Quantcast
Channel: Taxheaven - Νέες αποφάσεις
Viewing all 7448 articles
Browse latest View live

Άρθρα Παραβάσεις που αφορούν την Α.Π.Δ.-Καταβολή εισφορών

$
0
0
Ανδρέας Κ. Σακελλαριάδης
Λογιστής – Φοροτέχνης



 

 

 

Εκπρόθεσμη υποβολή ΑΠΔ πριν από την λήξη της προθεσμίας της επόμενης ΑΠΔ.

 

3% Επί του ποσοστού των εισφορών που δηλώνεται στην ΑΠΔ για τον πρώτο μήνα.

Άρθρο 19 του Ν.4075/2012

«Υποβάλλουν εκπρόθεσμα την ΑΠΔ, επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 3% επί του ποσού των εισφορών που δηλώνεται σε αυτή, πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις για την υποβολή της επόμενης κατά περίπτωση ΑΠΔ»

 

 

Εκπρόθεσμη υποβολή ΑΠΔ μετά από τη λήξη της προθεσμίας της επόμενης ΑΠΔ

1% για κάθε μήνα μετά τον πρώτο. Το συνολικό ποσό του προστίμου δεν μπορεί να προσαυξηθεί περισσότερο από 30% συνολικά.

Άρθρο  19 του Ν.4075/2012 «προσαυξάνεται κατά 1% μετά την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής της κάθε επόμενης κατά περίπτωση ΑΠΔ και μέχρι 30% συνολικά»

 

 

 

 

Ανακριβή υποβολή ΑΠΔ

 

 

30% επί του ποσού της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των εισφορών που δηλώθηκαν και των εισφορών που υπολογίζονται από την υπηρεσία.

Άρθρο 9 του Ν.3232/2004

«Υποβάλλουν την ΑΠΔ με ανακριβή στοιχεία απασχόλησης-ασφάλισης, επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 30% επί του ποσού της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των εισφορών που δηλώθηκαν και των εισφορών που υπολογίζονται από την υπηρεσία»

Παράλειψη δήλωσης στην ΑΠΔ εργαζόμενου ή εργαζόμενων

( θεωρείται ανακριβής)

Άρθρο 9 του Ν.3232/2004 Ως ανακριβής θεωρείται η ΑΠΔ που δεν περιλαμβάνει εργαζόμενο ή εργαζομένους……

30% επί του ποσού της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των εισφορών που δηλώθηκαν και των εισφορών που υπολογίζονται από την υπηρεσία.

 

 

 

 

 

 

 

Μη απογραφή – μη υποβολή ΑΠΔ

 

45% επί του ποσού των εισφορών που αντιστοιχούν στην ΑΠΔ ή στις ΑΠΔ που είχαν υποχρέωση να υποβάλουν. Άρθρο 9 του Ν.3232/2004

 «Στους εργοδότες που:

α. Δεν απογράφονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 ή δεν υποβάλλουν ΑΠΔ, επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 45% επί του ποσού των εισφορών που αντιστοιχούν στην ΑΠΔ ή στις ΑΠΔ που είχαν υποχρέωση να υποβάλουν.»

 

 

 

 

 

 

Εκπρόθεσμη καταβολή εισφορών μέχρι 31/12/2012

 

3% για το διάστημα καθυστέρησης που αντιστοιχεί στην επομένη της προθεσμίας λήξης της προθεσμίας καταβολής και μέχρι το ημερολογιακό τέλος του μήνα αυτού και σε 1% για κάθε επόμενο μήνα και μέχρι 100% συνολικά.

Άρθρο 21 του Ν.4075/2012

 «Το ποσοστό του πρόσθετου τέλους ορίζεται σε 3% για το διάστημα καθυστέρησης που αντιστοιχεί στην επομένη της προθεσμίας λήξης της προθεσμίας καταβολής και μέχρι το ημερολογιακό τέλος του μήνα αυτού και σε 1% για κάθε επόμενο μήνα και μέχρι 100% συνολικά.»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Εκπρόθεσμη καταβολή εισφορών από 01/01/2013 και εφεξής.

 

Ετήσιο επιτόκιο αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, συν ένα περιθώριο 800 μονάδων βάσης ( δηλαδή 8,00%)

Περίπτωση 11 της υποπαραγράφου ΙΑ.2 της παραγράφου ΙΑ του πρώτου άρθρου του Ν.4152/2013

«Τα προβλεπόμενα πρόσθετα τέλη του εδαφίου δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του α.ν.1846/1951 (Α 179), όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει με το άρθρο 21 του Ν. 4075/2012 (Α 89), παύουν να ισχύουν για ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του εκάστοτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης, μισθολογικών περιόδων από 1.1.2013 και εφεξής, οι οποίες δεν καταβάλλονται εμπροθέσμως και αντικαθίστανται από ένα ετήσιο επιτόκιο που υπολογίζεται για τη συνολική διάρκεια της ρύθμισης και που ισούται με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, συν ένα περιθώριο 800 μονάδων βάσης (δηλαδή 8%), υπολογισμένο σε ετήσια βάση και με αναδρομική εφαρμογή από 1.1.2013.»


Αριθ. Υ163/6.9.2016 Τροποποίηση της υπ' αριθ. Υ154 /30.06.2016 (ΦΕΚ 1991 Β/ 01. 07.2016) απόφασης «Σύσταση Επιτροπής με την ονομασία Επιτροπή Διευκόλυνσης Εμπορίου»

$
0
0

Αριθ. Υ163

(ΦΕΚ Β' 2849/7-9-2016)

Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις

α) Των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 25 και του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.Δ. 63/2005 (Α' 98).

β) Του Π.Δ. 69/2015 «Διορισμός του Αλέξιου Τσίπρα ως Πρωθυπουργού» (Α' 113).

2. Το άρθρο 23 της Συμφωνίας για τη Διευκόλυνση του Εμπορίου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).

3. Τη Σύσταση 4 της Οικονομικής Επιτροπής για την Ευρώπη των Ηνωμένων Εθνών (UNECE) για τη σύσταση Εθνικών Οργάνων για τη Διευκόλυνση του Εμπορίου.

4. Την υπ' αριθ. Υ154/30.6.2016 (ΦΕΚ 1991 Β'/ 01.07.2016) απόφαση του Πρωθυπουργού για τη «Σύσταση Επιτροπής με την ονομασία Επιτροπή Διευκόλυνσης Εμπορίου».

5. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1

Η περ. ε' της παρ. 2 του άρθρου 1 της υπ' αριθ. Υ154/30.6.2016 (ΦΕΚ 1991 Β/01.07.2016) αντικαθίσταται ως εξής:

«ε) Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων».

Άρθρο 2
Έναρξη ισχύος- Δημοσίευση


Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.


Αθήνα, 6 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Πρωθυπουργός
ΑΛΕΞΙΟΣ Π. ΤΣΙΠΡΑΣ

Αριθ. Υ162/6.9.2016 Σύσταση διυπουργικής επιτροπής για την ανάπτυξη της Εγχώριας Φαρμακοβιομηχανίας

$
0
0

Αριθ. Υ162

(ΦΕΚ Β' 2849/07-09-2016)

Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ

Έχοντας υπόψη:

1 .Τις διατάξεις:
α) των άρθρων 25 παρ. 3 και 5, 59 και 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.δ. 63/2005 (Α' 98),
β) του Π.δ. 69/2015 «Διορισμός του Αλέξιου Τσίπρα ως Πρωθυπουργού» (Α' 113),
γ) του Π.δ. 70/2015 «Ανασύσταση των Υπουργείων Πολιτισμού και Αθλητισμού, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Ανασύσταση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και μετονομασία του σε Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Μετονομασία του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων σε Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού σε Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μεταφορά Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας στο Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού» (Α' 114),
δ) του Π.δ. 73/2015 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α' 116),
ε) Της Υ8/25-9-2015 απόφαση του Πρωθυπουργού περί «Ανάθεσης αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Κωνσταντίνο Φωτάκη» (Β' 2109),
στ) της υπ' αριθ. οικ. 107837/21-10-2015 απόφασης του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού περί «Ανάθεσης αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, Θεοδώρα Τζάκρη» (Β' 2280),

2. Την υπ' αριθ. 12011/39/02.02.2016 απόφαση σύστασης του «Συντονιστικού Συμβουλίου Βιομηχανικής και Επιχειρηματικής Πολιτικής με την επωνυμία Φόρουμ Βιομηχανίας» (ΑΔΑ: 7ΔΣ74653Ο7-872).

3. Την από 25/4/2016 απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥ.Σ.ΟΙ.Π.) σχετικά με την έγκριση Σχεδίου Δράσης για την ανάπτυξη της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας, έτσι όπως αυτή αποτυπώθηκε σε αντίστοιχη μελέτη που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού.

4. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε

Άρθρο 1


1. Συνιστάται Επιτροπή με την επωνυμία «Διυπουργική Επιτροπή για την ανάπτυξη της Εγχώριας Φαρμακοβιομηχανίας», με αντικείμενο την υλοποίηση και εξειδίκευση του Σχεδίου Δράσης για την ανάπτυξη του κλάδου της Εγχώριας Φαρμακοβιομηχανίας και στόχο την ανάπτυξη του ανωτέρω κλάδου, την εξωστρέφεια του και τη μείωση της τιμής των φαρμάκων. 

2. Στην επιτροπή μετέχουν ο Υπουργός Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, ως Πρόεδρος με αναπληρώτρια του την αρμόδια για θέματα Βιομηχανίας Υφυπουργό Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, ο Υπουργός Υγείας και ο Αναπληρωτής Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, αρμόδιος για θέματα έρευνας και τεχνολογίας.

3. Η επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο, ο οποίος καθορίζει και την ημερήσια διάταξη. Στις συνεδριάσεις της Επιτροπής μπορεί να καλούνται να συμμετάσχουν χωρίς δικαίωμα ψήφου και άλλοι Υπουργοί, Αναπληρωτές Υπουργοί, Υφυπουργοί, διοικητές νομικών προσώπων του δημοσίου τομέα, δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι του δημοσίου τομέα γενικά, εμπειρογνώμονες και ιδιώτες, ανάλογα με το αντικείμενο των συζητήσεων.

Άρθρο 2

1. Η διυπουργική επιτροπή είναι αρμόδια για την προώθηση των επιλεγμένων μέτρων, δράσεων και ενεργειών που θα εξειδικευθούν εντός του Σχεδίου Δράσης για την υποστήριξη της φαρμακευτικής βιομηχανίας.

Ειδικότερα, η επιτροπή είναι αρμόδια για:
α) Τη χάραξη στρατηγικής και τον συντονισμό δράσεων για την υλοποίηση του Σχεδίου Δράσης για την ανάπτυξη του κλάδου της Εγχώριας Φαρμακοβιομηχανίας,
β) την αξιολόγηση όλων των στοιχείων, μελετών, εισηγήσεων και προτάσεων για τη στρατηγική ανάπτυξη της Εγχώριας Φαρμακοβιομηχανίας,
γ) τον συντονισμό των συναρμοδίων Υπουργείων και την συμβολή στη διασφάλιση κάθε μέσου και πόρου, που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του Σχεδίου,
δ) την υποβολή σχετικών εισηγήσεων προς το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥ.Σ.ΟΙ.Π.).

2. Η επιτροπή υποβάλλει σε τακτά χρονικά διαστήματα έκθεση στον Πρωθυπουργό στην οποία αποτυπώνεται η δραστηριότητα της.

3. Γραμματειακή υποστήριξη στην Διυπουργική Επιτροπή παρέχει η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού.

Άρθρο 3

Στα μέλη της επιτροπής δεν καταβάλλεται οποιαδήποτε αμοιβή ή αποζημίωση.

Άρθρο 4

Για τη λειτουργία της Επιτροπής εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του άρθρου 59 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα.

Άρθρο 5

Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 6 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Πρωθυπουργός
ΑΛΕΞΙΟΣ Π. ΤΣΙΠΡΑΣ

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

$
0
0

Περίληψη

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ. και 6 του Αναγκαστικού Νόμου 765/1943, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 324/1946 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 38 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ.) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξαρτήτως από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη.

Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές, για τον εργαζόμενο, εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές.

Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας του, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ανωτέρω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει, για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη.

Εξάλλου, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του.

Και στην σύμβαση αυτή πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της συμβάσεώς του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά όρια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια.

Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνον από το εάν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη εργασία δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο, σ’ αυτήν, εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο.

Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη εργασία. Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξαρτημένης εργασίας ή συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή συμβάσεως έργου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίδεται σε αυτήν από τους διαδίκους, αλλά αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του για τον χαρακτήρα της συμβάσεως από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται.

Επίσης, από τις ανωτέρω μνημονευόμενες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ. προκύπτει ότι ο παραγωγός (πλασιέ) μπορεί να συνδέεται με αυτόν που τον προσλαμβάνει (εργοδότη) με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, η οποία υπάρχει όταν ο παρέχων την εργασία του με μισθό αδιαφόρως του τρόπου κατά τον οποίον αυτός καθορίζεται και καταβάλλεται, υποβάλλεται έναντι του εργοδότη σε νομική εξάρτηση που εκδηλώνεται με το δικαίωμα αυτού, δηλαδή του εργοδότη, να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και της εν γένει επιμελούς εκτελέσεως αυτής, δίδοντας τις αναγκαίες εντολές και οδηγίες προς τις οποίες είναι υποχρεωμένος, να συμμορφώνεται αυτός "εργαζόμενος - πλασιέ"


ΑΠ  171/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ν. Α. Μ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Παπαϊωάννου, που κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου: Θ. Δ. Τ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φυλακτό Παλάβρα, που δεν κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/9/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Φιλιππιάδας.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 29/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 135/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο ήδη αναιρεσείων με την από 19/5/2015 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Παπαηλιάδης ανέγνωσε την από 13/10/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

ΕΠΕΙΔΗ, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ. και 6 του Αναγκαστικού Νόμου 765/1943, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 324/1946 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 38 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ.) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξαρτήτως από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές, για τον εργαζόμενο, εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας του, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ανωτέρω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει, για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Εξάλλου, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της συμβάσεώς του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά όρια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνον από το εάν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη εργασία δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο, σ’ αυτήν, εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη εργασία. Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξαρτημένης εργασίας ή συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή συμβάσεως έργου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίδεται σε αυτήν από τους διαδίκους, αλλά αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του για τον χαρακτήρα της συμβάσεως από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται (Ολ. ΑΠ 28/2005, ΑΠ 940/2011, ΑΠ 666/2009). Επίσης, από τις ανωτέρω μνημονευόμενες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ. προκύπτει ότι ο παραγωγός (πλασιέ) μπορεί να συνδέεται με αυτόν που τον προσλαμβάνει (εργοδότη) με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, η οποία υπάρχει όταν ο παρέχων την εργασία του με μισθό αδιαφόρως του τρόπου κατά τον οποίον αυτός καθορίζεται και καταβάλλεται, υποβάλλεται έναντι του εργοδότη σε νομική εξάρτηση που εκδηλώνεται με το δικαίωμα αυτού, δηλαδή του εργοδότη, να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και της εν γένει επιμελούς εκτελέσεως αυτής, δίδοντας τις αναγκαίες εντολές και οδηγίες προς τις οποίες είναι υποχρεωμένος, να συμμορφώνεται αυτός "εργαζόμενος - πλασιέ" ( ΑΠ 940/2011 ).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ., κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνον αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίον περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή.

Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας που δίκασε την έφεση του εκκαλούντος - εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ν. Μ. του Α. κατά της υπ’ αριθμ. 29/2012 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Φιλιππιάδος, ως Εφετείο, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, όπως τούτο προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά και συγκεκριμένα δέχθηκε ότι : Ο ενάγων - εφεσίβλητος και ήδη αναιρεσίβλητος Θ. Τ. του Δ. προσελήφθη από τον εναγόμενο - εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα Ν. Μ. του Α., την 1 Οκτωβρίου 2004, με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως οδηγός σε αυτοκίνητο της επιχειρήσεως του τελευταίου, που εδρεύει στην … και που έχει ως αντικείμενο την εμπορία χημικών και λιπαντικών προϊόντων και την τροφοδοσία ξενοδοχείων με τα εν λόγω προϊόντα, στην οποίαν - επιχείρηση - απασχολούνταν επί έξη ( 6 ) ημέρες την εβδομάδα και για δέκα ( 10 ) ώρες την καθεμία ημέρα περίπου, αντί του εκάστοτε νομίμου μηνιαίου μισθού, ο οποίος ανέρχονταν κατά τα έτη 2004 και 2005 στο χρηματικό ποσό των 650 ΕΥΡΩ, κατά τα έτη 2006 και 2007 στο χρηματικό ποσό των 750 ΕΥΡΩ και κατά τα έτη 2008, 2009, 2010 και 2011 σ’ αυτό των 950 ΕΥΡΩ. Παρείχε δε την εργασία του προς τον εναγόμενο μέχρι και την 5 Απριλίου 2011, οπότε ο τελευταίος τον απέλυσε, καταγγέλλοντας προφορικά την ανωτέρω σύμβαση εργασίας. Σημειωτέον, ότι οι υπηρεσίες του ενάγοντος δεν περιορίζονταν μόνον στην οδήγηση του αυτοκινήτου της επιχειρήσεως του εναγομένου, καθόσον αυτός, δηλαδή ο ενάγων, απασχολούνταν παράλληλα και ως παραγγελιοδόχος και ως πωλητής των προϊόντων που μετέφερε, για λογαριασμό του εναγομένου - εργοδότη του, όμως τούτο και μόνον, δεν υποδηλώνει, χωρίς άλλο, ότι ο ενάγων δεν τελούσε υπό την εξάρτηση και τις οδηγίες του εναγομένου - εργοδότη του με την έννοια της συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Ενόψει δε και του ότι ο εναγόμενος είχε επιφυλάξει ως εργοδότης και ασκούσε, στην πράξη, το δικαίωμα ελέγχου και εποπτείας της εν γένει δραστηριότητας του ενάγοντος ως εργαζομένου και ιδίως ως προς τον τόπο, τον τρόπο και τον χρόνο της παροχής των υπηρεσιών του, καθώς και ως προς τον έλεγχο των οικονομικών υποχρεώσεων του ενάγοντος έναντι του εναγομένου, που προέκυπταν από την εργασιακή τους σχέση και από αυτήν της εξαρτήσεως, υφίσταται εν προκειμένω, το ποιοτικό εκείνο κριτήριο που χαρακτηρίζει την σχέση των διαδίκων ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου σχετικού ισχυρισμού εκ μέρους του εναγομένου. Όλα τα παραπάνω, όπως δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, προκύπτουν σαφώς και ανενδοιάστως από το υφιστάμενο στη διάθεση του Δικαστηρίου - δεόντως εκτιμώμενο και σταθμιζόμενο - αποδεικτικό υλικό. Η κρίση αυτή επιρρωνύεται και από : α ) το γεγονός ότι ο ενάγων από το μήνα Οκτώβριο του 2004 έως και τις αρχές του μηνός Απριλίου του 2011, δηλαδή για 6,5 περίπου έτη, απασχολείτο αποκλειστικά και μόνον στην επιχείρηση του εναγομένου, β ) οδηγούσε το αυτοκίνητο της ιδιοκτησίας του εναγομένου, καθώς και γ ) από το ότι ο τελευταίος, δηλαδή ο εναγόμενος δεν προέβη σε αναγγελία - κατά το άρθρο 1 παρ. 1 εδάφιο α του Νόμου 2639/1998 ( όπως ίσχυε μέχρι την αντικατάστασή του από την παρ. 1 του άρθρου 1 του Νόμου 3846/2010 ) - στην αρμόδια αρχή ( οικεία επιθεώρηση εργασίας ) της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας περί παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Παρόλο που ο ενάγων προσέφερε τις συμφωνημένες υπηρεσίες του, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, δεν περιορίζονταν μόνον στην οδήγηση του αυτοκινήτου της επιχειρήσεως του εναγομένου, αλλά και σε παραγγελίες και πωλήσεις των προϊόντων της επιχειρήσεώς του, για λογαριασμό του, αυτός δεν του κατέβαλε τις δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από τις 1 Ιανουαρίου 2011 μέχρι και τις 5 Απριλίου 2011, δηλαδή μέχρι την ημερομηνία της απολύσεώς του, που ανέρχονται στο συνολικό χρηματικό ποσό των 3.008,30 ( 940 ΕΥΡΩ + 950 ΕΥΡΩ + 950 ΕΥΡΩ + 158,30 ΕΥΡΩ ) ΕΥΡΩ. Επίσης, δεν του κατέβαλε : α ) το δώρο του Πάσχα, β ) την αποζημίωση αδείας και γ ) το επίδομα αδείας του έτους 2011, που ανέρχονται στα ποσά των 475 ΕΥΡΩ, 950 ΕΥΡΩ και 475 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 1.900 ΕΥΡΩ, καθώς και δεν του κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση της απολύσεώς του, που ανέρχεται στο ποσό των 4.433,33 { 4 μήνες Χ 950 ΕΥΡΩ το μήνα = 3.800 ΕΥΡΩ + ( 1/6 προσαύξηση επί του ποσού αυτού = ) 633,33 ΕΥΡΩ = ) 4.433,33 ΕΥΡΩ. Περαιτέρω, δέχθηκε το ως άνω Δικαστήριο ότι ο εναγόμενος δεν κατέβαλε στον ενάγοντα : α ) το δώρο Χριστουγέννων, β ) την αποζημίωση αδείας και γ ) το επίδομα αδείας του έτους 2005, που ανέρχονται στα ποσά των, 650 ΕΥΡΩ, 650 ΕΥΡΩ και 325 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 1.625 ΕΥΡΩ. Ακόμη, δεν κατέβαλε στον ίδιο και τα κατωτέρω αναφερόμενα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούν σε δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, αποζημιώσεις αδείας και επιδόματα αδείας των ετών 2006 - 2007 - 2008 - 2009 και 2010 και συγκεκριμένα δεν του κατέβαλε για το έτος 2006 : α ) το δώρο Χριστουγέννων, β ) το δώρο Πάσχα, γ ) την αποζημίωση αδείας και δ ) το επίδομα αδείας, που ανέρχονται στα ποσά των 750 ΕΥΡΩ, 375 ΕΥΡΩ, 750 ΕΥΡΩ και 375 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 2.250 ΕΥΡΩ, για το έτος 2007 δεν του κατέβαλε : α ) το δώρο Χριστουγέννων, β ) το δώρο Πάσχα, γ ) την αποζημίωση αδείας και δ ) το επίδομα αδείας που ανέρχονται στα ποσά των 750 ΕΥΡΩ, 375 ΕΥΡΩ, 750 ΕΥΡΩ και 375 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 2.250 ΕΥΡΩ, για το έτος 2008 δεν του κατέβαλε : α ) την αποζημίωση αδείας και β ) το επίδομα αδείας, που ανέρχονται στα ποσά των 950 ΕΥΡΩ και 475 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 1.425 ΕΥΡΩ, για το έτος 2009 δεν του κατέβαλε : α ) την αποζημίωση αδείας και β ) το επίδομα αδείας, που ανέρχονται στα ποσά των 950 ΕΥΡΩ και 475 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 1.425 ΕΥΡΩ, καθώς και για το έτος 2010 δεν του κατέβαλε : α ) την αποζημίωση αδείας και β ) το επίδομα αδείας, που ανέρχονται στα ποσά των 950 ΕΥΡΩ και 475 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα και συνολικά στο χρηματικό ποσό των 1.425 ΕΥΡΩ.

Συνεπώς, οι συνολικές αξιώσεις του ενάγοντος, για τις προαναφερόμενες αιτίες, ανέρχονται στο συνολικό χρηματικό ποσό των 19.741,63 ( 3.008,30 ΕΥΡΩ + 1.900 ΕΥΡΩ + 4.433,33 ΕΥΡΩ + 1.625 ΕΥΡΩ + 2.250 ΕΥΡΩ + 2.250 ΕΥΡΩ + 1.425 ΕΥΡΩ + 1.425 ΕΥΡΩ + 1.425 ΕΥΡΩ ) ΕΥΡΩ.

Συνεπώς, το Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας, που δίκασε ως Εφετείο, και δέχθηκε τα αμέσως παραπάνω αναφερόμενα, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648 και επόμ. του Α.Κ. και 6 του Α. Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 324/1946 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. ( άρθρο 38 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ. ). Επομένως, αβάσιμα υποστηρίζει το αντίθετο ο αναιρεσείων Ν. Μ. του Α.. Τούτο δε διότι με την κρίση του αυτή το Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις προαναφερθείσες διατάξεις και ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως αυτού, με τον οποίον υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια της διατάξεως του άρθρου 560 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ., είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του ( άρθρα 176 και 183 του Κ.Πολ.Δ. ) στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19-5-2015 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 135/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των χιλίων εκατό ( 1.100 ) ΕΥΡΩ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 2015.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Φεβρουαρίου 2016.

H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμ. πρωτ.: Φ 80020/οικ. 22103/Δ15. 404/ 7.9.2016 Γνωστοποίηση ρυθμίσεων του ν. 4387/2016, που αφορούν το ΕΤΑΤ και τους συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ)

$
0
0

Αθήνα, 7 Σεπτεμβρίου 2016
Αριθμ. Πρωτ.: Φ80020/οικ.22103/Δ15.404

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ και ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Τηλέφωνο : 2103368090
E-mail : doikepoptia@ypakp.gr

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Δ/ΝΣΗ ΠΡΟΣΘΕΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α'
Ταχ. Δ/νση : Σταδίου 29
Ταχ. Κωδικας : 10110
Fax : 2103368148
Τηλέφωνα : 2131516777, 2131516774
E-mail : proasf@ypakp.gr

ΘΕΜΑ: Γνωστοποίηση ρυθμίσεων του ν. 4387/2016, που αφορούν το ΕΤΑΤ και τους συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ).

Σας γνωρίζουμε ότι στο ΦΕΚ 85/12.5.2016, τεύχος Α', δημοσιεύτηκε ο νόμος 4387/2016 «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας - Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος - Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις», στα άρθρα 51, 53 και 73Α του οποίου περιλαμβάνονται ρυθμίσεις που προβλέπουν την ένταξη, από 1.1.2017, του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ) και των συνταξιούχων προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ) στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) και την άμεση αναπροσαρμογή των καταβαλλόμενων από το ΕΤΑΤ παροχών, καθώς και των συντάξεων προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ).

Ειδικότερα, στον ανωτέρω νόμο ορίζονται τα εξής: 

Ι. Ένταξη ΕΤΑΤ και συνταξιούχων προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ) στον ΕΦΚΑ

1. Στην παρ. 1 του άρθρου 51 του ν. 4387/2016 προβλέπεται η σύσταση και έναρξη λειτουργίας από 1.1.2017 του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), ως ν.π.δ.δ. υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.

Ο ΕΦΚΑ αποτελείται από έναν (1) κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών, στον οποίο εντάσσονται από 1.1.2017 διάφοροι ασφαλιστικοί φορείς, μεταξύ των οποίων και το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ) (άρθρο 53 παρ. 1 περ. Η')

Για το λόγο αυτό και με βάση την περίπτωση β' της παρ. 2 του άρθρου 51, στον σκοπό του ΕΦΚΑ περιλαμβάνεται και η χορήγηση προσυνταξιοδοτικών και άλλων παροχών στους συνταξιούχους και στους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους του ΕΤΑΤ, οι οποίοι έως την έναρξη ισχύος του νόμου (δηλ. μέχρι και 12-5-2016) έχουν θεμελιώσει δικαίωμα λήψης της παροχής, καθώς και στους συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ), οι οποίοι ως συνταξιούχοι του ΤΕΑΠΕΤΕ κατά την 17.4.2006 υπήχθησαν από 18.4.2006 στο τ. ΕΤΕΑΜ (νυν ΕΤΕΑ), κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 3455/2006 και οι οποίοι καθίστανται από 1.1.2017 συνταξιούχοι του ΕΦΚΑ (άρθρο 73Α παρ. 4).

2α. Σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του τρίτου και τέταρτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 53, η προσυνταξιοδοτική παροχή στους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους του ΕΤΑΤ, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους, χορηγείται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης των οικείων φορέων ασφάλισης (ΤΕΑΠΕΤΕ, ΤΑΠΤΠ και ΛΑΚ) του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων (Εμπορική και Τράπεζα Πειραιώς, Alpha Bank και Τράπεζα Αττικής), οι ασφαλισμένοι των οποίων υπήχθησαν με ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις στο ΕΤΑΤ, εφόσον έχουν θεμελιώσει έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, δηλαδή έως και τις 12.5.2016, το σχετικό δικαίωμα.

Διευκρινίζεται ότι θεμελιωμένο δικαίωμα υφίσταται όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώνει τον ελάχιστο χρόνο ασφάλισης (συντάξιμα έτη) και το όριο ηλικίας (όπου αυτό προβλέπεται), που απαιτούνται για την συνταξιοδότησή του με άμεση καταβολή της προσυνταξιοδοτικής παροχής. Το θεμελιωμένο συνταξιοδοτικό δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε και ο ασφαλισμένος έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει εργαζόμενος.

Κατά συνέπεια, όσοι μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένοι του ΕΤΑΤ έχουν συμπληρώσει μέχρι και τις 12.5.2016 τις απαιτούμενες από το ΤΕΑΠΕΤΕ, ΤΑΠΤΠ και ΛΑΚ προϋποθέσεις ηλικίας (όπου απαιτείται) και χρόνου ασφάλισης για άμεση καταβολή της προσυνταξιοδοτικής παροχής μέχρι τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων χορήγησης κύριας σύνταξης, όπως εκάστοτε ισχύουν, μπορούν να λάβουν την προσυνταξιοδοτική παροχή με τις προϋποθέσεις αυτές οποτεδήποτε. Περαιτέρω διευκρινίζεται ότι δικαιούνται να λάβουν την προσυνταξιοδοτική παροχή σύμφωνα με τα ανωτέρω και τα πρόσωπα για τα οποία έχει εκδοθεί απόφαση αναστολής (έχουν δηλαδή αποχωρήσει από την ασφάλιση στο Ταμείο έχοντας συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης αλλά όχι και το όριο ηλικίας) εφόσον η αποχώρηση έχει λάβει χώρα έως και την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ήτοι έως την 12-5-2016. Ομοίως δικαιούνται να λάβουν την προσυνταξιοδοτική παροχή και τα πρόσωπα που πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις και υποβάλλουν αίτηση για λήψη της παροχής με αναστολή.

β. Οι μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένοι του ΕΤΑΤ που δεν θεμελιώνουν μέχρι 12.5.2016 δικαίωμα άμεσης καταβολής της προσυνταξιοδοτικής παροχής και έχουν καταβάλει εισφορές επικουρικής ασφάλισης ανώτερες από τις προβλεπόμενες για το ΕΤΕΑ, θα λάβουν επικουρική σύνταξη από το ΕΤΕΑ, η οποία θα προσαυξηθεί σύμφωνα με το άρθρο 30 του ν. 4387/2016 για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς.

ΙΙ. Αναπροσαρμογή προσυνταξιοδοτικών και άλλων παροχών ΕΤΑΤ και προσυνταξιοδοτικών παροχών ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ)

1α. Με τις διατάξεις του άρθρου 73Α επανακαθορίζεται από 13.5.2016, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4387/2016, ο τρόπος υπολογισμού των καταβαλλόμενων από το ΕΤΑΤ παροχών (σύνταξη προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος ΤΕΑΠΕΤΕ, ΤΑΠΤΠ και ΛΑΚ, διαφορά ποσών επικουρικής σύνταξης και δευτερεύουσα επικουρική σύνταξη ΛΑΚ.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 73Α, από την έναρξη ισχύος του νόμου (13.5.2016) η προσυνταξιοδοτική παροχή των ασφαλισμένων στο ΕΤΑΤ υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε χρόνο ασφάλισης στους ιδιωτικής προέλευσης φορείς επικουρικής ασφάλισης (ΤΕΑΠΕΤΕ, ΤΑΠΤΠ και ΛΑΚ) του προσωπικού των αντίστοιχων πιστωτικών ιδρυμάτων οι ασφαλισμένοι των οποίων υπήχθησαν στο ΕΤΑΤ, αντιστοιχεί μεσοσταθμικά σε ποσοστό 1,75%, υπολογιζόμενου επί των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές καθορίζονται από τις οικείες καταστατικές τους διατάξεις.

Συνεπώς, κατ' εφαρμογή του άρθρου 73Α του ν. 4387/2016 η προσυνταξιοδοτική παροχή κάθε επιμέρους Ταμείου που εντάχθηκε στο ΕΤΑΤ, υπολογίζεται ως ακολούθως:

• ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥΣ ΤΟΥ πρ. ΤΕΑΠΕΤΕ

Η προσυνταξιοδοτική παροχή της κατηγορίας αυτής δικαιούχων υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε συντάξιμο χρόνο κύριας και επικουρικής ασφάλισης αντιστοιχεί σε ποσοστό 0,930% υπολογιζόμενου επί των συντάξιμων αποδοχών και αναλύεται:
0,930% x (χρόνος κύριας ασφάλισης + χρόνος επικουρικής ασφάλισης) x Συντάξιμες Αποδοχές

• ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥΣ ΤΟΥ πρ. ΤΑΠΤΠ

Η προσυνταξιοδοτική παροχή της κατηγορίας αυτής δικαιούχων υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε συντάξιμο χρόνο επικουρικής ασφάλισης αντιστοιχεί σε ποσοστό 1,75% υπολογιζόμενου επί των συντάξιμων αποδοχών και αναλύεται:
1,75% x Χρόνια Επικουρικής Ασφάλισης x Συντάξιμες Αποδοχές

• ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥΣ ΤΟΥ πρ. ΛΑΚ

Η προσυνταξιοδοτική παροχή της κατηγορίας αυτής δικαιούχων υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε συντάξιμο χρόνο επικουρικής ασφάλισης αντιστοιχεί σε ποσοστό 1,75% υπολογιζόμενου επί των συντάξιμων αποδοχών και αναλύεται:
1,75% x Χρόνια Επικουρικής Ασφάλισης x Συντάξιμες Αποδοχές

β. Το 50% του συνολικού ακαθάριστου ποσού της μηνιαίας αυτής προσυνταξιοδοτικής παροχής που προκύπτει από τον ανωτέρω υπολογισμό (και περιλαμβάνει ποσά κύριας και επικουρικής σύνταξης) υπόκειται στην παρακράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του ν. 3863/2010, όπως ισχύει, και της επιπλέον εισφοράς της παρ. 11 του άρθρου 44 του ν.3986/2011, ενώ το υπόλοιπο 50% υπόκειται στην παρακράτηση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης της παρ. 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 12 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011.

Το ποσό που προκύπτει μετά τα παραπάνω, συμπεριλαμβανομένης και της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης, καταβάλλεται έως τον χρόνο πλήρωσης των προϋποθέσεων άμεσης καταβολής κύριας σύνταξης, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.

2. Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι, μετά τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων χορήγησης κύριας σύνταξης, το συνολικό ποσό της προσυνταξιοδοτικής παροχής μειώνεται κατά τα ποσά κύριας και επικουρικής σύνταξης που λαμβάνει ο δικαιούχος και το τυχόν απομένον ποσό επανυπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε χρόνο ασφάλισης αντιστοιχεί σε ποσοστό 0,45%, υπολογιζόμενου επί των συντάξιμων αποδοχών εκάστου ασφαλισμένου, όπως αυτές υπολογίζονται για την έκδοση της κύριας σύνταξης.

Επισημαίνεται ότι, σε καμία περίπτωση το άθροισμα αναφερόμενων στο προηγούμενο εδάφιο ποσών (κύριας, επικουρικής σύνταξης και τυχόν διαφοράς επικουρικής σύνταξης) που λαμβάνει ο συνταξιούχος και αντιστοιχούν στο χρόνο ασφάλισης για τον οποίο υπολογίστηκε η προσυνταξιοδοτική παροχή, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ακαθάριστο συνολικό ποσό της προσυνταξιοδοτικής παροχής που ελάμβανε ο δικαιούχος, κατ' εφαρμογή της ως άνω παρ. 1 του άρθρου 73Α. Εξυπακούεται ότι το ως άνω ανώτατο όριο αφορά μόνο την περίπτωση που προκύπτει επιπλέον ποσό ως διαφορά, μετά την αφαίρεση των ποσών της ακαθάριστης δικαιούμενης κύριας και επικουρικής σύνταξης από την προσυνταξιοδοτική παροχή, οι οποίες (κύρια και επικουρική σύνταξη) υπολογίζονται σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.

3. Στην παρ. 3 ορίζεται ότι, οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου προσυνταξιοδοτικές και άλλες παροχές (συντάξεις προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος, διαφορές ποσών επικουρικής σύνταξης ΤΕΑΠΕΤΕ και δεύτερη επικουρική σύνταξη ΛΑΚ) του ΕΤΑΤ αναπροσαρμόζονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου 73A (παρ. 1 και 2) και καταβάλλονται εφεξής, συνεπώς από 1.6.2016, στο ποσό που προκύπτει μετά τον κατά τα ανωτέρω υπολογισμό (συντάξεις προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος με ετήσιο ποσοστό αναπλήρωσης κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω υπό στοιχείο 1α, διαφορές ποσών επικουρικής σύνταξης ΤΕΑΠΕΤΕ και δεύτερη επικουρική σύνταξη ΛΑΚ με ετήσιο ποσοστό αναπλήρωσης 0,45%).

Σε κάθε περίπτωση πάντως διευκρινίζεται ότι, κατ' εφαρμογή των προβλεπόμενων στο άρθρο 73Α και του γεγονότος ότι το νέο ποσοστό αναπλήρωσης εφαρμόζεται «μεσοσταθμικά», το ποσοστό μείωσης της (μικτής) προσυνταξιοδοτικής παροχής, στο ύψος που αυτή διαμορφώνεται μετά την αναπροσαρμογή της, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο του 21% συγκριτικά προς το ποσό της καταβαλλόμενης προσυνταξιοδοτικής παροχής, στο ύψος που είχε διαμορφωθεί κατά την εφαρμογή του νέου τρόπου υπολογισμού, συνυπολογιζομένων της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης και εισφοράς αλληλεγγύης του ν. 3986/2011.

Περαιτέρω δε διευκρινίζεται ότι, ακόμα και μετά τον κατά τα ανωτέρω επανυπολογισμό η προσυνταξιοδοτική παροχή δεν δύναται σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερη του ποσού των 620 €, συμπεριλαμβανομένων της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης και εισφοράς αλληλεγγύης του ν. 3986/2011.

Οι προσυνταξιοδοτικές παροχές που κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 είχαν διαμορφωθεί σε ύψος μικρότερο των 620 €, όπως ανωτέρω αναλύθηκε, εξακολουθούν να καταβάλλονται και μετά την 1-6-2016 στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί.

4. Στο πλαίσιο ισότιμης αντιμετώπισης ομοειδών καταστάσεων, με την παρ. 4 προβλέπεται αφενός η ένταξη στον ΕΦΚΑ, από την έναρξη λειτουργίας του 1.1.2017, των προερχόμενων από το ΤΕΑΠΕΤΕ συνταξιούχων προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ) και αφετέρου η άμεση αναπροσαρμογή των προσυνταξιοδοτικών παροχών τους, κατά αναλογία με τα προβλεπόμενα για τις καταβαλλόμενες από το ΕΤΑΤ προσυνταξιοδοτικές παροχές.

5. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η διαδικασία αναπροσαρμογής των προσυνταξιοδοτικών και άλλων παροχών του ΕΤΑΤ και προσυνταξιοδοτικών παροχών ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ) εφαρμόζεται από τις πληρωμές μηνός Ιουνίου 2016. Τα υπερβάλλοντα ποσά που καταβάλλονται μέχρι την πλήρη εφαρμογή της διαδικασίας παρακρατούνται σε ισόποσες δόσεις το αργότερο μέχρι και τις πληρωμές μηνός Δεκεμβρίου 2016.

6. Μετά την αναπροσαρμογή των προσυνταξιοδοτικών παροχών του ΕΤΑΤ και του ΕΤΕΑ με βάση τις διατάξεις του άρθρου 73 Α του ν. 4387/2016 στους δικαιούχους που καλύπτονται για παροχές σε είδος από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., θα παρακρατείται από 1-7-2016 και αποδίδεται στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. εισφορά υγειονομικής περίθαλψης 6% επί του καταβαλλόμενου ποσού προσυνταξιοδοτικής παροχής, αφού αφαιρεθούν τα ποσά που αντιστοιχούν στις εισφορές του άρθρου 38 του ν. 3863/2010, όπως ισχύει, και των παρ. 11, 12 και 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α'152), όπως ισχύει.

Οι διαφορές που θα προκύψουν λόγω της εφαρμογής του άρθρου 44 του ν. 4387/2016 από 1-7-2016 θα συμψηφιστούν με το χορηγούμενο ποσό προσυνταξιοδοτικής παροχής.

7. Σε ό,τι αφορά, τέλος, τις εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί στο ΕΤΑΤ μέχρι την έναρξη ισχύος του ν.4387/2016, δηλαδή μέχρι και τις 12-5-2016, διευκρινίζεται ότι αυτές κρίνονται, ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής τους και αναπροσαρμόζονται στη συνέχεια βάσει των διατάξεων του άρθρου 73Α.

Κατόπιν των ανωτέρω, παρακαλούμε για την άμεση και ορθή εφαρμογή των κοινοποιούμενων διατάξεων και την συνεργασία των αρμόδιων υπηρεσιών για την υλοποίησή τους.



Ο Υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
Αναστάσιος Πετρόπουλος

Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1113150 ΕΞ 2016 Τροποποίηση και συμπλήρωση της αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α 1041643 ΕΞ 2015/26-03-2015 (Β' 543) απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότησης υπογραφής quot;Με εντολή Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδωνquot; σε Προϊσταμένους Τελωνείων και σε υπαλλήλους αυτών

$
0
0
Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1113150 ΕΞ 2016

(ΦΕΚ Β' 2835/07-09-2016)

Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) του Ν.δ. 356/1974 (Α' 90 ) «Περί Κωδικός Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων», όπως ισχύει και ειδικότερα της παρ. 1 του άρθρου 2 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν. 4224/2013 (Α' 288) «Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο Αξιοποίησης Περιουσίας του Δημοσίου και άλλες επείγουσες διατάξεις», σε συνδυασμό με τις παρ. 8 και 9 του άρθρου 8 του τελευταίου,
β) της υποπαραγράφου Ε.2 της παρ. Ε' του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (Α' 222) «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016. Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής 2013-2016», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει,
γ) της υποπαραγράφου δ' της παρ. 7 του άρθρου 34 του Ν. 4141/2013 (Α' 81) «Επενδυτικά εργαλεία ανάπτυξης, παροχή πιστώσεων και άλλες διατάξεις», όπως προστέθηκε με τις διατάξεις της περ. 7 της υποπαραγράφου Δ1 της παραγράφου Δ του άρθρου πρώτου του Ν. 4152/2013 (Α' 107) «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής των νόμων 4046/2012, 4093/2012 και 4127/2013»,
δ) της αριθμ. Δ6Α 1058824 ΕΞ 2014/8.4.2014 (Β' 865, 1079 και 1846) απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών «Ανακαθορισμός της εσωτερικής διάρθρωσης και των αρμοδιοτήτων οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και μετονομασία ορισμένων από αυτές», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει,
ε) του Π.δ. 117/2006 (Α' 117) «Αναδιοργάνωση των περιφερειακών Τελωνειακών Υπηρεσιών, τροποποίηση του Π.δ/τος 551/1988 (Α' 259) και άλλες οργανωτικές διατάξεις.», κατά το μέρος που αφορά στην κατά τόπον αρμοδιότητα των Τελωνείων, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν,
στ) του Π.Δ. 111/2014 (Α' 178) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών», όπως ισχύει,
ζ) του Ν. 2960/2001 (Α' 265) «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» και ιδίως της παρ. 4 του άρθρου 29 αυτού,
η) του Π.δ. 231/2007 (Α' 265) «Κανονισμός αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των Τελωνειακών Υπαλλήλων και της λειτουργίας των Περιφερειακών Τελωνειακών Αρχών του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών», όπως ισχύει,
θ) της παρ. 9 του άρθρου 13 του Ν. 4111/2013 (Α' 18) «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, τροποποιήσεις του Ν. 4093/2012, και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις»,
ι) των άρθρων 50, 51, 52, 54 και 90 του Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.δ. 63/2005 (Α' 98) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα» και
ια) του άρθρου 81 του Ν. 1892/1990 (Α' 101) «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις».

2. Την αριθμ. 1086421/2042/0006/30.11.1990 (Β' 756) κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών «Εξαίρεση διοικητικών πράξεων ή εγγράφων του Υπουργείου Οικονομικών από τον περιορισμό των υπογραφών της παρ. 1 του άρθρου 81 του Ν. 1892/1990».

3. Την αριθμ. 1 πράξη της 20-1-2016 του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ 18/20-1-2016, ΥΟΔΔ) περί επιλογής και διορισμού Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

4. Την αριθμ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β' 130 και 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκε με τις αριθμ. Δ6Α 1125239 ΕΞ 2013/8.8.2013 (Β' 2003) και Δ6Α 1196756 ΕΞ 2013/23.12.2013 (Β' 3317) όμοιες.

5. Την αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1041643 ΕΞ 2015/26.3.2015 (Β' 543) απόφαση της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, με θέμα «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότηση υπογραφής "Με εντολή Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων", όπως τροποποιήθηκε με την αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α. 1120364 ΕΞ 2015/15.9.2015 (Β' 2080) όμοια.

6. Την ανάγκη διασφάλισης της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας των Περιφερειακών Τελωνειακών Αρχών (Τελωνεία).

7. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της απόφασης αυτής, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

1. Τροποποιούμε και συμπληρώνουμε την αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1041643 ΕΞ 2015/26.3.2015 (Β' 543) απόφασή μας, με θέμα «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότηση υπογραφής "Με εντολή Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων" σε Προϊσταμένους Τελωνείων και σε υπαλλήλους αυτών», όπως τροποποιήθηκε με την αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α. 1120364 ΕΞ 2015/15.9.2015 (Β' 2080) όμοια και ισχύει, ως εξής:
Αναριθμούμε τις περιπτώσεις με α/α 34 έως 47 σε περιπτώσεις 37 έως 50 και προσθέτουμε νέες περιπτώσεις με α/α 34 (η οποία έπεται της περίπτωσης 33), 35, και 36 ως εξής:

«34.

Την έκδοση βεβαίωσης για δικαστική χρήση, μετά από αίτηση του οφειλέτη, για τις οφειλές αυτού, ατομικές και από συνυπευθυνότητα, που είναι βεβαιωμένες κατά Κ.Ε.Δ.Ε., όταν η χορήγηση της βεβαίωσης προβλέπεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική πράξη εκδοθείσα κατ' εξουσιοδότηση νόμου.

Μεταβίβαση αρμοδιότητας

-ΚΕΔΕ, άρθρο2, παρ. 1, σε συνδυασμό με διατάξεις που προβλέπουν την έκδοση βεβαιώσεων οφειλών, όπως, ενδεικτικά, του άρθρου 2, παρ. 4α του Ν. 3869/2010 (Α' 130), όπως ισχύει, του άρθρου 100, παρ. 2 του Ν.3588/2007 (Α' 153), όπως ισχύει.

Ο αρμόδιος για την επιδίωξη είσπραξης της οφειλής Προϊστάμενος Τελωνείου, κατά την περίπτωση 3 της παρούσας απόφασης.

35.

Τη διαβίβαση φακέλου αιτήματος για συμμετοχή του Δημοσίου σε συμφωνία συνδιαλλαγής ή εξυγίανσης με οφειλέτη του, με εισήγηση επ' αυτού στη Διεύθυνση Εισπράξεων της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και την εκτέλεση της εκδοθείσας επί του ανωτέρω αιτήματος απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.

Μεταβίβαση αρμοδιότητας

-ΚΕΔΕ, άρθ. 2,παρ. 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παρ. 6 του Ν. 3808/2009 (Α' 227).

Ο αρμόδιος για την επιδίωξη είσπραξης της οφειλής Προϊστάμενος Τελωνείου, κατά την περίπτωση 3 της παρούσας απόφασης.

36.

Εφαρμογή όρων δικαστικά επικυρωμένης συμφωνίας που ρυθμίζει οφειλές προς το Δημόσιο, όπως, ενδεικτικά, συμφωνίας εξυγίανσης ή συνδιαλλαγής κατ' άρθρα 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα, δικαστικού συμβιβασμού κατά τις διατάξεις του Ν. 3869/2010,συμφωνίας πιστωτών - επιχείρησης κατ' άρθρο 44 Ν. 1892/1990 (Α' 101).

Μεταβίβαση αρμοδιότητας

-ΚΕΔΕ, άρθ. 2, παρ. 1, σε συνδυασμό με διατάξεις, που ρυθμίζουν δικαστικά επικυρωμένες συμφωνίες με δεσμευτική ισχύ για το Δημόσιο ως πιστωτή, όπως ενδεικτικά, του άρθρου 106 του Ν.3588/2007, του άρθρου 7 του Ν. 3869/2010,του άρθρου 44 του Ν.1892/1990.

Ο αρμόδιος για την επιδίωξη είσπραξης της οφειλής Προϊστάμενος Τελωνείου, κατά την περίπτωση 3 της παρούσας απόφασης.

»


2. Κατά τα λοιπά ισχύει η αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1041643 ΕΞ 2015/26.3.2015 (Β' 543) απόφασή μας, όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με την αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α. 1120364 ΕΞ 2015/15.9.2015 (Β' 2080) όμοια.

3. Η παρούσα απόφαση ισχύει από της δημοσιεύσεώς της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 22 Ιουλίου 2016

Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Αριθ. πρωτ.: 23449/15.7.2016 Καθορισμός ορίου προϋπολογισμού δαπάνης μελετών έργων και υπηρεσιών των Ο.Τ.Α. Α' βαθμού, των Συνδέσμων τους, των Νομικών τους Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, των Ιδρυμάτων τους και των ΔΕΥΑ του ν. 1069/1980 και του ν. 890/1979, πέραν του οποίου απαιτείται θεώρηση από την αρμόδια τεχνική υπηρεσία ύστερα από γνώμη τεχνικού συμβουλίου

$
0
0

Αθήνα 15 Ιουλίου 2016
Αρ. Πρωτ. 23449

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ
ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤ/ΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Ταχ. Δ/νση: Ευαγγελιστρίας 2
Ταχ.Κώδικας: 105 63 Αθήνα
Πληροφορίες: Γ.Πολυκαλάς
Τηλέφωνο: 213-1361326
Fax: 213 1361230
    
Αριθμ.Εγκυκλίου: 16

ΘΕΜΑ: Καθορισμός ορίου προϋπολογισμού δαπάνης μελετών έργων και υπηρεσιών των Ο.Τ.Α. Α' βαθμού, των Συνδέσμων τους, των Νομικών τους Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, των Ιδρυμάτων τους και των ΔΕΥΑ του ν. 1069/1980 και του ν. 890/1979, πέραν του οποίου απαιτείται θεώρηση από την αρμόδια τεχνική υπηρεσία ύστερα από γνώμη τεχνικού συμβουλίου.

Σας γνωρίζουμε ότι στο ΦΕΚ Β' 1941/29-6-2016 δημοσιεύθηκε η αρ.20867/17.6.2016 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (ΑΔΑ:6ΦΕ5465ΦΘΕ-ΗΨΨ) με την οποία καθορίζεται το όριο προϋπολογισμού δαπάνης μελετών έργων και υπηρεσιών των Ο.Τ.Α. Α' βαθμού, των Συνδέσμων τους, των Νομικών τους Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, των Ιδρυμάτων τους και των ΔΕΥΑ του ν. 1069/1980 και του ν. 890/1979, πέραν του οποίου απαιτείται θεώρηση από την αρμόδια τεχνική υπηρεσία ύστερα από γνώμη τεχνικού συμβουλίου σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ.4 του άρθρου 209 του ν.3463/2006 (ΦΕΚ Α' 114) «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων», όπως αναδιατυπώθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3536/2007 (ΦΕΚ Α' 42).

Συγκεκριμένα το ποσό αυτό ορίζεται σε

α. πέντε εκατομμύρια (5.000.000,00) ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., πέραν του οποίου απαιτείται θεώρηση από την αρμόδια Τεχνική Υπηρεσία ύστερα από γνώμη του Περιφερειακού Συμβουλίου Δημοσίων Έργων,

β. είκοσι εκατομμύρια (20.000.000,00) ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., για τους Ο.Τ.Α. Α' βαθμού πλην των Δήμων Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκης, των Συνδέσμων τους, των Νομικών τους Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, των Ιδρυμάτων τους και των ΔΕΥΑ του ν. 1069/1980 και του ν. 890/1979, πέραν του οποίου απαιτείται θεώρηση από την Τεχνική Υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης ύστερα από γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου

γ. είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000,00) ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., για τους Δήμους Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκης, των Συνδέσμων στους οποίους συμμετέχουν οι ανωτέρω Ο.Τ.Α., των Νομικών τους Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και των Ιδρυμάτων τους, πέραν του οποίου απαιτείται θεώρηση από την Τεχνική Υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης ύστερα από γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου.

Υπενθυμίζεται ότι τα ανωτέρω όρια έχουν εφαρμογή και για τις μελέτες οι οποίες έχουν υποβληθεί στη Τεχνική Υπηρεσία του ΥΠ.ΕΣ. και Δ. Α. πριν την έκδοση της αρ.20867/17.6.2016 υπουργικής απόφασης και οι οποίες δεν έχουν ακόμη θεωρηθεί.

Παρακαλούμε να κοινοποιήσετε το ταχύτερο την παρούσα εγκύκλιο στις υπηρεσίες και υπαλλήλους που ασχολούνται με τα θέματα αυτά, στους Ο.Τ.Α. Α' βαθμού, Συνδέσμους τους, Ιδρύματά τους και λοιπά Δημοτικά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και τις Δ.Ε.Υ.Α., για ενημέρωση και πιστή εφαρμογή.

Την εγκύκλιο, καθώς και την υπουργική απόφαση μπορείτε να τις αναζητήσετε στον δικτυακό τόπο του ΥΠ.ΕΣ. και Δ.Α.


O ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Π.Κουρουμπλής

Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1129078 ΕΞ 2016 Τροποποίηση της αριθ. Δ6Α 1058824 ΕΞ 2014/ 08-04-2014 (Β' 865, 1079 και 1846) απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, ως προς υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Γενικού Χημείου του Κράτους της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων

$
0
0

Αθήνα, 5 Σεπτεμβρίου 2016
Αρ. Πρωτ: Δ.ΟΡΓ. Α 1129078 ΕΞ 2016

(ΦΕΚ Β' 2846/07-09-2016)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄- ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Ταχ. Δ/νση: Λεωχάρους 2
Ταχ. Κώδικας:10184 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Σωμαρακάκη Σοφία
Τηλ. 210-3222386
Fax: 210-3217280
e-mail:ypoikd6a.sofs@1988.syzefxis.gov.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

ΘΕΜΑ: «Τροποποίηση της αριθ. Δ6Α 1058824 ΕΞ 2014/08-04-2014 (Β΄ 865, 1079 & 1846) απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, ως προς υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Γενικού Χημείου του Κράτους της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων».


Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) Της υποπαραγράφου γ' της παρ. 5 του άρθρου 55 του Ν. 4002/2011 (Α' 180) «Τροποποίηση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου - Ρυθμίσεις για την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική εξυγίανση - Θέματα αρμοδιότητας Υπουργείων Οικονομικών, Πολιτισμού και Τουρισμού και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης», όπως προστέθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 4 του Ν. 4038/2012 (Α' 14) «Επείγουσες ρυθμίσεις που αφορούν την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015», συμπληρώθηκε με δεύτερο εδάφιο, με την παρ. 2 του άρθρου 35 του Ν. 4141/2013 (Α' 81) «Επενδυτικά εργαλεία ανάπτυξης, παροχή πιστώσεων και άλλες διατάξεις», το οποίο αντικαταστάθηκε με την περ. 4 της υποπαραγράφου Β1 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του Ν. 4152/2013 (Α' 107) «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής των νόμων 4046/2012,4093/2012 και 4127/2013» και συμπληρώθηκε με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 178 του Ν. 4261/2014 (Α' 107), σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαραγράφου δ' της παρ. 6 του άρθρου 54 του Ν. 4178/2013 (Α' 174), όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 27 του Ν. 4210/2013 (Α' 254) και ισχύει.
β) Των υποπαραγράφων δ' και ε' της παρ. 7 του άρθρου 34 του Ν. 4141/2013 (Α' 81), όπως προστέθηκαν με τις διατάξεις της περ. 7 της υποπαραγράφου Δ1 της παραγράφου Δ' του άρθρου πρώτου του Ν. 4152/2013 (Α' 107).
γ) Της υποπαραγράφου Ε.2 της παραγράφου Ε' του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (Α'222) «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του
Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει.
δ) Της παραγράφου 5 του άρθρου 19 του Ν. 4389/2016 (Α' 94) «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις».
ε) Των άρθρων 38, 41 και 42 της αριθ. Δ6Α 1058824 ΕΞ 2014/8.4.2014 (Β' 865, 1079 και 1846) απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών «Ανακαθορισμός της εσωτερικής διάρθρωσης και των αρμοδιοτήτων οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και μετονομασία ορισμένων από αυτές», όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει.
στ) Του άρθρου 54 και ειδικότερα της παρ. 2 αυτού και των άρθρων 91, 94, 95 και 128 του Π.Δ. 111/2014 (Α' 178/2014 και 25/2015) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
ζ) Του άρθρου 122 του Π.δ. 284/1988 (Α' 128) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
η) Του άρθρου 90 του κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.δ. 63/2005 (Α' 98) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα».

2. Το αριθ. Δ.Ο.Δ. Α 4011437 ΕΞ 2016/15-06-2016 έγγραφο της Διεύθυνσης Οικονομικής Διαχείρισης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης Υπουργείου Οικονομικών, σχετικά με το ύψος της δαπάνης που προκαλείται από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης.

3. Το αριθ. ΔΣΣΟΔ Β 1090411 ΕΞ 2016/14-06-2016 έγγραφο της Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού και Οικονομικής Διοίκησης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με το οποίο η δαπάνη, που προκαλείται από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης είναι εντός των ανώτατων ορίων δαπανών του τρέχοντος προϋπολογισμού και του ισχύοντος Μ.Π.Δ.Σ.

4. Το αριθ. 22887/5-9-2016 έγγραφο, με το οποίο εκφράζεται η γνώμη του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης.

5. Την αριθ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β' 130 και Β' 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει.

6. Την αριθ. 1 της 20-1-2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών».

7. Το από 24/03/2016 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Γενικού Χημείου του Κράτους (Γ.Χ.Κ.) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και το συνημμένο σε αυτό από 24/3/2016 Ενημερωτικό Σημείωμα του ίδιου.

8. Την ανάγκη αναδιάρθρωσης της Διεύθυνσης Σχεδιασμού, Υποστήριξης Εργαστηρίων και Χημικοτεχνικής Δασμολογίου της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ. και ανακαθορισμού των αρμοδιοτήτων υφιστάμενων οργανικών μονάδων αυτής, καθώς και αναδιάρθρωσης Περιφερειακών Χημικών Υπηρεσιών της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης, με στόχο την αποτελεσματικότερη λειτουργία των υπηρεσιών αυτών.

9. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, που θα βαρύνει τον προϋπολογισμό του έτους 2016, ύψους 600 € και για κάθε επόμενο έτος ύψους 2.400 €, η οποία εγγράφεται στον ΚΑΕ 0215 του Ειδικού Φορέα 23- 180 και η οποία βρίσκεται εντός των ανώτατων ορίων δαπανών του τρέχοντος προϋπολογισμού και του ισχύοντος Μ.Π.Δ.Σ.

αποφασίζουμε:

Α.- Από 01 Οκτωβρίου 2016:
1) α) Μετατρέπουμε το «Τμήμα Γ' - Χημικοτεχνικής Δασμολογίου» της Διεύθυνσης Σχεδιασμού, Υποστήριξης Εργαστηρίων και Χημικοτεχνικής Δασμολογίου της Γενικής Διεύθυνσης Γενικού Χημείου του Κράτους (Γ.Χ.Κ.) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών σε αυτοτελές, με τίτλο «Αυτοτελές Τμήμα Χημικοτεχνικής Δασμολογίου», το υπαγάγουμε απευθείας στον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης και ανακαθορίζουμε τις αρμοδιότητες αυτού.
β) μετονομάζουμε την «Διεύθυνση Σχεδιασμού, Υποστήριξης Εργαστηρίων και Χημικοτεχνικής Δασμολογίου» σε «Διεύθυνση Σχεδιασμού και Υποστήριξης Εργαστηρίων» και ανακαθορίζουμε τους επιχειρησιακούς στόχους, τις αρμοδιότητες και την δομή αυτής.
2) α) Συνιστούμε στην Γενική Διεύθυνση Γ.Χ.Κ. τέσσερις (4) Περιφερειακές Υπηρεσίες, επιπέδου Διεύθυνσης, υπαγόμενες ως προς την άσκηση των καθ' ύλην αρμοδιοτήτων τους στην Γενική Διεύθυνση Γ.Χ.Κ., με τίτλο «Χημική Υπηρεσία Πειραιά», «Χημική Υπηρεσία Αιγαίου», «Χημική Υπηρεσία Κεντρικής Μακεδονίας» και «Χημική Υπηρεσία Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης» και
β) παύουμε τη λειτουργία των κατωτέρω υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Κ.Χ.:
αα) της «Χημικής Υπηρεσίας Πειραιά και Αιγαίου», επιπέδου Διεύθυνσης και της «Υποδιεύθυνσης Πειραιά» αυτής, καθώς και ββ) της «Χημικής Υπηρεσίας Μακεδονίας - Θράκης» και της «Υποδιεύθυνσης Θεσσαλονίκης» αυτής.

Β.- Ύστερα από τα παραπάνω, αντικαθιστούμε τα άρθρα 38 «Γενική Διεύθυνση Γενικού Χημείου του Κράτους», και 41 «Διεύθυνση Σχεδιασμού, Υποστήριξης Εργαστηρίων και Χημικοτεχνικής Δασμολογίου», προσθέτουμε άρθρο 41Α «Αυτοτελές Τμήμα Χημικοτεχνικής Δασμολογίου» και αντικαθιστούμε το άρθρο 42 «Χημικές Υπηρεσίες» της αριθ. Δ6Α 1058824 ΕΞ 2014/8.4.2014 (Β' 865, 1079 και 1846) απόφασής μας «Ανακαθορισμός της εσωτερικής διάρθρωσης και των αρμοδιοτήτων οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και μετονομασία ορισμένων από αυτές», ως εξής:

«Άρθρο 38
IV. Γενική Διεύθυνση Γενικού Χημείου του Κράτους
1. - Η Γενική Διεύθυνση Γενικού Χημείου του Κράτους (Γ.Χ.Κ.) διαρθρώνεται στις κατωτέρω Υπηρεσίες, ως εξής:
α) Υπηρεσίες τς Κεντρικής Υπηρεσίας
(αα) Διεύθυνση Αλκοόλης και Τροφίμων
(ββ) Διεύθυνση Ενεργειακών, Βιομηχανικών και Χημικών Προϊόντων
(γγ) Διεύθυνση Σχεδιασμού και Υποστήριξης Εργαστηρίων
(δδ) Αυτοτελές Τμήμα Χημικοτεχνικής Δασμολογίου
β) Περιφερειακές Υπηρεσίες Χημικές Υπηρεσίες.
2. - Στην Γενική Διεύθυνση Γ.Χ.Κ. λειτουργεί Γραφείο Υποστήριξης το οποίο ασκεί την γραμματειακή υποστήριξη της Γενικής Διεύθυνσης και υποστηρίζει τον Προϊστάμενο αυτής στην άσκηση του έργου του, ως εξής:
(α) Στην κατάρτιση και στην παρακολούθηση της υλοποίησης του επιχειρησιακού σχεδίου της Γενικής Διεύθυνσης, σε συνεργασία με το Τμήμα Β'- Σχεδιασμού και Ποιότητας της Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Υποστήριξης Εργαστηρίων.
(β) Στον καθορισμό ποιοτικών και ποσοτικών στόχων, σε συνεργασία με την Διεύθυνση Στρατηγικού Σχεδιασμού και Οικονομικής Διοίκησης και το Τμήμα Β'- Σχεδιασμού και Ποιότητας της Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Υποστήριξης Εργαστηρίων, στην παρακολούθηση της πορείας επίτευξής τους και στην αξιολόγηση του προσωπικού των οργανικών μονάδων που υπάγονται στην Γενική Διεύθυνση, σε συνεργασία με την Διεύθυνση Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού της Γ.Γ.Δ.Ε.
(γ) Στην σύνταξη προτάσεων και εισηγήσεων προς τις αρμόδιες Υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού, για θέματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, εκπαίδευσης προσωπικού και αναδιοργάνωσης των δομών της Γενικής Διεύθυνσης και στην διασφάλιση της συνεργασίας των Υπηρεσιών της Κεντρικής Υπηρεσίας με τις Περιφερειακές Υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης για τα παραπάνω θέματα.
(δ) Στην μελέτη και στην αξιολόγηση των επιπτώσεων των υπό έκδοση κανονιστικών και διοικητικών πράξεων της Γενικής Διεύθυνσης στην απλούστευση των διαδικασιών, στην διευκόλυνση του εμπορίου και στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων του κράτους.»

«Άρθρο 41
Διεύθυνση Σχεδιασμού και Υποστήριξης Εργαστηρίων
1. - Η «Διεύθυνση Σχεδιασμού, Υποστήριξης Εργαστηρίων και Χημικοτεχνικής Δασμολογίου» μετονομάζεται σε «Διεύθυνση Σχεδιασμού και Υποστήριξης Εργαστηρίων» και ανακαθορίζονται οι επιχειρησιακοί στόχοι, οι αρμοδιότητες και η δομή της.
2. - Οι επιχειρησιακοί στόχοι της Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Υποστήριξης Εργαστηρίων είναι οι παρακάτω:
(α) Η αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων και υλικών της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ., σε συνεργασία με τις συναρμόδιες υπηρεσίες.
(β) Η ορθολογική διαχείριση της πληροφορίας και των εγγράφων και η παροχή στους συναλλασσομένους της δυνατότητας ηλεκτρονικής συναλλαγής και ενημέρωσης.
(γ) Η βελτίωση της οργάνωσης του εργαστηριακού έργου.
3. - Η Διεύθυνση Σχεδιασμού και Υποστήριξης Εργαστηρίων διαρθρώνεται σε δύο (2) Τμήματα, ως κατωτέρω:
α) Τμήμα Α'- Τεχνικής Υποστήριξης Εργαστηρίων
β) Τμήμα Β'- Σχεδιασμού και Ποιότητας
4. - Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Υποστήριξης Εργαστηρίων κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων της, ως ακολούθως:
I. Τμήμα Α'- Τεχνικής Υποστήριξης Εργαστηρίων
(α) Η συγκέντρωση των αιτημάτων των υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ. και η εισήγηση προς το Γραφείο Υποστήριξης του Προϊσταμένου αυτής, για θέματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού και εκπαίδευσης.
(β) Η σύνταξη και η υποβολή προτάσεων προς το αρμόδιο Τμήμα της Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού και Οικονομικής Διοίκησης, για θέματα προϋπολογισμού δαπανών της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ..
(γ) Η σύνταξη προτάσεων για την υπόδειξη εκπροσώπων της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ. σε συλλογικά όργανα.
(δ) Η διοικητική υποστήριξη των Υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ., η γραμματειακή εξυπηρέτηση των Διευθύνσεων της Κεντρικής Υπηρεσίας αυτής και η υποστήριξη του Αυτοτελούς Γραφείου του Ανωτάτου Χημικού Συμβουλίου (Α.Χ.Σ.).
(ε) Η μέριμνα για:
αα) την αξιοποίηση, την συντήρηση και την καθαριότητα των μόνιμων εγκαταστάσεων της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ. και
ββ) την ασφάλεια και την φύλαξη του κτιρίου της Κεντρικής Υπηρεσίας αυτής.
(στ) Η επιμέλεια λειτουργίας βιβλιοθήκης και αρχείου νομοθεσίας της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ.
(ζ) Η λειτουργία αποθήκης και η μέριμνα για την ορθολογική διαχείριση του δημοσίου υλικού της Γενικής Διεύθυνσης.
(η) Η κατάρτιση και η ενημέρωση Μητρώου κινητών περιουσιακών στοιχείων και του αρχείου εξοπλισμού της Γενικής Διεύθυνσης, η εκποίηση κινητών περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, η μέριμνα για την συντήρηση, την επισκευή και την ασφάλεια του μηχανολογικού, εργαστηριακού και λοιπού εξοπλισμού αυτής.
(θ) Η μέριμνα για την κατάρτιση προϋπολογισμού, ισολογισμού και απολογισμού του Ειδικού Ταμείου Ελέγχου Παραγωγής και Ποιότητας Αλκοόλης, Αλκοολούχων Ποτών (Ε.Τ.Ε.Π.Π.Α.Α.), ο χειρισμός κάθε θέματος που αφορά στην εκτέλεση του προϋπολογισμού του και στην υλοποίηση των προμηθειών της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ., σε συνεργασία με τις συναρμόδιες υπηρεσίες, ο έλεγχος, η αναγνώριση, η εκκαθάριση και η πληρωμή των δαπανών του Ε.Τ.Ε.Π.Π.Α.Α., καθώς και η γραμματειακή εξυπηρέτηση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) αυτού.
(ι) Η συλλογή, η στατιστική επεξεργασία και η αξιοποίηση δεδομένων και η τήρηση βάσεων δεδομένων, σχετικά με τα αντικείμενα αρμοδιότητας του Τμήματος.
(ια) Κάθε άλλη αρμοδιότητα που έχει ανατεθεί με ειδικές διατάξεις και αφορά στα αντικείμενα του Τμήματος.
Στο Τμήμα εδρεύει το Αυτοτελές Γραφείο Γραμματειακής Εξυπηρέτησης του Α.Χ.Σ., το οποίο προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 122 του Π.δ. 284/1988 (Α' 128).
II. Τμήμα Β - Σχεδιασμού και Ποιότητας
(α) Ο σχεδιασμός και η εποπτεία εφαρμογής των συστημάτων ποιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ.
(β) Η ανάπτυξη και η ενοποίηση των σχεδίων της Γενικής Διεύθυνσης και η συνεργασία με το Γραφείο Υποστήριξης του Προϊσταμένου αυτής για τον καθορισμό των στόχων και των σκοπών της.
(γ) Ο καθορισμός του πλαισίου και του χρονοδιαγράμματος του επιχειρησιακού σχεδίου της Γενικής Διεύθυνσης, σε συνεργασία με το Γραφείο Υποστήριξης του Προϊσταμένου αυτής.
(δ) Η παρακολούθηση της επίτευξης των στόχων της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ., η σύνταξη σχετικών αναφορών και της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων της Γενικής Διεύθυνσης, σε συνεργασία με τις αρμόδιες, κατά περίπτωση, Υπηρεσίες της και το Γραφείο Υποστήριξης του Προϊσταμένου αυτής.
(ε) Η συγκέντρωση των αιτημάτων των υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ. και η εισήγηση προς το Γραφείο Υποστήριξης του Προϊσταμένου αυτής, για θέματα οργάνωσης των υπηρεσιών της.
(στ) Ο προγραμματισμός και η επεξεργασία στοιχείων για την εκτίμηση των αναγκών προμήθειας ειδών και υπηρεσιών από την Γενική Διεύθυνση Γ.Χ.Κ.. Η σύνταξη εισηγήσεων προς τις αρμόδιες Υπηρεσίες για την αναγκαιότητα προμήθειας ειδών και υπηρεσιών από την Γενική Διεύθυνση, καθώς και η σύνταξη των τεχνικών προδιαγραφών των προμηθευόμενων ειδών και υπηρεσιών.
(ζ) Ο σχεδιασμός και η παρακολούθηση της εκτέλεσης κοινοτικών και άλλων προγραμμάτων στα οποία συμμετέχει η Γενική Διεύθυνση Γ.Χ.Κ., σε συνεργασία με την αρμόδια Υπηρεσία της Γ.Γ.Δ.Ε.
(η) Η μέριμνα για τη λήψη μέτρων βελτίωσης των συνθηκών εργασίας και προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων στα εργαστήρια και γενικότερα, στους χώρους της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ..
(θ) Ο σχεδιασμός και η θέσπιση διαδικασιών λειτουργίας των Υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης και η διαχείριση και αξιοποίηση των πληροφοριακών συστημάτων αυτής, σε συνεργασία με τις αρμόδιες Υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.
(ι) Η ενημέρωση του κοινού για τα θέματα αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης, μέσω εντύπων ή ηλεκτρονικών εκδόσεων, καθώς και με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο, σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού.
(ια) Κάθε άλλη αρμοδιότητα που έχει ανατεθεί με ειδικές διατάξεις και αφορά στα αντικείμενα του Τμήματος.

Άρθρο 41Α
Αυτοτελές Τμήμα Χημικοτεχνικής Δασμολογίου Το «Αυτοτελές Τμήμα Χημικοτεχνικής Δασμολογίου», όπως μετονομάστηκε το «Τμήμα Γ' - Χημικοτεχνικής Δασμολογίου» της Διεύθυνσης Σχεδιασμού, Υποστήριξης Εργαστηρίων και Χημικοτεχνικής Δασμολογίου, από την οποία μεταφέρθηκε, υπάγεται απευθείας στον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Κ.Χ. και οι αρμοδιότητές του είναι οι κατωτέρω:
(α) Η διαχείριση της πληροφορίας και των εγγράφων και η παροχή στους συναλλασσομένους της δυνατότητας ηλεκτρονικής συναλλαγής και ενημέρωσης.
(β) Η βελτίωση του θεσμικού πλαισίου και της επιχειρησιακής ικανότητας για τον έλεγχο εισαγόμενων και εξαγόμενων προϊόντων.
(γ) Η αποτελεσματική συνεργασία με τις τελωνειακές αρχές για την κατάρτιση προγραμμάτων ελέγχου και η μέριμνα υλοποίησης των εργαστηριακών ελέγχων.
(δ) Η παροχή συνδρομής και τεχνικής υποστήριξης:
αα) στις τελωνειακές αρχές κατά την εφαρμογή της δασμολογικής και της τελωνειακής νομοθεσίας και
ββ) σε άλλες αρχές αρμόδιες για τη διενέργεια ελέγχων στα σημεία εισόδου και εξόδου.
(ε) Ο συντονισμός, η ενημέρωση, η παροχή οδηγιών και η παρακολούθηση του έργου των Χημικών Υπηρεσιών:
αα) κατά την παροχή τεχνικής και εργαστηριακής υποστήριξης προς τις τελωνειακές και άλλες αρχές,
ββ) για τον έλεγχο των ναρκωτικών, προδρόμων και ψυχοτρόπων ουσιών και
γγ) κατά τη συμμετοχή της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ. σε δράσεις της Ε.Ε. για θέματα εργαστηριακής και τεχνικής υποστήριξης κατά την τελωνειακή διαδικασία.
(στ) Η παρακολούθηση και η μελέτη των επιστημονικών εξελίξεων, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση επιστημονικών προγραμμάτων και δράσεων, σε συνεργασία με τις τελωνειακές και άλλες αρχές για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των τελωνειακών διαδικασιών και ελέγχων.
(ζ) Η συμμετοχή σε δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε επιτροπές ή άλλα συλλογικά όργανα για θέματα εργαστηριακής και τεχνικής υποστήριξης κατά την τελωνειακή διαδικασία, καθώς και στον τομέα των ναρκωτικών, προδρόμων και ψυχοτρόπων ουσιών.
(η) Η συνεργασία με συναρμόδιες Αρχές, με Διεθνείς Οργανισμούς και με Επιστημονικά Κέντρα του εξωτερικού για τον έλεγχο ναρκωτικών, προδρόμων και ψυχοτρόπων ουσιών.
(θ) Η μελέτη, η επεξεργασία και η εισήγηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων σχετικών με την παροχή έργου εκ μέρους της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ. προς τις τελωνειακές αρχές.
(ι) Η συλλογή, η επεξεργασία και η στατιστική διερεύνηση δεδομένων, που αφορούν στα θέματα αρμοδιότητας του Τμήματος, με σκοπό την αξιολόγηση και την αξιοποίηση τους.
(ια) Κάθε άλλη αρμοδιότητα που έχει ανατεθεί με ειδικές διατάξεις και αφορά στα αντικείμενα του Τμήματος.

2.- ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Άρθρο 42
Χημικές Υπηρεσίες
1. - Οι Χημικές Υπηρεσίες είναι Περιφερειακές Υπηρεσίες, υπαγόμενες ως προς την άσκηση των καθ' ύλην αρμοδιοτήτων τους στην Γενική Διεύθυνση Γ.Χ.Κ. και λειτουργούν σε επίπεδο Διεύθυνσης ή Αυτοτελούς Τμήματος.
2. - Ο επιχειρησιακός στόχος των Χημικών Υπηρεσιών είναι η υλοποίηση δράσεων για την εκπλήρωση της αποστολής της Γενικής Διεύθυνσης Γενικού Χημείου του Κράτους (Γ.Χ.Κ.), στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους.
3. - Οι αρμοδιότητες των Χημικών Υπηρεσιών είναι οι κάτωθι:
(α) αα) η πραγματοποίηση χημικών, φυσικών, μηχανικών, μικροβιολογικών, μοριακών, οργανοληπτικών ή άλλων εξετάσεων, με στόχο την εξυπηρέτηση της αποστολής και των στρατηγικών στόχων της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ. και η έκδοση των σχετικών γνωματεύσεων,
ββ) η εκτέλεση ιδιωτικών αναλύσεων και
γγ) η εκτέλεση εθνικών ή ευρωπαϊκών προγραμμάτων.
(β) αα) η παροχή επιστημονικής συνδρομής στις διάφορες αρμόδιες Αρχές και Υπηρεσίες του Κράτους,
ββ) η εφαρμογή και ο έλεγχος της τήρησης της νομοθεσίας, που αφορά στα θέματα αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ.,
γγ) η επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, καθώς και η ανάληψη, γενικά, των σχετικών δράσεων ως αρμόδιων Αρχών ελέγχου, σύμφωνα με την εκάστοτε κείμενη νομοθεσία,
δδ) η παροχή γνωμοδοτήσεων και τεχνικών συμβουλών, η έκδοση γνωματεύσεων, πιστοποιητικών και βεβαιώσεων και η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης,
εε) η εκπόνηση μελετών και ερευνητικών εργασιών, ιδίως για την εφαρμογή των φορολογικών ή άλλων διατάξεων νόμων, για την αξιοποίηση των ελληνικών προϊόντων και την προστασία της δημόσιας υγείας και
στστ) η συμμετοχή (δι' εκπροσώπων) σε συλλογικά όργανα και η συνεργασία με άλλες Αρχές, κατά λόγο αρμοδιότητας.
(γ) αα) η παροχή επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής στις Τελωνειακές και σε άλλες αρμόδιες αρχές και η επίλυση τεχνικών θεμάτων, που προκύπτουν κατά την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας,
ββ) η έκδοση αδειών λειτουργίας και αδειών δυνατότητας μονάδων παραγωγής και εργαστηρίων, όπως ορίζεται από τη σχετική νομοθεσία,
γγ) ο έλεγχος, η εποπτεία και η επιθεώρηση μονάδων παραγωγής ή εμπορίας προϊόντων, όπως, ορίζεται από τη σχετική νομοθεσία και
δδ) οι δειγματοληψίες αυτοτελώς ή σε συνεργασία με άλλες αρχές.
(δ) αα) η ανάπτυξη, η διαχείριση και η παροχή πιστοποιημένων υλικών αναφοράς για την αξιολόγηση και τον έλεγχο της ποιότητας των χημικών αναλύσεων, των φυσικοχημικών και των μικροβιολογικών δοκιμών,
ββ) η ανάπτυξη, η διαχείριση και η παροχή διεργαστηριακών σχημάτων δοκιμών και διακριβώσεων για την επικύρωση μεθόδων, την αξιολόγηση και την πιστοποίηση υλικών αναφοράς και τον έλεγχο της τεχνικής ικανότητας στους τομείς των χημικών αναλύσεων, των μικροβιολογικών και φυσικοχημικών δοκιμών, για λογαριασμό των Υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ. και άλλων Φορέων, γγ) η οργάνωση, η διαχείριση και η παροχή συμβουλευτικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών στο χώρο των χημικών, φυσικοχημικών και μικροβιολογικών δοκιμών και αναλύσεων και σε θέματα που σχετίζονται με την επίτευξη ακρίβειας, ιχνηλασιμότητας και συγκρισιμότητας στις ανωτέρω δοκιμές και αναλύσεις και
δδ) η υλοποίηση των μονάδων μέτρησης στο πεδίο των χημικών μετρήσεων του διεθνούς συστήματος (SI), η τήρηση των αντίστοιχων εθνικών προτύπων της χώρας και η διάδοση της γνώσης και της επιστήμης στο πεδίο της χημικής μετρολογίας, σε συνεργασία με το Ελληνικό Ινστιτούτο Μετρολογίας (ΕΙΜ).
(ε) Κάθε άλλη αρμοδιότητα που έχει ανατεθεί με ει-δικές διατάξεις στην Γενική Διεύθυνση Γ.Χ.Κ. και αφορά στα αντικείμενα των Χημικών Υπηρεσιών.
4. - Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων μπορεί να εξειδικεύεται το εργαστηριακό έργο των Χημικών Υπηρεσιών. Με όμοιες αποφάσεις ή με νομοθετικές ή άλλες διοικητικές πράξεις μπορεί να ανατίθενται σε Χημικές Υπηρεσίες εργαστηριακοί έλεγχοι, που ανήκουν στην κατά τόπον αρμοδιότητα άλλων Χημικών Υπηρεσιών.
5. - Οι Χημικές Υπηρεσίες (Χ.Υ.) είναι οι κατωτέρω:
(α) Α' Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Αθηνών, επιπέδου Διεύθυνσης, με έδρα την Αθήνα,
(β) Β' Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Αθηνών, επιπέδου Διεύθυνσης, με έδρα την Αθήνα,
(γ) Γ' Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Αθηνών, επιπέδου Αυτοτελούς Τμήματος, με έδρα την Αθήνα,
(δ) Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Πειραιά, επιπέδου Διεύθυνσης, με έδρα τον Πειραιά,
(ε) Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Αιγαίου, επιπέδου Διεύθυνσης, με έδρα την Ρόδο,
(στ) Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Ελευσίνας, επιπέδου Αυτοτελούς Τμήματος, με έδρα την Ελευσίνα,
(ζ) Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Μετρολογίας, επιπέδου Αυτοτελούς Τμήματος, με έδρα την Αθήνα,
(η) Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Λάρισας, επιπέδου Αυτοτελούς Τμήματος, με έδρα τη Λάρισα,
(θ) Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Βόλου, επιπέδου Αυτοτελούς Τμήματος, με έδρα το Βόλο,
(ι) Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Λιβαδειάς, επιπέδου Αυτοτελούς Τμήματος, με έδρα τη Λιβαδειά,
(ια) Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Ηπείρου-Δυτικής Μακεδονίας, επιπέδου Διεύθυνσης, με έδρα τα Ιωάννινα,
(ιβ) Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Πελοποννήσου-Δυτικής Ελλάδος και Ιονίου, επιπέδου Διεύθυνσης, με έδρα την Πάτρα,
(ιγ) Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Κρήτης, επιπέδου Αυτοτελούς Τμήματος, με έδρα το Ηράκλειο,
(ιδ) Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Κεντρικής Μακεδονίας, επιπέδου Διεύθυνσης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
(ιε) Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, επιπέδου Διεύθυνσης, με έδρα την Αλεξανδρούπολη.
6. - Οι καθ ' ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητες των Χημικών Υπηρεσιών έχουν ως εξής:
Ι. Α' Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Αθηνών Η Α' Χημική Υπηρεσία Αθηνών, ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β' και ε' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Αττικής και διαρθρώνεται σε τέσσερα Τμήματα.
Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων της ως κατωτέρω:
(α) Τμήμα Α- Τροφίμων και Προσθέτων Τροφίμων Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β' και ε' της παρ. 3, στον τομέα της ποιότητας-γνησιότητας τροφίμων και των προσθέτων τροφίμων.
(β) Τμήμα Β' - Χημικών Κινδύνων Τροφίμων και Ειδικών Αναλύσεων
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β' και ε' της παρ. 3, στον τομέα των ουσιών που επιμολύνουν τα τρόφιμα, των υπολειμμάτων γεωργικών φαρμάκων, των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, των αλλεργιογόνων ουσιών και άλλων ειδικών αναλύσεων.
(γ) Τμήμα Γ' - Νερών
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α ', β' και ε' της παρ. 3, στον τομέα των νερών.
(δ) Τμήμα Δ' - Αλκοόλης και Ποτών με Αλκοόλη Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β' και ε' της παρ. 3, στον τομέα της αλκοόλης και των ποτών με αλκοόλη.
ΙΙ. Β' Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Αθηνών
Η Β' Χημική Υπηρεσία Αθηνών ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Αττικής και διαρθρώνεται σε τρία Τμήματα.
Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων της, ως κατωτέρω:
(α) Τμήμα Α' - Χημικών και Βιομηχανικών Προϊόντων
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β' και ε' της παρ. 3, στον τομέα των πρώτων υλών και των βιομηχανικών προϊόντων, των λιπασμάτων, των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, των πολυμερών και των πλαστικών, των προϊόντων χάρτου και δέρματος, των πολύτιμων μετάλλων και τεχνουργημάτων εξ' αυτών και των παιχνιδιών.
(β) Τμήμα Β' - Υλικών σε Επαφή με Τρόφιμα
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β' και ε' της παρ. 3, στον τομέα των υλικών σε επαφή με τρόφιμα.
(γ) Τμήμα Γ' - Ναρκωτικών
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στον τομέα των ναρκωτικών, ψυχοτρόπων και προδρόμων ουσιών.
ΙΙΙ. Γ' Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Αθηνών
Η Γ' Χημική Υπηρεσία Αθηνών, ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. β', γ' και ε' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας, που εκτείνεται στο νομό Αττικής, εντός των ορίων των Δήμων Φιλαδελφείας-Χαλκηδόνας, Παπάγου-Χολαργού, Δάφνης-Υμηττού, Κηφισιάς, Πεντέλης, Φιλοθέης-Ψυχικού, Λυκόβρυσης-Πεύκης, Αγίων Αναργύρων-Καματερού, Αθηναίων, Βύρωνος, Καισαριανής, Ηρακλείου, Ηλιουπόλεως, Ζωγράφου, Γαλατσίου, Βριλησσίων, Αμαρουσίου, Ιλίου, Αγίας Παρασκευής, Πετρουπόλεως, Χαλανδρίου, Περιστερίου, Νέας Ιωνίας, Μεταμορφώσεως, Αχαρνών, Ωρωπού, Διονύσου, Μαραθώνος, Ραφήνας-Πικερμίου, Παλλήνης, Παιανίας, Σπάτων- Αρτέμιδος, Λαυρεωτικής, Σαρωνικού, Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης, Κρωπίας και Μαρκόπουλου Μεσογαίας.
Γραφείο της Γ Χημικής Υπηρεσίας Αθηνών λειτουργεί στο Τελωνείο του Διεθνούς Αερολιμένα "Ελευθέριος Βενιζέλος'; με αρμοδιότητα την παροχή επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής στις Τελωνειακές και άλλες Αρχές του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών "Ελευθέριος Βενιζέλος" και την επίλυση θεμάτων που προκύπτουν κατά την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας.
ΙV. Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Πειραιά
Η Χημική Υπηρεσία Πειραιά ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Αττικής και διαρθρώνεται σε τρία (3) Τμήματα. Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων της, ως κατωτέρω:
(α) Τμήμα Α' - Εργαστηριακών Ελέγχων Τροφίμων.
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β' και ε' της παρ. 3 στον τομέα των γαλακτοκομικών, κρεατοσκευασμάτων, ιχθυηρών, αυγών και άλλων τροφίμων ζωϊκής προέλευσης ορισμένων ρυπαντών τροφίμων, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Αττικής.
(β) Τμήμα Β' - Εργαστηριακών Ελέγχων Ενεργειακών και Βιομηχανικών Προϊόντων.
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β' και ε' της παρ. 3 στον τομέα των ενεργειακών και ορισμένων βιομηχανικών προϊόντων, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Αττικής. (γ) Τμήμα Γ' - Εποπτείας και Τελωνειακής Υποστήριξης
Ασκεί τις αρμοδιότητες:
(αα) των περ. β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας, που εκτείνεται στο νομό Αττικής, εντός των ορίων των Δήμων Κερατσινίου-Δραπετσώνας, Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη, Τροιζηνίας, Κυθήρων, Σαλαμίνας, Αγκιστρίου, Πειραιώς, Περάματος, Κορυδαλλού, Αίγινας, Σπετσών, Πόρου, Ύδρας, Μοσχάτου-Ταύρου, Ελληνικού-Αργυρούπολης, Καλλιθέας, Αλίμου, Αγίου Δημητρίου, Γλυφάδας, Παλαιού Φαλήρου, Νέας Σμύρνης, Αγίας Βαρβάρας και Αιγάλεω και
(ββ) της περ. γ' της παρ. 3 στον τομέα των πετρελαιοειδών, στους Δήμους Ελευσίνας, Μάνδρας- Ειδυλλίας, Μεγαρέων, Φυλής, Ασπροπύργου και Χαϊδαρίου.
V. Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Αιγαίου Η Χημική Υπηρεσία Αιγαίου ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Δωδεκανήσου, Κυκλάδων, Λέσβου, Σάμου και Χίου και διαρθρώνεται σε δύο (2) Τμήματα, από τα οποία το ένα (1) εδρεύει εκτός της έδρας της Διεύθυνσης και σε τρία (3) Αυτοτελή Γραφεία, τα οποία υπάγονται απ' ευθείας στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης και εδρεύουν εκτός της έδρας αυτής.
Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων και των Αυτοτελών Γραφείων της, ως κατωτέρω:
(α) Τμήμα Χημικών Υπηρεσιών Ρόδου. Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Δωδεκανήσου.
(β) Τμήμα Χημικών Υπηρεσιών Μυτιλήνης, με έδρα την Μυτιλήνη.
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Λέσβου.
(γ) Αυτοτελές Γραφείο Χημικών Υπηρεσιών Σύρου, με έδρα την Σύρο
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Κυκλάδων.
(δ) Αυτοτελές Γραφείο Χημικών Υπηρεσιών Σάμου, με έδρα την Σάμο
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Σάμου.
(ε) Αυτοτελές Γραφείο Χημικών Υπηρεσιών Χίου, με έδρα την Χίο
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Χίου.
VI . Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Ελευσίνας
Η Χημική Υπηρεσία Ελευσίνας, ασκεί τις αρμοδιότητες: (α) των περ. α', β' και ε' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου στον τομέα του ζύθου, καθώς και της ταυτοποίησης θαλάσσιας ρύπανσης, αποβλήτων και άλλων περιβαλλοντικών δειγμάτων, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας που εκτείνεται στα όρια του νομού Αττικής και (β) της περ. γ' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας, που εκτείνεται στο νομό Αττικής, εντός των ορίων των Δήμων Ελευσίνας, Μάνδρας-Ειδυλλίας, Μεγαρέων, Φυλής,Ασπροπύργου και Χαϊδαρίου, εκτός της αρμοδιότητας της περ. γ' στον τομέα των πετρελαιοειδών.
VII . Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Μετρολογίας
Η Χημική Υπηρεσία Μετρολογίας, ασκεί τις αρμοδιότητες της περ. α' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου στον τομέα εξειδικευμένων δοκιμών και μετρήσεων με εφαρμογή προτύπων μεθόδων αναφοράς, της περ. β' αυτής στον τομέα της χημικής μετρολογίας και των περ. δ' και ε' της ίδιας παραγράφου, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας που εκτείνεται σε όλους τους νομούς.
VIII . Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Λάρισας
Η Χημική Υπηρεσία Λάρισας, ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Λάρισας, Τρικάλων και Καρδίτσας. ΙΧ. Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Βόλου Η Χημική Υπηρεσία Βόλου, ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Μαγνησίας. Χ. Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Λιβαδειάς Η Χημική Υπηρεσία Λιβαδειάς, ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Βοιωτίας, Εύβοιας, Ευρυτανίας, Φθιώτιδας και Φωκίδας.
Στην Χημική Υπηρεσία Λιβαδειάς υπάγεται και λειτουργεί ένα (1) Γραφείο, με τίτλο «Γραφείο Χημικών Υπηρεσιών Χαλκίδας», με έδρα την Χαλκίδα, το οποίο ασκεί τις αρμοδιότητες των περιπτώσεων α', β' εκτός της υποπερίπτωσης γγ', γ' εκτός της υποπερίπτωσης ββ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Ευβοίας. ΧΙ. Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Ηπείρου-Δυτικής Μακεδονίας Η Χημική Υπηρεσία Ηπείρου-Δυτικής Μακεδονίας ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας, Κοζάνης, Γρεβενών, Καστοριάς, Φλώρινας,Πρέβεζας, Λευκάδας και Άρτας.
Η Χημική Υπηρεσία Ηπείρου-Δυτικής Μακεδονίας διαρθρώνεται σε δύο (2) Τμήματα και τρία (3)Αυτοτελή Γραφεία, τα οποία υπάγονται απ' ευθείας στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης και εδρεύουν εκτός της έδρας αυτής.
Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων και των Αυτοτελών Γραφείων της, ως κατωτέρω:
(α) Τμήμα Α' - Εργαστηριακών Ελέγχων Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας.
(β) Τμήμα Β' - Εποπτείας και Τελωνειακής Υποστήριξης Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας.
(γ) Αυτοτελές Γραφείο Χημικών Υπηρεσιών Κοζάνης, με έδρα την Κοζάνη
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Κοζάνης, Γρεβενών και Καστοριάς.
(δ) Αυτοτελές Γραφείο Χημικών Υπηρεσιών Φλώρινας, με έδρα την Φλώρινα
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Φλώρινας.
(ε) Αυτοτελές Γραφείο Χημικών Υπηρεσιών Πρέβεζας, με έδρα την Πρέβεζα.
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Πρεβέζης, Λευκάδας και Άρτας.
ΧΙΙ. Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδος και Ιονίου
Η Χημική Υπηρεσία Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδος και Ιονίου ασκεί τις αρμοδιότητες των περ.α', β', γ' και ε' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας,που εκτείνεται στα όρια των νομών Αχαΐας, Ηλείας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου, Κερκύρας, Κορινθίας, Αργολίδος, Μεσσηνίας, Λακωνίας, Αρκαδίας και Αιτωλοακαρνανίας.
Η Χημική Υπηρεσία Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδος και Ιονίου διαρθρώνεται σε πέντε (5) Τμήματα, εκ των οποίων τα τρία (3) εδρεύουν εκτός της έδρας της Διεύθυνσης και σε δύο (2) Αυτοτελή Γραφεία, που υπάγονται απ' ευθείας στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης και εδρεύουν εκτός της έδρας αυτής.
Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων και των Αυτοτελών Γραφείων της, ως κατωτέρω:
(α) Τμήμα Α' - Εργαστηριακών Ελέγχων
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Αχαΐας, Ηλείας, Κεφαλληνίας και Ζακύνθου.
(β) Τμήμα Β ' - Εποπτείας και Τελωνειακής Υποστήριξης Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Αχαΐας, Ηλείας, Κεφαλληνίας και Ζακύνθου.
(γ) Τμήμα Χημικών Υπηρεσιών Κέρκυρας, με έδρα την Κέρκυρα
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Κερκύρας.
(δ) Τμήμα Χημικών Υπηρεσιών Κορίνθου, με έδρα την Κόρινθο
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Κορινθίας και Αργολίδος.
(ε) Τμήμα Χημικών Υπηρεσιών Καλαμάτας, με έδρα την Καλαμάτα
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Μεσσηνίας.
(στ) Αυτοτελές Γραφείο Χημικών Υπηρεσιών Τρίπολης, με έδρα την Τρίπολη
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Αρκαδίας και Λακωνίας.
(ζ) Αυτοτελές Γραφείο Χημικών Υπηρεσιών Μεσολογγίου, με έδρα το Μεσολόγγι Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Αιτωλοακαρνανίας. ΧΙΙΙ. Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Κρήτης Η Χημική Υπηρεσία Κρήτης ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Ηρακλείου, Λασιθίου, Χανίων και Ρεθύμνης.
Στην Χημική Υπηρεσία Κρήτης υπάγεται και λειτουργεί ένα (1) Γραφείο, με τίτλο «Γραφείο Χημικών Υπηρεσιών Χανίων», με έδρα τα Χανιά, το οποίο ασκεί τις αρμοδιότητες των περιπτώσεων α', β' εκτός της υποπερίπτωσης γγ', γ' εκτός της υποπερίπτωσης ββ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Χανίων και Ρεθύμνης.
ΧΙI. Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Κεντρικής Μακεδονίας Η Χημική Υπηρεσία Κεντρικής Μακεδονίας ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Χαλκιδικής, Πιερίας, Ημαθίας και Πέλλας. Η Χημική Υπηρεσία Κεντρικής Μακεδονίας διαρθρώνεται σε τρία (3) Τμήματα και ένα (1) Αυτοτελές Γραφείο, το οποίο υπάγεται απευθείας στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης και εδρεύει εκτός της έδρας αυτής.
Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων και του Αυτοτελούς Γραφείου της, ως κατωτέρω:
(α) Τμήμα Α' - Εργαστηριακών Ελέγχων Τροφίμων, Νερών, Αλκοόλης και Ποτών με Αλκοόλη
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β' και ε' της παρ. 3 στον τομέα τροφίμων, νερών, αλκοόλης και ποτών με αλκοόλη, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Χαλκιδικής και Πιερίας.
(β) Τμήμα Β' - Εργαστηριακών Ελέγχων Ενεργειακών, Βιομηχανικών Προϊόντων και Ναρκωτικών
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3 στον τομέα των ενεργειακών και βιομηχανικών προϊόντων και των ναρκωτικών, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Χαλκιδικής και Πιερίας.
(γ) Τμήμα Γ' - Εποπτείας και Τελωνειακής Υποστήριξης
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Θεσσαλονίκης, Κιλκίς Χαλκιδικής και Πιερίας.
(δ) Αυτοτελές Γραφείο Χημικών Υπηρεσιών Έδεσσας, με έδρα τη Σκύδρα
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Ημαθίας και Πέλλας.
Χν. Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης
Η Χημική Υπηρεσία Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, στα πλαίσια της χωρικής της αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Σερρών, Καβάλας, Δράμας, Έβρου, Ροδόπης και Ξάνθης. Η Χημική Υπηρεσία Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης διαρθρώνεται σε τρία (3) Τμήματα και ένα (1) Αυτοτελές Γραφείο, το οποίο υπάγεται απευθείας στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης, από τα οποία τα δύο (2) Τμήματα και το Αυτοτελές Γραφείο εδρεύουν εκτός της έδρας της Διεύθυνσης. Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων και του Αυτοτελούς Γραφείου της, ως κατωτέρω:
(α) Τμήμα Χημικών Υπηρεσιών Αλεξανδρούπολης Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Έβρου και Ροδόπης.
(β) Τμήμα Χημικών Υπηρεσιών Καβάλας, με έδρα την Καβάλα
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια των νομών Καβάλας και Δράμας.
(γ) Τμήμα Χημικών Υπηρεσιών Σερρών, με έδρα τις Σέρρες.
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Σερρών.
(δ) Αυτοτελές Γραφείο Χημικών Υπηρεσιών Ξάνθης, με έδρα την Ξάνθη.
Ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α', β', γ' και ε' της παρ. 3, στα πλαίσια της χωρικής του αρμοδιότητας, που εκτείνεται στα όρια του νομού Ξάνθης.».

Γ.- Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρονται οι κατωτέρω υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Γενικού Χημείου του Κράτους (Γ.Χ.Κ.) της Γ.Γ.Δ.Ε.:
α) Η «Διεύθυνση Σχεδιασμού, Υποστήριξης Εργαστηρίων και Χημικοτεχνικής Δασμολογίου», στο εξής νοείται η «Διεύθυνση Σχεδιασμού και Υποστήριξης Εργαστηρίων» ή το «Αυτοτελές Τμήμα Χημικοτεχνικής Δασμολογίου» της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης, κατά λόγο αρμοδιότητας,
β) το «Τμήμα Γ'- Χημικοτεχνικής Δασμολογίου» της Διεύθυνσης Σχεδιασμού, Υποστήριξης Εργαστηρίων και Χημικοτεχνικής Δασμολογίου, στο εξής νοείται το «Αυτοτελές Τμήμα Χημικοτεχνικής Δασμολογίου» της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης,
γ) η «Χημική Υπηρεσία Πειραιά και Αιγαίου», στο εξής νοούνται η «Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Πειραιά» ή η «Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Αιγαίου» της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης, κατά λόγο αρμοδιότητας,
δ) η «Χημική Υπηρεσία Μακεδονίας-Θράκης», στο εξής νοούνται η «Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Κεντρικής Μακεδονίας» ή η «Χημική Υπηρεσία (Χ.Υ.) Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης» της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης, κατά λόγο αρμοδιότητας.

Δ.- α) Στις Περιφερειακές Υπηρεσίες, επιπέδου Διεύθυνσης, με τίτλο «Χημική Υπηρεσία Πειραιά», «Χημική Υπηρεσία Αιγαίου», «Χημική Υπηρεσία Κεντρικής Μακεδονίας» και «Χημική Υπηρεσία Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης» προΐστανται υπάλληλοι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις της υποπαραγράφου στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 125 του Π.Δ. 111/2014 (Α' 178).
β) Στο «Αυτοτελές Τμήμα Χημικοτεχνικής Δασμολογίου» της Γενικής Διεύθυνσης Γ.Χ.Κ. προΐστανται υπάλληλοι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του Πίνακα του άρθρου 126 του Π.Δ. 111/2014 (Α' 178), που αφορά στους Προϊσταμένους Τμημάτων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) και ειδικότερα της δέκατης τέταρτης περίπτωσης αυτού, στην οποία προβλέπονται οι κλάδοι προσωπικού, των οποίων οι υπάλληλοι μπορούν να προΐστανται Τμημάτων των Διευθύνσεων της Γενικής Διεύθυνσης Γενικού Χημείου του Κράτους, καθώς και Περιφερειακών Χημικών Υπηρεσιών, επιπέδου αυτοτελούς Τμήματος.

Ε.- Κατά τα λοιπά ισχύει η αριθ. Δ6Α 1058824 ΕΞ 2014/8.4.2014 (Β'865, 1079 και 1846) απόφασή μας, όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.



Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ


Αριθμ. 1332/93570/23.8.2016 Διαδικασία μίσθωσης βοσκήσιμων γαιών, συγκρότηση και λειτουργία επιτροπών ελέγχου χωροταξικής ορθότητας της κατανομής δικαιωμάτων χρήσης της βοσκής, κατά τη μεταβατική περίοδο μέχρι την έγκριση των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης

Next: Αριθμ. 2/66656/0004/ 26.7.2016 Τροποποίηση της αριθμ.2/68151 /0004/ 23.10.2015 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και της εξουσίας υπογραφής quot;Με εντολή Αναπληρωτή Υπουργούquot; στο Γενικό Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής, στους Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων, Διευθύνσεων, Τμημάτων και Γραφείων της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής/Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών» (Β' 2310), όπως ισχύει
$
0
0
Αριθμ. 1332/93570

(ΦΕΚ Β' 2848/7-9-2016)

Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:

α) Των περιπτώσεων γ και ε της παρ. 5 του άρθρου 19 του Ν. 4351/2015 «Βοσκήσιμες γαίες Ελλάδας και άλλες διατάξεις» (Α' 164), όπως αντικαταστάθηκε σύμφωνα με το δέκατο άρθρο του Ν. 4405/2016 (Α' 129) και ισχύει.

β) Του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα» (Α' 98).

2. Την υπ' αριθμ. 873/55993/20.5.2015 απόφαση του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Κατανομή βοσκοτόπων στους κτηνοτρόφους της χώρας» (Β' 942), όπως ισχύει.

3. Την αριθμ. Υ26/6.10.2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Μάρκο Μπόλαρη» (Β' 2144).

4. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΗΣ

Άρθρο 1
Επιτροπή ελέγχου χωροταξικής ορθότητας της κατανομής δικαιωμάτων χρήσης της βοσκής (περ. γ της παρ. 5 του άρθρου 19 του Ν. 4351/2015)


1. Συγκροτείται σε κάθε Περιφερειακή Ενότητα της χώ-ρας η επιτροπή της περ. γ της παρ. 5 του άρθρου 19 του Ν. 4351/2015 (Α' 164), στο εξής καλούμενη «Επιτροπή». Η Επιτροπή είναι τριμελής και συγκροτείται από:

α) Ένα υπάλληλο της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής (ΔΑΟΚ) της οικείας Περιφερειακής Ενότητας, του γεωπονικού κλάδου, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του.

β) Ένα εκπρόσωπο του Δήμου στον οποίο υπάγονται χωροταξικά οι βοσκήσιμες γαίες, υπάλληλο ή αιρετό με τον αναπληρωτή του, ως μέλος.

γ) Ένα υπάλληλο της οικείας περιφερειακής υπηρεσίας του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ) με τον αναπληρωτή του ως μέλος.
Κάθε Δήμος της Π.Ε. υποδεικνύει έναν εκπρόσωπό του με τον αναπληρωτή του, που θα συμμετάσχει στη σύνθεση της Επιτροπής όποτε συζητούνται θέματα που αφορούν βοσκήσιμες γαίες που βρίσκονται χωροταξικά εντός των ορίων του ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου.

2. Η Επιτροπή είναι μη αμειβόμενη και η θητεία των μελών της είναι μέχρι την έγκριση των διαχειριστικών σχεδίων.

3. Το έργο και οι αρμοδιότητες της Επιτροπής εξειδικεύονται ως εξής:

α) Ο χωροταξικός έλεγχος της ορθότητας της κατανομής των επιλέξιμων βοσκήσιμων γαιών που πραγματοποιήθηκε βάσει της αριθ. 873/55993/20.5.2015 απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας (Β' 942) όπως ισχύει και διόρθωση τυχόν σφαλμάτων ή αστοχιών στην κατανομή που εντοπίζονται, σε συσχέτιση με τυχόν αιτήματα κτηνοτρόφων.

β) Τυχόν χωροταξικές ανακατατάξεις των κατανεμηθέντων δικαιωμάτων βόσκησης επιλέξιμων ή/και μη επιλέξιμων βοσκήσιμων γαιών, σε περίπτωση που σε τμήματα ή και σε ολόκληρη τη βοσκήσιμη γαία απαγορευτεί η βόσκηση ή η εν λόγω γαία χαρακτηρισθεί αναδασωτέα, στο πλαίσιο της δασικής νομοθεσίας,

γ) Η κατανομή σε νέους ενδιαφερόμενους κτηνοτρόφους ή/και κτηνοτρόφους που ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν σε μέτρα του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας, επιλέξιμων βοσκήσιμων γαιών από τις εκτάσεις οι οποίες αποτελούν απόθεμα το οποίο προκύπτει από την εφαρμογή της παρ. 8 του άρθρου 4 της υπ' αριθ. 873/55993/20.5.2015 απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή τυχόν αύξηση επιλεξιμότητας ύστερα από την εφαρμογή εθνικών πρωτοβουλιών ή/και του ευρωπαϊκού κανονιστικού πλαισίου.

δ) Η ανάκληση της κατανομής ή η μείωση του εμβαδού της κατανεμηθείσας έκτασης επιλέξιμης βοσκήσιμης γαίας σε εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 5 και 6 του άρθρου 8 της υπ' αριθ. 873/55993/20.5.2015 απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή/και του άρθρου 6 της παρούσας απόφασης.

ε) Η εισήγηση μεταβίβασης των δικαιωμάτων χρήσης επιλέξιμης βοσκήσιμης έκτασης σε εφαρμογή της παρ. 7 του άρθρου 8 της αριθ. 873/55993/20.5.2015 απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

4. Όταν κρίνεται απαραίτητο ο Πρόεδρος ζητά και λαμβάνει τη γνώμη της οικείας Δ/νσης ή Τμήματος πολιτικής γης, της οικείας δασικής υπηρεσίας, της οικείας ΔΑΟΚ και της οικείας κτηνοτροφικής οργάνωσης.

5. Η απόφαση ορισμού των μελών από τον οικείο Περιφερειάρχη ολοκληρώνεται εντός 30 εργάσιμων ημερών από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης.

6. Κατά τη διαδικασία ελέγχου της κατανομής τηρούνται και κατά τη μεταβατική περίοδο μέχρι την έγκριση των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης, τηρούνται τα κριτήρια του άρθρου «επιλεξιμότητα κτηνοτρόφων» και οι κανόνες κατανομής του άρθρου 5 της αριθ. 873/ 55993/20.5.2015 απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας και των άρθρων 6 παρ. 1 εδάφιο β και 10 του Ν. 4351/2015. Ειδικά σε περιφέρειες που δραστηριοποιούνται ομάδες κτηνοτρόφων εκτροφής αυτοχθόνων φυλών του άρθρου 6 του Ν. 4351/2015 χορηγούνται σε αυτούς βοσκότοποι σε άμεση γειτνίαση προς αποτροπή επιμιξιών με άλλες φυλές.

7. Η Επιτροπή ολοκληρώνει το έργο της εντός του πρώτου τριμήνου του επόμενου έτους της κατανομής που ελέγχει.

Άρθρο 2
Διαδικασία ελέγχου χωροταξικής κατανομής βοσκήσιμων γαιών


1. Με την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, ο ΟΠΕΚΕΠΕ εκτυπώνει ψηφιακά και διαθέτει μέσω διαδικτυακής ηλεκτρονικής εφαρμογής προς τις αρμόδιες ΔΑΟΚ της χώρας, τις πλέον πρόσφατες καταστάσεις κατανομής επιλέξιμων βοσκοτόπων όπως αυτές ενημερώθηκαν και ισχύουν. Στις εν λόγω καταστάσεις αναγράφονται υποχρεωτικά τα στοιχεία του κάθε κτηνοτρόφου, η επιλέξιμη έκταση βοσκοτόπου η οποία κατανεμήθηκε σε κάθε κτηνοτρόφο, η ακριβής τοποθεσία της εν λόγω έκτασης και ο κωδικός του αγροτεμαχίου αναφοράς. Οι καταστάσεις συνοδεύονται και από χαρτογραφικό υλικό, στο οποίο αποτυπώνονται οι κατανεμηθείσες βοσκήσιμες γαίες.

2. Οι ΔΑΟΚ των Περιφερειακών Ενοτήτων της χώρας και οι Δήμοι διαβιβάζουν στην Επιτροπή, τυχόν αιτήματα κτηνοτρόφων ή φορέων για χωροταξική ανακατανομή του βοσκότοπου. Τα εν λόγω αιτήματα εξετάζονται εφόσον έχουν κατατεθεί από τους ενδιαφερόμενους μέχρι 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Αιτήματα που κατατίθενται μετά την ημερομηνία αυτή εξετάζονται κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής, το επόμενο ημερολογιακό έτος.

3. Ο ΟΠΕΚΕΠΕ σε εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 6 της αριθμ. 873/55993/20.5.2015 απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, διαθέτει προς χρήση στην Επιτροπή ειδική μηχανογραφική εφαρμογή για την επεξεργασία της κατανομής επιλέξιμων βοσκοτόπων.

4. Ύστερα και από τυχόν διορθώσεις και συμπληρώσεις στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή, ενημερώνεται η αρμόδια ΔΑΟΚ η οποία εκτυπώνει τελικές - διορθωμένες καταστάσεις κατανομής των βοσκήσιμων γαιών στις οποίες αναγράφονται τουλάχιστον:

α) Το ονοματεπώνυμο και ο ΑΦΜ του δικαιούχου.

β) Ο αριθμός των δηλωθέντων ζώων ανά είδος τα οποία θα κάνουν χρήση της βοσκήσιμης γαίας.

γ) Το εμβαδόν της έκτασης των μη επιλέξιμων βοσκήσιμων γαιών που κατανεμήθηκαν σε κάθε δικαιούχο, το τοπωνύμιο - θέση που βρίσκεται η βοσκήσιμη γαία και ο κωδικός αγροτεμαχίου αναφοράς.

δ) Το εμβαδόν της έκτασης των επιλέξιμων βοσκήσιμων γαιών που κατανεμήθηκαν σε κάθε δικαιούχο, το τοπωνύμιο - θέση που βρίσκεται η βοσκήσιμη γαία και ο κωδικός αγροτεμαχίου αναφοράς.

5. Οι τελικές - διορθωμένες καταστάσεις κατανομής των βοσκήσιμων γαιών υπογράφονται από τα αρμόδια όργανα διοίκησης της παρ. 3 του άρθρου 6 της αριθμ. 873/55993/20.5.2015 απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, όπως ισχύει.

6. Οι κυρωμένες καταστάσεις κατανομής των βοσκήσιμων γαιών αποστέλλονται στην αρμόδια ΔΑΟΚ της Περιφερειακής Ενότητας την οποία αφορούν, στους αρμόδιους Δήμους και στον ΟΠΕΚΕΠΕ.

7. Τα δικαιώματα χρήσης της βοσκής παραχωρούνται για το χρονικό διάστημα μέχρι την έγκριση των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 4351/2015.

8. Μετά την καταληκτική ημερομηνία υποβολής της ενιαίας αίτησης ενίσχυσης εκάστου έτους, τυχόν τροποποιήσεις και μεταβολές στη χωροταξική κατανομή ενσωματώνονται στο επόμενο έτος ενίσχυσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΜΙΣΘΩΣΗ ΒΟΣΚΗΣΙΜΩΝ ΓΑΙΩΝ

Άρθρο 3
Διαδικασία μίσθωσης βοσκήσιμων γαιών

1. Μετά την κύρωση των καταστάσεων κατανομής, οι κτηνοτρόφοι καλούνται από το Δήμο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η βοσκήσιμη γαία που τους έχει κατανεμηθεί, προκειμένου να λάβουν γνώση ενυπόγραφα σχετικά με τα στοιχεία της κατανεμηθείσας έκτασης. Οι κτηνοτρόφοι ειδοποιούνται με κάθε πρόσφορο μέσο από τον αρμόδιο Δήμο για τον χρόνο και τον τόπο που θα γίνει η ενυπόγραφη ενημέρωση.

2. Για κάθε κτηνοτρόφο εκτυπώνεται έντυπο κατανομής βοσκήσιμης γαίας σε δύο αντίτυπα το οποίο επέχει θέση σύμβασης μίσθωσης και στο οποίο αναγράφονται οι εξής πληροφορίες:

α) τα στοιχεία του μισθωτή (ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, ΑΦΜ, διεύθυνση κατοικίας, διεύθυνση -τοποθεσία εγκατάστασης κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης),

β) το εμβαδόν της υπό μίσθωση βοσκήσιμης γαίας,

γ) το τοπωνύμιο - θέση, Δήμο και Περιφερειακή Ενότητα που βρίσκεται η υπό μίσθωση βοσκήσιμη γαία και τον κωδικό αγροτεμαχίου αναφοράς,

δ) η διάρκεια της μίσθωσης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τον οριζόμενο στο άρθρο 4 Ν. 4351/2015 χρόνο,

ε) η επιλεξιμότητα ή μη της υπό μίσθωση βοσκήσιμης γαίας,

στ) η κυριότητα της έκτασης (δημόσια ή δημοτική),

ζ) το ύψος του μισθώματος.

3. Ο ενδιαφερόμενος κτηνοτρόφος λαμβάνει γνώση προσυπογράφοντας το έντυπο και παραλαμβάνει ένα αντίγραφο. Το δεύτερο αντίγραφο παραμένει στο Δήμο εάν πρόκειται για δημοτική έκταση ή αποστέλλεται στην αρμόδια ΔΑΟΚ, εάν πρόκειται για δημόσια έκταση.

4. Η αρμόδια ΔΑΟΚ ή ο Δήμος κατά περίπτωση, ενημερώνουν τον ΟΠΕΚΕΠΕ επισυνάπτοντας στη διαδικτυακή εφαρμογή το ενυπόγραφο έντυπο κατανομής.

5. Οι κατανεμηθείσες μη επιλέξιμες βοσκήσιμες γαίες αποτυπώνονται στην ενιαία αίτηση ενίσχυσης.

Άρθρο 4
Διαδικασία πληρωμής - διάθεσης μισθώματος


1. Το ύψος του μισθώματος που καταβάλλεται από τους κτηνοτρόφους για τα δικαιώματα χρήσης της βοσκής της έκτασης που τους κατανεμήθηκε, αναγράφεται στο έντυπο κατανομής βοσκήσιμης γαίας .

2. Στην περίπτωση που στον κτηνοτρόφο έχει κατανεμηθεί δημοτική και δημόσια έκταση υπολογίζεται το σύνολο του μισθώματος.

3. Το οφειλόμενο ποσό κατατίθεται υπέρ της Περιφέρειας στα διοικητικά όρια της οποίας ασκείται η βόσκηση, σε ειδικό λογαριασμό με Κωδικό Αριθμό Εσόδων (ΚΑΕ).

4. Η Περιφέρεια έχει την υποχρέωση διάθεσης του ποσού που συγκεντρώνεται στο λογαριασμό αυτό για την εκπόνηση των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης, όπως ορίζει η περ. ε της παρ. 5 του άρθρου 19 του Ν. 4351/2015, όπως ισχύει.

5. Η Περιφέρεια καταβάλλει στους αρμόδιους Δήμους οι οποίοι έχουν εκμισθώσει Δημοτικές βοσκήσιμες γαίες, το χρηματικό ποσό που αφορά στην εκμίσθωση των γαιών αυτών, με την εξαίρεση της παρ. 6.

6. Για βοσκήσιμες γαίες οι οποίες βρίσκονται στην κυριότητα ΟΤΑ Α' βαθμού σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3208/2003 (Α'303) όπως ισχύει και τις διατάξεις του Π.δ. 258/1985 «Δημοτικό και Κοινοτικό Κτηματολόγιο» (Α' 99) όπως ισχύει, οι οποίοι επιθυμούν οι εκτάσεις αυτές να συμπεριληφθούν στα διαχειριστικά σχέδια βόσκησης που θα εκπονηθούν, σύμφωνα με το άρθρο 3, παρ. 2 του Ν. 4351/2015, παρακρατείται από την Περιφέρεια το 40 % του μισθώματος από τη χρήση της βοσκής των εν λόγω εκτάσεων για την κάλυψη των δαπανών εκπόνησης των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης, με σκοπό τη βελτίωση του βοσκότοπου.

7. Στην περίπτωση που οι βοσκήσιμες γαίες οι οποίες χρησιμοποιούνται εμπίπτουν στις περιπτώσεις της παρ. του άρθρου 7 του Ν. 4351/2015, ο ενδιαφερόμενος κτηνοτρόφος που τις χρησιμοποιεί αιτείται και λαμβάνει από την αρμόδια ΔΑΟΚ βεβαίωση μη οφειλής, προσκομίζοντας τα σχετικά αποδεικτικά.

8. Για ακίνητα τα οποία διαχειρίζεται το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων σύμφωνα με το Ν. 4061/2012 (Α' 66), τα οποία έχουν παραχωρηθεί ή παραχωρούνται για βόσκηση σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 7 του νόμου αυτού ή στα οποία κτηνοτρόφοι έχουν αποκατασταθεί κτηνοτροφικά έχοντας δικαίωμα χρήσης των ακινήτων για βόσκηση σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 2 του ίδιου ως άνω νόμου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 4061/2012 και ο ενδιαφερόμενος κτηνοτρόφος που τις χρησιμοποιεί αιτείται και λαμβάνει βεβαίωση μη οφειλής, προσκομίζοντας τα σχετικά αποδεικτικά.

9. Στην περίπτωση που ο κτηνοτρόφος μισθώνει ιδιωτική βοσκήσιμη γαία από ιδιώτη φυσικό ή νομικό πρόσωπο, προσκομίζει στην αρμόδια ΔΑΟΚ το σχετικό μισθωτήριο και αιτείται και λαμβάνει βεβαίωση περί μη οφειλής.

Άρθρο 5
Υποχρεώσεις κτηνοτρόφων


1. Οι κτηνοτρόφοι στους οποίους έχει κατανεμηθεί δημόσια ή δημοτική βοσκήσιμη γαία υποχρεούνται στην πληρωμή του οφειλόμενου μισθώματος, για το οποίο έχουν λάβει γνώση ενυπόγραφα σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 3 της παρούσας απόφασης, εντός τριμήνου από την προσυπογραφή τους.

2. Αντίγραφο του αποδεικτικού πληρωμής της οφειλής κατατίθεται από τον κτηνοτρόφο στην αρμόδια ΔΑΟΚ.

3. Στις υποχρεώσεις των κτηνοτρόφων συμπεριλαμβάνονται και εκείνες του άρθρου 8 της αριθ. 873/55993/20.5.2015 απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Άρθρο 6
Κυρώσεις


1. Μη τήρηση των υποχρεώσεων εκ μέρους των κτηνοτρόφων συνεπάγεται ανάκληση της κατανομής της βοσκήσιμης γαίας με απόφαση της Επιτροπής για το επόμενο έτος. 

2. Μη τακτοποίηση - πληρωμή της οφειλής συνεπάγεται ανάκληση της κατανομής της βοσκήσιμης γαίας με απόφαση της Επιτροπής για το επόμενο έτος.

Άρθρο 7
Μεταβατικές διατάξεις

1. Η πρώτη εφαρμογή αυτής της απόφασης αφορά διορθώσεις που θα ενσωματωθούν στην κατανομή του έτους 2017.

2. Οι οφειλές που βεβαιώνονται από την κατανομή του έτους 2016, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 3 και 4, καταβάλλονται το αργότερο εντός του πρώτου τριμήνου του 2017.

Άρθρο 8
Έναρξη ισχύος


Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.


Αθήνα, 23 Αυγούστου 2016

Ο Αναπληρωτής Υπουργός
ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΛΑΡΗΣ

Αριθμ. 2/66656/0004/ 26.7.2016 Τροποποίηση της αριθμ.2/68151 /0004/ 23.10.2015 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και της εξουσίας υπογραφής quot;Με εντολή Αναπληρωτή Υπουργούquot; στο Γενικό Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής, στους Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων, Διευθύνσεων, Τμημάτων και Γραφείων της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής/Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών» (Β' 2310), όπως ισχύει

$
0
0
Αριθμ. 2/66656/0004

(ΦΕΚ Β' 2835/07-09-2016)

Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) των άρθρων 41, 51, 54 και 90 του «Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.δ. 63/2005 (Α' 98).
β) του άρθρου 81 του Ν. 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (Α' 101), όπως ισχύει.
γ) του Π.Δ. 111/2014 «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών» (Α' 178).

2. Την αριθμ. Υ29/8.10.2015 απόφαση του Πρωθυπουργού με θέμα: «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Χουλιαράκη» (Β' 2168).

3. Την αριθμ. 2/68151/0004/23.10.2015 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και της εξουσίας υπογραφής "Με εντολή Αναπληρωτή Υπουργού" στο Γενικό Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής, στους Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων, Διευθύνσεων, Τμημάτων και Γραφείων της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής/Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών» (Β' 2310), όπως τροποποιήθηκε με την αριθμ. 2/38193/0004/5.5.2016 (Β' 1490) όμοια.

4. Το αριθμ. 2/61258/ΔΠΓΚ/12.7.2016 έγγραφο της Διεύθυνσης Προϋπολογισμού Γενικής Κυβέρνησης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

5. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Τροποποιούμε την αριθμ. 2/68151/0004/23.10.2015 (Β' 2310) απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, όπως ισχύει και στην περ. Ι της παραγράφου Β. του άρθρου 4 της ανωτέρω απόφασης προσθέτουμε υποπερ. ια) ως εξής:

«ια) Εντολή στην Τράπεζα της Ελλάδος για τη μεταφορά ποσών, ανεξαρτήτως ύψους, από το λογαριασμό No. 23/200750 «Ε.Δ. - Λογαριασμός παρακολούθησης χρηματοδότησης ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων φορέων της Γενικής Κυβέρνησης» στο λογαριασμό No. 23/200554 «Ε.Δ. - Λογαριασμός χρηματοδότησης ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων φορέων της Γενικής Κυβέρνησης» και αντίστροφα».

Κατά τα λοιπά ισχύει η ανωτέρω τροποποιούμενη απόφαση, όπως ισχύει.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 26 Ιουλίου 2016

Ο Αναπληρωτής Υπουργός
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

Άρθρα (Ενημερωμένο) Συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών - προμηθευτών - βοηθήματα - ερωτήσεις και απαντήσεις

Previous: Αριθμ. 2/66656/0004/ 26.7.2016 Τροποποίηση της αριθμ.2/68151 /0004/ 23.10.2015 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και της εξουσίας υπογραφής quot;Με εντολή Αναπληρωτή Υπουργούquot; στο Γενικό Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής, στους Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων, Διευθύνσεων, Τμημάτων και Γραφείων της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής/Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών» (Β' 2310), όπως ισχύει
$
0
0
Συνοπτική παρουσίαση ερωτήσεων και λοιπών βοηθημάτων για την υποβολή των τριμηνιαίων συγκεντρωτικών καταστάσεων

Κωνσταντίνος Αντ. Κουλογιάννης
Λογιστής- φοροτεχνικός


Ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης: 9.9.2016

I. Βοηθητικοί πίνακες

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΕΛΑΤΩΝ
(έσοδα – εκροές)
Είδος
στοιχείου
Α.Φ.Μ.Πλήθος
στοιχείων
Αξία
συναλλαγής
Φ.Π.Α.
Τιμολόγια
(«χρεωστικά»)
ανά Α.Φ.Μ.
πελάτη
πλήθος ανά
ΑΦΜ πελάτη
αξία προ
Φ.Π.Α.
ο Φ.Π.Α. των
συναλλαγών
Τιμολόγια
(πιστωτικά)
ανά Α.Φ.Μ.
πελάτη
πλήθος ανά
ΑΦΜ πελάτη
αξία προ
Φ.Π.Α.
ο Φ.Π.Α. των
συναλλαγών
Αποδείξεις Λιανικής
(Φ.Η.Μ.)

Ειδικά για το έτος 2014, οι αποδείξεις αυτές μπορεί να καταχωρούνται μαζί με τις λοιπές αποδείξεις, χωρίς αναγραφή του αριθμού μητρώου της Φ.Τ.Μ.

Τα στοιχεία λιανικών συναλλαγών που εκδίδονται με τη χρήση φορολογικών ταμειακών μηχανών (Φ.Τ.Μ.), με μία εγγραφή ανά αριθμό μητρώου Φ.Τ.Μ. ή συγκεντρωτικά με τα λοιπά στοιχεία λιανικών συναλλαγών της περίπτωσης β'.

αξία προ
Φ.Π.Α.
ο Φ.Π.Α. των
συναλλαγών
Αποδείξεις Λιανικής
(ΕΑΦΔΣΣ - χειρόγραφες)

Αποδείξεις Επιστροφής

Στοιχεία Αυτοπαράδοσης

● δεν καταχωρείται ο Α.Φ.Μ. του πελάτη και το πλήθος των στοιχείων

● διενεργείται συγκεντρωτική εγγραφή, για όλα τα συγκεκριμένα παραστατικά

αξία προ
Φ.Π.Α.
ο Φ.Π.Α. των
συναλλαγών


ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ
(έξοδα – εισροές)
Είδος
στοιχείου
Α.Φ.Μ.Πλήθος
στοιχείων
Αξία
συναλλαγής
Φ.Π.Α.Ένδειξη
αντισυμβαλλόμενου
Τιμολόγια
(«χρεωστικά»)

Τίτλοι κτήσης
(«χρεωστικοί»)
(όταν ο αντισυμβαλλόμενος
κατέχει Α.Φ.Μ.)

ανά Α.Φ.Μ.
προμηθευτή
πλήθος
ανά ΑΦΜ
προμηθευτή
αξία προ
Φ.Π.Α.
ο Φ.Π.Α. των
συναλλαγών
μη υπόχρεος

(μόνο στις περιπτώσεις
τίτλων κτήσης προς μη
υπόχρεους απεικόνισης
συναλλαγών)

Τιμολόγια
(πιστωτικά)

Τίτλοι κτήσης
(πιστωτικοί)
(όταν ο αντισυμβαλλόμενος
κατέχει Α.Φ.Μ.)

ανά Α.Φ.Μ.
προμηθευτή
πλήθος
ανά ΑΦΜ
προμηθευτή
αξία προ
Φ.Π.Α.
ο Φ.Π.Α. των
συναλλαγών
μη υπόχρεος

(μόνο στις περιπτώσεις
τίτλων κτήσης προς μη
υπόχρεους απεικόνισης
συναλλαγών)

Αποδείξεις Λιανικής

Αποδείξεις Επιστροφής

Παραστατικά στο όνομα
τρίτου (π.χ. λογαριασμοί)

Τίτλοι κτήσης
(όταν ο αντισυμβαλλόμενος
στερείται Α.Φ.Μ.)

● δεν καταχωρείται ο Α.Φ.Μ. του προμηθευτή και το πλήθος των στοιχείων

● διενεργείται συγκεντρωτική εγγραφή, για όλα τα συγκεκριμένα παραστατικά


Εξαιρετικά, τα φορολογικά στοιχεία για τις πωλήσεις ηλεκτρικού ρεύματος (μόνο Δ.Ε.Η.), τις πωλήσεις ύδατος μη ιαματικού και την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, δεν συμπεριλαμβάνονται στις καταστάσεις πελατών που υποβάλλουν οι εκδότες αυτών, ενώ οι λήπτες, υποβάλλουν στην κατάσταση προμηθευτών, τα στοιχεία αυτά, συγκεντρωτικά, χωρίς αναγραφή του Α.Φ.Μ. του αντισυμβαλλόμενου (εκδότη), στις οποίες, επίσης, δεν καταχωρούνται το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.), καθώς και το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων (Ε.Ε.Τ.Α.), που εισπράττονται μέσω των λογαριασμών της Δ.Ε.Η.

αξία προ
Φ.Π.Α.
ο Φ.Π.Α. των
συναλλαγών

(όταν ο Φ.Π.Α. δεν
εκπίπτει μπορεί να
καταχωρείται μαζί
με την αξία)

δεν
καταχωρείται


Έσοδα - Πωλήσεις

Εταιρίες που τηρούν είτε απλογραφικά είτε διπλογραφικά βιβλία.

Σχόλια - Επεξηγήσεις

Τιμολόγια Πωλήσεων - Πιστωτικά τιμολόγια πωλήσεων [groupedRevenues]

Υποβολή ανά Α.Φ.Μ. και ανά
ΤΡΙΜΗΝΟ

  • Τύπος πράξης - Action:replace / incremental
  • Α.Φ.Μ. ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΟΜΕΝΟΥ
  • Αξία προ ΦΠΑ
  • Φ.Π.Α.
  • ΠΛΗΘΟΣ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ
  • Τύπος (normal/credit)(κανονικό/πιστωτικό)
  • Ημ/νία αναφοράς
[Περίοδος αναφοράς: τρίμηνο.
Οι συναλλαγές μπορεί να υποβάλλονται είτε στον κάθε μήνα, είτε στον τελευταίο μήνα του τριμήνου (συγκεντρωτικά) και οι δύο προηγούμενοι να είναι κενοί]


Τύπος πράξης
- Action:
[Δηλώνεται με Replace για να προηγηθεί καθαρισμός των τιμολογίων και επαναφόρτωση στην περίοδο αναφοράς.
Δηλώνεται Incremental για να γίνει τμηματική ενημέρωση των τιμολογίων με βάση Α.Φ.Μ. αντισυμβαλλομένου ]
[Βλέπε και ερωτήσεις 41 έως 45]

Τύπος (υποχρεωτικά ξεχωριστές αθροίσεις):

credit: πιστωτικές συγκεντρωτικές, normal: χρεωστικές συγκεντρωτικές. [Βλέπε και ερώτηση 20]

Λιανικές πωλήσεις[groupedCashRegisters]

Υποβολή ανά ταμειακή και ανά
ΤΡΙΜΗΝΟ

  • Τύπος πράξης - Action :replace / incremental
  • Id ταμειακής μηχανής στο taxis
  • Αξία προ ΦΠΑ
  • ΦΠΑ
  • Ημ/νία αναφοράς
[Περίοδος αναφοράς: τρίμηνο.
Οι συναλλαγές μπορεί να υποβάλλονται είτε στον κάθε μήνα, είτε στον τελευταίο μήνα του τριμήνου
(συγκεντρωτικά) και οι δύο προηγούμενοι να είναι κενοί]

Τύπος πράξης -action : [Δηλώνεται με Replace για να προηγηθεί καθαρισμός των συγκεντρωτικών και επαναφόρτωση στην περίοδο αναφοράς.
Δηλώνεται Incremental για να γίνει τμηματική ενημέρωση των συγκεντρωτικών ανάλογα με το id ταμειακής στην περίοδο αναφοράς]

Ζητούνται υποχρεωτικά ανά ταμειακή. Για ένα διάστημα προσαρμογής, θα γίνονται δεκτές και συγκεντρωτικές δηλώσεις.[Βλέπε ερώτηση 13, 14]

Λιανικές συναλλαγές με
χειρόγραφα παραστατικά,
λιανικές πωλήσεις με ΕΑΦΔΣΣ,
πιστωτικές ΑΠΥ, αποδείξεις
επιστροφής, λιανικές από
ΤΑΞΙΜΕΤΡΑ,
[groupedCashRegisters]

Υποβολή ανά ταμειακή και ανά
ΤΡΙΜΗΝΟ

  • Τύπος πράξης - Action :replace / incremental
  • Id ταμειακής μηχανής κενό
  • Αξία προ ΦΠΑ
  • ΦΠΑ
  • Ημ/νία αναφοράς

[Περίοδος αναφοράς: τρίμηνο.
Οι συναλλαγές μπορεί να υποβάλλονται είτε στον κάθε μήνα, είτε στον τελευταίο μήνα του τριμήνου
(συγκεντρωτικά) και οι δύο προηγούμενοι να είναι κενοί]

Υ
ποβάλλονται με ένδειξη "Χωρίς ταμειακή".

Βλέπε ερωτήσεις 15,16,17

Δυνατότητα αναλυτικής υποβολής. (Υποβολή ανά παραστατικό)
Τιμολόγια αναλυτικά [revenueInvoices]

Αναλυτική υποβολή ανά παραστατικό

  • Τύπος πράξης - Action :replace / incremental
  • Α.Φ.Μ. ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ
  • Αριθμός παραστατικού [unique_id]
  • Αξία προ ΦΠΑ
  • ΦΠΑ
  • Τύπος (normal/credit)(χρεωστικό/πιστωτικό)
  • Ημερομηνία παραστατικού
Τύπος πράξης - Action : [Δηλώνεται με Replace για να προηγηθεί καθαρισμός των τιμολογίων και επαναφόρτωση στην περίοδο αναφοράς.
Δηλώνεται Incremental για να γίνει τμηματική ενημέρωση των τιμολογίων με βάση τον Α.Φ.Μ. αντισυμβαλλόμενου]
[Βλέπε και ερωτήσεις 41 έως 45]

Τύπος (υποχρεωτικά ξεχωριστές αθροίσεις):

credit: πιστωτικές συγκεντρωτικές, normal: χρεωστικές συγκεντρωτικές

Έξοδα- Αγορές

Εταιρίες που τηρούν είτε απλογραφικά είτε διπλογραφικά βιβλία.

Σχόλια - Επεξηγήσεις

Τιμολόγια αγορών - Πιστωτικά
τιμολόγια αγορών
[groupedExpenses]

Συγκεντρωτική υποβολή ανά Α.Φ.Μ. και ανά τρίμηνο

  • Τύπος πράξης - Action :replace / incremental
  • Α.Φ.Μ. ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ
  • Αξία προ ΦΠΑ
  • ΦΠΑ
  • Πλήθος τιμολογίων
  • Τύπος: (normal/credit)(κανονικό/πιστωτικό)
  • Obligation : 0 (υπόχρεος)
  • Ημ/νία αναφοράς
[Περίοδος αναφοράς: τρίμηνο.
Οι συναλλαγές μπορεί να υποβάλλονται είτε στον κάθε μήνα, είτε στον τελευταίο μήνα του τριμήνου
(συγκεντρωτικά) και οι δύο προηγούμενοι να είναι κενοί]

Τύπος πράξης - Action : [Δηλώνεται με Replace για να προηγηθεί καθαρισμός των τιμολογίων και επαναφόρτωση στην περίοδο αναφοράς.
Δηλώνεται Incremental για να γίνει τμηματική ενημέρωση των τιμολογίων με βάση τον Α.Φ.Μ. αντισυμβαλλόμενου]

Τύπος (υποχρεωτικά ξεχωριστές αθροίσεις):

credit: συγκεντρωτικές αντίστροφης αξίας (λήψη πιστωτικών τιμολογίων),

normal: κανονικές συγκεντρωτικές (λήψη χρεωστικών τιμολογίων)

 

Τιμολόγια αγορών από ιδιώτη. [groupedExpenses]

Συγκεντρωτική υποβολή ανά Α.Φ.Μ. και
ανά τρίμηνο

  • Τύπος πράξης - Action :replace / incremental
  • Α.Φ.Μ. ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ
  • Αξία προ ΦΠΑ
  • ΦΠΑ
  • Πλήθος τιμολογίων
  • Τύπος: (normal/credit)(κανονικό/πιστωτικό)
  • Obligation : 1 (μη υπόχρεος)
  • Ημ/νία αναφοράς

 

[Περίοδος αναφοράς: τρίμηνο.
Οι συναλλαγές μπορεί να υποβάλλονται είτε στον κάθε μήνα, είτε στον τελευταίο μήνα του τριμήνου
(συγκεντρωτικά) και οι δύο προηγούμενοι να είναι κενοί]

Τύπος: credit: συγκεντρωτικές αντίστροφης αξίας, normal: χρεωστικές συγκεντρωτικές

Obligation : συμπληρώνεται η ένδειξη "μη υπόχρεου" ώστε να μην γίνει διασταύρωση. Βλέπε ερωτήσεις 28, 29

Έξοδα για ηλεκτρικό ρεύμα (αφορά μόνο τη Δ.Ε.Η.), ύδατα μη ιαματικά (Ε.ΥΔ.Α.Π. και άλλες εταιρείες ύδρευσης), τηλεπικοινωνίες (σταθερή και κινητή τηλεφωνία).
Έξοδα μέχρι 100,00€ και έξοδα βενζίνης, πετρελαίου κίνησης και υγραερίου αξίας μέχρι 300,00€
με αποδείξεις από Φ.Η.Μ. όπως ορίζει ο Κ.Φ.Α.Σ. ή τα Ε.Λ.Π.
Έξοδα με οποιοδήποτε
παραστατικό το οποίο δεν περιέχει στοιχεία αντισυμβαλλομένου.
[otherExpenses]

Συγκεντρωτική υποβολή ανά Περίοδο

Συμπεριλαμβάνονται συγκεντρωτικά ανά
τρίμηνο, σε μία εγγραφή
δαπανών, χωρίς αντισυμβαλλόμενο και δεν καταχωρούνται το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.), καθώς και το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων (Ε.Ε.Τ.Α.), που εισπράττεται μέσω των λογαριασμών της Δ.Ε.Η.

  • Αξία προ ΦΠΑ
  • ΦΠΑ
  • Ημ/νία αναφοράς

 

[Περίοδος αναφοράς: τρίμηνο.
Οι συναλλαγές μπορεί να υποβάλλονται είτε στον κάθε μήνα, είτε στον τελευταίο μήνα του τριμήνου
(συγκεντρωτικά) και οι δύο προηγούμενοι να είναι κενοί]

Βλέπε ερώτηση 18

Η κατηγορία αυτή [otherExpenses]
αντιμετωπίζεται πάντα με τη λογική το full
replace για την περίοδο που αφορά (είναι το
μόνο που δεν υποστηρίζει action)

Βλέπε ερώτηση 46

 

 


II. Υπόχρεοι στην υποβολή των συγκεντρωτικών

α) Κάθε φυσικό πρόσωπο με εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 21 του ν.4172/2013 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), για τα φορολογικά στοιχεία που σχετίζονται αποκλειστικά με την επαγγελματική του εξυπηρέτηση. Επισημαίνεται ότι, η υποχρέωση αυτή αφορά κάθε φυσικό πρόσωπο με εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξάρτητα της κατηγορίας των τηρούμενων βιβλίων (απλογραφικά ή διπλογραφικά) ή της απαλλαγής του από αυτά, καθώς και της υπαγωγής ή μη στις διατάξεις του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (υποκείμενοι που διενεργούν φορολογητέες ή απαλλασσόμενες πράξεις με ή χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του Φ.Π.Α. εισροών κ.λπ.).

Εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, αποκτούν και οι αγρότες, φυσικά πρόσωπα, που υπάγονται είτε στο ειδικό είτε στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α.. Επισημαίνεται ότι, κατά ρητή διατύπωση των κοινοποιούμενων διατάξεων, οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α. (άρθρο 41 του ν.2859/2000), υποβάλλουν καταστάσεις πελατών (μόνο για τα τιμολόγια πώλησης που τυχόν εκδίδουν οι ίδιοι για το σύνολο της παραγωγής τους) και προμηθευτών, ανεξάρτητα της απαλλαγής τους από την τήρηση βιβλίων με βάση τις διατάξεις του Κ.Φ.Α.Σ./Ε.Λ.Π..

Στα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα δεν περιλαμβάνονται τα ακαθάριστα έσοδα των φυσικών προσώπων από κεφάλαιο και υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου.

β) Κάθε νομικό πρόσωπο και νομική οντότητα, κατά την έννοια των διατάξεων των περιπτώσεων γ' και δ' του άρθρου 2 του ν.4172/2013 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος) και των περιπτώσεων γ' και δ' του άρθρου 3 του ν.4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας), για τα φορολογικά στοιχεία που σχετίζονται αποκλειστικά με την επαγγελματική εξυπηρέτηση ή την εκπλήρωση του σκοπού των προσώπων αυτών. Επισημαίνεται ότι, η υποχρέωση αυτή αφορά κάθε νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ανεξάρτητα της κατηγορίας των τηρούμενων βιβλίων (απλογραφικά ή διπλογραφικά) ή της απαλλαγής από αυτά, καθώς και της υπαγωγής ή μη στις διατάξεις του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (υποκείμενοι που διενεργούν φορολογητέες ή απαλλασσόμενες πράξεις με ή χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του Φ.Π.Α. εισροών κ.λπ.).

Περιλαμβάνονται, συνεπώς, όλα τα νομικά πρόσωπα και όλες οι νομικές οντότητες, ανεξαρτήτως κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα, όπως Α.Ε., Ε.Π.Ε., Ι.Κ.Ε., Ο.Ε., Ε.Ε., δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σωματεία, ιδρύματα, λοιπά μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα πρόσωπα κ.λπ..

γ) Οι μη εγκαταστημένοι στο εσωτερικό της χώρας υποκείμενοι στο Φ.Π.Α., οι οποίοι διαθέτουν Α.Φ.Μ. στο εσωτερικό της χώρας, για τις αγορές ή πωλήσεις που πραγματοποιούν χρησιμοποιώντας τον Α.Φ.Μ. αυτό, εφόσον στα πρόσωπα αυτά ή σε όμιλο που ανήκουν, έχει χορηγηθεί άδεια για την πραγματοποίηση εισαγωγών, με αναστολή καταβολής του οφειλόμενου ΦΠΑ κατά την εισαγωγή και εφαρμογή του συστήματος αντιστροφής της υποχρέωσης για τις μεταγενέστερες παραδόσεις των αγαθών στο εσωτερικό της χώρας (δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης η' της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του ν.2859/2000).

 

III. Τρόπος Υποβολής

Ο υπόχρεος υποβάλλει καταστάσεις φορολογικών στοιχείων, πελατών και προμηθευτών, για τα εκδοθέντα και τα ληφθέντα φορολογικά στοιχεία, αποκλειστικά με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτύου, στο διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών, ανεξάρτητα από τον τρόπο έκδοσης αυτών (μηχανογραφικά ή χειρόγραφα).

IV. Χρόνος υποβολής

  • Ειδικά για το ημερολογιακό έτος 2014, οι καταστάσεις υποβάλλονται μέχρι και 20 Ιανουαρίου 2016.

  • Ειδικά για το ημερολογιακό έτος 2015, οι καταστάσεις υποβάλλονται μέχρι και 30 Σεπτεμβρίου 2016.
  • Οι καταστάσεις των περιπτώσεων α', β' και γ' της ΠΟΛ 1022/2014 που αφορούν τα ημερολογιακά έτη 2016 και επόμενα, υποβάλλονται μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου του επομένου έτους από το ημερολογιακό έτος που αφορούν. Οι καταστάσεις της περίπτωσης δ' που αφορούν τα ημερολογιακά έτη 2016 και επόμενα υποβάλλονται μέχρι το τέλος Απριλίου του επομένου έτους από το ημερολογιακό έτος που αφορούν.

Περίοδοι υποβολής


α) από τους εκδότες, τριμηνιαίως ανεξαρτήτως κατηγορίας των τηρούμενων βιβλίων τους (απλογραφικά ή διπλογραφικά) ή της απαλλαγής τους από την τήρηση αυτών, καθώς και της υποχρέωσης ή μη υποβολής περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. και το αργότερο μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το τρίμηνο που αφορούν,

β) από τους λήπτες, υπόχρεους υποβολής περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α., που τηρούν:

βα) διπλογραφικά βιβλία, τριμηνιαίως, μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το τρίμηνο που αφορούν

ββ) απλογραφικά βιβλία, τριμηνιαίως, μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το τρίμηνο που αφορούν,

γ) από τους λήπτες, μη υπόχρεους υποβολής περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α., το δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και τους αγρότες, φυσικά πρόσωπα, που εντάσσονται είτε στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α., οι οποίοι όμως δεν ασκούν άλλη δραστηριότητα για την οποία υποχρεούνται σε τήρηση βιβλίων, είτε στο ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α., μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τη λήξη του εκάστοτε ημερολογιακού έτους.

δ) από τους εκδότες και τους λήπτες φορολογικών στοιχείων (εκκαθαρίσεων) που η έκδοσή τους προβλέπεται μετά την παρέλευση του πρώτου μήνα του επόμενου ημερολογιακού έτους, με βάση σχετικές διατάξεις, υποβάλλονται το αργότερο μέχρι το τέλος Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους, που αφορούν.

 

Πίνακας υποβολής των τριμηνιαίων συγκεντρωτικών για το 2014

Κατάσταση πελατών (έσοδα)

Υπόχρεοι Περίοδοι Υποβάλλονται

Υπόχρεοι υποβολής περιοδικής δήλωσης Φ.Π.Α.(με διπλογραφικά ή απλογραφικά βιβλία)

Α' τρίμηνο 2014

Β' τρίμηνο 2014

Γ' τρίμηνο 2014

Δ' τρίμηνο 2014

Υποβάλλονται μέχρι και 20 Ιανουαρίου 2016

Αγρότες κανονικού καθεστώτος Φ.Π.Α.(φυσικά πρόσωπα)
Αγρότες ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α.*(φυσικά πρόσωπα)
Μη υπόχρεοι υποβολής περιοδικής δήλωσης Φ.Π.Α. (ανεξαρτήτως κατηγορίας βιβλίων) Δημόσιο και Ν.Π.Δ.Δ.

* Μόνο για τα τιμολόγια πώλησης που τυχόν εκδίδουν οι ίδιοι για το σύνολο της παραγωγής τους

 


Κατάσταση προμηθευτών (έξοδα)

Υπόχρεοι Περίοδοι Υποβάλλονται

Υπόχρεοι υποβολής
περιοδικής δήλωσης
Φ.Π.Α.
(με διπλογραφικά ή
απλογραφικά βιβλία)

Α' τρίμηνο 2014

Β' τρίμηνο 2014

Γ' τρίμηνο 2014

Δ' τρίμηνο 2014

Υποβάλλονται μέχρι και 20 Ιανουαρίου 2016

 

Αγρότες κανονικού καθεστώτος Φ.Π.Α.
(φυσικά πρόσωπα)
Αγρότες ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α.*
(φυσικά πρόσωπα)
Μη υπόχρεοι υποβολής περιοδικής δήλωσης Φ.Π.Α.
(ανεξαρτήτως κατηγορίας βιβλίων)
Δημόσιο και Ν.Π.Δ.Δ.

Ετήσια (όλο το 2014)

Υποβάλλονται μέχρι και 20 Ιανουαρίου 2016


 

Πίνακας υποβολής των τριμηνιαίων συγκεντρωτικών για το 2015

Κατάσταση πελατών (έσοδα)

Υπόχρεοι Περίοδοι Υποβάλλονται

Υπόχρεοι υποβολής περιοδικής δήλωσης Φ.Π.Α.(με διπλογραφικά ή απλογραφικά βιβλία)

Αγρότες κανονικού καθεστώτος Φ.Π.Α.(φυσικά πρόσωπα)
Αγρότες ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α.*(φυσικά πρόσωπα)
Μη υπόχρεοι υποβολής περιοδικής δήλωσης Φ.Π.Α. (ανεξαρτήτως κατηγορίας βιβλίων) Δημόσιο και Ν.Π.Δ.Δ.

* Μόνο για τα τιμολόγια πώλησης που τυχόν εκδίδουν οι ίδιοι για το σύνολο της παραγωγής τους

Α' τρίμηνο 2015

Β' τρίμηνο 2015

Γ' τρίμηνο 2015

Δ' τρίμηνο 2015

30 Σεπτεμβρίου 2016


Κατάσταση προμηθευτών (έξοδα)

Υπόχρεοι Περίοδοι Υποβάλλονται

Υπόχρεοι υποβολής
περιοδικής δήλωσης
Φ.Π.Α.
(με διπλογραφικά ή
απλογραφικά βιβλία)

Α' τρίμηνο 2015

Β' τρίμηνο 2015

Γ' τρίμηνο 2015

Δ' τρίμηνο 2015

30 Σεπτεμβρίου 2016

 

Αγρότες κανονικού καθεστώτος Φ.Π.Α.
(φυσικά πρόσωπα)
Αγρότες ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α.*
(φυσικά πρόσωπα)
Μη υπόχρεοι υποβολής περιοδικής δήλωσης Φ.Π.Α.
(ανεξαρτήτως κατηγορίας βιβλίων)
Δημόσιο και Ν.Π.Δ.Δ.

Ετήσια (όλο το 2015)

30 Σεπτεμβρίου 2016

 

Διορθωτικές συγκεντρωτικές καταστάσεις


Κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, τα υποβληθέντα στοιχεία των καταστάσεων πελατών−προμηθευτών διασταυρώνονται από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και οι ασυμφωνίες και αποκλίσεις αναρτώνται στους «λογαριασμούς» των υπόχρεων προσώπων, που τηρούνται στο διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών, ώστε να έχουν τη δυνατότητα προσαρμογής και περαιτέρω διόρθωσης αυτών. Για τη διόρθωση των αποκλίσεων στα υποβληθέντα στοιχεία προμηθευτών, μπορεί να υποβάλλεται τροποποιητική δήλωση μέχρι το τέλος του Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους που αφορούν. Δεν απαιτείται η διόρθωση των ως άνω αποκλίσεων, εφόσον η συνολική αξία των αποκλίσεων ανά αντισυμβαλλόμενο δεν ξεπερνά τα εκατό (100) ευρώ.

Σύμφωνα με την ΠΟΛ.1017/15.1.2015 ειδικά για τη διόρθωση των αποκλίσεων στα υποβληθέντα στοιχεία προμηθευτών για το ημερολογιακό έτος 2014, υποβάλλεται τροποποιητική δήλωση μέχρι το τέλος Απριλίου 2015.

Σύμφωνα με την ΠΟΛ.1053/ 27.2.2015, ειδικά για τη διόρθωση των αποκλίσεων στα υποβληθέντα στοιχεία προμηθευτών για το ημερολογιακό έτος 2014, υποβάλλεται τροποποιητική δήλωση μέχρι το τέλος Νοεμβρίου 2015.

Σύμφωνα με την ΠΟΛ.1011/22.1.2016, για τη διόρθωση των αποκλίσεων στα υποβληθέντα στοιχεία προμηθευτών για το ημερολογιακό έτος 2014, θα υποβάλλονται τροποποιητικές δηλώσεις μέχρι και 22/02/2016 ενώ με την ΠΟΛ.1240/29.10.2015, για το ημερολογιακό έτος 2015, θα υποβάλλονται τροποποιητικές δηλώσεις μέχρι και 30/11/2016.

Σύμφωνα με την ΠΟΛ.1051/25.4.2016, για τα ημερολογιακά έτη 2016 και επόμενα, για τη διόρθωση των αποκλίσεων στα υποβληθέντα στοιχεία προμηθευτών μπορεί να υποβληθεί τροποποιητική δήλωση μέχρι το τέλος Απριλίου του επομένου έτους από το ημερολογιακό έτος που αφορούν.


VII. Όριο αξίας στοιχείων για την ενσωμάτωσή τους στην συγκεντρωτική υποβολή


-Δεν υπάρχει όριο . Τα στοιχεία αξίας (είτε εκδοθέντα είτε ληφθέντα) θα συμπεριλαμβάνονται στις συγκεντρωτικές. Ωστόσο σύμφωνα με την ΠΟΛ.1022/7.1.2014 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει:
Κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, τα υποβληθέντα στοιχεία των καταστάσεων πελατών−προμηθευτών διασταυρώνονται από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και οι ασυμφωνίες και αποκλίσεις αναρτώνται στους «λογαριασμούς» των υπόχρεων προσώπων, που τηρούνται στο διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών, ώστε να έχουν τη δυνατότητα προσαρμογής και περαιτέρω διόρθωσης αυτών. Για τη διόρθωση των αποκλίσεων στα υποβληθέντα στοιχεία προμηθευτών, μπορεί να υποβάλλεται τροποποιητική δήλωση μέχρι το τέλος του Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους που αφορούν. Δεν απαιτείται η διόρθωση των αποκλίσεων, εφόσον η συνολική αξία αυτών, προ Φ.Π.Α. ανά αντισυμβαλλόμενο, δεν ξεπερνά τα εκατό (100) ευρώ.

 

VIII. Περιπτώσεις συναλλαγών


Διάφορες περιπτώσεις καταχωρήσεων

Κατωτέρω παρέχονται διευκρινίσεις για τον τρόπο καταχώρησης στις καταστάσεις πελατών και προμηθευτών ορισμένων περιπτώσεων συναλλαγών. Ειδικότερα:

Επιχειρήσεις τουριστικών - ταξιδιωτικών γραφείων (υπηρεσίες «πακέτο»)


Για τα τουριστικά - ταξιδιωτικά γραφεία που παρέχουν υπηρεσίες «πακέτο», για τις οποίες ο αποδοτέος Φ.Π.Α. υπολογίζεται κατ' ειδικό τρόπο (άρθρο 43 του ν.2859/2000), οι καταστάσεις για τις συγκεκριμένες συναλλαγές, υποβάλλονται τόσο από τον παρέχοντα την υπηρεσία (τουριστικό - ταξιδιωτικό γραφείο) όσο και από τον λήπτη αυτής, υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών, για τη συνολική αξία που εμφανίζεται στο εκδοθέν φορολογικό στοιχείο.

Επιχειρήσεις μεταπώλησης μεταχειρισμένων αυτοκινήτων


Για τις επιχειρήσεις μεταπώλησης μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, για τις οποίες ο αποδοτέος Φ.Π.Α. υπολογίζεται κατ' ειδικό τρόπο (άρθρο 45 του ν.2859/2000), οι καταστάσεις για τις συγκεκριμένες συναλλαγές, υποβάλλονται τόσο από τον πωλητή των αγαθών (επιχείρηση μεταπώλησης) όσο και από τον αγοραστή αυτών, για τη συνολική αξία που εμφανίζεται στο εκδοθέν φορολογικό στοιχείο.

Εκτελωνιστές

Το ποσό της δαπάνης που τυχόν αναγράφεται στο τιμολόγιο του εκτελωνιστή, με βάση την κατάσταση που συντάσσει για μικροδαπάνες που ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη του, δεν περιλαμβάνεται στην αξία της συναλλαγής που καταχωρείται στις καταστάσεις πελατών του εκτελωνιστή, δηλαδή ο εκτελωνιστής καταχωρεί στις καταστάσεις πελατών μόνο την προμήθεια που λαμβάνει από τον πελάτη.

Επισημαίνεται ότι, στις περιπτώσεις, που οι δαπάνες που πραγματοποιεί ο εκτελωνιστής για λογαριασμό του πελάτη του βασίζονται σε φορολογικά στοιχεία που έχουν εκδοθεί στο όνομα του πελάτη, αυτές θα καταχωρηθούν στις καταστάσεις προμηθευτών του πελάτη, διακεκριμένα, κατά εκδότη των στοιχείων αυτών, όπως και η προμήθεια που καταβάλει στον εκτελωνιστή, ενώ οι λοιπές δαπάνες που βασίζονται σε φορολογικά στοιχεία στα οποία δεν αναγράφεται ο Α.Φ.Μ. του πελάτη, καταχωρούνται, από αυτόν (τον πελάτη), συγκεντρωτικά μαζί με τις λοιπές αποδείξεις λιανικών συναλλαγών.

Πιστωτικά τιμολόγια που εκδίδονται μόνον με ποσά Φ.Π.Α.

Τα πιστωτικά τιμολόγια που εκδίδονται μόνο με ποσά Φ.Π.Α., στις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις (π.χ. πιστωτικά τιμολόγια που λαμβάνουν οι ναυτιλιακές εταιρείες, οι πρεσβείες και λοιποί απαλλασσόμενοι από τον Φ.Π.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 του ν.2859/2000), καταχωρούνται, στις καταστάσεις πελατών και προμηθευτών, ανά Α.Φ.Μ. αντισυμβαλλομένου.

Πωλήσεις βενζίνης, πετρελαίου κίνησης και υγραερίου, από πρατήρια υγρών καυσίμων

Τα πρατήρια υγρών καυσίμων, για τις πωλήσεις βενζίνης, πετρελαίου κίνησης και υγραερίου, προς άλλους υπόχρεους απεικόνισης συναλλαγών, το δημόσιο, τους δήμους κ.λπ., αξίας μέχρι τριακόσια (300) ευρώ, μπορεί να εκδίδουν αποδείξεις (με αναγραφή του αριθμού κυκλοφορίας του οχήματος του αντισυμβαλλόμενου) οι οποίες καταχωρούνται, στις καταστάσεις πελατών και προμηθευτών, τόσο από τον εκδότη όσο και τον λήπτη, συγκεντρωτικά με τις λοιπές αποδείξεις λιανικών συναλλαγών.

Φορολογικός αντιπρόσωπος

Ο φορολογικός αντιπρόσωπος με εντολέα είτε από κοινοτική χώρα είτε από τρίτη χώρα, δεν υποβάλλει καταστάσεις πελατών και προμηθευτών, για τις συναλλαγές των εντολέων του με πελάτες τους στο εσωτερικό της χώρας, ανεξάρτητα αν τυχόν εκδίδει ο ίδιος τα φορολογικά στοιχεία για την απόδοση του Φ.Π.Α. των εντολέων του ή δέχεται στοιχεία δαπανών που έχουν εκδοθεί στο όνομα των εντολέων του. Ομοίως, δεν υποβάλλει καταστάσεις πελατών για την τυχόν προμήθειά που λαμβάνει από τους εντολείς του (αλλοδαπά πρόσωπα).

Ασφαλιστικοί σύμβουλοι

Οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, από 1.1.2014, υποβάλλουν καταστάσεις πελατών και προμηθευτών και για τις αμοιβές - προμήθειες που λαμβάνουν από τις ασφαλιστικές εταιρίες, τους ασφαλιστικούς πράκτορες, τους μεσίτες ασφαλειών κ.λπ.. Σημειώνεται ότι, για τις συγκεντρωτικές καταστάσεις του ημερολογιακού έτους 2013 εφαρμόζεται το ισχύον καθεστώς, δηλαδή τα φυσικά πρόσωπα - ασφαλιστικοί σύμβουλοι, για το ημερολογιακό έτος 2013 δεν υποβάλλουν καταστάσεις πελατών, για τις προμήθειες που λαμβάνουν από ασφαλιστικές επιχειρήσεις κ.λπ. ανεξάρτητα αν έχουν ή όχι επαγγελματική εγκατάσταση.

Αξία εγγυοδοσίας

Όπως προαναφέρθηκε, η αξία εγγυοδοσίας, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στη φορολογητέα αξία των πωληθέντων αγαθών δεν καταχωρείται στις καταστάσεις πελατών και προμηθευτών. Ειδικότερα διευκρινίζεται ότι:

Στις περιπτώσεις που η αξία της εγγυοδοσίας των παραδιδόμενων στους πελάτες κενών φιαλών, κιβωτίων κ.λπ. αναγράφεται στο τιμολόγιο, ως ουδέτερο στοιχείο, χωρίς να χρεώνεται Φ.Π.Α. στην αξία αυτή, το ποσό της εγγυοδοσίας δεν καταχωρείται στις καταστάσεις πελατών και προμηθευτών.

Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή η αξία της εγγυοδοσίας περιλαμβάνεται στη συνολική (φορολογητέα) αξία του τιμολογίου, στις καταστάσεις πελατών και προμηθευτών καταχωρείται η αξία της συναλλαγής, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το ποσό της εγγυοδοσίας.

Ενυπόγραφες αποδείξεις ασφαλιστικών αποζημιώσεων

Με την ΠΟΛ.1036/29.1.1993 έχει γίνει δεκτό ότι, παρέλκει η έκδοση τιμολογίων της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ. - νυν παράγραφος 3 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Α.Σ. (αποζημιώσεων, ανόργανων εσόδων κ.λπ.) από τους δικαιούχους ασφαλιστικών αποζημιώσεων, υπόχρεους απεικόνισης συναλλαγών, προς τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, εφόσον εκδίδονται από τις τελευταίες ενυπόγραφες αποδείξεις καταβολής της αποζημίωσης, σύμφωνα με την εγκύκλιο ΠΟΛ.176/23.6.1977.

Στις περιπτώσεις αυτές, δηλαδή την καταβολή αποζημιώσεων από ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε άλλους υπόχρεους απεικόνισης συναλλαγών, οι αντισυμβαλλόμενοι καταχωρούν και τις αποζημιώσεις αυτές, στις καταστάσεις πελατών και προμηθευτών.

Διάθεση εφημερίδων και περιοδικών

Για τη διάθεση εφημερίδων και περιοδικών από τις εκδοτικές επιχειρήσεις ή τα πρακτορεία μέσω τρίτων (υποπρακτόρων, εκμεταλλευτών περιπτέρων κ.λπ.), οι εκδοτικές επιχειρήσεις ή οι πράκτορες συμπεριλαμβάνουν στην κατάσταση προμηθευτών τις αξίες των προμηθειών που εμφανίζονται στις εκκαθαρίσεις που εκδίδουν. Τις ίδιες δε αξίες, με βάση τις ληφθείσες εκκαθαρίσεις εμφανίζουν οι τρίτοι (υποπράκτορες, εκμεταλλευτές περιπτέρων κ.λπ.) στην κατάσταση πελατών.

Για τη διάθεση εφημερίδων και περιοδικών από τους υποπράκτορες - εφημεριδοπώλες μέσω τρίτων - σημείων λιανικής πώλησης (εκμεταλλευτές περιπτέρων κ.λπ.), οι υποπράκτορες - εφημεριδοπώλες συμπεριλαμβάνουν στην κατάσταση προμηθευτών τις αξίες των προμηθειών που εμφανίζονται στις εκκαθαρίσεις που εκδίδουν οι ίδιοι. Τις ίδιες δε αξίες, με βάση τις ληφθείσες εκκαθαρίσεις εμφανίζουν οι εκμεταλλευτές περιπτέρων, ψιλικών κ.λπ. (σημεία λιανικής διάθεσης) στην κατάσταση πελατών.

Επισημαίνεται ότι, οι αποδείξεις λιανικών συναλλαγών, που εκδίδονται για τη πώληση εφημερίδων και περιοδικών, δεν απαιτείται να καταχωρούνται στις καταστάσεις πελατών του εκδότη των αποδείξεων.

Ακόμη, στις καταστάσεις πελατών και προμηθευτών καταχωρούνται και οι συνδρομές εφημερίδων και περιοδικών, αναλυτικά, ανά Α.Φ.Μ. αντισυμβαλλόμενου, όταν ο αντισυμβαλλόμενος είναι υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών, νομικό πρόσωπο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα κ.λπ. και συγκεντρωτικά, χωρίς αναγραφή του Α.Φ.Μ. του αντισυμβαλλόμενου, όταν ο αντισυμβαλλόμενος είναι ιδιώτης.

Συναλλαγές του ΕΛ.ΤΑ., απευθείας ή μέσω τρίτων

Για την υποβολή καταστάσεων πελατών και προμηθευτών για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες που παρέχουν οι ταχυδρομικοί πράκτορες του ΕΛ.ΤΑ για λογαριασμό του, καθώς και για την διάθεση γραμματοσήμων, από τον ΕΛ.ΤΑ σε τρίτους, εφαρμόζονται τα αναφερόμενα στην Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1006/10.1.2000.

Τρόπος εμφάνισης των αμοιβών των συμβολαιογράφων

Οι συμβολαιογράφοι και οι υπόχρεοι απεικόνισης συναλλαγών πελάτες τους υποβάλλουν τις καταστάσεις πελατών και προμηθευτών σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1137/15.11.2007, δηλαδή στις καταστάσεις πελατών, οι συμβολαιογράφοι και στις καταστάσεις προμηθευτών, οι υπόχρεοι πελάτες τους καταχωρούν ως έσοδο και δαπάνη, αντιστοίχως, το «καθαρό» ποσό που προκύπτει ως διαφορά του συνολικά εισπραττόμενου ποσού με τα δικαιώματα υπέρ του Ταμείου Νομικών και του Τ.Α.Σ., το οποίο αποτελεί και την αμοιβή του συμβολαιογράφου.

Πωλήσεις αγαθών για λογαριασμό τρίτου

Σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Φ.Α.Σ., στις περιπτώσεις πώλησης αγαθών για λογαριασμό τρίτου, ο παραγγελιοδόχος (αντιπρόσωπος) εκδίδει δικά του φορολογικά στοιχεία για την πώληση των αγαθών, ενώ εκδίδει εκκαθάριση προς τον παραγγελέα (εντολέα) στην οποία αναγράφονται οι πωλήσεις που διενεργήθηκαν για λογαριασμό του παραγγελέα (εντολέα), καθώς και η προμήθεια του παραγγελιοδόχου (αντιπροσώπου).

Οι καταστάσεις πελατών και προμηθευτών σ' αυτές τις περιπτώσεις υποβάλλονται, από τον παραγγελιοδόχο (αντιπρόσωπο) και τον παραγγελέα (εντολέα) ως εξής:

α) Παραγγελιοδόχος (αντιπρόσωπος)

Κατάσταση πελατών: Καταχωρούνται, αναλυτικά όπου απαιτείται, τα φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια και αποδείξεις) που έχουν εκδοθεί για τις πωλήσεις για λογαριασμό τρίτου, τα οποία δεν αποτελούν έσοδα του παραγγελιοδόχου (αντιπροσώπου), καθώς και η προμήθεια, που αναγράφεται στην εκκαθάριση που εκδίδεται προς τον παραγγελέα (εντολέα).

Κατάσταση προμηθευτών: Καταχωρούνται, συγκεντρωτικά, οι πωλήσεις για λογαριασμό τρίτου που εμφανίζονται στην εκδιδόμενη εκκαθάριση, με αντισυμβαλλόμενο τον παραγγελέα (εντολέα).

β) Παραγγελέας (εντολέας)


Κατάσταση πελατών: Καταχωρούνται, συγκεντρωτικά, οι πωλήσεις για λογαριασμό του που εμφανίζονται στη ληφθείσα εκκαθάριση, με αντισυμβαλλόμενο τον παραγγελιοδόχο (αντιπρόσωπος).

Κατάσταση προμηθευτών: Καταχωρείται η προμήθεια του παραγγελιοδόχου, που αναγράφεται στη ληφθείσα εκκαθάριση.

Αντικατάσταση απόδειξης λιανικών συναλλαγών με τιμολόγιο

Στις περιπτώσεις αντικατάστασης της απόδειξης λιανικών συναλλαγών με τιμολόγιο, στο οποίο (τιμολόγιο) επισυνάπτεται η εκδοθείσα απόδειξη, ο λήπτης του τιμολογίου καταχωρεί στην κατάσταση προμηθευτών το ληφθέν τιμολόγιο, ενώ ο εκδότης καταχωρεί στην κατάσταση πελατών το εκδοθέν τιμολόγιο, αντιλογίζοντας την αξία της αντικαθιστώμενης απόδειξης από τις λοιπές αποδείξεις λιανικών συναλλαγών.

Εναλλακτικά, στην περίπτωση που εκδίδεται απόδειξη επιστροφής, για την ακύρωση της λιανικής συναλλαγής και την εκ των υστέρων έκδοση του τιμολογίου, ο λήπτης του τιμολογίου καταχωρεί στην κατάσταση προμηθευτών το ληφθέν τιμολόγιο, ενώ ο εκδότης καταχωρεί στην κατάσταση πελατών την απόδειξη λιανικών συναλλαγών συμψηφισμένη με την αντίστοιχη απόδειξη επιστροφής, καθώς και το τιμολόγιο που εκδόθηκε σε αντικατάσταση της απόδειξης λιανικών συναλλαγών.

Αυτοτιμολόγηση - Ανάθεση τιμολόγησης

Στις περιπτώσεις αυτοτιμολόγησης, δηλαδή στην έκδοση τιμολογίων από τον πελάτη αντί του αρχικά υπόχρεου σε έκδοση τιμολογίων, ο πελάτης καταχωρεί, αναλυτικά (ανά Α.Φ.Μ. αντισυμβαλλόμενου) τα τιμολόγια αυτά στην κατάσταση προμηθευτών, ενώ ο αρχικά υπόχρεος σε έκδοση των τιμολογίων, καταχωρεί, αναλυτικά (ανά Α.Φ.Μ. αντισυμβαλλόμενου) τα τιμολόγια αυτά στην κατάσταση πελατών. Επισημαίνεται ότι, υποχρέωση υποβολής καταστάσεων πελατών και προμηθευτών στις περιπτώσεις αυτοτιμολόγησης, υπάρχει μόνον όταν ο πελάτης διαθέτει Α.Φ.Μ. στο εσωτερικό της χώρας, ενώ δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση, όταν ο πελάτης είναι πρόσωπο εγκατεστημένο σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε Τρίτη χώρα.

Στις περιπτώσεις ανάθεσης τιμολόγησης, δηλαδή στην έκδοση τιμολογίων από τρίτο πρόσωπο για λογαριασμό του αρχικά υπόχρεου σε έκδοση τιμολογίων, ο τρίτος δεν καταχωρεί τα τιμολόγια αυτά στην κατάσταση προμηθευτών, δεδομένου ότι, έχουν εκδοθεί με το Α.Φ.Μ. του αναθέτοντα, ενώ ο αρχικά υπόχρεος σε έκδοση των τιμολογίων (αναθέτων), καταχωρεί, αναλυτικά (ανά Α.Φ.Μ. αντισυμβαλλόμενου) τα τιμολόγια αυτά στην κατάσταση πελατών. Επισημαίνεται ότι, υποχρέωση υποβολής καταστάσεων πελατών στις περιπτώσεις ανάθεσης τιμολόγησης, υπάρχει μόνον όταν ο πελάτης διαθέτει Α.Φ.Μ. στο εσωτερικό της χώρας, ενώ δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση, όταν ο πελάτης είναι πρόσωπο εγκατεστημένο σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε Τρίτη χώρα.

Έξοδα κίνησης υπαλλήλων επιχειρήσεων

Οι δαπάνες (έξοδα κίνησης) που πραγματοποιούν υπάλληλοι επιχειρήσεων και βασίζονται σε φορολογικά στοιχεία που έχουν εκδοθεί στο όνομα της επιχείρησης, καταχωρούνται στις καταστάσεις προμηθευτών της επιχείρησης, διακεκριμένα, κατά εκδότη των στοιχείων αυτών, ενώ οι λοιπές δαπάνες που βασίζονται σε φορολογικά στοιχεία, όπως αποδείξεις λιανικών συναλλαγών, στα οποία δεν αναγράφεται ο Α.Φ.Μ. της επιχείρησης καταχωρούνται, συγκεντρωτικά, μαζί με τις λοιπές αποδείξεις λιανικών συναλλαγών.

 

 

Δεν υποβάλλονται

 

• Οι πωλήσεις αγαθών ή υπηρεσιών από και προς την αλλοδαπή (ενδοκοινοτικές παραδόσεις ή αποκτήσεις αγαθών, ενδοκοινοτικές παροχές ή λήψεις υπηρεσιών, πωλήσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών από και προς τρίτες χώρες, παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών προς την αλλοδαπή στις οποίες επιβάλλεται Φ.Π.Α. ημεδαπής).

• Τα ενοίκια ακινήτων, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων. Αντίθετα, τα ενοίκια ακινήτων των οποίων η αξία επιβαρύνεται με Φ.Π.Α., όπως η μίσθωση χώρων της περίπτωσης δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν.2859/2000, συμπεριλαμβάνονται στις καταστάσεις πελατών και προμηθευτών.

• Οι πωλήσεις εισιτήριων όλων των μεταφορικών μέσων (οδικών, σιδηροδρομικών, θαλάσσιων, εναέριων), στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι αποδείξεις πώλησης εισιτηρίων (Α.Π.Ε.) και τα πιστωτικά τιμολόγια που εκδίδονται γι' αυτά.

• Οι συνδρομές σε επαγγελματικές οργανώσεις και επαγγελματικά επιμελητήρια.

• Οι συνδρομές και δωρεές σε συλλόγους και νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, για τις οποίες εκδίδονται μη φορολογικά στοιχεία (αποδείξεις είσπραξης). Αντίθετα, οι συνδρομές σε αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες, για τις οποίες εκδίδονται τιμολόγια, συμπεριλαμβάνονται στις καταστάσεις πελατών και προμηθευτών.

• Συναλλαγές που αφορούν τόκους ή προμήθειες που χορηγούνται ή λαμβάνονται από τραπεζικά ιδρύματα, πλην προμηθειών πιστωτικών καρτών από και προς υπόχρεους απεικόνισης συναλλαγών.

• Συναλλαγές που αφορούν τόκους ή προμήθειες που καταβάλλονται ή λαμβάνονται από και προς τραπεζικά ιδρύματα από υπόχρεους απεικόνισης συναλλαγών, πλην καταβαλλόμενων προμηθειών πιστωτικών καρτών προς τα ιδρύματα αυτά. Αντίθετα, στις καταστάσεις πελατών και προμηθευτών συμπεριλαμβάνονται οι τόκοι μεταξύ υπόχρεων απεικόνισης συναλλαγών, πλην των τραπεζικών ιδρυμάτων, όπως τόκοι επί πιστώσει πωλήσεων, υπερημερίας κ.λπ..

• Η αξία εγγυοδοσίας, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στη φορολογητέα αξία των πωληθέντων αγαθών. Αντίθετα, εφόσον η αξία εγγυοδοσίας περιλαμβάνεται στη φορολογητέα αξία των πωληθέντων αγαθών, αυτή συμπεριλαμβάνεται στις καταστάσεις πελατών και προμηθευτών.

• Τα έξοδα μισθοδοσίας (μισθοί, ημερομίσθια, συντάξεις), στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι εργοδοτικές εισφορές.

• Οι εισφορές που καταβάλλονται σε Ταμεία Ασφάλισης (Ο.Α.Ε.Ε. κ.λπ.).

• Τα γραμμάτια προκαταβολής (προείσπραξης) δικηγορικών συλλόγων.

• Τα μερίσματα που χορηγούν οι δικηγορικοί σύλλογοι, οι σύλλογοι δικαστικών επιμελητών, οι συμβολαιογραφικοί σύλλογοι κ.λπ. στα μέλη τους.

• Τα τέλη και δικαιώματα, που εισπράττουν οι άμισθοι υποθηκοφύλακες, για λογαριασμό τους και για λογαριασμό τρίτων.

• Τα ασφάλιστρα και αντασφάλιστρα. Επίσης, δεν καταχωρούνται, οι επιστροφές ασφαλίστρων και οι εκπτώσεις επί των ασφαλίστρων που αναγράφονται στα σχετικά ασφαλιστήρια συμβόλαια ή στις πρόσθετες πράξεις.

• Οι κοινόχρηστες δαπάνες.

• Οι πωλήσεις λαχείων.

Τα φορολογικά στοιχεία για τις πωλήσεις ηλεκτρικού ρεύματος (μόνο από τη Δ.Ε.Η.), τις πωλήσεις ύδατος μη ιαματικού (από την Ε.Υ.Δ.Α.Π., τις δημοτικές επιχειρήσεις κ.λπ.) και την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (σταθερή και κινητή τηλεφωνία), δεν συμπεριλαμβάνονται στις καταστάσεις πελατών που υποβάλλουν οι εκδότες αυτών, ενώ οι λήπτες, υποβάλλουν στην κατάσταση προμηθευτών, τα στοιχεία αυτά, συγκεντρωτικά, χωρίς αναγραφή του Α.Φ.Μ. του αντισυμβαλλόμενου (εκδότη), στις οποίες, επίσης, δεν καταχωρούνται το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.), καθώς και το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων (Ε.Ε.Τ.Α.), που εισπράττονται μέσω των λογαριασμών της Δ.Ε.Η.


Πρόστιμα εκπρόθεσμης υποβολής


Σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α΄ των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 54 του ν.4174/2013, για κάθε παράβαση μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης πληροφοριακού χαρακτήρα από την οποία δεν προκύπτει φορολογική υποχρέωση καταβολής φόρου επιβάλλεται πρόστιμο εκατό (100) ευρώ.

Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 19 του άρθρου 66 του ν.4174/2013, για την υποβολή μετά την 1.1.2014 εκπρόθεσμων δηλώσεων από τις οποίες δεν προκύπτει φορολογική υποχρέωση ή δηλώσεων πληροφοριακού χαρακτήρα που αφορούν περιόδους έως την 31.12.2013, επιβάλλονται τα πρόστιμα του άρθρου 4 του ν.2523/1997 με τον περιορισμό το καταβλητέο σε καθεμία περίπτωση ποσό να μην ξεπερνά το προβλεπόμενο πρόστιμο της παραγράφου 1 του παρόντος.

Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι, για τις παραβάσεις εκπρόθεσμης υποβολής συγκεντρωτικών καταστάσεων, ανεξάρτητα από την περίοδο την οποία αφορούν, επιβάλλεται το πρόστιμο της παραγράφου 1 του παρόντος (100 ευρώ), δεδομένου ότι πρόκειται για καταστάσεις πληροφοριακού χαρακτήρα από τις οποίες δεν προκύπτει φορολογική υποχρέωση καταβολής φόρου και εφόσον το πρόστιμο αυτό είναι μικρότερο από το πρόστιμο που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν.2523/1997.(Δ15Β 1034714 ΕΞ 24.2.2014)


IX. Παράρτημα Ι


ΠΟΛ.1022/7.1.2014

ΠΟΛ.1078/17.3.2014

ΠΟΛ.1214/30.9.2014

ΠΟΛ.1053/27.2.2015

ΠΟΛ.1092/17.4.2015

ΠΟΛ.1206/15.9.2015

ΠΟΛ.1240/29.10.2015

ΠΟΛ.1267/21.12.2015


X. Παράρτημα 2

Συχνές ερωτήσεις - απαντήσεις

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Η πιλοτική εφαρμογή είναι διαθέσιμη για δοκιμές στο https://www1.gsis.gr/myf/web/pages/

Είσοδος με τους κωδικούς taxisnet, μπορείτε να δημιουργήσετε εγγραφές για όποιον επιθυμείτε χωρίς συνέπειες, μια και όλες θα διαγραφούν στο τέλος Ιανουαρίου 2014.

Επίσης, οδηγίες κλήσης και δείγμα κώδικα ως βοήθημα για την υλοποίηση client για το REST web service υποβολών.
Κλήση REST Service

Οι παρατηρήσεις για το σύστημα είναι ευπρόσδεκτες στο myf@gsis.gr

Συχνές ερωτήσεις-απαντήσεις

(Ενημερωμένες 11-11-2015)

Για τις συναλλαγές που θα πραγματοποιούνται από 1.1.2014 υπάρχει η υποχρέωση για τις επιχειρήσεις και τους επιτηδευματίες να υποβάλλουν καταστάσεις φορολογικών στοιχείων για διασταύρωση πληροφοριών σύμφωνα με την ΠΟΛ.1022/7.1.2014.

Παρακάτω θα βρείτε απαντήσεις σε συχνές ερωτήσεις (FAQ) για τις καταστάσεις αυτές και το σύστημα υποδοχής και ανάρτησής τους.

A. Υπόχρεοι, Περιεχόμενο και Προθεσμίες

A1. Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτών των καταστάσεων;


Η κατάσταση περιέχει συγκεντρωτικά στοιχεία εκδοθέντων και ληφθέντων τιμολογίων και συγκεντρωτικά στοιχεία λιανικών πωλήσεων και δαπανών. Πιο συγκεκριμένα, κάθε εγγραφή με τιμολόγια περιέχει: ΑΦΜ αντισυμβαλλόμενου, Περίοδο που Αφορά, Πλήθος Τιμολογίων, Καθαρή Αξία, ΦΠΑ, ενώ οι εγγραφές λιανικών συναλλαγών και δαπανών είναι παρόμοιες, χωρίς ΑΦΜ αντισυμβαλλόμενου.

A2. Θα υπάρχει όριο αξίας πάνω από το οποίο θα ισχύει η υποχρέωση υποβολής;

Όλες οι συναλλαγές ανεξαρτήτως αξίας πρέπει να υποβάλλονται.

A3. Ποια είναι η καταληκτική ημερομηνία στην οποία θα υποβάλλονται οι καταστάσεις αυτές;

Η προθεσμία υποβολής των εσόδων είναι για όλους ανεξαρτήτως κατηγορίας βιβλίων ή απαλλαγής τους από την τήρηση αυτών η τελευταία μέρα του επόμενου μήνα από το ημερολογιακό τρίμηνο που αφορούν. Τα έξοδα υποβάλλονται ανεξαρτήτως κατηγορίας βιβλίων πριν την τελευταία μέρα του επόμενου μήνα από το ημερολογιακό τρίμηνο που αφορούν και για όσους απαλλάσσονται του ΦΠΑ πριν το τέλος του επόμενου μήνα από τη λήξη του εκάστοτε ημερολογιακού έτους. Οι συναλλαγές μπορεί να υποβάλλονται είτε στον κάθε μήνα, είτε όλες οι συναλλαγές του τριμήνου συγκεντρωτικά στον τελευταίο μήνα του τριμήνου και οι πρώτοι 2 μήνες του τριμήνου κενοί. Ειδικά, οι καταστάσεις του πρώτου και δεύτερου τριμήνου του ημερολογιακού έτους 2014, υποβάλλονται μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 2014.

A4. Καταργείται η μέχρι τώρα διαδικασία ετήσιας υποβολής αρχείου συγκεντρωτικών καταστάσεων με τις προδιαγραφές που ίσχυαν έως τώρα;

Παραμένει η υποχρέωση ετήσιας συγκεντρωτικής για τις συναλλαγές του 2013 στο παλαιό σύστημα και με το παλαιό μορφότυπο. Για τις συναλλαγές του 2014 και των επομένων ετών προφανώς καταργείται η ετήσια διαδικασία.

A5. Οι χονδρικές συναλλαγές θα καταχωρούνται αναλυτικά ανά Α.Φ.Μ., δηλαδή κάθε παραστατικό ξεχωριστά ή συγκεντρωτικά;


Η υποχρέωση για τις χονδρικές συναλλαγές είναι συγκεντρωτικές εγγραφές ανά ΑΦΜ, αλλά αθροίζονται ξεχωριστά οι συναλλαγές αντίστροφης ροής αξίας (πχ. πιστωτικά τιμολόγια) σε διακριτή εγγραφή ανά ΑΦΜ.

Στα έσοδα είναι πάντα ανά ΑΦΜ και ανά μήνα, αλλά στα έξοδα, και μόνο για όσους έχουν απλογραφικά, είναι δυνατόν να υποβληθεί μια εγγραφή ανά ΑΦΜ και ανά τρίμηνο.

Το σύστημα υποδέχεται και αναλυτικά στοιχεία ανά παραστατικό και δημιουργεί τα συγκεντρωτικά.

A6. Ποιοι είναι οι τρόποι υποβολής; Μπορεί να γίνει αυτόματα;

Δίνονται πολλαπλές δυνατότητες (xml upload, web service, φόρμα για χειροκίνητη υποβολή, χρήση αναβαθμισμένου οδηγού ΕΑΦΔΣΣ) ώστε να διευκολυνθούν οι επιχειρήσεις. Όποιον τρόπο και να επιλέξει για τη διαβίβαση των συναλλαγών, συνιστάται να μπαίνει ο διαχειριστής ή ο εξουσιοδοτημένος λογιστής τακτικά στο σύστημα για να ελέγχει και να τροποποιεί την κατάστασή της ώστε να ελαχιστοποιούνται οι αποκλίσεις με τους αντισυμβαλλόμενους.

A7. Αν επιθυμώ να την υποβάλλει ο λογιστής μου, πρέπει να του δώσω τους κωδικούς μου;

Όχι, ισχύει η ίδια εξουσιοδότηση μέσω taxisnet όπως για τις ετήσιες συγκεντρωτικές καταστάσεις, δηλαδή "Διαχείριση Δηλώσεων Κ.Β.Σ"

A8. Εάν κάποιος επαγγελματίας ή εταιρία δεν εκδώσει τιμολόγια για κάποια περίοδο, δηλώνει μηδενική μηνιαία κατάσταση ή δεν υποβάλλει καθόλου;


Δεν υπάρχει υποχρέωση να υποβάλλει μηδενική δήλωση αν δεν έχει εκδώσει τιμολόγια και δεν έχει λιανικές πωλήσεις. Συνίσταται να ελέγχει στην εφαρμογή αν οι αντισυμβαλλόμενοί του δημιουργήσουν συναλλαγές στο Α.Φ.Μ. του.

A9. Με ποιον τρόπο θα υποβάλλονται οι εκπρόθεσμες ή διορθωτικές καταστάσεις;


Το σύστημα επιτρέπει τη προσθήκη και τροποποίηση οποιασδήποτε εγγραφής μέχρι τη λήξη του τρέχοντος οικονομικού έτους και για 3 μήνες μέσα στο επόμενο. Κυρώσεις επιβάλλονται για εκπρόθεσμες (πέραν της προθεσμίας της ερώτησης 3) προσθήκες ή τροποποιήσεις στις εγγραφές εσόδων.

Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία που υποβάλλονται θα πρέπει να συμβαδίζουν με τις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ, άρα αν υποβάλλεται τροποποιητική δήλωση ΦΠΑ, θα πρέπει να τροποποιείται ανάλογα και η κατάσταση φορολογικών στοιχείων.

A10. Θα υπάρχουν ακυρωτικές εγγραφές;

Δεν υπάρχουν ακυρωτικές, θα πρέπει απλά να τροποποιούνται ή να διαγράφονται οι ανάλογες εγγραφές.

A11. Αν μια εταιρία απαλλάσσεται από ΦΠΑ, θα υποβάλλει στοιχεία; Και τι πρέπει να κάνουν οι αντισυμβαλλόμενοί της;


Ναι θα υποβάλλει, η υποχρέωση υποβολής είναι ανεξάρτητη της απαλλαγής ΦΠΑ. Οι αντισυμβαλλόμενοι δηλώνουν ότι αναγράφεται στα ανάλογα παραστατικά.

A12. Έως πότε δηλώνουν τα έξοδά τους επαγγελματίες ή επιχειρήσεις που δεν υποβάλλουν ΦΠΑ (πχ. ιατροί, φροντιστήρια, κλπ.);


Έως το τέλος του Ιανουαρίου του επομένου έτους από αυτό στο οποίο πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές.

A13. Όσον αφορά τις λιανικές πωλήσεις, στην περίπτωση που μια επιχείρηση έχει περισσότερες από μία ταμειακές μηχανές, τα στοιχεία θα αποστέλλονται ανά εταιρεία συγκεντρωτικά ή ανά ταμειακή μηχανή;


Ζητούνται υποχρεωτικά ανά ταμειακή. Για ένα διάστημα προσαρμογής, θα γίνονται δεκτές και συγκεντρωτικές δηλώσεις.

A14. Πώς υποβάλλονται οι λιανικές πωλήσεις;


Υποβάλλονται διακριτά μηνιαία αθροίσματα με τον κωδικό της Ταμειακής (ΦΤΜ, ΑΔΗΜΕ κλπ.) όπως αυτός είναι δηλωμένος στο taxis (χωρίς κενά). Οι λιανικές μέσω ΕΑΦΔΣΣ και από ταξίμετρα συναθροίζονται σε διακριτό πεδίο με χειρόγραφα και αποδείξεις επιστροφής και υποβάλλονται με ένδειξη "Χωρίς ταμειακή" στο site της εφαρμογής (cashreg_id κενό στο αρχείο).

Μεταβατικά, θα επιτραπεί να υποβάλλονται οι λιανικές πωλήσεις από το σύνολο των ταμειακών με την τιμή "Όλες οι ταμειακές" στο site της εφαρμογής (cashreg_id "0" στο αρχείο)

Αν γίνει η συνολική υποβολή, δε θα επιτρέπεται να υποβάλλονται ταυτόχρονα και αναλυτικά ανά ταμειακή και αντίστροφα.

A15. Πώς υποβάλλονται οι Αποδείξεις Παροχής Υπηρεσιών σε ιδιώτες;


Πρόκειται για λιανικές συναλλαγές: αθροίζονται στην περίοδο που ορίζεται από τις προθεσμίες της ερώτησης 3 και υποβάλλονται συγκεντρωτικά χωρίς Α.Φ.Μ. αντισυμβαλλόμενου και με ένδειξη "Χωρίς ταμειακή". 

A16. Οι πιστωτικές ΑΠΥ πού υποβάλλονται; Οι λιανικές πωλήσεις από ΕΑΦΔΣΣ πού υποβάλλονται;

Και οι δύο περιπτώσεις συμψηφίζονται με τις χειρόγραφες και εκτός ταμειακής συναλλαγές και υποβάλλονται με ένδειξη "Χωρίς ταμειακή".

A17. Που υποβάλλονται οι Αποδείξεις Παροχής Υπηρεσιών προς ιδιώτες από ελεύθερο επαγγελματία;

Αθροίζονται μαζί με τις λιανικές συναλλαγές.

A18. Όσον αφορά τα έξοδα που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις από Δ.Ε.Η., Ε.ΥΔ.Α.Π., τηλεπικοινωνίες, και άλλες Δ.Ε.Κ.Ο. θα συμπεριλαμβάνονται στις καταστάσεις και με ποιο τρόπο;

Δείτε εγκύκλιο ΠΟΛ.1078/17.3.2014 (παράγραφος 2). Για το 2014: ανεξάρτητα από το αν ο λογαριασμός Δ.Ε.Κ.Ο. ή τηλεπικοινωνιών εκδίδεται στο Α.Φ.Μ. του υπόχρεου ή όχι τα ποσά που αποτελούν επαγγελματικές δαπάνες (εκπιπτόμενα) θα συμπεριλαμβάνονται συγκεντρωτικά ανά τρίμηνο σε μία εγγραφή δαπανών, χωρίς αντισυμβαλλόμενο.

Σημαντική επισήμανση:

«Η περίπτωση γ’ του άρθρου 1 της ΠΟΛ.1022/7.1.2014 τροποποιήθηκε με την ΠΟΛ.1149/16.5.2014 (κατάργησε τη φράση «για το ημερολογιακό έτος 2014,») και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται, με τα οριζόμενα της ΠΟΛ.1078/17.3.2014 που δίνει οδηγίες για την υποβολή, είναι προγενέστερη της ΠΟΛ.1149/16.5.2014 και ως εκ τούτου, αναφέρεται στο θέμα όπως ίσχυε την χρονική εκείνη στιγμή αναγράφοντας τη φράση «Εξαιρετικά, για το ημερολογιακό έτος 2014,».



A19. Σε περίπτωση που ένας υπόχρεος λάβει ένα τιμολόγιο καθυστερημένα (πχ λόγω ταχυδρομείου), με τι περίοδο αναφοράς το καταχωρεί στο σύστημα;

Μπορεί να το καταχωρήσει είτε με την περίοδο που το έλαβε είτε με την περίοδο που εκδόθηκε: ο κανόνας είναι ότι θα πρέπει να το βάλει στην ίδια περίοδο που το δήλωσε και στην περιοδική ΦΠΑ.

A20. Μπορεί ένας υπόχρεος να επιλέξει να μη στέλνει πιστωτικά (credit εγγραφές), αλλά να βάζει απευθείας την καθαρή θέση με κάθε αντισυμβαλλόμενο;

Όχι, υποχρεωτικά τα παραστατικά αντίστροφης αξίας αθροίζονται ξεχωριστά σε διακριτή εγγραφή.

A21. Σε περιπτώσεις τιμολογίων με εισφορές, παρακρατήσεις ή άλλους φόρους, τι «καθαρό ποσό» δηλώνεται;


Δείτε εγκύκλιο ΠΟΛ.1078/17.3.2014 (παράγραφος 2).

A22. Στα έξοδα ο ΦΠΑ όπως προκύπτει από τα φορολογικά στοιχεία μπορεί να διαφέρει από το ΦΠΑ που τελικά εκπίπτει ο λήπτης. Τι συμπληρώνεται στην κατάσταση, δεδομένου ότι θα υπάρχει διασταύρωση με τις δηλώσεις ΦΠΑ;

Για τις χονδρικές πρώτα ζητείται η συμφωνία των αντισυμβαλλομένων και μετά η συμφωνία με τη δήλωση ΦΠΑ. Άρα όπου διασταυρώνεται πληροφορία στο σύστημα Μ.Υ.Φ., συμπληρώνεται αυτό που γράφει το παραστατικό, ενώ αυτό που εκπίπτει δηλώνεται στην περιοδική Φ.Π.Α.. Στην εγγραφή δαπανών που δε διασταυρώνεται η Μ.Υ.Φ., συμπληρώνεται αυτό που εκπίπτει.

A23. Πως δηλώνονται οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε άλλο νόμισμα εκτός ευρώ;


Οι συναλλαγές δηλώνονται κατόπιν μετατροπής των αξιών τους σε ευρώ σύμφωνα με την ισοτιμία που ανακοινώνει μηνιαία η Δ/νση Φ.Π.Α. του ΥΠ.ΟΙΚ.

A24. Αυτοτιμολόγηση, όπου εκδότης είναι ο ίδιος ο λήπτης που εκδίδει τιμολόγιο για λογαριασμό του προμηθευτή του. Ποιος δηλώνει και τι;


Δείτε εγκύκλιο ΠΟΛ.1078/17.3.2014 (παράγραφος 3.3).

A25. Περίπτωση ανάθεσης τιμολόγησης, πχ ελληνικό υποκατάστημα πολυεθνικής που δεν τιμολογεί απευθείας, αλλά εκδίδει τιμολόγια μέσω της μητρικής (με τη διαδικασία της ανάθεσης). Παραμένει η υποχρέωση υποβολής;

Δείτε εγκύκλιο ΠΟΛ.1078/17.3.2014 (παράγραφος 3.3). 

A26. Εταιρίες που αποτελούν Φορολογικούς Αντιπρόσωπους εταιριών του εξωτερικού;

Ειδικότερα στις περιπτώσεις που εκδίδονται τιμολόγια από φορολογικό αντιπρόσωπο για πωλήσεις που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα για λογαριασμό πελάτη τους πώς θα διαχωρίζονται τα έσοδα του φορολογικού αντιπροσώπου από τα έσοδα του πελάτη τους;


Δε θα διαχωρίζονται, αναλαμβάνοντας όλες τις υποχρεώσεις των πελατών τους, θα τα περάσουν ως δικά τους έσοδα.

A27. Εταιρίες που είναι VAT registered στην Ελλάδα κατά ΠΟΛ.1113/22.5.2013 είναι υπόχρεοι;

Ναι.

A28. Σε ποιους αφορά η ένδειξη "Μη Υπόχρεου" που δηλώνεται στα έξοδα;

Αφορά σε συναλλαγές με ιδιώτες, ο λήπτης το δηλώνει με το Α.Φ.Μ. τους και με την ένδειξη, ώστε να μην αναμένεται διασταύρωση.

A29. Τιμολόγια αγορών από ιδιώτες: περιλαμβάνονται κανονικά στα έξοδα με το Α.Φ.Μ. του ιδιώτη;

Ναι, με την ένδειξη "Μη Υπόχρεου".

A30. Υπάρχουν ειδικές περιπτώσεις, όπου τα τιμολόγια που εκδίδονται προσμετρούνται και στις αποδείξεις λιανικής (εκδίδονται σε αντικατάσταση των αποδείξεων).

Δείτε εγκύκλιο ΠΟΛ.1078/17.3.2014 (παράγραφος 3.3). Θα δηλωθούν μια φορά στη χονδρική και θα αφαιρεθούν από τη λιανική (από το πεδίο που αθροίζονται οι χειρόγραφες λιανικές).

A31. Θα διατηρηθεί η δυνατότητα υποβολής ανά υποκατάστημα;

Ναι, μια επιχείρηση μπορεί να υποβάλλει ανά υποκατάστημα εφόσον το επιλέξει, αποκλειστικά με μεταφόρτωση αρχείου - upload xml. Εφόσον κάνει χρήση αυτής της δυνατότητας, δε θα μπορεί να υποβάλλει συνολικά.

A32. Υποβάλλονται συναλλαγές με αντισυμβαλλόμενους στο εξωτερικό;

Όχι, υποβάλλονται χονδρικές συναλλαγές μόνο με ελληνικά ενεργά Α.Φ.Μ.

A33. Πώς μπορώ να αποδείξω ότι υπέβαλα εμπρόθεσμα;


Στο "Ιστορικό" της εφαρμογής καταγράφεται με την ανάλογη ένδειξη αναλυτικό ημερολόγιο υποβολών και ενεργειών χρήστη είτε μέσω αρχείου είτε μέσω της ίδιας της εφαρμογής.

A34. Στο Ιστορικό εμφανίζονται πολλές εγκεκριμένες και απορριπτέες υποβολές, ποια είναι η κατάσταση που ισχύει; Πώς βλέπω ποιες εγγραφές έχει κρατήσει το σύστημα αν έχω κάνει λάθος ή έχω υποβάλλει πολλές φορές το ίδιο ή δεν είμαι σίγουρη για μια υποβολή μου;


Η κατάσταση που έχει σημασία και είναι έγκυρη φορολογικά προκύπτει μόνο από τις "Εγκεκριμένες" εγγραφές σε κάθε κατηγορία (έσοδα-έξοδα-λιανικές-δαπάνες) ανεξαρτήτως υποβολών. Οι τρέχουσες "Εγκεκριμένες" εγγραφές σε έσοδα-έξοδα είναι και οι μόνες που γίνονται ορατές στους αντισυμβαλλόμενούς σας.

A35. Πώς μπορώ να εκτυπώσω την κατάσταση μιας περιόδου; Υπάρχει οριστικοποίηση της κατάστασης;


Με είσοδο στην εφαρμογή, επιλογή περιόδου και "Εγκεκριμένων" εγγραφών σε κάθε κατηγορία (έσοδα-έξοδα-λιανικές-δαπάνες) μπορείτε να πάρετε εκτυπώσεις. Η κατάσταση δεν οριστικοποιείται, αλλά τροποποιείται συνεχώς μέχρι να ελαχιστοποιήσετε τις αποκλίσεις με τους αντισυμβαλλόμενους, οπότε οι εκτυπώσεις είναι περιορισμένης χρησιμότητας.

A36. Πώς μπορώ να τροποποιήσω ή και να διαγράψω λανθασμένες εγγραφές;


Οι εγγραφές μπορούν να τροποποιηθούν μέσα στην εφαρμογή επιλέγοντας περίοδο και "Εγκεκριμένα" σε κάθε κατηγορία και πατώντας στο εικονίδιο τροποποίησης δίπλα από την κάθε εγγραφή. Για διαγραφή αρκεί να μηδενιστούν οι αξίες (καθαρό ποσό και ΦΠΑ) σε κάθε κατηγορία. Για διαγραφή συγκεντρωτικών τιμολογίων, μηδενίζετε τις αξίες για τον συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο και εισάγετε πλήθος παραστατικών 1 (κατά σύμβαση). Δεν υπάρχει πρόβλημα αν παραμένουν εγγραφές αντισυμβαλλόμενων με μηδενικές αξίες.

B. Αποστολή Στοιχείων και Μορφότυπος Αρχείου

Οι παρακάτω συχνές ερωτήσεις αφορούν όσους δημιουργούν αρχείο για τις υποβολές τους. Αν χρησιμοποιείτε τη φόρμα εισαγωγής μέσα στη διαδικτυακή εφαρμογή, μπορείτε ασφαλώς να αγνοήσετε την παρακάτω ενότητα.

B1. Τι είδος αρχείου γίνεται δεκτό; Υπάρχουν περιορισμοί;

Ο μόνος τύπος αρχείου που γίνεται δεκτός από την εφαρμογή είναι xml. Το σύστημα υποστηρίζει συμπίεση zip, συγκεκριμένα:
-    Web Service: υποστηρίζεται μόνο zip (με ένα xml αρχείο μέσα στο zip).
-    Web Upload: υποστηρίζεται και xml αρχείο και zip (με ένα xml αρχείο μέσα στο zip). Το μέγιστο μέγεθος αρχείου που υποστηρίζεται είναι 4ΜΒ.

B2. Ο υπόχρεος μπορεί να στείλει στοιχεία αποσπασματικά με διαφορετικά αρχεία (πχ. χωριστά τα στοιχεία πωλήσεων και με άλλο αρχείο τα στοιχεία αγορών);


Ναι, χωρίς περιορισμούς.

B3. Κάθε αρχείο μπορεί να έχει ένα ή περισσότερα πακέτα-packages, δηλαδή δεν είναι υποχρεωτικό να περιλαμβάνονται όλα τα πακέτα (πχ με μηδενικές τιμές);

Ναι, δεν είναι υποχρεωτικό να περιλαμβάνονται όλες οι κατηγορίες συναλλαγών.

B4. Υποστηρίζεται «υβριδική» ενημέρωση, όπου ο ίδιος υπόχρεος μπορεί να στέλνει αναλυτικά στοιχεία για ένα αντισυμβαλλόμενο και συγκεντρωτικά για έναν άλλο;


Ναι, με χρησιμοποίηση ξεχωριστών αρχείων.

B5. Τι συμβαίνει σε ήδη απεσταλμένες εγγραφές του ίδιου μήνα όταν αποστέλλεται εγγραφή με action "replace";


Το replace διαγράφει όλες τις εγγραφές στην κατηγορία που εξασκείται (revenuelnvoices, groupedRevenues, groupedExpenses, groupedCashRegisters) για την περίοδο, και άρα στο replace πρέπει να συμπεριληφθούν όλες οι εγγραφές της κατηγορίας για την περίοδο ξανά, έστω κι αν χρειάζεται να διορθωθεί μόνο μια εγγραφή.

Αν χρησιμοποιείται η δυνατότητα ξεχωριστής υποβολής ανά υποκατάστημα, το replace θα διαγράψει μόνο τις εγγραφές στην περίοδο που αφορούν στο συγκεκριμένο υποκατάστημα.

B6. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί η επιλογή "replace" για να αποσταλούν εγγραφές συνολικά (συγκεντρωτικά ή αναλυτικά) για πρώτη φορά για μια περίοδο;

Ναι.

B7. Τι συμβαίνει σε ήδη απεσταλμένες εγγραφές του ίδιου μήνα όταν αποστέλλεται εγγραφή με action "incremental";

Το incremental εκτελεί τροποποίηση εσόδων ή εξόδων μόνο για τα Α.Φ.Μ. αντισυμβαλλόμενων που υπάρχουν στο xml αρχείο που περιέχεται, επομένως δε τροποποιεί το σύνολο των εγγραφών της κατηγορίας για την οποία εξασκείται στην περίοδο αναφοράς. Στην περίπτωση του incremental όταν επιθυμούμε να υποβάλλουμε νέα τιμολόγια για ένα Α.Φ.Μ., θα πρέπει να συμπεριλάβουμε/συναθροίσουμε για το συγκεκριμένο Α.Φ.Μ. ξανά όλα τα τιμολόγια στην περίοδο αναφοράς.

Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί το incremental και για τις λιανικές πωλήσεις - groupedCashRegisters (όπου αντί για Α.Φ.Μ., βάση είναι ο κωδικός ταμειακής), αλλά και για τα αναλυτικά τιμολόγια - revenuelnvoices.

B8. Σε περίπτωση που από λάθος έχει κατατεθεί ένα τιμολόγιο για έναν αντισυμβαλλόμενο, ενώ θα έπρεπε να μην υπάρχει εγγραφή γι' αυτόν, πώς διορθώνεται;

Μπορείτε να υποβάλετε νέα συγκεντρωτική του ίδιου τύπου (έσοδο ή έξοδο) με action "incremental", μηδενικές αξίες για τον συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο και πλήθος παραστατικών 1 (κατά σύμβαση). Δεν υπάρχει πρόβλημα αν παραμένουν εγγραφές αντισυμβαλλόμενων με μηδενικές αξίες.

B9. Ένα αρχείο μπορεί να περιέχει το σύνολο των εγγραφών για μια περίοδο με λογική replace ώστε να γίνεται εξ αρχής ενημέρωση και ταυτόχρονα να έχει ένα package για άλλη περίοδο που να είναι incremental;

Όχι, πρέπει να χρησιμοποιηθεί άλλο αρχείο για διαφορετική περίοδο.

B10. Το otherExpenses αντιμετωπίζεται πάντα με τη λογική το full replace για την περίοδο που αφορά (είναι το μόνο που δεν υποστηρίζει action);

Ναι.

B11. Στην περίπτωση αποστολής αναλυτικών στοιχείων, θεωρητικά μπορεί να προκύψει η περίπτωση να συμπίπτει το unique_id διαφορετικών παραστατικών στην ίδια περίοδο (πχ έκδοση από 2 διαφορετικά υποκαταστήματα ή ακόμα μπορεί να συμπίπτει ο αριθμός ενός τιμολογίου με ένα τιμολόγιο / δελτίο αποστολής). Είναι αποδεκτό ή πρέπει να το αντιμετωπίσει ο αποστολέας;

Είναι αποδεκτό, το unique_id είναι απλά πληροφοριακό στοιχείο για τον υπόχρεο, δεν αξιοποιείται ούτε ελέγχεται από το σύστημα.

B12. Πότε και πώς συμπληρώνεται το πεδίο υποκατάστημα;

Το υποκατάστημα συμπληρώνεται μόνο στην περίπτωση που χρησιμοποιείται η δυνατότητα, αλλιώς αφήνεται κενό (που σημαίνει συνολική υποβολή για το Α.Φ.Μ.). Υποβολή ανά υποκατάστημα αποκλείει τη συνολική υποβολή και αντίστροφα.

Εφόσον συμπληρώνεται, το περιεχόμενο είναι ένας αριθμός από 0 (που σημαίνει έδρα) έως 9999, όπως τα έχει δηλώσει η επιχείρηση στο taxis (το λογιστήριο οφείλει να γνωρίζει), και όπως τα υπέβαλλε και στην ετήσια κατάσταση πελατών-προμηθευτών. Σημειώνεται ότι μπορεί να μην είναι συνεχόμενοι αριθμοί, εφόσον ορισμένα υποκαταστήματα μπορεί να απενεργοποιηθούν.

Προσοχή!

Αν ήδη έχετε υποβάλλει μέσω αρχείου τις εγγραφές για τα υποκαταστήματά σας και μετά υποβάλετε μέσω φόρμας οποιαδήποτε εγγραφή, στο πεδίο υποκατάστημα θα έχει κενό αφού στην φόρμα δεν υποστηρίζεται η εισαγωγή υποκαταστήματος, με συνέπεια να σβηστούν όλες οι άλλες εγγραφές που έχετε υποβάλλει, αφού το κενό στο πεδίο υποκατάστημα θεωρείται συνολική υποβολή.


B13. Πώς μπορώ να δοκιμάσω αν το αρχείο μου είναι αποδεκτό;

Δεν παρέχεται περιβάλλον δοκιμών. Μπορείτε να υποβάλετε αν θέλετε δοκιμαστικά στο παραγωγικό με τους κωδικούς σας taxisnet, και μετά να διαγράψετε τις αποδεκτές εγγραφές όπως παρακάτω. Οι απορριφθείσες δοκιμαστικές υποβολές δεν έχουν σημασία.

B14. Πώς μπορώ να διαγράψω όλες τις εγγραφές μιας περιόδου;


Αρκεί να στείλετε ένα αρχείο με action replace σε όλες τις κατηγορίες και με μηδενικές εγγραφές. Στα έσοδα και στα έξοδα που απαιτείται αντισυμβαλλόμενος, μπορείτε να βάλετε κατά σύμβαση μια εγγραφή με αντισυμβαλλόμενο το Α.Φ.Μ. του ίδιου του υπόχρεου, πλήθος παραστατικών 1, και μηδενικές αξίες.

B15. Πως μπορώ να χρησιμοποιήσω το Web Service για να υποβάλλω;

Ο κάθε υπόχρεος εφόσον επιθυμεί να υποβάλει κάνοντας χρήση του REST Web Service πρέπει να εκδώσει ψευδοκωδικούς, δηλαδή ειδικά username/password συσχετισμένα με τον ΑΦΜ του και μόνο γι' αυτή τη χρήση: τις "Υποβολές ΜΥΦ".

Η έκδοση των ψευδοκωδικών γίνεται από την ιστοσελίδα "Διαχείριση Ειδικών Κωδικών", στην οποία συνδέεται με τους κωδικούς TAXISnet που διαθέτει: https://www1.gsis.gr/sgsisapps/tokenservices

Στην περίπτωση Φυσικού Προσώπου, η έκδοση των ψευδοκωδικών γίνεται από τον ίδιο τον υπόχρεο ενώ στην περίπτωση Νομικού Προσώπου γίνεται αποκλειστικά από Φυσικό Πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί ως «Εκπρόσωπος του Νομικού Προσώπου» μέσω της εφαρμογής εξουσιοδοτήσεων TAXISnet: https://www1.gsis.gr/taxisnet/mytaxisnet

Σημειώνεται ότι μέσω της εφαρμογής εξουσιοδοτήσεων TAXISnet, ένα Νομικό Πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να εξουσιοδοτήσει περισσότερα από ένα Φυσικά Πρόσωπα ως εκπροσώπους του, εκχωρώντας τους πλήρη πρόσβαση στις φορολογικές υποχρεώσεις του Νομικού Προσώπου στην εφαρμογή TAXISnet. Η ανάκληση αυτής της εξουσιοδότησης δεν επηρεάζει την ισχύ των ψευδοκωδικών ΜΥΦ που έχουν ήδη εκδοθεί.

Τα Νομικά Πρόσωπα μπορούν μόνο να δουν το username (αλλά όχι το password) του ζεύγους των ψευδοκωδικών που έχει εκδοθεί για λογαριασμό τους, από τους εκπροσώπους τους, μέσω της εφαρμογής Διαχείρισης Ειδικών Κωδικών στην ενότητα Υφιστάμενοι Ειδικοί Κωδικοί.

Από κάθε υπόχρεο, κάθε χρονική στιγμή, μπορεί να είναι ενεργός ένας μόνο ψευδοκωδικός για τις "Υποβολές ΜΥΦ". Ο ψευδοκωδικός αυτός μπορεί να ανακληθεί και να εκδοθεί νέος όποτε κριθεί απαραίτητο μέσω της "Διαχείρισης Ειδικών Κωδικών". Η ανάκληση μπορεί να γίνει μόνο από εκείνον που μπορεί να εκδόσει για το εν λόγω ΑΦΜ ένα νέο ψευδοκωδικό, όπως ήδη περιγράφηκε.

Μ' ένα ζεύγος ψευδοκωδικών μπορεί να υποβάλει ΜΥΦ με κλήση του REST Service μόνο ο ΑΦΜ για τις ανάγκες του οποίου έχουν εκδοθεί οι ψευδοκωδικοί. Δεν είναι δυνατόν μ' ένα ζεύγος ψευδοκωδικών να υποβάλουν δύο υπόχρεοι, καθώς μέσω του ειδικού ψευδοκωδικού προκύπτει μοναδικά ποιος είναι ο υπόχρεος - ΑΦΜ- που κάνει κλήση του REST Service.

Το username του ψευδοκωδικού επιτρέπει να δοθούν μικρά γράμματα, όμως κατά την αποθήκευση μετατρέπονται αυτόματα σε κεφαλαία. Το username για να χρησιμοποιηθεί σωστά πρέπει να περιέχει όλα τα γράμματα κεφαλαία, όπως δηλαδή εμφανίζονται στην οθόνη Υφιστάμενοι Ειδικοί Κωδικοί. Για το password δεν ισχύει αυτή η ιδιαιτερότητα, μπορούν δηλαδή να χρησιμοποιηθούν και μικροί και κεφαλαίοι χαρακτήρες.

Ο μορφότυπος των αρχείων που υποδέχεται (Συνεχώς ενημερωμένο)


XSD

Παράδειγμα ΜΥΦ XML

Παράδειγμα ΜΥΦ XML με Cas Εισπράξεις – Cas Πληρωμές (Ειδικού Καθεστώτος του Άρθρου 39β του Κώδικα Φ.Π.Α. – Cash Accounting Scheme)

Excel (βοήθημα για δημιουργία αρχείου - δεν υποστηρίζονται Cas Εισπράξεις/Cas Πληρωμές)

Επίσης, οδηγίες κλήσης και δείγμα κώδικα ως βοήθημα για την υλοποίηση client για το REST web service υποβολών.
Κλήση REST Service

Εγκύκλιος Ι.Κ.Α. αρ. 30/5.9.2016 Βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας σε δικαιούχους επιχορηγήσεων από εθνικούς πόρους ή συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

$
0
0

ΑΘΗΝΑ 05/09/2016
Αριθμ. Πρωτ: E57/35

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ENΙAΙO ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Δ Ι Ο Ι Κ Η Σ Η
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΣΦ/ΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ - ΕΣΟΔΩΝ
ΤΜΗΜΑ: ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΟΙΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Ταχ. Διεύθυνση : Αγ. Κων/νου 8
10241 ΑΘΗΝΑ
Αριθ. τηλεφώνου : 210 5215242
FAX : 210 5223228
E - mail : asfika@ika.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΡ.: 30

ΘΕΜΑ: «Βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας σε δικαιούχους επιχορηγήσεων από εθνικούς πόρους ή συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».


Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις του άρθρου πέμπτου του ν. 4380/2016 (ΦΕΚ 66 Α') Κύρωση της Συμφωνίας Κοινού Αεροπορικού Χώρου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών - μελών της και της Δημοκρατίας της Μολδαβίας και άλλες διατάξεις και με δεδομένο ότι η υπ' αριθ. σχετική 215/2016 ατομική Γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., έγινε δεκτή από τον Υφυπουργό Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (όπως μας γνωστοποιήθηκε με το από 25/08/2016 έγγραφο του αρμοδίου Υπουργείου), σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

Α. Με την παράγραφο (1) του άρθρου πέμπτου ορίζεται ότι:
«Οι επιχορηγήσεις που λαμβάνουν οι Δήμοι, οι Περιφέρειες και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αυτών, οι επιχειρήσεις του άρθρου 252 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, όπως ισχύει και οι επιχειρήσεις Περιφερειών του άρθρου 194 του ν. 3852/2010 από εθνικούς πόρους ή συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την επίτευξη κοινωφελούς σκοπού, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4182/2013 (Α' 185), δεν κατάσχονται και δεν συμψηφίζονται.
Για την είσπραξη των προαναφερθεισών επιχορηγήσεων χορηγείται αποδεικτικό φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί έκδοσης βεβαίωσης μη οφειλής από τις δημόσιες οικονομικές Υπηρεσίες και τα ασφαλιστικά ταμεία.
»

Κατά συνέπεια στους εργοδότες που εμπίπτουν στην ανωτέρω διάταξη, ήτοι Δήμους, Περιφέρειες και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου αυτών, επιχειρήσεις του άρθρου 252 του ν. 3463/2006 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων), όπως ισχύει καθώς και τις επιχειρήσεις των Περιφερειών του άρθρου 194 του ν. 3852/2010, για την είσπραξη των επιχορηγήσεων (από εθνικούς πόρους ή συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την επίτευξη κοινωφελούς σκοπού) θα χορηγείτε κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί έκδοσης Βεβαίωσης Ασφαλιστικής Ενημερότητας (σχετ. εγκύκλιο 97/11) χειρόγραφη ενημερότητα, χωρίς να εξετάζονται τυχόν ληξιπρόθεσμες οφειλές (που ενδέχεται να προέρχονται από μη ληφθείσες επιχορηγήσεις) και μόνο για την είσπραξη της επιχορήγησης προς την Υπηρεσία επιχορήγησης.

Για την ανάγκη υλοποίησης και την κοινή αντιμετώπιση από τα αρμόδια Υποκαταστήματα του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ σας κοινοποιούμε στα συνημμένα και έντυπο Βεβαίωσης Ασφαλιστικής Ενημερότητας με ένδειξη <Για είσπραξη επιχορηγήσεων από εθνικούς πόρους η συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα Ε.Ε.> η οποία θα απευθύνεται μόνο για τις Υπηρεσίες επιχορήγησης και αποκλειστικά και μόνο για την είσπραξη της επιχορήγησης, εφόσον αυτό δηλώνεται από την αιτούσα την ασφαλιστική ενημερότητα υπηρεσία του Δήμου ή της Περιφέρειας, ενώ στην αιτιολογία θα αναφέρεται, αποκλειστικά για την είσπραξη των επιχορηγήσεων που λαμβάνουν οι Δήμοι ή οι Περιφέρειες και τα νομικά πρόσωπα αυτών, από εθνικούς πόρους ή συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της ευρωπαϊκής ένωσης, σύμφωνα με παρ. 1 άρθρου πέμπτου ν.4380/2016.
Η ισχύς της εν λόγω Βεβαίωσης Ασφαλιστικής Ενημερότητας θα είναι ως την τελευταία ημέρα του επόμενου μήνα από την έκδοσή της.

Β. Με την παράγραφο (2) του άρθρου πέμπτου ορίζεται ότι:
«Για τις επιχειρήσεις που ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 252 του Κ.Δ.Κ., ν. 3463/2006 όπως ισχύει σήμερα και για τις επιχειρήσεις Περιφερειών του άρθρου 194 του ν. 3852/2010, οι οποίες λαμβάνουν επιχορηγήσεις από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ε.Ε., κατά παρέκκλιση του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, ορίζεται ως προθεσμία καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών τους, η τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν που καταβλήθηκε από την υπηρεσία χρηματοδότησης η σχετική επιχορήγηση - συνδρομή. Για τη διαπίστωση της εμπρόθεσμης ή μη καταβολής εισφορών θα πρέπει να λαμβάνεται από την επιχείρηση έγγραφο από την υπηρεσία χρηματοδότησης.»

Κατά συνέπεια για τις ανωτέρω επιχειρήσεις, για τις ασφαλιστικές εισφορές που προκύπτουν από την ασφαλιστική τακτοποίηση των απασχολουμένων τους, κατά την υλοποίηση των προγραμμάτων που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την επίτευξη κοινωφελούς σκοπού, ως καταληκτική ημερομηνία καταβολής των εισφορών ορίζεται η τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν που καταβλήθηκε από την υπηρεσία χρηματοδότησης η σχετική αντίστοιχη επιχορήγηση - συνδρομή.

Τα αναλογούντα πρόσθετα τέλη που θα προκύπτουν από Πράξεις Επιβολής Πρόσθετων Τελών (ΠΕΠΤ), θα πρέπει με ενέργειες του αρμόδιου Υποκαταστήματος, οίκοθεν να ακυρώνονται ή να μειώνονται αναλόγως, εφόσον δεν πρόκειται για το συνολικό ποσό, με αιτιολογία κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου πέμπτου του ν.4380/2016.

Σε περίπτωση που τα αναλογούντα πρόσθετα τέλη δεν έχουν καταλογιστεί με πράξη και οι αναλογούσες εισφορές καταβληθούν μετά από Πράξη Επιβολής Εισφορών, θα πρέπει με Υπηρεσιακό Σημείωμα από το αρμόδιο Υποκατάστημα προς την Ταμειακή Υπηρεσία (ΚΕΑΟ), να ζητηθεί η εξόφληση μόνο της κύριας εισφοράς, κατ' εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και σύμφωνα με το σχετικό έγγραφο της υπηρεσίας επιχορήγησης, κατά συνέπεια η εξόφληση θα πραγματοποιείται χωρίς τα αναλογούντα πρόσθετα τέλη. Η απαλλαγή με βάση τα ανωτέρω θα συντρέχει εφόσον από την Υπηρεσία χρηματοδότησης προκύπτει εγγράφως ότι ο (δικαιούχος) φορέας επιχορηγήθηκε για την υλοποίηση του προγράμματος που εκτελεί, με ρητή μνεία της ημερομηνίας καταβολής της επιχορήγησης συνόλου ή τμήματος αυτής.

Γ. Με την παράγραφο (3) του άρθρου πέμπτου ορίζεται ότι:
«Κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων περί έκδοσης βεβαίωσης μη οφειλής από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, κατά το χρονικό διάστημα δήλωσης και ασφάλισης του προσωπικού, έως την εξόφληση των αντίστοιχων εισφορών σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, θα χορηγείται βεβαίωση μη οφειλής, με την προϋπόθεση της τήρησης των λοιπών προϋποθέσεων χορήγησης αυτής.»

Κατά συνέπεια, στις ανωτέρω επιχειρήσεις - φορείς του Δημόσιου Τομέα, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων περί έκδοσης Β.Α.Ε., (σχετ. εγκύκλιο 97/11) θα χορηγείται με τη χειρόγραφη διαδικασία Βεβαίωση Ασφαλιστικής Ενημερότητας κατά τα γνωστά, χωρίς να εξετάζονται τυχόν ληξιπρόθεσμες οφειλές από ασφαλιστικές εισφορές που προκύπτουν και οφείλονται από μη ληφθείσες επιχορηγήσεις από την αρμόδια Υπηρεσία επιχορήγησης, για όλο το χρονικό διάστημα που είναι απαιτητές οι οφειλόμενες εισφορές και εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (παρ. 2 άρθρου πέμπτου ν.4380/2016).

Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω, για τη διαπίστωση ή μη της υποχρέωσης καταβολής των αντίστοιχων ασφαλιστικών εισφορών, που προκύπτουν από την ασφαλιστική τακτοποίηση απασχολουμένων των φορέων ή επιχειρήσεων που εμπίπτουν στις ανωτέρω διατάξεις, για την υλοποίηση προγραμμάτων για την επίτευξη κοινωφελούς σκοπού, εφόσον αυτές (εισφορές) εξοφλούνται από επιχορηγήσεις που λαμβάνουν από εθνικούς πόρους ή συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει η αρμόδια Υπηρεσία χρηματοδότησης να επιβεβαιώνει τη ληφθείσα ή ελλείπουσα επιχορήγηση και την περίοδο που αφορά.

Σημειώνεται ότι σε περιπτώσεις τμηματικής απόδοσης της επιχορήγησης, θα πρέπει να επιβεβαιώνεται η περίοδος αναφοράς, το ποσό του τιμήματος και η ημερομηνία καταβολής της επιχορήγησης, ώστε να τύχουν εφαρμογής όσα παραθέσαμε για την κατά παρέκκλιση χορήγηση Β.Α.Ε. σε φορείς που εμπίπτουν στο πλαίσιο εφαρμογής των κοινοποιούμενων διατάξεων.

Τέλος, διευκρινίζεται ότι κατά παρέκκλιση των γενικών διατάξεων και κατ' εφαρμογή των κοινοποιούμενων διατάξεων (άρθρου πέμπτου ν.4380/2016) Β.Α.Ε χορηγείται στους Δήμους και στις Περιφέρειες, για την είσπραξη των επιχορηγήσεων, εξυπακούεται ότι στην περίπτωση που έχουν χαρακτηριστεί με σχέση εργοδότη (συνυπεύθυνοι κ.λ.π.) με Αριθμό Μητρώου Εργοδότη των αναφερόμενων επιχειρήσεων στις εν λόγω διατάξεις για την χορήγηση της Β.Α.Ε θα λαμβάνονται υπ' όψιν οι προϋποθέσεις χορήγησης κατ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου πέμπτου ν.4380/2016 για τις επιχειρήσεις αυτές, ώστε να χορηγείται η Β.Α.Ε.

Ενώ στις επιχειρήσεις αυτών όπως ανωτέρω περιγράφεται (τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αυτών, οι επιχειρήσεις του άρθρου 252 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, όπως ισχύει και οι επιχειρήσεις Περιφερειών του άρθρου 194 του ν. 3852/2010) χορηγείται Β.Α.Ε για κάθε χρήση, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις όπως παραπάνω περιγράφονται (παρ. 2 και 3 άρθρου πέμπτου ν.4380/2016).

Παρακαλούμε για την πιστή εφαρμογή των ανωτέρω.




Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΙΩΑΝΝΑ ΓΑΤΗ - ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ

Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου Eνσωμάτωση της Οδηγίας 2014/56/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 για την τροποποίηση της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών και του Κανονισμού 537/2014

$
0
0

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ στο σχέδιο νόμου
«Ενσωμάτωση της ΟΔΗΓΙΑΣ 2014/56/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Απριλίου 2014 για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών»

Α. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Με τον παρόντα νόμο, ενσωματώνεται στη νομοθεσία της χώρας μας, η Οδηγία 2014/56/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2006 για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών. Η Οδηγία 2006/43/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την Οδηγία 2014/56/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014, καθορίζει τους όρους χορήγησης αδείας ασκήσεως επαγγέλματος και εγγραφής στο Δημόσιο Μητρώο των φυσικών προσώπων και οντοτήτων που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους των οικονομικών καταστάσεων των επιχειρήσεων, τους κανόνες περί ανεξαρτησίας, αντικειμενικότητας και επαγγελματικής δεοντολογίας που εφαρμόζονται στα πρόσωπα αυτά και το πλαίσιο για τη δημόσια εποπτεία τους.

Μετά την πάροδο οκτώ (8) ετών από τη θέση σε ισχύ της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ κρίθηκε αναγκαία η περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων αυτών, σε επίπεδο χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να καταστεί δυνατή η μεγαλύτερη διαφάνεια και προβλεψιμότητα των απαιτήσεων που εφαρμόζονται στα πρόσωπα αυτά και να ενισχυθεί η ανεξαρτησία και η αντικειμενικότητά τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Σκοπός της τροποποίησης είναι επίσης να αυξηθεί ο ελάχιστος βαθμός σύγκλισης σε ό,τι αφορά τα ελεγκτικά πρότυπα βάσει των οποίων διενεργούνται οι υποχρεωτικοί έλεγχοι. Επίσης, προκειμένου να βελτιωθεί η προστασία των επενδυτών, είναι σημαντικό να ενισχυθεί η δημόσια εποπτεία των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών, με την εδραίωση της ανεξαρτησίας των αρχών δημόσιας εποπτείας στην Ένωση και την ανάθεση σε αυτές των κατάλληλων αρμοδιοτήτων, μεταξύ των άλλων εξουσιών διενέργειας ερευνών και επιβολής κυρώσεων, ώστε να εντοπίζονται, να αποτρέπονται και να προλαμβάνονται οι παραβάσεις των εφαρμοστέων κανόνων στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών ελέγχου από Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές και ελεγκτικές εταιρείες.

Οι στόχοι αυτοί υλοποιήθηκαν με την Οδηγία 2014/56/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014, η οποία συμπληρώνεται με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ο οποίος έχει εφαρμογή στους υποχρεωτικούς ελέγχους των οικονομικών καταστάσεων οντοτήτων δημοσίου ενδιαφέροντος. Ο Κανονισμός θέτει κανόνες άμεσης εφαρμογής αλλά σε ορισμένα σημεία παρέχει την ευχέρεια στα κράτη μέλη να προβούν σε εθνικές επιλογές.

Η Οδηγία 2006/43/ΕΚ ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις του ν. 3693/2008, όπως μεταγενέστερα τροποποιήθηκε, ενώ παράλληλα η νομοθεσία για τη δημόσια εποπτεία των ελεγκτών και των ελεγκτικών εταιρειών συμπληρώνεται με τα άρθρα 1-12 του ν. 3148/2003, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. Με τον εν λόγω νόμο, η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες στην ΕΕ που θέσπισε ανεξάρτητη αρχή δημόσιας εποπτείας.

Λόγω του μεγάλου αριθμού των τροποποιήσεων που απαιτούνται για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στο νέο θεσμικό πλαίσιο, αντί της αποσπασματικής τροποποίησης άρθρων του ν. 3693/2008 και της προσθήκης νέων άρθρων, κρίθηκε σκόπιμη και για λόγους ενότητας του θεσμικού πλαισίου η σύνταξη νέου ενιαίου νομοθετήματος, ενώ κατ' εξαίρεση διατηρούνται και εν μέρει τροποποιούνται, όπου είναι αναγκαίο, οι οργανωτικής φύσεως διατάξεις του ν. 3148/2003 που αφορούν την Ε.Λ.Τ.Ε. ως αρχή δημόσιας εποπτείας.

Το παρόν νομοσχέδιο έχει πενήντα έξι (56) άρθρα και εναρμονίζει την ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ, όπως έχει τροποποιηθεί με την Οδηγία 2014/56/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014. Επίσης ο παρόν νόμος ενσωματώνει τις επιλογές που προβλέπονται για τα κράτη μέλη στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Λόγω του σημαντικού δημοσίου αντίκτυπου των οντοτήτων δημοσίου ενδιαφέροντος, ο οποίος απορρέει από την κλίμακα, την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους ,ή από τη φύση τους, χρειάζεται να ενισχυθεί η αξιοπιστία των ελεγχόμενων οικονομικών καταστάσεων οντοτήτων δημόσιου ενδιαφέροντος. Κατά συνέπεια, οι ειδικές διατάξεις για τους υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημόσιου ενδιαφέροντος που περιλαμβάνονται στην Οδηγία 2006/43/ΕΚ έχουν αναπτυχθεί περαιτέρω στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Στόχος των διατάξεων του παρόντος νομοσχεδίου είναι η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στην αξιοπιστία και την αντικειμενικότητα των οικονομικών καταστάσεων που δημοσιεύονται από τις επιχειρήσεις, με την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των υποχρεωτικών ελέγχων οι οποίοι διενεργούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Β. Επί των άρθρων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ


Στο άρθρο 1 τίθεται επιγραμματικά ο σκοπός του παρόντος σχεδίου νόμου, ο οποίος αποτελεί την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2006 (ΕΕ L157 της 9.6.2006), όπως έχει τροποποιηθεί με την Οδηγία 2014/56/ΕΕ της 16ης Απριλίου 2014, που καθορίζει τους κανόνες σχετικά με τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων ατομικών ή και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 και τη συνεπαγόμενη αναγκαία συμπλήρωση και μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τον ελεγκτικολογιστικό θεσμό. Ακολουθώντας την δομή της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2006 (ΕΕ L157 της 9.6.2006), όπως έχει τροποποιηθεί με την Οδηγία 2014/56/ΕΕ της 16ης Απριλίου 2014, έχει συμπεριληφθεί διάταξη σύμφωνα με την οποία το άρθρο 33 ( το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 29 της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2014/56/ΕΕ) δεν εφαρμόζεται στον υποχρεωτικό έλεγχο ετήσιων ατομικών ή και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων οντοτήτων δημόσιου ενδιαφέροντος, εκτός εάν προβλέπεται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Με το άρθρο 2 εισάγονται νέοι ορισμοί, απαραίτητοι για την κατανόηση και εφαρμογή του κειμένου που ακολουθεί, ενώ διατηρούνται και επαναλαμβάνονται με μόνον αναγκαίες γλωσσικές προσαρμογές οι ορισμοί του ν. 3693/2008 που δεν τροποποιούνται .

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ, ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ


Με το άρθρο 3 ορίζονται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση από την αρμόδια αρχή, που είναι η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποιήσεις και Ελέγχων (ΕΛΤΕ), της επαγγελματικής άδειας τόσο στους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές όσο και στις ελεγκτικές εταιρείες Για τις ελεγκτικές εταιρείες καθορίζονται τα ποσοστά συμμετοχής των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή και των ελεγκτικών εταιρειών στα δικαιώματα ψήφου και στη διοίκησή τους που αποτελούν προϋπόθεση για τη χορήγηση αδείας.

Με το άρθρο 4 ορίζονται και εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις με τις οποίες είναι δυνατή η αναγνώριση των ελεγκτικών εταιριών που έχουν λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος και επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα.

Με το άρθρο 5 οριοθετείται ότι η επαγγελματική άδεια χορηγείται με την απαραίτητη προϋπόθεση της εντιμότητα , ενώ με το άρθρο 6 ορίζονται οι προϋποθέσεις ανάκλησης της επαγγελματικής άδειας του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας καθώς και η υποχρέωση της γνωστοποίησης της ανάκλησης αυτής στις αρμόδιες αρχές των κρατών - μελών, οι οποίες έχουν χορηγήσει επαγγελματική άδεια στη χώρα τους στο συγκεκριμένο ελεγκτή ή ελεγκτική εταιρεία.

Με τα άρθρα 7, 8, και 9 τίθεται το πλαίσιο των απαιτούμενων προσόντων και της εξεταστικής διαδικασίας για την άσκηση του επαγγέλματος του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή. Αναλυτικότερα στο άρθρο 7 περιγράφεται το πλαίσιο των απαιτούμενων προσόντων ενώ στο 8 η διαδικασία διενέργειας των επαγγελματικών εξετάσεων. Στο άρθρο 9 ορίζεται ότι τα γνωστικά αντικείμενα των επαγγελματικών εξετάσεων είναι, τουλάχιστον, τα ακόλουθα: α) Γενικές Αρχές Λογιστικής και Λογιστικά Πρότυπα, β) Νομοθετικές ρυθμίσεις και πρότυπα αναφερόμενα στη σύνταξη ατομικών και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, γ) Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης, δ) Χρηματοοικονομική ανάλυση. ε) Κοστολόγηση και διοικητική λογιστική, στ) Διαχείριση κινδύνων και εσωτερικός έλεγχος, ζ) Ελεγκτική και επαγγελματικές ικανότητες του ελεγκτή, η) Νομοθετικές ρυθμίσεις και επαγγελματικά πρότυπα σχετικά με υποχρεωτικούς ελέγχους και τις λοιπές ελεγκτικολογιστικές εργασίες και τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές, θ) Διεθνή Ελεγκτικά Πρότυπα όπως αναφέρονται στο άρθρο 30 του παρόντος νόμου, ι) Κανόνες ανεξαρτησίας και επαγγελματική δεοντολογία, ια) Αρχές και ειδικά θέματα εταιρικού δικαίου και εταιρικής διακυβέρνησης συναφή με ελεγκτικές εργασίες, ιβ) Αρχές και ειδικά θέματα πτωχευτικού δικαίου, ιγ) Φορολογικό δίκαιο, ιδ) Αρχές και ειδικά θέματα αστικού και εμπορικού δικαίου, ιε) Αρχές και ειδικά θέματα ασφαλιστικού και εργατικού δικαίου, ιστ) Πληροφορική και Μηχανογραφικά συστήματα, ιζ) Αρχές Οικονομίας, Χρηματοοικονομικής και Οικονομικής των επιχειρήσεων, ιη) Στοιχεία Μαθηματικών και Στατιστικής, ιθ) Βασικές αρχές χρηματοοικονομικής διοίκησης. Με Κανονιστικές Πράξεις της ΕΛΤΕ, καθορίζεται και αναπροσαρμόζεται το ειδικότερο περιεχόμενο των γνωστικών αντικειμένων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, για την προσαρμογή του στις εξελίξεις της ελεγκτικής και του ελεγκτικού επαγγέλματος.

Στο άρθρο 10 οριοθετείται το καθεστώς απαλλαγών και η κατ' εξαίρεση δυνατότητα απαλλαγής από τις επαγγελματικές εξετάσεις σε ένα ή περισσότερα γνωστικά αντικείμενα υπό προϋποθέσεις που ορίζονται σαφώς.

Στο άρθρο 11 εξασφαλίζεται η ικανότητα πρακτικής εφαρμογής των απαιτούμενων θεωρητικών γνώσεων με την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης υπό την εποπτεία Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή για πέντε (5) τουλάχιστον έτη εκ των οποίων τα δύο (2) έτη μετά το πέρας των επαγγελματικών εξετάσεων. Η ΕΛΤΕ κατά τη διαδικασία αυτή έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει για να κρίνει την επάρκεια και το περιεχόμενο της πρακτικής άσκησης.

Στο άρθρο 12 ορίζεται ότι για τη διατήρηση της επαγγελματικής άδειας, που προβλέπεται από το άρθρο 3 του παρόντος νόμου, οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές είναι υποχρεωμένοι να συμμετέχουν σε προγράμματα συνεχούς εκπαίδευσης, ενώ η διάρκεια και η επάρκεια του περιεχομένου των προγραμμάτων συνεχούς εκπαίδευσης και η επάρκεια των φορέων που τα παρέχουν κρίνονται με Κανονιστική Πράξη της ΕΛΤΕ.

Με το άρθρο 13 περιγράφεται το καθεστώς της χορήγησης άδειας σε Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές από άλλα κράτη - μέλη. Μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι η ΕΛΤΕ συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών, στο πλαίσιο της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Φορέων Εποπτείας των Ελεγκτών ( ΕΕΦΕΕ).Η ΕΛΤΕ συνεργάζεται με την ΕΕΦΕΕ και τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 20 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 στον βαθμό που η σύγκλιση αυτή συνδέεται με υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημόσιου ενδιαφέροντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΕ ΜΗΤΡΩΟ


Στα άρθρα 14, 15 και 16 καθορίζονται οι όροι εγγραφής των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιριών στο Δημόσιο Μητρώο. Αναλυτικότερα αφού οριοθετείται η έννοια του Δημόσιου Μητρώου στο άρθρο 14, στα άρθρα 15 και 16, αποσαφηνίζεται τόσο η διαδικασία εγγραφής, κατονομάζοντας τα στοιχεία που απαραιτήτως πρέπει να εμπεριέχει η σχετική αίτηση, όσο και οι σχετικές αρμοδιότητες της ΕΛΤΕ.

Με το άρθρο 14 ορίζεται ότι το Δημόσιο Μητρώο, που είναι προσιτό στο κοινό των ελεγκτών τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή υπό την εποπτεία της ΕΛΤΕ με τα ειδικότερα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 15.

Με το άρθρο 15 καθορίζεται το ελάχιστο των στοιχείων εγγραφής στο Δημόσιο Μητρώο που απαιτούνται για κάθε Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή καθώς και για τους ελεγκτές τρίτης χώρας, ενώ παρέχεται το δικαίωμα στην ΕΛΤΕ να ζητήσει πρόσθετα στοιχεία σε κάθε περίπτωση που το κρίνει απαραίτητο.

Με το άρθρο 16 καθορίζεται το ελάχιστο των στοιχείων εγγραφής στο μητρώο που απαιτούνται για κάθε ελεγκτική εταιρεία καθώς και για ελεγκτική οντότητα τρίτης χώρας, ενώ παρέχεται το δικαίωμα στην ΕΛΤΕ να ζητήσει πρόσθετα στοιχεία σε κάθε περίπτωση που το κρίνει απαραίτητο όπως και ανωτέρω.

Με το άρθρο 17 ορίζεται ότι η υποβολή και τυχόν μεταβολή των πληροφοριακών στοιχείων που παρέχονται από τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρείες γίνεται με ευθύνη των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών, ενώ παρέχεται παράλληλα το δικαίωμα στην ΕΛΤΕ να ελέγχει την ορθότητα και πληρότητα των στοιχείων με κάθε πρόσφορο μέσο. Η άρνηση υποβολής ή η ανακριβής ή η παραπλανητική παροχή των υποβαλλόμενων στοιχείων, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα και επισύρει τις κυρώσεις του άρθρου 35 του παρόντος νόμου.

Με το άρθρο 18 ορίζεται ότι με την υπογραφή , ηλεκτρονική ή μη, των προσώπων που παρέχουν τα ως άνω στοιχεία, επικυρώνεται η ακρίβεια και η επάρκεια των πληροφοριακών στοιχείων και τεκμηριώνεται η ευθύνη των προσώπων αυτών έναντι της ΕΛΤΕ.

Με το άρθρο 19 καθορίζεται η ελληνική γλώσσα σαν επίσημη γλώσσα καταχώρισης στο Δημόσιο Μητρώο ελεγκτών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ, ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ


Με το άρθρο 20 θεσπίζονται οι αρχές επαγγελματικής δεοντολογίας και επαγγελματικού σκεπτικισμού, οι οποίες θα πρέπει να ακολουθούνται από τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρείες.

Στο άρθρο 21 ρυθμίζεται το καθεστώς που είναι απαραίτητο για να διασφαλισθεί η ανεξαρτησία και η αντικειμενικότητα των ελέγχων. Ορίζεται ότι στα φύλλα εργασίας των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών υποχρεωτικά αναγράφονται οι κίνδυνοι που απειλούν την ανεξαρτησία τους, καθώς και τα μέτρα που λαμβάνονται για τον περιορισμό τους. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες θα πρέπει να είναι ανεξάρτητοι κατά τη διενέργεια υποχρεωτικών ελέγχων των ελεγχόμενων οντοτήτων και να αποφεύγεται κάθε σύγκρουση συμφερόντων. Για να εκτιμηθεί κατά πόσον είναι ανεξάρτητοι οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η έννοια του δικτύου. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές, οι ελεγκτικές εταιρείες και οι υπάλληλοί τους θα πρέπει ιδιαιτέρως να απέχουν από τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου μιας οντότητας, εάν έχουν επιχειρηματικό συμφέρον ή οικονομικό συμφέρον σε αυτήν, και από την πραγματοποίηση συναλλαγών με χρηματοοικονομικά μέσα που εκδίδει, εγγυάται ή υποστηρίζει με άλλον τρόπο μια ελεγχόμενη οντότητα, πέραν των συμμετοχών σε προγράμματα διαφοροποιημένων συλλογικών επενδύσεων. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία θα πρέπει να απέχει από τη συμμετοχή στις εσωτερικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων της ελεγχόμενης οντότητας. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές, οι ελεγκτικές εταιρείες και οι υπάλληλοί τους που συμμετέχουν άμεσα στην εργασία υποχρεωτικού ελέγχου θα πρέπει να εμποδίζονται να αναλαμβάνουν καθήκοντα στην ελεγχόμενη οντότητα σε επίπεδο διεύθυνσης ή διοικητικού συμβουλίου, έως ότου περάσει κατάλληλο χρονικό διάστημα από την περάτωση της ελεγκτικής εργασίας, εντός του οποίου ενεργούν οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες. Η ΕΛΤΕ με Κανονιστικές Πράξεις μπορεί να ρυθμίζει, να εξειδικεύει και να ερμηνεύει θέματα και καταστάσεις που υπομονεύουν την ανεξαρτησία των ελέγχων.

Στο άρθρο 22 ρυθμίζεται το καθεστώς απασχόλησης από ελεγχόμενες οντότητες πρώην Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή πρώην υπαλλήλων Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή ελεγκτικών εταιρειών.

Στο άρθρο 23 καθορίζονται οι διαδικασίες για την αξιολόγηση των απειλών της ανεξαρτησίας των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών πριν αποδεχθούν ή συνεχίσουν μια εργασία υποχρεωτικού ελέγχου.

Στο άρθρο 24 καθορίζονται τα θέματα εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού απορρήτου. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες θα πρέπει να σέβονται τα δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των πελατών τους. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να δεσμεύονται από αυστηρούς κανόνες τήρησης της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού απορρήτου οι οποίοι, ωστόσο, δεν θα πρέπει να εμποδίζουν την ορθή εφαρμογή του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 ή τη συνεργασία με τον ελεγκτή του ομίλου κατά τη διενέργεια του ελέγχου ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, όταν η μητρική επιχείρηση βρίσκεται σε τρίτη χώρα, εφόσον υπάρχει συμμόρφωση με την Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Στο άρθρο 25 ορίζονται οι έννοιες της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο για λογαριασμό των ελεγκτικών εταιρειών.

Στο άρθρο 26 περιγράφεται η εσωτερική οργάνωση Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και ελεγκτικών εταιρειών, η οποία θα πρέπει να συμβάλλει στην πρόληψη τυχόν απειλών για την ανεξαρτησία τους. Ως εκ τούτου, οι ιδιοκτήτες ή οι μέτοχοι μιας ελεγκτικής εταιρείας, καθώς και όσοι την διευθύνουν, δεν θα πρέπει να επεμβαίνουν στη διενέργεια ενός υποχρεωτικού ελέγχου με οποιονδήποτε τρόπο που να θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο εκ μέρους της ελεγκτικής εταιρείας. Επίσης, οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες θα πρέπει να θεσπίζουν κατάλληλες εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες σε σχέση με τους υπαλλήλους και άλλα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δραστηριότητα υποχρεωτικού ελέγχου, ώστε να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις και τις διαδικασίες της ελεγκτικής εταιρείας ή της λειτουργικής διάρθρωσης του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή. Αυτές οι πολιτικές και διαδικασίες θα πρέπει να επιδιώκουν ιδίως την πρόληψη και την αντιμετώπιση οποιασδήποτε απειλής για την ανεξαρτησία των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και θα πρέπει να εξασφαλίζουν την ποιότητα, την ακεραιότητα και την ενδελέχεια του υποχρεωτικού ελέγχου. Οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες θα πρέπει να είναι ανάλογες, ενόψει του μεγέθους και της πολυπλοκότητας της επιχείρησης του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας.

Στο άρθρο 27 καθορίζεται το πλαίσιο οργάνωσης του έργου που πρέπει να ακολουθεί ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής και η ελεγκτική εταιρεία, παρέχοντας, μεταξύ άλλων, επαρκείς πόρους και προσωπικό κατά τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου.

Στο άρθρο 28 ορίζεται το αντικείμενο του υποχρεωτικού ελέγχου. Ο υποχρεωτικός έλεγχος οδηγεί στην έκφραση γνώμης αν οι οικονομικές καταστάσεις δίνουν την πραγματική και αξιόπιστη εικόνα των ελεγχόμενων οντοτήτων σύμφωνα με το σχετικό πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης. Οι τρίτοι που έχουν οικονομικά συμφέροντα στην ελεγχόμενη οντότητα, ωστόσο, μπορεί να μην γνωρίζουν τους περιορισμούς ενός ελέγχου, όσον αφορά, για παράδειγμα, τη σημαντικότητα, τις τεχνικές δειγματοληψίας, τον ρόλο του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή στον εντοπισμό περιπτώσεων απάτης και ευθύνη της διοίκησης, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε απόκλιση σχετικά με τις προσδοκίες. Για να μειωθεί η εν λόγω απόκλιση, είναι σημαντικό να παρέχεται μεγαλύτερη σαφήνεια σχετικά με το αντικείμενο του υποχρεωτικού ελέγχου.

Στο άρθρο 29 καθορίζεται η έννοια της αμοιβής που λαμβάνει ένας Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή ελεγκτική εταιρεία για τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου. Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι αμοιβές για τη διενέργεια ελέγχου δεν βασίζονται σε κανενός είδος αίρεση με εξαίρεση των περιπτώσεων εκείνων που έχουν καθοριστεί από δικαστήριο ή αρμόδια αρχή. Το ύψος της αμοιβής που λαμβάνει ένας Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή μία ελεγκτική εταιρεία από μία ελεγχόμενη οντότητα και η διάρθρωση των αμοιβών μπορούν να αποτελούν απειλή για την ανεξαρτησία του και θα πρέπει να εφαρμόζεται ειδική διαδικασία με την κατάλληλη εποπτεία της ΕΛΤΕ, ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα του ελέγχου. Στα πλαίσια αυτά η ΕΛΤΕ μπορεί να ζητά οποιαδήποτε πληροφορία και στοιχείο τόσο από τον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή την ελεγκτική εταιρεία όσο και από την ελεγχόμενη οντότητα που οφείλει την αμοιβή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΕΛΕΓΚΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΛΕΓΧΟΥ


Με το άρθρο 30 καθορίζονται τα Ελεγκτικά Πρότυπα που θα πρέπει να ακολουθούν οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές διασφαλίζοντας την υψηλή ποιότητα των υποχρεωτικών ελέγχων στη Ένωση. Όλοι οι υποχρεωτικοί έλεγχοι θα πρέπει συνεπώς να διενεργούνται βάσει των διεθνών ελεγκτικών προτύπων που εγκρίνει η Επιτροπή. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της δραστηριότητας μικρών επιχειρήσεων, όταν αξιολογούν το πεδίο εφαρμογής διεθνών ελεγκτικών προτύπων. Με Κανονιστικές Πράξεις της ΕΛΤΕ, μπορούν να υιοθετούνται ελεγκτικές διαδικασίες ή απαιτήσεις που διασφαλίζουν την αναλογική εφαρμογή των ελεγκτικών προτύπων στους υποχρεωτικούς ελέγχους των μικρών επιχειρήσεων.

Στο άρθρο 31 περιγράφεται επακριβώς το πλαίσιο σχετικά με τις υποχρεώσεις του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο επί ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων. Στην περίπτωση ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, είναι σημαντικό να υπάρχει σαφής καθορισμός των ευθυνών των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή των ελεγκτικών εταιρειών που ελέγχουν διαφορετικές οντότητες εντός του ομίλου. Για τον σκοπό αυτό, ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία του ομίλου φέρει την πλήρη ευθύνη για την έκθεση ελέγχου.

Στο άρθρο 32 περιγράφεται το πλαίσιο κατάρτισης της έκθεσης ελέγχου το οποίο θα πρέπει να είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις των ελεγκτικών προτύπων του άρθρου 30 του παρόντος νόμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ


Στο άρθρο 33 ορίζεται ότι η γενικότερη εποπτεία του συστήματος του ποιοτικού ελέγχου ανατίθεται στην ΕΛΤΕ, ενώ η διοικητική μέριμνα για την εκτέλεση του ποιοτικού ελέγχου ανατίθεται στο Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου (ΣΠΕ). Οι επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας είναι σχεδιασμένες να προλαμβάνουν ή να αντιμετωπίζουν δυνητικές ελλείψεις στον τρόπο με τον οποίο διενεργούνται οι υποχρεωτικοί έλεγχοι. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας είναι αρκούντως περιεκτικές, η ΕΛΤΕ, κατά την πραγματοποίηση των επιθεωρήσεων αυτών, λαμβάνει υπόψη την κλίμακα και τον περίπλοκο χαρακτήρα της δραστηριότητας των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών. Ρυθμίζονται τα διαδικαστικά θέματα διενέργειας των ποιοτικών ελέγχων και εξειδικεύονται τα αναγκαία προσόντα και οι απαιτούμενες ειδικότητες των «εντεταλμένων ελεγκτών» για τη διενέργεια των ποιοτικών ελέγχων. Η ΕΛΤΕ με Κανονιστική Πράξη αναθέτει τον ποιοτικό έλεγχο των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών, που διενεργούν ελέγχους σε οντότητες οι οποίες δεν εμπίπτουν στη περίπτωση 12 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου στην Επιτροπή Ποιοτικού Ελέγχου (ΕΠΕ), χωρίς να αποκλείεται η διενέργεια ποιοτικού ελέγχου από την ΕΛΤΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

Στο άρθρο 34 ορίζεται ότι αποκλειστικά αρμόδιο όργανο για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων για κάθε παράβαση της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών, ορίζεται το Δ.Σ., της Ε.Λ.Τ.Ε. στου οποίου τη σύνθεση, όταν συνεδριάζει ως Πειθαρχικό Συμβούλιο, προστίθενται δύο μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και δύο μη επαγγελματίες κατά την περίπτωση 14 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου.

Στο άρθρο 35 καθορίζεται η διαδικασία παραπομπής εποπτευόμενων προσώπων στο όργανο που λειτουργεί ως Πειθαρχικό Συμβούλιο, η διαδικασία διερεύνησης της υπόθεσης για τη διαπίστωση τυχόν τέλεσης παραβάσεων της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών, η διαδικασία σύνταξης κατηγορητηρίου, λήψης απόφασης επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων και καθορισμός αυτών λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες που έχουν σχέση με τη βαρύτητα και διάρκεια της παράβασης, τον βαθμό ευθύνης και την οικονομική δύναμη του υπαίτιου προσώπου κλπ. Προβλέπεται επίσης για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και διαφάνειας, η δημοσιοποίηση των αποφάσεων του Δ.Σ. που αφορούν την επιβολή των πειθαρχικών κυρώσεων. Ακόμα καθορίζονται διαδικασίες για την εξασφάλιση λήψης αναφορών και καταγγελιών για παράβαση του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014.

Στο άρθρο 36 καθορίζεται το πλαίσιο της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΛΤΕ και της ΕΕΦΕΕ, ενώ στο άρθρο 37 περιγράφονται τα θέματα της αστικής ευθύνης και της ασφαλιστικής κάλυψης των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΚΡΑΤΩΝ - ΜΕΛΩΝ

Με το άρθρο 38 ορίζεται η ΕΛΤΕ ως ασκούσα την δημόσια εποπτεία επί των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και ελεγκτικών εταιρειών. Η δημόσια εποπτεία περιλαμβάνει τη χορήγηση αδείας και την εγγραφή των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών σε μητρώο, την υιοθέτηση προτύπων επαγγελματικής δεοντολογίας και εσωτερικού ελέγχου ποιότητας των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών, τη συνεχή εκπαίδευση, καθώς και τα συστήματα διασφάλισης της ποιότητας, έρευνας και κυρώσεων για τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρείες. Επίσης, καθορίζεται το πλαίσιο της ανεξαρτησίας της ΕΛΤΕ από τον ελεγκτικό κλάδο το οποίο αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ακεραιότητα, την αποδοτικότητα και την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας εποπτείας. Δίδεται η δυνατότητα στην ΕΛΤΕ να αναθέτει καθήκοντα σε άλλες αρχές ή όργανα. Η ανάθεση αυτή θα πρέπει να υπόκειται σε διάφορους όρους και η ΕΛΤΕ θα πρέπει να φέρει την τελική ευθύνη για την εποπτεία. Τέλος, ορίζεται ότι για την άσκηση των καθηκόντων της, η ΕΛΤΕ διαθέτει επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους, ενώ για την ομαλή συνέχιση της λειτουργίας της διευκρινίζεται ότι οι σχετικές διατάξεις του Ν. 4170/2013, έχουν εφαρμογή από την έναρξη ισχύος του Ν.3148/2003.

Στο άρθρο 39 περιγράφεται το καθεστώς της συνεργασίας των εποπτικών αρχών σε επίπεδο κρατών - μελών της ΕΕ.

Με το άρθρο 40 (Αμοιβαία αναγνώριση των ρυθμιστικών διατάξεων των κρατών - μελών) προβλέπεται ότι σε περίπτωση υποχρεωτικού ελέγχου σε οντότητα με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος, που διενεργείται από Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία με επαγγελματική άδεια η οποία έχει δοθεί από τις αρμόδιες αρχές αυτού του κράτους - μέλους, η κανονιστική και εποπτική αρμοδιότητα ανήκει στις εποπτικές αρχές αυτού του άλλου κράτους - μέλους. Με την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου, ελεγκτικές εταιρείες που έχουν λάβει επαγγελματική άδεια και στην Ελλάδα υπόκεινται και στην εποπτεία της ΕΛΤΕ για τον διενεργούμενο έλεγχο.

Στο άρθρο 41 αποσαφηνίζονται τα θέματα του επαγγελματικού απορρήτου και της επαγγελματικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών. Ειδικότερα ορίζεται ότι η ΕΛΤΕ συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών και τις σχετικές ευρωπαϊκές αρχές, όταν αυτό απαιτείται για τον σκοπό της εκπλήρωσης των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014. Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους επικουρούν τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και τις σχετικές Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται στο πλαίσιο ερευνών που αφορούν υποχρεωτικούς ελέγχους. Κάθε πρόσωπο που απασχολείται ή απασχολήθηκε στην ΕΛΤΕ ή συνεργάζεται ή συνεργάστηκε με την ΕΛΤΕ, υποχρεούται να μην γνωστοποιεί σε άλλον πληροφορίες ή στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση του κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή ως αποτέλεσμα της συνεργασίας του με την ΕΛΤΕ. Το επαγγελματικό απόρρητο δεν ισχύει στις περιπτώσεις συνεργασίας της ΕΛΤΕ με την Τράπεζα της Ελλάδος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ), την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, τις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, καθώς και τις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της ΕΛΤΕ, όπου το απόρρητο ισχύει για τους λειτουργούς και υπαλλήλους των αρχών και υπηρεσιών αυτών. Η παράβαση των διατάξεων της παρούσας παραγράφου διώκεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX
ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΥΣΗ


Στο άρθρο 42 ρυθμίζεται το διαδικαστικό πλαίσιο διορισμού του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας διασφαλίζοντας την ανεξαρτησία αυτών κατά τη διενέργεια των υποχρεωτικών ελέγχων καθορίζοντας παράλληλα ότι ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή ο κύριος εταίρος ελέγχου της ελεγκτικής εταιρείας μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του, με την ιδιότητά του αυτή, για χρονική περίοδο που δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε (5) συνεχή χρόνια και να επαναλάβει τα καθήκοντά του μετά από την παρέλευση δύο (2) συνεχών χρόνων. Επίσης καθορίζονται τα κριτήρια υπαγωγής σε υποχρεωτικό έλεγχο από Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές και ελεγκτικές εταιρείες λαμβάνοντας υπόψη την παράγραφο 43 του Προοιμίου της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλλουν υποχρεωτικό έλεγχο από Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες στις μικρές επιχειρήσεις καθώς και την έρευνα που διενέργησε η ΕΛΤΕ με ημερομηνία 12/5/2016 από την οποία προκύπτει ότι ο αντίστοιχος αριθμητικός μέσος όρος κριτηρίων υπαγωγής σε υποχρεωτικό έλεγχο των κρατών μελών ανέρχεται σε 3 εκ. € κύκλο εργασιών και 1,1εκ. € σύνολο ενεργητικού.

Στο άρθρο 43 καθορίζεται η διαδικασία παύσης και παραίτησης των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή των ελεγκτικών εταιρειών από τον υποχρεωτικό έλεγχο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ
ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ


Με το άρθρο 44 περιγράφεται το θεσμικό πλαίσιο της Επιτροπής Ελέγχου την οποία υποχρεωτικά πρέπει να διαθέτει κάθε οντότητα δημοσίου ενδιαφέροντος και η οποία θα παρακολουθεί τη διαδικασία χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, την αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, την ανεξαρτησία των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, τη διαδικασία διορισμού αυτών κλπ.

Στο άρθρο 45 ορίζεται ότι οι αμοιβές για τη διενέργεια υποχρεωτικών ελέγχων σε οντότητες δημόσιου ενδιαφέροντος δεν είναι αμοιβές υπό αίρεση. Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, αμοιβές υπό αίρεση είναι οι αμοιβές για ελεγκτικές εργασίες που υπολογίζονται σε προκαθορισμένη βάση σε σχέση με το αποτέλεσμα ή την έκβαση μιας συναλλαγής ή το αποτέλεσμα του εκτελούμενου έργου. Οι αμοιβές δεν θεωρούνται ότι είναι υπό αίρεση εάν έχουν καθοριστεί από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή. Επίσης οι αμοιβές δεν πρέπει να δημιουργούν καταστάσεις κινδύνου για την ανεξαρτησία των ελεγκτών.

Στο άρθρο 46 ορίζεται ρητά η απαγόρευση παροχής μη ελεγκτικών υπηρεσιών από τον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή την ελεγκτική εταιρεία που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο οντότητας δημόσιου ενδιαφέροντος ή οποιοδήποτε μέλους του δικτύου στο οποίο ανήκει ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία για μια σειρά από περιπτώσεις.

Στο το άρθρο 47 περιγράφεται το πλαίσιο της έκθεσης ελέγχου για τον υποχρεωτικό έλεγχο των οντοτήτων δημοσίου ενδιαφέροντος.

Στο άρθρο 48 ορίζεται ότι οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ή οι ελεγκτικές εταιρείες που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημόσιου ενδιαφέροντος υποβάλλουν συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου της ελεγχόμενης οντότητα, καθώς και το περιεχόμενό της.

Στο άρθρο 49 περιγράφεται το πλαίσιο της έκθεσης διαφάνειας, καθορίζοντας τα ελάχιστα πληροφοριακά στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στις εκθέσεις όπως νομική μορφή και πλήρη στοιχεία των μετόχων, περιγραφή του εσωτερικού συστήματος διασφάλισης ποιότητας, περιγραφή της δομής της εταιρικής διακυβέρνησης του ελεγκτικού γραφείου κ.λπ.

Στο άρθρο 50 καταγράφεται η διαδικασία και ο χρόνος τήρησης των φακέλων ελέγχου από τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρείες.

Στο άρθρο 51 ορίζεται η μέγιστη διάρκεια των υποχρεωτικών ελέγχων σε μια συγκεκριμένη ελεγχόμενη οντότητα δημοσίου ενδιαφέροντος ενός Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή/μιας ελεγκτικής εταιρείας για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος οικειότητας και, συνεπώς, να ενισχυθεί η ανεξαρτησία των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΤΥΧΕΣ


Στο άρθρο 52 περιγράφεται η διαδικασία εγγραφής στο Δημόσιο Μητρώο και η εποπτεία ελεγκτών και ελεγκτικών εταιρειών τρίτων χωρών.

Στο άρθρο 53 ορίζεται η διαδικασία χορήγησης επαγγελματικής άδειας σε ελεγκτή τρίτης χώρας, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 5 και 7 έως 12 του παρόντος νόμου. Η άδεια χορηγείται με τον όρο της αμοιβαιότητας.

Στο άρθρο 54 θεσπίζεται το πλαίσιο συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών. Ορίζεται ότι οι συμφωνίες συνεργασίας θα πρέπει να εξασφαλίζουν ορισμένες προϋποθέσεις, όπως η αιτιολόγηση της διαβίβασης του συγκεκριμένου αιτήματος, η διαβεβαίωση ότι τα πρόσωπα που διενήργησαν τον έλεγχο υπόκεινται στην υποχρέωση του επαγγελματικού απορρήτου κ.λ.π.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙI
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ


Στο άρθρο 55 ρυθμίζονται θέματα μεταβατικής φύσεως ενώ στο άρθρο 56 ορίζεται ότι καταργούνται ορισμένες διατάξεις του ν.3693/2008 και του ν. 3148/2003.


ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
Ενσωμάτωση της ΟΔΗΓΙΑΣ 2014/56/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Απριλίου 2014 για την τροποποίηση της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών και του Κανονισμού 537/2014.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1
Αντικείμενο


Ο παρών νόμος έχει ως αντικείμενο την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2006 (ΕΕ L157 της 9.6.2006), όπως έχει τροποποιηθεί με την Οδηγία 2014/56/ΕΕ της 16ης Απριλίου 2014, που καθορίζει τους κανόνες σχετικά με τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων ατομικών ή/και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 καθώς και τη συμπλήρωση και μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου, που διέπει τον ελεγκτικολογιστικό θεσμό.
Το άρθρο 33 του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζεται στον υποχρεωτικό έλεγχο ετήσιων ατομικών ή/και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων οντοτήτων δημόσιου ενδιαφέροντος, εκτός εάν προβλέπεται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Άρθρο 2
Ορισμοί


Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου και κάθε νομοθετικής ρύθμισης, που διέπει τον ελεγκτικολογιστικό θεσμό, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1."Υποχρεωτικός έλεγχος": ο έλεγχος των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ατομικών ή και ενοποιημένων και κάθε εργασία ελεγκτικής φύσεως που διενεργείται από Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία εφόσον : α) απαιτείται από το δίκαιο της Ένωσης
β) απαιτείται από το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τις οντότητες ανεξαρτήτως μορφής και μεγέθους, που συντάσσουν οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.
γ) διενεργείται σύμφωνα, είτε με τα οριζόμενα στο άρθρο 30 του παρόντος νόμου πρότυπα ελέγχου, είτε με τα πρότυπα που επιβάλει το Συμβούλιο Λογιστικής Εποπτείας των Εταιρειών Δημοσίου Ενδιαφέροντος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (Public Company Accounting Oversight Board) και τα γενικά παραδεκτά πρότυπα ελέγχου στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
δ) διενεργείται οικειοθελώς κατόπιν αίτησης μικρών επιχειρήσεων και πληροί εθνικές νομικές απαιτήσεις ισοδύναμες με αυτές που αφορούν τον έλεγχο σύμφωνα με την περίπτωση β) και έχει ως σκοπό τη χορήγηση της προβλεπόμενης, από το άρθρο 32 του παρόντος νόμου, έκθεσης ελέγχου.
2. " Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ": φυσικό πρόσωπο που έχει λάβει, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, άδεια από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους να διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους.
3. "Ελεγκτική εταιρεία": νομικό πρόσωπο, ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα ανεξαρτήτως νομικής μορφής που έχει λάβει, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, άδεια από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους να διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους.
4. "Ελεγκτική οντότητα τρίτης χώρας": οντότητα, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, η οποία διενεργεί ελέγχους των ατομικών ή και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων μιας εταιρείας ιδρυθείσας σε τρίτη χώρα, εκτός της οντότητας που έχει εγγραφεί ως ελεγκτική εταιρεία σε οποιοδήποτε κράτος μέλος κατόπιν χορήγησης άδειας.
5. "Ελεγκτής τρίτης χώρας": φυσικό πρόσωπο το οποίο διενεργεί ελέγχους των ατομικών ή/και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων μιας εταιρείας ιδρυθείσας σε τρίτη χώρα, εκτός προσώπου που έχει εγγραφεί ως Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής σε οποιοδήποτε κράτος μέλος κατόπιν χορήγησης άδειας.
6. "Ελεγκτής ομίλου": Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής (Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές) ή ελεγκτική εταιρεία (ελεγκτικές εταιρείες) που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.
7. "Δίκτυο": ευρύτερη διάρθρωση συνεργασίας στην οποία ανήκει ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία και η οποία αποσκοπεί σαφώς στην κατανομή κερδών ή στοιχείων κόστους ή βρίσκεται υπό κοινή ιδιοκτησία, έλεγχο ή διοίκηση, ή υπόκειται σε ενιαία πολιτική και διαδικασίες διασφάλισης της ποιότητας ή δραστηριοποιείται υπό κοινή επιχειρηματική στρατηγική ή χρησιμοποιεί κοινό διακριτικό τίτλο ή σημαντικό μέρος επαγγελματικών πόρων. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. αποφασίζει για την ύπαρξη ή μη δικτύου, είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα που του υποβάλλεται.
8. "Συνδεδεμένη επιχείρηση ελεγκτικής εταιρείας": κάθε επιχείρηση, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, η οποία βρίσκεται υπό κοινή ιδιοκτησία ή κοινό έλεγχο ή κοινή διοίκηση με την ελεγκτική εταιρεία. Η Ε.Λ.Τ.Ε. αποφασίζει, με απόφαση του Δ.Σ., για τη συνδρομή ή μη της ιδιότητας του συνδεδεμένου μέρους ελεγκτικής εταιρείας, είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα που της υποβάλλεται.
9. "Έκθεση Ελέγχου": η έκθεση που αναφέρεται στα άρθρα 32 και 47 του παρόντος νόμου, καθώς και κάθε έκθεση που εκδίδεται ως αποτέλεσμα υποχρεωτικών ελέγχων, από Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία.
10. "Αρμόδια αρχή": Αρμόδια αρχή για τη δημόσια εποπτεία επί των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών ορίζεται η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.).
11. "Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα": τα διεθνή λογιστικά πρότυπα (International Accounting Standards IAS), τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (International Financial Reporting Standards IFRS) και οι ερμηνείες τους (SIC IFRIC Interpretations), οι τροποποιήσεις αυτών των προτύπων και των ερμηνειών τους και τα μελλοντικά πρότυπα και οι ερμηνείες τους, που εκδίδονται ή εγκρίνονται από το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (International Accounting Standards Board IASB).
12. "Οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος":
α) οντότητες που διέπονται από το δίκαιο ενός κράτους μέλους, των οποίων οι μεταβιβάσιμοι τίτλοι είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά οποιουδήποτε κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 περίπτωση 14) της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ.
β) πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του ν.4261/2014 πλην όσων αναφέρονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 του εν λόγω νόμου. γ) ασφαλιστικές επιχειρήσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν.4364/2016, με έδρα στην Ελλάδα εξαιρουμένων των αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν. 4364/2016, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 4364/2016, υποκαταστήματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του ν. 4364/2016 στην Ελλάδα και υποκαταστήματα αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του ν. 4364/2016 στην Ελλάδα.
δ) οντότητες που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ως οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος, με γνώμονα τη φύση των δραστηριοτήτων τους, το μέγεθός τους, τον αριθμό των απασχολουμένων σε αυτές και άλλα παρεμφερή κριτήρια.
13. "Συνεταιρισμός": μια ευρωπαϊκή συνεταιριστική εταιρεία όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, σχετικά με το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Συνεταιρικής Εταιρείας (ΕΣΕ), ή οποιοσδήποτε άλλος συνεταιρισμός που υπόκειται σε υποχρεωτικό έλεγχο σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, όπως πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 1 της Οδηγίας 2000/12/ΕΚ και ασφαλιστικές επιχειρήσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της Οδηγίας 91/674/ΕΟΚ.
14. 'Μη Επαγγελματίας": φυσικό πρόσωπο, το οποίο στη διάρκεια της συμμετοχής του στη διαχείριση του συστήματος δημόσιας εποπτείας και κατά τα τρία έτη που προηγούνται της συμμετοχής του, δεν διενήργησε υποχρεωτικούς ελέγχους, δεν είχε δικαιώματα ψήφου σε ελεγκτική εταιρεία, δεν υπήρξε μέλος του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου ελεγκτικής εταιρείας και δεν απασχολήθηκε ούτε συνδέθηκε κατ' άλλον τρόπο με ελεγκτική εταιρεία.
15. "Κύριος(οι) εταίρος(οι) ελέγχου":
α) ένας ή περισσότεροι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές που είναι εγγεγραμμένοι στο Δημόσιο Μητρώο του άρθρου 14 του παρόντος νόμου και έχουν ορισθεί από μία ελεγκτική εταιρεία, ως κύριοι υπεύθυνοι για τη διενέργεια του συγκεκριμένου υποχρεωτικού ελέγχου για λογαριασμό της ελεγκτικής εταιρείας ή β) σε περίπτωση υποχρεωτικού ελέγχου ομίλου οντοτήτων, τουλάχιστον ένας Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής που είναι εγγεγραμμένος στο Δημόσιο Μητρώο του άρθρου 14 του παρόντος νόμου, που έχει ορισθεί από την ελεγκτική εταιρεία, ως κύριος υπεύθυνος για τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου σε επίπεδο ομίλου και, τουλάχιστον οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές, που έχουν ορισθεί από την ελεγκτική εταιρεία, ως κύριοι υπεύθυνοι των υποχρεωτικών ελέγχων σε επίπεδο σημαντικών θυγατρικών ή γ) ένας ή περισσότεροι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές που είναι εγγεγραμμένοι στο Δημόσιο Μητρώο του άρθρου 14 του παρόντος νόμου και υπογράφουν την Έκθεση Ελέγχου.
16. "Μεσαίες επιχειρήσεις": οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 του ν. 4308/14.
17. "Μικρές επιχειρήσεις": οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του ν. 4308/14.
18. "Κράτος μέλος καταγωγής": το κράτος μέλος στο οποίο έχει αδειοδοτηθεί ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου.
19. "Κράτος μέλος υποδοχής": το κράτος μέλος στο οποίο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής που έχει αδειοδοτηθεί στο κράτος μέλος καταγωγής επιδιώκει να αδειοδοτηθεί επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 13 του παρόντος νόμου, ή το κράτος μέλος στο οποίο η ελεγκτική εταιρεία που έχει αδειοδοτηθεί στο κράτος μέλος καταγωγής επιδιώκει να εγγραφεί ή έχει ήδη εγγραφεί σε μητρώο, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος νόμου.
20. "Ελεγκτής διασφάλισης ποιότητας": Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής που διενεργεί την επισκόπηση επί της ποιότητας του ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κανονισμού 537/2014 και είναι εγγεγραμμένος στο Δημόσιο Μητρώο του άρθρου 14 του παρόντος νόμου.
21."Κανονιστική Πράξη της Ε.Λ.Τ.Ε..": Απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. που έχει κανονιστικό περιεχόμενο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ, ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

Άρθρο 3
Χορήγηση άδειας στους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές και στις ελεγκτικές εταιρείες


1. Δικαίωμα διενέργειας υποχρεωτικού ελέγχου έχουν μόνο οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ή οι ελεγκτικές εταιρείες που έχουν λάβει άδεια άσκησης επαγγέλματος (επαγγελματική άδεια) και είναι μέλη του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών (ΣΟΕΛ). Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές εφόσον εντάσσονται με οποιαδήποτε έννομη σχέση στη δύναμη ελεγκτικής εταιρείας διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους για λογαριασμό μίας μόνο ελεγκτικής εταιρείας.
2. Αρμόδια αρχή για τη χορήγηση επαγγελματικής άδειας σε Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές και ελεγκτικές εταιρείες ορίζεται η Ε.Λ.Τ.Ε. Η χορήγηση ή μη επαγγελματικής άδειας γίνεται με απόφαση Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., αφού λάβει υπόψη της στοιχεία που της χορηγεί το ΣΟΕΛ, που τηρεί το μητρώο των ασκούμενων Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών.
Με Κανονιστική Πράξη της Ε.Λ.Τ.Ε. καθορίζονται οι διαδικασίες, τα δικαιολογητικά και οι λοιπές λεπτομέρειες για τη χορήγηση της επαγγελματικής άδειας και την εγγραφή των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και ελεγκτικών εταιρειών στο Δημόσιο Μητρώο του άρθρου 14 του παρόντος νόμου.
3. Για τη χορήγηση επαγγελματικής άδειας σε Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 5 και 7 έως 11 ή / και 13 του παρόντος νόμου.
4. Για τη χορήγηση επαγγελματικής άδειας σε ελεγκτική εταιρεία πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α) στα φυσικά πρόσωπα που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους για λογαριασμό της ελεγκτικής εταιρείας πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 5 και 7 έως 11 ή/και 13 του παρόντος νόμου και να έχουν λάβει επαγγελματική άδεια στην Ελλάδα.
β) το μεγαλύτερο μέρος των δικαιωμάτων ψήφου σε μια ελεγκτική εταιρεία πρέπει να κατέχεται από ελεγκτικές εταιρείες στις οποίες έχει χορηγηθεί επαγγελματική άδεια σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή από φυσικά πρόσωπα που πληρούν τουλάχιστον τις προϋποθέσεις των άρθρων 5, 7 έως 11 ή/και 13 του παρόντος νόμου. γ) η πλειοψηφία του οργάνου διοίκησης της ελεγκτικής εταιρείας πρέπει να ανήκει κατά τα 2/3 τουλάχιστον σε ελεγκτικές εταιρείες, στις οποίες έχει χορηγηθεί επαγγελματική άδεια σε οποιοδήποτε κράτος - μέλος ή σε φυσικά πρόσωπα για τα οποία συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 5, 7 έως 11 ή/και 13 του παρόντος νόμου. Όταν το όργανο διοίκησης έχει μόνο δύο μέλη, για τουλάχιστον ένα μέλος θα πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρούσας περίπτωσης. δ) η ελεγκτική εταιρεία να πληροί την προϋπόθεση, που ορίζεται στο άρθρο 5 του παρόντος νόμου.

Άρθρο 4
Αναγνώριση ελεγκτικών εταιρειών


1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου, ελεγκτική εταιρεία που έχει αδειοδοτηθεί σε ένα κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους στην Ελλάδα, υπό τον όρο ότι ο κύριος εταίρος ελέγχου που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο για λογαριασμό της ελεγκτικής εταιρείας συμμορφώνεται με το άρθρο 3 παράγραφος 4 περίπτωση α) του παρόντος νόμου.
2. Ελεγκτική εταιρεία που επιθυμεί να διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους στην Ελλάδα και έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος - μέλος εγγράφεται και στο Δημόσιο Μητρώο, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 16 του παρόντος νόμου.
3. Η Ε.Λ.Τ.Ε. εγγράφει την εταιρεία στο Δημόσιο Μητρώο, εφόσον βεβαιωθεί ότι η ελεγκτική εταιρεία είναι εγγεγραμμένη στο Δημόσιο Μητρώο της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής της. Για την ως άνω βεβαίωση η Ε.Λ.Τ.Ε. βασίζεται σε πιστοποιητικό της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής της ελεγκτικής εταιρείας, το οποίο πρέπει να έχει εκδοθεί τους τελευταίους τρεις μήνες.
Η Ε.Λ.Τ.Ε. ενημερώνει την αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος καταγωγής για την εγγραφή της ελεγκτικής εταιρείας στην Ελλάδα.

Άρθρο 5
Εντιμότητα


Επαγγελματική άδεια χορηγείται μόνο σε φυσικά πρόσωπα και ελεγκτικές εταιρείες που διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας και δεν έχουν καταδικασθεί για οποιοδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στην περίπτωση γ) της παρ. 2 του άρθρου 6.

Άρθρο 6
Ανάκληση της επαγγελματικής άδειας Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας


1. Η επαγγελματική άδεια του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας ανακαλείται προσωρινά ή οριστικά με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε.
2. Η επαγγελματική άδεια του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ανακαλείται οριστικά στις ακόλουθες περιπτώσεις :
α) επιβολή πειθαρχικής ποινής οριστικής αφαίρεσης επαγγελματικής άδειας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου
β) θάνατος ή θέση σε στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση κατά τα άρθρα 1666-1668 του Αστικού Κώδικα
γ) καταδίκη με τελεσίδικη απόφαση ποινικού δικαστηρίου σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση (κοινή και στην υπηρεσία), απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία (κοινή και στην υπηρεσία), δωροδοκία, παράβαση καθήκοντος, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής ή για κακούργημα
δ) συνταξιοδότηση από τον κύριο ασφαλιστικό φορέα
ε) εφόσον παύουν να πληρούνται οι προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 5 και 7 έως 11 του παρόντος νόμου
στ) σε κάθε περίπτωση σοβαρής αμφισβήτησης της εντιμότητας του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή και εφόσον δεν υλοποιηθούν από αυτόν, μέσα σε χρονικό διάστημα που
καθορίζεται κατά περίπτωση από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. τυχόν μέτρα που θα του υποδειχθούν από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., για να αποκατασταθεί η αμφισβήτηση αυτή.
3. Η επαγγελματική άδεια της ελεγκτικής εταιρείας ανακαλείται οριστικά στις ακόλουθες περιπτώσεις :
α) επιβολή πειθαρχικής ποινής οριστικής αφαίρεσης επαγγελματικής άδειας
β) εάν παύει να πληρείται μία εκ των προϋποθέσεων του άρθρου 3 παρ. 4 περιπτώσεις β) και γ) του παρόντος νόμου και εφόσον μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα που καθορίζεται κατά περίπτωση από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. εξακολουθούν να μην πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές
γ) σε κάθε περίπτωση σοβαρής αμφισβήτησης της εντιμότητάς της και εφόσον δεν υλοποιηθούν από αυτήν, μέσα σε χρονικό διάστημα που καθορίζεται κατά περίπτωση από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. τυχόν μέτρα που θα της υποδειχθούν από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., για να αποκατασταθεί η αμφισβήτηση αυτή
δ) σε περίπτωση κατά την οποία τεθεί σε εκκαθάριση ή κηρυχθεί σε πτώχευση.
4. Η επαγγελματική άδεια του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας ανακαλείται προσωρινά όταν επιβληθεί αντίστοιχη πειθαρχική ποινή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
5. Όταν ανακαλείται για οποιονδήποτε λόγο η άδεια Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας, η Ε.Λ.Τ.Ε. γνωστοποιεί το γεγονός αυτό και τους λόγους της ανάκλησης στις οικείες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής, στο μητρώο των οποίων έχει επίσης εγγραφεί ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του παρόντος νόμου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην περίπτωση (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του παρόντος νόμου.
6. Σε περίπτωση οριστικής ανάκλησης της άδειας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, η Ε.Λ.Τ.Ε. προβαίνει στη διαγραφή του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας από το Δημόσιο Μητρώο.

Άρθρο 7
Προσόντα


1. Για να χορηγηθεί σε φυσικό πρόσωπο επαγγελματική άδεια Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά στο πρόσωπο του υποψηφίου οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α. Ο υποψήφιος να είναι κάτοχος τίτλου σπουδών τριτοβάθμιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (ΑΕΙ) της ημεδαπής ή αναγνωρισμένου ως ισότιμου τίτλου σπουδών της αλλοδαπής, ή κάτοχος τίτλου σπουδών τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης (ΤΕΙ) οικονομικής κατεύθυνσης της ημεδαπής ή αναγνωρισμένου ως ισότιμου τίτλου σπουδών της αλλοδαπής, ή κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών οικονομικής κατεύθυνσης της ημεδαπής ή αναγνωρισμένου ως ισότιμου τίτλου σπουδών της αλλοδαπής.
β. Απόκτηση των αναγκαίων θεωρητικών γνώσεων στα γνωστικά αντικείμενα του άρθρου 9 του παρόντος νόμου, η οποία αποδεικνύεται με την επιτυχία του υποψηφίου στις επαγγελματικές εξετάσεις, επιπέδου πανεπιστημιακών σπουδών ή ισοδυνάμου επιπέδου, που αναφέρονται στο άρθρο 8 του παρόντος νόμου.
γ. Ολοκλήρωση της πρακτικής άσκησης που προβλέπεται από το άρθρο 11 του παρόντος νόμου.
2. Η Ε.Λ.Τ.Ε. συνεργάζεται με τις αντίστοιχες αρχές των κρατών μελών προκειμένου να επιτύχουν σύγκλιση των απαιτήσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, λαμβάνοντας υπόψη τους τις εξελίξεις στην ελεγκτική και στο επάγγελμα του ελεγκτή και ειδικότερα, τη σύγκλιση που έχει ήδη επιτευχθεί από το επάγγελμα. Η Ε.Λ.Τ.Ε. επίσης συνεργάζεται με την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Φορέων Εποπτείας των Ελεγκτών (ΕΕΦΕΕ) και τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 20 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 στον βαθμό που η σύγκλιση αυτή συνδέεται με τον υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημόσιου ενδιαφέροντος.

Άρθρο 8
Επαγγελματικές εξετάσεις


1. Αντικειμενικός σκοπός των επαγγελματικών εξετάσεων είναι να διαπιστωθεί η κατοχή υψηλού επιπέδου απαραίτητων γνώσεων στα γνωστικά αντικείμενα του άρθρου 9 του παρόντος νόμου και η δυνατότητα της ορθής πρακτικής εφαρμογής των προαναφερόμενων θεωρητικών γνώσεων.
2. Οι επαγγελματικές εξετάσεις είναι γραπτές με την επιφύλαξη της αδυναμίας διενέργειας γραπτών εξετάσεων στις περιπτώσεις ατόμων με ειδικές ανάγκες.
3. Οι επαγγελματικές εξετάσεις και οι ειδικές επαγγελματικές εξετάσεις που προβλέπονται από το άρθρο 13 του παρόντος νόμου, τελούν υπό την εποπτεία και τον έλεγχο της Ε.Λ.Τ.Ε.. Στα πλαίσια της εποπτείας και του ελέγχου αυτού, η Ε.Λ.Τ.Ε. με Κανονιστικές Πράξεις αναθέτει την οργάνωση ή εκτέλεση ή αμφότερα τα έργα αυτά στο ΣΟΕΛ ή σε άτομα ή σε φορείς του εσωτερικού ή εξωτερικού με αποδεδειγμένη γνώση και εμπειρία στα θέματα αυτά και στην οποία θα διευκρινίζονται τα ανατιθέμενα καθήκοντα και οι όροι υπό τους οποίους πρόκειται να διεκπεραιωθούν. Οι επαγγελματικές εξετάσεις για όλα ή μέρος των γνωστικών αντικειμένων ή για όλους ή ορισμένους εξεταζόμενους μπορεί να διενεργούνται από κοινού με τις επαγγελματικές εξετάσεις άλλων αρμοδίων αρχών κρατών - μελών της Ε.Ε. ή τρίτων χωρών ή να αποτελούν μέρος των επαγγελματικών εξετάσεων που διενεργούνται από τις αρχές των χωρών αυτών.
4. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. αποφασίζει για κάθε ουσιαστικό ή διαδικαστικό θέμα σχετίζεται με την οργάνωση και διενέργεια των επαγγελματικών εξετάσεων και των ειδικών επαγγελματικών εξετάσεων, που προβλέπονται από το άρθρο 13 του παρόντος νόμου.
5. Τα θέματα που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται με Κανονιστικές Πράξεις της Ε.Λ.Τ.Ε..

Άρθρο 9
Έλεγχος θεωρητικών γνώσεων


1. Τα γνωστικά αντικείμενα των επαγγελματικών εξετάσεων είναι, τουλάχιστον, τα ακόλουθα:
α) Γενικές Αρχές Λογιστικής και Λογιστικά Πρότυπα.
β) Νομοθετικές ρυθμίσεις και πρότυπα αναφερόμενα στη σύνταξη ατομικών και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.
γ) Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης.
δ) Χρηματοοικονομική ανάλυση.
ε) Κοστολόγηση και διοικητική λογιστική.
στ) Διαχείριση κινδύνων και εσωτερικός έλεγχος.
ζ) Ελεγκτική και επαγγελματικές ικανότητες του ελεγκτή.
η) Νομοθετικές ρυθμίσεις και επαγγελματικά πρότυπα σχετικά με υποχρεωτικούς ελέγχους και τις λοιπές ελεγκτικολογιστικές εργασίες και τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές.
θ) Διεθνή Ελεγκτικά Πρότυπα όπως αναφέρονται στο άρθρο 30 του παρόντος νόμου.
ι) Κανόνες ανεξαρτησίας και επαγγελματική δεοντολογία.
ια) Αρχές και ειδικά θέματα εταιρικού δικαίου και εταιρικής διακυβέρνησης συναφή με ελεγκτικές εργασίες.
ιβ) Αρχές και ειδικά θέματα πτωχευτικού δικαίου.
ιγ) Φορολογικό δίκαιο.
ιδ) Αρχές και ειδικά θέματα αστικού και εμπορικού δικαίου.
ιε) Αρχές και ειδικά θέματα ασφαλιστικού και εργατικού δικαίου. ιστ) Πληροφορική και Μηχανογραφικά συστήματα.
ιζ) Αρχές Οικονομίας, Χρηματοοικονομικής και Οικονομικής των επιχειρήσεων.
ιη) Στοιχεία Μαθηματικών και Στατιστικής.
ιθ) Βασικές αρχές χρηματοοικονομικής διοίκησης.
2. Με Κανονιστικές Πράξεις της Ε.Λ.Τ.Ε., καθορίζεται και αναπροσαρμόζεται το ειδικότερο περιεχόμενο των γνωστικών αντικειμένων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, για την προσαρμογή του στις εξελίξεις της ελεγκτικής και του ελεγκτικού επαγγέλματος.

Άρθρο 10
Απαλλαγές


1. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 7 του παρόντος νόμου αλλά μέσα στα πλαίσια των αντικειμενικών σκοπών των επαγγελματικών εξετάσεων που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου, παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής από τις επαγγελματικές εξετάσεις σε ένα ή περισσότερα από τα γνωστικά αντικείμενα της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του παρόντος νόμου, στην περίπτωση που ο υποψήφιος κατέχει τίτλο σπουδών όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου, για την απόκτηση του οποίου εξετάστηκε στα γνωστικά αυτά αντικείμενα ή έχει επιτύχει στα γνωστικά αυτά αντικείμενα σε επαγγελματικές εξετάσεις ισοδύναμες με τις επαγγελματικές εξετάσεις του άρθρου 8 του παρόντος νόμου.
2. Η διαδικασία απαλλαγών από τις επαγγελματικές εξετάσεις καθορίζεται με Κανονιστική Πράξη της Ε.Λ.Τ.Ε., στην οποία προβλέπεται και η συγκρότηση επιτροπής απαλλαγών από τις επαγγελματικές εξετάσεις, η οποία κρίνει κατά περίπτωση, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της απαλλαγής. Στην εν λόγω Κανονιστική Πράξη θα διευκρινίζονται τα ανατιθέμενα καθήκοντα και οι όροι υπό τους οποίους θα διεκπεραιωθούν.

Άρθρο 11
Πρακτική άσκηση


1. Για να εξασφαλίζεται η ικανότητα πρακτικής εφαρμογής των θεωρητικών γνώσεων που αποτελούν αντικείμενο εξετάσεων, οι ασκούμενοι πραγματοποιούν πρακτική άσκηση πέντε (5) ετών τουλάχιστον εκ των οποίων τα δύο (2) έτη μετά το πέρας των επαγγελματικών εξετάσεων, η οποία θα καλύπτει κυρίως τον έλεγχο των ατομικών ή/ και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων ή παρόμοιων οικονομικών καταστάσεων.
2. Η πρακτική άσκηση πραγματοποιείται σε Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία που έχει λάβει άδεια σε οποιοδήποτε κράτος μέλος.
3. Η Ε.Λ.Τ.Ε. έχει δικαίωμα, κατά τη διακριτική της ευχέρεια και με κάθε πρόσφορο μέσο, να κρίνει καθ' όλη τη διάρκεια της πρακτικής άσκησης και μέσα στα πλαίσια του αντικειμενικού σκοπού της πρακτικής άσκησης, την επάρκεια του περιεχομένου της πρακτικής άσκησης, καθώς και την επάρκεια της εποπτείας των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών επί των Ασκούμενων Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών.

Άρθρο 12
Συνεχής εκπαίδευση


1. Για τη διατήρηση της επαγγελματικής άδειας, που προβλέπεται από το άρθρο 3 του παρόντος νόμου, οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές είναι υποχρεωμένοι να συμμετέχουν σε προγράμματα συνεχούς εκπαίδευσης για τη διατήρηση επαρκών θεωρητικών γνώσεων, επαγγελματικών προσόντων και αξιών υψηλού επιπέδου.
2. Η διάρκεια και η επάρκεια του περιεχομένου των προγραμμάτων συνεχούς εκπαίδευσης και η επάρκεια των φορέων που τα παρέχουν ρυθμίζονται με Κανονιστική Πράξη της Ε.Λ.Τ.Ε. Στα προγράμματα συνεχούς εκπαίδευσης περιλαμβάνονται και τα προγράμματα, που παρέχονται από τις ελεγκτικές εταιρείες.
3. Η μη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου επισύρει τις κυρώσεις του άρθρου 35 του παρόντος νόμου.
4. Την Ε.Λ.Τ.Ε. βαρύνει η δαπάνη της συνεχούς επαγγελματικής εκπαίδευσης των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, που οργανώνει και πραγματοποιεί αποκλειστικά η ίδια ή το Ινστιτούτο Εκπαίδευσης Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ( Ι.Ε.Σ.Ο.Ε.Λ.).

Άρθρο 13
Χορήγηση άδειας σε Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές από άλλα κράτη μέλη


1. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές που έχουν λάβει επαγγελματική άδεια σε οποιοδήποτε κράτος - μέλος έχουν δικαίωμα να λάβουν επαγγελματική άδεια στην Ελλάδα, με την προϋπόθεση ότι θα επιτύχουν σε Ειδικές Επαγγελματικές Εξετάσεις, που διενεργούνται στην ελληνική γλώσσα, μέσα στα πλαίσια που ορίζονται από το άρθρο 3 παράγραφος 1 περ. ζ) του ΠΔ 38/2010.
2. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου υποχρεούνται σε πρακτική άσκηση, σε περίπτωση που ο συνολικός χρόνος πρακτικής άσκησης και προϋπηρεσίας σε άλλο κράτος μέλος είναι μικρότερος από τον προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου.
3. Η Ε.Λ.Τ.Ε. συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών, στο πλαίσιο της ΕΕΦΕΕ, προκειμένου να επιτευχθεί σύγκλιση των απαιτήσεων της πρακτικής άσκησης προσαρμογής και της δοκιμασίας επάρκειας. Στα πλαίσια της συνεργασίας αυτής ενισχύουν τη διαφάνεια και την προβλεψιμότητα των απαιτήσεων. Η Ε.Λ.Τ.Ε. συνεργάζεται με την ΕΕΦΕΕ και τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 20 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 στον βαθμό που η σύγκλιση αυτή συνδέεται με υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημόσιου ενδιαφέροντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΕ ΜΗΤΡΩΟ

Άρθρο 14
Δημόσιο Μητρώο


Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες εγγράφονται, προκειμένου να ασκήσουν το επάγγελμά τους, στο Δημόσιο Μητρώο το οποίο τηρείται από την Ε.Λ.Τ.Ε. σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στα άρθρα 15 και 16 του παρόντος νόμου.
Με Κανονιστική Πράξη της η Ε.Λ.Τ.Ε. αναθέτει τα διαδικαστικά θέματα τηρήσεως του Δημόσιου Μητρώου στον αρμόδιο επαγγελματικό φορέα (ΣΟΕΛ) και στην οποία διευκρινίζονται τα ανατιθέμενα καθήκοντα και οι όροι υπό τους οποίους πρόκειται να διεκπεραιωθούν.
Η εγγραφή στο Δημόσιο Μητρώο, κάθε Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή και κάθε ελεγκτικής εταιρείας γίνεται με διακεκριμένη αρίθμηση (αριθμός μητρώου).Το Δημόσιο Μητρώο τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή, η πρόσβαση σε αυτό γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα και είναι προσιτό στο κοινό.
Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., δύνανται να περιορίζονται οι γνωστοποιήσεις που απαιτείται να παρέχονται από το Δημόσιο Μητρώο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και του άρθρου 15 του παρόντος νόμου στις περιπτώσεις και κατά την έκταση που τούτο είναι αναγκαίο για να περιορισθεί άμεση και σημαντική απειλή για την ασφάλεια οποιουδήποτε προσώπου.
Το Δημόσιο Μητρώο περιέχει το όνομα και τη διεύθυνση της Ε.Λ.Τ.Ε. ως αρμόδιας αρχής που έχει την τελική ευθύνη για :
α) τη χορήγηση επαγγελματικής άδειας κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 3 του παρόντος νόμου,
β) τη διασφάλιση της ποιότητας της εργασίας κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 33 του παρόντος νόμου,
γ) τη διενέργεια ερευνών και επιβολής κυρώσεων κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 35 του παρόντος νόμου, δ) την άσκηση δημόσιας εποπτείας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του παρόντος νόμου.

Άρθρο 15
Εγγραφή των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών στο Δημόσιο Μητρώο


1. Κάθε εγγραφή Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή στο Δημόσιο Μητρώο περιέχει τουλάχιστον τα παρακάτω στοιχεία:
α) ονοματεπώνυμο, πλήρη στοιχεία της επαγγελματικής διεύθυνσης και αριθμό μητρώου,
β) την επωνυμία και τον διακριτικό τίτλο καθώς και τα πλήρη στοιχεία της επαγγελματικής διεύθυνσης και της διαδικτυακής διεύθυνσης της ελεγκτικής εταιρείας, στην οποία ή για λογαριασμό της οποίας ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής παρέχει τις υπηρεσίες του, ανεξάρτητα από τη νομική σχέση με την οποία παρέχονται οι υπηρεσίες αυτές,
γ) πλήρη στοιχεία της εγγραφής του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή σε Δημόσιο Μητρώο άλλων κρατών - μελών ή και της εγγραφής του ως ελεγκτή τρίτης χώρας, με σαφή μνεία του αριθμού μητρώου του και του ονόματος της αρμόδιας, για την εγγραφή αυτή, αρχής.
2. Οι ελεγκτές τρίτης χώρας που εγγράφονται στο Δημόσιο Μητρώο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 52 του παρόντος νόμου, εμφανίζονται στο Δημόσιο Μητρώο σαφώς υπό την ιδιότητά τους αυτή και όχι ως Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές.
3. Η Ε.Λ.Τ.Ε. έχει δικαίωμα να ζητήσει οποιαδήποτε διευκρίνιση κρίνει αναγκαία ή να ζητήσει πρόσθετα στοιχεία για την ενημέρωση του Δημόσιου Μητρώου.

Άρθρο 16
Εγγραφή των ελεγκτικών εταιρειών στο Δημόσιο Μητρώο


1. Κάθε εγγραφή ελεγκτικής εταιρείας στο Δημόσιο Μητρώο περιέχει τουλάχιστον τα παρακάτω στοιχεία:
α) το όνομα, τον διακριτικό τίτλο, την πλήρη επαγγελματική διεύθυνση και τον αριθμό μητρώου,
β) τη νομική μορφή,
γ) την πλήρη επαγγελματική διεύθυνση του αρμόδιου για την παροχή πληροφοριών σχετικά με την ελεγκτική εταιρεία, καθώς και πλήρη διαδικτυακή διεύθυνση,
δ) την πλήρη διεύθυνση όλων των επαγγελματικών εγκαταστάσεων της ελεγκτικής εταιρείας στην Ελλάδα,
ε) το ονοματεπώνυμο και τον αριθμό μητρώου όλων των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην ελεγκτική εταιρεία ή ενεργούν για λογαριασμό της ελεγκτικής εταιρείας ή συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με την ελεγκτική εταιρεία, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή της σχέσης αυτής,
στ) τα πλήρη στοιχεία του ονόματος και της επαγγελματικής διεύθυνσης όλων των ιδιοκτητών της ελεγκτικής εταιρείας,
ζ) τα πλήρη στοιχεία του ονόματος και της επαγγελματικής διεύθυνσης όλων των προσώπων που συμμετέχουν στη διοίκηση της ελεγκτικής εταιρείας,
η) τα πλήρη στοιχεία του δικτύου στο οποίο ανήκει ή με το οποίο συνεργάζεται η ελεγκτική εταιρεία,
θ) πλήρη στοιχεία τυχόν εγγραφής της ελεγκτικής εταιρείας στο Μητρώο Ελεγκτών άλλων κρατών - μελών, ή και της εγγραφής της ως ελεγκτικής οντότητας τρίτης χώρας, με σαφή μνεία του αριθμού μητρώου της και του ονόματος της αρμόδιας, για την εγγραφή αυτή, αρχής.
ι) κατά περίπτωση, εάν η ελεγκτική εταιρεία είναι εγγεγραμμένη σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 του παρόντος νόμου.
2. Οι ελεγκτικές οντότητες τρίτης χώρας που εγγράφονται στο Δημόσιο Μητρώο του άρθρου 14 του παρόντος νόμου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 52 του παρόντος νόμου, εμφανίζονται στο Δημόσιο Μητρώο σαφώς υπό την ιδιότητά τους αυτή και όχι ως ελεγκτικές εταιρείες.
3. Η Ε.Λ.Τ.Ε. έχει δικαίωμα να ζητήσει οποιαδήποτε διευκρίνιση κρίνει αναγκαία ή να ζητήσει πρόσθετα στοιχεία για την ενημέρωση του Δημόσιου Μητρώου του άρθρου 14 του παρόντος νόμου.

Άρθρο 17
Ενημέρωση των πληροφοριών του Δημόσιου Μητρώου


1. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες έχουν την αποκλειστική ευθύνη για την υποβολή των πληροφοριακών στοιχείων που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 15 και 16 του παρόντος νόμου και για την εντός δέκα πέντε (15) ημερολογιακών ημερών ενημέρωση της Ε.Λ.Τ.Ε. σε κάθε μεταβολή τους.
2. Η καθυστέρηση στην παροχή ή άρνηση υποβολής ή ανακριβής υποβολή ή παραπλανητική υποβολή από τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές, τις ελεγκτικές εταιρείες, τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές τρίτης χώρας και τις ελεγκτικές οντότητες τρίτης χώρας των πληροφοριών που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 15 και 16 του παρόντος νόμου, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα και επισύρει τις κυρώσεις του άρθρου 35 του παρόντος νόμου.
3. Στα πλαίσια της ασκούμενης από την Ε.Λ.Τ.Ε. δημόσιας εποπτείας παρέχεται σε αυτήν το δικαίωμα ελέγχου με κάθε πρόσφορο μέσο της ορθότητας και πληρότητας των πληροφοριακών στοιχείων που υποβάλλονται κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 18
Τεκμηρίωση της ευθύνης για την παροχή των πληροφοριών του Δημόσιου Μητρώου


1. Η ακρίβεια και επάρκεια των πληροφοριακών στοιχείων που προβλέπονται από τα άρθρα 15, 16 και 17 του παρόντος νόμου και η τεκμηρίωση της ευθύνης των προσώπων που παρέχουν στην Ε.Λ.Τ.Ε. τις πληροφορίες αυτές, επικυρώνεται με την υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της ελεγκτικής εταιρείας ή του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή κατά περίπτωση.
2. Στην περίπτωση που η Ε.Λ.Τ.Ε. ζητά παροχή πληροφοριών ηλεκτρονικώς αυτή δύναται να γίνεται με ηλεκτρονική υπογραφή κατά την ισχύουσα νομοθεσία για τις ηλεκτρονικές υπογραφές. Με Κανονιστική Πράξη της Ε.Λ.Τ.Ε. ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα αναφορικά με τη διαδικασία της ηλεκτρονικής υπογραφής.

Άρθρο 19
Γλώσσα τήρησης του Δημόσιου Μητρώου


Τα πληροφοριακά στοιχεία που προβλέπονται από τα άρθρα 15,16 και 17 του παρόντος νόμου, καταχωρούνται στο Δημόσιο Μητρώο στην ελληνική γλώσσα. Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. είναι δυνατόν, τα πληροφοριακά στοιχεία να καταχωρούνται στο μητρώο και σε άλλη επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αναφορά εάν η μετάφραση είναι επίσημη ή όχι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ, ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ

Άρθρο 20
Επαγγελματική δεοντολογία και σκεπτικισμός


1. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και ελεγκτικές εταιρείες υπόκεινται στις αρχές επαγγελματικής δεοντολογίας της παρ. 2 του παρόντος άρθρου που καλύπτουν τουλάχιστον την ιδιότητά τους ως προστατών του δημοσίου συμφέροντος, την ακεραιότητα και αντικειμενικότητά τους, καθώς και την επαγγελματική τους ικανότητα και τη δέουσα επιμέλεια.
2. Οι αρχές αυτές περιλαμβάνονται σε Κώδικα Επαγγελματικής Δεοντολογίας ο οποίος εκδίδεται με Κανονιστική Πράξη της Ε.Λ.Τ.Ε., λαμβάνοντας υπόψη τις προβλέψεις του Κώδικα Επαγγελματικής Δεοντολογίας της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λογιστών (International Federation of Accountants).
3. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία, διατηρεί επαγγελματικό σκεπτικισμό κατά τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου, λαμβάνοντας υπόψη την πιθανότητα ύπαρξης ουσιώδους ανακρίβειας λόγω γεγονότων ή συμπεριφοράς που αποτελούν ενδείξεις για την ύπαρξη παρατυπιών, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης απάτης ή σφάλματος, ανεξαρτήτως της εμπειρίας που έχει αποκομίσει στο παρελθόν ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία σχετικά με την ειλικρίνεια και την ακεραιότητα της διοίκησης της ελεγχόμενης οντότητας και των προσώπων που έχουν επιφορτιστεί με τη διακυβέρνησή της. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία επιδεικνύει επαγγελματικό σκεπτικισμό ιδίως κατά την επισκόπηση των εκτιμήσεων της διοίκησης σχετικά με εύλογες αξίες, απομείωση της αξίας περιουσιακών στοιχείων, προβλέψεις και μελλοντικές ταμειακές ροές που σχετίζονται με την ικανότητα της οντότητας να συνεχίζει τις δραστηριότητές της.
4. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «επαγγελματικός σκεπτικισμός» νοείται η συμπεριφορά που περιλαμβάνει διάθεση αμφισβήτησης, επαγρύπνηση απέναντι σε συνθήκες που ενδέχεται να υποδεικνύουν πιθανή ανακρίβεια λόγω σφάλματος ή απάτης και κριτική αξιολόγηση των αποδεικτικών εγγράφων του ελέγχου.

Άρθρο 21
Ανεξαρτησία και αντικειμενικότητα


1. Κατά τη διάρκεια του υποχρεωτικού ελέγχου, οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές, οι ελεγκτικές εταιρείες, καθώς και οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο που είναι σε θέση να επηρεάσει κατά άμεσο ή έμμεσο τρόπο το αποτέλεσμα του υποχρεωτικού ελέγχου, πρέπει να είναι ανεξάρτητοι από την ελεγχόμενη από αυτούς οντότητα, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις, και δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν με οποιονδήποτε άμεσο ή έμμεσο τρόπο, στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ελεγχόμενης οντότητας, τόσο κατά την περίοδο που καλύπτεται από τις υπό έλεγχο οικονομικές καταστάσεις, όσο και κατά την περίοδο διενέργειας του υποχρεωτικού ελέγχου και φέρουν το βάρος της απόδειξης της ανεξαρτησίας τους.
Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι κατά τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου η ανεξαρτησία τους δεν επηρεάζεται από οποιαδήποτε υφιστάμενη ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων ή επιχειρηματική ή άλλη άμεση ή έμμεση σχέση στην οποία εμπλέκεται ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο και, κατά περίπτωση, το δίκτυό του, τα διευθυντικά στελέχη του, οι ελεγκτές ή οι υπάλληλοί του, οποιαδήποτε άλλα φυσικά πρόσωπα, οι υπηρεσίες των οποίων τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχο του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας ή οποιοδήποτε πρόσωπο συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με αυτούς μέσω της άσκησης ελέγχου. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία δεν διενεργούν υποχρεωτικό έλεγχο όταν υπάρχει κίνδυνος να ανακύψει αυτοεπισκόπιση, ίδιο συμφέρον, ιδιότητα συνηγόρου, οικειότητα ή εκφοβισμός που απορρέουν από οικονομική, προσωπική, επιχειρηματική, εργασιακή ή άλλη σχέση μεταξύ: του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή, της ελεγκτικής εταιρείας, του δικτύου του, καθώς και οποιουδήποτε φυσικού προσώπου είναι σε θέση να επηρεάσει το αποτέλεσμα του υποχρεωτικού ελέγχου και της ελεγχόμενης οντότητας, με αποτέλεσμα ένας αντικειμενικός, συνετός και ενημερωμένος τρίτος, λαμβάνοντας υπόψη τις εφαρμοζόμενες διασφαλίσεις, να κατέληγε στο συμπέρασμα ότι υπονομεύεται η ανεξαρτησία του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας.
2. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής, η ελεγκτική εταιρεία, οι κύριοι εταίροι ελέγχου, οι υπάλληλοι, καθώς και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο, οι υπηρεσίες του οποίου τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχο του εν λόγω Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας και το οποίο συμμετέχει άμεσα σε δραστηριότητες υποχρεωτικού ελέγχου, καθώς και πρόσωπα που συνδέονται στενά με τα ανωτέρω κατά την έννοια του ν.3340/2005 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού διατάξεων, όπως κάθε φορά ισχύουν, δεν κατέχουν ούτε διατηρούν σημαντικό και άμεσο συμφέρον και δεν συμμετέχουν σε οποιαδήποτε συναλλαγή με οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό μέσο που εκδίδει, εγγυάται ή άλλως υποστηρίζει η ελεγχόμενη οντότητα στον τομέα των δραστηριοτήτων υποχρεωτικού ελέγχου που διενεργούν, με εξαίρεση τα συμφέροντα που τους ανήκουν έμμεσα μέσω προγραμμάτων διαφοροποιημένων συλλογικών επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαίων υπό διαχείριση, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι ασφαλίσεις ζωής.
3. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία καταγράφουν στα φύλλα εργασίας του ελέγχου τους, όλους τους σημαντικούς κινδύνους της ανεξαρτησίας τους, καθώς και τις διασφαλίσεις που εφαρμόστηκαν προς περιορισμό των κινδύνων.
4. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου πρόσωπα ή εταιρείες, δεν συμμετέχουν ούτε επηρεάζουν κατ' άλλο τρόπο το αποτέλεσμα του υποχρεωτικού ελέγχου οποιασδήποτε ελεγχόμενης οντότητας, εάν:
α) κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα της ελεγχόμενης οντότητας, με εξαίρεση τα συμφέροντα που κατέχουν έμμεσα μέσω προγραμμάτων διαφοροποιημένων συλλογικών επενδύσεων
β) κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα οποιασδήποτε οντότητας που συνδέεται με την ελεγχόμενη οντότητα, η κυριότητα των οποίων μπορεί να προκαλέσει ή να θεωρηθεί γενικά ότι προκαλεί σύγκρουση συμφερόντων, με εξαίρεση τα συμφέροντα που κατέχουν έμμεσα μέσω προγραμμάτων διαφοροποιημένων συλλογικών επενδύσεων
γ) είχαν σχέση απασχόλησης, επιχειρηματική ή άλλη σχέση με την εν λόγω ελεγχόμενη οντότητα μέσα στην περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 η οποία μπορεί να προκαλέσει ή να θεωρηθεί γενικά ότι προκαλεί σύγκρουση συμφερόντων.
5. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου πρόσωπα ή εταιρείες δεν επιδιώκουν τη λήψη και δεν αποδέχονται χρηματικά και μη χρηματικά δώρα ή διευκολύνσεις από την ελεγχόμενη οντότητα ή οποιαδήποτε οντότητα συνδέεται με την ελεγχόμενη οντότητα, εκτός εάν η αξία αυτών θα εθεωρείτο μικρή ή ασήμαντη από έναν αντικειμενικό, συνετό και ενημερωμένο τρίτο.
6. Εάν μια ελεγχόμενη οντότητα, κατά την περίοδο που καλύπτεται από τις οικονομικές καταστάσεις εξαγοραστεί, συγχωνευτεί ή εξαγοράσει μια άλλη οντότητα, ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία εντοπίζει και αξιολογεί τυχόν τρέχοντα ή πρόσφατα συμφέροντα ή σχέσεις (συμπεριλαμβανομένων μη ελεγκτικών υπηρεσιών που παρέχονται στην εν λόγω οντότητα ) οι οποίες, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες διασφαλίσεις, θα μπορούσαν να διακυβεύσουν την ανεξαρτησία του ελεγκτή και την ικανότητά του να συνεχίσει τον υποχρεωτικό έλεγχο μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συγχώνευσης ή της εξαγοράς.
Το συντομότερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός (3) τριών μηνών, ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τον τερματισμό τυχόν υφιστάμενων συμφερόντων ή σχέσεων που ενδέχεται να διακυβεύσουν την ανεξαρτησία τους και, όποτε είναι δυνατόν, υιοθετούν διασφαλίσεις για την ελαχιστοποίηση τυχόν απειλών για την ανεξαρτησία τους που προκύπτουν από προηγούμενα και τρέχοντα συμφέροντα και σχέσεις.
7. Με Κανονιστική Πράξη της Ε.Λ.Τ.Ε., μπορεί να ρυθμίζονται, εξειδικεύονται και ερμηνεύονται θέματα των παραγράφων 1,3,5 και 6 που αναφέρονται στους κινδύνους υπονόμευσης της ανεξαρτησίας, καταστάσεις κατά τις οποίες τεκμαίρεται η υπονόμευση της ανεξαρτησίας, καθώς και τα πρόσφορα μέτρα τα οποία, εφόσον ληφθούν και υλοποιηθούν, είναι δυνατόν να άρουν ή να μειώσουν σε ανεκτό βαθμό τους κινδύνους αυτούς.

Άρθρο 22
Απασχόληση από ελεγχόμενες οντότητες πρώην Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή υπαλλήλων Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή ελεγκτικών εταιρειών


1. Πριν από τη λήξη περιόδου διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους ή, στην περίπτωση υποχρεωτικού ελέγχου οντοτήτων δημοσίου ενδιαφέροντος, πριν από τη λήξη περιόδου διάρκειας τουλάχιστον δύο ετών από την ημέρα κατά την οποία έπαψε να δρα ως Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή κύριος εταίρος ελέγχου σε σχέση με την ελεγκτική εργασία, ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή ο κύριος εταίρος ελέγχου που διενεργεί υποχρεωτικό έλεγχο εκ μέρους της ελεγκτικής εταιρείας:
α) δεν αναλαμβάνει βασική διευθυντική θέση στην ελεγχόμενη οντότητα
β) κατά περίπτωση, δεν συμμετέχει ως μέλος στην επιτροπή ελέγχου της ελεγχόμενης οντότητας ή, αν δεν υφίσταται τέτοια επιτροπή, στο όργανο που εκτελεί καθήκοντα ισοδύναμα με αυτά της επιτροπής ελέγχου
γ) δεν συμμετέχει ως μη εκτελεστικό μέλος στο διοικητικό συμβούλιο της ελεγχόμενης οντότητας.
2. Οι υπάλληλοι, οι μέτοχοι ή οι εταίροι εκτός των κυρίων εταίρων του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας που διενεργεί υποχρεωτικό έλεγχο, καθώς και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο, οι υπηρεσίες του οποίου τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχο του εν λόγω Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας, δεν αναλαμβάνουν, στην περίπτωση που οι εν λόγω υπάλληλοι, μέτοχοι, εταίροι ή άλλα φυσικά πρόσωπα έχουν λάβει προσωπικά άδεια ως Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές, οποιαδήποτε από τα καθήκοντα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α), β) και γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, πριν από το πέρας περιόδου τουλάχιστον (1) ενός έτους από την άμεση συμμετοχή τους σε εργασία υποχρεωτικού ελέγχου.

Άρθρο 23
Προετοιμασία του υποχρεωτικού ελέγχου και αξιολόγηση των απειλών για την ανεξαρτησία


1. Πριν αποδεχθεί ή συνεχίσει μια εργασία υποχρεωτικού ελέγχου, ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία αξιολογεί και καταγράφει τα εξής:
- εάν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 21 του παρόντος νόμου,
- εάν υφίστανται απειλές για την ανεξαρτησία του και τις διασφαλίσεις για τη μείωση των απειλών αυτών,
- εάν διαθέτει το κατάλληλο προσωπικό, τον χρόνο και τους ανθρώπινους και υλικούς πόρους που είναι αναγκαίοι για να διενεργήσει σωστά τον υποχρεωτικό έλεγχο, - στην περίπτωση ελεγκτικής εταιρείας, εάν ο κύριος εταίρος ελέγχου έχει λάβει άδεια Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή στο κράτος μέλος όπου πρέπει να διενεργηθεί ο υποχρεωτικός έλεγχος.
2. Με Κανονιστική Πράξη της Ε.Λ.Τ.Ε. μπορεί να προβλέπονται απλουστευμένες απαιτήσεις για τους ελέγχους που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 1) περιπτώσεις β) και δ).

Άρθρο 24
Εμπιστευτικότητα και επαγγελματικό απόρρητο


1. Όλες οι πληροφορίες και όλα τα έγγραφα στα οποία έχει πρόσβαση ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία προστατεύονται από τις ισχύουσες διατάξεις περί εμπιστευτικότητας, επαγγελματικού απορρήτου και προστασίας προσωπικών δεδομένων.
2. Οι κανόνες εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού απορρήτου που εφαρμόζονται στους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές ή στις ελεγκτικές εταιρείες δεν εμποδίζουν την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014.
3. Όταν ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία αντικαθίσταται από άλλο Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία, ο προηγούμενος ελεγκτής ή η προηγούμενη εταιρεία παρέχει στον αντικαταστάτη του πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν την ελεγχόμενη οντότητα και τον πιο πρόσφατο έλεγχο της εν λόγω οντότητας.
4. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία που έχουν αντικατασταθεί σε έναν συγκεκριμένο υποχρεωτικό έλεγχο και ο πρώην Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία εξακολουθούν, για το συγκεκριμένο υποχρεωτικό έλεγχο, να έχουν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.
5. Στην περίπτωση που ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία διενεργεί υποχρεωτικό έλεγχο οντότητας που είναι μέλος ομίλου, η μητρική του οποίου είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα, οι κανόνες εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζουν τη διαβίβαση από τον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή την ελεγκτική εταιρεία αποδεικτικών εγγράφων σχετικά με τον έλεγχο που έχει διενεργηθεί στον ελεγκτή του ομίλου που είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα, εάν τα εν λόγω αποδεικτικά έγγραφα είναι απαραίτητα για την πραγματοποίηση του ελέγχου των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της μητρικής επιχείρησης.
Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο οντότητας που έχει εκδώσει χρεόγραφα σε τρίτη χώρα ή που αποτελεί μέλος ομίλου ο οποίος εκδίδει επίσημες ατομικές ή/και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σε τρίτη χώρα μπορεί να διαβιβάζει τα φύλλα εργασίας του ελέγχου του ή άλλα έγγραφα σχετικά με τον έλεγχο της οντότητας αυτής που κατέχει στις αρμόδιες αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών μόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 54 του παρόντος νόμου.
Η διαβίβαση πληροφοριών στον ελεγκτή του ομίλου που είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα πρέπει είναι σύμφωνη με το κεφάλαιο IV της Οδηγίας 95/46/ΕΚ και τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως ισχύουν.

Άρθρο 25
Η ανεξαρτησία και η αντικειμενικότητα των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο για λογαριασμό των ελεγκτικών εταιρειών


Στην περίπτωση που υποχρεωτικοί έλεγχοι διενεργούνται στο όνομα και για λογαριασμό ελεγκτικής εταιρείας, οι μέτοχοι ή ιδιοκτήτες καθώς και τα μέλη των διαχειριστικών και διοικητικών οργάνων της ελεγκτικής εταιρείας ή συνδεδεμένης οντότητας, δεν παρεμβαίνουν στη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου με τρόπο που θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο για λογαριασμό της ελεγκτικής εταιρείας. Τυχόν παρέμβαση συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα και επισύρει τις κυρώσεις του άρθρου 35 του παρόντος νόμου.

Άρθρο 26
Εσωτερική οργάνωση των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και ελεγκτικών εταιρειών


1. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία πρέπει να πληροί τις ακόλουθες οργανωτικές απαιτήσεις:
α) η ελεγκτική εταιρεία θεσπίζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να εξασφαλίζει ότι οι ιδιοκτήτες ή οι μέτοχοί της, καθώς και τα μέλη των οργάνων διοίκησης και διαχείρισης της εταιρείας, ή μίας συνδεδεμένης εταιρείας, δεν παρεμβαίνουν στη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου με οποιονδήποτε τρόπο που να θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο εκ μέρους της ελεγκτικής εταιρείας.
β) ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία διαθέτει αξιόπιστες διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου διασφάλισης της ποιότητας, αποτελεσματικές διαδικασίες εκτίμησης των κινδύνων και κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων επεξεργασίας δεδομένων. Οι εν λόγω μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου διασφάλισης της ποιότητας είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις και τις διαδικασίες σε όλα τα επίπεδα της ελεγκτικής εταιρείας ή της λειτουργικής διάρθρωσης του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή.
γ) ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία θεσπίζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες ώστε να εξασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοί του και οποιαδήποτε φυσικά πρόσωπα, οι υπηρεσίες των οποίων τίθενται στη διάθεσή του ή υπό τον έλεγχό του και τα οποία συμμετέχουν απευθείας στις δραστηριότητες υποχρεωτικού ελέγχου διαθέτουν κατάλληλες γνώσεις και πείρα ως προς τα καθήκοντα που τους ανατίθενται.
δ) ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία θεσπίζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες ώστε να εξασφαλίζει ότι η ανάθεση σε τρίτους σημαντικών λειτουργιών του ελέγχου δεν αναλαμβάνεται κατά τρόπο που βλάπτει την ποιότητα του εσωτερικού ελέγχου διασφάλισης της ποιότητας του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας και την ικανότητα των αρμόδιων αρχών να εποπτεύουν τη συμμόρφωση του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και, κατά περίπτωση, στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 537/2014.
ε) ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία θεσπίζει κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα οργάνωσης και διοίκησης ώστε να προλαμβάνει, να εντοπίζει, να εξαλείφει ή να διαχειρίζεται και να γνωστοποιεί οποιεσδήποτε απειλές για την ανεξαρτησία του όπως αναφέρονται στα άρθρα 21, 22 και 23 του παρόντος νόμου.
στ) ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία θεσπίζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για τη διενέργεια υποχρεωτικών ελέγχων, την καθοδήγηση, την εποπτεία και την επισκόπηση των δραστηριοτήτων των εργαζομένων και την οργάνωση της δομής του φακέλου ελέγχου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 27 παράγραφος 5 του παρόντος νόμου.
ζ) ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία καθορίζει εσωτερικό σύστημα διασφάλισης ποιότητας ώστε να εξασφαλίζει την ποιότητα του υποχρεωτικού ελέγχου. Το σύστημα διασφάλισης ποιότητας καλύπτει τουλάχιστον τις πολιτικές και τις διαδικασίες που περιγράφονται στην περίπτωση στ) της παρούσας παραγράφου. Στην περίπτωση ελεγκτικής εταιρείας, την ευθύνη για το εσωτερικό σύστημα διασφάλισης ποιότητας φέρει πρόσωπο που έχει την ιδιότητα του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή.
η) ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία χρησιμοποιεί κατάλληλα συστήματα, ανθρώπινους και υλικούς πόρους και διαδικασίες, ώστε να εξασφαλίζει τη συνέχεια και την κανονικότητα της εκτέλεσης των δραστηριοτήτων υποχρεωτικού ελέγχου.
θ) ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία λαμβάνει επίσης κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα οργάνωσης και διοίκησης για την αντιμετώπιση και την καταγραφή συμβάντων που έχουν ή μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ακεραιότητα των δραστηριοτήτων υποχρεωτικού ελέγχου που εκτελεί. ι) ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία διαθέτει κατάλληλες πολιτικές αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης της κατανομής κερδών, που παρέχουν επαρκή κίνητρα επιδόσεων για τη διασφάλιση της ποιότητας του ελέγχου. Συγκεκριμένα, το ύψος των εσόδων που λαμβάνει ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία από την παροχή μη ελεγκτικών υπηρεσιών στην ελεγχόμενη οντότητα δεν αποτελεί μέρος της αξιολόγησης των επιδόσεων και των αποδοχών οποιουδήποτε προσώπου συμμετέχει ή είναι σε θέση να επηρεάσει τη διεξαγωγή του ελέγχου. ια) ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία παρακολουθεί και αξιολογεί την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων του, των εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου διασφάλισης της ποιότητας και των μέτρων που έχουν τεθεί σε εφαρμογή σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και, κατά περίπτωση, τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 537/2014 και λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση οποιωνδήποτε ελλείψεων. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία πραγματοποιεί ιδίως ετήσια αξιολόγηση του εσωτερικού συστήματος διασφάλισης ποιότητας που αναφέρεται στην περίπτωση ζ) της παρούσης παραγράφου. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία διατηρεί αρχείο με τα ευρήματα της αξιολόγησης αυτής και οποιοδήποτε προτεινόμενο μέτρο για την τροποποίηση του εσωτερικού συστήματος διασφάλισης της ποιότητας.
Οι πολιτικές και οι διαδικασίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο καταγράφονται και κοινοποιούνται στους υπαλλήλους του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας.
Οποιαδήποτε ανάθεση λειτουργιών ελέγχου σε τρίτους, όπως αναφέρεται στην περίπτωση δ) της παρούσας παραγράφου, δεν επηρεάζει την ευθύνη του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας έναντι της ελεγχόμενης οντότητας. Με Κανονιστική Πράξη της Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται να προβλέπονται πιο απλουστευμένες απαιτήσεις για τους ελέγχους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1) περιπτώσεις β) και δ) του παρόντος νόμου.
2. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία λαμβάνει υπόψη το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του/της κατά τη συμμόρφωση με τις παρούσες απαιτήσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει στην Ε.Λ.Τ.Ε. ότι οι πολιτικές και οι διαδικασίες που αποσκοπούν στη συμμόρφωση αυτή είναι οι κατάλληλες δεδομένου του μεγέθους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας.

Άρθρο 27
Οργάνωση του έργου


1. Στο πλαίσιο διενέργειας υποχρεωτικού ελέγχου η ελεγκτική εταιρεία ορίζει τουλάχιστον έναν κύριο εταίρο ελέγχου. Η ελεγκτική εταιρεία παρέχει στον ή στους κυρίους εταίρους ελέγχου επαρκείς πόρους και προσωπικό με την ικανότητα και την δυνατότητα που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους κατά τον δέοντα τρόπο. Η διασφάλιση της ποιότητας του ελέγχου, η ανεξαρτησία και η επάρκεια αποτελούν τα κύρια κριτήρια όταν η ελεγκτική εταιρεία επιλέγει τους κύριους εταίρους ελέγχου που θα διοριστούν. Οι κύριοι εταίροι ελέγχου συμμετέχουν ενεργά στη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου.
2. Κατά τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου, ο κύριος εταίρος ελέγχου που υπογράφει την έκθεση ελέγχου για λογαριασμό του ή για λογαριασμό ελεγκτικής εταιρείας αφιερώνει επαρκή χρόνο, τα κριτήρια του οποίου δύνανται να προσδιορίζονται με Κανονιστική Πράξη της Ε.Λ.Τ.Ε. και κατανέμει επαρκείς ανθρώπινους και υλικούς πόρους που θα τον διευκολύνουν να πραγματοποιήσει δεόντως τα καθήκοντά του.
3. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία διατηρεί αρχείο με τις ενδεχόμενες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου και, κατά περίπτωση, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014, εκτός εάν πρόκειται για ασήμαντες παραβάσεις. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες τηρούν επίσης αρχείο των συνεπειών οποιωνδήποτε από τις παραπάνω παραβάσεις, στο οποίο συμπεριλαμβάνουν και τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των παραβάσεων αυτών και για την τροποποίηση του εσωτερικού συστήματος διασφάλισης ποιότητας. Καταρτίζουν ετήσια έκθεση που περιλαμβάνει την επισκόπηση τυχόν μέτρων που έχουν ληφθεί και κοινοποιούν την έκθεση εσωτερικά.
Όταν ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία απευθύνεται σε εξωτερικούς εμπειρογνώμονες για την παροχή συμβουλών, καταγράφει το σχετικό αίτημα και τις συμβουλές που έλαβε.
4. O Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία διατηρεί μητρώο με τους λογαριασμούς των πελατών. Το εν λόγω μητρώο περιλαμβάνει τα ακόλουθα δεδομένα για κάθε πελάτη υποβληθέντα σε έλεγχο:
α) το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία, τη διεύθυνση και την επιχειρηματική έδρα
β) στην περίπτωση ελεγκτικής εταιρείας, τα ονόματα του ή των κυρίων εταίρων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παρ. 15 του παρόντος νόμου
γ) τις αμοιβές που χρεώθηκαν για τον υποχρεωτικό έλεγχο και τις αμοιβές που χρεώθηκαν για άλλες υπηρεσίες σε κάθε οικονομική χρήση.
5. O Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία καταρτίζει φάκελο ελέγχου για κάθε υποχρεωτικό έλεγχο.
O Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία καταγράφει τουλάχιστον τα δεδομένα που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου και, κατά περίπτωση, τα άρθρα 6 έως 8 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014. O Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία διατηρεί τυχόν άλλα δεδομένα και έγγραφα που έχουν σημασία για την υποστήριξη της έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 32 του παρόντος νόμου και, κατά περίπτωση, στα άρθρα 47 και 48 του παρόντος νόμου και για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τον παρόντα νόμο και άλλες ισχύουσες νομικές απαιτήσεις.
Ο φάκελος ελέγχου οριστικοποιείται το αργότερο εντός εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία υπογραφής της έκθεσης ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 32 του παρόντος νόμου και, κατά περίπτωση, στο άρθρο 47 του παρόντος νόμου.
6. O Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία τηρεί αρχείο οποιωνδήποτε καταγγελιών υποβλήθηκαν εγγράφως σχετικά με την εκτέλεση των υποχρεωτικών ελέγχων που διενεργήθηκαν.
7. Με Κανονιστική Πράξη της Ε.Λ.Τ.Ε. ορίζονται πιο απλουστευμένες απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τις παραγράφους 3 και 6 του παρόντος άρθρου για τους ελέγχους που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 1) περιπτώσεις β) και δ) του παρόντος νόμου.

Άρθρο 28
Αντικείμενο του υποχρεωτικού ελέγχου


Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 32 του παρόντος νόμου και, κατά περίπτωση, στα άρθρα 47 και 48 του παρόντος νόμου, το αντικείμενο του υποχρεωτικού ελέγχου δεν περιλαμβάνει διασφάλιση σχετικά με τη μελλοντική βιωσιμότητα της ελεγχόμενης οντότητας ή την αποδοτικότητα ή αποτελεσματικότητα με την οποία το διαχειριστικό ή διοικητικό όργανο έχει χειριστεί ή θα χειρίζεται τις υποθέσεις της οντότητας.

Άρθρο 29
Αμοιβή υποχρεωτικών ελέγχων


1. Η συμφωνία για λήψη αμοιβής για υπηρεσίες από Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία υπό οποιαδήποτε αίρεση δεν επιτρέπεται. Αμοιβές υπό αίρεση είναι οι αμοιβές για ελεγκτικές εργασίες που υπολογίζονται σε προκαθορισμένη βάση σε σχέση με το αποτέλεσμα ή την έκβαση μιας συναλλαγής ή το αποτέλεσμα του εκτελούμενου έργου. Επίσης, δεν επιτρέπεται συμφωνία για λήψη αμοιβής για τη διενέργεια υποχρεωτικού ελέγχου από Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία, που εξαρτάται ή επηρεάζεται από την παροχή άλλων υπηρεσιών που παρέχονται στην ελεγχόμενη οντότητα ή σε θυγατρική της ή σε συγγενή της ή σε από κοινού ελεγχόμενη οντότητα, από τον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία, ή από συνδεδεμένο μέρος της ελεγκτικής εταιρείας ή από Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία που ανήκει στο ίδιο δίκτυο με αυτούς. Οι αμοιβές δεν θεωρούνται ότι είναι υπό αίρεση εάν έχουν καθοριστεί από δικαστήριο ή αρμόδια αρχή. Ειδικά οι αμοιβές των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών που διορίζονται πραγματογνώμονες, σύμφωνα με τα άρθρα 183 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καθορίζονται απολογιστικά από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Λ.Τ.Ε. και βαρύνουν τον προϋπολογισμό της.
Με Κανονιστική Πράξη της Ε.Λ.Τ.Ε. καθορίζεται κάθε λεπτομέρεια εφαρμογής της παρούσας, ιδίως δε τα υποβαλλόμενα έγγραφα, ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής και η διαδικασία απόδοσής της.
2. Εάν οι αμοιβές υποχρεωτικού ελέγχου που αναλαμβάνεται για πρώτη φορά είναι μικρότερες σε ποσοστό 15% και άνω από τις αμοιβές της προηγούμενης χρήσης, τότε ο συγκεκριμένος υποχρεωτικός έλεγχος δύναται να εντάσσεται στο ετήσιο πρόγραμμα ποιοτικών ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε..
3. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία υποχρεούται να επιφυλαχθεί για την αποδοχή της εντολής ελέγχου μιας οικονομικής μονάδας, αν η προς έλεγχο οντότητα δεν έχει εξοφλήσει πλήρως τη νόμιμη αμοιβή ελέγχου της προηγούμενης χρήσεως ή χρήσεων. Η επιφύλαξη αυτή γνωστοποιείται εγγράφως στη διοίκηση της οικονομικής μονάδας, με κοινοποίηση στην Ε.Λ.Τ.Ε. και μπορεί να αρθεί μετά από έγκριση της ΕΛΤΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΕΛΕΓΚΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΛΕΓΧΟΥ

Άρθρο 30
Ελεγκτικά Πρότυπα


1. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες διενεργούν τους υποχρεωτικούς ελέγχους σύμφωνα με τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα που υιοθετεί η Επιτροπή με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 26 της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ, όπως ισχύει.
2. Μέχρι την υιοθέτηση από την Επιτροπή των διεθνών ελεγκτικών προτύπων, για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως "διεθνή ελεγκτικά πρότυπα" νοούνται τα Διεθνή Πρότυπα Ελέγχου (ΔΠΕ), το Διεθνές Πρότυπο Δικλίδων Ποιότητας 1 (ΔΠΔΠ 1) και κάθε άλλο σχετικό πρότυπο που έχει εκδοθεί από τη Διεθνή Ομοσπονδία Λογιστών (IFAC) μέσω του Διεθνούς Συμβουλίου Προτύπων Ελέγχου και Διασφάλισης (IAASB), εφόσον έχει συνάφεια με τον υποχρεωτικό έλεγχο, έχει μεταφραστεί στην Ελληνική γλώσσα, έχει εγκριθεί από την Ε.Λ.Τ.Ε. και έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
3. Με Κανονιστικές Πράξεις της Ε.Λ.Τ.Ε., μπορούν να υιοθετούνται ελεγκτικές διαδικασίες ή απαιτήσεις που διασφαλίζουν την αναλογική εφαρμογή των ελεγκτικών προτύπων στους υποχρεωτικούς ελέγχους των μικρών επιχειρήσεων.

Άρθρο 31
Υποχρεωτικοί έλεγχοι ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων


1. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή ελεγκτική εταιρεία που έχει αναλάβει τον υποχρεωτικό έλεγχο ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων :
α) φέρει την πλήρη ευθύνη για την έκθεση ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 32 του παρόντος νόμου και, κατά περίπτωση, στο άρθρο 47 του παρόντος νόμου και, ενδεχομένως, για τη συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 48 του παρόντος νόμου
β) ο ελεγκτής του ομίλου αξιολογεί τον έλεγχο που διενήργησαν τυχόν ελεγκτές τρίτης χώρας ή Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και ελεγκτικές οντότητες ή ελεγκτικές εταιρείες τρίτης χώρας για τους σκοπούς του ελέγχου του ομίλου και τεκμηριώνει το είδος, τη χρονική στιγμή και την έκταση του έργου που επιτέλεσαν οι εν λόγω ελεγκτές, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επισκόπησης από τον ελεγκτή του ομίλου σχετικών τμημάτων των αποδεικτικών εγγράφων του ελέγχου
γ) ο ελεγκτής του ομίλου προβαίνει σε επισκόπηση του ελεγκτικού έργου που επιτέλεσαν οι ελεγκτές τρίτης χώρας ή οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές οντότητες ή οι ελεγκτικές εταιρείες τρίτης χώρας για τους σκοπούς του ελέγχου του ομίλου και καταγράφει το εν λόγω έργο
Τα αποδεικτικά έγγραφα που διατηρεί ο ελεγκτής του ομίλου, θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να επιτρέπουν στην Ε.Λ.Τ.Ε. καθώς και στα όργανα ποιοτικού ελέγχου να προβαίνει σε επισκόπηση του έργου του ελεγκτή του ομίλου.
Για τους σκοπούς της περίπτωσης γ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, ο ελεγκτής του ομίλου ζητά τη συμφωνία των ελεγκτών τρίτης χώρας, των σχετικών ελεγκτικών οντοτήτων ή ελεγκτικών εταιρειών τρίτης χώρας για τη διαβίβαση των σχετικών αποδεικτικών εγγράφων κατά τη διενέργεια του ελέγχου των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, ως προϋπόθεση για να μπορεί ο ελεγκτής του ομίλου να βασίζεται στο έργο των εν λόγω ελεγκτών τρίτης χώρας, Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, ελεγκτικών οντοτήτων ή ελεγκτικών εταιρειών τρίτης χώρας.
2. Όταν ο ελεγκτής του ομίλου δεν είναι σε θέση να συμμορφωθεί με την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο περίπτωση γ), λαμβάνει κατάλληλα μέτρα και ενημερώνει την Ε.Λ.Τ.Ε..
Τα εν λόγω μέτρα είναι δυνατόν, κατά περίπτωση, να περιλαμβάνουν τη διενέργεια συμπληρωματικού υποχρεωτικού ελέγχου στη συναφή θυγατρική, είτε άμεσα είτε με ανάθεση των εν λόγω εργασιών σε τρίτους.
3. Στην περίπτωση που ο ελεγκτής του ομίλου υπόκειται σε επιθεώρηση διασφάλισης της ποιότητας ή σε έρευνα σχετικά με τον υποχρεωτικό έλεγχο των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων ενός ομίλου επιχειρήσεων, ο ελεγκτής του ομίλου, εφόσον του ζητηθεί, θέτει στη διάθεση της Ε.Λ.Τ.Ε. τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα που διατηρεί όσον αφορά το ελεγκτικό έργο που έχουν εκτελέσει οι αντίστοιχοι ελεγκτές τρίτης χώρας, Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές, ελεγκτικές οντότητες ή ελεγκτικές εταιρείες τρίτης χώρας για τον σκοπό του ελέγχου του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε εγγράφων εργασίας που αφορούν τον έλεγχο του ομίλου. Η Ε.Λ.Τ.Ε. μπορεί να ζητήσει την υποβολή συμπληρωματικών αποδεικτικών εγγράφων του ελεγκτικού έργου που επιτελείται από τυχόν Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες για τον σκοπό του ελέγχου του ομίλου από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 41 του παρόντος νόμου. Εάν μητρική ή θυγατρική εταιρεία ομίλου επιχειρήσεων ελέγχεται από ελεγκτή ή ελεγκτές ή ελεγκτική οντότητα ή ελεγκτικές οντότητες τρίτης χώρας, η Ε.Λ.Τ.Ε. ζητεί συμπληρωματικά αποδεικτικά έγγραφα του ελεγκτικού έργου που διενεργήθηκε από τυχόν ελεγκτές τρίτης χώρας ή ελεγκτικές οντότητες τρίτης χώρας από τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μέσω των συμφωνιών συνεργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 54 του παρόντος νόμου.
Κατά παρέκκλιση από το τρίτο εδάφιο, εάν μητρική ή θυγατρική εταιρεία ομίλου επιχειρήσεων ελέγχεται από ελεγκτή ή ελεγκτές ή ελεγκτική οντότητα ή ελεγκτικές οντότητες τρίτης χώρας που δεν έχουν συνάψει συμφωνία συνεργασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 54 του παρόντος νόμου, ο ελεγκτής του ομίλου είναι υπεύθυνος να διασφαλίσει, εφόσον του ζητηθεί, την κατάλληλη παράδοση των αποδεικτικών φύλλων εργασίας του ελεγκτικού έργου που επιτελέστηκε από τους εν λόγω ελεγκτές τρίτης χώρας ή τις ελεγκτικές οντότητες τρίτης χώρας, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων εργασίας που είναι απαραίτητα για τον έλεγχο του ομίλου. Για να διασφαλίσει την παράδοση αυτή, ο ελεγκτής του ομίλου διατηρεί αντίγραφα αυτών των αποδεικτικών εγγράφων ή εναλλακτικά, συμφωνεί με τους ελεγκτές τρίτης χώρας ή τις ελεγκτικές οντότητες τρίτης χώρας ότι πρόκειται να έχουν απεριόριστη πρόσβαση στα έγγραφα αυτά κατόπιν αιτήσεως ή λαμβάνει οποιοδήποτε άλλο ενδεδειγμένο μέτρο. Στην περίπτωση που τα φύλλα εργασίας του ελέγχου δεν μπορούν να διαβιβασθούν, για νομικούς ή άλλους λόγους, από μια τρίτη χώρα στον ελεγκτή του ομίλου, τα αποδεικτικά έγγραφα που διατηρεί ο ελεγκτής του ομίλου περιλαμβάνουν απόδειξη ότι αυτός προέβη σε κατάλληλες ενέργειες προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στα αποδεικτικά έγγραφα του ελέγχου και, σε περίπτωση εμποδίων πέραν των νομικών που προκύπτουν από τη νομοθεσία της εν λόγω τρίτης χώρας, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη αυτών των εμποδίων.

Άρθρο 32
Έκθεση Ελέγχου


1. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ή οι ελεγκτικές εταιρείες παρουσιάζουν τα αποτελέσματα του υποχρεωτικού ελέγχου σε έκθεση ελέγχου. Η έκθεση καταρτίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις των ελεγκτικών προτύπων του άρθρου 30 του παρόντος νόμου.
2. Η έκθεση ελέγχου καταρτίζεται εγγράφως και πρέπει:
α) να προσδιορίζεται σε αυτήν η οντότητα της οποίας οι ατομικές ή ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις αποτελούν το αντικείμενο του υποχρεωτικού ελέγχου, να προσδιορίζονται οι ατομικές ή ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, η περίοδος και η ημερομηνία λήξης της που καλύπτουν και να ορίζεται το πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης που εφαρμόσθηκε κατά την κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων.
β) να περιλαμβάνει περιγραφή του πεδίου του υποχρεωτικού ελέγχου, με αναφορά τουλάχιστον στα ελεγκτικά πρότυπα βάσει των οποίων διενεργήθηκε ο υποχρεωτικός έλεγχος.
γ) να περιλαμβάνεται επαγγελματική γνώμη ελέγχου, η οποία διατυπώνεται με σαφήνεια από τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές ή τις ελεγκτικές εταιρείες ως γνώμη χωρίς επιφύλαξη, γνώμη με επιφύλαξη ή αρνητική γνώμη για :
i) το κατά πόσον οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις παρέχουν πιστή και πραγματική εικόνα σύμφωνα με το αντίστοιχο πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, και
ii) κατά περίπτωση, εάν οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις συνάδουν με τις κανονιστικές απαιτήσεις.
Εάν οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές αδυνατούν να διατυπώσουν γνώμη ελέγχου, στην έκθεση περιλαμβάνεται αδυναμία έκφρασης γνώμης.
δ) να αναφέρονται οποιαδήποτε άλλα ζητήματα στα οποία οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ή οι ελεγκτικές εταιρείες εφιστούν την προσοχή υπογραμμίζοντάς τα χωρίς να διατυπώνουν γνώμη με επιφύλαξη.
ε) να περιλαμβάνεται δήλωση εάν, σύμφωνα με τη γνώση και την κατανόηση της επιχείρησης και του περιβάλλοντός της που αποκτήθηκαν κατά τον έλεγχο, έχουν εντοπιστεί οι ουσιώδεις ανακρίβειες στην έκθεση διαχείρισης και αναφέρεται η φύση των ανακριβειών αυτών.
στ) να περιλαμβάνουν δήλωση για οποιαδήποτε ουσιώδη αβεβαιότητα όσον αφορά γεγονότα ή συνθήκες τα οποία ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικές αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα της οντότητας να συνεχίσει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες.
ζ) να αναφέρεται η έδρα των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή των ελεγκτικών εταιρειών.
3. Όταν ο υποχρεωτικός έλεγχος διενεργήθηκε από περισσότερους του ενός Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες, αυτοί/ές συμφωνούν ως προς τα αποτελέσματα του υποχρεωτικού ελέγχου και υποβάλλουν κοινή έκθεση και γνώμη. Σε περίπτωση διαφωνίας, κάθε Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή ελεγκτική εταιρεία υποβάλλει τη γνώμη του σε χωριστή παράγραφο της έκθεσης ελέγχου και αιτιολογεί τη διαφωνία του.
4. Η έκθεση ελέγχου φέρει ημερομηνία και υπογραφή του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή. Εάν ο υποχρεωτικός έλεγχος διενεργείται από ελεγκτική εταιρεία, η έκθεση ελέγχου φέρει την υπογραφή τουλάχιστον του Ορκωτού (ων) Ελεγκτή(ων) Λογιστή (ων) που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο για λογαριασμό της ελεγκτικής εταιρείας. Όταν περισσότεροι/ες του ενός/μίας Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες έχουν προσληφθεί ταυτοχρόνως, η έκθεση ελέγχου υπογράφεται από όλους τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές ή τουλάχιστον τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο εκ μέρους κάθε ελεγκτικής εταιρείας. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, η Ε.Λ.Τ.Ε. με απόφασή της, δύναται να αποφασίζει ότι η υπογραφή ή οι υπογραφές αυτές δεν απαιτούνται να γνωστοποιηθούν στο κοινό, εφόσον η γνωστοποίηση αυτή μπορεί να προκαλέσει άμεση και σημαντική απειλή για την προσωπική ασφάλεια οποιουδήποτε προσώπου. Σε κάθε περίπτωση, τα ονόματα των συμμετεχόντων γνωστοποιούνται στην Ε.Λ.Τ.Ε..
5. Η έκθεση των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή της ελεγκτικής εταιρείας για τις ατομικές ή/και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 έως 4. Κατά τη διατύπωση γνώμης σχετικά με την αντιστοιχία της έκθεσης διαχείρισης με τις οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με την παράγραφο 2 περίπτωση ε) ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία εξετάζουν τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και την ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης. Σε περίπτωση που οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της μητρικής επιχείρησης επισυνάπτονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, οι εκθέσεις
των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή των ελεγκτικών εταιρειών που απαιτούνται βάσει του παρόντος άρθρου μπορούν να συνδυάζονται μεταξύ τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Άρθρο 33
Συστήματα Ποιοτικού Ελέγχου


1. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες, που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους στην Ελλάδα, υπόκεινται σε σύστημα διασφάλισης ποιότητας (ποιοτικό έλεγχο). Το σύστημα διασφάλισης ποιότητας οργανώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των επομένων άρθρων με σκοπό να είναι ανεξάρτητο από τους επιθεωρούμενους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές και ελεγκτικές εταιρείες. Για την αποτελεσματική λειτουργία του ποιοτικού ελέγχου τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τους ελέγχους διασφάλισης ποιότητας πρέπει να έχουν κατάλληλη επαγγελματική εκπαίδευση και πείρα στον τομέα του υποχρεωτικού ελέγχου και της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, καθώς και ειδική κατάρτιση στον τομέα του ελέγχου διασφάλισης ποιότητας.
2. Η εποπτεία του συστήματος ποιοτικού ελέγχου των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών ανατίθεται στην Ε.Λ.Τ.Ε. που έχει συσταθεί με το ν. 3148/2003 «Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, αντικατάσταση και συμπλήρωση των διατάξεων για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 136/Α75.6.2003), όπως ισχύει.
3. Η διοικητική μέριμνα για την εκτέλεση του ποιοτικού ελέγχου των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών ανατίθεται στο όργανο της Ε.Λ.Τ.Ε. που προβλέπεται από το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3148/2003, με το όνομα Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου (ΣΠΕ). Οι αρμοδιότητες του ΣΠΕ αναφέρονται στο άρθρο 5 του ν. 3148/2003, όπως ισχύει.
4. Η παρ. 3 του άρθρου 5 του ν.3148/2003 όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. ρυθμίζεται το περιεχόμενο, ο τρόπος και η διαδικασία διενέργειας των ποιοτικών ελέγχων και κάθε άλλο σχετικό θέμα, ιδίως δε:
α) τα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, που θα διενεργούν τους ποιοτικούς ελέγχους,
β) τα κριτήρια επιλογής των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών που θα εντάσσονται κάθε φορά στον προγραμματισμό του Σ.Π.Ε. για τη διενέργεια ποιοτικών ελέγχων,
γ) οι υποχρεώσεις των ελεγχόμενων προσώπων κατά τη διενέργεια ποιοτικών ελέγχων,
δ) η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των ποιοτικών ελέγχων,
ε) οι υποχρεώσεις των ελεγχόμενων προσώπων κατόπιν ολοκλήρωσης των ποιοτικών ελέγχων
στ) ο ποιοτικός έλεγχος θα πρέπει να υποστηρίζεται με επαρκείς δοκιμασίες επιλεγμένων φακέλων ελέγχου και να περιλαμβάνει την εκτίμηση της συμμόρφωσης με τα εφαρμοστέα πρότυπα ελέγχου και τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας, της ποσότητας και της ποιότητας των δαπανηθέντων πόρων, των αμοιβών που καταβλήθηκαν και του εσωτερικού συστήματος διασφάλισης ποιότητας της ελεγκτικής εταιρείας.
ζ) για τον διενεργηθέντα ποιοτικό έλεγχο, συντάσσεται έκθεση με τα κυριότερα συμπεράσματα του ελέγχου
η) οι ποιοτικοί έλεγχοι θα πρέπει να διενεργούνται βάσει ανάλυσης κινδύνου και, στην περίπτωση Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και ελεγκτικών εταιρειών που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) περίπτωση α) του παρόντος νόμου, τουλάχιστον ανά έξι έτη
θ) την εντός εύλογου χρονικού διαστήματος συμμόρφωση με τις συστάσεις που διατυπώνονται κατά τον ποιοτικό έλεγχο και στην περίπτωση μη συμμόρφωσης με αυτές, επιβάλλονται στον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή στην ελεγκτική εταιρεία οι κυρώσεις του άρθρου 35 του παρόντος νόμου
ι) οι ποιοτικοί έλεγχοι θα πρέπει να είναι κατάλληλοι και αναλογικοί σε σχέση με την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της δραστηριότητας του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας.
5. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., ύστερα από εισήγηση του Σ.Π.Ε., μπορεί να ορίζει ως «εντεταλμένους ελεγκτές», φυσικά πρόσωπα, ιδιώτες ή υπαλλήλους του Δημοσίου ή νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου, με κατάλληλη επαγγελματική κατάρτιση και εμπειρία που έχουν λάβει εξειδικευμένη εκπαίδευση, ιδίως σε θέματα διενέργειας ποιοτικών ελέγχων. Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. μπορούν να εξειδικεύονται τα αναγκαία προσόντα και οι απαιτούμενες ειδικότητες των «εντεταλμένων ελεγκτών», καθώς και η διαδικασία επιλογής και αποζημίωσης τους. Οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. υποχρεούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 41 του παρόντος νόμου και 11 του ν.3148/2003. Για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας των ποιοτικών ελέγχων, οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. υπόκεινται στους ακόλουθους περιορισμούς:
α) δεν επιτρέπεται να ασκούν το επάγγελμα του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή να εργάζονται για λογαριασμό Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας ή του δικτύου τους
β) δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε ποιοτικό έλεγχο Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας έως ότου περάσουν (3) τρία έτη από την στιγμή που ο εντεταλμένος ελεγκτής έπαψε να είναι εταίρος ή υπάλληλος του εν λόγω Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας ή να συνδέεται με άλλον τρόπο με αυτόν/ήν
γ) δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αυτών και του ελεγχόμενου φορέα, επί του οποίου θα πραγματοποιήσουν έλεγχο
Οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. υποχρεούνται να υποβάλουν στο Σ.Π.Ε. πριν από την έναρξη εκάστου ελέγχου που τους ανατίθεται, «υπεύθυνη δήλωση» ότι συμμορφώνονται με τους παραπάνω περιορισμούς και απαιτήσεις. Δεν επιτρέπεται ο ορισμός μελών του ΣΠΕ και του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Λ.Τ.Ε., έως ότου περάσουν (3) τρία έτη από την στιγμή που έπαψαν να είναι εταίροι ή υπάλληλοι Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας ή να συνδέονταν με άλλον τρόπο με αυτόν/ήν.
6. Για τους σκοπούς της παραγράφου 4 περίπτωση ι), όταν η Ε.Λ.Τ.Ε. διενεργεί ποιοτικούς ελέγχους σε φακέλους υποχρεωτικών ελέγχων ατομικών ή/και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι τα ελεγκτικά πρότυπα που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 30 του παρόντος νόμου είναι σχεδιασμένα ώστε να εφαρμόζονται κατά τρόπο ανάλογο προς την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της δραστηριότητας της ελεγχόμενης οντότητας.
7. Όταν το ΣΠΕ στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, ζητεί έγγραφα ή στοιχεία οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ή οι ελεγκτικές εταιρείες έχουν υποχρέωση να παρέχουν όλα τα σχετικά ζητούμενα έγγραφα ή στοιχεία που είναι απαραίτητα για τον ποιοτικό έλεγχο. Μη προσκόμισή τους εντός της ταχθείσης προθεσμίας αποτελεί αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα.
8. Συνιστάται πενταμελής Επιτροπή Ποιοτικού Ελέγχου (ΕΠΕ) που συγκροτείται με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου του ΣΟΕΛ. Ο Πρόεδρος της ΕΠΕ ορίζεται από το Εποπτικό Συμβούλιο του ΣΟΕΛ, δύο από τα μέλη της, με τους αναπληρωτές τους, ορίζονται μετά από πρόταση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. και τα άλλα δύο μέλη, με τους αναπληρωτές τους, ορίζονται κατόπιν εκλογής τους από τη Γενική Συνέλευση του ΣΟΕΛ. Η θητεία των μελών είναι τριετής, δύνανται όμως να επαναδιοριστούν. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της ΕΠΕ είναι «μη επαγγελματίες», κατά την έννοια της παραγρ. 14 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, εγνωσμένου κύρους και ευρύτερης αποδοχής με αποδεδειγμένη πείρα και επιστημονική κατάρτιση στα θέματα του υποχρεωτικού ελέγχου. Η δαπάνη για τη διενέργεια των ποιοτικών ελέγχων, που διενεργεί η ΕΠΕ, βαρύνει τον προϋπολογισμό του ΣΟΕΛ.
9. Η Ε.Λ.Τ.Ε. με Κανονιστική Πράξη αναθέτει τον ποιοτικό έλεγχο των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών, που διενεργούν ελέγχους σε οντότητες οι οποίες δεν εμπίπτουν στη περίπτωση 12 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου στην Επιτροπή Ποιοτικού Ελέγχου (ΕΠΕ), χωρίς να αποκλείεται η διενέργεια ποιοτικού ελέγχου από την Ε.Λ.Τ.Ε.. Στην εν λόγω Κανονιστική Πράξη διευκρινίζονται τα ανατιθέμενα καθήκοντα και οι όροι υπό τους οποίους πρόκειται να διεκπεραιωθούν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

Άρθρο 34
Όργανο επιβολής διοικητικών κυρώσεων


1. Αποκλειστικά αρμόδιο όργανο για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων για κάθε παράβαση της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών, ορίζεται το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε.
2. Όταν το Διοικητικό Συμβούλιο συνεδριάζει ως Πειθαρχικό Συμβούλιο, στη σύνθεσή του προστίθενται δύο μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τα οποία ορίζονται από τον Πρόεδρό του, καθώς και δύο μη επαγγελματίες κατά την περίπτωση 14 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, οι οποίοι ορίζονται από το Εποπτικό Συμβούλιο του ΣΟΕΛ, και οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία, εφόσον τηρούνται οι όροι της απαρτίας και νόμιμης σύνθεσης του οργάνου. Χρέη Γραμματέα του Δ.Σ. όταν συνεδριάζει ως Πειθαρχικό Συμβούλιο, εκτελεί ο Γραμματέας του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. Τυχόν απουσία των μελών του Δ.Σ. που ορίζονται κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 1 του ν. 3148/2003 όπως ισχύει, δεν επηρεάζει την απαρτία η οποία υπολογίζεται με βάση τα μέλη που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 1 του ν. 3148/2003 όπως ισχύει και στο παρόν άρθρο, εφόσον όμως συμμετέχουν η ψήφος τους συνυπολογίζεται για τον σχηματισμό πλειοψηφίας. Για κάθε υπόθεση, ο Πρόεδρος της Ε.Λ.Τ.Ε. ορίζει ένα μέλος του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. όταν συνεδριάζει ως Πειθαρχικό Συμβούλιο, ως εισηγητή, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου στην εν λόγω υπόθεση. Στην περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση έχει παραπεμφθεί μετά από εισήγηση του ΣΠΕ, ο Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. που είναι Πρόεδρος του ΣΠΕ δεν έχει δικαίωμα ψήφου. Εάν υπάρχει ισοψηφία υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.

Άρθρο 35
Συστήματα ερευνών και κυρώσεων


1. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Λ.Τ.Ε. ενεργώντας ως Πειθαρχικό Συμβούλιο κατά το άρθρο 34 του παρόντος νόμου επιλαμβάνεται υποθέσεων κατά Ορκωτών Ελεγκτών
Λογιστών και ελεγκτικών εταιρειών, είτε κατόπιν εκθέσεως ποιοτικού ελέγχου που υπεβλήθη σαν αποτέλεσμα έρευνας που διεξήγαγε το Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου ή η Επιτροπή Ποιοτικού Ελέγχου αντίστοιχα, αν με την έκθεση αυτή προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος είτε κατόπιν καταγγελίας ή και αυτεπαγγέλτως σε περίπτωση προφανούς πειθαρχικού παραπτώματος. Γενόμενη παραπομπή δεν ανακαλείται.
2. Στο παραπεμπτήριο έγγραφο του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Λ.Τ.Ε. πρέπει να μνημονεύονται τα συνιστώντα το διωκόμενο παράπτωμα πραγματικά περιστατικά, καθώς και τα υπάρχοντα στοιχεία τα οποία συνιστούν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή. Το έγγραφο αυτό κοινοποιείται στους παραπεμπόμενους με δικαστικό επιμελητή.
3. Ο εισηγητής έχει όλες τις αρμοδιότητες και εξουσίες κάθε γενικού προανακριτικού υπαλλήλου. Στο πλαίσιο της διερεύνησης υποθέσεως για τη διαπίστωση της τυχόν τέλεσης παραβάσεων της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών, ο εισηγητής δύναται:
α) Να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα από έγγραφα, βιβλία και άλλα στοιχεία που τηρεί σε οποιαδήποτε μορφή (έγγραφη, ηλεκτρονική, μαγνητική ή άλλη) ο ελεγχόμενος ή τρίτος που σχετίζεται με την υπόθεση. Ο ελεγχόμενος Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής δεν δικαιούται να επικαλεσθεί επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο.
β) Να λαμβάνει κατά την κρίση του ένορκες ή ανωμοτί μαρτυρικές καταθέσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και να ζητεί επεξηγήσεις για τα γεγονότα ή έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου και να καταγράφει τις σχετικές απαντήσεις. Η άρνηση παροχής στοιχείων από τον παραπεμπόμενο συνιστά αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο συμπαραπέμπεται μαζί με το παράπτωμα για το οποίο διενεργείται έλεγχος.
4. Η λήψη μαρτυρικών καταθέσεων πραγματοποιείται ενώπιον του εισηγητή και του γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Ο μάρτυρας, πριν καταθέσει, καλείται να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, τον τόπο της γέννησης και της κατοικίας του, καθώς και την ηλικία του.
5. Για τη μαρτυρική κατάθεση συντάσσεται από τον γραμματέα έκθεση μαρτυρικής κατάθεσης. Η έκθεση πρέπει να αναφέρει τον τόπο και την ημερομηνία της κατάθεσης, την ώρα κατά την οποία άρχισε και τελείωσε η κατάθεση και το ονοματεπώνυμο του εισηγητή του γραμματέα και του μάρτυρα, καθώς και ακριβή καταγραφή όσων κατατέθηκαν από τον μάρτυρα. Η έκθεση διαβάζεται από όλα τα παρευρισκόμενα κατά την εξέταση πρόσωπα και υπογράφεται από αυτά. Αν κάποιο από τα πρόσωπα αυτά αρνείται να υπογράψει, αυτό αναφέρεται στην έκθεση. Η έκθεση αποτελεί πλήρη απόδειξη για όσα έχει καταθέσει ο μάρτυρας. Η έκθεση είναι άκυρη, εάν λείπουν η χρονολογία (εκτός αν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης ή από άλλα έγγραφα που επαναλαμβάνονται σε αυτήν), η αναγραφή των ονομάτων και των επωνύμων ή η υπογραφή των προσώπων που παρευρέθηκαν στην κατάθεση. Η έκθεση συντάσσεται σε δύο αντίγραφα, από τα οποία ένα αντίγραφο δίδεται στον μάρτυρα και το άλλο τίθεται με ευθύνη του εισηγητή που έλαβε την κατάθεση, στον φάκελο της υπόθεσης. Ψευδείς ή ανακριβείς μαρτυρικές καταθέσεις τιμωρούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 225 του Ποινικού Κώδικα.
6. Ο εισηγητής, αφού εξετάσει τους μάρτυρες και συλλέξει το λοιπό αποδεικτικό υλικό, συντάσσει το κατηγορητήριο και καλεί τον πειθαρχικά διωκόμενο να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου και της δικογραφίας και να απολογηθεί προφορικά ή γραπτά μέσα σε εύλογο χρόνο. Σε περίπτωση που ο διωκόμενος υποβάλει γραπτό απολογητικό υπόμνημα ο εισηγητής δύναται να διατυπώσει οποιανδήποτε κατά την κρίση του διευκρινιστική ή άλλη ερώτηση.
7. Αν ο εισηγητής μετά τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που να στηρίζουν πειθαρχική κατηγορία, παραδίδει τον φάκελο στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Ε.Λ.Τ.Ε. με την πρόταση να μην γίνει κατηγορία και να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Ο Πρόεδρος εισάγει την υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει, αν θα γίνει ή όχι η κατηγορία ή αν πρέπει να γίνει συμπληρωματική ανάκριση από τον εισηγητή. Αν το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεχθεί ότι πρέπει να γίνει κατηγορία, συντάσσεται από τον εισηγητή κατηγορητήριο και εφαρμόζονται όσα ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο. Μετά την ολοκλήρωση του έργου του εισηγητή, ολόκληρος ο φάκελος διαβιβάζεται στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Ε.Λ.Τ.Ε. για τον ορισμό της δικασίμου, μαζί με τον κατάλογο των μαρτύρων που πρέπει να κληθούν και το αποδεικτικό επίδοσης της πράξης αυτής στον πειθαρχικά διωκόμενο ορκωτό ελεγκτή λογιστή.
8. Ο εισηγητής της υπόθεσης δύναται να συμμετάσχει στη συνεδρίαση του συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.
9. Ο διωκόμενος ορκωτός ελεγκτής λογιστής δύναται να παραστεί αυτοπροσώπως ή και με δικηγόρο. Ασκεί το δικαίωμα υπεράσπισής του, καλώντας και με δική του ευθύνη, χωρίς υποχρεωτική προδικασία, μάρτυρες για να καταθέσουν υπέρ του ή για την υπόθεσή του.
10. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Λ.Τ.Ε. ενεργώντας ως Πειθαρχικό, οφείλει μέσα σε έξι (6) μήνες το αργότερο από την παραπομπή του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή, να εκδώσει οριστική απόφαση.
11. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας και της απολογίας του πειθαρχικά διωκόμενου ακολουθεί η διάσκεψη των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη λήψη οριστικής απόφασης. Η απόφαση συντάσσεται εγγράφως εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την εκδίκαση και πρέπει να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη. Εγγράφως συντάσσονται, επίσης μέσα στην ίδια προθεσμία, και τα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Λ.Τ.Ε. που ενεργεί ως Πειθαρχικό, τα οποία υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα και καταχωρούνται όπως και η απόφαση σε ειδικό βιβλίο με αύξοντα αριθμό. Η απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. επιδίδεται, αμελλητί, με δικαστικό επιμελητή στον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή. Αν συντρέχουν οι περιστάσεις, η Ε.Λ.Τ.Ε. προβαίνει στη διαγραφή του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή από το Δημόσιο Μητρώο και στη δημοσιοποίηση της απόφασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
12. Κατά της απόφασης χωρεί εντός εξήντα (60) ημερών προσφυγή ουσίας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου.
13. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. επιβάλλει μία από τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις:
α) Σύσταση
β) Έγγραφη επίπληξη
γ) Δημόσια δήλωση που αναφέρει το υπαίτιο πρόσωπο και τη φύση της παράβασης και δημοσιοποιείται στον δικτυακό τόπο της Ε.Λ.Τ.Ε..
δ) Δήλωση ότι η έκθεση ελέγχου δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 32 του παρόντος νόμου ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 47 του παρόντος νόμου.
ε) Χρηματικό πρόστιμο έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής, το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να επιβάλλει πρόστιμο ύψους έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.
στ) Προσωρινή απαγόρευση διενέργειας υποχρεωτικών ελέγχων επί των ατομικών ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος, για χρονικό διάστημα από έναν (1) έως δώδεκα (12) μήνες.
ζ) Προσωρινή αφαίρεση της επαγγελματικής άδειας για χρονικό διάστημα μέχρι τρία (3) έτη.
η) Οριστική αφαίρεση της επαγγελματικής άδειας και διαγραφή του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή από το Δημόσιο Μητρώο.
Για την επιμέτρηση του επιβαλλόμενου προστίμου σε κάθε μία από τις προβλεπόμενες ποινές, λαμβάνονται υπόψη, ενδεικτικώς :
α) η βαρύτητα και διάρκεια της παράβασης
β) ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου προσώπου
γ) η οικονομική δύναμη του υπαίτιου προσώπου και το ετήσιο εισόδημά του
δ) το ύψος των κερδών που αποκομίσθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο πρόσωπο, εφόσον μπορούν να προσδιορισθούν
ε) ζημιές τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση στον βαθμό που δύναται να προσδιοριστούν
στ) ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου προσώπου με την ΕΛΤΕ
ζ) προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου προσώπου
η) όποιοι άλλοι παράγοντες κριθούν πρόσφοροι από το Διοικητικό Συμβούλιο.
14. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται, για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, να δημοσιοποιεί με κάθε πρόσφορο, κατά την κρίση του, μέσο τις αποφάσεις αυτού που αφορούν την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων.
Η Ε.Λ.Τ.Ε. δημοσιοποιεί, στον επίσημο δικτυακό τόπο της, τουλάχιστον τις λεπτομέρειες κάθε διοικητικής κύρωσης που επιβάλλεται για παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014, έναντι της οποίας κάθε δικαίωμα προσφυγής έχει εξαντληθεί ή εκπνεύσει, το συντομότερο δυνατόν μετά την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης στο πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση, περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση. Η Ε.Λ.Τ.Ε. δημοσιοποιεί ανωνύμως τις κυρώσεις που επιβάλλονται, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν, στην περίπτωση που η κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο, η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θεωρείται δυσανάλογη σύμφωνα με την υποχρεωτική προηγούμενη εκτίμηση της αναλογικότητας της εν λόγω δημοσιοποίησης
β) όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια διεξαγόμενη ποινική έρευνα
γ) όταν η δημοσιοποίηση θα προκαλούσε δυσανάλογα μεγάλη ζημία στα σχετικά νομικά ή φυσικά πρόσωπα.
Κάθε δημοσιοποίηση των πειθαρχικών κυρώσεων πραγματοποιείται, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, και εφόσον παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της προσφυγής, αλλιώς μετά την τελεσίδικη απόφαση επί της προσφυγής και παραμένει στον επίσημο δικτυακό τόπο της Ε.Λ.Τ.Ε. για περίοδο πέντε (5) ετών μετά την κατά τα παραπάνω αρχική ανάρτηση.
Η δημοσιοποίηση των κυρώσεων και μέτρων, τηρεί τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναφέρονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι δυνατόν να αποφασίζεται σε ειδικές περιπτώσεις από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Λ.Τ.Ε. ότι η δημοσιοποίηση ακόμα και σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων και ποινών δεν πρέπει να περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
15. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. είναι αρμόδιο να λαμβάνει έγγραφες αναφορές ή καταγγελίες για παραβάσεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 537/2014.
16. Για την εξασφάλιση λήψης των αναφορών και καταγγελιών που αναφέρονται στην παράγραφο 15 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνονται τουλάχιστον οι κάτωθι μηχανισμοί: α) συγκεκριμένες διαδικασίες για τη λήψη αναφορών παράβασης και την παρακολούθησή τους,
β) προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με το πρόσωπο που αναφέρει πιθανολογούμενες ή πραγματικές περιπτώσεις παράβασης και το πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ή εικάζεται ότι έχει διαπράξει παράβαση σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στην Οδηγία 95/46/ΕΚ,
γ) κατάλληλες διαδικασίες για να εξασφαλίζεται το δικαίωμα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορούμενου προσώπου πριν από την έκδοση απόφασης που το αφορά και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά οποιασδήποτε απόφασης ή μέτρου που το αφορά.
17.Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες καθορίζουν κατάλληλες διαδικασίες ώστε να μπορούν οι υπάλληλοί τους να αναφέρουν πιθανές ή πραγματικές περιπτώσεις παράβασης του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 εσωτερικά, μέσω συγκεκριμένου διαύλου.

Άρθρο 36
Ανταλλαγή Πληροφοριών


1. Η Ε.Λ.Τ.Ε. παρέχει ετησίως στην ΕΕΦΕΕ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλα τα διοικητικά μέτρα και τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Η ΕΕΦΕΕ δημοσιοποιεί τις πληροφορίες αυτές σε ετήσια έκθεση.
2. Η Ε.Λ.Τ.Ε. κοινοποιεί αμελλητί στην ΕΕΦΕΕ όλες τις προσωρινές απαγορεύσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ, ζ και η της παραγράφου 13 του άρθρου 35 του παρόντος νόμου.

Άρθρο 37
Αστική ευθύνη - ασφαλιστική κάλυψη


1. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές, οι ελεγκτικές εταιρείες και οι ελεγκτικές οντότητες τρίτων χωρών ευθύνονται για κάθε ζημιά από θετική ενέργεια ή παράλειψη έναντι της ελεγχόμενης οντότητας και τρίτων που ζημιώθηκαν από τη χρήση της έκθεσης ελέγχου.
2. Η ευθύνη του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή για αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί το δεκαπλάσιο της αμοιβής του συγκεκριμένου ελέγχου έναντι όλων των ζημιωθέντων από το έργο αυτό.
3. Στην περίπτωση που οι υποχρεωτικοί έλεγχοι διενεργούνται στο όνομα και για λογαριασμό ελεγκτικής εταιρείας ή ελεγκτικής οντότητας τρίτης χώρας, η ευθύνη για αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί το δεκαπλάσιο των αμοιβών της ελεγκτικής εταιρείας ή της ελεγκτικής οντότητας τρίτης χώρας για το συγκεκριμένο ελεγκτικό έργο έναντι όλων των ζημιωθέντων για το έργο αυτό.
4. Για την καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον τα πρόσωπα που προβλέπονται από το άρθρο 25 του παρόντος νόμου εφόσον αποδειχθεί ότι έθεσαν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα του ελεγκτή.
5. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ,οι ελεγκτικές εταιρείες και οι ελεγκτικές οντότητες τρίτων χωρών έχουν υποχρέωση να έχουν επαρκή ασφαλιστική κάλυψη.
6. Η μη συμμόρφωση με τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου συνεπάγεται την αναστολή της άδειας άσκησης επαγγέλματος μέχρι τη διαπίστωση, από την Ε.Λ.Τ.Ε., της συμμόρφωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΚΡΑΤΩΝ - ΜΕΛΩΝ

Άρθρο 38
Αρχές δημόσιας εποπτείας


1. Η δημόσια εποπτεία επί των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών ασκείται από την Ε.Λ.Τ.Ε. με βάση τις αρχές που διατυπώνονται στον ν. 3148/2003, περί «Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, αντικατάσταση και συμπλήρωση των διατάξεων για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει.
2. Η Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται να προσλαμβάνει επαγγελματίες για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων και να επικουρείται από εμπειρογνώμονες, όταν αυτό απαιτείται για τη δέουσα εκπλήρωση των καθηκόντων της. Στις περιπτώσεις αυτές, ούτε οι επαγγελματίες ούτε οι εμπειρογνώμονες συμμετέχουν σε τυχόν λήψη αποφάσεων από την Ε.Λ.Τ.Ε.
3. Η Ε.Λ.Τ.Ε. έχει την τελική ευθύνη για την εποπτεία:
α) της έγκρισης και εγγραφής στο Δημόσιο Μητρώο
β) της υιοθέτησης προτύπων όσον αφορά την επαγγελματική δεοντολογία, τον εσωτερικό έλεγχο ποιότητας των ελεγκτικών εταιρειών και τους ελέγχους, εκτός εάν τα πρότυπα αυτά έχουν υιοθετηθεί ή εγκριθεί από αρχές άλλου κράτους μέλους
γ) της συνεχούς εκπαίδευσης
δ) των συστημάτων διασφάλισης της ποιότητας
ε) των ερευνών και διοικητικών πειθαρχικών συστημάτων
Η Ε.Λ.Τ.Ε. οργανώνεται ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων.
4. Επιπλέον των περιπτώσεων που ορίζονται σε άλλα άρθρα του παρόντος νόμου, η Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται να αναθέτει οποιοδήποτε από τα καθήκοντα της στην αρμόδια επαγγελματική ένωση (ΣΟΕΛ) ή σε άλλες αρχές ή όργανα. Στην εξουσιοδότηση διευκρινίζονται τα ανατιθέμενα καθήκοντα και οι όροι υπό τους οποίους πρόκειται να διεκπεραιωθούν.
Η αρμόδια επαγγελματική ένωση (ΣΟΕΛ), οι αρχές ή τα όργανα οργανώνονται ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων.
Όταν η Ε.Λ.Τ.Ε. αναθέτει καθήκοντα στην αρμόδια επαγγελματική ένωση (ΣΟΕΛ), σε άλλες αρχές ή όργανα, είναι σε θέση να ανακαλεί τις αρμοδιότητες αυτές κατά περίπτωση.
5. Η Ε.Λ.Τ.Ε. έχει το δικαίωμα, όποτε είναι αναγκαίο, να κινεί και να διεξάγει έρευνες σχετικά με τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές και ελεγκτικές εταιρείες και να προβαίνει σε κατάλληλες ενέργειες.
Όταν η Ε.Λ.Τ.Ε. απασχολεί εμπειρογνώμονες για τη διενέργεια συγκεκριμένων αποστολών, διασφαλίζει ότι δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των εμπειρογνωμόνων αυτών και του συγκεκριμένου Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας. Οι εν λόγω εμπειρογνώμονες πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 33 του παρόντος νόμου.
6. Η Ε.Λ.Τ.Ε. διέπεται από διαφάνεια. Αυτό περιλαμβάνει τη δημοσίευση ετήσιων προγραμμάτων εργασίας και εκθέσεων δραστηριότητας.
7. Το σύστημα δημόσιας εποπτείας χρηματοδοτείται καταλλήλως και διαθέτει επαρκείς πόρους ώστε να κινεί και να διεξάγει έρευνες, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5. Οι διατάξεις των άρθρων 26 (παρ. 1 και 2) και 36 του ν. 4170/2013 εφαρμόζονται από την έναρξη ισχύος του Ν.3148/2003.

Άρθρο 39
Συνεργασία εποπτικών αρχών σε επίπεδο χωρών μελών


Η Ε.Λ.Τ.Ε. είναι η αρμόδια αρχή στην οποία απευθύνονται οι αρχές δημόσιας εποπτείας των κρατών - μελών για θέματα συνδρομής, στα αντικείμενα της αρμοδιότητάς της.

Άρθρο 40
Αμοιβαία αναγνώριση των ρυθμιστικών διατάξεων των κρατών μελών


1. Σε περίπτωση υποχρεωτικού ελέγχου σε οντότητα με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος, που διενεργείται από Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία με επαγγελματική άδεια η οποία έχει δοθεί από τις αρμόδιες αρχές αυτού του κράτους - μέλους, η κανονιστική και εποπτική αρμοδιότητα ανήκει στις εποπτικές αρχές αυτού του άλλου κράτους - μέλους. Με την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου, ελεγκτικές εταιρείες που έχουν λάβει επαγγελματική άδεια και στην Ελλάδα υπόκεινται και στην εποπτεία της Ε.Λ.Τ.Ε. για τον διενεργούμενο έλεγχο.
2. Στην περίπτωση υποχρεωτικού ελέγχου ατομικών ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων που διενεργείται στην Ελλάδα, η Ε.Λ.Τ.Ε. δεν δύναται να επιβάλει συμπληρωματικές απαιτήσεις όσον αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο σε σχέση με την εγγραφή στο Δημόσιο Μητρώο, την επιθεώρηση διασφάλισης της ποιότητας, τα ελεγκτικά πρότυπα, την επαγγελματική δεοντολογία και την ανεξαρτησία του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο θυγατρικής που έχει συσταθεί σε άλλο κράτος μέλος.
3. Στην περίπτωση επιχείρησης με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος μέλος της οποίας τα χρεόγραφα έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ), η Ε.Λ.Τ.Ε. δεν δύναται να επιβάλλει συμπληρωματικές απαιτήσεις όσον αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο σε σχέση με την εγγραφή στο Δημόσιο Μητρώο, την επιθεώρηση διασφάλισης της ποιότητας, τα ελεγκτικά πρότυπα, την επαγγελματική δεοντολογία και την ανεξαρτησία σε Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο ετήσιων ατομικών ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της επιχείρησης αυτής.
4. Όταν ένας Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή μία ελεγκτική εταιρεία λάβει επαγγελματική άδεια σύμφωνα με το άρθρο 3 ή 53 του παρόντος νόμου και ο εν λόγω Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή ελεγκτική εταιρεία χορηγεί εκθέσεις ελέγχου, όσον αφορά τις ετήσιες ατομικές ή ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1, υπάγεται στο σύστημα δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης της ποιότητας, ερευνών και κυρώσεων της Ελλάδος.

Άρθρο 41
Επαγγελματικό απόρρητο και συνεργασία των κρατών μελών


Η Ε.Λ.Τ.Ε. συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών και τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές όταν αυτό απαιτείται, για τον σκοπό της εκπλήρωσης των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014. Η Ε.Λ.Τ.Ε. επικουρεί τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και τις σχετικές Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Ειδικότερα, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται στο πλαίσιο ερευνών που αφορούν υποχρεωτικούς ελέγχους.
Κάθε πρόσωπο που απασχολείται ή απασχολήθηκε στην Ε.Λ.Τ.Ε. ή συνεργάζεται ή συνεργάστηκε με την Ε.Λ.Τ.Ε., υποχρεούται να μην γνωστοποιεί σε άλλον πληροφορίες ή στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση του κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή ως αποτέλεσμα της συνεργασίας του με την Ε.Λ.Τ.Ε.. Το επαγγελματικό απόρρητο δεν ισχύει στις περιπτώσεις συνεργασίας της Ε.Λ.Τ.Ε. με την Τράπεζα της Ελλάδος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ), την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, τις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, καθώς και τις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της Ε.Λ.Τ.Ε., όπου το απόρρητο ισχύει για τους λειτουργούς και υπαλλήλους των αρχών και υπηρεσιών αυτών. Η παράβαση των διατάξεων της παρούσας παραγράφου διώκεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα.
Η παράγραφος 2 δεν εμποδίζει την Ε.Λ.Τ.Ε. να ανταλλάσσει με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών εμπιστευτικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται με αυτόν τον τρόπο καλύπτονται από την υποχρέωση προστασίας του επαγγελματικού απόρρητου, το οποίο οφείλουν να τηρούν τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργασθεί στην Ε.Λ.Τ.Ε.. Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου εφαρμόζεται επίσης για κάθε πρόσωπο στο οποίο η Ε.Λ.Τ.Ε. έχει αναθέσει καθήκοντα σε σχέση με τους σκοπούς που προβλέπονται στον παρόντα νόμο.
4. Η Ε.Λ.Τ.Ε. διαβιβάζει χωρίς σκόπιμη καθυστέρηση τις αιτούμενες πληροφορίες στα πλαίσια της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών - μελών που καθιερώνονται με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Η Ε.Λ.Τ.Ε., στην οποία υποβάλλεται αίτηση παροχής πληροφοριών, λαμβάνει χωρίς σκόπιμη καθυστέρηση όλα τα αναγκαία μέτρα για τη συλλογή τους. Οι διαβιβαζόμενες στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών πληροφορίες καλύπτονται από το θεσπισμένο επαγγελματικό απόρρητο που ισχύει στο κράτος - μέλος που λαμβάνει τις πληροφορίες. Αν η Ε.Λ.Τ.Ε. αδυνατεί να παράσχει τις αιτούμενες πληροφορίες χωρίς καθυστέρηση, ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρμόδια αρχή του άλλου κράτους - μέλους, αναφέροντας τους λόγους για την καθυστέρησή παροχής πληροφοριών. Η Ε.Λ.Τ.Ε. μπορεί να απαντήσει αρνητικά σε αίτημα λήψης πληροφοριών αν:
α) η χορήγηση των πληροφοριών ενδέχεται να προσβάλει την εθνική κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη,
β) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ίδιων προσώπων ενώπιον των αρμόδιων ελληνικών αρχών ή
γ) έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και για τα ίδια πρόσωπα από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές.
Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων εκ της ποινικής δικονομίας, η Ε.Λ.Τ.Ε. ή οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές που λαμβάνουν πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1, τις χρησιμοποιούν αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014, καθώς και στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται ειδικά με την άσκηση αυτών των καθηκόντων.
Η Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται να διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των οντοτήτων δημόσιου ενδιαφέροντος, τις κεντρικές τράπεζες, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με την ιδιότητά τους ως νομισματικές αρχές, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την άσκηση των καθηκόντων τους. Οι εν λόγω αρχές ή όργανα δεν εμποδίζονται να έχουν τη δυνατότητα να κοινοποιούν στην Ε.Λ.Τ.Ε. πληροφορίες που μπορεί να χρειάζεται για την άσκηση των καθηκόντων της βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014.
5. Η Ε.Λ.Τ.Ε. οφείλει να γνωστοποιήσει στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών - μελών πράξεις ή παραλείψεις σχετικές με την εφαρμογή του παρόντος νόμου σε αυτά τα κράτη - μέλη. Σε περιπτώσεις στις οποίες θα υποβληθούν στην Ε.Λ.Τ.Ε. ανάλογες γνωστοποιήσεις από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών - μελών, η Ε.Λ.Τ.Ε. οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα και να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες και να ενημερώσει την αρχή του άλλου κράτους μέλους που την πληροφόρησε για τα αποτελέσματα και, στο μέτρο του δυνατού, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις.
6. Αρμόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους μπορεί να ζητήσει από την Ε.Λ.Τ.Ε. τη διενέργεια από αυτήν, έρευνας στην Ελλάδα ή να επιτρέψει σε προσωπικό της να παρακολουθήσει τη διεξαγωγή έρευνας, που διενεργείται από την Ε.Λ.Τ.Ε. στην Ελλάδα. Στις περιπτώσεις αυτές η διεξαγόμενη έρευνα τελείται πάντοτε υπό τον έλεγχο της Ε.Λ.Τ.Ε.. Η Ε.Λ.Τ.Ε. μπορεί να αρνηθεί τη διενέργεια τέτοιας έρευνας στην Ελλάδα ή την παρακολούθηση της έρευνας από προσωπικό αρμόδιας αρχής άλλου κράτους - μέλους στις περιπτώσεις όπου:
α) η έρευνα αυτή ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη στην Ελλάδα ή να διαταράξει εθνικούς κανόνες ασφάλειας ή
β) έχει κινηθεί δικαστική διαδικασία, για τις ίδιες πράξεις ή παραλείψεις και κατά των ιδίων Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή ελεγκτικών εταιρειών ενώπιον των ελληνικών αρχών
γ) έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές για τις ίδιες πράξεις ή παραλείψεις και κατά των ιδίων Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή ελεγκτικών εταιρειών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX
ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΥΣΗ

Άρθρο 42
Διορισμός Ορκωτού Ελεγκτή ή ελεγκτικής εταιρείας


Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής, η ελεγκτική εταιρεία διορίζονται από τη γενική συνέλευση των μετόχων ή των μελών της ελεγχόμενης οντότητας.
Σε κάθε περίπτωση διορισμού Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας θα πρέπει να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας από τα εκτελεστικά μέλη του διοικητικού και διαχειριστικού οργάνου της ελεγχόμενης οντότητας.
Απαγορεύεται οποιαδήποτε συμβατική ρήτρα η οποία περιορίζει την επιλογή από τη γενική συνέλευση των μετόχων ή μελών της ελεγχόμενης οντότητας, σύμφωνα με την παράγραφο 1, σε ορισμένες κατηγορίες ή καταλόγους Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή ελεγκτικών εταιρειών σε σχέση με τον διορισμό ή τον περιορισμό της επιλογής συγκεκριμένου Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας για τη διεξαγωγή του υποχρεωτικού ελέγχου της εν λόγω οντότητας. Οποιεσδήποτε υφιστάμενες ρήτρες ως ανωτέρω είναι άκυρες.
Για την περιφρούρηση της ανεξαρτησίας του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας, όσον αφορά τους υποχρεωτικούς ελέγχους, ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή ο κύριος εταίρος ελέγχου της ελεγκτικής εταιρείας μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του, με την ιδιότητά του αυτή, για χρονική περίοδο που δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε (5) συνεχή χρόνια και να επαναλάβει τα καθήκοντά του μετά από την παρέλευση δύο (2) συνεχών χρόνων.
Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην υποπαρ. Α.1. του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, υπόκεινται σε υποχρεωτικό έλεγχο από έναν ή περισσότερους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες και όσες από τις οντότητες των παραγράφων 2 (α) και 2 (β) του άρθρου 1 του .ν. 4308/2014 υπερβαίνουν δύο από τα παρακάτω κριτήρια, για δύο συνεχόμενες χρήσεις:
α) Κύκλος εργασιών 3.000.000 ευρώ
β) Σύνολο Ενεργητικού 1.500.000 ευρώ
γ) Μέσος όρος προσωπικού 50 άτομα

Άρθρο 43
Παύση και παραίτηση του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας.


1. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ή οι ελεγκτικές εταιρείες παύονται μόνο για βάσιμους και σπουδαίους λόγους. Η διάσταση απόψεων σχετικά με τη λογιστική αντιμετώπιση θεμάτων ή την εφαρμογή ελεγκτικών διαδικασιών δεν συνιστούν λόγους παύσης.
2. Η διοίκηση της ελεγχόμενης οντότητας οφείλει να ενημερώνει γραπτώς την Ε.Λ.Τ.Ε. σε περίπτωση παύσης του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας, παρέχοντας συγχρόνως επαρκή αιτιολόγηση για τους λόγους της παύσης. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία σε περίπτωση παύσης ή παραίτησης. Η παύση ή η παραίτηση του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας, ισχύει από την έγκρισή της από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε.
3. Σε περίπτωση υποχρεωτικού ελέγχου οντότητας δημόσιου ενδιαφέροντος,:
α) οι μέτοχοι οι οποίοι αντιστοιχούν στο 5 % τουλάχιστον των δικαιωμάτων ψήφου ή των μετοχών
β) το Δ.Σ. ή η επιτροπή ελέγχου των ελεγχόμενων οντοτήτων κατά το εθνικό δίκαιο ή
γ) η Ε.Λ.Τ.Ε.
επιτρέπεται να ασκήσουν αγωγή ενώπιον του μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων για την παύση των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή των ελεγκτικών εταιρειών, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι προς τούτο λόγοι. Η αγωγή ασκείται εντός τριάντα (30) ημερών το αργότερο από την εκλογή του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας εφόσον ο λόγος παύσης συντρέχει κατά τον χρόνο της εκλογής, άλλως εντός τριάντα (30) ημερών από τότε που ο αιτών έλαβε γνώση του λόγου που επικαλείται. Σε κάθε περίπτωση η αγωγή δεν δύναται να ασκηθεί μετά την λήξη της περιόδου την οποία αφορά ο έλεγχος για τον οποίο ζητείται η παύση. Σε περίπτωση κατά την οποία η αγωγή ασκείται από οποιοδήποτε πρόσωπο πλην της Ε.Λ.Τ.Ε., κοινοποιείται υποχρεωτικά και στην Ε.Λ.Τ.Ε.. Η αγωγή συζητείται το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και η απόφαση εκδίδεται εντός τριάντα (30) εργασίμων ημερών. Η απόφαση δεν υπόκειται σε οποιοδήποτε τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο. Εάν η αγωγή γίνει δεκτή, η ελεγχόμενη οντότητα οφείλει να προβεί σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την εκλογή άλλου Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ
ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

Άρθρο 44
Επιτροπή Ελέγχου


1. Κάθε οντότητα δημοσίου ενδιαφέροντος διαθέτει επιτροπή ελέγχου η οποία αποτελείται από τρία τουλάχιστον μέλη. Η επιτροπή ελέγχου αποτελεί είτε ανεξάρτητη επιτροπή είτε επιτροπή του Διοικητικού Συμβουλίου της ελεγχόμενης οντότητας. Αποτελείται από μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου και μέλη που εκλέγονται από τη γενική συνέλευση των μετόχων της ελεγχόμενης οντότητας ή, στην περίπτωση οντοτήτων χωρίς μετόχους, από ισοδύναμο όργανο.
Τα μέλη της επιτροπής ελέγχου στο σύνολό τους διαθέτουν επαρκή γνώση στον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται η ελεγχόμενη οντότητα.
Τα μέλη της επιτροπής ελέγχου είναι στην πλειονότητά τους ανεξάρτητα από την ελεγχόμενη. Ο Πρόεδρος της επιτροπής ελέγχου ορίζεται από τα μέλη της ή εκλέγεται από τη γενική συνέλευση των μετόχων της ελεγχόμενης οντότητας και είναι ανεξάρτητος από την ελεγχόμενη οντότητα.
Τουλάχιστον ένα μέλος της επιτροπής ελέγχου είναι Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής σε αναστολή ή συνταξιούχος ή διαθέτει επαρκή γνώση στην ελεγκτική και λογιστική.
2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι ακόλουθες οντότητες δημόσιου ενδιαφέροντος δεν υπόκεινται στην υποχρέωση να διαθέτουν επιτροπή ελέγχου:
α) οποιαδήποτε οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος αποτελεί θυγατρική κατά την έννοια του ν.4308/2014 εφόσον η εν λόγω οντότητα πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου καθώς και των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 11 και της παραγράφου 5 του άρθρου 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 σε επίπεδο ομίλου με εξαίρεση τις θυγατρικές που εμπίπτουν στην παράγραφο 12 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου και τις θυγατρικές οντοτήτων που εμπίπτουν στις περιπτώσεις β και γ της παραγράφου 12 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου. β) οποιαδήποτε οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος που είναι ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ν.4099/2012 ή οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων ΟΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 του ν.4209/2013, γ) οποιαδήποτε οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος που δραστηριοποιείται αποκλειστικά στην έκδοση τίτλων προερχόμενων από τιτλοποίηση, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 περ. 5) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 809/2004 της Επιτροπής. Οι οντότητες δημόσιου ενδιαφέροντος που αναφέρονται στην περίπτωση γ) επεξηγούν δημοσίως τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι δεν είναι σκόπιμο για αυτές να διαθέτουν επιτροπή ελέγχου ή διοικητικό όργανο επιφορτισμένο με την άσκηση των καθηκόντων επιτροπής ελέγχου.
3. Με την επιφύλαξη της ευθύνης των μελών του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου ή άλλων μελών που έχουν εκλεγεί από τη γενική συνέλευση των μετόχων της ελεγχόμενης οντότητας, η επιτροπή ελέγχου μεταξύ άλλων:
α) ενημερώνει το Διοικητικό Συμβούλιο της ελεγχόμενης οντότητας για το αποτέλεσμα του υποχρεωτικού ελέγχου και επεξηγεί πώς συνέβαλε ο υποχρεωτικός έλεγχος στην ακεραιότητα της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και ποιος ήταν ο ρόλος της επιτροπής ελέγχου στην εν λόγω διαδικασία,
β) παρακολουθεί τη διαδικασία χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και υποβάλλει συστάσεις ή προτάσεις για την εξασφάλιση της ακεραιότητάς της, γ) παρακολουθεί την αποτελεσματικότητα των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, διασφάλισης της ποιότητας και διαχείρισης κινδύνων της επιχείρησης και, κατά περίπτωση, του τμήματος εσωτερικού ελέγχου της, όσον αφορά τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση της ελεγχόμενης οντότητας, χωρίς να παραβιάζει την ανεξαρτησία της οντότητας αυτής,
δ) παρακολουθεί τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ατομικών ή/και ενοποιημένων και ιδίως την απόδοσή του, λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε πορίσματα και συμπεράσματα της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014,
ε) επισκοπεί και παρακολουθεί την ανεξαρτησία των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή των ελεγκτικών εταιρειών σύμφωνα με τα άρθρα 21, 22, 23, 26 και 27 του παρόντος νόμου, καθώς και το άρθρο 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 και ιδίως την καταλληλότητα της παροχής μη ελεγκτικών υπηρεσιών στην ελεγχόμενη οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 46 του παρόντος νόμου και
στ) είναι υπεύθυνη για τη διαδικασία επιλογής Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή ελεγκτικών εταιρειών και προτείνει τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές ή τις ελεγκτικές εταιρείες που θα διοριστούν σύμφωνα με το άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.
537/2014, εκτός εάν εφαρμόζεται το άρθρο 16 παράγραφος 8 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014.
4. H Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να διενεργεί ελέγχους για την τήρηση των διατάξεων των περιπτώσεων α), β) και γ) της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου από τα εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα, εξαιρουμένων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών εταιριών και σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης αυτών των διατάξεων δύναται να επιβάλλει στα μέλη του Δ.Σ. ή / και στα μέλη της επιτροπής ελέγχου τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 του ν. 3016/2002.
H Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να διενεργεί ελέγχους για την τήρηση διατάξεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου από τα εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα και σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης αυτών των διατάξεων δύναται να επιβάλλει τις κυρώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 55Α του Καταστατικού της, 59 παρ. 2 του ν. 4261/2014 και 256 του ν.4364/2016. Με αποφάσεις των ανωτέρω Αρχών ρυθμίζονται ειδικότερα ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
5. Η Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται να επικοινωνεί στα μέλη των Επιτροπών Ελέγχων των οντοτήτων δημοσίου ενδιαφέροντος, τα ευρήματα ποιοτικού ελέγχου που προκύπτουν από τις επιθεωρήσεις επί των συγκεκριμένων ελεγκτικών έργων που διενεργούν οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες.

Άρθρο 45
Αμοιβές ελέγχου


1. Οι αμοιβές για τη διενέργεια υποχρεωτικών ελέγχων σε οντότητες δημόσιου ενδιαφέροντος δεν είναι αμοιβές υπό αίρεση. Με την επιφύλαξη του άρθρου 29 του παρόντος νόμου, για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, αμοιβές υπό αίρεση είναι οι αμοιβές για ελεγκτικές εργασίες που υπολογίζονται σε προκαθορισμένη βάση σε σχέση με το αποτέλεσμα ή την έκβαση μιας συναλλαγής ή το αποτέλεσμα του εκτελούμενου έργου. Οι αμοιβές δεν θεωρούνται ότι είναι υπό αίρεση εάν έχουν καθοριστεί από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή.
2. Όταν ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία παρέχει στην ελεγχόμενη οντότητα, τη μητρική της επιχείρηση ή τις ελεγχόμενες από αυτήν επιχειρήσεις, επί περίοδο τριών (3) ή περισσότερων συνεχών ετών, μη ελεγκτικές υπηρεσίες άλλες από τις αναφερόμενες στο άρθρο 46 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου, οι συνολικές αμοιβές για τις υπηρεσίες αυτές δεν υπερβαίνουν το 70 % του μέσου όρου των αμοιβών που καταβλήθηκαν για τα τελευταία τρία (3) συνεχή οικονομικά έτη για τον υποχρεωτικό έλεγχο ή τους υποχρεωτικούς ελέγχους της ελεγχόμενης οντότητας και, κατά περίπτωση, της μητρικής της επιχείρηση, των ελεγχόμενων από αυτήν επιχειρήσεων και των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων του εν λόγω ομίλου επιχειρήσεων.
Για τους σκοπούς των ορίων που προσδιορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο, εξαιρούνται οι διαφορετικές από τις αναφερόμενες στο άρθρο 46 παράγραφος 1 μη ελεγκτικές υπηρεσίες που απαιτούνται στον παρόντα νόμο.
Η Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται, κατόπιν αιτήσεως του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας, κατ' εξαίρεση, να επιτρέπει στον εν λόγω Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή την ελεγκτική εταιρεία να απαλλάσσεται από τις απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου όσον αφορά ελεγχόμενη οντότητα για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) οικονομικά έτη.
3. Όταν το σύνολο των αμοιβών που καταβάλλονται από μια οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος για καθένα από τα τελευταία τρία (3) συνεχόμενα οικονομικά έτη ανέρχεται σε ποσοστό άνω του 15 % του συνόλου των αμοιβών που λαμβάνονται από τον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή την ελεγκτική εταιρεία ή, ανάλογα με την περίπτωση, από τον ελεγκτή του ομίλου που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο, για καθένα από τα εν λόγω οικονομικά έτη, ο εν λόγω Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή ελεγκτική εταιρεία ή, ενδεχομένως, ελεγκτής του ομίλου γνωστοποιεί το γεγονός αυτό στην επιτροπή ελέγχου και πραγματοποιεί συζητήσεις με την επιτροπή ελέγχου σχετικά με τους κινδύνους για την ανεξαρτησία τους και τις διασφαλίσεις που εφαρμόζονται για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων.
Όταν οι αμοιβές που καταβάλλονται από μια τέτοια οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος εξακολουθούν να υπερβαίνουν το 15 % του συνόλου των αμοιβών που λαμβάνονται από έναν τέτοιο Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία, ενδεχομένως, από έναν ελεγκτή του ομίλου που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο, η επιτροπή ελέγχου αποφασίζει με βάση αντικειμενική αιτιολόγηση κατά πόσο ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία ή ο ελεγκτής του ομίλου της εν λόγω οντότητας ή του ομίλου οντοτήτων μπορεί να εξακολουθήσει να διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο για πρόσθετο διάστημα που οπωσδήποτε δεν είναι μεγαλύτερο των δύο (2) ετών.
4. Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., για τις περιπτώσεις ανάθεσης υποχρεωτικού ελέγχου οντοτήτων δημοσίου ενδιαφέροντος δύνανται να θεσπίζονται κριτήρια για τον ορισμό του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας που να παρέχουν διασφάλιση ότι ο υποψήφιος Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η Ελεγκτική Εταιρεία έχουν την οργανωτική, στελεχιακή, χρηματοοικονομική και άλλη δομή και διάρθρωση και γενικά τα εχέγγυα μιας αντικειμενικής εικόνας ανεξαρτησίας και εύλογης δυνατότητας να διαχειρισθεί τις τεχνικές και άλλες προκλήσεις ελέγχων, της κατά περίπτωση οντότητας δημοσίου ενδιαφέροντος.

Άρθρο 46
Απαγόρευση παροχής μη ελεγκτικών υπηρεσιών


1. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή ελεγκτική εταιρεία που διενεργεί υποχρεωτικό έλεγχο οντότητας δημόσιου ενδιαφέροντος ή οποιοδήποτε μέλος του δικτύου στο οποίο ανήκει ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία δεν δύναται να παρέχει άμεσα ή έμμεσα στην ελεγχόμενη οντότητα, στην οικεία μητρική επιχείρηση ή στις ελεγχόμενες από την ελεγχόμενη οντότητα επιχειρήσεις της εντός της Ένωσης απαγορευμένες μη ελεγκτικές υπηρεσίες κατά:
α) το διάστημα από την έναρξη της περιόδου που ελέγχεται έως την έκδοση της έκθεσης ελέγχου και
β) το αμέσως προηγούμενο οικονομικό έτος από την περίοδο που αναφέρεται στην περίπτωση α) σε σχέση με τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο δεύτερο εδάφιο περίπτωση ε). Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως απαγορευμένες μη ελεγκτικές υπηρεσίες νοούνται:
α) οι φορολογικές υπηρεσίες που σχετίζονται με τα ακόλουθα:
i) κατάρτιση φορολογικών δηλώσεων,
ii) φόρος μισθοδοσίας,
iii) τελωνειακοί δασμοί,
iv) εντοπισμός των κρατικών ενισχύσεων και των φορολογικών κινήτρων, εκτός εάν απαιτείται εκ του νόμου η παροχή υποστήριξης από τον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή την ελεγκτική εταιρεία σε σχέση με αυτές τις υπηρεσίες,
v) υποστήριξη όσον αφορά τις φορολογικές επιθεωρήσεις από τις φορολογικές αρχές, εκτός εάν η υποστήριξη από τον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή την ελεγκτική εταιρεία σε σχέση με αυτές τις επιθεωρήσεις προβλέπεται από τον νόμο,
vi) υπολογισμός άμεσων και έμμεσων φόρων, καθώς και αναβαλλόμενης φορολογίας,
vii) παροχή φορολογικών συμβουλών·
β) υπηρεσίες που περιλαμβάνουν την οποιαδήποτε συμμετοχή στη διαδικασία διαχείρισης ή λήψης αποφάσεων της ελεγχόμενης οντότητας·
γ) τήρηση βιβλίων και κατάρτιση λογιστικών αρχείων και οικονομικών καταστάσεων.
δ) υπηρεσίες μισθοδοσίας·
ε) σχεδιασμός και υλοποίηση διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου ή διαχείρισης κινδύνου σε σχέση με την κατάρτιση και/ή τον έλεγχο των οικονομικών πληροφοριών ή σχεδιασμός και υλοποίηση τεχνολογικών συστημάτων χρηματοοικονομικών πληροφοριών.
στ) υπηρεσίες αποτίμησης, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών αναλογιστικών αποτιμήσεων ή υποστήριξης σε περίπτωση αντιδικίας.
ζ) νομικές υπηρεσίες, σε σχέση με:
i) την παροχή νομικών συμβουλών γενικού χαρακτήρα
ii) τη διαπραγμάτευση εκ μέρους της ελεγχόμενης οντότητας, και
iii) την ανάληψη καθηκόντων συνηγόρου για την επίλυση διαφορών
η) υπηρεσίες που σχετίζονται με τη λειτουργία του τμήματος εσωτερικού ελέγχου της ελεγχόμενης οντότητας
θ) υπηρεσίες που συνδέονται με τη χρηματοδότηση, την κεφαλαιακή δομή και κατανομή, καθώς και την επενδυτική στρατηγική της ελεγχόμενης οντότητας, εκτός της παροχής υπηρεσιών διασφάλισης σε σχέση με τις οικονομικές καταστάσεις, όπως η έκδοση επιστολών στήριξης σε σχέση με ενημερωτικά δελτία που εκδίδονται από την ελεγχόμενη οντότητα.
ι) προώθηση, διαπραγμάτευση ή αναδοχή μετοχών της ελεγχόμενης οντότητας
ια) υπηρεσίες ανθρώπινου δυναμικού, σε σχέση με:
i) τα διοικητικά καθήκοντα με σημαντική επιρροή στην κατάρτιση των λογιστικών αρχείων ή των οικονομικών καταστάσεων που αποτελούν αντικείμενο του υποχρεωτικού ελέγχου, όταν στις υπηρεσίες αυτές περιλαμβάνονται τα ακόλουθα: -αναζήτηση υποψηφίων για τέτοια θέση ή
- πραγματοποίηση ελέγχων συστάσεων για υποψηφίους τέτοιων θέσεων,
ii) τη διάρθρωση του οργανωτικού σχεδιασμού και iii) τον έλεγχο του κόστους.
2. Κατά παρέκκλιση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1, επιτρέπεται η παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημείο i), στην περίπτωση α) σημεία iv) έως vii) και στην περίπτωση στ), εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) δεν έχουν άμεση επίπτωση ή έχουν επουσιώδη επίπτωση, ξεχωριστά ή συνολικά στις ελεγχόμενες οικονομικές καταστάσεις.
β) η εκτίμηση της επίπτωσης στις ελεγχόμενες οικονομικές καταστάσεις τεκμηριώνεται και εξηγείται λεπτομερώς στην συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 48 του παρόντος νόμου, και
γ) οι αρχές της ανεξαρτησίας που θεσπίζονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου και ιδίως στα άρθρα 21,23,25,26 και 27 τηρούνται από τον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή.
3. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία που διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημόσιου ενδιαφέροντος και, σε περίπτωση που ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία ανήκουν σε δίκτυο, κάθε μέλος αυτού του δικτύου μπορεί να παράσχει στην ελεγχόμενη οντότητα, στην οικεία μητρική επιχείρηση ή στις ελεγχόμενες από εκείνη επιχειρήσεις μη ελεγκτικές υπηρεσίες διαφορετικές από τις απαγορευμένες μη ελεγκτικές υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι η επιτροπή ελέγχου έχει δώσει τη συγκατάθεσή της αφού προηγουμένως έχει εκτιμήσει δεόντως τις απειλές για την ανεξαρτησία και τις διασφαλίσεις που εφαρμόστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος νόμου. Η επιτροπή ελέγχου εκδίδει, κατά περίπτωση, κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
4. Όταν ένα μέλος δικτύου στο οποίο ανήκει ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία που διενεργεί υποχρεωτικό έλεγχο μιας οντότητας δημόσιου ενδιαφέροντος παρέχει οποιαδήποτε από τις αναγραφόμενες στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μη ελεγκτικές υπηρεσίες σε μια επιχείρηση συσταθείσα σε τρίτη χώρα που ελέγχεται από την ελεγχόμενη οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος, ο ενδιαφερόμενος Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία οφείλει να εκτιμήσει εάν η ανεξαρτησία του/της μπορεί να υπονομευθεί από την εν λόγω παροχή υπηρεσιών από το μέλος του δικτύου.
Εάν θίγεται η ανεξαρτησία του/της, ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία εφαρμόζει διασφαλίσεις, ανάλογα με την περίπτωση, ώστε να περιορίσει τις απειλές που δημιουργούνται από την εν λόγω παροχή υπηρεσιών σε τρίτη χώρα. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία μπορεί να συνεχίσει να διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο της οντότητας δημόσιου ενδιαφέροντος μόνο εάν μπορεί να αιτιολογήσει, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κανονισμού 537/2014 και το άρθρο 23 του παρόντος νόμου, ότι η εν λόγω παροχή υπηρεσιών δεν επηρεάζει την επαγγελματική κρίση του και την έκθεση ελέγχου. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου:
α) η συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ελεγχόμενης οντότητας και η παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και ε) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 θεωρούνται ότι οπωσδήποτε επηρεάζουν την εν λόγω ανεξαρτησία και ότι δεν δύνανται να περιοριστούν από την εφαρμογή τυχόν διασφαλίσεων.
β) η παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο, εκτός των στοιχείων β), γ) και ε), θεωρείται ότι θίγει την εν λόγω ανεξαρτησία και, ως εκ τούτου, απαιτούν διασφαλίσεις για τον μετριασμό των σχετικών απειλών.

Άρθρο 47
Έκθεση ελέγχου


1. Ο/οι Ορκωτός/οι Λογιστής/ες Ελεγκτής/ες ή η/οι ελεγκτική/ές εταιρεία/ες παρουσιάζουν τα αποτελέσματα του υποχρεωτικού ελέγχου της οντότητας δημόσιου ενδιαφέροντος σε έκθεση ελέγχου.
2. Η έκθεση ελέγχου καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του παρόντος νόμου και συμπληρωματικά πρέπει τουλάχιστον:
α) να αναφέρει από ποιο άτομο ή ποιο όργανο διορίσθηκε ο/οι Ορκωτός/οι Λογιστής/ες Ελεγκτής/ες ή η/οι ελεκγτική/ές εταιρεία/ες:
β) να αναφέρει την ημερομηνία διορισμού και την περίοδο της συνολικής αδιάλειπτης ελεγκτικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων ανανέωσης προηγούμενου διορισμού και επαναδιορισμού των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή των ελεγκτικών εταιρειών.
γ) να περιλαμβάνει, προς υποστήριξη της γνώμης ελέγχου, τα ακόλουθα:
i) περιγραφή των σημαντικότερων κινδύνων ουσιώδους ανακρίβειας που αξιολογήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων ουσιώδους ανακρίβειας λόγω απάτης που αξιολογήθηκαν,
ii) συνοπτική παρουσίαση της αντίδρασης του ελεγκτή σε αυτούς τους κινδύνους και,
iii) όπου αρμόζει, βασικές παρατηρήσεις που ανακύπτουν σχετικά με τους κινδύνους αυτούς.
Στον βαθμό που σχετίζεται με τις παραπάνω πληροφορίες που παρέχονται στην έκθεση ελέγχου αναφορικά με κάθε σημαντικό κίνδυνο ουσιώδους ανακρίβειας που αξιολογήθηκε, η έκθεση ελέγχου περιλαμβάνει σαφή αναφορά στις σχετικές γνωστοποιήσεις στο πλαίσιο των οικονομικών καταστάσεων.
δ) να εξηγεί τον βαθμό στον οποίο ο υποχρεωτικός έλεγχος θεωρούταν ότι ήταν σε θέση να εντοπίσει παρατυπίες, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων απάτης.
ε) να επιβεβαιώνει ότι η γνώμη ελέγχου συμφωνεί με τη συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 48 του παρόντος νόμου.
στ) να δηλώνει ότι δεν παρασχέθηκαν οι απαγορευμένες μη ελεγκτικές υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 46 του παρόντος νόμου και ότι οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ή οι ελεγκτικές εταιρείες παρέμειναν ανεξάρτητοι έναντι της ελεγχόμενης οντότητας κατά τη διενέργεια του ελέγχου.
ζ) να αναφέρει οποιαδήποτε υπηρεσία, πέραν του υποχρεωτικού ελέγχου, που παρασχέθηκε από τον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή την ελεγκτική εταιρεία στην ελεγχόμενη οντότητα, στην οικεία μητρική επιχείρηση ή στις ελεγχόμενες από την ελεγχόμενη οντότητα επιχειρήσεις και η οποία δεν δημοσιοποιείται στην έκθεση διαχείρισης ή τις οικονομικές καταστάσεις.
3. Εκτός των προβλεπόμενων στην παράγραφο 2 περίπτωση ε), η έκθεση ελέγχου δεν περιέχει καμία παραπομπή στη συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου του άρθρου 48 του παρόντος νόμου. Η έκθεση ελέγχου συντάσσεται σε απλή και σαφή γλώσσα.
4. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία δεν χρησιμοποιεί το όνομα οποιασδήποτε αρμόδιας αρχής κατά τρόπο που να φανερώνει ή να υποδηλώνει υποστήριξη ή έγκριση της έκθεσης ελέγχου από την εν λόγω αρχή.

Άρθρο 48
Συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου


1. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ή οι ελεγκτικές εταιρείες που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημόσιου ενδιαφέροντος υποβάλλουν συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου της ελεγχόμενης οντότητας το αργότερο την ημερομηνία υποβολής της έκθεσης ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 47 του παρόντος νόμου.
Η επιτροπή ελέγχου οφείλει εφόσον της ζητηθεί να γνωστοποιεί την εν λόγω συμπληρωματική έκθεση στις Αρχές που προβλέπονται στην παρ.2 του άρθρου 41 του παρόντος νόμου.
2. Η συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου καταρτίζεται γραπτώς. Εξηγεί τα αποτελέσματα του υποχρεωτικού ελέγχου που διενεργήθηκε και πληροί τουλάχιστον τις ακόλουθες απαιτήσεις:
α) περιλαμβάνει την αναφερόμενη στο άρθρο 6 παράγραφος 2 περίπτωση α) δήλωση- ανεξαρτησίας του Κανονισμού 537/2014,
β) εφόσον ο υποχρεωτικός έλεγχος έχει διενεργηθεί από ελεγκτική εταιρεία, η έκθεση προσδιορίζει κάθε κύριο εταίρο ελέγχου που συμμετείχε στον έλεγχο,
γ) Εάν ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία έχει προβεί σε ρυθμίσεις προκειμένου οποιαδήποτε από τις δραστηριότητές του να διενεργείται από άλλο Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία που δεν είναι μέλος του ίδιου δικτύου ή έχει χρησιμοποιήσει τις εργασίες εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, η έκθεση αναφέρει το γεγονός αυτό και επιβεβαιώνει ότι ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία έλαβε επιβεβαίωση από τον άλλο Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή την ελεγκτική εταιρεία και/ή τον εξωτερικό εμπειρογνώμονα ως προς την ανεξαρτησία τους,
δ) περιγράφει τη φύση, τη συχνότητα και το εύρος επικοινωνίας με την επιτροπή ελέγχου ή το όργανο που επιτελεί ισοδύναμα καθήκοντα εντός της ελεγχόμενης οντότητας, τον διαχειριστικό φορέα και το διοικητικό όργανο της ελεγχόμενης οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των ημερομηνιών των συνεδριάσεων με τους εν λόγω φορείς,
ε) περιλαμβάνει περιγραφή του εύρους και της χρονικής στιγμής του ελέγχου,
στ) εφόσον έχουν διοριστεί περισσότεροι του ενός Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή ελεγκτικών εταιρειών, περιγράφει την κατανομή καθηκόντων μεταξύ των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και/ή των ελεγκτικών εταιρειών,
ζ) περιγράφει τη χρησιμοποιηθείσα μεθοδολογία, συμπεριλαμβανομένου ποιες κατηγορίες λογαριασμών του ισολογισμού υπήρξαν αντικείμενο άμεσης επαλήθευσης και ποιες κατηγορίες έχουν επαληθευτεί βάσει δοκιμών συστήματος και συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένης της εξήγησης τυχόν ουσιαστικών διαφοροποιήσεων ως προς τη σημασία των δοκιμών συστήματος και συμμόρφωσης σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ακόμη και αν ο υποχρεωτικός έλεγχος του προηγούμενου έτους διενεργήθηκε από άλλους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες,
η) δημοσιοποιεί το ποσοτικό επίπεδο σημαντικότητας που εφαρμόστηκε για τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων ως σύνολο και, κατά περίπτωση, το επίπεδο ή τα επίπεδα σημαντικότητας συγκεκριμένων κατηγοριών πράξεων, υπολοίπων λογαριασμών ή γνωστοποιήσεων και δημοσιοποιεί τα ποιοτικά στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη κατά τον καθορισμό του επιπέδου σημαντικότητας·,
θ) αναφέρει και επεξηγεί τις απόψεις σχετικά με γεγονότα ή συνθήκες που προσδιορίζονται κατά τη διάρκεια του ελέγχου και μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα της οντότητας να συνεχίσει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες και εάν αποτελούν σημαντική αβεβαιότητα, καθώς και υποβάλλει συνοπτική έκθεση όλων των εγγυήσεων, επιστολές συμμόρφωσης, μέτρων δημόσιας στήριξης και άλλων μέτρων στήριξης τα οποία έχουν ληφθεί υπόψη για την πραγματοποίηση εκτίμησης σχετικά με τη συνέχιση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της οντότητας,
ι) αναφέρει τυχόν σημαντικές ελλείψεις στο σύστημα εσωτερικού ελέγχου της ελεγχόμενης οντότητας ή, στην περίπτωση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, στο σύστημα εσωτερικού οικονομικού ελέγχου της μητρικής εταιρείας της επιχείρησης και/ή στο λογιστικό σύστημα. Για κάθε τέτοια σημαντική έλλειψη, η συμπληρωματική έκθεση αναφέρει αν η συγκεκριμένη έλλειψη έχει αντιμετωπιστεί από τη διοίκηση ή όχι,
ια) αναφέρει οποιαδήποτε ζητήματα αφορούν τη μη συμμόρφωση ή τη φερόμενη μη συμμόρφωση με νόμους και κανονισμούς ή καταστατικά τα οποία εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια του υποχρεωτικού ελέγχου, εφόσον θεωρούνται σημαντικά για την εκπλήρωση των καθηκόντων της επιτροπής,
ιβ) αναφέρει και εκτιμά τις μεθόδους αποτίμησης που χρησιμοποιήθηκαν για τα διάφορα στοιχεία των ατομικών ή/και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε επιπτώσεων λόγω μεταβολών των μεθόδων αυτών,
ιγ) στην περίπτωση υποχρεωτικού ελέγχου των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, εξηγεί το πλαίσιο της ενοποίησης και των κριτηρίων εξαίρεσης που εφαρμόστηκαν από την ελεγχόμενη οντότητα σε μη ενοποιημένες οντότητες, εάν υπάρχουν, καθώς και κατά πόσο τα εν λόγω κριτήρια που εφαρμόστηκαν συνάδουν με το πλαίσιο χρηματοοικονομικής αναφοράς,
ιδ) κατά περίπτωση, προσδιορίζει οποιοδήποτε ελεγκτικό έργο έχει επιτελεστεί από ελεγκτές τρίτης χώρας, Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές, ελεγκτικές οντότητες ή ελεγκτικές εταιρείες τρίτης χώρας σε σχέση με τον υποχρεωτικό έλεγχο ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, εκτός από μέλη του ίδιου δικτύου στο οποίο ανήκει ο ελεγκτής των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων,
ιε) αναφέρει εάν η ελεγχόμενη οντότητα παρείχε όλες τις επεξηγήσεις και τα έγγραφα που της ζητήθηκαν,
ιστ) αναφέρει:
i) οποιαδήποτε σημαντικά προβλήματα προέκυψαν κατά τον υποχρεωτικό έλεγχο,
ii) οποιαδήποτε σημαντικά ζητήματα προέκυψαν από τον υποχρεωτικό έλεγχο και τα οποία συζητήθηκαν ή αποτέλεσαν αντικείμενο αλληλογραφίας με τη διοίκηση και
iii) οποιαδήποτε άλλα ζητήματα προέκυψαν από τον υποχρεωτικό έλεγχο και τα οποία, κατά την επαγγελματική κρίση του ελεγκτή, είναι ουσιαστικά για τη διαδικασία εποπτείας της χρηματοοικονομικής αναφοράς.
Εφόσον ζητηθεί από Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή, ελεγκτική εταιρεία ή την επιτροπή ελέγχου, οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ή οι ελεγκτικές εταιρείες συζητούν με την επιτροπή ελέγχου ή το διοικητικό όργανο τα βασικά ζητήματα που προέκυψαν από τον υποχρεωτικό έλεγχο, τα οποία αναφέρονται στη συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου και ιδίως στο πρώτο εδάφιο περίπτωση ι).
3. Εφόσον έχει ανατεθεί ταυτόχρονα εργασία σε περισσότερους από έναν Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες και οποιαδήποτε διαφωνία έχει προκύψει μεταξύ τους σχετικά με τις διαδικασίες ελέγχου, τους λογιστικούς κανόνες ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα σχετικό με τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου, οι λόγοι της εν λόγω διαφωνίας διευκρινίζονται στη συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου.
4. Η συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου φέρει υπογραφή και ημερομηνία. Όταν ελεγκτική εταιρεία διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο, η συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου υπογράφεται από τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές που διενήργησαν τον υποχρεωτικό έλεγχο εκ μέρους της ελεγκτικής εταιρείας.
5. Εφόσον τους ζητηθεί , οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ή οι ελεγκτικές εταιρείες καθιστούν άμεσα διαθέσιμη τη συμπληρωματική έκθεση στην στις αρχές του άρθρου 20 παρ. 1 του Κανονισμού 537/2014.

Άρθρο 49
Έκθεση διαφάνειας


1. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία που διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημοσίου ενδιαφέροντος δημοσιεύει ετήσια έκθεση διαφάνειας το αργότερο εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη λήξη κάθε ημερολογιακού έτους. Η εν λόγω έκθεση διαφάνειας δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας και παραμένει διαθέσιμη εκεί για τουλάχιστον πέντε (5) χρόνια από την ημερομηνία δημοσίευσής της στον δικτυακό τόπο. Εάν ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής απασχολείται σε ελεγκτική εταιρεία, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το παρόν άρθρο βαρύνουν την ελεγκτική εταιρεία . Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία επιτρέπεται να επικαιροποιεί τη δημοσιευμένη ετήσια έκθεση διαφάνειάς του/της. Στην περίπτωση αυτή, ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία αναφέρει ότι πρόκειται για επικαιροποιημένη έκδοση της έκθεσης και η αρχική έκδοση της έκθεσης παραμένει διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο.
Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες ενημερώνουν την Ε.Λ.Τ.Ε. ότι η έκθεση διαφάνειας έχει δημοσιευθεί στον δικτυακό τόπο του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας ή, κατά περίπτωση, ότι έχει επικαιροποιηθεί.
2. Η ετήσια έκθεση διαφάνειας περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:
α) περιγραφή της νομικής δομής και της ιδιοκτησίας της ελεγκτικής εταιρείας,
β) στην περίπτωση που ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία είναι μέλος δικτύου:
i) περιγραφή του δικτύου και των νομικών και διαρθρωτικών μηχανισμών του δικτύου,
ii) το όνομα κάθε Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή που λειτουργεί ως μεμονωμένος επαγγελματίας ή ελεγκτικής εταιρείας που είναι μέλος του δικτύου,
iii) τις χώρες στις οποίες κάθε Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής που λειτουργεί ως μεμονωμένος επαγγελματίας ή ελεγκτική εταιρεία που είναι μέλος του δικτύου έχει λάβει επαγγελματική άδεια Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας ή διατηρεί την επίσημη έδρα του/της, την κεντρική του/της διοίκηση ή τις κύριες εγκαταστάσεις του/της,
iv) τον συνολικό κύκλο εργασιών που πραγματοποιείται από τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές που λειτουργούν ως μεμονωμένοι επαγγελματίες και τις ελεγκτικές εταιρείες που είναι μέλη του δικτύου, ο οποίος προκύπτει από τον υποχρεωτικό έλεγχο ατομικών και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.
γ) περιγραφή της διοικητικής δομής της ελεγκτικής εταιρείας,
δ) περιγραφή του εσωτερικού συστήματος ελέγχου διασφάλισης της ποιότητας του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας και δήλωση του διοικητικού οργάνου για την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του,
ε) αναφορά σχετικά με την ημερομηνία διενέργειας της τελευταίας επιθεώρησης διασφάλισης της ποιότητας σύμφωνα με το άρθρο 26 του Κανονισμού 537/2014,
στ) κατάλογο των οντοτήτων δημοσίου ενδιαφέροντος για τις οποίες ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία διενήργησε υποχρεωτικούς ελέγχους κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος,
ζ) δήλωση σχετικά με τις πρακτικές ανεξαρτησίας του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας που επιβεβαιώνει επίσης τη διενέργεια εσωτερικής επιθεώρησης διασφάλισης της ανεξαρτησίας,
η) δήλωση της πολιτικής που εφάρμοσε ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία σχετικά με τη συνεχή εκπαίδευση των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών που προβλέπεται στο άρθρο 12 του παρόντος νόμου,
θ) πληροφορίες σχετικά με τη βάση υπολογισμού των αμοιβών των εταίρων της ελεγκτικής εταιρείας,
ι) περιγραφή της πολιτικής του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας σχετικά με την εναλλαγή των κύριων εταίρων ελέγχου και προσωπικού σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 51 του παρόντος νόμου,
ια) εάν δεν έχουν δημοσιοποιηθεί στις οικονομικές καταστάσεις τους, πληροφορίες σχετικά με τον συνολικό κύκλο εργασιών των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή της ελεγκτικής εταιρείας, διαιρούμενο στις εξής κατηγορίες:
i) έσοδα από τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων οντοτήτων δημόσιου ενδιαφέροντος και οντοτήτων που ανήκουν σε όμιλο επιχειρήσεων, η μητρική εταιρεία του οποίου είναι οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος,
ii) έσοδα από τον υποχρεωτικό έλεγχο των ατομικών και των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων άλλων οντοτήτων,
iii) έσοδα από επιτρεπόμενες μη ελεγκτικές υπηρεσίες που παρέχονται σε οντότητες που ελέγχονται από τον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή την ελεγκτική εταιρεία και
iv) έσοδα από μη ελεγκτικές υπηρεσίες που παρέχονται σε άλλες οντότητες.
Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να αποφασίσει να μην δημοσιοποιήσει τις πληροφορίες που απαιτούνται στην περίπτωση στ) του πρώτου εδαφίου στον βαθμό που είναι απαραίτητο για τη μείωση επικείμενων και σημαντικών απειλών για την προσωπική ασφάλεια οποιουδήποτε προσώπου. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία πρέπει να μπορεί να αποδείξει στην Ε.Λ.Τ.Ε. την ύπαρξη των εν λόγω απειλών.
3. Η έκθεση διαφάνειας υπογράφεται από τον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή την ελεγκτική εταιρεία.
4. Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο αφορούν αναλογικά και τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές ή τις ελεγκτικές εταιρείες που διενεργούν ελέγχους σε οντότητες μη δημοσίου ενδιαφέροντος.

Άρθρο 50
Τήρηση αρχείων


1. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες τηρούν τα έγγραφα και τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, τα άρθρα 6 και 7, το άρθρο 8 παράγραφοι 4 έως 7, τα άρθρα 10 και 11, το άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 14 και το άρθρο 16 παράγραφοι 2, 3 και 5 του Κανονισμού 537/2014 και στα άρθρα, 23, 26, 27, 31 και 32 του παρόντος νόμου για ένα χρονικό διάστημα πέντε ετών από την παραγωγή των εν λόγω εγγράφων ή πληροφοριών, λαμβάνοντας υπόψη την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Σε περίπτωση που ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία ενημερωθεί εγγράφως ότι είναι σε εξέλιξη δικαστική διερεύνηση, για ελεγχόμενη οντότητα, το ανωτέρω διάστημα επεκτείνεται μέχρι τη λήξη της δικαστικής διερεύνησης. Σε κάθε περίπτωση το ως άνω διάστημα δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) έτη.
2. Όσα ορίζονται στο παρόν άρθρο ισχύουν αναλογικά και για τους Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρείες που διενεργούν ελέγχους σε οντότητες μη δημοσίου ενδιαφέροντος.

Άρθρο 51
Διάρκεια της ελεγκτικής εργασίας


1. Η οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος διορίζει Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία για μια αρχική ανάληψη εργασίας ενός (1) έτους. Η εργασία μπορεί να έχει τη δυνατότητα ανανέωσης.
Ούτε η αρχική ανάληψη εργασίας συγκεκριμένου Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας, ούτε αυτή σε συνδυασμό με τυχόν ανανεωθείσες εργασίες μπορεί να υπερβαίνει μέγιστη διάρκεια δέκα (10) ετών.
2. Μετά τη λήξη της μέγιστης διάρκειας ανάληψης εργασιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή μετά τη λήξη της διάρκειας ανάληψης εργασιών που παρατείνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 3 ή 5, ούτε ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία ούτε, κατά περίπτωση, τυχόν μέλη των δικτύων τους εντός της Ένωσης δεν αναλαμβάνουν τον υποχρεωτικό έλεγχο της ίδιας οντότητας δημόσιου ενδιαφέροντος για τα επόμενα τέσσερα (4) έτη.
3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 , η μέγιστη διάρκεια μπορεί να παραταθεί για :
α) είκοσι (20) έτη, στην περίπτωση διενέργειας δημόσιας διαδικασίας υποβολής προσφορών για τον υποχρεωτικό έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφοι 2 έως 5 του Κανονισμού 537/2014, και αρχίζει να ισχύει με τη λήξη της μέγιστης διάρκειας που αναφέρεται στην παράγραφο 1.
β) είκοσι τέσσερα (24) έτη, όταν, μετά τη λήξη της μέγιστης διάρκειας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα περισσότεροι του ενός Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες, υπό τον όρο ότι ο υποχρεωτικός έλεγχος καταλήγει στην υποβολή της κοινής έκθεσης ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 32 του παρόντος νόμου.
4. Η μέγιστη διάρκεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να παραταθεί μόνο εάν υπάρχει σύσταση της επιτροπής ελέγχου και το Διοικητικό Συμβούλιο εισηγείται στη γενική συνέλευση των μετόχων, την ανανέωση της εργασίας και η εν λόγω εισήγηση εγκρίνεται.
5. Μετά την εκπνοή της μέγιστης διάρκειας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ή στην παράγραφο 3, κατά περίπτωση, η οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος δύναται, κατ' εξαίρεση, να ζητήσει από την Ε.Λ.Τ.Ε. παράταση, ώστε να διορίσει εκ νέου τον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή την ελεγκτική εταιρεία για πρόσθετη εργασία, εφόσον πληρούνται οι όροι της παραγράφου 3 στοιχεία α) ή β). Η εν λόγω πρόσθετη εργασία δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη.
6. Οι κύριοι εταίροι ελέγχου που είναι υπεύθυνοι για τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου παύουν τη συμμετοχή τους στον υποχρεωτικό έλεγχο της ελεγχόμενης οντότητας το αργότερο πέντε έτη από την ημερομηνία διορισμού τους. Δεν δύνανται να συμμετάσχουν εκ νέου στον υποχρεωτικό έλεγχο της ελεγχόμενης οντότητας προτού παρέλθουν τρία (3) έτη από την παύση αυτή.
Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία καθορίζει κατάλληλο μηχανισμό σταδιακής εναλλαγής αναφορικά με το ανώτατο προσωπικό που συμμετέχει στον υποχρεωτικό έλεγχο, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των προσώπων που έχουν εγγραφεί στο Δημόσιο Μητρώο. Ο μηχανισμός σταδιακής εναλλαγής εφαρμόζεται σε στάδια και αφορά άτομα και όχι ολόκληρη την ομάδα της ελεγκτικής εργασίας. Είναι ανάλογος της κλίμακας και της πολυπλοκότητας της δραστηριότητας του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας.
Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία πρέπει να μπορεί να αποδείξει στην Ε.Λ.Τ.Ε. ότι ο εν λόγω μηχανισμός τίθεται αποτελεσματικά σε εφαρμογή και προσαρμόζεται στην κλίμακα και την πολυπλοκότητα της δραστηριότητας του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας.
7. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η διάρκεια της ελεγκτικής εργασίας υπολογίζεται από το πρώτο οικονομικό έτος που καλύπτεται στην επιστολή ανάληψης της ελεγκτικής εργασίας (audit engagement letter) με την οποία ο Ορκωτός Ελεγκτής ή η ελεγκτική εταιρεία διορίστηκαν για πρώτη φορά για τη διενέργεια διαδοχικών υποχρεωτικών ελέγχων για την ίδια οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η ελεγκτική εταιρεία περιλαμβάνει άλλες ελεγκτικές εταιρείες που απέκτησε ή οι οποίες συγχωνεύθηκαν με αυτήν. Εάν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς την ημερομηνία κατά την οποία ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία άρχισε να διενεργεί διαδοχικούς υποχρεωτικούς ελέγχους για την οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος, λόγω π.χ. συγχώνευσης, εξαγοράς ή αλλαγών στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία αναφέρει αμέσως την αβεβαιότητα αυτή στην Ε.Λ.Τ.Ε., η οποία εντέλει προσδιορίζει τη σχετική ημερομηνία για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΤΥΧΕΣ

Άρθρο 52
Εγγραφή στο Δημόσιο Μητρώο και εποπτεία ελεγκτών και ελεγκτικών εταιρειών τρίτων χωρών


1. Στο Δημόσιο Μητρώο που τηρείται σύμφωνα με τα άρθρα 15, 16 και 17 του παρόντος νόμου, εγγράφεται κάθε ελεγκτής και ελεγκτική οντότητα τρίτης χώρας, εφόσον ο εν λόγω ελεγκτής ή η ελεγκτική οντότητα τρίτης χώρας προσκομίζει έκθεση ελέγχου αναφορικά με τους ατομικούς ή ενοποιημένους οικονομικούς λογαριασμούς επιχείρησης η οποία έχει συσταθεί εκτός της Ένωσης και της οποίας οι μεταβιβάσιμοι τίτλοι είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) εκτός εάν η εν λόγω επιχείρηση είναι εκδότης αποκλειστικώς τίτλων που δεν έχουν εξοφληθεί και για τους οποίους ισχύει ένα εκ των κάτωθι:
α) είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 περίπτωση γ) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2010 και η ανά μονάδα ονομαστική αξία τους είναι, κατά την ημερομηνία της έκδοσης, τουλάχιστον 50.000 EUR ή, στην περίπτωση χρεωστικών τίτλων σε άλλο νόμισμα, ισοδύναμη με 50.000 EUR τουλάχιστον.
β) είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 περίπτωση γ) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ από τις 31 Δεκεμβρίου 2010 και η ανά μονάδα ονομαστική αξία τους είναι, κατά την ημερομηνία της έκδοσης, τουλάχιστον 100. 000 EUR ή, στην περίπτωση χρεωστικών τίτλων σε άλλο νόμισμα, ισοδύναμη με 100. 000 EUR τουλάχιστον.
2. Στην περίπτωση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 17 και 18 του παρόντος νόμου.
3. Οι ελεγκτές και οι ελεγκτικές οντότητες τρίτων χωρών, που εγγράφονται στο Δημόσιο Μητρώο, υπόκεινται στο σύστημα εποπτείας, το σύστημα διασφάλισης της ποιότητας και το σύστημα πειθαρχικής διαδικασίας του παρόντος νόμου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στα άρθρα 33, 34,35 και 38 του παρόντος νόμου.
4. Εκθέσεις ελέγχου που εκδίδονται από μη εγγεγραμμένους στο δημόσιο μητρώο, που προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και αφορούν υποχρεωτικούς ελέγχους ατομικών ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, δεν παράγουν οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα στην Ελλάδα.
5. Ελεγκτικές οντότητες τρίτων χωρών εγγράφονται στο Δημόσιο Μητρώο με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., αν συντρέχουν σωρευτικά:
α) για την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού οργάνου της ελεγκτικής οντότητας τρίτης χώρας συντρέχουν προϋποθέσεις ισοδύναμες, κατά την κρίση της Ε.Λ.Τ.Ε., με τα οριζόμενα στα άρθρα 5 έως 11 του παρόντος νόμου.
β) για τον ελεγκτή τρίτης χώρας που διενεργεί τον έλεγχο για λογαριασμό ελεγκτικής οντότητας τρίτης χώρας, συντρέχουν προϋποθέσεις ισοδύναμες, κατά την κρίση της Ε.Λ.Τ.Ε., με τα οριζόμενα στα άρθρα 5 έως 11 του παρόντος νόμου, γ) οι έλεγχοι των ατομικών ή ενοποιημένων λογαριασμών της παραγράφου 1 διενεργούνται σύμφωνα με τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 30 και με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 23 και 29 του παρόντος νόμου ή σύμφωνα με ισοδύναμα πρότυπα και απαιτήσεις
δ) δημοσιοποιεί στο δικτυακό της τόπο ετήσια έκθεση διαφάνειας που περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 49 του παρόντος νόμου ή πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις γνωστοποίησης.
6. Ελεγκτής τρίτης χώρας εγγράφεται στο Δημόσιο Μητρώο μόνο εάν πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις περιπτώσεις β), γ) και δ) της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 53
Άδεια άσκησης επαγγέλματος σε ελεγκτές τρίτων χωρών


1. Η Ε.Λ.Τ.Ε. με απόφαση του Δ.Σ., μπορεί να χορηγήσει επαγγελματική άδεια σε ελεγκτή τρίτης χώρας, αν κατά την κρίση της, πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 5 και 7 έως 12 του παρόντος νόμου. Η άδεια χορηγείται με τον όρο της αμοιβαιότητας.
2. Για τη χορήγηση της άδειας, που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι υποψήφιοι θα πρέπει να επιτύχουν σε επαγγελματικές εξετάσεις, που διενεργούνται από την Ε.Λ.Τ.Ε. στα γνωστικά αντικείμενα που αναφέρονται στο άρθρο 9 του παρόντος νόμου.

Άρθρο 54
Συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών


1. Επιτρέπεται η διαβίβαση στις αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας των φύλλων εργασίας του ελέγχου ή άλλων εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή ελεγκτικών εταιρειών στους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια καθώς και των εκθέσεων ποιοτικού ελέγχου ή ερευνών που αφορούν τους εν λόγω ελέγχους, υπό τους ακόλουθους όρους:
α) τα εν λόγω φύλλα εργασίας του ελέγχου ή τα άλλα έγγραφα αφορούν ελέγχους εταιρειών που έχουν εκδώσει κινητές αξίες σε αυτή την τρίτη χώρα ή μετέχουν σε όμιλο που εκδίδει υποχρεωτικές ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σε αυτή την τρίτη χώρα.
β) η διαβίβαση γίνεται μέσω της Ε.Λ.Τ.Ε. κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής που αιτείται τη διαβίβαση
γ) οι αρμόδιες αρχές που αιτούνται τη διαβίβαση έχουν χαρακτηρισθεί ως επαρκείς από την Επιτροπή
δ) οι αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών έχουν συνάψει συμφωνίες συνεργασίας με την Ε.Λ.Τ.Ε. στο πλαίσιο που οριοθετείται από τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου
ε) η διαβίβαση προσωπικών δεδομένων είναι σύμφωνη με τα οριζόμενα στον ν. 2472/1997, όπως ισχύει.
2. Οι συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 1 περίπτωση δ' της προηγούμενης παραγράφου θα πρέπει να εξασφαλίζουν: α) ότι οι αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών που αιτούνται τη διαβίβαση αιτιολογούν το αίτημά τους,
β) τα πρόσωπα που απασχολούνται ή απασχολήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας που λαμβάνουν τις πληροφορίες υπόκεινται σε υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου,
γ) δεν τίθεται σε κίνδυνο η προστασία των εμπορικών συμφερόντων της ελεγχόμενης οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων βιομηχανικής και πνευματικής ιδιοκτησίας.
δ) οι αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα διαβιβαζόμενα έγγραφα αποκλειστικά για την άσκηση δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης ποιότητας και πειθαρχικού ελέγχου, που διενεργούνται σε ρυθμιστικό πλαίσιο ισοδύναμο με αυτό που καθιερώνεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
ε) η αίτηση της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας για τη διαβίβαση εγγράφων μπορεί να απορριφθεί:
- αν η διαβίβαση ενδέχεται να προσβάλλει την εθνική κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη στην Ελλάδα ή στην Κοινότητα ή
- εάν έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των αρμόδιων ελληνικών αρχών ή
- εάν οι ίδιοι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ή οι ελεγκτικές εταιρείες έχουν ήδη κριθεί τελεσίδικα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙ
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 55
Μεταβατικές διατάξεις


1. Όπου σε νόμο ή σε άλλη διάταξη αναφέρεται ο όρος «νόμιμος ελεγκτής» ή «ελεγκτικό γραφείο» αντικαθίσταται από τον όρο «Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής» ή «ελεγκτική εταιρεία» και έχει ισοδύναμη έννοια με αυτήν του «νόμιμου ελεγκτή» ή του «ελεγκτικού γραφείου».
2. Όπου σε νόμο ή άλλη διάταξη αναφέρεται ο όρος «τακτικός έλεγχος» αντικαθίσταται από τον όρο «υποχρεωτικός έλεγχος» που έχει ισοδύναμη έννοια.
3. Οι κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εγγεγραμμένοι στο δημόσιο μητρώο του άρθρου 13 του ν. 3693/2008 Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και ελεγκτικές εταιρείες θεωρούνται ότι έχουν λάβει επαγγελματική άδεια σύμφωνα τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
4. Οι Ασκούμενοι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές που θα έχουν συμπληρώσει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016 τρία έτη πρακτικής άσκησης εκ των οποίων τα δύο (2) μετά το πέρας των επαγγελματικών εξετάσεων, θεωρούνται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του παρόντος νόμου.
5. Ελεγκτικές εταιρείες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οι οποίες δεν πληρούν μία ή περισσότερες προϋποθέσεις της παρ. 4 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου υποχρεούνται να προσαρμοσθούν σε αυτές εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
6. Οι Κανονιστικές Πράξεις της Ε.Λ.Τ.Ε. που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τον ν.3693/2008 ισχύουν εκτός εάν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου, οπότε παύουν να ισχύουν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
7. Οι Κανονιστικές Πράξεις της Ε.Λ.Τ.Ε. εκδίδονται με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. το οποίο αιτείται από το Ε.Σ του ΣΟΕΛ τυχόν προτάσεις του. Αν το ΣΟΕΛ δεν έχει αποστείλει πρόταση εντός μηνός από την πρόσκληση από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., τότε η Κανονιστική Πράξη εκδίδεται και χωρίς πρόταση.
8. Μέχρι την έκδοση Κανονιστικής Πράξης από την Ε.Λ.Τ.Ε. που αφορά τον Κώδικα Επαγγελματικής Δεοντολογίας του άρθρου 20 του παρόντος, ισχύει ο Κώδικας Επαγγελματικής Δεοντολογίας που έχει δημοσιευθεί στο ΦΕΚ Β 364/7.5.1997.
9. Από τις 17 Ιουνίου 2020, μια οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος δεν συνάπτει ή δεν ανανεώνει ελεγκτική εργασία με συγκεκριμένο Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία, εάν ο εν λόγω Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία έχει παράσχει υπηρεσίες ελέγχου στην εν λόγω οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος για είκοσι (20) ή περισσότερα διαδοχικά έτη κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014.
10. Από τις 17 Ιουνίου 2023, μια οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος δεν συνάπτει ή δεν ανανεώνει ελεγκτική εργασία με συγκεκριμένο Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία, εάν ο εν λόγω Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία έχει παράσχει υπηρεσίες ελέγχου στην εν λόγω οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος για έντεκα (11) και περισσότερα, αλλά λιγότερα από είκοσι (20), διαδοχικά έτη κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014.
11. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 9 και 10 του παρόντος άρθρου, οι ελεγκτικές εργασίες που έχουν συναφθεί πριν από τις 16 Ιουνίου 2014 αλλά εξακολουθούν να υφίστανται στις 17 Ιουνίου 2016 μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζονται μέχρι το τέλος της μέγιστης διάρκειας που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο ή στο άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014. Εφαρμόζεται το άρθρο 17 παράγραφος 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014.
12. Υποθέσεις που είχαν παραπεμφθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στο Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. για την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων σύμφωνα με το άρθρο 28 του ν. 3693/2008 όπως ισχύει, εξετάζονται και κρίνονται από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. κατά τη διαδικασία των διατάξεων του ν. 3148/2003, όπως ισχύουν. Για παραβάσεις των διατάξεων που ρυθμίζουν τις εργασίες των ελεγκτών, συμπεριλαμβανομένων των Κανονιστικών Αποφάσεων της Ε.Λ.Τ.Ε., του εκάστοτε ισχύοντος Κώδικα Δεοντολογίας και των ελεγκτικών προτύπων ή των προτύπων διασφάλισης της ποιότητας, που έχουν τελεσθεί μέχρι τη θέση σε ισχύ των διατάξεων του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3148/2003 όπως ισχύουν .

Άρθρο 56
Καταργούμενες διατάξεις


Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται:
1. Τα άρθρα 1 έως και 43 καθώς και το άρθρο 45 του ν. 3693/2008.
2. Οι παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 6 και 7 του άρθρου 6 του ν. 3148/2003.
3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 6Α καθώς και το άρθρο 6Β του ν. 3148/2003.
4. Κάθε διάταξη αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΗΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ


ΟΔΗΓΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ Άρθρο 1 Αντικείμενο ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ Άρθρο 1 Αντικείμενο
Άρθρο 2 Ορισμοί Άρθρο 2 Ορισμοί
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ, ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ, ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ
ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ Άρθρο 3 ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ Άρθρο 3
Χορηνηση άδειας στους νόμιμους ελενκτές και στα ελενκτικά νραφεία Χορήνηση άδειας στους Ορκωτούς Ελενκτές Λονιστές και στις ελενκτικές εταιρείες
«Άρθρο 3α Αναννώριση ελενκτικών νραφείων Άρθρο 4
Αναννώριση ελενκτικών εταιρειών
Άρθρο 4 Εντιμότητα Άρθρο 5 Εντιμότητα
Άρθρο 5 Ανάκληση της άδειας Άρθρο 6
Ανάκληση της επαννελματικής άδειας Ορκωτού Ελενκτή Λονιστή ή ελενκτικής εταιρείας
Άρθρο 6 Τίτλοι σπουδών Άρθρο 7 Προσόντα
Άρθρο 7 Άρθρο 8 Επαννελματικές εξετάσεις
Εξετάσεις επαννελματικής ικανότητας
Άρθρο 8 Έλενχος θεωρητικών ννώσεων Άρθρο 9 Έλενχος θεωρητικών ννώσεων
Άρθρο 9 Απαλλανές Άρθρο 10 Απαλλανές
Άρθρο 10 Πρακτική άσκηση Άρθρο 11 Πρακτική άσκηση
Άρθρο 11 Άρθρο 11 της Οδηνίας (Δεν ένινε χρήση του δικαιώματος)
Απόκτηση προσόντων λόνω μακροχρόνιας πρακτικής πείρας
Άρθρο 12 Άρθρο 12 της Οδηνίας (Δεν ένινε χρήση του δικαιώματος)
Συνδυασμός πρακτικής άσκησης και θεωρητικής διδασκαλίας
«Άρθρο 13 Συνεχής εκπαίδευση Άρθρο 12 Συνεχής εκπαίδευση
«Άρθρο 14 Άρθρο 13
Χορήνηση άδειας σε νόμιμους ελενκτές από άλλα κράτη μέλη Χορήνηση άδειας σε Ορκωτούς Ελενκτές Λονιστές από άλλα κράτη - μέλη
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΕ ΜΗΤΡΩΟ Άρθρο 15 Δημόσιο μητρώο ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΕ ΜΗΤΡΩΟ Άρθρο 14 Δημόσιο Μητρώο
Άρθρο 16 Άρθρο 15
Εννραφή των νόμιμων ελενκτών στο μητρώο Εννραφή των Ορκωτών Ελενκτών Λονιστών στο Δημόσιο Μητρώο
Άρθρο 17 Άρθρο 16
Εννραφή των ελενκτικών νραφείων στο μητρώο Εννραφή των ελενκτικών εταιρειών στο Δημόσιο Μητρώο
Άρθρο 18 Άρθρο 17
Ενημέρωση των πληροφοριών που περιέχονται στο δημόσιο αρχείο Ενημέρωση των πληροφοριών του Δημόσιου Μητρώου
Άρθρο 19 Άρθρο 18
Ευθύνη νια τις πληροφορίες που περιέχονται στο μητρώο Τεκμηρίωση της ευθύνης νια την παροχή των πληροφοριών του Δημόσιου Μητρώου.
Άρθρο 20 Γλώσσα Άρθρο 19
Γλώσσα τήρησης του Δημόσιου Μητρώου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ. ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ
Άρθρο 21 ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ Άρθρο 20
«Επαννελματική δεοντολονία και προβληματισμός»' Επαννελματική δεοντολονία και σκεπτικισμός
Άρθρο 22 Ανεξαρτησία και αντικειμενικότητα Άρθρο 21 Ανεξαρτησία και αντικειμενικότητα
Άρθρο 22α Άρθρο 22
Απασχόληση από ελενχόμενες οντότητες πρώην νόμιμων ελενκτών ή υπαλλήλων νόμιμων ελενκτών ή ελενκτικών νραφείων Απασχόληση από ελενχόμενες οντότητες πρώην Ορκωτών Ελενκτών Λονιστών ή υπαλλήλων Ορκωτών Ελενκτών Λονιστών ή ελενκτικών εταιρειών
Άρθρο 22β Άρθρο 23
Προετοιμασία του υποχρεωτικού ελένχου και αξιολόνηση των απειλών νια την ανεξαρτησία Προετοιμασία του υποχρεωτικού ελένχου και αξιολόνηση των απειλών νια την ανεξαρτησία
Άρθρο 23 Άρθρο 24
Εμπιστευτικότητα και επαννελματικό απόρρητο Εμπιστευτικότητα και επαννελματικό απόρρητο
Άρθρο 24 Άρθρο 25
Ανεξαρτησία και αντικειμενικότητα των νόμιμων ελενκτών που διενερνούν τον υποχρεωτικό έλενχο νια λοναριασμό των ελενκτικών νραφείων Η ανεξαρτησία και η αντικειμενικότητα των Ορκωτών Ελενκτών Λονιστών που διενερνούν τον υποχρεωτικό έλενχο νια λοναριασμό των ελενκτικών εταιρειών
«Άρθρο 24α Εσωτερική ορνάνωση νόμιμων ελενκτών και ελενκτικών νραφείων Άρθρο 26
Εσωτερική ορνάνωση Ορκωτών Ελενκτών Λονιστών και ελενκτικών εταιρειών
«Άρθρο 24β Ορνάνωση του έρνου Άρθρο 27 Ορνάνωση του έρνου
Άρθρο 25α Αντικείμενο του υποχρεωτικού ελένχου Άρθρο 28
Αντικείμενο του υποχρεωτικού ελένχου
Άρθρο 25 Αμοιβή του νόμιμου ελενκτή Άρθρο 29 Αμοιβή υποχρεωτικών ελένχων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΕΛΕΓΚΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ Άρθρο 26 Ελενκτικά πρότυπα ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΕΛΕΓΚΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΛΕΓΧΟΥ Άρθρο 30 Ελενκτικά Πρότυπα
Άρθρο 27 Άρθρο 31
Υποχρεωτικοί έλενχοι ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων Υποχρεωτικοί έλενχοι ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων
«Άρθρο 28 Έκθεση ελένχου Άρθρο 32 Έκθεση Ελένχου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ Άρθρο 29 Συστήματα διασφάλισης ποιότητας ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ Άρθρο 33 Συστήματα Ποιοτικού Ελένχου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ Άρθρο 34
Άρθρο 30 Συστήματα ερευνών και κυρώσεων Όρνανο επιβολής διοικητικών κυρώσεων
Άρθρο 30α Εξουσίες επιβολής κυρώσεων Άρθρο 35 Συστήματα ερευνών και κυρώσεων
Άρθρο 30β Αποτελεσματική επιβολή κυρώσεων  
Άρθρο 30ν Δημοσιοποίηση κυρώσεων και μέτρων  
Άρθρο 30δ Προσφυνή  
Άρθρο 30στ Ανταλλανή πληροφοριών Άρθρο 36 Ανταλλανή Πληροφοριών
Άρθρο 31 Ευθύνη των ελενκτών Άρθρο 37
Αστική ευθύνη - ασφαλιστική κάλυψη
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΚΡΑΤΩΝ - ΜΕΛΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΚΡΑΤΩΝ - ΜΕΛΩΝ
Άρθρο 32 Αρχές δημόσιας εποπτείας Άρθρο 38 Αρχές δημόσιας εποπτείας
Άρθρο 33 Άρθρο 39
Συνερνασία μεταξύ των συστημάτων δημόσιας εποπτείας σε κοινοτικό επίπεδο Συνερνασία εποπτικών αρχών σε επίπεδο χωρών - μελών
Άρθρο 34 Άρθρο 40
Αμοιβαία αναννώριση των ρυθμιστικών διατάξεων των κρατών - μελών Αμοιβαία αναννώριση των ρυθμιστικών διατάξεων των κρατών - μελών
Άρθρο 36 Άρθρο 41
Επαννελματικό απόρρητο και ρυθμιστική συνερνασία των κρατών μελών Επαννελματικό απόρρητο και συνερνασία των κρατών - μελών
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΥΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΥΣΗ Άρθρο 42
Άρθρο 37 Διορισμός Ορκωτού Ελενκτή ή ελενκτικής εταιρείας
Διορισμός του νόμιμου ελενκτή ή του ελενκτικού νραφείου  
Άρθρο 38 Άρθρο 43
Παύση και παραίτηση του νόμιμου ελενκτή ή του ελενκτικού νραφείου Παύση και παραίτηση του Ορκωτού Ελενκτή Λονιστή ή της ελενκτικής εταιρείας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ Άρθρο 44 Επιτροπή Ελένχου
Άρθρο 39 Επιτροπή ελένχου
Άρθρο 4 Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.537/2014 Άρθρο 45 Αμοιβές ελένχου
Άρθρο 5 Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.537/2014 Άρθρο 46
Απανόρευση παροχής μη ελενκτικών υπηρεσιών
Άρθρο 10 Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.537/2014 Άρθρο 47 Έκθεση ελένχου
Άρθρο 11 Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.537/2014 Άρθρο 48
Συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελένχου
Άρθρο 13 Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.537/2014 Άρθρο 49 Έκθεση διαφάνειας
Άρθρο 15 Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.537/2014 Άρθρο 50 Τήρηση αρχείων
Άρθρο 17 Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.537/2014 Άρθρο 51 Διάρκεια της ελενκτικής ερνασίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΤΥΧΕΣ Άρθρο 45 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΤΥΧΕΣ Άρθρο 52
Εννραφή στα μητρώα και εποπτεία ελενκτών και Εννραφή στο Δημόσιο Μητρώο και εποπτεία
ελενκτικών νραφείων τρίτης χώρας ελενκτών και ελενκτικών εταιρειών τρίτων χωρών
Άρθρο 44 Άρθρο 53
Χορήνηση άδειας σε νόμιμους ελενκτές από τρίτες χώρες Άδεια άσκησης επαννέλματος σε ελενκτές τρίτων χωρών
Άρθρο 47 Άρθρο 54
Συνερνασία με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών Συνερνασία με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 51 Μεταβατική διάταξη ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 55 Μεταβατικές διατάξεις
  Άρθρο 56 Καταρνούμενες διατάξεις




Αριθ. πρωτ.: 40114/Δ9. 10476/ 7.9.2016 Πρόσκληση Στελέχωσης της Επιτελικής Δομής ΕΣΠΑ του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης

$
0
0
Αθήνα, 07 Σεπτεμβρίου 2016
Αριθ. Πρωτ.: 40114/Δ9.10476

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΔΙΟΙΚ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΠΟΣΤ/ΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Ταχ. Δ/νση : Σταδίου 29
Ταχ.Κώδικας : 101 10 - Αθήνα
TELEFAX :
Πληροφορίες : Γ. Κανελλοπούλου
Τηλέφωνο : 2131516076
E-mail : gen_yp@yeka.gr

ΘΕΜΑ : «Πρόσκληση Στελέχωσης της Επιτελικής Δομής ΕΣΠΑ του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης»

Έχοντας υπόψη :

1. Τις διατάξεις του Ν. 4314/2014 (ΦΕΚ 265 Α') «Για τη διαχείριση, τον έλεγχο και την εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2014-2020 (άρθρα 34 και 38) όπως τροποποιήθηκε και ισχύει

2. Τις διατάξεις του Ν. 3614/2007 (ΦΕΚ 267 Α') «Διαχείριση, έλεγχος και εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2007 - 2013», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει

3. Το υπ' αριθμ. 15154/ΕΥΘΥ271/08-04-2013 (ΑΔΑ: ΒΕΑΦΦ-24Ψ) έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Επενδύσεων - ΕΣΠΑ με θέμα «Διαδικασία αποσπάσεων και μετακινήσεων υπαλλήλων στις ΕΥ σύμφωνα με το άρθρο 18 του Ν. 3614/2007 (ΦΕΚ 267 Α'), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 4128/2013 (ΦΕΚ 51 Α')

4. Τις διατάξεις του Ν. 3861/2010 (ΦΕΚ 112 Α') «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο «Πρόγραμμα Διαύγεια» και άλλες διατάξεις, όπως ισχύει

5. Την υπ' αριθμ. πρωτ. 83071/ΕΥΘΥ 781/4-8-2016 (ΦΕΚ 2643 Β') κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομίας Ανάπτυξης και Τουρισμού, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών για τη «Σύσταση της Ειδικής Υπηρεσίας Επιτελική Δομή ΕΣΠΑ Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης»

Η Επιτελική Δομή ΕΣΠΑ του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης απευθύνει ανοικτή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος προς τους υπαλλήλους του Δημόσιου τομέα και των φορέων του ευρύτερου Δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένης της ΜΟΔ Α.Ε., για την πλήρωση στελεχών στις Μονάδες της. Η μετακίνηση ή απόσπαση του προσωπικού θα έχει διάρκεια πέντε (5) έτη με δυνατότητα παράτασης μία ή περισσότερες φορές για ίσο χρονικό διάστημα.

Οι προς πλήρωση θέσεις κατανέμονται ανά κατηγορία εκπαίδευσης ως ακολούθως:
• Δεκαοκτώ (18) θέσεις της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Π.Ε.) οι οποίες ενδεικτικά κατανέμονται ως εξής :
> Μία (1) θέση της κατηγορίας Π.Ε. Πληροφορικής ή με συναφές πτυχίο ή/και μεταπτυχιακό τίτλο.
> Δύο (2) θέσεις της κατηγορίας Π.Ε. Νομικών
> Δέκα (10) θέσεις της κατηγορίας Π.Ε. Οικονομολόγων ή Διοίκησης Επιχειρήσεων ή Μηχανικών ή οποιασδήποτε ειδικότητας Θετικών Επιστημών
> Πέντε (5) θέσεις της κατηγορίας Π.Ε. όλων των κλάδων
• Πέντε (5) θέσεις της κατηγορίας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Τ.Ε.) Διοικητικού- Λογιστικού.
• Δύο (2) θέσεις της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Δ.Ε.) Διοικητικού - Λογιστικού ή Γραμματέων.

Τα ελάχιστα απαιτούμενα, καθώς και τα συγκεκριμένα προσόντα για την κάλυψη των θέσεων όλων των κατηγοριών και ειδικοτήτων περιλαμβάνονται στο άρθρο 5 της υπ' αριθμ. 83071/ΕΥΘΥ 781/4-8-2016 (ΦΕΚ 2643 Β') κοινής υπουργικής απόφασης για τη σύσταση της ΕΔ ΕΣΠΑ ΕΠΕΚΑΑ.

Για τη στελέχωση της Ειδικής Υπηρεσίας θα εφαρμοσθεί η διαδικασία που προσδιορίζεται στο άρθρο 18 του Ν. 3614/2007 (ΦΕΚ 267 Α') και στις διατάξεις του Ν. 4314/2014 (ΦΕΚ 265 Α') «Για τη διαχείριση, τον έλεγχο και την εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2014-2020», καθώς και στο υπ' αριθμ. 15154/ΕΥΘΥ271/08-04-2013 (ΑΔΑ: ΒΕΑΦΦ-24Ψ) έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Επενδύσεων - ΕΣΠΑ.

Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να συμπληρώσουν την αίτηση υποψηφιότητας συνοδευόμενη από το τυποποιημένο βιογραφικό σημείωμα και υπεύθυνη δήλωση σύμφωνα με το υπόδειγμα και να τα υποβάλουν στο πρωτόκολλο της Υπηρεσίας κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες ή να τα αποστείλουν μέσω ταχυδρομείου στη διεύθυνση :

Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης - Δ/νση Υποστήριξης Ανθρώπινου Δυναμικού και Υπηρεσιών Σταδίου 29, 101 10 ΑΘΗΝΑ
(με την ένδειξη «Για την στελέχωση της Επιτελικής Δομής ΕΣΠΑ του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης»)


 

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ

Αριθ. πρωτ.: 27195/ 9.9.2016 Διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη των δύο (2) αιρετών εκπροσώπων στα Υπηρεσιακά Συμβούλια του προσωπικού των ΟΤΑ Α' Βαθμού

$
0
0

Αθήνα, 9 Σεπτεμβρίου 2016
Αριθ.Πρωτ.: 27195

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΠ. ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Δ/ΝΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΟΠ. ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΜΟΝΙΜΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Ταχ.Δ/νση : Σταδίου 27
Τ.Κ.: 10183 Αθήνα
Πληροφορίες :Ιωάννα Τζήμα
Τηλέφωνο:213-1364399
FAX:213-1364383

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

ΘΕΜΑ: Διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη των δύο (2) αιρετών εκπροσώπων στα Υπηρεσιακά Συμβούλια του προσωπικού των ΟΤΑ Α' Βαθμού


Σε συνέχεια της αριθμ. οικ. 20700/17.6.2016 εγκυκλίου της υπηρεσίας μας (ΑΔΑ: ΩΜ8Θ465ΦΘΕ-ΔΑΞ) αναφορικά με την εκλογή των αιρετών μελών στα υπηρεσιακά συμβούλια του προσωπικού των ΟΤΑ Α' Βαθμού, θέτουμε υπόψη σας τα ακόλουθα :

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 της αριθμ. 24405/20.5.2011 υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ Β 1271) « τα μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων του άρθρου 5 παρ. 1β του ν. 3584/2007, τα οποία εκπροσωπούν τους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία που διεξάγεται ημέρα Τρίτη του τρέχοντος έτους. Η ημερομηνία εκλογής ορίζεται με προκήρυξη που εκδίδει η Αποκεντρωμένη Διοίκηση ή για τους δήμους Αθηναίων, Πειραιά και Θεσσαλονίκης ο οικείος δήμαρχος, το αργότερο μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους. Η ημέρα εκλογής δεν μπορεί να ορισθεί νωρίτερα από τρεις μήνες από την έκδοση της προκήρυξης».

Ωστόσο, όπως μας γνώρισε η ΠΟΕ - ΟΤΑ με σχετικό έγγραφό της, στις 5, 6 και 7 Δεκεμβρίου του τρέχοντος έτους έχει προκηρυχθεί η διεξαγωγή του 44ου Καταστατικού - Οργανωτικού και του 45ου Ενδιάμεσου Συνεδρίου της Ομοσπονδίας, στα οποία θα συμμετέχουν εκατοντάδες συνδικαλιστικά στελέχη της που έχουν άμεση και ενεργή συμμετοχή στην εν λόγω εκλογική διαδικασία.

Κατόπιν των ανωτέρω και προκειμένου να διεξαχθούν απρόσκοπτα οι αρχαιρεσίες για την εκλογή των αιρετών μελών των υπηρεσιακών συμβούλιων του προσωπικού των ΟΤΑ Α' Βαθμού παρακαλούμε όπως προβείτε στις απαραίτητες ενέργειες ώστε η ημερομηνία εκλογής να μην συμπέσει με αυτή των εν λόγω Συνεδρίων της ΠΟΕ - ΟΤΑ.

Είμαστε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε επιπλέον διευκρίνιση ή πληροφορία.



Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΑΛΑΦΑΣ


Αρ. πρωτ.: 92342/ 8.9.2016 Τροποποίηση-αντικατάσταση της υπ. αριθμ. 38385/5-8-2016 Πρόσκλησης Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος για εγγραφή στο Εθνικό Μητρώο Πιστοποιημένων Ελεγκτών (ΕΜΠΕ) του Π.Δ. 33/2011 για τις ανάγκες των αναπτυξιακών νόμων

$
0
0

Αθήνα, 8-9-2016
Αρ. Πρωτ. 92342

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

Τροποποίηση-αντικατάσταση της υπ. αριθμ. 38385/5-8-2016 Πρόσκλησης Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος για εγγραφή στο Εθνικό Μητρώο Πιστοποιημένων Ελεγκτών (ΕΜΠΕ) του Π.Δ. 33/2011 για τις ανάγκες των αναπτυξιακών νόμων.

Με την παρούσα αντικαθίσταται η υπ' αριθμ. 38385/5-8-2016 Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος για εγγραφή στο Εθνικό Μητρώο Πιστοποιημένων Ελεγκτών (ΕΜΠΕ) του Π.Δ. 33/2011 για τις ανάγκες των αναπτυξιακών νόμων, ως εξής:

1. Στελέχωση Μητρώου Ελεγκτών - Σκοπός

Ο Υπουργός Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, για την εξυπηρέτηση της παρακολούθησης και ελέγχου των επενδυτικών σχεδίων που εντάσσονται στις διατάξεις των αναπτυξιακών νόμων, προσκαλεί κάθε ενδιαφερόμενο να υποβάλει αίτηση, με βάση τα οριζόμενα στην παρούσα, προκειμένου να στελεχωθεί το Εθνικό Μητρώο Πιστοποιημένων Ελεγκτών (ΕΜΠΕ), η σύσταση του οποίου προβλέπεται στο άρθρο 11 του Προεδρικού Διατάγματος 33/2011 «Διαδικασία αξιολόγησης και ελέγχου των επενδυτικών σχεδίων που υπάγονται στο ν. 3908/2011» (Α'83), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 20 του άρθρου 1 του Π.Δ. 158/2013 (Α'250) και αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 αυτού με την παράγραφο 1 του άρθρου 82 του νόμου 4399/2016 (Α' 117).

Σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν.4399/2016 το ΕΜΠΕ αξιοποιείται και για τα επενδυτικά σχέδια που θα υπαχθούν στα καθεστώτα του νόμου αυτού.

Τα εγγεγραμένα με παλαιότερες αποφάσεις μέλη, δεν υποχρεούνται στην εκ νέου υποβολή αίτησης. Θα ακολουθήσει πρόσκληση για την επικαιροποίηση των στοιχείων τους.

Το ΕΜΠΕ αποτελεί θεσμικό όργανο για την αποτελεσματική και αξιόπιστη παρακολούθηση και έλεγχο των ενισχυόμενων επενδυτικών σχεδίων και λειτουργεί στο πλαίσιο των διαδικασιών που προβλέπονται στους προγενέστερους αλλά και στο νέο αναπτυξιακό νόμο 4399/2016 «Θεσμικό πλαίσιο για τη σύσταση καθεστώτων περιφερειακών ενισχύσεων ιδιωτικών επενδύσεων για την περιφερειακή και οικονομική ανάπτυξη της χώρας - Σύσταση Αναπτυξιακού Συμβουλίου και άλλες διατάξεις».

Από το ανωτέρω Μητρώο επιλέγονται ελεγκτές για τη διενέργεια ελέγχων επενδυτικών σχεδίων όλων των κατηγοριών επενδύσεων (καθεστώτα ενισχύσεων) του Νόμου 4399/2016, καθώς και των επενδυτικών σχεδίων που έχουν υπαχθεί σε προηγούμενους αναπτυξιακούς νόμους, και είναι ενιαίο για όλες τις Υπηρεσίες εφαρμογής αυτού.

Μέλη του Εθνικού Μητρώου Πιστοποιημένων Αξιολογητών (ΕΜΠΑ) του Π.Δ. 33/2011 δύνανται να υποβάλουν αίτηση εγγραφής και στο Εθνικό Μητρώο Πιστοποιημένων Ελεγκτών (ΕΜΠΕ). Η διαχείριση του ΕΜΠΕ εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Επιτροπής Διαχείρισης Μητρώων και Ελέγχου Διαδικασιών, η οποία συστήνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν.4399/2016, και υποστηρίζεται από το Πληροφοριακό Σύστημα Κρατικών Ενισχύσεων (ΠΣΚΕ).

2. Όροι, προϋποθέσεις και απαιτούμενα προσόντα εγγραφής στο ΕΜΠΕ

Δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας έχουν μόνο φυσικά πρόσωπα, Έλληνες πολίτες ή πολίτες κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι:
- Είναι ηλικίας μέχρι 67 ετών και δεν έχουν συνταξιοδοτηθεί.
- Είναι μέλη του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΤΕΕ) με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος από το ΤΕΕ ή μέλη του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας ή μέλη του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΓΕΩΤ.Ε.Ε.), εφ' όσον η επαγγελματική τους ειδικότητα το απαιτεί.
- Δεν έχουν καταδικαστεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ούτε υπάρχει εις βάρος τους εκκρεμοδικία για το αδίκημα της κλοπής ή της υπεξαίρεσης ή απάτης ή εκβίασης ή πλαστογραφίας ή ψευδορκίας ή δωροδοκίας ούτε έχουν καταδικαστεί ή εκκρεμεί δίωξη για αδίκημα σχετικό με την επαγγελματική διαγωγή και δραστηριότητά τους όπως για απιστία περί την υπηρεσία και για παράβαση καθήκοντος. Πρόσθετη προϋπόθεση αποτελεί η μη επιβολή πειθαρχικής ποινής καθώς και η μη έναρξη διαδικασίας πειθαρχικής δίωξης για σοβαρό παράπτωμα (όπως ενδεικτικά η παράβαση καθήκοντος, η παράβαση της υποχρέωσης εχεμύθειας, η δωροδοκία, κλπ).
- Είναι κάτοχοι πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (Α.Ε.Ι/Α.Τ.Ε.Ι) του εσωτερικού ή αναγνωρισμένων ισότιμων τίτλων σπουδών της αλλοδαπής σε αντικείμενο:
■ οικονομικής κατεύθυνσης (όπως οικονομικά, διοίκηση επιχειρήσεων και συναφή) ή
■ τεχνολογικής κατεύθυνσης ή
■ Θετικής Κατεύθυνσης (Βιολόγοι, Γεωπόνοι, Πληροφορικοί κλπ)
- Έχουν ικανότητα χειρισμού Η/Υ (εφαρμογές word - excel και εφαρμογές διαδικτύου κλπ).
- Στην περίπτωση που είναι Δημόσιοι Υπάλληλοι, δεν υπηρετούν σε θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης ή ανώτερη.
- Εφόσον είναι πολίτες κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πλην της Ελλάδας και Κύπρου), θα πρέπει να αποδεικνύεται η άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας.

3. Έργο των Ελεγκτών

Έργο των ελεγκτών του ΕΜΠΕ είναι ο έλεγχος των επενδυτικών σχεδίων που υπάγονται στους αναπτυξιακούς νόμους και ειδικότερα η πιστοποίηση του υλοποιηθέντος φυσικού και οικονομικού αντικειμένου, καθώς και η διαπίστωση της συμμόρφωσης του φορέα της εκάστοτε επένδυσης προς τις διατάξεις του νόμου και της ορθής εκπλήρωσης εκ μέρους του των προϋποθέσεων και των όρων της απόφασης υπαγωγής.

Οι παραπάνω έλεγχοι διενεργούνται από Όργανα Ελέγχου τα οποία ορίζονται με απόφαση της Διοίκησης. Ο χρόνος και τρόπος συγκρότησης των Οργάνων Ελέγχου Επενδύσεων, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετικά με τον έλεγχο των επενδυτικών σχεδίων, τις αρμοδιότητες,τη σύνθεση των οργάνων, το αντικείμενο και τον τρόπο διεξαγωγής των ελέγχων κ.λπ. καθορίζονται με βάση το εκάστοτε ισχύον θεσμικό πλαίσιο.

Οι ελεγκτές οφείλουν να γνωρίζουν το θεσμικό πλαίσιο εφαρμογής των αναπτυξιακών νόμων και να τηρούν τα προβλεπόμενα στον συναφή Οδηγό Δεοντολογίας Ελεγκτών και τον Οδηγό Ελέγχου Επενδύσεων. Επίσης υποχρεούνται να παρακολουθούν τα προγράμματα εκπαίδευσης στα οποία καλούνται να συμμετάσχουν.

Η αμοιβή των ελεγκτών για τη συμμετοχή τους στη διαδικασία ελέγχου και παρακολούθησης των επενδυτικών σχεδίων προβλέπεται σε κανονιστικές αποφάσεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στα αρ. 25, 80 παρ. 3 και 85 παρ. 17 του νόμου 4399/2016.

Για τα μέλη του Μητρώου Ελεγκτών εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του Ν. 3213/2003 (Α' 309) σύμφωνα με το άρθρο 229 του Ν. 4281/2014 (Α' 160), όπως ισχύουν, σχετικά με την υποβολή Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης και Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων.

4. Διαδικασία υποβολής υποψηφιότητας για ένταξη στο ΕΜΠΕ

Μετά από τη δημόσια πρόσκληση του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού προς κάθε ενδιαφερόμενο που έχει τις προϋποθέσεις και τα προσόντα του άρθρου 2 του παρόντος, οι υποψήφιοι προς ένταξη στο ΕΜΠΕ, υποβάλλουν ηλεκτρονικά τα αιτήματά τους μέσω της σχετικής εφαρμογής του ΠΣΚΕ, το οποίο είναι προσβάσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.ependyseis.gr.

Για την υποβολή της αίτησης υποψηφιότητας, οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να εγγραφούν ηλεκτρονικά ως χρήστες στο Πληροφοριακό Σύστημα για τη δράση «Μητρώο Αξιολογητών- Ελεγκτών Επενδυτικού Νόμου», οπότε και θα λάβουν στην ηλεκτρονική διεύθυνση επικοινωνίας (email) που έχουν δηλώσει κατά την εγγραφή τους, τους κωδικούς πρόσβασης στο Σύστημα. Κατόπιν, θα πρέπει να συμπληρώσουν στη σχετική εφαρμογή (Αίτηση υποψηφιότητας για ΕΜΠΕ) τα στοιχεία της αίτησης και να καταχωρήσουν σε ηλεκτρονική μορφή τα έγγραφα που πιστοποιούν τις προϋποθέσεις ένταξης και τα προσόντα αυτών. (Τα έγγραφα καταχωρούνται μετά από ψηφιοποίηση - σάρωση των επικυρωμένων πρωτότυπων εγγράφων και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ηλεκτρονικής αίτησης).

Ειδικότερα, οι υποψήφιοι υποβάλλουν ηλεκτρονικά τα εξής δικαιολογητικά: ΓΕΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ (απαραίτητα - δεν βαθμολογούνται)

1. Αίτηση (υποβάλλεται ηλεκτρονικά και λαμβάνει μοναδικό κωδικό ηλεκτρονικής υποβολής).
2. Σύντομο βιογραφικό σημείωμα.
3. Αντίγραφο των δύο όψεων της Ταυτότητας ή αντίγραφο του διαβατηρίου.
4. Τίτλοι Σπουδών και πράξεις αναγνώρισης του ΔΙΚΑΤΣΑ/ΔΟΑΤΑΠ για την ισοτιμία για τους τίτλους σπουδών που αποκτήθηκαν σε σχολές της αλλοδαπής
5. Πιστοποιητικό άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας για περιπτώσεις πολιτών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πλην της Ελλάδας και Κύπρου).
6. Για τους δημοσίους υπαλλήλους απαιτείται επιπλέον βεβαίωση από την Υπηρεσία τους όπου θα αναφέρεται ότι δεν τους έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή και δεν εκκρεμεί σε βάρος τους πειθαρχική δίωξη για τα παραπτώματα που αφορούν στις προϋποθέσεις υποψηφιότητας.
7. Υπεύθυνη Δήλωση του Ν. 1599/86, με γνήσιο υπογραφής ή ψηφιακά υπογεγραμμένη, με την οποία βεβαιώνεται ότι
- όλα τα στοιχεία που ο ενδιαφερόμενος έχει υποβάλει ηλεκτρονικά είναι πραγματικά, έγκυρα και ακριβή,
- έχει στη διάθεσή του τα πρωτότυπα δικαιολογητικά και ότι θα τα προσκομίσει εάν του ζητηθούν,
- δεν υπάρχει σε βάρος του καταδίκη, εκκρεμοδικία, πειθαρχική ποινή ή δίωξη,
- έχει λάβει γνώση των υποχρεώσεων καθώς και του έργου που θα αναλάβει βάσει του εκάστοτε ισχύοντος θεσμικού πλαισίου.
- διαθέτει επαρκή ικανότητα χειρισμού Η/Υ (εφαρμογές word - excel και εφαρμογές διαδικτύου κλπ)
- δεν έχει συνταξιοδοτηθεί
- είναι μέλος επιμελητηρίου, εφ' όσον η επαγγελματική του ειδικότητα το απαιτεί. Υπεύθυνες δηλώσεις στις οποίες δεν αναφέρονται ΟΛΑ τα παραπάνω δεν θα γίνονται δεκτές.

ΕΙΔΙΚΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ (βαθμολογούνται, βλέπε παράγραφο 5 της παρούσας)

1. Δικαιολογητικά που αποδεικνύουν τη σχετική εμπειρία του ενδιαφερόμενου σε αντικείμενα συναφή με την αξιολόγηση, τον έλεγχο, την κατάρτιση, τον σχεδιασμό, τη διαχείριση, την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων ή την παρακολούθηση των Αναπτυξιακών Νόμων ή Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων, από τα οποία θα πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια τα στοιχεία βαθμολόγησης στα κριτήρια α και β του πίνακα βαθμολογίας που περιλαμβάνεται στο σημείο 5 της παρούσας.
Ενδεικτικά, δικαιολογητικά εμπειρίας, τα οποία θα εξετασθούν από την αρμόδια Επιτροπή Διαχείρισης Μητρώων και Ελέγχου Διαδικασιών του άρθρου 26 του ν.4399/2016, αποτελούν:
- Συμβάσεις ή αποφάσεις ανάθεσης στον ενδιαφερόμενο έργου σχετικού με την απαιτούμενη εμπειρία
- Βεβαίωση από το φορέα στον οποίο ο ενδιαφερόμενος εργαζόταν με σχέση μισθωτού ή με σύμβαση παροχής υπηρεσιών για την εκτέλεση έργου σχετικού με την κατάρτιση οικονομοτεχνικών μελετών ή τον σχεδιασμό, συντονισμό, διαχείριση ή υλοποίηση ή παρακολούθηση ή έλεγχο επενδυτικών ή άλλων κοινοτικών προγραμμάτων ή για τα έτη εμπειρίας στο προαναφερόμενο αντικείμενο.

2. Δικαιολογητικά Εργασιακής Εμπειρίας από τα οποία θα πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια τα στοιχεία βαθμολόγησης στο κριτήριο γ του πίνακα βαθμολογίας που περιλαμβάνεται στο σημείο 5 της παρούσας.
Ενδεικτικά δικαιολογητικά εμπειρίας, τα οποία θα εξετασθούν από την αρμόδια Επιτροπή Διαχείρισης Μητρώων και Ελέγχου Διαδικασιών του άρθρου 26 του ν.4399/2016, αποτελούν:
- Συμβάσεις ή αποφάσεις ανάθεσης στον ενδιαφερόμενο έργου σχετικού με την απαιτούμενη εμπειρία.
- Βεβαιώσεις από το φορέα στον οποίο ο ενδιαφερόμενος εργαζόταν με σχέση μισθωτού ή με σύμβαση παροχής υπηρεσιών για την εκτέλεση έργου σχετικού με την απαιτούμενη εμπειρία ή για τα έτη εμπειρίας στην υλοποίηση, διαχείριση ή επίβλεψη επενδυτικών και τεχνικών έργων.
- Βεβαίωση από το φορέα στον οποίο ο ενδιαφερόμενος εργαζόταν με σχέση μισθωτού ή με σύμβαση παροχής υπηρεσιών για τα έτη ελεγκτικής - λογιστικής εμπειρίας ή για τα έτη εμπειρίας ως επιβλέπων μηχανικός.
- Έγγραφα από τα οποία να προκύπτει ο αριθμός υπογεγραμμένων αδειών τεχνικών έργων ή ο αριθμός υπογεγραμμένων σχεδίων τεχνικών έργων (δεν συνυπολογίζονται στον αριθμό των ανωτέρω αδειών) ή εργολαβίες έργων.

3. Πιστοποιητικό μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών.

4. Πιστοποιητικό καλής γνώσης της αγγλικής, γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας (όπως πτυχίο «First Certificate in English», «DELF B2», «GOETHE ZERTIFIKAT B2 του Ινστιτούτου Goethe» ή ισοδύναμο). Η καλή γνώση πιστοποιείται και με τίτλο σπουδών αλλοδαπής.

5. Οι βεβαιώσεις που απαιτούνται από την υπηρεσία ή το φορέα του ενδιαφερόμενου μπορούν να αποτυπώνονται σε ένα έντυπο. Μετά την υποβολή της αίτησης και μέχρι την ολοκλήρωση της εξέτασης αυτής ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να υποβάλει νέα αίτηση ή να τροποποιήσει τα στοιχεία αυτής.

5. Επιλογή Ελεγκτών Μητρώου

1. Τα προσόντα κάθε ενδιαφερόμενου βαθμολογούνται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:




2. Για την εγγραφή στο Μητρώο Ελεγκτών του αναπτυξιακού νόμου (ΕΜΠΕ), ο υποψήφιος θα πρέπει βάσει των προσόντων του να συγκεντρώνει τουλάχιστον ένα (1) βαθμό στα προσόντα που αναφέρονται στο σημείο γ της ανωτέρω παραγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι πληροί τους ελάχιστους όρους συμμετοχής, όπως αυτοί αναφέρονται στην παράγραφο 2 της παρούσας πρόσκλησης.

3. Η Επιτροπή Διαχείρισης Μητρώων και Ελέγχου Διαδικασιών του άρθρου 26 του ν.4399/2016, στη συνέχεια
- εξετάζει τις αιτήσεις των υποψήφιων ελεγκτών,
- δύναται να ζητήσει από τους υποψήφιους επιπλέον διευκρινιστικά στοιχεία,
- καταρτίζει πίνακα φθίνουσας βαθμολογικής κατάταξης των υποψηφίων βάσει των ανωτέρω προσόντων τους και
- εισηγείται σχετικά στον Υπουργό Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού εγγράφονται στο ΕΜΠΕ οι επιτυχόντες υποψήφιοι με βάση τη σειρά κατάταξής τους στον πίνακα και μέχρι τη συμπλήρωση του αριθμού των τριακοσίων (300), ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 ν. 4399/2016.
Η κατάταξη και η επιλογή μέχρι του αριθμού των τριακοσίων (300) μπορεί να πραγματοποιηθεί στη βάση διακριτών κατηγοριών όπως αναφέρονται στην παράγραφο 2, ήτοι
- οικονομικής κατεύθυνσης (30%)
- τεχνολογικής κατεύθυνσης, ειδικότητες σχετικές με τα κτιριακά έργα ή λοιπά έργα υποδομής (30%)
- τεχνολογικής κατεύθυνσης, ειδικότητες σχετικές με τον μηχανολογικό, ηλεκτρολογικό ή ηλεκτρονικό εξοπλισμό (30%)
- λοιπές ειδικότητες θετικής Κατεύθυνσης (10%)

4. Οι υποψήφιοι που θα εγγραφούν στο ΕΜΠΕ, θα κληθούν στη συνέχεια από την Γενική Διεύθυνση Ιδιωτικών Επενδύσεων:
- να παρακολουθήσουν επιμορφωτικό πρόγραμμα σχετικά με τις διαδικασίες του Αναπτυξιακού Νόμου (όπως ο σχεδιασμός της οικονομοτεχνικής μελέτης, μελέτη των κριτηρίων, βιωσιμότητα της προτεινόμενης επένδυσης, κοστολόγηση κλπ), το οποίο εκτός από το θεωρητικό θα περιλαμβάνει και πρακτικό μέρος (εξοικείωση στο Πληροφοριακό Σύστημα Κρατικών Ενισχύσεων με παραδείγματα αξιολόγησης διαφόρων κατηγοριών επενδυτικών σχεδίων «καθεστώτων ενισχύσεων»)
- να αξιολογηθούν με δοκιμασία επάρκειας, με φυσική παρουσία, για την πιστοποίηση της επαρκούς γνώσης του θεσμικού πλαισίου των Αναπτυξιακών Νόμων και του Πληροφοριακού Συστήματος Κρατικών Ενισχύσεων.
- να συμμετάσχουν σε δύο όργανα ελέγχου επενδύσεων, ως εκπαιδευόμενοι.
Η Επιτροπή Διαχείρισης Μητρώων και Ελέγχου Διαδικασιών του άρθρου 26 ν. 4399/2016 δύναται να εισηγηθεί προς τον Υπουργό τη διαγραφή τους από το ΕΜΠΕ με κριτήριο την μη επιτυχή συμμετοχή τους στις ανωτέρω δράσεις.

5. Σύμφωνα με την παρ 3 του άρθρου 11 και την παρ 4 του άρθρου 7 του Π.Δ. 33/2011 οι υποψήφιοι οι οποίοι θα επιλεγούν κατά τα ανωτέρω, εάν δεν κατέχουν ήδη θέση δημοσίου υπαλλήλου, καλούνται πριν την ανάληψη των καθηκόντων τους να δώσουν αρμοδίως τον παρακάτω όρκο ή διαβεβαίωση: «Ορκίζομαι (ή διαβεβαιώνω) ότι θα εκτελώ τα καθήκοντά μου σύμφωνα με τον νόμο και θα φέρω σε πέρας το έργο που μου ανατίθεται ευσυνείδητα, αδέκαστα και απροσωπόληπτα».

Μετά την ορκωμοσία ή διαβεβαίωση οι ενδιαφερόμενοι υπογράφουν σχετικό πρακτικό. Η εγγραφή στο Μητρώο δεν δημιουργεί εργασιακή σχέση με το δημόσιο.

6. Όσοι εκ των υποψηφίων πληρούν τις προϋποθέσεις επιλογής στο ΕΜΠΕ και δεν περιληφθούν στην απόφαση επιλογής, λόγω συμπλήρωσης του αναγκαίου αριθμού των δυναμένων να εγγραφούν, διατηρούν τη σειρά προτεραιότητας μέχρι και τη συμπλήρωση δύο (2) ετών από την αρχική έκδοση της απόφασης του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού. Με βάση την παραπάνω σειρά προτεραιότητας θα μπορούν να επιλέγονται προς εγγραφή στο ΕΜΠΕ στην περίπτωση περαιτέρω αύξησης του αριθμού των μελών του ή συμπλήρωσής του λόγω ενδεχόμενων διαγραφών.

6. Προθεσμία υποβολής αιτήσεων

Οι αιτήσεις θα υποβάλλονται αποκλειστικά σε ηλεκτρονική μορφή από 16/9/2016 μέχρι και 17/10/2016, ώρα 15:00. Η αίτηση, η υπεύθυνη δήλωση και τα απαραίτητα συνοδευτικά δικαιολογητικά θα πρέπει να υποβληθούν σε ηλεκτρονική μορφή έως την ανωτέρω αποκλειστική προθεσμία. Εμπρόθεσμες θα είναι οι αιτήσεις οι οποίες θα υποβληθούν στο ΠΣΚΕ μέχρι την ως άνω ημέρα και ώρα λήξης της προθεσμίας. Η διαδικασία επιλογής θα ξεκινήσει στις 30/9/2016.

7. Πληροφορίες

- Για περισσότερες πληροφορίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται (εργάσιμες ημέρες από 9:00 μέχρι 15:00) στο Γραφείο Εξυπηρέτησης Επενδυτών της Γενικής Διεύθυνσης Ιδιωτικών Επενδύσεων στα τηλέφωνα: 210 3258800 - 04.
- Για τεχνικά προβλήματα που αφορούν την ηλεκτρονική υποβολή οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται στο Help Desk του Πληροφοριακού Συστήματος στο τηλέφωνο: 210 77.87.940 ή την ηλεκτρονική διεύθυνση support@mou.gr.
- Στην ιστοσελίδα του αναπτυξιακού νόμου (www.ependyseis.gr) υπάρχουν Οδηγίες για την εγγραφή χρήστη στο ΠΣΚΕ και την ηλεκτρονική υποβολή της αίτησης καθώς και σχετικά Υποδείγματα.



Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ

Αριθ. πρωτ.: ΔΔΘΤΟΚ Α 1131262 ΕΞ 2016/9.9.2016 Διαμόρφωση δασμολογητέας αξίας ορισμένων ευπαθών εμπορευμάτων που εισάγονται με το εμπορικό καθεστώς της πώλησης επί παρακαταθήκη

$
0
0
Αθήνα, 9 Σεπτεμβρίου 2016
Αρ. Πρωτ: ΔΔΘΤΟΚ Α 1131262 ΕΞ 2016

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ και Ε.Φ.Κ.
Δ/ΝΣΗ ΔΑΣΜ. ΘΕΜΑΤΩΝ και ΤΕΛΩΝ.ΟΙΚΟΝΟΜ.ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α'

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10 101 84 Αθήνα
Πληροφορίες: Μ. Λύτρα
Τηλέφωνο: 210 69.87.480
FAX: 210 69.87.489
Email: m.lytra@2001.syzefxis.gov.gr

ΘΕΜΑ: «Διαμόρφωση δασμολογητέας αξίας ορισμένων ευπαθών εμπορευμάτων που εισάγονται με το εμπορικό καθεστώς της πώλησης επί παρακαταθήκη»

ΣΧΕΤ.: Η αριθ. πρωτ. Δ.718/446/27.4.2006 Δ.Υ.Ο.Ο

Αναφορικά με το ανωτέρω θέμα και σύμφωνα με:

- το άρθρο 74 παράγραφος 2γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα ,

- το άρθρο 142 παράγραφος 6 του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2015/2447 της Επιτροπής για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 215/2006 της Επιτροπής , ο οποίος σας κοινοποιήθηκε με την παραπάνω σχετική Δ.Υ.Ο.Ο.,

σας γνωστοποιούμε τις κατά μονάδα αξίες για τη διαμόρφωση της δασμολογητέας αξίας, ορισμένων ευπαθών εμπορευμάτων, που εισάγονται αποκλειστικά με το εμπορικό καθεστώς της πώλησης επί παρακαταθήκη, (χωρίς συναλλακτική αξία και τιμολόγια), και ισχύουν για τη χρονική περίοδο από 09.09.2016 έως και 22.09.2016. Σημειώνεται ότι, οι κατά μονάδα αξίες δεν εφαρμόζονται για τις χρονικές περιόδους και για τα εμπορεύματα για τα οποία θεσπίζονται τιμές εισόδου βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 (άρθ. 136 παρ.2 και άρθ.137) της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε, με τον Καν. (ΕΕ) αριθ. 499/2014 της Επιτροπής, και ισχύει.

Για τα εμπορεύματα για τα οποία δεν καθορίζονται τιμές θα πρέπει να εφαρμόζεται η μέθοδος προσδιορισμού της δασμολογητέας αξίας του άρθρου 74 παράγραφος 2γ του Καν. (ΕΕ) αριθ. 952/2013.

Οι Προϊστάμενοι των Τελωνειακών Περιφερειών παρακαλούνται για την άμεση ενημέρωση των Τελωνείων δικαιοδοσίας τους.


Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΔΙΚΗΜΕΝΑΚΗ 

Κατάλογος εμπορευμάτων Παραρτήματος Ι του καν. (ΕΚ) αριθ. 215/2006 της Επιτροπής Απλοποιημένη διαδικασία για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ορισμένων ευπαθών εμπορευμάτων που εισάγονται με το εμπορικό καθεστώς της πώλησης επί παρακαταθήκη σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγραφος 2γ) του Τελωνειακού Κώδικα

Κωδικός ΣΟ (TARIC) Περιγραφή εμπορευμάτων Περίοδος ισχύος Κατά μονάδα
αξία (EUR/100Kg)
0701 90 50 Πατάτες πρώιμες 01/01 - 30/06 -
0703 10 19 Κρεμμύδια 01/01 - 31/12 15,79
0703 20 00 Σκόρδα 01/01 - 31/12 257,46
0708 20 00 Φασόλια 01/01 - 31/12 176,47
0709 20 00 10 Σπαράγγια : - πράσινα 01/01 - 31/12 691,15
0709 20 00 90 Σπαράγγια : - άλλα 01/01 - 31/12 491,91
0709 60 10 Γλυκοπιπεριές 01/01 - 31/12 222,91
0714 20 10 Γλυκοπατάτες, νωπές, ολόκληρες, προορισμένες για ανθρώπινη κατανάλωση 01/01 - 31/12 104,77
0804 30 00 90 Ανανάδες 01/01 - 31/12 105,26
0804 40 00 10 Αχλάδια της ποικιλίας avocats 01/01 - 31/12 288,09
0805 10 20 Πορτοκάλια γλυκά 01/06 - 30/11 73,91
0805 20 10 05 Κλημεντίνες ( Clementines ) 01/03 - 31/10 142,27
0805 20 30 05 Monreales και Satsumas 01/03 - 31/10 -
0805 20 50 07 0805 20 50 37 Μανταρίνια και Wilkings 01/03 - 31/10 124,82
0805 20 70 05 0805 20 90 05 0805 20 90 09 Tangerines και άλλα 01/03 - 31/10 117,1
0805 40 00 11 0805 40 00 31 Φράπες και γκρέϊπ - φρουτ : - λευκά 01/01 - 31/12 70,16
0805 40 00 19 0805 40 00 39 Φράπες και γκρέϊπ - φρουτ : -ροδόχροα 01/01 - 31/12 92,19
0805 50 90 11 0805 50 90 19 Γλυκολέμονα(Citrus aurantifolia, citrus latifolia) 01/01 - 31/12 148,42
0806 10 10 Επιτραπέζια σταφύλια 21/11 - 20/07 -
0807 11 00 Καρπούζια 01/01 - 31/12 15,03
0807 19 00 50 Amarillo, Cuper, Honey Dew (συμπεριλαμβανομένων Can- talene), Onteniente, Piel de Sapo (συμπεριλαμβανομένων Verde Liso), Rochet, Tendral, Futuro 01/01 - 31/12 64,88
0807 19 00 90 Άλλα πεπόνια 01/01 - 31/12 73,58
0808 30 90 10 Αχλάδια : 01/05 - 30/06 -
-         Nashi (Pyrus pyrifolia )
-          Ya (Pyrus bretscheideri)
0808 30 90 90 Αχλάδια : - άλλα 01/05 - 30/06 -
0809 10 00 Βερίκοκα 01/01 - 30/05 και -
01/08 - 31/12
0809 30 10 Νεκταρίνια 01/01 - 10/06 και -
01/10 - 31/12
0809 30 90 Ροδάκινα 01/01 - 10/06 και -
01/10 - 31/12
0809 40 05 Δαμάσκηνα 01/10 - 10/06 -
0810 10 00 Φράουλες 01/01 - 31/12 -
0810 20 10 Σμέουρα 01/01 - 31/12 -
0810 50 00 Ακτινίδια ( κίουι ) 01/01 - 31/12 113,51




Αριθ. πρωτ.: ΔΕΑΦ Β 1131644 ΕΞ 2016 Διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 48 του ν.4172/2013

$
0
0

Αθήνα, 7 Σεπτεμβρίου 2016
ΑΡΙΘ. ΠΡΩΤ.: ΔΕΑΦ Β 1131644 ΕΞ 2016

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10   
Ταχ. Κωδ.: 101 84 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Δ. Βελισσαράκου, Μ. Χαπίδης
Τηλέφωνο: 210 - 3375312
ΦΑΞ:  210 - 3375001

ΘΕΜΑ: Διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 48 του ν.4172/2013.

Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 48 του ν.4172/2013, εάν η διανομή κερδών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και 2 (απαλλαγή ενδοομιλικών μερισμάτων) προκύπτει από συμμετοχή σε άλλο νομικό πρόσωπο, ο φορολογούμενος δεν μπορεί να εκπέσει τις επιχειρηματικές δαπάνες που συνδέονται με τη συμμετοχή αυτή.

2. Με την ΠΟΛ.1039/26.1.2015 εγκύκλιό μας με την οποία δόθηκαν οδηγίες για την εφαρμογή του άρθρου 48 του ν.4172/2013, διευκρινίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι εφόσον το εισόδημα (εισπραττόμενο μέρισμα) απαλλάσσεται της φορολογίας με βάση τις προϋποθέσεις του άρθρου 48, τότε οι τυχόν δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί και συνδέονται με αυτή τη συμμετοχή, όπως συμβολαιογραφικά έξοδα, φόροι, αμοιβές τρίτων, κλπ., καθώς και τυχόν χρηματοοικονομικά έξοδα (τόκοι δανείων για την απόκτηση των συμμετοχών), κλπ., δεν εκπίπτουν στο σύνολό τους.

3. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 48 του ν.4172/2013 δεν συνδέεται με την καταβολή μερίσματος από το νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις των παρ.1 και 2 του ίδιου άρθρου, αλλά με τη διενέργεια τυχόν δαπανών (π.χ. τόκοι δανείων) που συνδέονται με την συμμετοχή σε αυτό το νομικό πρόσωπο. Κατά συνέπεια, οι τυχόν επιχειρηματικές δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί από νομικό πρόσωπο και οι οποίες συνδέονται με τη συμμετοχή του σε άλλο νομικό πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των παρ.1 και 2 του άρθρου 48, δεν εκπίπτουν στο σύνολο τους στο φορολογικό έτος που πραγματοποιούνται, ανεξάρτητα αν στο έτος αυτό λαμβάνει χώρα διανομή κερδών από το νομικό πρόσωπο στο οποίο αυτό συμμετέχει.

4. Επίσης, οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 48 του ν.4172/2013 εφαρμόζονται ανεξάρτητα αν μεταβάλλεται το ποσοστό συμμετοχής στη θυγατρική εταιρεία.

Επομένως, οι υπόψη διατάξεις καταλαμβάνουν και τις περιπτώσεις που οι σχετικές δαπάνες (π.χ. τόκοι δανείων) πραγματοποιούνται όχι μόνο για την απόκτηση της συμμετοχής, αλλά και για τη χρηματοδότηση μίας ήδη υφιστάμενης θυγατρικής εταιρείας, ανεξάρτητα εάν η χρηματοδότηση αυτή διευρύνει τη δυνατότητα κτήσης αφορολόγητου εσόδου (ενδοομιλικού μερίσματος), καθόσον το πεδίο εφαρμογής των υπόψη διατάξεων δεν συνδέεται με την μεταβολή του ποσοστού συμμετοχής, αλλά με τυχόν δαπάνες που συνδέονται με την συμμετοχή σε νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 48 του ίδιου νόμου. Για παράδειγμα, οι τόκοι ομολογιακού δανείου που καταβάλλει μητρική εταιρεία, το ποσό του οποίου διατίθεται για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου θυγατρικών τους, οι οποίες στη συνέχεια προβαίνουν σε αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου με έκδοση νέων μετοχών από την οποία δεν επέρχεται μεταβολή του ποσοστού συμμετοχής της μητρικής εταιρείας (π.χ. ποσοστό συμμετοχής 100%), εμπίπτουν στο περιορισμό της παρ. 4 του άρθρου 48 του ν.4172/2013.

 

Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Ακριβές Αντίγραφο
Η Προϊσταμένη του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης

Άρειος Πάγος 173/2016 Διευθυντικό δικαίωμα εργοδότη - Βλαπτική μεταβολή όρων εργασίας - Προσβλητική συμπεριφορά εργοδότη προς τον εργαζόμενο

Next: Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως Juliane Kokott της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 (1) Υπόθεση C‑390/15 Rzecznik Praw Obywatelskich (RPO) [αίτηση του Trybunał Konstytucyjny (συνταγματικό δικαστήριο, Πολωνία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] «Φορολογική νομοθεσία – Φόρος προστιθεμένης αξίας – Μειωμένος φορολογικός συντελεστής για την παράδοση βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών – Κύρος του παραρτήματος ΙΙΙ, σημείο 6, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/47/ΕΚ – Άρθρο 113 ΣΛΕΕ – Συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Διαφορετική μεταχείριση εκδόσεων σε χαρτί και σε άλλα υλικά υποθέματα σε σύγκριση με τις ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενες εκδόσεις»
$
0
0

Περίληψη

Από το συνδυασμό των άρθρων 648, 652, 656 και 349 - 351 ΑΚ, 7 Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι στον εργοδότη ανήκει το δικαίωμα να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις του μισθωτού και ειδικότερα να καθορίζει το είδος, τον τόπο, το χρόνο και τις άλλες συνθήκες παροχής της εργασίας του μισθωτού για την αρτιότερη οικονομοτεχνική οργάνωση της επιχειρήσεως προς επίτευξη των σκοπών της. Έχει, δηλαδή, ο εργοδότης, ως διευθυντής της εκμετάλλευσης την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρηση του με βάση τα κρινόμενα από αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά για αυτή κριτήρια. Δεν επιτρέπεται όμως κατά την ενάσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος να προκαλείται υλική ή ηθική βλάβη στο μισθωτό κατά παράβαση διατάξεως νόμου ή της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή κατά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος.

Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που παρέχει στο μισθωτό, αν δεν αποδέχεται τη μεταβολή, το δικαίωμα είτε να τη θεωρήσει ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως και να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να απαιτήσει από τον εργοδότη να αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία υπό τους πριν από τη μεταβολή όρους, καθιστώντας αυτόν διαφορετικά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας αυτής.

Είναι δε βλαπτική για τον εργαζόμενο η μεταβολή των εργασιακών όρων όχι μόνον όταν προκαλεί υλική ζημία, αλλά και όταν επιφέρει ηθική βλάβη, πράγμα που συμβαίνει, ενόψει και του κατ εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα της σχέσεως εργασίας, και στην περίπτωση συμπεριφοράς του εργοδότη (ή του προσώπου που τον αντιπροσωπεύει στην διεύθυνση της επιχειρήσεως του) βάναυσης ή προσβλητικής της προσωπικότητας του εργαζομένου, προς την οποία ο εργοδότης οφείλει σεβασμό, μεταξύ άλλων και ως εκδήλωση της υποχρεώσεως πρόνοιας που υπέχει έναντι του μισθωτού του.

Η ηθική ζημία του μισθωτού υφίσταται έστω και αν η ανοίκεια συμπεριφορά του εργοδότη δεν εκπορεύεται από δόλια προαίρεση του τελευταίου για βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ή για εξαναγκασμό του εργαζόμενου σε αποχώρηση από την υπηρεσία. Αρκεί το ότι η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε τέτοιες συνθήκες ώστε, κατά αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με την καλή πίστη, να μην είναι πλέον δυνατή η παροχή της εργασίας του μισθωτού με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας, ή επέφερε τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητα του εργαζόμενου, ώστε η εξακολούθηση της εργασίας του στο χώρο επιχειρήσεως του εργοδότη να αποβαίνει αδύνατη ή εκτάκτως δυσχερής.

Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 59, 281, 288, 648, 652, 914, 932 του ΑΚ, προκύπτει ότι αν η ως άνω μονομερής μεταβολή των όρων της συμβάσεως, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο εκτός των άλλων και χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστη.


ΑΠ  173/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 24 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ......, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα. Παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας Δ. Γ. και διόρισε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Γκούβα, που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης : Α. Χ. του Ι., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Γάτσιο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/12/2012 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κω. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 17/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 6/2015 του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου (Μεταβατική έδρα Κω). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 15/3/2015 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 9/11/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Από το συνδυασμό των άρθρων 648, 652, 656 και 349 - 351 ΑΚ, 7 Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι στον εργοδότη ανήκει το δικαίωμα να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις του μισθωτού και ειδικότερα να καθορίζει το είδος, τον τόπο, το χρόνο και τις άλλες συνθήκες παροχής της εργασίας του μισθωτού για την αρτιότερη οικονομοτεχνική οργάνωση της επιχειρήσεως προς επίτευξη των σκοπών της. Έχει, δηλαδή, ο εργοδότης, ως διευθυντής της εκμετάλλευσης την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρηση του με βάση τα κρινόμενα από αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά για αυτή κριτήρια (Ολ ΑΠ 25/2003, ΑΠ 1338/2010). Δεν επιτρέπεται όμως κατά την ενάσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος να προκαλείται υλική ή ηθική βλάβη στο μισθωτό κατά παράβαση διατάξεως νόμου ή της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή κατά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος.

Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που παρέχει στο μισθωτό, αν δεν αποδέχεται τη μεταβολή, το δικαίωμα είτε να τη θεωρήσει ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως και να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να απαιτήσει από τον εργοδότη να αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία υπό τους πριν από τη μεταβολή όρους, καθιστώντας αυτόν διαφορετικά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας αυτής.

Είναι δε βλαπτική για τον εργαζόμενο η μεταβολή των εργασιακών όρων όχι μόνον όταν προκαλεί υλική ζημία, αλλά και όταν επιφέρει ηθική βλάβη, πράγμα που συμβαίνει, ενόψει και του κατ εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα της σχέσεως εργασίας, και στην περίπτωση συμπεριφοράς του εργοδότη (ή του προσώπου που τον αντιπροσωπεύει στην διεύθυνση της επιχειρήσεως του) βάναυσης ή προσβλητικής της προσωπικότητας του εργαζομένου, προς την οποία ο εργοδότης οφείλει σεβασμό, μεταξύ άλλων και ως εκδήλωση της υποχρεώσεως πρόνοιας που υπέχει έναντι του μισθωτού του.

Η ηθική ζημία του μισθωτού υφίσταται έστω και αν η ανοίκεια συμπεριφορά του εργοδότη δεν εκπορεύεται από δόλια προαίρεση του τελευταίου για βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ή για εξαναγκασμό του εργαζόμενου σε αποχώρηση από την υπηρεσία. Αρκεί το ότι η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε τέτοιες συνθήκες ώστε, κατά αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με την καλή πίστη, να μην είναι πλέον δυνατή η παροχή της εργασίας του μισθωτού με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας, ή επέφερε τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητα του εργαζόμενου, ώστε η εξακολούθηση της εργασίας του στο χώρο επιχειρήσεως του εργοδότη να αποβαίνει αδύνατη ή εκτάκτως δυσχερής (Ολ ΑΠ 13/1987, ΑΠ 1138/2010, ΑΠ 1839/2008, ΑΠ 1426/2004). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 59, 281, 288, 648, 652, 914, 932 του ΑΚ, προκύπτει ότι αν η ως άνω μονομερής μεταβολή των όρων της συμβάσεως, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο εκτός των άλλων και χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστη ( ΑΠ 1252/2014, ΑΠ 195/2015).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που αυτός απαιτεί, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. (Ολ ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 324/2012, ΑΠ 221/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα: Η ενάγουσα προσλήφθηκε στις 3.10.1983 από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "..." και το διακριτικό τίτλο "...", προκειμένου να εργαστεί ως ιδιαιτέρα γραμματέας. Με την ιδιότητα αυτή εργάσθηκε μέχρι τον Ιούλιο 2000, οπότε, με το από 23.6.2000 πρακτικό συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της, αποφασίστηκε η μετάταξή της στην εναγομένη ανώνυμη εταιρεία. Ακολούθως, με το από 23.6.2000 πρακτικό συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, η ενάγουσα προσλήφθηκε την 1.7.2000 από αυτήν με ταυτόχρονη αναγνώριση της από 3.10.1983 προϋπηρεσίας της. Προς τούτο, καταρτίσθηκε το από 1.7.2000 ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με το οποίο η εναγομένη υπεισήλθε σε όλες τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από την προϋφιστάμενη εργασιακή σχέση, χωρίς να επηρεάζονται από τη μεταβίβαση αυτή τα δικαιώματα της ενάγουσας. Κατόπιν, με την από 27.3.2002 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, ανετέθησαν στην ενάγουσα καθήκοντα διευθύντριας στο ξενοδοχείο της με διακριτικό τίτλο <<...>>, που βρίσκεται στην περιοχή της ... της νήσου …Δωδεκανήσου. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων της ενάγουσας περιλαμβάνονταν η πρόσληψη προσωπικού, η μισθοδοσία, οι προμήθειες και ο εξοπλισμός του ξενοδοχείου, η συνεργασία με τουριστικά πρακτορεία, ο έλεγχος του λογιστηρίου και η εν γένει επίβλεψη της λειτουργίας του ξενοδοχείου, ενώ οι μικτές αποδοχές της ανήλθαν το έτος 2011 στο ποσό των 4.440,06 ευρώ μηνιαίως.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από το Δεκέμβριο 2011, οπότε άλλαξε η σύνθεση του ΔΣ της εναγομένης, με την αποχώρηση του μέχρι τότε διευθύνοντος συμβούλου Ι. Γ. και την είσοδο των υιών του, Δ. Γ. και Ν. Γ., σε ρόλο διευθύνοντος συμβούλου του πρώτου και αντιπροέδρου του δευτέρου, επήλθε μονομερώς από την εναγομένη μεταβολή των όρων εργασίας της ενάγουσας. Ειδικότερα, στις 16.12.2011 η εναγομένη γνωστοποίησε προς την ενάγουσα νέους μισθολογικούς όρους, με τη μείωση των μικτών μηνιαίων αποδοχών της από 1.1.2012 στο ποσό των 3.740 ευρώ. Παράλληλα, έλαβε χώρα κατάργηση πρόσθετων παροχών που η ενάγουσα είχε μέχρι τότε, λόγω της ιδιότητάς της ως διευθύντριας ξενοδοχείου και συγκεκριμένα της διατήρησης ιδιωτικού χώρου στάθμευσης και φύλαξης του οχήματός της στον Πειραιά που μισθωνόταν με δαπάνη της εναγομένης, καθώς και της χορήγησης πρόσθετου επιδόματος. Περί τον Μάρτιο 2012, με την έναρξη της τουριστικής περιόδου 2012, περιορίστηκαν οι αρμοδιότητές της ως διευθύντριας του ξενοδοχείου με την ανάθεση της διεύθυνσης του τμήματος πωλήσεων και μάρκετινγκ στον Φ. Α.. Την, κατά τα ανωτέρω μεταβολή των όρων εργασίας της, ωστόσο, αποδέχθηκε η ενάγουσα και συνέχισε να παρέχει την εργασία της υπό τις νέες συνθήκες. Παράλληλα, η εναγομένη άρχισε να καθυστερεί την καταβολή των αποδοχών της ενάγουσας, όπως των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου 2012, που της κατεβλήθησαν καθυστερημένα και μετά από επανειλημμένες οχλήσεις της προς την εναγομένη-εργοδότριά της, ενώ η καθυστέρηση αυτή δεν οφειλόταν σε οικονομική δυσχέρεια της εναγομένης, αφού κατά το ίδιο χρονικό διάστημα δεν προέκυψε αντίστοιχη καθυστέρηση στην καταβολή αποδοχών και άλλων εργαζομένων της. Περαιτέρω, η εναγομένη, έχοντας απώτερο σκοπό να απολύσει την ενάγουσα, χωρίς να καταβάλει την προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση, μέσω των εκπροσώπων της, άρχισε να δημιουργεί ενώπιον τρίτων δυσμενές αρχικά και στη συνέχεια αφόρητο κλίμα σε βάρος της ενάγουσας. Ειδικότερα, από τον Ιανουάριο 2012 ο Ν. Γ., εκτελεστικός διευθυντής και αντιπρόεδρος του ΔΣ της εναγομένης, άρχισε να επιδεικνύει προσβλητική σε βάρος της ενάγουσας συμπεριφορά και να δημιουργεί συστηματικά, ενώπιον υπαλλήλων και πελατών του ξενοδοχείου, δυσμενές κλίμα σε βάρος της ενάγουσας, η οποία παρέσχε τις άνω υπηρεσίες της αδιαταράκτως επί 10 έτη και χωρίς τη δημιουργία μέχρι τότε κανενός προβλήματος στις σχέσεις της με την εναγομένη. Μάλιστα, κατά διαστήματα, απηύθυνε στην ενάγουσα έντονες και επικριτικές παρατηρήσεις αναφορικά με την εκτίμηση της εργασίας της, προκαλώντας την εντύπωση ότι αυτή μετά 10 έτη συνεχούς υπηρεσίας ως διευθύντριας του ξενοδοχείου δεν εκτελούσε κανονικά τα καθήκοντά της, την αποκαλούσε με μειωτικούς και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, όπως ψεύτρα, πρόχειρη, επιπόλαιη, ισχυριζόταν συκοφαντικά ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με υπαλλήλους του ξενοδοχείου και εν γένει αμφισβητούσε την τιμιότητά της, αφήνοντας υπονοούμενα για οικονομικές ατασθαλίες της ως προς τις προμήθειες του ξενοδοχείου. Η αλήθεια, όμως ήταν ότι η ενάγουσα ασκούσε με επιμέλεια και ευσυνειδησία τα καθήκοντά της, ουδέποτε είχε επιδείξει τέτοια αντισυμβατική συμπεριφορά, επί πολλά έτη ήταν ο έμπιστος άνθρωπος στην επιχείρηση της εναγομένης, στην οποία εργάστηκε με αφοσίωση και εντιμότητα και γενικώς είχε αναπτύξει προσωπικές σχέσεις με τους πελάτες λόγω της μακροχρόνιας απασχολήσεώς της, της εμπειρίας της και της άψογης συμπεριφοράς της, ενώ η εναγομένη ουδέποτε είχε διατυπώσει διαμαρτυρία ή δυσαρέσκεια για πλημμελή εκτέλεση καθηκόντων της ή είχε προβεί σε καταγγελία για τέλεση εκ μέρους της τυχόν αξιοποίνων πράξεων.

Μετά απ' αυτά η ενάγουσα, μη ανεχόμενη πλέον, την κατά τα άνω αντισυμβατική και προσβλητική για την προσωπικότητά της συμπεριφορά της εναγομένης μέσω των εκπροσώπων της, με την από 5.9.2012 εξώδικη δήλωσή της προς αυτήν κατήγγειλε ότι τα ανωτέρω έγιναν στα πλαίσια μιας μεθοδευμένης προσπάθειας εκ μέρους της εναγομένης για να την εξαναγκάσουν σε παραίτηση και ότι συνιστούσαν βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της με συνέπεια την άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της και τέλος ζήτησε την καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως (άρθρο 7 ν. 2112/1920). Ακολούθως, στις 30.10.2012 υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Κω την από 20.10.2012 έγκληση σε βάρος του αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, Ν. Γ., για την προεκτεθείσα συμπεριφορά του. Με τα δεδομένα αυτά, η πιο πάνω συμπεριφορά της εναγομένης-εργοδότριας εταιρείας, μέσω των εκπροσώπων της, συνιστά συμπεριφορά προσβλητική για την προσωπικότητα της ενάγουσας, έτσι ώστε η εξακολούθηση της εργασίας της στην επιχείρηση της εναγομένης με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας να αποβαίνει, κατ' αντικειμενική κρίση και κατά την καλή πίστη, δυσχερής για την ενάγουσα και έγινε με σκοπό να εξαναγκασθεί η τελευταία σε παραίτηση, οι δε αντίθετοι ισχυρισμοί της εναγομένης, ότι η ενάγουσα αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της, δεν βρίσκει έρεισμα σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο και είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επομένως η εναγομένη όφειλε να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, η οποία, ενόψει των ετών υπηρεσίας της ενάγουσας στην πιο πάνω επιχείρηση (3.10.1983 έως 5.9.2012) και του συνόλου των καταβαλλομένων κατά το χρόνο καταγγελίας αποδοχών της (3.740 ευρώ το μήνα), ανέρχεται σε μισθούς 24 μηνών, προσαυξανόμενων κατά ποσοστό 1/6 για επιδόματα εορτών και αδείας, ήτοι στο ποσό των 104.719,99 ευρώ (124 μήνες Χ 3.740 ευρώ = 89.760 ευρώ] + (3.740 ευρώ Χ 1/6 Χ 24 μήνες = 14.959,99 ευρώ)]. Τέλος, από την αναφερθείσα βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας της και την κατά κατάχρηση του εργοδοτικού δικαιώματος καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως, η ενάγουσα έχει υποστεί μείωση της προσωπικότητάς της, αφού από υπαιτιότητα της εναγομένης έχει θιγεί η επαγγελματική αξία, η τιμή και η υπόληψή της και έχει εκτεθεί στο κοινωνικό της περιβάλλον, καθόσον δημιουργήθηκαν ερωτηματικά και αμφιβολίες για τις ικανότητες της και την ακεραιότητα του χαρακτήρα της. Από την προσβολή αυτή η ενάγουσα έχει υποστεί ηθική βλάβη, το ανάλογο δε χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση της λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής, τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε αυτή και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, ανέρχεται στο ποσό των 4.000 ευρώ. Με τις σκέψεις αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας και τους προσθέτους λόγους της, κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε επιδικαστεί στην αναιρεσίβλητη το ίδιο ποσό. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, που προαναφέρθηκαν, διότι με βάση τις παραδοχές της απόφασης, θεμελιώνεται, πράγματι, η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της αναιρεσίβλητης και η καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας. Ακόμη, διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, για τη θεμελίωση του ισχυρισμού της ενάγουσας για το είδος και τον τρόπο της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας της εκ μέρους της εναγομένης καθώς και για την επιλογή της ενάγουσας να ασκήσει το εκλεκτικό της δικαίωμα από το άρθρο 7 του Ν.2112/1920 και να θεωρήσει την βλαπτική αυτή μεταβολή της σύμβασης εργασίας της ως καταγγελία αυτής εκ μέρους της εναγομένης. Επομένως, οι πρώτος, δεύτερος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. 2. Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ν` αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός, που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και μάλιστα ότι είχε προταθεί παραδεκτώς και νομίμως.

Συνεπώς, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του, ή επαναφοράς του στο ανωτέρω δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, αν ήταν νόμιμος και παραδεκτός, αν δε, συντρέχει εξαιρετική περίπτωση των εδαφ. α`- γ` της παρ. 2 του άρθρου 562 να εκτίθεται στο αναιρετήριο ο λόγος αυτός (ΑΠ 275/2015, ΑΠ 442/2015, ΑΠ 391/2015). Περαιτέρω, από τα άρθρα 591 παρ. 1β`, 666 παρ. 1, 115 παρ. 3 και 256 παρ. 1δ` του ΚΠολΔ προκύπτει ότι στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους, προφορικά, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρηθούν στα πρακτικά, με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες προτάσεις, απαιτείται δηλονότι, σε κάθε περίπτωση, προφορική πρόταση των ισχυρισμών που, "ως γενόμενο κατά τη συζήτηση" σημειώνεται στα πρακτικά και έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν τους αυτοτελείς ισχυρισμούς στις κατατιθέμενες προτάσεις Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της <<περί της αποσβέσεως των μισθών της ενάγουσας δια συμψηφισμού με ανταπαίτησή της, προερχομένη από την υπερβολική χρέωση του τηλεφώνου της εταιρείας από προσωπική χρήση της ενάγουσας>>. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, κατ` άρθρο 562 παρ. 2 KΠολΔ, καθόσον, προκειμένης διαφοράς εκδικαζόμενης κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται παραδεκτή προβολή του εν λόγω ισχυρισμού, ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, με καταχώρισή του στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και επαναφορά του, κατά νόμιμο τρόπο, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ενώ, από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 KΠολΔ. επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, δεν προκύπτει ότι προβλήθηκε, παραδεκτά, ο παραπάνω ισχυρισμός. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί.

3.Σύμφωνα με το άρθρα 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν.2915/2001,υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008). Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλ' αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα κατ είδος μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ. 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφεται το Εφετείο, με τον τέταρτο, κατά ένα μέρος, λόγο της αναίρεσης, διότι δεν έλαβε υπόψη έγγραφα που προσκόμισε και επικαλέστηκε με τις προτάσεις της. Ειδικότερα, ψέγει το Εφετείο ότι δεν έλαβε υπόψη το από 7-6-2012 συμφωνητικό εκκαθάρισης των μεταξύ των διαδίκων εκκρεμοτήτων ,από το οποίο προκύπτει ο γενόμενος μεταξύ τους συμψηφισμός των απαιτήσεων της ενάγουσας για αποδοχές και της ανταπαίτησης της εναγομένης για οφειλή της ενάγουσας για τη χρήση κινητού τηλεφώνου καθώς και η καταβολή στην ενάγουσα από την εναγομένη του υπολοίπου δώρου Πάσχα και μισθού Μαΐου. Από την επισκόπηση, όμως, του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα από την περιεχόμενη σ' αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με το υπόλοιπο περιεχόμενό της, δε γεννάται καμία αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και το ως άνω αποδεικτικό μέσο και το συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού πορίσματός του.

Επομένως, ο ως άνω λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 11 περ, γ' ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. 4. Από τις διατάξεις των άρθρων 339 και 352 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η δικαστική ομολογία, που αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, είναι εκείνη που γίνεται γραπτώς ή προφορικώς ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου δικαστή, ενώ κάθε άλλη ομολογία, όπως και εκείνη που έγινε στα πλαίσια άλλης δίκης (πολιτικής ή ποινικής), είναι εξώδικη και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο. Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται, ότι δικαστική είναι όχι κάθε ομολογία αλλά εκείνη, που γίνεται ενώπιον του δικαστηρίου από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος, με σκοπό αποδοχής του και είναι σαφής και ορισμένη (ΑΠ 964/2013, ΑΠ 128/2014). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που δεσμευτικά γι` αυτό (δικαστήριο) καθορίζει ο νόμος και δεν θεμελιώνεται, όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρ. 340 ΚΠολΔ), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, που κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία (ΑΠ 964/2013, ΑΠ 128/2014, ΑΠ 109/2008). Συνακόλουθα, ο τέταρτος, κατά ένα μέρος του, λόγος αναιρέσεως, από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν εκτίμησε και δεν προσέδωσε αυξημένη αποδεικτική δύναμη στην επικαλούμενη ομολογία της ενάγουσας -αναιρεσίβλητης, που περιλαμβάνεται στο από 7-6-2012 συμφωνητικό εκκαθάρισης των μεταξύ των διαδίκων εκκρεμοτήτων, στο οποίο η ενάγουσα είχε δηλώσει ότι έγινε μεταξύ τους συμψηφισμός των απαιτήσεών της για αποδοχές και της ανταπαίτησης της εναγομένης για οφειλή της ενάγουσας για τη χρήση κινητού τηλεφώνου καθώς και η καταβολή στην ενάγουσα από την εναγομένη του υπολοίπου δώρου Πάσχα και μισθού Μαΐου, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, διότι η επικαλούμενη ομολογία, υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, είναι εξώδικη, αφού δεν έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της προκείμενης πολιτικής δίκης αλλά περιλαμβάνεται σε έγγραφο και, ως τέτοια (εξώδικη), εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω τη ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, σύμφωνα με το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την, από 15-3-2015 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 6/2015 απόφασης του Εφετείου Δωδεκανήσου. Και

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2016.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Φεβρουαρίου 2016.

H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως Juliane Kokott της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 (1) Υπόθεση C‑390/15 Rzecznik Praw Obywatelskich (RPO) [αίτηση του Trybunał Konstytucyjny (συνταγματικό δικαστήριο, Πολωνία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] «Φορολογική νομοθεσία – Φόρος προστιθεμένης αξίας – Μειωμένος φορολογικός συντελεστής για την παράδοση βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών – Κύρος του παραρτήματος ΙΙΙ, σημείο 6, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/47/ΕΚ – Άρθρο 113 ΣΛΕΕ – Συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Διαφορετική μεταχείριση εκδόσεων σε χαρτί και σε άλλα υλικά υποθέματα σε σύγκριση με τις ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενες εκδόσεις»

$
0
0

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέως  JULIANE KOKOTT της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 (1) Υπόθεση C‑390/15 Rzecznik Praw Obywatelskich (RPO)
[αίτηση του Trybunał Konstytucyjny (συνταγματικό δικαστήριο, Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Φορολογική νομοθεσία – Φόρος προστιθεμένης αξίας – Μειωμένος φορολογικός συντελεστής για την παράδοση βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών – Κύρος του παραρτήματος ΙΙΙ, σημείο 6, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/47/ΕΚ – Άρθρο 113 ΣΛΕΕ – Συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Διαφορετική μεταχείριση εκδόσεων σε χαρτί και σε άλλα υλικά υποθέματα σε σύγκριση με τις ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενες εκδόσεις»




I –    Εισαγωγή

1.        Η ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης για τον φόρο προστιθέμενης αξίας επιτρέπει στα κράτη μέλη την προνομιακή φορολογική μεταχείριση της πωλήσεως βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών. Τούτο όμως ισχύει απεριορίστως μόνο για τις έντυπες εκδόσεις. Για την πώληση τέτοιων εκδόσεων τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν μειωμένο συντελεστή φόρου, ο οποίος όμως ως επί το πλείστον δεν επιτρέπεται για τις ηλεκτρονικές εκδόσεις.

2.        Με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το πολωνικό συνταγματικό δικαστήριο αμφισβητεί το κύρος του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ για βιβλία και άλλες εκδόσεις, όπως αυτός ρυθμίζεται από το δίκαιο της Ένωσης. Το Δικαστήριο θα εξετάσει πρωτίστως ποιες δεσμεύσεις επιβάλλει στον νομοθέτη της Ένωσης η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο της νομοθεσίας περί ΦΠΑ και κατά πόσον ο εν λόγω νομοθέτης ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτές στην περίπτωση των μειωμένων συντελεστών για τα βιβλία, τις εφημερίδες και τα περιοδικά.

II – Το νομικό πλαίσιο

3.        Το άρθρο 93 ΕΚ (2) (νυν άρθρο 113 ΣΛΕΕ) ρύθμιζε τη νομοθετική αρμοδιότητα της Κοινότητας ως εξής:

«Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εκδίδει διατάξεις για την εναρμόνιση των νομοθεσιών περί των φόρων κύκλου εργασιών, των ειδικών φόρων καταναλώσεως και των λοιπών εμμέσων φόρων, στον βαθμό που η εναρμόνιση αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η εγκαθίδρυση και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς μέσα στην προθεσμία του άρθρου 14.»

4.        Επ’ αυτής της βάσεως εκδόθηκε η οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (3) (στο εξής: οδηγία περί ΦΠΑ).

5.        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας περί ΦΠΑ, στον φόρο προστιθεμένης αξίας υπόκεινται «οι παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή». Κατά το στοιχείο γ΄ της εν λόγω διατάξεως, το ίδιο ισχύει και για τις «παροχές υπηρεσιών».

6.        Ως προς τον συντελεστή, το άρθρο 96 της οδηγίας περί ΦΠΑ προβλέπει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να καθορίζουν έναν «κανονικό συντελεστή» ΦΠΑ που δεν μπορεί να είναι κατώτερος από ορισμένο κατώτατο όριο που καθορίζεται στο άρθρο 97. Συμπληρωματικώς, το άρθρο 98 της οδηγίας περί ΦΠΑ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/8/ΕΚ (4), ορίζει τα εξής:

«(1)      Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν έναν ή δύο μειωμένους συντελεστές.

(2)      Οι μειωμένοι συντελεστές εφαρμόζονται μόνο στις παραδόσεις αγαθών και στις παροχές υπηρεσιών των κατηγοριών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙΙ.

Οι μειωμένοι συντελεστές δεν εφαρμόζονται στις ηλεκτρονικά παρεχόμενες υπηρεσίες.

(3)      [...]»

7.        Το παράρτημα III της οδηγίας περί ΦΠΑ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 98, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, αυτής, περιλαμβάνει τον «κατάλογο των παραδόσεων αγαθών και παροχών υπηρεσιών που μπορούν να υπαχθούν στους μειωμένους συντελεστές ΦΠΑ που προβλέπονται στο άρθρο 98». Το σημείο του 6, όπως τροποποιήθηκε µε την οδηγία 2009/47/EΚ (5), το οποίο αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, έχει ως εξής:

«6.      η παράδοση, συμπεριλαμβανομένου του χρησιδανεισμού από βιβλιοθήκες, βιβλίων σε όλες τις μορφές (στα οποία περιλαμβάνονται τα παντός είδους φυλλάδια, έντυπα και παρόμοιο έντυπο υλικό, τα παιδικά εικονογραφημένα βιβλία και τετράδια ιχνογραφίας και χρωματισμού, οι έντυπες ή χειρόγραφες μουσικές παρτιτούρες, οι χάρτες και οι υδρογραφικοί ή παρόμοιοι χάρτες), εφημερίδων και περιοδικών, εκτός από υλικό που προορίζεται εξ ολοκλήρου ή κατά κύριο λόγο για διαφημιστικούς σκοπούς».

8.        Πριν από την τροποποίηση που επέφερε η οδηγία 2009/47, η εν λόγω διάταξη είχε ως εξής:

«6.      η παράδοση βιβλίων, περιλαμβανομένων και των χρησιδανειζόμενων από βιβλιοθήκες (καθώς και παντός είδους φυλλαδίων και παρομοίων εντύπων, εικονογραφημένων βιβλίων και βιβλίων ιχνογραφίας και χρωματισμού για παιδιά, μουσικής τυπωμένης ή χειρόγραφης, χαρτών και στοιχείων υδρογραφικών και άλλων) εφημερίδων και περιοδικών, εκτός από έντυπα εξ ολοκλήρου ή κατά κύριο λόγο διαφημιστικά».

9.        Η πρόταση της Επιτροπής, η οποία αποτέλεσε το έναυσμα για την τροποποιητική οδηγία 2009/47, προέβλεπε για τη διάταξη αυτή την ακόλουθη διατύπωση (6):

«6.      η προμήθεια, συμπεριλαμβανομένου του χρησιδανεισμού από βιβλιοθήκες, βιβλίων (στα οποία περιλαμβάνονται τα παντός είδους φυλλάδια, έντυπα και παρόμοιο έντυπο υλικό, τα παιδικά εικονογραφημένα βιβλία και τετράδια ιχνογραφίας και χρωματισμού, οι έντυπες ή χειρόγραφες μουσικές παρτιτούρες, οι χάρτες και οι υδρογραφικοί ή παρόμοιοι χάρτες, καθώς και ακουστικά βιβλία, CD, CD-ROM ή κάθε άλλο παρόμοιο υλικό υπόστρωμα, που αναπαράγουν βασικά το ίδιο πληροφοριακό περιεχόμενο με τα έντυπα βιβλία), εφημερίδων και περιοδικών, εκτός από υλικό που προορίζεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο για διαφημιστικούς σκοπούς».

10.      Η Δημοκρατία της Πολωνίας έκανε χρήση της εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 98 σε συνδυασμό με το σημείο 6 του παραρτήματος III της οδηγίας περί ΦΠΑ, διά του άρθρου 41, παράγραφοι 2 και 2a, σε συνδυασμό με τα σημεία 72 έως 75 του παραρτήματος 3 και τα σημεία 32 έως 35 του παραρτήματος 10 του ustawa o podatku od towarów i usług (νόμου περί φόρου επί των αγαθών και των υπηρεσιών, της 11ης Μαρτίου 2004). Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις, προς το παρόν εφαρμόζονται επί βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών σε έντυπη μορφή ή σε άλλα υποθέματα (ιδίως CD ή κασέτες) μειωμένοι φορολογικοί συντελεστές, ανερχόμενοι σε 8 % και 5 % αντιστοίχως. Τα ηλεκτρονικώς εκδιδόμενα βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά υπόκεινται στον κανονικό συντελεστή, ύψους 23 %.

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

11.      Ο Rzecznik Praw Obywatelskich (Πολωνός συνήγορος του πολίτη) φρονεί ότι η διαφορετική φορολόγηση πανομοιότυπων εκδόσεων, η οποία διαπιστώνεται ότι υφίσταται στο πολωνικό δίκαιο, αντιβαίνει στην αρχή της ίσης φορολογικής μεταχειρίσεως, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο πολωνικό Σύνταγμα. Για τον λόγο αυτόν υπέβαλε ενώπιον του Trybunał Konstytucyjny (συνταγματικού δικαστηρίου, Πολωνία) αίτηση ελέγχου της συνταγματικότητας των διατάξεων της πολωνικής νομοθεσίας περί μειωμένου φορολογικού συντελεστή για τις εκδόσεις.

12.      Το Trybunał Konstytucyjny (συνταγματικό δικαστήριο) διαπιστώνει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας υποχρεούται, βάσει των διατάξεων της οδηγίας περί ΦΠΑ, να εφαρμόζει επί ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενων βιβλίων και λοιπών ηλεκτρονικών εκδόσεων τον κανονικό συντελεστή. Αμφιβάλλει όμως για το κύρος των οικείων διατάξεων της οδηγίας περί ΦΠΑ. Και τούτο διότι, αφενός, κατά τη νομοθετική διαδικασία θεσπίσεως της οδηγίας 2009/47, εκ της οποίας προέκυψε το σημείο 6 του παραρτήματος III της οδηγίας περί ΦΠΑ υπό τη νυν ισχύουσα μορφή του, υπήρξε ουσιώδης τροποποίηση του κειμένου της οδηγίας μετά από τη διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αφετέρου, διότι θεωρεί την απαγόρευση της εφαρμογής μειωμένου συντελεστή στις ηλεκτρονικές εκδόσεις που μπορούν να μεταφορτωθούν ως αρχεία μέσω διαδικτύου ή να παραδοθούν με τη μορφή της αποκαλούμενης μεταδόσεως συνεχούς ροής (streaming) ως μη συμβατή με την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, η οποία αποτελεί έκφραση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στο πεδίο του ΦΠΑ.

13.      Ως εκ τούτου, το Trybunał Konstytucyjny (συνταγματικό δικαστήριο) υπέβαλε στις 20 Ιουλίου 2015 σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ τα ακόλουθα ερωτήματα:

1.      Είναι το σημείο 6 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ άκυρο για τον λόγο ότι δεν τηρήθηκε κατά τη νομοθετική διαδικασία ο ουσιώδης τύπος της διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο;

2.      Είναι το άρθρο 98, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το σημείο 6 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ, άκυρο για τον λόγο ότι παραβιάζει την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, καθόσον αποκλείει την εφαρμογή των μειωμένων φορολογικών συντελεστών σε βιβλία τα οποία εκδίδονται σε ψηφιακή μορφή και σε άλλες ηλεκτρονικές εκδόσεις;

14.      Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, έγγραφες παρατηρήσεις επί των ανωτέρω ερωτημάτων υπέβαλαν ο Rzecznik Praw Obywatelskich, ο Prokurator Generalny (Πολωνός γενικός εισαγγελέας), η Ελληνική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Πολωνίας, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Ιουνίου 2016 μετείχαν ο Rzecznik Praw Obywatelskich, η Δημοκρατία της Πολωνίας, το Συμβούλιο και η Επιτροπή.

IV – Νομική εκτίμηση

15.      Με τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε, το Trybunał Konstytucyjny (συνταγματικό δικαστήριο) ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν η νυν ισχύουσα διατύπωση του σημείου 6 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, σημείο 13, σε συνδυασμό με το σημείο 1 του παραρτήματος της οδηγίας 2009/47, είναι έγκυρη τόσο από απόψεως τύπου όσο και από απόψεως ουσίας.

 Α –      Ως προς το πρώτο προδικαστικό ερώτημα: εγκυρότητα από απόψεως τύπου

16.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ζητείται να αποσαφηνιστεί εάν η νομοθετική διαδικασία θεσπίσεως της οδηγίας 2009/47, η οποία προσέδωσε στο σημείο 6 του παραρτήματος III της οδηγίας περί ΦΠΑ τη σημερινή μορφή του, διεξήχθη νομοτύπως. Και τούτο διότι ενδέχεται το Κοινοβούλιο να μην είχε επαρκή συμμετοχή σε ό,τι αφορά την εν λόγω τροποποίηση.

17.      Η τροποποιητική οδηγία 2009/47 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 93 ΕΚ. Κατά το ως άνω άρθρο, το Συμβούλιο εκδίδει διατάξεις για την εναρμόνιση των νομοθεσιών που αφορούν, μεταξύ άλλων, τους φόρους κύκλου εργασιών μόνο μετά από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο.

18.      Η νομότυπη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας αποτελεί κατά πάγια νομολογία ουσιώδη διαδικαστικό κανόνα, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την ακυρότητα της οικείας πράξεως (7).

19.      Στην προκειμένη περίπτωση, διεξήχθη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο σχετικά με την αρχική πρόταση οδηγίας της Επιτροπής, επί της οποίας το Κοινοβούλιο εξέδωσε γραπτή γνώμη (8). Η αρχική πρόταση προέβλεπε συμπλήρωση του παραρτήματος III, σημείο 6, της οδηγίας περί ΦΠΑ, ώστε να προστεθούν στον κατάλογο των ειδών «βιβλίων», επί των οποίων επιτρέπεται ειδικότερα η εφαρμογή μειωμένου συντελεστή, και άλλα παραδείγματα, όπως «ακουστικά βιβλία, CD, CD-ROM ή κάθε άλλο παρόµοιο υλικό υπόστρωµα, που αναπαράγουν βασικά το ίδιο πληροφοριακό περιεχόµενο µε τα έντυπα βιβλία» (9).

20.      Ωστόσο, στη συνέχεια της νομοθετικής διαδικασίας, το Συμβούλιο παρεξέκλινε από την πρόταση αυτή. Η τελικώς εκδοθείσα οδηγία 2009/47 τροποποιούσε το τότε ισχύον σημείο 6 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ, προσθέτοντας απλώς στο εισαγωγικό εδάφιο «παράδοση [...] βιβλίων» τις λέξεις «σε όλες τις μορφές» (10). Αντιθέτως, τα παρατιθέμενα στην αρχική πρόταση της οδηγίας παραδείγματα τελικώς δεν συμπεριλήφθηκαν.

21.      Για το ως άνω τροποποιημένο κείμενο του σημείου 6 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ που τελικώς υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο δεν υπήρξε άλλη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, εκ νέου διαβούλευση με το Κοινοβούλιο απαιτείται οσάκις το τελικώς εγκριθέν κείμενο, εξεταζόμενο στο σύνολό του, αποκλίνει ουσιωδώς από εκείνο επί του οποίου το Κοινοβούλιο έχει ήδη γνωμοδοτήσει, πλην των περιπτώσεων εκείνων που οι τροποποιήσεις ανταποκρίνονται, κατ’ ουσίαν, στις επιθυμίες που εξέφρασε το Κοινοβούλιο (11).

22.      Δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστώνεται τέτοια επιθυμία του Κοινοβουλίου, το μόνο ζήτημα που τίθεται είναι εάν το Συμβούλιο, μετά τη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, τροποποίησε το κείμενο της εκδοθείσας οδηγίας 2009/47 «εξεταζόμενο στο σύνολό του» σε σχέση με την πρόταση της Επιτροπής.

23.      Θα πρέπει καταρχάς να γίνει δεκτή η κρίση του αιτούντος Trybunał Konstytucyjny (συνταγματικού δικαστηρίου), το οποίο απεφάνθη ότι η αναδιατύπωση του σημείου 6 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ στην οποία προέβη το Συμβούλιο εισάγει τροποποίηση ως προς το περιεχόμενο.

24.      Δεν είναι μεν βέβαιο ότι η τροποποιηθείσα διατύπωση, σε αντίθεση με την πρόταση της Επιτροπής, δεν καταλαμβάνει πλέον τα ακουστικά βιβλία, κάτι για το οποίο το Trybunał Konstytucyjny (συνταγματικό δικαστήριο) είναι πεπεισμένο. Και τούτο διότι τα ακουστικά βιβλία θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν ως βιβλία σε υλικό υπόθεμα (12).

25.      Προκύπτει όμως σαφώς τροποποίηση ως προς το περιεχόμενο του κειμένου από το γεγονός ότι το τελικώς θεσπισθέν κείμενο του σημείου 6 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ δεν περιλαμβάνει πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση της προτάσεως της οδηγίας κατά την οποία το υπόθεμα [πρέπει να] «αναπαράγει βασικά το ίδιο πληροφοριακό περιεχόµενο µε τα έντυπα βιβλία». Επιπλέον, τόσο βάσει της αγγλικής όσο και βάσει της γαλλικής γλωσσικής αποδόσεως της προτάσεως της οδηγίας, ο μειωμένος συντελεστής μπορούσε καταρχάς να επεκτείνεται μόνον επί παρόμοιων μορφών υλικών υποστρωμάτων, όπως ακουστικά βιβλία, CD και CD-ROM (13), ενώ το σημείο 6 του παραρτήματος III της οδηγίας περί ΦΠΑ κάνει πλέον λόγο για όλες τις μορφές. Με τις δύο αυτές τροποποιήσεις το πεδίο εφαρμογής του μειωμένου φορολογικού συντελεστή διευρύνθηκε σε κάποιο βαθμό σε σχέση με την πρόταση της Επιτροπής (14).

26.      Τούτο όμως δεν συνιστά τροποποίηση της προτάσεως οδηγίας τόσο ευρεία ώστε να απαιτείται νέα διαβούλευση με το Κοινοβούλιο. Και τούτο διότι, κατά τη νομολογία, οι τροποποιήσεις θεωρούνται ουσιώδεις μόνον όταν θίγουν τον πυρήνα της θεσπιζόμενης ρυθμίσεως (15).

27.      Κύριος στόχος της προτάσεως οδηγίας ήταν να προσφέρει κατά τρόπο μόνιμο τη δυνατότητα στα κράτη µέλη να εφαρµόζουν µειωµένους συντελεστές ΦΠΑ σε ορισµένες υπηρεσίες που παρέχονται σε τοπική βάση (16). Αντιθέτως, η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του μειωμένου συντελεστή για τα βιβλία αποτελεί δευτερεύον ζήτημα στην πρόταση και χαρακτηρίζεται απλώς ως «τεχνική προσαρμογή της νομικής διατυπώσεως» (17).

28.      Ακόμη όμως και εάν γινόταν δεκτό ότι το κριτήριο του ουσιώδους χαρακτήρα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως προς κάθε αυτοτελή ρύθμιση που περιέχεται σε νομοθετική πρόταση, η απαλοιφή του περιορισμού που αφορά το πληροφοριακό περιεχόμενο ενός υποθέματος και η μετάβαση από τα «παρόμοια» σε «κάθε μορφής» υποθέματα δεν θίγει τον πυρήνα της ρυθμίσεως περί τροποποιήσεως του μειωμένου φορολογικού συντελεστή για τα βιβλία. Ειδικότερα, η ρύθμιση αυτή έχει πρωτίστως τον χαρακτήρα διευρύνσεως του πεδίου εφαρμογής του μειωμένου συντελεστή για τα βιβλία σε άλλα υποθέματα, εκτός από το χαρτί. Στο πλαίσιο της βασικής αυτής επεκτάσεως, οι προαναφερθείσες διευρύνσεις του πεδίου εφαρμογής δεν αποτελούν παρά ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας.

29.      Εξάλλου, το Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο της πραγματοποιηθείσας διαβουλεύσεως, είχε σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα να εκφράσει γνώμη επί των θεμάτων αυτών, καθόσον οι περιορισμοί του πεδίου εφαρμογής, οι οποίοι άρθηκαν στη συνέχεια, αποτελούσαν ήδη τμήμα της αρχικής προτάσεως της Επιτροπής (18).

30.      Δεδομένου ότι κατά συνέπεια το Κοινοβούλιο μετέσχε νομοτύπως στη νομοθετική διαδικασία η οποία κατέληξε στην έκδοση της οδηγίας 2009/47, δεν θίγεται από την άποψη αυτή το κύρος του παραρτήματος III, σημείο 6, της οδηγίας περί ΦΠΑ υπό τη νυν ισχύουσα μορφή του.

 Β –      Ως προς το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα: εγκυρότητα από απόψεως ουσίας

31.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το πολωνικό Trybunał Konstytucyjny (συνταγματικό δικαστήριο) επιθυμεί να διευκρινιστεί εάν το σημείο 6 του παραρτήματος ΙΙΙ, σε συνδυασμό με το άρθρο 98, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ΦΠΑ, είναι άκυρο καθόσον αποκλείει την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή σε βιβλία τα οποία διαβιβάζονται σε ψηφιακή μορφή και σε άλλες ηλεκτρονικές εκδόσεις.

32.      Μολονότι το αιτούν δικαστήριο στη διατύπωση του προδικαστικού του ερωτήματος κάνει λόγο περί παραβιάσεως της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι επιθυμεί την εξέταση του ζητήματος βάσει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (19).

33.      Πράγματι, μόνον υπ’ αυτό το πρίσμα είναι δυνατή η εξέταση του ζητήματος. Ειδικότερα, τυχόν ακυρότητα του παραρτήματος III, σημείο 6, της οδηγίας περί ΦΠΑ μπορεί να οφείλεται αποκλειστικά σε παράβαση κανόνων του πρωτογενούς δικαίου. Η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας όμως αυτή καθαυτή αποτελεί απλώς επικουρικό μέσο ερμηνείας της οδηγίας περί ΦΠΑ και όχι κανόνα έχοντα ισχύ πρωτογενούς δικαίου (20). Τούτο ισχύει επίσης στον βαθμό που η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας υπό την έκφανσή της ως αρχή της ουδετερότητας όσον αφορά τον ανταγωνισμό (21) αποτελεί απόρροια της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (22). Ειδικότερα, σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος του κύρους μιας διατάξεως της οδηγίας περί ΦΠΑ μπορεί να διενεργηθεί αποκλειστικά με γνώμονα την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον μόνον αυτή έχει χαρακτήρα πρωτογενούς δικαίου και, κατά τη νομολογία, θέτει άλλες επιμέρους απαιτήσεις από την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας.

34.      Από το προδικαστικό ερώτημα, όπως τεκμηριώνεται στην απόφαση περί παραπομπής, συνάγεται ότι στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν περισσότερες ανισότητες, οι οποίες δέον όπως εξετασθούν ως προς τη συμβατότητά τους με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει καταρχάς ότι τα ψηφιακά βιβλία τυγχάνουν διαφορετικής αντιμετωπίσεως, αναλόγως με το αν διατίθενται στον αγοραστή μέσω υλικού υποθέματος –όπως, για παράδειγμα, ένα CD-ROM– ή με ηλεκτρονικό τρόπο –όπως, για παράδειγμα, με μεταφόρτωση από το διαδίκτυο (23)– (αμέσως κατωτέρω υπό 1). Περαιτέρω, με το προδικαστικό ερώτημα διατυπώνονται αμφιβολίες όσον αφορά επίσης τη διαφορετική μεταχείριση και άλλων εκδόσεων, εκτός των βιβλίων, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του μειωμένου συντελεστή, όπως εφημερίδες και περιοδικά. Καταρχάς εξετάζεται το γεγονός ότι οι εν λόγω εκδόσεις σε ψηφιακή μορφή εξαιρούνται από την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή ακόμη και στην περίπτωση που παραδίδονται επί υλικού υποθέματος (κατωτέρω υπό 2) και τέλος εξετάζεται το ζήτημα της άνισης μεταχειρίσεως όλων των ηλεκτρονικώς παραδιδόμενων ψηφιακών εκδόσεων σε σχέση με τις έντυπες εκδόσεις (κατωτέρω υπό 3).

35.      Το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί για κανένα από τα προαναφερθέντα ζητήματα. Ακόμα και σε πρόσφατη απόφαση στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως που είχε ως αντικείμενο την εφαρμογή του σημείου 6 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ επί ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενων ψηφιακών βιβλίων, το Δικαστήριο αρνήθηκε ρητώς να εξετάσει εάν η διάταξη αυτή συνάδει προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (24).

1.      Η διαφορετική αντιμετώπιση των ψηφιακών βιβλίων ανάλογα με τον τρόπο διαβιβάσεώς τους

36.      Καταρχάς πρέπει να διευκρινιστεί εάν το σημείο 6 του παραρτήματος III, σε συνδυασμό με το άρθρο 98, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ΦΠΑ, παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στον βαθμό που επιτρέπει στα κράτη μέλη την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή για τα ψηφιακά (ακουστικά) βιβλία μόνον εφόσον παρέχονται μέσω υλικού υποθέματος, αλλά όχι στην περίπτωση που παραδίδονται ηλεκτρονικώς (25).

37.      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων υποχρεώνει τον νομοθέτη της Ένωσης να μην αντιμετωπίζει συγκρίσιμες καταστάσεις κατά διαφορετικό τρόπο, εκτός εάν η διαφορετική αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (26). Η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 20 του Χάρτη (27).

 Συγκρίσιμες καταστάσεις

38.      Το πρώτο ερώτημα που τίθεται αφορά το κατά πόσον η παράδοση ψηφιακών βιβλίων σε υλικό υπόθεμα, αφενός, και η ηλεκτρονική παράδοσή τους, αφετέρου, αποτελούν συγκρίσιμες καταστάσεις.

39.      Κατά πάγια πλέον νομολογία, η συγκρισιμότητα μεταξύ δύο καταστάσεων εκτιμάται συνολικά υπό το φως του σκοπού της εξεταζόμενης ρυθμίσεως καθώς και των αρχών και των στόχων του τομέα στον οποίο αυτή εμπίπτει (28). Ως εκ τούτου, για την αρνητική απάντηση ως προς το κατά πόσον υφίσταται συγκρισιμότητα μεταξύ δύο καταστάσεων δεν αρκεί απλώς η διαπίστωση αντικειμενικών διαφορών, χωρίς να καταδεικνύεται η σημασία τους για τους σκοπούς της ρυθμίσεως (29), ούτε η τυφλή υπακοή στην εκτίμηση του νομοθέτη της Ένωσης (30).

i)      Στόχοι του τομέα που ρυθμίζεται από την οδηγία

40.      Όπως προκύπτει από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας περί ΦΠΑ, το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, τμήμα του οποίου αποτελεί η επίμαχη ρύθμιση που αφορά τον μειωμένο συντελεστή, υπηρετεί την υλοποίηση της εγκαθιδρύσεως της εσωτερικής αγοράς. Προς τον σκοπό αυτόν δέον όπως μέσω της εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης εξαλειφθούν τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο Ένωσης οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που οφείλονται στην επιβολή φόρων κύκλου εργασιών από τα κράτη μέλη.

41.      Παράλληλα, και σύμφωνα με την όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας περί ΦΠΑ, η εναρμόνιση των φόρων κύκλου εργασιών στοχεύει και στη δημιουργία ομοιόμορφης φορολογικής βάσεως σε ενωσιακό επίπεδο για τις ανάγκες των ίδιων πόρων της Ένωσης. Ωστόσο, ο στόχος αυτός στο πλαίσιο του τομέα που ρυθμίζεται από την οδηγία είναι άνευ σημασίας για την προκειμένη υπόθεση, δεδομένου ότι αντικείμενο των αμφισβητούμενων εν προκειμένω διατάξεων της οδηγίας περί ΦΠΑ αποτελεί ο φορολογικός συντελεστής και όχι ο καθορισμός της φορολογικής βάσεως.

42.      Σε ό,τι αφορά τον στόχο εξαλείψεως των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει μεν ότι παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα του ΦΠΑ δεν υφίσταται μόνον σε περίπτωση ανταγωνιστικών οικονομικών φορέων (31). Πάντως, επί συνθηκών ανταγωνισμού στις οποίες μπορούν να προκληθούν στρεβλώσεις από διαφορετικές διατάξεις περί ΦΠΑ, πρέπει να θεωρείται δεδομένη η συγκρισιμότητα των επίμαχων καταστάσεων με βάση τον θεμελιώδη στόχο του κοινού συστήματος ΦΠΑ (32). Εξάλλου, το να λαμβάνεται ως βάση η ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ δύο προϊόντων ανταποκρίνεται στην προσέγγιση την οποία ακολούθησε το Δικαστήριο ήδη κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ανέπτυσσε νομολογιακώς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (33).

43.      Στην προκειμένη υπόθεση, τα ψηφιακά βιβλία που διατίθενται μέσω υλικού υποστρώματος και τα ψηφιακά βιβλία που διατίθενται σε ηλεκτρονική μορφή βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Και τούτο διότι για τον καταναλωτή, του οποίου οι ανάγκες και μόνον αποτελούν την αιτία της δημιουργίας των συνθηκών ανταγωνισμού, πρόκειται και στις δύο μορφές για το ίδιο προϊόν, δηλαδή για το αρχείο ενός ψηφιακού βιβλίου, η χρήση του οποίου σε αμφότερες τις περιπτώσεις είναι αδύνατη χωρίς πρόσθετη συσκευή αναγνώσεως. Διαφέρει μόνον ο τρόπος διαβιβάσεως στον καταναλωτή. Ως εκ τούτου, ο καταναλωτής αποφασίζει υπέρ του ενός ή του άλλου τρόπου αποκτήσεως του ίδιου προϊόντος ανάλογα με τους όρους προσφοράς.

44.      Αυτό ισχύει συνήθως ακόμα και όταν ο καταναλωτής –όπως υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία– σε περίπτωση που αποκτά ψηφιακό βιβλίο με ηλεκτρονικό τρόπο, δεν αποκτά δικαίωμα μεταβιβάσεως του αρχείου σε τρίτους, σε αντίθεση με την περίπτωση του ψηφιακού βιβλίου που αποκτάται επί υλικού υποθέματος (34). Και τούτο διότι κατά κανόνα ο καταναλωτής αποκτά τα ηλεκτρονικά βιβλία για ίδια χρήση, με αποτέλεσμα η δυνατότητα μεταβιβάσεως ενός αρχείου σε τρίτο –εφόσον αυτή πράγματι εξαρτάται από τον τρόπο διαβιβάσεώς του– να μην ασκεί ουσιαστική επίδραση από πλευράς ανταγωνισμού. Περαιτέρω το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει, στο πλαίσιο προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ότι η πώληση περιεχομένων σε μορφή CD-ROM και μέσω μεταφορτώσεως από το διαδίκτυο είναι «από οικονομικής απόψεως [...] παρεμφερείς» (35).

45.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι δύο μορφές στις οποίες προσφέρεται ένα ψηφιακό βιβλίο είναι συγκρίσιμες υπό το πρίσμα του θεμελιώδους στόχου του κοινού συστήματος ΦΠΑ για αποφυγή των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

ii)    Βασικές αρχές του τομέα που ρυθμίζεται από την οδηγία

46.      Το γεγονός ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού συστήματος ΦΠΑ η παράδοση ψηφιακού βιβλίου επί υλικού υποθέματος αποτελεί παράδοση αγαθού (άρθρο 14, παράγραφος 1), ενώ, αντίθετα, η παράδοσή του σε ηλεκτρονική μορφή αποτελεί παροχή υπηρεσιών (άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ) δεν αναιρεί τη συγκρισιμότητά τους (36).

47.      Κατά την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας περί ΦΠΑ, ο φόρος δέον όπως εισπράττεται «κατά τρόπο όσο το δυνατόν γενικότερο», δηλαδή με επιβολή του επί όλων των προϊόντων. Τούτο επιβεβαιώνεται από το άρθρο 1, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ, κατά το οποίο μέσω του κοινού συστήματος ΦΠΑ σκοπείται η επιβολή ενός γενικού φόρου καταναλώσεως. Ως εκ τούτου, για αμφότερες τις φορολογητέες πράξεις παραδόσεως αγαθών (άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄) και παροχής υπηρεσιών (άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας περί ΦΠΑ) προβλέπονται πανομοιότυπες προϋποθέσεις. Επομένως, ο ΦΠΑ πρέπει να επιβάλλεται καταρχήν με τον ίδιο τρόπο τόσο επί καταναλώσεως αγαθών όσο και υπηρεσιών.

48.      Όποτε οι διατάξεις σχετικά με το κοινό σύστημα ΦΠΑ προβλέπουν κατ’ εξαίρεση διαφοροποιήσεις μεταξύ της παραδόσεως αγαθών και της παροχής υπηρεσιών, τούτο οφείλεται σε ειδικό λόγο. Στο πλαίσιο παραδείγματος χάριν του καθορισμού του τόπου μιας φορολογητέας πράξεως (άρθρα 31 επ. της οδηγίας περί ΦΠΑ) μπορεί να ληφθεί υπόψη η φυσική μεταφορά μόνο στην περίπτωση της παραδόσεως αγαθών.

49.      Ωστόσο, στην προκειμένη υπόθεση που αφορά τον καθορισμό του ύψους του φορολογικού συντελεστή, η διαφοροποίηση αυτή όσον αφορά τη φυσική παρουσία των προϊόντων δεν ασκεί επιρροή. Για τον καθορισμό των συντελεστών, η οδηγία περί ΦΠΑ δεν προβαίνει καταρχήν σε διάκριση μεταξύ παραδόσεως αγαθών και παροχής υπηρεσιών. Αντιθέτως, το άρθρο 96 της οδηγίας περί ΦΠΑ προβλέπει ρητώς ότι ο κανονικός συντελεστής πρέπει να είναι ο ίδιος και για τις παραδόσεις αγαθών και για τις παροχές υπηρεσιών. Επιπλέον, το άρθρο 98, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής μειωμένων συντελεστών τόσο για τις παραδόσεις αγαθών όσο και για τις παροχές υπηρεσιών.

iii) Σκοπός της υπό εξέταση ρυθμίσεως

50.      Τέλος, η συγκρισιμότητα «φυσικών» και ηλεκτρονικών παραδόσεων ψηφιακών βιβλίων δέον όπως αξιολογηθεί σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκεται από την υπό εξέταση ρύθμιση.

51.      Το σημείο 6 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα επιβολής μειωμένου συντελεστή για βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά. Ωστόσο, ούτε από το κείμενο της οδηγίας 92/77/ΕΟΚ (37), με την οποία θεσπίστηκε το πρώτον η ρύθμιση, ούτε από το ιστορικό θεσπίσεώς της προκύπτει ο σκοπός τον οποίο εξυπηρετεί η παροχή του εν λόγω φορολογικού πλεονεκτήματος.

52.      Ούτε στο πλαίσιο της προκειμένης διαδικασίας κατέστη δυνατό να δοθεί ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα αυτό από το Συμβούλιο ή την Επιτροπή. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει και από μία ανακοίνωση της Επιτροπής του έτους 2007 η οποία αφορούσε τους μειωμένους συντελεστές ΦΠΑ, οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας περί ΦΠΑ «δεν στηρίζονται σε µία καλά δοµηµένη ή λογική προσέγγιση» αλλά «αντικατοπτρίζουν απλώς την κατάσταση που είχε διαµορφωθεί στα κράτη µέλη στις αρχές της δεκαετίας του’90» (38). Ως εκ τούτου, η δομή των συντελεστών ΦΠΑ δεν ακολουθεί μία σαφή λογική (39).

53.      Σε αντιστοιχία με τα παραπάνω –και εν συνεχεία υποβολής σχετικού αιτήματος κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία– η Επιτροπή υποστήριξε κατ’ ουσίαν, μεταξύ άλλων, ότι ο μειωμένος συντελεστής για βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά ρυθμίζεται στο δίκαιο της Ένωσης μόνον για τον λόγο ότι ορισμένα τουλάχιστον κράτη μέλη εφάρμοζαν τέτοιο μειωμένο φορολογικό συντελεστή κατά την εποχή εκείνη και το δίκαιο της Ένωσης δεν έπρεπε να τους στερήσει τη δυνατότητα αυτή.

54.      Είναι μεν απολύτως εύλογο ένας κανόνας του δικαίου της Ένωσης να μην επιδιώκει ίδιο σκοπό παρά μόνον το να αφήσει στα κράτη μέλη την ευθύνη της θεσπίσεως ορισμένων διατάξεων. Αυτό δεν συμβαίνει όμως στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο διότι η οδηγία περί ΦΠΑ δεν μεταβιβάζει συλλήβδην την αρμοδιότητα για τη ρύθμιση μειωμένων συντελεστών στα κράτη μέλη, αλλά βάσει του άρθρου 98, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙΙ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, επιτρέπει μόνον την πρόβλεψη εκείνων των μειωμένων συντελεστών που ισχύουν για επακριβώς καθοριζόμενες, περιοριστικά απαριθμούμενες παροχές, όχι όμως άλλων. Ως εκ τούτου, την ευθύνη θεσπίσεως των προϋποθέσεων εφαρμογής μειωμένων συντελεστών από τα κράτη μέλη αναλαμβάνει το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, και οι στόχοι που επιδιώκονται με την παρεχόμενη από την Ένωση άδεια προς τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές ακριβώς για βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά πρέπει να καθοριστούν αυτοτελώς στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης.

55.      Καίτοι στην παρούσα διαδικασία τόσο το Συμβούλιο όσο και η Επιτροπή εξέθεσαν ότι η οδηγία περί ΦΠΑ δεν επιδιώκει υποστηρικτικούς σκοπούς, είναι εντούτοις προφανές ότι η δυνατότητα εφαρμογής μειωμένου συντελεστή παρέχει στα κράτη μέλη ακριβώς τη δυνατότητα προωθήσεως των πωλήσεων συγκεκριμένων προϊόντων και ότι με τον τρόπο αυτόν επιδιώκονται συγκεκριμένοι πολιτικοί στόχοι (40). Και τούτο διότι ένας μειωμένος συντελεστής επιτρέπει στους υποκείμενους στον φόρο να προβούν σε πιο συμφέρουσες οικονομικά προσφορές. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο προώθηση των πωλήσεων αποβαίνει άλλωστε προς όφελος των καταναλωτών, δεδομένου ότι, σε τελική ανάλυση, αυτοί επιβαρύνονται με τον ΦΠΑ (41).

56.      Έχω την εντύπωση ότι ακόμα και το πνεύμα και ο σκοπός της προωθήσεως αυτής των πωλήσεων μέσω της φορολογίας είναι πρόδηλα. Η θέσπιση μειωμένου συντελεστή για τα βιβλία, τις εφημερίδες και τα περιοδικά υπηρετεί έναν πολιτιστικό στόχο. Ο στόχος αυτός είναι η υπό ευρεία έννοια προώθηση της μορφώσεως των πολιτών της Ένωσης μέσω της αναγνώσεως, είτε πρόκειται για λογοτεχνία είτε για τεχνικά συγγράμματα, είτε για πολιτικού, τεχνικού ή ψυχαγωγικού περιεχομένου εφημερίδες και περιοδικά. Μία ένδειξη σχετικά με αυτόν τον στόχο παρέχεται στο σημείο 6 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ, όπου προβλέπεται ο αποκλεισμός της προωθήσεως για εκδόσεις που «προορίζονται εξ ολοκλήρου ή κατά κύριο λόγο για διαφημιστικούς σκοπούς». Και τούτο διότι τέτοιου είδους εκδόσεις δεν εξυπηρετούν κανέναν μορφωτικό σκοπό. Κατά τα λοιπά, ο στόχος αυτός διαφαίνεται και σε άλλο σημείο του κοινού συστήματος ΦΠΑ, και ειδικότερα στην, προβλεπόμενη στο άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχεία θ΄ και ι΄, της οδηγίας περί ΦΠΑ, ιδιαίτερα προνομιακή φορολογική μεταχείριση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών.

57.      Η εκπλήρωση του εκπαιδευτικού αυτού στόχου εξαρτάται όμως αποκλειστικά από το περιεχόμενο και όχι από τον τρόπο διαβιβάσεως ενός ψηφιακού βιβλίου. Ως εκ τούτου, μεταξύ ψηφιακών βιβλίων που πωλούνται επί υλικού υποθέματος και ψηφιακών βιβλίων που διαβιβάζονται ηλεκτρονικώς δεν υφίσταται κατά βάση διαφορά σε σχέση με τον υποστηρικτικό σκοπό που επιδιώκεται με το σημείο 6 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ. Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές μορφές παροχής είναι συγκρίσιμες και υπό το πρίσμα του σκοπού της εξεταζόμενης ρυθμίσεως.

iv)    Ενδιάμεσο συμπέρασμα

58.      Με βάση τα ανωτέρω διαπιστώνεται ότι η παράδοση ψηφιακών βιβλίων επί υλικού υποθέματος, αφενός, και η ηλεκτρονική παράδοσή τους, αφετέρου, είναι συγκρίσιμες τόσο από την άποψη του σκοπού της εξεταζόμενης ρυθμίσεως όσο και από την άποψη των σκοπών και των αρχών του ρυθμιστικού πεδίου αυτής.

 Δικαιολόγηση

59.      Παρ’ όλα αυτά, η διαφορετική μεταχείριση συγκρίσιμων καταστάσεων μπορεί να δικαιολογηθεί, ειδικότερα σε περίπτωση που μέσω αυτής επιδιώκεται ένας νομικά θεμιτός σκοπός και η ίδια τελεί σε αναλογία προς τον σκοπό αυτό (42).

60.      Οι απαιτήσεις αυτές δέον όπως λαμβάνονται υπόψη ανεξαρτήτως του τομέα δικαίου στον οποίο σημειώνεται η άνιση μεταχείριση. Ισχύουν ακόμα και στις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ρητώς στον νομοθέτη της Ένωσης ευρεία εξουσία εκτιμήσεως (43), όπως ιδίως στον τομέα της κοινής αγροτικής πολιτικής (44).

61.      Ωστόσο η αυστηρότητα του ελέγχου της δικαιολογήσεως της άνισης μεταχειρίσεως διαφοροποιείται αναλόγως της εκτάσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται σε κάθε επιμέρους περίπτωση στον νομοθέτη της Ένωσης. Εφόσον ο ενωσιακός νομοθέτης προβαίνει σε διάκριση με βάση απαγορευόμενο κατά το άρθρο 21 του Χάρτη κριτήριο διαφοροποιήσεως, όπως για παράδειγμα το φύλο ή τη φυλή (45), η δικαιολόγηση της άνισης μεταχειρίσεως υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο εκ μέρους του Δικαστηρίου(46). Αντιθέτως, σε περίπτωση που η διαφοροποίηση στηρίζεται σε άλλο κριτήριο, ο έλεγχος του Δικαστηρίου θα είναι λιγότερο αυστηρός, προκειμένου η εκτίμηση του ενωσιακού δικαστή να μην υποκαταστήσει εκείνη του ενωσιακού νομοθέτη (47). Κατά τη νομολογία, αυτό ισχύει ιδίως επί ρυθμίσεων που προϋποθέτουν σύνθετες εκτιμήσεις πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής ή ιατρικής φύσεως (48). Ωστόσο, βάσει της αρχής της αναλογικότητας, και στην περίπτωση αυτή όσο βαρύτερες είναι οι συνέπειες της άνισης μεταχειρίσεως για τον πολίτη της Ένωσης τόσο αυστηρότερος θα πρέπει να είναι ο έλεγχος του Δικαστηρίου (49).

i)      Σκοπός της διαφορετικής μεταχειρίσεως

62.      Στο πλαίσιο του περιορισμένου αυτού ελέγχου, πρέπει καταρχάς να εντοπιστεί ο σκοπός που επιδιώκει ο ενωσιακός νομοθέτης με την άνιση μεταχείριση μεταξύ της παραδόσεως ψηφιακών βιβλίων επί υλικού υποθέματος και της ηλεκτρονικής παραδόσεως αυτών.

63.      Η διαφορετική μεταχείριση θεσπίστηκε με την οδηγία 2009/47. Η συνδεόμενη με αυτήν διεύρυνση του προνομιακού φορολογικού καθεστώτος του παραρτήματος III, σημείο 6, της οδηγίας περί ΦΠΑ και επί των ψηφιακών βιβλίων που παραδίδονται επί υλικού υποθέματος έχει ως στόχο, όπως προκύπτει από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2009/47, «να διασαφηνισθεί και να προσαρμοσθεί στην τεχνική πρόοδο η αναφορά στα βιβλία που περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙΙ αυτής». Ωστόσο η οδηγία 2009/47 άφησε αμετάβλητη ιδίως τη ρύθμιση του άρθρου 98, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ, κατά την οποία αποκλείεται η εφαρμογή μειωμένων φορολογικών συντελεστών επί ηλεκτρονικώς παρεχόμενων υπηρεσιών. Ως τέτοιες υπηρεσίες, τα ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενα ψηφιακά βιβλία δεν μπορούν επομένως να υπόκεινται σε μειωμένο συντελεστή (50).

64.      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η «τεχνική πρόοδος» δεν ελήφθη υπόψη σε όλη της την έκταση. Ακριβώς ο «φυσικός» τρόπος διαβιβάσεως ψηφιακών βιβλίων, ήτοι η ηλεκτρονική διαβίβαση, δεν θα έπρεπε να τυγχάνει μειωμένου συντελεστή. Σε τελική ανάλυση, ο περιορισμός αυτός βασίζεται στη ρύθμιση του άρθρου 98, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ, η οποία αποκλείει την εφαρμογή μειωμένου φορολογικού συντελεστή σε όλες τις ηλεκτρονικώς παρεχόμενες υπηρεσίες (51), και κατά συνέπεια όχι μόνον στα ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενα ψηφιακά βιβλία. Ως εκ τούτου, κρίσιμος για τη δικαιολόγηση της υπό κρίση άνισης μεταχειρίσεως είναι ο σκοπός της ρυθμίσεως αυτής, η οποία ισχύει γενικώς για την αγορά των ηλεκτρονικώς παρεχόμενων υπηρεσιών.

65.      Το άρθρο 98, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ, είναι απόρροια της ρυθμίσεως του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, τέταρτο εδάφιο, σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, τελευταία περίπτωση, της έκτης οδηγίας (52), η οποία προστέθηκε με την οδηγία 2002/38/ΕΚ (53). Οι αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2002/38 δεν παρέχουν καμία ένδειξη αναφορικά με τον σκοπό που επιδιώκεται με την εν λόγω διάταξη.

66.      Ωστόσο, η σχετική πρόταση της Επιτροπής επισημαίνει την αβεβαιότητα στην οποία κινδυνεύουν να εκτεθούν οι πάροχοι ηλεκτρονικών υπηρεσιών όσον αφορά τον εφαρμοστέο συντελεστή (54). Και τούτο διότι με την οδηγία 2002/38 θεσπίστηκε για τους παρόχους ηλεκτρονικών υπηρεσιών που έχουν την έδρα τους εκτός της Ένωσης η υποχρέωση να φορολογούνται για τις υπηρεσίες που παρέχουν σε καταναλωτές εντός της Ένωσης στο αντίστοιχο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο καταναλωτής (55). Με τον τρόπο αυτόν σκοπείται η αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (56), οι οποίες θα μπορούσαν να προκληθούν λόγω της φορολογικής πολιτικής τρίτων χωρών. Η ρύθμιση αυτή συνεπάγεται την υπαγωγή των ηλεκτρονικών υπηρεσιών στον φορολογικό συντελεστή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο εκάστοτε καταναλωτής.

67.      Παράλληλα ωστόσο θα έπρεπε οι υποκείμενοι στον φόρο που είναι εγκατεστημένοι εκτός της Ένωσης να διευκολυνθούν στην εκπλήρωση των νέων φορολογικών τους υποχρεώσεων εντός της Ένωσης, γεγονός που θα καθιστούσε πιθανότερη και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών (57). Συγχρόνως, οι απλοποιήσεις θα ωφελούσαν και τις φορολογικές αρχές των κρατών μελών βελτιώνοντας τις δυνατότητές τους για διεξαγωγή ελέγχων (58). Ο στόχος αυτός θα επιτυγχανόταν κυρίως με την παροχή δυνατότητας στους υποκείμενους στον φόρο να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν σε όλη την Ένωση μέσω της ηλεκτρονικής υποβολής των φορολογικών τους δηλώσεων σε ένα μόνο κράτος μέλος (59). Επιπλέον, με την προγενέστερη διάταξη του άρθρου 98, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ διασφαλιζόταν ότι πάντοτε επί παροχής ηλεκτρονικών υπηρεσιών σε καταναλωτές κράτους μέλους ο μόνος συντελεστής που μπορεί να εφαρμοσθεί είναι ο κανονικός συντελεστής του κράτους μέλους αυτού.

68.      Αντιθέτως, οι εντός της Ένωσης εγκατεστημένοι πάροχοι ηλεκτρονικών υπηρεσιών ετύγχαναν διαφορετικής αντιμετωπίσεως. Και τούτο διότι γι’ αυτούς δεν θα επερχόταν καμία μεταβολή. Οι εν λόγω πάροχοι θα συνέχιζαν να φορολογούνται για τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες τους στο κράτος μέλος της έδρας τους, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκαταστάσεως του εκάστοτε καταναλωτή (60), οι δε υπηρεσίες τους θα υπόκειντο επομένως στους τρεις, το πολύ, διαφορετικούς συντελεστές του εν λόγω κράτους μέλους.

69.      Εντούτοις, στην προκειμένη υπόθεση η Επιτροπή υποστήριξε κατ’ ουσίαν ότι η απαγόρευση μειωμένων φορολογικών συντελεστών για τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες επηρεάζει και τους δραστηριοποιούμενος εντός της Ένωσης φορολογούμενους, καθόσον αποτρέπει τον επιζήμιο φορολογικό ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών μελών. Δεδομένου ότι κρίσιμο στοιχείο για τη φορολογική επιβάρυνση των εν λόγω υποκείμενων στον φόρο όσον αφορά την παροχή ηλεκτρονικών υπηρεσιών συνεχίζει να αποτελεί αποκλειστικά και μόνον η έδρα τους, θα μπορούσε να γίνει προσπάθεια από κράτος μέλος να παρακινήσει, μέσω της θεσπίσεως ενός αντιστοίχως μειωμένου συντελεστή, τους παρόχους των υπηρεσιών αυτών να εγκατασταθούν στο έδαφός του. Πράγματι, η διοίκηση ενός δικτύου ηλεκτρονικών πωλήσεων είναι σχετικά εύκολο να μεταφερθεί.

70.      Ωστόσο, από 1ης Ιανουαρίου 2015, η νομική κατάσταση ως προς αυτό το σημείο έχει μεταβληθεί ριζικά. Κατά το νυν ισχύον κείμενο του άρθρου 58, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας περί ΦΠΑ (61), για τους υποκείμενους στον φόρο που είναι εγκατεστημένοι εντός της Ένωσης ισχύει πλέον η ίδια ρύθμιση που ισχύει και για τους εγκατεστημένους εκτός της Ένωσης υποκείμενους στον φόρο: Οι ηλεκτρονικές υπηρεσίες φορολογούνται πάντοτε στο κράτος μέλος του εκάστοτε καταναλωτή. Από 1ης Ιανουαρίου 2015, κάθε πάροχος μπορεί να εκπληρώνει τις φορολογικές του υποχρεώσεις έναντι όλων των κρατών μελών μέσω της υποβολής φορολογικής δηλώσεως σε ένα μόνο κράτος μέλος (62).

71.      Επομένως διαπιστώνονται δύο διαφορετικοί στόχοι του άρθρου 98, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ και των προγενέστερων αυτού ρυθμίσεων, οι οποίοι διαφοροποιούνται περαιτέρω και από χρονική άποψη: η απαγόρευση μειωμένων συντελεστών για τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες εξυπηρετούσε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014 αφενός τη διευκόλυνση των υποκείμενων στον φόρο που είναι εγκατεστημένοι εκτός της Ένωσης κατά την εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων και αφετέρου την αποφυγή του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών· από 1ης Ιανουαρίου 2015 και εφεξής, η απαγόρευση στοχεύει μόνον στη διευκόλυνση της εκπληρώσεως των φορολογικών υποχρεώσεων, αφορά όμως πλέον το σύνολο της αγοράς ηλεκτρονικών υπηρεσιών.

ii)    Ανταποκρινόμενη στην αρχή της αναλογικότητας εκπλήρωση των στόχων

72.      Ο ενωσιακός νομοθέτης οφείλει επίσης να έχει επιδιώξει τους σκοπούς αυτούς κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στην αρχή της αναλογικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σταθμίζονται οι συνέπειες της άνισης μεταχειρίσεως με τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την επιδίωξη των εν λόγω σκοπών. Επίσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι στον τομέα του φορολογικού δικαίου ο νομοθέτης της Ένωσης οφείλει να προβαίνει σε περίπλοκες οικονομικές και δημοσιονομικές εκτιμήσεις, σε σχέση με τις οποίες του αναγνωρίζεται εξουσία αξιολογήσεως και διακριτικής ευχέρειας (63).

73.      Όσον αφορά τον στόχο της διευκολύνσεως κατά την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων με βάση έναν μικρότερο αριθμό εφαρμοζόμενων συντελεστών ΦΠΑ, πρέπει να γίνει διαφοροποίηση. Και τούτο διότι η απαγόρευση μειωμένων συντελεστών για τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες εξυπηρετεί συναφώς τόσο τον υποκείμενο στον φόρο όσο και τις φορολογικές αρχές των κρατών μελών (64).

74.      Η υπέρ των υποκειμένων στον φόρο υφιστάμενη απλούστευση δεν τελεί σε αναλογία προς τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται για αυτούς η άρνηση χορηγήσεως μειωμένου συντελεστή για τα ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενα ψηφιακά βιβλία. Και τούτο διότι το υψηλό τίμημα της προστασίας τους από πρόσθετο αριθμό φορολογικών συντελεστών συνίσταται στο ότι οι παροχές τους υπόκεινται σε αυξημένο φορολογικό συντελεστή με συνέπεια να υφίστανται ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Η απολαβή οποιουδήποτε φορολογικού πλεονεκτήματος καθιστά βεβαίως την εφαρμογή του φορολογικού δικαίου πιο περίπλοκη για τον δικαιούχο. Ωστόσο, η επιβάρυνση αυτή δεν μπορεί να συνεπάγεται εν λευκώ εξουσιοδότηση του φορολογικού νομοθέτη να αντιμετωπίζει όμοιες περιπτώσεις με ανόμοιο τρόπο.

75.      Ο αναλογικός χαρακτήρας όσον αφορά την εκπλήρωση του στόχου της διευκολύνσεως του έργου των φορολογικών αρχών των κρατών μελών μπορεί να αμφισβητηθεί βάσει μιας παλαιότερης διαπιστώσεως του Δικαστηρίου, κατά την οποία οι πρακτικές δυσχέρειες δεν δικαιολογούν μια προφανώς δυσανάλογη επιβάρυνση –στην προκειμένη περίπτωση επί της εμπορίας των ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενων ψηφιακών βιβλίων (65). Ωστόσο στο πλαίσιο της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου έχει ρητώς αναγνωρίσει το εύλογο συμφέρον των φορολογικών αρχών για τη θέσπιση κανόνων των οποίων η εφαρμογή και ο έλεγχος είναι ευχερείς (66).

76.      Ως εκ τούτου εναπόκειται κατά βάση στη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη της Ένωσης να θεσπίσει ένα ειδικό σύστημα για τη φορολόγηση όλων των ηλεκτρονικών υπηρεσιών ανάλογα με τον τόπο καταναλώσεώς τους. Η αναγκαιότητα ενός τέτοιου ειδικού συστήματος φορολογήσεως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τις ιδιαίτερες συνθήκες του τομέα των ηλεκτρονικών υπηρεσιών, οι οποίες σε αντίθεση με το σύνηθες εμπόριο αγαθών παρέχονται διασυνοριακώς σχεδόν χωρίς καμία προσπάθεια και επιπλέον δεν απαιτούν παρά ελάχιστη φυσική παρουσία, γεγονός που δυσχεραίνει την επέμβαση των εθνικών φορολογικών αρχών.

77.      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει ότι για τα πολύπλοκα συστήματα ο ενωσιακός νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να επιλέξει μια προσέγγιση κατά στάδια (67). Ως εκ τούτου, είναι εύλογο το να διαμορφώνει ο νομοθέτης της Ένωσης μια νέα διαδικασία επιβολής του φόρου αρχικώς κατά τον απλούστερο δυνατό τρόπο. Αυτό ισχύει ιδίως σε μία εποχή που οι πάροχοι ηλεκτρονικών υπηρεσιών παρουσιάζουν πληθώρα νέων προϊόντων, ως προς την κατάταξη των οποίων στις υφιστάμενες κατηγορίες μειωμένων συντελεστών ενδέχεται να δημιουργούνται αμφιβολίες.

78.      Προϋπόθεση για τον αναλογικό χαρακτήρα της σταδιακής αυτής προσεγγίσεως αποτελεί όμως η ανά τακτά χρονικά διαστήματα επανεξέταση του ρυθμιστικού συστήματος (68). Η μέχρι τούδε δράση των αρμόδιων οργάνων σε ενωσιακό επίπεδο ανταποκρίνεται την προϋπόθεση αυτή. Ήδη κατά τη θέσπιση των οικείων διατάξεων, το Συμβούλιο προέβλεψε τον έλεγχο του ειδικού συστήματος φορολογήσεως για τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες μετά την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος και υπό το πρίσμα της έως τότε κτηθείσας εμπειρίας (69). Επιπλέον, η Επιτροπή ανακοίνωσε προσφάτως την εκπόνηση προτάσεως οδηγίας σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας περί ΦΠΑ με σκοπό την ίση μεταχείριση των ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενων ψηφιακών βιβλίων (70).

79.      Δεδομένου ότι έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014 ο στόχος της απλουστεύσεως του συστήματος επιβολής φόρου αφορούσε μόνον τους εγκατεστημένους εκτός Ένωσης υποκείμενους στον φόρο, οι προηγούμενες σκέψεις είναι σχετικώς ήσσονος σημασίας. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, τούτο αντισταθμίζεται για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από τον θεμιτό σκοπό της αποφυγής του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών (71).

80.      Αντιθέτως, τα επιχειρήματα της αντίθετης απόψεως δεν φαίνονται να ευσταθούν.

81.      Ειδικότερα, οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των παρόχων ψηφιακών βιβλίων που παραδίδονται επί υλικού υποθέματος και εκείνων που παραδίδονται ηλεκτρονικώς είναι μάλλον περιορισμένες. Και τούτο διότι, όπως ορθώς επεσήμανε η Δημοκρατία της Πολωνίας κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, το κόστος των ηλεκτρονικών πωλήσεων είναι σημαντικά χαμηλότερο από εκείνο της παραδοσιακής εμπορίας αντικειμένων. Συνεπώς τα ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενα ψηφιακά βιβλία μπορούν στις περισσότερες περιπτώσεις να προσφέρονται σε χαμηλότερη τιμή από τα αντίστοιχα που παραδίδονται επί υλικού υποθέματος, ακόμα και αν υπόκεινται σε υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ.

82.      Στο πλαίσιο αυτό δεν εντοπίζονται σημαντικές επιβαρύνσεις όσον αφορά την προστατευόμενη από τις θεμελιώδεις ελευθερίες διασυνοριακή πρόσβαση σε βιβλία ή –σύμφωνα με την ορθή σχετική επισήμανση του Rzecznik Praw Obywatelskich– την πρόσβαση των ανθρώπων με αναπηρίες στα βιβλία (72).

83.      Ως εκ τούτου, οι στόχοι στους οποίους αποβλέπει ο ενωσιακός νομοθέτης με το άρθρο 98, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ επιδιώκονται κατά τρόπο που ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας.

 Ενδιάμεσο συμπέρασμα

84.      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η κατά το σημείο 6 του παραρτήματος ΙΙΙ, σε συνδυασμό με το άρθρο 98, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ΦΠΑ, διαφορετική μεταχείριση, από πλευράς μειωμένου συντελεστή, των ψηφιακών βιβλίων ανάλογα με τη μορφή διαβιβάσεώς τους είναι δικαιολογημένη και ως εκ τούτου δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

2.      Η εξαίρεση των ψηφιακών εφημερίδων και περιοδικών επί υλικού υποθέματος

85.      Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον το γεγονός ότι το σημείο 6 του παραρτήματος ΙΙΙ, σε συνδυασμό με το άρθρο 98, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ΦΠΑ, δεν παρέχει τη δυνατότητα εφαρμογής μειωμένων συντελεστών σε ψηφιακές εφημερίδες και περιοδικά επί υλικού υποθέματος είναι συμβατό με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Σχετικώς πρέπει να εξετασθούν δύο διαφορετικές περιπτώσεις άνισης μεταχειρίσεως.

 Σύγκριση με τα ψηφιακά βιβλία

86.      Αφενός, οι ψηφιακές εφημερίδες και τα ψηφιακά περιοδικά τυγχάνουν σύμφωνα με την παραπάνω ρύθμιση διαφορετικής μεταχειρίσεως σε σχέση με τα ψηφιακά βιβλία, δεδομένου ότι τα τελευταία δύνανται να υπαχθούν σε μειωμένο συντελεστή εφόσον παραδίδονται επί υλικού υποθέματος.

87.      Η εξ αυτού του λόγου παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως θα μπορούσε να διαπιστωθεί εφόσον οι περιπτώσεις των εφημερίδων και των περιοδικών, αφενός, και των βιβλίων, αφετέρου, θεωρούνταν συγκρίσιμες (73).

88.      Τούτο όμως δεν ισχύει. Οι ως άνω περιπτώσεις δεν είναι συγκρίσιμες ούτε βάσει του στόχου του ρυθμιστικού πεδίου ούτε βάσει του σκοπού της εξεταζόμενης ρυθμίσεως (74).

89.      Καταρχάς οι εφημερίδες και τα περιοδικά δεν τελούν σε ανταγωνισμό με τα βιβλία. Οι διαφορετικές μορφές εκδόσεων απευθύνονται σε διαφορετικές ανάγκες του καταναλωτή, δεδομένου ότι κατά κανόνα διαφέρουν από πλευράς εκτάσεως των κειμένων, είδους της πληροφορίας, καλλιτεχνικών απαιτήσεων και διαχρονικότητας. Ως εκ τούτου δεν μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους λαμβανομένου υπόψη του στόχου του κοινού συστήματος ΦΠΑ για την αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (75).

90.      Δεύτερον, ούτε βάσει του σκοπού της εξεταζόμενης διατάξεως προκύπτει δυνατότητα συγκρίσεως μεταξύ, αφενός, εφημερίδων και περιοδικών και, αφετέρου, βιβλίων. Ο επιμορφωτικός σκοπός που επιδιώκεται με το παράρτημα ΙΙΙ, σημείο 6, της οδηγίας περί ΦΠΑ (76) κατά κανόνα διαφέρει σαφώς ως προς τις διαφορετικές αυτές μορφές εκδόσεων. Και τούτο διότι ενώ οι εφημερίδες και τα περιοδικά εξυπηρετούν μάλλον έναν επίκαιρο, πρακτικό σκοπό, τα βιβλία συχνά μεταδίδουν γνώσεις σημαντικότερες μακροπρόθεσμα ή συνιστούν μέσα καλλιτεχνικής εκφράσεως. Κατά συνέπεια, οι σκοποί που επιδιώκονται, στο πλαίσιο της επιμορφώσεως, με τη φορολογική στήριξη των βιβλίων αφενός και των εφημερίδων και των περιοδικών αφετέρου είναι εντελώς διαφορετικοί.

91.      Η διαφορετική μεταχείριση ψηφιακών εφημερίδων και περιοδικών επί υλικού υποθέματος έναντι των ψηφιακών βιβλίων επί υλικού υποθέματος δεν παραβιάζει επομένως την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

 Σύγκριση με εφημερίδες και περιοδικά σε έντυπη μορφή

92.      Οι ψηφιακές εφημερίδες και τα ψηφιακά περιοδικά επί υλικού υποθέματος τυγχάνουν επίσης διαφορετικής μεταχειρίσεως σε σχέση με τις εφημερίδες και τα περιοδικά που εκδίδονται σε έντυπη μορφή.

93.      Καίτοι στην υπό κρίση περίπτωση δεν προκύπτει συμπέρασμα τόσο ευδιάκριτο όσο στην προηγούμενη, φρονώ ότι οι εφημερίδες και τα περιοδικά σε έντυπη μορφή επίσης δεν δύνανται να συγκριθούν αντικειμενικά με τις ψηφιακές εφημερίδες και τα ψηφιακά περιοδικά επί υλικού υποθέματος.

94.      Η συγκρισιμότητα ψηφιακών και εντύπων εφημερίδων και περιοδικών πρέπει καταρχήν να γίνει δεκτή όσον αφορά τον σκοπό χορηγήσεως του φορολογικού πλεονεκτήματος του παραρτήματος III, σημείο 6, της οδηγίας περί ΦΠΑ, δεδομένου ότι συναφώς έχει σημασία μόνον το περιεχόμενο (77).

95.      Ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο σε σχέση με τον σκοπό του ρυθμιστικού πεδίου, δηλαδή την αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (78). Και τούτο διότι αναφορικά με τα βιβλία το Δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει στην υπόθεση K ότι μεταξύ της ψηφιακής εκδόσεως αυτών επί υλικού υποθέματος και της έντυπης μορφής τους δεν υφίσταται κατ’ ανάγκην ανταγωνισμός. Η ύπαρξη ανταγωνισμού εξαρτάται αντιθέτως από σειρά συνθηκών, οι οποίες όχι μόνο διαφοροποιούνται μεταξύ των κρατών μελών αλλά ενδέχεται να μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου (79). Επομένως, στο πλαίσιο της ασαφούς αυτής πραγματικής καταστάσεως, εναπόκειται αποκλειστικά στον νομοθέτη της Ένωσης –και όχι στο Δικαστήριο– να προβεί, στο πλαίσιο της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, στη σύνθετη εκτίμηση των συνθηκών ανταγωνισμού σε όλη την Ένωση (80).

96.      Ως εκ τούτου, ούτε το γεγονός ότι σύμφωνα με το σημείο 6 του παραρτήματος ΙΙΙ, σε συνδυασμό με το άρθρο 98, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ΦΠΑ, οι ψηφιακές εφημερίδες και τα ψηφιακά περιοδικά επί υλικού υποθέματος, σε αντίθεση με την έντυπη μορφή τους, δεν δύνανται να υπαχθούν σε μειωμένο συντελεστή, συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

3.      Η διαφορετική μεταχείριση των ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενων εκδόσεων σε σχέση με τις έντυπες εκδόσεις

97.      Τέλος, πρέπει να εξεταστεί ακόμη το ζήτημα εάν η διαφορετική μεταχείριση όλων των ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενων ψηφιακών εκδόσεων, σε σχέση με τις έντυπες εκδόσεις, η οποία προκύπτει από το σημείο 6 του παραρτήματος ΙΙΙ, σε συνδυασμό με το άρθρο 98, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ΦΠΑ, μπορεί να παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

98.      Με βάση τις ανωτέρω διαπιστώσεις, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

99.      Συναφώς, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα εάν κατά τη νομολογία οι ψηφιακές και οι έντυπες εκδόσεις γενικώς δεν είναι επαρκώς συγκρίσιμες μεταξύ τους. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της εξεταζόμενης στην προκειμένη υπόθεση ρυθμίσεως, υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί το γεγονός ότι μεταξύ ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενων ψηφιακών εκδόσεων και έντυπων εκδόσεων υφίσταται σημαντική διαφορά από πλευράς της ανάγκης στηρίξεώς τους, οφειλόμενη στο πολύ διαφορετικό κόστος διανομής (81). Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη η διακριτική ευχέρεια την οποία έχει ο νομοθέτης της Ένωσης κατά την εκτίμηση των συνθηκών ανταγωνισμού (82).

100. Ακόμα και όμως σε περίπτωση που η συγκρισιμότητά τους γινόταν δεκτή, η διαφορετική μεταχείριση των ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενων ψηφιακών εκδόσεων και των έντυπων εκδόσεων είναι επί του παρόντος δικαιολογημένη. Τούτο, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ιδίως από τον θεμιτό σκοπό του νομοθέτη να προβλέψει ένα ειδικό σύστημα φορολογήσεως των ηλεκτρονικών υπηρεσιών (83). Υπό το πρίσμα αυτό, η διαφορετική μεταχείριση των ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενων εκδόσεων έναντι των εντύπων εκδόσεων είναι ακόμη περισσότερο εύλογη, καθόσον στο πλαίσιο αυτό υπάρχει ακόμη μικρότερος ανταγωνισμός απ’ ό,τι μεταξύ πανομοιότυπων ψηφιακών εκδόσεων (84).

101. Ως εκ τούτου, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν παραβιάζεται ούτε για τον λόγο ότι το σημείο 6 του παραρτήματος ΙΙΙ, σε συνδυασμό με το άρθρο 98, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ΦΠΑ, εξαιρεί τις ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενες εκδόσεις από το πεδίο εφαρμογής του μειωμένου φορολογικού συντελεστή, σε αντίθεση προς ό,τι ισχύει για τις έντυπες εκδόσεις.

V –    Πρόταση

102. Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

Από την εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων δεν προέκυψε κανένα στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να θίξει το κύρος του σημείου 6 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2009/47/ΕΚ.

1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

2 – Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όπως αυτή τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταµ (ΕΕ 1997, C 340, σ. 173).

3 –      ΕΕ 2006, L 347, σ. 1.

4 –      Βλ. άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας 2008/8/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2008, για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/ΕΚ όσον αφορά τον τόπο παροχής υπηρεσιών (ΕΕ 2008, L 44, σ. 11).

5 –      Βλ. άρθρο 1, σημείο 13, σε συνδυασμό με το σημείο 1, του παραρτήματος της οδηγίας 2009/47/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Μαΐου 2009, για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/ΕΚ όσον αφορά τους μειωμένους συντελεστές φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2009, L 116, σ. 18).

6 –      Βλ. σ. 16, σημείο 3, της από 7 Ιουλίου 2008 προτάσεως της Επιτροπής, περί οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/ΕΚ όσον αφορά τους µειωµένους συντελεστές φόρου προστιθέµενης αξίας [COM(2008) 428 τελικό].

7 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 1982, Buyl κ.λπ. κατά Επιτροπής (817/79, EU:C:1982:36, σκέψη 16), της 11ης Νοεμβρίου 1997, Eurotunnel κ.λπ. (C‑408/95, EU:C:1997:532, σκέψη 45), καθώς και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑363/14, EU:C:2015:579, σκέψη 82).

8 –      Βλ. νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Φεβρουαρίου 2009 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/ΕΚ όσον αφορά τους μειωμένους συντελεστές φόρου προστιθέμενης αξίας [COM(2008) 428 – C6‑0299/2008 – 2008/0143(CNS)] (ΕΕ 2010, C 76 E, σ. 110).

9 –      Βλ. σημείο 9 των παρουσών προτάσεων.

10 –      Επιπλέον, στο γερμανικό κείμενο του σημείου 6 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ, το παράδειγμα «Notenhefte oder -manuskripte» τροποποιήθηκε σε «Notenhefte oder Manuskripte». Ωστόσο είναι πρόδηλο ότι επιδιωκόταν απλώς η τροποποίηση της διατυπώσεως και όχι του περιεχομένου του γερμανικού κειμένου, όπως καταδεικνύεται από τις μη τροποποιηθείσες συναφώς αποδόσεις στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα (οι οποίες, πριν αλλά και μετά την τροποποίηση με την οδηγία 2009/47, αναφέρονται σε: «music printed or in manuscript form» και «les partitions imprimées ou en manuscrit» αντιστοίχως).

11 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1992, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑65/90, EU:C:1992:325, σκέψη 16), της 5ης Ιουλίου 1995, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑21/94, EU:C:1995:220, σκέψη 18), της 11ης Νοεμβρίου 1997, Eurotunnel κ.λπ. (C‑408/95, EU:C:1997:532, σκέψη 46), καθώς και της 25ης Σεπτεμβρίου 2003, Océ Van der Grinten (C‑58/01, EU:C:2003:495, σκέψη 100)· βλ. ήδη απόφαση της 15ης Ιουλίου 1970, ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής (41/69, EU:C:1970:71, σκέψεις 69 καθώς και 178 και 179).

12 –      Το συμπέρασμα αυτό δεν μεταβάλλεται ούτε από το γεγονός ότι η έκτη αιτιολογική σκέψη της προτάσεως, η οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ρητώς σε «ακουστικά βιβλία», δεν επαναλαμβάνεται στην οδηγία 209/47.

13 –      Βλ. σ. 13 υπό (3) («audio books, CD, CD-ROMs or any similar physical support») και σ. 15 υπό 3) («de livres audio, de disques compacts, de cédéroms ou d’autres supports physiques similaires») της προτάσεως της Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6).

14 –      Στην απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑502/13, EU:C:2015:143, σκέψη 53), το Δικαστήριο διευκρίνισε μεν ότι «από πουθενά δεν προκύπτει» ότι η τελικώς υιοθετηθείσα από το Συμβούλιο διατύπωση είναι «κάτι περισσότερο [...] από απλή φραστική απλοποίηση» του αρχικώς προταθέντος από την Επιτροπή κειμένου. Ωστόσο λόγω ελλείψεως αιτιολογίας καθώς και λαμβανομένου υπόψη του διαφορετικού υπόβαθρου της διαπιστώσεως αυτής δεν είναι δυνατή ούτε επιβεβλημένη η περαιτέρω εξέτασή της στο πλαίσιο της προκειμένης υποθέσεως.

15 – Αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1992, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑65/90, EU:C:1992:325, σκέψη 19), της 5ης Ιουλίου 1995, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑21/94, EU:C:1995:220, σκέψη 22), και της 10ης Ιουνίου 1997, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑392/95, EU:C:1997:289, σκέψη 20).

16 –       Βλ. πρόταση της Επιτροπής (παρατεθείσα σε υποσημείωση 6), αιτιολογία υπό 3.1.

17 –      Πρόταση της Επιτροπής (παρατεθείσα σε υποσημείωση 6), αιτιολογία υπό 5.3 ως προς το άρθρο 1 καθώς και αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας· βλ., επίσης, σύνοψη της εκθέσεως εκτιμήσεως επιπτώσεων στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής [SEC(2008) 2191], το οποίο δεν κάνει καν λόγο για την τροποποίηση που αφορά τα βιβλία.

18 –      Βλ., ως προς τη σπουδαιότητα μιας τέτοιας δυνατότητας διατυπώσεως γνώμης, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1997, Eurotunnel κ.λπ. (C‑408/95, EU:C:1997:532, σκέψη 58).

19 –      Βλ. απόφαση περί παραπομπής, σημείο 3.2.22.

20 –      Βλ. αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 2009, NCC Construction Danmark (C‑174/08, EU:C:2009:669, σκέψη 42), της 19ης Ιουλίου 2012, Deutsche Bank (C‑44/11, EU:C:2012:484, σκέψη 45), της 15ης Νοεμβρίου 2012, Zimmermann (C‑174/11, EU:C:2012:716, σκέψη 50), της 13ης Μαρτίου 2014, Klinikum Dortmund (C‑366/12, EU:C:2014:143, σκέψη 40), και της 2ας Ιουλίου 2015, De Fruytier (C‑334/14, EU:C:2015:437, σκέψη 37).

21 –      Για τις διαφορετικές έννοιες της αρχής αυτής, βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Zimmermann (C‑174/11, EU:C:2012:716, σκέψεις 46 έως 48), καθώς και συμπληρωματικώς τις αποφάσεις της 17ης Μαΐου 2001, Fischer και Brandenstein (C‑322/99 και C‑323/99, EU:C:2001:280, σκέψη 76), και της 2ας Ιουλίου 2015, NLB Leasing (C‑209/14, EU:C:2015:440, σκέψη 40).

22 –      Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Ιουνίου 2006, L.u.p. (C‑106/05, EU:C:2006:380, σκέψη 48), της 10ης Απριλίου 2008, Marks & Spencer (C‑309/06, EU:C:2008:211, σκέψη 49), της 29ης Οκτωβρίου 2009, NCC Construction Danmark (C‑174/08, EU:C:2009:669, σκέψη 41), της 10ης Ιουνίου 2010, CopyGene (C‑262/08, EU:C:2010:328, σκέψη 64), της 19ης Ιουλίου 2012, Lietuvos geležinkeliai (C‑250/11, EU:C:2012:496, σκέψη 45), και της 28ης Νοεμβρίου 2013, MDDP (C‑319/12, EU:C:2013:778, σκέψη 38).

23 –      Βλ. απόφαση περί παραπομπής, σημεία 3.2.30 και 3.2.31.

24 –      Απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑502/13, EU:C:2015:143, σκέψεις 55 και 56).

25 –      Βλ., ως προς το περιεχόμενο αυτό της εν λόγω ρυθμίσεως, αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑479/13, EU:C:2015:141, σκέψεις 17, 40 και 41), καθώς και της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑502/13, EU:C:2015:143, σκέψεις 26, 47 και 49)· βλ., επίσης, την κατευθυντήρια γραμμή της συμβουλευτικής επιτροπής για τον ΦΠΑ από την 92η συνεδρίαση της 7ης/8ης Δεκεμβρίου 2010, έγγραφο A – taxud.c.1(2011)157667 – 684, καθώς και, ως προς τη σημασία των κατευθυντήριων γραμμών, προτάσεις μου στην υπόθεση RR Donnelley Global Turnkey Solutions Poland (C‑155/12, EU:C:2013:57, σημεία 47 έως 50).

26 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1977, Ruckdeschel κ.λπ. (117/76 και 16/77, EU:C:1977:160, σκέψη 7), της 12ης Μαρτίου 1987, Raiffeisen Hauptgenossenschaft (215/85, EU:C:1987:127, σκέψη 23), της 17ης Σεπτεμβρίου 1998, Pontillo (C‑372/96, EU:C:1998:412, σκέψη 41), της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 23), και της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38 (C‑477/14, EU:C:2016:324, σκέψη 35)· βλ. επίσης, για μία διαφορετική προσέγγιση βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, απόφαση της 29ης Απριλίου 2015, Léger (C‑528/13, EU:C:2015:288, σκέψεις 50 έως 52).

27 –      Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως αναπροσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007 στο Στρασβούργο (ΕΕ 2016, C 202, σ. 389).

28 –      Αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 26), της 12ης Μαΐου 2011, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑176/09, EU:C:2011:290), της 18ης Ιουλίου 2013, Sky Italia (C‑234/12, EU:C:2013:496, σκέψη 16), της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, IBV & Cie (C‑195/12, EU:C:2013:598, σκέψη 52), και της 6ης Νοεμβρίου 2014, Feakins (C‑335/13, EU:C:2014:2343, σκέψη 51)· βλ. επίσης σε σχέση με την απαγόρευση διακρίσεων στο πλαίσιο των θεμελιωδών ελευθεριών μεταξύ άλλων αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2008, Papillon (C‑418/07, EU:C:2008:659, σκέψη 27), και της 2ας Ιουνίου 2016, Pensioenfonds Metaal en Techniek (C‑252/14 EU:C:2016:402, σκέψη 48).

29 –      Βλ. όμως, υπ’ αυτήν την έννοια, μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1994, SMW Winzersekt (C‑306/93, EU:C:1994:407, σκέψη 31).

30 –      Βλ. όμως, υπ’ αυτήν την έννοια, ειδικώς ως προς τον ΦΠΑ, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, Jetair και BTWE Travel4you (C‑599/12, EU:C:2014:144, σκέψη 55).

31 –       Βλ. αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2008, Marks & Spencer (C‑309/06, EU:C:2008:211, σκέψη 49), και της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Σουηδίας (C‑480/10, EU:C:2013:263, σκέψη 17).

32 –      Βλ., σχετικώς, και αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 2009, NCC Construction Danmark (C‑174/08, EU:C:2009:669, σκέψη 44), και της 19ης Ιουλίου 2012, Lietuvos geležinkeliai (C‑250/11, EU:C:2012:496, σκέψη 45).

33 –      Βλ. αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1977, Ruckdeschel κ.λπ. (117/76 και 16/77, EU:C:1977:160, σκέψη 8), της 19ης Οκτωβρίου 1977, Moulins et huileries de Pont-à-Mousson και Providence agricole de la Champagne (124/76 και 20/77, EU:C:1977:161, σκέψη 18), και της 25ης Οκτωβρίου 1978, Royal Scholten-Honig και Tunnel Refineries (103/77 και 145/77, EU:C:1978:186, σκέψεις 28 έως 32).

34 –      Το συμπέρασμα αυτό μπορεί όμως να αμφισβητηθεί με βάση τα πορίσματα της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2012, UsedSoft (C‑128/11, EU:C:2012:407).

35 –      Απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012, UsedSoft (C‑128/11, EU:C:2012:407, σκέψη 61).

36 –      Βλ. αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑479/13, EU:C:2015:141, σκέψεις 17 και 35), και της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑502/13, EU:C:2015:143, σκέψεις 26 και 42).

37 –      Βλ. άρθρο 1, σημείο 5, σε συνδυασμό με την κατηγορία 6 του παραρτήματος της οδηγίας 92/77/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για τη συμπλήρωση του κοινού συστήματος του φόρου προστιθεμένης αξίας και την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ (Προσέγγιση των συντελεστών ΦΠΑ) (ΕΕ 1992, L 316, σ. 1).

38 –      Ανακοίνωση της Επιτροπής της 5ης Ιουλίου 2007 προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά µε τους συντελεστές ΦΠΑ εκτός των κανονικών συντελεστών ΦΠΑ [COM(2007) 380 τελικό], υπό 3.1.

39 –      Ανακοίνωση της Επιτροπής (παρατεθείσα σε υποσημείωση 38), υπό 4.2.

40 –      Βλ., επίσης, γνωμοδότηση της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών της 22ας Ιανουαρίου 2009 προς την Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου περί τροποποιήσεως της οδηγίας 2006/112/ΕΚ όσον αφορά τους µειωµένους συντελεστές φόρου προστιθέµενης αξίας [COM(2008) 428] (Κείμενο συνεδριάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Φεβρουαρίου 2009, A6-0047/2009, σ. 6).

41 –      Αποφάσεις της 3ης Μαΐου 2012, Lebara (C‑520/10, EU:C:2012:264, σκέψη 25), και της 7ης Νοεμβρίου 2013, Tulică και Plavoşin (C‑249/12 και C‑250/12, EU:C:2013:722, σκέψη 34).

42 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 47), της 17ης Οκτωβρίου 2013, Schaible (C‑101/12 EU:C:2013:661, σκέψη 77), και της 22ας Μαΐου 2014, Glatzel (C‑356/12, EU:C:2014:350, σκέψη 43).

43 –      Βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψεις 57 και 58).

44 – Βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2014, Feakins (C‑335/13, EU:C:2014:2343, σκέψη 56).

45 –      Οι διάφορες απαγορεύσεις διακρίσεων αποτελούν απλώς ειδικότερες εκφάνσεις της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, βλ. ιδίως απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2005, Europe Chemi‑Con (Deutschland) κατά Συμβουλίου (C‑422/02 P, EU:C:2005:56, σκέψη 33).

46 –      Βλ. επίσης, ήδη, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (C‑127/07, EU:C:2008:292, σημείο 32).

47 –      Βλ. υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2011, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑176/09, EU:C:2011:290, σκέψη 35), και της 22ας Μαΐου 2014, Glatzel (C‑356/12, EU:C:2014:350, σκέψη 64).

48 –      Βλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 57), και της 22ας Μαΐου 2014, Glatzel (C‑356/12, EU:C:2014:350, σκέψη 52)· βλ. ειδικώς σε σχέση με την κοινή αγροτική πολιτική, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 1980, Roquette Frères κατά Συμβουλίου (138/79, EU:C:1980:249, σκέψη 25), της 5ης Οκτωβρίου 1994, Γερμανία κατά Συμβουλίου (C‑280/93, EU:C1994:367, σκέψεις 89 και 90), καθώς και της 30ής Ιουνίου 2016, Lidl (C‑134/15, EU:C:2016:498, σκέψη 47)· βλ. επίσης όσον αφορά τις γενικές υποχρεώσεις που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1996, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (C‑84/94, EU:C:1996:431, σκέψη 58), της 1ης Μαρτίου 2016, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου (C‑440/14 P, EU:C:2016:128, σκέψη 77), και της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38 (C‑477/14, EU:C:2016:324, σκέψη 49).

49 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 59)· βλ. ειδικότερα, όσον αφορά την παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων, απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 47).

50 –      Βλ. αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑479/13, EU:C:2015:141, σκέψεις 17 και 40), καθώς και της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑502/13, EU:C:2015:143, σκέψεις 26 και 47).

51 –      Βλ. σχετικώς τον ενδεικτικό κατάλογο των υπηρεσιών που παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα στο παράρτημα ΙΙ για το άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας περί ΦΠΑ, καθώς και τον συμπληρωματικό ορισμό στο άρθρο 7 και το παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 282/2011 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2011, για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής της οδηγίας 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2011, L 77, σ. 1).

52 –      Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49), η οποία, σύμφωνα με τα άρθρα 411, παράγραφος 1, και 413 της οδηγίας περί ΦΠΑ, παρέμεινε σε ισχύ έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

53 –      Βλ. άρθρο 1, σημείο 2, της οδηγίας 2002/38/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 2002, για την τροποποίηση και την προσωρινή τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ όσον αφορά το σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας που εφαρμόζεται στις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές υπηρεσίες και σε ορισμένες υπηρεσίες που παρέχονται ηλεκτρονικά (ΕΕ 2002, L 128, σ. 41).

54 –      Πρόταση της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2000, περί οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ όσον αφορά το σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας που εφαρμόζεται σε ορισμένες υπηρεσίες παρεχόμενες με ηλεκτρονικά μέσα [COM(2000) 349 – τελικό) υπό 3.1 και 5.2 ως προς το άρθρο 1, σημείο 2.

55 –      Βλ. άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, της έκτης οδηγίας και πλέον άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας περί ΦΠΑ.

56 –      Βλ. πλέον αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας περί ΦΠΑ.

57 –      Βλ. πρόταση της Επιτροπής (παρατεθείσα σε υποσημείωση 54), υπό 3.1 και 3.2.

58 –      Βλ. πρόταση της Επιτροπής (παρατεθείσα σε υποσημείωση 54), υπό 5, πρώτο εδάφιο.

59 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2002/38·και πλέον άρθρα 358α επ. της οδηγίας περί ΦΠΑ.

60 –      Το συμπέρασμα αυτό προέκυπτε από τον γενικό κανόνα του άρθρου 9, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας· βλ. πρόταση της Επιτροπής (παρατεθείσα σε υποσημείωση 54), υπό 2.

61 –      Η διάταξη τροποποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 5, σημείο 1, της οδηγίας 2008/8, με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2015.

62 –      Βλ. άρθρα 358 έως 369ια της οδηγίας περί ΦΠΑ.

63 –       Βλ. σημείο 61 των παρουσών προτάσεων.

64 – Βλ. σημείο 67 των παρουσών προτάσεων.

65 –       Βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 1978, Royal Scholten-Honig και Tunnel Refineries (103/77 και 145/77, EU:C:1978:186, σκέψεις 81 και 82/83).

66 –       Βλ. απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2015, Sopora (C‑512/13 EU:C:2015:108, σκέψη 33).

67 –      Βλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 57), και της 17ης Οκτωβρίου 2013, Schaible (C‑101/12 EU:C:2013:661, σκέψη 91).

68 –      Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 62).

69 –      Βλ. άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 2002/38, καθώς και άρθρο 6 της οδηγίας 2008/8.

70 –      Βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, της 7ης Απριλίου 2016, σχετικά με ένα σχέδιο δράσης για τον ΦΠΑ [COM(2016) 148 τελικό], υπό 5.

71 – Βλ. σημείο 69 των παρουσών προτάσεων.

72 –      Βλ. σχετικώς άρθρο 26 του Χάρτη.

73 –      Σε σχέση με την προϋπόθεση αυτή, βλ. σημείο 37 των παρουσών προτάσεων.

74 –      Σε σχέση με τις προϋποθέσεις αυτές, βλ. σημείο 39 των παρουσών προτάσεων.

75 –      Βλ. σημεία 40 και 42 των παρουσών προτάσεων.

76 –      Βλ. σημεία 55 και 56 των παρουσών προτάσεων.

77 –      Βλ. σημεία 56 και 57 των παρουσών προτάσεων.

78 –      Βλ. σημείο 40 των παρουσών προτάσεων.

79 –      Βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, K (C‑219/13, EU:C:2014:2207, σκέψεις 24 έως 32).

80 – Βλ. σημείο 61 των παρουσών προτάσεων.

81 –      Βλ. σημείο 81 των παρουσών προτάσεων.

82 –       Βλ. σημείο 95 των παρουσών προτάσεων.

83 –      Βλ. σημεία 66 επ. των παρουσών προτάσεων.

84 –      Βλ. σημείο 81 των παρουσών προτάσεων.

Viewing all 7448 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>