Αθήνα, 21/11/2016
ΑΡΙΘ. ΠΡΩΤ.:Δ.ΗΛ.ΤΕΛ. 1167509 ΕΞ 2016
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΕΦΚ
Δ/ΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ
ΤΜΗΜΑ Δ΄-ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑ ΕΦΚ και ΤΑΜΕΙΑΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας :10184 Αθήνα
Πληροφορίες :Μ. Σύλλα, Α. Αρβανίτη
Τηλέφωνο :213.133.2445, 2389
Fax :213.133.2449
e-mail :m.sylla@1926@syzefxis.gov.gr
ΘΕΜΑ: Αλλαγή στην προθεσμία λήξης των εντολών πληρωμής στην Δήλωση Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Δ.Ε.Φ.Κ.) και στην Αίτηση Διάθεσης Ενσήμων Ταινιών (ΑΔΕΤ) στο ICIS-net.
Σας ενημερώνουμε ότι, ενόψει της υποχρεωτικής εφαρμογής των ηλεκτρονικών πληρωμών και σύμφωνα και με το υπ. αρ: ΔΕΦΚΦ Β 1141942 ΕΞ 2016 / 29-09-2016 έγγραφο της Δ/νσης Ε.Φ.Κ. και Φ.Π.Α., οι προθεσμίες λήξης των εντολών πληρωμής στην Δ.Ε.Φ.Κ. (φυσική ή ηλεκτρονική πληρωμή) στο ICIS-net για Ενεργειακά, Αλκοολούχα, Καπνικά Προϊόντα και Οχήματα από 01/12/2016 και για τον Καφέ από 01/01/2017, διαμορφώνονται ως εξής:
→ Για τις Δ.Ε.Φ.Κ. που έχουν άμεση καταβολή των φορολογικών επιβαρύνσεων (ΕΦΚ/ΦΠΑ), η προθεσμία λήξης της εντολής πληρωμής τους είναι η ημέρα δημιουργίας της εντολής πληρωμής, δηλαδή η ημέρα όπου το παραστατικό τίθεται σε κατάσταση «Υπό πληρωμή».
→ Για τις ΔΕΦΚ που είναι σε αναστολή καταβολής των φορολογικών επιβαρύνσεων (ΕΦΚ/ΦΠΑ), η προθεσμία λήξης της εντολής πληρωμής τους ταυτίζεται με την ημερομηνία λήξης της αναστολής. Σε περίπτωση που η αναστολή λήγει σε μη εργάσιμη ημέρα, η προθεσμία πληρωμής του παραστατικού είναι η επόμενη εργάσιμη ημέρα από την λήξη της αναστολής.
→ Για τις ΑΔΕΤ, οι οποίες σε κάθε περίπτωση αφορούν σε άμεση πληρωμή φόρων, η προθεσμία λήξης της εντολής πληρωμής είναι η ημέρα δημιουργίας της εντολής πληρωμής, δηλαδή η ημέρα όπου το παραστατικό τίθεται σε κατάσταση «Αποδεκτή».
Είμαστε στη διάθεσή σας για κάθε πληροφορία ή διευκρίνιση.
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΕΥΔΟΚΙΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
Αριθ. πρωτ.: Δ.ΗΛ.ΤΕΛ. 1167509 ΕΞ 2016 Αλλαγή στην προθεσμία λήξης των εντολών πληρωμής στην Δήλωση Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Δ.Ε.Φ.Κ.) και στην Αίτηση Διάθεσης Ενσήμων Ταινιών (ΑΔΕΤ) στο ICIS-net
Εγκύκλιος Ι.Κ.Α. αρ. 46/13.12.2016 Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 29 του ν.4325/2015 αναφορικά με την Υπαγωγή, από 1-06-2015, των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ειδικού λογ/μού 'Κεφάλαιο Επικουρικής Σύνταξης Προσωπικού Ε.Β.Ζ.' του ΤΑΥΕΒΖ στην ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α. (τ.ΕΤΕΑΜ)
Αθήνα, 13/12/2016
Αριθμ. Πρωτ. Τ01/652/40
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
IΚΑ
ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Δ Ι Ο Ι Κ Η Σ Η
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΣΦ/ΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ - ΕΣΟΔΩΝ
ΤΜΗΜΑ: ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
FAX: 210 52 23 228
Πληροφορίες: Ε. Καραμουσουλή
e-mail: asfika@ika.gr
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΑΡΟΧΩΝ
ΤΜΗΜΑ: ΣΥΓΧ/ΝΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ
και ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
Πληροφορίες: Μ. Σπυριδάκης
Αριθ. Τηλεφώνου: 210 52 15 280
FAX: 210 52 28 747
e - mail: diefpar@ika.gr
Ταχ. Διεύθυνση: Αγ. Κων/νου 8 10241 - Αθήνα
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΡ. : 46
ΘΕΜΑ: «Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 29 του ν.4325/2015 αναφορικά με την Υπαγωγή, από 1-06-2015, των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ειδικού λογ/μού 'Κεφάλαιο Επικουρικής Σύνταξης Προσωπικού Ε.Β.Ζ.' του ΤΑΥΕΒΖ στην ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α. (τ.ΕΤΕΑΜ)»
ΣΧΕΤ. : α) Η με αριθμ. πρωτ. Φ80020/οικ.20992/Δ15.325/25.5.2015 εγκύκλιος της Γ.Γ.Κ.Α.
β) Το με αριθμ. πρωτ. 74274/10.6.2015 έγγραφο του Ε.Τ.Ε.Α.
γ) Τα με αριθμ. πρωτ. Φ20021/34572/Δ15.524/26.8.2015 και Φ20021/43584/Δ15.690/5.1.2016 έγγραφα της Γ.Γ.Κ.Α.
Σας διαβιβάζουμε προς ενημέρωση και εφαρμογή το ανωτέρω β' σχετικό έγγραφο του Ε.Τ.Ε.Α., με το οποίο μας γνωστοποιήθηκαν οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 29 του ν. 4325/2014 (ΦΕΚ 47 Α').
Με τις ανωτέρω διατάξεις ορίζεται ότι, οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του ειδικού λογαριασμού «Κεφάλαιο Επικουρικής Σύνταξης Προσωπικού Ε.Β.Ζ.» του ΤΑΥΕΒΖ, ο οποίος με την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της 24ης Αυγούστου 2013 των μελών του ΤΑΥΕΒΖ καταργείται, υπάγονται υποχρεωτικά, από 1-6-2015, στο Ε.Τ.Ε.Α. (τ.ΕΤΕΑΜ).
Σας υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 35 και 36 του ν.4052/2012 συστάθηκε από 1-7-2012 Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Ε.Τ.Ε.Α., στο οποίο εντάχθηκε μεταξύ άλλων και το Ε.Τ.Ε.Α.Μ.
Με τις διατάξεις του άρθρου 74 του ν.4387/2016 (ΦΕΚ 85 τ. Α') το Ε.Τ.Ε.Α., από 1-1-2017, μετονομάζεται σε Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
Με τις διατάξεις του άρθρου 47 του ν.4052/2012 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 84 του ανωτέρω νόμου και τροποποιήθηκε από το άρθρο δεύτερο, παρ. 8 του ν.4393/2016 (ΦΕΚ 106 Α'), προβλέπεται ότι με απόφαση του Υπουργού Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που εκδίδεται εντός 6 μηνών από την έναρξη των διατάξεων του κεφαλαίου αυτού (1-1-2017) ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. και αναλογιστική μελέτη, να καταρτιστεί Ενιαίος Κανονισμός Ασφάλισης και Παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., με τον οποίο θα καθορίζονταν τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, οι ασφαλιστικές εισφορές, ο χρόνος ασφάλισης, η αναγνώριση συντάξιμου χρόνου, ο τρόπος εξαγοράς, κ.α. και ορίζεται ότι, έως την έκδοση αυτού, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι καταστατικές διατάξεις των εντασσόμενων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών και η γενικότερη νομοθεσία, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του ν.4387/2016.
Με τις διατάξεις των Φ20021/12403/579/6.6.2003 (ΦΕΚ 772/2003 Β') και Φ20021/8228/372/27.4.2005 (ΦΕΚ 616/2005 Β') Υ.Α. ανατέθηκε στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, η εκτέλεση για λογαριασμό του ΕΤΕΑΜ, του συνόλου των εργασιών που αφορούν την είσπραξη των τρεχουσών εισφορών, την βεβαίωση και είσπραξη των καθυστερούμενων εισφορών, την εξυπηρέτηση ασφαλισμένων και εργοδοτών καθώς και η εκτέλεση - διεκπεραίωση των πάσης φύσεως εργασιών επί θεμάτων παροχών του ΕΤΕΑΜ (Εγκ. ΙΚΑ- ΕΤΑΜ 43/2003 και 34/2005).
Με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 5 του ν.4225/2014(ΦΕΚ 2 Α') προβλέπεται ότι, ο εργοδότης για τους μισθωτούς του, που υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, υποχρεούται από 1-12-2013 να δηλώνει τις ασφαλιστικές εισφορές υπέρ Ε.Τ.Ε.Α., στην Α.Π.Δ. που υποβάλλει για αυτούς στο ΟΠΣ / ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (Εγκ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ 8/2014 και 17/2014).
Επιπλέον σας κοινοποιούμε τα ανωτέρω σχετικά α' και γ' έγγραφα της Γ.Γ.Κ.Α. και σε ότι αφορά θέματα των Διευθύνσεων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Ασφάλισης Εσόδων και Παροχών, σας γνωρίζουμε τα παρακάτω:
Α. ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
Με τις διατάξεις της παρ. 1, περίπτωση β, γ και δ του ανωτέρω νόμου ορίζεται ότι:
α) Οι ασφαλισμένοι του καταργούμενου λογαριασμού επικουρικής σύνταξης του ΤΑΥΕΒΖ καθίστανται ασφαλισμένοι του Ε.Τ.Ε.Α.(τ.ΕΤΕΑΜ) και διέπονται από την υπαγωγή τους στο Ε.Τ.Ε.Α., από το σύνολο της νομοθεσίας του Ε.Τ.Ε.Α.(τ.ΕΤΕΑΜ), καθώς και από τις διατάξεις της γενικότερης νομοθεσίας, όπως ισχύουν.
Επομένως από 1-6-2015 η ασφάλιση των μισθωτών του ανωτέρω λογαριασμού συνεχίζεται στο Ε.Τ.Ε.Α.(τ.ΕΤΕΑΜ) και όσον αφορά την απεικόνιση της ασφάλισης των μισθωτών στην Α.Π.Δ. του ΟΠΣ/ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, τα ποσοστά ασφάλισης, κ.λ.π., θα εφαρμόζονται οι οδηγίες των Εγκ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ 17/2014 και 22/2016.
Ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στο ΤΑΥΕΒΖ, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ή προσμετρήθηκε από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού του, θεωρείται χρόνος ασφάλισης στο Ε.Τ.Ε.Α.(τ.ΕΤΕΑΜ).
β) Αναγνωρίσεις χρόνων ασφάλισης σύμφωνα με το άρθρο 19 του προϊσχύοντος Καταστατικού του ΤΑΥΕΒΖ, οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί με την πλήρη εξόφληση του ποσού της εξαγοράς, συνεχίζονται στο Ε.Τ.Ε.Α.(τ.ΕΤΕΑΜ) μέχρι την ολοκλήρωση τους.
Εκκρεμεί αιτήματα αναγνώρισης χρόνων ασφάλισης, που είχαν υποβληθεί στον καταργούμενο ειδικό λογαριασμό του ΤΑΥΕΒΖ και μέχρι την ημερομηνία συγχώνευσης του στο τ.ΕΤΕΑΜ (31-5-2015) δεν είχαν εκδοθεί αποφάσεις αναγνώρισης, θα εξετάζονται από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Ε.Τ.Ε.Α, οι οποίες θα συντάσσουν τις σχετικές αποφάσεις (σε έντυπα του τ.ΕΤΕΑΜ) και θα τις διαβιβάζουν προς υπογραφή, στα αρμόδια Υποκαταστήματα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ του τόπου κατοικίας των ασφαλισμένων.
Β. ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ
1. Οι συνταξιούχοι του καταργούμενου λογαριασμού του ΤΑΥΕΒΖ καθίστανται συνταξιούχοι του ΕΤΕΑ(τ.ΕΤΕΑΜ), το οποίο βαρύνεται εφεξής με την καταβολή των συντάξεών τους, όπως είχαν διαμορφωθεί μέχρι την ημερομηνία κατάργησης του εν λόγω λογαριασμού επικουρικής σύνταξης, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 19 του ν.2434/1996 (Α 188) όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει με το άρθρο 22 παρ. 3 του ν.3232/2004.
Δεν αναπροσαρμόζονται δηλαδή τα ποσά των συντάξεων των συνταξιούχων του ΤΑΥΕΒΖ σύμφωνα με την διέπουσα το τ. ΕΤΕΑΜ νομοθεσία, για τους συγχωνευόμενους σ' αυτό φορείς, κλάδους ή λογαριασμούς επικουρικής ασφάλισης.
Μέχρι την έκδοση του Κανονισμού Ασφάλισης και Παροχών του ΕΤΕΑ (άρθρο 47 παρ. 1 του ν.4052/2012), οι ανωτέρω συνταξιούχοι διέπονται από τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας του ΕΤΕΑ και ειδικότερα του τ. ΕΤΕΑΜ καθώς και της γενικότερης νομοθεσίας.
2. Εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης που είχαν υποβληθεί στο ΤΑΥΕΒΖ μέχρι 31/5/2015 (τελευταία ημέρα πριν την υπαγωγή του καταργούμενου λογαριασμού στο ΕΤΕΑ), κρίνονται σύμφωνα με την νομοθεσία του ΤΑΥΕΒΖ (άρθρο 19 του καταστατικού του ΤΑΥΕΒΖ), με τα οικονομικά αποτελέσματα να ξεκινούν από 1/6/2015, ημερομηνία υπαγωγής στο ΕΤΕΑ(τ.ΕΤΕΑΜ).
3. Αιτήματα συνταξιοδότησης που κατατίθενται από 1/6/2015 και μετά, αλλά η ημερομηνία θεμελίωσης του δικαιώματος συνταξιοδότησης είναι προγενέστερη της 1/6/2015, κρίνονται επίσης με την νομοθεσία του ΤΑΥΕΒΖ, με τα οικονομικά αποτελέσματα να μην ξεκινούν σε καμία περίπτωση πριν και πάλι την 1/6/2015.
4. Αιτήματα συνταξιοδότησης που κατατίθενται από 1/6/2015 και μετά, αλλά η ημερομηνία θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος είναι μεταγενέστερη της 1/6/2015, κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ).
Για την διεκπεραίωση συνταξιοδοτικών αιτημάτων σύμφωνα με το καταστατικό του ΤΑΥΕΒΖ, θα τηρείται η διαδικασία που προβλέπεται σε κάθε περίπτωση συγχώνευσης Ταμείων ή Φορέων στο τ.ΕΤΕΑΜ.
Μετά την έκδοση της συνταξιοδοτικής απόφασης οι συνταξιοδοτικοί φάκελοι θα αποστέλλονται στο κέντρο πληρωμών συντάξεων του τόπου κατοικίας του ενδιαφερόμενου, για την υλοποίηση της σχετικής απόφασης (κοινοποίηση αποφάσεων στον ενδιαφερόμενο, αναγγελία στο μηχανογραφικό σύστημα πληρωμών, κ.ο.κ.).
Τέλος, σας υπενθυμίζουμε τις οδηγίες που έχουν δοθεί με το Τ01/652/130/27-9-2016 Γ.Ε. μας, σύμφωνα με το οποίο δεν εκδίδονται επί του παρόντος αποφάσεις συνταξιοδότησης για αιτήσεις που υποβλήθηκαν από 1-1-2015 και μετά.
Γ. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΧΡΟΝΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Αιτήματα προσδιορισμού χρόνου ασφάλισης (λόγω συνταξιοδότησης, προαιρετικής ασφάλισης, κ.λ.π.) έως την ημερομηνία συγχώνευσης (1-6-2015) του ειδικού λογ/μού «Κεφάλαιο Επικουρικής Σύνταξης Προσωπικού Ε.Β.Ζ.» του ΤΑΥΕΒΖ στο Ε.Τ.Ε.Α.(τ.ΕΤΕΑΜ), θα αποστέλλονται από τα κατά τόπο Υποκαταστήματα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, στο Ε.Τ.Ε.Α.(τ.ΕΤΕΑΜ), Α' Διεύθυνση Επικουρικής Ασφάλισης (τ.ΕΤΕΑΜ), Πειραιώς 9-11, 105 52 Αθήνα, στην οποία τηρείται αρχείο Μητρώου ασφαλισμένων, όλων των συγχωνευθέντων στο τ.ΕΤΕΑΜ Επικουρικών Ταμείων (σχετ. Εγκ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ 35/2012).
Από τις Υπηρεσίες αυτού, θα συντάσσεται έκθεση προσδιορισμού χρόνου ασφάλισης, με το σύνολο του πραγματοποιηθέντος χρόνου, έως την συγχώνευση αυτών στο τ.ΕΤΕΑΜ (πραγματικού και αναγνωρισθέντος).
Η έκθεση αυτή θα διαβιβάζεται, στα αρμόδια Υποκαταστήματα ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, προκειμένου να εκδώσουν την τελική Ατομική Διοικητική Πράξη (απόφαση ανακεφαλαίωσης, συνταξιοδότησης, απορριπτική απόφαση, κ.λ.π.).
Περαιτέρω διευκρινήσεις και οδηγίες επί των ανωτέρω διατάξεων (υπαγωγή στην ασφάλιση, παροχές συντάξεων, κ.λ.π.), θα παρέχονται από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Ε.Τ.Ε.Α., Φιλελλήνων13-15, Αθήνα, τηλ. 210 3275000.
Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΙΩΑΝΝΑ ΓΑΤΗ - ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΗΣ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ και ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ε.Ο.Π.Υ.Υ. αρ. πρωτ.: ΔΒ4Γ/ Γ55/15/ ΟΙΚ.49279/ 2016 Οδηγίες σχετικά με γνωματεύσεις
Αθήνα, 14-12-2016
Αρ. Πρωτ.: ΔΒ4Γ/Γ55/15/ΟΙΚ.49279
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ
ΕΟΠΥΥ
Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας
www.eopyy.gov.gr
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ: ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ και ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
ΑΓΟΡΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ
Δ/ΝΣΗ: ΦΑΡΜΑΚΟΥ
ΤΜΗΜΑ: ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ
ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ
και ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΛΕΓΧΩΝ
Ταχ. Δ/νση: Αποστόλου Παύλου 12, Μαρούσι
Ταχ. Κώδικας: 15123
Πληροφορίες: Ι.Μέντης
Τηλ.:2108110663, Φαξ: 2108110694
E-mail: d6@eopyy.gov.gr
ΘΕΜΑ: «ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΕΙΣ»
Κατόπιν σχετικών ερωτημάτων, σας ενημερώνουμε ότι αναφορικά:
α) στις χειρόγραφες γνωματεύσεις οι οποίες εκδόθηκαν προ την 25-7-16 από στρατιωτικά ή πανεπιστημιακά νοσοκομεία, οι οδηγίες των υπ'αρ.ΔΒ4Γ/Γ55/οικ.23163/10.6.2015 και ΔΒ4Γ/Γ55/16/οικ.23735/15.6.2015 παραμένουν σε ισχύ για όλα τα Νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας, δεδομένου ότι όλα τα Νοσοκομεία (Πανεπιστημιακά και Στρατιωτικά) ανήκουν στο ΕΣΥ, ανεξάρτητα από ποιο Υπουργείο εποπτεύονται και
β) σε περιπτώσεις που το γνήσιο της υπογραφής του θεράποντος ιατρού δε θεωρείται από τον Διοικητικό Διευθυντή, αλλά από υπαλλήλους του νοσοκομείου, οι οποίοι υπογράφουν αντί αυτού, συνιστάται να γίνεται δειγματοληπτικός έλεγχος σε ανάλογα περιστατικά για την τεκμηρίωση της ανάθεσης αρμοδιοτήτων στους υπογράφοντες υπαλλήλους.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΕΟΠΥΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Αριθμ. ΔΔΑΔ Γ 1173943 ΕΞ 2016 Τροποποίηση της υπ' αριθμ. ΔΔΑΔ Γ 1130900 ΕΞ2016/08.09.2016 (Β'2922) απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Καθορισμός της διαδικασίας, των οργάνων και των κριτηρίων αξιολόγησης των υποψηφιοτήτων για την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης, Διεύθυνσης και Τμήματος των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και των Υπευθύνων Αυτοτελών Γραφείων αυτής»
Αριθμ. ΔΔΑΔ Γ 1173943
(ΦΕΚ Β' 3985/13-12-2016)
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις των άρθρων 26 «Ρυθμίσεις επιλογής και αξιολόγησης προϊσταμένων της Αρχής», 30 «Υπηρεσιακά Συμβούλια, Ειδικές Επιτροπές Αξιολόγησης και λοιπά συλλογικά όργανα», 38 «Προσωπικό της Αρχής», 41 «Λοιπές μεταβατικές διατάξεις» και 42 «Καταργούμενες διατάξεις» του Ν. 4389/2016 (Α'94).
2. Τις διατάξεις του άρθρου 84 του Ν. 3528/2007 (Α'26), όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 29 του Ν. 4369/2016 (Α'33).
3. Τις διατάξεις του άρθρου 85 «Κριτήρια επιλογής προϊσταμένων» του Ν. 4369/2016 (Α'33).
4. Τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 4369/2016 (Α'33).
5. Τις διατάξεις του άρθρου 58 του Ν. 4403/2016 (Α'125).
6. Τις διατάξεις του άρθρου 62 του Ν. 4410/2016 (Α'141).
7. Τις διατάξεις του στοιχείου (2) της υποπερίπτωσης Α' της περίπτωσης 4, της υποπαραγράφου Ε.2 της παραγράφου Ε του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (Α'222), όπως ισχύει.
8. Τις διατάξεις των άρθρων 13 και 15 του Ν. 2690/1999 (Α'45) «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες λοιπές διατάξεις», όπως αντικαταστάθηκαν και ισχύουν.
9. Τις διατάξεις του Π.Δ. 69/2016 (Α'127) «Αναγνώριση προϋπηρεσίας εκτός δημοσίου τομέα».
10. Τις διατάξεις του Π.Δ. 111/2014 (Α'178) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών», όπως ισχύει.
11. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.δ. 63/2005 (Α'98) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα».
12. Την υπ' αριθμ. Δ6Α 1058824 ΕΞ 2014/8.4.2014 (Β'865, 1079 και 1846) απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Ανακαθορισμός της εσωτερικής διάρθρωσης και των αρμοδιοτήτων οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας του ΥΠ.ΟΙΚ. και μετονομασία ορισμένων από αυτές», όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει.
13. Την υπ' αριθμ. ΔΔΑΔ Γ 1130900 ΕΞ 2016/8.9.2016 (Β'2922) απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Καθορισμός της διαδικασίας, των οργάνων και των κριτηρίων αξιολόγησης των υποψηφιοτήτων για την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης, Διεύθυνσης και Τμήματος των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και των Υπευθύνων Αυτοτελών Γραφείων αυτής».
14. Την αριθμ. 1/20 Ιανουαρίου 2016 (ΦΕΚ ΥΟΔΔ 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημόσιων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών».
15. Την υπ' αριθμ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β'130 και 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως ισχύει.
16. Την ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης της υπ' αριθμ. ΔΔΑΔ Γ 1130900 ΕΞ 2016/8.9.2016 (Β'2922) απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, με σκοπό την αποτελεσματικότερη λειτουργία των γνωμοδοτικών Συμβουλίων Επιλογής Προϊσταμένων οργανικών μονάδων επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης, Διεύθυνσης, Τμήματος, καθώς Υπευθύνων αυτοτελών γραφείων.
17. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
1. Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 3 της υπ' αριθμ. ΔΔΑΔ Γ 1130900 ΕΞ 2016/8.9.2016 (Β'2922) απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, αντικαθίστανται ως εξής:
«Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ορίζονται ο Πρόεδρος και τα μέλη του κάθε Συμβουλίου με τους αναπληρωτές αυτών, καθώς και η γραμματεία του Συμβουλίου, η οποία απαρτίζεται από υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων ΠΕ κατηγορίας. Ο ορισμός του γραμματέα και του αναπληρωτή του σε κάθε συνεδρίαση γίνεται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου».
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 3 της προαναφερθείσας απόφασης, αντικαθίσταται ως εξής:
«3.α. Για τις συνεδριάσεις των γνωμοδοτικών Συμβουλίων συντάσσεται πρακτικό, που υπογράφεται από τον Πρόεδρο, τα μέλη και τον γραμματέα του Συμβουλίου το συντομότερο δυνατόν και πάντως όχι πέραν του εξαμήνου.
β. Κατά τα λοιπά, για όσα θέματα για τη λειτουργία των γνωμοδοτικών Συμβουλίων δεν ρυθμίζονται με την παρούσα απόφαση εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 13 έως 15 του 2690/1999 (Α'45), όπως εκάστοτε ισχύουν.
γ. Τα ανωτέρω οριζόμενα στις υποπαραγράφους Α' και Β' της παραγράφου 3 ισχύουν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της τρέχουσας θητείας των Συμβουλίων».
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 1 Δεκεμβρίου 2016
Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
Κ.Υ.Α. αριθμ. 147797/2746/ 2016 Καθορισμός ειδικού τέλους για την άσκηση αντιρρήσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του N. 3889/2010 (ΦΕΚ 182Α) κατά του περιεχομένου αναρτημένου δασικού χάρτη
(ΦΕΚ Β' 3985/13-12-2016)
ΟΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΕΣ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις των άρθρων 13 έως και 26 του Ν. 3889/2010 (ΦΕΚ 182Α') «Χρηματοδότηση Περιβαλλοντικών Παρεμβάσεων, Πράσινο Ταμείο, Κύρωση Δασικών Χαρτών και άλλες διατάξεις» και ειδικότερα των άρθρων 15 παράγραφος 1 και 22 παράγραφοι 2 και 3 αυτού που αναφέρονται στο περιεχόμενο της παρούσας απόφασης, όπως αυτές τροποποιήθηκαν, συμπληρώθηκαν, αντικαταστάθηκαν και ισχύουν με εκείνες του άρθρου 153 του Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ 94Α') «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιοοικονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις».
2. Τις διατάξεις του άρθρου 28 του Ν. 2664/1998 (ΦΕΚ 275Α') «Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις», όπως ισχύουν.
3. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98Α').
4. Τις διατάξεις των:
α) Π.δ. 189/2009 (ΦΕΚ 221 Α') «Καθορισμός και ανακατανομή αρμοδιοτήτων των Υπουργείων», άρθρο 1 με το οποίο κατανεμήθηκαν οι αρμοδιότητες του Υ.Π.Ε.Κ.Α και άρθρου 6 του ιδίου Π.δ. με το οποίο μεταφέρθηκε από το ΥΠ.Α.Α.Τ. στο Υ.Π.Ε.Κ.Α. η Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος (άρθρο 1 Π.δ. 352/1991, ΦΕΚ 124Α' και άρθρο 1 παρ. 2, Π.δ. 228/2002, ΦΕΚ 208Α').
β) Π.δ. 100/2014 (ΦΕΚ 167 Α') «Οργανισμός Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής».
γ) Π.δ. 70/2015 (ΦΕΚ 114 Α') «Ανασύσταση των Υπουργείων Πολιτισμού και Αθλητισμού, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Ανασύσταση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και μετονομασία του σε Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Μετονομασία του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων σε Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού σε Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μεταφορά Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας στο Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού».
δ) Π.δ. 124/2016 (ΦΕΚ 209 Α') «Αποδοχή παραίτησης Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
ε) Π.δ. 125/2016 (ΦΕΚ 210 B') «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
στ) Την Υ198 (ΦΕΚ 3722/Β') «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σωκράτη Φάμελλο».
ζ) Υ29/08.10.2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Χουλιαράκη» (ΦΕΚ 2168 Β').
5. Τη σχετική εισήγηση της Διεύθυνσης Δασικών Έργων και Υποδομών.
6. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις αυτής της απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Α. Κάθε αντίρρηση υποβάλλεται για το σύνολο ή μέρος των εκτάσεων δασικού / χορτολιβαδικού χαρακτήρα, που περιλαμβάνονται εντός γεωτεμαχίου / πολυγώνου, επί του οποίου ο ενδιαφερόμενος επικαλείται έννομο συμφέρον. Για κάθε γεωτεμάχιο υποβάλλεται μία αντίρρηση, πλην της περίπτωσης που για τμήμα της αμφισβητούμενης έκτασης προβλέπεται η υποβολή αντίρρησης ατελώς.
Το ύψος του ειδικού τέλους άσκησης των αντιρρήσεων κατά του περιεχομένου αναρτημένου δασικού χάρτη, για κάθε υποβαλλόμενη αντίρρηση και ανάλογα με το εμβαδόν της έκτασης της οποίας αμφισβητείται ο χαρακτήρας με αυτή, καθορίζεται ως εξής:
α) Για εμβαδόν έκτασης έως και 100 τ.μ. των περιπτώσεων της παρ. 3 του άρθρου 2β του Ν. 2308/1995, όπως ισχύει, είκοσι (20) ευρώ.
β) Για εμβαδόν έκτασης, έως και 1.000 τ.μ., εξαιρουμένων των περιπτώσεων του ως άνω σημείου α), σαράντα πέντε (45) ευρώ.
γ) Για εμβαδόν έκτασης πάνω από 1.000 τ.μ. έως και 5.000 τ.μ., εκατόν τριάντα πέντε (135) ευρώ.
δ) Για εμβαδόν έκτασης πάνω από 5.000 τ.μ. έως και 20.000 τ.μ., τετρακόσια πενήντα (450) ευρώ.
ε) Για εμβαδόν έκτασης πάνω από 20.000 τ.μ. έως και 100.000 τ.μ., εννιακόσια (900) ευρώ.
στ) Για εμβαδόν έκτασης πάνω από 100.000 τ.μ. έως και 300.000 τ.μ., χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ζ) Για εμβαδόν έκτασης μεγαλύτερης των 300.000 τ.μ., τρεις χιλιάδες εξακόσια (3.600) ευρώ.
Β. Από την καταβολή του ειδικού τέλους άσκησης αντιρρήσεων εξαιρούνται:
α) Αντιρρήσεις που αφορούν περιοχές που έχουν συμπεριληφθεί στο δασικό χάρτη, λόγω μη αποτύπωσης του περιγράμματος της παρ. 2 περίπτωση Α' του άρθρου 23 του Ν. 3889/2010, όπως ισχύει, καθώς και οι εκτάσεις που εμπίπτουν στις περιπτώσεις της παρ. 3β του άρθρου 31 του Ν. 4280/2014, όπως ισχύει.
β) Αντιρρήσεις που αφορούν σε περιοχές που εμφανίζονται ως δασικές στη φωτοερμηνεία της παλαιότερης αεροφωτογράφησης, αλλά περιλαμβάνονται σε διανομές (κληροτεμάχια) του εποικισμού.
γ) Αντιρρήσεις που αφορούν περιοχές που εμφανίζονται ως χορτολιβαδικές ή βραχώδεις ή πετρώδεις είτε κατά την παλαιότερη είτε κατά την πρόσφατη αεροφωτογράφιση, αλλά περιλαμβάνονται σε περιοχές του εποικισμού.
δ) Αντιρρήσεις που αφορούν περιοχές για τις οποίες έχουν εκδοθεί τελεσίδικες πράξεις χαρακτηρισμού κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 Ν. 998/1979, οι οποίες δεν απεικονίζονται στους αναρτημένους δασικούς χάρτες.
ε) Αντιρρήσεις κατά το τμήμα που αφορούν σε εκκρεμείς αιτήσεις και υποθέσεις στη διαδικασία του άρθρου 14 Ν. 998/1979 (άρθρο 28 παρ. 18.α Ν. 2664/1998 όπως ισχύει).
Άρθρο 2
Α. Το ειδικό τέλος άσκησης των αντιρρήσεων κατά του περιεχομένου του αναρτημένου δασικού χάρτη, κατατίθεται σε λογαριασμό της ΕΚΧΑ Α.Ε., που δημιουργείται και τηρείται σε οποιοδήποτε νομίμως λειτουργούν πιστωτικό ίδρυμα, είτε με χρήση πιστωτικής κάρτας είτε με οποιονδήποτε άλλο αναγνωρισμένο στις συναλλαγές ασφαλή τρόπο και τα ποσά από την είσπραξη του ανωτέρω τέλους εγγράφονται στον προϋπολογισμό της εταιρείας στον κωδικό 53.20 και διατίθενται αποκλειστικά για την κάλυψη της δαπάνης κατάρτισης έως και την κύρωση των δασικών χαρτών.
Β. Σε περίπτωση ανάκλησης αντιρρήσεων, ο Υπεύθυνος του Σημείου Υποστήριξης Ανάρτησης Δασικού Χάρτη, μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αντιρρήσεων και εντός 3 μηνών το αργότερο από αυτή, εκδίδει απόφαση για την επιστροφή των καταβληθέντων σχετικών τελών, στις περιπτώσεις που η σχετική αίτηση ανάκλησης έχει υποβληθεί εντός της προθεσμίας υποβολής αντιρρήσεων.
Ο Υπεύθυνος του Σημείου Υποστήριξης Ανάρτησης Δασικού Χάρτη αποστέλλει την ως άνω απόφαση στην ΕΚΧΑ Α.Ε., συνοδευόμενη από κατάλογο των δικαιούμενων επιστροφής τέλους, στον οποίο αναγράφονται υποχρεωτικά τα στοιχεία των αιτούντων, το ποσό προς επιστροφή και το ΙΒΑΝ λογαριασμού τους που έχουν δηλώσει για την επιστροφή.
Άρθρο 3
Από την ισχύ της παρούσας καταργείται η 112784/496/12.9.2014 (ΦΕΚ 2551 Β') όμοια.
Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 30 Νοεμβρίου 2016
Οι Αναπληρωτές Υπουργοί
Οικονομικών
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
Περιβάλλοντος και Ενέργειας
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΦΑΜΕΛΛΟΣ
ΠΟΛ.1188/2016 Κοινοποίηση των διατάξεων της Κ.Υ.Α. Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών και Εργασίας οικ. 32476/20.10.2016 (ΦΕΚΒ'3588/04.11.2016) και παροχή σχετικών οδηγιών
Αθήνα, 9 Δεκεμβρίου 2016
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Δ/ΝΣΗ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ
Τμήματα : Α', Β', Γ', Δ'
Ταχ. Δ/νση : Πανεπιστημίου 20
Ταχ.Κώδικας : 106 72 Αθήνα
Πληροφορίες : Μ. Στυμφαλιάδου
Τηλέφωνο : 210 - 3635963, 3635044
3614716
FAX : 210 3635077
ΕΠΕΙΓΟΝ
ΠΟΛ 1188/2016
ΘΕΜΑ : Κοινοποίηση των διατάξεων της Κ.Υ.Α. Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών και Εργασίας οικ. 32476/20.10.2016 (ΦΕΚΒ'3588/04.11.2016) και παροχή σχετικών οδηγιών.
Σχετ. έγγρ.: ΠΟΛ.1086/23.4.2013, ΠΟΛ.1157/27.6.2013, ΔΠΕΙΣ Α1117822/23.7.2013, ΠΟΛ.1222/26.9.2013, ΠΟΛ.1138/13.5.2014, ΠΟΛ.1159/2.6.2014, ΠΟΛ.1258/15.12.2014, ΠΟΛ.1164/15.7.2015, ΠΟΛ.1052/25.4.2016, ΓΗΛΔΓ Β 0004832ΔΞ/22.10.2013
Σας κοινοποιούμε την οικ. 32476/20.10.2016 (ΦΕΚΒ'3588/04.11.2016) ΚΥΑ Υπουργών Eσωτερικών, Οικονομικών και Eργασίας για ενημέρωση, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο των διατάξεων της παρ. 5 του πρώτου άρθρου της από 30.04.2012 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Ρυθμίσεις θεμάτων εφαρμογής των νόμων 3864/2010, 4021/2011, 4046/2012, 4051/2012 και 4071/2012» (ΦΕΚ Α' 103) που κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν.4079/2012 (ΦΕΚ Α'180), όπως ισχύει (η πρώτη ΚΥΑ 47497 -ΦΕΚ Β3389- εκδόθηκε στις 18.12.2012).
Υπενθυμίζεται ότι με τις σχετικές διατάξεις ρυθμίζονται οφειλές των Δήμων προς το Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα, οι ανωτέρω υπαχθείσες κύριες οφειλές συμψηφίζονται, με τα συνολικά προβλεπόμενα στο άρθρο 27 του ν. 3756/2009 (Α'53) έσοδά τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 2 της από 31.12.2011 ΠΝΠ (Α' 268) που κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν.4047/2012 (Α'31) ή αποπληρώνονται από τα έσοδα του δανείου που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ν.4038/2012 (Α'14) ή από άλλους πόρους, με ταυτόχρονη απαλλαγή πρόσθετων φόρων, προστίμων, επιβαρύνσεων, καθώς και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής.
Σχετική η ΠΟΛ.1086/23.4.2013 με την οποία σας δόθηκαν οδηγίες εφαρμογής των προαναφερθεισών διατάξεων.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 34 της πρώτης εκδοθείσας σχετικής ΚΥΑ 47497/18.12.2012, που σας κοινοποιήθηκε με την ως άνω εγκύκλιό μας, εάν για οποιαδήποτε αιτία, το ποσό επιχορήγησης ή άλλου εσόδου που τελικά συμψηφίζεται, κατά τις ως άνω διατάξεις του ν.4079/2012 (ΦΕΚ ΑΊ80), όπως ισχύει, υπολείπεται της κύριας οφειλής, η διαφορά καλύπτεται από τον Δήμο έως την 31.12.2016, ενώ στην αντίθετη περίπτωση παρακρατείται στην οικεία Δ.Ο.Υ. και συμψηφίζεται αυτεπάγγελτα, με επόμενη οφειλή ληξιπρόθεσμη ή μη του Δήμου. Στην περίπτωση όπου το προβλεπόμενο ποσό της επιχορήγησης δεν αποδοθεί για οιοδήποτε λόγο ή ο Δήμος δεν καταβάλλει τη διαφορά μέχρι την ως άνω ημερομηνία, τότε το συνολικό ποσό της υπαχθείσας οφειλής υπολογίζεται κανονικά με τους τυχόν βεβαιωμένους πρόσθετους φόρους, πρόστιμα, κάθε μορφής επιβαρύνσεις και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
Οι Δ/νσεις Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Γ.Γ.Δ.Ε. και Παροχής Φορολογικών Υπηρεσιών παρακαλούνται για τις δικές τους κατά λόγο αρμοδιότητας ενέργειες.
Η Δ/νση Προϋπολογισμού Γενικής Κυβέρνησης (πρώην Δ20η) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και η Δ/νση Οικονομικών Τ.Α. του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης στις οποίες κοινοποιείται το παρόν έγγραφο παρακαλείται να ενημερώνουν άμεσα την Υπηρεσία μας για την έκδοση των σχετικών με το θέμα κοινών υπουργικών αποφάσεων, προκειμένου να ενημερώνονται οι Δ.Ο.Υ. της χώρας ώστε, να ενεργούν στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους.
Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΕΥΘΥΜΙΟΣ Κ. ΣΑΪΤΗΣ
Κ.Υ.Α. αριθμ. 111482/0092/ 2016 Ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη
(ΦΕΚ Β' 4005/14-12-2016)
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις :
α. της περ. γ της παρ. 2 και της παρ. 4 του άρθρου 5 του Κεφαλαίου Β του Ν. 4387/2016 (Α 85),
β. της αριθμ. 2041609/1011/0022/5-6-1997 (Β' 486) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών «Διαδικασία τρόπου πληρωμής αποδοχών υπαλλήλων Υπουργείου Οικονομικών, Δ/νσης Κρατικών Λαχείων, Μ.Τ.Π.Υ. και Ν.Π.Δ.Δ. που εποπτεύονται απ' αυτό και μισθοδοτούνται σύμφωνα με το νέο σύστημα πληρωμής Ν. 2303/1995, καθώς και υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
γ. της περ. β της παρ. 4 του άρθρου 10 της αριθμ. 2/37345/0004/4.6.2010 (Β' 784) απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών «Απογραφή προσωπικού του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού και σύσταση Ενιαίας Αρχής Πληρωμής (Ε.Α.Π.)»,
δ. του Π.Δ. 111/2014 (Α' 178) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών», όπως αυτό ισχύει,
ε. των άρθρων 41 παρ. 3 και 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.δ. 69/2005 (Α' 98),
στ. της αριθμ. Υ5/27-1-2015 (Β' 204) απόφασης του Πρωθυπουργού «Σύσταση θέσεων Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών»,
ζ. της αριθμ. Υ29/9-10-2015 (Β' 2168) απόφασης του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Χουλιαράκη»,
η. της αριθμ. οικ. 44549/Δ9.12193/9-10-2015 (Β' 2169) απόφασης του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Αναστάσιο Πετρόπουλο», όπως ισχύει.
2. Την ανάγκη καθορισμού του ποσοστού των ασφαλιστικών εισφορών εργοδότη για τα πρόσωπα της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 4387/2016 (Α') και της διαδικασίας απόδοσης αυτών στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ).
3. Το γεγονός ότι από την εφαρμογή της παρούσας προκαλείται δαπάνη εργοδοτικών εισφορών για κύρια σύνταξη σε βάρος του Προϋπολογισμού Γενικής Κυβέρνησης, η οποία εκτιμάται στο συνολικό ποσό των 311 εκατ. ευρώ για το έτος 2017, 611 εκατ. ευρώ για το έτος 2018, 905 εκατ. ευρώ για το έτος 2019 και 1.186 εκατ. ευρώ για το έτος 2020. Η εν λόγω δαπάνη θα βαρύνει του Κωδικούς Αριθμούς Εξόδων (ΚΑΕ) που θα ισχύουν για τον σκοπό αυτό από 1-1-2017 στον προϋπολογισμό των φορέων τόσο της Κεντρικής Διοίκησης, όσο και των λοιπών υποτομέων Γενικής Κυβέρνησης, των οποίων οι υπάλληλοι υπάγονται μέχρι την 31-12-2016 στο ασφαλιστικό -συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου,
αποφασίζουμε:
1. Από 1-1-2017 καταβάλλονται στον ΕΦΚΑ, για κύρια σύνταξη ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη, για τους τακτικούς και μετακλητούς υπαλλήλους του Δημοσίου, της Βουλής, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ α' και β' βαθμίδας, τους Ιερείς και τους υπαλλήλους των Εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος, τα αιρετά όργανα (Βουλευτές και Δήμαρχοι) που μέχρι την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του ΕΦΚΑ υπάγονταν στο ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου.
Οι ανωτέρω ασφαλιστικές εισφορές που υπολογίζονται επί των μηνιαίων συνταξίμων αποδοχών του ασφαλισμένου υπαλλήλου, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά, καταβάλλονται με τη μισθοδοσία των υπαλλήλων από το Φορέα από τον οποίο μισθοδοτούνται και αποδίδονται στον ΕΦΚΑ μέσω της Ενιαίας Αρχής Πληρωμής (ΕΑΠ) ή της αρμόδιας κατά περίπτωση Υπηρεσίας, με τη διαδικασία που ίσχυε μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 4387/2016, για την απόδοση, στους οικείους ασφαλιστικούς Φορείς, των εισφορών για κύρια σύνταξη ασφαλισμένου και εργοδότη.
2. α. Το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένου ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 6,67% επί των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών του ασφαλισμένου υπαλλήλου, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.
β. Το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών εργοδότη ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό επί των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών του ασφαλισμένου υπαλλήλου, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά και διαμορφώνεται κατ' έτος ως εξής:

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 30 Νοεμβρίου 2016
Οι Υπουργοί
Υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
Άρθρα Κατάσταση ταμειακών ροών (μεθοδολογία με την έμμεση και την άμεση μέθοδο)
Λογιστής-Φοροτεχνικός
Αθήνα, Δεκέμβριος 2016
Εισαγωγή:
Με τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν.4308/2014 ορίζονται οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις τις οποίες υποχρεούνται να καταρτίζουν οι μεγάλες οντότητες του άρθρου 2 του συγκεκριμένου νόμου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η “Κατάσταση χρηματοροών”. Επισημαίνεται ότι μέχρι και την εισαγωγή των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων (Ν.4308/2014), υποχρέωση κατάρτισης της συγκεκριμένης κατάστασης από τις εταιρίες που υπάγονταν στο Ελληνικό Λογιστικό Πλαίσιο, είχαν μόνο εκείνες οι οποίες ως μητρικές κατάρτιζαν ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις (άρθρο 100 παρ.1.α Ν.2190/1920). Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι η κατάσταση ταμειακών ροών (στο εξής ΚΤΡ) από τις μητρικές εταιρίες καταρτιζόταν με την άμεση μέθοδο (Υ.Α Κ2 - 6132/23.4.2007). Αντιθέτως στο παράρτημα Β του Ν.4308/2014 το υπόδειγμα της ΚΤΡ που παρουσιάζεται αφορά στην κατάρτιση της κατάστασης με την έμμεση μέθοδο. Επίσης, στην παράγραφο 16.3.5 της λογιστικής οδηγίας εφαρμογής του Ν.4308/2014, αναφέρεται ότι “η κατάσταση ταμειακών ροών παρουσιάζεται με την έμμεση μέθοδο που είναι η πλέον συνήθης”. Συμπερασματικά, η κατάσταση ταμειακών ροών καταρτίζεται από τις μεγάλες οντότητες που είναι υπόχρεες εφαρμογής των ΕΛΠ (Ν.4308/2014) μόνο με την έμμεση μέθοδο. Η παρούσα ανάλυση εστιάζει κυρίως και μέσω μίας πρακτικής εφαρμογής, στην προσέγγιση της μεθοδολογίας που θα μπορούσε να εφαρμοστεί για την ορθή κατάρτιση της ΚΤΡ με την έμμεση μέθοδο για τις ανάγκες συμμόρφωσης των οντοτήτων με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τις διατάξεις του Ν.4308/2014 αναφορικά με την συγκεκριμένη χρηματοοικονομική κατάσταση.
Στην παράγραφο 17.7.1 της λογιστικής οδηγίας εφαρμογής του Ν.4308/2014 ορίζεται ότι “οι οντότητες που καταρτίζουν τις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις σύμφωνα με το λογιστικό πλαίσιο του νόμου, δύνανται να αναζητούν ερμηνευτική καθοδήγηση από τα σχετικά Δ.Π.Χ.Α., στο βαθμό που οι ρυθμίσεις των προτύπων αυτών είναι συμβατές με τον παρόντα νόμο”. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΔΛΠ 7 “Καταστάσεις Ταμειακών Ροών” σε αντίθεση με τον Ν.4308/2014 (ΕΛΠ), όχι μόνο επιτρέπει αλλά και προτρέπει τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν ΔΛΠ να καταρτίζουν την ΚΤΡ με την άμεση μέθοδο (παράγραφος 19). Για αυτό τον λόγο η παρούσα ανάλυση δεν θα περιοριστεί στην μεθοδολογία κατάρτισης της ΚΤΡ με την έμμεση μέθοδο, αλλά θα εστιάσει και στην μεθοδολογία κατάρτισης της ίδιας κατάστασης με την άμεση μέθοδο, έτσι ώστε να αναδειχτούν στην πράξη οι ομοιότητες και οι διαφορές μεταξύ των δύο μεθόδων.
Ορισμοί
Στο παράρτημα Α του Ν.4308/2014 (ΕΛΠ) αναφέρονται οι κάτωθι ορισμοί:
Διαθέσιμα ή μετρητά: Μετρητά στο ταμείο και σε άμεσα διαθέσιμες καταθέσεις
Ταμειακά ισοδύναμα: Βραχυπρόθεσμες επενδύσεις υψηλής ρευστότητας που είναι άμεσα μετατρέψιμες σε γνωστά ποσά μετρητών που υπόκεινται σε ασήμαντο κίνδυνο μεταβολής της αξίας τους.
Λειτουργικές δραστηριότητες: Οι κύριες δραστηριότητες που παράγουν έσοδα και άλλες δραστηριότητες που δεν κατατάσσονται στις επενδυτικές ή χρηματοδοτικές δραστηριότητες.
Επενδυτικές δραστηριότητες: Η απόκτηση και διάθεση μη κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων και άλλων επενδύσεων που δεν περιλαμβάνονται στα διαθέσιμα και ταμειακά ισοδύναμα.
Στο Διεθνές Λογιστικό πρότυπο 7 “Καταστάσεις Ταμειακών Ροών” αναφέρεται ο κάτωθι ορισμός για τις χρηματοδοτικές δραστηριότητες:
Χρηματοδοτικές δραστηριότητες: Οι δραστηριότητες που καταλήγουν σε μεταβολές στο μέγεθος και στην συγκρότηση του μετοχικού κεφαλαίου και του δανεισμού της επιχείρησης.
ΔΛΠ 7 Καταστάσεις ταμειακών ροών
Σύμφωνα με το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 7 η ΚΤΡ θα πρέπει να απεικονίζει τις ταμειακές ροές στην διάρκεια της περιόδου, ταξινομημένες σε επιχειρηματικές (λειτουργικές), επενδυτικές και χρηματοδοτικές κατά τρόπο ο οποίος αρμόζει περισσότερο στην επιχειρηματική μορφή της οντότητας, χωρίς να περιλαμβάνονται κινήσεις μεταξύ στοιχείων τα οποία συνιστούν ταμειακά διαθέσιμα (παρ.9,10,11).
Έμμεση μέθοδος κατάρτισης της κατάστασης ΚΤΡ
Για την παρουσίαση των ταμειακών ροών από λειτουργικές δραστηριότητες με την έμμεση μέθοδο και σύμφωνα με το ΔΛΠ 7 “Καταστάσεις Ταμειακών Ροών”, “το καθαρό κέρδος ή ζημία της χρήσης αναμορφώνεται με βάση τις επιδράσεις των συναλλαγών μη ταμειακής φύσης, των αναβαλλόμενων ή των δεδουλευμένων οργανικών εισπράξεων ή πληρωμών του παρελθόντος ή του μέλλοντος, όπως επίσης και των στοιχείων εσόδων ή εξόδων που συνδέονται με επενδυτικές ή χρηματοδοτικές ταμειακές ροές” (παρ.18.β). Η διαφορά μεταξύ της έμμεσης και της άμεσης μεθόδου κατάρτισης της ΚΤΡ, έγκειται στον διαφορετικό τρόπο παρουσίασης των ταμειακών ροών από λειτουργικές δραστηριότητες.
Ο τρόπος παρουσίασης των ταμειακών ροών από λειτουργικές δραστηριότητες θα μπορούσε συνοπτικά να απεικονιστεί στον παρακάτω πίνακα:
Έμμεση μέθοδος παρουσίασης ταμειακών ροών από λειτουργικές δραστηριότητες |
Αποτέλεσμα περιόδου προ φόρου εισοδήματος (με θετικό πρόσημο σε περίπτωση κερδών, με αρνητικό σε περίπτωση ζημιών) |
Μείον έσοδα ή κέρδη που δεν συνεπάγονται ταμειακή εισροή |
Πλέον έξοδα ή ζημιές που δεν συνεπάγονται ταμειακή εκροή |
Μείον έσοδα ή κέρδη που σχετίζονται με χρηματοδοτικές ή επενδυτικές δραστηριότητες |
Πλέον έξοδα ή ζημίες που σχετίζονται με χρηματοδοτικές ή επενδυτικές δραστηριότητες |
Πλέον δεδουλευμένοι χρεωστικοί τόκοι μείον δεδουλευμένοι πιστωτικοί τόκοι |
Μείον θετική μεταβολή αποθεμάτων |
Πλέον αρνητική μεταβολή αποθεμάτων |
Μείον θετική μεταβολή απαιτήσεων |
Πλέον αρνητική μεταβολή απαιτήσεων |
Πλέον θετική μεταβολή υποχρεώσεων |
Μείον αρνητική μεταβολή υποχρεώσεων |
Μείον πληρωμές χρεωστικών τόκων |
Μείον πληρωμές φόρου εισοδήματος |
|
Προκύψασα ταμειακή ροή από λειτουργικές δραστηριότητες |
Η παρούσα ανάλυση μέσω της πρακτικής εφαρμογής που ακολουθεί, εστιάζει κυρίως στην μεθοδολογία που μπορεί να εφαρμοστεί προκειμένου να καταρτιστεί η ΚΤΡ με την έμμεση μέθοδο, έχοντας ως βάση εργασίας τις μεταβολές που έχουν επέλθει μεταξύ των στοιχείων (περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και καθαρής θέσης) δύο διαδοχικών ισολογισμών, δεδομένου του γεγονότος πως η μεταβολή στα ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα από μία λογιστική περίοδο σε μία άλλη, είναι αποτέλεσμα συνδυασμού μεταβολών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και στοιχείων καθαρής θέσης. Από την ανάλυση των συγκεκριμένων μεταβολών θα προκύψουν οι απαιτούμενες πληροφορίες για την κατάρτιση της ΚΤΡ με την έμμεση μέθοδο.
Άμεση μέθοδος κατάρτισης της ΚΤΡ
Όπως προαναφέρθηκε η ΚΤΡ καταρτίζεται από τις μεγάλες οντότητες που είναι υπόχρεες εφαρμογής του Ν.4308/2014 μόνο με την έμμεση μέθοδο παρά το γεγονός πως το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 7 “Καταστάσεις Ταμειακών Ροών” προτρέπει τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν ΔΛΠ να καταρτίζουν την ΚΤΡ με την άμεση μέθοδο, η οποία διαφέρει από την έμμεση μόνο ως προς τον τρόπο παρουσίασης των ταμειακών ροών από λειτουργικές δραστηριότητες. Ειδικότερα σύμφωνα με το ΔΛΠ 7 κατά την παρουσίαση των ταμειακών ροών από λειτουργικές δραστηριότητες με την άμεση μέθοδο θα πρέπει να γνωστοποιούνται οι κύριες κατηγορίες ακαθάριστων εισπράξεων και ακαθάριστων καταβολών μετρητών. Οι απαιτούμενες πληροφορίες αντλούνται α) είτε από τα λογιστικά αρχεία της επιχείρησης, β) είτε με την αναμόρφωση των πωλήσεων, του κόστους πωλήσεων και άλλων στοιχείων της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων με βάση: i) τις μεταβολές κατά τη διάρκεια της περιόδου στα αποθέματα και στις λειτουργικές απαιτήσεις και τους πληρωτέους λογαριασμούς, ii) άλλα μη ταμιακά στοιχεία και iii) άλλα στοιχεία για τα οποία οι ταμιακές συνέπειες συνίστανται σε ταμιακές ροές επενδυτικής ή χρηματοδοτικής φύσης (παρ.18.α και παρ.19). Για τις ανάγκες της παρούσας ανάλυσης οι πληροφορίες για την κατάρτιση της ΚΤΡ με την άμεση μέθοδο στην πρακτική εφαρμογή που ακολουθεί, θα αντληθούν από τα λογιστικά αρχεία της οντότητας.
Πρακτική εφαρμογή
Περιεχόμενα:
1. Δεδομένα πρακτικής εφαρμογής, οργάνωση λογιστικού συστήματος για τις ανάγκες κατάρτισης της ΚΤΡ με την έμμεση μέθοδο,
2. Κατάσταση ταμειακών ροών με την έμμεση μέθοδο,
3. Πίνακας σύνδεσης των λογιστικών αρχείων με την κατάσταση ταμειακών ροών (έμμεσης μεθόδου),
4. Σχολιασμός μεθοδολογίας (έμμεσης) για κάθε κονδύλι της ΚΤΡ,
5. Οργάνωση λογιστικού συστήματος για τις ανάγκες κατάρτισης της ΚΤΡ με την άμεση μέθοδο,
6. Κατάσταση ταμειακών ροών με την άμεση μέθοδο,
7. Πίνακας σύνδεσης των λογιστικών αρχείων με την κατάσταση ταμειακών ροών (άμεσης μεθόδου)
8. Σχολιασμός μεθοδολογίας (άμεσης) που εφαρμόστηκε για κάθε κονδύλι της ΚΤΡ
9. Συμπεράσματα
10. Παράρτημα με το σύνολο των λογιστικών εγγραφών της λογιστικής περιόδου
1. Δεδομένα πρακτικής εφαρμογής, οργάνωση λογιστικού συστήματος για τις ανάγκες κατάρτισης της ΚΤΡ με την έμμεση μέθοδο
Η ανώνυμη εταιρία Α, η οποία εφαρμόζει ΕΛΠ και κατατάσσεται στις μεγάλες οντότητες, έχει υποχρέωση κατάρτισης ΚΤΡ με την έμμεση μέθοδο για την λογιστική περίοδο 01.01.2016-31.12.2016. Ο λογιστής της επιχείρησης, έχει οργανώσει το λογιστικό της σύστημα έτσι ώστε να είναι σε θέση να λαμβάνει το σύνολο των απαιτούμενων για την κατάρτιση της ΚΤΡ πληροφοριών, από τις μεταβολές των στοιχείων του ισολογισμού από την μία λογιστική περίοδο στην άλλη. Έχοντας ήδη καταρτίσει τον ισολογισμό της 31ης Δεκεμβρίου του έτους 2016 συντάσσει ένα φύλλο εργασίας στο οποίο παραθέτει τους ισολογισμούς της 31ης Δεκεμβρίου του έτους 2016 και της 31ης Δεκεμβρίου του έτους 2015. Επίσης, έχει προσθέσει δύο επιπλέον στήλες στις οποίες απεικονίζει τις μεταβολές που έχουν επέλθει στα στοιχεία του ισολογισμού από την μία λογιστική περίοδο στην άλλη. Στην χρέωση παρουσιάζονται οι μειώσεις των στοιχείων του παθητικού και της καθαρής θέσης και οι αυξήσεις των στοιχείων του ενεργητικού. Στην πίστωση παρουσιάζονται οι αυξήσεις των στοιχείων του παθητικού και της καθαρής θέσης και οι μειώσεις των στοιχείων του ενεργητικού. Η μείωση των ταμειακών διαθεσίμων και ισοδυνάμων της περιόδου ποσού 64.800,00€, υπήρξε αποτέλεσμα της αύξησης των στοιχείων του ενεργητικού κατά 128.700,00€ και της αύξησης των στοιχείων του παθητικού (καθαρή θέση, προβλέψεις και υποχρεώσεις) κατά το ποσό των 63.900,00€.
Ισολογισμός της 31ης Δεκεμβρίου 2016 |
||||
|
2016 |
2015 |
Χρέωση |
Πίστωση |
Μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία |
|
|
|
|
Ενσώματα πάγια |
239.500,00 |
250.000,00 |
|
10.500,00 |
Προκαταβολές και μη κυκλοφορούντα στοιχεία υπό κατασκευή |
1.000,00 |
0,00 |
1.000,00 |
|
Σύνολο μη κυκλοφορούντων στοιχείων |
240.500,00 |
250.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
Κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία |
|
|
|
|
Αποθέματα |
25.000,00 |
60.000,00 |
|
35.000,00 |
|
|
|
|
|
Χρηματοοικονομικά στοιχεία και προκαταβολές |
|
|
|
|
Εμπορικές απαιτήσεις |
243.200,00 |
70.000,00 |
173.200,00 |
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
100.200,00 |
165.000,00 |
|
64.800,00 |
Σύνολο |
343.400,00 |
235.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
Σύνολο κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων |
368.400,00 |
295.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
Σύνολο ενεργητικού |
608.900,00 |
545.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
Καθαρή θέση |
|
|
|
|
Καταβλημένα κεφάλαια |
320.000,00 |
300.000,00 |
|
20.000,00 |
|
|
|
|
|
Αποθεματικά και αποτελέσματα εις νέο |
|
|
|
|
Αποτελέσματα εις νέο |
65.986,00 |
40.000,00 |
|
25.986,00 |
|
|
|
|
|
Σύνολο καθαρής θέσης |
385.986,00 |
340.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
Προβλέψεις |
|
|
|
|
Προβλέψεις για παροχές σε εργαζόμενους |
10.000,00 |
2.000,00 |
|
8.000,00 |
|
|
|
|
|
Υποχρεώσεις |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις |
|
|
|
|
Δάνεια |
70.000,00 |
80.000,00 |
10.000,00 |
|
|
|
|
|
|
Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις |
|
|
|
|
Εμπορικές υποχρεώσεις |
114.800,00 |
83.000,00 |
|
31.800,00 |
Φόρος εισοδήματος |
10.614,00 |
20.000,00 |
9.386,00 |
|
Λοιποί φόροι και τέλη |
0,00 |
0,00 |
|
|
Οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης |
15.000,00 |
20.000,00 |
5.000,00 |
|
Λοιπές υποχρεώσεις |
2.500,00 |
0,00 |
|
2.500,00 |
Σύνολο βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων |
142.914,00 |
123.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
Σύνολο υποχρεώσεων |
212.914,00 |
203.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
Σύνολο καθαρής θέσης, προβλέψεων και υποχρεώσεων |
608.900,00 |
545.000,00 |
198.586,00 |
198.586,00 |
Η κατάσταση των αποτελεσμάτων χρήσης της λογιστικής περιόδου 01.01.2016-31.12.2016 είχε ως κάτωθι:
Κατάσταση αποτελεσμάτων λογιστικής περιόδου 01.01.2016-31.12.2016 κατά λειτουργία |
|
|
2016 |
Κύκλος εργασιών ( καθαρός) |
165.000,00 |
Κόστος πωλήσεων |
88.000,00 |
Μικτό αποτέλεσμα |
77.000,00 |
|
|
Έξοδα διοίκησης |
10.000,00 |
Έξοδα διάθεσης |
5.000,00 |
Απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων (καθαρό ποσό) |
21.000,00 |
Κέρδη από διάθεση μη κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων |
100,00 |
Αποτελέσματα προ τόκων και φόρων |
41.100,00 |
Πιστωτικοί τόκοι και συναφή έσοδα |
500,00 |
Χρεωστικοί τόκοι και συναφή έξοδα |
5.000,00 |
Αποτελέσματα προ φόρων |
36.600,00 |
Φόρος εισοδήματος |
10.614,00 |
Αποτελέσματα περιόδου μετά από φόρους |
25.986,00 |
Οι μεταβολές των στοιχείων του ισολογισμού από την μία λογιστική περίοδο στην άλλη εμφανίζονται με μεγαλύτερη ανάλυση στο ισοζύγιο που ακολουθεί στο οποίο περιλαμβάνονται οι κινήσεις των λογαριασμών ισολογισμού της λογιστικής περιόδου, μετά το κλείσιμο των αποτελεσματικών λογαριασμών. Από το συγκεκριμένο ισοζύγιο θα προκύψουν όλες οι απαιτούμενες πληροφορίες για την κατάρτιση της ΚΤΡ της περιόδου, καθώς τηρούνται ιδιαίτεροι λογαριασμοί ισολογισμού στους οποίους παρακολουθούνται ποσά που συνιστούν έσοδα, έξοδα, κέρδη και ζημιές που δεν συνεπάγονται ταμειακή εισροή ή εκροή αντίστοιχα καθώς επίσης και συναλλαγές (εσόδων ή εξόδων) που σχετίζονται με χρηματοδοτικές ή επενδυτικές δραστηριότητες. Είναι αυτονόητο ότι δεν είναι υποχρεωτική η τήρηση ιδιαίτερων λογαριασμών λογιστικής εφόσον οι μεταβολές των στοιχείων του ισολογισμού μπορούν να προκύψουν από οποιοδήποτε άλλο αρχείο της οντότητας (πχ μητρώο παγίων). Ωστόσο η τήρηση ιδιαίτερων λογαριασμών λογιστικής στην παρούσα πρακτική εφαρμογή για την άντληση των πληροφοριών που απαιτεί η κατάρτιση της ΚΤΡ με την έμμεση μέθοδο, συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση της εφαρμοζόμενης μεθοδολογίας.
Ισοζύγιο λογαριασμών ισολογισμού με ποσά στην περίοδο μετά το κλείσιμο |
||
|
Χρέωση περιόδου |
Πίστωση περιόδου |
Λογαριασμός |
|
|
|
|
|
Ενσώματα πάγια |
|
|
Ενσώματα πάγια (αξία κτήσης) |
20.000,00 |
0,00 |
Αποσβέσεις ενσώματων παγίων |
0,00 |
10.000,00 |
Απομειώσεις ενσώματων παγίων |
0,00 |
20.000,00 |
Διαγραφές πωληθέντων ενσώματων παγίων |
0,00 |
500,00 |
Σύνολο |
20.000,00 |
30.500,00 |
|
|
|
Προκαταβολές και μη κυκλοφορούντα στοιχεία υπό κατασκευή |
|
|
Προκαταβολές κτήσεως ενσώματων παγίων |
1.000,00 |
0,00 |
Σύνολο |
1.000,00 |
0,00 |
|
|
|
Αποθέματα |
|
|
Α' και Β' Ύλες |
15.000,00 |
50.000,00 |
Σύνολο |
15.000,00 |
50.000,00 |
|
|
|
Εμπορικές απαιτήσεις |
|
|
Εμπορικές απαιτήσεις (από πωλήσεις αποθεμάτων και υπηρεσιών) |
204.600,00 |
31.000,00 |
Απομειώσεις εμπορικών απαιτήσεων (από πωλήσεις αποθεμάτων και υπηρεσιών) |
0,00 |
1.000,00 |
Εμπορικές απαιτήσεις (από πωλήσεις παγίων) |
600,00 |
0,00 |
Σύνολο |
205.200,00 |
32.000,00 |
|
|
|
Λοιπές απαιτήσεις |
||
Λοιπές απαιτήσεις (απαιτήσεις για πιστωτικούς τόκους) |
500,00 |
500,00 |
Σύνολα |
500,00 |
500,00 |
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
|
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
51.500,00 |
116.300,00 |
Σύνολα |
51.500,00 |
116.300,00 |
|
|
|
Καταβλημένο μετοχικό κεφάλαιο |
|
|
Καταβλημένο μετοχικό κεφάλαιο |
0,00 |
20.000,00 |
Σύνολα |
0,00 |
20.000,00 |
|
|
|
Αποτελέσματα εις νέο |
|
|
Αποτελέσματα εις νέο |
10.614,00 |
36.600,00 |
Σύνολα |
10.614,00 |
36.600,00 |
|
|
|
Προβλέψεις |
|
|
Προβλέψεις για παροχές στο προσωπικό |
0,00 |
8.000,00 |
Σύνολα |
0,00 |
8.000,00 |
|
|
|
Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις (δάνεια) |
|
|
Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις (δάνεια) |
10.000,00 |
0,00 |
Σύνολα |
10.000,00 |
0,00 |
|
|
|
Εμπορικές υποχρεώσεις |
|
|
Εμπορικές υποχρεώσεις (προμηθευτές αποθεμάτων και υπηρεσιών) |
10.000,00 |
37.200,00 |
Εμπορικές υποχρεώσεις (προμηθευτές παγίων στοιχείων) |
20.000,00 |
24.600,00 |
Σύνολα |
30.000,00 |
61.800,00 |
|
|
|
Φόρος εισοδήματος |
|
|
Φόρος εισοδήματος |
20.000,00 |
10.614,00 |
Σύνολα |
20.000,00 |
10.614,00 |
|
|
|
Λοιποί φόροι και τέλη |
|
|
Λοιποί φόροι και τέλη (ΦΠΑ εσόδων) |
0,00 |
39.600,00 |
Λοιποί φόροι και τέλη (ΦΠΑ αγορών παγίων) |
4.600,00 |
0,00 |
Λοιποί φόροι και τέλη (ΦΠΑ αγορών αποθεμάτων) |
3.600,00 |
0,00 |
Λοιποί φόροι και τέλη (ΦΠΑ δαπανών) |
3.600,00 |
0,00 |
Λοιποί φόροι και τέλη (λογαριασμός απόδοσης ΦΠΑ) |
27.800,00 |
0,00 |
Σύνολα |
39.600,00 |
39.600,00 |
|
|
|
Οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης |
|
|
Οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης |
10.000,00 |
5.000,00 |
|
10.000,00 |
5.000,00 |
|
|
|
Λοιπές υποχρεώσεις |
|
|
Λοιπές υποχρεώσεις (καταβολής χρεωστικών τόκων) |
2.500,00 |
5.000,00 |
Σύνολα |
2.500,00 |
5.000,00 |
|
|
|
Σύνολα |
415.914,00 |
415.914,00 |
2. Κατάσταση ταμειακών ροών με την έμμεση μέθοδο
Κατάσταση χρηματοροών λογιστικής περιόδου 01.01.2016-31.12.2016 με την έμμεση μέθοδο |
||
|
2016 |
Σημείωση |
Χρηματοροές από λειτουργικές δραστηριότητες |
|
|
Αποτέλεσμα προ φόρων |
36.600,00 |
1 |
Πλέον ή μείον προσαρμογές για: |
|
|
Πλέον Αποσβέσεις και απομειώσεις ενσώματων και άυλων παγίων |
30.000,00 |
2 |
Πλέον Προβλέψεις |
8.000,00 |
3 |
Μείον Κέρδη και ζημίες από διάθεση στοιχείων |
100,00 |
4 |
Πλέον ζημίες από διάθεση στοιχείων |
0,00 |
|
Πλέον Έσοδα συμμετοχών και επενδύσεων |
0,00 |
|
Πλέον Zημίες από επιμέτρηση στοιχείων |
0,00 |
|
Χρεωστικοί και πιστωτικοί τόκοι (καθαρό ποσό) |
4.500,00 |
5 |
Πλέον Απομειώσεις κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων |
1.000,00 |
6 |
Μείον Αναστροφές απομειώσεων κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων |
0,00 |
|
Μείον Αποσβέσεις επιχορηγήσεων |
0,00 |
|
|
|
|
Πλέον ή μείον μεταβολές λογαριασμών κεφαλαίου κίνησης |
|
|
Μεταβολή αποθεμάτων |
-35.000,00 |
7 |
Μεταβολή απαιτήσεων |
173.600,00 |
8 |
Μεταβολή υποχρεώσεων |
26.800,00 |
9 |
|
|
|
Μείον Πληρωμές για χρεωστικούς τόκους |
2.500,00 |
10 |
Πληρωμές για φόρο εισοδήματος |
20.000,00 |
11 |
Σύνολο |
-54.300,00 |
|
Χρηματοροές από επενδυτικές δραστηριότητες |
|
|
Πληρωμές για απόκτηση παγίων στοιχείων |
21.000,00 |
12 |
Εισπράξεις από πώληση παγίων |
0,00 |
|
Χορηγηθέντα δάνεια (καθαρή μεταβολή) |
0,00 |
|
Τόκοι εισπραχθέντες |
500,00 |
13 |
Μερίσματα εισπραχθέντα |
0,00 |
|
Σύνολο |
-20.500,00 |
|
Χρηματοροές από χρηματοδοτικές δραστηριότητες |
|
|
Εισπράξεις (πληρωμές) από αύξηση (μείωση κεφαλαίου) |
20.000,00 |
14 |
Εισπράξεις (πληρωμές) από δάνεια |
10.000,00 |
15 |
Σύνολο |
10.000,00 |
|
Συμφωνία μεταβολής διαθεσίμων |
|
|
Καθαρή μεταβολή στα ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα χρήσης |
-64.800,00 |
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα στην αρχή της περιόδου |
165.000,00 |
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα στο τέλος της περιόδου |
100.200,00 |
|
3. Πίνακας σύνδεσης των λογιστικών αρχείων με την κατάσταση ταμειακών ροών (έμμεσης μεθόδου), |
|||||||||||||||||
|
Χρέωση περιόδου |
Πίστωση περιόδου |
1 |
2 |
3 |
4 |
5 |
6 |
7 |
8 |
9 |
10 |
11 |
12 |
13 |
14 |
15 |
Λογαριασμός |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Ενσώματα πάγια (αξία κτήσης) |
20.000,00 |
0,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
20.000,00 |
|
|
|
Αποσβέσεις ενσώματων παγίων |
0,00 |
10.000,00 |
|
10.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Απομειώσεις ενσώματων παγίων |
0,00 |
20.000,00 |
|
20.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Διαγραφές πωληθέντων ενσώματων παγίων |
0,00 |
500,00 |
|
|
-500,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
||
Προκαταβολές κτήσεως ενσώματων παγίων |
1.000,00 |
0,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
1.000,00 |
|
|
|
Α' και Β' Ύλες |
15.000,00 |
50.000,00 |
|
|
|
|
|
|
-35.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
Εμπορικές απαιτήσεις (από πωλήσεις αποθεμάτων και υπηρεσιών) |
204.600,00 |
31.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
173.600,00 |
|
|
|
|
|
|
|
Απομειώσεις εμπορικών απαιτήσεων (από πωλήσεις αποθεμάτων και υπηρεσιών) |
0,00 |
1.000,00 |
|
|
|
|
|
1.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Εμπορικές απαιτήσεις (από πωλήσεις παγίων) |
600,00 |
0,00 |
|
|
|
600,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Λοιπές απαιτήσεις (απαιτήσεις για πιστωτικούς τόκους) |
500,00 |
500,00 |
|
|
|
|
-500,00 |
|
|
|
|
|
|
|
500,00 |
|
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
51.500,00 |
116.300,00 |
|||||||||||||||
Καταβλημένο μετοχικό κεφάλαιο |
0,00 |
20.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
20.000,00 |
|
Αποτελέσματα εις νέο |
10.614,00 |
36.600,00 |
36.600,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
10.614,00 |
|
|
|
|
Προβλέψεις για παροχές στο προσωπικό |
0,00 |
8.000,00 |
|
|
8.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις (δάνεια) |
10.000,00 |
0,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
10.000,00 |
Εμπορικές υποχρεώσεις (προμηθευτές αποθεμάτων και υπηρεσιών) |
10.000,00 |
37.200,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
27.200,00 |
|
|
|
|
|
|
Εμπορικές υποχρεώσεις (προμηθευτές παγίων στοιχείων) |
20.000,00 |
24.600,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
4.600,00 |
|
|
|
Φόρος εισοδήματος |
20.000,00 |
10.614,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
9.386,00 |
|
|
|
|
Λοιποί φόροι και τέλη (ΦΠΑ εσόδων) |
0,00 |
39.600,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
39.600,00 |
|
|
|
|
|
|
Λοιποί φόροι και τέλη (ΦΠΑ αγορών παγίων) |
4.600,00 |
0,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
-4.600,00 |
|
|
|
Λοιποί φόροι και τέλη (ΦΠΑ αγορών αποθεμάτων) |
3.600,00 |
0,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
-3.600,00 |
|
|
|
|
|
|
Λοιποί φόροι και τέλη (ΦΠΑ δαπανών) |
3.600,00 |
0,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
-3.600,00 |
|
|
|
|
|
|
Λοιποί φόροι και τέλη (λογαριασμός απόδοσης ΦΠΑ) |
27.800,00 |
0,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
-27.800,00 |
|
|
|
|
|
|
Οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης |
10.000,00 |
5.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
-5.000,00 |
|
|
|
|
|
|
Λοιπές υποχρεώσεις (καταβολής χρεωστικών τόκων) |
2.500,00 |
5.000,00 |
|
|
|
|
5.000,00 |
|
|
|
|
2.500,00 |
|
|
|
|
|
Σύνολα |
415.914,00 |
415.914,00 |
36.600,00 |
30.000,00 |
8.000,00 |
100,00 |
4.500,00 |
1.000,00 |
-35.000,00 |
173.600,00 |
26.800,00 |
2.500,00 |
20.000,00 |
21.000,00 |
500,00 |
20.000,00 |
10.000,00 |
4. Σχολιασμός μεθοδολογίας (έμμεσης) για κάθε κονδύλι της ΚΤΡ
1. Αποτελέσματα προ φόρων
Τα δεδομένα για το συγκεκριμένο κονδύλι της ΚΤΡ προκύπτουν από την πίστωση περιόδου του λογαριασμού καθαρής θέσης “Αποτελέσματα εις νέο” στην οποία μεταφέρεται κατά το κλείσιμο των αποτελεσματικών λογαριασμών το αποτέλεσμα της λογιστικής περιόδου πριν από την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος. Η καταχώρηση του εξόδου φόρου εισοδήματος της περιόδου θα μεταφερθεί στην χρέωση του ίδιου λογαριασμού καθαρής θέσης (βλέπε σημείωση 11). Όπως προκύπτει από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ η πίστωση περιόδου του λογαριασμού καθαρής θέσης “Αποτελέσματα εις νέο” ανήλθε σε 36.600,00€ ποσό το οποίο παρουσιάζεται και στο κονδύλι της κατάστασης αποτελεσμάτων χρήσης “Αποτελέσματα προ φόρων”.
2. Αποσβέσεις και απομειώσεις ενσώματων και άυλων παγίων
Τα δεδομένα για το συγκεκριμένο κονδύλι της ΚΤΡ προκύπτουν από την πίστωση περιόδου αντίθετων λογαριασμών μη κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων στις οποίες παρακολουθούνται οι αποσβέσεις και οι απομειώσεις των παγίων περιουσιακών στοιχείων. Όπως προκύπτει από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ η πίστωση περιόδου των συγκεκριμένων λογαριασμών ανήλθε σε 30.000,00€ και αναλύεται περαιτέρω σε αποσβέσεις ποσού 10.000,00€ και απομειώσεις ποσού 20.000,00€. Οι απομειώσεις των παγίων περιουσιακών στοιχείων ποσού 20.000,00€ μαζί με τις απομειώσεις των μη κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων ποσού 1.000,00€ (βλέπε σημείωση 6) παρουσιάζονται στο κονδύλι της κατάστασης αποτελεσμάτων χρήσης “Απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων (καθαρό ποσό)”.
3. Προβλέψεις
Τα δεδομένα για το συγκεκριμένο κονδύλι της ΚΤΡ προκύπτουν από την πίστωση περιόδου του λογαριασμού υποχρέωσης “Προβλέψεις”. Όπως προκύπτει από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ η πίστωση περιόδου του συγκεκριμένου λογαριασμού ανήλθε σε 8.000,00€. Αναστροφές προβλέψεων της λογιστικής περιόδου εφόσον υφίστανται, παρακολουθούνται στην χρέωση του ίδιου λογαριασμού.
4. Κέρδη από διάθεση στοιχείων
Το κέρδος από την διάθεση περιουσιακών στοιχείων το οποίο πρέπει να παρουσιαστεί στην ΚΤΡ προκύπτει ως εξής:
|
Κέρδη από διάθεση περιουσιακών στοιχείων |
Χρέωση περιόδου λογαριασμού "Εμπορικές απαιτήσεις από πωλήσεις παγίων" |
600,00 |
Μείον πίστωση περιόδου λογαριασμού "Διαγραφές πωληθέντων παγίων στοιχείων" |
-500,00 |
Μείον πίστωση περιόδου λογαριασμού "Λοιπές υποχρεώσεις (ΦΠΑ πωλήσεων παγίων)" |
0,00 |
Ποσό που παρουσιάζεται στην κατάσταση ταμειακών ροών |
100,00 |
Τα ανωτέρω ποσά προκύπτουν από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ. Όπως μπορεί να διαπιστωθεί, προκειμένου να ληφθούν οι απαραίτητες πληροφορίες από τις μεταβολές των στοιχείων των λογαριασμών ισολογισμού, απαιτείται η τήρηση ιδιαίτερων λογαριασμών παρακολούθησης της αξίας των διαγραφών πωληθέντων περιουσιακών στοιχείων, των εμπορικών απαιτήσεων από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων αλλά και της υποχρέωσης απόδοσης ΦΠΑ σε περίπτωσης πώλησης περιουσιακών στοιχείων. Στην πρακτική μας εφαρμογή η πώληση του παγίου περιουσιακού στοιχείου δεν έχει επιβαρυνθεί με ΦΠΑ. Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι ο λογαριασμός απαιτήσεων “Εμπορικές απαιτήσεις από πωλήσεις παγίων” δεν εμφανίζει πίστωση στην περίοδο, κάτι που σημαίνει ότι δεν έχει λάβει χώρα είσπραξη από πώληση παγίων στην περίοδο, γεγονός που αποτυπώνεται στην ΚΤΡ, καθώς κανένα ποσό δεν παρουσιάζεται στο σχετικό κονδύλι.
5. Χρεωστικοί και πιστωτικοί τόκοι (καθαρό ποσό)
Τα δεδομένα για το συγκεκριμένο κονδύλι της ΚΡΤ προκύπτουν από την χρέωση περιόδου του λογαριασμού απαιτήσεων “Λοιπές απαιτήσεις για πιστωτικούς τόκους” και από την πίστωση περιόδου του λογαριασμού υποχρεώσεων “Λοιπές υποχρεώσεις καταβολής χρεωστικών τόκων”. Το ποσό που τελικά θα παρουσιαστεί στο κονδύλι της ΚΤΡ θα είναι αυτό που θα προκύψει αν από τους χρεωστικούς τόκους αφαιρεθούν οι πιστωτικοί και το οποίο προστίθεται στα κέρδη μετά από φόρους. Όπως προκύπτει από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ το ποσό που τελικά θα παρουσιαστεί στο συγκεκριμένο κονδύλι της ΚΤΡ ανέρχεται σε 4.500,00€ και αναλύεται σε χρεωστικούς τόκους ποσού 5.000,00€ και πιστωτικούς τόκους ποσού 500,00€. Για τις ανάγκες τις παρούσας εφαρμογής θεωρούμε πως οι πιστωτικοί τόκοι σχετίζονται με τις επενδυτικές δραστηριότητες.
6. Απομειώσεις κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων
Τα δεδομένα για το συγκεκριμένο κονδύλι της ΚΤΡ προκύπτουν από την πίστωση περιόδου του αντίθετου λογαριασμού κυκλοφορούντος ενεργητικού “Απομειώσεις εμπορικών απαιτήσεων (από πωλήσεις αποθεμάτων και υπηρεσιών)”. Από την χρέωση περιόδου του συγκεκριμένου λογαριασμού κυκλοφορούντος ενεργητικού θα προκύψει το ποσό που θα πρέπει να παρουσιαστεί στο κονδύλι της ΚΤΡ “Αναστροφές απομειώσεων περιουσιακών στοιχείων”. Ωστόσο στην παρούσα πρακτική εφαρμογή δεν υπάρχουν έσοδα από αναστροφές απομειώσεων. Όπως προκύπτει από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ, το ποσό που τελικά θα παρουσιαστεί στο κονδύλι της ΚΤΡ “Απομειώσεις κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων” ανέρχεται σε 1.000,00€. Επισημαίνεται, ότι η ίδια μέθοδος παρακολούθησης μπορεί να εφαρμοστεί και για λοιπές κατηγορίες κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων.
7. Μεταβολή αποθεμάτων
Τα δεδομένα για το συγκεκριμένο κονδύλι της ΚΤΡ προκύπτουν από την μεταβολή περιόδου των λογαριασμών κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων “Αποθέματα”. Τήρηση ιδιαίτερου αντίθετου λογαριασμού απαιτείται για την παρακολούθηση των απομειώσεων της λογιστικής αξίας των αποθεμάτων εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση. Σε περίπτωση που υπάρχουν απομειώσεις λογιστικής αξίας αποθεμάτων τότε αυτές θα προκύπτουν από την πίστωση του ως άνω αντίθετου λογαριασμού και θα παρουσιάζονται στο κονδύλι της ΚΤΡ “Απομειώσεις κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων”. Όπως προκύπτει από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ το ποσό που τελικά θα παρουσιαστεί στο κονδύλι της ΚΤΡ “Μεταβολές αποθεμάτων” ανέρχεται σε -35.000,00€ και αφορά την αρνητική μεταβολή της λογιστικής αξίας των αποθεμάτων από την μία λογιστική περίοδο στην άλλη, η οποία προστίθεται στο κέρδος προ φόρων.
8. Μεταβολή απαιτήσεων
Τα δεδομένα για το συγκεκριμένο κονδύλι της ΚΤΡ προκύπτουν από την μεταβολή του λογαριασμού κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων “Εμπορικές απαιτήσεις (από πωλήσεις αποθεμάτων και υπηρεσιών)”. Τήρηση ιδιαίτερου αντίθετου λογαριασμού κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων απαιτείται για την παρακολούθηση των απομειώσεων της λογιστικής αξίας των εμπορικών απαιτήσεων (από πωλήσεις αποθεμάτων και υπηρεσιών) από την πίστωση του οποίου θα προκύπτει το ποσό που θα παρουσιάζεται στο κονδύλι της ΚΤΡ “Απομειώσεις κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων” (βλέπε σημείωση 6). Επίσης, τήρηση ιδιαίτερου λογαριασμού κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων απαιτείται για την παρακολούθηση των εμπορικών απαιτήσεων από πωλήσεις παγίων στοιχείων από την χρέωση και την πίστωση του οποίου θα προκύπτουν τα ποσά που θα παρουσιάζονται στα κονδύλια της ΚΤΡ “Κέρδη από διάθεση παγίων” και “Εισπράξεις από πώληση παγίων” αντίστοιχα (βλέπε σημείωση 4). Όπως προκύπτει από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ το ποσό που τελικά θα παρουσιαστεί στο κονδύλι της ΚΤΡ “Μεταβολή απαιτήσεων” ανέρχεται σε 173.600,00€ και αφορά την θετική μεταβολή της λογιστικής αξίας των εμπορικών απαιτήσεων από πωλήσεις αποθεμάτων και υπηρεσιών από την μία λογιστική περίοδο στην άλλη η οποία αφαιρείται από το κέρδος προ φόρων.
9. Μεταβολή υποχρεώσεων
Τα δεδομένα για το συγκεκριμένο κονδύλι της ΚΤΡ όπως μπορεί να διαπιστωθεί από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ, προκύπτουν από την μεταβολή των λογαριασμών υποχρεώσεων εκτός εκείνων που αφορούν υποχρεώσεις που συσχετίζονται με άλλα κονδύλια της ΚΤΡ (φόρος εισοδήματος, υποχρεώσεις προμηθευτών παγίων κλπ). Όπως προκύπτει από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ το ποσό που τελικά θα παρουσιαστεί στο κονδύλι της ΚΤΡ “Μεταβολή υποχρεώσεων” ανέρχεται σε 26.800,00€ και αφορά την θετική μεταβολή των συγκεκριμένων λογαριασμών από την μία λογιστική περίοδο στην άλλη η οποία προστίθεται στο κέρδος προ φόρων.
10. Πληρωμές για χρεωστικούς τόκους
Τα δεδομένα για τον συγκεκριμένο κονδύλι της ΚΤΡ όπως μπορεί να διαπιστωθεί από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ προκύπτουν από την χρέωση περιόδου του λογαριασμού υποχρεώσεων “Λοιπές υποχρεώσεις (καταβολής χρεωστικών τόκων)”. Από την πίστωση του ίδιου λογαριασμού υποχρεώσεων προκύπτει το ποσό που πρέπει να παρουσιαστεί στο κονδύλι της ΚΤΡ “Χρεωστικού και πιστωτικοί τόκοι (καθαρό ποσό)” (βλέπε σημείωση 5). Όπως προκύπτει από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ το ποσό που τελικά θα παρουσιαστεί στο κονδύλι της ΚΤΡ “Πληρωμές για χρεωστικούς τόκους” ανέρχεται σε 2.500,00€ και διαφέρει από το δεδουλευμένο ποσό χρεωστικών τόκων (έξοδο) καθώς ένα μόνο τμήμα τους καταβλήθηκε εντός της λογιστικής περιόδου.
11. Πληρωμές για φόρο εισοδήματος
Τα δεδομένα για τον συγκεκριμένο κονδύλι της ΚΤΡ όπως μπορεί να διαπιστωθεί από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ προκύπτουν από την χρέωση περιόδου του λογαριασμού καθαρής θέσης “Αποτελέσματα εις νέο” (βλέπε και σημείωση 1) και από την μεταβολή περιόδου του λογαριασμού υποχρέωσης “Φόρος εισοδήματος”. Όπως προκύπτει από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ το ποσό που τελικά θα παρουσιαστεί στο κονδύλι της ΚΤΡ ανέρχεται σε 20.000,00€ και αναλύεται στον πίνακα που ακολουθεί:
|
Πληρωμές για φόρο εισοδήματος |
Χρέωση περιόδου λογαριασμού "Αποτελέσματα εις νέο" |
10.614,00 |
Πλέον την αρνητική ή μείον την θετική μεταβολή λογαριασμού υποχρέωσης "Φόρος εισοδήματος" |
9.386,00 |
Ποσό που παρουσιάζεται στην κατάσταση ταμειακών ροών |
20.000,00 |
12. Πληρωμές για απόκτηση παγίων στοιχείων
Το ποσό που αφορά πληρωμές για απόκτηση παγίων και το οποίο πρέπει να παρουσιαστεί στην κατάσταση ταμειακών ροών προκύπτει ως εξής:
|
Πληρωμές για απόκτηση παγίων στοιχείων |
Χρέωση περιόδου λογαριασμού "Ενσώματα πάγια (αξία κτήσης)" |
20.000,00 |
Πλέον Χρέωση περιόδου λογαριασμού "Προκαταβολές κτήσεως παγίων στοιχείων" |
1.000,00 |
Πλέον χρέωση περιόδου λογαριασμού "Λοιποί φόροι και τέλη (ΦΠΑ αγορών παγίων)" |
4.600,00 |
Μείον θετική μεταβολή λογαριασμού "Εμπορικές υποχρεώσεις (προμηθευτές παγίων στοιχείων)" |
-4.600,00 |
Ποσό που παρουσιάζεται στην κατάσταση ταμειακών ροών |
21.000,00 |
13. Τόκοι εισπραχθέντες
Τα δεδομένα για τον συγκεκριμένο κονδύλι της ΚΤΡ όπως μπορεί να διαπιστωθεί από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ προκύπτουν από την πίστωση περιόδου του λογαριασμού απαιτήσεων “Λοιπές απαιτήσεις (απαιτήσεις από πιστωτικούς τόκους)”. Όπως προκύπτει από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ το ποσό που τελικά θα παρουσιαστεί στο κονδύλι της ΚΤΡ “Τόκοι εισπραχθέντες” ανέρχεται σε 500,00€ και δεν διαφέρει από το ποσό των δεδουλευμένων πιστωτικών τόκων (έσοδο) καθώς το συνολικό ποσό των δεδουλευμένων πιστωτικών τόκων της περιόδου εισπράχθηκε στην περίοδο.
14, 15 Εισπράξεις από αύξηση κεφαλαίου και πληρωμές για δάνεια
Τα δεδομένα για τα συγκεκριμένα κονδύλια της ΚΤΡ όπως μπορεί να διαπιστωθεί από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ προκύπτουν από την πίστωση περιόδου του λογαριασμού καθαρής θέσης “Καταβλημένο μετοχικό κεφάλαιο” και από την χρέωση περιόδου του λογαριασμού υποχρεώσεων “Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις (δάνεια)” αντίστοιχα. Όπως προκύπτει από το ισοζύγιο αλλά και από τον πίνακα σύνδεσης του ισοζυγίου με την ΚΤΡ τα ποσό που τελικά θα παρουσιαστούν στα σχετικά κονδύλια της ΚΤΡ ανέρχονται σε 20.000,00€ και 10.000,00€ αντίστοιχα.
Συμπερασματικά, η κατάρτιση της ΚΤΡ με την έμμεση μέθοδο είναι εφικτή μέσω της ανάλυσης των μεταβολών των στοιχείων του ισολογισμού από την μία λογιστική περίοδο στην άλλη, με την προϋπόθεση της οργάνωσης του λογιστικού συστήματος και της παρακολούθησης του συνόλου των λογιστικών γεγονότων με τρόπο τέτοιο ώστε το σύνολο των απαιτούμενων πληροφοριών για την κατάρτιση της κατάστασης ταμειακών ροών με την έμμεση μέθοδο, να είναι “αποτυπωμένο” στις μεταβολές των στοιχείων του ισολογισμού, δηλαδή στα περιουσιακά στοιχεία, στις υποχρεώσεις και στα στοιχεία της καθαρής θέσης. Για παράδειγμα το ποσό καταβολής για χρεωστικούς τόκους εντός ορισμένης λογιστικής περιόδου, δεν θα είναι εφικτό να προκύψει από την χρέωση του σχετικού λογαριασμού υποχρέωσης, αν αυτός ο λογαριασμός δεν έχει πρώτα πιστωθεί με το ποσό του εξόδου χρεωστικών τόκων. Ομοίως το ποσό που καταβάλλεται για την απόκτηση ενός παγίου περιουσιακού στοιχείου τοις μετρητοίς θα πρέπει να έχει αρχικά “αποτυπωθεί” στην πίστωση του σχετικού λογαριασμού υποχρέωσης έτσι ώστε να αντλούνται τα ορθά στοιχεία από την μεταβολή του συγκεκριμένου λογαριασμού. Επισημαίνεται ότι ο τρόπος ανάπτυξης των λογαριασμών και της καταχώρησης των λογιστικών γεγονότων για την παρακολούθηση των μεταβολών των στοιχείων του ισολογισμού της πρακτικής εφαρμογής μπορεί να διαφοροποιηθεί ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε οντότητας και της ιδιαιτερότητας της κάθε συναλλαγής. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι με την πρακτική εφαρμογή δεν επιδιώκεται η κάλυψη του συνόλου των περιπτώσεων που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο ενασχολούμενος με την κατάρτιση της ΚΤΡ αλλά δίνεται κυρίως έμφαση στην ανάπτυξη της εφαρμοζόμενης μεθοδολογίας.
5. Οργάνωση του λογιστικού συστήματος για την κατάρτιση της ΚΤΡ με την άμεση μέθοδο
Για την κατάρτιση της ΚΤΡ με την άμεση μέθοδο και σύμφωνα με το ΔΛΠ 7 “Καταστάσεις ταμειακών ροών” οι απαιτούμενες πληροφορίες αντλούνται α) είτε από τα λογιστικά αρχεία της επιχείρησης, β) είτε με την αναμόρφωση των πωλήσεων, του κόστους πωλήσεων και άλλων στοιχείων της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων με βάση: i) τις μεταβολές κατά τη διάρκεια της περιόδου στα αποθέματα και στις λειτουργικές απαιτήσεις και τους πληρωτέους λογαριασμούς, ii) άλλα μη ταμιακά στοιχεία και iii) άλλα στοιχεία για τα οποία οι ταμιακές συνέπειες συνίστανται σε ταμιακές ροές επενδυτικής ή χρηματοδοτικής φύσης (παρ.18.α και παρ.19). Στην παρούσα πρακτική εφαρμογή υποθέτουμε ότι η οντότητα εκτός από την κατάρτιση με την έμμεση μέθοδο καταρτίζει την ΚΤΡ και με την άμεση μέθοδο για λόγους εσωτερικής πληροφόρησης. Όλες οι απαιτούμενες πληροφορίες αντλούνται από τα λογιστικά αρχεία και ειδικότερα από τις κινήσεις των λογαριασμών ταμειακών διαθεσίμων και ισοδυνάμων της περιόδου οι οποίες παρουσιάζονται στον πίνακα που ακολουθεί:
Αναλυτικό καθολικό διαθεσίμων και ισοδυνάμων περιόδου 2016 |
Λογιστική βάση |
|||
|
|
|
Χρέωση περιόδου |
Πίστωση περιόδου |
Λογαριασμός |
Ημερομηνία |
Αιτιολογία |
|
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
15.01.2016 |
Εξόφληση προμηθευτών παγίων |
|
20.000,00 |
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
31.03.2016 |
Αύξηση κεφαλαίου με μετρητά |
20.000,00 |
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
30.04.2016 |
Πληρωμή φόρου εισοδήματος προηγούμενης λογιστικής περιόδου |
|
20.000,00 |
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
31.05.2016 |
Προκαταβολή για απόκτηση παγίων στοιχείων |
|
1.000,00 |
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
31.07.2016 |
Είσπραξη μέρους απαιτήσεων |
31.000,00 |
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
31.07.2016 |
Πληρωμή μισθοδοσίας |
|
15.000,00 |
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
30.09.2016 |
Μερική εξόφληση εμπορικών υποχρεώσεων |
|
10.000,00 |
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
30.09.2016 |
Καταβολή ΦΠΑ |
|
27.800,00 |
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
31.10.2016 |
Πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών |
|
10.000,00 |
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
31.12.2016 |
Είσπραξη τόκων |
500,00 |
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
31.12.2016 |
Πληρωμή μέρους χρεωστικών τόκων |
|
2.500,00 |
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
31.12.2016 |
Καταβολή δόσης κεφαλαίου δανείου |
|
10.000,00 |
|
|
Σύνολα |
51.500,00 |
116.300,00 |
Όπως μπορεί να διαπιστωθεί, από τις κινήσεις των λογαριασμών ταμειακών διαθεσίμων και ισοδυνάμων της λογιστικής περιόδου, προκύπτουν όλες οι απαιτούμενες για την κατάρτιση της ΚΤΡ με την άμεση μέθοδο πληροφορίες. Για λόγους απλοποίησης, ο αριθμός των λογιστικών γεγονότων της περιόδου είναι περιορισμένος όπως μπορεί να διαπιστωθεί και από το Παράρτημα με το σύνολο των λογιστικών εγγραφών της περιόδου.
Η μεταβολή (μείωση) των ταμειακών διαθεσίμων της περιόδου ποσού 64.800,00€ προκύπτει από την διαφορά μεταξύ χρέωσης και πίστωσης του/ων λογαριασμού/ων ταμειακών διαθεσίμων και ισοδυνάμων (51.500,00€-116.300,00€). Επισημαίνεται, ότι στο αναλυτικό καθολικό ταμειακών διαθεσίμων και ισοδυνάμων από το οποίο αντλούνται οι πληροφορίες για την κατάρτιση της ΚΤΡ με την άμεση μέθοδο, δεν περιλαμβάνονται κινήσεις μεταξύ στοιχείων που συνιστούν ταμειακά διαθέσιμα (πχ καταθέσεις μετρητών από το ταμείο σε τραπεζικό λογαριασμό και το αντίστροφο). Για λόγους πληροφοριακούς και μόνο, οι συγκεκριμένες κινήσεις θα μπορούσαν να παρουσιαστούν στις κινήσεις των ταμειακών διαθεσίμων και ισοδυνάμων και να εμφανιστούν σε ξεχωριστή στήλη στον πίνακα σύνδεσης με την ΚΤΡ (βλέπε 7), το σύνολο της οποίας θα ήταν μηδενικό.
6. Κατάσταση ταμειακών ροών με την άμεση μέθοδο
Κατάσταση ταμειακών ροών λογιστικής περιόδου 01.01.2016-31.12.2016 με την άμεση μέθοδο |
||
|
|
Ανάλυση |
Χρηματοροές από λειτουργικές δραστηριότητες |
|
|
Εισπράξεις από την πώληση αγαθών και υπηρεσιών |
31.000,00 |
1 |
Πληρωμές προς προμηθευτές αγαθών και υπηρεσιών |
37.800,00 |
2 |
Πληρωμές σε εργαζόμενους, ασφαλιστικά ταμεία |
25.000,00 |
3 |
Πληρωμές για χρεωστικούς τόκους |
2.500,00 |
4 |
Πληρωμές για φόρο εισοδήματος |
20.000,00 |
5 |
Σύνολο |
-54.300,00 |
|
|
|
|
Χρηματοροές από επενδυτικές δραστηριότητες |
|
|
Πληρωμές για απόκτηση παγίων στοιχείων |
21.000,00 |
6 |
Τόκοι εισπραχθέντες |
500,00 |
7 |
Σύνολο |
-20.500,00 |
|
|
|
|
Χρηματοροές από χρηματοδοτικές δραστηριότητες |
|
|
Εισπράξεις από αύξηση κεφαλαίου |
20.000,00 |
8 |
Πληρωμές για δάνεια |
10.000,00 |
9 |
Σύνολο |
10.000,00 |
|
|
|
|
Συμφωνία μεταβολής διαθεσίμων |
|
|
Καθαρή μεταβολή ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα χρήσης |
-64.800,00 |
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα στην αρχή της περιόδου |
165.000,00 |
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα στην αρχή της περιόδου |
100.200,00 |
|
7. Πίνακας σύνδεσης των λογιστικών αρχείων με την κατάσταση ταμειακών ροών (άμεσης μεθόδου)
Κινήσεις λογαριασμών ταμειακών διαθεσίμων και ισοδυνάμων περιόδου |
Λογιστική βάση |
1 |
2 |
3 |
4 |
5 |
6 |
7 |
8 |
9 |
||
|
|
Χρέωση περιόδου |
Πίστωση περιόδου |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Ημερομηνία |
Αιτιολογία |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
15.01.2016 |
Εξόφληση προμηθευτών παγίων |
|
20.000,00 |
|
|
|
|
|
20.000,00 |
|
|
|
31.03.2016 |
Αύξηση κεφαλαίου με μετρητά |
20.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
20.000,00 |
|
30.04.2016 |
Πληρωμή φόρου εισοδήματος προηγούμενης λογιστικής περιόδου |
|
20.000,00 |
|
|
|
|
20.000,00 |
|
|
|
|
31.05.2016 |
Προκαταβολή για απόκτηση παγίων στοιχείων |
|
1.000,00 |
|
|
|
|
|
1.000,00 |
|
|
|
31.07.2016 |
Είσπραξη μέρους απαιτήσεων |
31.000,00 |
|
31.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
31.07.2016 |
Πληρωμή μισθοδοσίας |
|
15.000,00 |
|
|
15.000,00 |
|
|
|
|
|
|
30.09.2016 |
Μερική εξόφληση εμπορικών υποχρεώσεων |
|
10.000,00 |
|
10.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
30.09.2016 |
Καταβολή ΦΠΑ |
|
27.800,00 |
|
27.800,00 |
|
|
|
|
|
|
|
31.10.2016 |
Πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών |
|
10.000,00 |
|
|
10.000,00 |
|
|
|
|
|
|
31.12.2016 |
Είσπραξη τόκων |
500,00 |
|
|
|
|
|
|
|
500,00 |
|
|
31.12.2016 |
Πληρωμή μέρους χρεωστικών τόκων |
|
2.500,00 |
|
|
|
2.500,00 |
|
|
|
|
|
31.12.2016 |
Καταβολή δόσης κεφαλαίου δανείου |
|
10.000,00 |
|
|
|
|
|
|
|
|
10.000,00 |
|
Σύνολο ΚΤΡ |
51.500,00 |
116.300,00 |
31.000,00 |
37.800,00 |
25.000,00 |
2.500,00 |
20.000,00 |
21.000,00 |
500,00 |
20.000,00 |
10.000,00 |
8. Σχολιασμός μεθοδολογίας (άμεσης) που εφαρμόστηκε για κάθε κονδύλι της ΚΤΡ
Για την σύνταξη της κατάστασης ταμειακών ροών με την άμεση μέθοδο απαιτείται η ανάλυση των μεταβολών του/των λογαριασμού/ων ταμειακών διαθεσίμων και ισοδυνάμων, όπως αυτή προκύπτει από τα λογιστικά αρχεία της οντότητας. Αντίθετα για την κατάρτιση της ίδιας κατάστασης με την έμμεση μέθοδο, απαιτείται η ανάλυση των μεταβολών όλων των στοιχείων του ισολογισμού (περιουσιακών, υποχρεώσεων και καθαρής θέσης) από την μία περίοδο στην άλλη εκτός από την μεταβολή των ταμειακών διαθεσίμων και ισοδύναμων της περιόδου. Όπως μπορεί να διαπιστωθεί, η διαφορά μεταξύ άμεσης και έμμεσης μεθόδου παρουσίασης της ΚΤΡ έγκειται στον διαφορετικό τρόπο παρουσίασης τον ταμειακών ροών από λειτουργικές δραστηριότητες. Αναμφίβολα ο όγκος των ταμειακών συναλλαγών σε μία λογιστική περίοδο είναι κατά πολύ μεγαλύτερος από τον συγκεκριμένο της πρακτικής μας εφαρμογής. Σε κάθε περίπτωση όμως οι δυνατότητες που παρέχει σήμερα η μηχανογράφηση είναι τέτοιες, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα παρακολούθησης των ταμειακών συναλλαγών με τρόπο που να είναι εφικτή η χωρίς ιδιαίτερα μεγάλο κόστος άντληση των απαιτούμενων πληροφοριών για την κατάρτιση της ΚΤΡ με την άμεση μέθοδο.
9. Συμπεράσματα
Είναι γεγονός, όπως άλλωστε αναφέρεται και στην λογιστική οδηγία εφαρμογής του Ν.4308/2014, ότι η έμμεση μέθοδος παρουσίασης της κατάστασης ταμειακών ροών είναι η πλέον συνήθης. Από την άλλη πλευρά, η άμεση μέθοδος παρουσίασης της κατάστασης ταμειακών ροών παρέχει πληροφορίες οι οποίες δεν είναι εφικτό να αντληθούν από την παρουσίαση με την έμμεση μέθοδο, όπως η ανάλυση των εισπράξεων και πληρωμών από λειτουργικές δραστηριότητες στις κυριότερες κατηγορίες τους και ανάλογα με την επιχειρηματική μορφή της κάθε οντότητας. Όπως άλλωστε αναφέρεται και στο ΔΛΠ 7”Καταστάσεις ταμειακών ροών” η άμεση μέθοδος παρέχει πληροφορίες, που μπορεί να είναι χρήσιμες στην εκτίμηση μελλοντικών ταμειακών ροών και οι οποίες δεν είναι προσιτές με την έμμεση μέθοδο. Ταυτόχρονα οι δυνατότητες που παρέχουν τα μηχανογραφικά συστήματα των μεγάλων οντοτήτων που εφαρμόζουν ΕΛΠ οι οποίες και έχουν την υποχρέωση κατάρτισης της ΚΤΡ, καθιστούν εφικτή και χωρίς μεγάλο κόστος την άντληση όλων των απαιτούμενων πληροφοριών για την κατάρτιση της ΚΤΡ με την άμεση μέθοδο. Από τα ανωτέρω μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η επέκταση και στα ΕΛΠ (Ν.4308/2014) της δυνατότητας επιλογής παρουσίασης της ΚΤΡ που προβλέπεται στα ΔΛΠ μεταξύ άμεσης και έμμεσης μεθόδου, θα ήταν στην σωστή κατεύθυνση.
10. Παράρτημα με το σύνολο των λογιστικών εγγραφών της περιόδου
Λογιστικές εγγραφές χρήσης 2016 |
Λογιστική βάση |
|||
|
|
|
Χρέωση περιόδου |
Πίστωση περιόδου |
Λογαριασμός |
Ημερομηνία |
Αιτιολογία |
|
|
Ενσώματα πάγια |
10.01.2016 |
Αγορά παγίων |
20.000,00 |
|
Λοιποί φόροι και τέλη (ΦΠΑ παγίων) |
10.01.2016 |
Αγορά παγίων |
4.600,00 |
|
Εμπορικές υποχρεώσεις (προμηθευτές παγίων) |
10.01.2016 |
Αγορά παγίων |
|
24.600,00 |
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
15.01.2016 |
Εξόφληση προμηθευτών παγίων |
|
20.000,00 |
Εμπορικές υποχρεώσεις (προμηθευτές παγίων) |
15.01.2016 |
Εξόφληση προμηθευτών παγίων |
20.000,00 |
|
Καταβλημένα κεφάλαια |
31.03.2016 |
Αύξηση κεφαλαίου με μετρητά |
|
20.000,00 |
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
31.03.2016 |
Αύξηση κεφαλαίου με μετρητά |
20.000,00 |
|
Φόρος εισοδήματος (υποχρέωση) |
30.04.2016 |
Πληρωμή φόρου εισοδήματος προηγούμενης λογιστικής περιόδου |
20.000,00 |
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
30.04.2016 |
Πληρωμή φόρου εισοδήματος προηγούμενης λογιστικής περιόδου |
|
20.000,00 |
Προκαταβολές κτήσεως ενσώματων παγίων |
31.05.2016 |
Προκαταβολή για απόκτηση παγίων στοιχείων |
1.000,00 |
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
31.05.2016 |
Προκαταβολή για απόκτηση παγίων στοιχείων |
|
1.000,00 |
Πωλήσεις υπηρεσιών |
30.06.2016 |
Πωλήσεις |
|
165.000,00 |
Λοιποί φόροι και τέλη (ΦΠΑ Εσόδων) |
30.06.2016 |
Πωλήσεις |
|
39.600,00 |
Εμπορικές απαιτήσεις (από πωλήσεις αποθεμάτων και υπηρεσιών) |
30.06.2016 |
Πωλήσεις |
204.600,00 |
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
31.07.2016 |
Είσπραξη μέρους απαιτήσεων |
31.000,00 |
|
Εμπορικές απαιτήσεις (από πωλήσεις αποθεμάτων και υπηρεσιών) |
31.07.2016 |
Είσπραξη μέρους απαιτήσεων |
|
31.000,00 |
Έξοδα μισθοδοσίας |
31.07.2016 |
Μισθοδοσία |
20.000,00 |
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
31.07.2016 |
Πληρωμή μισθοδοσίας |
|
15.000,00 |
Οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης |
31.07.2016 |
Ασφαλιστικές εισφορές |
|
5.000,00 |
Έξοδα διοίκησης |
31.08.2016 |
Δαπάνες διοίκησης |
10.000,00 |
|
Λοιποί φόροι και τέλη (ΦΠΑ δαπανών) |
31.08.2016 |
Δαπάνες διοίκησης |
2.400,00 |
|
Εμπορικές υποχρεώσεις (προμηθευτών αποθεμάτων και υπηρεσιών) |
31.08.2016 |
Δαπάνες διοίκησης |
|
12.400,00 |
Κέρδος διάθεσης παγίων στοιχείων (έσοδο) |
31.08.2016 |
Πώληση παγίου |
|
100,00 |
Εμπορικές απαιτήσεις (από πωλήσεις παγίων) |
31.08.2016 |
Πώληση παγίου |
600,00 |
|
Ενσώματα πάγια |
31.08.2016 |
Διαγραφή λογιστικής αξίας παγίου κατά την πώληση |
|
500,00 |
Αποθέματα |
31.08.2016 |
Αγορά αποθεμάτων |
15.000,00 |
|
Λοιποί φόροι και τέλη (ΦΠΑ αγορών αποθεμάτων) |
31.08.2016 |
Αγορά αποθεμάτων |
3.600,00 |
|
Εμπορικές υποχρεώσεις (προμηθευτών αποθεμάτων και υπηρεσιών) |
31.08.2016 |
Αγορά αποθεμάτων |
|
18.600,00 |
Έξοδα διάθεσης |
15.09.2016 |
Δαπάνες διάθεσης |
5.000,00 |
|
Λοιποί φόροι και τέλη (ΦΠΑ δαπανών) |
15.09.2016 |
Δαπάνες διάθεσης |
1.200,00 |
|
Εμπορικές υποχρεώσεις (προμηθευτών αποθεμάτων και υπηρεσιών) |
15.09.2016 |
Δαπάνες διάθεσης |
|
6.200,00 |
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
30.09.2016 |
Μερική εξόφληση εμπορικών υποχρεώσεων |
|
10.000,00 |
Εμπορικές υποχρεώσεις (προμηθευτών αποθεμάτων και υπηρεσιών) |
30.09.2016 |
Μερική εξόφληση εμπορικών υποχρεώσεων |
10.000,00 |
|
Λοιποί φόροι και τέλη (λογαριασμός απόδοσης ΦΠΑ) |
30.09.2016 |
Καταβολή ΦΠΑ |
27.800,00 |
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
30.09.2016 |
Καταβολή ΦΠΑ |
|
27.800,00 |
Οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης |
31.10.2016 |
Πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών |
10.000,00 |
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
31.10.2016 |
Πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών |
|
10.000,00 |
Πιστωτικοί τόκοι (έσοδο) |
31.12.2016 |
Πιστωτικοί τόκοι περιόδου |
|
500,00 |
Λοιπές απαιτήσεις (απαιτήσεις για πιστωτικούς τόκους) |
31.12.2016 |
Πιστωτικοί τόκοι περιόδου |
500,00 |
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
31.12.2016 |
Είσπραξη τόκων |
500,00 |
|
Λοιπές απαιτήσεις (απαιτήσεις για πιστωτικούς τόκους) |
31.12.2016 |
Είσπραξη τόκων |
|
500,00 |
Χρεωστικοί τόκοι (έξοδο) |
31.12.2016 |
Χρεωστικοί τόκοι περιόδου |
5.000,00 |
|
Λοιπές υποχρεώσεις (καταβολής τόκων) |
31.12.2016 |
Χρεωστικοί τόκοι περιόδου |
|
5.000,00 |
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
31.12.2016 |
Πληρωμή μέρους χρεωστικών τόκων |
|
2.500,00 |
Λοιπές υποχρεώσεις (καταβολής τόκων) |
31.12.2016 |
Χρεωστικοί τόκοι περιόδου οφειλόμενοι |
2.500,00 |
|
Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις (δάνεια) |
31.12.2016 |
Καταβολή δόσης κεφαλαίου δανείου |
10.000,00 |
|
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
31.12.2016 |
Καταβολή δόσης κεφαλαίου δανείου |
|
10.000,00 |
Πρόβλεψη αποζημίωσης λόγω εξόδου από την υπηρεσία (Έξοδο) |
31.12.2016 |
Σχηματισμός πρόβλεψης |
8.000,00 |
|
Προβλέψεις αποζημίωσης λόγω εξόδου από την υπηρεσία (Υποχρέωση) |
31.12.2016 |
Σχηματισμός πρόβλεψης |
|
8.000,00 |
Απομειώσεις παγίων (Έξοδο) |
31.12.2016 |
Απομείωση αξίας παγίων |
20.000,00 |
|
Ενσώματα πάγια |
31.12.2016 |
Απομείωση αξίας παγίων |
|
20.000,00 |
Απομείωση εμπορικών απαιτήσεων (έξοδο) |
31.12.2016 |
Απομείωση απαιτήσεων |
1.000,00 |
|
Εμπορικές απαιτήσεις (από πωλήσεις αποθεμάτων και υπηρεσιών) |
31.12.2016 |
Απομείωση απαιτήσεων |
|
1.000,00 |
Αποσβέσεις περιουσιακών στοιχείων (Έξοδο) |
31.12.2016 |
Αποσβέσεις 2016 |
10.000,00 |
|
Ενσώματα πάγια |
31.12.2016 |
Αποσβέσεις 2016 |
|
10.000,00 |
Κόστος αναλωθέντων αποθεμάτων (έξοδο) |
31.12.2016 |
Εγγραφή κόστους πωληθέντων |
50.000,00 |
|
Αποθέματα |
31.12.2016 |
Εγγραφή ανάλωσης αποθεμάτων |
|
50.000,00 |
Φόρος εισοδήματος (έξοδο) |
31.12.2016 |
Λογισμός φόρου εισοδήματος περιόδου |
10.614,00 |
|
Φόρος εισοδήματος (υποχρέωση) |
31.12.2016 |
Λογισμός φόρου εισοδήματος περιόδου |
|
10.614,00 |
Πωλήσεις υπηρεσιών |
31.12.2016 |
Μεταφορά σε καθαρή θέση |
165.000,00 |
|
Κόστος αναλωθέντων αποθεμάτων (έξοδο) |
31.12.2016 |
Μεταφορά σε καθαρή θέση |
|
50.000,00 |
Έξοδα μισθοδοσίας |
31.12.2016 |
Μεταφορά σε καθαρή θέση |
|
20.000,00 |
Έξοδα διοίκησης |
31.12.2016 |
Μεταφορά σε καθαρή θέση |
|
10.000,00 |
Έξοδα διάθεσης |
31.12.2016 |
Μεταφορά σε καθαρή θέση |
|
5.000,00 |
Πρόβλεψη αποζημίωσης λόγω εξόδου από την υπηρεσία (Έξοδο) |
31.12.2016 |
Μεταφορά σε καθαρή θέση |
|
8.000,00 |
Απομειώσεις παγίων (Έξοδο) |
31.12.2016 |
Μεταφορά σε καθαρή θέση |
|
20.000,00 |
Απομείωση εμπορικών απαιτήσεων (έξοδο) |
31.12.2016 |
Μεταφορά σε καθαρή θέση |
|
1.000,00 |
Κέρδος διάθεσης παγίων στοιχείων (έσοδο) |
31.12.2016 |
Μεταφορά σε καθαρή θέση |
100,00 |
|
Χρεωστικοί τόκοι (έξοδο) |
31.12.2016 |
Μεταφορά σε καθαρή θέση |
|
5.000,00 |
Πιστωτικοί τόκοι (έσοδο) |
31.12.2016 |
Μεταφορά σε καθαρή θέση |
500,00 |
|
Αποσβέσεις περιουσιακών στοιχείων (Έξοδο) |
31.12.2016 |
Μεταφορά σε καθαρή θέση |
|
10.000,00 |
Φόρος εισοδήματος (έξοδο) |
31.12.2016 |
Μεταφορά σε καθαρή θέση |
|
10.614,00 |
Αποτελέσματα εις νέο |
31.12.2016 |
Κέρδη πριν από τους φόρους |
|
36.600,00 |
Αποτελέσματα εις νέο |
31.12.2016 |
Φόρος εισοδήματος |
10.614,00 |
|
|
|
Σύνολα |
721.128,00 |
721.128,00 |
Αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α 1180286 ΕΞ 2016 Τροποποίηση της αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1147691 ΕΞ2014/06-11-2014 (Β' 3017) απόφασης της Γενικής Γραμματέως της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων «Κατανομή των οργανικών θέσεων προσωπικού, μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, μεταξύ των Γενικών Διευθύνσεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και των Υπηρεσιών που υπάγονται απευθείας στον Γενικό Γραμματέα αυτής, καθώς και μεταξύ των Υπηρεσιών που υπάγονται στις Γενικές Διευθύνσεις»
Αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α 1180286 ΕΞ 2016
(ΦΕΚ Β' 4009/14-12-2016)
O ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) της αριθμ. Δ6Α 1143923 ΕΞ 2014/27.10.2014 (Β' 2891) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιότητας στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών»,
β) της υποπαραγράφου Ε.2. του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α' 222) «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 20132016», όπως ισχύει και ειδικότερα του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου της υποπερίπτωσης β' της περίπτωσης 4 αυτής και της υποπαραγράφου γ' της παραγράφου 8 του άρθρου 34 του ν. 4141/2013 (Α' 81) «Επενδυτικά εργαλεία ανάπτυξης, παροχή πιστώσεων και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις της περίπτωσης 8 της υποπαραγράφου Δ.1 της παραγράφου Δ' του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α' 107) «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής των νόμων 4046/2012, 4093/2012 και 4127/2013.»,
γ) του Κεφαλαίου Α' «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του Πρώτου μέρους του ν. 4389/2016 (Α'94) «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» και ειδικότερα της παραγράφου 1 του άρθρου 17, της παραγράφου 1 του άρθρου 24 και της παραγράφου 2 του άρθρου 41 αυτού,
δ) της αριθμ. Δ6Α 1058824 ΕΞ 2014/8.4.2014 (Β' 865, 1079 και 1846) απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών «Ανακαθορισμός της εσωτερικής διάρθρωσης και των αρμοδιοτήτων οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και μετονομασία ορισμένων από αυτές», όπως ισχύει με την αριθμ. Δ. ΟΡΓ.Α 1158116 ΕΞ 2016/3.11.2016 (Β' 3622) όμοια απόφαση,
ε) την αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α. 1172299 ΕΞ 2016/29.11.2016 (Β' 3852) απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων «Σύσταση των Υπηρεσιών που συγκροτούν την Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών (Γ.Δ.Ο.Υ.) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), καθορισμός της δομής και των αρμοδιοτήτων τους, καθώς και της ημερομηνίας έναρξης λειτουργίας της Γ.Δ.Ο.Υ. και των Υπηρεσιών της»,
στ) του Π.Δ. 111/2014 (Α'178) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών», όπως ισχύει,
ζ) της αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1147309 ΕΞ2014/6-11-2014 (Β' 3013) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών «Κατανομή των οργανικών θέσεων προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών, μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, μεταξύ των Γενικών Γραμματειών, της Ειδικής Γραμματείας του Υπουργείου και των Υπηρεσιών που υπάγονται απευθείας στον Υπουργό», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει,
η) της αριθμ. Δ.ΟΡΓ. Α1147691 ΕΞ 2014/6.11.2014 (Β' 3017) απόφασης της Γενικής Γραμματέως της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών «Κατανομή των οργανικών θέσεων προσωπικού, μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, μεταξύ των Γενικών Διευθύνσεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και των Υπηρεσιών που υπάγονται απευθείας στον Γενικό Γραμματέα αυτής, καθώς και μεταξύ των Υπηρεσιών που υπάγονται στις Γενικές Διευθύνσεις», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει,
θ) του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, ο οποίος κυρώθηκε με το «άρθρο πρώτο» του π.δ. 63/2005 (Α'98) «Κωδικοποίηση της Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα».
2. Την αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α 1176578 ΕΞ 2016/7.12.2016 (Β' 3954) κοινή υπουργική απόφαση «Ανακατανομή κενών οργανικών θέσεων μόνιμου προσωπικού, που έχουν κατανεμηθεί στην Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, σε κατηγορίες και κλάδους».
3. Την αριθμ. 1 της 20-1-2016 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΥΟΔΔ 18/2016) περί επιλογής και διορισμού Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
4. Την αριθμ. ΔΔΑΔ Γ 1175837 ΕΞ 2016/6-12-2016 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων «Ορισμός Προϊσταμένης Γενικής Διεύθυνσης, ως Αναπληρώτριας του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών».
5. Την ανάγκη ανακατανομής των οργανικών θέσεων προσωπικού υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, λόγω σύστασης των υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών και του Αυτοτελούς Γραφείου Ασφάλειας Γ.Γ.Δ.Ε..
6. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
1. Τροποποιούμε την αριθμ. Δ.ΟΡΓ. Α1147691 ΕΞ 2014/6.11.2014 (Β' 3017) απόφασή μας «Κατανομή των οργανικών θέσεων προσωπικού, μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, μεταξύ των Γενικών Διευθύνσεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και των Υπηρεσιών που υπάγονται απευθείας στον Γενικό Γραμματέα αυτής, καθώς και μεταξύ των Υπηρεσιών που υπάγονται στις Γενικές Διευθύνσεις» και ανακατανέμουμε τις δέκα τρεις χιλιάδες τριακόσιες είκοσι δύο (13.322) οργανικές θέσεις προσωπικού της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.), ως εξής:
Βλέπε συνημμένο αρχείο
2. Κατά τα λοιπά ισχύει η αριθμ. Δ.ΟΡΓ. Α1147691 ΕΞ 2014/6.11.2014 (Β' 3017) απόφασή μας, όπως τροποποιήθηκε.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 12 Δεκεμβρίου 2016
Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων κ.α.α.
Η Προϊσταμένη της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ε.Φ.Κ.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΛΟΥΡΗ
Αριθ. πρωτ.: ΔΔΘΤΟΚ Α 1182524 ΕΞ 2016 Διαμόρφωση δασμολογητέας αξίας ορισμένων ευπαθών εμπορευμάτων που εισάγονται με το εμπορικό καθεστώς της πώλησης επί παρακαταθήκη
Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 2016
Αρ. Πρωτ: ΔΔΘΤΟΚ Α 1182524 ΕΞ 2016
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ και Ε.Φ.Κ.
Δ/ΝΣΗ ΔΑΣΜ. ΘΕΜΑΤΩΝ και ΤΕΛΩΝ.ΟΙΚΟΝΟΜ.ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α'
Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10 101 84 Αθήνα
Πληροφορίες: Μ. Λύτρα
Τηλέφωνο: 210 69.87.480
FAX: 210 69.87.489
Email: m.lytra@2001.syzefxis.gov.gr
ΘΕΜΑ: «Διαμόρφωση δασμολογητέας αξίας ορισμένων ευπαθών εμπορευμάτων που εισάγονται με το εμπορικό καθεστώς της πώλησης επί παρακαταθήκη»
ΣΧΕΤ.: Η αριθ. πρωτ. Δ.718/446/27.4.2006 Δ.Υ.Ο.Ο
Αναφορικά με το ανωτέρω θέμα και σύμφωνα με:
- το άρθρο 74 παράγραφος 2γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα,
- το άρθρο 142 παράγραφος 6 του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2015/2447 της Επιτροπής για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 215/2006 της Επιτροπής, ο οποίος σας κοινοποιήθηκε με την παραπάνω σχετική Δ.Υ.Ο.Ο.,
σας γνωστοποιούμε τις κατά μονάδα αξίες για τη διαμόρφωση της δασμολογητέας αξίας, ορισμένων ευπαθών εμπορευμάτων, που εισάγονται αποκλειστικά με το εμπορικό καθεστώς της πώλησης επί παρακαταθήκη, (χωρίς συναλλακτική αξία και τιμολόγια), και ισχύουν για τη χρονική περίοδο από 16.12.2016 έως και 12.01.2017. Σημειώνεται ότι, οι κατά μονάδα αξίες δεν εφαρμόζονται για τις χρονικές περιόδους και για τα εμπορεύματα για τα οποία θεσπίζονται τιμές εισόδου βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 (άρθ. 136 παρ.2 και άρθ.137) της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε, με τον Καν. (ΕΕ) αριθ. 499/2014 της Επιτροπής, και ισχύει.
Για τα εμπορεύματα για τα οποία δεν καθορίζονται τιμές θα πρέπει να εφαρμόζεται η μέθοδος προσδιορισμού της δασμολογητέας αξίας του άρθρου 74 παράγραφος 2γ του Καν. 952/2013.
Οι Προϊστάμενοι των Τελωνειακών Περιφερειών παρακαλούνται για την άμεση ενημέρωση των Τελωνείων δικαιοδοσίας τους.
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ α/α
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΣΙΟΥΚΙΟΥΡΟΓΛΟΥ
Κατάλογος εμπορευμάτων Παραρτήματος Ι του καν. (ΕΚ) αριθ. 215/2006 της Επιτροπής Απλοποιημένη διαδικασία για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ορισμένων ευπαθών εμπορευμάτων που εισάγονται με το εμπορικό καθεστώς της πώλησης επί παρακαταθήκη
Κωδικός ΣΟ (TARIC) | Περιγραφή εμπορευμάτων | Περίοδος ισχύος | Κατά μονάδα |
αξία (EUR/100Kg) | |||
0701 90 50 | Πατάτες πρώιμες | 01/01 - 30/06 | - |
0703 10 19 | Κρεμμύδια | 01/01 - 31/12 | 30,14 |
0703 20 00 | Σκόρδα | 01/01 - 31/12 | 253,86 |
0708 20 00 | Φασόλια | 01/01 - 31/12 | 154,36 |
0709 20 00 10 | Σπαράγγια : - πράσινα | 01/01 - 31/12 | 630,66 |
0709 20 00 90 | Σπαράγγια : - άλλα | 01/01 - 31/12 | 491,15 |
0709 60 10 | Γλυκοπιπεριές | 01/01 - 31/12 | - |
0714 20 10 | Γλυκοπατάτες, νωπές, ολόκληρες, προορισμένες για ανθρώπινη κατανάλωση | 01/01 - 31/12 | 30,14 |
0804 30 00 90 | Ανανάδες | 01/01 - 31/12 | 253,86 |
0804 40 00 10 | Αχλάδια της ποικιλίας avocats | 01/01 - 31/12 | 154,36 |
0805 10 20 | Πορτοκάλια γλυκά | 01/06 - 30/11 | - |
0805 20 10 05 | Κλημεντίνες ( Clementines ) | 01/03 - 31/10 | - |
0805 20 30 05 | Monreales και Satsumas | 01/03 - 31/10 | - |
0805 20 50 07 0805 20 50 37 | Μανταρίνια και Wilkings | 01/03 - 31/10 | - |
0805 20 70 05 0805 20 90 05 0805 20 90 09 | Tangerines και άλλα | 01/03 - 31/10 | - |
0805 40 00 11 0805 40 00 31 | Φράπες και γκρέϊπ - φρουτ : - λευκά | 01/01 - 31/12 | 81,36 |
0805 40 00 19 0805 40 00 39 | Φράπες και γκρέϊπ - φρουτ : -ροδόχροα | 01/01 - 31/12 | 105,02 |
0805 50 90 11 0805 50 90 19 | Γλυκολέμονα(Citrus aurantifolia, citrus latifolia) | 01/01 - 31/12 | 93,73 |
0806 10 10 | Επιτραπέζια σταφύλια | 21/11 - 20/07 | 289,42 |
0807 11 00 | Καρπούζια | 01/01 - 31/12 | 70,68 |
0807 19 00 50 | Amarillo, Cuper, Honey Dew (συμπεριλαμβανομένων Can- talene), Onteniente, Piel de Sapo (συμπεριλαμβανομένων Verde Liso), Rochet, Tendral, Futuro | 01/01 - 31/12 | 69,74 |
0807 19 00 90 | Άλλα πεπόνια | 01/01 - 31/12 | 97,66 |
0808 30 90 10 | Αχλάδια : | 01/05 - 30/06 | - |
- Nashi (Pyrus pyrifolia ) | |||
- Ya (Pyrus bretscheideri) | |||
0808 30 90 90 | Αχλάδια : - άλλα | 01/05 - 30/06 | - |
0809 10 00 | Βερίκοκα | 01/01 - 30/05 και | 311,79 |
01/08 - 31/12 | |||
0809 30 10 | Νεκταρίνια | 01/01 - 10/06 και | 330,93 |
01/10 - 31/12 | |||
0809 30 90 | Ροδάκινα | 01/01 - 10/06 και | 259,64 |
01/10 - 31/12 | |||
0809 40 05 | Δαμάσκηνα | 01/10 - 10/06 | 279,38 |
0810 10 00 | Φράουλες | 01/01 - 31/12 | 572,34 |
0810 20 10 | Σμέουρα | 01/01 - 31/12 | 340,76 |
0810 50 00 | Ακτινίδια ( κίουι ) | 01/01 - 31/12 | 115,43 |
Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου «Χωρικός σχεδιασμός-βιώσιμη ανάπτυξη»
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΧΩΡΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ - ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ»
Αιτιολογική έκθεση
I. Επί της αρχής
1. Το προτεινόμενο νομοσχέδιο αντικαθιστά το ν. 4269/2014, και το σύστημα χωρικού σχεδιασμού που αυτός εισήγαγε, στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας, με την ταυτόχρονη προστασία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και την προώθηση της κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης. Από τους διακηρυγμένους στόχους του ν. 4269/2014 ως βασικοί άξονες του παρόντος νομοσχεδίου παραμένουν:
• Η ασφάλεια δικαίου ως βάση για την ορθή οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
• Η μείωση των προβλεπόμενων κατηγοριών σχεδίων και η απόδοση διακριτού ρόλου και περιεχομένου σε κάθε επίπεδο σχεδιασμού και κατηγορία σχεδίων με στόχο την επίσπευση της διαδικασίας σχεδιασμού και την μείωση επικαλύψεων, αντιφάσεων και αντιθέσεων μεταξύ των σχεδίων διαφορετικών επιπέδων.
• Η σαφής διάκριση των επιπέδων σχεδιασμού σε στρατηγικό και ρυθμιστικό επίπεδο καθώς και η αντιστοίχηση των επιπέδων σχεδιασμού με τα επίπεδα άσκησης αναπτυξιακού προγραμματισμού.
• Η κατανομή αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τη νέα διοικητική διαίρεση της χώρας και τη νομική θωράκιση των πράξεων της διοίκησης καθώς και, η ελάφρυνση του κεντρικού κράτους μέσω της ανάθεσης της αρμοδιότητας έγκρισης των Ρυμοτομικών Σχεδίων στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις της Χώρας.
• Η διαμόρφωση του πλαισίου για την κωδικοποίηση της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας.
2. Παράλληλα, το παρόν σχέδιο νόμου επιχειρεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που αναδείχθηκαν με την εισαγωγή του νέου χωρικού συστήματος από τον ν.4269/2014, κυριότερα των οποίων είναι:
• Η ακύρωση του ενιαίου σχεδιασμού σε τοπικό επίπεδο, σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η αποσπασματική ρύθμιση του χώρου στην εδαφική έκταση των δήμων.
• Η ακύρωση της σημασίας και του ρόλου του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού ως εργαλείου συντονισμού των τομεακών χωροταξικών πλαισίων και η ταυτόχρονη θεσμική ενίσχυση του κανονιστικού χαρακτήρα των Εθνικών (ειδικών) Χωροταξικών Πλαισίων, απομακρυνόμενων από τον στρατηγικό/ ενδεικτικό χαρακτήρα που οφείλουν να έχουν σε σχέση με το περιεχόμενο τους.
• Η κατάργηση του επιπέδου μητροπολιτικού σχεδιασμού που επιτελούσαν τα Ρυθμιστικά Σχέδια
• Η ατελής ενσωμάτωση αδιακρίτως των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων (ΕΧΣ) στο σύστημα σχεδιασμού και μάλιστα με τρόπο ώστε να επικαθορίζουν τους θεσμοθετημένους όρους ανάπτυξης και προστασίας στην ευρύτερη περιοχή τους, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο την απομείωση ή και ακύρωση των τοπικών πολεοδομικών σχεδίων/ σχεδίων χρήσεων γης (ΓΠΣ/ ΣΧΟΟΑΠ/ ΖΟΕ/ Τοπικών Χωρικών Σχεδίων) τα οποία διασφαλίζουν την απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου.
• Η ενίσχυση συγκεντρωτικών διαδικασιών μέσω της πρόβλεψης ειδικών ρυθμίσεων αναθεώρησης όλων των κατηγοριών σχεδίων.
• Η ακύρωση του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξικού Σχεδιασμού ως οργάνου κοινωνικής διαβούλευσης.
Το παρόν αντιμετωπίζει τα παραπάνω προβλήματα με τροποποιήσεις που αποσκοπούν: α) στη μείωση της πολυνομίας και του πληθωρισμού, συχνά επικαλυπτόμενων, διατάξεων, β) στην προώθηση της συνοχής και ποιότητας των χωρικών σχεδίων, γ) στην ενίσχυση της δυνατότητας όλων των σχεδίων να ανταποκριθούν στις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες και δεδομένα μέσα από την προώθηση πιο ευέλικτων διαδικασιών κατάρτισης και τροποποίησης τους, και δ) στην ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου που συναρτάται με τη 'βεβαιότητα του σχεδίου' (ως βάση παραγωγής του χώρου).
3. Οι βασικοί άξονες των αλλαγών που προωθεί το παρόν σχέδιο νόμου περιλαμβάνουν:
• τη βελτίωση της συνοχής και λειτουργικότητας του συστήματος χωρικού σχεδιασμού που προωθείται με: α) τον μερικό επαναπροσδιορισμό του ρόλου, περιεχομένου και χαρακτήρα των σχεδίων που προβλέπονται σε εθνικό επίπεδο προς την κατεύθυνση διασφάλισης του συντονισμού τομεακών πολιτικών στον χώρο με στόχο τον περιορισμό των αντιφάσεων ή/και συγκρούσεων που καταγράφονται σε επίπεδο εφαρμογής, β) τον επανακαθορισμό του τρόπου εναρμόνισης μεταξύ των σχεδίων ανά επίπεδο σχεδιασμού προς την κατεύθυνση άμβλυνσης της υφιστάμενης ιεραρχικής δομής και προώθησης της σύνθεσης και αλληλο-τροφοδότησης μεταξύ των επιπέδων σχεδιασμού, και β) την ενίσχυση του συντονισμού μεταξύ αναπτυξιακής, τομεακής και χωρικής πολιτικής.
Ειδικότερα, προβλέπεται:
- η μετονομασία των Εθνικών Χωροταξικών Πλαισίων σε Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια
- η ενίσχυση του ρόλου των Περιφερειακών Πλαισίων ώστε να αποτελέσουν τον πυλώνα του συστήματος χωρικού σχεδιασμού (τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωση του) ως εργαλείων συντονισμού/ σύνθεσης επιμέρους τομεακών χωροταξικών κατευθύνσεων όπως αυτές προβλέπονται από τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια καθώς και συντονισμού με την αναπτυξιακή πολιτική και χρηματοδοτικά εργαλεία. Προς αυτή την κατεύθυνση, προωθείται η ενίσχυση της δυνατότητας των ΠΠ για συντονισμό και εξειδίκευση-συμπλήρωση των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων σε επίπεδο Περιφέρειας με στόχο την επίλυση τυχόν αντιφάσεων/ συγκρούσεων.
- την ενίσχυση του περιεχομένου και συντονιστικού ρόλου της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής.
• Βελτίωση του τρόπου ενσωμάτωσης των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων στο σύστημα χωρικού σχεδιασμού ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο εδραίωσης ενός παράλληλου συστήματος σχεδιασμού το οποίο διατηρεί και ενισχύει τις κατ' εξαίρεση ρυθμίσεις με δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στον χώρο, όσο και στην ασφάλεια δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, προβλέπεται η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων καθώς και η εδραίωση διαδικασιών που παρέχουν εγγύηση για την προώθηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας με όρους, όμως, που διασφαλίζουν την ποιότητα του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, και την στήριξη της τοπικής οικονομίας.
• Διασφάλιση του ρόλου και το κύρους του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας ως οργάνου κοινωνικής διαβούλευσης
• Ενίσχυση της πολιτικής βιώσιμης ανάπτυξης ως βασικού στόχου του συστήματος χωρικού σχεδιασμού ώστε να αποτυπωθεί ότι κατευθυντήρια αρχή και σκοπό του χωρικού σχεδιασμού αποτελεί η ενίσχυση της οικονομίας, των επενδύσεων και της απασχόλησης με την ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος και την προώθηση της κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης
• Διαγραφή του άρθρου 11 που αφορά στη "ψηφιοποίηση και ηλεκτρονική καταγραφή των θεσμικών γραμμών, πληροφοριών, όρων και χρήσεων γης" με στόχο τη συνολική επανεξέταση του περιεχομένου του σχετικού άρθρου προς την κατεύθυνση εναρμόνισης του με τον Ν.3882/2010 στο πλαίσιο προώθησης πολιτικών διαμοιρασμού και διαλειτουργικότητας δεδομένων, πληροφοριακών συστημάτων και διαδικτυακών υπηρεσιών.
• Αποσαφήνιση των διαδικασιών αναθεώρησης και τροποποίησης του στρατηγικού σχεδιασμού.
II. Επί των άρθρων:
Άρθρο 1
Στο άρθρο 1 προσδιορίζονται οι βασικές έννοιες που διατρέχουν το παρόν σχέδιο νόμου και δίνονται οι ορισμοί που είναι απαραίτητοι για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Ειδικότερα θεσμοθετούνται οι ορισμοί:
α) του «Συστήματος χωρικού σχεδιασμού», ως του συνόλου των χωροταξικών και πολεοδομικών πλαισίων και σχεδίων με συγκεκριμένη διάρθρωση και ιεράρχηση η οποία περιγράφεται στο παρόν σχέδιο νόμου.
β) του «Στρατηγικού χωρικού σχεδιασμού» (χωροταξικού σχεδιασμού), ως του σχεδιασμού σε εθνική ή περιφερειακή κλίμακα, με τον οποίο τίθενται οι μεσοπρόθεσμοι ή και μακροπρόθεσμοι στόχοι της ανάπτυξης και οργάνωσης του χώρου καθώς και οι γενικές κατευθύνσεις για τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών, των περιοχών ασκήσεως παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και των περιοχών προστασίας. Επισημαίνεται ότι ο στρατηγικός χωρικός σχεδιασμός δύναται να περιλάβει και ειδικότερες ρυθμίσεις αμέσου εφαρμογής με σκοπό την χωρική οργάνωση, ανάπτυξη και προστασία των παραπάνω περιοχών.
γ) του «Ρυθμιστικού χωρικού σχεδιασμού» (πολεοδομικού σχεδιασμού) ως του σχεδιασμού με τον οποίο καθορίζονται οι κανόνες για τη χρήση, τη δόμηση και την εν γένει εκμετάλλευση του εδάφους στον αστικό χώρο και την ύπαιθρο.
δ) των «Οργανωμένων υποδοχέων δραστηριοτήτων», ως των περιοχών εκείνων που αναπτύσσονται βάσει ολοκληρωμένου σχεδιασμού προκειμένου να λειτουργήσουν κατά κύρια ή αποκλειστική χρήση ως οργανωμένοι χώροι ανάπτυξης παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Προσδιορίζεται ακόμα ότι ως οργανωμένοι υποδοχείς δραστηριοτήτων νοούνται ιδίως οι Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ), οι Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (ΠΟΑΠΔ), οι Οργανωμένοι Υποδοχείς Μεταποιητικών και Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων, τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων (ΕΣΧΑΔΑ) και τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΣΧΑΣΕ).
ε) της «βιώσιμης ανάπτυξης», ως της ανάπτυξης που συνθέτει κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς στόχους στην κατεύθυνση της αειφορίας, της εδαφικής και κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης και της προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και η οποία αποτελεί κατευθυντήρια αρχή του χωρικού σχεδιασμού.
Άρθρο 2
Στο άρθρο 2 προσδιορίζεται η προτεινόμενη από το παρόν σχέδιο νόμου διάρθρωση του συστήματος χωρικού σχεδιασμού βάσει των επιπέδων άσκησης του σχεδιασμού και ανάλογα με τον χαρακτήρα των σχεδίων. Ειδικότερα, στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι ο χωρικός σχεδιασμός ασκείται σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, και διακρίνεται, ανάλογα με τον χαρακτήρα του, σε:
α) στρατηγικό χωρικό σχεδιασμό, στον οποίο υπάγονται τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια και τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, και
β) ρυθμιστικό χωρικό σχεδιασμό, στον οποίο υπάγονται τα πολεοδομικά σχέδια που εκπονούνται σε τοπική κλίμακα.
Περαιτέρω, για τον ρυθμιστικό χωρικό σχεδιασμό, διακρίνονται δύο επίπεδα σχεδιασμού:
Στο πρώτο επίπεδο, όπως περιγράφεται στην παράγραφο 2, περιλαμβάνονται τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια, τα οποία ρυθμίζουν τη χωρική ανάπτυξη και οργάνωση της εδαφικής περιφέρειας ενός ΟΤΑ, καθώς και τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια, τα οποία αποτελούν υποδοχείς σχεδίων, έργων και προγραμμάτων ανεξαρτήτως διοικητικών ορίων.
Στο δεύτερο επίπεδο, όπως περιγράφεται στην παράγραφο 3, περιλαμβάνονται τα Πολεοδομικά Σχέδια Εφαρμογής, τα οποία αποτελούν την εξειδίκευση και εφαρμογή των σχεδίων του πρώτου επιπέδου.
Άρθρο 3
Στο άρθρο 3 θεσπίζεται ο ρόλος και το περιεχόμενο της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής καθώς και οι αρμοδιότητες και οι διαδικασίες κατάρτισης και έγκρισής της.
Ειδικότερα:
Στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι για τη βιώσιμη ανάπτυξη και οργάνωση του εθνικού χώρου, το Υπουργικό Συμβούλιο διαμορφώνει Εθνική Χωρική Στρατηγική, η οποία αποτελεί κείμενο αρχών και περιλαμβάνει βασικές κατευθύνσεις χωρικής οργάνωσης, τους βασικούς άξονες, τους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους χωρικής ανάπτυξης στο επίπεδο της Γενικής Κυβέρνησης και των επιμέρους φορέων της, καθώς και τα προτεινόμενα μέτρα και δράσεις για την υλοποίηση της επιδιωκόμενης ανάπτυξης.
Επίσης, προβλέπεται η κατοχύρωση: α) του συντονιστικού ρόλου της Στρατηγικής, αφού αυτή αποτελεί τη βάση για τον συντονισμό των χωροταξικών και περιφερειακών σχεδίων, των επενδυτικών σχεδίων καθώς και των προγραμμάτων του κράτους, της τοπικής αυτοδιοίκησης καθώς και των δημοσίων νομικών προσώπων που επηρεάζουν την ανάπτυξη και συνοχή του εθνικού χώρου, και β) της ενίσχυσης του περιεχομένου της Στρατηγικής ώστε να περιλαμβάνει βασικές κατευθύνσεις χωρικής οργάνωσης αλλά και τους βασικούς άξονες για όλο των φάσμα των θεμάτων που καλύπτουν όλα τα επίπεδα σχεδιασμού και ειδικότερα:
• τη βιώσιμη ανάπτυξη και δικτύωση του εθνικού χώρου με την οποία νοείται η οργάνωση στον χώρο των εθνικών πόλων και αξόνων ανάπτυξης, των διεθνών και διαπεριφερειακών εισόδων-πυλών και συνδέσεων της χώρας με σκοπό την ενίσχυση του στρατηγικού ρόλου της χώρας σε ευρωπαϊκό επίπεδο και την προώθηση της εδαφικής συνοχής
• τη διάρθρωση και δομή του αστικού και οικιστικού δικτύου της χώρας
• τη διάρθρωση των παραγωγικών τομέων
Σε αυτά τα θέματα προστίθενται επίσης,
• η πολιτική γης και πολιτική αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας
• η βιώσιμη ανάπτυξη υποενοτήτων του εθνικού χώρου όπως ο θαλάσσιος, νησιωτικός και παράκτιος χώρος, και
• η χωρική διάρθρωση των δικτύων και υπηρεσιών τεχνικής, κοινωνικής και διοικητικής υποδομής εθνικού ενδιαφέροντος καθώς και η χωρική κατανομή των υποδομών γνώσης και καινοτομίας, θεματική που προβλεπόταν στο περιεχόμενο των Εθνικών Χωροταξικών Πλαισίων (πρώην άρθ. 5, παρ. 1(δ))
Στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι η Εθνική Χωρική Στρατηγική καταρτίζεται υπό την ευθύνη και εποπτεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία, εγκρίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και ανακοινώνεται στη Βουλή.
Στην παράγραφο 3 προβλέπεται ότι για την κατάρτιση της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής λαμβάνονται υπόψη τα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της παρ. 8 του άρθρου 79 του Συντάγματος, η εθνική αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας για εκάστη προγραμματική περίοδο, το εκάστοτε ισχύον πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής και το εθνικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, οι διεθνείς, ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές για την προστασία του περιβάλλοντος και την κλιματική αλλαγή, καθώς και άλλα γενικά ή ειδικά προγράμματα εθνικής ή διαπεριφερειακής κλίμακας που επηρεάζουν σημαντικά τη διάρθρωση και ανάπτυξη του εθνικού χώρου.
Στην παράγραφο 4 προβλέπεται ότι κατά την κατάρτιση των Ειδικών και Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων λαμβάνονται υπόψη οι βασικοί άξονες, οι στόχοι και τα προγράμματα της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής.
Άρθρο 4
Στο άρθρο 4 περιγράφεται η σύσταση, η σύνθεση, η λειτουργία και οι αρμοδιότητες του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας.
Ειδικότερα:
Στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας συνιστάται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και αποτελείται από δεκαεννέα (19) μέλη. Ως Πρόεδρος ορίζεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας ένας επιστήμονας αναγνωρισμένου κύρους, ευρείας αποδοχής και εμπειρίας σε θέματα χωροταξίας, με τον αναπληρωτή του. Τα υπόλοιπα μέλη ορίζονται από το παρόν σχέδιο νόμου έτσι ώστε να εκπροσωπούν ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών, επιχειρηματικών και επαγγελματικών φορέων, την κεντρική διοίκηση, την τοπική αυτοδιοίκηση καθώς και τον χώρο των μη κυβερνητικών περιβαλλοντικών οργανώσεων.
Στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 περιγράφονται οι διαδικασίες ορισμού των μελών και η διάρκεια της θητείας τους, οι προϋποθέσεις νόμιμης συγκρότησης του Συμβουλίου, ενώ ορίζεται ότι η συγκρότηση του Συμβουλίου, ο κανονισμός λειτουργίας του, καθώς και κάθε άλλη σχετική με την λειτουργία του λεπτομέρεια, εγκρίνονται με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Στην παράγραφο 6 ορίζεται ότι το Συμβούλιο αποτελεί όργανο κοινωνικού διαλόγου και διαβούλευσης για θέματα ιδιαίτερης σημασίας που αφορούν στην άσκηση της εθνικής χωροταξικής πολιτικής και πολιτικής βιώσιμης ανάπτυξης. Το Συμβούλιο έχει αρμοδιότητα για τη διατύπωση γνώμης επί της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής και των Ειδικών Χωροταξικών πλαισίων, ενώ μετά από ερώτημα του Υπουργού Περιβάλλοντος, μπορεί να εκφέρει γνώμη για την κατάρτιση των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων ή επί άλλων θεμάτων χωρικού και πολεοδομικού σχεδιασμού.
Επιπρόσθετα, με πρωτοβουλία του Προέδρου ή μετά από αίτημα 10 εκ των μελών του, το Συμβούλιο μπορεί να διατυπώσει γνώμη για σημαντικά ζητήματα ευρύτερης χωρικής πολιτικής (παράγραφος 7).
Άρθρο 5
Με το άρθρο 5 ορίζονται το περιεχόμενο, η διαδικασία εκπόνησης, έγκρισης και εφαρμογής, καθώς και η διαδικασία παρακολούθησης της εφαρμογής και τροποποίησης των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων (ΕΧΠ).
Ειδικότερα:
Με την παράγραφο 1 ορίζεται ότι τα ΕΧΠ αποτελούν σύνολα κειμένων και διαγραμμάτων, με τα οποία προσδιορίζονται στρατηγικές κατευθύνσεις σε εθνικό επίπεδο, ιδίως, για:
α) Τη χωρική διάρθρωση και δομή του οικιστικού δικτύου της Χώρας.
β) Τη χωρική διάρθρωση τομέων ή κλάδων παραγωγικών δραστηριοτήτων και γενικότερα τομέων ανάπτυξης εθνικής σημασίας σε εξειδίκευση της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής εφόσον αυτή υφίσταται και εμπεριέχει σχετικές κατευθύνσεις.
γ) Τη διαμόρφωση πολιτικής γης.
δ) Την προστασία του πολιτιστικού και φυσικού περιβάλλοντος και τοπίου.
ε) Τη χωρική ανάπτυξη και οργάνωση περιοχών του εθνικού χώρου που έχουν ιδιαίτερη σημασία από χωροταξική, περιβαλλοντική, αναπτυξιακή ή κοινωνική άποψη, όπως είναι ιδίως οι παράκτιες, οι θαλάσσιες και νησιωτικές περιοχές, οι ορεινές και προβληματικές περιοχές.
στ) Την προώθηση σχεδίων, προγραμμάτων ή έργων χωρικής ανάπτυξης μείζονος σημασίας ή/και διακρατικής, διαπεριφερειακής εμβέλειας.
Προβλέπεται ακόμα ότι τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια συνοδεύονται από πρόγραμμα ενεργειών και προτεραιοτήτων, στο οποίο εξειδικεύονται οι απαιτούμενες για την εφαρμογή τους ενέργειες και δράσεις, το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσής τους καθώς και οι φορείς εφαρμογής τους
Στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια Εκπονούνται υπό την ευθύνη του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ενώ με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού συνιστώνται επιτελικές επιτροπές συντονισμού και παρακολούθησης, στις οποίες μετέχουν εκπρόσωποι του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και των κατά περίπτωση αρμοδίων Υπουργείων. Προβλέπεται ακόμα ότι κατά την εκπόνησή τους λαμβάνονται υπόψη οι άξονες και στόχοι της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής, το εκάστοτε ισχύον Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, το εθνικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, η Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική της Χώρας και άλλα γενικά ή ειδικά αναπτυξιακά προγράμματα εθνικής ή διαπεριφερειακής κλίμακας που επηρεάζουν τη διάρθρωση και ανάπτυξη του εθνικού χώρου, ιδίως στον τομέα, πεδίο ή τύπο περιοχής που αποτελεί, κατά περίπτωση, το αντικείμενο ρύθμισης εκάστου Πλαισίου, καθώς και ενωσιακές πολιτικές και στρατηγικές που επηρεάζουν τη διάρθρωση και ανάπτυξη του, όπως πχ. οι πολιτικές για την προστασία του περιβάλλοντος και της εδαφικής συνοχής.
Στην παράγραφο 3, ορίζεται καταρχήν ότι τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια υπόκεινται σε διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και εγκρίνονται μαζί με αυτή με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και των κατά περίπτωση αρμοδίων Υπουργών. Περιγράφονται επιπλέον τα σχετικά με τις διαδικασίες διαβούλευσης, καθώς και με την άσκηση της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας. Ειδικότερα, με την περίπτωση β' της ίδιας παραγράφου η προθεσμία διατύπωσης γνώμης από το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας για το περιεχόμενο των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων προσδιορίζεται στους 2 μήνες.
Σύμφωνα με την παράγραφο 4, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων. Για τον σκοπό αυτό, συντάσσει τουλάχιστον ανά πενταετία εκθέσεις αξιολόγησης, στις οποίες αναφέρονται οι χωρικές τους επιπτώσεις, ο τρόπος εφαρμογής και τα πιθανά προβλήματα που παρουσιάστηκαν κατά την εφαρμογή τους. Η ίδια παράγραφος ορίζει ότι πορίσματα των ως άνω εκθέσεων γνωστοποιούνται στα καθ' ύλην αρμόδια υπουργεία και λοιπούς αρμόδιους οργανισμούς και υπηρεσίες, προκειμένου να λαμβάνονται υπόφη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους που αφορούν στην εφαρμογή των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων. Δίνει τέλος τη δυνατότητα και στα κατά περίπτωση αρμόδια Υπουργεία να συντάσσουν εκθέσεις αξιολόγησης τις οποίες κοινοποιούν στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Στην παράγραφο 5 προβλέπεται ότι εφόσον προκύπτει τεκμηριωμένη ανάγκη από τις εκθέσεις αξιολόγησης, τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια αναθεωρούνται ανά πενταετία. Επιπλέον, ορίζεται ότι κατά το διάστημα αυτό είναι κατ' εξαίρεση δυνατή η τροποποίησή τους, για τη βελτίωση και επικαιροποίησή τους, προκειμένου:
α) Να αντιμετωπισθούν ζητήματα που ανακύπτουν από την προώθηση ή εφαρμογή προγραμμάτων διεθνούς, ευρωπαϊκού, διασυνοριακού, διακρατικού ή διαπεριφερειακού χαρακτήρα.
β) Να αντιμετωπιστούν εξαιρετικές ανάγκες από φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές και κινδύνους.
γ) Να ενσωματώσουν κατευθύνσεις και προτάσεις των περιφερειακών χωροταξικών πλαισίων που διαμορφώνονται στα πλαίσια της προβλεπόμενης ανάδρασης, η οποία αποσκοπεί στην ανατροφοδότηση μεταξύ επιπέδων σχεδιασμού.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 6, μπορεί να επέρχονται εντοπισμένες και μη ουσιώδεις μεταβολές σε εγκεκριμένα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια, όπως διορθώσεις σφαλμάτων, αποσαφηνίσεις διατυπώσεων, εναρμόνιση κειμένων και διαγραμμάτων, με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού.
Τέλος, στην παράγραφο 7 διευκρινίζεται ότι όπου στις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας αναφέρονται τα «Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης» (ΕΠΧΣΑΑ) νοούνται εφεξής τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια του παρόντος νόμου. Επιπλέον, προβλέπεται ότι η αναθεώρηση και τροποποίηση των εγκεκριμένων κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού Ειδικών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης γίνεται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 3.
Άρθρο 6
Με το άρθρο 6 ορίζονται το περιεχόμενο, η διαδικασία εκπόνησης, έγκρισης και εφαρμογής, καθώς και η διαδικασία παρακολούθησης της εφαρμογής και τροποποίησης των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων (ΠΧΠ).
Ειδικότερα:
Με την παράγραφο 1 ορίζεται ότι τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια αποτελούν σύνολα κειμένων, χαρτών ή και διαγραμμάτων, με τα οποία παρέχονται, κατευθύνσεις χωρικής ανάπτυξης και οργάνωσης σε περιφερειακό επίπεδο, ιδίως, για:
α) την αποτίμηση, ανάδειξη και αξιοποίηση των ιδιαίτερων αναπτυξιακών και γενικότερα χωρικών χαρακτηριστικών κάθε Περιφέρειας για την ισότιμη ένταξη της στον εθνικό, ενωσιακό και διεθνή χώρο,
β) τη χωρική διάρθρωση των βασικών παραγωγικών τομέων και κλάδων,
γ) τη χωρική διάρθρωση των περιφερειακών δικτύων μεταφορών και της λοιπής τεχνικής υποδομής περιφερειακού ενδιαφέροντος,
δ) τη διάρθρωση του περιφερειακού χώρου (πρότυπο χωρικής οργάνωσης) καθώς και τη χωρική οργάνωση και δομή του οικιστικού δικτύου,
ε) την οικιστική ανάπτυξη και ανασυγκρότηση του αστικού χώρου,
στ) την ανάδειξη, προβολή και προστασία της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και του οικιστικού και αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος, εκάστης Περιφέρειας,
ζ) τον προσδιορισμό ενεργών παρεμβάσεων και προγραμμάτων χωροταξικού και αστικού χαρακτήρα, όπως ιδίως οι Περιοχές Ειδικών Χωρικών Παρεμβάσεων (ΠΕΧΠ) και τα Σχέδια Ολοκληρωμένων Αστικών Παρεμβάσεων (ΣΟΑΠ), των άρθρων 11 και 12 του ν. 2742/1999 (Α' 207).
η) την προστασία του πολιτιστικού και φυσικού περιβάλλοντος και τοπίου.
Στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι στα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια περιλαμβάνονται και οι εγκεκριμένοι οργανωμένοι υποδοχείς δραστηριοτήτων καθώς και τα εγκεκριμένα σχέδια δημόσιων ή ιδιωτικών επενδύσεων μεγάλης κλίμακας σύμφωνα με τις διατάξεις που τα διέπουν.
Στην παράγραφο 3 προβλέπεται ότι τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια περιλαμβάνουν σε ειδικό παράρτημα, που συνοδεύεται από κείμενα και διαγράμματα κατάλληλης κλίμακας, κατευθύνσεις ανά Δήμο που αφορούν ιδίως τα εξής:
α) τη χωροταξική και αναπτυξιακή φυσιογνωμία,
β) τη διάρθρωση και δομή του οικιστικού δικτύου και την οικιστική ανάπτυξη,
γ) την προστασία και ανάδειξη του φυσικού, πολιτιστικού και δομημένου περιβάλλοντος,
δ) τα υπερτοπικά/ διαδημοτικά δίκτυα υποδομής,
ε) τη χωρική οργάνωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων ή άλλων χρήσεων στον μη αστικό, ιδίως, χώρο.
Επιπλέον, προβλέπεται ότι τα Παραρτήματα περιέχουν κατευθύνσεις για τις χρήσεις γης και όρους δόμησης που λαμβάνονται υπόψη μέχρι τη θεσμοθέτηση υποκείμενου ρυθμιστικού σχεδιασμού, με σκοπό την προστασία και ανάδειξη του περιβάλλοντος και της υπαίθρου με ιδιαίτερη αναφορά στην προστασία της γεωργικής γης. Οι κατευθύνσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν τον προσδιορισμό ή απαγόρευση γενικών χρήσεων, ζωνών καταλληλότητας ή/ και αποκλεισμού, όρια πυκνότητας. Απώτερος στόχος αυτής της διάταξης είναι η επίσπευση της θεσμοθέτησης τοπικών σχεδίων χρήσεων γης.
Στην παράγραφο 4 προβλέπεται ότι τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια συνοδεύονται από Πρόγραμμα Έργων, Ενεργειών και Προτεραιοτήτων, στο οποίο εξειδικεύονται οι απαιτούμενες για την εφαρμογή τους ενέργειες, έργα, ρυθμίσεις, μέτρα και προγράμματα καθώς και οι φορείς και το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους.
Στην παράγραφο 5 προβλέπεται ότι τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια εναρμονίζονται με τις κατευθύνσεις των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων, τις οποίες συντονίζουν, εξειδικεύουν ή και συμπληρώνουν. Με τη διάταξη αυτή προβλέπεται, μεν, η εναρμόνιση των ΠΧΠ με τις κατευθύνσεις των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων, ταυτόχρονα όμως ενισχύονται τα Περιφερειακά Πλαίσια ως προς τη δυνατότητα τους να εξειδικεύσουν, συμπληρώσουν και εν τέλει να συντονίσουν τις διάφορες τομεακές κατευθύνσεις των ΕΧΠ στον χώρο της κάθε Περιφέρειας.
Επιπλέον, κατά την κατάρτισή τους λαμβάνονται υπόψη οι άξονες και οι στόχοι της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής, το περιφερειακό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, τα προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης καθώς και άλλα γενικά ή ειδικά αναπτυξιακά προγράμματα, πολιτικές και στρατηγικές που επηρεάζουν τη διάρθρωση και ανάπτυξη του χώρου (περίπτωση α'). Ορίζεται ακόμα ότι σε περιπτώσεις που προκύπτουν ασάφειες ή αντικρουόμενες κατευθύνσεις μεταξύ των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων και των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων ή των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων μεταξύ τους, εκδίδεται σχετική απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και των συναρμοδίων Υπουργών με την οποία καθορίζεται η ισχύουσα κατεύθυνση, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας και σύμφωνη γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας (περίπτωση β').
Στην παράγραφο 6 προβλέπεται ότι τα έργα και οι δράσεις που προωθούν την εφαρμογή των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων, σύμφωνα και με το Πρόγραμμα Έργων, Ενεργειών και Προτεραιοτήτων αυτών, εντάσσονται κατά προτεραιότητα στο αναπτυξιακό πρόγραμμα κάθε Περιφέρειας.
Στην παράγραφο 7 ορίζονται τα σχετικά με την εκπόνηση και έγκριση των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι αυτά εκπονούνται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και υπό την επίβλεψη κοινών με την Περιφέρεια επιτροπών. Προβλέπεται επίσης ότι η έναρξη της εκπόνησης γίνεται μετά από ενημέρωση της οικείας Περιφέρειας (περίπτωση α').
Όσον αφορά στην έγκριση τους, απαιτείται η γνώμη του οικείου Περιφερειακού Συμβουλίου, η οποία παρέχεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της σχετικής μελέτης από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Ειδικά για τη χωρική διάρθρωση παραγωγικών τομέων ή κλάδων και περιφερειακών δικτύων μεταφορών και λοιπής τεχνικής υποδομής απαιτείται επιπλέον η γνώμη των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργείων, η οποία παρέχεται εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από τη λήψη της σχετικής μελέτης (περίπτωση β'). Το Εθνικό Συμβούλιο διατυπώνει γνώμη, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 4, για το περιεχόμενο των εκπονούμενων Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την υποβολή του σχετικού ερωτήματος (περίπτωση γ'). Τέλος, ορίζεται ότι τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια υπόκεινται σε διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης. Οι σχετικές Στρατηγικές Μελέτες Περιβαλλοντικής Εκτίμησης εγκρίνονται μαζί με τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Οι διαδικασίες διαβούλευσης των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων και των οικείων Στρατηγικών Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων είναι κοινές (περίπτωση δ').
Στην παράγραφο 8 ορίζεται ότι η παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων γίνεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας με τη συνδρομή της οικείας περιφέρειας. Για τον σκοπό αυτό, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας συντάσσει, τουλάχιστον ανά πενταετία, εκθέσεις παρακολούθησης, στις οποίες αναφέρονται ο τρόπος εφαρμογής, προβλήματα που παρουσιάστηκαν καθώς και ο βαθμός ενσωμάτωσης των κατευθύνσεων τους στα υποκείμενα επίπεδα σχεδιασμού. Στις ίδιες εκθέσεις υποδεικνύονται ενέργειες και δράσεις που κατά περίπτωση απαιτούνται για την αποτελεσματική εφαρμογή των Περιφερειακών Στρατηγικών και κατευθύνσεων και επισημαίνονται ενέργειες και δράσεις που δεν εναρμονίζονται με αυτές τις κατευθύνσεις (περίπτωση α'). Προβλέπεται ακόμα ότι τα πορίσματα των εκθέσεων διαβιβάζονται στα συναρμόδια Υπουργεία, φορείς και υπηρεσίες, και τις Περιφέρειες, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη στις δράσεις και έργα που άπτονται των αρμοδιοτήτων τους (περίπτωση β').
Στην παράγραφο 9 περιγράφονται τα σχετικά με την αναθεώρηση των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων. Ειδικότερα προβλέπεται ότι αυτά αναθεωρούνται ανά πενταετία, εφόσον προκύπτει τεκμηριωμένη προς τούτο ανάγκη από τις εκθέσεις παρακολούθησης. Στο χρονικό αυτό διάστημα είναι κατ' εξαίρεση δυνατή η τροποποίησή τους, με στόχο τη βελτίωση και την επικαιροποίησή τους, προκειμένου:
αα) να αντιμετωπισθούν ζητήματα που ανακύπτουν από την προώθηση ή εφαρμογή προγραμμάτων και δράσεων διεθνούς, ευρωπαϊκού, διασυνοριακού, διακρατικού ή διαπεριφερειακού χαρακτήρα,
ββ) να αντιμετωπισθούν εξαιρετικές ανάγκες από φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές και κινδύνους στο επίπεδο της οικείας Περιφέρειας,
γγ) να αντιμετωπισθούν εξαιρετικές και απρόβλεπτες ανάγκες και νέα δεδομένα, για έργα εθνικής ή περιφερειακής σημασίας τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στον αρχικό σχεδιασμό,
δδ) να προσαρμοσθούν σε νέα δεδομένα και κατευθύνσεις χωρικού σχεδιασμού που προκύπτουν από την έγκριση, αναθεώρηση ή τροποποίηση Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων.
β) Για την αναθεώρηση και τροποποίηση των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων ακολουθείται η διαδικασία της παραγράφου 4.
Στην παράγραφο 10, επιπλέον, προβλέπεται ότι με Απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να επέρχονται εντοπισμένες και μη ουσιώδεις μεταβολές στα εγκεκριμένα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, όπως διορθώσεις σφαλμάτων, αποσαφηνίσεις διατυπώσεων, εναρμόνιση κειμένων και διαγραμμάτων.
Στην παράγραφο 11 προβλέπεται ότι με εξαίρεση την Περιφέρεια Αττικής, Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια εκπονούνται για όλες τις Περιφέρειες της Χώρας. Για την Περιφέρεια Αττικής θέση Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου επέχει το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας, όπως εκάστοτε ισχύει (περίπτωση α'). Κατά την εκπόνησή τους εξετάζονται ζητήματα αλληλεπίδρασης και τυχόν επικαλύψεων μεταξύ σχεδίων όμορων Περιφερειών (περίπτωση β'). Κατά την κατάρτιση του Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου Κεντρικής Μακεδονίας, επιπλέον των οριζομένων του παρόντος, ενσωματώνονται ισχύουσες κατευθύνσεις του Ρυθμιστικού Σχεδίου της Θεσσαλονίκης, όπως εκάστοτε ισχύει, δυνάμενες να εξειδικεύονται ή και να συμπληρώνονται, ενώ λαμβάνεται υπόψη ο ρόλος και η στρατηγική χωρική οργάνωση της μητροπολιτικής περιοχής Θεσσαλονίκης και η αξιοποίηση των δυνατοτήτων της σε εθνική και διεθνή κλίμακα (υποπεριπτώσεις αα και ββ της περίπτωσης γ').
Στην παράγραφο 12 προβλέπεται ότι οι προδιαγραφές για την εκπόνηση, αξιολόγηση και τροποποίηση των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια, καθορίζονται με απόφαση Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Τέλος, στην παράγραφο 13 ορίζεται ότι όπου στις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας αναφέρονται τα «Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης» νοούνται εφεξής Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια του παρόντος άρθρου. Επιπλέον προβλέπεται ότι η αναθεώρηση και τροποποίηση των εγκεκριμένων κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης γίνεται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 4.
Άρθρο 7
Με το άρθρο 7 ορίζονται η έννοια, το περιεχόμενο, το πεδίο εφαρμογής, η διαδικασία σύνταξης, έγκρισης και αναθεώρησης των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων (ΤΧΣ).
Ειδικότερα:
Με την παράγραφο 1 ορίζεται ότι τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια αποτελούν σύνολα κειμένων, χαρτών και διαγραμμάτων με τα οποία καθορίζονται το πρότυπο χωρικής οργάνωσης και ανάπτυξης, οι χρήσεις γης, οι όροι και περιορισμοί δόμησης, καθώς και κάθε άλλο μέτρο, όρος ή περιορισμός που απαιτείται για την ολοκληρωμένη χωρική ανάπτυξη και οργάνωση της περιοχής ενός πρωτοβαθμίου ΟΤΑ.
Στην παράγραφο 2 προβλέπεται ότι Τοπικά Χωρικά Σχέδια καλύπτουν το σύνολο της έκτασης ενός Δήμου ενώ δύναται να εκπονούνται και σε διαδημοτικό επίπεδο, έπειτα από σχετικές αποφάσεις των οικείων Δημοτικών Συμβουλίων. Προβλέπεται επιπλέον ότι τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια εναρμονίζονται με τις κατευθύνσεις των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων και περιέχουν τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την επίτευξη των σκοπών τους.
Στην παράγραφο 3 προβλέπεται ότι με τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια καθορίζονται για εκάστη δημοτική ενότητα οι ακόλουθες κατηγορίες περιοχών:
α) Οικιστικές Περιοχές για τις οποίες ισχύουν τα ακόλουθα:
αα) Ως οικιστικές περιοχές νοούνται οι περιοχές της δημοτικής ενότητας που εξυπηρετούν τη διαβίωση και την οργανωμένη οικονομική και κοινωνική ζωή και δραστηριότητα του ανθρώπου. Στις οικιστικές περιοχές περιλαμβάνονται όλες οι πολεοδομημένες, εντός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων περιοχές της οικείας δημοτικής ενότητας, οι οικισμοί προ του 1923 ή με πληθυσμό κάτω των 2.000 κατοίκων, καθώς και οι προς πολεοδόμηση περιοχές. Περιλαμβάνονται επίσης και οι Περιοχές Ειδικά Ρυθμιζόμενης Πολεοδόμησης (ΠΕΡΠΟ) του άρθρου 24 του ν.2508/1997 (Α' 124) με χρήση πρώτης ή δεύτερης κατοικίας καθώς και οι Περιοχές Περιβαλλοντικής Αναβάθμισης και Ιδιωτικής Πολεοδόμησης (ΠΠΑΙΠ) του άρθρου 1 του ν.4280/2014 (Α' 159),.
ββ) Στις περιοχές της κατηγορίας αυτής καθορίζονται με τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια όρια πολεοδομικών ενοτήτων και η γενική πρόταση πολεοδομικής οργάνωσής τους, ήτοι οι επιτρεπόμενες εντός αυτών κατηγορίες χρήσεων γης, η πυκνότητα, ο συντελεστής δόμησης και οι λοιποί όροι και περιορισμοί δόμησης, καθώς και η γενική εκτίμηση των αναγκών εκάστης πολεοδομικής ενότητας σε κοινόχρηστους χώρους, κοινωφελείς εξυπηρετήσεις και εν γένει δημόσιες υποδομές και δίκτυα.
β) Περιοχές παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων για τις οποίες ισχύουν τα ακόλουθα:
αα) Ως περιοχές παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μπορεί να καθορίζονται οι εντός ή και εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών περιοχές του δήμου, οι οποίες, εν όψει της θέσης, των υφιστάμενων χρήσεων, λειτουργιών και υποδομών καθώς και των λοιπών χωρικών τους χαρακτηριστικών, προσφέρονται για τη χωροθέτηση, μεμονωμένων ή οργανωμένων παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Οι περιοχές αυτές είναι δυνατό να πολεοδομούνται ανάλογα με το ιδιαίτερο καθεστώς που τις διέπει,
ββ) Στις περιοχές αυτές με το Τοπικό Χωρικό Σχέδιο καθορίζονται οι επιτρεπόμενες εντός αυτών κατηγορίες χρήσεων γης, ο συντελεστής δόμησης καθώς και οι λοιποί όροι και περιορισμοί δόμησης που απαιτούνται για την ανάπτυξή τους,
γγ) Στις περιοχές της κατηγορίας αυτής εντάσσονται, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις που τις διέπουν, και τυχόν εγκεκριμένοι οργανωμένοι υποδοχείς δραστηριοτήτων.
γ) Περιοχές Προστασίας για τις οποίες ισχύουν τα ακόλουθα:
αα) Ως περιοχές προστασίας νοούνται οι περιοχές μελέτης των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων, οι οποίες διαθέτουν ιδιαιτέρως αξιόλογα φυσικά ή πολιτιστικά στοιχεία που χρήζουν προστασίας, προβολής και ανάδειξης. Οι περιοχές αυτές οριοθετούνται και καθορίζονται για αυτές περιορισμοί ή και απαγορεύσεις στις χρήσεις γης και στη δόμηση καθώς και στην εν γένει άσκηση δραστηριοτήτων και λειτουργιών, με στόχο την προστασία του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος και τοπίου,
ββ) Στις περιοχές αυτές εντάσσονται και εκτάσεις που υπάγονται σε ειδικά νομικά καθεστώτα προστασίας, όπως είναι ιδίως χώροι αρχαιολογικού ή ιστορικού ενδιαφέροντος, δάση και δασικές εκτάσεις, οι περιοχές υπαγόμενες στο εθνικό σύστημα προστατευόμενων περιοχών του ν.3937/2011 (Α'60), οι οποίες διέπονται όσον αφορά τις χρήσεις γης και τους όρους δόμησης από τα ειδικά καθεστώτα προστασίας τους καθώς και ο αιγιαλός και παραλία, ποταμοί-λίμνες-ρέματα. Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται και οι περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 56 του ν.2637/1998 (Α' 200) ως αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας.
δ) Περιοχές ελέγχου χρήσεων γης για τις οποίες ισχύουν τα ακόλουθα:
Ως περιοχές ελέγχου χρήσεων γης νοούνται οι μη πολεοδομημένες και προς πολεοδόμηση (εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών) περιοχές του δήμου, ιδίως πέριξ των οικιστικών περιοχών ή των περιοχών παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, στις οποίες καθορίζονται ειδικοί περιορισμοί στις χρήσεις γης και στους όρους δόμησης με σκοπό την ορθολογική κατανομή και συσχέτιση των χρήσεων γης, ώστε να αποφεύγονται πιθανές μεταξύ τους συγκρούσεις και ανεξέλεγκτη κατανάλωση φυσικών πόρων.
Με την παράγραφο 4 ορίζεται ότι μετά την έγκριση των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων, κάθε οικιστική, παραγωγική ή άλλη ανάπτυξη επιτρέπεται μόνον εφόσον είναι συμβατή με τις χρήσεις γης και τους λοιπούς όρους και περιορισμούς που καθορίζονται με αυτά.
Με την παράγραφο 5 προβλέπεται ότι κατά τη διαδικασία εκπόνησης των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας με απόφαση του, μετά από εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας και γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών θεμάτων και Αμφισβητήσεων μπορεί να αναστείλει τη χορήγηση οικοδομικών αδειών ή και εργασιών στην περιοχή ή σε τμήματά της και να απαγορεύσει τις κατατμήσεις των ιδιοκτησιών πέρα από το οριζόμενο στην ίδια απόφαση όριο εμβαδού. Στην ίδια παράγραφο περιγράφονται τα σχετικά με τη χρονική διάρκεια της ως άνω αναστολής και απαγόρευσης.
Στην παράγραφο 6 ορίζεται ότι:
α) Τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια υπόκεινται σε διαδικασία στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και η κίνηση της διαδικασίας για τη σύνταξη τους γίνεται είτε από τον οικείο Δήμο είτε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
β) Η έγκριση των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων γίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μετά από εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων. Η αρμόδια υπηρεσία και το κεντρικό συμβούλιο πολεοδομικών θεμάτων και αμφισβητήσεων ελέγχουν τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια ως προς την εναρμόνιση του περιεχομένου τους με τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, και την συμβατότητα τους με την εκάστοτε ισχύουσα πολεοδομική και οικιστική πολιτική καθώς και με αντίστοιχα σχέδια όμορων Δήμων. Ο έλεγχος του προηγούμενου εδαφίου διεξάγεται μετά από γνώμη του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία παρέχεται σε διάστημα δύο μηνών από την εισαγωγή του θέματος σε αυτό. Μετά την παρέλευση της παραπάνω ημερομηνίας η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς τη σχετική γνώμη. Με το πιο πάνω προεδρικό διάταγμα εγκρίνονται επίσης και οι κατευθύνσεις, όροι και μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, τα οποία πρέπει να τηρούνται κατά την υλοποίηση και εξειδίκευση των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων, σύμφωνα με την Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων.
γ) Με το πιο πάνω προεδρικό διάταγμα μπορεί να οριοθετούνται και οι οριογραμμές των τυχόν υφισταμένων εντός των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων υδατορεμάτων, ύστερα από υποβολή φακέλου οριοθέτησης σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 του ν.425#2014(Α' 94).
Στην παράγραφο 7 προβλέπεται ότι όρια και ρυθμίσεις εγκεκριμένων Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου, που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν.1337/1983 (Α' 33), περιλαμβάνονται στο περιεχόμενο των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων και μπορεί να τροποποιούνται με τα προεδρικά διατάγματα της παραγράφου 6, εφόσον τούτο κρίνεται πολεοδομικώς απαραίτητο για την κάλυψη αναγκών οικιστικής, παραγωγικής ή επιχειρηματικής ανάπτυξης και ανασυγκρότησης εντός της οικείας δημοτικής ενότητας και μετά από συνεκτίμηση των ιδιαίτερων περιβαλλοντικών τους χαρακτηριστικών και εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μετά την έγκριση των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων, οι Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου που έχουν ενσωματωθεί σε αυτά παύουν να ισχύουν ως αυτοτελείς ρυθμίσεις και ισχύουν οι ρυθμίσεις του Τοπικού Χωρικού Σχεδίου.
Στην παράγραφο 8 προβλέπεται ότι όρια και ρυθμίσεις προεδρικών διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 1 του ν.1577/1985 (Α' 210), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν.2831/2000 (Α' 140), περιλαμβάνονται στο περιεχόμενο του Τοπικού Χωρικού Σχεδίου και μπορεί να συμπληρώνονται ή να τροποποιούνται με τα προεδρικά διατάγματα της παραγράφου 6 του παρόντος σύμφωνα με τα προβλεπόμενα της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν.4067/2012(Α' 79).
Στην παράγραφο 9 ορίζεται ότι αρμόδια για την παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής των ρυθμίσεων των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων είναι η οικεία Περιφέρεια, η οποία για τον σκοπό αυτό συντάσσει, τουλάχιστον, ανά πενταετία εκθέσεις αξιολόγησης, με τις οποίες αποτιμάται ο τρόπος εφαρμογής των κατευθύνσεων και ρυθμίσεων των πιο πάνω σχεδίων, καταγράφονται τυχόν αστοχίες, αδυναμίες και προβλήματα που εντοπίστηκαν κατά την εφαρμογή τους και διατυπώνονται προτάσεις αντιμετώπισής τους. Με τις εκθέσεις αξιολόγησης καταγράφεται επίσης η αναγκαιότητα προσαρμογής του Τοπικού Χωρικού Σχεδίου σε νέα δεδομένα καθώς και σε κατευθύνσεις που προκύπτουν από την έγκριση, αναθεώρηση ή τροποποίηση Ειδικών και Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων Οι ως άνω εκθέσεις κοινοποιούνται στον οικείο Δήμο, στην οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση και στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη σε σχετικές ενέργειες και δράσεις που άπτονται των σχετικών αρμοδιοτήτων τους.
Στην παράγραφο 10 προβλέπεται ότι:
α) Τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια αναθεωρούνται ανά πενταετία, εφόσον προκύψει τεκμηριωμένη προς τούτο ανάγκη από την αξιολόγηση που διενεργείται κατά την προηγούμενη παράγραφο. Στο χρονικό αυτό διάστημα είναι δυνατή η τροποποίησή τους προκειμένου:
αα) να αντιμετωπισθούν ζητήματα που ανακύπτουν από την προώθηση ή εφαρμογή προγραμμάτων και δράσεων διεθνούς, ευρωπαϊκού, διακρατικού, διαπεριφερειακού ή διαδημοτικού χαρακτήρα,
ββ) να αντιμετωπισθούν εξαιρετικές πολεοδομικές ανάγκες από φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές και κινδύνους,
γγ) να αντιμετωπιστούν τυχόν πρόσθετες ανάγκες σε κοινωνικό εξοπλισμό,
δδ) να αντιμετωπισθούν εξαιρετικές και απρόβλεπτες ανάγκες και νέα δεδομένα που αφορούν στην εφαρμογή έργων και προγραμμάτων ή παρεμβάσεων μεγάλης κλίμακας ή στρατηγικής σημασίας.
β) Για την αναθεώρηση και τροποποίηση των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων ακολουθείται η διαδικασία της παραγράφου 6.
Στην παράγραφο 11 προβλέπεται επιπλέον ότι με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων, μπορεί να γίνονται διορθώσεις σφαλμάτων, αποσαφηνίσεις διατυπώσεων, εναρμόνιση κειμένων και διαγραμμάτων, εφόσον δεν συνιστούν τροποποίηση.
Στην παράγραφο 12 προβλέπεται ότι με απόφαση Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται προδιαγραφές και κάθε άλλη απαραίτητη λεπτομέρεια για την εκπόνηση, αξιολόγηση και τροποποίηση των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων.
Με την παράγραφο 13 ορίζεται ότι η αναθεώρηση και τροποποίηση εγκεκριμένων κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων και Σχεδίων Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης γίνεται κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
Τέλος, στην παράγραφο 14 ορίζεται ότι όπου στις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας αναφέρεται το «Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο» ή το «Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης» νοείται εφεξής το Τοπικό Χωρικό Σχέδιο του παρόντος, ενώ προβλέπεται ότι τα ισχύοντα κατά τη δημοσίευση του παρόντος Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια και Σχέδια Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης δύνανται να τροποποιούνται σημειακά με τις διατάξεις του ν.2508/1997.
Άρθρο 8
Με το άρθρο 8 ορίζονται η έννοια, οι στόχοι και το περιεχόμενο καθώς και η διαδικασία σύνταξης και έγκρισης των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων.
Ειδικότερα:
Στην παράγραφο 1 προβλέπεται ότι Ειδικά Χωρικά Σχέδια καταρτίζονται για τη χωρική οργάνωση και ανάπτυξη περιοχών ανεξαρτήτως διοικητικών ορίων που μπορεί να λειτουργήσουν ως υποδοχείς σχεδίων, έργων και προγραμμάτων υπερτοπικής κλίμακας ή στρατηγικής σημασίας ή για τις οποίες απαιτείται ειδική ρύθμιση των χρήσεων γης και των λοιπών όρων ανάπτυξής τους. Επίσης, προβλέπεται ότι Ειδικά Χωρικά Σχέδια μπορούν να καταρτιστούν και για προγράμματα αστικής ανάπλασης, ή/και περιβαλλοντικής προστασίας ή αντιμετώπισης των συνεπειών από φυσικές καταστροφές.
Στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια αποτελούν σύνολα κειμένων, χαρτών και διαγραμμάτων με τα οποία καθορίζονται χρήσεις γης, γενικοί όροι και περιορισμοί δόμησης καθώς και κάθε άλλο μέτρο ώστε να καταστούν οι εν λόγω περιοχές κατάλληλες για τη δημιουργία οργανωμένων υποδοχέων δραστηριοτήτων ή για την πραγματοποίηση προγραμμάτων και παρεμβάσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
Στην παράγραφο 3 προβλέπεται ότι τα ειδικά χωρικά σχέδια εντάσσονται ιεραρχικά στο ίδιο επίπεδο σχεδιασμού με τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια τα οποία μπορούν να τροποποιούν.
Στην παράγραφο 4 περιγράφονται τα σχετικά με τις διαδικασίες σύνταξης και έγκρισης των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι η κίνηση της διαδικασίας σύνταξης γίνεται είτε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας είτε από τον οικείο Δήμο ή την οικεία Περιφέρεια είτε από τον φορέα υλοποίησης του σχεδίου, έργου ή προγράμματος, ενώ με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται οι προδιαγραφές και κάθε άλλη απαραίτητη λεπτομέρεια για τη σύνταξή τους (περίπτωση α').
Στην περίπτωση β', προβλέπεται ότι τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια πρέπει να εναρμονίζονται με τον υπερκείμενο σχεδιασμό, δηλαδή τα Ειδικά και Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια και να λαμβάνουν υπόψη τις κατευθύνσεις των εγκεκριμένων Τοπικών Χωρικών Σχεδίων και Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου. Ορίζεται ακόμα ότι η έγκριση των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων γίνεται με Προεδρικό Διάταγμα με πρόταση του υπουργού ΠΕΝ και των κατά περίπτωση αρμοδίων υπουργών, ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας και γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών θεμάτων και Αμφισβητήσεων με το οποίο εγκρίνονται, επίσης, όροι και μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, όπως προκύπτουν από την Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (περίπτωση γ'). Με το ίδιο ΠΔ, καθορίζονται και οι οριογραμμές των τυχόν υφισταμένων εντός των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων υδατορεμάτων, ύστερα από υποβολή φακέλου οριοθέτησης σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 του ν.4258/2014 (Α' 94) και εγκρίνεται το Πολεοδομικό Σχέδιο εφαρμογής όπου αυτό απαιτείται..
Στην παράγραφο 5 περιγράφονται οι διαδικασίες μέσω των οποίων τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια μπορούν να τροποποιούν υφιστάμενα Τοπικά Χωρικά Σχέδια, Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου και τυχόν ισχύουσες για την περιοχή του σχεδίου γενικές και ειδικές πολεοδομικές ρυθμίσεις. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι οι σχετικές τροποποιήσεις είναι δυνατές κατόπιν σχετικής προέγκρισης που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μετά από υποβολή αίτησης προέγκρισης από τον φορέα υλοποίησης, εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας και γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων. Η αίτηση συνοδεύεται από τεχνική έκθεση που περιλαμβάνει: α) τις χωροταξικές κατευθύνσεις της ευρύτερης περιοχής, β) τις υφιστάμενες χρήσεις γης στη ζώνη άμεσης επιρροής της περιοχής μελέτης, και γ) την πρόταση χωρικής ανάπτυξης της περιοχής παρέμβασης και σχετικό χάρτη κλίμακας 1: 5000. Τέλος, προβλέπεται ότι η απόφαση προέγκρισης που εκδίδει το Κεντρικό Συμβούλιο Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων τεκμηριώνει την αναγκαιότητα της τροποποίησης εν όψει του ειδικού χαρακτήρα της επιδιωκόμενης ανάπτυξης, της κάλυψης αναγκών παραγωγικής ή επιχειρηματικής ανάπτυξης και ανασυγκρότησης εντός της περιοχής του σχεδίου και πάντως τη μη ανατροπή της πολεοδομικής και χωροταξικής λειτουργίας της ευρύτερης περιοχής..
Στην περίπτωση β' της ίδιας παραγράφου προβλέπεται ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας προέγκρισης της προηγούμενης περίπτωσης, το Κεντρικό Συμβούλιο Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων, συνεδριάζει κατ' ελάχιστο (2) φορές ετησίως σε τακτική συνεδρίαση, με αποκλειστικό σκοπό τη γνωμοδότηση επί των αιτήσεων προέγκρισης, και διασφαλίζει ότι κάθε αίτηση ολοκληρώνεται εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή της.
Στις παραγράφους 6 και 7 προβλέπεται ότι όρια και ρυθμίσεις εγκεκριμένων Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου ή όρια και ρυθμίσεις προεδρικών διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 4 παρ.1 του ν.1577/1985, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν.2831/2000, περιλαμβάνονται στο περιεχόμενο του Ειδικού Χωρικού Σχεδίου και μπορούν να τροποποιούνται με τα προεδρικά διατάγματα της παραγράφου 4 του παρόντος. Στην παράγραφο 6 προβλέπεται επίσης ότι μετά την έγκριση των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων, οι Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου που έχουν ενσωματωθεί σε αυτά παύουν να ισχύουν ως αυτοτελείς ρυθμίσεις, ως προς το τμήμα τους που ενσωματώνεται σε αυτά και ισχύουν οι ρυθμίσεις του Ειδικού Χωρικού Σχεδίου.
Στην παράγραφο 8 ορίζεται ότι οι ρυθμίσεις των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων είναι δεσμευτικές για όλα τα εκπονούμενα Τοπικά Χωρικά Σχέδια, καθώς και για κάθε ένταξη των περιοχών που καλύπτονται από Ειδικό Χωρικό Σχέδιο σε σχέδιο πόλεως. Κατ' εξαίρεση, με τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια μπορεί να τροποποιούνται όρια και ρυθμίσεις των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων ύστερα από ειδική αιτιολογία και σύμφωνη γνώμη του φορέα ανάπτυξης ή διοίκησης της περιοχής που έχει ενταχθεί σε Ειδικό Σχέδιο. Στις περιπτώσεις αυτές, το προεδρικό διάταγμα για την έγκριση του Τοπικού Χωρικού Σχεδίου προτείνεται και από τον καθ' ύλην αρμόδιο για το τροποποιούμενο Ειδικό Χωρικό Σχέδιο Υπουργό.
Στην παράγραφο 9 ορίζεται ότι: α) οι Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ) του άρθρου 29 του ν.2545/1997, οι Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (ΠΟΑΠΔ) του άρθρου 24 του ν.1650/1986, τα Τοπικά ρυμοτομικά σχέδια του άρθρου 26 του ν. 1337/1983, β) οι Οργανωμένοι Υποδοχείς Μεταποιητικών και Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων της παρ. 4 του άρθρου 41 του Ν.3982/2011, και γ) τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων (ΕΣΧΑΔΑ) του άρθρου 12 του ν.3982/2011 (Α' 152) καθώς και τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΣΧΑΣΕ) του άρθρου 24 του ν.3894/2010 (Α' 204), αποτελούν επίσης κατά την έννοια του παρόντος νόμου Ειδικά Χωρικά Σχέδια. Επίσης, προβλέπεται ότι για τη χωρική οργάνωση των περιοχών των περίπτ. α', και β' εφαρμόζονται οι οικείες για κάθε κατηγορία υποδοχέα διατάξεις, καθώς και η διαδικασία προέγκρισης της παρ. 5. Για τον σχεδιασμό και τη χωρική οργάνωση των περιοχών της περίπτ. γ' εφαρμόζεται αποκλειστικά το οικείο θεσμικό τους πλαίσιο. Για τους υποδοχείς των περιπτώσεων α', β' και γ', η οριοθέτηση των υδατορεμάτων που εμπίπτουν σε αυτούς, γίνεται με τη διοικητική πράξη έγκρισης εκάστου υποδοχέα, ύστερα από υποβολή φακέλου οριοθέτησης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν.4258/2014.
Στην παράγραφο 10 προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής αναστολής χορήγησης οικοδομικών αδειών δόμησης κατά τη διαδικασία εκπόνησης του Ειδικού Χωρικού Σχεδίου, εφόσον η προτεινόμενη ανάπτυξη αφορά σε δημόσιο ή δημοτικό φορέα, και οπωσδήποτε μετά τη γνώμη του αρμόδιου Κεντρικού Συμβουλίου και σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
Τέλος, με την παράγραφο 11 προβλέπεται ότι με απόφαση Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να καθορίζονται προδιαγραφές για την εκπόνηση των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων
Άρθρο 9
Με το άρθρο 9 καθορίζονται ανώτατα όρια συντελεστή δόμησης για τις περιοχές οι οποίες προτείνονται προς πολεοδόμηση με βάση τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια ή τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια των άρθρων 7 και 8.
Ειδικότερα στην παράγραφο 1 ορίζονται τα ανώτατα όρια συντελεστή δόμησης για τις οικιστικές περιοχές ανά κατηγορία χρήσης ως εξής:
α) για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση κύριας κατοικίας ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,8,
β) Για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση πολεοδομικού κέντρου ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,2,
γ) Για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση τουρισμού - αναψυχής ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,6,
δ) Για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση παραθεριστικής (δεύτερης) κατοικίας ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,4,
ε) Για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,2.
στ) Σε κάθε περίπτωση στις παραπάνω περιοχές ο μικτός συντελεστής δόμησης που προκύπτει κατά την πολεοδόμησή τους ανά πολεοδομική ενότητα δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 0,8 επί του συνόλου της εκτάσεως που απομένει μετά την αφαίρεση του τμήματος που, αποδίδεται σε κοινόχρηστους χώρους.
Στην παράγραφο 2 αντίστοιχα ορίζονται τα ανώτατα όρια συντελεστή για τις περιοχές παραγωγικών δραστηριοτήτων, με διάκριση των περιοχών που προορίζονται για χρήση χονδρεμπορίου, όπου ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,2 και των περιοχών που προορίζονται για τις λοιπές χρήσεις παραγωγικών δραστηριοτήτων ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,6.
Στην παράγραφο 3 προβλέπεται ότι οι ανωτέρω καθοριζόμενοι συντελεστές δόμησης εφαρμόζονται μετά την έγκριση του σχεδίου εφαρμογής του άρθρου 10 του παρόντος νόμου.
Στην παράγραφο 4 προβλέπεται ότι ειδικές διατάξεις με τις οποίες έχουν καθοριστεί συντελεστές δόμησης μεγαλύτεροι από τους προβλεπόμενους στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή και διαφορετικός τρόπος υπολογισμού αυτών, διατηρούνται σε ισχύ.
Τέλος, ειδικά για τους πόλους υπερτοπικής σημασίας του ν.2730/1999, καθορίζεται στις προς πολεοδόμηση περιοχές από το Ειδικό Χωρικό Σχέδιο του άρθρου 8, ο συντελεστής δόμησης που έχει οριστεί από τις εκάστοτε ειδικές διατάξεις που τους διέπουν, κατ' εξαίρεση των οριζομένων στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος, Προβλέπεται, τέλος, ότι σε περίπτωση που δεν έχει οριστεί συντελεστής δόμησης από τις ειδικές διατάξεις, με το Ειδικό Χωρικό Σχέδιο του άρθρου 8 καθορίζεται μέσος συντελεστής δόμησης, ο οποίος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 0,8.
Άρθρο 10
Με το άρθρο 10 θεσπίζονται τα Πολεοδομικά Σχέδια Εφαρμογής, περιγράφεται ο σκοπός τους και τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και οι διαδικασίες κατάρτισης, έγκρισης και τροποποίησής τους.
Ειδικότερα:
Με την παράγραφο 1 προβλέπεται ότι για την πολεοδόμηση ορισμένης περιοχής απαιτείται η σύνταξη και έγκριση Πολεοδομικού Σχεδίου Εφαρμογής το οποίο περιλαμβάνει το Πολεοδομικό Σχέδιο και Πράξη Εφαρμογής. Με τα σχέδια αυτά εξειδικεύονται, σε κλίμακα πόλης ή οικισμού ή τμημάτων αυτών ή σε ζώνες και περιοχές ειδικών χρήσεων, οι ρυθμίσεις των Τοπικών ή Ειδικών Χωρικών Σχεδίων περί χρήσεων γης και όρων δόμησης και καθορίζονται επακριβώς οι κοινόχρηστοι, κοινωφελείς και οικοδομήσιμοι χώροι της προς πολεοδόμηση περιοχής καθώς και τα διαγράμματα των δικτύων υποδομής.
Με την παράγραφο 2 προβλέπεται ότι για την κατάρτιση Πολεοδομικού Σχεδίου Εφαρμογής απαιτείται η ύπαρξη εγκεκριμένων Τοπικών ή Ειδικών Χωρικών Σχεδίων των άρθρων 7 και 8 του παρόντος. Στην ίδια παράγραφο προβλέπονται και οι διαδικασίες πολεοδόμησης που ενεργοποιούνται βάσει του ν.2508/1997, σε περίπτωση που δεν έχει εγκριθεί για την προς πολεοδόμηση περιοχή Τοπικό ή Ειδικό Χωρικό Σχέδιο και η περιοχή συνεχίζει να καλύπτεται από ισχύον Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο ή Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης.
Με την παράγραφο 3 προβλέπεται ότι τα Πολεοδομικά Σχέδια Εφαρμογής καταρτίζονται για το σύνολο των περιοχών των Τοπικών ή Ειδικών Χωρικών Σχεδίων που προορίζονται για πολεοδόμηση ή και για τμήμα αυτών, το οποίο πρέπει πάντως να αποτελεί πολεοδομική ενότητα, όπως αυτή καθορίζεται στο οικείο Τοπικό ή Ειδικό Χωρικό Σχέδιο.
Με την παράγραφο 4 προβλέπεται ότι η κίνηση της διαδικασίας σύνταξης των Πολεοδομικών Σχεδίων Εφαρμογής γίνεται από τον οικείο Δήμο, ενώ μπορεί επίσης να γίνει και από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση, ύστερα από σχετική ενημέρωση του οικείου Δήμου. Στην ίδια παράγραφο περιγράφονται τα σχετικά με την δημόσια έκθεση και δημοσιοποίηση των Πολεοδομικών Σχεδίων Εφαρμογής προκειμένου να ενημερωθεί το κοινό, καθώς και με την διαδικασία υποβολής ενστάσεων από την πλευρά των ενδιαφερομένων. Επίσης, στην περίπτωση γ) της παραγράφου 4 εξειδικεύεται ότι η έγκριση των Πολεοδομικών Σχεδίων Εφαρμογής γίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ύστερα από γνώμη του οικείου Συμβουλίου Πολεοδομικών θεμάτων και Αμφισβητήσεων , μετά από εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Με την ίδια απόφαση κυρώνεται και η οικεία Πράξη Εφαρμογής, όπου απαιτείται, η οποία συντάσσεται ταυτόχρονα και σε άμεση συσχέτιση με τα Πολεοδομικά Σχέδια Εφαρμογής, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρα 8 και 9 του ν.1337/1983. Προβλέπεται επίσης ότι με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας εγκρίνονται προδιαγραφές για την ενιαία εκπόνηση του Πολεοδομικού Σχεδίου και της Πράξης Εφαρμογής και ρυθμίζεται κάθε σχετική λεπτομέρεια και ορίζεται, τέλος, ότι η έγκριση του Πολεοδομικού Σχεδίου Εφαρμογής έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλης κατά τις διατάξεις του ν.δ. της 17-7/16-8-1923.
Στην παράγραφο 5 προβλέπεται ότι η έγκριση Πολεοδομικού Σχεδίου Εφαρμογής σε περιοχές που έχουν ενταχθεί σε Ειδικά Χωρικά Σχέδια ή διέπονται από ειδικότερες ρυθμίσεις γίνεται σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στις κείμενες διατάξεις.
Στην παράγραφο 6 ορίζεται ότι μετά την έγκριση των Πολεοδομικών Σχεδίων Εφαρμογής απαγορεύεται η τροποποίηση τους για μία πενταετία, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες καθίστανται αναγκαίες ειδικότερες επί μέρους τροποποιήσεις τους για τη διευκόλυνση της εφαρμογής του σχεδιασμού στην περιοχή.
Στην παράγραφο 7 διευκρινίζεται ότι όπου στις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας αναφέρεται η «Πολεοδομική Μελέτη» νοείται εφεξής το Πολεοδομικό Σχέδιο Εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
Τέλος, στην παράγραφο 8 προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής αναστολής οικοδομικών αδειών και εργασιών, κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 του παρόντος με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
Άρθρο 11
Στο άρθρο 11 προβλέπεται η σύσταση ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για τη κώδικα χωροταξίας και πολεοδομίας και περιγράφονται οι σχετικές λεπτομέρειες για τη σύνθεση και λειτουργία της καθώς και οι σκοποί της κωδικοποίησης.
Ειδικότερα:
Στην παράγραφο 1 προβλέπεται ότι με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας , συστήνεται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή της οποίας τα μέλη δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τα είκοσι (20), για τη σύνταξη κώδικα χωροταξίας και πολεοδομίας.
Στην παράγραφο 2 προβλέπεται ότι με την ίδια απόφαση καθορίζονται τα σχετικά με το ποσό και τον τρόπο καταβολής της αποζημίωσης των μελών της επιτροπής, των ειδικών εισηγητών που τυχόν ορίζονται και των γραμματέων.
Στις παραγράφους 3 και 4 περιγράφονται η σύνθεση της επιτροπής και προβλέπεται ο ορισμός της με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με την οποία και τάσσεται ο χρόνος περάτωσης του έργου της.
Στην παράγραφο 5 ορίζεται ότι ο κατά την παράγραφο 1 κώδικας περιλαμβάνει τις ισχύουσες διατάξεις νόμων και κανονιστικών πράξεων, που αφορούν στην χωροταξική και πολεοδομική νομοθεσία.
Στην παράγραφο 6 προβλέπεται ότι κατά τη σύνταξη του κώδικα, επιτρέπεται η κατάργηση διατάξεων που κρίνονται ατελέσφορες για την επίτευξη πρακτικών αποτελεσμάτων, η απάλειψη διατάξεων που έχουν καταργηθεί σιωπηρώς καθώς και των μεταβατικών διατάξεων που δεν έχουν πλέον πεδίο εφαρμογής, η προσαρμογή διατάξεων προς το ισχύον Σύνταγμα, η αναδιατύπωση διατάξεων και η εισαγωγή διατάξεων χάριν απλουστεύσεως ή άρσεως ερμηνευτικών αμφιβολιών ή συσχετισμού προς παρεμφερείς διατάξεις, ο καθορισμός των αρμόδιων οργάνων σε συνάρτηση με το υφιστάμενο οργανωτικό σχήμα των κεντρικών και αποκεντρωμένων υπηρεσιών και των οργάνων της αυτοδιοίκησης, η ενοποίηση και η αναδιάρθρωση νομοθετημάτων, και κάθε άλλη μεταβολή απαραίτητη για την ενότητα της ρυθμίσεως.
Στην παράγραφο 7 προβλέπεται ότι σε κάθε περίπτωση ο κώδικας καταρτίζεται σε ηλεκτρονική βάση και ορίζονται οι εξουσιοδοτικές διατάξεις για τα αρμόδια όργανα, τη διαδικασία ενημέρωσης, επικαιροποίησης και έγκρισης της τροποποίησης του.
Τέλος, στην παράγραφο 8 προβλέπεται ότι με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και μετά από εισήγηση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, μπορεί να ανατίθεται, η εκτέλεση συγκεκριμένων προπαρασκευαστικών εργασιών της κωδικοποίησης ή η σύνταξη σχετικών ειδικών μελετών και ερευνών σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας ή σε επιστημονικά ιδρύματα ή ινστιτούτα ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ).
Άρθρο 12
Το άρθρο 12 περιλαμβάνει τις εξουσιοδοτικές διατάξεις με τις οποίες επιχειρείται η εναρμόνιση χωροταξικών και πολεοδομικών διατάξεων προς το νέο σύστημα χωρικού σχεδιασμού.
Ειδικότερα:
Με την παράγραφο 1 ορίζεται ότι με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας εξειδικεύονται το ειδικό περιεχόμενο, η διαδικασία και οι προθεσμίες έγκρισης, αναθεώρησης, τροποποίησης καθώς και τα αρμόδια όργανα έγκρισης των πλαισίων και σχεδίων του συστήματος χωρικού σχεδιασμού του παρόντος νόμου.
Στην περίπτωση β. της παραγράφου 1 προβλέπεται επιπλέον ότι με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, τροποποιούνται, συμπληρώνονται και αναμορφώνονται, προκειμένου να προσαρμοστούν προς την ορολογία, τα επίπεδα, τα μέσα και τις διαδικασίες χωρικού σχεδιασμού που καθορίζονται με τον παρόντα νόμο, οι διατάξεις των άρθρων 10,11 και 12 του ν.2742/1999 (Α' 207) και των άρθρων 8, 9,10,11,12, 13,14,15,16,17, 19, 22, 23 του ν.2508/1997 (Α' 124) όπως ισχύουν.
Στην παράγραφο 2 προβλέπεται ότι με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων , εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αναθεωρούνται τα πολεοδομικά σταθερότυπα που έχουν εγκριθεί με την 1078^/2004 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.
Στην παράγραφο 3 προβλέπεται ότι το ισχύον Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης που εγκρίθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων με την πράξη υπ' αριθμ. 6876/4871/3-7-2008 (ΦΕΚ ΑΊ28) επέχει εφεξής θέση Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής και μπορεί να τροποποιείται και να συμπληρώνεται με τη διαδικασία του άρθρου 3. Μετά την έγκριση της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής, το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης ενσωματώνεται σε αυτήν και παύει να ισχύει.
Τέλος, στην παράγραφο 4 προβλέπεται ότι με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζεται για κάθε κατηγορία χωρικών σχεδίων του νόμου αυτού, το είδος των τυχόν απαιτούμενων ειδικών μελετών για την κατάρτισή τους, οι προδιαγραφές εκπόνησης αυτών, οι ειδικότητες των μελετητών και κάθε άλλο θέμα που αφορά την εκπόνηση, έλεγχο και εφαρμογή αυτών.
Άρθρο 13
Στο άρθρο 13 περιλαμβάνονται οι μεταβατικές διατάξεις του παρόντος νόμου Ειδικότερα:
Στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι Εκκρεμείς διαδικασίες έγκρισης ή τροποποίησης Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου, Σχεδίου Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης και Πολεοδομικών Μελετών συνεχίζονται με βάση τις διατάξεις δυνάμει των οποίων εκπονούνται.
Στην παράγραφο 2 προβλέπεται ότι έως την έγκριση των Τοπικών Χωρικών και Ειδικών Χωρικών Σχεδίων του παρόντος νόμου, είναι επιτρεπτή η πολεοδόμηση σε περιοχές που προβλέπονται για τον σκοπό αυτόν από εγκεκριμένο ρυθμιστικό σχέδιο, Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης ή Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις. Έως την έγκριση των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων είναι δυνατή η τροποποίηση εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων, σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις.
Στις παραγράφους 3 και 4 προβλέπεται ότι εκκρεμείς διαδικασίες αναθεώρησης ή τροποποίησης Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης και των Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης ολοκληρώνονται με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 8 του ν.2742/1999 αντίστοιχα.
Στην παράγραφο 5 προβλέπεται ότι εκκρεμείς διαδικασίες έγκρισης ρυθμιστικών σχεδίων ολοκληρώνονται ως εξής:
α) οι στρατηγικές κατευθύνσεις αυτών εγκρίνονται με την Απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, και Ενέργειας του άρθρου 6 του παρόντος νόμου και
β) οι ρυθμιστικές κατευθύνσεις αυτών εγκρίνονται με το Προεδρικό Διάταγμα του άρθρου 7 του παρόντος νόμου.
Με την παρ. 6 ορίζεται ότι ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ, Πολεοδομικές Μελέτες και γενικότερα σχέδια Πολεοδομικού Σχεδιασμού που εγκρίθηκαν ή τροποποιήθηκαν με τις μεταβατικές διατάξεις του κεφαλαίου Α' του ν. 4269/2014 και τις χρήσεις γης του κεφαλαίου Β' του ν, 4269/2014 όσο αυτό ήταν σε ισχύ, αναθεωρούνται υποχρεωτικά ως προς τις χρήσεις γης εντός έξι (6) μηνών από τη θέση σε ισχύ του προβλεπόμενου π.δ. της παραγράφου 1 του άρθρου 238 του Ν.4389/2016 διαφορετικά θεωρούνται αυτοδικαίως άκυρα ως προς τις προβλεπόμενες χρήσεις γης. Η ανωτέρω προθεσμία δύναται να παρατείνεται μετά από αίτημα του αρμόδιου για την τροποποίηση οργάνου και την αποδοχή του αιτήματος αυτού από τον Υπουργό ΠΕΝ με απόφασή του που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Τέλος, με την παρ. 7 προβλέπεται ότι εκκρεμείς διαδικασίες έγκρισης σχεδίων με τις διατάξεις του ν. 4269/2014 όπως αυτός ίσχυε μέχρι την αντικατάστασή του με τον παρόντα νόμο, περατώνονται βάσει των εν λόγω διατάξεων του Ν. 4269/2014.
Άρθρο 14
Προβλέπεται ότι από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, με την επιφύλαξη των ειδικότερων διατάξεων του παρόντος, καταργούνται τα άρθρα 1 έως 13α του ν.4269/2014 (Α' 142), και κάθε άλλη διάταξη που αντίκειται στον παρόντα νόμο ή ανάγεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν. Διατάξεις οι οποίες καταργήθηκαν με το ν. 4269/2014 δεν επαναφέρονται σε ισχύ, μετά την κατάργηση του.
Μέρος Β'
Άρθρο 15
Με την παρ. 1 παρατείνεται μέχρι τις 31-12-2017 η ισχύς των παλαιών οικοδομικών αδειών, που μέχρι τη λήξη της ισχύος της άδειας έχει περατωθεί ο φέρων οργανισμός του κτιρίου, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα ολοκλήρωσης των όψεων και της στέγης του κτιρίου και να μπορέσουν στη συνέχεια να αναθεωρηθούν σύμφωνα με τις νέες διατάξεις του ν. 4030/2011, δεδομένης της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας.
Με την παρ. 2 παρατείνεται μέχρι τις 31-12-2017 η προθεσμία έκδοσης των αδειών εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών που υποβλήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1577/85 (παλαιού οικοδομικού κανονισμού) και δεν εκδόθηκαν μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, λόγω της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας των τελευταίων ετών.
Με την παρ. 3 παρατείνεται μέχρι τις 31-12-2017 η ισχύς των αδειών επισκευής κτισμάτων σε σεισμόπληκτες και πυρόπληκτες περιοχές που εκδόθηκαν σύμφωνα με ειδικές ρυθμίσεις υπουργικών αποφάσεων κατ' εξουσιοδότηση του ν. 1190/81 (Α' 203) και οι οποίες δεν είχαν λήξει την 1-3-2011, δεδομένου ότι αφορούν σε επισκευή κτισμάτων σε πληγείσες περιοχές εν μέσω οικονομικής κρίσης.
Με την παρ. 4 τροποποιείται ο ν. 4178/2013 παρατείνει για ένα επιπλέον έτος τη δυνατότητα εκσυγχρονισμού και κτιριακής επέκτασης σε κτίρια ή εγκαταστάσεις με νομίμως υφιστάμενες χρήσεις, καθώς και σε χρήσεις οι οποίες λειτουργούν με οικοδομικές άδειες που εκδόθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 2833/2000.
Άρθρο 16
Στο άρθρο 8 «Συγχώνευση και Κατάργηση Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών»), παράγραφος 20, εδάφιο α', του ν. 4109/2013 (Α' 16), ορίζεται μεταβατικό διάστημα λειτουργίας των καταργούμενων και συγχωνευόμενων φορέων, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2015, για λόγους εξασφάλισης της δυνατότητας υλοποίησης των χρηματοδοτούμενων Πράξεων της προγραμματικής περιόδου 2007-2013. Το μεταβατικό αυτό διάστημα παρατάθηκε μέχρι 31-12-2016 με το Ν. 4342/2015.
Ωστόσο, υπάρχει σε εξέλιξη η διαδικασία ένταξης και υλοποίησης στη νέα προγραμματική περίοδο 2014-2020 μελέτης με την οποία θα καθοριστούν οι προδιαγραφές και θα προσδιοριστούν τα κριτήρια για τα γεωγραφικά όρια του νέου συστήματος διοίκησης των προστατευόμενων περιοχών. Η συγκεκριμένη μελέτη και η ολοκλήρωση του νέου θεσμικού πλαισίου του εν λόγω συστήματος διοίκησης αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του 2017. Ως εκ τούτου, κρίνεται εύλογη και αναγκαία η παράταση του χρόνου λήξης του μεταβατικού διαστήματος λειτουργίας των καταργούμενων και συγχωνευόμενων φορέων, προκειμένου να καταστεί δυνατός ο παραπάνω προγραμματισμός .
Παράλληλα, με την προτεινόμενη ρύθμιση του παρόντος άρθρου, δίνεται παράταση της θητείας των Διοικητικών Συμβουλίων των φορέων, καθώς και των συμβάσεων μίσθωσης έργου των εργαζομένων.
Άρθρο 17
Με το άρθρο 17 ορίζεται η έναρξη ισχύος του παρόντος
Σχέδιο νόμου
«Χωρικός σχεδιασμός-βιώσιμη ανάπτυξη»
Μέρος Α'
Κεφάλαιο Α'
Βασικές έννοιες και διάρθρωση συστήματος χωρικού σχεδιασμού
Άρθρο 1
Βασικές έννοιες
Για την εφαρμογή του παρόντος, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) «Σύστημα χωρικού σχεδιασμού»: το σύνολο των χωροταξικών και πολεοδομικών πλαισίων και σχεδίων που περιγράφονται στα άρθρα 5, 6, 7, 8 και 10, όπως αυτά διαρθρώνονται συστηματικά και ιεραρχούνται σε επίπεδα με βάση τη γεωγραφική κλίμακα στην οποία αναφέρονται, την αποστολή και το περιεχόμενο τους.
β) «Στρατηγικός χωρικός σχεδιασμός» (χωροταξικός σχεδιασμός): ο σχεδιασμός, που εκπονείται σε εθνική ή περιφερειακή κλίμακα, με τον οποίο τίθενται οι μεσοπρόθεσμοι ή και μακροπρόθεσμοι στόχοι της ανάπτυξης και οργάνωσης του χώρου καθώς και οι γενικές κατευθύνσεις, και οι αναγκαίες, όπου απαιτείται, ρυθμίσεις, για τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών, των περιοχών ασκήσεως παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και των περιοχών προστασίας.
γ) «Ρυθμιστικός χωρικός σχεδιασμός» (πολεοδομικός σχεδιασμός): ο σχεδιασμός με τον οποίο καθορίζονται οι κανόνες για τη χρήση, τη δόμηση και την εν γένει εκμετάλλευση του εδάφους στον αστικό χώρο και την ύπαιθρο.
δ) «Οργανωμένοι υποδοχείς δραστηριοτήτων»: οι περιοχές που αναπτύσσονται βάσει ολοκληρωμένου σχεδιασμού προκειμένου να λειτουργήσουν κατά κύρια ή αποκλειστική χρήση ως οργανωμένοι χώροι ανάπτυξης παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Ως οργανωμένοι υποδοχείς δραστηριοτήτων νοούνται ιδίως οι Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ) του άρθρου 29 του ν.2545/1997(Α' 254), οι Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (ΠΟΑΠΔ) του άρθρου 24 του ν.1650/1986 (Α' 160), οι Οργανωμένοι Υποδοχείς Μεταποιητικών και Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων της παρ.4 του άρθρου 41 του ν.3982/2011, τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων (ΕΣΧΑΔΑ) του άρθρου 12 του ν.3986/2011 (Α' 152) και τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΣΧΑΣΕ) του άρθρου 24 του ν.3894/2010 (Α' 204).
ε) Βιώσιμη ανάπτυξη: η ανάπτυξη που συνθέτει κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς στόχους με σκοπό την:
αα) επίτευξη διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης με τη δημιουργία ισχυρής παραγωγικής βάσης και έμφαση στην καινοτομία και την αύξηση της απασχόλησης,
ββ) εδαφική και κοινωνική συνοχή, δίκαιη κατανομή πόρων και άρση των αποκλεισμών,
γγ) προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητας , του τοπίου και την αειφόρο χρήση των φυσικών πόρων.
Άρθρο 2
Διάρθρωση συστήματος χωρικού σχεδιασμού
1. Ο χωρικός σχεδιασμός ασκείται σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και διακρίνεται, ανάλογα με τον χαρακτήρα του, σε στρατηγικό ή ρυθμιστικό.
α. Στην κατηγορία του στρατηγικού χωρικού σχεδιασμού υπάγονται τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια του άρθρου 5 και τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια του άρθρου 6.
β. Στην κατηγορία του ρυθμιστικού χωρικού σχεδιασμού υπάγονται τα πολεοδομικά σχέδια τα οποία εκπονούνται σε τοπική κλίμακα και τα οποία διακρίνονται σε δύο επίπεδα σχεδιασμού.
2. Στο πρώτο επίπεδο του ρυθμιστικού χωρικού σχεδιασμού περιλαμβάνονται:
α) τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια του άρθρου 7, τα οποία ρυθμίζουν τη βιώσιμη χωρική ανάπτυξη και οργάνωση της εδαφικής περιφέρειας ενός ΟΤΑ,
β) τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια του άρθρου 8, τα οποία αποτελούν υποδοχείς σχεδίων, έργων και προγραμμάτων ανεξαρτήτως διοικητικών ορίων.
3. Στο δεύτερο επίπεδο του ρυθμιστικού χωρικού σχεδιασμού περιλαμβάνονται τα Πολεοδομικά Σχέδια Εφαρμογής του άρθρου 10, τα οποία αποτελούν την εξειδίκευση και εφαρμογή των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων του πρώτου επιπέδου.
Άρθρο 3
Εθνική Χωρική Στρατηγική
1. Για τη βιώσιμη ανάπτυξη και οργάνωση του εθνικού χώρου, το Υπουργικό Συμβούλιο διαμορφώνει Εθνική Χωρική Στρατηγική. Η Εθνική Χωρική Στρατηγική αποτελεί κείμενο αρχών και περιλαμβάνει βασικές κατευθύνσεις χωρικής οργάνωσης, τους βασικούς άξονες, τους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους χωρικής ανάπτυξης στο επίπεδο της Γενικής Κυβέρνησης και των επιμέρους φορέων της, καθώς και τα προτεινόμενα μέτρα και δράσεις για την υλοποίηση της επιδιωκόμενης ανάπτυξης. Η Εθνική Χωρική Στρατηγική αποτελεί βάση για τον συντονισμό των στρατηγικών χωροταξικών Πλαισίων, των επιμέρους επενδυτικών σχεδίων και προγραμμάτων του Κράτους, των ΟΤΑ Α' και Β' βαθμού και των δημοσίων νομικών προσώπων, πλαισίων, σχεδίων και προγραμμάτων που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και συνοχή του εθνικού χώρου. Ειδικότερα, η Εθνική Χωρική Στρατηγική μπορεί να περιλαμβάνει τους βασικούς άξονες για όλο το φάσμα των θεμάτων που καλύπτουν όλα τα επίπεδα σχεδίων και ιδίως για:
α) τη βιώσιμη ανάπτυξη και δικτύωση του εθνικού χώρου,
β) τη διάρθρωση και δομή του αστικού και οικιστικού δικτύου της χώρας,
γ) τη διάρθρωση των παραγωγικών τομέων,
δ) την πολιτική γης και αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας,
ε) τη χωρική διάρθρωση των δικτύων και υπηρεσιών τεχνικής, κοινωνικής και διοικητικής υποδομής εθνικού ενδιαφέροντος, καθώς και τη χωρική κατανομή των υποδομών γνώσης και καινοτομίας,
στ) τη βιώσιμη ανάπτυξη υποενοτήτων του εθνικού χώρου με ιδιαίτερη έμφαση στον θαλάσσιο, νησιωτικό και παράκτιο χώρο.
2. Η Εθνική Χωρική Στρατηγική καταρτίζεται υπό την ευθύνη και εποπτεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία, και εγκρίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ύστερα από γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας. Η Εθνική Χωρική Στρατηγική μετά την έγκρισή της ανακοινώνεται στη Βουλή.
3. Για την κατάρτιση της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής λαμβάνονται υπόψη τα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της παρ. 8 του άρθρου 79 του Συντάγματος, η Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική της χώρας για κάθε προγραμματική περίοδο, το πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής και το εθνικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, οι διεθνείς, ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και άλλα γενικά ή ειδικά προγράμματα εθνικής ή διαπεριφερειακής κλίμακας που επηρεάζουν σημαντικά τη διάρθρωση και ανάπτυξη του εθνικού χώρου.
4. Οι βασικοί άξονες, οι στόχοι της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής λαμβάνονται υπόψη κατά την κατάρτιση των Ειδικών και Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων.
Άρθρο 4
Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας
1. Συνιστάται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας , Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας, το οποίο αποτελείται από δεκαεννέα (19) μέλη:
α) Έναν (1) επιστήμονα αναγνωρισμένου κύρους, ευρείας αποδοχής και εμπειρίας σε θέματα χωροταξίας ως Πρόεδρο, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του, από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας,.
β) Εκπροσώπους από: την Ένωση Περιφερειών Ελλάδος (ΕΝΠΕ), την Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ), το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (TEE), το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΓΕΩΤΕΕ), το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΟΕΕ), το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΞΕΕ), το Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), το Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), την Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ), τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), την Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΠΑΣΕΓΕΣ), την Πανελλήνια Ένωση Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών (ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ), το Σύλλογο Ελλήνων Μηχανικών Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΣΕΜΠΧΠΑ), και το Σύλλογο Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ).
γ) Εκπρόσωπους από δύο (2) μη κυβερνητικές περιβαλλοντικές οργανώσεις (ΜΚΟ), οι οποίες επιλέγονται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας με βάση το κριτήριο της αντιπροσωπευτικότητας.
δ) Ένα (1) μέλος διδακτικού και ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος (ΑΕΙ) στο γνωστικό αντικείμενο της χωροταξίας-πολεοδομίας. Το μέλος της περίπτωσης αυτής ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
ε) Οι εκπρόσωποι των φορέων των περιπτ. β' και γ' της παρ. 1 ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τις διοικήσεις τους, μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την αποστολή σχετικής πρόσκλησης από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας το Συμβούλιο συγκροτείται και λειτουργεί ακόμη και εάν δεν έχουν οριστεί ένας ή περισσότεροι εκπρόσωποι των φορέων των ανωτέρω περιπτώσεων. Σε κάθε περίπτωση, για τη νόμιμη συγκρότηση του Συμβουλίου απαιτείται να έχει οριστεί τουλάχιστον το 50% των μελών του.
3. To Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας
4. Με κανονισμό, που καταρτίζεται από το Συμβούλιο και εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν τη λειτουργία του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας. Η γραμματειακή και τεχνική υποστήριξή του Συμβουλίου παρέχεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Το Συμβούλιο συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο ή εκτάκτως κατά την κρίση του Προέδρου του.
5. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου είναι τριετής. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να παρατείνεται η θητεία των μελών του Συμβουλίου για διάστημα ενός (1) επιπλέον έτους.
6. Το Συμβούλιο αποτελεί όργανο κοινωνικού διαλόγου και διαβούλευσης για θέματα ιδιαίτερης σημασίας που αφορούν την άσκηση της εθνικής χωροταξικής πολιτικής και πολιτικής βιώσιμης ανάπτυξης. Ειδικότερα, είναι αρμόδιο για τη διατύπωση γνώμης επί της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής και των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων. Εκφέρει γνώμη κατά τη διαδικασία κατάρτισης των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να ζητά από το Συμβούλιο τη γνώμη ή την υποβολή προτάσεων και επί άλλων θεμάτων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού.
7. Το Συμβούλιο μπορεί να εκφέρει γνώμη για σημαντικά ζητήματα ευρύτερης χωρικής πολιτικής με πρωτοβουλία του Προέδρου ή ύστερα από αίτημα δέκα (10) τουλάχιστον μελών του.
8. Οι απόψεις, οι παρατηρήσεις και γνώμες του Συμβουλίου υποβάλλονται προς τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας .
9. Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, το Συμβούλιο μπορεί να ζητά στοιχεία και πληροφορίες από τους αρμόδιους φορείς και υπηρεσίες, του δημοσίου τομέα, όπως οριοθετείται από το άρθρο 51 του ν. 1892/1990 (Α' 101), οι οποίοι οφείλουν να τις παρέχουν εγκαίρως. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου μπορεί να καλεί εκπροσώπους των ανωτέρω φορέων και υπηρεσιών να αναπτύξουν προφορικά τις απόψεις τους στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου.
Κεφάλαιο Β'
Στρατηγικός Χωρικός Σχεδιασμός
Άρθρο 5
Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια
1. Τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια αποτελούν σύνολα κειμένων και διαγραμμάτων, με τα οποία προσδιορίζονται στρατηγικές κατευθύνσεις σε εθνικό επίπεδο, ιδίως, για:
α) τη χωρική διάρθρωση και δομή του οικιστικού δικτύου της Χώρας.
β) τη χωρική διάρθρωση τομέων ή κλάδων παραγωγικών δραστηριοτήτων και γενικότερα τομέων ανάπτυξης εθνικής σημασίας σε εξειδίκευση της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής εφόσον αυτή εμπεριέχει σχετικές κατευθύνσεις.
γ) τη διαμόρφωση πολιτικής γης.
δ) την προστασία του πολιτιστικού και φυσικού τοπίου.
ε) τη χωρική ανάπτυξη και οργάνωση περιοχών του εθνικού χώρου που έχουν ιδιαίτερη σημασία από χωροταξική, περιβαλλοντική, αναπτυξιακή ή κοινωνική άποψη, όπως είναι ιδίως οι παράκτιες, οι θαλάσσιες και νησιωτικές περιοχές, οι ορεινές και προβληματικές περιοχές.
στ) την προώθηση σχεδίων, προγραμμάτων ή έργων χωρικής ανάπτυξης μείζονος σημασίας ή/και διακρατικής, διαπεριφερειακής εμβέλειας.
Τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια συνοδεύονται από πρόγραμμα ενεργειών και προτεραιοτήτων, στο οποίο εξειδικεύονται οι απαιτούμενες για την εφαρμογή τους ενέργειες και δράσεις, το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσής τους καθώς και οι φορείς εφαρμογής τους.
2. α) Τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια εκπονούνται υπό την εποπτεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών συνιστώνται επιτελικές επιτροπές συντονισμού και παρακολούθησης των εκπονούμενων πλαισίων, στις οποίες μετέχουν εκπρόσωποι του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και των κατά περίπτωση αρμόδιων υπουργείων.
β) Κατά την εκπόνησή τους, λαμβάνονται υπόψη οι άξονες και στόχοι της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής, το Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, το εθνικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, η Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική της Χώρας και άλλα γενικά ή ειδικά αναπτυξιακά προγράμματα εθνικής ή διαπεριφερειακής κλίμακας που επηρεάζουν τη διάρθρωση και ανάπτυξη του εθνικού χώρου, ιδίως στον τομέα, πεδίο ή τύπο περιοχής που αποτελεί, κατά περίπτωση, το αντικείμενο ρύθμισης κάθε Πλαισίου, καθώς και ενωσιακές πολιτικές και στρατηγικές που επηρεάζουν τη διάρθρωση και ανάπτυξή του.
3. α) Τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια υπόκεινται σε διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και εγκρίνονται μαζί με τις στρατηγικές μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και των κατά περίπτωση αρμοδίων Υπουργών. Οι διαδικασίες διαβούλευσης των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων και των οικείων Στρατηγικών Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων είναι κοινές.
β) Το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας του άρθρου 4 διατυπώνει γνώμη για το περιεχόμενο των εκπονούμενων Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την υποβολή της σχετικής εισήγησης, από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Εάν παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω προθεσμία, δεν εμποδίζεται η πρόοδος της διαδικασίας.
4. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων. Για το σκοπό αυτό, συντάσσει τουλάχιστον ανά πενταετία εκθέσεις αξιολόγησης, στις οποίες αναφέρονται οι χωρικές επιπτώσεις, ο τρόπος εφαρμογής και τα πιθανά προβλήματα που παρουσιάστηκαν κατά την εφαρμογή τους. Στις ίδιες εκθέσεις υποδεικνύονται ενέργειες και δράσεις που κατά περίπτωση απαιτούνται για την αποτελεσματική εφαρμογή των Πλαισίων, και επισημαίνονται ενέργειες και δράσεις που δεν εναρμονίζονται με τις κατευθύνσεις τους.
Τα πορίσματα των ως άνω εκθέσεων γνωστοποιούνται στα καθ' ύλην αρμόδια υπουργεία και λοιπούς αρμόδιους οργανισμούς και υπηρεσίες, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους που αφορούν την εφαρμογή των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων.
Εκθέσεις αξιολόγησης μπορεί να συντάσσουν και τα κατά περίπτωση αρμόδια υπουργεία, τις οποίες κοινοποιούν στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη κατά την κατάρτιση των εκθέσεων αξιολόγησης αρμοδιότητάς του.
5. Τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια αναθεωρούνται ανά πενταετία, εφόσον προκύπτει τεκμηριωμένη ανάγκη προς τούτο από τις εκθέσεις αξιολόγησης. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα είναι κατ' εξαίρεση δυνατή η τροποποίησή τους, με στόχο τη βελτίωση και επικαιροποίηση τους, προκειμένου:
α) να αντιμετωπιστούν ζητήματα που ανακύπτουν από την προώθηση ή εφαρμογή προγραμμάτων διεθνούς, ευρωπαϊκού, διασυνοριακού, διακρατικού ή διαπεριφερειακού χαρακτήρα.
β) να αντιμετωπιστούν εξαιρετικές ανάγκες από φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές και κινδύνους.
γ) να ενσωματώσουν κατευθύνσεις και προτάσεις των Περιφερειακών Χωροταξικών πλαισίων σχεδίων στα πλαίσια της ανάδρασης.
6. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, μπορεί να επέρχονται εντοπισμένες και μη ουσιώδεις μεταβολές σε εγκεκριμένα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια, όπως διορθώσεις σφαλμάτων, αποσαφηνίσεις διατυπώσεων, εναρμόνιση κειμένων και διαγραμμάτων
7. α) Όπου στις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας αναφέρονται τα «Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης» (ΕΠΧΣΑΑ) αποτελούν εφεξής Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια του παρόντος άρθρου.
β) Η αναθεώρηση και τροποποίηση εγκεκριμένων κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Ειδικών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης γίνεται κατά τις διατάξεις της παρ. 3.
Άρθρο 6
Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια
1. Τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια αποτελούν σύνολα κειμένων, χαρτών ή και διαγραμμάτων, με τα οποία παρέχονται, κατευθύνσεις χωρικής ανάπτυξης και οργάνωσης σε περιφερειακό επίπεδο, ιδίως, για:
α) την αποτίμηση, ανάδειξη και αξιοποίηση των ιδιαίτερων αναπτυξιακών και γενικότερα χωρικών χαρακτηριστικών κάθε Περιφέρειας για την ισότιμη ένταξή της στον εθνικό, ενωσιακό και διεθνή χώρο,
β) τη χωρική διάρθρωση των βασικών παραγωγικών τομέων και κλάδων,
γ) τη χωρική διάρθρωση των περιφερειακών δικτύων μεταφορών και της λοιπής τεχνικής υποδομής περιφερειακού ενδιαφέροντος,
δ) τη διάρθρωση του περιφερειακού χώρου (πρότυπο χωρικής οργάνωσης) καθώς και τη χωρική οργάνωση και δομή του οικιστικού δικτύου,
ε) την οικιστική ανάπτυξη και ανασυγκρότηση του αστικού χώρου,
στ) την ανάδειξη, προβολή και προστασία της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και του οικιστικού και αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος, κάθε Περιφέρειας,
ζ) τον προσδιορισμό ενεργών παρεμβάσεων και προγραμμάτων χωροταξικού και αστικού χαρακτήρα, όπως ιδίως οι Περιοχές Ειδικών Χωρικών Παρεμβάσεων (ΠΕΧΠ) και τα Σχέδια Ολοκληρωμένων Αστικών Παρεμβάσεων (ΣΟΑΠ), των άρθρων 11 και 12 του ν. 2742/1999 (Α' 207).
η) την προστασία του πολιτιστικού και φυσικού περιβάλλοντος και του τοπίου.
2. Στα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια περιλαμβάνονται και οι εγκεκριμένοι οργανωμένοι υποδοχείς δραστηριοτήτων καθώς και τα εγκεκριμένα σχέδια δημόσιων ή ιδιωτικών επενδύσεων μεγάλης κλίμακας σύμφωνα με τις διατάξεις που τις διέπουν.
3. Τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια περιλαμβάνουν σε ειδικό παράρτημα, που συνοδεύεται από κείμενα και διαγράμματα κατάλληλης κλίμακας, κατευθύνσεις ανά Δήμο που αφορούν ιδίως:
α) τη χωροταξική και αναπτυξιακή φυσιογνωμία,
β) τη διάρθρωση και δομή του οικιστικού δικτύου και την οικιστική ανάπτυξη,
γ) την προστασία και ανάδειξη του φυσικού, πολιτιστικού και δομημένου περιβάλλοντος,
δ) τα υπερτοπικά/ διαδημοτικά δίκτυα υποδομής,
ε) τη χωρική οργάνωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων ή άλλων χρήσεων στο μη αστικό, ιδίως, χώρο.
στ) Τα Παραρτήματα περιέχουν επίσης κατευθύνσεις για τις χρήσεις γης και όρους δόμησης που λαμβάνονται υπόψη μέχρι τη θεσμοθέτηση υποκείμενου ρυθμιστικού σχεδιασμού για την προστασία και ανάδειξη του περιβάλλοντος και της υπαίθρου με ιδιαίτερη αναφορά στην προστασία της γεωργικής γης.
4. Τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια συνοδεύονται από Πρόγραμμα Έργων, Ενεργειών και Προτεραιοτήτων, στο οποίο εξειδικεύονται οι απαιτούμενες για την εφαρμογή τους ενέργειες, έργα, ρυθμίσεις, μέτρα και προγράμματα καθώς και οι φορείς και το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους.
5. Τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια εναρμονίζονται με τις κατευθύνσεις των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων, τις οποίες συντονίζουν, εξειδικεύουν ή και συμπληρώνουν. Κατά την κατάρτισή τους λαμβάνονται υπόψη οι άξονες και οι στόχοι της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής, το περιφερειακό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, τα προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης καθώς και άλλα γενικά ή ειδικά αναπτυξιακά προγράμματα, πολιτικές και στρατηγικές που επηρεάζουν τη διάρθρωση και ανάπτυξη του χώρου.
Αν που προκύπτουν ασάφειες ή αντικρουόμενες κατευθύνσεις μεταξύ των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων και των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων ή των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων μεταξύ τους, εκδίδεται ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας και σύμφωνη γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας σχετική απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και των συναρμόδιων Υπουργών με την οποία καθορίζεται η ισχύουσα κατεύθυνση..
6. Στο αναπτυξιακό πρόγραμμα κάθε Περιφέρειας περιλαμβάνονται κατά προτεραιότητα τα έργα και οι δράσεις που προωθούν την εφαρμογή των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων, σύμφωνα και με το πρόγραμμα ενεργειών και προτεραιοτήτων των τελευταίων.
7. α) Τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια εκπονούνται υπό την εποπτεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας ύστερα από σχετική ενημέρωση της οικείας Περιφέρειας και υπό την επίβλεψη κοινών με την Περιφέρεια επιτροπών.
β) Για την έγκριση των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων απαιτείται η γνώμη του οικείου Περιφερειακού Συμβουλίου, η οποία παρέχεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τη λήψη της σχετικής μελέτης, που του διαβιβάζεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς τη σχετική γνώμη. Ειδικά για τη χωρική διάρθρωση παραγωγικών τομέων ή κλάδων και περιφερειακών δικτύων μεταφορών και λοιπής τεχνικής υποδομής απαιτείται επιπλέον η γνώμη των κατά περίπτωση αρμόδιων υπουργείων, η οποία παρέχεται εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από τη λήψη της σχετικής μελέτης που του διαβιβάζεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς τη σχετική γνώμη.
γ) Το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας διατυπώνει γνώμη, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 4, για το περιεχόμενο των εκπονούμενων Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την υποβολή του σχετικού ερωτήματος. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς τη σχετική γνώμη.
δ) Τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια υπόκεινται σε διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και εγκρίνονται μαζί με τις σχετικές Στρατηγικές Μελέτες Περιβαλλοντικής Εκτίμησης με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Οι διαδικασίες διαβούλευσης των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων και των οικείων Στρατηγικών Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων είναι κοινές.
8. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας με τη συνδρομή των Περιφερειών παρακολουθεί και αξιολογεί την εφαρμογή των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων. Για το σκοπό αυτό, συντάσσει τουλάχιστον ανά πενταετία εκθέσεις παρακολούθησης, στις οποίες αναφέρονται ο τρόπος εφαρμογής, τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν καθώς και ο βαθμός ενσωμάτωσης των κατευθύνσεών τους στα υποκείμενα επίπεδα σχεδιασμού. Στις ίδιες εκθέσεις υποδεικνύονται ενέργειες και δράσεις που κατά περίπτωση απαιτούνται για την αποτελεσματική εφαρμογή των Περιφερειακών Στρατηγικών και κατευθύνσεων και επισημαίνονται ενέργειες και δράσεις που δεν εναρμονίζονται με αυτές τις κατευθύνσεις.
Τα πορίσματα των εκθέσεων αυτών διαβιβάζονται στα συναρμόδια υπουργεία, στις Περιφέρειες, και τους φορείς και υπηρεσίες, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη στις δράσεις και έργα που άπτονται των αρμοδιοτήτων τους.
9. α) Τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια αναθεωρούνται ανά πενταετία, εφόσον προκύπτει τεκμηριωμένη προς τούτο ανάγκη από τις εκθέσεις παρακολούθησης. Κατά χρονικό αυτό διάστημα είναι κατ' εξαίρεση δυνατή η τροποποίησή τους, με στόχο τη βελτίωση και την επικαιροποίησή τους, προκειμένου:
αα) να αντιμετωπιστούν ζητήματα που ανακύπτουν από την προώθηση ή εφαρμογή προγραμμάτων και δράσεων διεθνούς, ευρωπαϊκού, διασυνοριακού, διακρατικού ή διαπεριφερειακού χαρακτήρα,
ββ) να αντιμετωπιστούν εξαιρετικές ανάγκες από φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές και κινδύνους στο επίπεδο της οικείας Περιφέρειας,
γγ) να αντιμετωπιστούν εξαιρετικές και απρόβλεπτες ανάγκες και νέα δεδομένα, για έργα εθνικής ή περιφερειακής σημασίας τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στον αρχικό σχεδιασμό,
δδ) να προσαρμοστούν σε νέα δεδομένα και κατευθύνσεις χωρικού σχεδιασμού που προκύπτουν από την έγκριση, αναθεώρηση ή τροποποίηση Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων.
β) Για την αναθεώρηση και τροποποίηση των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων ακολουθείται η διαδικασία της παραγράφου 7.
10. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να επέρχονται εντοπισμένες και μη ουσιώδεις μεταβολές στα εγκεκριμένα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, όπως διορθώσεις σφαλμάτων, αποσαφηνίσεις διατυπώσεων, εναρμόνιση κειμένων και διαγραμμάτων.
11. Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια εκπονούνται για όλες τις Περιφέρειες της Χώρας, πλην της Περιφέρειας Αττικής. Για την Περιφέρεια Αττικής θέση Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου επέχει το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας.
Κατά την εκπόνηση των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων εξετάζονται ζητήματα αλληλεπίδρασης και επικαλύψεων μεταξύ σχεδίων όμορων Περιφερειών.
Κατά την κατάρτιση του Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου Κεντρικής Μακεδονίας, ισχύουν επιπλέον τα εξής:
α) ενσωματώνονται ισχύουσες κατευθύνσεις του Ρυθμιστικού Σχεδίου της Θεσσαλονίκης, που μπορεί να εξειδικεύονται ή και να συμπληρώνονται,
β) λαμβάνεται υπόψη ο μητροπολιτικός ρόλος της Θεσσαλονίκης και οι λειτουργικές εξαρτήσεις και επιρροές μεταξύ του μητροπολιτικού κέντρου και των λοιπών περιοχών και περιλαμβάνονται κατευθύνσεις για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της Θεσσαλονίκης σε εθνική και διεθνή κλίμακα και για τη στρατηγική χωρική οργάνωση της μητροπολιτικής αυτής περιοχής.
12. Με απόφαση Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται προδιαγραφές για την εκπόνηση, αξιολόγηση και τροποποίηση των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
13. Όπου στις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας αναφέρονται τα «Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης» αποτελούν εφεξής Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια του παρόντος άρθρου.
Η αναθεώρηση και τροποποίηση των εγκεκριμένων κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης γίνεται με τη διαδικασία της παρ. 7.
Κεφάλαιο Γ'
Ρυθμιστικός Χωρικός Σχεδιασμός
Άρθρο 7
Τοπικά Χωρικά Σχέδια
1. Τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια αποτελούν σύνολα κειμένων, χαρτών και διαγραμμάτων με τα οποία καθορίζονται το πρότυπο χωρικής οργάνωσης και ανάπτυξης, οι χρήσεις γης, οι όροι και περιορισμοί δόμησης, καθώς και κάθε άλλο μέτρο, όρος ή περιορισμός που απαιτείται για την ολοκληρωμένη χωρική ανάπτυξη και οργάνωση της περιοχής ενός πρωτοβάθμιου ΟΤΑ.
2. Τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια καλύπτουν την έκταση ενός Δήμου. Μπορεί επίσης να εκπονούνται σε διαδημοτικό επίπεδο, έπειτα από σχετικές αποφάσεις των οικείων Δημοτικών Συμβουλίων. Τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια εναρμονίζονται με τις κατευθύνσεις των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων και περιέχουν τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την επίτευξη των σκοπών τους.
3. Με τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια καθορίζονται για κάθε δημοτική ενότητα οι ακόλουθες κατηγορίες περιοχών:
α) Οικιστικές Περιοχές:
αα) ως οικιστικές περιοχές νοούνται οι περιοχές του Δήμου που εξυπηρετούν τη διαβίωση και την οργανωμένη οικονομική και κοινωνική ζωή και δραστηριότητα του ανθρώπου. Στις οικιστικές περιοχές περιλαμβάνονται όλες οι πολεοδομημένες, εντός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων περιοχές της οικείας δημοτικής ενότητας, οι οικισμοί προ του 1923 ή με πληθυσμό κάτω των 2.000 κατοίκων, καθώς και οι προς πολεοδόμηση περιοχές. Περιλαμβάνονται επίσης και οι Περιοχές Ειδικά Ρυθμιζόμενης Πολεοδόμησης (ΠΕΡΠΟ) του άρθρου 24 του ν.2508/1997 (Α' 124) με χρήση πρώτης ή
δεύτερης κατοικίας, οι Περιοχές Περιβαλλοντικής Αναβάθμισης και Ιδιωτικής Πολεοδόμησης (ΠΠΑΙΠ) του άρθρου 1 του ν.4280/2014 (Α' 159).
ββ) στις περιοχές της κατηγορίας αυτής, οι οποίες πολεοδομούνται, καθορίζονται με τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια όρια πολεοδομικών ενοτήτων και η γενική πρόταση πολεοδομικής οργάνωσής τους, ήτοι οι επιτρεπόμενες εντός αυτών κατηγορίες χρήσεων γης, η πυκνότητα, ο συντελεστής δόμησης και οι λοιποί όροι και περιορισμοί δόμησης, καθώς και η γενική εκτίμηση των αναγκών κάθε πολεοδομικής ενότητας σε κοινόχρηστους χώρους, κοινωφελείς εξυπηρετήσεις και εν γένει δημόσιες υποδομές και δίκτυα.
β) Περιοχές παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων:
αα) ως περιοχές παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μπορεί να καθορίζονται οι εντός ή και εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών περιοχές του οικείου Δήμου, οι οποίες, ενόψει της θέσης, των υφιστάμενων χρήσεων, λειτουργιών και υποδομών καθώς και των λοιπών χωρικών τους χαρακτηριστικών, προσφέρονται για τη χωροθέτηση μεμονωμένων ή οργανωμένων παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Οι περιοχές αυτές είναι δυνατόν να πολεοδομούνται ανάλογα με το ιδιαίτερο καθεστώς που τις διέπει,
ββ) στις περιοχές αυτές με το Τοπικό Χωρικό Σχέδιο καθορίζονται οι επιτρεπόμενες εντός αυτών κατηγορίες χρήσεων γης, ο συντελεστής δόμησης καθώς και οι λοιποί όροι και περιορισμοί δόμησης που απαιτούνται για την ανάπτυξή τους,
γγ) στις περιοχές της κατηγορίας αυτής εντάσσονται, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις που τις διέπουν, και τυχόν εγκεκριμένοι οργανωμένοι υποδοχείς δραστηριοτήτων.
γ) Περιοχές Προστασίας:
αα) ως περιοχές προστασίας νοούνται οι περιοχές μελέτης των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων, οι οποίες διαθέτουν ιδιαιτέρως αξιόλογα φυσικά ή πολιτιστικά στοιχεία που χρήζουν προστασίας, προβολής και ανάδειξης. Οι περιοχές αυτές οριοθετούνται και καθορίζονται για αυτές περιορισμοί ή και απαγορεύσεις στις χρήσεις γης και στη δόμηση καθώς και στην εν γένει άσκηση δραστηριοτήτων και λειτουργιών, για λόγους προστασίας του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος και τοπίου,
ββ) στις περιοχές αυτές εντάσσονται και εκτάσεις που υπάγονται σε ειδικά νομικά καθεστώτα προστασίας, όπως είναι ιδίως χώροι αρχαιολογικού ή ιστορικού ενδιαφέροντος, δάση και δασικές εκτάσεις, αιγιαλός και παραλία, ποταμοί-λίμνες- ρέματα καθώς και οι περιοχές υπαγόμενες στο εθνικό σύστημα προστατευόμενων περιοχών του ν.3937/2011 (Α'60), οι οποίες διέπονται όσον αφορά τις χρήσεις γης και τους όρους δόμησης από τα ειδικά καθεστώτα προστασίας τους. Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται και οι περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 56 του ν.2637/1998 (Α' 200) ως αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας.
δ) Περιοχές ελέγχου χρήσεων γης:
Ως περιοχές ελέγχου χρήσεων γης νοούνται οι μη πολεοδομημένες και προς πολεοδόμηση (εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών) περιοχές του οικείου Δήμου, ιδίως πέριξ των οικιστικών περιοχών ή των περιοχών παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, στις οποίες καθορίζονται ειδικοί περιορισμοί στις χρήσεις γης και στους όρους δόμησης με σκοπό την ορθολογική κατανομή και συσχέτιση των χρήσεων γης, ώστε να αποφεύγονται πιθανές μεταξύ τους συγκρούσεις και ανεξέλεγκτη κατανάλωση φυσικών πόρων.
4. Μετά την έγκριση των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων, κάθε οικιστική, παραγωγική ή άλλη ανάπτυξη επιτρέπεται μόνον εφόσον είναι συμβατή με τις χρήσεις γης και τους λοιπούς όρους και περιορισμούς που καθορίζονται με αυτά.
5. Κατά τη διαδικασία εκπόνησης των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας με απόφαση του που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας και γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων μπορεί να αναστείλει τη χορήγηση οικοδομικών αδειών ή και εργασιών στην περιοχή ή σε τμήματά της και να απαγορεύσει τις κατατμήσεις των ιδιοκτησιών πέρα από το οριζόμενο στην ίδια απόφαση όριο εμβαδού. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο αναστολή και απαγόρευση ισχύει μέχρι την έγκριση του Τοπικού Χωρικού Σχεδίου. Περαιτέρω παράταση της αναστολής αυτής είναι δυνατόν να χορηγείται, για ένα ακόμα έτος, με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού, εφόσον διαπιστωθεί ότι οι εργασίες εκπόνησης του Τοπικού Χωρικού Σχεδίου προόδευσαν σημαντικά, με αποκλειστικό σκοπό την ολοκλήρωση και έγκρισή του. Ο συνολικός χρόνος ισχύος των ανωτέρω αποφάσεων αναστολής δεν δύναται σε καμία περίπτωση να ξεπερνά τα τρία (3) έτη.
6. α) Η κίνηση της διαδικασίας για τη σύνταξη Τοπικού Χωρικού Σχεδίου γίνεται είτε από τον οικείο Δήμο είτε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια υπόκεινται σε διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης
β) Η έγκριση των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων γίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων. Για τις μητροπολιτικές περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αρμόδιο όργανο για τη γνώμη του προηγούμενου εδαφίου είναι το Συμβούλιο Μητροπολιτικού Σχεδιασμού. Η αρμόδια υπηρεσία και το κεντρικό συμβούλιο πολεοδομικών θεμάτων και αμφισβητήσεων ελέγχουν και την εναρμόνιση του περιεχομένου των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων με τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, καθώς και τη συμβατότητα με αντίστοιχα σχέδια όμορων Δήμων. Ο έλεγχος του προηγούμενου εδαφίου διεξάγεται μετά από γνώμη του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία παρέχεται σε διάστημα δύο μηνών από την αποστολή του σχεδίου σε αυτό. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς τη σχετική γνώμη. Με το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα εγκρίνονται επίσης και οι κατευθύνσεις, όροι και μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, τα οποία πρέπει να τηρούνται κατά την εξειδίκευση και υλοποίηση των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων, σύμφωνα με τη σχετική Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων.
γ) Με το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα μπορεί να οριοθετούνται και οι οριογραμμές των τυχόν υφιστάμενων εντός των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων υδατορεμάτων, ύστερα από υποβολή φακέλου οριοθέτησης σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν.4258/2014(Α' 94).
7. Όρια και ρυθμίσεις εγκεκριμένων Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου, που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν.1337/1983 (Α' 33), αποτελούν το περιεχόμενο των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων και μπορεί να τροποποιούνται με τα προεδρικά διατάγματα της παρ. 6, εφόσον τούτο κρίνεται πολεοδομικώς απαραίτητο για την κάλυψη αναγκών οικιστικής, παραγωγικής ή επιχειρηματικής ανάπτυξης και ανασυγκρότησης εντός της οικείας δημοτικής ενότητας ύστερα από συνεκτίμηση των ιδιαίτερων περιβαλλοντικών τους χαρακτηριστικών και εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μετά την έγκριση των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων, οι Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου που έχουν ενσωματωθεί σε αυτά παύουν να ισχύουν ως αυτοτελείς ρυθμίσεις και ισχύουν οι ρυθμίσεις του Τοπικού Χωρικού Σχεδίου.
8. Όρια και ρυθμίσεις προεδρικών διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί δυνάμει της παρ. 1 του άρθρου 4 παρ. 1 του ν.1577/1985 (Α' 210), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν.2831/2000 (Α' 140), περιλαμβάνονται στο περιεχόμενο του Τοπικού Χωρικού Σχεδίου και μπορεί να συμπληρώνονται ή να τροποποιούνται με τα προεδρικά διατάγματα της παρ. 6 του παρόντος σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 6 του ν.4067/2012(Α' 79).
9. Η οικεία Περιφέρεια παρακολουθεί και αξιολογεί την εφαρμογή των ρυθμίσεων των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων. Για τον σκοπό αυτό, συντάσσει ανά πενταετία τουλάχιστον εκθέσεις αξιολόγησης, με τις οποίες αποτιμάται ο τρόπος εφαρμογής των κατευθύνσεων και ρυθμίσεων των ανωτέρω σχεδίων, καταγράφονται αστοχίες, αδυναμίες και προβλήματα που εντοπίστηκαν κατά την εφαρμογή τους και διατυπώνονται προτάσεις αντιμετώπισής τους. Με τις εκθέσεις αξιολόγησης καταγράφεται επίσης η αναγκαιότητα προσαρμογής του Τοπικού Χωρικού Σχεδίου σε νέα δεδομένα καθώς και σε κατευθύνσεις που προκύπτουν από την έγκριση, αναθεώρηση ή τροποποίηση Ειδικών και Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων Οι ανωτέρω εκθέσεις κοινοποιούνται στον οικείο Δήμο, στην οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση και στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας προκειμένου να λαμβάνονται υπόφη σε σχετικές ενέργειες και δράσεις που άπτονται των σχετικών αρμοδιοτήτων τους.
10. α) Τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια αναθεωρούνται ανά πενταετία, εφόσον προκύψει τεκμηριωμένη προς τούτο ανάγκη από την αξιολόγηση που διενεργείται κατά την παρ. 9. Στο χρονικό αυτό διάστημα είναι δυνατή η τροποποίησή τους προκειμένου:
αα) να αντιμετωπιστούν ζητήματα που ανακύπτουν από την προώθηση ή εφαρμογή προγραμμάτων και δράσεων διεθνούς, ευρωπαϊκού, διακρατικού, διαπεριφερειακού ή διαδημοτικού χαρακτήρα,
ββ) να αντιμετωπιστούν εξαιρετικές πολεοδομικές ανάγκες από φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές και κινδύνους,
γγ) να αντιμετωπιστούν πρόσθετες ανάγκες σε κοινωνικό εξοπλισμό,
δδ) να αντιμετωπιστούν εξαιρετικές και απρόβλεπτες ανάγκες και νέα δεδομένα που αφορούν στην εφαρμογή σχεδίων, έργων και προγραμμάτων ή παρεμβάσεων μεγάλης κλίμακας ή στρατηγικής σημασίας.
β) Για την αναθεώρηση και τροποποίηση των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων ακολουθείται η διαδικασία της παραγράφου 6.
11. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών θεμάτων και Αμφισβητήσεων, μπορεί να γίνονται διορθώσεις σφαλμάτων, αποσαφηνίσεις διατυπώσεων, εναρμόνιση κειμένων και διαγραμμάτων, εφόσον δεν συνιστούν τροποποίηση.
12. Με απόφαση Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται προδιαγραφές και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εκπόνηση, αξιολόγηση και τροποποίηση των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων.
13. α) Η αναθεώρηση και τροποποίηση εγκεκριμένων κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων και Σχεδίων Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης γίνεται κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
β) Τα ισχύοντα κατά τη δημοσίευση του παρόντος Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια και Σχέδια Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης δύνανται να τροποποιούνται σημειακά με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του ν.2508/1997 (Α' 124).
14. Όπου στις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας αναφέρεται το «Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο» ή το «Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης» αποτελεί εφεξής Τοπικό Χωρικό Σχέδιο του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 8
Ειδικά Χωρικά Σχέδια
1. Για τη χωρική οργάνωση και ανάπτυξη περιοχών ανεξαρτήτως διοικητικών ορίων που μπορεί να λειτουργήσουν ως υποδοχείς σχεδίων, έργων και προγραμμάτων υπερτοπικής κλίμακας ή στρατηγικής σημασίας ή για τις οποίες απαιτείται ειδική ρύθμιση των χρήσεων γης και των λοιπών όρων ανάπτυξής τους, καταρτίζονται Ειδικά Χωρικά Σχέδια. Επίσης, Ειδικά Χωρικά Σχέδια μπορεί να καταρτιστούν και για προγράμματα αστικής ανάπλασης, ή και περιβαλλοντικής προστασίας ή αντιμετώπισης των συνεπειών από φυσικές καταστροφές.
2. Τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια αποτελούν σύνολα κειμένων, χαρτών και διαγραμμάτων με τα οποία καθορίζονται χρήσεις γης, γενικοί όροι και περιορισμοί δόμησης καθώς και κάθε άλλο μέτρο, όρος ή περιορισμός που απαιτείται ώστε να καταστούν οι εν λόγω περιοχές κατάλληλες είτε για τη δημιουργία οργανωμένων υποδοχέων δραστηριοτήτων ή για την πραγματοποίηση προγραμμάτων και παρεμβάσεων της παρ. 1.
3. Τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια εντάσσονται στο ίδιο επίπεδο σχεδιασμού με τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια και μπορεί να τροποποιούν τις ρυθμίσεις των εγκεκριμένων Τοπικών Χωρικών Σχεδίων, και τις Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 5.
4. α) Η κίνηση της διαδικασίας για τη σύνταξη των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων γίνεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή από τον οικείο Δήμο ή την οικεία Περιφέρεια ή από το φορέα υλοποίησης του σχεδίου, έργου ή προγράμματος. Με απόφαση Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται προδιαγραφές και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τη σύνταξη των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων.
β) Τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια πρέπει να εναρμονίζονται με τα Ειδικά και Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια καθώς και με τις κατευθύνσεις της οικείας αναπτυξιακής πολιτικής και λαμβάνουν υπόψη τις κατευθύνσεις των εγκεκριμένων Τοπικών Χωρικών Σχεδίων και Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου.
γ) Η έγκριση των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων γίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και των κατά περίπτωση αρμοδίων υπουργών, ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας και γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων. Για τις μητροπολιτικές περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αρμόδιο όργανο για τη γνώμη του προηγούμενου εδαφίου είναι το Συμβούλιο Μητροπολιτικού Σχεδιασμού. Με το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα εγκρίνονται επίσης και οι κατευθύνσεις, όροι και μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, τα οποία πρέπει να τηρούνται κατά την υλοποίηση και εξειδίκευση των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων, σύμφωνα με τη σχετική Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων.
δ) Με το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα καθορίζονται και οι οριογραμμές των υφιστάμενων εντός των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων υδατορεμάτων, ύστερα από υποβολή φακέλου οριοθέτησης σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 του ν.4258/2014 (Α' 94) και εγκρίνεται το Πολεοδομικό Σχέδιο εφαρμογής όπου αυτό απαιτείται.
ε) Αν ο φορέας κίνησης της διαδικασίας του Ειδικού Χωρικού Σχεδίου είναι και κύριος της προς πολεοδόμηση έκτασης η διαδικασία δημοσιότητας της περίπτ. β' της παρ. 4 του άρθρου 10 παραλείπεται.
5. α) Με τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια μπορεί να τροποποιούνται προγενέστερα Τοπικά Χωρικά Σχέδια, Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου και τυχόν ισχύουσες για την περιοχή του σχεδίου γενικές και ειδικές πολεοδομικές ρυθμίσεις, ιδίως όσον αφορά τις επιτρεπόμενες χρήσεις γης και όρους και περιορισμούς δόμησης κατόπιν σχετικής προέγκρισης που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ύστερα από υποβολή αίτησης προέγκρισης από τον φορέα υλοποίησης, εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας και γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων. Η αίτηση συνοδεύεται από τεχνική έκθεση που περιλαμβάνει, τις χωροταξικές κατευθύνσεις της ευρύτερης περιοχής, τις υφιστάμενες χρήσεις γης στη ζώνη άμεσης επιρροής της περιοχής μελέτης, την πρόταση χωρικής ανάπτυξης της περιοχής παρέμβασης και σχετικό χάρτη κλίμακας 1: 5000. Η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων τεκμηριώνει την αναγκαιότητα της τροποποίησης ενόψει του ειδικού χαρακτήρα της επιδιωκόμενης ανάπτυξης, της κάλυψης αναγκών παραγωγικής ή επιχειρηματικής ανάπτυξης και ανασυγκρότησης εντός της περιοχής του σχεδίου και πάντως τη μη ανατροπή της πολεοδομικής και χωροταξικής λειτουργίας της ευρύτερης περιοχής.
β) Το Κεντρικό Συμβούλιο Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων, στο πλαίσιο της διαδικασίας προέγκρισης της περίπτ. α', συνεδριάζει τουλάχιστον (2) φορές ετησίως σε τακτική συνεδρίαση, με αποκλειστικό σκοπό τη γνωμοδότηση επί των αιτήσεων προέγκρισης και διασφαλίζει ότι κάθε αίτηση ολοκληρώνεται εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή της.
6. Όρια και ρυθμίσεις εγκεκριμένων Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου, που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 1337/1983 (Α' 33), περιλαμβάνονται στο περιεχόμενο των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων και μπορεί να τροποποιούνται με τα προεδρικά διατάγματα της παρ. 4. Μετά την έγκριση των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων, οι Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου που έχουν ενσωματωθεί σε αυτά παύουν να ισχύουν ως αυτοτελείς ρυθμίσεις, ως προς το τμήμα τους που ενσωματώνεται σε αυτά και ισχύουν οι ρυθμίσεις του Ειδικού Χωρικού Σχεδίου.
7. Όρια και ρυθμίσεις προεδρικών διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί δυνάμει της παρ.1 του άρθρου 4 του ν.1577/1985, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν.2831/2000, περιλαμβάνονται στο περιεχόμενο του Ειδικού Χωρικού Σχεδίου και μπορεί να συμπληρώνονται ή να τροποποιούνται με τα προεδρικά διατάγματα της παρ. 4 του παρόντος ή σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 6 του ν.4067/2012.
8. Οι ρυθμίσεις των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων είναι δεσμευτικές για όλα τα εκπονούμενα Τοπικά Χωρικά Σχέδια, καθώς και για κάθε ένταξη των περιοχών που καλύπτονται από Ειδικό Χωρικό Σχέδιο σε σχέδιο πόλεως. Κατ' εξαίρεση, με τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια μπορεί να τροποποιούνται όρια και ρυθμίσεις των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων ύστερα από ειδική αιτιολογία και σύμφωνη γνώμη του φορέα ανάπτυξης ή διοίκησης της περιοχής που έχει ενταχθεί σε Ειδικό Σχέδιο. Στις περιπτώσεις αυτές, το προεδρικό διάταγμα για την έγκριση του Τοπικού Χωρικού Σχεδίου προτείνεται και από τον καθ' ύλην αρμόδιο για το τροποποιούμενο Ειδικό Χωρικό Σχέδιο Υπουργό.
9. Ειδικά Χωρικά Σχέδια, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, αποτελούν επίσης:
α) οι Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ) του άρθρου 29 του ν.2545/1997, οι Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (ΠΟΑΠΔ) του άρθρου 24 του ν.1650/1986, τα Τοπικά ρυμοτομικά σχέδια του άρθρου 26 του ν.1337/1983.
β) οι Οργανωμένοι Υποδοχείς Μεταποιητικών και Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων της παρ. 4 του άρθρου 41 του ν.3982/2011.
γ) τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων (ΕΣΧΑΔΑ) του άρθρου 12 του ν.3986/2011 (Α' 152), τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΣΧΑΣΕ) του άρθρου 24 του ν.3894/2010 (Α' 204).
Για τη χωρική οργάνωση των περιοχών των περίπτ. α', και β' εφαρμόζονται οι οικείες για κάθε κατηγορία υποδοχέα διατάξεις, καθώς και η διαδικασία της παρ. 5. Για τον σχεδιασμό και τη χωρική οργάνωση των περιοχών της περίπτ. γ' εφαρμόζεται αποκλειστικά το οικείο θεσμικό τους πλαίσιο. Στις περιπτώσεις των ανωτέρω υποδοχέων των περιπτ. α', β' και γ' η οριοθέτηση των υδατορεμάτων που εμπίπτουν σε αυτούς, γίνεται με τη διοικητική πράξη έγκρισης εκάστου υποδοχέα, ύστερα από υποβολή φακέλου οριοθέτησης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν.4258/2014.
10. Κατά τη διαδικασία εκπόνησης του Ειδικού Χωρικού Σχεδίου και εφόσον η προτεινόμενη ανάπτυξη αφορά σε δημόσιο ή δημοτικό φορέα, μπορεί να επιβάλλεται, ύστερα από γνώμη του αρμόδιου Κεντρικού Συμβουλίου και σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, αναστολή χορήγησης αδειών δόμησης για ορισμένες χρήσεις, είτε σε όλη την περιοχή του σχεδίου, είτε σε μέρος αυτής, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
11. Με απόφαση Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να καθορίζονται προδιαγραφές για την εκπόνηση των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων.
Άρθρο 9
Συντελεστής δόμησης
1. Στις οικιστικές περιοχές, οι οποίες προτείνονται προς πολεοδόμηση με βάση τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια ή τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια των άρθρων 7 και 8, καθορίζονται ανώτατα όρια συντελεστή δόμησης ως εξής:
α) για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση κύριας κατοικίας ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,8,
β) για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση πολεοδομικού κέντρου ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,2,
γ) για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση τουρισμού - αναψυχής ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,6,
δ) για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση παραθεριστικής (δεύτερης) κατοικίας ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,4,
ε) για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,2.
στ) σε κάθε περίπτωση στις ανωτέρω περιοχές ο μικτός συντελεστής δόμησης που προκύπτει κατά την πολεοδόμησή τους ανά πολεοδομική ενότητα δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 0,8 επί του συνόλου της εκτάσεως που απομένει μετά την αφαίρεση του τμήματος που, αποδίδεται σε κοινόχρηστους χώρους.
2. Στις περιοχές παραγωγικών δραστηριοτήτων, οι οποίες προτείνονται προς πολεοδόμηση με βάση τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια ή τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια των άρθρων 7 και 8, καθορίζονται ανώτατα όρια συντελεστή δόμησης ως εξής:
α) για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση χονδρεμπορίου ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,2.
β) για τις περιοχές που προορίζονται για τις λοιπές χρήσεις παραγωγικών δραστηριοτήτων ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,6.
3. Οι ανωτέρω καθοριζόμενοι συντελεστές δόμησης εφαρμόζονται μετά την έγκριση του σχεδίου εφαρμογής του άρθρου 10.
4. Ειδικές διατάξεις με τις οποίες έχουν καθοριστεί συντελεστές δόμησης μεγαλύτεροι από τους προβλεπόμενους στην παρ. 1 ή και διαφορετικός τρόπος υπολογισμού αυτών, διατηρούνται σε ισχύ.
5. Στους πόλους υπερτοπικής σημασίας του ν.2730/1999 (Α' 130), κατ' εξαίρεση των οριζομένων στις παρ. 1 και 2, στις προς πολεοδόμηση περιοχές, καθορίζεται με το Ειδικό Χωρικό Σχέδιο του άρθρου 8 ο συντελεστής δόμησης ή ο μέσος συντελεστής που έχει οριστεί από τις εκάστοτε ειδικές διατάξεις που τους διέπουν. Αν δεν έχει οριστεί συντελεστής δόμησης από τις ειδικές διατάξεις, με το Ειδικό Χωρικό Σχέδιο του άρθρου 8 καθορίζεται μέσος συντελεστής δόμησης, ο οποίος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 0,8.
Άρθρο 10
Πολεοδομικά Σχέδια Εφαρμογής
1. Για την πολεοδόμηση ορισμένης περιοχής απαιτείται η σύνταξη και έγκριση Πολεοδομικού Σχεδίου Εφαρμογής το οποίο περιλαμβάνει το Πολεοδομικό Σχέδιο και Πράξη Εφαρμογής. Με τα σχέδια αυτά εξειδικεύονται, σε κλίμακα πόλης ή οικισμού ή τμημάτων αυτών ή σε ζώνες και περιοχές ειδικών χρήσεων, οι ρυθμίσεις των Τοπικών ή Ειδικών Χωρικών Σχεδίων περί χρήσεων γης και όρων δόμησης και καθορίζονται επακριβώς οι κοινόχρηστοι, κοινωφελείς και οικοδομήσιμοι χώροι της προς πολεοδόμηση περιοχής καθώς και τα διαγράμματα των δικτύων υποδομής.
2. Για την κατάρτιση Πολεοδομικού Σχεδίου Εφαρμογής απαιτείται η ύπαρξη εγκεκριμένων Τοπικών ή Ειδικών Χωρικών Σχεδίων των άρθρων 7 και 8. Αν δεν έχει εγκριθεί για την προς πολεοδόμηση περιοχή Τοπικό ή Ειδικό Χωρικό Σχέδιο και η περιοχή συνεχίζει να καλύπτεται από ισχύον Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο ή Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης, ακολουθείται η διαδικασία πολεοδόμησης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 8 έως 14, 15 και 19 του ν.2508/1997 (Α' 124), αν πρόκειται για περιοχή που έχει καθορισθεί ως περιοχή ανάπλασης ή αν πρόκειται για προβληματική περιοχή προς πολεοδομική αναμόρφωση ή αν πρόκειται για οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, αντίστοιχα.
3. Τα Πολεοδομικά Σχέδια Εφαρμογής καταρτίζονται για το σύνολο των περιοχών των Τοπικών ή Ειδικών Χωρικών Σχεδίων που προορίζονται για πολεοδόμηση ή και για τμήμα αυτών, το οποίο πρέπει πάντως να αποτελεί πολεοδομική ενότητα, όπως αυτή καθορίζεται στο οικείο Τοπικό ή Ειδικό Χωρικό Σχέδιο.
4. α) Η κίνηση της διαδικασίας σύνταξης των Πολεοδομικών Σχεδίων Εφαρμογής γίνεται από τον οικείο Δήμο. Η διαδικασία μπορεί να κινηθεί και από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση, ύστερα από σχετική ενημέρωση του οικείου Δήμου.
β) Τα Πολεοδομικά Σχέδια Εφαρμογής, πριν από την έγκρισή τους, εκτίθενται με το σχετικό κτηματογραφικό διάγραμμα στον οικείο Δήμο επί είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Για το γεγονός αυτό ειδοποιείται το κοινό με σχετική δημοσίευση σε δύο εφημερίδες, τοπικής ή εθνικής κυκλοφορίας και στην ιστοσελίδα του δήμου. Κατ' εξαίρεση η πιο πάνω προθεσμία μπορεί να παραταθεί έως και πέντε (5) εργάσιμες ημέρες ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας του Δήμου. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν μέσα στην προθεσμία αυτή να λάβουν γνώση των παραπάνω στοιχείων και να υποβάλουν εγγράφως στον οικείο Δήμο ενστάσεις τους, τις οποίες ο Δήμος οφείλει να εξετάσει εντός σαράντα (40) εργάσιμων ημερών από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας. Εφόσον, μετά την εξέταση των ενστάσεων, προκύπτει ανάγκη τροποποίησης των Πολεοδομικών Σχεδίων, αυτά αναρτώνται εκ νέου για δέκα (10) εργάσιμες ημέρες προς ενημέρωση του κοινού. Μετά την άπρακτη πάροδο των ως άνω προθεσμιών, τα Πολεοδομικά Σχέδια προωθούνται προς έγκριση.
γ) Η έγκριση των Πολεοδομικών Σχεδίων Εφαρμογής γίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ύστερα από γνώμη του οικείου Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων, και εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Η ανωτέρω γνώμη παρέχεται υποχρεωτικώς μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τότε που περιέρχεται στο οικείο συμβούλιο ο σχετικός φάκελος προς γνωμοδότηση. Μετά την άπρακτη πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας, η διαδικασία μπορεί να συνεχίζεται χωρίς τη σχετική γνώμη.
δ) Με την απόφαση της περίπτ. γ' κυρώνεται και η οικεία Πράξη Εφαρμογής, όπου απαιτείται, η οποία συντάσσεται ταυτόχρονα και σε άμεση συσχέτιση με τα Πολεοδομικά Σχέδια Εφαρμογής, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρα 8 και 9 του ν.1337/1983. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας εγκρίνονται προδιαγραφές για την ενιαία εκπόνηση του Πολεοδομικού Σχεδίου και της Πράξης Εφαρμογής και ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα.
ε) Η έγκριση του Πολεοδομικού Σχεδίου Εφαρμογής έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλης κατά τις διατάξεις του ν.δ. της 17-7/16-8-1923(Α' 228).
5. Η έγκριση Πολεοδομικού Σχεδίου Εφαρμογής σε περιοχές που έχουν ενταχθεί σε Ειδικά Χωρικά Σχέδια ή διέπονται από ειδικότερες ρυθμίσεις γίνεται σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στις κείμενες διατάξεις.
6. Μετά την έγκριση των Πολεοδομικών Σχεδίων Εφαρμογής απαγορεύεται η τροποποίησή τους για μία πενταετία, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες καθίστανται αναγκαίες ειδικότερες επί μέρους τροποποιήσεις τους για τη διευκόλυνση της εφαρμογής του σχεδιασμού στην περιοχή.
7. Όπου στις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας αναφέρεται η «Πολεοδομική Μελέτη «νοείται εφεξής το Πολεοδομικό Σχέδιο Εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
8. Κατά τη διαδικασία εκπόνησης Πολεοδομικού Σχεδίου Εφαρμογής μπορεί να επιβάλλεται αναστολή οικοδομικών αδειών και εργασιών κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
Κεφάλαιο Δ'
Άρθρο 11
Κωδικοποίηση διατάξεων χωροταξίας και πολεοδομίας
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας , συνιστάται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή της οποίας τα μέλη δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τα είκοσι (20), για τη σύνταξη κώδικα χωροταξίας και πολεοδομίας.
2. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται το ποσό και ο τρόπος καταβολής της αποζημίωσης των μελών της επιτροπής, των ειδικών εισηγητών που τυχόν ορίζονται και των γραμματέων, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 21 του ν. 4354/2015 (Α' 176), και ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα.
3. Η επιτροπή συγκροτείται από δικαστικούς λειτουργούς, καθηγητές ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και δημοσίους υπαλλήλους καθώς και από ιδιώτες επιστήμονες ειδικευμένους σε θέματα χωροταξίας και πολεοδομίας
4. Ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με την οποία και τάσσεται ο χρόνος περάτωσης του έργου της. Με την ίδια απόφαση ορίζονται έως τρεις υπάλληλοι του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας οι οποίοι ασκούν καθήκοντα γραμματέα της επιτροπής.
5. Ο κατά την παρ. 1 κώδικας περιλαμβάνει τις ισχύουσες διατάξεις νόμων και κανονιστικών πράξεων, που αφορούν την χωροταξική και πολεοδομική νομοθεσία.
6. Κατά τη σύνταξη του κώδικα, επιτρέπεται η κατάργηση διατάξεων που κρίνονται ατελέσφορες για την επίτευξη πρακτικών αποτελεσμάτων, η απάλειψη διατάξεων που έχουν καταργηθεί σιωπηρώς καθώς και των μεταβατικών διατάξεων που δεν έχουν πλέον πεδίο εφαρμογής, η προσαρμογή διατάξεων προς το ισχύον Σύνταγμα, η αναδιατύπωση διατάξεων και η εισαγωγή διατάξεων για την απλούστευση ή την άρση ερμηνευτικών αμφιβολιών ή συσχετισμού προς παρεμφερείς διατάξεις, ο καθορισμός των αρμόδιων οργάνων σε συνάρτηση με το υφιστάμενο οργανωτικό σχήμα των κεντρικών και αποκεντρωμένων υπηρεσιών και των οργάνων της αυτοδιοίκησης, η ενοποίηση και η αναδιάρθρωση νομοθετημάτων, καθώς και κάθε άλλη μεταβολή απαραίτητη για την ενότητα της ρυθμίσεως.
7. Ο κώδικας καταρτίζεται σε ηλεκτρονική βάση και ορίζονται οι εξουσιοδοτικές διατάξεις για τα αρμόδια όργανα, τη διαδικασία ενημέρωσης, επικαιροποίησης και έγκρισης της τροποποίησήςτου.
8. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής της παραγράφου 1, μπορεί να ανατίθεται, η εκτέλεση συγκεκριμένων προπαρασκευαστικών εργασιών της κωδικοποίησης ή η σύνταξη ειδικών μελετών και ερευνών που ανάγονται στο τμήμα της νομοθεσίας που πρόκειται να κωδικοποιηθεί σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας ή σε επιστημονικά ιδρύματα ή ινστιτούτα ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ).
Κεφάλαιο Ε'
Τελικές, μεταβατικές και καταργούμενες διατάξεις
Άρθρο 12
Εναρμόνιση χωροταξικών και πολεοδομικών διατάξεων προς το νέο σύστημα χωρικού σχεδιασμού
1. α) Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας εξειδικεύονται το ειδικό περιεχόμενο, η διαδικασία και οι προθεσμίες έγκρισης, αναθεώρησης, τροποποίησης καθώς και τα αρμόδια όργανα έγκρισης των πλαισίων και σχεδίων του συστήματος χωρικού σχεδιασμού του παρόντος νόμου.
β) Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, τροποποιούνται, συμπληρώνονται και αναμορφώνονται, προκειμένου να προσαρμοστούν προς την ορολογία, τα επίπεδα, τα μέσα και τις διαδικασίες χωρικού σχεδιασμού που καθορίζονται με τον παρόντα νόμο, οι διατάξεις των άρθρων 10, 11 και 12 του ν.2742/1999 (Α' 207)και των άρθρων 8, 9,10,11,12,13,14,15,16,17,19, 22 και 23 του ν.2508/1997 .
2. Τα πολεοδομικά σταθερότυπα που έχουν εγκριθεί με την 10788/2004 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Δ' 285), αναθεωρούνται, προκειμένου να εναρμονιστούν με τις διατάξεις του παρόντος, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων, εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
3. Το ισχύον Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης που εγκρίθηκε με την απόφαση 6876/4871/2008 της Βουλής (Α'128) επέχει εφεξής θέση Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής και μπορεί να τροποποιείται και να συμπληρώνεται με τη διαδικασία του άρθρου 3. Μετά την έγκριση της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής, το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης ενσωματώνεται σε αυτήν και παύει να ισχύει.
4. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζεται για κάθε κατηγορία χωρικών σχεδίων του παρόντος, το είδος των απαιτούμενων ειδικών μελετών για την κατάρτισή τους, οι προδιαγραφές εκπόνησης αυτών, οι ειδικότητες των μελετητών και κάθε άλλο θέμα που αφορά την εκπόνηση, έλεγχο και εφαρμογή αυτών.
Άρθρο 13
Μεταβατικές διατάξεις
1. Εκκρεμείς διαδικασίες έγκρισης ή τροποποίησης Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου, Σχεδίου Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης και Πολεοδομικών Μελετών συνεχίζονται με βάση τις διατάξεις δυνάμει των οποίων εκπονούνται.
2. Έως την έγκριση των Τοπικών Χωρικών και Ειδικών Χωρικών Σχεδίων του παρόντος νόμου, είναι επιτρεπτή η πολεοδόμηση σε περιοχές που προβλέπονται για τον σκοπό αυτόν από εγκεκριμένο ρυθμιστικό σχέδιο, Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης ή Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις. Έως την έγκριση των Τοπικών Χωρικών Σχεδίων είναι δυνατή η τροποποίηση εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων, σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις
3. Εκκρεμείς διαδικασίες έγκρισης ή τροποποίησης Ειδικών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης ολοκληρώνονται με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν.2742/1999 (Α' 207).
4. Εκκρεμείς διαδικασίες αναθεώρησης ή τροποποίησης Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης ολοκληρώνονται με τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν.2742/1999. Για τις ανωτέρω εκκρεμείς διαδικασίες, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να καθορίζονται ειδικότερες προδιαγραφές για την εναρμόνιση με τον παρόντα νόμο και να καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.
5. Εκκρεμείς διαδικασίες έγκρισης ρυθμιστικών σχεδίων ολοκληρώνονται ως εξής:
α) οι στρατηγικές κατευθύνσεις αυτών εγκρίνονται με την απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, και Ενέργειας του άρθρου 6 και
β) οι ρυθμιστικές κατευθύνσεις αυτών εγκρίνονται με το διάταγμα του άρθρου 7.
6. Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης, Πολεοδομικές Μελέτες και γενικότερα σχέδια Πολεοδομικού Σχεδιασμού που εγκρίθηκαν ή τροποποιήθηκαν με τις μεταβατικές διατάξεις του κεφαλαίου Α' του ν.4269/2014 (Α' 142) και τις χρήσεις γης του κεφαλαίου Β' του ν.4269/2014 όσο αυτό ήταν σε ισχύ, αναθεωρούνται υποχρεωτικά ως προς τις χρήσεις γης εντός ενός (1) έτους από την έναρξη ισχύος του διατάγματος που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 238 του ν.4389/2016 (Α' 94) διαφορετικά θεωρούνται άκυρα ως προς τις προβλεπόμενες χρήσεις γης. Η ανωτέρω προθεσμία μπορεί να παρατείνεται ύστερα από αίτημα του αρμόδιου για την τροποποίηση οργάνου και την αποδοχή του αιτήματος αυτού από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας με απόφασή του.
7. Εκκρεμείς διαδικασίες έγκρισης ειδικών χωρικών σχεδίων με τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 10 του ν.4269/2014 διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων αυτών ή από τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Οι φορείς υλοποίησης των σχεδίων του προηγούμενο εδαφίου μπορούν, με αίτηση τους η οποία κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας αποκλειστικά εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, να επιλέξουν την υπαγωγή τους στις διατάξεις του παρόντος..
Άρθρο 14
Καταργούμενες διατάξεις
Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, με την επιφύλαξη των ειδικότερων διατάξεων του παρόντος, καταργούνται:
α) τα άρθρα 1 έως13α του ν.4269/2014 (Α' 142),
β) κάθε άλλη διάταξη που αντίκειται στον παρόντα νόμο ή ανάγεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν.
Μέρος Β'
Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας
Άρθρο 15
Τροποποίηση διατάξεων ν. 4067/2012 (Α' 79), ν. 4258/2014 (Α' 94) και ν. 4178/2013 (Α' 174)
1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 29 του ν. 4067/2012 αντικαθίσταται ως εξής:
«Παρατείνεται η ισχύς των οικοδομικών αδειών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 3α του άρθρου 6 του από 8.7.1993 προεδρικού διατάγματος (Δ' 795), έως και τις 31.12.2017, προκειμένου να ολοκληρωθούν οι όψεις και η τυχόν στέγη του κτιρίου και να ενταχθούν στην παρ. 4γ του άρθρου 6 του ν. 4030/2011.»
2. Το άρθρο 47 Α του ν. 4067/2012 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν μέχρι την ημερομηνία ενάρξεως του ν. 4067/2012 έχει υποβληθεί φάκελος για την έκδοση διοικητικής πράξης άδειας εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1577/1985 ως τροποποιήθηκε, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, η προθεσμία έκδοσης παρατείνεται έως 31-12-2017.»
3. Η παρ. 4 του άρθρου 11 του ν. 4258/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Η ισχύς των αδειών επισκευής κτισμάτων σε σεισμόπληκτες και πυρόπληκτες περιοχές που εκδόθηκαν σύμφωνα με ειδικές ρυθμίσεις υπουργικών αποφάσεων κατ' εξουσιοδότηση του ν. 1190/1981 (Α' 203), ως ισχύει, και οι οποίες δεν είχαν λήξει την 1.3.2011 παρατείνεται έως 31.12.2017.»
4. Η περίπτ. γ' της παρ. 2 του άρθρου 51 του ν. 4178/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«γ. Σε νομίμως υφιστάμενες χρήσεις κτιρίων ή εγκαταστάσεων οι οποίες διατηρούνται, καθώς και σε χρήσεις οι οποίες λειτουργούν με οικοδομικές άδειες που εκδόθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 2831/2000, επιτρέπεται έως 31-12-2017 ο εκσυγχρονισμός και η κτιριακή τους επέκταση, με τους όρους δόμησης που ίσχυαν κατά το χρόνο έγκρισης της παρέκκλισης, μετά από έγκριση του αρμόδιου για τη λειτουργικότητα φορέα, καθώς και εργασίες συντήρησης, επισκευής, ενεργειακής αναβάθμισης και διαρρυθμίσεων των κτιρίων, που αποσκοπούν στη βελτίωση των επιπτώσεων στο περιβάλλον, τη λειτουργική τους αναβάθμιση, την ασφάλεια και την υγιεινή των διαβιούντων και εργαζομένων σε αυτά. Η επέκταση σε όμορο ακίνητο του ίδιου ιδιοκτήτη, επιτρέπεται μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το όμορο ακίνητο αποκτήθηκε μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος.»
Άρθρο 16
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4109/2013 (Α' 16)
Η παράγραφος 20 του άρθρου 8 του ν. 4109/2013 τροποποιείται ως εξής:
«20. Παρατείνεται το μεταβατικό διάστημα λειτουργίας των καταργούμενων και συγχωνευόμενων φορέων έως 31.12.2017, για λόγους εξασφάλισης της δυνατότητας υλοποίησης των συγχρηματοδοτούμενων Πράξεων της τρέχουσας προγραμματικής περιόδου του ΕΣΠΑ 2014-2020. Για ισόχρονο διάστημα παρατείνεται και η διάρκεια θητείας των Διοικητικών Συμβουλίων των καταργούμενων και συγχωνευόμενων φορέων, με αρμοδιότητα την υλοποίηση των αντίστοιχων Πράξεων, τη διενέργεια πράξεων εκκαθάρισης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καθώς και κάθε άλλης γεγενημένης έννομης σχέσης των καταργούμενων και συγχωνευόμενων φορέων. Οι εκκρεμείς δίκες των καταργούμενων και συγχωνευόμενων φορέων, σε περίπτωση μη αποπερατώσεώς τους κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, συνεχίζονται χωρίς καμία άλλη διατύπωση και χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή τους, από τους φορείς στους οποίους μεταβιβάζονται οι αρμοδιότητες τους.
Οι συμβάσεις των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, καθώς και οι συμβάσεις μίσθωσης έργου παρατείνονται από τη λήξη τους μέχρι και τις 31.12.2017. Οι συμβάσεις αυτές δεν μετατρέπονται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Οι δαπάνες μισθοδοσίας, καθώς και οι λοιπές λειτουργικές δαπάνες των φορέων θα καλυφθούν από το Πράσινο Ταμείο.»
Άρθρο 17
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.
Αριθ. πρωτ.: 36829/13.12.2016 Εισηγητής στα υπηρεσιακά συμβούλια των ΟΤΑ Α΄ Βαθμού σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 30 του ν.4369/2016 όπως ισχύει
Αριθ.Πρωτ.: 36829
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ και ΤΟΠ. ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Δ/ΝΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΟΠ. ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΜΟΝΙΜΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
Ταχ.Δ/νση : Σταδίου 27
Τ.Κ. : 10183 Αθήνα
Πληροφορίες : Ιωάννα Τζήμα
Τηλέφωνο : 213-1364399
FAX : 213-1364383
ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
ΘΕΜΑ: Εισηγητής στα υπηρεσιακά συμβούλια των ΟΤΑ Α΄ Βαθμού σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 30 του ν.4369/2016 όπως ισχύει
ΣΧΕΤ. : 1. Α.Π. 29251/6.10.2016 εγκύκλιός μας (ΑΔΑ: 6Φ62465ΦΘΕ-ΑΘΒ)
2. Α.Π. 32746/9.11.2016 εγκύκλιός μας (ΑΔΑ : 78ΝΤ465ΦΘΕ-ΡΦΕ)
Σε συνέχεια των ανωτέρω σχετικών εγκυκλίων μας αναφορικά με το αντικείμενο του θέματος, υποβλήθηκαν στην υπηρεσία μας ερωτήματα σχετικά με τον ορισμό εισηγητή στα οικεία υπηρεσιακά συμβούλια για θέματα υπαλλήλων Συνδέσμων και ΝΠΔΔ στις περιπτώσεις κατά τις οποίες στους εν λόγω φορείς δεν υφίστανται προϊστάμενοι οργανικών μονάδων ή εάν υφίστανται δεν είναι αρμόδιοι για θέματα προσωπικού.
Η υπηρεσία μας λαμβάνοντας υπόψη ότι, εν προκειμένω, υπάρχει αντικειμενική αδυναμία ορισμού, ως εισηγητή, προσώπου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 30 του ν. 4369/2016 έχει την εξής άποψη:
i) Για θέματα που αποστέλλονται στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο και αφορούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, εισηγητής θα πρέπει να είναι ο αρμόδιος για θέματα προσωπικού προϊστάμενος του οικείου Δήμου.
ii) Για θέματα που αποστέλλονται στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο και αφορούν Συνδέσμους εισηγητής θα πρέπει να είναι ο αρμόδιος για θέματα προσωπικού προϊστάμενος του Δήμου όπου εδρεύει ο Σύνδεσμος.
Περαιτέρω, σας γνωρίζουμε ότι κατά τη συνεδρίαση των υπηρεσιακών συμβουλίων είναι απαραίτητη η φυσική παρουσία του εισηγητή καθώς σκοπός αυτού, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω (1) σχετική εγκύκλιο, είναι να ενημερωθεί πλήρως το ανωτέρω συλλογικό όργανο επί της υποθέσεως την οποία πρόκειται να κρίνει, και να αποφευχθεί, με τον τρόπο αυτό, η έκδοση εσφαλμένης αποφάσεως λόγω μη ενημέρωσης ή μη πλήρους ενημέρωσης των μελών του συλλογικού οργάνου. Εξάλλου, κατά τη συνεδρίαση ενδέχεται να ζητηθούν επιπλέον διευκρινίσεις από τον εισηγητή, ακριβώς ένεκα της ιδιότητάς του, οπότε θεωρούμε επιβεβλημένη τη φυσική παρουσία αυτού.
Είμαστε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε επιπλέον διευκρίνιση ή πληροφορία.
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κώστας Πουλάκης
ΣτΕ 2402/2016 Αναδρομική εφαρμογή ηπιοτέρων προστίμων στις εκκρεμείς υποθέσεις
Περίληψη
Με τις αποφάσεις ΣτΕ 2460/1981 και ΣτΕ 1525/1955 του Συμβουλίου της
Επικρατείας, τις οποίες επικαλείται η αναιρεσείουσα στην δίκη, κρίθηκε
ότι κύριος σκοπός των διατάξεων των φορολογικών νόμων, με τις οποίες
επβάλλεται πρόσθετος φόρος ή προσαύξηση σε βάρος του παραλείποντος την
υποβολή της φορολογικής δηλώσεως ή του υποβάλλοντος εκπρόθεσμη ή
ανακριβή δήλωση είναι ο, επ' απειλή οικονομικής κυρώσεως, εξαναγκασμός
σε ταχεία και ακριβή συμμόρφωση προς τη σχετική υποχρέωσή του.
Όταν,
όμως, ο νομοθέτης, μεταβάλλοντας αντιλήψεις, κρίνει ότι ο σκοπός αυτός
δύναται να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα, τότε ελέγχεται όχι μόνον ως
άσκοπη και αδικαιολόγητη, αλλά και ως αντίθετη κατ' αρχήν προς τη
νεότερη νομοθετική βούληση η επιβολή των παλαιοτέρων αυστηρότερων
κυρώσεων, οι οποίες υπερβάλλουν το μέτρο, το οποίο ήδη κρίνεται από τον
νομοθέτη ως αναγκαίο.
Στις περιπτώσεις αυτές ειδικώς, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα περί μη αναδρομικότητας του νόμου υπάρχει τεκμήριο αναδρομικής εφαρμογής του νέου ηπιότερου νόμου και επί εκκρεμών υποθέσεων τεκμήριο το οποίο μόνο με σαφή αντίθετη διάταξη δύναται να ανατραπεί (βλ και ΣτΕ 2672/1984).
Ήδη
δε, με την απόφαση Στε 2031/2013 του Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι η αρχή
της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης, ως προς την επιβολή κυρώσεων,
διατάξεως έχει συνταγματική βάση, ως απορρέουσα από την αρχή της
αναλογικότητας. Εξάλλου, με την απόφαση ΣτΕ 459/2013 Ολομ., κρίθηκε ότι η
πιο πάνω αρχή δεν έχει εν πάση περιπτώσει έδαφος εφαρμογής όταν η
μεταγενέστερη ηπιότερη νομοθετική ρύθμιση υπαγορεύθηκε όχι από μεταβολή
«επί το επιεικέστερον» των σχετικών αξιολογήσεων του νομοθέτη, αλλά από
άλλους λόγους.
ΣτΕ 2402/2016
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 17 Φεβρουαρίου 2016, με
την εξής σύνθεση: I. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση
της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Κ. Νικολάου, I. Σύμπλης,
Σύμβουλοι, Ο.-Μ. Βασιλάκη, Σ.-Ε. Σταφυλά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ.
Ανδρέου.
Για να δικάσει την από 5 Οκτωβρίου 2015 αίτηση: της εταιρείας
περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "......................", που εδρεύει
στη..........................., η οποία δεν παρέστη, αλλά
εμφανίσθηκε στο ακροατήριο ο νόμιμος διαχειριστής της .........................και δήλωσε ότι εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου μέσου, κατά του Υπουργού
Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με ί την Γεωργία Μπουρδάκου, Πάρεδρο του
Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η
υπ' αριθμ. 3001/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ο.-Μ. Βασιλάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το
κατά νόμο παράβολο (υπ' αριθμ. 1364127-8, 4087715/2015 ειδικά έντυπα
παραβόλου, σειράς Α').
2. Επειδή, με την·αίτηση αυτή, η οποία συμπληρώνεται με το από
25.1.2016 δικόγραφο «πρόσθετων λόγων», ζητείται η αναίρεση της 3001/2015
αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε μετά την
αναίρεση προηγούμενης απόφασης του ίδιου δικαστηρίου με την 66/2015
απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, και με την οποία απορρίφθηκε εκ
νέου προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά του υπ' αριθμ.
1810/8.5.2008 φύλλου ελέγχου φορολογίας εισοδήματος του Προϊσταμένου του
Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου Αθηνών. Με το εν λόγω φύλλο
προσδιορίσθηκαν εξωλογιστικά τα οικονομικά αποτελέσματα της
αναιρεσείουσας για το οικονομικό έτος 2003 και καταλογίσθηκε σε βάρος
της κύριος φόρος 334.494 ευρώ, καθώς και πρόσθετος φόρος, κατ' άρθρο 1
του ν. 2523/1997, λόγω ανακριβούς δηλώσεως, 602.090 ευρώ.
3. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α' 213), που άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 70 του ίδιου νόμου, από 1.1.2011, αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του
π.δ/τος 18/1989 (Α' 8) ως εξής:
«3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται
μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που
περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του
Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης
αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου
ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού
δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το
ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας
είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ [...]». Κατά την έννοια των
διατάξεων αυτών, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως που
ασκείται μετά την έναρξη της ισχύος τους, ήτοι μετά την 1.1.2011 (ΣτΕ
2177/2011 7μ.), επί διαφοράς με χρηματικό αντικείμενο, πρέπει
σωρευτικώς, αφ' ενός μεν το ποσό να υπερβαίνει τα 40.000 ευρώ, αφ'
ετέρου δε με το εισαγωγικό δικόγραφο (και όχι με δικόγραφο πρόσθετων
λόγων ή με υπόμνημα, ΣτΕ Ολ 800/2015, ΣτΕ 1894/2016, ΣτΕ 2014/2016, ΣτΕ 892/2015,
ΣτΕ 2410/2013, ΣτΕ 598/2012, ΣτΕ 2472/2012, ΣτΕ 4667/2012 κ.ά.) να προβάλλονται ισχυρισμοί με το
περιεχόμενο της ανωτέρω παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (ΣτΕ
1873-5/2012 7μ, ΣτΕ 294/2014 κ.ά). Ειδικότερα, η αίτηση αναιρέσεως [ακόμη
και όταν αυτή στρέφεται κατ' αποφάσεως εκδοθείσας μετ' αναίρεση (ΣτΕ
3627/2014, ΣτΕ 3630/2014 7μ, ΣτΕ 797/2013 7μ κ.ά)] ασκείται πλέον παραδεκτώς μόνον
όταν προβάλλεται από τον διάδικο με ειδικούς, αυτοτελείς και
συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο ίδιο το εισαγωγικό
δικόγραφο -ώστε να καθίσταται με τον τρόπο αυτό αποτελεσματικός ο
επιδιωκόμενος άμεσος εντοπισμός των υποθέσεων που εμφανίζουν, κατά το
νόμο, αναιρετικό ενδιαφέρον- είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του
Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή
επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή
δικονομικού δικαίου, κρίσιμου για την επίλυση της ενώπιον του
Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, είτε ότι οι κρίσεις της
αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η
επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως,
έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή, πάντως, μη ανατραπείσα νομολογία
επί του αυτού [και όχι απλώς παρομοίου (ΣτΕ 3964/2014 7μ., ΣτΕ 4163/2012 7μ.
κ.ά )] νομικού ζητήματος - και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για
την επίλυση των αντίστοιχων διαφορών (ΣτΕ 3967/2014, ΣτΕ 1026/2014, ΣτΕ 4222/2013,
ΣτΕ 4043/2013, ΣτΕ 4163/2012 7μ., ΣτΕ 2177/2011 7μ., ΣτΕ 2301/2011 7μ., ΣτΕ 3971/2011) - του
Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου, ή, ελλείψει
τέτοιας νομολογίας, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.
Εφόσον δε με τους λόγους αναιρέσεως πλήττονται περισσότερες σκέψεις της
αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή τίθενται πλείονα νομικά ζητήματα, ο
αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου του
ενδίκου μέσου, να προβάλει ειδικούς, αυτοτελείς και συγκεκριμένους, υπό
την ανωτέρω έννοια, ισχυρισμούς για τη θεμελίωση του παραδεκτού της
αιτήσεως αναιρέσεως για καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως
(ΣτΕ 1648/2014, ΣτΕ 4547, ΣτΕ 4155/2013, ΣτΕ 3998/2013 κ.ά). Στην περίπτωση, εξάλλου,
που ο αναιρεσείων επικαλείται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης προς
υφιστάμενη κατά τ' ανωτέρω νομολογία, οι δικαστικές αποφάσεις, των
οποίων γίνεται επίκληση ως προς το ζήτημα της αντιθέσεως, πρέπει να
προσκομίζονται από τον αναιρεσείοντα κατά την κατάθεση της αιτήσεως,
εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου
ανωτάτου δικαστηρίου, οπότε, κατ' εξαίρεση, αρκεί να προσδιορίζονται
ειδικώς στο εισαγωγικό δικόγραφο κατά τρόπο που να επιτρέπει την
εξατομίκευσή τους (ΣτΕ 130/2012 εν Συμβ., πρβλ. ΣτΕ 3475/2011 Ολομ.) και
την, κατά τα προεκτεθέντα, σύνδεσή τους με το παραδεκτό της αιτήσεως,
χωρίς να αρκεί προς τούτο μόνη η επίκληση αποφάσεων (του Σ.τ.Ε ή άλλων
δικαστηρίων), η οποία γίνεται στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας για τη
βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως (ΣτΕ 2176/2015, ΣτΕ 945/2014,
ΣτΕ 2582/2014 κ.ά.). Τέλος, δεν συνιστούν παραδεκτή, κατά τ' ανωτέρω,
επίκληση νομικού ζητήματος ισχυρισμοί (περί ελλείψεως νομολογίας ή
αντιθέσεως σε νομολογία) οι οποίοι, περιοριζόμενοι σε ζητήματα
αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υποθέσεως, δεν
αναφέρονται στην ερμηνεία διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής, η οποία
(ερμηνεία), ανεξαρτήτως εάν διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα
πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή των
λοιπών αποφάσεων προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση,
είναι δεκτική γενικότερης εφαρμογής (ΣτΕ 3008/2013, ΣτΕ 3011/2013, πρβλ. ΣτΕ
3873/2013, ΣτΕ 3996/2013).
4. Επειδή, με την διάταξη της περιπτώσεως β' της παραγράφου 1 του
άρθρου 95 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση με το από
6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, κατοχυρώνεται, κατ' αρχήν,
η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Περαιτέρω,
όμως, ενόψει και της νέας διατύπωσης της ως άνω διατάξεως (στην
αρμοδιότητα του ΣτΕ ανήκει "η μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων
αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόμος ορίζει"), σε
συνδυασμό με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου 95 (ότι
δηλαδή «οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και
ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει»), επιτρέπεται στον κοινό
νομοθέτη να σταθμίζει το γενικότερο συμφέρον της Δικαιοσύνης και,
ενεργώντας με βάση αντικειμενικά και απρόσωπα κριτήρια, να διαμορφώνει
τις δικονομικές προϋποθέσεις ασκήσεως του ενδίκου αυτού μέσου κατά τρόπο
που να συμβάλλει στην ταχύτερη και αποτελεσματικότερη δικαστική
προστασία από το Συμβούλιο της Επικρατείας επί των σχετικών διαφορών
(βλ. ΣτΕ 251/2016, ΣτΕ 892/2015, ΣτΕ 106/2012, 196, ΣτΕ 2471/2012 7μ.).
5. Επειδή, με τις παρατεθείσες στην τρίτη σκέψη διατάξεις της
παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, με τις οποίες
τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 53 παρ. 3 και 4 του π.δ. 18/1989,
ο νομοθέτης απέβλεψε στην αποσυμφόρηση του Συμβουλίου της Επικρατείας
από τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό αιτήσεων αναιρέσεως που δεν θέτουν
σημαντικά νομικά ζητήματα, έτσι ώστε να εξυπηρετηθεί ο προορισμός αυτού
ως Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου και να επιτευχθεί μεγαλύτερη
ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης
σε υποθέσεις που θέτουν σοβαρά νομικά ζητήματα. Προς το σκοπό αυτό, με
τις εν λόγω διατάξεις, ο νομοθέτης προέκρινε, αντί άλλων, το νομοθετικό
περιορισμό, επί τη βάσει ενός αντικειμενικού κριτηρίου, των προϋποθέσεων
παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως. Ενόψει δε του ότι βασικός σκοπός
του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι η ενότητα της νομολογίας του και,
συνακόλουθα, η ενότητα και ασφάλεια του δικαίου στο πεδίο της
διοικητικής δικαιοσύνης, όρισε ότι το ένδικο μέσο της αιτήσεως
αναιρέσεως.£ίναι πλέον παραδεκτό μόνον όταν ο αναιρεσείων,
ανταποκρινόμενος. στο σχετικό δικονομικό βάρος, προβάλλει, στο
εισαγωγικό δικόγραφο, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της
.αιτήσεώς του, τους, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμούς περί ελλείψεως
νομολογίας ή περί αντιθέσεως των κριθέντων προς τη νομολογία του ΣτΕ
κλπ. Ενισχύοντας, πάντως, χάριν της ασφάλειας του δικαίου, την παγίωση
της νομολογίας του ανωτάτου δικαστηρίου, ο νομοθέτης δεν απέκλεισε κάθε
μελλοντική μεταβολή της. Τέτοια μεταβολή είναι δυνατή στην περίπτωση
κατά την οποία το Συμβούλιο της Επικρατείας επιλαμβάνεται εκ νέου
σχετικού ζητήματος που άγεται παραδεκτώς ενώπιον του, όταν τα δικαστήρια
της ουσίας, όπως έχουν εκ του Συντάγματος τη δυνατότητα, δεν ακολουθούν
τη νομολογία του, ή σε περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως υπέρ του
νόμου ή επί τηρήσεως της διαδικασίας του άρθρου 1 του ν. 3900/2010. Εν
όψει των ανωτέρω, η εν λόγω ρύθμιση του παραδεκτού της αιτήσεως
αναιρέσεως, ανακουφίζοντας το Συμβούλιο της Επικρατείας από την
υφιστάμενη, οριακή για τη λειτουργία του, κατάσταση υπερφόρτωσης, η
οποία αποδυναμώνει την ουσιαστική πραγμάτωση των συνταγματικών
δικαιωμάτων των πολιτών, αλλά και αποθαρρύνοντας την άσκηση αιτήσεων
αναιρέσεως που δεν επιδιώκουν την επίλυση σοβαρών νομικών ζητημάτων,
αλλά έχουν ως συνέπεια την καθυστέρηση εκπλήρωσης νομίμων υποχρεώσεων
από τους αναιρεσείοντες ή την ατέρμονη επανεξέταση των αυτών ζητημάτων,
αποβλέπει και συμβάλλει πράγματι, όπως εκτίθεται στη σχετική αιτιολογική
έκθεση, στην παροχή δυνατότητας στο Συμβούλιο της Επικρατείας να
ασκήσει αποτελεσματικά τις συνταγματικές του αρμοδιότητες ως ανωτάτου
δικαστηρίου στις περιπτώσεις που κατ' εξοχήν επιβάλλεται. Τυχόν δε
σοβαρά ζητήματα τα οποία, ανεξάρτητα από τις ως άνω δικονομικές
προϋποθέσεις παραδεκτού, ενδείκνυται να αχθούν προς κρίση ενώπιον του,
μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως υπέρ
του , νόμου κατά τις σχετικές διατάξεις, οι οποίες δεν θίγονται και
εξακολουθούν να ισχύουν. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν μπορεί να θεωρηθεί
ότι οι ως άνω διατάξεις, με την υποχρέωση που επιβάλλουν στον
αναιρεσείοντα διάδικο να προβάλει με το εισαγωγικό δικόγραφο τους
ισχυρισμούς που θεμελιώνουν, κατά τ' ανωτέρω, το παραδεκτό της αιτήσεώς
του, αντίκεινται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β' του
Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, εφόσον επί των σχετικών
διαφορών υφίσταται ήδη τελεσίδικη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας,
διαφυλάσσεται το κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6
παρ. 1 της κυρωθείσης με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (Α' 256)
Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και
των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) δικαίωμα παροχής έννομης
προστασίας. Συνεπώς, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ/τος
18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010,
δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1, 87 παρ. 1 και 2, 25 παρ. 1 εδ. β'
και 95 παρ. 1 περ. β', του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 της
κυρωθείσης με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (Α' 256) Ευρωπαϊκής
Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των
θεμελιωδών ελευθεριών (βλ. ΣτΕ 251/2016, ΣτΕ 1987/2015 7μ, ΣτΕ 3719/2015, ΣτΕ 1880/2015,
ΣτΕ 892/2015, ΣτΕ 1924/2014 7μ, ΣτΕ 4319/2014, ΣτΕ 4474/2013 7μ, ΣτΕ 4606/2013, ΣτΕ 1439/2013, ΣτΕ 106/2012,
ΣτΕ 196/2012 7μ, ΣτΕ 2471/2012, ΣτΕ 4439/2012 7μ, πρβλ και ΣτΕ 552/2013, ΣτΕ 3140/2013, ΣτΕ 2926/2013,
ΣτΕ 2250/2012 ως προς το άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 3772/2009· βλ. επίσης
αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: α)
της 2.6.2016, 18880/15, Παπαιωάννου κατά Ελλάδας, β) της 19.12.1997,
155/1996/774/975, Brualia Gomez de la Torre κατά Ισπανίας, και γ) της
4.9.2003, 72267/01, Παναγιώτα Βελή - Μακρή και λοιποί κατά Ελλάδος).
Δοθέντος, άλλωστε, ότι οι ανωτέρω κανόνες αφορούν όλους γενικώς τους
διαδίκους, δεν τίθεται από την άποψη αυτή ούτε ζήτημα παραβιάσεως της
αρχής της ισότητας ( ΣτΕ 568/2014, ΣτΕ Εν Συμβ. 1991/2014, πρβλ ΣτΕ
2726/2009). Επομένως, οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα ή
άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη και πρέπει να απορριφθούν ως
αβάσιμοι οι περιλαμβανόμενοι στο από 25.1.2016 δικόγραφο πρόσθετων λόγων
περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας. Ειδικότερα,
απορριπτέοι είναι οι ισχυρισμοί αυτοί, μεταξύ των άλλων, και καθ' ο
μέρος αμφισβητούν ως υπερβολική και αντίθετη στην ΕΣΔΑ την απαίτηση των
ως άνω διατάξεων να προσδιορίζει ο ίδιος ο διάδικος το τιθέμενο νομικό
ζήτημα για το οποίο δεν υπάρχει ή υπάρχει αντίθετη νομολογία. Και τούτο
διότι η απαίτηση αυτή του νομοθέτη ενώ διευκολύνει σημαντικά την
ταχύτερη επεξεργασία της υποθέσεως από τον αναιρετικό δικαστή,
συμβάλλοντας έτσι ουσιωδώς στην επίτευξη του σκοπού του νόμου (ΣτΕ
2172/2015), δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βάρος υπερβολικό για τον
αναιρεσείοντα. Οχι μόνο γιατί ο ίδιος είναι που, κατά την άσκηση της
αιτήσεώς του, γνωρίζει τα ζητήματα που θέτει με αυτήν, αλλά και γιατί
στην ανάδειξη των ζητημάτων αυτών, κατά τη σύνταξη των σχετικών
δικογράφων και την παράσταση επ'ακροατηρίου, εκπροσωπείται υποχρεωτικά
από δικηγόρο (βλ. άρθρα 17 παρ. 4 και 26 παρ. 1 του πδ 18/1989, καθώς
και ΣτΕ 973/2014, ΣτΕ 443/2012, ΣτΕ 2718/2009, ΣτΕ 2718/2008, 303/2004, ΣτΕ 933/1991
7μ.). Η παρακολούθηση δε της νομολογίας των δικαστηρίων και δη των
Ανωτάτων, εν όψει, άλλωστε, και των σύγχρονων τεχνολογικών δυνατοτήτων,
αποτελεί εύλογο, εφικτό και στοιχειώδες μέλημα κάθε επιμελούς δικηγόρου,
περιλαμβανόμενο στο γενικότερο καθήκον επιμελείας του κατά τον χειρισμό
των αναλαμβανομένων από αυτόν υποθέσεων και συναπτόμενο απολύτως με την
αποστολή του ως «συλλειτουργού της δικαιοσύνης», συμβάλλοντος με την
άσκηση του λειτουργήματος του, στην ορθή απονομή του δικαίου, σύμφωνα με
τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων (άρθρα 1,2,3,5 του ν. 4194/2013, Α
208) και του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος .
6. Επειδή με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Από τα
στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και η από 16.4. 2008 έκθεση
τακτικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, προέκυψε ότι η αναιρεσείουσα
εταιρεία, συστάθηκε το έτος 1995, με αντικείμενο εργασιών τις εισαγωγές
κατ εξαγωγές κατεψυγμένων αλιευμάτων και κρεάτων και λοιπών προϊόντων,
την εμπορία νωπών ή κατεψυγμένων ειδών διατροφής και ιδίως τη χονδρική
εμπορία νωπού και κατεψυγμένου φιλέτου πέρκας. Η έδρα της εταιρείας ήταν
αρχικά στον Βύρωνα Αττικής και τελικά στη Γλυφάδα (Ολυμπίας 19), όπου
και έγινε ο τακτικός έλεγχος για τις διαχειριστικές χρήσεις από 1.1.2002
έως 31.12.2004, σύμφωνα δε με την υπ' αριθμ. 986/8.6.2006 Δήλωση
Μεταβολών στη Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας Αττικής, η επιχείρηση τελεί σε αδράνεια.
Κατά την ένδικη χρήση (1.1- 31.12.2002) η αναιρεσείουσα, η οποία για τη
διεξαγωγή των εργασιών της είχε ως έδρα τότε μισθωμένο ακίνητο στη................... τηρούσε βιβλία και στοιχεία Γ κατηγορίας του
ΚΒΣ. Από τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία της προέκυπταν ακαθάριστα
έσοδα 15.731.723,72 ευρώ, μικτά κέρδη 1.089.876,52 ευρώ, καθαρά κέρδη
ισολογισμού 162.630,67 ευρώ, ζημία παρελθουσών χρήσεων 312.366,43 ευρώ
και τελικό αποτέλεσμα ζημία 140.804,96 ευρώ, ποσό το οποίο και
περιελήφθη στην 151/7.5.2003 δήλωση, ως αποτέλεσμα της χρήσης. Τα
ελεγκτικά όργανα αναμόρφωσαν τα δηλωθέντα καθαρά κέρδη της
αναιρεσείουσας σε 171.561.47 ευρώ, με την προσθήκη λογιστικών διαφορών
8.930,80 ευρώ, ενώ ακολούθως, έκριναν τα βιβλία και στοιχεία της
ανεπαρκή. Την κρίση τους αυτή τα ελεγκτικά όργανα στήριξαν στο γεγονός
ότι, από τον ειδικότερο έλεγχο που διενεργήθηκε για την εξακρίβωση της
εφαρμογής των διατάξεων του ΚΒΣ, διαπιστώθηκε ότι δεν επιδείχθηκε "το
βιβλίο απογραφών και ισολογισμού (......................................)", όπως ζητήθηκε με την υπ' αριθμ. 3561/23.5.2007 πρόσκληση
επίδειξης βιβλίων και στοιχείων της Υπηρεσίας, που κοινοποιήθηκε στην
αναιρεσείουσα στις 29.5.2007. Εν όψει της μη επίδειξης του ως άνω
βιβλίου, η οποία θεωρήθηκε ότι συνιστά την παράβαση της μη διαφύλαξης
αυτού, ο Προϊστάμενος του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (Δ.Ε.Κ.)
Αθηνών, κρίνοντας ότι τα βιβλία και στοιχεία της αναιρεσείουσας ήταν
ανεπαρκή και οδηγούσαν σε. εξωλογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων
της, της κοινοποίησε σημείωμα με τις διαπιστώσεις των φορολογικών
ελεγκτών, κατά το άρθρο 30 παρ. 5 του Κ.Β.Σ. Η Επιτροπή του άρθρου
αυτού, της οποίας εν συνεχεία ζήτησε την κρίση η αναιρεσείουσα, επικύρωσε, με την 5/12.3.2008 απόφασή της, την παραπάνω κρίση της φορολογικής αρχής. Στη συνέχεια, ο ανωτέρω Προϊστάμενος προέβη σε εξωλογιστικό προσδιορισμό των οικονομικών
αποτελεσμάτων της αναιρεσείουσας, προσδιορίζοντας τα καθαρά κέρδη της σε
945.921,38 ευρώ, με την εφαρμογή του μοναδικού συντελεστή καθαρού
κέρδους 6% επί των δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων της (15.765.356,31
ευρώ), τα οποία έγιναν δεκτά από τον έλεγχο, και, τελικά, στο ποσό των
955.698,40 ευρώ, μετά την προσθήκη ποσού 846,22 ευρώ (έσοδα κεφαλαίου)
και του πιο πάνω ποσού των 8.930,80 ευρώ (λογιστικές διαφορές δήλωσης),
εξέδωσε δε ακολούθως το επίδικο φύλλο ελέγχου (ανωτ.σκέψη 2). Κατά του
φύλλου αυτού η αναιρεσείουσα άσκησε την από 15.5.2008 προσφυγή, με την
οποία, μεταξύ άλλων, ισχυρίσθηκε ότι μη νόμιμα ο έλεγχος εχώρησε στην
απόρριψη των βιβλίων και στοιχείων της ως ανεπαρκών και σε εξωλογιστικό προσδιορισμό του
φορολογητέου εισοδήματος της, λόγω μη επίδειξης, κατά τ' ανωτέρω, του
βιβλίου απογραφών, αφού εν προκειμένω ήταν εφικτή η διενέργεια των
αναγκαίων ελεγκτικών επαληθεύσεων' και τούτο διότι "τα στοιχεία της
απογραφής υπάρχουν και είναι στη διάθεση του ελέγχου, δεδομένου ότι
ανευρέθησαν στα δημόσια ".............................." και "καλύπτουν τις λογιστικές
εγγραφές της εταιρείας μας [...]". Με την 6122/2013 απόφαση του
Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε, πλην η εν λόγω
απόφαση αναιρέθηκε με την 66/2015 απόφαση του Συμβουλίου της
Επικρατείας και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο αυτό δικαστήριο για νέα
κρίση. Επανελθόν μετά ταύτα το διοικητικό εφετείο εξέδωσε την
αναιρεσιβαλλόμενη ήδη απόφαση, με την οποία έκρινε ότι η μη τήρηση από
την αναιρεσείουσα, κατά την κρίσιμη διαχειριστική περίοδο, του βιβλίου
απογραφών και ισολογισμού, η οποία τεκμαιρόταν από την παράλειψή της να
ανταποκριθεί στην ως άνω 3561/23.5.2007 πρόσκληση της φορολογικής αρχής
για την επίδειξή του (η οποία-επίδειξη- ήταν άλλωστε δυνατή και ενώπιον
της κατ' άρθρο 30 παρ. 5 του ΚΒΣ Επιτροπής), δικαιολογούσε την προσφυγή
στον εξωλογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων της, που διενεργήθηκε
με το επίδικο φύλλο ελέγχου, καθόσον ήταν αδύνατες οι ελεγκτικές
επαληθεύσεις ως προς το ύψος των αποσβέσεων, της αναπόσβεστης αξίας των
παγίων, το κόστος των μενόντων και το κόστος των αναλωθέντων
εμπορευμάτων- εν όψει άλλωστε, όπως αναφέρεται στην απόφαση, και των
προβλεπομένων στον νόμο περί της προσήκουσας και έγκαιρης απογραφής των
εμπορευμάτων, ώστε να είναι δυνατή η ποσοτική επαλήθευση των δεδομένων
που προκύπτουν από τα λοιπά βιβλία και στοιχεία. Ισχυρισμοί δε που
προέβαλε η αναιρεσείουσα -με δικόγραφο πρόσθετων λόγων- περί κλοπής του
ως άνω βιβλίου, απορρίφθηκαν με τη σκέψη ότι, και αληθείς υποτιθέμενοι,
δεν ασκούσαν επιρροή, διότι εξωλογιστικός προσδιορισμός χωρεί και σε
περίπτωση κλοπής, εξομοιουμένης, από την άποψη προσδιορισμού του
εισοδήματος, με μη τήρηση λογιστικών βιβλίων και στοιχείων. Περαιτέρω, ο
ισχυρισμός περί εφικτού των ελεγκτικών επαληθεύσεων, που είχε, κατά τ'
ανωτέρω, προβάλει η αιτούσα με την προσφυγή της και που επανέλαβε με το
δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, υπό το ειδικότερο περιεχόμενο ότι σε
μεταγενέστερο έλεγχο παρελθόντων ετών μέχρι και του προηγουμένου της
ένδικης χρήσης, τα στοιχεία που υπήρχαν στο απωλεσθέν βιβλίο απογραφών
και ισολογισμών της "αναπληρώθηκαν" με τα στοιχεία που οι ελεγκτές πήραν
από την εταιρεία ".......... ΑΕ" όπου αποθήκευε τα προϊόντα της
ελλείψει δικών της αποθηκευτικών χώρων και ότι, επομένως, αφού υπήρχε η
απογραφή λήξης του 2001 "όπως τη δέχτηκαν οι ελεγκτές", "υπήρχε" δε και
"απογραφή λήξης" κατά την ένδικη χρήση, ο λογιστικός προσδιορισμός των
αποτελεσμάτων της τελευταίας ήταν εφικτός, απορρίφθηκε από το διοικητικό
εφετείο με την ακόλουθη αιτιολογία: "οι εγγραφές του βιβλίου αυτού
[απογραφών και ισολογισμού της αναιρεσείουσας] δεν μπορούσαν να
αναπληρωθούν από τα δεδομένα που τυχόν προέκυψαν κατά τον διενεργηθέντα
σε μεταγενέστερο χρόνο επανέλεγχο στα βιβλία και στοιχεία της
επιχείρησης "........................." [...], γιατί ανεξάρτητα από το ότι κρίσιμος
χρόνος για την κρίση περί εφικτού ή μη του λογιστικού προσδιορισμού και
των ελεγκτικών επαληθεύσεων είναι ο χρόνος διάπραξης των αποδιδόμενων
παραβάσεων [...], από τις διατάξεις των άρθρων 30 και 36 του Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων
30 παρ. 2, 31 παρ. 1 και 32 παρ. 1 του ν. 2238/1994 συνάγεται ότι δεν
αποκλείεται να συναχθεί κρίση από βιβλία και στοιχεία τρίτου (επίσημα
και μη) για την ειλικρίνεια και εν γένει επάρκεια των βιβλίων της
ελεγχομένης από τη φορολογική αρχή επιχείρησης, υπό την προϋπόθεση όμως
ότι η Τελευταία τήρησε κατά την ελεγχόμενη φορολογική περίοδο επίσημα
βιβλία [...], προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, αφού η
[αναιρεσείουσα] δεν τήρησε [...] βιβλίο απογραφών-ισολογισμού. Και
τούτο, γιατί, υπό την αντίθετη εκδοχή-κατά την οποία ο έλεγχος της
ακρίβειας και της επάρκειας των βιβλίων του εκάστοτε ελεγχόμενου
επιτηδευματία μπορεί να στηριχτεί αποκλειστικά στις εγγραφές και τα εν
γένει δεδομένα που προκύπτουν από τα επίσημα (ή ανεπίσημα) βιβλία και
στοιχεία τρίτου επιτηδευματία- το περιεχόμενο των επίσημων φορολογικών
βιβλίων του τελευταίου (τρίτου επιτηδευματία) θα υποκαθιστούσε, μη
νόμιμα, κατά περιεχόμενο, τα μη τηρηθέντα βιβλία της ελεγχόμενης από τη
φορολογική αρχή επιχείρησης». Περαιτέρω τους προβληθέντες με το
δικόγραφο πρόσθετων λόγων ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με
τους οποίους το επίδικο φύλλο ελέγχου είχε εκδοθεί κατά παράβαση του
άρθρου 6 παρ. 1-3 της ΕΣΔΑ, το,δίκασαν εφετείο τους απέρριψε με τις
σκέψεις ότι το σύστημα του εξωλογιστικού προσδιορισμού δεν αποτελεί
κύρωση και, στο μέτρο που συνοδεύεται από επαρκείς εγγυήσεις προστασίας
του φορολογούμενου, δεν αντίκειται στις πιο πάνω διατάξεις, ενώ, σε κάθε
περίπτωση, εξασφαλίζεται πλήρως η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου του επίδικου φύλλου ελέγχου τόσο κατά το
κεφάλαιο του το σχετικό με τον κύριο φόρο όσο και κατά το κεφάλαιο του
το σχετικό με τον πρόσθετο φόρο (και υπό την εκδοχή ακόμα ότι ο
τελευταίος αυτός συνιστά «κύρωση ποινικής φύσεως» κατά την έννοια της
Συνθήκης). Τέλος, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι οι διατάξεις του
άρθρου 1 του ν. 2523/1997, βάσει των οποίων επεβλήθη ο πρόσθετος φόρος,
ερμηνευόμενες σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και της κοινής πείρας
αλλά και όσων αναφέρονται στην οικεία εισηγητική έκθεση, δεν αντίκεινται
στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον με την πρόβλεψη επιβολής σταθερού
ποσοστού φόρου και συνάρτησης του ποσού του φόρου με τη διάρκεια της
καθυστέρησης στην καταβολή του, ενέχουν οι ίδιες αυτές στοιχεία
αναλογικότητας, δεν θεσπίζουν μέτρο προδήλως ) ) ακατάλληλο ή απρόσφορο
ούτε υπερακοντίζουν τον σκοπό δημοσίου συμφέροντος του κολασμού του
παραβάτη και της αποτροπής παρομοίων παραβάσεων, και, αποβλέποντας στην
εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 17 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 1 του
1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, απέρριψε δε, κατόπιν αυτών, όλους
τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας.
7. Επειδή η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος
την προσβαλλόμενη απόφαση Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στις 6.10.2015,
υπό την ισχύ δηλαδή της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989,
όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και
εμπίπτει, ως εκ τούτου στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως (βλ.
ανωτέρω σκέψη 3). Στο εισαγωγικό δικόγραφο της αιτήσεως, το οποίο
συνυπογράφεται από τον Δ.Σιούτη, υπό την ένδειξη "ο συντάξας
διαχειριστής της ...................." και από τον ................., ως πληρεξούσιο
δικηγόρο της, προβάλλονται σε 97 σελίδες και 562 παραγράφους, 11 λόγοι
αναιρέσεως, ως προς τους οποίους αναφέρονται κατ'αρχάς [προφανώς από τον
πιο πάνω διαχειριστή] τα εξής (σελ. 5) : "όλοι [οι] λόγοι αναίρεσης με
αριθμό ένα έως τέσσερα είναι λόγοι που ανέπτυξε και συνέταξε ο δικηγόρος
μου. Στον πρώτο λόγο όμως εγώ προσέθεσα τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Τους
υπόλοιπους τους συνέτεξα μόνος μου διαβάζοντας τη νομολογία του ΕΔΔΑ και
πιστεύω είναι βάσιμοι. Ο δικηγόρος μου απλώς μου υπέδειξε τους
εφαρμοστέους νόμους". Περαιτέρω, κατά την ανάπτυξη των λόγων αυτών
θίγονται πληθώρα ζητημάτων, νομικών και μη, γίνεται επίκληση νομολογίας,
μεταξύ άλλων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σχετικά δε με τη συνδρομή των
κατά την ανωτέρω διάταξη προϋποθέσεων του παραδεκτού της αιτήσεως,
μεταξύ άλλων, στην αρχή μεν του αναιρετηρίου (σελ 2) αναφέρεται ότι
"ζητούμε την αναίρεση [...] για τους κατωτέρω αναφερομένους βάσιμους
νομίμους και αληθείς λόγους, επί των οποίων δεν υπάρχει αντίθετη
νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως θα αναλυθεί ακολούθως για
κάθε έναν από τους προβαλλομένους ισχυρισμούς», περί το τέλος δε του
δικογράφου (σελ.96-97), και αφού έχει προηγηθεί η αμφισβήτηση των εν
λόγω-περί νομολογίας-προϋποθέσεων του παραδεκτού, αναφέρονται τα
ακόλουθα: «561.Συνεπώς από τα ανωτέρω δεν μπορώ να συμφωνήσω με αυτά που
έγραψε ο δικηγόρος μου σε κάθε λόγο αναίρεσής του ότι "ο δε λόγος αυτός
προβάλλεται παραδεκτώς κατ' άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, καθ' όσον
δεν υπάρχει επ' αυτού αντίθετη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας
..." 562. [...] Άρα το ανωτέρω κριτήριο περί παραδεκτού των λόγων της
αναίρεσης είναι εξοργιστικά αβάσιμο[...]». Υπό τα δεδομένα αυτά, και
σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις σκέψεις 3-5, ο πιο πάνω ισχυρισμός περί της
ελλείψεως νομολογίας του Δικαστηρίου για όλους συλλήβδην τους λόγους
αναιρέσεως, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των νομικών ζητημάτων στα
οποία αναφέρεται, παρίσταται, εν όψει και του ως άνω περιεχομένου του
αναιρετηρίου, ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως και δεν αρκεί, αυτοτελώς
λαμβανόμενος, για τη θεμελίωση του παραδεκτού της κρινομένης αιτήσεως
(πρβλ. ΣτΕ 2317- 25/2015, καθώς και ΣτΕ 1528, ΣτΕ 3627/2015, ΣτΕ 4329/ 2015 κ.ά.).
8. Επειδή, με τον υπ' αριθμ. 1, κατά το αναιρετήριο, λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου που την εξέδωσε και, ειδικότερα, γιατί, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 14 παρ. 1 στοιχ. γ) του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999), που ορίζει ότι "Ο δικαστής αποκλείεται από την άσκηση του λειτουργήματος του σε δίκη [...] που αφορά διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση στην έκδοση των οποίων είχε συμπράξει" μετέσχε σε αυτήν η Εφέτης Αγγ.Συντελή- Πιστοφίδου, η οποία μετείχε και στη σύνθεση που εξέδωσε την αναιρεθείσα ως άνω 6122/2013 απόφαση του αυτού δικαστηρίου. Περαιτέρω, αναφέρει η αναιρεσείουσα ότι η εν λόγω δικαστής, καθώς ήταν, όπως «πιστεύ[ει]» παρούσα στο γραφείο των δικαστών του διοικητικού εφετείου, σε επεισόδιο που δημιουργήθηκε όταν προσήλθε ο εκπρόσωπος της για να «διαμαρτυρηθεί» για την αρχική ως άνω απόφαση, "ξαναδίκασε την υπόθεσή [τ]ου για να [τ]ον διδάξει ένα καλό μάθημα" και ότι εν όψει αυτών παραβιάσθηκε η αρχή της αμεροληψίας και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, μη δυναμένης να αποκλεισθεί και της "αθέμιτης επιρροής" της ως άνω εφέτη και στα λοιπά μέλη της συνθέσεως του δικαστηρίου. Ως προς το παραδεκτό του λόγου προβάλλεται ότι «δεν υπάρχει επ' αυτού αντίθετη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθόσον ως νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος και όχι επί αναλόγου ή παρομοίου». Όπως, όμως, έχει κριθεί (ΣτΕ 2500/2007, ΣτΕ 4186/1988) καθ' ερμηνείαν της ταυτοσήμου περιεχομένου διατάξεως του άρθρου 15 περ, ε του Κ.Φ.Δ. (π.δ. 331/1985, Α' 118), ουδόλως αποκλείεται, κατά νόμο, σε περίπτωση παραπομπής υποθέσεως στο δικαστήριο της ουσίας, κατόπιν αναιρέσεως από το Συμβούλιο της Επικρατείας, η συμμετοχή στη σύνθεση του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται εκ νέου της υποθέσεως, των ίδιων δικαστών που είχαν μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου κατά την έκδοση της αναιρεθείσας αποφάσεως: Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον υφίσταται νομολογία επί του εν λόγω νομικού ζητήματος, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως, καθ' ο μέρος προβάλλεται με αυτόν κώλυμα της ως άνω εφέτη ως εκ της συμμετοχής της στη σύνθεση που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, είναι, κατά το άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ 18/1989, απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά τα λοιπά, τα ως άνω ιστορούμενα περί της παρουσίας της εφέτη κατά την επίσκεψη της εκπροσώπου της αιτούσης στο γραφείο των δικαστών, και αληθή υποτιθέμενα, δεν είναι, όπως προβάλλονται, ικανά να στοιχειοθετήσουν καθ' εαυτά έλλειψη αμεροληψίας ή άλλο νόμιμο κώλυμα συμμετοχής της εν λόγω δικαστικής λειτουργού στη σύνθεση του δικαστηρίου και, συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα, είναι εν πάση περιπτώσει αβάσιμα και απορριπτέα.
9. Επειδή, με τον υπ' αριθμ. 2, κατά το αναιρετήριο, λόγο αναιρέσεως,
που επιγράφεται "Μη απόρριψη των βιβλίων του φορολογουμένου σε περίπτωση
που οι διαπιστούμενες πλημμέλειες δεν καθιστούν αδύνατη τη διενέργεια
των προσηκουσών ελεγκτικών επαληθεύσεων και ανέφικτο τον λογιστικό
προσδιορισμό των αποτελεσμάτων του", προβάλλεται από την αναιρεσείουσα
ότι δεν ήταν ορθή η κρίση του δικαστηρίου πως η μη τήρηση του βιβλίου
απογραφών και ισολογισμού της αναιρεσείουσας δικαιολογούσε εν προκειμένω
την προσφυγή στον εξωλογιστικό προσδιορισμό των οικονομικών
αποτελεσμάτων της· και τούτο, κατά την αιτούσα, διότι το εφετείο
αρκέσθηκε σε μόνο το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε το πιο πάνω βιβλίο για την
ένδικη χρήση, χωρίς να προβεί σε συνολική αξιολόγηση της επιπτώσεως της
εν λόγω πλημμελείας στη δυνατότητα διενέργειας των ελεγκτικών
επαληθεύσεων, η οποία ήταν πάντως εφικτή κατά την αιτούσα,, αφού όλα τα
λοιπά βιβλία και στοιχεία είχαν τηρηθεί νομοτύπως, εν πάση δε περιπτώσει
η επαλήθευση των δεδομένων χρήσης 2002 μπορούσε να αναπληρωθεί από τις
απογραφές έναρξης χρήσης 2003 για την οποία (χρήση) τηρήθηκε βιβλίο
απογραφών και ισολογισμού, «που ήταν στη διάθεση του ελέγχου». Ως προς
το παραδεκτό του λόγου αυτού αναιρέσεως προβάλλεται ότι «δεν υπάρχει
αντίθετη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας». Ο λόγος όμως αυτός,
με τον οποίο κατ' ουσίαν αμφισβητείται γενικώς η ορθότητα, η πληρότητα
και η επάρκεια της αιτιολόγησης της ουσιαστικής κρίσεως του διοικητικού
εφετείου ως προς το εφικτό ή μη των ελεγκτικών επαληθεύσεων και του
λογιστικού προσδιορισμού των οικονομικών αποτελεσμάτων της αναιρεσείουσας στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν θέτει, κατά τα εκτεθέντα στη
σκέψη 3, νομικό ζήτημα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 53 παρ.
3, του Π.Δ/τος 18/1989, και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως
απαράδεκτος.
10. Επειδή, ο υπ' αριθμ. 3, κατά το αναιρετήριο, λόγος αναιρέσεως
επιγράφεται «Μη απόρριψη των βιβλίων του φορολογουμένου σε περίπτωση που
είναι δυνατή η αναπλήρωση των ελλείψεων με στοιχεία τα οποία παρέχονται
από τον φορολογούμενο και αν ακόμη συντρέχει παράλειψη τηρήσεως ή
εκδόσεως ορισμένων βιβλίων ή στοιχείων, εφόσον, είναι εφικτός ο
λογιστικός προσδιορισμός του αποτελέσματος». Υπό τον τίτλο αυτό, η
αναιρεσείουσα παραθέτει, κατ' αρχάς, ως «εφαρμοστέες διατάξεις», τις
παραγράφους 1-3 του άρθρου 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ.
186/1992). Ακολούθως, προβαίνει σε ερμηνεία των διατάξεων αυτών,
αναφέροντας, μεταξύ άλλων, με τονισμένα γράμματα, ότι «ο λογιστικός
[...] προσδιορισμός δεν αποκλείεται και αν ακόμη συντρέχει παράλειψη
τηρήσεως ή εκδόσεως ορισμένων βιβλίων ή στοιχείων, εφόσον, και στην
περίπτωση αυτή, κατά τη σχετική αιτιολογημένη ουσιαστική κρίση του
διοικητικού δικαστηρίου, παρά την παράλειψη αυτή, είναι εφικτός ο
λογιστικός προσδιορισμός του αποτελέσματος (ΣτΕ,.63-5/2000, Β' Τμημ.).»·
και ότι, «στα πλαίσια αυτά, είναι δυνατόν να συναχθεί κρίση για την
ειλικρίνεια και εν γένει την επάρκεια των βιβλίων και στοιχείων του
φορολογουμένου, από βιβλία και στοιχεία τρίτου (πρβλ. ΣτΕ 3852/1980).».
Εν συνεχεία, παρατίθεται ολόκληρη η σχετική κρίση της
αναιρεσιβαλλομένης, κατά την οποία (βλ. και ανωτ. σκέψη 6 της παρούσης
αποφάσεως) «οι εγγραφές του βιβλίου αυτού [του ελλείποντος δηλ. βιβλίου
απογραφών και ισολογισμού] δεν μπορούν να αναπληρωθούν από τα δεδομένα
που τυχόν προέκυψαν κατά τον διενεργηθέντα, σε μεταγενέστερο χρόνο,
επανέλεγχο στα βιβλία και στοιχεία της επιχείρησης «.....................»
[...] Τούτο γιατί [...] από τις διατάξεις των άρθρων 30 και 36 του
Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με εκείνες των
άρθρων 30 παρ. 2, 31 παρ. 1 και 32 παρ. 1 του ν. 2238/1994, συνάγεται
ότι δεν αποκλείεται να εξαχθεί κρίση από βιβλία και στοιχεία τρίτου
(επίσημα και μη) για την ειλικρίνεια και την εν γένει επάρκεια της
ελεγχόμενης από τη φορολογική αρχή επιχείρησης, υπό την προϋπόθεση όμως
ότι η τελευταία τήρησε κατά την ελεγχόμενη περίοδο επίσημα βιβλία (πρβλ.
ΣτΕ 3852/1980, ΣτΕ 1550/1980), προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, αφού
η προσφεύγουσα [και ήδη αναιρεσείουσα] δεν τήρησε, όπως προεκτέθηκε,
βιβλίο απογραφών - ισολογισμού. Και τούτο, γιατί, υπό την αντίθετη
εκδοχή - κατά την οποία ο έλεγχος της ακρίβειας και της επάρκειας των
βιβλίων του εκάστοτε ελεγχόμενου επιτηδευματία μπορεί να στηριχτεί
αποκλειστικά στις εγγραφές και τα εν γένει δεδομένα που προκύπτουν από
τα επίσημα (ή ανεπίσημα) βιβλία και στοιχεία τρίτου επιτηδευματία - το
περιεχόμενο των επίσημων φορολογικών βιβλίων του τελευταίου (τρίτου
επιτηδευματία) θα υποκαθιστούσε, μη νόμιμα, κατά περιεχόμενο, τα μη
τηρηθέντα βιβλία της ελεγχόμενης από τη φορολογική αρχή επιχείρησης.».
Ακολούθως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η κρίση αυτή της
αναιρεσιβαλλομένης δεν είναι ορθή· και, αφού, μεταξύ άλλων, μνημονεύει
χωρίο της εν λόγω αποφάσεως όπου, κατά την περιγραφή των ιστορουμένων
στην αρχική απόφαση επί της προσφυγής, γίνεται αναφορά σε επανέλεγχο της
αναιρεσείουσας για προηγούμενες χρήσεις,· και κρίση περί εφικτού του
λογιστικού, για τις χρήσεις εκείνες, προσδιορισμού των αποτελεσμάτων της
«ενόψει των νεότερων στοιχείων που προσκόμισε και αφορούν την ανώνυμη
εταιρεία με την επωνυμία «.................» [...] και σχετίζονται με
την επιχείρησή της, και ειδικότερα βιβλία απογραφών των διαχειριστικών
χρήσεων 1997 έως και 2001 και τα βιβλία αποθήκευσης σε μερίδες κατά
αποθέτη της εν λόγω ανώνυμης εταιρείας που αφορούν την [προσφεύγουσα]
ΕΠΕ», προβάλλει περαιτέρω ότι ο έλεγχος της επιχείρησής της δεν
βασιζόταν, όπως, κατά τα προεκτεθέντα, είχε ισχυρισθεί, και αντίθετα με
τα κριθέντα «πλημμελώς» από το διοικητικό εφετείο, «αποκλειστικά σε
εγγραφές τρίτου επιτηδευματία» (της πιο πάνω Α.Ε.), αλλά μπορούσε να
διενεργηθεί «από τον αντιπαραβολικό έλεγχο του βιβλίου απογραφών της
εταιρείας «.................» με τις απογραφές έναρξης της επιχείρησής
της για την χρήση 2003»· και καταλήγει ως εξής: «Συμπέρασμα[:] Όπως
προκύπτει από τα παραπάνω λογιστικός προσδιορισμός των αποτελεσμάτων
της εταιρείας μας, μπορούσε να διενεργηθεί παρά την έλλειψη του βιβλίου
απογραφών - ισολογισμού, καθότι τα λοιπά βιβλία και στοιχεία τηρήθηκαν
νομότυπα κατά την επίδικη χρήση 2002. Για το λόγο αυτό, το Διοικητικό
Εφετείο με πλημμελή αιτιολογία αρνήθηκε να λάβει υπόψη τα βιβλία και
στοιχεία για την ειλικρίνεια των απογραφών της εταιρείας μας για την
επίδικη χρήση. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελής
και πρέπει να αναιρεθεί. Ο δε λόγος αυτός [αναγράφει εν τέλει με έντονα
γράμματα] προβάλλεται παραδεκτώς κατ' άρθρο 53 παρ. 3 του Π.Δ. 18/1989,
καθόσον δεν υπάρχει αντίθετη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Αντιθέτως, όπως προαναφέρθηκε, με τις αποφάσεις ΣτΕ 63- 5/2000 έχει
γίνει δεκτό ότι ο λογιστικός αυτός προσδιορισμός δεν αποκλείεται και αν
ακόμη συντρέχει παράλειψη τηρήσεως ορισμένων βιβλίων ή στοιχείων,
εφόσον, κμ στην περίπτωση αυτή, κατά τη σχετική αιτιολογημένη
ουσιαστική κρίση του διοικητικού δικαστηρίου, παρά την παράλειψη αυτή,
είναι εφικτός ο λογιστικός προσδιορισμός του αποτελέσματος.».
11. Επειδή,· κατά τη γνώμη που πλειοψήφησε, και την οποία υποστήριξαν
ο Αντιπρόεδρος Ι. Γράβαρης, ο Σύμβουλος Κ. Νικολάου και η Πάρεδρος Ε.
Σταφυλά, ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως αναδεικνύει με επαρκή σαφήνεια,
κατά τις προμνημομευθείσες απαιτήσεις της διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 3
του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, το νομικό ζήτημα που άγεται με αυτόν
προς κρίση κατ' αναίρεση. Συνίσταται δε το ζήτημα τούτο στο εάν, κατά
την έννοια των εφαρμοσθεισών ως άνω διατάξεων περί βιβλίων και στοιχείων
και περί (λογιστικού και εξωλογιστικού) προσδιορισμού του εισοδήματος
των εμπορικών επιχειρήσεων, επί ελλείψεως βιβλίου της ελεγχόμενης
επιχείρησης, είναι κατ' αρχήν επιτρεπτή, ή αν, αντιθέτως, αποκλείεται
άνευ άλλου, η διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων διά της
συνεκτιμήσεως των λοιπών βιβλίων και στοιχείων της ελεγχομένης με εκείνα
που τηρούνται γι αυτήν σε άλλη επιχείρηση- και δη, σε επιχείρηση στην οποία η ελεγχομένη αποθηκεύει τα
προϊόντα της. Εξ άλλου, στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας
έχει, συναφώς, κριθεί, καθ' ερμηνεία ομοίων διατάξεων, αφ' ενός μεν ότι
λογιστικός προσδιορισμός δεν αποκλείεται και αν ακόμη συντρέχει
παράλειψη τηρήσεως ή εκδόσεως ορισμένων βιβλίων ή στοιχείων, υπό την
προϋπόθεση ότι, παρά την παράλειψη, ο προσδιορισμός αυτός (λογιστικός)
είναι εφικτός, κατά την αιτιολογημένη σχετική ουσιαστική κρίση του
διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 63-5/2000), αφ' ετέρου δε ότι «ουδόλως
αποκλείεται κατά νόμον όπως εκ βιβλίων και στοιχείων (είτε επισήμων είτε
και ανεπισήμων) τρίτων συναχθή κρίσις περί της ειλικρίνειας και της εν
γένει επαρκείας των βιβλίων επιχειρήσεώς τίνος» (ΣτΕ 3852/1980, η οποία
πάντως διατύπωσε την κρίση αυτή όχι για τη στήριξη αλλά για την απόρριψη
των βιβλίων επιχειρήσεως)· αλλ' έχει κριθεί επίσης ότι λόγος περί
αναπληρώσεως ελλείψεων ως προς τον προσδιορισμό στα βιβλία επιχειρήσεως
(εκκοκιστηρίου βάμβακος) του είδους των αγαθών διά της προσφυγής στον
καθορισμό της σχετικής ποιότητας από τον Οργανισμό Βάμβακος και τα
τηρούμενα από αυτόν στοιχεία, ήταν αβάσιμος διότι," «κατά την έννοιαν
των διατάξεων του ΚΦΣ το σύννομον και η πληρότης των στοιχείων και
βιβλίων του επιτηδευματίου δέον να προκύπτη εξ αυτών τούτων των υπ'
αυτού τηρουμένων στοιχείων όχι δε εκ στοιχείων αλλαχού υπό ετέρων
τηρουμένων». (ΣτΕ 3672/1977). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, κατά την αυτή
πάντοτε πλειοψηφήσασα άποψη, το κρίσιμο εν προκειμένω ως άνω ζήτημα της
δυνατότητας κατά το νόμο, επί ελλείψεως βιβλίου επιχειρήσεως, να
διενεργηθούν οι ελεγκτικές των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεις δια της
συνεκτιμήσεως των λοιπών βιβλίων και στοιχείων της με εκείνα τρίτης μεν
επιχειρήσεως που τελεί όμως προς αυτήν σε ιδιαίτερη οργανική σχέση, όπως
είναι η χρησιμοποίηση των χώρων της ως αποθηκών της ελεγχομένης, δεν
έχει αντιμετωπισθεί στη νομολογία- και, συνεπώς, ο κρινόμενος λόγος
αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς- είναι δε περαιτέρω και βάσιμος,
σύμφωνα με τις εφαρμοστέες ως άνω διατάξεις, κατά τις οποίες, όπως
παγίως ερμηνεύονται, εξωλογιστικός προσδιορισμός χωρεί τότε μόνον όταν
οι ανακρίβειες ή ανεπάρκειες των βιβλίων και στοιχείων καθιστούν
απολύτως αδύνατες τις ελεγκτικές επαληθεύσεις. Και τούτο, διότι, με
δεδομένη την ως άνω ιδιαίτερη σχέση της τρίτης επιχειρήσεως με την
ελεγχομένη, δεν θα μπορούσε, πάντως, να θεωρηθεί a priori απρόσφορη και
ν' αποκλεισθεί άνευ άλλου (όπως έκρινε με την αδιάστικτη περί του
αντιθέτου σκέψη της η αναιρεσιβαλλομένη) η χρησιμοποίηση των βιβλίων και
στοιχείων της προς συνεκτίμηση με εκείνα της ελεγχομένης και συναγωγή
εντεύθεν συμπερασμάτων για το εφικτό -ή μη - των οικείων ελεγκτικών
επαληθεύσεων. Είναι δε διάφορο το ζήτημα ποιό θα ήταν πράγματι το
αποτέλεσμα μιας τέτοιας συνεκτίμησης στη συγκεκριμένη περίπτωση, ζήτημα
το οποίο, στενά συναπτόμενο καθώς είναι με πραγματικό, δεν μπορεί να
εξετασθεί στο πλαίσιο του αναιρετικού ελέγχου. Κατά την γνώμη όμως του
Συμβούλου Ιωάννου Σύμπλη, ναι μεν με την κρινόμενη αίτηση η
αναιρεσείουσα θέτει, τουλάχιστον καθ' υποφοράν, και το ανωτέρω ζήτημα,
εκείνο όμως το οποίο πράγματι επιδιώκει δεν είναι η- αναπλήρωση
ελλειπόντων βιβλίων της της χρήσεως 2002 με τα αντίστοιχα δεδομένα της
μερίδος της, για την αυτή χρήση, στα βιβλία αποθήκης της εταιρείας
"......................", παρά η συγκόλληση ένθεν κακείθεν βιβλίων και
στοιχείων από άλλες χρήσεις και πολλαπλές πηγές (βιβλία της εταιρείας
"........" χρήσεως 2001, βιβλία δικά της χρήσεως 2003, τιμολόγια
έτους 2002). Υπό τα δεδομένα δε αυτά, ο σχετικός ισχυρισμός είναι, κατά
την άποψη αυτή, απορριπτέος. Εξάλλου, κατά τη γνώμη της Παρέδρου
Ο.-Μ.Βασιλάκη, ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως προβάλλεται, κατά τα
εκτεθέντα στις σκέψεις 3 και 5, απαραδέκτως διότι, ναι μεν, όπως έχει
κριθεί (ΣτΕ 63/2000 ΣτΕ 5/2000), ο λογιστικός προσδιορισμός των αποτελεσμάτων της
ελεγχόμενης επιχείρησης δεν αποκλείεται ακόμα και όταν συντρέχει
παράλειψη τήρησης ή εκδόσεως ορισμένων βιβλίων ή στοιχείων που
προβλέπονται από τον ΚΒΣ, εφόσον και στην εν λόγω περίπτωση, παρά την ως
άνω παράλειψη, είναι εφικτός, κατά την αιτιολογημένη ουσιαστική κρίση
του διοικητικού δικαστηρίου, ο λογιστικός προσδιορισμός του
αποτελέσματος, για το ζήτημα, όμως, της δυνατότητας "λήψεως υπόψη"
βιβλίων και στοιχείων τρίτης επιχείρησης προς κάλυψη των πλημμελειών ή
ελλείψεων των βιβλίων και στοιχείων της ελεγχόμενης επιχείρησης υπάρχει
παγία και μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (καθ'
ερμηνεία ομοίων διατάξεων του ΚΦΣ), βάσει της οποίας τέτοια "κάλυψη" δεν
είναι δυνατή (ΣτΕ 3671-2, 3664-5/1977 κλπ), έστω και αν η τρίτη
επιχείρηση είναι προμηθεύτρια της ελεγχόμενης (ΣτΕ 2180/1982). Τούτο δε
ανεξαρτήτως του ζητήματος ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν επρόκειτο
απλώς περί πλημμελούς απογραφής των εμπορεύσιμων στοιχείων της
αναιρεσείουσας (και μόνο), ώστε να τίθεται, ενδεχομένως, λυσιτελώς γ'
αυτήν,, η εξέταση του ζητήματος της "συνεκτίμησης" των εγγραφών των
βιβλίων της φερομένης ως "αποθηκεύτριάς" της (τα οποία, άλλωστε, ουδόλως
προβάλλεται ή προκύπτει ότι είχαν κριθεί ειλικρινή ή ακριβή) για τη
διενέργεια "διασταυρωτικών ελέγχων", αλλά περί παντελούς ελλείψεως του
ως άνω βιβλίου [στο οποίο περιλαμβάνεται, κατά νόμο, πλήρης και
αναλυτική καταγραφή και αποτίμηση όλων των περιουσιακών στοιχείων που
συγκροτούν την επιχείρηση, ήτοι τόσο των στοιχείων του ενεργητικού
(παγίων κλπ) όσο και των στοιχείων του παθητικού (μετοχικό κεφάλαιο
κλπ), ώστε να καθίσταται ακριβώς εφικτή η ελεγκτική επαλήθευση των
δεδομένων των λοιπών βιβλίων και στοιχείων του ελεγχομένου], και συνεπώς
και περί ελλείψεως και του περιεχομένου σε αυτό ισολογισμού,
λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσης, πίνακα διάθεσης αποτελεσμάτων και
κατάστασης του λογαριασμού γενικής εκμετάλλευσης, ήτοι επρόκειτο περί
πλημμελειών και ελλείψεων που εξ ορισμού δεν ήταν δυνατό να καλυφθούν
από τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία της "αποθηκεύτριας" εταιρείας.
Και ναι μεν η αναιρεσείουσα προβάλλει σε άλλο σημείο του αναιρετηρίου
(σελ. 34 ) ότι τηρήθηκε και "μηχανογραφικά" το ως άνω βιβλίο (συνεπώς
και ο "ισολογισμός" κλπ) και ότι, συνεπώς, "υπάρχουν" όλα τα κατά νόμο
στοιχεία ("αποσβέσεις", "αναπόσβεστη αξία των παγίων" κλπ), πλην δεν
προβάλλεται ούτε προκύπτει ότι αυτό τηρήθηκε αντί του "χειρόγραφου"
βιβλίου (".............").
12. Επειδή, με τους υπ' αριθμ. 5-11, κατά τη σειρά αναγραφής στο
δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως λόγους αναιρέσεως, προβάλλονται,
περαιτέρω, τα εξής: Α) ότι μετά την κατάργηση, με τον ν. 4223/2013, των
διατάξεων του ν. 2238/1994 για τον εξωλογιστικό προσδιορισμό του
εισοδήματος και την καθιέρωση, με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.
4174/2013), μειωμένων σε σχέση με το παλαιό καθεστώς κυρώσεων σε
περίπτωση υποβολής ανακριβούς δηλώσεως (πρόστιμο από 10% έως 50% της διαφοράς φόρου, κατ' άρθρο 58), το δικάσαν εφετείο, κατά
παράβαση του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ, δεν εχώρησε, και μάλιστα αυτεπαγγέλτως,
στην ακύρωση του ένδικου φύλλου ελέγχου, αφού «στην ουσία καταργήθηκαν
αναδρομικά οι απορρίψεις βιβλίων για υποθέσεις που δεν έχουν
τελεσιδικήσει», Β) ότι. η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία
κρίθηκε ότι δεν είναι εφικτή η διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων λόγω
της μη επίδειξης του βιβλίου απογραφών αιτιολογείται πλημμελώς διότι αα)
το μη «επιδειχθέν» βιβλίο δεν ήταν παρά το «χειρόγραφο» βιβλίο
απογραφών, το οποίο, όμως, περιείχε μόνο τις «απογραφές έναρξης» της
επίδικης χρήσης και όχι τις «απογραφές λήξης», οι οποίες είχαν τηρηθεί
μηχανογραφικά και συνεπώς υπήρχαν, ενώ, εξάλλου, η ίδια στον έλεγχο είχε
επιδείξει τόσο τις απογραφές έναρξης του 2003 (χρήση για την οποία,
όπως προβάλει, τα βιβλία της δεν κρίθηκαν ανεπαρκή)-άρα και λήξης 2002-
όσο και το ενιαίο μηχανογραφικό έντυπο βιβλίο απογραφών και ισολογισμού,
δηλ. τον ισολογισμό της εταιρείας την 31.12.2002 και την απογραφή λήξης
2002, το μόνο δε στοιχείο που κατ' ουσίαν «έλειπε» ήταν «οι απογραφές
έναρξης της χρήσης 2002», οι οποίες όμως επίσης «υπήρχαν», «αφού υπάρχει
η απογραφή στο τέλος του 2001, δηλαδή την 31.12.2001 όπως την πήραν οι
ελεγκτές από τα «.........................», όπως, άλλωστε, έγινε δεκτό από
τα δικαστήρια της ουσίας για τις χρήσεις 1998- 2001, ββ) εφόσον όλα τα
σχετικά «μενέθη» ήταν κατ' αρχήν «προσδιορίσιμα», το βάρος απόδειξης του
ανέφικτου των ελεγκτικών επαληθεύσεων το είχε η φορολογική αρχή και όχι η
ίδια, γγ) τα στοιχεία των αποσβέσεων, στα οποία ανεφέρθη το εφετείο,
υπήρχαν στον ισολογισμό της χρήσης 2002, ενώ το κόστος αναλωθέντων
προέκυπτε από τα οικεία τιμολόγια, τα οποία «υπάρχουν» όλα, δδ) δεν
απαντήθηκε ο ισχυρισμός της ότι το Δημόσιο αφενός μεν της επέστρεψε,
βάσει δικαστικών αποφάσεων που αφορούν τις χρήσεις 2002-2004 τον ΦΠΑ που
της είχε καταλογίσει, μολονότι και πάλι τα βιβλία της είχαν κριθεί
ανεπαρκή για την επίδικη χρήση, αφετέρου δε οφείλει να της επιτρέψει και
επιπλέον ποσό, βάσει άλλων δικαστικών αποφάσεων, γεγονότα αντιφατικά με
την απόρριψη των βιβλίων της για την υπό κρίση φορολογία, Γ) ότι
παραβιάσθηκε η απορρέουσα από το άρθρο 6 παρ. 1 «αρχή της νομικής
ασφάλειας», αφού αγνοήθηκε το υπάρχον «δεδικασμένο» τόσο ως προς το
ζήτημα του ΦΠΑ, που (και) για την επίδικη χρήση κρίθηκε επιστρεπτέος,
όσο και ως προς το «πόρισμα» του αρμόδιου οικονομικού επιθεωρητή που
έκρινε ότι για τις χρήσεις 1998- 2001 ήταν δυνατές οι ελεγκτικές
επαληθεύσεις, Δ) ότι παραβιάσθηκε το «τεκμήριο αθωότητάς» της, κατ'
άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, εν συνδυασμώ προς το άρθρο 7 αυτής, διότι η
φορολογική αρχή είχε το βάρος απόδειξης τόσο του αδυνάτου των ελεγκτικών
επαληθεύσεων όσο και της ανακρίβειας της δήλωσής της, πολλώ μάλλον που
στην ένδικη υπόθεση το βιβλίο απογραφών είχε κλαπεί χωρίς καμία δική της
ευθύνη και ουδόλως αποδείχθηκε εν τέλει ότι η δήλωσή της ήταν
ανακριβής, η οποία, συνεπώς, κατά τεκμήριο και μόνο θεωρήθηκε ως τέτοια
για μόνο το λόγο ότι «χάθηκε ένα βιβλίο», Ε) ότι με μη νόμιμη αιτιολογία
απορρίφθηκε ο ισχυρισμός της περί παραβιάσεως του άρθρου 1 του 1ου
Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και της αρχής της αναλογικότητας, το μεν
διότι το επιβληθέν σε αυτήν οικονομικό βάρος είναι ανυπόφορο σε σχέση με
την οικονομική της κατάσταση, πολλώ μάλλον που δεν απεδείχθη δική της
ευθύνη για υποτιθέμενα σφάλματα των λογιστών της ούτε και για ποιο λόγο
ήταν αδύνατη η διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων για την επίδικη χρήση,
όπως αντιθέτως εδέχθη η φορολογική αρχή για τις χρήσεις 1998- 2001, το
δε διότι η παρέμβαση στην περιουσία της δεν είναι νόμιμη, αφού η
φορολογική αρχή δεν απέδειξε όσα κατά τα ανωτέρω όφειλε, το δε πρόστιμο
είναι «τοκογλυφικό», ήδη δε μη νόμιμο, ΣΤ) ότι παραβιάσθηκε η κατ' άρθρο
14 της ΕΣΔΑ αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων. Και τούτο διότι αν
επρόκειτο για παράβαση ως προς κοινοτικό φόρο (ΦΠΑ) τότε το διοικητικό
εφετείο θα εφήρμοζε αναδρομικώς την αρχή της ηπιότερης ποινής, όπερ δεν
έπραξε εν προκειμένω και Η) ότι το άρθρο 1 του ν. 2523/1997, βάσει του
οποίου επεβλήθη ο πρόσθετος φόρος, δεν ανταποκρίνεται στην απορρέουσα
από το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ αρχή της προβλεψιμότητας της ποινής, αφού η
κύρωση δεν είναι σταθερή αλλά συναρτάται προς. τον διαδραμόντα χρόνο,
ενώ εξάλλου καταλήγει, κατά παράβαση του άρθρου 4 του Συντάγματος, στη
διαφορετική τιμωρία ίδιων παραβάσεων με το ίδιο ποσό οφειλομένου κύριου
φόρου ανάλογα με τον χρόνο ελέγχου/καταλογισμού. Τέλος, κατά την
αναιρεσείουσα, η ίδια ως άνω διάταξη παραβιάζει και την αρχή ne bis in
idem, αφού η «ποινή 3% του ανεξόφλητου χρέους για κάθε μήνα ...είναι
στην ουσία μια νέα ποινή για κάθε νέο μήνα». Ως προς το παραδεκτό, όμως,
των πιο πάνω λόγων αναιρέσεως, δεν περιέχεται στο εισαγωγικό δικόγραφο
κανένας ισχυρισμός περί της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 53
παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, καίτοι, κατά τα προεκτεθέντα
(σκέψεις 3 - 5), η σχετική δικονομική υποχρέωση τάσσεται ευθέως από τη
διάταξη του νόμου, τελεί σε σχέση αναλογίας με τον τασσόμενο από τον
νόμο σκοπό, η δε τήρηση της ήταν ευχερής και απέκειτο στην αιτούσα. Και
ναι μεν στο πλαίσιο της προβολής των λόγων αναιρέσεως γίνεται αναφορά σε
πληθώρα αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επίκληση, όμως,
αυτή γίνεται απλώς για την ενίσχυση της βασιμότητας των προβαλλόμενων
λόγων αναιρέσεως και όχι, ειδικώς, προς θεμελίωση του κατά την ως άνω
διάταξη παραδεκτού της αιτήσεως (ΣτΕ 2176/2015, ΣτΕ 4273/ 2014, ΣτΕ 2424/2014, ΣτΕ 945/2014
κ.ά.). Συνεπώς, οι λόγοι αυτοί είναι, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη,
απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, όλα δε τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με
το πιο πάνω δικόγραφο πρόσθετων λόγων είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
13. Επειδή, με τον υπ' αριθμ. 4, κατά το αναιρετήριο, λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται από την αναιρεσείουσα ότι, εφόσον η ίδια αμφισβήτησε πάντως το ύψος του επιβληθέντος σε βάρος της, κατά τον ν. 2523/1997, πρόσθετου φόρου, έστω και επί «εσφαλμένης» βάσης, το δικάσαν εφετείο όφειλε, κατ' εφαρμογήν της αρχής περί αναδρομικής εφαρμογής του νέου ηπιότερου νόμου και επί εκκρεμών υποθέσεων, να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως τις μεταγενέστερες επιεικέστερες διατάξεις των ν. 3220/2004, 3296/2004 και 3943/2011, ως προς το ύψος του πρόσθετου φόρου, έστω και αν οι τελευταίοι αυτοί νόμοι προβλέπουν την εφεξής και όχι αναδρομική εφαρμογή τους, καθόσον ο νομοθέτης, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της επίδικης διαχειριστικής περιόδου και του χρόνου εκδικάσεως της προσφυγής της στο Διοικητικό Εφετείο, μετέβαλε τις αντιλήψεις του και έκρινε ότι ο σκοπός των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του ν. 2523/1997 μπορεί να επιτευχθεί και με ηπιότερα μέσα. Συνεπώς, καταλήγει η αναιρεσείουσα, το δικάσαν εφετείο όφειλε, αντιπαραβάλλοντας τις ισχύουσες κατά την επίδικη χρήση διατάξεις του ν. 2523/1997 με αυτές των ν. 3220/2004, 3296/2004 και 3943/2011, να εφαρμόσει τις επιεικέστερες. Ως προς το παραδεκτό του λόγου αυτού αναιρέσεως η αιτούσα προβάλλει ότι υπάρχει αντίθεση στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία "αναγνωρίζει στο δικαστήριο της, ουσίας την εξουσία να ελέγχει και στο πεδίο των κυρωτικών διαφορών την αναλογία μέσου και σκοπού", επικαλείται δε, μεταξύ άλλων, τις ΣτΕ 2460/1981 και ΣτΕ 1525/1955 αποφάσεις του Δικαστηρίου.
14. Επειδή με τις ως άνω ΣτΕ 2460/1981 και ΣτΕ 1525/1955 αποφάσεις του
Συμβουλίου της Επικρατείας, τις οποίες επικαλείται η αναιρεσείουσα,
κρίθηκε ότι κύριος σκοπός των διατάξεων των φορολογικών νόμων, με τις
οποίες επβάλλεται πρόσθετος φόρος ή προσαύξηση σε βάρος του
παραλείποντος την υποβολή της φορολογικής δηλώσεως ή του υποβάλλοντος
εκπρόθεσμη ή ανακριβή δήλωση είναι ο, επ' απειλή οικονομικής κυρώσεως,
εξαναγκασμός σε ταχεία και ακριβή συμμόρφωση προς τη σχετική υποχρέωσή
του. Όταν, όμως, ο νομοθέτης, μεταβάλλοντας αντιλήψεις, κρίνει ότι ο
σκοπός αυτός δύναται να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα, τότε ελέγχεται όχι
μόνον ως άσκοπη και αδικαιολόγητη, αλλά και ως αντίθετη κατ' αρχήν προς
τη νεότερη νομοθετική βούληση η επιβολή των παλαιοτέρων αυστηρότερων
κυρώσεων, οι οποίες υπερβάλλουν το μέτρο, το οποίο ήδη κρίνεται από τον
νομοθέτη ως αναγκαίο. Στις περιπτώσεις αυτές ειδικώς, κατ' εξαίρεση του
γενικού κανόνα περί μη αναδρομικότητας του νόμου υπάρχει τεκμήριο
αναδρομικής εφαρμογής του νέου ηπιότερου νόμου και επί εκκρεμών
υποθέσεων' τεκμήριο το οποίο μόνο με σαφή αντίθετη διάταξη δύναται να
ανατραπεί (βλ και ΣτΕ 2672/1984). Ήδη δε, με την απόφαση 2031/2013 του
Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης,
ως προς την επιβολή κυρώσεων, διατάξεως έχει συνταγματική βάση, ως
απορρέουσα από την αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, με την απόφαση ΣτΕ
459/2013 Ολομ., κρίθηκε ότι η πιο πάνω αρχή δεν έχει εν πάση περιπτώσει
έδαφος εφαρμογής όταν η μεταγενέστερη ηπιότερη νομοθετική ρύθμιση
υπαγορεύθηκε όχι από μεταβολή «επί το επιεικέστερον» των σχετικών
αξιολογήσεων του νομοθέτη, αλλά από άλλους λόγους.
15. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2523/1997 «Διοικητικές και
ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις.» (Α
179/11.9.1997) «.1. Αν ο κατά τη φορολογική νομοθεσία υπόχρεος να
υποβάλει δήλωση και ανεξάρτητα από την πρόθεσή του να αποφύγει ή όχι την
πληρωμή φόρου: α) [...] β) υποβάλει ανακριβή δήλωση, υπόκειται σε
πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) επί του φόρου
την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε λόγω της ανακρίβειας, για κάθε μήνα
καθυστέρησης, γ) [...] 2 [...] 4. Ανακριβής δήλωση θεωρείται η δήλωση
στην οποία μεταξύ του φόρου που προκύπτει με βάση τα όσα δηλώθηκαν με
αυτή και του φόρου που καταλογίζεται υφίσταται διαφορά, ανεξάρτητα από
την αιτία στην οποία οφείλεται αυτή [...] 5 [...] 6 [...]», ενώ σύμφωνα
με το άρθρο 2 του ίδιου νόμου «1. Τα ποσοστά πρόσθετων φόρων, που
ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο υπολογίζονται κατ' αρχήν μέχρι την
έκδοση της οικείας καταλογιστικής πράξης του φόρου. 2. Όταν εκδοθεί
απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου ενεργείται, με βάση τα όσα έχουν
.γίνει δεκτά από την πρωτόδικη απόφαση, νέα εκκαθάριση του οφειλόμενου
κύριου και πρόσθετου φόρου με χρονικό σημείο αφετηρίας υπολογισμού του
πρόσθετου φόρου την επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία έληξε η
προθεσμία υποβολής της φορολογικής δήλωσης. Η αυτή διαδικασία
ακολουθείται και με βάση τα όσα έχουν γίνει δεκτά με την εφετειακή
απόφαση ή την απόφαση του Σ.τ.Ε. ή την απόφαση, που εκδίδεται μετά από
αναίρεση. 3 [...] 4. Τα ποσοστά πρόσθετων φόρων σε καμιά περίπτωση δεν
μπορούν να υπερβούν: α) [...] β) το τριακόσια τοις εκατό (300%) για την
υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολή δήλωσης, του φόρου την πληρωμή
του οποίου θα απέφευγε ο υπόχρεος. 5 [...]». Ακολούθως, ο ν. 3220/2004
«Μέτρα αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής - αντικειμενικοποίηση του
φορολογικού ελέγχου και άλλες διατάξεις» (Α' 15/28.1.2004) όρισε στο
άρθρο 40 αυτού ότι: «11. Η παράγραφος 4 του άρθρου 2 του Ν. 2523/1997
αντικαθίσταται ως εξής: «4. Τα ποσοστά πρόσθετων φόρων σε καμιά
περίπτωση δεν μπορούν να υπερβούν: α) [...] β) το διακόσια τοις εκατό
(200%) για την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολή δήλωσης, του
φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε ο υπόχρεος [...]». 12. Οι
διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται: α) για τα εισοδήματα
που αποκτώνται από 1ης Ιανουαρίου 2004 και μετά [...]». Στη συνέχεια,
με το άρθρο 24 του ν. 3296/2004 «Φορολογία εισοδήματος φυσικών και
νομικών προσώπων, φορολογικοί έλεγχοι και άλλες διατάξεις.» (Α' 253/
14.12.2004) ορίσθηκε ότι: «1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του Ν.
2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Αν ο κατά τη φορολογική νομοθεσία
υπόχρεος να υποβάλει δήλωση και ανεξάρτητα από την πρόθεσή του να
αποφύγει ή όχι την πληρωμή φόρου: α) [...] β) υποβάλει ανακριβή δήλωση,
υπόκειται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%)
επί του φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε λόγω της ανακρίβειας,
για κάθε μήνα καθυστέρησης, γ) [,..]». 2 [...] 3. Οι δύο προηγούμενες
παράγραφοι ισχύουν: α) για τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1ης
Ιανουαρίου 2005 και μετά.». Τέλος, με το άρθρο 26 του ν. 3943/2011.
«Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, στελέχωση των ελεγκτικών υπηρεσιών και
άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών» (Α' 66/31.3.2011)
ορίσθηκε ότι : «1. Η παράγραφος 4 του άρθρου 2 του ν. -2523/1997-
αντικαθίσταται ως εξής: «4. Τα ποσοστά πρόσθετων φόρων δεν μπορούν να
υπερβούν: α) [...] β) το εκατόν είκοσι τοις εκατό για την υποβολή
ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολή δήλωσης, του φόρου την πληρωμή του
οποίου θα απέφευγε ο υπόχρεος [...]». 2. Οι διατάξεις της παραγράφου 4
του άρθρου 2 του ν. 2523/1997, όπως τροποποιήθηκαν με την προηγούμενη
παράγραφο, έχουν εφαρμογή για δηλώσεις που υποβάλλονται εκπρόθεσμα μετά
τη δημοσίευση του νόμου αυτού και για φύλλα ελέγχου και πράξεις
προσδιορισμού που εκδίδονται μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού.». 3
[...]».
16. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την
αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο επιβληθείς, κατ' άρθρο 1 του ν. 2523/1997,
σε βάρος της αναιρεσείουσας πρόσθετος φόρος, λόγω υποβολής ανακριβούς
δήλωσης, ανέρχεται σε 602.090 ευρώ, ήτοι ανέρχεται σε ποσοστό 181% του
επιβληθέντος κυρίου φόρου (334.494 ευρώ). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από
την εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 24 του ν. 3296/2004, η μείωση των
ποσοστών του πρόσθετου φόρου που επιβάλλεται στους φορολογούμενους στις
περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, ανακριβούς δήλωσης, θεσπίσθηκε λόγω «της
γενικότερης μείωσης των επιτοκίων της αγοράς, η οποία πρέπει να
συμβαδίζει με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων στους φορολογικούς
παραβάτες» και επομένως, δεν υπαγορεύθηκε από μεταβολή «επί το
επιεικέστερον» των σχετικών αξιολογήσεων του νομοθέτη, με συνέπεια να
μην έχει έδαφος εφαρμογής στην περίπτωση αυτή η αρχή της αναδρομικής
εφαρμογής της ηπιότερης, ως προς την επιβολή κυρώσεων, διατάξεως. Υπό τα
δεδομένα αυτά, το προβαλλόμενο από την αναιρεσείουσα νομικό ζήτημα το
σχετικό με την ερμηνεία της πιο πάνω γενικής αρχής δεν είναι κρίσιμο για
την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς εν σχέσει
προς τους νόμους 3220/2004 και 3296/2004, ως προς μεν τον πρώτο διότι ο
επιβληθείς στην αναιρεσείουσα πρόσθετος φόρος είναι πάντως κατά το
ποσοστό αυτού κατώτερος του προβλεπομένου στον νόμο αυτόν ανωτάτου
ορίου, ως προς δε τον δεύτερο γιατί η ηπιότερη μεταχείριση που θεσπίζει
δεν οφείλεται, κατά τα προλεχθέντα, σε αντίστοιχη αξιολόγηση της
παράβασης, ώστε να καταλαμβάνει την επίδικη περίπτωση. Επομένως, ο
σχετικός προς θεμελίωση του παραδεκτού ως άνω ισχυρισμός της
αναιρεσείουσας (σκέψη 13) προβάλλεται, κατά τα σκέλη του αυτά,
αλυσιτελώς και είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέος. Περαιτέρω, όμως, εν
σχέσει προς τον ν. 3943/2011, δοθέντος ότι από τις προπαρασκευαστικές
εργασίες του, δεν προκύπτει ότι η ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 26
[κατά την οποία, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το
ποσοστό πρόσθετου φόρου σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί το
εκατόν είκοσι τοις εκατό (120%) για την υποβολή ανακριβούς δήλωσης, του
φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε ο υπόχρεος] υπαγορεύθηκε από
λόγους μη σχετιζόμενους με την νεότερη αξιολόγηση από τον νομοθέτη της
βαρύτητας της οικείας παραβάσεως και επομένως, έχει στην περίπτωση αυτή
εφαρμογή η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης κυρώσεως, το
Τμήμα φέρεται προς την άποψη ότι ο ίδιος ως άνω ισχυρισμός για τη
θεμελίωση του παραδεκτού του κατά τα ανωτέρω προβαλλομένου λόγου
αναιρέσεως προβάλλεται λυσιτελώς και βασίμως όσον αφορά στον ν.
3943/2011. Και ναι μεν οι υπ' αριθμ. 2460/1981 και 1525/1955 αποφάσεις
του Δικαστηρίου, τις οποίες επικαλείται ως αντίθετες η αναιρεσείουσα,
δεν συνιστούν καθ' εαυτές «αντίθετη νομολογία», καθ' όσον αποφαίνονται
ότι το τεκμήριο αναδρομικής εφαρμογής του νέου ηπιότερου νόμου και επί
εκκρεμών υποθέσεων δύναται να ανατραπεί με ρητή αντίθετη διάταξη, η
αντίθεση, όμως, υπό τα δεδομένα αυτά, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι
προβάλλεται και ως προς την προαναφερθείσα 2031/2013 απόφαση του
Δικαστηρίου, που αποτελεί τη νομολογιακή εξέλιξη των κριθέντων με τις
προαναφερθείσες ΣτΕ 2460/1981 και ΣτΕ 1525/1955 αποφάσεις και με την οποία
κρίθηκε, όπως εκτίθεται στη σκέψη 14, αλλά και όπως ισχυρίζεται η
αναιρεσείουσα (ανωτ.σκέψη 13) ότι η πιο πάνω αρχή έχει συνταγματική
βάση, ως απορρέουσα από την αρχή της αναλογικότητας. Απόρροια δε της
θεμελίωσης της αρχής αυτής στο Σύνταγμα είναι ότι μόνη η ύπαρξη
αντίθετης νομοθετικής διάταξης δεν αρκεί για την κάμψη της. Συνεπώς, ο
ως άνω λόγος αναιρέσεως θα πρέπει να θεωρηθεί ότι προβάλλεται
παραδεκτώς. Κατά τη γνώμη, όμως, της Παρέδρου Ο.-Μ. Βασιλάκη, εφόσον
καμία από τις αποφάσεις που επικαλείται η αναιρεσείουσα (ΣτΕ 2460/1981,
ΣτΕ 1525/1955, 120, ΣτΕ 534/2013, 1714, ΣτΕ 3957/2012, ΣτΕ 1524/2010, 1438, 2690,
ΣτΕ 2950/2006, ΣτΕ 3414/2004, ΣτΕ 2586/2004, 100, ΣτΕ 102/2003, ΣτΕ 794/2010) δεν συνιστά καθ'
εαυτήν αντίθετη νομολογία (ενώ άλλωστε, η επικαλούμενη "ΔΕφΑΘ 5263/2014"
δεν προσκομίσθηκε κατά την κατάθεση της αιτήσεως), το Δικαστήριο δεν
μπορεί να λάβει αυτεπαγγέλτως υπόψη την προαναφερθείσα 2031/2013 απόφαση
για τη θεμελίωση του παραδεκτού του εξεταζομένου λόγου αναιρέσεως.
Περαιτέρω, και δεδομένου ότι όπως ήδη αναφέρθηκε, 'δεν προκύπτει ότι
συνέτρεξαν άλλες περιστάσεις που υπαγόρευσαν τη ρύθμιση της παρ. 1 του
άρθρου 26 του ν. 3943/2011, η οποία (ρύθμιση), κατ' αποτέλεσμα, θα
πρέπει να αποδοθεί στη μεταβολή των αντιλήψεων του νομοθέτη περί του ότι
ο σκοπός επιβολής της σχετικής κύρωσης δύναται να επιτευχθεί με
ηπιότερα μέσα, η διάταξη αυτή, η οποία είναι ευμενέστερη από τη διάταξη
της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 2523/1997, ως ίσχυε πριν την
αντικατάστασή της, εφαρμόζεται αναδρομικά καταλαμβάνουσα και τις
διαπραχθείσες υπό το προϊσχύον καθεστώς παραβάσεις, η δε ορίζουσα το
αντίθετο διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόμου είναι ανίσχυρη
και μη εφαρμοστέα ως αντικείμενη στην απορρέουσα από το άρθρο 25 του
Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας. Επομένως, ο σχετικός λόγος
αναιρέσεως, με τον οποίο πλήσσεται η συναγόμενη από την
αναιρεσι(3αλλομένη σκέψη περί μη εφαρμογής της πιο πάνω αρχής στην
επίδικη περίπτωση, προβάλλεται βασίμως.
17. Επειδή, κατά τ' ανωτέρω, μετά την απόρριψη όσων κρίθηκαν απορριπτέα, θα έπρεπε η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή και η προσβαλλομένη απόφαση να αναιρεθεί, κατ'αποδοχή του τρίτου λόγου αναιρέσεως, του αναφερομένου στη νομιμότητα του γενομένου εξωλογιστικού προσδιορισμού (σκέψεις 10-11). Εξ άλλου, αυτοτελώς εξεταζόμενος, θα έπρεπε, κατά τα προεκτεθέντα, να γίνει εν μέρει δεκτός ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, σχετικά με τον πρόσθετο φόρο και να αναιρεθεί, αντιστοίχως, η προσβαλλομένη απόφαση. Λόγω της σπουδαιότητας όμως των ζητημάτων που αναφέρονται στο παραδεκτό και το βάσιμο των πιο πάνω λόγων αναιρέσεως, το Τμήμα, με την παρούσα πενταμελή σύνθεση, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, κατά το αντίστοιχο μέρος, να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεσή του, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ.18/1989, να ορισθεί δε εισηγητής η Πάρεδρος Ο.-Μ. Βασιλάκη και δικάσιμος η 11η Ιανουαρίου 2017 και να κοινοποιηθεί η παρούσα απόφαση στους διαδίκους.
Δια ταύταΑπορρίπτει εν μέρει την αίτηση και
Παραπέμπει, κατά τα λοιπά, την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση, σμφφωνα με το σκεπτικό.
Ορίζει ως εισηγητή την Πάρεδρο Ο.-Μ. Βασιλάκη και δικάσιμο την 11η Ιανουαρίου 2017 .
Διατάσσει την κοινοποίηση της παρούσας αποφάσεως στους διαδίκους
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 5 και 26 Απριλίου, 26 και 27
Οκτωβρίου 2016 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της
23ης Νοεμβρίου 2016.
Υπόθεση C-378/15 Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 14ης Δεκεμβρίου 2016 «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος προστιθεμένης αξίας – Οδηγία 77/388/ΕΟΚ – Άρθρο 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ – Πεδίο εφαρμογής – Εφαρμογή αναλογίας εκπτώσεως του φόρου προστιθεμένης αξίας που επιβάρυνε την απόκτηση του συνόλου των αγαθών και υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται από τον υποκείμενο στον φόρο – Παρεπόμενες πράξεις – Χρησιμοποίηση του κύκλου εργασιών ως δείκτη»
Υπόθεση C-378/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Δεκεμβρίου 2016 «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος προστιθεμένης αξίας – Οδηγία 77/388/ΕΟΚ – Άρθρο 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ – Πεδίο εφαρμογής – Εφαρμογή αναλογίας εκπτώσεως του φόρου προστιθεμένης αξίας που επιβάρυνε την απόκτηση του συνόλου των αγαθών και υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται από τον υποκείμενο στον φόρο – Παρεπόμενες πράξεις – Χρησιμοποίηση του κύκλου εργασιών ως δείκτη»
Στην υπόθεση C-378/15,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε η Commissione Tributaria Regionale di Roma (δευτεροβάθμιο περιφερειακό φορολογικό δικαστήριο Ρώμης, Ιταλία) με απόφαση της 6ης Μαΐου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Ιουλίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης
Mercedes Benz Italia SpA
κατά
Agenzia delle Entrate Direzione Provinciale Roma 3,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, Μ. Βηλαρά, J. Malenovský (εισηγητή), M. Safjan και D. Šváby, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe
γραμματέας: I. Illéssy, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Απριλίου 2016,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Mercedes Benz Italia SpA, εκπροσωπούμενη από τον P. Centore, avvocato,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τους E. De Bonis, G. De Bellis και M. Capolupo, avvocati dello Stato,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις L. Lozano Palacios και D. Recchia,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Ιουνίου 2016,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 5, και του άρθρου 19 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49), στην ισχύουσα κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών εκδοχή της (στο εξής: έκτη οδηγία).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Mercedes Benz Italia Spa (στο εξής: Mercedes Benz) και της Agenzia delle Entrate Direzione Provinciale Roma 3 (Υπηρεσίας Δημοσίων Εσόδων – Περιφερειακής Διευθύνσεως Ρώμης 3, στο εξής: φορολογική αρχή) σχετικής με εκπτώσεις του φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) στις οποίες προέβη η Mercedes Benz για το φορολογικό έτος 2004.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της έκτης οδηγίας είχε ως εξής:
[Εκτιμώντας] ότι πρέπει τα Κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα, εντός ορισμένων ορίων και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να λαμβάνουν ή να διατηρούν ειδικά μέτρα κατά παρέκκλιση της παρούσης οδηγίας, με σκοπό την απλοποίηση της εισπράξεως του φόρου και την αποτροπή ορισμένων περιπτώσεων φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής·
[...]».
4 Το άρθρο 13, B, της εν λόγω οδηγίας όριζε:
«Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα Κράτη μέλη απαλλάσσουν [...]:
δ) τις ακόλουθες πράξεις:
1. τη χορήγηση και τη διαπραγμάτευση πιστώσεων, καθώς και τη διαχείριση πιστώσεων ενεργουμένη από εκείνον, ο οποίος τις εχορήγησε·
[...]».
5 Κατά το άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 5, της εν λόγω οδηγίας:
«2. Στο βαθμό που τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες των φορολογητέων πράξεών του, ο υποκείμενος στο φόρο δικαιούται να εκπίπτει από τον οφειλόμενο φόρο:
α) τον οφειλόμενο ή καταβληθέντα φόρο προστιθέμενης αξίας για τα αγαθά που του παρεδόθησαν ή πρόκειται να του παραδοθούν, καθώς και για τις υπηρεσίες που του παρεσχέθησαν ή πρόκειται να του παρασχεθούν από άλλον υποκείμενο υπόχρεο για την καταβολή του φόρου στο εσωτερικό της χώρας·
[...]
5. Όσον αφορά τα αγαθά και τις υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται από υποκείμενον στον φόρο για την ταυτόχρονη πραγματοποίηση τόσο πράξεων αναφερομένων στις παραγράφους 2 και 3, οι οποίες παρέχουν δικαίωμα προς έκπτωση όσο και πράξεων οι οποίες δεν παρέχουν δικαίωμα προς έκπτωση, η έκπτωση γίνεται μόνο για το μέρος του φόρου προστιθεμένης αξίας, το οποίο αναλογεί στο ποσό που αντιστοιχεί στις πράξεις της πρώτης κατηγορίας.
Η αναλογία αυτή καθορίζεται για το σύνολο των πράξεων που πραγματοποιούνται από τον υποκείμενο στον φόρο, σύμφωνα με το άρθρο 19.
Εντούτοις, τα Κράτη μέλη δύνανται:
α) να επιτρέπουν στον υποκείμενο στον φόρο να καθορίζει μία αναλογία για κάθε τομέα δραστηριότητός του, εφ’ όσον τηρούνται χωριστά λογιστικά στοιχεία για κάθε ένα από τους τομείς αυτούς·
β) να υποχρεώνουν τον υποκείμενο στον φόρο να καθορίζει μία αναλογία για κάθε τομέα δραστηριότητός του και να τηρεί χωριστά λογιστικά στοιχεία για κάθε ένα από τους τομείς αυτούς·
γ) να επιτρέπουν στον υποκείμενο στον φόρο ή να τον υποχρεώνουν να ενεργεί την έκπτωση ανάλογα με τη χρησιμοποίηση του όλου ή μέρους των αγαθών και υπηρεσιών·
δ) να επιτρέπουν στον υποκείμενο στον φόρο ή να τον υποχρεώνουν να ενεργεί την έκπτωση, σύμφωνα με τον κανόνα που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσης παραγράφου, για όλα τα αγαθά και όλες τις υπηρεσίες, που έχουν χρησιμοποιηθεί για όλες τις αναφερόμενες στο εδάφιο αυτό πράξεις·
ε) να ορίσουν ότι, όταν ο φόρος προστιθεμένης αξίας, ο οποίος δεν δύναται να εκπίπτει από τον υποκείμενο στον φόρο είναι ασήμαντος, τότε ο φόρος αυτός δεν θα λαμβάνεται υπόψη.»
6 Το άρθρο 19 της ιδίας οδηγίας, με τίτλο «Υπολογισμός της αναλογίας της εκπτώσεως», όριζε στις παραγράφους του 1 και 2:
«1. Η αναλογία εκπτώσεως που προβλέπεται από το άρθρο 17, παράγραφος 5, εδάφιο πρώτο, προκύπτει από το κλάσμα που περιλαμβάνει:
– στον αριθμητή το συνολικό ποσό του ετησίου κύκλου εργασιών, άνευ φόρου προστιθεμένης αξίας, που αναφέρεται στις πράξεις, οι οποίες δημιουργούν δικαίωμα προς έκπτωση […],
– στον παρονομαστή το συνολικό ποσό του ετησίου κύκλου εργασιών, άνευ φόρου προστιθεμένης αξίας, που αναφέρεται στις πράξεις που περιλαμβάνονται στον αριθμητή, καθώς και στις πράξεις που δεν δημιουργούν δικαίωμα προς έκπτωση. […]
Η αναλογία καθορίζεται επί ετησίας βάσεως, εκφράζεται σε ποσοστό επί τοις εκατό και στρογγυλοποιείται σε αριθμό που δεν υπερβαίνει την ανώτερη μονάδα.
2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αναλογίας εκπτώσεως, […] το ποσό του κύκλου εργασιών, το οποίο αναφέρεται σε παρεπόμενες πράξεις επί ακινήτων ή χρηματοδοτικές [...]».
7 Η έκτη οδηγία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1), η οποία ετέθη σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2007.
Το ιταλικό δίκαιο
8 Το άρθρο 10, σημείο 1, του decreto del Presidente della Repubblica 633 — istituzione e disciplina dell’imposta sul valore aggiunto (διατάγματος του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας αριθ. 633, περί καθιερώσεως και ρυθμίσεως του φόρου προστιθεμένης αξίας), της 26ης Οκτωβρίου 1972 (GURI αριθ. 292 της 11ης Νοεμβρίου 1972), στην εφαρμοστέα επί της διαφοράς της κύριας δίκης εκδοχή του (στο εξής: DPR 633/72), ορίζει:
«Απαλλάσσονται του φόρου:
Οι παροχές υπηρεσιών που αφορούν τη χορήγηση και τη διαπραγμάτευση πιστώσεων, τη διαχείριση αυτών και τις πράξεις χρηματοδοτήσεως [...]».
9 Το άρθρο 19, παράγραφος 5, του DPR 633/72 ορίζει:
«[Γ]ια τους φορολογούμενους που ασκούν δραστηριότητες οι οποίες συνεπάγονται πράξεις παρέχουσες δικαίωμα εκπτώσεως και, συγχρόνως, δραστηριότητες που συνεπάγονται πράξεις απαλλασσόμενες [...], έκπτωση του φόρου χωρεί μόνο για το μέρος του ΦΠΑ που αναλογεί προς το ποσό που αφορά τις πράξεις της πρώτης κατηγορίας, το δε αντίστοιχο ποσό υπολογίζεται με εφαρμογή της κατ’ άρθρο 19-bis αναλογίας εκπτώσεως.»
10 Από τη διαβιβασθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 19, παράγραφος 5, του DPR 633/72 μέθοδος καθορισμού του δικαιώματος εκπτώσεως εφαρμόζεται ως προς το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών που αποκτήθηκαν από φορολογούμενους οι οποίοι ενεργούν πράξεις παρέχουσες δικαίωμα εκπτώσεως και απαλλασσόμενες πράξεις.
11 Κατά το άρθρο 19-bis του DPR 633/72:
«1. Το προβλεπόμενο από το άρθρο 19, παράγραφος 5, ποσοστό εκπτώσεως υπολογίζεται βάσει του λόγου του ποσού των πράξεων που παρέχουν δικαίωμα εκπτώσεως και διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους προς το ίδιο ποσό προσαυξημένο με τις απαλλασσόμενες πράξεις που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του αυτού έτους. Το ποσοστό εκπτώσεως στρογγυλοποιείται στην ανώτερη μονάδα εάν τα δεκαδικά ψηφία υπερβαίνουν τα πέντε δέκατα ή στην κατώτερη μονάδα αν τα δεκαδικά ψηφία υπολείπονται των πέντε δεκάτων.
2. Κατά τον υπολογισμό του ποσοστού εκπτώσεως για τον οποίο γίνεται λόγος στην παράγραφο 1 δεν λαμβάνονται υπόψη [...] οι απαλλασσόμενες πράξεις οι οποίες απαριθμούνται στα σημεία 1 έως 9 [του άρθρου 10 του DPR 633/1972], οσάκις αυτές δεν αποτελούν μέρος της κύριας δραστηριότητας του υποκειμένου στον φόρο ή είναι παρεπόμενες των φορολογητέων πράξεων, υπό την επιφύλαξη της μη εκπτώσεως του φόρου που σχετίζεται με τα αγαθά και τις υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς για τη διενέργεια των φορολογητέων πράξεων.»
12 Το άρθρο 36 του DPR 633/72 έχει ως εξής:
«(1) Προκειμένου για τους υποκειμένους στον φόρο που ασκούν πλείονες δραστηριότητες, ο φόρος επιβάλλεται συνολικώς και σωρευτικώς για το σύνολο των δραστηριοτήτων, με αναφορά στον συνολικό κύκλο εργασιών, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των ακόλουθων παραγράφων.
(2) Εάν ο υποκείμενος στον φόρο εκμεταλλεύεται επιχειρήσεις ή ασκεί συγχρόνως τέχνη ή επάγγελμα, ο φόρος επιβάλλεται χωριστά για την εκμετάλλευση επιχειρήσεων και για την άσκηση τέχνης ή επαγγέλματος, συμφώνως προς με τις αντιστοίχως εφαρμοστέες διατάξεις και με αναφορά στον κύκλο εργασιών.
(3) Οι υποκείμενοι στον φόρο που εκμεταλλεύονται πλείονες επιχειρήσεις ή ασκούν πλείονες δραστηριότητες στο πλαίσιο της αυτής επιχειρήσεως ή πλείονες τέχνες ή επαγγέλματα δύναται να επιλέξουν τη χωριστή επιβολή του φόρου για ορισμένες εκ των δραστηριοτήτων που ασκούν, δηλώνοντας την επιλογή τους στη φορολογική αρχή με τη δήλωσή τους για το προηγούμενο έτος ή με τη δήλωσή τους ενάρξεως δραστηριότητας. Στην περίπτωση αυτή, η προβλεπόμενη από το άρθρο 19 έκπτωση χορηγείται υπό τον όρον ότι για τη δραστηριότητα αυτή τηρούνται χωριστά λογιστικά βιβλία, αποκλείεται όμως, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, προκειμένου για τον φόρο επί μη αποσβέσιμων αγαθών μικτής χρήσεως. Η επιλογή παράγει τα αποτελέσματά της ενόσω δεν ανακαλείται και, εν πάση περιπτώσει, επί διάστημα τουλάχιστον τριών ετών. [...] Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και στους υποκειμένους στον φόρο [...] οι οποίοι ασκούν απαλλασσόμενες δραστηριότητες κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1.
(4) Ο φόρος επιβάλλεται εν πάση περιπτώσει χωριστά, συμφώνως προς τις αντιστοίχως εφαρμοστέες διατάξεις και με αναφορά στον συνολικό κύκλο εργασιών εκάστης εξ αυτών, [...].
(5) Οσάκις ο φόρος επιβάλλεται χωριστά για συγκεκριμένη δραστηριότητα, εάν η προβλεπόμενη από το άρθρο 19 έκπτωση μειώνεται κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου ή εφαρμόζεται κατ’ αποκοπήν, η έκπτωση χορηγείται για τον φόρο επί των αγαθών και υπηρεσιών μικτής χρήσεως, εντός των ορίων της αναλογίας που καταλογίζεται στην άσκηση της ιδίας δραστηριότητας· οι μεταφορές ή μεταβιβάσεις υπηρεσιών στη δραστηριότητα που υπόκειται σε μειωμένη ή κατ’ αποκοπήν έκπτωση συνιστούν παροχές υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 3 και λογίζονται ως πραγματοποιηθείσες, επί τη βάσει της κανονικής αξίας τους, την ημερομηνία κατά την οποία παρέχονται. [...]»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
13 Η Mercedes Benz είναι υπεύθυνη για τη στρατηγική διαχείριση της εμπορίας των σημάτων του ομίλου Daimler-Chrysler στην Ιταλία.
14 Στη δήλωσή της ΦΠΑ για το φορολογικό έτος 2004 η Mercedes Benz είχε δηλώσει τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητές της, ήτοι τη χορήγηση δανείων στις θυγατρικές της, ως «παρεπόμενες» σε σχέση με τις φορολογητέες δραστηριότητες της, με αποτέλεσμα η ίδια να μη συμπεριλάβει τους τόκους επί των εν λόγω δανείων κατά τον υπολογισμό του παρονομαστή του κλάσματος που χρησιμεύει για τον καθορισμό του κατ’ άρθρο 19-bis του DPR 633/72 ποσοστού εκπτώσεως.
15 Κατόπιν φορολογικού ελέγχου που διενεργήθηκε το 2008 και αφορούσε το φορολογικό έτος 2004, με απόφαση της φορολογικής αρχής βεβαιώθηκε εις βάρος της Mercedes Benz ΦΠΑ ύψους 1 755 882, με την αιτιολογία ότι οι τόκοι που η εταιρία είχε εισπράξει επί των εν λόγω δανείων είχαν εσφαλμένως εξαιρεθεί από τον παρανομαστή του κλάσματος που χρησιμεύει για τον καθορισμό του ποσοστού εκπτώσεως, καθόσον η χορήγηση των δανείων αυτών αποτελούσε μία εκ των κύριων δραστηριοτήτων της Mercedes Benz, δεδομένου ότι οι επ’ αυτών τόκοι αντιστοιχούσαν στο 71,64 % του συνολικού κύκλου εργασιών της.
16 Η Mercedes Benz άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον της Commissione tributaria provinciale di Roma (πρωτοβάθμιου επαρχιακού φορολογικού δικαστηρίου Ρώμης, Ιταλία), η οποία απορρίφθηκε. Εν συνεχεία, η Mercedes Benz άσκησε έφεση κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι της Commissione Tributaria Regionale di Roma (δευτεροβάθμιου περιφερειακού φορολογικού δικαστηρίου Ρώμης, Ιταλία).
17 Στο πλαίσιο της διαφοράς η Mercedes Benz υποστήριξε ότι δικαιούτο να μη συμπεριλάβει τους τόκους επί των χορηγηθέντων δανείων στον παρονομαστή του κλάσματος που χρησίμευε για τον προσδιορισμό του ποσοστού εκπτώσεως του ΦΠΑ, ενώ, μεταξύ άλλων, επισήμανε ότι, εν πάση περιπτώσει, ο εθνικός νομοθέτης είχε μεταφέρει πλημμελώς τα άρθρα 168 και 173 έως 175 της οδηγίας 2006/112 στην εσωτερική έννομη τάξη, προβλέποντας ότι η κατ’ άρθρο 19-bis του DPR 633/72 αναλογία εκπτώσεως εφαρμόζεται ανεξαιρέτως επί του συνόλου των αγαθών και υπηρεσιών που αποκτήθηκαν από υποκείμενο στον φόρο, χωρίς να διακρίνει αναλόγως του προορισμού των εν λόγω αγαθών και υπηρεσιών για πράξεις παρέχουσες δικαίωμα εκπτώσεως, για πράξεις μη παρέχουσες δικαίωμα εκπτώσεως ή για αμφότερες των εν λόγω κατηγοριών πράξεων.
18 Υπό τις συνθήκες αυτές η Commissione tributaria regionale di Roma (δευτεροβάθμιο περιφερειακό φορολογικό δικαστήριο Ρώμης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν της διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Για τους σκοπούς ασκήσεως του δικαιώματος εκπτώσεως, προσκρούουν στην ερμηνεία των άρθρων 168 και 173 έως 175 της οδηγίας 2006/112, η οποία εδράζεται στις αρχές της αναλογικότητας, της αποτελεσματικότητας και της ουδετερότητας, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί στο δίκαιο της Ένωσης, η ιταλική κανονιστική ρύθμιση (ειδικότερα δε το άρθρο 19, παράγραφος 5, και το άρθρο 19-bis του [DPR 633/72]) και η πρακτική της εθνικής φορολογικής αρχής, οι οποίες επιβάλλουν την αναφορά στη σύνθεση του κύκλου εργασιών του επιχειρηματία, ομοίως για τον προσδιορισμό των αποκαλούμενων «παρεπόμενων» πράξεων, χωρίς να προβλέπουν μέθοδο υπολογισμού βασισμένη στη σύνθεση και στον πραγματικό προορισμό των αγορών και αντικατοπτρίζουσα αντικειμενικώς το πραγματικό μέρος των δαπανών που είναι καταλογιστέο σε εκάστη των ασκούμενων από τον υποκείμενο στον φόρο δραστηριοτήτων –φορολογούμενων και μη φορολογούμενων;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
19 Κατ’ αρχάς, μολονότι με την αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται ρητώς στα άρθρα 168 και 173 έως 175 της οδηγίας 2006/112, επισημαίνεται ότι, κατά το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης φορολογικό έτος, το δικαίωμα εκπτώσεως των υποκειμένων στον φόρο διείπετο κατά βάση από τα άρθρα 17 και 19 της έκτης οδηγίας.
20 Δεύτερον, από τη διαβιβασθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία προκύπτει ότι το άρθρο 19, παράγραφος 5, και το άρθρο 19-bis του DPR 633/72 αποτυπώνουν τη βούληση του εθνικού νομοθέτη να κάνει χρήση της κατά παρέκκλιση προβλεπόμενης μεθόδου του άρθρου 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας.
21 Υπό τις συνθήκες αυτές πρέπει να γίνει δεκτό ότι με το ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί αν, κατ’ ορθή ερμηνεία, το άρθρο 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 19 της έκτης οδηγίας δεν αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση και σε εθνική πρακτική, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες επιβάλλουν σε υποκείμενο στον φόρο:
– την υποχρέωση εφαρμογής επί του συνόλου των αγαθών και υπηρεσιών που αυτός απέκτησε αναλογίας εκπτώσεως βασισμένης στον κύκλο εργασιών, χωρίς να προβλέπουν μέθοδο υπολογισμού βασισμένη στη φύση και στον πραγματικό προορισμό εκάστου των αγαθών και εκάστης των υπηρεσιών που αποκτήθηκαν και αντικατοπτρίζουσα αντικειμενικώς το πραγματικό μέρος των δαπανών που είναι καταλογιστέο σε εκάστη των φορολογούμενων και μη φορολογούμενων δραστηριοτήτων, και
– την υποχρέωση αναφοράς στη σύνθεση του κύκλου εργασιών του για τον προσδιορισμό των πράξεων που δύνανται να χαρακτηρισθούν «παρεπόμενες».
Απάντηση του Δικαστηρίου
22 Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας, οι υποκείμενοι στον φόρο έχουν τη δυνατότητα να εκπίπτουν τον φόρο επί της αποκτήσεως ή της παραδόσεως αγαθών και της παροχής υπηρεσιών που προορίζονται αποκλειστικώς για τη διενέργεια φορολογητέων πράξεων.
23 Προκειμένου για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν συγχρόνως για τις ανάγκες πράξεων οι οποίες παρέχουν δικαίωμα προς έκπτωση και πράξεων οι οποίες δεν παρέχουν τέτοιο δικαίωμα, το άρθρο 17, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι έκπτωση χωρεί μόνο για το μέρος του ΦΠΑ το οποίο αναλογεί στο ποσό που αντιστοιχεί στην πρώτη κατηγορία πράξεων.
24 Εντούτοις, το άρθρο 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να προσφεύγουν σε ειδικές, παρεκκλίνουσες μεθόδους καθορισμού του δικαιώματος εκπτώσεως, μεταξύ των οποίων καταλέγεται αυτή του στοιχείου δʹ της εν λόγω διατάξεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, BLC Baumarkt, C‑511/10, EU:C:2012:689, σκέψη 24).
25 Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας, κράτος μέλος δύναται να επιτρέπει σε υποκείμενο στον φόρο ή να τον υποχρεώνει να ενεργεί την έκπτωση, συμφώνως προς τον κανόνα του άρθρου 17, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, για όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες, που έχουν χρησιμοποιηθεί για το σύνολο των αναφερόμενων στο εδάφιο αυτό πράξεων.
26 Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται να εξετασθεί αν το άρθρο 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας, ερμηνευόμενο εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, έχει την έννοια ότι η μέθοδος υπολογισμού του δικαιώματος προς έκπτωση του ΦΠΑ που αυτό προβλέπει συνεπάγεται προσφυγή σε αναλογία εκπτώσεως βασισμένη στον κύκλο εργασιών.
27 Επισημαίνεται συναφώς ότι, εν αντιθέσει προς τις λοιπές μεθόδους υπολογισμού που το άρθρο 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας προβλέπει κατά παρέκκλιση, το στοιχείο δʹ της εν λόγω διατάξεως ορίζει ρητώς ότι η προβλεπόμενη από αυτό μέθοδος πρέπει να εφαρμόζεται συμφώνως προς τον κανόνα του άρθρου 17, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.
28 Πλην όμως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, ο κανόνας του άρθρου 17, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας δεν προσδιορίζει τον τρόπο υπολογισμού του μέρους του ΦΠΑ το οποίο αναλογεί στο ποσό που αντιστοιχεί στις πράξεις που παρέχουν δικαίωμα προς έκπτωση.
29 Μολοντούτο, το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 17, παράγραφος 5, της έκτης οδηγίας, το οποίο έπεται του πρώτου εδαφίου και ξεκινά με τη φράση «[η] αναλογία αυτή», παραπέμποντας, ως εκ τούτου, στο πρώτο εδάφιο, διευκρινίζει ότι η εν λόγω αναλογία πρέπει να καθορίζεται συμφώνως προς το άρθρο 19 της ιδίας οδηγίας.
30 Το άρθρο 19, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας ορίζει ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 17, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας αναλογία προκύπτει από κλάσμα με αριθμητή τον κύκλο εργασιών που αντιστοιχεί στις πράξεις οι οποίες παρέχουν δικαίωμα προς έκπτωση και παρονομαστή τον κύκλο εργασιών που αντιστοιχεί στις εν λόγω πράξεις και στις πράξεις οι οποίες δεν παρέχουν δικαίωμα προς έκπτωση.
31 Επομένως, η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας αναφορά στη συμμόρφωση με τον κανόνα του πρώτου εδαφίου της εν λόγω παραγράφου θα πρέπει να νοηθεί ως συνεπαγόμενη τη χρησιμοποίηση, κατά την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, αναλογίας εκπτώσεως βασισμένης στον κύκλο εργασιών.
32 Εξ αυτού συνάγεται ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 17, παράγραφος 5, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, καθώς και με το άρθρο 19, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, η μέθοδος υπολογισμού του δικαιώματος προς έκπτωση του ΦΠΑ που το εν λόγω άρθρο προβλέπει συνεπάγεται την προσφυγή σε αναλογία βασισμένη στον κύκλο εργασιών.
33 Δεύτερον, επιβάλλεται να εξετασθεί κατά πόσον η εκ μέρους κράτους μέλους επιβολή σε υποκείμενο στον φόρο της υποχρεώσεως εφαρμογής, επί του συνόλου των αγαθών και υπηρεσιών που αυτός απέκτησε, αναλογίας εκπτώσεως βασισμένης στον κύκλο εργασιών, τούτο δε χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η φύση και ο πραγματικός προορισμός εκάστου των εν λόγω αγαθών κα εκάστης των εν λόγω υπηρεσιών, προσκρούει στο άρθρο 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας.
34 Συναφώς, αφενός, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας προκύπτει ότι ο υπολογισμός αναλογίας εκπτώσεως για τον προσδιορισμό του εκπεστέου ΦΠΑ περιορίζεται, κατ’ αρχήν, στα αγαθά και στις υπηρεσίες που χρησιμοποιήθηκαν από υποκείμενο στον φόρο για την ταυτόχρονη πραγματοποίηση οικονομικών πράξεων που παρέχουν δικαίωμα προς έκπτωση και πράξεων οι οποίες δεν παρέχουν δικαίωμα προς έκπτωση (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Portugal Telecom, C-496/11, EU:C:2012:557, σκέψη 40, και της 9ης Ιουνίου 2016, Wolfgang und Dr. Wilfried Rey Grundstücksgemeinschaft, C‑332/14, EU:C:2016:417, σκέψη 25).
35 Αφετέρου, βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν σε υποκείμενο στον φόρο ή να τον υποχρεώνουν να ενεργεί την έκπτωση «σύμφωνα με τον κανόνα που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο […] για όλα τα αγαθά και όλες τις υπηρεσίες, που έχουν χρησιμοποιηθεί για όλες τις αναφερόμενες στο εδάφιο αυτό πράξεις».
36 Δεδομένου ότι το άρθρο 17, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας, στο οποίο παραπέμπει ρητώς το άρθρο 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, αυτής, αναφέρεται τόσο στις πράξεις που παρέχουν δικαίωμα προς έκπτωση όσο και σε εκείνες που δεν παρέχουν τέτοιο δικαίωμα, η φράση «όλες τις αναφερόμενες στο εδάφιο αυτό πράξεις» πρέπει να νοηθεί ως καταλαμβάνουσα αμφότερες των κατηγορίες πράξεων για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 17, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.
37 Πλην όμως, εν αντιθέσει προς το πρώτο εδάφιο του άρθρου 17, παράγραφος 5, της έκτης οδηγίας, το τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, του εν λόγω άρθρου 17, παράγραφος 5, δεν χρησιμοποιεί το επίθετο «ταυτόχρονη».
38 Ελλείψει τέτοιας διευκρινίσεως, το άρθρο 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενο στο σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται από τον οικείο υποκείμενο στον φόρο για τη διενέργεια τόσο πράξεων που παρέχουν δικαίωμα προς έκπτωση όσο και πράξεων που δεν παρέχουν τέτοιο δικαίωμα, χωρίς να είναι αναγκαίο τα εν λόγω αγαθά και οι εν λόγω υπηρεσίες να χρησιμοποιούνται για την ταυτόχρονη διενέργεια των δύο αυτών κατηγοριών πράξεων.
39 Υπενθυμίζεται ότι, οσάκις διάταξη του δικαίου της Ένωσης επιδέχεται πλείονες ερμηνείες, πρέπει να προκρίνεται η ερμηνεία που διασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητά της (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2000, EKW και Wein & Co, C-437/97, EU:C:2000:110, σκέψη 41).
40 Πλην όμως, ενδεχόμενη ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας ως εφαρμοζόμενου αποκλειστικώς ως προς αγαθά και υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται για την «ταυτόχρονη» πραγματοποίηση πράξεων που παρέχουν δικαίωμα προς έκπτωση και πράξεων που δεν παρέχουν τέτοιο δικαίωμα θα οδηγούσε στην απόδοση στην εν λόγω διάταξη περιεχομένου όμοιου με εκείνο του άρθρου 17, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, από το οποίο, ωστόσο, η εν λόγω διάταξη υποτίθεται ότι εισάγει παρέκκλιση.
41 Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει, βεβαίως, αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της ερμηνείας που διατυπώθηκε με τη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως με τις αρχές της αναλογικότητας των εκπτώσεων, της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος προς έκπτωση και της ουδετερότητας του ΦΠΑ.
42 Εντούτοις, παρελκούσης της εξετάσεως της ακριβούς επιρροής των εν λόγω αρχών επί της ερμηνείας του άρθρου 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας, επισημαίνεται ότι η συνεκτίμηση των αρχών αυτών, οι οποίες διέπουν το σύστημα του ΦΠΑ αλλά από τις οποίες ο νομοθέτης δύναται νομίμως να παρεκκλίνει, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογήσει ερμηνεία η οποία θα κατέλυε την πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω, εισαχθείσας κατά ρητή βούληση του νομοθέτη, παρεκκλίσεως.
43 Οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται με τη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως επιρρωννύονται εξάλλου από έναν εκ των σκοπών της έκτης οδηγίας ο οποίος, όπως προκύπτει από τη δέκατη έβδομη αιτιολογική της σκέψη, συνίσταται στην αναγνώριση της δυνατότητας προσφυγής σε σχετικώς απλούς κανόνες εφαρμογής (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2012, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑524/10, EU:C:2012:129, σκέψη 35).
44 Πράγματι, εφαρμόζοντας τον προβλεπόμενο από το άρθρο 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας κανόνα υπολογισμού, οι υποκείμενοι στον φόρο δεν έχουν την υποχρέωση να καταλογίζουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες που αγοράζουν είτε σε πράξεις παρέχουσες δικαίωμα προς έκπτωση είτε σε πράξεις που δεν παρέχουν τέτοιο δικαίωμα, είτε σε αμφότερες αυτών και, συνακολούθως, οι εθνικές φορολογικές αρχές δεν υποχρεούνται να ελέγχουν την ορθότητα του εν λόγω καταλογισμού.
45 Τρίτον, επιβάλλεται να εξακριβωθεί κατά πόσον κράτος μέλος δύναται, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 19, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας, να επιβάλλει στον εν λόγω υποκείμενο στον φόρο την υποχρέωση να χρησιμοποιεί ομοίως τη σύνθεση του κύκλου εργασιών του ως αναφορά για τον προσδιορισμό εκείνων εκ των διενεργούμενων πράξεων οι οποίες δύνανται να χαρακτηρισθούν «παρεπόμενες».
46 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας, για τον καθορισμό της αναλογίας για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου δεν λαμβάνεται υπόψη το ποσό του κύκλου εργασιών που αφορά «παρεπόμενες πράξεις επί ακινήτων ή χρηματοδοτικές». Πλην όμως, η έκτη οδηγία δεν ορίζει την εν λόγω έννοια.
47 Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, μολονότι το ύψος των εισοδημάτων που αποφέρουν οι εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της έκτης οδηγίας οικονομικές πράξεις ενδέχεται να συνιστά ένδειξη περί του ότι οι πράξεις αυτές δεν πρέπει να θεωρούνται παρεπόμενες κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, το γεγονός ότι τέτοιες πράξεις αποφέρουν εισοδήματα υψηλότερα εκείνων που συνεπάγεται η δηλούμενη ως κύρια δραστηριότητα της οικείας επιχειρήσεως δεν δύναται, αυτό καθ’ εαυτό, να αποκλείει τον χαρακτηρισμό τους ως «παρεπομένων πράξεων» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, EDM, C-77/01, EU:C:2004:243, σκέψη 77).
48 Επιπροσθέτως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οικονομική δραστηριότητα πρέπει να χαρακτηρίζεται «παρεπόμενη» κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας όταν δεν συνιστά την άμεση, διαρκή και αναγκαία προέκταση της φορολογούμενης δραστηριότητας της επιχειρήσεως και δεν συνεπάγεται εκτεταμένη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για τα οποία οφείλεται ΦΠΑ (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1996, Régie dauphinoise, C‑306/94, EU:C:1996:290, σκέψη 22· της 29ης Απριλίου 2004, EDM, C-77/01, EU:C:2004:243, σκέψη 76, και της 29ης Οκτωβρίου 2009, NCC Construction Danmark, C-174/08, EU:C:2009:669, σκέψη 31).
49 Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η σύνθεση του κύκλου εργασιών του υποκειμένου στον φόρο συνιστά στοιχείο σημαντικό για τον χαρακτηρισμό ή μη ορισμένων πράξεων ως «παρεπόμενων» κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, της έκτης οδηγίας, αλλά ότι προς τούτο πρέπει να λαμβάνονται ομοίως υπόψη η σχέση των πράξεων αυτών με τις φορολογούμενες δραστηριότητες του εν λόγω υποκειμένου στον φόρο και, ενδεχομένως, ο βαθμός κατά τον οποίον οι πράξεις αυτές συνεπάγονται χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για τα οποία οφείλεται ΦΠΑ.
50 Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων συνάγεται ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία, το άρθρο 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 19 της έκτης οδηγίας δεν αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση και σε εθνική πρακτική, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες επιβάλλουν σε υποκείμενο στον φόρο:
– την υποχρέωση εφαρμογής επί του συνόλου των αγαθών και υπηρεσιών που αυτός έχει αποκτήσει αναλογίας εκπτώσεως βασισμένης στον κύκλο εργασιών, χωρίς να προβλέπουν μέθοδο υπολογισμού βασισμένη στη φύση και στον πραγματικό προορισμό εκάστου των αγαθών και εκάστης των υπηρεσιών που αποκτήθηκαν και αντικατοπτρίζουσα αντικειμενικώς το πραγματικό μέρος των δαπανών που είναι καταλογιστέο σε εκάστη των φορολογούμενων και μη φορολογούμενων δραστηριοτήτων, και
– την υποχρέωση αναφοράς στη σύνθεση του κύκλου εργασιών του για τον προσδιορισμό των πράξεων που δύνανται να χαρακτηρισθούν «παρεπόμενες», υπό τον όρον ότι κατά τη σχετική αξιολόγηση λαμβάνονται ομοίως υπόψη η σχέση των πράξεων αυτών με τις φορολογούμενες δραστηριότητες του εν λόγω υποκειμένου στον φόρο και, ενδεχομένως, ο βαθμός κατά τον οποίον οι πράξεις αυτές συνεπάγονται χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για τα οποία οφείλεται ΦΠΑ.
Επί των δικαστικών εξόδων
51 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Κατ’ ορθή ερμηνεία, το άρθρο 17, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 19 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, δεν αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση και σε εθνική πρακτική, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες επιβάλλουν σε υποκείμενο στον φόρο:
– την υποχρέωση εφαρμογής επί του συνόλου των αγαθών και υπηρεσιών που αυτός έχει αποκτήσει αναλογίας εκπτώσεως βασισμένης στον κύκλο εργασιών, χωρίς να προβλέπουν μέθοδο υπολογισμού βασισμένη στη φύση και στον πραγματικό προορισμό εκάστου των αγαθών και εκάστης των υπηρεσιών που αποκτήθηκαν και αντικατοπτρίζουσα αντικειμενικώς το πραγματικό μέρος των δαπανών που είναι καταλογιστέο σε εκάστη των φορολογούμενων και μη φορολογούμενων δραστηριοτήτων, και
– την υποχρέωση αναφοράς στη σύνθεση του κύκλου εργασιών του για τον προσδιορισμό των πράξεων που δύνανται να χαρακτηρισθούν «παρεπόμενες», υπό τον όρον ότι κατά τη σχετική αξιολόγηση λαμβάνονται ομοίως υπόψη η σχέση των πράξεων αυτών με τις φορολογούμενες δραστηριότητες του εν λόγω υποκειμένου στον φόρο και, ενδεχομένως, ο βαθμός κατά τον οποίον οι πράξεις αυτές συνεπάγονται χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για τα οποία οφείλεται ΦΠΑ.
Αριθμ. Δ.ΕΣ.ΥΠ. 158709 ΕΞ 2016 ΕΜΠ Διαδικασία ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών
(ΦΕΚ Β'
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 5 του Ν. 3943/2011 (Α'66) «Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, στελέχωση των ελεγκτικών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών» όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει, με τις διατάξεις της παρ.3α του άρθρου 12 του Ν. 4110/2013 (Α'17).
2. Τις διατάξεις της παρ. Α' του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012(Α'222) «Έγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016- Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013- 2016»,όπως ισχύει.
3. Τις διατάξεις του άρθρου 28 του Ν. 3528/2007 (Α'26) «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών, Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.» όπως ισχύει.
4. Τις διατάξεις της αριθ. Δ.Π.Ε. 1016047 ΕΞ/26-01-2012 Κοινής απόφασης των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών (Β'659) «Οργάνωση της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών».
5. Την αριθμ. Δ6 1044950 ΕΞ 2012/15-03-2012 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Β'811) «Καθορισμός του χρόνου έναρξης λειτουργίας της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών».
6. Τις διατάξεις της περίπτωσης 1 της παραγράφου Β1 του άρθρου πρώτου του Ν. 4152/2013 (Α' 107) και της αριθ. Δ6Α 1113773 ΕΞ 2013/15-07-2013 (Β' 1748) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών με τις οποίες η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών μεταφέρθηκε στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.),
7. Τις διατάξεις της περίπτωσης α' της υποπαραγράφου 2 της παραγράφου Ε' του άρθρου πρώτου του Ν. 4254/2014 (Α' 85) με τις οποίες η αυτοτελής Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Γ.Γ.Δ.Ε. μετονομάστηκε σε Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων και υπάγεται απευθείας στο Γενικό Γραμματέα αυτής.
8. Τις διατάξεις της αριθ. Δ6Α 1058824 ΕΞ 2014/ 08-04-2014 (Β'865) απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών περί ανασυγκρότησης και ανακαθορισμού των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Γ.Γ.Δ.Ε.
9. Τις διατάξεις του Π.Δ. 111/2014 (Α' 178) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών».
10. Η αριθ. 1/20-01-2016 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (Υ.Ο.Δ.Δ.' 18) περί επιλογής και διορισμού Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
11. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
Καθορίζουμε τη διαδικασία ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
Ι. ΓΕΝΙΚΑ
Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων μας για τη διενέργεια ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και με σκοπό την ομοιόμορφη εφαρμογή της διαδικασίας ελέγχου της περιουσιακής τους κατάστασης, παρέχουμε τις παρακάτω οδηγίες, προκειμένου να διενεργηθεί ο έλεγχος, να διαπιστωθεί η περιουσιακή κατάσταση του υπαλλήλου και των μελών της οικογένειάς του και να διακριβωθεί αν η απόκτησή της, δικαιολογείται από τα εμφανή-νόμιμα εισοδήματα και πόρους του.
ΙΙ. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΛΕΓΧΟΥ
Αντικείμενο του ελέγχου είναι η διακρίβωση της περιουσιακής κατάστασης του υπαλλήλου και των μελών της οικογενείας του στην ημεδαπή και την αλλοδαπή και η διαπίστωση ότι η απόκτηση των περιουσιακών τους στοιχείων καθώς και τα ποσά που έχουν αναλωθεί σε αγορές και δαπάνες, δικαιολογούνται από τα εμφανή και νόμιμα εισοδήματά τους.
ΙΙΙ. ΕΚΤΑΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ
Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων διενεργείται για τη χρονική περίοδο που είχαν την υπαλληλική ιδιότητα και κατά την κρίση του αρμοδίου οργάνου ελέγχου ανατρέχει, σε έτη κατά τα οποία οι υπάλληλοι παρουσιάζουν φορολογικό και οικονομικό ενδιαφέρον (περιουσιακή κατάσταση είτε δυσανάλογη των εισοδημάτων τους, είτε αποκρυβείσα, είτε ανακριβώς δηλωθείσα) και όχι προγενέστερα του έτους 2000, εκτός ειδικών περιπτώσεων, με αφετηρία την 31/12 του, προ της ελεγχομένης περιόδου, έτους. Το ελεγχόμενο χρονικό διάστημα καθορίζεται κατά την έκδοση της σχετικής εντολής.
Ειδικά για τους συνταξιούχους, ο έλεγχος διενεργείται για χρονική περίοδο μέχρι τη λύση της υπαλληλικής σχέσης και εκτείνεται σε προηγούμενα έτη, ως ανωτέρω.
Εφόσον κρίνεται αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού του ελέγχου, το αρμόδιο όργανο που διενεργεί τον έλεγχο προβαίνει σε διασταύρωση στοιχείων και πληροφοριών, τα οποία είναι δυνατόν να αφορούν, πέραν της συζύγου και των προστατευομένων μελών, κατά τις φορολογικές διατάξεις, και τρίτους εμπλεκόμενους - συνδικαιούχους τραπεζικών, χρηματοοικονομικών προϊόντων, κ.λπ.
ΙV. ΕΠΙΛΟΓΗ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
Οι έλεγχοι διενεργούνται στοχευμένα, δειγματοληπτικά ή κατόπιν εμπεριστατωμένης αναφοράς. Σε περίπτωση στοχευμένων ή δειγματοληπτικών ελέγχων, η επιλογή υποθέσεων προς έλεγχο γίνεται σύμφωνα με κριτήρια ανάλυσης κινδύνου που καθορίζονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γ.Γ.Δ.Ε., η οποία δεν δημοσιοποιείται. Με την ίδια απόφαση γίνεται και ο καθορισμός του δείγματος καθώς και του προγράμματος ελέγχων.
Στις περιπτώσεις ελέγχου κατόπιν εμπεριστατωμένης αναφοράς η επιλογή υποθέσεων προς έλεγχο γίνεται κατόπιν διερεύνησης, επεξεργασίας και αξιολόγησης των στοιχείων και δεδομένων που περιέρχονται στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της Γ.Γ.Δ.Ε.
V. ΑΝΑΘΕΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ
Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) ανατίθεται σε Οικονομικούς Επιθεωρητές, που υπηρετούν στη Δ/νση Εσωτερικών Υποθέσεων της Γ.Γ.Δ.Ε, κατόπιν έκδοσης εντολής του Γενικού Γραμματέα της Γ.Γ.Δ.Ε. ή εξουσιοδοτημένου, από αυτόν, οργάνου. Η έκδοση εντολών ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Γ.Γ.Δ.Ε. γίνεται αποκλειστικά από το Αυτοτελές Τμήμα Β' Ελέγχου Περιουσιακής Κατάστασης της Δ/νσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Γ.Γ.Δ.Ε.
VI. ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ
Ο έλεγχος περιουσιακής κατάστασης διενεργείται μέσω μιας μεθοδολογίας προσδιορισμού της περιουσιακής θέσης του ελεγχόμενου, που αξιοποιεί τα στοιχεία, τις πληροφορίες και τα δεδομένα για έσοδα κάθε πηγής και τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες πάσης φύσεως, που η Φορολογική Διοίκηση διαθέτει ή συγκεντρώνει, για τον ίδιο, τον/την σύζυγό του και τα προστατευόμενα μέλη τους.
Η μεθοδολογία προσδιορισμού της περιουσιακής κατάστασης αναλύει τα έσοδα, φορολογητέα ή μη, τις μεταβολές (όχι μόνο τη χρηματική προσαύξηση) σε κινητή ή ακίνητη περιουσία οποιασδήποτε μορφής, όπως οικόπεδα, σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη, αεροσκάφη, τραπεζικές καταθέσεις και κάθε μορφής χρεόγραφα (μετοχές, τοκομερίδια, ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια κλπ.), καθώς και το κόστος εξυπηρέτησης, των ατομικών και οικογενειακών αναγκών και υποχρεώσεων του/της ελεγχόμενου υπαλλήλου.
Ο ελεγχόμενος μπορεί να δικαιολογήσει την προσαύξηση της περιουσίας του με όλους τους νόμιμους τρόπους, εφόσον έχει αποδεικτικά στοιχεία και για εισοδήματα τα οποία δεν ήταν υποχρεωμένος, βάσει διατάξεων, να είχε συμπεριλάβει στις υποβληθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος.
Η προσαύξηση περιουσίας που προκύπτει από τον έλεγχο των τραπεζικών λογαριασμών, πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς, καθόσον αναλήψεις/καταθέσεις μπορεί να αφορούν συναλλαγές - κινήσεις, που δεν συνιστούν κατ' ανάγκη φορολογητέο εισόδημα. Περαιτέρω μεταφορές χρηματικών ποσών, μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών, εξετάζονται και διερευνάται ο λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών, αφού προσκομίσει ο ελεγχόμενος τα σχετικά έγγραφα. Το θέμα που πρέπει να εξετάζεται δεν είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ανάληψης και κατάθεσης στον ίδιο ή άλλο τραπεζικό λογαριασμό αλλά αν τα αναληφθέντα ποσά υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών έτσι ώστε να μην δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό. Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να αποδειχθεί και να τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι οι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον ελεγχόμενο, από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς, δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή άλλων δαπανών οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς. Επιπλέον ο έλεγχος κρίνει και τεκμηριώνει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη, ή μη διαρκή, ή μη σταθερή πηγή, ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς.
Επίσης, ο έλεγχος λαμβάνει υπόψη και αξιοποιεί το οικονομικό ιστορικό του/της υπαλλήλου, του/της συζύγου και των προστατευόμενων μελών.
Σημειώνεται ότι, η μεθοδολογία αυτή αναπροσαρμόζει την περιουσιακή θέση του υπόχρεου με τις περιπτώσεις απόκτησης περιουσιακών στοιχείων άνευ ανταλλάγματος (κληρονομιάς, δωρεάς, γονικής παροχής, προίκας, κερδών από τυχερά παίγνια, ανταλλαγής κ.λπ.), με τις περιπτώσεις εκποίησης αυτών, καθώς και με τις ατομικές και οικογενειακές δαπάνες κάθε είδους.
Σε περίπτωση που ο ελεγχόμενος επικαλείται (ως έσοδα) κέρδη από τυχερά παίγνια θα πρέπει να προσκομίσει παραστατικά στοιχεία πιστοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας του δικαιούχου του κέρδους σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
Τέτοια παραστατικά στοιχεία ενδεικτικά είναι:
1. Για κέρδη τα οποία έχουν εξοφληθεί σε μετρητά από τα εξουσιοδοτημένα σημεία πώλησης ή τα ταμεία του ΟΠΑΠ Α.Ε./ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΑΧΕΙΑ Α.Ε. το αποδεικτικό είσπραξης κέρδους, το οποίο εκδίδεται κατά την εξόφληση του κέρδους από τις τερματικές μηχανές των εξουσιοδοτημένων σημείων πώλησης ή τα ταμεία του ΟΠΑΠ Α.Ε./ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΑΧΕΙΑ Α.Ε. και τα ποσά αυτά να αναγράφονται στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του έτους που ανάγονται.
2. Για κέρδη τα οποία έχουν εξοφληθεί από Τράπεζα, η αίτηση πληρωμής προς την Τράπεζα, η οποία εκδίδεται από τις τερματικές μηχανές των εξουσιοδοτημένων σημείων πώλησης του ΟΠΑΠ Α.Ε./ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΑΧΕΙΑ Α.Ε. και η απόδειξη της Τράπεζας όπου θα αναγράφονται τα στοιχεία του δικαιούχου ή για έτη από το 2015 και επόμενα βεβαίωση κέρδους του ΟΠΑΠ Α.Ε. που εκδίδεται ηλεκτρονικά.
Σε περίπτωση που ο ελεγχόμενος επικαλείται ότι η προσαύξηση περιουσίας προέρχεται από δωρεά, δανειοδότηση, γονική παροχή, κληρονομιά θα πρέπει να ελέγχεται αν υπήρχε η δυνατότητα από τον δωρητή, τον δανειοδότη, τον παρέχοντα, τον κληρονομούμενο, να καταβάλει τα ποσά που επικαλείται ο ελεγχόμενος, εάν έχουν πραγματοποιηθεί οι συναλλαγές καθώς και εάν έχουν καταλογιστεί τα ποσά που προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις (π.χ. δήλωση τελών χαρτοσήμου, δήλωση φόρου γονικής παροχής, φόρου δωρεάς κ.λπ.). Σε διαφορετική περίπτωση μετά το πέρας του ελέγχου σχετικό υπηρεσιακό σημείωμα αποστέλλεται στην αρμόδια Φορολογική Αρχή για τον φορολογικό έλεγχο των τρίτων αυτών προσώπων. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και σε περίπτωση που ο/η ελεγχόμενος/η, ο/η σύζυγος και τα προστατευόμενα μέλη έχουν την ιδιότητα του δωρητή, του δανειοδότη, κ.λπ. σε τρίτα πρόσωπα.
Σε περίπτωση χορήγησης δανείου από χρηματοπιστωτικό οργανισμό, θα ελέγχεται ο λόγος χορήγησης του δανείου, η εκταμίευσή του, η διάρκειά του, ο λογαριασμός εξυπηρέτησης του δανείου και η αποπληρωμή του.
Ο έλεγχος προσδιορισμού της περιουσιακής θέσης του υπόχρεου, αναλύει τα χρηματοοικονομικά προϊόντα σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, τις αγορές και τις δαπάνες κατά τη διάρκεια της ελεγχομένης περιόδου και τα συγκρίνει με τα συνολικά έσοδα κάθε έτους.
Ιδιαίτερη μνεία, κατά την επεξεργασία, γίνεται για τις καταθέσεις σε μετρητά ή επιταγές, που πραγματοποιούνται από τον ίδιο ή τρίτους, σε λογαριασμούς του και δεν αφορούν αναλήψεις/μεταφορές από λογαριασμούς του ιδίου ή εκποίηση χρηματοοικονομικών προϊόντων του.
Για την εφαρμογή της ανωτέρω μεθοδολογίας προσδιορισμού της περιουσιακής θέσης ορίζονται οι παρακάτω έννοιες:
• Καταθέσεις σε ή/ Αναλήψεις από, προσωπικούς και επαγγελματικούς λογαριασμούς σε ή/ από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Καταθέσεις σε/Αναλήψεις από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (κάθε μορφής στην Ελλάδα ή το Εξωτερικό), του ελεγχόμενου, της συζύγου και των προστατευόμενων μελών αυτών (λογαριασμοί ατομικοί ή κοινοί, προθεσμιακοί ή αόριστης διάρκειας, έντοκοι ή άτοκοι). Περιπτώσεις κοινών λογαριασμών θεωρούνται ότι ανήκουν στον πραγματικό δικαιούχο, ο οποίος καθορίζεται με βάση τις πραγματικές περιστάσεις και τη φύση των συναλλαγών. Εφόσον αυτό δεν είναι δυνατό, τα ποσά κατανέμονται κατά ίσα μέρη σε όλους τους συνδικαιούχους (ποσό διά αριθμό συνδικαιούχων).
• Περιουσιακά στοιχεία. Κινητή και ακίνητη περιουσία οποιασδήποτε μορφής του φορολογουμένου, του/ της συζύγου και των προστατευομένων μελών αυτών στην Ελλάδα ή και στο Εξωτερικό. Η αποτίμηση γίνεται με βάση την αξία κτήσης ή το κόστος κατασκευής, προσαυξημένη με την αξία/κόστος τυχόν προσθηκών ή βελτιώσεων. Στα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται και τυχόν υπάρχουσες απαιτήσεις έναντι τρίτων.
• Προστατευόμενα μέλη. Τα πρόσωπα που θεωρείται ότι βαρύνουν τον ελεγχόμενο σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. 2238/1994 ή τα εξαρτώμενα μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του Ν.4172/2013, ανάλογα με τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία εισοδήματος σε κάθε ελεγχόμενη περίοδο και υπό την προϋπόθεση, ότι δεν είναι υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
• Δαπάνες. Δαπάνες πάσης φύσεως που πραγματοποιούνται από τον ελεγχόμενο, τον/την σύζυγό του και τα προστατευόμενα μέλη αυτών, όπως αυτές προκύπτουν από τη φορολογική δήλωση, από στοιχεία που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση, ή οι δηλούμενες από τον υπόχρεο, εφόσον είναι μεγαλύτερες από τις προηγούμενες. Σε περίπτωση όπου είναι δεδομένη η πραγματοποίηση της δαπάνης, αλλά δεν είναι γνωστό το ποσό που καταβλήθηκε και δεν παρέχονται στοιχεία από το φορολογούμενο για το ύψος του, αυτό προσδιορίζεται με βάσει τα στοιχεία που έχει στην διάθεσή της η Φορολογική Διοίκηση.
Όπου αναφέρονται δαπάνες διαβίωσης (προσωπικές- οικογενειακές) αφορούν πραγματικές δαπάνες.
• Αγορά ακινήτων. Ως τίμημα αγοράς λαμβάνεται το ποσό της συνολικής επιβάρυνσης, όπως προκύπτει από τα οικεία πωλητήρια συμβόλαια, εκτός εάν από άλλα στοιχεία (τραπεζικές κινήσεις ελεγχόμενου, δάνεια, προγενέστερο φορολογικό έλεγχο, κ.λπ.) προσδιορίζεται ως «το πραγματικό» μεγαλύτερο ποσό, οπότε λαμβάνεται το ποσό αυτό.
• Ανέγερση ακινήτου. Ως ετήσια δαπάνη του ελεγχόμενου υπαλλήλου λογίζονται τα χρηματικά ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για την ανέγερση οικοδομής, δηλαδή το κόστος έκδοσης άδειας οικοδομής συμπεριλαμβανομένης και της αμοιβής του μηχανικού, την αγορά κάθε είδους υλικών με ΦΠΑ, την λήψη υπηρεσιών, τις αμοιβές του εργατικού προσωπικού και τις ασφαλιστικές εισφορές.
Το ποσό της δαπάνης για ανέγερση οικοδομών δεν μπορεί να είναι μικρότερο εκείνου που προσδιορίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 35 του Ν.2238/1994 (για το χρονικό διάστημα που ισχύουν), λαμβανομένων υπόψη των εργατικών αμοιβών, των ασφαλιστικών εισφορών και των κάθε είδους αμοιβών μηχανικών, για τη μελέτη και επίβλεψη των εργασιών.
Για την απόδειξη της ετήσιας δαπάνης ανέγερσης οικοδομής, προσκομίζονται αντίγραφα, του εντύπου υπολογισμού του ελάχιστου κόστους κατασκευής της οικοδομής (πίνακας ΕΚΟ), του τελικού πίνακα ανάλυσης κόστους κατασκευής και της δήλωσης εργασιών που έχουν κατατεθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Επίσης προσκομίζονται αντίγραφα καταβολής εργατικών αμοιβών, ασφαλιστικών εισφορών, αμοιβών μηχανικών για τη μελέτη και επίβλεψη των εργασιών, καθώς και φορολογικά στοιχεία αγοράς υλικών. Για άδειες που εκδόθηκαν πριν την εφαρμογή του άρθρου 35 του Ν. 2238/1994, θα προσκομίζονται τα ανάλογα αποδεικτικά στοιχεία.
Ως αξία των ημιτελών κτισμάτων, λαμβάνεται ανάλογα με το στάδιο - φάση κατασκευής, τουλάχιστον εκείνη που προσδιορίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 35 του Ν.2238/1994 (ελάχιστο κόστος οικοδομής), πλέον των εργατικών αμοιβών, ασφαλιστικών εισφορών και των κάθε είδους αμοιβών μηχανικών για τη μελέτη και επίβλεψη των εργασιών.
VII. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ
Α. Παροχή στοιχείων από τον ελεγχόμενο.
Στον/στην υπόχρεο κοινοποιείται επιστολή προς έλεγχο, με συνημμένα έντυπα προς συμπλήρωση, στα οποία αναγράφει τα προσωπικά, υπηρεσιακά, οικογενειακά και περιουσιακά του στοιχεία, καθώς και τα στοιχεία των λοιπών μελών της οικογενείας του/της, τα οποία επέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης ως προς την ακρίβεια και πληρότητα των αναγραφομένων, σε αυτά, στοιχείων.
Για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας, ο Οικονομικός Επιθεωρητής με την έναρξη του ελέγχου ή κατά τη διάρκεια αυτού, μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία, εντός ρητής προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες, η οποία μπορεί να παραταθεί για ισόχρονο διάστημα, για την περιουσιακή κατάσταση και τις συνθήκες διαβίωσης του ιδίου, του/της συζύγου του και των προστατευόμενων μελών τους, για τα ελεγχόμενα έτη, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που ο Οικονομικός Επιθεωρητής θεωρεί απαραίτητο.
Στα ανωτέρω μπορούν να συμπεριλαμβάνονται ενδεικτικά και όχι περιοριστικά: στοιχεία για ακίνητα (οικόπεδα, αγροτεμάχια, κτίσματα κάθε μορφής), για κινητά μέσα (οχήματα κάθε μορφής, πλωτά και εναέρια μέσα), για επενδύσεις/συμμετοχές κάθε μορφής, για καταθέσεις κάθε μορφής στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό, για διαθέσιμα, για έργα τέχνης, συλλογές και λοιπά τιμαλφή και για απαιτήσεις/υποχρεώσεις κάθε είδους κ.λπ.
Σε έκτακτες περιπτώσεις αδυναμίας των ελεγχομένων προσώπων για έγκαιρη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, το όργανο ελέγχου δύναται να παρατείνει την προθεσμία με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση.
Ειδικά ως προς τα περιουσιακά στοιχεία των κατηγοριών έργων τέχνης, συλλογών και λοιπών τιμαλφών απαιτείται η παροχή στοιχείων μόνο εφόσον η συνολική τους αξία υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ. Η δηλούμενη αξία προκύπτει είτε από σχετικό παραστατικό αγοράς ή από πράξη της φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας κατά το χρόνο κτήσης τους.
Τα ανωτέρω στοιχεία παρέχονται διακριτά για κάθε ελεγχόμενο έτος, σε περίπτωση που υπάρχουν μεταβολές.
Εφόσον, κρίνεται αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού του ελέγχου, ο Οικονομικός Επιθεωρητής που διενεργεί τον έλεγχο, μπορεί να εξετάσει σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τον ελεγχόμενο/η και οποιονδήποτε μάρτυρα.
Β. Παροχή στοιχείων από τη Φορολογική Διοίκηση
Ο Οικονομικός Επιθεωρητής συγκεντρώνει πληροφορίες και στοιχεία που αφορούν τους ελεγχόμενους/νες από τις Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών. Τα ανωτέρω στοιχεία και οι παρεχόμενες από τον ελεγχόμενο πληροφορίες λαμβάνονται υπ' όψη για τον προσδιορισμό της εικόνας αυτού.
Γ. Παροχή στοιχείων από τρίτες πηγές
Ο Οικονομικός Επιθεωρητής συγκεντρώνει, υποχρεωτικά, στοιχεία από:
• Σύστημα Μητρώου Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών
• Τράπεζες
• Τράπεζες υπό εκκαθάριση
• Ιδρύματα Πληρωμών
• Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς
• Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών
• Τράπεζα Ελλάδος
• Γ.Γ.Π.Σ.
και, προαιρετικά, από κάθε άλλη πηγή που κρίνει απαραίτητη για την ολοκλήρωση του ελέγχου.
Στην περίπτωση που ο/η ελεγχόμενος/η είναι σύζυγος επιτηδευματία και προκύπτουν κινήσεις ποσών σε τραπεζικούς λογαριασμούς, για τις οποίες ο ελεγχόμενος ισχυρίζεται, χωρίς να αποδεικνύεται, ότι αφορούν την επαγγελματική δραστηριότητα του/της συζύγου, αποστέλλεται σχετικό Υπηρεσιακό Σημείωμα στην αρμόδια Φορολογική Αρχή για φορολογικό έλεγχο, τα αποτελέσματα του οποίου κοινοποιούνται στη Δ/νση Εσωτερικών Υποθέσεων, χωρίς να επηρεάζεται χρονικά η ολοκλήρωση του ελέγχου από την απάντηση της αρμόδιας Φορολογικής Αρχής.
Σε περίπτωση μίσθωσης θυρίδας σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα, θα ζητείται η συναίνεση του/της ελεγχόμενου/ης κυρίου ή συνδικαιούχου αυτού/ής, προκειμένου να προβούμε στο άνοιγμα και την καταγραφή του περιεχομένου της θυρίδας. Σε διαφορετική περίπτωση (μη συναίνεση ελεγχόμενου) θα αποστέλλεται σχετικό αίτημα στον αρμόδιο Εισαγγελέα, με το οποίο θα ζητείται η χορήγηση άδειας, προκειμένου να προβούμε στο άνοιγμα και την καταγραφή του περιεχομένου της θυρίδας. Κατά το άνοιγμα της θυρίδας θα ζητείται και φωτοαντίγραφο της σχετικής καρτέλας (βιβλίο) επισκέψεων.
VIII. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΟΥ
Ο Οικονομικός Επιθεωρητής συντάσσει πίνακα στον οποίο καταγράφει τα παρακάτω:
Α. ΕΣΟΔΑ-ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΣΟΔΩΝ
Ο προσδιορισμός των εσόδων διενεργείται με την καταγραφή των πάσης φύσεως νομίμων εισπραχθέντων χρηματικών ποσών, όπως ενδεικτικά: μισθοί, αφορολόγητα ή εξαιρούμενα εισοδήματα, αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα, αποζημιώσεις επιτροπών, πωλήσεις μετοχών, πωλήσεις κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, κέρδη τυχερών παιχνιδιών, δωρεές χρηματικών ποσών, αγροτικά εισοδήματα, λήψη δανείων, ρευστοποίηση χρηματοοικονομικών προϊόντων, τόκοι καταθέσεων και λοιπών χρηματικών ποσών κ.λπ., βάσει δεδομένων των υποβληθεισών φορολογικών δηλώσεων, των στοιχείων που έχει στη διάθεση της η Φορολογική Διοίκηση και όσων στοιχείων προσκομίζονται από τον υπόχρεο και αποδεικνύεται η ακρίβεια, η ορθότητα και η νομιμότητα κτήσης τους.
Β. ΕΞΟΔΑ-ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΞΟΔΩΝ
Ο προσδιορισμός των εξόδων διενεργείται με την καταγραφή των πάσης φύσεως πραγματοποιηθεισών δαπανών του έτους, που επιβάρυναν τον/την υπόχρεο, σύζυγο και τα προστατευόμενα μέλη αυτών, όπως αυτές προκύπτουν από τη φορολογική δήλωση, από στοιχεία που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση ή πρόκειται για δηλούμενες δαπάνες από τον υπόχρεο, εφόσον είναι μεγαλύτερες από τις προηγούμενες.
Επίσης στο σκέλος των εξόδων υπολογίζονται και δαπάνες αγοράς κινητών (μεγάλης αξίας), ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, πληρωμές πάσης φύσεως τοκοχρεολυσίων, αγορές μετοχών - χρηματοοικονομικών προϊόντων, χρυσού, ασφαλιστικές δαπάνες, δωρεές σε τρίτους και κάθε άλλη δαπάνη για την οποία προσκομίζονται αποδεικτικά στοιχεία από τον ελεγχόμενο ή κατέχει η Φορολογική Διοίκηση.
Γ. ΟΡΙΣΜΟΣ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΥ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥ
Για τον έλεγχο περιουσιακής κατάστασης, η διαφορά μεταξύ προσδιορισθέντων εσόδων και εξόδων, κάθε έτους, ορίζεται ως διαθέσιμο υπόλοιπο.
Δ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΠΙΝΑΚΑ ΜΕ ΤΑ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΠΙΝΑΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΘΕΝΤΑ ΕΣΟΔΑ-ΕΞΟΔΑ- ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΚΑΘΕ ΕΤΟΥΣ
Ο Οικονομικός Επιθεωρητής συντάσσει, για την ελεγχόμενη περίοδο, πίνακα με το συνολικό ποσό καταθέσεων, αναλήψεων, διαθέσιμο υπόλοιπο των τραπεζικών λογαριασμών κάθε έτους, όπως αυτά προκύπτουν από τα τραπεζικά έγγραφα και πίνακα με το συνολικό ποσό των προσδιορισθέντων εσόδων, εξόδων, διαθέσιμο υπόλοιπο κάθε έτους. Οι πίνακες αυτοί αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της σχετικής πορισματικής έκθεσης.
Ε. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΥ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥ ΜΕ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ
Ως διαθέσιμο κεφάλαιο έναρξης θεωρείται και μόνο στο πρώτο ελεγχόμενο έτος, το τραπεζικό υπόλοιπο της 31/12 του προηγούμενου έτους, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το πραγματικό διαθέσιμο υπόλοιπο προηγουμένων ετών, όπως αυτό προσδιορίζεται με βάση τα δεδομένα των υποβληθεισών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, ή από στοιχεία που έχει στην διάθεσή της η Υπηρεσία. Αν συντρέχει περίπτωση, το βάρος της απόδειξης για το διαθέσιμο υπόλοιπο (περιουσιακή θέση) προηγουμένων, της έναρξης, ετών, φέρει ο ελεγχόμενος προσκομίζοντας οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, (δηλώσεις φόρου εισοδήματος, δάνεια, δωρεές, πωλήσεις μετοχών κ.λπ.).
Για κάθε ελεγχόμενο έτος, συγκρίνεται το διαθέσιμο υπόλοιπο του έτους με τη μεταβολή του τραπεζικού υπολοίπου στις 31/12 του έτους αυτού.
Όταν από τα αποτελέσματα του ελέγχου κάποιου έτους, βάσει της ανωτέρω μεθοδολογίας, προκύπτει αρνητική διαφορά μεταξύ συνολικών εσόδων και συνολικών εξόδων του υπόχρεου, της συζύγου και των προστατευομένων μελών ή μεταξύ του διαθέσιμου υπολοίπου και του τραπεζικού υπολοίπου του ιδίου έτους, μέχρι του ποσοστού πέντε τοις εκατό (5%), των συνολικών εσόδων του ιδίου έτους, η, βάσει της ανωτέρω μεθοδολογίας, εμφανιζόμενη περιουσιακή κατάσταση κρίνεται δικαιολογημένη και δεν απαιτείται ειδική τεκμηρίωση από τον έλεγχο.
Όταν η παραπάνω αρνητική διαφορά υπερβαίνει το προαναφερόμενο ποσοστό, προκειμένου η διαφορά αυτή να θεωρηθεί δικαιολογημένη απαιτείται πλήρης και τεκμηριωμένη αιτιολογία στηριζόμενη στις διαπιστώσεις του ελέγχου μετά και από την αξιολόγηση τυχόν ζητηθέντων συμπληρωματικών στοιχείων και την επαλήθευση των ισχυρισμών του ελεγχόμενου.
Περιπτώσεις διακράτησης ποσών σε μη εμφανείς τοποθετήσεις στην αρχή της ελεγχόμενης περιόδου ή στο τέλος ορισμένων εκ των ελεγχόμενων χρήσεων θα γίνονται δεκτές, είτε εάν αυτό αποδειχθεί είτε εάν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα για αυτό και επιβεβαιώνεται. Αποδεικτικά στοιχεία θα μπορούσαν να είναι αναλήψεις μετρητών από τραπεζικούς λογαριασμούς, κληρονομιά όπου τεκμηριώνεται ότι το ποσοστό της κληρονομιάς του καταβλήθηκε σε μετρητά, πώληση ακινήτου κ.λπ.
Κάθε κτήση περιουσιακού στοιχείου που συνεπάγεται, έστω και στιγμιαία, αύξηση της περιουσίας του ελεγχόμενου, θα πρέπει να δικαιολογείται η νόμιμη προέλευσή του άλλως θεωρείται καταλογιστέο περιουσιακό όφελος.
Ομοίως οποιαδήποτε κατάθεση χρηματικού ποσού σε τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα, η οποία συνεπάγεται, τη δεδομένη χρονική στιγμή της διενέργειας της, αύξηση των καταθέσεων του ελεγχόμενου και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τα προερχόμενα από εμφανείς και νόμιμες πηγές, έσοδα του ελεγχόμενου, θεωρείται καταλογιστέο περιουσιακό όφελος ανεξάρτητα από το εάν το εν λόγω ποσό εξακολουθεί να υφίσταται ως πραγματικό αποταμιευτικό υπόλοιπο στο τέλος του ελεγχόμενου έτους ή έχει γίνει ανάληψη και τυχόν ανάλωσή του για οιονδήποτε σκοπό.
ΣΤ. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΛΕΓΧΟΥ
Μετά το πέρας του ελέγχου, ο αρμόδιος Οικονομικός Επιθεωρητής συντάσσει πoρισματική έκθεση, στην οποία περιέχονται οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του.
Εάν από τα αποτελέσματα του ανωτέρω ελέγχου, προκύψουν στοιχεία, ότι ο υπάλληλος απέκτησε περιουσιακά στοιχεία που δεν δικαιολογούνται από εμφανή -νόμιμα εισοδήματα και πόρους, η Δ/νση Εσωτερικών Υποθέσεων, προβαίνει στις απαραίτητες διαδικασίες για την πειθαρχική ή και την ποινική δίωξη του υπαλλήλου, αντίστοιχα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί πειθαρχικού δικαίου, Ποινικού Κώδικα ή άλλων ειδικών ποινικών νόμων. Εάν διαπιστωθεί ανάγκη διευθέτησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα φορολογικής ή άλλης Αρχής η έκθεση αποστέλλεται στην Αρχή αυτή.
Όταν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού χρηματικού ποσού σε βάρος του ελεγχόμενου, μέχρι της αξίας του περιουσιακού οφέλους, το οποίο απέκτησε ο ίδιος ή τα μέλη της οικογένειάς του και του οποίου η προέλευση δεν δικαιολογείται, το πόρισμα αποστέλλεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. για τη φορολογία εισοδήματος του υπαλλήλου.
H παρούσα εγκύκλιος εφαρμόζεται για εντολές που θα εκδοθούν, καθώς και για εντολές που έχουν εκδοθεί αλλά δεν έχει συνταχθεί η πορισματική έκθεση.
Τέλος, κάθε προηγούμενη εγκύκλιος ή διαταγή που ρυθμίζει διαφορετικά τη διαδικασία, τον τρόπο και κάθε άλλο θέμα για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, παύει να ισχύει.
Μετά τα παραπάνω και για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων κατά την άντληση στοιχείων από τους ελεγχόμενους (φυσικά πρόσωπα) ορίζονται τα ακόλουθα υποδείγματα εντύπων:
α) Επιστολή προς τον ελεγχόμενο
β) Οικογενειακή, Υπηρεσιακή κατάσταση- Περιουσιακά στοιχεία. γ) Ερωτηματολόγιο τρόπου διαβίωσης Τα έντυπα αυτά μπορεί να τροποποιούνται/αντικαθίστανται από τον Οικονομικό Επιθεωρητή ανάλογα με τα δεδομένα του φακέλου κάθε υπόθεσης.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 15 Νοεμβρίου 2016
Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
Αριθ. ΔΔΘΤΟΚ Δ 1172203 ΕΞ 2016 Μετεγκατάσταση και επέκταση του Καταστήματος Αφορολογήτων και Αδασμολογήτων Ειδών στον Κρατικό Αερολιμένα Χανίων
(ΦΕΚ Β' 4012/15-12-2016)
Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 27 του Ν. 827/1978 «Περί ρυθμίσεως δασμολογικών θεμάτων και άλλων τινών διατάξεων» (Φ.Ε.Κ. 194/Α/1978).
2. Τις διατάξεις του άρθρου 17 του Π.δ. 86/1979 «Περί συστάσεως ιδιορρύθμου Ανωνύμου Εταιρείας δια την εκμετάλλευσιν καταστημάτων πωλήσεως αφορολογήτων και αδασμολογήτων ειδών και εγκαταστάσεως και λειτουργίας τούτων εις τα σημεία εξόδου επιβατών εξωτερικού» (Φ.Ε.Κ. 17/Α/1979).
3. Τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 120 του Ν. 2533/1997 «Χρηματιστηριακή Αγορά Παραγώγων και Άλλες Διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. 228/Α/1997).
4. Τη διάταξη του άρθρου 2, II, παρ. 5, περίπτωση (κα) της υπ’ αριθ. Δ6Α 1000473 ΕΞ 2011/3-1-2011 απόφασης Υφυπουργού Οικονομικών «Εξουσιοδότηση υπογραφής με “Με εντολή Υφυπουργού” στο Γενικό Γραμματέα Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων, στους Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων και στους Προϊσταμένους Διευθύνσεων, Αυτοτελών Τμημάτων, Τμημάτων και Αυτοτελών Γραφείων της Κεντρικής Υπηρεσίας και των Ειδικών Αποκεντρωμένων Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών» (Φ.Ε.Κ. 46/Β/2011 και Φ.Ε.Κ. 134/Β/2011).
5. Τη διάταξη του άρθρου 2 της υπ’ αριθ. Δ6Α 1033219 ΕΞ 2012/24-2-2012 απόφαση Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση εξουσιοδότησης υπογραφής “Με εντολή Αναπληρωτή Υπουργού” στο Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών» (Φ.Ε.Κ. 465/Β/2012).
6. Το υπ’ αριθ. 69/6-11-2015 αίτημα της εταιρίας «Καταστήματα Αφορολογήτων Ειδών Α.Ε.» με το οποίο ζητά την επέκταση και μετεγκατάσταση του Καταστήματος Αφορολογήτων και Αδασμολογήτων Ειδών στον Κρατικό Αερολιμένα Χανίων.
7. Το υπ’ αριθ. 6431/7-11-2016 έγγραφο του Τελωνείου Χανίων το οποίο περιλαμβάνει τη γνωμοδότηση της Επιτροπής του άρθρου 17, παρ. 2 του Π.δ. 86/1979 μετά του σχετικού τοπογραφικού διαγράμματος,
αποφασίζουμε:
1. Εγκρίνουμε τη μετεγκατάσταση και επέκταση του Καταστήματος Αφορολογήτων και Αδασμολογήτων Ειδών, εντός του τελωνειακά ελεγχόμενου χώρου, στον Κρατικό Αερολιμένα Χανίων, στις θέσεις και εκτάσεις που προσδιορίζονται στο τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει το από 27-10-2016 Πρακτικό Γνωμοδότησης της Επιτροπής του άρθρου 17, παραγράφου 2 του Π.δ. 86/1979.
2. Ο υπό παραχώρηση χώρος θα καταλαμβάνει συνολική επιφάνεια 647,16 τ.μ. και θα βρίσκεται υπό τελωνειακή παρακολούθηση.
3. Το δικαίωμα εκμετάλλευσης του καταστήματος ανήκει αποκλειστικά στην εταιρία «Καταστήματα Αφορολογήτων Ειδών Α.Ε.».
4. Η εγκατάσταση και λειτουργία του καταστήματος διέπεται από τις διατάξεις του Π.δ. 86/1979, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, από τις διατάξεις του άρθρου 120 του Ν. 2533/1997, από τις διατάξεις των υπουργικών αποφάσεων καθώς και τις σχετικές διαταγές που ρυθμίζουν θέματα σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας, ελέγχου κ.λπ. των καταστημάτων που εκμεταλλεύεται η εταιρία «Καταστήματα Αφορολογήτων Ειδών Α.Ε.».
Η απόφαση αυτή, που δεν συνεπάγεται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 28 Νοεμβρίου 2016
Με εντολή Υφυπουργού
Η Γενική Διευθύντρια Τελωνείων και Ε.Φ.Κ.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΛΟΥΡΗ
Αριθ. πρωτ.: ΔΕΦΚΦ Α 1183726 ΕΞ 2016 Οδηγίες αναφορικά με τη δυνατότητα πώλησης προϊόντων υποκείμενων σε Ε.Φ.Κ. μεταξύ αποθηκευτών με σκοπό την εξαγωγή αυτών χωρίς φυσική διακίνηση μεταξύ φορολογικών αποθηκών
Αθήνα, 13/12/2016
Αριθ. Πρωτ.:ΔΕΦΚΦ Α 1183726 ΕΞ 2016
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΚ
Δ/ΝΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΟΡΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΚΑΙ ΦΠΑ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α'-Β' - Δ'
Ταχ. Δ/νση :Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας :101 84
Πληροφορίες:Αικ. Μελανίτου - Σ. Κουλούρης -
Ε.Κερασιώτη
Τηλέφωνο:210 6987407 - 417 - 414
FAX :210 6987408
E-Mail:finencis@otenet.gr
ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
ΘΕΜΑ: «Οδηγίες αναφορικά με τη δυνατότητα πώλησης προϊόντων υποκείμενων σε Ε.Φ.Κ. μεταξύ αποθηκευτών με σκοπό την εξαγωγή αυτών χωρίς φυσική διακίνηση μεταξύ φορολογικών αποθηκών»
Σχετ.: α) Η υπ'αριθμ. ΔΕΦΚΓ 5054303ΕΞ2010/27-12-2010 Ε.Δ.Υ.Ο.
β) Η υπ'αριθμ. ΔΕΦΚ 5041345ΕΞ2013/28-11-2013 Ε.Δ.Υ.Ο.
Με αφορμή ερωτήματα φορέων αναφορικά με τη δυνατότητα πώλησης προϊόντων υποκείμενων σε Ε.Φ.Κ. μεταξύ εγκεκριμένων αποθηκευτών με σκοπό την εξαγωγή των προϊόντων αυτών χωρίς να απαιτείται προηγουμένως η μεταφορά τους από τη φορολογική αποθήκη του εγκεκριμένου αποθηκευτή-προμηθευτή στην φορολογική αποθήκη του εγκεκριμένου αποθηκευτή-εξαγωγέα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης iii) της παραγράφου 1 του άρθρου 112 του Ε.Τ.Κ. τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα μπορούν να διακινούνται υπό καθεστώς αναστολής εντός του εδάφους της κοινότητας, ακόμη και στην περίπτωση που τα προϊόντα διακινούνται μέσω τρίτης χώρας ή τρίτου εδάφους, από μια φορολογική αποθήκη σε τόπο όπου τα προϊόντα εξέρχονται από το έδαφος της κοινότητας.
2. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α) «Κύρωση Κώδικα Φ.Π.Α.», απαλλάσσονται από το Φ.Π.Α. οι παραδόσεις και ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών καθώς και οι παροχές υπηρεσιών οι οποίες πραγματοποιούνται στους χώρους που απαριθμούνται στην περίπτωση β) της ως άνω παραγράφου μεταξύ των οποίων είναι και οι φορολογικές αποθήκες με διατήρηση μιας από τις καταστάσεις που αναφέρονται στην εν λόγω περίπτωση, παραμένουν δηλαδή τα αγαθά εντός του ανασταλτικού καθεστώτος.
3. Επιπλέον, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 του ως άνω νόμου απαλλάσσεται από το Φ.Π.Α. η παράδοση αγαθών που εξάγονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον πωλητή ή από άλλο πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του πωλητή.
4. Τέλος, σύμφωνα με την αρ.πρωτ. ΔΤΔ Α 1068392 ΕΞ 2016/26.4.2016 Ε.Δ.Υ.Ο., οι παραδόσεις αγαθών που εξάγονται από την Ε.Ε. από τον πωλητή, απαλλάσσονται από Φ.Π.Α. υπό την προϋπόθεση ότι ο πωλητής υποβάλλει διασάφηση εξαγωγής κατά τα προβλεπόμενα στην τελωνειακή νομοθεσία και διαθέτει τα αποδεικτικά στοιχεία για την πραγματοποίηση της συναλλαγής και την επιβεβαίωση της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
5. Κατόπιν αυτών και στα πλαίσια απλούστευσης των διαδικασιών, ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας αλλά και τόνωσης των εξαγωγών, σας γνωρίζουμε ότι, οι ανωτέρω διατάξεις δύναται να έχουν εφαρμογή και στις περιπτώσεις πώλησης των προϊόντων Ε.Φ.Κ. μεταξύ των εγκεκριμένων αποθηκευτών με σκοπό την περαιτέρω εξαγωγή τους χωρίς να απαιτείται η φυσική διακίνηση των υποκείμενων σε Ε.Φ.Κ. προϊόντων μεταξύ των φορολογικών αποθηκών. Για το σκοπό αυτό ο εγκεκριμένος αποθηκευτής-προμηθευτής κατά την έναρξη της διαδικασίας εξαγωγής θα πρέπει να προβεί στην υποβολή του Ηλεκτρονικού Διοικητικού Εγγράφου (e-ΔΕ) ενώ η διασάφηση εξαγωγής υποβάλλεται από τον εγκεκριμένο αποθηκευτή -εξαγωγέα σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις ανωτέρω σχετικές ΕΔΥΟ. Η πίστωση της φορολογικής αποθήκης του εγκεκριμένου αποθηκευτή - προμηθευτή πραγματοποιείται κατά περίπτωση σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω β' σχετική Ε.Δ.Υ.Ο..
6. Ωστόσο, στην περίπτωση όπου σύμφωνα με την ανωτέρω α' σχετική Ε.Δ.Υ.Ο. δεν απαιτείται η υποβολή ηλεκτρονικού Διοικητικού εγγράφου (e-ΔΕ) (δηλ. η φορολογική αποθήκη βρίσκεται εντός τελωνειακά ελεγχομένου χώρου από όπου θα πραγματοποιηθεί η έξοδος των εμπορευμάτων ) για την πίστωση της φορολογικής αποθήκης θα πρέπει κατά την υποβολή της διασάφησης εξαγωγής στο πεδίο «Προϊόντα ΕΦΚ» στην ενότητα «Είδη» να αναγράφεται ο αριθμός της φορολογικής αποθήκης του εγκεκριμένου αποθηκευτή-προμηθευτή.
7. Σε περίπτωση ακύρωσης της διασάφησης εξαγωγής ο εγκεκριμένος αποθηκευτής - προμηθευτής υποχρεούται να υποβάλλει μήνυμα αλλαγής προορισμού (ΙΕ813). Ως εκ τούτου, ο εξαγωγέας ενημερώνει τον εγκεκριμένο αποθηκευτή - προμηθευτή σχετικά με το νέο προορισμό που θα λάβουν τα εμπορεύματα τα οποία εφόσον δεν προορίζονται για νέο παραλήπτη-εγκεκριμένο αποθηκευτή θα πρέπει να αποσταλούν στη φορολογική αποθήκη του εξαγωγέα ή στις περιπτώσεις αδυναμίας παραλαβής στις εγκαταστάσεις του δύναται, κατόπιν συνεννόησης με τον προμηθευτή, να επιστρέψουν στη φορολογική αποθήκη του προμηθευτή. Ευνόητο είναι ότι, στην περίπτωση αυτή τηρούνται οι προβλεπόμενες τελωνειακές διαδικασίες περί ακύρωσης -διόρθωσης τελωνειακών παραστατικών.
8. Τέλος, ανεξάρτητα από τα ανωτέρω , οι ως άνω φορείς οφείλουν να τηρούν τις διατάξεις του ν.3054/2002 (ΦΕΚ 230/Α), όπως ισχύει.
H ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΚ
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΛΟΥΡΗ
Ι.Κ.Α. αριθ. πρωτ.: Π06/55/ 2016 Χορήγηση επιδόματος ασθενείας με συνυπολογισμό χρόνου ασφάλισης ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και τ.ΤΑΞΥ
Αριθ. Πρωτ. Π06 / 55
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Δ Ι Ο Ι Κ Η Σ Η
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΣΦ/ΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΑΡΟΧΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΑΡΟΧΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ
Ταχ. Διεύθυνση : Αγ. Κων/νου 8
10241 ΑΘΗΝΑ
Αριθ. τηλεφώνου : 210 52 15 279
FAX : 210 52 28 747
E – mail : diefpar@ika.gr
ΓΕΝΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ
ΘΕΜΑ : «Χορήγηση επιδόματος ασθενείας με συνυπολογισμό χρόνου ασφάλισης ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και τ.ΤΑΞΥ»
Σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθ.3 του ν.4075/2012 (Α`89), από 1/6/2012, ο «Ειδικός Λογαριασμός Ξενοδοχοϋπαλλήλων», που συστήθηκε με τις διατάξεις του αρθ.4 παρ.2 του ν.3655/2008 (Α`58), με σκοπό τη χορήγηση παροχών σε χρήμα (επίδομα ασθένειας, κυοφορίας κλπ.) στους ασφαλισμένους του εντασσόμενου κλάδου ασθένειας του τ.ΤΑΞΥ, στους εφεξής εισερχόμενους στο επάγγελμα ξενοδοχοϋπαλλήλους καθώς και στα μέλη οικογένειας αυτών, εντάχθηκε στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και οι ασφαλισμένοι του και τα μέλη οικογενείας τους, έγιναν υποχρεωτικά ασφαλισμένοι του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και συνεχίζουν να διέπονται από τη νομοθεσία του Ειδικού Λογαριασμού Ξενοδοχοϋπαλλήλων ως προς τις παροχές σε χρήμα και συγκεκριμένα από τις διατάξεις του καταστατικού του κλάδου ασθένειας του τ. ΤΑΞΥ που ορίζεται με την αριθ,8820/1943 (Β`43) Υ.Α. όπως ισχύει.
Ως προς τη χορήγηση του επιδόματος ασθενείας, οι ασφαλισμένοι του Ειδικού Λογαριασμού Ξενοδοχοϋπαλλήλων, δικαιούνται την παροχή, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του αρθ.35 της ανωτέρω Υ.Α., ενώ οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του αρθ.35 του ν.1846/1951.
Για την πλήρωση των κατά περίπτωση προϋποθέσεων, δεν υπάρχει νομοθετική ρύθμιση (όπως ισχύει αντίστοιχα για τη χορήγηση των επιδομάτων μητρότητας), που να προβλέπει συνυπολογισμό χρόνου ασφάλισης άλλου Φορέα.
Επομένως στην περίπτωση διαδοχικής ασφάλισης στον Κλάδο Παροχών ασθένειας σε χρήμα του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και του Ειδικού Λογαριασμού Ξενοδοχοϋπαλλήλων, η καταβολή του επιδόματος ασθένειας στους ασφαλισμένους, γίνεται από το Φορέα στην ασφάλιση του οποίου επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, εφόσον έχουν πληρωθεί οι απαιτούμενες από τη νομοθεσία του προϋποθέσεις χωρίς το συνυπολογισμό του χρόνου ασφάλισης και του άλλου φορέα.
Στην περίπτωση αλλαγής ασφαλιστικού φορέα (τ. ΤΑΞΥ – ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), το κεκτημένο ήδη δικαίωμα του ασφαλισμένου στις παροχές ασθένειας, έναντι του οργανισμού από τον οποίο διακόπηκε η ασφάλιση, διατηρείται επί εξάμηνο (αρθ.8 του Ν.Δ.4202/61) από της μεταβολής του ασφαλιστικού φορέα και με την προϋπόθεση ότι δεν εξαντλείται ο προβλεπόμενος χρόνος ασφαλιστικής προστασίας.
Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΙΩΑΝΝΑ ΓΑΤΗ-ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΓΡΑΜ/ΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ και ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ
Ι.Κ.Α. αριθ. πρωτ.: Γ99/598/ 2016 Νέες συνεργαζόμενες τράπεζες μέσω ΔΙΑΣ
Αθήνα, 13/12/2016
Αριθ. Πρωτ. Γ99/598
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΚΑ
ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Δ Ι Ο Ι Κ Η Σ Η
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΣΦ/ΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΑΡΟΧΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΑΡΟΧΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ
Ταχ. Διεύθυνση: Αγ. Κων/νου 8 10241 ΑΘΗΝΑ
Αριθ. τηλεφώνου: 210 52 15 279
FAX: 210 52 28 747
E-mail: diefpar@ika.gr
ΓΕΝΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ
ΘΕΜΑ: «Νέες συνεργαζόμενες τράπεζες μέσω ΔΙΑΣ»
ΣΧΕΤ: α' το με αριθ. πρωτ.Γ31/816/28.11.2016 έγγραφο της Δ/νσης Οικονομικών Υπηρεσιών
β' το αριθ.Γ99/117/4.5.2011 Γεν. Έγγραφό μας
Σας ενημερώνουμε ότι σύμφωνα με το α' σχετικό έγγραφο της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών, στις συνεργαζόμενες τράπεζες με το σύστημα DIAS PAY προστίθενται οι εξής τράπεζες:
1. AEGEAN BALTIC BANK
2. PROCREDIT BANK
Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΙΩΑΝΝΑ ΓΑΤΗ - ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΓΡΑΜ/ΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ
Αριθ. πρωτ.: Α2β/ Γ.Π.οικ. 94803/ 2016 Παρέχονται διευκρινίσεις
Αθήνα 15 / 12 / 2016
Αριθ. Πρωτ.:Α2β/Γ.Π.οικ.94803
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΠΟΡΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
ΤΜΗΜΑ Β'
ΤΑΧ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ : Αριστοτέλους 17
ΤΑΧ. ΚΩΔΙΚΑΣ : 104 33, Αθήνα
ΤΗΛ: 2132161202, 1210, 1212
FAX: 2015228761
e-mail: prosop np b@moh.qov.qr
ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
ΘΕΜΑ: «Παρέχονται Διευκρινήσεις»
ΣΧΕΤ.: Οι διατάξεις των άρθρων 44 και 45 του ν. 4440/2016 (ΦΕΚ 224/Α/2-12-2016).
Σας γνωρίζουμε ότι με το άρθρο 44 του ν. 4440/2016 (ΦΕΚ 224/Α/2016) παρέχεται η δυνατότητα σύστασης προσωποπαγών θέσεων στους οικείους φορείς, για το διορισμό των καταταγέντων που περιλαμβάνονται στους πίνακες διοριστέων Α.Σ.Ε.Π. της 1ΕΓ/2016 προκήρυξης, και για τους οποίους δεν υφίστανται οι αντίστοιχες του κλάδου και της ειδικότητάς τους οργανικές θέσεις.
Στις περιπτώσεις αυτές, εάν στον φορέα διορισμού δεν υφίστανται οι αντίστοιχες του κλάδου ή της ειδικότητάς τους οργανικές θέσεις, οι καταταγέντες στους πίνακες διοριστέων Α.Σ.Ε.Π. της 1ΕΓ/2016 προκήρυξης, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, διορίζονται στον ίδιο φορέα, σε προσωποπαγείς θέσεις οι οποίες συνιστώνται με την απόφαση διορισμού τους και με παράλληλη δέσμευση κενής οργανικής θέσης της ίδιας κατηγορίας, για όσο χρόνο υφίσταται η προσωποπαγής θέση.
Οι προσωποπαγείς θέσεις που συστήνονται με βάση την συγκεκριμένη διάταξη, καταργούνται αυτοδίκαια με την με οποιοδήποτε τρόπο αποχώρηση των υπαλλήλων που τις κατέχουν από την υπηρεσία.
Επίσης, με το άρθρο 45 του ως άνω νόμου, παρέχεται η δυνατότητα ανακατανομής των υποψηφίων που περιλαμβάνονται σε πίνακες διοριστέων του Α.Σ.Ε.Π. έτους 1998, σε άλλη υπηρεσία ή άλλο εποπτευόμενο φορέα του ίδιου Υπουργείου.
Η συγκεκριμένη διάταξη μπορεί να έχει εφαρμογή, παραδείγματος χάριν, για τις εξής περιπτώσεις:
α) Όταν στον φορέα διορισμού προβλέπεται ο κλάδος και η ειδικότητα των διοριστέων, αλλά ο φορέας διαθέτει λιγότερες κενές οργανικές θέσεις από τον αριθμό των διοριστέων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η ολοκλήρωση της διαδικασίας διορισμού των υποψηφίων.
β) Όταν ο υποψήφιος προς διορισμό για εξαιρετικούς λόγους, τους οποίους οφείλει να δηλώσει εγγράφως, δεν επιθυμεί τον διορισμό του στον συγκεκριμένο φορέα, στον οποίο έχει διατεθεί προς διορισμό. Ειδικά για την περίπτωση αυτήν, το αίτημα του υποψηφίου θα πρέπει να συνοδεύεται από σχετική εισήγηση της διοίκησης του φορέα, στον οποίο έχει διατεθεί προς διορισμό.
Προκειμένου να εφαρμοστεί η διαδικασία που προβλέπεται στην συγκεκριμένη διάταξη για την ανακατανομή των διοριστέων, παρακαλούνται οι Δ.Υ.Πε. να ενημερώσουν την υπηρεσία μας σχετικά (το αργότερο μέχρι την Τετάρτη 21-12-2016) και σε συνέχεια των αναφερομένων στην αριθμ. Α2β/Γ.Π.οικ.81152/27-10-2016 εγκύκλιό μας, προκειμένου να υποβάλουμε σχετικό αίτημα στο Υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης.
Κατόπιν των ανωτέρω, παρακαλούμε για τις δικές σας άμεσες ενέργειες, δεδομένης της υποχρέωσης τήρησης της προθεσμίας τριών μηνών από την έκδοση της απόφασης κατανομής, για την ολοκλήρωση του διορισμού των υποψηφίων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 32 του ν. 4440/2016.
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ