Quantcast
Channel: Taxheaven - Νέες αποφάσεις
Viewing all 7448 articles
Browse latest View live

ΔΕΔ 2223/2019 Λογιστικές διαφορές - Εισφορά ανακύκλωσης - Λογιστική αντιμετώπιση

$
0
0

Θεσσαλονίκη, 08/11/2019
Αριθμ. Αποφ.: 2223


ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α7-ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
Ταχ. Δ/νση: Εγνατία 45-Θεσ/νικη
Ταχ.Κώδικας: 54630
Πληροφορίες: Κ. Μαβινίδου
Τηλέφωνο: 2313-333245
Fax: 2313-333258
E-Mail: ded.thess1@n3.syzefxis.gov.gr
Url: www.aade.gr

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπ' όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.) (ΦΕΚ Α' 170).
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)»
γ. Της ΠΟΛ 1064/2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ Β' 1440/27-04-2017).

2. Την ΠΟΛ 1069/04-03-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών. 

3. Την με αριθμό και ημερομηνία πρωτοκόλλου Δ.Ε.Δ. 1126366ΕΞ 2016/30-08-2016 Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΦΕΚ 2759Β/01-09-2016) με θέμα «Παροχή εξουσιοδότησης υπογραφής»

4. Την με ημερομηνία και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία « » με ΑΦΜ με διεύθυνση έδρας στις, επί της οδού , Τ.Κ και δραστηριότητα νομίμως εκπροσωπούμενης κατά: α) της με αριθμό οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος-επιβολής προστίμου φορολογικού έτους 2015, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΣΕΡΡΩΝ και τα προσκομιζόμενα με αυτή σχετικά έγγραφα.

6. Τής ως άνω προσβαλλόμενης πράξης, της οποίας ζητείται η ακύρωση

7. Τις απόψεις της ανωτέρω φορολογικής αρχής.

8. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του τμήματος Α7'- Επανεξέτασης όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο απόφασης.

Επί της από και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής της προσφεύγουσας εταιρίας, η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

- Με την υπ' αριθ οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος-επιβολής προστίμου, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΣΕΡΡΩΝ, φορολογικού έτους 2015, δεν προέκυψε σε βάρος της προσφεύγουσας επιχείρησης διαφορά φόρου για καταβολή. Από τον διενεργηθέντα έλεγχο μειώθηκαν οι συσσωρευμένες ζημίες για την ελεγχόμενη χρήση 2015 κατά 49.421,66 € (από 60.080,19 € σε 10.658,53 €).

Η διαφορά προέκυψε κατόπιν α) προσθήκης λογιστικών διαφορών ελέγχου ύψους 46.656,61€ στα αποτελέσματα (κέρδη/ζημίες) των τηρούμενων βιβλίων της προσφεύγουσας και β) μείωσης του ποσού της μεταφερόμενης ζημίας παρελθουσών χρήσεων στο ελεγχόμενο φορολογικό έτος κατά 2.765,05 ευρώ .

Η ανωτέρω πράξη εκδόθηκε κατόπιν της διενέργειας μερικού ελέγχου φόρου εισοδήματος στο φορολογικό έτος 1/01/2015-31/12/2015 από τη Δ.Ο.Υ. ΣΕΡΡΩΝ, με βάση τις ελεγκτικές επαληθεύσεις που διενεργήθηκαν, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του n. 4172/2013 «Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος», του n. 4174/2013 «Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας» καθώς και τις Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1124/2015 και ΠΟΛ.1036/2017 δυνάμει της υπ' αριθμ. 638 /11-10-2018 σχετικής εντολής ελέγχου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΣΕΡΡΩΝ και διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:

Η εταιρία « Ε.Π.Ε.» έχει σαν αντικείμενο εργασιών το ο σκοπός της δε, όπως περιγράφεται στο καταστατικό της (ΦΕΚ 1588/17/03/2008), είναι η προμήθεια με την μορφή της εμπορίας προς τις ατομικές, προσωπικές ή κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε αυτήν , ηλεκτρικά-ηλεκτρονικά, φωτιστικά, υλικά κατασκευής, κτιριακού, οικιακού και επαγγελματικού εξοπλισμού και η εμπορία, εισαγωγή και εξαγωγή των ειδών
αυτών. Η εταιρεία Ε.Π.Ε. χρεώνει ένα περιθώριο κέρδους (mark-up) πάνω στο κόστος πωληθέντων των εμπορευμάτων (0,50%) το οποίο αντιπροσωπεύει την προμήθεια της εταιρείας για την χρήση του δικτύου των προμηθευτών για την επίτευξη καλύτερων τιμών και προϊόντων υψηλών προδιαγραφών, ενώ με την τροποποίηση του καταστατικού της ορίζεται ότι τα προϊόντα που προμηθεύεται από εισαγωγές και ενδοκοινοτικές αποκτήσεις θα τα πουλά, αφού προσαυξήσει το τελικό κόστος τους με περιθώριο μεικτού κέρδους μεταξύ 3% και 7% (Ειδικά για το 2015 το ποσοστό αυτό ορίστηκε στο 5%) . Επίσης η εταιρεία χρεώνει τα μέλη της με τιμολόγια παροχής υπηρεσιών σχετικά με την αμοιβή της για τις υπηρεσίες που προσφέρει προς τους πελάτες - μέλη της σε θέματα συμβουλών, οργάνωσης και διαχείρισης του δικτύου προμηθειών και διανομής προϊόντων, η οποία αμοιβή θα καθορίζεται από την Γενική Συνέλευση των εταίρων.

Οι εταίροι υποχρεούνται να προμηθεύονται για κάθε επιχείρηση - πελάτη της Ε.Π.Ε. που ελέγχουν, το (95%) των εγχώριων αγορών τους οπωσδήποτε μέσω αυτής, ενώ σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής θα επιβάλλεται στον εταίρο που αθετεί την υποχρέωση ποινική ρήτρα ως πρόστιμο αξίας (100.000,00) ευρώ.

Όπως αναγράφεται στον φάκελο τεκμηρίωσης της ελεγχόμενης: "H εταιρεία Ε.Π.Ε. συστήθηκε με στόχο την επίτευξη οικονομιών κλίμακας, την ομογενοποίηση τους και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τους. Προτεραιότητα της εταιρείας είναι η καλύτερη και πιο γρήγορη εξυπηρέτηση των μελών της με υλικά και προϊόντα υψηλών προδιαγραφών και στις καλύτερες δυνατές τιμές που κυκλοφορούν στην ελληνική και παγκόσμια αγορά.
Η εταιρεία Ε.Π.Ε. είναι σε θέση να πετύχει καλύτερες τιμές και προϊόντα υψηλών προδιαγραφών για τους συνεργάτες της, καθώς πραγματοποιεί μεγάλες ποσότητες αγορών από τους προμηθευτές σε σχέση με τις αγορές που θα πραγματοποιούσαν μεμονωμένα μέλη της Ε.Π.Ε."

Από τον διενεργηθέντα έλεγχο προέκυψαν οι ακόλουθες λογιστικές διαφορές

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΦΟΡ. ΕΤΟΣ 2015 (1/1/ - 31/12/2015)
 

Α/Α Στοιχεία λογαριασμού Λογιστική Διαφορά Ελέγχου

1

Στοιχεία λογαριασμού: "64-02-0006 Έξοδα υποδοχής & φιλοξενίας" 656,82€

O παραπάνω λογαριασμός δεν εκπίπτει στο σύνολό του από τα ακαθάριστα έσοδα της ελεγχόμενης, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 23 περ. ια «οι δαπάνες ψυχαγωγίας.», δεν εκπίπτουν δεδομένου ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα του ελεγχόμενου δεν έχει ως κύριο αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών ψυχαγωγίας
ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ: 656,82€
ΔΗΛΩΘΕΙΣΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ 96,42€
ΥΠΟΛΟΙΠΟ 560,40€

560,40€

 

2 Στοιχεία λογαριασμού: "81.00.00.00 Φορολογικά πρόστιμα & προσαυξήσεις" 54,43 €

O παραπάνω λογαριασμός δεν εκπίπτει στο σύνολό του από τα ακαθάριστα έσοδα της ελεγχόμενης, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 23 περ.έ «πρόστιμα και ποινές, περιλαμβανομένων των προσαυξήσεων», δεν εκπίπτουν.

ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ:54,43€ ΔΗΛΩΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΦΟΡ.ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ

 

 

3
Στοιχεία λογαριασμού: "82.00.0004 ΦΟΡΟΙ ΚΑΙ ΤΕΛΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ" 1.568,38 €

O παραπάνω λογαριασμός δεν εκπίπτει στο σύνολό του από τα ακαθάριστα έσοδα της ελεγχόμενης, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 23 περ. ζ « ) ο φόρος εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων του τέλους επιτηδεύματος και των έκτακτων εισφορών, που επιβάλλεται για τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα, σύμφωνα με τον Κ.Φ.Ε., καθώς και ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) που αναλογεί σε μη εκπιπτόμενες δαπάνες, εφόσον δεν είναι εκπεστέος ως Φ.Π.Α. εισροών », δεν εκπίπτουν.

ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ: 1.568,38€ ΔΗΛΩΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΦΟΡ.ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ

 

 

4 62.00.00001 ΔΕΗ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ €
62.03.00001 ΟΤΕ τέλη τηλεφώνων €
62.03.00001 ΟΤΕ τέλη τηλεφώνων €

Σύμφωνα με τις θεμελιώδεις διατάξεις του ν. 4172/2013, και ειδικότερα τις γενικές αρχές που καθιερώνονται από το συνδυασμό των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 8, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 21-28 και 47 (Κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα), η βάση για τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών μιας οντότητας είναι η αρχή του δεδουλευμένου, όπως αυτή εξειδικεύεται κατά τους λογιστικούς κανόνες. Ειδικότερα, η περ. (γ) του άρθρου 22 ορίζει ότι εκπίπτουν οι δαπάνες που «εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά.Συνεπώς, οι δαπάνες που βαρύνουν προγενέστερες ή μεταγενέστερες χρήσεις δεν είναι εκπεστέες από τα ακαθάριστα έσοδα ενώ στις περιπτώσεις που αφορούν δύο φορολογικές περιόδους θα πρέπει να γίνει μερισμός σ'αυτές.

ΑΡ.ΠΑΡ           ΗΜΕΡ            ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ-ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟ   ΑΞΊΑ

937919 09/01/2015 ΛΟΓ/ΣΜΟΣ ΔΕΗ 10/11/2014­9/1/2015 204,42
11802286 23/01/2015 ΛΟΓ/ΣΜΟΣ ΟΤΕ 23/11/2014­22/1/2015 19,26
8099 13/01/2015 ΛΟΓ/ΣΜΟΣ COSMOTE 13/12/2014-12/1/2015 73,98
 230,32
Από το σύνολο των ως άνω λογαριασμών ποσό 230,32€ αντιστοιχεί στο φορολογικό έτος 2014 μετά τον σχετικό μερισμό δαπανών
Λογιστικές διαφορές για καταλογισμό  €230,32


 

5 Σύμφωνα με την απόφαση 288-872008/8-7-2008 του ΣΛΟΤ:
Η εισφορά εναλλακτικής διαχείρισης του Ν.2939/2001 αποτελεί τμήμα του κόστους κτήσεως του εμπορεύματος και συνεπώς αναγνωρίζεται ως απόθεμα κατά την αγορά και ως έσοδο κατά την πώληση με την επίρριψή της μέσω των τιμολογίων στους πελάτες. Η εισπραττόμενη από τους πελάτες εισφορά επί των τιμολογίων πώλησης ηλεκτρικών- ηλεκτρονικών ειδών αναγνωρίζεται σε λογαριασμό υποχρέωσης «Κ.Α. 53.98» από τον οποίο και αποδίδεται στην δικαιούχο εταιρεία.
Η ελεγχόμενη επιχείρηση δεν ακολούθησε την ως άνω λογιστική αντιμετώπιση, την παρακολούθηση δηλαδή του φόρου ανακύκλωσης στους λογαριασμούς 20 και 70 αλλά ,αν και λάμβανε και εξέδιδε τιμολόγια με φόρο ανακύκλωσης παρακολουθούσε ξεχωριστά αυτόν σε υπολογαριασμούς της ομάδας 54(54.09) χωρίς να συμπεριλαμβάνει αυτόν, τόσο στο κόστος κτήσεως (άρα και στην απογραφή), όσο και στα έσοδα της.
Επομένως ποσό 28.652,10€ του λογαριασμού 54.09.070.23, το οποίο προέρχεται από τις πωλήσεις του προϊόντων με φόρο ανακύκλωσης στο ελεγχόμενο φορολογικό έτος το οποίο προστίθεται στα ακαθάριστα έσοδα ως λογιστική διαφορά.
28.652,10€

 

6 Σύμφωνα με τις θεμελιώδεις διατάξεις του ν. 4172/2013, και ειδικότερα τις γενικές αρχές που καθιερώνονται από το συνδυασμό των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 8, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 21-28 και 47 (Κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα), η βάση για τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών μιας οντότητας είναι η αρχή του δεδουλευμένου, όπως αυτή εξειδικεύεται κατά τους λογιστικούς κανόνες. Ο Φόρος εισοδήματος επιβάλλεται βάσει των εισοδημάτων που έχουν αποκτηθεί μέσα στο φορολογικό έτος .
Από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι τα ακόλουθα πιστωτικά τιμολόγια λόγω τζίρου που εκδόθηκαν από την ελεγχόμενη αφορούν εκπτώσεις λόγω τζίρου του φορολογικού έτους 2014 και για αυτό δεν θα έπρεπε να μειώσουν τα ακαθάριστα έσοδα της ελεγχόμενης χρήσης 2015

ΑΡΙΘΜΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΠΟΣΟ
1 22/01/2015 ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 90,94
2 22/01/2015 ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 102,03
3 22/01/2015 ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 64,57
6 23/01/2015 ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ 3749,66



ΕΚΠΤΩΣΗΣ
7 23/01/2015 ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 3830,96
8 23/01/2015 ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 1768,17
9 23/01/2015 ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 305,10
10 23/01/2015 ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 205,11
11 23/01/2015 ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 373,11
13 31/01/2015 ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 1792,72
14 31/01/2015 ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 2293,04
15 31/01/2015 ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 987,65
ΣΥΝΟΛΟ 15.563,06
Λογιστικές διαφορές για καταλογισμό €15.563,06
€15.563,06

 

7 Από τον έλεγχο των ενδοομιλικών συναλλαγών και εξαιτίας του γεγονότος ότι η ελεγχόμενη επιχείρηση από το 2008 μέχρι το 2015 εμφανίζει κάθε χρόνο ζημίες πλην του έτους 2011, χωρίς δηλαδή το ποσοστό επί του κόστους πωληθέντων που ορίζεται στο καταστατικό της να αντιπροσωπεύει την κάλυψη των εξόδων της διαχείρισης της...................... Ε.Π.Ε που πραγματοποιεί για την διαμεσολάβηση με τους προμηθευτές ώστε να οδηγεί τουλάχιστον σε οριακό κέρδος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να εξαλειφτούν τουλάχιστον οι ζημίες προ τόκων και φόρων (-1.650,73 €) της ελεγχόμενης χρήσης με την προσθήκη λογιστικών διαφορών.

(Σχετικό κεφάλαιο ενδοομιλικών συναλλαγών της παρούσας έκθεσης)

1.650,73 €

 

ΣΥΝΟΛΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ 2015
48.375,84
ΜΕΙΟΝ ΔΗΛΩΘΕΙΣΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
1.719,23
ΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
46.656,61



Βάσει των ανωτέρω διαπιστώσεων, τα βιβλία της προσφεύγουσας κρίθηκαν από τον έλεγχο επαρκώς ενημερωμένα και τα οικονομικά αποτελέσματα προσδιορίστηκαν με την προσθήκη των λογιστικών διαφορών στα αποτελέσματα (κέρδη/ζημίες) των βιβλίων.

Βάσει των ανωτέρω διαπιστώσεων ο έλεγχος εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη.

Η προσφεύγουσα, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά την ακύρωση η άλλως την τροποποίηση της παραπάνω πράξεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΣΕΡΡΩΝ, επικαλούμενη τους παρακάτω λόγους:

1. Από τον έλεγχο η συνολική αξία 28.652,10 ευρώ του ετήσιου φόρου ανακύκλωσης που προήλθε από τις πωλήσεις της και καταχωρήθηκε στον λογαριασμό 54-09-7023, προστέθηκαν στα ακαθάριστα έσοδα ως λογιστική διαφορά καθώς δεν συμπεριλήφθηκε στα έσοδά της.
O έλεγχος όμως δεν έλαβε υπόψη πως αξία 27.637,85 ευρώ του ετήσιου Φόρου ανακύκλωσης που αφορά τις αγορές της χρήσης 2015 και καταχωρήθηκε στον λογαριασμό 54- 09-2023 δεν προστέθηκε επίσης στις αγορές. με αποτέλεσμα να εμφανίζεται στα αποτελέσματα μειωμένο το κόστος κτήσης των εμπορεύσιμων αγαθών. Η λανθασμένη αυτή διαχείριση οφείλεται σε μηχανογραφικό λάθος που τελικά είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση κόστους κτήσης μειωμένου κατά 27.637.85 ευρώ και την εμφάνιση εσόδων μειωμένων κατά 28.652,10 ευρώ. Εάν η διαχείριση γινόταν επακριβώς θα είχε μικτό και καθαρό αποτέλεσμα αυξημένο κατά 28.652,10 - 27.637,85 = 1.014,25 ευρώ, ποσό που αποδέχεται να περιληφθεί ως λογιστική διαφορά.

2. Από τον έλεγχο η συνολική αξία 15.563,06 ευρώ των Πιστωτικών Τιμολογίων Έκπτωσης που εξέδωσε προς τους πελάτες της με 15 παραστατικά από 22/01/2015 έως 31/01/2015 καταλογίστηκε ως λογιστική διαφορά, επειδή δεν θα έπρεπε να μειώσουν τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρίας για τη χρήση 2015, καθώς αφορούν το έτος 2014 και θα 'έπρεπε να μειώσουν τα έσοδα της χρήσης 2014. Ισχυρίζεται δε πως τα πιστωτικά αυτά εκδόθηκαν αμέσως αφού παρέλαβε εντός του Ιανουάριου 2015 πιστωτικά έκπτωσης αγορών από 4 προμηθευτές της, συνολικής αξίας 15.300,00 ευρώ, και για τα οποία, με βάση τον σκοπό που περιγράφεται στο άρθρο 3 του καταστατικού της και των συμφωνιών της, είχε υποχρέωση να εκδώσει, επιβάλλοντας το συμφωνημένο περιθώριο 0,5%, αντίστοιχα πιστωτικά τιμολόγια έκπτωσης προς τους πελάτες της που αφορούσαν, όπως και έπραξε. Ωστόσο, χρονικά ήταν αδύνατο να εκδώσει τα εν λόγω πιστωτικά πριν ακόμα παραλάβει τα παραστατικά των προμηθευτών της.
Αναλυτικότερα, έλαβε 4 Πιστωτικά Τιμολόγια Έκπτωσης αξίας 15.485,62 ευρώ τα οποία είναι τα εξής: 1) Το υπ'αριθμ 10/12-01-2015 Πιστωτικό Τιμολόγιο Έκπτωσης αξίας 9.302,27 ευρώ, 2) το υπ'αριθμ. 11/12-01-2015 Πιστωτικό Τιμολόγιο Έκπτωσης αξίας 878,92 ευρώ, 3) το υπ'αριθμ. 13/17¬01-2015 Πιστωτικό Τιμολόγιο Έκπτωσης αξίας 256,26 ευρώ και 4) το υπ'αριθμ. 2015200005/14-01¬2015 Πιστωτικό Τιμολόγιο Έκπτωσης αξίας 5.048,17 ευρώ. Με βάση τη συνήθη πρακτική της εταιρείας και με όσα προβλέπονται από το καταστατικό της, για το κάθε Πιστωτικό τιμολόγιο έκπτωσης η εταιρεία εξέδωσε 3 Πιστωτικά Τιμολόγια προς τους τρείς πελάτες της (σύνολο 12 Πιστωτικά Τιμολόγια) συνυπολογίζοντας το συμφωνημένο περιθώριο 0,5%.
Δεδομένου ότι το πρώτο Τιμολόγιο που αφορούσε τη χρήση του 2014 παρελήφθη στις 12/1/2015 και το τελευταίο στις 17/1/2015, δεν θα μπορούσε να είχε εκδώσει εκ των προτέρων τα Πιστωτικά Τιμολόγια προς τους δικούς της πελάτες, ακόμη και αν αφορούσαν τη χρήση του 2014. Ακόμη, τα πιστωτικά τιμολόγια έκπτωσης αξίας 15.563,06 ευρώ που εξέδωσε μείωσαν τις συνολικές πωλήσεις της, όπως μείωσαν και τις συνολικές της αγορές της τα συνολικής αξίας 15.300,00 ευρώ πιστωτικά τιμολόγια έκπτωσης αγορών που έλαβε από προμηθευτές της. Συνεπώς, εάν τα πιστωτικά αυτά πωλήσεων αλλά και αγορών επιβάρυναν τα αποτελέσματα της χρήσης 2014 και όχι της χρήσης 2015, όπως και έγινε, θα είχε μικτό και καθαρό αποτέλεσμα αυξημένο κατά 15.563,06 - 15.300,00 = 263,06 ευρώ, και τα αποτελέσματα της χρήσης 2015 θα εμφανιζόταν ισόποσα αυξημένα κατά το ποσό των 263,06 ευρώ, ποσό που αποδέχεται να περιληφθεί ως λογιστική διαφορά.

3. Από τον έλεγχο καταλογίστηκε ως λογιστική διαφορά το ποσό των 1.650,73 ευρώ, που αφορά τις ζημίες χρήσης 2015 προ τόκων και φόρων, καθώς σύμφωνα με το καταστατικό της και όπως περιγράφεται στο σκοπό της εταιρείας (άρθρο 3), το επιρριπτόμενο ποσοστό 0,5% επί του κόστους ως περιθώριο μικτού κέρδους, συμφωνήθηκε με την προϋπόθεση να οδηγεί τουλάχιστον σε οριακό κέρδος. Η συμφωνία αυτή έγινε προ ετών όταν η επιχείρηση πραγματοποιούσε άνω των 10.000.000,00 ευρώ ετήσιες αγορές και πωλήσεις, με αποτέλεσμα να ήταν ικανό να διαμορφώνει θετικό για την επιχείρηση μικτό και καθαρό κέρδος. Ωστόσο, με τα χρόνια της κρίσης οι πωλήσεις της επιχείρησης μειώθηκαν σταδιακά από άνω των 13.000.000 προ του έτους 2008, σε άνω των 10.000.000 τα έτη 2009, 2010 & 2011, αλλά στη συνέχεια μειώθηκαν σε 8.236.022,69 στο 2012, 4.813.424,32 στο 2013, 4.269.008,36 στο 2015, όπως προκύπτει από τους επισυναπτόμενους ισολογισμούς περιόδων 2011-2016 Η συνεχόμενη αυτή μείωση των εσόδων, είχε ως αποτέλεσμα να είναι δυσχερής και τελικά αδύνατη η επίτευξη οριακού κέρδους, κάτι που σε κάθε περίπτωση ήταν και είναι πρωταρχικός σκοπός της επιχείρησης. Η εταιρία δανείστηκε για να ανταπεξέλθει και στη συνέχεια με την αύξηση των πωλήσεων του 2017 και κυρίως του 2015 αποπλήρωσε το δάνειό της. Καθώς όπως ήταν λογικό με την οικονομική κατάσταση που επικρατούσε την προαναφερόμενη περίοδο, ήταν αδύνατο να επιτευχθεί ο σκοπός του οριακού κέρδους, παρά τις όποιες προσπάθειες που καταβάλαν ώστε να μειωθούν τις δαπάνες της εταιρείας στο ελάχιστο και δεδομένου ότι το δικαίωμα πραγματοποίησης ζημιών και μεταφοράς και συμψηφισμού αυτών στα επόμενα 5 έτη έχει κάθε επιχείρηση, δεν αποδέχεται ως λογιστική διαφορά τα 1.650,73 ευρώ που για τον λόγο αυτό υπολογίστηκαν.

Ως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας περί των εσφαλμένων λογιστικών διαφορών που της καταλογίστηκαν από τον έλεγχο με την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος

Επειδή, στο άρθρο 23 του Ν. 4174/13 (ΚΦΔ) ορίζεται ότι: «1. Η Φορολογική Διοίκηση έχει την εξουσία να επαληθεύει, να ελέγχει και να διασταυρώνει την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων εκ μέρους του φορολογούμενου, την ακρίβεια των φορολογικών δηλώσεων που υποβάλλονται σε αυτήν και να επιβεβαιώνει τον υπολογισμό και την καταβολή του οφειλόμενου φόρου, διενεργώντας έλεγχο σε έγγραφα, λογιστικά στοιχεία και στοιχεία γνωστοποιήσεων και παρόμοιες πληροφορίες, θέτοντας ερωτήσεις στον φορολογούμενο και σε τρίτα πρόσωπα, ερευνώντας εγκαταστάσεις και μέσα μεταφοράς που χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διαδικασίες και χρησιμοποιώντας μεθόδους που προβλέπονται στον Κώδικα......

Επειδή, με τη με αριθ. ΔΕΛ Α 1069048/2-5-2014 εγκύκλιο της Γ.Γ.Δ.Ε., σχετικά με το άρθρο 23 του Κ.Φ.Δ. προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι: « Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού καθορίζονται οι εξουσίες της Φορολογικής Διοίκησης με σκοπό τη διαπίστωση της εφαρμογής των φορολογικών διατάξεων εκ μέρους του φορολογούμενου και την επαλήθευση του περιεχομένου των φορολογικών δηλώσεων που υποβάλλονται σ' αυτήν σε σχέση πάντοτε με τη συναλλακτική δραστηριότητα και τα οικονομικά δεδομένα όπως αυτά προκύπτουν από οποιαδήποτε βιβλία και στοιχεία. Επίσης η Φορολογική Διοίκηση προσδιορίζει το ύψος του οφειλόμενου ποσού (φόρος - πρόστιμο - τέλος - εισφορά κλπ.) που πρέπει να καταβληθεί από το φορολογούμενο».

Επειδή στο άρθρο 8 του ν. 4172/2013 ορίζεται ότι: «1. Το φορολογικό έτος ταυτίζεται με το ημερολογιακό έτος. Για τα νομικά πρόσωπα ή τις νομικές οντότητες που τηρούν διπλογραφικά βιβλία το φορολογικό έτος μπορεί να λήγει στις 30 Ιουνίου. Σε καμία περίπτωση το φορολογικό έτος δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες........
4. Χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωμα είσπραξης του ...........

Επειδή στο άρθρο 19 του ν. 4174/2013 ορίζεται ότι 1. Αν ο φορολογούμενος διαπιστώσει, ότι η φορολογική δήλωση που υπέβαλε στη Φορολογική Διοίκηση περιέχει λάθος ή παράλειψη, υποχρεούται να υποβάλει τροποποιητική φορολογική δήλωση.
2. Αν ο φορολογούμενος υποβάλει τροποποιητική φορολογική δήλωση εντός της προθεσμίας υποβολής της αρχικής φορολογικής δήλωσης, τότε και η τροποποιητική φορολογική δήλωση επέχει θέση αρχικής δήλωσης και θεωρείται ότι και οι δύο, αρχική και τροποποιητική έχουν υποβληθεί εμπρόθεσμα.
3. Τροποποιητική φορολογική δήλωση υποβάλλεται οποτεδήποτε μέχρι την έκδοση εντολής ελέγχου από τη Φορολογική Διοίκηση ή μέχρι την παραγραφή του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης για έλεγχο της αρχικής δήλωσης με όλες τις συνέπειες περί εκπρόθεσμης δήλωσης.

Επειδή στο άρθρο 21 του ν. 4172/2013 ορίζεται ότι: «1. Ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα θεωρείται το σύνολο των εσόδων από τις επιχειρηματικές συναλλαγές μετά την αφαίρεση των επιχειρηματικών δαπανών, των αποσβέσεων και των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις. Στα έσοδα από τις επιχειρηματικές συναλλαγές περιλαμβάνονται και τα έσοδα από την πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης, καθώς και το προϊόν της εκκαθάρισής της, όπως αυτά προκύπτουν στη διάρκεια του φορολογικού έτους. Ειδικά, για τον προσδιορισμό του εισοδήματος από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα 2. Το κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα προσδιορίζεται για κάθε φορολογικό έτος με «τα λογιστικά πρότυπα που προβλέπονται στην ελληνική νομοθεσία».
Σε περίπτωση που η επιχείρηση εφαρμόζει Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, το κέρδος προσδιορίζεται αποκλειστικά, σύμφωνα με τον πίνακα φορολογικών αποτελεσμάτων χρήσης.
ει. Σε περίπτωση που η επιχείρηση εφαρμόζει Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, το κέρδος προσδιορίζεται αποκλειστικά, σύμφωνα με τον πίνακα φορολογικών αποτελεσμάτων χρήσης ».

Επειδή στο άρθρο 22 του ν. 4172/2013 Εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες ορίζεται ότι:
1. Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού τίθεται ο γενικός κανόνας για την έκπτωση των επιχειρηματικών δαπανών. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα των φυσικών προσώπων που αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς και των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών, οι οποίες πληρούν αθροιστικά τα ακόλουθα κριτήρια, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 και της παραγράφου 4 του άρθρου 48, αναφορικά με τις δαπάνες που κατά ρητή διατύπωση του νόμου δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων.
2. Ειδικότερα, εκπίπτουν οι δαπάνες που:
α) πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της.
Συγκεκριμένα, στις δαπάνες της περίπτωσης αυτής εμπίπτει κάθε δαπάνη, που κρίνεται απαραίτητη από τον επιχειρηματία ή τη διοίκηση της επιχείρησης, ανεξάρτητα εάν αυτή πραγματοποιείται δυνάμει νόμιμης ή συμβατικής υποχρέωσης, για την επίτευξη του επιχειρηματικού σκοπού, την ανάπτυξη των εργασιών, τη βελτίωση της θέσης της στην αγορά, εφόσον αυτή ενεργείται στα πλαίσια της οικονομικής αποστολής της ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της και μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία εισοδήματος ή άλλως αποβλέπει στη διεύρυνση των εργασιών της και στην αύξηση του εισοδήματος της (ΣτΕ 2033/2012) ή στην υλοποίηση δράσεων στο πλαίσιο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Δεν επιτρέπεται, δε, στη φορολογική αρχή να ελέγχει τη σκοπιμότητα και το προσήκον μέτρο των δαπανών αυτών (ΣτΕ 2963/2013, ΣτΕ 1729/2013, ΣτΕ 1604/2011, κ.ά.), εκτός αν τούτο ορίζεται ρητά και ειδικά στο νόμο (π.χ. ενδοομιλικές συναλλαγές).
Επισημαίνεται ότι ως προς τα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ισχύουν όσα ειδικότερα αναφέρονται κατωτέρω στην παρούσα.
β) αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή, η αξία της οποίας δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, στη βάση των στοιχείων που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση.
Ως προς την έννοια της πραγματικής συναλλαγής, διευκρινίζεται ότι οι δαπάνες δεν πρέπει να είναι εικονικές ή μερικώς εικονικές ή ανύπαρκτες, όπως ενδεικτικά είναι η δαπάνη που δεν έχει πραγματοποιηθεί αλλά έχει καταχωρηθεί στα τηρούμενα βιβλία ή αφορά σε συναλλαγές που δεν είναι πραγματικές ως προς το είδος ή το πρόσωπο ή την αξία αυτών....
γ) εγγράφονται στα λογιστικά αρχεία (βιβλία) της επιχείρησης την περίοδο που πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά.
Επομένως, οι δαπάνες θα πρέπει να έχουν καταχωρηθεί στα τηρούμενα βιβλία του φορολογικού έτους που αυτές έχουν πραγματοποιηθεί με βάση τα κατάλληλα δικαιολογητικά. Διευκρινίζεται ότι η έννοια των δικαιολογητικών είναι ευρύτερη των φορολογικών στοιχείων και περιλαμβάνει κάθε πρόσφορο δικαιολογητικό, όπως ενδεικτικά, στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 4308/2014 (Ε.Λ.Π.), δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, απολογιστικά στοιχεία (π.χ. αποσβέσεις), δήλωση στην περίπτωση ιδιοχρησιμοποίησης, κ.λπ. Ειδικά στην περίπτωση απώλειας των πρωτότυπων φορολογικών στοιχείων, θα λαμβάνονται υπόψη και επικυρωμένα φωτοαντίγραφα των στοιχείων αυτών από τον εκδότη τους..
3. Κατόπιν όλων όσων αναφέρθηκαν παραπάνω συνάγεται ότι οι επιχειρηματικές δαπάνες εκπίπτουν, εφόσον πληρούν αθροιστικά τα κριτήρια του άρθρου 22 και δεν ανήκουν στον περιοριστικό κατάλογο του άρθρου 23 ή της παραγράφου 4 του άρθρου 48.
Αναφορικά με το χρόνο έκπτωσής τους, αυτές εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα του φορολογικού έτους το οποίο αφορούν, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 (π.χ. χρόνος έκπτωσης ασφαλιστικών εισφορών, κ.λπ.). Οι δαπάνες των οποίων τα δικαιολογητικά εκδίδονται ή λαμβάνονται έως την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού και αφορούν την κλειόμενη χρήση επίσης εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα του έτους που αφορούν. Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω συνιστούν τον γενικό κανόνα έκπτωσης των δαπανών, καθόσον κάθε δαπάνη πρέπει να εξετάζεται ως ξεχωριστή περίπτωση, από την αρμόδια ελεγκτική αρχή, με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής.

Επειδή, με την ΠΟΛ.1113/2015 παρασχέθηκαν οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή του άρθρου 22 του ν.4172/2013 και διευκρινίστηκε ότι: «1. Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού τίθεται ο γενικός κανόνας για την έκπτωση των επιχειρηματικών δαπανών. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα των φυσικών προσώπων που αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς και των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών, οι οποίες πληρούν αθροιστικά τα ακόλουθα κριτήρια, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 και της παραγράφου 4 του άρθρου 48, αναφορικά με τις δαπάνες που κατά ρητή διατύπωση του νόμου δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων. 2. Ειδικότερα, εκπίπτουν οι δαπάνες που: α) πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της. Συγκεκριμένα, στις δαπάνες της περίπτωσης αυτής εμπίπτει κάθε δαπάνη, που κρίνεται απαραίτητη από τον επιχειρηματία ή τη διοίκηση της επιχείρησης, ανεξάρτητα εάν αυτή πραγματοποιείται δυνάμει νόμιμης ή συμβατικής υποχρέωσης, για την επίτευξη του επιχειρηματικού σκοπού, την ανάπτυξη των εργασιών, τη βελτίωση της θέσης της στην αγορά, εφόσον αυτή ενεργείται στα πλαίσια της οικονομικής αποστολής της ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της και μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία εισοδήματος ή άλλως αποβλέπει στη διεύρυνση των εργασιών της και στην αύξηση του εισοδήματός της (ΣτΕ 2033/2012) ή στην υλοποίηση δράσεων στο πλαίσιο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Δεν επιτρέπεται, δε, στη φορολογική αρχή να ελέγχει τη σκοπιμότητα και το προσήκον μέτρο των δαπανών αυτών (ΣτΕ 2963/2013, ΣτΕ 1729/2013, ΣτΕ 1604/2011, κ.ά.), εκτός αν τούτο ορίζεται ρητά και ειδικά στο νόμο (π.χ. ενδοομιλικές συναλλαγές)... β) αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή, η αξία της οποίας δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, στη βάση των στοιχείων που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση... γ) εγγράφονται στα λογιστικά αρχεία (βιβλία) της επιχείρησης την περίοδο που πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά. Επομένως, οι δαπάνες θα πρέπει να έχουν καταχωρηθεί στα τηρούμενα βιβλία του φορολογικού έτους που αυτές έχουν πραγματοποιηθεί με βάση τα κατάλληλα δικαιολογητικά... 3. Κατόπιν όλων όσων αναφέρθηκαν παραπάνω συνάγεται ότι οι επιχειρηματικές δαπάνες εκπίπτουν, εφόσον πληρούν αθροιστικά τα κριτήρια του άρθρου 22 και δεν ανήκουν στον περιοριστικό κατάλογο του άρθρου 23 ή της παραγράφου 4 του άρθρου 48. Αναφορικά με το χρόνο έκπτωσής τους, αυτές εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα του φορολογικού έτους το οποίο αφορούν, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 (π.χ. χρόνος έκπτωσης ασφαλιστικών εισφορών, κ.λπ.). Οι δαπάνες των οποίων τα δικαιολογητικά εκδίδονται ή λαμβάνονται έως την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού και αφορούν την κλειόμενη χρήση επίσης εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα του έτους που αφορούν.».

Επειδή, σύμφωνα με την διοικητική και δικαστηριακή νομολογία, για την αναγνώριση μιας επαγγελματικής δαπάνης πρέπει να σuντρέχοuν αθροιστικά ορισμένες προϋποθέσεις όπως, η δαπάνη να προβλέπεται από διάταξη νόμου, να είναι βεβαία, δεδουλευμένη και εκκαθαρισμένη, πραγματική, παραγωγική, να προκύπτει από έγγραφα δικαιολογητικά, κλπ. και να έχει καταχωρηθεί στα βιβλία. Στη φορολογία εισοδήματος ισχύει η βασική αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων, γι' αυτό δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση στην τρέχουσα χρήση δαπάνες που αφορούν προηγούμενες ή επόμενες χρήσεις έστω και αν καλύπτονται με δικαιολογητικά της τρέχουσας χρήσης, καθόσον οι δαπάνες κατά κανόνα αναγνωρίζονται στην χρήση κατά την οποία καθίστανται δεδουλευμένες και εκκαθαρισμένες, ανεξάρτητα αν έχει καταβληθεί το αντίτιμό τους ή όχι (ΔΕΑΦ Α 1034297 ΕΞ 2016/3.3.2016).

Επειδή, στο άρθρο 58 του ν. 4172/2013 ορίζεται ότι: «1. Τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, καθώς και τα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης γ' του άρθρου 45 που τηρούν απλογραφικά φορολογούνται με συντελεστή είκοσι εννέα τοις εκατό (29%). Τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν οι υπόχρεοι των περιπτώσεων β', δ', ε', στ' και ζ' του άρθρου 45 που τηρούν απλογραφικά βιβλία φορολογούνται με συντελεστή 29%
3. Ο φορολογούμενος που αποκτά εισόδημα το οποίο υπόκειται σε παρακράτηση φόρου σύμφωνα με το άρθρο 62 περιλαμβάνει το εισόδημα αυτό στα φορολογητέα κέρδη του πριν την αφαίρεση του παρακρατούμενου φόρου. Ο πληρωτέος από το φορολογούμενο φόρος σε σχέση με το εν λόγω εισόδημα μειώνεται κατά το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε».

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 και 5 του ν.4308/2014 (Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα), ορίζεται ότι: «1. Η οντότητα τηρεί, ως μέρος του λογιστικού συστήματός της, αρχείο κάθε συναλλαγής και γεγονότος αυτής που πραγματοποιείται στη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, καθώς και των προκυπτόντων πάσης φύσεως εσόδων, κερδών, εξόδων, ζημιών, αγορών και πωλήσεων περιουσιακών στοιχείων, εκπτώσεων και επιστροφών, φόρων, τελών και των πάσης φύσεως εισφορών σε ασφαλιστικούς οργανισμούς. 5. Το λογιστικό σύστημα της οντότητας απαιτείται να παρακολουθεί τη λογιστική βάση των στοιχείων των εσόδων, εξόδων, περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και καθαρής θέσης, κατά περίπτωση, με σκοπό την κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της οντότητας, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Το λογιστικό σύστημα της οντότητας απαιτείται να παρακολουθεί και τη φορολογική βάση των στοιχείων των εσόδων, εξόδων, περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και καθαρής θέσης, κατά περίπτωση, με σκοπό τη συμμόρφωση με τη φορολογική νομοθεσία και την υποβολή φορολογικών δηλώσεων».

Επειδή, στην παρ 10 του άρθρου 4 του Ν.4308/2014, ορίζεται ότι: «10. Οι πληροφορίες που απαιτούνται από το παρόν άρθρο δύναται να παρέχονται από άλλα αρχεία που τηρεί η οντότητα ή από συνδυασμό αρχείων».

Επειδή, με το άρθρο 5 παρ. 7 του ν.4308/2014 ορίζεται ότι: «Η οντότητα εφαρμόζει κατάλληλες κατά την κρίση της δικλίδες για: α) Τη διασφάλιση ότι υπάρχει αξιόπιστη και ελέγξιμη αλληλουχία τεκμηρίων (ελεγκτική αλυσίδα) για κάθε συναλλαγή ή γεγονός, από το χρόνο που προέκυψαν μέχρι το διακανονισμό τους. β) Τη δημιουργία αξιόπιστης και ελέγξιμης αλληλουχίας τεκμηρίων, που διασφαλίζει την ευχερή συσχέτιση των συναλλαγών και άλλων γεγονότων με τα λογιστικά αρχεία και τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις. γ) Την επίτευξη εύλογης διασφάλισης ως προς την αυθεντικότητα των παραστατικών (τεκμηρίων) της προηγούμενης παραγράφου και την ακεραιότητα του περιεχομένου τους, με σκοπό την επιβεβαίωση της προέλευσης αυτών και την τεκμηρίωση της συναλλαγής».

Επειδή, με το άρθρο 11 του ν.4308/2014 ορίζεται ότι 1. Η υποχρέωση έκδοσης τιμολογίου γεννάται κατά το χρόνο που πραγματοποιείται η αποστολή ή παράδοση των αγαθών ή των υπηρεσιών. 2. Ο χρόνος έκδοσης τιμολογίου καθορίζεται ως εξής: α) Σε περίπτωση πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, τιμολόγιο εκδίδεται το αργότερο μέχρι τη 15η ημέρα του επόμενου μήνα της παράδοσης ή αποστολής αγαθών ή της ολοκλήρωσης της υπηρεσίας, κατά περίπτωση.

Επειδή, στο άρθρο 17 του Ν.4308/2014, ορίζεται ότι: «1. Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις συντάσσονται με σαφήνεια, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις παραδοχές του δουλευμένου και της συνέχισης της δραστηριότητας, καθώς και τις ακόλουθες γενικές αρχές: α) ...β) ....γ) Η αναγνώριση και η επιμέτρηση των στοιχείων του ισολογισμού και της κατάστασης αποτελεσμάτων γίνεται με σύνεση και ξεχωριστά για κάθε στοιχείο. Συμψηφισμοί μεταξύ περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων ή μεταξύ εξόδων και εσόδων δεν επιτρέπονται, εκτός εάν τέτοιος συμψηφισμός προβλέπεται από τον παρόντα νόμο. δ) .ε) Όλα τα στοιχεία του ισολογισμού και της κατάστασης αποτελεσμάτων που προκύπτουν στην τρέχουσα περίοδο αναγνωρίζονται στην περίοδο αυτή βάσει της αρχής του δουλευμένου. στ) ..ζ) η) .θ)
.8. Γεγονότα που έγιναν εμφανή μετά τη λήξη της περιόδου (ημερομηνία αναφοράς), αλλά πριν από την ημερομηνία κατά την οποία το αρμόδιο όργανο εγκρίνει τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις για δημοσιοποίηση, αναγνωρίζονται στην κλειόμενη περίοδο, εφόσον αναφέρονται σε συνθήκες που υπήρχαν στο τέλος αυτής της περιόδου και επηρεάζουν τα κονδύλια του ισολογισμού και της κατάστασης αποτελεσμάτων.

Επειδή, στο Παράρτημα Α- Ορισμοί του Ν. 4308/2014, ορίζεται ότι: «Λογιστικό σύστημα (accounting system): Το λογιστικό σύστημα μιας οντότητας περιλαμβάνει τα λογιστικά αρχεία και τις διαδικασίες για την καταχώρηση των συναλλαγών και γεγονότων, καθώς και για την κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Το λογιστικό σύστημα μιας οντότητας περιλαμβάνει τα διάφορα λογιστικά αρχεία, αλλά και τις διαδικασίες και μεθόδους για την καταχώρηση των σχετικών συναλλαγών και γεγονότων, καθώς και για την κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
Τα λογιστικά αρχεία περιλαμβάνουν τόσο τα τηρούμενα «λογιστικά βιβλία», όσο και τα «λογιστικά στοιχεία» (παραστατικά). Ενδεικτικά παραδείγματα λογιστικών αρχείων είναι: ...στ) μισθοδοτικές καταστάσεις και λοιπά στοιχεία που απαιτούνται για τη σύνταξή τους, όπως παρουσιολόγια και πίνακες εγκεκριμένων μισθών και παροχών ιβ) οι παντός είδους συμβάσεις στις οποίες υπεισέρχεται η οντότητα στα πλαίσια της λειτουργίας της, ιγ) τα παντός είδους έγγραφα για την επικοινωνία με το προσωπικό της και τους τρίτους, περιλαμβανομένων των φορολογικών ασφαλιστικών και λοιπών εποπτικών και ρυθμιστικών αρχών, ιδ) έγγραφα συντασσόμενα για κάλυψη υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φορολογική (π.χ. δηλώσεις Φ.Π.Α) ή άλλη νομοθεσία. 3.1.3 Τα λογιστικά βιβλία, άλλα πρωτογενή ή δευτερογενή αρχεία και παραστατικά, όπου συντρέχει περίπτωση, υποστηρίζουν τις συντασσόμενες λογιστικές καταστάσεις.».

Επειδή, με την ΠΟΛ.1003/31-12-2014 της ΓΓΔΕ, στην παρ 5 του άρθρου 3. Λογιστικό σύστημα και βασικά λογιστικά αρχεία, ορίζεται ότι: «3.5.1 Το λογιστικό σύστημα της οντότητας απαιτείται να παρακολουθεί τόσο τη λογιστική αξία όσο και τη φορολογική βάση, εφόσον διαφέρουν, των στοιχείων των εσόδων, εξόδων, περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και καθαρής θέσης, κατά περίπτωση. Η υποχρέωση αυτή είναι αυτονόητη προϋπόθεση για την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων της οντότητας. Η παρακολούθηση δύναται να γίνεται με οποιοδήποτε πρόσφορο και ασφαλή τρόπο, ώστε να μπορούν να εξαχθούν οι απαραίτητες πληροφορίες για τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, τη σύνταξη των φορολογικών δηλώσεων, και τη διασφάλιση της δυνατότητας διενέργειας ελέγχων.
3.5.2 Οι διαφορές μεταξύ φορολογικής και λογιστικής βάσης διακρίνονται σε μόνιμες και προσωρινές. Προσωρινή διαφορά βάσει του ορισμού του Παραρτήματος Α είναι η διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας και της φορολογικής βάσης ενός στοιχείου, όταν η διαφορά αυτή αναστρέφεται στο μέλλον. Για παράδειγμα, όταν ένα έξοδο ποσού 100 ευρώ αναγνωρίζεται λογιστικά στη χρήση 20Χ4 αλλά θα εκπεστεί για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος στη χρήση 20Χ5, το λογιστικό αποτέλεσμα της χρήσεως 20Χ4 είναι μικρότερο κατά 100 ευρώ από το φορολογικό αποτέλεσμα αυτής, ενώ στη χρήση 20Χ5 θα συμβεί το αντίστροφο».
Περαιτέρω στην παρ 12 του ιδίου ως άνω άρθρου ορίζεται ότι: «3.4 Η τήρηση τόσο του απλογραφικού όσο και του διπλογραφικού συστήματος γίνεται σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή του δεδουλευμένου (accrual assumption) κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του παρόντος νόμου. Δηλαδή, αναγνωρίζονται και καταχωρούνται οι επιπτώσεις των συναλλαγών και γεγονότων όταν προκύπτουν και όχι όταν διακανονίζονται ταμειακά».

Επειδή σύμφωνα με την ΠΟΛ.1036/27-03-2017 (ΦΕΚ 1023 Β'), κατά το φορολογικό έλεγχο επιχειρήσεων που τηρούν διπλογραφικά βιβλία του N.4308/2014 (ΦΕΚ Α' 251), για φορολογικά έτη που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 2014 και μετά, θα εφαρμόζεται το Πρόγραμμα Ελέγχου του παραρτήματος ΙΙΙ της ΠΟΛ. 1124/18-6-2015.

Επειδή, στο άρθρο 58 του ν. 4172/2013 ορίζεται ότι: «1. Νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες όταν πραγματοποιούν συναλλαγές, μία ή περισσότερες, διεθνείς ή και εγχώριες, με συνδεδεμένα πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε. με οικονομικούς ή εμπορικούς όρους διαφορετικούς από εκείνους που θα ίσχυαν μεταξύ μη συνδεδεμένων προσώπων (ανεξάρτητων επιχειρήσεων) ή μεταξύ συνδεδεμένων προσώπων και τρίτων, οποιαδήποτε κέρδη τα οποία χωρίς τους όρους αυτούς θα είχαν πραγματοποιηθεί από το νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, αλλά τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω των διαφορετικών όρων (αρχή των ίσων αποστάσεων) περιλαμβάνονται στα κέρδη του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας μόνον στο βαθμό που δεν μειώνουν το ποσό του καταβλητέου φόρου.»

Επειδή, στο άρθρο 21 του Ν. 4172/2014 ορίζεται ότι: 1. Για τις μεταξύ τους συναλλαγές που εμπίπτουν στο άρθρο 50 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, καθώς και τη μεταξύ τους μεταφορά λειτουργιών του άρθρου 51 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, τα συνδεδεμένα πρόσωπα κατά την έννοια της περίπτωσης ζ του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, υποχρεούνται να τηρούν Φάκελο Τεκμηρίωσης 2. Οι υπόχρεοι της παραγράφου 1 απαλλάσσονται από την υποχρέωση τήρησης Φακέλου Τεκμηρίωσης, εφόσον: α) οι παραπάνω συναλλαγές ή μεταφορά λειτουργιών ανέρχονται μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ετησίως και αθροιστικώς, όταν ο κύκλος εργασιών του υπόχρεου δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) εκατομμύρια ευρώ «ανά φορολογικό έτος», ή β) οι παραπάνω συναλλαγές ή μεταφορά λειτουργιών ανέρχονται μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ ετησίως και αθροιστικώς, όταν ο κύκλος εργασιών του υπόχρεου υπερβαίνει τα πέντε (5) εκατομμύρια ευρώ «ανά φορολογικό έτος».
3. «Ο Φάκελος Τεκμηρίωσης, που αποτελείται κατά περίπτωση από το Βασικό Φάκελο Τεκμηρίωσης και τον Ελληνικό Φάκελο Τεκμηρίωσης, καταρτίζεται έως τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και συνοδεύεται από Συνοπτικό Πίνακα Πληροφοριών, ο οποίος υποβάλλεται ηλεκτρονικά στη φορολογική διοίκηση μέσα στην ίδια προθεσμία».
«Τα υπόχρεα πρόσωπα της παραγράφου 1 υποβάλλουν Συνοπτικό Πίνακα Πληροφοριών για κάθε φορολογικό έτος, εφόσον δεν εμπίπτουν στις εξαιρετικές περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 2 του παρόντος.»
4. Ο Φάκελος Τεκμηρίωσης τηρείται στην έδρα του υπόχρεου καθ' όλο το χρονικό διάστημα, για το οποίο υφίσταται υποχρέωση διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων του αντίστοιχου φορολογικού έτους. Ο Φάκελος Τεκμηρίωσης τίθεται στη διάθεση της Φορολογικής Διοίκησης οποτεδήποτε ζητηθεί από αυτή εντός τριάντα (30) ημερών από την παραλαβή του σχετικού αιτήματος από τον υπόχρεο.
5. «Ο φάκελος τεκμηρίωσης της παραγράφου 3 περιλαμβάνει ειδικό κεφάλαιο όπου περιγράφονται γεγονότα που έχουν αντίκτυπο στις πληροφορίες και τα στοιχεία που παρέχονται στους Φακέλους και που οφείλονται σε οποιαδήποτε μεταβολή των συνθηκών της αγοράς. Ο υποκείμενος στο φόρο οφείλει να ενημερώνει το Φάκελο έως το τέλος του φορολογικού έτους εντός του οποίου η παραπάνω μεταβολή λαμβάνει χώρα. Με την επιφύλαξη των ανωτέρω οι Φάκελοι Τεκμηρίωσης Ενδοομιλικων Συναλλαγών της παραγράφου 3 μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το επόμενο φορολογικό έτος, εφόσον επικαιροποιηθούν ενσωματώνοντας όλες τις αναγκαίες αλλαγές. Η επικαιροποίηση του Φακέλου γίνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από το τέλος του φορολογικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου προέκυψε η ανάγκη επικαιροποίησης. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων είναι δυνατός ο καθορισμός των επικαιροποιήσεων που κρίνονται απαραίτητες όσον αφορά το περιεχόμενο των Φακέλων Τεκμηρίωσης είτε σε ετήσια είτε μόνιμη βάση.»
6. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα καθορίζονται και εξειδικεύονται το ακριβές περιεχόμενο και τα στοιχεία που περιέχονται στο Φάκελο Τεκμηρίωσης, το Βασικό Φάκελο Τεκμηρίωσης, τον Ελληνικό Φάκελο Τεκμηρίωσης και το Συνοπτικό Πίνακα Πληροφοριών, οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι παραπάνω φάκελοι θεωρούνται μη πλήρεις ή μη επαρκείς, οι αποδεκτές μέθοδοι καθορισμού των τιμών των συναλλαγών «και» οι μέθοδοι καθορισμού του αποδεκτού εύρους των τιμών ή του περιθωρίου κέρδους [και ο υπολογισμός του κύκλου εργασιών για τους υπόχρεους που εξαιρούνται από την υποχρέωση τήρησης φακέλου τεκμηρίωσης].

Επειδή, στο άρθρο 22 του ν. 4172/2014 ορίζεται ότι: 1. Συνδεδεμένα πρόσωπα κατά την έννοια της περίπτωσης ζ του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, μόνιμες εγκαταστάσεις αλλοδαπής επιχείρησης στην Ελλάδα, για τις συναλλαγές τους με το κεντρικό, καθώς και με τα «συνδεδεμένα πρόσωπα», του κεντρικού τους στην αλλοδαπή, καθώς και μόνιμες εγκαταστάσεις που διατηρεί στην αλλοδαπή ελληνική επιχείρηση δύνανται να υποβάλουν στον Γενικό Γραμματέα αίτηση προέγκρισης της μεθοδολογίας για την τιμολόγηση συγκεκριμένων μελλοντικών διασυνοριακών συναλλαγών τους με «συνδεδεμένα πρόσωπα».
2. Αντικείμενο της προέγκρισης της προηγούμενης παραγράφου αποτελεί το ενδεδειγμένο σύνολο κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Τα κριτήρια αυτά περιλαμβάνουν κυρίως τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο τεκμηρίωσης, τα στοιχεία σύγκρισης ή αναφοράς και τις σχετικές προσαρμογές, καθώς και τις κρίσιμες παραδοχές για τις μελλοντικές συνθήκες.
Αντικείμενο της προέγκρισης μπορεί επίσης να αποτελέσει και κάθε άλλο εξειδικευμένο ζήτημα που αφορά την τιμολόγηση των συναλλαγών με συνδεδεμένες επιχειρήσεις.
3. Ο Γενικός Γραμματέας εξετάζει την αίτηση και την αποδέχεται ή την απορρίπτει. Η σχετική απόφαση εκδίδεται εντός «δεκαοκτώ (18) μηνών., από την υποβολή της αίτησης προέγκρισης μεθοδολογίας ενδοομιλικής τιμολόγησης και κοινοποιείται στους αιτούντες. Η διάρκεια ισχύος της απόφασης προέγκρισης δεν δύναται να υπερβαίνει τα τέσσερα (4) έτη και η χρονική ισχύς της δεν δύναται να ανατρέχει σε φορολογικό έτος που έχει παρέλθει κατά τη στιγμή της υποβολής της αίτησης προέγκρισης.
«Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα μπορεί να ορίζεται μεγαλύτερος χρόνος για την έκδοση της απόφασης του πρώτου εδαφίου και μέχρι τριάντα έξι (36) μήνες από την υποβολή της αίτησης».
4. Οι τιμές των ενδοομιλικών συναλλαγών της επιχείρησης, τις οποίες αφορά η απόφαση προέγκρισης, θεωρούνται ότι δεν διαφέρουν από αυτές που θα είχαν συμφωνηθεί μεταξύ ανεξάρτητων προσώπων, εφόσον τηρούνται τα οριζόμενα στην απόφαση αυτή. Ο φορολογικός έλεγχος των συναλλαγών, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο της προέγκρισης, περιορίζεται στην επαλήθευση, ότι τηρήθηκαν τα οριζόμενα στην απόφαση προέγκρισης και ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι παραδοχές, οι περιστάσεις και οι όροι στις οποίες αυτή βασίστηκε.
Πέραν των υποχρεώσεων τήρησης και διαφύλαξης στοιχείων που επιβάλλονται από άλλες διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας, η επιχείρηση υποχρεούται να διαφυλάσσει τα στοιχεία τεκμηρίωσης που αφορούν την απόφαση προέγκρισης για το χρονικό διάστημα για το οποίο υφίσταται υποχρέωση διαφύλαξης βιβλίων και στοιχείων κάθε φορολογικού έτους το οποίο αφορά η απόφαση προέγκρισης.
5. Η απόφαση προέγκρισης αναθεωρείται οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια ισχύος της, είτε κατόπιν αίτησης από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, είτε αυτεπάγγελτα από τον Γενικό Γραμματέα, στις εξής περιπτώσεις:
α) εφόσον οι κρίσιμες παραδοχές στις οποίες βασίστηκε η απόφαση προέγκρισης αποδειχθούν εσφαλμένες,
β) εφόσον επήλθε ουσιώδης μεταβολή των κρίσιμων παραδοχών ή συνθηκών που καθιστά αδύνατη την τήρηση των οριζομένων στην απόφαση προέγκρισης,
γ) σε περίπτωση εφαρμογής της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού της εκάστοτε εφαρμοστέας διμερούς σύμβασης για την αποφυγή της διπλής φορολογίας ή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων για τις ίδιες συναλλαγές του ίδιου φορολογουμένου.
Ο Γενικός Γραμματέας εκδίδει απόφαση για την αναθεώρηση της αρχικής απόφασης προέγκρισης, η οποία κοινοποιείται στους αιτούντες και έχει τα αποτελέσματα που ορίζονται στην παράγραφο 4, αρχής γενομένης από την έκδοση της.
6. Η απόφαση προέγκρισης δύναται να ανακληθεί από τη Φορολογική Διοίκηση κατά τη διάρκεια ισχύος της στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) εφόσον διαπιστωθεί, ότι τα στοιχεία ή κρίσιμες παραδοχές στα οποία βασίστηκε η απόφαση προέγκρισης ήταν ανακριβείς, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας ή πλημμελειών που αποδίδονται στον φορολογούμενο, β) εφόσον διαπιστωθεί, ότι οι αιτούντες δεν τήρησαν ουσιώδη όρο ή υποχρέωση που ορίζονται στην απόφαση προέγκρισης.
Σε περίπτωση ανάκλησης, η απόφαση προέγκρισης θεωρείται ως μηδέποτε εκδοθείσα.
7. Η απόφαση προέγκρισης δύναται να ακυρωθεί από τη Φορολογική Διοίκηση οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια ισχύος της στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) εφόσον διαπιστωθεί ότι επήλθε ουσιώδης μεταβολή των κρίσιμων παραδοχών ή συνθηκών στις οποίες βασίστηκε η απόφαση προέγκρισης,
β) εφόσον διαπιστωθεί ότι η επιχείρηση δεν τήρησε ουσιώδεις όρους ή υποχρεώσεις που ορίζονται από την απόφαση προέγκρισης,
γ) εφόσον επέλθει ουσιώδης μεταβολή των εφαρμοστέων φορολογικών διατάξεων οι οποίες επηρεάζουν ουσιωδώς την απόφαση προέγκρισης.
Δεν επιτρέπεται η ακύρωση της απόφασης προέγκρισης, εφόσον είναι δυνατή η αναθεώρηση της σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 5.
Σε περίπτωση ακύρωσης, η ισχύς της απόφασης προέγκρισης παύει από το χρονικό σημείο που ορίζεται με την απόφαση ακύρωσης.
8. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα ορίζονται τα ειδικότερα θέματα τα οποία είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων και ειδικότερα η διαδικασία για την προέγκριση μεθοδολογίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, την αναθεώρηση, την ανάκληση και την ακύρωση της, το ειδικότερο περιεχόμενο της αίτησης προέγκρισης, τα σχετικά παράβολα, η διαδικασία συνεννόησης με τις αρμόδιες αρχές άλλων εμπλεκομένων κρατών, ο τύπος και το περιεχόμενο των αποφάσεων της Φορολογικής Διοίκησης, καθώς και κάθε σχετικό θέμα.

Επειδή, με το άρθρο 64 του ν. 4174/2013 ορίζεται ότι: «Η Φορολογική Διοίκηση έχει την υποχρέωση να παρέχει σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία για τη νομική βάση, τα γεγονότα και τις περιστάσεις που θεμελιώνουν την έκδοση πράξεως και τον προσδιορισμό φόρου».

Επειδή, στο άρθρο 65 του ν.4174/2013 ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση αμφισβήτησης πράξης προσδιορισμού φόρου στα πλαίσια ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που προβαίνει στην εν λόγω αμφισβήτηση φέρει το βάρος της απόδειξης της πλημμέλειας της πράξης προσδιορισμού του φόρου».

Επειδή εν προκειμένω η προσφεύγουσα εταιρεία, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, αμφισβητεί τις παρακάτω λογιστικές διαφορές του ελέγχου ως ακολούθως :
Σχετικά με την λογιστική διαφορά συνολικής αξίας 28.652,10€ που αφορά εισφορά εναλλακτικής διαχείρισης του Ν.2939/2001 λογ. 54.09.070.
Από τον διενεργηθέντα έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η συνολική αξία 28.652,10 ευρώ του ετήσιου φόρου ανακύκλωσης που προήλθε από τις πωλήσεις της και καταχωρήθηκε στον λογαριασμό 54-09-7023, προστέθηκαν στα ακαθάριστα έσοδα ως λογιστική διαφορά καθώς δεν συμπεριλήφθηκε στα έσοδά της. Η σχετική λογιστική διαφορά επιβεβαιώνεται και από τη σύγκριση των υποβλήθέντων ΜΥΦ της ελεγχόμενης και των αντισυμβαλλόμενων για το φορολογικό έτος 2015.
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η συνολική αξία 28.652,10 ευρώ του ετήσιου φόρου ανακύκλωσης που προήλθε από τις πωλήσεις της χρήσης 2015, καταχωρήθηκε στον λογαριασμό 54-09-7023 και δεν προστέθηκε στα έσοδα της κατά την κρινόμενη φορολογική περίοδο. Επίσης η συνολική αξία 27.637,85 ευρώ του ετήσιου Φόρου ανακύκλωσης που αφορά τις αγορές της χρήσης 2015 καταχωρήθηκε στον λογαριασμό 54- 09-2023 και δεν προστέθηκε στις αγορές της με αποτέλεσμα να εμφανίζεται στα αποτελέσματα μειωμένο το κόστος κτήσης των εμπορεύσιμων αγαθών. Η λανθασμένη αυτή διαχείριση οφείλεται σε μηχανογραφικό λάθος που τελικά είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση κόστους κτήσης μειωμένου κατά 27.637.85 ευρώ και την εμφάνιση εσόδων μειωμένων κατά 28.652,10 ευρώ. Εάν η διαχείριση γινόταν επακριβώς θα είχε μικτό και καθαρό αποτέλεσμα αυξημένο κατά 28.652,10 - 27.637,85 = 1.014,25 ευρώ.

Επειδή σύμφωνα με το Νόμο 2939/2001 με τίτλο, «Συσκευασίες και εναλλακτική διαχείριση των συσκευασιών και άλλων προϊόντων - Ίδρυση Εθνικού Οργανισμού Εναλλακτικής Διαχείρισης Συσκευασιών και Άλλων Προϊόντων (Ε.Ο.Ε.Δ.Σ.Α.Π.) και άλλες διατάξεις.» , προκύπτει ότι οι παραγωγοί Ηλεκτρικού και Ηλεκτρονικού Εξοπλισμού υποχρεούνται να οργανώνουν Ατομικά Συστήματα ή να συμμετέχουν σε Συλλογικά Συστήματα Εναλλακτικής Διαχείρισης των ΑΗΗΕ που αφορούν την δραστηριότητά τους, κατ' εφαρμογή του άρθρου 17. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ/ΔΙΑΝΟΜΩΝ Κάθε παραγωγός υποχρεούται να προβεί στις εξής ενέργειες:
Να οργανώνει και να χρηματοδοτεί την εναλλακτική διαχείριση των ΑΗΗΕ από τα δικά του προϊόντα που διαθέτει στην ελληνική αγορά. Οι παραγωγοί ΗΗΕ μπορούν να επιλέξουν αν θα εκπληρώνουν την υποχρέωση τους αυτή ατομικά, μέσω δηλαδή του εγκεκριμένου συστήματος της ατομικής εναλλακτικής διαχείρισης ή συλλογικά με την ένταξη τους σε εγκεκριμένο συλλογικό σύστημα εναλλακτικής διαχείρισης των ΑΗΗΕ.
Να επισημαίνει με το ειδικό σύμβολο τα προϊόντα που διαθέτει στην ελληνική αγορά. Να είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Παραγωγών του ΗΗΕ και να εμφανίζει τον αριθμό Μητρώου του σε όλα τα νομιμοποιητικά και οικονομικά έγγραφα του (σφραγίδα της εταιρείας, Δελτία Αποστολής, Τιμολόγια κλπ).
Πρέπει να ζητάει επιπλέον γραπτή Βεβαίωση από τον κατασκευαστή του ΗΗΕ, ώστε να διασφαλίζει ότι πληροί τις υποχρεώσεις του. Ειδικά για τα προϊόντα που εισάγονται από χώρες που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκτός από την γραπτή Βεβαίωση του κατασκευαστή τα προϊόντα θα πρέπει να βεβαιώνονται και επί των Τιμολογίων Αγοράς κατά την εισαγωγή τους. Όσον αφορά τους διανομείς υποχρεούνται:
Να διακινούν προϊόντα ΗΗΕ των οποίων οι παραγωγοί να είναι καταχωρημένοι στο μητρώο παραγωγών και ενταγμένοι σε συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης ΑΗΗΕ.
Όταν παρέχουν νέο προϊόν, να παραλαμβάνουν από τους τελικούς χρήστες, με σχέση ένα προς ένα, χωρίς επιβάρυνση, αποσυρόμενο εξοπλισμό, ο οποίος είναι ισοδύναμου τύπου και εκπληρώνει τις ίδιες λειτουργίες με τον παρεχόμενο εξοπλισμό.
Να προσφέρουν στους τελικούς χρήστες, στα καταστήματα λιανικής τα οποία διαθέτουν χώρους πώλησης ΗΗΕ εμβαδού 400 m2 ή πολύ κοντά σε αυτά τη δυνατότητα δωρεάν απόρριψης πολύ μικρών ΑΗΗΕ χωρίς υποχρέωση αγοράς αντίστοιχου ΗΗΕ και στη συνέχεια, να παραδίδουν τα ΑΗΗΕ σε νόμιμους συλλέκτες - μεταφορείς ΑΗΗΕ που συνεργάζονται με εγκεκριμένα συστήματα διαχείρισης ΑΗΗΕ.
Να συνάπτουν συμβάσεις συνεργασίας με εγκεκριμένα συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης ΑΗΗΕ και να λαμβάνουν μέτρα για τη διασφάλιση της ορθής και ασφαλούς λειτουργίας των σημείων συλλογής που βρίσκονται στο χώρο τους.
Να διακινούν προϊόντα ΗΗΕ των οποίων οι παραγωγοί είναι καταχωρημένοι στο μητρώο παραγωγών που προβλέπεται στο άρθρο 17 και εντεταγμένοι σε συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης ΑΗΗΕ.
Κάθε 3 χρόνια από τη χορήγηση της έγκρισης ενός Συστήματος Εναλλακτικής Διαχείρισης διενεργείται έλεγχος από την αρμόδια αρχή ΕΟΑΝ (Ελληνικός Οργανισμός Ανακύκλωσης) προκειμένου να διαπιστωθεί ότι εφαρμόζονται οι μέθοδοι εναλλακτικής διαχείρισης και επιτυγχάνονται οι στόχοι.
Σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος του παραπάνω ελέγχου εκδίδεται Πιστοποιητικό Εναλλακτικής Διαχείρισης (Π.Ε.Δ) στο όνομα του συστήματος. ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΕΙΣΦΟΡΑ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ
Η χρηματική εισφορά βαρύνει τον υπόχρεο παραγωγό του κάθε προϊόντος. Το ποσό της χρηματικής εισφοράς προσδιορίζεται από τα Συστήματα Εναλλακτικής διαχείρισης αναγράφεται ξεχωριστά στα Τιμολόγια πώλησης σε όλα τα στάδια της πώλησης των προϊόντων, εκτός από τα τιμολόγια που απευθύνονται στους τελικούς αγοραστές γιατί εκεί η χρηματική εισφορά συμπεριλαμβάνεται στην τιμή του προϊόντος και τιμολογείται ενιαία. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ:
Το ύψος του Φόρου Ανακύκλωσης σε κάθε συσκευή εξαρτάται από το Βάρος, τον Τύπο και τον Όγκο του προφανώς με κάποια κριτήρια του πόσο επιβαρύνει ή πόσο δύσκολα μπορεί να συλλεχθεί για να ανακυκλωθεί.

Επειδή η απόφαση του Σ.Λ.Ο.Τ. αριθμ. πρωτ.: 288 ΑΠ/8.7.2008 Εισφορά εναλλακτικής διαχείρισης ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού αναφέρει: Η εισφορά εναλλακτικής διαχείρισης αποτελεί τμήμα του κόστους κτήσεως του εμπορεύματος και συνεπώς αναγνωρίζεται ως απόθεμα κατά την αγορά και ως έσοδο κατά την πώληση με την επίρριψη της μέσω των τιμολογίων στους πελάτες. Η εισπραττόμενη από τους πελάτες εισφορά επί των τιμολογίων πώλησης ηλεκτρικών- ηλεκτρονικών ειδών αναγνωρίζεται σε λογαριασμό υποχρέωσης «Κ.Α. 53.98» από τον οποίο και αποδίδεται στην δικαιούχο εταιρεία.

Επειδή με βάση την κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργείων Οικονομίας-Οικονομικών και ΠΕΧΩΔΕ, με αριθμό 112145 της 16/12/2004, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ.Β' με αριθμό 1916/24¬12-2004, το ποσό της χρηματικής εισφοράς (δηλαδή το τέλος ανακύκλωσης) αναγράφεται διακεκριμένα επί των τιμολογίων πώλησης, σε όλα τα στάδια πώλησης των αγαθών που υπάγονται σε αυτήν, εκτός των τιμολογίων που απευθύνονται στους τελικούς αγοραστές χρήστες- επιτηδευματίες.
Συνεπώς, υπόχρεος είναι ο κατασκευαστής ή ο εισαγωγέας, όταν εκδίδει ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ προς τον χονδροπωλητή. Περαιτέρω, η χρηματική εισφορά ανακύκλωσης, αποδίδεται στον Φορέα Ανακύκλωσης με βάση την Σύμβαση που έχει υπογραφεί (από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα), ενώ η χρέωσή της θα πρέπει να περιλαμβάνεται στη λιανική τιμή του είδους. Σε ότι αφορά τον ΦΠΑ, σημειώνεται ότι το ποσό της ως άνω εισφοράς προσαυξάνει την φορολογητέα βάση για την επιβολή του ΦΠΑ.
Τα ανωτέρω είναι σε εφαρμογή του Ν.2939/2001 (ΦΕΚ 179 Α') και του ΠΔ 117/6-3-2004 (ΦΕΚ 82 Α')
Τέλος πρέπει να αναφερθεί ότι ο φόρος ανακύκλωσης δεν αποδίδεται στη ΔΟΥ, αλλά στον Φορέα Ανακύκλωσης με βάση την Σύμβαση που έχει υπογραφεί (από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα), ενώ η χρέωσή της θα πρέπει να περιλαμβάνεται στη λιανική τιμή του είδους. Σε ότι αφορά τον ΦΠΑ, σημειώνεται ότι το ποσό της ως άνω εισφοράς προσαυξάνει την φορολογητέα βάση για την επιβολή του ΦΠΑ.

ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ

Έκδοση τιμολογίου από τον κατασκευαστή ή εισαγωγέα προς τον χονδροπωλητή:
 

30. ΠΕΛΑΤΕΣ 1201,90
70 ή 71 ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΕΜ/ΤΩΝ Ή ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ
(ανάλογοι υπολογαριασμοί)
1000,00
75. ΕΣΟΔΑ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΩΝ ΑΣΧΟΛΙΩΝ  
75.90 Εισπραττόμενα τέλη τρίτων  
75.90.00 Χρηματική εισφορά Ν.2939/2001 10,00
54. ΥΠΟΧΡ. ΑΠΟ Φ-Τ  
54.00 ΦΠΑ  
54.00.70 ΦΠΑ εκροών/πωλήσεων 190,00
54.00.79 ΦΠΑ εκροών/λοιπών εσόδων 1,90
Πώληση, ως τιμολογιο-ΔΑ αριθμ.  


Στη συνέχεια, ο Φορέας Ανακύκλωσης θα εκδώσει τιμολόγιο προς τον κατασκευαστή ή εισαγωγέα, προκειμένου να εισπράξει την χρηματική εισφορά που του ανήκει. Ο λήπτης του τιμολογίου (κατασκευαστής ή εισαγωγέας), θα διενεργήσει την παρακάτω εγγραφή:
 

63.ΦΟΡΟΙ-ΤΕΛΗ  
63.98 Διάφοροι φόροι-τέλη  
63.98.98 Χρηματική εισφορά Ν.2939/2001 10,00
54.ΥΠΟΧΡ,ΑΠΟ Φ-Τ  
54.00 ΦΠΑ  
54.00.29 ΦΠΑ εισροών/εξόδων-δαπανών 1,90
53. ΠΙΣΤΩΤΕΣ ΔΙΑΦΟΡΟΙ  
Ή 38.ΧΡΗΜΑΤΙΚΑ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ 11,90
Τιμολόγιο Π.Υ. κ.λπ.  


Επειδή η προσφεύγουσα δεν ακολούθησε την ως άνω λογιστική αντιμετώπιση, την παρακολούθηση δηλαδή του φόρου ανακύκλωσης στους λογαριασμούς της ομάδας 20 (αγορές) και της ομάδας 70 (πωλήσεις αλλά, αν και λάμβανε και εξέδιδε τιμολόγια με φόρο ανακύκλωσης παρακολουθούσε ξεχωριστά αυτόν σε υπολογαριασμούς της ομάδας 54(54.09,54.99) Υποχρεώσεις από φόρους και τέλη, χωρίς να συμπεριλαμβάνει αυτόν τόσο στο κόστος κτήσεως (άρα και στην απογραφή έναρξης -λήξης ) όσο και στα έσοδα της.
Στους υπολογαριασμούς του 54 παρακολουθούνται οι υποχρεώσεις της οικονομικής μονάδας από φόρους και τέλη προς το Ελληνικό Δημόσιο, τους δήμους, τις κοινότητες και λοιπούς οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

Επειδή στην υπό κρίση περίπτωση, από τα διαλαμβανόμενα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, μεταξύ των οποίων η από έκθεση μερικού ελέγχου επιστροφής εισοδήματος της Δ.Ο.Υ. ΣΕΡΡΩΝ, από τα προσκομισθέντα στοιχεία του προσφεύγοντος, τον έλεγχο και την αξιολόγηση αυτών προκύπτει ότι ο λογαριασμός 54.09 ,54.095 και 54.98 αναλύεται ως ακολούθως:

Ισοζύγιο περιόδου 1/1/2015-31 /12/2015
 


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΠΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΕΤΟΣ ΚΙΝΗΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 1/1-31/12/2015 ΣΥΝΟΛΟ
Λογαριασμός
ΧΡΕΩΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗ ΧΡΕΩΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗ ΧΡΕΩΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗ ΥΠΟΛΟΙΠΟ
54-09 ΦΟΡΟΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ 535614,96 563090,39 27637,85 28652,10 563252,81 591742,49 -28489,68
54-09-2019 ΦΟΡΟΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΑΓΟΡΩΝ 19% 286528,02 0,00 0,00 0,00 286528,02 0,00 286528,02
54-09-2021 ΦΟΡΟΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΑΓΟΡΩΝ 21% 17037,44 0,00 0,00 0,00 17037,44 0,00 17037,44
54-09-2023 ΦΟΡΟΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΑΓΟΡΩΝ 23% 232049,50 0,00 27637,85 0,00 259687,35 0,00 259687,35
54-09-7019 ΦΟΡΟΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΠΩΛΗΣΕΩΝ 19% 0,00 308015,33 0,00 0,00 0,00 308015,33 -308015,33
54-09-7021 ΦΟΡΟΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΠΩΛΗΣΕΩΝ 21% 0,00 17279,77 0,00 0,00 0,00 17279,77 -17279,77
54-09-7023 ΦΟΡΟΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΠΩΛΗΣΕΩΝ 23% 0,00 237795,29
28652,10 0,00 266447,39 -266447,39
54-95 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΟΡΟΥ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ 11822,77 0,00 272,02 130,28 12094,79 130,28 11964,51
54-95-0019 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΟΡΟΥ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ 19% 6995,59 0,00 0,00 0,00 6995,59 0,00 6995,59
54-95-0021 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΟΡΟΥ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ 21% 153,81 0,00 0,00 0,00 153,81 0,00 153,81
54-95-0023 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΟΡΟΥ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ 23% 4673,37 0,00 272,02 130,28 4945,39 130,28 4815,11
54-98 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΟΡΟΥ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 0,00 123,29 0,02 0,02 0,02 123,31 -123,29
54-98-0019 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΟΡΟΥ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 19% 0,00 9,41 0,00 0,00 0,00 9,41 -9,41
54-98-0023 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΟΡΟΥ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 23% 0,00 113,88 0,02 0,02 0,02 113,90 -113,88



Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ακολούθησε τον ίδιο ακριβώς τρόπο λογιστικής απεικόνισης του τέλους ανακύκλωσης και τα προηγούμενα έτη με αποτέλεσμα να φέρει συσσωρευμένα υπόλοιπα όπως εμφανίζονται στην στήλη «ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΠΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΕΤΟΣ.

Από το παραπάνω Ισοζύγιο καθώς και από τις αναλυτικές καταστάσεις προκύπτουν τα παρακάτω ποσά τέλους ανακύκλωσης αγορών, πωλήσεων και επιστροφών για το κρινόμενο έτος ως ακολούθως:
 



ΚΙΝΗΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
Λογαριασμός ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΧΡΕΩΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗ ΔΙΑΦΟΡΑ
54-09 ΦΟΡΟΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ 27.637,85 28652,10 -1.014,25
54-09-2019 ΦΟΡΟΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΑΓΟΡΩΝ 19% 0,00 0,00
54-09-2021 ΦΟΡΟΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΑΓΟΡΩΝ 21% 0,00 0,00
54-09-2023 ΦΟΡΟΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΑΓΟΡΩΝ 23% 27637,85 0,00 27637,85
54-09-7019 ΦΟΡΟΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΠΩΛΗΣΕΩΝ 19% 0,00 0,00
54-09-7021 ΦΟΡΟΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΠΩΛΗΣΕΩΝ 21% 0,00 0,00
54-09-7023 ΦΟΡΟΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΠΩΛΗΣΕΩΝ 23%
-28652,10 -28652,10
54-95 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΟΡΟΥ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ 272,02 130,28 141,74
54-95-0019 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΟΡΟΥ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ 19% 0,00 0,00
54-95-0021 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΟΡΟΥ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ 21% 0,00 0,00
54-95-0023 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΟΡΟΥ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ 23% 272,02 130,28 141,74
54-98 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΟΡΟΥ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 0,02 0,02 0,00
54-98-0019 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΟΡΟΥ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 19% 0,00 0,00 0,00
54-98-0023 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΟΡΟΥ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΕΚΠΤΩΣΗΣ 23% 0,02 0,02 0,00


Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα α) δεν καταχώρησε στην ομάδα 20 (αγορές εμπορευμάτων) ποσό εισφοράς ανακύκλωσης από τα ληφθέντα παραστατικά αγορών 27.637,85 €, καθώς και ποσό εισφοράς ανακύκλωσης από επιστροφές αγορών ποσού 130.,28€ β) δεν καταχώρησε στην ομάδα 70 (πωλήσεις εμπορευμάτων) ποσό εισφοράς ανακύκλωσης από τα εκδοθέντα παραστατικά πώλησης εκ 28.652,10 €, καθώς και ποσό εισφοράς ανακύκλωσης από επιστροφές πωλήσεων 272,02€

Επειδή, η αρχή της χρηστής και καλόπιστης και διοίκησης επιβάλλει στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου που επικρατεί, ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων να αποφεύγονται οι ανεπιεικείς και απλώς δογματικές ερμηνευτικές εκδοχές, τούτο, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι η αρχή της χρηστής και καλόπιστης διοίκησης μπορεί να εξελιχθεί σε τροχοπέδη για την εφαρμογή της νομιμότητας εκ μέρους των οργάνων της Διοίκησης. Η τελευταία, δε, επιτάσσει την έκδοση καταλογιστικών πράξεων ή πράξεων επιβολής προστίμων σε βάρος του φορολογουμένου, όταν από τον γενόμενο σε αυτόν έλεγχο διαπιστώθηκαν αντικειμενικά στοιχεία και αποδείξεις που στοιχειοθετούν το πραγματικό ορισμένης φορολογικής παράβασης ή την μη απαλλαγή του από τον φόρο με βάση συγκεκριμένες διατάξεις νόμων.

Επειδή η εισφορά εναλλακτικής διαχείρισης αποτελεί τμήμα του κόστους κτήσεως του εμπορεύματος και συνεπώς αναγνωρίζεται ως απόθεμα κατά την αγορά και ως έσοδο κατά την πώληση με την επίρριψη της μέσω των τιμολογίων στους πελάτες .

Επειδή η προσφεύγουσα δεν καταχώρησε στους προβλεπόμενους λογαριασμούς των βιβλίων της μέρος των αγορών της που αντιστοιχεί στο σύνολο της εισφοράς εναλλακτικής διαχείρισης της φορολογικής περιόδου 2015 και μέρος των πωλήσεων της που αντιστοιχεί στο σύνολο της εισφοράς εναλλακτικής διαχείρισης της φορολογικής περιόδου 2015.

Επειδή με βάση την αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων θα πρέπει τα λογιστικά γεγονότα να ασκούν επίδραση αποκλειστικά στη χρήση με την οποία σχετίζονται και αφορούν, και ως εκ τούτου ποσά που θα έπρεπε να βαρύνουν τους όποιους αποτελεσματικούς λογαριασμούς (εξόδων ή / και εσόδων) προηγούμενων χρήσεων, τα οποία (ποσά) καταχωρήθηκαν μη ορθώς σε λογαριασμούς Ισολογισμού και τελικώς μεταφέρθηκαν με εγγραφές (από μεταφορά) σε επόμενες χρήσεις που κάποια εξ' αυτών μπορεί και να ελέγχεται, δε δύναται η σωρευτική επίπτωση των μεταφερόμενων αυτών κονδυλίων (που αποτυπώθηκαν σε λογ/μούς Ισολογισμού) να ασκήσει επίδραση στο αποτέλεσμα χρήσης που ελέγχεται, παρά μόνο οι ενδεχόμενες επιβαρύνσεις επί των αποτελεσμάτων προηγούμενων χρήσεων να βαρύνουν αυτοτελώς την κάθε χρήση, λαμβανομένου πάντα υπ' όψη των διατάξεων περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για καταλογισμό και βεβαίωση φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων.

Επειδή η προσφεύγουσα αποτύπωσε στα τηρηθέντα βιβλία της τα δεδομένα της εισφοράς ανακύκλωσης, δηλαδή τόσο τις σχετιζόμενες με το σκέλος των αγορών της, όσο και με το σκέλος των πωλήσεών της, χωρίς όμως να αποτυπωθούν τα δεδομένα αυτά στους προβλεπόμενους λογαριασμούς και ως εκ τούτου η όποια αναπροσαρμογή των δεδομένων αυτών, κατά το ορθόν, οφείλεται να πραγματοποιηθεί τόσο ως προς το σκέλος των πωλήσεων, όσο και ως προς το σκέλος των αγορών. Εάν η προσφεύγουσα πραγματοποιούσε τις ορθές λογιστικές εγγραφές, το τελικό ποσό το οποίο θα επηρέαζε τα αποτελέσματα της θα ήταν 872,51 € (-1.014,25 + 141,74 ), αφού λάβουμε υπ' όψιν ότι η προσφεύγουσα πώλησε μέσα στην κρινόμενη φορολογική περίοδο σχεδόν το σύνολο των αγορών της και οι διαφορές μεταξύ της απογραφής έναρξης με την απογραφή λήξης είναι πολύ μικρές, υπό το φως των αρχών της χρηστής διοίκησης και της νομιμότητας, περιορίζουμε τη λογιστική διαφορά από 28.652,10 € στο ποσό των 872,51 € (μείωση λογιστικής διαφοράς κατά 27.779,59) και κάνουμε δεκτούς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας ως βάσιμους.
Σχετικά με την λογιστική διαφορά συνολικής αξίας 15.569,03 €, € που αφορά τα πιστωτικά τιμολόγια λόγω τζίρου που εξέδωσε η προσφεύγουσα προς πελάτες της
Από τον διενεργηθέντα έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η προσφεύγουσα εξέδωσε 15 πιστωτικά τιμολόγια συνολικής αξίας 15.569,03 €, προς πελάτες της και αφορούν εκπτώσεις λόγω τζίρου του φορολογικού έτους 2014. Από τον έλεγχο το ποσό αυτό προστέθηκε σαν λογιστική διαφορά στα φορολογητέα κέρδη της προσφεύγουσας.
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται πως τα πιστωτικά αυτά εκδόθηκαν αμέσως αφού παρέλαβε εντός του Ιανουάριου 2015 πιστωτικά έκπτωσης αγορών από 4 προμηθευτές της, συνολικής αξίας 15.300,00 ευρώ, και για τα οποία , με βάση τον σκοπό που περιγράφεται στο άρθρο 3 του καταστατικού της και των συμφωνιών της, είχε υποχρέωση να εκδώσει, επιβάλλοντας, για το συμφωνημένο περιθώριο 0,5%, αντίστοιχα πιστωτικά τιμολόγια έκπτωσης προς τους πελάτες της που αφορούσαν, όπως και έπραξε. Ωστόσο, χρονικά ήταν αδύνατο να εκδώσει τα εν λόγω πιστωτικά πριν ακόμα παραλάβει τα παραστατικά των προμηθευτών της.
Αναλυτικότερα, έλαβε 4 Πιστωτικά Τιμολόγια Έκπτωσης αξίας 15.485,62 ευρώ τα οποία είναι τα εξής: 1) Το υπ'αριθμ 10/12-01-2015 Πιστωτικό Τιμολόγιο Έκπτωσης αξίας 9.302,27 ευρώ, 2) το υπ'αριθμ. 11/12-01-2015 Πιστωτικό Τιμολόγιο Έκπτωσης αξίας 878,92 ευρώ, 3) το υπ'αριθμ. 13/17¬01-2015 Πιστωτικό Τιμολόγιο Έκπτωσης αξίας 256,26 ευρώ και 4) το υπ'αριθμ. 2015200005/14-01¬2015 Πιστωτικό Τιμολόγιο Έκπτωσης αξίας 5.048,17 ευρώ. Με βάση τη συνήθη πρακτική της εταιρείας και με όσα προβλέπονται από το καταστατικό της, για το κάθε Πιστωτικό τιμολόγιο έκπτωσης η εταιρεία εξέδωσε 3 Πιστωτικά Τιμολόγια προς τους τρείς πελάτες της (σύνολο 12 Πιστωτικά Τιμολόγια) συνυπολογίζοντας το συμφωνημένο περιθώριο 0,5%.
Δεδομένου ότι το πρώτο Τιμολόγιο που αφορούσε την χρήση του 2014 παρελήφθη στις 12/1/2015 και το τελευταίο στις 17/1/2015, δεν θα μπορούσε να είχε εκδώσει εκ των προτέρων τα Πιστωτικά Τιμολόγια προς τους δικούς της πελάτες ακόμη και αν αφορούσαν την χρήση του 2014.

Επειδή σύμφωνα με την ΠΟΛ 1069/16-7-2004 ορίζεται ότι 4. οι εκπτώσεις που χορηγεί μία επιχείρηση προς τους πελάτες της, λόγω πραγματοποίησης πωλήσεων πάνω από ένα συγκεκριμένο ελάχιστο όριο, αποτελούν μειωτικό στοιχείο των ακαθαρίστων εσόδων της χρήσης εντός της οποίας πραγματοποιήθηκαν οι πωλήσεις για τις οποίες χορηγήθηκαν οι εκπτώσεις. Τούτο, καθόσον η παροχή τους δεν τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Οι εκπτώσεις λόγω τζίρου που δεν τελούν υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, αφορούν οριστικές πωλήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί και έσοδα δεδουλευμένα και εκκαθαρισμένα, άρα το πιστωτικό τιμολόγιο για εκπτώσεις λόγω κύκλου εργασιών (τζίρου) εκδίδεται πάντοτε στην ίδια χρήση.

Επειδή σύμφωνα με την αρχή της Αυτοτέλειας των Χρήσεων, ο υπολογισμός των αποτελεσμάτων μιας λογιστικής χρήσης πρέπει να περιλαμβάνει μόνο τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν στη χρήση αυτή. Η κάθε χρήση είναι ανεξάρτητη από τις υπόλοιπες και τα έξοδα που αφορούν άλλες χρήσεις δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του αποτελέσματος (ΣτΕ 810/1982, ΣτΕ 2968/1988).

Επειδή, στην περ. ε' του άρθρου 17 του ν.4308/2014 περί Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων, ορίζεται πως «τα στοιχεία του ισολογισμού και της κατάστασης αποτελεσμάτων που προκύπτουν στην τρέχουσα περίοδο αναγνωρίζονται στην περίοδο αυτή βάσει της αρχής του δουλευμένου».
Επιπροσθέτως, η αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων, επιβάλλει την αναγνώριση των εσόδων και των εξόδων αποκλειστικά στα αποτελέσματα της χρήσης, εντός της οποίας αυτά έγιναν δεδουλευμένα.
Αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων (Accrual Concept)
Η αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων σημαίνει ότι κάθε έξοδο και έσοδο πρέπει να καταχωρείται και να λαμβάνεται υπόψη μέσα στην χρονική ή διαχειριστική περίοδο στην οποία αυτό πραγματοποιείται έτσι ώστε ο λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσεως να περιλαμβάνει μόνο τα έξοδα και έσοδα που προκύπτουν από τα γεγονότα της οικονομικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με την αρχή αυτή θα πρέπει να διακρίνουμε την έννοια του εξόδου και του εσόδου από την ταμειακή καταβολή.
Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι το στοιχείο της ανάλωσης είναι το προσδιοριστικό για να θεωρηθεί πραγματοποιημένο ή δεδουλευμένο το έξοδο ή το έσοδο. Η ανάλωση λοιπόν είναι η επαρκής και ικανή συνθήκη για την εφαρμογή της λογιστικής των λογισμένων ή δεδουλευμένων εσόδων — εξόδων.
Ο χρόνος λογιστικής αναγνώρισης των εσόδων και των εξόδων, επηρεάζει άμεσα και την φορολογική αναγνώριση αυτών, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 21 του ΚΦΕ, το κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα προσδιορίζεται με βάση το λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης, ο οποίος συντάσσεται σύμφωνα με το Ελληνικό Λογιστικό Σχέδιο και τον ΚΦΑΣ. Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 8 του ν. 4172/2013, ως γενικός κανόνας για το χρόνο κτήσης εισοδήματος τίθεται το σύστημα της δεδουλευμένης βάσης, ήτοι ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωμα είσπραξης του εισοδήματος.
Βάσει των προβλεπόμενων του νόμου 4308/2014 με ισχύ από 01.01.2015, τα έσοδα και τα έξοδα αναγνωρίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων όταν καθίστανται δουλευμένα και όχι όταν εισπράττονται ή πληρώνονται αντίστοιχα. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η συσχέτιση των αναγνωριζόμενων εσόδων με τα σχετικά έξοδα.

Επειδή σύμφωνα με την ΠΟΛ 1003/2014 με την παράγραφο 11.2.1 καθορίζονται οι προθεσμίες έκδοσης τιμολογίου για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών [. Η γενική αρχή είναι ότι τιμολόγιο εκδίδεται το αργότερο μέχρι τη 15η ημέρα του επόμενου μήνα της παράδοσης ή αποστολής αγαθών ή της παροχής της υπηρεσίας, κατά περίπτωση.
Σύμφωνα με την παράγραφο 11.2.10 Για το πιστωτικό τιμολόγιο, δεν ορίζεται ρητά από τις ισχύουσες διατάξεις χρόνος έκδοσης αυτού. Ωστόσο, ισχύουν κατ' αναλογία τα αναφερόμενα στο χρόνο έκδοσης του τιμολογίου

Επειδή «οι διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος καθιερώνουν την αρχή του ετήσιου της φορολογίας και την αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων. Σύμφωνα με τη δεύτερη αρχή, κάθε χρήση είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τις άλλες χρήσεις και δεν επιτρέπεται ο συμψηφισμός των αποτελεσμάτων αυτής με τα αποτελέσματα των προηγούμενων ή των επόμενων χρήσεων.... Επίσης σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 25 των ΕΛΠ, τα έσοδα αναγνωρίζονται εντός της περιόδου στην οποία καθίστανται δουλευμένα. Κατά συνέπεια τα μεν ακαθάριστα έσοδα και κέρδη κατατάσσονται και φορολογούνται στη χρήση κατά την οποία προέκυψαν και αποκτήθηκαν, ανεξάρτητα του χρόνου κατά τον οποίο εισπράχθηκαν, οι δε δαπάνες κατατάσσονται στη χρήση την οποία βαρύνουν. Επίσης, τα ακαθάριστα έσοδα που προεισπράττονται σε κάποια χρήση δεν φορολογούνται στη χρήση κατά την οποία εισπράττονται, αλλά στην επόμενη χρήση, στην οποία πραγματικώς ανήκουν. Όταν λοιπόν, κατ' εξαίρεση, εκδίδονται στοιχεία παροχής υπηρεσιών πριν από την ολοκλήρωση των υπηρεσιών (π.χ. δίδακτρα σχολείων), πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση στα φορολογικά στοιχεία, μεταξύ των ποσών που αφορούν την τρέχουσα διαχειριστική χρήση και των μη δεδουλευμένων ποσών που αφορούν την επόμενη, .
Ισχύει και εφαρμόζεται η αρχή του δεδουλευμένου
Η τήρηση τόσο του απλογραφικού όσο και του διπλογραφικού συστήματος γίνεται σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή του δεδουλευμένου (accrual assumption), κατά την παρ. Ί του άρθρου Ί 7 των ΕΛΠ. Δηλαδή, αναγνωρίζονται και καταχωρούνται οι συναλλαγές και τα γεγονότα όταν προκύπτουν και όχι όταν διακανονίζονται ταμειακά. (Εγκ. ΠΟΛ. 1003/2015 § 3.04)».
(Δ. Σταματόπουλου-Π. Σταματόπουλου-Γ. Σταματόπουλου, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ, ΑΝΑΛΥΣΗ-ΕΡΜΗΝΕΙΑ, Αθήνα 2015- σελ 172-173).

Επειδή η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 8 του άρθρου 17 του ν.4308/2014 περί Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων, όπου ορίζεται ότι γεγονότα που έγιναν εμφανή μετά τη λήξη της περιόδου (ημερομηνία αναφοράς), αλλά πριν από την ημερομηνία κατά την οποία το αρμόδιο όργανο εγκρίνει τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις για δημοσιοποίηση, αναγνωρίζονται στην κλειόμενη περίοδο, εφόσον αναφέρονται σε συνθήκες που υπήρχαν στο τέλος αυτής της περιόδου και επηρεάζουν τα κονδύλια του ισολογισμού και της κατάστασης αποτελεσμάτων, να προβεί σε ανάλογες έγγραφες και να συμπεριλάβει τα ανωτέρω έσοδα και δαπάνες με τα εκδοθέντα και ληφθέντα Πιστωτικά Τιμολόγια στην χρήση 2014, στην οποία είχαν καταστεί δεδουλευμένα.

Επειδή η προσφεύγουσα, έλαβε εντός του έτους 2015 τέσσερα (4) πιστωτικά τιμολόγια από προμηθευτές, τρία (3) εκ των οποίων φέρουν ημερομηνία έκδοσης πριν την 15-01-2015, ενώ το τέταρτο φέρει ημερομηνία έκδοσης την 17-01-2015, χωρίς όμως να προσδιορίζεται η ημερομηνία παραλαβής τους από την προσφεύγουσα. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν όλα τα ληφθέντα πιστωτικά τιμολόγια περιήλθαν σε γνώση της προσφεύγουσας μετά την 15-01-2015, στο βαθμό που αυτά αφορούσαν εκπτώσεις τζίρου επί των αγορών της κατά το φορολογικό έτος 2014, και ως αποτέλεσμα αυτών δημιουργήθηκε στην ίδια το δικαίωμα να εκδώσει, με τη σειρά της, πιστωτικά τιμολόγια λόγω τζίρου στους πελάτες μετόχους της, με ημερομηνία έκδοσης των στοιχείων της στο έτος 2015, ήταν δόκιμο ως προς τη φορολογία εισοδήματος, στο πλαίσιο εφαρμογής της αρχής της αυτοτέλειας των χρήσεων, οι καθαρές αξίες τόσο των ληφθέντων στοιχείων, όσο και των εκδοθέντων από την ίδια στοιχείων, να συμπεριληφθούν στα δεδομένα των τηρηθέντων βιβλίων φορολογικού έτους 2014, με τη διαδικασία των τακτοποιητικών εγγραφών και να ασκήσουν εν τέλει επίδραση επί του λογαριασμού αποτελεσμάτων του φορολογικού έτους 2014. Επίσης, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 19 του ΚΦΔ (ν. 4174/2013), να υποβάλει τροποποιητική δήλωση φορολογίας εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2014, μέχρι την κοινοποίηση του προσωρινού προσδιορισμού του φόρου από τη Φορολογική Διοίκηση ή μέχρι την παραγραφή του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης για έλεγχο της αρχικής δήλωσης και να συμπεριλάβει τα ανωτέρω ποσά.
Σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω και με βάσει την αυτοτέλεια των χρήσεων, ορθώς ο έλεγχος απέρριψε την εν λόγω μείωση των ακαθαρίστων εσόδων της στο φορολογικό έτος 2015 και το ποσό των 15.563,06 € θα πρέπει να προστεθεί στα φορολογητέα κέρδη της προσφεύγουσας ως λογιστική διαφορά. Οι δε ισχυρισμοί της προσφεύγουσας απορρίπτονται ως έωλοι και αβάσιμοι.
Σχετικά με την λογιστική διαφορά συνολικής αξίας 1.650,73 ευρώ, που αφορά τις ζημίες χρήσης 2015 προ τόκων και φόρων.
Από τον έλεγχο καταλογίστηκε ως λογιστική διαφορά το ποσό των 1.650,73 ευρώ, που αφορά τις ζημίες χρήσης 2015 προ τόκων και φόρων, καθώς σύμφωνα με το καταστατικό της και όπως περιγράφεται στον σκοπό της εταιρείας (άρθρο 3), το επιρριπτόμενο ποσοστό 0,5% επί του κόστους ως περιθώριο μικτού κέρδους, συμφωνήθηκε με την προϋπόθεση να οδηγεί τουλάχιστον σε οριακό κέρδος.
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η συμφωνία αυτή έγινε προ ετών όταν η επιχείρηση πραγματοποιούσε άνω των 10.000.000,00 ευρώ ετήσιες αγορές και πωλήσεις, με αποτέλεσμα να ήταν ικανό να διαμορφώνει θετικό για την επιχείρηση μικτό και καθαρό κέρδος. Ωστόσο, με τα χρόνια της κρίσης οι πωλήσεις της επιχείρησης μειώθηκαν. Η συνεχόμενη αυτή μείωση των εσόδων, είχε ως αποτέλεσμα να είναι δυσχερής και τελικά αδύνατη η επίτευξη οριακού κέρδους, κάτι που σε κάθε περίπτωση ήταν και είναι πρωταρχικός σκοπός της επιχείρησης. Καθώς όπως ήταν λογικό με την οικονομική κατάσταση που επικρατούσε την προαναφερόμενη περίοδο, ήταν αδύνατο να επιτευχθεί ο σκοπός του οριακού κέρδους, παρά τις όποιες προσπάθειες που κατέβαλε ώστε να μειωθούν τις δαπάνες της εταιρείας στο ελάχιστο.

Επειδή η προσφεύγουσα συνέταξε ως είχε υποχρέωση βάσει των διατάξεων του άρθρου 21 του Ν. 4174/2013, Φάκελο Τεκμηρίωσης Τιμών Ενδοομιλικών Συναλλαγών. Σύμφωνα με τον Φάκελο Τεκμηρίωσης Τιμών Ενδοομιλικών Συναλλαγών, η προσφεύγουσα κατά το κρινόμενο φορολογικό έτος πραγματοποίησε συναλλαγές με τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 περ. ζ' του Ν. 4172/2013. Υποβλήθηκε ηλεκτρονικά στις 28/4/2016 ο Συνοπτικός Πίνακας Πληροφοριών του άρθρου 21§3 του Ν. 4174/2013.
Ο Φάκελος Τεκμηρίωσης τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών περιελάμβανε όλα τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις στοιχεία.
Από τον φάκελο τεκμηρίωσης προκύπτουν τα ακόλουθα:
Ως προς τις πωλήσεις
Από τη συγκριτική ανάλυση προέκυψε ότι το εύρος των ακραίων τιμών του δείκτη κερδοφορίας των εταιρειών του δείγματος είναι 14,62% η κατώτερη και 30,02% η ανώτερη, ενώ η τιμή της διαμέσου είναι 23,98% και ότι οι τιμές του μικτού περιθωρίου κέρδους των συναλλαγών των συνδεδεμένων
επιχειρήσεων και βρίσκονται εντός εύρους των αποδεκτών τιμών.
Η εταιρεία παρουσιάζει μία απόκλιση από την κατώτερη τιμή του αποδεκτού εύρους
κατά 2,42%. Ως προς τις αγορές
Η τιμή πώλησης εμπίπτει στο αποδεκτό εύρος
Ως προς το αν τηρήθηκε η αρχή των ίσων αποστάσεων
Ως προς τις αγορές
Ο έλεγχος αποδέχεται την τεκμηρίωση της ελεγχόμενης επιχείρησης σχετικά με τις ενδοομιλικές της αγορές δεδομένου ότι αποτελούν και μικρό ποσοστό των συνολικών της αγορών (4%)
Ως προς τις πωλήσεις
Ο έλεγχος δεν κρίνει πλήρη την τεκμηρίωση της ελεγχόμενης επιχείρησης σχετικά με τις ενδοομιλικές της πωλήσεις δεδομένου ότι:
1. Χρησιμοποιήθηκε μια παραλλαγή της μεθόδου Resale Price Minus Method - RPM και αντί να συγκριθεί το μικτό περιθώριο κέρδους που έχουν οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις όταν μεταπωλούν τα εμπορεύματα που αγοράζουν από την συνδεδεμένη Ε.Π.Ε. με το μικτό περιθώριο κέρδους που θα είχαν εάν τα αγόραζαν από τρίτους, έγινε σύγκριση μικτού περιθώριο κέρδους των συνδεδεμένων ως μεταπωλητές με ανεξάρτητες εταιρείες που επιτελούν την ίδια δραστηριότητα,
2. Δεν επιλέχθηκε μια μέθοδος που να έχει ως κύριο συγκριτικό στοιχείο το περιθώριο κέρδους της ελεγχόμενης στις πωλήσεις της προς τις συνδεδεμένες. Συγκεκριμένα στην σελίδα 92 των οδηγιών του ΟΟΣΑ(ϋΕΟϋ Transfer Pricing Guidelines for Multinational Enterprises and Tax Administrations - July 2017) περί ενδοομιλικών, όπου παρατίθεται παράδειγμα μιας επιχείρησης σαν την ελεγχόμενη αναφέρονται ότι θα πρέπει να γίνει συγκριτική και λειτουργική ανάλυση από την οποία να προκύπτει ένα τέλος εξυπηρέτησης σε συγκρίσιμες συναλλαγές της ελεύθερης αγοράς που περιλαμβάνουν συγκρίσιμο όγκο αγορών.
Ο έλεγχος ζήτησε περισσότερες διευκρινήσεις από την ελεγχόμενη σχετικά με την επιλογή της μεθόδου τεκμηρίωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών και αυτή ανταποκρινόμενη απάντησε στον έλεγχο ότι « η εταιρεία λαμβάνοντας υπόψη (την λειτουργική της ανάλυση και τις κατευθυντήριες οδηγίες του ΟΟΣΑ) προχώρησε στην τεκμηρίωση χρησιμοποιώντας δύο μεθόδους την πρώτη βασιζόμενη στον δεσμευτικό σκοπό της επιχείρησης βάση του καταστατικού και στην δεύτερη βασιζόμενη στο περιθώριο κέρδους της μεταπώλησης των εμπορευμάτων από τα μέλη της αποδεικνύοντας ότι οι πωλήσεις των εμπορευμάτων προς τις συνδεδεμένες - μέλη από την συνδεδεμένη εταιρεία δεν είχαν ως αποτέλεσμα μεταφορά φορολογητέας ύλης με πιθανή υποτιμολόγιση ή υπερτιμολόγηση από την μεριά της ελεγχόμενης εταιρείας Ε.Π.Ε..»
Ο έλεγχος στη συνέχεια καταλόγισε την κρινόμενη λογιστική διαφορά.

Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 28 του Ν. 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας) «.. Η οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου εκδίδεται με βάση έκθεση ελέγχου, την οποία συντάσσει η φορολογική Διοίκηση. Η έκθεση ελέγχου περιλαμβάνει εμπεριστατωμένα και αιτιολογημένα τα γεγονότα, τα στοιχεία και τις διατάξεις τις οποίες έλαβε υπόψη της η Φορολογική Διοίκηση για τον προσδιορισμό του φόρου. ...».

Επειδή, στο άρθρο 34 του Ν. 4174/2013 ορίζεται ότι: «.Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να προβεί, μετά από έλεγχο, σε έκδοση πράξης διόρθωσης οποιουδήποτε προηγούμενου άμεσου, διοικητικού, εκτιμώμενου ή προληπτικού προσδιορισμού φόρου, εφόσον από τον έλεγχο διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι ο προηγούμενος προσδιορισμός φόρου ήταν ανακριβής ή εσφαλμένος».

Επειδή, στο άρθρο 64 του Ν.4174/2013 ορίζεται ότι: «Η Φορολογική Διοίκηση έχει την υποχρέωση να παρέχει σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία για τη νομική βάση, τα γεγονότα και τις περιστάσεις που θεμελιώνουν την έκδοση πράξεως και τον προσδιορισμό φόρου.»

Επειδή, με τις αποφάσεις ΣτΕ 4384/1977 και 4387/1977, έγινε δεκτό ότι αναιτιολόγητη παρίσταται και η πράξη στην οποία παρατίθενται ορισμένα στοιχεία του πραγματικού χωρίς όμως αυτά να συνδέονται με αξιολογήσεις και νομικά πλημμελής είναι επίσης η πράξη όταν η αιτιολογία της δεν στηρίζεται επαρκώς στα πορίσματα ελέγχου (ΣτΕ 3764/1990 ΔΦΝ 45, 1289). Ειδικότερα η Έκθεση Ελέγχου, αποτελώντας το δημόσιο εκείνο έγγραφο στο οποίο στηρίζεται η καταλογιστική πράξη, πρέπει να περιέχει πλήρη και αναλυτική αιτιολογία, με την οποία να θεμελιώνεται αδιαμφισβήτητα, τόσο το πραγματικό, όσο και το νομικό μέρος του καταλογισμού, επί ποινής ακυρότητας της σχετικής καταλογιστικής πράξης (ΣτΕ 3108/1996, ΣτΕ 2054/1995, Στε 1148/1994).

Επειδή, στην υπό κρίση περίπτωση, ο έλεγχος της Δ.Ο.Υ. Σερρών έκρινε ως λογιστική διαφορά το ποσό των 1.650,73 ευρώ, που αφορά τις ζημίες χρήσης 2015 προ τόκων και φόρων με το αιτιολογικό ότι το επιρριπτόμενο ποσοστό 0,5% επί του κόστους ως περιθώριο μικτού κέρδους στις πωλήσεις που πραγματοποιεί προς συνδεδεμένες επιχειρήσεις δεν αρκεί και δεν οδηγεί τουλάχιστον σε οριακό κέρδος, χωρίς όμως να αποδεικνύει με τρόπο αρκούντως τεκμηριωμένο και ασφαλή την κρίση αυτή, ήτοι με τη χρήση συγκριτικών στοιχείων από παρόμοιες συναλλαγές άλλων επιχειρήσεων, οι οποίες ταυτίζονται ή παρουσιάζουν ομοιότητα ως προς το αντικείμενο και τα άλλα χαρακτηριστικά τους με τις ανωτέρω εταιρίες, που να θεμελιώνουν με βεβαιότητα ότι δεν τηρήθηκε η αρχή των ίσων αποστάσεων και η τιμολόγηση σε ανταγωνιστική βάση, σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα. Ως εκ τούτου, η έκθεση ελέγχου είναι ελλιπής ως προς την αιτιολογία και δε στοιχειοθετείται η άποψη της Δ.Ο.Υ. Σερρών.
Συνεπώς ο ως άνω ισχυρισμός της προσφεύγουσας, ως προς την ανωτέρω λογιστική διαφορά γίνεται δεκτός με την παρούσα ως βάσιμος.

Αποφασίζουμε

Την μερική αποδοχή της με αριθμό πρωτοκόλλου 30236/ ενδικοφανούς προσφυγής της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία « » με ΑΦΜ , καθώς και: την τροποποίηση της με αριθμό οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος-επιβολής προστίμου φορολογικού έτους 2015, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΣΕΡΡΩΝ, για τους λόγους που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.

Οριστική φορολογική υποχρέωση της υπόχρεης - Καταλογιζόμενα ποσά με βάση την παρούσα απόφαση:
 


Δήλωσης Ελέγχου Οριστικά Απόφασης Διαφορά Δήλωσης απόφασης
Ή ζημία βάσει χρήσης βάσει Δ.Λ.Π. / Ε.Λ.Π. 9753,21 9753,21 9753,21 0,00
Φορολογική ζημιά χρήσης 9753,21 9753,21 9753,21 0,00
1. Μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες 1719,23 1719,23 1719,23 0,00
Επί πλέον μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες
46656,61 17.226,29 17.226,29
Σύνολο κερδών
38622,63 9.192,31 9.192,31
Υπόλοιπο ζημιών 8033,98 0,00 0,00 -8033,98
Κέρδη φορολογικού έτους
38622,63 9.192,31 9.192,31
Ζημιά φορολογικού έτους 8033,98 0,00 0,00 0,00
Κέρδη
38622,63 9.192,31 9.192,31
Ζημιά 8033,98 0,00
-8033,98
Ζημιά παρελθουσών χρήσεων 52046,21 49281,16 49.281,16 - 2.765,05
ΚΕΡΔΗ ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ
0,00 0,00 0,00
ΖΗΜΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ 60080,19 10658,53 40.088,85 19.991,34
ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΖΗΜΙΑΣ 60080,19 10658,53 40.088,85 19.991,34
ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΦΟΡΟΥ, ΤΕΛΩΝ κ.λπ.



ή ζημιά 60080,19 10658,53 40.088,85 19.991,34
Άθροισμα
0,00 0,00
Φόρος που παρακρατήθηκε ή καταβλήθηκε και δεν υπάρχει ηλεκτρονική πληροφόρηση 0,67 0,67 0,67 0,00
Σύνολο 0,67 0,67 0,67 0,00
Πιστωτικό ποσό για συμψηφισμό 0,67 0,67 0,67 0,00
Χρεωστικό ποσό για βεβαίωση

0,00
Τέλος επιτηδεύματος (άρθ. 31 ν.3986/2011) 800,00 800,00 800,00 0,00
Άθροισμα 800,00 800,00 800,00 0,00
Χρεωστικό ποσό 799,33 799,33 799,33 0,00
Πιστωτικό ποσό
0,00 0,00 0,00
Χρεωστικό ποσό για βεβαίωση 799,33 799,33 799,33 0,00
Πιστωτικό ποσό για επιστροφή "" 0,00 0,00 0,00
Τελικό χρεωστικό ποσό για βεβαίωση 799,33 799,33 799,33 0,00



Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στους υπόχρεους.



ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΚΑΤΣΙΟΥΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

Ακριβές Αντίγραφο
Η Υπάλληλος του Αυτοτελούς Γραφείου Διοικητικής Υποστήριξης

Σ η μ ε ί ω σ η : Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.

 


ΔΕΔ 3242/2019 Οι υπηρεσίες οδοκαθαρισμού, αποκομιδής, ταφής και ανακύκλωσης απορριμμάτων υπάγονται στο ΦΠΑ

$
0
0

Καλλιθέα, 29/11/2019
Αριθμός Απόφασης 3242


ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α2
Ταχ. Δ/νση: Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κώδικας: 176 71 - Καλλιθέα
Τηλέφωνο: 213 1604561
Fax: 213 1604567

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπ' όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει,
β. του άρθρου 10 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10-03-2017 Απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ (ΦΕΚ B' 968/22-03-2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)», όπως αναριθμήθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει,
γ. της ΠΟΛ 1064/12-04-2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ Β' 1440/27-04-2017)

2. Την ΠΟΛ 1069/04-03-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών,

3. Την υπ' αριθμ. Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ Β' 2759/01.09.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών «Παροχή εξουσιοδότησης υπογραφής»,

4. Την από 01/07/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή της επιχείρησης , που εδρεύει στα , επί της οδού αριθ , με ΑΦΜ: , κατά της υπ' αριθμ /20ΐ9 Οριστικής Πράξης Διορθωτικού Προσδιορισμού Φ.Π.Α φορολογικών περιόδων 01/09/2018 - 31/12/2018, που εξέδωσε η προϊσταμένη της ΔΟΥ Χανίων και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα,

5. Τη ανωτέρω Οριστική Πράξη της προϊσταμένης της ΔΟΥ Χανίων, καθώς και την από 04/06/2019 έκθεση μερικού φορολογικού ελέγχου Φ.Π.Α, επί της οποίας εδράζεται η προσβαλλόμενη πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση,

6. Τις απόψεις της ανωτέρω φορολογικής αρχής.

7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Α2 τμήματος επανεξέτασης, όπως αυτή αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης,

Επί της από 01/07/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής της επιχείρησης και διακριτικό τίτλο , με ΑΦΜ: , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η κοινοποίηση της προσβαλλόμενης πράξης έγινε στις 05/06/2019, μετά δε τη μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Ιστορικό:

Με την υπ' αριθμ /2019 Οριστική Πράξη Διορθωτικού Προσδιορισμού Φ.Π.Α της προϊσταμένης της ΔΟΥ Χανίων, φορολ. περιόδων 01/09/2018 - 31/12/2018, καταλογίστηκε σε βάρος της προσφεύγουσας επιχείρησης φόρος ποσού 173.584,70€, και πρόστιμο λόγω ανακρίβειας των δηλώσεων, ποσού 86.792,35€, ήτοι συνολικό ποσό 260.377,05€. Η διαφορά ΦΠΑ προέκυψε καθόσον από τον έλεγχο που διενεργήθηκε με βάση την υπ' αριθμ. /.../ /2019 εντολή ελέγχου της Προϊσταμένης της ΔΟΥ Χανίων, η οποία εκδόθηκε επ' αφορμή της υπ' αριθμ /2019 υποβληθείσας περιοδικής δήλωσης ΦΠΑ μηνός 12/2018, διαπιστώθηκε ότι η προσφεύγουσα προβαίνει σε έκδοση τιμολογίων παροχής υπηρεσιών ενίσχυσης του μηχανισμού καθαριότητας και τελικής διάθεσης των αστικών στερεών αποβλήτων προς τους συνεργαζόμενους ΟΤΑ χωρίς την επιβάρυνση αυτών με ΦΠΑ, σύμφωνα με αποφάσεις του αρμόδιου διοικητικού οργάνου αυτής με το αιτιολογικό της σύναψης προγραμματικών συμβάσεων με τους συνεργαζόμενους δήμους στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της και την επίκληση συγκεκριμένων πράξεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίες είτε αφορούν ευθέως την προσφεύγουσα είτε αναφέρονται σε άλλες περιπτώσεις προγραμματικών συμβάσεων.

Η προσφεύγουσα, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά την ακύρωση της ως άνω προσβαλλόμενης πράξης, προβάλλοντας τους παρακάτω ισχυρισμούς:

1. Οι προσβαλλόμενες πράξεις ερείδονται επί εσφαλμένων προϋποθέσεων και στερούνται νόμιμης βάσης, καθώς δεν αποτελούν αντικείμενο του ΦΠΑ κατά την έννοια του άρθρου 2 του κώδικα ΦΠΑ οι περιουσιακές μετακινήσεις μεταξύ της εταιρείας και των αντισυμβαλλόμενων φορέων που προβλέπονται στις επίμαχες δεκατρείς προγραμματικές συμβάσεις και αποσκοπούν στην κάλυψη των απαραίτητων δαπανών για την υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου, αφού δεν έχουν τον χαρακτήρα ανταλλάγματος ή αμοιβής για υπηρεσίες παρεχόμενες δυνάμει εξ' επαχθούς αιτίας δημόσιας σύμβασης. Σχετικά μνημονεύονται οι πράξεις των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και γίνεται αναφορά σε αυτές ως πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

2. Το γεγονός ότι οι γνήσιες προγραμματικές συμβάσεις δεν υπόκεινται σε ΦΠΑ κατά την έννοια του άρ. 2 του κώδικα ΦΠΑ αποδέχεται εξ' αντιδιαστολής, και το ΝΣΚ με την υπ' αριθ. 98/2018 Γνωμοδότηση του, το οποίο επί του ερωτήματος, εάν ο νομικός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης μεταξύ φορέων, εκ των οποίων ένας τουλάχιστον εμπίπτει στη Κεντρική Διοίκηση ή/και τη Γενική Κυβέρνηση, ως «προγραμματικής σύμβασης», είτε κατά την έννοια του άρθρου 100 του Ν. 3852/2010 είτε στα πλαίσια του άρθρου 12 του Ν. 4412/2016, συνιστά στοιχείο το οποίο από μόνο του ασκεί επιρροή στη φορολογική αντιμετώπιση των παροχών που προβλέπονται στη σύμβαση για σκοπούς Φ.Π.Α. απαντά ότι «<ο νομικός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως «προγραμματικής» συνιστά στοιχείο, το οποίο, κατ' αρχήν, από μόνο του ασκεί επιρροή στη φορολογική αντιμετώπιση, όσον αφορά την υπαγωγή της ή μη στον ΦΠΑ, χωρίς, όμως να παράγει δέσμευση της φορολογικής αρχής, σε περίπτωση ελέγχου και αιτιολογημένης αντίθετης διαπίστωσης αυτής, για τις επί μέρους πράξεις των εμπλεκομένων στη σύμβαση προσώπων». Συνεπώς κατά την άνω Γνωμοδότηση - η οποία δεν έχει γίνει αποδεκτή από τον αρμόδιο Υπουργό και, συνεπώς, δεν επιφέρει τις συνέπειες του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 3086/2002 - οι προγραμματικές συμβάσεις δεν υπόκεινται σε Φ.Π.Α. Σε περίπτωση, όμως, που μετά από έλεγχο, η φορολογική αρχή διαπιστώσει ότι επί μέρους πράξεις που αφορούν τις δαπάνες αυτές υπόκεινται σε Φ.Π.Α., μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητα της καινά επιβάλει το σχετικό φόρο.

3. Το επιχείρημα της φορολογικής αρχής ότι η προσφεύγουσα δεν εμπίπτει στα μη υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα λόγω σε σχέση με τα οριζόμενα στην ΠΟΛ ./2013 και το συμπέρασμα ότι αυτή δρα σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, καθώς στο χώρο υφίστανται εταιρείες ιδιωτικού τομέα, αναφέροντας τον προμηθευτή και συνεπώς θα στρέβλωνε τους όρους του ανταγωνισμού στερείται ουσιαστικής και νομικής βασιμότητας γιατί από το νόμο η αρμοδιότητα για τη συλλογή και μεταφορά των στερεών αποβλήτων, την οποία μπορούν κατ' εξαίρεση να αναθέτουν μόνο στον οικείο Φο.Δ.Σ.Α. και για το σκοπό αυτό πρέπει να συναφθεί προγραμματική σύμβαση, στους δε φορείς Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων, στους οποίους ανήκει και η προσφεύγουσα, η αποκλειστική αρμοδιότητα για την προσωρινή αποθήκευση, μεταφόρτωση, επεξεργασία, αξιοποίηση και διάθεσή τους.

4. Η αναφορά στην έκθεση ελέγχου του κόστους κτήσης παγίων, ως αποδεικτικό στοιχείο δράσης σε ανταγωνιστικό περιβάλλον, δεν έχει καμία βάση καθώς ο πάγιος εξοπλισμός της εταιρείας (. ) έχει χρηματοδοτηθεί από...
Συγκεκριμένα η συνολικά ληφθείσα επιχορήγηση είναι ποσού 8.611.435,75€, ενώ κατά την σύσταση της εταιρείας εισφέρθηκαν πάγια περιουσιακά στοιχεία συνολικής αποτίμησης ποσού 1.970.094,94€. Το συνολικό ιστορικό κόστος κτήσης των ενσώματων παγίων της εταιρείας την 31.12.2018 ανέρχεται σε ποσό 12.788.902,23€. Οι δε επικαλούμενες στην έκθεση ελέγχου της ΔΟΥ Χανίων αγορές χρήσεως 2018 δεν γίνονται στο πλαίσιο της δυναμικής ανάπτυξης της εταιρείας, αλλά στο πλαίσιο των απαραίτητων αντικαταστάσεων και της κάλυψης αναγκών για την επίτευξη των σκοπών αυτής.

5. Ο έλεγχος υποστηρίζει ότι (α) είναι ανώνυμη εταιρεία , λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, υπάγεται στην εμπορική και φορολογική νομοθεσία, και ως τέτοιο υποκείμενο δεν εξαιρείται από τον Φ.Π.Α, (β) έχει αντικείμενο εργασιών που υπόκειται σε κανονικό συντελεστή Φ.Π.Α. και (γ) έχει καταστεί δικαιούχος αναστολής καταβολής Φ.Π.Α. επενδυτικών αγαθών. Εξ αυτών συμπεραίνει ο έλεγχος ότι η αξία των προγραμματικών συμβάσεων υπόκειται σε Φ.Π.Α. Σ' αυτές τις αιτιολογίες της προσβαλλομένης υπάρχουν πολλά λογικά σφάλματα και ηθελημένα κενά που καθιστούν μετέωρη την κρίση της. Επαναλαμβάνουν ότι η εταιρεία είναι, όπως έχει αποφανθεί το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με την αριθμό 319/2015 γνωμοδότηση του, η οποία έχει γίνει αποδεκτή από τον Υφυπουργό Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Και ναι μεν αυτή δεν εκτείνεται στο πεδίο εφαρμογής του Φ.Π.Α., όμως η κρίση της περί του νομικού χαρακτήρα της εταιρείας, την οποία αμφισβητεί η ελεγκτική αρχή, δεσμεύει, σύμφωνα με το άρθρο 7 § 4 του Ν. 3086/2002, τη Διοίκηση. Συνεπώς, διαπιστώνουμε ότι η ελεγκτική αρχή σέβεται τις γνωμοδοτήσεις του ΝΣΚ μόνο όταν είναι σύμφωνες με την κρίση της παρότι δεν έχουν γίνει αποδεκτές. Παρότι και ο ίδιος ο νομοθέτης (άρθρο 225§2 του Ν. 4555/2018) προσδίδει στην εταιρεία κοινωφελή και μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα και αναγνωρίζει ότι λειτουργεί , εντούτοις και αυτόν το χαρακτήρα αμφισβητεί η φορολογική αρχή, χωρίς να γνωρίζει από πού αντλεί αυτό το δικαίωμα.

6. Με τις προγραμματικές συμβάσεις που έχουν συνάψει με τον , ο οποίος έχει την αρμοδιότητα για τη συλλογή και μεταφορά των στερεών αποβλήτων, έχει ανατεθεί στην Εταιρεία μέρος αυτής της αρμοδιότητας, γι' αυτό ακριβώς το αντικείμενο των είναι «ενίσχυση μηχανισμού καθαριότητας». Περαιτέρω οι προγραμματικές συμβάσεις είναι συμφωνίες που θέτουν το γενικό πλαίσιο για την άσκηση συγκεκριμένης κάθε φορά δραστηριότητας, μέσω των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης για τη μελέτη και εκτέλεση έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης μίας περιοχής και την παροχή υπηρεσιών κάθε είδους. Στις διατάξεις δε αυτές ορίζεται το ελάχιστο αναγκαίο περιεχόμενο μιας προγραμματικής σύμβασης, που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει το αντικείμενο της, το οποίο απαιτείται να καθορίζεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και να αναλύεται σε συγκεκριμένες δράσεις για την επίτευξη του σκοπού της, συνοδευόμενες από τον αναλυτικό προϋπολογισμό τους και το αντίστοιχο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης τους.

7. Εφόσον η φορολογική αρχή δεν αμφισβητεί αιτιολογημένα τον χαρακτήρα των επίδικων προγραμματικών συμβάσεων παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αν δηλαδή η κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την νομιμότητα και την κανονικότητα της διαχείρισης των επίμαχων δεκατριών συμβάσεων, δεσμεύει η ή όχι την φορολογική αρχή. Για την πληρότητα όμως τη προσφυγής επαναλαμβάνει ότι ο ασκούμενος από το Ελεγκτικό Συνέδριο έλεγχος δεν είναι διοικητικός, αλλά «αποκλειστικά δικαστικός στα πρόσωπα που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα και το δικαστήριο αίρει κατά τον έλεγχο αυτόν τις υπάρχουσες αμφισβητήσεις και επιβάλλει κυρώσεις στους παραβάτες.

8. Από το άρθρο 64 ΚΦΔ προκύπτει η υποχρέωση της φορολογικής διοίκησης να παρέχει σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία για τη νομική βάση, τα γεγονότα και τις περιστάσεις που θεμελιώνουν την έκδοση της πράξης και τον προσδιορισμό του φόρου. Για να είναι πλήρης η αιτιολογία πρέπει να γίνεται σχολαστική αναφορά στην έκθεση ελέγχου και των αποδείξεων, από τις οποίες προκύπτουν τα κρίσιμα περιστατικά. Εφόσον το κρίσιμο ζήτημα είναι αν οι επίμαχες δεκατρείς, διαφορετικές κατ' αντικείμενο, συμβάσεις αποτελούν γνήσιες προγραμματικές συμβάσεις του άρθρου 100 του ν. 3852/2010 ή όχι θα έπρεπε να ελεγχθούν μία προς μία και με βάση τα κριτήρια, τη μεθοδολογία και την προσέγγιση, που θέτει ο νόμος και όχι τα υποκειμενικά κριτήρια της φορολογικής αρχής. Εν όψει αυτών πρέπει να ακυρωθούν και εξαφανιστούν οι προσβαλλόμενες πράξεις.

9. Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 9 του ν. 3854/2010 (Α' 94) και των άρθρων 5 και 6 της προαναφερθείσας /2009 κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, συνάγεται ότι στους Φο.Δ.Σ.Α. ανήκει μόνο η αρμοδιότητα της προσωρινής αποθήκευσης, μεταφόρτωσης, αξιοποίησης και διάθεσης των στερεών αποβλήτων και όχι και η αρμοδιότητα των υπηρεσιών συλλογής και μεταφοράς των αποβλήτων αυτών, η οποία ανήκει κατ' αρχήν στους και την οποία, οι εν μπορούν κατ' εξαίρεση να την αναθέσουν στον Φο.Δ.Σ.Α. που έχει την ευθύνη της διαχειριστικής τους ενότητας, προς δε το σκοπό αυτό μπορεί να συναφθεί και προγραμματική σύμβαση και του οικείου Φ.ο.Δ.Σ.Α.

Επειδή στην με υπ' αριθμ. πρωτ. ΔΕΕΦ Α 1037043 ΕΞ 2016 έγγραφη απάντηση της Δ/νσης Εφαρμογής Έμμεσης Φορολογίας στο υπ' αρ /2016 ερώτημα της προσφεύγουσας αναφέρονται τα εξής:
«Σε απάντηση του ανωτέρω σχετικού, σε ότι αφορά θέματα αρμοδιότητας μας σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
1) Ο με ΑΦΜ και η εταιρεία με ΑΦΜ συνήψαν σύμβαση - συμφωνία με την οποία προσδιορίζονται οι τρόποι και οι διαδικασίες υλοποίησης του περιεχομένου της που είναι η ενίσχυση του μηχανισμού καθαριότητας και πιο συγκεκριμένα του μηχανισμού συλλογής και μεταφοράς μη επικινδύνων στερεών αποβλήτων του
Το έργο που έχει ανατεθεί στη σύμφωνα με την επισυναπτόμενη σύμβαση (άρθρο 2) περιγράφεται ως ακολούθως:
(α) αποκομιδή (μεταφορά) σύμμεικτων δημοτικών αποβλήτων,
(β) >> >> (συλλογή και μεταφορά) σύμμεικτων και ανακυκλώσιμων (συσκευασίες κ.λπ) δημοτικών μη επικινδύνων αποβλήτων με το σύστημα Πόρτα - Πόρτα σε τμήμα της ,
(γ) τη συλλογή (και Πόρτα - Πόρτα) και μεταφορά των ογκωδών πρασίνου δημοτικών αποβλήτων των δημοτών στη ,
(δ) αποκομιδή (συλλογή και μεταφορά) ανακυκλώσιμων μη επικινδύνων δημοτικών αποβλήτων (συσκευασίες κ.λπ.).

Κατόπιν των ανωτέρων τέθηκε το ερώτημα, αν οι προαναφερόμενες υπηρεσίες που παρέχει η αν είναι υπαγόμενες ή μη στο φόρο.
2) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 και της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000), όπως ισχύει, η εξ επαχθούς αιτίας παροχή υπηρεσιών στο εσωτερικό της Χώρας από υποκείμενο στο φόρο που ενεργεί με αυτή την ιδιότητα υπάγεται στο ΦΠΑ, ο οποίος επιρρίπτεται από τον κατά νόμο υπόχρεο σε βάρος του αντισυμβαλλομένου.
3) Όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 19 του Κώδικα ΦΠΑ, στην παροχή υπηρεσιών λαμβάνεται ως φορολογητέα αξία η αντιπαροχή που έλαβε ή πρόκειται να λάβει αυτός που παρέχει τις υπηρεσίες από το λήπτη ή τρίτο πρόσωπο, προσαυξημένη με οποιαδήποτε παροχή που συνδέεται άμεσα με αυτή.
4) Με το άρθρο 3, παρ. 2 του προαναφερομένου Κώδικα, δεν θεωρούνται υποκείμενοι στο φόρο για τις πράξεις παράδοσης αγαθών και παροχής υπηρεσιών που ενεργούν κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους, ακόμη και αν εισπράττουν τέλη, δικαιώματα ή εισφορές. Εντούτοις θεωρούνται υποκείμενοι στο φόρο κατά το μέτρο που η υπαγωγή στο φόρο των δραστηριοτήτων τους οδηγεί σε στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού.
Με την εγκύκλιο ΠΟΛ /1997 διευκρινίστηκε ότι στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού υπάρχει όταν οι πράξεις που πραγματοποιούνται από τους ή άλλα μη υποκείμενα θα υπάγονταν στο φόρο εάν πραγματοποιούντο από άλλες επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια και με δεδομένο ότι οι ίδιες υπηρεσίες παρέχονται και από η μη υπαγωγή των ίδιων υπηρεσιών από τους θα οδηγούσε σε στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού.
5) Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 21 και του παραρτήματος ΙΙΙ του προαναφερόμενου Κώδικα, όπως τροποποιήθηκαν με την παράγραφο 1 (περιπτώσεις α' και γ' ) του άρθρου 1 του ν. 4334/2015 (ΦΕΚ Α' 80/16.07.15) και με το άρθρο τρίτο της από 18.07.2015 ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ είναι 23%, ενώ τα αγαθά και οι υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο ανωτέρω παράρτημα υπάγονται στο μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ 13% ή εφόσον υπάρχει ειδική πρόβλεψη, στον υπερμειωμένο συντελεστή 6%.
Με το νόμο 4389/2016 (άρθρο 52) αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 21 του Κώδικα και ο συντελεστής ΦΠΑ από 01.06.2016 ορίζεται σε 24% στη φορολογητέα αξία.
6) Σύμφωνα με τις διατάξεις που κοινοποιήθηκαν με την Π0Λ.1160/17-07-2015 μεταξύ των υπηρεσιών που περιλαμβάνονταν στο Κεφ. Β' του παραρτήματος ΙΙΙ και μετατάχθηκαν στον κανονικό συντελεστή ΦΠΑ είναι οι υπηρεσίες οδοκαθαρισμού, αποκομιδής, ταφής και ανακύκλωσης απορριμμάτων καθώς και επεξεργασίας αποβλήτων, εκτός από αυτές που παρέχονται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του Κώδικα ΦΠΑ.
7) Κατόπιν των ανωτέρω, οι προαναφερόμενες υπηρεσίες της παραγράφου 1, που παρέχονται από τη υπάγονται στο φόρο με κανονικό συντελεστή ΦΠΑ.
8) Το παρόν κοινοποιείται στη ΔΟΥ Χανίων για τον έλεγχο των πραγματικών περιστατικών και την ορθή εφαρμογή των διατάξεων». 

Επειδή, εν προκειμένω, επ' αφορμή της υπ' αριθμ /2019 υποβληθείσας από την προσφεύγουσα περιοδικής δήλωσης ΦΠΑ μηνός 12/2018, διενεργήθηκε σε αυτήν από την ΔΟΥ Χανίων μερικός έλεγχος ΦΠΑ με βάση την αριθμ / / /2019 εντολή ελέγχου του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας.

Επειδή από τον ανωτέρω έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η προσφεύγουσα προβαίνει σε έκδοση τιμολογίων παροχής υπηρεσιών ενίσχυσης του μηχανισμού καθαριότητας και τελικής διάθεσης των αστικών στερεών αποβλήτων προς τους χωρίς την επιβάρυνση αυτών με ΦΠΑ, γεγονός το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τα οριζόμενα στον Κώδικα Φ.Π.Α. και τα διαλαμβανόμενα στην με αριθμ. πρωτ. ΔΕΕΦ Α 1037043 ΕΞ 2016 έγγραφη απάντηση της Δ/νσης Εφαρμογής Έμμεσης Φορολογίας.

Επειδή οι διαπιστώσεις του ελέγχου, όπως αυτές καταγράφονται στην από 03/06/2019 οικεία Έκθεση Ελέγχου της ελέγκτριας της ΔΟΥ Χανίων (η οποία θεωρήθηκε από την προϊσταμένη της ίδιας υπηρεσίας στις 04/06/2019), επί της οποίας εδράζεται η προσβαλλόμενη πράξη, κρίνονται βάσιμες, αποδεκτές και πλήρως αιτιολογημένες, η υπό κρίση ενδικοφανής προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Αποφασίζουμε

Την απόρριψη της από 01/07/2019 και με αριθμό πρωτ ενδικοφανούς προσφυγής της επιχείρησης , που εδρεύει στα , επί της οδού αριθ , με ΑΦΜ: , και την αποδοχή της υπ' αριθμ /2019 Οριστικής Πράξης Διορθωτικού Προσδιορισμού Φ.Π.Α φορολογικών περιόδων 01/09/2018 - 31/12/2018, που εξέδωσε η προϊσταμένη της ΔΟΥ Χανίων

Οριστική Φορολογική Υποχρέωση - του υπόχρεου - καταλογιζόμενο ποσό με βάση την παρούσα απόφαση:
 

α/α Αριθμός - Ημερ/νία πράξης Οριστική Πράξη Φορολ. περίοδος Διαφορά ΦΠΑ (Χρεωστικό Υπόλοιπο) Πρόστιμο άρθρου 58Α ν. 4174/2013 Οριστική Φορολογική Υποχρέωση
1 ..................... 4/6/2019 Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας 01/09/18 - 31/12/18 173.584,70€ 86.792,35€ 260.377,05€
Σ ύ ν ο λ α 173.584,70€ 86.792,35€ 260.377,05€


Προς Επιστροφή ποσό 38.699,80€

Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στον υπόχρεο.



Ακριβές Αντίγραφο
Η Υπάλληλος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης

ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο προϊστάμενος της Υποδιεύθυνσης Επανεξέτασης
ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

Σ η μ ε ί ω σ η: Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.

 

126049/2019 Σχετικά με το ειδικό πρόγραμμα απασχόλησης του ΟΑΕΔ για 5.500 άνεργους πτυχιούχους ανώτατων εκπαιδευτικών και τεχνολογικών ιδρυμάτων, ηλικίας 22_29 ετών, που εργάζονται σε Υπουργεία και εποπτευόμενους δημόσιους φορείς

$
0
0
Αθήνα, 4 Δεκεμβρίου, 2019
Αριθ. Πρωτ.: 126049

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΕΤΠΑ, ΤΣ ΚΑΙ ΕΚΤ

Ταχ. Δ/νση: Νίκης 5-7 Σύνταγμα
Ταχ. Κώδικας: 10180
Πληροφορίες: Β. Κολυβά
Τηλέφωνο: 210 333 2845
Fax: 210 333 2427
Email: sec.erdf_cf@mnec.gr

ΠΡΟΣ: Αυτοτελές Τμήμα Κοινοβουλευτικού Ελέγχου

ΘΕΜΑ: Εισήγηση για απάντηση στην Ερώτηση του Βουλευτή κ. Μ.Κατρίνη

Σε συνέχεια της ανωτέρω σχετικής ερώτησης, σας γνωρίζουμε τα στοιχεία του Προγράμματος ως ακολούθως:

Η δράση υλοποιείται βάσει της με αρ.πρωτ.οικ. 52618/1218/9-10-2018 (ΦΕΚ Β'4504) ΚΥΑ με τίτλο: «Ειδικό πρόγραμμα απασχόλησης για 5.500 άνεργους πτυχιούχους ανώτατων εκπαιδευτικών και τεχνολογικών ιδρυμάτων, ηλικίας 22-29 ετών, σε Υπουργεία και εποπτευόμενους δημόσιους φορείς, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 51 του ν. 1892/1990 (ΑΊ01) και οι οποίοι δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα» και σύμφωνα με τη με αρ. πρωτ 85056/22-11-2018 Δημόσια πρόσκληση του ΟΑΕΔ, No 11/2018 (ΑΔΑ: 7ΜΛ34691Ω2-ΛΟΒ), στις οποίες προσδιορίζονται οι κατηγορίες, οι κλάδοι και οι ειδικότητες, η κατάταξη και η σύζευξη των ανέργων με τις θέσεις εργασίας των φορέων υποδοχής με βάση τον οριστικό πίνακα κατάταξης, η διάρκεια και οι όροι της απασχόλησης, η χρηματοδότηση του προγράμματος και οι αμοιβές των ωφελουμένων και κάθε άλλο σχετικό με την υλοποίηση της πράξης και χρηματοδοτείται από πόρους του ΟΑΕΔ. Στην ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται ότι η συνολική διάρκεια της δράσης είναι 12 μήνες.

Η ανωτέρω δράση εντάχθηκε με την υπ’αριθμ.5934/20-11-2019 απόφαση στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» και συγκεκριμένα στον άξονα 3 του ΕΠ που περιλαμβάνει δράσεις για την Απασχόληση των Νέων (ΠΑΝ) λόγω της συνάφειας της ανωτέρω δράσης με τους στόχους του Αξονα 3, ήτοι τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην απασχόληση των νέων έως 29 ετών, ο οποίος αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της διαρκώς αυξανόμενης ανεργίας των νέων και ειδικότερα αυτών που βρίσκονται εκτός εργασίας, εκπαίδευσης ή κατάρτισης και στη βιώσιμη ένταξή τους στην αγορά εργασίας μέσω στοχευμένων παρεμβάσεων, ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε επιμέρους υποομάδας στόχου των νέων με την αξιοποίηση των πόρων της Πρωτοβουλίας για την Απασχόληση των Νέων (ΠΑΝ) και στο πλαίσιο της εφαρμογής του σχεδίου εφαρμογής του Συστήματος Εγγυήσεων για την Νεολαία (Youth Guarantee Implementation Plan). 

Αντικείμενο της δράσης είναι η απασχόληση ανέργων νέων ηλικίας 22-29 ετών, πτυχιούχων ανώτατων εκπαιδευτικών και τεχνολογικών ιδρυμάτων σε Υπουργεία και εποπτευόμενους δημόσιους φορείς, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 51 του ν.1892/1990, και οι οποίοι δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα. Οι ωφελούμενοι πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ και να βρίσκονται εκτός εκπαίδευσης, απασχόλησης και επαγγελματικής κατάρτισης.

Στόχος της δράσης είναι η βελτίωση των δεξιοτήτων, η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας και η προώθηση στην απασχόληση και στην αυταπασχόληση των ωφελουμένων νέων, προκειμένου να υποστηριχθεί η είσοδος/επανένταξη και η βιώσιμη παραμονή τους στην αγορά εργασίας και αποτελεί υλοποίηση πολιτικής στο πλαίσιο των ενεργών πολιτικών απασχόλησης που προωθεί ο Οργανισμός για την καταπολέμηση της ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης.

Κατά τα λοιπά, αρμόδιοι να απαντήσουν είναι ο ΟΑΕΔ και το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.



Η Ειδική Γραμματέας
Νίκη Δανδόλου


Άρειος Πάγος 368/2019 Δάνεια - Τραπεζικές χρεώσεις - Πληροφόρηση του καταναλωτή για το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο - Είσπραξη προμηθειών στις χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων

$
0
0
Αριθμός 368/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα, Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο - Εισηγητή και Κυριάκο Οικονόμου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Τ. του Α., 2) Π. Τ. του Α. και 3) Δ. Μ. του Θ., κατοίκων .... Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ........, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "... Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία", που εδρεύει στην …, διατηρεί νομίμως υποκατάστημα στην …, εκπροσωπείται νόμιμα και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Της προσθέτως υπέρ της αναιρεσίβλητης παρεμβαίνουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." και το διακριτικό τίτλο "...", η οποία εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως νόμιμης διαχειρίστριας εταιρίας της ειδικής διαδόχου της υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ......, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-8-2015 ανακοπή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2092/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 1115/2017 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2-10-2017 αίτησή τους. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 9-7-2018 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβασή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτήν.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν οι αναιρεσείοντες και η προσθέτως παρεμβαίνουσα, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της ασκήσεώς της διαδίκους, τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα (ΑΠ 1736/2017). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 "Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων....", "Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις". Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, "Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α' 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης". Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 576 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί της αιτήσεως αναιρέσεως, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην, όμως, έχει κλητευτεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο (ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016), αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικό του. Στην προκείμενη περίπτωση, η εδρεύουσα στην … ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "..." και το διακριτικό τίτλο "...", με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 20-8-2018 και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, κατά σύντμηση της προθεσμίας, στους αναιρεσείοντες και την αναιρεσίβλητη (βλ. τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την παρεμβαίνουσα υπ' αριθμ. ...6Β', ...8Β', ...3Β'και ...9Β'/28-8-2018 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Θεσσαλονίκης Δ. Π.), άσκησε το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "... S.A.", ειδικής διαδόχου της αναιρεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, όπως αυτός ισχύει (απόφαση 225/12-4-2017 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, ΦΕΚ B'/1391/24-4-2017), είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων της αναιρεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, που οι οφειλές τους έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και έχουν καταγγελθεί από την αναιρεσίβλητη, η οποία, στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων, δυνάμει της από 30-6-2017 συμβάσεως πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων και της με ίδια ημερομηνία διορθωτικής πράξης αυτής, αντίγραφα των οποίων έχουν νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο … υπ' αριθ. Πρωτοκόλλου …4/2017 και ….9/2017, αντιστοίχως, έχει μεταβιβάσει τις απαιτήσεις αυτές στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία "... S.A", ανώνυμη εταιρεία ειδικού σκοπού [που έχει νομίμως συσταθεί και λειτουργεί συμφώνως προς τους Νόμους του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και τον Λουξεμβουργιανό Νόμο της 22ας Μαρτίου 2004 περί τιτλοποιήσεων (Λουξεμβουργιανός Νόμος περί τιτλοποιήσεων) και έχει καταχωρισθεί στο Λουξεμβουργιανό Εμπορικό και Εταιρικό Μητρώο υπ' αριθμό Β214339], η οποία, ακολούθως, ανέθεσε την διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 30-7-2017 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο … υπ' αριθ. Πρωτοκόλλου ….15/2017. Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις της αναιρεσίβλητης - υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση Τράπεζας, που απορρέουν από την υπ' αριθμ. …..5/2-2-2006 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, την οποία αυτή κατήρτισε με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "...", που έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, δυνάμει της υπ' αριθμ. 3619/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, και της οποίας την τήρηση των όρων εγγυήθηκαν οι αναιρεσείοντες - καθών η πρόσθετη παρέμβαση, κατά των οποίων, δυνάμει της ανωτέρω σύμβασης, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. …946/2015 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που προσβλήθηκε με την ένδικη ανακοπή των αναιρεσειόντων. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ' άρθρο 80 και 83 ΚΠοΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου αναιρεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, και πρέπει, ως εκ τούτου, αυτή να συνεκδικαστεί με την αίτηση αναίρεσης (άρθρα 246 και 573 Κ.Πολ.Δ). Όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τους αναιρεσείοντες υπ' αριθμ. …..2Δ/27-2-2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Κ. Κ., αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με την κάτω από αυτή πράξη προσδιορισμού της παρούσας δικασίμου (22-10-2018) και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή έχει επιδοθεί, με επιμέλεια των αναιρεσειόντων που επισπεύδουν την συζήτηση, νομίμως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη εταιρεία (άρθρο 568 παρ. 2, 3 και 4 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, κατ' εφαρμογή των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, εφόσον η τελευταία, αναιρεσίβλητη - υπερής η πρόσθετη παρέμβαση, δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και η συζήτηση θα χωρήσει ως εάν ήταν και αυτή παρούσα.

Κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119 παρ.1 του κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ.3 του ίδιου άρθρου στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ.1 περ.α ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου κώδικα, σύμφωνα με την οποία μπορεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 624 έως 634 να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν απαιτείται να παρατίθεται, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως, ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση υπό την έποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσης της και που δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 330/2012, ΑΠ 15/2007) και, περαιτέρω, απαιτείται να επισυνάπτονται στην αίτηση τα έγγραφα εκείνα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Εξάλλου, διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση ανοίγματος του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθού η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε, ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας και ότι ο σχετικός λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της (ΑΠ 1071/2017), χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρονται και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, και ειδικότερα να προσδιορίζεται το επιτόκιο που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό των τόκων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της τράπεζας (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 1391/2011, ΑΠ 1094/2006), η απαίτηση δε είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1094/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, με τους πρώτο, δεύτερο και έκτο λόγους της ανακοπής προβάλλεται αοριστία της αίτησης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, και, συνακόλουθα, ακυρότητα της ένδικης διαταγής πληρωμής, λόγω μη αναφοράς στην αίτηση αυτή του επιτοκίου υπολογισμού των τόκων που ήταν κυμαινόμενο. Το Εφετείο απέρριψε τους ανωτέρω λόγους ως μη νόμιμους, με την αιτιολογία ότι "για το, κατ άρθρο 626 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραδεκτό της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής επί οφειλής που προέκυψε από λογαριασμό που τηρήθηκε στα πλαίσια σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, ο οποίος έκλεισε, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση, αναγκαίο περιεχόμενο αυτής της αίτησης συνιστά η αναφορά της απαίτησης και το ακριβές ποσό των χρημάτων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, και δεν απαιτείται να αναφέρεται και το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε από την τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων. Έτσι που έκρινε το Εφετείο και δεν ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας της σχετικής αίτησης (τα αναγκαία στοιχεία της οποίας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, δεν ταυτίζονται με αυτά της αντίστοιχης αγωγής) όχι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και συνεπώς δεν υπέπεσε στην από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, όπως κατά την αληθή νοηματική του έννοια με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλουν οι αναιρεσείοντες, και, επομένως, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 361 και 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 του Εμπορικού Νόμου, 47 και 64 έως 67 του ν.δ. της 17-7/13-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών" προκύπτει ότι η σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, παρέχει εκ του νόμου τη δυνατότητα στην πιστώτρια να κλείνει οριστικά το λογαριασμό, αν και όποτε το θελήσει, κοινοποιώντας ακολούθως στον πιστούχο επιταγή για την πληρωμή του τυχόν υπέρ εκείνης καταλοίπου του λογαριασμού (ΑΠ 1437/2014).

Συνεπώς, εφόσον ο ίδιος ο νόμος επιτρέπει στα μέρη του αλληλόχρεου λογαριασμού να τον καταγγείλουν μονομερώς και να τον κλείσουν οριστικά οποτεδήποτε, χωρίς οιαδήποτε άλλη προϋπόθεση, δεν είναι άκυρη και η τυχόν όμοια συμφωνία των μερών, η οποία δεν εμπίπτει έτσι στην ακυρότητα του αρθρ. 372 ΑΚ ως δήθεν συμφωνία ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής στη απόλυτη κρίση του ενός από τους συμβαλλομένους (ΑΠ 1689/2013, ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 904/2011). Εξάλλου, με την 2501/31-10-2002 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Α'277/2002), η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 18 παρ. 5 του ν. 2076/1992 (όπως αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργησή του με το άρθρο 92 παρ. 1 του ν. 3601/2007) και, συνεπώς, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους. Ειδικότερα στην παράγραφο Γ της ανωτέρω Πράξης ορίζονται και τα ακόλουθα: "4. ...α) Επίσης, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν, ανεξάρτητα από την υποβολή σχετικού αιτήματος, να παρέχουν αναλυτική ενημέρωση στους δανειζόμενους ως προς το ύψος των οφειλών τους (κεφάλαιο, τόκους και πάσης φύσεως επιβαρύνσεις) εντός 30 ημερών από την περιέλευσή τους σε υπερημερία, β) κατ' αναλογία με τα ισχύοντα για τους οφειλέτες, τα πιστωτικά ιδρύματα ενημερώνουν κατά την κατάρτιση των σχετικών συμβάσεων τους εγγυητές των δανείων και πιστώσεων για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν, Κατά την περιέλευση των οφειλετών σε υπερημερία η ενημέρωση των εγγυητών γίνεται σύμφωνα με την ως άνω παράγραφο 4α". Σύμφωνα με τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να ενημερώνουν τους εγγυητές για το ύψος των οφειλών τους εντός 30 ημερών από την περιέλευση των δανειζόμενων σε υπερημερία. Ωστόσο, οι μεταγενέστερες και γενικότερες αυτές διατάξεις της ανωτέρω Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί αλληλόχρεου λογαριασμού, καθόσον υπερισχύουν αυτών οι προγενέστερες μεν αλλά ειδικότερες ως άνω διατάξεις των άρθρων 112 του Εισ. Ν.ΑΚ και 47 του Ν.Δ. 17-7-/13.8.1923, που επιτρέπουν στην πιστώτρια να κλείνει οποτεδήποτε και χωρίς άλλη προϋπόθεση τον αλληλόχρεο λογαριασμό (πρβλ. ΑΠ 1689/2013). Κατά συνέπεια, η πιστώτρια τράπεζα έγκυρα προβαίνει στο κλείσιμο του λογαριασμού και στην καταγγελία της συμβάσεως, έστω και χωρίς την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις ενημέρωση του πιστούχου και του εγγυητή. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της ανακοπής, με τον οποίο οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της Διαταγής Πληρωμής, καθόσον στηρίζεται σε άκαιρο και έκνομο κλείσιμο του λογαριασμού, αφού δεν προηγήθηκε ενημέρωσή τους για την υπερημερία της πρωτοφειλέδιτος εταιρείας σύμφωνα με την ανωτέρω ΠΔΤΕ 2501/2002, είναι μη νόμιμος και, ως εκ τούτου, το εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε αυτόν ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, ορθώς κατά το αποτέλεσμα έκρινε έστω και με την ως άνω διαφορετική αιτιολογία. Κατά συνέπεια, (άρθρο 578 Κ.Πολ.Δ.), ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις από το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες, και συγκεκριμένα ότι απορρίπτοντας τον πιο πάνω ισχυρισμό τους παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της ΠΔΤΕ 2501/2002, είναι αβάσιμος.

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 "επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ' αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών". Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξεως "βαρύνουσα" στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξεως σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ' ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον Ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το Ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων - δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ' άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (βλ. ΑΠ 917/2011). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη αποτέλεσε από την ισχύ του ν.128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συντέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια-πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά, ότι για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό. β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθόλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β' του ν. 3152/2003 κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις Ι.Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά εβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα θεσπίζοταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν.128/1975, ουδέποτε θεώρησε, ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων - χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/ 1991 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή "ειδικών εισφορών" και η εισφορά του ν.128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο - δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΔΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφανείας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005). Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτοντες - αναιρεσείοντες με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής τους ζητούν την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, διότι, με βάση όρο της ένδικης δανειακής σύμβασης, επιβαρύνθηκαν παρανόμως με εισφορά του ν. 128/1975, συνολικού ποσού 33.055,08 ευρώ, άλλως δε τη μεταρρύθμιση αυτής με μείωση του επιτασσόμενου ποσού κατά το ανωτέρω ποσό. Το Εφετείο απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο, με την αιτιολογία ότι η μετακύλιση της ανωτέρω εισφοράς ήταν νόμιμη, καθόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση τηρήθηκε για τη μετακύλιση αυτή και η αρχή της διαφάνειας, αφού στην ανακοπή ρητά αναγράφεται ότι υπήρχε όρος στη σύμβαση περί προσαύξησης του επιτοκίου με την εισφορά του ν. 128/1975. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε, αλλά ορθά, κατά τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 3 του ν. 128/1975 και 22 του ν. 2515/1997. Επομένως, ο από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ σχετικός δεύτερος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 245/2016, ΑΠ 1652/2014). Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 1/2017, ΑΠ 991/2007, ΑΠ 339/2006), βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 370/2012). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 259/2002). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστή στοιχεία), είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξιώσεως και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 911/2005). Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ' αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1943/2017). Ειδικότερα, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 916/2002). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ' ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 2210/2013), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (βλ. ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 753/1995). Περαιτέρω, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Έτσι, "πράγματα", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής αποτελούν και οι λόγοι ανακοπής (ενστάσεις) κατά διαταγής πληρωμής (ΑΠ 1627/2014, ΑΠ 1627/2014, ΑΠ 1630/2008). Όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται, αν ο ισχυρισμός (λόγος ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής) είναι μη νόμιμος, αόριστος, απαράδεκτος ή αλυσιτελής, διότι το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ' αυτούς, αφού δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 14/2004), καθώς και όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο ουσιαστικό ή τυπικό (Ολ.ΑΠ 12/1991, ΑΠ 1323/2011). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, οι αναιρεσείοντες, κατ' επίκληση παραβίασης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, πράγματι όμως από τον αριθμό 8 του ιδίου άρθρου, αποδίδουν στο Εφετείο την αιτίαση, ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον επικουρικά, με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής τους, προβληθέντα ισχυρισμό τους, ότι η τράπεζα, μετά την προσαύξηση του επιτοκίου της χορηγηθείσας πίστωσης με το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1075 και τον γενόμενο με βάση και αυτή υπολογισμό των τόκων, προέβη παρανόμως σε κεφαλαιοποίηση και ανατοκισμό των αντίστοιχων της εισφοράς ποσών, καθόσον, όπως ισχυρίζονται, ανατοκισμός επιτρέπεται μόνον επί καθυστερούμενων τόκων και όχι φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών, με αποτέλεσμα η ακυρότητα και το ανέφικτο του διαχωρισμού των ποσών του παράνομου ανατοκισμού να επηρεάζει την αποδεικτικότητα του συνόλου της απαίτησης, αφού καθίσταται αδύνατος ο προσδιορισμός του πραγματικού ποσού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της τράπεζας, και να καθιστά άκυρη την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Με αυτό το περιεχόμενο ο ανωτέρω λόγος ανακοπής είναι, κατά το μέρος αυτό, αόριστος, αφού οι ανακόπτοντες αμφισβητούν απλώς το ύψος της απαίτησης, χωρίς να προσβάλλουν κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού και χωρίς να προσδιορίζουν είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκαν από τον, παράνομο κατά την άποψή τους, ανατοκισμό της εισφοράς του ν. 128/1975, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής τους, όπως αυτό θα ήταν αν δεν είχε λάβει χώρα ο εν λόγω ανατοκισμός, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος. Κατά συνέπεια, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, καθόσον τα επικληθέντα ως άνω περιστατικά δεν αποτελούν "πράγμα" υπό την εκτεθείσα έννοια του άρθρου 559 αριθ.8 ΚΠολΔ και, ως εκ τούτου, το Εφετείο που δεν έλαβε υπόψη τον εν λόγω επικουρικό ισχυρισμό των αναιρεσειόντων δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη ως άνω πλημμέλεια. Επομένως, ο περί του αντιθέτου ως άνω λόγος του αναιρετηρίου είναι αβάσιμος.

Με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 "σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη", το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ' αρ. Ζ1-178/13.2.2001 των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 255 Β/9.3.2001) και την ΥΑ υπ' αρ. Ζ1-798/25.6.2008 του υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 Β/11.7.2008), από τις οποίες η πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά αλλά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη, στην παρ.1 περ. στ'της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1331/2012). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23-4-2008 "για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου", με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών - Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας - Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6-2017), σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, "η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου". Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται, ότι οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης, πλην όμως ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και "οι συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000 ευρώ", ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί, που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως "καταναλωτής" θεωρείται "κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του". Εξάλλου, με το άρθρο 24 αυτής, καταργήθηκε από την έναρξης ισχύος της η κοινή υπουργική απόφαση Φ1/983/1991 (ΦΕΚ 172 Β'), όπως τροποποιήθηκε από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Φ1/5353/1994 (ΦΕΚ 947 Β') και Ζ1/178/2001 (ΦΕΚ 255 Β'). Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι και η ανωτέρω ΚΥΑ αφορά μόνον καταναλωτικά δάνεια, με την προϋπόθεση μάλιστα οι σχετικές δικαιοπραξίες να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής, και όχι επαγγελματικά, όπως είναι σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν.2251/1994, που έχει τίτλο "προστασία καταναλωτών" όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (Ολ. ΑΠ 15/2007), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία αυτή εξαρτάται. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ' αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών (ΑΠ 1463/2017). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α' του ιδίου ως άνω ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητος του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009, ΑΠ 16/2009, ΑΠ 989/2004). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α' του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι, υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του ν. 2251/1994 με το ν. 3587/2007 δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυητικής συμβάσεως έναντι της κύριας οφειλής, κατ' άρθρο 847 Α.Κ., γινόταν δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης - δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ιδίας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Ήδη, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ιδίου ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητώς στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του (Ολ. ΑΠ 13/2015, ΑΠ 1463/2017). Περαιτέρω, ο Γ.Ο.Σ. που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ.3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ' απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον - όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών - για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ' επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών - Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας - Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6-2017) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ' αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 430/2005). Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ' αριθμό 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α` 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, αφού οι ανωτέρω διατάξεις δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 2251/1994, και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης. Σημειωτέον, πάντως, ότι η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, όπως ήδη εκτέθηκε, μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 753/1995). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται αναιρετικός λόγος, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε ή αν εφαρμοσθεί εσφαλμένως (ΟλΑΠ11/2017, ΑΠ 7/2006, ΑΠ 4/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτοντες με τον έβδομο λόγο της ανακοπής τους εκθέτουν ότι με όρο της ένδικης αρχικής σύμβασης, που αποτελεί γενικό όρο των συναλλαγών, συμφωνήθηκε ότι ο τόκος υπολογίζεται τοκαριθμικώς με βάση έτος 360 ημερών και ότι, ενόψει του όρου αυτού, η καθής υπολόγισε τους τόκους επί του οφειλόμενου κεφαλαίου με βάση το έτος διάρκειας 360 και όχι 365 ημερών, όπως όφειλε, με συνέπεια την παράνομη αύξηση των τόκων κατά ποσοστό 1,3889% ετησίως και, τελικώς, την επιβάρυνσή τους με επιπλέον ποσό τόκων 501.754 ευρώ, πλην, όμως, ο υπολογισμός αυτός είναι αντίθετος στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 ν. 2251/1994, καθόσον ο ανωτέρω όρος προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, αφού ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον πιο πάνω λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο, με την αιτιολογία ότι, υπό τα εκτιθέμενα, ο συγκεκριμένος συμβατικός όρος είναι νόμιμος κατ' άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2842/2000, καθόσον η ένδικη σύμβαση δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2008/48/ ΕΚ και της ΚΥΑ ΖΙ-699/2010 και "δεν πρόκειται εδώ για διαφορά από συναλλαγή πραγματοποιηθείσα με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής (κάρτα), αλλά για τοιαύτη από σύμβαση πιστώσεως μεταξύ τραπέζης και επαγγελματία". Ήδη με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες, επικαλούμενοι το άρθρο 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δ., αποδίδουν στο Εφετείο την πλημμέλεια ότι απορρίπτοντας τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2 παρ.6 του ν. 2251/1994, σε συνδυασμό με την Κοινοτική Οδηγία 98/7/ΕΚ ενσωματωθείσα στο εθνικό δίκαιο με την Κ.Υ.Α. Ζ1-178/13-2-2001, και του άρθρου 243 παρ.3 Α.Κ., τις οποίες δεν εφάρμοσε αν και ήταν εφαρμοστέες στην προκείμενη περίπτωση. Ο λόγος αυτός α) κατά το μέρος που οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση των διατάξεων της Κ.Υ.Α. Ζ1-178/13-2-2001, είναι αβάσιμος, διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθόσον το Εφετείο δεν εφάρμοσε την πιο πάνω κοινή υπουργική απόφαση, αφού αυτή είχε καταργηθεί, αλλά την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010, που εκδόθηκε προς ενσωμάτωση της Οδηγίας 2008/48/ ΕΚ, την οποία δεν παραβίασε, αλλά ορθά, κατά τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε στην υπό κρίση περίπτωση, αφού αφορά καταναλωτικά δάνεια και όχι τις τραπεζικές χορηγήσεις όπως η προκείμενη διαφορά, και β) κατά το μέρος που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση του άρθρου 243 παρ.3 Α.Κ. είναι, επίσης, αβάσιμος, διότι και η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση διαφορά, αφού με αυτήν ρυθμίζεται ο τρόπος υπολογισμού των προθεσμιών, ενώ με την προσβαλλομένη δεν υπολογίσθηκε κάποια προθεσμία. Όμως, κατά τα λοιπά, το Εφετείο παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, αφενός μεν τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 3 παρ.1 ν. 2842/2000 και της υπ' αριθμ. 30/14-2-2000 πράξης του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, τις οποίες εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, αφετέρου δε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του ν. 2251/1994, τις οποίες δεν εφάρμοσε, ενώ ήσαν εφαρμοστέες στην ένδικη υπόθεση.

Συνεπώς, κατά το μέρος αυτό, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 806 Α.Κ. "Με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας". Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 της 1969/8-8-1991 ΠΔΤΕ, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ν. 1266/1982 (ΦΕΚ 131 Α`/29-8-1991), "απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια, των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα", ενώ κατά το κεφάλαιο ΣΤ εδ.α της 2501/31-10-2001 ΠΔΤΕ, που αντικατέστησε την ανωτέρω ΠΔΤΕ 1969/ 1991, δεν επιτρέπεται η είσπραξη οιασδήποτε προμήθειας στις πάσης φύσεως χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΑΠ 1331/2012). Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η είσπραξη ι) προμήθειας, οργάνωσης και διαχείρισης προκειμένου περί κοινοπρακτικών δανείων, ii) προμήθειας αδρανείας επί των μη αναληφθέντων ποσών πιστώσεων, ανεξάρτητα από τη μορφή χορήγησής τους. Στην έννοια των πάσης φύσεως προμηθειών του παρόντος κεφαλαίου δεν εμπίπτουν οι αμοιβές για τις παρεχόμενες τυχόν ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπάνες και τα έξοδα υπέρ τρίτων (π.χ. συμβολαιογραφικά έξοδα εκτίμησης και ελέγχου τίτλων ακινήτου, εγγραφής υποθήκης κλπ). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτοντες - αναιρεσείοντες με τον όγδοο λόγο της ανακοπής τους ισχυρίστηκαν ότι η καθής - αναιρεσίβλητη τράπεζα τους επιβάρυνε, σύμφωνα με τον 5ο όρο της σύμβασης, με το ποσό των 54.900 ευρώ και με την αιτιολογία "έξοδα φακέλου ή ημερολογιακή χρέωση εξόδων", πλην όμως στην πραγματικότητα χρεώθηκαν, υπό την ως άνω αιτιολογία, με παράνομες προμήθειες. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος ανακοπής είναι νόμιμος στηριζόμενος στις πιο πάνω διατάξεις. Το Εφετείο, όμως, απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο, διότι υπό τα εκτιθέμενα στην ανακοπή το παραπάνω ποσό "δεν αποτελούσε παράνομες προμήθειες αλλά πραγματικά έξοδα διαχείρισης (φακέλου)". Ωστόσο οι ανωτέρω αιτιολογίες δεν ανταποκρίνονται στο πραγματικό περιεχόμενο της ανακοπής, η εκτίμηση του περιεχομένου της οποίας, ως διαδικαστικού της δίκης εγγράφου, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ. Έτσι κρίνοντας το Εφετείο υπέπεσε στις πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1, αρ.8 εδ. α και αρ.8 εδ. β Κ.Πολ.Δ. και ειδικότερα: α) παραβίασε τις ανωτέρω αναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, δεχόμενο ότι δεν έχουν εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, β) παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ήτοι έλαβε υπόψη τον μη περιεχόμενο στην ανακοπή ισχυρισμό ότι οι ανακόπτοντες συνομολογούν ότι το πιο πάνω ποσό των 54.900 ευρώ αφορά πραγματικά έξοδα της αναιρεσίβλητης σχετικά με τη διαχείριση του οικείου φακέλου, και γ) παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ήτοι δεν έλαβε υπόψη τον πράγματι περιεχόμενο στο συγκεκριμένο λόγο ανακοπής ισχυρισμό ότι το ανωτέρω ποσό αποτελούσε παράνομες προμήθειες. Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο, κατά τη νοηματική εκτίμηση του περιεχομένου του, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τις ανωτέρω πλημμέλειες, είναι βάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, μετά την παραδοχή ως βασίμων των πρώτου και τετάρτου λόγων αναιρέσεως από τους αρ. 1 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αναφέρθηκε (έρευνα των εβδόμου και ογδόου λόγων της ανακοπής), στη συνέχεια δε, πρέπει κατά την παρ. 3 του άρθρ. 580 ΚΠολΔ να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που δίκασε, συντιθέμενο από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, που κατέθεσαν προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσίβλητης και της αυτοτελώς υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβαίνουσας λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180 παρ. 1, 182 παρ. 3 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ η απόδοση στους αναιρεσείοντες του καταβληθέντος από αυτούς για το παραδεκτό της αίτησης παραβόλου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθ. 1115/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.

Διατάσσει την απόδοση στους αναιρεσείοντες του καταβληθέντος από αυτούς παραβόλου. Και

Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη και την αυτοτελώς υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Ιανουαρίου 2019.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Μαρτίου 2019.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΣΛΟΤ 2601/2019 Λογιστική παρακολούθηση χρηματικών διαθέσιμων υποκαταστημάτων

$
0
0
Αθήνα, 10.12.2019
Αριθμ. Πρωτ.: 2601 ΕΞ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ)

ΣΛΟΤ 2601/2019

ΘΕΜΑ: Λογιστική παρακολούθηση χρηματικών διαθέσιμων υποκαταστημάτων


ΕΡΩΤΗΜΑ

Παρακαλώ ενημερώστε με, αν είναι δυνατόν, σε μια επιχείρηση εμπορίας κρεάτων με πώληση χονδρική και λιανική και με υποκαταστήματα λιανικής πώλησης, να τηρείται το ταμείο σε έναν λογαριασμό και κάποιοι από τους άλλους λογαριασμούς όπως για παράδειγμα οι πωλήσεις, οι αγορές και κάποια από τα πιο κύρια έξοδα να τηρούνται κατά υποκατάστημα. Συνοπτικά δηλαδή θα μπορούν οι εγγραφές από όλες τις εισπράξεις από τα μαγαζιά - υποκαταστήματα να καταγράφονται σε έναν λογαριασμό, για να αποφύγω κινήσεις μεταφοράς χρημάτων, μέσω δοσοληπτικών λογαριασμών, από το ένα υποκατάστημα στο άλλο ή από το κεντρικό προς τα υποκαταστήματα και το αντίθετο;

Θέτω το ερώτημα γιατί υπάρχει περίπτωση να φανεί λογιστικό έλλειμμα ταμείου κάποια ημέρα, σε κάποιο υποκατάστημα, το οποίο όμως ουσιαστικά δεν θα υφίσταται αφού το ενιαίο ταμείο (από το κεντρικό και τα υποκαταστήματα) θα είναι θετικό και το ένα μαγαζί τροφοδοτεί χρηματικά το άλλο. Όσον αφορά τους λογαριασμούς τραπεζών, θα έχω έναν τραπεζικό λογαριασμό, από τον οποίο θα γίνονται οι πληρωμές προς προμηθευτές και εργαζόμενους και αντίστοιχα οι καταθέσεις από τους πελάτες ή θα πρέπει να ανοιχτούν ξεχωριστοί λογαριασμοί για κάθε υποκατάστημα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Ως υποκατάστημα ορίζεται μια διαφορετική από την έδρα, επαγγελματική εγκατάσταση της οικονομικής οντότητας, όπου διενεργούνται συναλλαγές, δηλαδή πωλήσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών, ή πραγματοποιείται παραγωγική δραστηριότητα.

Από τις διατάξεις του ν. 4308/2014 (ΕΛΠ), δεν προκύπτει υποχρέωση τήρησης ιδιαίτερων λογιστικών αρχείων για τα υποκαταστήματα. Ωστόσο, η λογιστική παρακολούθησή τους, μπορεί να διενεργείται από το λογιστικό σύστημα της οικονομικής οντότητας, «σύμφωνα με τις καθιερωμένες λογιστικές πρακτικές» (παρ. 3.1, Λογιστικής Οδηγίας ΕΛΤΕ για την εφαρμογή του ν. 4308/2014). Ως «καθιερωμένες λογιστικές πρακτικές», νοείται η λογιστική οργάνωση των υποκαταστημάτων, είτε μέσω της εξαρτημένης λογιστικής παρακολούθησης, είτε στο πλαίσιο της αυτοτελούς λογιστικής.

Εφόσον επιλεγεί από την διοίκηση της οικονομικής οντότητας η τήρηση αυτοτελούς λογιστικής των υποκαταστημάτων, για την παρακολούθηση των συναλλαγών μεταξύ κεντρικού και υποκαταστημάτων, τηρούνται οι λογαριασμοί 48 «Λογαριασμοί συνδέσμου με υποκαταστήματα» στο σχέδιο λογαριασμών του ΕΓΛΣ ή οι λογαριασμοί 81 «Δοσοληπτικοί λογαριασμοί υποκαταστημάτων αυτοτελούς παρακολούθησης» στο σχέδιο λογαριασμών των ΕΛΠ (βλέπε και  Γνωμ. ΣΛΟΤ ΑΠ 55/20.3.2018).

Εφόσον επιλεγεί από την διοίκηση της οικονομικής οντότητας η τήρηση εξαρτημένης λογιστικής των υποκαταστημάτων, δημιουργούνται ιδιαίτεροι υπολογαριασμοί στο λογιστικό σύστημα της έδρας, όπου παρακολουθούνται διακεκριμένα τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, τα έσοδα και τα έξοδα, ανά υποκατάστημα, με στόχο να αντληθούν χρήσιμες οικονομικές πληροφορίες, σχετικά με τον βαθμό συμμετοχής τους στα συνολικά αποτελέσματα της οικονομικής οντότητας, ώστε να διαφανεί η αναγκαιότητα διατήρησης της λειτουργίας τους.

Παρόλο που το ΣΛΟΤ δεν έχει αρμοδιότητα να υποδεικνύει τον τρόπο οργάνωσης του λογιστηρίου μιας επιχείρησης, δεδομένου ότι αυτό αποτελεί αρμοδιότητα και ευθύνη της διοίκησής της, κατά την γνώμη μας, για λόγους ορθής διαχείρισης, επιβάλλεται η, ανά υποκατάστημα, παρακολούθηση, τουλάχιστον, των λογαριασμών των αποθεμάτων και των ταμειακών διαθεσίμων. Εφόσον από τα υποκαταστήματα της οικονομικής οντότητας του ερωτήματος διενεργούνται λιανικές πωλήσεις με μετρητά, αλλά και πληρωμές εξόδων λειτουργίας τους, δεν μπορεί να αποφευχθεί η ύπαρξη και η παρακολούθηση των κινήσεων ταμείου (μετρητά) σε κάθε υποκατάστημα.

Αν οι επί μέρους εισπράξεις – πληρωμές των υποκαταστημάτων καταχωρίζονται απευθείας στον κεντρικό λογαριασμό του ταμείου (έδρα), εκτός από το γεγονός ότι το λογιστικό υπόλοιπό του δεν θα συμφωνεί, σε ενδεχόμενη φυσική καταμέτρηση, με τα πραγματικά χρηματικά ποσά, εγκυμονούνται κίνδυνοι διαχειριστικών ανωμαλιών και, εκ των πραγμάτων, μειώνεται η αξιοπιστία του λογιστικού συστήματος της οικονομικής οντότητας.

Όσον αφορά τους λογαριασμούς των τραπεζών, σημειώνεται ότι, δεν είναι απαραίτητο να τηρούνται ιδιαίτεροι λογαριασμοί για κάθε υποκατάστημα.

 

ΤΑ ΜΕΛΗ
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΛΟΤ

ΣΛΟΤ 2363/2019 Λογιστική απεικόνιση των αφορολόγητων αποθεματικών βάσει του N. 3299/2004 και διανομή του ποσού της επιχορήγησης

$
0
0
Αθήνα, 26.11.2019
Αριθμ. Πρωτ.: 2363 ΕΞ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ και ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ)

ΣΛΟΤ 2363/2019

ΘΕΜΑ: Λογιστική απεικόνιση των αφορολόγητων αποθεματικών βάσει του N. 3299/2004 και διανομή του ποσού της επιχορήγησης


ΕΡΩΤΗΜΑ

Σύμφωνα με τις διατάξεις του N. 3299/2004 Άρθρο 8 παρ. 6: Λογιστική απεικόνιση των ποσών των ενισχύσεων στα βιβλία της επιχείρησης, τα ποσά των επιχορηγήσεων που εισπράττουν οι επιχειρήσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, εμφανίζονται σε λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού, το οποίο δεν μπορεί να διανεμηθεί πριν την παρέλευση πενταετίας από την ολοκλήρωση και έναρξη παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης. Τα αποθεματικά αυτά εμφανίζονται σε ιδιαίτερο λογαριασμό στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης.

Σε περίπτωση διανομής τους πριν την παρέλευση πενταετίας επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10. Το αποθεματικό αυτό δεν υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος με την προϋπόθεση ότι θα παραμείνει αμετάβλητο και δεν θα διανεμηθεί ή κεφαλαιοποιηθεί πριν περάσουν δέκα χρόνια από το χρόνο του σχηματισμού του. Αν κεφαλαιοποιηθεί ή διανεμηθεί μετά την παρέλευση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, υπόκειται σε φορολογία με συντελεστή ο οποίος αντιστοιχεί στο ένα τρίτο του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος που ισχύει, κατά το χρόνο κεφαλαιοποίησης ή διανομής, για τα νομικά πρόσωπα, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 101 και στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ο οποίος κυρώθηκε με τον. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α).

Σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 20, παράγραφοι 24 και 26, η επιχορήγηση αυτή θα πρέπει να εμφανίζεται ως έσοδο επομένων περιόδων και μέσω του λογαριασμού αυτού να προσαυξάνει τα έσοδα κάθε περιόδου κατ’ αναλογία της ωφέλιμης ζωής του περιουσιακού στοιχείου και συνεπώς μέσω των αποτελεσμάτων χρήσης να μετέχει στη διανομή κερδών. Από τα παραπάνω προκύπτει τα εξής:

1. Η λογιστική απεικόνιση του ανωτέρω νόμου είναι σε πλήρη αντίθεση των ΔΠΧΠ. Επομένως η ενδεδειγμένη λογιστική αντιμετώπιση είναι, το ποσό της απόσβεσης της επιχορήγησης που αναγνωρίζεται στην κατάσταση των αποτελεσμάτων, και μέσω αυτής οδηγείται στα Αποτελέσματα εις Νέον, στον Πίνακα Μεταβολών Kαθαρής Θέσης, αποχωρίζεται από τον λογαριασμό αυτό και εμφανίζεται σε ιδιαίτερο λογαριασμό Αφορολόγητου Αποθεματικού, έτσι ώστε, σε κάθε ημερομηνία που συντάσσονται οικονομικές καταστάσεις, το άθροισμα του υπολοίπου του αποθεματικού αυτού και του αναπόσβεστου υπολοίπου της επιχορήγησης στις κατά τα Δ.Π.X.Π. οικονομικές καταστάσεις, να ισούται με το ποσό της επιχορήγησης, όπως αυτό εμφανίζεται στον λογαριασμό που τηρείται για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος. Παρακαλώ όπως επιβεβαιώστε.

2. Θα μπορούσε ο συγκεκριμένος νόμος να έχει δημιουργηθεί για συγκεκριμένη επιχείρηση και να επιτρέπει την άμεση μεταφορά της επιχορήγησης από τα έσοδα επομένων χρήσεων, απευθείας στα αποθεματικά χωρίς την σταδιακή απόσβεση του γι’ αυτή την συγκεκριμένη επιχείρηση και κατά παράβαση του ΔΛΠ 20;

3. Με βάση την πρόνοια του ως άνω άρθρου 8 παρ. 6, τα ποσά των επιχορηγήσεων θα μπορούσαν να διανεμηθούν μετά την παρέλευση πενταετίας από την ολοκλήρωση και έναρξη παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης. Κατά συνέπεια , θα μπορούσε σε κάποια χρήση (μετά την παρέλευση 5 ετών), να διανεμηθεί ως μέρισμα μέρος της αναπόσβεστης επιχορήγησης που θα εμφανιστεί σε λογαριασμό εσόδων επομένων χρήσεων, χωρίς την σταδιακή ή την απευθείας μεταφορά του, στα αποθεματικά;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Οι οικονομικές οντότητες που καταρτίζουν τις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α., όπως αυτά έχουν υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιμετωπίζουν λογιστικά τις κρατικές επιχορηγήσεις με βάση τις απαιτήσεις του Δ.Λ.Π. 20 «Λογιστική των κρατικών επιχορηγήσεων και γνωστοποίηση της κρατικής υποστήριξης».

Οι οικονομικές οντότητες που καταρτίζουν τις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις σύμφωνα με τα Ε.Λ.Π. (ν. 4308/2014), αντιμετωπίζουν λογιστικά τις κρατικές επιχορηγήσεις με βάση τις διατάξεις του άρθρου 23 «Κρατικές επιχορηγήσεις και αναβαλλόμενοι φόροι» του ν. 4308/2014, οι οποίες δεν διαφοροποιούνται από τις απαιτήσεις του Δ.Λ.Π. 20, εκτός από την περίπτωση καταχώρισης των κρατικών επιχορηγήσεων αφαιρετικά της αξίας των επιχορηγηθέντων πάγιων στοιχείων, η οποία είναι αποδεκτή από το Δ.Λ.Π. 20 όχι όμως από τα Ε.Λ.Π.

Ο ν. 3299/2004 είναι φορολογικός νόμος με αναπτυξιακό περιεχόμενο, δεδομένου ότι θεσπίζει φορολογικά κίνητρα για την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων, των οποίων χρήση μπορούν να κάνουν όλες οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού οι λαμβανόμενες επιχορηγήσεις πρέπει να καταχωρίζονται στα ίδια κεφάλαια ως «αφορολόγητο αποθεματικό», δεν υπόκεινται σε απόσβεση και δεν επιτρέπεται η διανομή τους πριν την παρέλευση πενταετίας από την ολοκλήρωση και έναρξη της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης.

Με την παράγραφο 5 του άρθρου 37 «Πρώτη εφαρμογή» του ν. 4308/2014 παρασχέθηκε η δυνατότητα, επιχορηγήσεις που είχαν ληφθεί πριν την 1.1.2015 (ημερομηνία πρώτης εφαρμογής των Ε.Λ.Π.), να συνεχίσουν να παρακολουθούνται στα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας.

Οι οικονομικές οντότητες που καταρτίζουν τις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α. ή σύμφωνα με τα Ε.Λ.Π. και εφαρμόζουν το άρθρο 23 του ν. 4308/2014, θα παρακολουθούν τις κρατικές επιχορηγήσεις ως υποχρέωση (αναβαλλόμενο έσοδο) στη λογιστική βάση και ως «αφορολόγητο αποθεματικό» στη φορολογική βάση. Με την τμηματική απόσβεση της υποχρέωσης (αναβαλλόμενου εσόδου) θα ανασυστήνεται το «αφορολόγητο αποθεματικό» και στη λογιστική βάση.

Θέματα διανομής, ειδικά για τις ανώνυμες εταιρείες, ρυθμίζονται από τον ν. 4548/2018, ο οποίος επιτρέπει την διανομή μόνο πραγματοποιημένων λογιστικών κερδών της περιόδου ή σωρευμένων ποσών μη διανεμηθέντων κερδών προηγούμενων περιόδων.

Επομένως οι οικονομικές οντότητες της προηγούμενης παραγράφου, κατά τη γνώμη μας, μπορούν, μετά παρέλευση πενταετίας, να διανείμουν το ποσό του «αφορολόγητου αποθεματικού» που έχει ανασυσταθεί στη λογιστική βάση, αποκλειόμενης της διανομής του ποσού που παραμένει ως υποχρέωση (αναβαλλόμενο έσοδο).

Για οικονομικές οντότητες που καταρτίζουν τις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις σύμφωνα με τα Ε.Λ.Π. και εφαρμόζουν την παράγραφο 5 του άρθρου 37 του ν. 4308/2014, το ΣΛΟΤ δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί, κατά πόσο η διανομή ολόκληρου του «αφορολόγητου αποθεματικού» μετά παρέλευση πενταετίας συνάδει με τις «περί διανομής» διατάξεις του ν.4548/2018.



Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΛΟΤ
Χαράλαμπος Ξένος

ΤΑ ΜΕΛΗ
Ελένη Ρογδάκη – Χαραμή
Διονύσιος Παπαγεωργακόπουλος
Χαράλαμπος Συρούνης
Νικόλαος Σγουρινάκης

ΔΔΘΕΚΑ Α 1000979 ΕΞ 2020 Ενημέρωση για την τροποποίηση του παρατήματος Φ.Π.Α. για παιδικά καθίσματα αυτοκινήτου, μέρη παιδικών καθισμάτων αυτοκινήτου, βρεφικές πάνες, κράνη και ανοσολογικά προϊόντα

Next: 55970/Δ1.18114/2019 Τροποποίηση της αριθμ. 35963/ΓΔ1.410/ 10-5-2019 υπουργικής απόφασης (1800 Β΄/ 22-5-2019) «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στον Ειδικό Γραμματέα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), στους προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων, Διευθύνσεων και Τμημάτων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου και στους προϊσταμένους των Διευθύνσεων και των Τμημάτων του Σ.ΕΠ.Ε.»
$
0
0
Αθήνα, 7 Ιανουαρίου 2020
Αριθ. Πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Α 1000979 ΕΞ 2020

«ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ - ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΛΑΒΕΙ Α.Δ.Α.»


ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ και ΕΦΚ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ, ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α'

Ταχ. Δ/νση: Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 10184 Αθήνα
Πληροφορίες: Ε. Μπαρκαμπά
Τηλέφωνο: 210-6987495
Fax: 210 -6987506
E-Mail: e.mparkampa@aade.gr
Url: www.aade.gr

Θέμα: «Ενημέρωση για την τροποποίηση του παρατήματος Φ.Π.Α. για παιδικά καθίσματα αυτοκινήτου, μέρη παιδικών καθισμάτων αυτοκινήτου, βρεφικές πάνες, κράνη και ανοσολογικά προϊόντα»

Σε συνέχεια της δημοσίευσης του Ν. 4646/2019 (ΦΕΚ Α'/201/12.12.2019) με τίτλο «Φορολογική μεταρρύθμιση με αναπτυξιακή διάσταση για την Ελλάδα του αύριο» που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ για ορισμένα είδη που αναφέρονται στα άρθρα 40 και 79, σας ενημερώνουμε ότι πραγματοποιήθηκε η ενσωμάτωση των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στο σύστημα TARIC - Διαχείριση Δασμολογίου.
Ειδικότερα:

- Για τον κωδικό εμπορεύματος 9401800000, δημιουργήθηκε εθνικός πρόσθετος κωδικός 1122 με περιγραφή «παιδικά καθίσματα αυτοκινήτου» με 13% ΦΠΑ και έναρξη από 01/01/2020.

- Για τον κωδικό εμπορεύματος 9401900000 , πραγματοποιήθηκε λήξη στις 31-12-2019 από την ομάδα 2VAT101 με 24% ΦΠΑ και έγινε σύνδεση με την ομάδα 2VAT133 με εθνικό πρόσθετο 1990 και VAT 24% καθώς και δημιουργία εθνικού πρόσθετου κωδικού 1124 με περιγραφή «μέρη παιδικών καθισμάτων αυτοκινήτου» με 13% ΦΠΑ και έναρξη από 01/01/2020.

- Για τον κωδικό εμπορεύματος 9619000000, πραγματοποιήθηκε λήξη στις 31-12-2019 από την ομάδα 2VAT101 με 24% ΦΠΑ και έγινε σύνδεση με την ομάδα 2VAT133 με εθνικό πρόσθετο 1990 και VAT 24% καθώς και δημιουργία εθνικού πρόσθετου κωδικού 1118 με περιγραφή «απορροφητικές πάνες για βρέφη από κάθε ύλη» με 13% ΦΠΑ και έναρξη από 01/01/2020. 

- Για τον κωδικό εμπορεύματος 6500000000 πραγματοποιήθηκε λήξη στις 31-12-2019 από την ομάδα 2VAT101 με 24% ΦΠΑ και έγινε σύνδεση με την ομάδα 2VAT133 με εθνικό πρόσθετο 1990 και VAT 24% καθώς και δημιουργία εθνικού πρόσθετου κωδικού 1120 με περιγραφή «καλύμματα κεφαλής ασφάλειας δικυκλιστών (κράνη δικυκλιστών)» με 13% ΦΠΑ και έναρξη από 01/01/2020.

- Για τους κωδικούς εμπορεύματος 3002130000, 3002140000 και 3002150000 που αφορούν ανοσολογικά προϊόντα έγινε σύνδεση τους από 12/12/2019 με 6% ΦΠΑ.

Οι επαγγελματικοί ή συνδικαλιστικοί φορείς προς τους οποίους κοινοποιείται η παρούσα με τα συνημμένα της, παρακαλούνται όπως μεριμνήσουν για την σχετική ενημέρωση των μελών τους.



Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΔΙΚΗΜΕΝΑΚΗ


55970/Δ1.18114/2019 Τροποποίηση της αριθμ. 35963/ΓΔ1.410/ 10-5-2019 υπουργικής απόφασης (1800 Β΄/ 22-5-2019) «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στον Ειδικό Γραμματέα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), στους προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων, Διευθύνσεων και Τμημάτων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου και στους προϊσταμένους των Διευθύνσεων και των Τμημάτων του Σ.ΕΠ.Ε.»

$
0
0
Αριθμ. 55970/Δ1.18114/2019

(ΦΕΚ Β' 4938/31-12-2019)

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Της παρ.6 του άρθρου 13 του ν. 4622/2019 (Α΄ 133) «Επιτελικό Κράτος: οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης», όπως ισχύει
β. του π.δ. 81/2019 «Σύσταση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση Υπουργείων και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους Μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπουργείων» (Α΄ 119),
γ. του π.δ. 83/2019 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 121),
δ. του π.δ. 84/2019 «Σύσταση και κατάργηση Γενικών Γραμματειών και Ειδικών Γραμματειών/Ενιαίων Διοικητικών Τομέων » (Α΄ 123),
ε. του π.δ. 134/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» (Α΄ 168), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει,
στ. των άρθρων 22 έως 26 του π.δ. 141/2017 (Α΄ 180) «Οργανισμός Υπουργείου Εσωτερικών», όπως ισχύει,
ζ. του π.δ. 80/2016 (Α΄ 145) «Ανάληψη υποχρεώσεων από τους διατάκτες»,
η. του ν. 4446/2016 (Α΄ 240) «Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη Παράβολα, Οικειοθελής αποκάλυψη φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών, Ηλεκτρονικές συναλλαγές, Τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις»
θ. του π.δ. 54/2018 (Α΄ 103) «Ορισμός του περιεχομένου και του χρόνου έναρξης της εφαρμογής του Λογιστικού Πλαισίου της Γενικής Κυβέρνησης»,
ι. της αριθμ. 35963/ΓΔ1.410/10-5-2019 υπουργικής απόφασης (1800/Β΄/22-5-2019) «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στον Ειδικό Γραμματέα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), στους προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων, Διευθύνσεων και Τμημάτων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου και στους προϊσταμένους των Διευθύνσεων και των Τμημάτων του Σ.ΕΠ.Ε.»
ια. της αρ. πρωτ. 2/58493/ΔΠΓΚ/31-7-2018 απόφασης «Οικονομική και Διοικητική Ταξινόμηση του Κρατικού Προϋπολογισμού» (Β 3240/7-8-2018), όπως ισχύει,
ιβ. της αρ. πρωτ. οικ. 2/94263/ΔΠΓΚ/21-12-2018 Απόφασης «Ανακατανομή πιστώσεων του κρατικού προϋπολογισμού» (Β' 5860/28-12-2018),
ιγ. της αρ. οικ. 2/84027/ΔΠΓΚ/15-11-2018 (Β΄ 5171/ 16-11-2018) απόφασης «Αναμόρφωση των εγκεκριμένων αναλυτικών προϋπολογισμών των λοιπών φορέων Γενικής Κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων και των ΑΔΑ που δεν ανήκουν στην Κεντρική Διοίκηση ως ειδικοί φορείς, πλην OTA και φορέων του Κεφαλαίου Α ' του ν. 3429/2005»,
ιδ. της αριθμ. Δ4/Α/Φ1/57537/5062/19-12-2019 Απόφασης «Κατανομή Πιστώσεων Τακτικού Προϋπολογισμού Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Οικονομικού Έτους 2020» (ΑΔΑ: 6ΡΗΓ46ΜΤΛΚ-46Β)

2. τη με αριθμ. πρωτ. 2/1901/ΔΠΓΚ/8-1-2019 εγκύκλιο «Οδηγίες Εκτέλεσης Προϋπολογισμού Φορέων Γενικής Κυβέρνησης» (ΑΔΑ: 9Β32Η-0Φ6),

3. την αριθμ. πρωτ. 2/45897/0026/14-6-2017 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών «Παροχή οδηγιών επί διατάξεων του ν. 4270/2014» (ΑΔΑ 650ΦΗ-36Κ).

4. Τη με αριθμ. πρωτ. 2/20483/0026 εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών με θέμα «Παροχή Οδηγιών» (ΑΔΑ: 6ΘΗ6Η-Σ0Η).

5. Τη με αριθμ. πρωτ. οικ. 55824/12609/28-11-2019 εισήγηση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Οικονομικής Διαχείρισης του Υπουργείου.

6. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, 

αποφασίζουμε:

Τροποποιείται η αριθμ. 35963/ΓΔ1.410/10-5-2019 απόφαση «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στον Ειδικό Γραμματέα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), στους προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων, Διευθύνσεων και Τμημάτων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου και στους προϊσταμένους των Διευθύνσεων και των Τμημάτων του Σ.ΕΠ.Ε.», ως ακολούθως:

Άρθρο πρώτο

1. Προστίθεται άρθρο 6Α στην αρ. 35963/ΓΔ1.410/ 10-5-2019 υπουργική απόφαση (1800/Β΄/22-5-2019), ως εξής:

«Άρθρο 6Α
Α. Μεταβιβάζουμε στη Γενική Γραμματέα Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων την άσκηση αρμοδιοτήτων στα παρακάτω θέματα των υπηρεσιών που υπάγονται σε αυτήν:
1. Την υποβολή προτάσεων στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων για το σχεδιασμό και την εφαρμογή των δημόσιων πολιτικών για την ισότητα των φύλων.
2. Την παρακολούθηση της εφαρμογής της κυβερνητικής πολιτικής για την ισότητα των φύλων.
3. Την εποπτεία του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (Κ.Ε.Θ.Ι.).
4. Την αποστολή εθνικών θέσεων για τα θέματα της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ. προς τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των λοιπών διεθνών οργανισμών στο πλαίσιο της γενικής πολιτικής και των κατευθύνσεων του Υπουργείου.
5. Την πρόσκληση σε διαβούλευση προς όλους τους εμπλεκόμενους φορείς για τη διαμόρφωση Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την ισότητα των φύλων.
6. Τα αιτήματα για τη χρηματοδότηση δράσεων για τα θέματα της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ. από Διαχειριστικές Αρχές και άλλες πηγές χρηματοδότησης.
7. Την υπογραφή μνημονίων κατανόησης ή συνεργασίας με τρίτους επί θεμάτων αρμοδιότητας της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ. χωρίς οικονομική επιβάρυνση.
8. Την αποστολή απόψεων στο Συνήγορο του Πολίτη και τα λοιπά ελεγκτικά σώματα.
9. Την αποστολή απαντήσεων σε αναφορές παραπόνων ή καταγγελίες πολιτών κατά πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ.
10. Την αποστολή απόψεων προς το Συμβούλιο Επικρατείας όπως προβλέπεται στο άρθρο 23 του π.δ. 18/1989 και τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια όταν προσβάλλονται πράξεις που εκδόθηκαν ή αφορούν θέματα αρμοδιότητας των υπηρεσιών της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ.
11. Την αποδοχή δωρεών για λογαριασμό των υπηρεσιών της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ. σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
12. Τη θέση υπό την αιγίδα της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ. δράσεων, όπως διοργανώσεις, εκδηλώσεις, συνέδρια, ημερίδες, σεμινάρια, διαγωνισμοί και φεστιβάλ, αν κρίνεται ότι στοχεύουν στην ενίσχυση της ισότητας των φύλων και στην αντιμετώπιση των έμφυλων διακρίσεων.
13. Τη χορήγηση άδειας χρήσης των λογοτύπων της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ. και των υπηρεσιών της.
14. Την κατάρτιση και υποβολή προγραμμάτων στους Διεθνείς Οργανισμούς (Ε.Ε., Ο.Π.Ε., UNESCO, κλπ.) διαχείρισης και εφαρμογής προγραμμάτων, καθώς και υπογραφή των σχετικών συμβάσεων, εκτός από εκείνες για τις οποίες απαιτείται νομοθετική κύρωση.
15. Τα ερωτήματα για γνωμοδότηση προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
16. Την υποβολή προτάσεων για την κατάρτιση ενιαίου προγράμματος προμηθειών, καθώς και προτάσεων και αιτημάτων προς την αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου για τη χορήγηση εξουσιοδότησης πραγματοποίησης προμηθειών.
17. Τον ορισμό υπαλλήλων ως εκπροσώπων της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ. για τη συμμετοχή τους σε συνέδρια, συμβούλια, επιτροπές και άλλα συλλογικά όργανα σε εθνικό, ευρωπαϊκό ή διεθνές επίπεδο.
18. Την απόφαση έγκρισης μετακίνησης υπαλλήλων της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ. καθώς και των συνεργατών που στελεχώνουν το ιδιαίτερο γραφείο της/του Γ.Γ. στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
19. Την απόφαση έγκρισης συμμετοχής υπαλλήλων της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ. σε προγράμματα επιμόρφωσης, συνέδρια, σεμινάρια στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
20. Την έκδοση εγκυκλίων οδηγιών που αφορούν θέματα αρμοδιότητας της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ.
21. Τη διοργάνωση συνεδρίων και εκθέσεων καθώς και τη συμμετοχή σε αντίστοιχα συνέδρια και εκθέσεις που διοργανώνουν τρίτοι, με αντικείμενο θέματα αρμοδιότητας της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ.
22. Τη σύγκληση συσκέψεων με άλλα Υπουργεία, συναρμόδιους φορείς και ιδιώτες με σκοπό την ανάπτυξη συνεργασιών στο πλαίσιο εφαρμογής της κυβερνητικής πολιτικής για την οικογενειακή πολιτική και την ισότητα των φύλων.
23. Τις αποφάσεις τοποθέτησης σπουδαστριών/τών για πρακτική άσκηση στη Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ.
Β. Μεταβιβάζουμε στις/στους Προϊστάμενες/ους των Διευθύνσεων της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ. την άσκηση αρμοδιοτήτων στα θέματα που αφορούν:
1. Τα έγγραφα, με τα οποία δίδονται απαντήσεις σε ερωτήματα των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Μόνιμης Ελληνικής Αντιπροσωπείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και άλλων Διεθνών Οργανισμών, που αφορούν θέματα για τα οποία η πολιτική ηγεσία έχει τοποθετηθεί.
2. Τα έγγραφα με τα οποία διαβιβάζονται εκθέσεις εκπροσώπων της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ. στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε άλλους Διεθνείς Οργανισμούς.
3. Τα έγγραφα με τα οποία γνωστοποιούνται σε υπαλλήλους της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ. εκπαιδευτικά και επιμορφωτικά προγράμματα υπηρεσιών του Δημοσίου ή άλλου φορέα του δημόσιου τομέα.
4. Την αλληλογραφία με άλλες Διευθύνσεις και Υπηρεσίες της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ. και του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και άλλες υπηρεσίες ή φορείς του δημόσιου τομέα.
5. Τα έγγραφα με τα οποία δίδονται απαντήσεις σε άλλες υπηρεσίες σχετικά με στατιστικά στοιχεία και αντίγραφα υποθέσεων.
6. Οι απαντήσεις σε αιτήσεις και υπομνήματα πολιτών σε ζητήματα για τα οποία η πολιτική ηγεσία έχει τοποθετηθεί.
7. Την έγκριση χορήγησης αντιγράφων από τα τηρούμενα στο αρχείο πρωτότυπα εμπιστευτικά έγγραφα και την επικύρωση αυτών.
8. Τις αποφάσεις για την απόσυρση ή καταστροφή του μη λειτουργικού υλικού των υπηρεσιών αρμοδιότητας της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ..
Γ. Μεταβιβάζουμε στους Προϊσταμένους των Τμημάτων της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ. την άσκηση αρμοδιοτήτων στα θέματα που αφορούν:
1. Τα προπαρασκευαστικά, υπομνηστικά, διαβιβαστικά καθώς και τα έγγραφα, με τα οποία ανακοινώνονται ή κοινοποιούνται αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, της Γενικής Γραμματέα Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, και των Προϊσταμένων Διεύθυνσης της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ..
2. Τις περιλήψεις αποφάσεων που αποστέλλονται στο Εθνικό Τυπογραφείο για δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3. Τα έγγραφα με τα οποία αποστέλλονται στο Εθνικό Τυπογραφείο για δημοσίευση προεδρικά διατάγματα, αποφάσεις, ή άλλες πράξεις.
4. Την επικύρωση των εξερχόμενων της υπηρεσίας αντιγράφων από τα τηρούμενα στο αρχείο πρωτότυπα αδιαβάθμητα έγγραφα.
5. Τα πιστοποιητικά ή τις βεβαιώσεις που εκδίδονται μετά από αίτηση πολιτών ή υπαλλήλων για θέματα που μπορούν να πιστοποιηθούν ή να βεβαιωθούν από τα τηρούμενα στην υπηρεσία στοιχεία εφόσον τα στοιχεία δεν αφορούν στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου και δεν θίγεται το απόρρητο, το οποίο προβλέπεται από τους Κανονισμούς Λειτουργίας των Συμβουλευτικών Κέντρων, των Ξενώνων Φιλοξενίας, της Γραμμής SOS 15900 ή άλλες ειδικές διατάξεις.
6. Τα έγγραφα με τα οποία διαβιβάζονται στους συναρμόδιους φορείς εκθέσεις των εκπροσώπων σε συναντήσεις εθνικών σημείων επαφής για την κατάρτιση, υλοποίηση ή αξιολόγηση προγραμμάτων.
7. Τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής
8. Τα έγγραφα με τα οποία διαβιβάζονται ζητηθέντα αντίγραφα από τα φυλασσόμενα στο Γενικό Αρχείο της Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ., αδιαβάθμητα έγγραφα.
9. Τη σύνταξη πράξεων θέσεως εγγράφων στο αρχείο»

2. Το άρθρο 16 της αριθμ. 35963/ΓΔ1.410/10-5-2019 υπουργικής απόφασης (1800/Β΄/22-5-2019), αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 16
Μεταβιβάζεται η αρμοδιότητα για τις ακόλουθες πράξεις που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες διατάκτη του Τακτικού Προϋπολογισμού, όπως περιγράφονται στον ν. 4270/2014, v. 4446/2016 και π.δ. 80/2016 και ισχύουν κάθε φορά, και συγκεκριμένα για τις πράξεις:
Α. Μεταβολής πιστώσεων του τακτικού Προϋπολογισμού, ήτοι αυξομειώσεων πιστώσεων και ή/αύξησης ποσοστών διάθεσης (με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 37 του ν. 4622/2019)
Β. Διαχείρισης πιστώσεων του τακτικού Προϋπολογισμού και αφορούν:
1. Τεκμηριωμένο αίτημα για δέσμευση ή ανάκληση πιστώσεων.
2. Δέσμευση ή ανάκληση πιστώσεων.
3. Έγκριση δαπάνης.
4. Κατάσταση δαπάνης.
5. Διαβιβαστικό έγγραφο για την έκδοση ενταλμάτων μαζί με τα δικαιολογητικά που ορίζονται κατά περίπτωση από τις κείμενες διατάξεις, κανονιστικές αποφάσεις και οδηγίες.
6. Ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και έκδοση αποφάσεων/πράξεων καταλογισμού για μη νόμιμες πληρωθείσες δαπάνες.
7. Έγκριση δαπάνης για την πληρωμή με τη διαδικασία προκαταβολών σύμφωνα με το άρθρο 114 του ν. 4270/2014, ως ακολούθως:
α. Στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Καταπολέμησης της Φτώχειας μεταβιβάζεται η αρμοδιότητα για τις ακόλουθες πράξεις:
Ι. τις πράξεις του εδαφίου Β, με εξαίρεση τα διαβιβαστικά έγγραφα, για δαπάνες από του ποσού των 200.000,01 ευρώ ως 10.000.000 ευρώ,
- του ΕΦ 1033-202-0000000 , εμπίπτουσες στον τρίτο βαθμό  ανάλυσης εξόδων 225 και 226 (εξαιρουμένου του Α.Λ.Ε. 2260989899) και οι οποίες αφορούν δαπάνες για παροχές κοινωνικής πρόνοιας σε χρήμα και παροχές κοινωνικής πρόνοιας σε είδος αντίστοιχα
- του ΕΦ 1033-202-0000000, εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία 23 και οι οποίες αφορούν μεταβιβάσεις σε OTA (τέταρτος βαθμός ανάλυσης εξόδων 23104), μεταβιβάσεις σε ΟΚΑ (τέταρτος βαθμός ανάλυσης εξόδων 23105 εξαιρουμένου του ΑΛΕ 2310511001), μεταβιβάσεις σε λοιπά νομικά πρόσωπα (τέταρτος βαθμός ανάλυσης εξόδων 23108 εξαιρουμένου  του  2310801) και λοιπές μεταβιβάσεις (τέταρτος βαθμός ανάλυσης εξόδων 23109 εξαιρουμένου του Α.Λ.Ε. 2310989006).
ΙΙ. Για τους Α.Λ.Ε. και ειδικό φορέα που αναφέρονται στο σημείο Ι της παρούσας παραγράφου και σύμφωνα με τις καθορισμένες πιστώσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού που δεν είναι δεκτικές αυξομειώσεων και τις διαδικασίες για τις ανακατανομές πιστώσεων του Κρατικού Προϋπολογισμού:
α) τις αποφάσεις μεταφοράς πιστώσεων από έναν Α.Λ.Ε. σε άλλον Α.Λ.Ε., εντός της ίδιας μείζονος κατηγορίας του αυτού ειδικού φορέα ή μεταξύ του ειδικού φορέα 1033-202-0000000 και άλλου φορέα, για ποσά από 200.000,01 έως 10.000.000 ευρώ κατά ΑΛΕ.
β) τις προτάσεις προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) για μεταφορά πιστώσεων μεταξύ μειζόνων κατηγοριών του αυτού ειδικού φορέα ή μεταξύ του ειδικού φορέα 1033-202-0000000 και άλλου φορέα, καθώς και σε φορείς εκτός του Υπουργείου, για ποσά από 200.000,01 έως 10.000.000 ευρώ κατά Α.Λ.Ε.
γ) τις προτάσεις προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) για διάθεση πιστώσεων από τις πιστώσεις του Γ.Λ.Κ. για ποσά από 200.000,01 έως του ποσού του 10.1.1 ευρώ, κατά Α.Λ.Ε καθώς και την αύξηση του ποσοστού διάθεσης αυτών.
III. Τις προτάσεις προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) για μεταφορά πιστώσεων από τους Α.Λ.Ε. της μείζονος κατηγορίας 29 (πλην του Α.Λ.Ε.2910201003) του ΕΦ 1033-202-0000000 για ποσά έως 10.000.000 ευρώ, κατά Α.Λ.Ε.
β. Στον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Κοινωνικής Αλληλεγγύης μεταβιβάζεται η αρμοδιότητα για τις ακόλουθες πράξεις:
Ι. τις πράξεις του εδαφίου Β, με εξαίρεση τα διαβιβαστικά έγγραφα, για δαπάνες από του ποσού των 40.000,01 ευρώ ως 200.000 ευρώ,
- του ΕΦ 1033-202-0000000 εμπίπτουσες στον τρίτο βαθμό ανάλυσης εξόδων 225 και 226 (εξαιρουμένου του Α.Λ.Ε. 2260989899) και αφορούν δαπάνες για παροχές κοινωνικής πρόνοιας σε χρήμα και παροχές κοινωνικής πρόνοιας σε είδος αντίστοιχα του ΕΦ 1033202-0000000 εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία 23 και αφορούν μεταβιβάσεις σε OTA (τέταρτος βαθμός ανάλυσης εξόδων 23104), μεταβιβάσεις σε ΟΚΑ (τέταρτος βαθμός ανάλυσης εξόδων 23105 εξαιρουμένου του ΑΛΕ 2310511001), μεταβιβάσεις σε λοιπά νομικά πρόσωπα (τέταρτος βαθμός ανάλυσης εξόδων 23108 εξαιρουμένου του 2310801) και λοιπές μεταβιβάσεις (τέταρτος βαθμός ανάλυσης εξόδων 23109 εξαιρουμένου του Α.Λ.Ε. 2310989006)
ΙΙ. Τις πράξεις του εδαφίου Β, με εξαίρεση τα διαβιβαστικά έγγραφα, για δαπάνες που αφορούν λοιπά έξοδα ασφαλισμένων του δημοσίου για τον Α.Λ.Ε. 2260989899 του ΕΦ 1033-202-0000000 ανεξαρτήτως ποσού.
III. Για τους Α.Λ.Ε. και ειδικό φορέα που αναφέρονται στο σημείο Ι της παρούσας παραγράφου και σύμφωνα με τις καθορισμένες πιστώσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού που δεν είναι δεκτικές αυξομειώσεων και τις διαδικασίες για τις ανακατανομές πιστώσεων του Κρατικού Προϋπολογισμού:
α) τις αποφάσεις μεταφοράς πιστώσεων από έναν Α.Λ.Ε. σε άλλον Α.Λ.Ε., εντός της ίδιας μείζονος κατηγορίας του αυτού ειδικού φορέα ή μεταξύ του ειδικού φορέα 1033202-0000000 και άλλου φορέα, για ποσά από 40.000,01 έως 200.000 ευρώ κατά Α.Λ.Ε.
β) τις προτάσεις προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) για μεταφορά πιστώσεων μεταξύ μειζόνων κατηγοριών του αυτού ειδικού φορέα ή μεταξύ του ειδικού φορέα 1033-202-0000000 και άλλου φορέα, καθώς και σε φορείς εκτός του Υπουργείου, για ποσά από 40.000,01 έως 200.000 ευρώ κατά Α.Λ.Ε.
γ) τις προτάσεις προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) για διάθεση πιστώσεων από τις πιστώσεις του Γ.Λ.Κ. για ποσά από 40.000,01 έως 200.000 ευρώ, κατά Α.Λ.Ε καθώς και την αύξηση του ποσοστού διάθεσης αυτών.
γ. Στον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικών Υπηρεσιών και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης μεταβιβάζεται η αρμοδιότητα για τις ακόλουθες πράξεις: Ι. Τις πράξεις του εδαφίου Β, για δαπάνες από του πο-
σού των 40.000,01 ευρώ ως 200.000 ευρώ,
- όλων των ΕΦ, εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία 21 και οι οποίες αφορούν παροχές σε εργαζομένους, των ΕΦ 1033-501-0000000 και ΕΦ 1033-208-0000000
(για την ΚΥ ΣΕΙΓΕ και την Υπηρεσία Ειδικών Επιθεωρητών), εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία εξόδων 24 και οι οποίες αφορούν μετακινήσεις προσωπικού, εξαιρουμένων των αιρετών και του προσωπικού της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων Ε.Φ. 1033-207-0000000 για τους Α.Λ.Ε. 2420403001, 2420404001, 2420405001, 2420401001,
2420402001, 2420407002
- όλων των ΕΦ, εμπίπτουσες στον τέταρτο βαθμό ανάλυσης εξόδων 23905 και οι οποίες αφορούν αποζημιώσεις λόγω δικαστικών αποφάσεων μισθολογικού χαρακτήρα,
- του ΕΦ 1033-202-0000000 , εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία 22 (με εξαίρεση τον τρίτο βαθμό ανάλυσης εξόδων 225 και 226) και οι οποίες αφορούν δαπάνες για κοινωνικές παροχές,
- του ΕΦ 1033-501-0000000 , εμπίπτουσες στον πέμπτο βαθμό ανάλυσης εξόδων 2310801 (επιχορηγήσεις σε λοιπά νομικά πρόσωπα για αμοιβές προσωπικού),
- όλων των ΕΦ για τον ΑΛΕ 2310511001 (επιχορήγηση σε ΟΚΑ για κάλυψη μισθοδοσίας μετατασσόμενων, αποσπώμενων),
- όλων των ΕΦ οι οποίες αφορούν αποζημιώσεις λόγω δικαστικών αποφάσεων μη μισθολογικού χαρακτήρα, εμπίπτουσες στον τέταρτο βαθμό ανάλυσης εξόδων 23905,
- όλων των ΕΦ, εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία 24 και οι οποίες αφορούν αγορές αγαθών και υπηρεσιών με την εξαίρεση των δαπανών μετακινήσεων προσωπικού
- όλων των ΕΦ, εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία 31 και οι οποίες αφορούν δαπάνες για πάγια περιουσιακά στοιχεία, των ΕΦ 1033-501-0000000 και ΕΦ1033-208-0000000, εμπίπτουσες στον Α.Λ.Ε. 2310989006 και οι οποίες αφορούν αποζημιώσεις του ν. 4152/2013,
- του ΕΦ 1033-501-0000000 και οι οποίες αφορούν εισφορές σε λοιπούς διεθνείς οργανισμούς (Α.Λ.Ε. 2330101899).
ΙΙ. Για τους Α.Λ.Ε. και ειδικούς φορείς που αναφέρονται στο σημείο Ι της παρούσας παραγράφου και τον ΑΛΕ 2910201003 (Πιστώσεις για δαπάνες αποδοχών προσωπικού λόγω μετατάξεων, αποσπάσεων κ.λπ.) όλων των ΕΦ σύμφωνα και με τις καθορισμένες πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού που δεν είναι δεκτικές αυξομειώσεων και τις διαδικασίες για τις ανακατανομές πιστώσεων του κρατικού προϋπολογισμού:
α) τις αποφάσεις μεταφοράς πιστώσεων από έναν Α.Λ.Ε. σε άλλον Α.Λ.Ε., εντός της ίδιας μείζονος κατηγορίας του αυτού ειδικού φορέα ή μεταξύ ειδικών φορέων, για ποσά από 40.000,01 έως 200.000 ευρώ κατά Α.Λ.Ε.
β) τις προτάσεις προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) για μεταφορά πιστώσεων μεταξύ μειζόνων κατηγοριών του αυτού ειδικού φορέα ή μεταξύ ειδικών φορέων καθώς και σε φορείς εκτός του Υπουργείου, για ποσά από 40.000,01 έως 200.000 κατά Α.Λ.Ε.
γ) τις προτάσεις προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) για διάθεση πιστώσεων από τις πιστώσεις του Γ.Λ.Κ. για ποσά από 40.000,01 έως 200.000, κατά Α.Λ.Ε. καθώς και την αύξηση του ποσοστού διάθεσης αυτών.
δ. Στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Υποστήριξης Ανθρώπινου Δυναμικού και Υπηρεσιών μεταβιβάζεται η αρμοδιότητα για τις ακόλουθες πράξεις:
Ι. τις πράξεις του εδαφίου Β για δαπάνες έως του ποσού των 40.000 ευρώ
- όλων των ΕΦ, εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία 21 και οι οποίες αφορούν παροχές σε εργαζομένους,
των ΕΦ 1033-501-0000000 και ΕΦ 1033-208-0000000
(για την ΚΥ ΣΕΠΕ και την Υπηρεσία Ειδικών Επιθεωρητών), εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία εξόδων 24 και οι οποίες αφορούν μετακινήσεις προσωπικού, εξαιρουμένων των αιρετών και του προσωπικού της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων Ε.Φ. 1033-207-0000000 για τους Α.Λ.Ε. 2420403001, 2420404001, 2420405001, 2420401001, 2420402001, 2420407002
- όλων των ΕΦ, εμπίπτουσες στον τέταρτο βαθμό ανάλυσης εξόδων 23905 και οι οποίες αφορούν αποζημιώσεις λόγω δικαστικών αποφάσεων μισθολογικού χαρακτήρα,
- του ΕΦ 1033-202-0000000, εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία 22 (με εξαίρεση τον τρίτο βαθμό ανάλυσης εξόδων 225 και 226) και οι οποίες αφορούν δαπάνες για κοινωνικές παροχές,
- του ΕΦ 1033-501-0000000 εμπίπτουσες στον πέμπτο βαθμό ανάλυσης εξόδων 2310801 (επιχορηγήσεις σε λοιπά νομικά πρόσωπα για αμοιβές προσωπικού),
- όλων των ΕΦ για τον ΑΛΕ 2310511001 (επιχορήγηση σε ΟΚΑ για κάλυψη μισθοδοσίας μετατασσόμενων, αποσπώμενων).
ΙΙ. Για τους Α.Λ.Ε. και ειδικούς φορείς που αναφέρονται στο σημείο Ι της παρούσας παραγράφου και τον ΑΛΕ 2910201003 (Πιστώσεις για δαπάνες αποδοχών προσωπικού λόγω μετατάξεων, αποσπάσεων κ.λπ.) όλων των ΕΦ και σύμφωνα με τις καθορισμένες πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού που δεν είναι δεκτικές αυξομειώσεων και τις διαδικασίες για τις ανακατανομές πιστώσεων του κρατικού προϋπολογισμού:
α) τις αποφάσεις μεταφοράς πιστώσεων από έναν Α.Λ.Ε. σε άλλον Α.Λ.Ε., εντός της ίδιας μείζονος κατηγορίας του αυτού ειδικού φορέα ή μεταξύ ειδικών φορέων, για ποσά έως 40.000 ευρώ κατά Α.Λ.Ε.,
β) τις προτάσεις προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) για μεταφορά πιστώσεων μεταξύ μειζόνων κατηγοριών του αυτού ειδικού φορέα ή μεταξύ ειδικών φορέων καθώς και σε φορείς εκτός του Υπουργείου, για ποσά έως 40.000 ευρώ κατά ΑΛΕ.,
γ) τις προτάσεις προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) για διάθεση πιστώσεων από τις πιστώσεις του Γ.Λ.Κ. για ποσά έως 40.000 ευρώ, κατά Α.Λ.Ε. καθώς και την αύξηση του ποσοστού διάθεσης αυτών.
Επίσης, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης, υπογράφει τα διαβιβαστικά για την έκδοση ενταλμάτων, ανεξαρτήτως ύψους δαπάνης.
ε. Στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Προμηθειών, Μέριμνας μεταβιβάζεται η αρμοδιότητα για τις ακόλουθες ενέργειες:
Ι. τις πράξεις του εδαφίου Β για δαπάνες έως του ποσού των 40.000 ευρώ.
- όλων των ΕΦ και οι οποίες αφορούν αποζημιώσεις λόγω δικαστικών αποφάσεων μη μισθολογικού χαρακτήρα εμπίπτουσες στον τέταρτο βαθμό ανάλυσης εξόδων 23905,
- όλων των ΕΦ εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία 24 και οι οποίες αφορούν αγορές αγαθών και υπηρεσιών με την εξαίρεση δαπανών μετακινήσεων προσωπικού
- όλων των ΕΦ εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία 31 και οι οποίες αφορούν δαπάνες για πάγια περιουσιακά στοιχεία, των ΕΦ 1033-501-0000000 και ΕΦ1033-208-0000000 εμπίπτουσες στον Α.Λ.Ε. 2310989006 και οι οποίες αφορούν αποζημιώσεις του ν. 4152/2013.
ΙΙ. Για τους Α.Λ.Ε και ειδικούς φορείς που αναφέρονται στο σημείο Ι της παρούσας παραγράφου και σύμφωνα με τις καθορισμένες πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού που δεν είναι δεκτικές αυξομειώσεων και τις διαδικασίες για τις ανακατανομές πιστώσεων του κρατικού προϋπολογισμού:
α) τις αποφάσεις μεταφοράς πιστώσεων από έναν Α.Λ.Ε. σε άλλον Α.Λ.Ε., εντός της ίδιας μείζονος κατηγορίας του αυτού ειδικού φορέα ή μεταξύ ειδικών φορέων, για ποσά έως 40.000 ευρώ κατά Α.Λ.Ε,
β) τις προτάσεις προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) για μεταφορά πιστώσεων μεταξύ μειζόνων κατηγοριών του αυτού ειδικού φορέα ή μεταξύ ειδικών φορέων καθώς και σε φορείς εκτός του Υπουργείου, για ποσά έως 40.000 ευρώ κατά ΑΛΕ.,
γ) τις προτάσεις προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) για διάθεση πιστώσεων από τις πιστώσεις του Γ.Λ.Κ. για ποσά έως 40.000 ευρώ, κατά Α.Λ.Ε καθώς και την αύξηση του ποσοστού διάθεσης αυτών.
Επίσης, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης, υπογράφει τα διαβιβαστικά για την έκδοση ενταλμάτων, ανεξαρτήτως ύψους δαπάνης.
στ. Στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Διεθνών Σχέσεων μεταβιβάζεται η αρμοδιότητα για τις πράξεις του εδαφίου Β, και σύμφωνα με τις καθορισμένες πιστώσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού που δεν είναι δεκτικές αυξομειώσεων και τις διαδικασίες για τις ανακατανομές πιστώσεων του κρατικού προϋπολογισμού, τις αποφάσεις αυξομείωσης πιστώσεων καθώς και τα αιτήματα μεταφοράς πιστώσεων ή/και ποσοστών διάθεσης για δαπάνες έως του ποσού των 40.000 ευρώ του ΕΦ 1033501-0000000, που αφορούν σε εισφορές σε λοιπούς διεθνείς οργανισμούς (Α.Λ.Ε. 2330101899).
Επίσης, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης, υπογράφει τα διαβιβαστικά για την έκδοση ενταλμάτων, ανεξαρτήτως ύψους δαπάνης.
ζ. Στους Προϊσταμένους των Διευθύνσεων της Γενικής Διεύθυνσης Κοινωνικής Αλληλεγγύης μεταβιβάζεται η αρμοδιότητα για τις πράξεις του εδαφίου Β, και σύμφωνα με τις καθορισμένες πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού που δεν είναι δεκτικές αυξομειώσεων και τις διαδικασίες για τις ανακατανομές πιστώσεων του κρατικού προϋπολογισμού τις αποφάσεις αυξομείωσης πιστώσεων καθώς και τα αιτήματα μεταφοράς πιστώσεων ή/και αύξησης ποσοστών διάθεσης για δαπάνες έως του ποσού των 40.000 ευρώ
- του ΕΦ 1033-202-0000000 , εμπίπτουσες στον τρίτο βαθμό ανάλυσης εξόδων 225 και 226 (εξαιρουμένου του Α.Λ.Ε. 2260989899) και οι οποίες αφορούν δαπάνες για παροχές κοινωνικής πρόνοιας σε χρήμα και παροχές κοινωνικής πρόνοιας σε είδος αντίστοιχα,
- του ΕΦ 1033-202-0000000, εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία 23 και οι οποίες αφορούν μεταβιβάσεις σε OTA (τέταρτος βαθμός ανάλυσης εξόδων 23104), μεταβιβάσεις σε ΟΚΑ (τέταρτος βαθμός ανάλυσης εξόδων 23105 εξαιρουμένου του ΑΛΕ 2310511001), μεταβιβάσεις σε λοιπά νομικά πρόσωπα (τέταρτος βαθμός ανάλυσης εξόδων 23108 εξαιρουμένου του 2310801) και λοιπές μεταβιβάσεις (τέταρτος βαθμός ανάλυσης εξόδων 23109 εξαιρουμένου του Α.Λ.Ε. 2310989006).
Επίσης, οι Προϊστάμενοι των Διευθύνσεων υπογράφουν τα διαβιβαστικά για την έκδοση ενταλμάτων, ανεξαρτήτως ύψους δαπάνης.
η. Η Διεύθυνση Οικονομικής Εποπτείας και Επιθεώρησης Νομικών Προσώπων καταρτίζει τα σχέδια των διοικητικών πράξεων για δαπάνες ανεξαρτήτως ποσού του ΕΦ 1033-501-0000000 εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία 23 που αφορούν μεταβιβάσεις (Α.Λ.Ε. 2310802897), του ΕΦ 1033-208-0000000 εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία 23 που αφορούν μεταβιβάσεις (Α.Λ.Ε. 2310504001) και του ΕΦ 1033-203-0000000
εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία 23 που αφορούν μεταβιβάσεις.
θ. Στη Γενική Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων μεταβιβάζεται η αρμοδιότητα για τις ακόλουθες πράξεις:
ι. τις πράξεις του εδαφίου Β, για δαπάνες, του ΕΦ 1033207-0000000 , εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία 23 και οι οποίες αφορούν μεταβιβάσεις του Α.Λ.Ε. 2310802064
ΙΙ. τις πράξεις του εδαφίου Β, για δαπάνες έως του ποσού των 3.000 ευρώ εμπίπτουσες στη μείζονα κατηγορία εξόδων 24 και οι οποίες αφορούν μετακινήσεις των αιρετών και του προσωπικού της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων Ε.Φ. 1033207-0000000 για τους Α.Λ.Ε. 2420403001, 2420404001, 2420405001, 2420401001, 2420402001, 2420407002

3. Το άρθρο 19 της αρ. 35963/ΓΔ1.410/10-5-2019 υπουργικής απόφασης (1800/Β΄/225-2019), αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 19
Στο Γενικό Επιθεωρητή της Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων μεταβιβάζεται η αρμοδιότητα για τις αποφάσεις μεταβίβασης με επιτροπικά εντάλματα πιστώσεων του ΕΦ 1033-208-0000000 στα όργανα των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΣΕΠΕ που έχουν οριστεί δευτερεύοντες διατάκτες, ανεξαρτήτως ποσού.»

4. Το άρθρο 20 της αρ. 35963/ΓΔ1.410/10-5-2019 υπουργικής απόφασης (1800/Β΄/225-2019), αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 20
Από τις αρμοδιότητες διατάκτη, εξαιρούνται και παραμένουν στον Υπουργό όλες οι λοιπές αρμοδιότητες διατάκτη.»

5. Το άρθρο 21 της αρ. 35963/ΓΔ1.410/10-5-2019 Υπουργικής Απόφασης (1800/Β΄/225-2019), αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 21
Στο Γενικό Επιθεωρητή της Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, μεταβιβάζονται επίσης οι κάτωθι αρμοδιότητες:
1. η χορήγηση κανονικής άδειας, αναρρωτικών αδειών, ειδικών αδειών (εκτός των αδειών υπηρεσιακής εκπαίδευσης του άρθρου 58), αδειών διευκολύνσεων του ΥΚ (με εξαίρεση αυτές του άρθρου 51 παρ. 2, 4) του μειωμένου ωραρίου εργασίας του ν. 2527/1997, όπως ισχύει, συνδικαλιστικών αδειών στους Προϊσταμένους Διευθύνσεων, Τμημάτων και όλων των υπαλλήλων που υπηρετούν στην Κεντρική Υπηρεσία του Σ.ΕΠΕ., στην Υπηρεσία Ειδικών Επιθεωρητών, και στους Προϊσταμένους των Περιφερειακών Διευθύνσεων,
2. η εισήγηση για την κατάρτιση του προσχεδίου προϋπολογισμού του ΣΕΠΕ. και οι τροποποιήσεις αυτού,
3. οι αποφάσεις μετακίνησης εκτός έδρας των υπαλλήλων για στοχευμένους ελέγχους και επιθεωρήσεις ανά την επικράτεια ανεξαρτήτως της Διεύθυνσης στην οποία υπηρετούν,
4. οι αποφάσεις μετακίνησης εκτός έδρας των Προϊσταμένων των Περιφερειακών Διευθύνσεων Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων και Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία του ΣΕΠΕ,
5. οι αποφάσεις μετακίνησης εντός έδρας των Προϊσταμένων των Περιφερειακών Διευθύνσεων Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων και Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία του ΣΕΠΕ.»
 
Άρθρο δεύτερο

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 4622/2019 (Α΄ 133) και του άρθρου 7 του π.δ. 84/2019 (Α΄ 123), κατά τα λοιπά ισχύει η αριθ. αρ. 35963/ΓΔ1.410/10-5-2019 υπουργική απόφαση (1800/Β΄/22-5-2019).

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 31 Δεκεμβρίου 2019

Ο Υπουργός
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΡΟΥΤΣΗΣ


ΔΔΘΕΚΑ Α 1001286 ΕΞ 2020 Αντικαταστάσεις κωδικών

Previous: 55970/Δ1.18114/2019 Τροποποίηση της αριθμ. 35963/ΓΔ1.410/ 10-5-2019 υπουργικής απόφασης (1800 Β΄/ 22-5-2019) «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στον Ειδικό Γραμματέα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), στους προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων, Διευθύνσεων και Τμημάτων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου και στους προϊσταμένους των Διευθύνσεων και των Τμημάτων του Σ.ΕΠ.Ε.»
$
0
0
Αθήνα, 08/01/2020
Αριθ. Πρωτ.:ΔΔΘΕΚΑ Α 1001286 ΕΞ 2020



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΚ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α΄

Ταχ. Δ/νση : Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας :10184 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες :Μ.Μπαρσάκη
Τηλέφωνο :210 6987497
Fax :2106987506
E-Mail :m.mparsaki@aade.gr
Url : www.aade.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

Θέμα: «Αντικαταστάσεις κωδικών»


Σας ενημερώνουμε σχετικά με τις παρακάτω αντικαταστάσεις κωδικών που ισχύουν από 1η Ιανουαρίου 2020.

Ληγμένοι Κωδικοί: Νέοι Κωδικοί
27101964: 27101966, 27101967
27101968: 27101967
2710201521,2710201529, 2710201530: 2710201621, 2710201629, 2710201630
2710201721, 2710201729, 2710201730, 2710201790: 2710201621, 2710201629, 2710201630, 2710201690
27102031, 27102035: 27102032
27102039: 27102038
22082027: 22082016
22082029: 22082018, 22082019, 22082028
22082040: 22082069, 22082088
22082064: 22082069
22082087: 22082066
22082089: 22082066, 22082069, 22082088




Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΔΙΚΗΜΕΝΑΚΗ

Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. Π.Κ. 1/2020 Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας 2020

$
0
0
(Π.Κ. Υπ. Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων 1/9.1.2020)

Στην Αθήνα, σήμερα την 30 Δεκεμβρίου 2019, μεταξύ αφενός των εργοδοτικών οργανώσεων α) ΣΕΒ σύνδεσμος επιχειρήσεων και βιομηχανιών, β) Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), γ) Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), δ) Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ). και αφετέρου της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), που συνήψαν την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας 2018, όλων νομίμως εκπροσωπούμενων αντίστοιχα από τους υπογράφοντες, συμφωνούνται τα εξής:

ΑΡΘΡΟ 1

Το σύνολο των κανονιστικών και ενοχικών όρων της ΕΓΣΣΕ 2018 (Π.Κ. 6/29-03-2018) διατηρούνται σε ισχύ ως έχουν σήμερα μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020. Το διάστημα αυτό νοείται ως χρόνος κανονικής (συμβατικής) ισχύος της ΕΓΣΣΕ 2018.

ΑΡΘΡΟ 2

Επαναβεβαιώνεται η συμφωνία των μερών για περαιτέρω προώθηση των κοινών δράσεων και υλοποίηση των έργων για τη δημιουργία από τα συμβαλλόμενα μέρη Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης, προκειμένου να αποτελεί ένα πρόσθετο αξιόπιστο δίχτυ ασφαλείας για την υποστήριξη των εργαζομένων που αναμένεται να έχουν μεγαλύτερη ανάγκη πρόσθετου εισοδήματος κατά την συνταξιοδότηση.

ΑΡΘΡΟ 3

Τα συμβαλλόμενα μέρη ρητώς συμφωνούν ότι, εάν κατά τη διάρκεια ισχύος της παρούσης ΕΓΣΣΕ με οποιονδήποτε τρόπο αρθεί οποιαδήποτε περιοριστική διάταξη, που έχει επιβληθεί με νομοθετική παρέμβαση στο περιεχόμενο των μισθολογικών όρων των Εθνικών Γενικών ΣΣΕ, τότε θα ξεκινήσουν άμεσα διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθολογικών όρων της ΕΓΣΣΕ.

ΑΡΘΡΟ 4

Συμφωνείται ρητά ότι όλοι οι θεσμικοί όροι εργασίας, που θεσπίστηκαν με τις προηγούμενες ΕΓΣΣΕ και τις αντίστοιχες διαιτητικές αποφάσεις, όπως ίσχυαν κατά τη διαδοχή τους, αποτελούν ενιαίο σύνολο και εξακολουθούν να ισχύουν για όσο χρόνο ισχύει η παρούσα ΕΓΣΣΕ.

ΑΡΘΡΟ 5

Ευνοϊκότεροι όροι εργασίας που προβλέπονται από νόμους, διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις, συλλογικές συμβάσεις, διαιτητικές αποφάσεις, εσωτερικούς κανονισμούς, έθιμα, πρακτική της επιχείρησης ή ατομικές συμβάσεις εργασίας, υπερισχύουν.

ΑΡΘΡΟ 6

Η ισχύς της παρούσας αρχίζει την 1η Ιανουάριου 2020 και λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2020.

13/326/2020 Τροποποίηση της 2453/235850/20-09-2019 απόφασης (Β’ 3673) «Καθορισμός συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των Καν.(ΕΕ) 2018/273 και του Καν.(ΕΕ) 2018/274 όσον αφορά τις δηλώσεις παραγωγής, επεξεργασίας, εμπορίας και αποθεμάτων στον αμπελοοινικό τομέα»

$
0
0
Αριθμ.: 13/326/ 2020

(ΦΕΚ B' 7/09-01-2020)

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) Του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, όπως κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα» (Α’ 98).
β) Του π.δ. 83/2019 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α’ 121).
γ) Της αριθμ. 3669/29-07-2019 απόφασης του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Αγροτικής
Ανάπτυξης και Τροφίμων, Φωτεινή Αραμπατζή» (Β’ 3134).

2. Του ν. 4235/2014 «Διοικητικά μέτρα, διαδικασίες και κυρώσεις στους τομείς των τροφίμων, των ζωοτροφών και της υγείας και προστασίας των ζώων άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων» (Α’ 32) και ιδίως το άρθρο 62 αυτού.

3. Τους Κανονισμούς (ΕΚ), όπως αυτοί τροποποιήθηκαν και ισχύουν:
α) Τον Καν (ΕΕ) 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2013 «για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθμ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθμ. 234/79, (ΕΚ) αριθμ.1037/2001 και (ΕΚ) αριθμ. 1234/2007 του Συμβουλίου» (L347/2013).
β) τον Καν. (ΕΕ) 607/2009 της Επιτροπής της 14ης Ιουλίου 2009 «για τον καθορισμό ορισμένων λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 479/2008 του Συμβουλίου όσον αφορά τις Προστατευόμενες Ονομασίες Προέλευσης και τις Προστατευόμενες Γεωγραφικές Ενδείξεις, τις παραδοσιακές ενδείξεις, την επισήμανση και την παρουσίαση ορισμένων προϊόντων
γ) Καν. (ΕΕ) 555/2008 της Επιτροπής της 27ης Ιουνίου 2008 «για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 479/2008 του Συμβουλίου για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς όσον αφορά τα προγράμματα στήριξης, τις συναλλαγές με τρίτες χώρες, το δυναμικό παραγωγής και τους ελέγχους στον αμπελοοινικό τομέα» (L170/2008).
δ) Τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (Ε.Ε.) αριθμ. 2018/273 της Επιτροπής (ΕΕ L58/28.02.2018) «για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το καθεστώς αδειοδότησης αμπελοφυτεύσεων, το αμπελουργικό μητρώο, τα συνοδευτικά έγγραφα και την πιστοποίηση, τα βιβλία εισερχομένων και εξερχόμενων, τις υποχρεωτικές δηλώσεις, τις κοινοποιήσεις και τη δημοσίευση κοινοποιηθεισών πληροφοριών, και τη συμπλήρωση του κανονισμού (Ε.Ε.) αριθμ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον
αφορά τους σχετικούς ελέγχους και κυρώσεις, την τροποποίηση των κανονισμών της Επιτροπής (ΕΚ) αριθμ. 555/2008, (ΕΚ) αριθμ. 606/2009 και (ΕΚ) αριθμ. 607/2009 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 436/2009 της Επιτροπής και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/560 της Επιτροπής».
ε) τον Εκτελεστικό κανονισμό (Ε.Ε.) αριθμ. 2018/274 της Επιτροπής (ΕΕ L 58/60/28.02.2018) «για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το καθεστώς αδειοδότησης αμπελοφυτεύσεων, την πιστοποίηση, το βιβλίο εισερχομένων και εξερχόμενων, τις υποχρεωτικές δηλώσεις και τις κοινοποιήσεις, και του κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους συναφείς ελέγχους, και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/561 της Επιτροπής».

4. Την αριθμ. 285870/1-9-2004 κοινή υπουργική απόφαση «Καθορισμός των αναγκαίων συμπληρωματικών μέτρων εφαρμογής του Καν. (ΕΚ) 884/2001 της Επιτροπής σχετικά με τα συνοδευτικά έγγραφα μεταφοράς των αμπελοοινικών προϊόντων και των βιβλίων που πρέπει να τηρούνται στον αμπελοοινικό τομέα» (Β’ 1372).

5. Την αριθμ. 5833/155045/12-12-2013 κοινή υπουργική απόφαση «Καθορισμός συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή του Καν. (ΕΚ) 607/2009 της Επιτροπής για τον καθορισμό ορισμένων λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του Καν. (ΕΚ) 1234/2007 όσον αφορά τις προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης και τις προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις, την επισήμανση και παρουσίαση ορισμένων προϊόντων του αμπελοοινικού τομέα» (Β’ 3324), όπως  τροποποιήθηκε και ισχύει με την αριθμ. 5066/117288/27-10-2015 υπουργική απόφαση (Β’ 2322).

7. Το γεγονός ότι από την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1

Την τροποποίηση της αριθμ. 2453/235850/20-09-2019 (Β’ 3673) υπουργικής απόφασης «Καθορισμός συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των Καν.(ΕΕ) 2018/273 και του Καν.(ΕΕ) 2018/274 όσον αφορά τις δηλώσεις παραγωγής, επεξεργασίας, εμπορίας και αποθεμάτων στον αμπελοοινικό τομέα», αντικαθιστώντας την παράγραφο 3 του άρθρου 5 ως εξής:
«3. Οι εν λόγω δηλώσεις υποβάλλονται ηλεκτρονικά μέσω των αντίστοιχων ψηφιακών εφαρμογών στην ιστοσελίδα του Υπ.Α.Α.Τ. το αργότερο έως τις 10 Ιανουαρίου του επόμενου έτους».

Άρθρο 2
Έναρξη Ισχύος


Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 2 Ιανουαρίου 2020

Ο Υπουργός
ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ ΒΟΡΙΔΗΣ

Η Υφυπουργός
ΦΩΤΕΙΝΗ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ

ΣτΕ 1762/2019 Ακυρωτική η διαφορά που γεννάται από την προσβολή πράξης της Φορολογικής Αρχής περί μεταβολής στο φορολογικό μητρώο

$
0
0
Περίληψη

Επιμέλεια:
Επιστημονική Ομάδα TAXHEAVEN


Με την υπ’ αριθμό 1762/2019 απόφασή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεχόμενο την οικεία Αίτηση Ακύρωσης και απορρίπτοντας την ασκηθείσα παρέμβαση, ακύρωσε την πράξη της Φορολογικής Αρχής με την οποία μεταβλήθηκε η επωνυμία κοινωνίας δικαιώματος που εκμεταλλεύεται επιχείρηση.

Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η διαφορά που γεννάται από την προσβολή της πράξης της Φορολογικής Αρχής περί μεταβολής, στο φορολογικό μητρώο, των μελών της κοινωνίας δικαιώματος που εκμεταλλεύεται επιχείρηση, είναι ακυρωτική, καθώς δεν συνάπτεται, στενώς και αναγκαίως, με σχετική ατομική φορολογική υποχρέωση.

Έτσι, η κατά τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4174/2013, άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής – η οποία προβλέπεται για την περίπτωση άσκησης προσφυγής ενώπιον των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων – δεν ισχύει για την περίπτωση άσκησης αίτησης ακύρωσης, όπως εν προκειμένω.

Όπως κρίθηκε, από τις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 2515/1997 προκύπτει ότι λόγω των συνεπειών που έχει η δήλωση έναρξης επαγγελματικής δραστηριότητας για τον υποβάλλοντα την δήλωση, αλλά και για την ίδια την Φορολογική Αρχή, η οποία πρέπει να γνωρίζει ποιος είναι ο φορέας της επιχείρησης που υπέχει και τις σχετικές φορολογικές υποχρεώσεις, η εγγραφή στο φορολογικό μητρώο αλλά και κάθε μεταβολή αυτής, πρέπει να αποτυπώνει την πραγματική κατάσταση που υπάρχει κατά τον χρόνο της εγγραφής ή της μεταβολής, ως προς τον φορέα της επιχείρησης.

Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, έγινε δεκτό ότι προκειμένου να προβεί σε μεταβολή της εγγραφής στο φορολογικό μητρώο, η αρμόδια Φορολογική Αρχή έπρεπε να ερευνήσει, συνεκτιμώντας και, ενδεχομένως, υπάρχοντα στο πληροφοριακό σύστημα Taxisnet φορολογικά στοιχεία, ως προς την συγκεκριμένη επιχείρηση και τους εμφανιζόμενους, ως εκμεταλλευόμενους αυτήν.

Αριθμός 1762/2019

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Μαΐου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Σ. Βιτάλη, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Αγ. Σδράκα, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 3 Ιουνίου 2016 αίτηση:

της ... εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει ..., η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ............. (Α.Μ. ..), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και κατά των παρεμβαινουσών: 1) ....., που εδρεύει ... και 2) ... εταιρείας με την επωνυμία ..., που εδρεύει στο ..., οι οποίες παρέστησαν με τον δικηγόρο ................. (Α.Μ. ...), που τον διόρισαν με ειδικό πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η από ...2016 πράξη της Δ.Ο.Υ. ..., με την οποία, στο μητρώο της εν λόγω Δ.Ο.Υ. μεταβλήθηκε η επωνυμία της εκμεταλλευομένης το ..." κοινωνίας δικαιώματος από ".." σε "..." και 2) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Αγ. Σδράκα.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο των παρεμβαινουσών εταιρειών και τον εκπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο


1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 0821771/5333/6.6.2016 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α της Δ.Ο.Υ. Δ΄ Αθηνών).

2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της από ...2016 (και όχι ...2016 όπως, προφανώς από παραδρομή, αναφέρεται στο δικόγραφο) πράξεως της Δ.Ο.Υ ..., με την οποία, στο μητρώο της εν λόγω Δ.Ο.Υ, μεταβλήθηκε η επωνυμία της εκμεταλλευομένης το ... κοινωνίας δικαιώματος από “...” σε “...”.

3. Επειδή, με έννομο συμφέρον παρεμβαίνουν στη δίκη υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως η κοινωνία δικαιώματος, με την επωνυμία “.., και η .. Εταιρεία “...”.

4. Επειδή, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζεται, στο άρθρο 1, ότι «Οι διατάξεις του Κώδικα αυτού διέπουν την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια», στο άρθρο 2, ότι «Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, εκτός εκείνων που η εκδίκασή τους έχει ανατεθεί, με ειδική διάταξη νόμου, σε άλλα διοικητικά δικαστήρια», στο άρθρο 63 παρ. 1, ότι «Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή» και στο άρθρο 285 παρ. 1, ότι «Από την έναρξη ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν». Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1 και 73 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π.δ. 331/1985, Α΄ 116), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4486/1965 (Α΄ 131), οι οποίες, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο ανωτέρω άρθρο 285 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., εξακολουθούν να ισχύουν, φορολογική διαφορά υπαγόμενη στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων γεννάται από ατομικές διοικητικές πράξεις, με τις οποίες είτε επιβάλλεται αμέσως φορολογικό βάρος ή φορολογική κύρωση είτε κρίνεται αντικείμενο ευθέως συναπτόμενο με συγκεκριμένη φορολογική ή συναφή υποχρέωση συνδεόμενη με φορολογητέα ύλη ατομικώς ορισμένη, η οποία αμφισβητείται εν όλω ή εν μέρει με την προσφυγή (ΣτΕ 834/2010 Ολ., ΣτΕ 1445/2016 7μ., ΣτΕ 1215/2017, 1802, 3829, ΣτΕ 4603/2012, ΣτΕ 2613-6/2009, ΣτΕ 2972-80/2008, ΣτΕ 368/2007, ΣτΕ 1272/2005, ΣτΕ 1625/2001, ΣτΕ 236/1998, ΣτΕ 2062/1968 Ολ.).

5. Επειδή, στο άρθρο 31 του ν. 2515/1997 (Α΄ 154) ορίζεται ότι: «Χορηγείται υποχρεωτικά Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) σε όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα καθώς και στις ενώσεις προσώπων που έχουν την κατοικία τους ή την επαγγελματική τους εγκατάσταση ή διενεργούν πράξεις φορολογικού ενδιαφέροντος εντός της Ελληνικής Επικράτειας. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται και ανακαθορίζεται ο χρόνος, ο τρόπος, η διαδικασία χορήγησης του ΑΦΜ, ο αριθμός των ψηφίων του, η αρμόδια Δ.Ο.Υ. για τη χορήγησή του, οι πράξεις, οι συναλλαγές και δραστηριότητες φορολογικού ενδιαφέροντος, οι εξαιρέσεις, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη διαδικασία χορήγησης του ΑΦΜ. Επίσης με όμοιες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά και η διαδικασία ενάρξεων, μεταβολών ή διακοπών των δραστηριοτήτων των φορολογουμένων, … ». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι λόγω των συνεπειών που έχει η δήλωση ενάρξεως επαγγελματικής δραστηριότητας για τον υποβάλλοντα την δήλωση, αλλά και για την φορολογική αρχή, η οποία πρέπει να γνωρίζει ποιος είναι ο φορέας της επιχειρήσεως, που υπέχει και τις σχετικές φορολογικές υποχρεώσεις, η εγγραφή στο φορολογικό μητρώο και κάθε μεταβολή αυτής πρέπει να αποτυπώνει την πραγματική κατάσταση που υπάρχει κατά τον χρόνο της εγγραφής ή της μεταβολής ως προς τον φορέα της επιχειρήσεως.

6. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Οι ... ήταν συγκύριοι, κατά ποσοστό 50% ο πρώτος και 25% ο καθένας από τους άλλους δύο, επί ακινήτων επί των οποίων είχαν ανεγείρει το προαναφερθέν .... Το 1972 ο ... εισέφερε το ποσοστό του επί των ανωτέρω ακινήτων στην εταιρία «...». Από το 1968 έως το 1998 το ... ήταν εκμισθωμένο στην εταιρία «...». Την ...1997 υπέβαλε προς την ΔΟΥ .. δήλωση έναρξης εργασιών, με αντικείμενο την εκμετάλλευση του ..., η κοινωνία με μέλη την προαναφερθείσα εταιρεία «...», με ποσοστό 50%, και τους ..., με ποσοστό 25% ο καθένας. Στις ...1997 απεβίωσε ο ... και το ποσοστό του επί των ανωτέρω ακινήτων περιήλθε στους κληρονόμους του. Με το υπ’ αριθμ. ../...1998 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., ο .... και οι κληρονόμοι του ... μεταβίβασαν το ανήκον σε αυτούς ποσοστό 50% επί των ανωτέρω ακινήτων αφενός μεν στην ήδη αιτούσα εταιρεία κατά ποσοστό 49%  και αφετέρου στον ..., κατά ποσοστό 1%. Με βάση την υπ’ αριθμ. ../1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, που ελήφθη κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διαχειριστής της επιχειρήσεως του ... είχε διορισθεί ο ... και με την υπ’ αριθμ. .../1999 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, ληφθείσα κατά την αυτή διαδικασία, διορίσθηκε ως συνδιαχειριστής της εν λόγω επιχειρήσεως ο ..., μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ήδη αιτούσης εταιρείας. Με το υπ’ αριθμ. .../2006 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου ο προαναφερθείς ... μεταβίβασε στην αιτούσα εταιρεία το ανήκον σε αυτόν ποσοστό 1%. Στις ..2009 απεβίωσε και ο .... Στις ....2014 ο ως άνω ..., ως συνδιαχειριστής της κοινωνίας συνεκμετάλλευσης του ..., υπέβαλε αίτημα προς την ΔΟΥ ... για εγγραφή της αιτούσης στο μητρώο ως συνεκμεταλλευομένης το ..., προσκόμισε δε, εκτός των προαναφερθέντων συμβολαίων, και το από ...2012 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της αιτούσης και του ..., αφενός, και των κληρονόμων των .., αφετέρου, με το οποίο οι τελευταίοι δήλωσαν ότι αντικείμενο του υπ’ αριθμ. .../1998 συμβολαίου ήταν τόσο το ακίνητο της .. όσο και η μονάδα αυτή ως ..., ότι τόσο οι αρχικοί δικαιοπάροχοι όσο και οι ίδιοι ως καθολικοί διάδοχοι αυτών έχουν απεκδυθεί από κάθε δικαίωμά τους που απορρέει από την ... επιχείρηση, ότι ουδέποτε μετά την υπογραφή του ανωτέρω συμβολαίου αναμείχθηκαν με την διαχείριση και εκμετάλλευση της επιχειρήσεως, ούτε απεκόμισαν οποιοδήποτε εισόδημα από αυτήν και ότι έχουν μεταβιβάσει τα όποια δικαιώματά τους επί της κοινωνίας δικαιώματος εκμεταλλεύσεως της ... επιχειρήσεως. Κατόπιν τούτου η Δ.Ο.Υ .. καταχώρισε στο μητρώο μεταβολή της επωνυμίας της κοινωνίας, η οποία είχε ως αντικείμενο εργασιών την εκμετάλλευση του επιμάχου ... (δήλωση ../...2014), σε “...”. Στις ....2016 ο ... υπέβαλε προς την ως άνω Δ.Ο.Υ. αίτημα μεταβολής της επωνυμίας της ως άνω Κοινωνίας σε “...”, επικαλούμενος την υπ’ αριθμ. ../2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία απερρίφθη αίτηση αναιρέσεως της ήδη αιτούσης και του ... κατά της υπ’ αριθμ. .../2011 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει δεκτό ότι, με το προαναφερθέν υπ’ αριθμ. .../1998 συμβόλαιο, μεταβιβάστηκε στην αιτούσα εταιρεία και τον ... το 50% εξ αδιαιρέτου επί των ανωτέρω ακινήτων (εδάφους και κτιριακών εγκαταστάσεων) και όχι η ιδανική μερίδα των δικαιοπαρόχων τους (...) επί της ... επιχειρήσεως, ότι η μεταβίβαση του ποσοστού επί των ακινήτων δεν σήμαινε και δημιουργία κοινωνίας επί του δικαιώματος της επιχειρήσεως του... και ότι το γεγονός ότι ο ..., μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ήδη αιτούσης, διορίσθηκε συνδιαχειριστής του ..., χωρίς να αποδειχθεί ότι άσκησε και πράγματι συνδιαχείριση με τον πραγματικό διαχειριστή ..., δεν είναι στοιχείο ικανό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η αιτούσα και ο ... κατέστησαν συνεκμεταλλευτές του .... Ακολούθως με την υπ’ αριθμ. .../2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου απερρίφθη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της αιτούσης, με την οποία είχε ζητηθεί να επιτραπεί η άσκηση πράξεων συνδιαχειρίσεως, στην εκμεταλλευόμενη το επίμαχο ... κοινωνία, από τον ...., πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της αιτούσης, και η ρύθμιση καταστάσεως ως προς την χρήση της επωνυμίας της κοινωνίας. Λαμβάνοντας υπόψη την προαναφερθείσα απόφαση του Αρείου Πάγου, την υπ’ αυτής επικυρωθείσα εφετειακή απόφαση και την ανωτέρω υπ’ αριθμ. .../2016 απόφαση, καθώς και την από ...2016 έκθεση ελέγχου, η ΔΟΥ ... εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία προέβη σε μεταβολή της επωνυμίας της κοινωνίας, που ασκεί την εκμετάλλευση του επιμάχου ... σε “...”.

7. Επειδή, εν προκειμένω, η διαφορά που γεννάται από την προσβολή εκ μέρους της αιτούσης της πράξεως της φορολογικής αρχής περί μεταβολής στο φορολογικό μητρώο των μελών της κοινωνίας δικαιώματος που εκμεταλλεύεται την ... “...” είναι ακυρωτική, καθ' όσον δεν συνάπτεται στενώς και αναγκαίως με σχετική ατομική φορολογική υποχρέωσή της (πρβλ. ΣτΕ 1215/2017, 1032/2016, 3829, 4603/2012, 2106/2015, πρβλ. ΣτΕ 2062/1968 Ολ., ΣτΕ 236/1998, 834/2010 Ολ., ΣτΕ 1185/2010, καθώς και ΣτΕ 2560, ΣτΕ 3617/2004, ΣτΕ 582/2011). Επομένως, η κατ’ άρθρον 63 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170) άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, που προβλέπεται για την περίπτωση άσκησης προσφυγής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (άρθρο 63 παρ. 8), δεν ισχύει για την περίπτωση άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως, όπως εν προκειμένω, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων εκ μέρους των παρεμβαινουσών.

8. Επειδή, υπό τα εκτεθέντα ανωτέρω δεδομένα, η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία στο μητρώο της αρμόδιας ΔΟΥ διεγράφη από την επωνυμία της κοινωνίας, η οποία εκμεταλλεύεται το προαναφερθέν ..., η αιτούσα εταιρεία, είναι πλημμελώς αιτιολογημένη. Και τούτο, διότι, ναι μεν τα πολιτικά δικαστήρια έκριναν, με βάση τα πραγματικά στοιχεία που είχαν τεθεί υπόψη του Πρωτοδικείου Ηρακλείου (απόφαση Πρωτοδικείου .../2000) και του Εφετείου Κρήτης (απόφαση Εφετείου .../2011), αμετακλήτως, ότι με το υπ’ αριθμ. .../1998 συμβόλαιο δεν μεταβιβάστηκε στην αιτούσα και στον ... ποσοστό επί της επιχειρήσεως του ... και ότι, το γεγονός ότι ο  ..., μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της αιτούσας, διορίστηκε το 1998 συνδιαχειριστής του ..., χωρίς να αποδειχθεί ότι άσκησε πράγματι συνδιαχείριση με τον πραγματικό διαχειριστή ..., δεν είναι στοιχείο ικανό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η αιτούσα και ο ... κατέστησαν συνεκμεταλλευτές του .., η φορολογική, όμως, αρχή, προκειμένου να προβεί το 2016 σε μεταβολή στην, αφορώσα την εκμεταλλευόμενη το .... επιχείρηση, εγγραφή στο φορολογικό μητρώο [η οποία (μεταβολή) πρέπει, κατά τα προεκτεθέντα, να αποτυπώνει την πράγματι υφιστάμενη κατάσταση ως προς τον φορέα της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της μεταβολής] έπρεπε να ερευνήσει -συνεκτιμώντας και, ενδεχομένως, υπάρχοντα στο πληροφοριακό σύστημα Taxisnet φορολογικά στοιχεία ως προς την εν λόγω επιχείρηση και τους εμφανιζομένους ως εκμεταλλευομένους αυτήν- αν τυχόν, με βάση στοιχεία μεταγενέστερα του ανωτέρω συμβολαίου, μεταβιβάσθηκε στη συνέχεια στην αιτούσα από τους κληρονόμους των .... το φερόμενο ως ανήκον στους τελευταίους ποσοστό της επίμαχης επιχειρήσεως, ή αν πράγματι οι εν λόγω κληρονόμοι εξακολουθούν να έχουν ποσοστό στην επιχείρηση του ... και να ασχολούνται με την εκμετάλλευση αυτής. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, να απορριφθεί η παρέμβαση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη και η υπόθεση να παραπεμφθεί στην αρμόδια φορολογική αρχή για νέα κρίση, με βάση τα εκτεθέντα ανωτέρω.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Δέχεται την αίτηση.

Ακυρώνει, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό, την υπ’ αριθμ. ../..2016 πράξη της ΔΟΥ .., με την οποία μεταβλήθηκε η επωνυμία της κοινωνίας που εκμεταλλεύεται ... στην ... από “.." σε “..” και παραπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα κρίση.

Απορρίπτει την ασκηθείσα παρέμβαση.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

Επιβάλλει συμμέτρως στο Δημόσιο και στους παρεμβαίνοντες την δικαστική δαπάνη της αιτούσης, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2017 και στις 18 Σεπτεμβρίου 2019 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2019.

Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος
Ε. Σάρπ

Η Γραμματέας
Α. Ζυγουρίτσα

ΔΕΔ 3188/2019 Επιβολή τέλους επιτηδεύματος σε φορολογούμενο με νέα δραστηριότητα της οποίας ο ΚΑΔ έχει τέσσερα και επιπλέον ψηφία ίδια με τη δραστηριότητα που ασκούσε πέραν της πενταετίας

$
0
0

Καλλιθέα, 25-11-2019
Αριθμός απόφασης: 3188


ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α5

Ταχ. Δ/νση: Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κώδικας: 176 71 - Καλλιθέα
Τηλέφωνο: 213-1604538
ΦΑΞ: 213-1604567

ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπ' όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν.4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
β. Του άρθρου 10 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10-03-2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22-03-2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)», όπως αναριθμήθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει.
γ. Της ΠΟΛ 1064/2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ Β' 1440/27-4-2017).

2. Την ΠΟΛ.1069/2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

3. Την υπ' αριθμόν Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ 2759/τ.Β'/01-09-2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.

4. Την από 23-8-2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή του του , ΑΦΜ , κατοίκου , οδός κατά της με αριθμό δήλωσης και με αριθμό ειδοποίησης πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου φορολογικού έτους 2018 της Α.Α.Δ.Ε. και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.

5. Την με αριθμό δήλωσης και με αριθμό ειδοποίησης πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου φορολογικού έτους 2018 της Α.Α.Δ.Ε., της οποίας ζητείται η τροποποίηση.

6. Τις απόψεις της Δ.Ο.Υ. ΚΕΡΚΥΡΑΣ.

7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α5 όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.

Επί της από 23-8-2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής του , ΑΦΜ , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Με την με αριθμό δήλωσης και με αριθμό ειδοποίησης πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου φορολογικού έτους 2018 της Α.Α.Δ.Ε. προσδιορίστηκε στον προσφεύγοντα ποσό πληρωμής 5.521,50€, στο οποίο περιλήφθηκε και τέλος επιτηδεύματος ποσού 650€.

Ο προσφεύγων με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή αιτείται την τροποποίηση της προσβαλλόμενης πράξης, διότι δεν ασκεί πλέον το δικηγορικό επάγγελμα αλλά είναι νέος συμβολαιογράφος σε διαφορετική περιοχή από εκεί που ασκούσε δραστηριότητα και δικαιούται απαλλαγής από το τέλος επιτηδεύματος. Προς επίρρωση του ισχυρισμού του επικαλείται την εγκύκλιο / 23-4-2019.

Επειδή, όπως ορίζει το άρθρο 31 «Επιβολή τέλους επιτηδεύματος» του ν.3986/2011 (ΦΕΚ Α' 152/ 1-7-2011), με τις τροποποιήσεις του άρθρου 10 του ν.4110/2013 και του άρθρου 17 του ν.4577/2018:

«1. Οι επιτηδευματίες και οι ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα, εφόσον τηρούν βιβλία Β' ή Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ., υποχρεούνται σε καταβολή ετήσιου τέλους επιτηδεύματος, το οποίο ορίζεται ως εξής: ... γ) Για ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ ετησίως. ...

3. Εξαιρούνται από τις υποχρεώσεις καταβολής του τέλους, εκτός εάν πρόκειται για τουριστικούς τόπους, οι εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους σε χωριά με πληθυσμό έως πεντακόσιους (500) κατοίκους και σε νησιά κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους. Επίσης εξαιρούνται ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και η ατομική άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος,, εφόσον δεν έχουν παρέλθει πέντε (5) έτη από την πρώτη έναρξη εργασιών, καθώς και οι περιπτώσεις ατομικών επιχειρήσεων εφόσον για τον επιτηδευματία υπολείπονται τρία (3) έτη από το έτος της συνταξιοδότησής του. Ως έτος συνταξιοδότησης νοείται το 65ο έτος της ηλικίας.

Από το φορολογικό έτος 2018 και εφεξής εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής τέλους οι αγρότες - μέλη αγροτικών συνεταιρισμών που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 του ν. 4384/2016 (Α ' 78), οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, οι σχολικοί συνεταιρισμοί του άρθρου 46 του ν. 1566/1985 (Α ' 167), οι Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας με τη μορφή Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης ή Συνεταιρισμού Εργαζομένων, καθώς και οι επιχειρήσεις ανεξαρτήτως νομικής μορφής που βρίσκονται σε εκκαθάριση, πτώχευση ή αδράνεια.

Σε περίπτωση που η αδράνεια δεν καταλαμβάνει ολόκληρο το φορολογικό έτος εφαρμόζεται αναλογικά η παράγραφος 2.»

Επειδή, σύμφωνα με την εγκύκλιο Ε.2065/2019 «Για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος σε φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα απαιτείται η εκ μέρους τους άσκηση της αυτής κατ' αντικείμενο επαγγελματικής δραστηριότητας επί πενταετία από την οικεία έναρξη εργασιών - Συμμόρφωση με ΣτΕ 89/2019» του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.:

«Αναφορικάμε το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Το Β' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ), στο οποίο εισήχθη προσφυγή κατόπιν πράξης της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.3900/2010 (πιλοτική δίκη), κλήθηκε να εξετάσει ένα γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, το οποίο συνίσταται στο αν, κατά την έννοια του άρθρου 31 του ν.3986/2011, ελεύθερος επαγγελματίας, ο οποίος είχε, κατά το παρελθόν, προβεί στην έναρξη και άλλου επαγγέλματος, διαφορετικού του ενεστώτος επαγγέλματός του, εν συνεχεία, όμως, διέκοψε την επαγγελματική του δραστηριότητα, χωρίς να συμπληρώνει, συνολικώς, πέντε έτη άσκησης ελεύθερου επαγγέλματος, εξαιρείται από την υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος εκ μόνου του λόγου ότι η αρχική έναρξη εργασιών είχε λάβει χώρα σε χρόνο πέραν της πενταετίας από τη γένεση της φορολογικής του υποχρέωσης.

2. Το ΣτΕ, λαμβάνοντας υπόψη ότι όσοι ασκούν ελεύθερο επάγγελμα για διάστημα μικρότερο των πέντε ετών «από την πρώτη έναρξη εργασιών», θεωρούνται, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ως οικονομικά ασθενέστεροι και κατά συνέπεια μειωμένης φοροδοτικής ικανότητας, λόγω των περιορισμένων εσόδων και των αυξημένων δαπανών που απαιτούνται για την οργάνωση του επαγγέλματός τους κατά τα πέντε πρώτα έτη, καθώς και ότι με την οικεία ρύθμιση επιδιώκεται η ομαλή ένταξη των εν λόγω προσώπων στην αγορά εργασίας, με την αριθ. 89/2019 απόφασή του έκρινε τα ακόλουθα:

Κατά την αληθή έννοια των διατάξεων του άρθρου 31 παρ. 3 του ν.3986/2011, ως πρώτη έναρξη εργασιών από την οποία άρχεται κατά νόμο η πενταετής περίοδος απαλλαγής από το τέλος επιτηδεύματος νοείται η έναρξη που πραγματοποιείται στο αυτό ή συναφές ελευθέριο επάγγελμα, ήτοι σε επάγγελμα στεγαζόμενο υπό τον αυτό κωδικό στο υποσύστημα Μητρώου του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Φορολογίας (Taxisnet).

Προϋπόθεση, ως εκ τούτου, για την επιβολή τέλους επιτηδεύματος στους ελεύθερους επαγγελματίες είναι η εκ μέρους τους άσκηση της αυτής κατ' αντικείμενο επαγγελματικής δραστηριότητας επί πενταετία από της οικείας ενάρξεως εργασιών. Αντιθέτως, ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι είχαν μεν προβεί κατά το παρελθόν σε έναρξη εργασιών, πλην, όμως σε επάγγελμα διαφορετικό του ενεστώτος επαγγέλματός τους, εν συνεχεία, όμως, διέκοψαν την επαγγελματική τους δραστηριότητα εξαιρούνται επί πενταετία από την υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος για την άσκηση του νέου επαγγέλματός τους, ανεξαρτήτως του αν η αρχική έναρξη εργασιών είχε λάβει χώρα σε χρόνο προγενέστερο της πενταετίας από τη γένεση της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης και ανεξαρτήτως του αν ο υπόχρεος είχε συμπληρώσει πέντε έτη ασκήσεως της αρχικής επαγγελματικής του δραστηριότητας.

Γα την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος δεν απαιτείται, πάντως, η εν τοις πράγμασιν άσκηση του επαγγέλματος, αλλά αρκεί η προ πενταετίας έναρξη εργασιών, εφόσον εν τω μεταξύ δεν επήλθε διακοπή με δήλωση στη φορολογική αρχή της σχετικής επαγγελματικής δραστηριότητας. Σε περίπτωση, εξάλλου, που προ της συμπληρώσεως πενταετίας στην άσκηση του επαγγέλματος, υπεβλήθη δήλωση διακοπής ενώπιον της φορολογικής αρχής, τυχόν εκ νέου έναρξη εργασιών στο ίδιο κατ' αντικείμενο επάγγελμα δεν θεωρείται μεν ως πρώτη έναρξη, ο χρόνος, όμως, διακοπής δεν συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση της πενταετίας.

3. Κατά συνέπεια, προϋπόθεση για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος στους ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα αποτελεί η συμπλήρωση πενταετίας (από την οικεία έναρξη εργασιών) στην επαγγελματική δραστηριότητα και μάλιστα στο αντικείμενο για το οποίο επιβάλλεται το τέλος επιτηδεύματος. Σε περίπτωση διακοπής της ανωτέρω επαγγελματικής δραστηριότητας και έναρξης εργασιών σε διαφορετικό αντικείμενο, ως πρώτη έναρξη εργασιών, κατά την έννοια του νόμου, λογίζεται αυτή που αφορά στην άσκηση του νέου επαγγέλματος (από την οποία άρχεται η κατά νόμο πενταετής περίοδος απαλλαγής από την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος), ανεξάρτητα εάν ο υπόχρεος είχε συμπληρώσει πέντε έτη άσκησης της αρχικής επαγγελματικής του δραστηριότητας. Περαιτέρω, σε περίπτωση διακοπής και εκ νέου έναρξης εργασιών στην ίδια κατ' αντικείμενο επαγγελματική δραστηριότητα, για τη συμπλήρωση της κατά νόμο κρίσιμης πενταετίας, δε λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος διακοπής των εργασιών της επιχείρησης.

4. Βάσει της πιο πάνω ερμηνείας του ΣτΕ θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα έναρξη εργασιών σε διαφορετική κατ' αντικείμενο επαγγελματική δραστηριότητα, μόνο εφόσον δηλώνεται επαγγελματική δραστηριότητα στεγαζόμενη υπό νέο τετραψήφιο Κωδικό Αριθμό Δραστηριότητας (Κ.Α.Δ.) της Εθνικής Ονοματολονίας Οικονομικών Δραστηριοτήτων.

Συγκεκριμένα, οποιοσδήποτε ασκών επιχειρηματική δραστηριότητα έχει δηλώσει στο Υποσύστημα Μητρώου έναν ή περισσότερους τετραψήφιους κωδικούς (ως κύρια ή δευτερεύουσες δραστηριότητες) ή την ανάλυση αυτών σε υποκατηγορίες (πενταψήφιους, εξαψήφιους, οκταψήφιους κωδικούς όπου υφίστανται) και προβεί σε διακοπή της επαγγελματικής του δραστηριότητας και στη συνέχεια σε εκ νέου έναρξη εργασιών δηλώνοντας δραστηριότητα/τες (κύρια και δευτερεύουσες) στεγαζόμενη/νες υπό διαφορετικούς τετραψήφιους κωδικούς σε σχέση με τους προηγούμενους, δικαιούται την κατά νόμο πενταετή απαλλαγή από το τέλος επιτηδεύματος, δεδομένου ότι με βάση την ως άνω απόφαση του ΣτΕ για την επιβολή τέλους επιτηδεύματος απαιτείται η άσκηση της αυτής κατ' αντικείμενο επαγγελματικής δραστηριότητας επί πενταετία από της οικείας ενάρξεως εργασιών.

Περαιτέρω, σε περίπτωση που κατά την εκ νέου έναρξη εργασιών (κύριας ή/και δευτερευουσών δραστηριοτήτων), έστω και ένας από τους κωδικούς που δηλώνονται από τον φορολογούμενο είναι ίδιος με κάποιον από αυτούς της προηγούμενης επαγγελματικής του δραστηριότητας (αυτής που διέκοψε), δεν λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της διακοπής των εργασιών και ως εκ τούτου με την νέα του έναρξη δικαιούται απαλλαγής από το τέλος επιτηδεύματος για τον χρόνο που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση της πενταετίας.

Σημειώνεται ότι για τον προσδιορισμό άσκησης της αυτής ή διαφορετικής κατ' αντικείμενο επαγγελματικής δραστηριότητας προκειμένου για την εφαρμογή των ανωτέρω, λαμβάνονται υπόψη όλες οι προηγούμενες τυχόν ενάρξεις και διακοπές εργασιών επαγγελματικής δραστηριότητας που έχουν πραγματοποιηθεί από τον φορολογούμενο.

Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι η πενταετία άρχεται από την ημερομηνία έναρξης εργασιών του φορολογουμένου και όχι από την ημερομηνία των τυχόν μεταγενέστερων προσθηκών ή μεταβολών δραστηριοτήτων. Ως εκ τούτου, εάν γίνει εκ νέου έναρξη εργασιών στην ίδια (ή συναφή) δραστηριότητα με αυτή που είχε προστεθεί εκ των υστέρων, για τον προσδιορισμό του χρόνου που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση της πενταετίας λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία έναρξης των εργασιών πριν τη διακοπή και όχι η ημερομηνία της εκ των υστέρων προσθήκης/μεταβολής της ίδιας (ή συναφούς) δραστηριότητας.

Τέλος, ο έλεγχος για τη διαπίστωση εάν πρόκειται περί ίδιας ή διαφορετικής δραστηριότητας διενεργείται από τη Φορολογική Διοίκηση συγκρίνοντας τα τέσσερα πρώτα ψηφία των σχετικών Κ.Α.Δ. της Εθνικής Ονοματολογίας Οικονομικών Δραστηριοτήτων.

5. Κατόπιν των ανωτέρω, προκειμένου για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών τέλους επιτηδεύματος σε όσες περιπτώσεις πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις και αφορούν σε φορολογικά έτη στα οποία δεν έχει παραγραφεί η αξίωση επιστροφής των ανωτέρω ποσών (χρήσεις 2013 και εντεύθεν), οι φορολογούμενοι υποβάλλουν έγγραφο σχετικό αίτημα στις Δ.Ο.Υ. ώστε να εκδοθεί νέα πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου (εκκαθαριστικό σημείωμα), στην οποία δεν περιλαμβάνεται το τέλος επιτηδεύματος, κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 32 του ν.4174/2013 (Κ.Φ.Δ), χωρίς την επιβολή κυρώσεων. Διευκρινίζεται ότι τα ανωτέρω ισχύουν και για τη διαγραφή του τέλους επιτηδεύματος που θα βεβαιωθεί με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους 2018.

Ειδικά για τα φορολογικά έτη 2015 και επόμενα, εντός δύο (2) μηνών από την έκδοση της παρούσας εγκυκλίου, θα δοθεί και η δυνατότητα μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής των τροποποιητικών δηλώσεων, ώστε οι φορολογούμενοι να υποβάλλουν εκ νέου δήλωση (χωρίς ωστόσο να παρεμβαίνουν σε κάποιο από τα πεδία αυτής), προκειμένου να εκδοθεί νέα πράξη προσδιορισμού του φόρου στην οποία δεν περιλαμβάνεται το τέλος επιτηδεύματος, χωρίς την επιβολή κυρώσεων, κατά τα ανωτέρω.

6. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη ότι προ του έτους 2008 η κωδικοποίηση των επαγγελμάτων στο Μητρώο της Δ.Ο.Υ ήταν διαφορετική σε σχέση με την υφιστάμενη, οι φορολογούμενοι που είχαν πραγματοποιήσει έναρξη εργασιών βάσει της παλιάς κωδικοποίησης δεν εισέρχονται στην ηλεκτρονική εφαρμογή, αλλά μόνο προσέρχονται στη Δ.Ο.Υ., όπου απαιτείται να προσκομίζουν, μαζί με το έγγραφο αίτημά τους, και το αποδεικτικό της προηγούμενης έναρξης εργασιών που είχαν πραγματοποιήσει στην οποία περιγράφεται η τότε επαγγελματική τους δραστηριότητα, ώστε να κριθεί από τη Δ.Ο.Υ εάν πρόκειται για ίδιο ή συναφές ή, αντίθετα, διαφορετικό κατ' αντικείμενο επάγγελμα, προκειμένου να εφαρμοστούν οι διατάξεις περί απαλλαγής από το τέλος επιτηδεύματος σύμφωνα με την ανωτέρω ερμηνεία του ΣτΕ.»

Επειδή, όπως προκύπτει από το σύστημα Taxis, ο προσφεύγων έχει προβεί στις παρακάτω μεταβολές αναφορικά με την επιχειρηματική του δραστηριότητα:

Κωδικός δραστηριότητας Περιγραφή Έναρξη Διακοπή
69101000 ΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ (ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ) 26/1/2011 28/6/2017
69101600 ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ 28/6/2017
85411000 ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΕΤΑΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΜΗ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ 9/12/2016 6/8/2018
85411200 ΑΛΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΕΤΑΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΜΗ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ 6/8/2018
85411400 ΑΛΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΕΤΑΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΜΗ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ 6/8/2018
85591304 ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΕΝΤΡΟΥ Η ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ 17/11/2016 9/12/2016


Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο προσφεύγων έκανε έναρξη δραστηριότητας με αντικείμενο «ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ», η οποία έχει κωδικό δραστηριότητας με τα πρώτα τέσσερα και επιπλέον ψηφία ίδια με τη δραστηριότητα με αντικείμενο «ΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ (ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ)» που ξεκίνησε στις 26/1/2011. Ως εκ τούτου, από την 26/1/2011 είχε παρέλθει πενταετία.

Κατόπιν των ανωτέρω διατάξεων και οδηγιών, ορθά επιβλήθηκε τέλος επιτηδεύματος στον προσφεύγοντα για το φορολογικό έτος 2018 και το αίτημα του προσφεύγοντα για μη επιβολή τέλους επιτηδεύματος απορρίπτεται ως αβάσιμο.

Αποφασίζουμε

Την απόρριψη της με αριθμό /23-8-2019 ενδικοφανούς προσφυγής του με ΑΦΜ

Οριστική φορολογική υποχρέωση - καταλογιζόμενο ποσό με βάση την παρούσα απόφαση:

Ποσό πληρωμής βάσει της με αριθμό δήλωσης: 5.521,50€



Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί από αρμόδιο όργανο με τη νόμιμη διαδικασία, στον υπόχρεο.



ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Α5
ΕΛΠΙΔΑ ΝΙΝΟΥ

Ακριβές Αντίγραφο
Υπάλληλος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης

Σ η μ ε ί ω σ η : Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.

Άρθρα Θα πρέπει να καταχωρηθεί αναβαλλόμενος φόρος - έσοδο, (deferred tax asset) επί των καταχωριζομένων αναμενόμενων ζημιών πιστώσεων (expected credit losses) που προβλέπονται από το IFRS 9; ΣΟΛ ΑΕ

$
0
0

Αναδημοσίευση από το Ενημερωτικό Δελτίο Οκτωβρίου 2019 της ΣΟΛ Α.Ε.
www.solcrowe.gr

ΕΡΩΤΗΜΑ

Ανώνυμη Εταιρεία που συντάσσει τις οικονομικές της καταστάσεις σύμφωνα με το λογιστικό πλαίσιο των ΔΠΧΑ καταχωρίζει στα λογιστικά βιβλία, κρατήσεις για αναμενόμενες ζημίες πιστώσεων από εμπορικές απαιτήσεις, σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 9, οι οποίες είναι αρκετά υψηλές.

Παράλληλα στα φορολογικά βιβλία, σχηματίζει προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 26 του Ν.4172/2013 φορολογικά αναγνωρίσιμες.

Επί της εκάστοτε συνολικής διαφοράς μεταξύ λογιστικής και φορολογικής βάσης υπολογίζει αναβαλλόμενο φόρο (έσοδο) προσαυξάνοντας τα αποτελέσματα χρήσεως, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα αυξάνεται η κράτηση στα βιβλία κατά Δ.Π.Χ.Α., ενώ στα φορολογικά βιβλία ελάχιστα μεταβάλλεται η πρόβλεψη που σχηματίζεται σύμφωνα με τις φορολογικές διατάξεις.

Ορθά ακολουθεί τον ανωτέρω χειρισμό, λαμβανομένου υπόψη ότι είναι πολύ πιθανόν να μη συντελεστεί η ανακτησιμότητα αυτού του φόρου;

ΓΝΩΜΗ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ

Σύμφωνα με την παράγραφο 5 του ΔΛΠ 12:

«Αναβαλλόμενα φορολογικά περιουσιακά στοιχεία είναι τα ποσά των φόρων εισοδήματος που είναι ανακτήσιμα σε μελλοντικές περιόδους και αφορούν σε:

α) εκπεστέες προσωρινές διαφορές·

β) μεταφερόμενες αχρησιμοποίητες φορολογικές ζημιές και

γ) μεταφερόμενους αχρησιμοποίητους πιστωτικούς φόρους

Προσωρινές διαφορές είναι οι διαφορές μεταξύ της λογιστικής αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης στον ισολογισμό και της φορολογικής βάσης του. Οι προσωρινές διαφορές μπορεί να είναι:

α) φορολογητέες προσωρινές διαφορές οι οποίες είναι προσωρινές διαφορές που θα καταλήξουν σε φορολογητέα ποσά κατά τον προσδιορισμό του φορολογητέου κέρδους (της φορολογικής ζημίας) των μελλοντικών περιόδων, όταν η λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης ανακτάται ή τακτοποιείται ή

β) εκπεστέες προσωρινές διαφορές οι οποίες είναι προσωρινές διαφορές που θα καταλήξουν σε ποσά που είναι εκπεστέα κατά τον προσδιορισμό του φορολογητέου κέρδους (φορολογικής ζημίας) των μελλοντικών περιόδων, όταν η λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης ανακτάται ή τακτοποιείται.

Η φορολογική βάση περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης είναι το ποσό που αποδίδεται σε αυτό το περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση για φορολογικούς σκοπούς
.».

Τέλος, σύμφωνα με τις παραγράφους 24 και 25 του ΔΛΠ 12:

«Για όλες τις εκπεστέες προσωρινές διαφορές αναγνωρίζεται ένα αναβαλλόμενο φορολογικό περιουσιακό στοιχείο, στην έκταση που είναι πιθανό ότι θα υπάρχει διαθέσιμο φορολογητέο κέρδος έναντι του οποίου η εκπεστέα προσωρινή διαφορά μπορεί να χρησιμοποιηθεί,……………».

«……………Ομοίως, αν η λογιστική αξία ενός περιουσιακού στοιχείου είναι μικρότερη από τη φορολογική βάση του, η διαφορά δημιουργεί ένα αναβαλλόμενο φορολογικό περιουσιακό στοιχείο, το οποίο θα είναι ανακτήσιμο σε μελλοντικές περιόδους.».

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εταιρία μπορεί να καταχωρίσει μία αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση για τη διαφορά ανάμεσα στο ποσό της αναμενόμενης ζημίας πιστώσεων και της φορολογικής πρόβλεψης που προβλέπεται από το άρθρο 26 του ν.4172/2013, μόνο στην περίπτωση που αναμένει φορολογικά κέρδη στις επόμενες χρήσεις και ταυτόχρονα εκτιμά ότι το ποσό της αναμενόμενης ζημίας πιστώσεων θα εκπεσθεί στο μέλλον.

Εφόσον για το ποσό των αναμενόμενων ζημιών πιστώσεων η Διοίκηση της εταιρίας δεν προτίθεται να προβεί σε κατάλληλες ενέργειες, όπως απαιτεί το άρθρο 26 του Ν. 4172/2013, για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης στο σύνολό του, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα υπολογισθεί επί της διαφοράς ανάμεσα στη φορολογική πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων και στις αναμενόμενες ζημίες πιστώσεων που η Διοίκηση εκτιμά ότι θα καταστεί δυνατό να εκπεσθούν στο μέλλον.

Το ποσό των αναμενόμενων ζημιών πιστώσεων, για το οποίο η Διοίκηση της εταιρίας δεν προτίθεται να προβεί σε κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξής του, αποτελεί μόνιμη διαφορά και συνεπώς δεν θα υπολογισθεί αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση επί της διαφοράς αυτής.

93834/5671/2019 Τροποποίηση της υπουργικής απόφασης οικ. 48288/2635/2019 «Έναρξη λειτουργίας του Ηλεκτρονικού Συστήματος Καταχώρισης Βεβαιώσεων Μεταχειρισμένων Οχημάτων» (Β΄ 2550)

$
0
0
Αριθμ. οικ. 93834/5671/2019

(ΦΕΚ Β' 4949/31-12-2019)

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
 
Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) των παρ. 1α και 6 (εδάφιο α) του άρθρου 46 του ν. 4530/2018 «Ρυθμίσεις θεμάτων μεταφορών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 59),
β) του άρθρου 90 του Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, που κωδικοποιήθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α΄ 98),
γ) του άρθρου 5 του ν. 3469/2006 «Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 131),
δ) των άρθρων 2, 3, και 4 του ν. 3861/2010 «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο “Πρόγραμμα ΔΙΑΥΓΕΙΑ” και άλλες διατάξεις» (Α΄ 112),
ε) του π.δ. 83/2019 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 121),
στ) του π.δ. 123/2017 «Οργανισμός του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών» (Α΄ 151),
ζ) της με αριθμ. ΔΝΣα/οικ.59172/7775/ΦΝ459/2019 απόφασης του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Υποδομών και Μεταφορών Ιωάννη Κεφαλογιάννη» (Β΄ 3058).

2. Την ανάγκη μετάθεσης της ημερομηνίας ισχύος της εν θέματι απόφασης, καθόσον μέχρι τη νέα ημερομηνία θα έχει κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή σχέδιο νόμου στο οποίο μεταξύ άλλων θα τροποποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 46 του ν. 4530/2018.

3. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Την τροποποίηση του προτελευταίου εδαφίου της υπουργικής απόφασης οικ. 48288/2635/2019, ως εξής:
«Η ισχύς της παρούσας αρχίζει την 01-03-2020».

Κατά τα λοιπά, η αριθμ. οικ. 48288/2635/2019 απόφαση εξακολουθεί να ισχύει ως έχει.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
 
Παπάγου, 24 Δεκεμβρίου 2019

Ο Υφυπουργός
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΕΦΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ


2463 ΕΞ 2020 Παράταση προθεσμίας αγοράς πετρελαίου εσωτερικής καύσης θέρμανσης για τη χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης για την χειμερινή περίοδο 2019/2020.

$
0
0
Αριθμ. 2463 ΕΞ 2020

Παράταση προθεσμίας αγοράς πετρελαίου εσωτερικής καύσης θέρμανσης για τη χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης για την χειμερινή περίοδο 2019/2020.

(ΦΕΚ Τεύχος B’ 10/10.01.2020)

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ KAI
ΟΙ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α΄ 98).
2. Τις διατάξεις του π.δ. 142/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α΄ 181).
3. Το π.δ. 83/2019 (Α΄ 121) «Διορισμός Αντιπροέδρου Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
4. Τις διατάξεις του π.δ. 80/2016 «Ανάληψη υποχρεώσεων από τους Διατάκτες» (Α΄ 145).
5. Την Υ1/2019 απόφαση του Πρωθυπουργού «Καθορισμός σειράς τάξης των Υπουργείων» (Β΄ 2901).
6. Την Υ2/2019 απόφαση του Πρωθυπουργού «Σύσταση θέσεων Αναπληρωτή Υπουργού και Υφυπουργών» (Β΄ 2901).
7. Την 339/2019 απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών περί Ανάθεσης αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Οικονομικών Απόστολο Βεσυρόπουλο και την με αριθμ. 340/2019 απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών περί Ανάθεσης αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Οικονομικών Θεόδωρο Σκυλακάκη (Β΄3051).
8. Τις διατάξεις: α) του Κεφαλαίου Α’ «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του ν. 4389/2016 (Α΄ 94) και ειδικότερα του άρθρου 7, της παρ. 1 του άρθρου 14, του άρθρου 37 και του άρθρου 41 αυτού και β) της Δ.ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (Β’ 968)».
9. Την Δ.ΟΡΓ.Α 1061722 ΕΞ 2019/23-04-2019 (Β’ 1460) απόφαση με θέμα: «Τροποποίηση και συμπλήρωση της αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10-03-2017 (Β’ 968 και 1238) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), ως προς τη σύσταση Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Γ.Δ.ΗΛΕ.Δ.)».
10. Την Δ.ΟΡΓ.Α 1086537 ΕΞ 2019/13-06-2019 (Β’ 2482) απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., με θέμα: «Ανακαθορισμός του χρόνου έναρξης λειτουργίας των Γενικών Διευθύνσεων Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Γ.Δ.ΗΛΕ.Δ.) και Ανθρώπινου Δυναμικού και Οργάνωσης (Γ.Δ.Α.Δ.Ο.) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) και των υπηρεσιών που υπάγονται σε αυτές».
11. Την ΔΔΑΔ Γ 1103601 ΕΞ 2019/18-07-2019 απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. με θέμα: «Επιλογή και τοποθέτηση Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».
12. Τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α΄).
13. Τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄).
14. Τις διατάξεις του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της οδηγίας 2011/85/ΕΕ) –δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις».
15. Την περιπτ. α της παρ. 2 του άρθρου 73 και της παρ. 9 του άρθρου 147 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄), όπως ισχύει, καθώς και το άρθρο 36 παρ. 8β΄ του ν. 3986/2011 (ΦΕΚ 152 Α΄).
16. Το άρθρο 23 του ν. 3427/2005 (ΦΕΚ 312 Α΄), όπως ισχύει.
17. Τις διατάξεις του ν. 4549/2018 (105 Α΄) περί μεταξύ άλλων «μεσοπρόθεσμου πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019 – 2022».
18. Τα άρθρα 1 και 2Β του ν. 3852/2010 (ΦΕΚ 87 Α’), όπως ισχύουν.
19. Τις διατάξεις του ν. 4172/2013 (ΦΕΚ 167 Α’).
20. Τις διατάξεις του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ 170 Α΄).
21. Τις διατάξεις του ν. 4223/2013 (ΦΕΚ 287 Α΄), όπως ισχύουν.
22. Την υποπαράγραφο Α.1 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις (Α΄ 85)».
23. Τις διατάξεις του μέρους Β, άρθρου 3, παρ. Γ, υποπαρ. 2.1, υποπερ. ια, του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ 94 Β΄) «Συνταξιοδοτικές διατάξεις Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στα-θερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της συμφωνίας».
24. Την αριθμ. 1019446/113/0015/ΠΟΛ.1034/2008 Α.Υ.Ο. (ΦΕΚ 307 Β΄), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
25. Την αριθμ. ΠΟΛ.1236/2018 (ΦΕΚ 5864/Β’/28-12-2018).
26. Την αριθμ. Δ5Α 1167754 ΕΞ 5.12.2012 Α.Υ.Ο. με θέμα: «Ανάθεση πληρωμής του επιδόματος θέρμαν- σης προς τους δικαιούχους-καταναλωτές πετρελαίου θέρμανσης εσωτερικής καύσης (DIESEL)» (ΦΕΚ 3249/ Β΄/2012).
27. Την αριθμ. 1404/2019 (ΦΕΚ Β΄ 4216/19.11.2019) απόφαση του Υπουργού και των Υφυπουργών Οικονομικών με θέμα: «Χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης για την χειμερινή περίοδο 2019/2020 και καθορισμός του ύψους, των δικαιούχων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας χορήγησης αυτού».
28. Την ανάγκη παράτασης της προθεσμίας αγοράς πετρελαίου εσωτερικής καύσης θέρμανσης για την χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών.
29. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται επιπλέον δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού σε σχέση με την ήδη προβλεφθείσα δαπάνη στην αριθμ. 1404/2019 (ΦΕΚ Β' 4216/19.11.2019) απόφαση.
Δεδομένου ότι το ύψος της συνολικής δαπάνης εξαρτάται από πραγματικά γεγονότα (δικαιούχους και καταναλώσεις πετρελαίου) τυχόν επιπλέον δαπάνη δύναται να καλυφθεί με επιπλέον μεταφορά πιστώσεων στον αναφερόμενο στην ανωτέρω απόφαση ΚΑΕ του τακτικού προϋπολογισμού των Γενικών Κρατικών Δαπανών, αποφασίζουμε:

1. Η τέταρτη παράγραφος του άρθρου 3 της αριθμ. 1404/2019 (ΦΕΚ Β΄ 4216/19.11.2019) απόφασης του Υπουργού και των Υφυπουργών Οικονομικών, τροποποιείται ως εξής:

«Το επίδομα χορηγείται υπό τον όρο ο δικαιούχος να πραγματοποιήσει αγορές πετρελαίου εσωτερικής καύσης θέρμανσης υπολογισθείσας αξίας, μεγαλύτερης ή ίσης με το διπλάσιο του ανωτέρου επιδόματος, από 15 Οκτωβρίου 2019 έως και 31 Ιανουαρίου 2020. Σε περίπτωση που η υπολογισθείσα αξία αγοράς υπολείπεται του ανωτέρω ορίου, ο δικαιούχος λαμβάνει επίδομα ίσο με το ήμισυ (1/2) της υπολογισθείσας αξίας των αγορών που πραγματοποίησε το ίδιο διάστημα.»

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 της ως άνω απόφασης τροποποιείται ως εξής:

«1. Επίδομα χορηγείται στα φυσικά πρόσωπα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 της παρούσας, για τις αγορές πετρελαίου εσωτερικής καύσης θέρμανσης που πραγματοποιούνται από 15 Οκτωβρίου 2019 μέχρι και 31 Ιανουαρίου 2020 μετά από σχετική αίτηση που αρμοδίως υποβάλλεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου, μέχρι και 20 Δεκεμβρίου 2019.».

3. Η περίπτωση α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 5 της ως άνω απόφασης τροποποιείται ως εξής:

«α) Το ποσό επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης καταβάλλεται εξ ολοκλήρου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019 για το σύνολο των αιτούντων δικαιούχων, ανεξαρτήτως αγορών πετρελαίου εσωτερικής καύσης θέρμανσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6 της παρούσας.
Μετά τις 15 Φεβρουαρίου 2020 και όχι αργότερα από τις 30 Απριλίου 2020, πραγματοποιείται διασταύρωση των αγορών πετρελαίου θέρμανσης με βάση τα υποβληθέντα φορολογικά στοιχεία στο ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης πετρελαίου θέρμανσης από τα μέλη ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ. και επαναϋπολογισμός του ποσού επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης του κάθε δικαιούχου εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 3 και 6 της παρούσας.
Για τις περιπτώσεις που προκύψουν διαφορές μεταξύ του αρχικά καταβληθέντος ποσού και του επαναϋπολογισθέντος εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 της παρούσας.
Για αιτήσεις που εμπίπτουν στα άρθρα 6 και 7 της παρούσας και εφόσον διαπιστωθεί ότι ο αιτών είναι δικαιούχος, το ποσό του επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης δύναται να καταβάλλεται έως 30 Σεπτεμβρίου 2020.».

4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 7 της ως άνω απόφασης τροποποιείται ως εξής:

«1. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης του ενδιαφερόμενου ή χορήγησης επιδόματος μικρότερου του αιτούμενου ή   αμφισβήτησης των αποτελεσμάτων της επεξεργασίας, δύναται ο ενδιαφερόμενος να υποβάλει αίτηση επανεξέτασης αποκλειστικά εγγράφως προς τη Διεύθυνση Επιχειρησιακών Διαδικασιών (ΔΙ.ΕΠΙ.ΔΙ.), Χανδρή 1 και Θεσσαλονίκης, ΤΚ 18346, Μοσχάτο ή μέσω της θυρίδας του TAXISnet (επιλογή «Ερωτήματα προς Α.Α.Δ.Ε.», θεματική κατηγορία «Επίδομα Πετρελαίου Θέρμανσης») μέχρι τις 31 Μαΐου 2020, στην οποία θα τεκμηριώνει τους λόγους ένστασης.».

Η απόφαση αυτή ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 10 Ιανουαρίου 2020

Ο Υπουργός
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΪΚΟΥΡΑΣ
Ο Υφυπουργός Ο Υφυπουργός
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ
ΒΕΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΣΚΥΛΑΚΑΚΗΣ

ΔΤΔ Α 1002472 ΕΞ2020 Είσοδος εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης – Προσκόμιση των εμπορευμάτων στο τελωνείο – Προσωρινή εναπόθεση εμπορευμάτων

$
0
0
Αθήνα, 7 Ιανουαρίου 2020
Αριθ. Πρωτ.: ΔΤΔ Α 1002472 ΕΞ 2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ & ΕΦΚ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α΄

Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
ΠΡΟΣ Ως προς τον πίνακα διανομής
Ταχ. Κώδικας : 101 84 Αθήνα
Πληροφορίες : Σ. Δροσοπούλου
Τηλέφωνο : 2106987453
E-Mail : d19diadi@otenet.gr
Url : www.aade.gr

ΘΕΜΑ: Είσοδος εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης – Προσκόμιση των εμπορευμάτων στο τελωνείο – Προσωρινή εναπόθεση εμπορευμάτων

ΣΧΕΤ. : 1) Η αριθμ. ΔΤΔ 1068514 ΕΞ2016/28.04.2016 ΕΔΥΟ «Προσωρινή εναπόθεση εμπορευμάτων σε εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης ή άλλους εγκεκριμένους χώρους - Προϋποθέσεις, όροι, διαδικασία λειτουργίας εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης εμπορευμάτων υπό την διαχείριση άλλων, πλην των Τελωνειακών Αρχών φυσικών ή νομικών προσώπων και προϋποθέσεις και όροι έγκρισης άλλων, εκτός των εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης χώρων, για την προσωρινή εναπόθεση εμπορευμάτων»
2) Η αριθμ. ΔΤΔ Δ 1055219 ΕΞ 2017/5.04.2017 εγκύκλιος Α.Α.Δ.Ε «Οδηγίες για την έκδοση άδειας συνολικής εγγύησης στα πλαίσια εφαρμογής του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα Καν.952/2013 (ΕνΤΚ/UCC)»
3) Η αριθμ. ΔΤΔ Α 1121586 ΕΞ 2017/ 09.08.2017 εγκύκλιος Α.Α.Δ.Ε «ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ –ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΚΡΟΑΣΗΣ»
4) Η αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1036960/22.03.2017 ΑΥΟ «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων»
5) Η αριθμ. Δ19Α 5041331/28.11.2013 Δ.Υ.Ο «Οδηγίες για την υποβολή και διαχείριση των παραστατικών του Υποσυστήματος Δηλωτικών, με τη θέση σε παραγωγική λειτουργία του νέου πληροφοριακού συστήματος Τελωνείων ICISnet»
Σε συνέχεια της ανωτέρω 1)σχετικής ΕΔΥΟ και λαμβάνοντας υπόψη τις ουσιαστικές τροποποιήσεις των διατάξεων του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα που αφορούν την είσοδο και προσωρινή εναπόθεση των εμπορευμάτων, με στόχο τη διευκόλυνση των οικονομικών φορέων, και των Τελωνειακών αρχών, με την παρούσα συγκεντρώνονται σε μία εγκύκλιο όλες οι διατάξεις που αφορούν στην υπαγωγή/παραμονή εμπορευμάτων σε προσωρινή εναπόθεση, στη λήξη αυτής και στις διαδικασίες αφενός έκδοσης άδειας λειτουργίας εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης και αφετέρου έγκρισης/καθορισμού άλλων χώρων για την προσωρινή εναπόθεση εμπορευμάτων και παρέχονται οδηγίες για ομοιόμορφη εφαρμογή.

ΟΡΙΣΜΟΙ

1. «Ενωσιακός Τελωνειακός Κώδικας» (Ε.Τ.Κ): Ο Κανονισμός 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Ενωσιακού Τελωνειακού κώδικα.

2. «Εθνικός Τελωνειακός κώδικας» : Ν.2960/2001 (ΦΕΚ Α 265/22-11-2001).

3. «ενωσιακά εμπορεύματα»: τα εμπορεύματα που υπάγονται σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες:
α) εμπορεύματα που παράγονται εξ ολοκλήρου στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, χωρίς να ενσωματώνονται σε αυτά εμπορεύματα που εισάγονται από χώρες ή εδάφη εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης,
β) εμπορεύματα που έχουν εισαχθεί στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης από χώρες ή εδάφη εκτός του εν λόγω εδάφους και τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία,
γ) εμπορεύματα που λαμβάνονται ή παράγονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, είτε αποκλειστικά από εμπορεύματα που αναφέρονται στο στοιχείο β) είτε από εμπορεύματα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β).

4. «μη ενωσιακά εμπορεύματα»: εμπορεύματα άλλα από εκείνα που αναφέρονται στο σημείο 3 ή που έχουν απολέσει τον τελωνειακό τους χαρακτήρα ως ενωσιακά εμπορεύματα.

5. «τελωνειακός χαρακτήρας»: ο χαρακτήρας εμπορεύματος ως ενωσιακού ή μη ενωσιακού.

6. «τελωνειακή επιτήρηση»: ενέργειες στις οποίες προβαίνουν γενικά οι τελωνειακές αρχές, ώστε να εξασφαλίζουν την τήρηση της τελωνειακής νομοθεσίας και, ενδεχομένως, άλλων διατάξεων που ισχύουν για τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο αυτών των ενεργειών·

7. «πρόσωπο εγκατεστημένο εντός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης»:
α) εάν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, κάθε πρόσωπο που έχει τη συνήθη κατοικία του στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης,
β) εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων, κάθε πρόσωπο που έχει στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης την καταστατική του έδρα, την κεντρική του διοίκηση ή μόνιμη επιχειρηματική εγκατάσταση.

8. «μόνιμη επιχειρηματική εγκατάσταση»: σταθερός τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας στον οποίο βρίσκονται σε μόνιμη βάση οι αναγκαίοι ανθρώπινοι και τεχνικοί πόροι και μέσω του οποίου πραγματοποιούνται εν όλω ή εν μέρει οι σχετικές με τα τελωνεία πράξεις ενός προσώπου.

9. «κάτοχος των εμπορευμάτων»: το πρόσωπο που έχει την κυριότητα των εμπορευμάτων ή παρεμφερές δικαίωμα διάθεσής τους ή που ασκεί φυσικό έλεγχο επ’ αυτών.

10. «προσωρινή εναπόθεση»: η κατάσταση μη ενωσιακών εμπορευμάτων τα οποία αποθηκεύονται προσωρινά υπό τελωνειακή επιτήρηση για το διάστημα μεταξύ της προσκόμισής τους στο τελωνείο και της υπαγωγής τους σε τελωνειακό καθεστώς ή της επαναγωγής τους.

11. «απόφαση»: κάθε πράξη των τελωνειακών αρχών που αφορά την τελωνειακή νομοθεσία και ρυθμίζει μια συγκεκριμένη υπόθεση και η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.

12. «Εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης»: οι αποθήκες ή οι χώροι προσωρινής εναπόθεσης εμπορευμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 148 του Ενωσιακού Κώδικα. Για τους σκοπούς της παρούσας ως εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης νοούνται οι εγκαταστάσεις υπό την διαχείριση άλλων, πλην των Τελωνειακών Αρχών φυσικών ή νομικών προσώπων.

13. «άλλοι χώροι που έχουν καθορίσει ή εγκρίνει οι Τελωνειακές αρχές»: χώροι που χρησιμοποιούνται για την προσωρινή εναπόθεση των εμπορευμάτων, οι οποίοι δεν είναι εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης, όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 148 του Ενωσιακού Κώδικα.

14. «χώροι προσωρινής εναπόθεσης» : Οι εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης και οι άλλοι χώροι που έχουν καθορίσει ή εγκρίνει οι Τελωνειακές αρχές για την προσωρινή εναπόθεση των εμπορευμάτων.

15. «Διαχειριστής»/ Δικαιούχος της απόφασης: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο υπό την εκμετάλλευση και διαχείριση του οποίου λειτουργεί συγκεκριμένη εγκατάσταση προσωρινής εναπόθεσης και στο όνομα του οποίου εκδίδεται η άδεια λειτουργίας αυτής.

16. «Αρμόδιο Τελωνείο»: το τελωνείο στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου βρίσκονται οι αποθηκευτικές εγκαταστάσεις.

17. «Αρμόδια για τη λήψη απόφασης Τελωνειακή Αρχή»: Οι Τελωνειακές Περιφέρειες Αττικής, Θεσσαλονίκης και Αχαΐας καθώς επίσης και τα Τελωνεία που ασκούν αρμοδιότατα Τελωνειακής Περιφέρειας για την έκδοση αδειών λειτουργίας εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης, σύμφωνα με την ανωτέρω 4)σχετική.

18. «διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης»: η πράξη με την οποία ένα πρόσωπο δηλώνει, με τους απαιτούμενους τύπους και διαδικασίες, ότι εμπορεύματα βρίσκονται σε προσωρινή εναπόθεση.

ΜΕΡΟΣ Α – ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ Ε.Ε, ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΗ ΣΤΟ ΤΕΛΩΝΕΙΟ, ΘΕΣΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΝΑΠΟΘΕΣΗ ΚΑΙ ΛΗΞΗ ΑΥΤΗΣ.

Α. Είσοδος εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης/τελωνειακή επιτήρηση (άρθρο 134 Ε.Τ.Κ)

Τα εμπορεύματα που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης υπόκεινται σε τελωνειακή επιτήρηση από τη στιγμή της εισόδου τους και μπορεί να υποβάλλονται σε τελωνειακούς ελέγχους, ενώ παραμένουν υπό την επιτήρηση αυτή για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο προκειμένου να καθορισθεί ο τελωνειακός τους χαρακτήρας.

Ειδικότερα :
  •  Τα ενωσιακά εμπορεύματα, με την επιφύλαξη του άρθρου 154 Ε.Τ.Κ, περί των περιπτώσεων απώλειας του τελωνειακού χαρακτήρα τους ως ενωσιακών, δεν θα υπόκεινται σε τελωνειακή επιτήρηση μόλις καθορισθεί ο τελωνειακός τους χαρακτήρας.
  •  Τα μη ενωσιακά εμπορεύματα παραμένουν υπό τελωνειακή επιτήρηση είτε μέχρι να αλλάξει ο τελωνειακός τους χαρακτήρας είτε μέχρι να εξέλθουν από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης ή μέχρι να καταστραφούν.

Β. Προσκόμιση των εμπορευμάτων στο Τελωνείο (άρθρο 139 Ε.Τ.Κ)

Τα εμπορεύματα που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης προσκομίζονται αμέσως μετά την άφιξή τους στα καθορισθέντα τελωνεία ή σε οποιονδήποτε άλλο χώρο που καθορίζουν ή εγκρίνουν οι τελωνειακές αρχές, ή στην ελεύθερη ζώνη.
Ως προσκόμιση των εμπορευμάτων στο τελωνείο νοείται η γνωστοποίηση στις τελωνειακές αρχές σχετικά με την άφιξη εμπορευμάτων στο τελωνείο ή σε οποιοδήποτε άλλο τόπο έχει καθοριστεί/εγκριθεί από τις τελωνειακές αρχές ή στην Ελεύθερη Ζώνη και η θέση αυτών των εμπορευμάτων στη διάθεση των εν λόγω αρχών για τελωνειακό έλεγχο.

Η προσκόμιση των εμπορευμάτων γίνεται από ένα από τα ακόλουθα πρόσωπα :
  •  το πρόσωπο που τα έφερε στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, ή
  •  το πρόσωπο εξ ονόματος ή για λογαριασμό του οποίου ενήργησε το πρόσωπο που τα έφερε στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης ή
  •  το πρόσωπο που ανέλαβε την ευθύνη της μεταφοράς τους μετά την είσοδό τους στο έδαφος της Ένωσης.

Ανεξάρτητα από τις υποχρεώσεις των ανωτέρω προσώπων, τα εμπορεύματα μπορούν να προσκομίζονται επίσης από ένα από τα ακόλουθα πρόσωπα:

  •  κάθε πρόσωπο που υπάγει αμέσως τα εμπορεύματα σε τελωνειακό καθεστώς,
  •  τον κάτοχο άδειας λειτουργίας των εγκαταστάσεων αποθήκευσης ή κάθε άλλο πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητες σε ελεύθερη ζώνη.

Προκειμένου να επιτραπεί η προσκόμιση των εμπορευμάτων όχι σε χώρο Τελωνείου, αλλά σε οποιοδήποτε άλλο χώρο εγκρίνουν οι Τελωνειακές αρχές πρέπει να ικανοποιούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

  • να πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 148 παράγραφοι 2 και 3 του Ε.Τ.Κ και του άρθρου 117 του κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμού αρ.2015/2446·
  • τα εμπορεύματα να διασαφίζονται για τελωνειακό καθεστώς ή να επανεξάγονται το αργότερο 3 ημέρες μετά την προσκόμισή τους ή το αργότερο 6 ημέρες μετά την προσκόμισή τους στην περίπτωση εγκεκριμένου παραλήπτη, που αναφέρεται στο άρθρο 233 παράγραφος 4 στοιχείο β) του Ε.Τ.Κ, εκτός αν οι τελωνειακές αρχές απαιτήσουν τον έλεγχο των εμπορευμάτων δυνάμει του άρθρου 140 παράγραφος 2 του Ε.Τ.Κ.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, προκειμένου να προσκομισθεί εμπόρευμα απευθείας σε χώρο που έχουν εγκρίνει οι Τελωνειακές αρχές και να παραμείνει εκεί σε κατάσταση προσωρινής εναπόθεσης, απαιτείται η παροχή σχετικής έγκρισης των Τελωνειακών αρχών η οποία αφορά τόσο το σκέλος της προσκόμισης των εμπορευμάτων όσο και της υπαγωγής και παραμονής τους σε προσωρινή εναπόθεση στον χώρο αυτό. Η προαναφερθείσα έγκριση παρέχεται υπό την προϋπόθεση τήρησης των ανωτέρω κοινών προϋποθέσεων. (βλ. παράγραφο Δ, σημείο 5.2.1)

Δεν απαιτείται παροχή έγκρισης, όταν η προσκόμιση γίνεται σε εγκατάσταση προσωρινής εναπόθεσης υπό τη διαχείριση τρίτων προσώπων, σε Ελεύθερη Ζώνη ή σε χώρο που έχει καθοριστεί από τις Τελωνειακές αρχές ως χώρος προσωρινής εναπόθεσης εμπορευμάτων.
Όσον αφορά τα διαφορετικά είδη χώρων εναπόθεσης εμπορευμάτων, αυτά αναλύονται εκτενώς στο σημείο Δ - παράγραφος 5 του Μέρους Α της παρούσας.

Γ. Μη υποχρέωση προσκόμισης των εμπορευμάτων στο Τελωνείο (παρ.2 άρθρου 139 Ε.Τ.Κ)

Δεν προσκομίζονται στο τελωνείο τα εμπορεύματα που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης διά θαλάσσιας ή αεροπορικής οδού τα οποία:

  • παραμένουν στα ίδια μεταφορικά μέσα προς περαιτέρω μεταφορά. Τα εν λόγω εμπορεύματα προσκομίζονται στο τελωνείο μόνο του λιμένα ή του αερολιμένα στον οποίο εκφορτώνονται ή μεταφορτώνονται.
  • εκφορτώνονται και φορτώνονται εκ νέου στα ίδια μεταφορικά μέσα κατά το ταξίδι τους, προκειμένου να επιτραπεί η εκφόρτωση ή φόρτωση άλλων εμπορευμάτων.

Επισήμανση : Η νομοθετική δέσμη του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα προβλέπει την υποβολή συγκεκριμένου συνόλου δεδομένων, μέσω μηνύματος, με το οποίο θα γνωστοποιούνται στο Τελωνείο οι σχετικές με την προσκόμιση των εμπορευμάτων πληροφορίες.
Προς το παρόν και δεδομένου ότι διανύουμε μεταβατική περίοδο, μέχρι την αναβάθμιση του ICISnet, οι πληροφορίες της προσκόμισης και της προσωρινής εναπόθεσης υποβάλλονται μαζί, μέσω του Υποσυστήματος Δηλωτικών του ICISnet, στο Τελωνείο και έχουν τη μορφή Δηλωτικού (υφιστάμενο παραστατικό Δηλωτικό/Συνοπτική διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης).
Με την αναβάθμιση του Υποσυστήματος διαχείρισης της εισόδου των εμπορευμάτων και της προσωρινής εναπόθεσης (υφιστάμενο Υποσύστημα Δηλωτικών), το μήνυμα γνωστοποίησης προσκόμισης θα μπορεί να υποβάλλεται από το συναλλασσόμενο, είτε ανεξάρτητα από ή συνδυαστικά με τη διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης.

Δ. Προσωρινή εναπόθεση εμπορευμάτων (άρθρο 144 Ε.Τ.Κ.)

Ως προσωρινή εναπόθεση νοείται η κατάσταση προσωρινής αποθήκευσης μη ενωσιακών εμπορευμάτων υπό τελωνειακή επιτήρηση, κατά το διάστημα που μεσολαβεί από την προσκόμισή τους στο τελωνείο έως την υπαγωγή τους σε τελωνειακό καθεστώς ή την επανεξαγωγή τους·
Τα μη ενωσιακά εμπορεύματα τίθενται σε προσωρινή εναπόθεση από τη στιγμή της προσκόμισής τους στο τελωνείο ή σε οποιονδήποτε άλλο χώρο καθορίζουν ή εγκρίνουν οι τελωνειακές αρχές.
Τα έγγραφα για τα εμπορεύματα που βρίσκονται σε προσωρινή εναπόθεση παρέχονται στις τελωνειακές αρχές, εφόσον απαιτείται από την ενωσιακή νομοθεσία, ή όταν είναι απαραίτητο για τη διενέργεια τελωνειακών ελέγχων.
Επισημαίνεται ότι τα εμπορεύματα που προσκομίζονται σε Ελεύθερη Ζώνη δεν τίθενται σε κατάσταση προσωρινής εναπόθεσης, αντίθετα υπάγονται στις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών.

1. Χρονική Διάρκεια Προσωρινής Εναπόθεσης (άρθρο 149 Ε.Τ.Κ.)

Η διάρκεια της προσωρινής εναπόθεσης εμπορευμάτων σε εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης υπό τη διαχείριση του Τελωνείου ή τρίτων είναι 90 ημέρες, χωρίς τη δυνατότητα παράτασης, ανεξαρτήτως τρόπου μεταφοράς.
Η ίδια προθεσμία ισχύει και για εμπορεύματα που εναποτίθενται σε χώρους που έχουν καθοριστεί από τις Τελωνειακές αρχές με ευθύνη τους, ως χώροι προσωρινής εναπόθεσης εμπορευμάτων.
Αντίθετα, σε περίπτωση προσωρινής εναπόθεσης εμπορευμάτων σε χώρους που έχουν εγκριθεί για το σκοπό αυτό από τις Τελωνειακές αρχές η χρονική διάρκεια παραμονής τους στην κατάσταση αυτή είναι 3 ημέρες μετά την προσκόμισή τους ή 6 ημέρες μετά την προσκόμισή τους στην περίπτωση εγκεκριμένου παραλήπτη (άρθρο 233 παράγραφος 4 στοιχείο β) του Ε.Τ.Κ), εκτός εάν τα εμπορεύματα πρόκειται να ελεγχθούν, δυνάμει του άρθρου 140 παράγραφος 2 του Ε.Τ.Κ, οπότε και η προθεσμία παρατείνεται κατά το διάστημα που απαιτείται για τη διενέργεια του ελέγχου και κατά περίπτωση την ολοκλήρωσή του κατόπιν λήψης των αποτελεσμάτων του, όπου απαιτείται.

2. Διασάφηση Προσωρινής Εναπόθεσης (άρθρο 145 Ε.Τ.Κ.)

Τα εμπορεύματα σε προσωρινή εναπόθεση καλύπτονται από διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης, η οποία περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την εφαρμογή των σχετικών με την κατάσταση αυτή διατάξεων.
Ως διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης νοείται η πράξη με την οποία ένα πρόσωπο δηλώνει στις τελωνειακές αρχές, με τους απαιτούμενους τύπους και διαδικασίες, ότι εμπορεύματα βρίσκονται σε προσωρινή εναπόθεση·
Στη χώρα μας η διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης έχει τη μορφή δηλωτικού, το οποίο περιλαμβάνει τις απαραίτητες για τη εναπόθεση πληροφορίες .
Δεν απαιτείται διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης όταν, το αργότερο κατά την προσκόμιση των εμπορευμάτων στο τελωνείο, έχει καθορισθεί ο τελωνειακός τους χαρακτήρας ως ενωσιακών εμπορευμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 153 έως 156 του Ε.Τ.Κ.

3. Πρόσωπα που υποβάλλουν τη διασάφηση Προσωρινής Εναπόθεσης – Τροποποίηση της Διασάφησης Προσωρινής Εναπόθεσης (άρθρο 145 Ε.Τ.Κ.)

Η διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης υποβάλλεται από ένα από τα ακόλουθα πρόσωπα, το αργότερο κατά την προσκόμιση των εμπορευμάτων στο τελωνείο :
α) το πρόσωπο που έφερε τα εμπορεύματα στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης,
β) το πρόσωπο εξ ονόματος ή για λογαριασμό του οποίου ενήργησε το πρόσωπο που έφερε τα εμπορεύματα στο εν λόγω έδαφος,
γ) το πρόσωπο που ανέλαβε την ευθύνη της μεταφοράς των εμπορευμάτων, μετά την είσοδό τους στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.
δ) κάθε πρόσωπο που υπάγει αμέσως τα εμπορεύματα σε τελωνειακό καθεστώς,
ε) τον κάτοχο αδείας λειτουργίας των εγκαταστάσεων αποθήκευσης ή κάθε άλλο πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητες σε ελεύθερη ζώνη.
Η διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης μπορεί να τροποποιηθεί κατόπιν αιτήσεως, επιτρέποντας στον διασαφιστή να τροποποιήσει ένα ή περισσότερα στοιχεία της μετά την υποβολή της. Η τροποποίηση δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ισχύ της τελωνειακής διασάφησης για εμπορεύματα άλλα από αυτά που καλύπτονταν αρχικά, ενώ δεν μπορεί να γίνει τροποποίηση σε καμία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν οι τελωνειακές αρχές έχουν πληροφορήσει το πρόσωπο που υπέβαλε τη διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης ότι σκοπεύουν να εξετάσουν τα εμπορεύματα,
β) όταν οι τελωνειακές αρχές έχουν διαπιστώσει την ανακρίβεια των στοιχείων της διασάφησης προσωρινής εναπόθεσης.

4. Προϋποθέσεις/Περιορισμοί για την παραμονή των εμπορευμάτων σε κατάσταση προσωρινής εναπόθεσης (άρθρο 147 Ε.Τ.Κ.).

Τα εμπορεύματα σε προσωρινή εναπόθεση αποθηκεύονται αποκλειστικά σε εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 148 του Ε.Τ.Κ ή, εφόσον δικαιολογείται, σε άλλους χώρους που έχουν καθορίσει ή εγκρίνει οι τελωνειακές αρχές.
Εμπορεύματα που μπορούν να επηρεάσουν, λόγω της φύσης ή της κατάστασής τους, άλλα εμπορεύματα ή να προκαλέσουν κίνδυνο στη δημόσια υγεία, τάξη, ασφάλεια ή στις αποθηκευτικές εγκαταστάσεις, εναποτίθενται υποχρεωτικά μόνο σε ειδικά διαρρυθμισμένα, ιδιαίτερα, διαμερίσματα ή χώρους, οι οποίοι μπορούν να αποτρέψουν τους παραπάνω κινδύνους.
Με την επιφύλαξη του άρθρου 134 παράγραφος 2 του Ε.Τ.Κ, τα εμπορεύματα σε προσωρινή εναπόθεση μπορούν να υποστούν μόνο επεξεργασία που εξασφαλίζει τη διατήρησή τους στην ίδια κατάσταση, χωρίς μεταβολή της εμφάνισης ή των τεχνικών χαρακτηριστικών τους.
Ο κάτοχος της άδειας λειτουργίας εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης ή το πρόσωπο που αποθηκεύει τα εμπορεύματα, στις περιπτώσεις όπου τα εμπορεύματα εναποτίθενται σε άλλους χώρους που έχουν καθοριστεί ή εγκριθεί από τις Τελωνειακές αρχές, είναι υπεύθυνο για την εξασφάλιση της μη απομάκρυνσης των εμπορευμάτων σε εναπόθεση από την τελωνειακή επιτήρηση και για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την αποθήκευση των εμπορευμάτων.

5. Χώροι προσωρινής εναπόθεσης εμπορευμάτων (άρθρο 147 παρ.1 και 148 Ε.Τ.Κ & 115 παρ.2 Κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμού 2015/2446).
5.1 Εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης

Ο εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης είναι χώροι εναπόθεσης εμπορευμάτων για την λειτουργία των οποίων απαιτείται η ύπαρξη άδειας, η οποία εκδίδεται από τις αρμόδιες Τελωνειακές Αρχές, κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου.
Εξαίρεση αποτελούν οι εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης με διαχειριστή το ίδιο το τελωνείο (π.χ Τελωνειακός Περίβολος, αποθήκες Τελωνείου κλπ), για τη λειτουργία των οποίων δεν απαιτείται άδεια.
Άδεια λειτουργίας εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης χορηγείται μόνο στα πρόσωπα που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στο Μέρος Β-Ι-1 της παρούσας.
Στη χώρα μας, οι άδειες λειτουργίας εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης εκδίδονται από τις Τελωνειακές Περιφέρειες Αττικής, Θεσσαλονίκης και Αχαΐας, καθώς και από τα Τελωνεία που ασκούν αρμοδιότητες Τελωνειακών Περιφερειών για τη διεκπεραίωση αιτήσεων, την έκδοση, παρακολούθηση, τροποποίηση, αναστολή και ανάκληση αδειών εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης (Καβάλας, Βόλου, Ρόδου, Κέρκυρας, Ηρακλείου, Μυτιλήνης και Σύρου), σε συνεργασία με το αρμόδιο κατά περίπτωση τελωνείο για τη διενέργεια αυτοψίας των χώρων.

5.1.1 Συναποθήκευση ενωσιακών εμπορευμάτων με μη ενωσιακά εμπορεύματα σε εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης (άρθρο 148 παρ.6 Ε.Τ.Κ.)

Σε περίπτωση που υπάρχει οικονομική ανάγκη και δεν επηρεάζεται αρνητικά η τελωνειακή επιτήρηση, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να επιτρέπουν την αποθήκευση ενωσιακών εμπορευμάτων σε εγκατάσταση προσωρινής εναπόθεσης. Τα εμπορεύματα αυτά δεν θεωρούνται ως εμπορεύματα σε προσωρινή εναπόθεση.
Η δυνατότητα συναποθήκευσης ενωσιακών εμπορευμάτων σε εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης θα πρέπει να αναγράφεται στη σχετική άδεια.
Η συναποθήκευση ενωσιακών και μη εμπορευμάτων σε εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης μπορεί να επιτραπεί μόνον εφόσον μπορεί να γίνει σαφής διαχωρισμός μεταξύ των δύο ειδών εμπορευμάτων, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται δυνατότητα λογιστικού διαχωρισμού στην κατάσταση προσωρινής εναπόθεσης. Σχετική πρόβλεψη υπάρχει μόνο για το καθεστώς Τελωνειακής Αποταμίευσης (άρθρο 177 Καν.2446/15).

5.2 Άλλοι χώροι προσωρινής εναπόθεσης, εκτός από τις εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης

5.2.1 Χώροι που εγκρίνουν οι Τελωνειακές αρχές για την προσωρινή εναπόθεση εμπορευμάτων (άρθρο 147 παρ.1 Ε.Τ.Κ και 116 παρ.2 Κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμού 2015/2446).

Σε ειδικές δικαιολογημένες περιπτώσεις, όταν τα εμπορεύματα δεν μπορούν να αποθηκευτούν σε εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης , όπως για παράδειγμα λόγω έλλειψης τέτοιων εγκαταστάσεων, ή λόγω μη επάρκειας των υπαρχόντων χώρων για την αποθήκευσή τους ή λόγω ύπαρξης χώρων μη ειδικά εξοπλισμένων για των αποθήκευση εμπορευμάτων ειδικής φύσης κ.ο.κ, το αρμόδιο τελωνείο δύναται να εγκρίνει, κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου, συγκεκριμένο χώρο για την προσωρινή εναπόθεση των εμπορευμάτων, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο Μέρος Β-IV, σημείο 1 της παρούσας.
Η έγκριση μπορεί να δοθεί ad hoc για χρήση σε μόνο μία διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης ή να ισχύει για συγκεκριμένη χρονική περίοδο προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε περισσότερες από μία διασαφήσεις.

Επισημαίνεται ότι δεν είναι απαραίτητο ο ιδιοκτήτης του χώρου να ταυτίζεται με τον παραλήπτη του εμπορεύματος.
Σε περίπτωση που τα ανωτέρω πρόσωπα δεν ταυτίζονται, η έγκριση χορηγείται στον παραλήπτη του εμπορεύματος, εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω αναφερόμενες προϋποθέσεις, ενώ επίσης θα πρέπει να προκύπτει η μεταξύ των δύο μερών ιδιωτική συμφωνία παραχώρησης του εν λόγω χώρου.

Παράδειγμα:

Εμπορεύματα προσκομίζονται οδικά στις εγκαταστάσεις εγκεκριμένου παραλήπτη (σύμφωνα με το άρθρο 233 (4) (β) του Ε.Τ.Κ).
Δεδομένου ότι η έγκριση χώρου για την προσωρινή εναπόθεση εμπορευμάτων και η έγκριση εγκεκριμένου παραλήπτη έχουν η κάθε μία τη δική της νομική βάση, ο εγκεκριμένος παραλήπτης της διαμετακόμισης πρέπει να αιτηθεί την έγκριση των τελωνειακών αρχών προκειμένου να του επιτραπεί η προσωρινή εναπόθεση των εμπορευμάτων στις εγκαταστάσεις του.
Εάν δεν υφίσταται συνολική εγγύηση που καλύπτει και την προσωρινή εναπόθεση των εμπορευμάτων θα πρέπει να προσκομισθεί ξεχωριστή εγγύηση, για την κάλυψη της παραμονής των εμπορευμάτων στην κατάσταση της προσωρινής εναπόθεσης.
Επισημαίνεται ότι από τη διατύπωση του άρθρου 147 του Ε.Τ.Κ προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη είναι η εναπόθεση των μη ενωσιακών εμπορευμάτων να γίνεται σχεδόν αποκλειστικά σε εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης. Οι εγκρίσεις/καθορισμοί χώρων για την εναπόθεση εμπορευμάτων θα πρέπει να αποτελούν εξαιρέσεις όταν δικαιολογείται δεόντως από τις περιστάσεις.
Ειδικότερα σε ότι αφορά εγκρίσεις χώρων εναπόθεσης, το Τελωνείο θα πρέπει να καθοδηγεί τους συναλλασσόμενους που αιτούνται την έγκριση χώρων τους για εναπόθεση εμπορευμάτων σε τακτική βάση, στην έκδοση άδειας λειτουργίας εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης, για την διευκόλυνση τόσο των ίδιων όσο και των τελωνείου.

5.2.2 Χώροι που καθορίζουν οι Τελωνειακές για την προσωρινή εναπόθεση εμπορευμάτων (άρθρο 147 παρ.1 Ε.Τ.Κ)

Οι τελωνειακές αρχές, εκτός από τις περιπτώσεις έγκρισης χώρων για την προσωρινή εναπόθεση εμπορευμάτων έχουν επιπλέον τη δυνατότητα να καθορίζουν κάποιους χώρους, ως χώρους προσωρινής εναπόθεσης. Για τον καθορισμό ενός χώρου ως χώρου για την προσωρινή εναπόθεση εμπορευμάτων ισχύουν τα διαλαμβανόμενα στο Μέρος Β-IV, σημείο 2 της παρούσας.
Για διευκόλυνσή σας παραθέτουμε Πίνακα στον οποίο απεικονίζονται συνοπτικά τα ισχύοντα κατά περίπτωση στους επιμέρους χώρους προσωρινής εναπόθεσης των εμπορευμάτων.



Εγκατάσταση Προσωρινής Εναπόθεσης υπό τη διαχείριση τρίτων προσώπων

Εγκεκριμένοι Χώροι Εναπόθεσης

Καθορισμένοι Χώροι Εναπόθεσης

Ενεργοποίηση

Αίτηση του ενδιαφερόμενου και έκδοση σχετικής Άδειας από την αρμόδια για τη λήψη

απόφασης Τελωνειακή Αρχή

Αίτηση του ενδιαφερόμενου και σχετική έγκριση από το αρμόδιο τελωνείο

Απόφαση του αρμόδιου τελωνείου

Έκδοση Άδειας

ΝΑΙ

ΟΧΙ

ΟΧΙ

Παροχή Εγγύησης

ΝΑΙ

ΝΑΙ

ΟΧΙ

Παραμονή σε

εναπόθεση

90 ημέρες

Κατά περίπτωση, έως

3 ή έως 6 ημέρες

90 ημέρες

Υποχρέωση λογιστικής παρακολούθησης

ΝΑΙ

ΟΧΙ

ΟΧΙ



Ε . Υποχρεώσεις Προσώπων για την προσωρινή εναπόθεση εμπορευμάτων (άρθρο 147 Ε.Τ.Κ.)

Ο κάτοχος της άδειας λειτουργίας εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης ή το πρόσωπο που αποθηκεύει τα εμπορεύματα, στις περιπτώσεις όπου τα εμπορεύματα εναποτίθενται σε άλλους χώρους που έχουν εγκριθεί τις τελωνειακές αρχές, είναι υπεύθυνος για όλα τα ακόλουθα:
α) εξασφάλιση της μη απομάκρυνσης των εμπορευμάτων σε προσωρινή εναπόθεση από την τελωνειακή επιτήρηση,
β) εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την αποθήκευση των εμπορευμάτων σε προσωρινή εναπόθεση.

ΣΤ. Λήξη της προσωρινής εναπόθεσης (άρθρο 149 Ε.Τ.Κ.)

Τα μη ενωσιακά εμπορεύματα που βρίσκονται σε προσωρινή εναπόθεση τίθενται σε τελωνειακό καθεστώς ή επανεξάγονται εντός 90 ημερών, με εξαίρεση τα εμπορεύματα που έχουν τοποθετηθεί σε χώρο εναπόθεσης που έχει εγκρίνει το τελωνείο, όπου η προθεσμία περιορίζεται σε 3 ή 6 ημέρες (εγκεκριμένοι παραλήπτες) από την ημερομηνία προσκόμισής τους, εκτός αν οι τελωνειακές αρχές απαιτήσουν τον έλεγχο των εμπορευμάτων δυνάμει του άρθρου 140 παράγραφος 2 του Ε.Τ.Κ, οπότε και παραμένουν σε εναπόθεση μέχρι να ολοκληρωθεί ο σχετικός έλεγχος.
Όταν για οποιονδήποτε λόγο τα εμπορεύματα δεν είναι δυνατόν να παραμείνουν σε προσωρινή εναπόθεση, οι τελωνειακές αρχές λαμβάνουν χωρίς καθυστέρηση όλα τα απαραίτητα μέτρα για την τακτοποίηση της κατάστασής τους σύμφωνα με τα άρθρα 197, 198 και 199 του Ε.Τ.Κ (καταστροφή, δήμευση, εκποίηση, εγκατάλειψη και περιέλευση στην κυριότητα του Δημοσίου) .

Ζ. Άμεσος Τελωνισμός

Τα εμπορεύματα που πρόκειται να υπαχθούν άμεσα σε τελωνειακό καθεστώς προσκομίζονται και αυτά, σύμφωνα με τα ανωτέρω, στα καθορισθέντα αρμόδια τελωνεία, σε εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης υπό τη διαχείριση τρίτων προσώπων, σε Ελεύθερη Ζώνη ή σε οποιοδήποτε άλλο χώρο εγκρίνουν ή καθορίζουν οι τελωνειακές αρχές. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις προσκόμισης σε Ελεύθερη Ζώνη, για τα εμπορεύματα υποβάλλεται Δηλωτικό/Διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης.
Στη συνέχεια υποβάλλεται η προβλεπόμενη από τις διατάξεις διασάφηση υπαγωγής στο καθεστώς . Σε περίπτωση που έχει υποβληθεί διασάφηση πριν από την προσκόμιση των εμπορευμάτων (διασάφηση προάφιξης), μετά την υποβολή και την οριστικοποίηση του Δηλωτικού/Διασάφησης Προσωρινής Εναπόθεσης, αποστέλλεται συμπληρωματικό μήνυμα το οποίο περιλαμβάνει τις σχετικές με την προσκόμιση των εμπορευμάτων πληροφορίες (πχ MRN Δηλωτικού/Διασάφησης προσωρινής εναπόθεσης)για την οριστικοποίηση του παραστατικού.

Για την προσκόμιση των εμπορευμάτων ισχύουν τα αναφερόμενα στο Μέρος Α, σημείο Β της παρούσας.

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι για την έκδοση άδειας λειτουργίας εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης, η χρονική διάρκεια παραμονής των εμπορευμάτων στην κατάσταση της εναπόθεσης λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό/αναπροσαρμογή του ύψους της εγγύησης.
Συνεπώς εξυπακούεται ότι ο κάτοχος άδειας εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης εμπορευμάτων, ο οποίος πραγματοποιεί κυρίως άμεσους τελωνισμούς, παρέχει εγγύηση μικρότερη από τον κάτοχο άδειας εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης ο οποίος τελωνίζει τα εμπορεύματα σε μεταγενέστερο χρόνο, εντός της προθεσμίας των 90 ημερών, (σχετική η υπ.αριθμ.2 σχετική εγκύκλιος Α.Α.Δ.Ε).

Η. Προσωρινή εναπόθεση και κάτοχοι αδειών απλουστευμένης διαδικασίας εισαγωγής με άδεια απλουστευμένης διασάφησης/εγγραφή στις λογιστικές καταχωρίσεις του διασαφιστή.

Όπως έχει ήδη αναλυθεί ανωτέρω, μετά την είσοδο των εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, τα εμπορεύματα οφείλουν να προσκομίζονται στο τελωνείο, σε εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης, σε Ελεύθερη Ζώνη ή σε οποιοδήποτε άλλο χώρο εγκρίνουν ή καθορίζουν οι Τελωνειακές αρχές.
Το ίδιο ισχύει και για τις περιπτώσεις απλουστευμένων διαδικασιών εισαγωγής, και συνεπώς προκειμένου οι συναλλασσόμενοι να δύνανται να προσκομίζουν απευθείας τα εμπορεύματα στις εγκαταστάσεις τους κατά την είσοδο στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης θα πρέπει να έχει προηγηθεί η έκδοση της άδειας λειτουργίας εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης.

Θ. Πρακτικά προβλήματα λόγω του υφιστάμενου σχεδιασμού του ICISnet – τρόποι αντιμετώπισης μέχρι την αναβάθμιση των συστημάτων.

Από τις 3 Δεκεμβρίου 2013, ημερομηνία θέσης του ICISnet σε παραγωγική λειτουργία, με την καθιέρωση της υποβολής του ενοποιημένου παραστατικού, Δηλωτικού/Διασάφησης προσωρινής εναπόθεσης, έχουν προκύψει κατά καιρούς πρακτικά προβλήματα, κυρίως επί της διαδικασίας παραλαβής των εμπορευμάτων και αποστολής παρατηρήσεων παραλαβής αποθηκαρίου σε εγκαταστάσεις υπό τη διαχείριση του τελωνείου. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει την ομαλή διεξαγωγή κυρίως της διαδικασίας θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία, όταν αυτή ακολουθεί, δεδομένου ότι η ολοκλήρωση της διαδικασίας παραλαβής των ειδών (καλώς ή με διαφορές) στην εγκατάσταση του τελωνείου, προϋποθέτει την πλήρη φυσική καταμέτρηση των δηλωμένων στο παραστατικό ποσοτήτων και την καταγραφή των πράγματι παραληφθεισών στην εγκατάσταση ποσοτήτων, ανάλογα με το είδος της συσκευασίας των εμπορευμάτων, προκειμένου να καθίστανται τα σχετικά είδη διαθέσιμα για πίστωση.
Τα ανωτέρω προβλήματα προκύπτουν συνήθως λόγω έλλειψης επαρκών χώρων για την πλήρη εκφόρτωση μεγάλων ποσοτήτων κυρίως χύδην μεταφερόμενων εμπορευμάτων, γεγονός που δεν επιτρέπει την επαλήθευση των δηλωμένων ποσοτήτων και την αποστολή παρατηρήσεων παραλαβής αποθηκαρίου για το σύνολο των ποσοτήτων που έχουν δηλωθεί στο παραστατικό.

Επιπλέον, στην υπάρχουσα υλοποίηση του Υποσυστήματος Δηλωτικών του ICISnet ο κύκλος ζωής του Δηλωτικού/Διασάφησης προσωρινής εναπόθεσης προβλέπει απαραιτήτως την αποστολή παρατηρήσεων παραλαβής αποθηκαρίου, «καλώς» ή «με διαφορές», κατόπιν φυσικής καταμέτρησης, προκειμένου ένα είδος να αποκτήσει κατάλληλη κατάσταση (status) που να επιτρέπει την πίστωσή του, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα στην ομαλή ροή της διαδικασίας και τελωνισμού των εμπορευμάτων.
Σε αρκετές περιπτώσεις τα προβλήματα θα μπορούσαν να ξεπερασθούν από την ύπαρξη, εντός της χωρικής αρμοδιότητας του τελωνείου εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης υπό τη διαχείριση τρίτων προσώπων (είτε για την εξυπηρέτηση πολλών παραληπτών, είτε μόνο για τα φορτία ενός παραλήπτη) με επαρκείς υποδομές για την εξυπηρέτηση τέτοιων φορτίων, οπότε και η προσκόμιση των εμπορευμάτων θα γινόταν απ’ευθείας στις εν λόγω εγκαταστάσεις και η αποστολή των παρατηρήσεων παραλαβής αποθηκαρίου θα γινόταν από τον διαχειριστή της εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης.
Εντούτοις και μέχρι την αναβάθμιση των συστημάτων και τον ανασχεδιασμό τόσο των πληροφοριών που περιέχονται στη διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης όσο και της ροής/κύκλου ζωής του παραστατικού, οπότε και θα λυθούν πρακτικά προβλήματα όπως τα προαναφερθέντα, στις περιπτώσεις εκείνες που, για αντικειμενικούς λόγους, τα εν λόγω προβλήματα δεν μπορούν να ξεπερασθούν από τις υποστηριζόμενες εναλλακτικές που προβλέπονται στον κώδικα (εγκατάσταση εναπόθεσης υπό τη διαχείριση τρίτου, έγκριση/καθορισμό χώρου ως χώρου εναπόθεσης) και προκειμένου να διευκολυνθούν τόσο τα τελωνεία όσο και οι συναλλασσόμενοι μπορεί να εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία :
Για τα παραστατικά που έχουν υποβληθεί με κωδικό αποθήκης χώρο του τελωνείου για τις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις που δεν μπορεί να γίνει αποστολή παρατηρήσεων παραλαβής αποθηκαρίου για τη συνολική ποσότητα των εμπορευμάτων, δεν θα γίνεται από το τελωνείο παραλαβή των ποσοτήτων στο Δηλωτικό/Διασάφηση Προσωρινής εναπόθεσης και το βήμα της επαλήθευσης σε ότι αφορά τις δηλωθείσες στο παραστατικό ποσότητες θα μετακυλύεται στην επαλήθευση της διασάφησης υπαγωγής των εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία (καθεστώς 40) ή αποταμίευση (καθεστώς 71).
Στη θέση 40 «προηγούμενο παραστατικό» των εν λόγω διασαφήσεων θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία ή αποταμίευσης δεν θα συμπληρώνεται το ΜRN του Δηλωτικού/Διασάφησης Προσωρινής εναπόθεσης μετά τον κωδικό Χ337, αλλά μετά τον Κωδικό ΖΖΖΖ. Τα παραστατικά αυτά θα αναβαθμίζονται αυτόματα από το σύστημα, όταν απαιτείται, σε «έλεγχος εγγράφων», διατηρουμένης της δυνατότης του αρμόδιου υπαλλήλου να τα αναβαθμίσει περαιτέρω σε «φυσικός έλεγχος».
Μετά την ολοκλήρωση της επαλήθευσης των δηλωμένων στη διασάφηση ποσοτήτων κατά το στάδιο του τελωνισμού, ο αρμόδιος υπάλληλος του Τελωνείου, θα παραλαμβάνει το αντίστοιχο είδος του δηλωτικού είτε «καλώς» ή «με διαφορές».
Λόγω της συμπλήρωσης του κωδικού ΖΖΖΖ στη θέση 40 της διασάφησης εισαγωγής, το είδος του δηλωτικού δεν θα πιστώνεται αυτόματα και για το λόγο αυτό προκειμένου να εξοφλείται στο σύστημα το σχετικό είδος θα πρέπει υπάλληλος του τελωνείου να προβαίνει στην ειδική πίστωσή του, αναγράφοντας το MRN της σχετικής διασάφησης στο προβλεπόμενο πεδίο παρατηρήσεων που ανοίγει κατά την εκτέλεση της λειτουργίας ειδικής πίστωσης.

Ι. Μελλοντική Κατάσταση – Αναβάθμιση των ηλεκτρονικών συστημάτων - Εφαρμογή του Παραρτήματος Β του κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 της Επιτροπής .

Όπως είναι γνωστό, με τη νομοθετική δέσμη του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, να εφαρμοστεί πλήρως το ηλεκτρονικό τελωνείο γεγονός που καθιστά αναγκαία την αναβάθμιση των ήδη υφιστάμενων και την ανάπτυξη νέων πληροφοριακών συστημάτων, τα οποία θα προετοιμάζονται κατά τη μεταβατική περίοδο και θα τίθενται σταδιακά σε ισχύ.

Στόχος είναι η κάθε είδους ανταλλαγή πληροφοριών, όπως διασαφήσεων, γνωστοποιήσεων, αιτήσεων ή αποφάσεων, μεταξύ τελωνειακών αρχών και μεταξύ οικονομικών φορέων και τελωνειακών αρχών και η διατήρηση των πληροφοριών αυτών, όπως απαιτείται από την τελωνειακή νομοθεσία, να πραγματοποιείται με τη χρησιμοποίηση ηλεκτρονικών τεχνικών επεξεργασίας δεδομένων.

Όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να ανταλλάσσονται, αυτές καθορίζονται αναλυτικά για κάθε διασάφηση/γνωστοποίηση στο Παράρτημα Β του κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμού 2446/15, το οποίο δεν εφαρμόζεται ακόμη.

Σε ό,τι αφορά την υποβολή Δηλωτικών/Διασαφήσεων προσωρινής εναπόθεσης, η πιο σημαντική αλλαγή που πηγάζει από την εφαρμογή του Παραρτήματος Β, είναι ο διαχωρισμός των πληροφοριών προσκόμισης, με δημιουργία ξεχωριστού συνόλου Δεδομένων, από τις πληροφορίες που αφορούν στην προσωρινή Εναπόθεση των εμπορευμάτων. Οι πληροφορίες προσκόμισης και εναπόθεσης, όπως έχουν ορισθεί στο Παράρτημα Β, θα μπορούν να παρέχονται στο τελωνείο ανεξάρτητα ή συνδυαστικά με δύο ξεχωριστές ή μία ενιαία υποβολή.

Επιπλέον, με την αναβάθμιση των συστημάτων θα μπορούν να εφαρμοσθούν οι πλήρως οι διατάξεις του Ενωσιακού Κώδικα, σχετικά με την διακίνηση εμπορευμάτων από τον κάτοχο άδειας λειτουργίας εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης μεταξύ διαφόρων εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης, χωρίς τη χρήση του καθεστώτος της διαμετακόμισης, με την κάλυψη της εγγύησης που καλύπτει τη λειτουργία εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης από την οποία αποστέλλονται τα εμπορεύματα, υπό την προϋπόθεση ότι η διακίνηση δεν αυξάνει τον κίνδυνο απάτης, στις περιπτώσεις που ορίζονται στο άρθρο 148 σημείο 5 του Ε.Τ.Κ και του άρθρου 118 του Κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμού αρ.2015/2446.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η δυνατότητα διακίνησης εμπορευμάτων μεταξύ εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης χωρίς την χρήση διαμετακόμισης δεν έχει υλοποιηθεί στο υπάρχον μηχανογραφικό σύστημα, καθώς προϋποθέτει την ύπαρξη λειτουργιών (ανταλλαγή μηνυμάτων, πιστώσεις παραστατικών κλπ) οι οποίες δεν μπορούν να υποστηριχθούν μηχανογραφικά από το ICISnet, ενώ προβλέπεται να εφαρμοσθούν με τη θέση σε παραγωγική λειτουργία του νέου πληροφοριακού συστήματος Τελωνείων, οπότε και θα παρασχεθούν αναλυτικές οδηγίες.

ΜΕΡΟΣ Β – ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ/ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΝΑΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠΟ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΛΛΩΝ, ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΟΡΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΑΥΤΩΝ -ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΧΩΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΝΑΠΟΘΕΣΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

Ι .ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΝΑΠΟΘΕΣΗΣ

1. Η άδεια λειτουργίας εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης χορηγείται μόνο στα πρόσωπα που πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις :


Α) είναι εγκατεστημένα στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης. Στην περίπτωση που ο αιτών είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, στην αίτηση δηλώνεται ο ΑΦΜ του αιτούντος που έχει αποδοθεί στη χώρα μας (μέσω της ΠΟΛ 1113/2013 ΑΥΟ ή μέσω ορισμού φορολογικού αντιπροσώπου) καθώς και ο ΑΦΜ που διαθέτει στο Κράτος μέλος εγκατάστασής του.

Β) παρέχουν τα αναγκαία εχέγγυα για την ορθή διεξαγωγή των εργασιών· οι εγκεκριμένοι οικονομικοί φορείς με άδεια για τελωνειακές απλουστεύσεις (AEOC) θεωρείται ότι πληρούν την προϋπόθεση αυτή, εφόσον η λειτουργία εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης λαμβάνεται υπόψη στην άδεια εγκεκριμένου οικονομικού φορέα, ως προς τις τελωνειακές απλουστεύσεις.

Γ) παρέχουν εγγύηση σύμφωνα με το άρθρο 89 του Ε.Τ.Κ.
Για την επιτήρηση της λειτουργίας των εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης, ιδίως όσον αφορά την εξακρίβωση της ταυτότητας των αποθηκευμένων εμπορευμάτων, τον τελωνειακό τους χαρακτήρα και τις διακινήσεις τους, ο κάτοχος της άδειας τηρεί κατάλληλες καταχωρίσεις.
Επιπλέον, η άδεια λειτουργίας εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης χορηγείται μόνο εφόσον :
  • - οι τελωνειακές αρχές είναι σε θέση να ασκήσουν τελωνειακή επιτήρηση χωρίς να υποχρεωθούν να θεσπίσουν διοικητικές ρυθμίσεις δυσανάλογες προς τις υφιστάμενες οικονομικές ανάγκες
  • - οι εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης δεν χρησιμοποιούνται με σκοπό τη λιανική πώληση.
  • - τα αποθηκευμένα εμπορεύματα τα οποία παρουσιάζουν κίνδυνο ή ενδέχεται να αλλοιώσουν άλλα εμπορεύματα ή χρειάζονται, για άλλους λόγους, ειδικές εγκαταστάσεις, αποθηκεύονται σε ειδικά εξοπλισμένες για την αποθήκευσή τους εγκαταστάσεις.
  • - η λειτουργία των εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης γίνεται αποκλειστικά από τον κάτοχο της άδειας. Αυτό δεν αποκλείει την διεξαγωγή ορισμένων εργασιών από τρίτα πρόσωπα, υπό την ευθύνη του κατόχου της άδειας.


2. Καταλληλότητα Αποθηκευτικών χώρων Εγκαταστάσεων προσωρινής Εναπόθεσης

Με σκοπό αφ' ενός μεν την διευκόλυνση και εξυπηρέτηση των εμπορευματικών συναλλαγών και αφ' ετέρου την εξασφάλιση της εφαρμογής της τελωνειακής νομοθεσίας και την ασφαλή εναπόθεση των εμπορευμάτων, πρέπει η εγκατάσταση προσωρινής εναπόθεσης να είναι προσβάσιμη στην Τελωνειακή Υπηρεσία, στα μέσα μεταφοράς των εμπορευμάτων και στους εμπλεκόμενους με τις τελωνειακές διατυπώσεις φορείς και να πληροί από άποψη υποδομής τις παρακάτω χωροταξικές προϋποθέσεις:

α) Να είναι λειτουργική, ασφαλής και επαρκής, για εναπόθεση εμπορευμάτων, να έχει κατάλληλη διαμόρφωση χώρων, τα απαραίτητα μέσα πυρόσβεσης και εξαερισμό, κατάλληλο φωτισμό, εξασφαλίζοντας τη δυνατότητα εναπόθεσης διαφορετικών ειδών εμπορευμάτων, τα οποία ανήκουν σε πολλούς παραλήπτες. Να διαθέτει κατάλληλο εξοπλισμό φορτοεκφόρτωσης, ζύγισης, μέτρησης και ελέγχου των εμπορευμάτων.

β) Να διαθέτει ειδικά διαρρυθμισμένα ιδιαίτερα διαμερίσματα ή χώρους για εμπορεύματα, η εναπόθεση των οποίων μπορεί να επηρεάσει, λόγω της φύσης ή της κατάστασής τους, άλλα εμπορεύματα ή να προκαλέσουν κίνδυνο στη δημόσια υγεία, τάξη, ασφάλεια ή στις αποθηκευτικές εγκαταστάσεις.

γ) Οι υπαίθριοι χώροι να είναι περιφραγμένοι κατά τρόπο ασφαλή, σύμφωνα με τις υποδείξεις της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής, ώστε η αποθήκη και οι υπαίθριοι χώροι αυτής να διαχωρίζονται πλήρως.

3. Λογιστική διαχείριση των εμπορευμάτων που εναποτίθενται σε εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης.

Για την παρακολούθηση της παραμονής των εμπορευμάτων σε προσωρινή εναπόθεση από τη στιγμή της εισόδου τους στην εγκατάσταση προσωρινής εναπόθεσης μέχρι και την έξοδό τους από αυτήν, εφαρμόζεται από το διαχειριστή, σύστημα λογιστικής αποθήκης, επιφυλασσομένων άλλων πρόσθετων μέτρων που λαμβάνει η Τελωνειακή Υπηρεσία, εφόσον κριθεί αναγκαίο. Η τηρούμενη από το διαχειριστή λογιστική αποθήκης, πρέπει να εμφανίζει ανά πάσα στιγμή τα πραγματικά αποθέματα εμπορευμάτων που βρίσκονται σε προσωρινή εναπόθεση, εντός της εγκατάστασης.

Για τη λογιστική παρακολούθηση της εγκατάστασης τηρούνται από τον διαχειριστή μηχανογραφικά συστήματα λογιστικής καταχώρισης και παρακολούθησης των εναποτιθέμενων εμπορευμάτων, στα οποία περιλαμβάνονται οι ακόλουθες πληροφορίες και στοιχεία:

Α) παραπομπή στη σχετική διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης για τα εμπορεύματα που έχουν εναποτεθεί στις εγκαταστάσεις του και παραπομπή στην αντίστοιχη ημερομηνία λήξης της προσωρινής εναπόθεσης,

Β) την ημερομηνία και τα σχετικά στοιχεία αναγνώρισης των τελωνειακών εγγράφων που αφορούν τα αποθηκευμένα εμπορεύματα, καθώς και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα σχετικά με την προσωρινή εναπόθεση των εμπορευμάτων,

Γ) τα στοιχεία, τους αριθμούς αναγνώρισης, τον αριθμό και το είδος των δεμάτων, την ποσότητα και τη συνήθη εμπορική ή τεχνική περιγραφή των εμπορευμάτων και ενδεχομένως τα σημεία αναγνώρισης των εμπορευματοκιβωτίων που απαιτούνται για την εξακρίβωση της ταυτότητας των εμπορευμάτων,

Δ) τον τόπο των εμπορευμάτων και τα στοιχεία κάθε διακίνησής τους,

Ε) τον τελωνειακό χαρακτήρα των εμπορευμάτων,

ΣΤ) το είδος των συνήθων εργασιών που αναφέρονται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 του Ε.Τ.Κ, ήτοι των εργασιών που εξασφαλίζουν τη διατήρηση των εμπορευμάτων στην ίδια κατάσταση, χωρίς μεταβολή της εμφάνισης ή των τεχνικών χαρακτηριστικών τους
Οι ανωτέρω καταχωρίσεις διατηρούνται από το διαχειριστή επί μία τριετία, εκτός εάν για ειδικούς λόγους ζητηθεί διαφορετικά από την αρμόδια Τελωνειακή Αρχή, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ολοκληρωθεί οι σχετικοί περιοδικοί διαχειριστικοί έλεγχοι από το Τελωνείο στην αρμοδιότητα του οποίου βρίσκεται η εγκατάσταση προσωρινής εναπόθεσης.
Στο σημείο αυτό εφιστούμε την προσοχή στις Τελωνειακές Αρχές έκδοσης των αδειών και των αρμόδιων κατά περίπτωση Τελωνείων να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να ολοκληρώνονται οι περιοδικοί έλεγχοι λειτουργίας των εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης χωρίς αδικαιολόγητες καθυστερήσεις δεδομένου ότι σε αντίθετη περίπτωση δημιουργούνται σημαντικά προβλήματα στους διαχειριστές των εγκαταστάσεων λόγω μη αποδέσμευσης των σχετικών εγγυήσεων που έχουν προσκομίσει και αφορούν παρελθόντα έτη για τα οποία δεν έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος

4. Παροχή Εγγύησης

Σε εφαρμογή του άρθρου 148 σημείο γ) του Ε.Τ.Κ ο διαχειριστής προσκομίζει εγγύηση, πριν από την έναρξη λειτουργίας της εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης, στην αρμόδια για την λήψη απόφασης Τελωνειακή αρχή, εγγύηση, με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω υπ.αρ.2 σχετική εγκύκλιο Α.Α.Δ.Ε.


ΙΙ. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΝΑΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΛΛΩΝ, ΠΛΗΝ ΤΩΝ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΑΡΧΩΝ, ΦΥΣΙΚΩΝ Η ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

1. Υποβολή αίτησης και λοιπών δικαιολογητικών

Προκειμένου να εκδοθεί άδεια λειτουργίας εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης υποβάλλεται στην αρμόδια για τη λήψη απόφασης Τελωνειακή αρχή, αίτηση από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με την οποία παρέχονται οι απαραίτητες πληροφορίες, προκειμένου να ληφθεί η απόφαση. Η άδεια εκδίδεται στο όνομα του αιτούντος διαχειριστή και για συγκεκριμένο αποθηκευτικό χώρο.

Για την έκδοση της άδειας, υποβάλλονται από τον αιτούντα τα ακόλουθα δικαιολογητικά και έγγραφα ως ακολούθως :

1.1 Στην αρμόδια για τη λήψη απόφασης Τελωνειακή Αρχή :
  • α) Αίτηση με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Παράρτημα Ι της παρούσας, στοιχεία.
  • β) Βεβαίωση έναρξης επιτηδεύματος από την αρμόδια Φορολογική Υπηρεσία ή εκτύπωση προσωποποιημένης πληροφόρησης από το TAXISnet που περιλαμβάνει τα στοιχεία του αιτούντα και πληροφορίες για τη δραστηριότητα και τις εγκαταστάσεις του.
  • γ)Το τελευταίο εν ισχύ δημοσιευμένο καταστατικό της εταιρείας, προκειμένου περί Α.Ε και ΕΠΕ και το ΦΕΚ δημοσίευσης αυτού.
  • δ) Πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, όταν πρόκειται περί Α.Ε, περί εκπροσώπησής της και το ΦΕΚ δημοσίευσής του.
  • ε) καταστατικό σύστασης θεωρημένο από το οικείο Πρωτοδικείο, προκειμένου περί Ο.Ε και Ε.Ε.
  • στ) Λογιστικό σχέδιο παρακολούθησης των εναποτιθέμενων εμπορευμάτων.
  • ζ) Πρόβλεψη όγκου κίνησης εγκατάστασης.
  • η) Φορολογική ενημερότητα
  • θ) φωτοαντίγραφο της αστυνομικής ταυτότητας του αιτούντος ή του νομίμου εκπροσώπου ,εάν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, για την αυτεπάγγελτη αναζήτηση ποινικού μητρώου.
  • ι) Η προβλεπόμενη στο σημείο 4 του Μέρους Β-Ι της παρούσας, εγγύηση.
Στην περίπτωση που ο αιτών είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν υποβάλλονται τα υπό τα στοιχεία γ) έως θ) προβλεπόμενα δικαιολογητικά.

1.2 Στο αρμόδιο τελωνείο προκειμένου να διενεργηθεί αυτοψία στους περιλαμβανόμενους στην αίτηση χώρους :

  • α) Αρχιτεκτονικό ή και τοπογραφικό διάγραμμα των προς έγκριση αποθηκευτικών εγκαταστάσεων, στο οποίο σημειώνονται οι είσοδοι και έξοδοι αυτού καθώς και το είδος της περίφραξης, όπου αυτή απαιτείται.
  • β) έγκριση ή βεβαίωση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας σχετικά με την επάρκεια και καταλληλότητα των πυροσβεστικών μέσων, όπου απαιτείται, Όσον αφορά την επάρκεια και καταλληλότητα των πυροσβεστικών μέσων, εάν η αποθήκη εμπίπτει σε κατηγορία επιχείρησης για την οποία δεν απαιτείται η λήψη πιστοποιητικού πυροπροστασίας, ο αιτών προσκομίζει βεβαίωση της αρμόδιας Πυροσβεστικής Αρχής περί της απαλλαγής από τη σχετική υποχρέωση ή υποβάλλει υπεύθυνη δήλωση του ν.1599/86 στην οποία δηλώνει ότι ο αποθηκευτικός χώρος εμπίπτει στις κατηγορίες επιχειρήσεων για τις οποίες δεν απαιτείται η κατοχή πιστοποιητικού πυροπροστασίας.
  • γ) Εφ' όσον συντρέχει περίπτωση εναπόθεσης εμπορευμάτων που θεωρούνται επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία, τάξη και ασφάλεια, βεβαίωση των κατά περίπτωση αρμόδιων αρχών για τη νομιμότητα λειτουργίας των αποθηκευτικών εγκαταστάσεων.

Η σχετική έκθεση αυτοψίας αποστέλλεται στην αρμόδια για τη λήψη απόφασης Τελωνειακή αρχή και λαμβάνεται υπόψη κατά το στάδιο έκδοσης της άδειας.

Ο αιτών την άδεια υποχρεούται να παράσχει στην αρμόδια για τη λήψη απόφασης Τελωνειακή αρχή, οποιαδήποτε πρόσθετη πληροφορία ή στοιχείο, κρίνεται απαραίτητη για την εξέταση και αξιολόγηση της αίτησης.

2. Σε ότι αφορά τη διαδικασία έκδοσης της άδειας και ειδικότερα για :

- Τις προϋποθέσεις αποδοχής της αίτησης
- Την παράταση προθεσμίας για τη λήψη απόφασης
- Το δικαίωμα ακρόασης
- Την λήψη απόφασης απόρριψης αίτησης
- Τις υποχρεώσεις του δικαιούχου της απόφασης
- Τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των τελωνειακών αρχών ισχύουν τα διαλαμβανόμενα στη υπ.αριθμ. 3 σχετική ΕΔΥΟ

3. Λήψη απόφασης

Η αρμόδια για τη λήψη απόφασης Τελωνειακή αρχή λαμβάνει απόφαση σχετικά με την έκδοση της άδειας εντός 120 ημερών από την ημερομηνία αποδοχής της αίτησης.
Προκειμένου να ληφθεί απόφαση εξετάζονται τα ακόλουθα:
α) η αναγκαιότητα λειτουργίας της συγκεκριμένης αποθήκης, έχοντας ως βασικές παραμέτρους αξιολόγησής της, την εξυπηρέτηση του εμπορίου, την ύπαρξη ή μη ικανοποιητικών αποθηκευτικών χώρων στο αρμόδιο Τελωνείο καθώς και τις εναλλακτικές μορφές προσωρινής εναπόθεσης εμπορευμάτων, που υφίστανται κατά το χρόνο έκδοσης της άδειας για το συγκεκριμένο Τελωνείο.
β) η ακρίβεια των δηλουμένων στην αίτηση και στα συνημμένα σ’ αυτή δικαιολογητικά και έγγραφα και η συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της άδειας, μέσω της διενέργειας από το Τελωνείο ελέγχου, αυτοψίας του χώρου.
Όταν διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από την παρούσα, η αρμόδια για τη λήψη απόφασης Τελωνειακή αρχή προβαίνει στην έκδοση της άδειας λειτουργίας της εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης, μέσω του Υποσυστήματος Αδειών Εγκρίσεων, σε έντυπο σύμφωνα με το υπόδειγμα του Παραρτήματος ΙΙ. Στην άδεια καθορίζεται η ημερομηνία έναρξης λει-τουργίας της εγκατάστασης, καθώς και το είδος και ύψος της εγγύησης.
Η άδεια εκτυπώνεται σε τέσσερα (4) αντίτυπα από τα οποία το πρώτο παραδίδεται στον δικαιούχο, το δεύτερο παραμένει στην εκδούσα Αρχή, το τρίτο κοινοποιείται στο αρμόδιο Τελωνείο και το τέταρτο αποστέλλεται στην Διεύθυνση Τελωνειακών Διαδικασιών.
Η εκχώρηση της χορηγηθείσας άδειας από τον διαχειριστή σε άλλο πρόσωπο δεν επιτρέπεται.

4. Ισχύς απόφασης

Η απόφαση για την έκδοση άδειας λειτουργίας εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης αρχίζει να παράγει αποτελέσματα από την ημερομηνία κατά την οποία ο αιτών λαμβάνει, ή θεωρείται ότι λαμβάνει γνώση αυτής και ισχύει χωρίς χρονικό περιορισμό.
Εάν ο αιτών έχει ζητήσει διαφορετική ημερομηνία θέσης σε ισχύ, τότε η απόφαση αρχίζει να εφαρμόζεται από την ημερομηνία που έχει ζητήσει ο αιτών, εφόσον αυτή είναι μεταγενέστερη εκείνης κατά την οποία λαμβάνει ή θεωρείται ότι λαμβάνει γνώση της απόφασης

5. Παρακολούθηση απόφασης για την άδεια λειτουργίας εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης

Κατόπιν της λήψης απόφασης για την έκδοση άδειας λειτουργίας εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης, η Αρμόδια για την έκδοση της άδειας Τελωνειακή Αρχή παρακολουθεί τους όρους και τα κριτήρια που πρέπει να πληροί ο δικαιούχος της απόφασης και τη συμμόρφωσή του με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την απόφαση αυτή.

ΙΙΙ. ΕΙΔΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΝΑΠΟΘΕΣΗΣ

1. Όροι αποθήκευσης


Τα εμπορεύματα που βρίσκονται σε κατάσταση προσωρινής εναπόθεσης, δεν επιτρέπεται να μετακινηθούν ή να απομακρυνθούν από την εγκατάσταση προσωρινής εναπόθεσης, όπου αρχικά τοποθετήθηκαν χωρίς την άδεια του αρμόδιου Τελωνείου.

Εφόσον δεν προκαλούνται προβλήματα ή δυσχέρειες στη λειτουργία της εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης, επιτρέπεται στον κάτοχο των εμπορευμάτων, ύστερα από έγκριση της Τελωνειακής Αρχής, να εξετάζει τα εμπορεύματα που βρίσκονται υπό τελωνειακή επιτήρηση εντός της εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης ή να προβαίνει σε δειγματοληψία αυτών, ιδίως για να προσδιορίσει τη δασμολογική τους κατάταξη, τη δασμολογητέα αξία ή τον τελωνειακό τους χαρακτήρα.

Με τους όρους και προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, επιτρέπεται επίσης, όπως ενεργούνται επί των εναποτιθέμενων εμπορευμάτων συνήθεις εργασίες που αποσκοπούν στη διατήρησή τους στην αρχική τους κατάσταση ή στην από εμπορικής πλευράς βελτίωση της εμφάνισής τους ή στην προετοιμασία αυτών για περαιτέρω μεταφορά, με τον όρο ότι δια των εργασιών αυτών, δεν επέρχεται μεταβολή της εμφάνισης ή των τεχνικών χαρακτηριστικών τους ή της βάσης των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων ή της καταγωγής τους. Στις παραπάνω επιτρεπόμενες εργασίες περιλαμβάνονται, ενδεικτικά, ο καθαρισμός, η ανατάραξη υγρών, η αφαίρεση, η διαλογή, η επισκευή ή η αντικατάσταση κατεστραμμένης ή ελαττωματικής συσκευασίας, η στοιβασία, η ζύγιση και η επισήμανση.

Η απόθεση, αποθήκευση, ταξινόμηση και διαλογή των εμπορευμάτων μέσα στους χώρους αυτούς, οι εργασίες για την επαλήθευση, εξέταση και τον έλεγχο αυτών, η μεταφορά των αζήτητων, καθώς και οι λοιπές απαραίτητες εργασίες πραγματοποιούνται από το εργατικό και λοιπό προσωπικό της εγκατάστασης με μεταφορικά και λοιπά μέσα του διαχειριστή και διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας και τις υποδείξεις της τελωνειακής υπηρεσίας.

Ο διαχειριστής υποχρεούται να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της τελωνειακής επιτήρησης των εμπορευμάτων, να τοποθετεί αυτά κατά τρόπο ώστε να διευκολύνεται ο τελωνειακός έλεγχος και να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις και διατάξεις της Τελωνειακής Υπηρεσίας.

Στις περιπτώσεις που διενεργείται έλεγχος των εμπορευμάτων σύμφωνα με τις διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας, τα εμπορεύματα μεταφέρονται σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους ελέγχου με την μέριμνα του διαχειριστή.

2. Διαδικασία εισόδου των εμπορευμάτων στις εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης

Η εκφόρτωση, παράδοση και εναπόθεση των εμπορευμάτων στις εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης, γίνεται με βάση τη γνωστοποίηση του αριθμού αναφοράς κίνησης (MRN) του Δηλωτικού/ Διασάφησης Προσωρινής Εναπόθεσης που έχει υποβληθεί στο αρμόδιο τελωνείο. Ο διαχειριστής καταχωρίζει τα προβλεπόμενα στο Μέρος Β-Ι σημείο 3 της παρούσας στο μηχανογραφικό του σύστημα. Ο διαχειριστής επιλέγει τη θέση της αποθήκης στην οποία θα αποθηκευτούν τα εμπορεύματα και επιβλέπει την κανονική στοιβασία /αποθήκευσή τους.
Κατά την εκφόρτωση και παραλαβή των εμπορευμάτων από τον διαχειριστή, η Τελωνειακή Αρχή δύναται να παρίσταται με όργανό της. Η παρουσία τελωνειακού υπαλλήλου είναι υποχρεωτική για την αποσφράγιση των υπό τελωνειακή σφράγιση μεταφερομένων εμπορευμάτων.

Αν κατά την εκφόρτωση των εμπορευμάτων διαπιστωθούν ελλείμματα ή βρεθούν δέματα, δοχεία, κιβώτια ή άλλα μέσα συσκευασίας που φέρουν σαφή σημεία παραβίασης ή διαρροής ή είναι κενά περιεχομένου, η παραλαβή των εμπορευμάτων από τον διαχειριστή γίνεται δια πρωτοκόλλου, που συντάσσεται και υπογράφεται από τον διαχειριστή της εγκατάστασης και από τον μεταφορέα ή τον αντιπρόσωπο αυτού.

Ο διαχειριστής υποχρεούται να γνωστοποιεί στο αρμόδιο Τελωνείο κάθε επιπλέον ή επί έλαττον διαπιστούμενη διαφορά μεταξύ των αναγραφομένων στο Δηλωτικό/ Διασάφηση Προσωρινής Εναπόθεσης δεμάτων, δοχείων, κιβωτίων και γενικά συσκευασιών και εκείνων που πραγματικά εκφορτώθηκαν και εναποτέθηκαν, κάνοντας επίσης σχετική πράξη στο μηχανογραφικό του σύστημα.

Επί έλαττον διαφορές εμπορευμάτων αν δεν γνωστοποιηθούν στο αρμόδιο Τελωνείο εντός 24 ωρών από το τέλος της εκφόρτωσης, δεν λαμβάνονται υπόψη από το αρμόδιο Τελωνείο, ο δε διαχειριστής υποχρεούται, επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, στην καταβολή των επί των διαφορών αυτών αναλογουσών επιβαρύνσεων. Για τη βεβαίωση και είσπραξη σε βάρος του διαχειριστή των οφειλομένων υπ' αυτού δασμοφορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων επί των διαπιστουμένων κάθε φορά ελλειμμάτων ή διαφορών εμπορευμάτων, εκδίδεται από το αρμόδιο Τελωνείο καταλογιστική πράξη.

3. Χρόνος παραμονής των εμπορευμάτων στις εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης.

Η διάρκεια παραμονής των εμπορευμάτων στις εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης είναι η προβλεπόμενη στο άρθρο 149 του Ε.Τ.Κ προθεσμία, ήτοι 90 ημέρες, για όλους τους τρόπους μεταφοράς των εμπορευμάτων. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας και εφόσον τα εμπορεύματα δεν υπαχθούν σε τελωνειακό καθεστώς, δεν επανεξαχθούν, καταστραφούν, ή περιέλθουν στην κυριότητα του Δημοσίου, κηρύσσονται αζήτητα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 43 και επόμενων του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα Ν. 2960/2001.

Ο διαχειριστής υποχρεούται :
α) να ενημερώνει ανελλιπώς το αρμόδιο Τελωνείο για τα εμπορεύματα που δεν παραλαμβάνονται από τους κατόχους τους εντός της παραπάνω αναφερόμενης προθεσμίας.
β) να μεταφέρει σε οριζόμενο εντός των αποθηκών κατάλληλο χώρο, τα μη παραλαμβανόμενα εντός των νομίμων προθεσμιών αζήτητα εμπορεύματα.
Ο διαχειριστής δικαιούται, προνομιακώς, των τυχόν οφειλομένων αποθηκεύτρων και εξόδων, εργατικών και μεταφορικών, από το εκπλειστηρίασμα που επιτυγχάνεται κατά την εκποίηση των εμπορευμάτων ως αζήτητων από το αρμόδιο Τελωνείο. Για τα εμπορεύματα όμως που κηρύσσονται αζήτητα και περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 48 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, οι απαιτήσεις του διαχειριστή εκ δικαιωμάτων του αποσβένονται, το δε Δημόσιο δεν φέρει καμία ευθύνη για πληρωμή των δικαιωμάτων του διαχειριστή.

4. Έξοδος των εμπορευμάτων από τις εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης

Τα εμπορεύματα που εναποτίθενται στις εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης το αργότερο μέχρι την 90η μέρα από την προσκόμισή τους στην εγκατάσταση πρέπει να :

Α) τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία

Β) επανεξαχθούν εκτός του Τελωνειακού εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Γ) υπαχθούν σε ειδικό καθεστώς

Δ) εγκαταλειφθούν υπέρ του Δημοσίου

Ε) καταστραφούν

Η έξοδος των εμπορευμάτων από τις εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης γίνεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, με την υποβολή και διαχείριση του κατά περίπτωση προβλεπόμενου από τις διατάξεις παραστατικού. Ο διαχειριστής καταχωρίζει την έξοδο των εμπορευμάτων στο μηχανογραφικό του σύστημα.
Για τα εμπορεύματα για τα οποία κατατέθηκε στο αρμόδιο Τελωνείο οποιοδήποτε τελωνειακό παραστατικό ή έγγραφο και δεν παραλαμβάνονται εμπρόθεσμα, εφαρμόζονται από το αρμόδιο Τελωνείο οι διατάξεις του άρθρου 198 παράγραφος 1 του Ε.Τ.Κ.


5. Ευθύνη διαχειριστή εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης

Η εγκατάσταση προσωρινής εναπόθεσης, και τα εντός αυτής εναποτιθέμενα εμπορεύματα, τελούν υπό την αποκλειστική ευθύνη του "διαχειριστή" της εγκατάστασης. Ειδικότερα, ο διαχειριστής της εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης ευθύνεται για την ορθή εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εκδοθείσα άδεια, για την παραμονή των εμπορευμάτων στην εγκατάσταση προσωρινής εναπόθεσης από τη φυσική και λογιστική είσοδό τους, μέχρι και την έξοδό τους από αυτή και εν γένει για τη μη διαφυγή των εμπορευμάτων από την τελωνειακή επιτήρηση, προς εξασφάλιση της τήρησης των τελωνειακών και συναφών διατάξεων.
Ο διαχειριστής ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για τους αναλογούντες δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, περιλαμβανομένων και των προστίμων, ποινών ή πρόσθετων τελών και δικαιωμάτων που μπορεί να προκύψουν από την μη ορθή τήρηση των υποχρεώσεών του, από δόλο ή αμέλεια.
Ο διαχειριστής ευθύνεται έναντι των κυρίων των εμπορευμάτων για την αξία αυτών, μη υπέχοντος του Δημοσίου καμία ευθύνη για οποιαδήποτε βλάβη, φθορά ή καταστροφή αυτών, από οποιαδήποτε αιτία.

6. Διοικητικό κόστος υπερημερίας – ελλείμματα

Τα εμπορεύματα που έχουν εναποτεθεί στις εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης επιβαρύνονται με το διοικητικό κόστος υπερημερίας της παραγράφου 11 του άρθρου 41 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου αυτού.
Εάν από την Τελωνειακή Αρχή διαπιστωθεί ότι ελλείπουν εμπορεύματα που έχουν εναποτεθεί στις εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης, χωρίς να έχουν τηρηθεί γι' αυτά οι προβλεπόμενες τελωνειακές και λοιπές συναφείς διατυπώσεις, εφαρμόζονται οι περί λαθρεμπορίας διατάξεις του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, ασχέτως λήψης από την Τελωνειακή Αρχή εγγύησης ή άλλου διασφαλιστικού, των δασμών και λοιπών φόρων, μέτρου.

7. Έλεγχος και εποπτεία των εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης

Η επί των εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης εποπτεία και έλεγχος ασκείται από την τελωνειακή υπηρεσία, μέσω των αρμόδιων οργάνων της, προς εξασφάλιση, της είσπραξης των δασμοφορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων, της εφαρμογής απαγορευτικών και περιοριστικών μέτρων, της ασφάλειας των χώρων και των εμπορευμάτων και της αποτροπής παράτυπων και παράνομων πράξεων.

Για το σκοπό αυτό:

1 - Ο διαχειριστής υποχρεούται να παρέχει στην Τελωνειακή Υπηρεσία κάθε συνδρομή, πληροφορία και στοιχείο που του ζητηθεί και έχει σχέση με την άσκηση του Τελωνειακού έργου.

2 - Η Τελωνειακή Αρχή ελέγχει την ορθή τήρηση των προβλεπόμενων στο Μέρος Β-Ι σημείο 3 της παρούσας, καταχωρίσεων.

3- Η Τελωνειακή Αρχή δύναται να ελέγχει τη σωστή συντήρηση και λειτουργία του μηχανολογικού εξοπλισμού μέτρησης του βάρους ή του όγκου των εμπορευμάτων.

4- Διενεργούνται λογιστικοί και φυσικοί έλεγχοι επί των εμπορευμάτων από την Τελωνειακή Υπηρεσία.

5 - Διενεργούνται περιοδικά απογραφές των εντός των εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης, εμπορευμάτων.



IV. Προϋποθέσεις έγκρισης/καθορισμού χώρων, άλλων από τις εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης, για την προσκόμιση των εμπορευμάτων και για την προσωρινή τους εναπόθεση

ΈΓΚΡΙΣΗ ΧΩΡΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΝΑΠΟΘΕΣΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ


1. Προκειμένου να εγκριθεί χώρος για τους σκοπούς της προσκόμισης και προσωρινής εναπόθεσης των εμπορευμάτων, άλλος από τις εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης, πρέπει να πληρούνται κατ’ αναλογία οι απαιτήσεις του άρθρου 148 παράγραφοι 2 και 3 του Ε.Τ.Κ και του άρθρου 117 του Κατ΄ εξουσιοδότηση Κανονισμού αρ. 2015/2446, ήτοι :

Α) Τα πρόσωπα που διαχειρίζονται το χώρο εναπόθεσης των εμπορευμάτων :
- να είναι εγκατεστημένα στο Τελωνειακό έδαφος της Ένωσης. Στην περίπτωση που είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να τους έχει αποδοθεί ΑΦΜ στη χώρα μας (μέσω της ΠΟΛ 1113/2013 ΑΥΟ ή μέσω ορισμού φορολογικού αντιπροσώπου),
- να είναι καταχωρισμένα, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Ε.Τ.Κ,

Β) να παρέχονται όλα τα εχέγγυα για την ορθή διεξαγωγή των εργασιών

Γ) να παρέχεται εγγύηση, η οποία πρέπει να καλύπτει το ακριβές ποσό του εισαγωγικού δασμού που αντιστοιχεί στην τελωνειακή οφειλή και των άλλων επιβαρύνσεων.

Δ) να εξασφαλίζεται η τελωνειακή επιτήρηση των εμπορευμάτων, χωρίς να απαιτείται η θέσπιση διοικητικών ρυθμίσεων δυσανάλογων προς τις υφιστάμενες οικονομικές ανάγκες.

Ε) οι χώροι να μη χρησιμοποιούνται με σκοπό τη λιανική πώληση.

ΣΤ) όταν τα αποθηκευμένα εμπορεύματα παρουσιάζουν κίνδυνο ή ενδέχεται να αλλοιώσουν άλλα εμπορεύματα ή χρειάζονται, για άλλους λόγους, ειδικές εγκαταστάσεις, τότε οι ο χώρος να είναι ειδικά εξοπλισμένος για την αποθήκευσή τους.

Ζ) η λειτουργία του χώρου γίνεται αποκλειστικά από το πρόσωπο που έχει λάβει την έγκριση.

Η) τα εμπορεύματα να διασαφίζονται για τελωνειακό καθεστώς εντός 3 ή 6 (περίπτωση που ο αιτών είναι εγκεκριμένος παραλήπτης σύμφωνα με το άρθρο 233 παράγραφος 4 στοιχείο β) του Ε.Τ.Κ) ημερών από την προσκόμισή τους, εκτός εάν οι τελωνειακές αρχές απαιτήσουν την εξέταση των εμπορευμάτων σύμφωνα με το άρθρο 140 παράγραφος 2 του Ε.Τ.Κ.

2. Η έγκριση χορηγείται από το αρμόδιο τελωνείο στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου βρίσκεται ο σχετικός χώρος, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου.

3. Για τη χορήγηση της έγκρισης το αρμόδιο Τελωνείο εξετάζει τα ακόλουθα :

α) Μη ύπαρξη εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης ή λόγω της φύσης του εμπορεύματος, ακαταλληλότητα αυτών για την προσωρινή του εναπόθεση.

β)Διαπίστωση από το Τελωνείο της καταλληλότητας των εν λόγω χώρων. Όπου απαιτείται μπορεί να ζητείται βεβαίωση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για την εξασφάλιση της πυροπροστασίας αυτών.

4. Για τη διασφάλιση της ταυτότητας των εμπορευμάτων, το Τελωνείο δύναται να προβαίνει σε στοιχειώδη εξέτασή τους, λαμβάνοντας τα απαραίτητα, κατά την κρίση του, μέτρα.

5. Η τοποθέτηση και στοίβαση των εμπορευμάτων στους εν λόγω χώρους θα πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνεται ο έλεγχος από το αρμόδιο Τελωνείο.


ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΧΩΡΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΝΑΠΟΘΕΣΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

Κατά τον καθορισμό ενός χώρου ως χώρου προσωρινής εναπόθεσης εμπορευμάτων το τελωνείο που προβαίνει στον εν λόγω καθορισμό αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη διασφάλισης της επιτήρησης των εμπορευμάτων κατά το χρονικό διάστημα παραμονής σε προσωρινή εναπόθεση, δεδομένου ότι οι χώροι αυτοί αντιμετωπίζονται ως εγκαταστάσεις του Τελωνείου και για την εναπόθεση εμπορευμάτων σε αυτούς εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις που αφορούν στις εγκαταστάσεις εναπόθεσης υπό τη διαχείριση του Τελωνείου.
Πιο συγκεκριμένα , για τον καθορισμό χώρου εναπόθεσης δεν απαιτείται η παροχή εγγύησης ενώ ισχύει η πλήρης προθεσμία παραμονής εμπορευμάτων σε προσωρινή εναπόθεση (90 ημέρες).

Δεδομένων των ανωτέρω, προκειμένου να καθοριστεί ένα χώρος ως χώρος προσωρινής εναπόθεσης θα πρέπει να είναι απολύτως διασφαλισμένη η τελωνειακή επιτήρηση των εμπορευμάτων γιατί η ευθύνη οποιαδήποτε ενδεχόμενης απώλειας βαρύνει αποκλειστικά το Τελωνείο και επί πλέον ο χώρος να είναι κατάλληλος για την αποθήκευση των εμπορευμάτων.

Επισημαίνουμε ότι στις κατευθυντήριες ενωσιακές οδηγίες για την είσοδο των εμπορευμάτων στην Ε.Ε αναφέρεται ότι οι τελωνειακές αρχές μπορούν να καθορίσουν μία εγκατάσταση αποταμίευσης ως χώρο προσωρινής εναπόθεσης εμπορευμάτων, χωρίς να απαιτήσουν ειδική, για την εναπόθεση, εγγύηση.

Ωστόσο, στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να γίνεται ειδική μνεία στην εγγύηση που έχει προσκομισθεί από τον διαχειριστή στο πλαίσιο έκδοσης της άδειας αποταμίευσης, στην οποία να δηλώνεται ότι η εν λόγω εγγύηση καλύπτει και τα εμπορεύματα που αποθηκεύονται σε κατάσταση προσωρινής εναπόθεσης στην υπό τη διαχείρισή του εγκατάσταση αποταμίευσης .

Με εξαίρεση την περίπτωση καθορισμού μίας εγκατάστασης αποταμίευσης ως χώρο εναπόθεσης εμπορευμάτων, ο καθορισμός ενός χώρου ως χώρου εναπόθεσης των εμπορευμάτων γίνεται με πρωτοβουλία του τελωνείου και προς διευκόλυνσή του, ειδικότερα στο θέμα της διεξαγωγής ελέγχων πχ στις κατευθυντήριες οδηγίες της Επιτροπής αναφέρονται ως καθορισθέντες από το τελωνείο χώροι εναπόθεσης, οι χώροι εκτός των εγκαταστάσεων του τελωνείου στους οποίους μπορεί να μεταφέρονται τα εμπορεύματα προκειμένου να διεξαχθούν αποτελεσματικότεροι ή πιο εξειδικευμένοι έλεγχοι.

Προκειμένου να είναι εφικτή η συμπλήρωση των καθορισθέντων χώρων στο πεδίο με τα στοιχεία αποθήκης κατά την υποβολή διασαφήσεων προσωρινής εναπόθεσης, το Τελωνείο πρέπει να προβεί στην καταχώρισή τους στο Υποσύστημα Αδειών/Εγκρίσεων – Διαχείριση Αποθηκών, για την απόκτηση «κωδικού αποθήκης».

Δεδομένου ότι οι χώροι αυτοί βρίσκονται υπό την εποπτεία του Τελωνείου, κατά τη δημιουργία του κωδικού αποθήκης επιλέγεται ως είδος αποθήκης η «Προσωρινή Εναπόθεση – Δημόσια» και συμπληρώνονται τα απαιτούμενα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον εν λόγω χώρο.

Η ανωτέρω διαδικασία καταχώρισης ισχύει και για τις περιπτώσεις καθορισμού εγκαταστάσεων αποταμίευσης ως χώρων προσωρινής εναπόθεσης, δεδομένου ότι οι κωδικοί των 
αποταμίευσης δεν μπορούν να συμπληρωθούν στο πεδίο «στοιχεία αποθήκης» της Διασάφησης προσωρινής εναπόθεσης.

























Με τη λήψη της παρούσας η υπ.αριθμ.1 σχετική παύει να ισχύει.

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΑΔΕ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Άρθρα Άσκηση του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ

$
0
0
Του Φώτη Τσιατούρα
Φοροτεχνικού, συγγραφέα, τ. επόπτη Π.Ε.Κ. Αθηνών, επιστημονικού συνεργάτη του Taxheaven


Περιεχόμενα

Ι. Γενικά
ΙΙ. Έκπτωση ΦΠΑ – προϋποθέσεις
ΙΙΙ. Απαιτούμενα δικαιολογητικά για την έκπτωση του ΦΠΑ εισροών
IV. Δήλωση έναρξης των εργασιών
V. Νόμιμο τιμολόγιο ή άλλο στοιχείο που επέχει θέση τιμολογίου
VI. Διενέργεια έκπτωσης ή επιστροφής ΦΠΑ με βάση ανακριβή, πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία
VII. Άσκηση δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ εισροών από καλόπιστο λήπτη εικονικού ως προς το πρόσωπο του εκδότη τιμολογίου
VIII. Έκδοση συμπληρωματικού - διορθωτικού τιμολογίου - πιστωτικού τιμολογίου
IX. Διασάφηση ή άλλο τελωνειακό παραστατικό
X. Νόμιμο τιμολόγιο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο για τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις
XI. Έκτακτη περιοδική δήλωση
XII. Άσκηση δικαιώματος έκπτωσης από τους υπόχρεους των περ. β΄, γ΄ και δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 35
XIII. Πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ
XIV. Απώλεια πρωτοτύπου τιμολογίου - Απώλεια φορολογικών στοιχείων λόγω πυρκαγιάς, σεισμού κ.λπ. - Έκπτωση με αντίγραφα τιμολογίων

Ι. Γενικά

Αφορμή για το παρόν άρθρο απετέλεσε η πρόσφατη απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) με αριθμό ΔΕΔ 2260/2019, αναφορικά με την έκπτωση του ΦΠΑ εισροών. Ειδικότερα σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση αφενός δεν αναγνωρίστηκε προς έκπτωση ο ΦΠΑ αγορών πετρελαίου επιχείρησης  [επειδή δεν αναγράφονταν ο αριθμός κυκλοφορίας των οχημάτων ή ο ΑΦΜ της προσφεύγουσας και χωρίς να έχει τοποθετηθεί επ' αυτών σφραγίδα του προμηθευτή, ούτε κατείχε αθεώρητες καταστάσεις του πρατηριούχου με το σύνολο των αποδείξεων, ούτε τιμολόγια που εκδόθηκαν σε αντικατάσταση των ΑΛΠ, όπως προβλέπεται από την ΠΟΛ.1009/2012, όπως αυτή ισχύει], αφετέρου αναγνώρισε το δικαίωμα προς έκπτωση το ΦΠΑ φορολογητέων εισροών, επειδή η ελεγκτική αρχή  δεν αμφισβήτησε την πραγματοποίησή τους και η ελεγχόμενη επιχείρηση κατείχε νόμιμο τιμολόγιο, χωρίς να συναρτά την έκπτωση ΦΠΑ με τυπικές παραβάσεις άλλων φορολογιών.
Για τις τελευταίες η ελεγκτική αρχή είχε απορρίψει το δικαίωμα έκπτωσης και κατ' επέκταση το δικαίωμα επιστροφής των με το σκεπτικό ότι αυτές δεν συνιστούσαν δαπάνες για παραγωγικό σκοπό, δεν παρακολουθούνταν σε λογαριασμό παγίων, δεν διενεργήθηκαν αποσβέσεις, δεν συνοδεύονταν από τιμολόγια παροχής υπηρεσιών εξειδικευμένων επαγγελματιών, δεν προσκομίστηκε άδεια επέκτασης των σταβλικών εγκαταστάσεων, δεν δηλώθηκε καμία αλλαγή της επιφάνειάς τους στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης των ετών 2014.

 Οι διατάξεις που αναφέρονται στην έκπτωση του φόρου αποτελούν την πεμπτουσία της λειτουργίας του συστήματος του ΦΠΑ και περιλαμβάνουν όλους τους μηχανισμούς έκπτωσης, συμψηφισμού και διακανονισμού των προς έκπτωση φόρων.

Με τις διατάξεις έκπτωσης και επιστροφής του φόρου εξασφαλίζεται η ουδετερότητα του ΦΠΑ που αποτελεί την ειδοποιό διαφορά του φόρου σε σχέση με άλλες μορφές έμμεσων φόρων που έχουν τη μορφή φόρων επί του κύκλου εργασιών.
Με το μηχανισμό αυτό της έκπτωσης και επιστροφής που διαθέτει το σύστημα του ΦΠΑ, υλοποιούνται επίσης οι δύο βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται το φορολογικό αυτό σύστημα, δηλαδή αφενός η αρχή της εξασφάλισης και διατήρησης ίσων όρων ανταγωνισμού στις επιχειρήσεις που υπάγονται στο φόρο αυτό και αφετέρου η αρχή της αποφυγής της διπλής ή πολλαπλής φορολογίας του ίδιου αγαθού ή υπηρεσίας.

ΙΙ. Έκπτωση ΦΠΑ – Προϋποθέσεις

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 30 του κώδικα ΦΠΑ (ν.2859/2000), ο υποκείμενος στο φόρο από το ΦΠΑ που αναλογεί στις διενεργούμενες από αυτόν πράξεις παράδοσης αγαθών, παροχής υπηρεσιών και ενδοκοινοτικής απόκτησης αγαθών (φόρος εκροών), έχει δικαίωμα να εκπέσει:
- Το ΦΠΑ που έχει καταβάλλει κατά την αγορά των αγαθών (εμπορεύσιμων ή επενδυτικών).
- Το ΦΠΑ που έχει καταβάλλει για τις υπηρεσίες που του παρασχέθηκαν.
- Το ΦΠΑ που έχει καταβάλλει κατά την εισαγωγή των αγαθών (εμπορεύσιμων ή επενδυτικών).
- Το ΦΠΑ που οφείλεται για τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών (εμπορεύσιμων ή επενδυτικών).

Επισημαίνεται ότι στην τελευταία περίπτωση, παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης δεδομένου ότι από 1.1.1993 αυτές οι πράξεις φορολογούνται στην Ελλάδα, ο δε  υποκείμενος στο ΦΠΑ καταβάλλει και εκπίπτει ταυτόχρονα το ΦΠΑ (χρεοπίστωση ή πράξη λήπτη) μέσω της περιοδικής δήλωσης ΦΠΑ, χωρίς δηλαδή εκταμίευση.

Συνεπώς κάθε υποκείμενος αποδίδει στο Δημόσιο το ΦΠΑ που αναλογεί στην προστιθέμενη αξία της επιχείρησής του και τον οποίο εισπράττει από τους πελάτες του, με αποτέλεσμα ο ΦΠΑ να είναι ουδέτερος και να μην επιβαρύνει ουσιαστικά την επιχείρηση, αλλά τον τελικό καταναλωτή.

Σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις της εν λόγω παρ. 1 του άρθρου 30 του ίδιου κώδικα, βασική προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος έκπτωσης από τον υποκείμενο στο φόρο, είναι ότι τα αγαθά που έχουν αγοραστεί ή έχουν εισαχθεί και οι υπηρεσίες που έχουν ληφθεί, χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση πράξεων που υπάγονται στο φόρο ή απαλλάσσονται για τις οποίες όμως ρητά προβλέπεται έκπτωση του ΦΠΑ εισροών σύμφωνα με τις διατάξεις της επομένης παραγράφου 2 (εξαγωγές, ενδοκοινοτικές αποκτήσεις κ.λπ.). Επομένως, αν ο υποκείμενος στο φόρο ενεργεί υποκείμενες και μη υποκείμενες στο φόρο πράξεις χωρίς δικαίωμα έκπτωσης, το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου προσδιορίζεται κατ' αναλογία των εσόδων που αντιστοιχούν στις υπαγόμενες στο φόρο πράξεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 31.

Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του τρίτου εδαφίου της εν λόγω παρ. 1 του άρθρου 30 ειδικά για τα νεόδμητα ακίνητα, που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς τριετούς αναστολής ΦΠΑ (σύμφωνα με την παρ. 4α του άρθρου 6 του κώδικα ΦΠΑ, όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 39 του ν.4646/2019 με ισχύ από 12.12.2019), το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών που προσδιορίζεται σύμφωνα µε την παρ. 7 του άρθρου 31  αναστέλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αναστολής (31.12.2022).
 
Περαιτέρω με τις διατάξεις της εν λόγω παρ. 1 του άρθρου 30, ορίζεται ότι το δικαίωμα έκπτωσης του υποκειμένου στο φόρο για αγαθά επένδυσης κρίνεται οριστικά κατά το χρόνο έναρξης χρησιμοποίησης των αγαθών αυτών.
Επομένως, αν ο υποκείμενος στο φόρο επιβαρύνθηκε με φόρο εισροών για επενδυτικά αγαθά, κατά την έννοια των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 33, το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών, που επιβάρυνε τα επενδυτικά αυτά αγαθά και το οποίο ήδη ασκήθηκε σε προηγούμενες φορολογικές περιόδους, δηλαδή αν το δικαίωμα αυτό ασκήθηκε νόμιμα ή όχι, θα κριθεί οριστικά κατά το χρόνο έναρξης χρησιμοποίησης των επενδυτικών αγαθών, καθώς και της εν συνεχεία χρήσης αυτών τουλάχιστον για μια πενταετία. Συνεπώς, αν τα επενδυτικά αγαθά κατά την έναρξη χρησιμοποίησης, χρησιμοποιούνται σε φορολογητέες δραστηριότητες, ο φόρος καλώς εκπέστηκε ή επιστράφηκε, αν όμως χρησιμοποιούνται σε αφορολόγητες δραστηριότητες ή απαλλασσόμενες χωρίς δικαίωμα έκπτωσης, θα πρέπει να αποδοθεί εφάπαξ στο Δημόσιο ο ΦΠΑ που επιβάρυνε την απόκτησή τους και ο οποίος επιστράφηκε στον υποκείμενο ή εκπέστηκε από αυτόν προηγούμενα.

Παράδειγμα: Ανώνυμη εταιρεία, με αλυσίδα καταστημάτων λιανικής ειδών τροφίμων σε όλη την Ελλάδα, τον Μάρτιο του 2010 ξεκίνησε να κατασκευάσει οικοδομή, σε ιδιόκτητο οικόπεδο, όπου θα στέγαζε τα κεντρικά της γραφεία. Η ανέγερση ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 2011 και ο αντίστοιχος ΦΠΑ των δαπανών κατασκευής εκπέσθηκε ή ενδεχομένως επιστράφηκε κατά την κατασκευαστική περίοδο. Η εν λόγω ΑΕ εγκαθίσταται στα εν λόγω γραφεία τον Μάιο του 2011. Στην περίπτωση αυτή νόμιμα ασκήθηκε το δικαίωμα έκπτωσης ΦΠΑ ή επιστροφής του κατασκευαστικού κόστους και δεν ανέκυψε κανένα θέμα. Στη συνέχεια τον Μάρτιο του 2012, για βελτίωση των εσόδων της, απεφάσισε μέρος των εν λόγω γραφείων να εκμισθώσει  σε άλλη εμπορική επιχείρηση. Επειδή οι μισθώσεις ακινήτων απαλλάσσονται από το ΦΠΑ (άρθρο 22 § κστ΄του ν.2859/2000) χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του αντίστοιχου ΦΠΑ εισροών η εν λόγω ΑΕ οφείλει να επιστρέψει τον ανάλογο ΦΠΑ του κατασκευαστικού κόστους που εξέπεσε ή της είχε επιστραφεί με τις αντίστοιχες προσαυξήσεις. Στις περιπτώσεις αυτές το δικαίωμα του δημοσίου γεννάται κατά το χρόνο επιστροφής ή έκπτωσης του φόρου αυτού και επομένως κατά την απόδοση του θα εφαρμοστούν και οι διατάξεις του άρθρων 1 του ν.2523/1997, εφόσον αφορούν χρήσεις έως 31.12.2013.

Επισημαίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 (πρώην 66) § 17 (Κ.Φ.Δ.) προβλέπεται ότι στις πράξεις καταλογισµού ΦΠΑ που εκδίδονται µετά την 1.1.2014 και αφορούν εν γένει φορολογικές υποχρεώσεις, χρήσεις, περιόδους ή υποθέσεις έως την 31.12.2013, εξακολουθούν να επιβάλλονται οι πρόσθετοι φόροι του άρθρου 1 του ν. 2523/1997, όπως ίσχυε κατά χρήση. Μετά την απόκτηση του εκτελεστού τίτλου εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 53 και 57 και 58Α του Κ.Φ.Δ., όπως αυτές ισχύουν.

Επίσης με τις διατάξεις της εν λόγω παρ. 1 του άρθρου 30, καθορίζεται ότι στην περίπτωση που τα αγαθά επένδυσης χρησιμοποιούνται, τόσο για τους σκοπούς των δραστηριοτήτων του υποκειμένου στο φόρο, όσο και για ιδιωτική χρήση του ίδιου ή του προσωπικού του, ή, γενικότερα για σκοπούς άλλους από της επιχείρησης, ο ΦΠΑ που βαρύνει τις δαπάνες που συνδέονται με τα επενδυτικά αυτά αγαθά εκπίπτει μόνο κατ’ αναλογία του ποσοστού της χρησιμοποίησής τους για τους σκοπούς των δραστηριοτήτων της επιχείρησης.

Σχετικά με τις μεταβολές στην αναλογία χρήσης των αγαθών επένδυσης καθώς επίσης και με το διακανονισμό του ΦΠΑ επενδυτικών αγαθών στην περίπτωση που εντός πενταετίας από την πραγματοποίηση της δαπάνης για την απόκτηση ή την κατασκευή τους δεν έχει γίνει έναρξη χρησιμοποίησης αυτών ισχύουν τα προβλεπόμενα στα άρθρα 31 και 33 του ίδιου κώδικα.

ΙΙΙ. Απαιτούμενα δικαιολογητικά για την έκπτωση του ΦΠΑ εισροών

Με τις διατάξεις του άρθρου 32 του κώδικα ΦΠΑ (αντίστοιχα άρθρα 178, 181-183 οδηγίας 2006/112/ΕΚ)  καθορίζονται τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να κατέχει ο υποκείμενος στο φόρο προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ με τον οποίο επιβαρύνθηκαν η παράδοση αγαθών, η παροχή υπηρεσιών, η ενδοκοινοτική απόκτηση και η εισαγωγή αγαθών που πραγματοποιήθηκαν από αυτόν. Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία είναι:

→ α) βεβαίωση περί υποβολής δήλωσης έναρξης εργασιών της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 36,

→ β) νόμιμο τιμολόγιο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο που επέχει θέση τιμολογίου, από τα οποία αποδεικνύονται οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που γίνονται σ' αυτόν και ο φόρος με τον οποίον επιβαρύνθηκαν,

→ γ) στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται η εισαγωγή αγαθών από αυτόν, καθώς και ο φόρος με τον οποίο επιβαρύνθηκαν τα αγαθά,

→ δ) νόμιμο τιμολόγιο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο που επέχει θέση τιμολογίου ή την περιοδική δήλωση της οικείας φορολογικής περιόδου, στην περίπτωση που δεν υπάρχει άλλο αποδεικτικό στοιχείο, για τις πραγματοποιούμενες ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών, καθώς και τις λήψεις υπηρεσιών για τις οποίες είναι ο ίδιος υπόχρεος στο φόρο, εφόσον οι πράξεις αυτές έχουν καταχωρηθεί στα τηρούμενα βιβλία του K.B.Σ.,

→ ε)  κυρωμένο αντίγραφο της έκτακτης περιοδικής δήλωσης ή της ειδικής δήλωσης της περίπτωσης γ’ της παρ. 4 του άρθρου 36, όπου προβλέπεται η καταβολή φόρου με τις δηλώσεις αυτές, από τις οποίες αποδεικνύεται η καταβολή του φόρου.

IV. Δήλωση έναρξης των εργασιών

Με τη διάταξη της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 32, για να ασκήσει ο υποκείμενος το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου πρέπει να κατέχει βεβαίωση ότι έχει υποβάλλει στην αρμόδια ΔΟΥ δήλωση έναρξης των εργασιών του, που προβλέπεται από την περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 36.

Περαιτέρω με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 36, [που αντικαταστάθηκαν με τις παρ 1α, β και 2α, β του άρθρου 356 του ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α' 5/17.1.2018) και ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου στο ΦΕΚ, ήτοι 17.1.2018, σύμφωνα με το άρθρο 406 του ιδίου νόμου], ορίζεται ότι ο υποκείμενος στο φόρο υποχρεούται να υποβάλλει τις δηλώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 του ν. 4174/2013. Για κάθε υποκείμενο στον φόρο χρησιμοποιείται ο μοναδικός αριθμός φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ./Φ.Π.Α.), ο οποίος χορηγείται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.).

Περαιτέρω με την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.), όπως αυτό ισχύει, ορίζεται μεταξύ άλλων:
«1.α. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που πρόκειται να καταστεί υπόχρεο σε καταβολή ή παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία ή σε υποβολή οποιασδήποτε δήλωσης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα υποβάλλει δήλωση εγγραφής στο φορολογικό μητρώο.
Στη δήλωση εγγραφής περιλαμβάνονται τα προσωπικά στοιχεία του φορολογούμενου, σε περίπτωση φυσικού προσώπου, καθώς και η επωνυμία, ο διακριτικός τίτλος και η έδρα, σε περίπτωση νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας.
Προκειμένου για νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, η δήλωση εγγραφής υποβάλλεται εντός 30 ημερών από τη νόμιμη σύσταση αυτών.
β. Κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ή νομική οντότητα, που πρόκειται να ασκήσει δραστηριότητες επιχειρηματικού περιεχομένου υποβάλλει δήλωση έναρξης στο φορολογικό μητρώο. Η δήλωση έναρξης υποβάλλεται πριν την πραγματοποίηση της πρώτης συναλλαγής στο πλαίσιο άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Εάν δεν έχει προηγηθεί δήλωση εγγραφής, αυτή γίνεται ταυτόχρονα με τη δήλωση έναρξης.
Προκειμένου για νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που πρόκειται να ασκήσουν δραστηριότητες επιχειρηματικού περιεχομένου, ως χρόνος έναρξης θεωρείται ο χρόνος της νόμιμης σύστασης αυτών. Η δήλωση έναρξης υποβάλλεται εντός 30 ημερών από τη νόμιμη σύσταση.
Στη δήλωση έναρξης περιλαμβάνονται ο τόπος άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, σε περίπτωση φυσικού προσώπου, τυχόν υποκαταστήματα, το αντικείμενο των εργασιών, το τηρούμενο λογιστικό σύστημα καθώς και το καθεστώς φόρου προστιθέμενης αξίας στο οποίο υπάγεται ο φορολογούμενος.
»
…….

Εξυπακούεται βέβαια ότι η δήλωση αυτή θα πρέπει να έχει υποβληθεί πριν από τη διενέργεια της συγκεκριμένης πράξης.
Με τη διάταξη αυτή ο υποκείμενος στερείται του δικαιώματος έκπτωσης του φόρου για πράξεις που ενήργησε πριν από την υποβολή της δήλωσης έναρξης δραστηριότητας.

Επίσης με την παρ. 3 του άρθρου 58Α του ν.4174/2013 (το ειδικό αυτό άρθρο που αφορά πρόστιμα για παραβάσεις σχετικές με τον ΦΠΑ προστέθηκε με το άρθρο 3 § 8 του ν.4337/2015 και ισχύει από τη δημοσίευσή του στο ΦΕΚ, ήτοι από 17.10.2015) ορίζεται ότι σε περίπτωση άσκησης οικονομικής δραστηριότητας χωρίς να έχει υποβληθεί δήλωση έναρξης εργασιών, παρά την ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με ποσοστό 50% επί του ποσού του ΦΠΑ που θα έπρεπε να είχε αποδοθεί για όλη τη διάρκεια λειτουργίας της οικονομικής δραστηριότητας.

Ωστόσο στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε και την σχετική νομολογία του Δ.Ε.Κ., η οποία σύμφωνα με την απόφαση της 21.3.2000 του ΔΕΚ (συνεκδικασθείσες υποθ. C-110/1998 έως C-147/1998) αντίκειται προς το άρθρο 17 της 6ης οδηγίας (αντίστοιχα 167-169, 172 και 176 της ισχύουσας οδηγίας 2006/112/ΕΚ) εθνική νομοθεσία η οποία εξαρτά την άσκηση του δικαιώματος για έκπτωση του ΦΠΑ που έχει καταβληθεί από υποκείμενο στο φόρο πριν από την έναρξη της συνήθους πραγματοποιήσεως των φορολογητέων πράξεων από ορισμένες προϋποθέσεις, όπως η υποβολή ρητής, υπό την έννοια αυτή, αιτήσεως πριν ο φόρος καταστεί απαιτητός καθώς και η τήρηση προθεσμίας ενός έτους μεταξύ αυτής της υποβολής και της πραγματικής ενάρξεως των φορολογητέων πράξεων, και η οποία κολάζει τη μη τήρηση των προϋποθέσεων αυτών με την απώλεια του δικαιώματος για έκπτωση ή με την αναβολή ασκήσεως του δικαιώματος αυτού μέχρι την πραγματική έναρξη της συνήθους πραγματοποιήσεως των φορολογητέων πράξεων.

V. Νόμιμο τιμολόγιο ή άλλο στοιχείο που επέχει θέση τιμολογίου

Με τη διάταξη της περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 32, για να ασκήσει ο υποκείμενος το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου πρέπει να κατέχει νόμιμο τιμολόγιο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο που επέχει θέση τιμολογίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των Ε.Λ.Π. (προηγούμενα του Κ.Φ.Α.Σ. ή ΚΒΣ), από το οποίο να αποδεικνύονται οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που γίνονται σ' αυτόν και ο ΦΠΑ που επιβαρύνθηκαν.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 § § 2 και 3 του ν.4308/2014 (Ε.Λ.Π.) κάθε έγγραφο που περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για το τιμολόγιο θεωρείται τιμολόγιο, με την προϋπόθεση ότι ο παραλήπτης των αγαθών ή υπηρεσιών που υπόκεινται σε τιμολόγηση αποδέχεται το έγγραφο αυτό. Κάθε έγγραφο ή μήνυμα που τροποποιεί και αναφέρεται ειδικά και αναμφισβήτητα σε ένα αρχικό τιμολόγιο, θεωρείται τιμολόγιο. Θέση τιμολογίου, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έχουν και η εκκαθάριση, η απόδειξη ΟΤΕ ή ΔΕΗ ή ΕΥΔΑΠ, ή Τράπεζας, η φορτωτική, το συμβόλαιο κ.λπ., από το οποίο να προκύπτει ο ΦΠΑ. Θα πρέπει δηλαδή να αναγράφεται χωριστά ο ΦΠΑ από την αξία, με τον οποίο έχει επιβαρυνθεί η παράδοση αγαθών ή η παροχή υπηρεσιών προς τον υποκείμενο. Από τη διάταξη αυτή είναι σαφές, ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ο υποκείμενος στο φόρο να εκπέσει το φόρο με τον οποίο έχει επιβαρυνθεί κατά την απόκτηση κάποιου αγαθού ή υπηρεσίας, στην περίπτωση που δεν κατέχει το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των Ε.Λ.Π. νόμιμο στοιχείο, στο οποίο αναγράφεται χωριστά ο ΦΠΑ.

Επίσης παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ με απλοποιημένο τιμολόγιο για τις διενεργούμενες χονδρικές πωλήσεις καυσίμων από οντότητες- εκμεταλλευτές πρατηρίων καυσίμων, καθώς και από πωλητές πετρελαίου θέρμανσης προς άλλες οντότητες, εφόσον τα καύσιμα αυτά θεωρούνται μη εμπορεύσιμα για τον αγοραστή και η αξία τους δεν υπερβαίνει τα 100€ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, ανά συναλλαγή (παρ. 1 και 2 του άρθρου 10 του ν. 4308/2014).
Ομοίως επέχουν θέση απλοποιημένου τιμολογίου και οι αποδείξεις λιανικής πώλησης αγαθών για καύσιμα μέχρι 100 €  (παρ. 10.2.2 της εγκυκλίου ΠΟΛ.1003/2014 και έγγ. ΔΕΛ Ζ 1126959 ΕΞ 17-09-2019).
Εξαιρετικά, στα στοιχεία που εκδίδουν τα πρατήρια υγρών καυσίμων για χονδρικές πωλήσεις βενζίνης, πετρελαίου κίνησης και υγραερίου αξίας μέχρι 300 ευρώ δύναται να αναγράφεται ο αριθμός κυκλοφορίας του μέσου μεταφοράς, αντί των στοιχείων της παρ. δ και ε της παρ. 1 του  άρθρου του άρθρου 9 του ν. 4308/2014 (αντί του ΑΦΜ και τα στοιχεία του πελάτη). Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η συσχέτιση του εκδιδόμενου παραστατικού με την αγοράζουσα οντότητα και τα απαιτούμενα στοιχεία του τιμολογίου. Ο αριθμός κυκλοφορίας δύναται να αναγράφεται χειρόγραφα με υπογραφή και σφραγίδα του εκδότη, εάν δεν εκτυπώνεται από το μηχανισμό έκδοσης παραστατικών πώλησης (παρ. 9.1.2 της εγκυκλίου ΠΟΛ.1003/2014).

Επιπροσθέτως, με την παρ. 1 του άρθρου 38 του ν.4308/2014 (Ε.Λ.Π.) ορίζεται ότι από την 1η Ιανουαρίου 2015 καταργείται η υποπαράγραφος Ε1 της παραγράφου Ε` του ν. 4093/2012 (Κώδικας Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών), καθώς και κάθε διάταξη, ερμηνευτική εγκύκλιος ή Οδηγία έχει εκδοθεί δυνάμει εκείνης της διάταξης ή του προϊσχύοντος Π.Δ. 186/1992.
Εξαιρετικά, μεταξύ άλλων, οι αποφάσεις Κ.Υ.Α. ΠΟΛ.1009/2012, ΠΟΛ.1203/2012, ΠΟΛ.1032/2013, ΠΟΛ.1206/2013 και ΠΟΛ.1263/2013 καθώς και κάθε άλλη σχετική απόφαση, οι οποίες αφορούν την εγκατάσταση ολοκληρωμένων συστημάτων ελέγχου εισροών - εκροών στα πρατήρια υγρών καυσίμων και στις εγκαταστάσεις πωλητών πετρελαίου θέρμανσης εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την 1.1.2015.
Επομένως και σύμφωνα με τα παραπάνω εξακολουθεί να ισχύει η Κ.Υ.Α. ΠΟΛ.1009/2012, όπως είχε τροποποιηθεί με την Κ.Υ.Α. ΠΟΛ.1203/2012, σύμφωνα με την οποία παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ κατεξαίρεση με Α.Λ.Π. με αναγραφή του αριθμού κυκλοφορίας των οχημάτων ή του ΑΦΜ του αντισυμβαλλόμενου υπόχρεου με την σφραγίδα του εκδότη - πρατηριούχου, είτε με αθεώρητες καταστάσεις του πρατηριούχου με το σύνολο των Α.Λ.Π., είτε με τιμολόγια του πρατηριούχου που εκδίδονται σε αντικατάσταση των Α.Λ.Π.(σχετική  η ΕΓΓΔΕ ΠΟΛ.1161/2013).

Τέλος επισημαίνεται με την Ε.2056/2019 η Φορολογική Διοίκηση παρέσχε οδηγίες αναφορικά με την Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1208/2018 και την Α.Δ. Α.Α.Δ.Ε. ΠΟΛ.1218/2018. Ειδικότερα διευκρίνησε ότι για τις διενεργούμενες πωλήσεις καυσίμων από πρατήρια καυσίμων καθώς και από πωλητές πετρελαίου θέρμανσης, προς άλλες οντότητες (χονδρικές πωλήσεις), στις εγκαταστάσεις του πρατηρίου, τα τιμολόγια εκδίδονται με τη χρήση Φ.Η.Μ. και παρασχέθηκαν
οι εξής εναλλακτικοί τρόποι έκδοσης αυτών:

α) απευθείας έκδοση τιμολογίου μέσω προγράμματος εμπορικής διαχείρισης,
β) έκδοση απόδειξης εσόδου, στην οποία πριν την έναρξη της παράδοσης του καυσίμου, πληκτρολογείται μέσω του λογισμικού του συστήματος εισροών-εκροών, ο αριθμός κυκλοφορίας του οχήματος της αντισυμβαλλόμενης οντότητας, καθώς και ο Α.Φ.Μ. αυτής και αναγράφονται τα υπόψη στοιχεία επί αυτής. Η υπόψη απόδειξη εσόδου επέχει θέση τιμολογίου.
γ) αντικατάσταση της αυτόματα εκδιδόμενης απόδειξης εσόδου με πιστωτικό στοιχείο λιανικής πώλησης και στη συνέχεια έκδοση του τιμολογίου. Σημειώνεται ότι η αυτόματα εκδιδόμενη απόδειξη καθώς και το πιστωτικό στοιχείο λιανικής πώλησης παραμένουν στην οντότητα-εκδότη, η οποία υποχρεούται να τα διαφυλάσσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 4308/2014,
δ) έκδοση τιμολογίου σε αντικατάσταση μόνο μίας ισόποσης απόδειξης εσόδου χωρίς προηγούμενη έκδοση πιστωτικού λιανικής. Σημειώνεται ότι η αυτόματα εκδιδόμενη απόδειξη εσόδου, παραμένει στην οντότητα-εκδότη, η οποία υποχρεούται να τη διαφυλάσσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 4308/2014.

VI. Διενέργεια έκπτωσης ή επιστροφής ΦΠΑ με βάση ανακριβή, πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία

H διενέργεια έκπτωσης ή επιστροφής ΦΠΑ με βάση πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, δεν αναγνωρίζεται για τον αποδέκτη ως νόμιμη άσκηση δικαιώματος, ενώ ο εκδότης των στοιχείων αυτών οφείλει να αποδώσει στο δημόσιο τον αναγραφόμενο σ' αυτά ΦΠΑ (ΕΔΥΟ ΠΟΛ.1156/1997). Σχετική με το εν λόγω θέμα είναι και η 685/2000 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. που έγινε δεκτή από τον Υπ. Οικ/κών και κοινοποιήθηκε με την ΕΔΥΟ ΠΟΛ.1225/2001, σύμφωνα με την οποία ο υποκείμενος στο φόρο, ως λήπτης πλαστού στοιχείου, δεν έχει δικαίωμα έκπτωσης για τον αναγραφόμενο στο στοιχείο αυτό ΦΠΑ, επειδή είναι κατεξοχήν μη νόμιμο και ανεξάρτητα από το ότι σε βάρος του δεν επιβάλλονται πρόστιμα και Διοικητικές κυρώσεις με τις διατάξεις του ν.2523/1997.

Περαιτέρω επισημαίνεται ότι με την περίπτωση δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 55 του ν. 4174/2013 ( Κ.Φ.Δ.), όπως ίσχυε έως 17.10.2015, προβλέπονταν ότι, όσον αφορά το ΦΠΑ, όταν μετά από έλεγχο αποδειχθεί ότι ο υποκείμενος στο φόρο, ως λήπτης εικονικού φορολογικού στοιχείου ή στοιχείου το οποίο νόθευσε αυτός ή άλλοι για λογαριασμό του, διενήργησε έκπτωση φόρου εισροών ή έλαβε επιστροφή φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί ΦΠΑ, ή ως εκδότης δεν απέδωσε φόρο, με βάση πλαστά, εικονικά, ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, επιβάλλεται ειδικό πρόστιμο ισόποσο με το 50% του φόρου που εξέπεσε ή που επιστράφηκε ή δεν απέδωσε ανεξάρτητα αν δεν προκύπτει τελικά ποσό φόρου για καταβολή. Το πρόστιμο αυτό επιβάλλoνταν και στα πρόσωπα που έλαβαν επιστροφή φόρου με βάση πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία που εξέδωσαν οι ίδιοι (αφορούσε κυρίως τους αγρότες του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ ).

Η παρ. 2 του άρθρου 55 καταργήθηκε με το άρθρο 3 § 4 β του ν.4337/2015 και δεν ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 7 § 9 του ίδιου νόμου, από τη δημοσίευσή του στο ΦΕΚ, ήτοι από 17.10.2015. Παράλληλα με το άρθρο 3 § 8 του ίδιου νόμου, με ισχύ από 17.10.2015, προστέθηκε το άρθρο 58Α, που αφορά πρόστιμα για παραβάσεις σχετικές με τον ΦΠΑ, όπου στην παρ.1 ορίζεται ότι σε περίπτωση μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου ή έκδοσης ή λήψης ανακριβούς στοιχείου για πράξη που επιβαρύνεται με ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο 50% επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο, ή επί της διαφοράς, αντίστοιχα.

Οι ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικά αντικατέστησαν το άρθρου 6 του ν.2523/1997, στην περίπτωση που οι ανωτέρω παραβάσεις διαπράττονται από 26.7.2013 και εφεξής (άρθρο 66 § 30 του ν.4174/2013). Κατά συνέπεια για τις εν λόγω παραβάσεις δεν επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το τριπλάσιο του φόρου που εκπέστηκε, ή επεστράφη, ή δεν αποδόθηκε, όπως προέβλεπε το άρθρο 6 του ν. 2523/1997, αλλά πρόστιμο ίσο με το 50% του εν λόγω φόρου. Σημειώνεται ότι με τις διατάξεις του ν.4174/2013 δεν προβλέπεται διοικητική επίλυση της διαφοράς παρά μόνο ειδική διοικητική διαδικασία ενδικοφανούς προσφυγής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 αυτού, η ισχύς του οποίου αρχίζει από 1.1.2014. Στο μεταξύ και για πράξεις που εκδόθηκαν από 1.8.2013 είχαν εφαρμογή οι διατάξεις περί ενδικοφανούς προσφυγής του άρθρου 70Β του ν.2238/1994, όπως αυτές προστέθηκαν με την υποπαράγραφο Α5 του άρθρου πρώτου του ν.4152/2013, για δε τις πράξεις που εκδόθηκαν πριν την 1.8.2013 είχαν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 52 του Κώδικα ΦΠΑ και του 70Α του ν.2238/94.

Περαιτέρω με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 7 § § 3, 4 και 5 του ίδιου ν.4337/2015 προβλέπεται ότι για υποθέσεις που αφορούν παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Β.Σ. και του Κ.Φ.Α.Σ. που διαπράχθηκαν μέχρι την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 54 (μέχρι 1.1.2014) και 55 (μέχρι 26.7.2013) του Κ.Φ.Δ., κατά περίπτωση, άλλως από 1.1.2014 κατά τα οριζόμενα στην τότε ισχύουσα παρ. 32 του άρθρου 66, νυν 72, του ν. 4174/2013, για τις οποίες μέχρι την κατάθεση του ν. 4337/2015, δεν είχαν εκδοθεί οι οριστικές πράξεις επιβολής προστίμων (13.10.2015), δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2523/1997, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσης αυτών, αλλά επιβάλλονται τα κατωτέρω πρόστιμα:
→ α. Για την έκδοση πλαστών στοιχείων, ποσό ίσο με το 50% της αξίας κάθε στοιχείου.
→ β. Για την έκδοση εικονικών ή λήψη εικονικών στοιχείων ή νόθευση αυτών, καθώς και την καταχώρηση στα βιβλία ανύπαρκτων αγορών ή εξόδων, ποσό ίσο με το 40% της αξίας κάθε στοιχείου. Στην περίπτωση που η αξία του στοιχείου είναι μερικώς εικονική, ποσό ίσο με το 40% του μέρους της εικονικής αξίας.
→ γ. Όταν δεν δύναται να προσδιορισθεί η μερικώς εικονική αξία, ποσό ίσο με το 20% της αξίας του στοιχείου.
→ δ. Όταν η εικονικότητα ανάγεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκδότη, στο λήπτη ποσό ίσο με το 20% της αξίας του στοιχείου.
→ ε. Στην περίπτωση λήπτη εικονικού φορολογικού στοιχείου, ποσό 10% της αξίας του στοιχείου, για κάθε παράβαση, εφόσον η λήψη του στοιχείου δεν είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του φόρου εισοδήματος του οικείου φορολογικού έτους.
→ στ. Για παραβάσεις που αφορούν μη έκδοση ή ανακριβή έκδοση στοιχείων ή άλλες παραβάσεις που έχουν σαν αποτέλεσμα την απόκρυψη της συναλλαγής ή μέρους αυτής, η δε αποκρυβείσα αξία είναι μεγαλύτερη των 1.200 ευρώ, ποσό ίσο με το 25% της αξίας της συναλλαγής ή του μέρους της αποκρυβείσας (μη εμφανισθείσας) αξίας για κάθε παράβαση.
→ ζ. Για τις λοιπές παραβάσεις, που δεν υπάγονται σε μια εκ των ανωτέρω περιπτώσεων, ποσό ίσο με το 1/3 του οριζόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2523/1997, επιβαλλόμενου προστίμου, κατά περίπτωση, για κάθε παράβαση.
Διευκρινίζεται ότι στις περιπτώσεις προστίμων, που υπολογίζονται με βάση την αξία του στοιχείου, λαμβάνεται υπόψη η αξία αυτού μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.

Επίσης με την παρ. 4 του άρθρου 7 του ίδιου νόμου (ν. 4337/2015) παρασχέθηκε η δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων του ανωτέρω ευνοϊκότερου καθεστώτος (της παρ. 3 του άρθρου 7) και σε εκκρεμείς υποθέσεις, ανάλογα με το στάδιο στο οποίο βρίσκονταν στις 12.10.2015 (ημερομηνία κατάθεσης του ν.4337/2015), στις οποίες είχαν επιβληθεί τα πρόστιμα των άρθρων 5 ν. 2523/1997 ή 55 του ΚΦΔ.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται εφόσον ο φορολογούμενος:
- υποβάλει στον προϊστάμενο της αρχής που εξέδωσε την πράξη διορθωτικού προσδιορισμού ανέκκλητη δήλωση, με την οποία αποδέχεται ανεπιφύλακτα το σύνολο των παραβάσεων κάθε πράξης ή απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ή του δικαστηρίου, εντός 90 ημερών από τη δημοσίευση του ν. 4337/2015 (17.10.2015) δηλαδή έως την 15.1.2016, ή από την κοινοποίηση της πράξης διορθωτικού προσδιορισμού ή σε περίπτωση που έχει ασκηθεί εμπρόθεσμη ενδικοφανής προσφυγή, από την κοινοποίηση της απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ή από την πάροδο της προθεσμίας σιωπηρής απόρριψής της ή, σε περίπτωση που έχει ασκηθεί εμπρόθεσμο ένδικο βοήθημα ή μέσο, από την κοινοποίηση της απόφασης του δικαστηρίου, κατά περίπτωση.
Τα ανωτέρω πρόστιμα των περιπτώσεων α΄ έως στ΄ εφαρμόζονται και για τις παραβάσεις που διαπράχθηκαν για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχαν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 55 (άρθρο 7 παρ. 5 ν. 4337/2015).
Πλούσια βέβαια είναι η νομολογία για το εν λόγω θέμα που ωστόσο εκφεύγει του σκοπού του παρόντος άρθρου και θα αποτελέσει ειδικότερο θέμα μελλοντικού σημειώματος.

VII. Άσκηση δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ εισροών από καλόπιστο λήπτη εικονικού ως προς το πρόσωπο του εκδότη τιμολογίου

Με την Ε.Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ.1097/2016 κοινοποιήθηκε η με αριθμό 134/2016 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και με την οποία έγινε δεκτό κατά πλειοψηφία ότι ο λήπτης εικονικού ως προς το πρόσωπο του εκδότη τιμολογίου που αφορά όμως πραγματική στο σύνολό της συναλλαγή, νομιμοποιείται να ασκήσει δικαίωμα έκπτωσης του αναλογούντος ΦΠΑ εφόσον:

α) ο λήπτης αυτού ενεργούσε σε καλή πίστη δηλαδή δεν γνώριζε ότι ο εκδότης του στοιχείου δεν είναι το πρόσωπο με το οποίο σύναψε τη συμφωνία και πραγματοποίησε τη συναλλαγή,
β) το φορολογικό στοιχείο εκδίδεται από συναλλακτικά και φορολογικά υπαρκτό πρόσωπο, δηλαδή από πρόσωπο, το οποίο έχει δηλώσει την έναρξη εργασιών του στη φορολογική αρχή και διαθέτει τις υποδομές και το προσωπικό για να πραγματοποιήσει τη συναλλαγή,
γ) το φορολογικό στοιχείο έχει εκδοθεί νομότυπα δηλαδή δεν είναι πλαστό και αναγράφει τα στοιχεία που ορίζονται στις κείμενες φορολογικές διατάξεις (Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα - Κ.Φ.Α.Σ.- Κ.Β.Σ).

VIII. Έκδοση συμπληρωματικού - διορθωτικού τιμολογίου - πιστωτικού τιμολογίου

Σύμφωνα με τις διατάξεις των Ε.Λ.Π. (άρθρο 8 § § 3 και 6 του ν.4308/2014) και της ερμηνευτικής εγκυκλίου ΠΟΛ.1003/31.12.2014 επιτρέπεται η έκδοση συμπληρωματικού ή διορθωτικού τιμολογίου για διόρθωση διαφορών αξίας που υπήρχαν στο αρχικά εκδοθέν τιμολόγιο (αναγραφή μικρότερης αξίας σε σχέση με την ορθή κ.λπ.). Επίσης προβλέπεται η έκδοση πιστωτικού τιμολογίου για εκπτώσεις, επιστροφές ή άλλες διαφορές. Τέτοιες διαφορές μπορεί να είναι η διαπίστωση ελλειμμάτων κατά την αποστολή και παράδοση των αγαθών, λανθασμένου υπολογισμού αξίας, εσφαλμένης χρέωσης Φ.Π.Α. επί του αρχικά εκδοθέντος τιμολογίου και τυχόν άλλες διαφορές, που έχουν σχέση και επηρεάζουν το περιεχόμενο του αρχικού τιμολογίου. Επισημαίνεται ότι, σε κάθε περίπτωση το πιστωτικό τιμολόγιο εκδίδεται από τον πωλητή των αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο για την έκδοση τιμολογίου.

Περαιτέρω από τις διατάξεις των Ε.Λ.Π. δεν καθορίζεται ρητά ο χρόνος έκδοσης του πιστωτικού τιμολογίου. Ωστόσο και σύμφωνα με την ίδια ΕΓΓΔΕ ισχύουν κατ’ αναλογία τα αναφερόμενα για το χρόνο έκδοσης του τιμολογίου και ειδικότερα:
- επί παροχής εκπτώσεων εκ των υστέρων, για πωλήσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών, το πιστωτικό τιμολόγιο εκδίδεται κατά το χρόνο που γεννάται η υποχρέωση χορήγησης της έκπτωσης,
- στις επιστροφές πωληθέντων αγαθών, το τιμολόγιο εκδίδεται μέχρι την 15η ημέρα του επόμενου μήνα, από το χρόνο παραλαβής των επιστρεφομένων αγαθών,
- για άλλες διαφορές, που έχουν σχέση και επηρεάζουν την αξία ή το περιεχόμενο γενικά του αρχικού τιμολογίου, το πιστωτικό τιμολόγιο εκδίδεται με τη διαπίστωση των διαφορών (θέμα πραγματικό).

Μέχρι 31.12.2014 δεν μπορούσε να εκδοθεί πιστωτικό τιμολόγιο μόνο με ΦΠΑ, εκτός ρητώς αναφερομένων ρυθμίσεων. Ειδικότερα σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Φ.Α.Σ. (άρθρο 6 § 13) πιστωτικό τιμολόγιο για το ΦΠΑ εκδίδεται μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπεται αυτό ρητά από σχετικές διατάξεις. Οι διατάξεις αυτές ήταν ομοίου περιεχομένου με τις προϊσχύουσες διατάξεις του ΚΒΣ (άρθρο 13). Κατά την τότε κρατούσα αντίληψη σε αντίθετη περίπτωση, θα παρείχετο ευχέρεια για ευρεία καταστρατήγηση των διατάξεων του ΦΠΑ, λόγω αδυναμίας ελέγχου και διασταύρωσης του ΦΠΑ, που υποχρεούται να αποδώσει στο δημόσιο ο υποκείμενος στο φόρο για το οποίο εκδίδεται το πιστωτικό τιμολόγιο.
Στις περιπτώσεις αυτές δεν επηρεάζεται η φορολογητέα αξία η οποία παραμένει η ίδια που έχει αναγραφεί κατά την έκδοση του αρχικού τιμολογίου. Ουσιαστικά πρόκειται για συναλλαγές που απαλλάσσονται από το ΦΠΑ και η απαλλαγή εφαρμόζεται με έμμεσο τρόπο. Ειδικότερα οι περιπτώσεις αυτές είναι:
- Πώληση αγαθού σε εφοδιαστή πλοίου ο οποίος στη συνέχει εφοδιάζει το πλοίο με το εν λόγω αγαθό. Εντός 40 ημερών ο εφοδιαστής παραδίδει το τελωνειακό παραστατικό στον προμηθευτή και ο προμηθευτής εκδίδει πιστωτικό τιμολόγιο για το ΦΠΑ [ΑΥΟ Π.1591/1987 (ΠΟΛ.69/1987)].
- Πώληση αγαθού σε αγοραστή – ταξιδιώτη τρίτης χώρας όπου στην αρχική ειδικά γραμμογραφημένη απόδειξη έχει χρεωθεί ΦΠΑ (ΑΥΟ ΠΟΛ.1338/1996)
- Πώληση αγαθών εμπορικού χαρακτήρα σε υποκείμενο ή μη υποκείμενο Τρίτης χώρας όπου στο αρχικό τιμολόγιο έχει χρεωθεί ΦΠΑ ( ΑΥΟ ΠΟΛ.1024/1993).

Αντίθετα όπως προαναφέρθηκε, από 1.1.2015 με την εφαρμογή των Ε.Λ.Π. δεν υφίσταται απαγόρευση έκδοσης πιστωτικού τιμολογίου. Ειδικότερα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 8 του ν. 4308/2014 (Ε.Λ.Π.) ορίζεται ότι πιστωτικό τιμολόγιο είναι το τιμολόγιο που εκδίδεται για κάθε περίπτωση εκπτώσεων, επιστροφών ή άλλων διαφορών. Με την Ε.Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ.1003/2014 διευκρινίζεται ότι τέτοιες διαφορές, για τις οποίες προβλέπεται η έκδοση πιστωτικού τιμολογίου, μπορεί να είναι, μεταξύ άλλων, η εσφαλμένη χρέωση ΦΠΑ επί του αρχικά εκδοθέντος τιμολογίου.
Ως εσφαλμένη χρέωση θεωρείται η επιβάρυνση της αξίας του τιμολογίου με ΦΠΑ που δεν θα έπρεπε να επιβαρυνθεί με ΦΠΑ ή που επιβαρύνθηκε με ΦΠΑ μεγαλύτερο του αναλογούντος. Εσφαλμένη χρέωση μπορεί να συμβεί κατά τη διενέργεια διαφόρων πράξεων. Ενδεικτικά μπορεί να αφορά πράξεις που είναι:
α) φορολογητέες που έχουν επιβαρυνθεί με υψηλότερο συντελεστή από τον ορθό,
β) εκτός πεδίου εφαρμογής των διατάξεων του ΦΠΑ (π.χ. αποζημίωση), ή
γ) υπαγόμενες (εντός πεδίου εφαρμογής των διατάξεων του ΦΠΑ) και απαλλασσόμενες στο εσωτερικό της Χώρας (μικρές επιχειρήσεις - άρθρο 39 του Κώδικα ΦΠΑ, παροχή υπηρεσιών από ασφαλιστή - άρθρο 22, κλπ), ή
δ) φορολογητέες εκτός του εσωτερικού της Χώρας (π.χ. νομικές υπηρεσίες που παρέχονται από υποκείμενο εγκατεστημένο στο εσωτερικό της Χώρας σε υποκείμενο που ενεργεί με την ιδιότητά του αυτή και έχει την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας- ΑΦΜ/ΦΠΑ σε άλλο κράτος μέλος), ή 
ε) υπαγόμενες σε ΦΠΑ πράξεις φορολογητέες στο εσωτερικό της Χώρας, για τις οποίες υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο λήπτης του αγαθού (π.χ. παραδόσεις ανακυκλώσιμων απορριμμάτων). Εξαιρούνται και δεν θεωρείται ότι υφίσταται εσφαλμένη χρέωση οι περιπτώσεις όπου βάσει σχετικών αποφάσεων ο φόρος αναγράφεται στο τιμολόγιο, ωστόσο καταβάλλεται από το λήπτη (π.χ. αγορά καινούργιου μηχανολογικού εξοπλισμού από βιοτεχνική επιχείρηση βάσει της ΚΥΑ Π.2869/2389/ΠΟΛ.137/1987).
Στις ανωτέρω περιπτώσεις β, γ, δ, ε (πλην της ανωτέρω εξαίρεσης της περ. ε), το τιμολόγιο πρέπει να εκδίδεται χωρίς ΦΠΑ, επομένως εάν έχει εκδοθεί με ΦΠΑ, πρόκειται για εσφαλμένη χρέωση.
 Στην περίπτωση εσφαλμένης χρέωσης του ΦΠΑ από τον εκδότη του τιμολογίου, προβλέπεται η έκδοση πιστωτικού τιμολογίου μόνο για ΦΠΑ, προκειμένου να διορθωθεί η αρχικά εσφαλμένη χρέωση και να μην επιβαρύνεται ο αποδέκτης του τιμολογίου με το ποσό αυτό.
Εάν ο λήπτης του τιμολογίου έχει ασκήσει δικαίωμα έκπτωσης βάσει του αρχικού στοιχείου, έχει υποχρέωση διόρθωσης της εσφαλμένης έκπτωσης, με το πιστωτικό τιμολόγιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 30, 32 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000) με την επιφύλαξη των διατάξεων περί παραγραφής.
 Δεν υφίσταται ανάγκη έκδοσης πιστωτικού τιμολογίου εάν ο εκδότης του φορολογικού στοιχείου έχει επιβαρύνει το αρχικό στοιχείο με ΦΠΑ μεγαλύτερο του αναλογούντος για την συγκεκριμένη πράξη και στο λήπτη παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου αυτού (π.χ. επιβάρυνση του αρχικού στοιχείου με συντελεστή 24%, αντί του ορθού 17%). Σε κάθε άλλη περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται από το λήπτη το δικαίωμα έκπτωσης ή μη του ΦΠΑ που αφορά σε εσφαλμένη χρέωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Ο υποκείμενος στο φόρο εκδότης έχει σε κάθε περίπτωση υποχρέωση απόδοσης του υπερβάλλοντος ΦΠΑ σε σχέση με τον αναλογούντα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35.1.ι' και 35.2 του Κώδικα ΦΠΑ.
 Επισημαίνεται ότι, όπως έχει γίνει δεκτό από τη Διοίκηση, δεν απαγορεύεται η έκδοση πιστωτικού τιμολογίου για το σύνολο της αξίας του αρχικά εκδοθέντος τιμολογίου και στη συνέχεια η έκδοση νέου τιμολογίου, στο οποίο θα αναγράφεται η διάταξη βάσει της οποίας η εν λόγω συναλλαγή απαλλάσσεται από το ΦΠΑ.

 Σημειώνεται ότι η δυνατότητα έκδοσης πιστωτικών τιμολογίων, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν απαγορεύεται από τις διατάξεις του ν.4308/2014 για αρχικά τιμολόγια που έχουν εκδοθεί πριν την 1.1.2015 ανεξαρτήτως της χρήσης που είχαν αυτά εκδοθεί, με την επιφύλαξη των περί παραγραφής διατάξεων.
Το πιστωτικό τιμολόγιο εκδίδεται, σε κάθε περίπτωση, μεταξύ των αντισυμβαλλομένων, οι οποίοι θα πρέπει να ενεργούν με την ιδιότητα που είχαν κατά την έκδοση του αρχικού στοιχείου. Κατά συνέπεια δεν είναι δυνατή η έκδοση πιστωτικού τιμολογίου, μετά την ημερομηνία παύσης εργασιών του λήπτη του αρχικού τιμολογίου.
Για την έκδοση του πιστωτικού τιμολογίου λόγω εσφαλμένης χρέωσης λαμβάνεται υπόψη ο συντελεστής ΦΠΑ που ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο έκδοσης του αρχικού τιμολογίου.
 Στο φορολογικό στοιχείο θα πρέπει να αναγράφεται το λεκτικό «έκδοση πιστωτικού τιμολογίου λόγω αρχικά εσφαλμένης χρέωσης» ώστε να είναι σε γνώση της φορολογικής αρχής ο λόγος έκδοσης του πιστωτικού τιμολογίου. (σχετική η Ε.Δ. Α.Α.Δ.Ε. ΠΟΛ.1052/2017).
Αντίθετα στις λοιπές περιπτώσεις έκδοσης πιστωτικού τιμολογίου λαμβάνεται υπόψη υπόψη ο συντελεστής ΦΠΑ που είναι σε ισχύ κατά το χρόνο έκδοσης του πιστωτικού τιμολογίου.

IX. Διασάφηση ή άλλο τελωνειακό παραστατικό

Με τη διάταξη της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 32 προκειμένου για εισαγωγή αγαθών, για να ασκήσει ο υποκείμενος το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου πρέπει να κατέχει διασάφηση ή άλλο τελωνειακό παραστατικό, από τα οποία να αποδεικνύεται η εισαγωγή αγαθών, καθώς επίσης και ο ΦΠΑ με τον οποίο επιβαρύνθηκαν τα αγαθά κατά την εισαγωγή τους.

Επισημαίνεται σχετικά ότι, όταν η παραλαβή του αγαθού γίνεται με παρακαταθήκη του ΦΠΑ, δεν παρέχεται στην επιχείρηση το δικαίωμα να εκπέσει το ΦΠΑ, που κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ως παρακαταθήκη, γιατί δεν είναι οριστική ή είσπραξή του και ολόκληρος ο φόρος ή μέρος αυτού μπορεί να επιστραφεί στην επιχείρηση όταν εκλείψει ο λόγος της σύστασης της παρακαταθήκης. Εξάλλου, ο φόρος αυτός δεν έχει καταβληθεί στο δημόσιο ταμείο και δεν είναι δημόσιο έσοδο. Η έκπτωση του φόρου θα καταστεί δυνατή όταν εκλείψει ο λόγος της σύστασης παρακαταθήκης και οριστικοποιηθεί η είσπραξή του, οπότε γεννάται και το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου αυτού (ΕΔΥΟ ΠΟΛ.1282/1992).

X. Νόμιμο τιμολόγιο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο για τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις

Με τη διάταξη της περ. δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 32 του κώδικα ΦΠΑ ορίζεται ότι για την άσκηση του δικαιώματος έκπτωσης προκειμένου για τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών που πραγματοποιεί ο υποκείμενος, καθώς και τις λήψεις υπηρεσιών για τις οποίες είναι ο ίδιος υπόχρεος στο φόρο, πρέπει να κατέχει νόμιμο τιμολόγιο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο που επέχει θέση τιμολογίου. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει τιμολόγιο ή άλλο στοιχείο που να αποδεικνύει την αξία των ενδοκοινοτικών αποκτήσεων και να είναι εφικτός ο προσδιορισμός του φόρου που αναλογεί στην αξία αυτών, μπορεί να ληφθεί υπόψη η δήλωση ΦΠΑ που υποβάλλεται, στην οποία περιλαμβάνονται και οι εν λόγω ενδοκοινοτικές αποκτήσεις.
Κατά συνέπεια, προϋπόθεση για την έκπτωση του φόρου που αναλογεί στις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις, είναι η πίστωση του λογαριασμού ΦΠΑ του δημοσίου με το φόρο αυτό και ο συνυπολογισμός του συγχρόνως στο φόρο εκροών της οικείας περιοδικής δήλωσης. Προκειμένου για λήψεις υπηρεσιών, για τις οποίες καθίσταται ο ίδιος ο υποκείμενος λήπτης των υπηρεσιών υπόχρεος στο φόρο (έχει δηλαδή υποχρέωση καταβολής του φόρου ως λήπτης υπηρεσιών που έχουν τόπο φορολογίας το εσωτερικό της χώρας και έχουν πραγματοποιηθεί υλικά εκτός Ελλάδας), εφόσον αυτές οι πράξεις έχουν καταχωρηθεί στα τηρούμενα βιβλία του και ο υποκείμενος κατέχει τα ανάλογα με την περίπτωση των ενδοκοινοτικών αποκτήσεων στοιχεία, το δικαίωμα έκπτωσης ασκείται κατ' ανάλογο τρόπο με τα προαναφερόμενα, ήτοι χρεώνεται και πιστώνεται ο λογαριασμός ΦΠΑ με τον αναλογούντα φόρο που επιβαρύνει την αξία των υπηρεσιών που έχουν ληφθεί, εφόσον βέβαια δεν προβλέπεται για αυτές τις λήψεις υπηρεσιών η άμεση καταβολή του αναλογούντα φόρου με έκτακτη δήλωση ΦΠΑ. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ στον υποκείμενο - λήπτη των υπηρεσιών για τη συγκεκριμένη υπηρεσία ή δραστηριότητα, στην περίπτωση μη ορισμού φορολογικού αντιπροσώπου κ.λπ.

Εξυπακούεται ότι, εφόσον συντρέχει περίπτωση καταβολής από τον υποκείμενο του αναλογούντος φόρου για λήψη υπηρεσίας με έκτακτη περιοδική δήλωση (όπως είναι η περίπτωση μη ορισμού φορολογικού αντιπροσώπου για υπηρεσίες που πραγματοποιούνται υλικά στην Ελλάδα από μη εγκατεστημένο στο εσωτερικό της χώρας υποκείμενο), για την έκπτωση του εν λόγω φόρου λαμβάνεται υπόψη, ως αποδεικτικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου αυτού, αντίγραφο επικυρωμένο της σχετικής περιοδικής δήλωσης, με την οποία κατεβλήθη ο αναλογών ΦΠΑ, όπως ορίζεται στην περίπτωση ε' της ίδιας παρ. 1 του άρθρου 32 (ΕΔΥΟ ΠΟΛ.1156/1997).

Επισημαίνεται ότι η επιχείρηση ανεξάρτητα των προαναφερομένων, για πληρέστερη τεκμηρίωση των συναλλαγών της, οφείλει να ζητά τιμολόγιο, το οποίο μπορεί να της αποστέλλεται και ηλεκτρονικά.

XI. Έκτακτη περιοδική δήλωση

Με τη διάταξη της περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 32 του κώδικα ΦΠΑ, για να ασκήσει ο υποκείμενος το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου πρέπει να κατέχει κυρωμένο αντίγραφο της έκτακτης δήλωσης ΦΠΑ ή της ειδικής δήλωσης της περ. γ’ της παρ. 4 του άρθρου 36 (αφορά μεταβιβάσεις ακινήτων), όπου προβλέπεται η καταβολή φόρου με τις δηλώσεις αυτές, από τις οποίες αποδεικνύεται η καταβολή του φόρου. Επομένως, για να εκπεσθεί ο φόρος που καταβλήθηκε με έκτακτη δήλωση όπως π.χ. στην περίπτωση των πλειστηριασμών, απαιτείται κυρωμένο από τη ΔΟΥ αντίγραφο της έκτακτης δήλωσης, με βάση την οποία καταβλήθηκε ο αναλογών φόρος στη συγκεκριμένη πράξη.

Επισημαίνεται ότι η ίδια ειδική δήλωση για τις μεταβιβάσεις ακινήτων υποβάλλεται και για τις πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις της περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 7 (ιδιοκατοίκηση, παράδοση ακινήτου σε μη φορολογητέα δραστηριότητα, μίσθωση ακινήτου, δωρεάν παραχώρηση της χρήσης ακινήτου κ.λ.π.), χωρίς όμως την άμεση καταβολή του φόρου, ο οποίος καταβάλλεται στη συνέχεια με την δήλωση ΦΠΑ της οικείας φορολογικής περιόδου.

XII. Άσκηση δικαιώματος έκπτωσης από τους υπόχρεους των περ. β΄, γ΄ και δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 35

Με τις εν λόγω διατάξεις του άρθρου 35 του κώδικα ΦΠΑ καθορίζονται οι υπόχρεοι στο φόρο στις ειδικές περιπτώσεις όπου ο υποκείμενος στον φόρο είναι εγκατεστημένος στο εσωτερικό άλλου Κ - Μ είτε του φορολογικού αντιπροσώπου του εγκατεστημένου εκτός Eλλάδος υποκείμενου στον φόρο είτε του εγκατεστημένου στο εσωτερικό της χώρας λήπτη αγαθών και υπηρεσιών. Ειδικότερα η περίπτωση αυτή αφορά:

- τον εγκατεστημένο στο εσωτερικό άλλου Κ-Μ υποκείμενο στον ΦΠΑ, για τις ενεργούμενες από αυτόν πράξεις στην Ελλάδα, εκτός των τριγωνικών συναλλαγών και των πράξεων λήπτη (περ. β άρθρου 35 § 1),
- τον φορολογικό αντιπρόσωπο του εγκατεστημένου εκτός Eλλάδος υποκείμενου στον ΦΠΑ, για τις πραγματοποιούμενες από αυτόν πράξεις στην Ελλάδα, εκτός των τριγωνικών συναλλαγών (περ. γ άρθρου 35 § 1) και
- τον εγκατεστημένο στην Ελλάδα υποκείμενο σε ΦΠΑ λήπτη των αγαθών και υπηρεσιών, στην περίπτωση παράδοσης αγαθών χωρίς ΦΠΑ που πραγματοποιείται κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 39α, τριγωνικών συναλλαγών και των πράξεων λήπτη (περ. δ άρθρου 35 § 1).
Περαιτέρω οι ανωτέρω υπόχρεοι και σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 32, για να μπορέσουν να ασκήσουν το δικαίωμα έκπτωσης, θα πρέπει να κατέχουν δικαιολογητικά σχετικά με την πραγματοποίηση της φορολογητέας πράξης  στην Ελλάδα από τον εγκαταστημένο στο εξωτερικό υποκείμενο στο φόρο και αποδεικτικό καταβολής του φόρου.
Στην κατηγορία των υπηρεσιών αυτών υπάγονται τα δικαιώματα, οι διαφημίσεις, οι υπηρεσίες συμβούλων μηχανικών κ.λπ., για τις οποίες τόπος φορολογίας θεωρείται η έδρα της οικονομικής δραστηριότητας του υποκειμένου στο φόρο λήπτη της υπηρεσίας.

Παράδειγμα: Ελληνική επιχείρηση υποκείμενη σε ΦΠΑ καταβάλλει δικαιώματα τεχνογνωσίας σε  Γαλλική επιχείρηση. Υπόχρεος για την καταβολή του ΦΠΑ είναι η Ελληνική επιχείρηση (πράξη λήπτη), δεδομένου ότι τόπος φορολογίας είναι η Ελλάδα (άρθρο 14 § 2α του κώδικα ΦΠΑ). Προκειμένου για να ασκήσει το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου η εν λόγω επιχείρηση θα πρέπει να κατέχει το τιμολόγιο της Γαλλικής επιχείρησης, από τα οποίο να προκύπτει η πραγματοποίηση της φορολογητέας πράξης στην Ελλάδα, καθώς επίσης και την αντίστοιχη δήλωση ΦΠΑ (προηγούμενα περιοδική δήλωση) στην οποία να έχει συμπεριλάβει  την αξία των δικαιωμάτων στις φορολογητέες εκροές (χρεοπίστωση ως πράξη λήπτη).

Σημειώνεται ότι όπου συντρέχει περίπτωση καταβολής του ΦΠΑ από τον υποκείμενο με έκτακτη δήλωση ΦΠΑ, όπως π.χ. στην περίπτωση μη ορισμού φορολογικού αντιπροσώπου αν και υπήρχε προς τούτο υποχρέωση, για την έκπτωση του εν λόγω ποσού ΦΠΑ ως αποδεικτικό στοιχείο απαιτείται το επικυρωμένο αντίγραφο της έκτακτης δήλωσης ΦΠΑ με την οποία καταβλήθηκε ο αναλογών ΦΠΑ.  

XIII. Πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ

Με την παρ. 1 του άρθρου 1  του ν. 4281/2014 έγινε αναδιατύπωση νομοτεχνικού χαρακτήρα της παρ. 3 του άρθρου 32 του κώδικα ΦΠΑ κατά τρόπο που να αντιστοιχεί στην διαδικασία που εφαρμόζεται για τις επιστροφές σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 34. Με την αλλαγή αυτή ουσιαστικά αποσαφηνίζεται ότι το πιστωτικό υπόλοιπο δεν είναι απαραίτητο να μεταφέρεται για έκπτωση και μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή του καθώς απαλείφθηκε η διατύπωση που προέβλεπε έκπτωση και κατ’ εξαίρεση την επιστροφή του.

Ειδικότερα και σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις όταν το ποσό της έκπτωσης είναι μεγαλύτερο από τον φόρο που οφείλεται στην ίδια φορολογική περίοδο (μήνας ή τρίμηνο ή έτος) η επιπλέον διαφορά μεταφέρεται για έκπτωση σε επόμενη περίοδο ή επιστρέφεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του ίδιου κώδικα ΦΠΑ, με την επιφύλαξη των περί παραγραφής διατάξεων.
Επομένως, με τη διάταξη αυτή, το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει σε μια φορολογική περίοδο μπορεί να μεταφέρεται για έκπτωση κάθε φορά στην επόμενη φορολογική περίοδο στο σύνολο ή κατά το μέρος ή να επιστρέφεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34,  μέσα στη χρονική περίοδο της παραγραφής.

Επισημαίνεται ότι η χρονική περίοδο της παραγραφής έως 31.12.2013 είναι τριετής και η οποία αρχίζει από την ημερομηνία εμπρόθεσμης υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης ή της εκτάκτου δηλώσεως που αφορά. Σε περίπτωση μη υποβολής ή υποβολής των ανωτέρω δηλώσεων εκπροθέσμως, η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή φόρου παραγράφεται μετά τρία έτη από την ημερομηνία που οι δηλώσεις αυτές όφειλαν να είχαν υποβληθεί εμπροθέσμως.
Αυτό έχει σαν συνέπεια ότι, στην περίπτωση που ένα μέρος του πιστωτικού υπολοίπου δεν θα μπορέσει να συμψηφιστεί μέσα σ' αυτήν την χρονική περίοδο, αυτό το υπόλοιπο, χωρίς να χάνει την αυτοτέλειά του ως προς το χρόνο που δημιουργήθηκε, θα μπορεί να επιστραφεί νόμιμα κατά τον τελευταίο χρόνο της παραγραφής, χωρίς να ζητείται η υποβολή τροποποιητικών δηλώσεων των προηγουμένων φορολογικών ή διαχειριστικών περιόδων.
Η διαδοχική, ολική ή μερική μεταφορά του πιστωτικού υπολοίπου μέσα στα χρόνια της παραγραφής δεν επιφέρει και μετάθεση του χρόνου παραγραφής του δικαιώματος επιστροφής. Διευκρινίζεται ότι το πιστωτικό υπόλοιπο που μεταφέρεται για έκπτωση σε επόμενη περίοδο, συμψηφίζεται κατά προτεραιότητα με φόρο εκροών της περιόδου αυτής και των επομένων 3 διαχειριστικών περιόδων μέχρι το χρόνο παραγραφής. Τονίζεται ότι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο συνολικός φόρος εκροών των 3 επομένων διαχειριστικών περιόδων είναι μικρότερος από το πιστωτικό υπόλοιπο, θεωρείται ότι δεν συμψηφίστηκε και, επομένως, κατά το μέρος της διαφοράς αυτής μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή του με αίτηση του φορολογούμενου, η οποία θα ανακόψει το χρόνο της παραγραφής.

Επισημαίνεται ότι αν κατά την ελεγκτική διαδικασία διαφοροποιείται το τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ κάποιας διαχειριστικής περιόδου, θα γίνεται άμεση αναμόρφωση του πιστωτικού υπολοίπου που μεταφέρθηκε στην επόμενη ή σε επόμενες διαχειριστικές ή φορολογικές περιόδους. Στην περίπτωση που διαφοροποιείται το πιστωτικό υπόλοιπο της τελευταίας από τις ελεγχόμενες χρήσεις, από τις ελεγκτικές αρχές εκδίδεται εντολή προσωρινού ελέγχου για την επόμενη ή τις επόμενες ανέλεγκτες χρήσεις ή φορολογικές περιόδους, εκτός αν υποβληθούν από τον υπόχρεο σχετικές τροποποιητικές - συμπληρωματικές δηλώσεις. Η τυχόν χρεωστική διαφορά ΦΠΑ βεβαιώνεται στη διαχειριστική ή τη φορολογική περίοδο που θα προκύψει και επιβάλλεται ο πρόσθετος φόρος (έως 31.12.2013) που προβλέπεται για την οικεία χρήση ή τόκος εκπροθέσμου καταβολής και το πρόστιμο ανακριβούς δήλωσης σύμφωνα με τον Κ.Φ.Δ., όπως αυτός ισχύει.
Επισημαίνεται ότι με την παρ. 8 του άρθρου 1 του ν.4281/2014 καταργήθηκε η υποβολή της εκκαθαριστικής δήλωσης ΦΠΑ για διαχειριστικές περιόδους που λήγουν μετά την 1η Ιανουαρίου 2014.

Περαιτέρω με τον ν. 4174/2013 (άρθρα 1 - 73, Κ.Φ.Δ.) θεσπίσθηκαν νέες διαδικασίες ελέγχου, προσδιορισμού του φόρου, κοινοποίησης, είσπραξης, επιστροφής, παραγραφής κ.τ.λ., όπου μεταξύ των άλλων εφαρμόζονται και στο ΦΠΑ (άρθρο 2 § 1 β΄ του ν.4174/2013) και οι οποίες ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 73 (πρώην 67) του ίδιου νόμου από 1.1.2014. Με την παρ. 4 του άρθρου 42 του  ίδιου νόμου προβλέπεται ότι η αξίωση για επιστροφή φόρου, ο οποίος καταβλήθηκε αχρεώστητα παραγράφεται κατά το χρόνο που παραγράφεται το δικαίωµα της Φορολογικής Διοίκησης για έκδοση πράξης προσδιορισµού φόρου, σύµφωνα µε τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 36 του Κ.Φ.Δ.  αναφορικά µε την αντίστοιχη φορολογική υποχρέωση από την οποία πηγάζει η αξίωση προς επιστροφή. Δηλαδή με τις νέες διατάξεις του Κ.Φ.Δ. από 1.1.2014 η τριετής παραγραφή της αξίωσης επιστροφής ΦΠΑ κατά του Δημοσίου που προαναφέρθηκε για προηγούμενες χρήσεις γίνεται πενταετής και εξομοιώνεται  με το δικαίωμα του Δημοσίου να εκδώσει πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού εντός πενταετίας επίσης από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσµία υποβολής δήλωσης.

Επίσης με τις μεταβατικές διατάξεις της παρ. 43 του άρθρου 72 (πρώην 66) του ν.4174/2013 (Κ.Φ.Δ.), ορίζεται ότι εφόσον με την υποβολή τροποποιητικής φορολογικής δήλωσης ή με αυτοτελές αίτημα ή καθ΄ οιονδήποτε άλλο τρόπο, που αφορά φορολογικό έτος, διαχειριστική περίοδο ή φορολογική υπόθεση, μέχρι την έναρξη ισχύος του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (31.12.2013), προβάλλεται αξίωση επιστροφής φόρου, για τα σχετικά με την παραγραφή, εφαρμόζονται τα ισχύοντα μέχρι τον χρόνο έναρξης ισχύος του Κώδικα. Με την παραπάνω δηλαδή διάταξη διευκρινίζεται ότι για τις αιτήσεις επιστροφών ΦΠΑ που αφορούν διαχειριστικές περιόδους έως 31.12.2013 ισχύει η τριετής παραγραφή της αξίωσης κατά του Δημοσίου, για την οποία έγινε λόγος προηγούμενα.

XIV. Απώλεια πρωτοτύπου τιμολογίου - Απώλεια φορολογικών στοιχείων λόγω πυρκαγιάς, σεισμού κ.λπ. - Έκπτωση με αντίγραφα τιμολογίων

Όπως προαναφέρθηκε με τη διάταξη της περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 32, για να ασκήσει ο υποκείμενος το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου πρέπει να κατέχει νόμιμο τιμολόγιο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο που επέχει θέση τιμολογίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Φ.Α.Σ. ή προηγούμενα του ΚΒΣ, από το οποίο να αποδεικνύονται οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που γίνονται σ' αυτόν και ο ΦΠΑ που επιβαρύνθηκαν.

Από τη Φορολογική Διοίκηση έγινε δεκτό ότι τα επικυρωμένα από τον εκδότη τους φωτοαντίγραφα παραστατικών σε περίπτωση απώλειας των πρωτοτύπων αποτελούν πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία των συναλλαγών, που απεικονίζονται στα πρωτότυπα αυτά, χωρίς όμως να επέχουν θέση πρωτότυπου παραστατικού.

Επίσης από τη Φορολογική Διοίκηση (Δ/νση ΦΠΑ – έγγραφο 1056290/779/2005) έγινε δεκτό ότι στην περίπτωση κατά την οποία στο διενεργούμενο έλεγχο δεν προσκομίζονται, λόγω απώλειας τα τιμολόγια ή τα στοιχεία που επέχουν θέση τιμολογίου και επί των οποίων στηρίζεται το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ, θα αναγνωρίζεται ο εκπεσθείς ΦΠΑ, εφόσον από το σύνολο των στοιχείων που θα τεθούν υπόψη του ελέγχου (π.χ. φωτοαντίγραφα των στοιχείων, συγκεντρωτικές καταστάσεις προμηθευτών, στελέχη των στοιχείων των αντισυμβαλλομένων εκδοτών, σχετικές καταχωρίσεις στα βιβλία τους, αντίστοιχες αποδόσεις ΦΠΑ κ.λπ.) είτε από οποιαδήποτε άλλη σχετική επαλήθευση αποδεικνύεται ότι η ελεγχομένη κατά τον κρίσιμο χρόνο που γεννήθηκε το δικαίωμα έκπτωσης ΦΠΑ κατείχε τα εν λόγω στοιχεία και με την προϋπόθεση ότι δεν προκύπτει θέμα απόρριψης του ΦΠΑ εισροών από άλλους λόγους (εικονικών στοιχείων, εικονικών εγγραφών κ.λπ.)

Το ΔΕΕ (Απόφ.5.12.1996, υπόθ.C-85/95) σχετικά με το θέμα του πρωτοτύπου τιμολογίου αποφάνθηκε ότι τα άρθρα 18 και 22 της 6ης οδηγίας επιτρέπουν στα Κ-Μ να θεωρούν ως «τιμολόγιο» όχι μόνο το πρωτότυπο, αλλά και κάθε άλλο επέχον θέση τιμολογίου έγγραφο το οποίο πληροί τα καθορισθέντα από τα Κ-Μ κριτήρια, και τους παρέχουν την εξουσία να απαιτούν την προσκόμιση του πρωτοτύπου του τιμολογίου προς δικαιολόγηση του δικαιώματος προς έκπτωση του φόρου, καθώς και την εξουσία να δέχονται, όταν ο υποκείμενος στο φόρο δεν κατέχει πλέον το πρωτότυπο του τιμολογίου, άλλα στοιχεία αποδεικνύοντα ότι πράγματι έλαβε χώρα η συναλλαγή που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως εκπτώσεως του φόρου.

Η Ελληνική νομοθεσία είναι εναρμονισμένη με τα ανωτέρω. Ειδικότερα με το άρθρο 5 § 5 των Ε.Λ.Π. (ν.4308/2014) ορίζεται ότι «Κάθε συναλλαγή και γεγονός που αφορά την οντότητα τεκμηριώνεται με κατάλληλα παραστατικά (τεκμήρια). Τα παραστατικά αυτά εκδίδονται είτε από την οντότητα είτε από τους συναλλασσόμενους με αυτήν είτε από τρίτους, σε έντυπη ή σε ηλεκτρονική μορφή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο αυτόν. Τα παραστατικά αναφέρουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την ασφαλή ταυτοποίηση κάθε μίας συναλλαγής ή γεγονότος, και σε κάθε περίπτωση όσα ορίζει ο παρών νόμος.».

Εξάλλου και προηγούμενα με το άρθρο 2 § 3 του Κ.Φ.Α.Σ.ορίζονταν ότι «Κάθε εγγραφή στα βιβλία, που αφορά συναλλαγή ή άλλη πράξη του υπόχρεου, πρέπει να στηρίζεται σε στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή σε δημόσια έγγραφα ή σε άλλα πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία.». Ομοίου περιεχομένου ήταν και η διάταξη του προϊσχύσαντος ΚΒΣ (άρθρο 18 § 2).

Περαιτέρω σε περίπτωση πυρκαγιάς, σεισμού κ.λπ. όπου καταστράφηκαν τα φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια, διασαφήσεις κ.λπ.) με βάση τα οποία είχε ασκηθεί το δικαίωμα έκπτωσης από τη Διοίκηση (Έγγραφο 1026208/290/2004) έγινε δεκτό ότι σε διενεργούμενο έλεγχο θα αναγνωρίζεται ο εκπεσθείς ΦΠΑ, εφόσον από το σύνολο των στοιχείων που θα τεθούν υπόψη του ελέγχου (π.χ. φωτοαντίγραφα των στοιχείων, συγκεντρωτικές καταστάσεις προμηθευτών του άρθρου 20 του ΚΒΣ, στελέχη των στοιχείων των αντισυμβαλλομένων εκδοτών, σχετικές καταχωρίσεις στα βιβλία τους, αντίστοιχες αποδόσεις ΦΠΑ κ.λπ.) είτε από οποιαδήποτε άλλη σχετική επαλήθευση αποδεικνύεται ότι η ελεγχομένη κατά τον κρίσιμο χρόνο που γεννήθηκε το δικαίωμα έκπτωσης ΦΠΑ κατείχε τα εν λόγω στοιχεία και με την προϋπόθεση ότι δεν προκύπτει θέμα απόρριψης του ΦΠΑ εισροών από άλλους λόγους (εικονικών στοιχείων, εικονικών εγγραφών κ.λπ.).



Πηγές:

- Π.Δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.), Ν.4093/2012 (Κ.Φ.Α.Σ.), Ν.2523/1997, Ν.2859/2000, Ν.4174/2013 & ν.4308/2014.
- Δ.Ε.Ε. (Απόφαση 5.12.1996, υπόθ.C-85/95), (Απόφαση της 21.3.2000 του ΔΕΚ (συνεκδικασθείσες υποθ. C-110/1998 έως C-147/1998).
- ΔΕΔ 2260/2019.
- ΑΥΟ Π.1591/1987, ΠΟΛ.1338/1996, ΠΟΛ.1024/1993. ΠΟΛ.1208/2018
- ΚΥΑ Π.2869/ΠΟΛ.137/4.5.1987, ΠΟΛ. 1009/4.1.2012,  ΠΟΛ.1203/2012.
- Ε.Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ. 1161/26.06.2013, ΠΟΛ.1003/31.12.2014, ΠΟΛ.1003/2015, ΠΟΛ.1097/2016.
- ΕΔΥΟ ΠΟΛ.1282/1992, ΠΟΛ.1156/1997, ΠΟΛ.1225/2001.
- Ε.Δ. Α.Α.Δ.Ε. ΠΟΛ.1052/2017.
- Έγγραφο 1026208/290/2004) – έγγραφο 1056290/779/2005.
- Α.Δ. Α.Α.Δ.Ε. ΠΟΛ. 1218/2018.
- Ε.2056/2019
- Φ.Π.Α. Δ Έκδοση, Κωδικοποίηση - Ερμηνεία – Εφαρμογή, έργο του ίδιου συγγραφέα.

Δ.ΕΙΣΠΡ. Β 1165548 ΕΞ 2019 Προστασία των αγροτικών επιδοτήσεων από κατασχέσεις

$
0
0
Αθήνα, 29 Νοεμβρίου 2019.
Αριθ. Πρωτ.: Δ.ΕΙΣΠΡ. Β 1165548 ΕΞ 2019


ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ Β

Ταχ. Δ/νση: Πανεπιστημίου 20
Ταχ. Κώδικας: 10672-ΑΘΗΝΑ
Τηλέφωνο: 2103635439
Fax: 2103635077

ΠΡΟΣ: Το Υπουργείο Οικονομικών
Αυτοτελές Τμήμα Κοινοβουλευτικού Ελέγχου
Λεωχάρους 2, 10562-ΑΘΗΝΑ.
(υπόψη: κας. Α. Χατζαλή)


Σε συνέχεια του με Α.Π. 132727 ΕΞ 2019/25-11-2019 εγγράφου σας, με το οποίο μας αποστείλατε συνημμένα φωτ/φο της με αριθ. πρωτ. 2042/21-11-2019 Ερώτησης των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ: Αραχωβίτη Σταύρου, Αβραμάκη Ελευθερίου, Αλεξιάδη Τρύφωνος, Αναγνωστοπούλου Αθανασίας (Σίας), Αποστόλου Ευάγγελου. Βαγενά-Καληδόνη Αννας, Βαρδάκη Σωκράτη, Βαρεμένου Γεώργιου, Βασιλικού Βασίλειου. Βέττα Καλλιόπης, Γκαρά Αναστασίας, Γκιόλα Ιωάννη, Δρίτσα Θεόδωρου, Ζαχαριάδη Κων/νου, Ζεϊμπέκ Χουσεϊν. Ηγουμενίδη Νικολάου, Θραψανιώτη Εμμανουήλ. Καλαματιανού Διονυσίου, Καρασαρλίδου Ευφροσύνης (Φρόσως), Κάτση Μάριου, Καφαντάρη Χαράς. Κόκκαλη Βασιλείου, Λάππα Σπυρίδωνος, Μάλαμα Κυριακής, Μαμουλάκη Χαράλαμπου, Μάρκου Κων/νου, Μεϊκόπουλου Αλάξανδρου, Μιχαηλίδη Ανδρέα, Μουζάλα Ιωάννη, Μπάρκα Κων/νου, Ξανθόπουλου Θεόφιλου, Παπαδόπουλου Αθανασίου (Σάκη), Παπανάτσιου Αικατερίνης, Πέρκα Θεοπίστης (Πέτης), Πολάκη ΙΙαύλου, Πούλου Παναγιού (Γιώτας), Σαντορινιού Νεκτάριου, Σαρακιώτη Ιωάννη, Σκουρολιάκου Παναγιώτη (Πάνου), Σκούφα Ελισσάβετ (Μπέττυς), Συρμαλένιου Νικολάου, Τελιγιορίδου Ολυμπίας, Τζάκρη Θεοδώρας, Τζούφη Μερόπης, Τριανταφυλλίδη Αλεξάνδρου, Τσίπρα Γεωργίου, Χαρίτου Δημητρίου, Φάμελλου Σωκράτη. Χαρίτση Αλεξάνδρου, Χατζηγιαννάκη Μιλτιάδη, Χρηστίδου Ραλλίας και Ψυχογιού Γεωργίου με θέμα: «Προστασία των αγροτικών επιδοτήσεων από κατασχέσεις», σας γνωρίζουμε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων μας τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 9 του ν.δ. 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων), όπως ισχύει και του άρθρου 48 παρ. 1 του ν. 4174/2013, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. έχει την υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξη των ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο καθώς και τη διακοπή της παραγραφής τους, ανεξάρτητα από την αιτία προέλευσης αυτών, λαμβάνοντας όλα τα προβλεπόμενα αναγκαστικά, ποινικά και λοιπά μέτρα κατά των οφειλετών και των συνυπεύθυνων, μεταξύ των οποίων και η κατάσχεση εις χείρας τρίτων. Η κατάσχεση δεν αίρεται πριν την εξόφληση ή τη διαγραφή του χρέους για. το οποίο επιβλήθηκε.

Ωστόσο, με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 του Κ.Κ.Δ.Ε. σε συνδυασμό με με την αριθμ. Δ.ΟΡΓ'.Α. 1115805 ΕΞ 2017/31-07-2017 Απόφαση του Διοικητή της Λ.Α.Δ.Ε. περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότηση υπογραφής «Με εντολή Διοικητή» σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, παρέχεται η ευχέρεια στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. μετά από σχετική αίτηση του οφειλέτη να περιορίσει με αιτιολογημένη Απόφαση του το ποσό ή ποσοστό της κατάσχεσης που του επιβλήθηκε υπό προϋποθέσεις που ορίζονται στην ΠΟΛ.1092/03-04-2014 εγκύκλιο της Διοίκησης.

Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ. 94Α/14-08-2015) ισχύει το ακατάσχετο καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα για έναν και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα για κάθε φυσικό πρόσωπο, επομένως και για τους αγρότες, μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής απαιτείται η υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, με την οποία γνωστοποιείται από το φυσικό πρόσωπο ο μοναδικός ακατάσχετος τραπεζικός λογαριασμός (σχετ. ΠΟΛ.1222/2015 και ΠΟΛ.1182/2014).

Περαιτέρω, στη διάταξη της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του ν. 4314/2014 (ΦΕΚ. 265Α) ρητά ορίζεται ότι: «οι προκαταβολές και οι ενδιάμεσες πληρωμές των δικαιούχων για την υλοποίηση των πράξεων που συγχρηματοδοτούνται από τα Επιχειρησιακά Προγράμματα του ΕΣΠΑ, το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας και Θάλασσας και το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης δεν κατάσχονται, δεν υπόκεινται σι: κανενός είδους παρακράτηση και δεν συμψηφίζονται με τυχόν οφειλές του δικαιούχου προς το Ελληνικό Δημόσιο ή τα ασφαλιστικά ταμεία. Στην περίπτωση αυτή παραμένουν σε ισχύ οι γενικές διατάξεις περί φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων, χωρίς όμως τον όρο της παρακράτησης. Οι τελικές πληρωμές των ανωτέρω δικαιούχων, μετά την ολοκλήρωση τον έργου, δύνανται να κατάσχονται, συμψηφίζονται, παρακρατούνται ή να αποδίδονται για λογαριασμό του δικαιούχου και καταβάλλονται με την υποχρεωτική προσκόμιση αποδεικτικών φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας. Ο διατάκτης της πληρωμής κατά την έκδοση της απόφασης έγκρισης της πληρωμής ορίζει ρητά, ότι η ενίσχυση αυτή εμπίπτει στις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου και αν η πληρωμή αφορά προκαταβολή, ενδιάμεση ή τελική πληρωμή.».

Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 4587/2018: «Επείγουσες ρυθμίσεις αρμοδιότητας Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ. 218Α /24-12-2018) τροποποιήθηκε το ανωτέρω άρθρο 32 του ν. 4314/2014 (ΦΕΚ. 265 ν) και προστέθηκε παράγραφος 5, (με έναρξη ισχύος από: 10-12-2018), σύμφωνα με την οποία: «Οι προκαταβολές, οι ενδιάμεσες και οι τελικές πληρωμές που λαμβάνουν οι δικαιούχοι βάσει καθεστώτων στήριξης στα πλαίσια της κοινής (αγροτικής πολιτικής, οι οποίες αφορούν: α) τη βασική ενίσχυση, β) την πράσινη ενίσχυση, γ) τις ενισχύσεις που χορηγούνται σε γεωργούς νεαρής ηλικίας, δ) τις ενισχύσεις που χορηγούνται σε μικροκαλλιεργητές. ε) τις συνδεδεμένες ενισχύσεις και στ) την ειδική ενίσχυση βάμβακος του Κανονισμού 1307/2013, δεν κατάσχονται στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, δεν υπόκεινται σε κανενός είδους παρακράτηση και δεν συμψηφίζονται με οφειλές προς το Δημόσιο και οποιονδήποτε φορέα του δημοσίου τομέα, καθώς και προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, μέχρι τον ποσού των επτά χιλιάδων πεντακοσίων (7.500) ευρώ ετησίως. Σε περίπτωση επιβολής κατάσχεσης σε τραπεζικές καταθέσεις εις χείρας πιστωτικών ιδρυμάτων ως τρίτων, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι πληρωμές των ανωτέρω άμεσων ενισχύσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα εξετάζουν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή της κατάσχεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας. Οι διατάξεις της παρούσας είναι ειδικές και κατισχύουν κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης που ορίζει διαφορετικά».

Τονίζεται ότι με την Ε.2007/10-01-2019 εγκύκλιο της Α.Α.Δ.Ε. κοινοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, και η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 12 του ν. 4587/2018, (με την οποία τροποποιήθηκε το άρθρο 32 του ν. 4314/2014 και ισχύει πλέον από 10-12-2018 το ακατάσχετο των άμεσων κοινοτικών ενισχύσεων του Πυλώνα I της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής έως του ποσού των 7.500 ευρώ ετησίως), πρωτίστως προς όλες τις Υπηρεσίες της για την ενημέρωση τους και τις δικές τους περαιτέρω νόμιμες ενέργειες για την προστασία των δικαιούχων των συγκεκριμένων ενισχύσεων.

Επιπροσθέτως, επειδή παρατηρήθηκαν στην πράξη περιπτώσεις αγροτών που, αν και δικαιούνταν να εισπράξουν τις ανωτέρω κοινοτικές ενισχύσεις, ωστόσο Πιστωτικά Ιδρύματα, που δεν γνώριζαν τη συγκεκριμένη διάταξη για το ακατάσχετο αυτών έως του ποσού των7.500€, απέδωσαν τα ποσά αυτά στη Φορολογική Διοίκηση δυνάμει κατασχετηρίων, εστάλη σχετικό έγγραφο της Α.Α.Δ.Ε. προς το γραφείο του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, εφιστώντας του την προσοχή για την άμεση ενημέρωση των Πιστωτικών Ιδρυμάτων, (ως αποκλειστικά αρμόδιων με βάση τη ρητή διάταξη του συγκεκριμένου νόμου να εξετάζουν, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή της κατάσχεσης), αναφορικά με το ακατάσχετο των συγκεκριμένων άμεσων κοινοτικών ενισχύσεων και την ορθή εφαρμογή από αυτά της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 32 του ν. 4314/2014, με κυρίαρχο πάντα στόχο την προστασία των δικαιούχων αγροτών από την κατάσχεση των ποσών των κοινοτικών ενισχύσεων μέχρι του θεσπισθέντος ακατασχέτου ορίου αυτών.

Τέλος, ως έχει επισημάνει η Α.Α.Δ.Ε. σε όλα τα απαντητικά της έγγραφα προς το Αυτοτελές Τμήμα Κοινοβουλευτικού Ελέγχου του ΥΠ.ΟΙΚ. επί υποβληθεισών Ερωτήσεων/Έπερωτήσεων/Αναφορών κλπ. βουλευτών με θέμα το ακατάσχετο των κοινοτικών ενισχύσεων/επιδοτήσεων, τα ακατάσχετα θα πρέπει να προβλέπονται από ρητή διάταξη νόμου, καθώς δυσχεραίνουν ουσιαστικά ή ακόμα και αποκλείουν την παροχή έννομης προστασίας στον δανειστή στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Αρμόδιος φορέας τόσο για την πρόταση νομοθετικών ρυθμίσεων για τη θέσπιση του ακατάσχετου των αγροτικών επιδοτήσεων, για την υποχρέωση στη συνέχεια ενημέρωσης των Πιστωτικών Ιδρυμάτων ή τυχόν άλλων εκκαθαριζουσών Υπηρεσιών για το ακατάσχετο αυτό, το οποίο σημειώνεται ότι ισχύει όχι μόνο έναντι του Δημοσίου αλλά και έναντι κάθε ιδιώτη δανειστή, καθώς και για την πλήρη παράθεση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου σχετικά με την προστασία από τις κατασχέσεις όλων των αγροτικών ενισχύσεων του Πρώτου και του Δεύτερου Πυλώνα της Κ.Α.Π.(που ζητείται με την παρούσα), είναι το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, στο οποίο και θα πρέπει να αποσταλεί η συγκεκριμένη Ερώτηση.
Η Φορολογική Διοίκηση λαμβάνει τα αποδιδόμενα από τα Πιστωτικά Ιδρύματα ποσά με βάση τη θετική δήλωσή τους ως τρίτων κατ' άρθρο 32 Κ.Ε.Δ.Ε., που, ως εξώδικη διαδικαστική πράξη, δεν υπόκειται σε ανάκληση, χωρίς περαιτέρω να δύναται να ελέγξει την προέλευση τους, ήτοι τη φύση τους ως ακατάσχετων ή μη. Αντιθέτως, τα Πιστωτικά Ιδρύματα οφείλουν να πραγματοποιούν τον έλεγχο αυτόν, κάθε φορά που ποσά τα οποία αφορούν σε κοινοτικές επιδοτήσεις κατατίθενται σε τραπεζικούς λογαριασμούς οφειλετών του Δημοσίου, στους οποίους έχει επιβληθεί κατάσχεση από τη Φορολογική Διοίκηση, και, εφόσον προβλέπονται ρητά ως ακατάσχετα στις κείμενες διατάξεις, οφείλουν να μην τα αποδίδουν στη Φορολογική Διοίκηση αλλά στους δικαιούχους τους.


Ο ΓΕΝΙΚΟΣ Δ/ΝΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΣΑΪΤΗΣ


ΣτΕ 1618/2019 Ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, περί παροχής πληρεξουσιότητας προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο της προσφυγής, δικηγόρο - Νομιμοποίηση Ανώνυμης Εταιρείας - Παραπομπή στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας

$
0
0
Περίληψη

Επιμέλεια:
Επιστημονική Ομάδα TAXHEAVEN


Το νομικό ζήτημα που κλήθηκε να εξετάσει το Συμβούλιο της Επικρατείας με την οικεία Αίτηση Αναίρεσης ανώνυμης εταιρείας - της οποίας η προσφυγή κατά της εγγραφής της στον βεβαιωτικό κατάλογο του οικείου Δήμου για ανταποδοτικά δημοτικά τέλη, δημοτικούς φόρους και τέλος ακίνητης περιουσίας, απερρίφθη από το αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο, ως ανομιμοποίητη – συνίστατο στο εάν, για τη νομιμοποίηση ανώνυμης εταιρείας επί προσφυγής ενώπιον των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, αρκεί, όταν προσκομίζεται ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο περί παροχής πληρεξουσιότητας προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο της προσφυγής δικηγόρο, να βεβαιώνεται στο εν λόγω πληρεξούσιο η ύπαρξη των λοιπών νομιμοποιητικών στοιχείων (ήτοι του καταστατικού, των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης ή του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας κ.λπ.), από τα οποία προκύπτει ότι το πρόσωπο που χορήγησε την πληρεξουσιότητα στον ως άνω δικηγόρο, ήταν το, κατά το νόμο και το καταστατικό, αρμόδιο για την εκπροσώπηση της εταιρείας όργανο, ή απαιτείται, επιπλέον, και η προσκόμιση των εν λόγω στοιχείων στο δικαστήριο.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ’ αριθμό 1618/2019 απόφασή του, υπογράμμισε ότι κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η προσκόμιση ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου περί παροχής πληρεξουσιότητας προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο της προσφυγής δικηγόρο, αρκεί για την νομιμοποίηση ανώνυμης εταιρείας ενώπιον των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, εφόσον στο εν λόγω πληρεξούσιο βεβαιώνεται η ύπαρξη των λοιπών νομιμοποιητικών στοιχείων (ήτοι του καταστατικού, των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης ή του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας κ.λπ.), από τα οποία προκύπτει ότι το πρόσωπο που χορήγησε την πληρεξουσιότητα στον ως άνω δικηγόρο, ήταν το, κατά το νόμο και το καταστατικό, αρμόδιο για την εκπροσώπηση της εταιρείας όργανο, δίχως να απαιτείται, στην τελευταία αυτή περίπτωση, για το παραδεκτό της προσφυγής από άποψη νομιμοποίησης της εταιρείας, η προσκόμιση, επιπλέον, και των στοιχείων αυτών, στο δικαστήριο.

Περαιτέρω, όπως επισημάνθηκε, ο έλεγχος και η πιστοποίηση από συμβολαιογράφο, που είναι δημόσιος λειτουργός, της νομιμοποίησης των εμφανιζόμενων ως νομίμων εκπροσώπων νομικού προσώπου, με τα κατά νόμο έγγραφα, έχει ως συνέπεια, ότι η προσκόμιση ενώπιον Τακτικού Διοικητικού Δικαστηρίου του ειδικού συμβολαιογραφικού, και με κύρος δημοσίου εγγράφου, δικαστικού πληρεξουσίου, είναι επαρκής για την απόδειξη τόσο της νομιμοποίησης του νομικού προσώπου, όσο και για την χορήγηση της δικαστικής πληρεξουσιότητας.

Τέλος, το Συμβούλιο της Επικρατείας σημείωσε ότι η υπό κρίση Αίτηση Αναίρεσης θα έπρεπε να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του αρμοδίου Διοικητικού Εφετείου και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα νόμιμη κρίση στο δικάσαν δικαστήριο. Ενόψει όμως του ότι, επί του επίμαχου κρίσιμου νομικού ζητήματος, υφίσταται αντίθετη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος αυτού για το σύνολο των Τμημάτων του Δικαστηρίου, αποφασίστηκε η υπόθεση να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. 

Αριθμός 1618/2019

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2019, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Σ. Βιτάλη, Αγ. Σδράκα, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Ν. Σεκέρογλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 16 Μαΐου 2014 αίτηση:

της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "....", με το διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει  ... (....), η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, κατά του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο .............. (Α.Μ....), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 4357/2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρ. Σταυρουλάκη.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο


1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 1339489-90 και 3833694/2014 ειδικά έντυπα παραβόλου σειράς Α΄).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 4357/2013 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη ως ανομιμοποίητη προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας κατά της εγγραφής της στον βεβαιωτικό κατάλογο του αναιρειβλήτου Δήμου Αθηναίων για ανταποδοτικά δημοτικά τέλη, δημοτικούς φόρους και τέλος ακίνητης περιουσίας συνολικού ύψους 1.458.794 ευρώ.

3. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), η δε παράγραφος 3 με την παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), για το παραδεκτό αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων βαρύνεται να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλομένους λόγους τίθεται συγκεκριμένο, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, νομικό ζήτημα, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.

4. Επειδή, εξάλλου, ο κυρωθείς με τον ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ) ορίζει στο άρθρο 23 ότι «Ικανότητα να είναι διάδικοι έχουν ... και τα νομικά, πρόσωπα ...», στο άρθρο 25 παρ. 2 ότι «2. Τα νομικά πρόσωπα ... ιδιωτικού δικαίου εκπροσωπούνται από τους νόμιμους εκπροσώπους τους ...», στο άρθρο 26 ότι «Τα στοιχεία νομιμοποίησης των νόμιμων αντιπροσώπων και εκπροσώπων των διαδίκων υποβάλλονται στο δικαστήριο ως την πρώτη συζήτηση. Οι διατάξεις των παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 28 εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς τους νόμιμους αντιπροσώπους και τους εκπροσώπους των διαδίκων», στο άρθρο 28 ότι «1. Για τις πράξεις της προδικασίας θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα εφόσον, είτε επακολουθήσει η νομιμοποίηση δικαστικού πληρεξουσίου, είτε εμφανιστεί στο ακροατήριο ο διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος του, και δηλώσει ότι εγκρίνει τη διενέργειά τους. 2. Αν, ως την πρώτη συζήτηση, δεν έχουν υποβληθεί τα στοιχεία νομιμοποίησης ή αυτά που έχουν υποβληθεί δεν είναι πλήρη, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου ή του εμφανιζόμενου ως δικαστικού πληρεξουσίου του, είτε αναβάλλει τη συζήτηση είτε προχωρεί σε αυτή χορηγώντας εύλογη προθεσμία για την υποβολή τους. 3. Αν, κατά τη διάσκεψη, διαπιστωθεί ότι τα κατά νόμο στοιχεία της νομιμοποίησης έχουν μεν υποβληθεί όλα, είτε εξαρχής είτε ύστερα από τη χορήγηση της κατά την προηγούμενη παράγραφο προθεσμίας, πλην αυτά παρουσιάζουν ελλείψεις, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή του οικείου τμήματος, με πράξη του, καλεί τον εμφανιζόμενο ως δικαστικό πληρεξούσιο να τα συμπληρώσει, μέσα σε τασσόμενη από αυτόν ανατρεπτική προθεσμία. 4. ... 5. Αν ο δικαστικός πληρεξούσιος του διαδίκου τελικώς δεν νομιμοποιηθεί, οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν από αυτόν είναι αυτοδικαίως άκυρες και το σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο απορρίπτεται. 6. …», στο άρθρο 30 ότι «1. Δικαστικοί πληρεξούσιοι των λοιπών, πλην του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου διαδίκων ορίζονται δικηγόροι, σύμφωνα με το Δικηγορικό Κώδικα. … 2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο δικαστική πληρεξουσιότητα παρέχεται : α) … β) με συμβολαιογραφική πράξη ή με ιδιωτικό έγγραφο, οπότε όμως απαιτείται η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου ή του νομίμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου του από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή …», στο άρθρο 35 ότι το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως την συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων, στο άρθρο 133 παρ. 2, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 29 του ν. 2915/2001 (Α΄ 109), ότι «... Οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι δεν θα εμφανισθούν στο ακροατήριο αλλά θα παραστούν με κοινή δήλωση που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ... Η δήλωση αυτή παραδίδεται ... στον αρμόδιο γραμματέα το αργότερο την παραμονή της δικασίμου και σημειώνεται αμέσως στο πινάκιο ...» και στο άρθρο 139Α, το οποίο προστέθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004 (Α΄ 24), ότι «1. Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις, ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου καλεί, και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο, εφόσον παρίσταται αυτοπροσώπως, να τις καλύψει, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία. 2. Η πρόσκληση γίνεται τηλεφωνικώς από το γραμματέα...». Εξάλλου, στο άρθρο 8 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 2830/2000, Α΄ 96) ορίζεται ότι «1. ... 3. ... Η νομιμοποίηση των εμφανιζομένων ως αντιπροσώπων των δικαιοπρακτούντων αποδεικνύεται από τα έγγραφα που ορίζει ο νόμος. 4. Τα έγγραφα νομιμοποίησης ... αναγράφονται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο και προσαρτώνται σε αυτό, αν δεν βρίσκονται στο αρχείο του συμβολαιογράφου. 5. Στις δικαιοπραξίες των νομικών προσώπων αναγράφεται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο η έδρα, η επωνυμία και το είδος τους, όπως προκύπτουν από τη συστατική ή τροποποιητική τους πράξη». Τέλος, ο κωδικοποιημένος νόμος 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιρειών" (β.δ. 174/1963, Α΄ 37), ορίζει στο άρθρο 18 παρ. 1, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του ν. 3604/2007 (Α΄ 189), ότι «Η ανώνυμος εταιρεία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του Διοικητικού αυτής Συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς» και στο άρθρο 22 παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3604/2007, ότι «Επιτρέπεται το καταστατικό να ορίζει θέματα για τα οποία το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέτει τις εξουσίες του διαχείρισης και εκπροσώπησης σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή μη».

5. Eπειδή, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κρίθηκε ότι για την νομιμοποίηση ανώνυμης εταιρείας επί προσφυγής, το δικόγραφο της οποίας υπογράφεται μόνον από τον φερόμενο ως πληρεξούσιο δικηγόρο αυτής, απαιτείται αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του δικαστηρίου του κατά το νόμο και το καταστατικό αυτής αρμοδίου οργάνου, προκειμένου να δηλώσει ότι εγκρίνει την άσκηση της προσφυγής από τον υπογράφοντα το οικείο δικόγραφο δικηγόρο ή από τον φερόμενο ως δικαστικό πληρεξούσιο αυτής, το βραδύτερο μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής ή, πάντως, εντός της προθεσμίας, την οποία τυχόν θα χορηγήσει το δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως των προσώπων αυτών και, επιπροσθέτως, να προσκομισθούν το καταστατικό και τα άλλα αναγκαία έγγραφα στοιχεία, ώστε να μπορεί το δικαστήριο να κρίνει αυτεπαγγέλτως το ίδιο, συμφώνως προς την υποχρέωση που έχει από το νόμο, τη νόμιμη σύσταση και την ύπαρξη της εταιρείας, καθώς και ποιό είναι το αρμόδιο κατά το νόμο και το καταστατικό να εκπροσωπήσει την εταιρεία όργανο και, τέλος, εάν η εντολή προς άσκηση της προσφυγής προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο αυτής δικηγόρο χορηγήθηκε νομοτύπως, κατόπιν αποφάσεως του οργάνου αυτού. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι, εάν δεν συντρέξουν τα ανωτέρω, η προσφυγή είναι απορριπτέα ως ανομιμοποίητη, ότι οι προπαρατεθείσες διατάξεις του Κώδικα Συμβολαιογράφων περί αναγραφής και προσαρτήσεως στο συμβολαιογραφικό έγγραφο των εγγράφων νομιμοποιήσεως αποβλέπουν στην ασφάλεια των συναλλαγών και στην κατοχύρωση των συμβολαιογράφων και δεν δημιουργούν δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου να στηρίξει την κρίση του για τη νομιμοποίηση μιας εταιρείας στα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς τον παραστάντα στο ακροατήριο για λογαριασμό αυτής δικηγόρο και, συνακολούθως, ότι επί προσκομιδής στο δικαστήριο μόνον του συμβολαιογραφικού δικαστικού πληρεξουσίου και όχι και των λοιπών αυτών στοιχείων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το καταστατικό της εταιρείας, η προσφυγή είναι απορριπτέα, χωρίς να ασκεί επιρροή ότι τα άλλα αυτά στοιχεία μνημονεύονται στο πληρεξούσιο ή, ενδεχομένως, είναι προσαρτημένα στο πρωτότυπο αυτού ή βρίσκονται στο αρχείο του ιδίου συμβολαιογράφου.

6. Επειδή, εν προκειμένω, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, για την εκδίκαση της ένδικης προσφυγής προσκομίσθηκε από την ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας το .../...2013 ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, με το οποίο παρασχέθηκε από τον “...(με την ιδιότητά του ως προέδρου, διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της [ως άνω] ανώνυμης εταιρείας)” προς τον υπογράψαντα το δικόγραφο της προσφυγής ως πληρεξούσιο αυτής και παραστάντα κατά την συζήτηση της υποθέσεως με την κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δήλωση δικηγόρο ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα για την ως άνω παράσταση, στο πληρεξούσιο δε αυτό αναφέρονται αναλυτικώς οι τροποποιήσεις του καταστατικού της εταιρείας, η τελευταία από τις οποίες εχώρησε με το από ....2011 πρακτικό της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων της εταιρείας, φερόμενο ως νομίμως δημοσιευθέν στο ΦΕΚ στις ....2012. Στο αυτό πληρεξούσιο ρητώς αναφέρεται ότι το “ισχύον Διοικητικό Συμβούλιο της ως άνω εταιρείας εξελέγη από την Γενική Συνέλευση των μετόχων της στις ....2013 ... με την εξής σύνθεση: α) Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ... ο ... ... όπως τα παραπάνω προκύπτουν από το συνημμένο στην ... .../...2013 πράξη μου ακριβές αντίγραφο του από ....2013 πρακτικού του Δ.Σ., όμοιο δε αντίγραφο αυτού κατατέθηκε στην υπηρεσία ΓΕΜΗ ... ”. Ενόψει των ανωτέρω, κρίθηκε τελικώς με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ότι το προαναφερθέν πληρεξούσιο δεν αρκεί από μόνο του για τη νομιμοποίηση της εταιρείας δια του ως άνω δικηγόρου, αφού δεν προσκομίσθηκαν το καταστατικό και οι αναφερόμενες στο πληρεξούσιο τροποποιήσεις του ούτε τα αντίστοιχα ΦΕΚ και λοιπά έγγραφα (πρακτικά του ΔΣ της εταιρείας κ.λπ.), από τα οποία να προκύπτει ότι το πρόσωπο που χορήγησε την ειδική πληρεξουσιότητα στον ως άνω δικηγόρο είναι πράγματι νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας και το αρμόδιο όργανό της για την άσκηση της προσφυγής.

7. Επειδή, το εν προκειμένω τιθέμενο νομικό ζήτημα συνίσταται στο εάν, για τη νομιμοποίηση ανώνυμης εταιρείας επί προσφυγής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπό το καθεστώς των προπαρατεθεισών διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και του Κώδικα Συμβολαιογράφων, αρκεί, όταν προσκομίζεται ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο περί παροχής πληρεξουσιότητας προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο προσφυγής δικηγόρο, να βεβαιώνεται στο εν λόγω πληρεξούσιο η ύπαρξη των λοιπών νομιμοποιητικών στοιχείων (ήτοι του καταστατικού, των αποφάσεων της Γενικής Συνελεύσεως ή του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, κ.λπ.), από τα οποία προκύπτει ότι το πρόσωπο που χορήγησε την πληρεξουσιότητα στον ως άνω δικηγόρο ήταν το κατά το νόμο και το καταστατικό αρμόδιο για την εκπροσώπηση της εταιρείας όργανο, ή απαιτείται, επιπλέον, και η προσκόμιση των εν λόγω στοιχείων στο δικαστήριο. Περί του ζητήματος αυτού, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα προς θεμελίωση του παραδεκτού κατ’ άρθρο 12 του ν. 3900/2010, όπως ισχύει, δεν υφίστατο νομολογία κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως της υπό κρίση αιτήσεως. Επομένως, η κρινομένη αίτηση είναι, από την άποψη αυτή και εν γένει, παραδεκτή και περαιτέρω εξεταστέα.

8. Επειδή, κατά την έννοια των παρατεθεισών στη σκέψη 4 διατάξεων, η προσκόμιση ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου περί παροχής πληρεξουσιότητας προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο προσφυγής δικηγόρο αρκεί για την νομιμοποίηση ανώνυμης εταιρείας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εφ’ όσον στο εν λόγω πληρεξούσιο βεβαιώνεται η ύπαρξη των λοιπών νομιμοποιητικών στοιχείων (ήτοι του καταστατικού, των αποφάσεων της Γενικής Συνελεύσεως ή του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, κ.λπ.), από τα οποία προκύπτει ότι το πρόσωπο που χορήγησε την πληρεξουσιότητα στον ως άνω δικηγόρο ήταν το, κατά το νόμο και το καταστατικό, αρμόδιο για την εκπροσώπηση της εταιρείας όργανο, χωρίς να απαιτείται, στην τελευταία αυτή περίπτωση, για το παραδεκτό της προσφυγής εξ απόψεως νομιμοποιήσεως της εταιρείας, η προσκόμιση, επιπλέον, και των στοιχείων αυτών στο δικαστήριο. Ειδικότερα, ο έλεγχος και η πιστοποίηση από συμβολαιογράφο, που είναι δημόσιος λειτουργός, της νομιμοποιήσεως των εμφανιζομένων ως νομίμων εκπροσώπων νομικού προσώπου με τα κατά νόμο έγγραφα έχει ως συνέπεια ότι η προσκόμιση ενώπιον τακτικού διοικητικού δικαστηρίου του ειδικού συμβολαιογραφικού και με κύρος δημοσίου εγγράφου δικαστικού πληρεξουσίου είναι επαρκής, κατά νόμο, για την απόδειξη τόσο της νομιμοποιήσεως του νομικού προσώπου όσο και για την χορήγηση της δικαστικής πληρεξουσιότητας, ενόψει και του ότι, από το σύνολο των παρατεθεισών στη σκέψη 4 διατάξεων, δεν προκύπτει πρόσθετη υποχρέωση προσκομίσεως στο δικαστήριο του καταστατικού της εταιρείας ή άλλων νομιμοποιητικών εγγράφων, τα οποία αναφέρονται στο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο και προσαρτώνται στο πρωτότυπό του (πρβλ. ΣτΕ 2293/2016, 4564, 2656/2012, 532/2007, 2191/2004, 2072/2001, 826/1987, 277/1982 επί των αντιστοίχων διατάξεων του άρθρου 27 του π.δ/τος 18/1989, σύμφωνα με τις οποίες, κατά την εκδίκαση υποθέσεων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η προσκόμιση των ειδικοτέρων στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ότι το πρόσωπο που χορήγησε την πληρεξουσιότητα στον παραστάντα δικηγόρο είχε εξουσία εκπροσωπήσεως της εταιρείας, απαιτείται επί νομιμοποιήσεως με προφορική δήλωση του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας ή με γενικό (και όχι ειδικό) πληρεξούσιο ή επί ελλείψεως οιασδήποτε αναφοράς στο πληρεξούσιο της ιδιότητος, υπό την οποία χορηγείται η πληρεξουσιότητα, ή επί αναγραφής της ιδιότητας του χορηγούντος την πληρεξουσιότητα μόνον “κατά δήλωσή του” - αντιπρβλ., όμως, υπό το καθεστώς του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας τις μεταγενέστερες της ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως ΣτΕ 398/2015, 168/2016, και, υπό το προγενέστερο καθεστώς του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, τις ΣτΕ 1753/2014, 1432/2009, 3037-43/1994, 1059/1992 επταμ., 485/1991 Ολομ., σύμφωνα με τις οποίες, ακόμα και όταν προσκομίζεται ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο για την νομιμοποίηση ανώνυμης εταιρείας, απαιτείται σε κάθε περίπτωση η προσκόμιση του καταστατικού και των λοιπών ειδικοτέρων στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ότι το χορηγήσαν την πληρεξουσιότητα πρόσωπο είχε εξουσία εκπροσωπήσεως της εταιρείας). Επομένως, η περί του αντιθέτου ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων από το δικάσαν διοικητικό εφετείο είναι μη νόμιμη, μη νομίμως, δε, για τον λόγο αυτό, απερρίφθη η ένδικη προσφυγή, εφ’ όσον το προσκομισθέν ειδικό πληρεξούσιο από τον φερόμενο ως Πρόεδρο, Διευθύνοντα Σύμβουλο και νόμιμο εκπρόσωπο της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας προς τον υπογράψαντα το οικείο δικόγραφο δικηγόρο ανέφερε αναλυτικώς το περιεχόμενο του καταστατικού, των τροποποιήσεών του και των πράξεων της Γ.Σ. και του Δ.Σ. της εταιρείας περί ορισμού του ως άνω προσώπου, πράγματι, ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας, με περαιτέρω συνέπεια να μην απητείτο, για την νομιμοποίηση της εταιρείας, η προσκόμιση και των ειδικοτέρων αυτών νομιμοποιητικών στοιχείων, αρκούντος του προαναφερθέντος ειδικού πληρεξουσίου.

9. Επειδή, για τον ανωτέρω λόγο, θα έπρεπε η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξετάσεως των λοιπών λόγων αναιρέσεως, και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, θα έπρεπε να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση. Ενόψει, όμως, του ότι περί του ως άνω κρισίμου νομικού ζητήματος υφίσταται, κατά τα εκτεθέντα στην προηγουμένη σκέψη, η προπαρατεθείσα αντίθετη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος αυτού για το σύνολο των Τμημάτων του Δικαστηρίου, το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει η υπόθεση, κατά το άρθρο 14 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας και να ορισθεί ως εισηγητής η Σύμβουλος Σοφία Βιτάλη.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Παραπέμπει την υπόθεση ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου.

Ορίζει εισηγητή ενώπιον της Ολομέλειας την Σύμβουλο Σοφία Βιτάλη.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 και 28 Ιανουαρίου 2019

Η Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος
Ε. Σάρπ

Η Γραμματέας
Α. Ζυγουρίτσα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2019.

Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος
Ε. Σάρπ

Η Γραμματέας
Κ. Κεχρολόγου

Viewing all 7448 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>