και όλα τα στοιχεία που περιέχονται σε γνώση της σύμφωνα με την προηγούμενη και την παρούσα παράγραφο.

Άρθρο 80 Δεσμευτική διαμεσολάβηση (Άρθρο 82 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναφέρει στην ΕΑΚΑΑ περιπτώσεις στις οποίες απέρριψε ή δεν διεκπεραίωσε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος αίτημα σχετικό με ένα από τα ακόλουθα:
α) για διεξαγωγή εποπτικής δραστηριότητας, επιτόπιου ελέγχου ή έρευνας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 78, ή
β) για ανταλλαγή πληροφοριών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 79.

Άρθρο 81 Άρνηση συνεργασίας (Άρθρο 83 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αρνηθεί να ενεργήσει κατόπιν αιτήματος για συνεργασία σε διεξαγωγή έρευνας, επιτόπιου ελέγχου ή εποπτικής δραστηριότητας του άρθρου 82 ή για ανταλλαγή πληροφοριών του άρθρου 79 μόνον εάν: α) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των ελληνικών δικαστικών αρχών,
β) έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ελληνικού δικαστηρίου για τα ίδια πρόσωπα και τα ίδια πραγματικά περιστατικά.
Σε περίπτωση άρνησης, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ, για την εκκρεμή δικαστική διαδικασία ή απόφαση που έχει εκδοθεί.

Άρθρο 82
Διαβουλεύσεις πριν από την αδειοδότηση ΑΕΠΕΥ (Άρθρο 84 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής του άλλου κράτους μέλους, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, η οποία:
α) είναι θυγατρική επιχείρησης επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς ή πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή
β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης μιας επιχείρησης επενδύσεων ή πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή
γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ελέγχουν μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς που είναι:
α) θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση,
β) θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση,
γ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ιδίως κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μετόχων και της φήμης και εμπειρίας των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση που συμμετέχει στη διοίκηση άλλης οντότητας του ιδίου ομίλου. Ανταλλάσσουν όλες τις πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων και τη φήμη και εμπειρία των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση οι οποίες είναι χρήσιμες στις άλλες ενδιαφερόμενες αρχές, για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και για τη συνεχή αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τους όρους λειτουργίας.

Άρθρο 83
Εξουσίες των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών υποδοχής (Άρθρο 85 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, για στατιστικούς λόγους, να απαιτεί από όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στην Ελλάδα την υποβολή περιοδικών εκθέσεων σχετικά με τις δραστηριότητες των υποκαταστημάτων αυτών.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να απαιτεί από τα υποκαταστήματα των επιχειρήσεων επενδύσεων ή των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα να παρέχουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την παρακολούθηση της συμμόρφωσής τους σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 35α.

Άρθρο 84
Λήψη προληπτικών μέτρων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής (Άρθρο 86 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στην περίπτωση που η Ελλάδα είναι το κράτος μέλος υποδοχής, έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι μια επιχείρηση επενδύσεων που ασκεί δραστηριότητες στην Ελλάδα υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών παραβαίνει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή ότι μία επιχείρηση επενδύσεων που έχει υποκατάστημα στην Ελλάδα παραβαίνει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, πέραν των αναφερομένων στην παρ. 5 του άρθρου 35α του παρόντος νόμου, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων. Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή επειδή αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν ανεπαρκή, η επιχείρηση επενδύσεων εμμένει σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στην Ελλάδα, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις τους κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 1 να προβαίνουν σε οιαδήποτε περαιτέρω συναλλαγή στην Ελλάδα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και
β) η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1095/2010.

2. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώσει ότι επιχείρηση επενδύσεων η οποία διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα παραβαίνει τις διατάξεις που αναφέρονται στην παρ. 5 του άρθρου 35α του παρόντος νόμου, απαιτεί από την επιχείρηση επενδύσεων να θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή συμπεριφορά.
Εάν η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων δεν προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η επιχείρηση επενδύσεων θα θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή συμπεριφορά. Η φύση των μέτρων αυτών κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής. Εάν, παρά τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η επιχείρηση επενδύσεων εξακολουθεί να παραβαίνει τις διατάξεις που αναφέρονται στην παρ. 5 του άρθρου 35α του παρόντος νόμου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
Επιπλέον, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία δύναται να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1095/2010.

3. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς, του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ.
Εάν, παρά τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή επειδή τα μέτρα αυτά αποδεικνύονται ανεπαρκή, η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή ο εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ συνεχίζουν να εμμένουν σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στην Ελλάδα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή στον ΠΜΔ ή στον ΜΟΔ να παρέχουν πρόσβαση στους μηχανισμούς τους σε μέλη εξ αποστάσεως ή σε συμμετέχοντες εγκατεστημένους στην Ελλάδα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
Επιπλέον, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1095/2010.

4. Όλα τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των παραγράφων 1, 2 ή 3, τα οποία συνεπάγονται κυρώσεις ή περιορισμό των δραστηριοτήτων επιχείρησης επενδύσεων ή ρυθμιζόμενης αγοράς, αιτιολογούνται δεόντως και κοινοποιούνται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση επενδύσεων ή στη ρυθμιζόμενη αγορά.

Άρθρο 85
Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με την ΕΑΚΑΑ (Άρθρο 87 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1095/2010.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να επιτελέσει το έργο της δυνάμει του παρόντος νόμου, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και σύμφωνα με τα άρθρα 35 και 36 του Κανονισμού (ΕΕ) 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III Συνεργασία με τρίτες χώρες

Άρθρο 86
Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες (Άρθρο 88 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 74. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρμόδιων αρχών.
Η διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2472/1997.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί επίσης να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα τρίτων χωρών υπεύθυνα για ένα ή περισσότερα από τα εξής καθήκοντα: α) την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοπιστωτικών αγορών,
β) την εκκαθάριση και πτώχευση επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλες παρόμοιες διαδικασίες, γ) τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους καθηκόντων ή, στην περίπτωση εκείνων που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, δ) την εποπτεία των φορέων που συμμετέχουν στις διαδικασίες εκκαθάρισης και πτώχευσης επιχειρήσεων επενδύσεων και σε παρόμοιες διαδικασίες,
ε) την εποπτεία προσώπων επιφορτισμένων με τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων,
στ) την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται σε αγορές δικαιωμάτων εκπομπής με στόχο την εξασφάλιση ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης,
ζ) την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται στις αγορές παραγώγων επί βασικών γεωργικών προϊόντων με σκοπό την εξασφάλιση της ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης.
Οι συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπει το τρίτο εδάφιο δύνανται να συνάπτονται μόνο εφόσον οι πληροφορίες που παρέχονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 74 και η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρχών, φορέων ή φυσικών ή νομικών προσώπων. Εάν η συμφωνία συνεργασίας περιλαμβάνει τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφαρμόζεται το άρθρο 9 του ν. 2472/1997 και εάν στη διαβίβαση συμμετέχει η ΕΑΚΑΑ, εφαρμόζεται ο Κανονισμός (ΕΚ) 45/2001.

2. Εάν οι πληροφορίες που πρόκειται να διαβιβάσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν δύναται να τις κοινοποιήσει χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών του εν λόγω κράτους μέλους που τις διαβίβασαν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησαν οι αρχές αυτές. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και σε πληροφορίες που παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οι αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Άρθρο 87
Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ)

1. Οι ΑΕΕΔ λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας. Στην επωνυμία τους πρέπει να προσδιορίζονται ως "Ανώνυμη Εταιρία Επενδυτικής Διαμεσολάβησης" και στο διακριτικό τους τίτλο ως "ΑΕΕΔ".

2. Οι ΑΕΕΔ επιτρέπεται να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στη λήψη και διαβίβαση εντολών επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών που αφορούν κινητές αξίες και μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων. Οι ΑΕΕΔ δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια και χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών τους. Οι ΑΕΕΔ μπορούν για τις ανάγκες των επενδυτικών υπηρεσιών που παρέχουν, να χρησιμοποιούν συνδεδεμένους αντιπροσώπους, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 29 του παρόντος.

3. Οι ΑΕΕΔ επιτρέπεται να διαβιβάζουν εντολές επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων μόνο σε:
(α) επιχειρήσεις επενδύσεων που εδρεύουν σε κράτος μέλος, (β) πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε κράτος μέλος,
(γ) υποκαταστήματα επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα που λειτουργούν νομίμως σε κράτος μέλος, εφόσον οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων ή τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας τουλάχιστον ισοδύναμους με τους κανόνες που ισχύουν για την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων τους,
(δ) Οργανισμούς Συλλογικών Επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος και δύνανται να διαθέτουν μερίδια στο κοινό, καθώς και σε διαχειριστές τέτοιων οργανισμών.

4. Το μετοχικό κεφάλαιο των ΑΕΕΔ δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να μεταβάλλεται το ποσό του προηγούμενου εδαφίου. Τα ίδια κεφάλαια των ΑΕΕΔ, σύμφωνα με τον τελευταίο ισολογισμό της, δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερα από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Στις ΑΕΕΔ ασκείται τακτικός και έκτακτος έλεγχος σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 21990/1920 περί ελέγχου που ασκείται στις ΑΕΠΕΥ.

5. Οι μετοχές των ΑΕΕΔ είναι ονομαστικές.

6. Για να εκδοθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες, άδεια σύστασης ΑΕΕΔ ή για να μετατραπεί υφιστάμενη ανώνυμη εταιρία σε ΑΕΕΔ πρέπει προηγουμένως να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Στην άδεια λειτουργίας απαριθμούνται οι επενδυτικές υπηρεσίες που δικαιούται να παρέχει η ΑΕΕΔ.

7. Στις ΑΕΕΔ εφαρμόζονται :
α) όσον αφορά τους όρους και τις διαδικασίες αδειοδότησης και εποπτείας, οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 και 3, των άρθρων 7 έως 10 και των άρθρων 21, 22 και 23 του παρόντος νόμου. Εξ αυτών, η υποχρέωση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 9 περί υποχρέωσης πιστοποίησης, ισχύει στις ΑΕΕΔ μόνο για ένα πρόσωπο που πραγματικά διευθύνει τις δραστηριότητες της εταιρίας,
β) όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 3 πρώτο, έκτο και έβδομο εδάφιο και του άρθρου 16 παρ. 6 και 7 του παρόντος νόμου,
γ) όσον αφορά τις υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας οι διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1, 3, 4, 5, 7 και 10, του άρθρου 25 παρ. 2, 5 και 6 και του άρθρου 29 του παρόντος νόμου,
δ) οι σχετικές διατάξεις των πράξεων που εκδίδει η Επιτροπή κατ' εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65.
Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορούν να εξειδικεύονται οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής των ανωτέρω α έως δ περιπτώσεων.

8. Οι ΑΕΕΔ γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7α παράγραφος 1 του κ.ν. 2190/1920.

9. Οι ΑΕΕΔ υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 61-78 του ν. 2533/1997, εκτός εάν διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής αποζημίωσης μέσω της οποίας, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους, του προφίλ κινδύνου και της νομικής φύσης τους, εξασφαλίζεται ισοδύναμη προστασία των πελατών τους.

10. Οι ΑΕΕΔ δεν απολαύουν της προβλεπόμενης στα άρθρα 34 και 35 ελευθερίας παροχής υπηρεσιών ή άσκησης δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων.

Άρθρο 88
Προσωρινή αναστολή άδειας λειτουργίας ΑΕΕΔ

1. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αναστέλλει προσωρινά την άδεια λειτουργίας ΑΕΕΔ, όταν έχει σοβαρές ενδείξεις παράβασης της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς, που καθιστά τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η αναστολή αποφασίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνεται στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Στην απόφαση αναστολής της άδειας λειτουργίας μπορεί να τίθεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην ΑΕΕΔ σύντομη προθεσμία, μέσα στην οποία αυτή οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή ύστερα από αίτηση της ίδιας της ΑΕΕΔ, η αναστολή λειτουργίας μπορεί να παραταθεί για άλλες σαράντα πέντε (45) ημέρες κατ' ανώτατο όριο μετά τη λήξη του χρόνου ισχύος της πρώτης αναστολής.

2. Η απόφαση με την οποία επιβάλλεται προσωρινή αναστολή είναι αμέσως εκτελεστή και γνωστοποιείται στην ΑΕΕΔ με κάθε πρόσφορο μέσο και δημοσιοποιείται στο διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και στα μέσα ενημέρωσης. Το αργότερο μέχρι την παρέλευση του χρόνου αναστολής και αφού λάβει υπόψη τις θέσεις της ΑΕΕΔ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει είτε την άρση της αναστολής είτε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΕΕΔ.

3. Κατά τα λοιπά στην προσωρινή αναστολή λειτουργίας της ΑΕΕΔ εφαρμόζονται οι παράγραφοι 3 έως 7 του άρθρου 89.

Άρθρο 89
Προσωρινή αναστολή άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου να αναστέλλει προσωρινά τη λειτουργία ΑΕΠΕΥ, όταν έχει σοβαρές ενδείξεις παράβασης της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς που καθιστά τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Η προσωρινή αναστολή μπορεί να αποφασίζεται και για ορισμένες μόνον από τις επενδυτικές υπηρεσίες, ως προς τις οποίες έχει παρασχεθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η αναστολή αποφασίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνεται στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Στην απόφαση αναστολής μπορεί να τίθεται σύντομη προθεσμία στην εταιρία μέσα στην οποία οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ιδίως ύστερα από αίτηση της ίδιας της ΑΕΠΕΥ, η αναστολή λειτουργίας μπορεί να παραταθεί για άλλες σαράντα πέντε (45) ημέρες κατ' ανώτατο όριο μετά τη λήξη της.

2. Η περί προσωρινής αναστολής απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή, γνωστοποιείται στην ΑΕΠΕΥ με κάθε πρόσφορο μέσο και δημοσιοποιείται στο διαδυκτιακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και στα μέσα ενημέρωσης. Το αργότερο μέχρι την παρέλευση του χρόνου αναστολής, και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της ΑΕΠΕΥ, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει είτε την άρση της αναστολής και ενδεχομένως την επιβολή κυρώσεων είτε την ανάκληση της άδειας της λειτουργίας της εταιρίας σύμφωνα με το άρθρο 8.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την απόφαση που λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορεί να διορίζει υπάλληλο ή στέλεχος της ή και τρίτο πρόσωπο ως προσωρινό επίτροπο της ΑΕΠΕΥ και να ορίζει τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται ελεύθερα από την ΑΕΠΕΥ, καθώς και τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται μόνον κατόπιν προηγούμενης άδειας του προσωρινού επιτρόπου. Οποιαδήποτε πράξη της διοίκησης της ΑΕΠΕΥ που διενεργείται χωρίς την προηγούμενη άδεια του προσωρινού επιτρόπου, εφόσον αυτή απαιτείται, είναι άκυρη. Η ευθύνη του προσωρινού επιτρόπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του περιορίζεται σε δόλο και βαριά αμέλεια.

4. Ο προσωρινός επίτροπος υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και τα καθήκοντα του διαρκούν για όσο χρονικό διάστημα η εταιρία τελεί σε καθεστώς προσωρινής αναστολής λειτουργίας και σε κάθε περίπτωση μέχρι το διορισμό επόπτη εκκαθάρισης, κατά το άρθρο 90. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παρατείνεται το έργο του προσωρινού επιτρόπου όσο απαιτείται για σκοπούς παράδοσης στον επόπτη εκκαθάρισης και το πολύ έναν (1) μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του επόπτη εκκαθάρισης.

5. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αντικαθίσταται ο προσωρινός επίτροπος.

6. Η αμοιβή του προσωρινού επιτρόπου καθορίζεται με την απόφαση διορισμού του και βαρύνει την ΑΕΠΕΥ της οποίας αναστέλλεται προσωρινά η λειτουργία. Προκειμένου περί υπαλλήλων ή στελεχών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η αμοιβή αυτή καταβάλλεται επιπλέον των τυχόν αποδοχών τους από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

7. Ο προσωρινός επίτροπος, όταν ενάγεται ή κατηγορείται για πράξεις ή παραλείψεις που έγιναν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και εξαιτίας αυτής, παρίσταται στις σχετικές δίκες με μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ο προσωρινός επίτροπος δεν υπόκειται σε προσωπική κράτηση ούτε υπέχει οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για χρέη της ΑΕΠΕΥ που έχουν γεννηθεί πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους.

Άρθρο 90 Ειδική εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ

1. Αν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος νόμου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί αμέσως την απόφαση ανάκλησης στον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα, με επιμέλεια του οποίου δημοσιεύεται περίληψη της απόφασης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.). Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 4335/2015 (Α' 87) περί ανάκαμψης και εξυγίανσης των επιχειρήσεων επενδύσεων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, με την ίδια απόφαση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, να θέσει την ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Σε αντίθετη περίπτωση, η ΑΕΠΕΥ λύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 (Α' 37). Όταν η άδεια λειτουργίας της ΑΕΠΕΥ ανακαλείται κατόπιν αιτήματός της, δεν επέρχεται υποχρεωτικά η λύση αυτής.

2. Αν η ΑΕΠΕΥ τεθεί σε ειδική εκκαθάριση, ημέρα έναρξης της ειδικής εκκαθάρισης λογίζεται η ημέρα λήψης της σχετικής απόφασης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Κατά την ειδική εκκαθάριση εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου και συμπληρωματικά οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 περί εκκαθάρισης, εφόσον δεν αντίκεινται σε αυτές.
Κατά το στάδιο της ειδικής εκκαθάρισης και μέχρι την περάτωσή της, με βάση τα ειδικότερα προβλεπόμενα στην παράγραφο 11, η ΑΕΠΕΥ δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση και αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις, καθώς και κάθε ενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διορίζει, με την ίδια απόφαση με την οποία θέτει την ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση, τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής. Ο ειδικός εκκαθαριστής είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με γνώσεις και εμπειρία σε θέματα κεφαλαιαγοράς, και επιλέγεται από κατάλογο είκοσι (20) τουλάχιστον προσώπων που καταρτίζεται κατ' έτος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ο ειδικός εκκαθαριστής αναλαμβάνει καθήκοντα από την επίδοση σε αυτόν της ως άνω απόφασης. Όταν ο ειδικός εκκαθαριστής είναι φυσικό πρόσωπο, μπορεί να είναι ορκωτός ελεγκτής λογιστής, οικονομολόγος ή δικηγόρος. Ο διορισμός του ειδικού εκκαθαριστή συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕΠΕΥ. Στον ειδικό εκκαθαριστή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 για το διοικητικό συμβούλιο. Τυχόν διαπίστωση της ακυρότητας του διορισμού του ειδικού εκκαθαριστή δεν θίγει έναντι τρίτων το κύρος των πράξεών του από την επίδοση του διορισμού του μέχρι την ακύρωση αυτού. Ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία μπορεί να τον αντικαθιστά κατά πάντα χρόνο.
Ο ειδικός εκκαθαριστής μπορεί, ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να προσλάβει ως σύμβουλό του εξειδικευμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τον όγκο ή το βαθμό δυσκολίας των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης. Επίσης, μπορεί είτε να διατηρεί είτε να προσλάβει, ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στην περίπτωση αυτή, το απαιτούμενο για τις ανάγκες της ειδικής εκκαθάρισης προσωπικό.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζει στην απόφασή της περί διορισμού του ειδικού εκκαθαριστή και την αμοιβή του, καθώς και την αμοιβή του τυχόν συμβούλου, η οποία βαρύνει την ΑΕΠΕΥ και η οποία μπορεί να καταβάλλεται είτε εφάπαξ είτε σε μηνιαία βάση. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφασή της να ρυθμίζει τα ειδικότερα θέματα της διαδικασίας διορισμού των ανωτέρω προσώπων, καθώς και της διαδικασίας της ειδικής εκκαθάρισης.

4. Αν η ειδική εκκαθάριση δεν έχει ολοκληρωθεί εντός δώδεκα (12) μηνών από την επίδοση του διορισμού του ειδικού εκκαθαριστή, αυτός ενημερώνει εγγράφως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία μπορεί, κατόπιν αιτήματός του, το οποίο συνοδεύεται από αναλυτικό χρονοδιάγραμμα εργασιών, να χορηγεί παράταση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης έως δώδεκα (12) μήνες κάθε φορά. Στην περίπτωση αυτή, αλλά και σε κάθε περίπτωση που κρίνεται σκόπιμο, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφού λάβει υπόψη τις εργασίες που έχουν ήδη διενεργηθεί, καθώς και τις υπολειπόμενες εργασίες της ειδικής εκκαθάρισης, επαναξιολογεί το έργο του ειδικού εκκαθαριστή και του τυχόν συμβούλου του και μπορεί να αναπροσαρμόζει το ύψος της αμοιβής τους, να αποφασίζει την αντικατάστασή τους ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη αναγκαία ενέργεια.

5. Αν, μετά τη θέση ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση, διαπιστωθεί ότι η υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ στερείται των αναγκαίων πόρων για την εκτέλεση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης, το Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών του ν. 2533/1997 (Α' 228), ύστερα από αιτιολογημένη αίτηση του ειδικού εκκαθαριστή που συνοδεύεται από αναλυτικό χρονοδιάγραμμα εργασιών και κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καλύπτει καταρχάς από την εισφορά της ΑΕΠΕΥ και, εφόσον αυτή δεν επαρκεί, από το κεφάλαιό του, εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης, τις δαπάνες της αμοιβής του ειδικού εκκαθαριστή και του τυχόν συμβούλου, καθώς και τις λοιπές αναγκαίες λειτουργικές δαπάνες της ειδικής εκκαθάρισης, για χρονική περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία επίδοσης στον ειδικό εκκαθαριστή της απόφασης διορισμού του. Το Συνεγγυητικό μπορεί, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να καλύπτει με τις ίδιες προϋποθέσεις τις ανωτέρω δαπάνες για επιπλέον χρονικό διάστημα, έως δώδεκα (12) μήνες κάθε φορά. Οι δαπάνες καταβάλλονται από το Συνεγγυητικό ανά δίμηνο, με την προϋπόθεση ότι ο ειδικός εκκαθαριστής έχει εκτελέσει το αντίστοιχο τμήμα των εργασιών, όπως έχει δεσμευθεί με βάση το υποβληθέν χρονοδιάγραμμα, ή ότι έχει επαρκώς αιτιολογήσει τυχόν αποκλίσεις.

6. Αμέσως μετά το διορισμό του ο ειδικός εκκαθαριστής παραλαμβάνει τα γραφεία, υποκαταστήματα και περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, προβαίνει σε απογραφή και διαχωρίζει τα χρήματα, χρηματοπιστωτικά μέσα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, από τα χρήματα, χρηματοπιστωτικά μέσα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία αφενός πελατών και αφετέρου λοιπών τρίτων προσώπων. Ως περιουσιακά στοιχεία πελατών νοούνται αυτά τα οποία συνδέονται με την παροχή από την ΑΕΠΕΥ υπηρεσιών του άρθρου 4 σε αυτούς, είτε βρίσκονται στην κατοχή της ΑΕΠΕΥ είτε τηρούνται στο Σύστημα Άυλων Τίτλων ή σε άλλο σύστημα καταχώρισης και παρακολούθησης κινητών αξιών είτε φυλάσσονται από τρίτους. Με την επίδοση του διορισμού του, ο ειδικός εκκαθαριστής μπορεί να ζητήσει με αίτησή του προς τον Ειρηνοδίκη του τόπου της έδρας της ΑΕΠΕΥ τη σφράγιση των κεντρικών γραφείων και των υποκαταστημάτων της ΑΕΠΕΥ, καθώς και των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων της. Το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από τη σφράγιση, ο ειδικός εκκαθαριστής ζητεί από τον ειρηνοδίκη να διατάξει την αποσφράγιση και την απογραφή της ΑΕΠΕΥ. Μετά την απογραφή, τα γραφεία και τα υποκαταστήματα της ΑΕΠΕΥ, καθώς και τα περιουσιακά της στοιχεία παραδίδονται στον ειδικό εκκαθαριστή. Για τη σφράγιση, αποσφράγιση και απογραφή εφαρμόζονται κατά τα λοιπά αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 826 έως 841 ΚΠολΔ, πλην των διατάξεων που προβλέπουν την υποχρέωση διορισμού πραγματογνωμόνων.

7. Ο ειδικός εκκαθαριστής καλεί, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την επίδοση του διορισμού του, τους δικαιούχους κάθε φύσεως απαιτήσεων, με ανακοίνωση που δημοσιεύεται μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες, σε δύο (2) ημερήσιες ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες, από τις οποίες μία (1) τουλάχιστον είναι οικονομική πανελλαδικής κυκλοφορίας, καθώς και σε δύο (2) τουλάχιστον ηλεκτρονικές εφημερίδες, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά στοιχεία μέσα σε πέντε (5) μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Η ανωτέρω ανακοίνωση γνωστοποιείται εγγράφως στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. της έδρας της ΑΕΠΕΥ και αναρτάται στην ιστοσελίδα της ΑΕΠΕΥ, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Συνεγγυητικού.

8. Ο ειδικός εκκαθαριστής καταρτίζει:
(α) Οικονομικές καταστάσεις από την έναρξη της τρέχουσας διαχειριστικής χρήσης έως την ημερομηνία που η ΑΕΠΕΥ τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση. Εξ αυτών, η κατάσταση χρηματοοικονομικής θέσης αποτελεί τον ισολογισμό έναρξης της ειδικής εκκαθάρισης. (β) Οικονομικές καταστάσεις για το χρονικό διάστημα από την έναρξη της ειδικής εκκαθάρισης έως τη λήξη της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει. (γ) Οικονομικές καταστάσεις λήξης της ειδικής εκκαθάρισης, οι οποίες συνοδεύονται από απολογισμό της ειδικής εκκαθάρισης.
Οι ανωτέρω οικονομικές καταστάσεις πρέπει να είναι νόμιμα ελεγμένες από ελεγκτές, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της ΑΕΠΕΥ. Σε περίπτωση αδυναμίας ορισμού από τη γενική συνέλευση, οι ελεγκτές ορίζονται από τον ειδικό εκκαθαριστή.
Οι ανωτέρω οικονομικές καταστάσεις δεν απαιτείται να έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Οι ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται: α) στη γενική συνέλευση των μετόχων της ΑΕΠΕΥ, στην οποία προεδρεύει ο ειδικός εκκαθαριστής, για έγκριση, β) στον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα, γ) στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και δ) στο Συνεγγυητικό, καταχωρούνται με επιμέλεια του ειδικού εκκαθαριστή στο Γ.Ε.ΜΗ. και γενικά δημοσιεύονται, όπως κάθε φορά ο νόμος ορίζει.
Αν η γενική συνέλευση συγκαλείται νόμιμα για να εγκρίνει τις οικονομικές καταστάσεις και δεν επιτυγχάνεται απαρτία ούτε στην πρώτη συνεδρίαση ούτε στην επαναληπτική της, προκειμένου να λάβει σχετική απόφαση, τότε λογίζεται ότι οι οικονομικές καταστάσεις συντάχθηκαν και εγκρίθηκαν κατά τους νόμιμους τύπους και συνεχίζεται η πρόοδος των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης.
Αν στη γενική συνέλευση που συνέρχεται για την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων διατυπωθούν παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις επ' αυτών, ο ειδικός εκκαθαριστής επανασυντάσσει τις οικονομικές καταστάσεις ενσωματώνοντας τις παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις ή αιτιολογώντας τυχόν απόκλιση, με τη σύμφωνη γνώμη και των ελεγκτών. Κατόπιν αυτού, οι οικονομικές καταστάσεις θεωρούνται ως εγκριθείσες. Ο ειδικός εκκαθαριστής, περαιτέρω, ενεργεί πράξεις της εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, στο μέτρο που αυτές είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των τρεχουσών αναγκών και γενικά για την εύρυθμη λειτουργία της ΑΕΠΕΥ, όπως η είσπραξη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων και η ρευστοποίηση της εταιρικής περιουσίας. Κατά τα λοιπά, ο ειδικός εκκαθαριστής, μεταξύ άλλων, χειρίζεται θέματα της ειδικής εκκαθάρισης, επικοινωνεί με τους αρμόδιους φορείς, ενημερώνει γραπτά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την πορεία της εκκαθάρισης τουλάχιστον ανά δίμηνο και όποτε άλλοτε του ζητηθεί και υποβάλλει έκθεση μετά τη λήξη της εκκαθάρισης.

9. Οι αναγγελθείσες απαιτήσεις πελατών που συνδέονται με την παροχή σε αυτούς από την ΑΕΠΕΥ υπηρεσιών του άρθρου 4, επαληθεύονται από τον ειδικό εκκαθαριστή με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία της ΑΕΠΕΥ ή με οποιοδήποτε νόμιμο αποδεικτικό μέσο έχει στη διάθεσή του, μέσα σε χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών από τη λήξη της προθεσμίας αναγγελίας. Εντός δύο (2) μηνών από την επαλήθευση των απαιτήσεων, ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει στην απόδοση των χρηματικών ποσών, χρηματοπιστωτικών μέσων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων στους δικαιούχους πελάτες, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Αν τα χρηματικά διαθέσιμα της ΑΕΠΕΥ δεν επαρκούν για την πλήρη ικανοποίηση όλων των δικαιούχων πελατών, ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει σε σύμμετρη ικανοποίηση των δικαιούχων χρηματικών απαιτήσεων.

10. Εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδοσης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, ο ειδικός εκκαθαριστής ενημερώνει την Επιτροπή Αποζημιώσεων του Συνεγγυητικού για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις που δεν ικανοποιήθηκαν, εν όλω ή εν μέρει, προκειμένου αυτή να αποφασίσει, αφού παραλάβει από τον ειδικό εκκαθαριστή κάθε απαραίτητο στοιχείο από τα βιβλία της ΑΕΠΕΥ, καθώς και αναλυτική κατάσταση με τα περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, ήτοι χρήματα και το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας, για ποιες από τις μη ικανοποιηθείσες απαιτήσεις συντρέχει υποχρέωση του Συνεγγυητικού για καταβολή αποζημίωσης, σύμφωνα με το ν. 2533/1997. Το Συνεγγυητικό καταβάλλει αποζημιώσεις στους δικαιούχους πελάτες, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 2533/1997 και ενημερώνει αμελλητί εγγράφως τον ειδικό εκκαθαριστή για τα αναλυτικά ποσά των αποζημιώσεων που κατέβαλε. Ο ειδικός εκκαθαριστής μειώνει ανάλογα τα ποσά των απαιτήσεων πελατών κατά της ΑΕΠΕΥ.

11. Μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες, είτε με την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδοσης της παραγράφου 9, είτε με την καταβολή των αποζημιώσεων από το Συνεγγυητικό, και το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την ενημέρωση που λαμβάνει από το Συνεγγυητικό, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, ο ειδικός εκκαθαριστής συγκαλεί γενική συνέλευση των μετόχων της ΑΕΠΕΥ, προκειμένου να αποφασιστεί η περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης και να γίνει η εκλογή νέων εκκαθαριστών, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού της ΑΕΠΕΥ και του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920. Για το λόγο αυτό, ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αντίγραφο των οικονομικών καταστάσεων λήξης της ειδικής εκκαθάρισης, του απολογισμού της ειδικής εκκαθάρισης και της δημοσιευθείσας πρόσκλησης της γενικής συνέλευσης. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί δυνατή η σύγκληση γενικής συνέλευσης ή η πραγματοποίηση αυτής ή η εκλογή νέων εκκαθαριστών από τη γενική συνέλευση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 69 του Αστικού Κώδικα, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο από τον ειδικό εκκαθαριστή ή οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί δυνατός ο ορισμός εκκαθαριστών είτε από τη γενική συνέλευση είτε από το δικαστήριο εντός δώδεκα (12) μηνών από την ικανοποίηση των απαιτήσεων, σύμφωνα με τα ανωτέρω, καθήκοντα εκκαθαριστή για τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 αναλαμβάνει ο ειδικός εκκαθαριστής, ο οποίος ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα, με επιμέλεια του οποίου δημοσιεύεται στο Γ.Ε.ΜΗ. η ανάληψη καθηκόντων εκκαθαριστή από τον ειδικό εκκαθαριστή.
Χρόνος περάτωσης της ειδικής εκκαθάρισης είναι ο χρόνος ανάληψης καθηκόντων από τους εκκαθαριστές που εκλέγονται από τη γενική συνέλευση ή που ορίζονται από το αρμόδιο δικαστήριο ή η ανάληψη από τον ειδικό εκκαθαριστή καθηκόντων για τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση. Η περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης γνωστοποιείται με επιμέλεια του ειδικού εκκαθαριστή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η ΑΕΠΕΥ εποπτεύεται πλέον αποκλειστικά από τον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα. Κατά τα λοιπά, η περάτωση των εκκρεμών υποθέσεων της ΑΕΠΕΥ, συμπεριλαμβανομένης της ικανοποίησης των απαιτήσεων του Συνεγγυητικού, σύμφωνα με το ν. 2533/1997, των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες στην έκταση που αυτές δεν ικανοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία της απόδοσης ή λήψης αποζημίωσης από το Συνεγγυητικό, καθώς και κάθε άλλου είδους απαιτήσεων κατά της ΑΕΠΕΥ, συνεχίζεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920 από τους εκκαθαριστές.
Το πρόσωπο που αναλαμβάνει, με βάση τα ανωτέρω, τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, μετά την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τον ή τους μετόχους της ΑΕΠΕΥ, στους οποίους θα παραδώσει επί αποδείξει τα αρχεία της, οι οποίοι τα φυλάσσουν για διάστημα δεκαπέντε (15) ετών και εν συνεχεία προβαίνουν στην καταστροφή αυτών με σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου που κοινοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σε περίπτωση αδυναμίας παράδοσης αυτών στον ή στους μετόχους, ο εκκαθαριστής τηρεί ο ίδιος τα σχετικά αρχεία για διάστημα πέντε (5) ετών και εν συνεχεία προβαίνει στην καταστροφή αυτών με σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου που κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Αν υπάρχουν εκκρεμείς δικαστικές ή άλλες υποθέσεις της ΑΕΠΕΥ, η ανωτέρω προθεσμία παρατείνεται μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ή την περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων αντίστοιχα.

12. Αν η ΑΕΠΕΥ, μετά την καταβολή των αποζημιώσεων από το Συνεγγυητικό, σύμφωνα με το ν. 2533/1997, στερείται παντελώς περιουσιακών στοιχείων και εξ αυτού του λόγου καθίσταται αδύνατη η πρόοδος της εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920, ο ειδικός εκκαθαριστής ή οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο κατά τη διαδικασία των άρθρων 739 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας να βεβαιώσει την παντελή έλλειψη περιουσιακών στοιχείων, να κηρύξει την παύση της εκκαθάρισης και να διατάξει τη διαγραφή της ΑΕΠΕΥ από το Γ.Ε.ΜΗ.. Η απόφαση του δικαστηρίου κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με επιμέλεια του ειδικού εκκαθαριστή. Σχετικά με τη φύλαξη των αρχείων της ΑΕΠΕΥ, ισχύουν τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.

13. Ο ειδικός εκκαθαριστής δεν προσωποκρατείται ούτε υπέχει ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για οποιαδήποτε απαίτηση κατά της υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ που έχει γεννηθεί πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής της. Για απαιτήσεις που προκύπτουν μετά το διορισμό του, ο ειδικός εκκαθαριστής ευθύνεται μόνον για δόλο και βαριά αμέλεια. Η μη τήρηση από τον ειδικό εκκαθαριστή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή άλλων διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, που εφαρμόζονται στην ειδική εκκαθάριση, δύναται να επισύρει την ανάκληση του διορισμού του, καθώς και τις προβλεπόμενες στο άρθρο 69 κυρώσεις.

14. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης του παρόντος άρθρου:
α) παρεμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο τη σφράγιση, αποσφράγιση και απογραφή της ΑΕΠΕΥ, καθώς και την παράδοση των γραφείων της, των υποκαταστημάτων της και των περιουσιακών της στοιχείων στον ειδικό εκκαθαριστή,
β) εξαφανίζει ή αποκρύπτει τα εμπορικά βιβλία ή άλλα στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, καταστρέφει ή βλάπτει εμπορικά ή άλλα στοιχεία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική από την κείμενη νομοθεσία, πριν παρέλθει η προθεσμία που ισχύει για την τήρησή τους, με σκοπό να δυσχεράνει τη διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας της,
γ) εξαφανίζει ή αποκρύπτει περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ ή βλάπτει ή καθιστά αυτά χωρίς αξία, ελαττώνει την περιουσία της με άλλον τρόπο ή αποκρύπτει τις πραγματικές δικαιοπρακτικές της σχέσεις,
δ) παριστά ψευδώς ότι η ΑΕΠΕΥ είναι οφειλέτης άλλων ή αναγνωρίζει ανύπαρκτα δικαιώματα τρίτων σε βάρος της ΑΕΠΕΥ.

Άρθρο 91
Καταβολή ποσού σε πελάτη υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ

1. Κάθε καταβολή οποιουδήποτε ποσού σε επενδυτή πελάτη υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ κατά τις διατάξεις του άρθρου 90 ανακοινώνεται από τον Επόπτη στο Συνεγγυητικό και, αντιστρόφως, κάθε καταβολή από το Συνεγγυητικό σε επενδυτή πελάτη υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ ανακοινώνεται από το Συνεγγυητικό στον εκκαθαριστή ή τους εκκαθαριστές της εταιρίας.

2. Οι πελάτες ΑΕΠΕΥ των οποίων οι αξιώσεις από παροχή επενδυτικών υπηρεσιών δεν έχουν ικανοποιηθεί ολοσχερώς από την οφειλέτιδα εταιρία ή από το Συνεγγυητικό κατατάσσονται πριν από τη σειρά των απαιτήσεων που ορίζεται στην περίπτωση 3 του άρθρου 975 του Κ.Πολ.Δ. και πριν από τη διαίρεση κατά το άρθρο 977 του Κ.Πολ.Δ. και ικανοποιούνται προνομιακώς από τυχόν χρηματικό ποσό που επιστρέφεται στην ΕΠΕΥ από το Συνεγγυητικό σύμφωνα με την περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 74 του ν. 2533/1997.

2α. Κατά την εκκαθάριση των επιχειρήσεων επενδύσεων του σημείου 2 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 που υπόκεινται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που καθορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4261/2014, οι αξιώσεις του Συνεγγυητικού από αποζημιώσεις σύμφωνα με τα άρθρα 65 έως 67 του ν. 2533/1997 που υπερβαίνουν τις κατά το άρθρο 71 του ν. 2533/1997 εισφορές της επιχείρησης επενδύσεων κατατάσσονται ύστερα από τις αξιώσεις πελατών κατά την προηγούμενη παράγραφο και πριν από τη σειρά των απαιτήσεων που ορίζεται στην περίπτωση 3 του άρθρου 975 του ΚΠολΔ και πριν από τη διαίρεση κατά το άρθρο 977 του ΚΠολΔ.

3. Αν ΑΕΠΕΥ λυθεί και τεθεί σε εκκαθάριση, τα εν γένει χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε πελάτες της αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία και αποδίδονται στους δικαιούχους τους, εκτός εάν:
(α) έχει συσταθεί επλ αυτών ενέχυρο, οπότε παραδίδονται στον ενεχυρούχο δανειστή ή (β) υφίσταται απαίτηση της ΑΕΠΕΥ κατά των δικαιούχων, οπότε συμψηφίζονται οι αντίθετες ομοειδείς απαιτήσεις.

4. Στα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε πελάτες της ΑΕΠΕΥ και αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία περιλαμβάνονται, εκτός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν στους πελάτες της ΑΕΠΕΥ σύμφωνα με τους κανόνες του εμπραγμάτου δικαίου, και τα χρηματοπιστωτικά μέσα, σε υλική ή άυλη μορφή, και τα χρηματικά ποσά που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, η ΑΕΠΕΥ για λογαριασμό πελατών, επί των οποίων η απαίτηση των πελατών επαληθεύεται με βάση τις εγ γραφές στα βιβλία και στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, καθώς και με κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο.

5. Ο πίνακας των χρηματοπιστωτικών μέσων και χρηματικών ποσών της ΑΕΠΕΥ, τα οποία ανήκουν σε πελάτες της, συντάσσεται από τον εκκαθαριστή και κοινοποιείται σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον.

Άρθρο 92
Παροχή υπηρεσιών από ΑΕΠΕΥ σε τρίτη χώρα

1. ΑΕΠΕΥ μπορεί να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε τρίτη χώρα, είτε με υποκατάστημα είτε χωρίς εγκατάσταση, εφόσον έχει υπογραφεί Πρωτόκολλο Συνεργασίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την αρμόδια εποπτική αρχή της τρίτης χώρας. Η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί την πρόθεσή της στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και υποβάλλει αναλυτικά στοιχεία για τη δραστηριοποίησή της στην αλλοδαπή, συμπεριλαμβανομένων των επενδυτικών υπηρεσιών που προτίθεται να παρέχει, του τρόπου δραστηριοποίησής της, τυχόν επέκτασης της υφιστάμενης οργανωτικής της δομής και δήλωσης ότι πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται με βάση το νομοθετικό πλαίσιο της τρίτης χώρας.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαγορεύσει σε ΑΕΠΕΥ την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτη χώρα, αν λαμβάνοντας υπόψη της την οργάνωση, χρηματοοικονομική κατάσταση και τεχνικοοικονομική υποδομή της ΑΕΠΕΥ, κρίνει ότι τίθενται σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορούν να εξειδικεύονται τα στοιχεία που υποβάλλει η ΑΕΠΕΥ σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο και η διαδικασία υποβολής τους.

Άρθρο 93 Πιστοποίηση

1. ΑΕΠΕΥ, ΑΕΕΔ, ΑΕΔΑΚ και Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων Μεταβλητού Κεφαλαίου (ΑΕΕΜΚ) της περίπτωσης γ' του άρθρου 3 και του άρθρου 4 του ν. 4099/2012 αντίστοιχα ,
ΑΕΕΧ του άρθρου 27 του ν. 3371/2005, Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΑΕΔΟΕΕ) της υποπερίπτωσης ββ' της περιπτώσεως β' της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013, οι οποίες διαχειρίζονται Οργανισμούς Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΟΕΕ), το ενεργητικό των οποίων επενδύεται μεταξύ άλλων σε κινητές αξίες και παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και ΑΕΔΟΕΕ, οι οποίες παρέχουν επιπροσθέτως υπηρεσίες λήψης και διαβίβασης εντολών, παροχής επενδυτικών συμβουλών και διαχείρισης χαρτοφυλακίου πελατών, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 4209/2013, πιστωτικά ιδρύματα και ασφαλιστικές εταιρίες κατά την: (α) λήψη και διαβίβαση εντολών, (β) εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών, (γ) παροχή επενδυτικών συμβουλών, (δ) διαχείριση χαρτοφυλακίου,
(ε) έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση,
(στ) διάθεση μεριδίων ή μετοχών ΟΣΕΚΑ ή άλλων οργανισμών συλλογικών
επενδύσεων,
(ζ) εκκαθάριση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων και οφείλουν να απασχολούν ή να συνεργάζονται με φυσικά πρόσωπα, τα οποία διαθέτουν σχετικό πιστοποιητικό καταλληλότητας. Το πιστοποιητικό καταλληλότητας χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή από την Τράπεζα της Ελλάδος, στην περίπτωση που τα φυσικά πρόσωπα απασχολούνται ή συνεργάζονται με πιστωτικά ιδρύματα ή ασφαλιστικές εταιρίες.
Κατ' εξαίρεση, τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα μπορούν να απασχολούν για την παροχή των προαναφερόμενων υπηρεσιών, ενήλικα πρόσωπα, τα οποία δεν διαθέτουν πιστοποιητικό καταλληλότητας, αλλά ενεργούν ως ασκούμενοι υπό την εποπτεία και ευθύνη προσώπων, που απασχολούνται σε αυτά και τα οποία διαθέτουν το σχετικό πιστοποιητικό. Πιστοποιητικό καταλληλότητας χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σε φυσικά πρόσωπα που πρόκειται να απασχοληθούν ή να συνεργασθούν με τις εταιρίες του εδαφίου α'.

2. Η εποπτική αρχή, που χορήγησε αρμοδίως το πιστοποιητικό καταλληλότητας, παραμένει αρμόδια για την ανανέωσή του, ανεξάρτητα από το είδος της εταιρίας της τελευταίας απασχόλησης του προσώπου, που αιτείται την ανανέωσή του.

3. Οι εξετάσεις για τη χορήγηση πιστοποιητικού καταλληλότητας διενεργούνται με ευθύνη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή από κοινού της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

4. Ορίζεται τριμελής Επιτροπή Εξετάσεων, η οποία είναι αρμόδια για την υποβολή προτάσεων σχετικά με τη διαμόρφωση και την επικαιροποίηση της ύλης των εξετάσεων, για τη διατύπωση των θεμάτων των εξετάσεων, για την εποπτεία της διενέργειας αυτών και την αξιολόγηση των απαντήσεων των συμμετεχόντων.

5. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα τυπικά προσόντα και οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στις εξετάσεις, η διαδικασία των εξετάσεων, οι προϋποθέσεις και οι λεπτομέρειες για τη διοργάνωση των εξετάσεων και των σχετικών σεμιναρίων, η δυνατότητα ανάθεσης, εν όλω ή εν μέρει, της διενέργειας των εξετάσεων ή των σεμιναρίων σε άλλους φορείς, οι προϋποθέσεις για την παροχή των υπηρεσιών της παραγράφου 1 από ασκουμένους, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία ανανέωσης και ανάκλησης του πιστοποιητικού καταλληλότητας, τα τέλη που καταβάλλονται για τη χορήγηση ή ανανέωση των πιστοποιητικών, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Με την ίδια απόφαση μπορεί να προβλέπεται η διαδικασία αναγνώρισης πιστοποιητικών καταλληλότητας που έχουν χορηγηθεί ή αναγνωρισθεί από άλλες εποπτικές αρχές, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

6. Με κοινή απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος: α) συγκροτείται η τριμελής Επιτροπή Εξετάσεων, και ορίζεται η αμοιβή της, η οποία βαρύνει τους προϋπολογισμούς της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 21 του ν. 4354/2015 (Α' 176)
β) καθορίζεται η ύλη των εξετάσεων για την πιστοποίηση καταλληλότητας του παρόντος άρθρου,
γ) καθορίζονται τα αναφερόμενα στην παράγραφο 5 αναφορικά με τα φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται ή συνεργάζονται με πιστωτικά ιδρύματα και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, και παρέχουν τις υπηρεσίες της παραγράφου 1, και δ) ανατίθεται σε τρίτους η διενέργεια των εξετάσεων ή των σεμιναρίων.

Άρθρο 94
Οικονομικές Καταστάσεις και τακτικός έλεγχος ΑΕΠΕΥ

Οι ΑΕΠΕΥ συντάσσουν Οικονομικές Καταστάσεις σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Ιουλίου 2002. Οι οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται εντός διμήνου από τη λήξη εκάστης διαχειριστικής περιόδου.
Ο τακτικός έλεγχος που προβλέπεται από τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες ασκείται στις ΑΕΠΕΥ από νόμιμο ελεγκτή.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση του να απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ την υποβολή κάθε χρόνο έκθεσης των τακτικών ελεγκτών τους σχετικά με την ύπαρξη επαρκών διαδικασιών για τη συμμόρφωση τους με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 16 και στις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατλ εξουσιοδότηση του. Με την ίδια απόφαση μπορεί να εξειδικεύεται το περιεχόμενο και ο τρόπος υποβολής της έκθεσης του προηγούμενου εδαφίου και να ρυθμίζεται κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.
Οι καταχωρήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7β του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, γίνονται στο μητρώο που γίνονται οι καταχωρήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Άρθρο 95
Μεταφορά συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών

1. Πιστωτικό ίδρυμα ή ΑΕΠΕΥ που έχει αποφασίσει να παύσει να παρέχει συγκεκριμένες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, ως προς κάποια ή όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα, (μεταβιβάζουσα επιχείρηση) δύναται να μεταβιβάσει σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο και λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα ή ΑΕΠΕΥ (ανάδοχος επιχείρηση), τις συμβάσεις παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών με πελάτες του, ως προς όλες ή κάποιες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες επί κάποιων ή όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων (μεταφορά υπηρεσιών). Με την ολοκλήρωση της μεταβίβασης των συμβάσεων του προηγούμενου εδαφίου οι εν λόγω επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες παρέχονται πλέον από την ανάδοχο επιχείρηση ως προς τους πελάτες και για τις υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα, που αφορά η μεταβίβαση, καθώς επίσης, εφόσον συντρέχει περίπτωση, μεταφέρονται και τα χαρτοφυλάκια (χρηματοπιστωτικά μέσα και μετρητά) που αντιστοιχούν στους πελάτες που αφορά η μεταφορά. Σε περίπτωση χρηματοπιστωτικών μέσων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, η μεταφορά τους διενεργείται με την αλλαγή του χειριστή λογαριασμού στο Σύστημα Αυλών Τίτλων (ΣΑΤ), σύμφωνα με τον Κανονισμό λειτουργίας του ΣΑΤ. Από την ημέρα μεταφοράς, που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από τη μεταβιβάζουσα επιχείρηση ενώ στην ανάδοχο επιχείρηση προβάλλονται αξιώσεις για απαιτήσεις που γεννήθηκαν μετά την ημέρα μεταφοράς.

2. Για τη μεταφορά της παραγράφου 1 τηρείται η εξής διαδικασία:
α. Με ευθύνη της αναδόχου και της μεταβιβάζουσας επιχείρησης, ενημερώνεται ο πελάτης, τον οποίο αφορά η μεταφορά, με τα μέσα του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/565, για τη διενεργούμενη μεταφορά, τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες που μεταφέρονται και τα χρηματοπιστωτικά μέσα επί των οποίων η ανάδοχος επιχείρηση θα παρέχει υπηρεσίες. Η ως άνω ενημέρωση περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο: αα) τις πληροφορίες των παρ. 4 και 5 του άρθρου 24 εφόσον διαφοροποιούνται από την ανάδοχο επιχείρηση, πλην της περίπτωσης των οικονομικών όρων που δύναται να διαφοροποιηθούν μόνον εφόσον υπάρχει σχετική συμβατική πρόβλεψη στη μεταβιβαζόμενη σύμβαση, ββ) το δικαίωμα του πελάτη να αντιταχθεί στη μεταφορά, καθώς και τις συνέπειες της αντιρρήσεως του, γγ) τον τρόπο και την προθεσμία άσκησης αυτού, καθώς και δδ) κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία προκειμένου οι πελάτες της μεταβιβάζουσας επιχείρησης να διαμορφώσουν τεκμηριωμένη γνώμη για τη μεταφορά. Στην ως άνω ενημέρωση αναφέρεται επίσης υποχρεωτικά και η ημερομηνία μεταφοράς, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι προγενέστερη της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής αντιρρήσεων σύμφωνα με την περίπτωση β'.
β. Εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την αποστολή της ενημέρωσης στους πελάτες κατά τα προβλεπόμενα στην περίπτωση α' κάθε πελάτης της μεταβιβάζουσας επιχείρησης μπορεί να προβάλλει αντιρρήσεις κατά της μεταφοράς. Η προβολή αντιρρήσεων συνεπάγεται τη μη μεταφορά της συμβατικής του σχέσης στην ανάδοχο επιχείρηση. γ. Η μεταφορά ολοκληρώνεται με τη σύνταξη λεπτομερούς πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής των χαρτοφυλακίων των πελατών (χρηματοπιστωτικά μέσα και μετρητά) των οποίων οι συμβάσεις μεταβιβάζονται. Το πρωτόκολλο αυτό υπογράφεται αρμοδίως από τη μεταβιβάζουσα και την ανάδοχο επιχείρηση και κοινοποιείται, κατά περίπτωση, στον διαχειριστή του Συστήματος Άυλων Τίτλων για αλλαγή χειριστή στους λογαριασμούς των πελατών ή στα πιστωτικά ιδρύματα και λοιπούς θεματοφύλακες για μεταφορά των λογαριασμών των εν λόγω πελατών.

3. Η μεταφορά της παραγράφου 1 διενεργείται εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
α. Έχει τηρηθεί η διαδικασία της παραγράφου 2.
β. Η ανάδοχος επιχείρηση έχει την απαιτούμενη άδεια για την παροχή των μεταφερόμενων επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών επί των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων που αφορά η μεταφορά.
γ. Ο πελάτης δεν έχει προβάλλει αντιρρήσεις για τη μεταφορά.

4. Η μεταφορά ολοκληρώνεται αυτόματα από την ημερομηνία μεταφοράς, όπως αυτή αναφέρεται στην ενημέρωση του πελάτη, χωρίς πρόσθετη υποχρέωση αναγγελίας. Τυχόν μεταβολή στο πρόσωπο της μεταβιβάζουσας επιχείρησης, λόγω επελεύσεως αποτελεσμάτων εταιρικού μετασχηματισμού, δεν επηρεάζει την ολοκλήρωση της μεταφοράς.

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλογικά σε ΑΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα της παραγράφου 1 και στην περίπτωση απόσχισης κλάδου κατά τα προβλεπόμενα στο ν. 2166/1993 (Α'137), το ν.δ. 1297/1972 (Α' 217) και το ν. 2992/2002 (Α'54).

6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις ΑΕΔΑΚ που παρέχουν τις υπηρεσίες της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 4099/2012, στις ΑΕΔΟΕΕ που παρέχουν τις υπηρεσίες της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 4209/2013, καθώς και στις ΑΕΕΔ.

7. Κάθε ειδικό ή τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ρυθμίζεται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

Άρθρο 96
Διαμεσολάβηση σε συμμετοχική χρηματοδότηση

1. Οι ΑΕΠΕΥ, οι ΑΕΔΟΕΕ και τα πιστωτικά ιδρύματα που προτίθενται να διαχειριστούν ηλεκτρονικά συστήματα μέσω των οποίων προσφέρονται κινητές αξίες, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3401/2005 γνωστοποιούν άμεσα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, την πρόθεσή τους αυτή, υποβάλλοντας ταυτόχρονα τα σχετικά με τη δραστηριοποίηση αυτή στοιχεία και ιδίως την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου τους με την οποία αποφασίστηκε η δραστηριότητα αυτή, το νέο οργανόγραμμα, τα πρόσωπα που θα απασχολούνται και τα προσόντα τους, καθώς και το αντίστοιχο τμήμα του εσωτερικού κανονισμού που περιγράφει τον τρόπο οργάνωσης, τα κριτήρια επιλογής των εκδοτών οι κινητές αξίες των οποίων θα προσφέρονται μέσω των συστημάτων τους, καθώς και τις διαδικασίες παρακολούθησης και συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, μπορεί να αντιταχθεί σε αυτή την πρόθεσή τους, εάν κρίνει ότι δεν πληρούνται οι οργανωτικές προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, μέσα σε διάστημα δύο (2) μηνών από την υποβολή όλων των προβλεπόμενων στοιχείων.
Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά περίπτωση, μπορεί να εξειδικεύονται οι παραπάνω οργανωτικές προϋποθέσεις για τη λειτουργία του συστήματος, καθώς και να προσδιορίζονται τα στοιχεία που θα πρέπει να υποβάλουν οι ΑΕΠΕΥ και οι ΑΕΔΟΕΕ της παρούσης παραγράφου και τα πιστωτικά ιδρύματα για τη δραστηριότητα αυτή.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 24, οι ΑΕΠΕΥ, οι ΑΕΔΟΕΕ και τα πιστωτικά ιδρύματα που διαχειρίζονται ηλεκτρονικά συστήματα μέσω των οποίων προσφέρονται κινητές αξίες, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3401/2005, πρέπει να παρέχουν στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες πληροφόρηση για τις προσφορές αυτές, που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:
i. πληροφορίες για τη νομική κατάσταση του εκδότη,
ii. επισκόπηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εκδότη,
iii. πληροφορίες για πιθανά επενδυτικά σχέδια του εκδότη,
iv. πληροφορίες για τους μετόχους / εταίρους με ποσοστό πάνω από πέντε τοις εκατό (5%) και για το κεφάλαιο. Περιγραφή κάθε γνωστής στον εκδότη συμφωνίας, της οποίας η εφαρμογή θα μπορούσε, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, να επιφέρει αλλαγές όσον αφορά στον έλεγχο του εκδότη,
v. πληροφορίες για τη διοίκηση του εκδότη,
vi. πληροφορίες για τυχόν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ διοίκησης, μετόχων του εκδότη και ΑΕΠΕΥ που παρέχει την παρεπόμενη υπηρεσία του σημείου 1 του τμήματος Β του παραρτήματος Ι, ΑΕΔΟΕΕ του άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 4209/2013 ή πιστωτικού ιδρύματος που διαμεσολαβεί,
vii. πληροφορίες για τον τόπο δημοσίευσης των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του εκδότη (π.χ. ιστοσελίδα του εκδότη, ΓΕΜΗ, κ.τ.λ.),
viii. πληροφορίες σχετικά με τις κινητές αξίες που προσφέρονται και τους όρους της προσφοράς (π.χ. τρόπος κατανομής των κινητών αξιών σε περίπτωση υπερκάλυψης της προσφοράς, παράδοση κινητών αξίων κ.α.),
ix. περιγραφή των δικαιωμάτων (ψήφου, πληροφόρησης) που αποκτά ο επενδυτής,
χ. διακριτή παράθεση των παραγόντων κινδύνου που συνδέονται με τον εκδότη, τον τομέα δραστηριότητάς του και τις κινητές αξίες που προσφέρονται,
xi. προειδοποίηση ότι η επένδυση δεν είναι άμεσα ρευστοποιήσιμη και υπάρχει ενδεχόμενο ολικής απώλειας κεφαλαίου,
xii. παράθεση των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τις παραπάνω πληροφορίες,
xiii. προειδοποίηση ότι οι παραπάνω πληροφορίες δεν εγκρίνονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις πληροφόρησης που προβλέπονται παραπάνω για τις ΑΕΠΕΥ και τις ΑΕΔΟΕΕ της παρούσης παραγράφου και τα πιστωτικά ιδρύματα, να καθορίζονται τα τεχνικά μέσα εφαρμογής τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

Άρθρο 97
Καταργούμενες και μεταβατικές διατάξεις

1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 1 -70 του ν. 3606/2007.

2. Οι διατάξεις των άρθρων 1-70 του ν. 3606/2007, εξακολουθούν να εφαρμόζονται για πράξεις και παραλείψεις που έχουν τελεσθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

3. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά στις καταργούμενες διατάξεις του ν. 3606/2007, νοούνται οι αντίστοιχες προς το περιεχόμενό τους διατάξεις του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

4. Οι υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ΑΕΠΕΥ λογίζονται ότι έχουν άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 5 και, εφόσον αυτό απαιτείται, οφείλουν να προσαρμοσθούν στις διατάξεις του νόμου αυτού έως τις 3.1.2018. Οι υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης λογίζονται ότι έχουν άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 87, και εφόσον αυτό απαιτείται, οφείλουν να προσαρμοσθούν στις διατάξεις του νόμου αυτού έως τις 3.1.2018.

5. Οι γνωστοποιήσεις των άρθρων 31 έως 33 του ν. 3606/2007, οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού λογίζονται ως γνωστοποιήσεις των άρθρων 34 έως 35α.

6. Η εταιρία "Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε." και οι οργανωμένες αγορές αξιών και παραγώγων τις οποίες διαχειρίζεται η εταιρία "Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε." και οι οποίες έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 3371/2005, καθώς και ο Πολυμερής Μηχανισμός Διαπραγμάτευσης που έχει αδειοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 3606/2007, εξαιρούνται από την υποχρέωση λήψης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 44 και την παράγραφο 1 του άρθρου 45 αντίστοιχα, και, εφόσον αυτό απαιτείται, οφείλουν να προσαρμοσθούν στις διατάξεις του νόμου αυτού έως τις 3.1.2018.

7. Η Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων του άρθρου 26 του ν. 2515/1997 ( Α'154) , η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 43 του ν. 3606/2007, εξαιρείται της υποχρέωσης λήψης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 44 και, εφόσον αυτό απαιτείται, οφείλει να προσαρμοσθεί στις διατάξεις του νόμου αυτού έως τις 3.1.2018. Εξαιρείται της άδειας λειτουργίας διαχειριστή αγοράς, κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 45, η Τράπεζα της Ελλάδος.

8. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ανακαλείται αυτοδικαίως ο διορισμός των υφισταμένων εκκαθαριστών της ειδικής εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ, ενώ οι υφιστάμενοι Επόπτες της ειδικής εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ λογίζονται ως Ειδικοί Εκκαθαριστές. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά σε «Επόπτη της εκκαθάρισης» ή «εκκαθαριστή» της ειδικής εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ, νοείται εφεξής ο Ειδικός Εκκαθαριστής. Ο απερχόμενος εκκαθαριστής παραδίδει αμελλητί στον Ειδικό Εκκαθαριστή οιαδήποτε έγγραφα και λοιπά στοιχεία αφορούν την ειδική εκκαθάριση και βρίσκονται στην κατοχή του και τον ενημερώνει για τις πάσης φύσεως εκκρεμότητες ως προς τις υποθέσεις της ειδικής εκκαθάρισης . Για τα ανωτέρω συντάσσεται πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής.

9. Εκκρεμείς υποθέσεις για τον διορισμό από το αρμόδιο δικαστήριο εκκαθαριστή της ειδικής εκκαθάρισης ή για την κήρυξη από το αρμόδιο δικαστήριο της περάτωσης της ειδικής εκκαθάρισης, καταργούνται. Στη δεύτερη περίπτωση, καθώς και στην περίπτωση που εκκρεμεί στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 69 του ΑΚ για το διορισμό εκκαθαριστή για τη συνέχιση της εκκαθάρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, ο Ειδικός Εκκαθαριστής προβαίνει άμεσα στις προβλεπόμενες ενέργειες στην παράγραφο 11 του άρθρου 22.

10. Κατά παρέκκλιση της διαδικασίας που προβλέπεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 90, οι ΑΕΠΕΥ που κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου βρίσκονται σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) ετών, συντάσσουν μόνον οικονομικές καταστάσεις λήξης της ειδικής εκκαθάρισης, , οι οποίες ελέγχονται νόμιμα σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και συνοδεύονται από απολογισμό της ειδικής εκκαθάρισης.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ

ΤΜΗΜΑ Α Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες:

1) λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα,
2) εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών,
3) διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό,
4) διαχείριση χαρτοφυλακίου,
5) επενδυτικές συμβουλές,
6) αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης,
7) τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης,
8) λειτουργία ΠΜΔ,
9) λειτουργία ΜΟΔ.

ΤΜΗΜΑ B
Παρεπόμενες υπηρεσίες:

1) φύλαξη και διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της θεματοφυλακής και συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων/παρεχόμενων ασφαλειών και με εξαίρεση την πρόβλεψη και τήρηση λογαριασμών αξιογράφων σε ανώτατο επίπεδο (υπηρεσία κεντρικής διατήρησης),όπως αναφέρεται στο σημείο 2 του τμήματος Α του παραρτήματος του Κανονισμού 909/2014,
2) παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην οποία μεσολαβεί η επιχείρηση που παρέχει την πίστωση ή το δάνειο,
3) παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων,
4) υπηρεσίες ξένου συναλλάγματος εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών,
5) έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα,
6) υπηρεσίες σχετιζόμενες με την αναδοχή, 7) επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες του είδους που αναφέρεται στο τμήμα Α ή Β του παραρτήματος I σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στο τμήμα Γ σημεία 5), 6), 7) και 10) εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών.

ΤΜΗΜΑ Γ

Χρηματοπιστωτικά μέσα:

1) κινητές αξίες,
2) μέσα χρηματαγοράς,
3) μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων,
4) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων (forward-rate agreements) και άλλες συμβάσεις παραγώγων σχετιζόμενες με κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, δικαιώματα εκπομπής ή άλλα μέσα παραγώγων, χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή άλλα χρηματοπιστωτικά μεγέθη δεκτικά εκκαθαρίσεως με φυσική παράδοση ή με ρευστά διαθέσιμα,
5) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ' επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους, αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης,
6) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που μπορούν να εκκαθαριστούν με φυσική παράδοση, εφόσον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, με εξαίρεση τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΜΟΔ και πρέπει να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση,
7) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που μπορούν να εκκαθαριστούν με φυσική παράδοση, εφόσον δεν αναφέρονται άλλως στο σημείο 6) του παρόντος τμήματος και δεν προορίζονται για εμπορικούς σκοπούς και που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων,
8) παράγωγα μέσα για τη μετακύλιση του πιστωτικού κινδύνου,
9) χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφορών (contracts for differences),
10) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με κλιματικές μεταβλητές, ναύλους ή ποσοστά πληθωρισμού ή άλλες επίσημες οικονομικές στατιστικές, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ' επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης, καθώς και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις, δείκτες και μέτρα, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν τμήμα, που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον είναι αντικείμενα διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΜΟΔ ή ΠΜΔ,
11) δικαιώματα εκπομπής τα οποία περιλαμβάνουν μονάδες οιουδήποτε τύπου που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ (Σύστημα εμπορίας εκπομπών).

ΤΜΗΜΑ Δ
Υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων

1) Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.,
2) διαχείριση Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.,
3) διαχείριση Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΠΕΛΑΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΟΔΗΓΙΑΣ

Επαγγελματίας πελάτης είναι ο πελάτης που διαθέτει την εμπειρία, τις γνώσεις και την εξειδίκευση ώστε να λαμβάνει τις δικές του επενδυτικές αποφάσεις και να εκτιμά δεόντως τον κίνδυνο που αναλαμβάνει. Για να θεωρηθεί επαγγελματίας, ο πελάτης πρέπει να πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

I. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΕΛΑΤΩΝ ΠΟΥ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρούνται επαγγελματίες για όλες τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα:
οι οντότητες που υποχρεούνται να λαμβάνουν άδεια λειτουργίας ή να υπόκεινται σε ρυθμίσεις για να ασκήσουν δραστηριότητες στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο κατωτέρω κατάλογος θεωρείται ότι περιλαμβάνει όλες τις οντότητες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και ασκούν τις χαρακτηριστικές για τις αναφερόμενες οντότητες δραστηριότητες: οντότητες που έχουν λάβει άδεια από ένα κράτος μέλος κατ' εφαρμογή οδηγίας, οντότητες που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται στις ρυθμίσεις κράτους μέλους χωρίς αναφορά σε οδηγία, και οντότητες που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται στις ρυθμίσεις τρίτης χώρας:
α) πιστωτικά ιδρύματα,
β) επιχειρήσεις επενδύσεων,
γ) άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται σε ρυθμίσεις, δ) ασφαλιστικές εταιρείες,
ε) οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων και εταιρείες διαχείρισης τους,
στ) συνταξιοδοτικά ταμεία και εταιρείες διαχείρισής τους,
ζ) διαπραγματευτές σε χρηματιστήρια εμπορευμάτων και συναφών παραγώγων,
η) τοπικές επιχειρήσεις,
θ) άλλοι θεσμικοί επενδυτές,
μεγάλες επιχειρήσεις που πληρούν δύο από τα ακόλουθα κριτήρια μεγέθους, σε βάση επιμέρους εταιρείας:
— σύνολο ισολογισμού: 20.000.000 ευρώ
— καθαρός κύκλος εργασιών: 40.000.000 ευρώ
— ίδια κεφάλαια: 2.000.000 ευρώ,

3) εθνικές και περιφερειακές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, κεντρικές τράπεζες, διεθνείς και υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η ΕΤΕ και άλλοι παρόμοιοι διεθνείς οργανισμοί, 4) άλλοι θεσμικοί επενδυτές των οποίων κύρια δραστηριότητα είναι η επένδυση σε χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την τιτλοποίηση στοιχείων ενεργητικού ή άλλες χρηματοδοτικές συναλλαγές.

Οι ανωτέρω οντότητες θεωρούνται επαγγελματίες. Πρέπει ωστόσο να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν να αντιμετωπιστούν ως μη επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να δεχθούν να τους προσφέρουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας. Αν ο πελάτης μιας επιχείρησης επενδύσεων είναι μια από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται ανωτέρω, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει, πριν του παράσχει υπηρεσίες, να τον ενημερώσει ότι θεωρείται, με βάση τις πληροφορίες που διαθέτει η επιχείρηση επενδύσεων, επαγγελματίας πελάτης και ότι έτσι θα αντιμετωπιστεί, εκτός αν η επιχείρηση επενδύσεων και ο πελάτης συμφωνήσουν διαφορετικά. Η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει επίσης να ενημερώσει τον πελάτη ότι μπορεί να ζητήσει τη μεταβολή των όρων της σύμβασης για να τύχει υψηλότερης προστασίας.
Ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας πρέπει να ζητήσει ο ίδιος υψηλότερο επίπεδο προστασίας αν θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει ή να διαχειριστεί σωστά τους κινδύνους που αναλαμβάνει.
Το υψηλότερο επίπεδο προστασίας θα παρέχεται όταν ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας συνάπτει γραπτή συμφωνία με την επιχείρηση επενδύσεων ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επαγγελματίας για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων δεοντολογίας της επιχείρησης επενδύσεων. Η εν λόγω συμφωνία διευκρινίζει αν αυτό ισχύει για μία ή περισσότερες συγκεκριμένες υπηρεσίες ή συναλλαγές ή για ένα ή περισσότερα είδη προϊόντων ή συναλλαγών.

II. ΠΕΛΑΤΕΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΙ ΩΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥΣ

II. 1. Κριτήρια κατηγοριοποίησης

Μπορεί επίσης να επιτραπεί σε πελάτες εκτός εκείνων που αναφέρονται στο τμήμα I, περιλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, των δήμων και των μεμονωμένων ιδιωτών επενδυτών, να παραιτηθούν από μέρος της προστασίας που τους παρέχουν οι κανόνες δεοντολογίας των επιχειρήσεων επενδύσεων.

Επιτρέπεται συνεπώς στις επιχειρήσεις επενδύσεων να αντιμετωπίζουν οποιονδήποτε από τους ανωτέρω πελάτες ως επαγγελματία, εφόσον τηρούνται τα κριτήρια και οι διαδικασίες που αναφέρονται κατωτέρω. Οι εν λόγω πελάτες δεν θεωρείται ωστόσο ότι έχουν γνώση της αγοράς και πείρα συγκρίσιμη με εκείνη των πελατών που απαριθμούνται στο τμήμα I.

Η παραίτηση από την προστασία των κανόνων δεοντολογίας θεωρείται ότι ισχύει μόνο αν μια κατάλληλη αξιολόγηση της εξειδίκευσης, της εμπειρίας και των γνώσεων του πελάτη επιτρέπει στην επιχείρηση επενδύσεων να πειστεί σε εύλογο βαθμό ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των σχεδιαζόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών, ο πελάτης είναι ικανός να λάβει μόνος του επενδυτικές αποφάσεις και να κατανοήσει τους κινδύνους που αυτές ενέχουν.

Τα τεστ καταλληλότητας που εφαρμόζονται στους διαχειριστές και τους διευθυντές οντοτήτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει των οδηγιών για τον χρηματοπιστωτικό τομέα μπορούν να θεωρηθούν παράδειγμα τέτοιας αξιολόγησης εμπειρίας και γνώσεων. Στην περίπτωση μικρής οντότητας, το πρόσωπο που αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω αξιολόγησης είναι το πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να διενεργεί συναλλαγές για λογαριασμό της.

Κατά την εν λόγω αξιολόγηση πληρούνται δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα κριτήρια:

—ο πελάτης πραγματοποίησε κατά μέσο όρο 10 συναλλαγές επαρκούς όγκου ανά τρίμηνο στη σχετική αγορά στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων τριμήνων,

—η αξία του χαρτοφυλακίου χρηματοπιστωτικών μέσων του πελάτη, οριζόμενου ως καταθέσεις μετρητών συν χρηματοπιστωτικά μέσα, υπερβαίνει τις 500.000 ευρώ,

—ο πελάτης κατέχει ή κατείχε επί ένα έτος τουλάχιστον επαγγελματική θέση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η οποία απαιτεί γνώση των σχεδιαζόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών.
Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν συγκεκριμένα κριτήρια για την αξιολόγηση της πείρας και των γνώσεων των δήμων και των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης που ζητούν να υπαχθούν στο καθεστώς των επαγγελματικών πελατών. Τα κριτήρια αυτά μπορεί να είναι διαφορετικά ή επιπρόσθετα σε σχέση με εκείνα του πέμπτου εδαφίου.

II.2. Διαδικασία

Οι εν λόγω πελάτες μπορούν να παραιτηθούν από την προστασία των κανόνων δεοντολογίας μόνο με την ακόλουθη διαδικασία:
—οι πελάτες γνωστοποιούν γραπτώς στην επιχείρηση επενδύσεων την επιθυμία τους να αντιμετωπιστούν ως πελάτες επαγγελματίες, είτε γενικά, είτε για μια συγκεκριμένη επενδυτική υπηρεσία ή συναλλαγή, είτε για ένα είδος συναλλαγών ή προϊόντων,
—η επιχείρηση επενδύσεων τους αποστέλλει γραπτή προειδοποίηση στην οποία διευκρινίζει σαφώς τις προστασίες και τα δικαιώματα αποζημίωσης που ενδέχεται να απολέσουν,
—οι πελάτες δηλώνουν γραπτώς, σε έγγραφο χωριστό από τη σύμβαση, ότι έχουν επίγνωση των συνεπειών που έχει η απώλεια αυτών των προστασιών.

Πριν αποφασίσει να δεχθεί την παραίτηση από την προστασία αυτή, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να βεβαιωθεί ότι ο πελάτης που επιθυμεί να αντιμετωπιστεί ως επαγγελματίας πελάτης πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στο τμήμα II.1.
Ωστόσο, αν οι πελάτες έχουν ήδη ταξινομηθεί ως επαγγελματίες με κριτήρια και διαδικασίες ανάλογα με τα προβλεπόμενα ανωτέρω, δεν υπάρχει πρόθεση οι σχέσεις τους με τις επιχειρήσεις επενδύσεων να επηρεαστούν από ενδεχόμενους νέους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν παράρτημα.

Οι επιχειρήσεις πρέπει να ταξινομούν τους πελάτες με εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες που έχουν διατυπωθεί εγγράφως. Οι επαγγελματίες πελάτες οφείλουν να γνωστοποιούν στην επιχείρηση επενδύσεων κάθε μεταβολή που μπορεί να επηρεάσει την ταξινόμησή τους. Αν η επιχείρηση επενδύσεων διαπιστώσει ότι ένας πελάτης δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων αντιμετωπίστηκε ως επαγγελματίας πελάτης, η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κατάλληλα μέτρα.

Αρ. πρωτ.: 62784/2017 Εμπορική δημοσιότητα των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων που λήγουν την 07/07/2016 και μετά, των σχετικών εκθέσεων (ελέγχου, διαχείρισης Δ.Σ., μη χρηματοοικονομικής κατάστασης, πληρωμών προς κυβερνήσεις) και της δήλωσης εταιρικής διακυβέρνησης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4403/2016 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 4308/2014. Χρόνος και τρόπος σύγκλισης της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης και της Συνέλευσης των εταίρων

$
0
0

Αθήνα, 06 -06- 2017
Αρ. Πρωτ.: 62784

ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ
07-06-2017

 


ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΑΓΟΡΑΣ
Δ/ΝΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΓΕΜΗ
TMHMA ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΜΗΤΡΩΟΥ (ΓΕΜΗ)

Tαχ. Δ/νση :Πλ. Κάνιγγος
Τ.Κ.:101 81
Πληροφορίες:Χαρίκλεια Θεοδωροπούλου
Άννα Οικονομάκη
Ελένη Αθανασάκη
Τηλέφωνο:213 - 38 93 148
210 - 38 93 461
210 - 38 43 303
Fax:210 - 38 38 981

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΘΕΜΑ: ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΛΗΓΟΥΝ ΤΗΝ 07-07-2016 ΚΑΙ ΜΕΤΑ, ΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ (ΕΛΕΓΧΟΥ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ Δ.Σ., ΜΗ ΧΡΗΜΟΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ, ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΠΡΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ) ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν.4403/2016 ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν.4308/2014. ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ ΤΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ.


Ενότητα 1 (Ορισμοί και κατάταξη οντοτήτων)

Με τις διατάξεις του ν.4308/2014 (ΦΕΚ Α' 251/24-011-2014) τέθηκαν σε εφαρμογή τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα. Ειδικότερα με το άρθρο 44 του Ν.4308/2014 τα Κεφάλαια 4 έως 7 του εν λόγω νόμου τέθηκαν σε ισχύ για περιόδους που αρχίζουν μετά την 31/12/2014 ενώ τα λοιπά Κεφάλαια και οι ορισμοί του Παραρτήματος Α' τέθηκαν σε ισχύ από 01/01/2015. Περαιτέρω με την παρ. 3 του άρθρου 381 του Ν.4308/2014 καταργήθηκαν και τροποποιήθηκαν μια σειρά παλαιότερων διατάξεων σχετικά με τις οικονομικές καταστάσεις.

Οι νέες διατάξεις κατηγοριοποίησαν τις οντότητες όχι βάσει του νομικού τους τύπου αλλά βάσει του μεγέθους τους. Για την κατάταξη τους σε κατηγορίες οντοτήτων λήφθησαν υπόψη τα κριτήρια του ενεργητικού (σύνολο ενεργητικού), του κύκλου εργασιών (τζίρος) και του μέσου αριθμού απασχολούμενων κατά τη διάρκεια της περιόδου. Με βάση τα κριτήρια αυτά, και συγκεκριμένα με την προϋπόθεση ότι ισχύουν τουλάχιστον δύο από αυτά για δύο διαδοχικές περιόδους, οι οντότητες ορίστηκαν σε μεγάλες, μεσαίες, μικρές και πολύ μικρές. Αναλυτικότερα η κατάταξη έχει ως εξής:

ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ (ΑΤΟΜΙΚΑ)

1. ΜΕΓΑΛΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ (Οντότητες της παρ.6 του άρθρου 2 του ν.4308/14)

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ

ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΟΡΙΑ

Αριθμητικά όρια Συνόλου Ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων)

> 20.000.000

Αριθμητικά όρια Καθαρού Ύψους κύκλου Εργασιών

> 40.000.000

Μέσος όρος απασχολούμενων κατά τη διάρκεια της περιόδου

> 250

2. ΜΕΣΑΙΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ (Οντότητες της παρ.5 του άρθρου 2 του ν.4308/14)

 

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ

ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΟΡΙΑ

Αριθμητικά όρια Συνόλου Ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων)

4.000.000 - 19.999.999

Αριθμητικά όρια Καθαρού Ύψους κύκλου Εργασιών

8.000.000 - 39.999.999

Μέσος όρος απασχολούμενων κατά τη διάρκεια της περιόδου

50 - 249

 
3. ΜΙΚΡΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ (Οντότητες της παρ.4 του άρθρου 2 του ν.4308/14)

 

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ

ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΟΡΙΑ

Αριθμητικά όρια Συνόλου Ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων)

350.000 - 3.999.999

Αριθμητικά όρια Καθαρού Ύψους κύκλου Εργασιών

700.000 - 7.999.999

Μέσος όρος απασχολούμενων κατά τη διάρκεια της περιόδου

10 - 49

 
4. ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ (Οντότητες της παρ.2 του άρθρου 2 του ν.4308/14)

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ

ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΟΡΙΑ

Αριθμητικά όρια Συνόλου Ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων)

350.000 <

Αριθμητικά όρια Καθαρού Ύψους κύκλου Εργασιών

700.000 <

Μέσος όρος απασχολούμενων κατά τη διάρκεια της περιόδου

10<



5. ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ 2

(Οντότητες της παρ.3 του άρθρου 2 του ν.4308/14)

Προσοχή : Η συγκεκριμένη αυτή κατηγορία αφορά ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες εταιρείες, των οποίων οι εταίροι ΔΕΝ είναι κεφαλαιουχικές εταιρείες, ατομικές επιχειρήσεις και κάθε άλλη οντότητα του ιδιωτικού τομέα που εντάσσεται στις διατάξεις του ν. 4308 λόγω ειδικών φορολογικών διατάξεων (περ. γ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4308/2014).

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ

ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΟΡΙΑ

Αριθμητικά όρια Συνόλου Ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων)

ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ

Αριθμητικά όρια Καθαρού Ύψους κύκλου Εργασιών

1.500.000<

Μέσος όρος απασχολούμενων κατά τη διάρκεια της περιόδου

ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ


Επίσης με τις διατάξεις του άρθρου 31 του ν.4308/2014 θεσπίστηκαν και τα αντίστοιχα όρια των ομίλων για σκοπούς ενοποίησης των οικονομικών καταστάσεων. Αναλυτικότερα η κατάταξη των ομίλων έχει ως εξής:

ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΣΕ ΟΜΙΛΟΥΣ
i. ΜΕΓΑΛΟΙ ΟΜΙΛΟΙ (Όμιλοι της παρ.3 του άρθρου 31 του ν.4308/14)

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ

ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΟΡΙΑ

Αριθμητικά όρια Συνόλου Ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων)

> 20.000.000

Αριθμητικά όρια Καθαρού Ύψους κύκλου Εργασιών

> 40.000.000

Μέσος όρος απασχολούμενων κατά τη διάρκεια της περιόδου

> 250


ii. ΜΕΣΑΙΟΙ ΟΜΙΛΟΙ (Όμιλοι της παρ.2 του άρθρου 31 του ν.4308/14)
 

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ

ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΟΡΙΑ

Αριθμητικά όρια Συνόλου Ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων)

4.000.000 - 19.999.999

Αριθμητικά όρια Καθαρού Ύψους κύκλου Εργασιών

8.000.000 - 39.999.999

Μέσος όρος απασχολούμενων κατά τη διάρκεια της περιόδου

50 - 249


iii. ΜΙΚΡΟΙ ΟΜΙΛΟΙ (Όμιλοι της παρ.1 του άρθρου 31 του ν.4308/14)

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ

ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΟΡΙΑ

Αριθμητικά όρια Συνόλου Ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων)

Έως και 3.999.999

Αριθμητικά όρια Καθαρού Ύψους κύκλου Εργασιών

Έως και 7.999.999

Μέσος όρος απασχολούμενων κατά τη διάρκεια της περιόδου

Έως και 49



Τονίζουμε και πάλι ότι προκειμένου μία οντότητα ή ένας όμιλος να ενταχθεί σε μία από τις ανωτέρω κατηγορίες πρέπει να υπερβαίνει τα όρια τουλάχιστον δύο από τα ανωτέρω κριτήρια για δύο διαδοχικές περιόδους (με εξαίρεση την ειδική κατηγορία των πολύ μικρών οντοτήτων της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 4308/2014). Σημειώνουμε επίσης ότι ως περίοδο αναφοράς για την κατάταξη στις ανωτέρω κατηγορίες λογίζονται τα έτη 2015 και 2014.

Ενότητα 2 (Πεδίο Εφαρμογής του ανωτέρω νόμου)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4308/2014 οι οντότητες που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω νόμου είναι:

α) Τα νομικά πρόσωπα που έχουν τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας, της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, της ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρείας και της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας.

β) Τα νομικά πρόσωπα που έχουν τη μορφή της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, όταν όλοι οι άμεσοι ή έμμεσοι εταίροι των προσώπων αυτών έχουν περιορισμένη ευθύνη λόγω του ότι είναι είτε νομικά πρόσωπα της περίπτωσης α' της παρούσας παραγράφου ή άλλου νομικού τύπου συγκρίσιμου με τα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης αυτής.

γ) Η ετερόρρυθμη εταιρεία, η ομόρρυθμη εταιρεία, η ατομική επιχείρηση και κάθε άλλη οντότητα του ιδιωτικού τομέα που υποχρεούται στην εφαρμογή αυτού του νόμου από ειδική φορολογική ή άλλη νομοθετική διάταξη.

δ) Κερδοσκοπικές ή μη κερδοσκοπικές οντότητες που ανήκουν στο δημόσιο τομέα ή ελέγχονται από το Δημόσιο ή τελούν υπό την εποπτεία του Δημοσίου, όταν δεν εμπίπτουν στην εφαρμογή του άρθρου 156 του ν. 4270/2014.

Εξαιρούνται ρητά του πεδίου εφαρμογής του ν. 4308/2014 ως προς τα Ε.Λ.Π. και εφαρμόζουν για τη σύνταξη των οικονομικών τους καταστάσεων τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Δ.Π.Χ.Α.) :

α) Οι οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος, όπως ορίζονται στο παράρτημα αυτού του νόμου.

β) Οι οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα και είναι θυγατρικής οντότητας, οι μετοχές ή άλλες κινητές αξίες της οποίας είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την έννοια της Οδηγίας 2004/39/ΕΟΚ και σύμφωνα με τις προβλέψεις του Κανονισμού 1606/2002 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον αντιπροσωπεύουν ατομικά ή αθροιστικά ποσοστό μεγαλύτερο από 5% του καθαρού κύκλου εργασιών ή του ενεργητικού ή του μέσου όρου των εργαζόμενων της μητρικής.

γ) Τα χρηματοδοτικά ιδρύματα της περίπτωσης 26 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, εφόσον υπόκεινται σε απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας.

δ) Οι ανώνυμες εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών του ν. 3606/2007 (Οδηγία 2004/39/ΕΚ).

ε) Οι ανώνυμες εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου του ν. 3371/2005.

στ) Οι ανώνυμες εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία του ν. 2778/1999.

ζ) Οι ανώνυμες εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών του ν. 2367/1995.

η) Οι ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων του ν. 4099/2012 (Οδηγία 2009/65/ΕΚ). θ)Οι οντότητες χαρτοφυλακίου.

ι) Οι οντότητες που έχουν αυτή την υποχρέωση βάσει άλλης νομοθετικής διάταξης.

Επίσης κάθε άλλη οντότητα υποκείμενη στον παρόντα νόμο μπορεί, με απόφαση της διοίκησής της, να εφαρμόζει προαιρετικά τα Δ.Π.Χ.Α., όπως αυτά έχουν υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (προαιρετική εφαρμογή Δ.Π.Χ.Α.). Στην περίπτωση αυτή η εφαρμογή των Δ.Π.Χ.Α. είναι υποχρεωτική για πέντε συνεχόμενες ετήσιες περιόδους από την πρώτη εφαρμογή των Δ.Π.Χ.Α..

Ενότητα 3 (Σύνταξη ατομικών οικονομικών καταστάσεων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων και υποχρεωτικά λογιστικά αρχεία κατά περίπτωση)

Σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του ν.4308/2014, υποχρεωτικά όλες οι συναλλαγές και τα γεγονότα που καταχωρούνται στα λογιστικά αρχεία ενσωματώνονται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της περιόδου. Επίσης οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις αποτελούν ενιαίο σύνολο3 και παρουσιάζουν εύλογα, τα αναγνωριζόμενα περιουσιακά στοιχεία (στοιχεία του ενεργητικού), τις υποχρεώσεις, την καθαρή θέση, τα στοιχεία εσόδων, εξόδων, κερδών και ζημιών, καθώς και τις χρηματοροές της εκάστοτε περιόδου, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

Επίσης με τις διατάξεις της παρ.3 του ν.4308/2014 θεσπίστηκε διαφορετική υποχρέωση ανά τύπο οντότητας αναφορικά με την υποχρέωση σύνταξης και τήρησης των λογιστικών αρχείων.

Ειδικότερα οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις ανά κατηγορία οντότητας περιλαμβάνουν τα ακόλουθα λογιστικά αρχεία καθώς και αναφορά στα σχετικά υποδείγματα του παραρτήματος Β του ν.4308/2014.Τα εν λόγω υποδείγματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσης και παρουσιάζονται στο παράρτημα Β1:

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ (Ατομικές Οικονομικές Καταστάσεις)

  ΜΕΓΑΛΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

ΜΙΚΡΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

ΤΥΠΟΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡ.3 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 16 ΤΟΥ Ν.4308/14

1. Ισολογισμός ή Κατάσταση Χρημ/κής Θέσης υπ4. Β1.1 ή Β1.2

1. Ισολογισμός ή Κατάσταση Χρημ/κής Θέσης υπ. Β1.1 ή Β1.2

1. Ισολογισμός ή Κατάσταση Χρημ/κής Θέσης υπ. Β1.1 ή Β1.2

1. Ισολογισμός ή Κατάσταση Χρημ/κής Θέσης υπ. Β1.1 ή Β1.2 εναλλακτικά υπ.Β5)

1. Ισολογισμός ή Κατάσταση Χρημ/κής Θέσης υπ. Β1.1 ή Β1.2  (ή εναλλακτικά υπ.Β5 ή και τίποτα από τα ανωτέρω)

2. Κατάσταση Αποτελεσμάτων υπ. Β2.1 ή Β2.2 2. Κατάσταση Αποτελεσμάτων υπ. Β2.1 ή Β2.2 2. Κατάσταση Αποτελεσμάτων υπ. Β2.1 ή Β2.2 2. Κατάσταση Αποτελεσμάτων υπ. Β2.1 ή Β2.2 (ή εναλλακτικά υπ.Β6) 2. Κατάσταση Αποτελεσμάτων υπ. Β2.1 ή Β2.2 (ή εναλλακτικά υπ.Β6)
3. Κατάσταση Μεταβολών Καθαρής Θέσης υπ. Β3 3. Κατάσταση Μεταβολών Καθαρής Θέσης υπ. Β3 3. Προσάρτημα 3. Προσάρτημα 3. Προσάρτημα
4. Κατάσταση Χρηματοροών υπ. Β4 4. Προσάρτημα      

5. Προσάρτημα

       



Κατ' εξαίρεση στην ειδική κατηγορία των πολύ μικρών οντοτήτων της παρ.2γ του άρθρου 1 δίνεται η δυνατότητα να καταρτισθεί μόνο η Κατάσταση Αποτελεσμάτων του υποδείγματος Β6.

Επιπρόσθετα οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις ανά κατηγορία ομίλου περιλαμβάνουν τα ακόλουθα λογιστικά αρχεία καθώς και αναφορά στα σχετικά υποδείγματα του παραρτήματος Β του ν.4308/2014.

Τα εν λόγω υποδείγματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσης και παρουσιάζονται στο παράρτημα Β2:


ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ (Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις)

  ΜΕΓΑΛΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

ΜΙΚΡΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

ΤΥΠΟΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡ.1 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 34 ΤΟΥ Ν.4308/2014

1. Ισολογισμός (στοιχεία στο κόστος ή στην εύλογη αξία) υπ. Β7.1 ή Β7.2

1. Ισολογισμός (στοιχεία στο κόστος ή στην εύλογη αξία) υπ. Β7.1 ή Β7.2

1. Ισολογισμός (στοιχεία στο κόστος ή στην εύλογη αξία) υπ. Β7.1 ή Β7.2

2. Κατάσταση Αποτελεσμάτων (κατά

λειτουργία ή κατ’ είδος) υπ. Β8.1 ή Β8.2

2. Κατάσταση Αποτελεσμάτων (κατά λειτουργία ή κατ’ είδος) υπ. Β8.1 ή Β8.2

2. Κατάσταση Αποτελεσμάτων (κατά λειτουργία ή κατ’ είδος) υπ. Β8.1 ή Β8.2
3. Κατάσταση Μεταβολών Καθαρής Θέσης υπ. Β8 3. Κατάσταση Μεταβολών Καθαρής Θέσης υπ. Β9 3. Προσάρτημα (σημειώσεις
4. Κατάσταση Χρηματοροών υπ. Β10 4. Προσάρτημα (σημειώσεις  

5. Προσάρτημα (Σημειώσεις)

   



Περαιτέρω ως ετήσιες οικονομικές καταστάσεις νοείται το σύνολο των περιγραφόμενων λογιστικών αρχείων που ανωτέρω παρατίθεται αναλυτικά καθώς και:

i.    Το σύνολο των απαιτούμενων πληροφοριών που πηγάζουν από το Προσάρτημα (Ενότητα 4),

ii.    Η έκθεση ελέγχου όπου από την κείμενη νομοθεσία απαιτείται (Ενότητα 5),

iii.    Η έκθεση διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου ή του/των Διαχειριστή/Διαχειριστών όπου απαιτείται από τις κείμενες διατάξεις με τις σχετικές πρόνοιες και απαλλαγές (Ενότητα 6),

iv.    Η έκθεση μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (Ενότητα 7) για ορισμένο αριθμό οντοτήτων,

v.    Η Δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης για τις εισηγμένες σε χρηματαγορές οντότητες (Ενότητα 8) και

vi.    Η σχετική έκθεση πληρωμών προς Κυβερνήσεις όπου από την κείμενη νομοθεσία απαιτείται.

Οι ανωτέρω ετήσιες οικονομικές καταστάσεις καταχωρίζονται ως σύνολο στην μερίδα της εταιρείας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εδάφιο ε της παρ. 2α του άρθρου 6 του ν.3419/2005 σε συνδυασμό με τις διατυπώσεις δημοσιότητας της παρ. ζ, του άρθρου 7α του Κ.Ν.2190/1920.

Ενότητα 4 (Προσάρτημα (σημειώσεις) επί των ατομικών και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων)

Η κατάρτιση του προσαρτήματος επί των χρηματοοικονομικών καταστάσεων σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 29 του ανωτέρω νόμου ακολουθεί τις παρακάτω αρχές:

α) Οι οντότητες που δεν υποχρεούνται να παρέχουν τις πληροφορίες μιας παραγράφου του παρόντος άρθρου δύνανται να παρέχουν τις σχετικές πληροφορίες προαιρετικά. Στην περίπτωση αυτή, οι οντότητες παρέχουν τις εν λόγω πληροφορίες σε πλήρη συμφωνία με τα οριζόμενα στην αντίστοιχη παράγραφο αυτού του άρθρου.

β) Οι πληροφορίες επί των κονδυλίων των χρηματοοικονομικών καταστάσεων παρατίθενται με τη σειρά με την οποία τα κονδύλια αυτά παρουσιάζονται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις.

γ) Όταν γίνεται χρήση συντομεύσεων, διαγραμμάτων ή συμβόλων στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, δίνονται με σαφήνεια οι απαιτούμενες για την κατανόησή τους πληροφορίες. Ειδικότερα, γνωστοποιείται η μονάδα μέτρησης και το επίπεδο στρογγυλοποίησης των παρατιθέμενων αριθμών.

δ) Όταν πληροφορίες του παρόντος άρθρου παρατίθενται στους πίνακες των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, οι πληροφορίες αυτές μπορεί να μην επαναλαμβάνονται στο προσάρτημα.

Ατομικές οικονομικές καταστάσεις:

Το προσάρτημα περιλαμβάνει, κατ' ελάχιστον, τις επεξηγηματικές πληροφορίες και αναλύσεις των παραγράφων 3 έως 34 του άρθρου 29 του ν.4308/2014, εκτός των απλοποιήσεων και απαλλαγών που προβλέπονται στο άρθρο 30 του ανωτέρω νόμου. Υπόδειγμα προσαρτήματος για πολύ μικρές και μικρές οντότητες παρουσιάζεται στο παράρτημα Γ της παρούσης και είναι συμβατό με τις διατάξεις του ν.4308/2014.

Ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις:

Το προσάρτημα (σημειώσεις) των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων περιλαμβάνει, κατ' ελάχιστον, τις επεξηγηματικές πληροφορίες και αναλύσεις των παραγράφων 3 έως 34 του άρθρου 29 του ν.4308/2014, εκτός των απλοποιήσεων και απαλλαγών που προβλέπονται στο άρθρο 30 του ανωτέρω νόμου. Επίσης λαμβάνεται υπόψη οι ουσιώδεις προσαρμογές που προκύπτουν από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων σε σύγκριση με τις ετήσιες. Ιδιαίτερα:
α) Κατά τη γνωστοποίηση των συναλλαγών με τα συνδεδεμένα μέρη, οι συναλλαγές μεταξύ τέτοιων μερών που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση και έχουν απαλειφθεί, παραλείπονται.
β) Κατά τη γνωστοποίηση του μέσου αριθμού των εργαζομένων που απασχολήθηκαν στη διάρκεια της περιόδου, γίνεται ξεχωριστή γνωστοποίηση για το μέσο αριθμό των εργαζομένων που απασχολήθηκαν σε από κοινού ελεγχόμενες δραστηριότητες.
γ) Κατά τη γνωστοποίηση των ποσών των αποζημιώσεων, των προκαταβολών και των πιστώσεων που δόθηκαν σε μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών συμβουλίων, γνωστοποιούνται μόνο τα ποσά που δόθηκαν σε μέλη αυτών των συμβουλίων της μητρικής οντότητας, από την ίδια και τις θυγατρικές της.

Ενότητα 5 (Έκθεση ελέγχου επί των ατομικών και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων)

Με τις διατάξεις της υποπαραγράφου Α1 (εδάφιο 1) της παρ.Α του άρθρου 2 (β' μέρος) του ν.4336/2015 προσδιορίσθηκε το εύρος των οντοτήτων και των ομίλων που υπόκεινται σε υποχρεωτικό τακτικό έλεγχο από έναν ή περισσότερους νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία του ν.3693/2008 (Α'174). Έτσι λοιπόν στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω ελέγχου περιλαμβάνονται:

α) Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις των οντοτήτων περιπτώσεων α' και β' της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4308/2014 (Α' 251), όταν βάσει των κριτηρίων μεγέθους του άρθρου 2 του ίδιου νόμου χαρακτηρίζονται ως μεσαίες και μεγάλες οντότητες.

β) Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις των οντοτήτων δημοσίου ενδιαφέροντος (συμφέροντος), κατά την έννοια του ορισμού του Παραρτήματος Α' του ν.4308/2014.

γ) Οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις που συντάσσουν οι όμιλοι οι οποίοι βάσει της παρ. 3 του άρθρου 31 του ν. 4308/2014 χαρακτηρίζονται ως «μεγάλοι».

δ) Οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις που συντάσσουν οι όμιλοι ανεξαρτήτως μεγέθους, όταν οι όμιλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως δημοσίου ενδιαφέροντος (συμφέροντος), κατά την έννοια του ορισμού του Παραρτήματος Α' του ν. 4308/2014.

Επίσης με τις ίδιες διατάξεις του εδαφίου 2 του ανωτέρω νόμου θεσπίστηκε και η δυνατότητα περί προαιρετικού τακτικού ελέγχου για τις μικρές και πολύ μικρές οντότητες κατά την έννοια που αποδίδεται στις διατάξεις του ν. 4308/2014 (Α'251) και οι οποίες μπορούν να προβλέπουν στο καταστατικό τους ή, εάν δεν προβλέπεται σε αυτό, να αποφασίζουν δια της γενικής συνέλευσης των μετόχων ή της συνέλευσης των εταίρων, την υποβολή των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων σε έλεγχο, σύμφωνα με τα ισχύοντα ελεγκτικά πρότυπα.

Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν από την 01/01/2016 και εφεξής. Με άλλα λόγια, οι γενικές συνελεύσεις που θα συνέλθουν μετά την 1/1/2016 για να εγκρίνουν οικονομικές καταστάσεις χρήσεων που λήγουν 31/12/2015, 30/6/2016 και εφεξής θα εκλέξουν ελεγκτές επόμενων χρήσεων βάσει των ανωτέρω ρυθμίσεων, οι οποίες συνοπτικά παρουσιάζονται στους ακόλουθους πίνακες τόσο για τις οντότητες όσο και για τους ομίλους.

Για τις οντότητες:

 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

ΜΕΓΑΛΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

ΜΙΚΡΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

Σύνταξη ΕΚΘΕΣΗΣ ΕΛΕΓΚΤΩΝ με

πρόνοιες του ν.4336/15 (μετά την 01/01/2016)

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΔΥΝΗΤΙΚΗ


 
Για τους ομίλους:

 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΟΜΙΛΩΝ

ΜΕΓΑΛΟΙ ΟΜΙΛΟΙ ΜΕΣΑΙΟΙ ΟΜΙΛΟΙ

ΜΙΚΡΟΙ ΟΜΙΛΟΙ

ΕΚΘΕΣΗΣ ΕΛΕΓΚΤΩΝ με πρόνοιες του ν.4336/2015 (μετά την 01/01/2016)

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΔΥΝΗΤΙΚΗ

 


Ενότητα 6 (Έκθεση Διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου ή του Διαχειριστή/των)

1. Έκθεση διαχείρισης:

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 43α του Κ.Ν.2190/1920, όπως σήμερα ισχύει, συντάσσεται κατ' έτος ετήσια Έκθεση Διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης εταιρείας προς την τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων η οποία περιλαμβάνει, τουλάχιστον, την πραγματική εικόνα της εξέλιξης και των επιδόσεων των δραστηριοτήτων της εταιρείας και της θέσης της, καθώς και την περιγραφή των κυριότερων κινδύνων και αβεβαιοτήτων που αντιμετωπίζει. Η εικόνα αυτή πρέπει να δίνει μία ισορροπημένη και περιεκτική ανάλυση της εξέλιξης και των επιδόσεων των δραστηριοτήτων της εταιρείας και της θέσης της, η οποία πρέπει να αντιστοιχεί προς το μέγεθος της και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της. Η κατά τα ανωτέρω ανάλυση περιλαμβάνει τόσο χρηματοοικονομικούς όσο και, όπου ενδείκνυται, μη χρηματοοικονομικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων και έχουν άμεση σχέση με το συγκεκριμένο τομέα δραστηριοτήτων της οντότητας. Στην εν λόγω ανάλυση θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στις πληροφορίες που αφορούν περιβαλλοντικά 5 και εργασιακά θέματα. Ειδικότερα κατ' ελάχιστον στην έκθεση διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου θα πρέπει να παρουσιασθούν τα κατωτέρω θέματα όπως αυτά αναλύονται κατωτέρω σε άξονες-στόχους:


A/A ΑΞΟΝΑΣ - ΣΤΟΧΟΣ ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
1.

Ισορροπημένη και ολοκληρωμένη ανάλυση της  εξέλιξης & των επιδόσεων των δραστηριοτήτων της οντότητας και της θέσης της, κατάλληλη για την κλίμακα και την πολυπλοκότητά της.

Α) Συνοπτική περιγραφή επιχειρηματικού  μοντέλου Β) Στόχοι, βασικές αξίες και κύριες στρατηγικές
Γ) Αρχές διοίκησης και εσωτερικά συστήματα διαχείρισης
Δ)  Περιγραφή  των  προηγούμενων  επιδόσεων,  της  αλυσίδας αξίας και των ενσώματων και άυλων περιουσιακών στοιχείων.
 

2.

Κυριότεροι κίνδυνοι

 

A) Αναφορά στην εφοδιαστική αλυσίδα με μνεια στους κύριους προμηθευτές και στους κανόνες συνεργασίας μεταξύ τους
Β) Μελλοντικές προοπτικές και πως αυτές επηρεάζονται από το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο.
Γ) Λοιποί κίνδυνοι οι οποίοι σχετίζονται με την δραστηριότητα ή τον κλάδο που η εταιρεία αναπτύσσεται.

3.

Περιβαλλοντικά ζητήματα

 

Α) Πραγματικές  και  δυνητικές  επιπτώσεις  της  οντότητας  στο περιβάλλον
Β) Γνωστοποίηση σχετικά με τις διαδικασίες που εφαρμόζει η οντότητα για την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από παράγοντες  όπως: ενεργειακή χρήση, άμεση και έμμεση έκκληση ατμοσφαιρικών ρύπων, προστασία της βιοποικιλότητας και των  υδάτινων πόρων, διαχείριση αποβλήτων, περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τη μεταφορά ή από τη χρήση και τη διάθεση των προϊόντων και των υπηρεσιών,
Γ) Αναφορά   στην   ανάπτυξη   των   πράσινων   προϊόντων   και υπηρεσιών εφόσον υπάρχουν.

4.

Εργασιακά ζητήματα
 

Α) Πολιτική διαφοροποίησης και ίσων ευκαιριών (ανεξαρτήτως φύλλου, θρησκείας, μειονεκτικότητας ή και άλλων πτυχών).
Β)    Σεβασμός    των    δικαιωμάτων    των    εργαζόμενων    και συνδικαλιστική ελευθερία.
Γ)Υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία, συστήματα εκπαίδευσης,τρόπος προαγωγών κτλ.

5.

Χρηματοοικονομικοί (ΧΔΕ) και μη χρηματοοικονομικοί δείκτες επιδόσεων (ΜΧΔΕ)
 

Α) Οι οντότητες μπορούν να παρουσιάσουν ένα μείγμα γενικών και τομεακών  ΧΔΕ & ΜΧΔΕ, ανάλογα  με την  περίπτωση,  στο πλαίσιο των στρατηγικών τους στόχων  και  των  θεμάτων  που παρουσιάζονται στην έκθεση διαχείρισης.
Β) Οι δείκτες αυτοί πρέπει να είναι ευρέως διαδεδομένοι, δεν τίθεται περιορισμός ως προς την χρήση τους και η εταιρεία οφείλει να κάνει σχετική αναφορά στην μεθοδολογία και τον
τρόπο συλλογής της μετρήσιμης πληροφορίας.

6.

Επιπλέον πληροφόρηση

Α)  Την προβλεπόμενη  εξέλιξη της οντότητας
Β) Τις δραστηριότητες της οντότητας στον τομέα ερευνών και ανάπτυξης(εφόσον υπάρχουν),
Γ) Τις πληροφορίες που αναφέρονται στην απόκτηση ιδίων μετοχών όπως προβλέπεται στην παράγραφο 9 του άρθρου 16 του ΚΝ.2190/1920,
Δ) Την ύπαρξη υποκαταστημάτων της οντότητας (εντός και εκτός Ελλάδος εφόσον υπάρχουν τέτοια) και
Ε) Εφόσον πραγματοποιείται χρήση χρηματοπιστωτικών μέσων:
αα) τους στόχους και τις πολιτικές της οντότητας όσον αφορά τη διαχείριση  του χρηματοοικονομικού ινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής της για την αντιστάθμιση κάθε σημαντικού τύπου προβλεπόμενης συναλλαγής για την οποία εφαρμόζεται λογιστική αντιστάθμισης και
ββ) την έκθεση της οντότητας στον κίνδυνο μεταβολής των τιμών, στον πιστωτικό κίνδυνο, στον κίνδυνο ρευστότητας και στον κίνδυνο ταμειακών ροών.
 


Στο παρόν σημείο επισημαίνουμε ότι το τροποποιημένο περιεχόμενο της έκθεσης διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 4403/20167 είναι απαιτητό για τις οικονομικές καταστάσεις περιόδου 01/01/2016-31/12/2016 και εντεύθεν. Αντίθετα για τις κεφαλαιουχικές εταιρείες (ΑΕ,ΕΠΕ,ΙΚΕ και Ετερόρρυθμη κατά μετοχές) που η χρήση τους θα λήξει την 30/06/2016 (περίοδος 01/07/2015-30/06/2016) ισχύει η προηγούμενη έκθεση διαχείρισης.


Στις περιπτώσεις που η οντότητα παραλείψει κάποια από τις ανωτέρω πληροφορίες θα πρέπει να παρέχει σαφή και αιτιολογημένη εξήγηση γιατί το έπραξε.

Περαιτέρω η απαίτηση σύνταξης ετήσιας έκθεσης διαχείρισης του διαχειριστή/διαχειριστών προς την Γενική Συνέλευση των εταίρων αναφέρεται τόσο στη ρητή διάταξη της παρ.3 του άρθρου 22 του ν.3190/1955 για τις Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης όσο και στην ανάλογη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 988 του ν.4072/2012 για τις Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες.

Επίσης με τις νέες πρόνοιες του ν.4403/2016 χορηγήθηκαν ορισμένες εξαιρέσεις και απαλλαγές οι οποίες αφορούν οικονομικές καταστάσεις που λήγουν μετά την 07/07/2016 ( π.χ. 01/01/2016-031/12/2016) και συνίστανται σε:

I. Οι πολύ μικρές οντότητες εξαιρούνται από την υποχρέωση που προβλέπεται στην περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν.4403/20169.

II. Οι πολύ μικρές οντότητες μπορούν να απαλλαγούν ολικά από την απαίτηση σύνταξης έκθεσης διαχείρισης εφόσον παρουσιάζουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην απόκτηση ιδίων μετοχών10 στο προσάρτημα ή στο κάτω μέρος του ισολογισμού. Στην περίπτωση αυτή και μόνο τους δίδεται η δυνατότητα μη σύνταξης έκθεσης διαχείρισης.

2. Ενοποιημένη Έκθεση Διαχείρισης:


Στην ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης αναφέρονται, τουλάχιστον, οι πληροφορίες που απαιτεί το άρθρο 43α του Κ.Ν.2190/1920, λαμβανομένων υπόψη των αναγκαίων προσαρμογών που υπαγορεύονται από τις ιδιομορφίες της ενοποιημένης έκθεσης διαχείρισης σε σχέση με την έκθεση διαχείρισης, κατά τρόπο που να διευκολύνει την εκτίμηση της θέσης του συνόλου των επιχειρήσεων που συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση.

Επιπρόσθετα η κείμενη νομοθεσία (ειδικές διατάξεις) μπορεί να προβλέπει την αναφορά και άλλων πληροφοριών στην ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης πλην των ανωτέρω.

Στο σημείο αυτό σημειώνουμε ότι πέραν των πληροφοριών που απαιτούνται από τις διατάξεις του άρθρου 43α του Κ.Ν.2190/1920, όπως σήμερα ισχύει, πρόσθετη πληροφόρηση απαιτείται στην σύνταξη της ενοποιημένης έκθεσης διαχείρισης για τις αποκτηθείσες μετοχές ή μερίδια, και για τις οποίες (μετοχές ή μερίδια) αναφέρεται ο αριθμός αυτών και η ονομαστική τους αξία ή ελλείψει ονομαστικής αξίας, η εσωτερική λογιστική αξία του συνόλου των μετοχών ή μεριδίων της μητρικής ανώνυμης εταιρείας που κατέχονται είτε από την ίδια μητρική εταιρεία είτε από θυγατρικές της εταιρείας αυτής (μητρική εταιρεία), είτε από πρόσωπο που ενεργεί επ' ονόματι του αλλά για λογαριασμό οποιασδήποτε από τις εταιρείες αυτές.

Στις περιπτώσεις που εκτός από την έκθεση διαχείρισης απαιτείται και ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης, οι δύο εκθέσεις μπορούν να υποβάλλονται υπό μορφή ενιαίας έκθεσης.

Ενότητα 7 Έκθεση (Κατάσταση) Μη χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης


Με τις διατάξεις του ν. 4403/2016 θεσπίστηκε ένα νέο είδος έκθεσης αναφοράς για τις οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος οι οποίες προβλέπονται στις διατάξεις του ν.4308/2014. To πεδίο εφαρμογής της κατηγορίας αυτής ορίζεται ακολούθως προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγχυση, ειδικότερα:

1. Στο άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 4403/2016 (ΦΕΚ 125 Α')11 προβλέπεται ότι οι μεγάλες ανώνυμες εταιρείες που αποτελούν οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος, κατά την έννοια του Παραρτήματος Α' του Ν. 4308/2014, και οι οποίες, κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού τους, υπερβαίνουν τον μέσο αριθμό των 500 εργαζομένων, περιλαμβάνουν στην έκθεση διαχείρισης μία μη χρηματοοικονομική κατάσταση που περιέχει τις πληροφορίες που ορίζονται στο εν λόγω άρθρο.

Σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις που θέτει η ως άνω διάταξη, αυτές συντρέχουν σωρευτικά.

2. Στο άρθρο 1 παρ. 3 περ. α του ν. 4308/2014 (ΦΕΚ 251 Α') αναφέρεται ότι ο ορισμός των οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος δίδεται στο Παράρτημα12 του εν λόγω νόμου, και μεταξύ άλλων, χαρακτηρίζονται επιπλέον, ως οντότητες δημοσίου συμφέροντος από τη νομοθεσία, με βάση τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, το μέγεθος ή τον αριθμό των απασχολουμένων.

3. Επιπροσθέτως, με το άρθρο 7 του ν. 4403/2016 προστέθηκε Κεφάλαιο 16 στον Κ.Ν.2190/1920 με τίτλο «Εκθέσεις πληρωμών σε κυβερνήσεις», που περιλαμβάνει τα άρθρα 144 έως 146, σύμφωνα με τα οποία χαρακτηρίζονται ως οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος, κατά την έννοια του Παραρτήματος Α' του Ν.4308/2014, οι οντότητες οι οποίες δραστηριοποιούνται στην εξορυκτική βιομηχανία ή στην υλοτόμηση πρωτογενών δασών (άρθρο 145 παρ. 1 ν. 4403/2016).

4. Παράλληλα, στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ.575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων) και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012) εισάγεται ο ορισμός της «οντότητας του δημοσίου τομέα»13 για τους διοικητικούς οργανισμούς και επιχειρήσεις, τους οποίους αφορά.

5. Τέλος οντότητες οι οποίες δραστηριοποιούνται στην χώρα μας και είναι θυγατρικές οντοτήτων όπου η μητρική εταιρεία (ή η τελική μητρική εταιρεία) είναι εταιρεία δημοσίου ενδιαφέροντος στην χώρα προέλευσης και εντάσσεται στο καθεστώς μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης τότε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσης.

6. Οι οντότητες που εντάσσονται στην ανωτέρω κατηγορία θα πρέπει να περιλαμβάνουν στην έκθεση διαχείρισης και μια μη χρηματοοικονομική κατάσταση που θα περιέχει πληροφορίες στο βαθμό που απαιτείται για την κατανόηση της εξέλιξης , των επιδόσεων , της θέσης και του αντικτύπου των δραστηριοτήτων της , σε σχέση με περιβαλλοντικά , κοινωνικά και εργασιακά θέματα , το σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, την καταπολέμηση της διαφθοράς και με θέματα σχετικά με τη δωροδοκία όπου συμπεριλαμβάνονται τα εξής:

α) σύντομη περιγραφή του επιχειρηματικού μοντέλου της οντότητας,

β) περιγραφή των πολιτικών που εφαρμόζει η οντότητα σε σχέση με τα εν λόγω θέματα, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζει,

γ) τα αποτελέσματα των εν λόγω πολιτικών,

δ) οι κυριότεροι κίνδυνοι που αφορούν τα εν λόγω θέματα και που συνδέονται με τις δραστηριότητες της οντότητας, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση και αναλογικά, των επιχειρηματικών σχέσεών της, των προϊόντων της ή των υπηρεσιών της τα οποία είναι πιθανόν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στους εν λόγω τομείς και ο τρόπος με τον οποίο η οντότητα διαχειρίζεται αυτούς τους κινδύνους,

ε) μη χρηματοοικονομικοί βασικοί δείκτες επιδόσεων που σχετίζονται με τον συγκεκριμένο τομέα επιχειρήσεων. Όταν η οντότητα δεν ασκεί πολιτικές σε σχέση με ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω θέματα, παρέχεται στην μη χρηματοοικονομική κατάσταση σαφής και αιτιολογημένη εξήγηση για την απουσία των εν λόγω πολιτικών. Η μη χρηματοοικονομική κατάσταση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνει επίσης, όπου ενδείκνυται, αναφορές και πρόσθετες εξηγήσεις για τα ποσά που αναγράφονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούν να παραλειφθούν πληροφορίες σχετικά με επικείμενες εξελίξεις ή θέματα υπό διαπραγμάτευση όταν, κατά τη δεόντως αιτιολογημένη γνώμη των μελών των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων, που ενεργούν εντός των αρμοδιοτήτων τους και που υπέχουν σχετικώς συλλογική ευθύνη της εν λόγω γνώμης, η δημοσιοποίηση αυτών των πληροφοριών θα έβλαπτε σοβαρά την εμπορική θέση της οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η παράλειψη αυτή δεν εμποδίζει την ορθή και ισορροπημένη κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων, της θέσης και του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων της οντότητας. Για την παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, οι ανώνυμες εταιρείες μπορούν να βασίζονται σε εθνικά πλαίσια, πλαίσια βασισμένα στην Ένωση ή διεθνή πλαίσια και, στην περίπτωση αυτή, οι ανώνυμες εταιρείες διευκρινίζουν σε ποια πλαίσια βασίστηκαν.

Τέτοια πλαίσια ενδεικτικά και όχι δεσμευτικά μπορεί να είναι:

α) Το Σύστημα Οικολογικής Διαχείρισης και Οικολογικού Ελέγχου14 (EMAS)15

β) Το Παγκόσμιο Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών (the United Nations (UN) Global Compact)16.

γ) Το πλαίσιο του ΟΗΕ «προστασία, σεβασμό και αποκατάσταση» με κατευθυντήριες αρχές για τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα17.

δ) Οι κατευθυντήριες γραμμές του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις18.

ε) Το πλαίσιο του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης ISO 2600019.

στ) H Τριμερής δήλωση αρχών σχετικά με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και την κοινωνική πολιτική του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ΔΟΕ, ILO)20.

ζ) H Παγκόσμια Πρωτοβουλία Υποβολής Εκθέσεων (ΠΠΥΕ, GRI21 ).

η) Το Διεθνές Ολοκληρωμένο Πλαίσιο Αναφοράς (ΔΟΠΑ, IIRC22).

θ) Το Συμβούλιο Προτύπων Βιώσιμης Λογιστικής (ΣΠΒΛ, SASB23).

ι) Το πλαίσιο του Οργανισμού σχετικού με τις επιπτώσεις του άνθρακα (ΟΕΑ, CDP24).

ια) To Συμβούλιο Προτύπων Γνωστοποίησης του Κλίματος (ΣΠΓΚ, CDSB25).

ιβ) Το πλαίσο του Οργανισμού Περιβαλλοντικού Αποτυπώματος (ΟΠΑ, OEF26).

Η κατάσταση μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης δομείται στους κάτωθι πυλώνες:

ΠΥΛΩΝΑΣ Ι: (ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ)

ΠΥΛΩΝΑΣ ΙΙ: (ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ)

-  Η οντότητα επιλέγει να αποκαλύψει σημαντικές πληροφορίες για τη δραστηριότητα της

-  Η αναφορά θα πρέπει να είναι δίκαιη, ισορροπημένη και κατανοητή

-  Η αναφορά θα πρέπει να είναι ολοκληρωμένη αλλά περιεκτική καθώς επίσης συνεπής και συνεκτική

-  Η αναφορά θα πρέπει να είναι στρατηγική και να εστιάζει στο μέλλον

-  Η αναφορά θα πρέπει να είναι προσανατολισμένη                    στους συμμετόχους ή αλλιώς κοινωνικούς εταίρους (stakeholders)

Η αναφορά κάνει σαφή μνεία στo ή στα πλαίσια που στηρίχθηκε

-  Επιχειρηματικό μοντέλο

-  Πολιτικές δέουσας επιμέλειας και λοιπές πολιτικές

-  Αποτελέσματα των παραπάνω πολιτικών

-  Κυριότεροι κίνδυνοι και διαχείριση των κινδύνων αυτών

-  Χρηματοοικονομικοί (ΧΔΕ) και μη χρηματοοικονομικοί δείκτες επίδοσης (ΜΧΔΕ)

-  Θεματικές πτυχές κατ’ ελάχιστο όπως:

i)          Περιβαλλοντικά θέματα ή και ζητήματα, ii) Κοινωνικά και Εργασιακά θέματα, iii) Σεβασμός  των δικαιωμάτων του ανθρώπου iv) Καταπολέμηση της διαφθοράς & θέματα σχετικά με την δωροδοκία και

v) Ζητήματα εφοδιαστικής αλυσίδας.


Ειδικότερα κατ' ελάχιστον στην κατάσταση μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης - η οποία αποτελεί τμήμα της έκθεσης διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου - θα πρέπει να παρουσιασθούν τα κατωτέρω θέματα πέραν των αναφερόμενων στην έκθεση διαχείρισης:

Α) Επιχειρηματικό Μοντέλο

i. Το επιχειρηματικό μοντέλο περιγράφει πώς μια οντότητα δημιουργεί και διατηρεί την αξία μέσα από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της μακροπρόθεσμα. Επίσης παρέχει μια επισκόπηση του πώς λειτουργεί μια οντότητα περιγράφοντας το πώς μετατρέπει τις εισροές σε εκροές μέσω των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της.

ii. Οι οντότητες μπορούν να παρουσιάσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, την οργάνωση και τη δομή τους, τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται, τους στόχους και τις στρατηγικές τους, καθώς και κύριες τάσεις και παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τη μελλοντική τους ανάπτυξη.

iii. Ανάλογα με την περίπτωση, οι οντότητες μπορεί να εξετάσουν τη χρήση βασικών δεικτών απόδοσης που υποβοηθούν την κατανόηση του επιχειρηματικού μοντέλου.

Β) Πολιτικές δέουσας επιμέλειας.

i. Είναι κοινώς αντιληπτό ότι οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που αναλαμβάνονται από μια επιχείρηση αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν την εξυπηρέτηση ενός πολύ συγκεκριμένου στόχου (π.χ .: να διασφαλιστεί ότι οι εκπομπές άνθρακα θα είναι κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο). Ο στόχος της διαδικασίες δέουσας επιμέλειας μπορεί να είναι για τον εντοπισμό, την πρόληψη και τον μετριασμό των υφιστάμενων και δυνητικών δυσμενών επιπτώσεων.

ii. Διαδικασίες δέουσας επιμέλειας μπορεί να υπάρξουν πριν τη διενέργεια επενδύσεων σε συγκεκριμένο χώρο, τόπο, τομέα ή και δραστηριότητα ή πριν από τη διαδικασία έναρξης μίας συγχώνευσης ή εξαγοράς. Επίσης δέουσα επιμέλεια η οντότητα επιδεικνύει κατά τη στιγμή της υπογραφής συμβάσεων με τους προμηθευτές της.

Γ) Τα αποτελέσματα των πολιτικών.

i. Τα αποτελέσματα των πολιτικών μπορούν να παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες όσον αφορά στα δυνατά και στα τρωτά σημεία μιας οντότητας. Οι οντότητες αναμένεται να παράσχουν σημαντικές πληροφορίες που εξηγούν τα αποτελέσματα των επιχειρηματικών διαδικασιών που απορρέουν από αυτές τις πολιτικές κατά την περίοδο αναφοράς. Η μη χρηματοοικονομική
κατάσταση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τα αποτελέσματα των εργασιών και των δραστηριοτήτων της εταιρείας.

ii. Οι οντότητες μπορούν να εξετάσουν πώς σχετίζονται χρηματοοικονομικά και μη χρηματοοικονομικά αποτελέσματα, και πώς αυτή η σχέση μετριέται και διαχειρίζεται με την πάροδο του χρόνου.

iii. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων θα πρέπει να περιλαμβάνει και σχετικές αναφορές σε μη χρηματοοικονομικούς βασικούς δείκτες επίδοσης (ΜΧΔΕ). Οι οντότητες παρουσιάζουν τους ΜΧΔΕ που θεωρούν πιο χρήσιμους για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της περιόδου αναφοράς. Οι οντότητες επίσης μπορούν να παρουσιάσουν και να εξηγήσουν αυτές τις πληροφορίες σε σχέση με τους στόχους της εταιρείας.

Δ) Πολιτική Κινδύνων και διαχείριση των κινδύνων αυτών

i. Οι οντότητες οφείλουν να παρουσιάσουν δίκαιη, συνεκτική και ολοκληρωμένη περιγραφή των κυριότερων κινδύνων που αντιμετωπίζουν μαζί με μια σαφή εξήγηση του τρόπου διαχείρισής τους και πως οι κίνδυνοι αυτοί μετριάζονται. Επίσης σχετική αναφορά μπορεί να γίνει στην πιθανότητα εμφάνισης τους και στις όποιες πιθανές επιπτώσεις.

ii. Οι κίνδυνοι αυτοί μπορεί να σχετίζονται με τις δραστηριότητές τους, τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους, ή / και τις επιχειρηματικές σχέσεις τους. Αυτό περιλαμβάνει βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους κινδύνους. Οι οντότητες αναμένεται να εξηγήσουν πώς οι εν λόγω κίνδυνοι έχουν επίδραση στο επιχειρηματικό μοντέλο, στις δραστηριότητες τους και στην χρηματοοικονομική τους επίδοση.

Ε) Χρηματοοικονομικοί (ΧΔΕ) και μη χρηματοοικονομικοί δείκτες επίδοσης (ΜΧΔΕ)

i. Οι οντότητες μπορούν να παρουσιάσουν ένα μείγμα γενικών και τομεακών/κλαδικών ΧΔΕ και ΜΧΔΕ, ανάλογα με την περίπτωση, στο πλαίσιο των στρατηγικών τους στόχων και των θεμάτων που παρουσιάζονται στην κατάσταση μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης.

ii. Οι δείκτες αυτοί πρέπει να είναι ευρέως διαδεδομένοι, δεν τίθεται περιορισμός ως προς τη χρήση τους και η εταιρεία οφείλει να κάνει σχετική αναφορά στην μεθοδολογία και στον τρόπο συλλογής της μετρήσιμης πληροφορίας.

ΣΤ) Στοχευμένα περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εργασιακά θέματα, θέματα που σχετίζονται με τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, θέματα που σχετίζονται με την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας, θέματα εφοδιαστικής αλυσίδας ή και λοιπά θέματα. Ειδικότερα:

i. Περιβαλλοντικά θέματα ή και ζητήματα27:

α) Πλέον των αναφερόμενων στην έκθεση διαχείρισης η οντότητα θα πρέπει να παρουσιάσει πληροφορίες σχετικά με την πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη χρήση ενέργειας, των τυχόν άμεσων και έμμεσων εκπομπών στην ατμόσφαιρα (στις οποίες περιλαμβάνονται εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, εκπομπές τοξικών ουσιών, τυχόν απόβλητα ευτροφισμού, κτλ.) την προστασία της βιοποικιλότητας και των υδάτινων πόρων (συμπεριλαμβανομένων γνωστοποιήσεων που σχετίζονται με βιοτικούς πόρους, την χρήση της γης και του ύδατος) τη διαχείριση των αποβλήτων, των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τις μεταφορές ή από τη χρήση και τη διάθεση των προϊόντων και των υπηρεσιών.

β) Ειδικότερη αναφορά μπορεί να γίνει στη σύσταση της Επιτροπής 179/2013 που περιλαμβάνει στα παραρτήματα της, το Περιβαλλοντικό Αποτύπωμα (PEF) και τις μεθόδους και διαδικασίες του Οργανισμού Περιβαλλοντικού Αποτυπώματος (OEF). Αυτές είναι οι μέθοδοι που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να προσδιορίσουν κατ' εκτίμηση τον κύκλο ζωής για κάθε προϊόν και ειδικότερα: (i) τις πιο σημαντικές επιπτώσεις και (ii) την επίπτωση των εκπομπών ρύπων κατά μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού τους. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις μπορεί να αναφέρονται χωριστά (η μέθοδος καλύπτει 15 διαφορετικές κατηγορίες επιπτώσεων συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής του κλίματος, της εξάντλησης του νερού, τη χρήση γης, κλπ.).

γ) Οι εταιρείες μπορούν να αναφέρονται στις σχετικές οδηγίες της ΕΕ και που αφορούν τις βιομηχανικές εκπομπές, Σύστημα Εμπορίας, τα ύδατα (Οδηγία Πλαίσιο), την υγειονομική ταφή, τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής, Οδηγία για τα Απόβλητα Ηλεκτρικού και Ηλεκτρονικού Εξοπλισμού και τους περιορισμούς στη χρήση επικίνδυνων ουσιών, κλπ.

Δ) Μη χρηματοοικονομικοί δείκτες επίδοσης μπορούν να παρουσιασθούν και οι οποίοι να αναφέρονται σε διαχείριση αποβλήτων (π.χ. ποσοστά ανακύκλωσης), σε εκπομπές του θερμοκηπίου (μετρικοί τόνοι ισοδύναμου CO2), εξόρυξη φυσικών πόρων, επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα, στην κατανάλωση ενέργειας από μη ανανεώσιμες πηγές κλπ.

ii. Κοινωνικά και εργασιακά θέματα28:

Πλέον των αναφερόμενων στην έκθεση διαχείρισης η οντότητα θα πρέπει να παρουσιάσει τις κάτωθι πληροφορίες:

α) Οι οντότητες οφείλουν να παρέχουν πληροφόρηση σχετικά με κοινωνικά και εργασιακά θέματα, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των θεμελιωδών συμβάσεων του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ΔΟΕ, ILO).

β) Οι οντότητες οφείλουν να αναφερθούν σε ζητήματα διαφορετικότητας, όπως η διαφορετικότητα των φύλων και η ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία (συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας, του φύλου, γενετήσιου προσανατολισμού, θρησκείας, αναπηρίας και άλλες σχετικές πτυχές).

γ) Θέματα απασχόλησης στην εργασία που περιλαμβάνουν τις συνθήκες απασχόλησης και εργασίας, το δικαίωμα στο συνδικαλισμό και στη λειτουργία συνδικαλιστικών οργανώσεων, τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού αναφορικά με τη σταδιοδρομία, την εκπαίδευση, το σύστημα αμοιβών και προαγωγών, την υγεία, υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία.

δ) Θέματα που αφορούν στις σχέσεις των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένης της ικανοποίησης των καταναλωτών, ουσιώδεις πληροφορίες σχετικά με τα προϊόντα με πιθανές επιπτώσεις στην υγεία και στην ασφάλεια των καταναλωτών, καθώς επίσης τις σχέσεις με την (τοπική) κοινότητα, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης στις κοινότητες.

ε) Οι εταιρείες αναμένεται να στηρίζονται σε κατάλληλα πλαίσια, όπως για παράδειγμα οι σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, και η τριμερής δήλωση του ΔΟΕ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και την κοινωνική πολιτική.

στ) Μη χρηματοοικονομικοί δείκτες επίδοσης οι οποίοι μπορούν να αναφέρονται σε αριθμό αδειών (γονικών, ασθενείας, κτλ.), αριθμό ατυχημάτων εργαζομένων και αριθμό αυτών που απασχολούνται σε δραστηριότητες με υψηλό κίνδυνο, αριθμό εκπαίδευσης εργαζομένων ανά έτος, αριθμό εργαζομένων που εργάζονται με συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης σε σχέση με το σύνολο του δυναμικού της οντότητας, σύνδεση των οικονομικών αποτελεσμάτων της οντότητας με την αντίστοιχη πορεία του μέσου μισθού, κτλ.

iii. Σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου:

α) Θεωρείται βέλτιστη πρακτική ότι η οντότητα εκφράζει τη δέσμευσή της να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μια τέτοια δέσμευση μπορεί να καθορίζει ποια είναι η εταιρεία, τι αναμένει από το προσωπικό της και τους επιχειρηματικούς εταίρους σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι πληροφορίες που μπορεί να παρουσιάσει η εταιρεία μπορούν να αφορούν δικαιώματα εργαζομένων (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που εργάζονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου), μικρές ή μεγάλες κοινότητες που σχετίζονται με τις δραστηριότητες της εταιρείας, μικροκτηματίες αγρότες εφόσον σχετίζεται με οποιονδήποτε τρόπο με αυτούς, εργαζόμενοι στις αλυσίδες εφοδιασμού ή και άλλους.

β) Οι οντότητες οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα αποτροπής των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων τους με τις επιχειρήσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού που περιέχουν κατάλληλους όρους σχετικά με τα δικαιώματα του ανθρώπου. Το περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ανθρώπινα δικαιώματα προκειμένου να μετριασθούν οι δυνητικές επιπτώσεις σε περίπτωση παραβίασης και θα πρέπει να προβλέπουν επαρκή μέτρα θεραπείας.

γ) Οι οντότητες αναμένεται να στηριχθούν στις Κατευθυντήριες Αρχές του ΟΟΣΑ29 ή του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας30 (ILO).

δ) Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει τους βασικούς δείκτες απόδοσης, όπως:
→ Περιστατικά σοβαρών επιπτώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα που απορρέουν
από τις δραστηριότητες ή τις αποφάσεις της εταιρίας.
→ Ειδικές γνωστοποιήσεις σχετικά με το πώς η εταιρεία λαμβάνει μέριμνα και παρέχει θεραπεία στην περίπτωση παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων πόσες φορές σχετική θεραπεία έχει παρασχεθεί.
→ Ειδικές προληπτικές δράσεις όσον αφορά στην αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία ή/και την παιδική εργασία σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές της δραστηριότητας της εταιρείας με υψηλό κίνδυνο έκθεσης σε κατάχρηση.
→ Δράσεις εμπλοκής με τα ενδιαφερόμενα μέρη με σκοπό την πρόληψη της καταναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας συμπεριλαμβανομένου της παιδικής εργασίας.

iv. Καταπολέμηση της διαφθοράς και θέματα σχετικά με τη δωροδοκία31:

α) Οι οντότητες αναμένεται να παράσχουν πληροφόρηση σχετικά με τον τρόπο που διαχειρίζονται την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας. Επίσης μπορούν να εξετάσουν, μεταξύ άλλων, τις σχετικές γνωστοποιήσεις σχετικά με τις πολιτικές, την οργάνωση, τις αποφάσεις, τις πράξεις διαχείρισης, την κατανομή των πόρων για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας.

β) Οι οντότητες μπορούν επίσης - εξηγώντας πώς αξιολογούν την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας - να λάβουν μέτρα για την πρόληψη ή το μετριασμό των δυσμενών επιπτώσεων, την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας, και να επικοινωνούν τα αποτελέσματα εσωτερικά και εξωτερικά.

Οι οντότητες αναμένεται να στηριχθούν στις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές εταιρείες.

γ) Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει τους βασικούς δείκτες απόδοσης που βασίζονται σε θέματα όπως:

→ Διεργασίες και πόροι εσωτερικού ελέγχου αφιερωμένοι στην αποφυγή της διαφθοράς και της δωροδοκίας.
→ Εκπαίδευση εργαζομένων στην αναγνώριση και αποφυγή πράξεων διαφθοράς και δωροδοκίας.
→ Δημιουργία μηχανισμού καταγγελιών και διαχείριση του (διαχείριση αποτελεσμάτων).

v. Ζητήματα εφοδιαστικής αλυσίδας:

α) Οι οντότητες οφείλουν να παρουσιάσουν υλικό σχετικά με τα θέματα της εφοδιαστικής αλυσίδας που μπορεί να έχουν σημαντικές συνέπειες για την ανάπτυξη, τις επιδόσεις, και τη θέση τους. Αυτό θα περιλαμβάνει τις αναγκαίες πληροφορίες για μια γενική κατανόηση της εφοδιαστικής αλυσίδας της εταιρείας, καθώς και πως θέματα μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης λαμβάνονται υπόψη στη διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Όταν οι οντότητες θεωρούν ότι η αποκάλυψη πληροφοριών σχετικά με τις επικείμενες εξελίξεις ή θέματα κατά τη διάρκεια μίας διαπραγμάτευσης θα προκαλούσε σοβαρή ζημία, μπορεί να επιτευχθεί ο συνολικός στόχος της διαφάνειας με τη δημοσιοποίηση των συνοπτικών πληροφοριών οι οποίες κρίνονται από την οντότητα ως μη επιζήμιες. Οι οντότητες αναμένεται να στηριχθούν στις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές εταιρείες, καθώς επίσης και στις Κατευθυντήριες Οδηγίες για την υπεύθυνη εφοδιαστική αλυσίδα (FAO-OOΣΑ)

β) Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει τους βασικούς δείκτες απόδοσης που βασίζονται σε θέματα όπως:
→ Προμηθευτές που παρακολουθούνται με τη χρήση κριτηρίων τα οποία είναι σε συνάρτηση με το ισχύον νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο.
→ Παρακολούθηση των προμηθευτών που θεωρούνται ότι εκτίθενται σε υψηλό κίνδυνο εμφάνισης περιστατικών παιδικής εργασίας ή καταναγκαστικής εργασίας.

Σημειώνουμε ότι η υποβολή της έκθεσης μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης στο ΓΕΜΗ από τις οντότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί το αργότερο μέχρι και την 30η Σεπτεμβρίου (για εταιρείες με χρήση 01/01/2016-31/12/2016) ή 30η Μαρτίου επόμενου έτους (για οντότητες με χρήση 01/07/2016-30/06/2017).

Ενότητα 8 Τροποποιημένη Δήλωση Εταιρικής Διακυβέρνησης

Στο άρθρο 2 του Ν.4403/2016 προβλέπεται η υποχρέωση δήλωσης εταιρικής διακυβέρνησης στην έκθεση διαχείρισης των ανωνύμων εταιρειών.

Στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης εμπίπτουν μόνο οι ανώνυμες εταιρείες με κινητές αξίες δεκτές προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά εντός ή εκτός Ελλάδας. Η δήλωση αυτή συμπεριλαμβάνεται ως ειδικό τμήμα της έκθεσης διαχείρισης. Οι απαιτούμενες από τη δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης πληροφορίες μπορούν παρέχονται είτε σε χωριστή έκθεση που δημοσιεύεται μαζί με την έκθεση διαχείρισης είτε σε έγγραφο που διατίθεται για το κοινό στην ιστοσελίδα της εταιρείας και στο οποίο γίνεται σχετική αναφοράς την έκθεση διαχείρισης. Η δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης περιέχει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες: α) παραπομπή, κατά περίπτωση, στα ακόλουθα:

αα) στον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης στον οποίο υπόκειται η ανώνυμη εταιρεία,

ββ) στον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης τον οποίο η ανώνυμη εταιρεία έχει οικειοθελώς αποφασίσει να εφαρμόζει,

γγ) σε κάθε σχετική πληροφορία για τις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης που εφαρμόζονται πέρα από τις απαιτήσεις της κείμενης νομοθεσίας.

Εάν γίνεται αναφορά στον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης των στοιχείων αα' ή ββ, η ανώνυμη εταιρεία επισημαίνει τον τόπο στον οποίο διατίθενται στο κοινό τα σχετικά έγγραφα. Εάν γίνεται αναφορά στις πληροφορίες του στοιχείου γγ', η ανώνυμη εταιρεία δημοσιοποιεί στοιχεία για τις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης που εφαρμόζει,

β) εάν η ανώνυμη εταιρεία αποκλίνει από τον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης που αναφέρεται στα στοιχεία αα' ή ββ' της περίπτωσης α', παραθέτει τα μέρη του κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης από τα οποία αποκλίνει και σχετική αιτιολόγηση των λόγων απόκλισης. Εάν η ανώνυμη εταιρεία δεν εφαρμόζει καμία από τις διατάξεις εταιρικής διακυβέρνησης που αναφέρονται στα στοιχεία αα' ή ββ' της περίπτωσης α', παρέχει ειδική αιτιολόγηση για τη μη εφαρμογή,

γ) περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων της ανώνυμης εταιρείας σε σχέση με τη διαδικασία σύνταξης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων,

δ) τα πληροφοριακά στοιχεία που απαιτούνται κατά το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχεία γ, δ, στ, η' και θ' της οδηγίας 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς, εφόσον η ανώνυμη εταιρεία υπάγεται στην εν λόγω οδηγία,

ε) τη σύνθεση και τον τρόπο λειτουργίας των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων και των επιτροπών τους,

στ) περιγραφή της πολιτικής σχετικά με την πολυμορφία που εφαρμόζεται για τα διοικητικά, διαχειριστικά και εποπτικά όργανα της ανώνυμης εταιρείας όσον αφορά πτυχές όπως, ενδεικτικά, η ηλικία, το φύλο ή το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό ιστορικό των μελών, οι στόχοι της εν λόγω πολιτικής για την πολυμορφία, ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε και τα αποτελέσματα κατά την περίοδο αναφοράς. Αν δεν εφαρμόζεται τέτοια πολιτική, η δήλωση περιλαμβάνει ειδική αιτιολόγηση του λόγου μη εφαρμογής.

Ενότητα 9 Έκθεση Πληρωμών προς Κυβερνήσεις

Στο άρθρο 7 του Ν.4403/2016 ορίζεται η υποχρέωση της σύνταξης από τις εταιρείες των εκθέσεων πληρωμών σε κυβερνήσεις. Στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας διάταξης εμπίπτουν οι μεγάλες οντότητες και οι οντότητες δημοσίου συμφέροντος που δραστηριοποιούνται στους τομείς της εξόρυξης ή της υλοτόμησης πρωτογενών δασών. Ως «πληρωμή» νοείται η παροχή η οποία καταβάλλεται, σε χρήματα ή σε είδος, για τις δραστηριότητες που περιγράφονται παραπάνω ( Εξορυκτική βιομηχανία, Υλοτόμηση πρωτογενών δασών) οι πληρωμές αυτές αφορούν στα εξής:

α) δικαιώματα παραγωγής,

β) φόροι που επιβάλλονται επί του εισοδήματος, της παραγωγής ή των κερδών των ανωνύμων εταιρειών, αλλά εξαιρούνται οι φόροι που επιβάλλονται στη κατανάλωση, όπως φόροι προστιθέμενης αξίας, φόροι εισοδήματος φυσικών προσώπων ή φόροι επί των πωλήσεων,

γ) δικαιώματα,

δ) μερίσματα,

ε) πριμ υπογραφής, εντοπισμού και παραγωγικότητας,

στ) τέλη έκδοσης αδειών, τέλη εκμίσθωσης, τέλη εισόδου και λοιπά ζητήματα σχετικά με άδειες ή/και παραχωρήσεις και

ζ) πληρωμές για βελτιώσεις υποδομών.

Η έκθεση πληρωμών σε κυβερνήσεις αναφέρει για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) το συνολικό ποσό των πληρωμών που καταβάλλονται σε κάθε κυβέρνηση,

β) το συνολικό ποσό ανά είδος πληρωμής, όπως ορίζεται στο σημείο 5 στοιχεία α' έως ζ' της παραγράφου 1, που καταβάλλεται σε κάθε κυβέρνηση,

γ) εφόσον οι πληρωμές αυτές αφορούν συγκεκριμένα έργα, το συνολικό ποσό ανά είδος πληρωμής, όπως ορίζεται στο σημείο 5 στοιχεία α' έως ζ' της παραγράφου 1 για κάθε έργο και το συνολικό ποσό πληρωμών για κάθε έργο. Οι πληρωμές της ανώνυμης εταιρείας όσον αφορά υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει ως οντότητα μπορούν να δημοσιοποιούνται σε επίπεδο οντότητας και όχι σε επίπεδο έργου.

Επιπλέον η έκθεση θα πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες οικονομικού περιεχομένου ανά χώρα και ανά έργο. Ως «έργο» θα πρέπει να οριστούν οι λειτουργικές δραστηριότητες που διέπονται από ενιαία σύμβαση, άδεια, μίσθωση, παραχώρηση ή παρεμφερείς νομικές συμφωνίες και αποτελούν τη βάση για υποχρεώσεις πληρωμής προς μία κυβέρνηση. Ωστόσο, εάν πολλές τέτοιες συμφωνίες είναι ουσιωδώς αλληλοσυνδεόμενες, θα πρέπει να θεωρούνται ως έργο.

Η ανωτέρω έκθεση πληρωμών σε κυβερνήσεις συντάσσεται και δημοσιεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43β.

Ενότητα 10 (Εμπορική δημοσιότητα των ετήσιων και ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων στο ΓΕΜΗ)


Από τον συνδυασμό των διατάξεων του ν. 3419/2005, του Κ.Ν. 2190/1920, του ν.3190/1955, ν.4072/2012 και του ν.4308/2014 δεν προκύπτει υποχρέωση δημοσιότητας στο Γ.Ε.ΜΗ.. των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων για τις Προσωπικές Εταιρείες (Ο.Ε., Ε.Ε.) και την Ατομική Επιχείρηση- Αντίθετα οι προσωπικές εταιρείες και η Ατομική Επιχείρηση (ως πάντοτε όφειλαν) έχουν υποχρέωση υποβολής των απαραίτητων λογιστικών αρχείων στον Φορολογικό Φορέα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του ν.4308/2014.

Εξαίρεση στο παραπάνω κανόνα αποτελούν οι Προσωπικές Εταιρείες της παρ.2β του άρθρου 1 του ν.4308/2014 ήτοι τα νομικά πρόσωπα που έχουν τη μορφή της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, όταν όλοι οι άμεσοι ή έμμεσοι εταίροι των προσώπων αυτών έχουν περιορισμένη ευθύνη λόγω του ότι είναι είτε νομικά πρόσωπα ή άλλου νομικού τύπου συγκρίσιμου με τα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης αυτής. Οι εν λόγω οντότητες θα υποβάλλουν από φέτος για πρώτη φορά στο ΓΕΜΗ τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις εντός εννέα μηνών από την λήξη της χρήσης32

Για τις λοιπές νομικές μορφές (ήτοι Α.Ε., Ε.Π.Ε., Ι.Κ.Ε., Συνεταιρισμοί, Ευρωπαϊκοί Όμιλοι Οικονομικού Σκοπού, Ευρωπαϊκή Εταιρεία, Ευρωπαϊκή Συνεταιριστική Εταιρεία) η υποχρέωση δημοσιότητας υφίσταται και προς τον σκοπό αυτό είναι διαθέσιμη στο πληροφοριακό σύστημα του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Γ.Ε.ΜΗ.) σχετική αίτηση καταχώρησης (διαφοροποιημένη σε σχέση με τις προηγούμενες χρήσεις) με την ονομασία

«Αίτηση καταχώρησης Απόφασης Γ.Σ. για την έγκριση των ετήσιων Οικονομικών Καταστάσεων με εκλογή ελεγκτών και καταχώριση Ισολογισμού κατά ΕΛΠ - Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα ή Δ.Λ·Π·(αφορά χρήσεις που λήγουν την 07/07/2016 και μετά)». Στην εν λόγω αίτηση ο υπόχρεος, καλείται να συμπληρώσει εκτός των άλλων και μια σειρά από στοιχεία τα οποία είναι:
i. Σύνολο Ενεργητικού
ii. Καθαρό Ύψος Κύκλου Εργασιών
iii. Μέσος Όρος Απασχολούμενων
iv. Πάγια
v. Αποθέματα
vi. Απαιτήσεις
vii. Προκαταβολές και Έσοδα Εισπρακτέα
viii. Σύνολο Καθαρής Θέσης
ix. Σύνολο Υποχρεώσεων
x. Αποτελέσματα προ Φόρων (Κέρδη/Ζημιές προ Φόρων)

Τα πρώτα τρία στοιχεία (i, ii και iii) χρησιμοποιούνται προς χάριν κατάταξης σε κατηγορία οντοτήτων ή και ομίλων σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 2 και 31 του ν.4308/2014 και ως εκ τούτου η καταχώρισή τους είναι υποχρεωτική ενώ τα υπόλοιπα επτά στοιχεία (iv έως χ) ζητούνται για καθαρά στατιστικούς και μελετητικούς λόγους.

Επισημαίνουμε ότι η ανωτέρω αίτηση οικονομικών καταστάσεων χρησιμοποιείται και από τις οντότητες που συντάσσουν με βάσει τα Δ.Π.Χ.Π. και η οποία αίτηση τροποποιείται σύμφωνα με τις επιλογές του χρήστη αναφορικά με τον τρόπο σύνταξης. Επίσης η ανωτέρω αίτηση είναι όμοια και για τις οντότητες που δεν έχουν την υποχρέωση εκλογής ελεγκτών χρήσης και η οποία τιτλοφορείται «Αίτηση καταχώρησης Απόφασης Γ.Σ. για την έγκριση των ετήσιων Οικονομικών Καταστάσεων χωρίς εκλογή ελεγκτών και καταχώριση Ισολογισμού κατά ΕΛΠ - Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα ή Δ.Λ.Π.(αφορά χρήσεις που λήγουν την 07/07/2016 και μετά)».

Για τα υποκαταστήματα ή πρακτορεία που είναι εγκατεστημένα στη χώρα μας και που η έδρα της «Μητρικής εταιρείας» βρίσκεται σε άλλο Κ-Μ ή σε τρίτη χώρα _q υποχρέωση δημοσιότητας των ετήσιων ή και ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων υφίσταται. Στις περιπτώσεις αυτές οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις αρκεί να έχουν συνταχθεί σύμφωνα με το δίκαιο του Κ-Μ ή της τρίτης χώρας. Οι ανωτέρω οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται μεταφρασμένες στην Ελληνική Γλώσσα και καταχωρίζονται στην μερίδα του υποκαταστήματος ή πρακτορείου εντός 30 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης τους στο αντίστοιχο Εμπορικό Μητρώο ή Μητρώο Εταιρειών του Κ-Μ με σχετική μνεία (ημερομηνία δημοσίευσης, αριθμός καταχώρισης, ακριβής διαδικτυακός σύνδεσμος δημοσιότητας, κ.ο.κ.). Αν η εταιρεία διατηρεί περισσότερα του ενός υποκαταστήματα η δημοσιότητα εκτελείται σε όλα τα υποκαταστήματα/πρακτορεία της εταιρείας και όχι σε κατ' επιλογήν υποκατάστημα/πρακτορείο.

Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό ότι πέραν των ανωτέρω τα υποκαταστήματα αλλοδαπής Κοινοτικής Προέλευσης έχουν υποχρέωση δημοσιότητας σε μια σειρά πράξεων και στοιχείων που ρητά προβλέπονται στην διάταξη της παρ.2 του άρθρου 7α του Κ.Ν.2190/1920, όπως επίσης και τα υποκαταστήματα εταιρειών τρίτων χωρών έχουν υποχρέωση δημοσιότητας πράξεων και στοιχείων που ρητά προβλέπονται στην διάταξη της παρ.3 του άρθρου 7α του Κ.Ν.2190/1920, όπως ρητά περιγράφεται στις διατάξεις του Κ.Ν.2190/1920.

Εξαίρεση στις ανωτέρω υποχρεώσεις χορηγείται στα υποκαταστήματα τα οποία έχουν ιδρύσει χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που αποτελούν αντικείμενο της Οδηγίας 89/117/ΕΟΚ αναφορικά μόνο με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις.

Ενότητα 11 (Νέες πρόνοιες σχετικά με την σύγκληση Γ.Σ. μετόχων/εταίρων και δημοσίευσης αποφάσεων αυτών)

Με τις διατάξεις του ν.4403/2016 τροποποιήθηκαν το πρώτο εδάφιο του άρθρου 2533 του Κ.Ν.2190/1920 (Α.Ε.), το άρθρο 1034 του ν.3190/1955 (παρ.3) και το άρθρο 6935  του ν.4072/2012 (παρ.2) αναφορικά με την Σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων ή εταίρων. Ως νέα απώτατη προθεσμία σύγκλησης της εν λόγω Συνέλευσης τέθηκε η 10η ημερολογιακή ημέρα του 9ου μήνα από το κλείσιμο της χρήσης.

Επίσης με τον ίδιο νόμο (4403/16) τροποποιήθηκε το άρθρο 43β του Κ.Ν.2190/192036 αναφορικά με τον χρόνο δημοσίευσης στο ΓΕΜΗ των εγκεκριμένων ετήσιων οικονομικών καταστάσεων των Κεφαλαιουχικών Εταιρειών (ΑΕ, ΕΠΕ και ΙΚΕ) και καθίσταται πλέον σαφές ότι η απώτατη προθεσμία υποβολής στο ΓΕΜΗ τόσο των σχετικών πρακτικών Γ.Σ. όσο και των οικονομικών καταστάσεων είναι πλέον η 30η Σεπτεμβρίου 2017 (εφόσον η Συνέλευση συνέλθει έως 10/09/2017). Επιπροσθέτως με τις ανωτέρω διατάξεις (43β του Κ.Ν.2190/1920) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της περ. ζ της παρ.1 του άρθρου 7α του Κ.Ν.2190/192037 άρθρου δημοσιεύονται πλέον στο ΓΕΜΗ οι εγκεκριμένες από την Γενική Συνέλευση των μετόχων/εταίρων οικονομικές καταστάσεις και όχι αυτές που δεν έχουν εγκριθεί από την εν λόγω Συνέλευση. Το ίδιο ισχύει και για τις
προσωπικές εταιρείες που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσης. Ως εκ τούτου οι Υπηρεσίες ΓΕΜΗ δεν θα κάνουν δεκτές οικονομικές καταστάσεις οι οποίες δεν έχουν εγκριθεί από Γενική Συνέλευση κλείνοντας ανεπιτυχώς την σχετική αίτηση και τα σχετικά τέλη καταχώρισης (10€) θα καταπίπτουν υπέρ της αρμόδιας υπηρεσίας ΓΕΜΗ και σε καμία περίπτωση δεν θα επιστρέφονται. Με τις ανωτέρω διατάξεις τέθηκε τέλος στην πρακτική που επικρατούσε μέχρι σήμερα για διπλή υποβολή των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων (πριν και μετά την Γενική Συνέλευση) και τη συνακόλουθη επιβάρυνση των εταιρειών τόσο σε διοικητικό όσο και σε οικονομικό βάρος. Επίσης δίδεται η δυνατότητα μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος (εννέα μήνες) για υποβολή στο ΓΕΜΗ των εν λόγω οικονομικών καταστάσεων έτσι ώστε να αποφευχθεί η σχετική αρρυθμία λόγω παρατάσεων στην υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος των νομικών προσώπων στον φορολογικό φορέα (ΤΑXIS) φαινόμενο που παρουσιάσθηκε κατά την τελευταία πενταετία. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι για την χρήση που έληξε την 31/12/2016 (01/01/-31/12/2016) η απώτατη ημερομηνία στην οποία η Γενική Συνέλευση θα συνεδριάσει είναι η 10/09/2017. Κάτωθι περιλαμβάνεται πίνακας σχετικός με τις προθεσμίες σύγκλησης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων ή Συνέλευσης των εταίρων και απώτατη ημερομηνία υποβολής αυτών στο Γ.Ε.ΜΗ.


  ΑΕ ΕΠΕ ΙΚΕ ΟΕ/ΕΕ με απεριόριστα ευθυνόμενο υς εταίρους
Απώτατη ημερομηνία υποβολής Πρόσκλησης Γενικής Συνέλευσης ή Συνέλευσης των εταίρων στο ΓΕΜΗ 20.08.2017 - - -
Απώτατη ημερομηνία σύγκλησης Τακτικής Γενικής Συνέλευσης ή Συνέλευσης των εταίρων 10.09.2017 10.09.2017 10.09.2017 10.09.2017
Απώτατη ημερομηνία υποβολής στο ΓΕΜΗ αποφάσεων Τακτικής Γενικής Συνέλευσης ή Συνέλευσης των εταίρων μαζί με εγκεκριμένες οικονομικές Καταστάσεις χρήσης. 30.09.2017 30.09.2017 30.09.2017 30.09.2017


Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι υπόχρεες εταιρείες θα υποβάλουν στο ΓΕΜΗ μαζί με το πρακτικό Γενικής Συνέλευσης των μετόχων (ή πρακτικό Συνέλευσης των εταίρων) και το σύνολο των οικονομικών καταστάσεων με τα απαιτούμενα λογιστικά αρχεία και τις σχετικές εκθέσεις όπου από την κείμενη νομοθεσία απαιτείται. Στην ηλεκτρονική αίτηση της ενότητας 10 της παρούσης τα κατά τα ανωτέρω απαιτούμενα αρχεία και στοιχεία συμπληρώνονται σε διακριτά πεδία.


Ενότητα 12 (Προβλέψεις άρθρου 47 και 48 του Κ.Ν.2190/20 και επιπλέον πληροφόρηση για ύψος μετοχικού κεφαλαίου)

Οι προβλέψεις των άρθρων 47 και 48 του Κ.Ν.2190/1920 σχετικά με το ύψος των ιδίων κεφαλαίων της ανώνυμης εταιρείας έχουν εφαρμογή κατά την περίοδο υποβολής στο ΓΕΜΗ των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων.

Για τις εταιρείες που κατατάσσονται βάσει των διατάξεων του ν.4308/2014 ως μεγάλες, μεσαίες ή μικρές οι Περιφερειακές Ενότητες ασκούν τον έλεγχο που οι διατάξεις των άρθρων 47 και 48 του Κ.Ν.2190/1920 ορίζουν.

Στις περιπτώσεις των πολύ μικρών οντοτήτων πέραν των αναφερόμενων στις διατάξεις του ν.4308/2014 απαιτείται να παρουσιάζεται στο κάτω μέρος του Ισολογισμού σχετική σημείωση υπό μορφή πληροφορίας σχετικά με το καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο τέλους χρήσης, και το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων αυτής. Εναλλακτικά του ανωτέρω και πάντοτε στις περιπτώσεις των πολύ μικρών οντοτήτων μπορούν οι ανωτέρω πληροφορίες (μετοχικό κεφάλαιο και ίδια κεφάλαια της οντότητας) να τεθούν στην παρ. ΙΕ του προσαρτήματος «Άλλες Σημειώσεις με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των Οικονομικών Καταστάσεων».

Ενότητα 13 (Οδηγίες προς τις Υπηρεσίες)

Με βάση τα ανωτέρω αναφερόμενα οι ηλεκτρονικές αιτήσεις καταχώρισης στο ΓΕΜΗ των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων της εταιρείας κατευθύνονται μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος του Γενικού Εμπορικού Μητρώου στις αρμόδιες Υπηρεσίες Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Υ.Γ.Ε.ΜΗ.) της χώρας. Οι Υ.Γ.Ε.ΜΗ. αφού ασκήσουν τον σχετικό έλεγχο πληρότητας στην περίπτωση των Α.Ε. διαβιβάζουν τις εν λόγω αιτήσεις στις αρμόδιες Περιφερειακές Ενότητες της χώρας οι οποίες αφού αποφανθούν για το κύρος και την νομιμότητα αυτών εγκρίνουν ή απορρίπτουν τις εν λόγω αιτήσεις. Στην περίπτωση της έγκρισης αυτών η Υ.Γ.Ε.ΜΗ. προβαίνει σε σχετική καταχώρισης βάσει των διατάξεων του ν.3419/2005 στο Γ.Ε.ΜΗ. Στην περίπτωση απόρριψης αίτησης η Υ.Γ.Ε.ΜΗ. διαβιβάζει εκ νέου την αίτηση στην υπόχρεη οντότητα με σχετική μνεία στους λόγους απόρριψης.

Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό στις Περιφερειακές Ενότητες όλης της χώρας ότι κρίσιμο στοιχείο ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων αποτελούν οι συνοδευτικές εκθέσεις όπου από την κείμενη νομοθεσία απαιτούνται. Ειδικότερα ο έλεγχος της έκθεσης διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου από τις Περιφερειακές Ενότητες της χώρας στην περίπτωση των ανωνύμων εταιρειών θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ενότητα 6 της παρούσας εγκυκλίου και το υπόδειγμα που σε αυτήν παρουσιάζεται και που αφορά το σύνολο της πληροφορίας που απαιτείται από τις διατάξεις τους Κ.Ν.2190/1920.

Στις περιπτώσεις των λοιπών οντοτήτων (πλην Α.Ε.) η Υ.Γ.Ε.ΜΗ. πραγματοποιεί το ίδιο εύρος ελέγχου κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα και αμέσως μετά προβαίνει σε σχετική καταχώριση των ετήσιων οικ. Καταστάσεων και των συνοδευτικών τους αρχείων στο ΓΕΜΗ αφού πρωτίστως έχει εξαντλήσει τον έλεγχο πληρότητας και νομιμότητας της αίτησης. Εφιστούμε την προσοχή στις Π.Ε. και στις Υ.Γ.Ε.ΜΗ. της χώρας αναφορικά με την ακρίβεια των αναφερομένων στην έκθεση διαχείρισης του Δ.Σ. ή των διαχειριστών.

Τέλος προς τις Περιφερειακές Ενότητες και τις Υπηρεσίες ΓΕΜΗ που απευθύνεται η παρούσα εφιστούμε την προσοχή τους ως προς τον έλεγχο των υποβαλλόμενων στοιχείων από τις υπόχρεες οντότητες, τα οποία (στοιχεία) πρέπει να είναι σύμφωνα τόσο με τις κατευθυντήριες οδηγίες της παρούσας εγκυκλίου όσο και με τα επισυναπτόμενα σε αυτή παραρτήματα τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της.





Ο Αν. Γενικός Διευθυντής Αγοράς
Σωτήριος Μασγανάς



1 Άρθρο 38 παρ.3
α) Η παρ. 8δ του άρθρου 16, η παρ. 2 του άρθρου 42, οι παράγραφοι 1 έως 4, 7 και 8 του άρθρου 42α, τα άρθρα 42β έως 43, οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 43α, το άρθρο 43γ, τα άρθρα 90 έως 107, τα άρθρα 110 έως 130, τα άρθρα 132 έως 134, και τα άρθρα 138 έως 143 του κ.ν. 2190/1920.
β) Τα άρθρα 20 έως 27 του ν. 2065/1992.
γ) Η περίπτωση β` της παρ. 1 του άρθρου 23 και τα άρθρα 62 έως 78 (κεφάλαιο 11) του ν.δ. 400/1970.
δ) Η παρ. 2 του άρθρου 22 του κ.ν. 3190/1955.
ε) Τα άρθρα 80, 96 και 97, η παρ. 1 του άρθρου 98, και το άρθρο 101 του ν. 4072/2012.
στ) Το π.δ. 1123/1980 (Α` 283) περί εφαρμογής του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, με την επιφύλαξη της παραγράφου 9 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, καθώς και οι σχετικές ρυθμίσεις των άρθρων 47 έως 49 του ν. 1041/1980, για τις υποκείμενες στον παρόντα νόμο οντότητες.
4. Από την 1η Ιανουαρίου 2015 καταργείται κάθε άλλη κανονιστική πράξη, εγκύκλιος ή Οδηγία που έχει εκδοθεί δυνάμει των καταργούμενων διατάξεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, στο βαθμό που είναι σε αντίθεση με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου.
5. Όπου άλλη διάταξη νόμου ή άλλος κανόνας δικαίου παραπέμπει σε διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 οι οποίες καταργούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου, με την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου η παραπομπή αυτή νοείται ότι αναφέρεται στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου. Ειδικότερα:
α) Παραπομπή στην παρ. 1 του άρθρου 42α ή στο άρθρο 42γ του κ.ν. 2190/1920 θεωρείται ότι αναφέρεται στο άρθρο 16 του παρόντος νόμου.
β) Παραπομπή στην παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 θεωρείται ότι αναφέρεται στο άρθρο 32 του παρόντος νόμου.
γ) Παραπομπή στην παρ. 5 του άρθρου 103 του κ.ν. 2190/1920 (παρουσίαση ίδιων μετοχών στον ισολογισμό) θεωρείται ότι αναφέρεται στην παράγραφο 1ε του άρθρου 26 του παρόντος νόμου.
6. Η παρ. 6 του άρθρου 42α του κ.ν. 2190/1920 τροποποιείται ως εξής:
«6. Κάθε εταιρεία, η οποία, κατά την ημερομηνία κλεισίματος του, πρώτου μετά την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου ισολογισμού της, δεν υπερβαίνει τα αριθμητικά όρια των δύο από τα παρακάτω τρία κριτήρια: α) σύνολο ισολογισμού δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (2.500.000) ευρώ, β) καθαρός κύκλος εργασιών πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ, γ) μέσος όρος προσωπικού που απασχολήθηκε κατά τη διάρκεια της χρήσης 50 άτομα, και εφόσον δεν εφαρμόζει τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα του Κανονισμού 1606/2002 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δύναται να μην εκλέγει ελεγκτές από τους νόμιμους ελεγκτές του ν. 3693/2008. Όταν η εταιρεία παύει να υπερβαίνει τα αριθμητικά όρια της παρούσας παραγράφου για δύο συνεχόμενες χρήσεις, ενώ τα υπερέβαινε, η ευχέρεια παρέχεται από τη χρήση που έπεται των δύο εν λόγω χρήσεων. Όταν η εταιρεία υπερβαίνει τα αριθμητικά όρια της παρούσας παραγράφου για δύο συνεχόμενες χρήσεις, ενώ δεν τα υπερέβαινε, η άρση της ευχέρειας ενεργοποιείται από τη χρήση που έπεται των δύο εν λόγω χρήσεων.»
ζ) Το π.δ. 148/1984 περί εφαρμογής του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων, με την επιφύλαξη της παραγράφου 9 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου.
η) Το π.δ. 384/1992 περί εφαρμογής Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου Τραπεζών, με την επιφύλαξης παραγράφου
9 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου.
2 Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4308/14 οι οντότητες της παρ. 2(γ) του άρθρου 1 του νόμου αυτού εντάσσονται στην κατηγορία των πολύ μικρών οντοτήτων με μόνη την προϋπόθεση ότι ο κύκλος εργασιών τους δεν υπερβαίνει το ποσό των € 1.500.000.
3 Με την έννοια αυτή που αποδίδεται στην παρ.2 του άρθρου 16 του ν.4308/14 θα πρέπει και ως τέτοιο να υποβάλλεται και στο Γ.Ε.ΜΗ. Ωστόσο για λόγους χρηστικότητας η εφαρμογή του ΓΕΜΗ δίνει την δυνατότητα και αποσπασματικής υποβολής των στοιχείων.
4 υπ = υπόδειγμα που προσδιορίζεται στο παράρτημα Β του ν. 4308/14
5 Από την αιτιολογική έκθεση του ν.4403/2016 προκύπτει ότι: Λεπτομέρειες για τις υφιστάμενες και τις προβλεπόμενες επιπτώσεις των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης στο περιβάλλον και, κατά περίπτωση, στην υγεία και την ασφάλεια, στη χρήση ανανεώσιμων και/ή μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, στη χρήση των υδάτων και στην ατμοσφαιρική ρύπανση.
6 Μια εταιρεία αναμένεται να αποκαλύψει το πλήρες φάσμα των κυριότερων κινδύνων, ανεξάρτητα από το αν προέρχονται από τις δικές της αποφάσεις ή ενέργειες, ή από εξωτερικούς παράγοντες τους οποίους δεν έχει άμεσο έλεγχο της εταιρείας, και να εξηγήσει τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό και την αξιολόγηση αυτών των κίνδυνων
7 Το άρθρο 43α τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.4403/16
8 Η παρ. 1 του άρθρου 98 καταργήθηκε με την περ. ε της παρ. 3 του άρθρου 38 του ν. 4308/2014, αλλά με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4403/2016 ρυθμίστηκαν τόσο η υποχρέωση κατάρτισης όσο και η υποχρέωση δημοσίευσης της έκθεσης διαχείρισης για τις ΙΚΕ.
9 Η σχετική απαίτηση έχει να κάνει με το βαθμό που απαιτείται για την κατανόηση της εξέλιξης της ανώνυμης εταιρείας, των επιδόσεων ή της θέσης της, η ανάλυση αυτή περιλαμβάνει τόσο χρηματοοικονομικούς όσο και, όπου ενδείκνυται, μη χρηματοοικονομικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων που έχουν σχέση με το συγκεκριμένο τομέα δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με περιβαλλοντικά και εργασιακά θέματα. Στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής, η έκθεση διαχείρισης περιλαμβάνει, όπου ενδείκνυται, αναφορές και πρόσθετες εξηγήσεις για τα ποσά που αναγράφονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις
10 Περίπτωση γ' της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν.4403/2016
11 Όπως προβλέπεται στο 1 παρ. 6 του ν. 4403/2016 (ΦΕΚ 125 Α’):
«6. Οι μεγάλες ανώνυμες εταιρείες οι οποίες αποτελούν οντότητες δημόσιου ενδιαφέροντος, κατά την έννοια του Παραρτήματος Α΄ του Ν. 4308/2014, και οι οποίες, κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού τους, υπερβαίνουν τον μέσο αριθμό των 500 εργαζομένων κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, περιλαμβάνουν στην έκθεση διαχείρισης μία μη χρηματοοικονομική κατάσταση που περιέχει πληροφορίες, στον βαθμό που απαιτείται για την κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων, της θέσης και του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων της, σε σχέση, τουλάχιστον, με περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εργασιακά θέματα, τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, την καταπολέμηση της διαφθοράς και με θέματα σχετικά με τη δωροδοκία,…….».
12 Όπως προβλέπεται στο Παράρτημα του ν. 4308/2014 (ΦΕΚ 251 Α΄2014) :
«Οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος είναι οντότητες που υπόκεινται στον Ελληνικό νόμο και περιλαμβάνουν:
α) Τις οντότητες των οποίων μετοχές ή άλλες κινητές αξίες είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την έννοια της Οδηγίας 2004/39/ΕΟΚ και σύμφωνα με τις προβλέψεις του Κανονισμού 1606/2002 της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
β) Τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις των περιπτώσεων 5 και 6 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.
γ) Τα πιστωτικά ιδρύματα όπως αυτά καθορίζονται από την περίπτωση 1 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
δ) Οντότητες που καθορίζονται από τη νομοθεσία ως δημοσίου ενδιαφέροντος οντότητες, με βάση τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, το μέγεθος ή τον αριθμό των απασχολουμένων».
13 ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ,Άρθρο 4 ,Ορισμοί, στοιχείο 8
8) «Ως «οντότητα του δημόσιου τομέα» νοείται διοικητικός μη εμπορικός οργανισμός υπεύθυνος έναντι κεντρικών κυβερνήσεων, περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών ή έναντι αρχών που ασκούν τα ίδια καθήκοντα με τις περιφερειακές κυβερνήσεις και τις τοπικές αρχές, ή μη εμπορική επιχείρηση που ανήκει ή έχει ιδρυθεί και τελεί υπό την αιγίδα κεντρικών κυβερνήσεων, περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών και που έχει ειδικές εγγυητικές ρυθμίσεις, και μπορεί να περιλαμβάνει αυτοδιοικούμενους φορείς, η λειτουργία των οποίων διέπεται από νόμο και οι οποίοι βρίσκονται υπό δημόσια εποπτεία»
14 http://www.ypeka.gr/Default.aspx?tabid=520
15 Το EMAS βασίζεται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1221/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με την εκούσια συμμετοχή οργανισμών στο κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου. Ο κανονισμός τέθηκε αρχικά σε εφαρμογή το 1995 με την υιοθέτηση του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1836/1993. Εν συνέχεια τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 761/2001 και προσφάτως με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1221/2009, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 11-01-2010.
16 https://www.unglobalcompact.org/
17 https://www.unglobalcompact.org/library/2
18 http://www.oecd.org/corporate/mne/
19 https://www.iso.org/iso-26000-social-responsibility.html
20 http://www.ilo.org/empent/Publications/WCMS_094386/lang--en/index.htm
21 https://www.globalreporting.org/Pages/default.aspx
22 http://integratedreporting.org/resource/international-ir-framework/
23 https://www.sasb.org/sasb/vision-mission/
24 https://www.cdp.net/en
25 http://www.cdsb.net/news/mandatory-reporting/614/eu-non-financial-reporting-directive-%E2%80%93-how-companies-make-most-out-it
26 Σύσταση Ευρ. Επιτροπής 179/2013.
27 Η αιτιολογική έκθεση του ν.4403/2016 προβλέπει ότι: “Λεπτομέρειες για τις υφιστάμενες και τις προβλεπόμενες επιπτώσεις των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης στο περιβάλλον και, κατά περίπτωση, στην υγεία και την ασφάλεια, στη χρήση ανανεώσιμων και/ή μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, στη χρήση των υδάτων και στην ατμοσφαιρική ρύπανση.”
28 Η αιτιολογική έκθεση του ν.4403/2016 προβλέπει ότι: “Όσον αφορά τα κοινωνικά θέματα και τα θέματα που συνδέονται με τους εργαζόμενους: οι πληροφορίες που παρέχονται στην κατάσταση μπορούν να αφορούν τις δράσεις που αναλαμβάνονται για τη διασφάλιση της ισότητας των φύλων, της εφαρμογής των θεμελιωδών συμβάσεων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, των συνθηκών εργασίας, του κοινωνικού διαλόγου, του σεβασμού του δικαιώματος των εργαζομένων για ενημέρωση και διαβούλευση, του σεβασμού των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, της υγείας και της ασφάλειας στην εργασία και του διαλόγου με τις τοπικές κοινότητες και/ή τις δράσεις που αναλαμβάνονται για τη διασφάλιση της προστασίας και της ανάπτυξης των κοινοτήτων αυτών”
29 OECD Guidelines for multinational enterprises
30 ILO Tripartite Declaration of Principles concerning Multinational Enterprises and Social Policy
31 Η αιτιολογική έκθεση του ν.4403/2016 προβλέπει ότι: «…τα υφιστάμενα μέσα για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας. Ακόμα, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να παρέχουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με θέματα που ξεχωρίζουν ως τα πλέον πιθανά να προκαλέσουν τους κυριότερους κινδύνους με σοβαρές επιπτώσεις στην παραγωγική τους λειτουργία. Η σοβαρότητα των εν λόγω επιπτώσεων θα πρέπει να κρίνεται με βάση την κλίμακα και τη βαρύτητά τους»
32 Με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν.4403/2016 τροποποιήθηκε το άρθρο 251 με προσθήκη 4ης παραγράφου ως εξής: «4. Στη δημοσιότητα υπάγονται επίσης οι οικονομικές καταστάσεις των ομορρύθμων εταιρειών της περίπτωσης β’ της παρ.2 του άρθρου 1 του ν. 4308/2014( Α’ 251).»
33 1. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 25 του κ. ν. 2190/1920 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η γενική συνέλευση συνέρχεται υποχρεωτικά στην έδρα της εταιρείας ή στην περιφέρεια άλλου δήμου εντός του νομού της έδρας ή άλλου δήμου όμορου της έδρας, τουλάχιστον μία φορά κάθε εταιρική χρήση, το αργότερο έως τη δεκάτη (10η) ημερολογιακή ημέρα του ένατου μήνα μετά τη λήξη της εταιρικής χρήσης.»
34 6. Η παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 3190/1955 (Α' 91) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η συνέλευση συγκαλείται υποχρεωτικά τουλάχιστον μία φορά κατ' έτος το αργότερο έως τη δεκάτη (10η) ημερολογιακή ημέρα του ένατου μήνα μετά τη λήξη της εταιρικής χρήσης. Εάν η συνέλευση δεν συγκληθεί από τους διαχειριστές εντός της ανωτέρω προθεσμίας, η σύγκληση μπορεί να γίνει από οποιονδήποτε εταίρο κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρο 11 παράγραφος 2.»
35 7. Η παρ. 2 του άρθρου 69 του ν. 4072/2012 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η συνέλευση συγκαλείται τουλάχιστον μία φορά κατ' έτος το αργότερο έως τη δεκάτη (10η) ημερολογιακή ημέρα του ένατου μήνα μετά τη λήξη της εταιρικής χρήσης με αντικείμενο την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων (τακτική συνέλευση).»
36 2. Το άρθρο 43β του κ.ν. 2190/1920 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 43β
1. Οι ανώνυμες εταιρείες δημοσιεύουν στο Γ.Ε.ΜΗ.: α. τις νόμιμα εγκεκριμένες από την τακτική γενική Συνέλευση ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, β. την έκθεση διαχείρισης και γ. τη γνώμη του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου όπου απαιτείται, εντός είκοσι (20) ημερών από την έγκρισή τους από την τακτική γενική συνέλευση.
2. ……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..»
37 1. Η περίπτωση ζ' της παρ. 1 του άρθρου 7α του κ.ν. 2190/1920 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι εγκεκριμένες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και οι σχετικές εκθέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και των ελεγκτών της ανώνυμης εταιρείας».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α
Συνοπτική παρουσίαση υποχρεωτικών λογιστικών αρχείων και εκθέσεων.

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ (Ατομικές Οικονομικές Καταστάσεις)
  ΤΥΠΟΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡ.3 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 16 ΤΟΥ Ν.4308/14
ΜΕΓΑΛΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ 1. Ισολογισμός ή Κατάσταση Χρημ/κής Θέσης υπ38. Β1.1 ή 2. Κατάσταση Αποτελεσμάτω ν υπ. Β2.1 ή Β2.2 3. Κατάσταση Μεταβολών Καθαρής Θέσης υπ. Β3 4. Κατάσταση Χρηματοροών υπ. Β4 5.
Β1.2 Προσάρτημα
ΜΕΣΑΙΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ 1. Ισολογισμός ή Κατάσταση Χρημ/κής Θέσης υπ. Β1.1 ή Β1.2 2. Κατάσταση Αποτελεσμάτω ν υπ. Β2.1 ή Β2.2 3. Κατάσταση Μεταβολών Καθαρής Θέσης υπ. Β3 4.  
Προσάρτημα
ΜΙΚΡΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ 1. Ισολογισμός ή Κατάσταση Χρημ/κής Θέσης υπ. Β1.1 ή Β1.2 2. Κατάσταση Αποτελεσμάτω ν υπ. Β2.1 ή Β2.2 3.    
Προσάρτημα
ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ 1. Ισολογισμός ή Κατάσταση Χρημ/κής Θέσης υπ. Β1.1 ή Β1.2 (ή εναλλακτικά υπ.Β5) 2. Κατάσταση Αποτελεσμάτω ν υπ. Β2.1 ή Β2.2 (ή εναλλακτικά υπ.Β6) 3.    
Προσάρτημα
ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ 1. Ισολογισμός ή Κατάσταση Χρημ/κής Θέσης υπ. Β1.1 ή Β1.2 (ή εναλλακτικά υπ.Β5 ή και τίποτα από τα ανωτέρω 2. Κατάσταση Αποτελεσμάτω ν υπ. Β2.1 ή Β2.2 (ή εναλλακτικά υπ.Β6) 3.    
Προσάρτημα

 

Εκθέσεις - Δηλώσεις
  ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν.2190/20 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 4403/2016
  Υποχρεωτικά Υποχρεωτικά Υποχρεωτικά Δυνητικά Δυνητικά
ΈΚΘΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ Δ.Σ. Μεγάλες οντότητες & μεγάλοι όμιλοι Μεσαίες οντότητες & μεσαίοι όμιλοι Μικρές οντότητες Πολύ μικρές οντότητες Ειδική κατηγορία πολύ μικρών οντοτήτων
& μικροί όμιλοι
  Υποχρεωτικά Υποχρεωτικά Δυνητικά Δυνητικά Δυνητικά
ΈΚΘΕΣΗ ΕΛΕΚΤΩΝ Μεγάλες οντότητες & μεγάλοι όμιλοι Μεσαίες οντότητες & μεσαίοι όμιλοι Μικρές οντότητες Πολύ μικρές οντότητες Ειδική κατηγορία πολύ μικρών οντοτήτων
& μικροί όμιλοι
  Υποχρεωτικά Υποχρεωτικά Δυνητικά Δυνητικά Δυνητικά
ΔΗΛΩΣΗ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ Εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά  στην Ελλάδα Οντότητες που η μητρική είναι εισηγμένη σε οργανωμένη αγορά  εκτός Ελλάδας      
  Υποχρεωτικά Υποχρεωτικά      
ΕΚΘΕΣΗ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΠΡΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ Οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος και από τις προσωπικές αυτές Οι μεγάλες επιχειρήσεις , οι οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος και από τις προσωπικές      
  των οποίων όλοι οι εταίροι είναι νομικά πρόσωπα, με αντικείμενο την Εξορυκτική βιομηχανία αυτές των οποίων όλοι οι εταίροι τους είναι νομικά πρόσωπα, με αντικείμενο την Υλοτόμηση πρωτογενών δασών      
  Υποχρεωτικά Υποχρεωτικά Υποχρεωτικά Υποχρεωτικά  
ΈΚΘΕΣΗ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤ/ΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ Οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος   Μεγάλες επιχειρήσεις και όμιλοι   που   είναι ασφαλιστικές   και αντασφαλίστηκες επιχειρήσεις >500 εργαζόμενους Εταιρείες στην Ελλάδα  που είναι θυγατρικές εταιρειών οι οποίες χαρακτηρίζονται ως δημοσίου ενδιαφέροντος στην χώρα προέλευσης  
>500  
εργαζόμενους  
  Μεγάλες επιχειρήσεις  και όμιλοι που είναι πιστωτικά ιδρύματα >
  500
  εργαζόμενους

 

38 υπ = υπόδειγμα που προσδιορίζεται στο παράρτημα Β του ν. 4308/2014.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β1
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

Υπόδειγμα Β.1.1: Ισολογισμός – Ατομικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις - (Χρηματοοικονομικά στοιχεία σε κόστος κτήσης)
Ποσά σε μονάδες (ή χιλιάδες αναλόγως) νομίσματος παρουσίασης

Σημείωση

20Χ1 20Χ0
Μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία    
Ενσώματα πάγια    
Ακίνητα X X
Μηχανολογικός εξοπλισμός X X
Λοιπός εξοπλισμός X X
Επενδύσεις σε ακίνητα X X
Βιολογικά περιουσιακά στοιχεία X X
Λοιπά ενσώματα στοιχεία X X
Σύνολο X X
Άυλα πάγια στοιχεία    
Δαπάνες ανάπτυξης X X
Υπεραξία X X
Λοιπά άυλα X X
Σύνολο X X
Προκαταβολές και μη κυκλοφορούντα στοιχεία υπό κατασκευή X X
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία X X
Δάνεια και απαιτήσεις X X
Χρεωστικοί τίτλοι X X
Συμμετοχές σε θυγατρικές, συγγενείς και κοινοπραξίες X X
Λοιποί συμμετοχικοί τίτλοι X X
Λοιπά X X
Σύνολο X X
Αναβαλλόμενοι φόροι X X
Σύνολο μη κυκλοφορούντων X X
Κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία    
Αποθέματα    
Έτοιμα και ημιτελή προϊόντα X X
Εμπορεύματα X X
Πρώτες ύλες και διάφορα υλικά X X
Βιολογικά περιουσιακά στοιχεία X X
Προκαταβολές για αποθέματα X X
Λοιπά αποθέματα X X
Σύνολο X X
Χρηματοοικονομικά στοιχεία και προκαταβολές    
Εμπορικές απαιτήσεις X X
Δουλευμένα έσοδα περιόδου X X
Λοιπές απαιτήσεις X X
Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία X X
Προπληρωμένα έξοδα X X
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα X X
Σύνολο X X
Σύνολο κυκλοφορούντων X X
Σύνολο ενεργητικού X X
Καθαρή θέση    
Καταβλημένα κεφάλαια    
Κεφάλαιο X X
Υπέρ το άρτιο X X
Καταθέσεις ιδιοκτητών X X
Ίδιοι τίτλοι X X
Σύνολο X X
Διαφορές εύλογης αξίας X X
Διαφορές αξίας ενσωμάτων παγίων X X
Διαφορές αξίας διαθέσιμων για πώληση X X
Διαφορές αξίας στοιχείων αντιστάθμισης ταμειακών ροών X X
Σύνολο X X
Αποθεματικά και αποτελέσματα εις νέο    
Αποθεματικά νόμων ή καταστατικού X X
Αφορολόγητα αποθεματικά X X
Αποτελέσματα εις νέο X X
Σύνολο X X
Συναλλαγματικές διαφορές X X
Σύνολο καθαρής θέσης X X
Προβλέψεις    
Προβλέψεις για παροχές σε εργαζομένους X X
Λοιπές προβλέψεις X X
Σύνολο X X
Υποχρεώσεις    
Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις    
Δάνεια X X
Λοιπές μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις X X
Κρατικές επιχορηγήσεις X X
Αναβαλλόμενοι φόροι X X
Σύνολο X X
Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις X X
Τραπεζικά δάνεια    
Βραχυπρόθεσμο μέρος μακροπροθέσμων δανείων X X
Εμπορικές υποχρεώσεις X X
Φόρος εισοδήματος X X
Λοιποί φόροι και τέλη X X
Οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης X X
Λοιπές υποχρεώσεις X X
Έξοδα χρήσεως δουλευμένα X X
Έσοδα επόμενων χρήσεων X X
Σύνολο X X
  X X
     
Σύνολο υποχρεώσεων X X
Σύνολο καθαρής θέσης, προβλέψεων και υποχρεώσεων X X

Υπόδειγμα Β.1.2: Ισολογισμός – Ατομικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις (Χρηματοοικονομικά στοιχεία στην εύλογη αξία)
Ποσά σε μονάδες (ή χιλιάδες αναλόγως) νομίσματος παρουσίασης

 

Σημείωση 20Χ1 20Χ0
Μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία    
Ενσώματα πάγια    
Ακίνητα X X
Μηχανολογικός εξοπλισμός X X
Λοιπός εξοπλισμός X X
Επενδύσεις σε ακίνητα X X
Βιολογικά περιουσιακά στοιχεία X X
Λοιπά ενσώματα στοιχεία X X
Σύνολο X X
Άυλα πάγια στοιχεία    
Δαπάνες ανάπτυξης X X
Υπεραξία X X
Λοιπά άυλα X X
Σύνολο X X
Προκαταβολές και μη κυκλοφορούντα στοιχεία υπό κατασκευή X X
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία X X
Δάνεια και απαιτήσεις X X
Διακρατούμενες έως τη λήξη επενδύσεις X X
Συμμετοχές σε θυγατρικές, συγγενείς και κοινοπραξίες X X
Διαθέσιμα για πώληση X X
Στοιχεία προοριζόμενα για αντιστάθμιση X X
Σύνολο X X
Αναβαλλόμενοι φόροι X X
Σύνολο μη κυκλοφορούντων X X
Κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία    
Αποθέματα    
Έτοιμα και ημιτελή προϊόντα X X
Εμπορεύματα X X
Πρώτες ύλες και διάφορα υλικά X X
Βιολογικά περιουσιακά στοιχεία X X
Προκαταβολές για αποθέματα X X
Λοιπά αποθέματα X X
Σύνολο X X
Χρηματοοικονομικά στοιχεία και προκαταβολές    
Εμπορικές απαιτήσεις X X
Δουλευμένα έσοδα περιόδου X X
Λοιπές απαιτήσεις X X
Εμπορικό χαρτοφυλάκιο X X
Προπληρωμένα έξοδα X X
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα X X
Σύνολο X X
Σύνολο κυκλοφορούντων X X
Σύνολο ενεργητικού X X
Καθαρή θέση    
Καταβλημένα κεφάλαια    
Κεφάλαιο X X
Υπέρ το άρτιο X X
Καταθέσεις ιδιοκτητών X X
Ίδιοι τίτλοι X X
Σύνολο X X
Διαφορές εύλογης αξίας X X
Διαφορές αξίας ενσωμάτων παγίων X X
Διαφορές αξίας διαθέσιμων για πώληση X X
Διαφορές αξίας στοιχείων αντιστάθμισης ταμειακών ροών X X
Σύνολο X X
Αποθεματικά και αποτελέσματα εις νέο    
Αποθεματικά νόμων ή καταστατικού X X
Αφορολόγητα αποθεματικά X X
Αποτελέσματα εις νέο X X
Σύνολο X X
Συναλλαγματικές διαφορές X X
Σύνολο καθαρής θέσης X X
Προβλέψεις    
Προβλέψεις για παροχές σε εργαζομένους X X
Λοιπές προβλέψεις X X
Σύνολο X X
Υποχρεώσεις    
Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις    
Δάνεια X X
Λοιπές μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις X X
Κρατικές επιχορηγήσεις X X
Αναβαλλόμενοι φόροι X X
Σύνολο X X
Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις X X
Τραπεζικά δάνεια    
Βραχυπρόθεσμο μέρος μακροπροθέσμων δανείων X X
Εμπορικές υποχρεώσεις X X
Φόρος εισοδήματος X X
Λοιποί φόροι και τέλη X X
Οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης X X
Λοιπές υποχρεώσεις X X
Έξοδα χρήσεως δουλευμένα X X
Έσοδα επόμενων χρήσεων X X
Σύνολο X X
  X X
     
Σύνολο υποχρεώσεων X X
Σύνολο καθαρής θέσης, προβλέψεων και υποχρεώσεων X X


 

Υπόδειγμα Β.2.1: Κατάστασης Αποτελεσμάτων κατά λειτουργία – Ατομικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις

 

Σημείωση 20Χ1 20Χ0
Κύκλος εργασιών (καθαρός) Χ Χ
Κόστος πωλήσεων X X
Μικτό αποτέλεσμα Χ Χ
Λοιπά συνήθη έσοδα X X
  Χ Χ
Έξοδα διοίκησης Χ Χ
Έξοδα διάθεσης Χ Χ
Λοιπά έξοδα και ζημιές Χ Χ
Απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων (καθαρό ποσό) Χ Χ
Κέρδη και ζημίες από διάθεση μη κυκλοφορούντων στοιχείων Χ Χ
Κέρδη και ζημίες από επιμέτρηση στην εύλογη αξία Χ Χ
Έσοδα συμμετοχών και επενδύσεων Χ Χ
Κέρδος από αγορά οντότητας ή τμήματος σε τιμή ευκαιρίας Χ Χ
Λοιπά έσοδα και κέρδη X X
Αποτελέσματα προ τόκων και φόρων Χ Χ
Πιστωτικοί τόκοι και συναφή έσοδα Χ Χ
Χρεωστικοί τόκοι και συναφή έξοδα X X
Αποτέλεσμα προ φόρων Χ Χ
Φόροι εισοδήματος X X
Αποτέλεσμα περιόδου μετά από φόρους X X

 

Υπόδειγμα Β.2.2: Κατάσταση Αποτελεσμάτων κατ’ είδος – Ατομικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις

 

Σημείωση

20Χ1 20Χ0
Κύκλος εργασιών (καθαρός) Χ Χ
Μεταβολές αποθεμάτων (εμπορεύματα, προϊόντα, ημικατ/μένα) Χ Χ
Λοιπά συνήθη έσοδα Χ Χ
Ιδιοπαραχθέντα πάγια στοιχεία Χ Χ
Αγορές εμπορευμάτων και υλικών Χ Χ
Παροχές σε εργαζόμενους Χ Χ
Αποσβέσεις Χ Χ
Λοιπά έξοδα και ζημίες Χ Χ
Απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων (καθαρό ποσό) Χ Χ
Κέρδη και ζημίες από διάθεση μη κυκλοφορούντων στοιχείων Χ Χ
Κέρδη και ζημίες από επιμέτρηση στην εύλογη αξία Χ Χ
Έσοδα συμμετοχών και επενδύσεων Χ Χ
Κέρδος από αγορά οντότητας ή τμήματος σε τιμή ευκαιρίας Χ Χ
Λοιπά έσοδα και κέρδη X X
Αποτελέσματα προ τόκων και φόρων Χ Χ
Πιστωτικοί τόκοι και συναφή έσοδα Χ Χ
Χρεωστικοί τόκοι και συναφή έξοδα X X
Αποτέλεσμα προ φόρων Χ Χ
Φόροι εισοδήματος X X
Αποτέλεσμα περιόδου μετά από φόρους X X

 

Υπόδειγμα Β.3: Κατάσταση Μεταβολών Καθαρής Θέσης περιόδου – Ατομικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις

  Κεφάλαιο Υπέρ το άρτιο Καταθέσεις Ιδιοκτητών Ίδιοι Τίτλοι Διαφορές εύλογης αξίας Αποθεματικά νόμωνκαικατ/κού Αφορολόγητα αποθεματικά Αποτελέσματα εις νέο Σύνολο
Υπόλοιπο 01.01.20Χ0 Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ
Μεταβολές λογιστικών πολιτικών και διόρθωση λαθών               Χ Χ
Μεταβολές στοιχείων στην περίοδο Χ Χ     Χ   Χ   Χ
Εσωτερικές μεταφορές             Χ Χ 0
Διανομές στους φορείς               Χ Χ
Αποτελέσματα περιόδου               Χ Χ
Υπόλοιπο 31.12.20Χ0 Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ
Μεταβολές στοιχείων στην περίοδο         Χ       Χ
Εσωτερικές μεταφορές                 0
Διανομές μερισμάτων                 Χ
Αποτελέσματα περιόδου               Χ Χ
Υπόλοιπο 31.12.20Χ1 Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ

 

Υπόδειγμα Β.4: Κατάσταση Χρηματοροών – Ατομικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις (έμμεση μέθοδος)

  Σημείωση 20Χ1 20Χ0
Χρηματοροές από λειτουργικές δραστηριότητες    
Αποτέλεσμα προ φόρων Χ Χ
Πλέον ή μείον προσαρμογές για:    
Αποσβέσεις και απομειώσεις ενσώματων και άυλων πάγιων Χ Χ
Προβλέψεις Χ Χ
Κέρδη και ζημίες από διάθεση στοιχείων Χ Χ
Έσοδα συμμετοχών και επενδύσεων Χ Χ
Κέρδη και ζημίες από επιμέτρηση στοιχείων Χ Χ
Χρεωστικοί και πιστωτικοί τόκοι (καθαρό ποσό) X X
  Χ Χ
Πλέον ή μείον μεταβολές λογαριασμών κεφαλαίου κίνησης    
Μεταβολή αποθεμάτων Χ Χ
Μεταβολή απαιτήσεων Χ Χ
Μεταβολή υποχρεώσεων X X
  Χ Χ
Μείον:    
Πληρωμές για χρεωστικούς τόκους Χ Χ
Πληρωμές για φόρο εισοδήματος X X
Σύνολο Χ Χ
Χρηματοροές από επενδυτικές δραστηριότητες    
Πληρωμές (εισπράξεις) για απόκτηση (πώληση) παγίων στοιχείων Χ Χ
Χορηγηθέντα δάνεια (καθαρή μεταβολή) Χ Χ
Τόκοι εισπραχθέντες Χ Χ
Μερίσματα εισπραχθέντα X X
Σύνολο Χ Χ
Χρηματοροές από χρηματοδοτικές δραστηριότητες    
Εισπράξεις (πληρωμές) από αύξηση (μείωση) κεφαλαίου Χ Χ
Εισπράξεις (πληρωμές) από δάνεια Χ Χ
Μερίσματα πληρωθέντα X X
Σύνολο Χ Χ
Συμφωνία μεταβολής διαθεσίμων    
Καθαρή μεταβολή στα ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα της χρήσης Χ Χ
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα στην αρχή της περιόδου X X
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα στο τέλος της περιόδου Χ Χ

 

Υπόδειγμα Β.5: Ισολογισμός πολύ μικρών οντοτήτων

Περιουσιακά στοιχεία   20Χ1   20Χ0
Πάγια   Χ   Χ
Μείον: Αποσβεσμένα Χ   Χ Χ
Απομειωμένα Χ Χ Χ Χ
Αποθέματα   Χ   Χ
Απαιτήσεις   Χ   Χ
Προκαταβολές και έσοδα εισπρακτέα   Χ   Χ
Λοιπά   Χ   Χ
Σύνολο ενεργητικού   Χ   Χ
Καθαρή θέση και υποχρεώσεις        
Κεφάλαια και αποθεματικά   Χ   Χ
Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις   Χ   Χ
Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις   Χ   Χ
Σύνολο καθαρής θέσης και υποχρεώσεων   Χ   Χ

 

Υπόδειγμα Β.6: Κατάσταση Αποτελεσμάτων για πολύ μικρές οντότητες

  20Χ1 20Χ0
Κύκλος εργασιών (καθαρός) Χ Χ
Λοιπά συνήθη έσοδα Χ Χ
Μεταβολές αποθεμάτων (εμπορεύματα, προϊόντα, ημικατ/μένα) Χ Χ
Αγορές εμπορευμάτων και υλικών Χ Χ
Παροχές σε εργαζόμενους Χ Χ
Αποσβέσεις ενσωμάτων παγίων και άϋλων στοιχείων Χ Χ
Λοιπά έξοδα και ζημιές Χ Χ
Λοιπά έσοδα και κέρδη Χ Χ
Τόκοι και συναφή κονδύλια (καθαρό ποσό) X X
Αποτέλεσμα προ φόρων Χ Χ
Φόροι X X
Αποτέλεσμα περιόδου μετά από φόρους X X

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β2
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

Υπόδειγμα Β.7.1: Ισολογισμός – Ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις (Χρηματοοικονομικά στοιχεία στο κόστος)

  Σημείωση 20Χ1 20Χ0
Μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία    
Ενσώματα πάγια    
Ακίνητα X X
Μηχανολογικός εξοπλισμός X X
Λοιπός εξοπλισμός X X
Επενδύσεις σε ακίνητα X X
Βιολογικά περιουσιακά στοιχεία X X
Λοιπά ενσώματα στοιχεία X X
Σύνολο X X
Άυλα πάγια στοιχεία    
Δαπάνες ανάπτυξης X X
Υπεραξία X X
Λοιπά άυλα X X
Σύνολο X X
Προκαταβολές και μη κυκλοφορούντα στοιχεία υπό κατασκευή X X
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία X X
Δάνεια και απαιτήσεις X X
Χρεωστικοί τίτλοι X X
Επενδύσεις σε συγγενείς και κοινοπραξίες X X
Λοιποί συμμετοχικοί τίτλοι X X
Λοιπά X X
Σύνολο X X
Αναβαλλόμενοι φόροι X X
Σύνολο μη κυκλοφορούντων X X
Κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία    
Αποθέματα    
Έτοιμα και ημιτελή προϊόντα X X
Εμπορεύματα X X
Πρώτες ύλες και διάφορα υλικά X X
Βιολογικά περιουσιακά στοιχεία X X
Προκαταβολές για αποθέματα X X
Λοιπά αποθέματα X X
Σύνολο X X
Χρηματοοικονομικά στοιχεία και προκαταβολές    
Εμπορικές απαιτήσεις X X
Δουλευμένα έσοδα περιόδου X X
Λοιπές απαιτήσεις X X
Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία X X
Προπληρωμένα έξοδα X X
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα X X
Σύνολο X X
Σύνολο κυκλοφορούντων X X
Σύνολο ενεργητικού X X
Καθαρή θέση    
Καταβλημένα κεφάλαια    
Κεφάλαιο X X
Υπέρ το άρτιο X X
Καταθέσεις ιδιοκτητών X X
Ίδιοι τίτλοι X X
Σύνολο X X
Διαφορές εύλογης αξίας X X
Διαφορές αξίας ενσωμάτων παγίων X X
Διαφορές αξίας διαθέσιμων για πώληση X X
Διαφορές αξίας στοιχείων αντιστάθμισης ταμειακών ροών X X
Σύνολο X X
Αποθεματικά και αποτελέσματα εις νέο    
Αποθεματικά νόμων ή καταστατικού X X
Αφορολόγητα αποθεματικά X X
Αποτελέσματα εις νέο X X
Σύνολο X X
Συναλλαγματικές διαφορές X X
Καθαρή θέσης ιδιοκτητών μητρικής Χ Χ
Δικαιώματα που δεν ασκούν έλεγχο X X
Σύνολο καθαρής θέσης X X
Προβλέψεις    
Προβλέψεις για παροχές σε εργαζομένους X X
Λοιπές προβλέψεις X X
Σύνολο X X
Υποχρεώσεις    
Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις    
Δάνεια X X
Λοιπές μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις X X
Κρατικές επιχορηγήσεις X X
Αναβαλλόμενοι φόροι X X
Σύνολο X X
Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις    
Τραπεζικά δάνεια X X
Βραχυπρόθεσμο μέρος μακροπροθέσμων δανείων X X
Εμπορικές υποχρεώσεις X X
Φόρος εισοδήματος X X
Λοιποί φόροι και τέλη X X
Οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης X X
Λοιπές υποχρεώσεις X X
Έξοδα χρήσεως δουλευμένα X X
Έσοδα επόμενων χρήσεων X X
Σύνολο X X
Σύνολο υποχρεώσεων X X
Σύνολο καθαρής θέσης, προβλέψεων και υποχρεώσεων X X

 

Υπόδειγμα Β.7.2: Ισολογισμός – Ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις (Χρηματοοικονομικά στοιχεία στην εύλογη αξία )

 

  Σημείωση 20Χ1 20Χ0
Μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία    
Ενσώματα πάγια    
Ακίνητα X X
Μηχανολογικός εξοπλισμός X X
Λοιπός εξοπλισμός X X
Επενδύσεις σε ακίνητα X X
Βιολογικά περιουσιακά στοιχεία X X
Λοιπά ενσώματα στοιχεία X X
Σύνολο X X
Άυλα πάγια στοιχεία    
Δαπάνες ανάπτυξης X X
Υπεραξία X X
Λοιπά άυλα X X
Σύνολο X X
Προκαταβολές και μη κυκλοφορούντα στοιχεία υπό κατασκευή X X
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία X X
Δάνεια και απαιτήσεις X X
Διακρατούμενες έως τη λήξη επενδύσεις X X
Επενδύσεις σε συγγενείς και κοινοπραξίες X X
Διαθέσιμα για πώληση X X
Στοιχεία προοριζόμενα για αντιστάθμιση X X
Σύνολο X X
Αναβαλλόμενοι φόροι X X
Σύνολο μη κυκλοφορούντων X X
Κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία    
Αποθέματα    
Έτοιμα και ημιτελή προϊόντα X X
Εμπορεύματα X X
Πρώτες ύλες και διάφορα υλικά X X
Βιολογικά περιουσιακά στοιχεία X X
Προκαταβολές για αποθέματα X X
Λοιπά αποθέματα X X
Σύνολο X X
Χρηματοοικονομικά στοιχεία και προκαταβολές    
Εμπορικές απαιτήσεις X X
Δουλευμένα έσοδα περιόδου X X
Λοιπές απαιτήσεις X X
Εμπορικό χαρτοφυλάκιο X X
Προπληρωμένα έξοδα X X
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα X X
Σύνολο X X
Σύνολο κυκλοφορούντων X X
Σύνολο ενεργητικού X X
Καθαρή θέση    
Καταβλημένα κεφάλαια    
Κεφάλαιο X X
Υπέρ το άρτιο X X
Καταθέσεις ιδιοκτητών X X
Ίδιοι τίτλοι X X
Σύνολο X X
Διαφορές εύλογης αξίας X X
Διαφορές αξίας ενσωμάτων παγίων X X
Διαφορές αξίας διαθέσιμων για πώληση X X
Διαφορές αξίας στοιχείων αντιστάθμισης ταμειακών ροών X X
Σύνολο X X
Αποθεματικά και αποτελέσματα εις νέο    
Αποθεματικά νόμων ή καταστατικού X X
Αφορολόγητα αποθεματικά X X
Αποτελέσματα εις νέο X X
Σύνολο X X
Συναλλαγματικές διαφορές X X
Καθαρή θέσης ιδιοκτητών μητρικής Χ Χ
Δικαιώματα που δεν ασκούν έλεγχο X X
Σύνολο καθαρής θέσης X X
Προβλέψεις    
Προβλέψεις για παροχές σε εργαζομένους X X
Λοιπές προβλέψεις X X
Σύνολο X X
Υποχρεώσεις    
Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις    
Δάνεια X X
Λοιπές μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις X X
Κρατικές επιχορηγήσεις X X
Αναβαλλόμενοι φόροι X X
Σύνολο X X
Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις    
Τραπεζικά δάνεια X X
Βραχυπρόθεσμο μέρος μακροπροθέσμων δανείων X X
Εμπορικές υποχρεώσεις X X
Φόρος εισοδήματος X X
Λοιποί φόροι και τέλη X X
Οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης X X
Λοιπές υποχρεώσεις X X
Έξοδα χρήσεως δουλευμένα X X
Έσοδα επόμενων χρήσεων X X
Σύνολο X X
Σύνολο υποχρεώσεων X X
Σύνολο καθαρής θέσης, προβλέψεων και υποχρεώσεων X X

 

Υπόδειγμα Β.8.1: Κατάστασης Αποτελεσμάτων κατά λειτουργία – Ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις

 

Σημείωση 20Χ1 20Χ0
Κύκλος εργασιών (καθαρός) Χ Χ
Κόστος πωλήσεων X X
Μικτό αποτέλεσμα Χ Χ
Λοιπά συνήθη έσοδα X X
  Χ Χ
Έξοδα διοίκησης Χ Χ
Έξοδα διάθεσης Χ Χ
Λοιπά έξοδα και ζημιές Χ Χ
Απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων (καθαρό ποσό) Χ Χ
Κέρδη και ζημίες από διάθεση μη κυκλοφορούντων στοιχείων Χ Χ
Κέρδη και ζημίες από επιμέτρηση στην εύλογη αξία Χ Χ
Αποτέλεσμα από συγγενείς και κοινοπραξίες Χ Χ
Κέρδος από αγορά οντότητας ή τμήματος σε τιμή ευκαιρίας Χ Χ
Έσοδα επενδύσεων Χ Χ
Λοιπά έσοδα και κέρδη X X
Αποτελέσματα προ τόκων και φόρων Χ Χ
Πιστωτικοί τόκοι και συναφή έσοδα Χ Χ
Χρεωστικοί τόκοι και συναφή έξοδα X X
Αποτέλεσμα προ φόρων Χ Χ
Φόροι εισοδήματος X X
Αποτέλεσμα περιόδου μετά από φόρους Χ Χ
Το αποτέλεσμα περιόδου κατανέμεται:    
- Στους ιδιοκτήτες της μητρικής Χ Χ
- Σε δικαιώματα που δεν ασκούν έλεγχο X X

 

Υπόδειγμα Β.8.2: Κατάσταση Αποτελεσμάτων κατ’ είδος – Ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις

 

Σημείωση 20Χ1 20Χ0
Κύκλος εργασιών (καθαρός) Χ Χ
Μεταβολές αποθεμάτων (εμπορεύματα, προϊόντα, ημικατ/μένα) Χ Χ
Λοιπά συνήθη έσοδα Χ Χ
Ιδιοπαραχθέντα πάγια στοιχεία Χ Χ
Αγορές εμπορευμάτων και υλικών Χ Χ
Παροχές σε εργαζόμενους Χ Χ
Αποσβέσεις ενσωμάτων παγίων και άϋλων στοιχείων Χ Χ
Λοιπά έξοδα και ζημίες Χ Χ
Απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων (καθαρό ποσό) Χ Χ
Κέρδη και ζημίες από διάθεση μη κυκλοφορούντων στοιχείων Χ Χ
Κέρδη και ζημίες από επιμέτρηση στην εύλογη αξία Χ Χ
Αποτέλεσμα από συγγενείς και κοινοπραξίες Χ Χ
Κέρδος από αγορά οντότητας ή τμήματος σε τιμή ευκαιρίας Χ Χ
Έσοδα επενδύσεων Χ Χ
Λοιπά έσοδα και κέρδη X X
Αποτελέσματα προ τόκων και φόρων Χ Χ
Πιστωτικοί τόκοι και συναφή έσοδα Χ Χ
Χρεωστικοί τόκοι και συναφή έξοδα X X
Αποτέλεσμα προ φόρων Χ Χ
Φόροι εισοδήματος X X
Αποτέλεσμα περιόδου μετά από φόρους Χ Χ
Το αποτέλεσμα περιόδου κατανέμεται:    
- Στους ιδιοκτήτες της μητρικής Χ Χ
- Σε δικαιώματα που δεν ασκούν έλεγχο X X

 

Υπόδειγμα Β.9: Κατάσταση Μεταβολών Καθαρής Θέσης – Ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις

  Κεφάλαιο Υπέρ το άρτιο Καταθέσεις Ιδιοκτητών Ίδιοι Τίτλοι Διαφορές εύλογης αξίας Συν/κές διαφορές Αποθεματικά νόμων και κατ/κού Αφορολόγητα αποθεματικά Αποτελέσματα εις νέο Σύνολο καθαρής θέσης ιδιοκτητών μητρικής Δικαιώματα που δεν ασκούν έλεγχο Σύνολο καθαρής θέσης
Υπόλοιπο 01.01.20Χ0 Χ Χ Χ Χ Χ   Χ Χ Χ Χ Χ Χ
Μεταβολές λογιστικών πολιτικών και διόρθωση λαθών                 Χ Χ Χ Χ
Μεταβολές στοιχείων στην περίοδο Χ Χ     Χ     Χ       Χ
Εσωτερικές μεταφορές               Χ Χ Χ    
Διανομές στους φορείς                 Χ Χ Χ Χ
Αποτελέσματα περιόδου                 Χ Χ Χ Χ
Υπόλοιπο 31.12.20Χ0 Χ Χ Χ Χ Χ   Χ Χ Χ Χ Χ Χ
Μεταβολές στοιχείων στην περίοδο         Χ             Χ
Εσωτερικές μεταφορές                       0
Διανομές μερισμάτων                       Χ
Αποτελέσματα περιόδου                 Χ Χ Χ Χ
Υπόλοιπο 31.12.20Χ1 Χ Χ Χ Χ Χ   Χ Χ Χ Χ Χ Χ

 

Υπόδειγμα Β.10: Κατάσταση Χρηματοροών – Ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις (έμμεση μέθοδος)

 

Σημείωση 20Χ1 20Χ0
Χρηματοροές από λειτουργικές δραστηριότητες    
Αποτέλεσμα προ φόρων Χ Χ
Πλέον ή μείον προσαρμογές για:    
Αποσβέσεις και απομειώσεις ενσώματων και άυλων πάγιων Χ Χ
Προβλέψεις Χ Χ
Κέρδη και ζημίες από διάθεση στοιχείων Χ Χ
Κέρδη και ζημίες από επιμέτρηση στοιχείων Χ Χ
Έσοδα επενδύσεων Χ Χ
Αποτέλεσμα από συγγενείς και κοινοπραξίες Χ Χ
Κέρδος από αγορά οντότητας σε τιμή ευκαιρίας Χ Χ
Χρεωστικοί και πιστωτικοί τόκοι (καθαρό ποσό) X X
  Χ Χ
Πλέον ή μείον μεταβολές λογαριασμών κεφαλαίου κίνησης    
Μεταβολή αποθεμάτων Χ Χ
Μεταβολή απαιτήσεων Χ Χ
Μεταβολή υποχρεώσεων X X
  Χ Χ
Μείον:    
Πληρωμές για χρεωστικούς τόκους Χ Χ
Πληρωμές για φόρο εισοδήματος X X
Σύνολο Χ Χ
Χρηματοροές από επενδυτικές δραστηριότητες    
Πληρωμές (εισπράξεις) για απόκτηση (πώληση) παγίων στοιχείων Χ Χ
Χορηγηθέντα δάνεια (καθαρή μεταβολή) Χ Χ
Τόκοι εισπραχθέντες Χ Χ
Μερίσματα εισπραχθέντα X X
Σύνολο Χ Χ
Χρηματοροές από χρηματοδοτικές δραστηριότητες    
Εισπράξεις (πληρωμές) από αύξηση (μείωση) κεφαλαίου Χ Χ
Εισπράξεις (πληρωμές) από δάνεια Χ Χ
Μερίσματα πληρωθέντα X X
Σύνολο Χ Χ
Συμφωνία μεταβολής διαθεσίμων    
Καθαρή μεταβολή στα ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα της χρήσης Χ Χ
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα στην αρχή της περιόδου X X
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα στο τέλος της περιόδου Χ Χ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β3
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΕ ΚΙΝΗΤΕΣ ΑΞΙΕΣ

Υπόδειγμα Β.11: Ισολογισμός οργανισμών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), ν. 4099/2012

Ποσά σε μονάδες (ή χιλιάδες αναλόγως) νομίσματος παρουσίασης

  20Χ2 20Χ1 20Χ0
Μεταβιβάσιμοι τίτλοι Χ Χ Χ
Καταθέσεις σε τράπεζες Χ Χ Χ
Λοιπά περιουσιακά στοιχεία X X X
Σύνολο περιουσιακών στοιχείων Χ Χ Χ
Υποχρεώσεις X X X
Αξία καθαρών περιουσιακών στοιχείων Χ Χ Χ
Αριθμός μονάδων (μεριδίων) σε κυκλοφορία Χ Χ Χ
Αξία καθαρών περιουσιακών στοιχείων κατά μονάδα (μερίδιο) Χ Χ Χ
Ανάλυση χαρτοφυλακίου      
1. Μεταβιβάσιμοι τίτλοι που διαπραγματεύονται σε επίσημο χρηματιστήριο αξιών Χ Χ Χ
2. Μεταβιβάσιμοι τίτλοι που διαπραγματεύονται σε άλλες ρυθμιζόμενες αγορές Χ Χ Χ
3. Προσφάτως εκδοθέντες μεταβιβάσιμοι τίτλοι η έκδοση των οποίων περιέχει όρους για εισαγωγή εντός έτους σε επίσημο χρηματιστήριο ή άλλη ρυθμιζόμενη αγορά Χ Χ Χ
4. Λοιποί μεταβιβάσιμοι τίτλοι που δεν περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις (1), (2) και (3) X X X
Σύνολο Χ Χ Χ

 

Υπόδειγμα Β.12: Κατάσταση εξέλιξης των καθαρών περιουσιακών στοιχείων περιόδου, οργανισμών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), ν. 4099/2012

Α. Κατάσταση αποτελεσμάτων περιόδου 20Χ2 20Χ1 20Χ0
Εισόδημα από επενδύσεις Χ Χ Χ
Λοιπά εισοδήματα Χ Χ Χ
Έξοδα διαχείρισης Χ Χ Χ
Έξοδα Θεματοφύλακα Χ Χ Χ
Λοιπά έξοδα και φόροι X X X
Καθαρό εισόδημα Χ Χ Χ
Β. Κατάσταση λοιπών μεταβολών καθαρών περιουσιακών στοιχείων      
Διανομές και επανεπενδύσεις εισοδήματος Χ Χ Χ
Έκδοση νέων μεριδίων Χ Χ Χ
Εξαγορές μεριδίων Χ Χ Χ
Διαφορές επιμέτρησης επενδύσεων Χ Χ Χ
Λοιπές μεταβολές των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων Χ Χ Χ
Κόστη συναλλαγών του χαρτοφυλακίου X X X
  Χ Χ Χ
Σύνολο μεταβολών καθαρών περιουσιακών στοιχείων (Α + Β)
 
Χ Χ Χ


 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ & ΜΙΚΡΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

Α) ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ, ΜΕ ΔΙΠΛΟΓΡΑΦΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ.

 

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ Σημειώσεις επί των χρηματοοικονομικών καταστάσεων ( Άρθρο 29 και 30 του Ν. 4308/2014 )
της επιχείρησης : ……………………………………………………….
 

  ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ : 1/1/2016 έως 31/12/2016
  Μέγεθος οντότητας : « Πολύ μικρή οντότητα »  με Διπλογραφικά βιβλία .
  Νόμισμα : Ευρώ.
  Στρογγυλοποίηση ποσών στις Οι κονομικές Καταστάσεις Δεν έγινε.
     
Α/Α Απαιτούμενη Γνωστοποίηση Απάντηση ( Ενδεικτική )
1 Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 3  
α Επωνυμία της οντότητας. ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ
β Νομικός τύπος της οντότητας. (Α.Ε – Ε.Π.Ε – Ι.Κ.Ε, κ.λπ.)
γ Περίοδος αναφοράς. 1/1/2016 ΕΩΣ 31/12/2016
δ Διεύθυνση της έδρας της οντότητας. ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ
ε Δημόσιο μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένη η οντότητα & αριθμός Μητρώου αυτής Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ) Άρτεμη: xxxxxxxxxxxxx
στ Η οντότητα λειτουργεί με την παραδοχή της συνεχιζόμενης δραστηριότητας, ή όχι ; ΝΑΙ (Συνήθης περίπτωση )  ή ΌΧΙ ( περιπτώσεις που η Εταιρεία έχει προβλήματα επιβίωσης )
ζ Η οντότητα είναι υπό εκκαθάριση ; ΌΧΙ (Συνήθης περίπτωση )  ή ΝΑΙ
( περίπτωση που η Εταιρεία βρίσκεται σε Εκκαθάριση )
η Κατηγορία της οντότητας «Πολύ μικρή με διπλογραφικά βιβλία»
θ Δήλωση ότι οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις έχουν καταρτιστεί σε πλήρη συμφωνία με το νόμο.
Η Διοίκηση της Οντότητας δηλώνει ότι :
« Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις έχουν καταρτιστεί σε πλήρη συμφωνία με τον νόμο
4308/2014 » .
2 Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 16  
  Ενδεχόμενες υποχρεώσεις, που δεν εμφανίζονται στον ισολογισμό. Εγγυήσεις :
Ενδεχόμενη Υποχρέωση για αποζημίωση προσωπικού : Ενδεχόμενη Υποχρέωση για ανέλεγκτες φορολογικά χρήσεις :
Υπόλοιπο αξίας συμβάσεων leasing ( που είχαν υπογραφεί πριν την 31/12/13 και δεν εμφανίζονται
στον Ισολογισμό ) :
3 Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 25  
  Τα ποσά προκαταβολών και πιστώσεων που  χορηγήθηκαν στα μέλη διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών συμβουλίων, με μνεία του επιτοκίου, των όρων χορήγησης και των ποσών που επιστράφηκαν, διαγράφηκαν ή δεν εισπράχθηκαν λόγω αποποίησης, καθώς και
τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν για λογαριασμό τους, με οποιαδήποτε εγγύηση. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται αθροιστικά για κάθε κατηγορία των προσώπων αυτών.
Προκαταβολές και Πιστώσεις :
Υπόλοιπο 1/1/2015 :
Μείον : Επιστροφές :
Συν : Αναλήψεις :
Μείον : Διαγραφές :
Υπόλοιπο 31/12/2015 :

Επιτόκιο χορήγησης : ….

Δεσμεύσεις – Εγγυήσεις :
4 Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 34 και 16 παρ 7  
  Καταρτίσατε συνοπτικό Ισολογισμό του  υποδείγματος Β.5 και συνοπτική Κατάσταση Αποτελεσμάτων του υποδείγματος Β.6. Ναι / Όχι
   
  Άλλες Σημειώσεις με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των Οικονομικών Καταστάσεων
     
  Aθήνα , χχ Ιουνίου 20ΧΧ  
 
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ του Δ.Σ ΕΝΑ ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ Δ.Σ Ο ΛΟΓΙΣΤΗΣ
η η  
Ο ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ Ο ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ  

 

 

 

Β) «ΜΙΚΡΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ»

 

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ Σημειώσεις επί των χρηματοοικονομικών καταστάσεων ( Άρθρο 29 και 30 του Ν. 4308/2014 )
της επιχείρησης : ……………………………………………………….
 

  ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ : 1/1/2016 έως 31/12/2016
  Μέγεθος οντότητας : «Μικρή οντότητα»
  Νόμισμα : Ευρώ.
  Στρογγυλοποίηση ποσών στις Οι κονομικές Καταστάσεις Δεν έγινε.
     
Α/Α Απαιτούμενη Γνωστοποίηση Απάντηση ( Ενδεικτική )
Α Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 3  
i Επωνυμία της οντότητας. ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ
ii Νομικός τύπος της οντότητας. (Α.Ε – Ε.Π.Ε – Ι.Κ.Ε, κ.λπ.)
iii Περίοδος αναφοράς. 1/1/2016 ΕΩΣ 31/12/2016
iv Διεύθυνση της έδρας της οντότητας. ΨΨΨΨΨΨΨΨΨΨ
v Δημόσιο μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένη η οντότητα & αριθμός Μητρώου αυτής Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ) Άρ. ΓΕΜΗ: xxxxxxxxxxxxx
vi Η οντότητα λειτουργεί με την παραδοχή της συνεχιζόμενης δραστηριότητας, ή όχι ; ΝΑΙ (Συνήθης περίπτωση )  ή ΌΧΙ ( περιπτώσεις που η Εταιρεία έχει προβλήματα επιβίωσης ) [ Στην περίπτωση αυτή συμπληρώνεται και το 2.]
vii Η οντότητα είναι υπό εκκαθάριση ; ΌΧΙ (Συνήθης περίπτωση )  ή ΝΑΙ (περίπτωση που η Εταιρεία βρίσκεται σε Εκκαθάριση)
viii Κατηγορία της οντότητας «Mικρή με διπλογραφικά βιβλία»
ix Δήλωση ότι οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις έχουν καταρτιστεί σε πλήρη συμφωνία με το νόμο. Η Διοίκηση της Οντότητας δηλώνει ότι : « Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις έχουν καταρτιστεί σε πλήρη συμφωνία με τον νόμο 4308/2014 » .
Β Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 4  
  Υπάρχουν παράγοντες που θέτουν σε κίνδυνο την προοπτική της οντότητας ως συνεχιζόμενη δραστηριότητα. γνωστοποιείται η φύση αυτών των παραγόντων, καθώς και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπισή τους. Η επιχείρηση διενήργησε σχετική αξιολόγηση και δεν εντόπισε παράγοντες που θέτουν σε κίνδυνο την προοπτική της ως συνεχιζόμενη δραστηριότητα. ή Η επιχείρηση εντόπισε τους ακόλουθους παράγοντες :……
Γ Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 5  
  Συνοπτική αναφορά των λογιστικών πολιτικών που ακολουθεί η οντότητα για τα επιμέρους στοιχεία των χρηματοοικονομικών της καταστάσεων. Σε περίπτωση αλλαγών λογιστικών πολιτικών, αλλαγών λογιστικών εκτιμήσεων ή διόρθωσης λαθών, γίνεται αναφορά στο γεγονός, στους λόγους που οδήγησαν στην αλλαγή ή τη διόρθωση, και γνωστοποιούνται επαρκώς οι σχετικές επιπτώσεις στα κονδύλια των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. α) Οι «Λογιστικές Πολιτικές », αναλύονται στο « Παράρτημα Νο ΧΧ»
β) Δεν έγιναν αλλαγές στις «λογιστικές πολιτικές» και στις «λογιστικές εκτιμήσεις» / ή έγιναν και αναλύονται στο «Παράρτημα Νο ΨΨ»
γ) Δεν έγιναν «διορθώσεις λαθών»/ή έγιναν και αναλύονται στο«Παράρτημα Νο ΖΖ».
Δ Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 6  
  Παρεκκλίσεις από την εφαρμογή μιας διάταξης του παρόντος νόμου για να εκπληρώσει την υποχρέωση της παραγράφου 2 του άρθρου 16 περί εύλογης παρουσίασης, η παρέκκλιση αυτή γνωστοποιείται και δικαιολογείται επαρκώς. Οι επιπτώσεις της παρέκκλισης στα περιουσιακά στοιχεία, στις υποχρεώσεις, στην καθαρή θέση και στα αποτελέσματα, παρατίθενται πλήρως στο προσάρτημα. Δεν έγινε παρέκκλιση. ( ή) Έγινε η ακόλουθη παρέκκλιση: ....................
Ε Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 7  
  Όταν ένα περιουσιακό στοιχείο ή μία υποχρέωση σχετίζεται με περισσότερα από ένα κονδύλια του ισολογισμού, γνωστοποιείται η σχέση του στοιχείου αυτού με τα σχετιζόμενα κονδύλια των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Δεν υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις. ( ή) Υπάρχουν οι εξής περιπτώσεις : ………………………….
ΣΤ Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 8  
  Πίνακα Μεταβολών των ενσώματων και άυλων πάγιων περιουσιακών στοιχείων: Βλέπε συνημμένο « Παράρτημα Νο ΩΩ»
Ζ Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 10  
  Πληροφορίες για την περίπτωση επιμέτρησης στην εύλογη αξία, σύμφωνα με το άρθρο 24. Δεν εφαρμόστηκε το άρθρο 24. ( ή ) Βλέπε σχετικές πληροφορίες στο συνημμένο « Παράρτημα Νο ΑΑ»
Η Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 13  
  Το συνολικό χρέος της οντότητας που καλύπτεται με εξασφαλίσεις που παρέχονται από την οντότητα, με ένδειξη της φύσης και της μορφής της εξασφάλισης. Προσημειώσεις και Υποθήκες : …………….. Παρακράτηση κυριότητας : ……………….
Θ Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 14  
  Τα ποσά των υποχρεώσεων της οντότητας που καθίστανται απαιτητά μετά από πέντε (5) έτη από την ημερομηνία του ισολογισμού. ....................
Ι Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 16  
  Το συνολικό ποσό των χρηματοοικονομικών δεσμεύσεων, εγγυήσεων ή ενδεχόμενων επιβαρύνσεων (ενδεχόμενες υποχρεώσεις) που δεν εμφανίζονται στον ισολογισμό, με ένδειξη της φύσης και της μορφής των σχετικών εξασφαλίσεων που έχουν παρασχεθεί. Κάθε δέσμευση που αφορά παροχές σε εργαζόμενους μετά την έξοδο από τη υπηρεσία ή οντότητες ομίλου ή συγγενείς οντότητες, γνωστοποιείται ξεχωριστά α) Εγγυητικές Επιστολές ………………
β) Υπόλοιπο αξίας συμβάσεων leasing ( που είχαν υπογραφεί πριν την 31/12/χχ και δεν εμφανίζονται στον Ισολογισμό ) …………………
γ) Ανέλεγκτες φορολογικά χρήσεις και ενδεχόμενες υποχρεώσεις. ………………
δ) Δεσμεύσεις για παροχές σε εργαζόμενους μετά την έξοδο. ………………
ε) Επίδικες υποθέσεις. …...
ΙΑ Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 17  
  Το ποσό και τη φύση των επιμέρους στοιχείων των εσόδων ή των εξόδων που είναι ιδιαίτερου ύψους ή ιδιαίτερης συχνότητας ή σημασίας. Ιδιαίτερα, στην περίπτωση που από τον παρόντα νόμο προβλέπεται συμψηφισμός εσόδων και εξόδων γνωστοποιούνται τα σχετικά κονδύλια και οι αξίες αυτών προ του συμψηφισμού. Δεν υπάρχουν σημαντικά κονδύλια εσόδων και εξόδων στην περίοδο που επηρεάζουν τα αποτελέσματα. ή Υπάρχουν σημαντικά κονδύλια εσόδων και εξόδων στην περίοδο που επηρεάζουν τα αποτελέσματα και είναι τα εξής :
Έκτακτα κονδύλια κερδών ή ζημιών : ……………. Απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων (περιλαμβανομένων των τυχόν αναστροφών τους) …………..
Προβλέψεις (περιλαμβανομένων των τυχόν αναστροφών τους) : ………
ΙΒ Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 18  
  Το ποσό τόκων της περιόδου με το οποίο αυξήθηκε το κόστος απόκτησης αγαθών και υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθρο 20. Δεν ενσωματώθηκαν (ή ) Ενσωματώθηκαν τόκοι ύψους ΧΧΧΧ στην αξία των αποθεμάτων ……
ΙΓ Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 23 (α)  
  Ο μέσος όρος των απασχολούμενων. ….. άτομα.
ΙΔ Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 25  
  Τα ποσά προκαταβολών και πιστώσεων που χορηγήθηκαν στα μέλη διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών συμβουλίων, με μνεία του επιτοκίου, των όρων χορήγησης και των ποσών που επιστράφηκαν, διαγράφηκαν ή δεν εισπράχθηκαν λόγω αποποίησης, καθώς και τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν για λογαριασμό τους, με οποιαδήποτε εγγύηση. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται αθροιστικά για κάθε κατηγορία των προσώπων αυτών. Προκαταβολές και Πιστώσεις :
Υπόλοιπο 1/1/2015 :
Μείον : Επιστροφές :
Συν : Αναλήψεις :
Μείον : Διαγραφές :
Υπόλοιπο 31/12/2015 :
Επιτόκιο χορήγησης : ….

Δεσμεύσεις – Εγγυήσεις :
   
ΙΕ Άλλες Σημειώσεις με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των Οικονομικών Καταστάσεων
     
  Aθήνα , χχ Ιουνίου 20ΧΧ  
 
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ του Δ.Σ ΕΝΑ ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ Δ.Σ Ο ΛΟΓΙΣΤΗΣ
η η  
Ο ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ Ο ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ  








O browser δεν υποστηρίζει pdf viewεr. Κατεβάστε την απόφαση από εδώ: Download PDF.





ΔΕΕ - Υπόθεση C‑11/15 Παροχές υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας - Έννοια - Δημόσια ραδιοφωνία - Χρηματοδότηση μέσω υποχρεωτικών διά νόμου επιβαλλομένων τελών

$
0
0
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)   της 22ας Ιουνίου 2016    «Προδικαστική παραπομπή – Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ – Φόρος προστιθέμενης αξίας – Άρθρο 2, σημείο 1 – Παροχές υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας – Έννοια – Δημόσια ραδιοφωνία – Χρηματοδότηση μέσω υποχρεωτικών διά νόμου επιβαλλομένων τελών»
 
 Στην υπόθεση C‑11/15,
 
 με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία) με απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Ιανουαρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης
 
 Odvolací finanční ředitelství
 
 κατά
 
 Český rozhlas
 
 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
 
 συγκείμενο από την R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, και τους J.-C. Bonichot, C. G. Fernlund, S. Rodin και E. Regan, δικαστές,
 
 γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar
 
 γραμματέας: I. Illéssy, υπάλληλος διοικήσεως,
 
 έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Δεκεμβρίου 2015,
 
 λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
 
 – η Odvolací finanční ředitelství, εκπροσωπούμενη από την E. Nedorostková,
 
 – η Český rozhlas, εκπροσωπούμενη από τον P. Orct, advokát,
 
 – η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, J. Vláčil, Ζ. Petz και T. Müller,
 
 – η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Κ. Γεωργιάδη και την Α. Δημητρακοπούλου,
 
 – η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,
 
 – η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τη V. Kaye, επικουρούμενη από τον P. Mantle, barrister,
 
 – η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις L. Lozano Palacios και Z. Malůšková,
 
 αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου 2016,
 
 εκδίδει την ακόλουθη
 
 Απόφαση
 
 1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 1, στο εξής: έκτη οδηγία).
 
 2 Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Odvolací finanční ředitelství (δευτεροβάθμια διεύθυνση δημοσίων οικονομικών, στο εξής: ΔΟΥ), πρώην Finanční ředitelství pro hlavní město Prahu (διεύθυνση δημοσίων οικονομικών για τον Δήμο Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία), και της Český rozhlas (Τσεχική Ραδιοφωνία) σχετικά με τον φόρο προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ) στον οποίο υπήχθη η δεύτερη στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της δημόσιας ραδιοφωνίας.
 
 Το νομικό πλαίσιο
 
 Το δίκαιο της Ένωσης
 
 3 Το άρθρο 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας ορίζει τα εξής:
 
 «Στον [ΦΠΑ] υπόκεινται:
 
 1. Οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στον φόρο, που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτήν».
 
 4 Το άρθρο 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο ιζ΄, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
 
 «Α. Απαλλαγές ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος
 
 1. Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα Κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση:
 
 [...]
 
 ιζ) τις δραστηριότητες δημόσιων οργανισμών ραδιοφώνου και τηλεόρασης, εκτός από αυτές που έχουν εμπορικό χαρακτήρα.»
 
 Το τσεχικό δίκαιο
 
 5 Δυνάμει του άρθρου 1 του νόμου 484/1991 περί της Český rozhlas, ως είχε κατά τον χρόνο της υποθέσεως της κύριας δίκης, ιδρύεται εταιρία ραδιοφωνίας, ήτοι η Český rozhlas, με έδρα την Πράγα (Τσεχική Δημοκρατία). Κατά τη διάταξη αυτή, η Český rozhlas είναι νομικό πρόσωπο το οποίο διαχειρίζεται τα ίδια περιουσιακά του στοιχεία, αποκτά δικαιώματα και αναλαμβάνει ίδιες δεσμεύσεις.
 
 6 Το άρθρο 10 του ως άνω νόμου προβλέπει ότι οι πηγές χρηματοδοτήσεως της Český rozhlas είναι ιδίως τα ραδιοφωνικά τέλη τα οποία εισπράττονται δυνάμει ειδικής νομοθεσίας και τα εισοδήματα τα οποία προέρχονται από τις ίδιες οικονομικές της δραστηριότητες.
 
 7 Κατά το άρθρο 1 του νόμου 348/2005 περί ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών τελών, ως είχε κατά τον χρόνο της υποθέσεως της κύριας δίκης, σκοπός των ραδιοφωνικών τελών ήταν η χρηματοδότηση της παρεχόμενης από την Český rozhlas δημόσιας υπηρεσίας.
 
 8 Βάσει του άρθρου 2 του ως άνω νόμου, τα ραδιοφωνικά τέλη καταβάλλονται με βάση την κατοχή τεχνικού εξοπλισμού ο οποίος μπορεί να αναπαραγάγει ατομικώς ανά πάσα στιγμή ραδιοφωνική εκπομπή ανεξαρτήτως του τύπου λήψεως (στο εξής: ραδιοφωνικός δέκτης), περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως κατοχής τέτοιου εξοπλισμού για άλλους σκοπούς.
 
 9 Κατά το άρθρο 3 του ως άνω νόμου, υπόχρεο για την καταβολή των ραδιοφωνικών τελών είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο είναι κύριος ραδιοφωνικού δέκτη ή το πρόσωπο το οποίο, χωρίς να είναι κύριος ραδιοφωνικού δέκτη, κατέχει ή χρησιμοποιεί ραδιοφωνικό δέκτη, βάσει άλλης νόμιμης αιτίας, για διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός.
 
 10 Το άρθρο 7 του ίδιου νόμου ορίζει ότι ο υπόχρεος καταβάλλει τα ραδιοφωνικά τέλη στον αναφερόμενο στον νόμο ραδιοφωνικό οργανισμό, είτε ευθέως είτε μέσω αντιπροσώπου του.
 
 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
 
 11 Η Český rozhlas είναι νομικό πρόσωπο το οποίο έχει συσταθεί με νόμο και του οποίου κύρια δραστηριότητα είναι η δημόσια μετάδοση ραδιοφωνικών προγραμμάτων.
 
 12 Με συμπληρωματικές φορολογικές δηλώσεις για την περίοδο από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο του 2006, η Český rozhlas αύξησε το ποσόν το οποίο είχε δικαίωμα να εκπέσει από τον ΦΠΑ, αποκλείοντας από τον υπολογισμό του συντελεστή που χρησιμοποίησε για την έκπτωση του ΦΠΑ τις υπηρεσίες που αντιστοιχούσαν στα ραδιοφωνικά τέλη που είχε εισπράξει, τις οποίες είχε δηλώσει αρχικώς ως υπηρεσίες εξαιρούμενες από τον ΦΠΑ χωρίς δικαίωμα εκπτώσεώς του. Ως προς τα τέλη αυτά, η Český rozhlas υποστήριξε ότι δεν αποτελούσαν αμοιβή για τις υπηρεσίες δημόσιας ραδιοφωνικής μεταδόσεως που παρέχει.
 
 13 Με δέκα συμπληρωματικές πράξεις επιβολής φόρου σχετικά με τον ΦΠΑ τον οποίο όφειλε η Český rozhlas για την ως άνω περίοδο, η Finanční úřad pro Prahu 10 (10ο Γραφείο δημοσίων οικονομικών για τον Δήμο Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία) αρνήθηκε την απαλλαγή των ως άνω παροχών από τον ΦΠΑ.
 
 14 Η Český rozhlas κατέθεσε ενδικοφανή προσφυγή κατά των ως άνω συμπληρωματικών πράξεων επιβολής φόρου.
 
 15 Δεδομένου ότι η εν λόγω ενδικοφανής προσφυγή απορρίφθηκε με δέκα αποφάσεις της ΔΟΥ, η Český rozhlas προσέφυγε κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του Mĕstský soud v Praze (περιφερειακό δικαστήριο Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία).
 
 16 Με απόφαση της 6ης Ιουνίου 2014, το Mĕstský soud v Praze (περιφερειακό δικαστήριο Πράγας) ακύρωσε τις ως άνω αποφάσεις και ανέπεμψε την υπόθεση στη ΔΟΥ.
 
 17 Η ΔΟΥ άσκησε αναίρεση κατ’ αυτής της αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
 
 18 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:
 
 «Μπορεί η δημόσια ραδιοφωνία, η οποία χρηματοδοτείται μέσω υποχρεωτικών διά νόμου επιβαλλομένων τελών με βάση την κυριότητα, την κατοχή ή το δικαίωμα χρήσεως ραδιοφωνικού δέκτη για άλλη νόμιμη αιτία, να θεωρηθεί “παροχή υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας” υπό την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας, απαλλασσόμενη από τον [ΦΠΑ] σύμφωνα με το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο ιζʹ, της ως άνω οδηγίας, ή, αντιθέτως, συνιστά μη οικονομική δραστηριότητα μη υποκείμενη στον ΦΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 2 της έκτης οδηγίας και για την οποία, ως εκ τούτου, δεν ισχύει η απαλλαγή από τον ΦΠΑ η οποία προβλέπεται στο άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο ιζʹ, της εν λόγω οδηγίας;»
 
 Επί του προδικαστικού ερωτήματος
 
 19 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι δραστηριότητα δημόσιας ραδιοφωνίας, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία χρηματοδοτείται μέσω υποχρεωτικών διά νόμου επιβαλλομένων τελών τα οποία καταβάλλονται από τα πρόσωπα που έχουν στην κυριότητά τους ή κατέχουν ραδιοφωνικό δέκτη, η δε ως άνω δραστηριότητα ασκείται από εταιρία ραδιοφωνίας συσταθείσα με νόμο, συνιστά παροχή υπηρεσιών «εξ επαχθούς αιτίας», υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, αλλά απαλλασσόμενη του ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο ιζ΄, της ίδιας οδηγίας, ή εάν το εν λόγω άρθρο έχει την έννοια ότι τέτοια δραστηριότητα δεν συνιστά δραστηριότητα υποκείμενη στον ΦΠΑ και εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.
 
 20 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο του συστήματος ΦΠΑ, οι φορολογητέες πράξεις προϋποθέτουν την ύπαρξη εμπορικής πράξεως μεταξύ των μερών συνεπαγομένης καθορισμό τιμής ή ανταλλάγματος. Κατά συνέπεια, όταν η δραστηριότητα του παρέχοντος υπηρεσίες συνίσταται αποκλειστικώς στην άνευ αμέσου ανταλλάγματος παροχή υπηρεσιών, δεν υπάρχει βάση για την επιβολή φορολογίας και, επομένως, η παροχή των υπηρεσιών αυτών δεν υπόκειται στον ΦΠΑ (βλ. αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 1994, Tolsma, C-16/93, EU:C:1994:80, σκέψη 12, της 29ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Φινλανδίας, C-246/08, EU:C:2009:671, σκέψη 43, και της 27ης Οκτωβρίου 2011, GFKL Financial Services, C-93/10, EU:C:2011:700, σκέψη 17).
 
 21 Επομένως, μια παροχή υπηρεσιών πραγματοποιείται «εξ επαχθούς αιτίας», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας ΦΠΑ, και επομένως είναι φορολογητέα, μόνον αν υφίσταται μεταξύ του παρέχοντος την υπηρεσία και του λήπτη αυτής έννομη σχέση στο πλαίσιο της οποίας ανταλλάσσονται αμοιβαίως παροχές, η δε αμοιβή που λαμβάνει ο παρέχων την υπηρεσία συνιστά την πραγματική αντιπαροχή της υπηρεσίας που παρέχεται στον λήπτη (βλ. αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 1994, Tolsma, C-16/93, EU:C:1994:80, σκέψη 14, της 29ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Φινλανδίας, C‑246/08, EU:C:2009:671, σκέψη 44, και της 27ης Οκτωβρίου 2011, GFKL Financial Services, C-93/10, EU:C:2011:700, σκέψη 18).
 
 22 Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι η κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας έννοια της «παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας» προϋποθέτει την ύπαρξη άμεσης σχέσεως μεταξύ της παρεχόμενης υπηρεσίας και της λαμβανόμενης αντιπαροχής (βλ. αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1981, Coöperatieve Aardappelenbewaarplaats, 154/80, EU:C:1981:38, σκέψη 12, της 8ης Μαρτίου 1988, Apple and Pear Development Council, 102/86, EU:C:1988:120, σκέψη 12, της 3ης Μαρτίου 1994, Tolsma, C-16/93, EU:C:1994:80, σκέψη 13, της 29ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Φινλανδίας, C-246/08, EU:C:2009:671, σκέψη 45, και της 27ης Οκτωβρίου 2011, GFKL Financial Services, C-93/10, EU:C:2011:700, σκέψη 19).
 
 23 Όσον αφορά την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης υπηρεσία δημόσιας ραδιοφωνίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν υφίσταται έννομη σχέση μεταξύ της Český rozhlas και των προσώπων τα οποία είναι υπόχρεα προς καταβολή των ραδιοφωνικών τελών, στο πλαίσιο της οποίας θα ανταλλάσσονταν αμοιβαίως παροχές, ούτε άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της υπηρεσίας δημόσιας ραδιοφωνίας και των εν λόγω τελών.
 
 24 Πράγματι, στο πλαίσιο της παροχής της εν λόγω υπηρεσίας, η Český rozhlas και τα ανωτέρω πρόσωπα δεν συνδέονται βάσει συμβατικής σχέσεως ή πράξεως περιλαμβάνουσας καθορισμό αντιτίμου, ούτε έχουν αναλάβει ο ένας έναντι του άλλου οιαδήποτε νομική δέσμευση με ελεύθερη συναίνεση.
 
 25 Εξάλλου, η υποχρέωση καταβολής των ραδιοφωνικών τελών δεν απορρέει από την παροχή υπηρεσίας για την οποία θα αποτελούσε το άμεσο αντάλλαγμα, δεδομένου ότι η εν λόγω υποχρέωση συνδέεται όχι προς τη χρήση της υπηρεσίας δημόσιας ραδιοφωνίας την οποία παρέχει η Český rozhlas από τα πρόσωπα που υποχρεούνται να καταβάλλουν τα τέλη, αλλ’ αποκλειστικώς προς την κατοχή ραδιοφωνικού δέκτη, και τούτο ανεξαρτήτως της πραγματικής χρήσεώς του.
 
 26 Επομένως, τα ως άνω τέλη υποχρεούνται να καταβάλλουν τα πρόσωπα τα οποία κατέχουν ραδιοφωνικό δέκτη, περιλαμβανομένων και εκείνων τα οποία χρησιμοποιούν τον εν λόγω δέκτη αποκλειστικώς για την ακρόαση ραδιοφωνικών προγραμμάτων που εκπέμπουν ραδιοφωνικοί σταθμοί άλλοι από την Český rozhla, όπως εμπορικά ραδιοφωνικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από άλλες πηγές και όχι μέσω των τελών, για την ανάγνωση ψηφιακών δίσκων ή άλλων ψηφιακών μέσων, ή για άλλες συνήθεις λειτουργίες του εξοπλισμού λήψεως και αναπαραγωγής ραδιοφωνικών εκπομπών.
 
 27 Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι η πρόσβαση στην υπηρεσία δημόσιας ραδιοφωνίας την οποία παρέχει η Český rozhlas είναι ελεύθερη και ότι ουδόλως προϋποθέτει την καταβολή ραδιοφωνικών τελών.
 
 28 Ως εκ τούτου, η παροχή υπηρεσίας δημόσιας ραδιοφωνίας με τα χαρακτηριστικά της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν συνιστά παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται «εξ επαχθούς αιτίας», υπό την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας.
 
 29 Η επιχειρηματολογία της Τσεχικής Κυβερνήσεως, κατά την οποία η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης περίπτωση χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη τριγωνικής έννομης σχέσεως, στο πλαίσιο της οποίας το Τσεχικό Δημόσιο αναθέτει στην Český rozhlas αποστολή γενικού συμφέροντος, συνιστάμενη στην παροχή υπηρεσίας δημόσιας ραδιοφωνίας, εξασφαλίζοντάς της αμοιβή υπό τη μορφή υποχρεωτικών τελών τα οποία επιβάλλονται με νόμο στους αποδέκτες αυτής της υπηρεσίας, δεν δύναται να ανατρέψει αυτή την ερμηνεία.
 
 30 Συναφώς, επισημαίνεται ότι, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι όντως υφίσταται τέτοια τριγωνική έννομη σχέση, όχι μόνο, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, δεν υφίσταται άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της υπηρεσίας δημόσιας ραδιοφωνίας που παρέχει η Český rozhlas και των ως άνω τελών, αλλά, επιπλέον, όπως προκύπτει από τα χαρακτηριστικά των τελών αυτών όπως περιγράφηκαν στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, αυτά δεν συνιστούν την καταβολή αντιτίμου για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας.
 
 31 Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημα της Τσεχικής Κυβερνήσεως ότι η απαλλαγή η οποία προβλέπεται στο άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο ιζ΄, της έκτης οδηγίας έχει νόημα μόνον εάν θεωρηθεί ότι δραστηριότητες δημόσιας ραδιοφωνίας όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτής της οδηγίας.
 
 32 Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αφενός, καίτοι η διάταξη αυτή προβλέπει την απαλλαγή των «δραστηριοτήτων δημόσιων οργανισμών ραδιοφώνου και τηλεόρασης, εκτός από αυτές που έχουν εμπορικό χαρακτήρα», εντούτοις η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες αυτές «υπόκεινται στον ΦΠΑ» υπό την έννοια του άρθρου 2, της έκτης οδηγίας και, αφετέρου, ότι δεν μπορεί η διάταξη αυτή να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας αυτής.
 
 33 Τέλος, όσον αφορά τον παραλληλισμό στον οποίο προέβη το αιτούν δικαστήριο μεταξύ της επίμαχης στην κύρια δίκη περιπτώσεως προς εκείνη της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, Le Rayon d’Or (C‑151/13, EU:C:2014:185), πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι περιπτώσεις αυτές δεν είναι συγκρίσιμες.
 
 34 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι σε εκείνη την απόφαση, η οποία αφορούσε το εάν υπόκειται σε φόρο το «επίδομα περιθάλψεως» το οποίο εχορηγείτο σε ξενώνες μη αυτοεξυπηρετούμενων ηλικιωμένων ατόμων από εθνικό ταμείο ασφαλίσεως υγείας για την παροχή υπηρεσιών περιθάλψεως στα εν λόγω πρόσωπα, το Δικαστήριο έκρινε ότι υφίστατο άμεσος σύνδεσμος μεταξύ των ως άνω υπηρεσιών που παρείχαν οι ανωτέρω ξενώνες και του λαμβανομένου ανταλλάγματος, ήτοι του «επιδόματος περιθάλψεως», με αποτέλεσμα τέτοια κατ’ αποκοπήν καταβολή να αποτελεί το αντάλλαγμα για την παροχή περιθάλψεως εξ επαχθούς αιτίας στην οποία προέβαιναν οι ως άνω ξενώνες στους εκεί διαμένοντες, με αποτέλεσμα να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ.
 
 35 Εντούτοις, στην υπόθεση της κύριας δίκης, όχι μόνον δεν υφίσταται τέτοιος σύνδεσμος μεταξύ των ραδιοφωνικών τελών και της υπηρεσίας δημόσιας ραδιοφωνίας την οποία παρέχει η Český rozhlas, αλλά, όπως ήδη επισημάνθηκε, η καταβολή αυτών των τελών δεν εντάσσεται στο πλαίσιο έννομης σχέσεως περιλαμβάνουσας αμοιβαία ανταλλαγή παροχών, αλλά στο πλαίσιο της εκπληρώσεως εκ του νόμου υποχρεώσεως.
 
 36 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι δραστηριότητα δημόσιας ραδιοφωνίας όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία χρηματοδοτείται μέσω υποχρεωτικών διά νόμου επιβαλλομένων τελών τα οποία καταβάλλονται από πρόσωπα τα οποία έχουν στην κυριότητά τους ή στην κατοχή τους ραδιοφωνικό δέκτη, ασκείται δε από εταιρία ραδιοφωνίας συσταθείσα με νόμο, δεν συνιστά παροχή υπηρεσιών «εξ επαχθούς αιτίας» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής και, κατά συνέπεια, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.
 
 Επί των δικαστικών εξόδων
 
 37 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
 
 Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
 
 Το άρθρο 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, έχει την έννοια ότι δραστηριότητα δημόσιας ραδιοφωνίας όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία χρηματοδοτείται μέσω υποχρεωτικών διά νόμου επιβαλλομένων τελών τα οποία καταβάλλονται από πρόσωπα τα οποία έχουν στην κυριότητά τους ή στην κατοχή τους ραδιοφωνικό δέκτη, ασκείται δε από εταιρία ραδιοφωνίας συσταθείσα με νόμο, δεν συνιστά παροχή υπηρεσιών «εξ επαχθούς αιτίας» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής και, κατά συνέπεια, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.
Viewing all 7448 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>