Quantcast
Channel: Taxheaven - Νέες αποφάσεις
Viewing all 7448 articles
Browse latest View live

Σχέδιο νόμου - Αιτιολογική έκθεση Περί Ανωνύμων Εταιρειών

$
0
0


Σχέδιο νόμου

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ A: ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ


Αρθρο 1
Έννοια της ανώνυμης εταιρείας - Πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου
1.     Η ανώνυμη εταιρεία είναι κεφαλαιουχική εταιρεία με νομική προσωπικότητα, για τα χρέη της οποίας ευθύνεται μόνο η ίδια με την περιουσία της. Το κεφάλαιό της διαιρείται σε μετοχές.
2.    Κάθε ανώνυμη εταιρεία είναι εμπορική, έστω και αν ο σκοπός της δεν είναι η άσκηση εμπορικής επιχείρησης.
3.     Με την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων για τις ανώνυμες εταιρείες με μετοχές ή άλλους τίτλους εισηγμένους σε ρυθμιζόμενη αγορά, ο παρών νόμος εφαρμόζεται σε όλες τις ανώνυμες εταιρείες. Οι διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρείες με μετοχές ή άλλους τίτλους εισηγμένους σε ρυθμιζόμενη αγορά εφαρμόζονται και σε εταιρείες με μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ), μόνο όταν αυτό προβλέπεται ρητά.


Αρθρο 2 Ορισμοί
1.    Αν δεν προκύπτει κάτι άλλο, όπου στο νόμο αυτό γίνεται αναφορά:
α) σε «ρυθμιζόμενη αγορά», νοείται η ρυθμιζόμενη αγορά κράτους μέλους κατά την έννοια της περ. 21 του άρθρου 4 του Ν. 4514/2018 (Α' 14) και της περ. 21 της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173/349 12.6.2014),
β) σε μετοχές ή άλλους τίτλους «εισηγμένους σε ρυθμιζόμενη αγορά» ή απλώς «εισηγμένους», νοούνται οι μετοχές ή άλλοι τίτλοι που είναι εισηγμένοι για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά,
γ) σε «ηλεκτρονικά μέσα», νοούνται τρόποι ηλεκτρονικής επικοινωνίας, μέσω διαδικτύου ή άλλου δημόσιου ή ιδιωτικού δικτύου, οι οποίοι επιτρέπουν την ευχερή αναγνώριση της ταυτότητος των χρηστών και την ασφάλεια της επικοινωνίας, δ) σε υποβολή εταιρικής πράξης ή άλλου στοιχείου «σε δημοσιότητα», νοείται η δημοσιότητα του άρθρου 13 του παρόντος νόμου,
ε) στο Γ.Ε.ΜΗ., νοείται το Γενικό Εμπορικό Μητρώο, που συστάθηκε και λειτουργεί με το Ν. 3419/2005 (Α' 297), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, στ) σε «κεντρικό αποθετήριο τίτλων», νοείται το νομικό πρόσωπο κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014 σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257/28.8.2014), ζ) σε «επιχείρηση επενδύσεων», νοείται η επιχείρηση επενδύσεων κατά την έννοια της περ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 4514/2018 (Α' 14) και της περ. 1 της παρ. 1 του άρθρου 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/6ΐ/ΕΕ (ΕΕ L 173/349),
η) σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης η ΠΜΔ, νοείται ο πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης κατά την έννοια της περίπτωσης 22 του άρθρου 4 του Ν. 4514/2018, Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις, και της περίπτωσης 22 της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173/349 12.6.2014). θ) σε «απλή απαρτία και πλειοψηφία», νοείται η απαρτία και η πλειοψηφία που απαιτούνται για τη λήψη αποφάσεων από τη γενική συνέλευση σύμφωνα με τα άρθρα 130 παρ. 1 και 2 και 132 παρ. 1,
ι) σε «αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία», νοείται η απαρτία και η πλειοψηφία που απαιτούνται για τη λήψη αποφάσεων από τη γενική συνέλευση σύμφωνα με τα άρθρα 130 παρ. 3 και 4 και 132 παρ. 2.
2.     Ως «πολύ μικρές επιχειρήσεις», «μικρές επιχειρήσεις», «μεσαίες επιχειρήσεις» και «μεγάλες επιχειρήσεις», καθώς και ως «πολύ μικρές εταιρείες», «μικρές εταιρείες», «μεσαίες εταιρείες» και «μεγάλες εταιρείες» νοούνται οι αντίστοιχες οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 2 του Ν. 4308/2014, Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα (Α' 251). Για τον υπολογισμό των μεγεθών των επιχειρήσεων αυτών και τη διαχρονική εφαρμογή των ρυθμίσεων που τις αφορούν ισχύουν οι διατάξεις των παρ. 7 έως 9 του άρθρου 2 του παραπάνω νόμου. Για τις νεοϊδρυόμενες εταιρείες και μέχρι τη σύνταξη του πρώτου ισολογισμού, ως «πολύ μικρές», «μικρές» και «μεσαίες» εταιρείες νοούνται εκείνες των οποίων το κεφάλαιο δεν υπερβαίνει τα ποσά των 100.000, 500.000 και 1.000.000 ευρώ, αντίστοιχα, ενώ ως «μεγάλες» νοούνται εκείνες των οποίων το κεφάλαιο υπερβαίνει το ποσό των 1.000.000 ευρώ.
3.    Ως οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος νοούνται οι οντότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Α του Ν. 4308/2014, Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα (Α' 251). Για τους σκοπούς του παρόντος ως οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος νοούνται και οι εταιρείες του Ν. 3429/2005.


Άρθρο 3
Επίλυση διαφορών
1.    Για τις υποθέσεις που, κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, υπάγονται σε δικαστήριο, αποκλειστικά αρμόδιο είναι το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο.
2.     Με το αρχικό καταστατικό ανώνυμης εταιρείας μπορούν να υπάγονται οι υποθέσεις της παρ. 1, καθώς και κάθε άλλη διαφορά που ανακύπτει από την εταιρική σχέση μεταξύ μετόχων ή μεταξύ αυτών και της εταιρείας, σε διαιτησία. Ρήτρα διαιτησίας εισαγόμενη με τροποποίηση του καταστατικού ισχύει μόνο αν αποφασίστηκε ομόφωνα.




 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β: ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ - ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ
ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΤΗΣ


Αρθρο 4
Τρόπος ίδρυσης της ανώνυμης εταιρείας και τροποποίησης του
καταστατικού της
1.     Η ανώνυμη εταιρεία μπορεί να ιδρυθεί από ένα η περισσότερα πρόσωπα (ιδρυτές) η να καταστεί μονοπρόσωπη με τη συγκέντρωση όλων των μετοχών σε ένα μόνο πρόσωπο. Η ίδρυση ανώνυμης εταιρείας ως μονοπρόσωπης, η συγκέντρωση όλων των μετοχών της σε ένα μόνο πρόσωπο, καθώς και τα στοιχεία του μοναδικού μετόχου της, υποβάλλονται σε δημοσιότητα.
2.     Η ανώνυμη εταιρεία συνιστάται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που περιέχει το καταστατικό, η με ιδιωτικό έγγραφο, αν υιοθετείται πρότυπο καταστατικό σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 31637/2017 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης (Β' 928) και το άρθρο 9 του Ν. 4441/2016 (Α' 227). Το έγγραφο είναι επίσης συμβολαιογραφικό, αν το επιβάλλει ειδική διάταξη νόμου, αν εισφέρονται στην εταιρεία περιουσιακά στοιχεία, για τη μεταβίβαση των οποίων απαιτείται ο τύπος αυτός, ή αν το συμβολαιογραφικό έγγραφο επιλέγεται από τα μέρη. Αν η ανώνυμη εταιρεία συνιστάται με ιδιωτικό έγγραφο, ως Υπηρεσία Μιας Στάσης ορίζονται οι αρμόδιες Υπηρεσίες του Γ.Ε.ΜΗ., κατά παρέκκλιση του άρθρου 2 του Ν. 4441/2016.
3.     Η τροποποίηση του καταστατικού της ανώνυμης εταιρείας αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση ή και από το διοικητικό συμβούλιο, αν τούτο ορίζεται ρητά στον παρόντα νόμο. Από τη διενέργεια της δημοσιότητας επέρχεται η τροποποίηση του καταστατικού. Ολόκληρο το κείμενο του καταστατικού, όπως διαμορφώνεται μετά από κάθε τροποποίησή του, συντάσσεται με ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου και υπογράφεται από τον πρόεδρο τούτου ή το νόμιμο αναπληρωτή του, χωρίς απόφαση της γενικής συνέλευσης. Για την τροποποίηση του καταστατικού και τη σύνταξη του νέου κειμένου τούτου δεν απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο.
4.     Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται σε προσαρμογές του καταστατικού, που πρέπει να γίνουν με βάση τις διατάξεις του παρόντος νόμου, προκειμένου τούτο να εμφανίζει μεταβολές που έλαβαν χώρα, ιδίως αυξήσεις ή μειώσεις κεφαλαίου, χωρίς απόφαση εταιρικού οργάνου. Οι προσαρμογές όμως αυτές υποβάλλονται σε δημοσιότητα.
5.     Απόφαση της γενικής συνέλευσης ή του διοικητικού συμβουλίου στηριζόμενη σε τροποποίηση του καταστατικού, που δεν έχει ακόμη υποβληθεί σε δημοσιότητα, είναι επιτρεπτή, παράγει όμως αποτελέσματα από τη συντέλεση της δημοσιότητας.


Αρθρο 5
Περιεχόμενο του καταστατικού




 
1.     Αν δεν επιλέγεται η υιοθέτηση πρότυπου καταστατικού, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 4, το καταστατικό της ανώνυμης εταιρείας πρέπει να περιέχει διατάξεις:
α) Γ ια την εταιρική επωνυμία και το σκοπό της εταιρείας.
β) Για την έδρα της εταιρείας.
γ) Για τη διάρκειά της, όταν αυτή δεν είναι απεριόριστη.
δ) Γ ια το ύψος και τον τρόπο καταβολής του κεφαλαίου.
ε) Για το είδος των μετοχών, καθώς και για τον αριθμό, την ονομαστική αξία και την έκδοσή τους.
στ) Για τον αριθμό των μετοχών κάθε κατηγορίας, εάν υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες μετοχών.
ζ) Για τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία μετατροπής ανωνύμων μετοχών σε ονομαστικές.
η) Για τη σύγκληση, τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου.
θ) Για τη σύγκληση, τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες των
γενικών συνελεύσεων.
ι) Για τους ελεγκτές.
ια) Για τα δικαιώματα των μετόχων.
ιβ) Γ ια τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις και τη διάθεση των κερδών. ιγ) Για τη λύση της εταιρείας και την εκκαθάριση της περιουσίας της. ιδ) Το ύψος του καλυφθέντος κεφαλαίου, που καταβλήθηκε κατά τον χρόνο της σύστασης της εταιρείας ή κατά τον χρόνο της χορήγησης της έγκρισης για τη δραστηριότητά της.
2.    Το καταστατικό δεν απαιτείται να περιέχει διατάξεις, έστω και εάν αυτές αναφέρονται στα θέματα της παρ. 1, στο μέτρο που αποτελούν απλώς επανάληψη ισχυουσών διατάξεων του νόμου, εκτός αν εισάγεται επιτρεπτή παρέκκλιση από αυτές.
3.    Το καταστατικό της ανώνυμης εταιρείας πρέπει να αναφέρει επίσης:
α) Τα ατομικά στοιχεία των φυσικών ή νομικών προσώπων που υπέγραψαν το καταστατικό της εταιρείας ή στο όνομα και για λογαριασμό των οποίων έχει υπογραφεί το καταστατικό αυτό.
β) Το συνολικό ποσό, τουλάχιστον κατά προσέγγιση, όλων των δαπανών που απαιτήθηκαν για τη σύσταση της εταιρείας και βαρύνουν αυτή.


Άρθρο 6
Επωνυμία
1.     Η επωνυμία της ανώνυμης εταιρείας σχηματίζεται είτε από το όνομα ενός ή περισσοτέρων ιδρυτών ή μετόχων είτε από το αντικείμενο της δραστηριότητας που ασκεί είτε άλλες λεκτικές ενδείξεις. Η επωνυμία μπορεί να είναι και φανταστική ή να περιλαμβάνει ηλεκτρονική διεύθυνση ή άλλη ένδειξη, άμεσα και διαρκώς σχετιζόμενη με την εταιρεία. Η επωνυμία της εταιρείας μπορεί να αποδίδεται ολόκληρη ή εν μέρει με λατινικούς χαρακτήρες. Σε περίπτωση που η δραστηριότητα της εταιρείας εκτείνεται σε περισσότερα αντικείμενα, η επωνυμία μπορεί να λαμβάνεται από τα κυριότερα από αυτά. Η τυχόν διεύρυνση του σκοπού της εταιρείας δεν υποχρεώνει την εταιρεία σε μεταβολή της επωνυμίας της.
2.   Στην επωνυμία της ανώνυμης εταιρείας πρέπει να περιέχονται σε κάθε περίπτωση ολογράφως οι λέξεις «Ανώνυμη Εταιρεία» η το ακρωνύμιο «Α.Ε.». Για τις διεθνείς συναλλαγές, οι παραπάνω λέξεις εκφράζονται ως «Societe Anonyme» η/και το ακρωνύμιο «S.A.».
3.     Αν η ανώνυμη εταιρεία είναι μονοπρόσωπη, στην επωνυμία πρέπει να περιέχεται η ένδειξη «Μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρεία» η «Μονοπρόσωπη Α.Ε.» Για τις διεθνείς συναλλαγές, οι παραπάνω λέξεις εκφράζονται ως «Single Member Societe Anonyme» η «Single Member SA». Η ένδειξη αυτη προστίθεται η αφαιρείται με καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ., με μέριμνα του διοικητικού συμβουλίου, χωρίς τροποποίηση του καταστατικού.


Άρθρο 7
Έδρα της εταιρείας
1.    Η εταιρεία έχει την έδρα της στο δημο που αναφέρεται στο καταστατικό της. Ο δημος αυτός πρέπει να βρίσκεται στην Ελλάδα.
2.     Η ελληνική ανώνυμη εταιρεία μπορεί να ιδρύει υποκαταστήματα, πρακτορεία ή άλλες μορφές δευτερεύουσας εγκατάστασης σε άλλους τόπους της Ελλάδας η της αλλοδαπης.


Άρθρο 8
Διάρκεια της εταιρείας
1.    Η διάρκεια της ανώνυμης εταιρείας είναι ορισμένου η απεριόριστου χρόνου. Η διάρκεια ορισμένου χρόνου ορίζεται σε έτη. Αν δεν ορίζεται ο χρόνος της διάρκειας στο καταστατικό, η διάρκεια είναι απεριόριστου χρόνου. Στην περίπτωση της απεριόριστης διάρκειας η εταιρεία λύεται σύμφωνα με τις παρ. 1, στοιχ. β', γ' και δ', και 2 του άρθρου 164.
2.     Η διάρκεια ορισμένου χρόνου μπορεί να παραταθεί με απόφαση της γενικης συνέλευσης των μετόχων λαμβανόμενη με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία. Αν δεν ορίζεται κάτι άλλο στην απόφαση αυτη, η διάρκεια της εταιρείας γίνεται απεριόριστη.
3.     Η διάρκεια της ανώνυμης εταιρείας μπορεί να μετατραπεί από ορισμένο σε απεριόριστο χρόνο και αντίστροφα με απόφαση της γενικης συνέλευσης λαμβανόμενη με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία.


Άρθρο 9
Έλεγχος που διενεργείται κατά την ίδρυση της ανώνυμης εταιρείας και
τις εταιρικές μεταβολές
1.    Κατά την ίδρυση της ανώνυμης εταιρείας η Υπηρεσία Μιας Στάσης (συμβολαιογράφος η Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ.) προβαίνει στον έλεγχο που ορίζεται στην
παρ. 1 του άρθρου 4 Ν. 4441/2016. Ειδικά στις εταιρείες οι οποίες συστήνονται με νόμο, καθώς και στις εταιρείες των παρ. 3 και 4 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 4441/2016 που αφορούν τη σύσταση ανώνυμης εταιρείας.
2.     Η τροποποίηση του καταστατικού, η μετατροπή εταιρείας άλλης μορφής σε ανώνυμη εταιρεία και αντίστροφα, η λύση της ανώνυμης εταιρείας μετά από απόφαση της γενικής συνέλευσης και η αναβίωσή της και κάθε άλλος μετασχηματισμός εγκρίνονται μετά από τη διενέργεια ελέγχου νομιμότητας από την αρμόδια υπηρεσία της έδρας της εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος και του Ν. 3419/2005. Ο έλεγχος νομιμότητας περιορίζεται στην τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου, του καταστατικού και των διατάξεων του Ν. 3419/2005 και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη διενέργεια της καταχώρισης και την πραγματοποίηση της δημοσιότητας από την αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. Σε περίπτωση μεταβολών των υπαρχουσών καταχωρίσεων της εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ., που δεν εμπίπτουν στην προηγούμενη παράγραφο, όπως, ενδεικτικά, μεταβολών στην εκπροσώπηση της εταιρείας ή δηλώσεων προσαρμογής του καταστατικού, κατά την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 4, η αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. προβαίνει σε τυπικό έλεγχο (έλεγχο πληρότητας) του άρθρου 7 του Ν. 3419/2005 των υποβληθέντων εγγράφων. Ως τυπικός έλεγχος (έλεγχος πληρότητας) νοείται η διαπίστωση ότι τα υποβαλλόμενα έγγραφα είναι πλήρη και ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του νόμου, χωρίς έλεγχο του περιεχομένου τους.
3.     Η σύσταση και η τροποποίηση του καταστατικού των παρακάτω εταιρειών εγκρίνονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης μετά από έλεγχο νομιμότητας:
α) Οι εταιρείες δημοσίου ενδιαφέροντος κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 2 του παρόντος.
β) Οι μεγάλες οντότητες της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 4308/2014 (ΦΕΚ 251 Α') καθώς και κάθε άλλης ανώνυμης εταιρείας, εφόσον διάταξη νόμου προβλέπει τούτο ρητά.
Το Γ.Ε.ΜΗ. των παραπάνω εταιρειών συμπεριλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων αλλοδαπών εταιρειών της παραπάνω μορφής τηρείται από την αρμόδια Διεύθυνση Εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.
4.     Από τον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης εγκρίνονται μετά από έλεγχο νομιμότητας οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις, σύμφωνα μ το Ν. 3777/2009 (Α' 127), καθώς και οι συγχωνεύσεις ή διασπάσεις, στις οποίες συμμετέχει τουλάχιστον μία εκ των εταιρειών της προηγούμενης παραγράφου. Οι λοιπές συγχωνεύσεις και διασπάσεις ανωνύμων εταιρειών εγκρίνονται κατά περίπτωση μετά από έλεγχο νομιμότητας από τον Περιφερειάρχη της έδρας της απορροφώσας ή της νέας εταιρείας ή της διασπώμενης εταιρείας.
5.     Σε καμιά περίπτωση ο έλεγχος που γίνεται κατά την καταχώριση αποφάσεων των εταιρικών οργάνων δεν εκτείνεται σε λόγους που επιφέρουν ακυρωσία των αποφάσεων των οργάνων αυτών.


Άρθρο 10
Πράξεις κατά το ιδρυτικό στάδιο - Ευθύνη ιδρυτών
 

1.     Πρόσωπα που έχουν ενεργήσει στο όνομα υπό ίδρυση εταιρείας ευθύνονται για τις πράξεις αυτές απεριόριστα και εις ολόκληρον. Ευθύνεται όμως μόνη η εταιρεία για τις πράξεις που έγιναν ρητά στο όνομά της κατά το ιδρυτικό στάδιο εάν, μέσα σε τρεις μήνες από τη σύστασή της, ανέλαβε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές τις πράξεις.
2.     Οι ιδρυτές είναι υπεύθυνοι για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η εταιρεία ή οι καλόπιστοι τρίτοι, μέτοχοι ή μη, από τυχόν παράλειψη υποχρεωτικής διάταξης του καταστατικού ή ανακριβείς πληροφορίες που δόθηκαν κατά την εγγραφή στο κεφάλαιο ή περιλήφθηκαν στο καταστατικό, από τη μη τήρηση των διατάξεων που αφορούν την εκτίμηση και την καταβολή των εισφορών, καθώς και από την τυχόν κήρυξη της ακυρότητας της εταιρείας, εάν γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τις σχετικές πλημμέλειες. Η αξίωση αποζημίωσης της παρούσας παραγράφου παραγράφεται μετά παρέλευση πέντε (5) ετών από την ίδρυση της εταιρείας.


Άρθρο 11
Κήρυξη της ακυρότητας της εταιρείας
1.     Η εταιρεία κηρύσσεται άκυρη με δικαστική απόφαση μόνο εάν: α) δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των περ. α' και δ' της παρ. 1 του άρθρου 5 και της παρ. 2 του άρθρου 4, β) ο σκοπός της, όπως ορίζεται στο καταστατικό, είναι παράνομος ή αντίθετος προς τη δημόσια τάξη και γ) ο μοναδικός ιδρυτής ή όλοι οι ιδρυτές δεν είχαν την ικανότητα για δικαιοπραξία κατά την υπογραφή της εταιρικής σύμβασης.
2.    Η αγωγή ασκείται από κάθε πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον και απευθύνεται κατά της εταιρείας. Το δικαστήριο που απαγγέλλει την ακυρότητα διορίζει με την ίδια απόφαση και τους εκκαθαριστές.
3.     Οι λόγοι ακυρότητας των περ. α' και β' της παρ. 1 θεραπεύονται εάν, μέχρι τη κατάθεση των προτάσεων κατά το άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, το καταστατικό τροποποιηθεί, ώστε να μην υφίσταται πλέον ο λόγος ακυρότητας που αναφέρεται στην αγωγή. Το δικαστήριο που εκδικάζει αγωγή για κήρυξη της ακυρότητας μπορεί να χορηγήσει στην εταιρεία εύλογη προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των τριών (3) μηνών, με σκοπό να ληφθεί η απόφαση τροποποίησης του καταστατικού και ενδεχομένως να υποβληθεί στην αρμόδια Αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 3. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για ένα (1) ακόμη μήνα. Για το διάστημα που μεσολαβεί το δικαστήριο μπορεί να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα.
4.     Η δικαστική απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα της εταιρείας αντιτάσσεται στους τρίτους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. 3419/2005. Τριτανακοπή μπορεί να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την υποβολή της απόφασης σε δημοσιότητα.
5.     Η ακυρότητα αυτή καθαυτή δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των υποχρεώσεων ή των απαιτήσεων της εταιρείας, χωρίς να βλάπτονται τα αποτελέσματα της κατάστασης εκκαθάρισής της.
6.     Οι μέτοχοι της άκυρης εταιρείας υποχρεούνται να καταβάλουν το κεφάλαιο που κάλυψαν και δεν έχουν ακόμη καταβάλει, στην έκταση που αυτό είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση του σκοπού της εκκαθάρισης.
7.     Η αγωγή για κήρυξη της ακυρότητας ασκείται εντός διετίας από τη σύσταση της εταιρείας. Στην περ. β' της παρ. 1, η άσκηση της αγωγής δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ: ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ
Αρθρο 12
Πράξεις και στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα στο Γ.Ε.ΜΗ.
1.    Σε δημοσιότητα υποβάλλονται οι εξής πράξεις και στοιχεία:
α) Οι ιδρυτικές πράξεις των ανωνύμων εταιρειών με το καταστατικό και, όπου τυχόν απαιτείται, με την εγκριτική απόφαση της Διοίκησης.
β) Οι αποφάσεις για τροποποίηση του καταστατικού με την εγκριτική απόφαση της Διοίκησης, όπου τυχόν απαιτείται, καθώς και ολόκληρο το νέο κείμενο του καταστατικού μαζί με τις γενόμενες τροποποιήσεις.
γ) Ο διορισμός και η για οποιοδήποτε λόγο παύση, με τα στοιχεία ταυτότητας, των προσώπων που:
-      ασκούν τη διαχείριση της εταιρείας,
-      έχουν την εξουσία να την εκπροσωπούν από κοινού ή μεμονωμένα,
-      είναι αρμόδια να ασκούν τον τακτικό της έλεγχο.
δ) Κάθε απόφαση για τακτική ή έκτακτη αύξηση ή μείωση του κεφαλαίου της εταιρείας. Στην απόφαση για αύξηση του κεφαλαίου πρέπει να αναγράφεται το νέο κεφάλαιο, ο αριθμός και το είδος των μετοχών που εκδίδονται, η ονομαστική τους αξία και γενικά οι όροι έκδοσής τους, καθώς και ο συνολικός αριθμός των μετοχών της εταιρείας.
ε) Η πιστοποίηση της καταβολής του κεφαλαίου, είτε κατά τη σύσταση της εταιρείας είτε μετά από κάθε αύξησή του, σύμφωνα με το άρθρο 20. στ) Οι εγκεκριμένες ετήσιες και ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις και οι σχετικές εκθέσεις του διοικητικού συμβουλίου και των ελεγκτών της ανώνυμης εταιρείας. Οι ετήσιες και ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις πρέπει να περιέχουν τα ατομικά στοιχεία των προσώπων που, κατά νόμο, τις υπογράφουν και τις πιστοποιούν.
ζ) Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 162 για τη διανομή προσωρινού μερίσματος. η) Η λύση της εταιρείας.
θ) Η δικαστική απόφαση παντός βαθμού, που κηρύσσει άκυρη την εταιρεία ή σε κατάσταση πτώχευσης ή την υποβάλλει σε άλλη συλλογική διαδικασία, καθώς και οι δικαστικές αποφάσεις παντός βαθμού που αναγνωρίζουν ως άκυρες ή ακυρώνουν αποφάσεις γενικών συνελεύσεων. Σε δημοσιότητα υποβάλλονται και οι δικαστικές αποφάσεις που ανατρέπουν τις παραπάνω αποφάσεις.
ι) Ο διορισμός και η αντικατάσταση των εκκαθαριστών με τα στοιχεία της ταυτότητάς τους.
ια) Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εκκαθάρισης, καθώς και οι τελικές
χρηματοοικονομικές καταστάσεις.
ιβ) Η διαγραφή της εταιρείας σύμφωνα με το άρθρο 170.
ιγ) Κάθε άλλη πράξη η στοιχείο, του οποίου η δημοσιότητα επιβάλλεται από κατιδίαν διατάξεις.
2.      Για τα αποτελέσματα της εγγραφής της εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ. και των καταχωρίσεων σ' αυτό ισχύουν τα άρθρα 15 και 16 του Ν. 3419/2005.


Άρθρο 13
Τρόπος πραγματοποίησης της δημοσιότητας
1.       Η δημοσιότητα στο Γ.Ε.ΜΗ. πραγματοποιείται με εγγραφή της εταιρείας και με καταχώριση των δημοσιευτέων πράξεων και στοιχείων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3419/2005, για το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί και ισχύει, λαμβανομένων υπόψη του άρθρου 232 του Ν. 4072/2012 (Α' 86), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 202 του Νόμου 4281/2014 (Α' 160), και του άρθρου 2 του Ν. 4250/2014 (Α' 74).
2.      Το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας είναι υπεύθυνο για την υποβολή προς καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. των πράξεων και στοιχείων για τα οποία απαιτείται δημοσιότητα.


Άρθρο 14
Στοιχεία εγγράφων της εταιρείας
1.       Κάθε έγγραφο της εταιρείας, έντυπο η μη, περιλαμβανομένων των επιστολών, των διαφημίσεων και των εγγράφων παραγγελίας, πρέπει να περιέχει τουλάχιστον τις εξής ενδείξεις:
α) Τον αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. της εταιρείας.
β) Τη νομική μορφή της εταιρείας, την επωνυμία, την έδρα και, ενδεχομένως, το γεγονός ότι βρίσκεται σε εκκαθάριση η έχει υποβληθεί σε συλλογικη διαδικασία.
2.       Αν στα έγγραφα της προηγούμενης παραγράφου γίνεται μνεία του κεφαλαίου της εταιρείας, πρέπει να αναφέρεται το καλυφθέν και το καταβεβλημένο κεφάλαιο.
3.       Οι διαδικτυακοί τόποι της εταιρείας πρέπει να περιλαμβάνουν τις ενδείξεις της παρ. 1. Αν γίνεται μνεία του κεφαλαίου, εφαρμόζεται και η παρ. 2.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ: ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΙΤΛΟΣ 1: ΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ


Άρθρο 15
Κεφάλαιο της ανώνυμης εταιρείας




 
1.    Το μετοχικό κεφάλαιο της ανώνυμης εταιρείας εκφράζεται σε ευρώ.
2.     Το ελάχιστο ύψος του κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας ορίζεται στο ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ, ολοσχερώς καταβεβλημένο κατά τη σύσταση της εταιρείας.


Άρθρο 16
Κάλυψη του κεφαλαίου
1.    Το κεφάλαιο της ανώνυμης εταιρείας καλύπτεται με ανάληψη υποχρέωσης καταβολής του. Η καταβολή του κεφαλαίου γίνεται είτε σε χρήμα είτε σε είδος.
2.     Το αρχικό κεφάλαιο της ανώνυμης εταιρείας καλύπτεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο καταστατικό, από έναν ή περισσότερους ιδρυτές και καταβάλλεται κατά τη σύσταση της εταιρείας στο σύνολό του ή, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 21, εν μέρει. Σε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου το κεφάλαιο καλύπτεται από μετόχους ή τρίτους και καταβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου στο σύνολό του ή, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 21, εν μέρει.
3.    Η ανώνυμη εταιρεία μπορεί να προσφύγει στο κοινό για την ολική ή μερική κάλυψη του κεφαλαίου της, είτε του αρχικού είτε του προερχόμενου από αύξηση, ή και για την κάλυψη μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τις δημόσιες προσφορές κινητών αξιών.


Άρθρο 17
Εισφορές σε είδος και αποτίμηση των εισφορών αυτών
1.     Εφόσον προβλέπεται εισφορά που δεν είναι σε χρήμα (εισφορά σε είδος), θα πρέπει να αναφέρονται στο καταστατικό της εταιρείας ή στην απόφαση του εταιρικού οργάνου για την αύξηση του κεφαλαίου, το είδος της εισφοράς αυτής, το πρόσωπο που αναλαμβάνει την υποχρέωση να την καταβάλει και το ποσό του κεφαλαίου, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί.
2.    Οι εισφορές σε είδος αποτελούνται μόνο από στοιχεία ενεργητικού, τα οποία μπορούν να τύχουν χρηματικής αποτίμησης. Τα στοιχεία αυτά του ενεργητικού δεν μπορεί να περιλαμβάνουν απαιτήσεις που προκύπτουν από ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών.
3.     Για την εξακρίβωση της αξίας των εισφορών σε είδος κατά τη σύσταση της εταιρείας, καθώς και σε κάθε αύξηση του κεφαλαίου της, συντάσσεται έκθεση αποτίμησης από δύο ορκωτούς ελεγκτές λογιστές ή ελεγκτική εταιρεία ή, κατά περίπτωση, από δύο ανεξάρτητους πιστοποιημένους εκτιμητές κατά την έννοια της υποπαρ. Γ.1 του άρθρου πρώτου του Ν. 4152/2013 (Α' 107). Επιτρέπεται η πρόσληψη από τους ελεγκτές ή τους πιστοποιημένους εκτιμητές ειδικών εκτιμητών, ημεδαπών ή αλλοδαπών, για την εκτίμηση περιουσιακών στοιχείων που απαιτούν ειδικευμένες γνώσεις ή διεθνή εμπειρία.
4.     Τα πρόσωπα που προβαίνουν στην εκτίμηση ως εκτιμητές η ειδικοί εκτιμητές δεν μπορούν να είναι τα πρόσωπα που προβαίνουν στην εισφορά σε είδος, μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, πρόσωπα που διατηρούν επιχειρηματική η άλλη επαγγελματική σχέση με την εταιρεία ή τον εισφέροντα, ή είναι συγγενείς με τα πρόσωπα αυτά μέχρι δευτέρου βαθμού ή σύζυγοι τούτων. Επιπλέον για τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και για τις ελεγκτικές εταιρείες, του οποίου είναι μέλη, δεν πρέπει να συντρέχουν κωλύματα ή ασυμβίβαστα, που θα απέκλειαν τη διενέργεια τακτικού ελέγχου από τα πρόσωπα αυτά, ούτε τα τελευταία θα πρέπει να έχουν αναλάβει τον τακτικό έλεγχο της εταιρείας ή συνδεδεμένης με αυτήν εταιρείας κατά την έννοια του άρθρου 32 του Ν. 4308/2014, Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, κατά την τελευταία τριετία.
5.     Η έκθεση αποτίμησης πρέπει να περιέχει την περιγραφή κάθε εισφοράς σε είδος, να αναφέρει τις μεθόδους αποτίμησης που εφαρμόστηκαν και να εκφέρει άποψη για την αξία της κάθε εισφοράς. Σε περίπτωση που η αποτίμηση καταλήγει σε εύρος τιμών, η έκθεση οφείλει να υποδεικνύει μια τελική τιμή.
6.     Ειδικότερα, για την εκτίμηση των πάγιων περιουσιακών στοιχείων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η πραγματική και νομική κατάσταση αυτών και τα τυχόν βάρη, καθώς και: α) προκειμένου περί ακινήτων, η τιμή και οι τίτλοι κτήσης, η εμπορικότητα της περιοχής, οι προοπτικές ανάπτυξης, οι πραγματικές τρέχουσες τιμές, οι άδειες οικοδομής και αντίστοιχη τεχνοοικονομική έκθεση μηχανικού, β) προκειμένου περί μηχανημάτων, μεταφορικών μέσων και επίπλων, η χρονολογία και η αξία κτήσης, ο βαθμός χρησιμοποίησης, συντήρησης και εμπορευσιμότητάς τους, η ενδεχόμενη τεχνολογική απαξίωσή τους και οι τρέχουσες τιμές για ίδια ή παρεμφερή πάγια στοιχεία.
7.    Οι εισφορές σε είδος δεν επιτρέπεται να υπολογίζονται σε ποσό μεγαλύτερο εκείνου, που προκύπτει από την έκθεση των προηγούμενων παραγράφων.
8.     Οι εκθέσεις αποτίμησης των εισφορών σε είδος υποβάλλονται σε δημοσιότητα με μέριμνα των ενδιαφερομένων. Επί νέων εταιρειών η δημοσιότητα πραγματοποιείται ταυτόχρονα με την εγγραφή της εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ.
9.    Η καταβολή των εισφορών σε είδος με βάση την έκθεση αποτίμησης δεν επιτρέπεται να λάβει χώρα μετά την πάροδο εξαμήνου από τη χρονολογία της έκθεσης αυτής. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να υπάρξει νεότερη αποτίμηση.


Άρθρο 18
Δυνατότητα μη αποτίμησης των εταιρικών εισφορών
1.     Η εταιρεία μπορεί να μην εφαρμόσει το άρθρο 17 όταν, σύμφωνα με το καταστατικό ή την απόφαση του εταιρικού οργάνου που αποφασίζει την αύξηση κεφαλαίου, αντικείμενο της εισφοράς σε είδος είναι μέσα χρηματαγοράς ή κινητές αξίες κατά την έννοια των περ. 17 και 44 του άρθρου 4 του Ν. 4514/2018 και των σημείων 17 και 44 της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014), αντίστοιχα, με τους ακόλουθους όρους:
α) Οι κινητές αξίες η τα μέσα χρηματαγοράς αποτιμώνται στη μέση σταθμισμένη τιμή, στην οποία αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν από την ημερομηνία πραγματοποίησης της σχετικής εισφοράς.
β) Όταν η τιμη της προηγούμενης περίπτωσης έχει επηρεασθεί από εξαιρετικές περιστάσεις που μπορούν να μεταβάλουν αισθητά την αξία των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων κατά την ημερομηνία πραγματοποίησης της εισφοράς, όπως μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις που η αγορά τέτοιων κινητών αξιών η μέσων χρηματαγοράς έχει παύσει να έχει ρευστότητα, η αξία πρέπει να αναπροσαρμόζεται με πρωτοβουλία και ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου. Για την αναπροσαρμογή της παραπάνω αξίας γίνεται αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 17. Ο μέτοχος που εισέφερε τα παραπάνω περιουσιακά στοιχεία υποχρεούται να καταβάλει αμέσως οποιαδηποτε επιπλέον διαφορά σε μετρητά, διαφορετικά θεωρείται ότι δεν κατέβαλε την εισφορά του.
2.     Η εταιρεία μπορεί να μην εφαρμόσει το άρθρο 17, όταν, σύμφωνα με το καταστατικό η την απόφαση του εταιρικού οργάνου που αποφασίζει την αύξηση του κεφαλαίου, αντικείμενο της εισφοράς σε είδος είναι περιουσιακά στοιχεία διαφορετικά από τις κινητές αξίες η τα μέσα χρηματαγοράς της παρ. 1, τα οποία έχουν ηδη αποτελέσει αντικείμενο αποτίμησης για την εύλογη αξία τους από αναγνωρισμένο ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα και πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Η εύλογη αξία των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων έχει προσδιοριστεί για ημερομηνία που δεν προηγείται πέραν των έξι (6) μηνών της ημερομηνίας πραγματοποίησης της σχετικης εισφοράς.
β) Η αποτίμηση πραγματοποιηθηκε σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς κανόνες και τις αρχές αποτίμησης που ισχύουν στην Ελλάδα για το είδος των περιουσιακών στοιχείων που εισφέρονται.
γ) Όταν συντρέχουν νέες περιστάσεις που μπορούν να μεταβάλουν αισθητά την εύλογη αξία των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων κατά την ημερομηνία πραγματοποίησης της εισφοράς τους, η αξία πρέπει να αναπροσαρμόζεται με πρωτοβουλία και ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου. Για την αναπροσαρμογη της αξίας γίνεται αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 17. Αν δεν γίνει η αναπροσαρμογή αυτη, ένας η περισσότεροι μέτοχοι που κατέχουν συνολικά ποσοστό τουλάχιστον πέντε τοις εκατό (5%) του καλυφθέντος κεφαλαίου της εταιρείας κατά την ημέρα που λαμβάνεται η απόφαση για την αύξηση του κεφαλαίου, μπορούν να ζητησουν αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 17. Οι μέτοχοι αυτοί μπορούν να υποβάλουν το αίτημά τους μέχρι την ημερομηνία πραγματοποίησης της εισφοράς σε είδος, υπό τον όρο ότι, κατά την ημερομηνία υποβολης του αιτηματος, εξακολουθούν να κατέχουν συνολικά ποσοστό τουλάχιστον πέντε τοις εκατό (5%) του καλυφθέντος κεφαλαίου της εταιρείας, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την ημέρα που εληφθη η απόφαση για αύξηση του κεφαλαίου. Ο μέτοχος που εισέφερε τα παραπάνω περιουσιακά στοιχεία είναι υποχρεωμένος να καταβάλει αμέσως οποιαδηποτε επιπλέον διαφορά σε μετρητά, διαφορετικά θεωρείται ότι δεν κατέβαλε την εισφορά του.
3.     Η εταιρεία μπορεί να μην εφαρμόσει το άρθρο 17 όταν, σύμφωνα με το καταστατικό η την απόφαση του εταιρικού οργάνου που αποφασίζει την αύξηση του κεφαλαίου, αντικείμενο της εισφοράς σε είδος είναι περιουσιακά στοιχεία διαφορετικά από τις κινητές αξίες η τα μέσα χρηματαγοράς της παρ. 1, η εύλογη
αξία των οποίων προκύπτει, για καθένα από αυτά, από τους υποχρεωτικούς λογαριασμούς του προηγούμενου οικονομικού έτους, εφόσον οι λογαριασμοί αυτοί αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου σύμφωνα με τους νόμους 4336/2015, Συνταξιοδοτικές διατάξεις - Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης (α' 94) και 4449/2017, Υποχρεωτικός έλεγχος των ετήσιων και των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, δημόσια εποπτεία επί του ελεγκτικού έργου και λοιπές διατάξεις (α' 7). Εάν συντρέχουν νέες περιστάσεις που μπορούν να μεταβάλουν αισθητά την εύλογη αξία των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων κατά την ημερομηνία πραγματοποίησης της εισφοράς τους, εφαρμόζονται οι διατάξεις της περ. γ' της παρ. 2.
4.     Όταν, κατά τις προηγούμενες παραγράφους, πραγματοποιούνται εισφορές σε είδος, χωρίς αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 17, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 5 του παρόντος νόμου, και εντός μηνός από την ημερομηνία πραγματοποίησης της εισφοράς σε είδος, υποβάλλεται σε δημοσιότητα δήλωση του διοικητικού συμβουλίου που περιλαμβάνει:
α) περιγραφή της σχετικής εισφοράς σε είδος,
β) την αξία της, την προέλευση της αποτίμησης αυτής και, εφόσον απαιτείται, τη μέθοδο αποτίμησης,
γ) δήλωση για το αν η αξία που προκύπτει αντιστοιχεί τουλάχιστον στον αριθμό, την ονομαστική αξία και, ενδεχομένως, στο πρόσθετο ποσό που καταβάλλεται επί των μετοχών που πρόκειται να εκδοθούν έναντι της εν λόγω εισφοράς και δ) δήλωση ότι δεν συντρέχουν νέες περιστάσεις όσον αφορά την αρχική αποτίμηση.
5.     Όταν αυξάνεται το κεφάλαιο κατά την παρ. 1 του άρθρου 24 με εισφορές σε είδος, χωρίς αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 17, δημοσιεύεται ανακοίνωση που περιλαμβάνει την ημερομηνία, κατά την οποία ελήφθη η απόφαση για την αύξηση του κεφαλαίου, και τις πληροφορίες της παρ. 4 του παρόντος άρθρου, προτού πραγματοποιηθεί η εισφορά. Στην περίπτωση αυτή, η δήλωση της παρ. 4 του παρόντος άρθρου περιορίζεται στη δήλωση ότι δεν έχουν συντρέξει νέες περιστάσεις μετά τη δημοσίευση της παραπάνω ανακοίνωσης.


Άρθρο 19
Μεταγενέστερη απόκτηση στοιχείων του ενεργητικού
1.     Μέσα στα πρώτα δύο (2) χρόνια από τη σύσταση της εταιρείας απαγορεύεται και είναι απολύτως άκυρη η απόκτηση οποιουδήποτε στοιχείου του ενεργητικού με τίμημα ανώτερο του ενός δεκάτου (1/10) του κεφαλαίου, που έχει καταβληθεί, εφόσον πωλητές είναι ιδρυτές, μέτοχοι εκπροσωπούντες ποσοστό μεγαλύτερο του ενός εικοστού (1/20) του καταβεβλημένου κεφαλαίου, μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, τα στενά μέλη οικογένειας των παραπάνω προσώπων, όπως αυτά ορίζονται στο Παράρτημα Α του Ν. 4308/2014 για τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, καθώς και εταιρείες που ελέγχονται από τα παραπάνω πρόσωπα. Το ίδιο ισχύει και αν ο πωλητής απέκτησε το στοιχείο που μεταβιβάζεται από κάποιο από αυτά τα πρόσωπα μέσα στους προηγούμενους δώδεκα (12) μήνες από την υπογραφή του
καταστατικού. Ένα φυσικό η νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι ελέγχει μια εταιρεία, εάν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 32 του Ν. 4308/2014 για τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα.
2.     Οι αποκτήσεις στοιχείων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο θεωρούνται ότι έγιναν έγκυρα, αν προηγηθεί έγκριση της γενικής συνέλευσης και αποτίμηση των στοιχείων που μεταβιβάζονται στην εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18. Η έκθεση αποτίμησης υποβάλλεται σε δημοσιότητα με μέριμνα των ενδιαφερομένων.
3.     Η απαγόρευση της παρ. 1 δεν ισχύει όταν πρόκειται για αποκτήσεις που γίνονται στο πλαίσιο των τρεχουσών συναλλαγών της εταιρείας, για αποκτήσεις που πραγματοποιούνται με απόφαση διοικητικής η δικαστικής αρχής ή στο πλαίσιο διαδικασιών που εποπτεύονται από τις αρχές αυτές, καθώς και για αποκτήσεις που πραγματοποιούνται σε ρυθμιζόμενη αγορά.
4.     Την ακυρότητα της παρ. 1 μπορεί να επικαλεσθεί όποιος έχει έννομο συμφέρον. Επίκληση της ακυρότητας δεν είναι επιτρεπτή μετά παρέλευση διετίας από το τέλος του ημερολογιακού έτους, κατά το οποίο αποκτήθηκαν τα στοιχεία του ενεργητικού που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 1.


Άρθρο 20
Καταβολή και πιστοποίηση της καταβολής του κεφαλαίου
1.    Το αρχικό κεφάλαιο πρέπει να καταβληθεί κατά τη σύσταση της εταιρείας.
2.     Η προθεσμία καταβολής της αύξησης του κεφαλαίου ορίζεται από το όργανο που έλαβε τη σχετική απόφαση και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα τεσσάρων (14) ημερών ούτε μεγαλύτερη των τεσσάρων (4) μηνών από την ημέρα που καταχωρίσθηκε η απόφαση αυτή στο Γ.Ε.ΜΗ.
3.     Η καταβολή σε μετρητά του αρχικού κεφαλαίου ή των τυχόν αυξήσεων αυτού, καθώς και οι καταθέσεις μετόχων με προορισμό τη μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου, πραγματοποιούνται υποχρεωτικά με κατάθεση σε ειδικό λογαριασμό της εταιρείας, που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την επιφύλαξη του άρθρου 19, η παράλειψη καταβολής σε λογαριασμό δεν επάγεται ακυρότητα, εάν αποδεικνύεται ότι το σχετικό ποσό υπάρχει και ότι κατατέθηκε εκ των υστέρων σε λογαριασμό της εταιρείας ή ότι δαπανήθηκε για τους σκοπούς της εταιρείας, με την προϋπόθεση ότι αυτά έχουν ειδικά προβλεφθεί στο καταστατικό ή στην απόφαση για την αύξηση του κεφαλαίου. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά.
4.     Η καταβολή της εισφοράς μπορεί να λάβει χώρα και με συμψηφισμό χρέους της εταιρείας προς τον καταβάλλοντα την εισφορά, εφόσον τούτο έχει προβλεφθεί στην απόφαση για την αύξηση του κεφαλαίου. Ο συμψηφισμός πρέπει να συνοδεύεται από βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας ότι το χρέος αυτό είναι, όπως προκύπτει από τα βιβλία της εταιρείας,
υπαρκτό και ληξιπρόθεσμο και δεν εξαρτάται από αίρεση. Σε περίπτωση μη ληξιπρόθεσμου χρέους, πρέπει να αποτιμάται η παρούσα αξία του σύμφωνα με το άρθρο 17. Τα παραπάνω εδάφια δεν εφαρμόζονται όταν γίνεται κεφαλαιοποίηση απαιτήσεων στο πλαίσιο σχεδίου εξυγίανσης η αναδιοργάνωσης κατά τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007). Μονομερής συμψηφισμός απαγορεύεται. Η καταβολή μέσω συμψηφισμού και ο αριθμός των αναληφθεισών μετοχών μέσω αυτού υποβάλλονται σε δημοσιότητα.
5.     Η εμπρόθεσμη καταβολη η η μη καταβολη του κεφαλαίου πρέπει να πιστοποιείται. Πιστοποίηση καταβολής δεν απαιτείται, εάν η αύξηση κεφαλαίου δεν γίνεται με νέες εισφορές.
6.     Η πιστοποίηση πρέπει να λάβει χώρα εντός του πρώτου διμήνου από τη σύσταση της εταιρείας και εντός (1) μηνός από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής του ποσού της αύξησης. Η πιστοποίηση γίνεται με έκθεση ορκωτού ελεγκτη λογιστη η ελεγκτικης εταιρείας, με μέριμνα του διοικητικού συμβουλίου εντός των παραπάνω προθεσμιών. Στην περίπτωση πολύ μικρών η μικρών εταιρειών, μη εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά, η πιστοποίηση μπορεί να γίνει από το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο, που συνέρχεται σε συνεδρίαση εντός των παραπάνω προθεσμιών, με θέμα ημερησιας διάταξης την πιστοποίηση της καταβολης η μη του κεφαλαίου. Κατά τη σύσταση της εταιρείας η καταβολή πιστοποιείται είτε από ορκωτό ελεγκτη λογιστη η ελεγκτικη εταιρεία είτε από το διοικητικό συμβούλιο.
7.     Η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας ή το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να αναφέρουν και τις ειδικές περιστάσεις καταβολής του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 ή ότι η καταβολή έγινε με συμψηφισμό σύμφωνα με την παρ. 4. Επίσης η έκθεση και το πρακτικό υποβάλλονται σε δημοσιότητα.
8.    Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής του κεφαλαίου εφαρμόζονται αναλογικά οι παρ. 5 και 6 του άρθρου 21.


Άρθρο 21
Μερική καταβολή του κεφαλαίου
1.     Μερική καταβολή του κεφαλαίου, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, θεωρείται η καταβολή κατά τη σύσταση της εταιρείας, καθώς και η καταβολή σε κάθε αύξηση του κεφαλαίου της, τμήματος της ονομαστικής αξίας της μετοχής, με ταυτόχρονη ανάληψη της υποχρέωσης για καταβολή της υπόλοιπης αξίας της μετοχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού.
2.    Μερική καταβολή του κεφαλαίου δεν επιτρέπεται σε περίπτωση εισφοράς σε είδος, καθώς και επί εταιρειών με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά.
3.    Εφόσον προβλεφθεί η δυνατότητα μερικής καταβολής, ισχύουν υποχρεωτικά τα ακόλουθα:
α) Ο χρόνος, κατά τον οποίο η αξία μετοχής μπορεί να παραμένει εν μέρει μόνο καταβεβλημένη, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη.

β) Το τμήμα της αξίας κάθε μετοχής που έχει αμέσως καταβληθεί δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ένα τέταρτο (1/4) της ονομαστικής της αξίας. Αν προβλέπεται έκδοση μετοχών πάνω από το άρτιο, η διαφορά καταβάλλεται ολόκληρη εφάπαξ κατά την καταβολή της πρώτης δόσης.
γ) Το μέρος που καταβάλλεται κατά τη σύσταση της εταιρείας ή την αύξηση κεφαλαίου πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο με το κατώτατο όριο που ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 15.
δ) Ο μεταβιβάζων μετοχή μη αποπληρωθείσα εξ ολοκλήρου εξακολουθεί να ευθύνεται για το οφειλόμενο τμήμα της μετοχής για μία διετία από την εγγραφή της μεταβίβασης σύμφωνα με το άρθρο 41 παρ. 3 στο βιβλίο των μετόχων της εταιρείας.
4.     Οι καταβολές για εξόφληση του κεφαλαίου καταλογίζονται αναλογικά σε όλες τις μετοχές που έχουν αναληφθεί από το ίδιο πρόσωπο.
5.     Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής οποιασδήποτε δόσης του υπολοίπου της αξίας των μετοχών, το διοικητικό συμβούλιο τάσσει στο μέτοχο που δεν έχει καταβάλει προθεσμία ενός (1) μηνός, με την προειδοποίηση, ότι σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας αυτής οι μη αποπληρωθείσες μετοχές θα ακυρωθούν και οι τυχόν καταβολές που έλαβαν χώρα παραμένουν στην εταιρεία ως ποινική ρήτρα. Η ως άνω προθεσμία θα πρέπει να κοινοποιηθεί με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο στους μη καταβαλόντες μετόχους. Με την παρέλευση άπρακτης της ως άνω προθεσμίας η εταιρεία γνωστοποιεί στους μη καταβαλόντες μετόχους, ότι ακυρώνει τις μετοχές τους και παρακρατεί υπέρ αυτής τυχόν καταβληθείσες προκαταβολές ή δόσεις, περιλαμβανομένης της διαφοράς υπέρ το άρτιο. Ταυτόχρονα η εταιρεία εκδίδει νέες μετοχές, ίσες σε αριθμό με τις ακυρωθείσες, και προβαίνει σε ελεύθερη διάθεση αυτών, αφού πάντως προηγουμένως τις προσφέρει στους λοιπούς μετόχους. Αν οι μετοχές είναι δεσμευμένες ή αν η διάθεση αποβεί εν όλω ή εν μέρει άκαρπη, η εταιρεία υποχρεούται να προβεί σε μείωση του κεφαλαίου κατά το ποσό της ονομαστικής αξίας των μη εκποιηθεισών μετοχών με την πρώτη γενική συνέλευση που θα συγκληθεί, ακόμη και αν το σχετικό θέμα δεν αναγράφεται στην ημερήσια διάταξη.
6.     Η μη εμπροθέσμως καταβληθείσα εισφορά οφείλεται εντόκως με το νόμιμο επιτόκιο έως την ακύρωση των μετοχών. Στο καταστατικό της εταιρείας ή στην απόφαση για αύξηση κεφαλαίου μπορεί να προβλέπεται η κατάπτωση περαιτέρω ποινικών ρητρών για την περίπτωση της μη εμπρόθεσμης καταβολής της εισφοράς. Άλλες αξιώσεις της εταιρείας σε βάρος των υπερήμερων μετόχων δεν αποκλείονται.


7.    Αν εκδίδονται τίτλοι μετοχών που δεν έχουν αποπληρωθεί, πρέπει να αναγράφεται στην εμπρόσθια όψη τους το γεγονός της μη πλήρους εξόφλησης και οι όροι της τελευταίας.


Άρθρο 22
Απαγόρευση απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής εισφοράς ή
επιστροφής της εισφοράς

 
1.     Με την επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν τη μείωση η την απόσβεση του καλυφθέντος κεφαλαίου, οι μέτοχοι δεν μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση εισφοράς.
2.     Με την επιφύλαξη των δυνατοτήτων που παρέχει ο παρών νόμος, απαγορεύεται η άμεση η έμμεση επιστροφή των εισφορών στους μετόχους, η καταβολη τόκων και η εκ μέρους της εταιρείας υπόσχεση εγγυημένης απόδοσης των μετοχών.


ΤΊΤΛΟΣ 2: ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Άρθρο 23
Είδη αύξησης
Για την αύξηση κεφαλαίου απαιτείται απόφαση της γενικής συνέλευσης, που αποφασίζει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (τακτική αύξηση), εκτός αν η αύξηση γίνει σύμφωνα με το άρθρο 24 (έκτακτη αύξηση). Σε κάθε περίπτωση αύξησης η απόφαση του αρμόδιου οργάνου υποβάλλεται σε δημοσιότητα.


Άρθρο 24
Έκτακτη αύξηση κεφαλαίου
1.     α) Στο καταστατικό είναι δυνατόν να ορισθεί ότι, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει την πενταετία από τη σύσταση της εταιρείας, το διοικητικό συμβούλιο έχει το δικαίωμα με απόφασή του, που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) τουλάχιστον του συνόλου των μελών του, να αυξάνει το κεφάλαιο μερικά ή ολικά με την έκδοση νέων μετοχών, για ποσό που δεν μπορεί να υπερβεί το τριπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου.
β) Η ανωτέρω εξουσία μπορεί να χορηγείται στο διοικητικό συμβούλιο και με απόφαση της γενικής συνέλευσης, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει την πενταετία. Στην περίπτωση αυτή, το κεφάλαιο μπορεί να αυξάνεται κατά ποσό που δεν μπορεί να υπερβεί το τριπλάσιο του κεφαλαίου, που υπάρχει κατά την ημερομηνία που χορηγήθηκε στο διοικητικό συμβούλιο η εξουσία για αύξηση του κεφαλαίου.
γ) Η εξουσία αυτή του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ανανεώνεται με απόφαση της γενικής συνέλευσης για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει την πενταετία για κάθε χορηγούμενη ανανέωση. Η ισχύς κάθε ανανέωσης αρχίζει από την παρέλευση της διάρκειας ισχύος της προηγούμενης. Οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης για χορήγηση ή ανανέωση της εξουσίας αύξησης του κεφαλαίου από το διοικητικό συμβούλιο υποβάλλονται σε δημοσιότητα.
2.     Στο καταστατικό είναι δυνατόν να ορίζεται ότι, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει την πενταετία από τη σύσταση της εταιρείας, η γενική συνέλευση δύναται με απόφασή της, που λαμβάνεται με απλή απαρτία και πλειοψηφία, να αυξάνει το κεφάλαιο, μερικά ή ολικά με την έκδοση νέων μετοχών, συνολικά μέχρι το οκταπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου.
3.     Απαγορεύεται στις εταιρείες, στο καταστατικό των οποίων προβλέπονται μία η περισσότερες από τις δυνατότητες των παρ. 1 και 2, να αναγράφουν σε οποιοδήποτε έντυπο, διαφήμιση, δημοσίευμα ή άλλο έγγραφο, ως κεφάλαιο το ποσό μέχρι το οποίο δικαιούται κατά τις προηγούμενες παραγράφους να εκδώσει νέες μετοχές το διοικητικό συμβούλιο ή η γενική συνέλευση.
4.     Οι έκτακτες αυξήσεις του κεφαλαίου που αποφασίζονται σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 συνιστούν τροποποίηση του καταστατικού, δεν υπόκεινται όμως σε διοικητική έγκριση, όπου αυτή απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 3 του παρόντος.
5.     Η δυνατότητα του διοικητικού συμβουλίου να αυξάνει το κεφάλαιο, σύμφωνα με την παρ. 1 μπορεί να ασκείται παράλληλα με την αντίστοιχη δυνατότητα της γενικής συνέλευσης κατά την παρ. 2 του παρόντος άρθρου.


Άρθρο 25
Απόφαση και διαδικασία αύξησης κεφαλαίου
1.     Σε κάθε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου της εταιρείας πρέπει να αναφέρει τουλάχιστον το ποσό της αύξησης, τον τρόπο και την προθεσμία κάλυψής της, τον αριθμό και το είδος των μετοχών που θα εκδοθούν, την ονομαστική αξία και την τιμή διάθεσης αυτών.
2.     Στο πλαίσιο της τακτικής αύξησης κεφαλαίου, η γενική συνέλευση μπορεί με την απόφαση για την αύξηση να εξουσιοδοτήσει το διοικητικό συμβούλιο, όπως αυτό προσδιορίσει την τιμή διάθεσης των νέων μετοχών, ή, επί εκδόσεως προνομιούχων μετοχών με δικαίωμα απόληψης τόκου, το επιτόκιο και τον τρόπο υπολογισμού του. Η διάρκεια ισχύος της εξουσιοδότησης προσδιορίζεται στη σχετική απόφαση της γενικής συνέλευσης και δεν μπορεί να υπερβεί το ένα (1) έτος. Εφόσον χορηγείται η ανωτέρω εξουσιοδότηση προς το διοικητικό συμβούλιο, η προθεσμία καταβολής του κεφαλαίου κατά το άρθρο 20 αρχίζει από τη λήψη της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου, με την οποία καθορίζεται κατά περίπτωση η τιμή διάθεσης των μετοχών ή και το επιτόκιο ή ο τρόπος προσδιορισμού του. Η εξουσιοδότηση υποβάλλεται σε δημοσιότητα.
3.     Σε περίπτωση περισσότερων κατηγοριών μετοχών, η απόφαση της γενικής συνέλευσης που αφορά στην αύξηση του κεφαλαίου και η απόφασή της που παρέχει εξουσία στο διοικητικό συμβούλιο για αύξηση του κεφαλαίου, υπόκεινται στην έγκριση της κατηγορίας ή των κατηγοριών των μετόχων, των οποίων τα δικαιώματα θίγονται από τις αποφάσεις αυτές. Τα δικαιώματα αυτά δεν θεωρείται ότι θίγονται, ιδίως εφόσον η αύξηση γίνεται χωρίς νέες εισφορές και οι νέες μετοχές, που θα εκδοθούν ανά κατηγορία, παρέχουν τα ίδια δικαιώματα με τις αντίστοιχες παλαιές, διατίθενται δε στους μετόχους της αντίστοιχης κατηγορίας σε αριθμό ανάλογο με τις μετοχές που ήδη κατέχουν, ώστε να μην μεταβάλλονται τα ποσοστά συμμετοχής των μετόχων κάθε κατηγορίας. Η έγκριση της απόφασης της γενικής συνέλευσης που αφορά στην αύξηση παρέχεται με απόφαση των μετόχων της κατηγορίας που θίγεται και λαμβάνεται σε ιδιαίτερη συνέλευση με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία.
4.     Για τη σύγκληση της ιδιαίτερης συνέλευσης κατά την προηγούμενη παράγραφο, τη συμμετοχή σε αυτή, την παροχή πληροφοριών, την αναβολή λήψης αποφάσεων, την ψηφοφορία, καθώς και την ακύρωση των αποφάσεών της, εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις για τη γενική συνέλευση των μετόχων.


Άρθρο 26
Δικαίωμα προτίμησης
1.     Σε κάθε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου, που δεν γίνεται με εισφορά σε είδος, καθώς και σε περίπτωση έκδοσης ομολογιών με δικαίωμα μετατροπής σε μετοχές, παρέχεται δικαίωμα προτίμησης σε ολόκληρο το νέο κεφάλαιο ή το ομολογιακό δάνειο, υπέρ των μετόχων που υφίστανται κατά το χρόνο της έκδοσης, ανάλογα με τη συμμετοχή τους στο υφιστάμενο κεφάλαιο. Το καταστατικό μπορεί να επεκτείνει το δικαίωμα προτίμησης και σε περιπτώσεις αύξησης με εισφορές σε είδος. Το καταστατικό μπορεί επίσης να προβλέπει ότι, αν η εταιρεία έχει ήδη εκδώσει μετοχές περισσότερων κατηγοριών, στις οποίες τα δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής στα κέρδη ή στη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης είναι διαφορετικά μεταξύ τους, είναι δυνατή η αύξηση του κεφαλαίου με μετοχές μιας μόνο από τις κατηγορίες αυτές. Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα προτίμησης παρέχεται στους μετόχους των άλλων κατηγοριών μόνο μετά τη μη άσκηση του δικαιώματος από τους μετόχους της κατηγορίας, στην οποία ανήκουν οι νέες μετοχές.
2.     Το δικαίωμα προτίμησης ασκείται εντός της προθεσμίας, την οποία όρισε το όργανο της εταιρείας που αποφάσισε την αύξηση. Η προθεσμία αυτή, με την επιφύλαξη τήρησης της προθεσμίας καταβολής του κεφαλαίου, όπως ορίζεται στο άρθρο 20, δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκατεσσάρων (14) ημερών. Στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 25, η προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησης δεν αρχίζει πριν από τη λήψη της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου για τον προσδιορισμό της τιμής διάθεσης των νέων μετοχών ή του τυχόν επιτοκίου. Στην περίπτωση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, η προθεσμία άσκησης του δικαιώματος από τους λοιπούς μετόχους ορίζεται, ομοίως, από το όργανο της εταιρείας που αποφάσισε την αύξηση. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών και αρχίζει από την επομένη της ημέρας, κατά την οποία λήγει η προθεσμία για τους μετόχους της κατηγορίας στην οποία ανήκουν οι νέες μετοχές.
3.    Σε περίπτωση κατά την οποία το όργανο της εταιρείας που αποφάσισε την αύξηση του κεφαλαίου παρέλειψε να ορίσει προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησης, την προθεσμία αυτή ορίζει με απόφασή του το διοικητικό συμβούλιο, εντός των χρονικών ορίων που προβλέπονται από το άρθρο 20.
4.     Μετά το τέλος των προθεσμιών αυτών και εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση στο καταστατικό, οι μετοχές που δεν έχουν αναληφθεί, σύμφωνα με τα παραπάνω, διατίθενται από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας κατά την κρίση του σε τιμή όχι κατώτερη της τιμής που καταβάλλουν οι υφιστάμενοι μέτοχοι. Το καταστατικό ή το όργανο που αποφάσισε την αύξηση και πάντως το διοικητικό
συμβούλιο που διαθέτει τις μετοχές που απέμειναν, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, μπορεί να δίνουν προτεραιότητα στους μετόχους, που άσκησαν ήδη το δικαίωμα προτίμησης, καθώς και σε άλλα πρόσωπα που κατέχουν εν γένει τίτλους μετατρέψιμους σε μετοχές.
5.     Η πρόσκληση για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησης, στην οποία μνημονεύεται υποχρεωτικά και η προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να ασκηθεί αυτό το δικαίωμα, υποβάλλεται με επιμέλεια της εταιρείας σε δημοσιότητα. Στο καταστατικό μπορεί να προβλέπεται ευρύτερη δημοσιότητα. Με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 25, η πρόσκληση και η γνωστοποίηση της προθεσμίας άσκησης του δικαιώματος προτίμησης, κατά τα ανωτέρω, μπορούν να παραλειφθούν, εφόσον στη γενική συνέλευση παρέστησαν μέτοχοι που εκπροσωπούσαν το σύνολο του κεφαλαίου και έλαβαν γνώση της προθεσμίας που τάχθηκε για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησης ή δήλωσαν την απόφασή τους για την από αυτούς άσκηση ή μη του δικαιώματος προτίμησης. Η δημοσίευση της πρόσκλησης μπορεί να αντικατασταθεί με συστημένη επιστολή «επί αποδείξει».


Άρθρο 27
Περιορισμός ή αποκλεισμός του δικαιώματος προτίμησης
1.     Με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, μπορεί να περιοριστεί ή να καταργηθεί το δικαίωμα προτίμησης του προηγούμενου άρθρου. Για να ληφθεί η απόφαση αυτή, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να υποβάλει στη γενική συνέλευση γραπτή έκθεση στην οποία αναφέρονται οι λόγοι που επιβάλλουν τον περιορισμό ή την κατάργηση του δικαιώματος προτίμησης και στην οποία δικαιολογείται η τιμή ή η κατώτατη τιμή που προτείνεται για την έκδοση των νέων μετοχών. Η σχετική έκθεση του διοικητικού συμβουλίου και η απόφαση της γενικής συνέλευσης υποβάλλονται σε δημοσιότητα.
2.     Δεν υπάρχει αποκλεισμός από το δικαίωμα προτίμησης, κατά την έννοια της παρούσας παραγράφου, όταν οι μετοχές αναλαμβάνονται από πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων, που έχουν δικαίωμα να δέχονται τίτλους προς φύλαξη, για να προσφερθούν στους μετόχους σύμφωνα με την παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου. Επίσης, δεν υπάρχει αποκλεισμός από το δικαίωμα προτίμησης, όταν η αύξηση κεφαλαίου έχει σκοπό τη συμμετοχή του προσωπικού στο κεφάλαιο της εταιρείας σύμφωνα με τα άρθρα 113 και 114 του παρόντος νόμου.
3.     Το κεφάλαιο μπορεί να αυξηθεί εν μέρει με εισφορές σε μετρητά και εν μέρει με εισφορές σε είδος. Στην περίπτωση αυτή, πρόβλεψη του οργάνου που αποφασίζει την αύξηση, κατά την οποία οι μέτοχοι που εισφέρουν είδος δεν συμμετέχουν και στην αύξηση με εισφορές σε μετρητά, δεν συνιστά αποκλεισμό του δικαιώματος προτίμησης, αν η αναλογία της αξίας των εισφορών σε είδος, σε σχέση με τη συνολική αύξηση, είναι τουλάχιστον ίδια με την αναλογία της συμμετοχής στο κεφάλαιο των μετόχων που προβαίνουν στις εισφορές αυτές. Σε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου με εισφορές εν μέρει σε μετρητά και εν μέρει σε είδος, η αξία των εισφορών σε είδος πρέπει να έχει αποτιμηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 18 πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης.
4.     Το καταστατικό η η απόφαση της γενικής συνέλευσης που παρέχουν εξουσία έκτακτης αύξησης του κεφαλαίου, σύμφωνα με το άρθρο 24, μπορούν να παράσχουν στο διοικητικό συμβούλιο ή τη γενική συνέλευση, που αποφασίζουν, το μεν διοικητικό συμβούλιο με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) τουλάχιστον του συνόλου των μελών του, η δε γενική συνέλευση με απλή απαρτία και πλειοψηφία, και την εξουσία περιορισμού ή αποκλεισμού του δικαιώματος προτίμησης μέχρι το ήμισυ (1/2) του ποσού της αύξησης. Στην περίπτωση όπου το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει αυτό για τον περιορισμό ή τον αποκλεισμό του δικαιώματος προτίμησης, η έκθεση της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να εξηγεί γιατί επιλέγεται η κατάργηση του δικαιώματος να γίνει με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, και να υποβληθεί σε δημοσιότητα.


Άρθρο 28
Δυνατότητα μερικής κάλυψης του κεφαλαίου σε περιπτώσεις αύξησης
1.    Αν η κάλυψη του ποσού της αύξησης του κεφαλαίου δεν είναι πλήρης, το κεφάλαιο αυξάνεται μέχρι το ποσό της κάλυψης, μόνο εφόσον στην απόφαση για αύξηση προβλέπεται ρητά αυτή η δυνατότητα.
2.     Σε περίπτωση μερικής κάλυψης του κεφαλαίου, το διοικητικό συμβούλιο οφείλει να προσαρμόσει, με την απόφασή του για την πιστοποίηση της καταβολής, σύμφωνα με το άρθρο 20, το άρθρο του καταστατικού περί του κεφαλαίου, έτσι ώστε να προσδιορίζεται το ποσό του κεφαλαίου, όπως προέκυψε μετά τη μερική κάλυψη.


ΤΊΤΛΟΣ 3: ΜΕΙΩΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΒΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Άρθρα 29
Μείωση κεφαλαίου
1.    Για τη μείωση κεφαλαίου απαιτείται απόφαση της γενικής συνέλευσης, που αποφασίζει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, εκτός εάν η μείωση γίνεται σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 21 ή την παρ. 6 του άρθρου 49.
2.     Το κεφάλαιο δεν μπορεί να μειωθεί κάτω από το ελάχιστο όριο που ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 15, εκτός αν η απόφαση για τη μείωση προβλέπει την ταυτόχρονη αύξηση του κεφαλαίου τουλάχιστον έως το ελάχιστο όριο ή την ταυτόχρονη μετατροπή της εταιρείας σε εταιρεία άλλης νομικής μορφής. Στην αύξηση αυτή οι μέτοχοι της εταιρείας έχουν δικαίωμα προτίμησης ανάλογα με τη συμμετοχή τους στο κεφάλαιο, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί πριν από τη μείωση. Στο δικαίωμα αυτό ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 26 και 27.
3.     Η πρόσκληση για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης και η απόφαση της τελευταίας για τη μείωση του κεφαλαίου πρέπει να ορίζουν κατ' ελάχιστο το σκοπό της μείωσης αυτής και τον τρόπο πραγματοποίησής της.
4.     Η απόφαση της γενικής συνέλευσης για μείωση κεφαλαίου αποτελεί τροποποίηση του καταστατικού και υποβάλλεται σε δημοσιότητα. Επιπρόσθετα η απόφαση αυτή πρέπει να αναρτάται και στο διαδικτυακό τόπο της εταιρείας.
5.     Εάν υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες μετοχών, κάθε απόφαση της γενικής συνέλευσης, που αφορά τη μείωση του κεφαλαίου, τελεί υπό την έγκριση της κατηγορίας ή των κατηγοριών μετόχων, τα δικαιώματα των οποίων θίγονται από την απόφαση αυτή. Η έγκριση παρέχεται με απόφαση των μετόχων της θιγόμενης κατηγορίας, που λαμβάνεται σε ιδιαίτερη συνέλευση με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία.
6.     Για τη σύγκληση της ιδιαίτερης συνέλευσης κατά την προηγούμενη παράγραφο, τη συμμετοχή σε αυτή, την παροχή πληροφοριών, την αναβολή λήψης αποφάσεων, την ψηφοφορία, καθώς και την ακύρωση των αποφάσεών της, εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις για τη γενική συνέλευση των μετόχων.


Άρθρο 30
Προστασία δανειστών σε περίπτωση μείωσης κεφαλαίου
1.     Δεν γίνεται καμία καταβολή στους μετόχους από το αποδεσμευόμενο με τη μείωση ενεργητικό της εταιρείας, εάν οι δανειστές της εταιρείας, των οποίων οι απαιτήσεις γεννήθηκαν πριν από τη δημοσιότητα της απόφασης για τη μείωση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του προηγούμενο άρθρου και είναι ληξιπρόθεσμες, υποβάλουν στην εταιρεία αντιρρήσεις κατά της πραγματοποίησης των παραπάνω καταβολών εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την παραπάνω δημοσιότητα και δεν ικανοποιηθούν πλήρως ή δεν διακανονίσουν με την εταιρεία τις απαιτήσεις τους.
2.     Οι δανειστές των μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων μπορούν, εφόσον θεωρούν ότι με τις παραπάνω καταβολές τίθεται σε κίνδυνο η ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, να υποβάλουν στην εταιρεία αντιρρήσεις κατά της πραγματοποίησης των παραπάνω καταβολών εντός της αυτής προθεσμίας.
3.     Επί του βασίμου των αντιρρήσεων των δανειστών μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων κατά την παρ. 2, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν στην επάρκεια των προσφερόμενων από την εταιρεία ασφαλειών, αποφαίνεται το δικαστήριο, το οποίο κρίνει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μετά από αίτηση της εταιρείας. Εάν υποβληθούν αντιρρήσεις από περισσότερους δανειστές μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, εκδίδεται μία απόφαση ως προς όλες. Εάν οι δανειστές των μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων αποδείξουν, ότι η πραγματοποίηση των καταβολών ενόψει της εταιρικής περιουσίας, που θα απομείνει μετά την πραγματοποίηση της μείωσης, λαμβανομένων υπόψη και των τυχόν ασφαλειών, που ήδη διαθέτουν, θέτει σε κίνδυνο την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, το δικαστήριο επιτρέπει την καταβολή των αποδεσμευόμενων με τη μείωση ποσών μόνο υπό τον όρο της τήρησης όρων ή της παροχής επαρκών ασφαλειών, το είδος και την έκταση των οποίων καθορίζει το δικαστήριο. Καταβολές στους μετόχους που γίνονται κατά παράβαση των παραπάνω διατάξεων είναι άκυρες.
4.     Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται και όταν η μείωση του κεφαλαίου γίνεται με ολική ή μερική απαλλαγή των μετόχων από την υποχρέωση καταβολής καλυφθέντος και μη καταβληθέντος κεφαλαίου.


Άρθρα 31
Ειδικού τρόποι μείωσης του κεφαλαίου
1.     Επιτρέπεται η ολική ή μερική μείωση κεφαλαίου σε είδος, ως προς την οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 17 και 18 για την αποτίμηση των εισφορών σε είδος. Στην περίπτωση αυτή η απόφαση της γενικής συνέλευσης πρέπει να περιγράφει με ακρίβεια τα περιουσιακά στοιχεία που θα περιέλθουν σε καθένα από τους μετόχους. Αποτίμηση των στοιχείων σε είδος δεν απαιτείται, αν οι μέτοχοι αποφασίσουν ομόφωνα τον τρόπο υλοποίησης της μείωσης. Οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 30 ισχύουν και στην περίπτωση αυτή.
2.        Επιτρέπεται η μείωση κεφαλαίου με σκοπό το σχηματισμό ειδικού αποθεματικού. Οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 30 δεν εφαρμόζονται, εφόσον το ύψος του ειδικού αυτού αποθεματικού δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατόν (10%) του κεφαλαίου, όπως αυτό διαμορφώνεται μετά την μείωση. Το ανωτέρω ειδικό αποθεματικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο προς το σκοπό εκ νέου κεφαλαιοποίησής του ή του συμψηφισμού του προς απόσβεση ζημιών της εταιρείας.


Άρθρο 32
Απόσβεση του κεφαλαίου
1.     Η γενική συνέλευση μπορεί με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία να αποφασίσει την ολική ή μερική απόσβεση του κεφαλαίου. Με καταστατική πρόβλεψη, η γενική συνέλευση μπορεί να αποφασίζει την ολική ή μερική απόσβεση του κεφαλαίου και με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Η απόφαση της γενικής συνέλευσης για απόσβεση του κεφαλαίου υποβάλλεται σε διατυπώσεις δημοσιότητας.
2.    Η απόσβεση δεν συνιστά μείωση του κεφαλαίου.
3.     Η απόσβεση γίνεται με καταβολή στους μετόχους του συνόλου ή μέρους της ονομαστικής αξίας των μετοχών τους. Η απόσβεση επιτρέπεται μόνο με τη χρησιμοποίηση σχηματισμένων ειδικών αποθεματικών ή κάνοντας χρήση των ποσών που επιτρέπεται να διανεμηθούν υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 159 και 160. Η απόσβεση μπορεί να γίνει επίσης και με ολική ή μερική απαλλαγή των μετόχων από την υποχρέωση καταβολής του καλυφθέντος και μη καταβληθέντος κεφαλαίου.
4.     Οι μέτοχοι, των οποίων οι μετοχές έχουν αποσβεστεί, διατηρούν τα δικαιώματά τους από τη μετοχική σχέση, με εξαίρεση το δικαίωμα επιστροφής της εισφοράς τους και το δικαίωμα συμμετοχής στη διανομή του ελάχιστου μερίσματος, σύμφωνα με το άρθρο 161, που εισπράττεται μόνο από τις μετοχές που δεν έχουν αποσβεστεί.

5.     Εάν υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες μετοχών, η εγκυρότητα της απόφασης της γενικής συνέλευσης που αφορά την απόσβεση του κεφαλαίου εξαρτάται από την έγκριση της κατηγορίας η των κατηγοριών των μετόχων που τα δικαιώματά τους θίγονται από την απόφαση αυτή. Η έγκριση παρέχεται με απόφαση των μετόχων της κατηγορίας που θίγεται και λαμβάνεται σε ιδιαίτερη συνέλευση με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία.
6.     Για τη σύγκληση της ιδιαίτερης συνέλευσης κατά την προηγούμενη παράγραφο, τη συμμετοχη σε αυτη, την παροχη πληροφοριών, την αναβολη ληψης αποφάσεων, την ψηφοφορία, καθώς και την ακύρωση των αποφάσεών της, εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις για τη γενική συνέλευση των μετόχων.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε: ΜΕΤΟΧΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
ΤΊΤΛΟΣ 1: ΟΙ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΙ ΤΙΤΛΟΙ
Αρθρο 33
Οι εκδιδόμενοι τίτλοι
1.    Η ανώνυμη εταιρεία μπορεί να εκδίδει τα ακόλουθα είδη τίτλων:
α) μετοχές,
β) ομολογίες,
γ) τίτλους κτήσης μετοχών (warrants), και
δ) ιδρυτικούς τίτλους.
2.     Οι παραπάνω τίτλοι μπορούν να εκδίδονται σε επιμέρους κατηγορίες, όπως ο νόμος ορίζει ή αποφασίζει το αρμόδιο για έκδοσή τους όργανο. Η εταιρεία μπορεί να εκδίδει τίτλους της ίδιας κατηγορίας σε διαδοχικές στο χρόνο σειρές.
3.     Σε περίπτωση που εκδίδονται ταυτόχρονα περισσότερα είδη ή κατηγορίες τίτλων, είναι δυνατόν να προβλέπεται κατά τους όρους έκδοσής τους ότι η κτήση τίτλου ενός είδους ή μιας κατηγορίας επιτρέπεται μόνο υπό την προϋπόθεση ταυτόχρονης κτήσης ορισμένου αριθμού εκδιδόμενων τίτλων άλλου είδους ή άλλης κατηγορίας. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να προβλέπεται στο καταστατικό, σε σχέση με μετοχές ή ιδρυτικούς τίτλους, ή στους όρους έκδοσης τίτλων κτήσης μετοχών ή στο πρόγραμμα έκδοσης ομολογιών, ότι μέχρι την επέλευση ορισμένης προθεσμίας ή μέχρι την πλήρωση ορισμένης αίρεσης ή για όλη τη διάρκεια της εταιρείας ή των οικείων τίτλων, οι ανωτέρω τίτλοι μπορούν να διατεθούν (μεταβιβασθούν ή επιβαρυνθούν) μόνο από κοινού.
4.    Με την επιφύλαξη των διατάξεων για την κοινωνία, το ενέχυρο και την επικαρπία και εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο καταστατικό, οι τίτλοι εκδίδονται και μεταβιβάζονται μόνο με το σύνολο των δικαιωμάτων που
περιλαμβάνουν και δεν επιτρέπεται η χωριστή διάθεση ορισμένων δικαιωμάτων.
5.     Το καταστατικό η, κατά περίπτωση, οι όροι έκδοσης των οικείων τίτλων μπορούν να αποκλίνουν από τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου. Επί μετοχών το καταστατικό μπορεί να επιτρέπει τη χωριστή διάθεση μόνο του δικαιώματος απόληψης κερδών, για χρονική διάρκεια που δεν δύναται να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη από τη διάθεση του δικαιώματος.


ΤΊΤΛΟΣ 2: ΜΕΤΟΧΕΣ
Άρθρο 34
Διαίρεση του κεφαλαίου σε μετοχές
Το κεφάλαιο της ανώνυμης εταιρείας διαιρείται σε μετοχές. Οι μετοχές μπορούν να ενσωματώνονται σε μετοχικούς τίτλους μιας η περισσότερων μετοχών η, υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, να είναι άυλες.


Άρθρο 35
Ονομαστική αξία μετοχών
1.     Η ονομαστική αξία κάθε μετοχής δεν μπορεί να ορισθεί σε ποσό κατώτερο των τεσσάρων λεπτών (0,04) του ευρώ ούτε ανώτερο των εκατό (100) ευρώ. Η ονομαστική αξία των μετοχών πρέπει να είναι η ίδια για όλες τις μετοχές. Κατ' εξαίρεση, μετοχές που ανήκουν σε μια σειρά η κατηγορία μπορούν να έχουν διαφορετικη ονομαστικη αξία από τις άλλες.
2.    Απαγορεύεται η έκδοση μετοχών σε τιμη κατώτερη του αρτίου.
3.     Η διαφορά που προκύπτει από την έκδοση μετοχών σε τιμη ανώτερη του αρτίου δεν μπορεί να διατεθεί για πληρωμή μερισμάτων η ποσοστών, μπορεί όμως να κεφαλαιοποιηθεί.


Άρθρο 36
Αρχή της ισότητας
1.     Με εξαίρεση τις μετοχές που εκδίδονται σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 38, κάθε μετοχη παρέχει δικαίωμα ψηφου. Όλα τα εκ της μετοχης δικαιώματα των μετόχων, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 38 του παρόντος, είναι υποχρεωτικά ανάλογα προς το ποσοστό του κεφαλαίου που αντιπροσωπεύει η μετοχη. Σε περίπτωση περισσότερων κατηγοριών η σειρών μετοχών η αρχη της ισότητας αφορά όλες τις μετοχές της ίδιας κατηγορίας η σειράς.
2.     Η εταιρεία διασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων των μετόχων που βρίσκονται στην ίδια θέση.




 
Άρθρο 37
Κοινές μετοχές


1.    Οι εκδιδόμενες από την εταιρεία μετοχές είναι κοινές, εφόσον δεν ανήκουν σε ειδικά ρυθμιζόμενη στον παρόντα νόμο κατηγορία.
2.    Η εταιρεία πρέπει να έχει τουλάχιστον μία κοινή μετοχή.
3.     Οι κοινές μετοχές παρέχουν όλα τα δικαιώματα που προβλέπει ο νόμος, εκτός από εκείνα που προβλέπονται για ορισμένες κατηγορίες μετοχών. Σε κάθε περίπτωση οι κοινές μετοχές παρέχουν δικαίωμα ψήφου και δικαίωμα απόληψης των κερδών και του προϊόντος της εκκαθάρισης της εταιρείας.


Άρθρο 38
Προνομιούχες μετοχές
1.     Επιτρέπεται να ορίζεται με διατάξεις του καταστατικού προνόμιο υπέρ μετοχών. Το προνόμιο αυτό συνίσταται στη μερική η ολική απόληψη, πριν από τις κοινές μετοχές, του διανεμόμενου μερίσματος, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του καταστατικού, και στην προνομιακή απόδοση του καταβληθέντος από τους κατόχους των προνομιούχων μετοχών κεφαλαίου από το προϊόν μείωσης του κεφαλαίου ή της εκκαθάρισης της εταιρικής περιουσίας, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής τούτων στα υπέρ το άρτιο ποσά, που είχαν τυχόν καταβληθεί. Ομοίως το καταστατικό επιτρέπεται να ορίζει ότι σε περίπτωση μη διανομής μερίσματος σε μια ή περισσότερες χρήσεις, το προνόμιο υπέρ των μετοχών αφορά στην προνομιακή καταβολή μερισμάτων και για τις χρήσεις κατά τις οποίες δεν έγινε διανομή μερίσματος.
2.     Το καταστατικό μπορεί να ορίζει ότι οι προνομιούχες μετοχές παρέχουν σταθερό μέρισμα ή ότι συμμετέχουν εν μέρει μόνο στα κέρδη της εταιρείας. Χορήγηση άλλων προνομίων περιουσιακής φύσης, συμπεριλαμβανομένης της απόληψης ορισμένου τόκου ή της συμμετοχής, κατά προτεραιότητα, σε κέρδη από ορισμένη εταιρική δραστηριότητα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο καταστατικό, δεν αποκλείεται. Το καταστατικό, ομοίως, μπορεί να ορίζει ότι η απόληψη ορισμένου τόκου μπορεί να γίνει, με την προϋπόθεση ότι οι προνομιούχες μετοχές δεν θα συμμετέχουν στα κέρδη της εταιρείας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, που καθορίζεται κατά την έκδοσή τους. Τα δικαιώματα που παρέχουν οι προνομιούχες μετοχές υπόκεινται στους περιορισμούς του άρθρου 159. Προνομιούχες μετοχές της ίδιας σειράς έκδοσης παρέχουν τα ίδια δικαιώματα.
3.     Οι προνομιούχες μετοχές μπορούν επίσης να εκδοθούν και ως μετατρέψιμες σε κοινές μετοχές ή σε προνομιούχες μετοχές άλλης κατηγορίας. Η μετατροπή γίνεται είτε υποχρεωτικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού είτε με άσκηση σχετικού δικαιώματος του μετόχου, που έχει προβλεφθεί στο αρχικό καταστατικό ή την απόφαση για έκδοση των μετοχών. Οι όροι και οι προθεσμίες της μετατροπής ορίζονται στο καταστατικό. Το δικαίωμα της μετατροπής ασκείται από τον προνομιούχο μέτοχο ατομικά με δήλωσή του προς την εταιρεία και η μετατροπή
ισχύει από τη λήψη της δήλωσης αυτής, εκτός εάν το καταστατικό προβλέπει άλλο χρονικό σημείο.
4.     Οι προνομιούχες μετοχές μπορούν να εκδοθούν και χωρίς δικαίωμα ψήφου ή με δικαίωμα ψήφου περιοριζόμενο σε ορισμένα ζητήματα, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού. Έκδοση μετοχών με πολλαπλό δικαίωμα ψήφου δεν επιτρέπεται.
5.     Τα προνόμια που παρέχουν οι προνομιούχες μετοχές και ο περιορισμός του δικαιώματος ψήφου μπορούν να μεταβάλλονται στο χρόνο, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού. Τα προνόμια όμως μένουν σταθερά κατά το διάστημα της κάθε εταιρικής χρήσης.
6.    Έκδοση νέων προνομιούχων μετοχών είναι δυνατή μόνο με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία και υπό τους όρους των άρθρων 25 παρ. 3 και 4 και 26 παρ. 1.
7.     Με απόφαση της γενικής συνέλευσης που αποφασίζει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία και υπό τους όρους του άρθρου 25 παρ. 3 και 4 μπορεί να αποφασίζεται η τροπή μέρους των κοινών μετοχών σε προνομιούχες, τηρουμένης σε κάθε περίπτωση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μετόχων. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται αναλόγως στην περίπτωση μετατροπής προνομιούχων μετοχών σε προνομιούχες μετοχές άλλης κατηγορίας.
8.     Κατάργηση ή περιορισμός του προνομίου από την εταιρεία επιτρέπεται μόνο μετά από απόφαση, που λαμβάνεται σε ιδιαίτερη γενική συνέλευση των προνομιούχων μετόχων, στους οποίους αφορά το προνόμιο, με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) του εκπροσωπούμενου προνομιούχου κεφαλαίου. Για τη σύγκληση της γενικής αυτής συνέλευσης, τη συμμετοχή σε αυτήν, την παροχή πληροφοριών, την ψηφοφορία, καθώς και την ακυρότητα ή την ακύρωση των αποφάσεών της, εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές με τη γενική συνέλευση των μετόχων διατάξεις του νόμου. Για τη μετατροπή των προνομιούχων μετοχών, που δεν έχουν εκδοθεί ως μετατρέψιμες κατά την παρ. 3, σε κοινές απαιτείται, εκτός από την απόφαση των προνομιούχων μετόχων του πρώτου εδαφίου και απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων που κατέχουν κοινές μετοχές, η οποία λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) του εκπροσωπούμενου κοινού κεφαλαίου. Οι ανωτέρω γενικές συνελεύσεις των μετόχων, που κατέχουν προνομιούχες και κοινές μετοχές, βρίσκονται σε απαρτία και συνεδριάζουν έγκυρα για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης σύμφωνα με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 130.
9.    Εάν για τις προνομιούχες μετοχές εκδίδονται τίτλοι, πρέπει να αναγράφονται σ' αυτούς οι λέξεις «Προνομιούχος Μετοχή» καθώς και τα κύρια χαρακτηριστικά τους, όπως ιδίως «μετατρέψιμη» και «μετά» ή «άνευ ψήφου».


Άρθρο 39
Εξαγοράσιμες μετοχές



1.     Το καταστατικό μπορεί να επιτρέπει την αύξηση κεφαλαίου με έκδοση εξαγοράσιμων μετοχών. Οι μετοχές αυτές μπορούν να εκδίδονται και ως προνομιούχες μετοχές με η χωρίς δικαίωμα ψήφου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38. Η εξαγορά γίνεται με δήλωση της εταιρείας η του μετόχου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο καταστατικό, και είναι έγκυρη μόνο με καταβολή του αντιτίμου της εξαγοράς κατά τα προβλεπόμενα στο καταστατικό.
2.    Για την αύξηση του κεφαλαίου και την έκδοση των εξαγοράσιμων μετοχών, καθώς και για τον ενδεχόμενο αποκλεισμό του δικαιώματος προτίμησης, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 23 έως και 27.
3.    Η δυνατότητα εξαγοράς τελεί υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Η εξαγορά πρέπει να επιτρέπεται από το καταστατικό πριν από την ανάληψη των μετοχών που μπορούν να εξαγορασθούν. β) Οι προς εξαγορά μετοχές πρέπει να έχουν πλήρως εξοφληθεί. γ) Η εξαγορά μπορεί να γίνει με τη χρησιμοποίηση μόνο ποσών, που επιτρέπεται να διανεμηθούν υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 159 και 160, ή του προϊόντος νέας έκδοσης μετοχών που πραγματοποιήθηκε με σκοπό την εξαγορά αυτή, ή και ποσών που απελευθερώνονται με μείωση του κεφαλαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 29 επ.
δ) Ποσό ίσο με την ονομαστική αξία όλων των μετοχών που εξαγοράστηκαν πρέπει να αποτελέσει μέρος αποθεματικού, το οποίο δεν μπορεί, εκτός από την περίπτωση μείωσης του καλυφθέντος κεφαλαίου, να διανεμηθεί στους μετόχους. Το αποθεματικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για την αύξηση του καλυφθέντος κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών. Τα προηγούμενα εδάφια της περίπτωσης αυτής δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που η εξαγορά έγινε με τη χρησιμοποίηση του προϊόντος νέας έκδοσης, η οποία πραγματοποιήθηκε με σκοπό την εξαγορά αυτή, ή ποσών που απελευθερώθηκαν με μείωση του κεφαλαίου.
ε) Όταν, λόγω της εξαγοράς, προβλέπεται η καταβολή πρόσθετου ποσού στους μετόχους, το ποσό αυτό δεν μπορεί να καταβληθεί παρά μόνο από τα ποσά που επιτρέπεται να διανεμηθούν υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 159 και 160 ή με μείωση του κεφαλαίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 29 επ. ή από αποθεματικό, διαφορετικό από το προβλεπόμενο στην προηγούμενη περ. δ', το οποίο δεν μπορεί, εκτός από την περίπτωση μείωσης του καλυφθέντος κεφαλαίου, να διανεμηθεί στους μετόχους. Το αποθεματικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για την αύξηση του καλυφθέντος κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών, για την κάλυψη των εξόδων που προβλέπονται στην παρ. 4 του άρθρου 5 ή των εξόδων έκδοσης μετοχών ή ομολογιών ή για την καταβολή πρόσθετου ποσού στους κατόχους των μετοχών ή των ομολογιών που πρέπει να εξαγορασθούν.
στ) Η εξαγορά υποβάλλεται σε δημοσιότητα.
4.     Δήλωση μετόχων που κατέχουν εξαγοράσιμες μετοχές για την εξαγορά των μετοχών τους είναι υποχρεωτική για την εταιρεία μόνο αν κατά τον χρόνο λήψης της δήλωσης από την εταιρεία υπάρχουν ποσά που επιτρέπεται να διανεμηθούν υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 159 και 160 και είναι επαρκή για την ικανοποίηση της δήλωσης, πληρούνται δε τυχόν άλλοι όροι που τάσσει το καταστατικό. Σε διαφορετική περίπτωση η δήλωση δεν παράγει αποτελέσματα.
5.     Οι εξαγοραζόμενες μετοχές υπόκεινται στο καθεστώς των ιδίων μετοχών κατά τις διατάξεις των άρθρων 49 και 50.
6.     Με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία μπορεί να αποφασίζεται η τροπή μέρους των υφιστάμενων μετοχών σε εξαγοράσιμες, τηρουμένης σε κάθε περίπτωση της αρχής της ισότιμης μεταχείρισης των μετόχων. Αν υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες μετοχών, η απόφαση της γενικής συνέλευσης για την τροπή υφιστάμενων μετοχών σε εξαγοράσιμες υπόκειται στην έγκριση της κατηγορίας ή των κατηγοριών μετοχών που θίγονται από την απόφαση αυτή, με ανάλογη εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 29.


Άρθρο 40
Ονομαστικές μετοχές - Μετοχικού τίτλοι
1.    Οι μετοχές της εταιρείας είναι ονομαστικές. Οι ανώνυμες μετοχές που υφίστανται κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου υπόκεινται στις ρυθμίσεις του άρθρου 184.
2.     Η εταιρεία οφείλει να τηρεί βιβλίο μετόχων. Στο βιβλίο αυτό καταχωρίζονται οι μέτοχοι, με αναγραφή του ονοματεπωνύμου ή της εταιρικής επωνυμίας και της διεύθυνσης ή της έδρας τους, καθώς και του επαγγέλματος και της εθνικότητας του κάθε μετόχου. Σε κάθε περίπτωση αναγράφεται ο αριθμός και η κατηγορία των μετοχών, που κατέχει κάθε μέτοχος. Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει την ηλεκτρονική τήρηση του βιβλίου ή και την τήρησή του από κεντρικό αποθετήριο τίτλων, πιστωτικό ίδρυμα ή από επιχείρηση επενδύσεων, που έχουν το δικαίωμα να φυλάσσουν χρηματοπιστωτικά μέσα. Ως μέτοχος έναντι της εταιρείας θεωρείται ο εγγεγραμμένος στο βιβλίο αυτό.
3.     Με την επιφύλαξη των διατάξεων για την αποϋλοποίηση των μετοχών και των οριζομένων στις επόμενες παραγράφους του παρόντος άρθρου, η εταιρεία υποχρεούται να εκδώσει και να παραδώσει στους μετόχους μετοχικούς τίτλους. Οι τίτλοι αυτοί μπορεί να είναι απλοί ή πολλαπλοί. Αν έχουν εκδοθεί πολλαπλοί τίτλοι, μετά από αίτηση κάθε μετόχου, η εταιρεία υποχρεούται να αντικαταστήσει τους υπάρχοντες τίτλους με νέους, που ενσωματώνουν μικρότερο αριθμό μετοχών.
4.    Μέχρι την έκδοση οριστικών μετοχικών τίτλων σύμφωνα με την παρ. 3, η εταιρεία μπορεί να εκδώσει προσωρινούς τίτλους.
5.     Το καταστατικό μπορεί να αποκλείει ή να περιορίζει την υποχρέωση της εταιρείας να εκδίδει μετοχικούς τίτλους. Στην περίπτωση αυτή το καταστατικό ορίζει τον τρόπο απόδειξης της μετοχικής ιδιότητας, προκειμένου να ασκηθούν τα δικαιώματα εκ των μετοχών. Εάν το καταστατικό δεν περιέχει σχετικό όρο, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση που δεν εκδίδονται μετοχικοί τίτλοι, η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας γίνεται με βάση τα στοιχεία του βιβλίου που τηρείται κατά την παρ. 2 ή τους τυχόν εκδοθέντες προσωρινούς τίτλους και, αν παρίσταται ανάγκη, με τα έγγραφα που κατέχει ο μέτοχος.
6.     Οι μετοχές της εταιρείας μπορεί να τηρούνται σε λογιστική μορφή, μετά από αποϋλοποίηση η ακινητοποίηση σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014 σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257/28.8.2014) και τα ειδικότερα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις. Το καταστατικό της εταιρείας προβλέπει τον εκ των ανωτέρω ειδικότερο τρόπο έκδοσης και τήρησης των μετοχών της σε κεντρικό αποθετήριο τίτλων.
7.     Σε περίπτωση μετοχών που έχουν εκδοθεί σε λογιστική μορφή κατά την παρ. 6, μέτοχος έναντι της εταιρείας θεωρείται ο εγγεγραμμένος στο μητρώο κεντρικού αποθετηρίου τίτλων ή ο ταυτοποιούμενος ως τέτοιος μέσω των εγγεγραμμένων διαμεσολαβητών.


Άρθρο 41
Μεταβίβαση των μετοχών με ειδική διαδοχή
1.    Με την επιφύλαξη των άρθρων 43 και 44, οι μετοχές είναι ελεύθερα μεταβιβαστές. Το ίδιο ισχύει και κατά το στάδιο της εκκαθάρισης ή υπαγωγής της εταιρείας σε συλλογική διαδικασία.
2.     Η μεταβίβαση των μετοχών γίνεται με καταχώριση στο βιβλίο μετόχων, που τηρείται σύμφωνα με παρ. 2 του άρθρου 40. Η καταχώριση χρονολογείται και υπογράφεται από τον μεταβιβάζοντα μέτοχο και τον αποκτώντα ή τους πληρεξουσίους τους. Δεν απαιτείται υπογραφή της καταχώρισης, αν η εταιρεία λάβει αντίγραφο της σύμβασης μεταβίβασης μετοχών με τις υπογραφές των μερών ή πληροφορηθεί την κατάρτισή της με άλλο τρόπο που προβλέπεται στο καταστατικό. Μετά από κάθε μεταβίβαση εκδίδεται νέος τίτλος ή επισημειώνονται από την εταιρεία επί του υπάρχοντος τίτλου, εφόσον έχει εκδοθεί, η μεταβίβαση που έγινε και τα στοιχεία του αποκτώντος που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο.
3.    Κατά παρέκκλιση της παρ. 2, η μεταβίβαση μετοχών σε λογιστική μορφή γίνεται μέσω λογαριασμών αξιών που τηρούνται σε κεντρικό αποθετήριο τίτλων ή διαμεσολαβητή σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.


Άρθρο 42
Μεταβίβαση των μετοχών λόγω καθολικής διαδοχής
Σε περίπτωση καθολικής ή οιονεί καθολικής διαδοχής επί μετοχών, ο διάδοχος εγγράφεται στο βιβλίο μετόχων ή στο μητρώο, μόλις προσκομιστούν με την επιμέλεια όποιου έχει έννομο συμφέρον στην εταιρεία ή, κατά περίπτωση, στο πρόσωπο που τηρεί το βιβλίο ή το μητρώο, των εγγράφων που αποδεικνύουν τη διαδοχή.




 
Άρθρο 43
Δεσμευμένες μετοχές
1.     Το καταστατικό μπορεί να επιτρέπει την έκδοση δεσμευμένων μετοχών, των οποίων η μεταβίβαση εξαρτάται από την έγκριση της εταιρείας. Την έγκριση παρέχει το διοικητικό συμβούλιο η η γενική συνέλευση κατά τις προβλέψεις του καταστατικού. Το καταστατικό δύναται να ορίζει τους λόγους για τους οποίους επιτρέπεται η άρνηση της έγκρισης.
2.     Το καταστατικό μπορεί να ορίσει και άλλες μορφές περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών, όπως ιδίως:
α) το ανεπίτρεπτο της μεταβίβασης, αν οι μετοχές δεν προσφερθούν προηγουμένως στους λοιπούς μετόχους ή σε ορισμένους από αυτούς, β) την υπόδειξη, εκ μέρους της εταιρείας, μετόχου ή τρίτου που θα αποκτήσει τις μετοχές, εάν ο μέτοχος επιθυμεί τη μεταβίβασή τους,
γ) τον όρο ότι, προκειμένου να εγκριθεί η μεταβίβαση μετοχών σε τρίτο, ο τρίτος θα δεσμευθεί να αποκτήσει μετοχές και άλλων μετόχων, που θα προσφερθούν με τους ίδιους όρους υπό τους οποίους εγκρίνεται η μεταβίβαση ή και διαφορετικούς όρους, κατά τις διατάξεις του καταστατικού, ή
δ) τον όρο ότι, σε περίπτωση μεταβίβασης μετοχών από μέτοχο σε τρίτο, οι λοιποί μέτοχοι θα υποχρεούνται να μεταβιβάσουν και αυτοί στον τρίτο ποσοστό αντίστοιχο μετοχών σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού.
Το καταστατικό πρέπει να ορίζει τη διαδικασία, τους όρους και την προθεσμία, εντός της οποίας η εταιρεία εγκρίνει τη μεταβίβαση ή προβαίνει στην υπόδειξη αγοραστή. Αν παρέλθει η προθεσμία αυτή, η μεταβίβαση των μετοχών είναι ελεύθερη. Οι περιορισμοί της παρούσας παραγράφου δεν επιτρέπεται να καθιστούν τη μεταβίβαση αδύνατη. Μεταβιβάσεις κατά παράβαση των διατάξεων του καταστατικού είναι άκυρες.
3.     Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, εάν η εταιρεία αρνηθεί να εγκρίνει τη μεταβίβαση των μετοχών ή δεν δίνει απάντηση στο μέτοχο εντός της προβλεπόμενης από το καταστατικό προθεσμίας, υποχρεούται, μετά από αίτηση του μετόχου και εντός τριών (3) μηνών από την υποβολή της, να εξαγοράσει τις μετοχές σύμφωνα με το άρθρο 45. Η προθεσμία της παρ. 3 του άρθρου 45 αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου.
4.     Οι περιορισμοί στη μεταβίβαση δεν ισχύουν σε περίπτωση θανάτου, κατάσχεσης, πτώχευσης ή υπαγωγής του μετόχου σε άλλη συλλογική διαδικασία εκποίησης της περιουσίας του. Όμως το καταστατικό μπορεί να ορίζει ότι στις περιπτώσεις αυτές οι μετοχές εξαγοράζονται από πρόσωπο που υποδεικνύει η εταιρεία, αντί πλήρους τιμήματος που προσδιορίζει το δικαστήριο με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η υπόδειξη πρέπει να γίνει μέσα σε ένα (1) μήνα από τότε που η εταιρεία λάβει γνώση του περιστατικού και πρέπει να γνωστοποιείται κατά περίπτωση στον μέτοχο, τον κληρονόμο ή κληροδόχο, τον δανειστή, το σύνδικο ή το όργανο της άλλης συλλογικής διαδικασίας. Το καταστατικό μπορεί επίσης να προβλέπει ότι οι λοιποί μέτοχοι έχουν δικαίωμα προτίμησης στην εξαγορά κατά την αναλογία τους στο λοιπό κεφάλαιο της εταιρείας.
5.     Το όργανο, που λαμβάνει την απόφαση έκδοσης ομολογιακού δανείου με ονομαστικές, μετατρέψιμες η ανταλλάξιμες ομολογίες, μπορεί να αποφασίσει την εφαρμογή στις εκδιδόμενες ομολογίες των περιορισμών που αφορούν στη μεταβίβαση των μετοχών. Μεταβιβάσεις ομολογιών κατά παράβαση των περιορισμών αυτών είναι άκυρες.


Άρθρο 44
Δικαίωμα προαίρεσης
1.     Συμφωνίες με τις οποίες παρέχεται δικαίωμα προαίρεσης για μεταβίβαση η απόκτηση μετοχών μη εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά μπορούν να καταγραφούν στο βιβλίο μετόχων η, επί άυλων μετοχών, στο μητρώο, με επιμέλεια των μερών. Αν το διοικητικό συμβούλιο η ο τηρών το μητρώο βεβαιωθεί ότι ασκηθηκε το δικαίωμα προαίρεσης και αποδεικνύεται ότι εκπληρώθηκαν τυχόν προϋποθέσεις η διατυπώσεις άσκησης του (συμπεριλαμβανομένης της καταβολής του τυχόν προβλεπόμενου τιμήματος) οφείλει να καταχωρίσει αμελλητί στο βιβλίο η στο μητρώο τη μεταβολη του μετόχου, κατά παρέκκλιση του άρθρου 41.
2.     Στην συμφωνία της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να τεθεί ρητρα ότι μέχρι την άσκηση η την απόσβεση του δικαιώματος προαίρεσης δεν επιτρέπεται να λάβει χώρα μεταβίβαση των μετοχών. Έναντι τρίτων όμως η ρητρα αυτη ισχύει μόνο αν έχει ειδικά μνημονευθεί στο βιβλίο μετόχων η το μητρώο.


Άρθρο 45
Δικαίωμα της μειοψηφίας να ζητήσει την εξαγορά των μετοχών της από
την εταιρεία
1.     Για τους λόγους που ορίζονται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου, ένας η περισσότεροι μέτοχοι μπορούν να ζητησουν με αγωγη από το δικαστηριο την εξαγορά των μετοχών τους από την εταιρεία, εάν για τους λόγους αυτούς η παραμονη τους σε αυτην καθίσταται, κατά τρόπο προφανη, ιδιαίτερα ασύμφορη. Το δικαίωμα αυτό υφίσταται υπό την προϋπόθεση ότι οι αιτούντες μέτοχοι παρέστησαν στη γενικη συνέλευση και αντιτάχθηκαν στη ληψη της σχετικης απόφασης, εκτός αν, στην περ. γ' της παρ. 2, ο λόγος εξαγοράς δεν σχετίζεται με τέτοια απόφαση.
2.    Εξαγορά μπορεί να ζητηθεί:
α) εάν η γενικη συνέλευση αποφάσισε τη μεταφορά της έδρας της εταιρείας σε άλλο κράτος,
β) εάν η γενικη συνέλευση αποφάσισε την εισαγωγη περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών η την αλλαγη του σκοπού της εταιρείας, η
γ) σε άλλες περιπτώσεις που προβλέπει το καταστατικό, υπό την προϋπόθεση ότι προβλέπει και σχετικη προθεσμία για την άσκηση της αγωγης.
3.     Η αγωγη της παρ. 1 μπορεί να ασκηθεί εντός τριών (3) μηνών από τη συντέλεση της σχετικης τροποποίησης του καταστατικού. Στην περ. γ' της παρ. 2 η αγωγη ασκείται εντός της προθεσμίας που προβλέπει το καταστατικό.
4.     Το δικαστήριο ορίζει το αντάλλαγμα, που πρέπει να είναι δίκαιο και να ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία των μετοχών αυτών, καθώς και τους όρους καταβολής του. Για τον προσδιορισμό της αξίας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, που διενεργείται από τα πρόσωπα της παρ. 3 του άρθρου 17. Εάν οι ενάγοντες μέτοχοι δεν αποδέχονται το τίμημα που προσδιορίζεται με τον τρόπο αυτόν, μπορούν να αρνηθούν την εξαγορά, επιβαρύνονται όμως με τα έξοδα της δίκης για τον προσδιορισμό της αξίας των μετοχών τους.
5.     Το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει τη λύση της εταιρείας εάν η διατασσόμενη κατά το παρόν άρθρο εξαγορά δεν ολοκληρωθεί εντός ορισμένης προθεσμίας, εξαιτίας πταίσματος του υπόχρεου σε εξαγορά.
6.    Στην περίπτωση της εξαγοράς σύμφωνα με το παρόν άρθρο εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 4 έως 7 του άρθρου 49 και του άρθρου 50.
7.    Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται επί εταιρειών των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ.


Άρθρο 46
Δικαίωμα της μειοψηφίας για εξαγορά των μετοχών της από τον
πλειοψηφούντα μέτοχο
1.     Με την επιφύλαξη των διατάξεων για τη δημόσια πρόταση αγοράς κινητών αξιών, εάν ένας μέτοχος απέκτησε μετά την ίδρυση της εταιρείας και διατηρεί τουλάχιστον το ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) του κεφαλαίου της, ένας ή περισσότεροι από τους λοιπούς μετόχους μπορούν να ζητήσουν από το δικαστήριο με αγωγή, η οποία ασκείται εντός προθεσμίας πέντε (5) ετών από τότε που ο μέτοχος απέκτησε το παραπάνω ποσοστό, την εξαγορά της συμμετοχής τους από το μέτοχο αυτόν. Στο ποσοστό του κεφαλαίου της εταιρείας που κατέχει ο παραπάνω μέτοχος συνυπολογίζονται τα ποσοστά που κατέχουν: α) συνδεδεμένες με αυτόν επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 32 του Ν. 4308/2014, Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, β) ο ή η σύζυγός του και γ) συγγενείς του μέχρι και του τρίτου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας.
2.     Στην εξαγορά τους παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 45 του παρόντος.


Άρθρο 47
Εξαγορά των μετοχών της μειοψηφίας από τον πλειοψηφούντα μέτοχο
1.     Με την επιφύλαξη των διατάξεων για τη δημόσια πρόταση αγοράς κινητών αξιών, εάν ένας μέτοχος απέκτησε μετά την ίδρυση της εταιρείας και διατηρεί το ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) τουλάχιστον του κεφαλαίου της μπορεί να εξαγοράσει τις μετοχές των μειοψηφούντων μετόχων έναντι ανταλλάγματος, που πρέπει να ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία των μετοχών αυτών. Το δικαίωμα αυτό ασκείται εντός πέντε (5) ετών από τότε που ο πλειοψηφών μέτοχος απέκτησε το παραπάνω ποσοστό.
2.     Στον έλεγχο των προϋποθέσεων άσκησης του δικαιώματος εξαγοράς και στον προσδιορισμό του ανταλλάγματος προβαίνει, μετά από αίτηση του πλειοψηφούντος μετόχου, το δικαστήριο με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Ο αιτών υποβάλλει στο δικαστήριο έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που συντάσσεται από τα πρόσωπα της παρ. 3 του άρθρου 17. Τα πρόσωπα αυτά ορίζει ο αιτών. Το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας υποχρεούται να παράσχει στα πρόσωπα αυτά όλα τα αναγκαία οικονομικά στοιχεία. Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την έκθεση αυτή.
3.     Ο πλειοψηφών μέτοχος οφείλει να παρακαταθέσει το συνολικό αντάλλαγμα, που αντιστοιχεί στις μετοχές της μειοψηφίας, σε πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο αναλαμβάνει να καταβάλει το αντάλλαγμα στους δικαιούχους μετόχους, μετά από έλεγχο της νομιμοποίησής τους. Η καταβολή γίνεται με την παράδοση των μετοχικών τίτλων, εφόσον έχουν εκδοθεί. Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να επιφυλαχθεί του δικαιώματος να παρακαταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το μέρος του ανταλλάγματος που δεν αναζητήθηκε για διάστημα τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Η παρακατάθεση του ανταλλάγματος στο πιστωτικό ίδρυμα συνοδεύεται από τη δικαστική απόφαση της παρ. 2 και αντίγραφο της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης. Οι μειοψηφούντες μέτοχοι δικαιούνται να λάβουν αντίγραφα των παραπάνω εγγράφων έναντι του κόστους αυτών.
4.    Η άσκηση του δικαιώματος της παρ. 1 γίνεται, επί ποινή ακυρότητας, με σχετική δημόσια δήλωση, που περιλαμβάνει:
α) την επωνυμία της εταιρείας, τα στοιχεία του ασκούντος το δικαίωμα και το ποσοστό που ο τελευταίος έχει στην εταιρεία,
β) τα στοιχεία και το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης για τη διαπίστωση των προϋποθέσεων άσκησης του δικαιώματος και τον προσδιορισμό του ανταλλάγματος, και
γ) τα στοιχεία του πιστωτικού ιδρύματος όπου έχει γίνει η παρακατάθεση του ανταλλάγματος και από το οποίο οι μέτοχοι της μειοψηφίας μπορούν να εισπράξουν το αντάλλαγμα, καθώς και τυχόν προϋποθέσεις για την είσπραξη τούτου. Ιδιαίτερα, πρέπει να επισημαίνεται η δυνατότητα του πιστωτικού ιδρύματος να παρακαταθέσει το αντάλλαγμα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
5.     Η δήλωση της προηγούμενης παραγράφου υποβάλλεται σε δημοσιότητα. Από την ημερομηνία της δημοσίευσης, οι μετοχές των μειοψηφούντων μετόχων περιέρχονται αυτοδικαίως στον πλειοψηφούντα μέτοχο, και οι μειοψηφούντες μέτοχοι μπορούν να εισπράξουν αμέσως το αντάλλαγμα. Εάν έχουν εκδοθεί μετοχικοί τίτλοι, μέχρι την παράδοσή τους κατά την παρ. 3 ενσωματώνουν μόνο το δικαίωμα λήψης του ανταλλάγματος.
6.     Εάν οι μέτοχοι της μειοψηφίας είναι γνωστοί, η δήλωση της παρ. 5 μπορεί να αντικατασταθεί με ατομική γνωστοποίηση προς τους μετόχους, με τρόπο που αποδεικνύει την παραλαβή της. Στην περίπτωση αυτή, η μεταβίβαση των μετοχών κάθε μετόχου επέρχεται κατά το χρόνο της τελευταίας γνωστοποίησης, η οποία πρέπει να συντελεσθεί εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την πρώτη. Σχετική ειδοποίηση για το χρόνο της πρώτης και της τελευταίας γνωστοποίησης γίνεται με νέα δήλωση του μετόχου που ασκεί το δικαίωμα εξαγοράς με τον ίδιο τρόπο.
7.    Η μεταβίβαση των μετοχών δεν κωλύεται από τυχόν άσκηση ενδίκων μέσων, αίτησης ανάκλησης η μεταρρύθμισης η τριτανακοπής κατά της απόφασης που διαπίστωσε τις προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος εξαγοράς και όρισε το αντάλλαγμα. Στην περίπτωση αυτή, αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται.


Άρθρο 48
Ίδιες μετοχές - πρωτότυπη κτήση
1.    Η εταιρεία δεν επιτρέπεται να προβεί σε κάλυψη δικών της μετοχών.
2.    Σε περίπτωση που τις μετοχές της εταιρείας ανέλαβε πρόσωπο που ενεργεί στο δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό της εταιρείας, θεωρείται ότι το πρόσωπο αυτό τις ανέλαβε για δικό του λογαριασμό.
3.    Κατά τη σύσταση της εταιρείας οι ιδρυτές και, σε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, υποχρεούνται να καταβάλουν την αξία των μετοχών που έχουν αναληφθεί κατά παράβαση των διατάξεων αυτού του άρθρου. Οι πιο πάνω ιδρυτές ή μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν να απαλλαγούν από αυτή την υποχρέωση αν αποδείξουν ότι δεν τους βαρύνει οποιαδήποτε υπαιτιότητα.


Άρθρο 49
Ίδιες μετοχές - παρϊγωγη κτήση
1.     Με την επιφύλαξη της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μετόχων που βρίσκονται στην ίδια θέση και των διατάξεων για την κατάχρηση της αγοράς, η εταιρεία μπορεί, η ίδια ή με πρόσωπο το οποίο ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της, να αποκτήσει μετοχές της που έχουν ήδη εκδοθεί, μόνο όμως μετά από έγκριση της γενικής συνέλευσης, η οποία ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις των προβλεπόμενων αποκτήσεων και, ιδίως, τον ανώτατο αριθμό μετοχών που είναι δυνατόν να αποκτηθούν, τη διάρκεια για την οποία χορηγείται η έγκριση, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες και, σε περίπτωση απόκτησης από επαχθή αιτία, τα κατώτατα και ανώτατα όρια της αξίας απόκτησης. Η απόφαση της γενικής συνέλευσης υποβάλλεται σε δημοσιότητα.
2.     Οι αποκτήσεις της προηγούμενης παραγράφου γίνονται με ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου, με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Η ονομαστική αξία των μετοχών που αποκτήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών τις οποίες είχε αποκτήσει προηγουμένως η εταιρεία και διατηρεί, και των μετοχών τις οποίες απέκτησε πρόσωπο, το οποίο ενεργούσε στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της εταιρείας, δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνει το ένα δέκατο (1/10) του καταβεβλημένου κεφαλαίου.
β) Η απόκτηση μετοχών, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών τις οποίες είχε αποκτήσει προηγουμένως η εταιρεία και διατηρεί, και των μετοχών τις οποίες απέκτησε πρόσωπο, το οποίο ενεργούσε στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της εταιρείας, δεν επιτρέπεται να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων σε ποσό κατώτερο του οριζομένου στο άρθρο 159 παρ. 1.
γ) Η συναλλαγή μπορεί να αφορά μόνο μετοχές που έχουν εξοφληθεί πλήρως.
3.     Η περ. α' της παρ. 2 δεν εφαρμόζεται προκειμένου για μετοχές που αποκτώνται είτε από την ίδια την εταιρεία είτε από πρόσωπο το οποίο ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της με σκοπό να διανεμηθούν στο προσωπικό της εταιρείας ή στο προσωπικό εταιρείας συνδεδεμένης με αυτή κατά την έννοια του άρθρου 32 του Ν. 4308/2014, Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα. Η διανομή των μετοχών του προηγούμενου εδαφίου πραγματοποιείται υπό τους όρους των άρθρων 113 και 114 εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δώδεκα (12) μηνών από το χρόνο απόκτησης των μετοχών αυτών, μετά την πάροδο της οποίας έχει εφαρμογή η διάταξη της παρ. 5 του παρόντος άρθρου.
4.    Οι παρ. 1 και 2 δεν εφαρμόζονται:
α) στις μετοχές που αποκτήθηκαν σε εκτέλεση απόφασης για μείωση του κεφαλαίου ή ως συνέπεια εξαγοράς μετοχών,
β) στις μετοχές που αποκτήθηκαν μετά από καθολική μεταβίβαση περιουσίας, γ) στις μετοχές που εξοφλήθηκαν πλήρως και έχουν αποκτηθεί από χαριστική αιτία ή έχουν αποκτηθεί από πιστωτικά ιδρύματα και άλλους πιστωτικούς οργανισμούς ως προμήθεια για αγορά,
δ) στις μετοχές που αποκτήθηκαν με βάση υποχρέωση που προκύπτει από το νόμο ή δικαστική απόφαση με σκοπό την προστασία των μειοψηφούντων μετόχων, κυρίως σε περίπτωση συγχώνευσης με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 75 κ.ν. 2190/1920, αλλαγής του σκοπού ή της μορφής της εταιρείας, μεταφοράς της έδρας στο εξωτερικό ή επιβολής περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών, καθώς και στις μετοχές που αποκτήθηκαν με σκοπό την ικανοποίηση υποχρεώσεων της εταιρείας από ανταλλάξιμο ομολογιακό δάνειο, και
ε) στις μετοχές που εξοφλήθηκαν πλήρως και αποκτήθηκαν με πλειστηριασμό μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης που πραγματοποιήθηκε για την ικανοποίηση αξίωσης της εταιρείας έναντι του κυρίου των μετοχών αυτών.
Οι αποκτήσεις κατά τις περιπτώσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένων των αποκτήσεων που έγιναν σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2, δεν επιτρέπεται να έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων σε ποσό κατώτερο του οριζομένου στην παρ. 1 του άρθρου 159.
5.     Οι μετοχές, που αποκτήθηκαν στις περ. β' έως ε', που αναφέρονται στην παρ. 4, πρέπει να μεταβιβασθούν εντός προθεσμίας τριών (3) ετών το αργότερο από το χρόνο της απόκτησής τους, εκτός αν η ονομαστική αξία των μετοχών αυτών, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών που η εταιρεία μπορεί να έχει αποκτήσει από πρόσωπο το οποίο ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της, δεν υπερβαίνει το ένα δέκατο (1/10) του καταβεβλημένου κεφαλαίου.
6.     Οι μετοχές που δεν μεταβιβάζονται στην προθεσμία που ορίζεται στην παρ. 5 ακυρώνονται. Η ακύρωση αυτή γίνεται με μείωση του κεφαλαίου κατά το αντίστοιχο ποσό, με απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαμβάνεται με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Η μεταβίβαση των μετοχών, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να γίνει και μετά την πάροδο της προθεσμίας που ορίζεται στην παρ. 5, το αργότερο μέχρι την ακύρωσή τους.
7.        Οι μετοχές που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων πρέπει να μεταβιβασθούν εντός προθεσμίας ενός (1)
έτους από το χρόνο απόκτησης τους. Αν δεν μεταβιβασθούν στην προθεσμία αυτή, ακυρώνονται, με αντίστοιχη μείωση του κεφαλαίου, όπως ορίζεται στην παρ. 6.


Άρθρο 50
Μεταχείριση των ιδίων μετοχών
1.     Η κατοχή από την εταιρεία ιδίων μετοχών είτε άμεσα από την ίδια είτε μέσω προσώπου που ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της, επιφέρει την αναστολή των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις μετοχές αυτές. Ειδικότερα ισχύουν τα ακόλουθα:
α) Αναστέλλονται τα δικαιώματα παράστασης στη γενική συνέλευση και ψήφου. Οι μετοχές αυτές δεν υπολογίζονται για το σχηματισμό απαρτίας. β) Τα μερίσματα που αντιστοιχούν στις ίδιες μετοχές προσαυξάνουν το μέρισμα των λοιπών μετόχων.
γ) Σε περίπτωση αύξησης κεφαλαίου, το δικαίωμα προτίμησης που αντιστοιχεί στις ίδιες μετοχές δεν ασκείται και προσαυξάνει το δικαίωμα των λοιπών μετόχων, εκτός εάν το όργανο που αποφασίζει την αύξηση αποφασίσει τη μεταβίβαση του δικαιώματος, ολικά ή μερικά, σε πρόσωπα που δεν ενεργούν για λογαριασμό της εταιρείας. Αν η αύξηση κεφαλαίου πραγματοποιείται χωρίς καταβολή εισφορών, οι ίδιες μετοχές συμμετέχουν στην αύξηση αυτή.
2.     Όταν η εταιρεία έχει αποκτήσει δικές της μετοχές είτε η ίδια είτε με πρόσωπο που ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της, πρέπει να αναφέρονται στην έκθεση διαχείρισης τουλάχιστον:
α) οι λόγοι των αποκτήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της εταιρικής χρήσης,
β) ο αριθμός και η ονομαστική αξία των μετοχών που αποκτήθηκαν και μεταβιβάστηκαν κατά τη διάρκεια της χρήσης, καθώς και το τμήμα του κεφαλαίου που αντιπροσωπεύουν,
γ) σε περίπτωση κτήσης ή μεταβίβασης από επαχθή αιτία, η αξία των μετοχών, και δ) ο αριθμός και η ονομαστική αξία του συνολικού αριθμού των μετοχών που κατέχονται από την εταιρεία, καθώς και το τμήμα του κεφαλαίου που αντιπροσωπεύουν.


Άρθρο 51
Παροχή πιστώσεων κ.λπ. για απόκτηση ιδίων μετοχών
1.     Η εταιρεία δεν επιτρέπεται, με ποινή ακυρότητας, να προβαίνει σε προκαταβολές, να χορηγεί δάνεια ή να παρέχει εγγυήσεις με σκοπό την απόκτηση των μετοχών της από τρίτους, εκτός εάν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Οι παραπάνω συναλλαγές πραγματοποιούνται με ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου με εύλογους όρους αγοράς, ιδίως όσον αφορά τους τόκους που εισπράττει η εταιρεία και τις εγγυήσεις που λαμβάνει προς εξασφάλιση των απαιτήσεών της. Η φερεγγυότητα του τρίτου ή, σε περίπτωση πολυμερών συναλλαγών, κάθε αντισυμβαλλομένου, πρέπει να ερευνάται με την προσήκουσα επιμέλεια.
β) Οι παραπάνω συναλλαγές αποφασίζονται, πριν πραγματοποιηθούν, από τη γενική συνέλευση με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, εκτός εάν το καταστατικό προβλέπει υψηλότερα ποσοστά απαρτίας η πλειοψηφίας. Το διοικητικό συμβούλιο υποβάλλει στη γενική συνέλευση γραπτή έκθεση, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της συναλλαγής, το ενδιαφέρον που αυτή παρουσιάζει για την εταιρεία, οι όροι της συναλλαγής, οι κίνδυνοι που αυτή εμπεριέχει για τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα της εταιρείας και η τιμή στην οποία ο τρίτος θα αποκτήσει τις μετοχές. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται σε δημοσιότητα.
γ) Η συνολική χρηματοδοτική συνδρομή που παρέχεται σε τρίτους σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων σε ποσό κατώτερο του οριζομένου στην παρ. 1 του άρθρου 159. Για τον υπολογισμό του ποσού αυτού συνυπολογίζεται κάθε μείωση των ιδίων κεφαλαίων που ενδέχεται να έχει προκύψει με την απόκτηση, από την εταιρεία ή για λογαριασμό της, ιδίων μετοχών σύμφωνα με το άρθρο 49. Η εταιρεία συμπεριλαμβάνει στον ισολογισμό, μεταξύ των στοιχείων του παθητικού, ένα αποθεματικό μη διανεμητέο, ίσο με το ποσό της συνολικής χρηματοδοτικής συνδρομής.
2.     Η παρ. 1 ισχύει και προκειμένου για προκαταβολές, δάνεια ή εγγυήσεις που χορηγούνται από θυγατρικές εταιρείες κατά την έννοια του άρθρου 32 του Ν. 4308/2014, Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, για την απόκτηση μετοχών της μητρικής από τρίτους, καθώς και από ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες εταιρείες, στις οποίες ομόρρυθμο μέλος είναι η ανώνυμη εταιρεία.
3.     Σε περιπτώσεις όπου συμβαλλόμενοι σε συναλλαγή της παρ. 1 είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας ή της μητρικής εταιρείας, κατά την έννοια του άρθρου 32 του Ν. 4308/2014, Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, ή η ίδια η μητρική εταιρεία ή πρόσωπα που ενεργούν στο όνομά τους, αλλά για λογαριασμό των παραπάνω προσώπων ή της μητρικής εταιρείας, η έκθεση της περ. β' της παρ. 1 πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας, από την οποία εμφαίνεται ότι η συναλλαγή δεν συγκρούεται με τα συμφέροντα της εταιρείας. Στις περιπτώσεις αυτές δεν εφαρμόζεται το άρθρο 99.
4.     Οι παρ. 1 έως 3 δεν εφαρμόζονται στις συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο των τρεχουσών συναλλαγών των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, καθώς και στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με σκοπό την κτήση μετοχών από ή για το προσωπικό της εταιρείας ή εταιρείας συνδεδεμένης με αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, οι συναλλαγές αυτές δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων σε ποσό κατώτερο του οριζομένου στην παρ. 1 του άρθρου 159.


Άρθρο 52
Αποκτήσεις ιδίων μετοχών κ.λπ. μέσω τρίτων
1.     Απαγορεύεται σε ανώνυμη εταιρεία να λαμβάνει δικές της μετοχές, καθώς και μετοχές μητρικής της εταιρείας, ως ενέχυρο για την εξασφάλιση δανείων που χορηγούνται από αυτήν ή άλλων απαιτήσεών της. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για τις τρέχουσες συναλλαγές πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων χρηματοδοτικών οργανισμών.
2.     Η ανάληψη, η απόκτηση η η κατοχή μετοχών ανώνυμης εταιρείας από άλλη ανώνυμη εταιρεία η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία η ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρεία, στην οποία η ανώνυμη εταιρεία διαθέτει, άμεσα η έμμεσα, την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψηφου η στην οποία μπορεί να ασκήσει, άμεσα η έμμεσα κυριαρχική επιρροή, θεωρείται ότι έγιναν από την ίδια την ανώνυμη εταιρεία. Το τεκμηριο αυτό ισχύει και στην περίπτωση που η άλλη εταιρεία υπόκειται στο δίκαιο τρίτης χώρας και έχει νομικη μορφη ανάλογη με την μορφη της ανώνυμης εταιρείας, της ιδιωτικης κεφαλαιουχικης εταιρείας, της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης η της ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρείας.
3.    Κατά παρέκκλιση της παρ. 1, αποκτησεις μετοχών μητρικης εταιρείας από θυγατρικη της είναι επιτρεπτές στις περιπτώσεις που επιτρέπεται η απόκτηση ιδίων μετοχών κατά το άρθρο 49. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και στην ενεχύραση μετοχών.
4.    Το στοιχείο α' της παρ. 1 του άρθρου 50 εφαρμόζεται και στις μετοχές των παρ. 2 και 3 του παρόντος άρθρου.
5.    Η παρ. 2 του παρόντος δεν εφαρμόζεται:
α) Όταν η ανάληψη, η απόκτηση η η κατοχη γίνεται για λογαριασμό προσώπου διάφορου του αναλαμβάνοντος, αποκτώντος η κατέχοντος και εφόσον το πρόσωπο αυτό δεν είναι ούτε η ανώνυμη εταιρεία που αναφέρεται στην παρ. 3, ούτε άλλη εταιρεία στην οποία η ανώνυμη εταιρεία διαθέτει άμεσα η έμμεσα την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψηφου η στην οποία μπορεί να ασκησει άμεσα η έμμεσα κυριαρχικη επιρροη.
β) Όταν η ανάληψη, απόκτηση η κατοχη γίνεται από την άλλη εταιρεία ως κατ' επάγγελμα διενεργούσα πράξεις επί τίτλων και υπό την ιδιότητά της αυτη, υπό τον όρο ότι είναι μέλος ρυθμιζόμενης αγοράς που βρίσκεται η λειτουργεί σε κράτος μέλος η ότι έχει λάβει άδεια λειτουργίας η υπόκειται στην εποπτεία αρχης κράτους μέλους που είναι αρμόδια για την εποπτεία των κατ' επάγγελμα διενεργούντων πράξεις επί τίτλων, στους οποίους, τηρουμένων των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, περιλαμβάνονται και τα πιστωτικά ιδρύματα.
γ) Όταν η κατοχη μετοχών της ανώνυμης εταιρείας από την άλλη εταιρεία είναι αποτέλεσμα απόκτησης η οποία έλαβε χώρα σε χρόνο κατά τον οποίο η σχέση των δύο εταιρειών δεν πληρούσε τα κριτηρια της παρ. 3.


Άρθρο 53
Κοινωνία επί μετοχών
1.    Με την επιφύλαξη του άρθρου 33 παρ. 5, οι μετοχές είναι αδιαίρετες, μπορούν όμως να αποτελέσουν αντικείμενο κοινωνίας.
2.     Αν μετοχη ανηκει η περιέλθει σε περισσότερους, οι κοινωνοί οφείλουν να υποδείξουν στην εταιρεία κοινό εκπρόσωπο. Ενόσω δεν τον υποδεικνύουν, τα δικαιώματα εκ των μετοχών αναστέλλονται, δηλώσεις δε που έχουν σχέση με την μετοχικη ιδιότητα των κοινωνών μπορεί να γίνουν εγκύρως προς οποιονδηποτε από αυτούς. Αντί να υποδείξουν κοινό εκπρόσωπο, οι κοινωνοί μπορούν να ζητησουν το δικαστικό διορισμό διαχειριστη κατά το άρθρο 790 του Αστικού Κώδικα.




 
Άρθρο 54
Ενέχυρο και επικαρπία επι μετοχών


1.    Οι μετοχές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ενεχύρου η επικαρπίας.
2.     Αν δεν έχει συμφωνηθεί κάτι άλλο, σε περίπτωση επικαρπίας η ενεχύρου επί μετοχών, το δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση ασκείται από τον επικαρπωτή η τον ενεχυραστή. Το καταστατικό, όπως εκάστοτε ισχύει, μπορεί να απαγορεύει αντίθετη συμφωνία.
3.     Το πρόσωπο που, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους έχει το δικαίωμα ψηφου, δικαιούται να ασκεί και τα λοιπά μη περιουσιακά δικαιώματα του μετόχου.


Άρθρο 55
Κλοπή, απώλεια κλπ. του μετοχικού τίτλου
Σε περίπτωση κλοπής, απώλειας η καταστροφής του τίτλου μετοχής, με τις τυχόν υπάρχουσες και μη αποχωρισθείσες από αυτόν μερισματαποδείξεις, εφαρμόζονται τα άρθρα 843 και επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.


ΤΙΤΛΟΣ 3: ΤΙΤΛΟΙ ΚΤΗΣΗΣ ΜΕΤΟΧΩΝ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
Άρθρο 56
Έκδοση τίτλων κτήσης μετοχών
1.     Η γενική συνέλευση μπορεί να αποφασίζει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία την έκδοση τίτλων που παρέχουν στους δικαιούχους το διαπλαστικό δικαίωμα απόκτησης μετοχών που εκδίδονται από την εταιρεία (τίτλοι κτήσης μετοχών). Οι τίτλοι κτήσης μετοχών μπορούν να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά η ΠΜΔ.
2.     Η γενική συνέλευση με απόφαση της, που λαμβάνεται με απλή απαρτία και πλειοψηφία, καθώς και το διοικητικό συμβούλιο μπορούν να αποφασίζουν την έκδοση τίτλων κτήσης μετοχών υπό τις προϋποθέσεις και εντός των ορίων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 24. Η παρ. 5 του άρθρου 24 εφαρμόζεται αναλόγως.
3.     Το όργανο που αποφασίζει την έκδοση των τίτλων κτήσης μετοχών ορίζει το χρόνο, τον τρόπο και το τυχόν τίμημα έκδοσης των τίτλων και τον τρόπο καταβολής του, το χρόνο και την προθεσμία άσκησης των δικαιωμάτων και τους λοιπούς όρους άσκησης του δικαιώματος που ενσωματώνουν οι τίτλοι, την κατηγορία και τον αριθμό των μετοχών που θα εκδοθούν, την αξία ή τον τρόπο υπολογισμού της αξίας των μετοχών, που θα καταβληθεί κατά την άσκηση του δικαιώματος, τον αριθμό των μετοχών, των οποίων παρέχει δικαίωμα κτήσης κάθε τίτλος, την προσαρμογή όρων των τίτλων και των δικαιωμάτων τους σε
περιπτώσεις εταιρικών πράξεων και κάθε άλλη λεπτομέρεια εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
4.    Αν υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες μετοχών, για την έκδοση τίτλων κτήσης μετοχών από τη γενική συνέλευση καθώς και για την παροχή εξουσίας στο διοικητικό συμβούλιο για την έκδοση τέτοιων τίτλων εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 25 παρ. 3 και 4.
5.     Στις αποφάσεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη δημοσιότητα της απόφασης για την αύξηση του κεφαλαίου. Η δημοσιότητα περιλαμβάνει και τους όρους έκδοσης των τίτλων κτήσης μετοχών.
6.     Σε κάθε περίπτωση έκδοσης τίτλων κτήσης μετοχών παρέχεται δικαίωμα προτίμησης υπέρ των μετόχων κατά το χρόνο της έκδοσης, ανάλογα με τη συμμετοχή τους στο υφιστάμενο κεφάλαιο. Οι διατάξεις των άρθρων 26 και 27 εφαρμόζονται αναλόγως.
7.     Σε περίπτωση μερικής κάλυψης της έκδοσης τίτλων κτήσης μετοχών εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 28.
8.    Οι τίτλοι κτήσης μετοχών είναι ονομαστικοί.
9.    Οι διατάξεις των άρθρων 40 έως 43 εφαρμόζονται αναλόγως επί τίτλων κτήσης μετοχών, εκτός αν οι όροι των τελευταίων προβλέπουν διαφορετικά.


Άρθρο 57
Απόκτηση ιδίων τίτλων κτήσης μετοχών
1.     Η εταιρεία δεν μπορεί να προβεί σε κάλυψη δικών της τίτλων κτήσης μετοχών, ούτε να λαμβάνει σε ενέχυρο δικούς της υφιστάμενους τίτλους κτήσης μετοχών της ίδιας ή μετοχών της μητρικής της εταιρείας, για την εξασφάλιση δανείων που χορηγούνται από αυτήν ή άλλων απαιτήσεών της. Η διάταξη του άρθρου 51 εφαρμόζεται αναλόγως.
2.     Με την επιφύλαξη των όρων των τίτλων ή άλλης ειδικής διάταξης νόμου, καθώς και της αρχής της ίσης μεταχείρισης των κατόχων τίτλων που βρίσκονται στην ίδια θέση και των διατάξεων για την κατάχρηση της αγοράς, η εταιρεία μπορεί, η ίδια ή με πρόσωπο το οποίο ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της, να αποκτήσει τίτλους της που έχουν ήδη εκδοθεί, μόνο όμως μετά από απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, για την οποία δεν επιτρέπεται ανάθεση κατά το άρθρο 87 παρ. 1, η οποία αιτιολογεί την εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος από τις προβλεπόμενες αποκτήσεις. Η απόφαση ορίζει υποχρεωτικά το σκοπό και τους όρους των αποκτήσεων, τον ανώτατο αριθμό τίτλων που είναι δυνατόν να αποκτηθούν, τη διάρκεια για την οποία χορηγείται η έγκριση, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες και, σε περίπτωση απόκτησης από επαχθή αιτία, τα κατώτατα και ανώτατα όρια της αξίας απόκτησης. Οι ως άνω προϋποθέσεις δεν απαιτούνται προκειμένου για την απόκτηση τίτλων της εταιρείας μετά από καθολική μεταβίβαση περιουσίας ή από χαριστική αιτία.

3.    Οι αποκτήσεις της προηγούμενης παραγράφου από επαχθή αιτία γίνονται με τις ακόλουθες πρόσθετες προϋποθέσεις:
α) Ότι έχει υποβληθεί στο διοικητικό συμβούλιο έκθεση ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας σχετικά με το εύλογο του ανώτατου ορίου της αξίας απόκτησης των τίτλων από την εταιρεία, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους όρους των δικαιωμάτων των τίτλων, καθώς και την απαγόρευση άσκησής τους από την εταιρεία.
β) Η απόκτηση των τίτλων δεν επιτρέπεται να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων σε ποσό κατώτερο του οριζομένου στην παρ. 1 του άρθρου 159.
4.     Για την απόκτηση από την εκδότρια ιδίων τίτλων με σκοπό την απόσβεση των υποχρεώσεών της που απορρέουν από αυτούς, η εκδότρια υποχρεούται να ακυρώσει αμέσως τους αποκτώμενους τίτλους. Εάν η απόκτηση ιδίων τίτλων γίνεται λόγω καθολικής μεταβίβασης περιουσίας ή από χαριστική αιτία, η εκδότρια οφείλει το αργότερο μέσα σε ένα μήνα οπό την απόκτησή τους να αποφασίσει εάν θα ακυρώσει τους τίτλους ή θα προβεί σε εκ νέου διάθεσή τους, καθορίζοντας στην περίπτωση αυτή το χρόνο και τον τρόπο διάθεσης.
5.        Οι τίτλοι που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων πρέπει να μεταβιβασθούν εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από το χρόνο απόκτησής τους. Αν δεν μεταβιβασθούν στην προθεσμία αυτή, ακυρώνονται.


Άρθρο 58
Άσκηση δικαιώματος
1.     Η άσκηση του δικαιώματος κτήσης μετοχών γίνεται με μονομερή δήλωση του δικαιούχου προς την εταιρεία, έναντι καταβολής σε αυτήν ποσού, το ύψος ή ο τρόπος προσδιορισμού του οποίου έχει ορισθεί από το όργανο που αποφάσισε την έκδοση των τίτλων ή εξουσιοδοτήθηκε σχετικώς. Ενόσω η εκδότρια έχει ίδιους τίτλους κτήσης μετοχών ή τίτλους κτήσης μετοχών της μητρικής της εταιρείας, απαγορεύεται η άσκηση του εξ αυτών δικαιώματος.
2.     Απαγορεύεται η ονομαστική αξία των μετοχών που εκδίδονται με την άσκηση δικαιωμάτων κτήσης μετοχών να υπερβαίνει το άθροισμα του ποσού που προβλέπεται στην παρ. 1 και του τυχόν ποσού που καταβλήθηκε στην εταιρεία κατά την απόκτηση των τίτλων.
3.     Με την άσκηση του δικαιώματος κτήσης μετοχών και την καταβολή του προβλεπόμενου στην παρ. 1 ποσού, σύμφωνα με τα παραπάνω, επέρχεται αύξηση του κεφαλαίου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην απόφαση έκδοσης των τίτλων. Το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας υποχρεούται εντός δύο (2) μηνών από τη λήξη της προθεσμίας άσκησης του δικαιώματος κτήσης μετοχών να αναπροσαρμόσει το περί κεφαλαίου άρθρο του καταστατικού, τηρώντας τις διατυπώσεις δημοσιότητας.
4.     Κατά την άσκηση του δικαιώματος κτήσης μετοχών δεν ισχύουν οι διατάξεις για το δικαίωμα προτίμησης των μετόχων σε περίπτωση αύξησης κεφαλαίου.
5.     Για όσο χρονικό διάστημα παραμένουν σε ισχύ οι τίτλοι κτήσης μετοχών, σχηματίζεται αποθεματικό, μη δυνάμενο να διανεμηθεί, ίσο με το τυχόν ποσό του τιμήματος που καταβλήθηκε στην εταιρεία κατά την απόκτηση των τίτλων. Σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την άσκηση των δικαιωμάτων κτήσης μετοχών, το καταβληθέν τίμημα προσαυξάνει τον λογαριασμό από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο.


ΤΙΤΛΟΣ 4: ΟΜΟΛΟΓΙΕΣ
Άρθρο 59
Γενικές διατάξεις
1.     Ομολογιακό είναι το δάνειο που εκδίδεται από ανώνυμη εταιρεία (εκδότρια) και διαιρείται σε ομολογίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν απαίτηση του ή των ομολογιούχων έναντι της εκδότριας κατά τους όρους του δανείου. Η ανάληψη του ομολογιακού δανείου από ένα πρόσωπο ή η συγκέντρωση όλων των ομολογιών σε ένα ομολογιούχο, καθώς και η ενσωμάτωση του δανείου σε μία ομολογία δεν αίρουν το χαρακτήρα του δανείου ως ομολογιακού.
2.    Για την έκδοση ομολογιακού δανείου αποφασίζει το διοικητικό συμβούλιο, εκτός αν ο νόμος ή το καταστατικό ορίζουν διαφορετικά. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να εξουσιοδοτείται μέλος ή μέλη του για να καθορίζουν τους όρους του δανείου, εκτός από το ύψος και την κατηγορία του.
3.    Οι ομολογίες μπορούν να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές, σε ΠΜΔ ή σε μηχανισμούς οργανωμένης διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ), κατά την έννοια της περίπτωσης 23 του άρθρου 4 του Ν. 4514/2018.
4.    Με την επιφύλαξη των διατάξεων για τη διάθεση ομολογιακού δανείου με δημόσια προσφορά, η έκδοση ομολογιακών δανείων οποιασδήποτε κατηγορίας δεν υπόκειται σε περιορισμό ποσού, εκτός αν στο καταστατικό της εκδότριας ορίζεται διαφορετικά.
5.     Οι ομολογίες μπορούν να είναι ενσώματες ή άυλες, ονομαστικές ή ανώνυμες. Κατ' εξαίρεση είναι υποχρεωτικά ονομαστικές οι ομολογίες που είναι μετατρέψιμες σε μετοχές, καθώς και οι ομολογίες που είναι ανταλλάξιμες με ομολογίες ή άλλους τίτλους, που είναι εκ του νόμου ονομαστικοί. Στην περίπτωση ενσώματων ομολογιών δεν απαιτείται να αναγράφονται όλοι οι όροι των ομολογιών στους τίτλους, αλλά αρκεί να αναφέρονται η επωνυμία της εκδότριας, το ύψος του ομολογιακού δανείου, η ονομαστική αξία της ομολογίας, το επιτόκιο, η λήξη του ομολογιακού δανείου, οι τυχόν εξασφαλίσεις, η ημερομηνία του προγράμματος και, αν εκδίδονται περισσότερες σειρές ομολογιών υπό το ίδιο πρόγραμμα, η σειρά στην οποία ανήκουν οι ομολογίες που ενσωματώνονται στον τίτλο. Στην περίπτωση των άυλων ομολογιών οι όροι του ομολογιακού δανείου πρέπει να ορίζουν ορισμένο κεντρικό αποθετήριο τίτλων ή πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων που δύναται να φυλάσσει χρηματοπιστωτικά μέσα, που θα τηρούν το μητρώο των ομολογιούχων.
6.     Επιτρέπεται η ακινητοποίηση του συνόλου η μέρους των ομολογιών ενός ομολογιακού δανείου εκ μέρους της εκδότριας η κατόχου ομολογιών. Η ακινητοποίηση νοείται υπό την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 σημ. 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014 σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετηρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257/28.8.2014). Η ακινητοποίηση διενεργείται με τη κατάθεση των τίτλων των ομολογιών σε κεντρικό αποθετηριο τίτλων. Στη συνέχεια το κεντρικό αποθετηριο τίτλων καταχωρίζει τους δικαιούχους των ομολογιών σε μητρώο με βάση την κατανομή που προσδιορίζει η εταιρεία η ο κάτοχος των ομολογιών, που καταθέτει τις ομολογίες προς ακινητοποίηση. Επί ακινητοποίησης ομολογιούχοι λογίζονται τα πρόσωπα που καταχωρίζονται σε σχετικό μητρώο που τηρεί το κεντρικό αποθετηριο.


Άρθρο 60
Όροι και πρόγραμμα ομολογιακού δανείου
1.     Οι όροι του ομολογιακού δανείου, ιδίως αυτοί που αφορούν το ανώτατο ποσό του δανείου, τη μορφη, την ονομαστική αξία η τον αριθμό των ομολογιών, τον τρόπο καταβολής του ομολογιακού δανείου, το επιτόκιο, τον τρόπο προσδιορισμού τούτου, τα ωφεληματα και τις εξασφαλίσεις που παρέχονται στους ομολογιούχους, τον ορισμό πληρεξουσίου καταβολών, την οργάνωση των ομολογιούχων σε ομάδα, το εφαρμοστέο δίκαιο, τα αρμόδια δικαστηρια, την τυχόν συμφωνία διαιτησίας, το χρόνο αποπληρωμης και εν γένει της εξόφλησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις ομολογίες, τη διαδικασία καταγγελίας και την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να διατεθούν οι ομολογίες, καθορίζονται ελεύθερα από την εκδότρια.
2.    Το ομολογιακό δάνειο μπορεί να περιλαμβάνει και άλλους όρους. Ενδεικτικά επιτρέπονται οι ακόλουθοι όροι:
α) Ότι αντί καταβολης τόκου θα αποδίδονται στους ομολογιούχους άλλες ομολογίες που εκδίδονται από την εκδότρια για τον σκοπό αυτόν. β) Ότι το ομολογιακό δάνειο δεν έχει ρητη ληξη, οπότε η εκδότρια εξοφλεί το ομολογιακό δάνειο κατά τον χρόνο της επιλογης της.
γ) Ότι η υποχρέωση καταβολης τόκου η επιστροφης του κεφαλαίου τελεί υπό αίρεση.
δ) Ότι οι ομολογιούχοι δανειστές θα ικανοποιούνται μετά από τους υπόλοιπους πιστωτές της εκδότριας η μετά από ορισμένη κατηγορία πιστωτών. ε) Ότι το ομολογιακό δάνειο είναι εξασφαλισμένο με εμπράγματες η άλλες ασφάλειες.
Το επιτόκιο του ομολογιακού δανείου συμφωνείται ελευθέρως, χωρίς να εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις για το ανώτατο δικαιοπρακτικό επιτόκιο.
3.     Η εκδότρια εκδίδει πρόγραμμα του ομολογιακού δανείου, το οποίο περιέχει τους όρους του δανείου και δεσμεύει τον ομολογιούχο και κάθε καθολικό η ειδικό διάδοχό του, καθώς και κάθε τρίτο που έλκει δικαιώματα από τα παραπάνω πρόσωπα.
4.     Στο πρόγραμμα ορίζονται επίσης ο τρόπος απόδειξης της ιδιότητας του ομολογιούχου για την είσπραξη των τόκων και του κεφαλαίου και γενικά για την άσκηση των δικαιωμάτων από τις ομολογίες. Αν το πρόγραμμα δεν περιέχει σχετική πρόβλεψη, σε περίπτωση ενσώματων ομολογιών απαιτείται η προσκόμιση των τίτλων και η σημείωση της άσκησης του δικαιώματος επ' αυτών, ενώ σε περίπτωση άυλων ομολογιών η προσκόμιση βεβαίωσης του οικείου κεντρικού αποθετηρίου τίτλων, πιστωτικού ιδρύματος η επιχείρησης επενδύσεων.
5.     Σε περίπτωση που δεν εκδίδεται ενημερωτικό δελτίο σε σχέση με το ομολογιακό δάνειο, το πρόγραμμα πρέπει να περιέχει τον ιστότοπο, στον οποίο είναι αναρτημένες οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις για τις τρεις τελευταίες χρησεις της εταιρείας, στο μέτρο που υφίστανται. Αν δεν υπάρχει τέτοιος ιστότοπος, οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις πρέπει να προσαρτώνται στο πρόγραμμα.
6.     Από τη ληξη του ομολογιακού δανείου ο ομολογιούχος ασκεί τα δικαιώματά του ατομικώς, εκτός εάν προβλέπουν διαφορετικά οι όροι του δανείου.
7.     Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα, δεν επιτρέπεται η τροποποίηση του δανείου με όρους που είναι δυσμενέστεροι για τους ομολογιούχους των αρχικών, εκτός εάν η συνέλευση των ομολογιούχων έχει δώσει την έγκριση της με πλειοψηφία δύο τρίτων (2/3) του συνόλου της ονομαστικης αξίας των ομολογιών, οι κάτοχοι των οποίων έχουν δικαίωμα ψηφου. Η έγκριση αυτη δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 68.
8.     Ενδεικτικά η συνέλευση των ομολογιούχων μπορεί να εγκρίνει σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο την τροποποίηση του προγράμματος σε σχέση με τα ακόλουθα θέματα:
α) τη μεταβολή του χρόνου που καθίστανται απαιτητοί οι τόκοι, για την μεταβολή του ύψους του επιτοκίου η ακόμη και για τον μηδενισμό αυτού· β) τη μεταβολη του χρόνου που καθίσταται απαιτητό το κεφάλαιο η και για τον περιορισμό του ύψους του κεφαλαίου·
γ) την εισαγωγη όρου σύμφωνα με τον οποίο οι ομολογιούχοι δανειστές θα ικανοποιούνται μετά από ορισμένους η όλους τους υπολοίπους πιστωτές· δ) την κεφαλαιοποίηση του ομολογιακού δανείου η την τροπη του σε άλλους τίτλους η για την ανταλλαγη των ομολογιών με τίτλους εκδόσεως της εκδότριας η τρίτου·
ε) την εναλλαγη υποθηκικης η ενεχυρικης τάξης η για την υποκατάσταση ασφαλειών του ομολογιακού δανείου με άλλες η για την παραίτηση από ασφάλειες·
στ) την παραίτηση από το δικαίωμα καταγγελίας η τον περιορισμό αυτού· ζ) για τη μεταβολη του νομίσματος του ομολογιακού δανείου· η) την αναδοχη, στερητικη η σωρευτικη, των υποχρεώσεων από το ομολογιακό δάνειο·
θ) την τροποποίηση οποιουδηποτε άλλου όρου του προγράμματος η οποιασδηποτε σύμβασης σε σχέση με το ομολογιακό δάνειο.


Άρθρο 61

Μεταβίβαση ομολογιών


1.    Οι ομολογίες μεταβιβάζονται ελεύθερα, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του δανείου σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 43.
2.     Οι διατάξεις των άρθρων 41 και 42 εφαρμόζονται αναλόγως επί ομολογιών. Οι ανώνυμες ομολογίες μεταβιβάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη μεταβίβαση κινητών πραγμάτων.


Άρθρο 62
Απόκτηση ομολογιών από την εκδότρια
1.     Με την επιφύλαξη των όρων του δανείου η των διατάξεων του παρόντος νόμου η άλλης ειδικής διάταξης νόμου, επιτρέπεται χωρίς ποσοτικό, χρονικό η άλλο περιορισμό η απόκτηση ιδίων ομολογιών από την εκδότρια, καθώς και η εκ νέου διάθεση τους.
2.     Σε περίπτωση απόκτησης από την εκδότρια ιδίων ομολογιών με σκοπό την οριστικη μείωση των υποχρεώσεών της που απορρέουν από το δάνειο, η εκδότρια υποχρεούται να ακυρώσει τις αποκτώμενες ομολογίες αμέσως. Εάν η απόκτηση ιδίων ομολογιών γίνεται λόγω καθολικής διαδοχής η δωρεάς, η εκδότρια οφείλει το αργότερο μέσα σε ένα μηνα από την απόκτηση τους να γνωστοποιησει προς τους ομολογιούχους του ίδιου προγράμματος εάν θα ακυρώσει τις ομολογίες η θα προβεί σε εκ νέου διάθεση τους, καθορίζοντας στην περίπτωση αυτη το χρόνο και τον τρόπο διάθεσης.
3.     Εάν οι ομολογίες που αποκτώνται από την εκδότρια είναι μετατρέψιμες η ανταλλάξιμες, ολικά η μερικά, με μετοχές της εκδότριας, απαγορεύεται στην εκδότρια η άσκηση του δικαιώματος μετατροπής η ανταλλαγής. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η ανταλλαγη ανταλλάξιμων ομολογιών, εάν κατά το χρόνο της ανταλλαγης συντρέχουν γι αυτην οι προβλεπόμενες από το άρθρο 49 προϋποθέσεις για την κτηση ιδίων μετοχών, τουλάχιστον μέχρι του ποσού των ανταλλασσόμενων ιδίων μετοχών.


Άρθρο 63
Συνέλευση των ομολογιούχων
1.     Η οργάνωση των ομολογιούχων ομολογιακού δανείου σε ομάδα είναι υποχρεωτικη:
α) σε περίπτωση έκδοσης οποιουδηποτε είδους δανείου που εισάγεται σε ρυθμιζόμενη αγορά η ΠΜΔ, εκτός αν έχει διάρκεια κατά την έκδοση του μικρότερη του ενός (1) έτους,
β) σε περίπτωση έκδοσης ομολογιακού δανείου των άρθρων 10 και 11 του νόμου 3156/2003 και
γ) σε κάθε περίπτωση έκδοσης ομολογιακού δανείου, που εξασφαλίζεται με εμπράγματες ασφάλειες.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, η οργάνωση των ομολογιούχων σε ομάδες είναι προαιρετικη. Η ομάδα δεν έχει νομικη προσωπικότητα.
2.     Η ομάδα των ομολογιούχων λαμβάνει αποφάσεις σε συνέλευση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους όρους του δανείου, δεν επιτρέπεται όμως να καθιερώνει άνιση μεταχείριση μεταξύ των ομολογιούχων, εκτός αν συναινεί ο ομολογιούχος που υφίσταται δυσμενή μεταχείριση. Ειδικά για τις αποφάσεις των παρ. 7 και 8 του άρθρου 60, στο μέτρο που αφορούν συμφωνία εξυγίανσης του άρθρου 100 του Πτωχευτικού Κώδικα η σχέδιο αναδιοργάνωσης του άρθρου 107 του Πτωχευτικού Κώδικα, η απαιτούμενη πλειοψηφία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο τρίτα (2/3) της συνολικής ονομαστικής αξίας των ομολογιών με δικαίωμα ψηφου.
3.     Κάθε ομολογία παρέχει δικαίωμα μιας ψηφου στη συνέλευση των ομολογιούχων. Αν δεν έχει συμφωνηθεί κάτι άλλο, σε περίπτωση επικαρπίας η ενεχύρου επί ομολογιών, το δικαίωμα ψηφου στη συνέλευση των ομολογιούχων ασκείται από τον επικαρπωτή η τον ενεχυραστη. Οι όροι του δανείου μπορεί να απαγορεύουν αντίθετη συμφωνία.
4.     Η εκδότρια στερείται του δικαιώματος ψηφου για τις ομολογίες τις οποίες κατέχει η ίδια. Το πρόγραμμα δύναται να προβλέπει ότι στερούνται του δικαιώματος ψηφου και πρόσωπα που συνδέονται με την εκδότρια με τους δεσμούς που ορίζει το πρόγραμμα. Σε περίπτωση ομολογιακών δανείων εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά η σε ΠΜΔ στερείται σε κάθε περίπτωση του δικαιώματος ψηφου στη συνέλευση των ομολογιούχων πρόσωπο που κατέχει ποσοστό που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το ένα τέταρτο (1/4) του κεφαλαίου της εκδότριας. Ομολογιούχος δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί στη συνέλευση από πρόσωπο που έχει κάποια από τις ιδιότητες της παρ. 2 του άρθρου 99 σε σχέση με την εκδότρια.
5.     Η συνέλευση των ομολογιούχων συγκαλείται οποτεδήποτε από τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων η το διοικητικό συμβούλιο η τον εκκαθαριστη η το σύνδικο της πτώχευσης της εκδότριας. Οι όροι του δανείου προβλέπουν υποχρεωτικά το ελάχιστο ποσοστό επί του συνολικού ανεξόφλητου υπολοίπου του ομολογιακού δανείου, που πρέπει να συγκεντρώνουν ένας η περισσότεροι ομολογιούχοι, προκειμένου να μπορούν να ζητησουν από τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων τη σύγκληση της συνέλευσης των ομολογιούχων. Σε κάθε περίπτωση, η πρόσκληση δημοσιεύεται η αποστέλλεται με τα μέσα που προβλέπουν οι όροι του δανείου σε όλους τους ομολογιούχους με ευθύνη του συγκαλούντος και αναφέρει τα θέματα της ημερησιας διάταξης.
6.     Αν δεν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο η στους όρους του δανείου, για τη σύγκληση, τη λειτουργία και τη ληψη των αποφάσεων της συνέλευσης των ομολογιούχων, καθώς και για την ελαττωματικότητα τούτων, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί γενικών συνελεύσεων των μετόχων. Τυχόν ακυρότητα της απόφασης της συνέλευσης των ομολογιούχων για οποιονδηποτε λόγο δεν μπορεί να προταθεί μετά πάροδο έξι μηνών από τη ληψη της απόφασης.


Άρθρο 64
Εκπρόσωπος των ομολογιούχων

1.     Σε κάθε περίπτωση οργάνωσης των ομολογιούχων σε ομάδα, ορίζεται υποχρεωτικά από την εκδότρια εκπρόσωπος των ομολογιούχων με έγγραφη σύμβαση.
2.     Εκπρόσωπος των ομολογιούχων ορίζεται μόνο πιστωτικό ίδρυμα η εταιρεία συνδεδεμένη κατά την έννοια του άρθρου 32 του Ν. 4308/2014, Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, με πιστωτικό ίδρυμα η επιχείρηση επενδύσεων η κεντρικό αποθετηριο τίτλων η διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ) κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. (β) (αα) Ν. 4209/2013 (Α' 253) η διαχειριστής εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου κατά την έννοια του άρθρου 3 στοιχ. (γ) του κανονισμού (ΕΕ) 345/2013 η πολυμερης τράπεζα ανάπτυξης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 117 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013. Σε περίπτωση που υπάρχει μόνο ένας ομολογιούχος, αυτός μπορεί να ορίζεται ως εκπρόσωπος, ακόμη και αν δεν πληροί της προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου.
3.    Απαγορεύεται ο ορισμός ως εκπροσώπου των ομολογιούχων:
α) της εκδότριας η συνδεδεμένης με αυτην επιχείρησης, κατά την έννοια του άρθρου 32 του Ν. 4308/2014, Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα· β) εταιρείας που έχει παράσχει οποιουδηποτε είδους εμπράγματη η προσωπικη ασφάλεια για την εξασφάλιση υποχρεώσεων που απορρέουν από το ομολογιακό δάνειο·
γ) εταιρείας η οποία έχει εκδώσει μετοχές, ομολογίες η άλλους τίτλους που είναι ανταλλάξιμοι στο πλαίσιο του ομολογιακού δανείου. Η απαγόρευση αυτη δεν ισχύει εάν το άθροισμα της αξίας των μετοχών, ομολογιών και άλλων τίτλων που έχει εκδώσει η εταιρεία, που πρόκειται να ορισθεί ως εκπρόσωπος των ομολογιούχων, δεν υπερβαίνει ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) της συνολικης αξίας των μετοχών, ομολογιών και άλλων τίτλων που προσφέρονται στο πλαίσιο της ανταλλαγης.


Άρθρο 65
Καθήκοντα εκπροσώπου
1.     Ο εκπρόσωπος εκπροσωπεί τους ομολογιούχους έναντι της εκδότριας και των τρίτων και ενεργεί για την προάσπιση των συμφερόντων των ομολογιούχων σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, τους όρους του δανείου και τις αποφάσεις της συνέλευσης των ομολογιούχων.
2.     Ο εκπρόσωπος συνεργάζεται με το διαχειριστη του συστηματος άυλων τίτλων για την καταχώριση των ομολογιών στους λογαριασμούς των δικαιούχων τους και την παρακολούθηση των μεταβολών στα πρόσωπα αυτών.
3.    Ο εκπρόσωπος εκπροσωπεί τους ομολογιούχους δικαστικώς και εξωδίκως. Ειδικότερα:
α) Όπου κατά τις κείμενες διατάξεις απαιτείται η εγγραφη του ονόματος του ομολογιούχου, εγγράφεται η επωνυμία του εκπροσώπου των ομολογιούχων και ο ακριβης προσδιορισμός του ομολογιακού δανείου, με την επιφύλαξη των
διατάξεων για την καταχώριση δικαιούχων άυλων ομολογιών και ομολογιών που υπόκεινται σε ακινητοποίηση.
β) Ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων ασκεί στο όνομά του, με μνεία της ιδιότητάς του και του ότι ενεργεί για λογαριασμό της ομάδας των ομολογιούχων, χωρίς να απαιτείται ειδική εξουσιοδότηση από τη συνέλευση των ομολογιούχων, εκτός εάν τέτοια ειδική εξουσιοδότηση απαιτείται κατά τους όρους του ομολογιακού δανείου η της σύμβασης ορισμού του εκπροσώπου, τα κάθε είδους ένδικα μέσα και βοηθήματα, τακτικά και έκτακτα, με τα οποία σκοπείται η παροχή οριστικής ή προσωρινής ένδικης προστασίας, τις κάθε είδους διαδικαστικές πράξεις και ενέργειες κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένης και της κατάσχεσης, της αναγγελίας και επαλήθευσης των απαιτήσεων των ομολογιούχων σε πλειστηριασμούς, πτωχεύσεις, ειδικές ή δικαστικές εκκαθαρίσεις και τις δίκες που αφορούν την εκτέλεση ή την πτώχευση και κάθε άλλη διαδικασία αναγκαστικής ή συλλογικής εκτέλεσης.
γ) Για την παραίτηση από ένδικο βοήθημα ή ένδικο μέσο, την υποβολή αίτησης πτώχευσης ή θέσης υπό την ειδική διαχείριση του νόμου 4307/2014 της εκδότριας ή άλλου υπόχρεου, σύμφωνα με τους όρους του ομολογιακού δανείου, καθώς και για το συμβιβασμό, την κατάρτιση συμφωνίας εξυγίανσης του άρθρου 100 του Πτωχευτικού Κώδικα με την εκδότρια ή άλλο υπόχρεο σύμφωνα με τους όρους του ομολογιακού δανείου ή την παροχή ψήφου σε σχέδιο αναδιοργάνωσης κατά τα άρθρα 107 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα, απαιτείται απόφαση της συνέλευσης των ομολογιούχων.
4.     Ο εκπρόσωπος καταθέτει, αμέσως με την είσπραξή τους, τα κεφάλαια που προορίζονται για την εξόφληση υποχρεώσεων από τα ομολογιακό δάνεια, υποχρεωτικά σε χωριστή έντοκη κατάθεση που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα ή σε άλλα κράτη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Στην κατάθεση γίνεται ειδική μνεία ότι αυτή αποτελεί χωριστή περιουσία διακριτή από την περιουσία του εκπροσώπου των ομολογιούχων και του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο κατατίθεται. Τα κεφάλαια και οι τόκοι αποδίδονται στους ομολογιούχους κατά το λόγο των απαιτήσεων καθενός από αυτούς, όπως ορίζεται στο ομολογιακό δάνειο. Εμπράγματη ασφάλεια που παρέχεται για λογαριασμό των ομολογιούχων και τα χρηματικό κεφάλαια, που εισπράττει ο εκπρόσωπος για λογαριασμό τους ή κινητές αξίες που κατατίθενται σε αυτόν, δεν υπόκεινται σε κατάσχεση, συμψηφισμό ή άλλου είδους δέσμευση από τον ίδιο τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων ή τους δανειστές του ούτε περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία του.
5.     Ο εκπρόσωπος εκδίδει τις πάσης φύσεως βεβαιώσεις και πιστοποιητικά, που αφορούν δικαιώματα και υποχρεώσεις από την έκδοση των τίτλων ομολογιών, με την επιφύλαξη της δυνατότητας έκδοσης βεβαίωσης της ιδιότητας του ομολογιούχου από το κεντρικό αποθετήριο τίτλων ή το πιστωτικό ίδρυμα ή την επιχείρηση επενδύσεων, που τηρεί το μητρώο ομολογιούχων επί άυλων ομολογιών ή ή επί ακινητοποίησης ομολογιών. Σε περίπτωση καταγγελίας του ομολογιακού δανείου ή αν οπωσδήποτε προκύψουν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές υποχρεώσεις της εκδότριας από την έκδοση των άυλων τίτλων, οι σχετικές βεβαιώσεις παρέχουν πλήρη απόδειξη κατά της εκδότριας και μπορούν
να προσκομισθούν σε κάθε αρμόδιο δικαστήριο η αρχή κατά την παροχή δικαστικής προστασίας υπέρ των ομολογιούχων.
6.    Πράξεις του εκπροσώπου των ομολογιούχων, ακόμη και αν διενεργούνται καθ' υπέρβαση της εξουσίας του, δεσμεύουν τους ομολογιούχους και τους ειδικούς και καθολικούς διαδόχους τους έναντι της εκδότριας και των τρίτων, εκτός εάν η εκδότρια ή ο τρίτος γνώριζαν την υπέρβαση της εξουσίας.


Άρθρο 66
Ευθύνη και αμοιβή του εκπροσώπου
1.     Ο εκπρόσωπος ευθύνεται έναντι των ομολογιούχων για κάθε πταίσμα. Οι όροι του ομολογιακού δανείου μπορεί να προβλέπουν ότι ο εκπρόσωπος δεν ευθύνεται για ελαφρά αμέλεια. Ο εκπρόσωπος που διορίσθηκε ακύρως και αποδέχθηκε το διορισμό του ενώ γνώριζε την ακυρότητα, καθώς και αυτός που υπαιτίως παρέλειψε να αντικατασταθεί, ευθύνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της διοίκησης αλλοτρίων, χωρίς να αποκλείεται περαιτέρω ευθύνη από αδικοπραξία.
2.     Ο εκπρόσωπος για την ικανοποίηση ιδίων απαιτήσεών του κατά της εκδότριας, πλην των αναφερομένων στην παρ. 3, δεν έχει δικαίωμα συμψηφισμού ή κατάσχεσης ή επίσχεσης ή οποιοδήποτε προνόμιο επί των κεφαλαίων που καταβάλλονται και των κινητών αξιών που κατατίθενται σε αυτόν από την εκδότρια ή από τρίτους, με σκοπό την εκπλήρωση υποχρεώσεων της εκδότριας από το ομολογιακό δάνειο.
3.         Η αμοιβή και τα πάσης φύσεως έξοδα του εκπροσώπου που πραγματοποιήθηκαν προς όφελος των ομολογιούχων ικανοποιούνται με τις απαιτήσεις της τρίτης σειράς των προνομίων του άρθρου 975 ΚΠολΔ. Σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από τον εκπρόσωπο, η αμοιβή και τα πάσης φύσεως έξοδα του εκπροσώπου, που πραγματοποιήθηκαν προς όφελος των ομολογιούχων από την πρώτη πράξη εκτέλεσης και μέχρι την είσπραξη, λογίζονται ως έξοδα της εκτέλεσης κατά το άρθρο 975 ΚΠολΔ.
Αρθρο 67
Αντικατάσταση του εκπροσώπου
1.     Ο εκπρόσωπος μπορεί να αντικατασταθεί με απόφαση των ομολογιούχων, η οποία λαμβάνεται με την απαρτία και την πλειοψηφία που προβλέπονται στους όρους του δανείου, διαφορετικά σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 63. Με την ίδια διαδικασία αντικαθίσταται ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων αν παραιτηθεί ή αν είναι άκυρος ο διορισμός του ή αν ανακληθεί.
2.     Αν ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων απωλέσει μεταγενέστερα τις ιδιότητες της παρ. 2 του άρθρου 64 ή συντρέξει στο πρόσωπό του κώλυμα της παρ. 3 του άρθρου 64, υποχρεούται να παραιτηθεί. Αν δεν παραιτηθεί ή δεν αντικατασταθεί σύμφωνα με την παρ. 1, αντικαθίσταται με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου της έδρας της εκδότριας που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. ΚΠολΔ), μετά από αίτηση
της εκδότριας η οποιουδήποτε ομολογιούχου. Σε κάθε περίπτωση ακυρότητας η έκπτωσης εκπροσώπου ακολουθείται η διαδικασία αντικατάστασης αυτού σύμφωνα με την παρ. 1.
3.     Ο νέος εκπρόσωπος των ομολογιούχων, συγχρόνως με την ανάληψη των καθηκόντων του, με δήλωσή του που κοινοποιείται στην εκδότρια, προσχωρεί στη σύμβαση της παρ. 1 του άρθρου 64 και εφεξής αντικαθιστά τον προηγούμενο εκπρόσωπο. Ο αντικατασταθείς εκπρόσωπος υποχρεούται αμελλητί να αποδώσει στον αντικαταστάτη του τα κατατεθειμένα για λογαριασμό των ομολογιούχων κεφάλαια και τις κατατεθείσες κινητές αξίες και να του παραδώσει όλα τα έγγραφα και βιβλία που αφορούν το ομολογιακό δάνειο. Ως προς τις συναλλαγές που αφορούν το ομολογιακό δάνειο, δεν ισχύουν έναντι του αντικαταστάτη οι διατάξεις περί τραπεζικού απορρήτου. Ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων που αντικαταστάθηκε ευθύνεται έναντι της εκδότριας και των ομολογιούχων για πράξεις ή παραλείψεις του μέχρι την αντικατάστασή του από το νέο εκπρόσωπο.
4.     Σε επείγουσες περιπτώσεις και για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, η προσωρινή αντικατάσταση εκπροσώπου των ομολογιούχων και ο προσωρινός διορισμός νέου πραγματοποιείται με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου της έδρας της εκδότριας, που εκδίδεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μετά από αίτηση της εκδότριας ή οποιουδήποτε ομολογιούχου.


Άρθρο 68
Γνωστοποιήσεις - Δημοσιότητα
1.     Οι αποφάσεις ή απόσπασμα των αποφάσεων της συνέλευσης των ομολογιούχων γνωστοποιούνται στην εκδότρια αμελλητί και με κάθε πρόσφορο τρόπο, με επιμέλεια του εκπροσώπου των ομολογιούχων.
2.     Ο διορισμός, η αντικατάσταση του εκπροσώπου, οι ανακοινώσεις του προς τους ομολογιούχους, σύμφωνα με τους όρους του ομολογιακού δανείου και της σύμβασης μεταξύ του εκπροσώπου και της εκδότριας, καθώς και οι προσκλήσεις των συνελεύσεων των ομολογιούχων υποβάλλονται σε δημοσιότητα, εκτός αν το ομολογιακό δάνειο δεν διατίθεται στο κοινό.
3.     Εάν οι ομολογίες είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ, τα στοιχεία της παρ. 2 δημοσιοποιούνται επιπλέον μέσω του επίσημου διαδικτυακού τόπου του διαχειριστή της ρυθμιζόμενης αγοράς ή του ΠΜΔ.


Αρθρο 69
Κοινό ομολογιακό δάνειο
Το κοινό ομολογιακό δάνειο παρέχει στους ομολογιούχους δικαίωμα προς απόληψη τόκου, καταβλητέου είτε κατά τη διάρκεια του δανείου είτε στη λήξη του.




 
Άρθρο 70
Ομολογιακό δάνειο με ανταλλάξιμες ομολογίες
1.     Με το ομολογιακό δάνειο με ανταλλάξιμες ομολογίες χορηγείται στους ομολογιούχους δικαίωμα με δήλωση τους να ζητήσουν την εξόφληση των ομολογιών τους εν όλω ή εν μέρει, σύμφωνα με τους όρους του δανείου, με μεταβίβαση σε αυτούς άλλων ομολογιών ή μετοχών ή άλλων τίτλων της εκδότριας ή άλλων εκδοτών. Οι όροι του δανείου δύνανται να προβλέπουν ότι η ανταλλαγή είναι υποχρεωτική ή ότι τελεί υπό αίρεση ή ότι λαμβάνει χώρα με δήλωση της εκδότριας προς τους ομολογιούχους.
2.     Η εκδότρια ή ο τρίτος κύριος ομολογιών ή μετοχών ή άλλων τίτλων, που παρέχει το δικαίωμα ανταλλαγής, δεσμεύεται το αργότερο μέχρι το χρόνο καταβολής του δανείου ότι θα έχει ήδη στην κυριότητά του, ελεύθερες βάρους, με την επιφύλαξη τυχόν βάρους υπέρ των ομολογιούχων, τις υποκείμενες ομολογίες, μετοχές ή άλλες κινητές αξίες, και διασφαλίζει τη διατήρηση αυτών καθ' όλη τη διάρκεια του ομολογιακού δανείου και μέχρι την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτό. Διαφορετικά ο παρέχων το δικαίωμα ανταλλαγής υποχρεούται να έχει καταρτίσει σύμβαση, με την οποία να διασφαλίζεται η δυνατότητα εμπρόθεσμης παράδοσης των ομολογιών, μετοχών ή άλλων τίτλων σε εκπλήρωση της σχετικής του υποχρέωσης.


Άρθρο 71
Ομολογιακό δάνειο με μετατρέψιμες ομολογίες
1.     α) Η γενική συνέλευση μπορεί να αποφασίζει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία την έκδοση ομολογιακού δανείου, με το οποίο χορηγείται στους ομολογιούχους δικαίωμα μετατροπής των ομολογιών τους σε μετοχές της εταιρείας. Με τους όρους του ομολογιακού δανείου δύναται να ορίζεται ότι οι ομολογίες μετατρέπονται υποχρεωτικά σε μετοχές με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που προβλέπονται στους όρους του ομολογιακού δανείου.
β) Η γενική συνέλευση αποφασίζοντας με απλή απαρτία και πλειοψηφία και το διοικητικό συμβούλιο μπορούν να αποφασίζουν την έκδοση ομολογιακού δανείου με μετατρέψιμες ομολογίες υπό τις προϋποθέσεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 24. γ) Επί των αποφάσεων των περ. α' και β' εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη δημοσιότητα της απόφασης για την αύξηση του κεφαλαίου και οι διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 25. Η δημοσιότητα περιλαμβάνει και τους όρους έκδοσης των μετατρέψιμων ομολογιών.
2.     Στην απόφαση του αρμόδιου οργάνου ορίζεται ο χρόνος και ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος, η τιμή ή ο λόγος μετατροπής ή το εύρος τους. Με την ίδια απόφαση δύναται να ορίζεται ο τρόπος αναπροσαρμογής της τιμής ή του λόγου μετατροπής, αν συμβούν γεγονότα που δύνανται να επηρεάσουν την αξία ή την εμπορευσιμότητα των μετοχών. Η τελική τιμή ή ο λόγος μετατροπής ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας πριν από την έκδοση του δανείου. Απαγορεύεται χορήγηση μετοχών ονομαστικής αξίας ανώτερης της τιμής έκδοσης των μετατρεπόμενων ομολογιών.
3.    Η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 28 εφαρμόζεται ανάλογα.
4.     Με τη μετατροπή των ομολογιών επέρχεται αύξηση του κεφαλαίου κατά το ποσό που προβλέπεται στους όρους του ομολογιακού δανείου. Το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας υποχρεούται μέχρι τη λήξη του επόμενου μηνός από την ημέρα άσκησης του δικαιώματος μετατροπής να διαπιστώσει την αύξηση και να αναπροσαρμόσει το περί κεφαλαίου άρθρο του καταστατικού, τηρώντας τις διατυπώσεις δημοσιότητας. Κατά τη μετατροπή των ομολογιών σε μετοχές δεν ισχύουν οι διατάξεις για το δικαίωμα προτίμησης των μετόχων.


Άρθρο 72
Ομολογίες με δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη
1.    Η γενική συνέλευση μπορεί να αποφασίζει με απλή απαρτία και πλειοψηφία την έκδοση ομολογιακού δανείου, με το οποίο χορηγείται στους ομολογιούχους δικαίωμα προς λήψη, πέραν ή αντί του τόκου, ορισμένου ποσοστού επί των κερδών, πριν ή μετά την απόληψη του κατά το άρθρο 161 ελάχιστου μερίσματος είτε προς λήψη άλλης παροχής που εξαρτάται από τα αποτελέσματα της εταιρείας.
2.    Η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 24 εφαρμόζεται ανάλογα.


Άρθρο 73 Ασφάλεια
1.    Οι απαιτήσεις από ομολογιακά δάνεια του νόμου αυτού μπορεί να ασφαλίζονται κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα με κάθε είδους εμπράγματη ασφάλεια ή εγγύηση. Η ασφάλεια αυτή μπορεί να λαμβάνεται πριν, κατά ή και μετά την έκδοση του ομολογιακού δανείου.
2.     Η εγγύηση παρέχεται με έγγραφη δήλωση του εγγυητή που περιέχεται στο πρόγραμμα του ομολογιακού δανείου ή με σύμβαση εγγύησης που συνάπτεται με τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων. Οι κάθε μορφής εμπράγματες ασφάλειες παραχωρούνται στο όνομα του εκπροσώπου των ομολογιούχων και για λογαριασμό των ομολογιούχων ή και προσώπων που έχουν απαιτήσεις κατά της εκδότριας που συνδέονται με το ομολογιακό δάνειο, με σύμβαση μεταξύ του παρέχοντος την ασφάλεια και του εκπροσώπου. Θεωρείται ότι συνδέονται με το ομολογιακό δάνειο ενδεικτικά οι απαιτήσεις από συμβάσεις αντιστάθμισης επιτοκιακού κινδύνου, καθώς και οι απαιτήσεις από πιστωτικές και άλλες συμβάσεις που διέπονται από σύμβαση πλαίσιο, η οποία κατά τους όρους του ομολογιακού δανείου διέπει και το ομολογιακό δάνειο.
3.     Σε περίπτωση ομολογιακού δανείου που διέπεται από αλλοδαπό δίκαιο, οι εμπράγματες ασφάλειες παραχωρούνται στο όνομα προσώπου που, κατά το δίκαιο που διέπει το ομολογιακό δάνειο, δύναται να κατέχει εμπράγματες ασφάλειες στο όνομά του για λογαριασμό των ομολογιούχων. Όπου απαιτείται για τη σύσταση εμπράγματης ασφάλειας η καταχώριση οποιουδήποτε εγγράφου ή της παραπάνω σύμβασης σε οποιαδήποτε αρχή ή μητρώο ή κτηματολόγιο, η
καταχώριση πραγματοποιείται στο όνομα του εκπροσώπου, με ρητή μνεία ότι η ασφάλεια χορηγείται για την εξασφάλιση απαιτήσεων από ομολογιακό δάνειο.
4.     Στην υποθήκη και το ενέχυρο εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν.δ. 17.7-13.8/1923 καθώς και του άρθρου 2 ν.δ. 4001/1959. Εκτελεστό τίτλο αποτελεί η σύμβαση, με την οποία παρασχέθηκε η εμπράγματη ασφάλεια. Οι διατάξεις των άρθρων 39 και 44 του ν.δ. 17.7-13.8/1923 εφαρμόζονται ανάλογα και επί ενεχυριάσεως ονομαστικής απαίτησης σε ασφάλεια ομολογιακού δανείου. Σε περίπτωση ασφάλειας σε μετρητά, χρηματοπιστωτικά μέσα ή πιστωτικές απαιτήσεις, υπό την έννοια του Ν. 3301/2004 (Α' 263), εφαρμόζεται ο Ν. 3301/2004.


Άρθρο 74
Εφαρμοστέο δίκαιο
1.     Το εφαρμοστέο δίκαιο επί των συμβατικών ενοχών που προκύπτουν από ομολογιακά δάνεια προσδιορίζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές («Ρώμη Ι») και, για τα ζητήματα που τυχόν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 στοιχείο (δ) του Κανονισμού αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 25 ΑΚ.
2.     Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου εφαρμόζονται και επί ομολογιακών δανείων που εκδίδονται από αλλοδαπούς εκδότες, στο μέτρο που το ελληνικό δίκαιο είναι εφαρμοστέο σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.


ΤΙΤΛΟΣ 5: ΙΔΡΥΤΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ
Άρθρο 75
Κοινοί ιδρυτικοί τίτλοι
1.     Κατά τη σύσταση της εταιρείας μπορεί να προβλεφθεί στο καταστατικό, ότι όλοι ή μερικοί από τους ιδρυτές ή τρίτοι θα λάβουν ως ανταμοιβή για συγκεκριμένες ενέργειές τους κατά τη σύσταση της εταιρείας, αριθμό ιδρυτικών τίτλων που δεν μπορεί να υπερβεί το ένα δέκατο (1/10) του αριθμού των μετοχών που εκδίδονται.
2.    Οι τίτλοι αυτοί δεν έχουν ονομαστική αξία και δεν παρέχουν δικαίωμα συμμετοχής στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας, ούτε στο προϊόν της εκκαθάρισης της περιουσίας της.
3.     Οι τίτλοι αυτοί παρέχουν αποκλειστικά δικαίωμα απόληψης ποσού που δεν υπερβαίνει συνολικά το ένα τέταρτο (1/4) των καθαρών κερδών που απομένουν μετά τις αφαιρέσεις της κράτησης για το σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και του απαιτούμενου ποσού για τη διανομή του ελάχιστου μερίσματος στους μετόχους.
4.     Η εταιρεία δικαιούται δέκα (10) έτη μετά την έκδοση τέτοιων τίτλων η σε συντομότερο χρόνο προβλεπόμενο από το καταστατικό, να τους εξαγοράσει και να τους ακυρώσει έναντι αντιτίμου, ο τρόπος προσδιορισμού του οποίου ορίζεται στο καταστατικό. Το αντίτιμο αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει για το σύνολο των τίτλων το δεκαπλάσιο του μέσου ετήσιου μερίσματος που πληρώθηκε συνολικά στους ιδρυτικούς τίτλους κατά την τελευταία πενταετία.
5.     Η καταβολή οποιουδήποτε ποσού στους κατόχους ιδρυτικών τίτλων τελεί υπό τους όρους του άρθρου 159.
6.    Οι διατάξεις των άρθρων 40 έως και 42 εφαρμόζονται αναλόγως επί των κοινών ιδρυτικών τίτλων.


Άρθρο 76
Εξαιρετικού ιδρυτικού τύτλοι
1.    Είναι δυνατή κατά τη σύσταση ή κατά τη διάρκεια λειτουργίας της εταιρείας η έκδοση εξαιρετικών ιδρυτικών τίτλων ως αντάλλαγμα για την παροχή ορισμένων αντικειμένων σε είδος εκ μέρους μετόχων ή τρίτων. Και επί των τίτλων αυτών εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 2 του προηγουμένου άρθρου.
2.     Για την έκδοση εξαιρετικών ιδρυτικών τίτλων σύμφωνα με το άρθρο αυτό κατά τη διάρκεια λειτουργίας της εταιρείας απαιτείται απόφαση της γενικής συνέλευσης που αποφασίζει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία και με βάση έκθεση αποτίμησης των παρεχόμενων αντικειμένων, στην οποία εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 17 και 18.
3.    Στην περίπτωση των εξαιρετικών ιδρυτικών τίτλων, το ποσοστό συμμετοχής στα κέρδη, καθώς και η διάρκεια και οι όροι εξαγοράς τούτων καθορίζονται ελεύθερα με το καταστατικό, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 159.
4.    Οι διατάξεις των άρθρων 40 έως και 42 εφαρμόζονται αναλόγως επί των εξαιρετικών ιδρυτικών τίτλων.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


ΤΙΤΛΟΣ 1: ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ, ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Άρθρο 77
Γενικές διατάξεις για το διοικητικό συμβούλιο
1.    Την εταιρεία διοικεί (διαχειρίζεται και εκπροσωπεί δικαστικά και εξώδικα) το διοικητικό συμβούλιο. Με την επιφύλαξη του άρθρου 87, το διοικητικό συμβούλιο ενεργεί συλλογικά.

2.    Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου εκλέγονται η ορίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 80. Οι σύμβουλοι, μέτοχοι η μη μέτοχοι, είναι πάντοτε επανεκλέξιμοι και ελεύθερα ανακλητοί.
3.     Ο αριθμός των μελών του διοικητικού συμβουλίου ορίζεται από το καταστατικό η από τη γενική συνέλευση, εντός των ορίων που προβλέπονται στο καταστατικό. Με την επιφύλαξη του άρθρου 115, το διοικητικό συμβούλιο αποτελείται τουλάχιστον από τρία (3) μέλη και όχι περισσότερα των δεκαπέντε (15). Όταν το καταστατικό προβλέπει ελάχιστο και μέγιστο αριθμό μελών του διοικητικού συμβουλίου, τον ακριβή αριθμό των μελών προσδιορίζει η γενική συνέλευση.
4.     Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι μέλος του διοικητικού συμβουλίου είναι και νομικό πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή το νομικό πρόσωπο υποχρεούται να ορίσει ένα φυσικό πρόσωπο για την άσκηση των εξουσιών του νομικού προσώπου ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου. Ο ορισμός αυτός υποβάλλεται σε δημοσιότητα. Το φυσικό πρόσωπο είναι εις ολόκληρο συνυπεύθυνο με το νομικό πρόσωπο για την εταιρική διαχείριση. Μη ορισμός του φυσικού προσώπου εντός δέκα πέντα (15) ημερών από το διορισμό του νομικού προσώπου ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου λογίζεται ως παραίτηση του νομικού προσώπου από τη θέση του μέλους.


Άρθρο 78
Εκλογή του διοικητικού συμβουλίου από τη γενική συνέλευση ή ορισμός
στο καταστατικό


1.    Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει η γενική συνέλευση, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο στον νόμο.
2.    Το πρώτο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας ορίζεται στο καταστατικό. Αν δεν έχει ορισθεί από το καταστατικό, το διοικητικό συμβούλιο εκλέγεται είτε με απόφαση γενικής συνέλευσης, λαμβανόμενη σύμφωνα με το άρθρο 121 παρ. 5, είτε ορίζεται με δικαστική απόφαση κατά το άρθρο 69 του Αστικού Κώδικα.


Άρθρο 79
Απευθείας διορισμός του διοικητικού συμβουλίου από μέτοχο
1.     Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι ορισμένος μέτοχος ή μέτοχοι έχουν το δικαίωμα να διορίζουν απευθείας μέλη του διοικητικού συμβουλίου, όχι όμως πέραν των δύο πέμπτων (2/5) του προβλεπόμενου συνολικού αριθμού αυτών, καθώς επίσης και να ορίζει τις προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος, ιδίως σε ό,τι αφορά το ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο και τη δήλωση διορισμού.
2.     Η άσκηση του δικαιώματος της προηγούμενης παραγράφου πρέπει να πραγματοποιείται πριν από την εκλογή του διοικητικού συμβουλίου από τη γενική συνέλευση, η οποία στην περίπτωση αυτή περιορίζεται στην εκλογή των υπόλοιπων μελών του διοικητικού συμβουλίου. Ο μέτοχος ή μέτοχοι που ασκούν το παραπάνω δικαίωμα γνωστοποιούν με δήλωσή τους το διορισμό των μελών του
διοικητικού συμβουλίου στην εταιρεία τρεις (3) πλήρεις ημέρες πριν από τη συνεδρίαση της γενικής συνέλευσης και δεν συμμετέχουν στην εκλογή του υπόλοιπου διοικητικού συμβουλίου.
3.     Οι σύμβουλοι που διορίζονται σύμφωνα με την παρ. 1 ανακαλούνται οποτεδήποτε από το μέτοχο ή τους μετόχους που έχουν το δικαίωμα διορισμού τους. Η ανάκληση μπορεί να αφορά έναν ή περισσότερους από τους διορισθέντες συμβούλους. Λόγω σπουδαίου λόγου που αφορά στο πρόσωπο του διορισθέντος, μπορεί το δικαστήριο να τον ανακαλέσει κατόπιν αίτησης μετόχων που εκπροσωπούν το 1/10 του καταβεβλημένου κεφαλαίου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Στις περιπτώσεις ανάκλησης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ο μέτοχος που έχει το δικαίωμα διορισμού μπορεί να διορίσει νέο σύμβουλο σε αντικατάσταση του ανακληθέντος. Σε περίπτωση παράλειψης το διοικητικό συμβούλιο εξακολουθεί να λειτουργεί με τα λοιπά μέλη, εκτός αν ο αριθμός τους είναι κάτω των τριών (3).
4.     Σε περίπτωση μεταβολής του αριθμού των μελών του διοικητικού συμβουλίου με τροποποίηση του καταστατικού, διατηρείται υποχρεωτικά η υφιστάμενη με βάση το καταστατικό αναλογία της ιδιαίτερης εκπροσώπησης σε αυτό.
5.     Το δικαίωμα απευθείας διορισμού μελών του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να χορηγηθεί είτε ατομικά σε μέτοχο ή μετόχους είτε από κοινού σε περισσότερους μετόχους. Στην τελευταία περίπτωση τόσο ο διορισμός όσο και η ανάκληση των μελών αυτών πρέπει να γίνει με κοινή πράξη των δικαιούχων.


Άρθρο 80
Εκλογή του διοικητικού συμβουλίου βάσει καταλόγων
1.     Το καταστατικό μπορεί να ορίζει ότι προτείνονται προς εκλογή στο διοικητικό συμβούλιο υποψήφιοι βάσει καταλόγων και ότι εκλέγονται από αυτούς τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου κατά την αναλογία των ψήφων που λαμβάνει κάθε κατάλογος. Τυχόν κλάσματα λογίζονται υπέρ του καταλόγου που συγκέντρωσε τις περισσότερες ψήφους. Από τον κάθε κατάλογο εκλέγονται, ανάλογα με τις προβλέψεις του καταστατικού, είτε τα πρόσωπα που έλαβαν τις περισσότερες ψήφους είτε τα πρόσωπα που προηγούνται στη σειρά του καταλόγου. Οι λοιποί θεωρούνται επιλαχόντες. Το σύστημα της εκλογής αυτής, εάν δεν προβλέπεται από το αρχικό καταστατικό, μπορεί να εισαχθεί ή να καταργηθεί με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται με απλή απαρτία και πλειοψηφία, εκτός αν το καταστατικό προβλέπει υψηλότερα ποσοστά απαρτίας ή πλειοψηφίας.
2.    Το σύστημα εκλογής της παρ. 1 δεν επιτρέπεται, εάν το καταστατικό προβλέπει δικαίωμα απευθείας διορισμού μελών του διοικητικού συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 79.


Άρθρο 81
Αναπληρωματικά μέλη
 
1.     Εκείνος που εκλέγει η διορίζει το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να εκλέξει η να διορίσει και αναπληρωματικά μέλη για την περίπτωση παραίτησης η θανάτου των προσώπων που εκλέχτηκαν η διορίστηκαν από αυτόν η για οποιονδήποτε άλλο λόγο έχασαν την ιδιότητα του μέλους διοικητικού συμβουλίου. Ως αναπληρωματικά μέλη λογίζονται και οι επιλαχόντες στην περίπτωση εκλογης του διοικητικού συμβουλίου βάσει καταλόγων κατά το άρθρο 80. Τα αναπληρωματικά μέλη θα αναπληρώνουν οποιοδηποτε η συγκεκριμένο μέλος από τα εκλεγέντα η διορισθέντα, ανάλογα με την πράξη εκλογης η διορισμού των αναπληρωματικών μελών. Ο διορισμός των αναπληρωματικών μελών υποβάλλεται σε δημοσιότητα.
2.     H αναπληρωση μπορεί να γίνει και στην περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων του μέλους του διοικητικού συμβουλίου με εκείνα της εταιρείας σύμφωνα με το άρθρο 97, αν αυτό προβλέπεται στην πράξη εκλογης η διορισμού του αναπληρωματικού. Στην περίπτωση αυτη η αναπληρωση είναι προσωρινη και αφορά τις πράξεις για τις οποίες υφίσταται η σύγκρουση.
3.     Τα αναπληρωματικά μέλη μπορούν να παρίστανται στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου χωρίς ψηφο. Μπορούν να λάβουν το λόγο κατά την κρίση του προέδρου.


Άρθρο 82
Ελλιπές διοικητικό συμβούλιο
1.     Σε περίπτωση παραίτησης η θανάτου η με οποιονδηποτε άλλο τρόπο απώλειας της ιδιότητας μέλους η μελών του διοικητικού συμβουλίου, το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει μέλη αυτού σε αντικατάσταση των μελών που εξέλιπαν. Η εκλογη αυτη είναι δυνατη με την προϋπόθεση ότι η αναπληρωση των παραπάνω μελών δεν είναι εφικτη από αναπληρωματικά μέλη, που έχουν τυχόν εκλεγεί από τη γενικη συνέλευση η διοριστεί από μέτοχο η μετόχους, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79. Η εκλογη από το διοικητικό συμβούλιο γίνεται με απόφαση των απομενόντων μελών, εάν είναι τουλάχιστον τρία (3), και ισχύει για το υπόλοιπο της θητείας του μέλους που αντικαθίσταται. Η απόφαση της εκλογης υποβάλλεται σε δημοσιότητα και ανακοινώνεται από το διοικητικό συμβούλιο στην αμέσως προσεχη γενικη συνέλευση, η οποία μπορεί να αντικαταστησει τους εκλεγέντες, ακόμη και αν δεν έχει αναγραφεί σχετικό θέμα στην ημερησια διάταξη.
2.     Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι, σε περίπτωση παραίτησης, θανάτου η με οποιονδηποτε άλλο τρόπο απώλειας της ιδιότητας μέλους η μελών του διοικητικού συμβουλίου, τα υπόλοιπα μέλη μπορούν να συνεχίσουν τη διαχείριση και την εκπροσώπηση της εταιρείας και χωρίς την αντικατάσταση των ελλειπόντων μελών σύμφωνα με την παρ. 1, με την προϋπόθεση ότι ο αριθμός αυτών υπερβαίνει το ημισυ των μελών, όπως είχαν πριν από την επέλευση των παραπάνω γεγονότων. Σε κάθε περίπτωση τα μέλη αυτά δεν επιτρέπεται να είναι λιγότερα των τριών (3).
3.     Τα απομένοντα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους, μπορούν να προβούν σε σύγκληση γενικης συνέλευσης με αποκλειστικό σκοπό την εκλογη νέου διοικητικού συμβουλίου.


 
Άρθρο 83
Προϋποθέσεις εκλογιμότητας των μελών του διοικητικού συμβουλίου
1.     Δεν μπορεί να είναι μέλος διοικητικού συμβουλίου η να διορισθεί εκπρόσωπος νομικού προσώπου μέλους του διοικητικού συμβουλίου φυσικό πρόσωπο, που δεν έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα.
2.     Με την επιφύλαξη του άρθρου 84, η εκλογή η ο διορισμός μέλους του διοικητικού συμβουλίου κατά παράβαση της παρ. 1 του παρόντος άρθρου είναι άκυρος.
3.         Τυχόν επιπλέον προϋποθέσεις, ανικανότητες ή ασυμβίβαστα, που προβλέπονται από άλλες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας δεν θίγονται. Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει περαιτέρω προϋποθέσεις εκλογιμότητας των μελών του διοικητικού συμβουλίου, εφόσον οι προϋποθέσεις αυτές δεν αντίκεινται σε άλλες διατάξεις.


Άρθρο 84
Ελαττώματα διορισμού των εκπροσώπων της εταιρείας
Εφόσον τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας για το διορισμό των προσώπων που εκπροσωπούν την εταιρεία, δεν αντιτάσσεται στους τρίτους οποιοδηποτε ελάττωμα σχετικά με το διορισμό των προσώπων αυτών, εκτός αν η εταιρεία αποδείξει ότι οι τρίτοι γνώριζαν το ελάττωμα.


Άρθρο 85
Θητεία μελών διοικητικού συμβουλίου
1.     Η μέγιστη θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου ορίζεται στο καταστατικό, δεν μπορεί όμως να υπερβαίνει τα έξι (6) έτη. Διορισμός για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ισχύει για τη μέγιστη θητεία. Η θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου παρατείνεται μέχρι τη ληξη της προθεσμίας, εντός της οποίας πρέπει να συνέλθει η αμέσως επόμενη τακτικη γενικη συνέλευση και μέχρι τη λήψη της σχετικής απόφασης.
2.     Η γενικη συνέλευση μπορεί, και αν το ορίζει το καταστατικό υποχρεούται, να αποφασίζει τμηματική ανανέωση του διοικητικού συμβουλίου ή και διαδοχικές λήξεις της θητείας των μελών του. Στις περιπτώσεις αυτές είναι επιτρεπτό να προβλεφθούν αρχικά άνισες θητείες των μελών του διοικητικού συμβουλίου.


Άρθρο 86
Αρμοδιότητες και έκταση εξουσιών του διοικητικού συμβουλίου
1.    Το διοικητικό συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά τη διοίκηση της εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της και την εν γένει επιδίωξη του σκοπού της.
2.     Πράξεις του διοικητικού συμβουλίου, ακόμη και αν είναι εκτός του εταιρικού σκοπού, δεσμεύουν την εταιρεία απέναντι στους τρίτους, εκτός αν αποδειχθεί ότι ο τρίτος γνώριζε την υπέρβαση του εταιρικού σκοπού η δεν μπορούσε, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, να την αγνοεί. Δεν συνιστά απόδειξη μόνη η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας ως προς το καταστατικό της εταιρείας ή τις τροποποιήσεις του.
3.    Περιορισμοί της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου από το καταστατικό ή από απόφαση της γενικής συνέλευσης δεν αντιτάσσονται στους τρίτους ακόμα και αν έχουν υποβληθεί σε δημοσιότητα.


Άρθρο 87
Ανάθεση αρμοδιοτήτων του διοικητικού συμβουλίου σε μέλη του ή
τρίτους
1.    Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέτει τις εξουσίες του διαχείρισης και εκπροσώπησης σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή μη. Το καταστατικό μπορεί επίσης να επιτρέπει στο διοικητικό συμβούλιο ή να το υποχρεώνει να αναθέτει τον εσωτερικό έλεγχο της εταιρείας σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μη μέλη του.
2.     Τα πρόσωπα αυτά μπορούν, εφόσον δεν το απαγορεύει το καταστατικό και προβλέπεται από τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου, να αναθέτουν περαιτέρω την άσκηση των εξουσιών που τους ανατέθηκαν ή μέρους τούτων σε άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή τρίτους.
3.    Κατά την ίδρυση της εταιρείας ο διορισμός προέδρου, αντιπροέδρου, διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου ή προσώπων με άλλη ιδιότητα και αρμοδιότητες για το πρώτο διοικητικό συμβούλιο μπορεί να γίνει και με το καταστατικό. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί οποτεδήποτε να προβεί σε διαφορετική κατανομή των παραπάνω ιδιοτήτων μεταξύ των μελών του.
4.    Στο πλαίσιο των προηγούμενων παραγράφων είναι δυνατή και η σύσταση εκτελεστικής επιτροπής, η σύνθεση, οι αρμοδιότητες, τα καθήκοντα της οποίας, καθώς και ο τρόπος λήψεως αποφάσεων ορίζονται με την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ή με το αρχικό καταστατικό.
5.     Στις εταιρείες που έχουν τίτλους εισηγμένους σε ρυθμιζόμενη αγορά εκλέγονται εκτελεστικά, μη εκτελεστικά και ανεξάρτητα μέλη, υπό τις προϋποθέσεις και με τις συνέπειες του Ν. 3016/2002 (Α' 110), όπως ισχύει. Οι διατάξεις των άρθρων 3 έως 8 του Ν. 3016/2002, όπως ισχύει, μπορούν να εφαρμόζονται αναλόγως και σε μη εισηγμένες εταιρείες, αν τούτο προβλέπεται από το καταστατικό. Η παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 3016/2002 δεν εφαρμόζεται.


Άρθρο 88
Πράξεις εκπροσώπησης εταιρείας

Για κάθε πράξη εκπροσώπησης της εταιρείας αρκεί η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της υπό την εταιρική επωνυμία, το όνομά του και η περιγραφή της ιδιότητάς του. Χρήση εταιρικής σφραγίδας δεν απαιτείται.


Άρθρο 89
Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου
1.     Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει μεταξύ των μελών του τον πρόεδρο, αν δεν τον έχει ήδη ορίσει το καταστατικό ή η γενική συνέλευση. Το καταστατικό, η γενική συνέλευση ή και το διοικητικό συμβούλιο εκλέγουν επίσης αναπληρωτή του προέδρου. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει πρόεδρος ούτε αναπληρωτής του, καθήκοντα προέδρου μπορεί να ασκήσει προσωρινά ο μέτοχος με τον μεγαλύτερο αριθμό μετοχών με δικαίωμα ψήφου.
2.    Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αντικαταστήσει τον πρόεδρο και τον αναπληρωτή του οποτεδήποτε. Αν τα πρόσωπα αυτά έχουν ορισθεί από το καταστατικό ή τη γενική συνέλευση, η αντικατάστασή τους από το διοικητικό συμβούλιο γίνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) του συνόλου των μελών.
3.     Ο πρόεδρος ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπει ο νόμος και το καταστατικό.


Άρθρο 90
Τόπος συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου
1.    Το διοικητικό συμβούλιο οφείλει να συνεδριάζει στην έδρα της εταιρείας.
2.     Κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται να ορίζεται στο καταστατικό και άλλος τόπος, στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή, στον οποίο μπορεί να συνεδριάζει έγκυρα το διοικητικό συμβούλιο.
3.     Σε κάθε περίπτωση το διοικητικό συμβούλιο συνεδριάζει έγκυρα εκτός της έδρας του σε άλλο τόπο, στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή, εφόσον στη συνεδρίαση αυτή παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται όλα τα μέλη του και κανείς δεν αντιλέγει στην πραγματοποίηση της συνεδρίασης και στη λήψη αποφάσεων.
4.     Εφόσον προβλέπεται στο καταστατικό ή συναινούν όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, η συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να διεξαχθεί με τηλεδιάσκεψη ως προς ορισμένα ή και ως προς όλα τα μέλη. Στην περίπτωση αυτή η πρόσκληση προς τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου περιλαμβάνει τις αναγκαίες πληροφορίες και τεχνικές οδηγίες για τη συμμετοχή τους στη συνεδρίαση.
5.     Σε κάθε περίπτωση κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να αξιώσει να διεξαχθεί η συνεδρίαση με τηλεδιάσκεψη ως προς αυτόν, αν κατοικεί σε άλλη χώρα από εκείνη όπου διεξάγεται η συνέλευση η αν υπάρχει άλλος σπουδαίος λόγος, ιδίως ασθένεια η αναπηρία.


Άρθρο 91
Συχνότητα συνεδριάσεων και σύγκληση του διοικητικού συμβουλίου
1.    Το διοικητικό συμβούλιο συνεδριάζει κάθε φορά που ο νόμος, το καταστατικό η οι ανάγκες της εταιρείας το απαιτούν.
2.     Το διοικητικό συμβούλιο συγκαλείται από τον πρόεδρο η τον αναπληρωτή του, με πρόσκληση που γνωστοποιείται στα μέλη του δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίαση και πέντε (5) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες αν η συνεδρίαση πρόκειται να διεξαχθεί εκτός της έδρας της εταιρείας. Στην πρόσκληση πρέπει να αναγράφονται με σαφήνεια και τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, διαφορετικά η λήψη αποφάσεων επιτρέπεται μόνο εφόσον παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και κανείς δεν αντιλέγει στη λήψη αποφάσεων.
3.     Τη σύγκληση του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ζητήσουν δύο (2) από τα μέλη του με αίτησή τους προς τον πρόεδρο αυτού ή τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υποχρεούνται να συγκαλέσουν εγκαίρως το διοικητικό συμβούλιο, ώστε αυτό να συνέλθει εντός προθεσμίας επτά (7) ημερών από την υποβολή της αίτησης. Στην αίτηση πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να αναφέρονται με σαφήνεια και τα θέματα που θα απασχολήσουν το διοικητικό συμβούλιο. Αν δεν συγκληθεί το διοικητικό συμβούλιο από τον πρόεδρο ή τον αναπληρωτή του εντός της παραπάνω προθεσμίας, επιτρέπεται στα μέλη που ζήτησαν τη σύγκληση να συγκαλέσουν αυτά το διοικητικό συμβούλιο εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας των επτά (7) ημερών, γνωστοποιώντας τη σχετική πρόσκληση στα λοιπά μέλη του διοικητικού συμβουλίου.
4.     Το καταστατικό εταιρειών των οποίων οι μετοχές δεν είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά μπορεί να ορίσει άλλες διατυπώσεις ή βραχύτερες προθεσμίες πρόσκλησης, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του παρόντος άρθρου.


Άρθρο 92
Λήψη αποφάσεων από το διοικητικό συμβούλιο
1.     Το διοικητικό συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει εγκύρως, όταν παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται σε αυτό το ήμισυ πλέον ενός των συμβούλων, ουδέποτε όμως ο αριθμός των παρόντων ή αντιπροσωπευόμενων συμβούλων μπορεί να είναι μικρότερος των τριών (3). Για την εξεύρεση του αριθμού απαρτίας παραλείπεται τυχόν προκύπτον κλάσμα.
2.     Εφόσον δεν ορίζει διαφορετικά ο νόμος ή το καταστατικό, οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται έγκυρα με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων και αντιπροσωπευόμενων μελών. Το καταστατικό μπορεί να ορίζει ότι σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου.
3.    Κάθε σύμβουλος δύναται ν' αντιπροσωπεύει εγκύρως μόνον έναν άλλο σύμβουλο.
4.     Η αντιπροσώπευση στο διοικητικό συμβούλιο δεν μπορεί ν' ανατεθεί σε πρόσωπα που δεν αποτελούν μέλη του διοικητικού συμβουλίου, εκτός αν η αντιπροσώπευση ανατεθεί σε τυχόν αναπληρωματικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου.


Άρθρο 93
Πρακτικά συνεδριάσεων και αποφάσεων διοικητικού συμβουλίου
1.     Οι συζητήσεις και αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου καταχωρίζονται περιληπτικά σε ειδικό βιβλίο, που μπορεί να τηρείται και κατά το μηχανογραφικό σύστημα. Με αίτηση μέλους του διοικητικού συμβουλίου ο πρόεδρος υποχρεούται να καταχωρίσει στα πρακτικά περίληψη της γνώμης του. Ο πρόεδρος δικαιούται να αρνηθεί την καταχώριση γνώμης, η οποία αναφέρεται σε ζητήματα προφανώς εκτός ημερήσιας διάταξης, ή το περιεχόμενό της αντίκειται καταφανώς στα χρηστά ήθη ή το νόμο. Στο βιβλίο αυτό καταχωρίζεται επίσης κατάλογος των παραστάντων ή αντιπροσωπευθέντων κατά τη συνεδρίαση μελών του διοικητικού συμβουλίου.
2.     Τα πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου υπογράφονται από τα παραστάντα μέλη. Σε περίπτωση άρνησης υπογραφής από κάποιο μέλος γίνεται σχετική μνεία στα πρακτικά. Αντίγραφα των πρακτικών εκδίδονται επισήμως από τον πρόεδρο ή άλλο πρόσωπο που ορίζεται προς τούτο από το καταστατικό ή από το διοικητικό συμβούλιο, χωρίς να απαιτείται άλλη επικύρωσή τους. Η εταιρεία φέρει το βάρος απόδειξης ότι οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου έλαβαν χώρα την ημερομηνία και ώρα που αναγράφεται στο βιβλίο πρακτικών.
3.     Αντίγραφα πρακτικών συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου, για τα οποία υπάρχει υποχρέωση καταχώρισής τους στο Γ.Ε.ΜΗ., σύμφωνα με το άρθρο 12 του παρόντος νόμου ή άλλες διατάξεις, υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου.
4.     Το βιβλίο πρακτικών του διοικητικού συμβουλίου των εταιρειών, οι μετοχές των οποίων δεν είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, μπορεί να τηρείται ενιαία με το βιβλίο πρακτικών της γενικής συνέλευσης.


Άρθρο 94
Προσυπογραφή πρακτικού χωρίς συνεδρίαση
1.     Η κατάρτιση και υπογραφή πρακτικού από όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή τους αντιπροσώπους τους ισοδυναμεί με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, ακόμη και αν δεν έχει προηγηθεί συνεδρίαση. Η ρύθμιση αυτή ισχύει και αν όλοι οι σύμβουλοι ή οι αντιπρόσωποί τους συμφωνούν να αποτυπωθεί πλειοψηφική απόφασή τους σε πρακτικό, χωρίς συνεδρίαση. Το σχετικό πρακτικό υπογράφεται από όλους τους συμβούλους.
2.     Οι υπογραφές των συμβούλων η των αντιπροσώπων τους μπορούν να αντικαθίστανται με ανταλλαγή μηνυμάτων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) η άλλα ηλεκτρονικά μέσα, αν τούτο προβλέπεται στο καταστατικό.
3.     Το παραπάνω πρακτικό καταχωρίζεται στο βιβλίο πρακτικών σύμφωνα με το άρθρο 93.


Άρθρο 95
Ελαττωματικές αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου
1.     Αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου, το περιεχόμενο των οποίων αντίκειται στο νόμο η το καταστατικό είναι άκυρες.
2.     Αποφάσεις που ληφθηκαν με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο η το καταστατικό είναι επίσης άκυρες, εκτός αν ληφθηκαν ομοφώνως από όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, παρόντα η νομίμως εκπροσωπούμενα.
3.     Την ακυρότητα μπορούν να επικαλεσθούν, εντός έξι μηνών από την καταχώριση της απόφασης στο Γ.Ε.ΜΗ., σύμφωνα με το άρθρο 12, η από την καταχώριση της στο βιβλίο πρακτικών, σύμφωνα με το άρθρο 93, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τρίτοι δε, μέτοχοι η μη, αν έχουν προσωπικό και ειδικό έννομο συμφέρον. Αν από την απόφαση προκύπτει διαρκης παραβίαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου, η δυνατότητα επίκλησης δεν υπόκειται σε προθεσμία. Στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα μπορεί να προταθεί και από τους μετόχους και να ληφθεί υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο.
4.     Αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου που αφορούν ζητήματα, αναγραφόμενα στα άρθρα 27 παρ. 4, 56 παρ. 2, 71 παρ. 1 και 117 παρ. 2 περ. α', β' και ε' του παρόντος νόμου είναι άκυρες ή ακυρώσιμες, με ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 137 και 138. Η περίπτ. β' της παρ. 2 του άρθρου 137 δεν εφαρμόζεται.
5.     Η δικαστικη απόφαση που αναγνωρίζει την ακυρότητα απόφασης του διοικητικού συμβουλίου υποβάλλεται σε δημοσιότητα, αν και η τελευταία ηταν καταχωριστέα στο Γ.Ε.ΜΗ.
6.     Το παρόν άρθρο δεν επηρεάζει την εφαρμογή των παρ. 2 και 3 του άρθρου 86.


ΤΙΤΛΟΣ 2: ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ
ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ
Άρθρο 96
Καθήκοντα διοικητικού συμβουλίου
(άρθρο 33 Οδηγίας 2013/34/ΕΕ σε ό,τι αφορά την παρ. 2 του εν λόγω
άρθρου)


1.     Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και κάθε τρίτο πρόσωπο, στο οποίο έχουν ανατεθεί από αυτό εξουσίες σύμφωνα με το άρθρο 87, οφείλουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και των αρμοδιοτήτων τους να τηρούν το νόμο, το καταστατικό και τις νόμιμες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης. Οφείλουν να διαχειρίζονται τις εταιρικές υποθέσεις με σκοπό την προαγωγή του εταιρικού συμφέροντος, να εποπτεύουν την εκτέλεση των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου και της γενικής συνέλευσης και να ενημερώνουν τα άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου για τις εταιρικές υποθέσεις.
2.    Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου οφείλουν να τηρούν τα κατά το νόμο αρχεία, βιβλία και στοιχεία. Έχουν επίσης το συλλογικό καθήκον να εξασφαλίζουν ότι οι ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, η ετήσια έκθεση διαχείρισης και, όταν προβλέπεται σύμφωνα με το άρθρο 152, η δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης, οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, οι ενοποιημένες εκθέσεις διαχείρισης και η τυχόν ενοποιημένη δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης, καθώς και η έκθεση αποδοχών του άρθρου 112 συντάσσονται και δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου ή, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που έχουν υιοθετηθεί με τον Κανονισμό ΕΚ 1606/2002.


Άρθρο 97
Υποχρέωση πίστεως - Συγκρούσεις συμφερόντων
1.    Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και κάθε τρίτο πρόσωπο στο οποίο έχουν ανατεθεί από αυτό αρμοδιότητές του έχουν υποχρέωση πίστεως απέναντι στην εταιρεία. Οφείλουν ιδίως:
α) Να μην επιδιώκουν ίδια συμφέροντα που αντιβαίνουν στα συμφέροντα της εταιρείας.
β) Να αποκαλύπτουν έγκαιρα και με επάρκεια στα υπόλοιπα μέλη του διοικητικού συμβουλίου τα ίδια συμφέροντά τους, που ενδέχεται να ανακύψουν από συναλλαγές της εταιρείας, οι οποίες εμπίπτουν στα καθήκοντά τους, καθώς και κάθε σύγκρουση των συμφερόντων τους με εκείνα της εταιρείας ή συνδεδεμένων με αυτήν επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 32 του Ν 4308/2014, η οποία
ανακύπτει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Οφείλουν ομοίως να αποκαλύπτουν και κάθε σύγκρουση των συμφερόντων της εταιρείας με τα συμφέροντα των προσώπων της παρ. 2 του άρθρου 99, εφόσον έχουν σχέση με τα πρόσωπα αυτά. Ως επαρκής αποκάλυψη θεωρείται εκείνη που περιλαμβάνει περιγραφή τόσο της συναλλαγής όσο και των ιδίων συμφερόντων. Οι εταιρείες δημοσιοποιούν τις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων και τυχόν συμβάσεις που έχουν συναφθεί και εμπίπτουν στο άρθρο 99 στην επόμενη τακτική γενική συνέλευση των μετόχων. Στις εταιρείες με τίτλους εισηγμένους σε ρυθμιζόμενη αγορά η δημοσιοποίηση γίνεται και με την ετήσια έκθεση του διοικητικού συμβουλίου.
γ) Να τηρούν αυστηρή εχεμύθεια για τις εταιρικές υποθέσεις και τα απόρρητα της εταιρείας, τα οποία κατέστησαν γνωστά σ' αυτούς λόγω της ιδιότητάς τους ως συμβούλων.
2.     Το καταστατικό της εταιρείας μπορεί να εξειδικεύει περαιτέρω τις υποχρεώσεις της προηγούμενης παραγράφου.
3.     Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου δεν δικαιούται να ψηφίζει σε θέματα στα οποία υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων με την εταιρεία του ίδιου η προσώπων με τα οποία συνδέεται με σχέση υπαγόμενη στην παρ. 2 του άρθρου 99. Στις περιπτώσεις αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται από τα υπόλοιπα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, σε περίπτωση δε που η αδυναμία ψήφου αφορά τόσα μέλη, ώστε τα υπόλοιπα να μη σχηματίζουν απαρτία, τα λοιπά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους, οφείλουν να προβούν σε σύγκληση γενικής συνέλευσης με αποκλειστικό σκοπό τη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης.


Άρθρο 98
Απαγόρευση ανταγωνισμού
1.     Απαγορεύεται στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που συμμετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο στη διεύθυνση της εταιρείας, καθώς και στους διευθυντές αυτής, να ενεργούν, χωρίς άδεια της γενικής συνέλευσης ή σχετική πρόβλεψη του καταστατικού, για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, πράξεις που υπάγονται στους σκοπούς της εταιρείας, καθώς και να μετέχουν ως ομόρρυθμοι εταίροι ή ως μόνοι μέτοχοι ή εταίροι σε εταιρείες που επιδιώκουν τέτοιους σκοπούς.
2.     Σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης της απαγόρευσης της προηγούμενης παραγράφου, η εταιρεία δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση. Μπορεί όμως, αντί της αποζημίωσης, να απαιτήσει, προκειμένου μεν για πράξεις που έγιναν για λογαριασμό του ίδιου του συμβούλου ή του διευθυντή, να θεωρηθεί ότι οι πράξεις αυτές διενεργήθηκαν για λογαριασμό της εταιρείας, προκειμένου δε για πράξεις που έγιναν για λογαριασμό τρίτου, να δοθεί στην εταιρεία η αμοιβή για τη μεσολάβηση ή να εκχωρηθεί σε αυτήν η σχετική απαίτηση.
3.     Οι απαιτήσεις αυτές παραγράφονται μετά από ένα έτος από τότε που οι παραπάνω πράξεις ανακοινώθηκαν σε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου ή γνωστοποιήθηκαν στην εταιρεία. Η παραγραφή επέρχεται πάντως πέντε έτη (5) μετά την ενέργεια της απαγορευμένης πράξης.


Αρθρο 99
Διαφάνεια και εποπτεύα των συναλλαγών με συνδεδεμένα μέρη
(άρθρο 9γ της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, Οδηγία 2017/828/ΕΕ)
1.    Με την επιφύλαξη των διατάξεων που εκάστοτε διέπουν τις συναλλαγές πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων με πρόσωπα τα οποία έχουν ειδική σχέση με αυτά, καθώς και της παρ. 3 του άρθρου 51 του παρόντος νόμου, απαγορεύεται και είναι άκυρη η σύναψη οποιωνδήποτε συμβάσεων της εταιρείας με πρόσωπα της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, χωρίς ειδική άδεια παρεχόμενη με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ή, υπό τους όρους του άρθρου 100, της γενικής συνέλευσης των μετόχων.
2.    Η απαγόρευση της παρ. 1 ισχύει για τα ακόλουθα πρόσωπα (συνδεδεμένα μέρη):

(α) Επί εταιρειών με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, τα πρόσωπα που ορίζονται ως συνδεδεμένα με αυτήν κατά το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 24 καθώς και τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από αυτά, σύμφωνα με το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 27.
(β) Ως προς τις λοιπές εταιρείες, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα πρόσωπα που ελέγχουν την εταιρεία, τα στενά μέλη οικογένειας των προσώπων αυτών, όπως αυτά ορίζονται στο Παράρτημα Α του Ν. 4308/2014 για τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, καθώς και τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τους παραπάνω. Ένα φυσικό η νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι ελέγχει την εταιρεία, εάν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 32 του Ν. 4308/2014 για τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα.
(γ) Τα πρόσωπα, ως προς τα οποία έχει επεκταθεί με καταστατική πρόβλεψη η εφαρμογή του παρόντος άρθρου και, ιδίως, στους γενικούς διευθυντές και στους διευθυντές της εταιρείας.
3.    Η παρ. 1 του παρόντος άρθρου δεν ισχύει προκειμένου για:
(α) Πράξεις που δεν εξέρχονται των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της εταιρείας με τα πρόσωπα της παρ. 4 του παρόντος άρθρου. Ως τρέχουσες συναλλαγές νοούνται εκείνες, που είναι συνήθεις σε σχέση με τις εργασίες και το αντικείμενο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εταιρείας, ως προς το είδος και το μέγεθός τους και συνάπτονται υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς. Επί εταιρείας με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει εσωτερική διαδικασία για την περιοδική αξιολόγηση του κατά πόσον πληρούνται οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Τα πρόσωπα της παρ. 2 του παρόντος άρθρου δεν συμμετέχουν στην αξιολόγηση αυτή.
(β) Συμβάσεις που αφορούν τις αποδοχές των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας ή των διοικητικών στελεχών της, ως προς τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 109 έως 114.
(γ) Συμβάσεις που συνήφθησαν από πιστωτικά ιδρύματα βάσει μέτρων που αποσκοπούν στη διαφύλαξη της σταθερότητάς τους, κατόπιν έγκρισης της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την προληπτική εποπτεία.
(δ) Συμβάσεις της εταιρείας με τους μετόχους της, εφόσον η δυνατότητα κατάρτισης προσφέρεται σε όλους τους μετόχους της εταιρείας, υπό τους ίδιους όρους, και διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση όλων των μετόχων και η προστασία των συμφερόντων της εταιρείας.
(ε) Συμβάσεις της εταιρείας με 100% θυγατρική της ή θυγατρική, στην οποία δεν μετέχει κανένα πρόσωπο συνδεδεμένο σύμφωνα με την παρ. 2.
(στ) Συμβάσεις της εταιρείας με άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενη από αυτήν εταιρεία, οι οποίες συνάπτονται προς το συμφέρον και προς όφελος της εταιρείας αυτής ή από την οποία δεν κινδυνεύουν τα συμφέροντα της τελευταίας και τα συμφέροντα των μετόχων μειοψηφίας. Στην περίπτωση αυτή το διοικητικό συμβούλιο και η έκθεση που συντάσσεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 101 παρέχουν επεξηγήσεις για το ότι υπάρχει επαρκής προστασία των συμφερόντων της εταιρείας, των θυγατρικών της και των μετόχων τους που δεν είναι συνδεδεμένο μέρος, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων μειοψηφίας. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε εταιρείες με μετοχές μη εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά.
(ζ) Συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19.
4.    Με καταστατική πρόβλεψη είναι δυνατόν να εξαιρεθούν από την εφαρμογή της παρ. 1 του παρόντος άρθρου σαφώς καθορισμένοι τύποι συναλλαγών, ως προς τους οποίους το ελληνικό δίκαιο προϋποθέτει έγκριση από τη γενική συνέλευση, εφόσον οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις αντιμετωπίζουν ειδικώς και προστατεύουν επαρκώς τη δίκαιη μεταχείριση όλων των μετόχων, των συμφερόντων της εταιρείας καθώς και των μετόχων που δεν αποτελούν συνδεδεμένα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων μειοψηφίας.
5.     Τεκμαίρεται ότι σύμβαση της εταιρείας με τα πρόσωπα της παρ. 2 του παρόντος άρθρου δεν είναι συνήθης ως προς το μέγεθός της, εάν η αξία της αποτιμάται τουλάχιστον σε δέκα τοις εκατόν (10%) του ενεργητικού της εταιρείας σύμφωνα με τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό και, αν τέτοιος δεν υπάρχει, σύμφωνα με ισολογισμό που συντάσσεται προς το σκοπό αυτό. Επί εταιρείας με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, η υπέρβαση του ποσοστού αυτού αποκλείει το χαρακτηρισμό της συναλλαγής ως τρέχουσας, κατά την έννοια της παρ. 3 περ. α' του παρόντος άρθρου. Για τον υπολογισμό του ανωτέρω ποσοτικού ορίου λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους αθροιστικά οι συναλλαγές που ολοκληρώθηκαν με το συνδεδεμένο μέρος ή άλλο πρόσωπο άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενο από αυτό, κατά το ίδιο οικονομικό έτος.


Άρθρο 100
Χορήγηση άδειας για την κατάρτιση συναλλαγής με συνδεδεμένο μέρος
(άρθρο 9γ της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, Οδηγία 2017/828/ΕΕ)
1.     Η άδεια κατάρτισης συναλλαγής της εταιρείας με συνδεδεμένο μέρος σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο παρέχεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, η οποία ισχύει για έξι (6) μήνες. Επί επαναλαμβανόμενων συμβάσεων με το ίδιο πρόσωπο μπορεί να δοθεί ενιαία άδεια σύναψης, που ορίζει τα χαρακτηριστικά των συμβάσεων και ισχύει για ένα (1) έτος.
2.     Η αρμοδιότητα του διοικητικού συμβουλίου για τη χορήγηση άδειας δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ανάθεσης σύμφωνα με το άρθρο 87. Σε περίπτωση εφαρμογής της παρ. 3 του άρθρου 97, ή εφόσον αυτό ζητηθεί από την μειοψηφία των μετόχων σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο, η ανωτέρω άδεια παρέχεται από τη γενική συνέλευση των μετόχων.
3.     Εντός δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης της χορήγησης άδειας από το διοικητικό συμβούλιο κατά την παρ. 2 του άρθρου 101, μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του κεφαλαίου, μπορούν να ζητήσουν τη σύγκληση γενικής συνέλευσης για να αποφασίσει αυτή για το ζήτημα της παροχής της άδειας. Το καταστατικό μπορεί να μειώσει το ποσοστό αυτό μέχρι το ένα τις εκατό (1%) του κεφαλαίου. Η σύμβαση της παρ. 1 του άρθρου 99 για την οποία χορηγήθηκε άδεια από το διοικητικό συμβούλιο θεωρείται οριστικά έγκυρη μόνο μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας των δέκα (10) ημερών ή τη λήψη της άδειας από τη γενική συνέλευση.
4.     Εάν μέχρι να χορηγηθεί άδεια από τη γενική συνέλευση, έχει ήδη συναφθεί η σύμβαση της παρ. 1 του άρθρου 99, τότε η χορήγηση της άδειας από την γενική συνέλευση ματαιώνεται, εάν αντιταχθούν σε αυτήν μέτοχοι που εκπροσωπούν
το ένα εικοστό (1/20) του εκπροσωπούμενου στη συνέλευση κεφαλαίου. Το καταστατικό μπορεί να μειώσει το ποσοστό αυτό μέχρι το ένα τις εκατό (1%) του κεφαλαίου.
5.     Στην περίπτωση που η συναλλαγή αφορά μέτοχο της εταιρείας, ο συγκεκριμένος μέτοχος δεν μετέχει στην ψηφοφορία της γενικής συνέλευσης. Ομοίως δεν μετέχουν στην ψηφοφορία άλλοι μέτοχοι, με τους οποίους ο αντισυμβαλλόμενος συνδέεται με σχέση υπαγόμενη στην παρ. 2 του άρθρου 99.
6.     Εάν η άδεια σύναψης της σύμβασης δόθηκε από τη γενική συνέλευση, τυχόν τροποποιήσεις της μπορούν να γίνουν με άδεια του διοικητικού συμβουλίου, εκτός αν η γενική συνέλευση επιφυλάχθηκε να παρέχει η ίδια την άδεια και σε αυτές.


Άρθρο 101
Δημοσιότητα των συναλλαγών με συνδεδεμένα μέρη
(άρθρο 9γ της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, Οδηγία 2017/828/ΕΕ)
1.     Επί εταιρείας με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου η της γενικής συνέλευσης του προηγουμένου άρθρου λαμβάνεται με βάση έκθεση ορκωτού ελεγκτή λογιστή η ελεγκτικής εταιρείας η άλλου ανεξάρτητου προς την εταιρεία τρίτου μέρους, η οποία αξιολογεί κατά πόσον η σύμβαση είναι δίκαιη και εύλογη για την εταιρεία και τα πρόσωπα που δεν αποτελούν συνδεδεμένο μέρος, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων μειοψηφίας της εταιρείας, και εξηγεί τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται αυτη, μαζί με τις μεθόδους που χρησιμοποιηθηκαν. Τα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 99 δεν συμμετέχουν στην κατάρτιση της έκθεσης.
2.     Το διοικητικό συμβούλιο ανακοινώνει την παροχη άδειας για την κατάρτιση συναλλαγής είτε από το ίδιο είτε από τη γενική συνέλευση. Η ανακοίνωση αυτη υποβάλλεται σε δημοσιότητα το αργότερο κατά το χρόνο ολοκληρωσης της συναλλαγης.
3.     Η ανακοίνωση της παρ. 2 περιλαμβάνει κατ' ελάχιστον πληροφορίες: (α) ως προς τη φύση της σχέσης της εταιρείας με το συνδεδεμένο μέρος, (β) την ημερομηνία και την αξία της συναλλαγης, (γ) κάθε άλλη πληροφορία που είναι αναγκαία για να αξιολογηθεί κατά πόσον η συναλλαγη είναι δίκαιη και εύλογη για την εταιρεία και τα πρόσωπα που δεν αποτελούν συνδεδεμένο μέρος, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων μειοψηφίας. Επί εταιρείας με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, η ανωτέρω ανακοίνωση συνοδεύεται από την έκθεση της παρ. 1 του παρόντος άρθρου. Στις διατυπώσεις δημοσιότητας υποβάλλεται επίσης η συναλλαγη που συνάπτεται μεταξύ του συνδεδεμένου με την εταιρεία προσώπου και θυγατρικης της.
4.     Συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ του μοναδικού μετόχου και της εταιρείας καταχωρίζονται στα πρακτικά της γενικης συνέλευσης η του διοικητικού συμβουλίου η καταρτίζονται εγγράφως με ποινη ακυρότητας. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στις τρέχουσες συναλλαγές της εταιρείας κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 99.
5.    Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν υπό την επιφύλαξη των κανόνων σχετικά με τη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών, όπως αναφέρονται στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.


Άρθρο 102
Ευθύνη μελών του διοικητικού συμβουλίου
1.     Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου ευθύνεται έναντι της εταιρείας για ζημία που αυτή υφίσταται λόγω πράξης η παράλειψης που συνιστά παράβαση των καθηκόντων του.
2.     Η ευθύνη αυτη δεν υφίσταται, εάν το μέλος του διοικητικού συμβουλίου αποδείξει ότι κατέβαλε κατά την άσκηση των καθηκόντων του την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία που δραστηριοποιείται υπό παρόμοιες συνθηκες. Η επιμέλεια αυτη κρίνεται με βάση και την ιδιότητα κάθε μέλους και τα καθηκοντα που του έχουν ανατεθεί κατά το νόμο, το καταστατικό η με απόφαση των αρμόδιων εταιρικών οργάνων.
3.     Εάν από κοινη πράξη περισσότερων μελών του διοικητικού συμβουλίου προήλθε ζημία η αν για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως η διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία. Το δικαστηριο όμως μπορεί να αποφασίσει για επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ των υπευθύνων, ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξης, το βαθμό του πταίσματος και την κατανομη των καθηκόντων των μελών του διοικητικού συμβουλίου. Το δικαστηριο μπορεί να ρυθμίσει και το δικαίωμα αναγωγής των υπευθύνων μεταξύ τους.
4.     Η ευθύνη κατά το παρόν άρθρο δεν υφίσταται προκειμένου για πράξεις η παραλείψεις που στηρίζονται σε σύννομη απόφαση της γενικης συνέλευσης η που αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση, η οποία εληφθη (α) με καλη πίστη, (β) με βάση επαρκη υπό τις συγκεκριμένες συνθηκες πληροφόρηση και (γ) με αποκλειστικό κριτηριο την εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος. Τα στοιχεία αυτά κρίνονται με αναφορά στο χρόνο ληψης της απόφασης. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου φέρουν το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων της παρούσας παραγράφου. Επίσης το δικαστηριο μπορεί να θεωρησει ότι δεν υφίσταται ευθύνη προκειμένου για πράξεις η παραλείψεις που στηρίζονται σε εισηγηση η γνώμη ανεξάρτητου οργάνου η επιτροπης, που λειτουργεί στην εταιρεία σύμφωνα με το νόμο.
5.     Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου και των άρθρων 103 έως 108 εφαρμόζονται και ως προς την ευθύνη των προσώπων που ενεργούν πράξεις διαχείρισης και εκπροσώπησης, σύμφωνα με το άρθρο 87, η των οποίων η πράξη διορισμού ως μελών του διοικητικού συμβουλίου είναι ελαττωματικη.
6.     Οι αξιώσεις της εταιρείας κατά το παρόν άρθρο παραγράφονται μετά τριετία από την τέλεση της πράξης η την παράλειψη. Η παραγραφη δεν αρχίζει ενόσω ο υπεύθυνος έχει την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου η εκείνη της
προηγούμενης παραγράφου. Σε κάθε περίπτωση η παραγραφή επέρχεται μετά πάροδο δεκαετίας από την τέλεση της πράξης η την παράλειψη.
7.     Η εταιρεία μπορεί, με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, να παραιτηθεί των αξιώσεών της προς αποζημίωση η να συμβιβασθεί για αυτές μετά πάροδο δύο (2) ετών από τη γένεση της αξίωσης και μόνο εφόσον συγκατατίθεται η γενική συνέλευση και δεν αντιτίθεται μειοψηφία που εκπροσωπεί το ένα δέκατο (1/10) του εκπροσωπούμενου στη συνέλευση κεφαλαίου. Μετά την άσκηση της αγωγής, η παραπάνω παραίτηση ή ο συμβιβασμός μπορούν να λάβουν χώρα οποτεδήποτε, εφόσον συγκατατίθεται η γενική συνέλευση και δεν αντιτίθεται το ένα εικοστό (1/20) του εκπροσωπούμενου στη συνέλευση κεφαλαίου. Στην συνέλευση αυτή καλείται να παραστεί και ο ειδικός εκπρόσωπος που τυχόν έχει ορισθεί.


Άρθρο 103
Άσκηση των αξιώσεων της εταιρείας
Το διοικητικό συμβούλιο έχει την υποχρέωση έγκαιρης, πλήρους και επιμελούς άσκησης των αξιώσεων της εταιρείας κατά των προσώπων που έχουν ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 102, σταθμίζοντας το εταιρικό συμφέρον. Το διοικητικό συμβούλιο οφείλει να παρέχει στους μετόχους εξηγήσεις για την τυχόν μη άσκηση των αξιώσεων.


Άρθρο 104
Άσκηση των αξιώσεων της εταιρείας μετά από αίτημα της μειοψηφίας
1.     Μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου έχουν δικαίωμα να υποβάλουν εγγράφως προς το διοικητικό συμβούλιο αίτηση με αντικείμενο την άσκηση των αξιώσεων της εταιρείας κατά το άρθρο 103. Το καταστατικό της εταιρείας μπορεί να μειώσει το παραπάνω ποσοστό. Οι αιτούντες πρέπει να αποδείξουν ότι έχουν καταστεί μέτοχοι έξι (6) μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης.
2.     Η αίτηση της προηγούμενης παραγράφου αναφέρει τις πληροφορίες που κατέχουν οι αιτούντες μέτοχοι ως προς τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν κατά την κρίση τους την ευθύνη μελών του διοικητικού συμβουλίου και τη ζημία της εταιρείας. Στην αίτησή τους οι μέτοχοι θέτουν εύλογη προθεσμία, εντός της οποίας το διοικητικό συμβούλιο οφείλει να αξιολογήσει το περιεχόμενο της αίτησης και να αποφασίσει εάν η εταιρεία θα ασκήσει αγωγή για τις αξιώσεις που περιγράφει η αίτηση αυτή. Η ανωτέρω προθεσμία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα (1) μήνα από τότε που η αίτηση υποβλήθηκε στο διοικητικό συμβούλιο.
3.     Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει επί του αιτήματος των μετόχων αφού λάβει υπόψη του τις παρατηρήσεις και εξηγήσεις των μελών εκείνων του διοικητικού συμβουλίου, που κατονομάζονται στην αίτηση των μετόχων. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που κατονομάζονται στην αίτηση δεν έχουν δικαίωμα ψήφου στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου για τη λήψη απόφασης επί του αιτήματος των μετόχων. Εάν η αδυναμία ψήφου αφορά τόσα
μέλη, ώστε τα υπόλοιπα να μη σχηματίζουν απαρτία, το διοικητικό συμβούλιο θεωρείται ότι δεν λαμβάνει απόφαση, κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στο άρθρο 97 παρ. 3, και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 105. Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου επί της αιτησεως των μετόχων καθώς και το γεγονός της ενδεχόμενης αδυναμίας ληψεως αποφάσεως από το διοικητικό συμβούλιο, κοινοποιείται στους αιτούντες με επιμέλεια του ιδίου και με επιβάρυνση της εταιρείας.
4.    Σε περίπτωση που η αίτηση της παρ. 1 υποβληθεί από την πλειοψηφία των μετόχων, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να προβεί αμελλητί στην άσκηση της εταιρικης αγωγης.


Άρθρο 105
Διορισμός ειδικού εκπροσώπου για άσκηση της αγωγής


1.    Εάν:
(α) το διοικητικό συμβούλιο απορρίψει εν όλω η εν μέρει την αίτηση της μειοψηφίας, η
(β) παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της παρ. 2 εδαφ. β' του άρθρου 104, η (γ) παρέλθουν τέσσερις (4) μηνες από την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου που αποφάσισε την άσκηση της αγωγης, χωρίς να έχει ασκηθεί η αγωγη, όπως αποφασίστηκε από το διοικητικό συμβούλιο, η
(δ) το διοικητικό συμβούλιο δεν δύναται να λάβει απόφαση επί της αιτησεως της μειοψηφίας, η,
(ε) στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 104, η εταιρεία δεν ασκεί αμελλητί την αγωγη,
η πλειοψηφία των μετόχων που υπέβαλαν το αίτημα του προηγούμενου άρθρου έχει δικαίωμα, εντός δύο (2) μηνών από την κατά την παρ. 3 εδαφ. γ' του άρθρου 104 κοινοποίηση της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου η από την άπρακτη παρέλευση των ανωτέρω προθεσμιών, να υποβάλλει αίτημα ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου με αντικείμενο το διορισμό ειδικού εκπροσώπου για την άσκηση αγωγης κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αίτηση της μειοψηφίας του άρθρου 104.
2.     Η αίτηση των μετόχων της προηγούμενης παραγράφου εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και κοινοποιείται προς την εταιρεία και το μέλος η τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, που κατονομάζονται στην αίτηση. Παρεμβάσεις, πρόσθετες και κύριες, ενώπιον του δικαστηρίου ασκούνται και με δηλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Το δικαστήριο κάνει δεκτη την αίτηση των μετόχων και ορίζει ειδικό εκπρόσωπο, εφόσον δεν συντρέχει προφανώς υπέρτερο συμφέρον της εταιρείας, που να δικαιολογεί τη μη διεξαγωγη δικαστικού αγώνα σε βάρος των μελών του διοικητικού συμβουλίου. Η απόφαση του δικαστηρίου αναφέρει την ιστορικη βάση που θα διερευνησει ο ειδικός εκπρόσωπος, ώστε να ασκησει την αγωγη κατά των προσώπων του άρθρου 102.
3.     Ως ειδικός εκπρόσωπος μπορεί να ορισθεί ένας εκ των μετόχων που υποβάλλουν την αίτηση του παρόντος άρθρου ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου η και τρίτο πρόσωπο. Το δικαστηριο δεν δεσμεύεται ως προς την
επιλογή του ειδικού εκπροσώπου από τις προτάσεις των αιτούντων. Η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να ορίζει και αναπληρωτή ειδικό εκπρόσωπο.
4.     Ο ειδικός εκπρόσωπος έχει ως ειδική και μόνη εξουσία την άσκηση της αγωγής κατά των προσώπων του άρθρου 102 και τη διεξαγωγή της σχετικής δίκης μέχρι την αμετάκλητη περάτωσή της με επιμέλεια και ταχύτητα. Καθ' όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο ειδικός εκπρόσωπος εκπροσωπεί κατ' αποκλειστικότητα την εταιρεία για τις ανάγκες της σχετικής δίκης και μόνο. Ο ειδικός εκπρόσωπος έχει εξουσία πρόσβασης σε έγγραφα και πληροφορίες, η γνώση των οποίων είναι κατά εύλογη κρίση απαραίτητη για την άσκηση της αγωγής και την διεξαγωγή της σχετικής δίκης.
5.     Κατά την άσκηση των εξουσιών του, ο ειδικός εκπρόσωπος δεσμεύεται από τη δικαστική απόφαση περί ορισμού του όσον αφορά την ιστορική βάση που θα διερευνήσει για την άσκηση της αγωγής κατά των προσώπων του άρθρου 102. Η δέσμευση αυτή δεν περιορίζει την ευχέρεια του ειδικού εκπροσώπου να διαμορφώσει τους ισχυρισμούς της εταιρείας ως προς τη νομική βάση, την υπαιτιότητα ή την αιτιώδη συνάφεια και να προσδιορίσει την έκταση των αξιώσεων της, σύμφωνα με το άρθρο 102. Επίσης ο ειδικός εκπρόσωπος έχει υποχρέωση εχεμύθειας, όπως και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Το δικαστήριο μπορεί να του επιδικάσει εύλογη αμοιβή.
6.     Αν, πριν ασκήσει την αγωγή, ο ειδικός εκπρόσωπος καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για οποιοδήποτε λόγο δεν υπάρχει ευθύνη προς αποζημίωση, γνωστοποιεί τούτο στο διοικητικό συμβούλιο, που έχει την υποχρέωση να πληροφορήσει σχετικά τους μετόχους που ζήτησαν την άσκηση της αγωγής. Οι μέτοχοι αυτοί έχουν δικαίωμα να επανέλθουν με νεότερη αίτηση, η παραγραφή όμως δεν αναστέλλεται.
7.     Σε περίπτωση κατ' ουσίαν απόρριψης της αγωγής σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, το διοικητικό συμβούλιο μετά από εισήγηση του ειδικού εκπροσώπου, μπορεί να παραιτηθεί των ενδίκων μέσων.


Άρθρο 106
Λοιπές διατάξεις
1.     Η υποβολή της αίτησης της παρ. 1 του άρθρου 104 αναστέλλει την παραγραφή της παρ. 7 του άρθρου 102. Η παραγραφή συνεχίζεται μετά την έκδοση της απόφασης του μονομελούς πρωτοδικείου επί της αιτήσεως των μετόχων.
2.     Η απόφαση του δικαστηρίου που κάνει δεκτή την αίτηση των μετόχων κατά το άρθρο 105 κοινοποιείται με επιμέλεια των αιτούντων και με δαπάνες της εταιρείας στον ειδικό εκπρόσωπο και στην εταιρεία.
3.     Η δαπάνη της δίκης για το διορισμό του ειδικού εκπροσώπου και τη διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα καθώς και η αμοιβή του ειδικού εκπροσώπου βαρύνουν την εταιρεία.




 
Άρθρο 107
Ευθύνη για άμεση ζημία τρίτων
Οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων 102 έως 106 δεν επηρεάζουν την ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου για άμεση ζημία μετόχων η τρίτων και δεν θίγουν την ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου κατά το άρθρο 98 του Πτωχευτικού Κώδικα.


Άρθρο 108
Έγκριση συνολικής διαχείρισης
1.    Με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται με φανερη ψηφοφορία μετά την έγκριση των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, μπορεί να εγκρίνεται η συνολική διαχείριση που έλαβε χώρα κατά την αντίστοιχη χρηση. Παραίτηση όμως της εταιρείας από αξιώσεις της κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου η άλλων προσώπων η συμβιβασμός της εταιρείας με αυτούς μπορεί να λάβει χώρα μόνο υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 8 του άρθρου 102. Κατά τη δίκη για αποζημίωση της εταιρείας λόγω ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου κατά τα άρθρα 102 και επ. συνεκτιμάται η παραπάνω έγκριση.
2.     Στην ψηφοφορία περί έγκρισης της συνολικής διαχείρισης σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος άρθρου δικαιούνται να μετέχουν τα μέλη του μόνο με μετοχές, των οποίων είναι κύριοι, η ως αντιπρόσωποι άλλων μετόχων, εφόσον έχουν λάβει σχετική εξουσιοδότηση με ρητές και συγκεκριμένες οδηγίες ψηφου. Το ίδιο ισχύει και για τους υπαλλήλους της εταιρείας.


ΤΙΤΛΟΣ 3: ΑΜΟΙΒΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Άρθρο 109
Διαδικασία και προϋποθέσεις χορήγησης αμοιβών
1.     Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δικαιούνται να λάβουν αμοιβη η άλλες παροχές σύμφωνα με το νόμο και τα οριζόμενα στο καταστατικό και, κατά περίπτωση, την πολιτικη αποδοχών. Αμοιβη η παροχη που χορηγείται σε μέλος του διοικητικού συμβουλίου και δεν ρυθμίζεται στο νόμο και το καταστατικό βαρύνει την εταιρεία, μόνο αν εγκριθεί με ειδικη απόφαση της γενικης συνέλευσης.
2.     Αμοιβη συνιστάμενη σε συμμετοχη στα κέρδη της χρησεως παρέχεται μόνον εάν αυτό προβλέπεται στο καταστατικό. Το ύψος της ανωτέρω αμοιβης προσδιορίζεται με απόφαση της γενικης συνέλευσης, η οποία αποφασίζει με απλη απαρτία και πλειοψηφία. Αμοιβη χορηγούμενη από τα κέρδη της χρησεως λαμβάνεται από το υπόλοιπο των καθαρών κερδών που απομένει μετά την αφαίρεση των νόμιμων κρατησεων για τακτικό αποθεματικό και τη διανομη του ελάχιστου μερίσματος υπέρ των μετόχων.
3.    Αμοιβή σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου για υπηρεσίες προς την εταιρεία βάσει ειδικής σχέσης, όπως ενδεικτικός, από σύμβαση εργασίας, έργου η εντολής καταβάλλεται υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 99.
4.     Η γενική συνέλευση μπορεί να επιτρέψει προκαταβολή αμοιβής για το χρονικό διάστημα μέχρι την επόμενη τακτική γενική συνέλευση. Η προκαταβολή της αμοιβής τελεί υπό την αίρεση της έγκρισης των καταβολών αυτών από την επόμενη τακτική γενική συνέλευση.
5.     Αμοιβή ή παροχή που καταβλήθηκε ή αποφασίστηκε να καταβληθεί σε συγκεκριμένο μέλος του διοικητικού συμβουλίου κατά τα ανωτέρω μπορεί να μειωθεί από το δικαστήριο αν, υπό τις υφιστάμενες συνθήκες, είναι κατά εύλογη κρίση υπέρογκη και αντιτάχθηκαν στην απόφαση αυτή μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα δέκατο (1/10) του κεφαλαίου. Η αίτηση προς το δικαστήριο υποβάλλεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έγκριση της γενικής συνέλευσης από μετόχους που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του μετοχικού κεφαλαίου και αντιτάχθηκαν στην απόφαση αυτή. Το δικαστήριο εκδικάζει την ανωτέρω αίτηση κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και αποφαίνεται λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, τις αρμοδιότητες και τις ευθύνες του συμβούλου, τις προσπάθειες που έχει καταβάλει, το επίπεδο αντίστοιχων αμοιβών των συμβούλων σε άλλες παρόμοιες εταιρείες, και την κατάσταση, την απόδοση και τις προοπτικές της εταιρείας.


Άρθρο 110
Πολιτική αποδοχών
(Άρθρο 9“ της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, Οδηγία 2017/828/ΕΕ/
1.     Εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά υποχρεούνται να θεσπίζουν πολιτική αποδοχών για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Με καταστατική πρόβλεψη η πολιτική αποδοχών μπορεί να περιλαμβάνει και τα διοικητικά στελέχη, όπως αυτά ορίζονται στο Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 24 παρ. 9. Με καταστατική πρόβλεψη είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των άρθρων 111 και 112 και σε εταιρείες με μετοχές μη εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά.
2.     Η πολιτική αποδοχών υποβάλλεται στην έγκριση της γενικής συνέλευσης. Η ψήφος των μετόχων επί της πολιτικής αποδοχών είναι δεσμευτική. Στη σχετική ψηφοφορία δεν μετέχουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που έχουν συγχρόνως την ιδιότητα του μετόχου. Η διάρκεια ισχύος της εγκεκριμένης πολιτικής αποδοχών δεν δύναται να υπερβαίνει τα τέσσερα (4) έτη από την έγκρισή της από τη γενική συνέλευση. Οι εταιρείες υποχρεούνται να υποβάλλουν την πολιτική αποδοχών προς έγκριση στη γενική συνέλευση κάθε φορά που σημειώνεται ουσιώδης μεταβολή των συνθηκών υπό τις οποίες καταρτίσθηκε η εγκεκριμένη πολιτική αποδοχών και σε κάθε περίπτωση ανά τέσσερα (4) έτη από την έγκρισή της.
3.     Σε περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει πολιτική αποδοχών η εταιρεία συνεχίζει να καταβάλλει τις αμοιβές των μελών του διοικητικού συμβουλίου της και των διοικητικών στελεχών, όπως αυτές είχαν κατά την προηγούμενη εταιρική χρήση. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία για τις αποδοχές των μελών του διοικητικού συμβουλίου ή για τα διοικητικά στελέχη για την προηγούμενη εταιρική χρήση, η εταιρεία καταβάλλει αμοιβές σύμφωνα με τις μέχρι τότε ισχύουσες πρακτικές της, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 109, έως την επόμενη γενική συνέλευση. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να υποβάλλει αναθεωρημένη πολιτική αποδοχών προς έγκριση από την επόμενη γενική συνέλευση.
4.     Σε περίπτωση κατά την οποία η εταιρεία διαθέτει εγκεκριμένη από τη γενική συνέλευση πολιτική αποδοχών και η γενική συνέλευση δεν εγκρίνει την προτεινόμενη νέα πολιτική αποδοχών, η εταιρεία μπορεί να συνεχίσει να καταβάλλει τις αμοιβές των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των διοικητικών στελεχών της μόνο σύμφωνα με την προηγούμενη, εγκεκριμένη πολιτική αποδοχών και να υποβάλλει αναθεωρημένη πολιτική αποδοχών προς έγκριση από την επόμενη γενική συνέλευση.
5.     Η εγκεκριμένη πολιτική αποδοχών μαζί με την ημερομηνία και τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας υποβάλλεται σε διατυπώσεις δημοσιότητας και παραμένει διαθέσιμη στον διαδικτυακό τόπο της εταιρείας, χωρίς χρέωση, τουλάχιστον για όσο χρονικό διάστημα αυτή ισχύει.
6.     Σε εξαιρετικές περιστάσεις επιτρέπεται προσωρινά η παρέκκλιση από την εγκεκριμένη πολιτική αποδοχών, υπό την προϋπόθεση ότι: (α) η πολιτική αποδοχών ορίζει τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, υπό τις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί παρέκκλιση από το περιεχόμενό της, (β) η πολιτική αποδοχών ορίζει τα στοιχεία της, ως προς τα οποία μπορεί να εφαρμοστεί η παρέκκλιση και (γ) η παρέκκλιση αυτή είναι αναγκαία για τη μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εταιρείας στο σύνολό της, ή για την διασφάλιση της βιωσιμότητάς της.
7.     Εφόσον δεν υπάρχει πρόβλεψη στην πολιτική αποδοχών κατά τα οριζόμενα στην παρ. 6 του παρόντος άρθρου, παρέκκλιση από την εγκεκριμένη πολιτική αποδοχών επιτρέπεται υπό τους όρους της παρ. 5 του άρθρου 109.


Άρθρο 111
Περιεχόμενο της πολιτικής αποδοχών
(Άρθρο 9“ της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, Οδηγία 2017/828/EEJ
1.    Η πολιτική αποδοχών του προηγουμένου άρθρου περιγράφει με τρόπο σαφή και κατανοητό κατ' ελάχιστο τα εξής:
(α) τον τρόπο με τον οποίο η συγκεκριμένη πολιτική αποδοχών συνεισφέρει στην επιχειρηματική στρατηγική, στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα και τη βιωσιμότητα της εταιρείας·
(β) τις διαφορετικές συνιστώσες για τη χορήγηση σταθερών και μεταβλητών αποδοχών πάσης φύσεως, στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τα
διοικητικά στελέχη, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων προαίρεσης, του δικαιώματος συμμετοχής των μελών του διοικητικού συμβουλίου στα κέρδη της εταιρείας και όλων των επιμισθίων και άλλων επιδομάτων οποιασδήποτε μορφής, τα οποία μπορεί να χορηγούνται σε αυτά, υποδεικνύοντας τα αντίστοιχα σχετικά ποσοστά·
(γ) τον τρόπο με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη κατά τον καθορισμό της πολιτικής αποδοχών οι μισθολογικές και εργασιακές συνθήκες των εργαζομένων της εταιρείας·
(δ) σαφή, περιεκτικά και διαφοροποιημένα κριτήρια για τη χορήγηση των υπό β' μεταβλητών αποδοχών και ιδίως τα κριτήρια χρηματοοικονομικής και μη απόδοσης που εφαρμόζονται για τη χορήγηση των μεταβλητών αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται σκόπιμο, των κριτηρίων που σχετίζονται με την εταιρική κοινωνική ευθύνη·
(ε) τις μεθόδους με τις οποίες εκτιμάται ο βαθμός στον οποίον πληρούνται τα ανωτέρω, υπό δ', κριτήρια απόδοσης και σε περίπτωση χορήγησης αποδοχών βάσει μετοχών, τις περιόδους κατοχύρωσης και, όπου κρίνεται σκόπιμο, τη διατήρηση μετοχών μετά την κατοχύρωση·
(στ) τις προϋποθέσεις για την αναβολή της καταβολής των μεταβλητών αποδοχών και τη χρονική διάρκεια αυτής, καθώς και τις προϋποθέσεις ανάκτησης των μεταβλητών αποδοχών από την εταιρεία·
(ζ) τη διάρκεια των συμβάσεων της εταιρείας με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τις ισχύουσες προθεσμίες προειδοποίησης, τα βασικά χαρακτηριστικά της συμπληρωματικής σύνταξης ή των προγραμμάτων πρόωρης συνταξιοδότησης των μελών του διοικητικού συμβουλίου και τους όρους καταγγελίας των συμβάσεων, καθώς επίσης τις πληρωμές που συνδέονται με την καταγγελία των συμβάσεων·
(η) τυχόν δικαιώματα συμμετοχής των μελών σε προγράμματα διάθεσης μετοχών της εταιρείας·
(θ) τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων για την έγκριση και τον προσδιορισμό του περιεχομένου της πολιτικής αποδοχών, τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για την επανεξέταση, την αναθεώρηση και την εφαρμογή της, με ιδιαίτερη αναφορά στα μέτρα για την αποφυγή ή τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων και στον ρόλο της επιτροπής αποδοχών και άλλων σχετικών επιτροπών, εφόσον υπάρχουν τέτοιες.
2.     Σε περίπτωση αναθεώρησης της πολιτικής αποδοχών, η σχετική έκθεση του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να περιγράφει και να επεξηγεί όλες τις μεταβολές στην πολιτική αποδοχών. Στη σχετική απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων πρέπει να περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη οι ψήφοι και οι απόψεις των μετόχων επί της πολιτικής και των εκθέσεων, από την τελευταία ψηφοφορία σχετικά με την πολιτική αποδοχών κατά τη γενική συνέλευση των μετόχων και εντεύθεν.


Άρθρο 112
Έκθεση αποδοχών
(Άρθρο 9β της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, Οδηγία 2017/828/EEJ


1.     Η εταιρεία με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά υποχρεούται να καταρτίζει σαφή και κατανοητή έκθεση αποδοχών, η οποία περιέχει ολοκληρωμένη επισκόπηση του συνόλου των αποδοχών που ρυθμίζονται στην πολιτική του άρθρου 110 για το τελευταίο οικονομικό έτος. Στην έκθεση περιλαμβάνονται και τα πάσης φύσεως επιδόματα που χορηγήθηκαν ή οφείλονταν στα πρόσωπα, οι αποδοχές των οποίων έχουν συμπεριληφθεί στην πολιτική αποδοχών του άρθρου 110, κατά το τελευταίο οικονομικό έτος, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για νεοεκλεγέντα ή παλαιότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή διοικητικά στελέχη της εταιρείας.
2.    Η έκθεση αποδοχών περιέχει, κατ' ελάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά τις αποδοχές κάθε επιμέρους μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή στελέχους:
(α) το σύνολο των αποδοχών που έχουν χορηγηθεί ή καταβληθεί, με ανάλυση στις επιμέρους συνιστώσες τους, τα σχετικά ποσοστά των σταθερών και των μεταβλητών αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των αποδοχών της παρ. 2 του άρθρου 109, και επεξήγηση του τρόπου εφαρμογής των κριτηρίων απόδοσης και του τρόπου με τον οποίο οι συνολικές αποδοχές συμμορφώνονται με την εγκεκριμένη πολιτική αποδοχών·
(β) την ετήσια μεταβολή των αποδοχών των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των στελεχών, της απόδοσης της εταιρείας και των μέσων αποδοχών των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης της εταιρείας, εκτός των στελεχών, κατά τα τελευταία πέντε οικονομικά έτη τουλάχιστον, με κοινή παρουσίαση των εν λόγω στοιχείων, ώστε να διευκολύνεται η σύγκριση των στοιχείων από τους μετόχους·
(γ) τυχόν αποδοχές πάσης φύσεως από οποιαδήποτε εταιρεία ανήκει στον ίδιο όμιλο, όπως ορίζεται στο άρθρο 32 του Ν. 4308/2014·
(δ) τον αριθμό μετοχών και δικαιωμάτων προαίρεσης για μετοχές που έχουν χορηγηθεί ή προσφερθεί στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τις κύριες προϋποθέσεις άσκησης των δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων της τιμής και της ημερομηνίας άσκησης, καθώς και οποιαδήποτε μεταβολή·
(ε) τυχόν ασκηθέντα δικαιώματα προαιρέσεως από μέρους του διοικητικού συμβουλίου στο πλαίσιο των προγραμμάτων διάθεσης μετοχών της εταιρείας· (στ) πληροφορίες για τη χρήση της δυνατότητας ανάκτησης μεταβλητών αποδοχών·
(ζ) πληροφορίες σχετικά με τυχόν παρεκκλίσεις από την εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών κατ' εφαρμογή της παρ. 7 του άρθρου 110, με επεξήγηση της εξαιρετικής φύσης των περιστάσεων και την ένδειξη των συγκεκριμένων στοιχείων της πολιτικής αποδοχών, έναντι των οποίων σημειώθηκε η παρέκκλιση.
3.     Η έκθεση αποδοχών του τελευταίου οικονομικού έτους υποβάλλεται προς συζήτηση στην τακτική γενική συνέλευση, ως αντικείμενο της ημερήσιας διάταξης. Η ψήφος των μετόχων όσον αφορά την έκθεση αποδοχών είναι συμβουλευτική. Το διοικητικό συμβούλιο οφείλει να επεξηγεί στην επόμενη έκθεση αποδοχών, πώς η ανωτέρω ψηφοδοσία κατά την τακτική γενική συνέλευση ελήφθη υπόψη.
4.    Μετά τη γενική συνέλευση και με την επιφύλαξη της παρ. 5 του παρόντος άρθρου, οι εταιρείες καθιστούν αμελλητί διαθέσιμη στο κοινό την έκθεση
αποδοχών στον διαδικτυακό τους τόπο, χωρίς χρέωση, για περίοδο 10 ετών. Τυχόν διατήρηση της έκθεσης αποδοχών στον διαδικτυακό τόπο για μεγαλύτερο της δεκατίας χρονικό διάστημα, επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι η έκθεση αποδοχών δεν περιέχει πλέον δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή τα στελέχη. Οι ελεγκτές της εταιρείας ελέγχουν, εάν και κατά πόσον έχουν παρασχεθεί οι πληροφορίες του παρόντος άρθρου.
5.     Οι εταιρείες δεν περιλαμβάνουν στην έκθεση αποδοχών ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 9 παρ. 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.ή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν την οικογενειακή κατάσταση επιμέρους στελεχών ή μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας. Οι εταιρείες επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διοικητικών στελεχών που περιλαμβάνονται στην έκθεση αποδοχών βάσει του παρόντος άρθρου προς τον σκοπό της αύξησης της εταιρικής διαφάνειας όσον αφορά τις αποδοχές των διοικητικών στελεχών, με στόχο την ενίσχυση της λογοδοσίας των διοικητικών στελεχών και της εποπτείας των μετόχων επί των αποδοχών των διοικητικών στελεχών. Με την επιφύλαξη τυχόν μεγαλύτερης προθεσμίας που προβλέπεται από ενωσιακή τομεακή νομοθετική πράξη, οι εταιρείες δεν θα δημοσιοποιούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στην έκθεση αποδοχών, βάσει του παρόντος άρθρου, μετά την πάροδο 10 ετών από τη δημοσίευση της έκθεσης αποδοχών.
6.     Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διασφαλίζουν ότι η έκθεση αποδοχών καταρτίζεται και δημοσιεύεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Η ευθύνη τους εξαιτίας παράβασης των διατάξεων του παρόντος άρθρου είναι συλλογική.


Άρθρο 113
Πρόγραμμα διάθεσης μετοχών σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου και
το προσωπικό
1.    Με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, μπορεί να θεσπισθεί πρόγραμμα διάθεσης μετοχών στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και το προσωπικό της εταιρείας, καθώς και των συνδεδεμένων με αυτήν εταιρειών κατά την έννοια του άρθρου 32 του Ν. 4308/2014, Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, με τη μορφή δικαιώματος προαίρεσης (option) απόκτησης μετοχών, κατά τους όρους της απόφασης αυτής, περίληψη της οποίας υποβάλλεται σε δημοσιότητα. Ως δικαιούχοι μπορούν να ορισθούν και πρόσωπα που παρέχουν στην εταιρεία υπηρεσίες σε σταθερή βάση.
2.    Η συνολική ονομαστική αξία των μετοχών που διατίθενται κατά την παρούσα παράγραφο δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει, συνολικά, το ένα δέκατο (1/10) του κεφαλαίου, που είναι καταβεβλημένο κατά την ημερομηνία της απόφασης της γενικής συνέλευσης. Η απόφαση της γενικής συνέλευσης προβλέπει εάν για την ικανοποίηση του δικαιώματος προαίρεσης η εταιρεία θα προβεί σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου ή εάν θα χρησιμοποιήσει μετοχές που αποκτά ή έχει αποκτήσει σύμφωνα με το άρθρο 49. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση της γενικής συνέλευσης πρέπει να ορίζει τον ανώτατο αριθμό μετοχών που μπορεί να αποκτηθούν ή να εκδοθούν, εάν οι δικαιούχοι ασκήσουν το παραπάνω δικαίωμα, την τιμή διάθεσης ή τη μέθοδο προσδιορισμού της, τους όρους διάθεσης των μετοχών στους δικαιούχους, και τους δικαιούχους ή τις κατηγορίες αυτών, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 35 του παρόντος νόμου, τη διάρκεια του προγράμματος, καθώς και κάθε άλλο συναφή όρο. Με την ίδια απόφαση της γενικής συνέλευσης μπορεί να ανατίθεται στο διοικητικό συμβούλιο ο καθορισμός των δικαιούχων ή των κατηγοριών αυτών, ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος και οποιοσδήποτε άλλος όρος του προγράμματος διάθεσης μετοχών.
3.    Το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος, εκδίδει στους δικαιούχους που άσκησαν το δικαίωμά τους πιστοποιητικά δικαιώματος απόκτησης μετοχών και, ανά ημερολογιακό τρίμηνο κατ' ανώτατο όριο, παραδίδει τις μετοχές που έχουν ήδη εκδοθεί ή εκδίδει και παραδίδει τις μετοχές στους παραπάνω δικαιούχους, αυξάνοντας το κεφάλαιο της εταιρείας και τροποποιώντας αντίστοιχα το καταστατικό. Επίσης πιστοποιεί την αύξηση του κεφαλαίου και τηρεί τις διατυπώσεις δημοσιότητας. Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου για την αύξηση του κεφαλαίου και την πιστοποίηση της καταβολής του λαμβάνεται ανά ημερολογιακό τρίμηνο, κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο άρθρο 20. Στις αυξήσεις αυτές του κεφαλαίου δεν εφαρμόζεται το άρθρο 26.
4.    Η γενική συνέλευση, με απόφασή της που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία και υποβάλλεται σε δημοσιότητα, μπορεί να εξουσιοδοτεί το διοικητικό συμβούλιο να θεσπίζει πρόγραμμα διάθεσης μετοχών, υπό τις προϋποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων, αυξάνοντας ενδεχομένως το κεφάλαιο και λαμβάνοντας όλες τις άλλες σχετικές αποφάσεις. Η εξουσιοδότηση αυτή ισχύει για πέντε (5) έτη, εκτός αν η γενική συνέλευση ορίσει συντομότερο χρόνο ισχύος αυτής και είναι ανεξάρτητη από τις εξουσίες του διοικητικού συμβουλίου της παρ. 1 του άρθρου 24. Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνεται υπό τους όρους των παραπάνω παραγράφων.
5.    H παρ. 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται επί εταιρειών με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, εφόσον το πρόγραμμα διάθεσης μετοχών περιλαμβάνεται στην εγκεκριμένη πολιτική αποδοχών.


Άρθρο 114
Δωρεάν διάθεση μετοχών σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου και το
προσωπικό
1.     Με απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία μπορεί να αποφασίζεται η δωρεάν διάθεση μετοχών στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και το προσωπικό της εταιρείας καθώς και των συνδεδεμένων με αυτήν εταιρειών κατά την έννοια του άρθρου 32 του Ν. 4308/2014, Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα. Ως δικαιούχοι μπορούν να οριστούν και πρόσωπα που παρέχουν στην εταιρεία υπηρεσίες σε σταθερή βάση. Περίληψη της απόφασης υποβάλλεται σε δημοσιότητα.

2.     Για το σκοπό της προηγούμενης παραγράφου η εταιρεία είτε διαθέτει ίδιες μετοχές που αποκτώνται η έχουν ηδη αποκτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 3 είτε εκδίδει νέες μετοχές με κεφαλαιοποίηση μη διανεμηθέντων κερδών η διανεμητών αποθεματικών η διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο. Η απόφαση της γενικής συνέλευσης πρέπει να ορίζει τον αριθμό των μετοχών που θα διατεθούν και το κατά πόσο θα πρόκειται για ίδιες η για νέες μετοχές, την κατηγορία των μετοχών που θα διατεθούν, τους όρους της διάθεσης, όπως ιδίως την τυχόν υποχρέωση διακράτησης των μετοχών για ορισμένο χρονικό διάστημα, τους δικαιούχους η τις κατηγορίες τους και κάθε άλλο συναφη όρο. Με την ίδια απόφαση της γενικής συνέλευσης μπορεί να ανατίθεται στο διοικητικό συμβούλιο ο καθορισμός των δικαιούχων η των κατηγοριών τους και οποιοσδηποτε άλλος όρος.
3.     Η ονομαστικη αξία των μετοχών που διατίθενται κατά το άρθρο αυτό αθροιζόμενη με την ονομαστικη αξία των μετοχών που ενδέχεται να διατεθούν με βάση τυχόν εκκρεμη δικαιώματα προαίρεσης απόκτησης μετοχών του άρθρου 113 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει συνολικά το ένα δέκατο (1/10) του κεφαλαίου που είναι καταβεβλημένο κατά την ημερομηνία της απόφασης της γενικης συνέλευσης.
4.     Η διάθεση μετοχών του παρόντος άρθρου μπορεί να συνδυάζεται με εκείνη του άρθρου 113. H παρ. 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται επί εταιρειών με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, εφόσον το πρόγραμμα διάθεσης μετοχών περιλαμβάνεται στην εγκεκριμένη πολιτικη αποδοχών.


ΤΙΤΛΟΣ 4: ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ
Άρθρο 115
Δυνατότητα διορισμού μονομελούς διοικητικού οργάνου (σύμβουλος-
διαχειριστής)
1.    Αντί διοικητικού συμβουλίου, το καταστατικό μπορεί να προβλέπει το διορισμό μονομελούς διοικητικού οργάνου (σύμβουλος-διαχειριστης), εκλεγόμενου από τη γενικη συνέλευση. Ο σύμβουλος-διαχειριστης είναι πάντοτε φυσικό πρόσωπο.
2.     Ο διορισμός, οι προϋποθέσεις εκλογιμότητας, η θητεία, οι αρμοδιότητες, τα καθηκοντα, οι εξουσίες, ο διορισμός αναπληρωματικού συμβούλου-διαχειριστη , η αστικη και ποινικη ευθύνη και η αμοιβη του συμβούλου-διαχειριστη και τα συναφη θέματα διέπονται από τους κανόνες που ισχύουν για το διοικητικό συμβούλιο. Δεν εφαρμόζονται οι κανόνες που αφορούν το διοικητικό συμβούλιο ως συλλογικό όργανο, ιδίως τα ζητηματα πρόσκλησης, συνεδρίασης, ληψης αποφάσεων, απαρτίας και πλειοψηφίας.
3.     Όπου υπάρχει υποχρέωση μέλους του διοικητικού συμβουλίου για ενημέρωση των άλλων μελών τούτου, ο σύμβουλος-διαχειριστης οφείλει να ενημερώνει τους μετόχους είτε σε γενικη συνέλευση είτε και ατομικά, με τηρηση της αρχης της ισότιμης μεταχείρισης. Η αρμοδιότητα παροχης άδειας σύναψης συμβάσεων
του συμβούλου-διαχειριστή με την εταιρεία, σύμφωνα με το άρθρο 99, ανήκει στη γενική συνέλευση.
4.      Στο βιβλίο πρακτικών καταχωρίζονται οι αποφάσεις του συμβούλου- διαχειριστή που δεν αφορούν θέματα τρέχουσας διαχείρισης ή συνιστούν πράξεις καταχωριστέες στο Γ.Ε.ΜΗ. Ως προς τις αποφάσεις αυτές ισχύει αναλογικά και το άρθρο 95.
5.      Κατά τα λοιπά όπου γίνεται αναφορά στον παρόντα ή άλλους νόμους στο διοικητικό συμβούλιο νοείται και ο σύμβουλος-διαχειριστής ανώνυμης εταιρείας κατά το παρόν άρθρο.
6.     Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις μεγάλες και μεσαίες εταιρείες, ούτε σε εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ: ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ


ΤΙΤΛΟΣ 1: ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΛΗΨΗΣ
ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
Αρθρο 116
H γενική συνέλευση ως ανώτατο εταιρικό όργανο
Η γενική συνέλευση των μετόχων είναι το ανώτατο όργανο της εταιρείας και δικαιούται να αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Οι αποφάσεις της δεσμεύουν και τους απόντες ή διαφωνούντες μετόχους.


Αρθρο 117
Αποκλειστική αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης
1.     Η γενική συνέλευση είναι μόνη αρμόδια να αποφασίζει για:
α) Τροποποιήσεις του καταστατικού. Ως τροποποιήσεις θεωρούνται και οι αυξήσεις, τακτικές ή έκτακτες, και οι μειώσεις του κεφαλαίου. β) Εκλογή μελών του διοικητικού συμβουλίου και ελεγκτών.
γ) Την έγκριση της συνολικής διαχείρισης κατά το άρθρο 108 και την απαλλαγή των ελεγκτών.
δ) Έγκριση των ετήσιων και των τυχόν ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
ε) Διάθεση των ετησίων κερδών.
στ) Την έγκριση παροχής αμοιβών ή προκαταβολής αμοιβών κατά το άρθρο 109. ζ) Επί εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά εταιρειών, την έγκριση της πολιτικής αποδοχών του άρθρου 110 και της έκθεσης αποδοχών του άρθρου 112, η Συγχώνευση, διάσπαση, μετατροπή, αναβίωση, παράταση της διάρκειας ή λύση της εταιρείας, και
θ) Διορισμό εκκαθαριστών.
2.     Στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν υπάγονται:
α) Αυξήσεις κεφαλαίου η πράξεις αναπροσαρμογής του κεφαλαίου που ρητά ανατίθενται από το νόμο η το καταστατικό στο διοικητικό συμβούλιο, καθώς και αυξήσεις που επιβάλλονται από διατάξεις άλλων νόμων.
β) Η τροποποίηση η η προσαρμογή διατάξεων του καταστατικού από το διοικητικό
συμβούλιο στις περιπτώσεις που ορίζει τούτο ρητά ο νόμος.
γ) Ο διορισμός με το καταστατικό του πρώτου διοικητικού συμβουλίου.
δ) Η εκλογη κατά το καταστατικό, σύμφωνα με το άρθρο 82, συμβούλων σε
αντικατάσταση παραιτηθέντων, αποθανόντων η απωλεσάντων την ιδιότητά τους
με οποιονδηποτε άλλο τρόπο.
ε) Η απορρόφηση κατά τα άρθρα 78 και 78α του κ.ν. 2190/1920 ανώνυμης εταιρείας από άλλη ανώνυμη εταιρεία που κατέχει το εκατό τοις εκατό (100%) η το ενενήντα τοις εκατό (90%) η περισσότερο των μετοχών της, και
στ) Η δυνατότητα διανομης προσωρινών μερισμάτων κατά τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 162.
ζ), Η δυνατότητα διανομης κατά την παρ. 3 του άρθρου 162 κερδών η προαιρετικών αποθεματικών μέσα στην τρέχουσα εταιρικη χρηση με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, υποκείμενη σε δημοσίευση.


Άρθρο 118
Τρόποι λήψης αποφάσεων από την γενική συνέλευση
Οι αποφάσεις της γενικης συνέλευσης λαμβάνονται είτε κατόπιν σύγκλησης και συνεδρίασης της γενικης συνέλευσης, σύμφωνα με τα άρθρα 119 επ., είτε με ψηφοφορία αλλά χωρίς συνεδρίαση, σύμφωνα με το άρθρο 135. Με απόφαση της γενικης συνέλευσης ισοδυναμούν αποφάσεις των μετόχων που λαμβάνονται με κατάρτιση και υπογραφη πρακτικού σύμφωνα με το άρθρο 136.


ΤΙΤΛ ΟΣ 2: ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΓΚΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ
ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ
Άρθρο 119
Είδη γενικών συνελεύσεων - Εταιρείες εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά
ή ΠΜΔ


1.      Η γενικη συνέλευση συνέρχεται υποχρεωτικά τουλάχιστον μία φορά κάθε εταιρικη χρηση το αργότερο έως τη δεκάτη (10η) ημερολογιακη ημέρα του ένατου μηνα μετά τη ληξη της εταιρικης χρησης, προκειμένου να αποφασίσει για την έγκριση των ετησιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων και για την εκλογη ελεγκτών (τακτικη γενικη συνέλευση). Η τακτικη γενικη συνέλευση μπορεί να αποφασίσει και για οποιοδηποτε άλλο θέμα αρμοδιότητάς της.
2.     Με την επιφύλαξη του άρθρου 121 παρ. 2, η γενικη συνέλευση συνέρχεται εκτάκτως οποτεδηποτε άλλοτε το διοικητικό συμβούλιο κρίνει τούτο σκόπιμο η αναγκαίο (έκτακτη γενικη συνέλευση).
3.     Η γενική συνέλευση που συγκαλείται για να τροποποιήσει το καταστατικό η να λάβει αποφάσεις, για τις οποίες απαιτείται αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (καταστατική γενική συνέλευση), μπορεί να είναι τακτική η έκτακτη.
4.     Σε περίπτωση που το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας γίνει κατώτερο από το μισό (1/2) του κεφαλαίου, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να συγκαλέσει τη γενική συνέλευση, μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη λήξη της χρήσης, με θέμα τη λύση της εταιρείας ή την υιοθέτηση άλλου μέτρου.
5.     Ανώνυμες εταιρείες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) μπορούν, με σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό τους, να υπαχθούν στις διατάξεις του παρόντος νόμου, οι οποίες αφορούν τη σύγκληση, συνεδρίαση, συμμετοχή των μετόχων, λήψη αποφάσεων, καθώς και την άσκηση άλλων μετοχικών δικαιωμάτων σε γενικές συνελεύσεις εταιρειών με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Η σχετική καταστατική πρόβλεψη αφορά μόνο την υπαγωγή στο σύνολο των ανωτέρω διατάξεων.


Άρθρο 120
Τόπος όπου συνέρχεται η γενική συνέλευση
1.     Η γενική συνέλευση συνέρχεται υποχρεωτικά στην έδρα της εταιρείας ή στην περιφέρεια άλλου δήμου εντός της περιφέρειας της έδρας ή άλλου δήμου όμορου της έδρας ή άλλου δήμου στην Ελλάδα προβλεπόμενου στο καταστατικό. Επί εταιρειών των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, που εδρεύει στην Ελλάδα, η γενική συνέλευση μπορεί να συνέρχεται και στην περιφέρεια του δήμου, όπου βρίσκεται η έδρα της ρυθμιζόμενης αγοράς. Επί εταιρειών των οποίων οι μετοχές δεν είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, το καταστατικό μπορεί να επιτρέπει στη γενική συνέλευση να συνέρχεται και σε τόπο κείμενο στην αλλοδαπή.
2.     Η γενική συνέλευση μπορεί να συνεδριάζει οπουδήποτε και χωρίς σχετική πρόβλεψη του καταστατικού, όταν στη συνέλευση παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται μέτοχοι που εκπροσωπούν το σύνολο του κεφαλαίου με δικαίωμα ψήφου και δεν αντιλέγει κανείς στην πραγματοποίηση της συνεδρίασης και τη λήψη αποφάσεων.
3.     Επί εταιρειών των οποίων οι μετοχές δεν είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι, αν αποφασίσει σχετικά το διοικητικό συμβούλιο, η γενική συνέλευση δεν θα συνέλθει σε κάποιο τόπο, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, αλλά θα συνεδριάσει εξ ολοκλήρου με συμμετοχή των μετόχων από απόσταση με τα ηλεκτρονικά μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 125.


Άρθρο 121
Πρόσκληση της γενικής συνέλευσης
 
1.     Τη γενική συνέλευση συγκαλεί το διοικητικό συμβούλιο. Αν η εταιρεία έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, τη γενική συνέλευση μπορεί να συγκαλέσει και ο σύνδικος, αν δε έχει υπαχθεί σε διαδικασία εξυγίανσης, τη γενική συνέλευση μπορεί να συγκαλέσει και το πρόσωπο που ορίζεται βάσει του στοιχείου θ' της παρ. 1 του άρθρου 103 του Πτωχευτικού Κώδικα, ακόμη και αν ο τελευταίος δεν έχει εξουσιοδοτηθεί ρητά προς τούτο. Τη γενική συνέλευση εταιρειών που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης ή ειδικής εκκαθάρισης μπορεί να συγκαλέσει και ο ειδικός διαχειριστής ή ο ειδικός εκκαθαριστής, αντίστοιχα.
2.     Η γενική συνέλευση μπορεί να συγκληθεί και κατόπιν αιτήματος της μειοψηφίας σύμφωνα με το άρθρο 141. Δικαίωμα να ζητήσει τη σύγκληση γενικής συνέλευσης έχει και ο ελεγκτής της εταιρείας με αίτησή του προς τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου. Η συνέλευση αυτή συγκαλείται υποχρεωτικά από το διοικητικό συμβούλιο εντός δέκα ημερών από την επίδοση της αίτησης, έχει δε ως αντικείμενο ημερήσιας διάταξης τα θέματα που περιέχονται στην αίτηση. Αν η γενική συνέλευση δεν συγκληθεί εντός της προθεσμίας αυτής, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 141 παρ. 1.
3.     Η πρόσκληση της γενικής συνέλευσης περιλαμβάνει τουλάχιστον το οίκημα με ακριβή διεύθυνση, τη χρονολογία και την ώρα της συνεδρίασης, τα θέματα της ημερήσιας διάταξης με σαφήνεια, τους μετόχους που έχουν δικαίωμα συμμετοχής, καθώς και ακριβείς οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο οι μέτοχοι θα μπορέσουν να μετάσχουν στη συνέλευση και να ασκήσουν τα δικαιώματά τους αυτοπροσώπως ή δι' αντιπροσώπου ή, ενδεχομένως, και από απόσταση.
4.     Προκειμένου για εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, η πρόσκληση, πέραν των αναγραφομένων στην προηγούμενη παράγραφο:
α) περιλαμβάνει πληροφορίες τουλάχιστον για:
αα) τα δικαιώματα των μετόχων των παρ. 2, 3, 6 και 7 του άρθρου 141, με αναφορά της προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να ασκηθεί κάθε δικαίωμα, ή εναλλακτικά, την καταληκτική ημερομηνία μέχρι την οποία μπορούν τα δικαιώματα αυτά να ασκηθούν. Λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα εν λόγω δικαιώματα και τους όρους άσκησής τους θα πρέπει να είναι διαθέσιμες με ρητή παραπομπή της πρόσκλησης στον διαδικτυακό τόπο της εταιρείας,
ββ) τη διαδικασία για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου μέσω αντιπροσώπου και ιδίως τα έντυπα τα οποία χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτόν η εταιρεία, καθώς και τα μέσα και τις μεθόδους που προβλέπονται στο καταστατικό, κατά το άρθρο 128 παρ. 5, για να δέχεται η εταιρεία ηλεκτρονικές κοινοποιήσεις διορισμού και ανάκλησης αντιπροσώπων, και
γγ) τις διαδικασίες για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου με αλληλογραφία ή με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον συντρέχει περίπτωση κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 125 και 126,
β) καθορίζει την ημερομηνία καταγραφής, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 124 παρ. 6, επισημαίνοντας ότι μόνο τα πρόσωπα που είναι μέτοχοι κατά την ημερομηνία εκείνη έχουν δικαίωμα συμμετοχής και ψήφου στη γενική συνέλευση, γ) γνωστοποιεί τον τόπο στον οποίο είναι διαθέσιμο το πλήρες κείμενο των εγγράφων και των σχεδίων αποφάσεων, που προβλέπονται στην παρ. 4 του άρθρου 123, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να λαμβάνονται αυτά, και δ) αναφέρει τη διεύθυνση του διαδικτυακού τόπου της εταιρείας, όπου είναι διαθέσιμες οι πληροφορίες των παρ. 3 και 4 του άρθρου 123.
5.     Πρόσκληση για σύγκληση γενικής συνέλευσης δεν απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία στη συνέλευση παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται μέτοχοι που εκπροσωπούν το σύνολο του κεφαλαίου και κανείς από αυτούς δεν αντιλέγει στην πραγματοποίησή της και στη λήψη αποφάσεων (καθολική γενική συνέλευση).


Άρθρο 122
Δημοσίευση της πρόσκλησης της γενικής συνέλευσης
1.     Με εξαίρεση τις επαναληπτικές συνελεύσεις, η πρόσκληση της γενικής συνέλευσης πρέπει να δημοσιεύεται είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα της συνεδρίασης. Στην προθεσμία αυτή υπολογίζονται και οι εξαιρετέες ημέρες. Η ημέρα της δημοσίευσης της πρόσκλησης της γενικής συνέλευσης και η ημέρα της συνεδρίασης δεν υπολογίζονται.
2.     Η πρόσκληση της γενικής συνέλευσης δημοσιεύεται με την καταχώρισή της στην Μερίδα της εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ. Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει την υποχρέωση της εταιρείας να ενημερώσει τους μετόχους για την καταχώριση της πρόσκλησης και με άλλους τρόπους, τη διαδικασία ενημέρωσης ή και επιπλέον τρόπους δημοσίευσης της πρόσκλησης ή αποστολής της στους μετόχους. Σε αυτές τις περιπτώσεις η απόδειξη της τήρησης των διατυπώσεων για την ενημέρωση των μετόχων βαρύνει την εταιρεία.
3.     Επί εταιρειών με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, εκτός από τη δημοσίευση της πρόσκλησης στο Γ.Ε.ΜΗ., το πλήρες κείμενο της πρόσκλησης δημοσιεύεται μέσα στη προθεσμία της παρ. 1 και στο διαδικτυακό τόπο της εταιρείας, και δημοσιοποιείται μέσα στην ίδια προθεσμία, με τρόπο που διασφαλίζει την ταχεία και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση σε αυτήν, με μέσα που κατά την κρίση του διοικητικού συμβουλίου θεωρούνται ευλόγως αξιόπιστα, για την αποτελεσματική διάχυση των πληροφοριών στο επενδυτικό κοινό, όπως ιδίως με έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης με εθνική και πανευρωπαϊκή εμβέλεια. Η εταιρεία δεν δύναται να επιβάλλει στους μετόχους ειδική χρέωση για τη δημοσιοποίηση της πρόσκλησης για σύγκληση της γενικής συνέλευσης με οποιονδήποτε από τους παραπάνω τρόπους.
4.     Ανεξάρτητα από τους παραπάνω τρόπους δημοσίευσης της πρόσκλησης, κάθε μέτοχος με μετοχές μη εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά έχει το δικαίωμα να ζητήσει από την εταιρεία να του αποστέλλει με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ατομική πληροφόρηση για επικείμενες γενικές συνελεύσεις τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν από την ημέρα της συνεδρίασης.
Άρθρο 123
Δικαιώματα μετόχων πριν από τη γενική συνέλευση
1.    Δέκα (10) ημέρες πριν από την τακτική γενική συνέλευση, η εταιρεία θέτει στη διάθεση των μετόχων της τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της, καθώς και τις σχετικές εκθέσεις του διοικητικού συμβουλίου και των ελεγκτών.
2.    Εφόσον η εταιρεία διατηρεί διαδικτυακό τόπο, εκπληρώνει την υποχρέωσή
της βάσει της παρ. 1 αναρτώντας τα σχετικά στοιχεία στο διαδικτυακό της τόπο. Αν η εταιρεία δεν διατηρεί διαδικτυακό τόπο, τα στοιχεία της παρ. 1 αποστέλλονται στους μετόχους, εφόσον οι μέτοχοι έχουν γνωστοποιήσει εγκαίρως στην εταιρεία τα στοιχεία επικοινωνίας τους. Σε περίπτωση που τα στοιχεία αποστέλλονται με επιστολή, η αποστολή θα πρέπει, αποδεδειγμένα, να προηγείται κατά πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες της προβλεπόμενης ελάχιστης προθεσμίας της παρ. 1. Για την αποστολή των στοιχείων αρκεί και η χρήση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (E-mail) προς εκείνους τους μετόχους που έχουν γνωστοποιήσει εγκαίρως στην εταιρεία τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που διαθέτουν. Αν μέτοχοι δεν έχουν γνωστοποιήσει τα στοιχεία επικοινωνίας τους εγκαίρως στην εταιρεία, η ενημέρωση της παρ. 1 αναζητείται από τους ίδιους τους μετόχους κατόπιν σχετικού τους αιτήματος προς την εταιρεία.
3.    Από την ημέρα δημοσίευσης της πρόσκλησης για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης μέχρι και την ημέρα της γενικής συνέλευσης, η εταιρεία θέτει στη διάθεση των μετόχων της στην έδρα της, τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:
α) την πρόσκληση για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης,
β) το συνολικό αριθμό των μετοχών και των δικαιωμάτων ψήφου που οι μετοχές ενσωματώνουν κατά την ημερομηνία της πρόσκλησης, αναφέροντας και χωριστά σύνολα ανά κατηγορία μετοχών, και
γ) τα έντυπα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την ψήφο μέσω εκπροσώπου ή αντιπροσώπου και, εφόσον προβλέπονται, για την ψήφο με αλληλογραφία και για την ψήφο με ηλεκτρονικά μέσα, εκτός εάν τα εν λόγω έντυπα αποστέλλονται απευθείας σε κάθε μέτοχο.
4.     Επιπλέον των πληροφοριών της παρ. 3, από την ημέρα δημοσίευσης της πρόσκλησης για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης μέχρι και την ημέρα της γενικής συνέλευσης, οι εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, θέτουν στη διάθεση των μετόχων τους στην έδρα τους, τα έγγραφα που πρόκειται να υποβληθούν στη γενική συνέλευση, σχέδιο απόφασης για κάθε θέμα της προτεινόμενης ημερήσιας διάταξης ή, εφόσον καμία απόφαση δεν έχει προταθεί προς έγκριση, σχόλιο του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και τα σχέδια αποφάσεων που έχουν προτείνει οι μέτοχοι, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 141, αμέσως μετά την παραλαβή τους από την εταιρεία.
5.     Οι εταιρείες της παρ. 4 αναρτούν τα στοιχεία των παρ. 3 και 4 στο διαδικτυακό τόπο τους. Εφόσον δεν είναι δυνατή για τεχνικούς λόγους η πρόσβαση μέσω διαδικτύου στα έντυπα του εδαφίου γ' της παρ. 3, η εταιρεία σημειώνει στο διαδικτυακό της τόπο τον τρόπο προμήθειας των σχετικών εντύπων σε έγχαρτη μορφή και τα αποστέλλει χωρίς χρέωση σε κάθε μέτοχο που τα ζητεί.


Άρθρο 124
Δικαιούμενοι συμμετοχής στη γενική συνέλευση
1.    Στη γενική συνέλευση δικαιούται να συμμετάσχει κάθε μέτοχος o οποίος έχει και αποδεικνύει την ιδιότητα αυτή κατά την ημέρα διεξαγωγής της γενικής συνέλευσης. Μέτοχοι που είναι νομικά πρόσωπα μετέχουν στη γενική
συνέλευση διά των εκπροσώπων τους. Δικαιούνται να μετάσχουν στη γενική συνέλευση, δεν υπολογίζονται όμως για το σχηματισμό της απαρτίας οι μέτοχοι με μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου.
2.    Εξαιρουμένων των εταιρειών, οι μετοχές των οποίων είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά η είναι άυλες, το καταστατικό μπορεί να εξαρτήσει τη συμμετοχή στη γενική συνέλευση από την προηγούμενη κατάθεση των μετοχών στο ταμείο της εταιρείας, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων, που λειτουργεί στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος και έχει το δικαίωμα να δέχεται τίτλους προς φύλαξη, ή και σε άλλα πρόσωπα αναγραφόμενα στην πρόσκληση. Το καταστατικό μπορεί ακόμη να προβλέπει ότι οι μετοχές που κατατίθενται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο δεν θα μπορούν να αναληφθούν ή και να εκποιηθούν πριν από τη διεξαγωγή της γενικής συνέλευσης.
3.     Εξαιρουμένων των εταιρειών, οι μετοχές των οποίων είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, το καταστατικό μπορεί επίσης να προβλέπει ότι η συμμετοχή στη γενική συνέλευση εξαρτάται από την προηγούμενη υποβολή στην εταιρεία των εγγράφων αντιπροσώπευσης ή εκπροσώπησης των μετόχων, ορίζοντας την προθεσμία υποβολής των εγγράφων αυτών.
4.     Στο καταστατικό μπορεί ακόμη να προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις των παρ. 2 και 3 του παρόντος άρθρου, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να καταρτίζει και θέτει στη διάθεση των μετόχων είκοσι τέσσερις (24) τουλάχιστον ώρες πριν από τη συνέλευση πίνακα των μετόχων που κατέθεσαν τις μετοχές τους και ενδεχομένως τα έγγραφα αντιπροσώπευσης ή εκπροσώπησης. Ο πίνακας αυτός αναφέρει και τις διευθύνσεις των μετόχων, τα ονόματα των αντιπροσώπων ή εκπροσώπων τους και τον αριθμό των μετοχών και ψήφων κάθε μετόχου.
5.     Μέτοχοι, που δεν συμμορφώθηκαν με τις διατάξεις του καταστατικού που αναφέρονται στις παρ. 2 και 3 του παρόντος άρθρου ή με την προθεσμία της παρ. 4 του άρθρου 128, μετέχουν στη γενική συνέλευση, εκτός αν η γενική συνέλευση αρνηθεί τη συμμετοχή αυτή για σπουδαίο λόγο που δικαιολογεί την άρνησή της.
6.     Στην περίπτωση εταιρειών, οι μετοχές των οποίων είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, δύναται να συμμετάσχει στη γενική συνέλευση (αρχική συνεδρίαση και επαναληπτική) το πρόσωπο που έχει τη μετοχική ιδιότητα κατά την έναρξη της πέμπτης ημέρας πριν από την ημέρα της αρχικής συνεδρίασης της γενικής συνέλευσης (ημερομηνία καταγραφής). Η ως ανω ημερομηνία καταγραφής ισχύει και στην περίπτωση εξ αναβολής ή επαναληπτικής συνεδρίασης, με την προϋπόθεση ότι η εξ αναβολής ή η επαναληπτική συνεδρίαση δεν απέχει περισσότερες από τριάντα (30) ημέρες από την ημερομηνία καταγραφής. Αν αυτό δεν συμβαίνει ή αν για την περίπτωση της επαναληπτικής γενικής συνέλευσης δημοσιεύεται νέα πρόσκληση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 130, συμμετέχει στη γενική συνέλευση το πρόσωπο που έχει τη μετοχική ιδιότητα κατά την έναρξη της τρίτης ημέρας πριν από την ημέρα της εξ αναβολής ή της επαναληπτικής γενικής συνέλευσης. Η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας μπορεί να γίνεται με κάθε νόμιμο μέσο και
πάντως βάσει ενημέρωσης που λαμβάνει η εταιρεία από το κεντρικό αποθετήριο τίτλων, εφόσον παρέχει υπηρεσίες μητρώου, η μέσω των συμμετεχόντων και εγγεγραμμένων διαμεσολαβητών στο κεντρικό αποθετηριο τίτλων σε κάθε άλλη περίπτωση.
7.     Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει διαδικασία συμμετοχής στη γενική συνέλευση βάσει ημερομηνίας καταγραφής, κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 6 του παρόντος άρθρου, και για τις εταιρείες με μετοχές μη εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. Δεν μπορεί όμως να προβλέπει ότι η μετοχική ιδιότητα θα πρέπει να υπάρχει ενωρίτερα των πέντε (5) ημερών από την ημέρα της αρχικής συνεδρίασης της γενικής συνέλευσης.


Άρθρο 125
Συμμετοχή στη γενική συνέλευση απο απόσταση σε πραγματικό χρονο
1.     Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει τη δυνατότητα συμμετοχής στη γενική συνέλευση από απόσταση με οπτικοακουστικά ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα, χωρίς τη φυσική παρουσία του μετόχου στον τόπο διεξαγωγής της. Στην περίπτωση αυτή η εταιρεία λαμβάνει επαρκή μέτρα ώστε:
α) να είναι σε θέση να διασφαλίσει την ταυτότητα του συμμετέχοντος προσώπου, τη συμμετοχή αποκλειστικά των προσώπων που δικαιούνται να συμμετέχουν ή να παρίστανται στη γενική συνέλευση βάσει των άρθρων 124 και 127 και την ασφάλεια την ηλεκτρονικής σύνδεσης.
β) να παρέχεται η δυνατότητα στο συμμετέχοντα να παρακολουθεί με ηλεκτρονικά ή οπτικοακουστικά μέσα τη διεξαγωγή της συνέλευσης και να απευθύνεται στη συνέλευση, προφορικά ή εγγράφως, κατά τη διάρκεια της συνέλευσης από απόσταση, καθώς και να ψηφίζει επί των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης, και γ) να είναι δυνατή η ακριβής καταγραφή της ψήφου του συμμετέχοντος από απόσταση.
2.     Οι μέτοχοι που συμμετέχουν στη γενική συνέλευση από απόσταση λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της απαρτίας και πλειοψήφίας όπως ακριβώς οι παρόντες.


Άρθρο 126
Συμμετοχή στη γενική συνέλευση με επιστολική ψήφο
1.     Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει τη δυνατότητα συμμετοχής στην ψηφοφορία από απόσταση δι' αλληλογραφίας ή με ηλεκτρονικά μέσα, διεξαγόμενης πριν από τη συνέλευση. Τα θέματα και τα ψηφοδέλτια μπορεί να διατίθενται και η συμπλήρωσή τους να γίνεται και ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου ή σε έντυπη μορφή στην έδρα της εταιρείας.
2.     Οι μέτοχοι που ψηφίζουν δι' αλληλογραφίας ή με ηλεκτρονικά μέσα υπολογίζονται για το σχηματισμό της απαρτίας και της πλειοψηφίας, εφόσον οι σχετικές ψήφοι έχουν παραληφθεί από την εταιρεία το αργότερο είκοσι τέσσερις (24) ώρες πριν από την έναρξη της συνεδρίασης.
3.     Στις παραπάνω περιπτώσεις η εταιρεία υιοθετεί διαδικασίες για την συμμετοχή στη γενική συνέλευση από απόσταση, τη διασφάλιση της ταυτότητας του συμμετέχοντος προσώπου και της προέλευσης της ψήφου καθώς και την ασφάλεια της ηλεκτρονικής η άλλης σύνδεσης.


Άρθρο 127
Παράσταση στη γενική συνέλευση μη μετόχων
1.     Στη γενική συνέλευση δικαιούνται να παρίστανται και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου καθώς και οι ελεγκτές της εταιρείας.
2.     Ο πρόεδρος της γενικής συνέλευσης μπορεί με ευθύνη του να επιτρέψει την παρουσία στη συνέλευση και άλλων προσώπων, που δεν έχουν μετοχική ιδιότητα ή δεν είναι εκπρόσωποι μετόχων, στο μέτρο που τούτο δεν αντιτίθεται στο εταιρικό συμφέρον. Τα πρόσωπα αυτά δεν θεωρείται ότι μετέχουν στη συνέλευση για μόνο το λόγο ότι έλαβαν το λόγο για λογαριασμό παριστάμενου μετόχου ή μετά από πρόσκληση του προέδρου.
3.     Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει τη συμμετοχή στη γενική συνέλευση με τα ηλεκτρονικά μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 125 και για τα πρόσωπα των προηγουμένων παραγράφων.


Άρθρο 128
Αντιπροσώπευση στη γενική συνέλευση
1.    Ο μέτοχος δύναται να συμμετέχει στη γενική συνέλευση αυτοπροσώπως ή μέσω αντιπροσώπου.
2.     Το καταστατικό δύναται να περιορίζει την επιλεξιμότητα των προσώπων που μπορούν να ορίζονται ως αντιπρόσωποι, αλλά δεν δύναται να αποκλείει την δι' αντιπροσώπων ενάσκηση των δικαιωμάτων του μετόχου. Επί εταιρειών, οι μετοχές των οποίων είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, διατάξεις του καταστατικού, οι οποίες περιορίζουν είτε την δι' αντιπροσώπων ενάσκηση των δικαιωμάτων του μετόχου είτε την επιλεξιμότητα των προσώπων που μπορούν να ορίζονται ως αντιπρόσωποι, δεν έχουν ισχύ. Αντιπρόσωπος που ενεργεί για περισσότερους μετόχους δύναται να ψηφίζει διαφορετικά για κάθε μέτοχο.
3.     Ο μέτοχος μπορεί να διορίσει αντιπρόσωπο για μια ή περισσότερες γενικές συνελεύσεις και για ορισμένο χρόνο. Ο αντιπρόσωπος ψηφίζει σύμφωνα με τις οδηγίες του μετόχου, εφόσον υφίστανται. Τυχόν μη συμμόρφωση του αντιπροσώπου με τις οδηγίες που έχει λάβει δεν επηρεάζει το κύρος των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, ακόμη και εάν η ψήφος του αντιπροσώπου ήταν αποφασιστική για την επίτευξη της πλειοψηφίας.
4.     Ο διορισμός και η ανάκληση ή αντικατάσταση του εκπροσώπου ή αντιπροσώπου του μετόχου γίνονται εγγράφως ή με ηλεκτρονικά μέσα και υποβάλλονται στην εταιρεία το αργότερο πριν από τη γενική συνέλευση. Επί εταιρειών, οι μετοχές των οποίων είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, ο
διορισμός και η ανάκληση η αντικατάσταση του εκπροσώπου η αντιπροσώπου γίνονται εγγράφως η με ηλεκτρονικά μέσα και υποβάλλονται στην εταιρεία σαράντα οκτώ (48) τουλάχιστον ώρες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία συνεδρίασης της συνέλευσης. Για την κοινοποίηση του διορισμού και της ανάκλησης η της αντικατάστασης αντιπροσώπου με ηλεκτρονικά μέσα απαιτείται καταστατική πρόβλεψη, η οποία πρέπει να μνημονεύει ρητά και μία τουλάχιστον αποτελεσματική μέθοδο κοινοποίησης, όπως το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο η άλλη ισοδύναμη. Κάθε μέτοχος μπορεί να διορίζει μέχρι τρεις (3) αντιπροσώπους. Ωστόσο, αν ο μέτοχος κατέχει μετοχές εταιρείας, οι οποίες εμφανίζονται σε περισσότερους του ενός λογαριασμούς αξιών, ο περιορισμός αυτός δεν εμποδίζει το μέτοχο να ορίζει διαφορετικούς αντιπροσώπους για τις μετοχές που εμφανίζονται στον κάθε λογαριασμό αξιών σε σχέση με ορισμένη γενική συνέλευση. Η παροχη πληρεξουσιότητας είναι ελεύθερα ανακλητή.
5.     Προκειμένου περί εταιρειών, οι μετοχές των οποίων είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, ο αντιπρόσωπος μετόχου υποχρεούται να γνωστοποιεί στην εταιρεία πριν από την έναρξη της συνεδρίασης της γενικης συνέλευσης, κάθε συγκεκριμένο γεγονός, το οποίο μπορεί να είναι χρησιμο στους μετόχους για την αξιολόγηση του κινδύνου να εξυπηρετησει ο αντιπρόσωπος άλλα συμφέροντα πλην των συμφερόντων του μετόχου. Κατά την έννοια της παρούσας παραγράφου μπορεί να προκύπτει σύγκρουση συμφερόντων ιδίως όταν ο αντιπρόσωπος:
α) είναι μέτοχος που ασκεί τον έλεγχο της εταιρείας, η άλλο νομικό πρόσωπο η οντότητα η οποία ελέγχεται από το μέτοχο αυτό,
β) είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου η εν γένει της διοίκησης της εταιρείας η μετόχου που ασκεί τον έλεγχο της εταιρείας, η άλλου νομικού προσώπου η οντότητας που ελέγχεται από μέτοχο ο οποίος ασκεί τον έλεγχο της εταιρείας,
γ) είναι υπάλληλος η ελεγκτης της εταιρείας η μετόχου που ασκεί τον έλεγχο της εταιρείας, η άλλου νομικού προσώπου η οντότητας που ελέγχεται από μέτοχο ο οποίος ασκεί τον έλεγχο της εταιρείας,
δ) είναι σύζυγος η συγγενης πρώτου βαθμού με ένα από τα φυσικά πρόσωπα των περιπτώσεων (α) έως (γ).
6.     Προκειμένου περί εταιρειών, οι μετοχές των οποίων είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, ο αντιπρόσωπος του μετόχου αρχειοθετεί τις οδηγίες ψηφου για τουλάχιστον ένα (1) έτος, από την ημερομηνία της γενικης συνέλευσης η, σε περίπτωση αναβολης αυτης, της τελευταίας επαναληπτικης συνέλευσης στην οποία έκανε χρηση του πληρεξουσίου.


Άρθρο 129
Πρόεδρος της γενικής συνέλευσης
1.     Η γενικη συνέλευση προεδρεύεται προσωρινά από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου η τον αναπληρωτη του, στη συνέχεια δε από το πρόσωπο που εκλέγεται από αυτην με απλη πλειοψηφία.
2.     Ο πρόεδρος της συνέλευσης μπορεί να επικουρείται από γραμματέα και ψηφολέκτη, που εκλέγονται με τον ίδιο τρόπο. Ο πρόεδρος ελέγχει την
κανονικότητα της συγκρότησης της γενικής συνέλευσης και την ταυτότητα και τη νομιμοποίηση των παρόντων, διευθύνει τη συζήτηση, θέτει τα θέματα σε ψηφοφορία και αναγγέλλει το αποτέλεσμα της τελευταίας. Ελέγχει την ακρίβεια του καταρτιζόμενου πρακτικού.
3.    Η μη εκλογή ή η μη σύννομη εκλογή προέδρου καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων της παρ. 2 δεν επηρεάζουν το κύρος των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, αν δεν συντρέχουν άλλα ελαττώματα τούτων.


Άρθρο 130
Απαρτία
1.    Η γενική συνέλευση ευρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει εγκύρως επί των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης, όταν παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται σε αυτήν μέτοχοι εκπροσωπούντες το ένα πέμπτο (1/5) τουλάχιστον του καταβεβλημένου κεφαλαίου.
2.     Αν δεν επιτευχθεί η απαρτία αυτή, η γενική συνέλευση συνέρχεται εκ νέου εντός είκοσι (20) ημερών από τη χρονολογία της ματαιωθείσας συνεδρίασης κατόπιν πρόσκλησης προ δέκα (10) τουλάχιστον ημερών. Στην επαναληπτική αυτή συνεδρίαση η γενική συνέλευση ευρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα επί των θεμάτων της αρχικής ημερησίας διάταξης, οσοδήποτε και αν είναι το εκπροσωπούμενο σε αυτήν τμήμα του καταβεβλημένου κεφαλαίου. Νεότερη πρόσκληση δεν απαιτείται, εάν στην αρχική πρόσκληση είχε ήδη ορισθεί ο τόπος και ο χρόνος της επαναληπτικής συνεδρίασης, με την προϋπόθεση ότι μεσολαβούν τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες ανάμεσα στη ματαιωθείσα συνεδρίαση και την επαναληπτική.
3.     Κατ' εξαίρεση, προκειμένου για αποφάσεις που αφορούν στη μεταβολή της εθνικότητας της εταιρείας, τη μεταβολή του αντικειμένου της επιχείρησης αυτής, την επαύξηση των υποχρεώσεων των μετόχων, την τακτική αύξηση του κεφαλαίου, εκτός εάν επιβάλλεται από το νόμο ή γίνεται με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών, τη μείωση του κεφαλαίου, εκτός εάν γίνεται σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 21 ή την παρ. 6 του άρθρου 49, τη μεταβολή του τρόπου διάθεσης των κερδών, τη συγχώνευση, διάσπαση, μετατροπή, αναβίωση, παράταση της διάρκειας ή διάλυση της εταιρείας, την παροχή ή ανανέωση εξουσίας προς το διοικητικό συμβούλιο για αύξηση του κεφαλαίου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 24, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση που ορίζεται στο νόμο ότι η γενική συνέλευση αποφασίσει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, η συνέλευση ευρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα επί των θεμάτων της αρχικής ημερήσιας διάταξης, όταν παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται σε αυτήν μέτοχοι εκπροσωπούντες το ήμισυ (1/2) του καταβεβλημένου κεφαλαίου.
4.     Αν δεν επιτευχθεί η απαρτία αυτή, η γενική συνέλευση προσκαλείται και συνέρχεται εκ νέου σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου, ευρίσκεται δε σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα επί των θεμάτων της αρχικής ημερήσιας διάταξης, όταν παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται σε αυτήν μέτοχοι εκπροσωπούντες το ένα τρίτο (1/3) τουλάχιστον του καταβεβλημένου κεφαλαίου. Προκειμένου περί εταιρειών με εισηγμένες μετοχές, ή, σε κάθε περίπτωση, όταν πρόκειται να ληφθεί
απόφαση για αύξηση κεφαλαίου, η γενική συνέλευση στην επαναληπτική συνεδρίαση ευρίσκεται σε απαρτία όταν παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται σε αυτήν μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα πέμπτο (1/5) τουλάχιστον του καταβεβλημένου κεφαλαίου. Νεότερη πρόσκληση δεν απαιτείται, εάν στην αρχική πρόσκληση είχε ήδη ορισθεί ο τόπος και ο χρόνος της επαναληπτικής συνεδρίασης, με την προϋπόθεση ότι μεσολαβούν τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες ανάμεσα στη ματαιωθείσα συνεργασία και την επαναληπτική.
5.     Το καταστατικό μπορεί να ορίζει για όλα ή συγκεκριμένα θέματα μεγαλύτερα ποσοστά απαρτίας από τα προβλεπόμενα στις παρ. 1, 3, και 4 του παρόντος άρθρου. Η προβλεπόμενη από το καταστατικό απαρτία για τα θέματα της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο τρίτα (2/3) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου.


ΤΙΤΛΟΣ 3: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ
Άρθρο 131
Τρόπος ψηφοφορίας στη γενική συνέλευση
1.    Στη γενική συνέλευση, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο στο καταστατικό και με την επιφύλαξη του άρθρου 141 παρ. 9, η ψηφοφορία είναι φανερή. Η γενική συνέλευση με φανερή ψηφοφορία μπορεί να αποφασίσει ότι η ψηφοφορία σε κάποιο θέμα ή και σε όλα τα θέματα της ημερήσιας διάταξης θα είναι μυστική. Και στην περίπτωση αυτή όμως ο μέτοχος μπορεί να δηλώσει ότι αντιτάσσεται στην απόφαση που λαμβάνεται για τους σκοπούς της παρ. 3 του άρθρου 137.
2.     Δεν επιτρέπεται μυστική ψηφοφορία σε περιπτώσεις παροχής αμοιβών στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και όπου ο νόμος απαιτεί φανερή ψηφοφορία ή στο μέτρο που η ψήφος δίδεται από απόσταση.


Άρθρο 132
Πλειοψηφία
1.    Οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των εκπροσωπούμενων σε αυτή ψήφων.
2.    Κατ' εξαίρεση, οι αποφάσεις που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 130 λαμβάνονται με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των ψήφων που εκπροσωπούνται στη συνέλευση.
3.     Το καταστατικό μπορεί να ορίζει ότι για όλες ή συγκεκριμένες αποφάσεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 130 απαιτούνται μεγαλύτερα ποσοστά από αυτά που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου.


Άρθρο 133
Αναγγελία του αποτελέσματος της ψηφοφορίας
 
1.     Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αναγγέλλεται από τον πρόεδρο της γενικής συνέλευσης μόλις διαπιστωθεί.
2.     Εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά δημοσιεύουν στο διαδικτυακό τους τόπο, με ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου, τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας, εντός πέντε (5) ημερών το αργότερο από την ημερομηνία της γενικής συνέλευσης, προσδιορίζοντας για κάθε απόφαση τουλάχιστον τον αριθμό των μετοχών για τις οποίες δόθηκαν έγκυρες ψήφοι, την αναλογία του κεφαλαίου που εκπροσωπούν αυτές οι ψήφοι, το συνολικό αριθμό έγκυρων ψήφων, καθώς και τον αριθμό ψήφων υπέρ και κατά κάθε απόφασης και τον αριθμό των αποχών.


Άρθρο 134
Πρακτικά συνεδριάσεων και αποφάσεων της γενικής συνέλευσης
1.     Οι συζητήσεις και αποφάσεις που λαμβάνονται κατά τη γενική συνέλευση καταχωρίζονται σε περίληψη σε ειδικό βιβλίο πρακτικών. Στο ίδιο βιβλίο καταχωρίζεται και κατάλογος των μετόχων που παραστάθηκαν ή αντιπροσωπεύθηκαν στη γενική συνέλευση. Με αίτηση μετόχου ο πρόεδρος της συνέλευσης υποχρεούται να καταχωρίσει στα πρακτικά περίληψη της γνώμης του. Ο πρόεδρος της συνέλευσης δικαιούται να αρνηθεί την καταχώριση γνώμης, η οποία αναφέρεται σε ζητήματα προφανώς εκτός ημερήσιας διάταξης, ή το περιεχόμενό της αντίκειται καταφανώς στα χρηστά ήθη ή το νόμο.
2.     Η εταιρεία υποχρεούται να χορηγεί στους μετόχους της αντίγραφα πρακτικών γενικών συνελεύσεων ύστερα από αίτησή τους. Οι μέτοχοι στους οποίους η εταιρεία αρνείται να χορηγήσει αντίγραφα των πρακτικών γενικής συνέλευσης, στην οποία παρέστησαν αυτοπροσώπως ή με νόμιμα εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, μπορούν να απευθυνθούν στην αρμόδια υπηρεσία του Γ.Ε.ΜΗ., όπου τηρείται ο φάκελος της εταιρείας, η οποία υποχρεούται να τους χορηγήσει τα αντίγραφα αυτά, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου για το Γ.Ε.ΜΗ., εφόσον πρόκειται για πράξεις καταχωριστέες στο Μητρώο. Οι τρίτοι που έχουν έννομο συμφέρον και οι μη παραστάντες στη γενική συνέλευση μέτοχοι μπορούν να πάρουν αντίγραφα των πρακτικών της γενικής συνέλευσης από το Γ.Ε.ΜΗ., σε περίπτωση δε άρνησης τούτων, ύστερα από σχετική εισαγγελική παραγγελία. Η αποσβεστική προθεσμία των άρθρων 137 παρ. 8 και 138 παρ. 4 και 5 δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο μηνός από τη χορήγηση στο μέτοχο του πρακτικού όπου έχει καταχωρισθεί η ακυρώσιμη ή η άκυρη (αντίστοιχα) απόφαση, με την προϋπόθεση ότι ο μέτοχος ζήτησε το πρακτικό εντός της προθεσμίας.
3.    Η εταιρεία φέρει το βάρος απόδειξης ότι οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης έλαβαν χώρα την ημερομηνία και ώρα που αναγράφονται στο βιβλίο πρακτικών.


ΤΙΤΛΟΣ 4: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ
Άρθρο 135
Λήψη αποφάσεων με ψηφοφορία χωρίς συνεδρίαση
 
1.     Οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης είναι δυνατόν να λαμβάνονται από τους μετόχους χωρίς συνεδρίαση, σύμφωνα με τη διαδικασία και τους όρους του παρόντος άρθρου, αν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Οι μετοχές της εταιρείας δεν είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά. β) Το καταστατικό προβλέπει τη δυνατότητα του παρόντος άρθρου και προσδιορίζει τις αποφάσεις που μπορούν να ληφθούν με τον τρόπο αυτό. Αποφάσεις επί των θεμάτων της τακτικής γενικής συνέλευσης δεν μπορούν να ληφθούν με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου.
γ) Όλοι οι μέτοχοι έχουν γνωστοποιήσει στην εταιρεία τα στοιχεία ηλεκτρονικής επικοινωνίας τους.
δ) Μειοψηφία του ενός πέμπτου (1/5) του κεφαλαίου δεν αντιτίθεται στη λήψη απόφασης με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου. Η σχετική δήλωση πρέπει να σταλεί στο διοικητικό συμβούλιο εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από τη λήψη της πρότασης του διοικητικού συμβουλίου σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο.
2.     Αποφάσεις των μετόχων χωρίς συνεδρίαση λαμβάνονται μετά από πρόταση του διοικητικού συμβουλίου προς τους μετόχους για λήψη συγκεκριμένης απόφασης χωρίς συνεδρίαση και αποδοχή της πρότασης από την πλειοψηφία των μετόχων, όπως αυτή προβλέπεται κατά περίπτωση από το νόμο και το καταστατικό. Οι διατάξεις περί απαρτίας δεν εφαρμόζονται και η πλειοψηφία υπολογίζεται επί του συνόλου των μετοχών που έχουν δικαίωμα ψήφου. Δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη απόφασης χωρίς συνεδρίαση έχουν όσα πρόσωπα διαθέτουν τη μετοχική ιδιότητα κατά το χρόνο αποστολής της πρότασης από το διοικητικό συμβούλιο με το σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου που διαθέτουν κατά το χρόνο αυτό.
3.     Η κατά την παρ. 2 πρόταση του διοικητικού συμβουλίου κοινοποιείται σε όλους τους μετόχους στην ηλεκτρονική διεύθυνση που έχουν γνωστοποιήσει στην εταιρεία. Η αποστολή της πρότασης πρέπει να γίνει την ίδια ημέρα για όλους τους μετόχους. Η πρόταση περιλαμβάνει το πλήρες σχέδιο της απόφασης, τις αναγκαίες επεξηγήσεις του διοικητικού συμβουλίου, τον τρόπο με τον οποίο οι μέτοχοι δικαιούνται να δηλώσουν στην εταιρεία αν δέχονται ή όχι την πρόταση και τη σχετική προθεσμία απάντησης των μετόχων, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των επτά (7) ημερών από την ημέρα αποστολής της πρότασης ούτε μεγαλύτερη των τριάντα (30) ημερών. Η προθεσμία ισχύει για όλους τους μετόχους. Η πρόταση συνοδεύεται από κάθε άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να υποβληθεί στους μετόχους κατά το νόμο.
4.     Απόφαση χωρίς συνεδρίαση θεωρείται ότι ελήφθη όταν παρέλθει η προθεσμία των σαράντα οκτώ (48) ωρών της παρ. 1. Δήλωση μετόχου που περιέρχεται στην εταιρεία μετά τον προβλεπόμενο χρόνο απάντησης δεν λαμβάνεται υπόψη. Οι δηλώσεις των μετόχων είναι μη ανακλητές. Το βάρος της απόδειξης της υιοθέτησης ή μη της πρότασης και του χρόνου αυτής φέρει η εταιρεία. Το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται χωρίς υπαίτια βραδύτητα να γνωστοποιήσει σε όλους τους μετόχους το αποτέλεσμα της διαδικασίας, και να βεβαιώσει ότι τηρήθηκε πλήρως η διαδικασία αυτή.
5.    Οι αποφάσεις που λαμβάνονται με το παρόν άρθρο καταχωρίζονται στο βιβλίο πρακτικών σύμφωνα με το άρθρο 134.
6.    Εντός τριών (3) ημερών από την κατά την παρ. 2 πρόταση του διοικητικού συμβουλίου, οι μέτοχοι μπορούν να ζητούν από το διοικητικό συμβούλιο διευκρινίσεις η πληροφορίες για τις υποθέσεις της εταιρείας, στο μέτρο που αυτές είναι χρήσιμες για την πραγματική εκτίμηση του σχεδίου απόφασης χωρίς συνεδρίαση. Οι πληροφορίες παρέχονται στην ηλεκτρονικη διεύθυνση όλων των μετόχων εντός δύο (2) ημερών από τη λήψη της αίτησης.


Άρθρο 136
Προσυπογραφή πρακτικού χωρίς συνεδρίαση
1.     Στις εταιρείες των οποίων οι μετοχές δεν είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, η κατάρτιση και υπογραφή πρακτικού από όλους τους μετόχους η τους αντιπροσώπους τους ισχύει ως απόφαση της γενικής συνέλευσης. Η ρύθμιση αυτή ισχύει και αν όλοι οι μέτοχοι η οι αντιπρόσωποί τους συμφωνούν να αποτυπωθεί πλειοψηφική απόφασή τους σε πρακτικό, χωρίς συνέλευση. Το σχετικό πρακτικό υπογράφεται από όλους τους μετόχους με αναφορά των τυχόν μειοψηφούντων.
2.    Οι υπογραφές των μετόχων ή των αντιπροσώπων τους μπορούν να αντικαθίστανται με ανταλλαγή μηνυμάτων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail) ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα, αν τούτο προβλέπεται στο καταστατικό.
3.    Το παραπάνω πρακτικό καταχωρίζεται στο βιβλίο πρακτικών σύμφωνα με το άρθρο 134.
4.    Το βάρος της απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων λήψης απόφασης σύμφωνα με το παρόν άρθρο και του χρόνου της απόφασης φέρει η εταιρεία.


ΤΙΤΛΟΣ 5: ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ
Άρθρο 137
Ακυρωσία αποφάσεων της γενικής συνέλευσης
1.     Με την επιφύλαξη των άρθρων 138 και 139, απόφαση της γενικής συνέλευσης που λήφθηκε με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό, ακυρώνεται από το δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για αποφάσεις τις οποίες έλαβε γενική συνέλευση που δεν είχε νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί.
2.    Ακυρώσιμη είναι και η απόφαση που λήφθηκε: α) χωρίς να παρασχεθούν οφειλόμενες πληροφορίες, που αφορούν το θέμα της ληφθείσας απόφασης, και ζητήθηκαν κατά το άρθρο 141 από μετόχους, οι οποίοι ζητούν την ακύρωση της απόφασης σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο, ή β) κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας, υπό τους όρους του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα.
3.     Η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί με αγωγή από οποιονδήποτε μέτοχο, κάτοχο μετοχών που εκπροσωπούν τα δύο εκατοστά (2/100) του κεφαλαίου, αν δεν παρέστη στη συνέλευση η αντιτάχθηκε στην απόφαση. Την ακύρωση μπορεί να ζητήσει και κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου ξεχωριστά. Στην περίπτωση αυτή, εάν παρίσταται ανάγκη, το δικαστήριο της παρ. 7 διορίζει, μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ειδικό εκπρόσωπο της εταιρείας για τη διεξαγωγή της δίκης. Στην περ. α' της παρ. 2, την ακύρωση μπορούν να ζητήσουν μόνο οι μέτοχοι που ζήτησαν τις πληροφορίες, εφόσον εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου κεφαλαίου.
4.     Μέτοχοι, που δεν μπορούν να ζητήσουν την ακύρωση επειδή δεν έχουν το απαιτούμενο ποσοστό μετοχών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, μπορούν να αξιώσουν από την εταιρεία αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν εξαιτίας του γεγονότος ότι η απόφαση λήφθηκε με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό ή κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας ή από γενική συνέλευση που δεν συγκλήθηκε ή δεν συγκροτήθηκε νόμιμα ή εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν έλαβαν τις πληροφορίες που ζήτησαν. Αξίωση αποζημίωσης έχουν κατά τις γενικές διατάξεις οι μέτοχοι και αν ακόμη η απόφαση ακυρώθηκε.
5.     Η απόφαση της γενικής συνέλευσης δεν μπορεί να ακυρωθεί εξαιτίας: α) συμμετοχής σε αυτή προσώπων που δεν είχαν το δικαίωμα αυτό, εκτός εάν η συμμετοχή τους ήταν αποφασιστική για την επίτευξη απαρτίας ή η ψήφος τους ήταν αποφασιστική για την επίτευξη πλειοψηφίας, β) ακυρότητας ή ακυρωσίας επί μέρους ψήφων, εκτός εάν οι ψήφοι αυτές ήταν αποφασιστικές για την επίτευξη πλειοψηφίας, γ) ανακρίβειας, αοριστίας ή πλημμελειών τήρησης του σχετικού πρακτικού, εκτός εάν για τους λόγους αυτούς δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθεί το περιεχόμενο της απόφασης, δ) ελαττώματος της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου, με την οποία συγκλήθηκε η γενική συνέλευση, εκτός εάν για το λόγο αυτόν δεν υπήρξε έγκαιρη και επαρκής πληροφόρηση των μετόχων, ε) μη τήρησης ή πλημμελούς τήρησης των άρθρων 122 παρ. 4, 123 παρ. 3 και 4, 128 και 129 του παρόντος νόμου.
6.     Δεν μπορούν επίσης να ακυρωθούν αποφάσεις της γενικής συνέλευσης που έχουν ως αντικείμενο την έκδοση τίτλων που πρόκειται να εισαχθούν σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ. Μέτοχος που δεν παρέστη στη συνέλευση ή αντιτάχθηκε στην απόφαση και θίγεται από αυτήν, μπορεί να αξιώσει από την εταιρεία αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εξαιτίας των γεγονότων που αναφέρονται στην παρ. 4. Δεν μπορούν επίσης να ακυρωθούν αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, τις οποίες η τελευταία επικύρωσε με νεότερη απόφασή της. Στην περίπτωση αυτή τρίτοι δικαιούνται να ζητήσουν από την εταιρεία τα έξοδα της δίκης ακύρωσης, στα οποία υποβλήθηκαν, καθώς και την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω της επικύρωσης.
7.    Η αγωγή ακύρωσης της απόφασης της γενικής συνέλευσης εκδικάζεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας.
8.     Η παραπάνω αγωγή στρέφεται κατά της εταιρείας και ασκείται εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από τη λήψη της απόφασης ή, εάν η απόφαση
υποβάλλεται σε δημοσιότητα, από την καταχώρισή της στο Γ.Ε.ΜΗ. Εντός της ίδιας προθεσμίας ασκείται και η αγωγή αποζημίωσης κατά την παρ. 4.
9.      Οι ενάγοντες μέτοχοι οφείλουν να αποδείξουν ότι, τόσο κατά την άσκηση της αγωγής όσο και κατά το χρόνο κατάθεσης των προτάσεων κατά το άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, έχουν τις μετοχές που τους παρέχουν το δικαίωμα να ασκήσουν την αγωγή. Εάν μετά την άσκηση της αγωγής οι ενάγοντες μέτοχοι μεταβιβάσουν όλες τις μετοχές ή μέρος τούτων, ώστε κατά το χρόνο κατάθεσης των προτάσεων να μην συγκεντρώνουν πλέον τα ποσοστά της παρ. 3, οι ενάγοντες μέτοχοι μπορούν να ζητήσουν με τις προτάσεις τους αποζημίωση σύμφωνα με την παρ. 4.
10.    Η ακύρωση της απόφασης ισχύει έναντι πάντων. Το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να λάβει τα μέτρα που επιβάλλει η κατάσταση η οποία προέκυψε από την ακύρωση. Σε κάθε περίπτωση δεν θίγονται τα δικαιώματα τρίτων που αποκτήθηκαν με απόφαση που ακυρώθηκε ή με πράξη που διενεργήθηκε με βάση την απόφαση αυτή, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε ή αγνοούσε από βαριά αμέλεια το ελάττωμα της απόφασης.
11.    Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα και πριν από την άσκηση της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή, η αγωγή πρέπει να ασκηθεί εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την έκδοση της απόφασης που διέταξε τα ασφαλιστικά μέτρα και, σε κάθε περίπτωση, εντός της προθεσμίας της παρ. 8, διαφορετικά τα ασφαλιστικά μέτρα αίρονται αυτοδικαίως. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και την προσωρινή αναστολή της εφαρμογής της απόφασης. Το δικαστήριο μπορεί να υποχρεώσει τους αιτούντες σε παροχή εγγύησης, σταθμίζοντας την ανάγκη προστασίας των αιτούντων την αναστολή και τη ζημία της εταιρείας που μπορεί να προκληθεί από την αναστολή αυτή.
12.    Η ακυρωσία απόφασης δεν εμποδίζει την καταχώριση της τελευταίας στο Γ.Ε.ΜΗ. Η αγωγή ακύρωσης απόφασης της γενικής συνέλευσης, που έχει καταχωρισθεί στο Γ.Ε.ΜΗ., η δικαστική απόφαση παντός βαθμού δικαιοδοσίας που απαγγέλλει την ακύρωσή της και η δικαστική απόφαση με την οποία διατάσσονται ασφαλιστικά μέτρα ή αναστέλλεται η ισχύς της υποβάλλονται σε δημοσιότητα.


Άρθρο 138
Ακυρότητα αποφάσεων της γενικής συνέλευσης
1.      Σε περίπτωση που δεν υπήρξε σύγκληση της γενικής συνέλευσης ή το περιεχόμενο της απόφασής της είναι αντίθετο στον νόμο ή το καταστατικό, η απόφαση είναι άκυρη.
2.      Με την επιφύλαξη του προηγούμενου άρθρου, θεωρείται ότι συγκλήθηκε η γενική συνέλευση, εάν υπήρξε πρόσκλησή της προερχόμενη από την εταιρεία και περιέχουσα τουλάχιστον ένδειξη της ημερομηνίας και του τόπου της γενικής συνέλευσης και η πρόσκληση αυτή δημοσιεύθηκε κατά τον νόμο και το καταστατικό. Ως προερχόμενη από την εταιρεία θεωρείται η πρόσκληση όταν έχει γίνει από το διοικητικό συμβούλιο ή μέλος του ή και από τα πρόσωπα των άρθρων 121 παρ. 2 και 141 παρ. 1.
3.     Η προβολή ακυρότητας εκ μέρους μετόχου λόγω έλλειψης σύγκλησης της γενικής συνέλευσης δεν είναι επιτρεπτή, εάν ο μέτοχος αυτός μεταγενέστερα δήλωσε προς την εταιρεία εγγράφως ή με δήλωσή του στα πρακτικά, ότι η γενική συνέλευση συνεδρίασε νομίμως.
4.    Η ακυρότητα μπορεί να προβληθεί από κάθε πρόσωπο, μέτοχο ή τρίτο, που έχει έννομο συμφέρον, δικαστικά ή με ρητή έγγραφη εξώδικη δήλωσή του προς την εταιρεία, εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από τη λήψη της απόφασης ή, εάν η απόφαση υποβάλλεται σε δημοσιότητα, από την καταχώρισή της στο Γ.Ε.ΜΗ. Η προβολή της ακυρότητας πρέπει να αναφέρεται σε συγκεκριμένη απόφαση και να περιγράφει το λόγο, που, κατά την άποψη του δηλούντος, προκαλεί την ακυρότητα. Σε περίπτωση που με τροποποίηση του καταστατικού ο σκοπός της εταιρείας καθίσταται παράνομος ή αντικείμενος στη δημόσια τάξη, καθώς και όταν από την απόφαση προκύπτει διαρκής παραβίαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου, η προβολή της ακυρότητας δεν υπόκειται σε προθεσμία.
5.     Κατ' εξαίρεση, δεν μπορεί να προβληθεί η ακυρότητα αποφάσεων με αντικείμενο την έκδοση τίτλων που πρόκειται να εισαχθούν σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ, μετά την έναρξη διαπραγμάτευσης των τίτλων που προκύπτουν από την απόφαση ή, σε περίπτωση έκδοσης τίτλων με δικαίωμα προτίμησης, από την αποκοπή του δικαιώματος προτίμησης. Μετά την πάροδο της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου και εντός της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου, κάθε πρόσωπο που θίγεται από την απόφαση μπορεί να αξιώσει από την εταιρεία αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη. Ο περιορισμός της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει στην περίπτωση που από την απόφαση προκύπτει διαρκής παραβίαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου.
6.    Η ακυρότητα μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εντός των προθεσμιών των παρ. 4 και 5.
7.     Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα και πριν από την άσκηση της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή, η αγωγή πρέπει να ασκηθεί εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την έκδοση της απόφασης που διέταξε τα ασφαλιστικά μέτρα και, σε κάθε περίπτωση, εντός της προθεσμίας της παρ. 4, διαφορετικά τα ασφαλιστικά μέτρα αίρονται αυτοδικαίως. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και την προσωρινή αναστολή της εφαρμογής της απόφασης. Το δικαστήριο μπορεί να υποχρεώσει τους αιτούντες σε παροχή εγγύησης, σταθμίζοντας την ανάγκη προστασίας των αιτούντων την αναστολή και τη ζημία της εταιρείας που μπορεί να προκληθεί από την αναστολή αυτή.
8.     Η αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητας απόφασης της γενικής συνέλευσης, που έχει καταχωρισθεί στο Γ.Ε.ΜΗ., η δικαστική απόφαση παντός βαθμού δικαιοδοσίας που αναγνωρίζει την ακυρότητά της και η δικαστική απόφαση με την οποία διατάσσονται ασφαλιστικά μέτρα ή αναστέλλεται η ισχύς της υποβάλλονται σε δημοσιότητα.


Άρθρο 139
Ανυπόστατες αποφάσεις
 
1.     Οι διατάξεις των άρθρων 137 και 138 δεν εφαρμόζονται στις ανυπόστατες αποφάσεις.
2.     Μια απόφαση είναι ανυπόστατη όταν στην ψηφοφορία συμμετέχουν πρόσωπα, τα οποία στο σύνολό τους: α) δεν είχαν μετοχική ιδιότητα, η β) είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα.


Άρθρο 140
Ελαττώματα αποφάσεων που λαμβάνονται με άλλο τρόπο
1.     Στις αποφάσεις που λαμβάνονται χωρίς συνεδρίαση, σύμφωνα με το άρθρο 135, οι διατάξεις για την ακυρότητα και την ακυρωσία των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης των άρθρων 137 και 138 εφαρμόζονται αναλόγως.
2.     Στην περίπτωση προσυπογραφής πρακτικού σύμφωνα με το άρθρο 136, η απόφαση είναι ανυπόστατη, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάταξης αυτής. Απόφαση που λαμβάνεται με τον τρόπο αυτό και αντίκειται στο νόμο ή το καταστατικό είναι άκυρη. Οι παρ. 4 έως 8 του άρθρου 138 εφαρμόζονται αναλόγως.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η: ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ
Αρθρο 141
Συλλογικά και ατομικά δικαιώματα μειοψηφίας
1.     Με αίτηση μετόχων, που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου κεφαλαίου, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να συγκαλεί έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων, ορίζοντας ημέρα συνεδρίασης αυτής, η οποία δεν πρέπει να απέχει περισσότερο από σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημερομηνία επίδοσης της αίτησης στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου. Η αίτηση περιέχει το αντικείμενο της ημερήσιας διάταξης. Εάν δεν συγκληθεί γενική συνέλευση από το διοικητικό συμβούλιο εντός είκοσι (20) ημερών από την επίδοση της σχετικής αίτησης, η σύγκληση διενεργείται από τους αιτούντες μετόχους με δαπάνες της εταιρείας, με απόφαση του δικαστηρίου, που εκδίδεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Στην απόφαση αυτή ορίζονται ο τόπος και ο χρόνος της συνεδρίασης, καθώς και η ημερήσια διάταξη. Η απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα. Το διοικητικό συμβούλιο συγκαλεί τη γενική συνέλευση σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις ή κάνει χρήση της διαδικασίας του άρθρου 135, εκτός αν οι αιτούντες μέτοχοι απέκλεισαν την τελευταία αυτή δυνατότητα.
2.     Με αίτηση μετόχων, που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου κεφαλαίου, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να εγγράψει στην ημερήσια διάταξη γενικής συνέλευσης, που έχει ήδη συγκληθεί, πρόσθετα θέματα, εάν η σχετική αίτηση περιέλθει στο διοικητικό συμβούλιο δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη γενική συνέλευση. Τα πρόσθετα θέματα πρέπει να δημοσιεύονται ή να γνωστοποιούνται, με ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου,
κατά το άρθρο 122, επτά (7) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη γενική συνέλευση. Σε εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, η αίτηση για την εγγραφή πρόσθετων θεμάτων στην ημερήσια διάταξη συνοδεύεται από αιτιολόγηση ή από σχέδιο απόφασης προς έγκριση στη γενική συνέλευση και η αναθεωρημένη ημερήσια διάταξη δημοσιοποιείται κατά τον ίδιο τρόπο όπως η προηγούμενη ημερήσια διάταξη, δεκατρείς (13) ημέρες πριν από την ημερομηνία της γενικής συνέλευσης και ταυτόχρονα τίθεται στη διάθεση των μετόχων στο διαδικτυακό τόπο της εταιρείας, μαζί με την αιτιολόγηση ή το σχέδιο απόφασης που έχει υποβληθεί από τους μετόχους κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 123 παρ. 4. Τόσο σε εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά όσο και σε εταιρείες χωρίς μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, αν τα θέματα αυτά δεν δημοσιευθούν, οι αιτούντες μέτοχοι δικαιούνται να ζητήσουν την αναβολή της γενικής συνέλευσης σύμφωνα με την παρ. 5 και να προβούν οι ίδιοι στη δημοσίευση, κατά τα οριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, με δαπάνη της εταιρείας.
3.     Σε εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου κεφαλαίου έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν σχέδια αποφάσεων για θέματα που περιλαμβάνονται στην αρχική ή την τυχόν αναθεωρημένη ημερήσια διάταξη γενικής συνέλευσης. Η σχετική αίτηση πρέπει να περιέλθει στο διοικητικό συμβούλιο επτά (7) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημερομηνία της γενικής συνέλευσης, τα σχέδια δε αποφάσεων τίθενται στη διάθεση των μετόχων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 123 παρ. 3, έξι (6) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημερομηνία της γενικής συνέλευσης.
4.     Το διοικητικό συμβούλιο δεν είναι υποχρεωμένο να προβαίνει στην εγγραφή θεμάτων στην ημερήσια διάταξη ούτε στη δημοσίευση ή γνωστοποίηση αυτών μαζί με αιτιολόγηση και με σχέδια αποφάσεων που υποβάλλονται από τους μετόχους κατά τις παραπάνω παρ. 2 και 3, αντίστοιχα, αν το περιεχόμενο αυτών έρχεται προφανώς σε αντίθεση με το νόμο ή τα χρηστά ήθη.
5.     Με αίτηση μετόχου ή μετόχων που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου κεφαλαίου, ο πρόεδρος της συνέλευσης υποχρεούται να αναβάλει μία μόνο φορά τη λήψη αποφάσεων από τη γενική συνέλευση, τακτική ή έκτακτη, για όλα ή ορισμένα θέματα, ορίζοντας ημέρα συνέχισης της συνεδρίασης, αυτήν που ορίζεται στην αίτηση των μετόχων, η οποία όμως δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από είκοσι (20) ημέρες από τη χρονολογία της αναβολής. Η μετά από αναβολή γενική συνέλευση αποτελεί συνέχιση της προηγούμενης και δεν απαιτείται η επανάληψη των διατυπώσεων δημοσίευσης της πρόσκλησης των μετόχων. Στη συνέλευση αυτή μπορούν να μετέχουν και νέοι μέτοχοι, τηρουμένων των σχετικών διατυπώσεων συμμετοχής. Επί εταιρειών με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 124.
6.     Μετά από αίτηση οποιουδήποτε μετόχου, που υποβάλλεται στην εταιρεία πέντε (5) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη γενική συνέλευση, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να παρέχει στη γενική συνέλευση τις αιτούμενες συγκεκριμένες πληροφορίες για τις υποθέσεις της εταιρείας, στο μέτρο που αυτές είναι σχετικές με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Υποχρέωση παροχής πληροφοριών δεν υφίσταται, όταν οι σχετικές
πληροφορίες διατίθενται ήδη στο διαδικτυακό τόπο της εταιρείας, ιδίως με τη μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων. Επίσης, με αίτηση μετόχων, που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου κεφαλαίου, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να ανακοινώνει στη γενική συνέλευση, εφόσον είναι τακτική, τα ποσά που, κατά την τελευταία διετία, καταβλήθηκαν σε κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή τους διευθυντές της εταιρείας, καθώς και κάθε παροχή προς τα πρόσωπα αυτά από οποιαδήποτε αιτία ή σύμβαση της εταιρείας με αυτούς. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αρνηθεί την παροχή των πληροφοριών για αποχρώντα ουσιώδη λόγο, ο οποίος αναγράφεται στα πρακτικά. Τέτοιος λόγος μπορεί να είναι, κατά τις περιστάσεις, η εκπροσώπηση των αιτούντων μετόχων στο διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με τα άρθρα 79 ή 80. Στις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να απαντήσει ενιαία σε αιτήσεις μετόχων με το ίδιο περιεχόμενο.
7.     Μετά από αίτηση μετόχων, που εκπροσωπούν το ένα δέκατο (1/10) του καταβεβλημένου κεφαλαίου η οποία υποβάλλεται στην εταιρεία εντός της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να παρέχει στη γενική συνέλευση πληροφορίες για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων και την περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αρνηθεί την παροχή των πληροφοριών για αποχρώντα ουσιώδη λόγο, ο οποίος αναγράφεται στα πρακτικά. Τέτοιος λόγος μπορεί να είναι, κατά τις περιστάσεις, η εκπροσώπηση των αιτούντων μετόχων στο διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με τα άρθρα 79 ή 80, εφόσον τα αντίστοιχα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν λάβει τη σχετική πληροφόρηση κατά τρόπο επαρκή. Στις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να απαντήσει ενιαία σε αιτήσεις μετόχων με το ίδιο περιεχόμενο.
8.     Στις περιπτώσεις των παρ. 6 και 7 του παρόντος άρθρου, τυχόν αμφισβήτηση ως προς το βάσιμο ή μη της αιτιολογίας άρνησης εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου παροχής των πληροφοριών, επιλύεται από το δικαστήριο με απόφασή του, που εκδίδεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Με την ίδια απόφαση το δικαστήριο υποχρεώνει και την εταιρεία να παράσχει τις πληροφορίες που αρνήθηκε. Η απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα.
9.     Μετά από αίτηση μετόχων, που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου κεφαλαίου, η ψηφοφορία σε κάποιο θέμα ή θέματα της ημερήσιας διάταξης ενεργείται με φανερή ψηφοφορία.
10.    Μετά από αίτηση οποιουδήποτε μετόχου, υποβαλλόμενη κατά πάντα χρόνο, το διοικητικό συμβούλιο οφείλει εντός είκοσι (20) ημερών να πληροφορήσει το μέτοχο για το ύψος του κεφαλαίου της εταιρείας, τις κατηγορίες των μετοχών που έχουν εκδοθεί και τον αριθμό των μετοχών κάθε κατηγορίας, ιδίως προνομιούχων, με τα δικαιώματα που κάθε κατηγορία παρέχει, καθώς και τις τυχόν δεσμευμένες μετοχές, τόσο κατά τον αριθμό τους όσο και τους περιορισμούς που προβλέπονται. Ο μέτοχος θα δικαιούται επίσης να πληροφορηθεί πόσες και τι είδους μετοχές διαθέτει ο ίδιος, όπως αυτές προκύπτουν από το βιβλίο μετόχων. Αν οι παραπάνω πληροφορίες είναι ήδη αναρτημένες στον διαδικτυακό τόπο της εταιρείας, δεν απαιτείται να παρασχεθούν, θα πρέπει όμως να υποδειχθεί στο μέτοχο σε ποιο διαδικτυακό τόπο μπορεί να τις αναζητήσει. Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται στις εταιρείες με εισηγμένες μετοχές σε ρυθμιζόμενη αγορά.
11.    Με την επιφύλαξη των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και με την προϋπόθεση ότι το προβλέπει το καταστατικό, κάθε μέτοχος μπορεί να ζητήσει να του χορηγηθεί πίνακας των μετόχων της εταιρείας, με ένδειξη του ονοματεπωνύμου, της διεύθυνσης και του αριθμού μετοχών κάθε μετόχου. Η εταιρεία δεν υποχρεούται να περιλάβει στον πίνακα μετόχους που κατέχουν μέχρι ένα εκατοστό (1%) του κεφαλαίου.
12.    Σε όλες τις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου οι αιτούντες μέτοχοι οφείλουν να αποδεικνύουν τη μετοχική τους ιδιότητα και, εκτός από τις περιπτώσεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 6 και της παρ. 10, τον αριθμό των μετοχών που κατέχουν κατά την άσκηση του σχετικού δικαιώματος. Τέτοια απόδειξη αποτελεί και η κατάθεση των μετοχών τους σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 124 παρ. 2. Προκειμένου για εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας μπορεί να γίνεται με κάθε νόμιμο μέσο και πάντως βάσει ενημέρωσης που λαμβάνει η εταιρεία από το κεντρικό αποθετήριο τίτλων, εφόσον παρέχει υπηρεσίες μητρώου, ή μέσω των συμμετεχόντων και εγγεγραμμένων διαμεσολαβητών στο κεντρικό αποθετήριο τίτλων σε κάθε άλλη περίπτωση.
13.    Το καταστατικό μπορεί να μειώσει, όχι όμως και πέραν του ημίσεος, τα ποσοστά του καταβεβλημένου κεφαλαίου, που απαιτούνται για την άσκηση των δικαιωμάτων σύμφωνα με το παρόν άρθρο.


Άρθρο 142
Αίτηση έκτακτου ελέγχου
1.    Δικαίωμα να ζητήσουν έκτακτο έλεγχο της εταιρείας από το δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχουν:
α) Μέτοχοι της εταιρείας που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου κεφαλαίου.
β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προκειμένου περί εταιρειών, των οποίων οι μετοχές ή άλλοι τίτλοι έχουν εισαχθεί σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ ή έχουν αποτελέσει αντικείμενο δημόσιας προσφοράς στο πλαίσιο είτε κάλυψης κεφαλαίου είτε διάθεσης υφιστάμενων μετοχών.
2.     Ο έλεγχος κατά την προηγούμενη παράγραφο διατάσσεται, εάν πιθανολογούνται πράξεις που παραβιάζουν διατάξεις του νόμου ή του καταστατικού της εταιρείας ή αποφάσεις της γενικής συνέλευσης. Σε κάθε περίπτωση, η αίτηση ελέγχου πρέπει να υποβάλλεται εντός τριών (3) ετών από την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της χρήσης, εντός της οποίας τελέστηκαν οι καταγγελλόμενες πράξεις.
3.        Μέτοχοι της εταιρείας, που εκπροσωπούν το ένα πέμπτο (1/5) του καταβεβλημένου κεφαλαίου, δικαιούνται να ζητήσουν από το δικαστήριο της παρ. 1 τον έλεγχο της εταιρείας, εφόσον από την όλη πορεία αυτής, αλλά και με βάση συγκεκριμένες ενδείξεις, καθίσταται πιστευτό ότι η διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διαχείριση. Το καταστατικό μπορεί να μειώσει, όχι όμως και πέραν του ημίσεος, το ποσοστό του καταβεβλημένου κεφαλαίου που απαιτείται για την άσκηση του δικαιώματος της παρούσας παραγράφου.
4.     Το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι η εκπροσώπηση των αιτούντων μετόχων στο διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με τα άρθρα 79 η 80, δεν δικαιολογεί την αίτηση των μετόχων με βάση το άρθρο αυτό.
5.     Επί του δικαιώματος των μετόχων να ζητήσουν τον έλεγχο εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 11 και 12 του προηγουμένου άρθρου.


Άρθρο 143
Διενέργεια του έκτακτου ελέγχου
1.     Το δικαστήριο αναθέτει τη διενέργεια του έκτακτου ελέγχου σε έναν τουλάχιστον ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία.
2.     Το δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, ιδιαίτερα το μέγεθος της εταιρείας, τις καταγγελλόμενες πράξεις και τις αναμενόμενες ελεγκτικές εργασίες, μπορεί, αντί ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας, να διορίσει ως ελεγκτές κατόχους άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Λ' τάξης του Ν. 2515/1997 (Λ' 154), οι οποίοι είναι μέλη του Οικονομικού Επιμελητηρίου. Για την αξιολόγηση της νομιμότητας ή της χρηστότητας της διαχείρισης, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει ως πρόσθετους ελεγκτές και άλλα πρόσωπα με ειδικές προς τούτο γνώσεις. Αν δεν ορίσει κάτι άλλο η απόφαση του δικαστηρίου, οι διοριζόμενοι ελεγκτές έχουν τα δικαιώματα πληροφόρησης και το καθήκον εχεμύθειας, που έχουν και οι τακτικοί ελεγκτές.
3.     Σε κάθε περίπτωση η απόφαση του δικαστηρίου ορίζει και την αμοιβή των ελεγκτών, η οποία καταβάλλεται από τον αιτούντα μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου. Το δικαστήριο όμως μπορεί να επιρρίψει στην εταιρεία το σύνολο ή μέρος της αμοιβής των ελεγκτών ή να ορίσει ότι ο αιτών θα την προκαταβάλει και θα την αναζητήσει από την εταιρεία. Η αμοιβή υπόκειται σε αναθεώρηση μετά τη διενέργεια του ελέγχου, με αίτηση του ελεγκτή ή του βαρυνόμενου με την καταβολή της.
4.     Οι ελεγκτές οφείλουν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, να περατώσουν το έργο που τους ανατέθηκε και να υποβάλουν την έκθεσή τους στην ελεγχόμενη εταιρεία και στο πρόσωπο που ζήτησε τον έλεγχο. Το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να θέσει υπόψη των μετόχων την έκθεση των ελεγκτών το αργότερο στην αμέσως επόμενη γενική συνέλευση. Αν η ελεγχόμενη εταιρεία έχει μετοχές ή άλλους τίτλους που έχουν εισαχθεί σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, ή έχουν αποτελέσει αντικείμενο δημόσιας προσφοράς, στο πλαίσιο είτε κάλυψης κεφαλαίου είτε διάθεσης υφιστάμενων μετοχών, η έκθεση πρέπει να υποβάλλεται και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Εάν οι ελεγκτές διαπιστώνουν παραβάσεις που τιμωρούνται ποινικά, οφείλουν να υποβάλουν την έκθεσή τους και στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή.
5.    Το δικαστήριο μπορεί να τάξει προθεσμία για τη διενέργεια του ελέγχου, καθώς και να αντικαταστήσει τους ελεγκτές που διορίσθηκαν.


Άρθρο 144
Ενώσεις μετόχων
1.     Τα δικαιώματα μειοψηφίας που παρέχονται σε μετόχους με βάση τον παρόντα νόμο μπορούν να ασκηθούν και από ενώσεις μετόχων, στο όνομά τους αλλά για λογαριασμό των μελών τους, αν τα μέλη τους έχουν τον εκάστοτε απαιτούμενο για την άσκηση των δικαιωμάτων αριθμό μετοχών. Ως δικαιώματα μειοψηφίας κατά την έννοια του παρόντος άρθρου δεν θεωρούνται και τα δικαιώματα που μπορούν να ασκηθούν από κάθε μέτοχο.
2.       Οι ενώσεις μετόχων μπορούν να συσταθούν από μετόχους μιας η περισσότερων συγκεκριμένων εταιρειών, έχουν τη μορφή σωματείου, διεπόμενου από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και του Αστικού Κώδικα, και αποκτούν νομική προσωπικότητα με την εγγραφή τους στο Μητρώο Ενώσεων Καταναλωτών του άρθρου 10 Ν. 2251/1994 (Α' 191). Ένα μήνα πριν από την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, η ένωση πρέπει να έχει γνωστοποιήσει την έγκυρη σύσταση και το καταστατικό της στην εταιρεία, της οποίας μέτοχοι είναι τα μέλη της. Στη δήλωση άσκησης του δικαιώματος πρέπει να αναφέρονται τα ονόματα των μετόχων, για λογαριασμό των οποίων ασκείται το δικαίωμα.
3.       Οι παραπάνω ενώσεις μπορούν επίσης να παρέχουν μέσω διαδικτύου πληροφορίες σε σχέση με τα δικαιώματα που έχουν οι μέτοχοι και οι επενδυτές στις εταιρείες, για τις οποίες έχουν συσταθεί, και να παρέχουν δυνατότητα επώνυμης συνεννόησης μεταξύ τούτων για την άσκηση των δικαιωμάτων τους κατά την παρ. 1 ενόψει συγκεκριμένης γενικής συνέλευσης των εταιρειών αυτών.


4.     Τα ζητήματα της άσκησης των δικαιωμάτων, ιδίως της τυχόν προηγούμενης διαβούλευσης των μελών της ένωσης, της παροχής πληροφοριών, της ενδεχόμενης ανάγκης προηγούμενης ειδικότερης εντολής ή ανάκλησης της τελευταίας, ρυθμίζονται από το καταστατικό της ένωσης. Με προεδρικό διάταγμα ορίζεται ειδικότερα ο τρόπος λειτουργίας των ενώσεων αυτών.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ: ΕΤΗΣΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ
ΕΤΗΣΙΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ
Αρθρο 145
Εφαρμοζόμενες διϊταξεις
Οι ετήσιες και ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της ανώνυμης εταιρείας καταρτίζονται, ελέγχονται και εγκρίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

 
Άρθρο 146
Διενέργεια απογραφής - Γλώσσα βιβλίων - Εταιρική χρήση
1.     Κατά την έναρξη της λειτουργίας της, η εταιρεία οφείλει να ενεργήσει την κατά το άρθρο 9 του Εμπορικού Νόμου και τις διατάξεις του Ν. 4308/2014, για τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, απογραφή, εκτός αν απαλλάσσεται από το νόμο. Την ίδια υποχρέωση υπέχει και στο τέλος κάθε εταιρικής χρήσης.
2.    Όλα τα βιβλία της εταιρείας πρέπει να τηρούνται στην ελληνική γλώσσα, εκτός αν ο νόμος επιτρέπει την τήρησή τους και σε άλλη γλώσσα.
3.     Η εταιρική χρήση δεν δύναται να εκτείνεται σε διάστημα μεγαλύτερο των δώδεκα (12) μηνών.


Άρθρο 147
Υπογραφή ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων
1.     Για να ληφθεί από τη γενική συνέλευση έγκυρη απόφαση επί των χρηματοοικονομικών καταστάσεων που έχουν καταρτιστεί από το διοικητικό συμβούλιο, πρέπει να έχουν υπογραφεί από τρία διαφορετικά πρόσωπα, ήτοι από α) τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου ή τον αναπληρωτή του, β) τον διευθύνοντα ή εντεταλμένο σύμβουλο και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει τέτοιος σύμβουλος ή η ιδιότητά του συμπίπτει με εκείνη των παραπάνω προσώπων, από ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου που ορίζεται από αυτό και γ) τον κατά νόμο υπεύθυνο λογιστή για τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
2.     Τα παραπάνω πρόσωπα, σε περίπτωση διαφωνίας από πλευράς νομιμότητας του τρόπου κατάρτισης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, οφείλουν να εκθέτουν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους στη γενική συνέλευση.
3.     Η ετήσια έκθεση διαχείρισης και, όπου συντρέχει περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο 152, η δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης, εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο και υπογράφονται από τα πρόσωπα που αναφέρονται υπό στοιχείο α) και β) της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
4.     Οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις και η ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης και, όπου συντρέχει περίπτωση, η ενοποιημένη δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης υπογράφονται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δεσμεύουν την επιχείρηση που τις καταρτίζει, καθώς και από τον υπεύθυνο για την κατάρτισή τους.


Άρθρο 148
Έγκριση ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων
Οι ετήσιες και οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις εγκρίνονται από τη γενική συνέλευση της εταιρείας που τις συνέταξε.

 
Άρθρο 149
Δημοσίευση χρηματοοικονομικών καταστάσεων και έκθεσης διαχείρισης
(άρθρα 30(1), (3) 31(1) και 32(1) Οδηγίας 2013/34/ΕΕ)
1.     Οι ανώνυμες εταιρείες δημοσιεύουν στο Γ.Ε.ΜΗ.:
α) τις νόμιμα εγκεκριμένες από την τακτική γενική συνέλευση ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, β) την έκθεση διαχείρισης και
γ) τη γνώμη του ορκωτού ελεγκτή λογιστή η της ελεγκτικής εταιρείας όπου απαιτείται, εντός είκοσι (20) ημερών από την έγκριση τους από την τακτική γενική συνέλευση. Όπου βάσει της διάταξης της περίπτωσης 1 της Υποπαραγράφου Α1 της παρ. Α' του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 (Α' 94) απαιτείται γνώμη ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας, οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και η έκθεση διαχείρισης δημοσιεύονται με τη μορφή και το περιεχόμενο βάσει των οποίων ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής ή η ελεγκτική εταιρείας έχουν συντάξει το πιστοποιητικό ελέγχου. Συνοδεύονται επίσης από το πλήρες κείμενο της έκθεσης ελέγχου.
2.     Οι πολύ μικρές ανώνυμες εταιρείες, εκτός από τις εταιρείες οι οποίες αποτελούν οντότητες δημόσιου ενδιαφέροντος κατά την έννοια του Παραρτήματος Α' του Ν. 4308/2014 (Α' 251), απαλλάσσονται από την υποχρέωση δημοσίευσης της έκθεσης διαχείρισης.
3.     Στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, στην ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης και στη γνώμη του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας, όπου απαιτείται, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί δημοσιότητας του άρθρου 13 και ισχύουν οι προθεσμίες της παρ. 1.
4.     Όπου βάσει της διάταξης της περίπτωσης 1 της Υποπαραγράφου Α1 της παρ. Α του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 απαιτείται γνώμη ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας, οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται στη δημοσιότητα, που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο, με τη μορφή και το περιεχόμενο, με βάση το οποίο ο ελεγκτής ή οι ελεγκτές έχουν συντάξει τη σχετική έκθεση ελέγχου τους. Αν οι ελεγκτές έχουν παρατηρήσεις ή αρνούνται την έκφραση γνώμης, το γεγονός αυτό πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, εκτός αν αυτό προκύπτει από το δημοσιευμένο σχετικό πιστοποιητικό ελέγχου.
5.     Η δημοσιότητα των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων πραγματοποιείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
6.     Για την δημοσίευση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων (ενοποιημένων λογαριασμών) των πιστωτικών ιδρυμάτων εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παρ. 4 και 5 του παρόντος άρθρου.
7.     Οι ετήσιες και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και εκθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, των οποίων υποκαταστήματα κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. 17 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 της 26ης Ιουνώυ
2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176/1) είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα, δημοσιεύονται και στην Ελλάδα, μεταφρασμένες στην ελληνική γλώσσα. Η δημοσιότητα πραγματοποιείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 5 και 6.
8.    Οι συντεταγμένες κατά τα Δ.Π.Χ.Α. εγκεκριμένες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και οι εγκεκριμένες ετήσιες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, καθώς και οι λοιπές προβλεπόμενες από το νόμο εκθέσεις των εταιρειών:
α) δημοσιεύονται στο Γ.Ε.ΜΗ. κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 και στο παρόν άρθρο,
β) αναρτώνται στην ιστοσελίδα της εταιρείας και παραμένουν προσπελάσιμες για χρονικό διάστημα δύο τουλάχιστον ετών από την πρώτη δημοσίευσή τους και
γ) εφόσον πρόκειται για εταιρείες με μετοχές ή άλλες κινητές αξίες τους εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΜΠΔ, κατατίθενται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
9.     Αν οι ανώνυμες εταιρείες, που συντάσσουν οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α., δημοσιοποιούν με οποιονδήποτε άλλον τρόπο λογιστικά στοιχεία, τα δημοσιοποιούμενα στοιχεία πρέπει να είναι εκείνα που προκύπτουν από την εφαρμογή των Δ.Π.Χ.Α. με την επιφύλαξη των πρόσθετων οικονομικών ή πρόσθετων λογιστικών στοιχείων που τυχόν απαιτούνται από άλλες κανονιστικές αρχές για τις εταιρείες των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες και σε εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά. Η ευθύνη για τη συμμόρφωση με τη διάταξη αυτή βαρύνει το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας.


Άρθρο 150
Ετήσια έκθεση διαχείρισης του διοικητικού συμβουλίου
(άρθρο 19 Οδηγίας 2013/34/ΕΕ)
1.    Το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας υποχρεούται κάθε χρόνο να συντάσσει και να υποβάλλει στη γενική συνέλευση έκθεση διαχείρισης.
2.     α) Η έκθεση διαχείρισης περιλαμβάνει πραγματική απεικόνιση της εξέλιξης και των επιδόσεων των δραστηριοτήτων της εταιρείας και της θέσης της, καθώς και περιγραφή των κυριότερων κινδύνων και αβεβαιοτήτων που αντιμετωπίζει.
β) Η απεικόνιση παρουσιάζει ισορροπημένη και ολοκληρωμένη ανάλυση της εξέλιξης και των επιδόσεων των δραστηριοτήτων της εταιρείας και της θέσης της, κατάλληλη για την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της εταιρείας. γ) Στο βαθμό που απαιτείται για την κατανόηση της εξέλιξης της εταιρείας, των επιδόσεων ή της θέσης της, η ανάλυση αυτή περιλαμβάνει τόσο χρηματοοικονομικούς όσο και, όπου ενδείκνυται, μη χρηματοοικονομικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων που έχουν σχέση με το συγκεκριμένο τομέα δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με περιβαλλοντικά και εργασιακά θέματα. Στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής, η έκθεση διαχείρισης περιλαμβάνει, όπου ενδείκνυται, αναφορές και πρόσθετες εξηγήσεις για τα ποσά που αναγράφονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις.
3.    Η έκθεση διαχείρισης αναφέρει επίσης:
α) την προβλεπόμενη εξέλιξη της εταιρείας,
β) τις δραστηριότητες στον τομέα ερευνών και ανάπτυξης,
γ) τις πληροφορίες που αναφέρονται στην απόκτηση ιδίων μετοχών όπως
προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 50,
δ) την ύπαρξη υποκαταστημάτων της εταιρείας και
ε) σε σχέση με τη χρήση χρηματοπιστωτικών μέσων από την εταιρεία και εφόσον είναι ουσιαστικής σημασίας για την εκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, της οικονομικής κατάστασης και του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσης:
αα) τους στόχους και τις πολιτικές της εταιρείας όσον αφορά τη διαχείριση του χρηματοοικονομικού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής της για την αντιστάθμιση κάθε σημαντικού τύπου προβλεπόμενης συναλλαγής για την οποία εφαρμόζεται λογιστική αντιστάθμισης και
ββ) την έκθεση της εταιρείας στον κίνδυνο μεταβολής των τιμών, στον πιστωτικό κίνδυνο, στον κίνδυνο ρευστότητας και στον κίνδυνο ταμειακών ροών.
4.     Οι πολύ μικρές ανώνυμες εταιρείες, εκτός από τις ανώνυμες εταιρείες οι οποίες αποτελούν οντότητες δημόσιου ενδιαφέροντος, κατά την έννοια του Παραρτήματος Α' του Ν. 4308/2014 (Α' 251), εξαιρούνται από την υποχρέωση να καταρτίζουν έκθεση διαχείρισης με την προϋπόθεση ότι οι ενδείξεις που αναφέρονται στην περίπτωση γ' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνονται στο προσάρτημα .
5.     Πολύ μικρές ανώνυμες εταιρείες, εκτός από τις ανώνυμες εταιρείες οι οποίες αποτελούν οντότητες δημόσιου ενδιαφέροντος, κατά την έννοια του Παραρτήματος Α' του Ν. 4308/2014, οι οποίες συντάσσουν έκθεση διαχείρισης εξαιρούνται από την υποχρέωση που προβλέπεται στην περίπτωση γ' της παρ. 2 του παρόντος άρθρου όσον αφορά τη μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση.
6.     Αν η ετήσια έκθεση διαχείρισης του διοικητικού συμβουλίου δεν περιλαμβάνει τις παραπάνω πληροφορίες, επιβάλλονται στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου οι ποινές του άρθρου 179.


Άρθρο 151
Μη χρηματοοικονομική κατάσταση
(άρθρο 19α Οδηγίας 2013/34/ΕΕ)
1.     Οι μεγάλες ανώνυμες εταιρείες οι οποίες αποτελούν οντότητες δημόσιου ενδιαφέροντος, κατά την έννοια του Παραρτήματος Α' του Ν. 4308/2014, και οι οποίες, κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού τους, υπερβαίνουν τον μέσο αριθμό των 500 εργαζομένων κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, περιλαμβάνουν στην έκθεση διαχείρισης μία μη χρηματοοικονομική κατάσταση που περιέχει πληροφορίες, στον βαθμό που απαιτείται για την κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων, της θέσης και του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων
της, σε σχέση, τουλάχιστον, με περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εργασιακά θέματα, τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, την καταπολέμηση της διαφθοράς και με θέματα σχετικά με τη δωροδοκία, όπου συμπεριλαμβάνονται τα εξής:
α) σύντομη περιγραφή του επιχειρηματικού μοντέλου της εταιρείας,
β) περιγραφή των πολιτικών που εφαρμόζει η εταιρεία σε σχέση με τα εν λόγω θέματα, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζει,
γ) τα αποτελέσματα των εν λόγω πολιτικών,
δ) οι κυριότεροι κίνδυνοι που αφορούν τα εν λόγω θέματα και που συνδέονται με τις δραστηριότητες της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση και αναλογικά, των επιχειρηματικών σχέσεών της, των προϊόντων της η των υπηρεσιών της τα οποία είναι πιθανόν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στους εν λόγω τομείς και ο τρόπος με τον οποίο η εταιρεία διαχειρίζεται αυτούς τους κινδύνους,
ε) μη χρηματοοικονομικοί βασικοί δείκτες επιδόσεων που σχετίζονται με τον συγκεκριμένο τομέα επιχειρήσεων. Όταν η εταιρεία δεν ασκεί πολιτικές σε σχέση με ένα η περισσότερα από τα εν λόγω θέματα, παρέχεται στην μη χρηματοοικονομική κατάσταση σαφής και αιτιολογημένη εξήγηση για την απουσία των εν λόγω πολιτικών. Η μη χρηματοοικονομική κατάσταση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνει επίσης, όπου ενδείκνυται, αναφορές και πρόσθετες εξηγήσεις για τα ποσά που αναγράφονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούν να παραλειφθούν πληροφορίες σχετικά με επικείμενες εξελίξεις ή θέματα υπό διαπραγμάτευση όταν, κατά τη δεόντως αιτιολογημένη γνώμη των μελών του διοικητικού συμβουλίου, που ενεργούν εντός των αρμοδιοτήτων τους και που υπέχουν σχετικώς συλλογική ευθύνη της εν λόγω γνώμης, η δημοσιοποίηση αυτών των πληροφοριών θα έβλαπτε σοβαρά την εμπορική θέση της εταιρείας, υπό την προϋπόθεση ότι η παράλειψη αυτή δεν εμποδίζει την ορθή και ισορροπημένη κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων, της θέσης και του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων της ανώνυμης εταιρείας. Για την παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, οι εταιρείες μπορούν να βασίζονται σε εθνικά πλαίσια, πλαίσια βασισμένα στην Ένωση ή διεθνή πλαίσια και, στην περίπτωση αυτή, οι εταιρείες διευκρινίζουν σε ποια πλαίσια βασίστηκαν.
2.     Για τις εταιρείες που εκπληρώνουν την υποχρέωση που προβλέπεται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι έχουν εκπληρώσει την υποχρέωση που αφορά την ανάλυση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών που προβλέπεται στην παρ. 2 του στοιχείου γ' του άρθρου 150.
3.     Ανώνυμη εταιρεία, η οποία είναι θυγατρική, απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις που ορίζονται στην παρ. 1, εάν αυτή και οι θυγατρικές της εταιρείες συμπεριλαμβάνονται στην ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης ή στη χωριστή έκθεση άλλης εταιρείας.
4.     Ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία εξετάζουν εάν έχει υποβληθεί η μη χρηματοοικονομική κατάσταση που αναφέρεται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου.


 
Άρθρο 152
Δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης
(άρθρο 20 Οδηγίας 2013/34/ΕΕ)
1.     Οι ανώνυμες εταιρείες με κινητές αξίες δεκτές προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά περιλαμβάνουν στην έκθεση διαχείρισης που συντάσσουν και δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης. Η δήλωση αυτή συμπεριλαμβάνεται ως ειδικό τμήμα της έκθεσης διαχείρισης και περιέχει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:
α) παραπομπή, κατά περίπτωση, στα ακόλουθα:
αα) στον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης στον οποίο υπόκειται η εταιρεία, ββ) στον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης τον οποίο η εταιρεία έχει οικειοθελώς αποφασίσει να εφαρμόζει,
γγ) σε κάθε σχετική πληροφορία για τις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης που εφαρμόζονται πέρα από τις απαιτήσεις της κείμενης νομοθεσίας.
Εάν γίνεται αναφορά στον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης των στοιχείων αα' ή ββ', η εταιρεία επισημαίνει τον τόπο στον οποίο διατίθενται στο κοινό τα σχετικά έγγραφα. Εάν γίνεται αναφορά στις πληροφορίες του στοιχείου γγ', η εταιρεία δημοσιοποιεί στοιχεία για τις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης που εφαρμόζει,
β) εάν η εταιρεία αποκλίνει από τον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης που αναφέρεται στα στοιχεία αα' ή ββ' της περίπτωσης α', παραθέτει τα μέρη του κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης από τα οποία αποκλίνει και σχετική αιτιολόγηση των λόγων απόκλισης. Εάν η εταιρεία δεν εφαρμόζει καμία από τις διατάξεις εταιρικής διακυβέρνησης που αναφέρονται στα στοιχεία αα' ή ββ' της περίπτωσης α', παρέχει ειδική αιτιολόγηση για τη μη εφαρμογή,
γ) περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων της εταιρείας σε σχέση με τη διαδικασία σύνταξης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων,
δ) τα πληροφοριακά στοιχεία που απαιτούνται κατά το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχεία γ', δ', στ', η' και θ' της οδηγίας 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς, εφόσον η εταιρεία υπάγεται στην εν λόγω οδηγία,
ε) τη σύνθεση και τον τρόπο λειτουργίας των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων και των επιτροπών τους,
στ) περιγραφή της πολιτικής σχετικά με την πολυμορφία που εφαρμόζεται για τα διοικητικά, διαχειριστικά και εποπτικά όργανα της εταιρείας όσον αφορά πτυχές όπως, ενδεικτικά, η ηλικία, το φύλο ή το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό ιστορικό των μελών, οι στόχοι της εν λόγω πολιτικής για την πολυμορφία, ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε και τα αποτελέσματα κατά την περίοδο αναφοράς. Αν δεν εφαρμόζεται τέτοια πολιτική, η δήλωση περιλαμβάνει ειδική αιτιολόγηση του λόγου μη εφαρμογής.
2.     Οι απαιτούμενες από την παρ. 1 του παρόντος άρθρου πληροφορίες μπορούν να παρέχονται ως εξής:
α) σε χωριστή έκθεση που δημοσιεύεται μαζί με την έκθεση διαχείρισης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 150 ή
 
β) σε έγγραφο που διατίθεται για το κοινό στην ιστοσελίδα της εταιρείας και στο οποίο γίνεται σχετική αναφορά στην έκθεση διαχείρισης.
Στην εν λόγω χωριστή έκθεση η στο έγγραφο που αναφέρονται αντιστοίχως στις περιπτώσεις α' και β' μπορεί να περιέχεται αναφορά στην έκθεση διαχείρισης στην οποία διατίθενται τα απαιτούμενα από την περίπτωση δ' της παρ. 1 πληροφοριακά στοιχεία.
3.     Ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής η η ελεγκτική εταιρεία διατυπώνουν γνώμη, σύμφωνα με το στοιχείο γ' της περίπτωσης 5 της Υποπαραγράφου Α1 της παρ. Α' του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 (Α' 94) για τα πληροφοριακά στοιχεία που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ' και δ' της παρ. 1 και ελέγχουν αν έχουν παρασχεθεί τα πληροφοριακά στοιχεία που αναφέρονται στις περιπτώσεις α', β', ε' και στ' της παρ. 1.
4.    Η περίπτωση στ' της παρ. 1 δεν εφαρμόζεται σε μικρές η μεσαίες εταιρείες.
5.     Αν η δηλωση εταιρικής διακυβέρνησης δεν περιλαμβάνει τις παραπάνω πληροφορίες, επιβάλλονται στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου οι ποινές του άρθρου 179.


Άρθρο 153
Ετήσια έκθεση διαχείρισης και δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης επί
ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων
(άρθρο 29 Οδηγίας 2013/34/ΕΕ)
1.    Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος άρθρου εμπίπτουν οι όμιλοι επιχειρήσεων οι οποίοι έχουν υποχρέωση σύνταξης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, σύμφωνα με το άρθρα 31, 32, 33 του Ν. 4308/2014 (Α' 251).
2.     Στην ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης αναφέρονται, τουλάχιστον, οι πληροφορίες που απαιτεί το άρθρο 150, λαμβανομένων υπόψη των αναγκαίων προσαρμογών που υπαγορεύονται από τις ιδιομορφίες της ενοποιημένης έκθεσης διαχείρισης σε σχέση με την έκθεση διαχείρισης, κατά τρόπο που να διευκολύνει την εκτίμηση της θέσης του συνόλου των επιχειρησεων που συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν θίγει την υποχρέωση αναφοράς άλλων πληροφοριών που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.
3.    Στις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 150 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται οι ακόλουθες προσαρμογές:
α) Όσον αφορά τις αποκτηθείσες μετοχές η μερίδια, η ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης περιλαμβάνει τον αριθμό και την ονομαστικη αξία η ελλείψει ονομαστικης αξίας, την εσωτερικη λογιστικη αξία του συνόλου των μετοχών η μεριδίων της μητρικης εταιρείας που κατέχονται είτε από την ίδια μητρικη εταιρεία είτε από θυγατρικές της εταιρείας αυτης της μητρικης εταιρείας, είτε από πρόσωπο που ενεργεί επ' ονόματί του αλλά για λογαριασμό οποιασδηποτε από τις εταιρείες αυτές.
 
β) όσον αφορά τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων, η δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης αναφέρει τα βασικά χαρακτηριστικά των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων για το σύνολο των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση.
4.     Στις περιπτώσεις που εκτός από την έκθεση διαχείρισης απαιτείται και ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης, οι δύο εκθέσεις μπορούν να υποβάλλονται υπό μορφή ενιαίας έκθεσης.
5.     Αν η ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης δεν περιλαμβάνει τις παραπάνω πληροφορίες, επιβάλλονται στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου οι ποινές του άρθρου 179.


Άρθρο 154
Ενοποιημένη μη χρηματοοικονομική κατασταση
(άρθρο 29α Οδηγίας 2013/34/ΕΕ)
1.                  α) Οι οντότητες δημόσιου ενδιαφέροντος, κατά την έννοια του Παραρτήματος Α' του Ν. 4308/2014, που είναι μητρικές ανώνυμες εταιρείες μεγάλου ομίλου ο οποίος, κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού του σε ενοποιημένη βάση υπερβαίνει τον μέσο αριθμό των 500 εργαζομένων κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, περιλαμβάνουν στην ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης ενοποιημένη μη χρηματοοικονομική κατάσταση που περιέχει πληροφορίες, στον βαθμό που απαιτείται για την κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων, της θέσης και του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων του, σε σχέση, τουλάχιστον, με περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εργασιακά θέματα, τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, την καταπολέμηση της διαφθοράς και με θέματα σχετικά με τη δωροδοκία, όπου συμπεριλαμβάνονται τα εξής:
αα) σύντομη περιγραφή του επιχειρηματικού μοντέλου του ομίλου,
ββ) περιγραφή των πολιτικών που εφαρμόζει ο όμιλος σε σχέση με τα εν λόγω θέματα, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζει,
γγ) το αποτέλεσμα των εν λόγω πολιτικών,
δδ) οι κυριότεροι κίνδυνοι που αφορούν τα εν λόγω θέματα και που συνδέονται με τις δραστηριότητες του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση και αναλογικά, των επιχειρηματικών σχέσεών του, των προϊόντων του ή των υπηρεσιών του τα οποία είναι πιθανόν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στους εν λόγω τομείς και ο τρόπος με τον οποίο ο όμιλος διαχειρίζεται αυτούς τους κινδύνους,
εε) μη χρηματοοικονομικοί βασικοί δείκτες επιδόσεων που σχετίζονται με τον συγκεκριμένο τομέα επιχειρήσεων,
στστ) αναφορά και πρόσθετες εξηγήσεις για τα ποσά που αναγράφονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, όπου ενδείκνυται.
β) Σε περίπτωση που ο επιχειρηματικός όμιλος δεν εφαρμόζει οποιαδήποτε πολιτική σε σχέση με ένα ή περισσότερα από θέματα της περίπτωσης α', παρέχεται σχετική ειδική αιτιολόγηση.
γ) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούν να παραλειφθούν πληροφορίες σχετικά με επικείμενες εξελίξεις ή θέματα υπό διαπραγμάτευση όταν, κατά τη δεόντως αιτιολογημένη γνώμη των μελών των διοικητικών, διαχειριστικών και
εποπτικών οργάνων, που ενεργούν εντός των αρμοδιοτήτων τους και που υπέχουν σχετικώς συλλογική ευθύνη της εν λόγω γνώμης, η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών θα έβλαπτε σοβαρά την εμπορική θέση του ομίλου, υπό την προϋπόθεση ότι η παράλειψη αυτή δεν εμποδίζει την ορθή και ισορροπημένη κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων, της θέσης και του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων του ομίλου.
δ) Προκειμένου να υλοποιηθεί η απαίτηση για δημοσιοποίηση των πληροφοριών της περίπτωσης α' η μητρική ανώνυμη εταιρεία μπορεί να βασίζεται σε εθνικά πλαίσια, πλαίσια βασισμένα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή διεθνή πλαίσια αρκεί να δηλώνει σε ποια πλαίσια βασίστηκε.
2.     Μητρική εταιρεία που εκπληρώνει την υποχρέωση που προβλέπεται στην παρ. 5 του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι έχει εκπληρώσει την υποχρέωση που αφορά την ανάλυση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών που προβλέπονται στην περίπτωση γ' της παρ. 2 του άρθρου 150.
3.     Μητρική εταιρεία που είναι επίσης θυγατρική εταιρεία τρίτης απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις που ορίζονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον η εν λόγω μητρική εταιρεία και οι θυγατρικές της συμπεριλαμβάνονται στην ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης της τρίτης εταιρείας η οποία συντάσσεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να αναφέρεται στην έκθεση διαχείρισης της απαλλασσόμενης. Ομοίως στην έκθεση διαχείρισης της απαλλασσόμενης θα πρέπει να δίνονται πληροφορίες για τη δημοσίευση της ενοποιημένης έκθεσης διαχείρισης της τρίτης εταιρείας.
4.     Ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία εξετάζει εάν έχει υποβληθεί η ενοποιημένη μη χρηματοοικονομική κατάσταση που αναφέρεται στη παρ. 1.


Άρθρο 155
Έκθεση πληρωμών προς κυβερνήσεις
(άρθρα 41, 42, 43 Οδηγίας 2013/34/ΕΕ)
1.    Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1)    Ως «ανώνυμη εταιρεία που δραστηριοποιείται στην εξορυκτική βιομηχανία» νοείται η ανώνυμη εταιρεία που αναπτύσσει δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται καθ'οιονδήποτε τρόπο με την αναζήτηση, την εξερεύνηση, τον εντοπισμό, την ανάπτυξη και την εξόρυξη κοιτασμάτων μεταλλευμάτων, πετρελαίου, φυσικού αερίου ή άλλων υλικών, στο πλαίσιο των οικονομικών δραστηριοτήτων που καταγράφονται στον τομέα Β - κλάδοι 05 έως 08 του Παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1893/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση της
στατιστικής ταξινόμησης των οικονομικών δραστηριοτήτων NACE- Αναθεώρηση 2.
2)    Ως «ανώνυμη εταιρεία που δραστηριοποιείται στην υλοτόμηση πρωτογενών δασών» νοείται η ανώνυμη εταιρεία που αναπτύσσει δραστηριότητες, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον τομέα Α, Διαίρεση 02, κλάδος 2.2 του Παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1893/2006, σε πρωτογενή δάση.

3)    Ως «κυβέρνηση» νοείται η κεντρική, περιφερειακή η τοπική κυβέρνηση κράτους - μέλους η τρίτης χώρας. Η εν λόγω κεντρική, περιφερειακή η τοπική κυβέρνηση έχει υπό τον έλεγχό της υπηρεσίες, οργανισμούς ή ομίλους επιχειρήσεων, οι οποίοι υποχρεούνται σε σύνταξη ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 31, 32 και 33 του Ν. 4308/2014.
4)    Ως «έργο» νοούνται οι λειτουργικές δραστηριότητες που διέπονται από ενιαία σύμβαση, άδεια, μίσθωση, παραχώρηση ή παρεμφερείς νομικές συμφωνίες και
αποτελούν την βάση των υποχρεώσεων πληρωμής προς μία κυβέρνηση. Εντούτοις, εάν πολλαπλές συμφωνίες αλληλοσυνδέονται ουσιωδώς, τότε θεωρούνται έργο.
5)    Ως «πληρωμή» νοείται η παροχή η οποία καταβάλλεται, σε χρήματα ή σε είδος, για δραστηριότητες που περιγράφονται στα σημεία 1 και 2 των ακόλουθων ειδών:
α) δικαιώματα παραγωγής,
β) φόροι που επιβάλλονται επί του εισοδήματος, της παραγωγής ή των κερδών των ανωνύμων εταιρειών, αλλά εξαιρούνται οι φόροι που επιβάλλονται στη κα­τανάλωση, όπως φόροι προστιθέμενης αξίας, φόροι εισοδήματος φυσικών προσώπων ή φόροι επί των πωλήσεων,
γ) δικαιώματα,
δ) μερίσματα,
ε) πριμ υπογραφής, εντοπισμού και παραγωγικότητας,
στ) τέλη έκδοσης αδειών, τέλη εκμίσθωσης, τέλη εισόδου και λοιπά ζητήματα σχετικά με άδειες ή/και παραχωρήσεις και ζ) πληρωμές για βελτιώσεις υποδομών.
2.     Οι μεγάλες ανώνυμες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην εξορυκτική βιομηχανία ή στην υλοτόμηση πρωτογενών δασών οφείλουν να καταρτίζουν και να δημοσιεύουν σε ετήσια βάση έκθεση για τις πληρωμές που καταβάλλουν προς κυβερνήσεις.
3.     Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για ανώνυμες εταιρείες οι οποίες είναι θυγατρικές ή μητρικές, εφόσον πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η μητρική εταιρεία διέπεται από τη νομοθεσία κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
β) οι πληρωμές προς κυβερνήσεις της εταιρείας περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη έκθεση για πληρωμές προς κυβερνήσεις που καταρτίζει η εν λόγω μητρική ανώνυμη εταιρεία, σύμφωνα με το άρθρο 156.
4.     Δεν λαμβάνονται υπόψη στην έκθεση οι πληρωμές που δεν υπερβαίνουν τις 100.000 ευρώ εντός του οικονομικού έτους είτε καταβάλλονται ενιαία είτε ως σειρά συναφών πληρωμών.
5.     Η έκθεση αναφέρει τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά τις δραστηριότητες που περιγράφονται στα σημεία 1 και 2 της παρ. 1 για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος:
α) το συνολικό ποσό των πληρωμών που καταβάλλονται σε κάθε κυβέρνηση, β) το συνολικό ποσό ανά είδος πληρωμής, όπως ορίζεται στο σημείο 5 στοιχεία α' έως ζ' της παρ. 1, που καταβάλλεται σε κάθε κυβέρνηση,




 
γ) εφόσον οι πληρωμές αυτές αφορούν συγκεκριμένα έργα, το συνολικό ποσό ανά είδος πληρωμής, όπως ορίζεται στο σημείο 5 στοιχεία α' έως ζ' της παρ. 1 για κάθε έργο και το συνολικό ποσό πληρωμών για κάθε έργο.
Οι πληρωμές της εταιρείας όσον αφορά υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει ως οντότητα μπορούν να δημοσιοποιούνται σε επίπεδο οντότητας και όχι σε επίπεδο έργου.
6.    Σε περίπτωση καταβολής πληρωμών σε είδος προς κυβερνήσεις, τα σχετικά στοιχεία υποβάλλονται βάσει αξίας και, κατά περίπτωση, όγκου. Παρέχονται επεξηγηματικές σημειώσεις προς αποσαφήνιση του τρόπου καθορισμού της αξίας τους.
7.        Η δημοσιοποίηση των πληρωμών, σύμφωνα με το παρόν άρθρο αντικατοπτρίζει την ουσία και όχι τη μορφή της πληρωμής ή της δραστηριότητας. Οι πληρωμές και οι δραστηριότητες δεν μπορούν να διαχωρίζονται ή να συγκεντρώνονται τεχνητά, με σκοπό την αποφυγή εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.
8.     Η έκθεση του παρόντος άρθρου δημοσιεύεται, σύμφωνα με το άρθρο 149 του παρόντος νόμου.
9.     Τα μέλη των αρμόδιων οργάνων μιας ανώνυμης εταιρείας, που ενεργούν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, έχουν καθήκον να εξασφαλίζουν, όσο γνωρίζουν και δύνανται καλύτερα, ότι η έκθεση για τις πληρωμές προς κυβερνήσεις καταρτίζεται και δημοσιεύεται, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.


Άρθρο 156
Ενοποιημένη έκθεση πληρωμών σε κυβερνήσεις
(άρθρο 44 Οδηγίας 2013/34/ΕΕ)
1.     Οι όμιλοι επιχειρήσεων οι οποίοι έχουν υποχρέωση σύνταξης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, σύμφωνα με το άρθρα 31 και 32 του Ν. 4308/2014 και οι οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος, κατά την έννοια του Παραρτήματος Α' του Ν. 4308/2014, που δραστηριοποιούνται στην εξορυκτική βιομηχανία ή στην υλοτόμηση πρωτογενών δασών οφείλουν να καταρτίζουν ενοποιημένη έκθεση για πληρωμές προς κυβερνήσεις εάν η μητρική ανώνυμη εταιρεία βαρύνεται με την υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 32 έως 36 του Ν. 4308/2014. Μητρική ανώνυμη εταιρεία θεωρείται ότι δραστηριοποιείται στον εξορυκτικό κλάδο ή στην υλοτόμηση πρωτογενών δασών, εφόσον οποιαδήποτε από τις θυγατρικές της επιχειρήσεις δραστηριοποιείται στον εξορυκτικό κλάδο ή στην υλοτομία πρωτογενών δασών. Η ενοποιημένη έκθεση περιλαμβάνει μόνο τις πληρωμές που απορρέουν από δραστηριότητες εξόρυξής και υλοτόμησης πρωτογενών δασών.
2.    Η υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένης έκθεσης της παρ. 1 δεν ισχύει για:




 
α) μητρικές ανώνυμες εταιρείες μικρών ομίλων, κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 4308/2014, εκτός αν κάποια συνδεδεμένη εταιρεία είναι οντότητα δημοσίου ενδιαφέροντος,
β) μητρικές ανώνυμες εταιρείες μεσαίων ομίλων, κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 31 του Ν. 4308/2014, εκτός αν κάποια συνδεδεμένη εταιρεία είναι οντότητα δημοσίου ενδιαφέροντος και
γ) μητρικές ανώνυμες εταιρείες που διέπονται από τη νομοθεσία κράτους- μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες είναι ταυτόχρονα θυγατρικές επιχειρήσεις, εάν η δική τους μητρική εταιρεία διέπεται από τη νομοθεσία κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3.     Δεν απαιτείται να συμπεριλαμβάνεται εταιρεία, περιλαμβανομένης και εταιρείας δημοσίου ενδιαφέροντος, σε ενοποιημένη έκθεση για πληρωμές προς κυβερνήσεις εφόσον πληρούται μία τουλάχιστον από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) αυστηροί και διαρκείς περιορισμοί θίγουν ουσιαστικά την άσκηση από τη μητρική εταιρεία των δικαιωμάτων της στην περιουσία ή στη διαχείριση αυτής της εταιρείας,
β) συντρέχουν εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις όπου οι απαραίτητες πληροφορίες για την κατάρτιση της ενοποιημένης έκθεσης για πληρωμές προς κυβερνήσεις δεν μπορούν να ληφθούν χωρίς δυσανάλογα έξοδα ή αδικαιολόγητες καθυστερήσεις,
γ) οι μετοχές ή τα μερίδια αυτής της εταιρείας κατέχονται με αποκλειστικό σκοπό τη μεταγενέστερη μεταβίβασή τους,
Οι ανωτέρω εξαιρέσεις ισχύουν μόνον εφόσον χρησιμοποιούνται και για τον σκοπό των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.
4.    Η έκθεση του παρόντος άρθρου δημοσιεύεται, σύμφωνα με το άρθρο 149.
5.     Τα μέλη των αρμόδιων οργάνων μιας ανώνυμης εταιρείας, που ενεργούν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, έχουν συλλογικό καθήκον να εξασφαλίσουν, όσο γνωρίζουν και δύνανται καλύτερα, ότι η έκθεση για τις πληρωμές προς κυβερνήσεις καταρτίζεται και δημοσιεύεται, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.


Άρθρο 157
Κριτήρια ισοδυναμίας
(άρθρο 46 Οδηγίας 2013/34/ΕΕ)
Οι προβλεπόμενες στα άρθρα 155 και 156 ανώνυμες εταιρείες οι οποίες καταρτίζουν και δημοσιοποιούν έκθεση συμμορφούμενη με τις απαιτήσεις τρίτων χωρών οι οποίες έχουν εκτιμηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 47 της Οδηγίας 2013/34 ως ισοδύναμες με τις απαιτήσεις των άρθρων 155 και 156 απαλλάσσονται από τις απαιτήσεις των άρθρων αυτών, εκτός από την δημοσιότητα στην οποία υποβάλλεται η εν λόγω έκθεση.




 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι: ΔΙΑΘΕΣΗ ΚΕΡΔΩΝ


Αρθρο 158
Κράτηση αποθεματικού
Κάθε έτος αφαιρείται το ένα εικοστό (1/20) τουλάχιστον των καθαρών κερδών για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού. Η αφαίρεση για σχηματισμό αποθεματικού παύει να είναι υποχρεωτική, μόλις τούτο φθάσει τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) του κεφαλαίου. Το τακτικό αποθεματικό χρησιμοποιείται αποκλειστικά πριν από κάθε διανομή μερίσματος προς εξίσωση του τυχόν χρεωστικού υπολοίπου της κατάστασης αποτελεσμάτων.


Αρθρο 159
Προϋποθέσεις και περιορισμός διανομών
1.     Με την επιφύλαξη των διατάξεων για τη μείωση του κεφαλαίου, δεν μπορεί να γίνει οποιαδήποτε διανομή στους μετόχους, εφόσον, κατά την ημερομηνία λήξης της τελευταίας χρήσης, το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας (καθαρή θέση), όπως προσδιορίζονται στο νόμο, είναι ή, μετά από τη διανομή αυτή, θα γίνει κατώτερο από το ποσό του κεφαλαίου, προσαυξημένου με (α) τα αποθεματικά των οποίων η διανομή απαγορεύεται από το νόμο ή το καταστατικό, (β) τα λοιπά πιστωτικά κονδύλια της καθαρής θέσης, τα οποία δεν επιτρέπεται να διανεμηθούν, και (γ) τα ποσά των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη. Το ποσό του κεφαλαίου που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο μειώνεται κατά το ποσό του κεφαλαίου που έχει καλυφθεί αλλά δεν έχει καταβληθεί, όταν το τελευταίο δεν εμφανίζεται στο ενεργητικό του ισολογισμού.
2.     Το ποσό που διανέμεται στους μετόχους δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των αποτελεσμάτων της τελευταίας χρήσης που έχει λήξει, προσαυξημένο με τα κέρδη, τα οποία προέρχονται από προηγούμενες χρήσεις και δεν έχουν διατεθεί, και τα αποθεματικά για τα οποία επιτρέπεται και αποφασίστηκε από τη γενική συνέλευση η διανομή τους, και μειωμένο (α) κατά το ποσό των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη, (β) κατά το ποσό των ζημιών προηγούμενων χρήσεων και (γ) κατά τα ποσά που επιβάλλεται να διατεθούν για το σχηματισμό αποθεματικών σύμφωνα με το νόμο και το καταστατικό.
3.    Η έννοια της διανομής των προηγούμενων παρ. 1 και 2 περιλαμβάνει ιδίως την καταβολή μερισμάτων και τόκων από μετοχές.


Αρθρο 160
Καθαρά κέρδη - Διανομή κερδών

 
1.    Τα καθαρά κέρδη της εταιρείας απεικονίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων και είναι τα προκύπτοντα κατ' εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας.
2.     Τα καθαρά κέρδη, εφόσον και στο μέτρο που μπορούν να διατεθούν σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 159, διατίθενται με απόφαση της γενικής συνέλευσης κατά την εξής σειρά:
α) Αφαιρούνται τα ποσά των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη. β) Αφαιρείται η κατά τον παρόντα νόμο και το καταστατικό κράτηση για τακτικό αποθεματικό.
γ) Κρατείται το απαιτούμενο ποσό για την καταβολή του ελάχιστου μερίσματος, όπως τούτο ορίζεται στο επόμενο άρθρο.
δ) Το υπόλοιπο των καθαρών κερδών, όπως και τα τυχόν λοιπά κέρδη, που μπορεί να προκόψουν και να διατεθούν σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 159, διατίθεται κατά τους ορισμούς του καταστατικού και τις αποφάσεις της γενικής συνέλευσης.
3.     Το προς διανομή ποσό καταβάλλεται στους μετόχους μέσα σε δύο μήνες από την απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης που ενέκρινε τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις και αποφάσισε τη διανομή.


Άρθρο 161
Ελάχιστο μέρισμα
1.     Το ελάχιστο μέρισμα υπολογίζεται επί των καθαρών κερδών, μετά από αφαίρεση της κράτησης για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και των λοιπών πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν προέρχονται από πραγματοποιημένα κέρδη.
2.     Το ελάχιστο μέρισμα ορίζεται σε ποσοστό τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) των καθαρών κερδών μετά τις μειώσεις της προηγούμενης παραγράφου και καταβάλλεται σε μετρητά. Με απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία μπορεί να μειωθεί το ως άνω ποσοστό, όχι όμως και κάτω του δέκα τοις εκατό (10%). Μη διανομή του ελάχιστου μερίσματος επιτρέπεται μόνο με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται με την αυξημένη απαρτία των παρ. 2 και 3 του άρθρου 130 και πλειοψηφία ογδόντα τοις εκατόν (80%) του εκπροσωπουμένου στη συνέλευση κεφαλαίου.
3.     Με απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία είναι δυνατόν τα κέρδη που είναι διανεμητέα ως ελάχιστο μέρισμα να κεφαλαιοποιηθούν και να διανεμηθούν σε όλους τους μετόχους υπό μορφή μετοχών, υπολογιζόμενων στην ονομαστική τους αξία.
4.     Με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, είναι δυνατόν τα κέρδη, που είναι διανεμητέα ως ελάχιστο μέρισμα να χορηγηθούν υπό μορφή τίτλων ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών, εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά, ή ιδίων τίτλων τους οποίους έχει στην κυριότητά της η εταιρεία, εφόσον είναι και αυτοί εισηγμένοι, με την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μετόχων και με την προϋπόθεση ότι οι ως άνω τίτλοι θα αποτελέσουν αντικείμενο αποτίμησης σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 18. Διανομή άλλων περιουσιακών στοιχείων αντί μετρητών είναι επιτρεπτή με τις παραπάνω προϋποθέσεις μόνο μετά από ομόφωνη απόφαση όλων των μετόχων. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται στις εταιρείες που υπόκεινται σε υποχρεωτικό ή σε προαιρετικό έλεγχο από ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία.
5.    Οι παρ. 3 και 4 εφαρμόζονται αναλόγως και στη διανομή των περαιτέρω κερδών. Στην περίπτωση αυτή η γενική συνέλευση αποφασίζει επί όλων των σχετικών θεμάτων με απλή απαρτία και πλειοψηφία.


Άρθρο 162
Προσωρινό μέρισμα και μεταγενέστερη διανομή κερδών
και προαιρετικών αποθεματικών
1.     Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται εντός της χρήσης, είναι δυνατή η διανομή προσωρινών μερισμάτων με τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Καταρτίζονται οικονομικές καταστάσεις από τις οποίες προκύπτει ότι υφίστανται τα προς τούτο αναγκαία ποσά.
β) Οι παραπάνω οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται στις διατυπώσεις δημοσιότητας δύο (2) μήνες πριν από τη διανομή.
2.     Το ποσό που θα διανεμηθεί δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των κερδών που έχουν πραγματοποιηθεί μετά το τέλος της τελευταίας χρήσης αυξημένο κατά τα κέρδη που έχουν μεταφερθεί από την τελευταία χρήση και δεν έχουν διατεθεί και τις κρατήσεις από τα αποθεματικά, που είναι διαθέσιμα για το σκοπό αυτό, και μειωμένο (α) κατά τα ποσά των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη, (β) κατά το ποσό των ζημιών προηγούμενων χρήσεων, και (γ) κατά τα ποσά που επιβάλλεται να διατεθούν για το σχηματισμό αποθεματικών σύμφωνα με το νόμο και το καταστατικό. Τα πρόσωπα που ασκούν τον τακτικό έλεγχο της εταιρείας, εφόσον υπάρχουν, υποβάλλουν στο διοικητικό συμβούλιο έκθεση για το ύψος των κερδών αυτών.


3.     Διανομή κερδών και προαιρετικών αποθεματικών μέσα στην τρέχουσα εταιρική χρήση είναι δυνατή και με απόφαση γενικής συνέλευσης ή του διοικητικού συμβουλίου, υποκείμενη σε δημοσιότητα.


Άρθρο 163
Επιστροφή παράνομα εισπραχθέντων ποσών
Κάθε ποσό που διανέμεται στους μετόχους κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 158 έως 162 επιστρέφεται από αυτούς που το εισέπραξαν, αν η εταιρεία αποδείξει ότι οι μέτοχοι γνώριζαν ή, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, όφειλαν να γνωρίζουν ότι οι διανομές που έγιναν σ' αυτούς δεν ήταν σύννομες.

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ: ΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ


Αρθρο 164
Λόγοι λύσεως της εταιρείας


1.     Η εταιρεία λύεται:
α) με την πάροδο του κατά το καταστατικό χρόνου διάρκειάς της,
β) με απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία,
γ) με την κήρυξη της εταιρείας σε πτώχευση, και
δ) σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης πτώχευσης λόγω ανεπάρκειας της περιουσίας του οφειλέτη για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας.
2.     Η εταιρεία λύεται επίσης με δικαστική απόφαση, σύμφωνα με τα άρθρα 165 και 166.
3.     Στην περίπτωση της παρ. 1 περ. β' η λύση επέρχεται με την υποβολή της απόφασης της γενικής συνέλευσης ή της δικαστικής απόφασης σε δημοσιότητα.


Αρθρο 165
Λύση της εταιρείας με δικαστική απόφαση μετά από αίτηση του εχοντος
έννομο συμφέρον
1.     Η εταιρεία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον εάν: α) κατά τη σύσταση της εταιρείας δεν καταβλήθηκε το κεφάλαιο που ήταν καταβλητέο, ολικά ή μερικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και του καταστατικού, και εξακολουθεί να είναι μη καταβεβλημένο κατά την υποβολή της αίτησης, ή β) η εταιρεία δεν έχει το ελάχιστο κεφάλαιο που ορίζεται κάθε φορά από το νόμο, ή γ) η εταιρεία δεν έχει υποβάλει προς καταχώριση χρηματοοικονομικές καταστάσεις δύο (2) τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων, εγκεκριμένες από τη γενική συνέλευση.
2.     Η αίτηση κοινοποιείται στην εταιρεία, εκδικάζεται δε με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας.
3.      Το δικαστήριο, πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, εκτός αν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Η προθεσμία αυτή μπορεί να είναι δύο (2) έως τέσσερις (4) μήνες. Εάν παρασχεθεί η παραπάνω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.
4.     Η αίτηση για λύση της εταιρείας και η απόφαση που διατάσσει τη λύση της υποβάλλονται σε δημοσιότητα.


Αρθρο 166

 
Λύση της εταιρείας με δικαστική απόφαση μετά απο αίτηση των μετόχων
1.    Η εταιρεία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση μετά από αίτηση μετόχου η μετόχων που εκπροσωπούν τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) του καταβεβλημένου κεφαλαίου, εάν υφίσταται προς τούτο σπουδαίος λόγος, που, κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη.
2.     Σπουδαίος λόγος κατά την προηγούμενη παράγραφο υφίσταται, ιδίως, εάν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει.
3.    Η αίτηση κοινοποιείται στην εταιρεία, εκδικάζεται δε με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας.
4.     Το δικαστήριο, πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία και τους μετόχους εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, ιδίως μέσω εξαγοράς μετοχών μεταξύ των μετόχων, εκτός αν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Η προθεσμία αυτή μπορεί να είναι δύο (2) έως τέσσερις (4) μήνες. Εάν παρασχεθεί η παραπάνω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.
5.     Μέτοχοι που εκπροσωπούν τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) του κεφαλαίου, μπορούν να παρέμβουν στη σχετική δίκη και να ζητήσουν την εξαγορά από αυτούς του συνόλου των μετοχών του αιτούντος ή των αιτούντων. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο διατάσσει την εξαγορά και ορίζει και το αντάλλαγμα, που πρέπει να είναι δίκαιο και να ανταποκρίνεται στην αξία των μετοχών αυτών, καθώς και τους όρους καταβολής του. Για τον προσδιορισμό της αξίας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 17. Η αξία εξαγοράς δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας, το οποίο το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%).
6.     Σε περίπτωση εξαγοράς μετοχών, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, τυχόν διατάξεις του καταστατικού για δέσμευση των μετοχών αυτών, σύμφωνα με το άρθρου 43, δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν το καταστατικό προβλέπει διαφορετικά.
7.     Το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει τη λύση της εταιρείας εάν η διατασσόμενη κατά το παρόν άρθρο εξαγορά δεν ολοκληρωθεί εντός ορισμένης προθεσμίας, εξαιτίας πταίσματος του υπόχρεου σε εξαγορά.
8.     Η αίτηση για λύση της εταιρείας και η απόφαση που διατάσσει τη λύση της υποβάλλονται σε δημοσιότητα.
9.    Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται επί εταιρειών των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά.


Άρθρο 167
Εκκαθαριστές
 
1.    Με εξαίρεση την περίπτωση της πτώχευσης, τη λύση της εταιρείας ακολουθεί η εκκαθάριση. Στην περίπτωση της πτώχευσης, οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται μόνο μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας και με την επιφύλαξη της παρ. 6 του παρόντος άρθρου.
2.     Στις περ. α' και δ' της παρ. 1 του άρθρου 164, το διοικητικό συμβούλιο εκτελεί χρέη εκκαθαριστή, εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, μέχρι να διορισθεί εκκαθαριστής από τη γενική συνέλευση. Στην περ. β' της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, η γενική συνέλευση με την ίδια απόφαση ορίζει τον εκκαθαριστη, άλλως εφαρμόζεται το προηγούμενο εδάφιο. Στις περιπτώσεις των άρθρων 165 και 166 ο εκκαθαριστης ορίζεται από το δικαστήριο με την απόφαση που κηρύσσει τη λύση της εταιρείας, άλλως εφαρμόζεται το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.
3.    Η γενική συνέλευση ή το δικαστήριο μπορεί να διορίσει και ένα μόνον εκκαθαριστη, εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά.
4.     Ο διορισμός εκκαθαριστών συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου. Αν όμως η παύση της εξουσίας του εκθέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα της εταιρείας, το διοικητικό συμβούλιο έχει υποχρέωση έναντι της εταιρείας να συνεχίσει τη διαχείριση, ωσότου ο εκκαθαριστης αναλάβει τα καθήκοντά του.
5.     Όσον αφορά τους εκκαθαριστές, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για το διοικητικό συμβούλιο. Οι συζητήσεις και οι αποφάσεις των εκκαθαριστών καταχωρούνται περιληπτικά στο βιβλίο πρακτικών του διοικητικού συμβουλίου.
6.     Το δικαστήριο μετά από αίτηση μετόχου που εκπροσωπεί το δέκα τοις εκατό (10%) του κεφαλαίου ή του εκκαθαριστη, μπορεί να διατάξει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας την παράλειψη ή τη διακοπή του σταδίου της εκκαθάρισης και την άμεση διαγραφή της εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ., αν η περιουσία της εταιρείας δεν αναμένεται να επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της εκκαθάρισης. Θεωρείται ότι η περίπτωση αυτή συντρέχει αν απορρίφθηκε αίτηση πτώχευσης της εταιρείας λόγω ανεπάρκειας της περιουσίας του οφειλέτη για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ορίζει τον τρόπο διάθεσης των τυχόν υπαρχόντων περιουσιακών στοιχείων, κατά προτίμηση προς πληρωμή εργατικών απαιτήσεων, και απαιτήσεων δικηγόρων, ασφαλιστικών ταμείων και φόρων.
7.     Τα μέλη του τελευταίου διοικητικού συμβουλίου οφείλουν να παρέχουν πληροφορίες και, αν τους ζητηθεί, εύλογη συνδρομή στον εκκαθαριστή για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της εκκαθάρισης. Οφείλουν επίσης να του παραδώσουν κάθε περιουσιακό στοιχείο της εταιρείας που τυχόν ευρίσκεται στη κατοχή τους.


Άρθρο 168
Τρόπος διενέργειας της εκκαθάρισης

 
1.     Οι εκκαθαριστές οφείλουν, μόλις αναλάβουν τα καθήκοντα τους, να διενεργήσουν απογραφή της εταιρικής περιουσίας και να δημοσιεύσουν ισολογισμό έναρξης εκκαθάρισης, μη υποκείμενο σε έγκριση της γενικής συνέλευσης. Σε κάθε περίπτωση, η απογραφή θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός τριών (3) μηνών από την ανάληψη των καθηκόντων τους.
2.    Η γενική συνέλευση των μετόχων διατηρεί όλα τα δικαιώματα της κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης.
3.     Οι εκκαθαριστές οφείλουν να περατώσουν χωρίς καθυστέρηση τις εκκρεμείς υποθέσεις της εταιρείας, να μετατρέψουν σε χρήμα την εταιρική περιουσία, με την επιφύλαξη της παρ. 8, να εξοφλήσουν τα χρέη της και να εισπράξουν τις απαιτήσεις της. Μπορούν να ενεργήσουν και νέες πράξεις, εφόσον με αυτές εξυπηρετούνται η εκκαθάριση και το συμφέρον της εταιρείας.
4.     Οι εκκαθαριστές μπορούν επίσης να εκποιήσουν τα ακίνητα της εταιρείας, την εταιρική επιχείρηση στο σύνολό της ή κλάδους αυτής ή μεμονωμένα πάγια στοιχεία της, αλλά μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από τη λύση της. Εντός της προθεσμίας αυτής κάθε μέτοχος ή και δανειστής της μπορούν να ζητήσουν από το δικαστήριο, το οποίο δικάζει κατά τα άρθρα 739 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, να καθορίσει την κατώτατη τιμή πώλησης των ακινήτων, κλάδων ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης, η απόφαση δε αυτού δεσμεύει τους εκκαθαριστές και δεν υπόκειται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, υπόκειται όμως σε αναθεώρηση κατά το άρθρο 758 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αν η εκποίηση δεν καθίσταται δυνατή.
5.     Οι εκκαθαριστές μπορούν με αίτησή τους, που υποβάλλεται στο δικαστήριο και εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, να ζητήσουν τη διενέργεια της εκκαθάρισης σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη δικαστική εκκαθάριση κληρονομίας (άρθρα 1913 επ. ΑΚ), αναλόγως εφαρμοζόμενες. Στην περίπτωση αυτή είναι δυνατή η αναγκαστική εκτέλεση κατά της εταιρείας στο στάδιο της εκκαθάρισης.
6.     Οι μέτοχοι της λυθείσας εταιρείας υποχρεούνται να καταβάλουν το κεφάλαιο που ανέλαβαν και δεν έχουν ακόμη καταβάλει, στην έκταση που αυτό είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των σκοπών της εκκαθάρισης.
7.     Κάθε έτος οι εκκαθαριστές συντάσσουν ενδιάμεσες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, οι οποίες υποβάλλονται στη γενική συνέλευση των μετόχων με έκθεση των αιτίων τα οποία παρεμπόδισαν το τέλος της εκκαθάρισης. Οι ενδιάμεσες χρηματοοικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται σε δημοσιότητα. Επίσης, συντάσσονται χρηματοοικονομικές καταστάσεις πέρατος της εκκαθάρισης, οι οποίες εγκρίνονται από τη γενική συνέλευση και υποβάλλονται σε δημοσιότητα. Η συνέλευση αυτή αποφασίζει και περί της έγκρισης του συνολικού έργου των εκκαθαριστών και απαλλαγής των ελεγκτών.
8.    Με βάση τις εγκεκριμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις πέρατος της εκκαθάρισης οι εκκαθαριστές διανέμουν το προϊόν της εκκαθάρισης στους μετόχους, σύμφωνα με τα δικαιώματα τούτων. Αν συμφωνούν όλοι οι μέτοχοι, η
διανομή μπορεί να γίνει και με αυτούσια απόδοση σ’ αυτούς των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.


Άρθρο 169
Σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης
1.     Εάν το στάδιο της εκκαθάρισης υπερβεί την τριετία, ο εκκαθαριστής υποχρεούται να συγκαλέσει γενική συνέλευση, στην οποία υποβάλλει σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης. Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει έκθεση για τις μέχρι τότε εργασίες της εκκαθάρισης, τους λόγους της καθυστέρησης και τα μέτρα που προτείνονται για την ταχεία περάτωσή της. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν παραίτηση της εταιρείας από δικαιώματα, προσφυγές, ένδικα μέσα, δικόγραφα και αιτήσεις, αν η επιδίωξη τούτων είναι ασύμφορη σε σχέση με τα προσδοκώμενα οφέλη ή αβέβαιη ή απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα παραπάνω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν και συμβιβασμούς, αναδιαπραγματεύσεις ή καταγγελία συμβάσεων ή και σύναψη νέων, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο. Η γενική συνέλευση εγκρίνει το σχέδιο με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία.
2.     Εάν το σχέδιο εγκριθεί, ο εκκαθαριστής ολοκληρώνει τη διαχείριση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σχέδιο. Εάν το σχέδιο δεν εγκριθεί, ο εκκαθαριστής ή μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου κεφαλαίου μπορούν να ζητήσουν την έγκριση του σχεδίου ή τον ορισμό άλλων κατάλληλων μέτρων από το δικαστήριο, με αίτησή τους που δικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει τα μέτρα που προβλέπει το σχέδιο ή η αίτηση των μετόχων. Ο εκκαθαριστής δεν ευθύνεται για την εφαρμογή σχεδίου που εγκρίθηκε σύμφωνα με τα παραπάνω.


Άρθρο 170
Διαγραφή της εταιρείας
1.     Με το πέρας της εκκαθάρισης, ο εκκαθαριστής μεριμνά για τη διαγραφή της εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ. Τη διαγραφή μπορούν να ζητήσουν και άλλα πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον, βάσει του άρθρου 10 παρ. 1 περ. ε' Ν. 3419/2005. Η πράξη διαγραφής ανακαλείται με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον προς το δικαστήριο, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αν αποκαλυφθούν νέα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας ή χρέη της, που δεν ικανοποιήθηκαν μολονότι υπήρχε υπόλοιπο ενεργητικού. Στις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο διορίζει εκκαθαριστή και διατάσσει την προσωρινή επανεγγραφή της εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ.
2.     Η εκκαθάριση τεκμαίρεται ότι περατώθηκε, αν παρέλθουν πέντε (5) έτη από την έναρξή της.
3.     Τα βιβλία και τα έγγραφα της εταιρείας φυλάσσονται για δέκα χρόνια από τον τελευταίο διατελέσαντα εκκαθαριστή ή πρόσωπο που θα ορίσει το δικαστήριο δικάζοντας με τη διαδικασία της εκούσιας διαδικασίας, με την επιφύλαξη ειδικών φορολογικών ή λογιστικών διατάξεων.
4.     Τα έγχαρτα στοιχεία των ανωνύμων εταιρειών τηρούνται από το Γ.Ε.ΜΗ. για διάστημα είκοσι (20) ετών από την υποβολή τους σ' αυτό και για διάστημα δέκα πέντε (15) ετών από τη διαγραφή της εταιρείας. Λαμβάνεται υπόψη η προθεσμία που λήγει πρώτη.
5.     Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης επιτρέπεται η χορήγηση από το Γ.Ε.ΜΗ. πιστοποιητικού, από το οποίο να προκύπτει ότι η εταιρεία συστάθηκε σύμφωνα με το νόμο, ότι υφίσταται και δεν έχει διαγραφεί από το Γ.Ε.ΜΗ., ότι δεν έχει πτωχεύσει και ότι δεν έχει υποβληθεί εναντίον της αίτηση πτώχευσης και ότι έχει υποβάλλει προς καταχώριση στο ΓΕΜΗ ετήσιες οικονομικές καταστάσεις κατά την τελευταία τριετία ή νομίμως δεν έχει την υποχρέωση αυτή (“Πιστοποιητικό Καλής Λειτουργίας ή Good Standing Certificate”). Με την ίδια απόφαση προβλέπονται τυχόν πρόσθετες πληροφορίες που θα μπορεί να περιέχει το πιστοποιητικό, η διαδικασία χορήγησής του, το κόστος χορήγησης και η διάρκεια ισχύος του. Το πιστοποιητικό αυτό αποδεικνύει κατά τη διάρκεια ισχύος του την ύπαρξη της εταιρείας έναντι του Δημοσίου και τρίτων. Η τυχόν επελθούσα λύση της εταιρείας κατά τη διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού δεν αντιτάσσεται στον λαβόντα τούτο, εκτός αν αυτός γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τη λύση.


Άρθρο 171
Αναβίωση, συγχώνευση και διάσπαση της λυθείσας εταιρείας
1.     Αν η εταιρεία λύθηκε λόγω παρόδου του χρόνου διάρκειάς της ή με απόφαση της γενικής συνέλευσης, η εταιρεία αναβιώνει με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων, που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία. Με την απόφαση αυτή η εταιρεία μπορεί να αναβιώσει και ως εταιρεία άλλης μορφής, εφόσον τηρηθούν οι σχετικές προϋποθέσεις για τη σύσταση της τελευταίας. Η αναβίωση τελεί υπό την προϋπόθεση ότι τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας δεν είναι κατώτερα του ελάχιστου κεφαλαίου που προβλέπεται για τις ανώνυμες εταιρείες ή τις εταιρείες άλλης μορφής.
2.     Αν η εταιρεία λύθηκε λόγω κήρυξής της σε πτώχευση και επήλθε περάτωση των εργασιών της πτώχευσης λόγω τελεσίδικης επικύρωσης του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή εξόφλησης όλων των πτωχευτικών πιστωτών, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 164 του Πτωχευτικού Κώδικα, είναι δυνατή η αναβίωση της εταιρείας με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων, που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία. Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.
3.     Οι διατάξεις των άρθρων 68 έως και 78Α, 79Α και 80 κ.ν. 2190/1920 εφαρμόζονται και στην περίπτωση που εταιρεία ή εταιρείες έχουν λυθεί λόγω παρόδου του χρόνου διάρκειας ή με απόφαση της γενικής συνέλευσης, καθώς επίσης και στην περίπτωση που μετά την κήρυξη της εταιρείας ή των εταιρειών σε πτώχευση επικυρώθηκε τελεσίδικα το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή εξοφλήθηκαν όλοι οι πτωχευτικοί πιστωτές σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 164 του Πτωχευτικού Κώδικα. Η συγχώνευση τελεί υπό την προϋπόθεση ότι τα ίδια κεφάλαια της απορροφώσας ή της νέας εταιρσείας δεν είναι κατώτερα του ελάχιστου κεφαλαίου που προβλέπεται για τις ανώνυμες εταιρείες.

4.     Οι διατάξεις των άρθρων 81 έως και 89 κ.ν. 2190/1920 εφαρμόζονται και στην περίπτωση που εταιρεία έχει λυθεί λόγω παρόδου του χρόνου διάρκειας η με απόφαση της γενικής συνέλευσης, καθώς επίσης και στην περίπτωση που μετά την κήρυξη της εταιρείας σε πτώχευση επικυρώθηκε τελεσίδικα το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή εξοφλήθηκαν όλοι οι πτωχευτικοί πιστωτών, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 164 του Πτωχευτικού Κώδικα. Η διάσπαση τελεί υπό την προϋπόθεση ότι τα ίδια κεφάλαια κάθε επωφελούμενης εταιρείας δεν είναι κατώτερα του ελάχιστου κεφαλαίου που προβλέπεται για τις ανώνυμες εταιρείες.
5.     Στις περιπτώσεις των προηγουμένων δύο παραγράφων η ολοκλήρωση της συγχώνευσης ή της διάσπασης επάγονται την αναβίωση της απορροφώσας ή της επωφελούμενης εταιρείας.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ: ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ
Άρθρο 172
Πράξεις και στοιχεία υποκαταστημάτων εταιρειών άλλων κρατών μελών
στις οποίες εφαρμόζεται η Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132
1.    Οι πράξεις και τα στοιχεία που αφορούν στα υποκαταστήματα, τα οποία έχουν ιδρύσει στην Ελλάδα εταιρείες κρατών μελών υποβάλλονται σε δημοσιότητα. Ως εταιρείες κρατών μελών νοούνται οι εταιρείες κρατών μελών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), στις οποίες εφαρμόζεται η Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 169/46 της 30.6.2017), όπως ισχύει, σε συνδυασμό με την Απόφαση της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ αριθ. 56/2010 της 30.4.2010 (ΕΕ L 181 της 15.7.2010).
2.    Η δημοσιότητα σύμφωνα με την παρ. 1 αφορά στις ακόλουθες πράξεις και στοιχεία:
α) Την ιδρυτική πράξη και το καταστατικό, εάν αυτό αποτελεί αντικείμενο
χωριστής πράξης, καθώς και των τροποποιήσεων των εγγράφων,
β) τη βεβαίωση του μητρώου, στο οποίο έχει καταχωρισθεί η εταιρεία,
γ) την ταχυδρομική ή άλλη διεύθυνση του υποκαταστήματος,
δ) την αναφορά των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος,
ε) το μητρώο στο οποίο έχει ανοιχθεί για την εταιρεία ο φάκελος που αναφέρει το
άρθρο 16 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 καθώς και ο αριθμός εγγραφής της στο
μητρώο αυτό,
στ) την επωνυμία και τη μορφή της εταιρείας, καθώς και την επωνυμία του υποκαταστήματος, εάν δεν είναι η ίδια με την επωνυμία της εταιρείας, ζ) το διορισμό, τη λήξη των καθηκόντων, καθώς και τα ατομικά στοιχεία ταυτότητος των προσώπων, που έχουν την εξουσία να δεσμεύουν την εταιρεία έναντι τρίτων και να την εκπροσωπούν ενώπιον δικαστηρίου:
-       ως προβλεπόμενα από το νόμο όργανα διοίκησης της εταιρείας ή ως μέλη ενός τέτοιου οργάνου σύμφωνα με τη δημοσιότητα που λαμβάνει χώρα για την εταιρεία βάσει του άρθρου 14 στοιχ. δ' της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132,
-       ως μόνιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας για τη δραστηριότητα του υποκαταστήματος, με μνεία της έκτασης των αρμοδιοτήτων τους,

η) τη λύση της εταιρείας, το διορισμό, τα ατομικά στοιχεία ταυτότητος και τις εξουσίες των εκκαθαριστών, καθώς και την περάτωση της εκκαθάρισης σύμφωνα με τη δημοσιότητα που λαμβάνει χώρα για την εταιρεία, που προβλέπεται στο άρθρο 14 στοιχεία η), ι) και ια) της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, όπως επίσης τη διαδικασία πτώχευσης, πτωχευτικού συμβιβασμού η άλλη ανάλογη διαδικασία, στην οποία υπόκειται η εταιρεία,
θ) τα λογιστικά έγγραφα (χρηματοοικονομικές καταστάσεις) της εταιρείας, όπως καταρτίσθηκαν, ελέγχθηκαν και δημοσιεύθηκαν κατά το δίκαιο του κράτους μέλους, από το οποίο διέπεται η εταιρεία και σύμφωνα με τις Οδηγίες 2013/34/ΕΕ και 2006/43/ΕΚ. Το παρόν δεν εφαρμόζεται στα υποκαταστήματα, τα οποία έχουν ιδρύσει τα πιστωτικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που αποτελούν αντικείμενο της Οδηγίας 89/117/ΕΟΚ,
ι) το κλείσιμο του υποκαταστηματος.


Άρθρο 173
Πράξεις και στοιχεία υποκαταστημάτων εταιρειών τρίτων χωρών
1.      Οι πράξεις και τα στοιχεία που αφορούν στα υποκαταστήματα, που έχουν ιδρύσει στην Ελλάδα εταιρείες, οι οποίες διέπονται από το δίκαιο μη κράτους μέλους, κατά την έννοια της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου, έχουν όμως νομικό τύπο ανάλογο με τους αναφερόμενους στην Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132, υποβάλλονται σε δημοσιότητα. Η δημοσιότητα αφορά στις ακόλουθες πράξεις και στοιχεία:
α) τα αναφερόμενα στα στοιχ. α', γ', δ', στ', η' και ι' του προηγουμένου άρθρου, β) το δίκαιο του κράτους, από το οποίο διέπεται η εταιρεία,
γ) εάν το παραπάνω δίκαιο το προβλέπει, το μητρώο, στο οποίο η εταιρεία είναι εγγεγραμμένη και τον αριθμό εγγραφής της στο μητρώο αυτό, δ) τη μορφή, την έδρα και το αντικείμενο της εταιρείας, καθώς και τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, το ποσό του καλυφθέντος κεφαλαίου, εάν τα στοιχεία αυτά δεν περιέχονται στα παραπάνω έγγραφα,
ε) το διορισμό, τη λήξη των καθηκόντων, καθώς και τα στοιχεία ταυτότητος των προσώπων που έχουν την εξουσία να δεσμεύουν την εταιρεία έναντι τρίτων και να την εκπροσωπούν ενώπιον δικαστηρίου:
-      ως νόμιμα προβλεπόμενα όργανα της εταιρείας ή ως μέλη ενός τέτοιου οργάνου,
-         ως μόνιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας για τη δραστηριότητα του υποκαταστήματος, με μνεία της έκτασης των εξουσιών τους και ενδεχόμενης δυνατότητας να ασκούν τις εξουσίες αυτές μόνοι,
στ) τα λογιστικά έγγραφα (χρηματοοικονομικές καταστάσεις) της εταιρείας, με εξαίρεση τα λογιστικά έγγραφα των πιστωτικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως καταρτίσθηκαν, ελέγχθηκαν και δημοσιεύθηκαν κατά το δίκαιο του κράτους, από το οποίο διέπεται η εταιρεία.
2.      Οι ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις δημοσιεύονται εντός της επόμενης χρήσεως με τη λογιστική κατάσταση των εργασιών του υποκαταστήματος.


Άρθρο 174
Γενικές διατάξεις για τη δημοσιότητα των αλλοδαπών εταιρειών
 
1.     Οι αλλοδαπές ανώνυμες εταιρείες υποχρεούνται πριν από την εγκατάσταση στην Ελλάδα υποκαταστήματός τους να καταχωρήσουν στο Γ.Ε.ΜΗ. τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 172 η, κατά περίπτωση, στο άρθρο 173. Κάθε μεταγενέστερη μεταβολή των στοιχείων αυτών πρέπει να καταχωρίζεται άμεσα στο Γ.Ε.ΜΗ.


2.     Όταν η δημοσιότητα που επιβάλλεται να γίνεται για το υποκατάστημα διαφέρει από τη δημοσιότητα που επιβάλλεται να γίνεται για την εταιρεία, η πρώτη υπερισχύει για τις εργασίες που διενεργούνται με το υποκατάστημα.
3.     Όταν στην Ελλάδα έχουν ιδρυθεί περισσότερα του ενός υποκαταστήματα από την ίδια εταιρεία, η δημοσιότητα που προβλέπεται παραπάνω σχετικά με την ιδρυτική πράξη και το καταστατικό, καθώς και τα λογιστικά έγγραφα, όπως αυτά αναφέρονται στο στοιχ. θ' του άρθρου 172 και στο στοιχείο στ' του άρθρου 173, μπορεί να γίνεται μέσω της υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. ενός από τα υποκαταστήματα κατ' επιλογην της εταιρείας.
4.     Εφόσον τηρήθηκαν οι σχετικές διατυπώσεις δημοσιότητας για το διορισμό των μονίμων εκπροσώπων αλλοδαπής ανώνυμης εταιρείας για τη δραστηριότητα του υποκαταστήματος, δεν αντιτάσσεται στους τρίτους οποιοδήποτε ελάττωμα σχετικά με το διορισμό των προσώπων αυτών, εκτός αν η εταιρεία αποδείξει ότι οι τρίτοι γνώριζαν το ελάττωμα. Επίσης δεν αντιτάσσεται στους τρίτους οποιοσδήποτε περιορισμός στην εξουσία των προσώπων αυτών, που τυχόν προκύπτει από το δίκαιο που διέπει την εταιρεία, εφόσον δεν έχει υποβληθεί σε δημοσιότητα κατά τα άρθρα 172 και 173, εκτός αν η εταιρεία αποδείξει ότι οι τρίτοι γνώριζαν τον περιορισμό ή δεν μπορούσαν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, να τον αγνοούν.


Άρθρο 175
Έγγραφα της αλλοδαπής εταιρείας
1.     Κάθε έγγραφο της εταιρείας, έντυπο ή μη, περιλαμβανομένων των επιστολών και των εγγράφων παραγγελίας, που χρησιμοποιείται από υποκατάστημα στην Ελλάδα αλλοδαπής ανώνυμης εταιρείας φέρει, εκτός των ενδείξεων που προβλέπονται στο άρθρο 14, και την ένδειξη του αριθμού καταχώρισης του υποκαταστήματος στο Γ.Ε.ΜΗ.
2.     Προκειμένου για εταιρείες μη διεπόμενες από το δίκαιο κράτους μέλους και εφ' όσον το δίκαιο της χώρας από το οποίο διέπεται η εταιρεία προβλέπει την καταχώριση σε μητρώο, πρέπει να δηλώνονται επίσης το μητρώο καταχώρισης της εταιρείας και ο αριθμός καταχώρισής της στο μητρώο αυτό.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ: ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 176
Ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις προς το κοινό
 
Τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή από 10.000 μέχρι 100.000 ευρώ ο ιδρυτής, το μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή ο διευθυντής της εταιρείας, ο οποίος εν γνώσει του προβαίνει σε ψευδή ή παραπλανητική δήλωση προς το κοινό,
α) που αφορά την κάλυψη ή την καταβολή του κεφαλαίου, ή
β) με σκοπό την εγγραφή σε τίτλους που εκδίδει η εταιρεία και αφορά στοιχεία αυτής, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή επί των εταιρικών υποθέσεων.


Άρθρο 177
Παραβάσεις μελών διοικητικού συμβουλίου
Τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή από 10.000 μέχρι 100.000 ευρώ το μέλος του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο:
1.     Εν γνώσει του συντάσσει ή εγκρίνει ανακριβείς ή παραπλανητικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας ή τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, που οφείλει να συντάξει, ή τις συντάσσει κατά παράβαση του νόμου. Ποινή δεν επιβάλλεται σε περίπτωση επουσιωδών ελλείψεων, που δεν επηρεάζουν τη συνολική εικόνα των καταστάσεων.
2.     Προβαίνει σε διανομή κερδών ή άλλων ωφελημάτων σε μετόχους της εταιρείας ή τρίτο πρόσωπο, που δεν προκύπτουν από τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας ή χωρίς να έχουν συνταχθεί χρηματοοικονομικές καταστάσεις ή με βάση χρηματοοικονομικές καταστάσεις που εν γνώσει του είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές ή συντάχθηκαν κατά παράβαση του νόμου.
3.     Εν γνώσει του εξαγοράζει εξαγοράσιμες μετοχές, κατά παράβαση του άρθρου 39 ή προκαλεί την απόκτηση από την εταιρεία ιδίων μετοχών της ή τίτλων κτήσης μετοχών της ή μετοχών της μητρικής της ή τίτλων κτήσης μετοχών της μητρικής της, κατά παράβαση των άρθρων 48, 49, 52 ή 57 του παρόντος.
4.     Χορηγεί προκαταβολή, δάνειο ή εγγύηση είτε επιβαρύνοντας την εταιρεία, με σκοπό να αποκτήσει τρίτος μετοχές αυτής, είτε επιβαρύνοντας θυγατρική της με σκοπό να αποκτήσει τρίτος μετοχές της μητρικής της, κατά παράβαση του άρθρου 51.
5.     Εν γνώσει του συντάσσει αναληθή ή ελλιπή έκθεση διαχείρισης ή άλλη υποχρεωτική κατά το νόμο ετήσια έκθεση.


Άρθρο 178
Παραβάσεις ελεγκτών
Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών (3) ετών ή με χρηματική ποινή από 10.000 μέχρι 50.000 ευρώ ή και με τις δύο ποινές:

1.     Ο τακτικός ελεγκτής ανώνυμης εταιρείας, ο οποίος θεωρεί οικονομική κατάσταση αυτής που εν γνώσει του έχει καταρτισθεί κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου.
2.     Ο τακτικός ελεγκτής ανώνυμης εταιρείας ή ο διενεργών έκτακτο έλεγχο, ο οποίος παραβιάζει το καθήκον εχεμύθειας που έχει εκ του νόμου. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο με έγκληση της εταιρείας.


Άρθρο 179
Παραβάσεις σχετικές με την εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας
Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή από 5.000 μέχρι 30.000 ευρώ:
1.    Όποιος συνάπτει για λογαριασμό της εταιρείας σύμβαση, για την οποία απαιτείται προηγούμενη άδεια κατά το άρθρο 100, αν η άδεια δεν δόθηκε. Το αξιόποινο αίρεται αν η άδεια δοθεί κατά το άρθρο 100 μετά την σύναψη της σύμβασης.
2.     Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου το οποίο παραβιάζει την υποχρέωση πιστοποίησης καταβολής του κεφαλαίου εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 20 ή προβαίνει σε ψευδή πιστοποίηση της εν λόγω καταβολής,
3.     Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου που παραλείπει να συντάξει ή συντάσσει εκπρόθεσμα τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας ή τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, που οφείλει να συντάξει, ή την ετήσια έκθεση διαχείρισης του διοικητικού συμβουλίου ή την ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης, που οφείλει να συντάξει, ή άλλη υποχρεωτική κατά το νόμο ετήσια έκθεση.
4.     Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου που παραβιάζει την υποχρέωση αναπροσαρμογής του κεφαλαίου της εταιρείας, όταν τούτο επιβάλλεται από τον νόμο.
5.     Όποιος παρακωλύει τη διενέργεια ελέγχου της εταιρείας από τους τακτικούς ελεγκτές ή τους ελεγκτές που έχουν ορισθεί για την διενέργεια εκτάκτου ελέγχου ή δεν παρέχει σε αυτούς τις πληροφορίες που οφείλει να παράσχει και οι οποίες του ζητούνται νομίμως.


Άρθρο 180
Παραβάσεις σχετικές με τις συνελεύσεις μετόχων και ομολογιούχων
Τιμωρείται με χρηματική ποινή από 5.000 μέχρι 15.000 ευρώ:
1.     Όποιος παραλείπει να συγκαλέσει γενική συνέλευση των μετόχων ή ομολογιούχων ή να συμπεριλάβει ορισμένο θέμα στην ημερήσια διάταξη κατά παράβαση του παρόντος νόμου ή του προγράμματος έκδοσης ομολογιών. Αν η υποχρέωση σύγκλησης γενικής συνέλευσης ή προσθήκης θέματος στην
ημερήσια διάταξη ανακύψει μετά από αίτηση μετόχου η ομολογιούχου, η ποινική δίωξη ασκείται μόνο με έγκληση αυτού.
2.      Όποιος εν γνώσει του μετέχει σε γενική συνέλευση μετόχων ή ομολογιούχων ή ψηφίζει χωρίς να έχει το δικαίωμα αυτό.
3.      Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου που παραβιάζει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών σε μετόχους, σύμφωνα με το άρθρο 141. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο με έγκληση εκείνου που υπέβαλε το αίτημα παροχής πληροφοριών και με την προϋπόθεση ότι η άρνηση παροχής πληροφοριών κρίθηκε αβάσιμη από το δικαστήριο σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 141.


Άρθρο 181
Γενική διάταξη
Οι παραπάνω ποινικές διατάξεις δεν αποκλείουν την εφαρμογή άλλων γενικών ή ειδικών ποινικών διατάξεων, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις τους.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ: ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 182
Τελικές διατάξεις
1.      Η ισχύς του παρόντος νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.
2.      Ειδικές διατάξεις εταιρικού δικαίου για ειδικούς τύπους εταιρειών, όπως τα πιστωτικά ιδρύματα, ή για συγκεκριμένες εταιρείες, δεν θίγονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
3.      Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται τα άρθρα 1 έως 63δ και 90 έως 146 του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν.
4.      Ο νόμος 3016/2002 για την εταιρική διακυβέρνηση, θέματα μισθολογίου και άλλες διατάξεις, παραμένει σε ισχύ.
5.      Το άρθρο 3 του αναγκαστικού νόμου 148/1967 καταργείται.
6.      Προστίθεται παράγραφος 4 στο άρθρο 16 Ν. 3401/2005 (Α' 257), ως εξής: «Σε περίπτωση άσκησης δικαιώματος υπαναχώρησης επί έκδοσης νέων μετοχών από ελληνική ανώνυμη εταιρεία και στο μέτρο που δεν είναι εφικτή η εκ νέου εμπρόθεσμη διάθεση των μετοχών επί των οποίων ασκήθηκε το δικαίωμα υπαναχώρησης, το διοικητικό συμβούλιο προσαρμόζει στο καταστατικό το ύψος του κεφαλαίου, ώστε να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα της υπαναχώρησης».

7.      Καταργούνται τα άρθρα 1 έως 9 και 12 του Ν. 3156/2003 (Α' 157). Η παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3156/2003, που προστέθηκε με την παρ. 1 άρθρου δεύτερου Ν. 4050/2012 (Α' 36), καθώς και τα λοιπά άρθρα του Ν. 3156/2003 παραμένουν σε ισχύ.
8.      Το άρθρο 4 Ν. 876/1979 καταργείται.
9.      Καταργείται η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 9 Ν. 876/1979.
10.    Καταργείται το προεδρικό διάταγμα 30/1988 (Α 13).
11.  Όπου διάταξη νόμου παραπέμπει σε διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 η του Ν. 3156/2003, οι οποίες καταργούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου, με την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου η παραπομπή αυτή νοείται ότι αναφέρεται στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου. Αντίστοιχα, όπου στον Ν. 3156/2003 γίνεται αναφορά σε «ομολογιακό δάνειο του νόμου αυτού» νοείται ομολογιακό δάνειο του παρόντος νόμου.
12.  Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης προσαρμόζεται το πρότυπο καταστατικό της ανώνυμης εταιρείας (απόφαση υπ' αριθμ. 31637/2017 του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, Β' 928) στις διατάξεις του παρόντος νόμου.


Άρθρο 183
Προσαρμογή καταστατικού και ελάχιστου κεφαλαίου των ανωνύμων
εταιρειών


1.      Οι υφιστάμενες ανώνυμες εταιρείες μπορούν να εναρμονίσουν τα καταστατικά τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Η απόφαση τροποποίησης του καταστατικού για τον σκοπό αυτόν, μπορεί να ληφθεί με απλή απαρτία και πλειοψηφία, υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική απόφαση της γενικής συνέλευσης θα ληφθεί εντός έτους από την θέση σε ισχύ των ρυθμίσεων του παρόντος νόμου. Μεταγενέστερη εναρμόνιση, καθώς και υιοθέτηση στο καταστατικό δυνητικών ρυθμίσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, γίνεται κατά τις γενικές διατάξεις του παρόντος νόμου.
2.      Ανώνυμες εταιρείες που κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου έχουν κεφάλαιο κάτω των 25.000 ευρώ, θα πρέπει το βραδύτερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2019 να το αυξήσουν σε 25.000 ευρώ ή να μετατραπούν σε εταιρεία άλλης μορφής. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν θα επιτρέπεται οποιαδήποτε νεότερη καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ., μέχρις ότου συντελεσθεί η αύξηση.


Άρθρο 184
Κατάργηση ανωνύμων μετοχών
1.      Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, οι ελληνικές ανώνυμες εταιρείες δεν μπορούν πλέον να εκδίδουν ανώνυμες μετοχές. Ανώνυμες μετοχές που έχουν εκδοθεί από ελληνικές ανώνυμες εταιρείες ονομαστικοποιούνται αυτοδίκαια την 1η Ιανουαρίου 2020.
2.         Για την αντικατάσταση των ανωνύμων τίτλων με ονομαστικούς ακολουθούνται οι διατάξεις του καταστατικού, που αφορούν τη διαδικασία μετατροπής ανωνύμων μετοχών σε ονομαστικές. Αν το καταστατικό δεν προβλέπει με πληρότητα τη διαδικασία αυτή, ακολουθείται η διαδικασία των επόμενων παραγράφων.
3.     Η εταιρεία υποχρεούται με απόφαση που λαμβάνει το διοικητικό συμβούλιο το αργότερο την 1η Ιουλίου 2019 να ανακοινώσει μέσω του Γ.Ε.ΜΗ. και με άλλα πρόσφορα μέσα τον τρόπο με τον οποίο οι μέτοχοι η άλλοι δικαιούχοι θα πρέπει να αναγείλουν στην εταιρεία τα επί των μετοχών δικαιώματά τους, ώστε να εγγραφούν στο κατά το άρθρο 41 βιβλίο μετόχων και να εκδοθούν οι νέοι τίτλοι. Μετά την 1η Ιανουαρίου 2020 και ενόσω οι μέτοχοι η άλλοι δικαιούχοι δεν έχουν αναγγείλει τα δικαιώματά τους, οι μετοχές δεν παρέχουν μετοχικά δικαιώματα ούτε και μπορούν να μεταβιβασθούν. Για την αναστολη άσκησης των μετοχικών δικαιωμάτων η παρ. 1 του άρθρου 50 εφαρμόζεται αναλόγως.
4.     Με την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, που λαμβάνεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, εξειδικεύεται με σαφήνεια ο τρόπος αναγγελίας των δικαιωμάτων, ορίζεται δε και ο τρόπος με τον οποίο θα εκδοθούν και θα παραδοθούν στους μετόχους και άλλους δικαιούχους οι νέοι ονομαστικοί μετοχικοί τίτλοι. Η εταιρεία δεν υποχρεούται να παραδώσει μετοχικούς τίτλους, αν οι ονομαστικές μετοχές εκδοθούν σε λογιστικη μορφη σύμφωνα με το νόμο η η εταιρεία δεν έχει υποχρέωση έκδοσης μετοχικών τίτλων, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 40.
5.     Αν το διοικητικό συμβούλιο δεν προβεί στις παραπάνω ενέργειες μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2019, κάθε μέτοχος που έχει ανώνυμες μετοχές μπορεί να ζητησει από το δικαστηριο με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων να υποχρεωθεί η εταιρεία να εγγράψει τον αιτούντα στο βιβλίο μετόχων και να εκδώσει και να παραδώσει σε αυτόν νέες ονομαστικές μετοχές.
6.     Στις εταιρείες με μετοχές που είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά η σε ΠΜΔ, για την καταγραφή των δικαιούχων ακολουθούνται οι κανόνες για τη νομιμοποίηση των μετόχων ενόψει συμμετοχής σε γενική συνέλευση. Επιμέρους ζητηματα της αντικατάστασης των ανωνύμων εισηγμένων μετοχών με ονομαστικές ρυθμίζονται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
7.    Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2019 για τις υφιστάμενες ανώνυμες μετοχές ισχύουν οι ακόλουθες ρυθμίσεις:
α) Σε περίπτωση μερικής καταβολής του κεφαλαίου, σύμφωνα με το άρθρο 21,
οι μετοχές μέχρι την αποπληρωμή τους είναι υποχρεωτικά ονομαστικές.
β) Η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 26 δεν
εφαρμόζεται ενόσω οι μετοχές δεν είναι ονομαστικές στο σύνολό τους.
γ) Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων για τη μεταβίβαση των ανωνύμων
μετοχών, οι μετοχές αυτές μεταβιβάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις που
διέπουν τη μεταβίβαση κινητών πραγμάτων.
δ) Το δικαίωμα του μετόχου σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 122 ισχύει μόνο αν ο μέτοχος έχει ονομαστικές μετοχές.
ε) Η αποστολή στους μετόχους των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, καθώς και των σχετικών εκθέσεων του διοικητικού συμβουλίου και των ελεγκτών, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 123, είναι δυνατή εφόσον οι μετοχές είναι ονομαστικές στο σύνολό τους.
στ) Η λήψη αποφάσεων με ψηφοφορία χωρίς συνεδρίαση, που προβλέπεται στο άρθρο 135, είναι δυνατή μόνο αν οι μετοχές της εταιρείας είναι στο σύνολό τους ονομαστικές.
ζ) Το δικαίωμα του μετόχου σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 10 και την παρ. 11 του άρθρου 141 ισχύει μόνο αν ο η εταιρεία έχει ονομαστικές μετοχές. η) Μέτοχοι με ανώνυμες μετοχές δεν μπορούν να γίνουν μέλη ενώσεων μετόχων σύμφωνα με το άρθρο 144 και να ασκούν δικαιώματα μέσω των ενώσεων με τις μετοχές αυτές.
θ) Κατά τα λοιπά οι μέτοχοι με ανώνυμες μετοχές μπορούν μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2019 να ασκούν τα δικαιώματα που έχουν και οι μέτοχοι με ονομαστικές μετοχές.


Άρθρο 185
Διατάξεις για άλλες εταιρικές μορφές
1.     Στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 150, 151, 152, 153 και 154 του παρόντος εμπίπτουν και προσωπικές εταιρείες, όταν όλοι οι άμεσοι ή έμμεσοι εταίροι έχουν περιορισμένη ευθύνη λόγω του ότι είναι νομικά πρόσωπα που έχουν τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας, της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, της ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρείας ή της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας.
2.     Στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 154 εμπίπτουν και οι οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος, κατά την έννοια του Παραρτήματος Α' του Ν. 4308/2014.


Άρθρο 186
Μεταβατικές διατάξεις
1.    Οι ρυθμίσεις του παρόντος νόμου τίθενται σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου 2019.
2.    Οι διατάξεις του άρθρου 20 για την πιστοποίηση της καταβολής του κεφαλαίου εφαρμόζονται στις περιπτώσεις όπου η καταβολή αυτή πρέπει να λάβει από την ημερομηνία της παρ. 1 και μετά.
3.    Οι διατάξεις του άρθρου 39 εφαρμόζονται στις εξαγορές εξαγοράσιμων μετοχών που λαμβάνουν χώρα από την ημερομηνία της παρ. 1 και μετά, ακόμη και αν οι εξαγοράσιμες μετοχές είχαν εκδοθεί προηγουμένως.
4.    Οι ρυθμίσεις του άρθρου 40 παρ. 2 που προβλέπουν νέες δυνατότητες ρύθμισης από το καταστατικό των ζητημάτων τήρησης του βιβλίου μετόχων ισχύουν και σε υφιστάμενες εταιρείες.
5.    Οι ρυθμίσεις του άρθρου 41 παρ. 2 για τη δυνατότητα να μην υπογράφεται το βιβλίο μετόχων εφαρμόζεται στις μεταβιβάσεις που καταχωρίζονται στο
βιβλίο μετόχων από την ημερομηνία της παρ. 1 και μετά ακόμη και αν η σύμβαση μεταβίβασης μετοχών είχε συναφθεί προηγουμένως.
6.     Οι διατάξεις των άρθρων 45, 46 και 47 του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται σε εκκρεμείς διαδικασίες των άρθρων 49α, 49β και 49γ κ.ν. 2190/1920.
7.     Οι διατάξεις των άρθρων 59 έως και 74 εφαρμόζονται στα ομολογιακά δάνεια που εκδίδονται από την ημερομηνία της παρ. 1 και μετά. Τα μέρη δύνανται να αποφασίζουν με τη διαδικασία που προβλέπεται για την τροποποίηση των όρων τους, την εφαρμογή του παρόντος νόμου και σε ομολογιακά δάνεια που είχαν εκδοθεί πριν από την ημερομηνία της παρ. 1.
8.     Οι διατάξεις των άρθρων 75 και 76 εφαρμόζονται στους ιδρυτικούς τίτλους που εκδίδονται από την ημερομηνία της παρ. 1 και μετά.
9.     Οι διατάξεις των άρθρων 99 έως 101 εφαρμόζονται σε συμβάσεις που συνάπτονται από την ημερομηνία της παρ. 1 και μετά.
10.   Οι διατάξεις των άρθρων 109 έως 114 εφαρμόζονται στη χρήση που αρχίζει την ημερομηνία της παρ. 1.
11.   Οι διατάξεις για τη γενική συνέλευση εφαρμόζονται σε συνελεύσεις που προσκαλούνται από την ημερομηνία της παρ. 1 και μετά.
12.   Το προεδρικό διάταγμα του άρθρου 144 παρ. 4 και οι υπουργικές αποφάσεις που προβλέπονται στον παρόντα νόμο μπορούν να εκδοθούν και πριν από την ημερομηνία της παρ. 1.
13.   Αιτήσεις λύσης ανωνύμων εταιρειών επί τη βάσει της περ. γ' της παρ. 1 του άρ. 48 κ.ν. 2190/1920, που υποβλήθηκαν πριν από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου κρίνονται με βάση το άρθρο αυτό και μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος.
14.   Η προθεσμία των τριών (3) ετών της παρ. 1 του άρθρου 169 ισχύει για εκκαθαρίσεις που αρχίζουν από την ημερομηνία της παρ. 1 και μετά.
15.   Στην περίπτωση των εκκρεμών κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου εκκαθαρίσεων, η προθεσμία των πέντε (5) ετών της παρ. 2 του άρθρου 170 δεν συμπληρώνεται πριν από την παρέλευση έξη (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
16.   Σε σχέση με τη διαχρονική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου που προβλέπουν παραγραφές ή αποσβεστικές προθεσμίες εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 18 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα.
17.   Σε σχέση με τη διαχρονική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου που ρυθμίζουν την ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου και άλλων προσώπων εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 24 και 25 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα.
18.   Οι διατάξεις του παρόντος νόμου για τις διανομές κερδών εφαρμόζονται στις διανομές που αποφασίζονται από γενικές συνελεύσεις που λαμβάνουν χώρα από την ημερομηνία της παρ. 1 και μετά. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου για τη διανομή προσωρινού μερίσματος εφαρμόζονται στις διανομές που γίνονται με απόφαση διοικητικού συμβουλίου που λαμβάνεται από την ημερομηνία της παρ. 1 και μετά.

19.   Διατάξεις του παρόντος νόμου που ορίζουν αρμοδιότητα δικαστηρίων η την ακολουθητέα διαδικασία εφαρμόζονται σε δίκες που αρχίζουν από την ημερομηνία της παρ. 1 και μετά.


 
 


Αιτιολογική Έκθεση
επί του Σχεδίου Νόμου
για τις Ανώνυμες Εταιρείες


Ι. Επί του νομοσχεδίου γενικά
Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιδιώκεται η αναμόρφωση του δικαίου της ανώνυμης εταιρείας με νέο νομοθέτημα.

1.    Μετά παρέλευση σχεδόν εκατονταετίας από την εισαγωγή του «κωδικοποιημένου» νόμου 2190/1920, η συνολική ανακαίνιση της βασικής νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρείες αποτελεί πλέον προφανή ανάγκη. Τούτο δε, παρά τις επανειλημμένες τροποποιήσεις του κ.ν. 2190/1920, που έγιναν όχι μόνο για την κατά καιρούς ενσωμάτωση ευρωπαϊκών Οδηγιών εταιρικού δικαίου, αλλά και για την, ανεξάρτητα από τις Οδηγίες, βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου, όπως συνέβη ιδίως με τον Ν. 3604/2007.

(α) Πράγματι, η σημερινή κατάσταση του νόμου (του σπουδαιότερου νόμου εταιρικού δικαίου στην Ελλάδα) δεν είναι εκείνη που θα περίμενε κανείς από μια χώρα, που καταπολεμά τη γραφειοκρατία και προσδοκά την ανάπτυξη. Οι διατάξεις του σημερινού νόμου, παρά τις βελτιώσεις που κατά καιρούς επιχειρήθηκαν, διατηρούν την αρχική τους διάταξη: Είναι άτακτα τοποθετημένες, ασυστηματοποίητες και χωρίς πάντοτε εσωτερική λογική και συνοχή (π.χ. ορισμένες διατάξεις για τα ομολογιακά δάνεια βρίσκονται πριν από τις διατάξεις για την ίδρυση της εταιρείας, άλλες δε σε χωριστό νόμο), ορισμένες διατάξεις δεν ισχύουν πλέον ή έχουν απλώς ιστορική αξία (π.χ. οι διατάξεις για τη δημοσιότητα διά του Μητρώου Α.Ε. ή για το «δικαίωμα λειτουργίας» των αλλοδαπών α.ε.), στο ίδιο άρθρο ρυθμίζονται ετερόκλητα θέματα (όπως π.χ. η ρύθμιση στο ίδιο άρθρο της σύστασης της εταιρείας και της μείωσης του κεφαλαίου), η χρησιμοποιούμενη ορολογία δεν είναι ενιαία (π.χ. «κεφάλαιο», «μετοχικό κεφάλαιο», «εταιρικό κεφάλαιο», «φανερή» και «ονομαστική» ψηφοφορία). Επίσης ορισμένα ζητήματα, όπως π.χ. τα περί προέδρου του διοικητικού συμβουλίου (δ.σ.) ή της γενικής συνέλευσης (γ.σ.) επαφίενται στην πρακτική που έχει διαμορφωθεί, χωρίς να υπάρχουν ρυθμίσεις. Επιπλέον, υπάρχουν διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, που παραμένουν στην καθαρεύουσα, ενώ οι νεότερες διατάξεις είναι στη δημοτική.

(β) Όμως πέραν των νομοτεχνικών προβλημάτων, ο κ.ν. 2190/1920 αξίζει γενικότερα να αναθεωρηθεί, ώστε το καθεστώς της ανώνυμης εταιρείας και οι επιμέρους ουσιαστικές ρυθμίσεις του νόμου να βελτιωθούν, να απλουστευθούν και να γίνουν φιλικότερες, με εισαγωγή καινοτομιών, που θα βοηθήσουν τους Έλληνες επιχειρηματίες. Επομένως ο υφιστάμενος νόμος χρειάζεται γενικότερο εκσυγχρονισμό, κάτι που δεν είναι εφικτό με επιμέρους τροποποιήσεις του, και απαιτεί συνολική αναμόρφωσή του.

2.    Με τις σκέψεις αυτές συστήθηκε Ομάδα Εργασίας με έργο την αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών (κ.ν. 2190/1920 όπως ισχύει) .

3.    Ευκαιρία για την αναμόρφωση του κ.ν. 2190/1920 παρουσιάζεται σήμερα και για τον πρόσθετο λόγο ότι ένα μεγάλο μέρος του νόμου (ολόκληρο το λογιστικό δίκαιο, το ελεγκτικό δίκαιο, το σύστημα δημοσιότητας, προσεχώς δε και το δίκαιο των μετασχηματισμών) αποχωρίζεται από το νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες, με τη λογική ότι δεν αφορά μόνο αυτές, αλλά κι άλλες εταιρικές μορφές.

4.    Πρέπει να σημειωθεί ότι η αναμόρφωση του δικαίου της α.ε. αποτελεί σήμερα αντικείμενο γενικότερης διεθνούς ενασχόλησης. Πολλές χώρες σήμερα, ευρωπαϊκές και μη, αντιλαμβανόμενες τη σημασία του παγκόσμιου ανταγωνισμού των δικαίων, φροντίζουν να εκσυγχρονίσουν τη νομοθεσία τους για τις ανώνυμες εταιρείες, ώστε με τον τρόπο αυτό να διαφημίσουν την εγχώρια αγορά και να την καταστήσουν φιλικότερη προς τις ξένες επενδύσεις.

5.    Βέβαια, η αναμόρφωση ενός δικαιικού κλάδου και η αντικατάσταση ενός νόμου με ένα νεότερο δεν είναι χωρίς συνέπειες. Κάθε νέο νομοθετικό καθεστώς προκαλεί κάποια δυσκολία στην αγορά, δεδομένου ότι οι ενδιαφερόμενοι και οι νομικοί τους παραστάτες οφείλουν να μελετήσουν τη νέα νομοθεσία, ώστε όχι μόνο να αντιληφθούν τις γενικές γραμμές της, αλλά και να εντοπίσουν με προσοχή τις επιμέρους διαφορές στα κατιδίαν ζητήματα σε σχέση με το προϊσχύσαν καθεστώς. Ελπίζεται ότι η παρούσα αιτιολογική έκθεση θα βοηθήσει στον εντοπισμό των διαφορών αυτών. Γενικά, πάντως, είναι βάσιμη η ελπίδα ότι, παρά τις δυσκολίες της, η ανακαίνιση του δικαίου της ανώνυμης εταιρείας με νέο νομοθέτημα θα έχει θετικά μέσο-μακροπρόθεσμα αλλά και βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, αφού έτσι παρέχεται η ευκαιρία εισαγωγής καινοτομιών, που προάγουν την επιχειρηματικότητα, διευκρινίζουν πολλές διατάξεις που παρουσίαζαν ερμηνευτικές δυσκολίες και βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων, γενικότερα δε αναβαθμίζουν την ποιότητα και νομοτεχνική αρτιότητα του εταιρικού δικαίου.

6.    Συγκεντρώνεται κατά το δυνατόν στο νέο νόμο οι διατάξεις που αφορούν την ανώνυμη εταιρία και βρίσκονται σε άλλα νομοθετήματα. Έτσι π.χ.: Ο νέος νόμος περιλαμβάνει τα ομολογιακά δάνεια, με κατάργηση των αντίστοιχων διατάξεων του Ν. 3156/2003, αφού πρόκειται για δυνατότητα που έχει επιφυλαχθεί στις ανώνυμες εταιρείες και μόνο. Μεταφέρονται στο νέο νόμο οι ρυθμίσεις του π.δ. 30/1988 για τα stock options. Τα ζητήματα του ελάχιστου μερίσματος ρυθμίζονται εξ ολοκλήρου στο νόμο με κατάργηση των διατάξεων του α.ν. 148/1967. Μεταφέρονται στο νέο νόμο οι ρυθμίσεις του Ν. 4403/2016, που αφορούσαν ζητήματα (κυρίως) της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, και που δεν είχαν ενσωματωθεί στον κ.ν. 2190/1920 με το Ν. 4308/2014. Τα ζητήματα αυτά αφορούν την ετήσια έκθεση διαχείρισης του δ.σ., τη δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης, τις μη χρηματοοικονομικές καταστάσεις, την έκθεση πληρωμών σε κυβερνήσεις και την υποβολή των καταστάσεων αυτών σε δημοσιότητα. Όμως παρέμβαση στο Ν. 3016/2002 για την εταιρική διακυβέρνηση δεν έχει γίνει. Πρόκειται κατά βάση για νομοθεσία εποπτευόμενη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η πρωτοβουλία για την τροποποίησή της ανήκει φυσιολογικά σ' αυτήν. Ορισμένες όμως διατάξεις του νόμου αυτού έχουν ήδη ενσωματωθεί στην εταιρική νομοθεσία, όπως π.χ. οι διατάξεις για τη σύγκρουση συμφερόντων.
 

ΙΙ. Οι κύριες κατευθύνσεις της αναμόρφωσης

1.    Οι νέες ρυθμίσεις αποβλέπουν σε μια καλύτερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία της εταιρείας, αξιοποιούν την τεχνολογία, βελτιώνουν τη θέση των μετόχων, απλοποιούν την εταιρική «καθημερινότητα», με αντίστοιχη εξοικονόμηση κόστους, και εισάγουν καινοτομίες που κρίθηκαν ότι μπορούν να ενδιαφέρουν τον επιχειρηματικό κόσμο. Πρότυπα των διατάξεων αποτέλεσαν αντίστοιχες διατάξεις αλλοδαπών δικαίων η προήλθαν από την ελληνική εμπειρία. Επιπλέον με το νέο νόμο επιδιώκεται η γλωσσική και ορολογική ομοιογένεια του κειμένου για ανετότερη και ασφαλέστερη ανάγνωση.

2.    Μερικές από τις αξιοσημείωτες τροποποιήσεις του ισχύοντος δικαίου, που επέρχονται με το παρόν νομοσχέδιο, είναι οι ακόλουθες:
(α) Στο πλαίσιο καταπολέμησης της γραφειοκρατίας αναθεωρούνται ορισμένες διατάξεις για την κρατική εποπτεία επί των ανωνύμων εταιρειών. Το κεφάλαιο 8ο του κ.ν. 2190/1920 δεν επαναλαμβάνεται στο νέο νόμο. Η κρατική εποπτεία, που δεν υπάρχει σε καμιά άλλη εταιρική μορφή, είχε απομειωθεί ήδη με το Ν. 3604/2007, η πείρα όμως έχει δείξει ότι, ακόμη και μειωμένη, δεν έχει να παρουσιάσει κάποιο χειροπιαστό όφελος και περισσότερο δημιουργεί γραφειοκρατικά εμπόδια, επιπλέον δε ζητήματα ίσης μεταχείρισης των επιχειρήσεων. Δεν πρέπει βέβαια να λησμονείται ότι η κρατική εποπτεία στο πλαίσιο του κ.ν. 2190/1920 αφορούσε πάντοτε την τήρηση του εταιρικού δικαίου και μόνο, ενώ η εποπτεία της τήρησης άλλων διατάξεων (π.χ. της εργατικής νομοθεσίας, της κεφαλαιαγοράς, της προστασίας του περιβάλλοντος, της τήρησης των νόμων για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, και όποιας άλλης), που είναι και η πιο σημαντική, ήταν χωριστή και φυσικά πρέπει να διατηρηθεί ως έχει. Πρέπει επιπλέον να σημειωθεί ότι είναι άλλο ζήτημα ο έλεγχος που ασκείται κατά την καταχώριση εταιρικών πράξεων (σύστασης της εταιρείας και τροποποίησης του καταστατικού) στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ). Και καταρχήν μεν ο έλεγχος αυτός πρέπει να είναι απλός και ταχύς, προκειμένου το Γ.Ε.ΜΗ. να μην αποτελεί πρόσκομμα στη λειτουργία των επιχειρήσεων, ευλόγως όμως είναι απλούστερος στις κοινές επιχειρήσεις, ενώ παραμένει πιο λεπτομερής κατά τη σύσταση και την τροποποίηση του καταστατικού ορισμένων εταιρειών, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία και την κοινωνία (τράπεζες, ασφαλιστικές επιχειρήσεις κλπ.). Μαζί με την εταιρικού δικαίου εποπτεία δεν επαναλαμβάνονται ορισμένοι συναφείς κανόνες, ιδίως η υποχρέωση υποβολής στη Διοίκηση πρακτικών της γ.σ. και του δ.σ. που δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη χρησιμότητα (αν πρόκειται όμως για αποφάσεις που πρέπει να καταχωρισθούν στο Γ.Ε.ΜΗ. υποβάλλονται στο τελευταίο).

(β) Σε σχέση με τους τίτλους που εκδίδει μια α.ε.: Διατηρούνται οι υπάρχοντες, εισάγονται όμως οι «συνδεδεμένοι» τίτλοι, οι οποίοι μπορούν να αποκτηθούν ή να εκποιηθούν συνδυασμένα. Εισάγονται επίσης οι τίτλοι κτήσης μετοχών της εταιρείας (warrants), που είναι ήδη γνώριμοι στον τραπεζικό τομέα. Προβλέπεται η δυνατότητα έκδοσης άυλων τίτλων και από μη εισηγμένες εταιρείες.

(γ) Προτείνεται η κατάργηση των ανωνύμων μετοχών από 1.1.2020. Η κατάργηση αυτή οδηγεί σε ρυθμιστική απλοποίηση, αφού οι κανόνες είναι ενιαίοι, χωρίς διάκριση μεταξύ ονομαστικών και ανωνύμων μετοχών. Η κατάργηση των ανωνύμων μετοχών αποτελεί πλέον αναγκαίο μέτρο για πολλούς λόγους. Εν πρώτοις πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι ανώνυμες μετοχές έχουν ως πλεονέκτημα την ευχερέστερη μεταβίβαση τους. Όμως η μεταβίβαση των ανωνύμων μετοχών σπανίως επιτυγχάνεται με την παράδοση του τίτλου, και τούτο είτε διότι η έκδοση ανωνύμων τίτλων δεν είναι πια συχνό φαινόμενο, είτε διότι (και αυτό αφορά τις εισηγμένες μετοχές) η μεταβίβαση τόσο των ονομαστικών όσο και των ανωνύμων μετοχών ακολουθεί όμοιους κανόνες, στις μετοχές δε αυτές δεν μπορεί να αποκρυβεί ο ιδιοκτήτης. Μάλιστα μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν το ελληνικό δίκαιο περιείχε κανόνες (φορολογικού ιδίως δικαίου), που επέβαλλαν την κατάρτιση εγγράφου για τη μεταβίβαση των μετοχών, ακόμα και των ανωνύμων. Μολονότι η ελληνική νομολογία είχε περιορίσει την εμβέλεια των κανόνων αυτών, θεωρώντας ότι έχουν μόνο φορολογικό αποτέλεσμα, όχι δε και αποτέλεσμα εταιρικού δικαίου, γεγονός παραμένει ότι οι αξιούμενες διατυπώσεις κάθε άλλο παρά διευκόλυναν την μεταβίβαση. Παραπέρα λόγος ύπαρξης των ανωνύμων μετοχών δεν υπάρχει, οπωσδήποτε δε δεν είναι ικανή δικαιολογία η απόκρυψη του ιδιοκτήτη τους. Σχετικά πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι εργασίες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμπνεόμενες από συμπεράσματα στα οποία έχουν καταλήξει διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΟΣΑ και η FATF, και που απέκτησαν επικαιρότητα μετά τα γνωστά Panama papers, Paradise papers κλπ., έχουν οδηγήσει στο να ζητείται από τα κράτη-μέλη να εξασφαλίσουν ότι οι ανώνυμες μετοχές (ακριβώς λόγω της ανυνυμίας τους) δεν θα αποτελέσουν μέσο καταχρηστικών πρακτικών. Η σχετική Οδηγία (EU) 2015/849, η ενσωμάτωση της οποίας αναμένεται προσεχώς, θεωρεί ότι η ύπαρξη ανωνύμων μετοχών δημιουργεί κινδύνους, που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, της τρομοκρατίας και της εγκληματικότητας. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργούνται με την παραπάνω Οδηγία μηχανισμοί για τον εντοπισμό όχι απλώς των προσώπων, που είναι δικαιούχοι των ανωνύμων μετοχών, αλλά και των προσώπων που είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι, όταν δηλαδή ο φαινόμενος ως ιδιοκτήτης κατέχει μετοχές για λογαριασμό κάποιου άλλου. Μέσο για τη διευκόλυνση της αντιμετώπισης του ξεπλύματος κλπ. εμφανίζεται σήμερα πλέον η κατάργηση των ανωνύμων μετοχών, ή άλλα ισοδύναμα μέτρα, όπως είναι η αποϋλοποίηση ή η ακινητοποίηση τούτων και η έκδοση ονομαστικών πιστοποιητικών, η κατάρτιση μητρώου ιδιοκτητών ανωνύμων μετοχών, ή και άλλα μέτρα, όπως οι γαλλικοί «ταυτοποιήσιμοι τίτλοι στον κομιστή». Στο πνεύμα αυτό πολλά κράτη σήμερα έχουν είτε καταργήσει τις ανώνυμες μετοχές (όπως οι ΗΠΑ, η Αγγλία, η Αυστρία, κ.ά.), είτε υιοθετήσει εναλλακτικά ισοδύναμα μέτρα (όπως το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, ο Παναμάς, η Ελβετία, κ.ά.). Όμως η απλούστερη μέθοδος είναι η κατάργηση των ανωνύμων μετοχών, που επιτρέπει την ενοποίηση των κανόνων και αποτρέπει πολύπλοκες εναλλακτικές ρυθμίσεις, που στην ουσία τους ούτε διασώζουν την ανωνυμία, ούτε διευκολύνουν την μεταβίβαση. Πράγματι, άλλα συστήματα παρακολούθησης των ανωνύμων μετοχών δημιουργούν πρόσθετες υποχρεώσεις αναφορών, εκθέσεων κλπ. που επιτείνουν την «πληροφοριακή κόπωση» των επιχειρήσεων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ,τουλάχιστον για τις εισηγμένες μετοχές, η ονομαστικοποίηση των ανωνύμων μετοχών αφορά ελάχιστες (περίπου 10 συνολικά) εταιρείες. Η κατάργηση των ανωνύμων μετοχών συνοδεύεται από διατάξεις που προβλέπουν τη διαδικασία ονομαστικοποίησης (άρθρο 184).
 

(δ) Το νομοσχέδιο επιχειρεί μερική ενσωμάτωση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/828 της 17.5.2017 για την ενθάρρυνση της μακροπρόθεσμης ενεργού συμμετοχής των μετόχων, ιδιαίτερα ως προς τα κεφάλαια που αφορούν την καταβολή αμοιβών σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τη διαφάνεια και εποπτεία των συναλλαγών συνδεδεμένων μερών.

(ε) Βελτιώνονται οι τεχνικές μέθοδοι λειτουργίας των οργάνων της εταιρείας, με ευρύτερη χρήση των εξ αποστάσεως ψηφοφοριών δ.σ. και γ.σ. Το βιβλίο μετόχων μπορεί να τηρείται ηλεκτρονικά από το Κεντρικό Αποθετήριο, τράπεζες ή επιχειρήσεις επενδύσεων. Για τις μη εισηγμένες εταιρείες, το βιβλίο πρακτικών γ.σ. μπορεί να τηρείται ενιαία με το βιβλίο πρακτικών του δ.σ.

(στ) Εισάγεται (επιτρεπτά κατά το ενωσιακό δίκαιο) η «απεριόριστη» διάρκεια της εταιρείας, που απαλλάσσει τους μετόχους από τη μέριμνα παράτασης της ορισμένης διάρκειας κατά τη λήξη της. Η εταιρεία με απεριόριστη διάρκεια, σε αντίθεση με τις έννομες σχέσεις αορίστου χρόνου, δεν λύεται με καταγγελία, αλλά για τους ίδιους λόγους, για τους οποίους λύεται και η εταιρεία ορισμένου χρόνου.

(ζ) Ειδικότερα σε σχέση με το διοικητικό συμβούλιο: Το δ.σ., που καταρχήν πρέπει να είναι τουλάχιστον τριμελές, μπορεί εφεξής για τις μικρές και πολύ μικρές εταιρείας να είναι και μονομελές. Προβλέπεται η εκλογή και λειτουργία «εκτελεστικής επιτροπής» στο πλαίσιο του δ.σ. Επίσης προβλέπεται η περιοδική (σταδιακή) ανανέωση του δ.σ. (staggered board). Αρμοδιότητα έκδοσης ομολογιακού δανείου έχει κατά κανόνα το δ.σ. Εισάγονται ρητές ρυθμίσεις για τον πρόεδρο του δ.σ. (αλλά και τον πρόεδρο της γ.σ.). Προβλέπεται (αν και εκ περισσού) ότι για τη δέσμευση της εταιρείας δεν απαιτείται εταιρική σφραγίδα. Επίσης το δ.σ. είναι καταρχήν αρμόδιο για την έγκριση συναλλαγών της εταιρείας με συνδεδεμένα μέρη. Η έγκριση γίνεται έτσι απλούστερη, προβλέπεται όμως η δυνατότητα της μειοψηφίας να ζητήσει να κριθεί το ζήτημα από τη γ.σ. Ρυθμίζεται αναλυτικότερα το ευαίσθητο ζήτημα των παρεχομένων στα μέλη του δ.σ. αμοιβών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραπάνω οδηγίας (ΕΕ) 2017/828, όπου σημαντική είναι (για τις εισηγμένες εταιρείες) αφενός μεν η υιοθέτηση πολιτικής αποδοχών, αφετέρου δε η σύνταξη ετήσιας έκθεσης αποδοχών. Τέλος, εισάγεται ένα νέο πλαίσιο ευθύνης των μελών δ.σ., ώστε οι απαιτήσεις της εταιρείας να ασκούνται χωρίς να βλάπτεται το εταιρικό συμφέρον και από την άλλη μεριά η μειοψηφία να μπορεί να επιβάλει την άσκηση των εταιρικών αξιώσεων.

(η) Σε σχέση με τη γενική συνέλευση: Οι δύο επαναληπτικές συνεδριάσεις της καταστατικής γ.σ. περιορίζονται σε μια. Στην αρχική συνέλευση η απαρτία ορίζεται στο 1/2 και στην επαναληπτική στο 1/3 (ή σε ορισμένες περιπτώσεις στο 1/5) του κεφαλαίου. Εισάγεται δυνατότητα «ημέρας καταγραφής» και για μη εισηγμένες, αν αυτό προβλέπεται από το καταστατικό. Προστίθεται νέος τρόπος λήψης αποφάσεων από τη γ.σ. χωρίς συνεδρίαση. Εισάγεται επίσης δυνατότητα συνεδρίασης της γ.σ. εξ ολοκλήρου από απόσταση (virtual general meeting). Επίσης διευκρινίζονται ζητήματα ελαττωματικών αποφάσεων της γ.σ., ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις ανυπόστατες αποφάσεις.
 

(θ) Σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μετόχων: Προστίθενται ορισμένα νέα δικαιώματα του μετόχου π.χ. για ατομική πληροφόρηση σχετικά με την κεφαλαιακή συγκρότηση της εταιρείας και τη δική του συμμετοχή, καθώς και με επικείμενες γενικές συνελεύσεις. Μειώνονται σε ορισμένες περιπτώσεις τα ποσοστά επί του κεφαλαίου που είναι αναγκαία για την άσκηση δικαιωμάτων μειοψηφίας. Εισάγεται δυνατότητα ενώσεων μετόχων που θα μπορούν να ασκούν στο όνομά τους, αλλά για λογαριασμό των μετόχων, τα δικαιώματα μειοψηφίας. Από την άλλη μεριά αυστηροποιούνται οι προϋποθέσεις ορθής και έγκαιρης καταβολής του κεφαλαίου.

(ι) Δίδεται στους ενδιαφερόμενους ευρύτερη καταστατική ελευθερία σε πολλά ζητήματα.

(ια) Αποσαφηνίζονται τα ποσά κερδών τα οποία μπορούν να διανεμηθούν, ώστε να είναι βέβαιο ότι πρόκειται για ποσά που συνιστούν πραγματικά κέρδη και όχι π.χ. υπεραξίες.

(ιβ) Λύση της εταιρείας επέρχεται και αν αίτηση πτώχευσης απορρίπτεται λόγω έλλειψης ενεργητικού. Μετά τη λύση της εταιρείας, εισάγεται δυνατότητα να παραλειφθεί η διαδικασία εκκαθάρισης και να γίνει απευθείας διαγραφή από το ΓΕ.Μ.Η., αν η εταιρεία δεν διαθέτει ενεργητικό. Εισάγονται και άλλα μέτρα για την επιτάχυνση των εκκαθαρίσεων.

(ιγ) Σε διάφορα σημεία διαφοροποιούνται οι διατάξεις, ανάλογα με το μέγεθος των επιχειρήσεων, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 2 του Ν. 4308/2014.

(ιδ) Με σκοπό την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων, το παρόν νομοσχέδιο ενθαρρύνει τη διαιτητική επίλυση των διαφορών.

3.    Σημαντικό είναι επίσης ότι εισάγονται διευκρινιστικές διατάξεις σε πολλά αμφισβητούμενα ζητήματα, όπως π.χ. εκείνα του επιτρεπτού της καταβολής του κεφαλαίου διά συμψηφισμού, του χρονικά μεταβλητού των προνομίων των προνομιούχων μετοχών, της δυνατότητας κατάργησης του δικαιώματος προτίμησης με απόφαση του δ.σ., των καθηκόντων και της ευθύνης των μελών του δ.σ., των ελαττωματικών αποφάσεων του δ.σ., της παράστασης στη γ.σ. μη μετόχων και του τρόπου ψηφοφορίας στη γ.σ., του επιτρεπτού μείωσης κεφαλαίου ή διανομής κερδών ή διανομής του προϊόντος της εκκαθάρισης σε είδος αντί σε μετρητά, του επιτρεπτού απόφασης της γ.σ. που στηρίζεται σε (σύγχρονη) τροποποίηση του καταστατικού, που αποφάσισε η γ.σ. στην ίδια συνεδρίαση, κ.ά.



Αρ. πρωτ.: Δ.Ε.Δ. Β1 1063165 ΕΞ 2018 «Σχετικά με τις διαγραφές και μειώσεις φόρων από την ΔΕΔ που υπάγεται στον κ. Πιτσιλή»

$
0
0

Καλλιθέα, 25/4/2018
Αρ. Πρωτ. Δ.Ε.Δ. Β1 1063165 ΕΞ 2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
 
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ Β1 ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ

Ταχ. Δ/νση: Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κωδ.: 17671, Καλλιθέα
Πληρ.: Αλ. Αγγελάκης
Τηλ.: 213 1604 558
FAX: 213 1604 524
Ηλ. Ταχ.: yee.b1@mofadm.gr

ΠΡΟΣ : ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
Λεωχάρους 2, Τ.Κ. 10562, Αθήνα

ΘΕΜΑ: «Απάντηση σε ερώτηση του Βουλευτή Ν. Αχαΐας Νικόλαου Νικολόπουλου»


Σε απάντηση ερώτησης του Βουλευτή Ν. Αχαΐας Νικόλαου Νικολόπουλου, κατά το μέρος της αρμοδιότητάς μας, θέτουμε υπόψη σας τα εξής:

I. Με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. Α' υποπαρ. Α5 του ν. 4152/2013 (ΦΕΚ Α' 107/9-5¬2013), με τις οποίες προστέθηκε το άρθρο 70Β' του ν. 2238/1994, και ακολούθως, με τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170/26-7-2013, Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, εισήχθη στις φορολογικές διαφορές ο νεοπαγής θεσμός της ενδικοφανούς προσφυγής, για την επανεξέταση των πράξεων της φορολογικής διοίκησης στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

Σκοπός του νομοθέτη με τη θέσπιση του υποχρεωτικού, πριν από τη προσφυγή στα Δικαστήρια, ενδικοφανούς σταδίου ήταν να δώσει τη δυνατότητα στη Διοίκηση να επανεξετάσει τη φορολογική υπόθεση, βάσει των συγκεκριμένων αιτιάσεων του φορολογούμενου και να διορθώσει τυχόν λάθη της, ώστε να επιτυγχάνεται η επίλυση των φορολογικών διαφορών σε σύντομες προθεσμίες, με στόχο την ταχύτερη είσπραξη των δημοσίων εσόδων και την αποσυμφόρηση των διοικητικών δικαστηρίων από υποθέσεις που μπορούν να επιλυθούν σε επίπεδο φορολογικής διοίκησης. Είναι προφανές ότι για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων, η ειδική διοικητική διαδικασία επανεξέτασης των υποθέσεων από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δεν είναι δυνατό να εξαντλείται σε μια τυπική διαδικασία απόρριψης των αιτημάτων που υποβάλλουν ενώπιον της οι φορολογούμενοι, προκειμένου αυτοί στη συνέχεια να προσφύγουν στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, αναμένοντας την απονομή δικαιοσύνης μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, όπως γινόταν κατά το παρελθόν. Αντιθέτως, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών έχει από το νόμο (άρθρο 63 Κ.Φ.Δ.) και τις σχετικές κανονιστικές αποφάσεις (ιδ. ΠΟΛ.1064/12.04.2017, ΦΕΚ Β' 1440/27-04-2017 Απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.) την εξουσία να ερευνήσει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, τα πραγματικά και νομικά ζητήματα των υποθέσεων, λαμβάνοντας υπόψη την προσφυγή, τις πληροφορίες που λαμβάνει από τον υπόχρεο, τις απόψεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που σχετίζεται με την υπόθεση, και ακολούθως, είτε να απορρίψει (ρητώς ή σιωπηρώς) είτε να κάνει δεκτή εν όλω ή εν μέρει την ενδικοφανή προσφυγή.

Εξάλλου, προς το σκοπό της διασφάλισης του δημόσιου συμφέροντος και της διαφάνειας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, στις περιπτώσεις που με την απόφαση της ακυρώνεται, μερικά ή ολικά, ή τροποποιείται η πράξη της φορολογικής αρχής, η Υπηρεσία αιτιολογεί την απόφαση αυτή επαρκώς με νομικούς ή/και πραγματικούς ισχυρισμούς, ενώ σε περίπτωση απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, η αιτιολογία μπορεί να συνίσταται στην αποδοχή των διαπιστώσεων της οικείας πράξης προσδιορισμού φόρου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 63 Κ.Φ.Δ.. Περαιτέρω, με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η βελτίωση της ποιότητας των αποφάσεων που εκδίδουν οι φορολογικές αρχές, καθώς επισημαίνονται οι πλημμέλειες που είχαν ως αποτέλεσμα την ακύρωση ή τροποποίηση των προσβαλλόμενων πράξεων, ώστε να αποφεύγεται η επανάληψή τους σε αντίστοιχες υποθέσεις.

II. Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, στο μέτρο του δυνατού, ανταποκρίνεται επιτυχώς στο σκοπό σύστασής της, αυξάνει την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητά της και βελτιώνει την ποιότητα των αποφάσεών της, ώστε σταδιακά, να διαμορφωθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης μεταξύ των φορολογούμενων και της φορολογικής διοίκησης, πάντοτε στο πλαίσιο των αρχών της νομιμότητας, της αμεροληψίας και της διαφάνειας της διοικητικής δράσης.

Περαιτέρω, προς το σκοπό της εξασφάλισης της διαφάνειας και λογοδοσίας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, με τις υπ' αριθ. ΔΔΑΔ Γ 1048537 ΕΞ 2016/28.03.2016 και ΔΔΑΔ Γ 1048536 ΕΞ 2016/28.03.2016 Αποφάσεις Γ.Γ.Δ.Ε. για την τοποθέτηση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης και της Υποδιεύθυνσης Επανεξέτασης, προβλέφθηκε η δημοσιοποίηση των αποφάσεων που εκδίδει η Υπηρεσία (με αφαίρεση των προσωπικών στοιχείων λόγω του φορολογικού απορρήτου), σε εύλογο χρονικό διάστημα από την έκδοσή τους στον διαδικτυακό τόπο της Α.Α.Δ.Ε.. Επιπλέον, ήδη από την έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας (1.8.2013) δημοσιεύονται στον ως άνω διαδικτυακό τόπο τα μηναία στατιστικά αποτελέσματα του έργου της.

III. Βάσει των ανωτέρω, επί των ειδικότερα διαλαμβανομένων στην εν θέματι ερώτηση, επισημαίνονται τα ακόλουθα:

1) Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος με τα υπ' αρ. 21811/29.8.2016 και ΕΜΠ5/26.9.2016 έγγραφά του, ζήτησε στοιχεία στατιστικού χαρακτήρα από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, από τα οποία μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα των φοροελεγκτικών υπηρεσιών, χωρίς να αναφερθεί σε ευρήματα που σχετίζονται με συγκεκριμένη υπόθεση. Επιπλέον, ο Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς, με το υπ' αρ. 827/20.03.2017 έγγραφο του, ζήτησε από την Υπηρεσία μας αντίγραφα φακέλων υποθέσεων φορολογουμένων που άσκησαν ενδικοφανείς προσφυγές ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών κατά πράξεων της φορολογικής διοίκησης. Επισημαίνεται μάλιστα ότι η Υπηρεσία μας ανταποκρίθηκε στο ως άνω έγγραφο του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς και, εντός εβδομάδας από την υποβολή του σχετικού αιτήματος, διαβίβασε πλήρεις φακέλους υποθέσεων φορολογουμένων.

2) Επί των ερωτημάτων που αφορούν σε εκδοθείσες αποφάσεις της Δ/νσης Επίλυσης Διαφορών που οδήγησαν σε μειώσεις φόρων/προστίμων, σημειώνουμε ότι τα ζητούμενα στοιχεία δεν είναι δυνατόν να παρασχεθούν, καθώς η χορήγησή τους αντίκειται στις διατάξεις περί φορολογικού απορρήτου (άρθρο 17 του Ν. 4174/2013), οι οποίες εισάγουν αυστηρές προϋποθέσεις ως προς την αποκάλυψη στοιχείων και πληροφοριών φορολογουμένων, προβλέποντας περιορισμένο αριθμό συγκεκριμένων προσώπων στα οποία είναι καταρχήν επιτρεπτό να αποκαλυφθούν φορολογικής φύσεως στοιχεία και δεδομένα.

3) Τα λοιπά θέματα που θίγονται στην ερώτηση δεν άπτονται των αρμοδιοτήτων της Υπηρεσίας μας.


Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΙΜΟΛΕΩΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Ακριβές Αντίγραφο
Ο/Η υπάλληλος του Τμήματος

Άρθρα Παραγραφή απαίτησης ΦΠΑ οικοδομικών επιχειρήσεων

$
0
0

Του Γιώργου Δαλιάνη*

Είναι γνωστό πως η επιστροφή Φ.Π.Α. είναι ένα ζήτημα το οποίο απασχολεί πολλούς επιχειρηματίες οι οποίοι βρίσκονται να έχουν απαίτηση από το Δημόσιο λόγω των δαπανών που έχουν πραγματοποιήσει. Η αίτηση επιστροφής Φ.Π.Α. είναι μια χρονοβόρα γραφειοκρατική διαδικασία για όλες τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα για τις μικρές (κατά βάση απλογραφικά βιβλία) οι οποίες δε διαθέτουν οργανωμένα λογιστήρια. Απόδειξη αυτού του προβλήματος είναι τα χιλιάδες εκκρεμή αιτήματα επιστροφής που είναι υποβεβλημένα στις Δ.Ο.Υ..

Για τις επιχειρήσεις με αντικείμενο την ανέγερση και πώληση νεόδμητων οικοδομών των οποίων η άδεια εκδόθηκε μετά την 1/1/2006 (ένταξη στο καθεστώς Φ.Π.Α. των οικοδομών) δεν ισχύουν ή εφαρμόζονται ειδικότερες διατάξεις, περί παραγραφής της απαίτησης για συμψηφισμό ή επιστροφή. Ο χρόνος παραγραφής ή αλλιώς η προθεσμία για την υποβολή αιτήματος επιστροφής πιστωτικού Φ.Π.Α. εξαρτάται από το χρονικό σημείο κατά το οποίο δημιουργήθηκε το εν λόγω πιστωτικό Φ.Π.Α.. Ο διαχωρισμός γίνεται ως εξής:  

Αν το πιστωτικό υπόλοιπο δημιουργήθηκε έως 31/12/2013 (παρ. 5 άρθρο 57 ν.2852/2000), η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή του φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημερομηνία εμπρόθεσμης υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης που αφορά τη διαχειριστική περίοδο εντός της οποίας γεννήθηκε το δικαίωμα έκπτωσης αυτού ή μετά (3) τρία έτη από την ημερομηνία εμπρόθεσμης υποβολής της έκτακτης δήλωσης στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει υποχρέωση για υποβολή εκκαθαριστικής. Σε περίπτωση μη υποβολής ή υποβολής των ανωτέρω δηλώσεων εκπροθέσμως, η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημερομηνία που οι δηλώσεις αυτές όφειλαν να είχαν υποβληθεί εμπροθέσμως.

Παράδειγμα 1:

Έστω επιχείρηση είχε κατά το έτος 2013 (01/1/2013 – 31/12/2013) κάνει εισροές και ο αναλογούν Φ.Π.Α. ήταν 40.000,00 ευρώ, αν κατά τα έτη 2014, 2015, 2016 δεν συμψήφισε τον Φ.Π.Α., ή μέχρι και τον Ιανουάριο 2017, δεν υπέβαλε αίτηση επιστροφής, η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται. Θυμίζουμε ότι για το έτος 2013 (1/1 – 31/12/2013) καταργήθηκε η υποχρέωση υποβολής εκκαθαριστικής.

Αν το πιστωτικό υπόλοιπο δημιουργήθηκε από 1/1/2014 και μετά, τότε εφαρμογή έχει το άρθρο 42 παρ.4 του Ν.4174/2013, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται πενταετής χρόνος παραγραφής από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής της τελευταίας δήλωσης.

Παράδειγμα 2:

Εταιρεία υποβάλλει την περιοδική δήλωση Φ.Π.Α. του μηνός Δεκεμβρίου 2014, τον Ιανουάριο του 2015, άρα η παραγραφή αρχίζει μετά την 31/1/2020.

Ποια είναι σήμερα η διαδικασία επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α.;

Δυνατότητα επιστροφής υφίσταται όταν ο συνολικός φόρος εκροών των επόμενων ετών είναι μικρότερος από το πιστωτικό υπόλοιπο και για το μέρος της διαφοράς μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή του με αίτηση του φορολογουμένου η οποία θα ανακόψει το χρόνο της παραγραφής.

Με τις ΑΥΟ ΠΟΛ.1090/2.4.2012 και ΠΟΛ.1067/3.4.2013 καθιερώθηκε νέα διαδικασία επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α.. Οι αιτήσεις επιστροφής επεξεργάζονται κεντρικά με βάση σύστημα ανάλυσης κινδύνου και αποστέλλονται κάθε μήνα στις Δ.Ο.Υ. αρχεία αιτήσεων οι οποίες θα πρέπει να διεκπεραιωθούν χωρίς έλεγχο και αιτήσεων για τις οποίες απαιτείται έλεγχος πριν την επιστροφή.

Για φορολογικές περιόδους έως 28/2/2018, η αίτηση υποβάλλεται στη Δ.Ο.Υ. Στις περιπτώσεις αυτές, η αίτηση συνοδεύεται με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά του άρθρου 4 της ΠΟΛ.1073/21.7.2004. Πρόσφατα ανακοινώθηκε η έναρξη της ηλεκτρονικής υποβολής των αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α. για φορολογικές περιόδους από 1/3/2018 και εφεξής.

Εκπίπτει ως δαπάνη της επιχείρησης ο παραγεγραμμένος πιστωτικός Φ.Π.Α.;


Για την περίοδο ισχύος του Ν.2238/1994 (πιστωτικό υπόλοιπο που δημιουργήθηκε μέχρι και 31/12/2013) και σύμφωνα με την ΠΟΛ.1005/14.1.2005 και την ΠΟΛ.1029/17.2.2006, το πιστωτικό ΦΠΑ επιχείρησης για το οποίο συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής για επιστροφή του από το Ελληνικό Δημόσιο, δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα (αποφ. 1036359/10354/Β0012/10-6-1994).

Για το πιστωτικό υπόλοιπο που δημιουργήθηκε από 1/1/2014 και μετά, στις περιπτώσεις που ο Φ.Π.Α. παραγράφεται παρ’ ότι βαρύνει τα αποτελέσματα της εταιρείας, η δαπάνη αυτή θεωρείται ως μη εκπιπτόμενη βάση του άρθρου 23 του Ν.4172/2013 και της εγκυκλίου διαταγής ΠΟΛ.1113/2.6.2015.

Δυστυχώς μέχρι σήμερα, η Διοίκηση (σύνηθες φαινόμενο) δεν έχει εκδώσει οδηγία για τις περιόδους παραγραφής του δικαιώματος συμψηφισμού/επιστροφής, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί σύγχυση. Το πρόβλημα αυτό απασχολεί πολλές οικοδομικές επιχειρήσεις, οι οποίες λόγω κρίσης, δεν κατάφεραν να προβούν σε πωλήσεις ώστε να συμψηφίσουν τον φόρο των εισροών.

Πιστεύουμε ότι αυτές οι προθεσμίες παραγραφής, πρέπει να επιμηκυνθούν, ώστε να ανακουφισθεί ο πολλαπλώς θιγείς κατασκευαστικός κλάδος. Μην ξεχνάμε πως η Πολιτεία έχει επεκτείνει στη δεκαετία τον συμψηφισμό Φ.Π.Α. στην εκμετάλλευση των επαγγελματικών ακινήτων.

Τελειώνοντας, θέλουμε να επισημάνουμε μία ακόμη σημαντική παράμετρο που σχετίζεται με τις μεταβιβάσεις των ακινήτων σε περίπτωση που έχει παραγραφεί το δικαίωμα υποβολής αίτησης για επιστροφή Φ.Π.Α..

Εφόσον πρόκειται να μεταβιβαστεί τέτοιο ακίνητο, πρέπει να υπολογιστεί η αξία του ακινήτου με βάση την πραγματική εμπορική του πλέον αξία και όχι την αντικειμενική. Αυτή η πραγματική αξία είναι που θα αναγραφεί και στο συμβόλαιο μεταβίβασης. Για τις περιπτώσεις που γίνει αυτοπαράδοση ακινήτου (ατομικές επιχειρήσεις) ή γίνει διανομή της εταιρικής περιουσίας (ως προϊόν εκκαθάρισης), προκειμένου να αποφευχθούν αμφισβητήσεις ή διενέξεις με τις Αρχές, προτείνουμε να ανατεθεί σε ανεξάρτητο πιστοποιημένο εκτιμητή ο υπολογισμός της αξίας του ακινήτου.

*O κ. Γιώργος Δαλιάνης είναι ιδρυτής του Ομίλου Artion, Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός

Αριθμ. πρωτ.: Α.Τ.Υ.Ε. Α.Α.Δ.Ε. 1077044 ΕΞ 2018 Κοινοποίηση διατάξεων των άρθρων 30 και 31 του Ν. 4538/2018

$
0
0
Αθήνα, 18/05/2018
Αριθ. Πρωτ.:Α.Τ.Υ.Ε. Α.Α.Δ.Ε. 1077044 ΕΞ 2018
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ


ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

Πληροφορίες: Χ. Ντεντοπούλου,
Μ. Μπεχτεσίδου
Τηλέφωνα: 2131624260,
2131624257

ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ

Πληροφορίες:Α. Ρόκα,
Ρ. Τσάμπρα
Τηλέφωνα: 2131624234,
2131624287

Ταχ.Δ/νση: Ερμού 23-25
Ταχ.Κώδικας 10563 - Αθήνα
 
ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
 
Θέμα: «Κοινοποίηση διατάξεων των άρθρων 30 και 31 του Ν. 4538/2018»


Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 30 και 31 του Ν. 4538/2018 «Μέτρα για την προώθηση των Θεσμών της Αναδοχής και Υιοθεσίας και άλλες διατάξεις.» (ΦΕΚ Α'85/16.05.2018), αναφορικά με ρυθμίσεις θεμάτων δαπανών και προσωπικού καθαριότητας της Α.Α.Δ.Ε..

Άρθρο 30:

1. Ρυθμίζονται θέματα δαπανών που έχουν διενεργηθεί από τις περιφερειακές υπηρεσίες και ειδικές αποκεντρωμένες υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε., από την 1.1.2017 έως και 8.8.2017.

2. Ρυθμίζονται θέματα δαπανών που έχουν διενεργηθεί για έξοδα μετακίνησης, πρώτης εγκατάστασης και μεταφοράς οικοσκευής, κατόπιν απόσπασης υπαλλήλων της Α.Α.Δ.Ε., σε όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία ή και την συμμετοχή τους στα Κοινοτικά Προγράμματα.

3. Ρυθμίζονται θέματα δαπανών που έχουν διενεργηθεί για έξοδα εγκατάστασης κατόπιν απόσπασης υπαλλήλων της Α.Α.Δ.Ε., σε περιφερειακές ή ειδικές αποκεντρωμένες υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. για την πραγματοποίηση φορολογικών και τελωνειακών ελέγχων. 

4. Ρυθμίζονται θέματα δαπανών αποζημίωσης για υπερωριακή εργασία και εργασία κατά τις εξαιρέσιμες μέρες και νυχτερινές ώρες, που έχουν διενεργηθεί κατά το 2017.

5. Ρυθμίζονται θέματα δαπανών μετακινήσεων παρελθόντων ετών.

6. Ρυθμίζονται θέματα δαπανών διοικητικής εκτέλεσης που απορρέουν από διενεργηθείσες συναφείς πράξεις για το διάστημα από 1/1/2014 έως 31/12/2016.

Άρθρο 31

1. Παρέχεται η δυνατότητα για την υπογραφή συμβάσεων για το προσωπικό καθαριότητας που απασχολήθηκε στις υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε., κατ' εφαρμογή του άρθρου ένατου ν. 4506/2017, για το χρονικό διάστημα 13.12.2017 έως 14.3.2018.

2. Ρυθμίζονται θέματα νομιμότητας και κανονικότητας των δαπανών απασχόλησης του ως άνω προσωπικού καθαριότητας στις υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε.

Κατόπιν των ανωτέρω, παρακαλούμε τα δικαιολογητικά των προαναφερόμενων δαπανών που εκκρεμούν στις Υπηρεσίες σας, να αποσταλούν για εκκαθάριση, έλεγχο και πληρωμή στην αρμόδια Υπηρεσία (δηλ. Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης της Γ.Δ.Ο.Υ. ή κατά τόπον Δ.Υ.Ε.Ε. του Γ.Λ.Κ.).

Για ερωτήματα σχετικά με τα δικαιολογητικά, παρακαλούμε να επικοινωνείτε με τη Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης της Γ.Δ.Ο.Υ. τηλ. επικοινωνίας 213-1624260. 213-1624257.

Ακολουθεί το κείμενο των κοινοποιούμενων διατάξεων:
«Άρθρο 30
Ρυθμίσεις θεμάτων δαπανών της Α.Α.Δ.Ε.
1. Δαπάνες των περιφερειακών και των ειδικών αποκεντρωμένων υπηρεσιών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) που πραγματοποιήθηκαν από την 1.1.2017 μέχρι την 8.8.2017, για τις οποίες δεν έχουν τηρηθεί οι διαδικασίες δέσμευσης των πιστώσεων ή/και δεν προκύπτουν από έγγραφες συμβάσεις, θεωρούνται νόμιμες και δύνανται να πληρωθούν κατ εξαίρεση σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού της Α.Α.Δ.Ε. του τρέχοντος ή/και του επόμενου οικονομικού έτους, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, τηρουμένων των λοιπών προϋποθέσεων νομιμότητας και κανονικότητας αυτών.
2. Πραγματοποιηθείσες δαπάνες του έτους 2017 για έξοδα μετακίνησης, έξοδα πρώτης εγκατάστασης και μεταφορά οικοσκευής υπαλλήλων της Α.Α.Δ.Ε., λόγω απόσπασής τους σε όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία ή για έξοδα μετακίνησης υπαλλήλων της Α.Α.Δ.Ε. για τη συμμετοχή τους σε κοινοτικά προγράμματα, θεωρούνται νόμιμες και δύναται να πληρωθούν από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού της Α.Α.Δ.Ε. του τρέχοντος ή/και του επόμενου οικονομικού έτους κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, τηρουμένων των λοιπών προϋποθέσεων νομιμότητας και κανονικότητας αυτών.
3. Πραγματοποιηθείσες δαπάνες του έτους 2017 λόγω αποσπάσεων υπαλλήλων σε περιφερειακές και ειδικές αποκεντρωμένες υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε., στο πλαίσιο εκτέλεσης φορολογικών ή τελωνειακών ελέγχων θεωρούνται νόμιμες και δύναται να πληρωθούν από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού της Α.Α.Δ.Ε. του τρέχοντος ή/και του επόμενου οικονομικού έτους κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, τηρουμένων των λοιπών προϋποθέσεων νομιμότητας και κανονικότητας αυτών.
4. Πραγματοποιηθείσες δαπάνες αποζημίωσης για υπερωριακή εργασία και εργασία κατά τις εξαιρέσιμες ημέρες και νυχτερινές ώρες υπαλλήλων της Α.Α.Δ.Ε. κατά το 2017, για τις οποίες δεν έχουν τηρηθεί οι διαδικασίες δέσμευσης των πιστώσεων ή έκδοσης της απόφασης συγκρότησης συνεργείου υπερωριακής απασχόλησης ή ανάρτησής της στη «Διαύγεια», θεωρούνται νόμιμες και δύναται να πληρωθούν από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού της Α.Α.Δ.Ε. του τρέχοντος ή/και του επόμενου οικονομικού έτους κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, τηρουμένων των λοιπών προϋποθέσεων νομιμότητας και κανονικότητας αυτών.
5. Πραγματοποιηθείσες δαπάνες μετακινήσεων παρελθόντων ετών, για τις οποίες δεν έχουν τηρηθεί οι διαδικασίες δέσμευσης των πιστώσεων, θεωρούνται νόμιμες και δύναται να πληρωθούν από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού της Α.Α.Δ.Ε. του τρέχοντος ή/και του επόμενου οικονομικού έτους κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, τηρουμένων των λοιπών προϋποθέσεων νομιμότητας και κανονικότητας αυτών.
6. Δαπάνες για την καταβολή εξόδων διοικητικής εκτέλεσης, που απορρέουν από διενεργηθείσες συναφείς πράξεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από Υπηρεσίες της πρώην Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών από την 1.1.2014 έως τις 31.12.2016, καθ υπέρβαση των εγγεγραμμένων πιστώσεων και χωρίς την τήρηση των περί αναλήψεως σχετικών διατάξεων ή/και χωρίς την έκδοση σχετικού φορολογικού στοιχείου εντός του έτους παροχής της υπηρεσίας ή οριστικοποίησης της συναλλαγής, θεωρούνται νόμιμες και δύναται να πληρωθούν, σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού της Α.Α.Δ.Ε. του τρέχοντος ή/και του επόμενου οικονομικού έτους κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, τηρουμένων των λοιπών προϋποθέσεων νομιμότητας και κανονικότητας αυτών.
Άρθρο 31
Ρυθμίσεις θεμάτων προσωπικού καθαριότητας της Α.Α.Δ.Ε.
1. Για το προσωπικό καθαριότητας που απασχολήθηκε στις υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. κατ εφαρμογή του άρθρου ένατου του ν. 4506/2017 (Α 191) εντός του χρονικού διαστήματος από 13.12.2017 έως 14.3.2018, δύναται, για όλως εξαιρετικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, να καταρτισθούν συμβάσεις μίσθωσης έργου για την ως άνω απασχόλησή του, μετά το χρόνο λήξης αυτής. Η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου ισχύει αναδρομικά από τις 14.3.2018. Οι συμβάσεις αυτές θα αναρτηθούν στο διαδίκτυο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3861/2010 (Α 112).
2. Δαπάνες για απασχόληση προσωπικού καθαριότητας των υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε. για το χρονικό διάστημα από 13.12.2017 έως 14.3.2018, για τις οποίες δεν έχουν τηρηθεί οι διαδικασίες δέσμευσης των πιστώσεων ή/και ανάρτησης των σχετικών αποφάσεων στο διαδίκτυο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3861/2010, θεωρούνται, για όλως εξαιρετικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, νόμιμες και δύναται να καταβάλλονται από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού της Α.Α.Δ.Ε. του τρέχοντος οικονομικού έτους, τηρουμένων των λοιπών προϋποθέσεων νομιμότητας και κανονικότητας των δαπανών αυτών.»




Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΒΒΑΔΑΣ

Αριθμ. Φ. 10034/25854/669/2018 Τροποποίηση της αριθμ. Φ.10034/11236/250/ 23-04-2018 (ΦΕΚ 1454/Β/26-04-2018) υπουργικής απόφασης «Καθορισμός προγραμμάτων, αριθμού δικαιούχων και προϋποθέσεων συμμετοχής στα Προγράμματα του Λογαριασμού Αγροτικής Εστίας έτους 2018»

$
0
0

Αριθμ. Φ. 10034/25854/669/11-05-2018

(ΦΕΚ Β' 1773/18-05-2018)

Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου 1του ν. 3050/2002 «Σύσταση Λογαριασμού Αγροτικής Εστίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 214 Α'), όπως ισχύουν.

2. Τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 38 του ν. 4484/2017 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/881 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 110 Α').

3. Τις διατάξεις του ν. 4520/2018 «Μετεξέλιξη του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων σε Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ) και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ 30 Α').

4. Τις διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 4320/2015 «Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών Οργάνων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 29 Α').

5. Τις διατάξεις του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγί-ας 2011/85/Ε.Ε.-δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 143 Α').

6. Το π.δ. 134/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» (ΦΕΚ 168 Α').

7. Τις διατάξεις του π.δ. 80/2016 «Ανάληψη υποχρεώσεων από τους διατάκτες» (ΦΕΚ 145 Α').

8. Τις διατάξεις του π.δ. 125/2016 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (ΦΕΚ 210 Α').

9. Τις διατάξεις του π.δ. 73/2015 «Διορισμός του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (ΦΕΚ 116 Α').

10. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα (κωδικοποιητικό προεδρικό διάταγμα 63/2005, ΦΕΚ 98 Α').

11. Την υπ' αριθμ. Υ28/8-10-2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Αναπληρώτρια Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου» (ΦΕΚ 2168 Β') όπως τροποποιήθηκε με τις Υ70/11-11-2015 (ΦΕΚ 2441 Β'), Υ43/28-4-2017 (ΦΕΚ 1510 Β'), Υ89/28-11-2017 (ΦΕΚ 4169 Β') και Υ24/2-5-2018 (ΦΕΚ 1516 Β') όμοιες αποφάσεις.

12. Την υπ' αριθμ. Φ. 10034/11236/250/2018 (ΦΕΚ 1454/Β'/26-04-2018) υπουργική απόφαση με θέμα «Καθορισμός προγραμμάτων, αριθμού δικαιούχων και προϋποθέσεων συμμετοχής στα Προγράμματα του Λογαριασμού Αγροτικής Εστίας έτους 2018» (ΑΔΑ 6ΠΗΖ465Θ1Ω-2ΦΘ).

13. Την υπ' αριθμ. 1544/3/8-2-2018 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΓΑ.

14. Το με αριθμ. 3609/07-05-2018 έγγραφο του ΟΠΕΚΑ με θέμα «Έκδοση υπουργικής απόφασης Προγράμματος δωρεάν διανομής εισιτηρίων θεάτρων, του Λογαριασμού Αγροτικής Εστίας (ΛΑΕ) του ΟΠΕΚΑ».

15. Την υπ' αριθμ. 12727/927/2018 εισηγητική έκθεση οικονομικών επιπτώσεων σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 5 του ν. 4270/2014 (ΦΕΚ 143 Α') της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών στην οποία είχε προβλεφθεί η δαπάνη ύψους επτακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (750.000 €) ΚΑΕ 2639.43 για το Πρόγραμμα δωρεάν παροχής εισιτηρίων θεάτρου.

16. Το γεγονός ότι από την απόφαση αυτή θα προκληθεί δαπάνη ύψους επτακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (750.000 €) και θα καλυφθεί από την ήδη προϋπολογισθείσα δαπάνη των δεκατριών εκατομμυρίων ευρώ (13.000.000 €) για την υλοποίηση των προγραμμάτων Λογαριασμού Αγροτικής Εστίας έτους 2018 όπως αυτή προβλεπόταν στην αριθμ. Φ. 10034/11236/250/ 23-04-2018 (ΦΕΚ 1454/Β 726-04-2018) υπουργική απόφαση,

αποφασίζουμε:

Την τροποποίηση της αριθμ. Φ. 10034/11236/250/2018 (ΦΕΚ 1454/Β/26-04-2018) υπουργικής απόφασης ως εξής:

1) Στο τέλος του άρθρου 1 προστίθεται περίπτωση ως εξής:
«5. Πρόγραμμα δωρεάν παροχής εισιτηρίων θεάτρου.»

2) Στο τέλος του άρθρου 2 προστίθεται περίπτωση ως εξής:
«5. Για το πρόγραμμα δωρεάν παροχής εισιτηρίων θεάτρου ο αριθμός ανέρχεται στα πενήντα χιλιάδες (50.000) άτομα, προκειμένου να παρακολουθήσουν θεατρικές παραστάσεις σε συμβεβλημένα με το ΛΑΕ/ΟΠΕΚΑ θέατρα.»

3) Στο τέλος του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 4 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Τα παραπάνω ισχύουν και για το Πρόγραμμα δωρεάν παροχής εισιτηρίων θεάτρου.».

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 11 Μαΐου 2018

Η Υπουργός   
ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ

Η Aναπληρώτρια Υπουργός
ΘΕΑΝΩ ΦΩΤΙΟΥ

Κ.Υ.Α. αριθμ. 18844/2018 Τρόπος σύνταξης του ισολογισμού και απολογισμού των πολιτικών κομμάτων και συνασπισμών κομμάτων, καθώς και των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων

$
0
0

Αριθμ. 18844/11-05-2018

(ΦΕΚ Β' 1775/18-05-2018)

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) Του άρθρου 20 του ν. 4304/2014 «Έλεγχος των οικονομικών και πολιτικών κομμάτων και των αιρετών αντιπροσώπων Βουλής και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και άλλες διατάξεις» (Α' 234).
β) Του άρθρου 16 του ν. 3023/2002 «Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από το κράτος. Έσοδα και δαπάνες, προβολή, δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψήφιων βουλευτών» (Α' 146) όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 4304/2014 και τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 41 του ν. 4472/2017 «Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις» (Α' 74) και της παρ. 4 του άρθρου 160 του ν. 4483/2017 «Ρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης Αποχέτευσης (Δ.Ε.Υ.Α.) - Ρυθμίσεις σχετικές με την οργάνωση, τη λειτουργία, τα οικονομικά και το προσωπικό των Ο.Τ.Α. - Ευρωπαϊκοί Όμιλοι Εδαφικής Συνεργασίας - Μητρώο Πολιτών και άλλες διατάξεις» (Α' 107).
γ) Της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 16Α του ν. 3023/2002, όπως αυτό προστέθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 4304/2014 και τροποποιήθηκε με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 42 του ν. 4472/2017.
δ) Των περ. ζ', θ' και ιγ' της παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 3023/2002, όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4304/2014, καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 3023/2002, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 4304/2014 και τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 37 του ν. 4472/2017.
ε) Του άρθρου 8 του ν. 3023/2002, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 4304/2014.
στ) Του άρθρου 13 του ν. 3023/2002.
ζ) Των παρ. 2 και 3 του άρθρου 8 του ν. 4456/2017 «Συμπληρωματικά μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 1141/2014 περί ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων και ιδρυμάτων, μέτρα επιτάχυνσης του κυβερνητικού έργου αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών και άλλες διατάξεις» (Α' 24).
η) Της περ. ε της παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 3023/2002, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του ν. 4304/2014 και ισχύει.

2. Τον ν. 3861/2010 «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο «Πρόγραμμα Διαύγεια» και άλλες διατάξεις» (Α' 112).

3. Το Π.Δ. 141/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Εσωτερικών» (Α' 180).

4. Το Π.Δ.142/2017 «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών» (Α' 181).

5. Το π.δ. 125/2016, «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α' 210).

6. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, όπως κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (Α' 98).

7. Την απόφαση του Πρωθυπουργού Υ29/2015 «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Χουλιαράκη» (Β' 2168).

8. Το με αριθμ. 692/12.2.2018 έγγραφο με τη σχετική εισήγηση της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Βουλής των Ελλήνων.

9. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

1. Ο ισολογισμός, ήτοι τα σύνολα ενεργητικού και καθαρής θέσης, προβλέψεων και υποχρεώσεων των πολιτικών κομμάτων και συνασπισμών κομμάτων συμπεριλαμβανομένων αυτών που λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση (τακτική, εκλογική και χρηματοδότηση για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς λόγους) καθώς και των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων, συντάσσεται κατ' έτος, όπως προβλέπεται στα άρθρα 16 και 16Α του ν. 3023/2002, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν και προστέθηκαν, αντιστοίχως, με τα άρθρα 12 και 13 του ν. 4304/2014 (Α' 234) και, ακολούθως, τροποποιήθηκαν με τα άρθρα 41 και 42 του ν. 4472/2017 αντίστοιχα και εν συνεχεία με την παρ. 4 του άρθρου 160 του ν. 4483/2017. Η κατάρτιση του ισολογισμού, βάσει των Εθνικών Λογιστικών Προτύπων, περιλαμβάνει πλήρως και υποχρεωτικά, κατά κατηγορίες, τα ανωτέρω σύνολα, καθώς και τα αντίστοιχα του προηγούμενου έτους, όπως αυτά απεικονίζονται κατά την 31η Δεκεμβρίου.
Ειδικότερα:
α. Στο σύνολο ενεργητικού αναγράφονται:
i) το σύνολο μη κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων: ενσώματα πάγια (ακίνητα, μηχανολογικός εξοπλισμός, μεταφορικά μέσα, λοιπός εξοπλισμός) και συμμετοχές, και
ii) το σύνολο κυκλοφορούντων στοιχείων: χρηματοοικονομικά στοιχεία και προκαταβολές (απαιτήσεις, εγγυήσεις, προκαταβολές, δεδουλευμένα έσοδα περιόδου, προπληρωμένα έξοδα, ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα).
β. Στο σύνολο καθαρής θέσης, προβλέψεων και υπ-χρεώσεων καταχωρίζονται:
i) το σύνολο καθαρής θέσης, δηλαδή το σύνολο κεφαλαίου εξ απογραφής και ελλείμματος εξ απογραφής και το σύνολο πλεονάσματος/ελλείμματος προηγούμενης χρήσης και πλεονάσματος/ελλείμματος (τρέχουσας) χρήσης,
ii) το σύνολο προβλέψεων (λοιπές προβλέψεις), και
iii) το σύνολο υποχρεώσεων, δηλαδή το σύνολο μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων (τραπεζικά δάνεια, λοιπές μακροχρόνιες υποχρεώσεις) και το σύνολο βραχυχρόνιων υποχρεώσεων (τραπεζικά δάνεια, προμηθευτές, λοιποί φόροι και τέλη, οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης, λοιπές υποχρεώσεις, έξοδα χρήσεως δεδουλευμένα και έσοδα επόμενων χρήσεων).
γ. Η κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσεως περιλαμβάνει το πλεόνασμα/έλλειμμα (έσοδα - έξοδα) της τρέχουσας περιόδου καθώς και τα αντίστοιχα της προηγούμενης χρήσης.
Ειδικότερα:
i) Στο σύνολο εσόδων καταχωρίζονται τα εξής:
Κρατική Τακτική Χρηματοδότηση
Κρατική Επιμορφωτική Χρηματοδότηση
Κρατική Εκλογική Χρηματοδότηση
Ονομαστική χρηματοδότηση:
(α) Εισφορές μελών - Βουλευτών - Ευρωβουλευτών και (β) Λοιποί τρίτοι
Ανώνυμη χρηματοδότηση
Λοιπά έσοδα
Εκλογικά Έσοδα
ii) Στο σύνολο εξόδων καταχωρίζονται τα εξής:
Αμοιβές και Έξοδα Προσωπικού
Αμοιβές Τρίτων
Δαπάνες Επιμόρφωσης
Διάφορα Έξοδα
Τόκοι και Έξοδα Τραπεζών
Αποσβέσεις
Εκλογικές Δαπάνες

2. Ο ετήσιος απολογισμός περιλαμβάνει τα σύνολα εσόδων και εξόδων, ως εξής:
α. Στο σύνολο εσόδων καταχωρίζονται:
Κρατική Τακτική Χρηματοδότηση
Κρατική Επιμορφωτική Χρηματοδότηση
Εκλογική Χρηματοδότηση
Εισφορές Μελών
Εισφορές Βουλευτών - Ευρωβουλευτών
Εισφορές Λοιπών Τρίτων
Ανώνυμη χρηματοδότηση
Λοιπά έσοδα
Εκλογικά Έσοδα
β. Στο σύνολο εξόδων καταχωρίζονται:
Αμοιβές και έξοδα προσωπικού
Δαπάνες Επιμόρφωσης
Αμοιβές Τρίτων
Ηλεκτρικό
Ύδρευση
Τηλεπικοινωνίες
Ενοίκια
Μετακινήσεις στελεχών
Έξοδα προβολής και διαφήμισης-έντυπα
Εκδηλώσεις ημερίδες συνέδρια
Διάφορα έξοδα
Τόκοι και έξοδα τραπεζών
Εκλογικές δαπάνες

3. Ο ετήσιος ισολογισμός, η κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσεως και ο ετήσιος απολογισμός καταρτίζονται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας απόφασης, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής.

4. Ο ετήσιος ισολογισμός, η κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσεως και ο απολογισμός κατατίθενται στην Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης το πρώτο δίμηνο κάθε έτους. Τα κόμματα και συνασπισμοί κομμάτων που είναι δικαιούχοι τακτικής κρατικής χρηματοδότησης, πλέον της κατάθεσής τους στην Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, οφείλουν να τα δημοσιεύουν στην επίσημη ιστοσελίδα τους στο πρώτο δίμηνο κάθε έτους.







Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 11 Μαΐου 2018

Οι Υπουργοί

Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

Εσωτερικών
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΥΡΛΕΤΗΣ

Αριθ. ΔΣΤΕΠ Δ 1075428 ΕΞ 2018 Εξειδίκευση των μέτρων δέουσας επιμέλειας (due diligence) στην εφοδιαστική αλυσίδα βιομηχανοποιημένων καπνών

$
0
0

Αριθ. ΔΣΤΕΠ Δ 1075428 ΕΞ2018/16-05-2018

(ΦΕΚ Β' 1813/21-05-2018)

Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) του άρθρου 100Γ παρ. 5 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ Α' 265/ 22-11-2001), όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4410/2016 (ΦΕΚ Α' 141/3-8-2016) και ισχύει,
β) του ν. 3420/2005 (ΦΕΚ Α' 298/6-12-2005), με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση Πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τον Έλεγχο του Καπνού,
γ) των ν. 4419/2016 (ΦΕΚ Α' 174/20-9-2016) και ν. 4410/2016 (ΦΕΚ Α' 141/3-8-2016) με τους οποίους ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη τα άρθρα 15, 16 και 18 της Οδηγίας 2014/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014 για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την κατασκευή, την παρουσίαση και την πώληση προϊόντων καπνού και συναφών προϊόντων και την κατάργηση της οδηγίας 2001/37/ΕΚ,
δ) του ν. 4389/2016 «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α'94/27-5-2016) και ειδικότερα του άρθρου 41 αυτού,
ε) του άρθρου 90 του κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α' 98) «Κωδικοποίηση της Κυβέρνησης και τα Κυβερνητικά όργανα».

2. Το π.δ. 125/2016 (ΦΕΚ Α' 210/5-11-2016) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».

3. Το Π.Δ.142/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (ΦΕΚ Α' 181/23-11-2017).

4. Το Πρωτόκολλο για την εξάλειψη του παράνομου εμπορίου προϊόντων καπνού της Σύμβασης Πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τον Έλεγχο του Καπνού, το οποίο υιοθετήθηκε στις 12/11/2012 στη Σεούλ.

5. Την σύσταση της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003 (2003/361/ΕΚ) σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων.

6. Την αριθ. Υ172/2016 απόφαση του Πρωθυπουργού «Καθορισμός σειράς τάξης των Υπουργείων» (ΦΕΚ Β' 3610/4-11-2016).

7. Την αριθ. Υ5/2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Σύσταση θέσεων Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (ΦΕΚ Β' 204/27-1-2015).

8. Την αριθ. ΥΠΟΙΚ 0010218 ΕΞ 2016/14.11.2016 (ΦΕΚ Β' 3696) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου».

9. Την αριθ. 1 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου της 20.1.2016 (ΥΟΔΔ 18), «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών» , σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016, και την αριθ. 3α/3/30.11.2011 (ΥΟΔΔ 689) απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της ΑΑΔΕ «Ανανέωση της θητείας του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων».

10. Την αριθ. Δ. ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017 (ΦΕΚ Β' 968/22-3-2017) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».

11. Την ανάγκη να διασφαλιστεί κατά τον πλέον σύγχρονο και αποτελεσματικό τρόπο ότι αφενός οι αδειοδοτημένες καπνοβιομηχανίες, τα αδειοδοτημένα επαγγελματικά εργαστήρια παραγωγής προϊόντων καπνού, οι επιχειρήσεις πρώτης μεταποίησης του καπνού, οι επιχειρήσεις χονδρικής πώλησης καπνού, οι εισαγωγείς και οι παραλήπτες βιομηχανοποιημένων καπνών από άλλο κράτος μέλος ελέγχουν την εφοδιαστική τους αλυσίδα ώστε να αποτρέπεται η εκτροπή των προϊόντων τους σε δίκτυα παράνομου εμπορίου και αφετέρου συνεργάζονται για το σκοπό αυτό με τις υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.

12. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας υπουργικής απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1
ΟΡΙΣΜΟΙ

Οι παρακάτω όροι θα έχουν τις ακόλουθες σημασίες:

1. «Επιχείρηση» καπνικών προϊόντων: η αδειοδοτημένη καπνοβιομηχανία, το αδειοδοτημένο επαγγελματικό εργαστήριο παραγωγής προϊόντων καπνού, η επιχείρηση πρώτης μεταποίησης του καπνού, η επιχείρηση χονδρικής πώλησης καπνού, ο εισαγωγέας από τρίτη χώρα και ο παραλήπτης από άλλο κράτος μέλος βιομηχανοποιημένων καπνών.
2. «Συνδεδεμένη Επιχείρηση»: ο όρος έχει την έννοια που αποδίδεται στο άρθρο 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
3. «Βιομηχανοποιημένα καπνά»: ο όρος έχει την έννοια που προσδιορίζεται στα άρθρα 94 και 95 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001).
4. «Λαθραία βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης»: τα βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης που έχουν εισαχθεί, διανεμηθεί, διακινηθεί με οποιοδήποτε τρόπο ή πωληθεί στην Ελληνική Επικράτεια, κατά παράβαση της τελωνειακής, φορολογικής, ή άλλης νομοθεσίας εθνικής ή ενωσιακής.
5. «Παραποιημένα βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης»: βιομηχανοποιημένα καπνά που φέρουν το Εμπορικό Σήμα επιχείρησης και τα οποία έχουν κατασκευαστεί από τρίτο χωρίς την έγκρισή της.
6. «Εφοδιαστική αλυσίδα βιομηχανοποιημένων καπνών»: ο όρος έχει την έννοια που του αποδίδεται στο άρθρο 100Β του ν. 2960/2001.
7. «Πελάτης/Προμηθευτής»: οι όροι έχουν την έννοια που τους αποδίδεται στο άρθρο 100Γ του ν. 2960/2001.
8. «Εγκεκριμένος Πελάτης ή Προμηθευτής»: ο Πελάτης ή ο Προμηθευτής που έχει εγκρίνει η επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας υπουργικής απόφασης.
9. «Αποκλεισμένος Πελάτης ή Προμηθευτής»: ο πρώην Εγκεκριμένος Πελάτης ή Προμηθευτής, με τον οποίο η επιχείρηση διακόπτει κάθε επιχειρηματική συνεργασία ή συναλλαγή σχετικά με την πώληση, διανομή, αποθήκευση, ή αποστολή βιομηχανοποιημένων καπνών, πρώτων υλών ή εξοπλισμού κατασκευής από ή προς την επιχείρηση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 της παρούσας απόφασης.
10. «Δέουσα Επιμέλεια»: η ολοκληρωμένη έρευνα που διεξάγεται από την επιχείρηση πριν την έναρξη μίας επιχειρηματικής συνεργασίας με Πελάτη ή Προμηθευτή που ασχολείται με την πώληση, διανομή, αποθήκευση, παραλαβή ή αποστολή των βιομηχανοποιημένων καπνών προς ή διαμέσου της Ελληνικής Επικράτειας καθώς και την πώληση προς την επιχείρηση πρώτων υλών και εξοπλισμού κατασκευής και η διαρκής παρακολούθηση της εφοδιαστικής αλυσίδας βιομηχανοποιημένων καπνών, πρώτων υλών και εξοπλισμού κατασκευής για την αποτροπή εκτροπής των γνήσιων βιομηχανοποιημένων καπνών της, των πρώτων υλών και εξοπλισμού κατασκευής σε δίκτυα παράνομου εμπορίου.
11. «Πρώτος Αγοραστής»: οποιοσδήποτε Πελάτης και οι Συνδεδεμένες Εταιρίες του -εκτός από Συνδεδεμένη Εταιρία της επιχείρησης- προς τον οποίο η επιχείρηση πωλεί άμεσα ποσότητα βιομηχανοποιημένων καπνών της προς πώληση ή διανομή εντός της Ελληνικής Επικράτειας.
12. «Μεταγενέστερος Αγοραστής»: οποιοσδήποτε Πελάτης, και οι Συνδεδεμένες Εταιρίες του, ο οποίος αποκτά βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης από άλλες πηγές εκτός από την επιχείρηση.
13. «Εκπρόσωπος της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» (Α.Α.Δ.Ε.): ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Στρατηγικής Τελωνειακών Ελέγχων και Παραβάσεων ή άλλος εξουσιοδοτημένος από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων υπάλληλός της.
14. «Συντονιστής Συμμόρφωσης»: ο όρος έχει το νόημα που του αποδίδεται στο άρθρο 9.
15. «Ζήτηση Λιανικής»: η εκτιμούμενη ζήτηση για τα βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης σε μία συγκεκριμένη αγορά τα οποία πρόκειται να πωληθούν λιανικά στην εν λόγω αγορά σύμφωνα με το σύνολο της ισχύουσας τελωνειακής, φορολογικής, ή άλλης νομοθεσίας.
16. «Προοριζόμενη Αγορά Λιανικής Πώλησης»: η αγορά στην οποία η επιχείρηση προτίθεται να πωλήσει τα βιομηχανοποιημένα καπνά της σε Πρώτο Αγοραστή με λιανική πώληση είτε στην ημεδαπή είτε σε καταστήματα αφορολόγητων και αδασμολόγητων ειδών (duty free).
17. «Σχέδιο Πωλήσεων»: ο όρος έχει το νόημα που του αποδίδεται στην περ. ε' της παρ. 4 του άρθρου 3 της παρούσας υπουργικής απόφασης.
18. «Νομιμοποίηση Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες»: ο όρος έχει το νόημα που του αποδίδεται από τις διατάξεις του ν. 3691/2008 όπως κάθε φορά τροποποιείται και ισχύει.
19. «Πρόσωπο»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο οποιασδήποτε μορφής.
20. «Σ.Ε.Κ.»: το Συντονιστικό Επιχειρησιακό Κέντρο για την Καταπολέμηση του λαθρεμπορίου σε προϊόντα που υπόκεινται σε ΕΦΚ που ιδρύθηκε με το ν. 4410/2016.
21. «Εμπορικό Σήμα»: η εμπορική επωνυμία (μόνη ή σε συνδυασμό με οποιαδήποτε άλλη λέξη), λογότυπο, σύμβολο ή οποιαδήποτε άλλη ένδειξη της ταυτότητας του προϊόντος.

Άρθρο 2
ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1. Αντικείμενο της παρούσας απόφασης είναι η εξειδίκευση των μέτρων δέουσας επιμέλειας που οφείλουν να τηρούν ως προς τους πελάτες και προμηθευτές τους οι αδειοδοτημένες καπνοβιομηχανίες, τα αδειοδοτημένα επαγγελματικά εργαστήρια παραγωγής προϊόντων καπνού, οι επιχειρήσεις πρώτης μεταποίησης του καπνού, οι επιχειρήσεις χονδρικής πώλησης καπνού, καθώς και οι εισαγωγείς από τρίτες χώρες και οι παραλήπτες από άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε. ως προς τους πελάτες τους, που δραστηριοποιούνται στην εφοδιαστική αλυσίδα βιομηχανοποιημένων καπνών.

2. Τα αδειοδοτημένα επαγγελματικά εργαστήρια δεσμεύονται μόνο από τις υποχρεώσεις των άρθρων 3, 4, 5, 6, 11 και 12. Οι υποχρεώσεις των άρθρων 3, 4, 5 και 6 δεν ισχύουν ως προς τους πελάτες εφόσον τα αδειοδοτημένα επαγγελματικά εργαστήρια πραγματοποιούν πωλήσεις απευθείας στον τελικό καταναλωτή.

3. Οι επιχειρήσεις της χονδρικής πώλησης δεσμεύονται μόνο από τις υποχρεώσεις των άρθρων 3, 4, 5, 6, 11 και 12 εφόσον απασχολούν προσωπικό κατώτερο από δέκα άτομα.

4. Οι επιχειρήσεις που έχουν ως αποκλειστικό αντικείμενο την εισαγωγή βιομηχανοποιημένων καπνών από τρίτες χώρες ή την ενδοκοινοτική παραλαβή βιομηχανοποιημένων καπνών και δεν διατηρούν παραγωγική δραστηριότητα στην Ελλάδα, δεσμεύονται μόνο από τις υποχρεώσεις των άρθρων 3, 4, 5, 6, 11 και 12 εφόσον απασχολούν προσωπικό κατώτερο από δέκα άτομα.

5. Οι επιχειρήσεις της λιανικής πώλησης δεν υποχρεούνται να τηρούν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τους πελάτες και τους προμηθευτές τους.

Άρθρο 3
ΜΕΤΡΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΕΦΟΔΙΑΣΤΙΚΗΣ ΑΛΥΣΙΔΑΣ ΚΑΠΝΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ - ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

1. Η επιχείρηση καπνικών προϊόντων διεξάγει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες μόνο με Εγκεκριμένους Πελάτες και Προμηθευτές.

2. Η επιχείρηση επιδεικνύει Δέουσα Επιμέλεια σε σχέση με όλους τους πιθανούς και Εγκεκριμένους Πελάτες και Προμηθευτές της, ούτως ώστε να πεισθεί ότι είναι σε θέση να τηρήσουν όσα ορίζονται στον νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση και κατά συνέπεια πληρούν τις προϋποθέσεις για να γίνουν και να παραμείνουν Εγκεκριμένοι Πελάτες και Προμηθευτές.

3. Στο πλαίσιο της Δέουσας Επιμέλειας, εκπρόσωπος της επιχείρησης:
(α) διενεργεί συναντήσεις με εκπρόσωπο ή εκπροσώπους του Πελάτη ή του Προμηθευτή,
(β) επισκέπτεται τον κύριο τόπο διεξαγωγής των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του Πελάτη ή του Προμηθευτή,
(γ) λαμβάνει Πληροφορίες από καθέναν από τους Πελάτες ή τους Προμηθευτές ή από άλλες αξιόπιστες και ανεξάρτητες πηγές,
(δ) αξιολογεί και επαληθεύει την ικανότητα και την πρόθεση δέσμευσης του Πελάτη ή του Προμηθευτή να τηρήσει όσα προβλέπονται στον νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση,
(ε) αξιολογεί και επαληθεύει την ικανότητα και την πρόθεση δέσμευσης του Πελάτη ή του Προμηθευτή να υλοποιήσει τη διαδικασία εξακρίβωσης και επαλήθευσης της «ταυτότητας» του πελάτη σε συμφωνία με την παρούσα υπουργική απόφαση και ζητά από καθέναν από τους Πελάτες και Προμηθευτές να πράττει το ίδιο για τους πελάτες του της χονδρικής ή και λιανικής, εάν υπάρχουν, και
(στ) συντάσσει μία έκθεση όπου θα αναφέρει τα «Στοιχεία Δέουσας Επιμέλειας».

4. «Στοιχεία Δέουσας Επιμέλειας» είναι οι ακόλουθες πληροφορίες:
(α) η διαπίστωση ότι ο Πελάτης ή ο Προμηθευτής είναι κάτοχος της άδειας που προβλέπεται στο άρθρο 100Α του ν. 2960/2001 και γνωστοποιεί τον Μοναδικό Αριθμό
Διακινητή Καπνικών Προϊόντων (ΑΜΔΙΚΑΠ) που του έχει αποδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 100Β του ν. 2960/2001. Η παρούσα περίπτωση εφαρμόζεται μετά την έναρξη της ισχύος των άρθρων 100Α και 100Β του ν. 2960/2001 κατά τα σε αυτά τα άρθρα ειδικότερα οριζόμενα,
(β) ο τόπος εγκατάστασης και χρήσης του εξοπλισμού κατασκευής βιομηχανοποιημένων καπνών,
(γ) στις περιπτώσεις που ο Πελάτης ή ο Προμηθευτής είναι φυσικό πρόσωπο-ατομική επιχείρηση, πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητά του, συμπεριλαμβανομένων των ακολούθων: ονοματεπώνυμο, εμπορική επωνυμία, διεύθυνση εργασίας ή κατοικίας, αριθμό καταχώρησης στο γενικό εμπορικό μητρώο, ημερομηνία και τόπο γέννησης, αριθμό φορολογικού μητρώου και αντίγραφο της ταυτότητας ή του διαβατηρίου του,
(δ) στις περιπτώσεις που ο Πελάτης ή ο Προμηθευτής είναι νομικό πρόσωπο, πληροφορίες ιδίως για τα ακόλουθα: πλήρη επωνυμία και εμπορική επωνυμία, έδρα, κύριο τόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας, σκοπό, διάρκεια, μετοχικό κεφάλαιο, ημερομηνία και τόπο σύστασης, αριθμό καταχώρησης στο γενικό εμπορικό μητρώο, αριθμό φορολογικού μητρώου, αντίγραφο του καταστατικού ή αντίστοιχα έγγραφα, τις θυγατρικές ή συνδεδεμένες κατά την έννοια του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος επιχειρήσεις του, τα ονόματα των νομίμων εκπροσώπων του, των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των εταίρων, τυχόν εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων του καθώς και τα εξής στοιχεία αναφορικά με τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα: ονοματεπώνυμο, διεύθυνση εργασίας ή κατοικίας, αριθμό καταχώρησης σε μητρώο επαγγελματιών (εάν υπάρχει), ημερομηνία και τόπο γέννησης, αριθμό φορολογικού μητρώου και αντίγραφο της επίσημης ταυτότητας ή του διαβατηρίου τους,
(ε) στις περιπτώσεις που ο Πελάτης επιθυμεί να γίνει Πρώτος Αγοραστής, μία περιγραφή της Προοριζόμενης Αγοράς Λιανικής Πώλησης των βιομηχανοποιημένων καπνών που θα αγοραστούν από την επιχείρηση. Αυτό το «Σχέδιο Πωλήσεων» θα πρέπει να ενημερώνεται και να συμπεριλαμβάνει πλήρη στοιχεία ταυτότητας κατά τα οριζόμενα στις ανωτέρω περιπτώσεις γ' και δ' των Μεταγενέστερων Αγοραστών προς τους οποίους θα πωλούνται τα βιομηχανοποιημένα καπνά,
(στ) έγγραφα σχετικά με τον αριθμό των ατόμων που απασχολούνται από τον Πελάτη ή τον Προμηθευτή κατά την ημερομηνία που ζητούνται οι πληροφορίες,
(ζ) πλήρη στοιχεία ποινικού μητρώου σχετικά με τυχόν ποινικά αδικήματα ή και πλήρη στοιχεία για τυχόν διώξεις που έχουν ασκηθεί κατά του Πελάτη ή του Προμηθευτή ή κατά των νομίμων εκπροσώπων του, κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των εταίρων, και
(η) πλήρη στοιχεία των τραπεζικών λογαριασμών, μέσω των οποίων πραγματοποιούνται οι πληρωμές είτε για τις αγορές πρώτων υλών ή εξοπλισμού κατασκευής από τον Προμηθευτή είτε για τις πωλήσεις βιομηχανοποιημένων καπνών προς τον Εγκεκριμένο Πελάτη, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των ακολούθων στοιχεί-ων: πλήρη επωνυμία και διεύθυνση της τράπεζας, πλήρη επωνυμία και διεύθυνση του δικαιούχου του λογαριασμού, και όλα τα στοιχεία που αφορούν την ταυτότητα του λογαριασμού,
(θ) εάν ο τραπεζικός λογαριασμός που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τις πληρωμές από και προς την επιχείρηση ανήκει σε Συνδεδεμένη Εταιρία του Πελάτη ή του Προμηθευτή, απαιτείται να γνωστοποιηθεί προς την επιχείρηση η ακριβής σχέση μεταξύ της Συνδεδεμένης Εταιρίας και του Πελάτη ή του Προμηθευτή πριν από την αποδοχή οποιασδήποτε πληρωμής από τη Συνδεδεμένη Εταιρία. Τα εκάστοτε έγγραφα που περιέχουν τις πληροφορίες αυτές θα πρέπει να ενημερώνονται από τον Πελάτη εάν αυτός γίνει Εγκεκριμένος Πελάτης ή Προμηθευτής.

5. Εάν μετά την έρευνα Δέουσας Επιμέλειας η επιχείρηση δεν πεισθεί ότι ο Πελάτης ή ο Προμηθευτής είναι ικανός να τηρήσει όσα ορίζονται στο νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση, η επιχείρηση θα αρνείται να διεξάγει επιχειρηματική συναλλαγή με τον εν λόγω Πελάτη ή Προμηθευτή.

6. Εάν μετά την έρευνα Δέουσας Επιμέλειας η επιχείρηση πεισθεί ότι ο Πελάτης ή ο Προμηθευτής είναι ικανός να εκπληρώσει αποτελεσματικά τους στόχους και τις πρακτικές που ορίζονται στο νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση, ο Πελάτης ή Προμηθευτής θεωρείται «Εγκεκριμένος Πελάτης» ή «Εγκεκριμένος Προμηθευτής».

7. Η επιχείρηση τηρεί κατάλογο/αρχείο όλων των Εγκεκριμένων Πελατών ή Προμηθευτών, τον οποίο ενημερώνει κάθε έτος.

8. Εφαρμογή των μέτρων Δέουσας Επιμέλειας διεξάγεται τουλάχιστον μία φορά ετησίως για καθένα από τους Εγκεκριμένους Πελάτες ή Προμηθευτές, και κάθε φορά που η επιχείρηση ενημερώνεται από κάποιο Εγκεκριμένο Πελάτη ή Προμηθευτή ότι έχει αλλάξει το ιδιοκτησιακό του καθεστώς και/ή ο έλεγχός του. Η επιχείρηση απαιτεί από τον Εγκεκριμένο Πελάτη ή Προμηθευτή να γνωστοποιεί εγκαίρως οποιαδήποτε ουσιαστική αλλαγή στην ιδιοκτησία ή τον έλεγχό του κατά τα οριζόμενα στην παρ. 4 ανωτέρω.
Στο πλαίσιο αυτό η επιχείρηση προβαίνει στα ακόλουθα ως προς τους Εγκεκριμένους Πελάτες και Προμηθευτές της:
(α) υπενθύμιση προς τους Εγκεκριμένους Πελάτες και Προμηθευτές των υποχρεώσεών τους από τον νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση και παρακολούθηση της συμμόρφωσής τους προς αυτές,
(β) για Εγκεκριμένους Πελάτες οι οποίοι είναι Πρώτοι Αγοραστές, υπενθύμιση ότι ο νόμος και η παρούσα υπουργική απόφαση απαιτεί να αγοράζουν βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης μόνο για πώληση ή διανομή σε ποσότητες ανάλογες με τη Ζήτηση Λιανικής στην Προοριζόμενη Αγορά Λιανικής Πώλησης και ότι η επιχείρηση θα αρνηθεί να τους πωλήσει βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης σε μεγαλύτερες ποσότητες,
(γ) υπενθύμιση προς τους Εγκεκριμένους Πελάτες ή Προμηθευτές της επιχείρησης της δέσμευσής τους να συνεργάζονται με την Α.Α.Δ.Ε.,
(δ) απάντηση σε ερωτήσεις που μπορεί να διατυπώσουν οι Εγκεκριμένοι Πελάτες ή Προμηθευτές σχετικά με τον νόμο ή την παρούσα υπουργική απόφαση,
(ε) γνωστοποίηση προς τους Εγκεκριμένους Πελάτες ή Προμηθευτές οποιωνδήποτε αλλαγών στο νόμο ή την παρούσα υπουργική απόφαση που μπορεί να επηρεάζουν τις υποχρεώσεις τους.

9. Εάν μετά την ολοκλήρωση των οριζομένων στην προηγούμενη παράγραφο μέτρων Δέουσας Επιμέλειας, η επιχείρηση δεν πιστεύει πλέον ότι ένας Εγκεκριμένος Πελάτης ή Προμηθευτής είναι ικανός για την τήρηση όσων ορίζονται στο νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση, η επιχείρηση θα αρνείται τη συνέχιση της διεξαγωγής επιχειρηματικών συναλλαγών με το εν λόγω πρόσωπο το οποίο και θα παύει να είναι Εγκεκριμένος Πελάτης ή Προμηθευτής.

Άρθρο 4
ΤΗΡΗΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ

Η κάθε επιχείρηση τηρεί αρχεία στα οποία καταχωρούνται τα μητρώα των Εγκεκριμένων Πελατών και Προμηθευτών για πέντε έτη μετά τη δημιουργία τους. Τα μητρώα αυτά περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) εμπορικά έγγραφα σχετικά με τον Εγκεκριμένο Πελάτη ή Προμηθευτή ουσιαστικής σημασίας για την υλοποίηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των τιμολογίων, προτιμολογίων, εμπορικής αλληλογραφίας από και προς τον Εγκεκριμένο Πελάτη ή Προμηθευτή, εσωτερικής αλληλογραφίας ουσιαστικής φύσης σχετικά με τα ανωτέρω, εμπορικών συμβολαίων, δηλωτικών φορτίου, δηλώσεων προς τις αρμόδιες αρχές, μεταφορικών εγγράφων και άλλων εγγράφων αποστολής,
(β) έγγραφα που έχει λάβει η επιχείρηση ως μέρος των Πληροφοριών Δέουσας Επιμέλειας του Εγκεκριμένου Πελάτη ή Προμηθευτή,
(γ) οποιαδήποτε ερωτήματα και απαντήσεις προς δημόσιες υπηρεσίες σχετικά με τον Εγκεκριμένο Πελάτη ή Προμηθευτή ή την επιχειρηματική του δραστηριότητα,
(δ) όλα τα αρχεία σχετικά με πληρωμές που έγιναν από τους Πρώτους Αγοραστές για βιομηχανοποιημένα καπνά της Επιχείρησης ή προς τους Προμηθευτές για πρώτες ύλες ή εξοπλισμό κατασκευής και
(ε) κάθε άλλη πληροφορία, έγγραφο, καταχώριση κ.λπ. σχετικό με τα αναφερόμενα στο άρθρο 3 μέτρα Δέουσας Επιμέλειας.

Άρθρο 5
ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΩΛΗΣΕΩΝ

Η κάθε επιχείρηση πωλεί και διανέμει βιομηχανοποιημένα καπνά σε ποσότητες που είναι ανάλογες με τη Ζήτηση Λιανικής στην Αγορά όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η Λιανική Πώληση, και η επιχείρηση αρνείται να πωλεί βιομηχανοποιημένα καπνά της σε ποσότητες που υπερβαίνουν αυτήν την ποσότητα.

Η επιχείρηση λαμβάνει μέριμνα με σκοπό να μειώσει ή να τροποποιήσει την προμήθεια βιομηχανοποιημένων καπνών της ή και να καταγγείλει την επαγγελματική της συνεργασία και να παύσει την προμήθεια βιομηχανοποιημένων καπνών της με οποιονδήποτε Εγκεκριμένο Πελάτη σε περίπτωση που θεωρεί ότι δεν λαμβάνει όλα τα ευλόγως αναμενόμενα από αυτόν μέτρα σύμφωνα με τους ορισμούς του νόμου και της παρούσας υπουργικής απόφασης, προκειμένου να ελέγξει και να μειώσει τον κίνδυνο παράνομης κατασκευής, πώλησης, διανομής, αποθήκευσης ή αποστολής Λαθραίων βιομηχανοποιημένων καπνών ή Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών ή Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες.

Άρθρο 6
ΔΙΑΚΟΠΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΚΑΠΝΩΝ

1. Η επιχείρηση καταγγέλλει την επαγγελματική της συνεργασία και την πώληση βιομηχανοποιημένων καπνών της ή την αγορά πρώτων υλών ή εξοπλισμού κατασκευής, με οποιονδήποτε Εγκεκριμένο Πελάτη ή Προμηθευτή, σε περίπτωση που η Α.Α.Δ.Ε. δώσει Επαρκή Στοιχεία στην Επιχείρηση ή περιέλθουν με άλλο τρόπο στη γνώση της Επιχείρησης Επαρκή Στοιχεία ότι ο εν λόγω Εγκεκριμένος Πελάτης ή Προμηθευτής, παράνομα ενεπλάκη στην πώληση, διανομή, αποθήκευση, ή αποστολή Λαθραίων βιομηχανοποιημένων καπνών, Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών, πρώτων υλών ή εξοπλισμού κατασκευής ή σε Νομιμοποίηση Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες. Κατόπιν τούτου, ο εν λόγω Εγκεκριμένος Πελάτης ή Προμηθευτής θα καθίσταται Αποκλεισμένος Πελάτης ή Προμηθευτής.

2. Για τους σκοπούς της παρούσας υπουργικής απόφασης, «Επαρκή Στοιχεία» νοούνται αποκλειστικά:
(α) καταδίκη βάσει τελεσίδικης ποινικής απόφασης για λαθρεμπορία ή για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα που σχετίζεται με την πώληση, διανομή, αποθήκευση, παραλαβή ή αποστολή Λαθραίων βιομηχανοποιημένων καπνών, Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών, πρώτων υλών ή εξοπλισμού κατασκευής ή σχετική με τα ανωτέρω Νομιμοποίηση Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, ή
(β) τελεσίδικη απόφαση διοικητικού ή και πολιτικού δικαστηρίου περί συμμετοχής σε πώληση, διανομή, αποθήκευση, παραλαβή ή αποστολή Λαθραίων βιομηχανοποιημένων καπνών, Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών, πρώτων υλών ή εξοπλισμού κατασκευής ή σε σχετική με τα ανωτέρω Νομιμοποίηση Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες.

3. Σε περίπτωση που η Α.Α.Δ.Ε. δώσει στην επιχείρηση Επαρκή Στοιχεία ή περιέλθουν στη γνώση της επιχείρησης Επαρκή Στοιχεία με άλλο τρόπο, ότι κάποιος Μεταγενέστερος Αγοραστής, παράνομα, ενεπλάκη στην πώληση, διανομή, αποθήκευση ή αποστολή Λαθραίων βιομηχανοποιημένων καπνών ή Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών, η επιχείρηση ζητά από τον Πρώτο Αγοραστή των βιομηχανοποιημένων καπνών της που πωλεί απευθείας τα βιομηχανοποιημένα καπνά της στον εν λόγω Μεταγενέστερο Αγοραστή, να παύσει να τον προμηθεύει. Σε περίπτωση που ο Πρώτος Αγοραστής αρνηθεί να συμμορφωθεί, η επιχείρηση παύει να προμηθεύει βιομηχανοποιημένα καπνά της στον εν λόγω Πρώτο Αγοραστή, ο οποίος κατόπιν τούτου θεωρείται ως Αποκλεισμένος Πελάτης. Εάν ο εν λόγω Μεταγενέστερος Αγοραστής δεν είναι απευθείας πελάτης του Πρώτου Αγοραστή, τότε η επιχείρηση ζητά από τον εν λόγω Πρώτο Αγοραστή να καταβάλλει κάθε εμπορικά δυνατή προσπάθεια για να σταματήσει την προμήθεια βιομηχανοποιημένων καπνών της επιχείρησης προς τον εν λόγω Μεταγενέστερο Αγοραστή. Σε περίπτωση που ο Πρώτος Αγοραστής αρνηθεί να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για να διακόψει την προμήθεια βιομηχανοποιημένων καπνών της επιχείρησης προς τον εν λόγω Μεταγενέστερο Αγοραστή, η επιχείρηση θα σταματά την προμήθεια βιομηχανοποιημένων καπνών της προς τον εν λόγω Πρώτο Αγοραστή, ο οποίος κατόπιν τούτου θεωρείται Αποκλεισμένος Αγοραστής.

4. Ο Αποκλεισμένος Πελάτης ή Προμηθευτής για 5 χρόνια μετά τη διακοπή της επαγγελματικής συνεργασίας με την επιχείρηση δεν επιτρέπεται να διεξάγει επιχειρηματικές συναλλαγές με την ίδια την επιχείρηση ή με τις Συνδεδεμένες της Εταιρίες, άμεσα ή έμμεσα, σχετικά με την αγορά, πώληση, διανομή, αποστολή ή αποθήκευση βιομηχανοποιημένων καπνών της, την πώληση σε αυτή πρώτων υλών ή εξοπλισμού κατασκευής κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα. Μετά την παρέλευση του εν λόγω πενταετούς χρονικού διαστήματος, ο Αποκλεισμένος Πελάτης ή Προμηθευτής θα μπορεί να επανυποβάλει αίτηση για να γίνει Εγκεκριμένος Πελάτης ή Προμηθευτής και, κατά το χρόνο εκείνο, θα πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις Δέουσας Επιμέλειας.

Άρθρο 7
ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΜΕΤΡΑ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Η κάθε επιχείρηση δύναται να εφαρμόζει και πρόσθετα μέτρα δέουσας επιμέλειας ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της παραγωγικής ή εμπορικής της δραστηριότητας. Η επιχείρηση κοινοποιεί τα μέτρα αυτά στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.

Άρθρο 8
ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Οι επιχειρήσεις εκπονούν πολιτική και θέτουν σε εφαρμογή εσωτερικά μέτρα και διαδικασίες σχετικές με την παραγωγή, πώληση, διανομή, αποθήκευση, εισαγωγή από τρίτη χώρα και παραλαβή από άλλο κράτος μέλος βιομηχανοποιημένων καπνών σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση με στόχο τον έλεγχο της εφοδιαστικής αλυσίδας και την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου και της διακίνησης παραποιημένων καπνικών προϊόντων κυρίως διά της υλοποίησης των μέτρων Δέουσας Επιμέλειας.

Ειδικά οι αδειοδοτημένες καπνοβιομηχανίες λαμβάνουν την κατάλληλη μέριμνα ώστε οι βασικές αρχές της πολιτικής και των διαδικασιών αυτών να περιέχονται σε Κώδικα Εταιρικής Συμπεριφοράς που θα διέπει τη διεξαγωγή των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων.

Οι επιχειρήσεις καθιστούν πλήρως γνωστές στα στελέχη και στους υπαλλήλους τους και διαθέσιμες ηλεκτρονικά σε αυτούς στο εσωτερικό πληροφοριακό τους δίκτυο τις ανωτέρω πολιτικές και διαδικασίες και κυρίως τη διαδικασία υποβολής αναφορών/καταγγελιών του άρθρου 10.

Οι επιχειρήσεις θέτουν σε εφαρμογή σύστημα εσωτερικού ελέγχου στο πλαίσιο του οποίου επαληθεύεται κατά το πρώτο τρίμηνο κάθε έτους η κατά το προηγούμενο έτος συμμόρφωση όλων των μονάδων, των τμημάτων, των στελεχών και των υπαλλήλων τους με τις ανωτέρω πολιτικές και διαδικασίες καθώς και με τον Κώδικα Εταιρικής Συμπεριφοράς. Η Έκθεση Εσωτερικού Ελέγχου κοινοποιείται αμέσως στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων. Σε περίπτωση που διαπιστώνονται λάθη ή παραλείψεις, στην Έκθεση Εσωτερικού Ελέγχου διατυπώνονται και οι διορθωτικές ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβούν οι επιχειρήσεις και το χρονοδιάγραμμα εντός του οποίου πρέπει να υλοποιηθούν. Οι επιχειρήσεις υλοποιούν τις διορθωτικές ενέργειες το ταχύτερο δυνατόν και αναφέρουν προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων την ολοκλήρωσή τους.

Σε κάθε περίπτωση, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων διατηρεί το δικαίωμα να προβεί σε συστάσεις προς τις επιχειρήσεις αναφορικά με τις ενδεδειγμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που διαπίστωσε η Έκθεση Εσωτερικού Ελέγχου, στις οποίες οι επιχειρήσεις καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να συμμορφωθούν. Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων προβαίνει διά των αρμοδίων ελεγκτικών της οργάνων σε τακτικούς, έκτακτους και αιφνιδιαστικούς ελέγχους με σκοπό τη διαπίστωση της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με τις πολιτικές, τις διαδικασίες και τον Κώδικα Εταιρικής Συμπεριφοράς κυρίως σε σχέση με το σεβασμό και την υλοποίηση των μέτρων δέουσας επιμέλειας.

Οι επιχειρήσεις οφείλουν να εξασφαλίζουν στα ελεγκτικά όργανα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων πλήρη και ανεμπόδιστη πρόσβαση σε κάθε τηρούμενο αρχείο, στοιχείο ή έγγραφο και σε κάθε εγκατάστασή τους, για την ολοκλήρωση του νόμιμου ελέγχου.

Άρθρο 9
ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Κάθε επιχείρηση οφείλει να ορίζει ανώτερο στέλεχός της ως Συντονιστή Συμμόρφωσης και να γνωστοποιεί αμελλητί τα στοιχεία του προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων. Ο Συντονιστής Συμμόρφωσης είναι το σημείο επαφής της επιχείρησης για κάθε επικοινωνία της με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων σχετικά με τα ζητήματα της παρούσας υπουργικής απόφασης. Παράλληλα, είναι ο υπεύθυνος και επικεφαλής του συντονισμού όλων των δράσεων που αποσκοπούν:
α) στη συμμόρφωση των επιχειρήσεων με όλες τις δεσμεύσεις τους που απορρέουν από το νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση,
β) στην εκπόνηση και την επακόλουθη υλοποίηση των πολιτικών και διαδικασιών και του Κώδικα Εταιρικής Συμπεριφοράς του προηγούμενου άρθρου καθώς και στην εκπόνηση και εκτέλεση των προγραμμάτων κατάρτισης του άρθρου 13,
γ) στην ανάθεση της σύνταξης της Έκθεσης Εσωτερικού Ελέγχου κάθε έτους και στη δρομολόγηση των διορθωτικών ενεργειών που είτε προτείνονται σε αυτή, είτε αποφασίζονται από την επιχείρηση είτε συστήνονται στην επιχείρηση από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8.

Άρθρο 10
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΥΠΟΠΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ

Η επιχείρηση διασφαλίζει ότι εάν ένας υπάλληλός της υποψιάζεται ότι υπήρξε παραβίαση των όρων του νόμου και της παρούσας υπουργικής απόφασης καθώς και των πολιτικών και διαδικασιών που προβλέπονται στην πα-ρούσα υπουργική απόφαση από κάποιο άλλο υπάλληλο ή Εγκεκριμένο Πελάτη ή Προμηθευτή, θα πρέπει αμέσως να αναφέρει αυτή τη δραστηριότητα στο Συντονιστή Συμμόρφωσης.

Ο Συντονιστής Συμμόρφωσης δημιουργεί ένα Σύστημα Αναφοράς. Το εν λόγω Σύστημα Αναφοράς επιτρέπει στους υπαλλήλους της επιχείρησης να αναφέρουν επώνυμα ή εφόσον οι ίδιοι το επιθυμούν ανώνυμα, με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, κανονικό ταχυδρομείο, ή διά τηλεφώνου:
(α) οποιεσδήποτε ύποπτες συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένης ενδεικτικά, οποιασδήποτε υποπτευόμενης ανάμιξης υπαλλήλων ή Εγκεκριμένων Πελατών ή Προμηθευτών της επιχείρησης σε:
(1) παράνομη πώληση, διανομή, αποθήκευση, ή αποστολή Λαθραίων βιομηχανοποιημένων καπνών ή Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών της επιχείρησης, παράνομη διακίνηση πρώτων υλών ή εξοπλισμού κατασκευής,
(2) οποιαδήποτε συναφή με τις ανωτέρω πράξεις παράνομη δραστηριότητα,
(3) συναλλαγές που δεν αντιστοιχούν στις συνήθεις εμπορικές πρακτικές και υποκρύπτουν αυξημένο κίνδυνο τα βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης να διοχετευθούν σε κυκλώματα λαθρεμπορίου, ή
(β) οποιαδήποτε συναλλαγή μεταξύ της επιχείρησης και Εγκεκριμένου Πελάτη ή Προμηθευτή η οποία επιχειρείται να γίνει τοις μετρητοίς, ή με αντίστοιχο μέσο πληρωμής ή με τίτλους στον κομιστή, όταν το ποσό της συναλλαγής υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (1.000) ή ο υπάλληλος της επιχείρησης έχει λόγους να υποπτεύεται ότι διενεργήθηκε μια σειρά συναλλαγών που μεμονωμένα δεν θα έπρεπε να αναφερθούν αλλά ως σύνολο εξεταζόμενες χρήζουν αναφοράς.

Ο Συντονιστής Συμμόρφωσης πρέπει να ειδοποιείται εγκαίρως σχετικά με κάθε αναφορά δραστηριότητας η οποία παραβιάζει τους όρους και τις υποχρεώσεις του νόμου και της παρούσας υπουργικής απόφασης. Ο Συντονιστής Συμμόρφωσης εξετάζει την αναφερθείσα δραστηριότητα και καθορίζει εάν τεκμηριώνεται η ανάληψη περαιτέρω δράσης. Εάν καθορίσει ότι ένας υπάλληλος της επιχείρησης έχει παραβιάσει το νόμο, την παρούσα υπουργική απόφαση και τον Κώδικα Εταιρικής Συμπεριφοράς, ο Συντονιστής Συμμόρφωσης και η διοίκηση της επιχείρησης εξετάζουν τη ενδεχόμενο λήψης αποτελεσματικών πειθαρχικών ή άλλων μέτρων.

Ο Συντονιστής Συμμόρφωσης κοινοποιεί άμεσα προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων κάθε εσωτερική αναφορά ύποπτης δραστηριότητας η οποία παραβιάζει τους όρους και τις υποχρεώσεις του νόμου και της παρούσας υπουργικής απόφασης και μεριμνά ώστε οι υπάλληλοι της επιχείρησης να τεθούν στη διάθεση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων για κατάθεση και κάθε άλλη αναγκαία συνεργασία.

Άρθρο 11
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Η επιχείρηση εφαρμόζει πολιτική κατά της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, η οποία έχει ως σκοπό να διασφαλίσει ότι θα λαμβάνει πληρωμές για βιομηχανοποιημένα καπνά της αποκλειστικά και μόνο από νόμιμες πηγές. Οι πολιτικές που αναπτύσσει η επιχείρηση για να παρακολουθεί και να καταγράφει όλες τις πληρωμές που γίνονται για βιομηχανοποιημένα καπνά τα οποία πωλούνται και διανέμονται από την επιχείρηση, θα περιλαμβάνουν μέτρα που προορίζονται να αποτρέψουν τη χρήση εσόδων παράνομης δραστηριότητας, σε οποιαδήποτε μορφή, ως πληρωμή για βιομηχανοποιημένα καπνά. Συγκεκριμένα, στο βαθμό που οι εν λόγω πολιτικές αφορούν συναλλαγές με Εγκεκριμένους Πελάτες, σχετικά με την πώληση, διανομή ή αποθήκευση βιομηχανοποιημένων καπνών της επιχείρησης,
(1) οι αποδεκτοί τρόποι πληρωμής περιορίζονται στους ακόλουθους:
(α) ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, δηλαδή κάρτες και μέσα πληρωμής με κάρτες, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών Παροχών Υπηρεσιών Πληρωμών του ν. 3862/2010 (μεταφορά πίστωσης, εντολές άμεσης χρέωσης, πάγιες εντολές), και διενεργούνται μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking), ηλεκτρονικού πορτοφολιού (e-wallet), κ.λπ.,
(β) προσωπική επιταγή από τραπεζικό λογαριασμό στο όνομα του Πελάτη ή Συνδεδεμένης Εταιρίας του εν λόγω Πελάτη με τον οποίο συναλλάσσεται η επιχείρηση,
(γ) τραπεζική επιταγή ή έμβασμα που έχει εκδοθεί από τράπεζα στη χώρα στην οποία εδρεύει ο Πελάτης με τον οποίο συναλλάσσεται η επιχείρηση, και
(δ) τοις μετρητοίς, αλλά μόνο όποτε η φύση και η κλίμακα της επιχείρησης ενός Πελάτη είναι τέτοια ώστε δεν είναι εμπορικά εφικτό να χρησιμοποιήσει τις μορφές πληρωμής που καθορίζονται στο (α) ή στο (β) ή στο (γ).
(2) Όλες οι πληρωμές πρέπει να γίνονται στο ίδιο νόμισμα και στο ίδιο ποσό με το τιμολόγιο.
(3) Όλες οι πληρωμές για βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης πρέπει να γίνονται από τον Πελάτη προς τον οποίο έγινε η τιμολόγηση ή από Συνδεδεμένη Εταιρία του εν λόγω Πελάτη, η οποία πρέπει να έχει γνωστο-ποιηθεί προηγουμένως προς την επιχείρηση.
(4) Η πληρωμή θα πρέπει να γίνεται από καθορισμένο λογαριασμό από Εγκεκριμένο Πελάτη κατά τη διαδικασία Δέουσας Επιμέλειας σύμφωνα με το άρθρο 3.

Άρθρο 12
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ - ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Η επιχείρηση σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή το κρίνει απαραίτητο ή όταν καλείται από την Α.Α.Δ.Ε. ή το Σ.Ε.Κ. οφείλει να προσέρχεται σε καλόπιστη διαβούλευση ως προς τα γενικότερα μέτρα και προτάσεις για την καταπολέμηση της διακίνησης λαθραίων και παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών. Η επιχείρηση αποστέλλει κάθε μήνα προς το Σ.Ε.Κ. στοιχεία των συναλλαγών της με Πελάτες και Προμηθευτές μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής υποδοχής και αξιοποίησης δεδομένων συναλλαγών Πελατών - Προμηθευτών της Α.Α.Δ.Ε., με βάση τις προδιαγραφές που θα καθορισθούν από το Σ.Ε.Κ. και τις συναρμόδιες υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Οι τεχνικές προδιαγραφές των δεδομένων που θα αποστέλλονται από τις υπόχρεες επιχειρήσεις θα αναρτηθούν στην ιστοσελίδα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων εντός ενός έτους από τη δημοσίευση της παρούσας. Η αποστολή των δεδομένων θα ξεκινήσει εντός οκτώ μηνών από την ανάρτηση των τεχνικών προδιαγραφών.

Η επιχείρηση λαμβάνει κάθε δυνατή μέριμνα ώστε να παρέχει στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και το Σ.Ε.Κ. πληροφορίες για σκοπούς στρατηγικής και επιχειρησιακής ανάλυσης και για τη διενέργεια διωκτικών δράσεων στην κατεύθυνση της καταπολέμησης της διακίνησης Λαθραίων και Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών. Η επιχείρηση παρέχει ιδίως πληροφορίες σχετικές με παράνομα φορτία Λαθραίων ή Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών, παράνομες εγκαταστάσεις ή εργαστήρια κατασκευής Λαθραίων ή Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών και νέες τάσεις, τεχνικές ή μεθόδους διακίνησης λαθραίων και παραποιημένων προϊόντων που διακινούνται στην αγορά. Εφόσον το επιτρέπουν οι περιστάσεις, η επιχείρηση καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να γνωστοποιεί τις ανωτέρω πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο, δηλαδή κατά τις προπαρασκευαστικές ενέργειες ή το αργότερο κατά την τέλεση των παράνομων πράξεων, προκειμένου οι υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων να μπορούν να επιχειρήσουν διωκτικά με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο.

Οι πληροφορίες που παρέχει η επιχείρηση προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και το Σ.Ε.Κ. χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για τους ανωτέρω σκοπούς και με πιστή τήρηση του Υπαλληλικού Κώδικα και της νομοθεσίας περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και το Σ.Ε.Κ. δύνανται να παρέχουν πληροφορίες προς την επιχείρηση στο πλαίσιο της διαρκούς συνεργασίας για τη δίωξη του λαθρεμπορίου και της διακίνησης παραποιημένων προϊόντων στο μέτρο που αυτό δε θίγει τους ορισμούς του Υπαλληλικού Κώδικα και της νομοθεσίας περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, δεν παραβιάζει το τελωνειακό ή το φορολογικό απόρρητο, δεν παρεμποδίζει υφιστάμενη διοικητική ή δικαστική έρευνα ή διαδικασία, καθώς και τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

Απαγορεύεται απολύτως να αποκαλύπτονται οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες σε τρίτα πρόσωπα. Κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται η περαιτέρω διαβίβαση των πληροφοριών αυτών, και ιδίως των πληροφοριών που η επιχείρηση αποστέλλει προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, αφενός προς το Σ.Ε.Κ. για τους σκοπούς που περιγράφονται στον ιδρυτικό του ν. 4410/2016, και αφετέρου στις περιπτώσεις που η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων είναι υποχρεωμένη να αποκαλύψει τις πληροφορίες στο πλαίσιο δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας ή δυνάμει άλλης νομικής υποχρέωσης.

Άρθρο 13
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ

Η επιχείρηση διεξάγει για τα στελέχη και τους υπαλλήλους της σε τακτική βάση και στο βαθμό που το επιτρέπει ο αριθμός προσωπικού και ο κύκλος της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, υποχρεωτικά προγράμματα κατάρτισης για τη συμμόρφωση με το περιεχόμενο των πολιτικών, των διαδικασιών και του Κώδικα Εταιρικής Συμπεριφοράς του άρθρου 9. Υπάλληλοι της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων μπορουν να συμμετέχουν σε αυτά τα προγράμματα κατάρτισης κατόπιν σχετικής ειδοποίησης από την επιχείρηση.

Η επιχείρηση και η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων μπορούν να διαβουλεύονται για τον τόπο, το χρόνο, το ακριβές περιεχόμενο, τη χρονική διάρκεια και τη συμμετοχή υπαλλήλων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων στα προγράμματα κατάρτισης.

Άρθρο 14
ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Οποιαδήποτε παράβαση των όρων και των υποχρεώσεων του νόμου και της παρούσας υπουργικής απόφασης όπως ιδίως της υποχρέωσης ταυτοποίησης του Πελάτη ή του Προμηθευτή, της υποχρέωσης πώλησης βιομηχανοποιημένων καπνών σε ποσότητες ανάλογες με τη ζήτηση λιανικής, της υποχρέωσης διακοπής της επαγγελματικής συνεργασίας με Εγκεκριμένους Πελάτες ή Προμηθευτές, της υποχρέωσης τήρησης αρχείου, της υποχρέωσης ορισμού Συντονιστή Συμμόρφωσης, της υποχρέωσης εκπόνησης εσωτερικών πολιτικών και διαδικασιών, της υποχρέωσης κοινοποίησης προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων εσωτερικής αναφοράς ύποπτης δραστηριότητας και της υποχρέωσης αποστολής της ηλεκτρονικής κατάστασης των συναλλαγών πελατών - προμηθευτών προς το Σ.Ε.Κ., επισύρει τις κυρώσεις που προσδιορίζονται στο άρθρο 119Α του ν. 2960/2001 - Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας, με την επιφύλαξη των περί λαθρεμπορίας ειδικότερων διατάξεων.

Άρθρο 15
ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

Η ισχύς των διατάξεων της παρούσας υπουργικής απόφασης αρχίζει έξι μήνες μετά την ημερομηνία δημοσίευσής της.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 16 Μαΐου 2018

Η Υφυπουργός
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ

Υπόθεση C-398/16 Φορολογική νομοθεσία – Φόρος εταιριών – Πλεονεκτήματα από τη σύσταση ενιαίας φορολογικής οντότητας – Αποκλεισμός των διασυνοριακών ομίλων

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 22ας Φεβρουαρίου 2018  Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Φορολογική νομοθεσία – Φόρος εταιριών – Πλεονεκτήματα από τη σύσταση ενιαίας φορολογικής οντότητας – Αποκλεισμός των διασυνοριακών ομίλων»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑398/16 και C‑399/16,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) με αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2016, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 18 Ιουλίου 2016, στο πλαίσιο των δικών

X BV (C‑398/16),

X NV (C‑399/16)

κατά

Staatssecretaris van Financiën,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund, J.-C. Bonichot (εισηγητής), A. Arabadjiev και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η X BV και η X NV, εκπροσωπούμενες από τον M. Sanders, advocaat,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman, M. H. S. Gijzen και C. S. Schillemans,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον W. Roels και την N. Gossement,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Οκτωβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 49 και 54 ΣΛΕΕ.

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αφενός, της X BV και της X NV και, αφετέρου, του staatssecretaris van Financiën (υφυπουργού Οικονομικών, Κάτω Χώρες) (στο εξής: φορολογική αρχή), σχετικά με τη δυνατότητα εκπτώσεως από τον φόρο, ως προς τη μεν X BV, των καταβληθέντων τόκων δανείου, ως προς τη δε X NV, μιας συναλλαγματικής ζημίας.

 Τοολλανδικό δίκαιο

3        Το άρθρο 10a του Wet op de vennootschapsbelasting 1969 (νόμου του 1969 περί φόρου εταιριών, στο εξής: νόμος περί φόρου εταιριών) έχει ως εξής:

«[...]

2.      Κατά τον καθορισμό του κέρδους [...], δεν εκπίπτουν οι τόκοι –περιλαμβανομένων των δαπανών και των συναλλαγματικών διαφορών– δανείων που de jure ή de facto οφείλονται, άμεσα ή έμμεσα, σε συνδεδεμένη οντότητα ή σε συνδεδεμένο φυσικό πρόσωπο εφόσον το δάνειο σχετίζεται με κάποια από τις εξής δικαιοπραξίες:

a.      [...]

b.      αγορά –περιλαμβανομένης της καταβολής της αξίας τους– μετοχών, μετοχών επικαρπίας, προνομιούχων μετοχών χωρίς ψήφο, δικαιωμάτων συμμετοχής ή χρεογράφων που λειτουργούν, στην πράξη, για τον οφειλέτη ως ίδια κεφάλαια κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο d, σε συνδεδεμένη οντότητα, εξαιρουμένης της περιπτώσεως κατά την οποία μεταβάλλεται η τελική μετοχική σύνθεση ή ο τελικός έλεγχος της ως άνω οντότητας·

3.      Η παράγραφος 2 δεν έχει εφαρμογή αν ο φορολογούμενος επιτυγχάνει να καταδείξει με επαρκή βαθμό πιθανότητας ότι:

a.      το δάνειο και η συνδεόμενη με αυτό δικαιοπραξία στηρίζονται, σε καθοριστικό βαθμό, σε οικονομικούς λόγους· ή

b.      ότι εν τέλει εκείνος στον οποίο de jure ή de facto, άμεσα ή έμμεσα οφείλονται οι τόκοι φορολογείται για τους τόκους με φόρο επί των κερδών ή του εισοδήματος ο οποίος, βάσει των ισχυόντων στις Κάτω Χώρες κριτηρίων, είναι εύλογος και ότι δεν γίνεται συμψηφισμός ζημιών ή άλλου είδους δικαιωμάτων των ετών που προηγούνται του έτους συνάψεως του δανείου ο οποίος συνεπάγεται ότι εν τέλει δεν οφείλεται φόρος επί των τόκων βάσει των προαναφερθέντων ευλόγων κριτηρίων, εξαιρουμένης της περιπτώσεως κατά την οποία πιθανολογείται ότι το δάνειο συνήφθη προς συμψηφισμό ζημιών που πραγματοποιήθηκαν ή άλλου είδους δικαιωμάτων που γεννήθηκαν κατά το ίδιο έτος ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν ή να γεννηθούν σε σύντομο χρόνο».

4        Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του νόμου περί φόρου εταιριών ορίζει τα εξής:

«Για τον καθορισμό του κέρδους δεν λαμβάνονται υπόψη τα πλεονεκτήματα από μια συμμετοχή ούτε οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για την αγορά ή την εκποίηση της συμμετοχής αυτής (απαλλαγή της συμμετοχής).»

5        Το άρθρο 13d του νόμου αυτού έχει ως εξής:

«1.      Η απαλλαγή της συμμετοχής δεν ισχύει για τις ζημίες οι οποίες συνδέονται με συμμετοχή και οι οποίες προκύπτουν από τη λύση της οντότητας στην οποία ο φορολογούμενος κατέχει συμμετοχή (ζημία από εκκαθάριση).

2.      Η ζημία από εκκαθάριση αντιστοιχεί στο ύψος της συμμετοχής την οποία κατείχε ο φορολογούμενος το οποίο υπερβαίνει το δικαίωμα απολήψεως του προϊόντος της εκκαθαρίσεως. [...]»

6        Το άρθρο 15 του εν λόγω νόμου έχει ως εξής:

«1.      Στην περίπτωση που φορολογούμενος (η μητρική εταιρία) κατέχει ως κύριος, από νομικής και οικονομικής απόψεως, τουλάχιστον το 95 % του καταβεβλημένου ονομαστικού κεφαλαίου άλλου φορολογουμένου (της θυγατρικής εταιρίας), οι ως άνω φορολογούμενοι, κατ’ αίτηση αμφοτέρων, φορολογούνται ως εάν επρόκειτο για έναν μόνον φορολογούμενο, ήτοι ως εάν οι δραστηριότητες και η περιουσία της θυγατρικής εταιρίας συμπεριλαμβάνονταν στις δραστηριότητες και στην περιουσία της μητρικής εταιρίας. Ο φόρος επιβάλλεται στη μητρική εταιρία. Στην περίπτωση αυτή οι φορολογούμενοι θεωρούνται από κοινού ως ενιαία φορολογική οντότητα. Η ενιαία φορολογική οντότητα μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερες από μία θυγατρικές εταιρίες.

2.      Ως κατοχή κατά την έννοια της παραγράφου 1 νοείται και η έμμεση κατοχή μετοχών, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές κατέχονται άμεσα από έναν ή περισσοτέρους φορολογουμένους οι οποίοι αποτελούν μέρος της ενιαίας φορολογικής οντότητας.

3.      Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται μόνον εάν:

[...]

c.      αμφότεροι οι φορολογούμενοι είναι εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες [...]»

 Οι διαφορές των κυρίων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Η υπόθεση C‑398/16

7        Η X BV, εταιρία ολλανδικού δικαίου, αποτελεί μέρος σουηδικού ομίλου στον οποίο ανήκει επίσης μια ιταλική εταιρία. Για να αγοράσει τις κατεχόμενες από τρίτους μετοχές της ιταλικής εταιρίας, η X BV ίδρυσε άλλη ιταλική εταιρία στην οποία εισέφερε κεφάλαιο ύψους 237 312 000 ευρώ. Η εισφορά αυτή χρηματοδοτήθηκε με δάνειο μιας σουηδικής εταιρίας του ομίλου προς την X BV. Λόγω του δανείου αυτού, το 2004 η X BV όφειλε στη δανείστρια εταιρία τόκους ύψους 6 503 261 ευρώ. Η X BV εξέπεσε τους τόκους αυτούς στη δήλωσή της φόρου εταιριών για το έτος 2004. Η φορολογική αρχή έκρινε όμως ότι η έκπτωση αυτή απαγορευόταν από το άρθρο 10a, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου περί φόρου εταιριών και εξέδωσε διορθωτική πράξη επιβολής φόρου, την ακύρωση της οποίας επιδιώκει η X BV ενώπιον των ολλανδικών δικαστηρίων.

8        Στην ένδικη προσφυγή της κατά της διορθωτικής πράξεως επιβολής φόρου, η X BV υποστήριξε ότι θα μπορούσε να εκπέσει τους τόκους του δανείου από το αποτέλεσμά της αν είχε τη δυνατότητα να αποτελέσει ενιαία φορολογική οντότητα με την ιταλική θυγατρική της. Δεδομένου ότι το ολλανδικό δίκαιο επιφυλάσσει τη δυνατότητα αυτή στις ημεδαπές εταιρίες, η X BV φρονεί ότι υφίσταται περιορισμό της ελευθερίας της εγκαταστάσεως κατά παράβαση των άρθρων 49 και 54 ΣΛΕΕ.

9        Το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών), το οποίο επιλήφθηκε της υποθέσεως κατ’ αναίρεση, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει τα [...] άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας δεν επιτρέπεται σε εδρεύουσα σε κράτος μέλος μητρική εταιρία να εκπέσει τους τόκους δανείου που συνδέεται με εισφορά κεφαλαίου σε θυγατρική εταιρία εδρεύουσα σε άλλο κράτος μέλος, ενώ η έκπτωση αυτή θα μπορούσε να χορηγηθεί αν η εν λόγω θυγατρική εταιρία είχε περιληφθεί με τη μητρική εταιρία σε ενιαία φορολογική οντότητα –με τα χαρακτηριστικά της ολλανδικής ενιαίας φορολογικής οντότητας–, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή, λόγω της ενοποιήσεως, ουδείς δεσμός προκύπτει με την εν λόγω εισφορά κεφαλαίου;»

 Η υπόθεση C‑399/16

10      Η X NV, εταιρία ολλανδικού δικαίου, είναι εμμέσως ιδιοκτήτρια μιας εδρεύουσας στο Ηνωμένο Βασίλειο θυγατρικής. Στις δηλώσεις της φόρου εταιριών για τις χρήσεις 2008 και 2009, η X NV εξέπεσε από το αποτέλεσμά της ως δαπάνη τη ζημία που υπέστη στις συμμετοχές της εξαιτίας της διακυμάνσεως των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 1, του νόμου περί φόρου εταιριών, κατά το οποίο ούτε τα πλεονεκτήματα ούτε οι ζημίες από μια συμμετοχή δεν λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του κέρδους, η φορολογική αρχή δεν επέτρεψε την έκπτωση αυτή.

11      Η X NV αμφισβήτησε την εις βάρος της βεβαίωση φόρου για τα έτη 2008 και 2009 υποστηρίζοντας ότι θα μπορούσε να είχε εκπέσει τη συναλλαγματική ζημία της από το αποτέλεσμά της αν είχε τη δυνατότητα να αποτελέσει ενιαία φορολογική οντότητα με τη θυγατρική της. Δεδομένου ότι το ολλανδικό δίκαιο επιφυλάσσει τη δυνατότητα αυτή εκπτώσεως στις ημεδαπές εταιρίες, η X NV φρονεί ότι υφίσταται περιορισμό της ελευθερίας της εγκαταστάσεως κατά παράβαση των άρθρων 49 και 54 ΣΛΕΕ.

12      Το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών), το οποίο επιλήφθηκε της υποθέσεως κατ’ αναίρεση, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει τα [...] άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας μια εδρεύουσα σε κράτος μέλος μητρική εταιρία δεν δύναται να λάβει υπόψη καμία συναλλαγματική ζημία σχετικά με το ποσό που αυτή επένδυσε σε θυγατρική εταιρία εδρεύουσα σε άλλο κράτος μέλος, ενώ θα μπορούσε να το πράξει αν η θυγατρική αυτή εταιρία είχε περιληφθεί σε ενιαία φορολογική οντότητα –με τα χαρακτηριστικά της ολλανδικής ενιαίας φορολογικής οντότητας– με την εδρεύουσα στο πρώτο κράτος μέλος μητρική εταιρία, και τούτο ως αποτέλεσμα της ενοποιήσεως εντός της ενιαίας φορολογικής οντότητας;

2)       Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, δύναται ή πρέπει, για τον καθορισμό της συναλλαγματικής ζημίας που πρέπει να ληφθεί υπόψη, να ληφθεί ως σημείο αφετηρίας ότι θα είχαν περιληφθεί στην ενιαία φορολογική οντότητα επίσης οι άμεσες ή έμμεσες θυγατρικές (μία ή περισσότερες από τις θυγατρικές) που εδρεύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κατέχονται έμμεσα, μέσω της θυγατρικής [την οποία αφορά το πρώτο ερώτημα], από την εν λόγω μητρική εταιρία;

3)       Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να ληφθούν υπόψη μόνο οι συναλλαγματικές ζημίες οι οποίες, στην περίπτωση υπαγωγής σε ενιαία φορολογική οντότητα με τη μητρική εταιρία, θα είχαν ανακύψει κατά τα επίμαχα έτη, ή πρέπει να ληφθούν υπόψη επίσης τα συναλλαγματικά αποτελέσματα που θα είχαν προκύψει κατά τα προηγούμενη έτη;»

13      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 9ης Αυγούστου 2016, οι υποθέσεις C‑398/16 και C‑399/16 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί του αιτήματος επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

14      Μετά την ανάπτυξη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα στις 25 Οκτωβρίου 2017, η X NV, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Νοεμβρίου 2017, ζήτησε να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας στην υπόθεση C‑399/16. Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, η ως άνω εταιρία προβάλλει κατ’ ουσίαν ότι οι εν λόγω προτάσεις στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία των επίμαχων ολλανδικών φορολογικών διατάξεων.

15      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Ιανουαρίου 2018, η X BV επίσης ζήτησε να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας στην υπόθεση C‑398/16.

16      Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο δύναται ανά πάσα στιγμή, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς ή, ακόμη, όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων ή των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένων (απόφαση Nordzucker, C‑148/14, EU:C:2015:287, σκέψη 24).

17      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο κρίνει, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς προκειμένου να αποφανθεί και ότι η κρίση του στις υποθέσεις C‑398/16 και C‑399/16 δεν χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχειρήματα επί των οποίων δεν διεξήχθη συζήτηση. Το Δικαστήριο κατά συνέπεια εκτιμά ότι δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

18      Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ επιβάλλει την κατάργηση των περιορισμών της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Η ελευθερία αυτή περιλαμβάνει, όσον αφορά τις εταιρίες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους και έχουν την καταστατική έδρα τους, την κεντρική διοίκησή τους ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Ένωσης –τις οποίες το άρθρο 54 ΣΛΕΕ εξομοιώνει προς τους υπηκόους των κρατών μελών για τους σκοπούς της ασκήσεως της ελευθερίας εγκαταστάσεως–, το δικαίωμα να ασκούν τη δραστηριότητά τους σε άλλα κράτη μέλη μέσω θυγατρικής εταιρίας, υποκαταστήματος ή πρακτορείου (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 21ης Μαΐου 2015, Verder LabTec, C‑657/13, EU:C:2015:331, σκέψη 32, και της 2ας Σεπτεμβρίου 2015, Groupe Steria, C‑386/14, EU:C:2015:524, σκέψη 14).

19      Μολονότι, βάσει του γράμματός τους, οι διατάξεις για την ελευθερία εγκαταστάσεως έχουν ως σκοπό να εξασφαλίζουν εντός του κράτους μέλους υποδοχής την ίση μεταχείριση με τους ημεδαπούς, εντούτοις απαγορεύουν επίσης στο κράτος καταγωγής να εμποδίζει την εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος ενός από τους υπηκόους του ή μιας εταιρίας που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του.

20      Πάντως, η απορρέουσα από τη νομοθεσία κράτους μέλους διαφορετική μεταχείριση εις βάρος των εταιριών που ασκούν το δικαίωμά τους στην ελευθερία εγκαταστάσεως δεν συνιστά περιορισμό της ελευθερίας αυτής αν αφορά καταστάσεις που δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες ή αν δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος και τελεί σε αναλογία προς τον σκοπό αυτό (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Test Claimants in the FII Group Litigation, C‑446/04, EU:C:2006:774, σκέψη 167, και της 25ης Φεβρουαρίου 2010, X Holding, C‑337/08, EU:C:2010:89, σκέψη 20).

21      Στην απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2010, X Holding (C‑337/08, EU:C:2010:89), το Δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικά με τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης της φορολογικής νομοθεσίας κράτους μέλους, όπως η ολλανδική φορολογική νομοθεσία, η οποία επιφυλάσσει στις ημεδαπές μητρικές εταιρίες και στις ημεδαπές θυγατρικές τους τη δυνατότητα να υπαχθούν σε καθεστώς φορολογικής ενοποιήσεως, ήτοι να φορολογηθούν ως εάν αποτελούσαν ενιαία φορολογική οντότητα. Ένα τέτοιο καθεστώς συνιστά πλεονέκτημα για τις οικείες εταιρίες, στο μέτρο κατά το οποίο επιτρέπει, μεταξύ άλλων, την ενοποίηση των κερδών και ζημιών των εταιριών της ενιαίας φορολογικής οντότητας στο επίπεδο της μητρικής εταιρίας και εγγυάται ότι οι ενδοομιλικές συναλλαγές είναι ουδέτερες από φορολογική άποψη.

22      Στη σκέψη 19 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μη παροχή του πλεονεκτήματος αυτού στις μητρικές εταιρίες που έχουν θυγατρικές εδρεύουσες σε άλλα κράτη μέλη μπορεί να καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση από τη μητρική εταιρία του δικαιώματός της στην ελευθερία εγκαταστάσεως, καθόσον αποτελεί αντικίνητρο για την ίδρυση θυγατρικών σε άλλα κράτη μέλη.

23      Το Δικαστήριο έκρινε πάντως, στη σκέψη 43 της αποφάσεως αυτής, ότι η ανάγκη διαφυλάξεως της κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών δικαιολογούσε τη διαφορετική αυτή μεταχείριση και ότι ο απορρέων εξ αυτής περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως τελούσε σε αναλογία προς τον σκοπό αυτό.

24      Πάντως, από την απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2010, X Holding (C‑337/08, EU:C:2010:89) δεν μπορεί να συναχθεί ότι οποιαδήποτε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ εταιριών που ανήκουν σε ενοποιημένο φορολογικώς όμιλο, αφενός, και εταιριών που δεν ανήκουν σε τέτοιου είδους όμιλο, αφετέρου, συμβιβάζεται προς το άρθρο 49 ΣΛΕΕ. Όσον αφορά τα φορολογικά πλεονεκτήματα πέραν της μεταφοράς ζημιών εντός του ενοποιημένου φορολογικώς ομίλου, πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί χωριστά εάν κράτος μέλος μπορεί να επιφυλάσσει τα πλεονεκτήματα αυτά στις εταιρίες μέλη ενοποιημένου φορολογικώς ομίλου και, ως εκ τούτου, να τα αποκλείει σε καταστάσεις διασυνοριακού χαρακτήρα (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2015, Groupe Steria, C‑386/14, EU:C:2015:524, σκέψεις 27 και 28).

25      Στην καθεμία από τις διαφορές των κυρίων δικών, οι προσφεύγουσες εταιρίες, οι οποίες έχουν αλλοδαπές θυγατρικές, υποστηρίζουν ότι στερούνται εξ αυτού του λόγου φορολογικά πλεονεκτήματα πέραν της μεταφοράς ζημιών εντός του ενοποιημένου φορολογικώς ομίλου, τα οποία η ολλανδική νομοθεσία αδικαιολογήτως επιφυλάσσει στις ενιαίες φορολογικές οντότητες. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο εάν το άρθρο 49 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει τη διαφορετική αυτή μεταχείριση.

 Επί του ερωτήματος της υποθέσεως C‑398/16

26      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, βάσει της οποίας δεν επιτρέπεται σε εδρεύουσα σε κράτος μέλος μητρική εταιρία να εκπέσει τους τόκους δανείου το οποίο έχει λάβει από συνδεδεμένη εταιρία προκειμένου να χρηματοδοτήσει εισφορά κεφαλαίου σε εδρεύουσα σε άλλο κράτος μέλος θυγατρική, ενώ, σε περίπτωση που η θυγατρική έδρευε στο ίδιο κράτος μέλος, η μητρική εταιρία θα μπορούσε να τύχει της εκπτώσεως αυτής διά του σχηματισμού ενιαίας φορολογικής οντότητας με την εν λόγω θυγατρική.

 Επί της διαφορετικής μεταχειρίσεως

27      Δυνάμει του άρθρου 10a, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου περί φόρου εταιριών, οι τόκοι δανείων τα οποία ελήφθησαν από συνδεδεμένη οντότητα δεν εκπίπτουν από το φορολογητέο κέρδος σε περίπτωση που το δάνειο αυτό συνδέεται με εισφορά κεφαλαίου, μεταξύ άλλων διά της αγοράς μετοχών, σε συνδεδεμένη οντότητα. Βάσει όμως του άρθρου 10a, παράγραφος 3, στοιχείο a, του νόμου αυτού, τούτο δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που ο φορολογούμενος επιτυγχάνει να καταδείξει με επαρκή βαθμό πιθανότητας ότι η οφειλή και η συνδεόμενη προς αυτή δικαιοπραξία στηρίζονται, σε καθοριστικό βαθμό, σε οικονομικούς λόγους.

28      Περαιτέρω, το άρθρο 15 του εν λόγω νόμου επιτρέπει στους ομίλους ημεδαπών εταιριών να αποτελέσουν ενιαία φορολογική οντότητα. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, οι εταιρίες που επιλέγουν το καθεστώς αυτό φορολογούνται από κοινού στο επίπεδο της μητρικής εταιρίας. Στο πλαίσιο της ενιαίας φορολογικής οντότητας, οι αμοιβαίοι συμμετοχικοί δεσμοί, όπως είναι η εισφορά κεφαλαίου από τη μητρική εταιρία στη θυγατρική της, θεωρούνται, λόγω της ενοποιήσεως, ανύπαρκτοι από φορολογικής απόψεως.

29      Επειδή, κατά το αιτούν δικαστήριο, η εισφορά κεφαλαίου δεν είναι εμφανής στο πλαίσιο ενιαίας φορολογικής οντότητας, το άρθρο 10a, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου περί φόρου εταιριών δεν έχει εφαρμογή σε μια εταιρία η οποία δανείζεται από συνδεδεμένη οντότητα προκειμένου να προβεί σε εισφορά κεφαλαίου διά της αγοράς μετοχών της θυγατρικής της με την οποία αποτελεί ενιαία φορολογική οντότητα. Στην περίπτωση αυτή, η εταιρία έχει επομένως τη δυνατότητα να εκπέσει τους τόκους του δανείου της από το φορολογητέο κέρδος της χωρίς να χρειάζεται να πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου.

30      Εφόσον, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 3, του νόμου περί φόρου εταιριών, μόνον φορολογούμενοι οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες μπορούν να αποτελέσουν ενιαία φορολογική οντότητα, υφίσταται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ, αφενός, μιας ολλανδικής μητρικής εταιρίας η οποία χρηματοδοτεί την επίσης ολλανδική θυγατρική της διά της λήψεως δανείου από συνδεδεμένη εταιρία και ως προς την οποία δεν μπορεί να περιορίζεται η έκπτωση των τόκων του δανείου αυτού διά της εφαρμογής του άρθρου 10a του ως άνω νόμου και, αφετέρου, μιας ολλανδικής μητρικής εταιρίας η οποία χρηματοδοτεί την αλλοδαπή θυγατρική της κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά στην οποία είναι δυνατόν, βάσει των ίδιων διατάξεων, να αντιταχθεί άρνηση εκπτώσεως των τόκων.

31      Εν προκειμένω, η X BV χρηματοδότησε την αγορά μετοχών της ιταλικής θυγατρικής της μέσω δανείου το οποίο της χορηγήθηκε από μια ανήκουσα στον ίδιο όμιλο σουηδική εταιρία. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10a, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου περί φόρου εταιριών, η φορολογική αρχή δεν επέτρεψε στην X BV να εκπέσει τους τόκους του δανείου αυτού, καθόσον δεν επέτυχε να καταδείξει με επαρκή βαθμό πιθανότητας ότι η εκ μέρους της λήψη του δανείου ήταν λυσιτελής από οικονομικής απόψεως. Η X BV υποστηρίζει ότι θα είχε τύχει ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως αν η θυγατρική της ήταν ημεδαπή εταιρία, διότι θα μπορούσε να αποτελέσει ενιαία φορολογική οντότητα με την εν λόγω θυγατρική και ως εκ τούτου να εκπέσει απεριορίστως από το αποτέλεσμά της τους τόκους του δανείου της.

32      Η διαφορετική αυτή μεταχείριση μπορεί να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση από τη μητρική εταιρία του δικαιώματός της στην ελευθερία εγκαταστάσεως μέσω της ιδρύσεως θυγατρικών σε άλλα κράτη μέλη. Για τη συμβατότητά της προς τις διατάξεις της Συνθήκης, απαιτείται, όπως προκύπτει από τη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, η διαφορετική μεταχείριση να αφορά καταστάσεις που δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες ή να δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος.

 Επί της συγκρισιμότητας των καταστάσεων

33      Η συγκρισιμότητα μεταξύ της διασυνοριακής και της εσωτερικής καταστάσεως πρέπει να εξετασθεί λαμβανομένων υπόψη του σκοπού και του περιεχομένου των επίμαχων εθνικών διατάξεων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, X, C‑87/13, EU:C:2014:2459, σκέψη 27).

34      Εν προκειμένω, η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση είναι απόρροια του συνδυασμού μεταξύ του άρθρου 10a, παράγραφος 2, στοιχείο b, και του άρθρου 15 του νόμου περί φόρου εταιριών. Οι διατάξεις αυτές έχουν όμως διαφορετικό σκοπό. Ενώ το άρθρο 10a, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου αυτού έχει ως σκοπό να αποτρέψει τη διάβρωση της ολλανδικής φορολογικής βάσεως μέσω ενδοομιλικών τεχνητών οικονομικών κατασκευών, το άρθρο 15 του εν λόγω νόμου επιτρέπει να ενοποιούνται στο επίπεδο της μητρικής εταιρίας τα κέρδη και οι ζημίες των εταιριών που έχουν ενσωματωθεί στην ενιαία φορολογική οντότητα και να θεωρούνται οι ενδοομιλικές συναλλαγές ουδέτερες από φορολογικής απόψεως. Κατά το αιτούν δικαστήριο, μεταξύ των συνεπειών του καθεστώτος της ενιαίας φορολογικής οντότητας συγκαταλέγεται το γεγονός ότι ο σύνδεσμος μεταξύ του δανείου και της εισφοράς κεφαλαίου από τον οποίο εξαρτάται η εφαρμογή του άρθρου 10a, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου αυτού εξαλείφεται λόγω της ενοποιήσεως.

35      Το άρθρο 10a, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου περί φόρου εταιριών δεν διακρίνει όμως αναλόγως του αν ο όμιλος έχει διασυνοριακό χαρακτήρα ή όχι. Συνεπώς, η συγκρισιμότητα των καταστάσεων πρέπει να εκτιμηθεί μόνον υπό το πρίσμα του σκοπού του άρθρου 15 του νόμου αυτού, δεδομένης της απορρέουσας από την ενοποίηση συνέπειας για την οποία κάνει λόγο το αιτούν δικαστήριο.

36      Το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 24 της αποφάσεως της 25ης Φεβρουαρίου 2010, X Holding (C‑337/08, EU:C:2010:89), σχετικά με το ολλανδικό φορολογικό καθεστώς της ενιαίας φορολογικής οντότητας, ότι η κατάσταση μιας ημεδαπής μητρικής εταιρίας η οποία επιθυμεί να δημιουργήσει μια τέτοια οντότητα με ημεδαπή θυγατρική και η κατάσταση μιας ημεδαπής μητρικής η οποία επιθυμεί να δημιουργήσει ενιαία φορολογική οντότητα με αλλοδαπή θυγατρική είναι, από την άποψη του σκοπού του φορολογικού αυτού καθεστώτος, αντικειμενικώς συγκρίσιμες.

37      Συνεπώς, η διασυνοριακή και η εσωτερική κατάσταση είναι συγκρίσιμες υπό το πρίσμα του συνδυασμού των επίδικων στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικών διατάξεων και υφίσταται επομένως διαφορετική μεταχείριση. Αυτή όμως μπορεί να δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος.

 Επί της δικαιολογήσεως

38      Συναφώς, η Ολλανδική Κυβέρνηση και το αιτούν δικαστήριο προβάλλουν διάφορους δικαιολογητικούς λόγους για την περιγραφείσα στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως διαφορετική μεταχείριση.

39      Πρώτον, πρέπει να εκτιμηθεί αν μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογείται από την ανάγκη διαφυλάξεως της κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2010, X Holding (C‑337/08, EU:C:2010:89), ότι η ενοποίηση στο επίπεδο της μητρικής εταιρίας των κερδών και των ζημιών των εταιριών μιας ενιαίας φορολογικής οντότητας συνιστά πλεονέκτημα το οποίο δικαιολογημένως επιφυλάσσεται στις ημεδαπές εταιρίες λόγω της ανάγκης διαφυλάξεως της κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών.

40      Πλην όμως το πλεονέκτημα το οποίο αξιώνει εν προκειμένω η X BV δεν μπορεί να συγχέεται με το πλεονέκτημα το οποίο παρέχει η ενοποίηση στο πλαίσιο της ενιαίας φορολογικής οντότητας. Αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης είναι η δυνατότητα εκπτώσεως μιας δαπάνης που συνίσταται σε τόκους και όχι ο γενικός συμψηφισμός των δαπανών και των κερδών ο οποίος προσιδιάζει στην ενιαία φορολογική οντότητα. Το ολλανδικό δίκαιο δεν επιφυλάσσει αυτή τη δυνατότητα εκπτώσεως στις ενιαίες φορολογικές οντότητες, αλλά αντιθέτως την αναγνωρίζει σε οποιανδήποτε εταιρία και την περιορίζει μόνο στην ιδιαίτερη περίπτωση και υπό τις συνθήκες που προβλέπονται στο άρθρο 10a, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου περί φόρου εταιριών. Κατά συνέπεια, με το να εκφεύγει από τον περιορισμό αυτό, η μητρική εταιρία που αποτελεί με τη θυγατρική της ενιαία φορολογική οντότητα δεν εξασφαλίζει πλεονέκτημα το οποίο συναρτάται ειδικώς προς το φορολογικό καθεστώς της ενιαίας φορολογικής οντότητας.

41      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον η εφαρμογή του άρθρου 10a, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου περί φόρου εταιριών φαίνεται ότι δεν εξαρτάται από τον τόπο φορολογήσεως του εισοδήματος από τους καταβληθέντες τόκους και επομένως από το ποιο κράτος αντλεί το αντίστοιχο φορολογικό έσοδο, παράμετρος ως προς την οποία η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν παρέχει εξάλλου καμία πληροφορία.

42      Συνεπώς, η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δεν δικαιολογείται από την ανάγκη διαφυλάξεως της κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών.

43      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν συνιστά δικαιολογητικό λόγο η ανάγκη διαφυλάξεως της συνοχής του ολλανδικού φορολογικού συστήματος. Το Δικαστήριο δέχεται ότι ένας τέτοιος δικαιολογητικός λόγος συνιστά επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του οικείου φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεως του πλεονεκτήματος αυτού από συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση, η δε αμεσότητα της σχέσεως αυτής πρέπει να εκτιμάται με βάση τον σκοπό της επίμαχης ρυθμίσεως (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2015, Groupe Steria, C‑386/14, EU:C:2015:524, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Εντούτοις, η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν επικαλείται καν την ύπαρξη ενός τέτοιου συνδέσμου. Περιορίζεται στο να υποστηρίξει γενικώς ότι το καθεστώς της ενιαίας φορολογικής οντότητας αποτελεί ένα συνεκτικό σύνολο πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων. Εν πάση περιπτώσει, η ως άνω κυβέρνηση δεν παραθέτει κανένα ειδικό στοιχείο βάσει του οποίου θα μπορούσε να συναχθεί ότι, αν επιτρεπόταν η έκπτωση των τόκων δανείου το οποίο προορίζεται για τη χρηματοδότηση της αγοράς μετοχών μιας αλλοδαπής θυγατρικής, θα θιγόταν η συνοχή του καθεστώτος της ενιαίας φορολογικής οντότητας.

45      Συνεπώς, η διαλαμβανόμενη στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως διαφορετική μεταχείριση δεν δικαιολογείται από την ανάγκη διαφυλάξεως της συνοχής του ολλανδικού φορολογικού συστήματος.

46      Τρίτον, η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, από τον σκοπό της καταπολεμήσεως της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής και σκοπεί στην παρεμπόδιση συμπεριφορών που συνίστανται στη δημιουργία αμιγώς τεχνητών κατασκευών, οι οποίες δεν έχουν πραγματική οικονομική υπόσταση και αποβλέπουν στην αποφυγή του φόρου ο οποίος κανονικά θα βάρυνε τα κέρδη από δραστηριότητες ασκούμενες στην ημεδαπή.

47      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ειδικότερα από τη σκέψη 26 της αποφάσεως της 16ης Ιουλίου 1998, ICI (C‑264/96, EU:C:1998:370) και από τη σκέψη 51 της αποφάσεως της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (C‑196/04, EU:C:2006:544), προκύπτει ότι, στον φορολογικό τομέα, ένας τέτοιος σκοπός μπορεί να συνιστά επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος.

48      Αυτός είναι αναμφίβολα ο σκοπός που επιδιώκεται από το άρθρο 10a, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου περί φόρου εταιριών. Όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, επιδιώκεται να αποτραπεί το ενδεχόμενο ίδια κεφάλαια ενός ομίλου να εμφανίζονται εικονικώς ως κεφάλαια τα οποία έχουν εξασφαλισθεί με δανεισμό από ολλανδικό φορέα μέλος του ομίλου και οι τόκοι του δανείου αυτού να μπορούν να εκπέσουν από το φορολογητέο στις Κάτω Χώρες αποτέλεσμα. Ο σκοπός που επιδιώκεται με την απαγόρευση της εκπτώσεως των τόκων ενδοομιλικών δανείων επιβεβαιώνεται ρητώς από τον κανόνα κατά τον οποίο οι τόκοι δανείων δύνανται να εκπέσουν, δυνάμει της παραγράφου 3, στοιχείο a, του ίδιου άρθρου, αν η ενδοομιλική πράξη είναι οικονομικώς δικαιολογημένη.

49      Προκειμένου όμως ο περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως να δικαιολογείται για λόγους αποτροπής των καταχρηστικών πρακτικών, πρέπει ο ειδικός σκοπός του περιορισμού αυτού να έγκειται στην αποτροπή των εν λόγω πρακτικών (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas, C‑196/04, EU:C:2006:544, σκέψη 55). Η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν επιχειρεί όμως καν να αποδείξει ότι η διαλαμβανόμενη στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως διαφορετική μεταχείριση ανάγεται σε μια τέτοια πρόθεση. Αυτό δεν θα ήταν άλλωστε δυνατόν, δεδομένου ότι η διαφορετική μεταχείριση δεν αποτελεί συνέπεια μόνο του άρθρου 10a, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου περί φόρου εταιριών, αλλά του συνδυασμού του με το άρθρο 15 του νόμου αυτού, το οποίο αφορά την ενιαία φορολογική οντότητα και το οποίο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, επιδιώκει διαφορετικό σκοπό.

50      Εξάλλου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 82 των προτάσεών του, η διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς από την αποτροπή των καταχρηστικών πρακτικών. Ειδικότερα, όταν η μητρική εταιρία χρηματοδοτεί την αγορά μετοχών της θυγατρικής με δάνειο το οποίο λαμβάνει από άλλη συνδεδεμένη εταιρία, ο κίνδυνος το δάνειο αυτό να μην αντιστοιχεί σε καμία υπαρκτή οικονομική πράξη και να σκοπεί μόνο στην τεχνητή δημιουργία μιας εκπεστέας δαπάνης δεν είναι μικρότερος στην περίπτωση που η μητρική και η θυγατρική εταιρία εδρεύουν αμφότερες στο ίδιο κράτος μέλος και συναποτελούν ενιαία φορολογική οντότητα από ό,τι στην περίπτωση που η θυγατρική εταιρία εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος και κατά συνέπεια δεν της επιτρέπεται να αποτελέσει ενιαία φορολογική οντότητα με τη μητρική εταιρία.

51      Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι στο προδικαστικό ερώτημα της υποθέσεως C‑398/16 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, βάσει της οποίας δεν επιτρέπεται σε εδρεύουσα σε κράτος μέλος μητρική εταιρία να εκπέσει τους τόκους δανείου το οποίο έχει λάβει από συνδεδεμένη εταιρία προκειμένου να χρηματοδοτήσει εισφορά κεφαλαίου σε εδρεύουσα σε άλλο κράτος μέλος θυγατρική, ενώ, σε περίπτωση που η θυγατρική έδρευε στο ίδιο κράτος μέλος, η μητρική εταιρία θα μπορούσε να τύχει της εκπτώσεως αυτής διά του σχηματισμού ενιαίας φορολογικής οντότητας με την εν λόγω θυγατρική.

 Επί των ερωτημάτων στην υπόθεση C‑399/16

 Επί του πρώτου ερωτήματος

52      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, βάσει της οποίας δεν επιτρέπεται σε εδρεύουσα σε κράτος μέλος μητρική εταιρία να εκπέσει από τα κέρδη της τις προκύπτουσες από τις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας υποαξίες των συμμετοχών της σε εδρεύουσα σε άλλο κράτος μέλος θυγατρική, στην περίπτωση που η ίδια νομοθεσία κατά σύμμετρο τρόπο δεν φορολογεί τις υπεραξίες που προκύπτουν από τις διακυμάνσεις αυτές.

53      Δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, του νόμου περί φόρου εταιριών, για τον καθορισμό του κέρδους δεν λαμβάνονται υπόψη τα πλεονεκτήματα από μια συμμετοχή ούτε οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για την αγορά ή την εκποίηση της συμμετοχής αυτής.

54      Ο κανόνας αυτός –ο οποίος αποκαλείται «απαλλαγή της συμμετοχής»– συνεπάγεται μεταξύ άλλων ότι τόσο οι αυξήσεις όσο και οι μειώσεις αξίας μιας συμμετοχής που προκύπτουν από την εξέλιξη της συναλλαγματικής αξίας ενός αλλοδαπού νομίσματος στο οποίο εκφράζεται η αξία της συμμετοχής αυτής δεν λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του κέρδους.

55      Εξ αυτού του λόγου η X NV δεν μπορεί να εκπέσει από το φορολογητέο κέρδος της τη συναλλαγματική ζημία που υπέστη στην επένδυση την οποία έχει πραγματοποιήσει, ως μέτοχος, στην εδρεύουσα στο Ηνωμένο Βασίλειο θυγατρική της. Αντιθέτως, βάσει των διευκρινίσεων του αιτούντος δικαστηρίου, θα μπορούσε να προβεί σε μια τέτοια έκπτωση δυνάμει ενοποιήσεως στο πλαίσιο ενιαίας φορολογικής οντότητας αν η θυγατρική της έδρευε στις Κάτω Χώρες. Η X NV υποστηρίζει ότι υπέστη κατά συνέπεια δυσμενή διάκριση η οποία στοιχειοθετεί περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

56      Οι περιπτώσεις αυτές δεν είναι όμως αντικειμενικώς συγκρίσιμες. Ειδικότερα, μια ολλανδική εταιρία δεν μπορεί να υποστεί συναλλαγματικές ζημίες στη συμμετοχή της σε ημεδαπή θυγατρική, εξαιρουμένης της πολύ ιδιαίτερης περιπτώσεως στην οποία η συμμετοχή της εκφράζεται σε διαφορετικό νόμισμα από εκείνο στο οποίο εκφράζεται το αποτέλεσμα της εταιρίας.

57      Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, η ύπαρξη διαφορετικής μεταχειρίσεως είναι αμφίβολη. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της ενιαίας φορολογικής οντότητας, όπως προκύπτει από τη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, οι αμοιβαίοι συμμετοχικοί δεσμοί είναι φορολογικώς ουδέτεροι. Συνεπώς, η απομείωση της συμμετοχής της μητρικής εταιρίας στην ημεδαπή θυγατρική της με την οποία αποτελεί ενιαία φορολογική οντότητα δεν μπορεί να εκπέσει από το αποτέλεσμα της οντότητας αυτής, ανεξαρτήτως του αν η απομείωση αυτή οφείλεται σε διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή σε άλλη αιτία.

58      Τέλος και εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο έκρινε ότι από τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ για την ελευθερία εγκαταστάσεως δεν μπορεί να συναχθεί ότι το κράτος μέλος υποχρεούται να ασκήσει, κατά τρόπο ασύμμετρο, τη φορολογική του αρμοδιότητα προκειμένου να επιτρέψει τη δυνατότητα εκπτώσεως των ζημιών που προκαλούνται από πράξεις των οποίων τα αποτελέσματα, αν ήταν θετικά, εν πάση περιπτώσει δεν θα φορολογούνταν (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2015, X, C‑686/13, EU:C:2015:375, σκέψεις 40 και 41).

59      Το μειονέκτημα το οποίο αντιπροσωπεύει για μια ολλανδική εταιρία το γεγονός ότι αδυνατεί να εκπέσει τη συναλλαγματική ζημία την οποία έχει ενδεχομένως υποστεί στη συμμετοχή της σε αλλοδαπή θυγατρική δεν μπορεί να διαχωριστεί από το συμμετρικό πλεονέκτημα της μη φορολογήσεως των συναλλαγματικών κερδών. Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η «απαλλαγή της συμμετοχής» καταρχάς δεν συνιστά ούτε πλεονέκτημα ούτε μειονέκτημα. Δεν μπορεί επομένως να επαχθεί διαφορετική μεταχείριση δυσμενή για τις ολλανδικές εταιρίες οι οποίες έχουν θυγατρικές σε άλλο κράτος μέλος ούτε να αποτελέσει ως εκ τούτου περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

60      Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα της υποθέσεως C‑399/16 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, βάσει της οποίας δεν επιτρέπεται σε εδρεύουσα σε κράτος μέλος μητρική εταιρία να εκπέσει από τα κέρδη της τις προκύπτουσες από τις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας υποαξίες των συμμετοχών της σε εδρεύουσα σε άλλο κράτος μέλος θυγατρική, στην περίπτωση που η ίδια νομοθεσία κατά σύμμετρο τρόπο δεν φορολογεί τις υπεραξίες που προκύπτουν από τις διακυμάνσεις αυτές.

 Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

61      Δεδομένης της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα της υποθέσεως C‑399/16.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, βάσει της οποίας δεν επιτρέπεται σε εδρεύουσα σε κράτος μέλος μητρική εταιρία να εκπέσει τους τόκους δανείου το οποίο έχει λάβει από συνδεδεμένη εταιρία προκειμένου να χρηματοδοτήσει εισφορά κεφαλαίου σε εδρεύουσα σε άλλο κράτος μέλος θυγατρική, ενώ, σε περίπτωση που η θυγατρική έδρευε στο ίδιο κράτος μέλος, η μητρική εταιρία θα μπορούσε να τύχει της εκπτώσεως αυτής διά του σχηματισμού ενιαίας φορολογικής οντότητας με την εν λόγω θυγατρική.

2)      Τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, βάσει της οποίας δεν επιτρέπεται σε εδρεύουσα σε κράτος μέλος μητρική εταιρία να εκπέσει από τα κέρδη της τις προκύπτουσες από τις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας υποαξίες των συμμετοχών της σε εδρεύουσα σε άλλο κράτος μέλος θυγατρική, στην περίπτωση που η ίδια νομοθεσία κατά σύμμετρο τρόπο δεν φορολογεί τις υπεραξίες που προκύπτουν από τις διακυμάνσεις αυτές.

(υπογραφές)


ΠΟΛ.1092/2018 Παρακράτηση φόρου κατά την κεφαλαιοποίηση κερδών παρελθουσών χρήσεων

$
0
0

Αθήνα, 21 Μαΐου 2018
ΠΟΛ.1092/21-05-2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β

Ταχ. Δ/νση:Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:101 84 Αθήνα
Πληροφορίες:Μ. Χαπίδης
Τηλέφωνο:210 – 3375312
Fax:210 – 3375001
E-Mail:d12.b@yo.syzefxis.gov.gr

ΠΟΛ 1092/2018

Θέμα: «Παρακράτηση φόρου κατά την κεφαλαιοποίηση κερδών παρελθουσών χρήσεων».

Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 63 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι δεν παρακρατείται καθόλου φόρος 15% από μερίσματα και παρόμοιες πληρωμές που διανέμονται σε νομικό πρόσωπο το οποίο περιλαμβάνεται στο Παράρτημα της Οδηγίας 2011/96/Ε.Ε. σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών - μελών, όπως αυτή ισχύει, εφόσον:

α) το νομικό πρόσωπο που εισπράττει κατέχει μετοχές, μερίδια ή συμμετοχή τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%), βάσει αξίας ή αριθμού, στο μετοχικό κεφάλαιο ή δικαιώματα σε κέρδη, δικαιώματα ψήφου του φορολογούμενου που προβαίνει στη διανομή,

β) το ελάχιστο ποσοστό κατοχής μετοχών ή μεριδίων ή συμμετοχής διακρατείται για τουλάχιστον είκοσι τέσσερις (24) μήνες, και

γ) το νομικό πρόσωπο που εισπράττει:

αα) περιλαμβάνεται στους τύπους απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι Μέρος Α της Οδηγίας 2011/96/ΕΕ, όπως ισχύει, και

ββ) είναι φορολογικός κάτοικος κράτους - μέλους της Ε.Ε. σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού και δεν θεωρείται φορολογικός κάτοικος τρίτου κράτους εκτός Ε.Ε. κατ` εφαρμογή όρων σύμβασης αποφυγής διπλής φορολογίας που έχει συναφθεί με αυτό το τρίτο κράτος, και

γγ) υπόκειται, χωρίς τη δυνατότητα επιλογής ή απαλλαγής, σε έναν από τους φόρους που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι Μέρος Β της Οδηγίας 2011/96/ΕΕ ή σε οποιονδήποτε άλλο φόρο ενδεχομένως στο μέλλον αντικαταστήσει έναν από τους φόρους αυτούς.

2. Ενόψει των ανωτέρω, με την ΠΟΛ.1039/26.1.2015 εγκύκλιο διευκρινίσθηκε ότι κάθε νομικό πρόσωπο της περ. γ’ του άρθρου 2 ή νομική οντότητα της περ. δ’ του ιδίου άρθρου που προβαίνει σε διανομή κερδών δεν θα διενεργεί παρακράτηση φόρου 15% εφόσον πληρούνται οι αναφερόμενες πιο πάνω προϋποθέσεις.

3. Περαιτέρω, με την ΠΟΛ.1042/26.1.2015 εγκύκλιο διευκρινίσθηκε ότι στην έννοια της διανομής κερδών περιλαμβάνεται και η διανομή ή κεφαλαιοποίηση κερδών παρελθουσών χρήσεων, των αποθεματικών που δεν υπάγονται στην αυτοτελή φορολόγηση της παρ. 12 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013, καθώς και των αποθεματικών που σχηματίζονται με βάση τις διατάξεις του νέου Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013).

4. Από όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω και δεδομένου ότι στην έννοια διανομής κερδών περιλαμβάνεται και η κεφαλαιοποίηση κερδών παρελθουσών χρήσεων, συνάγεται ότι κατά την κεφαλαιοποίηση κερδών παρελθουσών χρήσεων από υπόχρεους του άρθρου 61 του ν.4172/2013 προς νομικά πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 63 του ν.4172/2013, δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου 15%, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 64 του ίδιου νόμου.




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ Α.Α.Δ.Ε.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Αριθμ. ΔΗΔ/17304/2018 Τροποποίηση της αρίθμ. ΔΗΔ/Φ.40/1057/ 14.1.2015 υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ Β' 116) με θέμα «Ρύθμιση λεπτομερειακών και τεχνικών θεμάτων για την περαιτέρω ενίσχυση της διαφάνειας μέσω της ανάρτησης στο «Πρόγραμμα Διαύγεια» των δαπανών των επιχορηγούμενων φορέων (άρθρο 10Β ν. 3861/2010, όπως προστέθηκε με το άρθρο 16 ν. 4305/2014)»

$
0
0
Αριθμ. ΔΗΔ/17304/10-05-2018

(ΦΕΚ Β' 1810/21-05-2018)

Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ

Έχοντας υπόψη τις διατάξεις:

1. του άρθρου 10Β ν. 3861/2010 (Α' 112) «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο «Πρόγραμμα Διαύγεια» και άλλες διατάξεις» όπως προστέθηκε με το άρθρο 16 ν. 4305/2014 (Α' 237) «Ανοικτή διάθεση και περαιτέρω χρήση εγγράφων, πληροφοριών και δεδομένων του δημόσιου τομέα, τροποποίηση του ν. 3448/2006 (Α' 57), προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2013/37/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, περαιτέρω ενίσχυση της διαφάνειας, ρυθμίσεις θεμάτων Εισαγωγικού Διαγωνισμού Ε.Σ.Δ.ΔΑ. και άλλες διατάξεις»

2. του άρθρου 64 ν. 4305/2014 (Α' 237)

3. του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 63/2005 (Α' 98).

4. της αριθμ. ΥΑΠ/Φ.40.4/1/989/2012 (Β' 1301) υπουργικής απόφασης «Κύρωση Πλαισίου Παροχής Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης»,

5. της αριθμ. ΕΞ 604/2012 (Γ.Υφ.) ΔΙΣΚΠΟ/Φ.1/οικ. 10885/2.5.2012 υπουργικής απόφασης «Ρύθμιση λεπτομερειακών και τεχνικών θεμάτων για την εφαρμογή του ν. 3861/2010 (Β' 112) «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο «Πρόγραμμα Διαύγεια» και άλλες διατάξεις»

6. της αριθμ. ΔΗΔ/Φ.40/1057/14.1.2015 (Β' 116) υπουργικής απόφασης «Ρύθμιση λεπτομερειακών και τεχνικών θεμάτων για την περαιτέρω ενίσχυση της διαφάνειας μέσω της ανάρτησης στο «Πρόγραμμα Διαύγεια» των δαπανών των επιχορηγούμενων φορέων (άρθρο 10Β ν. 3861/2010, όπως προστέθηκε με το άρθρο 16 ν. 4305/2014) »

7. της αριθμ. ΔΗΔ/Φ.40/39514/21.12.2015 (Β' 2844) υπουργικής απόφασης «Τροποποίηση της υπ' αριθμ. ΔΗΔ/Φ.40/ 1057/14.1.2015 υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ Β' 116) με θέμα «Ρύθμιση λεπτομερειακών και τεχνικών θεμάτων για την περαιτέρω ενίσχυση της διαφάνειας μέσω της ανάρτησης στο «Πρόγραμμα Διαύγεια» των δαπανών των επιχορηγούμενων φορέων (άρθρο 10Β ν. 3861/2010, όπως προστέθηκε με το άρθρο 16 ν. 4305/2014)»».

8. της αριθμ. ΔΗΔ/Φ.40/14390/2016 (Β' 1507) υπουργικής απόφασης «Τροποποίηση της αριθμ. ΔΗΔ/Φ.40/ 1057/14-1-2015 υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ Β' 116) «Ρύθμιση λεπτομερειακών και τεχνικών θεμάτων για την περαιτέρω ενίσχυση της διαφάνειας μέσω της ανάρτησης στο «Πρόγραμμα Διαύγεια» των δαπανών των επιχορηγούμενων φορέων (άρθρο 10Β ν. 3861/2010, όπως προστέθηκε με το άρθρο 16 ν. 4305/2014)»».

9. της αρίθμ. ΔΗΔ/Φ.40/21155/30.6.2017 (Β' 2277) υπουργικής απόφασης «Τροποποίηση της υπ' αριθμ. ΔΗΔ/Φ.40/ 1057/14.1.2015 υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ Β' 116) με θέμα «Ρύθμιση λεπτομερειακών και τεχνικών θεμάτων για την περαιτέρω ενίσχυση της διαφάνειας μέσω της ανάρτησης στο «Πρόγραμμα Διαύγεια» των δαπανών των επιχορηγούμενων φορέων (άρθρο 10Β ν. 3861/2010, όπως προστέθηκε με το άρθρο 16 ν. 4305/2014)».

10. του π.δ. 133/2017 (Α' 161) «Οργανισμός του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης».

11. του π.δ. 123/2016 (Α' 208) «Ανασύσταση και μετονομασία του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ανασύσταση του Υπουργείου Τουρισμού, σύσταση Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, μετονομασία Υπουργείων Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων».

12. του π.δ. 125/2016 (Α' 210) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».

Το γεγονός ότι από την έκδοση της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Η παράγραφος 1 του άρθρου 9 της αριθ. ΔΗΔ/Φ.40/1057/14.1.2015 (ΦΕΚ Β' 116) υπουργικής απόφασης αντικαθίσταται ως εξής: «Στοιχεία που αφορούν δαπάνες συντελεσθείσες από 1.1.2015 έως 31.12.2015, από 1.1.2016 έως 31.12.2016 και από 1.1.2017 έως 31.12.2017 αναρτώνται μέχρι την 15-7-2018».

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 10 Μαΐου 2018

Η Υπουργός
ΟΛΓΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΗ

Αριθμ. 915/69142/2018 Διαδικασία μίσθωσης βοσκήσιμων γαιών, συγκρότηση και λειτουργία επιτροπών ελέγχου χωροταξικής ορθότητας της κατανομής δικαιωμάτων χρήσης της βοσκής, κατά τη μεταβατική περίοδο μέχρι την έγκριση των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης

$
0
0
Αριθμ. 915/69142

(ΦΕΚ Β' 1812/21-05-2018)

Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:

α) Των περιπτώσεων γ και ε της παρ. 5 του άρθρου 19 του ν. 4351/2015 «Βοσκήσιμες γαίες Ελλάδας και άλλες διατάξεις» (Α’ 164), όπως αντικαταστάθηκε σύμφωνα με το δέκατο άρθρο του ν. 4405/2016 (Α’ 129) και ισχύει.

β) Του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα» (Α’ 98).

2. Την υπ’ αριθμ. 873/55993/20.5.2015 απόφαση του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Κατανομή βοσκοτόπων στους κτηνοτρόφους της χώρας» (Β’ 942), όπως ισχύει.

3. Την αριθμ. Υ92/29.11.2017 απόφαση του Πρωθυπουργού «Τροποποίηση απόφασης ανάθεσης αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Ιωάννη Τσιρώνη» (Β’ 4195).

4. Τις εισηγήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ και της Γενικής Δ/νσης Οικονομικών Υπηρεσιών του ΥΠΑΑΤ, που στάλθηκαν με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις 23 και 26 Απριλίου, αντίστοιχα.

5. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΗΣ

Άρθρο 1
Επιτροπή ελέγχου χωροταξικής ορθότητας της κατανομής δικαιωμάτων χρήσης της βοσκής


1. Συγκροτείται σε κάθε Περιφερειακή Ενότητα της χώρας η επιτροπή της παρ. 5 του άρθρου 19 του ν. 4351/2015 (Α’ 164), στο εξής καλούμενη «Επιτροπή». Η Επιτροπή είναι τριμελής και αποτελείται από:

α) Έναν υπάλληλο της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής (ΔΑΟΚ) της οικείας Περιφερειακής Ενότητας, ΠΕ Γεωπονικού ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του.

β) Έναν υπάλληλο της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής (ΔΑΟΚ) της οικείας Περιφερειακής Ενότητας, ΠΕ ή TE Γεωπονικού ως μέλος, με τον αναπληρωτή του.

γ) Έναν υπάλληλο της οικείας περιφερειακής υπηρεσίας του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ) ως μέλος, με τον αναπληρωτή του.

Ο Πρόεδρος ορίζει τον υπάλληλο που τελεί χρέη γραμματειακής υποστήριξης στην Επιτροπή, μεταξύ των δύο, εφόσον αυτό απαιτείται.
Συζητούνται θέματα που αφορούν βοσκήσιμες γαίες που βρίσκονται χωροταξικά εντός των ορίων της οικείας Περιφερειακής Ενότητας ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου.

2. Η Επιτροπή είναι μη αμειβόμενη και η θητεία των μελών της είναι μέχρι την έγκριση των διαχειριστικών σχεδίων.

3. Το έργο και οι αρμοδιότητες της Επιτροπής εξειδικεύονται ως εξής:

α) Ο χωροταξικός έλεγχος της ορθότητας της κατανομής των επιλέξιμων βοσκήσιμων γαιών, που πραγματοποιήθηκε βάσει της αριθμ. 873/55993/20.5.2015 απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας (Β’ 942) όπως ισχύει, με διόρθωση τυχόν σφαλμάτων ή αστοχιών που εντοπίζονται στην κατανομή ή εφόσον υπάρχουν αιτήματα κτηνοτρόφων.

β) Τυχόν χωροταξικές ανακατατάξεις των κατανεμηθέντων δικαιωμάτων βόσκησης επιλέξιμων βοσκήσιμων γαιών, σε περίπτωση που σε τμήματα ή και σε ολόκληρη τη βοσκήσιμη γαία απαγορευτεί η βόσκηση ή η εν λόγω γαία χαρακτηρισθεί αναδασωτέα, στο πλαίσιο της δασικής νομοθεσίας.

γ) Η κατανομή σε νέους ενδιαφερόμενους κτηνοτρόφους ή/και κτηνοτρόφους που ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν σε μέτρα του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας, επιλέξιμων βοσκήσιμων γαιών από τις εκτάσεις οι οποίες αποτελούν απόθεμα το οποίο προκύπτει από την εφαρμογή της παρ. 8 του άρθρου 4 της υπ’ αριθμ. 873/55993/20.5.2015 απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή τυχόν αύξηση επιλεξιμότητας ύστερα από την εφαρμογή εθνικών πρωτοβουλιών ή/και του ευρωπαϊκού κανονιστικού πλαισίου.

δ) Η ανάκληση της κατανομής ή η μείωση του εμβαδού της κατανεμηθείσας έκτασης επιλέξιμης βοσκήσιμης γαίας σε εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 5 και 6 του άρθρου 8 της υπ’αριθμ. 873/55993/20.5.2015 απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή/ και του άρθρου 6 της παρούσας απόφασης.

ε) Η εισήγηση μεταβίβασης των δικαιωμάτων χρήσης επιλέξιμης βοσκήσιμης έκτασης σε εφαρμογή της παρ. 7 του άρθρου 8 της αριθμ. 873/55993/20.5.2015 απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

4. Όταν κρίνεται απαραίτητο ο Πρόεδρος ζητά και λαμβάνει τη γνώμη της οικείας Δ/νσης ή Τμήματος πολιτικής γης, της οικείας δασικής υπηρεσίας, της οικείας ΔΑΟΚ και της οικείας κτηνοτροφικής οργάνωσης.

5. Η απόφαση ορισμού των μελών από τον οικείο Περιφερειάρχη ολοκληρώνεται εντός τριμήνου από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης και δύναται να τροποποιηθεί στην περίπτωση αλλαγής της σύνθεσης των μελών.

6. Κατά τη διαδικασία ελέγχου της κατανομής και κατά τη μεταβατική περίοδο μέχρι την έγκριση των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης, τηρούνται τα κριτήρια του άρθρου 3 και οι κανόνες κατανομής του άρθρου 5 της αριθμ. 873/55993/20.5.2015 απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και των άρθρων 6 παρ. 1 εδάφιο β και 10 του ν. 4351/2015. Ειδικά σε περιφέρειες που δραστηριοποιούνται ομάδες κτηνοτρόφων εκτροφής αυτοχθόνων φυλών του άρθρου 6 του ν. 4351/2015 χορηγούνται σε αυτούς βοσκότοποι σε άμεση γειτνίαση προς αποτροπή επιμιξιών με άλλες φυλές.

7. Η Επιτροπή ολοκληρώνει το έργο της εντός του πρώτου τριμήνου του έτους της κατανομής που ελέγχει.

Άρθρο 2
Διαδικασία ελέγχου χωροταξικής κατανομής βοσκήσιμων γαιών


1. Ο ΟΠΕΚΕΠΕ σε εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 6 της αριθμ. 873/55993/20.5.2015 απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας, διαθέτει προς χρήση στους εμπλεκόμενους στην διαδικασία μίσθωσης επιλέξιμων βοσκήσιμων γαιών (Περιφέρειες, ΔΑΟΚ και Επιτροπές), ειδική διαδικτυακή εφαρμογή για την επεξεργασία της κατανομής επιλέξιμων βοσκοτόπων. Μέσω της ως άνω διαδικτυακής εφαρμογής διατίθεται η κατανομή επιλέξιμων βοσκοτόπων όπως αυτή ενημερώθηκε και ισχύει από το προηγούμενο ημερολογιακό έτος αιτήσεων.

Για κάθε κτηνοτρόφο διατίθενται τα εξής στοιχεία: ονοματεπώνυμο, ΑΦΜ, email, τηλέφωνο, η επιλέξιμη έκταση βοσκοτόπου η οποία του κατανεμήθηκε, η ακριβής τοποθεσία της εν λόγω έκτασης, ο κωδικός του αγροτεμαχίου αναφοράς, χαρτογραφικό υλικό στο οποίο αποτυπώνονται οι κατανεμηθείσες βοσκήσιμες γαίες και ο στάβλος του κτηνοτρόφου καθώς και οι καταστάσεις κατανομής επιλέξιμων βοσκοτόπων όπως αυτές ενημερώθηκαν και ισχύουν πριν την έναρξη του έργου της επιτροπής.

Μέσω της εφαρμογής δίνεται η δυνατότητα εκτύπωσης των εξής στοιχείων κάθε κτηνοτρόφου: ονοματεπώνυμο, η συνολική επιλέξιμη έκταση βοσκοτόπου η οποία του κατανεμήθηκε, η ακριβής τοποθεσία της εν λόγω έκτασης και ο κωδικός από το Αγροτεμάχιο Αναφοράς.

2. Οι ΔΑΟΚ των Περιφερειακών Ενοτήτων της χώρας διαβιβάζουν στην Επιτροπή, τυχόν αιτήματα κτηνοτρόφων ή φορέων για χωροταξική ανακατανομή του βοσκότοπου. Τα εν λόγω αιτήματα εξετάζονται εφόσον έχουν κατατεθεί από τους ενδιαφερόμενους στην ΔΑΟΚ μέχρι 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Αιτήματα που κατατίθενται μετά την ημερομηνία αυτή εξετάζονται κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής, το επόμενο ημερολογιακό έτος αιτήσεων.

3. Ύστερα από τυχόν διορθώσεις και συμπληρώσεις στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή στην ως άνω εφαρμογή, διαβιβάζει στην αρμόδια ΔΑΟΚ τα πορίσματα της, η οποία εκτυπώνει συνολικές καταστάσεις κατανομής των βοσκήσιμων γαιών στις οποίες αναγράφονται τουλάχιστον:

α) Το ονοματεπώνυμο και ο ΑΦΜ των δικαιούχων.

β) Το εμβαδόν της έκτασης των επιλέξιμων βοσκήσιμων γαιών που κατανεμήθηκαν σε κάθε δικαιούχο, η θέση που βρίσκεται η βοσκήσιμη γαία και ο κωδικός αγροτεμαχίου αναφοράς.

4. Οι καταστάσεις κατανομής των βοσκήσιμων γαιών όπως διαμορφώθηκαν σύμφωνα με τα ανωτέρω υπογράφονται από τα αρμόδια όργανα διοίκησης της παρ. 3 του άρθρου 6 της αριθμ. 873/55993/20.5.2015 απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

5. Η αρμόδια ΔΑΟΚ ενημερώνει το σύστημα, επισυνάπτοντας τις κυρωμένες καταστάσεις κατανομής των επιλέξιμων βοσκήσιμων γαιών.

6. Τα δικαιώματα χρήσης της βοσκής παραχωρούνται για ένα έτος.

7. Μετά την καταληκτική ημερομηνία υποβολής της ενιαίας αίτησης ενίσχυσης εκάστου έτους, τυχόν τροποποιήσεις και μεταβολές στη χωροταξική κατανομή ενσωματώνονται στο επόμενο έτος ενίσχυσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΜΙΣΘΩΣΗ ΒΟΣΚΗΣΙΜΩΝ ΓΑΙΩΝ

Άρθρο 3
Διαδικασία μίσθωσης βοσκήσιμων γαιών


1. Μετά την κύρωση των καταστάσεων κατανομής, την επισύναψή τους στην εφαρμογή και την ολοκλήρωση της διαδικασίας υποβολής της ενιαίας αίτησης ενίσχυσης, οι κτηνοτρόφοι ειδοποιούνται με κάθε πρόσφορο μέσο από την αρμόδια ΔΑΟΚ στην Περιφέρεια της οποίας βρίσκεται η έδρα της εκμετάλλευσής τους, προκειμένου να λάβουν γνώση σχετικά με τα στοιχεία της κατανεμηθείσας έκτασης.

2. Ο κτηνοτρόφος υπογράφει ότι έλαβε γνώση για την επιλέξιμη έκταση που του κατανεμήθηκε σε συνολική λίστα κατανομής, που εκτυπώνει η ΔΑΟΚ (με όλους τους δικαιούχους και τις εκτάσεις που τους κατανεμήθηκαν) και εφόσον επιθυμεί, ζητεί και λαμβάνει εκτύπωση ατομικού εντύπου κατανομής.

3. Η ΔΑΟΚ μετά το πέρας των 30 ημερών, επισυνάπτει στη διαδικτυακή εφαρμογή την συνολική λίστα με τις υπογραφές των κτηνοτρόφων που έλαβαν γνώση.

4. Κτηνοτρόφοι οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στην ειδοποίηση της ΔΑΟΚ εντός τριάντα (30) ημερών θεωρείται ότι αποδέχονται την κατανομή ως έχει και χάνουν το δικαίωμα για αίτηση χωροταξικής ανακατανομής για το επόμενο έτος.

Άρθρο 4
Καταβολή του μισθώματος των επιλέξιμων βοσκήσιμων γαιών


1. Στη δήλωση της ενιαίας αίτησης ενίσχυσης κάθε χρόνο, ο κτηνοτρόφος εκτός των άλλων, δηλώνει ότι εξουσιοδοτεί την οικεία Περιφέρεια να εισπράξει για λογαριασμό του, το ποσό της οφειλής με ισόποση χρέωση του τραπεζικού του λογαριασμού που έχει δηλωθεί στην ενιαία αίτηση ενίσχυσης κατά την πίστωση αυτού με τα δικαιούμενα ποσά των ενισχύσεων που αφορούν στο συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος, ως μίσθωμα για τον επιλέξιμο δημόσιο βοσκότοπο που έτυχε κατανομής. Πρότυπο της δήλωσης εξουσιοδότησης προς την αρμόδια υπηρεσία επισυνάπτεται ως αναπόσπαστο Παράρτημα της παρούσας απόφασης. Σε περίπτωση, που ο κτηνοτρόφος δεν επισυνάψει την σχετική εξουσιοδότηση στην ενιαία αίτηση ενίσχυσης, δεν θα λαμβάνεται υπόψη ως προσδιορισθείσα έκταση, η έκταση που αναλογεί στην κατανομή επιλέξιμου δημόσιου βοσκότοπου.

2. Η Δ/νση Πληροφορικής του ΟΠΕΚΕΠΕ πριν από την χορήγηση των δικαιούμενων ενισχύσεων αποστέλλει στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του ΥΠΑΑΤ, ηλεκτρονικό αρχείο με τα απαραίτητα στοιχεία των δικαιούχων ανά Περιφέρεια, με το ονοματεπώνυμο, τον ΑΦΜ, το ποσό που οφείλεται και το IBAN του τραπεζικού λογαριασμού του δικαιούχου. Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του ΥΠΑΑΤ αποστέλλει το εν λόγω αρχείο προς την Τράπεζα η οποία έχει συμβληθεί με το Ελληνικό Δημόσιο για την διαχείριση του ΕΛΕΓΕΠ. Η Τράπεζα αποστέλλει ηλεκτρονικό αρχείο στις λοιπές Τράπεζες στις οποίες διατηρούν λογαριασμό οι δικαιούχοι. Όλα τα Τραπεζικά ιδρύματα υποχρεούνται να εισπράξουν για λογαριασμό των δικαιούχων το ποσό της οφειλής τους από τα δικαιούμενα ποσά των ενισχύσεων που πιστώνεται ο τραπεζικός λογαριασμός των δικαιούχων. Οι τράπεζες προχωρούν στην είσπραξη των ποσών των μισθωμάτων και τα αποδίδουν στη συνέχεια στο λογαριασμό που έχει οριστεί για το σκοπό αυτό σε κάθε Περιφέρεια.

Άρθρο 5
Διάθεση μισθώματος


1. Το οφειλόμενο ποσό κατατίθεται υπέρ της Περιφέρειας στα διοικητικά όρια της οποίας ασκείται η βόσκηση, σε ειδικό λογαριασμό της Περιφέρειας με Κωδικό Αριθμό Εσόδων (ΚΑΕ) 5418.

2. Η Περιφέρεια έχει την υποχρέωση διάθεσης του ποσού που συγκεντρώνεται στο λογαριασμό αυτό για την εκπόνηση των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης, όπως ορίζει η περίπτωση ε της παρ. 5 του άρθρου 19 του ν. 4351/2015, όπως ισχύει.

Άρθρο 6
Υποχρεώσεις κτηνοτρόφων


Στις υποχρεώσεις των κτηνοτρόφων που απορρέουν από την παρούσα συμπεριλαμβάνονται και εκείνες του άρθρου 8 της αριθμ. 873/55993/20.5.2015 απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Άρθρο 7
Κυρώσεις

Μη τήρηση των υποχρεώσεων εκ μέρους των κτηνοτρόφων συνεπάγεται ανάκληση της κατανομής της βοσκήσιμης γαίας με απόφαση της Επιτροπής για το επόμενο έτος.

Άρθρο 8
Μεταβατικές διατάξεις


Τα πορίσματα των Επιτροπών που λειτούργησαν με την αριθμ. 1332/93570/23.8.2016 (Β’ 2848) απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει θα ληφθούν υπόψη για την κατανομή των βοσκοτόπων του 2018.

Άρθρο 9
Έναρξη ισχύος

Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και για τις αιτήσεις ΕΑΕ που θα υποβληθούν για το 2018.

Η υπ’ αριθμ. 1332/93570/23.8.2016 υπουργική απόφαση καταργείται εκτός από την παρ. 2 του άρθ. 7, η οποία ισχύει για την είσπραξη των μισθωμάτων 2016 και 2017.


Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 15 Μαΐου 2018

Ο Αναπληρωτής Υπουργός
ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ

Αριθμ. πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Δ 1077561 ΕΞ 2018 Κοινοποίηση του άρθρου 111, του ν.4537/2018 σχετικά με την τροποποίηση της παραγρ.1, του άρθρου 14, της Δ.247/88 Απόφασης Υπουργού Οικονομικών, που έχει κυρωθεί με την παραγρ. 4, του άρθρου 11, του ν. 1839/89

$
0
0
Αθήνα, 21/05/2018
Αριθ. Πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Δ 1077561 ΕΞ 2018
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ


 
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ Ε.Φ.Κ.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ, ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ
ΤΜΗΜΑ Δ'

Ταχ. Δ/νση:Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:101 84 Αθήνα
Πληροφορίες:Μ.Μανωλαράκης
Τηλέφωνο:210.69.87.501
Fax:210.69.87.506
E-Mail:ipr@otenet.gr
Url:www.aade.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
 
Θέμα: Κοινοποίηση του άρθρου 111, του ν.4537/2018 σχετικά με την τροποποίηση της παραγρ.1, του άρθρου 14, της Δ.247/88 Απόφασης Υπουργού Οικονομικών, που έχει κυρωθεί με την παραγρ. 4, του άρθρου 11, του ν. 1839/89.


Σας κοινοποιούμε προς ενημέρωση και εφαρμογή το άρθρο 111, του ν.4537/2018 (ΦΕΚ 84/Α'/15-05-2018), όπως δημοσιεύτηκε και ισχύει, σχετικά με τη δυνατότητα παράτασης του χρόνου κυκλοφορίας των μεταφορικών μέσων που τελούν υπό το ειδικό καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής και τα οποία έχουν παραλάβει, ως δικαιούχα πρόσωπα, οι υπάλληλοι ξένων διπλωματικών και προξενικών αποστολών.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 111, προστίθεται νέο εδάφιο στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 14 της Δ.247/13/1.3.1988 Απόφασης του Υπουργείου Οικονομικών, με την οποία παρέχεται στο εξής η δυνατότητα παράτασης του χρόνου κυκλοφορίας των μεταφορικών μέσων τα οποία έχουν παραλάβει οι υπάλληλοι ξένων διπλωματικών και προξενικών αποστολών με το ειδικό καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής.

Η παράταση αυτή η οποία δίδεται από την αρμόδια τελωνειακή αρχή κατόπιν αιτήσεως των δικαιούχων προσώπων ορίζεται έως ένα (1) έτος και σε εξαιρετικές περιπτώσεις έως τέσσερα (4) έτη από τη λήξη της αποστολής τους στη χώρα μας, ανεξαρτήτως αν πρόσωπα αυτά συνεχίζουν να παραμένουν προσωρινά στην Ελλάδα ή έχουν εγκαταλείψει αυτήν.

Παράλληλα διευκρινίζεσαι ότι η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις και σε δικαιούχα πρόσωπα η αποστολή των οποίων στη χώρα μας έχει λήξει κατά τον χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου, αλλά δεν έχουν παρέλθει τέσσερα (4) έτη από τη λήξη της αποστολής τους.



Η ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΔΙΚΗΜΕΝΑΚΗ 

Αριθμ. πρωτ.: ΔΕΑΦ 1077946 ΕΞ 2018 Έκπτωση ασφαλιστικών εισφορών εταίρου προσωπικής εταιρείας που δεν ασκεί ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα και λαμβάνει αμοιβές για υπηρεσίες διαχειριστή ή αμοιβές ως μέλος Δ.Σ. Α.Ε.

$
0
0

Αθήνα, 21 Μαΐου 2018
Αρ. Πρωτ: ΔΕΑΦ 1077946 ΕΞ2018/21-05-2018
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α'-Β'

Ταχ. Δ/νση :Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας :101 84 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες :Ι. Τζίμα - Φ. Φανάρα
Τηλέφωνο:210 3375315 -6
210 3375311-312
Fax :210 3375001
E-Mail:d12.a@vo.syzefxis.gov.gr
d12.b@yo.syzefxis.gov.gr
Url:www.aade.gr

Θέμα: «Έκπτωση ασφαλιστικών εισφορών εταίρου προσωπικής εταιρείας που δεν ασκεί ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα και λαμβάνει αμοιβές για υπηρεσίες διαχειριστή ή αμοιβές ως μέλος Δ.Σ. Α.Ε.».

Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα και σε συνέχεια της ΠΟΛ.1113/2015 εγκυκλίου μας, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περ.δ' της παρ.1 του άρθρου 14 του ν.4172/2013, από τον υπολογισμό του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις εξαιρούνται οι κρατήσεις υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων, οι οποίες επιβάλλονται με νόμο.

2. Με το αριθ. ΔΕΑΦΑ 1064780 ΕΞ 2015/11.5.2015 έγγραφό μας έγινε δεκτό ότι οι καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων οι οποίες επιβάλλονται με νόμο και τις οποίες καταβάλλουν οι εταίροι και οι διαχειριστές ΕΠΕ, ΟΕ και EE στον ασφαλιστικό φορέα για την ασφάλισή τους ως εταίροι, διαχειριστές ΕΠΕ, ΟΕ και EE και μόνο για αυτή την αιτία, εμπίπτουν στην περ. δ' παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4172/2013, εφόσον αφορούν στο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις και συνεπώς εξαιρούνται της φορολογίας εισοδήματος.

3. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της περ.γ' του άρθρου 23 του ν.4172/2013 και όσον αφορά τις μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες ορίζεται ότι δεν εκπίπτουν οι μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές.

4. Με την ΠΟΛ.1113/2.6.2015 εγκύκλιο, ως προς τη φορολογική μεταχείριση των ασφαλιστικών εισφορών εταίρων Ε.Π.Ε. ή Ι.Κ.Ε. και των μελών Δ.Σ. Α.Ε. η διαχειριστών Ε.Π.Ε. ή Ι.Κ.Ε., μεταξύ άλλων, διευκρινίστηκε ότι οι ασφαλιστικές εισφορές των εταίρων Ε.Π.Ε. ή Ι.Κ.Ε. δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των εταιρειών αυτών, αλλά, σε περίπτωση που δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και επιπλέον οι αμοιβές που λαμβάνουν από την Ε.Π.Ε. ή την Ι.Κ.Ε. θεωρούνται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, τότε οι ασφαλιστικές εισφορές θα εκπίπτουν από το εισόδημά τους από μισθωτές υπηρεσίες και θα δηλωθούν από τα φυσικά πρόσωπα στη δήλωση φορολογίας εισοδήματός τους (Ε1).
Περαιτέρω, οι ασφαλιστικές εισφορές μελών Δ.Σ. Α.Ε. ή διαχειριστών Ε.Π.Ε. ή Ι.Κ.Ε. που δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν συμμετέχουν στο κεφάλαιο των υπόψη εταιρειών και επιπλέον οι αμοιβές που λαμβάνουν λόγω της ιδιότητάς τους αυτής θεωρούνται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, τότε οι ασφαλιστικές εισφορές θα εκπίπτουν από το εισόδημά τους από μισθωτές υπηρεσίες και θα δηλωθούν από τα φυσικά πρόσωπα στη δήλωση φορολογίας εισοδήματός τους (Ε1).

5. Επίσης, με την ανωτέρω εγκύκλιο, ως προς τη φορολογική μεταχείριση των ασφαλιστικών εισφορών των μελών προσωπικών εταιρειών (Ο.Ε., Ε..Ε) και αστικών εταιρειών διευκρινίστηκε ότι οι ασφαλιστικές εισφορές φυσικού προσώπου, το οποίο δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα και είναι μέλος προσωπικής ή αστικής εταιρείας εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της προσωπικής ή αστικής εταιρείας. Σε περίπτωση συμμετοχής εταίρου σε περισσότερες προσωπικές εταιρείες, οι ασφαλιστικές εισφορές εκπίπτουν από την εταιρεία από την οποία λαμβάνει το μεγαλύτερο φορολογητέο εισόδημα.

6. Εξάλλου, οι αμοιβές ομόρρυθμου εταίρου που είναι διαχειριστής στην ομόρρυθμη εταιρεία για τις υπηρεσίες διαχειριστή προς την εταιρεία, φορολογούνται ως εισόδημα από μισθωτή εργασία (εγγ. ΔΕΑΦ Α 1035294 ΕΞ 2016/4.3.2016). Εάν ο εταίρος αυτός δεν ασκεί ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, οι καταβαλλόμενες ασφαλιστικές εισφορές εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της ομόρρυθμης εταιρείας, όπως και οι ασφαλιστικές εισφορές των λοιπών εταίρων μη διαχειριστών.

7. Κατόπιν των ανωτέρω, μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του ν.4172/2013, σε περίπτωση εταίρου προσωπικής εταιρείας που δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα και παράλληλα λαμβάνει αμοιβές ως διαχειριστής σε άλλη εταιρεία (ΕΠΕ ή ΙΚΕ) ή αμοιβές ως μέλος Δ.Σ. Α.Ε., οι οποίες φορολογούνται ως εισόδημα από μισθωτή εργασία, προκύπτει ότι οι καταβαλλόμενες ασφαλιστικές εισφορές του εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της προσωπικής εταιρείας που είναι μέλος. Στην περίπτωση εταίρου προσωπικής εταιρείας που δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα και παράλληλα λαμβάνει αμοιβές ως διαχειριστής σε άλλη προσωπική εταιρεία (Ο.Ε. ή Ε.Ε.), οι ασφαλιστικές εισφορές εκπίπτουν από την εταιρεία από την οποία λαμβάνει το μεγαλύτερο φορολογητέο εισόδημα (σχετ. η ΠΟΛ.1113/2.6.2015 εγκύκλιός μας).




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΑΔΕ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Αριθμ. πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Γ 1077997 ΕΞ 2018 Παροχή διευκρινίσεων αναφορικά με την απαλλαγή από Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης καυσίμων πλοίων όταν εξέρχονται από ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη χωρίς επιβάτες για εκτέλεση πλόων προς λιμένα εξωτερικού

$
0
0

Αθήνα, 18 Μαΐου 2018
Αριθ. Πρωτ.:ΔΔΘΕΚΑ Γ 1077997 ΕΞ2018/18-05-2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ Ε.Φ.Κ.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ, ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ
ΤΜΗΜΑ Γ΄

Ταχ. Δ/νση:Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:101 84 Αθήνα
Πληροφορίες:Ε.Μυλωνά / Κ.Τριαδάς
Τηλέφωνο:210.69.87.502 /504
Fax:210.69.87.506
E-Mail:d18a@2001.syzefxis.gov.gr
Url:www.aade.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

Θέμα: «Παροχή διευκρινίσεων αναφορικά με την απαλλαγή από Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης καυσίμων πλοίων όταν εξέρχονται από ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη χωρίς επιβάτες για εκτέλεση πλόων προς λιμένα εξωτερικού»

ΣΧΕΤ.: α) Η αριθμ. πρωτ. ΔΔΘΕΚΑ Γ 1087880 ΕΞ 2017/7.6.2017 εγκύκλιο διαταγή Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. (ΑΔΑ: Ω5ΧΑΗ-Κ3Δ).
β) Οι αριθμ. πρωτ. Δ. 910/80/Α0018/ 08.05.2008, Δ18Α 5016110 ΕΞ 23.4.2013 και ΔΔΘΤΟΚ Γ 5015596 ΕΞ 2015/20.7.2015.
γ) Οι αριθμ. πρωτ. ΔΤΔ Α 5022456 ΕΞ 2015/23.10.2015, ΔΔΘΤΟΚ Γ 1151184 ΕΞ 2016/20.10.2016 (ΑΔΑ:ΨΗ42Η-Ψ0Π) και ΔΔΘΤΟΚ Γ 1158944ΕΞ 2016/4.11.2016.

Σε συνέχεια ερωτημάτων που έχουν διατυπωθεί σε σχέση με την εν θέματι απαλλαγή από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (εφεξής ΕΦΚ) καυσίμων, λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι:

→ Με τις ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 78 παρ. 1β’ του ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (ΦΕΚ 265/Α), όπως ισχύουν, με τις οποίες έχουν ενσωματωθεί στην εθνική νομοθεσία οι διατάξεις του άρθρου 14 παράγραφος 1γ΄ της Οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 2003 «σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων», χορηγείται απαλλαγή από τον ΕΦΚ στα ενεργειακά προϊόντα που παραλαμβάνονται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα για τη «ναυσιπλοΐα» στα ύδατα της Κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής αλιείας, εκτός από την περίπτωση χρησιμοποίησής τους σε ιδιωτικά σκάφη αναψυχής. Ως ιδιωτικά σκάφη αναψυχής ορίζονται οποιαδήποτε σκάφη χρησιμοποιούνται από τον ιδιοκτήτη τους ή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο τα χρησιμοποιεί βάσει μισθώσεως ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, για μη εμπορικούς σκοπούς, και ειδικότερα όταν δεν πρόκειται για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για τις ανάγκες των δημοσίων αρχών.

→ Με την α) ανωτέρω σχετική εγκύκλιο διαταγή Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. έχουν παρασχεθεί διευκρινίσεις σε σχέση με την απαλλαγή από τον ΕΦΚ καυσίμων των πλοίων που προσεγγίζουν ναυπηγοεπισκευαστικές μονάδες για εργασίες συντήρησης και επισκευής λόγω απρόβλεπτης μηχανικής βλάβης στο πλαίσιο εκτέλεσης εμπορικής σύμβασης παροχής υπηρεσίας, τηρουμένων των λοιπών όρων και προϋποθέσεων που ορίζονται με τις β) ανωτέρω σχετικές ΕΔΥΟ, διευκρινίζεται ότι πλοία τα οποία εξέρχονται από τις ναυπηγοεπισκευαστικές μονάδες μετά το πέρας των εργασιών συντήρησης ή επισκευής, με σκοπό την εν συνεχεία παραλαβή επιβατών για την πραγματοποίηση εμπορικών πλόων, δύναται να τύχουν της απαλλαγής από τον ΕΦΚ καυσίμων (άρθρου 78 του ν. 2960/2001), υπό την προϋπόθεση ότι από τους όρους της σύμβασης ναύλωσης του πλοίου, η κίνηση του πλοίου χωρίς επιβάτες αποτελεί μέρος της παροχής υπηρεσιών. Ειδικότερα, η κίνηση αυτή θα μπορούσε να τύχει της απαλλαγής από την φορολόγηση, εάν η αντιπαροχή περιλαμβάνει πληρωμή για την κίνηση του πλοίου όταν εξέρχεται κενό από τη ναυπηγοεπισκευαστική μονάδα για εκτέλεση ταξιδιού προς λιμένα εξωτερικού, Ε.Ε. ή τρίτης χώρας, από όπου θα επιβιβαστούν επιβάτες, τηρουμένων των λοιπών όρων και προϋποθέσεων που ισχύουν για την εν λόγω απαλλαγή.



O ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Αρ. πρωτ.: ΔΤΔ Β 1078213 ΕΞ 2018 Απλουστευμένες διαδικασίες στις αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές - Χρήση : ηλεκτρονικού εγγράφου μεταφοράς ως διασάφησης διαμετακόμισης

$
0
0
Αθήνα, 18 Μαϊου 2018
Αρ. Πρωτ.: ΔΤΔ Β 1078213 ΕΞ2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ Ε.Φ.Κ.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
ΤΜΗΜΑ Β' - ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΣΚΕΥΩΝ ΕΠΙΒΑΤΩΝ

Ταχ. Δ/νση:
Τ.Κ.: Καρ. Σερβίας 10, Αθήνα 101 84

Πληροφορίες: Χρ. Κοντογιάννη
Ε.Γιούλος  
Τηλέφωνο: 210.69.87.463, -4
FAX: 210.69.87.459
e-mail: c.kondoyanni@aade.gr
e.gioulos@aade.gr
URL: www.aade.gr

ΘΕΜΑ «Απλουστευμένες διαδικασίες στις αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές - Χρήση : ηλεκτρονικού εγγράφου μεταφοράς ως διασάφησης διαμετακόμισης»

ΣΧΕΤ. Η Δ.Υ.Ο. με αριθμ. πρωτ. ΔΤΔ Β 5016046 ΕΞ 2015/24.7.2015

Η παρούσα διαταγή παρέχει οδηγίες σχετικά με τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά την υποχρεωτική εφαρμογή από 01.05.2018 της χρήσης του ηλεκτρονικού εγγράφου μεταφοράς (στο εξής ETD) ως διασάφησης διαμετακόμισης, σε αντικατάσταση της διαδικασίας που ίσχυε μέχρι σήμερα με τη χρήση ηλεκτρονικού δηλωτικού (επίπεδο ΙΙ), ως διασάφηση διαμετακόμισης στις αεροπορικές/θαλάσσιες μεταφορές.

Α. ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

1) Άρθρα 22-28 και 233-236 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα - Καν. (ΕΕ) 2013/952, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.

2) Άρθρα 191 και 199-200 του Κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, όπως έχει τροποποιηθεί
και ισχύει.

3) Άρθρα 319-320 του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.

Β. ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ

Το ηλεκτρονικό έγγραφο μεταφοράς (ETD) αποτελεί μια απλουστευμένη διαδικασία του καθεστώτος διαμετακόμισης, η οποία χορηγείται κατόπιν άδειας σε αεροπορικές/ναυτιλιακές εταιρείες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 233, παρ.4.ε του κανονισμού (ΕΕ) 2013/952, με το οποίο επιτρέπεται η χρήση του ηλεκτρονικού έγγραφου μεταφοράς (πρώην δηλωτικό φορτίο) ως διασάφηση διαμετακόμισης. Ο συγκεκριμένος τύπος απλουστευμένων διαδικασιών ισχύει από 02.05.2018 και στην πράξη αντικαθιστά παλαιότερη αντίστοιχη μορφή απλουστευμένης διαδικασίας στις αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές.

Για την υποβολή του ETD στις ελληνικές τελωνειακές αρχές θα χρησιμοποιηθεί η εφαρμογή που διατίθεται στο υποσύστημα διαμετακόμισης, αξιοποιώντας τις διατάξεις της με αριθμ. Δ.Υ.Ο. ΔΤΔ Β 5016046 ΕΞ 2015/24.07.2015, στα σημεία όπου αυτές δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις της παρούσας.

Επισημαίνεται ότι η χρήση του ηλεκτρονικού εγγράφου μεταφοράς, ως διασάφησης διαμετακόμισης, επιτρέπεται στις περιπτώσεις όπου τα μεταφερόμενα εμπορεύματα τίθενται σε καθεστώς διαμετακόμισης (Τ1, Τ2 και Τ2Ρ). Περαιτέρω, σε περίπτωση μη χρήσης του ηλεκτρονικού εγγράφου μεταφοράς ως διασάφηση διαμετακόμισης, ακολουθούνται οι κανονικές διαδικασίες που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις, τόσο για το καθεστώς διαμετακόμισης, όσο και για τα λοιπά καθεστώτα (π.χ. εξαγωγή), καθώς και για την απόδειξη του ενωσιακού χαρακτήρα των εμπορευμάτων, όπου αυτό απαιτείται (περιπτώσεις μεταφοράς εμπορευμάτων από/προς χώρες κοινής διαμετακόμισης).

Το παράρτημα Β του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού ΕΕ 2015/2446 στήλη Δ/3 περιγράφει τα υποχρεωτικά στοιχεία (data elements) που περιέχει το ETD, τόσο σε επίπεδο είδους, όσο και σε επίπεδο τίτλου διασάφησης, προκειμένου να γίνεται δεκτό ως διασάφηση διαμετακόμισης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι τα ίδια στο τελωνείο αναχώρησης και προορισμού.

Ειδικότερα, σε επίπεδο είδους, μπορούν να χρησιμοποιούνται οι κωδικοί:

• T1 για εμπορεύματα που υπάγονται σε καθεστώς εξωτερικής διαμετακόμισης,

• T2 για εμπορεύματα που υπάγονται σε καθεστώς εσωτερικής διαμετακόμισης,

• T2F για εμπορεύματα σε εσωτερική διαμετακόμιση που μεταφέρονται από/προς ειδικά φορολογικά εδάφη,

• C για ενωσιακά εμπορεύματα τα οποία δεν έχουν τεθεί σε καθεστώς διαμετακόμισης για παρακολούθηση (ισοδύναμο του T2L),

• TD εμπορεύματα ήδη υπό καθεστώς διαμετακόμισης ή που διακινούνται υπό καθεστώς τελειοποίησης προς επανεξαγωγή, τελωνειακή αποθήκευση ή προσωρινή εισαγωγή, και

• X εμπορεύματα προς εξαγωγή τα οποία δεν παρακολουθούνται από καθεστώς διαμετακόμισης, οι οποίοι επιτρέπουν την αναγνώριση του τελωνειακού χαρακτήρα των εμπορευμάτων.

Το υποβαλλόμενο ETD ταυτοποιείται σε επίπεδο Ε.Ε. και χωρών κοινής διαμετακόμισης βάσει κωδικού LRN. Το ETD που χρησιμοποιείται για την κάλυψη μεταφορών εντός του ελληνικού τελωνειακού εδάφους ταυτοποιείται πλέον του LRN, και από τον αριθμό NID που αποδίδεται στο παραστατικό από το ICISnet. Ο κωδικός LRN αναγράφεται από τον υποβάλλοντα, κατά την υποβολή του ETD, και για την Ελλάδα απαρτίζεται από τον κωδικό πτήσης/ταξιδιού (κωδικός αναγνώρισης εταιρείας και αριθμός πτήσης/ταξιδιού), την ημερομηνία πτήσης/ταξιδιού, το χαρακτηρισμό της πτήσης/ταξιδιού ως εξερχόμενο/εισερχόμενο (D: Departure/A: Arrival) και τον αριθμό του ηλεκτρονικού εγγράφου μεταφοράς, με την προαναφερόμενη σειρά. Το LRN αποτελείται από 22 ψηφία (αλφαριθμητικοί χαρακτήρες) της μορφής

FFFFFFFddmmyyΧzzzzzzzz ,

όπου FFFFFFF: ο αριθμός της πτήσης/ταξιδιού, dd: η ημερομηνία, mm: ο μήνας, yy: το έτος, Χ: ο χαρακτηρισμός της πτήσης/ταξιδιού ως εξερχόμενo/εισερχόμενο (D ή Α, αντίστοιχα), και zzzzzzzz: ο σειριακός αριθμός της αεροπορικής/θαλάσσιας μεταφοράς.

Ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα παραδείγματα για αεροπορικές μεταφορές:

1) Στις 15 Ιουλίου του 2018 η AEGEAN Airlines προτίθεται να κάνει χρήση του ETD για την αεροπορική μεταφορά εμπορευμάτων από τη Θεσσαλονίκη προς Ντίσελντορφ. O αριθμός της πτήσης είναι A3880 και ο σειριακός αριθμός της μεταφοράς είναι 123456. Επομένως ο κωδικός LRN είναι 00Α38801507^00123456.

2) Στις 9 Νοεμβρίου 2018 η Lufthansa προτίθεται να κάνει χρήση του ETD για την αεροπορική μεταφορά εμπορευμάτων από την Φραγκφούρτη προς Αθήνα. O αριθμός της πτήσης είναι LH1280 και ο σειριακός αριθμός της μεταφοράς είναι 4567890. Επομένως ο κωδικός είναι 00LH1280091118Α4567890. Σημειώνεται ότι σε περίπτωση αεροπορικής μεταφοράς εμπορευμάτων μεταξύ Ελληνικών αερολιμένων,
ο κωδικός του ETD που υποβάλλεται στο τελωνείο αναχώρησης, καθώς και ο αριθμός NID, ισχύουν και για το τελωνείο προορισμού, καθώς στην περίπτωση αυτή το ETD δεν υποβάλλεται εκ νέου στο τελωνείο προορισμού, αλλά ακολουθείται η διαδικασία ανάκτησης του παραστατικού μέσω της βάσης δεδομένων.

Γ. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ

Η χορηγούμενη απλούστευση αφορά κινήσεις διαμετακόμισης μόνο μεταξύ των αερολιμένων/λιμένων που αναφέρονται στην άδεια. Το τελωνείο, στο οποίο προσκομίζονται και φορτώνονται τα εμπορεύματα, καθίσταται τελωνείο αναχώρησης.

Προκειμένου να απελευθερωθεί η κίνηση τα απαιτούμενα στοιχεία του ETD τίθενται ηλεκτρονικά στη διάθεση του τελωνείου αναχώρησης πριν την αναχώρηση του αεροσκάφους/πλοίου.

Το αρμόδιο τελωνείο προορισμού πραγματοποιεί τους, κατά περίπτωση, απαιτούμενους ελέγχους και διατηρεί το δικαίωμα πραγματοποίησης εκ των υστέρων ελέγχων, ενώ το ιστορικό των κινήσεων και τα στοιχεία του ETD τηρούνται από το δικαιούχο του καθεστώτος (αεροπορική/ναυτιλιακή εταιρεία) για πέντε (05) έτη.

Εκ των υστέρων έλεγχος γνησιότητας των στοιχείων του ETD μπορεί να διεξάγεται με τη χρήση του δελτίου έρευνας TC21A (επισυνάπτεται υπόδειγμα).

Δ. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΥ

Το τελωνείο εκφόρτωσης των εμπορευμάτων καθίσταται τελωνείο προορισμού.

Τα στοιχεία του ETD διαβιβάζονται ηλεκτρονικά από την αεροπορική/ναυτιλιακή εταιρεία στο τελωνείο προορισμού, τουλάχιστον κατά τη στιγμή της άφιξης των εμπορευμάτων.

Το τελωνείο προορισμού θεωρεί ότι τα στοιχεία του ETD είναι ταυτόσημα με αυτά που δηλώθηκαν στο τελωνείο αναχώρησης, εκτός αν υπάρχει διαφορετική πληροφόρηση από την αεροπορική/ναυτιλιακή εταιρεία ή αν βρεθούν παρατυπίες κατά την επαλήθευση. Σημειώνεται ότι μεταξύ των στοιχείων που διαβιβάζονται, περιλαμβάνεται και το LRN που αποδίδεται στο τελωνείο αναχώρησης, το οποίο μπορεί να αναγραφεί μαζί με τυχόν παρατηρήσεις για τα παραλαμβανόμενα εμπορεύματα στο πεδίο «Λοιπές παρατηρήσεις».

Το τελωνείο προορισμού πραγματοποιεί τους, κατά περίπτωση, απαιτούμενους ελέγχους και διατηρεί το δικαίωμα πραγματοποίησης εκ των υστέρων ελέγχων.

Το καθεστώς διαμετακόμισης θεωρείται ότι λήγει όταν η αεροπορική/ναυτιλιακή εταιρεία γνωστοποιήσει στο τελωνείο προορισμού ότι τα εμπορεύματα τέθηκαν σε προσωρινή εναπόθεση ή σε άλλο τελωνειακό καθεστώς. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με την αναγραφή του αριθμού της σχετικής διασάφησης προσωρινής εναπόθεσης ή οποιουδήποτε άλλου καθεστώτος στο πεδίο «Λοιπές παρατηρήσεις».

Εάν δεν ληφθεί διαφορετική πληροφόρηση από την αεροπορική/ναυτιλιακή εταιρεία ή δεν προκύψουν διαφορές από τον έλεγχο επαλήθευσης, το καθεστώς εκκαθαρίζεται.

Ε. ΕΦΕΔΡΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Στις περιπτώσεις μη λειτουργίας του συστήματος ηλεκτρονικής υποβολής των στοιχείων του ETD σύμφωνα με τα παραπάνω, προβλέπεται:

Α) η χρήση της διαδικασίας υποβολής φυσικών εγγράφων με την προσκόμιση εντύπου εγγράφου μεταφοράς και όλων των υποστηρικτικών εγγράφων (αεροπορικές φορτωτικές), όπως αυτή περιγράφεται στην αριθμ. Δ.Υ.Ο. ΔΤΔ Β 5016046 ΕΞ 2015/24.07.2015, και Β) η διεξαγωγή δειγματοληπτικών εκ των υστέρων ελέγχων στα συστήματα της εταιρείας.


Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ


ΠΟΛ.1093/2018 Κοινοποίηση της αρ. πρωτ. ΠΟΛ.1034/21.02.2018 Απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. - Εκπτώσεις Φ.Π.Α. εισροών ενεργειακών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών

$
0
0

Αθήνα, 17 Μαΐου 2018
Αριθ. Πρωτ.: ΠΟΛ.1093/17-05-2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 


ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ Ε.Φ.Κ.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Ε.Φ.Κ. ΚΑΙ Φ.Π.Α.
ΤΜΗΜΑ Ε' Φ.Π.Α. ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ ΕΞΑΓΩΓΩΝ

Ταχ. Δ/νση:Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:101 84 Αθήνα
Πληροφορίες:Αικ.Μελανίτου
Τηλέφωνο:210.69.87.407 
Fax:210.69.87.408  
E-Mail:vat-customs@2001.syzefxis.gov.gr
Url:www.aade.gr

ΠΟΛ 1093/2018

Θέμα: «Κοινοποίηση της αρ.πρωτ. ΠΟΛ.1034/21.02.2018 Απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. - Εκπτώσεις Φ.Π.Α. εισροών ενεργειακών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών»


Σχετ.: Οι αρ.πρωτ. Δ. 634/435/29.4.1993 και Δ. 635/436/29.4.1993 (ΦΕΚ 343/Β) Α.Υ.Ο.

Κοινοποιούμε για ενημέρωση και εφαρμογή την αρ.πρωτ. ΠΟΛ.1034/2018 Απόφαση Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. (ΑΔΑ: 602346ΜΠ3Ζ-ΕΓΤ), η οποία δημοσιεύθηκε στο αρ.816 ΦΕΚ Τεύχος Β με θέμα «Διαδικασία έκπτωσης Φ.Π.Α. εισροών ενεργειακών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών» και ισχύει, από την 08/03/2018.

Με την έκδοση της ως άνω Απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. καταργούνται οι αρ.πρωτ. Δ. 634/435/29.4.1993 και Δ. 635/436/29.4.1993 (ΦΕΚ 343/Β) Α.Υ.Ο. και ενοποιούνται σε μία ενιαία Απόφαση Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. με την οποία καθορίζεται νέα απλούστερη διαδικασία έκπτωσης Φ.Π.Α. εισροών των εγκεκριμένων αποθηκευτών ενεργειακών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών. Η θέσπιση της διαδικασίας αυτής κρίθηκε απαραίτητη για λόγους αποφόρτισης των τελωνειακών αρχών, μείωσης του διοικητικού κόστους και διευκόλυνσης των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους τομείς εμπορίου των εν λόγω προϊόντων. Με την εν λόγω Απόφαση επέρχονται οι ακόλουθες αλλαγές:
■ πρόβλεψη διαδικασίας έκπτωσης του Φ.Π.Α. εισροών σε μία Απόφαση Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. και για τα τρία ως άνω προϊόντα,
■ υποβολή Συγκεντρωτικής Κατάστασης παραστατικών αντί της προσκόμισης των πρωτότυπων παραστατικών στο τελωνείο,
■ συμπερίληψη παραστατικών προς έκπτωση του Φ.Π.Α. εισροών εκτός εκείνων που εκδόθηκαν και εκείνων που παραλήφθηκαν τον προηγούμενο της υποβολής της Δ.Ε.Φ.Κ. μήνα,
■ επέκταση της δυνατότητας μεταφοράς του προς έκπτωση ποσού Φ.Π.Α. εισροών από μία φορολογική αποθήκη σε άλλη εκτός των εγκεκριμένων αποθηκευτών των αλκοολούχων προϊόντων και στους εγκεκριμένους αποθηκευτές ενεργειακών προϊόντων και βιομηχανοποιημένων καπνών.

Ειδικότερα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα: 

Α. Ως προς το Άρθρο 1

Παράγραφος 1

α. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1, ο εγκεκριμένος αποθηκευτής ασκεί το δικαίωμα έκπτωσης του Φ.Π.Α. των εισροών του με την υποβολή Δ.Ε.Φ.Κ. και για την περίπτωση των βιομηχανοποιημένων καπνών με την υποβολή της προβλεπόμενης από τις ισχύουσες διατάξεις κατάστασης φορολογίας. Η έκπτωση διενεργείται για το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών που αφορούν τη φορολογική του αποθήκη κατά το μέρος που σχετίζονται με αυτή.

β. Προς καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω επισημαίνεται ότι, για την έκπτωση των εισροών θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι ως άνω δύο προϋποθέσεις, η εταιρία δηλαδή να είναι εγκεκριμένος αποθηκευτής και οι δαπάνες να αφορούν αγαθά και υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται στα πλαίσια της εμπορικής δραστηριότητας του εγκεκριμένου αποθηκευτή μέσω της φορολογικής του αποθήκης. Ο Φ.Π.Α. εισροών που αφορά δαπάνες που σχετίζονται με δραστηριότητα της εταιρίας του εγκεκριμένου αποθηκευτή πέραν της φορολογικής του αποθήκης, δεν εκπίπτει από το Φ.Π.Α. εισροών. Ευνόητο είναι ότι, εφόσον η εμπορική δραστηριότητα ασκείται αποκλειστικά μέσω της φορολογικής αποθήκης ο εγκεκριμένος αποθηκευτής ασκεί το δικαίωμα έκπτωσης για το σύνολο των εισροών του.

Παράγραφος 2

α. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 1, ο εγκεκριμένος αποθηκευτής που ασκεί την εμπορική του δραστηριότητα αποκλειστικά μέσω της φορολογικής του αποθήκης δύναται να ασκεί το δικαίωμα έκπτωσης Φ.Π.Α. εισροών και για τα αγαθά επένδυσης που αποκτά, ενώ ο εγκεκριμένος αποθηκευτής που έχει εμπορική δραστηριότητα και πέραν της φορολογικής του αποθήκης ασκεί το δικαίωμα για τα επενδυτικά αγαθά που αφορούν μόνο τη φορολογική του αποθήκη.

β. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 33 του ν.2859/2000 ειδικά για τα αγαθά επένδυσης, η έκπτωση του Φ.Π.Α. εισροών που ενεργήθηκε υπόκεινται σε πενταετή διακανονισμό με αφετηρία το έτος χρησιμοποίησής τους. Ο διακανονισμός ενεργείται κάθε έτος για το ένα πέμπτο του Φ.Π.Α. που επιβάρυνε τα αγαθά, ανάλογα με τις μεταβολές του δικαιώματος έκπτωσης. Επιπλέον, με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 33 του ν.2859/2000, σε περίπτωση παράδοσης αγαθών επένδυσης ή οριστικής παύσης της χρησιμοποίησης αυτών σε φορολογητέες πράξεις, κατά τη διάρκεια της πενταετούς περιόδου ενεργείται εφάπαξ διακανονισμός μέσα στο ίδιο έτος και τα αγαθά αυτά θεωρούνται για τα έτη που απομένουν ότι χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά και μόνο σε αφορολόγητες δραστηριότητες.

γ. Επίσης, ενεργείται εφάπαξ διακανονισμός εάν εντός της πενταετίας από την πραγματοποίηση της δαπάνης για απόκτηση ή κατασκευή επενδυτικών αγαθών δεν έχει γίνει έναρξη της χρησιμοποίησης αυτών, καθόσον θεωρείται ότι διατέθηκαν αποκλειστικά και μόνο σε αφορολόγητες πράξεις.

δ. Επισημαίνεται επιπλέον ότι, με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 33 του ν.2859/2000, ως αγαθά επένδυσης θεωρούνται τα ενσώματα αγαθά που ανήκουν κατά κυριότητα στην επιχείρηση και τίθενται από αυτή σε διαρκή εκμετάλλευση καθώς και τα κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές που κατασκευάζονται από την υποκείμενη στο φόρο επιχείρηση σε ακίνητο που δεν ανήκει κατά κυριότητα σε αυτή αλλά έχει βάσει οποιασδήποτε έννομης σχέσης τη χρήση του ακινήτου αυτού, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον εννέα χρόνων.

ε. Λαμβάνοντας υπόψη ότι, η έκπτωση Φ.Π.Α. εισροών για τα αγαθά επένδυσης υπόκεινται σε διακανονισμό απαιτείται η τελωνειακή αρχή να τηρεί σε ξεχωριστό φάκελο τις περιπτώσεις αυτές καθόσον σε πιθανή μεταβολή του δικαιώματος έκπτωσης γεννάται υποχρέωση για την καταβολή του οφειλόμενου Φ.Π.Α. ή μέρους αυτού κατά τα ανωτέρω.

Παράγραφοι 3,4 και 5

α. Σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 3,4 και 5 του άρθρου 1, ο υπόχρεος με την υποβολή της Δ.Ε.Φ.Κ. συνυποβάλλει Συγκεντρωτική Κατάσταση Λογιστικών Στοιχείων(Παραστατικών) - σύμφωνα με το συνημμένο στην Απόφαση Διοικητή Υπόδειγμα- στην οποία αναγράφονται αναλυτικά τα στοιχεία παραστατικών που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν.4308/2014 (π.χ. ημερομηνία έκδοσης του παραστατικού, ο Α.Φ.Μ. του εκδότη κ.λ.π. ) καθώς και σχετικά με το ποσό Φ.Π.Α. στοιχεία ( π.χ. ποσό Φ.Π.Α. κατά παραστατικό, το ποσό Φ.Π.Α. προς έκπτωση κ.λ.π.).

β. Στη Συγκεντρωτική Κατάσταση καταγράφονται τα παραστατικά που εκδόθηκαν τον προηγούμενο της υποβολής της Δ.Ε.Φ.Κ μήνα καθώς και τα παραστατικά που ελήφθησαν το μήνα αυτό, ενώ στην περίπτωση που το παραστατικό εκδόθηκε σε προγενέστερο του προηγούμενου της υποβολής της Δ.Ε.Φ.Κ. μήνα παρελήφθη όμως το μήνα αυτό, σημειώνεται επί του παραστατικού η ημερομηνία παραλαβής του, η οποία αποδεικνύεται αντίστοιχα από την ημερομηνία καταχώρησής του στα λογιστικά του αρχεία. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι, η εν λόγω διάταξη καταλαμβάνει εκτός των αλκοολούχων προϊόντων -για τα οποία είχε ήδη προβλεφθεί με την αριθ. ΠΟΛ.1076/9.6.2016 Απόφαση Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. -και τα ενεργειακά προϊόντα καθώς και τα βιομηχανοποιημένα καπνά.

γ. Επισημαίνεται ότι, για λόγους διευκόλυνσης των ελέγχων από τις τελωνειακές αρχές είναι απαραίτητη η ορθή και πλήρης σύμφωνα με το συνημμένο Υπόδειγμα συμπλήρωση της υποβαλλόμενης Συγκεντρωτικής Κατάστασης. Συγκεκριμένα στη στήλη «Περιγραφή Προϊόντος/Παροχής Υπηρεσιών» θα πρέπει να αναγράφεται επαρκής προσδιορισμός των αγαθών και υπηρεσιών που να θεμελιώνει το δικαίωμα έκπτωσης π.χ. καύσιμα φορτηγού οχήματος. Η στήλη «Αριθμός Λογαριασμού Λογιστικού Σχεδίου» συμπληρώνεται με τον αριθμό στην πλήρη ανάπτυξή του. Η στήλη «Αξία Προϊόντος/ Παροχής Υπηρεσιών» συμπληρώνεται με την καθαρή αξία του προϊόντος ή της υπηρεσίας χωρίς τη χρέωση του Φ.Π.Α.

δ. Ο εγκεκριμένος αποθηκευτής με την υποβολή της Δ.Ε.Φ.Κ. δεν είναι πλέον υποχρεωμένος να συνυποβάλει προς έγκριση στην τελωνειακή αρχή τα παραστατικά των δαπανών του αφού αντί αυτών υποβάλλει σχετική Συγκεντρωτική Κατάσταση, υποχρεούται όμως να τα τηρεί σε αρχείο στη φορολογική του αποθήκη και εφόσον αυτό απαιτείται να τα θέτει στη διάθεση των τελωνειακών αρχών για τη διενέργεια ελέγχων. Επισημαίνεται ότι, δεν τηρούνται χειρόγραφες διαδικασίες όπως εκτύπωση Δ.Ε.Φ.Κ., υπογραφή της από τους παράγοντες τελωνισμού, επισύναψη τιμολογίων κ.λ.π.
Η εν λόγω διαδικασία είναι ιδιαίτερα σημαντική καθόσον αποκαθίστανται προβλήματα που έχουν ανακύψει στις τελωνειακές αρχές με τη συσσώρευση μεγάλου όγκου παραστατικών, επιταχύνεται η διαδικασία έκπτωσης του Φ.Π.Α. εισροών, μειώνεται ο χρόνος και το κόστος των επιχειρήσεων και διευκολύνεται η διενέργεια ελέγχων.
Σε περίπτωση όπου βάσει risk analysis επιλέγεται Δ.Ε.Φ.Κ. για έλεγχο εγγράφων ελέγχεται εάν έχει συνυποβληθεί η ανωτέρω κατάσταση και εάν συμφωνούν τα ποσά με αυτό που έχει ζητηθεί προς συμψηφισμό. Ο έλεγχος συγκεκριμένων τιμολογίων είναι αντικείμενο εκ των υστέρων ελέγχου.

Παράγραφος 6

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1, εφόσον το προς έκπτωση ποσό Φ.Π.Α. εισροών είναι μεγαλύτερο από το προς καταβολή με τη Δ.Ε.Φ.Κ. ποσό Φ.Π.Α., η διαφορά δύναται να συμψηφισθεί με οφειλόμενο -πέραν της αμέσως επόμενης και- σε μεταγενέστερη Δ.Ε.Φ.Κ. ποσό Φ.Π.Α. Η εν λόγω διαφορά παρακολουθείται από την τελωνειακή αρχή χειρόγραφα, μέχρι την υλοποίηση της εφαρμογής στο ηλεκτρονικό σύστημα τελωνείων ICISnet για τη δυνατότητα μεταφοράς του πιστωτικού υπολοίπου σε επόμενη φορολογική περίοδο ηλεκτρονικά. Επισημαίνεται ιδιαίτερα ότι, το πιστωτικό υπόλοιπο που μεταφέρεται δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη προς έκπτωση σε επόμενη φορολογική περίοδο -κατάθεσης της Δ.Ε.Φ.Κ. στην τελωνειακή αρχή- ενώ παράλληλα να ζητείται επιστροφή από τη Δ.Ο.Υ. στην ίδια ή επόμενη φορολογική περίοδο.

Επιπλέον, τα υποκείμενα πρόσωπα που αιτούνται επιστροφής Φ.Π.Α. από τις Δ.Ο.Υ. οφείλουν κατά την υποβολή της Δ.Ε.Φ.Κ. να αφαιρούν το ποσό του Φ.Π.Α. εισροών που έχουν αιτηθεί για την επιστροφή του.

Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι δεν έχει γίνει αίτηση επιστροφής, η τελωνειακή αρχή κατά τον εκ των υστέρων έλεγχο θα ελέγχει και Δηλώσεις Φ.Π.Α. αντίστοιχης περιόδου και όπου κρίνεται σκόπιμο θα ζητείται η συνδρομή της αρμόδιας Δ.Ο.Υ.

Παράγραφος 7

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 1, ο εγκεκριμένος αποθηκευτής των εν λόγω προϊόντων που διαθέτει περισσότερες από μία φορολογικές αποθήκες, δύναται να ασκήσει το δικαίωμα έκπτωσης του Φ.Π.Α. με μεταφορά του προς έκπτωση ποσού από μία φορολογική του αποθήκη σε άλλη, όπως ακριβώς εφαρμόζεται και για τους εγκεκριμένους αποθηκευτές αλκοολούχων προϊόντων βάσει της αρ.πρωτ. ΠΟΛ.1235/30.10.2014 (ΦΕΚ 3075/Β) Α.Υ.Ο. Με τη διάταξη αυτή, παρέχεται πλέον και στους εγκεκριμένους αποθηκευτές των ενεργειακών προϊόντων και βιομηχανοποιημένων καπνών η δυνατότητα που είχε δοθεί στους εγκεκριμένους αποθηκευτές αλκοολούχων προϊόντων για τη μεταφορά του προς έκπτωση ποσού Φ.Π.Α. εισροών σε άλλη φορολογική τους αποθήκη.

Β. Ως προς το Άρθρο 2

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2, η διαδικασία που ορίζεται με την αρ.πρωτ. ΠΟΛ.1034/2018 Απόφαση Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. για την έκπτωση του Φ.Π.Α. εισροών, εφαρμόζεται και για τα πρόσωπα που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στην παραγωγή, εξόρυξη, εισαγωγή και διάθεση λιθάνθρακα, λιγνίτη και οπτάνθρακα των δασμολογικών κλάσεων 2701,201 και 2704 της Σ.Ο. των οποίων η άσκηση του δικαιώματός τους προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 109 του ν.2960/2001. Με τη διάταξη αυτή εξορθολογίζεται το κανονιστικό πλαίσιο σε ότι αφορά τις εκπτώσεις Φ.Π.Α. εισροών των ως άνω προσώπων. Ως εκ τούτου τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 της αρ.πρωτ. ΔΕΦΚ Α 5020441 ΕΞ 2014/28.8.2014 Ε.Δ.Υ.Ο.(ΑΔΑ : 79ΒΥΗ-0ΦΘ) δεν έχουν εφαρμογή.

Γ. Ως προς το Άρθρο 3

α. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3, η τελωνειακή αρχή που υποβάλλεται η Δ.Ε.Φ.Κ. για την καταβολή των φορολογικών επιβαρύνσεων διενεργεί τακτικό έλεγχο ανά εξάμηνο κάθε έτους στον τόπο εγκατάστασης της φορολογικής αποθήκης όπου τηρούνται σε αρχείο τα λογιστικά στοιχεία, προκειμένου να διαπιστώσει την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 30 του ν.2859/2000 και συνακόλουθα της οριζόμενης διαδικασίας και έκτακτο έλεγχο όποτε κρίνεται απαραίτητο.

β. Ο εκ των υστέρων έλεγχος είναι είτε καθολικός είτε δειγματοληπτικός, ανάλογα με τον όγκο των τιμολογίων αλλά και την κρίση της τελωνειακής αρχής λαμβάνοντας υπόψη παραμέτρους όπως, η ιστορικότητα, η συμμόρφωση, η κατοχή πιστοποιητικού ΑΕΟ κ.λ.π. Κατά τον έλεγχο γίνεται διασταύρωση των στοιχείων που προκύπτουν από τις Δ.Ε.Φ.Κ. και τις καταστάσεις που έχουν υποβληθεί με τις αντίστοιχες λογιστικές καταχωρήσεις και εφόσον υφίστανται υπόνοιες για παραβάσεις δύναται ο έλεγχος να επεκταθεί στον εκδότη των τιμολογίων (προμηθευτές -παρόχους υπηρεσιών). Επίσης και οι ΕΛ.Υ.Τ. δύνανται να διενεργούν σχετικούς εκ των υστέρων ελέγχους.

γ. Εφόσον από τους ελέγχους διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 30 του ν.2859/2000 και της προβλεπόμενης από την κοινοποιούμενη Απόφαση Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. διαδικασίας επιβάλλεται το πρόστιμο της παραγράφου 2 του άρθρου 147 του ν.2960/2001, βεβαιώνεται και εισπράττεται ο οφειλόμενος Φ.Π.Α. καθώς και οι αναλογούσες προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής. Διευκρινίζεται ότι, ο οφειλόμενος Φ.Π.Α. εισπράττεται στην περίπτωση όπου η μη ορθή εφαρμογή της διαδικασίας της Απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. έχει σαν συνέπεια την παράβαση του άρθρου 30 του ν.2859/2000.

Τέλος, για λόγους αποφυγής φαινομένων καταστρατήγησης των διατάξεων καθώς και του κινδύνου απώλειας εσόδων του Δημοσίου από Φ.Π.Α., εφιστούμε την προσοχή στις τελωνειακές αρχές για την πιστή εφαρμογή των ανωτέρω και τη διενέργεια τόσο των προβλεπόμενων τακτικών όσο και των έκτακτων ελέγχων.




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Αριθμ. πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Γ 1077995 ΕΞ 2018 Παρέχονται διευκρινίσεις σχετικά με τα υποστηρικτικά έγγραφα που υποβάλλονται κατά τον εφοδιασμό μισθωμένων αεροσκαφών με καύσιμα

$
0
0

Αθήνα, 18 Μαΐου 2018
Αριθ. Πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Γ 1077995 ΕΞ2018/18-05-2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ


 
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ Ε.Φ.Κ.
1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ, ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ
ΤΜΗΜΑ Γ'
2. Δ/ΝΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΟΡΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΚΑΙ Φ.Π.Α. - ΤΜΗΜΑ Ε'

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας :101 84 Αθήνα
Πληροφορίες:Ε. Μυλωνά
Α. Παπανικολάου
Τηλέφωνο:210.69.87.502
210.69.87.471
210.69.87.506
Fax:210.6987.408
E-Mail:d18a@2001.svzefxis.gov.gr
Url: finexcis@otenet.gr
www.aade.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
 
Θέμα: Παρέχονται διευκρινίσεις σχετικά με τα υποστηρικτικά έγγραφα που υποβάλλονται κατά τον εφοδιασμό μισθωμένων αεροσκαφών με καύσιμα»


ΣΧΕΤ.: (α) Η με αρ. πρωτ. ΔΔΘΕΚΑ Γ 137648 ΕΞ 2017/26.7.2017 (ΑΔΑ: 7ΑΨ546ΜΠ3Ζ-ΗΛΓ) Εγκύκλιος Διαταγή Διοικητή ΑΑΔΕ με θέμα Κοινοποίηση της αρ. πρωτ. ΔΔΘΕΚΑ Γ1085199 ΕΞ 2017/31.5.2017 (ΦΕΚ 1998/Β) Απόφασης Α.Α.Δ.Ε. «Καθορισμός Απλοποιημένης Διαδικασίας Εφοδιασμού Αεροσκαφών με καύσιμα- Τροποποίηση της υπ' αριθμ.Τ1940/41/14.4.2003 Α.Υ.Ο.Ο. (ΦΕΚ 516/Β) «Τελωνειακές διαδικασίες εφοδιασμού πλοίων, αεροσκαφών. .. κ.λ.π.», όπως ισχύει (ΑΔΑ: 6315Η-Γ67)
(β) Η υπ' αρ. Δ.81/16/Α0018/19.01.2006 ΕΔΥΟ με θέμα «Εφοδιασμός πολιτικών αεροσκαφών με καύσιμα με απαλλαγή από τον Ε.Φ.Κ.»
(γ) Το με αρ. πρωτ. Δ2/Γ/1144/26.12.2017 έγγραφο της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας - Γενική Δ/νση Αερομεταφορών - Δ/νση Πτητικών Προτύπων (ΥΠΑ)
(δ) Η υπ' αρ. Α.4052/266/9-2-2006 ΕΔΥΟ με θέμα «Εφοδιασμός αεροσκαφών»

Σε συνέχεια της (α) ανωτέρω σχετικής Εγκυκλίου Διαταγής Διοικητή ΑΑΔΕ με την οποία παρασχέθηκαν οδηγίες προς όλες τις τελωνειακές αρχές σε σχέση με την εφαρμογή της αριθμ. ΔΔΘΕΚΑ Γ1085199 ΕΞ 2017/31.5.2017 Απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. για την απλοποιημένη διαδικασία εφοδιασμού αεροσκαφών με καύσιμα και κατόπιν γραπτών και προφορικών ερωτημάτων φορέων και τελωνειακών αρχών αναφορικά με το αντικείμενο του θέματος σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Όσον αφορά στην ισχύουσα φορολογική μεταχείριση από πλευράς ΕΦΚ των καυσίμων που χρησιμοποιούνται στην αεροπλοΐα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 78 παράγραφος 1α' του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265/Α'), όπως ισχύει, με την οποία έχουν ενσωματωθεί στην εθνική νομοθεσία οι διατάξεις του άρθρου 14 παράγραφος 1β' της Οδηγίας 2003/96/ΕΚ, απαλλάσσονται από τον ΕΦΚ τα «ενεργειακά προϊόντα που παραλαμβάνονται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα για τις αεροπορικές μεταφορές εκτός των ιδιωτικών πτήσεων αναψυχής. Ως ιδιωτική πτήση αναψυχής νοείται η χρησιμοποίηση αεροσκάφους από τον ιδιοκτήτη του ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο το χρησιμοποιεί βάσει μισθώσεως με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, για μη εμπορικούς σκοπούς και γενικότερα όταν δεν πρόκειται για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για τις ανάγκες των δημοσίων αρχών».

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη (β) ανωτέρω σχετική ΕΔΥΟ κατά τον εφοδιασμό των ανωτέρω δικαιούχων αεροσκαφών, υποβάλλονται στο Τελωνείο Εφοδιασμού :

α. Το Πιστοποιητικό νηολόγησης του αεροσκάφους (Certificate of Registration) που εκδίδεται από τη χώρα στην οποία είναι νηολογημένο το αεροσκάφος [με κωδικό συνημμένου στη διασάφηση εξαγωγής υποστηρικτικού εγγράφου «1828»],

β. Το Πιστοποιητικό Αερομεταφορέα (Air Operator Certificate) που εκδίδει η αεροπορική αρχή της χώρας στην οποία ο αερομεταφορέας ασκεί επιχειρησιακή δραστηριότητα και από το οποίο προκύπτει ότι ο αερομεταφορέας που αιτείται τον ατελή εφοδιασμό, εκμεταλλεύεται αεροσκάφη για εμπορικούς σκοπούς και ότι το συγκεκριμένο αεροσκάφος, για το οποίο προορίζεται το καύσιμο, είναι ενταγμένο στον ως άνω αερομεταφορέα για την άσκηση του συγκεκριμένου αυτού πτητικού έργου [με κωδικό συνημμένου στη διασάφηση εξαγωγής υποστηρικτικού εγγράφου «1829»] και

γ. Η Άδεια Εκμετάλλευσης Αερομεταφορέα (Operating License), εφόσον από το Πιστοποιητικό Αερομεταφορέα δεν προκύπτει η εκτέλεση δημόσιων μεταφορών [με κωδικό συνημμένου στη διασάφηση εξαγωγής υποστηρικτικού εγγράφου «1755»].

2. Όσον αφορά στην ισχύουσα φορολογική μεταχείριση από πλευράς ΦΠΑ των καυσίμων που προορίζονται για τον εφοδιασμό αεροσκαφών σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 των άρθρων 27 του Ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα ΦΠΑ», οι οποίες ενσωμάτωσαν τις σχετικές διατάξεις της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, απαλλάσσονται από το φόρο η παράδοση και η εισαγωγή αεροσκαφών που προορίζονται μεταξύ άλλων για εκμετάλλευση από αεροπορικές εταιρείες, οι οποίες εκτελούν κυρίως διεθνείς μεταφορές με κόμιστρο καθώς και αντικειμένων και υλικών εφόσον προορίζονται να ενσωματωθούν ή να χρησιμοποιηθούν σε αυτά (περ. α')

Ως κυρίως διεθνείς μεταφορές θεωρούνται αυτές που εκτελούν οι αεροπορικές εταιρείες από και προς το εξωτερικό, εφόσον τα έσοδα από τις διεθνείς μεταφορές υπερβαίνουν το πενήντα τοις εκατό (50%) των συνολικών ετήσιων ακαθάριστων εσόδων τους από αεροπορικές μεταφορές κατά την προηγούμενη της παράδοσης ή εισαγωγής, διαχειριστική περίοδο. Επίσης απαλλάσσεται η παράδοση και η εισαγωγή καυσίμων, λιπαντικών, τροφοεφοδίων και λοιπών αγαθών που προορίζονται για τον εφοδιασμό των πλοίων, πλωτών μέσων και αεροσκαφών, τα οποία απαλλάσσονται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α' και β' (περ. γ').

Σχετικές οδηγίες έχουν παρασχεθεί με τις υπ' αρ. 1051009/2119/669/0014/ΠΟΛ.1156/9.5.1997, 1060218/2900/405/0014/ΠΟΛ.1155/26.7.1999 και ΠΟΛ.1158/2.6.2014 ΕΔΥΟ.

Επίσης σύμφωνα με τη θέση του Δικαστηρίου της Ε.Ε. στην υπόθεση C-33/11 A Oy, το μόνο κρίσιμο κριτήριο για την απαλλαγή από ΦΠΑ, είναι η διαπίστωση αν το επίμαχο αεροσκάφος χρησιμοποιείται από αεροπορική εταιρεία που εκτελεί κυρίως διεθνείς αεροπορικές μεταφορές με κόμιστρο.

Επιπλέον σύμφωνα με την (δ) σχετική ΕΔΥΟ για τις μη εγκατεστημένες στο εσωτερικό της χώρας αεροπορικές εταιρείες, για τις οποίες δεν μπορεί να προσκομισθεί η σχετική βεβαίωση της ΔΟΥ καθόσον δεν διενεργούν πτήσεις στο εσωτερικό της χώρας, απαιτείται η προσκόμιση πιστοποιητικού νηολόγησης και πιστοποιητικού αερομεταφορέα, από τα οποία να προκύπτει η σχετική νομιμοποίηση για τη χορήγηση απαλλαγής από Φ.Π.Α..

3. Επίσης σύμφωνα με το υπ' αρ. Δ2/Γ/1144/2-2-2018 έγγραφο της Υ.Π.Α. (γ' σχετικό) στο Πιστοποιητικό Αερομεταφορέα της μισθώτριας αεροπορικής εταιρείας αναγράφονται τα υπό όρους (dry lease) μισθωμένα αεροσκάφη τους. Όμως, σε περιπτώσεις πλήρους μίσθωσης αεροσκαφών (wet lease) τα τελευταία δεν περιλαμβάνονται στο Πιστοποιητικό Αερομεταφορέα της μισθώτριας αεροπορικής εταιρείας, οπότε το γεγονός ότι το συγκεκριμένο αεροσκάφος το εκμεταλλεύεται η συγκεκριμένη μισθώτρια αεροπορική εταιρεία αποδεικνύεται από τα σχετικά μισθωτήρια συμβόλαια, αντίγραφα των οποίων βρίσκονται τόσο εντός των αεροσκαφών όσο και στο σχετικό τμήμα της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας.

Κατόπιν των ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη τις περιπτώσεις μισθωμένων αεροσκαφών, κατά τις οποίες στο Πιστοποιητικό Αερομεταφορέα του μισθωτή δεν αναγράφεται το μισθωμένο αεροσκάφος (όπως στις περιπτώσεις πλήρους μίσθωσης / Wet lease) ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασης της μισθώτριας αεροπορικής εταιρείας - προκειμένου να αποδειχθεί η νόμιμη χρήση και εκμετάλλευση του συγκεκριμένου αεροσκάφους από την εφοδιαζόμενη αεροπορική εταιρεία και να εξετάζεται η δυνατότητα απαλλαγής από τις φορολογικές επιβαρύνσεις (Ε.Φ.Κ. και Φ.Π.Α.) σύμφωνα με τις ανωτέρω ισχύουσες διατάξεις - πρέπει κατά τον εφοδιασμό των ανωτέρω αεροσκαφών με καύσιμα να υποβάλλεται με την Ανακεφαλαιωτική Διασάφηση το μέρος εκείνο της σύμβασης μίσθωσης, από το οποίο προκύπτουν ποια είναι τα συμβαλλόμενα μέρη, το μισθωμένο αεροσκάφος και η χρονική διάρκεια της μίσθωσης [με κωδικό συνημμένου στη διασάφηση εξαγωγής υποστηρικτικού εγγράφου «1891»].



Ο ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

ΠΟΛ.1091/2018 Καθορισμός του τύπου και του περιεχομένου της δήλωσης απόδοσης του περιβαλλοντικού τέλους πλαστικής σακούλας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6Α του ν. 2939/2001 ( Α΄179) όπως ισχύει, καθώς και της διαδικασίας επιβολής και απόδοσης αυτού.

Next: Ε.Φ.Κ.Α. αριθμ. πρωτ.: Δ.ΑΣΦ. 547/669753/2018 Α. Ασφάλιση στον Ε.Φ.Κ.Α. συντακτών υπαγόμενων στις ασφαλιστικές καλύψεις παροχών των Αλληλοβοηθητικών Ταμείων «Επικουρικό Ταμείο Αρωγής Συντακτών Θεσσαλίας - Στερεάς Ελλάδας - Εύβοιας» (Ε.Τ.Α.Σ.) και «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Συντακτών Πελοποννήσου - Ηπείρου - Νήσων» (Τ.Ε.Α.Σ.) μετά την εφαρμογή των διατάξεων του ν.4387/2016 και άρθρου 20 του ν.4498/2017. Β. Ασφάλιση των απασχολούμενων στα πρακτορεία ειδήσεων και γραφεία τύπου, με την υπ. αριθμ.Φ20155/25187/Δ16.624 (Φ.Ε.Κ.Β'/1582/8-5-2018) Υπουργική Απόφαση
$
0
0

ΠΟΛ.1091/18.5.2018


Καθορισμός του τύπου και του περιεχομένου της δήλωσης απόδοσης του περιβαλλοντικού τέλους πλαστικής σακούλας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6Α του ν. 2939/2001 ( Α΄179) όπως ισχύει, καθώς και της διαδικασίας επιβολής και απόδοσης αυτού.

(ΦΕΚ Β 1846/22.5.2018)


ΠΟΛ 1091/2018

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Έχοντας υπόψη:
1.α. Τις διατάξεις του άρθρου 6Α του ν. 2939/2001 (Α΄179).

1.β. Τις διατάξεις του άρθρου 119 του ν. 4537/2018 (ΦΕΚ Α’ 84/15-5-2018).

2. Τη με αριθμ. 180036/952 κοινή απόφαση των Υπουργών, Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών, Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Β΄ 2812).

3. Τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του ν. 4389/2016 (Α΄ 94) και ειδικότερα του άρθρου 7, της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και του άρθρου 41 αυτού.

4. Τις διατάξεις των άρθρων 2, 6, 18, 19, 40, 41, 53, 54 του ν. 4174/2013 (Α΄170) «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις».
5. Τις διατάξεις των άρθρων 81 έως και 86 του ν. 4270/ 2014 (Α΄143) «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της οδηγίας 2011/85/ΕΕ) – Δημόσιο Λογιστικό».

6. Την αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1036960/2017 (Β’ 968) Απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».

7. Τις διατάξεις της αριθ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/ 28.01.2013 (ΦΕΚ Β΄130) κοινής απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στο Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις της περ. α΄ της παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.

8. Την αριθ. 1/20.01.2016 ( ΥΟΔΔ 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και Διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016 και την αρ. 39/3/30.11.2017 (ΥΟΔΔ 689) απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της ΑΑΔΕ «Ανανέωση της θητείας του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων».

9. Την ανάγκη καθορισμού του τύπου και του περιεχομένου της δήλωσης απόδοσης του περιβαλλοντικού τέλους πλαστικής σακούλας και της διαδικασίας επιβολής, είσπραξης και απόδοσης αυτού.

10. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε.


Άρθρο Μόνο

1. Καθορίζουμε τη διαδικασία επιβολής και απόδοσης καθώς και τον τύπο και το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης του περιβαλλοντικού τέλους πλαστικής σακούλας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6Α του ν. 2939/2001 (Α’ 179) όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, το υπόδειγμα της οποίας προσαρτάται στην παρούσα και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής

2. Η δήλωση απόδοσης του περιβαλλοντικού τέλους πλαστικής σακούλας υποβάλλεται αποκλειστικά με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας, μέσω διαδικτύου, στον διαδικτυακό τόπο της Α.Α.Δ.Ε. (aade.gr). Κατ’εξαίρεση, σε περίπτωση αποδεδειγμένης αδυναμίας λειτουργίας της εφαρμογής, οι δηλώσεις υποβάλλονται χειρόγραφα στην αρμόδια για την φορολογία εισοδήματος Δ.Ο.Υ. σε δύο (2) αντίτυπα, εκ των οποίων το ένα παραμένει στη Δ.Ο.Υ. και το άλλο παραδίδεται στον υπόχρεο.

3. Οι εισπράξεις του περιβαλλοντικού τέλους πλαστικής σακούλας, εισάγονται στον Κωδικό Αριθμό Εσόδου «Κ.Α.Ε. 1531».

4. Η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση εκπρόθεσμης, ανακριβούς ή μη υποβολής της δήλωσης απόδοσης του περιβαλλοντικού τέλους πλαστικής σακούλας καθώς και γενικά η διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του τέλους αυτού διέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), όπως ισχύει.

5. Η δήλωση απόδοσης του περιβαλλοντικού τέλους πλαστικής σακούλας υποβάλλεται για πρώτη φορά τον Μάιο του 2018 και αφορά το πρώτο τρίμηνο του έτους αυτού.






Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 18 Μαΐου 2018

Ο Διοικητής ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

O browser δεν υποστηρίζει pdf viewεr. Κατεβάστε την απόφαση από εδώ: Download PDF.

Ε.Φ.Κ.Α. αριθμ. πρωτ.: Δ.ΑΣΦ. 547/669753/2018 Α. Ασφάλιση στον Ε.Φ.Κ.Α. συντακτών υπαγόμενων στις ασφαλιστικές καλύψεις παροχών των Αλληλοβοηθητικών Ταμείων «Επικουρικό Ταμείο Αρωγής Συντακτών Θεσσαλίας - Στερεάς Ελλάδας - Εύβοιας» (Ε.Τ.Α.Σ.) και «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Συντακτών Πελοποννήσου - Ηπείρου - Νήσων» (Τ.Ε.Α.Σ.) μετά την εφαρμογή των διατάξεων του ν.4387/2016 και άρθρου 20 του ν.4498/2017. Β. Ασφάλιση των απασχολούμενων στα πρακτορεία ειδήσεων και γραφεία τύπου, με την υπ. αριθμ.Φ20155/25187/Δ16.624 (Φ.Ε.Κ.Β'/1582/8-5-2018) Υπουργική Απόφαση

$
0
0

Αθήνα, 23/05/2018
Αρ. Πρωτ.: Δ.ΑΣΦ. 547/669753

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ KAI ΕΛΕΓΧΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Πληροφορίες: Α. Δεμίρης
Τηλέφωνο: 210 - 5285641
Fax: 210 - 5229840
e-mail: d.asfalisis@efka.gov.gr

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ

Πληροφορίες: Μ. Προδρομίδου
Τηλέφωνο: 210 - 5285581
Fax: 210 - 5228821
e-mail: d.eisf.misth@efka.gov.gr

Ταχ. Δ/νση: Σατωβριάνδου 18 104 32 Αθήνα

ΓΕΝΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ

ΘΕΜΑ : Α. Ασφάλιση στον Ε.Φ.Κ.Α. συντακτών υπαγόμενων στις ασφαλιστικές καλύψεις παροχών των Αλληλοβοηθητικών Ταμείων «Επικουρικό Ταμείο Αρωγής Συντακτών Θεσσαλίας - Στερεάς Ελλάδας - Εύβοιας» (Ε.Τ.Α.Σ.) και «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Συντακτών Πελοποννήσου - Ηπείρου - Νήσων» (Τ.Ε.Α.Σ.) μετά την εφαρμογή των διατάξεων του ν.4387/2016 και άρθρου 20 του ν.4498/2017.

Β. Ασφάλιση των απασχολούμενων στα πρακτορεία ειδήσεων και γραφεία τύπου, με την υπ. αριθμ.Φ20155/25187/Δ16.624 (Φ.Ε.Κ.Β'/1582/8-5-2018) Υπουργική Απόφαση.

ΣΧΕΤ. : Η με αριθμ. εγκύκλιο 19/2017 περί της ένταξης στον Ε.Φ.Κ.Α. των μισθωτών απασχολουμένων σε επιχειρήσεις, ασφαλισμένων του τ. Ε.Τ.Α.Π. - Μ.Μ.Ε. και η με αριθμ. 22/2018 εγκύκλιος περί προσώπων υπαγόμενων στις ασφαλιστικές καλύψεις του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π..

Α. Με την υπ' αριθμ. εγκύκλιο 19/2017 Ε.Φ.Κ.Α. δόθηκαν οδηγίες για την ασφάλιση στον Ε.Φ.Κ.Α. των απασχολούμενων σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα Μισθωτών πρώην ασφαλισμένων Α' Διεύθυνσης Ασφάλισης - Παροχών τέως Ε.Τ.Α.Π. - Μ.Μ.Ε. (Τομέας Τ.Σ.Π.Ε.Α.Θ.)

Μεταξύ των ανωτέρω προσώπων συμπεριλαμβάνονται οι συντάκτες μισθωτοί απασχολούμενοι σε Ημερήσιες Εφημερίδες Επαρχιών, είτε είναι μέλη των αντίστοιχων ενώσεων ιδιοκτητών ημερήσιων επαρχιακών εφημερίδων, είτε όχι, οι οποίοι υπάγονται στην ασφάλιση των Ε.Τ.Α.Σ. και Τ.Ε.Α.Σ. εξαιρούμενοι για τους αντίστοιχους κλάδους από την ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α..

Επιπροσθέτως, τα ανωτέρω πρόσωπα εξαιρούνται μεν ρητά από την ασφάλιση του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π., κατά τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν.4498/2017, πλην όμως, από 1/12/2017, η είσπραξη των μηνιαίων εισφορών επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας υπέρ των Αλληλοβοηθητικών Ταμείων Ε.Τ.Α.Σ. και Τ.Ε.Α.Σ., όπως προβλέπεται από το άρθρο 25, παρ.1 του ν.4498/2017, πραγματοποιείται από τον Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π., σύμφωνα με τον Κανονισμό Είσπραξης Εσόδων του.

Συνεπώς, για την ορθή απεικόνιση των ασφαλιστικών στοιχείων στον Ε.Φ.Κ.Α. των ασφαλισμένων υπαγόμενων σε Ε.Τ.Α.Σ. και Τ.Ε.Α.Σ., με ισχύ από 1/1/2017 έως 30/11/2017, πρέπει να καταχωρούνται στην Α.Π.Δ. τα ακόλουθα:

Κ.Α.Δ. εργοδότη: 0750

Κωδικοί Ειδικότητας εργαζόμενου : 000504 ή 000505 (ως αναφέρονται στην εγκύκλιο 19/2017 του Ε.Φ.Κ.Α.) και

Κωδικός Ειδικής περίπτωσης: (53) με λεκτική περιγραφή «Εξαίρεση από τον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας υπαγόμενων στην ασφάλιση Ταμείων τα οποία παραμένουν εκτός Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. (π.χ. Επαγγελματικά Ταμεία ως Ν.Π.Ι.Δ. - Τ.Ε.Α. - Ε.Α.Π.Α.Ε. - Ασφαλιστών & Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων, Ε.Τ.Ε.Α.Π.Ε.Π. - Πετρελαιοειδών, Τ.Ε.Α.Υ.Φ.Ε. - Φαρμακευτικών Εργασιών - Τ.Ε.Α.Υ.Ε.Τ. - Τροφίμων - Τ.Ε.Α.Σ. και Ε.Τ.Α.Σ.»,

οπότε οι Κωδικοί Πακέτων Κάλυψης του Ο.ΣΥ.Κ. μετατρέπονται, αναλόγως, χωρίς τις ασφαλιστικές καλύψεις των κλάδων των Ε.Τ.Α.Σ. και Τ.Ε.Α.Σ., όπως αναφέρονται στον παρακάτω Πίνακα:

Κ.Π.Κ. ΕΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Κ.Π.Κ. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΣΧΥΟΣ ΝΕΑ ΣΥΝΟΛΑ
ΑΣΦΑΛ. ΕΡΓΟΔ. ΣΥΝΟΛΟ
094 53 5035 1/1/2017 έως 30/11/2017 10,67% 14,52% 25,19%
095 53 5036 1/1/2017 έως 30/11/2017 10,67% 15,02% 25,69%


Ενώ, από 1/12/2017, για τα ανωτέρω πρόσωπα εφαρμόζονται οι οδηγίες της ενότητας Β1. Μισθωτοί Ασφαλισμένοι των Α' Β' Γ' Διευθύνσεων Ασφάλισης - Παροχών τέως Ε.Τ.Α.Π.- Μ.Μ.Ε. της εγκυκλίου 22/2018 Ε.Φ.Κ.Α..

Επισημαίνεται ότι, στις περιπτώσεις που δεν έχει εφαρμοστεί η ανωτέρω διαδικασία καταχώρησης των ασφαλιστικών στοιχείων ασφαλισμένων των Ε.Τ.Α.Σ. και Τ.Ε.Α.Σ. - λόγω της αναδρομικής εφαρμογής από 1/1/2017 - οι υπόχρεοι εργοδότες πρέπει να γνωστοποιούν με Δελτία Μεταβολής Στοιχείων Ασφαλισμένων (Δ.Μ.Σ.Α.) για τους ασφαλισμένους των οποίων τροποποιείται - σε εφαρμογή των ανωτέρω - η
ασφαλιστική ιστορία, στις υπηρεσίες Εσόδων των Υποκαταστημάτων Μισθωτών Ε.Φ.Κ.Α. του τόπου Απασχόλησης με σχετικό αίτημά τους, κατά την γνωστή διαδικασία.

Τέλος, τα αρμόδια Υποκαταστήματα Μισθωτών Ε.Φ.Κ.Α. πρέπει, άμεσα, να ενεργήσουν, ώστε, να αποκατασταθεί η ορθή ασφαλιστική τακτοποίηση των εν λόγω προσώπων.

Β. Σύμφωνα, με την υπ. αριθμ.Φ20155/25187/Δ16.624/2018 (Φ.Ε.Κ.Β'/1582/8-5-2018) Υπουργική Απόφαση «Έγκριση του Κανονισμού Είσπραξης Εσόδων του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π.» και όπως από τις επιμέρους διατάξεις προκύπτει στην ασφάλιση του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. υπάγεται το σύνολο των απασχολούμενων μισθωτών σε πρακτορεία ειδήσεων καθώς και οι μισθωτοί δημοσιογράφοι σε γραφεία τύπου.

Συνεπώς, το πεδίο εφαρμογής της εγκύκλιο 22/2018 Ε.Φ.Κ.Α. τροποποιείται ως προς την παρ. Α 4) ως ανωτέρω αναφέρεται.




Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΑΡΓΥΡΗΣ ΔΕΜΙΡΗΣ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
ΜΑΡΙΑΝΑ ΠΡΟΔΡΟΜΙΔΟΥ

Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ ΜΑΪΔΗ ΘΑΛΕΙΑ

Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ & ΕΛΕΓΧΩΝ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΙΑΠΑΚΗΣ

Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ Ε.Φ.Κ.Α.
ΛΑΜΠΟΣ ΣΕΜΠΟΣ

ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΟΛ.1095/2018 Πιστοποιητικό του άρθρου 54 Α (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) του ν. 4174/2013 σε περίπτωση δικαστικής εκκαθάρισης της κληρονομίας

Previous: Ε.Φ.Κ.Α. αριθμ. πρωτ.: Δ.ΑΣΦ. 547/669753/2018 Α. Ασφάλιση στον Ε.Φ.Κ.Α. συντακτών υπαγόμενων στις ασφαλιστικές καλύψεις παροχών των Αλληλοβοηθητικών Ταμείων «Επικουρικό Ταμείο Αρωγής Συντακτών Θεσσαλίας - Στερεάς Ελλάδας - Εύβοιας» (Ε.Τ.Α.Σ.) και «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Συντακτών Πελοποννήσου - Ηπείρου - Νήσων» (Τ.Ε.Α.Σ.) μετά την εφαρμογή των διατάξεων του ν.4387/2016 και άρθρου 20 του ν.4498/2017. Β. Ασφάλιση των απασχολούμενων στα πρακτορεία ειδήσεων και γραφεία τύπου, με την υπ. αριθμ.Φ20155/25187/Δ16.624 (Φ.Ε.Κ.Β'/1582/8-5-2018) Υπουργική Απόφαση
$
0
0

Αθήνα, 21 Μαΐου 2018
ΠΟΛ.1095/21-05-2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΛΟΓΙΟΥ
ΤΜΗΜΑ Α'

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 8
Ταχ. Κώδικας: 101 84 ΑΘΗΝΑ
Τηλέφωνο: 2103375880
E-Mail: defk.a@aade.gr
Url: www.aade.gr

ΠΟΛ.1095/ 2018

Θέμα: Πιστοποιητικό του άρθρου 54 Α (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) του ν. 4174/2013 σε περίπτωση δικαστικής εκκαθάρισης της κληρονομίας.


Με αφορμή ερωτήματα που τέθηκαν στην υπηρεσία μας σχετικά με το πιστοποιητικό του άρθρου 54Α του ν. 4174/2013 περί ΕΝ.Φ.Ι.Α. στις περιπτώσεις δικαστικής εκκαθάρισης της κληρονομίας, σας γνωρίζουμε τα εξής και παρακαλούμε για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους:

Η δικαστική εκκαθάριση της κληρονομίας διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 1913-1922 του Αστικού Κώδικα. Από τη δημοσίευση της απόφασης που διατάζει τη δικαστική εκκαθάριση, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της κληρονομίας αποχωρίζονται αυτοδικαίως από την περιουσία του κληρονόμου και αποτελούν χωριστή ομάδα που διοικείται από τον εκκαθαριστή, χωρίς όμως η ομάδα αυτή να αποκτά ίδια νομική προσωπικότητα. Ο εκκαθαριστής κληρονομίας διορίζεται από το δικαστήριο και διοικεί την ομάδα της κληρονομίας. Ο εκκαθαριστής είναι φορέας δημόσιου λειτουργήματος, που του απονέμει ο ίδιος ο νόμος προκειμένου να διοικήσει «ιδίω ονόματι» την αλλότρια κληρονομική περιουσία και στα πρωταρχικά καθήκοντα του οποίου είναι η ρευστοποίηση της κληρονομικής περιουσίας για την εξόφληση των δανειστών της κληρονομίας. Σε αυτή την περίπτωση, για να είναι έγκυρη η εκποίηση των ακινήτων της κληρονομίας, θα πρέπει να προηγηθεί η άδεια του δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.

Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ν. 4223/2013, υποκείμενος στον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα κληρονομιαία ακίνητα είναι ο εκκαθαριστής της κληρονομίας, διαχωρισμένα όμως από την ατομική του περιουσία, από το έτος 2016, για όσο διάστημα τη διαχειρίζεται και τη διοικεί.

Σημειώνουμε ότι, με βάση τη νομοθεσία για τις προηγούμενες του ΕΝ.Φ.Ι.Α. φορολογίες επί της κατοχής ακίνητης περιουσίας (Φ.Μ.Α.Π., Ε.Τ.Α.Κ. και Φ.Α.Π.), ο εκκαθαριστής της κληρονομίας δεν ήταν υποκείμενος στους αντίστοιχους φόρους. Ειδικά δε για το Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (Φ.Μ.Α.Π.), στην εγκύκλιο ΠΟΛ.1204/8.11.1999 προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση που από την κείμενη νομοθεσία παρέχεται η αρμοδιότητα σε συγκεκριμένα πρόσωπα να αντιπροσωπεύουν τους κληρονόμους και να υποβάλλουν για λογαριασμό τους τη δήλωση Φ.Μ.Α.Π., όπως π.χ. ο δικαστικός εκκαθαριστής, η βεβαίωση του φόρου γίνεται στο όνομα των κληρονόμων και όχι στο όνομα των αντιπροσώπων αυτών.

Κατόπιν των ανωτέρω, προκειμένου να χορηγηθεί το πιστοποιητικό του άρθρου 54Α του ν. 4174/2013 για τα έτη κατά τα οποία ο εκκαθαριστής κληρονομίας δεν ήταν από το νόμο υποκείμενος σε φόρο επί της κατοχής ακίνητης περιουσίας, μπορεί αυτός να ζητήσει την έκδοση χειρόγραφου πιστοποιητικού για λογαριασμό του κληρονόμου. Εάν το μεταβιβαζόμενο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στη δήλωση Φ.Α.Π. των σχετικών ετών, ο εκκαθαριστής κληρονομίας υποβάλει ο ίδιος χειρόγραφη δήλωση στοιχείων ακινήτων στον Α.Φ.Μ. του κληρονόμου, έτσι ώστε να είναι δυνατή η πληρωμή του αναλογούντος φόρου και η έκδοση του απαιτούμενου για τη μεταβίβαση πιστοποιητικού.




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ Α.Α.Δ.Ε.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Viewing all 7448 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>