Αθήνα, 17/10/2019
Αριθμ. Πρωτ. Δ.ΑΣΦ./511/1241477
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Πληρ.: Τσουκνίδας Κ.
Τηλ: 2105285666
Fax: 2105229840
e-mail: tm.asfalisis@efka.gov.gr
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΉΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Πληρ.: Ε. Μπαρμπαλιά
Τηλ: 2105285583
Fax: 2105237723
e-mail: m.yposefarmmisth@efka.gov.gr
Ταχ. Δ/νση: Σατωβριάνδου 18, 104 32 Αθήνα
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΡ.: 48
ΘΕΜΑ: Επέκταση κατηγοριών απασχολούμενων με αμοιβή και παρακράτηση εισφορών μέσω της διαδικασίας έκδοσης και εξαργύρωσης Εργοσήμου τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ
ΣΧΕΤ: Οι υπ' αριθμ. 43/2013, 27/2015 Εγκύκλιοι και το με αριθμό πρωτ. Α 21/449/70/08.06.2016 Γενικό Έγγραφο τ. Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και 49/2018 Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α.
Με τις διατάξεις του άρθρου 129 του Ν. 4611/2019 (ΦΕΚ 73 τ.Α'/17-5-2019) διευρύνεται ο κύκλος των προσώπων που αμείβονται και ασφαλίζονται με την διαδικασία του Εργοσήμου.
- ΝΕΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΩΝ
«Οι περιστασιακά απασχολούμενοι στη μουσική κάλυψη ιδιωτικών εκδηλώσεων και συνεστιάσεων που αμείβονται με την ώρα ή την ημέρα και δεν απασχολούνται ως υπαλληλικό προσωπικό εταιρείας ή ως μέλη εταιρείας».
Η ανωτέρω διάταξη ισχύει από 17/5/19, ημερομηνία ισχύος του άρθρου 129 του Ν.4611/2019, με το οποίο εντάχθηκε η νέα κατηγορία στην διαδικασία του εργοσήμου.
- ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ
• Επισημαίνεται ότι το εν λόγω καθεστώς ασφάλισης του άρθρου 129 του Ν.4611/2019 δεν υποκαθιστά το γενικό καθεστώς ασφάλισης μισθωτών, στο οποίο υπάγεται το προσωπικό νομικών ή φυσικών προσώπων που δραστηριοποιούνται στον εν λόγω τομέα. Κατά συνέπεια, οι απασχολούμενοι στη μουσική κάλυψη ιδιωτικών εκδηλώσεων ή συνεστιάσεων ως προσωπικό φυσικών ή νομικών προσώπων στις δραστηριότητες αυτές δεν μπορούν να υπαχθούν στη ρύθμιση της ανωτέρω διάταξης, αλλά υπάγονται στο καθεστώς ασφάλισης μισθωτών του Ε.Φ.Κ.Α..
Ειδικότερα, σε περιπτώσεις εκδηλώσεων που διοργανώνονται από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στο συγκεκριμένο τομέα (πχ εταιρείες παραγωγής, κέντρα μαζικής εστίασης-εκδηλώσεων), δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 129 του Ν.4611/2019 για το απασχολούμενο προσωπικό στη μουσική κάλυψη, ακόμη και αν πρόκειται για ιδιωτικές συνεστιάσεις, καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις τεκμαίρεται η μισθωτή απασχόληση.
Περαιτέρω, η διάταξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις δημοσίων εκδηλώσεων ή συνεστιάσεων (συναυλίες, πανηγύρια κτλ).
• Ως απασχολούμενοι στη μουσική κάλυψη ιδιωτικών εκδηλώσεων ή συνεστιάσεων νοούνται οι απασχολούμενοι ως dj στην αναπαραγωγή μουσικής και οι παρέχοντες μουσική κάλυψη με τη χρήση μουσικών οργάνων.
Τέλος, βάσει της διάταξης προβλέπεται η υπαγωγή στην ασφάλιση του εργοσήμου περιοριστικά των απασχολούμενων αμειβόμενων με την ώρα ή την ημέρα που πληρούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δραστηριότητας και της απασχόλησης που αναλύονται ανωτέρω, και τα οποία αποτελούν προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης, κατά τη ρητή διάταξη του νόμου.
- ΚΩΔΙΚΟΣ ΠΑΡΕΧΟΜΕΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Προκειμένου για την εφαρμογή της νέας κατηγορίας έχει δημιουργηθεί ο ακόλουθος νέος Κωδικός Παρεχόμενης Εργασίας αμειβομένων και ασφαλιζομένων με εργόσημο προσώπων με την παρακάτω λεκτική περιγραφή, ο οποίος θα πρέπει να επιλέγεται για την ορθή απεικόνιση των ασφαλιστικών στοιχείων:
• ΚΩΔ. 30: ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΙ στη ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ & ΣΥΝΕΣΤΙΑΣΕΩΝ που δεν απασχολούνται ως υπαλληλικό προσωπικό εταιρείας ή ως μέλη εταιρείας
Επισημαίνουμε ότι:
Για την εν λόγω κατηγορία έχουν τεθεί οι ίδιοι έλεγχοι που έχουν εφαρμοστεί για τους ΚΩΔ. Παρεχόμενης Εργασίας : 17, 23, 24, 25, 26, 27 & 28 και η ενημέρωση της ασφ/κης ιστορίας πραγματοποιείται μόνο μετά από παρέμβαση του χρήστη αρμόδιου Υποκ/ματος Μισθωτών Ε.Φ.Κ.Α. προκειμένου για τη διαπίστωση της ορθής εφαρμογής των διατάξεων περί αμοιβής και παρακράτησης ασφαλιστικών εισφορών μέσω της εξαργύρωσης Εργοσήμων.
Στην περίπτωση που ο εκδότης της νέας κατηγορίας Εργοσήμου είναι Νομικό ή φυσικό πρόσωπο, (επιτηδευματίας - απογεγραμμένος ή μη ως εργοδότης, - στον Ε.Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητα ενεργειών φέρει χρήστης Υποκαταστήματος Μισθωτών στην ασφαλιστική περιοχή του οποίου εμπίπτει η έδρα του εργοδότη.
Στην περίπτωση που ο εκδότης του Εργοσήμου είναι φυσικό πρόσωπο, (μη επιτηδευματίας), αρμοδιότητα έχει το Υποκατάστημα τόπου κατοικίας του φυσικού προσώπου.
Ο έλεγχος της ύπαρξης ή μη επαγγελματικής δραστηριότητας θα πραγματοποιείται μέσω της οθόνης «Διασύνδεση».
Κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν οι οδηγίες που έχουν δοθεί με τις ανωτέρω σχετικές Εγκυκλίους και Γενικά Έγγραφα.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΕΦΚΑ
ΧΑΛΑΡΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
α.α
Καντηλώρου Μαρία
Εγκύκλιος ΕΦΚΑ 48/2019 Επέκταση κατηγοριών απασχολούμενων με αμοιβή και παρακράτηση εισφορών μέσω της διαδικασίας έκδοσης και εξαργύρωσης Εργοσήμου τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ
114801 ΕΞ 2019 Διάθεση διαδικτυακής υπηρεσίας στοιχείων φυσικών προσώπων μη φορολογικού περιεχομένου στην Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Ε.).
Αριθμ. 114801 ΕΞ 2019
(ΦΕΚ B’ 3833/16.10.2019)
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
Α. Τις διατάξεις:
1. Των παραγράφων 2, 3 και 5 του άρθρου 47 του ν. 4623/2019 (ΦΕΚ 134 Α΄).
2. Το άρθρο 17 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170) «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
3. Του άρθρου 37 του ν. 4389/2016 (ΦΕΚ 94 Α΄), όπως ισχύει.
4. Του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ.
5. Του ν. 4624/2019 (ΦΕΚ 137 Α΄) «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680».
6. Της αριθμ. Δ.Σ.Α.Ε. 4014815 ΕΞ 2016 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Λειτουργία Κέντρου Διαλειτουργικότητας του Υπουργείου Οικονομικών και διαδικασία διάθεσης διαδικτυακών υπηρεσιών» (ΦΕΚ 1710/ Β΄/2017).
7. Του π.δ. 81/2019 «Σύσταση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση Υπουργείων και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους Μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπουργείων» (ΦΕΚ 119 Α΄).
8. Του π.δ. 83/2019 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (ΦΕΚ 121 Α΄).
9. Του π.δ. 84/2019 «Σύσταση και κατάργηση Γενικών Γραμματειών και Ειδικών Γραμματειών/Ενιαίων Διοικητικών Τομέων Υπουργείων».
10. Της αριθμ. Υ6/2019 απόφασης του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υπουργό Επικρατείας» (ΦΕΚ 2902 Β΄).
11. Του π.δ. 75/2011 (ΦΕΚ 182 Α΄) «Περιφερειακές Ενώσεις Δήμων και Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας», όπως ισχύει.
12. Του άρθρου 90 του Κώδικα που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του π.δ. 63/2005 "Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για τη κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα" (ΦΕΚ 96 Α΄).
Β. Το αριθμ. 711/29-05-2017 αίτημα της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος στην Εφαρμογή Διαχείρισης Αιτημάτων Διαλειτουργικότητας του Κέντρου Διαλειτουργικότητας (ΚΕ.Δ.) της Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ., με θέμα την διάθεση της διαδικτυακής υπηρεσίας «Πληροφορίες Φορολογικού Μητρώου για Φυσικά και Μη Φυσικά Πρόσωπα (Α.Α.Δ.Ε.)».
Γ. Το αρ. 712/29-05-2017 αίτημα της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος στην Εφαρμογή Διαχείρισης Αιτημάτων Διαλειτουργικότητας του Κέντρου Διαλειτουργικότητας (ΚΕ.Δ.) της Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ., με θέμα την διάθεση της διαδικτυακής υπηρεσίας «Βασικά στοιχεία φυσικού προσώπου. Επιβεβαίωση στοιχείων φυσικού προσώπου».
Δ. Το αριθμ. ΔΣΑΕ 4005425 ΕΞ 2018/29-06-2018 αίτημα της Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ. προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) με θέμα: «Έγκριση Αιτημάτων Διαλειτουργικότητας Φορέων του Δημοσίου που έχουν υποβληθεί στο Κέντρο Διαλειτουργικότητας του Υπουργείου Οικονομικών και αφορούν στην Περιοχή "Στοιχεία Μητρώου Υπουργείου Οικονομικών (Α.Α.Δ.Ε.)"».
Ε. Το αρ. ΔΥΠΗΔΕΔ ΣΤ΄ 1140220 ΕΞ 2019/11-10-2019 έγγραφο της Α.Α.Δ.Ε. προς την Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ. με θέμα:
«Έναρξη παραγωγικής λειτουργίας διαδικτυακών υπηρεσιών για τη χορήγηση στοιχείων από την Α.Α.Δ.Ε. σε τρίτους φορείς».
ΣΤ. Την αρ. 114791 ΕΞ/15-10-2019 (ΑΔΑ: 7ΜΚΧΗ-Ν62) απόφαση έγκρισης του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης.
Ζ. Το γεγονός ότι από την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
1. Την διάθεση διαδικτυακής υπηρεσίας για τα κάτωθι στοιχεία φυσικών προσώπων μη φορολογικού περιεχομένου στην Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Ε.):
• Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)
• Δ.Ο.Υ.
• Επώνυμο
• Όνομα
• Πατρώνυμο
• Μητρώνυμο
• Ημερομηνία Γέννησης
• Τόπος Γέννησης
• Πλήρη στοιχεία διεύθυνσης κατοικίας
• Πλήρη Στοιχεία επικοινωνίας
Τα ανωτέρω στοιχεία αντλούνται από το Φορολογικό Μητρώο του Υπουργείου Οικονομικών, τα οποία διαχειρίζεται η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.).
2. Σκοπός της διάθεσης διαδικτυακής υπηρεσίας στοιχείων φυσικών προσώπων μη φορολογικού περιεχομένου στην Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Ε.) είναι η ταυτοποίηση των στοιχείων των πολιτών κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων των Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών που παρέχονται στους πολίτες.
3. Η διάθεση των διαδικτυακών υπηρεσιών διενεργείται μέσω του Κέντρου Διαλειτουργικότητας (ΚΕ.Δ.) της Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ., σύμφωνα με το ισχύον Πλαίσιο Ασφάλειας Πληροφοριακών Συστημάτων της Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ. του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης και τις διατάξεις περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
4. Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 15 Οκτωβρίου 2019
Ο Υπουργός
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΙΕΡΡΑΚΑΚΗΣ
5776/Β1/1190/2019 Τροποποίηση της υπ’ αριθμ. 6269/1895Α1/28.11.2017 (Β’4159) απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Αριθμ. 5776/Β1/1190
(ΦΕΚ Β' 3828/16.10.2019)
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Το άρθρο 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» που κυρώθηκε για το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α’ 98).
2. Το π.δ. 81/2019 (Α’119) «Σύσταση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση Υπουργείων και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους Μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπουργείων».
3. Το π.δ. 83/2019 (Α’121) «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
4. Το π.δ. 84/2019 (Α’ 123) «Σύσταση και κατάργηση Γενικών Γραμματειών και Ειδικών Γραμματειών/Ενιαίων Διοικητικών Τομέων Υπουργείων».
5. Το ν. 4314/2014 (Α’265) «Α) Για τη διαχείριση, τον έλεγχο και την εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2014-2020, Β) Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2012/2017 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2012 (ΕΕ L 156/16.06.2012) στο ελληνικό δίκαιο, τροποποίηση του ν. 3419/2005 (Α’297) και άλλες διατάξεις.», και ειδικότερα τα άρθρα 28 και 51.
6. Την υπ’ αριθμ. 47/18.07.2019 (Β’ 3100) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων για την ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Ιωάννη Τσακίρη.
7. Την υπ’ αριθμ. 80633/01.08.2019 (ΥΟΔΔ 512) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων «Ανάθεση καθηκόντων Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων».
8. Την υπ’ αριθμ. 80261/01.08.2019 (ΥΟΔΔ 511) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων «Διορισμός μετακλητής Ειδικής Γραμματέως Διαρθρωτικών Προγραμμάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων».
9. Την υπ’ αριθμ. 79591/02.08.2019 (ΥΟΔΔ 507) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων «Διορισμός μετακλητού Γενικού Γραμματέα Ιδιωτικών Επενδύσεων και Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων».
10. Την υπ’αριθμ. ΥΠΕΝ/ΥΠΡΓ/67864/8352/24.07.2019 (ΥΟΔΔ 510) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Ανάθεση καθηκόντων μετακλητού Γενικού Γραμματέα Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας».
11. Τον ν. 4622/2019 (Α’ 133) «Επιτελικό Κράτος: οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης» και ειδικότερα την παράγραφο 7 του άρθρου 111 όπου η «Ειδική Γραμματεία Διαρθρωτικών Προγραμμάτων που συστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 2 του π.δ. 84/2019 (Α’123) μετονομάζεται σε Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Προγραμμάτων Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης, Ταμείου Συνοχής και Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου.»
12. Τη με ΑΠ 66135/ΕΥΘΥ455/13.06.2017 (Β’2064) απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης «Τροποποίηση της με αριθμό 67743/ ΕΥΘΥ/615/24.6.2015 υπουργικής απόφασης “Αναδιάρθρωση της Ειδικής Υπηρεσίας Διαχείρισης του Επιχειρησιακού Προγράμματος ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ του άρθρου 5 παρ 1 του ν. 4314/2014 και κατάργηση της αριθ. 1121/408Δ/Φ03/2012 (Β’655) κοινής υπουργικής απόφασης”» (Β’1248).
13. Την με Α.Π. 113091/05.11.2015 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού «Ανάθεση αποκλειστικών καθηκόντων Προϊσταμένης της Ε.Υ.Δ. ΕΠΑνΕΚ».
14. Την αριθμ. C(2014) 10162/18.12.2014 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την έγκριση του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία» του ΕΣΠΑ 2014-2020, όπως ισχύει κάθε φορά.
15. Τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2013 περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006.
16. Τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1301/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2013 σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και για τη θέσπιση ειδικών διατάξεων σχετικά με τον στόχο «Επενδύσεις στην ανάπτυξη και την απασχόληση» και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1080/2006
17. Τον «Κατ’εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) 480/2014, Τμήμα II, για τη συμπλήρωση του Κανονισμού 1303/2013 αναφορικά με τα Μέσα Χρηματοοικονομικής Τεχνικής.
18. Τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/1017 για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων, τον Ευρωπαϊκό Κόμβο Επενδυτικών Συμβουλών και την Ευρωπαϊκή Πύλη Επενδυτικών Έργων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1291/2013 και (ΕΕ) αριθ. 1316/2013 για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων.
19. Τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 651/2014 της Επιτροπής για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης.
20. Τα άρθρα 308 και 309 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) σύμφωνα τα οποία η ΕΤΕπ έχει ως αποστολή να συμβάλλει στην ισόρροπη και απρόσκοπτη ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς για το συμφέρον της Ένωσης και ότι για το σκοπό αυτόν, χωρίς να επιδιώκει κέρδος, διευκολύνει με την παροχή δανείων και εγγυήσεων τη χρηματοδότηση σχεδίων που αποσκοπούν στον εκσυγχρονισμό ή στη μετατροπή επιχειρήσεων ή στη δημιουργία νέων δραστηριοτήτων που συνεπάγεται η εγκαθίδρυση ή η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και που, λόγω της εκτάσεως ή της φύσεως τους, δεν δύνανται να καλυφθούν πλήρως από τα διαθέσιμα σε κάθε κράτος μέλος μέσα χρηματοδοτήσεως.
21. Την με Α.Π 126829/ΕΥΘΥ 1217/2015 (ΦΕΚ Β’ 2784/21.12.2015) κοινή υπουργική απόφαση για το «Σύστημα δημοσιονομικών διορθώσεων και διαδικασίες ανάκτησης αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών από πόρους του κρατικού προϋπολογισμού για την υλοποίηση προγραμμάτων συγχρηματοδοτούμενων στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014-2020, σύμφωνα με το αρ. 22 του ν. 4314/2014»
22. Την υπ’ αριθμ. 134453/23.12.2015 (Β’ 2857) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Οικονομικών «Ρυθμίσεις για τις πληρωμές των δαπανών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων ΠΔΕ (Τροποποίηση και αντικατάσταση της κοινής υπουργικής απόφασης 46274/26.09.2014 (ΦΕΚ 2573/τ.Β’)».
23.Την υπ’αριθμ. 137675/ΕΥΘΥ 1016/19-12-2018 (Β’5968) υπουργική απόφαση «Αντικατάσταση της υπ’αριθμ 110427/ΕΥΘΥ/1020/20.10.2016 (ΦΕΚ Β’ 3521) υπουργικής απόφασης με τίτλο «Τροποποίηση και αντικατάσταση της υπ’αριθμ. 81986/ΕΥΘΥ 712/31.07.2015 (ΦΕΚ Β’ 1822) υπουργική απόφασης “Εθνικοί κανόνες επιλεξιμότητας δαπανών για τα προγράμματα του ΕΣΠΑ 20142020, Έλεγχοι νομιμότητας δημοσίων συμβάσεων συγχρηματοδοτούμενων πράξεων ΕΣΠΑ 2014 -2020 από Αρχές Διαχείρισης και Ενδιάμεσους Φορείς Διαδικασία ενστάσεων επί των αποτελεσμάτων αξιολόγησης πράξεων”».
24. Το έγγραφο καθοδήγησης της Επιτροπής σχετικά με την επιλογή φορέων εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής (2016/C 276/1).
25.Την εκ των προτέρων αξιολόγηση (ex ante assessment) για το σχεδιασμό και εφαρμογή των χρηματοδοτικών εργαλείων της ΠΠ 2014-2020, όπως αυτή ισχύει.
26. Την υπ’ αριθμ. 6217/1882/24.11.2017 απόφαση της Επιτροπής Παρακολούθησης του Ε.Π. «Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία» για την έγκριση του Δελτίου Εξειδίκευσης για τη Δράση «Σύσταση Ταμείου Υποδομών» στο πλαίσιο του ΕΠ «Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία», με την οποία εγκρίνονται και τα κριτήρια επιλογής πράξης και μεθοδολογίας αξιολόγησης.
27. Την με Α.Π. 6269/1895 Α1 28-11-2017 (Β’4159) υπουργική απόφαση σύστασης του «ΤΑΜΕΙΟΥ ΥΠΟΔΟΜΩΝ», όπως ισχύει.
28. Το άρθρο 6 της από 19.12.2017 Συμφωνία Χρηματοδότησης μεταξύ της ΕΤΕΠ και του Ελληνικού Δημοσίου. 29. Την με Α.Π. 6942/1958/Α2/20.12.2017 απόφαση ένταξης της πράξης «Σύσταση ταμείου Υποδομών» με κωδ. ΟΠΣ 5016109 στο ΕΠΑνΕΚ.
30. Την ανάγκη αντικατάστασης των παραιτηθέντων Γενικών και Ειδικών Γραμματέων και των αναπληρωτών αυτών.
31. Το γεγονός ότι από την παρούσα τροποποίηση δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
Άρθρο μόνο
1. Το άρθρο 5 της υπ’ αριθμ. 6269/1895 Α1/28.11.2017 (Β’ 4159) απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης αντικαθίσταται ως εξής:
«Σύσταση, συγκρότηση και αρμοδιότητες Επενδυτικής Επιτροπής
1. Για την εφαρμογή της επενδυτικής στρατηγικής και τον συντονισμό της υλοποίησης των χρηματοδοτικών μέσων του Ταμείου και για την επίτευξη των στόχων του Ταμείου, συνιστάται Επενδυτική Επιτροπή.
2. Η Επενδυτική Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων και αποτελείται από 5 τακτικά μέλη, ως ακολούθως:
α) τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ,
β) τον Γενικό Γραμματέα Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών,
γ) τον Ειδικό Γραμματέα Διαχείρισης Προγραμμάτων Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης, Ταμείου Συνοχής και Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου,
δ) τον Γενικό Γραμματέα Ιδιωτικών Επενδύσεων και Συμπράξεων Δημοσίου Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ),
ε) εκπρόσωπο της Ειδικής Υπηρεσίας Διαχείρισης του ΕΠΑΝΕΚ,
Στην ίδια απόφαση ορίζονται και τα αναπληρωματικά μέλη αυτών.
Στην πρώτη συνεδρίαση της Επενδυτικής Επιτροπής τα μέλη εκλέγουν τον Πρόεδρο αυτής.
Στις συνεδριάσεις της Επενδυτικής Επιτροπής συμμετέχουν έως τρία στελέχη της ΕΤΕπ, ως εισηγητές και παρατηρητές, χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Επίσης, δύνανται να συμμετέχουν ως παρατηρητές, χωρίς δικαίωμα ψήφου:
• ένα στέλεχος από κάθε μια εκ των Γραμματειών που συμμετέχουν στη σύνθεση της Επενδυτικής Επιτροπής,
• έως δύο στελέχη της ΕΥΔ ΕΠΑΝΕΚ,
• ένα στέλεχος της Ειδικής Υπηρεσίας Κρατικών Ενισχύσεων,
• ένα στέλεχος της Ειδικής Υπηρεσίας Θεσμικής Υποστήριξης,
• ένα στέλεχος της Επιτελικής Δομής ΕΣΠΑ Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Τομέα Ενέργειας,
• ένα στέλεχος της Ειδικής Υπηρεσίας Συντονισμού τηςΕφαρμογήςΕΣΠΑ.
Μετά από πρόσκληση του Προέδρου, δύνανται να παρίστανται και στελέχη των εμπλεκόμενων φορέων/ υπηρεσιών.
Τη γραμματεία της Επενδυτικής Επιτροπής αναλαμβάνει η ΕΤΕπ, με αρμοδιότητες καθορισμένες στη Συμφωνία Χρηματοδότησης.
Η Επενδυτική Επιτροπή συνεδριάζει τουλάχιστον μία φορά ανά τρίμηνο, μετά από έγγραφη πρόσκληση του Προέδρου ή πρόταση δυο μελών του, ή πρόταση της ΕΤΕπ. Η Επενδυτική Επιτροπή συνεδριάζει έγκυρα όταν στη συνεδρίαση παρίστανται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη, περισσότερα από τα μισά των διορισμένων τακτικών μελών (απαρτία), συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των παρόντων μελών. Οι λεπτομέρειες σχετικά με τις συνεδριάσεις και την εν γένει λειτουργία της Επενδυτικής Επιτροπής θα καθορισθούν στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας της.
Η Επενδυτική Επιτροπή ασκεί αρμοδιότητες σε συνέπεια των στόχων του ΕΠΑνΕΚ, οι οποίοι εξυπηρετούν ευρύτερα το δημόσιο συμφέρον. Η διάρκεια της λειτουργία της λήγει με την ολοκλήρωση του ΕΠΑνΕΚ και την εκκαθάριση του Ταμείου, ότι από τα δύο συμβεί αργότερα.
3. Οι αρμοδιότητες και ο τρόπος λειτουργίας της Επενδυτικής Επιτροπής καθορίζονται σε σχετικό παράρτημα της Συμφωνίας Χρηματοδότησης του άρθρου 8 της παρούσης».
2. Κατά τα λοιπά διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις της υπ’αριθμ. 6269/1895 Α1/28.11.2017 (Β’4159) απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης. Η ισχύς της παρούσας ισχύει από τη δημοσίευσή της.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 3 Οκτωβρίου 2019
Ο Υφυπουργός
ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ
Β/7/οικοθ.41089/3624/2019 Τροποποίηση της «αριθμ.Β/οικοθ.25141/2355/ 03.06.2019 (Β΄2276) απόφασης των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Υποδομών και Μεταφορών».
Αριθμ. Β/7/οικοθ.41089/3624
(ΦΕΚ B’ 3841/17.10.2019)
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 43 του ν. 4578/2018 (Α’ 200).
2. Τις διατάξεις της περίπτωσης β1 της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2326/1940 (Α΄ 145), η οποία προστέθηκε με την παρ. 34 του άρθρου 27 του ν. 2166/1993.
3. Την παρ. 5 του άρθρου 15 του ν. 2308/1995 (Α΄ 114) όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
4. Την αριθμ. Β/οικοθ.25141/2355/03.06.2019 απόφαση των Υπουργών Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Υποδομών και Μεταφορών «Διαχείριση, διάθεση και κατανομή των ποσών της κράτησης της περίπτωσης β1 της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2326/1940 (Α΄145), η οποία προστέθηκε με την παρ. 34 του αρ. 27 του ν. 2166/1993» (Β΄2276).
5. Τις διατάξεις των άρθρων 52 και 90 του Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (Α’ 98).
6. Το π.δ. 134/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» (Α’ 168) όπως ισχύει.
7. Τις διατάξεις του άρθρου 4 του π.δ. 81/2019 «Σύσταση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση Υπουργείων και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους Μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπουργείων.» (Α΄ 119).
8. Το π.δ. 83/2019 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών.» (Α΄ 121).
9. Το π.δ. 123/2017 (Α΄151) «Οργανισμός του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.
10. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος των πιστώσεων του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
Η παρ. 6 του άρθρου 1 της αριθμ.Β/οικοθ. 25141/2355/03.06.2019 (Β΄ 2276) απόφασης, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«6. Συστήνεται πενταμελής διαχειριστική Επιτροπή αποτελούμενη από τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Οικονομικής Διαχείρισης και Δημοσιονομικών Αναφορών του ΕΦΚΑ ως Συντονιστή, τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Εκκαθάρισης και Πληρωμής Παροχών του ΕΦΚΑ, έναν εκπρόσωπο της ΠΟ ΕΜΔΥΔΑΣ, τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Οικονομικής Εποπτείας και Επιθεώρησης Νομικών Προσώπων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Μητρώων του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών και έναν γραμματέα τον οποίο ορίζει ο Συντονιστής με τους αναπληρωτές τους. Έργο της Επιτροπής θα είναι: α) η υποβοήθηση του έργου του ΤΕΕ δια της συνεισφοράς όλων των στοιχείων που είναι απαραίτητα για την διαμόρφωση των πινάκων δικαιούχων β) ο συντονισμός των διαδικασιών για τη διαχείριση, διάθεση και απόδοση του ποσού στους δικαιούχους γ) η παρακολούθηση της καλής εκτέλεσης των οριζομένων στην παράγραφο 5 της παρούσας απόφασης και εξέταση τυχόν ενστάσεων των δικαιούχων.».
Κατά τα λοιπά η αριθμ. Β/οικοθ. 25141/2355/03.06.2019 απόφαση (Β΄2276) ισχύει ως έχει.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
Αθήνα, 3 Οκτωβρίου 2019
Οι Υπουργοί
Εργασίας, και Κοινωνικών Υποθέσεων
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΡΟΥΤΣΗΣ
Υποδομών και Μεταφορών
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
ΔΕΔ 2741/2019 Ελλιπής υποβολή δηλώσεων ΦΠΑ - Μη έκδοση ανακριβής έκδοση στοιχείων - Επιστροφή φαρμακευτικών προϊόντων και έκδοση πιστωτικών τιμολογίων
Καλλιθέα, 30/09/2019
Αριθμός απόφασης: 2741
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α6
Ταχ. Δ/νση: Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κώδικας: 176 71 - Καλλιθέα
Τηλέφωνο: 213-1604529
ΦΑΞ: 213-1604567
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπ' όψη:
1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170), όπως ισχύει.
β. Της παρ. 3 του άρθρου 47 του ν. 4331/2015 (ΦΕΚ Α' 69).
γ. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή
της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής
Δημοσίων Εσόδων (ΑΛΛΕ.)»
δ. Της ΠΟΛ 1064/12.04.2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων
Εσόδων (ΦΕΚ 1440/τ. Β'/27.04.2017).
2. Την ΠΟΛ 1069/4-3-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του
Υπουργείου Οικονομικών.
3. Την υπ' αριθμόν Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30-8-2016 (ΦΕΚ 2759/τ.Β'/01-09-2016)
Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.
4. Την από 30/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή της ανώνυμης
εταιρείας με την επωνυμία « », ΑΦΜ, εδρευούσης στην , οδός , κατά της υπ' αριθ./2019
Πράξης Επιβολής Προστίμου άρθρου 54 ν. 4174/2013, περιόδου 01/01/2014 έως
28/02/2014 της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας και τα προσκομιζόμενα με αυτή
σχετικά έγγραφα.
5. Την με αριθ /2019 Πράξη Επιβολής Προστίμου άρθρου 54 ν. 4174/2013 της
Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας, φορολογικού έτους 2014, της οποίας ζητείται η
ακύρωση.
6. Τις απόψεις της Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας.
7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α6 όπως αποτυπώνεται στο
σχέδιο της απόφασης.
Επί της από 30/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής της
ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « », ΑΦΜ , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και
μετά τη μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο
εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα
ακόλουθα:
Με την υπ' αριθ /2019 Πράξη Επιβολής Προστίμου της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ.
Καλαμάτας, φορολογικού έτους 2014, καταλογίστηκε σε βάρος της προσφεύγουσας
εταιρείας, πρόστιμο συνολικού ποσού 2.700,00€, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 54 του ν. 4174/2013, λόγω παράβασης των διατάξεων των άρθρων 18§1 και 54
ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), 36 και 38 ν. 2859/2000 (ΦΠΑ).
Δυνάμει της υπ' αριθ /..../2018 εντολής μερικού φορολογικού ελέγχου της
Προϊστάμενης της Δ.Ο.Υ Καλαμάτας, συνεπεία των με αριθ. πρωτ /2014 και /2014
αιτήσεων επιστροφής ΦΠΑ για τις φορολογικές περιόδους 01/01/2014-31/01/2014 και
01/02/2014-28/02/2014, διενεργήθηκε φορολογικός έλεγχος στην προσφεύγουσα
επιχείρηση για την περίοδο 01/01/2014 έως και 28/02/2014 για την διαπίστωση της
ορθής εφαρμογής των διατάξεων του ΚΦΔ.
Από τις ελεγκτικές επαληθεύσεις που διενεργήθηκαν, αρχικώς δειγματοληπτικά σε
πιστωτικά τιμολόγια της προσφεύγουσας διαπιστώθηκε ότι αυτά αφορούσαν σε
επιστροφές πωληθέντων ειδών από εκείνη χωρίς αναφορά επ' αυτών στην αιτιολογία
επιστροφής. Για τα εν λόγω πιστωτικά τιμολόγια προσκομίστηκαν στον έλεγχο τα
έγγραφα διακίνησης (δελτία αποστολής, Τ.Π.Υ. μεταφορέα, ίδια μεταφορικά μέσα κτλ)
καθώς και καρτέλες επιλεγμένων από τα παραστατικά ειδών ανά πελάτη, προκειμένου
να διαπιστωθεί η νομιμότητα της επιστροφής τους.
Από τον εν λόγω δειγματοληπτικό έλεγχο πιστωτικών τιμολογίων και των αντιστοίχων
Δελτίων Αποστολής, προέκυψε ότι η προσφεύγουσα, χωρίς να έχει προηγουμένως
πωλήσει τα αναγραφόμενα επί των φορολογικών στοιχείων, προϊόντα στα φαρμακεία ή
τις φαρμακαποθήκες, δεχόταν από αυτά Δελτία Αποστολής με τα εν λόγω είδη και
σκοπό διακίνησης «επιστροφή», εκδίδοντας κατόπιν πιστωτικό τιμολόγιο.
Στη συνέχεια, βάσει των ανωτέρω διαπιστώσεων, η φορολογική αρχή προχώρησε σε
έλεγχο μεγαλύτερου δείγματος πιστωτικών τιμολογίων (περίπου 5% των εκδοθέντων
στη χρήση), επιλέγοντας μεταξύ αυτών τα μεγαλύτερα σε αξία. Από τις
διενεργηθείσες ελεγκτικές επαληθεύσεις προέκυψε ότι η προσφεύγουσα επιχείρηση
εξέδωσε για διάφορα είδη (φαρμακευτικά και μη) πιστωτικά τιμολόγια επιστροφής,
χωρίς να υφίσταται ή να προκύπτει αρχική πώληση αυτών.
Επίσης στην πλειοψηφία των περιπτώσεων διασταύρωσης επιστροφής τόσο μη
κατάλληλων προς χρήση ειδών (ληγμένα) όσο και κατάλληλων τα τιμολόγια πώλησης με
τα οποία συσχετίζονταν η επιστροφή ήταν σε παλαιότερα έτη 2009, 2010,2011, 2012
και οι τιμές διαφορετικές από τις σχετιζόμενες.
Σύμφωνα δε με την οικεία έκθεση ελέγχου, σε δειγματοληπτικό έλεγχο των ειδών σε
πιστωτικά τιμολόγια συνολικής καθαρής αξίας 18.579,21€, το ποσό των 2.278,50€
ήτοι ποσοστό 12,26% αφορούσε σε είδη για τα οποία δεν υφίστανται προγενέστερες
πωλήσεις. Επιπλέον, από τον συνολικό αριθμό των δεκαεπτά (17) ελεγχθέντων
πιστωτικών τιμολογίων στο διάστημα 01/01/2014-28/02/2014 τα έξι (6) εξ αυτών
ήτοι ποσοστό 35,29% διαπιστώθηκε ότι περιείχαν είδη για τα οποία δεν υφίστανται
προγενέστερες πωλήσεις.
Δυνάμει των ανωτέρω, ο έλεγχος εξέδωσε πράξη διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ καθώς
και την προσβαλλόμενη με την παρούσα ενδικοφανή προσφυγή πράξη επιβολής
προστίμου, καθόσον έκρινε ότι η προσφεύγουσα επιχείρηση υπέπεσε στις ακόλουθες
παραβάσεις:
α) υπέβαλλε ελλιπείς δηλώσεις ΦΠΑ μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2014 από τις
οποίες δεν προέκυψε υποχρέωση καταβολής φόρου και
β) δεν εξέδωσε ή εξέδωσε ανακριβώς φορολογικά στοιχεία πώλησης στις παρακάτω
πέντε περιπτώσεις:
α/α | ΑΦΜ | ΕΠΩΝΥΜΙΑ | ΚΑΘΑΡΗ ΑΞΙΑ/ΣΥΝΤΕΛ.ΦΠΑ | ΣΥΝΟΛΑ | ||
6,5% | 13% | 23% | ΑΝΑ ΤΙΜ | |||
1 | ........................ | ........................ | 63,07 | 118,30 | 181,37 | |
2 | ........................ | ........................ | 628,26 | 141,85 | 770,11 | |
3 | ........................ | ........................ | 113,78 | 34,38 | 10,41 | 158,57 |
4 | ........................ | ........................ | 352,50 | 352,50 | ||
5 | ........................ | ........................ | 778,42 | 37,53 | 815,95 | |
1.936,03 | 190,21 | 152,26 | 2.278,50 |
Η προσφεύγουσα εταιρεία με την κρινόμενη ενδικοφανή προσφυγή ζητά την ακύρωση
της εν λόγω πράξης και την επιστροφή του ήδη καταβληθέντος ποσού προστίμου,
προβάλλοντας τους ακόλουθους ισχυρισμούς:
- Δεν τηρήθηκε από τη Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας η προβλεπόμενη διαδικασία του άρθρου 62
του ν. 4174/2013 ήτοι δεν κοινοποιήθηκαν στην εταιρεία προσωρινή πράξη επιβολής
προστίμου και σημείωμα διαπίστωσης παραβάσεων. Τούτο συνιστά τυπική παράλειψη, η
οποία καθιστά την προσβαλλόμενη πράξη ακυρωτέα.
- Δεν εξειδικεύεται στην προσβαλλόμενη πράξη και στην έκθεση ελέγχου σε ποιες
περιπτώσεις η εταιρεία δεν εξέδωσε φορολογικά στοιχεία και σε ποιες τα εξέδωσε
ανακριβώς ώστε να δικαιολογείται η επιβολή του προστίμου των 500 ευρώ ανά
περίπτωση. Η πράξη επιβολής προστίμου είναι προδήλως εσφαλμένη και αβάσιμη,
εντελώς αναιτιολόγητη αλλά και αντιφατική.
- Δεν επιβάλλεται πρόστιμο για υποβολή ελλιπών φορολογικών δηλώσεων ΦΠΑ καθόσον
δεν προβλέπεται στις σχετικές διατάξεις η επιβολή τέτοιου προστίμου. Επιπλέον οι
περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ δεν είναι δηλώσεις πληροφοριακού χαρακτήρα που είναι η
μοναδική ουσιώδης προϋπόθεση για την επιβολή των διαδικαστικών προστίμων του άρθου
54 του ν. 4174/2013.
- Η εταιρεία δεν υπέπεσε σε οποιαδήποτε παράβαση ΚΦΑΣ εκ της οποίας να
μεταβάλλεται ή να επηρεάζεται η κάθε περιοδική δήλωση ΦΠΑ που κατέθεσε, ούτε
παραβίασε ή δεν εφάρμοσε ρητά οποιαδήποτε διάταξη του Κώδικα ΦΠΑ. Για την
επιβολή των προστίμων απαιτείται η εξέταση και αξιολόγηση αναλυτικά και
μεμονωμένα όλων των εκδοθέντων στοιχείων και του περιεχομένου τους και ανά
συναλλαγή. Εκ τούτου συνάγεται ότι αποκλείεται ο δειγματοληπτικός έλεγχος για
την επιβολή προστίμου.
- Ο έλεγχος δεν έλαβε καν υπόψη του και δεν εφάρμοσε τις ειδικότερες ισχύουσες
διατάξεις περί φαρμακαποθηκών και τις διατάξεις περί των επιστρεφόμενων φαρμάκων
κλπ που είναι ειδικές και εφαρμόζονται υποχρεωτικά. Οι περί φαρμακαποθηκών
διατάξεις ως ειδικότερες υπερισχύουν των τυχόν άλλων φορολογικών διατάξεων και
μάλιστα είναι επικρατέστερες ως προς το χρόνο επιστροφής των φαρμάκων ληγμένων
και μη, ως προς το ότι τα ληγμένα φάρμακα αποθηκεύονται προσωρινά σε ειδική
αποθήκη ώστε να μην αναμειχθούν με τα μη ληγμένα, ότι τα ληγμένα φάρμακα
καθίσταται εκτός συναλλαγής και συνεπώς δεν είναι εμπορεύσιμα. Τα μη εμπορεύσιμα
φάρμακα δεν αποτελούν αγοραπωλησία και συναλλαγή κατά την έννοια του ΚΦΑΣ ώστε
να απαιτείται η έκδοση φορολογικού στοιχείου αξίας αλλά αρκεί μόνον η έκδοση
δελτίου αποστολής για τη διακίνησή τους μέχρι την τελική παράδοσή τους στον
παραγωγό των φαρμάκων ή τον εισαγωγέα τους. Το συμπέρασμα του ελέγχου ότι δήθεν
η έκδοση πιστωτικού τιμολογίου σε επιστρεφόμενα φάρμακα υποκρύπτει πώληση
φαρμάκων είναι αυθαίρετη και εσφαλμένη και δεν αποτελεί ελεγκτικό συμπέρασμα που
να επισύρει την επιβολή προστίμων.
- Ο έλεγχος είχε την υποχρέωση να αποδείξει και μάλιστα με ειδική αναφορά και
έλεγχο εάν τα επιστραφέντα στην εταιρεία φάρμακα κλπ ήταν ενεργού ισχύος ή είχαν
λήξει και εφόσον είχαν λήξει δεν ήταν εμπορεύσιμα. Για την διαπίστωση των
ανωτέρω έπρεπε να ελέγξει εάν είχε βεβαιωθεί παράβαση της φαρμακευτικής
νομοθεσίας ως προς την επιστροφή των φαρμάκων οπότε σε θετική περίπτωση έπρεπε
να τη λάβει υπ' όψιν της υποχρεωτικά και εφόσον δεν έχει βεβαιωθεί παράβαση να
δεχτεί ότι δεν υφίσταται οποιαδήποτε παράβαση στην διακίνηση και συνεπώς δεν
επιβάλλεται πρόστιμο ΚΦΑΣ λαμβάνοντας υπόψη και τις λοιπές ελεγκτικές
διαπιστώσεις.
- Δεν αρκεί ούτε προβλέπεται να διενεργείται δειγματοληπτικός έλεγχος έστω και
εάν πρόκειται περί μεγάλου πλήθους τιμολογίων και δελτίων αποστολής.
- Για τις ελάχιστες επιστροφές ειδών που δεν είχαν πουληθεί από την εταιρεία τα
οποία παραλήφθηκαν και εν συνεχεία επεστράφησαν ως ληγμένα στους προμηθευτές της
εφοδιαστικής αλυσίδας δεν στοιχειοθετείται οποιαδήποτε παράβαση ΚΦΑΣ καθόσον τα
εν λόγω είδη διακινήθηκαν περαιτέρω προς τους προμηθευτές ως ληγμένα και μη
εμπορεύσιμα και έτσι δεν αποτέλεσαν συναλλαγή εμπορεύσιμων ειδών.
- Για τα είδη που περιλαμβάνονται σε δελτία αποστολής-επιστροφής χωρίς να έχει
εκδοθεί από την εταιρεία αντίστοιχο τιμολόγιο πώλησης ο έλεγχος τεκμαίρει το
εξωπραγματικό ότι δήθεν είχαν πουλήσει χωρίς την έκδοση παραστατικών προς το
φαρμακείο. Η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη, παράνομη, αυθαίρετη και βλαπτική για
την εταιρεία διότι ο έλεγχος προκειμένου να προβεί σε τέτοια διαπίστωση έπρεπε
να ελέγξει τα βιβλία και παραστατικά του φαρμακοποιού για να καταλήξει με
ελεγκτικές διαδικασίες πως και από ποιόν και με ποια παραστατικά τα είχε
αγοράσει (ο φαρμακοποιός) εάν ως είδος και κατά ποσότητα είχαν καταχωρηθεί στα
βιβλία του ώστε να αποδειχτεί εάν τα είχε αγοράσει από άλλον προμηθευτή και εκ
παραδρομής τα περιέλαβε στα δελτία αποστολής των επιστροφών προς την
προσφεύγουσα εταιρεία. Σε κάθε περίπτωση εάν υφίσταται παράβαση ΚΦΑΣ αυτή
ανάγεται αποκλειστικά και μόνο στον εκδότη των δελτίων αποστολής και όχι στην
εταιρεία που τακτοποίησε τις επιστροφές ως ρητή προβλεπόμενη υποχρέωση της με
την έκδοση των πιστωτικών τιμολογίων.
- Ο έλεγχος δεν αμφισβήτησε τις συναλλαγές και το ύψος αυτών κατά ποσότητα και
δαπάνη ούτε τις αντίστοιχες καταχωρήσεις στα βιβλία και λαμβανομένου υπόψη ότι
τα επιστρεφόμενα φάρμακα είναι εκτός συναλλαγής ως ληγμένα και μη εμπορεύσιμα
δεν αποκρύφτηκε με τις καταχωρήσεις στα βιβλία φορολογητέα ύλη. Όλες οι
επιστροφές και οι επαναπωλήσεις άληκτων φαρμάκων και ειδών έχουν αποτυπωθεί στα
βιβλία, έχουν εκδοθεί για αυτές τα νομότυπα και προβλεπόμενα παραστατικά ΚΦΑΣ.
- Ως προς τα ύψος των προστίμων, κακώς η Δ.Ο.Υ. καταλόγισε πρόστιμο 500 ευρώ σε
πέντε περιπτώσεις ανεξαρτήτως ποσού ενώ δεν έπρεπε να επιβάλει τέτοιο πρόστιμο.
Επικουρικά για τις περιπτώσεις που οι συναλλαγές είναι μικρότερες των 800 ευρώ
δεν επιβάλλεται πρόστιμο.
Επειδή η προσφεύγουσα με τον πρώτο προβαλλόμενο με την παρούσα ενδικοφανή
προσφυγή λόγο, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα, καθόσον η
Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας παρέλειψε να τηρήσει τον ουσιώδη τύπο που προβλέπεται στο άρθρο
62 ΚΦΔ, ήτοι, δεν κοινοποίησε σε εκείνη Σημείωμα Διαπιστώσεων και Προσωρινή
Πράξη Προσδιορισμού Προστίμου ως όφειλε.
Επειδή με την παρ. 2 του άρθρου 20 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Το δικαίωμα
της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική
ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του».
Επειδή σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής
Διαδικασίας): «Οι διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των
δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον
ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς, ως προς τα
σχετικά ζητήματα.»
Επειδή με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 28 του ν. 4174/2013: «Η Φορολογική
Διοίκηση κοινοποιεί εγγράφως στο φορολογούμενο τα αποτελέσματα του φορολογικού
ελέγχου και τον προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου ο οποίος πρέπει να είναι
πλήρως αιτιολογημένος. Ο φορολογούμενος δύναται να ζητά να λαμβάνει αντίγραφα
των εγγράφων στα οποία βασίζεται ο διορθωτικός προσδιορισμός φόρου. Ο
φορολογούμενος έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει εγγράφως τις απόψεις του σχετικά
με τον προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου εντός είκοσι (20) ημερών από την
κοινοποίηση της έγγραφης γνωστοποίησης.»
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 62 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013):
«4. Ο φορολογούμενος ή το ευθυνόμενο πρόσωπο καλείται εγγράφως από τον Γενικό
Γραμματέα να υποβάλλει ενδεχόμενες αντιρρήσεις του σχετικά με επικείμενη έκδοση
πράξης επιβολής προστίμων τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες πριν την έκδοσή της, με
εξαίρεση τις υποχρεώσεις καταβολής προστίμων για διαδικαστικές παραβάσεις, καθώς
και για πρόστιμα, τα οποία προκύπτουν και επιβάλλονται κατά τον άμεσο,
διοικητικό, εκτιμώμενο ή προληπτικό προσδιορισμό του φόρου.»
Επειδή, περαιτέρω με το υπ' αριθ. πρωτ. ΔΕΛ Α 1069048 2014/2.5.2014 έγγραφο της
Διεύθυνσης Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών παρέχονται οδηγίες εφαρμογής για
ορισμένα άρθρα του ν. 4174/2013 και ειδικότερα για το άρθρο 62 προβλέπονται τα
ακόλουθα: «Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι οι διατάξεις του
Κ.Φ.Δ. και ιδίως αυτές που αφορούν το φορολογικό έλεγχο, τον προσδιορισμό φόρου
και την είσπραξη, εφαρμόζονται ανάλογα και για τις πράξεις επιβολής προστίμου
δηλαδή κοινοποιείται σημείωμα διαπιστώσεων και προσωρινός προσδιορισμός
προστίμου. Με το σημείωμα διαπιστώσεων καλείται ο φορολογούμενος ή το ευθυνόμενο
πρόσωπο εντός είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση (σχετ. διατ. ν. 4254/2014
Κεφ. Α'άρθρο πρώτο, παράγρ. Δ, υποπαράγραφοςΔ2), να υποβάλλει ενδεχόμενες
αντιρρήσεις του σχετικά με την επικείμενη έκδοση πράξης επιβολής προστίμου. Στη
συνέχεια συντάσσεται έκθεση ελέγχου και εκδίδεται οριστική πράξη επιβολής
προστίμου.
Σημειώνεται ότι δεν κοινοποιείται σημείωμα διαπιστώσεων και προσωρινός
προσδιορισμός προστίμου στις περιπτώσεις πράξεων επιβολής προστίμων που αφορούν
διαδικαστικές παραβάσεις. καθώς και για τις πράξεις επιβολής προστίμων τα οποία
προκύπτουν και επιβάλλονται κατά τον άμεσο, διοικητικό, εκτιμώμενο ή προληπτικό
προσδιορισμό του φόρου.»
Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της κρινόμενης ενδικοφανούς προσφυγής,
προκύπτει ότι την 06/03/2019, σύμφωνα με την συνημμένη έκθεση επίδοσης,
κοινοποιήθηκε από υπάλληλο της Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας στον νόμιμο εκπρόσωπο της
προσφεύγουσας επιχείρησης του , το υπ' αριθ /2019 Σημείωμα Διαπιστώσεων Ελέγχου
με συνημμένο τον υπ' αριθ / Προσωρινό Διορθωτικό Προσδιορισμό ΦΠΑ.
Επειδή με την προσβαλλόμενη με την παρούσα πράξη, επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα
πρόστιμο ύψους 2.700,00€, λόγω υποβολής ελλιπών περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ μηνών
Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2014, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54 παρ. 1
περ. α' και παρ. 2 περ. α' του ν. 4174/2013 και λόγω μη έκδοσης φορολογικών
στοιχείων σε έξι περιπτώσεις για συναλλαγές συνολικής καθαρής αξίας 2.278,50€
πλέον ΦΠΑ 185,16€, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54 παρ. 1 περ. θ' και
παρ. 2 περ. δ' του ν. 4174/2013.
Επειδή εν προκειμένω τα πρόστιμα που καταλογίστηκαν στην προσφεύγουσα, αφορούν
σε παραβάσεις του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 ήτοι σε διαδικαστικές παραβάσεις,
ορθώς δεν κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα εταιρεία Προσωρινή Πράξη Προσδιορισμού
Προστίμου αλλά μόνο το Σημείωμα Διαπιστώσεων Ελέγχου με την Προσωρινή Πράξη
Διορθωτικού Προσδιορισμού ΦΠΑ. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι
παραβιάστηκε το δικαίωμά της σε προηγούμενη ακρόαση δεν ευσταθεί και
απορρίπτεται ως νόμω και ουσία αβάσιμος.
Επειδή η προσφεύγουσα προβάλλει τον ισχυρισμό ότι δεν επιβάλλεται πρόστιμο για
υποβολή ελλιπών φορολογικών δηλώσεων ΦΠΑ καθόσον δεν προβλέπεται στις σχετικές
διατάξεις η επιβολή τέτοιου προστίμου. Επιπλέον, οι περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ δεν
είναι δηλώσεις πληροφοριακού χαρακτήρα που είναι η μοναδική ουσιώδης προϋπόθεση
για την επιβολή των διαδικαστικών προστίμων του άρθου 54 του ν. 4174/2013.
Επειδή με το άρθρο 58 του ν. 4174/2013 ορίζεται ότι: «1. Αν το ποσό του φόρου
που προκύπτει με βάση φορολογική δήλωση υπολείπεται του ποσού του φόρου που
προκύπτει με βάση το διορθωτικό προσδιορισμό φόρου που πραγματοποιήθηκε από τη
Φορολογική Διοίκηση, ο φορολογούμενος υπόκειται σε πρόστιμο επί της διαφοράς...»
Επειδή με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 58Α του ν. 4174/2013: «Σε κάθε
περίπτωση όπου διαπιστώνεται, η υποβολή ανακριβών δηλώσεων ή η μη υποβολή
δηλώσεων, υποβολή δηλώσεων, με συνέπεια τη μη απόδοση ή τη μειωμένη απόδοση ή
την επιπλέον έκπτωση ή επιστροφή ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με ποσοστό
πενήντα τοις εκατό (50%) επί του ποσού του φόρου που θα προέκυπτε από την μη
υποβληθείσα δήλωση ή επί της διαφοράς, αντίστοιχα.»
Επειδή σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013: «Για καθεμία από
τις παρακάτω παραβάσεις επιβάλλεται πρόστιμο στον φορολογούμενο ή οποιοδήποτε
πρόσωπο, εφόσον υπέχει αντίστοιχη υποχρέωση από τον Κώδικα ή τη φορολογική
νομοθεσία που αναφέρεται στο πεδίο εφαρμογής του: α) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει
εκπρόθεσμα ή υποβάλει ελλιπή δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα ή φορολογική δήλωση
από την οποία δεν προκύπτει φορολογική υποχρέωση καταβολής φόρου, β) » και την
παρ. 2 του ίδιου άρθρου του ως άνω νόμου: «Τα πρόστιμα για τις παραβάσεις που
αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζονται ως εξής: α) εκατό (100) ευρώ, σε
περίπτωση μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής σχετικά με την περίπτωση α' της
παραγράφου 1 και, στις φορολογίες κεφαλαίου, για κάθε παράβαση των περιπτώσεων
α', β', γ', δ' στ' και ιγ' της παραγράφου 1, β) ...»
Επειδή στην ΠΟΛ. 1252/2015 με θέμα: «Παροχή διευκρινίσεων για την εφαρμογή των
διατάξεων του Δέκατου Κεφαλαίου του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.
4174/2013, άρθρα 53-62). Πρόστιμα και τόκοι» ορίζονται μεταξύ άλλων τα εξής:
«ΙΙ. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 53-62
2. Διαδικαστικές παραβάσεις (άρθρο 54)
α) Μη υποβολή, εκπρόθεσμη υποβολή, ελλιπής υποβολή δηλώσεων από τις οποίες δεν
προκύπτει υποχρέωση καταβολής φόρου και δηλώσεων πληροφοριακού χαρακτήρα (παρ. 1
περ. α') Για κάθε παράβαση μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης, από την
οποία δεν προκύπτει υποχρέωση καταβολής φόρου (πιστωτικές και μηδενικές
δηλώσεις), καθώς και φορολογικής δήλωσης πληροφοριακού χαρακτήρα, η οποία αφορά
φορολογικά έτη, υποθέσεις και περιόδους από 1.1.2014 και μετά, επιβάλλεται
πρόστιμο εκατό (100) ευρώ (περ. α' της παρ. 1 σε συνδυασμό με την περ. α' της
παρ. 2 του άρθρου 54).
..................
Ελλιπής δήλωση είναι η δήλωση η οποία δεν είναι πλήρης ως προς τη συμπλήρωση
όλων των τυπικών στοιχείων της, ή, στην περίπτωση που έχουν αναγραφεί όλα τα
τυπικά στοιχεία, αυτά δεν είναι πληρη η δεν έχουν αναγραφεί κατα τροπο ώστε να
απεικονίζουν την πραγματική κατασταση. Δεν θεωρείται ελλιπής η δήλωση που δεν
περιλαμβάνει στοιχεία στα οποία η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να έχει πρόσβαση
από άλλες υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου για τα οποία υπάρχει υποχρέωση
αυτεπάγγελτης αναζήτησης, πλην των περιπτώσεων στις οποίες η προσκόμιση
συγκεκριμένων δικαιολογητικών προκύπτει από το ισχύον νομοθετικό ή κανονιστικό
πλαίσιο (π.χ. υπουργικές αποφάσεις καθορισμού δικαιολογητικών για τη χορήγηση
απαλλαγών). Ειδικά, ελλιπής κατάσταση φορολογικών στοιχείων, πελατών και
προμηθευτών, νοείται η κατάσταση στην οποία δεν έχουν συμπεριληφθεί τα οριζόμενα
στις κείμενες διατάξεις στοιχεία, ή στην περίπτωση που έχουν συμπεριληφθεί, αυτά
δεν είναι πλήρη ή δεν έχουν αναγραφεί κατά τρόπο ώστε να απεικονίζουν την
πραγματική κατάσταση του φορολογούμενου.
Επισημαίνεται ότι πρόστιμο υποβολής ελλιπούς δήλωσης πληροφοριακού χαρακτήρα
κατά το άρθρο 54, παρ. 2, περ. α' ΚΦΔ, προβλέπεται μόνον στις φορολογίες
Κεφαλαίου.
10. Πρόστιμα για παραβάσεις σχετικές με τον φόρο προστιθέμενης αξίας (άρθρο 58Α)
Με το άρθρο 58Α θεσπίζονται, για πρώτη φορά διακριτά από τις λοιπές φορολογίες,
πρόστιμα για παραβάσεις σχετικές με τον ΦΠΑ που διαπιστώνονται κατά τον έλεγχο.
Στις παραγράφους 1, 3 και 4 ορίζονται «νέες» παραβάσεις για σκοπούς ΦΠΑ, ενώ με
την παράγραφο 2 ορίζεται το πρόστιμο ΦΠΑ για τις παραβάσεις της μη υποβολής ή
της ανακριβούς υποβολής δήλωσης.
Το άρθρο 58Α, ως ειδικότερο, αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 58 (άρθρο 62 παρ.
7), για παραβάσεις που αφορούν τον ΦΠΑ. Δεδομένου ότι το άρθρο 58Α αφορά στην
επιβολή προστίμων για ουσιαστικές παραβάσεις, στις περιπτώσεις διαπίστωσης
παραβάσεων:
• εκπρόθεσμης υποβολής χρεωστικής δήλωσης ΦΠΑ, ή
• μη υποβολής ή ανακριβούς ή εκπρόθεσμης υποβολής δηλώσεων πληροφοριακού
χαρακτήρα (π.χ. δηλώσεις ενδοκοινοτικών αποκτήσεων - παραδόσεων), ή
• μη υποβολής ή ανακριβούς ή εκπρόθεσμης υποβολής μηδενικών ή πιστωτικών
δηλώσεων, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 58Α, αλλά το άρθρο 54, ακόμη και αν οι
παραβάσεις διαπιστώνονται κατόπιν ελέγχου, καθώς οι προαναφερόμενες συνιστούν
παραβάσεις διαδικαστικού χαρακτήρα. »
Επειδή ως ανακριβής δήλωση στη φορολογία ΦΠΑ, βάσει της παρ. 2 του άρθρου 58Α
του ν. 4174/2013 αλλά και του προϊσχύσαντος άρθρου 58 του ίδιου νόμου,
χαρακτηρίζεται η δήλωση που έχει ως συνέπεια τη μη απόδοση ή τη μειωμένη απόδοση
ή την επιπλέον έκπτωση ή επιστροφή ΦΠΑ και το ποσό το ποσό του φόρου που
προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση (αρχική/ τροποποιητική) υπολείπεται του
ποσού του φόρου που προκύπτει με βάση το διορθωτικό προσδιορισμό φόρου που
πραγματοποιήθηκε από τη Φορολογική Διοίκηση.
Επειδή σύμφωνα με την ΠΟΛ.1252/2015 προβλέπεται ότι σε περίπτωση διαπίστωσης
κατόπιν ελέγχου υποβολής ανακριβούς δήλωσης ΦΠΑ δεν εφαρμόζεται το άρθρο 58Α του
ν. 4174/2013, αλλά το άρθρο 54 του ίδιου νόμου, καθώς η συνιστώσα παράβαση είναι
διαδικαστικού χαρακτήρα.
Επειδή από τη συνδυαστική εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 54
του ν. 4174/2013 και της ΠΟΛ.1252/2015, προκύπτει ότι στην περίπτωση υποβολής
ανακριβούς ή ελλιπούς δήλωσης εισοδήματος, ΦΠΑ ή άλλου αντικειμένου πλην της
φορολογίας Κεφαλαίου, από την οποία δεν προκύπτει υποχρέωση καταβολής φόρου
(πιστωτικές και μηδενικές δηλώσεις), δεν επιβάλλεται πρόστιμο διότι, σύμφωνα με
τα ανωτέρω, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οριζόμενης από την περ. α' της
παρ. 2 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 κύρωσης.
Επειδή στην υπό κρίση περίπτωση, όπως διαπιστώθηκε από τον έλεγχο, η
προσφεύγουσα, είχε υποβάλλει ελλιπώς τις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ των μηνών
Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2014, για τις οποίες δεν προέκυψε φόρος για καταβολή
καθόσον αυτές ήταν πιστωτικές.
Συγκεκριμένα, ο διενεργηθείς έλεγχος πραγματοποιήθηκε δυνάμει της υπ' αριθ
/..../2018 εντολής, η οποία εκδόθηκε από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας,
συνεπεία της με αρ. πρωτ. /2014 αίτησης επιστροφής ΦΠΑ της φορολογικής περιόδου
01/01/2014 - 31/01/2014 και της υπ' αρ. πρωτ /2014 αίτησης επιστροφής ΦΠΑ
περιόδου 01/02/2014-28/02/2014 που υπέβαλλε η προσφεύγουσα προς την αρμόδια
Δ.Ο.Υ.
Επειδή ωστόσο, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, η επιβολή προστίμου λόγω
υποβολής, εκ μέρους της προσφεύγουσας, ελλιπών φορολογικών δηλώσεων ΦΠΑ μηνών
Ιανουαρίου 2014 και Φεβρουαρίου 2014, από τις οποίες δεν προέκυψε φόρος για
καταβολή, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οριζόμενης από την περ. α' της
παρ. 1 και την περ. α' της παρ. 2 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 κύρωσης.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας περί λανθασμένης επιβολής προστίμων του
άρθρου 54 του ν. 4174/2013 για υποβολή ελλιπών δηλώσεων ΦΠΑ μηνών Ιανουαρίου και
Φεβρουαρίου 2014, βάσιμα προβάλλεται και γίνεται αποδεκτός.
Επειδή η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ο έλεγχος δεν έλαβε υπόψη του και δεν
εφάρμοσε τις ειδικότερες ισχύουσες διατάξεις περί φαρμακαποθηκών και τις
διατάξεις περί των επιστρεφόμενων φαρμάκων κλπ που είναι ειδικές και
εφαρμόζονται υποχρεωτικά.
Επειδή σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 13 του άρθρου 6 της υποπαραγράφου Ε1
της παρ. Ε του ν. 4093/2012 (Κ.Φ.Α.Σ.), όπως ίσχυε για την κρινόμενη χρήση 2014:
«Για τις επιστροφές και τις εκπτώσεις ή άλλες διαφορές, εκτός του Φ.Π.Α., οι
οποίες αναφέρονται σε προηγούμενες συναλλαγές, εκδίδεται πιστωτικό τιμολόγιο από
τον εκδότη του τιμολογίου ή άλλου στοιχείου που εκδόθηκε αντί τιμολογίου, στο
οποίο αναγράφονται, εκτός των στοιχείων των συμβαλλομένων, το είδος, η ποσότητα,
η μονάδα μέτρησης, η τιμή και η αξία κατά συντελεστή Φ.Π.Α. των επιστρεφομένων
αγαθών, το ποσό των εκπτώσεων και των τυχόν διαφορών, ο αύξων αριθμός ή οι
αριθμοί των στοιχείων της συναλλαγής που αφορά η επιστροφή ή η παρεχόμενη
έκπτωση, καθώς και ο Φ.Π.Α.. Επί εκπτώσεων που υπολογίζονται με βάση τις
πωλήσεις δεν απαιτείται η αναγραφή των πιο πάνω αριθμών. Πιστωτικό τιμολόγιο για
το Φ.Π.Α. εκδίδεται μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπεται αυτό ρητά από σχετικές
διατάξεις.»
Επειδή με βάση τα διαλαμβανόμενα στην παρ. 13 της ΠΟΛ.1004/2013: «Με την
παράγραφο αυτή ορίζονται οι υπόχρεοι στην έκδοση πιστωτικού τιμολογίου, οι
προϋποθέσεις έκδοσης, καθώς και το περιεχόμενο αυτού. Οι διατάξεις της
παραγράφου αυτής, είναι ομοίου περιεχομένου με τις προϊσχύσασες της παραγράφου
13 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/1992) και δεν χρήζουν περαιτέρω
διευκρινίσεων.», ενώ στην παρ. 13 του άρθρου 12 του ΚΒΣ (Π.Δ. 186/1992) οριζόταν
ότι: «Για τις επιστροφές και τις εκπτώσεις ή άλλες διαφορές, εκτός του Φ.Π.Α, οι
οποίες αναφέρονται σε προηγούμενες συναλλαγές, εκδίδει πιστωτικό τιμολόγιο από
τον εκδότη του τιμολογίου ή άλλου στοιχείου που εκδόθηκε αντί τιμολογίου, στο
οποίο αναγράφονται, εκτός των στοιχείων των συμβαλλομένων, το είδος, η ποσότητα,
η μονάδα μέτρησης, η τιμή και η αξία κατά συντελεστή Φ.Π.Α, των επιστρεφομένων
αγαθών, το ποσό των εκπτώσεων και των τυχόν διαφορών, ο αύξων αριθμός ή οι
αριθμοί των στοιχείων της συναλλαγής που αφορά η επιστροφή ή η παρεχόμενη
έκπτωση, καθώς και ο Φ.Π.Α. Επί εκπτώσεων που υπολογίζονται με βάση τις πωλήσεις
δεν απαιτείται η αναγραφή των πιο πάνω αριθμών. Πιστωτικό τιμολόγιο για το ΦΠΑ,
εκδίδεται μόνο σε περιπτώσεις που προβλέπεται αυτό ρητά από σχετικές διατάξεις»
Επειδή περαιτέρω με το υπ' αριθ. πρωτ. Δ15Β 1185461 ΕΞ 3.12.2013 έγγραφο της
15ης Διεύθυνσης του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων παρασχέθηκαν οι ακόλουθες
διευκρινήσεις: «1. Από τις διατάξεις της παρ.13 του άρθρου 12 του προϊσχύοντα
Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/1992), όπως ερμηνεύτηκαν με την εγκύκλιο ΠΟΛ.3/24.11.1992 του
Κ.Β.Σ. (παράγραφοι 12.11.1-2.), καθώς και από αυτές της παρ.13 του άρθρου 6 του
Κ.Φ.Α.Σ. (ν.4093/2012), που είναι ομοίου περιεχομένου με τις προηγούμενες,
προβλέπεται η έκδοση πιστωτικού τιμολόγιου από τον εκδότη του τιμολογίου ή άλλου
στοιχείου που εκδόθηκε αντί τιμολογίου. περιοριστικά στις εξής περιπτώσεις: α)
για την παροχή έκπτωσης, όταν δεν αναγράφεται αυτή στο αρχικό τιμολόγιο, β) για
διαφορές που επηρεάζουν την αξία του αρχικού τιμολογίου και γ) για τις
επιστροφές πωληθέντων αγαθών.
2. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι το πιστωτικό τιμολόγιο εκδίδεται
αποκλειστικά και μόνο από τον εκδότη του τιμολογίου. δηλαδή από τον εκδότη του
στοιχείου που αναφέρεται στην αρχική συναλλαγή, εφόσον συντρέχουν λόγοι που
επηρεάζουν την αξία ή το περιεχόμενο του στοιχείου αυτού, όπως μεταξύ άλλων, επί
παροχής έκπτωσης σε είσπραξη αποζημίωσης ή και ολικού αντιλογισμού της εν λόγω
συναλλαγής, επί ανυπαρξίας αυτής.
3. Τέλος, αυτονόητο είναι ότι η αναγνώριση των εκπτώσεων αυτών, τόσο του ύψους
όσο και της πραγματοποίησής τους, εξαρτάται από τα πραγματικά γεγονότα και
περιστατικά και σε κάθε περίπτωση τελικά αποτελούν διερεύνηση και κρίση του
φορολογικού ελέγχου.»
Επειδή με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. δ. 96/1973 όπως τροποποιήθηκε και
ισχύει: «παραγωγοί, εισαγωγείς, αντιπρόσωποι και παρασκευαστές γενικά
φαρμακευτικών προϊόντων, τα οποία φέρουν επί της συσκευασίας τους ημερομηνίας
λήξεως χρησιμοποιήσεως τους και έχουν λήξεις ή λήγουν εντός του τρέχοντος έτους
κάθε φορά Α ή Β εξαμήνου κάθε έτους, υποχρεούνται να τα αποσύρουν από τα
φαρμακεία μέχρι την 30η Ιουνίου και την 31η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους και να
εκδίδουν υποχρεωτικά πιστωτικό τιμολόγιο.»
Επειδή σύμφωνα με την αριθ /2010 διευκρινιστική εγκύκλιο του Εθνικού Οργανισμού
Φαρμάκων για την επιστροφή ληξιπρόθεσμων και ληγμένων φαρμακευτικών προϊόντων
ορίζεται ότι: «Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 19 του Ν. 3204/2003 είναι
υποχρεωτική με πρωτοβουλία του Κατόχου Άδειας Κυκλοφορίας η απόσυρση από τα
φαρμακεία όλων ανεξαιρέτως των φαρμακευτικών προϊόντων που φέρουν ημερομηνία
λήξεως και έχουν λήξει ή λήγουν εντός του τρέχοντος εξαμήνου κάθε έτους.
Προκειμένου η υλοποίηση του ως άνω μέτρου να βρίσκεται σε συμφωνία με τον τρόπο
λειτουργίας της κάθε εμπλεκόμενης επιχείρησης σε όλη την έκταση της εφοδιαστικής
αλυσίδας, το πιστωτικό τιμολόγιο που εκδίδεται από τον Κάτοχο Άδειας Κυκλοφορίας
/ Διανομέα ακολουθεί υποχρεωτικά την αντίθετη φορά της διακίνησης του προϊόντος,
μέσω των αυτών προσώπων (φυσικών ή νομικών) ώστε να διασφαλίζεται πλήρως η
γνησιότητα του προς επιστροφή προϊόντος και να αποφεύγονται καταστρατηγήσεις δι'
«επιστροφής» προς άλλα των υπόχρεων προς απόσυρση προσώπων. Συνεπώς, το
πιστωτικό τιμολόγιο που εκδίδεται από τον ΚΑΚ/Διανομέα απευθύνεται είτε προς το
φαρμακείο είτε προς τη φαρμακαποθήκη, ανάλογα με την οδό διακίνησης που
ακολουθήθηκε.»
Επειδή από τον συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων, τόσο της φορολογικής όσο
και της νομοθεσίας περί διακίνησης φαρμάκων, καθίσταται σαφές, αφενός, ότι
πιστωτικά τιμολόγια εκδίδονται αποκλειστικά από τον εκδότη των αρχικών
τιμολογίων και αφετέρου ως προς τις επιστροφές φαρμακευτικών προϊόντων είναι
υποχρεωτική η διακίνησή τους προς την αντίθετη φορά της αρχικής διακίνησης.
Επειδή η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, ότι σύμφωνα με την φαρμακευτική νομοθεσία ο
φαρμακοποιός απαγορεύεται να εκδίδει τιμολόγια πώλησης, σε περίπτωση επιστροφής
ειδών από αυτόν τα οποία δεν είχαν αρχικά αγοραστεί από την εκάστοτε
φαρμακαποθήκη. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. στις
υποβληθείσες απόψεις επί της κρινόμενης ενδικοφανούς προσφυγής, η προσφεύγουσα
όφειλε να εκδώσει Τιμολόγιο Αγοράς χωρίς ΦΠΑ και όχι Πιστωτικό Τιμολόγιο Πώλησης
με ΦΠΑ. Σημειώνεται δε από την φορολογική αρχή, ότι το γεγονός αυτό, τελούσε σε
γνώση της προσφεύγουσας καθόσον κατά το παρελθόν έχουν βεβαιωθεί αντίστοιχες
φορολογικές παραβάσεις (έτη 2007-2008-2009-2010-2011) τόσο για μη έκδοση ή
ανακριβή έκδοση στοιχείου πώλησης όσο και για μη έκδοση τιμολογίου αγοράς.
Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65 του ν. 4174/2013: «Σε περίπτωση
αμφισβήτησης πράξης προσδιορισμού φόρου στα πλαίσια ενδικοφανούς προσφυγής, ο
φορολογούμενος ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που προβαίνει στην εν λόγω αμφισβήτηση
φέρει το βάρος της απόδειξης της πλημμέλειας της πράξης προσδιορισμού του
φόρου.»
Επειδή περαιτέρω με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 10 του ν. 4093/2012
(ΚΦΑΣ), όπως ίσχυαν κατά την κρινόμενη χρήση: «Το βάρος της απόδειξης της
συναλλαγής φέρει τόσον ο εκδότης, όσον και ο λήπτης του στοιχείου, οι οποίοι
δικαιούνται να επιβεβαιώνουν τα αναγκαία στοιχεία του αντισυμβαλλόμενου από τη
δήλωση έναρξης εργασιών ή από άλλο πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο,
επιφυλασσομένων των διατάξεων περί φορολογικού απορρήτου, τα οποία οι
συμβαλλόμενοι υποχρεούνται εκατέρωθεν να παρέχουν, φέροντας ο καθένας και την
ευθύνη για την ακρίβεια των στοιχείων που παρέχει.»
Επειδή, στην υπό κρίση περίπτωση, η προσφεύγουσα επιχείρηση παραλάμβανε
επιστροφές φαρμακευτικών και μη προϊόντων, εκδίδοντας πιστωτικά τιμολόγια, χωρίς
να έχει προηγουμένως διενεργήσει η ίδια αρχική πώληση των προϊόντων αυτών.
Περαιτέρω, σε ορισμένες περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίστατο αρχική πώληση
ειδών, η επιστρεφόμενη τιμή που αναγραφόταν επί του πιστωτικού τιμολογίου ήταν
μεγαλύτερη από την τιμή στην οποία το προϊόν είχε αρχικώς πωληθεί.
Επειδή η φορολογική αρχή επί των εγγράφων απόψεων που υπέβαλε με την κρινόμενη
ενδικοφανή προσφυγή επεσήμανε ότι στις προσκομιζόμενες απόψεις της η
προσφεύγουσα «δεν αιτιολόγησε βάσει ποιάς διάταξης νόμου για τα είδη που
αναλυτικά περιγράφαμε στο σημείωμα διαπιστώσεων (ονομασία, πιστωτικό, τεμάχια,
αξία και σχετικό προσκομισθέν) και για τα οποία δεν διαπιστώθηκε αρχικά
πωλούμενη ποσότητα, εκδίδεται πιστωτικό ή η αξία του είδους στο πιστωτικό είναι
μεγαλύτερη από την αρχικώς πωλούμενη» ενώ παρακάτω σημειώνει ότι «κατά τον
επιτόπιο έλεγχο και με έγγραφη πρόσκληση ζητήθηκαν στοιχεία για την επαλήθευση
των επιστροφών αλλά δεν μας προσκομίσθηκαν άλλα πέραν των αναγραφόμενων και
επισυναπτόμενων στην έκθεση ελέγχου». Τέλος, καταλήγει ότι «πραγματικό γεγονός
είναι ότι η ελεγχόμενη παραλάμβανε επιστροφές φαρμακευτικών και μη ειδών και
εξέδιδε πιστωτικά τιμολόγια για είδη που δεν διαπιστώθηκε αρχική πώληση. Τα
επιστραφέντα είδη αφορούσαν τόσο ληγμένα όσο και εμπορεύσιμα είδη, ως προκύπτουν
από τις καρτέλες αποθήκευσης που μας προσκομίσθηκαν».
Επειδή από τα ανωτέρω αναφερόμενα και το σύνολο των στοιχείων του φακέλου που
συμπεριλαμβάνονται στην παρούσα, διαπιστώνεται ότι ο φορολογικός έλεγχος
απέδειξε ότι η προσφεύγουσα δεν εξέδωσε ή εξέδωσε ανακριβώς φορολογικά στοιχεία
ως προς την ποσότητα και την αξία για προϊόντα τα οποία επεστράφησαν σε αυτή από
πελάτες της, ενώ αντιθέτως η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό
στοιχείο για να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της. Ως εκ τούτου, ορθώς
καταλογίστηκαν από τη φορολογική αρχή οι αποδιδόμενες παραβάσεις της μη έκδοσης
και ανακριβούς έκδοσης φορολογικών στοιχείων στην προσφεύγουσα.
Επειδή τέλος η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα καταλογίστηκε από την
φορολογική αρχή πρόστιμο 500 ευρώ σε πέντε περιπτώσεις ανεξαρτήτως ποσού και
επικουρικά προβάλλει τον ισχυρισμό ότι για τις περιπτώσεις που οι συναλλαγές
είναι μικρότερες των 800 ευρώ δεν επιβάλλεται πρόστιμο.
Επειδή η δημόσια διοίκηση και κατ' επέκταση οι φορολογικές αρχές δεσμεύονται από
την αρχή της νομιμότητας, όπως αυτή καθιερώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 26
παρ. 2, 43, 50, 82, 83 και 95 & 1 του Συντάγματος (ΣτΕ 8721/1992, 2987/1994),
και η οποία συνεπάγεται ότι η διοίκηση οφείλει ή μπορεί να προβαίνει μόνο σε
ενέργειες που προβλέπονται και επιβάλλονται ή επιτρέπονται από τους κανόνες που
θεσπίζουν το Σύνταγμα, οι νομοθετικές πράξεις, οι διοικητικές κανονιστικές
πράξεις, που έχουν εκδοθεί βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθώς και από κάθε
κανόνα ανώτερης ή ισοδύναμης προς αυτούς τυπικής ισχύος.
Επειδή η φορολογική αρχή, δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια να προσδιορίζει το
ύψος των προστίμων αναλόγως των ειδικότερων συνθηκών της παραβάσεως. Άλλωστε,
δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια αλλά αποτελεί δέσμια ενέργεια, υπό την
έννοια ότι η φορολογική αρχή, εφόσον διαπιστώσει τη διάπραξη της παράβασης και
την συνδρομή των τασσόμενων υπό του νόμου προϋποθέσεων, είναι υποχρεωμένη να
προβεί στην επιβολή του προστίμου.
Επειδή με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013, όπως ίσχυαν
από την 01/01/2014 μέχρι και την 16/10/2015 ορίζεται ότι: «1. Για καθεμία από
τις παρακάτω παραβάσεις επιβάλλεται πρόστιμο στον φορολογούμενο ή οποιοδήποτε
πρόσωπο, εφόσον υπέχει αντίστοιχη υποχρέωση από τον Κώδικα ή τη φορολογική
νομοθεσία που αναφέρεται στο πεδίο εφαρμογής του:
α) ...., θ) δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβώς αποδείξεις λιανικής πώλησης ή
επαγγελματικά στοιχεία, »
Επειδή με τις διατάξεις της παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως ίσχυαν κατά την
κρινόμενη χρήση, ορίζεται ότι: «Τα πρόστιμα για τις παραβάσεις που αναφέρονται
στην παράγραφο 1 καθορίζονται ως εξής: δ) πεντακόσια (500) ευρώ, για κάθε
παράβαση των περιπτώσεων β', γ', δ', στ' και θ' της παραγράφου 1, με ανώτατο
όριο το ποσό ύψους τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ανά φορολογικό έλεγχο, στην
περίπτωση της μη έκδοσης ή έκδοσης ανακριβών φορολογικών στοιχείων, σε περίπτωση
που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης βιβλίων και στοιχείων με βάση πλήρη
λογιστικά πρότυπα.»
Επειδή με την ΠΟΛ.1252/2015 παρασχέθηκαν διευκρινήσεις αναφορικά με τα
άρθρα 53 έως και 62 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
Ειδικότερα:
«ΙΙ. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 53-62
1. ...................
2. Διαδικαστικές παραβάσεις (άρθρο 54)
............
η) Μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση φορολογικών στοιχείων (παρ. 1 περ. θ')
1. Μετά την κατάργηση της περίπτωσης θ' της παραγράφου 1 του άρθρου 54, με την
περίπτωση β' της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του ν. 4337/2015 (έναρξη ισχύος
17.10.2015), για τις παραβάσεις της μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης αποδείξεων
λιανικής πώλησης ή επαγγελματικών στοιχείων που διαπράχθηκαν από τις 17.10.2015
και μετά δεν επιβάλλονται αυτοτελή πρόστιμα. Οι περιπτώσεις αυτές πλέον
αντιμετωπίζονται ως μια ενιαία παράβαση, μαζί με τις λοιπές περιπτώσεις που
διαπιστώνονται στα πλαίσια του ιδίου ελέγχου, ανεξάρτητα από το είδος και το
πλήθος των παραβάσεων και εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης η' της
παραγράφου 1 του άρθρου 54. Αντίθετα, τα πρόστιμα της περίπτωσης θ' επιβάλλονται
για παραβάσεις που διαπράχθηκαν έως και 16.10.2015, ανεξάρτητα από τον χρόνο
διαπίστωσής τους. Για αντίστοιχες παραβάσεις προγενέστερες της έναρξης ισχύος
του ΚΦΔ εφαρμόζονται οι μεταβατικές διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου
7 του ν. 4337/2015.»
Επειδή στην εξεταζόμενη υπόθεση οι παραβάσεις της μη έκδοσης και της ανακριβούς
έκδοσης στοιχείων στις οποίες υπέπεσε η προσφεύγουσα, διαπιστώθηκαν μεν από τον
έλεγχο που διενήργησε η Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας δυνάμει της υπ' αριθ /2018 εντολής,
διαπράχθηκαν ωστόσο μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4174/2013 (01/01/2014) και
πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4337/2015 (17/10/2015). Συνεπώς, σύμφωνα με τις
προαναφερθείσες διατάξεις, ορθά και σύννομα επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα για
τις επίμαχες παραβάσεις τα πρόστιμα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 1 θ' και 2
δ' του άρθρου 54 ΚΦΔ με την προσβαλλόμενη πράξη επιβολής προστίμου.
Επειδή οι διαπιστώσεις του ελέγχου, ως προς τις παραβάσεις της μη έκδοσης και
της ανακριβούς έκδοσης φορολογικών στοιχείων, όπως αυτές καταγράφονται στην με
ημερομηνία θεώρησης 28/03/2019 Έκθεση Ελέγχου Προστίμου άρθρου 54 Κ.Φ.Δ. της
Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας, κρίνονται βάσιμες, αποδεκτές και πλήρως αιτιολογημένες.
Αποφασίζουμε
Την μερική αποδοχή της από 30/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς »,
προσφυγής της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « » ΑΦΜ και την τροποποίηση,
σύμφωνα με το ανωτέρω σκεπτικό, της υπ' αριθ. /2019 Πράξης Επιβολής Προστίμου
άρθρου 54 ν. 4174/2013, φορολογικού έτους 2014 της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ.
Καλαμάτας.
Οριστική φορολογική υποχρέωση της υπόχρεης - καταλογιζόμενο ποσό βάσει της
παρούσας απόφασης:
α) Πρόστιμο παρ. 1α' και 2α' άρθρου 54 του ν. 4174/2013: 0,00€
β) Πρόστιμο παρ. 1θ' και 2δ' άρθρου 54 του ν. 4174/2013: 2.500,00€
Συνολικό ποσό προστίμου: 2.500,00€
Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί από αρμόδιο όργανο με τη νόμιμη διαδικασία,
στην υπόχρεη.
ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΔ/ΝΣΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ
Ακριβές Αντίγραφο
O/Η Υπάλληλος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης
Σημείωση: Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των
αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση
της.
Yπόθεση C-459/18 Φόρος εταιριών – Έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο – Μείωση του εκπεστέου ποσού για εταιρίες που διαθέτουν μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος η οποία παράγει εισοδήματα απαλλασσόμενα από τον φόρο δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας – Άρθρο 49 ΣΛΕΕ – Ελευθερία εγκατάστασης – Δυσμενής μεταχείριση – Δεν υφίσταται
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα) της 17ης Οκτωβρίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογική νομοθεσία – Φόρος εταιριών – Έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο – Μείωση του εκπεστέου ποσού για εταιρίες που διαθέτουν μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος η οποία παράγει εισοδήματα απαλλασσόμενα από τον φόρο δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας – Άρθρο 49 ΣΛΕΕ – Ελευθερία εγκατάστασης – Δυσμενής μεταχείριση – Δεν υφίσταται»
Στην υπόθεση C-459/18,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen (πρωτοδικείο Αμβέρσας, Βέλγιο) με απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Ιουλίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης
Argenta Spaarbank NV
κατά
Belgische Staat,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),
συγκείμενο από τους P. G. Xuereb, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz και A. Kumin (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Argenta Spaarbank NV, εκπροσωπούμενη από τους B. De Cock και K. Van Duyse, advocaten,
– η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους P. Cottin και J.-C. Halleux καθώς και από την C. Pochet,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον W. Roels και την N. Gossement,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 49 ΣΛΕΕ.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Argenta Spaarbank NV (στο εξής: Argenta) και του Belgische Staat (Βελγικού Δημοσίου) σχετικά με τον υπολογισμό του ποσού της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο για το φορολογικό έτος 2015.
Το νομικό πλαίσιο
Το βελγικό δίκαιο
3 Η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο εισήχθη στο εφαρμοστέο επί του φόρου εταιριών καθεστώς με τον wet tot invoering van een belastingaftrek voor risicokapitaal (νόμο περί καθιέρωσης φορολογικής έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο), της 22ας Ιουνίου 2005 (Belgisch Staatsblad, 30 Ιουνίου 2005, σ. 30077).
4 Από την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει ότι σκοπός του είναι, μεταξύ άλλων, να αμβλύνει τη διαφορετική φορολογική μεταχείριση της χρηματοδότησης των εταιριών με δανειακά κεφάλαια, των οποίων το κόστος εκπίπτει πλήρως από τον φόρο, και της χρηματοδότησής τους με ίδια κεφάλαια (επιχειρηματικά κεφάλαια), των οποίων η απόδοση ήταν έως τότε φορολογητέα στο σύνολό της, και να αυξήσει τον συντελεστή φερεγγυότητας των εταιριών, δεδομένου ότι η καθιέρωση της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο εντάσσεται στον γενικό σκοπό της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της βελγικής οικονομίας.
5 Το άρθρο 205bis του Wetboek van de inkomstenbelastingen 1992 (κώδικα φορολογίας εισοδήματος του 1992, στο εξής: CIR 1992), όπως ίσχυε κατά το φορολογικό έτος 2015, έχει ως εξής:
«Για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος, η φορολογητέα βάση μειώνεται κατά το ποσό που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 205quater. Η μείωση αυτή αποκαλείται “έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο”.»
6 Κατά το άρθρο 205quater, παράγραφος 1, του CIR 1992, η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο ισούται με το επιχειρηματικό κεφάλαιο, το οποίο προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 205ter του CIR 1992, πολλαπλασιαζόμενο με συντελεστή που καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου 205quater.
7 Το άρθρο 205ter, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ορίζει ότι, για τον καθορισμό της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο ως προς μια φορολογική περίοδο, το επιχειρηματικό κεφάλαιο που πρέπει να ληφθεί υπόψη αντιστοιχεί, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 έως 5 του εν λόγω άρθρου, στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας, στο τέλος της προηγούμενης φορολογικής περιόδου, τα οποία προσδιορίζονται σύμφωνα με τη νομοθεσία περί λογιστικής και τους ετήσιους λογαριασμούς όπως παρατίθενται στον ισολογισμό. Το άρθρο 205ter, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του CIR 1992 προβλέπει ότι το προσδιορισθέν κατ’ αυτόν τον τρόπο επιχειρηματικό κεφάλαιο μειώνεται κατά ορισμένες αξίες, ενώ το άρθρο 205ter, παράγραφοι 2 έως 5, του CIR 1992 καθορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες τα ίδια κεφάλαια πρέπει να υποβληθούν σε αναπροσαρμογές προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως βάση υπολογισμού για τη διαπίστωση του ποσού της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο.
8 Έως το φορολογικό έτος 2014, το άρθρο 205ter, παράγραφος 2, του CIR 1992 προέβλεπε ότι, όταν η εταιρία διέθετε μία ή περισσότερες εγκαταστάσεις στην αλλοδαπή των οποίων τα εισοδήματα απαλλάσσονταν δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, το προσδιοριζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 205ter, παράγραφος 1, του CIR 1992 επιχειρηματικό κεφάλαιο μειωνόταν κατά τη θετική διαφορά μεταξύ, αφενός, της καθαρής λογιστικής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού των αλλοδαπών εγκαταστάσεων και, αφετέρου, του συνόλου των στοιχείων του παθητικού τα οποία δεν ανήκουν στα ίδια κεφάλαια της εταιρίας και τα οποία είναι καταλογιστέα στις εγκαταστάσεις αυτές.
9 Το άρθρο 205quinquies του CIR 1992 προέβλεπε ότι, σε περίπτωση μη ύπαρξης κερδών ως προς φορολογική περίοδο για την οποία μπορεί να χορηγηθεί έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο, η μη χορηγηθείσα για τη φορολογική αυτή περίοδο έκπτωση εφαρμοζόταν διαδοχικά επί των κερδών των επόμενων επτά ετών. Κατόπιν της θέσπισης του wet houdende fiscale en financiële bepalingen (νόμου περί φορολογικών και χρηματοοικονομικών διατάξεων), της 13ης Δεκεμβρίου 2012 (Belgisch Staatsblad, 20 Δεκεμβρίου 2012), η διαδοχική αυτή εφαρμογή κατέστη αδύνατη αρχής γενομένης από το φορολογικό έτος 2013.
10 Επιληφθέν αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση της 4ης Ιουλίου 2013, Argenta Spaarbank (C-350/11, EU:C:2013:447), ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, για τον υπολογισμό έκπτωσης χορηγηθείσας σε εταιρία με πλήρη υποχρέωση καταβολής φόρου σε ένα κράτος μέλος, δεν λαμβάνεται υπόψη η καθαρή αξία των στοιχείων του ενεργητικού μόνιμης εγκατάστασης ευρισκόμενης σε άλλο κράτος μέλος όταν τα κέρδη της εν λόγω μόνιμης εγκατάστασης δεν φορολογούνται στο πρώτο κράτος μέλος δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, ενώ τα στοιχεία του ενεργητικού που καταλογίζονται σε μόνιμη εγκατάσταση ευρισκόμενη στο έδαφος του πρώτου αυτού κράτους μέλους λαμβάνονται συναφώς υπόψη.
11 Με τον wet houdende diverse fiscale en financiële bepalingen (νόμο περί διαφόρων φορολογικών και χρηματοοικονομικών διατάξεων), της 21ης Δεκεμβρίου 2013 (Belgisch Staatsblad, 31 Δεκεμβρίου 2013), οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 205ter του CIR 1992 καταργήθηκαν και εισήχθη στον CIR 1992 ένα νέο άρθρο 205quinquies, το οποίο ισχύει από το φορολογικό έτος 2014 (στο εξής: άρθρο 205quinquies του τροποποιηθέντος CIR 1992).
12 Το άρθρο 205quinquies του τροποποιηθέντος CIR 1992 έχει ως εξής:
«Όταν η εταιρία διαθέτει σε άλλο κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου μία ή περισσότερες μόνιμες εγκαταστάσεις, ακίνητα που δεν ανήκουν σε μόνιμη εγκατάσταση ή δικαιώματα σχετικά με τέτοια ακίνητα, των οποίων τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο δυνάμει συμβάσεων για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, η καθοριζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 205bis έκπτωση μειώνεται κατά το χαμηλότερο από τα δύο ακόλουθα ποσά:
1° το ποσό που ορίζεται σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο·
2° το προερχόμενο από τις εν λόγω μόνιμες εγκαταστάσεις, τα εν λόγω ακίνητα και τα εν λόγω δικαιώματα σχετικά με τέτοια ακίνητα θετικό αποτέλεσμα, το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα Κώδικα.
[...]
Το ποσό που μνημονεύεται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο καθορίζεται με τον πολλαπλασιασμό του συντελεστή του άρθρου 205quater με την καθοριζόμενη στο τέλος της προηγούμενης φορολογικής περιόδου θετική διαφορά, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 205ter, §§ 2 έως 5, μεταξύ, αφενός, της καθαρής λογιστικής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού των ως άνω αλλοδαπών μόνιμων εγκαταστάσεων, ακινήτων ή δικαιωμάτων που διαλαμβάνονται αντιστοίχως στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο, εξαιρουμένων των μετοχών, μεριδίων ή συμμετοχών του άρθρου 205ter, § 1, δεύτερο εδάφιο, και, αφετέρου, του συνόλου των στοιχείων του παθητικού τα οποία δεν ανήκουν στα ίδια κεφάλαια της εταιρίας και τα οποία είναι καταλογιστέα στις εν λόγω μόνιμες εγκαταστάσεις, ακίνητα ή δικαιώματα που διαλαμβάνονται αντιστοίχως στο πρώτο ή το δεύτερο εδάφιο.»
Η συναφθείσα μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών σύμβαση για την αποτροπή της διπλής φορολογίας
13 Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 έως 3, της Verdrag tussen het Koninkrijk België en het Koninkrijk der Nederlanden tot het vermijden van dubbele belasting en tot het voorkomen van het ontgaan van belasting inzake belastingen naar het inkomen en naar het vermogen (Σύμβασης μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών για την αποτροπή της διπλής φορολογίας και την πρόληψη της φοροδιαφυγής στον τομέα του φόρου εισοδήματος και περιουσίας), της 5ης Ιουνίου 2001 (Belgisch Staatsblad, 20 Δεκεμβρίου 2002, σ. 57534, στο εξής: βελγο-ολλανδική σύμβαση), ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Τα κέρδη επιχείρησης συμβαλλόμενου κράτους φορολογούνται μόνο στο κράτος αυτό, εκτός αν η επιχείρηση ασκεί τη δραστηριότητά της στο άλλο συμβαλλόμενο κράτος μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται εκεί. Εάν η επιχείρηση ασκεί τη δραστηριότητά της κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα κέρδη της επιχείρησης είναι φορολογητέα στο έτερο κράτος, αλλά μόνο στο μέτρο που είναι καταλογιστέα στη μόνιμη αυτή εγκατάσταση.
2. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3, όταν μια επιχείρηση συμβαλλόμενου κράτους ασκεί τη δραστηριότητά της στο αντισυμβαλλόμενο κράτος μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται εκεί, κάθε συμβαλλόμενο κράτος θα θεωρεί ως κέρδη της πιο πάνω μόνιμης εγκατάστασης τα κέρδη που η εγκατάσταση αυτή θα είχε εάν επρόκειτο για χωριστή επιχείρηση που ασκεί πανομοιότυπες ή ανάλογες δραστηριότητες υπό πανομοιότυπες ή ανάλογες συνθήκες και με πλήρη ανεξαρτησία από την επιχείρηση της οποίας αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση.
3. Κατά τον καθορισμό των κερδών μιας μόνιμης εγκατάστασης, εκπίπτουν τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν για τους σκοπούς της εγκατάστασης αυτής, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων διεύθυνσης και των γενικών διοικητικών εξόδων, είτε στο κράτος όπου βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση είτε αλλού.»
14 Το άρθρο 23, παράγραφος 1, της βελγο-ολλανδικής σύμβασης προβλέπει τα ακόλουθα:
«Όσον αφορά το Βέλγιο, η διπλή φορολογία αποφεύγεται ως εξής:
a) όταν κάτοικος Βελγίου εισπράττει εισοδήματα, πλην των προβλεπόμενων στο άρθρο 12, παράγραφος 5, της εν λόγω Σύμβασης μερισμάτων, τόκων ή αμοιβών, ή κατέχει περιουσιακά στοιχεία τα οποία είναι φορολογητέα στις Κάτω Χώρες κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων της Σύμβασης αυτής, το Βασίλειο του Βελγίου απαλλάσσει από τον φόρο τα εν λόγω εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία, αλλά μπορεί, προκειμένου να υπολογίσει το ύψος του φόρου επί του υπολοίπου των εισοδημάτων ή των περιουσιακών στοιχείων του κατοίκου αυτού, να εφαρμόσει τον συντελεστή που θα ίσχυε εάν τα επίμαχα εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία δεν είχαν τύχει απαλλαγής από τον φόρο.
[...]»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
15 Η Argenta, η οποία είναι εταιρία εγκατεστημένη στο Βέλγιο, υπόκειται στον βελγικό φόρο εταιριών.
16 Κατά τη φορολογική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014 (στο εξής: φορολογικό έτος 2015), η Argenta άσκησε μέρος των δραστηριοτήτων της μέσω μόνιμης εγκατάστασης ευρισκόμενης στις Κάτω Χώρες, της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφοι 1 έως 3, και του άρθρο 23 της βελγο-ολλανδικής σύμβασης.
17 Στη δήλωσή της περί φόρου εταιριών για το φορολογικό έτος 2015, η Argenta, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 205quinquies του τροποποιηθέντος CIR 1992, μείωσε την έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο κατά το μέρος της έκπτωσης που υπολογίζεται επί των ιδίων κεφαλαίων της μόνιμης εγκατάστασής της.
18 Η βεβαίωση φόρου εταιριών για το φορολογικό έτος 2015 κηρύχθηκε εκτελεστή στις 12 Νοεμβρίου 2015 και η πράξη επιβολής φόρου κοινοποιήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2015.
19 Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 205quinquies του τροποποιηθέντος CIR 1992, ο βεβαιωθείς φόρος εταιριών υπολογίστηκε ως εξής. Καταρχάς, σύμφωνα με το άρθρο 205quinquies, τρίτο εδάφιο, του τροποποιηθέντος CIR 1992, το ποσό της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο όσον αφορά την ολλανδική μόνιμη εγκατάσταση της Argenta υπολογίστηκε και αντιστοιχεί στο ποσό των 1 970 290,89 ευρώ. Στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 205quinquies, πρώτο εδάφιο, του τροποποιηθέντος CIR 1992, το ποσό της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο όσον αφορά την ολλανδική μόνιμη εγκατάσταση, δηλαδή το ποσό των 1 970 290,89 ευρώ, συγκρίθηκε με το αποτέλεσμα της μόνιμης αυτής εγκατάστασης το οποίο ήταν θετικό και ανερχόταν στο ποσό των 149 185 743,91 ευρώ. Τέλος, η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο όσον αφορά την ολλανδική μόνιμη εγκατάσταση, δηλαδή το ποσό των 1 970 290,89 ευρώ, αφαιρέθηκε πλήρως από τη συνολική έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο, διότι το θετικό αποτέλεσμα της ολλανδικής μόνιμης εγκατάστασης ήταν μεγαλύτερο από τη σχετική με την εν λόγω εγκατάσταση έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο.
20 Στις 12 Μαΐου 2016, η Argenta υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της ως άνω βεβαίωσης φόρου προβάλλοντας ότι το άρθρο 205quinquies του τροποποιηθέντος CIR 1992 δεν είναι σύμφωνο με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2016.
21 Στις 17 Μαρτίου 2017, η Argenta άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
22 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι διάδικοι διαφωνούν, ειδικότερα, ως προς το αν το άρθρο 205quinquies του τροποποιηθέντος CIR 1992 είναι σύμφωνο με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ καθώς και με τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 4ης Ιουλίου 2013, Argenta Spaarbank (C-350/11, EU:C:2013:447).
23 Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο, όπως αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 205ter και 205quater του CIR 1992, μειώνεται κατά το μέρος της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο που υπολογίζεται επί των ιδίων κεφαλαίων των μόνιμων εγκαταστάσεων οι οποίες βρίσκονται σε άλλο κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) και απαλλάσσονται από τον φόρο δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας. Η εν λόγω μείωση περιορίζεται στο κέρδος που πραγματοποιείται στη μόνιμη αυτή εγκατάσταση. Τα ίδια κεφάλαια ορίζονται ως η καθαρή λογιστική αξία των στοιχείων του ενεργητικού, μειωμένη κατά το σύνολο των στοιχείων του παθητικού τα οποία δεν ανήκουν στα ίδια κεφάλαια της εταιρίας και τα οποία είναι καταλογιστέα στις μόνιμες αυτές εγκαταστάσεις, όπως προβλέπει το άρθρο 205 quinquies, τρίτο εδάφιο, του τροποποιηθέντος CIR 1992.
24 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, αντιθέτως προς το φορολογικό έτος 2008, που ήταν κρίσιμο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 4ης Ιουλίου 2013, Argenta Spaarbank (C-350/11, EU:C:2013:447), ελλείψει κέρδους ή επαρκούς κέρδους, ως προς ένα φορολογικό έτος, που να καθιστά δυνατή την έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο, δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα εφαρμογής της έκπτωσης στα επόμενα φορολογικά έτη.
25 Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι η μείωση της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 205quinquies του τροποποιηθέντος CIR 1992, δεν εφαρμόζεται στις μόνιμες εγκαταστάσεις που βρίσκονται στο Βέλγιο και ότι η βελγική νομοθεσία δεν προβλέπει, επίσης, αντίστοιχη μείωση για τις βελγικές εγκαταστάσεις.
26 Επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, η έκταση της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο είναι πιο περιορισμένη όταν μια εταιρία έχει μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος του ΕΟΧ, ειδικότερα δε όταν το κέρδος της εγκατάστασης είναι μεγαλύτερο από την καταλογιζόμενη σε αυτήν έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο, από ό,τι όταν η εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση βρίσκεται στο Βέλγιο. Το ερώτημα που τίθεται, συνεπώς, είναι αν η εθνική αυτή ρύθμιση είναι σύμφωνη με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ.
27 Σε περίπτωση όπως αυτή της υπόθεσης της κύριας δίκης, στην οποία το κέρδος της μόνιμης εγκατάστασης σε άλλο κράτος μέλος είναι μεγαλύτερο από την έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο η οποία υπολογίζεται επί των ιδίων κεφαλαίων που καταλογίζονται στην εγκατάσταση αυτή, το αποτέλεσμα της νέας ρύθμισης είναι σχεδόν πανομοιότυπο με εκείνο το οποίο ίσχυε για το φορολογικό έτος 2008 και το οποίο κρίθηκε αντίθετο προς το άρθρο 49 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, τα στοιχεία του ενεργητικού της μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της έκπτωσης, σε πρώτο στάδιο εν πάση περιπτώσει, και ο περιορισμός του δικαιώματος έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια μιας τέτοιας μόνιμης εγκατάστασης, της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, δεν υπερβαίνει τα όρια του ποσού του κέρδους της εν λόγω εγκατάστασης.
28 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen (πρωτοδικείο Αμβέρσας, Βέλγιο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Αντιβαίνει προς το άρθρο 49 [ΣΛΕΕ] εθνική φορολογική ρύθμιση βάσει της οποίας, για τον υπολογισμό του φορολογητέου κέρδους εταιρίας με πλήρη υποχρέωση καταβολής φόρου στο Βέλγιο, η οποία έχει μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος και τα κέρδη της οποίας απαλλάσσονται πλήρως από τον φόρο στο Βέλγιο δυνάμει συμβάσεως μεταξύ του Βελγίου και του άλλου κράτους μέλους για την αποτροπή της διπλής φορολογίας:
– το εκπεστέο ποσό για επιχειρηματικό κεφάλαιο μειώνεται κατά ποσό εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο υπολογιζόμενο βάσει του ποσού της θετικής διαφοράς μεταξύ, αφενός, της καθαρής λογιστικής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της μόνιμης εγκαταστάσεως και, αφετέρου, του συνόλου των στοιχείων του παθητικού που δεν ανήκουν στα ίδια κεφάλαια της εταιρίας και που είναι καταλογιστέα στη μόνιμη εγκατάσταση και
– η προαναφερθείσα μείωση δεν εφαρμόζεται στο μέτρο που το ποσό της μειώσεως είναι χαμηλότερο από το κέρδος της μόνιμης αυτής εγκαταστάσεως,
ενώ το εκπεστέο ποσό για επιχειρηματικό κεφάλαιο δεν μειώνεται σε περίπτωση που η εν λόγω θετική διαφορά μπορεί να καταλογιστεί σε μόνιμη εγκατάσταση ευρισκόμενη στο Βέλγιο;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
29 Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η Βελγική Κυβέρνηση καλεί το Δικαστήριο να αναδιατυπώσει το προδικαστικό ερώτημα, στο μέτρο που, κατ’ ουσίαν, το ερώτημα αυτό δεν αντιστοιχεί στο περιεχόμενο του άρθρου 205quinquies του τροποποιηθέντος CIR 1992.
30 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά την ερμηνεία διατάξεων της εθνικής έννομης τάξης, το Δικαστήριο υποχρεούται καταρχήν να στηρίζεται στους χαρακτηρισμούς που προκύπτουν από την απόφαση περί παραπομπής. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύει την εσωτερική νομοθεσία κράτους μέλους (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2011, Ναυτιλιακή Εταιρία Θάσου και Αμάλθεια I Ναυτική Εταιρία, C-128/10 και C‑129/10, EU:C:2011:163, σκέψη 40 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
31 Με το σκεπτικό της αίτησής του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 205quinquies του τροποποιηθέντος CIR 1992 και διαπίστωσε ότι, βάσει της εν λόγω διάταξης, η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο, όπως αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 205ter και 205quater του CIR 1992, μειώνεται κατά το μέρος της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο που υπολογίζεται επί των ιδίων κεφαλαίων μόνιμης εγκατάστασης ευρισκόμενης σε άλλο κράτος μέλος της οποίας τα κέρδη απαλλάσσονται από τον φόρο δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας και ότι η εν λόγω μείωση περιορίζεται στα κέρδη που πραγματοποιούνται στη μόνιμη αυτή εγκατάσταση. Διαπίστωσε επιπλέον ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 205quinquies του τροποποιηθέντος CIR 1992 μείωση της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η μόνιμη εγκατάσταση βρίσκεται στο Βέλγιο.
32 Επομένως, η ερμηνεία του προδικαστικού ερωτήματος του αιτούντος δικαστηρίου και η απάντηση σε αυτό πρέπει να στηριχθούν στις παραδοχές που απορρέουν από την απόφαση περί παραπομπής.
33 Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, βάσει της οποίας, για τον υπολογισμό έκπτωσης χορηγούμενης σε εταιρία που έχει πλήρη υποχρέωση καταβολής φόρου σε ένα κράτος μέλος και διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος, εγκατάσταση της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο πρώτο κράτος μέλος δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, η καθαρή αξία των στοιχείων του ενεργητικού μιας τέτοιας μόνιμης εγκατάστασης λαμβάνεται υπόψη, σε πρώτο στάδιο, κατά τον υπολογισμό της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο που χορηγείται στην εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία, αλλά, σε δεύτερο στάδιο, το ποσό της έκπτωσης μειώνεται κατά το μικρότερο από τα ακόλουθα ποσά, συγκεκριμένα δε κατά το μέρος της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο που αφορά τη μόνιμη εγκατάσταση ή κατά το θετικό αποτέλεσμα που αποφέρει η μόνιμη αυτή εγκατάσταση, ενώ η εν λόγω μείωση δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση μόνιμης εγκατάστασης ευρισκόμενης στο πρώτο κράτος μέλος.
34 Η ελευθερία εγκατάστασης, την οποία αναγνωρίζει το άρθρο 49 ΣΛΕΕ στους υπηκόους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβάνει, δυνάμει του άρθρου 54 ΣΛΕΕ, όσον αφορά τις εταιρίες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους και έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Ένωσης, το δικαίωμα να ασκούν τις δραστηριότητές τους σε άλλα κράτη μέλη μέσω θυγατρικών εταιριών, υποκαταστημάτων ή πρακτορείων (απόφαση της 12ης Ιουνίου 2018, Bevola και Jens W. Trock, C-650/16, EU:C:2018:424, σκέψη 15).
35 Οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης περί της ελευθερίας εγκατάστασης έχουν μεν ως σκοπό, σύμφωνα με το γράμμα τους, να εξασφαλίζουν την εντός του κράτους μέλους υποδοχής ίση μεταχείριση των αλλοδαπών με τους ημεδαπούς, απαγορεύουν όμως επίσης στο κράτος μέλος καταγωγής να εμποδίζει την εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος ενός από τους υπηκόους του ή μιας εταιρίας που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2013, Argenta Spaarbank, C-350/11, EU:C:2013:447, σκέψη 20, καθώς και της 12ης Ιουνίου 2018, Bevola και Jens W. Trock, C-650/16, EU:C:2018:424, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
36 Τα προεκτεθέντα ισχύουν και όταν εταιρία εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ασκεί τις δραστηριότητές της σε άλλο κράτος μέλος μέσω μόνιμης εγκατάστασης (αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2008, Lidl Belgium, C-414/06, EU:C:2008:278, σκέψη 20, της 4ης Ιουλίου 2013, Argenta Spaarbank, C-350/11, EU:C:2013:447, σκέψη 21, καθώς και της 12ης Ιουνίου 2018, Bevola και Jens W. Trock, C‑650/16, EU:C:2018:424, σκέψη 17).
37 Η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο που χορηγείται σε εταιρία υποκείμενη στον φόρο εταιριών στο Βέλγιο συνιστά φορολογικό πλεονέκτημα το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του πραγματικού συντελεστή του φόρου εταιριών που πρέπει να καταβάλει η εταιρία αυτή στο εν λόγω κράτος μέλος.
38 Το Δικαστήριο έχει κρίνει, στο πλαίσιο αυτό, ότι και η συνεκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού μόνιμης εγκατάστασης για τον υπολογισμό της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο εταιρίας υποκείμενης στον φόρο εταιριών στο Βέλγιο συνιστά φορολογικό πλεονέκτημα, δεδομένου ότι μια τέτοια συνεκτίμηση συντελεί στη μείωση του πραγματικού συντελεστή του φόρου εταιριών τον οποίο πρέπει να καταβάλει η εταιρία αυτή στο εν λόγω κράτος μέλος (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2013, Argenta Spaarbank, C-350/11, EU:C:2013:447, σκέψη 24).
39 Η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία, ιδίως το άρθρο 205quinquies του τροποποιηθέντος CIR 1992, προβλέπει πλέον ότι η καθαρή αξία των στοιχείων του ενεργητικού μόνιμης εγκατάστασης ευρισκόμενης σε άλλο κράτος μέλος, της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο κράτος μέλος της ημεδαπής εταιρίας δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, λαμβάνεται υπόψη, σε πρώτο στάδιο, κατά τον υπολογισμό της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο που χορηγείται στην εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία.
40 Επομένως, δεν μπορεί να διαπιστωθεί επί του σημείου αυτού διαφορετική μεταχείριση μεταξύ εταιρίας που διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση στο Βέλγιο και εταιρίας που διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση ευρισκόμενη σε άλλο κράτος μέλος, της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, καθόσον τόσο τα στοιχεία του ενεργητικού που καταλογίζονται στην ευρισκόμενη στο Βέλγιο μόνιμη εγκατάσταση όσο και εκείνα τα οποία καταλογίζονται στην ευρισκόμενη σε άλλο κράτος μέλος μόνιμη εγκατάσταση λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της συνολικής έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο που χορηγείται στην εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία.
41 Σε δεύτερο στάδιο, ωστόσο, το ποσό της συνολικής έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο μειώνεται κατά το μικρότερο από τα ακόλουθα ποσά, συγκεκριμένα δε κατά το μέρος της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο που αφορά μόνιμη εγκατάσταση ευρισκόμενη σε άλλο κράτος μέλος, της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, ή κατά το θετικό αποτέλεσμα που αποφέρει η μόνιμη αυτή εγκατάσταση, ενώ, όσον αφορά τις ευρισκόμενες στο Βέλγιο μόνιμες εγκαταστάσεις, δεν προβλέπεται τέτοια μείωση της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο.
42 Συνεπώς, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσία εισάγει, επί του σημείου αυτού, διαφορετική μεταχείριση μεταξύ εταιρίας που διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση στο Βέλγιο και εταιρίας που διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας.
43 Πρέπει, ως εκ τούτου, να κριθεί αν τέτοιου είδους διαφορετική μεταχείριση συνιστά δυσμενή μεταχείριση δυνάμενη να αποτρέψει βελγική εταιρία από την άσκηση των δραστηριοτήτων της μέσω μόνιμης εγκατάστασης ευρισκόμενης σε άλλο κράτος μέλος πλην του Βασιλείου του Βελγίου και, κατά συνέπεια, συνιστά περιορισμό ο οποίος απαγορεύεται καταρχήν από τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ περί ελευθερίας εγκατάστασης.
44 Όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, η εφαρμογή του άρθρου 205quinquies του τροποποιηθέντος CIR 1992 μπορεί να οδηγήσει σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις.
45 Πρώτον, σε περίπτωση που η ευρισκόμενη σε άλλο κράτος μέλος μόνιμη εγκατάσταση, της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, δεν έχει αποφέρει θετικό αποτέλεσμα, η συνολική έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο που χορηγείται στην εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία, η οποία υπολογίζεται λαμβανομένης υπόψη της καθαρής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού τής εν λόγω μόνιμης εγκατάστασης, δεν μειώνεται. Η φορολογητέα βάση της εδρεύουσας στην ημεδαπή εταιρίας μειώνεται, επομένως, κατά το συνολικό ποσό της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένου του μέρους της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο που αφορά την εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση.
46 Συνεπώς, στην πρώτη αυτή περίπτωση, η εταιρία που διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση ευρισκόμενη σε άλλο κράτος μέλος, της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, δεν τυγχάνει, υπό την επιφύλαξη της εξακρίβωσης εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης σε σχέση με εταιρία που εδρεύει στην ημεδαπή και διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση στην ημεδαπή.
47 Δεύτερον, σε περίπτωση που η ευρισκόμενη σε άλλο κράτος μέλος μόνιμη εγκατάσταση, της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, έχει αποφέρει θετικό αποτέλεσμα το οποίο είναι μικρότερο από το μέρος της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο που αφορά τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση, η συνολική έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο που υπολογίζεται λαμβανομένης υπόψη της καθαρής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της εν λόγω μόνιμης εγκατάστασης μειώνεται. Συγκεκριμένα, το θετικό αυτό αποτέλεσμα αφαιρείται από το ποσό της συνολικής έκπτωσης.
48 Μια τέτοια πράξη συνεπάγεται ότι το μέρος της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο το οποίο αφορά την εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση, και το οποίο υπερβαίνει το αποτέλεσμα της εγκατάστασης αυτής, λαμβάνεται, αντιθέτως, υπόψη για τους σκοπούς της συνολικής έκπτωσης.
49 Συνεπώς, η φορολογητέα βάση της εδρεύουσας στην ημεδαπή εταιρίας μειώνεται κατά το ποσό της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο το οποίο αφορά την ως άνω μόνιμη εγκατάσταση μόνο στο μέτρο που το ποσό αυτό υπερβαίνει το θετικό αποτέλεσμα της εν λόγω εγκατάστασης.
50 Τρίτον, σε περίπτωση που η ευρισκόμενη σε άλλο κράτος μέλος μόνιμη εγκατάσταση, της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, έχει αποφέρει θετικό αποτέλεσμα το οποίο είναι μεγαλύτερο από το μέρος της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο που αφορά τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση, η συνολική έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο που υπολογίζεται λαμβανομένης υπόψη της καθαρής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της εν λόγω μόνιμης εγκατάστασης επίσης μειώνεται, καθόσον από τη συνολική αυτή έκπτωση αφαιρείται η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο που αφορά την εν λόγω εγκατάσταση. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο που αφορά την εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση δεν οδηγεί σε μείωση της φορολογητέας βάσης της εδρεύουσας στην ημεδαπή εταιρίας.
51 Επομένως, στη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση που περιγράφονται ανωτέρω, η συνολική έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο μειώνεται, όταν η εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση ευρισκόμενη σε άλλο κράτος μέλος, της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις στις οποίες η μόνιμη εγκατάσταση βρίσκεται στο Βέλγιο.
52 Επιπλέον, η εφαρμογή ενός τέτοιου μηχανισμού πρέπει να είναι δυσμενής, για μια εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία η οποία διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση ευρισκόμενη σε άλλο κράτος μέλος, κατά τρόπον ώστε, κατόπιν της μείωσης της συνολικής έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο, η φορολογητέα βάση της εταιρίας αυτής να είναι υψηλότερη από τη φορολογητέα βάση εταιρίας η οποία εδρεύει στην ημεδαπή και της οποίας η μόνιμη εγκατάσταση βρίσκεται στο Βέλγιο.
53 Συναφώς, είναι μεν αληθές ότι, στη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση που περιγράφονται ανωτέρω, η συνολική έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο μειώνεται και, ως εκ τούτου, δεν αφαιρείται πλήρως από τη φορολογητέα βάση της εδρεύουσας στην ημεδαπή εταιρίας, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις στις οποίες η μόνιμη εγκατάσταση βρίσκεται στο Βέλγιο, πλην όμως πρέπει να επισημανθεί ότι, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, η φορολογητέα βάση της εδρεύουσας στην ημεδαπή εταιρίας που διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση στο Βέλγιο είναι, εφόσον όλοι οι λοιποί παράγοντες παραμείνουν αμετάβλητοι, επίσης υψηλότερη από τη φορολογητέα βάση εταιρίας που διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος, εγκατάσταση της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο.
54 Πράγματι, βάσει των ως άνω στοιχείων, η φορολογητέα βάση της εταιρίας της οποίας οι μόνιμες εγκαταστάσεις βρίσκονται στο Βέλγιο περικλείει τα αποτελέσματα των μόνιμων αυτών εγκαταστάσεων. Αντιθέτως, σε περίπτωση που το Βασίλειο του Βελγίου έχει απαλλάξει, μέσω σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, από τον φόρο τα εισοδήματα μόνιμης εγκατάστασης ευρισκόμενης σε άλλο κράτος μέλος, η φορολογητέα βάση της εδρεύουσας στην ημεδαπή εταιρίας δεν περικλείει τα εν λόγω εισοδήματα.
55 Συνεπώς, όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση που περιγράφεται ανωτέρω, η φορολογητέα βάση εταιρίας η οποία εδρεύει στην ημεδαπή και διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση στο Βέλγιο φαίνεται να μειώνεται, πέραν της συνιστώσας της σχετικά με το προερχόμενο από τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση θετικό αποτέλεσμα, μόνο στο μέτρο που το ποσό της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο το οποίο αφορά την εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση υπερβαίνει το αποτέλεσμα αυτό. Λαμβανομένων υπόψη των όσων εκτίθενται στη σκέψη 49 της παρούσας απόφασης, προκύπτει επομένως ότι, στην περίπτωση αυτή, η φορολογητέα βάση μιας τέτοιας εταιρίας δεν είναι χαμηλότερη από τη φορολογητέα βάση εταιρίας που εδρεύει στην ημεδαπή και διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος, εγκατάσταση της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο.
56 Η τελευταία αυτή εταιρία δεν φαίνεται να περιέρχεται σε δυσμενή θέση ούτε στην τρίτη περίπτωση που περιγράφεται ανωτέρω, στην οποία το θετικό αποτέλεσμα της μόνιμης εγκατάστασης είναι μεγαλύτερο από το ποσό της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο που αφορά την εγκατάσταση αυτή. Συγκεκριμένα, όσον αφορά εταιρία η οποία εδρεύει στην ημεδαπή και διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση στο Βέλγιο, οι συνέπειες της εν λόγω έκπτωσης φαίνεται να περιορίζονται στη συνιστώσα της φορολογητέας βάσης της η οποία αφορά το προερχόμενο από την άνω μόνιμη εγκατάσταση θετικό αποτέλεσμα, χωρίς ωστόσο να μειώνεται η φορολογητέα βάση της τελευταίας αυτής εταιρίας, όπως η εν λόγω βάση προκύπτει από τα εισοδήματα που έχει αποκτήσει η εταιρία. Επομένως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, το γεγονός ότι η εν λόγω εταιρία μπορεί να προβεί σε έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο η οποία αφορά την εγκατάστασή της, ενώ εταιρία που εδρεύει στην ημεδαπή και διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος, εγκατάσταση της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, δεν μπορεί να προβεί σε τέτοια έκπτωση, δεν φαίνεται να συνεπάγεται ότι η φορολογητέα βάση της τελευταίας αυτής εταιρίας είναι υψηλότερη από τη φορολογητέα βάση της πρώτης.
57 Συνεπώς, διαπιστώνεται, υπό την επιφύλαξη της εξακρίβωσης εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, ότι, λόγω της μείωσης της συνολικής έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο, εταιρία η οποία εδρεύει στην ημεδαπή και της οποίας η φορολογητέα βάση δεν περικλείει τα κέρδη που πραγματοποιούνται από μόνιμη εγκατάσταση ευρισκόμενη σε άλλο κράτος μέλος δεν τυγχάνει λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης, όσον αφορά τα φορολογητέα στο Βέλγιο εισοδήματα, σε σχέση με εταιρία εδρεύουσα στην ημεδαπή της οποίας η φορολογητέα βάση περικλείει τα κέρδη ημεδαπής μόνιμης εγκατάστασης και της οποίας η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο δεν μειώνεται.
58 Ως εκ τούτου, η διαφορετική μεταχείριση που εισάγει η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία δεν συνιστά δυσμενή μεταχείριση δυνάμενη να αποτρέψει βελγική εταιρία από την άσκηση των δραστηριοτήτων της μέσω μόνιμης εγκατάστασης ευρισκόμενης σε άλλο κράτος μέλος πλην του Βασιλείου του Βελγίου και δεν συνιστά, κατά συνέπεια, περιορισμό ο οποίος απαγορεύεται καταρχήν από τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ περί ελευθερίας εγκατάστασης.
59 Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, βάσει της οποίας, για τον υπολογισμό έκπτωσης χορηγούμενης σε εταιρία που έχει πλήρη υποχρέωση καταβολής φόρου σε ένα κράτος μέλος και διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος, εγκατάσταση της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο πρώτο κράτος μέλος δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, η καθαρή αξία των στοιχείων του ενεργητικού μιας τέτοιας μόνιμης εγκατάστασης λαμβάνεται υπόψη, σε πρώτο στάδιο, κατά τον υπολογισμό της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο που χορηγείται στην εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία, αλλά, σε δεύτερο στάδιο, το ποσό της έκπτωσης μειώνεται κατά το μικρότερο από τα ακόλουθα ποσά, συγκεκριμένα δε κατά το μέρος της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο που αφορά τη μόνιμη εγκατάσταση ή κατά το θετικό αποτέλεσμα που αποφέρει η μόνιμη αυτή εγκατάσταση, ενώ η εν λόγω μείωση δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση μόνιμης εγκατάστασης ευρισκόμενης στο πρώτο κράτος μέλος.
Επί των δικαστικών εξόδων
60 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, βάσει της οποίας, για τον υπολογισμό έκπτωσης χορηγούμενης σε εταιρία που έχει πλήρη υποχρέωση καταβολής φόρου σε ένα κράτος μέλος και διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος, εγκατάσταση της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο πρώτο κράτος μέλος δυνάμει σύμβασης για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, η καθαρή αξία των στοιχείων του ενεργητικού μιας τέτοιας μόνιμης εγκατάστασης λαμβάνεται υπόψη, σε πρώτο στάδιο, κατά τον υπολογισμό της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο που χορηγείται στην εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία, αλλά, σε δεύτερο στάδιο, το ποσό της έκπτωσης μειώνεται κατά το μικρότερο από τα ακόλουθα ποσά, συγκεκριμένα δε κατά το μέρος της έκπτωσης για επιχειρηματικό κεφάλαιο που αφορά τη μόνιμη εγκατάσταση ή κατά το θετικό αποτέλεσμα που αποφέρει η μόνιμη αυτή εγκατάσταση, ενώ η εν λόγω μείωση δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση μόνιμης εγκατάστασης ευρισκόμενης στο πρώτο κράτος μέλος.
(υπογραφές)
Yπόθεση C-653/18 Απαλλαγές κατά την εξαγωγή – Έννοια της “παραδόσεως αγαθών” – Άρθρο 131 – Προϋποθέσεις που καθορίζονται από τα κράτη μέλη – Αρχή της αναλογικότητας – Αρχή της φορολογικής ουδετερότητας – Αποδείξεις – Φοροδιαφυγή – Πρακτική ενός κράτους μέλους που συνίσταται στη μη αναγνώριση του δικαιώματος απαλλαγής σε περίπτωση κατά την οποία ο αποκτών τα εξαχθέντα αγαθά δεν έχει προσδιορισθεί
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα) της 17ης Οκτωβρίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 146 – Απαλλαγές κατά την εξαγωγή – Έννοια της “παραδόσεως αγαθών” – Άρθρο 131 – Προϋποθέσεις που καθορίζονται από τα κράτη μέλη – Αρχή της αναλογικότητας – Αρχή της φορολογικής ουδετερότητας – Αποδείξεις – Φοροδιαφυγή – Πρακτική ενός κράτους μέλους που συνίσταται στη μη αναγνώριση του δικαιώματος απαλλαγής σε περίπτωση κατά την οποία ο αποκτών τα εξαχθέντα αγαθά δεν έχει προσδιορισθεί»
Στην υπόθεση C-653/18,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Πολωνία) με απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Οκτωβρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης
Unitel sp. z o.o.
κατά
Dyrektor Izby Skarbowej w Warszawie,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),
συγκείμενο από τους I. Jarukaitis (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič και Κ. Λυκούργο, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Unitel sp. z o.o., εκπροσωπούμενη από τον A. Nikończyk, doradca podatkowy,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις M. Siekierzyńska και J. Jokubauskaitė,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, και του άρθρου 131 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία περί ΦΠΑ), υπό το πρίσμα, ιδίως, των αρχών της φορολογικής ουδετερότητας και της αναλογικότητας.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Unitel sp. z o.o. και του Dyrektor Izby Skarbowej w Warszawie (διευθυντή της δημόσιας φορολογικής αρχής της Βαρσοβίας, στο εξής: διευθυντής της δημόσιας φορολογικής αρχής) σχετικά με άρνηση χορηγήσεως απαλλαγής από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) για εξαγωγές αγαθών εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πραγματοποιήθηκαν κατά το έτος 2007.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει τα εξής:
«Ως “παράδοση αγαθών” θεωρείται η μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό.»
4 Κατά το άρθρο 131 της οδηγίας αυτής:
«Οι απαλλαγές που προβλέπονται στα κεφάλαια 2 έως 9 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη άλλων […] διατάξεων [της Ένωσης] και με τις προϋποθέσεις που καθορίζουν τα κράτη μέλη για να διασφαλίζουν την ορθή και απλή εφαρμογή των εν λόγω απαλλαγών και να προλαμβάνουν κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή ή κατάχρηση.»
5 Το άρθρο 146 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο περιέχεται στο επιγραφόμενο «Απαλλαγές κατά την εξαγωγή» κεφάλαιο 6 της οδηγίας αυτής, προβλέπει στην παράγραφο 1, στοιχεία αʹ και βʹ, τα εξής:
«Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις:
α) τις παραδόσεις αγαθών, που αποστέλλονται ή μεταφέρονται από τον πωλητή ή για λογαριασμό του εκτός της [Ένωσης],
β) τις παραδόσεις αγαθών, που αποστέλλονται ή μεταφέρονται από μη εγκατεστημένο στο αντίστοιχο έδαφός τους αποκτώντα ή για λογαριασμό του, εκτός της [Ένωσης], με εξαίρεση τα αγαθά που μεταφέρονται από τον ίδιο τον αποκτώντα και προορίζονται για εξοπλισμό ή εφοδιασμό σκαφών αναψυχής και τουριστικών αεροσκαφών ή οποιουδήποτε άλλου μεταφορικού μέσου ιδιωτικής χρήσης».
6 Το άρθρο 168, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει ότι, στον βαθμό που τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες των φορολογούμενων πράξεών του, ο υποκείμενος στον φόρο έχει το δικαίωμα, στο κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιεί τις πράξεις του, να εκπίπτει από τον οφειλόμενο φόρο τον οφειλόμενο ή καταβληθέντα στο εν λόγω κράτος μέλος ΦΠΑ για τα αγαθά που του παραδόθηκαν ή πρόκειται να του παραδοθούν και για τις υπηρεσίες που του παρασχέθηκαν ή πρόκειται να του παρασχεθούν από άλλον υποκείμενο στον φόρο. Δυνάμει του άρθρου 169, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, ο υποκείμενος στον φόρο έχει δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ, εφόσον τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για τις πράξεις του που απαλλάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 146 της εν λόγω οδηγίας.
Το πολωνικό δίκαιο
7 Το άρθρο 2, σημείο 8, του ustawa o podatku od towarów i usług (νόμου περί του φόρου επί αγαθών και υπηρεσιών), της 11ης Μαρτίου 2004 (Dz. U. του 2011, αριθ. 177, θέση 1054), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί ΦΠΑ), ορίζει τα εξής:
«Οσάκις άλλες διατάξεις αφορούν [...] την εξαγωγή αγαθών, η έννοια αυτή αφορά την παράδοση αγαθών που αποστέλλονται ή μεταφέρονται εκτός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από το έδαφος της ημεδαπής:
a) από έναν προμηθευτή ή για λογαριασμό αυτού του προμηθευτή, ή
b) από έναν αποκτώντα με έδρα στην αλλοδαπή ή για λογαριασμό αυτού του αποκτώντος, με εξαίρεση τα αγαθά που εξάγονται από τον ίδιο τον αποκτώντα και προορίζονται για εξοπλισμό ή εφοδιασμό σκαφών αναψυχής και τουριστικών αεροσκαφών ή οποιουδήποτε άλλου μεταφορικού μέσου ιδιωτικής χρήσεως, εφόσον η εξαγωγή των αγαθών εκτός του εδάφους της Ένωσης έχει βεβαιωθεί από την αρμόδια, κατά την οικεία νομοθεσία, τελωνειακή αρχή.»
8 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ως άνω νόμου ορίζει ότι «συνιστά παράδοση αγαθών κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, σημείο 1, η μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ένα αγαθό».
9 Το άρθρο 41 του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:
«[...]
4) Επί εξαγωγής αγαθών κατά το άρθρο 2, σημείο 8, στοιχείο a, ο φορολογικός συντελεστής είναι μηδενικός.
[...]
6) Ο μηδενικός φορολογικός συντελεστής εφαρμόζεται επί των εξαγωγών περί των οποίων γίνεται λόγος στις παραγράφους 4 και 5, με την προϋπόθεση ότι ο υποκείμενος στον φόρο έχει λάβει βεβαίωση περί εξαγωγής των αγαθών από το έδαφος της Ένωσης, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας υποβολής της φορολογικής δηλώσεως για την επίμαχη λογιστική περίοδο.
[...]
11) Οι παράγραφοι 4 και 5 εφαρμόζονται αναλογικά και επί εξαγωγής αγαθών κατά το άρθρο 2, σημείο 8, στοιχείο b, εφόσον πριν από την εκπνοή της προθεσμίας υποβολής της φορολογικής δηλώσεως για τη λογιστική περίοδο εντός της οποίας διενεργήθηκε η παράδοση των αγαθών ο υποκείμενος στον φόρο λάβει την προβλεπόμενη στην παράγραφο 6 βεβαίωση, από την οποία προκύπτει ότι τα παραδοθέντα και εξαχθέντα αγαθά ταυτίζονται. [...]
[...]»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
10 Κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο 2007, η Unitel, εταιρία εγκατεστημένη στην Πολωνία, πώλησε κινητά τηλέφωνα σε δύο ουκρανικές οντότητες. Κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε σε σχέση με την ως άνω εταιρία, η φορολογική αρχή διαπίστωσε ότι είχε μεν κινηθεί η διαδικασία εξαγωγής των εν λόγω κινητών τηλεφώνων εκτός του εδάφους της Ένωσης, πλην όμως τα αγαθά αυτά δεν είχαν αποκτηθεί από τις αναγραφόμενες στα τιμολόγια οντότητες, αλλά από άλλες οντότητες που δεν έχουν προσδιορισθεί. Κατόπιν αυτού, η ως άνω αρχή έκρινε, με απόφαση η οποία επικυρώθηκε με απόφαση του διευθυντή της δημόσιας φορολογικής αρχής της 29ης Αυγούστου 2014, ότι δεν είχε υπάρξει παράδοση αγαθών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 8, του νόμου περί ΦΠΑ, και ότι, ως εκ τούτου, η Unitel δεν είχε δικαίωμα να εφαρμόσει τον μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ που προβλέπεται στο άρθρο 41, παράγραφος 4, του νόμου αυτού.
11 Επιληφθέν προσφυγής κατά της αποφάσεως του διευθυντή της δημόσιας φορολογικής αρχής, το Wojewódzki Sąd Administracyjny w Warszawie (διοικητικό δικαστήριο της περιφέρειας της Βαρσοβίας, Πολωνία) επισήμανε ότι από τις διαπιστώσεις που έγιναν προέκυπτε ότι η μία από τις δύο ουκρανικές οντότητες ήταν εικονική εταιρία που χρησιμοποιήθηκε με σκοπό τη συγκάλυψη του πραγματικού αποδέκτη καθώς και την τέλεση φοροδιαφυγής έναντι τόσο των πολωνικών όσο και των ουκρανικών φορολογικών αρχών, και ότι η άλλη οντότητα δεν ήταν ο οικονομικός φορέας εκείνος που είχε αποκτήσει τα τηλέφωνα από την Unitel. Το ως άνω δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε υπάρξει παράδοση αγαθών, δεδομένου ότι η φορολογική αρχή είχε αποδείξει ότι οι αναγραφόμενοι στα τιμολόγια αποκτώντες τα αγαθά δεν είχαν τα εν λόγω αγαθά στην κατοχή τους, δεν τα είχαν διαθέσει ως κύριοι και δεν ασκούσαν καμία οικονομική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα οι επίμαχες πράξεις να μην μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «εξαγωγή αγαθών», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 8, του νόμου περί ΦΠΑ. Επιπλέον, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η Unitel δεν είχε επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια κατά τη διενέργεια των πράξεων αυτών. Συναφώς, επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η εταιρία αυτή είχε καταρτίσει τα τιμολόγιά της στηριζόμενη σε στοιχεία που είχαν υποβληθεί από οντότητες των οποίων τα νομιμοποιητικά έγγραφα δεν ήσαν έγκυρα ή οι οποίες δεν διέθεταν πραγματικές επαγγελματικές διευθύνσεις έγκυρα έγγραφα που να δικαιολογούν τη λογιστική καταχώριση του ΦΠΑ.
12 Η Unitel άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Wojewódzki Sąd Administracyjny w Warszawie (διοικητικού δικαστηρίου της περιφέρειας της Βαρσοβίας) ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Πολωνία). Η Unitel προβάλλει, προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 131 της οδηγίας περί ΦΠΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της εν λόγω οδηγίας, καθόσον η εφαρμογή του μηδενικού συντελεστή εξαρτήθηκε από την τήρηση τυπικών προϋποθέσεων, ενώ πληρούνταν όλες οι ουσιαστικές προϋποθέσεις εφαρμογής του συντελεστή αυτού, καθώς και πλάνη περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 41, παράγραφοι 4 και 11, του νόμου περί ΦΠΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 41, παράγραφος 6, το άρθρο 2, σημείο 8, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του νόμου αυτού. Κατά την άποψη της εν λόγω εταιρίας, η πλάνη αυτή συνίσταται στο ότι το ως άνω δικαστήριο έκρινε ότι η παράδοση αγαθών είναι πραγματική μόνον όταν ο οικονομικός φορέας που αναγράφεται στο τιμολόγιο ως αποκτών ταυτίζεται με τον οικονομικό φορέα που πράγματι μετέχει υπό την ιδιότητα αυτή στην επίμαχη πράξη, στο ότι το ως άνω δικαστήριο αρνήθηκε, κατά συνέπεια, να χαρακτηρίσει την εν λόγω πράξη ως εξαγωγή αγαθών και να εφαρμόσει τον μηδενικό συντελεστή και στο ότι το ως άνω δικαστήριο εκτίμησε, εντούτοις, ότι η εν λόγω πράξη αποτελεί παράδοση φορολογητέα με τον εθνικό συντελεστή.
13 Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης είναι αναγκαία η ερμηνεία της οδηγίας περί ΦΠΑ, αρχής γενομένης από την έννοια της «παραδόσεως αγαθών», κατά το άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας αυτής. Επισημαίνει ότι οι εθνικές φορολογικές αρχές φρονούν ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του νόμου περί ΦΠΑ, με το οποίο μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ, δηλαδή ως μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, το οικείο αγαθό. Ως εκ τούτου, κατά τις εν λόγω αρχές, αμφότερα τα μέρη που συμμετέχουν στην εκτέλεση της πράξεως πρέπει να είναι υπαρκτά και να έχουν προσδιορισθεί, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει όταν ο αποκτών που αναγράφεται στο τιμολόγιο ή στα τελωνειακά έγγραφα είναι πλασματική οντότητα ή όταν ο αποκτών τα αγαθά εκτός του εδάφους της Ένωσης είναι άλλο πρόσωπο που δεν έχει προσδιορισθεί. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η ερμηνεία αυτή γίνεται επίσης δεκτή εκ μέρους της πλειονότητας των πολωνικών διοικητικών δικαστηρίων.
14 Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι όντως πραγματοποιήθηκε μια παράδοση αγαθών εκτός του εδάφους της Ένωσης, όταν η εξαγωγή των εν λόγω αγαθών δεν αμφισβητείται αυτή καθεαυτήν, είναι πράγματι αναγκαίο η οντότητα που αναγράφεται στο τιμολόγιο του προμηθευτή και στα τελωνειακά έγγραφα ως ο αποκτών τα εν λόγω αγαθά να συμπίπτει με τον πραγματικό παραλήπτη των εν λόγω αγαθών. Το ως άνω δικαστήριο διερωτάται αν, σε μια τέτοια κατάσταση, υπάρχει μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό, κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ. Το ως άνω δικαστήριο επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι, με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, BDV Hungary Trading (C-563/12, EU:C:2013:854), το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν διαπιστώνεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις απαλλαγής κατά την εξαγωγή οι οποίες προβλέπονται από το άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, ιδίως η προϋπόθεση της εξόδου των οικείων αγαθών από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, δεν οφείλεται ΦΠΑ για μια τέτοια παράδοση και ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν υφίσταται πλέον, καταρχήν, κίνδυνος φοροδιαφυγής ή απωλειών φόρου δυνάμενος να δικαιολογήσει τη φορολόγηση της επίμαχης πράξεως.
15 Στο πλαίσιο αυτό, κατά το αιτούν δικαστήριο, τίθεται στη συνέχεια το ζήτημα σε ποιο βαθμό μια ενδεχόμενη φοροδιαφυγή γενομένη στο έδαφος του τρίτου κράτους όπου το εξαχθέν αγαθό παραλήφθηκε από πρόσωπο άλλο από εκείνο που αναγράφεται στα τελωνειακά έγγραφα έχει επίπτωση επί της εφαρμογής της απαλλαγής με δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ. Εξετάζοντας τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία εναπόκειται στα κράτη μέλη να μην επιτρέπουν την άσκηση των δικαιωμάτων που προβλέπει η οδηγία περί ΦΠΑ στην περίπτωση που ο ίδιος ο υποκείμενος στον φόρο φοροδιαφεύγει ή όταν ο υποκείμενος στον φόρο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι, με την επίμαχη πράξη, μετείχε σε πράξη η οποία αποτελεί μέρος απάτης περί τον ΦΠΑ, το ως άνω δικαστήριο διερωτάται αν η υποχρέωση αυτή, η οποία αποσκοπεί στην προστασία της εσωτερικής αγοράς, τυγχάνει εφαρμογής όταν η φοροδιαφυγή τελείται αποκλειστικά στο έδαφος τρίτου κράτους, που είναι το κράτος προορισμού και καταναλώσεως των εξαχθέντων αγαθών.
16 Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, είναι προσήκουσα η εθνική πρακτική που συνίσταται στο να εφαρμόζεται ο ΦΠΑ επί της επίμαχης πράξεως ως εάν αποτελούσε αυτή παράδοση εντός της εθνικής επικράτειας, ενώ η διαπίστωση της ανυπαρξίας παραδόσεως αγαθών θα έπρεπε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η πράξη αυτή δεν υπόκειται σε ΦΠΑ και δεν παρέχει δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ εισροών.
17 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Πρέπει, υπό το φως του άρθρου 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, και του άρθρου 131 της οδηγίας [περί ΦΠΑ], καθώς και των αρχών της φορολογήσεως στον τόπο καταναλώσεως, της ουδετερότητας και της αναλογικότητας, κατ’ ορθή εθνική πρακτική να χορηγείται απαλλαγή από φόρο με δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ (στην Πολωνία με συντελεστή 0 %), εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις:
α) η εξαγωγή των αγαθών να έγινε προς μη επακριβώς προσδιορισμένο παραλήπτη που δεν έχει την έδρα του στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και
β) να αποδεικνύεται σαφώς ότι τα αγαθά έχουν εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης και να μην αμφισβητείται το γεγονός αυτό;
2) Αντιτίθεται το άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, και το άρθρο 131 της οδηγίας [περί ΦΠΑ], καθώς και οι αρχές της φορολογήσεως στον τόπο καταναλώσεως, της ουδετερότητας και της αναλογικότητας, σε εθνική πρακτική κατά την οποία θεωρείται ότι δεν υφίσταται παράδοση αγαθών που αδιαμφισβήτητα έχουν εξαχθεί από το έδαφος της Ένωσης, εφόσον στο πλαίσιο της ακολουθούμενης διαδικασίας οι εθνικές αρχές διαπιστώσουν μετά την εξαγωγή ότι ο πραγματικός παραλήπτης δεν ταυτίζεται με τον αναγραφόμενο στο τιμολόγιο το οποίο έχει εκδοθεί από τον υποκείμενο στον φόρο και τεκμηριώνει την παράδοση, πολλώ δε μάλλον καθόσον τα αγαθά έχουν παραδοθεί σε τρίτον τον οποίο οι αρχές δεν δύνανται να εντοπίσουν, με αποτέλεσμα να αρνούνται τη χορήγηση απαλλαγής από τον φόρο με δικαίωμα εκπτώσεως του φόρου προστιθέμενης αξίας (στην Πολωνία με φορολογικό συντελεστή 0 %) για την εν λόγω συναλλαγή;
3) Πρέπει, υπό το φως του άρθρου 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, και του άρθρου 131 της οδηγίας [περί ΦΠΑ], καθώς και των αρχών της φορολογήσεως στον τόπο καταναλώσεως, της ουδετερότητας και της αναλογικότητας, κατ’ ορθή εθνική πρακτική να εφαρμόζεται επί παραδόσεως αγαθών ο εθνικός φορολογικός συντελεστής, εφόσον αποδεικνύεται μεν σαφώς ότι τα αγαθά έχουν εγκαταλείψει το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όμως λόγω ελλείψεως σαφώς προσδιορισμένου παραλήπτη οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν ότι δεν πραγματοποιήθηκε παράδοση αγαθών, ή πρέπει σε αυτή την περίπτωση να θεωρείται ότι δεν έχει διενεργηθεί πράξη υποκείμενη σε [ΦΠΑ], με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζεται στον υποκείμενο στον φόρο δικαίωμα εκπτώσεως, κατά το άρθρο 168 της οδηγίας [περί ΦΠΑ], του φόρου που καταβλήθηκε για την απόκτηση των εξαχθέντων αγαθών;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος
18 Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, που πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, και το άρθρο 131 της οδηγίας περί ΦΠΑ καθώς και οι αρχές της φορολογικής ουδετερότητας και της αναλογικότητας αντιτίθενται σε εθνική πρακτική όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία θεωρείται σε όλες τις περιπτώσεις ότι δεν υφίσταται παράδοση αγαθών, κατά την έννοια της ως άνω πρώτης διατάξεως, και, κατά συνέπεια, δεν χορηγείται το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον ΦΠΑ εφόσον τα οικεία αγαθά εξήχθησαν εκτός της Ένωσης και, μετά την εξαγωγή τους, οι φορολογικές αρχές διαπίστωσαν ότι ο αποκτών τα εν λόγω αγαθά δεν ήταν το πρόσωπο που αναγράφεται στο τιμολόγιο το οποίο έχει εκδοθεί από τον υποκείμενο στον φόρο, αλλά μια άλλη οντότητα που δεν έχει προσδιορισθεί. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την επίδραση που μπορεί να έχει όσον αφορά την εφαρμογή του δικαιώματος απαλλαγής από τον ΦΠΑ η φοροδιαφυγή που ενδεχομένως έχει διαπραχθεί στο έδαφος τρίτου κράτους.
19 Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, δυνάμει του άρθρου 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από τον ΦΠΑ τις παραδόσεις αγαθών που αποστέλλονται ή μεταφέρονται από τον πωλητή ή για λογαριασμό του, ή ακόμη από τον αποκτώντα ή για λογαριασμό του, εκτός της Ένωσης. Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας, κατά το οποίο ως «παράδοση αγαθών» θεωρείται η μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό (αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, BDV Hungary Trading, C-563/12, EU:C:2013:854, σκέψη 23, και της 28ης Μαρτίου 2019, Vinš, C-275/18, EU:C:2019:265, σκέψη 22).
20 Η απαλλαγή αυτή αποσκοπεί στο να διασφαλίσει τη φορολόγηση των παραδόσεων των οικείων αγαθών στον τόπο του προορισμού τους, ήτοι στον τόπο κατανάλωσης των προϊόντων (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Vinš, C-275/18, EU:C:2019:265, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
21 Όπως έχει επισημάνει επανειλημμένως το Δικαστήριο, από τις διατάξεις αυτές, που παρατίθενται στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως, ιδίως δε από τον όρο «αποστέλλονται» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, προκύπτει ότι η εξαγωγή αγαθού πραγματοποιείται και η απαλλαγή της παραδόσεως προς εξαγωγή εφαρμόζεται όταν το δικαίωμα διαθέσεως του αγαθού αυτού υπό την ιδιότητα του κυρίου έχει μεταβιβαστεί στον αποκτώντα, όταν ο πωλητής αποδεικνύει ότι το αγαθό αυτό έχει αποσταλεί ή μεταφερθεί εκτός Ένωσης και όταν, κατόπιν της αποστολής ή της μεταφοράς, το εν λόγω αγαθό έχει απομακρυνθεί υλικώς από το έδαφος της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, BDV Hungary Trading, C-563/12, EU:C:2013:854, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 28ης Μαρτίου 2019, Vinš, C-275/18, EU:C:2019:265, σκέψη 24).
22 Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η έννοια της «παραδόσεως αγαθών» έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και εφαρμόζεται ανεξαρτήτως των σκοπών και των αποτελεσμάτων των οικείων πράξεων, η δε φορολογική αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να διεξάγει ελέγχους με σκοπό τη διαπίστωση της προθέσεως του υποκειμένου στον φόρο ούτε να λαμβάνει υπόψη την πρόθεση άλλου συναλλασσομένου ο οποίος παρεμβαίνει στην ίδια αλυσίδα παραδόσεων (πρβλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2013, Dixons Retail, C-494/12, EU:C:2013:758, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
23 Επομένως, πράξεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης αποτελούν παραδόσεις αγαθών, κατά την έννοια του άρθρου 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, εάν πληρούν τα αντικειμενικά κριτήρια επί των οποίων στηρίζεται η έννοια αυτή και τα οποία υπομνήσθηκαν στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως.
24 Το γεγονός, όμως, ότι εξαχθέντα αγαθά αποκτήθηκαν εκτός της Ένωσης από μια μη αναγραφόμενη στο τιμολόγιο και μη προσδιορισμένη οντότητα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να πληρούνται τα εν λόγω αντικειμενικά κριτήρια.
25 Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός μιας πράξεως ως παραδόσεως αγαθών, κατά την έννοια του άρθρου 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, δεν μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση να έχει προσδιορισθεί ο αποκτών.
26 Εντούτοις, δεύτερον, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 131 της οδηγίας περί ΦΠΑ, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες απαλλάσσουν από τον ΦΠΑ τις πράξεις εξαγωγής, για να διασφαλίζουν την ορθή και απλή εφαρμογή των απαλλαγών που προβλέπονται από την εν λόγω οδηγία και να προλαμβάνουν κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή ή κατάχρηση. Ωστόσο, κατά την άσκηση των εξουσιών τους, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις γενικές αρχές του δικαίου που αποτελούν μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ιδίως η αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Pieńkowski, C‑307/16, EU:C:2018:124, σκέψεις 32 και 33).
27 Όσον αφορά την ως άνω αρχή της αναλογικότητας, υπενθυμίζεται ότι ένα εθνικό μέτρο βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την εξασφάλιση της ορθής είσπραξης του φόρου όταν εξαρτά, κατά το ουσιώδες μέρος, το δικαίωμα απαλλαγής από τον ΦΠΑ από την τήρηση τυπικών υποχρεώσεων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και, ιδίως, χωρίς να εξετάζεται το κατά πόσον πληρούνταν οι προϋποθέσεις αυτές. Πράγματι, οι πράξεις πρέπει να φορολογούνται λαμβανομένων υπόψη των αντικειμενικών χαρακτηριστικών τους (αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2018, Cartrans Spedition, C-495/17, EU:C:2018:887, σκέψη 38, και της 28ης Μαρτίου 2019, Vinš, C-275/18, EU:C:2019:265, σκέψη 29).
28 Επιπλέον, εφόσον πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας επιτάσσει τη χορήγηση απαλλαγής από τον ΦΠΑ ακόμη και αν οι υποκείμενοι στον φόρο δεν τήρησαν ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2018, Cartrans Spedition, C-495/17, EU:C:2018:887, σκέψη 39).
29 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, υφίστανται δύο μόνον περιπτώσεις κατά τις οποίες η μη τήρηση τυπικής προϋπόθεσης μπορεί να συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος απαλλαγής από τον ΦΠΑ (αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2018, Cartrans Spedition, C-495/17, EU:C:2018:887, σκέψη 40, και της 28ης Μαρτίου 2019, Vinš, C-275/18, EU:C:2019:265, σκέψη 32).
30 Αφενός, η μη τήρηση τυπικής προϋπόθεσης μπορεί έχει ως αποτέλεσμα τη μη απαλλαγή από τον ΦΠΑ εφόσον εμποδίζεται εξαιτίας της η μετά βεβαιότητας απόδειξη της τήρησης των ουσιαστικών προϋποθέσεων (αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2018, Cartrans Spedition, C-495/17, EU:C:2018:887, σκέψη 42, και της 28ης Μαρτίου 2019, Vinš, C-275/18, EU:C:2019:265, σκέψη 35).
31 Επομένως, εάν ο μη προσδιορισμός του πραγματικού αποκτώντος εμποδίζει, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδειχθεί ότι η επίμαχη πράξη αποτελεί παράδοση αγαθών, κατά την έννοια του άρθρου 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, η περίσταση αυτή μπορεί να έχει ως συνέπεια τη μη χορήγηση της απαλλαγής κατά την εξαγωγή που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο. Αντιθέτως, αν απαιτείται σε κάθε περίπτωση να έχει προσδιορισθεί ο αποκτών τα αγαθά στο τρίτο κράτος, χωρίς να διερευνάται αν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της απαλλαγής αυτής, ιδίως δε η έξοδος των οικείων αγαθών από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, δεν τηρείται ούτε η αρχή της αναλογικότητας ούτε η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας.
32 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι δεν αμφισβητείται ότι τα οικεία αγαθά στην υπόθεση της κύριας δίκης έχουν πωληθεί, ότι έχουν αποσταλεί εκτός της Ένωσης και ότι έχουν απομακρυνθεί υλικώς από το έδαφος της Ένωσης, και επομένως, υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως των εν λόγω πραγματικών περιστατικών της οποίας η διενέργεια εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, η συνδρομή των κριτηρίων τα οποία πρέπει να πληροί μια πράξη προκειμένου να συνιστά παράδοση αγαθών, κατά την έννοια του άρθρου 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, έχει κατά τα φαινόμενα αποδειχθεί, παρά το γεγονός ότι δεν έχουν προσδιορισθεί οι πραγματικοί αποκτώντες τα αγαθά αυτά.
33 Αφετέρου, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας με σκοπό την απαλλαγή από τον ΦΠΑ από υποκείμενο στον φόρο που εκ προθέσεως μετέσχε σε φοροδιαφυγή η οποία υπονομεύει τη λειτουργία του κοινού συστήματος ΦΠΑ. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης το να απαιτείται από τον επιχειρηματία να ενεργεί καλόπιστα και να λαμβάνει κάθε μέτρο που μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί από αυτόν προκειμένου να βεβαιωθεί ότι η πράξη στην οποία προέβη δεν έχει ως αποτέλεσμα τη συμμετοχή του σε φοροδιαφυγή. Σε περίπτωση που ο συγκεκριμένος υποκείμενος στον φόρο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πράξη στην οποία προέβη αποτελούσε μέρος απάτης την οποία διέπραξε ο αποκτών και δεν έλαβε όλα τα μέτρα που μπορούσε ευλόγως να λάβει ώστε να την αποφύγει, δεν πρέπει να του χορηγηθεί το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον ΦΠΑ (αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2018, Cartrans Spedition, C-495/17, EU:C:2018:887, σκέψη 41, και της 28ης Μαρτίου 2019, Vinš, C-275/18, EU:C:2019:265, σκέψη 33).
34 Αντιθέτως, ο προμηθευτής δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για την καταβολή του ΦΠΑ, ανεξαρτήτως του αν έχει μετάσχει στη διαπραχθείσα από τον αποκτώντα απάτη. Θα ήταν, πράγματι, προδήλως δυσανάλογο να καταλογιστεί σε υποκείμενο στον φόρο η απώλεια φορολογικών εσόδων που οφείλεται σε δόλιες συμπεριφορές τρίτων επί των οποίων ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο δεν ασκεί καμία επιρροή (πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Netto Supermarkt, C‑271/06, EU:C:2008:105, σκέψη 23).
35 Με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, BDV Hungary Trading (C-563/12, EU:C:2013:854), στην οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 40 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, εφόσον διαπιστώνεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις απαλλαγής κατά την εξαγωγή οι οποίες προβλέπονται από το άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, ιδίως η προϋπόθεση της εξόδου των οικείων αγαθών από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, δεν οφείλεται ΦΠΑ για μια τέτοια παράδοση και δεν υφίσταται πλέον, καταρχήν, κίνδυνος φοροδιαφυγής ή απωλειών φόρου δυνάμενος να δικαιολογήσει τη φορολόγηση της επίμαχης πράξεως.
36 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο, χωρίς να παρέχει διευκρινίσεις ως προς τη φύση της απάτης της οποίας φέρονται ότι αποτελούν μέρος οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης πράξεις, εκθέτει ότι τα αγαθά τα οποία αφορούν οι πράξεις αυτές έχουν εξέλθει από το έδαφος της Ένωσης και επισημαίνει ότι η εν λόγω απάτη έχει διαπραχθεί αποκλειστικά στο έδαφος τρίτου κράτους, που είναι το κράτος του προορισμού και του τόπου καταναλώσεως των αγαθών αυτών.
37 Το γεγονός ότι οι δόλιες πράξεις διενεργήθηκαν σε τρίτο κράτος δεν αρκεί για να αποκλεισθεί η ύπαρξη οποιασδήποτε απάτης που διαπράχθηκε σε βάρος του κοινού συστήματος ΦΠΑ και, ως εκ τούτου, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης πράξεις αποτελούσαν μέρος μιας τέτοιας απάτης και, σε περίπτωση κατά την οποία αυτές αποτελούσαν μέρος μιας τέτοιας απάτης, να εκτιμήσει αν ο υποκείμενος στον φόρο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι τούτο συνέβαινε.
38 Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, και το άρθρο 131 της οδηγίας περί ΦΠΑ καθώς και οι αρχές της φορολογικής ουδετερότητας και της αναλογικότητας αντιτίθενται σε εθνική πρακτική όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία θεωρείται σε όλες τις περιπτώσεις ότι δεν υφίσταται παράδοση αγαθών, κατά την έννοια της ως άνω πρώτης διατάξεως, και, κατά συνέπεια, δεν χορηγείται απαλλαγή από τον ΦΠΑ, εφόσον τα οικεία αγαθά εξήχθησαν εκτός της Ένωσης και, μετά την εξαγωγή τους, οι φορολογικές αρχές διαπίστωσαν ότι ο αποκτών τα εν λόγω αγαθά δεν ήταν το πρόσωπο που αναγράφεται στο τιμολόγιο το οποίο έχει εκδοθεί από τον υποκείμενο στον φόρο, αλλά μια άλλη οντότητα, η οποία δεν έχει προσδιορισθεί. Υπό τέτοιες περιστάσεις, η απαλλαγή από τον ΦΠΑ που προβλέπεται στο άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της ως άνω οδηγίας δεν πρέπει να παρέχεται, εάν, λόγω μη προσδιορισμού του πραγματικού αποκτώντος, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η επίμαχη πράξη αποτελεί παράδοση αγαθών, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ή εάν αποδεικνύεται ότι ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η ως άνω πράξη αποτελούσε μέρος απάτης που διαπράχθηκε σε βάρος του κοινού συστήματος ΦΠΑ.
Επί του τρίτου ερωτήματος
39 Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η οδηγία περί ΦΠΑ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, οσάκις, υπό περιστάσεις όπως οι περιγραφόμενες στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα, δεν αναγνωρίζεται το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον ΦΠΑ που προβλέπεται στο άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, πρέπει να εφαρμοστεί επί της επίμαχης πράξεως ο ΦΠΑ που επιβάλλεται στις παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται στην εθνική επικράτεια ή αν πρέπει να θεωρηθεί ότι η εν λόγω πράξη δεν αποτελεί φορολογητέα πράξη και, ως εκ τούτου, δεν παρέχει δικαίωμα χρήσεως του ευεργετήματος της εκπτώσεως του ΦΠΑ εισροών.
40 Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, εφόσον δεν υφίσταται παράδοση αγαθών στην εθνική επικράτεια και πράξη απαλλασσόμενης σύμφωνα με το άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, δεν υφίσταται ούτε φορολογητέα πράξη ούτε δικαίωμα εκπτώσεως βάσει του άρθρου 168 ή του άρθρου 169 της εν λόγω οδηγίας.
41 Κατά συνέπεια, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία περί ΦΠΑ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, οσάκις, υπό περιστάσεις όπως οι περιγραφόμενες στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα, δεν αναγνωρίζεται το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον ΦΠΑ που προβλέπεται στο άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, πρέπει να θεωρηθεί ότι η επίμαχη πράξη δεν αποτελεί φορολογητέα πράξη και, ως εκ τούτου, η εν λόγω πράξη δεν παρέχει δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ εισροών.
Επί των δικαστικών εξόδων
42 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, και το άρθρο 131 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, καθώς και οι αρχές της φορολογικής ουδετερότητας και της αναλογικότητας αντιτίθενται σε εθνική πρακτική όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία θεωρείται σε όλες τις περιπτώσεις ότι δεν υφίσταται παράδοση αγαθών, κατά την έννοια της ως άνω πρώτης διατάξεως, και, κατά συνέπεια, δεν χορηγείται απαλλαγή από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), εφόσον τα οικεία αγαθά εξήχθησαν εκτός της Ένωσης και, μετά την εξαγωγή τους, οι φορολογικές αρχές διαπίστωσαν ότι ο αποκτών τα εν λόγω αγαθά δεν ήταν το πρόσωπο που αναγράφεται στο τιμολόγιο το οποίο έχει εκδοθεί από τον υποκείμενο στον φόρο, αλλά μια άλλη οντότητα, η οποία δεν έχει προσδιορισθεί. Υπό τέτοιες περιστάσεις, η απαλλαγή από τον ΦΠΑ που προβλέπεται στο άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της ως άνω οδηγίας δεν πρέπει να παρέχεται, εάν, λόγω μη προσδιορισμού του πραγματικού αποκτώντος, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η επίμαχη πράξη αποτελεί παράδοση αγαθών, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ή εάν αποδεικνύεται ότι ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η ως άνω πράξη αποτελούσε μέρος απάτης που διαπράχθηκε σε βάρος του κοινού συστήματος ΦΠΑ..
2) Η οδηγία 2006/112 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, οσάκις, υπό τις ως άνω περιστάσεις, δεν αναγνωρίζεται το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) που προβλέπεται στο άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2006/112, πρέπει να θεωρηθεί ότι η επίμαχη πράξη δεν αποτελεί φορολογητέα πράξη και, ως εκ τούτου, η εν λόγω πράξη δεν παρέχει δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ εισροών.
Ε.2184/2019 Κοινοποίηση της αρ. Α.1330/21.08.2019 (ΦΕΚ Β' 3383/2019 - Α.Δ.Α.: Ψ45Π46ΜΠ3Ζ-ΤΗΠ) Απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. με θέμα «Καθορισμός απλουστευμένων διαδικασιών στα καθεστώτα διαμετακόμισης, θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία και εξαγωγής του φυσικού αερίου που διακινείται μέσω σταθερών εγκαταστάσεων μεταφοράς (δίκτυο αγωγών)»
Αρ. Πρωτ.: Ε 2184/14-10-2019
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ - ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΛΑΒΕΙ Α.Δ.Α.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ Ε.Φ.Κ.
1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α'- ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ Β' - ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΣΚΕΥΩΝ ΕΠΙΒΑΤΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Ε.Φ.Κ. ΚΑΙ Φ.Π.Α.
ΤΜΗΜΑ Ε - Φ.Π.Α. ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ-ΕΞΑΓΩΓΩΝ
Καρ. Σερβίας 10, Αθήνα 105 62
Ταχ. Δ/νση Τ.Κ.
Πληροφορίες
ΠΡΟΣ : Π.Δ.
Τηλέφωνο
FAX e-mail
URL
Α. Κατρινάκη, Ε. Γκόνη, Σ. Κατσίκα, Μ. Μπενάκη, Ε. Ντζαμίλη, Ε. Γιούλος, Αικ. Μελανίτου 210.69.87.457, 434, 210.69.87.455, 454, 210.69.87.468, 464 210.69.87.407 210.69.87.459 d19diadi@otenet.gr finexcis@2001.syzefxis.gov.gr www.aade.gr
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΕΙΓΟΝ
Ε 2184/2019
ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση της αρ. Α.1330/21.08.2019 (ΦΕΚ Β' 3383/2019 - Α.Δ.Α.: Ψ45Π46ΜΠ3Ζ-ΤΗΠ) Απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. με θέμα «Καθορισμός απλουστευμένων διαδικασιών στα καθεστώτα διαμετακόμισης, θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία και εξαγωγής του φυσικού αερίου που διακινείται μέσω σταθερών εγκαταστάσεων μεταφοράς (δίκτυο αγωγών)»
ΣΧΕΤ.: 1. Η αρ. Α.1330/21.08.2019 (ΦΕΚ Β' 3383/2019- Α.Δ.Α.: Ψ45Π46ΜΠ3Ζ-ΤΗΠ) Απόφαση Διοικητή Α.Α.Δ.Ε «Καθορισμός απλουστευμένων διαδικασιών στα καθεστώτα διαμετακόμισης, θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία και εξαγωγής του φυσικού αερίου που διακινείται μέσω σταθερών εγκαταστάσεων μεταφοράς (δίκτυο αγωγών)».
2. Η αρ. πρωτ. ΔΤΔ Α 1024011 ΕΞ 2018/01.02.2018 (ΦΕΚ Β' 538 - ΑΔΑ: ΩΛΠΣΗ-Ζ7Π) Απόφαση Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. «Τελωνειακές Απλουστεύσεις - Απλουστευμένη διασάφηση/Εγγραφή στις λογιστικές καταχωρήσεις του διασαφιστή».
3. Η αρ. πρωτ. ΔΤΔ Α 1063847 ΕΞ 2018/23.04.2018 (ΑΔΑ: Ω38146ΜΠ3Ζ-ΤΤΑ) Διαταγή Α.Α.Δ.Ε. «Κοινοποίηση της αριθμ. ΔΤΔ Α 1024011 ΕΞ2018/1.2.2018 Απόφασης Διοικητή ΑΑΔΕ με οδηγίες για την έκδοση αδειών απλουστευμένων διαδικασιών (απλουστευμένη διασάφηση/εγγραφή στις λογιστικές καταχωρήσεις του διασαφιστή) και τη διαδικασία χρήσης αυτών».
Σας κοινοποιούμε για ενημέρωση και εφαρμογή την ανωτέρω εν θέματι Απόφαση Διοικητή ΑΑΔΕ, με την οποία καθορίζεται απλουστευμένη διαδικασία στα καθεστώτα διαμετακόμισης, θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία και εξαγωγής για το φυσικό αέριο που διακινείται μέσω σταθερών εγκαταστάσεων μεταφοράς (δίκτυο αγωγών) και παρέχονται αναλυτικές οδηγίες όσον αφορά στην εν λόγω διαδικασία.
Η ανωτέρω Απόφαση εναρμονίζεται πλήρως με τις ενωσιακές και εθνικές διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας όσον αφορά στη χρήση απλουστευμένων διαδικασιών για το φυσικό αέριο που διακινείται μέσω σταθερών εγκαταστάσεων μεταφοράς (δίκτυο αγωγών), ενώ παράλληλα ρυθμίζονται όλα τα αναγκαία θέματα για την έναρξη της δοκιμαστικής λειτουργίας αγωγών για το φυσικό αέριο.
Με την εν λόγω Απόφαση καταργούνται :
(α) η αριθμ. Τ. 4039/139/Α0019/5/9/2007 ΑΥΟ (1879/Β') «Απλουστευμένες διαδικασίες κατά τη διακίνηση και εισαγωγή φυσικού αερίου μέσω δικτύου αγωγών και υγροποιημένου φυσικού αερίου που μεταφέρεται δια θαλάσσης» και
(β) η αριθμ. Τ.4981/161/Α0019/29/10/2007 ΑΥΟ (2169/Β') με την οποία τροποποιήθηκε η αριθμ. Τ.4039/139/Α0019/5/9/2007 ΑΥΟ ως προς το αρμόδιο Τελωνείο για την υπαγωγή του φυσικού και υγροποιημένου φυσικού αερίου σε ελεύθερη κυκλοφορία και ανάλωση, βεβαίωση, είσπραξη ή απαλλαγή των αναλογουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, ελέγχου εφαρμογής των υφιστάμενων διατάξεων και των εκ των υστέρων ελέγχων.
Ειδικότερα, παρέχονται οδηγίες ως προς τα κατωτέρω:
Α. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΔΕΙΩΝ
1. Διαμετακόμιση
Για το καθεστώς διαμετακόμισης, η μεταφορά εμπορευμάτων (φυσικού αερίου) μέσω σταθερών εγκαταστάσεων μεταφοράς (δίκτυο αγωγών) συγκαταλέγεται στις διαδικασίες που υπόκεινται σε απλουστεύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 321 του εκτελεστικού κανονισμού 2447/2015.
Οι οικονομικοί φορείς, που είναι φορείς εκμετάλλευσης μιας σταθερής εγκατάστασης μεταφοράς και ως εκ τούτου λογίζονται ως δικαιούχοι του καθεστώτος διαμετακόμισης, δύνανται να υποβάλλουν αίτηση στην Τελωνειακή Αρχή (Περιφέρεια) στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας τηρούνται οι κύριες λογιστικές καταχωρήσεις τους για χορήγηση άδειας - έγκρισης χρήσης απλουστεύσεων για τη μεταφορά φυσικού αερίου μέσω δικτύου αγωγών.
Με την αίτηση ο αιτών υποβάλλει στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή συνημμένα όλα τα δικαιολογητικά/έγγραφα που απαιτούνται, κατά περίπτωση, για την αξιολόγηση της αίτησής του και την έκδοση της σχετικής έγκρισης, ως ακολούθως:
1. Αντίγραφο του τελευταίου εν ισχύ καταστατικού και Φ.Ε.Κ. δημοσίευσης αυτού καθώς και τα Φ.Ε.Κ. σύστασης και τροποποιήσεων του καταστατικού ή αντίστοιχες ανακοινώσεις Γ.Ε.ΜΗ. που να αποδεικνύουν τη σύσταση του οικονομικού φορέα (για φορείς που έχουν μορφή Α.Ε., Ε.Π.Ε., Ο.Ε., Ε.Ε. ή Ι.Κ.Ε.)
2. Αντίγραφο/-α πρακτικών του Διοικητικού Συμβουλίου του οικονομικού φορέα σχετικά με την εκλογή και τη θητεία των μελών του και Φ.Ε.Κ. δημοσίευσης αυτών (για φορείς που έχουν μορφή Α.Ε.).
3. Πρακτικά Διοικητικού Συμβουλίου σχετικά με την εκπροσώπηση του οικονομικού φορέα ενώπιον των τελωνειακών αρχών, καθώς και Φ.Ε.Κ. δημοσίευσης αυτών (για φορείς που έχουν μορφή Α.Ε.).
4. Αντίγραφα Δελτίων Αστυνομικής Ταυτότητας ή αντίγραφα διαβατηρίων σε ισχύ: α) του αιτούντα,
β) του/των προσώπου/-ων που ασκεί ή ελέγχει τη διοίκηση του αιτούντα,
γ) του/των υπάλληλου/-ων που είναι υπεύθυνος/-οι για τα τελωνειακά θέματα του αιτούντα.
5. Αντίγραφο της απόφασης Ρ.Α.Ε. για την αδειοδότηση του συστήματος φυσικού αερίου.
6. Τεχνική έκθεση/ περιγραφή του συστήματος με αναφορά σε στοιχεία όπως τα ακόλουθα:
α) προσδιορισμός της δυναμικότητας του συστήματος, του εκτιμώμενου ανώτατου ορίου του επιπέδου απωλειών λόγω ιδιοκατανάλωσης, προγραμματισμένων συντηρήσεων, κ.λπ.
β) υφιστάμενα σημεία εισόδου και εξόδου από τη χώρα,
γ) σημεία διασύνδεσης με το Εθνικό Σύστημα Φυσικού Αερίου, άλλα Συστήματα Φυσικού Αερίου ή Δίκτυα Διανομής,
δ) πληροφορίες σχετικά με σχέδια ενεργειών για την ασφαλή λειτουργία του συστήματος.
Για την τεκμηρίωση της προαναφερόμενης έκθεσης ο αιτών δύναται να επισυνάψει αντίγραφα των διαθέσιμων αδειών-αποφάσεων Ρ.Α.Ε. (ενδεικτικά αναφέρονται η έγκριση κώδικα διαχείρισης, η έγκριση μελέτης αντιστάθμισης αερίου λειτουργίας, έγκριση κατασκευής και δοκιμαστικής λειτουργίας, κ.λ.π.).
Σημειώνεται ότι σε περίπτωση που εκκρεμεί η έκδοση κάποιας εκ των αποφάσεων από τη Ρ.Α.Ε., η οποία υποβοηθά στην τεκμηρίωση της τεχνικής έκθεσης, υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση περί αντικειμενικής αδυναμίας προσκόμισης, στην οποία γίνεται μνεία στην/στις υποβληθείσα/ες στην Ρ.Α.Ε. αίτηση/εις. Η εν λόγω υπεύθυνη δήλωση συνοδεύεται από αντίγραφο της υποβληθείσας αίτησης στην οποία αποτυπώνεται η ημερομηνία υποβολής και ο αριθμός πρωτοκόλλου που έχει ληφθεί από τη Ρ.Α.Ε., καθώς και από οποιοδήποτε άλλο έγγραφο που ενδέχεται να αφορά στη λειτουργία του οικονομικού φορέα ως μεταφορέα φυσικού αερίου. Ο αιτών υποχρεούται να προσκομίσει τις προαναφερόμενες αποφάσεις της Ρ.Α.Ε. άμεσα (με την έκδοσή τους) στην αρμόδια για την έκδοση της έγκρισης Τελωνειακή Αρχή, προκειμένου να θεωρείται πλήρης ο φάκελός του.
7. Υπεύθυνη δήλωση στην οποία ο αιτών:
α) βεβαιώνει ότι όλα τα στοιχεία, που περιλαμβάνονται στην αίτηση και που αναφέρονται στα
επισυναπτόμενα έγγραφα, είναι αληθή, β) δεσμεύεται ότι, θα ενημερώνει έγκαιρα τις αρμόδιες για την έκδοση της έγκρισης και για τους ελέγχους τελωνειακές αρχές για κάθε αλλαγή που τυχόν επέλθει στην κατάστασή του, στο δίκτυο των αγωγών του, καθώς και οποιοδήποτε στοιχείο ενδεχομένως να επηρεάζει την έκδοση της έγκρισης χρήσης του καθεστώτος διαμετακόμισης (ενδεικτικά αναφέρονται η τροποποίηση του κώδικα διαχείρισης του δικτύου αγωγών και η διασύνδεση με άλλα συστήματα).
Υπενθυμίζεται ότι για την έκδοση της έγκρισης δεν απαιτείται η σύσταση εγγύησης κατά το άρθρο 89, παράγραφος 8 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα Καν (ΕΕ) 952/2013.
Η αρμόδια για την έκδοση της έγκρισης Τελωνειακή Αρχή ελέγχει την πληρότητα και την ορθότητα των στοιχείων της αίτησης καθώς και των υποβαλλόμενων δικαιολογητικών και εγγράφων και στη συνέχεια προβαίνει σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την αξιολόγηση της αίτησης (αυτεπάγγελτη αναζήτηση ποινικών μητρώων, πιστοποιητικών περί μη πτώχευσης, κ.λπ.), σύμφωνα με την ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία.
Σε περίπτωση όπου διαπιστωθεί ότι η αίτηση είναι ελλιπής, η αρμόδια Τελωνειακή Αρχή ενημερώνει τον αιτούντα να προσκομίσει τα ελλείποντα δικαιολογητικά/έγγραφα εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών. Αν ο αιτών δεν τα υποβάλλει εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας, η αίτηση δεν γίνεται αποδεκτή και ο αιτών ενημερώνεται σχετικά. Ως ημερομηνία αποδοχής της αίτησης θεωρείται η ημερομηνία υποβολής της ή η ημερομηνία υποβολής τυχόν συμπληρωματικών δικαιολογητικών/ εγγράφων.
Η αίτηση, μαζί με τα επισυναπτόμενα δικαιολογητικά/έγγραφα εξετάζεται και γίνεται αποδεκτή (εκδίδεται η έγκριση) ή απορρίπτεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην με αρ. πρωτ. ΔΤΔ Α 1121586 ΕΞ 2017/09.08.2017 Διαταγή της Α.Α.Δ.Ε. (ΑΔΑ: Ψ0ΣΕΗ-4ΛΘ), που μπορεί να αναζητηθεί εδώ.
Εφόσον πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της έγκρισης, η αρμόδια τελωνειακή αρχή εκδίδει τη σχετική έγκριση μέσω του εθνικού Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (ICISnet). Η εκδιδόμενη έγκριση συνιστά συμφωνία μεταξύ της τελωνειακής αρχής και του δικαιούχου του καθεστώτος διαμετακόμισης, με το περιεχόμενο της οποίας ορίζονται ιδιαίτεροι όροι και μέθοδοι (ενδεικτικά αναφέρονται η μορφή και ο τρόπος τήρησης των βιβλίων, το επιτρεπτό όριο απωλειών, κ.λ.π.) τελωνειακής επιτήρησης των εμπορευμάτων που μεταφέρονται μέσω σταθερών εγκαταστάσεων μεταφοράς.
Η έκδοση της έγκρισης κοινοποιείται εγγράφως στον αιτούντα, στις τυχόν συναρμόδιες Τελωνειακές Αρχές (ενδεικτικά αναφέρονται η Διεύθυνση Στρατηγικής Τελωνειακών Ελέγχων και Παραβάσεων και η χωρικά αρμόδια Ελ.Υ.Τ.), καθώς και στα εμπλεκόμενα τελωνεία ελέγχου (Τελωνείο Ελευσίνας). Ο αιτών οφείλει να παραλάβει την έγκριση, η οποία τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία παραλαβής, εκτός αν ο αιτών έχει ζητήσει να τεθεί σε ισχύ σε ημερομηνία διαφορετική (και μεταγενέστερη) από την ημερομηνία παραλαβής της.
Κατά την παραλαβή της έγκρισης ο κάτοχός της ενημερώνεται για τους όρους χρήσης της έγκρισης, τους οποίους αποδέχεται ενυπόγραφα σε 2 αντίτυπα. Το ένα το διατηρεί ο κάτοχος της έγκρισης και το δεύτερο τηρείται στο αρχείο της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής.
Σε περίπτωση που η αρμόδια Τελωνειακή Αρχή κρίνει ότι ο αιτών δεν πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις της αιτούμενης έγκρισης, οφείλει να ενημερώσει τον αιτούντα σχετικά με τους λόγους στους οποίους προτίθεται να βασίσει την απόφαση απόρριψης, παρέχοντάς του τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος ακρόασης σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην με αρ. πρωτ. ΔΤΔ Α 1121586 ΕΞ 2017/09.08.2017 Διαταγή Α.Α.Δ.Ε. Οι λόγοι απόρριψης θα πρέπει να τεκμηριώνονται επαρκώς με χρήση των ισχυουσών, κατά το χρόνο εξέτασης των στοιχείων, διατάξεων.
Σε κάθε περίπτωση ο ενδιαφερόμενος μπορεί να επανέλθει με νεότερη αίτησή του που στηρίζεται σε νέα στοιχεία.
2. Θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία και εξαγωγή
Για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία του φυσικού αερίου που εισάγεται από τρίτες χώρες ή χώρες κοινής διαμετακόμισης μέσω σταθερών εγκαταστάσεων μεταφοράς (δίκτυο αγωγών) και ακολουθεί τη λήξη του απλουστευμένου καθεστώτος της διαμετακόμισης, ή εξάγεται από τη χώρα μας μέσω δικτύου αγωγών τηρείται υποχρεωτικά απλουστευμένη διαδικασία και συγκεκριμένα η διαδικασία εγγραφής στις λογιστικές καταχωρήσεις του διασαφιστή χωρίς γνωστοποίηση προσκόμισης των εμπορευμάτων στο Τελωνείο. Η ίδια διαδικασία εγγραφής στις λογιστικές καταχωρήσεις του διασαφιστή χωρίς γνωστοποίηση προσκόμισης των εμπορευμάτων στο Τελωνείο τηρείται και για το αέριο καύσης που καταναλώνεται στη χώρα μας για τη λειτουργία αγωγού.
Στην ανωτέρω 2) σχετική καθορίζονται οι οικονομικοί φορείς που δύνανται να υποβάλλουν αίτηση καθώς και τα έγγραφα και πιστοποιητικά που επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση άδειας χρήσης εγγραφής στις λογιστικές καταχωρήσεις του διασαφιστή. Συγκεκριμένα, δικαίωμα υποβολής αίτησης έχει οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ασκεί οικονομική δραστηριότητα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια που προσδιορίζονται στις ενωσιακές και εθνικές διατάξεις καθώς και οι τελωνειακοί αντιπρόσωποι (άμεσοι/έμμεσοι). Διευκρινίζεται επίσης, ότι πρόσωπα εγκατεστημένα σε άλλο κράτος-μέλος υποβάλουν αίτηση για χορήγηση άδειας μόνο μέσω τελωνειακού αντιπροσώπου, ενώ ειδικά για εγκατεστημένα εκτός Ε.Ε. πρόσωπα η αίτηση υποβάλλεται υποχρεωτικά μέσω έμμεσου τελωνειακού αντιπροσώπου.
Για την έγκριση υπαγωγής στη διαδικασία εγγραφής στις λογιστικές καταχωρήσεις του διασαφιστή χωρίς τη γνωστοποίηση προσκόμισης των εμπορευμάτων στο τελωνείο, ο διασαφιστής πρέπει να είναι εγκεκριμένος οικονομικός φορέας ως προς τις τελωνειακές απλουστεύσεις (AEO-C). Τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται παρατίθενται στην ανωτέρω 3) σχετική Διαταγή «Μέρος Β' Κεφάλαιο Β.2. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ».
Δεν απαιτείται άδεια συνολικής εγγύησης για την χρήση της άδειας για τη διαδικασία εγγραφής στις λογιστικές καταχωρήσεις του διασαφιστή στην εισαγωγή του φυσικού αερίου καθόσον δεν επιβαρύνεται με εισαγωγικούς δασμούς και απαλλάσσεται από τις λοιπές επιβαρύνσεις.
Β. ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΔΕΙΩΝ - ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Διαμετακόμιση
Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι δεν είναι δυνατή η προσκόμιση των εμπορευμάτων (φυσικού αερίου) στα τελωνεία αναχώρησης και προορισμού, ωστόσο και προκειμένου αυτά να τίθενται υπό καθεστώς διαμετακόμισης, αλλά και να τηρούνται οι σχετικές με το καθεστώς προβλέψεις για τις διατυπώσεις και τον έλεγχο από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές, η χρήση των εγκρίσεων που εκδίδονται πραγματοποιείται ως ακολούθως:
i) Ο δικαιούχος του καθεστώτος τηρεί ειδικά βιβλία, στα οποία αποτυπώνονται κατάλληλα εγγραφές, που βασίζονται στις μετρήσεις από τους μετρητικούς σταθμούς και στα τιμολόγια. Υποδείγματα για τα βιβλία αυτά παρατίθενται ενδεικτικά στο Παράρτημα της κοινοποιούμενης Απόφασης Α.1330/2019 (Υποδείγματα Ι και ΙΙ). Αυτά τα υποδείγματα είναι δυνατό να προσαρμοστούν κατόπιν συμφωνίας με το Τελωνείο Ελέγχου, τόσο στις ανάγκες των οικονομικών φορέων και στις ανάγκες επιτήρησης των εμπορευμάτων από τις τελωνειακές αρχές.
Στην περίπτωση που έχει προβλεφθεί περίοδος δοκιμαστικής λειτουργίας του αγωγού, θα γίνονται αποδεκτές μετρήσεις που θα προέρχονται από τα πλησιέστερα σημεία διασύνδεσης στα ακραία σημεία του αγωγού (σημεία εισόδου/ εξόδου του φυσικού αερίου).
ii) Ο δικαιούχος του καθεστώτος τηρεί τις προβλεπόμενες τελωνειακές διαδικασίες για τη λήξη και την εκκαθάριση των κινήσεων διαμετακόμισης που έχουν τελωνεία αναχώρησης στην Ελλάδα ή σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και χώρες κοινής διαμετακόμισης.
Το καθεστώς ενωσιακής διαμετακόμισης, σύμφωνα με το άρθρο 321 του εκτελεστικού κανονισμού 2447/2015, θεωρείται ότι έχει λήξει όταν πραγματοποιούνται οι κατάλληλες εγγραφές στις εμπορικές καταχωρίσεις του παραλήπτη ή του φορέα εκμετάλλευσης της σταθερής εγκατάστασης μεταφοράς, με τις οποίες πιστοποιείται ότι τα εμπορεύματα που μεταφέρθηκαν μέσω σταθερής εγκατάστασης μεταφοράς:
i) έφθασαν στην εγκατάσταση του παραλήπτη,
ii) έγιναν δεκτά στο δίκτυο διανομής του παραλήπτη, ή
iii) έχουν εξέλθει από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.
Σημειώνεται ότι ο οικονομικός φορέας ως δικαιούχος του καθεστώτος οφείλει να:
1) γνωστοποιεί στις αρμόδιες για τον έλεγχο τελωνειακές αρχές τις εγκριτικές αποφάσεις της Ρ.Α.Ε. των μελετών αντιστάθμισης του αερίου λειτουργίας, του κώδικα διαχείρισης του συστήματος και των τροποποιήσεών του
2) θέτει στη διάθεση των αρμόδιων για τον έλεγχο τελωνειακών αρχών όλα τα στοιχεία και έγγραφα που ενδέχεται να του ζητηθούν, στα πλαίσια της διενέργειας ελέγχων.
2. Θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία /Εξαγωγή
Η απλουστευμένη διαδικασία εγγραφής στις λογιστικές καταχωρήσεις του διασαφιστή συνοψίζεται ως εξής:
Σε κάθε εισαγωγή/εξαγωγή φυσικού αερίου, ο διασαφιστής καταχωρεί στα Λογιστικά του Βιβλία τις ποσότητες φυσικού αερίου που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία/εξαγωγή με βάση τις μετρήσεις των φορέων εκμετάλλευσης των σταθερών εγκαταστάσεων μεταφοράς φυσικού αερίου, οι οποίοι είναι διαχειριστές του Εθνικού Συστήματος Μεταφοράς ή Ανεξάρτητων Συστημάτων φυσικού αερίου.
Η εγγραφή αυτή περιλαμβάνει τα υποχρεωτικά στοιχεία της Γνωστοποίησης Λογιστικής Εγγραφής τύπου R, χωρίς να απαιτείται η γνωστοποίησή της στο αρμόδιο Τελωνείο και η καταχώριση των εμπορευμάτων στα λογιστικά βιβλία ισοδυναμεί με άδεια παραλαβής τους.
Στη συνέχεια υποβάλλει ηλεκτρονικά στο αρμόδιο τελωνείο Ελευσίνας την ανακεφαλαιωτική διασάφηση τύπου Ζ σε προθεσμία από την 1η έως τη 10η ημέρα του επόμενου της εισαγωγής/εξαγωγής μήνα για το σύνολο της παραληφθείσας/εξαχθείσας ποσότητας που αφορά τον προηγούμενο μήνα.
Με τη διασάφηση τύπου Ζ υποβάλλονται και τα τιμολόγια αγοράς/πώλησης του φυσικού αερίου καθώς και οι βεβαιώσεις των διαχειριστών του Εθνικού Συστήματος Μεταφοράς ή Ανεξάρτητων Συστημάτων φυσικού αερίου για την πιστοποίηση των ποσοτήτων φυσικού αερίου, τα οποία υποβάλλονται ηλεκτρονικά, μέσα από τη λειτουργική περιοχή «Ενέργειες/ Αίτηση με συνημμένα Αρχεία από Οικονομικό Φορέα/ Δημιουργία Συνυποβαλλόμενων Αρχείων».
Θέσεις της διασάφησης τύπου Ζ που χρήζουν προσοχής:
• θέση 30 της διασάφησης εισαγωγής/εξαγωγής συμπληρώνεται το πεδίο «Εξουσιοδοτημένος τόπος εμπορευμάτων» με τις εγκαταστάσεις των διαχειριστών του Εθνικού Συστήματος Μεταφοράς ή των Ανεξάρτητων Συστημάτων μεταφοράς φυσικού αερίου
• θέση 40 της διασάφησης εισαγωγής/εξαγωγής συμπληρώνονται οι αριθμοί καταχώρησης των λογιστικών εγγραφών
• θέση 44 της διασάφησης εισαγωγής/εξαγωγής συμπληρώνεται ο αριθμός της άδειας απλουστευμένων διαδικασιών με κωδικό 1961
• στο πεδίο «Κωδικός ατέλειας» της διασάφησης εισαγωγής συμπληρώνεται ο κωδικός Χ12 «Εισαγωγή φυσικού αερίου: απαλλαγή από Φ.Π.Α. και λοιπούς φόρους»
Ειδικότερα για το αέριο καύσης που καταναλώνεται στη χώρα μας για τη λειτουργία του αγωγού κατά το στάδιο της δοκιμαστικής λειτουργίας του, επισημαίνουμε ειδικότερα των ανωτέρω, τα ακόλουθα για τη συμπλήρωση της ανακεφαλαιωτικής διασάφησης τύπου Ζ :
• θέση 22 της διασάφησης εισαγωγής αναγράφεται το ποσό του τιμολογίου που αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη ποσότητα φυσικού αερίου καύσης.
• θέση 38 της διασάφησης εισαγωγής συμπληρώνεται η ποσότητα του φυσικού αερίου καύσης σύμφωνα με τη βεβαίωση και τα δεδομένα της μέτρησης αυτού
Το αρμόδιο Τελωνείο Ελευσίνας παρακαλείται κατά το στάδιο τακτοποίησης των ανακεφαλαιωτικών διασαφήσεων τύπου Ζ στην εισαγωγή να ελέγχει την ορθή συμπλήρωση της θέσης 22 της διασάφησης.
Ως προς το Φ.Π.Α.:
1. Με την ανακεφαλαιωτική διασάφηση τύπου Ζ που υποβάλλεται ηλεκτρονικά από την 1η έως τη 10η ημέρα του επόμενου της εισαγωγής μήνα για το σύνολο της παραληφθείσας ποσότητας φυσικού αερίου καθώς και του αερίου καύσης που αφορά τον προηγούμενο μήνα και κατ'εφαρμογή των εθνικών, ενωσιακών και περί Φ.Π.Α. διατάξεων [άρθρα 2,10,17 και 60 του ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α) ], απαλλάσσονται από το Φ.Π.Α. σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 παρ.ΐε) του ιδίου νόμου οι ως άνω δηλωθείσες ποσότητες φυσικού αερίου ή βεβαιώνεται και εισπράττεται, ο αναλογών σε αυτές Φ.Π.Α. εφόσον δεν προβλέπεται σχετική απαλλαγή. Σημειώνεται επίσης ότι, ως προς τη διαμόρφωση της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του Φ.Π.Α. , εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 20 του ν.2859/2000.
2. Επιπλέον και σε ό,τι αφορά στην παράδοση του φυσικού αερίου σε τρίτη χώρα (εξαγωγή) επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν.2859/2000, απαλλάσσεται από το Φ.Π.Α. Ειδικότερα, για τη χορήγηση της ως άνω απαλλαγής από Φ.Π.Α. απαιτούνται:
• βεβαιώσεις του διαχειριστή του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου ή των κατά περίπτωση διαχειριστών των Ανεξάρτητων Συστημάτων Φυσικού Αερίου για τις εξαχθείσες ποσότητες φυσικού αερίου,
• τιμολόγια πώλησης που αφορούν τις βεβαιωμένες από το διαχειριστή του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου ή των κατά περίπτωση διαχειριστών των Ανεξάρτητων Συστημάτων Φυσικού Αερίου εξαχθείσες ποσότητες φυσικού αερίου,
• αποδεικτικά εξόδου του φυσικού αερίου από το τελωνειακό έδαφος της Ε.Ε. όπως προκύπτει από το ηλεκτρονικό μήνυμα ΙΕ 599 «Γνωστοποίηση ολοκλήρωσης εξαγωγής».
Γ. ΥΓΡΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ - ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Με την κοινοποιούμενη απόφαση ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν το φυσικό αέριο που διακινείται μέσω σταθερών εγκαταστάσεων μεταφοράς (δίκτυο αγωγών) και καθορίζεται απλουστευμένη διαδικασία στα καθεστώτα διαμετακόμισης, θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία και εξαγωγής ως αναλυτικά αναφέρθηκαν ανωτέρω.
Όσον αφορά στο υγροποιημένο φυσικό αέριο που διακινείται στη χώρα μας θαλασσίως ή οδικώς, δεν εμπίπτει στην ανωτέρω απλουστευμένη διαδικασία και ως εκ τούτου τηρούνται οι συνήθεις διαδικασίες για τον τελωνισμό του, ανάλογα με τον προορισμό: είσοδος, προσωρινή εναπόθεση, θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία (με την υποβολή διασάφησης τύπου Α από τον εισαγωγέα-παραλήπτη του υγροποιημένου φυσικού αερίου), εκτός αν είναι σε θέση να αποδείξει τον ενωσιακό χαρακτήρα του εισερχόμενου φυσικού αερίου, επανεξαγωγή κλπ.
Συνεπώς στην περίπτωση που υγροποιημένο φυσικό αέριο εισέρχεται στη χώρα μας θαλασσίως, και εναποτίθεται στις αποθηκευτικές εγκαταστάσεις στη νήσο Ρεβυθούσα, οι οποίες έχουν αναγνωριστεί ως χώροι προσωρινής εναπόθεσης υπό τη διαχείριση του ΔΕΣΦΑ, η εκφόρτωση του υγροποιημένου φυσικού αερίου μπορεί να γίνει μόνο στις συγκεκριμένες αποθηκευτικές εγκαταστάσεις του ΔΕΣΦΑ, και αρμόδιο Τελωνείο για την υποβολή διασάφησης και τον τελωνισμό του είναι το Τελωνείο Ελευσίνας.
Στην περίπτωση που υγροποιημένο φυσικό αέριο εισέρχεται στη χώρα μας οδικώς, η προσωρινή εναπόθεση και ο τελωνισμός του υγροποιημένου φυσικού αερίου δύναται να πραγματοποιηθεί σε οποιοδήποτε Τελωνείο έχει αρμοδιότητες τελωνισμού και βρίσκεται επί της διαδρομής του μεταφορικού μέσου.
Κάθε παρέκκλιση από τις διατάξεις της παρούσας Απόφασης θεωρείται ως τελωνειακή παράβαση, η οποία, υπό την επιφύλαξη των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα.
Τέλος, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας προς την οποία κοινοποιείται η παρούσα Απόφαση, παρακαλείται σε κάθε έκδοση νέας άδειας, για την έγγραφη ενημέρωση των εταιρειών που πραγματοποιούν εισαγωγή, εξαγωγή ή διαμετακόμιση φυσικού αερίου, περί της υποχρέωσης τήρησης τελωνειακών διατυπώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις της κοινοποιούμενης Απόφασης.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
ΔΔΘΕΚΑ Β 1140206 ΕΞ 2019 Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της περιφερειακής σύμβασης για πανευρωμεσογειακούς προτιμησιακούς κανόνες καταγωγής ή των πρωτοκόλλων για τους κανόνες καταγωγής που προβλέπουν διαγώνια σώρευση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών της παρούσας σύμβασης
Αθήνα, 11 Οκτωβρίου 2019
Αριθ. Πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Β 1140206 ΕΞ 2019
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΚ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ
ΤΜΗΜΑ Β'
Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 101 84, Αθήνα
Πληροφορίες: Ε. Καραβανά
Τηλέφωνο: 210-6987541
Fax: 210-6987506
E-Mail: d17-c@2001.syzefxis.gov.gr
Url: www.aade.gr
Θέμα: «Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της περιφερειακής
σύμβασης για πανευρωμεσογειακούς προτιμησιακούς κανόνες καταγωγής ή των
πρωτοκόλλων για τους κανόνες καταγωγής που προβλέπουν διαγώνια σώρευση μεταξύ
των συμβαλλομένων μερών της παρούσας σύμβασης».
ΣΧΕΤ.: 1) Η αριθ. πρωτ. ΔΔΘΕΚΑ Β 1069105 ΕΞ2019/14.05.2019 (ΑΔΑ:65Ν346ΜΠ3Ζ-Ι8Ρ)
διαταγή της υπηρεσίας μας (Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της
Περιφερειακής Σύμβασης για πανευρωμεσογειακούς προτιμησιακούς κανόνες καταγωγής
ή των πρωτοκόλλων για τους κανόνες καταγωγής που προβλέπουν διαγώνια σώρευση).
Σας κοινοποιούμε για ενημέρωση και εφαρμογή την εν θέματι αναφερόμενη ανακοίνωση
της Επιτροπής με αριθμό 2019/C 333/03, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη
Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο τεύχος C 333/04.10.2019. Η παρούσα
ανακοίνωση αντικαθιστά την ανακοίνωση 2019/C 158/06, η οποία κοινοποιήθηκε με
την ανωτέρω (1) σχετική.
Επί της κοινοποιούμενης ανακοίνωσης, επισημαίνονται τα ακόλουθα:
Ο Πίνακας 1 αποτελεί μια απλουστευμένη επισκόπηση των δυνατοτήτων
σώρευσης την 1η Σεπτεμβρίου 2019. Ειδικότερα, με την ένδειξη «Χ»
σημειώνεται η ύπαρξη συμφωνίας ελευθέρων συναλλαγών μεταξύ δυο εταίρων, η οποία
περιέχει κανόνες καταγωγής που επιτρέπουν τη σώρευση βάσει πανευρωμεσογειακών
προτύπων κανόνων καταγωγής. Για την εφαρμογή διαγώνιας σώρευσης μεταξύ τριών
εταίρων θα πρέπει να υπάρχει η ένδειξη «Χ» στα σημεία τομής του πίνακα για
όλους τους συνδυασμούς ζευγών μεταξύ των τριών εταίρων.
Στους Πίνακες 2 και 3 απεικονίζονται οι ημερομηνίες από τις οποίες αρχίζει να
εφαρμόζεται η διαγώνια σώρευση.
Ειδικότερα, οι ημερομηνίες στον Πίνακα 2 αφορούν: α) στην ημερομηνία
εφαρμογής της διαγώνιας σώρευσης, με βάση το άρθρο 3 του παραρτήματος Ι της
Περιφερειακής Σύμβασης για τους πανευρωμεσογειακούς κανόνες καταγωγής (εφεξής:
«Σύμβαση»), όπου η σχετική συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών παραπέμπει στη
Σύμβαση (Convention). Στις περιπτώσεις αυτές πριν από την ημερομηνία τίθεται
η ένδειξη «C» και β) στην ημερομηνία εφαρμογής των πρωτοκόλλων για τους κανόνες
καταγωγής, που προβλέπουν διαγώνια σώρευση, τα οποία επισυνάπτονται στη
σχετική συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών, στις λοιπές περιπτώσεις.
Οι ημερομηνίες στον Πίνακα 3 αναφέρονται στην ημερομηνία
εφαρμογής των πρωτοκόλλων για τους κανόνες καταγωγής που προβλέπουν διαγώνια
σώρευση, τα οποία επισυνάπτονται στις συμφωνίες ελευθέρων συναλλαγών μεταξύ
ΕΕ, Τουρκίας και των συμμετεχόντων στη Διαδικασία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης
της ΕΕ. Κάθε φορά που σε συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών που έχει συναφθεί
μεταξύ των μερών του Πίνακα 3, γίνεται αναφορά στη Σύμβαση, προστίθεται η
σχετική ημερομηνία στον Πίνακα 2 με την ένδειξη (C) πριν από αυτή.
Ειδικότερα:
- Στον Πίνακα 3 προστέθηκε η ημερομηνία «1.9.2019» στις αντίστοιχες
στήλες (σημείο τομής) μεταξύ Κοσσυφοπεδίου (KO) και Τουρκίας (TR),
υποδηλώνοντας την ημερομηνία εφαρμογής των πρωτοκόλλων για τους κανόνες
καταγωγής που προβλέπουν διαγώνια σώρευση, τα οποία επισυνάπτονται στη συμφωνία
ελευθέρων συναλλαγών μεταξύ Τουρκίας και Κοσσυφοπεδίου.
Κατά συνέπεια, στον Πίνακα 1, προστέθηκε η ένδειξη «Χ» στις
αντίστοιχες στήλες (σημείο τομής) μεταξύ Κοσσυφοπεδίου (KO) και Τουρκίας (TR),
υποδηλώνοντας την ύπαρξη συμφωνίας ελευθέρων συναλλαγών μεταξύ των δυο εταίρων,
η οποία περιέχει κανόνες καταγωγής που επιτρέπουν τη σώρευση βάσει
πανευρωμεσογειακών προτύπων κανόνων καταγωγής. Σημειώνουμε ότι, όπως αναφέρθηκε
ανωτέρω, για την εφαρμογή διαγώνιας σώρευσης μεταξύ τριών εταίρων θα
πρέπει να υπάρχει η ένδειξη «Χ» στα σημεία τομής του πίνακα για όλους τους
συνδυασμούς ζευγών μεταξύ των τριών εταίρων, π.χ για τους εταίρους ΕΕ,
Κοσσυφοπέδιο και Τουρκία, θα πρέπει να υπάρχει η ένδειξη «Χ» στο σημείο τομής
της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το Κοσσυφοπέδιο, της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία
και του Κοσσυφοπέδιου με την Τουρκία.
- Στον Πίνακα 2, προστέθηκε η ημερομηνία «1.6.2019» με την
ένδειξη (C) πριν από αυτή, στις αντίστοιχες στήλες (σημείο τομής) μεταξύ
Σερβίας (RS) και Τουρκίας (TR), υποδηλώνοντας ότι στη συμφωνία ελευθέρων
συναλλαγών που έχει συναφθεί μεταξύ των εν λόγω μερών, γίνεται αναφορά στη
Σύμβαση.
Οι επαγγελματικοί ή συνδικαλιστικοί φορείς προς τους οποίους κοινοποιείται η
παρούσα με τα συνημμένα της, παρακαλούνται όπως μεριμνήσουν για τη σχετική
ενημέρωση των μελών τους.
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΔΙΚΗΜΕΝΑΚΗ
67956/2019 Σύσταση Ομάδας Εργασίας για την επίσπευση των διαδικασιών αδειοδότησης και της λειτουργίας των υδατοδρομίων
Αθήνα, 03-10-2019
Αρ .πρωτ.: 67956
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΠΟΔΟΜΩΝ KAI ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΔΙΟΙΚ/ΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (Δ4)
TΜΗΜΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Ταχ.Δ/νση : Αναστάσεως 2 και Τσιγάντε
Ταχ.Κώδικας: 156 69-Παπάγου
Πληροφορίες: Μ.Παγώνη
Τηλέφωνο : 210 6508399
E-mail : m.pagoni@yme.gov.gr
ΘΕΜΑ: «Σύσταση Ομάδας Εργασίας για την επίσπευση των διαδικασιών αδειοδότησης και της λειτουργίας των υδατοδρομίων.»
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 3 β) του ν. 4622/2019 «Επιτελικό Κράτος, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των Κυβερνητικών Οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης» (Α΄133).
2. Τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν.4568/2018 «Θέματα υδατοδρομίων, αστικών οδικών μεταφορών και λοιπές διατάξεις» (Α΄178).
3. Τις διατάξεις του Π.Δ. 83/2019 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄121).
4. Τις διατάξεις του ΠΔ 123/2017 «Οργανισμός του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών» (Α΄151).
5. Τις διατάξεις των άρθρων 13, 14 & 15 του Δεύτερου Κεφαλαίου του Ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (45/Α’/1999), όπως ισχύει.
6. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Π.Δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (Α ΄98) και το γεγονός ότι από την απόφαση αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού στην παρούσα φάση.
7. Το με αρ.πρωτ.: οικ.67699/1650/10-09-2019 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού Μεταφορών και Οδικής Ασφάλειας.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ
Συστήνουμε Ομάδα Εργασίας για την επίσπευση των διαδικασιών αδειοδότησης και της λειτουργίας των υδατοδρομίων.
Έργο της Ομάδας Εργασίας είναι η επεξεργασία της δευτερογενούς νομοθεσίας, προκειμένου να καταστεί εφικτή η αδειοδότηση των υδατοδρομίων και η ανάπτυξη δικτύου υδατοδρομίων στη χώρα μας, όπως σχετικά προβλέπει η υφισταμένη νομοθεσία περί ανάπτυξης υδατοδρομίων.
Η Ομάδα Εργασίας έχει ως ειδικό αντικείμενο:
1) την επεξεργασία, την σύνταξη και την εισήγηση της δευτερογενούς νομοθεσίας για την ανάπτυξη των υδατοδρομίων, υπό μορφή παραδοτέων προς την Πολιτική Ηγεσία του Υπουργείου,
2) τον διυπουργικό συντονισμό και την συνεργασία με συναρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών ή άλλων Υπουργείων που εμπλέκονται στα θέματα ανάπτυξης των υδατοδρομίων με σκοπό τη συλλογή στοιχείων και πληροφοριών για την κατάρτιση του δευτερογενούς πλαισίου,
3) την παροχή υποστήριξης με κάθε άλλη ενέργεια απαραίτητη για τη θέση σε εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου για τα υδατοδρόμια (π.χ. σύνταξη πρότυπων αποφάσεων αδειοδότησης, διαχείριση παραβόλων, κλπ).
Η ανωτέρω Ομάδα Εργασίας συγκροτείται από στελέχη του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, τα οποία διαθέτουν τεχνογνωσία και εμπειρία σε θέματα αδειοδότησης εγκαταστάσεων, καθώς στην κατάρτιση δευτερογενούς νομοθεσίας και η γραμματειακή της υποστήριξή της θα γίνει από υπάλληλο της αρμόδιας Διεύθυνσης Ανάπτυξης Μεταφορών του Υπουργείου.
Το έργο της Ομάδας Εργασίας ολοκληρώνεται εντός τριών (3) μηνών από τη σύστασή της, με συνεδριάσεις και εκτός ωραρίου εργασίας.
Ο καθορισμός της τυχόν αποζημίωσης για υπερωριακή απασχόληση των μελών της ανωτέρω ομάδας εργασίας, θα γίνει με κοινή απόφαση του Γενικού Γραμματέα Μεταφορών και του Γενικού Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής.
Ο ορισμός των μελών της Ομάδας Εργασίας που συστήνεται με την παρούσα, θα γίνει με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών,
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ
ΦΒ1-Α/62651/634/2019 Παροχή πληροφοριών σχετικά με την υποβολή δικαιολογητικών του άρθρου 25 του ν. 4439/2016 (Α' 222)
Αρ. Πρωτ.: ΦΒ1-Α/62651/634
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ ΟΧΗΜΑΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΡΑΤΗΡΙΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΚΑΥΣΙΜΩΝ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Ταχ. Δ/νση : Αναστάσεως 2 και Τσιγάντε
Τ.Κ. : 156 69 Παπάγου
Πληροφορίες : Π. Κολοβού
Τηλέφωνο : 210 6508555
Fax : 2131308481
E-mail : dteo@yme.gov.gr
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΘΕΜΑ: Παροχή πληροφοριών σχετικά με την υποβολή δικαιολογητικών του άρθρου 25 του ν. 4439/2016 (Α΄ 222).
ΣΧΕΤ: Ο ν. 4439/2016 «Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/94/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2014 για την ανάπτυξη υποδομών εναλλακτικών καυσίμων, απλοποίηση διαδικασίας αδειοδότησης και άλλες διατάξεις πρατηρίων παροχής καυσίμων και ενέργειας και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 222).
Σε συνέχεια ερωτημάτων προς την Υπηρεσία μας, σας ενημερώνουμε ότι σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 4439/2016 (Α΄ 222) τα υφιστάμενα πρατήρια υγρών καυσίμων ή οι σταθμοί αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης εξοπλισμένοι με αντλίες υγρών καυσίμων που λειτουργούν στα ισόγεια κτιρίων με ορόφους, στους οποίους στεγάζονται όσες χρήσεις αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2801/2000 (Α΄ 46), στα οποία συμπεριλαμβάνονται και αυτά που λειτουργούν σε ισόγεια κτιρίων όπου άνωθεν αυτών στεγάζονται χρήσεις γραφείων και ξενοδοχείων, δύνανται να συνεχίσουν τη λειτουργία τους εφόσον, μετά από σχετική αίτηση στην αρμόδια Περιφερειακή Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών, εφαρμόσουν και εγκαταστήσουν ειδικά μέτρα και συσκευές, για την ενίσχυση της ασφαλούς λειτουργίας τους και την ελαχιστοποίηση των κινδύνων που απορρέουν από τη λειτουργία τους, σύμφωνα με τις υποδείξεις α΄ έως και στ΄ του άρθρου 25 του ν. 4439/2016 (Α΄ 222).
Όταν ολοκληρωθούν οι ανωτέρω εργασίες και εκδοθούν τα ανωτέρω πιστοποιητικά, το ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο υποβάλλει στην αρμόδια περιφερειακή Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών τα δικαιολογητικά α΄ έως ζ΄ του άρθρου 25 του ν. 4439/2016 (Α΄ 222). Στα εν λόγω δικαιολογητικά που προσκομίζονται δεν συμπεριλαμβάνεται η υποβολή οποιασδήποτε Διοικητικής πράξης από τις οικείες Υπηρεσίες Δόμησης για την εκτέλεση των εργασιών για την εγκατάσταση των ειδικών αυτών μέτρων και συσκευών.
Σε κάθε περίπτωση το σύνολο των εγκαταστάσεων των ανωτέρω πρατηρίων υγρών καυσίμων και των σταθμών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης εξοπλισμένων με αντλίες υγρών καυσίμων θα πρέπει να συμμορφώνεται με τις κείμενες πολεοδομικές διατάξεις.
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΕΦΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Ακριβές αντίγραφο
Ε. Ανδρέου
ΔΕΔ 2621/2019 Rebate - Δεν προβλέπεται έκδοση πιστωτικού πριν την έκδοση της απόφασης Α. 1035/2019
Καλλιθέα 16/09/2019
Αριθμός απόφασης: 2621
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ταχ. Δ/νση: Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κώδικας: 176 71 - Καλλιθέα
Τηλέφωνο: 2131604534
ΦΑΞ: 2131604567
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπ' όψη:
1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170), όπως ισχύει.
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036990 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε).»
γ. Της ΠΟΛ 1064/12.04.2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
2. Την ΠΟΛ 1069/4-3-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Την υπ' αριθμ. ΔΕΔ 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ 2759/ τ. Β'/ 01.09.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.
4. Την με ημερομηνία κατάθεσης 18/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία
« », ΑΦΜ , που εδρεύει στο , οδός , κατά της τεκμαιρόμενης αρνητικής απάντησης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών επί της με αρ. πρωτ /2018 επιφυλάξεως του άρθρου 20 του ν. 4174/2013 που υπεβλήθη από την προσφεύγουσα, συνημμένη στην με αριθμό καταχώρισης TAXISNET και ημερομηνία 20.12.2018 δήλωση Φ.Π.Α. για τη φορολογική περίοδο μηνός Νοεμβρίου έτους 2018 και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.
5. Τις απόψεις της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών.
6. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α 1 όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.
Επί της με ημερομηνία κατάθεσης 18/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « », η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:
Μετά την πάροδο απράκτου τριμήνου απορρίφθηκε σιωπηρά από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΑΘΗΝΩΝ η με αριθμ. πρωτ /2018 επιφύλαξη της ως άνω προσφεύγουσας εταιρείας που υπεβλήθη συνημμένη με την με αριθμό καταχώρισης TAXISNET και ημερομηνία 20.12.2018 Δήλωση Φόρου Προστιθέμενης Αξίας μηνός Νοεμβρίου 2018 Συγκεκριμένα η προσφεύγουσα εταιρεία υπέβαλε στις 20/12/2018 δήλωση Φ.Π.Α. της φορολογικής περιόδου 01/11- 30/11/2018, με την ένδειξη «Με επιφύλαξη», λαμβάνοντας αριθμό καταχώρησης Taxisnet
Εν συνεχεία την ίδια μέρα υπέβαλε ενώπιον της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΑΘΗΝΩΝ, την σχετική δήλωση επιφύλαξης σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν.4174/2013 με αριθμ. πρωτ /2018 καθόσον έκρινε ότι το ποσό του φόρου εκροών που αντιστοιχεί στην υποχρεωτικώς χορηγηθείσα έκπτωση (rebate) προς τα συνεργαζόμενα Νοσοκομεία, με βάση τις διατάξεις τόσο του εθνικού όσο και του ενωσιακού δικαίου σχετικά με τη μείωση της βάσης επιβολής του Φ.Π.Α. σε περίπτωση χορήγησης εκπτώσεων μετά την πραγματοποίηση των φορολογητέων πράξεων, δεν θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται στη φορολογητέα αξία για σκοπούς επιβολής Φ.Π.Α. και, ως εκ τούτου, το ποσό φόρου εκροών 182.405,12 Ευρώ με το οποίο έχει επιβαρυνθεί λόγω της υποχρεωτικώς χορηγηθείσας έκπτωσης και το οποίο έχει ήδη αποδώσει στο Ελληνικό Δημόσιο μέσω των αρχικών εμπρόθεσμων περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. που υπέβαλε κατά την φορολογική περίοδο έκδοσης των οικείων τιμολογίων πώλησης και παράδοσης φαρμακευτικών προϊόντων στα Νοσοκομεία, θα πρέπει να αχθεί σε αντίστοιχη μείωση της φορολογικής οφειλής της κατά το χρόνο χορήγησης της έκπτωσης, η οποία αποδεικνύεται νομίμως και προσηκόντως δια της εκδόσεως των σχετικών πιστωτικών τιμολογίων.
Η προσφεύγουσα εταιρεία με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά να γίνει δεκτή η εν λόγω προσφυγή, να ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΑΘΗΝΩΝ και να της επιστραφεί εντόκως το ποσό ΦΠΑ των 182.405,12 ευρώ, ως αχρεωστήτως καταβληθέν, προβάλλοντας τους παρακάτω ισχυρισμούς:
Μη νόμιμη η σιωπηρή απόρριψη της επιφύλαξης και, συνακόλουθα, εσφαλμένη και μη νόμιμη η άρνηση της Φορολογικής Διοίκησης να αναγνωρίσει το δικαίωμα της εταιρείας για μείωση της βάσης επιβολής του Φ.Π.Α. λόγω χορήγησης υποχρεωτικής εκ του νόμου έκπτωσης (rebate) στα Νοσοκομεία.
Βάσει των διατάξεων του άρθρου 35 του ν. 3918/2011, όπως ισχύουν από 1.01.2017 κατόπιν αντικατάστασής τους με την παρ. 1 του άρθρου 87 του ν. 4472/2017, η εταιρεία, υπό την ιδιότητά της ως κατόχου αδειών κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων του στην Ελλάδα, υποχρεούται ανά τρίμηνο σε επιστροφή ενός ενιαίου ποσού (γνωστού ως ενοποιημένου rebate), μεταξύ άλλων και προς τα Νοσοκομεία, με τη μορφή έκπτωσης επί της τιμής παραγωγού. Σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις και επί τη βάσει σχετικών επιστολών-γνωστοποιήσεων απόδοσης οφειλόμενων ποσών rebate που η εταιρεία έλαβε από τα Νοσοκομεία με τα οποία είχε συνεργασθεί εντός του έτους 2017, υποχρεώθηκε να χορηγήσει σε αυτά επιστροφή επί των συνολικών πωλήσεων φαρμακευτικών προϊόντων έτους 2017 διά εκδόσεως πιστωτικών τιμολογίων. Προς τούτο, εξέδωσε τον μήνα Νοέμβριο έτους 2018 ενενήντα εννέα (99) πιστωτικά τιμολόγια τα οποία αφορούν συνολικό ποσό επιστροφής rebate ύψους 3.227.393,42 Ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.
Η αξία των εκροών βάσει των ως άνω πιστωτικών τιμολογίων ανέρχεται σε ποσό 3.044.988,30 Ευρώ, ενώ ο φόρος εκροών που αναλογεί σε αυτήν (υπολογιζόμενος με εσωτερική υφαίρεση με συντελεστές 6% και 4%) ανέρχεται σε 182.405,12 Ευρώ.
Κατά την υποβολή της περιοδικής δήλωσης Φ.Π.Α. φορολογικής περιόδου μηνός Νοεμβρίου 2018 η εταιρεία δεν έλαβε υπόψη τα ως άνω πιστωτικά τιμολόγια και, ως εκ τούτου, δε μείωσε το σύνολο των φορολογητέων εκροών (κωδ. 307) της εν λόγω δήλωσης κατά το ως άνω ποσό 3.044.988,30 Ευρώ ούτε το ποσό του φόρου εκροών (κωδ. 337) κατά το ποσό 182.405,12 Ευρώ. Από την εν λόγω δήλωση προέκυψε χρεωστικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. ποσού 1.157.184,58 Ευρώ, το οποίο αποδόθηκε στη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών διαδοχικά δια συμψηφισμού με απαιτήσεις της. Ωστόσο, επειδή η εταιρεία διατηρούσε παράλληλα αμφιβολίες σχετικά με την ορθότητα του εν λόγω χειρισμού, υπέβαλε ταυτόχρονα την με αρ. πρωτ /2018 ρητή, ειδική και αιτιολογημένη επιφύλαξη του άρθρου 20 Κ.Φ.Δ., με την οποία επικαλέσθηκε ότι το ποσό του φόρου εκροών που αντιστοιχεί στην υποχρεωτικώς χορηγηθείσα έκπτωση (rebate) προς τα συνεργαζόμενα Νοσοκομεία, με βάση τις διατάξεις τόσο του εθνικού όσο και του ενωσιακού δικαίου σχετικά με τη μείωση της βάσης επιβολής του Φ.Π.Α. σε περίπτωση χορήγησης εκπτώσεων μετά την πραγματοποίηση των φορολογητέων πράξεων, δεν θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται στη φορολογητέα αξία για σκοπούς επιβολής Φ.Π.Α. και, ως εκ τούτου, το ποσό φόρου εκροών 182.405,12 Ευρώ με το οποίο έχει επιβαρυνθεί λόγω της υποχρεωτικώς χορηγηθείσας έκπτωσης και το οποίο έχει ήδη αποδώσει στο Ελληνικό Δημόσιο μέσω των αρχικών εμπρόθεσμων περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. που υπέβαλε κατά την φορολογική περίοδο έκδοσης των οικείων τιμολογίων πώλησης και παράδοσης φαρμακευτικών προϊόντων στα Νοσοκομεία, θα πρέπει να αχθεί σε αντίστοιχη μείωση της φορολογικής οφειλής της κατά το χρόνο χορήγησης της έκπτωσης, η οποία αποδεικνύεται νομίμως και προσηκόντως δια της εκδόσεως των σχετικών πιστωτικών τιμολογίων.
Ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών παρέλειψε να απαντήσει στην επιφύλαξη εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των ενενήντα (90) ημερών από την υποβολή της φορολογικής δήλωσης με επιφύλαξη (άρθρο 20 παρ. 1 Κ.Φ.Δ.).
Η Φορολογική Διοίκηση, δια της υπ' αριθμ. 1035/2019 (ΦΕΚ Β' 235/5.02.2019) Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, με την οποία τροποποιήθηκε η προγενέστερη Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ΠΟΛ 1115/2016 που είχε εκδοθεί αρχικά μόνο εν σχέσει με την φορολογική αντιμετώπιση της επιστροφής χρηματικών ποσών (clawback) βάσει των διατάξεων του άρθρου 11 του ν. 4052/2012 ανακαλώντας κατ' ουσίαν την παλαιότερη θέση της (ΠΟΛ 1078/2012) κατά την οποία τα ποσά αυτά επιστροφής συνιστούν «εισφορά» των φαρμακευτικών εταιρειών υπέρ των ΦΚΑ και άρα βρίσκονται εκτός πεδίου Φ.Π.Α., αναγνώρισε ρητά το δικαίωμα μείωσης της φορολογητέας αξίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 5 περ. α' του Κώδικα Φ.Π.Α., στα ποσά των υποχρεωτικών εκπτώσεων-επιστροφών που χορηγούν οι ΚΑΚ φαρμακευτικών προϊόντων δυνάμει του άρθρου 35 παρ. 3 του ν. 3918/2011, όπως οι επίμαχες. Διευκρίνισε δε ότι προς τούτο προβλέπεται η έκδοση πιστωτικού τιμολογίου σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 8 των ΕΛΠ, το οποίο εκδίδεται μέχρι την 15η ημέρα του επόμενου μήνα από το χρόνο που γεννάται η υποχρέωση χορήγησης της έκπτωσης. Λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την παρεμπίπτουσα κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας στις αποφάσεις υπ' αριθμ. 3447-3450/2015 και 1282/2017, η οποία μάλιστα προσφάτως υιοθετήθηκε από τη Φορολογική Διοίκηση και εκφράσθηκε στην υπ' αριθμ. 1035/2019 (ΦΕΚ Β' 235/5.02.2019) Απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, συνάγεται εύλογα ότι ο περιορισμός των χρηματικών απαιτήσεων που διατηρούν οι ΚΑΚ φαρμακευτικών προϊόντων έναντι των Νοσοκομείων, ο οποίος επιβάλλεται από τις διατάξεις του άρθρου 35 του ν. 3918/2011, όπως ισχύει, και ο οποίος δεν εδράζεται στη βούληση των ΚΑΚ, αλλά επιβάλλεται μονομερώς με διατάξεις διοικητικού δικαίου, ισοδυναμεί με υποχρεωτική εκ του νόμου χορηγούμενη έκπτωση από τους ΚΑΚ προς τα Νοσοκομεία, καθώς, όπως είναι προφανές στην υπό κρίση περίπτωση, η εταιρεία δεν μπορούσε να διαθέσει κατά το δοκούν το σύνολο του τιμήματος που εισέπραξε κατά την πώληση των προϊόντων της στα Νοσοκομεία.
Η άρνηση της φορολογικής αρχής να κάνει δεκτή την επιφύλαξη και, ως εκ τούτου, την μείωση της φορολογητέας αξίας στην υπό κρίση περίπτωση προσκρούει ευθέως στις ως άνω διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 5 περ. α' του Κώδικα Φ.Π.Α. και του άρθρου 90 παρ. 1 της Οδηγίας Φ.Π.Α., ενώ παραβιάζει και την θεμελιώδη αρχή της ουδετερότητας του φόρου που διέπει το κοινό σύστημα Φ.Π.Α. Περαιτέρω δε, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προσφάτως εκφρασθείσα στην υπ' αριθμ. 1035/2019 Απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων θετική θέση της Διοίκησης σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 5 περ. α' του Κώδικα Φ.Π.Α., στην περίπτωση των υποχρεωτικών εκπτώσεων-επιστροφών (rebate) που χορηγούν οι ΚΑΚ φαρμακευτικών προϊόντων δυνάμει του άρθρου 35 παρ. 3 του ν. 3918/2011.
Επειδή στο άρθρο 35 του ν.3918/2011 ορίζεται: «1. α) Για κάθε φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα που συνταγογραφείται από ιατρό και το τίμημα του οποίου καλύπτεται από τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.), συμπεριλαμβανομένου του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ.) και του Οίκου Ναύτου, θεσπίζεται «τιμή κοινωνικής ασφάλισης» (εφεξής Τ.Κ.Α.) η οποία συνίσταται στην τιμή παραγωγού ή εισαγωγέα, όπως αυτή ορίζεται από τις αγορανομικές διατάξεις μειωμένη κατά 4%. Οι Φ.Κ.Α. καλύπτουν τη δαπάνη χορήγησης των συνταγογραφούμενων φαρμάκων μέχρι του ποσού της λιανικής τιμής μειωμένης κατά το ποσό της συμμετοχής του ασφαλισμένου και της προκύπτουσας διαφοράς μεταξύ της τιμής παραγωγού ή εισαγωγέα και της Τ.Κ.Α.. Η δαπάνη που αφορά το παρακρατούμενο 4% βαρύνει αποκλειστικά τη φαρμακοβιομηχανία ή τους κατόχους της άδειας κυκλοφορίας των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων και θεωρείται «επιστροφή» (rebate) των φαρμακευτικών εταιριών και των κατόχων άδειας κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων προς τους Φ.Κ.Α..
Επειδή εν συνεχεία με το άρθρο 36 παρ.1 του ν.4025/2011 προστέθηκαν στο άρθρο 12 του Ν. 3816/2010 (Α' 6) οι παράγραφοι 3, 4, 5 και 6 ως ακολούθως:
«3.α) Για την ένταξη κάθε φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος στο θετικό κατάλογο συνταγογραφούμενων φαρμάκων του εδαφίου α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου θεσπίζεται εφάπαξ εισφορά ως τέλος εισόδου, ίση με το τέσσερα τοις εκατό (4%) επί της τιμής παραγωγού ή εισαγωγέα (ex-factory) του κάθε φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος και βαρύνει αποκλειστικά τις φαρμακευτικές εταιρείες ή τους κατόχους άδειας κυκλοφορίας (ΚΑΚ) φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων.
β) Το ποσό που υποχρεούται να αποδώσει κάθε φαρμακευτική εταιρεία ή κάτοχος άδειας κυκλοφορίας φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων προκύπτει με βάση στοιχεία του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων, από το σύνολο των πωλήσεων αυτών σε νοσοκομεία, φαρμακαποθήκες και φαρμακεία κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2011 μέχρι 30.6.2011, πολλαπλασιασμένου επί δύο (2). Το σύνολο των πωλήσεων υπολογίζεται σε τιμή παραγωγού ή εισαγωγέα, όπως αυτή ορίζεται από τη με αριθμό ΔΥΓ3δ/οικ.66084 «Διατάξεις Τιμολόγησης Φαρμάκων» (Β' 1231) υπουργική απόφαση.
γ) Ο ΕΟΦ μέχρι τις 10.10.2011 υποχρεούται να συντάξει και να αποστείλει στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων επίσημη κατάσταση με τις πωλήσεις κάθε φαρμακευτικής εταιρείας ανά προϊόν και να υπολογίσει το ποσό, το οποίο θα πρέπει να αποδώσει η κάθε υπόχρεη φαρμακευτική εταιρεία ή ο κάτοχος άδειας κυκλοφορίας φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος.
δ) Κάθε φαρμακευτική εταιρία ή κάτοχος αδειών κυκλοφορίας φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων υποχρεούται να αποδίδει το τέλος εισόδου σε Λογαριασμό Τραπέζης, που καθορίζεται από τις υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων μέχρι τις 15.11.2011. Σε περίπτωση υπάρξεως και τοπικού αντιπροσώπου, η γνωστοποίηση του υπολογισθέντος ποσού και η απόδοση στο λογαριασμό γίνεται από τον Κάτοχο Άδειας Κυκλοφορίας με μέριμνα του τοπικού αντιπροσώπου. Οι εταιρείες δικαιούνται βεβαίωσης καταβολής του ποσού για φορολογική χρήση.
ε) Στις Διευθύνσεις Οικονομικού και Ασφάλισης Ασθένειας και Μητρότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανατίθεται ο συντονισμός, η επεξεργασία και κάθε άλλη αναγκαία ενέργεια για την υλοποίηση της εν λόγω διάταξης. Σε περίπτωση μη απόδοσης του τέλους εισόδου από τους υπόχρεους μέχρι τις 15.11.2011, το φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα αποκλείεται αυτοδίκαια από το θετικό κατάλογο συνταγογραφούμενων φαρμάκων. Η ευθύνη ενημέρωσης όλων των αρμόδιων φορέων για τον αποκλεισμό φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων από το θετικό κατάλογο λόγω μη καταβολής του ως άνω τέλους εισόδου ανήκει στην Διεύθυνση Ασφάλισης Ασθένειας και Μητρότητας της Γ.Γ.Κ.Α..»
4. Για κάθε νέο φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα, που θα εγκρίνεται στο θετικό κατάλογο συνταγογραφούμενων φαρμάκων θεσπίζεται πάγια εφάπαξ εισφορά, ως τέλος εισόδου, ποσού δύο χιλιάδων ευρώ για την πρώτη περιεκτικότητα και χιλίων ευρώ για καθεμία από τις υπόλοιπες περιεκτικότητές του.
5. α) Για τη συμμετοχή των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων στο θετικό κατάλογο συνταγογραφούμενων φαρμάκων κάθε φαρμακευτική εταιρεία ή κάτοχος άδειας κυκλοφορίας φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων υποχρεούται να έχει εξοφλήσει το συνολικό ποσό της «επιστροφής» (rebate) του έτους 2011, μέχρι τις 15.11.2011, προκειμένου τα φαρμακευτικά σκευάσματα να συμμετέχουν στο θετικό κατάλογο μετά την 1.1.2012.
β) Το συνολικό ποσό της «επιστροφής» (rebate) του 2011, θα υπολογιστεί με βάση το ποσό που αναλογεί για το διάστημα από 1.1.2011 έως 30.4.2011 (α' τετράμηνο 2011), πολλαπλασιαζόμενο επί τρία (3). Ο υπολογισμός του ποσού (rebate) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2011 έως 28.2.2011 γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 6 του άρθρου 35 του Ν.3697/2008 (Α' 194), ενώ για το χρονικό διάστημα από 1.3.2011 έως 30.4.2011 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35 του Ν. 3918/2011 (Α' 31).
γ) Ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων υποχρεούται μέχρι τις 10.10.2011 να συντάξει και να αποστείλει στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατάσταση με τις συνολικές πωλήσεις κάθε φαρμακευτικής εταιρείας ανά προϊόν και να υπολογίσει το ποσό, το οποίο θα πρέπει να αποδοθεί από την υπόχρεη φαρμακευτική εταιρεία ή κάτοχο άδειας κυκλοφορίας.
δ) Κάθε φαρμακευτική εταιρία ή κάτοχος αδειών κυκλοφορίας φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων υποχρεούται να αποδώσει το σύνολο του ποσού επιστροφής (rebate) του έτους 2011 μέχρι τις 15.11.2011, σε λογαριασμό τραπέζης, που καθορίζεται από τις υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Σε περίπτωση υπάρξεως και τοπικού αντιπροσώπου, η γνωστοποίηση του υπολογισθέντος ποσού και η απόδοση στο λογαριασμό γίνεται από τον Κάτοχο Άδειας Κυκλοφορίας με μέριμνα του τοπικού αντιπροσώπου. Οι εταιρείες δικαιούνται να λάβουν βεβαίωση καταβολής του ποσού για φορολογική χρήση. Σε περίπτωση μη απόδοσης του συνόλου του ποσού επιστροφής (rebate) έτους 2011 μέχρι τις 15.11.2011 επιβάλλεται ποινή αποκλεισμού του φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος από το θετικό κατάλογο συνταγογραφούμενων φαρμάκων.
ε) Στις Διευθύνσεις Οικονομικού και Ασφάλισης Ασθένειας και Μητρότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανατίθεται ο συντονισμός, η επεξεργασία και κάθε άλλη αναγκαία ενέργεια για την υλοποίηση των ανωτέρω διατάξεων.
6. Για τα φάρμακα που εντάσσονται στη θετική λίστα και έχουν τιμή υψηλότερη από την τιμή αναφοράς της θεραπευτικής κατηγορίας στην οποία ανήκουν, το ποσό επιστροφής (rebate) που θα πρέπει να καταβάλλουν, με βάση τη διαφορά αυτή, θα υπολογιστεί μετά την εκδίκαση και έκδοση των σχετικών αποφάσεων από τη Δευτεροβάθμια Επιτροπή Λίστας.».
Επειδή με το άρθρο 22 του ν.4052/2012 η παράγραφος 1 του άρθρου 35 του Ν. 3918/2011 (Α' 31) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1.α) Για κάθε φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα που συνταγογραφείται από ιατρό και το τίμημα του οποίου καλύπτεται από τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.), τον Ενιαίο Οργανισμό Παροχών Υγειονομικής Περίθαλψης (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) και τον Οίκο Ναύτου, θεσπίζεται «τιμή κοινωνικής ασφάλισης» (εφεξής Τ.Κ.Α.) η οποία συνίσταται στην τιμή παραγωγού ή εισαγωγέα, όπως αυτή ορίζεται στην κάθε φορά ισχύουσα υπουργική απόφαση που καθορίζει τον τρόπο τιμολόγησης των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων μειωμένη κατά 9%. Οι Φ.Κ.Α. καλύπτουν τη δαπάνη χορήγησης των συνταγογραφούμενων φαρμάκων μέχρι του ποσού της λιανικής τιμής μειωμένης κατά το ποσό της συμμετοχής του ασφαλισμένου και της προκύπτουσας διαφοράς μεταξύ της τιμής παραγωγού ή εισαγωγέα και της Τ.Κ.Α.. Η δαπάνη που αφορά το παρακρατούμενο 9% βαρύνει αποκλειστικά τους κατόχους της άδειας κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων και θεωρείται «επιστροφή» (rebate) των Κ.Α.Κ. των φαρμακευτικών προϊόντων προς τους Φ.Κ.Α. και τον Ε.Ο.Π.ΥΥ..
β) Το ποσό που υποχρεούται να αποδώσει κάθε εταιρεία ή κάτοχος άδειας κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων προκύπτει από τα στοιχεία των συνολικών πωλήσεών της ανά φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα, αφού αφαιρεθούν οι πωλήσεις προς τα νοσοκομεία και οι παράλληλες εξαγωγές σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Ε.Ο.Φ.). Για τον υπολογισμό του ποσού λαμβάνεται υπόψη η σχέση δημόσιας προς ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη, ήτοι 80% - 20%.
γ) Επιπροσθέτως των διατάξεων των προηγούμενων περιπτώσεων α' και β' οι ΚΑΚ κάθε τρίμηνο, αρχής γενομένης από 1-1-2012 υποχρεούνται σε πρόσθετη κλιμακούμενη επιστροφή «rebate» ανάλογα με τον συνολικό όγκο πωλήσεων του κάθε φαρμακευτικού προϊόντος του προηγούμενου τριμήνου, ...».
Επειδή με το άρθρο 87 του ν.4472/2017 τροποποιήθηκε ο υπολογισμός του ως άνω rebate και συγκεκριμένα το άρθρο 35 του Ν. 3918/2011 (Α' 31) αντικαταστάθηκε ως εξής: «1. Για κάθε φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα που συνταγογραφείται από ιατρό και το τίμημα του οποίου καλύπτεται από τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) και τον Εθνικό Οργανισμό Παροχών Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) θεσπίζεται «τιμή κοινωνικής ασφάλισης» (εφεξής Τ.Κ.Α.), η οποία συνίσταται επί της τιμής παραγωγού και εισαγωγέα, όπως αυτή ορίζεται στην εκάστοτε ισχύουσα υπουργική απόφαση που καθορίζει τον τρόπο τιμολόγησης των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, μειωμένη κατά τα ποσοστά επιπρόσθετης έκπτωσης των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου.
2. Τα φαρμακεία του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., τα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. και των αποκεντρωμένων μονάδων αυτών, το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, το Νοσοκομείο Παπαγεωργίου, καθώς και όλα τα νοσοκομεία του Δημοσίου οποιασδήποτε μορφής προμηθεύονται τα φαρμακευτικά προϊόντα με ποσοστό έκπτωσης 5% επί της νοσοκομειακής τιμής, όπως αυτή η τιμή εκάστοτε καθορίζεται στην ισχύουσα υπουργική απόφαση που καθορίζει τον τρόπο τιμολόγησης των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων. Το ποσό της έκπτωσης του 5% ως άνω υπολογίζεται επί του τιμολογίου αγοράς των νοσοκομείων. Εξαιρούνται τα φαρμακευτικά προϊόντα που θα ενταχθούν στη διαγωνιστική διαδικασία εφόσον η τιμή με την οποία θα κατακυρωθούν στο διαγωνισμό, είναι μικρότερη από αυτήν που προκύπτει από την προηγούμενη επιστροφή επί της νοσοκομειακής τιμής. Το ποσοστό αυτής της έκπτωσης συνυπολογίζεται και αφαιρείται κατά τον τελικό υπολογισμό του συνολικού ποσοστού επιστροφής (rebate) που ορίζεται στην επόμενη παράγραφο.
3. Οι Κάτοχοι Άδειας Κυκλοφορίας φαρμάκων (ΚΑΚ) υποχρεούνται κάθε τρίμηνο σε ποσό επιστροφής ίσο με το ποσοστό επί των συνολικών πωλήσεων, του προηγούμενου τριμήνου όλων των συσκευασιών, περιεκτικοτήτων και μορφών του εκάστοτε φαρμακευτικού προϊόντος, σύμφωνα με τον τύπο ...
Το τελικό ποσό που καλείται να επιστρέψει κάθε Κ.Α.Κ. προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ανωτέρω ποσοστού ( ) με τις συνολικές πωλήσεις του προηγούμενου τριμήνου όλων των συσκευασιών, περιεκτικοτήτων και μορφών του εκάστοτε φαρμακευτικού προϊόντος που υπολογίζονται στη βάση της τιμής παραγωγού, όπως ορίζεται από τις υπουργικές αποφάσεις τιμολόγησης. Για την απόδοση του πρόσθετου ποσού επιστροφής λαμβάνονται υπόψη οι πωλήσεις του προηγούμενου τριμήνου βάσει των στοιχείων που αντλεί ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και οι Φ.Κ.Α. από το σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, το σύστημα σάρωσης συνταγών του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και από το άθροισμα των τιμολογίων που εκδίδουν οι φαρμακευτικές εταιρείες προς τα φαρμακεία του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. στο σύνολό τους και σε κάθε νοσοκομείο του Ε.Σ.Υ. ξεχωριστά. Το ποσό καταβάλλεται αντίστοιχα για το πρώτο τρίμηνο μέχρι 31 Μαΐου, για το δεύτερο τρίμηνο μέχρι 31 Αυγούστου, για το τρίτο τρίμηνο μέχρι 30 Νοεμβρίου του ίδιου έτους και για το τέταρτο τρίμηνο μέχρι 28 Φεβρουαρίου του επόμενου έτους. Η είσπραξη των εν λόγω ποσών γίνεται αποκλειστικά με ευθύνη και μέριμνα των υπηρεσιών των φορέων, στα πλαίσια περιστολής της φαρμακευτικής δαπάνης. Για τους φορείς που δεν διαθέτουν σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης ή σάρωσης συνταγών το ποσό που υποχρεούται να αποδώσει κάθε εταιρεία ή κάτοχος άδειας κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων προκύπτει από τα στοιχεία των συνολικών πωλήσεών της ανά φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα, αφού αφαιρεθούν οι πωλήσεις προς τα νοσοκομεία και οι παράλληλες εξαγωγές σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Ε.Ο.Φ.) και για τον υπολογισμό του ποσού αυτού λαμβάνεται υπόψη η σχέση δημόσιας προς ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη, ήτοι 80% - 20%.
4. Η καταβολή του ποσού επιστροφής των παραγράφων 2 και 3 από τον Κ.Α.Κ. ή φαρμακευτική εταιρεία μπορεί να γίνει είτε με απευθείας κατάθεση μετρητών στον λογαριασμό του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ή του ΦΚΑ και του νοσοκομείου, είτε μέσω συμψηφισμού του ποσού επιστροφής με αντίστοιχες οφειλές του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ή του νοσοκομείου προς τις φαρμακευτικές εταιρείες για προμήθεια φαρμάκων στα φαρμακεία τους.
5. Ο Ε.Ο.Π.Π.Υ. δύναται να συμψηφίζει με απόφαση Διοικητικού Συμβουλίου τα οφειλόμενα από τους Κατόχους Άδειας Κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων ποσά, που προκύπτουν από την υποχρέωσή τους επιστροφής (rebate) των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, με ισόποσες οφειλές του προς τους Κ.Α.Κ., από την προμήθεια φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων για τα φαρμακεία του, τα Νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ., τους συμβεβλημένους παρόχους και τους εποπτευόμενους από το Υπουργείο Υγείας Φορείς και Οργανισμούς καθώς και τα υπαγόμενα σε αυτό Ν.Π.Ι.Δ.. και Ν.Π.Δ.Δ. Εφόσον μετά τον συμψηφισμό ως ανωτέρω, παραμένει ανεξόφλητο ποσό απαιτήσεων ή σε περίπτωση κατά την οποία φαρμακευτικές εταιρείες ή Κ.Α.Κ. φαρμακευτικών σκευασμάτων δεν έχουν απαιτήσεις έναντι του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., αλλά μόνο έναντι νοσοκομείων, τότε οι απαιτήσεις του Ε.Ο.Π.Π.Υ. έναντι των φαρμακευτικών εταιρειών ή των Κ.ΑΚ από το ποσό επιστροφής (rebate) που προβλέπεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου δύνανται να εκχωρούνται κατόπιν απόφασης του Διοικητικού του Συμβουλίου, προς τα νοσοκομεία έναντι καταβολής νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης ασφαλισμένων του, τα δε νοσοκομεία συμψηφίζουν υποχρεωτικά το ποσό των ανωτέρω εκχωρούμενων προς αυτά απαιτήσεων με οφειλές τους προς τις φαρμακευτικές εταιρείες και τους Κ.Α.Κ. φαρμακευτικών σκευασμάτων. Ο συμψηφισμός γίνεται μόνο μεταξύ των εκχωρηθέντων προς τα νοσοκομεία, κατά το προηγούμενο εδάφιο, απαιτήσεων και εκκαθαρισμένων οφειλών των νοσοκομείων προς φαρμακευτικές εταιρείες ή Κατόχους Αδείας Κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) φαρμακευτικών σκευασμάτων που δημιουργήθηκαν εντός του ίδιου έτους. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας καθορίζονται τα ποσά που κάθε φορά εκχωρούνται και συμψηφίζονται κατά τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, η σχετική διαδικασία, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προηγούμενων εδαφίων.
6. α) Σε περίπτωση μη έγκαιρης απόδοσης του ποσού επιστροφής των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, αυτά εισπράττονται με τη διαδικασία του Κ.Ε.Δ.Ε..
β) Τα φαρμακευτικά προϊόντα για τα οποία δεν αποδόθηκε το ποσό της επιστροφής διαγράφονται από τον κατάλογο αποζημιούμενων φαρμάκων της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 3816/2010 . γ) Οι εταιρείες δικαιούνται βεβαίωσης καταβολής του ποσού επιστροφής για φορολογική χρήση.
7. Για τα εμβόλια του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών και τα φάρμακα που εισάγονται μέσω ΙΦΕΤ, οι Κάτοχοι Άδειας Κυκλοφορίας απαλλάσσονται της υποχρέωσης καταβολής των επιστροφών του παρόντος.
8. Για τις ειδικές περιπτώσεις που επιλέγεται φάρμακο το οποίο δεν διαθέτει γενόσημο ή μια θεραπευτική κατηγορία στο σύνολό της περιέχει μία μοναδική ή περισσότερες δραστικές ουσίες χωρίς γενόσημα φάρμακα, όπου επιλέγεται φάρμακο με λιανική τιμή υψηλότερη από την τιμή αποζημίωσης, ο ασθενής καλύπτει εκτός από την προβλεπόμενη θεσμοθετημένη συμμετοχή το ήμισυ της διαφοράς μεταξύ της τιμής αποζημίωσης και της λιανικής τιμής του φαρμάκου.
9. Στην περίπτωση των φαρμάκων της περίπτωσης α' της παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 3816/2010 , τα οποία χορηγούνται από ιδιωτικά φαρμακεία, ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. επιβάλει πέραν του rebate της παραγράφου 1 του παρόντος rebate τέτοιο ώστε η τελική τιμή αγοράς για τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. να είναι αντίστοιχη με εκείνη που επιτυγχάνεται όταν προμηθεύεται το φάρμακο αυτό από τα φαρμακεία του.».
2. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας, μετά από πρόταση του Δ.Σ. του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., η οποία λαμβάνει υπόψη της τη γνώμη της Επιτροπής του άρθρου 15 της υπουργική απόφαση οικ. 3457/2014 (Β' 64), δύνανται να τίθενται ετήσιοι προϋπολογισμοί φαρμακευτικής δαπάνης σε επίπεδο φαρμάκου, δραστικής ουσίας (ATC5) ή θεραπευτικής κατηγορίας (ATC4). Η ρύθμιση αυτή δύναται να εφαρμόζεται ειδικότερα σε περιπτώσεις εισαγωγής πολλών νέων φαρμάκων σε συγκεκριμένες θεραπευτικές κατηγορίες. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι επιμέρους στόχοι συνυπολογίζονται στον καθορισμό της υπέρβασης της φαρμακευτικής δαπάνης του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και στον επιμερισμό της υπέρβασης ανά φαρμακευτική εταιρεία ή κάτοχο άδειας κυκλοφορίας. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η υπ'αριθμ. οικ.Γ5/63587/2015 υπουργική απόφαση (Β' 1803). 3. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας, μετά από πρόταση της Επιτροπής του άρθρου 15 της υπουργικής απόφασης οικ. 3457/2014 (Β' 64), η οποία υποχρεωτικά ενσωματώνει τους συνταγογραφικούς περιορισμούς της Επιτροπής της περίπτωσης γ' της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 3816/2010 (Επιτροπή Θετικής Λίστας), για μεμονωμένα φάρμακα ή ομάδες φαρμάκων ή για φάρμακα για τα οποία έχει τεθεί ετήσιος προϋπολογισμός φαρμακευτικής δαπάνης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο του παρόντος άρθρου, δύνανται να εκδίδονται πρωτόκολλα συνταγογράφησης, η τήρηση των οποίων καθίσταται υποχρεωτική για την αποζημίωση των φαρμάκων αυτών. Η ως άνω επιτροπή για την ανάπτυξη των πρωτοκόλλων συνταγογράφησης λαμβάνει υπόψη της επιστημονικά κριτήρια, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων επιδημιολογικής συχνότητας (επιπολασμός και επίπτωση) και αναγκών κάλυψης σε νόσους και νοσηλείες, καθώς επίσης και οικονομικά κριτήρια, στα οποία συμπεριλαμβάνεται η δημοσιονομική επίπτωση της αποζημίωσης του φαρμάκου βάσει της τιμής αποζημίωσης, όπως εκάστοτε καθορίζεται. Για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης, η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 4208/2013 (Α' 252) στέλνει άμεσα το τυχόν αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης στην Επιτροπή Θετικής Λίστας για να ενσωματωθούν στις εισηγήσεις της...
9. Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται αναδρομικά από 1.1.2017, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο παρόν άρθρο.».
Επειδή από την Φορολογική Διοίκηση με την ΠΟΛ.1078/2012 έχει γίνει δεκτό ότι το ποσό rebate συνιστά εισφορά των φαρμακευτικών επιχειρήσεων υπέρ των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, βαρύνει ως παραγωγική δαπάνη τα ακαθάριστα έσοδα του έτους εντός του οποίου καταβάλλεται και συνεπώς είναι εκτός πεδίου εφαρμογής του ΦΠΑ. Περαιτέρω και με τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013 τα ποσά rebate που αποδίδονται στον ΕΟΠΥΥ μειώνουν τα ακαθάριστα έσοδα του έτους εντός του οποίου καταβλήθηκαν.
Επειδή με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 4052/2012 αντικαταστάθηκε το άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 3918/2011 και επεβλήθη στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις, κατόχους των αδειών κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, προκειμένου για κάθε συνταγογραφούμενο από ιατρό φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα, το τίμημα του οποίου καλύπτεται από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης (Φ.Κ.Α.), τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και τον Οίκο Ναύτου, η υποχρέωση αφ' ενός «επιστροφής» στους εν λόγω φορείς ποσού ανερχομένου σε ποσοστό (9%) επί της τιμής παραγωγού ή εισαγωγέως και αφ' ετέρου «πρόσθετης επιστροφής», ήτοι ποσού κλιμακούμενου αναλόγως του όγκου πωλήσεων εκάστου φαρμάκου σε ορισμένη χρονική περίοδο.
Τα εν λόγω μέτρα (rebate), με τα οποία επιδιώκεται, κατά τα προκύπτοντα από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ανωτέρω νόμου, η μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, συνίστανται σε περιορισμό χρηματικών απαιτήσεων που απορρέουν από εξωνοσοκομειακές πωλήσεις φαρμάκων προς χρήση των ασφαλισμένων των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως (Φ.Κ.Α.) με (ολική ή μερική, κατά περίπτωση) κάλυψη της δαπάνης από τους Φ.Κ.Α. και όχι σε επιβολή φόρου ή κοινωνικής εισφοράς ως πόρου των Φ.Κ.Α. (σκέψη 5-ΣτΕ 3447,3448,3449,3450/2015,1282/2017).
Επειδή, επιπλέον με τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν.4052/2012 και της Κ.Υ.Α. Φ.42000/8809/1081/4.5.2012, δεν επεβλήθη ανταποδοτικό τέλος, φόρος ή κοινωνική εισφορά ως πόρος των φορέων κοινωνικής ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) ούτε επεβλήθη περιορισμός, γενικώς, των απαιτήσεων από τις πωλήσεις των φαρμάκων. Με τις διατάξεις αυτές θεσπίσθηκε υποχρέωση «επιστροφής» και «πρόσθετης κλιμακούμενης επιστροφής» ως περιορισμός των χρηματικών απαιτήσεων των κατόχων αδειών κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) φαρμακευτικών προϊόντων κατά των Φ.Κ.Α. από τις εξωνοσοκομειακές πωλήσεις φαρμάκων συνταγογραφούμενων ιδιοσκευασμάτων) προς χρήση των ασφαλισμένων των Φ.Κ.Α., των οποίων (πωλήσεων) τη δαπάνη καλύπτουν ολικώς ή μερικώς οι Φ.Κ.Α.( σκ.10-ΣτΕ 1282/2017).
Επειδή, για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, ιδίως δε για την αντιμετώπιση οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, ο περιορισμός της δημόσιας δαπάνης, με αντίστοιχο περιορισμό χρηματικών απαιτήσεων που απορρέουν από τις εξωνοσοκομειακές πωλήσεις φαρμάκων με κάλυψη της δαπάνης (ολική ή μερική) από τους Φ.Κ.Α., είναι επιτρεπτός κατά το Σύνταγμα, εάν κατά την κρίση του νομοθέτη, που υπόκειται στον οριακό έλεγχο συνταγματικότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποτελεί πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο, μη απαιτουμένης και προηγούμενης ειδικής μελέτης για την θέσπισή του.(σκ.10-ΣτΕ 1282/2017). Περαιτέρω, τα εν λόγω μέτρα «επιστροφής» και «πρόσθετης κλιμακούμενης επιστροφής» συμβάλλουν στην βελτίωση των οικονομικών των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και εντεύθεν στην διατήρηση του αντίστοιχου -σημαντικού- κύκλου εργασιών των δραστηριοποιουμένων στον χώρο αυτόν επιχειρήσεων, χωρίς να επιβαρύνουν τις λοιπές επιχειρηματικές δραστηριότητές τους στην αγορά του φαρμάκου, ενώ, κατά τα ρητώς προβλεπόμενα στο ως άνω άρθρο 22 του ν. 4052/2012, το ποσό της «επιστροφής» εκπίπτει, ως παραγωγική δαπάνη, από τα ακαθάριστα έσοδα των υπόχρεων, σύμφωνα με τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας (άρθρο 31 παρ. 1 περ. ε' ν. 2238/1994, Α' 151).(σκ.10-ΣτΕ 1282/2017).
Επειδή από την ως άνω νομολογία του ΣτΕ κρίθηκε ότι το rebate είναι περιορισμός των χρηματικών απαιτήσεων των φαρμακευτικών εταιρειών, Κατόχων Άδειας Κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) φαρμακευτικών προϊόντων και δεν αποτελεί φόρο ή κοινωνική εισφορά ενώ ως αντίκρυσμα του κόστους που συνεπάγεται για τις φαρμακευτικές εταιρείες, θεωρείται βάσει των κείμενων διατάξεων παραγωγική δαπάνη που εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδά τους σύμφωνα και με τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013 χωρίς ωστόσο να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Φ.Π.Α. (σχετ. και η ΠΟΛ.1078/2012).
Επειδή σύμφωνα με την ισχύουσα στην περίπτωση νομοθεσία, για την καταβολή του rebate από την πλευρά των κατόχων αδειών κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) του άρθρου 35 του ν.3918/2011, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, δεν προβλέπεται η έκδοση πιστωτικού τιμολογίου όπως προβλέπεται για την περίπτωση του μηχανισμού αυτόματης επιστροφής (claw back) (σχετ. ΠΟΛ 1078/2012, ΠΟΛ 1191/2014 και ΠΟΛ 1115/2016) καθόσον για τον περιορισμό της χρηματικής απαίτησης η κάθε φαρμακευτική εταιρεία ενημερώνεται από τον Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, με ιδιαίτερη γνωστοποίηση για την απόδοση του οφειλόμενου ποσού rebate, σε τραπεζικό λογαριασμό και για την καταβολή του ποσού εκδίδεται από τον Φορέα σχετική βεβαίωση καταβολής του ποσού για φορολογική χρήση, η οποία μαζί με το τραπεζικό έγγραφο κατάθεσης αποτελούν το αποδεικτικό στοιχείο της συγκεκριμένης συναλλαγής.
Επειδή με την Απόφαση της Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ 1115/2016 με θέμα «Φορολογική αντιμετώπιση της επιστροφής χρηματικών ποσών από τους Κατόχους Αδείας Κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) φαρμακευτικών προϊόντων προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.), βάσει των διατάξεων του Ν. 4052/2012, ορίζεται: «Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 11του Ν. 4052/2012 (41 Α').
2. Τις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 30 του Ν. 4308/2014 (251 Α') που αφορά τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα.
3. Τις διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α. (Ν. 2859/2000 - ΦΕΚ 248 ΑΠ. 11.2000).
4. Την ΠΥΣ 1/20.1.2016 «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών (ΦΕΚ ΥΟΔΔ/18).
5. Τις ιδιαιτερότητες των συγκεκριμένων συναλλαγών που αφορούν την επιστροφή χρηματικών ποσών, όχι προς τους άμεσα αντισυμβαλλόμενους, αλλά προς τρίτους (Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης), όπως αυτές διατυπώθηκαν από τους επαγγελματικούς φορείς του κλάδου.
6. Την ανάγκη απεικόνισης της πραγματικής φύσης των συναλλαγών αυτών, για λόγους εξυπηρέτησης της φορολογίας και των ελεγκτικών επαληθεύσεων.
7. Ότι, από την απόφαση αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
1. Για τις υποχρεωτικές, βάσει νόμου, επιστροφές-εκπτώσεις χρηματικών ποσών από τους Κατόχους Αδείας Κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) φαρμακευτικών προϊόντων προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.), για το φορολογικό έτος 2015 και για κάθε φορολογικό έτος εφεξής, για πωλήσεις φαρμάκων από τους πρώτους προς φαρμακεία και φαρμακαποθήκες και από τους τελευταίους προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.), το ύψος των οποίων (ποσών) προκύπτει με τη διαδικασία που ορίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 11 του Ν. 4052/2012 , εκδίδεται από τους Κατόχους Αδείας Κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) φαρμακευτικών προϊόντων πιστωτικό τιμολόγιο της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του Ν. 4308/2014 (Ε.Λ.Π.).
2. Στο εν λόγω πιστωτικό τιμολόγιο αναγράφονται, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 4308/2014 , το ποσό της επιστροφής-έκπτωσης, όπως προκύπτει κατά τα οριζόμενα ανωτέρω (παρ. 1), με βάση τις αναλυτικές καταστάσεις που αποστέλλουν οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) προς τους Κατόχους Αδείας Κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) φαρμακευτικών προϊόντων, καθώς και ο αναλογών Φ.Π.Α., διακριτά. Επιπλέον αναγράφεται ως αιτιολογία η φράση: «Επιστροφή (claw-back) του άρθρου 11 του Ν. 4052/2012 για έμμεσες πωλήσεις προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.)».
3. Το υπόψη πιστωτικό τιμολόγιο, εκδίδεται με βάση τις σχετικές διατάξεις του Ν. 4308/2014, μέχρι τη 15η ημέρα του επόμενου μήνα, από το χρόνο που γεννάται η υποχρέωση χορήγησης της έκπτωσης, κατά τα προαναφερόμενα και αφορά φαρμακευτικά προϊόντα, που διατέθηκαν, αποδεδειγμένα, στους ασφαλισμένους την περίοδο που αναφέρεται σε αυτό. Διατηρείται δε μαζί με τις αναλυτικές καταστάσεις που αποστέλλει ο Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.), για όσο χρόνο ορίζεται από τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 4308/2014 .
4. Τα ως άνω πιστωτικά τιμολόγια, καταχωρούνται στα λογιστικά αρχεία του φορολογικού έτους εντός του οποίου εκδίδονται και ειδικότερα στο μήνα που εκδόθηκαν. Περιλαμβάνονται δε στις καταστάσεις φορολογικών στοιχείων για διασταύρωση πληροφοριών, που υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις της απόφασης Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ. 1022/2014 όπως ισχύει, (Β' 179) εντός του έτους έκδοσης αυτών και ανάλογα με την ημερομηνία έκδοσης τους, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μπορεί να αφορούν έκπτωση για συναλλαγές προηγούμενου φορολογικού έτους.
5. Με τις χορηγούμενες με το πιστωτικό τιμολόγιο της παραγράφου 1 εκπτώσεις/επιστροφές μειώνεται η φορολογητέα βάση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 19 του Κώδικα Φ.Π.Α.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».
Επειδή με την προσφάτως εκδοθείσα Απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ Α.1035/25-01- 2019/ΦΕΚΒ'/05.02.2019 ορίζεται: Έχοντας υπόψη:
«1. Τις διατάξεις του άρθρου 35 του Ν. 3918/2011 (31 Α'), «Καθορισμός ποσού έκπτωσης των φαρμακευτικών εταιρειών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, τον Οργανισμό Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου και τα Νοσοκομεία», όπως ισχύει.
2. Τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 8 , καθώς και της παραγράφου 14 του άρθρου 30 του Ν. 4308/2014 (251 Α').
3. Τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 και 5 του Κώδικα Φ.Π.Α. (Ν. 2859/2000 - ΦΕΚ 248 Α').
4. Την αριθμ. 1 της 20.1.2016 (18 Υ.Ο.Δ.Δ.) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 41 του Ν. 4389/2016 , και την αριθμ. 39/3/30.11.2017 (689 Υ.Ο.Δ.Δ.) απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε. «Ανανέωση θητείας του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων», όπως ισχύουν.
5. Τις ΣτΕ 3447, 3448, 3449 και 3450/2015, με τις οποίες κρίθηκε ότι θεσπίσθηκε υποχρέωση «επιστροφής» και «πρόσθετης κλιμακούμενης επιστροφής» ως περιορισμός των χρηματικών απαιτήσεων των κατόχων αδειών κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) των φαρμακευτικών προϊόντων κατά των φορέων κοινωνικής ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) από τις εξωνοσοκομειακές πωλήσεις φαρμάκων (συνταγογραφούμενων ιδιοσκευασμάτων) προς χρήση των ασφαλισμένων των Φ.Κ.Α, των οποίων (πωλήσεων) τη δαπάνη καλύπτουν ολικώς ή μερικώς οι Φ.Κ.Α.
6. Την ανάγκη ομοιόμορφης αντιμετώπισης του λογιστικού χειρισμού των ποσών έκπτωσης- επιστροφής (rebate) που χορηγούνται από τους κατόχους αδείας κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, με τα επιστρεφόμενα ποσά (rebate) από τα ιδιωτικά φαρμακεία προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και από τους παρόχους υπηρεσιών υγείας προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και των εκπτώσεων- επιστροφών χρηματικών ποσών από τους Κατόχους Αδείας Κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) φαρμακευτικών προϊόντων προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.), βάσει των διατάξεων του άρθρου 11 του Ν. 4052/2012 (clawbacks).
7. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.),
αποφασίζουμε:
Αρθρο μόνο
Τροποποιούμε την απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων (ΑΓΓΔΕ), ΠΟΛ 1115/2016 , «Φορολογική αντιμετώπιση της επιστροφής χρηματικών ποσών από τους Κατόχους Αδείας Κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) φαρμακευτικών προϊόντων προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.), βάσει των διατάξεων του Ν. 4052/2012», (2665 Β'), ως εξής:
α) Το θέμα της ΑΓΓΔΕ ΠΟΛ 1115/2016 αντικαθίσταται ως εξής: «Φορολογική αντιμετώπιση της επιστροφής χρηματικών ποσών και της χορήγησης εκπτώσεων από τους Κατόχους Αδείας Κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) φαρμακευτικών προϊόντων προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.), βάσει των διατάξεων του άρθρου 11 του Ν. 4052/2012 (clawback) και βάσει της παρ. 3 του άρθρου 35 του Ν. 3918/2011 (rebate)».
β) Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου μόνου της ΑΓΓΔΕ ΠΟΛ. 1115/2016 , προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Πιστωτικό τιμολόγιο της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του Ν. 4308/2014 (Ε.Λ.Π.) εκδίδεται από τους Κατόχους Αδείας Κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) φαρμακευτικών προϊόντων και για τις εκπτώσεις- επιστροφές από τους Κατόχους Αδείας Κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.), σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 35 του Ν. 3918/2011, όπως ισχύει».
γ) Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου μόνου της ΑΓΓΔΕ ΠΟΛ. 1115/2016 , αντικαθίσταται ως εξής: «Επιπλέον αναγράφεται ως αιτιολογία η φράση: "Επιστροφή-έκπτωση (clawback) του άρθρου 11 του Ν. 4052/2012 για έμμεσες πωλήσεις προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.)" ή "Έκπτωση-επιστροφή (rebate) της παρ. 3 του άρθρου 35 του Ν. 3918/2011 για έμμεσες πωλήσεις προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.)" κατά περίπτωση». Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».
Επειδή εν προκειμένω η προσφεύγουσα εταιρεία αναφέρει ότι βάσει των διατάξεων του άρθρου 35 του ν. 3918/2011, όπως ισχύουν από 1.01.2017 κατόπιν αντικατάστασής τους με την παρ. 1 του άρθρου 87 του ν. 4472/2017, υπό την ιδιότητά της ως κατόχου αδειών κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων του στην Ελλάδα, υποχρεούται ανά τρίμηνο σε επιστροφή ενός ενιαίου ποσού (γνωστού ως ενοποιημένου rebate), μεταξύ άλλων και προς τα Νοσοκομεία, με τη μορφή έκπτωσης επί της τιμής παραγωγού.
Επί τη βάσει σχετικών επιστολών-γνωστοποιήσεων (σχετ. 1 α - 89 α) απόδοσης οφειλόμενων ποσών rebate που έλαβε από τα Νοσοκομεία με τα οποία είχε συνεργασθεί εντός του έτους 2017, και με βάση τις οδηγίες που εξέδωσε το Υπουργείο Υγείας με την με αριθμ. ΓΔΟΥ/οικ59434/31.07.2018 εγκύκλιο, χορήγησε σε αυτά επιστροφή επί των συνολικών πωλήσεων φαρμακευτικών προϊόντων έτους 2017 διά εκδόσεως πιστωτικών τιμολογίων. Προς τούτο, εξέδωσε τον μήνα Νοέμβριο έτους 2018 ενενήντα εννέα (99) πιστωτικά τιμολόγια (σχετ. 1 β - 99 β και συγκεντρωτικά σε πίνακα 100 α - 100 β) τα οποία αφορούν συνολικό ποσό επιστροφής rebate ύψους 3.227.393,42 Ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.
Η αξία των εκροών βάσει των ως άνω πιστωτικών τιμολογίων ανέρχεται σε ποσό 3.044.988,30 Ευρώ, ενώ ο φόρος εκροών που αναλογεί σε αυτήν (υπολογιζόμενος με εσωτερική υφαίρεση με συντελεστές 6% και 4%) ανέρχεται σε 182.405,12 Ευρώ.
Επειδή η προσφεύγουσα εταιρεία ισχυρίζεται ότι κατά την υποβολή της περιοδικής δήλωσης Φ.Π.Α. φορολογικής περιόδου μηνός Νοεμβρίου 2018, δεν ελήφθησαν υπόψη τα ως άνω πιστωτικά τιμολόγια και, ως εκ τούτου, δε μειώθηκε το σύνολο των φορολογητέων εκροών (κωδ. 307) της εν λόγω δήλωσης κατά το ως άνω ποσό 3.044.988,30 Ευρώ ούτε το ποσό του φόρου εκροών (κωδ. 337) κατά το ποσό 182.405,12 Ευρώ, προέκυψε δε χρεωστικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. ποσού 1.157.184,58 Ευρώ, το οποίο αποδόθηκε στη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών διαδοχικά δια συμψηφισμού με απαιτήσεις της.
Επειδή διατηρούσε παράλληλα αμφιβολίες σχετικά με την ορθότητα του εν λόγω χειρισμού, υπέβαλε ταυτόχρονα την με αρ. πρωτ /2018 επιφύλαξη του άρθρου 20 Κ.Φ.Δ., με την οποία επικαλέσθηκε ότι το ποσό του φόρου εκροών που αντιστοιχεί στην υποχρεωτικώς χορηγηθείσα έκπτωση (rebate) προς τα συνεργαζόμενα Νοσοκομεία, με βάση τις διατάξεις τόσο του εθνικού όσο και του ενωσιακού δικαίου σχετικά με τη μείωση της βάσης επιβολής του Φ.Π.Α. σε περίπτωση χορήγησης εκπτώσεων μετά την πραγματοποίηση των φορολογητέων πράξεων, δεν θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται στη φορολογητέα αξία για σκοπούς επιβολής Φ.Π.Α.
Επειδή η απόδοση ποσών rebate, όπως ορίστηκε και νομοθετήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 36 παρ.1 του ν.4025/2011 (προσθήκη στο άρθρο 12 του Ν. 3816/2010 (Α' 6) των παρ. 3, 4, 5 και 6) και όπως υπολογίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 35 του ν.3918/2011, ως αυτές κάθε φορά ισχύουν (τελευταία τροποποίηση με το άρθρο 87 του ν.4472/2017), νομολογιακά κρίθηκε ότι αποτελεί περιορισμό χρηματικής απαίτησης η οποία φορολογικά αντιμετωπίζεται ως παραγωγική δαπάνη η οποία βαρύνει τα ακαθάριστα έσοδα των φαρμακευτικών εταιρειών.
Επειδή ως προς τις εν λόγω αποδόσεις λόγω περιορισμού των χρηματικών απαιτήσεων (rebates άρθρου 35 παρ.3 του ν.3918/2011) ως ανωτέρω αναφέρθηκε, που πραγματοποιήθηκαν σε προγενέστερη της Απόφασης 1035/2019, περιόδου, δεν προβλέπεται από τις σχετικές φορολογικές διατάξεις η διαδικασία έκδοσης πιστωτικών τιμολογίων όπως στις περιπτώσεις claw back. Για τις εν λόγω συναλλαγές εκδίδεται από τον αρμόδιο φορέα βεβαίωση καταβολής του ποσού επιστροφής για φορολογική χρήση και σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την υφιστάμενη στην περίπτωση νομοθεσία, οι συναλλαγές περιορισμού χρηματικής απαίτησης θεωρούνται παραγωγική δαπάνη και εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα, χωρίς ωστόσο να δημιουργείται και δικαίωμα έκπτωσης στην φορολογία του ΦΠΑ, με την έκδοση των υπό κρίση πιστωτικών τιμολογίων.
Αποφασίζουμε
Την απόρριψη της με ημερομηνία κατάθεσης 18/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « », ΑΦΜ και την επικύρωση της σιωπηρής απόρριψης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών επί της με αρ. πρωτ /2018 επιφύλαξης του άρθρου 20 του ν. 4174/2013 της ως άνω εταιρείας, επί της με αριθμό καταχώρισης TAXISNET και ημερομηνία 20.12.2018 δήλωση Φ.Π.Α. μηνός Νοεμβρίου έτους 2018.
Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στον υπόχρεο.
ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ α/α
ΚΑΜΠΟΣΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Ακριβές Αντίγραφο
Η Υπάλληλος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης
Σημείωση: Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.
ΔΕΔ 2518/2019 Απώλεια ΦΤΜ βιβλιαρίου συντήρησης. Διαπίστωση μετά τον θάνατο του υπόχρεου
Καλλιθέα, 09/09/2019
Αριθμός απόφασης: 2518
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Α6
Ταχ. Δ/νση: Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κώδικας: 176 71 - Καλλιθέα
Τηλέφωνο: 2131604529
ΦΑΞ: 2131604567
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπ' όψη:
1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170), όπως ισχύει.
β. Της παρ. 3 του άρθρου 47 του ν. 4331/2015 (ΦΕΚ Α' 69).
γ. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)»
δ. Της ΠΟΛ 1064/12.04.2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ 1440/τ. Β'/27.04.2017).
2. Την ΠΟΛ 1069/4-3-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Την αριθμ. Δ.Ε.Δ. 001126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ 2759 / τ. Β' / 01.09.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.
4. Την με ημερομηνία κατάθεσης 11/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή των: α) του , κατοίκου Δήμου με ΑΦΜ, β) του κατοίκου , οδός , με ΑΦΜ , γ) του , κατοίκου Δήμου , οδός , με ΑΦΜ , δ) του , κατοίκου , οδός , με ΑΦΜ και ε) του , κατοίκου , οδός με ΑΦΜ , άπαντες με την ιδιότητα των μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντα στις 11/09/2017 του , κατά της υπ' αριθ /2019 Πράξης Επιβολής Προστίμου, διαχειριστικής περιόδου 01/01/2017-31/12/2017 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου, σε βάρος του αποβιώσαντα του και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.
5. Την υπ' αριθ /2019 Πράξη Επιβολής Προστίμου, διαχειριστικής περιόδου 01/01/2017-31/12/2017 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου, της οποίας ζητείται η ακύρωση, καθώς και την με ημερομηνία θεώρησης 14/03/2019 οικεία Έκθεση ελέγχου εφαρμογής διατάξεων ΚΦΔ (ν. 4174/2013) της ως άνω Δ.Ο.Υ..
6. Τις απόψεις της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου.
7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α6 όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.
Επί της με ημερομηνία κατάθεσης 11/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής των: α) του , με ΑΦΜ, β) του , με ΑΦΜ , γ) του , με ΑΦΜ , δ) του , με ΑΦΜ και ε) του , με ΑΦΜ , άπαντες με την ιδιότητα των μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντα στις 11/09/2017 του , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:
Με την υπ' αριθ /2019 Πράξη Επιβολής Προστίμου διαχειριστικής περιόδου 01/01/2017-31/12/2017 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου, καταλογίστηκε σε βάρος του αποβιώσαντος την 11/09/2017 του με ΑΦΜ πρόστιμο ύψους 2.500,00 ευρώ, σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 62 του ν. 4174/2013, 7 παρ. 3 και 5 του ν. 4337/2015, 10 του ν. 1809/1988 σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του ν. 2523/1997.
Συγκεκριμένα, ο του , διατηρούσε ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών « » στα Μετά τον θάνατό του την 11/09/2017, σύμφωνα με τα αναφερόμενα επί της ενδικοφανούς προσφυγής, εκδόθηκε η με αριθμό /2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ναυπλίου, με την οποία διατάχθηκε η σφράγιση τόσο της οικίας, όσο και του περιπτέρου που διατηρούσε.
Η σφράγιση των χώρων πραγματοποιήθηκε στις 26-09-2017 με τη με αριθμό /2017 έκθεση σφράγισης του συμβολαιογράφου , ο οποίος μετά την σφράγιση παρέδωσε τα κλειδιά στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου.
Στη συνέχεια ο ιδιοκτήτης της οικίας και του περιπτέρου ζήτησε την αποσφράγιση αυτών προκειμένου να του αποδοθούν οι χώροι.
Εκδόθηκε η με αριθμό /2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ναυπλίου με την οποία, μεταξύ άλλων, διατάχθηκε η αποσφράγιση των χώρων από τον ίδιο ως άνω συμβολαιογράφο, ενώ διατάχθηκε και η κοινοποίηση της απόφασης, πριν τη διενέργεια της αποσφράγισης και στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ Ναυπλίου.
Σε εκτέλεση δε της άνω απόφασης στις 18-01-2018 με τη με αριθμό /2018 έκθεση αποσφράγισης οικίας και αποθήκης-περιπτέρου και πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής άρθρ. 831 ΚΠολΔ, του συμβολαιογράφου έγινε η αποσφράγιση των χώρων, για την οποία είχε κλητευθεί μεταξύ άλλων να παραστεί και ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ Ναυπλίου με τη με αριθμό /2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου
Κατά τη διενέργεια της αποσφράγισης, δεν έγινε απογραφή, καθόσον δεν υπήρχαν αντικείμενα προς καταγραφή, πλην αντικειμένων που ανήκαν στον ιδιοκτήτη και μόνο της οικίας και του , όπως τα παραπάνω βεβαιώθηκαν από τον διενεργήσαντα αυτή συμβολαιογράφο και παραδόθηκαν τα κλειδιά των χώρων στον ιδιοκτήτη.
Την 08/03/2019 προσήλθε στην Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου ο κος ως νόμιμα εξουσιοδοτημένος από τους νόμιμους κληρονόμους του θανόντος και υπέβαλε την με αριθ. πρωτ /2019 δήλωση άρθ ν. 1599/86 με την οποία δήλωσε ότι κατά την αποσφράγιση του περιπτέρου από τις αρμόδιες αρχές δεν βρέθηκε η με αριθμό μητρώου ΦΤΜ καθώς και το Βιβλιάριο Συντήρησής της.
Εν συνεχεία, η αρμόδια Δ.Ο.Υ. καταλόγισε, με την προσβαλλόμενη με την παρούσα πράξη σε βάρος του ήδη αποβιώσαντος του μια παράβαση στη χρήση 2017 λόγω απώλειας της προαναφερθείσας ταμειακής μηχανής.
Oι προσφεύγοντες με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητούν την επανεξέταση της προσβαλλόμενης πράξης και την απαλλαγή τους από το επιβληθέν πρόστιμο, προβάλλοντας τους ακόλουθους ισχυρισμούς:
- Η σφράγιση και αποσφράγιση της οικίας και του περιπτέρου του θανόντα έγιναν χωρίς τη συμμετοχή τους, ενώ δεν ανευρέθηκαν αντικείμενα του και ούτε βέβαια η ταμειακή μηχανή, αφού διαφορετικά αυτή θα είχε καταγραφεί από το συμβολαιογράφο και θα είχε αποδοθεί αρμοδίως.
- Ουδεμία τους βαρύνει ευθύνη για την απώλεια της ταμειακής μηχανής, την ύπαρξη της οποίας αγνοούσαν μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για διακοπή εργασιών του αποβιώσαντα και βέβαια δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν την τύχη αυτής.
- Δεδομένου ότι δεν διατηρούσαν σχέσεις με τον θανόντα, ο μόνος που ασχολήθηκε, όταν ειδοποιήθηκε για το θάνατό του αδελφού του, ήταν ο πρώτος από αυτούς που μετέβη, από την του Δήμου , στο νοσοκομείο και κανόνισε τα της μεταφοράς της σωρού του στον τόπο καταγωγής του στην , όπου έγινε και η ταφή του. Στη συνέχεια ειδοποιήθηκε από τον ιδιοκτήτη της οικίας και του περιπτέρου του αποβιώσαντα, ότι είχε γίνει σφράγιση και στη συνέχεια μετά την αποσφράγιση, ότι δεν βρέθηκε κανένα αντικείμενο του, όπως αναφέρεται και στην έκθεση αποσφράγισης.
- Δεν θα μπορούσαν να προβούν σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, όπως να υποβάλλουν μήνυση για την απώλειά οποιουδήποτε αντικειμένου, μεταξύ των οποίων και της ταμειακής μηχανής, καθόσον δεν γνώριζαν, ούτε την ύπαρξή κάποιων συγκεκριμένων αντικειμένων, ούτε που βρισκόταν και αν και πότε τυχόν αφαιρέθηκαν και πολύ περισσότερο από ποιόν ή ποιους.
- Όπως προκύπτει από τα βιβλία που τηρούσε ο αποθανών, μέχρι το θάνατό του, υπέβαλε κανονικά όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα στοιχεία ενώπιον της αρμόδιας Δ.Ο.Υ , ενώ υπήρξε χρονικό κενό μεταξύ του θανάτου του 11-09-2017 μέχρι και τη σφράγιση των χώρων στις 26-09-2017, όπως προκύπτει από την άνω έκθεση, κατά το οποίο πιθανόν να έχει γίνει η αφαίρεση της ταμειακής μηχανής. Η υποβολή από μέρους τους σήμερα μήνυσης κατά αγνώστου. ή αγνώστων δραστών, θα ήταν άνευ αντικειμένου και δεν θα μπορούσε να προσφέρει τίποτα στην ανακάλυψη του δράστη ή των δραστών, ενόψει του μεγάλου χρονικού διαστήματος που έχει παρέλθει και πολύ περισσότερο δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανεύρεση της ταμειακής μηχανής. Εξάλλου από το θάνατο και μετέπειτα, δεν υπήρξε κανενός είδους δραστηριότητα της επιχείρησης του αποβιώσαντα.
- Η απώλεια της ταμειακής μηχανής, την ύπαρξη της οποίας εκείνοι αγνοούσαν, που οφείλεται στον ξαφνικό θάνατο του κληρονομούμενου και από χώρο στον οποίο εκείνοι δεν είχαν πρόσβαση, αποτελεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, γεγονός ανωτέρας βίας και επομένως η απώλεια της, οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν φέρουν οποιαδήποτε ευθύνη.
Επειδή με την εγκύκλιο 1095807/1736/ΔΕ-Α'/10.10.2007 (Διευθύνσεις Ελέγχου και Κ.Β.Σ.), κοινοποιήθηκε η υπ' αριθμ. 551/2006 γνωμοδότηση του Β' Τμήματος του Ν.Σ.Κ. η οποία έγινε αποδεκτή από τον κ. Υφυπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία κρίθηκε ότι: «....β. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 34, 35, 1710 παρ. 1 και 1885 ΑΚ, σε συνδυασμό προς τις ισχύουσες στο πεδίο του δημοσίου δικαίου γενικές αρχές, προκύπτει ότι οι έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου, στο μέτρο που συνδέονται αμέσως με το υπάρχον στη ζωή φυσικό πρόσωπο, το οποίο αποτελεί υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, είναι συνήθως προσωποπαγείς και συνεπώς ακληρονόμητες (λ.χ. η δημοσιοϋπαλληλική σχέση, η στρατιωτική υποχρέωση κ.λ.π.). Όταν, όμως, οι έννομες αυτές σχέσεις έχουν χρηματικό περιεχόμενο, κατά κανόνα κληρονομούνται, εκτός αν είναι αυστηρά προσωποπαγείς (λ.χ. το συνταξιοδοτικό δικαίωμα). Επομένως, στην περίπτωση των φορολογικών ενοχών ή των ενοχών που απορρέουν από χρηματικές ποινές (πρόστιμα), αστικής, διοικητικής ή μικτής φύσεως που επιβλήθηκαν στον κληρονομούμενο από διοικητικές αρχές ή αστικά και διοικητικά δικαστήρια, οι τελευταίες, ως μη αποσβηνόμενες με το θάνατο του, μεταβιβάζονται αιτία θανάτου στους κληρονόμους του (βλ ΑΠ 1714/1981 ΝοΒ 1982, 1065). Οι δε κληρονόμοι ευθύνονται, ανάλογα με τη κληρονομική μερίδα τους, για την εξόφληση των χρεών της κληρονομιάς, εκτός αν πρόκειται για ποινικές κυρώσεις ή, ως εκ του συναγόμενου σκοπού των διατάξεων που τις προβλέπουν, προέχει ο κυρωτικός και όχι ο αποζημιωτικός τους χαρακτήρας. Ειδικότερα, το πρόστιμο επιβάλλεται ως συνέπεια του ότι τελέσθηκε μια άδικη πράξη από το πρόσωπο εκείνο, που έχει την ιδιότητα του φορολογούμενου.
Συνιστά δε απλώς ένα μέσο εξαναγκασμού προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων του έναντι της διοίκησης. Επομένως, οι διοικητικές κυρώσεις στο φορολογικό δίκαιο, ως μέσο διοικητικού εξαναγκασμού, συνιστούν επαχθείς διοικητικές πράξεις, με τις οποίες επιτυγχάνεται η προστασία του δημοσίου συμφέροντος και από τη νομική φύση τους συνδέονται άμεσα με το φυσικό πρόσωπο που τέλεσε τις φορολογικές παραβάσεις. Τ' ανωτέρω δε ισχύουν ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα των διοικητικών φορολογικών κυρώσεων, κατά κανόνα δεν απαιτείται για την επιβολή τους υπαιτιότητα του φορολογούμενου ή συνδρομή κακής πίστης ή πρόθεση φοροδιαφυγής γ). Κατόπιν των ανωτέρω, εάν, οι σχετικές παραβάσεις διαπιστωθούν από τη φορολογική αρχή, όπως στην προκειμένη περίπτωση, μετά τον θάνατο του υποκρυπτόμενου, τα πρόστιμα αυτά αποσβήνονται με το θάνατο αυτού, ενόψει του ότι: α). Παρά το γεγονός ότι αμέσως συνδέονται με το ζήτημα της έκδοσης, αποδοχής, λήψης και καταχώρησης πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, ήτοι πράξεων που επισύρουν μεν την επιβολή των προστίμων, χωρίς να ερευνάται η ύπαρξη δόλου στο πρόσωπο του παραβάτη, πλην όμως, νοείται απαλλαγή τούτου από λόγους που ανάγονται μόνο στο πρόσωπο του, δηλ. αν αυτός ήθελε αποδείξει ότι τελούσε σε καλή πίστη (πρβλ. ΣτΕ 1295/99 για τον αποδέκτη), β). Δεν επιβλήθηκαν εις βάρος του παραβάτη (κληρονομουμένου), αλλά εξετάζεται η το πρώτον επιβολή τους εις βάρος των κληρονόμων του, δηλαδή εις βάρος προσώπων, τα οποία δεν μετείχαν καθ' οιονδήποτε τρόπο στη τέλεση της παραβάσεως, γ). Έχουν αυστηρά προσωπικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι, χαρακτηριζόμενα ως διοικητικές κυρώσεις που αποσκοπούν στον εξαναγκασμό του υπόχρεου προς συμμόρφωση προς τις φορολογικές εν γένει υποχρεώσεις του, ήτοι αποτρέποντας τον από την τέλεση (μελλοντικών) φορολογικών παραβάσεων, η επιβολή τους δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ζημίας στο Δημόσιο και συνεπώς, δεν έχουν αποκαταστατικό χαρακτήρα, εφόσον μ αυτά δεν επιδιώκεται η ικανοποίηση - έστω και μερικώς- της υποχρέωσης προς πληρωμή των οικείων οφειλομένων φόρων. Όσον αφορά δε το δικαίωμα των κληρονόμων, κατ' άρθρο 1847 Α.Κ., για αποποίηση της κληρονομιάς, προκειμένου να αποφύγουν τις ως άνω δυσμενείς συνέπειες, το δικαίωμα αυτό αναφέρεται στα δυνάμενα να κληρονομηθούν στοιχεία (ενεργητικό και παθητικό της κληρονομιάς) και όχι σε αυστηρώς προσωποπαγείς και μη αποζημιωτικού χαρακτήρα φορολογικές ενοχές (όπως τα πρόστιμα που επιβάλλονται εις βάρος του υποκρυπτόμενου σε έκδοση και λήψη πλαστών και εικονικών στοιχείων), οι οποίες, σύμφωνα με τ' ανωτέρω, δεν μεταβιβάζονται αιτία θανάτου.»
Επειδή περαιτέρω με την υπ' αριθ. 32/2009 γνωμοδότηση ΝΣΚ κρίθηκαν τα ακόλουθα: «Ως έχει παγίως κριθεί, οι απειλούμενες από διατάξεις νόμων οικονομικού κ.λπ. περιεχομένου και επιβαλλόμενες, από τις διοικητικές αρχές, χρηματικές αρχές, χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, έχουν χαρακτήρα διοικητικών χρηματικών κυρώσεων και κύριο σκοπό να εξαναγκάσουν τους διοικούμενους σε πλήρη και ακριβή εκπλήρωση των νομίμων υποχρεώσεων τους και κληρονομούνται, υπό την προϋπόθεση ότι φέρουν και αποζημιωτικό χαρακτήρα, ήτοι εφόσον επιβλήθηκαν και προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στο Δημόσιο από την παράβαση για την οποία επεβλήθη η κύρωση Έτσι γίνεται δεκτό ότι στις περιπτώσεις επιβολής προστίμων κ.λπ. αποζημιωτικού χαρακτήρος, τα πρόστιμα αυτά αποτελούν αντικείμενο της κληρονομιάς του καθού και η εξ αυτών υποχρέωσή του μεταβιβάζεται κατ' άρθρο 1710 Α.Κ., στους κληρονόμους του, νομίμως δε για τον αυτόν ως άνω λόγο επιβάλλεται και κατά των κληρονόμων αυτών, αφού και η αξίωση του Δημοσίου προς επιβολή τους αποτελεί και αυτή στοιχείο της κληρονομίας (γνωμ. ΝΣΚ 36/1991, 184/1993 και 551/2006). Αντιθέτως, στις περιπτώσεις επιβολής διοικητικών προστίμων, στις οποίες εμφανίζεται παράβαση, χωρίς αντίστοιχη ζημία του Δημοσίου (βλ Β. Παπαχρήστου, Λαθρεμπορία και Τελωνειακές παραβάσεις ενθ. Ανωτέρω, σελ 140) ή η τυχόν επελθούσα ζημία αποκαθίσταται με την έκδοση άλλων καταλογιστικών πράξεων, τα εν λόγω πρόστιμα δεν φέρουν αποζημιωτικό χαρακτήρα, αλλά προσωποπαγή τοιούτον, σκοπούν δε στην συμμόρφωση του παραβάτη προς τους ορισμούς μιας νομοθετημένης διοικητικής διαδικασίας, οπότε δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση επιβολής αυτών σε βάρος των κληρονόμων του αποβιώσαντος προσώπου (βλ. ΣτΕ 1266/03, 3676/88). Στις περιπτώσεις αυτές, μετά τον θάνατο του παραβάτη, εξέλιπε ο σκοπός επιβολής του διοικητικού προστίμου, θα ήταν δε πέραν της αληθούς βουλήσεως του νομοθέτη να επιβάλλονται τα σχετικά πρόστιμα σε βάρος κληρονόμων, αφού δια της τοιαύτης επιβολής δεν υπηρετείται ο αναφερθείς νομοθετικός σκοπός της θέσπισης αυτών.
Συνεπώς, τα προαναφερόμενα πρόστιμα που επιβλήθηκαν για παραβάσεις των διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων δεν έχουν αποζημιωτικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου δεν τυγχάνουν κληρονομητέα, δεδομένου ότι υφίσταται η κατά νόμο δυνατότητα, ώστε οι φόροι που τυχόν απώλεσε το Δημόσιο, εξαιτίας των πιο πάνω παραβάσεων, να καταλογισθούν και να εισπραχθούν δυνάμει άλλων καταλογιστικών πράξεων που είναι διάφορες από τις εκδιδόμενες αποφάσεις επιβολής προστίμου (πρβλ. ΝΣΚ 551/2006).»
Επειδή με τη υπ' αριθ. ΠΟΛ. 1219/24-10-2011 κοινοποιήθηκε η με αριθ. 291/2011 γνωμοδότηση ΝΣΚ περί της επιβολής ή μη προστίμων του Κ.Β.Σ. σε βάρος των κληρονόμων αποβιώσαντα υπόχρεου, σύμφωνα με την οποία: «όταν έχει ήδη αποβιώσει ο παραβάτης διατάξεων του Κ.Β.Σ., δεν μπορεί να επιβληθεί το πρώτον (δηλαδή δεν μπορεί να εκδοθεί Απόφαση Επιβολής Προστίμου του Κ.Β.Σ. για πρώτη φορά μετά το θάνατο του) εις βάρος των κληρονόμων του, πρόστιμο κατ' άρθρον 5 του ν.2523/1997 για έκδοση πλαστών ή εικονικών ή λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων από αυτόν. Τα ιδια ισχύουν όταν έχει αποβιώσει ο παραβάτης και δεν έχει επιβληθεί εις βάρος του εν ζωή το οικείο πρόστιμο και σε όλες τις περιπτώσεις παραβάσεων του Κ.Β.Σ..»
Επειδή από την παράθεση όλων των ανωτέρω, προκύπτει ότι κρίσιμο στοιχείο για τη νόμιμη ή μη επιβολή προστίμων σε βάρος αποβιώσαντα, είναι κατ' αρχάς εάν αυτά είναι κυρωτικού ή αποζημιωτικού χαρακτήρα και επιπροσθέτως εάν τα πρόστιμα αυτά καταλογίζονται πρωτογενώς ή εάν είχαν «το πρώτον» κοινοποιηθεί στον ίδιο τον θανόντα, όσο αυτός ήταν εν ζωή.
Επειδή από τα στοιχεία του φακέλου της υπό κρίση ενδικοφανούς προσφυγής, διαπιστώνεται ότι η παράβαση της απώλειας της με αριθ ΦΤΜ και του Βιβλιαρίου Συντήρησης αυτής, διαπιστώθηκε από τη φορολογική αρχή μετά το θάνατο του υπόχρεου φορολογούμενου και συγκεκριμένα κατά τη διαδικασία διακοπής δραστηριότητας της επιχείρησης του θανόντος από τους νομίμους κληρονόμους αυτού. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η υπ' αριθ /2019 Πράξη Επιβολής Προστίμου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου σε βάρος του αποβιώσαντα, ήδη από τις 11/09/2017, φορολογούμενου.
Συνεπώς, η προσβαλλόμενη πράξη, αφορώσα παράβαση στην οποία είχε υποπέσει ο αποβιώσας επιτηδευματίας, δεν είχε αφενός κοινοποιηθεί «το πρώτον» στον ίδιο όσο ήταν εν ζωή και επομένως, βάσει των προαναφερομένων, ως αποσβηνόμενη με το θάνατο του, δεν μεταβιβάζεται αιτία θανάτου στους κληρονόμους του. Αφετέρου δε, κατά την έννοια της επιβαλλόμενης διοικητικής κύρωσης, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, δεν μπορεί να επιβληθεί σε βάρος του αποβιώσαντα σε χρόνο κατά τον οποίο ο παραβάτης δεν βρίσκεται πλέον εν ζωή.
Επειδή εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, το επιβληθέν πρόστιμο εις βάρος του αποβιώσαντα του με ΑΦΜ , ο οποίος απώλεσε την ταμειακή μηχανή και το βιβλιάριο συντήρησης αυτής, έχει αυστηρά προσωπικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι, ως διοικητική κύρωση αποσκοπεί στον εξαναγκασμό του υπόχρεου προς συμμόρφωση προς τις φορολογικές εν γένει υποχρεώσεις του, ήτοι αποτρέποντας τον από την τέλεση (μελλοντικών) φορολογικών παραβάσεων. Επιπλέον, η επιβολή του δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ζημίας στο Δημόσιο και συνεπώς, δεν έχει αποκαταστατικό χαρακτήρα, εφόσον μ' αυτό δεν επιδιώκεται η ικανοποίηση - έστω και μερικώς - της υποχρέωσης προς πληρωμή των οικείων οφειλομένων φόρων. Ως εκ τούτου, στην κρινόμενη περίπτωση, παύει ο σκοπός για την επιβολή προστίμου επί τυπικής - διαδικαστικής παράβασης, καθόσον, το εν λόγω πρόστιμο, έχοντας αυστηρά προσωπικό και αποκλειστικά κυρωτικό χαρακτήρα αποσβήνεται με τον θάνατο του υπόχρεου.
Επειδή γενομένων δεκτών των ανωτέρω, παρέλκει η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων με την παρούσα ενδικοφανή προσφυγή λόγων.
Αποφασίζουμε
Την αποδοχή της με ημερομηνία κατάθεσης 11/04/2019 και με αριθ. πρωτ ενδικοφανούς προσφυγής των: α) του , με ΑΦΜ, β) του , με ΑΦΜ , γ) του , με ΑΦΜ , δ) του , με ΑΦΜ και ε) του , με ΑΦΜ, άπαντες με την ιδιότητα των μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντα στις 11/09/2017 του και την ακύρωση, της υπ' αριθ /2019 Πράξης Επιβολής Προστίμου, διαχειριστικής περιόδου 01/01/2017-31/12/2017 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου.
Οριστική φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου - Καταλογιζόμενο ποσό με βάση την παρούσα απόφαση:
Πρόστιμο άρ. 54 παρ. 1 περ. ε' του ν. 4174/2013: 0,00€
Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί από αρμόδιο όργανο με τη νόμιμη διαδικασία στους υπόχρεους.
ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΔ/ΝΣΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ
Ακριβές Αντίγραφο
O/Η Υπάλληλος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης
Σημείωση: Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.
Υπόθεση C-189/18 Δικαίωμα έκπτωσης ΦΠΑ – Άρνηση – Απάτη – Διεξαγωγή αποδείξεων – Αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας – Δικαίωμα ακροάσεως – Πρόσβαση στον φάκελο – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος – Αρχή της ισότητας των όπλων – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Ρύθμιση ή πρακτική κράτους μέλους βάσει της οποίας, κατά την επαλήθευση του ασκούμενου από υποκείμενο στον φόρο δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ, η φορολογική διοίκηση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις της και τους νομικούς χαρακτηρισμούς στους οποίους η ίδια προέβη στο πλαίσιο συναφών διοικητικών διαδικασιών στις οποίες δεν έλαβε μέρος ο ως άνω υποκείμενος στον φόρο
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 16ης Οκτωβρίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρα 167 και 168 – Δικαίωμα έκπτωσης ΦΠΑ – Άρνηση – Απάτη – Διεξαγωγή αποδείξεων – Αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας – Δικαίωμα ακροάσεως – Πρόσβαση στον φάκελο – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος – Αρχή της ισότητας των όπλων – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Ρύθμιση ή πρακτική κράτους μέλους βάσει της οποίας, κατά την επαλήθευση του ασκούμενου από υποκείμενο στον φόρο δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ, η φορολογική διοίκηση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις της και τους νομικούς χαρακτηρισμούς στους οποίους η ίδια προέβη στο πλαίσιο συναφών διοικητικών διαδικασιών στις οποίες δεν έλαβε μέρος ο ως άνω υποκείμενος στον φόρο»
Στην υπόθεση C‑189/18,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (πρωτοβάθμιο δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών Βουδαπέστης, Ουγγαρία) με απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Μαρτίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης
Glencore Agriculture Hungary Kft.
κατά
Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis (εισηγητή), E. Juhász, M. Ilešič και Κ. Λυκούργο, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Bobek
γραμματέας: R. Șereș, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Μαρτίου 2019,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Glencore Agriculture Hungary Kft., εκπροσωπούμενη από τους Z. Várszegi, D. Kelemen και B. Balog, ügyvédek,
– η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Z. Fehér και G. Koós,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον L. Havas και την J. Jokubauskaitė,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Ιουνίου 2019,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία ΦΠΑ), της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Glencore Agriculture Hungary Kft. (στο εξής: Glencore) και της Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága (διεύθυνσης προσφυγών της εθνικής φορολογικής και τελωνειακής αρχής, Ουγγαρία) (στο εξής: φορολογική αρχή) σχετικά με δύο αποφάσεις με τις οποίες διατάχθηκε, μεταξύ άλλων, η καταβολή χρηματικών ποσών για φόρο προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ) για τα οικονομικά έτη 2010 και 2011.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Το άρθρο 167 της οδηγίας ΦΠΑ προβλέπει τα εξής:
«Το δικαίωμα έκπτωσης γεννάται κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο προς έκπτωση φόρος γίνεται απαιτητός.»
4 Το άρθρο 168 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:
«Στο βαθμό που τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες των φορολογούμενων πράξεών του, ο υποκείμενος στον φόρο έχει το δικαίωμα, στο κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιεί τις πράξεις του, να εκπίπτει από τον οφειλόμενο φόρο τα ακόλουθα ποσά:
α) τον οφειλόμενο ή καταβληθέντα στο εν λόγω κράτος μέλος ΦΠΑ για τα αγαθά που του παραδόθηκαν ή πρόκειται να του παραδοθούν και για τις υπηρεσίες που του παρασχέθηκαν ή πρόκειται να του παρασχεθούν από άλλον υποκείμενο στον φόρο,
[...]».
Το ουγγρικό δίκαιο
5 Το άρθρο 119, παράγραφος 1, του általános forgalmi adóról szóló 2007. évi CXXVII. törvény (νόμου CXXVII του 2007 περί φόρου προστιθέμενης αξίας, στο εξής: νόμος περί ΦΠΑ) ορίζει τα εξής:
«Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο, το δικαίωμα έκπτωσης από τον φόρο γεννάται τη στιγμή καθορισμού του οφειλόμενου φόρου που αντιστοιχεί στον φόρο επί των εισροών (άρθρο 120).»
6 Κατά το άρθρο 120 του νόμου περί ΦΠΑ:
«Στο μέτρο που ο υποκείμενος στον φόρο –ενεργώντας υπό την ιδιότητά του αυτή– χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται με άλλον τρόπο προϊόντα ή υπηρεσίες για την πραγματοποίηση φορολογούμενων παραδόσεων αγαθών ή παροχών υπηρεσιών, δικαιούται να εκπίπτει από το ποσό του οφειλόμενου φόρου:
α) τον φόρο που του έχει μετακυλίσει άλλος υποκείμενος στον φόρο στο πλαίσιο αποκτήσεως αγαθών ή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων ή οργανισμών που υπόκεινται στην καταβολή του απλουστευμένου φόρου εταιριών
[...]».
7 Το άρθρο 1, παράγραφος 3a, του adózás rendjéről szóló 2003. évi XCII. törvény (νόμου XCII του 2003 περί κώδικα φορολογικής διαδικασίας, στο εξής: κώδικας φορολογικής διαδικασίας) προβλέπει τα ακόλουθα:
«Κατά τη διαδικασία ελέγχου των μερών μιας έννομης σχέσεως (σύμβαση, συναλλαγή) η οποία αποτελεί αντικείμενο φορολογικής υποχρεώσεως, η φορολογική αρχή οφείλει να χαρακτηρίσει την αυτή έννομη σχέση, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο ελέγχου και έχει ήδη χαρακτηρισθεί, κατά τον ίδιο τρόπο για κάθε υποκείμενο στον φόρο, και εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τις διαπιστώσεις που συνήχθησαν επί ενός εκ των μερών της εν λόγω έννομης σχέσεως σε περίπτωση ελέγχου σε κάθε άλλο μέρος της εν λόγω σχέσεως.»
8 Κατά το άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 3, του κώδικα φορολογικής διαδικασίας, ο υποκείμενος στον φόρο, όπως και κάθε πρόσωπο που υποχρεούται να καταβάλει τον φόρο βάσει του άρθρου 35, παράγραφοι 2 και 7, δικαιούται να λαμβάνει γνώση των εγγράφων που αφορούν την επιβολή του φόρου. Δικαιούται να εξετάζει όλα τα έγγραφα που είναι αναγκαία για την άσκηση των δικαιωμάτων του ή για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του και να αιτείται ή να λαμβάνει αντίγραφο αυτών. Εντούτοις, ο υποκείμενος στον φόρο δεν δύναται να εξετάζει, μεταξύ άλλων, απόσπασμα εγγράφου που περιέχει στοιχεία τα οποία αφορούν άλλο πρόσωπο και των οποίων η γνώση συνιστά παράβαση του φορολογικού απορρήτου.
9 Το άρθρο 97, παράγραφοι 4 και 5, του κώδικα αυτού ορίζει τα εξής:
«4. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, η φορολογική αρχή οφείλει να διακριβώσει και να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, εκτός των περιπτώσεων στις οποίες το βάρος της αποδείξεως φέρει, κατά νόμον, ο φορολογούμενος.
5. Παραδεκτά μέσα αποδείξεως και αποδεικτικά στοιχεία θεωρούνται ειδικότερα [...] τα πορίσματα διαταχθέντων συναφών ελέγχων [...].»
10 Κατά το άρθρο 100, παράγραφος 4, του εν λόγω κώδικα:
«Σε περίπτωση που η φορολογική αρχή θεμελιώνει τα συμπεράσματά της στα αποτελέσματα συναφούς ελέγχου που διενεργήθηκε σε άλλον υποκείμενο στον φόρο ή σε αποδεικτικά στοιχεία που ελήφθησαν επ’ ευκαιρία του ελέγχου αυτού, κοινοποιεί στον υποκείμενο στον φόρο λεπτομερώς το τμήμα του πρακτικού και της αποφάσεως που τον αφορά, καθώς και τα στοιχεία τις και αποδείξεις που συνελέγησαν κατά τον συναφή έλεγχο.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
11 Η Glencore είναι εταιρία με έδρα στην Ουγγαρία, κύρια δραστηριότητα της οποίας αποτελεί το χονδρικό εμπόριο σιτηρών, ελαιούχων σπόρων και ζωικών τροφών, καθώς και πρώτων υλών.
12 Κατόπιν ελέγχων που αφορούσαν, αφενός, όλους τους φόρους και τις επιδοτήσεις των οικονομικών ετών 2010 και 2011, με εξαίρεση τον ΦΠΑ του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου 2011, και, αφετέρου, τον ΦΠΑ του Οκτωβρίου 2011, η φορολογική αρχή εξέδωσε δύο αποφάσεις, με την πρώτη εκ των οποίων κλήθηκε, μεταξύ άλλων, η Glencore να καταβάλει ως ΦΠΑ το ποσό των 1 951 418 000 ουγγρικών φιορινίων (HUF) (περίπου 6 000 000 ευρώ), καθώς επίσης και πρόστιμο και τόκους υπερημερίας, με τη δε δεύτερη υποχρεώθηκε να καταβάλει συμπληρωματικό ΦΠΑ ύψους 130 171 000 HUF (περίπου 400 000 ευρώ).
13 Με τις αποφάσεις αυτές, η φορολογική αρχή έκρινε ότι η Glencore είχε παρανόμως προβεί στην έκπτωση του ΦΠΑ, καθόσον γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι οι συναλλαγές που είχε πραγματοποιήσει με τους προμηθευτές της αποτελούσαν μέρος απάτης σχετικής με τον ΦΠΑ. Στηρίχθηκε σε διαπιστώσεις στις οποίες προέβη κατόπιν ελέγχου στις εγκαταστάσεις των προμηθευτών αυτών, θεωρώντας την εν λόγω απάτη ως αποδεδειγμένη πράξη.
14 Μετά την απόρριψη της διοικητικής ένστασης που άσκησε κατά των δύο αυτών αποφάσεων, η Glencore άσκησε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστηρίου διοικητικών και εργατικών διαφορών Βουδαπέστης, Ουγγαρία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.
15 Προς στήριξη της προσφυγής αυτής, η Glencore υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η φορολογική αρχή προσέβαλε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και τις απαιτήσεις που συνεπάγεται το δικαίωμα αυτό και παραβίασε, ειδικότερα, την αρχή της ισότητας των όπλων. Προβάλλει επίσης ότι η φορολογική αρχή παραβίασε διττώς την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Αφενός, μόνον η φορολογική αρχή είχε τη δυνατότητα πρόσβασης στο σύνολο του φακέλου σχετικά με ποινική διαδικασία έναντι των προμηθευτών, στην οποία η Glencore δεν ήταν διάδικος και στην οποία δεν μπορούσε, επομένως, να επικαλεστεί κανένα δικαίωμα, και κατ’ αυτόν τον τρόπο συνελέγησαν και χρησιμοποιήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία εναντίον της. Αφετέρου, η ίδια αρχή δεν της παρέσχε πρόσβαση ούτε στον φάκελο σχετικά με τους ελέγχους που διενεργήθηκαν στους προμηθευτές αυτούς, ειδικότερα δε στα στοιχεία επί των οποίων στηρίζονται οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη, ούτε στα πρακτικά της ούτε στις διοικητικές αποφάσεις που εξέδωσε, περιοριζόμενη να της γνωστοποιήσει μόνο μέρος αυτών, το οποίο επέλεξε σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια.
16 Η φορολογική αρχή υποστηρίζει ότι, μολονότι δεν είναι δυνατόν να διαθέτει η Glencore τα δικαιώματα που συνδέονται με την ιδιότητα του μετέχοντος σε φορολογική διαδικασία έναντι άλλου υποκειμένου στον φόρο, δεν υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον η Glencore μπόρεσε, στο πλαίσιο της διαδικασίας που την αφορούσε, να εξετάσει τα προερχόμενα από συναφείς διαδικασίες έγγραφα και δηλώσεις που είχαν περιληφθεί στον φάκελό της και να αμφισβητήσει την αποδεικτική αξία τους ασκώντας προσφυγή.
17 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το δικαίωμα προς έκπτωση του ΦΠΑ αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινού συστήματος ΦΠΑ και δεν μπορεί καταρχήν να αποκλειστεί η άσκησή του εάν πληρούνται οι απαιτούμενες ουσιαστικές προϋποθέσεις. Η πρακτική, όμως, της φορολογικής αρχής που εφαρμόστηκε στην υπόθεση της κύριας δίκης και στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 3a, του κώδικα φορολογικής διαδικασίας κατά την οποία η αρχή αυτή δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις οι οποίες περιλαμβάνονται στις αποφάσεις που έλαβε κατά το πέρας των διενεργηθέντων στους προμηθευτές του υποκειμένου στον φόρο ελέγχων και οι οποίες έχουν αδιαμφισβήτητο χαρακτήρα, είχε ως αποτέλεσμα τη μη αναγνώριση του ως άνω δικαιώματος προς έκπτωση.
18 Το δικαστήριο αυτό εκθέτει ότι σκοπός του άρθρου 1, παράγραφος 3a, του κώδικα φορολογικής διαδικασίας είναι η κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου με την επιβολή της υποχρέωσης συναγωγής των ίδιων συμπερασμάτων από την ίδια πράξη. Εντούτοις, κατά το αιτούν δικαστήριο, τίθεται το ζήτημα εάν ο σκοπός αυτός δικαιολογεί πρακτική, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία η φορολογική αρχή απαλλάσσεται από το βάρος αποδείξεως το οποίο φέρει λαμβάνοντας αυτεπαγγέλτως υπόψη τις διαπιστώσεις που συνήχθησαν στο πλαίσιο προγενέστερης διαδικασίας, στην οποία ο υποκείμενος στον φόρο δεν είχε την ιδιότητα του μετέχοντος και δεν μπορούσε, ως εκ τούτου, να ασκήσει τα συνδεόμενα με την ιδιότητα αυτή δικαιώματα και να λάβει γνώση των αποφάσεων που ελήφθησαν κατόπιν των εν λόγω διαδικασιών και κατέστησαν απρόσβλητες μόνο στο πλαίσιο των ελέγχων οι οποίοι διενεργήθηκαν έναντι αυτού.
19 Το εν λόγω δικαστήριο προσθέτει ότι η Glencore έλαβε μερική μόνο γνώση των ως άνω αποφάσεων και εγγράφων επί των οποίων θεμελιώνονται οι αποφάσεις αυτές, δεδομένου ότι η φορολογική αρχή απλώς παρέθεσε, στα πρακτικά της, καθεμία από τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις εν λόγω αποφάσεις, χωρίς να προσκομίσει τις αποφάσεις αυτές ούτε τα έγγραφα επί των οποίων στηρίζονται.
20 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν μια τέτοια πρακτική συνάδει με την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας καθώς και με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, λαμβανομένων υπόψη των ορίων του δικαστικού ελέγχου που μπορεί αυτό να ασκεί, δεδομένου ότι δεν έχει την εξουσία να εξετάζει τη νομιμότητα των αποφάσεων που λαμβάνονται κατόπιν ελέγχων οι οποίοι αφορούν άλλους υποκειμένους στον φόρο και, ειδικότερα, να εξακριβώνει εάν οι αποδείξεις στις οποίες στηρίζονται οι αποφάσεις αυτές συνελέγησαν νομίμως. Παραπέμποντας στην απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses (C‑419/14, EU:C:2015:832), το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον, για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της δίκαιης δίκης, επιτάσσεται το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά της απόφασης της φορολογικής αρχής η οποία εκδίδει διορθωτική πράξη επιβολής ΦΠΑ να διαθέτει την εξουσία να ελέγχει εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που προέρχονται από συναφή φορολογική διαδικασία συνελέγησαν τηρουμένων των δικαιωμάτων τα οποία εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης και εάν οι ερειδόμενες στα στοιχεία αυτά διαπιστώσεις δεν προσβάλλουν τα εν λόγω δικαιώματα.
21 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (πρωτοβάθμιο δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών Βουδαπέστης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Πρέπει οι διατάξεις της οδηγίας ΦΠΑ, καθώς και, στον βαθμό που τις αφορούν, η θεμελιώδης αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και το άρθρο 47 του [Χάρτη] να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους και εθνική πρακτική, η οποία βασίζεται σε αυτήν, δυνάμει των οποίων οι διαπιστώσεις, στο πλαίσιο ελέγχου των μερών της έννομης σχέσεως (σύμβαση, συναλλαγή) που αποτελεί αντικείμενο φορολογικής υποχρεώσεως, στις οποίες προβαίνει η φορολογική αρχή κατόπιν διαδικασίας που εφαρμόστηκε έναντι ενός εκ των μερών της εν λόγω έννομης σχέσεως (του εκδότη των τιμολογίων στην κύρια υπόθεση) και περιλαμβάνουν τον επαναχαρακτηρισμό της έννομης σχέσεως, πρέπει να λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από τη φορολογική αρχή σε περίπτωση ελέγχου του άλλου μέρους της έννομης σχέσεως (του λήπτη των τιμολογίων στην κύρια υπόθεση), δεδομένου ότι το άλλο μέρος της έννομης σχέσεως δεν διαθέτει κανένα δικαίωμα, ιδίως τα δικαιώματα που σχετίζονται με την ιδιότητα του μετέχοντος στη διαδικασία, στην αρχική διαδικασία ελέγχου;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως του Δικαστηρίου επί του πρώτου ερωτήματος, αντιτίθενται οι διατάξεις της οδηγίας ΦΠΑ, καθώς και, στον βαθμό που τις αφορούν, η θεμελιώδης αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και το άρθρο 47 του [Χάρτη], σε εθνική πρακτική η οποία επιτρέπει διαδικασία όπως η περιγραφόμενη στο πρώτο ερώτημα, με συνέπεια το άλλο μέρος της έννομης σχέσεως (ο λήπτης των τιμολογίων) να μην διαθέτει, στην αρχική διαδικασία ελέγχου, τα δικαιώματα που σχετίζονται με την ιδιότητα του μετέχοντος στη διαδικασία, και, εξ αυτού του λόγου, να μην μπορεί περαιτέρω να ασκήσει δικαίωμα προσφυγής στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου της οποίας οι διαπιστώσεις πρέπει να λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από τη φορολογική αρχή για τη διαδικασία ελέγχου αναφορικά με τη φορολογική υποχρέωση του άλλου μέρους και μπορούν να χρησιμοποιηθούν εις βάρος του τελευταίου, δεδομένου ότι η φορολογική αρχή δεν θέτει στη διάθεση του άλλου μέρους τον σχετικό φάκελο του ελέγχου που διενεργήθηκε έναντι του πρώτου μέρους της έννομης σχέσεως (του εκδότη των τιμολογίων), ιδίως τα στοιχεία που τεκμηριώνουν τις διαπιστώσεις, τα πρακτικά και τις διοικητικές αποφάσεις, αλλά του κοινοποιεί μόνον ένα τμήμα, με τη μορφή περίληψης, γνωστοποιώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στο άλλο μέρος το περιεχόμενο του φακέλου μόνον εμμέσως, επιλέγοντας βάσει κριτηρίων τα οποία έκρινε κατάλληλα και επί των οποίων το άλλο μέρος δεν μπορεί να ασκήσει κανέναν έλεγχο;
3) Πρέπει οι διατάξεις της οδηγίας ΦΠΑ, καθώς και, στον βαθμό που τις αφορούν, η θεμελιώδης αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και το άρθρο 47 του [Χάρτη], να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους και εθνική πρακτική, η οποία βασίζεται σε αυτήν, δυνάμει των οποίων οι διαπιστώσεις, στο πλαίσιο ελέγχου των μερών της έννομης σχέσεως, που αποτελεί αντικείμενο φορολογικής υποχρεώσεως, στις οποίες προβαίνει η φορολογική αρχή κατόπιν διαδικασίας που εφαρμόστηκε έναντι του εκδότη των τιμολογίων και περιλαμβάνουν τη διαπίστωση ότι ο εν λόγω εκδότης έχει συμμετάσχει σε ενεργητική φορολογική απάτη, πρέπει να λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από τη φορολογική αρχή σε περίπτωση ελέγχου του λήπτη των τιμολογίων, δεδομένου ότι ο εν λόγω λήπτης δεν διαθέτει, στη διαδικασία ελέγχου που διενεργείται έναντι του εκδότη, τα δικαιώματα που σχετίζονται με την ιδιότητα του μετέχοντος στη διαδικασία και, εξ αυτού του λόγου, δεν μπορεί περαιτέρω να ασκήσει προσφυγή στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου της οποίας οι διαπιστώσεις πρέπει να λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από τη φορολογική αρχή για τη διαδικασία ελέγχου αναφορικά με τη φορολογική υποχρέωση του λήπτη και μπορούν να χρησιμοποιηθούν εις βάρος του τελευταίου, και δεδομένου ότι [η φορολογική αρχή] δεν θέτει στη διάθεση του λήπτη τον σχετικό φάκελο του ελέγχου που διενεργήθηκε έναντι του εκδότη, ιδίως τα στοιχεία που τεκμηριώνουν τις διαπιστώσεις, τα πρακτικά και τις διοικητικές αποφάσεις, αλλά του κοινοποιεί μόνον ένα τμήμα, με τη μορφή περίληψης, γνωστοποιώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στον λήπτη το περιεχόμενο του φακέλου μόνον εμμέσως, επιλέγοντας βάσει κριτηρίων τα οποία έκρινε κατάλληλα και επί των οποίων ο εν λόγω λήπτης δεν μπορεί να ασκήσει κανέναν έλεγχο;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
22 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατόπιν φορολογικών ελέγχων που διενεργήθηκαν στην Glencore και τους προμηθευτές της, απορρίφθηκε το αίτημά της προς έκπτωση του ΦΠΑ και της επιβλήθηκαν, κατά συνέπεια, διορθωτικές πράξεις επιβολής ΦΠΑ. Η φορολογική αρχή στήριξε, μεταξύ άλλων, την απόρριψη αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3a, του κώδικα φορολογικής διαδικασίας, σε διαπιστώσεις πραγματοποιηθείσες στο πλαίσιο διαδικασιών έναντι των ως άνω προμηθευτών, στις οποίες η Glencore δεν είχε λάβει, επομένως, μέρος και βάσει των οποίων εκδόθηκαν αποφάσεις οι οποίες κατέστησαν απρόσβλητες και κατά τις οποίες οι εν λόγω προμηθευτές είχαν διαπράξει απάτη σχετική με τον ΦΠΑ.
23 Καθόσον η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εντάσσεται στο πλαίσιο ποινικής και προγενέστερης διοικητικής διαδικασίας, καθώς και στο πλαίσιο διοικητικών αποφάσεων που αφορούν τους προμηθευτές της Glencore, το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 101 του Κανονισμού Διαδικασίας του, ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να παράσχει διευκρινίσεις επί της ή των εν λόγω ποινικών διαδικασιών και να αναφέρει εάν έχουν περατωθεί με αμετάκλητες αποφάσεις ποινικού δικαστηρίου. Ως απάντηση στο αίτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι δεν διέθετε πληροφορίες όσον αφορά την περάτωση, με απόφαση επί της ουσίας, των ποινικών δικών που αφορούσαν τους προμηθευτές της Glencore και κοινοποίησε τέσσερις, απρόσβλητες πλέον, φορολογικές αποφάσεις που αφορούν ορισμένους από τους προμηθευτές αυτούς.
24 Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Glencore και η Ουγγρική Κυβέρνηση διευκρίνισαν ότι, όταν η φορολογική αρχή εξέτασε τα έγγραφα των διαδικασιών αυτών και εξέδωσε τις δύο διοικητικές αποφάσεις κατά των οποίων προσέφυγε η Glencore στην υπόθεση της κύριας δίκης, εκκρεμούσαν δύο ακόμη ποινικές διαδικασίες σχετικά με την επίμαχη απάτη. Οι διαδικασίες αυτές δεν είχαν ακόμη περατωθεί με επί της ουσίας απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση δεν εγείρει ζητήματα δεδικασμένου.
25 Υπό το πρίσμα των διευκρινίσεων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα τρία ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν η οδηγία ΦΠΑ, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και το άρθρο 47 του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν ρύθμιση ή πρακτική κράτους μέλους βάσει της οποίας, κατά την επαλήθευση του δικαιώματος προς έκπτωση του ΦΠΑ που ασκείται από υποκείμενο στον φόρο, η φορολογική αρχή δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις και τους νομικούς χαρακτηρισμούς στους οποίους η ίδια έχει ήδη προβεί στο πλαίσιο συναφών διοικητικών διαδικασιών διεξαχθεισών κατά των προμηθευτών αυτού του υποκειμένου στον φόρο, επί των οποίων στηρίζονται αποφάσεις που έχουν καταστεί απρόσβλητες και με τις οποίες διαπιστώνεται ότι οι προμηθευτές αυτοί τέλεσαν απάτη σχετική με τον ΦΠΑ.
26 Με βάση τις ενδείξεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η φορολογική αρχή εκτιμά ότι το γεγονός ότι δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις και τους νομικούς χαρακτηρισμούς που περιλαμβάνονται στις αποφάσεις αυτές οι οποίες έχουν καταστεί απρόσβλητες την απαλλάσσει από την υποχρέωση να προσκομίσει εκ νέου αποδείξεις για την απάτη στη δίκη που αφορά τον υποκείμενο στον φόρο. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ιδίως εάν η οδηγία ΦΠΑ και η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας αντιτίθενται σε πρακτική της φορολογικής αρχής η οποία συνίσταται, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, στη μη παροχή στον εν λόγω υποκείμενο στον φόρο πρόσβασης στον φάκελο που αφορά συναφείς διαδικασίες, ειδικότερα δε στο σύνολο των εγγράφων στα οποία στηρίζονται οι διαπιστώσεις αυτές, στα συνταχθέντα πρακτικά και στις εκδοθείσες αποφάσεις, και στην έμμεση γνωστοποίηση, υπό μορφή περίληψης, μέρους μόνον των στοιχείων αυτών τα οποία επέλεξε η ίδια η φορολογική αρχή με βάση δικά της κριτήρια και επί των οποίων ο υποκείμενος δεν μπορεί να ασκήσει κανέναν έλεγχο.
27 Συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση διευκρινίστηκε ότι, προκειμένου να αποδείξει την εμπλοκή της Glencore στην απάτη αυτή, η φορολογική αρχή στηρίχθηκε σε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία συνέλεξε στο πλαίσιο των εκκρεμών ποινικών διαδικασιών, των διοικητικών διαδικασιών που κινήθηκαν κατά των προμηθευτών της Glencore και της διοικητικής διαδικασίας κατά της ίδιας της Glencore.
28 Το αιτούν δικαστήριο, αφού εξέθεσε, εξάλλου, ότι δεν έχει την εξουσία να εξετάζει τη νομιμότητα των προγενέστερων αποφάσεων οι οποίες έχουν εκδοθεί κατόπιν ελέγχων που αφορούν άλλους υποκειμένους στον φόρο και, ειδικότερα, να ελέγχει εάν οι αποδείξεις επί των οποίων στηρίζονται οι αποφάσεις αυτές αποκτήθηκαν νομίμως, διερωτάται επίσης, παραπέμποντας στην απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses (C‑419/14, EU:C:2015:832), κατά πόσον, για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της δίκαιης δίκης, επιτάσσεται να διαθέτει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά της απόφασης φορολογικής αρχής εκδίδουσας διορθωτική πράξη την εξουσία να ελέγχει εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που προέρχονται από συναφή φορολογική διαδικασία συνελέγησαν τηρουμένων των δικαιωμάτων τα οποία εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης και εάν οι ερειδόμενες στα στοιχεία αυτά διαπιστώσεις δεν προσβάλλουν τα εν λόγω δικαιώματα.
29 Στο μέτρο που η Ουγγρική Κυβέρνηση, με τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις της, παρέθεσε ερμηνεία των εθνικών διατάξεων και επεξήγηση των πρακτικών της φορολογικής αρχής, όσον αφορά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, την έκταση της πρόσβασης στον φάκελο και το εύρος του δικαστικού ελέγχου, διαφορετικές από εκείνες που εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο, υπενθυμίζεται ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο του συστήματος δικαστικής συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, να εξακριβώσει ή να θέσει υπό αμφισβήτηση την ακρίβεια της εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου ερμηνείας του εθνικού δικαίου, δεδομένου ότι η ερμηνεία αυτή υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου. Επίσης, το Δικαστήριο οφείλει, όταν αποφαίνεται προδικαστικώς επί ερωτημάτων που του υποβάλλει εθνικό δικαστήριο, να δέχεται την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, όπως αυτή παρατίθεται από το οικείο δικαστήριο (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târșia, C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 13 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
30 Ομοίως, δεν απόκειται στο Δικαστήριο αλλά στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία οδήγησαν στη διαφορά και να συναγάγει εξ αυτών τις συνέπειες για την απόφαση που καλείται να εκδώσει. Επομένως, το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ αυτού και των εθνικών δικαστηρίων, οφείλει να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό και νομοθετικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα, όπως αυτό προσδιορίζεται στην απόφαση περί παραπομπής (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2018, Scotch Whisky Association, C‑44/17, EU:C:2018:415, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
31 Επιπλέον, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί του συμβατού εθνικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης ούτε να ερμηνεύει εθνικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις (αποφάσεις της 1ης Μαρτίου 2012, Ascafor και Asidac, C‑484/10, EU:C:2012:113, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Consorci Sanitari del Maresme, C‑203/14, EU:C:2015:664, σκέψη 43). Ωστόσο, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που θα παράσχουν στο δικαστήριο αυτό τη δυνατότητα να εκτιμήσει την εν λόγω συμβατότητα προκειμένου να εκδώσει απόφαση στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί (αποφάσεις της 1ης Μαρτίου 2012, Ascafor και Asidac, C‑484/10, EU:C:2012:113, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 26ης Ιουλίου 2017, Europa Way και Persidera, C‑560/15, EU:C:2017:593, σκέψη 35).
32 Κατόπιν των προκαταρκτικών αυτών παρατηρήσεων, πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά οι απαιτήσεις που απορρέουν από την οδηγία ΦΠΑ, από την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και από το άρθρο 47 του Χάρτη όσον αφορά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, την έκταση της πρόσβασης του υποκειμένου στον φάκελο και το εύρος του δικαστικού ελέγχου σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης.
Επί της διεξαγωγής των αποδείξεων υπό το πρίσμα της οδηγίας ΦΠΑ και της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας
33 Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα των υποκείμενων στον φόρο να προβαίνουν σε έκπτωση, από τον οφειλόμενο ΦΠΑ, του ΦΠΑ επί των εισροών ο οποίος οφείλεται ή καταβλήθηκε για τα αγαθά που απέκτησαν και τις υπηρεσίες που έλαβαν για τις ανάγκες των φορολογητέων πράξεών τους συνιστά θεμελιώδη αρχή του καθιερωθέντος από τον νομοθέτη της Ένωσης κοινού συστήματος του ΦΠΑ. Όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο, το δικαίωμα προς έκπτωση το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 167 επ. της οδηγίας ΦΠΑ αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του μηχανισμού του ΦΠΑ και δεν μπορεί, καταρχήν, να περιορίζεται (αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Bonik, C‑285/11, EU:C:2012:774, σκέψεις 25 και 26, της 19ης Οκτωβρίου 2017, Paper Consult, C‑101/16, EU:C:2017:775, σκέψεις 35 και 36, καθώς και της 21ης Μαρτίου 2018, Volkswagen, C‑533/16, EU:C:2018:204, σκέψεις 37 και 39).
34 Τούτου δοθέντος, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και των ενδεχόμενων καταχρηστικών πρακτικών αποτελεί σκοπό τον οποίο αναγνωρίζει και ενθαρρύνει η οδηγία ΦΠΑ, το δε Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης δολίως ή καταχρηστικώς. Επομένως, εναπόκειται στις εθνικές αρχές και στα εθνικά δικαστήρια να μην επιτρέπουν την άσκηση του δικαιώματος προς έκπτωση όταν αποδεικνύεται, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι η επίκληση του δικαιώματος αυτού γίνεται δολίως ή καταχρηστικώς (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Bonik, C‑285/11, EU:C:2012:774, σκέψεις 35 έως 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Ιουλίου 2016, Astone, C‑332/15, EU:C:2016:614, σκέψη 50).
35 Εφόσον τούτο ισχύει στην περίπτωση που διαπράττει απάτη ο ίδιος ο υποκείμενος στον φόρο, το αυτό ισχύει και όταν ο υποκείμενος στον φόρο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι με την αγορά του συμμετέχει σε πράξη διενεργηθείσα στο πλαίσιο απάτης σχετικής με τον ΦΠΑ. Η άσκηση του δικαιώματος προς έκπτωση από τον υποκείμενο στον φόρο μπορεί να αποκλειστεί μόνον εφόσον αποδεικνύεται, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι ο υποκείμενος αυτός, στον οποίο παρασχέθηκαν τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που αποτελούν τη βάση για να θεμελιωθεί το δικαίωμα προς έκπτωση, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι συμμετείχε, με την αγορά των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, σε πράξη πραγματοποιηθείσα στο πλαίσιο απάτης σχετικής με τον ΦΠΑ, την οποία διέπραξε ο πάροχος ή άλλος επιχειρηματίας σε προηγούμενο ή επόμενο στάδιο της αλυσίδας των παραδόσεων ή παροχών αυτών (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Bonik, C‑285/11, EU:C:2012:774, σκέψεις 38 έως 40, καθώς και της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Maks Pen, C‑18/13, EU:C:2014:69, σκέψεις 27 και 28).
36 Αφού ο αποκλεισμός του δικαιώματος προς έκπτωση αποτελεί εξαίρεση από την εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής που συνιστά το δικαίωμα αυτό, εναπόκειται στις φορολογικές αρχές να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμο τα αντικειμενικά στοιχεία με βάση τα οποία καθίσταται δυνατό να συναχθεί ότι ο υποκείμενος στον φόρο είχε ή όφειλε να έχει γνώση του ότι η πράξη της οποίας γίνεται επίκληση προκειμένου να θεμελιωθεί το δικαίωμα προς έκπτωση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο τέτοιας απάτης (πρβλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Maks Pen, C‑18/13, EU:C:2014:69, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
37 Δεδομένου ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν περιέχει κανόνες σχετικούς με τον τρόπο διεξαγωγής των αποδείξεων στον τομέα της απάτης σχετικής με τον ΦΠΑ, οι φορολογικές αρχές πρέπει να αποδείξουν τα αντικειμενικά αυτά στοιχεία σύμφωνα με τους κανόνες περί αποδείξεων που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, οι εν λόγω κανόνες δεν πρέπει να θίγουν την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να σέβονται τα δικαιώματα που διασφαλίζει το δίκαιο αυτό και ειδικότερα ο Χάρτης (πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses, C‑419/14, EU:C:2015:832, σκέψεις 65 έως 67).
38 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses (C‑419/14, EU:C:2015:832), έκρινε, στη σκέψη 68 της απόφασης αυτής, ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει μια φορολογική αρχή να χρησιμοποιεί, στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής στον τομέα του ΦΠΑ, αποδεικτικά στοιχεία τα οποία συνελέγησαν στο πλαίσιο μη ολοκληρωθείσας ακόμη παράλληλης ποινικής διαδικασίας που αφορά τον υποκείμενο στον φόρο. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 39 των προτάσεών του, η εκτίμηση αυτή ισχύει και για τη χρήση, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη απάτης σχετικής με τον ΦΠΑ, αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν στο πλαίσιο μη ολοκληρωθεισών ποινικών διαδικασιών οι οποίες δεν αφορούν τον υποκείμενο στον φόρο ή που συνελέγησαν στο πλαίσιο συναφών διοικητικών διαδικασιών, στις οποίες, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν έλαβε μέρος ο υποκείμενος στον φόρο.
39 Μεταξύ των δικαιωμάτων που διασφαλίζει το δίκαιο της Ένωσης περιλαμβάνεται και ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, ο οποίος, κατά πάγια νομολογία, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει εφαρμογή όταν η διοίκηση προτίθεται να εκδώσει βλαπτική πράξη εις βάρος ενός προσώπου. Βάσει της ως άνω αρχής, οι αποδέκτες αποφάσεων που θίγουν αισθητά τα συμφέροντά τους πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων η διοίκηση σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της. Η υποχρέωση αυτή βαρύνει τις διοικητικές αρχές των κρατών μελών όταν λαμβάνουν αποφάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, ακόμη και αν η εφαρμοστέα νομοθεσία της Ένωσης δεν προβλέπει ρητώς μια τέτοια διατύπωση (αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Sopropé, C‑349/07, EU:C:2008:746, σκέψεις 36 έως 38, και της 22ας Οκτωβρίου 2013, Sabou, C‑276/12, EU:C:2013:678, σκέψη 38).
40 Η γενική αυτή αρχή εφαρμόζεται, συνεπώς, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, στις οποίες ένα κράτος μέλος, προκειμένου να συμμορφωθεί προς την απορρέουσα από το δίκαιο της Ένωσης υποχρέωση να λάβει όλα τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα τα οποία είναι κατάλληλα να εξασφαλίσουν την είσπραξη ολοκλήρου του ΦΠΑ που οφείλεται στο έδαφός του και να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή, υποβάλλει φορολογούμενο σε διαδικασία φορολογικού ελέγχου (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Ispas, C‑298/16, EU:C:2017:843, σκέψη 27).
41 Το δικαίωμα ακροάσεως, καθόσον αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο κανόνας ότι ο αποδέκτης μιας βλαπτικής απόφασης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν ληφθεί η απόφαση αυτή έχει ως σκοπό να είναι η αρμόδια αρχή σε θέση να λάβει λυσιτελώς υπόψη όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή. Για να εξασφαλίσει την αποτελεσματική προστασία του ενδιαφερομένου, ο κανόνας αυτός έχει ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, να μπορεί αυτός να διορθώσει ένα λάθος ή να προβάλει στοιχεία της προσωπικής του κατάστασης που να συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί, να μη ληφθεί ή να έχει το τάδε ή το δείνα περιεχόμενο η απόφαση (απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mukarubega, C‑166/13, EU:C:2014:2336, σκέψεις 46 και 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
42 Το δικαίωμα ακροάσεως συνεπάγεται, επίσης, την υποχρέωση της διοίκησης να μελετά με τη δέουσα προσοχή τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος, εξετάζοντας με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα συναφή στοιχεία της οικείας υπόθεσης, αιτιολογώντας εμπεριστατωμένως την απόφασή της, η δε υποχρέωση αρκούντως εξειδικευμένης και συγκεκριμένης αιτιολόγησης της απόφασης ώστε να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους απόρριψης της αίτησής του αποτελεί, συνεπώς, αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας (απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mukarubega, C‑166/13, EU:C:2014:2336, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
43 Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν αποτελεί απόλυτο δικαίωμα, αλλά μπορεί να περιέχει περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει το επίμαχο μέτρο και δεν αποτελούν, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία των διασφαλιζόμενων κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιωμάτων (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Ispas, C‑298/16, EU:C:2017:843, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
44 Επιπλέον, η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ειδικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης, ιδίως σε συνάρτηση με τη φύση της επίμαχης απόφασης, το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mukarubega, C‑166/13, EU:C:2014:2336, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
45 Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι η ασφάλεια δικαίου περιλαμβάνεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει, μεταξύ άλλων, διαπιστώσει ότι η μη δυνατότητα προσβολής μιας διοικητικής απόφασης, λόγω εκπνοής των εύλογων προθεσμιών προσβολής της ή εξάντλησης των ενδίκων μέσων, συμβάλλει στην ασφάλεια δικαίου και ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει, καταρχήν, στο διοικητικό όργανο την υποχρέωση να εξετάσει εκ νέου μια διοικητική απόφαση που κατέστη απρόσβλητη (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2004, Kühne & Heitz, C‑453/00, EU:C:2004:17, σκέψη 24, της 12ης Φεβρουαρίου 2008, Kempter, C‑2/06, EU:C:2008:78, σκέψη 37, καθώς και της 4ης Οκτωβρίου 2012, Byankov, C‑249/11, EU:C:2012:608, σκέψη 76).
46 Κανόνας όπως αυτός του άρθρου 1, παράγραφος 3a, του κώδικα φορολογικής διαδικασίας, βάσει του οποίου, κατά το αιτούν δικαστήριο, η φορολογική αρχή δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις και τους νομικούς χαρακτηρισμούς στους οποίους η ίδια προέβη στο πλαίσιο συναφών διοικητικών διαδικασιών έναντι των προμηθευτών του υποκειμένου στον φόρο, στις οποίες αυτός δεν έλαβε μέρος, φαίνεται ότι είναι ικανός, όπως υποστήριξε η Ουγγρική Κυβέρνηση και επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών του, να εγγυηθεί την ασφάλεια δικαίου καθώς και την ισότητα μεταξύ των φορολογουμένων, καθόσον υποχρεώνει την αρχή αυτή να επιδεικνύει συνέπεια δίδοντας στα ίδια πραγματικά περιστατικά όμοιους νομικούς χαρακτηρισμούς. Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει, καταρχήν, την εφαρμογή ενός τέτοιου κανόνα.
47 Εντούτοις, δεν ισχύει το ίδιο εάν, δυνάμει του κανόνα αυτού και λόγω του απρόσβλητου χαρακτήρα των αποφάσεων που λαμβάνονται κατόπιν των συναφών διοικητικών διαδικασιών, η φορολογική αρχή απαλλάσσεται από την υποχρέωση να γνωστοποιεί στον υποκείμενο στον φόρο τα αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προέρχονται από τις διαδικασίες αυτές, βάσει των οποίων προτίθεται να λάβει απόφαση, και ο εν λόγω υποκείμενος στερείται κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα να αμφισβητήσει λυσιτελώς, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που τον αφορά, τις ως άνω πραγματικές διαπιστώσεις και νομικούς χαρακτηρισμούς.
48 Πράγματι, αφενός, μια τέτοια εφαρμογή του εν λόγω κανόνα, η οποία ισοδυναμεί με την πρόσδοση ισχύος σε μη δυνάμενη να προσβληθεί διοικητική απόφαση, διαπιστώνουσα την τέλεση απάτης, έναντι υποκειμένου στον φόρο ο οποίος δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία που κατέληξε στη διαπίστωση αυτή, αντιτίθεται στην υπομνησθείσα στη σκέψη 36 της παρούσας απόφασης υποχρέωση της φορολογικής αρχής να αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον τα αντικειμενικά στοιχεία με βάση τα οποία καθίσταται δυνατό να συναχθεί ότι ο υποκείμενος στον φόρο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πράξη της οποίας γίνεται επίκληση προκειμένου να θεμελιωθεί το δικαίωμα προς έκπτωση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο απάτης, καθότι η υποχρέωση αυτή προϋποθέτει ότι η ως άνω διοικητική αρχή προσκομίζει, στη διαδικασία που αφορά τον υποκείμενο στον φόρο, την απόδειξη της ύπαρξης απάτης ως προς την οποία του προσάπτεται ότι συμμετείχε παθητικώς.
49 Αφετέρου, στο πλαίσιο διαδικασίας φορολογικού ελέγχου, όπως αυτή της κύριας δίκης, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν μπορεί να δικαιολογήσει έναν τέτοιο περιορισμό των δικαιωμάτων άμυνας, των οποίων το περιεχόμενο υπομνήσθηκε στις σκέψεις 39 και 41 της παρούσας απόφασης, ο οποίος αποτελεί, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία των δικαιωμάτων αυτών. Πράγματι, στερεί από τον υποκείμενο στον φόρο στον οποίο πρόκειται να προβληθεί άρνηση άσκησης του δικαιώματος προς έκπτωση του ΦΠΑ τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του, λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του όσον αφορά τα στοιχεία επί των οποίων η διοίκηση προτίθεται να βασιστεί. Στρεβλώνει τη δυνατότητα της αρμόδιας αρχής να λάβει λυσιτελώς υπόψη όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή και τη δυνατότητα του ενδιαφερόμενου προσώπου να διορθώσει, ενδεχομένως, κάποιο σφάλμα. Τέλος, απαλλάσσει την αρχή από την υποχρέωσή της να μελετά με τη δέουσα προσοχή τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος, εξετάζοντας με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα στοιχεία της οικείας υπόθεσης που ασκούν επιρροή, αιτιολογώντας εμπεριστατωμένως την απόφασή της.
50 Κατά συνέπεια, ναι μεν η οδηγία ΦΠΑ και η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν αντιτίθενται, καταρχήν, σε τέτοιον κανόνα, αλλά τούτο ισχύει υπό την επιφύλαξη ότι η εφαρμογή του δεν απαλλάσσει τη φορολογική αρχή από την υποχρέωση να γνωστοποιήσει στον υποκείμενο στον φόρο τα αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των προερχόμενων από τις συναφείς διαδικασίες που κινήθηκαν έναντι των προμηθευτών του, βάσει των οποίων προτίθεται να λάβει απόφαση, και υπό τη επιφύλαξη ότι ο ως άνω υποκείμενος στον φόρο δεν στερείται το δικαίωμά του να αμφισβητήσει λυσιτελώς, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που τον αφορά, τις πραγματικές διαπιστώσεις και τους νομικούς χαρακτηρισμούς στους οποίους προέβη η αρχή αυτή στο πλαίσιο των συναφών διαδικασιών.
Επί της έκτασης της πρόσβασης στον φάκελο του υποκειμένου στον φόρο υπό το πρίσμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας
51 Η υπομνησθείσα στις σκέψεις 39 και 41 της παρούσας απόφασης απαίτηση να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να καθιστά λυσιτελώς γνωστή την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία στα οποία η διοίκηση προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της προϋποθέτει ότι ο αποδέκτης της απόφασης είναι σε θέση να γνωρίζει τα στοιχεία αυτά (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Ispas, C‑298/16, EU:C:2017:843, σκέψη 31). Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας συνεπάγεται το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 68).
52 Δεδομένου ότι ο αποδέκτης μιας βλαπτικής απόφασης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν ληφθεί η απόφαση αυτή, προκειμένου, ιδίως, να είναι η αρμόδια αρχή σε θέση να λάβει λυσιτελώς υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία και, ενδεχομένως, να μπορεί ο αποδέκτης αυτός να διορθώσει ένα σφάλμα και να προβάλει λυσιτελώς στοιχεία σχετικά με την προσωπική του κατάσταση, η πρόσβαση στον φάκελο πρέπει να επιτρέπεται κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Ως εκ τούτου, προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης στον φάκελο η οποία σημειώνεται στο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας δεν θεραπεύεται απλώς και μόνον με το να καταστεί η πρόσβαση δυνατή κατά την ένδικη διαδικασία επί ενδεχόμενης προσφυγής ακυρώσεως της αμφισβητούμενης απόφασης (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, C‑51/92 P, EU:C:1999:357, σκέψη 78· της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψη 318, καθώς και της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 104).
53 Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο πλαίσιο φορολογικής διοικητικής διαδικασίας όπως αυτή της κύριας δίκης, ο υποκείμενος στον φόρο πρέπει να έχει τη δυνατότητα πρόσβασης στο σύνολο των στοιχείων του φακέλου επί των οποίων η φορολογική αρχή προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της. Επομένως, όταν η φορολογική αρχή προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της σε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν ληφθεί, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο πλαίσιο ποινικών και συναφών διοικητικών διαδικασιών που κινήθηκαν κατά των προμηθευτών του, ο ως άνω υποκείμενος στον φόρο πρέπει να έχει δυνατότητα πρόσβασης στα στοιχεία αυτά.
54 Επιπλέον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 59 και 60 των προτάσεών του, πρέπει επίσης να παρέχεται στον υποκείμενο στον φόρο η δυνατότητα πρόσβασης στα έγγραφα τα οποία δεν χρησιμοποιούνται άμεσα για τη θεμελίωση της απόφασης της φορολογικής αρχής, αλλά μπορούν να είναι χρήσιμα για την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας, ιδίως δε στα απαλλακτικά στοιχεία που συγκέντρωσε η αρχή αυτή (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, UBS Europe κ.λπ., C‑358/16, EU:C:2018:715, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
55 Εντούτοις, καθόσον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν αποτελεί απόλυτο δικαίωμα, αλλά μπορεί να περιέχει περιορισμούς, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας φορολογικού ελέγχου, τέτοιοι περιορισμοί προβλεπόμενοι από την εθνική νομοθεσία μπορούν ειδικότερα να αποσκοπούν στην προστασία των απαιτήσεων περί εμπιστευτικότητας ή επαγγελματικού απορρήτου (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Ispas, C‑298/16, EU:C:2017:843, σκέψη 36), καθώς και, όπως επισήμανε η Ουγγρική Κυβέρνηση, στην προστασία της ιδιωτικής ζωής τρίτων προσώπων, των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της αποτελεσματικότητας της επιβολής του νόμου, σκοπούς τους οποίους ενδέχεται να θίξει η πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες και έγγραφα.
56 Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας όπως αυτή της κύριας δίκης, δεν επιβάλλει επομένως στη φορολογική αρχή γενική υποχρέωση να παρέχει πλήρη πρόσβαση στον φάκελο που έχει στη διάθεσή της, αλλά απαιτεί να έχει ο υποκείμενος στον φόρο τη δυνατότητα να του γνωστοποιηθούν, κατόπιν αιτήματός του, τα στοιχεία και τα έγγραφα που περιέχονται στον διοικητικό φάκελο και τα οποία έλαβε υπόψη η ως άνω αρχή προκειμένου να εκδώσει την απόφασή της, εκτός εάν σκοποί γενικού συμφέροντος δικαιολογούν τον περιορισμό της πρόσβασης στα εν λόγω στοιχεία και έγγραφα (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Ispas, C‑298/16, EU:C:2017:843, σκέψεις 32 και 39). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 64 των προτάσεών του, εναπόκειται στη φορολογική αρχή να εξετάσει εάν είναι δυνατή η μερική πρόσβαση.
57 Επομένως, όταν η φορολογική αρχή προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της σε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αποκτήθηκαν, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο πλαίσιο ποινικών και συναφών διοικητικών διαδικασιών που κινήθηκαν κατά των προμηθευτών του υποκειμένου στον φόρο, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει να μπορεί ο υποκείμενος αυτός να έχει πρόσβαση, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που τον αφορά, στο σύνολο των εν λόγω στοιχείων και στα στοιχεία εκείνα που μπορεί να είναι χρήσιμα για την άμυνά του, εκτός εάν σκοποί γενικού συμφέροντος δικαιολογούν τον περιορισμό της πρόσβασης αυτής.
58 Δεν ανταποκρίνεται στην ως άνω απαίτηση πρακτική της φορολογικής αρχής που συνίσταται στη μη παροχή στον ενδιαφερόμενο υποκείμενο στον φόρο πρόσβασης στα στοιχεία αυτά, ειδικότερα δε στα έγγραφα επί των οποίων στηρίζονται οι διαπιστώσεις της αρχής, στα συνταχθέντα πρακτικά και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν κατόπιν συναφών διοικητικών διαδικασιών, και στην έμμεση γνωστοποίηση, υπό μορφή περίληψης, μέρους μόνον των στοιχείων αυτών τα οποία επέλεξε η ίδια η φορολογική αρχή με βάση δικά της κριτήρια και επί των οποίων ο υποκείμενος δεν μπορεί να ασκήσει κανέναν έλεγχο.
Επί του εύρους του δικαστικού ελέγχου υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη
59 Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον, για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της δίκαιης δίκης, επιτάσσεται το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης της φορολογικής αρχής η οποία εκδίδει διορθωτική πράξη επιβολής ΦΠΑ να διαθέτει την εξουσία να ελέγχει εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που προέρχονται από συναφή φορολογική διαδικασία συνελέγησαν τηρουμένων των δικαιωμάτων τα οποία εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης και εάν οι ερειδόμενες στα στοιχεία αυτά διαπιστώσεις δεν προσβάλλουν τα εν λόγω δικαιώματα, υπενθυμίζεται ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη εφαρμόζονται σε μια τέτοια περίπτωση, όταν η διορθωτική πράξη επιβολής ΦΠΑ κατόπιν διαπίστωσης απάτης, όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψεις 19 και 27, καθώς και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses, C‑419/14, EU:C:2015:832, σκέψη 67).
60 Δυνάμει του άρθρου 47 του Χάρτη, κάθε πρόσωπο του οποίου προσβλήθηκαν τα δικαιώματα και παραβιάστηκαν οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα, μεταξύ άλλων, να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια.
61 Η αρχή της ισότητας των όπλων, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κατοχυρούμενης στο άρθρο 47 του Χάρτη αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον αποτελεί επακόλουθο, όπως μεταξύ άλλων η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, της ίδιας της έννοιας της δίκαιης δίκης, συνεπάγεται την υποχρέωση να παρέχεται σε καθέναν από τους διαδίκους η εύλογη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή του, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών του στοιχείων, υπό συνθήκες που δεν τον περιάγουν σε σαφώς μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2014, Sánchez Morcillo και Abril García, C‑169/14, EU:C:2014:2099, σκέψη 49, και της 16ης Μαΐου 2017, Berlioz Investment Fund, C‑682/15, EU:C:2017:373, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
62 Σκοπός της αρχής αυτής είναι η διασφάλιση της δικονομικής ισορροπίας μεταξύ των διαδίκων στην ένδικη διαδικασία, ώστε να εξασφαλίζεται η ισότητα των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των διαδίκων αυτών όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τους κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και την κατ’ αντιμωλίαν διαδικασία ενώπιον του δικαστή, καθώς και τα δικαιώματα άσκησης ένδικων βοηθημάτων από τους εν λόγω διαδίκους (απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ., C‑543/14, EU:C:2016:605, σκέψη 41). Για να τηρηθούν οι σχετικές με το δικαίωμα για δίκαιη δίκη επιταγές, πρέπει οι διάδικοι να γνωρίζουν και να μπορούν να συζητήσουν κατ’ αντιμωλίαν τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά στοιχεία που έχουν αποφασιστική σημασία για την έκβαση της διαδικασίας (απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 56).
63 Με την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses (C‑419/14, EU:C:2015:832), στην οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο, όσον αφορά, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, αποδείξεις συλλεγείσες στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας η οποία δεν είχε ακόμη περατωθεί, εν αγνοία του υποκειμένου στον φόρο, μέσω παρακολούθησης τηλεπικοινωνιών και κατάσχεσης ηλεκτρονικών μηνυμάτων ικανών να αποτελέσουν παράβαση του άρθρου 7 του Χάρτη, και μέσω της χρήσης τους στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, επισήμανε, στη σκέψη 87 της απόφασης αυτής, ότι η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου τον οποίο εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη απαιτεί το δικαστήριο που προβαίνει στον έλεγχο νομιμότητας απόφασης η οποία συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης να μπορεί να εξακριβώσει εάν τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η απόφαση αυτή συνελέγησαν και χρησιμοποιήθηκαν κατά τρόπο ο οποίος παραβιάζει τα δικαιώματα που διασφαλίζει το εν λόγω δίκαιο και, ειδικότερα, ο Χάρτης.
64 Το Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 88 της εν λόγω απόφασης, ότι η απαίτηση αυτή ικανοποιείται εάν το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά της απόφασης της φορολογικής αρχής η οποία εκδίδει διορθωτική πράξη επιβολής ΦΠΑ έχει την εξουσία να ελέγξει αν τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, στα οποία στηρίζεται η εν λόγω απόφαση, συνελέγησαν στο πλαίσιο της ως άνω ποινικής διαδικασίας τηρουμένων των δικαιωμάτων τα οποία εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης ή εάν μπορεί τουλάχιστον να βεβαιωθεί, βάσει ελέγχου που έχει ήδη ασκήσει ποινικό δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασίας με δυνατότητα προβολής της άποψης του ενδιαφερομένου, ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία συνελέγησαν σύμφωνα με το δίκαιο αυτό.
65 Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη επιβάλλει, ομοίως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης της φορολογικής αρχής η οποία εκδίδει διορθωτική πράξη επιβολής ΦΠΑ να έχει την εξουσία να ελέγξει εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που συνελέγησαν στο πλαίσιο συναφούς διοικητικής διαδικασίας, στην οποία δεν συμμετείχε ο υποκείμενος στον φόρο, και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για να θεμελιώσει την απόφαση αυτή δεν χρησιμοποιήθηκαν κατά προσβολή των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, ο Χάρτης. Το ίδιο ισχύει όταν, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία θεμελίωσαν τις διοικητικές αποφάσεις που ελήφθησαν έναντι άλλων υποκειμένων στον φόρο και έχουν καταστεί απρόσβλητες.
66 Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, όπως υπενθύμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 74 των προτάσεών του, οι δηλώσεις και οι διαπιστώσεις των διοικητικών αρχών δεν μπορούν να δεσμεύουν τα δικαστήρια.
67 Γενικότερα, το δικαστήριο αυτό πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εξακριβώσει, στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως, τη νομιμότητα της λήψης και της χρήσης των αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν κατά τη διάρκεια συναφών διοικητικών διαδικασιών εις βάρος άλλων υποκειμένων στον φόρο, καθώς και των διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στις εκδιδόμενες κατόπιν των διαδικασιών αυτών διοικητικές αποφάσεις, οι οποίες είναι αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση της προσφυγής. Πράγματι, θα παραβιαζόταν η ισότητα των όπλων και δεν θα τηρούνταν η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως εάν η φορολογική αρχή, για τον λόγο ότι δεσμεύεται από τις αποφάσεις που ελήφθησαν έναντι άλλων υποκειμένων στον φόρο και έχουν καταστεί απρόσβλητες, δεν υποχρεούνταν να προσκομίσει τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου, εάν ο υποκείμενος στον φόρο δεν μπορούσε να λάβει γνώση των στοιχείων αυτών, εάν οι διάδικοι δεν μπορούσαν να συζητήσουν κατ’ αντιμωλίαν τόσο επί των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων όσο και επί των διαπιστώσεων αυτών και εάν το εν λόγω δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται οι ως άνω αποφάσεις και τα οποία έχουν αποφασιστική σημασία για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.
68 Εάν το εν λόγω δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να προβεί στην εξακρίβωση αυτή και εάν, ως εκ τούτου, το δικαίωμα δικαστικής προσφυγής δεν είναι αποτελεσματικό, οι αποδείξεις που συνελέγησαν σε συναφείς διοικητικές διαδικασίες και οι διαπιστώσεις στο πλαίσιο διοικητικών αποφάσεων που ελήφθησαν έναντι άλλων υποκειμένων στον φόρο κατόπιν των διαδικασιών αυτών πρέπει να μη ληφθούν υπόψη, η δε προσβαλλόμενη απόφαση η οποία στηρίζεται σε αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία και διαπιστώσεις πρέπει να ακυρωθεί εάν, για τον λόγο αυτόν, στερείται ερείσματος (πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses, C‑419/14, EU:C:2015:832, σκέψη 89).
69 Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία ΦΠΑ, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και το άρθρο 47 του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται, καταρχήν, σε ρύθμιση ή σε πρακτική κράτους μέλους βάσει της οποίας, κατά την επαλήθευση του δικαιώματος προς έκπτωση του ΦΠΑ που ασκείται από υποκείμενο στον φόρο, η φορολογική αρχή δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις και τους νομικούς χαρακτηρισμούς στους οποίους η ίδια έχει ήδη προβεί στο πλαίσιο συναφών διοικητικών διαδικασιών διεξαχθεισών κατά των προμηθευτών αυτού του υποκειμένου στον φόρο, επί των οποίων στηρίζονται αποφάσεις οι οποίες έχουν καταστεί απρόσβλητες και με τις οποίες διαπιστώνεται ότι οι προμηθευτές αυτοί τέλεσαν απάτη σχετική με τον ΦΠΑ, υπό την επιφύλαξη, πρώτον, ότι η ρύθμιση ή η πρακτική αυτή δεν απαλλάσσει την εν λόγω φορολογική αρχή από την υποχρέωση να γνωστοποιήσει στον υποκείμενο στον φόρο τα αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προέρχονται από τις συναφείς διοικητικές διαδικασίες βάσει των οποίων προτίθεται να λάβει απόφαση, και ότι ο ως άνω υποκείμενος στον φόρο δεν στερείται το δικαίωμά του να αμφισβητήσει λυσιτελώς, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που τον αφορά, αυτές τις πραγματικές διαπιστώσεις και νομικούς χαρακτηρισμούς, δεύτερον, ότι ο εν λόγω υποκείμενος μπορεί να έχει πρόσβαση κατά τη διαδικασία αυτή στο σύνολο των στοιχείων που συνελέγησαν στο πλαίσιο των ως άνω συναφών διοικητικών διαδικασιών ή οιασδήποτε άλλης διαδικασίας, επί των οποίων η εν λόγω αρχή προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της και τα οποία μπορεί να είναι χρήσιμα για την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας, εκτός εάν σκοποί γενικού συμφέροντος δικαιολογούν τον περιορισμό της πρόσβασης αυτής, και, τρίτον, ότι δικαστήριο επιληφθέν προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης μπορεί να εξακριβώσει τη νομιμότητα της λήψης και της χρήσης των στοιχείων αυτών καθώς και των διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στις εκδοθείσες έναντι των εν λόγω προμηθευτών διοικητικές αποφάσεις, οι οποίες είναι καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της προσφυγής.
Επί των δικαστικών εξόδων
70 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:
Η οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται, καταρχήν, σε ρύθμιση ή σε πρακτική κράτους μέλους βάσει της οποίας, κατά την επαλήθευση του δικαιώματος προς έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) που ασκείται από υποκείμενο στον φόρο, η φορολογική αρχή δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις και τους νομικούς χαρακτηρισμούς στους οποίους η ίδια έχει ήδη προβεί στο πλαίσιο συναφών διοικητικών διαδικασιών διεξαχθεισών κατά των προμηθευτών αυτού του υποκειμένου στον φόρο, επί των οποίων στηρίζονται αποφάσεις οι οποίες έχουν καταστεί απρόσβλητες και με τις οποίες διαπιστώνεται ότι οι προμηθευτές αυτοί τέλεσαν απάτη σχετική με τον ΦΠΑ, υπό την επιφύλαξη, πρώτον, ότι η εν λόγω ρύθμιση ή πρακτική δεν απαλλάσσει τη φορολογική αρχή από την υποχρέωση να γνωστοποιήσει στον υποκείμενο στον φόρο τα αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των προερχόμενων από τις συναφείς διοικητικές διαδικασίες, βάσει των οποίων προτίθεται να λάβει απόφαση και ότι ο ως άνω υποκείμενος στον φόρο δεν στερείται το δικαίωμά του να αμφισβητήσει λυσιτελώς, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που τον αφορά, αυτές τις πραγματικές διαπιστώσεις και νομικούς χαρακτηρισμούς, δεύτερον, ότι ο εν λόγω υποκείμενος μπορεί να έχει πρόσβαση κατά τη διαδικασία αυτή στο σύνολο των στοιχείων που συνελέγησαν στο πλαίσιο των ως άνω συναφών διοικητικών διαδικασιών ή οιασδήποτε άλλης διαδικασίας, επί των οποίων η εν λόγω αρχή προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της και τα οποία μπορεί να είναι χρήσιμα για την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας, εκτός εάν σκοποί γενικού συμφέροντος δικαιολογούν τον περιορισμό της πρόσβασης αυτής, και, τρίτον, ότι δικαστήριο επιληφθέν προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης μπορεί να εξακριβώσει τη νομιμότητα της λήψης και της χρήσης των στοιχείων αυτών καθώς και των διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στις εκδοθείσες έναντι των εν λόγω προμηθευτών διοικητικές αποφάσεις, οι οποίες είναι καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της προσφυγής.
(υπογραφές)
Δ. ΟΡΓ. Δ 1143392 ΕΞ 2019 Περί της υποχρέωσης ή μη των Δ.Ο.Υ. να κάνουν αποδεκτά έγγραφα πολιτών, που φέρουν την ψηφιακή υπογραφή αυτών
Αθήνα , 17 Οκτωβρίου 2019
Αριθ. Πρωτ.: Δ. ΟΡΓ. Δ 1143392 ΕΞ 2019
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ (Γ.Δ.Α.Δ.Ο.)
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ (Δ.ΟΡΓ.)
ΤΜΗΜΑ Δ’
Ταχ. Δ/νση: Λεωχάρους 2
10184 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Αικατερίνη Μπάκα
Τηλέφωνο: 210-3222516
Fax: 210-3230829
Url: www.aade.gr
ΘΕΜΑ: «Περί της υποχρέωσης ή μη των Δ.Ο.Υ. να κάνουν αποδεκτά έγγραφα πολιτών, που φέρουν την ψηφιακή υπογραφή αυτών».
1. Σχετικά με το παραπάνω σε περίληψη θέμα, σας γνωρίζουμε ότι:
α) Πολίτες, για τη διεκπεραίωση υποθέσεών τους στις Δ.Ο.Υ. προσκομίζουν, σε έντυπη μορφή, έγγραφα (εξουσιοδοτήσεις, υπεύθυνες δηλώσεις και αιτήσεις), τα οποία έχουν υπογραφεί ψηφιακά από τους ενδιαφερομένους.
β) Για το συγκεκριμένο θέμα υποβλήθηκαν, τηλεφωνικά, στο Τμήμα Δ’ – Υποθέσεων Πολιτών της Διεύθυνσης Οργάνωσης, ερωτήματα από υπαλλήλους Δ.Ο.Υ. και από ενδιαφερόμενους πολίτες, που αφορούν στην υποχρέωση ή μη των Δ.Ο.Υ. να κάνουν αποδεκτά τα ως άνω έγγραφα, γι’ αυτό το ως άνω Τμήμα, με το από 11.10.2019 μήνυμά του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου έθεσε προς την αρμόδια Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης συγκεκριμένα ερωτήματα και ζήτησε την παροχή των απαραίτητων οδηγιών προς αντιμετώπιση του θέματος.
2. Η αρμόδια Ομάδα Υποστήριξης Συστήματος PKI της ως άνω Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, με το από 11.10.2019 ηλεκτρονικό μήνυμά της, το οποίο σας στέλνουμε, συνημμένα, με το παρόν, μαζί με το μήνυμα του Τμήματος Δ’, διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι:
α) Η ψηφιακή υπογραφή έχει ισχύ μόνο στο ηλεκτρονικό έγγραφο και όχι στο έντυπο έγγραφο, δεδομένου ότι μόνο σε ηλεκτρονικά έγγραφα μπορεί να επαληθευτεί η εγκυρότητά της, γιατί αν εκτυπωθεί ένα ψηφιακά υπογεγραμμένο έγγραφο, τότε:
αα) δεν διακρίνεται αν πρόκειται για ψηφιακή υπογραφή (και επομένως επέχει θέση ιδιόχειρης υπογραφής) ή για απλή ηλεκτρονική υπογραφή,
ββ) δεν μπορεί να ελεγχθεί αν έχει ακυρωθεί το ψηφιακό πιστοποιητικό του χρήστη,
γγ) δεν μπορεί να ελεγχθεί ποια είναι η Αρχή Πιστοποίησης που εξέδωσε το πιστοποιητικό και
δδ) δεν μπορεί να αποδειχθεί η μονοσήμαντη σύνδεση με τον υπογράφοντα, ούτε ο καθορισμός της ταυτότητάς του διότι μπορεί εύκολα ή όποια "εικόνα ψηφιακής υπογραφής" να αντιγραφεί σε οποιοδήποτε έγγραφο.
β) Όσον αφορά στα χειρόγραφα έγγραφα, όπως η εξουσιοδότηση, απαιτείται ιδιόχειρη υπογραφή και βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 2690/1999 (Α’ 45), σύμφωνα με τις οποίες «Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερομένου γίνεται, από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή από τα Κ.Ε.Π., βάσει του δελτίου ταυτότητας ή των αντίστοιχων εγγράφων που προβλέπονται στο άρθρο 3. …».
γ) Για τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες παραλαμβάνεται, ηλεκτρονικά, από δημόσιες υπηρεσίες, ψηφιακά υπογεγραμμένο ηλεκτρονικό έγγραφο, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή πληροφοριακού συστήματος, απαιτείται έλεγχος εγκυρότητας της ψηφιακής υπογραφής που φέρει αυτό, από τον εξουσιοδοτημένο υπάλληλο της εκάστοτε υπηρεσίας, σύμφωνα με τις αναλυτικές οδηγίες για τον έλεγχο εγκυρότητας ψηφιακών υπογραφών, που διατίθενται στην ιστοσελίδα της Αρχής Πιστοποίησης Ελληνικού Δημοσίου (ΑΠΕΔ): www.aped.gov.gr.
Επισημαίνεται, ότι για τον έλεγχο εγκυρότητας ψηφιακής υπογραφής, που έχει χορηγηθεί από εγκεκριμένο πάροχο, ο οποίος περιλαμβάνεται στη λίστα με τους εγκεκριμένους παρόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτούνται συγκεκριμένες ρυθμίσεις και εγκατάσταση λογισμικού στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κατά τα προαναφερθέντα.
3. Ύστερα από τα παραπάνω και δεδομένου ότι αυξάνεται ο αριθμός των πολιτών που αποκτούν ψηφιακή υπογραφή και κάνουν χρήση αυτής, θέτουμε υπόψη σας το συγκεκριμένο θέμα και παρακαλούμε για τις δικές σας, λόγω αρμοδιότητας, περαιτέρω απαραίτητες σχετικές ενέργειες, για τη βέλτιστη εξυπηρέτηση των ενδιαφερόμενων πολιτών, την αποφυγή προστριβών αυτών με τους υπαλλήλους της Α.Α.Δ.Ε. και κυρίως των Περιφερειακών Υπηρεσιών αυτής, καθώς και για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου.
Ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού και Οργάνωσης
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΛΑΧΟΣ
Yπόθεση C-692/17 Απαλλαγές – Άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και δʹ – Πράξεις σχετικά με τη χορήγηση και τη διαπραγμάτευση πιστώσεων καθώς και με τη διαχείριση πιστώσεων – Πράξεις οι οποίες αφορούν απαιτήσεις, με εξαίρεση την είσπραξη απαιτήσεων – Εκχώρηση σε τρίτο, εξ επαχθούς αιτίας, του δικαιώματος που αφορά την υπεισέλευση σε δικονομική θέση στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη απαιτήσεως η οποία αναγνωρίστηκε με δικαστική απόφαση
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 17ης Οκτωβρίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Απαλλαγές – Άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και δʹ – Πράξεις σχετικά με τη χορήγηση και τη διαπραγμάτευση πιστώσεων καθώς και με τη διαχείριση πιστώσεων – Πράξεις οι οποίες αφορούν απαιτήσεις, με εξαίρεση την είσπραξη απαιτήσεων – Εκχώρηση σε τρίτο, εξ επαχθούς αιτίας, του δικαιώματος που αφορά την υπεισέλευση σε δικονομική θέση στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη απαιτήσεως η οποία αναγνωρίστηκε με δικαστική απόφαση»
Στην υπόθεση C‑692/17,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Supremo Tribunal Administrativo (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Πορτογαλία) με απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Δεκεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης
Paulo Nascimento Consulting – Mediação Imobiliária Lda
κατά
Autoridade Tributária e Aduaneira,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen και C. Vajda (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe
γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Φεβρουαρίου 2019,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Paulo Nascimento Consulting – Mediação Imobiliária Lda, εκπροσωπούμενη από τους R. Silva Lopes και A. Coelho Martins, advogados,
– η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes, M. Figueiredo και R. Campos Laires,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Lozano Palacios καθώς και από τον B. Rechena,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Μαΐου 2019,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Paulo Nascimento Consulting – Mediação Imobiliária Lda (στο εξής: PNC) και της Autoridade Tributária e Aduaneira (φορολογικής και τελωνειακής αρχής, Πορτογαλία) σχετικά με τον οφειλόμενο φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) λόγω εκχώρησης σε τρίτο, εξ επαχθούς αιτίας, του δικαιώματος που αφορά την υπεισέλευση σε δικονομική θέση που κατείχε η PNC στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη απαιτήσεως η οποία αναγνωρίστηκε με δικαστική απόφαση.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας 2006/112, στον ΦΠΑ υπόκεινται, αντιστοίχως, «οι παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή» και «οι παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητά του αυτή».
4 Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«Νοείται ως “υποκείμενος στον φόρο” οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο σκοπό και τα αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής.
Ως “οικονομική δραστηριότητα” θεωρείται κάθε δραστηριότητα του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων εξόρυξης, των αγροτικών δραστηριοτήτων καθώς και των δραστηριοτήτων των ελεύθερων επαγγελμάτων. Ως οικονομική δραστηριότητα θεωρείται, επίσης, η εκμετάλλευση ενσώματου ή άυλου αγαθού, με σκοπό ιδίως την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα.»
5 Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, «[ω]ς “παράδοση αγαθών” θεωρείται η μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό».
6 Κατά το άρθρο 24, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, «[ω]ς “παροχή υπηρεσιών” νοείται κάθε πράξη η οποία δεν αποτελεί παράδοση αγαθών».
7 Το άρθρο 25, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112 ορίζει ότι «[η] παροχή υπηρεσιών μπορεί να συνίσταται, μεταξύ άλλων, [...] στην εκχώρηση άυλου αγαθού, το οποίο αντιπροσωπεύεται ή όχι από τίτλο».
8 Το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και δʹ, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις:
β) τη χορήγηση και τη διαπραγμάτευση πιστώσεων καθώς και τη διαχείριση πιστώσεων που ενεργείται από αυτόν που τις χορήγησε·
[...]
δ) τις πράξεις, περιλαμβανομένης της διαπραγμάτευσης, οι οποίες αφορούν καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, πληρωμές, μεταφορές χρημάτων, απαιτήσεις, επιταγές και λοιπά αξιόγραφα, με εξαίρεση την είσπραξη απαιτήσεων».
Το πορτογαλικό δίκαιο
9 Ο Código do Imposto sobre o Valor Acrescentado (κώδικας φόρου προστιθέμενης αξίας), με τον οποίο μεταφέρθηκε στο πορτογαλικό δίκαιο η οδηγία 2006/112, προβλέπει στο άρθρο 9, σημείο 27, στοιχεία a και c, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: κώδικας ΦΠΑ), ότι απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ οι ακόλουθες πράξεις:
«a) η υπό οποιαδήποτε μορφή χορήγηση και διαπραγμάτευση πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πράξεων προεξοφλήσεως και αναπροεξοφλήσεως, καθώς και η διοίκηση ή διεκπεραίωσή τους εκ μέρους αυτού που τις χορηγεί·
[...]
c) οι πράξεις, συμπεριλαμβανομένης της διαπραγμάτευσης, οι οποίες αφορούν καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, πληρωμές, μεταφορές χρημάτων, εισπράξεις, επιταγές και λοιπά αξιόγραφα, με εξαίρεση τις πράξεις απλής είσπραξης απαιτήσεων».
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
10 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, τον Νοέμβριο του 2006, η PNC, κατά την άσκηση της δραστηριότητάς της μεσιτείας ακινήτων, έλαβε αποκλειστική εντολή πώλησης ενός αγροτικού γηπέδου. Η PNC διαβίβασε μια προσφορά περί αγοράς στον εντολέα της, τον ιδιοκτήτη του γηπέδου αυτού, πλην όμως ο τελευταίος την απέρριψε, αρνούμενος να καταβάλει στην PNC αμοιβή για την παρασχεθείσα υπηρεσία.
11 Η PNC άσκησε ενώπιον του Tribunal de Família e Menores e de Comarca de Portimão (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου οικογενειακών υποθέσεων και ανηλίκων της περιφέρειας του Portimão, Πορτογαλία) αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί ο εντολέας της να της καταβάλει το ποσό των 125 000 ευρώ για την οφειλόμενη μεσιτική προμήθεια, πλέον ΦΠΑ και τόκων υπερημερίας μέχρι πλήρους εξοφλήσεως. Το ως άνω δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή της PNC, η οποία κατέστη τελεσίδικη.
12 Επιπλέον, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, δεδομένου ότι ο οφειλέτης δεν κατέβαλε το ποσό στην πληρωμή του οποίου καταδικάσθηκε κατά τα ανωτέρω, η PNC κίνησε ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη της απαιτήσεώς της, όπως αυτή είχε αναγνωριστεί με την απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, η οποία ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 170 859,62 ευρώ.
13 Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως κατασχέθηκε ακίνητο περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη προς εξασφάλιση της πληρωμής του οφειλόμενου ποσού. Το κατασχεθέν περιουσιακό στοιχείο κατακυρώθηκε στη συνέχεια στην PNC για το ποσό των 606 200 ευρώ, ποσό το οποίο αντιπροσώπευε περίπου το 70 % της αγοραίας αξίας του ακινήτου αυτού. Η κατακύρωση έγινε υπό την επιφύλαξη της υποχρέωσης της PNC περί καταβολής στον οργανισμό εκτελέσεως του υπερβάλλοντος, ήτοι της διαφοράς μεταξύ του ποσού της κατακυρώσεως και της αξίας της απαιτήσεως, πλέον των εξόδων εκτελέσεως, που ανερχόταν συνολικά σε 417 937,12 ευρώ.
14 Με συμφωνία συναφθείσα στις 29 Σεπτεμβρίου 2010, η PNC μεταβίβασε στην εταιρία Starplant – Unipessoal Lda (στο εξής: Starplant) όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τη δικονομική της θέση στην εν εξελίξει διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως, έναντι καταβολής από τη Starplant ποσού 351 619,90 ευρώ.
15 Τον Οκτώβριο του 2010, η PNC, αφενός, καταχώρισε λογιστικά το ποσό των 125 000 ευρώ ως αντάλλαγμα για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες προς τον προαναφερθέντα εντολέα και κατέβαλε το ποσό των 26 250 ευρώ, που αντιστοιχούσε στον οφειλόμενο εξ αυτού του λόγου ΦΠΑ. Αφετέρου, καταχώρισε ως «λοιπά εισοδήματα που δεν προσδιορίζονται ειδικότερα» το ποσό των 200 369,90 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο υπόλοιπο του καταβληθέντος από τη Starplant τιμήματος, επί του οποίου δεν κατέβαλε κανένα ποσό ΦΠΑ.
16 Στις 24 Ιουνίου 2014, η Autoridade Tributária e Aduaneira (φορολογική και τελωνειακή αρχή, Πορτογαλία) απέστειλε στην PNC πράξεις προσδιορισμού του ΦΠΑ πλέον τόκων, συνολικού ποσού 83 647,77 ευρώ, έχοντας διαπιστώσει ότι στη δήλωση ΦΠΑ που η PNC είχε υποβάλει για τη συγκεκριμένη περίοδο δεν είχε καταχωρισθεί λογιστικά ορθώς η παραχώρηση της δικονομικής θέσεως έναντι ποσού 351 619,90 ευρώ. Συναφώς, η εν λόγω αρχή θεώρησε ότι επρόκειτο για συναλλαγή διακριτή από εκείνη την οποία αφορούσε η μεσιτική προμήθεια, η οποία υπέκειτο σε ΦΠΑ, δεδομένου ότι συνιστούσε εκχώρηση σε τρίτο, εξ επαχθούς αιτίας, δικαιώματος από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτή, η οποία ενέπιπτε στην έννοια της παροχής υπηρεσιών και η οποία δεν καλυπτόταν από καμία προβλεπόμενη από τον κώδικα ΦΠΑ εξαίρεση.
17 Το Tribunal Administrativo e Fiscal de Loulé (διοικητικό πρωτοδικείο του Loulé, Πορτογαλία), έκανε δεκτή την προσφυγή της PNC με αίτημα την ακύρωση των προαναφερθεισών πράξεων προσδιορισμού του ΦΠΑ.
18 Με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, το Tribunal Central Administrativo Sul (κεντρικό διοικητικό δικαστήριο με δικαιοδοσία στην νότια Πορτογαλία, Πορτογαλία), επιληφθέν κατόπιν ασκήσεως εφέσεως από το Fazenda Pública (Δημόσιο Ταμείο, Πορτογαλία), εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση με το σκεπτικό ότι η επίμαχη εκχώρηση απαιτήσεως ενέπιπτε στην οικονομική δραστηριότητα της PNC, ότι έπρεπε να θεωρηθεί ως φορολογητέα παροχή υπηρεσιών και ότι καμία από τις απαλλαγές του άρθρου 9 του κώδικα ΦΠΑ δεν είχε εφαρμογή σε αυτή. Ειδικότερα, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη πράξη δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 9, σημείο 27, στοιχείο a, του ως άνω κώδικα για τις πράξεις χορήγησης και διαπραγμάτευσης πιστώσεων που ενεργούνται από τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.
19 Η PNC άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Supremo Tribunal Administrativo (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, Πορτογαλία), υποστηρίζοντας ότι η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 9, σημείο 27, στοιχείο a, του κώδικα ΦΠΑ είχε εφαρμογή στις πράξεις εκχωρήσεως απαιτήσεων, ακόμη και όταν αυτές διενεργούνταν από φορείς που δεν ήταν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Συναφώς, η PNC στηρίχθηκε στη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορούσε τη διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία μεταφέρθηκε στο πορτογαλικό δίκαιο με το εν λόγω άρθρο 9, σημείο 27, στοιχείο a, ήτοι το άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 1, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία). Η διάταξη αυτή της έκτης οδηγίας επαναλαμβάνεται στο άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/112, με την οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε η έκτη οδηγία από 1ης Ιανουαρίου 2007.
20 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Supremo Tribunal Administrativo (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Για τους σκοπούς της εφαρμογής της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο β', της οδηγίας ΦΠΑ, εμπίπτει στις έννοιες της “χορηγήσεως”, “διαπραγματεύσεως” ή “διαχειρίσεως πιστώσεων” η εκχώρηση σε τρίτο, εξ επαχθούς αιτίας, του δικαιώματος που αφορά την υπεισέλευση στη δικονομική θέση την οποία κατέχει υποκείμενος στον ΦΠΑ σε διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη απαιτήσεως η οποία αναγνωρίστηκε με δικαστική απόφαση και η οποία προέκυψε από την αθέτηση συμβάσεως μεσιτείας ακινήτων, πλέον του ΦΠΑ με τον συντελεστή που θα ισχύει κατά την ημερομηνία πραγματοποιήσεως της πληρωμής και των τόκων υπερημερίας που είναι γεγενημένοι ή που ενδέχεται να γεννηθούν έως την πλήρη εξόφληση της απαιτήσεως;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
21 Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/112 έχει την έννοια ότι η απαλλαγή την οποία προβλέπει για τις πράξεις που αφορούν τη χορήγηση και τη διαπραγμάτευση πιστώσεων καθώς και τη διαχείριση πιστώσεων έχει εφαρμογή επί πράξεως που συνίσταται στην εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο εκχώρηση σε τρίτο, εξ επαχθούς αιτίας, τη δικονομική θέση την οποία αυτός κατέχει σε διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη απαιτήσεως.
22 Καταρχάς, πρέπει να εξετασθεί αν η πράξη αυτή αποτελεί υποκείμενη σε ΦΠΑ πράξη.
23 Συναφώς, από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112, το οποίο καθορίζει το πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ, προκύπτει ότι στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους υπόκεινται στον φόρο αυτό μόνον οι δραστηριότητες που έχουν οικονομικό χαρακτήρα. Βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής νοείται ως υποκείμενος στον φόρο οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, οικονομική δραστηριότητα. Η έννοια της «οικονομικής δραστηριότητας» ορίζεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/112 ως καλύπτουσα όλες τις δραστηριότητες του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες και, ειδικότερα, τις πράξεις που ενέχουν εκμετάλλευση ενσώματου ή άυλου αγαθού με σκοπό ιδίως την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2018, C&D Foods Acquisition, C-502/17, EU:C:2018:888, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
24 Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ερμηνεύσει το άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/112 στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Kostov (C-62/12, EU:C:2013:391), στην οποία ετίθετο το ζήτημα κατά πόσον υπόκεινται σε ΦΠΑ πράξεις που διενεργούνται ευκαιριακά από πρόσωπο το οποίο υπόκειται στον φόρο για την κύρια δραστηριότητά του, σε περίπτωση που η δευτερεύουσα δραστηριότητα του προσώπου αυτού, καίτοι συνιστά οικονομική δραστηριότητα και συνδέεται με την κύρια δραστηριότητά του, δεν αντιστοιχεί στην κύρια αυτή δραστηριότητα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το φυσικό πρόσωπο που υπόκειται ήδη σε ΦΠΑ για την οικονομική δραστηριότητά που ασκεί συστηματικά πρέπει να θεωρείται «υποκείμενος στον φόρο» για κάθε άλλη οικονομική δραστηριότητα την οποία ασκεί ευκαιριακά, υπό την προϋπόθεση ότι η δραστηριότητα αυτή συνιστά δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/112 (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Kostov, C‑62/12, EU:C:2013:391, σκέψη 31).
25 Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, εξάλλου, ότι ο αριθμός και το εύρος των πράξεων δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο διακρίσεως μεταξύ των δραστηριοτήτων ενός ιδιώτη επενδυτή, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, και εκείνων ενός επενδυτή του οποίου οι πράξεις συνιστούν οικονομική δραστηριότητα (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, Słaby κ.λπ., C-180/10 και C-181/10, EU:C:2011:589, σκέψη 37 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
26 Εν προκειμένω, η PNC διατύπωσε αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον σε περίπτωση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, ο εκχωρών μπορεί να θεωρηθεί ότι ενήργησε στο πλαίσιο της «οικονομικής δραστηριότητάς» του, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/112, καθόσον η συμμετοχή της PNC στην επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη εκχωρήσεως της απαιτήσεως ήταν έκτακτη, δεδομένου ότι η οικονομική δραστηριότητα που αυτή συνήθως ασκεί είναι η δραστηριότητα της μεσιτείας ακινήτων.
27 Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως τόνισε και ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 42 των προτάσεών του, η επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη εκχωρήσεως πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς σχετικά με τη μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως είσπραξη απαιτήσεως που γεννήθηκε από σύμβαση συναφθείσα στο πλαίσιο της φορολογητέας οικονομικής δραστηριότητας της PNC, η οποία συνίστατο στην παροχή υπηρεσιών μεσιτείας ακινήτων, χωρίς η PNC να αμφισβητεί ότι, όσον αφορά την πράξη που οδήγησε στη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως, είχε ενεργήσει στο πλαίσιο της οικονομικής της δραστηριότητας. Κατά συνέπεια, η επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη αποτελεί στην πραγματικότητα άμεση προέκταση της κύριας οικονομικής δραστηριότητας της εν λόγω εταιρίας.
28 Υπό τις συνθήκες αυτές, μόνον το γεγονός ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη, η οποία πραγματοποιήθηκε από πρόσωπο που υπόκειται ήδη στον ΦΠΑ, δεν αντιστοιχεί στην κύρια δραστηριότητα του εν λόγω προσώπου και πραγματοποιήθηκε από αυτό κατά τρόπο έκτακτο δεν αποκλείει τη δυνατότητα να ενήργησε το εν λόγω πρόσωπο, όσον αφορά την πράξη αυτή, στο πλαίσιο της οικονομικής του δραστηριότητας κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/112.
29 Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας 2006/112, στον ΦΠΑ υπόκεινται, αντιστοίχως, οι «παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή» και «οι παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητά του αυτή».
30 Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112 ορίζει την παράδοση αγαθών ως τη «μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό», ενώ το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει την παροχή υπηρεσιών ως «κάθε πράξη η οποία δεν αποτελεί παράδοση αγαθών».
31 Εν προκειμένω, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό, για τους σκοπούς του ΦΠΑ, της επίμαχης στην κύρια δίκη πράξεως, δεν αμφισβητείται ότι η πράξη αυτή πραγματοποιήθηκε «εξ επαχθούς αιτίας». Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η PNC μεταβίβασε στη Starplant, έναντι τιμήματος, κατά τρόπο ενιαίο και συνολικό, όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τη δικονομική θέση που αυτή κατείχε στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη απαιτήσεως η οποία αναγνωρίστηκε με δικαστική απόφαση, απαιτήσεως της οποίας η πραγματική είσπραξη διασφαλιζόταν με την κατάσχεση και την κατακύρωση στην PNC ενός ακινήτου το οποίο ανήκε στον οφειλέτη.
32 Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ενιαία παροχή υφίσταται όταν δύο ή περισσότερα στοιχεία ή ενέργειες του υποκειμένου στον φόρο με αποδέκτη τον πελάτη συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους ώστε αντικειμενικά να αποτελούν μία αδιάσπαστη οικονομική παροχή, της οποίας ο κατακερματισμός θα ήταν τεχνητός (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2011, Bog κ.λπ., C-497/09, C‑499/09, C-501/09 και C-502/09, EU:C:2011:135, σκέψη 53, καθώς και της 10ης Νοεμβρίου 2016, Baštová, C-432/15, EU:C:2016:855, σκέψη 70).
33 Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, τα οποία αναφέρονται στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη δεν είναι δυνατόν να κατακερματισθεί τεχνητώς σε δύο παροχές συνιστάμενες, αφενός, σε εκχώρηση απαιτήσεως και, αφετέρου, σε εκχώρηση του δικαιώματος που αφορά την υπεισέλευση σε δικονομική θέση στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη απαιτήσεως.
34 Συναφώς, καίτοι προκύπτει, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 36 των προτάσεών του, ότι, μεταξύ των διαφόρων στοιχείων που συνιστούν την εν λόγω πράξη, το βασικό στοιχείο έγκειται στη μεταβίβαση ενός ενσώματου αγαθού, ήτοι του ακινήτου το οποίο κατακυρώθηκε στον υποκείμενο στον φόρο, εντούτοις, η απόφαση περί παραπομπής δεν διευκρινίζει κατά πόσο, πριν καταστεί οριστική η απόφαση με την οποία διατάχθηκε η κατακύρωση του εν λόγω ακινήτου, ο υποκείμενος στον φόρο, στον οποίο κατακυρώθηκε το εν λόγω ακίνητο, είχε τη δυνατότητα να το διαθέσει στην πράξη ως κύριος.
35 Αν συμβαίνει τούτο, η επίμαχη στην κύρια δίκη εκχώρηση, η οποία, κατά τις υποβληθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου παρατηρήσεις, πραγματοποιήθηκε μία ημέρα πριν καταστεί οριστική η απόφαση με την οποία διατάχθηκε η κατακύρωση του εν λόγω ακινήτου, συνίσταται σε μεταβίβαση ενσώματου αγαθού, ήτοι ενός ακινήτου, από συμβαλλόμενο ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα στον αντισυμβαλλόμενό του να διαθέτει, στην πράξη, το εν λόγω αγαθό ως κύριος, γεγονός το οποίο συνιστά παράδοση αγαθών (πρβλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, Mydibel, C-201/18, EU:C:2019:254, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Αν τούτο δεν συμβαίνει, η επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη συνίσταται στη μεταβίβαση ενός ενσώματου αγαθού η οποία αφορά δικαιώματα επί ενός ακινήτου και εμπίπτει στην έννοια της παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθρο 25, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να προβεί στις αναγκαίες συναφώς επαληθεύσεις.
36 Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της επίμαχης στην κύρια δίκη πράξεως, όπως αυτές εκτίθενται στις σκέψεις 31 έως 35 της παρούσας αποφάσεως, η πράξη αυτή, είτε χαρακτηρισθεί ως παροχή υπηρεσιών είτε ως παράδοση αγαθών, διαφέρει, ως εκ της φύσεώς της, από την επίμαχη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2011, GFKL Financial Services (C-93/10, EU:C:2011:700). Πράγματι, η πράξη που εξετάσθηκε από το Δικαστήριο στην ως άνω απόφαση συνίστατο στην απόκτηση από έναν επιχειρηματία, με δική του ευθύνη, επισφαλών απαιτήσεων σε τιμή κατώτερη της ονομαστικής τους αξίας, ως προς την οποία το Δικαστήριο κατέληξε, με τη σκέψη 26 της εν λόγω αποφάσεως, ότι επιχειρηματίας ο οποίος αγοράζει τέτοιες απαιτήσεις δεν παρέχει υπηρεσίες έναντι αμοιβής και δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της έκτης οδηγίας όταν η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας των εν λόγω απαιτήσεων και της τιμής αγοράς τους αντανακλά την πραγματική οικονομική αξία των εν λόγω απαιτήσεων κατά τον χρόνο της εκχωρήσεώς τους. Αντιθέτως, η επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη συνίσταται στη μεταβίβαση σε τρίτο, εξ επαχθούς αιτίας, όλων των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη δικονομική θέση την οποία κατέχει υποκείμενος στον ΦΠΑ στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη απαιτήσεως η οποία αναγνωρίστηκε με δικαστική απόφαση.
37 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη υπόκειται σε ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ ή γʹ, της οδηγίας 2006/112.
38 Όσον αφορά το ζήτημα αν η επίμαχη πράξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής που προβλέπεται από το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/112, σχετικά με «τη χορήγηση και [με] τη διαπραγμάτευση πιστώσεων καθώς και [με] τη διαχείριση πιστώσεων που ενεργείται από αυτόν που τις χορήγησε», παρατηρείται ότι, όπως επισήμαναν με τις παρατηρήσεις τους η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή και όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 61 των προτάσεών του, τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης προδήλως δεν αναφέρονται σε «πίστωση» συνιστάμενη στη διάθεση κεφαλαίου έναντι του οποίου καταβάλλεται η δέουσα αμοιβή υπό μορφή τόκων ή στην ετεροχρονισμένη καταβολή του τιμήματος για την αγορά αγαθού έναντι καταβολής τόκων ως δέουσας αμοιβής για την πίστωση αυτή [πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1996, Régie dauphinoise, C-306/94, EU:C:1996:290, σκέψεις 16 έως 19, της 29ης Απριλίου 2004, EDM, C‑77/01, EU:C:2004:243, σκέψεις 65 έως 70, και της 18ης Οκτωβρίου 2018, Volkswagen Financial Services (UK), C-153/17, EU:C:2018:845, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Πράγματι, από την απόφαση περί παραπομπής ουδόλως προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη συνεπάγόταν την υποχρέωση της Starplant να καταβάλει τόκους προς αποπληρωμή πιστώσεως που της χορηγήθηκε.
39 Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που η πράξη αυτή χαρακτηρισθεί ως παροχή υπηρεσιών από το αιτούν δικαστήριο, μια τέτοια πράξη δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/112.
40 Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η PNC κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που διαλαμβάνονται στις σκέψεις 33 και 35 της παρούσας αποφάσεως, η επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθεί ότι αφορά «πιστώσεις» και, επομένως, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/112, για τις πράξεις που αφορούν «απαιτήσεις [...], με εξαίρεση την είσπραξη απαιτήσεων».
41 Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/112 έχει την έννοια ότι η απαλλαγή την οποία προβλέπει για τις πράξεις που αφορούν τη χορήγηση και τη διαπραγμάτευση πιστώσεων ή τη διαχείριση πιστώσεων δεν έχει εφαρμογή επί πράξεως που συνίσταται στην εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο μεταβίβαση σε τρίτο, εξ επαχθούς αιτίας, όλων των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη δικονομική θέση την οποία αυτός κατέχει σε διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη απαιτήσεως η οποία αναγνωρίστηκε με δικαστική απόφαση και της οποίας η είσπραξη διασφαλίσθηκε με δικαίωμα επί κατασχεθέντος ακινήτου που κατακυρώθηκε στον εν λόγω υποκείμενο στον φόρο.
Επί των δικαστικών εξόδων
42 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι η απαλλαγή την οποία προβλέπει για τις πράξεις που αφορούν τη χορήγηση και τη διαπραγμάτευση πιστώσεων ή τη διαχείριση πιστώσεων δεν έχει εφαρμογή επί πράξεως που συνίσταται στην εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο μεταβίβαση σε τρίτο, εξ επαχθούς αιτίας, όλων των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη δικονομική θέση την οποία αυτός κατέχει σε διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη απαιτήσεως η οποία αναγνωρίστηκε με δικαστική απόφαση και της οποίας η είσπραξη διασφαλιζόταν με δικαίωμα επί κατασχεθέντος ακινήτου που κατακυρώθηκε στον εν λόγω υποκείμενο στον φόρο.
ΔΕΔ 1995/2019 Δεν υφίσταται υποτροπή όταν ο χρόνος διάπραξης της παράβασης είναι προγενέστερος του χρόνου έκδοσης της αρχικής πράξης επιβολής προστίμου
Αριθμός απόφασης: 1995
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α8 - ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
Ταχ. Δ/νση: Εγνατία 45
Ταχ. Κώδικας: 54630 - Θεσσαλονίκη
Τηλέφωνο: 2313-333267
ΦΑΞ: 2313-333258
E-Mail: ded.thess@aade.gr
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπ' όψη:
1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170).
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)»
γ. Της ΠΟΛ 1064/12.04.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ Β' 1440/27.04.2017).
2. Την ΠΟΛ 1069/04.03.2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Την υπ' αριθμ. Δ.Ε.Δ. 1126366/ΕΞ2016/30.08.2016 (ΦΕΚ Β' 2759/01.09.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.
4. Τη με ημερομηνία κατάθεσης 25/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή του με ΑΦΜ , κατά:
α) της υπ' αριθ /15.01.2019 πράξης επιβολής προστίμου άρθρου 58Α ν.4174/2013 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΟΛΟΥ για το φορολογικό έτος 2018,
β) της υπ' αριθ /26.03.2019 πράξης επιβολής προστίμου άρθρου 58Α ν.4174/2013 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΟΛΟΥ για το φορολογικό έτος 2018 και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.
5. Τις υπ' αριθ /15.01.2019 και /26.03.2019 πράξεις επιβολής προστίμου άρθρου 58Α ν.4174/2013, για το φορολογικό έτος 2018, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΟΛΟΥ των οποίων ζητείται η ακύρωση.
6. Τις απόψεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΟΛΟΥ.
7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α8 - Επανεξέτασης, όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.
Επί της από 25/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής του με ΑΦΜ , η οποία κατατέθηκε εκπρόθεσμα ως προς την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, εμπρόθεσμα ως προς τη δεύτερη και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:
Με την υπ' αριθ /15.01.2019 πράξη επιβολής προστίμου άρθρου 58Α ν.4174/2013 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΟΛΟΥ, επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, για το φορολογικό έτος 2018, πρόστιμο ποσού 467,42€, λόγω μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου, τιμολογίου ή απόδειξης λιανικής πώλησης (Α.Λ.Π.), κατά το χρονικό διάστημα 25/05/2018 - 12/09/2018, σε πέντε (-5-) περιπτώσεις, συνολικής καθαρής αξίας 3.895,16€ πλέον ΦΠΑ 24% ποσού 934,84€, κατά παράβαση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 1, 5, 8, 9, 10, 11, 12 και 13 του ν.4308/2014 (ΕΛΠ) που επισύρει την κύρωση της παρ. 1 του άρθρου 58Α του ν.4174/2013, ήτοι 934,84€ x 50%.
Η ανωτέρω πράξη εδράζεται επί της από 11/12/2018 έκθεσης μερικού επιτόπιου ελέγχου εφαρμογής διατάξεων ν.4308/2014 (Ε.Λ.Π.) και ν.4174/2013 (Κ.Φ.Δ.) της Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - Ε' ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ, σε εκτέλεση της υπ' αριθ /2018 εντολής του Προϊσταμένου της.
Με την υπ' αριθ /26.03.2019 πράξη επιβολής προστίμου άρθρου 58Α ν.4174/2013 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΟΛΟΥ, επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, για το φορολογικό έτος 2018, πρόστιμο ποσού 500,00€, λόγω μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου, τιμολογίου ή απόδειξης λιανικής πώλησης (Α.Λ.Π.), στις 21/09/2018, καθ' υποτροπή σε μία (-1-) περίπτωση, καθαρής αξίας 161,29€ πλέον ΦΠΑ 24% ποσού 38,71€, κατά παράβαση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 1, 5, 8, 9, 10, 11, 12 και 13 του ν.4308/2014 (ΕΛΠ) που επισύρει την κύρωση της παρ. 1 του άρθρου 58Α του ν.4174/2013, ήτοι 250,00€ x 2.
Η ανωτέρω πράξη εδράζεται επί της από 25/02/2019 έκθεσης μερικού επιτόπιου ελέγχου εφαρμογής διατάξεων ν.4308/2014 (Ε.Λ.Π.) και ν.4174/2013 (Κ.Φ.Δ.) της Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. ΑΤΤΙΚΗΣ - Δ' ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΛΑΜΙΑΣ, σε εκτέλεση της υπ' αριθ /2018 εντολής του Προϊσταμένου της.
Ο προσφεύγων, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά να γίνει αυτή δεκτή και να ακυρωθεί ή άλλως να μεταρρυθμιστεί η υπ' αριθ /26.03.2019 πράξης επιβολής προστίμου άρθρου 58Α ν.4174/2013, προβάλλοντας τον ισχυρισμό περί εσφαλμένης προσμέτρησης υποτροπής κατά την έκδοσή της.
Επειδή, με το άρθρο 63 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4174/2013) ορίζεται ότι: «1. Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης. Η αίτηση υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη ή παρέλειψε την έκδοσή της και πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημά του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν ή από τη συντέλεση της παράλειψης...».
Επειδή, με το άρθρο 2 της ΠΟΛ.1064/2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Η ενδικοφανής προσφυγή ασκείται κατά πράξεων των φορολογικών αρχών, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών που αρχίζει από την κοινοποίηση της πράξεως ή τη συντέλεση της παράλειψης. ».
Επειδή, με το άρθρο 5 του ν.4174/2013 ορίζεται ότι: «1. Η κοινοποίηση πράξεων που εκδίδει, σύμφωνα με τον Κώδικα, η Φορολογική Διοίκηση προς φορολογούμενο ή άλλο πρόσωπο, γίνεται εγγράφως ή ηλεκτρονικώς. 2. Εάν η πράξη αφορά φυσικό πρόσωπο, η κοινοποίηση συντελείται εφόσον: α) κοινοποιηθεί ηλεκτρονικά, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ν.3979/2011 ή στο λογαριασμό του εν λόγω προσώπου ή του νομίμου αντιπροσώπου του ή του φορολογικού εκπροσώπου του στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, την οποία ακολουθεί ηλεκτρονική ειδοποίηση στη δηλωθείσα διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του, β) αποσταλεί με συστημένη επιστολή στην τελευταία δηλωθείσα ταχυδρομική διεύθυνση κατοικίας ή επαγγελματικής εγκατάστασης του εν λόγω προσώπου, ή γ) επιδοθεί στο εν λόγω πρόσωπο, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μόνο εφόσον δεν είναι δυνατή η επίδοση με άλλον τρόπο... 5. Πράξη που αποστέλλεται με συστημένη επιστολή θεωρείται ότι έχει νομίμως κοινοποιηθεί μετά την παρέλευση δεκαπέντε (15) ημερών από την ημέρα αποστολής, εάν η ταχυδρομική διεύθυνση του παραλήπτη κατά τα ανωτέρω βρίσκεται στην Ελλάδα.».
Επειδή, η υπ' αριθ /15.01.2019 πράξη επιβολής προστίμου άρθρου 58Α ν.4174/2013 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΟΛΟΥ εστάλη με την υπ' αριθ. πρωτ. /16.01.2019 συστημένη επιστολή στον προσφεύγοντα, νομίμως, στις 16/01/2019, στη διεύθυνση που έχει δηλώσει αυτός στη Φορολογική Διοίκηση και εμφανίζεται στο σύστημα TAXIS, υποσύστημα Μητρώου και ως εκ τούτου, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 του ν.4174/2013, η κοινοποίησή της θεωρείται ότι συντελέστηκε την 01/02/2019.
Επειδή, η υπό κρίση προσφυγή, ως προς την προαναφερθείσα πράξη, ασκήθηκε εκπρόθεσμα στις 25/04/2019, ήτοι μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της, και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ως προς αυτήν.
Επειδή, με το άρθρο 58Α του ν.4174/2013 ορίζεται ότι: «Για παραβάσεις σχετικές με τον φόρο προστιθέμενης αξίας οι οποίες διαπιστώνονται κατόπιν ελέγχου, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα: 1. Σε περίπτωση μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου ή έκδοσης ή λήψης ανακριβούς στοιχείου για πράξη που επιβαρύνεται με ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο πενήντα τοις εκατό (50%) επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο ή επί της διαφοράς, αντίστοιχα. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο, των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των πεντακοσίων (500) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος. Σε περίπτωση διαπίστωσης, στο πλαίσιο μεταγενέστερου ελέγχου, εκ νέου διάπραξης της ίδιας παράβασης, εντός πενταετίας από την έκδοση της αρχικής πράξης, επιβάλλεται πρόστιμο εκατό τοις εκατό (100%) επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο ή επί της διαφοράς, αντίστοιχα, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο, των πεντακοσίων (500) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των χιλίων (1.000) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος...».
Επειδή, με την ΠΟΛ. 1112/2016 παρασχέθηκαν οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 58Α του ν.4174/2013 και διευκρινίστηκε ότι προβλέπεται πλέον ένα ελάχιστο ύψος προστίμου για το σύνολο των παραβάσεων μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης ή λήψης φορολογικών στοιχείων της παραγράφου 1 του άρθρου 58Α, ανά φορολογικό έλεγχο, ενώ σε περίπτωση υποτροπής ορίζεται η προσαύξηση των προστίμων αυτών. Ειδικότερα, με τις ανωτέρω διατάξεις ορίζεται ότι στην περίπτωση μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου, ή έκδοσης ή λήψης ανακριβούς φορολογικού στοιχείου, για πράξη που επιβαρύνεται με ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο πενήντα τοις εκατό (50%) επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο, ή επί της διαφοράς αντίστοιχα. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο, των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των πεντακοσίων (500) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος. Σε περίπτωση διαπίστωσης, στο πλαίσιο μεταγενέστερου ελέγχου, εκ νέου διάπραξης της ίδιας παράβασης, εντός πενταετίας από την έκδοση της αρχικής πράξης, επιβάλλεται πρόστιμο εκατό τοις εκατό (100%) επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο, ή επί της διαφοράς φόρου λόγω έκδοσης ή λήψης ανακριβούς στοιχείου, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο, των πεντακοσίων (500) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος, και των χιλίων (1.000) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.
Επειδή, με την παράγραφο 1 του άρθρου 58Α του ν.4174/2013 προβλέπεται σε σχέση με τα πρόστιμα που επιβάλλονται σε περίπτωση μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου ή έκδοσης ή λήψης ανακριβούς στοιχείου για πράξη που επιβαρύνεται με ΦΠΑ, πρόστιμο 50% επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο ή επί της διαφοράς και αναλόγως της υποχρέωσης τήρησης από τον φορολογούμενο απλογραφικού ή διπλογραφικού λογιστικού συστήματος, κατώτερο ύψος αυτών των 250€ και 500€ αντιστοίχως, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο. Σε περίπτωση εκ νέου διάπραξης ή κάθε επόμενης διάπραξης της ίδιας, ως άνω, παράβασης, κατά τα ειδικώς οριζόμενα, προβλέπεται προσαύξηση, κατά τα αναφερόμενα ποσοστά, των προστίμων επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο ή επί της διαφοράς, καθώς και κατώτερα όρια αυτών, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο, αναλόγως της υποχρέωσης τήρησης από τον φορολογούμενο απλογραφικού ή διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.
Η υποτροπή, η οποία αφορά τις πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που θεσπίζει το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 58Α του ν.4174/2013, κατά τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, καθώς οι φορολογικές διατάξεις επιβολής κυρώσεων είναι στενά ερμηνευτέες, προϋποθέτει την διάπραξη (τέλεση) της ίδιας παράβασης εντός πενταετίας από την έκδοση της αρχικής πράξης η οποία διαπιστώνεται στο πλαίσιο μεταγενέστερου ελέγχου. Η έννοια της υποτροπής προϋποθέτει ότι ο φορολογούμενος έλαβε γνώση της παραβατικής συμπεριφοράς του με την έκδοση της αρχικής πράξης επιβολής προστίμου και ακολούθως, έχει την υποχρέωση φορολογικής συμμόρφωσης καθ' υπόδειξη της ελεγκτικής αρχής, ώστε ο τελευταίος να γνωρίζει εκ των προτέρων την παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας και τον τρόπο προσδιορισμού του προστίμου. Επομένως, κρίσιμο στοιχείο για την συντέλεση της υποτροπής είναι η ημερομηνία της εκ νέου διάπραξης (τέλεσης) της ίδιας παράβασης να ανάγεται σε ημερομηνία ή περίοδο μεταγενέστερη του χρόνου έκδοσης της αρχικής πράξης και όχι πέραν της πενταετίας από την ημερομηνία έκδοσης αυτής.
Επειδή, από το σύστημα Taxis και τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι, σε επιτόπιο έλεγχο, που διενεργήθηκε στις 02/11/2018, στην επαγγελματική εγκατάσταση του προσφεύγοντα, διαπιστώθηκε η μη έκδοση αποδείξεων λιανικής πώλησης σε πέντε (-5-) περιπτώσεις, συνολικής καθαρής αξίας 4.830,00€ πλέον ΦΠΑ 934,84€, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1, 5, 8, 9, 10, 11, 12 και 13 του ν.4308/2014 ( ΦΕΚ 251Α'/14-11-2015 - Ε.Λ.Π). Για την παράβαση αυτή επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, με την υπ' αριθ /15.01.2019 πράξη επιβολής προστίμου άρθρου 58Α ν.4174/2013, πρόστιμο ποσού 467,42€.
Ακολούθως, με την υπ' αριθ /26.03.2019 προσβαλλόμενη πράξη, η οποία εδράζεται επί της από 25/02/2019 έκθεσης ελέγχου της Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. ΑΤΤΙΚΗΣ - Δ' ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ! ΛΑΜΙΑΣ, που συντάχθηκε κατόπιν επιτόπιου ελέγχου που διενεργήθηκε στις 21/09/2018 και σε εκτέλεση της υπ' αριθ /2018 εντολής του Προϊσταμένου της, επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα καθ' υποτροπή πρόστιμο του άρθρου 58Α ν.4174/2013, καθώς διαπιστώθηκε η μη έκδοση ενός (-1-) φορολογικού στοιχείου, τιμολογίου ή απόδειξης λιανικής πώλησης (Α.Λ.Π.), κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία επιτόπιου ελέγχου, συνολικής αξίας 200,00€ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της ημερομηνίας έκδοσης της πρώτης πράξης (15/01/2019). Συνεπώς, ο χρόνος διάπραξης της παράβασης είναι προγενέστερος του χρόνου έκδοσης της αρχικής πράξης και επομένως, η ελεγκτική αρχή εσφαλμένα υπήγαγε την επιβολή του οριζόμενου από την παρ. 1 του άρθρου 58Α του ν.4174/2013 προστίμου στις καθ' υποτροπή επιβαλλόμενες κυρώσεις δίχως να πληρούνται οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις.
Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντα, περί εσφαλμένου καταλογισμού υποτροπής στην επιβολή προστίμου με την υπ' αριθ /26.03.2019 πράξη, έχει νομικό έρεισμα, προβάλλεται βάσιμα και γίνεται δεκτός.
Αποφασίζουμε
την απόρριψη ως απαράδεκτης της από 25/04/2019 και με αριθ. πρωτ ενδικοφανούς προσφυγής του με Α.Φ.Μ ως προς την υπ' αριθ. /15.01.2019 πράξη επιβολής προστίμου άρθρου 58Α ν.4174/2013 φορολογικού έτους 2018 και την μερική αποδοχή της ως προς την υπ' αριθ /26.03.2019 πράξη επιβολής προστίμου άρθρου 58Α παρ. 1 ν.4174/2013 φορολογικού έτους 2018 με την τροποποίηση της τελευταίας.
Οριστική φορολογική υποχρέωση - καταλογιζόμενο ποσό / πρόστιμο με βάση την παρούσα απόφαση:
Η υπ' αριθ /26.03.2019 πράξη επιβολής προστίμου άρθρου 58Α παρ. 1 ν.4174/2013 φορολογικού έτους 2018
ΑΝΑΛΥΣΗ |
Βάσει ελέγχου |
Βάσει της παρούσας απόφασης |
Διαφορά απόφασης - ελέγχου |
Πρόστιμο |
500,00 € |
250,00 € |
-250,00 € |
Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στον υπόχρεο.
ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΚΑΤΣΙΟΥΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Ακριβές αντίγραφο
Η υπάλληλος του Αυτοτελούς Γραφείου Διοικητικής Υποστήριξης
Σημείωση: Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.
ΑΠ 838/2019 Τα προαιρετικώς καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο από τους πελάτες του εργοδότη φιλοδωρήματα, έναντι της παρεχόμενης σ` αυτούς εξυπηρέτησης, αποτελούν μέρος του μισθού μόνον όταν, βάσει ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, ο πρώτος παρέχει στο δεύτερο τη δυνατότητα να λαμβάνει τα φιλοδωρήματα και αυτά εισπράττονται τακτικά, έτσι ώστε να επαυξάνουν τις αποδοχές του
Περίληψη
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 361 Α.Κ., παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 2190/1920, 5 παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949
Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 του ν. 765/1943 (που
διατηρήθηκε σε ισχύ με την ΠΥΣ 324/1946) προκύπτει ότι τα προαιρετικώς
καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο από τους πελάτες του εργοδότη
φιλοδωρήματα, έναντι της παρεχόμενης σ` αυτούς εξυπηρέτησης, αποτελούν
μέρος του μισθού μόνον όταν, βάσει ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ
εργοδότη και εργαζομένου, ο πρώτος παρέχει στο δεύτερο τη δυνατότητα να
λαμβάνει τα φιλοδωρήματα και αυτά εισπράττονται τακτικά, έτσι ώστε να
επαυξάνουν τις αποδοχές του (ΑΠ 4/2012, ΑΠ 1811/2011, ΑΠ 177/2001, ΑΠ
13/1992).
Αριθμός 838/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα .
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του
Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα - Εισηγητή, Αντιγόνη
Καραΐσκου - Παλόγου και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 26 Μαρτίου 2019, με την
παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής
υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Μ., κατοίκου ..., 2)Σ. Α., κατοίκου ..., 3)Κ.
Α. κατοίκου ..., 4)Ι. Α., κατοίκου ..., 5)Κ.-Θ. Β., κατοίκου ..., 6)Α.
Β., κατοίκου ..., 7)Ι. Γ., κατοίκου ..., 8)Ν. Δ., κατοίκου ..., 9)Α. Δ.,
κατοίκου ..., 10)Α. Θ., κατοίκου ..., 11)Ά. Κ., κατοίκου ... 12)Α. Κ.,
κατοίκου ..., 13)Α. Κ., κατοίκου ..., 14)Α. Κ., κατοίκου ..., 15)Ε. Κ.,
κατοίκου ..., 16)Π. Κ., κατοίκου ..., 17)Μ. Λ., κατοίκου ..., 18)Β. Λ.,
κατοίκου ..., 19)Μ. Μ., κατοίκου ..., 20)Μ. Μ., κατοίκου ..., 21)Π. Μ.,
κατοίκου ..., 22)Ε. Ν., κατοίκου ..., 23)Ά. Ν., κατοίκου ..., 24)Μ. Π.,
κατοίκου ..., 25)Ε. Π., κατοίκου ..., 26)Ε. Σ., κατοίκου ..., 27)Ν. Σ.,
κατοίκου ..., 28)Ε. Σ., κατοίκου ..., 29)Χ. Τ., κατοίκου ..., 30)Γ. Φ.,
κατοίκου ..., 31)Μ. Γ., κατοίκου ..., 32)Μ. Δ., κατοίκου ..., 33)Π. Δ.,
κατοίκου ..., 34)Α. Κ., κατοίκου ..., 35)Α. Κ., κατοίκου ..., 36)Ι. Μ.,
κατοίκου ..., 37)Μ. Σ., κατοίκου ..., 38)Γ. Σ., κατοίκου ..., 39)Δ. Σ.,
κατοίκου ..., 40)Μ. Τ., κατοίκου ..., 41)Π. Τ., κατοίκου ..., 42)Π. Τ.,
κατοίκου ..., 43)Ι. Τ., κατοίκου ..., 44)Γ. Τ., κατοίκου ..., και 45)Ε.
Χ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο
τους Παναγιώτη Καραμπούλια, ο οποίος δήλωσε ότι ο 29ος παραιτείται του
δικογράφου και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης
εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΕ", που εδρεύει στο ... και
εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο
της Δημήτριο Αντωνίου, ο οποίος ανακάλεσε την από 22/3/2019 δήλωση του
άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε
προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/3/2010 αγωγή των ήδη
αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2358/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 6538/2013
του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης
ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10/2/2016 αίτησή τους. Κατά τη
συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των
αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της
αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου
μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν ο διάδικος
που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει
μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την
υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ενώ με την παρ. 2 του ιδίου
άρθρου ορίζεται ότι αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν
εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο
νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και
εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν
επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη
συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην
αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που
έχει κλητευθεί. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και εκείνων των
άρθρων 568 παρ. 1 και 498 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα που αφορούν την
διαδικασία προσδιορισμού δικασίμου για τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης
από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αυτής διάδικο, προκύπτει ότι στην
περίπτωση που κάποιος εκ των διαδίκων δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση
της αίτησης αναίρεσης ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν με τον
τρόπο που ορίζει ο νόμος, αν από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει
ποίος εκ των διαδίκων επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, τότε
ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τον διάδικο
αυτόν. Τις κλητεύσεις αποδεικνύει ο διάδικος που παρίσταται κατά τη
συζήτηση. Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.1 του ΚΠολΔ ορίζεται
ότι στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται
με πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 96 παρ.3 του ίδιου
Κώδικα ορίζεται ότι κατά τη διαδικασία στον Άρειο Πάγο η
πληρεξουσιότητα δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική
δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Ειδικά όμως για τις εργατικές
διαφορές η πληρεξουσιότητα και ενώπιον του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου
μπορεί να δοθεί και με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του
γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή
οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο
της τελευταίας αυτής διάταξης, που προστέθηκε με το άρθρο 62 του Ν.
4509/2017. Εξ άλλου κατά το άρθρο 104 του ίδιου Κώδικα για τις
προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο
θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο
ακροατήριο, απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει
κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει
προηγουμένως. Η έλλειψη της πληρεξουσιότητας, εξεταζομένη και
αυτεπαγγέλτως, έχει ως συνέπεια τη μη προσήκουσα παράσταση του διαδίκου
κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (ΟλΑΠ 13/2008). Επίσης από τον συνδυασμό
των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ.3, 98, 294, 296, 297, 299 και
573 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι αυτονόητη προϋπόθεση για την
εγκυρότητα της παραίτησης από το δικόγραφο ενδίκου μέσου, όπως είναι το
δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, εκ μέρους διαδίκου (αναιρεσείοντος)
εκπροσωπουμένου από δικηγόρο, είναι η προηγουμένη παροχή
πληρεξουσιότητας στον ως άνω δικηγόρο, προς τούτο δε αρκεί και η παροχή
γενικής πληρεξουσιότητας (ΑΠ 378/2016, ΑΠ 1377/2015). Διαφορετικά η
σχετική δήλωση του δικηγόρου είναι ανίσχυρη και δεν επάγεται τα έννομα
αυτής αποτελέσματα της κατάργησης της ανοιγείσας με την αναίρεση δίκης.
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.3 εδ. β του ιδίου Κώδικα, όπως
το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 62 του Ν. 4139/2013, σε περίπτωση
απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η
υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως
προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί
νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Στην προκειμένη
περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του
Δικαστηρίου τούτου, προκύπτει ότι κατά την συζήτηση της ένδικης από
10.2.2016 και με αριθ. κατάθ. 240/2016 αίτησης αναίρεσης, που έλαβε χώρα
κατά τη μετ' αναβολή δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας
(26 Μαρτίου 2019), οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο
πινάκιο, άπαντες οι αναιρεσείοντες φέρονται ότι εκπροσωπήθηκαν από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Καραμπούλια, ο οποίος δήλωσε
παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης ως προς τον 29ο των
αναιρεσειόντων Τ. Χ.. Από τα στοιχεία όμως της δικογραφίας δεν
αποδεικνύεται η παροχή πληρεξουσιότητας στον ως άνω δικηγόρο από τον πιο
πάνω διάδικο για την παραίτηση αυτή. Ούτε άλλωστε προκύπτει ότι από τον
διάδικο αυτό είχε χορηγηθεί ρητή πληρεξουσιότητα στον ως άνω δικηγόρο
για την άσκηση της ως άνω αίτησης αναίρεσης και τον εν συνεχεία
προσδιορισμό αυτής ενώπιον του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, από το
δικόγραφο της οποίας να μπορεί να παραιτηθεί στη συνέχεια ο ως άνω
δικηγόρος εκπροσωπώντας τον διάδικο αυτό, εφ' όσον δεν προσκομίζεται
συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο ή ιδιωτικό έγγραφο με βεβαίωση του γνησίου
της υπογραφής του διαδίκου από ΚΕΠ ή οποιαδήποτε δημόσια ή δημοτική αρχή
περί παροχής πληρεξουσιότητας από αυτόν προς την πιο πάνω δικηγόρο.
Επομένως, η δήλωση του ως άνω δικηγόρου ότι παραιτείται του δικογράφου
ως προς τον διάδικο αυτόν είναι ανίσχυρη και δεν επάγεται κατάργηση της
ανοιγείσας με την αναίρεση δίκης ως προς αυτόν. Εξ άλλου, η κατά τα άνω
έλλειψη πληρεξουσιότητας έχει ως συνέπεια ότι ο ανωτέρω διάδικος
θεωρείται δικονομικά απών. Τέλος δεν προκύπτει από τα στοιχεία του
φακέλου, εάν ο διάδικος αυτός [από κοινού με τους λοιπούς ομοδίκους του
που παρίστανται προσηκόντως] τελικά επέσπευσε (ακύρως) ή όχι τη συζήτηση
της ένδικης αίτησης αναίρεσης (ΟλΑΠ 39/2005, ΟλΑΠ 9/2003, ΟλΑΠ 9/1992)
ή, αντιθέτως, επέσπευσε τη συζήτηση αυτής η αντίδικός του ανώνυμη
εταιρεία, εφ' όσον δεν προσκομίζεται η σχετική έκθεση επίδοσης ή
αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης με την επ' αυτού επισημείωση της
επίδοσης από τον δικαστικό επιμελητή. Ούτε επίσης προκύπτει η εκ μέρους
της αντιδίκου του 29ου των αναιρεσειόντων αναιρεσίβλητης εταιρείας
κλήτευση αυτού, προκειμένου να παραστεί αυτός κατά την εκδίκαση της
ένδικης αίτησης αναίρεσης κατά την ορισθείσα κατά τα άνω δικάσιμο.
Επομένως, εφόσον δεν προκύπτει ότι ο ως άνω αναιρεσείων επέσπευσε
νομίμως τη συζήτηση της ως άνω αίτησης αναίρεσης, ούτε ότι αυτός
κλητεύθηκε νομίμως κατά τη συζήτηση, πρέπει να χωρισθεί η υπόθεση ως
προς αυτόν, ο οποίος συνδέεται με σχέση απλής ομοδικίας με τους λοιπούς
αναιρεσείοντες, και κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης
ως προς αυτόν, ενώ για τους παρισταμένους προσηκόντως λοιπούς
αναιρεσείοντες, πρέπει ο Άρειος Πάγος να χωρήσει στη συζήτηση της
υπόθεσης. Με την από 10.2.2016 και με αριθ. κατάθ. 240/26.4.2016 αίτηση
αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 6538/31.10.2013 απόφαση του Μονομελούς
Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατόπιν άσκησης
της από 31.1.2012 και με αριθ. κατάθ. 1099/15.2.2012 έφεσης των
εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων κατά της εκδοθείσας κατά την ειδική
διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθ. 2358/20.12.2011 απόφασης του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση του
δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε ως αβάσιμη
κατ' ουσία η ως άνω έφεση των εκκαλούντων - εναγόντων και ήδη
αναιρεσειόντων και επικυρώθηκε η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου
που είχε απορρίψει ως νομικά αβάσιμη [και με επικουρική σκέψη και ως
αόριστη, - μη ερευνηθέντος του σχετικού λόγου έφεσης από το Εφετείο] την
από 18.3.2010 και με αριθ. κατάθ. 59012/1619/2010 αγωγή των εναγόντων
και ήδη αναιρεσειόντων, με την οποία ζητούσαν την καταβολή του ποσού των
19.727,28 ευρώ στον καθένα από αυτούς για διαφορές στα φιλοδωρήματα των
ετών 2005 έως 2008, με το νόμιμο τόκο. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε
εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1
και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και
πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής
(άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και επομένως προϋποθέτει έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και διατύπωση αποδεικτικού πορίσματος από το δικαστήριο της ουσίας. Κατά συνέπεια δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος, όταν η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντιφατικότητα των αιτιολογιών αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της προσβαλλομένης απόφασης, με την οποία η αγωγή (ή η ένσταση ή η αντένσταση) κρίθηκε απορριπτέα ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1410/2017, ΑΠ 701/2011, ΑΠ 121/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι προκειμένου να καταλήξει σε απορριπτικό της έφεσής των πόρισμα, διέλαβε στο σκεπτικό της το μεν ανεπαρκείς, το δε αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς την αιτία για την οποία έχει συμφωνηθεί με όρο των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας μέρος των φιλοδωρημάτων να παρακρατείται από την αναιρεσίβλητη εταιρεία σε συνδυασμό με τον ισχυρισμό της τελευταίας ότι από το παρακρατούμενο ποσό, μετά την αφαίρεση των όσων δικαιούτο ν' αφαιρέσει, δεν απέμενε υπόλοιπο προς περαιτέρω διανομή, μη αξιολογώντας μάλιστα το με επίκληση προσκομισθέν από 27.3.2007 πρακτικό συμφωνίας για σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας, καθώς και ως προς το ζήτημα του χαρακτηρισμού του συνόλου των εισπραττομένων φιλοδωρημάτων ως μισθού αυτών. Εφόσον όμως με την προσβαλλομένη απόφαση η ένδικη αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της ως νομικά αβάσιμη, χωρίς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να εισέλθει στην ουσία της υπόθεσης και να διατυπώσει αποδεικτικό πόρισμα, οι επικαλούμενες ανεπάρκειες ή αντιφάσεις δεν ιδρύουν αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Επομένως ο ως άνω τρίτος αναιρετικός λόγος πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 361 Α.Κ., 3
παρ. 2 του Ν. 2190/1920, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949
Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", που κυρώθηκε με το
Ν. 3248/1955, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 του Ν. 765/1943 (που
διατηρήθηκε σε ισχύ με την ΠΥΣ 324/1946) προκύπτει ότι τα προαιρετικώς
καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο από τους πελάτες του εργοδότη
φιλοδωρήματα, έναντι της παρεχόμενης σ` αυτούς εξυπηρέτησης, αποτελούν
μέρος του μισθού μόνον όταν, βάσει ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ
εργοδότη και εργαζομένου, ο πρώτος παρέχει στο δεύτερο τη δυνατότητα να
λαμβάνει τα φιλοδωρήματα και αυτά εισπράττονται τακτικά, έτσι ώστε να
επαυξάνουν τις αποδοχές του (ΑΠ 4/2012, ΑΠ 1811/2011, ΑΠ 177/2001, ΑΠ
13/1992). Εξ άλλου με το άρθρο 3 παρ. 8 εδ. τελ. του Ν. 2206/1994
"Ίδρυση, οργάνωση, λειτουργία, έλεγχος καζίνων και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ
Α 62) ορίσθηκε ότι με υπουργική απόφαση ρυθμίζεται η λήψη φιλοδωρημάτων
από το προσωπικό (των καζίνο). Κατ' εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής
διάταξης, με το άρθρο 9 παρ.1 της κατά τον επίδικο χρόνο (2005 - 2008)
ισχύουσας με αριθ. Τ/6736/1 Ιουλίου 2003 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης
"Κανονισμός Διοικητικού Ελέγχου και Εποπτείας της λειτουργίας των
Καζίνο" (ΦΕΚ Β 929/4.7.2003), που αντικατέστησε την με αυτή καταργηθείσα
προηγουμένη με αριθ. 962/17.5.1995 απόφαση του Υπουργού Τουρισμού (ΦΕΚ Β
440/1995), ρυθμίζονται τα της λήψης φιλοδωρημάτων από τους τεχνικούς
υπαλλήλους τυχερών επιτραπέζιων παιχνιδιών εκ μέρους των παικτών του
Καζίνο. Με τη διάταξη αυτή ορίζεται ειδικότερα ότι: "Οι παίκτες του
Καζίνο επιτρέπεται, κατά την διεξαγωγή των επιτραπέζιων παιχνιδιών, να
δίνουν με δική τους βούληση και πρωτοβουλία φιλοδώρημα. Κανένας
υπάλληλος των επιτραπέζιων παιχνιδιών δεν επιτρέπεται να λαμβάνει το
φιλοδώρημα ιδιαιτέρως ή ατομικώς για αποκλειστικά ίδιο όφελος (εδ. α).
Τα φιλοδωρήματα λαμβάνονται από τον κρουπιέρη, πρέπει δε να ρίπτονται
αμέσως από αυτόν σε κουτί φιλοδωρημάτων (TIP'S BOX) των τραπεζιών
παιχνιδιών (εδ. β). ...(εδ. γ). Μετά τη λήξη των επιτραπέζιων παιχνιδιών
και κατά το κλείσιμο των τραπεζιών, το περιεχόμενο κάθε κουτιού
φιλοδωρημάτων καταμετράται και καταγράφεται, ξεχωριστά ανά τραπέζι, στο
ημερήσιο δελτίο φιλοδωρημάτων. Στη διαδικασία αυτή παρίσταται
υποχρεωτικά Εντεταλμένος για έλεγχο υπάλληλος της Διεύθυνσης Καζίνο, ο
οποίος υπογράφει το δελτίο φιλοδωρημάτων και κρατά ένα αντίγραφο αυτού.
Οι καταμετρημένες μάρκες και το δελτίο φιλοδωρημάτων παραδίδονται στο
ταμείο του Καζίνο (εδ. δ). Το φιλοδώρημα κατανέμεται μηνιαία
αποκλειστικά μεταξύ των υπαλλήλων των επιτραπέζιων παιχνιδιών, όπως
ειδικότερα ορίζεται από τη Σύμβαση Εργασίας των υπαλλήλων με το Καζίνο
(εδ. ε). Δεν επιτρέπεται στο Καζίνο να κατανέμει στους υπαλλήλους που
εργάζονται στα τμήματα του Κλειστού Συστήματος Οπτικοακουστικής
Παρακολούθησης (C.C.T.V.) και Ασφάλειας - Φύλαξης (Security) ποσοστό
φιλοδωρημάτων που προέρχονται από τα επιτραπέζια τυχερά παιχνίδια (εδ.
στ)". Εξ άλλου στο παράρτημα Α των από 20.10.2003, 2.6.2005 και
21.5.2007 επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ε.σ.σ.ε.), που
ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο (2005 -2008) και ειδικότερα από 1.9.2003
έως 31.12.2005 η πρώτη (άρθ.13 αυτής), από 1.1 έως 31.12.2006 η δεύτερη
(η οποία παρέτεινε την ισχύ της πρώτης μέχρι 31.12.2006) και από
1.1.2007 έως 31.12.2008 η τρίτη (άρθ. 12 αυτής), καθορίσθηκαν ειδικότερα
οι όροι εργασίας και αμοιβής των τεχνικών υπαλλήλων τυχερών
επιτραπέζιων παιχνιδιών καζίνο που απασχολούνται με σχέση εργασίας
ιδιωτικού δικαίου στην εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία με την
επωνυμία "... ΑΕ", στο πλαίσιο συλλογικών συμφωνιών που καταρτίσθηκαν
μεταξύ της τελευταίας και του Πανελλαδικού Σωματείου Τεχνικών Υπαλλήλων
Τυχερών Παιγνίων.
Με το άρθρο 5 της πρώτης ε.σ.σ.ε. και το ομοίου
περιεχομένου με μικρές διαφοροποιήσεις άρθρο 4 της τρίτης ε.σ.σ.ε.
ορίσθηκαν σχετικά τ' ακόλουθα, όσον αφορά τα φιλοδωρήματα: "Α) τα
φιλοδωρήματα που προβλέπονται στο άρθρο 9 της Τ/6736/1.7.2003 (ΦΕΚ
929/Β/4.7.2003) απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης (νυν Τουριστικής
Ανάπτυξης) [στην πρώτη από 20.10.2003 ε.σ.σ.ε. γίνεται μνεία του άρθρου
16 της - προηγουμένης - 962/17.5.95 ΦΕΚ Β 18.5.95 Υ.Α.] διανέμονται
μηνιαίως και μέχρι ύψους 425.532 ευρώ για το καζίνο ως εξής,
[καταργουμένης κάθε σχετικής προηγουμένης ρύθμισης - η φράση αυτή
προστέθηκε με την τελευταία ε.σ.σ.ε.]:
1) Σε ποσοστό 70% μεταξύ των αμειβομένων, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει 15 έτη προϋπηρεσία στα Καζίνο της Ελλάδας.
2) Σε ποσοστό 50% μεταξύ των αμειβομένων, οι οποίοι προσλαμβάνονται μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2003.
3) Το δε υπόλοιπο ποσοστό 30% ή και 50% κατά περίπτωση, παραμένει στα
έσοδα του καζίνο για την κάλυψη μέρους των ασφαλιστικών εισφορών των
εργαζομένων. Σε περίπτωση που το μηνιαίο φιλοδώρημα για το καζίνο
υπερβεί το ποσό των 425.532 ευρώ, η κατά τα παραπάνω κατανομή του
υπερβαίνοντος τα 425.532 ευρώ φιλοδωρήματος θα γίνεται κατά ποσοστό 60%
στους εργαζομένους και 40% στον εργοδότη, για την περίπτωση (1) ανωτέρω.
Β) Στη διανομή του φιλοδωρήματος δεν συμμετέχουν
α) όσοι δεν ασκούν πραγματική υπηρεσία ως τεχνικοί παιγνίων στα
επιτραπέζια παίγνια και για όσο χρόνο διαρκεί η μη πραγματική απασχόλησή
τους στα επιτραπέζια παίγνια και
β) οι μη συμπληρώσαντες δύο μήνες υπηρεσίας, συνυπολογιζομένης και της προϋπηρεσίας των (νεοπροσλαμβανόμενοι),
γ) Η διανομή των φιλοδωρημάτων γίνεται με μοναδικό κριτήριο το συνολικό
χρόνο προϋπηρεσίας σε καζίνο της Ελλάδας με την ειδικότητα του τεχνικού
παιγνίων στα επιτραπέζια παίγνια ως εξής: Με τη συμπλήρωση δύο μηνών
λαμβάνεται ένας πόντος και στη συνέχεια ένας πόντος ανά δύο μήνες μέχρι
και τη συμπλήρωση του 24ου μήνα. Δηλαδή σύνολο χορηγουμένων πόντων με τη
συμπλήρωση του δεύτερου έτους δώδεκα (12) πόντοι συνολικά. Με τη
συμπλήρωση του τρίτου έτους ένας πόντος για κάθε έτος, μέχρι τη
συμπλήρωση του ενάτου χρόνου (δηλ. για τα εννέα έτη συμπληρωμένα
λαμβάνονται 19 πόντοι συνολικά). Από το δέκατο έτος και εφεξής και μέχρι
τέλους υπηρεσίας, χορηγείται ένας πόντος ανά δύο έτη.
δ) Για κάθε αδικαιολόγητη απουσία θα περικόπτεται το 1/22 του μηνιαίου
ποσού φιλοδωρημάτων που αναλογούν στον εργαζόμενο που απουσίασε.
ε) Τα ποσά των φιλοδωρημάτων που αφαιρούνται θα μεταφέρονται στον
επόμενο μήνα και θα προστίθενται στο διανεμητέο ποσό του μήνα αυτού.
στ) Σε περίπτωση ασθενείας, τα αναλογούντα στον εργαζόμενο φιλοδωρήματα
χορηγούνται κανονικά για το χρονικό διάστημα απουσίας λόγω ασθενείας,
σύμφωνα με την ισχύουσα εργατική νομοθεσία (25 ημέρες).
ζ) Τα φιλοδωρήματα καταβάλλονται στην εργαζομένη και καθ' όλη τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης και λοχείας, εφόσον βρίσκεται σε νόμιμη άδεια.
η) Τα φιλοδωρήματα καταβάλλονται και στις ημέρες ρεπό που προβλέπονται
από την παρούσα, τις ημέρες αδείας μετ' αποδοχών που προβλέπονται από
την παρούσα, την εργατική νομοθεσία καθώς και τις ημέρες συνδικαλιστικής
αδείας.
θ) Τα φιλοδωρήματα, ως κυμαινόμενες μηνιαίες αποδοχές, αποτελούν μέρος
των μηνιαίων τακτικών αποδοχών και λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό
δώρων εορτών, επιδόματος αδείας, αμοιβής για νυχτερινή απασχόληση,
απασχόληση καθ' ημέρα Κυριακή και αργία, υπερωριακή απασχόληση και
λοιπών υποχρεώσεων του εργοδότη που απορρέουν από την εργατική
νομοθεσία.
ι) Κατά τις ημέρες που η επιχείρηση Καζίνο παραμείνει εκτός λειτουργίας
από υπαιτιότητα του εργοδότη, το διανεμητέο φιλοδώρημα συμπληρώνεται από
τον εργοδότη μέχρι του ύψους του μέσου όρου των τελευταίων 12 μηνών
[Ρητά συμφωνείται ότι στην περίπτωση αυτή δεν περιλαμβάνεται η περίπτωση
ανωτέρας βίας και δυσμενών καιρικών συνθηκών - το εδάφιο αυτό
προστέθηκε στην τρίτη από 21.5.2007 ε.σ.σ.ε)] .
κ) Ο εργοδότης παραδίδει στο Σωματείο στο τέλος κάθε μήνα ημερήσιο και μηνιαίο δελτίο φιλοδωρήματος, καθώς και αναλυτικό μηνιαίο πίνακα κατανομής φιλοδωρημάτων". Με τη διάταξη αυτή των ως άνω ε.σ.σ.ε., ενώ ρυθμίζεται και μάλιστα λεπτομερώς ο τρόπος υπολογισμού του ύψους των διανεμομένων φιλοδωρημάτων στους απασχολουμένους στα τυχερά επιτραπέζια παίγνια τεχνικούς, ως και η τύχη αυτού σε διάφορες περιπτώσεις (αδικαιολόγητη απουσία, ασθένεια, άδεια για διάφορους λόγους, υπερημερία εργοδότη), δεν ρυθμίζεται ρητά η τύχη του τυχόν εναπομένοντος υπολοίπου (μετά την αφαίρεση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων) από το ποσοστό του 30% ή 50% [και για ποσά φιλοδωρημάτων άνω των 425.532 ευρώ μηνιαίως ποσοστό 40%] που παρακρατείται από την αναιρεσίβλητη εταιρεία και ειδικότερα εάν το υπόλοιπο αυτό θα παραμείνει στην εργοδότρια εταιρεία ως έσοδο ή θα διανεμηθεί και αυτό στους εν λόγω εργαζομένους. Από την αναφορά όμως στη σχετική ρύθμιση υπό στοιχείο Α αριθ. 3 της ως άνω διάταξης των ε.σ.σ.ε ότι το ως άνω ποσοστό παραμένει στα έσοδα του καζίνο "για την κάλυψη μέρους των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων", ρύθμιση με την οποία συναρτάται η παρακράτηση του πιο πάνω ποσού με συγκεκριμένο σκοπό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το προαιρετικώς καταβαλλόμενο από τους πελάτες του εργοδότη φιλοδώρημα αποτελεί μέρος του μισθού των εργαζομένων, εφ' όσον τούτο έχει συμφωνηθεί ρητά (όπως στην προκειμένη περίπτωση) ή σιωπηρά, ότι ανεξαρτήτως του κινήτρου του πελάτη (για λόγους επιβράβευσης της εξυπηρέτησης αυτού από τον εργαζόμενο ή για λόγους πρόληψης ή τύχης κατά τη διάρκεια του παιγνίου) το φιλοδώρημα απευθύνεται από αυτόν προς τον εργαζόμενο και όχι προς την επιχείρηση με συνέπεια να μην μπορεί να θεωρηθεί ως "έσοδο" αυτής και με την διέπουσα το εργατικό δίκαιο αρχή ότι σε περίπτωση αμφιβολίας οι κανονιστικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται υπέρ του εργαζομένου, συνάγεται ότι σε περίπτωση που μετά την αφαίρεση των πιο πάνω ασφαλιστικών εισφορών παραμένει υπόλοιπο από το παρακρατούμενο από την αναιρεσίβλητη ποσό φιλοδωρημάτων, το υπόλοιπο αυτό είναι διανεμητέο μεταξύ των δικαιούχων τεχνικών τυχερών επιτραπεζίων παιγνίων, ανάλογα με τους πόντους του καθενός κατά την περί τούτου από το εδάφιο (γ) σχετική ρύθμιση, αναλόγως εφαρμοζομένη (πρβλ. ΑΠ 4/2012, όπου όμως στην σχετική ε.σ.σ.ε που αφορούσε τους τεχνικούς τυχερών επιτραπέζιων παιγνίων που απασχολούντο στο Καζίνο του …. ρητώς προβλεπόταν η καταβολή στους άνω εργαζομένους του εναπομένοντος υπολοίπου, μετά την αφαίρεση των κρατήσεων, στο τέλος κάθε έτους). Είναι δε αδιάφορο ότι στην ανωτέρω ε.σ.σ.ε δεν ορίζεται ρητά ότι το τυχόν υπόλοιπο επαναδιανέμεται μεταξύ των δικαιούχων, ούτε συνακόλουθα ρυθμίζεται ο τρόπος επαναδιανομής του. Τελείως δε διάφορο είναι το ζήτημα της τυχόν μη ύπαρξης καταλοίπου από το ποσοστό αυτό μετ' αφαίρεση των πιο πάνω ασφαλιστικών εισφορών, ζήτημα που αναφέρεται στην ουσιαστική βασιμότητα της σχετικής αξίωσης. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς.
Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη από 18.3.2010 και με αριθ. κατάθ. 59012/1619/2010 αγωγή οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες [επί συνόλου 45 αρχικά εναγόντων] ιστορούσαν ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσελήφθησαν στις 11.2.2004 η 1η, στις 12.2.2004 οι 2ος έως και 30ος και στις 20.2.2004 οι 31η έως 45η εξ αυτών από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία που εκμεταλλεύεται το καζίνο της …., ως τεχνικοί τυχερών επιτραπέζιων παιγνίων (γκρουπιέ) και απασχολούνται με την ειδικότητα αυτή μέχρι σήμερα (πλην της 3ης εξ αυτών, της οποίας λύθηκε η σύμβαση στις 2.7.2009). Ότι βάσει των σχετικών διατάξεων των από 20.10.2003, 2.6.2005 και 21.5.2007 επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας που κατήρτισε το κλαδικό σωματείο των τεχνικών υπαλλήλων τυχερών επιτραπέζιων παιγνίων με την εναγομένη εταιρεία (τις οποίες παραθέτει), προβλέφθηκε ο τρόπος και η διαδικασία διανομής των φιλοδωρημάτων μεταξύ αυτών και της εναγομένης. Ότι μετά την διανομή των φιλοδωρημάτων κατά τον ανωτέρω συμφωνηθέντα τρόπο, επί των οποίων η εναγομένη εταιρεία προέβαινε σε κρατήσεις των νόμιμων εργατικών ασφαλιστικών εισφορών κατά την πληρωμή αυτών, και μετά και την αφαίρεση και των αναλόγων εργοδοτικών εισφορών επί του παρακρατουμένου από την εναγομένη ποσοστού επί των φιλοδωρημάτων, παραμένουν αδιανέμητα σημαντικά συνολικά ανά μήνα χρηματικά ποσά φιλοδωρημάτων, τα οποία θα έπρεπε να διανεμηθούν σε αυτούς. Ότι τα ποσά αυτά για το χρονικό διάστημα των ετών 2005, 2006, 2007, 2008, αφού αφαιρεθούν κατά τα άνω οι εργοδοτικές εισφορές, με βάση τους γενόμενους στην αγωγή ανά μήνα λεπτομερείς υπολογισμούς αναλόγως του αριθμό των πόντων που συγκεντρώνει ο καθένας των εναγόντων, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 19.727,28 ευρώ για τον καθένα από αυτούς. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον καθένα από αυτούς το συνολικό ποσό των 19.727,28 ευρώ με το νόμιμο τόκο για κάθε επί μέρους ποσό μηνιαίως που μνημονεύεται στην αγωγή από το τέλος κάθε μήνα που αυτό έπρεπε να καταβληθεί και μέχρι την εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η με αριθ. 2358/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία ερμηνεύοντας τις σχετικές ρυθμίσεις των ε.σ.σ.ε. αποφάνθηκε ότι, λόγω έλλειψης σχετικής ρύθμισης των ε.σ.σ.ε, το δικαίωμα των εναγόντων για τη λήψη των φιλοδωρημάτων που τους αντιστοιχεί εξαντλείται με την αρχική διανομή και απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή. Με επικουρική σκέψη και για τους εκεί αναγραφόμενους λόγους απέρριψε και ως αόριστη την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής οι ενάγοντες άσκησαν την από 31.1.2012 και με αριθ. 1099/2012 έφεσή αυτών, παραπονούμενοι τόσο για την απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης, όσο και ως αόριστης. Επί της ως άνω έφεσης εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, η οποία, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος αυτό, αφού διέλαβε στο σκεπτικό του τις πιο πάνω διατάξεις των ε.σ.σ.ε, έκρινε ως μη νόμιμη την αγωγή με την εξής αιτιολογία: "Από το ανωτέρω άρθρο των προαναφερόμενων συλλογικών συμβάσεων εργασίας συνάγεται σαφώς, χωρίς να δημιουργείται κανένα κενό, ότι τα φιλοδωρήματα κατανέμονται μεταξύ των αμειβομένων και της εναγομένης κατά τα ως άνω ποσοστά, χωρίς να προβλέπεται οποιαδήποτε επαναδιανομή οιουδήποτε ποσού ή οποιουδήποτε ποσοστού. Αν οι συμβαλλόμενοι ήθελαν κάτι τέτοιο θα το όριζαν σαφώς, καθώς και τον τρόπο οποιασδήποτε επαναδιανομής, όπως ορίζεται με κάθε λεπτομέρεια ο τρόπος της διανομής, κατά τα ανωτέρω ποσοστά, κάτι που δεν συνάγεται εν προκειμένω. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι σαφείς ως προς το σημείο αυτό, ορίζοντας ότι το ποσοστό 30% ή και 50% κατά περίπτωση παραμένει στα έσοδα του καζίνο και δεν συνάγεται οποιαδήποτε βούληση των μερών για οτιδήποτε διαφορετικό, ούτε αφήνεται περιθώριο ερμηνείας των συλλογικών συμβάσεων". Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον περί του αντιθέτου πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες - ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες παραπονούνταν για την απόρριψη της αγωγής των ως μη νόμιμης και συνακόλουθα την έφεση στο σύνολό της.
Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως ερμήνευσε
τις κανονιστικού περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 5 στοιχ. α αριθ. 3
της από 20.10.2003 ε.σ.σ.ε, η ισχύς της οποίας παρατάθηκε μέχρι τέλος
του 2006 με την 2.6.2005 ομοία ε.σ.σ.ε. και του ομοίου περιεχομένου
άρθρου 4 στοιχ. Α αριθ. 3 της από 21.5.2007 ε.σ.σ.ε σε συνδυασμό με τη
διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 της με αριθ. Τ/6736/1.7.2003 απόφασης του
Υπουργού Ανάπτυξης που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 3 παρ. 8
εδ. τελ. του Ν. 2206/1994 και με εκείνες των άρθρων 648, 649, 653 και
361 Α.Κ., 3 παρ. 2 του Ν. 2190/1920, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της
95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", που
κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 του Ν. 765/1943
(που διατηρήθηκε σε ισχύ με την ΠΥΣ 324/1946). Επομένως ο περί τούτου
από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης είναι
βάσιμος. Αντιθέτως δεν είναι βάσιμος ο επίσης από τον αριθμό 1 του
άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι
αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι,
αν και εμμέσως διέγνωσε κενό στις πιο πάνω ρυθμίσεις των ε.σ.σ.ε., οι
οποίες σε κάθε περίπτωση δεν παύουν να φέρουν τον χαρακτήρα σύμβασης που
προκύπτει μετά από συλλογικές διαπραγματεύσεις, δεν εφάρμοσε για την
ερμηνεία του σχετικού όρου αυτών τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200
του ΑΚ. Είναι δε αβάσιμος ο αναιρετικός αυτός λόγος, διότι από τη
διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του
άρθρου 7 του Ν.1876/1990 που ορίζει στην παρ. 1 ότι οι κανονιστικοί όροι
της συλλογικής σύμβασης εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ,
προκύπτει ότι οι κανονιστικοί, ως εν προκειμένω, όροι των συλλογικών
συμβάσεων εργασίας και των διαιτητικών αποφάσεων, όπως είναι και οι
προαναφερθείσες διατάξεις, έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου και επομένως δεν
έχουν επ' αυτών εφαρμογή οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των
άρθρων 173 και 200 ΑΚ (ΑΠ 997/2018, ΑΠ 1668/2007, ΑΠ 1426/1998, ΑΠ
264/1999). Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης,
απορριπτομένων των λοιπών, πρέπει ν' αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση
και στη συνέχεια να παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται περαιτέρω
διερεύνηση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η
συγκρότηση του από άλλο δικαστή (άρθ. 580 παρ.3 του ΚΠολΔ). Τέλος,
πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών
εξόδων των αναιρεσειόντων, που παρέστησαν και κατέθεσαν προτάσεις, λόγω
της ήττας της (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 10.2.2016 αίτησης αναίρεσης ως προς τον 29ο των αναιρεσειόντων Τ. Χ..
Αναιρεί ως προς τους λοιπούς διαδίκους την με αριθ. 6538/31.10.2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για εκ νέου εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο
θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την αναιρουμένη
απόφαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη εταιρεία στην πληρωμή των δικαστικών
εξόδων των παραστάντων αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο
χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιουνίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Ιουλίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
77465/902/2019 Τροποποίηση των υπουργικών αποφάσεων: 1) με αριθμ. πρωτ. οικ. 19111/192/2019 «Καθορισμός τρόπου, διαδικασίας και πιστοποίησης διενέργειας του Τεχνικού Ελέγχου (περιοδικού, έκτακτου, εκουσίου) των οχημάτων στα Δημόσια και Ιδιωτικά Κέντρα Τεχνικού Ελέγχου Οχημάτων (ΚΤΕΟ)» (Β΄ 1003) όπως ισχύει. 2) με αριθμ. πρωτ. οικ. 53116/540/2019 (Β΄ 1032) “Τροποποίηση της υπουργικής απόφασης οικ. 24996/2840/2011 (Β΄1123) «Τεχνικές προδιαγραφές συστήματος μηχανογράφησης Ιδιωτικών ΚΤΕΟ. Συγκέντρωση επεξεργασία και αποστολή στοιχείων των διενεργουμένων τεχνικών ελέγχων».” 3) με αριθμ. πρωτ. οικ. 53118/542/2019 (Β΄ 2748) “Τροποποίηση της 20794/2222/2012 (Β΄1466) υπουργικής απόφασης «Καθορισμός των όρων και προϋποθέσεων της ορθής λειτουργίας των Δημοσίων ΚΤΕΟ».”
Παπάγου, 21 Οκτωβρίου 2019
Αρ. Πρωτ.Οικ: 77465/902
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ ΟΧΗΜΑΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΟΧΗΜΑΤΩΝ
Ταχ. Δ/νση : Αναστάσεως 2 και Τσιγάντε
Τ.Κ. : 156 69 Παπάγου
Πληροφορίες : Ε. Κατσαγούνος
Τηλέφωνο : 2131308531
Fax : 2131308596
E-mail : dteo@yme.gov.gr
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΘΕΜΑ: Τροποποίηση των υπουργικών αποφάσεων: 1) με αριθμ. πρωτ. οικ. 19111/192/2019 «Καθορισμός τρόπου, διαδικασίας και πιστοποίησης διενέργειας του Τεχνικού Ελέγχου (περιοδικού, έκτακτου, εκουσίου) των οχημάτων στα Δημόσια και Ιδιωτικά Κέντρα Τεχνικού Ελέγχου Οχημάτων (ΚΤΕΟ)» (Β΄ 1003) όπως ισχύει. 2) με αριθμ. πρωτ. οικ. 53116/540/2019 (Β΄ 1032) “Τροποποίηση της υπουργικής απόφασης οικ. 24996/2840/2011 (Β΄1123) «Τεχνικές προδιαγραφές συστήματος μηχανογράφησης Ιδιωτικών ΚΤΕΟ. Συγκέντρωση επεξεργασία και αποστολή στοιχείων των διενεργουμένων τεχνικών ελέγχων».” 3) με αριθμ. πρωτ. οικ. 53118/542/2019 (Β΄ 2748) “Τροποποίηση της 20794/2222/2012 (Β΄1466) υπουργικής απόφασης «Καθορισμός των όρων και προϋποθέσεων της ορθής λειτουργίας των Δημοσίων ΚΤΕΟ».”
Σας ενημερώνουμε ότι υπεγράφη από τον Υφυπουργό Υποδομών και Μεταφορών και έχει αποσταλεί προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης η με αριθμ. πρωτ. 74368/861/18-10-2019 Υ.Α. με θέμα: “Τροποποίηση των υπουργικών αποφάσεων:
1) με αριθμ. πρωτ. οικ. 19111/192/06-03-2019 «Καθορισμός τρόπου, διαδικασίας και πιστοποίησης διενέργειας του Τεχνικού Ελέγχου (περιοδικού, έκτακτου, εκουσίου) των οχημάτων στα Δημόσια και Ιδιωτικά Κέντρα Τεχνικού Ελέγχου Οχημάτων (ΚΤΕΟ)» (Β΄ 1003) όπως ισχύει.
2) με αριθμ. πρωτ. οικ. 53116/540/2019 (Β΄ 1032) “Τροποποίηση της υπουργικής απόφασης οικ. 24996/2840/2011 (Β΄1123) «Τεχνικές προδιαγραφές συστήματος μηχανογράφησης Ιδιωτικών ΚΤΕΟ. Συγκέντρωση επεξεργασία και αποστολή στοιχείων των διενεργουμένων τεχνικών ελέγχων».”
3) με αριθμ. πρωτ. οικ. 53118/542/2019 (Β΄ 2748) “Τροποποίηση της 20794/2222/2012 (Β΄1466) υπουργικής απόφασης «Καθορισμός των όρων και προϋποθέσεων της ορθής λειτουργίας των Δημοσίων ΚΤΕΟ».”
Με την εν λόγω τροποποιητική υπουργική απόφαση:
1. Αντικαθίσταται το άρθρο 12 της υπουργικής απόφασης με αριθμ. πρωτ. οικ. 19111/192/06-03-2019 (Β΄ 1003) όπως ισχύει ως προς την εξής κατεύθυνση:
α) Αλλάζει ο τίτλος του άρθρου 12 από «Διόρθωση ένδειξης μετρητή διανυθέντων χιλιομέτρων» σε «Έλεγχος ιστορικού καταγραφής μετρητή διανυθέντων χιλιομέτρων»
β) Στην παρ. 1 η αποκατάσταση της σοβαρής έλλειψης όπως ορίζεται στους κωδικούς 7.11.a και 4405.1 των πινάκων των Παραρτημάτων I και II της με αριθμ. πρωτ. οικ. 19111/192/06-03-2019 (B΄ 1003) όπως ισχύει αντίστοιχα, που αφορούν την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων της παρ. 6 του άρθρου 9 της κ.υ.α. με αριθμ. πρωτ. οικ. 49372/3352/7.7.2017 (Β΄ 2726), γίνεται με την αναγραφή επί του δελτίου τεχνικού ελέγχου της παρατήρησης «ΜΕΙΩΣΗ ΕΝΔΕΙΞΗΣ ΜΕΤΡΗΤΗ ΔΙΑΝΥΘΕΝΤΩΝ ΧΛΜ. ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ../../….και ../../…» (αναγράφονται οι ημερομηνίες διαδοχικών ελέγχων που διαπιστώνεται ανακολουθία) και ενημερώνεται γι' αυτήν ο προσκομίζων το όχημα.
γ) Στην παρ. 2 για την εκκίνηση των ποινικών κυρώσεων της παρ. 6 του άρθρου 9 της κ.υ.α. με αριθμ. πρωτ. οικ. 49372/3352/2017 (Β΄ 2726) ακολουθείται η διαδικασία της υποβολής εγκλήσεως, βάσει των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα ν. 4619/2019 (Α΄ 95) όπως ισχύει, από τον δηλούντα.
δ) Στην παρ. 3 διατηρείται η διαδικασία υποβολής στο ΚΤΕΟ Υπεύθυνης Δήλωσης του ν. 1599/1986, όταν κατά τον τεχνικό έλεγχο διαπιστώνεται εμφανής παραποίηση του μετρητή διανυθέντων χιλιομέτρων, αλλά μόνο για την περίπτωση στην οποία δηλώνεται η επιθυμία για την επιβολή ποινικών κυρώσεων που αφορούν την παραποίηση του μετρητή διανυθέντων χιλιομέτρων.
ε) Καταργείται η έκδοση βεβαίωσης διόρθωσης ένδειξης μετρητή διανυθέντων χιλιομέτρων, όπως και το υπόδειγμα αυτής στο άρθρου 13 της υ.α. με αριθμ. πρωτ. οικ. 19111/192/06-03-2019 (Β΄1003), καθώς και η διαδικασία προσθήκης τεκμαρτών χιλιομέτρων.
2. Η διαδικασία ελέγχου μέσω των Μηχανογραφικών Συστημάτων των ΚΤΕΟ, της ένδειξης του μετρητή διανυθέντων χιλιομέτρων της παρ. 3 του άρθρου 1 της υ.α. με αριθμ. πρωτ. οικ. 53116/540/2019 (Β΄ 2832) και της υ.α. με αριθμ. πρωτ. οικ. 53118/542/2019 (Β΄ 2748) όπως αυτές ισχύουν, αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω ήτοι, όταν διαπιστώνεται ανακολουθία (μείωση της ένδειξης του αριθμού διανυθέντων χιλιομέτρων) μεταξύ διαδοχικών ελέγχων, οποτεδήποτε χρονικά έχει αυτή συμβεί, αναγράφεται επί του δελτίου τεχνικού ελέγχου η παρατήρηση «ΜΕΙΩΣΗ ΕΝΔΕΙΞΗΣ ΜΕΤΡΗΤΗ ΔΙΑΝΥΘΕΝΤΩΝ ΧΛΜ. ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ../../….και ../../…» (αναγράφονται οι ημερομηνίες διαδοχικών ελέγχων που διαπιστώνεται ανακολουθία).
O Προϊστάμενος της Δ/νσης
Α. Σκυλλάκος
Ακριβές αντίγραφο
Ε. Χατζηκυριακίδου
84/9/2019 Περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης- Καταχώριση των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία - Ορισμός της ημερομηνίας για την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου στην Περιφερειακή Ενότητας Ανατολικής Αττικής της Περιφέρειας Αττικής (πρώην Νομός Αττικής) και ειδικότερα: α) στο Δήμο Βουλιαγμένης, νυν Δημοτική Ενότητα Βουλιαγμένης του Δήμου Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης και β) στο Δήμο Βούλας, νυν Δημοτική Ενότητα Βούλας του Δήμου Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης
Αριθμ. απόφ. 84/9/10-10-19
(ΦΕΚ Β' 3870/22-10-2019)
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΦΟΡΕΑ «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ» (ΝΠΔΔ)
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις των άρθρων 11 (παρ. 1), 12 και 13α (παρ. 4) του νόμου 2308/1995 «Κτηματογράφηση για τη δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου. Διαδικασία έως τις πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία και άλλες διατάξεις» (Α΄114), όπως ισχύουν.
2. Τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις» (Α΄275), όπως ισχύει.
3. Τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδάφιο γ ΄ του νόμου 4164/2013 «Συμπλήρωση των διατάξεων περί Εθνικού Κτηματολογίου και άλλες ρυθμίσεις» (Α΄156).
4. Τις διατάξεις του Άρθρου έκτου παρ. 2 του νόμου 4617/2019 «Κύρωση του Πρωτοκόλλου της Ναγκόγια σχετικά με την πρόσβαση στους γενετικούς πόρους και τον δίκαιο και ισότιμο καταμερισμό των οφειλών που απορρέουν από τη χρησιμοποίησή τους, στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιοποικιλότητα και άλλες διατάξεις» (Α΄88).
5. Την υπ’ αριθμ. 27826/ 28.6.2010 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (ΦΕΚ 1077/Β/15.7.2010) με την οποία κηρύχθηκαν υπό κτηματογράφηση, μεταξύ άλλων, οι Δήμοι Βούλας και Βουλιαγμένης του Νομού Αττικής.
6. Τις διατάξεις του ν. 4512/2018 «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις» (Α΄5) και ειδικότερα των άρθρων 1 παρ. 1 και 5 παρ. 4 περ. β).
7. Την υπ΄ αριθμ. ΓΔ 1747/1938412/07.10.2019 εισήγηση του Γενικού Διευθυντή.
8. Το γεγονός ότι από την απόφαση αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού:
Άρθρο 1
Διαπιστώνεται η περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης και η ολοκλήρωση της καταχώρισης των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία για τα ακίνητα, κατά μεταφορά από τους αναμορφωμένους κτηματολογικούς πίνακες και διαγράμματα της Ανάρτησης, όπου αυτά περιλαμβάνονται με αριθμό ειδικού πρωτοκόλλου παραλαβής κτηματολογικών στοιχείων από τον Φορέα (ΝΠΔΔ) «Ελληνικό Κτηματολόγιο» 290/18.06.2019, στην Περιφερειακή Ενότητα Ανατολικής Αττικής της Περιφέρειας Αττικής (πρώην Νομός Αττικής) και ειδικότερα: α) στο Δήμο Βουλιαγμένης, νυν Δημοτική Ενότητα Βουλιαγμένης του Δήμου Βάρης– Βούλας-Βουλιαγμένης β) στο Δήμο Βούλας, νυν Δημοτική Ενότητα Βούλας του Δήμου Βάρης – Βούλας-Βουλιαγμένης.
Άρθρο 2
1. Ως ημερομηνία έναρξης ισχύος του Κτηματολογίου σε όλες τις περιοχές του άρθρου 1 ορίζεται η 22α Οκτωβρίου 2019, ημέρα Τρίτη.
2. Η έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου στις περιοχές αυτές αφορά μόνο στα ακίνητα που περιλαμβάνονται στους αναμορφωμένους κτηματολογικούς πίνακες και διαγράμματα της Ανάρτησης με αριθμό ειδικού πρωτοκόλλου παραλαβής κτηματολογικών από τον Φορέα (ΝΠΔΔ) «Ελληνικό Κτηματολόγιο» 290/18.06.2019, για τα οποία διενεργήθηκαν οι πρώτες εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 10 Οκτωβρίου 2019
Ο Πρόεδρος
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ