Quantcast
Channel: Taxheaven - Νέες αποφάσεις
Viewing all 7448 articles
Browse latest View live

Αριθ. Γ1β Γ.Π. οικ. 11361/ 2017 Τροποποίηση της υπ’ αριθ. Υ1γ/Γ.Π./οικ. 75888/2.09.2014 (ΦΕΚ 2377 Β΄) κοινής υπουργικής απόφασης «Ένταξη διαδικασιών αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας στα ΚΕΠ που λειτουργούν ως Ενιαία Κέντρα Εξυπηρέτησης (ΕΚΕ)»

$
0
0
Αριθ. Γ1β Γ.Π. οικ. 11361

(ΦΕΚ Β' 772/13-03-2017)

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ - ΥΓΕΙΑΣ - ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ

Έχοντας υπόψη τις διατάξεις:

1. Του άρθρου 43 του ν. 4025/2011 (ΦΕΚ 228 Α΄) «Ανασυγκρότηση φορέων Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Κέντρα Αποκατάστασης, Αναδιάρθρωση ΕΣΥ και Άλλες Διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

2. Του α.ν. 2520/1940 (ΦΕΚ 273 Α΄) «Περί Υγειονομικών Διατάξεων», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

3. Του π.δ/τος 106/2014 (ΦΕΚ 173 Α΄) «Οργανισμός του Υπουργείου Υγείας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

4. Του άρθρου 58 του ν. 4075/2012 (ΦΕΚ 89 Α΄) «Θέματα Κανονισμού Ασφάλισης Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. Ασφαλιστικών Φορέων, προσαρμογή της νομοθεσίας στην Οδηγία 2010/18/ΕΕ και λοιπές διατάξεις».

5. Του ν. 3370/2005 (ΦΕΚ 176 Α΄) «Για την οργάνωση και λειτουργία των Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας και λοιπές Διατάξεις», όπως ισχύει.

6. Του ν. 3852/2010 (ΦΕΚ 87 Α΄) «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της αποκεντρωμένης Διοίκησης - Πρόγραμμα Καλλικράτης», όπως ισχύει.

7. Των άρθρων 75 και 80 του ν. 3463/2006 (ΦΕΚ 114 Α΄) «Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων», όπως ισχύει.

8. Των άρθρων 2 και 3 του ν. 3919/2011 (ΦΕΚ 32 Α΄) «Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων», όπως ισχύουν.

9. Της παρ. 9 του άρθρου 42 του ν. 4386/2016 (ΦΕΚ 83 Α΄) «Ρυθμίσεις για την έρευνα και άλλες διατάξεις».

10. Του π.δ/τος 63/2005 (ΦΕΚ 98 Α΄) «Κωδικοποίηση της Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα».

11. Του π.δ/τος 73/2015 (ΦΕΚ 116 Α΄ και 121 Α΄) «Διορισμός του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».

12. Του π.δ/τος 24/2015 (ΦΕΚ 20 Α΄) «Σύσταση και μετονομασία Υπουργείων μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων».

13. Του π.δ/τος 123/2016 (ΦΕΚ Α΄ 208) «Ανασύσταση και μετονομασία του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ανασύσταση του Υπουργείου Τουρισμού, σύσταση Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, μετονομασία Υπουργείων Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων».

14. Του π.δ/τος 125/2016 (ΦΕΚ Α΄ 210) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».

15. Του π.δ/τος 99/2014 (Α΄ 166) «Οργανισμός του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης», όπως ισχύει.

16. Της παρ. 3 του άρθρου 3 και του άρθρου 4 του ν. 2690/1999 (ΦΕΚ 45 Α΄) «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει.

17. Της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 3013/2002 (ΦΕΚ 102 Α΄) «Αναβάθμιση της πολιτικής προστασίας και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει.

18. Των παρ. 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 10 του ν. 3230/2004 (ΦΕΚ 44 Α΄) «Καθιέρωση συστήματος διοίκησης με στόχους, μέτρηση της αποδοτικότητας και άλλες διατάξεις», όπως ισχύουν.

19. Της παρ. 13 του άρθρου 25 του ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α΄) «Συγκρότηση της πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης».

20. Των άρθρων 6, 9, 10 και 14 του ν. 3844/2010 (ΦΕΚ 63 Α΄) «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2006/123 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και άλλες διατάξεις».

21. Της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3979/2011 (ΦΕΚ 138 Α΄) «Για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και λοιπές διατάξεις», όπως ισχύουν.

22. Του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98 Α΄) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα».

23. Του ν. 3861/2010 (ΦΕΚ 112 Α΄) «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο «Πρόγραμμα Διαύγεια» και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει.

24. Του άρθρου 1 του ν. 4250/2014 (ΦΕΚ 74 Α΄) «Διοικητικές Απλουστεύσεις - Καταργήσεις, Συγχωνεύσεις Νομικών Προσώπων και Υπηρεσιών του Δημοσίου Τομέα - Τροποποίηση Διατάξεων του π.δ. 318/1992 (Α΄ 161) και λοιπές ρυθμίσεις».

25. Της αριθ. Υ1γ/ Γ.Π/οικ. 75888/2.9.2014 (ΦΕΚ 2377 Β΄) κοινής υπουργικής απόφασης «Ένταξη διαδικασιών αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας στα ΚΕΠ που λειτουργούν ως Ενιαία Κέντρα Εξυπηρέτησης (ΕΚΕ)».

26. Της υπουργικής απόφασης 2/30508/0004/5.5.2015 «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότησης υπογραφής "Με εντολή Υπουργού" στους Γενικούς Γραμματείς του Υπουργείου Οικονομικών και στον Ειδικό Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών, πλην της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, στους Προϊσταμένους των υπαγόμενων σε αυτούς οργανικών μονάδων καθώς και στους Προϊσταμένους των οργανικών μονάδων που υπάγονται απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών» (Β΄ 785), όπως ισχύει.

27. Της αριθ. ΔΙΑΔΠ/Α1/18368/25.09.2002 (ΦΕΚ 1276 Β΄) απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης «Καθορισμός του τύπου και του περιεχομένου της υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (ΦΕΚ 75 Α΄)».

28. Της αριθ. ΔΙΑΔΠ/Φ.Α. 1/18613/27.08.2010 (ΦΕΚ 1334 Β΄) απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών «Απλούστευση διαδικασιών για την πρόσβαση
σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και την άσκησή της, σε εκτέλεση του άρθρου 6 του ν. 3844/2010 (ΦΕΚ 63/Α/3-5-2010)».

29. Της αριθ. ΥΑΠ/Φ. 19.7/14/380/20.09.2010 (ΦΕΚ 1561 Β΄) απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης για την οργάνωση, λειτουργία και αρμοδιότητες των Ενιαίων Κέντρων Εξυπηρέτησης (ΕΚΕ) και την ηλεκτρονική διεκπεραίωση διαδικασιών από τα ΕΚΕ όπως τροποποιήθηκε με την αριθ. ΔΟΛΚΕΠ/Φ.16/2/οικ. 2406/2011 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΦΕΚ Β΄ 261) και με την αρ. ΥΑΠ/Φ. 19.7/166/7-2-2013 απόφαση Υφυπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΦΕΚ Β΄ 401).

30. Το γεγονός ότι από την εφαρμογή της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1


Τροποποιείται η αριθ. Υ1γ/ Γ.Π/οικ. 75888/2.9.2014 (ΦΕΚ 2377 Β΄) «Ένταξη διαδικασιών αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας στα ΚΕΠ που λειτουργούν ως Ενιαία Κέντρα Εξυπηρέτησης (ΕΚΕ)» κοινή υπουργική απόφαση ως προς τους τίτλους εκπαίδευσης και κατάρτισης που απαιτούνται για την άσκηση των επαγγελμάτων του κομμωτή - κουρέα και του τεχνίτη περιποίησης χεριών και ποδιών, σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 42 του ν. 4386/2016 (ΦΕΚ 83 Α΄).

Άρθρο 2

Με την έκδοση της παρούσης, καταργούνται τα έντυπα της αριθ. Υ1γ/ Γ.Π/οικ. 75888/2.9.2014 (ΦΕΚ 2377 Β΄) «Ένταξη διαδικασιών αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας στα ΚΕΠ που λειτουργούν ως Ενιαία Κέντρα Εξυπηρέτησης (ΕΚΕ)» κοινής υπουργικής απόφασης και πλέον για τη διεκπεραίωση των διοικητικών διαδικασιών «Αναγγελία άσκησης επαγγέλματος κομμωτή - κουρέα» και «Αναγγελία άσκησης επαγγέλματος τεχνίτη περιποίησης χεριών και ποδιών» συμπληρώνονται και υποβάλλονται τα συνημμένα στην παρούσα έντυπα αίτησης - υπεύθυνης δήλωσης, τα οποία και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής.

Βλέπε συνημμένο αρχείο

Η ισχύς της παρούσης απόφασης ισχύει από τη δημοσίευση αυτής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Από την έκδοση της παρούσης απόφασης καταργείται κάθε σχετική διάταξη που αντίκειται στην παρούσα.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 14 Φεβρουαρίου 2017

Οι Υπουργοί

Οικονομικών
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

Υγείας
ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ

Διοικητικής Ανασυγκρότησης
ΟΛΓΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΗ

Αριθ. πρωτ.: ΔΔΑΔ Β 1038438 ΕΞ 2017 Ανακοίνωση - Πρόσκληση για μετατάξεις υπαλλήλων προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων βάσει των διατάξεων του άρθρου 38 του Ν.4456/2016 (ΦΕΚ Α/24/01-03-2017) και του άρθρου 71 του Ν. 3528/2007 (ΦΕΚ Α/26/9.02.2007)

$
0
0

Αθήνα, 14/03/2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΔΑΔ Β 1038438 ΕΞ 2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
 


ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΤΜΗΜΑ Β

Ταχ. Δ/νση :Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας :10184 Αθήνα
Πληροφορίες :Μ.ΠΙΛΑΤΗ
Τηλέφωνο :210 33 75 106
Fax:210 33 75 233

Θέμα: «Ανακοίνωση - Πρόσκληση για μετατάξεις υπαλλήλων προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων βάσει των διατάξεων του άρθρου 38 του Ν.4456/2016 (ΦΕΚ Α/24/01-03-2017) και του άρθρου 71 του Ν. 3528/2007 (ΦΕΚ Α/26/9.02.2007)»

Ι. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

1. Οι διατάξεις του άρθρου 18 και 15 του Ν.4440/2016 (ΦΕΚ 224/Α/02-12-2016) «Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας στη Δημόσια Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, υποχρεώσεις των προσώπων που διορίζονται στις θέσεις των άρθρων 6 και 8 του N. 4369/2016, ασυμβίβαστα και πρόληψη των περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων και λοιπές διατάξεις», όπως αυτό αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 38 του Ν.4456/2017 (ΦΕΚ 24/Α/01-03-2017) «Συμπληρωματικά μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 1141/2014 περί ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων και ιδρυμάτων, μέτρα επιτάχυνσης του κυβερνητικού έργου αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών και άλλες διατάξεις».

2. Οι διατάξεις των άρθρων 71 παρ. 1, 3 και 5 και 73 παρ.5 και 74 του Ν. 3528/2007 (ΦΕΚ Α/26/9.02.2007) «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ», όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν.

3. Οι διατάξεις του άρθρου 68 του Ν. 4002/2011 (ΦΕΚ 180/Α'/22-8-2011) «Τροποποίηση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου - Ρυθμίσεις για την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική εξυγίανση - Θέματα αρμοδιότητας Υπουργείων Οικονομικών, Πολιτισμού και Τουρισμού και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης».

4. Οι διατάξεις του άρθρου 118 και 119 του Π.Δ. 111/2014 ΦΕΚ 178/Α/29-08-2014) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών», όπως ισχύουν.

5. Οι διατάξεις των άρθρων 5, 6, 14, 18, 21, 25, 26, 27 και 28 του Π.Δ. 50/2001 (ΦΕΚ Α/39/75-3-2001) περί «Καθορισμού των προσόντων διορισμού σε θέσεις φορέων του δημόσιου Τομέα», όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν.

6. Την υπ'αρ. ΔΙΔΑΔ/Φ.48/49/οίκ.25958/15.12.2011 εγκύκλιο του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, περί «εφαρμογής διατάξεων του άρθρου 68 παρ. 1 και 2 του ν.4002/2011 και του ν.4024/2011 για τη μετάταξη/μεταφορά προσωπικού με γενικές ή ειδικές διατάξεις».

II. ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ

Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), προκειμένου να καλύψει τις υπηρεσιακές της ανάγκες σε διάφορους κλάδους προτίθεται να προβεί σε μετατάξεις 199 μόνιμων υπαλλήλων, οι οποίοι πρόκειται να στελεχώσουν διάφορες Υπηρεσίες ως ακολούθως:







III. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΑΞΕΩΝ

1. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑΤΑΞΕΩΝ


Οι μετατάξεις θα διενεργηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 71 παρ. 1,3 και 5, 73 και 74 του Ν. 3528/2007 (ΦΕΚ 26/Α'/9-2-2007), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, σε αντίστοιχες κενές οργανικές, μετά από γνώμη του αρμόδιου Υπηρεσιακού Συμβουλίου.

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας λήψης απόφασης στο αρμόδιο Υπηρεσιακό συμβούλιο και πριν την έκδοση της σχετικής απόφασης μετάταξης, θα αποσταλεί στη Δ/νση Προσλήψεων προσωπικού του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης αίτημα για την έγκριση της πλήρωσης των ζητούμενων θέσεων με μετάταξη από την Επιτροπή της ΠΥΣ 33/06, σύμφωνα με το άρθρο 68 του Ν. 4002/2011 (ΦΕΚ 180/Α'/22-8-2011).

2. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

Μόνιμοι υπάλληλοι άλλων Υπουργείων, Ν.Π.Δ.Δ. ή άλλων Δημόσιων Υπηρεσιών.

Δεν επιτρέπεται μετάταξη υπαλλήλου πριν παρέλθουν πέντε (5) έτη από το διορισμό ή από προηγούμενη μετάταξη ή έχουν οιοδήποτε κώλυμα από άλλη γενική ή ειδική διάταξη (π.χ. μετάταξη σε παραμεθόριο περιοχή με υποχρεωτική παραμονή κ.τ.λ.). (αρθ. 19 παρ. 5 του Ν. 3801/2009)

Οι υποψήφιοι κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, θα πρέπει να κατέχουν τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα(ουσιαστικά και πρόσθετα) όπως αυτά προσδιορίζονται ακολούθως.

IV. ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΤΥΠΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ

Τα απαιτούμενα και πρόσθετα προσόντα για τους προς μετάταξη κλάδους προσδιορίζονται παρακάτω ως εξής:

1. Κλάδοι ΠΕ/ΤΕ Πληροφορικής

Α. Απαιτούμενα Προσόντα:
Πτυχίο ή δίπλωμα Πληροφορικής (κλάδου ΤΕ ή ΠΕ) ομώνυμο ή ταυτόσημο της ημεδαπής ή ισότιμο αντίστοιχης ειδικότητας σχολών της αλλοδαπής.

Β. Ουσιαστικά Προσόντα:
Γνώση και εμπειρία σε ανάπτυξη διαδικτυακών εφαρμογών και πληροφοριακών συστημάτων γενικότερα και σε πλατφόρμες επιχειρησιακής νοημοσύνης (business intelligence) ή/και γνώσεις σε όλα τα απαιτούμενα στάδια κύκλου ζωής εφαρμογών(όπως ανάλυση, σχεδίαση, ανάπτυξη) ή/και γνώσεις στη σχεδίαση και διαχείριση βάσεων δεδομένων ή/και γνώσεις και εμπειρία σε τεχνολογίες για την εξόρυξη δεδομένων(data mining) και την ανάλυση τους ή/και εμπειρία και εξειδίκευση σε θέματα ασφαλείας πληροφοριακών συστημάτων.
• Επισημαίνεται, ότι σε αναφορά και των υπηρεσιακών αναγκών, θα συνεκτιμηθεί κατά την αξιολόγηση των σχετικών αιτήσεων η Πολύ καλή γνώση ξένης γλώσσας.

2. Κλάδος ΠΕ Μηχανικών

Α. Απαιτούμενα Προσόντα:
Ομώνυμο ή ταυτόσημο κατά περιεχόμενο ειδικότητας, πτυχίο ή δίπλωμα ΑΕΙ της ημεδαπής ή ισότιμο αντίστοιχης ειδικότητας σχολών της αλλοδαπής.

Β. Πρόσθετα Προσόντα:
Απαιτείται επίσης η γνώση Χειρισμού Η/Υ τουλάχιστον στα αντικείμενα (α) επεξεργασίας κειμένων, (β) υπολογιστικών φύλλων, (γ) υπηρεσιών διαδικτύου.
•  Επισημαίνεται, ότι σε συνάρτηση των υπηρεσιακών αναγκών, καθώς και του αντικειμένου των εργασιών των υπό στελέχωση Υπηρεσιών, θα δοθεί προτεραιότητα στις εξής ειδικότητες: Πολιτικού Μηχανικού, Αρχιτέκτονα, Μηχανολόγου και Ηλεκτρολόγου. Επίσης 2 θέσεις θα στελεχωθούν από προσωπικό ειδικότητας Μηχανικού Hardware. Επίσης κατά την αξιολόγηση των σχετικών αιτήσεων θα συνεκτιμηθεί η Πολύ καλή γνώση ξένης γλώσσας, καθώς και η γνώση Η/Υ.

3. Κλάδος ΠΕ Χημικών

Α. Απαιτούμενα Προσόντα:
> Πτυχίο ή δίπλωμα Τμημάτων ΑΕΙ της ημεδαπής Χημείας ή Χημικών Μηχανικών περιλαμβανομένων και των πτυχίων ή διπλωμάτων του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (Ε.Α.Π.) ή ισότιμων τίτλων σχολών της ημεδαπής ή αλλοδαπής αντίστοιχης ειδικότητας.
>    Καλή γνώση της Αγγλικής ή γερμανικής ή γαλλικής γλώσσας.
• Επισημαίνεται, ότι σε αναφορά και των υπηρεσιακών αναγκών, θα συνεκτιμηθεί κατά την αξιολόγηση των σχετικών αιτήσεων η Πολύ καλή γνώση ξένης γλώσσας, καθώς και η γνώση Η/Υ.

4. Εκπαιδευτική κατηγορία ΠΕ-Κλάδοι Εφοριακών/Δημοσιονομικών/Τελωνειακών

Α. Απαιτούμενα Προσόντα:
> Πτυχίο ή δίπλωμα Τμημάτων ΑΕΙ της ημεδαπής:
- Νομικής ή το ομώνυμο πτυχίο ή δίπλωμα Ε.Α.Π. (Α.Ε.Ι.) ή Π.Σ.Ε. (Α.Ε.Ι.) της ημεδαπής ή ισότιμος τίτλος αντίστοιχης ειδικότητας σχολών της ημεδαπής ή αλλοδαπής.
- Οικονομικών, Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών, Δημόσιων Οικονομικών, Περιφερειακής και Οικονομικής Ανάπτυξης, Στατιστικής, Στατιστικής και Αναλογιστικής Επιστήμης, Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης, Στατιστικής και Αναλογιστικών-Χρηματοοικονομικών Μαθηματικών, Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής, Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής, Λογιστικής Χρηματοοικονομικής και Ποσοτικής Ανάλυσης.
- Βιομηχανικής Διοίκησης και Τεχνολογίας, Ναυτιλιακών Σπουδών, Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων, Τεχνολογίας και Συστημάτων Παραγωγής, Διοίκησης Επιχειρήσεων, Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών, Επιχειρησιακής Έρευνας και Μάρκετινγκ, Δημόσιας Διοίκησης, Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης.
- Μαθηματικών ή Φυσικής ή τα ομώνυμα πτυχία ή δίπλωμα Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ) ΑΕΙ ή Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (ΠΣΕ) ΑΕΙ της ημεδαπής ή ισότιμος τίτλος σχολών της ημεδαπής ή αλλοδαπής, αντίστοιχης ειδικότητας. ή πτυχία ή δίπλωμα Τμημάτων ΑΕΙ της ημεδαπής ή αλλοδαπής οποιασδήποτε κατεύθυνσης με αναγνωρισμένα μεταπτυχιακά ή διδακτορικό τίτλο σπουδών νομικής, οικονομικής ή διοικητικής κατεύθυνσης.
> Καλή γνώση της Αγγλικής ή γερμανικής ή γαλλικής γλώσσας.
• Επισημαίνεται, ότι σε αναφορά και των υπηρεσιακών αναγκών, θα συνεκτιμηθεί κατά την αξιολόγηση των σχετικών αιτήσεων η Πολύ καλή γνώση ξένης γλώσσας, καθώς και η γνώση Η/Υ.

5. Κλάδος ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού

Α. Απαιτούμενα Προσόντα:
Πτυχίο ή δίπλωμα οποιουδήποτε Τμήματος ΑΕΙ της ημεδαπής, περιλαμβανομένων και των πτυχίων ή διπλωμάτων του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (Ε.Α.Π.) και των Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (Π.Σ.Ε.), ή ισότιμων σχολών της αλλοδαπής.

Β. Πρόσθετα Προσόντα: Απαιτείται επίσης η γνώση Χειρισμού Η/Υ τουλάχιστον στα αντικείμενα (α) επεξεργασίας κειμένων, (β) υπολογιστικών φύλλων, (γ) υπηρεσιών διαδικτύου.
• Επισημαίνεται, ότι σε συνάρτηση των υπηρεσιακών αναγκών, καθώς και του αντικειμένου των εργασιών των υπό στελέχωση Υπηρεσιών, θα δοθεί προτεραιότητα σε πτυχία σχετικά με τις Οικονομικές Επιστήμες και γνώσεις σε αντίστοιχα θέματα, όπως ιδίως γενικής λογιστικής, δημόσιου λογιστικού ή/και κρατικών προμηθειών, καθώς και Νομικής. Επίσης κατά την αξιολόγηση των σχετικών αιτήσεων θα συνεκτιμηθεί η Πολύ καλή γνώση ξένης γλώσσας.

6. Κλάδος ΔΕ Οδηγών

Α. Απαιτούμενα Προσόντα:
> Δίπλωμα επαγγελματικής κατάρτισης Ι.Ε.Κ. ειδικοτήτων (α) τεχνικού αυτοκινήτων οχημάτων ή (β) εκπαιδευτή υποψηφίων οδηγών αυτοκινήτων ή πτυχίο Α" ή Β" κύκλου σπουδών ΤΕΕ ειδικότητας Μηχανών και Συστημάτων Αυτοκινήτου ή απολυτήριος τίτλος ενιαίου πολυκλαδικού λυκείου τμήματος Μηχανικών αυτοκινήτων ή τεχνικής επαγγελματικής σχολής Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ειδικότητας Μηχανών Αυτοκινήτου ή σχολής Μαθητείας του Ο.Α.Ε.Δ. ειδικότητας Μηχανοτεχνίτη αυτοκινήτου ή άλλος ισότιμος τίτλος σχολικής μονάδας της ημεδαπής ή αλλοδαπής, αντίστοιχης ή συναφούς ειδικότητας που καθορίζεται κάθε φορά με την προκήρυξη πλήρωσης των θέσεων.
> Επαγγελματική άδεια οδήγησης

7. Κλάδος ΔΕ Τεχνικών

Α. Απαιτούμενα Προσόντα:
Ομώνυμο ή αντίστοιχο κατά περίπτωση ειδικότητας πτυχίο ή δίπλωμα σχολικών μονάδων, τα οποία περιγράφονται ως εξής:
Περιλαμβάνονται όλες οι ειδικότητες:
α) των τομέων:
Μηχανολογικού ή Ηλεκτρονικού ή Ηλεκτρολογικού ή Κατασκευών, Α' ή Β' κύκλου σπουδών των Τεχνικών - Επαγγελματικών Εκπαιδευτηρίων,
β) των κλάδων:
Δομικών έργων ή Μηχανολογίας ή Ηλεκτρολογίας ή Ηλεκτρονικής, των ενιαίων πολυκλαδικών λυκείων,
γ) των τομέων:
Μηχανολογικού ή Ηλεκτρολογικού ή Ηλεκτρονικού ή Δομικού, των τεχνικών - επαγγελματικών λυκείων,
δ) των τμημάτων:
Μηχανολογικού ή Ηλεκτρολογικού ή Ηλεκτρονικού ή Δομικών κατασκευών, των τεχνικών - επαγγελματικών σχολών.
Περιλαμβάνονται, επίσης, αντίστοιχες ειδικότητες των τομέων Ι.Ε.Κ., αντίστοιχες ειδικότητες των σχολών μαθητείας Ο.Α.Ε.Δ. του Ν. 1346/1983 (ΦΕΚ 46/Α), ή άλλων ισότιμων τίτλων σχολικών μονάδων της ημεδαπής ή αλλοδαπής, καθώς και η ειδικότητα χειριστών χωματουργικών και ανυψωτικών μηχανημάτων.
• Επισημαίνεται, ότι σε συνάρτηση των υπηρεσιακών αναγκών, καθώς και του αντικειμένου των εργασιών των υπό στελέχωση Υπηρεσιών, θα δοθεί προτεραιότητα ιδίως για την κάλυψη της θέσης στην Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού στην ειδικότητα του Χειριστή χωματουργικών και ανυψωτικών μηχανημάτων.

8. Εκπαιδευτική Κατηγορία ΔΕ-Κλάδοι Εφοριακού/Τελωνειακού/ Διοικητικού

Α. Απαιτούμενα Προσόντα:

> Δίπλωμα, πτυχίο ή απολυτήριος τίτλος ως ακολούθως:
- Δίπλωμα Επαγγελματικής Κατάρτισης Ι.Ε.Κ. οποιασδήποτε ειδικότητας του τομέα Χρηματοπιστωτικών και Διοικητικών Υπηρεσιών (πρώην Οικονομίας και Διοίκησης) ή
- Πτυχίο Β' κύκλου Σπουδών Τ.Ε.Ε., ανεξάρτητα από ειδικότητα ή πτυχίο Α' κύκλου Σπουδών Τ.Ε.Ε. οποιασδήποτε ειδικότητας του τομέα Οικονομίας και Διοίκησης ή
- Απολυτήριος τίτλος Ενιαίου Λυκείου ή Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου, Κλάδων:
α) Διοικητικών Υπηρεσιών - Γραμματέων,
β) Οικονομίας,
γ) Βιβλιοθηκονομίας ή
- Τεχνικού Επαγγελματικού Λυκείου των τμημάτων:
α) Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων,
β) Υπαλλήλων Επιχειρήσεων Μεταφορών,
γ) Υπαλλήλων Λογιστηρίου,
δ) Υπαλλήλων Διοίκησης,
ε) Εμπορικών Επιχειρήσεων ή
- Λυκείου Γενικής κατεύθυνσης ή άλλος ισότιμος και αντίστοιχος τίτλος σχολικής μονάδας της ημεδαπής ή της αλλοδαπής.
> Γνώση χειρισμού Η/Υ στα αντικείμενα:
α) επεξεργασία κειμένων
β) υπολογιστικά φύλλα
γ) υπηρεσίες διαδικτύου.
• Επισημαίνεται ότι οι ενδιαφερόμενοι για μετάταξη στην κατηγορία ΔΕ στους κλάδους Εφοριακού/Διοικητικού/Τελωνειακού, πρέπει να δηλώσουν σχετική προτίμηση μεταξύ των τριών κλάδων.

9. Εκπαιδευτική Κατηγορία ΥΕ-Κλάδοι Εργατών και Φυλάκων

Α. Απαιτούμενα Προσόντα:

Προσόν διορισμού στον εισαγωγικό βαθμό ορίζεται απολυτήριος τίτλος υποχρεωτικής εκπαίδευσης (δηλαδή απολυτήριο τριταξίου γυμνασίου ή για υποψήφιους που έχουν αποφοιτήσει μέχρι και το 1980 απολυτήριο δημοτικού σχολείου), ή ισοδύναμος απολυτήριος τίτλος κατώτερης τεχνικής σχολής του Ν.Δ. 580/1970 ή απολυτήριος τίτλος Εργαστηρίων Ειδικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, του άρθρου 1 του Ν. 2817/2000.

Η γνώση τόσο της ξένης γλώσσας όσο και του Χειρισμού Η/Υ αποδεικνύονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των αρ.26 και 28 του Π.Δ. 50/2001 (ΦΕΚ Α/39/75-3-2001),όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν.

V. ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ-ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ

Α. Οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι καλούνται, να υποβάλλουν αίτηση μετάταξης συνοδευόμενη από τα ακόλουθα δικαιολογητικά:

1. Αίτηση υποψηφιότητας σύμφωνα με το συνημμένο στην παρούσα ανακοίνωση υπόδειγμα, η οποία θα κοινοποιείται ταυτόχρονα και στη Διεύθυνση Διοικητικού στην οποία υπάγονται. Η εν λόγω κοινοποίηση πρέπει να προκύπτει από την αίτηση του/της υπαλλήλου.
2. Βιογραφικό σημείωμα με υπεύθυνη δήλωση για την πιστότητα του περιεχομένου του.
3. Αντίγραφο δελτίου αστυνομικής ταυτότητας.
4. Φωτοαντίγραφα τίτλων σπουδών και μεταφρασμένα, όπου απαιτείται, πτυχίων καθώς και αποδεικτικά των πρόσθετων προσόντων που διαθέτουν, όπως τίτλοι μεταπτυχιακών σπουδών, ξένης γλώσσας, κλπ. (Σημείωση: οι τίτλοι σπουδών της αλλοδαπής πρέπει να είναι αρμοδίως αναγνωρισμένοι).
5. Πιστοποιητικό Υπηρεσιακών Μεταβολών, από το οποίο να προκύπτουν εκτός των άλλων στοιχείων ειδικότερα:
> Ότι δεν έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή και δεν εκκρεμεί σε βάρος τους πειθαρχική δίωξη
> Ότι δεν έχουν οποιοδήποτε κώλυμα μετάταξης από γενική ή ειδική διάταξη
> Ότι έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος γνησιότητας των στοιχείων του υπαλλήλου σύμφωνα με τις διατάξεις παρ. 7 του άρθρου 28 του Ν. 4305/2014 (Φ.Ε.Κ. Α' 237)
> Παράλληλα θα πρέπει να αναφέρονται είτε στο Πιστοποιητικό Υπηρεσιακών Μεταβολών είτε στα σχετικά έγγραφα που θα επισυνάπτονται (π.χ. εκθέσεις αξιολόγησης), η αξιολόγηση του υπαλλήλου από την Υπηρεσία του, κατά την τελευταία δεκαετία.
> Πρόσφατη Βεβαίωση μηνιαίων αποδοχών (προηγούμενου μηνός από την υποβολή της αίτησης).
6. Βεβαίωση ιδιότητας μέλους της Ένωσης Ελλήνων Χημικών, όπως προβλέπεται στο ν. 1804/1988 (ΦΕΚ 177 Α'/25.8.1988).
7. Για όσες ειδικότητες απαιτείται κατά τις κείμενες διατάξεις άδεια άσκησης του αντίστοιχου επαγγέλματος, απαιτείται η προσκόμισης αυτής.
8. Κάθε άλλο στοιχείο που κατά την κρίση του υποψηφίου θα μπορούσε να συνεκτιμηθεί (π.χ. πιστοποιητικά επιμόρφωσης, βεβαιώσεις συμμετοχής σε σεμινάρια, συνέδρια κλπ.).

Β. Οι σχετικές αιτήσεις θα υποβάλλονται:
• είτε στο πρωτόκολλο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Καραγιώργη Σερβίας 8, ΤΚ 105 62, Αθήνα - στο ισόγειο του κτιρίου)
• είτε ταχυδρομικά με συστημένη επιστολή στην κατωτέρω αναγραφόμενη διεύθυνση:
Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, Γενική Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού, Διεύθυνση Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού, Τμήμα Β' (Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10, ΤΚ 105 62, Αθήνα)

Γ. Οι αιτήσεις θα γίνονται δεκτές μέχρι την 28-04-2017. Στην περίπτωση της ταχυδρομικής αποστολής της αίτησης με συστημένη επιστολή, το εμπρόθεσμο των αιτήσεων κρίνεται από την ημερομηνία της σφραγίδας του ταχυδρομείου επί του φακέλου.

Δ. Οι Υπηρεσίες στις οποίες αποστέλλεται η παρούσα ανακοίνωση, καλούνται να την κοινοποιήσουν σε όλους τους υπαλλήλους των αναφερόμενων κατηγοριών - κλάδων που υπηρετούν σε αυτές.




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Υπόθεση C‑275/15 Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 1ης Μαρτίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2001/29/ΕΚ – Εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας – Άρθρο 9 – Πρόσβαση σε καλωδιακές ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες – Έννοια του όρου καλωδιακές – Διαδικτυακή αναμετάδοση από τρίτο εκπομπών εμπορικών ραδιοτηλεοπτικών φορέων – Live streaming»

Next: Υπόθεση C‑344/15 Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 19ης Ιανουαρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο – Δραστηριότητα διαχείρισης και λειτουργίας οδικών υποδομών αντί καταβολής διοδίων – Δραστηριότητες τις οποίες ασκεί οργανισμός δημοσίου δικαίου ως φορέας δημόσιας εξουσίας – Παρουσία ιδιωτικών φορέων – Σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού – Ύπαρξη πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνισμού»
$
0
0

Υπόθεση C‑275/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 1ης Μαρτίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2001/29/ΕΚ – Εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας – Άρθρο 9 – Πρόσβαση σε καλωδιακές ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες – Έννοια του όρου καλωδιακές – Διαδικτυακή αναμετάδοση από τρίτο εκπομπών εμπορικών ραδιοτηλεοπτικών φορέων – Live streaming»

Στην υπόθεση C‑275/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) [εφετείο (Αγγλία και Ουαλία) (πολιτικό τμήμα), Ηνωμένο Βασίλειο] με απόφαση της 2ας Ιουνίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Ιουνίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

ITV Broadcasting Limited,

ITV2 Limited,

ITV Digital Channels Limited,

Channel Four Television Corporation,

4 Ventures Limited,

Channel 5 Broadcasting Limited,

ITV Studios Limited

κατά

TVCatchup Limited (υπό καθεστώς δικαστικής εξυγιάνσεως),

TVCatchup (UK) Limited,

Media Resources Limited,

παρισταμένων των:

The Secretary of State for Business, Innovation and Skills,

Virgin Media Limited,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Juhász, C. Vajda, K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: V. Giacobbo-Peyronnel, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Μαΐου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι ITV Broadcasting Limited, ITV2 Limited, ITV Digital Channels Limited, Channel Four Television Corporation, 4 Ventures Limited, Channel 5 Broadcasting Limited, ITV Studios Limited, εκπροσωπούμενες από τον J. Mellor, QC, και τον. Q. Cregan, barrister, κατ’ εντολήν των P. Stevens και J. Vertes, solicitors,

–        οι TVCatchup (UK) Limited και Media Resources Limited, εκπροσωπούμενες από τον M. Howe, QC, κατ’ εντολήν του L. Gilmore, solicitor,

–        η Virgin Media Limited, εκπροσωπούμενη από τον T. de la Mare, QC, κατ’ εντολήν του B. Allgrove, solicitor,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αρχικώς εκπροσωπούμενη από τη V. Kaye, επικουρούμενη από την C. May, QC, και τον J. Riordan, barrister, στη συνέχεια, από την J. Kraehling, επικουρούμενη από τον A. Robertson, QC,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον T. Scharf και την J. Samnadda,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ 2001, L 167, σ. 10).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των ITV Broadcasting Limited, ITV2 Limited, ITV Digital Channels Limited, Channel Four Television Corporation, 4 Ventures Limited, Channel 5 Broadcasting Limited και ITV Studios Limited, αφενός, και της TVCatchup Limited, υπό καθεστώς δικαστικής εξυγιάνσεως (στο εξής: TVC), της TVCatchup (UK) Limited (στο εξής: TVC UK) και της Media Resources Limited, αφετέρου, σχετικά με τη διαδικτυακή μετάδοση από τις τελευταίες αυτές εταιρίες τηλεοπτικών εκπομπών των εκκαλουσών της κύριας δίκης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 20, 23, 32 και 60 της οδηγίας 2001/29 έχουν ως εξής:

«(4)      Η εναρμόνιση του νομικού πλαισίου περί δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων, αυξάνοντας την ασφάλεια του δικαίου και διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, θα ενθαρρύνει τη διενέργεια σημαντικών επενδύσεων στη δημιουργικότητα και την καινοτομία, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής των δικτύων, και θα οδηγήσει με τη σειρά της στην ανάπτυξη και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, [...]

[...]

(20)      Η παρούσα οδηγία βασίζεται σε αρχές και ρυθμίσεις ήδη κατοχυρωμένες από τις ισχύουσες οδηγίες στον συγκεκριμένο τομέα, ιδίως δε από τις οδηγίες [91/250/EOK, 92/100/ΕΟΚ, 93/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1993, περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση (ΕΕ 1993, L 248, σ. 15), 93/98/ΕΟΚ και 96/9/ΕΚ]. Αναπτύσσει αυτές τις αρχές και ρυθμίσεις εντάσσοντάς τες στην κοινωνία της πληροφορίας. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη των εν λόγω οδηγιών, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα οδηγία.

[...]

(23)      Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εναρμονίσει περαιτέρω το δικαίωμα του δημιουργού να παρουσιάζει στο κοινό[. Τ]ο δικαίωμα αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί κατά ευρεία έννοια ότι καλύπτει κάθε παρουσίαση σε κοινό το οποίο δεν παρίσταται στον τόπο της παρουσίασης. [...]

[...]

(32)      Η παρούσα οδηγία περιέχει εξαντλητικό κατάλογο εξαιρέσεων και περιορισμών από το δικαίωμα αναπαραγωγής και το δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό. [...]

[...]

(60)      Η προστασία που παρέχεται δυνάμει της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να θίγει τις εθνικές ή κοινοτικές νομικές διατάξεις σε άλλους τομείς, όπως η βιομηχανική ιδιοκτησία, η προστασία των δεδομένων, η πρόσβαση υπό όρους, η πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα, ούτε τον κανόνα της χρονολογικής ακολουθίας της εκμετάλλευσης των μέσων, που ενδέχεται να επηρεάζουν την προστασία του δικαιώματος του δημιουργού ή των συγγενικών δικαιωμάτων.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2001/29, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία αφορά την νομική προστασία του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, με ιδιαίτερη έμφαση στην κοινωνία της πληροφορίας.

2.      Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 11, η παρούσα οδηγία ουδόλως θίγει τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις σχετικά με:

[...]

γ)      το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις προγραμμάτων μέσω δορυφόρου και την καλωδιακή αναμετάδοση,

[...]».

5        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Δικαίωμα αναπαραγωγής», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν, την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει:

α)      στους δημιουργούς, όσον αφορά τα έργα τους,

[...]

ε)      στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής αναμετάδοσης.»

6        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Δικαίωμα παρουσίασης έργων στο κοινό και δικαίωμα διάθεσης άλλων αντικειμένων στο κοινό», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.

2.      Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διάθεση στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος:

[...]

δ)      στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής αναμετάδοσης.

[...]»

7        Το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29, με τίτλο «Εξαιρέσεις και περιορισμοί», ορίζει τα εξής:

«3.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς στα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[...]

5.      Οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου και δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου.»

8        Το άρθρο 9 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Εφαρμογή άλλων νομικών διατάξεων», ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν ειδικότερα τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας, τα σήματα, τα σχέδια και υποδείγματα, τα πρότυπα χρήσεων, τις τοπογραφίες προϊόντων ημιαγωγών, τα τυπογραφικά στοιχεία, την πρόσβαση υπό όρους, την πρόσβαση σε καλωδιακές ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες, την προστασία των εθνικών θησαυρών, τις νομικές προϋποθέσεις κατάθεσης, το δίκαιο των συμπράξεων και του αθέμιτου ανταγωνισμού, το εμπορικό απόρρητο, την ασφάλεια, την εμπιστευτικότητα, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τον σεβασμό της προσωπικής ζωής, την πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα και το ενοχικό δίκαιο.»

 Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

9        Ο Copyright, Designs and Patents Act 1988 (νόμος του 1988 περί των δικαιωμάτων του δημιουργού, σχεδίων και ευρεσιτεχνιών), όπως τροποποιήθηκε με το Copyright and Related Rights Regulations 2003 (διάταγμα του 2003 περί του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων) (στο εξής: CDPA), ο οποίος μετέφερε την οδηγία 2001/29 στην εσωτερική έννομη τάξη, στο άρθρο 73, με τίτλο «Λήψη ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής και καλωδιακή αναμετάδοση αυτής», προβλέπει τα εξής:

«(1)      Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται όταν μια ραδιοτηλεοπτική εκπομπή από το Ηνωμένο Βασίλειο λαμβάνεται και αναμεταδίδεται αμέσως καλωδιακώς.

(2)      Το δικαίωμα του δημιουργού επί του ραδιοτηλεοπτικώς μεταδιδόμενου έργου δεν προσβάλλεται:

(a)      αν η καλωδιακή αναμετάδοση διεξάγεται προς συμμόρφωση με σχετική απαίτηση, ή

(b)      εάν και στον βαθμό που το έργο μεταδίδεται ραδιοτηλεοπτικώς με σκοπό τη λήψη του στην περιοχή όπου αναμεταδίδεται καλωδιακώς και εντάσσεται στο πλαίσιο επιλέξιμης υπηρεσίας.

(3)      Το δικαίωμα του δημιουργού επί κάθε περιλαμβανόμενου στην εκπομπή έργου δεν προσβάλλεται εάν και στον βαθμό που η εκπομπή γίνεται με σκοπό τη λήψη της στην περιοχή όπου αναμεταδίδεται καλωδιακώς. [...]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10      Οι εκκαλούσες της κύριας δίκης είναι εμπορικοί ραδιοτηλεοπτικοί φορείς οι οποίοι έχουν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, δικαιώματα δημιουργού επί των τηλεοπτικών τους εκπομπών καθώς και επί των ταινιών και των λοιπών στοιχείων που περιλαμβάνονται στις εκπομπές τους. Τα έσοδά τους προέρχονται από τις διαφημίσεις τις οποίες μεταδίδουν κατά τη διάρκεια των εκπομπών τους.

11      Η TVC προσέφερε υπηρεσίες διαδικτυακής μεταδόσεως τηλεοπτικών εκπομπών, παρέχοντας στους χρήστες τη δυνατότητα να λαμβάνουν «απευθείας», μέσω διαδικτύου, δωρεάν ροές τηλεοπτικών εκπομπών, συμπεριλαμβανομένων και των τηλεοπτικών εκπομπών των εκκαλουσών της κύριας δίκης. Μετά την υπαγωγή της TVC σε καθεστώς δικαστικής εξυγιάνσεως, η TVC UK, δυνάμει αδείας χορηγηθείσας από την Media Resources Limited, ασκεί την εμπορική δραστηριότητα της TVC και παρέχει τις υπηρεσίες της.

12      Οι νυν εκκαλούσες της κύριας δίκης ενήγαγαν την TVC ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division [ανώτερου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών, Ηνωμένο Βασίλειο] λόγω προσβολής των δικαιωμάτων τους δημιουργού. Το δικαστήριο αυτό υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία του όρου «παρουσίαση στο κοινό», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

13      Κατόπιν της αποφάσεως της 7ης Μαρτίου 2013, ITV Broadcasting κ.λπ. (C‑607/11, EU:C:2013:147), το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών, Ηνωμένο Βασίλειο] διαπίστωσε ότι η TVC προσέβαλε τα δικαιώματα δημιουργού των εκκαλουσών της κύριας δίκης διά παρουσιάσεως στο κοινό. Ωστόσο, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η TVC μπορούσε να αμυνθεί έναντι τριών τηλεοπτικών σταθμών, και συγκεκριμένα των ITV, Channel 4 και Channel 5, επικαλούμενη το άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο b, και παράγραφος 3, του CDPA.

14      Οι εκκαλούσες της κύριας δίκης άσκησαν έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Οι TVC UK και Media Resources Limited παρενέβησαν ως εφεσίβλητες ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.

15      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι το άρθρο 73 του CDPA παρέχει τη δυνατότητα προβολής αμυντικού ισχυρισμού κατά αγωγής λόγω προσβολής του δικαιώματος του δημιουργού επί ραδιοτηλεοπτικού έργου ή επί κάθε έργου περιλαμβανόμενου σε ραδιοτηλεοπτικό έργο και ότι το άρθρο αυτό έχει εφαρμογή «όταν μια ραδιοτηλεοπτική εκπομπή από το Ηνωμένο Βασίλειο λαμβάνεται και αναμεταδίδεται αμέσως καλωδιακώς». Διευκρινίζει ότι ο προβληθείς ενώπιόν του αμυντικός ισχυρισμός δεν αφορά το άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο a, και παράγραφος 3, του CDPA, από το οποίο προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι το δικαίωμα του δημιουργού επί του ραδιοτηλεοπτικού έργου δεν προσβάλλεται «αν η καλωδιακή αναμετάδοση διεξάγεται προς συμμόρφωση με σχετική απαίτηση», αλλά αφορά μόνο το άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο b, και παράγραφος 3, του νόμου αυτού, το οποίο προβλέπει ότι το δικαίωμα αυτό δεν προσβάλλεται «εάν και στον βαθμό που το έργο μεταδίδεται ραδιοτηλεοπτικώς με σκοπό τη λήψη του στην περιοχή όπου αναμεταδίδεται καλωδιακώς και εντάσσεται στο πλαίσιο επιλέξιμης υπηρεσίας».

16      Εκτιμώντας ότι το άρθρο 73 του CDPA πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 9 της οδηγίας 2001/29, το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) [εφετείο (Αγγλία και Ουαλία) (πολιτικό τμήμα), Ηνωμένο Βασίλειο] αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Ως προς την ερμηνεία του άρθρου 9 της οδηγίας 2001/29, και ειδικότερα όσον αφορά τη φράση “[η] παρούσα οδηγία δεν θίγει [τις διατάξεις που αφορούν] ειδικότερα […] την πρόσβαση σε καλωδιακές ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες”:

1)      Πρέπει η συγκεκριμένη φράση να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν θίγονται εθνικές διατάξεις που αφορούν την πρόσβαση στις “καλωδιακές” [ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες] όπως αυτές ορίζονται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή μήπως εν προκειμένω το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 καθορίζεται από τη σημασία που ενδεχομένως προσδίδει στον όρο “καλωδιακές” το δίκαιο της Ένωσης;

2)      Σε περίπτωση που το περιεχόμενο του όρου «καλωδιακές» του άρθρου 9 προσδιορίζεται από το δίκαιο της Ένωσης, ποια ακριβώς είναι η σημασία του;

α)      Έχει ο όρος αυτός μια συγκεκριμένη από τεχνολογικής απόψεως σημασία, σύμφωνα με την οποία αυστηρώς εμπίπτουν σε αυτόν τα παραδοσιακά μόνον καλωδιακά δίκτυα τα οποία διαχειρίζονται οι συμβατικοί πάροχοι καλωδιακών υπηρεσιών;

β)      Εναλλακτικώς, μήπως ο εν λόγω όρος διαθέτει μια ουδέτερη από τεχνολογικής απόψεως σημασία, σύμφωνα με την οποία περιλαμβάνονται και οι λειτουργικώς παρόμοιες υπηρεσίες που μεταδίδονται μέσω του διαδικτύου;

γ)      Σε κάθε περίπτωση, περιλαμβάνει τη μετάδοση μικροκυματικής ενέργειας μεταξύ σταθερών επίγειων σημείων;

3)      Εφαρμόζεται η επίδικη φράση σε διατάξεις οι οποίες επιβάλλουν στα καλωδιακά δίκτυα να αναμεταδίδουν συγκεκριμένες ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές ή σε διατάξεις οι οποίες επιτρέπουν την καλωδιακή αναμετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών όταν πρόκειται για αναμεταδόσεις οι οποίες είναι ταυτόχρονες και αφορούν αποκλειστικώς τις περιοχές εκείνες όπου εξαρχής προοριζόταν να γίνει η λήψη τους και/ή όταν πρόκειται για αναμεταδόσεις ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών τηλεοπτικών σταθμών οι οποίοι υπέχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας;

4)      Σε περίπτωση που το περιεχόμενο του όρου “καλωδιακές” του άρθρου 9 προσδιορίζεται από το εθνικό δίκαιο, πρέπει η εθνική διάταξη να τηρεί τις ενωσιακές αρχές της αναλογικότητας και της δέουσας σταθμίσεως μεταξύ των συμφερόντων των δικαιούχων του δικαιώματος του δημιουργού, των ιδιοκτητών των καλωδιακών δικτύων και του δημόσιου συμφέροντος;

5)      Αφορά το άρθρο 9 αποκλειστικώς και μόνον τις διατάξεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο εγκρίσεως της οδηγίας 2001/29, κατά την ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ ή κατά την τελευταία ημέρα της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, ή μήπως έχει εφαρμογή ακόμη και ως προς τις μεταγενέστερες διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση σε καλωδιακές ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

17      Με το τρίτο ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξετασθεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 9 της οδηγίας 2001/29, και ειδικότερα η φράση «πρόσβαση σε καλωδιακές ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες», έχει την έννοια ότι εμπίπτει στη διάταξη αυτή και επιτρέπεται βάσει αυτής εθνική νομοθεσία προβλέπουσα ότι δεν προσβάλλεται το δικαίωμα του δημιουργού σε περίπτωση άμεσης καλωδιακής αναμεταδόσεως, περιλαμβανομένης, ενδεχομένως, της διαδικτυακής αναμεταδόσεως, στην περιοχή της αρχικής ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως, ραδιοτηλεοπτικών έργων που μεταδίδονται από τηλεοπτικούς σταθμούς υπέχοντες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

18      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, ελλείψει ρητής παραπομπής στο δίκαιο των κρατών μελών, η έννοια της «προσβάσεως σε καλωδιακές ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες» του άρθρου 9 της οδηγίας 2001/29, πρέπει να ερμηνεύεται, σε ολόκληρη την Ένωση, κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο, με βάση το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή και τους σκοπούς που επιδιώκει η οικεία κανονιστική ρύθμιση (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2010, Padawan, C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 32, και της 10ης Νοεμβρίου 2016, Private Equity Insurance Group, C‑156/15, EU:C:2016:851, σκέψη 39 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

19      Πρώτον, από τους όρους «πρόσβαση σε καλωδιακές υπηρεσίες» καθεαυτούς προκύπτει ότι η έννοια αυτή διαφέρει από την έννοια της «καλωδιακής αναμεταδόσεως», καθόσον μόνον η τελευταία αυτή έννοια προσδιορίζει, στο πλαίσιο της οδηγίας 2001/29, τη μετάδοση οπτικοακουστικού περιεχομένου.

20      Δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 9 της οδηγίας 2001/29, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 55 των προτάσεών του, η οδηγία περιλαμβάνει στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, διάταξη η οποία αφορά ρητώς την «καλωδιακή αναμετάδοση», για να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που διέπουν το ζήτημα αυτό, εν προκειμένω τις διατάξεις της οδηγίας 93/83.

21      Καθόσον είναι αναγκαίο, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις της οδηγίας 93/83 δεν ασκούν επιρροή στη διαφορά της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, η διαφορά αυτή αφορά αναμετάδοση εντός ενός μόνον κράτους μέλους, ενώ η οδηγία 93/83 προβλέπει την ελάχιστη εναρμόνιση ορισμένων πλευρών της προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων μόνον σε περιπτώσεις παρουσιάσεως στο κοινό μέσω δορυφόρου ή καλωδιακής αναμεταδόσεως εκπομπών προερχομένων από άλλα κράτη μέλη (απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2006, SGAE, C‑306/05, EU:2006:764, σκέψη 30).

22      Τρίτον, πρωταρχικός σκοπός της οδηγίας 2001/29 είναι η καθιέρωση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας υπέρ των δημιουργών, ώστε να λαμβάνουν εύλογη αμοιβή για τη χρήση των έργων τους, ιδίως στην περίπτωση παρουσιάσεως στο κοινό (βλ., συναφώς, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2011, Football Association Premier League κ.λπ., C‑403/08 και C‑429/08, EU:C:2011:631, σκέψη 186).

23      Λαμβανομένου υπόψη του υψηλού αυτού επιπέδου προστασίας υπέρ των δημιουργών, το Δικαστήριο, επιληφθέν προδικαστικής παραπομπής στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας πρωτοβάθμιας δίκης, έκρινε ότι η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικώς, όπως προβλέπεται ρητώς στην αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας αυτής, και ότι αναμετάδοση μέσω διαδικτυακών ροών, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, συνιστά τέτοιου είδους παρουσίαση (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2013, ITV Broadcasting κ.λπ., C‑607/11, EU:C:2013:147, σκέψεις 20 και 40).

24      Επομένως, χωρίς τη συγκατάθεση του δημιουργού, τέτοιου είδους αναμετάδοση δεν επιτρέπεται κατ’ αρχήν, εκτός εάν εμπίπτει στο άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, το οποίο προβλέπει εξαντλητικώς τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα παρουσιάσεως στο κοινό που κατοχυρώνεται στο άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας και τους περιορισμούς του δικαιώματος αυτού, όπως επιβεβαιώνει η αιτιολογική σκέψη 32.

25      Εν προκειμένω, συνομολογείται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη αναμετάδοση ουδόλως εμπίπτει στις εξαιρέσεις και περιορισμούς που προβλέπονται εξαντλητικώς στο άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29.

26      Όσον αφορά το άρθρο 9 της οδηγίας 2001/29, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 37 και 38 των προτάσεών του, από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 60 της ως άνω οδηγίας, προκύπτει ότι διάταξη αυτή αποσκοπεί στη διατήρηση σε ισχύ των διατάξεων που εφαρμόζονται σε τομείς διαφορετικούς από τον εναρμονισθέντα με την εν λόγω οδηγία.

27      Όμως, ερμηνεία του άρθρου 9 της οδηγίας 2001/29 κατά την οποία το άρθρο αυτό επιτρέπει την αναμετάδοση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, χωρίς τη συγκατάθεση των δημιουργών, σε άλλες περιπτώσεις πλην αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 5 της οδηγίας αυτής δεν προσκρούει μόνον στον σκοπό του άρθρου 9, αλλά και στον εξαντλητικό χαρακτήρα του άρθρου 5 και, επομένως, θίγει τον πρωταρχικό σκοπό της εν λόγω οδηγίας να καθιερώσει υψηλό επίπεδο προστασίας υπέρ των δημιουργών.

28      Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το αν η αρχική μετάδοση των προστατευόμενων έργων έγινε ή δεν έγινε από τηλεοπτικούς σταθμούς υπέχοντες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Πράγματι, δεν υπάρχει έρεισμα στην οδηγία 2001/29 προς δικαιολόγηση της παροχής μικρότερης προστασίας στο περιεχόμενο των σταθμών αυτών.

29      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 2001/29, και ειδικότερα η φράση «πρόσβαση σε καλωδιακές ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες», έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτει στη διάταξη αυτή και δεν επιτρέπεται βάσει αυτής εθνική ρύθμιση προβλέπουσα ότι δεν προσβάλλεται το δικαίωμα του δημιουργού σε περίπτωση άμεσης καλωδιακής αναμεταδόσεως, περιλαμβανομένης, ενδεχομένως, της διαδικτυακής αναμεταδόσεως, στην περιοχή της αρχικής ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως, ραδιοτηλεοπτικών έργων που μεταδίδονται από τηλεοπτικούς σταθμούς υπέχοντες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

  Επί του πρώτου, του δευτέρου, του τετάρτου και του πέμπτου ερωτήματος

30      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο τρίτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο πρώτο, στο δεύτερο, στο τέταρτο και στο πέμπτο ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

31      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 9 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, και ειδικότερα η φράση «πρόσβαση σε καλωδιακές ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες», έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτει στη διάταξη αυτή και δεν επιτρέπεται βάσει αυτής εθνική ρύθμιση προβλέπουσα ότι δεν προσβάλλεται το δικαίωμα του δημιουργού σε περίπτωση άμεσης καλωδιακής αναμεταδόσεως, περιλαμβανομένης, ενδεχομένως, της διαδικτυακής αναμεταδόσεως, στην περιοχή της αρχικής ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως, ραδιοτηλεοπτικών έργων που μεταδίδονται από τηλεοπτικούς σταθμούς υπέχοντες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

(υπογραφές)

Υπόθεση C‑344/15 Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 19ης Ιανουαρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο – Δραστηριότητα διαχείρισης και λειτουργίας οδικών υποδομών αντί καταβολής διοδίων – Δραστηριότητες τις οποίες ασκεί οργανισμός δημοσίου δικαίου ως φορέας δημόσιας εξουσίας – Παρουσία ιδιωτικών φορέων – Σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού – Ύπαρξη πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνισμού»

$
0
0

Υπόθεση C‑344/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 19ης Ιανουαρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο – Δραστηριότητα διαχείρισης και λειτουργίας οδικών υποδομών αντί καταβολής διοδίων – Δραστηριότητες τις οποίες ασκεί οργανισμός δημοσίου δικαίου ως φορέας δημόσιας εξουσίας – Παρουσία ιδιωτικών φορέων – Σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού – Ύπαρξη πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνισμού»

Στην υπόθεση C‑344/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλαν οι Appeal Commissioners (επιτροπή προσφυγών, Ιρλανδία) με απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Ιουλίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

National Roads Authority

κατά

The Revenue Commissioners,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.‑C. Bonichot, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, A. Arabadjiev και C. G. Fernlund (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοίκησης,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 25ης Μαΐου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η National Roads Authority, εκπροσωπούμενη από τον E. O’Hanrahan, solicitor, και τον M. Collins, SC,

–        οι Revenue Commissioners, εκπροσωπούμενοι από την M.‑C. Maney, solicitor, και την E. Barrington, SC,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna, καθώς και από τις B. Majerczyk‑Graczykowska και K. Maćkowska,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Owsiany‑Hornung και τον R. Lyal,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία ΦΠΑ).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της National Roads Authority (αρχή του εθνικού οδικού δικτύου, στο εξής: NRA) και των Revenue Commissioners (φορολογικής αρχής, Ιρλανδία) σχετικά με την υπαγωγή της NRA στον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) στο πλαίσιο δραστηριότητάς της συνιστάμενης στη λειτουργία οδικών υποδομών αντί καταβολής διοδίων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η οδηγία ΦΠΑ κατάργησε και αντικατέστησε, από 1ης Ιανουαρίου 2007, την έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία). Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 3 της οδηγίας ΦΠΑ, ήταν σκόπιμη η αναδιατύπωση της έκτης οδηγίας, προκειμένου να παρουσιαστούν όλες οι εφαρμοστέες διατάξεις κατά σαφή και ορθολογικό τρόπο, με νέα διάρθρωση και διατύπωση, χωρίς αυτό να συνεπάγεται κατ’ αρχήν ουσιώδεις αλλαγές.

4        Λαμβανομένου υπόψη ότι το περιεχόμενο του άρθρου 13, παράγραφος 1, πρώτο έως τρίτο εδάφιο, της οδηγίας ΦΠΑ αντιστοιχεί προς εκείνο του άρθρου 4, παράγραφος 5, πρώτο έως τρίτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας, η ερμηνεία την οποία έχει δώσει το Δικαστήριο στην τελευταία αυτή διάταξη πρέπει να επεκταθεί και στην πρώτη.

5        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ ορίζει τα εξής:

«Στον ΦΠΑ υπόκεινται οι ακόλουθες πράξεις:

α)      οι παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή,

[...]

γ)      οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητά του αυτή·

[...]».

6        Το άρθρο 9 της ως άνω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Νοείται ως “υποκείμενος στον φόρο” οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο σκοπό και τα αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής.

Ως “οικονομική δραστηριότητα” θεωρείται κάθε δραστηριότητα του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων εξόρυξης, των αγροτικών δραστηριοτήτων καθώς και των δραστηριοτήτων των ελεύθερων επαγγελμάτων. Ως οικονομική δραστηριότητα θεωρείται, επίσης, η εκμετάλλευση ενσώματου ή άυλου αγαθού, με σκοπό ιδίως την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα.

[...]»

7        Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη, οι περιφέρειες, οι νομοί, οι δήμοι και κοινότητες και οι λοιποί οργανισμοί δημοσίου δικαίου δεν θεωρούνται ως υποκείμενοι στον φόρο για τις δραστηριότητες ή πράξεις τις οποίες πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία, έστω και αν, για τις δραστηριότητες ή πράξεις αυτές, εισπράττουν δικαιώματα, τέλη, εισφορές ή άλλες επιβαρύνσεις.

Εντούτοις, όταν πραγματοποιούν τέτοιες δραστηριότητες ή πράξεις, πρέπει να θεωρούνται υποκείμενοι στον φόρο για τις δραστηριότητες ή πράξεις αυτές εφόσον η μη υπαγωγή τους στον φόρο θα οδηγούσε σε σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

Σε κάθε περίπτωση, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου θεωρούνται υποκείμενοι στον φόρο, ιδίως για τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι και εφόσον οι πράξεις αυτές δεν είναι αμελητέες.»

 Το ιρλανδικό δίκαιο

 Ο Value Added Tax Act, 1972

8        Το άρθρο 8, παράγραφος 2, Α, του Value Added Tax Act, 1972 (νόμου του 1972 περί φόρου προστιθέμενης αξίας), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος ΦΠΑ), ορίζει τα κατωτέρω:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 2, το κράτος και οποιοσδήποτε δημόσιος οργανισμός δεν θεωρούνται ως υποκείμενοι στον φόρο όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα αυτή όσον αφορά οποιαδήποτε δραστηριότητα ή πράξη που πραγματοποιούν κατά την άσκηση, ή συνδέονται στενά με την άσκηση, συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή εξουσιών που τους έχουν παρασχεθεί με νόμο, εκτός αν

(a)      οι δραστηριότητες αυτές απαριθμούνται στο παράρτημα I (που περιλαμβάνεται στο προσάρτημα 7) της οδηγίας [ΦΠΑ], και εφόσον οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται από το κράτος ή τον δημόσιο οργανισμό σε μη αμελητέο μέτρο, ή

(b)      η μη υπαγωγή του κράτους ή του δημόσιου οργανισμού σε φόρο σχετικά με τις δραστηριότητες ή τις πράξεις αυτές οδηγεί ή θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.»

 Ο Roads Act, 1993

9        Από την αίτηση προδικαστικής απόφασης προκύπτει ότι η NRA αποτελεί ιρλανδικό οργανισμό δημοσίου δικαίου ο οποίος συστάθηκε δυνάμει του Roads Act, 1993 (νόμου του 1993 για το οδικό δίκτυο, στο εξής: νόμος για το οδικό δίκτυο) και είναι επιφορτισμένος με τη διαχείριση του εθνικού οδικού δικτύου.

10      Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, του νόμου για το οδικό δίκτυο, πρωταρχικός στόχος της NRA είναι η διασφάλιση της παροχής ασφαλούς και αποτελεσματικού εθνικού οδικού δικτύου. Έχει τη γενική ευθύνη για τον σχεδιασμό και την επίβλεψη της κατασκευής και συντήρησης των εθνικών οδών.

11      Προς τον ανωτέρω σκοπό, το άρθρο 57 του νόμου αυτού ορίζει ότι η NRA μπορεί να εκπονεί σχέδιο για την εφαρμογή συστήματος διοδίων σχετικά με την πρόσβαση σε εθνική οδό.

12      Το άρθρο 58 του ίδιου νόμου προβλέπει κατ’ ουσίαν ότι η NRA δύναται να επιβάλλει και να εισπράττει, ως αντάλλαγμα για την πρόσβαση στις οδούς με διόδια, ποσό διοδίων καθοριζόμενο με κανονιστικές αποφάσεις εκδιδόμενες από την ίδια.

13      Κατά το άρθρο 61 του ανωτέρω νόμου, η NRA είναι επιφορτισμένη με την έκδοση των κανονιστικών αποφάσεων τις οποίες κρίνει κατάλληλες για την εκμετάλλευση και συντήρηση των οδών με διόδια.

14      Σύμφωνα με το άρθρο 63 του νόμου για το οδικό δίκτυο, η NRA έχει επίσης την εξουσία να συνάπτει συμφωνίες με τρίτους, με τις οποίες δύναται να τους εξουσιοδοτεί να εισπράττουν διόδια σε οδούς με διόδια. Το ανώτατο ποσό των διοδίων που μπορεί να εισπραχθεί ως αντάλλαγμα για τη χρήση οδού με διόδια, ανεξαρτήτως του αν η οικεία οδός τελεί υπό την εκμετάλλευση της NRA ή τρίτου, καθορίζεται με σχετική κανονιστική απόφαση εκδιδόμενη από την NRA.

15      Εκτός αυτού, οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ της NRA και τρίτου βάσει του άρθρου 63 του εν λόγω νόμου πρέπει να ικανοποιεί διάφορες απαιτήσεις που παρατίθενται στο άρθρο αυτό. Κατά συνέπεια, ο τρίτος οφείλει να αναλάβει τη δέσμευση να τηρήσει μία, περισσότερες ή όλες τις ακόλουθες υποχρεώσεις: i) να πληρώσει εν όλω ή εν μέρει το κόστος κατασκευής και/ή συντήρησης της οδού, ii) να κατασκευάσει και/ή να συντηρεί την οδό (ή να μετάσχει ή συμβάλει στην κατασκευή και/ή συντήρηση της οδού) και iii) να εκμεταλλεύεται και να συντηρεί την οδό για λογαριασμό της NRA (περιλαμβανομένων της παροχής, της επίβλεψης και της λειτουργίας συστήματος διοδίων και της είσπραξής των διοδίων αυτών ως αντάλλαγμα για τη χρήση της οδού).

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16      Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι οι περισσότερες οδοί με διόδια στην Ιρλανδία έχουν κατασκευαστεί από ιδιωτικούς φορείς, τελούν δε υπό την εκμετάλλευση των τελευταίων βάσει συμφωνιών σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα συναφθεισών με την NRA.

17      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι σήμερα στην Ιρλανδία υπάρχουν οκτώ οδοί με διόδια, τις οποίες εκμεταλλεύονται ιδιωτικοί φορείς και των οποίων τα διόδια υπάγονται στον ΦΠΑ. Για κάθε μία από αυτές τις οδούς με διόδια, η NRA, αφενός, υιοθέτησε σύστημα διοδίων και, αφετέρου, εξέδωσε κανονιστικές αποφάσεις για τον καθορισμό του ανώτατου ποσού το οποίο μπορούσε να εισπραχθεί ως αντάλλαγμα για τη χρήση των εν λόγω οδών με διόδια. Η ίδια η NRA εκμεταλλεύεται δύο τέτοιες οδούς, δηλαδή τον αυτοκινητόδρομο Westlink και τη σήραγγα του Δουβλίνου.

18      Όσον αφορά ειδικότερα τον αυτοκινητόδρομο Westlink, από την αίτηση προδικαστικής απόφασης προκύπτει ότι ο αυτοκινητόδρομος αυτός τελούσε κατά το παρελθόν υπό την εκμετάλλευση ιδιωτικού φορέα βάσει συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ του τελευταίου και της NRA. Δεδομένου ότι απαιτούνταν πρόσθετες επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό του αυτοκινητοδρόμου προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη ροή της κυκλοφορίας, επενδύσεις όμως τις οποίες ο εν λόγω ιδιωτικός φορέας δεν επιθυμούσε να πραγματοποιήσει χωρίς πρόσθετες δεσμεύσεις εκ μέρους της NRA, η τελευταία διαπραγματεύτηκε τη λήξη της επίμαχης σύμβασης, ανέλαβε την εκμετάλλευση του οικείου αυτοκινητοδρόμου και εγκατέστησε σύστημα τηλεδιοδίων.

19      Τον Ιούλιο του 2010, η φορολογική αρχή υπήγαγε την NRA στον ΦΠΑ όσον αφορά τη δραστηριότητα της λειτουργίας των δύο οδών με διόδια που αυτή εκμεταλλεύεται, για τον λόγο ότι η μη υπαγωγή της στον εν λόγω φόρο θα οδηγούσε σε σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας ΦΠΑ.

20      Η NRA κατέβαλε τον ΦΠΑ που της επιβλήθηκε κατά τα ανωτέρω, στο πλαίσιο δε αυτό αντιμετώπισε το εισπραττόμενο λόγω διοδίων ποσό ωσάν να περιλάμβανε τον ΦΠΑ. Αμφισβήτησε εντούτοις το βάσιμο της εν λόγω υπαγωγής της στον ΦΠΑ θεωρώντας ότι, βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας ΦΠΑ, έπρεπε να απαλλαγεί από τον φόρο αυτό, και άσκησε προσφυγή ενώπιον των Appeal Commissioners (επιτροπής προσφυγών, Ιρλανδία).

21      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η φορολογική αρχή διατείνεται ότι, υπό το πρίσμα της απόφασης της 16ης Σεπτεμβρίου 2008, Isle of Wight Council κ.λπ. (C‑288/07, EU:C:2008:505), το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας ΦΠΑ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ύπαρξη στρέβλωσης του ανταγωνισμού τεκμαίρεται ακόμη και αν οι δραστηριότητες δεν είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Η αρχή αυτή υποστηρίζει ότι, άπαξ δύο δραστηριότητες είναι της ίδιας φύσης, υπάρχει στην πράξη αμάχητο τεκμήριο ότι η μεταχείριση της μιας δραστηριότητας ως φορολογητέας και της άλλης ως μη φορολογητέας συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας και οδηγεί σε σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

22      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η NRA είναι δημόσιος οργανισμός που ενεργεί υπό την ιδιότητα του φορέα δημόσιας εξουσίας όσον αφορά τη δραστηριότητα της λειτουργίας οδικών υποδομών αντί καταβολής διοδίων, δεν πρέπει εκ πρώτης όψεως να θεωρηθεί ως υποκείμενη στον φόρο. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να κριθεί ότι η NRA υποχρεούται να εφαρμόσει ΦΠΑ στην οικεία δραστηριότητα.

23      Εκτός αυτού, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, πρώτον, ότι στο μέτρο που οι διάφορες οδοί με διόδια στην Ιρλανδία είναι αρκετά απομακρυσμένες η μία από την άλλη, εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες από τη σκοπιά των καταναλωτών και, ως εκ τούτου, δεν βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Εξ αυτού συνάγεται ότι το ποσό των διοδίων το οποίο χρεώνει ο φορέας εκμετάλλευσης, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για την NRA ή για ιδιωτικό φορέα, δεν ασκεί καμία επιρροή στην απόφαση του μέσου καταναλωτή να χρησιμοποιήσει μία οδό με διόδια αντί μιας άλλης.

24      Δεύτερον, δεν υπάρχει καμία ρεαλιστική πιθανότητα ένας ιδιωτικός φορέας να εισέλθει στην αγορά για την παροχή υπηρεσιών πρόσβασης σε οδό με διόδια, κατασκευάζοντας οδό με διόδια η οποία θα ανταγωνιζόταν τον αυτοκινητόδρομο Westlink ή τη σήραγγα του Δουβλίνου.

25      Συγκεκριμένα, οι ιδιωτικοί φορείς δεν μπορούν να εισέλθουν στη σχετική αγορά παρά μόνον υπό τον όρο ότι η NRA θα υιοθετήσει σύστημα διοδίων ως προς ορισμένη δημόσια οδό με σκοπό να μετατρέψει την εν λόγω οδό σε οδό με διόδια, θα εκδώσει κανονιστικές αποφάσεις σχετικές με την οδό αυτή και, εν συνεχεία, θα συνάψει σύμβαση με τον οικείο ιδιωτικό φορέα εξουσιοδοτώντας τον να επιβάλει τα διόδια.

26      Επιπλέον, έχει αποδειχθεί ότι, στην πράξη, ο ιδιωτικός φορέας ο οποίος επιθυμεί να κατασκευάσει οδό με διόδια αντιμετωπίζει σχεδόν ανυπέρβλητες δυσχέρειες. Συγκεκριμένα, αφενός, δεδομένου ότι η κατασκευή οδού με διόδια απαιτεί τεράστιες εκτάσεις γης, ο ιδιωτικός φορέας, ο οποίος –κατ’ αντιδιαστολή προς την NRA– δεν διαθέτει εξουσία απαλλοτρίωσης, δεν έχει δυνατότητα να υποχρεώσει τους ιδιοκτήτες γης να του πωλήσουν εκτάσεις που τους ανήκουν με σκοπό την κατασκευή της εν λόγω οδού. Αφετέρου, λαμβανομένου υπόψη του ύψους της επένδυσης που συνεπάγεται ένα τέτοιο έργο, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οποιοσδήποτε ιδιωτικός φορέας ή κοινοπραξία θα ήταν διατεθειμένος να προβεί σε τέτοια επένδυση προκειμένου να ανταγωνιστεί ήδη υπάρχουσα οδό με διόδια.

27      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ούτε η ύπαρξη ρεαλιστικής πιθανότητας να εισέλθουν ιδιωτικοί φορείς στη σχετική αγορά αποδείχθηκε από τη φορολογική αρχή.

28      Εντούτοις, λόγω των επιχειρημάτων της φορολογικής αρχής που μνημονεύονται με τη σκέψη 21 της παρούσας απόφασης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το ζήτημα αν η δραστηριότητα της είσπραξης διοδίων την οποία ασκεί η NRA και εκείνη την οποία ασκούν οι ιδιωτικοί φορείς πρέπει να θεωρηθούν ως δραστηριότητες της ίδιας φύσης και, ως εκ τούτου, ως ανταγωνιστικές μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η μεταχείριση της NRA ως προσώπου μη υποκείμενου στον φόρο να πρέπει να θεωρηθεί ότι οδηγεί σε σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας ΦΠΑ.

29      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι Appeal Commissioners (επιτροπή προσφυγών) αποφάσισαν να αναστείλουν την ενώπιόν τους διαδικασία και να υποβάλουν στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αν οργανισμός δημοσίου δικαίου ασκεί δραστηριότητα που συνίσταται στην παροχή πρόσβασης σε οδό αντί της καταβολής διοδίων και αν στο κράτος μέλος υπάρχουν ιδιωτικοί φορείς που εισπράττουν διόδια για άλλες οδούς με διόδια δυνάμει συμφωνίας με τον ενδιαφερόμενο δημόσιο φορέα βάσει εθνικών νομοθετικών διατάξεων, πρέπει το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας [ΦΠΑ] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο ενδιαφερόμενος δημόσιος φορέας πρέπει να θεωρείται ότι βρίσκεται σε ανταγωνισμό με τους ενδιαφερόμενους ιδιωτικούς φορείς, με αποτέλεσμα η μεταχείριση του δημόσιου οργανισμού ως προσώπου μη υποκείμενου στον φόρο να θεωρείται ότι οδηγεί σε σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, μολονότι α) δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ του δημόσιου οργανισμού και των ενδιαφερόμενων ιδιωτικών φορέων και β) δεν υπάρχει στοιχείο που να αποδεικνύει την ύπαρξη οποιασδήποτε ρεαλιστικής πιθανότητας ότι οποιοσδήποτε ιδιωτικός φορέας θα μπορέσει να εισέλθει στην αγορά για να κατασκευάσει και εκμεταλλευθεί οδό με διόδια, η οποία θα ανταγωνιζόταν την οδό με διόδια που εκμεταλλεύεται ο δημόσιος οργανισμός;»

2)      Αν δεν υπάρχει τεκμήριο, με ποια κριτήρια θα πρέπει να κριθεί ότι υπάρχει σημαντική στρέβλωση του ανταγωνισμού κατά την έννοια του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας [ΦΠΑ];

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

30      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν μπορεί να προσδιορίσει με βεβαιότητα, παρά τη διαπίστωση στην οποία προέβη το αιτούν δικαστήριο ως προς το ζήτημα αυτό, αν πρέπει να θεωρηθεί ότι, στο πλαίσιο της επίμαχης στην κύρια δίκη εκμετάλλευσης των δύο οδών με διόδια και της είσπραξης των διοδίων, η NRA ενήργησε ως δημόσια αρχή.

31      Υπενθυμίζεται συναφώς, αφενός, ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να ορίσει το κανονιστικό και πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Radgen, C‑478/15, EU:C:2016:705, σκέψεις 27 και 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Αφετέρου, στο πλαίσιο της καθιερούμενης με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιόν του, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής απόφασης για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Επομένως, δυνατότητα καθορισμού των ερωτημάτων που πρέπει να υποβληθούν στο Δικαστήριο έχει μόνον το εθνικό δικαστήριο, οι δε διάδικοι δεν μπορούν να αλλάξουν το περιεχόμενό τους (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, Welmory, C‑605/12, EU:C:2014:2298, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής απόφασης προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο κρίνει άνευ ετέρου ότι, στη διαφορά της κύριας δίκης, η NRA ενεργεί ως δημόσια εξουσία όταν ασκεί τη δραστηριότητα της λειτουργίας οδικών υποδομών αντί καταβολής διοδίων.

34      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο πρέπει να στηριχθεί στην υπόθεση ότι η NRA, που αποτελεί οργανισμό δημοσίου δικαίου, ενεργεί ως δημόσια εξουσία στο πλαίσιο άσκησης της δραστηριότητας λειτουργίας των οικείων οδικών υποδομών αντί καταβολής διοδίων και ότι, ως εκ τούτου, η δραστηριότητα αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

35      Με τα δύο προδικαστικά του ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας ΦΠΑ έχει την έννοια ότι, σε μία περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, ένας οργανισμός δημοσίου δικαίου που ασκεί δραστηριότητα συνιστάμενη στην παροχή πρόσβασης σε οδό αντί καταβολής διοδίων πρέπει να θεωρηθεί ως ευρισκόμενος σε ανταγωνισμό με τους ιδιωτικούς φορείς που εισπράττουν διόδια σε άλλες οδούς με διόδια κατ’ εφαρμογή συμφωνίας συναφθείσας με τον οικείο οργανισμό δημοσίου δικαίου δυνάμει εθνικών νομοθετικών διατάξεων.

36      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής προβλέπει περιορισμό του κανόνα του άρθρου 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας περί μη υπαγωγής στον ΦΠΑ των οργανισμών δημοσίου δικαίου όσον αφορά τις δραστηριότητες ή τις πράξεις που πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία. Επομένως, η πρώτη αυτή διάταξη αποσκοπεί στην επαναφορά του γενικού κανόνα του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 9 της ίδιας αυτής οδηγίας, κατά τον οποίο κάθε δραστηριότητα οικονομικής φύσης υπόκειται καταρχήν στον ΦΠΑ, οπότε δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, SALIX Grundstücks-Vermietungsgesellschaft, C‑102/08, EU:C:2009:345, σκέψεις 67 έως 68).

37      Εντούτοις, τούτο δεν μπορεί να σημαίνει ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας ΦΠΑ πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να αναιρεί την πρακτική αποτελεσματικότητα της παρέκκλισης από την υπαγωγή στον ΦΠΑ που εισάγει το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο της οδηγίας αυτής προς όφελος των οργανισμών δημοσίου δικαίου οι οποίοι ενεργούν ως δημόσια εξουσία (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2003, Taksatorringen, C‑8/01, EU:C:2003:621, σκέψεις 61 έως 62, καθώς και της 25ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑79/09, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:171, σκέψη 49).

38      Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, οι οργανισμό αυτοί πρέπει να θεωρούνται ως υποκείμενοι στον φόρο όσον αφορά τις δραστηριότητες ή τις πράξεις που πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία, εφόσον η μη υπαγωγή τους στον φόρο θα οδηγούσε σε σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

39      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη διάταξη αυτή προκύπτει, πρώτον, ότι η εν λόγω διάταξη καλύπτει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι οικείοι οργανισμοί ασκούν δραστηριότητες τις οποίες μπορούν ταυτόχρονα να ασκούν και ιδιωτικοί οικονομικοί φορείς. Ο σκοπός έγκειται στο να διασφαλιστεί ότι οι τελευταίοι δεν περιέρχονται σε μειονεκτική θέση λόγω του ότι φορολογούνται, εν αντιθέσει προς τους ίδιους αυτούς οργανισμούς οι οποίοι απαλλάσσονται από τον φόρο (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑79/09, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:171, σκέψη 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Δεύτερον, αυτός ο περιορισμός του κανόνα περί μη υπαγωγής στον ΦΠΑ των οργανισμών δημοσίου δικαίου όταν ενεργούν ως δημόσια εξουσία έχει απλώς ενδεχόμενο χαρακτήρα. Η εφαρμογή του προϋποθέτει εκτίμηση οικονομικών περιστάσεων (βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1989, Comune di Carpaneto Piacentino κ.λπ., 231/87 και 129/88, EU:C:1989:381, σκέψη 32).

41      Τρίτον, οι σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στις οποίες θα μπορούσε να οδηγήσει η μη υπαγωγή των οργανισμών δημοσίου δικαίου όταν ενεργούν ως δημόσια εξουσία πρέπει να αξιολογούνται σε σχέση με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και όχι σε σχέση με συγκεκριμένη τοπική αγορά, και λαμβανομένου υπόψη όχι μόνον του πραγματικού ανταγωνισμού αλλά και του δυνητικού, εφόσον η δυνατότητα του ιδιωτικού φορέα να εισέλθει στη σχετική αγορά είναι πραγματική και όχι αμιγώς υποθετική (αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑79/09, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:171, σκέψη 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 29ης Οκτωβρίου 2015, Saudaçor, C‑174/14, EU:C:2015:733, σκέψη 74).

42      Η καθαρά θεωρητική δυνατότητα του ιδιώτη επιχειρηματία να εισέλθει στη σχετική αγορά, αν δεν επιρρωννύεται από κανένα πραγματικό στοιχείο, καμία αντικειμενική ένδειξη ή ανάλυση της αγοράς, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού (απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2008, Isle of Wight Council κ.λπ., C‑288/07, EU:C:2008:505, σκέψη 64).

43      Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας ΦΠΑ και από τη νομολογία σχετικά με τη διάταξη αυτή, η εφαρμογή της προϋποθέτει, αφενός, ότι η επίμαχη δραστηριότητα ασκείται υπό συνθήκες ανταγωνισμού, πραγματικού ή δυνητικού, με την ασκούμενη από τους ιδιωτικούς φορείς και, αφετέρου, ότι η διαφορετική μεταχείριση των δύο αυτών δραστηριοτήτων από πλευράς ΦΠΑ μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές, υπό το πρίσμα των οικονομικών περιστάσεων, στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

44      Εξ αυτού συνάγεται ότι το γεγονός και μόνον της παρουσίας ιδιωτικών φορέων σε μία αγορά, χωρίς συνεκτίμηση των πραγματικών στοιχείων, των αντικειμενικών ενδείξεων και της ανάλυσης της εν λόγω αγοράς, δεν είναι σε θέση να αποδείξει ούτε την ύπαρξη πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνισμού ούτε την ύπαρξη σημαντικής στρέβλωσης του ανταγωνισμού.

45      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι πρωταρχικός στόχος της NRA είναι η διασφάλιση της παροχής ασφαλούς και αποτελεσματικού εθνικού οδικού δικτύου. Προς τον σκοπό αυτό, έχει τη γενική ευθύνη για τον σχεδιασμό, για την κατασκευή όλων των εθνικών οδών καθώς και για την επίβλεψη της κατασκευής και συντήρησης των εν λόγω οδών. Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται αποκλειστικά στην NRA να εκπονεί σχέδιο για την εφαρμογή συστήματος διοδίων σχετικά με την πρόσβαση στις εν λόγω οδούς καθώς και να εκδίδει τις κανονιστικές αποφάσεις τις οποίες κρίνει κατάλληλες για την εκμετάλλευση και συντήρησή τους, κανονιστικές αποφάσεις οι οποίες καθορίζουν το ανώτατο ποσό των διοδίων που μπορεί να εισπραχθεί ως αντάλλαγμα για τη χρήση οδού με διόδια, ανεξαρτήτως του αν η οικεία οδός τελεί υπό την εκμετάλλευση της NRA ή ιδιωτικού φορέα.

46      Από τη δικογραφία αυτή προκύπτει επίσης ότι οι ιδιωτικοί φορείς δεν μπορούν να εισέλθουν στην αγορά λειτουργίας οδικών υποδομών αντί καταβολής διοδίων παρά μόνον αν τους δοθεί σχετική εξουσιοδότηση από την NRA. Εκτός αυτού, το γεγονός ότι η διαχείριση εθνικής οδού έχει ανατεθεί σε ιδιωτικό φορέα ουδόλως επηρεάζει το γεγονός ότι η NRA διατηρεί πάντοτε την τελική ευθύνη στον τομέα των εθνικών οδών, οπότε, σε περίπτωση που ο ιδιωτικός φορέας δεν επιθυμεί πλέον να τηρήσει τις δεσμεύσεις του, η πρώτη οφείλει να διασφαλίσει την ομαλή λειτουργία των εν λόγω οδών.

47      Συναφώς, συνάγεται ότι, όσον αφορά τον αυτοκινητόδρομο Westlink, η σύμβαση μεταξύ της NRA και του ιδιωτικού φορέα προέβλεπε την εκ μέρους του τελευταίου είσπραξη διοδίων μέσω τυπικού συστήματος διοδίων με μπάρα. Εντούτοις, η μετάβαση από σταθμό διοδίων με μπάρα σε σύστημα τηλεδιοδίων χωρίς μπάρα, η οποία κατέστη αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη ροή της κυκλοφορίας στον αυτοκινητόδρομο αυτό, απαιτούσε σημαντική επένδυση και συνεπαγόταν την ανάληψη κινδύνου συμφυούς με τη θέση σε εφαρμογή συστήματος τηλεδιοδίων χωρίς μπάρα. Δεδομένου ότι ο ιδιωτικός φορέας δεν επιθυμούσε να πραγματοποιήσει την επένδυση αυτή χωρίς πρόσθετες δεσμεύσεις εκ μέρους της NRA, η τελευταία διαπραγματεύτηκε τη λήξη της επίμαχης σύμβασης, ανέλαβε την εκμετάλλευση του αυτοκινητοδρόμου Westlink τον Αύγουστο του 2008 και εγκατέστησε σύστημα τηλεδιοδίων προς όφελος του κοινού για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης ροής της κυκλοφορίας.

48      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, η δραστηριότητα λειτουργίας οδικών υποδομών αντί καταβολής διοδίων, η οποία επομένως δεν περιορίζεται στην είσπραξη των διοδίων, πραγματοποιείται αποκλειστικά από την NRA υπό συνθήκες ικανές να διασφαλίσουν, σε κάθε περίπτωση, την παροχή ασφαλούς και αποτελεσματικού εθνικού οδικού δικτύου. Πράττοντας τούτο, ο οργανισμός αυτός αναλαμβάνει τις λειτουργίες εκμετάλλευσης και συντήρησης του οικείου δικτύου είτε εξαρχής για λογαριασμό του είτε κατ’ εφαρμογή υποχρεώσεων εκ του νόμου που υπέχει μόνον ο ίδιος, κατόπιν απόσυρσης του ιδιωτικού φορέα.

49      Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι δεν υπάρχει ρεαλιστική πιθανότητα ένας ιδιωτικός φορέας να εισέλθει στη σχετική αγορά κατασκευάζοντας οδό δυνάμενη να ανταγωνιστεί τις ήδη υπάρχουσες εθνικές οδούς.

50      Υπό τις περιστάσεις αυτές, προκύπτει ότι η NRA ασκεί τη δραστηριότητα λειτουργίας οδικών υποδομών αντί καταβολής διοδίων στο πλαίσιο του νομικού καθεστώτος που εφαρμόζεται αποκλειστικά σε αυτήν. Κατά συνέπεια, όπως διαπίστωσε και το αιτούν δικαστήριο, η δραστηριότητα αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ευρισκόμενη σε ανταγωνισμό με τη δραστηριότητα που ασκούν οι ιδιωτικοί φορείς και η οποία συνίσταται στην είσπραξη διοδίων σε άλλες οδούς με διόδια κατ’ εφαρμογή συμφωνίας συναφθείσας με την NRA δυνάμει εθνικών νομοθετικών διατάξεων. Επιπλέον, δεν συντρέχει ούτε και η προϋπόθεση της ύπαρξης δυνητικού ανταγωνισμού, κατά την έννοια της νομολογίας που υπενθυμίζεται με τη σκέψη 42 της παρούσας απόφασης, στο μέτρο που παραμένει αμιγώς υποθετική η δυνατότητα των ιδιωτικών φορέων να ασκήσουν την επίμαχη δραστηριότητα υπό τις ίδιες συνθήκες με τις ισχύουσες για την NRA. Ως εκ τούτου, το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας ΦΠΑ δεν έχει εφαρμογή σε μια περίπτωση κατά την οποία, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν υπάρχει γνήσιος ανταγωνισμός, πραγματικός ή δυνητικός, μεταξύ του οικείου δημόσιου οργανισμού και των ιδιωτικών φορέων.

51      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στα προδικαστικά ερωτήματα είναι ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας ΦΠΑ έχει την έννοια ότι, σε μία περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, ένας οργανισμός δημοσίου δικαίου που ασκεί δραστηριότητα συνιστάμενη στην παροχή πρόσβασης σε οδό αντί καταβολής διοδίων δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ευρισκόμενος σε ανταγωνισμό με τους ιδιωτικούς φορείς που εισπράττουν διόδια σε άλλες οδούς με διόδια κατ’ εφαρμογή συμφωνίας συναφθείσας με τον οικείο οργανισμό δημοσίου δικαίου δυνάμει εθνικών νομοθετικών διατάξεων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

52      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι, σε μία περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, ένας οργανισμός δημοσίου δικαίου που ασκεί δραστηριότητα συνιστάμενη στην παροχή πρόσβασης σε οδό αντί καταβολής διοδίων δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ευρισκόμενος σε ανταγωνισμό με τους ιδιωτικούς φορείς που εισπράττουν διόδια σε άλλες οδούς με διόδια κατ’ εφαρμογή συμφωνίας συναφθείσας με τον οικείο οργανισμό δημοσίου δικαίου δυνάμει εθνικών νομοθετικών διατάξεων.

(υπογραφές)

Άρειος Πάγος 494/2016 Επίλυση εργατικών διαφορών με συμβιβασμό

Next: Yπόθεση C‑342/15 Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 9ης Μαρτίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους – Δυνατότητα των κρατών μελών να επιφυλάσσουν σε ορισμένες κατηγορίες δικηγόρων τη σύνταξη επίσημων εγγράφων σχετικών με την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων – Κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους κατά την οποία απαιτείται να βεβαιώνεται από συμβολαιογράφο το γνήσιο της υπογραφής σε αίτηση εγγραφής στο κτηματολόγιο»
Previous: Υπόθεση C‑344/15 Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 19ης Ιανουαρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο – Δραστηριότητα διαχείρισης και λειτουργίας οδικών υποδομών αντί καταβολής διοδίων – Δραστηριότητες τις οποίες ασκεί οργανισμός δημοσίου δικαίου ως φορέας δημόσιας εξουσίας – Παρουσία ιδιωτικών φορέων – Σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού – Ύπαρξη πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνισμού»
$
0
0

Περίληψη

Ειδικά για τα δικαιώματα του εργαζομένου που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου γίνεται δεκτό ότι επιτρέπεται η επίλυση και των σχετικών διαφορών με συμβιβασμό, όπου όμως υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις είτε σε σχέση με την έννοια ή την έκταση των δικαιωμάτων αυτών και με αμοιβαίες υποχωρήσεις επιλύονται αυτές. Στην περίπτωση αυτή δεν θεωρείται ότι αντιβαίνει ο συμβιβασμός στα άρθρα 871 Α.Κ., 8 ν. 2112/1920, 8 παρ. 2 και 4 ν.δ. 4020/1959, 2 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 και επομένως είναι έγκυρος, διότι έτσι αποφεύγει ο εργαζόμενος να αποδυθεί σε δικαστικό αγώνα αβέβαιης διάρκειας και έκτασης.

Όταν όμως δεν υπάρχει πραγματική αλλά μόνο προσχηματική αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα ή όταν δεν είναι αμοιβαίες οι υποχωρήσεις και γίνονται μόνο από τον εργαζόμενο, τότε δεν υπάρχει συμβιβασμός με την ανωτέρω έννοια (ακόμη και αν οι συμβαλλόμενοι χαρακτήρισαν τη μεταξύ τους σύμβαση ως συμβιβασμό) αλλά ενδεχομένως άλλη σχέση (άφεση χρέους ή αναγνώριση αξιώσεως) και η σχετική σύμβαση υποκρύπτει παραίτηση του εργαζομένου από νόμιμες αξιώσεις του, η οποία κατά το άρθρο 679 Α.Κ. είναι άκυρη (ΑΠ 754/2014).

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Γεώργιο Αναστασάκο και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 3 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Α. Χ. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Στρίμπερη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία "Ταμείο Αυτασφαλείας Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Τ.Α.Π.Ε.Τ.Ε.)" που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τσάκωνα και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-10-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3009/2009 του ίδιου δικαστηρίου και 1476/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21-10-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Νικολακέα ανέγνωσε την από 9-3-2015 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Μιχαήλ Αυγουλέα, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αναιρεσείοντος στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 871 Α.Κ. με τη σύμβαση του συμβιβασμού οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μια φιλονικία τους ή μια αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση, ενώ με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση.

Για το έγκυρο της σύμβασης συμβιβασμού αρκεί το αντικείμενό της να μην έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, γιατί στην αντίθετη περίπτωση η σύμβαση αυτή θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174 και 180 Α.Κ.).

Ειδικά για τα δικαιώματα του εργαζομένου που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου γίνεται δεκτό ότι επιτρέπεται η επίλυση και των σχετικών διαφορών με συμβιβασμό, όπου όμως υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις είτε σε σχέση με την έννοια ή την έκταση των δικαιωμάτων αυτών και με αμοιβαίες υποχωρήσεις επιλύονται αυτές. Στην περίπτωση αυτή δεν θεωρείται ότι αντιβαίνει ο συμβιβασμός στα άρθρα 871 Α.Κ., 8 ν. 2112/1920, 8 παρ. 2 και 4 ν.δ. 4020/1959, 2 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 και επομένως είναι έγκυρος, διότι έτσι αποφεύγει ο εργαζόμενος να αποδυθεί σε δικαστικό αγώνα αβέβαιης διάρκειας και έκτασης.

Όταν όμως δεν υπάρχει πραγματική αλλά μόνο προσχηματική αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα ή όταν δεν είναι αμοιβαίες οι υποχωρήσεις και γίνονται μόνο από τον εργαζόμενο, τότε δεν υπάρχει συμβιβασμός με την ανωτέρω έννοια (ακόμη και αν οι συμβαλλόμενοι χαρακτήρισαν τη μεταξύ τους σύμβαση ως συμβιβασμό) αλλά ενδεχομένως άλλη σχέση (άφεση χρέους ή αναγνώριση αξιώσεως) και η σχετική σύμβαση υποκρύπτει παραίτηση του εργαζομένου από νόμιμες αξιώσεις του, η οποία κατά το άρθρο 679 Α.Κ. είναι άκυρη (ΑΠ 754/2014).

Στην προκειμένη περίπτωση το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: "Ο εκκαλών [ήδη αναιρεσείων] προσλήφθηκε και απασχολήθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, από την οποία αποχώρησε στις 14-8-2002, έχοντας συμπληρώσει συντάξιμο χρόνο 39 ετών, 6 μηνών και 1 ημέρας και πληρούσε τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους-κύριας σύνταξης από το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου [εννοείται: το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Ταμείο Αυτασφάλειας Προσωπικού Ε.Τ.Ε."]. Οι αποδοχές του κατά το χρόνο της αποχώρησής του ανέρχονταν σε 6.153,81 ευρώ, ενώ έλαβε από το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου "Ταμείο Αυτασφάλειας Προσωπικού Ε.Τ.Ε.", κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992, με τις οποίες καθορίστηκε ανώτατο όριο στο εφάπαξ βοήθημα... το ποσό των 56.800,35 ευρώ αντί του δικαιούμενου ποσού 207.014,18 ευρώ... Στη συνέχεια, σε εκτέλεση αποφάσεων του διευθυντή του εφεσιβλήτου [ήδη αναιρεσιβλήτου], που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του διοικητικού του συμβουλίου, ο εκκαλών έλαβε συμπληρωματική εφάπαξ παροχή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 20 του ν. 3029/2002, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του v. 3232/2004 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του καταστατικού του εφεσίβλητου, που εγκρίθηκε με την ΚΥΑ 80000/30226/1366/2004... με την οποία το εφεσίβλητο μετατράπηκε από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την ίδια επωνυμία και αποτελεί καθολικό διάδοχό του. Το εφεσίβλητο ζήτησε όμως από τον εκκαλούντα να δηλώσει εγγράφως ότι με τη συμπληρωματική καταβολή ικανοποιείται πλήρως κάθε αξίωσή του κατά αυτού για εφάπαξ παροχή στηριζόμενη στην εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 2084/1992 και ότι παραιτείται από κάθε συναφή απαίτηση. Μετά την απόφαση αυτή το εφεσίβλητο, με την από 17-2-2004 ανακοίνωσή του, απευθύνθηκε στους ασφαλισμένους του που είχαν συνταξιοδοτηθεί κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1993 έως το έτος 2004, προτείνοντάς τους τη συμβιβαστική επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς υπό τους παραπάνω όρους και προϋποθέσεις. Μεταξύ αυτών που ανταποκρίθηκαν συγκαταλεγόταν ο εκκαλών, ο οποίος αποδεχόμενος την προς αυτόν πρόταση υπέγραψε το από 21-4-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο δήλωνε ότι αποδεχόταν να λάβει τη διαφορά όπως είχε προσδιοριστεί με την παραπάνω απόφαση, ότι ενόψει της καταβολής της ως άνω συμπληρωματικής εφάπαξ παροχής των 95.030,11 ευρώ ικανοποιείται πλήρως κάθε δικαίωμά του εφάπαξ παροχής ή αποζημιώσεως και κάθε σχετική αξίωσή του κατά του ταμείου και ως εκ τούτου δεν έχει ούτε διατηρεί κατά του ταμείου καμία αξίωση εφάπαξ παροχής ή αποζημιώσεως, παραιτούμενος ειδικότερα ρητά και ανεπιφύλακτα από κάθε, εξ αιτίας ή εξ αφορμής της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 57 του νόμου 2084/1992, τυχόν δικαίωμα ή αξίωσή του κατά του ταμείου και κάθε ασκηθείσης σχετικής αγωγής ή προσφυγής και από κάθε εν γένει δικαστική επιδίωξη κατά του ταμείου για την καταβολή ποσών για οποιοδήποτε λόγο εκ της άνω αιτίας... Στη συνέχεια το εφεσίβλητο κατέβαλε στον εκκαλούντα ως συμπληρωματική εφάπαξ παροχή το ποσό των 95.030,11 ευρώ, δηλαδή συνολικά ο εκκαλών έλαβε το ποσό των 151.830,46 ευρώ. Και μετά την παραπάνω καταβολή, το εφάπαξ βοήθημα που ο εκκαλών εισέπραξε υπολειπόταν εκείνου που εδικαιούτο να εισπράξει χωρίς την εφαρμογή της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 57 του ν. 2084/1992 περί καθορισμού ανώτατου ορίου στο εφάπαξ βοήθημα και συγκεκριμένα κατά το ποσό των 55.183,72 ευρώ... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο που καταρτίστηκαν οι ως άνω συμβιβαστικές συμφωνίες υπήρχε σοβαρή αμφισβήτηση και αβεβαιότητα σχετικά με τα ένδικα δικαιώματα του εκκαλούντος και συγκεκριμένα σχετικά με τη συνταγματικότητα ή μη της διάταξης του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992 και της περαιτέρω εφαρμογής της ή μη κατά την καταβολή της εφάπαξ αποζημίωσης από το εφεσίβλητο δεδομένου ότι είχαν εκδοθεί αντίθετες ως προς το ζήτημα αυτό αποφάσεις τόσο από τα διοικητικά όσο και τα πολιτικά δικαστήρια. Συγκεκριμένα κατά το χρόνο που είχε δημοσιευθεί η προαναφερόμενη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εφεσίβλητου (6-11-2004), με την οποία το τελευταίο πρότεινε την παραπάνω συμπληρωματική καταβολή υπό τους παραπάνω όρους, είχαν ήδη δημοσιευθεί οι ΔΕφΑθ 585/2000... και ΔΕφΑθ 3443/2000... αποφάσεις, που έκριναν ότι η ως άνω διάταξη είναι αντίθετη προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Αντίθετα η ΑΠ 1159/2001 απόφαση... έκρινε ότι η ως άνω διάταξη δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, ενώ η ΑΠ 521/2003 απόφαση... έκρινε ότι αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος και συνεπώς είναι ανεφάρμοστη η ως άνω διάταξη, ταυτόχρονα όμως παρέπεμψε το ζήτημα στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος και για την ενότητα της νομολογίας.

Στη συνέχεια εκδόθηκε η ΑΠ 8/2004 απόφαση της τακτικής ολομέλειας... η οποία έκρινε με πλειοψηφία μιας ψήφου ότι το εφάπαξ βοήθημα έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα και συνεπώς είναι αντισυνταγματική (αφού παραβιάζεται η αρχή της ισότητας) η επιβολή νομοθετικά ανωτάτου ορίου σ’ αυτό. Ενόψει του ότι υπήρχε ισχυρή μειοψηφία που υποστήριξε το αντίθετο, παραπέμφθηκε το ζήτημα στην πλήρη ολομέλεια του Αρείου Πάγου, οπότε στις 10-3-2005 εκδόθηκε η Ολ. ΑΠ 17/2005... απόφαση, η οποία έκρινε αντισυνταγματική την ως άνω διάταξη. Παράλληλα από το Συμβούλιο της Επικρατείας είχαν εκδοθεί αποφάσεις με αντίθετη άποψη. Συγκεκριμένα οι... 162, 163 και 164/24-1-2005 αποφάσεις, με τις οποίες κρίθηκε ότι το επίδικο εφάπαξ βοήθημα δεν είχε αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα και για το λόγο αυτό η ως άνω διάταξη δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, ενόψει όμως του ότι το ζήτημα είχε παραπεμφθεί προς επίλυση στην πλήρη ολομέλεια του Αρείου Πάγου, παρέπεμψαν την υπόθεση προς κρίση στην ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εν τέλει με τις... 1282, 1283 και 1284/2006 αποφάσεις της ολομέλειάς του, έκρινε συνταγματική την ίδια διάταξη. Ακολούθως το θέμα παραπέμφθηκε στο Α.Ε.Δ., το οποίο, επιλύοντας την αντίθεση μεταξύ των αποφάσεων των παραπάνω ανωτάτων δικαστηρίων, έκρινε με τις 3, 4 και 5/2007 αποφάσεις του κατά πλειοψηφία αντισυνταγματική τη διάταξη... Μετά από αυτά οι παραπάνω συμβιβασμοί είναι έγκυροι, διότι με τη συμφωνία που περιέχουν λύθηκε σοβαρή και όχι προσχηματική αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα σχετικά με το ύψος του εφάπαξ βοηθήματος και με αμοιβαίες υποχωρήσεις αυτές επιλύθηκαν. Η σοβαρή αβεβαιότητα αναφερόταν στη συνταγματικότητα ή μη του άρθρου 57 του ν. 2084/1992, ενώ οι αμοιβαίες υποχωρήσεις τους συνίστανται για μεν τον εκκαλούντα στο ότι συμφώνησε να λάβει μέρος του όλου εφάπαξ, κατά πολύ όμως ανώτερο από το ποσό που είχε αρχικά υπολογιστεί με το πλαφόν της ως άνω διάταξης, το δε εφεσίβλητο κατέβαλε μέρος μόνο αυτού, το οποίο ωστόσο υπερέβαινε κατά πολύ το όριο που είχε τεθεί από το άρθρο 57 του ν. 2084/1992, ενώ οι διάδικοι απέφυγαν με το συμβιβασμό αυτό να αποδυθούν σε δικαστικό αγώνα, που κατά τον παραπάνω χρόνο ήταν αβέβαιης διάρκειας και έκβασης". Με βάση αυτές τις παραδοχές το εφετείο απέρριψε την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η ένσταση συμβιβασμού του εναγομένου και είχε γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή. Έτσι που έκρινε το εφετείο: 1) δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 679, 871 Α.Κ., 8 παρ. 2 και 4 ν.δ. 4020/1959, 2 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955, αφού σύμφωνα με τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά με την προσβαλλομένη απόφασή του: α) υπήρχε σοβαρή αμφισβήτηση και αβεβαιότητα ως προς τα εκατέρωθεν δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων σε σχέση με το ύψος της ως άνω εφάπαξ παροχής, ενόψει και των αντιθέτων αποφάσεων των δικαστηρίων και β) έγιναν αμοιβαίες υποχωρήσεις ως προς το εριζόμενο ζήτημα του ύψους της επίδικης παροχής, καθόσον με την ως άνω σύμβαση στον ενάγοντα καταβλήθηκε τελικά για την αιτία αυτή ποσό κατώτερο από αυτό που διεκδικούσε αλλά ανώτερο από εκείνο που θεωρούσε ως καταβλητέο το εναγόμενο και 2) δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως, αφού κατά τα προεκτεθέντα διέλαβε σ’ αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της εγκυρότητας της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης συμβιβασμού, με αποτέλεσμα να πληρούται το πραγματικό των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και άλλα πραγματικά περιστατικά για την πληρότητα της απόφασης. Οι αιτιολογίες δε αυτές καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Επομένως ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. α και 19 Κ.Πολ.Δ. πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα με την έννοια της πιο πάνω διάταξης είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (Ολ. ΑΠ 25/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια, αιτιώμενος, κατά την επιτρεπτή νοηματική του απόδοση, ότι: το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον εξώδικο μεταξύ των διαδίκων συμβιβασμό χωρίς να έχει προταθεί από το εφεσίβλητο και ήδη αναιρεσίβλητο, το οποίο προέβαλε μόνο τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης της ως άνω αξίωσης του εκκαλούντος-ενάγοντος. Από την παραδεκτή όμως επισκόπηση των υποβληθεισών προτάσεων του εφεσίβλητου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο προκύπτει ότι ο ανωτέρω ισχυρισμός περί εξώδικου μεταξύ των διαδίκων συμβιβασμού προτάθηκε νομίμως. Ειδικότερα στη σελίδα 7 των ανωτέρω προτάσεών του αναφέρεται σαφώς και εκτενώς στο συναφθέντα κατά τα άνω εξώδικο συμβιβασμό, ενόψει της υπάρξεως μέχρι του χρόνου εκείνου αντιθέτων αποφάσεων των ανωτάτων δικαστηρίων περί της αντισυνταγματικότητος ή μη της επίδικης διάταξης που αφορούσε την περικοπή της εφάπαξ παροχής και της υφισταμένης ως εκ τούτου προφανούς αβεβαιότητος σχετικά με την επίδικη αξίωση του ενάγοντος- εκκαλούντος. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραδεκτά έλαβε υπόψη τον ως άνω περί εξώδικου συμβιβασμού ισχυρισμό του εφεσιβλήτου ως προταθέντα προς υπεράσπιση κατά της έφεσης και μη μεταβάλλοντα την βάση της αγωγής (άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ.) και αποδεικνυόμενο εγγράφως αλλά και με δικαστική ομολογία του εκκαλούντος (άρθρο 269 παρ. 2 περ. γ Κ.Πολ.Δ.).

Συνεπώς ο αναιρετικός αυτός λόγος, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η ρηθείσα αναιρετική πλημμέλεια, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του δικαστηρίου, της αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ευφημίας Λαμπροπούλου: Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. "Είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη". Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα εξής: Το εναγόμενο ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, προς αντίκρουση της αγωγής, προέβαλε τους ισχυρισμούς περί αοριστίας της αγωγής και περί παραγραφής της ένδικης αξιώσεως του ενάγοντος, όπως αυτές συνοπτικά καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την πρωτόδικη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως και πιο εκτεταμένα στις από 12-9-2009 έγγραφες προτάσεις του. Μετά την απόρριψη της αγωγής και την άσκηση εφέσεως εκ μέρους του ενάγοντος, το εναγομένο, για την αντίκρουση της εφέσεως αυτής και ειδικότερα του τέταρτου λόγου της ισχυρίσθηκε, με τις από 28-12-2013 έγγραφες προτάσεις του, τα εξής κατά λέξη: "Ο εκκαλών, αφού έλαβε συμπληρωματικώς και σύμφωνα με τον ισχύοντα το 2004 Κανονισμό τις διατάξεις του οποίου απεδέχθη ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό και μάλιστα υπό καθεστώς κατά το οποίο η αρχική καταβολή του ποσού των 56.000 ευρώ έναντι των 151.830 ευρώ δικαστικώς τουλάχιστον κινδύνευε να οριστικοποιηθεί σε βάρος του, αφού μέχρι τότε είχε εκδοθεί σωρεία δικ. αποφάσεων που έκριναν περί της συνταγματικότητας της περικοπής, ρητώς και εγγράφως έχει παραιτηθεί. Η πλευρά μας, πρότεινε εγγράφως και προφορικώς (παρά το γεγονός ότι ατυχώς η σχετική προφορική μας δήλωση παρελήφθη να αναγραφεί στα πρακτικά προφανώς εκ παραδρομής, μετά των λοιπών ενστάσεών μας) την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του Δικαιώματος λόγω της προηγουμένης παραιτήσεως του αναιρεσιβλήτου από το δικαίωμα που του ικανοποιήθηκε". Στη συνέχεια, αφού παρέπεμψε σε μια εφετειακή απόφαση "με την οποία κρίθηκε ως έγκυρη η εν λόγω παραίτηση άλλων ασφαλισμένων" και αφού ανέφερε τις εκδοθείσες μέχρι το χρόνο συνάψεως της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, του Αρείου Πάγου και του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, συνέχισε: "Τα ανωτέρω περιστατικά, θεμελιώνουν ακράδαντα τον ισχυρισμό περί υφισταμένης αβεβαιότητος περί την έκβαση της διαφοράς, τεκμηριουμένης ούτω της νομιμότητος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα της παραιτήσεως του εκκαλούντος. Εξ άλλου, η έκδοση αποφάσεως με την οποία γίνεται δεκτή αγωγή ενός ασφαλισμένου που έχει παραιτηθεί της αξιώσεώς του με τον ίδιο τρόπο για τον οποίο γίνεται απορρίπτεται μία άλλη που ασκήθηκε από άλλο ασφαλισμένο, αν μη τι άλλο, δημιουργεί ανισότητα κρίσεως αλλά και μη επιτρεπτή διάσταση νομικών απόψεων για θέματα τόσο προφανή, όπως είναι η εκουσία έγγραφη παραίτηση από αξιώσεως". Τέλος αναφέρθηκε στις δυσβάστακτες για το ίδιο οικονομικές συνέπειες που θα έχει η τυχόν αποδοχή της αγωγής, ενόψει του ότι υπάρχουν πολλές εκκρεμείς όμοιες υποθέσεις άλλων ασφαλισμένων του. Ο πιο πάνω ισχυρισμός του εναγομένου, ο οποίος χαρακτηρίσθηκε από το ίδιο ως ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος και ως ένσταση παραιτήσεως του ενάγοντος από τις ένδικες αξιώσεις του, ήταν μη νόμιμος και υπό τις δύο αυτές εκδοχές, αφενός μεν διότι τα περιστατικά που επικαλέσθηκε το εναγόμενο για τη θεμελίωσή του, αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούσαν την άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος καταχρηστική, αφετέρου δε διότι κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 679 Α.Κ. είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του. Σε καμία δε περίπτωση δεν συνιστούσε νόμιμο ισχυρισμό περί συμβιβασμού (διότι ούτε το εναγόμενο δεν τον χαρακτήρισε έτσι, κυρίως όμως διότι δεν περιεχόταν σ’ αυτόν το στοιχείο των αμοιβαίων υποχωρήσεων), ώστε να υπάρχει πεδίο έρευνας αυτού λόγω παραδεκτής βραδείας προβολής του κατά τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 Κ.Πολ.Δ., στις οποίες παρέπεμψε το εφετείο.

Συνεπώς το εφετείο, το οποίο δέχθηκε ότι παραδεκτώς προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός και στη συνέχεια τον δέχθηκε κατ’ ουσίαν, ως αποδεικνυόμενο εγγράφως και με δικαστική ομολογία του ενάγοντος, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποπίπτοντας στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β Κ.Πολ.Δ. Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη του μειοψηφούντος μέλους, έπρεπε να γίνει δεκτός ο ανωτέρω (δεύτερος) αναιρετικός λόγος και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε (Ολ. ΑΠ 23/2008 και 9/2000). Θεωρείται δε ότι το αποδεικτικό μέσο του οποίου έγινε νόμιμη επίκληση, έχει και προσκομισθεί, εφόσον η απόφαση δεν βεβαιώνει το αντίθετο (ΑΠ 56/2016). Εξάλλου οι δικαστικές αποφάσεις κατά το μέρος που επιλύουν νομικό ζήτημα δεν αποτελούν αποδεικτικά έγγραφα κατά την πιο πάνω έννοια (ΑΠ 1246/2000).

Τέλος δεν χωρεί αναίρεση στην εν λόγω περίπτωση αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε κυρίως σε άλλα νόμιμα αποδεικτικά μέσα και μόνο επικουρικά σε κάποιο αποδεικτικό μέσο που δεν είχε προσκομισθεί (ΑΠ 257/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της παρά το νόμο λήψης υπόψη αποδείξεων που δεν προσκομίσθηκαν και συγκεκριμένα ότι το εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα για την ουσιαστική βασιμότητα της ένστασης του άρθρου 871 Α.Κ. και ειδικότερα για τη συνδρομή του στοιχείου της αμφισβήτησης και της αβεβαιότητας όσον αφορά το ύψος της απαίτησής του, παρά το νόμο έλαβε υπόψη τις εξής δικαστικές αποφάσεις: α) 585/2000 και 3443/2000 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, 521/2003 και 1159/2001 του Αρείου Πάγου, τις οποίες το αναιρεσίβλητο επικαλέσθηκε μεν αλλά δεν προσκόμισε και β) 8/2004 της τακτικής ολομέλειας του Αρείου Πάγου, 17/2005 της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου, 162, 163 και 164 του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1282, 1283 και 1284 της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, τις οποίες το αναιρεσίβλητο δεν επικαλέσθηκε ούτε προσκόμισε. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος προεχόντως διότι οι δικαστικές αποφάσεις που κατά τον αναιρεσείοντα παρανόμως ελήφθησαν υπόψη επιλύουν νομικά ζητήματα και δεν αποτελούν αποδεικτικά έγγραφα κατά την πιο πάνω έννοια του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β Κ.Πολ.Δ. Επί πλέον, ειδικά όσον αφορά τις δικαστικές αποφάσεις που αναφέρονται πιο πάνω με το στοιχείο α, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος και διότι ο ίδιος ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το αναιρεσίβλητο τις επικαλέσθηκε, σύμφωνα δε με τα προεκτεθέντα, το αποδεικτικό μέσο του οποίου έγινε νόμιμη επίκληση θεωρείται ότι έχει και προσκομισθεί εφόσον η απόφαση δεν βεβαιώνει το αντίθετο.

Σε κάθε περίπτωση όμως ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι το εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην πιο πάνω κρίση του, στηρίχθηκε κυρίως στα λοιπά μνημονευόμενα στην απόφασή του νόμιμα αποδεικτικά μέσα και επικουρικά στις προαναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση και να συμψηφισθεί στο σύνολό της η εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη των διαδίκων διότι η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 περ. β και 183 Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 21-10-2014 αίτηση για αναίρεση της 1476/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Συμψηφίζει στο σύνολό της την εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Ιουνίου 2016.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Αυγούστου 2016.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Yπόθεση C‑342/15 Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 9ης Μαρτίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους – Δυνατότητα των κρατών μελών να επιφυλάσσουν σε ορισμένες κατηγορίες δικηγόρων τη σύνταξη επίσημων εγγράφων σχετικών με την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων – Κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους κατά την οποία απαιτείται να βεβαιώνεται από συμβολαιογράφο το γνήσιο της υπογραφής σε αίτηση εγγραφής στο κτηματολόγιο»

$
0
0

Yπόθεση C‑342/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 9ης Μαρτίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους – Δυνατότητα των κρατών μελών να επιφυλάσσουν σε ορισμένες κατηγορίες δικηγόρων τη σύνταξη επίσημων εγγράφων σχετικών με την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων – Κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους κατά την οποία απαιτείται να βεβαιώνεται από συμβολαιογράφο το γνήσιο της υπογραφής σε αίτηση εγγραφής στο κτηματολόγιο»

Στην υπόθεση C‑342/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 19ης Μαΐου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Ιουλίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Leopoldine Gertraud Piringer,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, A. Tizzano (εισηγητή), αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, M. Berger, A. Borg Barthet και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: K. Malacek, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 8ης Ιουνίου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Leopoldine Gertraud Piringer, εκπροσωπούμενη από τους S. Piringer, W. L. Weh και S. Harg, Rechtsanwälte,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. Eberhard και M. Aufner καθώς και από την C. Pesendorfer,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, J. Vláčil και M. D. Hadroušek,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller καθώς και από τις D. Kuon και J. Mentgen,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. García-Valdecasas Dorrego και V. Ester Casas,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues, D. Colas και R. Coesme,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους I. Kalniņš και J. Treijs‑Gigulis,

–        η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την D. Holderer, επικουρούμενη από τον F. Moyse, avocat,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna καθώς και από τις D. Lutostańska και A. Siwek,

–        η Σλοβενική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Jovin Hrastnik,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Braun και H. Støvlbæk,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 249), καθώς και του άρθρου 56 ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Αυστριακής υπηκόου Leopoldine Gertraud Piringer και του Bezirksgericht Freistadt (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Freistadt, Αυστρία), με αντικείμενο την άρνηση του εν λόγω δικαστηρίου να προβεί σε εγγραφή της πώλησης ακινήτου στο κτηματολόγιο.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 77/249 έχει ως εξής:

«[...] η παρούσα οδηγία αφορά μόνο τα μέτρα που προορίζονται να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση των δραστηριοτήτων του δικηγόρου ως προς την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών· [...] θα απαιτηθούν περισσότερο επεξεργασμένα μέτρα για την διευκόλυνση της πραγματικής ασκήσεως του δικαιώματος εγκαταστάσεως».

4        Κατά το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής:

«1.      Η παρούσα οδηγία ισχύει, εντός των ορίων και με τις προϋποθέσεις που η ίδια προβλέπει, για τις δραστηριότητες του δικηγόρου κατά την παροχή υπηρεσιών.

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παρούσης οδηγίας, τα Κράτη μέλη δύνανται να επιφυλάξουν σε ορισμένες κατηγορίες δικηγόρων τη σύνταξη επισήμων εγγράφων βάσει των οποίων παρέχεται εξουσία διαχειρίσεως της περιουσίας προσώπων, που απεβίωσαν, ή τα οποία αναφέρονται στην κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων.

2.      Ως “δικηγόρος” νοείται κάθε πρόσωπο που δικαιούται να ασκεί τις επαγγελματικές του δραστηριότητες υπό μια από τις ακόλουθες ονομασίες:

[…]

Ιρλανδία:


barrister,
solicitor,

[…]

Ηνωμένο Βασίλειο:


advocate,
barrister,
solicitor,

[…]».

5        Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Οι δραστηριότητες, οι σχετικές με την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση πελάτου ενώπιον των δικαστικών ή των δημοσίων αρχών ασκούνται σε κάθε κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται για τους δικηγόρους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σ’ αυτό το κράτος, αποκλειομένου οποιουδήποτε όρου κατοικίας ή εγγραφής σε επαγγελματική οργάνωση του κράτους αυτού.

[...]

4.      Για την άσκηση δραστηριοτήτων διαφόρων από εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο δικηγόρος εξακολουθεί να υπόκειται στους επαγγελματικούς όρους και κανόνες του Κράτους μέλους προελεύσεως, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των κανόνων, οποιαδήποτε και αν είναι η πηγή τους, οι οποίοι διέπουν το επάγγελμα στο Κράτος μέλος υποδοχής, ιδίως εκείνων που αφορούν το ασυμβίβαστο μεταξύ της ασκήσεως των δραστηριοτήτων του δικηγόρου και της ασκήσεως άλλων δραστηριοτήτων στο Κράτος αυτό […]. Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται μόνο εφ’ όσον δύνανται να τηρηθούν από δικηγόρο που δεν είναι εγκατεστημένος στο Κράτος μέλος υποδοχής και κατά το μέτρο που η τήρησή τους στο Κράτος αυτό δικαιολογείται αντικειμενικά για την εξασφάλιση της ορθής ασκήσεως των δραστηριοτήτων του δικηγόρου, της επαγγελματικής αξιοπρέπειας και της τηρήσεως των κανόνων περί ασυμβιβάστου.»

6        Η αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος (ΕΕ 1998, L 77, σ. 36), έχει ως εξής:

«[...] θα πρέπει, ωστόσο, να προβλεφθεί, όπως στην οδηγία 77/249/ΕΟΚ, η δυνατότητα να μη συμπεριληφθούν στις δραστηριότητες των δικηγόρων που εργάζονται υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία ορισμένες πράξεις στον τομέα των ακινήτων και των κληρονομιών· [...] η παρούσα οδηγία ουδόλως θίγει τις διατάξεις των κρατών μελών σύμφωνα με τις οποίες ορισμένες δραστηριότητες περιορίζονται αποκλειστικά για επαγγέλματα διάφορα του δικηγόρου· [...]».

7        Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη, που στην επικράτειά τους επιτρέπουν σε συγκεκριμένη κατηγορία δικηγόρων να συντάσσουν έγγραφα βάσει των οποίων παρέχεται η εξουσία διαχείρισης της περιουσίας αποβιώσαντος, ή τα οποία αναφέρονται στην κτήση ή μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, και των οποίων η σύνταξη σε άλλα κράτη μέλη ανατίθεται αποκλειστικά σε επαγγέλματα διαφορετικά από εκείνα του δικηγόρου, δύνανται να αποκλείσουν από τις δραστηριότητες αυτές τους δικηγόρους που ασκούν επάγγελμα υπό επαγγελματικό τίτλο καταγωγής κτηθέντα σε κάποιο από τα εν λόγω κράτη μέλη.»

 Το αυστριακό δίκαιο

8        Το άρθρο 31 του Allgemeines Grundbuchsgesetz (ομοσπονδιακού νόμου περί κτηματολογίου), της 2ας Φεβρουαρίου 1955, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης (BGBl. I, 87/2015, στο εξής: GBG), ορίζει:

«1.      Εγγραφή στο κτηματολόγιο μπορεί να γίνει […] μόνο με βάση δημόσια έγγραφα ή ιδιωτικά ενυπόγραφα έγγραφα, επί των οποίων το γνήσιο της υπογραφής των μερών έχει βεβαιωθεί με δικαστική απόφαση ή συμβολαιογραφική πράξη μνημονεύουσα, προκειμένου για τα φυσικά πρόσωπα, και την ημερομηνία γέννησής τους.

[...]

3.      Η επικύρωση αλλοδαπών εγγράφων διέπεται από τις διεθνείς συμβάσεις. Έγγραφα που επικυρώθηκαν από την αυστριακή αρχή εκπροσώπησης στην περιφέρεια της οποίας αυτά συντάχθηκαν ή επικυρώθηκαν ή από την εθνική αρχή εκπροσώπησης του κράτους εντός του οποίου αυτά συντάχθηκαν ή επικυρώθηκαν δεν χρειάζονται περαιτέρω επικύρωση.

[...]»

9        Το άρθρο 53 του GBG προβλέπει:

«1.      Ο κύριος του ακινήτου δικαιούται να απαιτήσει τη σημείωση στο κτηματολόγιο της σκοπούμενης πώλησης ή ενεχυρίασης, προκειμένου να κατοχυρώσει από τον χρόνο υποβολής της αίτησης τη σειρά προτεραιότητας καταχώρισης των εγγραπτέων δικαιωμάτων που απορρέουν από την εν λόγω πώληση ή ενεχυρίαση.

[...]

3.      Οι ως άνω αιτήσεις γίνονται δεκτές μόνον εάν, με βάση τις κτηματολογικές εγγραφές, επιτρέπεται η καταχώριση του εγγραπτέου δικαιώματος ή η διαγραφή του υφιστάμενου δικαιώματος και εάν το γνήσιο της υπογραφής της αίτησης έχει βεβαιωθεί από δικαστήριο ή συμβολαιογράφο. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 έως 5 του άρθρου 31 έχουν εφαρμογή.

[...]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10      Η L. G. Piringer έχει στην κυριότητά της κατά το ήμισυ ακίνητο ευρισκόμενο στην Αυστρία.

11      Στις 25 Φεβρουαρίου 2009, υπέγραψε στην Τσεχική Δημοκρατία αίτηση εγγραφής στο αυστριακό κτηματολόγιο της σκοπούμενης πώλησης του ποσοστού συγκυριότητάς της επί του ακινήτου αυτού, για την κατοχύρωση προτεραιότητας. Το γνήσιο της υπογραφής της αιτούσας επί της αίτησης αυτής βεβαιώθηκε από Τσέχο δικηγόρο ο οποίος, σύμφωνα με το τσεχικό δίκαιο, συνέταξε προς τούτο πράξη μνημονεύουσα, μεταξύ άλλων, την ημερομηνία γέννησης της αιτούσας καθώς και τα έγγραφα που αυτή προσκόμισε για την πιστοποίηση της ταυτότητάς της. Ο υπογράφων δικηγόρος βεβαιώνει επίσης ότι η L. G. Piringer υπέγραψε ιδιοχείρως την εν λόγω αίτηση ενώπιόν του, σε ένα μόνον αντίτυπο.

12      Στις 15 Ιουλίου 2014, η L. G. Piringer υπέβαλε την εν λόγω αίτηση εγγραφής στο Bezirksgericht Freistadt (δικαστήριο του Freistadt, Αυστρία), το οποίο είναι αρμόδιο για την τήρηση του κτηματολογίου. Στην αίτησή της επισύναψε, μεταξύ άλλων, τη σύμβαση μεταξύ της Δημοκρατία της Αυστρίας και της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Τσεχοσλοβακίας για τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις, την αναγνώριση των δημοσίων εγγράφων και τη διαβίβαση νομικών πληροφοριών, η οποία συνάφθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1961 (BGBl. αριθ. 309/1962) και εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις διμερείς σχέσεις με την Τσεχική Δημοκρατία (BGBl ΙΙΙ, αριθ. 123/1997, στο εξής: Σύμβαση Αυστρίας‑Τσεχίας).

13      Το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αυτή με απόφαση της 18ης Ιουλίου 2014, με το σκεπτικό ότι το γνήσιο της υπογραφής της προσφεύγουσας της κύριας δίκης δεν είχε βεβαιωθεί από δικαστήριο ή συμβολαιογράφο, κατ’ αντίθεση προς τις επιταγές του άρθρου 53, παράγραφος 3, του GBG. Επιπλέον, κατά το εν λόγω δικαστήριο, η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από Τσέχο δικηγόρο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης Αυστρίας-Τσεχίας. Εν πάση περιπτώσει, έκρινε ότι το έγγραφο πιστοποίησης που υποβλήθηκε από την L. G. Piringer δεν έφερε επίσημη σφραγίδα, όπως επιτάσσουν τα άρθρα 21 και 22 της εν λόγω σύμβασης.

14      Με διάταξη της 25ης Νοεμβρίου 2015, το Landesgericht Linz (περιφερειακό δικαστήριο του Linz, Αυστρία) επικύρωσε την ως άνω απόφαση κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι, μολονότι η πράξη βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής αποτελούσε δημόσιο έγγραφο κατά το τσεχικό δίκαιο, η αναγνώρισή της στην Αυστρία ενέπιπτε στο άρθρο 21, παράγραφος 2, της Σύμβασης Αυστρίας-Τσεχίας. Δεδομένου, ωστόσο, ότι η διάταξη αυτή περιορίζει την αμοιβαία αναγνώριση μόνο στη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής επί ιδιωτικών εγγράφων από «δικαστήριο, διοικητική αρχή ή Αυστριακό συμβολαιογράφο», η επέκταση του πεδίου εφαρμογής της και στις βεβαιώσεις που συντάσσονται από Τσέχους δικηγόρους θα προσέκρουε όχι μόνο στο γράμμα του εν λόγω άρθρου αλλά και στην ίδια τη βούληση των συμβαλλομένων μερών.

15      Έχοντας επιληφθεί αίτησης αναίρεσης ασκηθείσας από την L. G. Piringer, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) κρίνει, κατ’ ουσίαν, ότι η Σύμβαση Αυστρίας-Τσεχίας δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω και εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα της απορρέουσας από το άρθρο 53, παράγραφος 3, του GBG απαίτησης για συμβολαιογραφική βεβαίωση με το δίκαιο της Ένωσης.

16      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της [οδηγίας 77/249], την έννοια ότι ένα κράτος μέλος δύναται να εξαιρέσει από την άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους τη βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής επί εγγράφων που απαιτούνται για την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, επιτρέποντας την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας μόνον από συμβολαιογράφους;

2)      Έχει το άρθρο 56 ΣΛΕΕ την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική διάταξη του κράτους καταχωρίσεως (Αυστρία), σύμφωνα με την οποία οι βεβαιώσεις του γνήσιου της υπογραφής επί εγγράφων που απαιτούνται για την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, επιφυλάσσεται σε συμβολαιογράφους, με συνέπεια, η βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής από δικηγόρο εγκατεστημένο στην Τσεχική Δημοκρατία εντός του κράτους εγκαταστάσεώς του, να μην αναγνωρίζεται στο κράτος καταχωρίσεως, μολονότι η εν λόγω βεβαίωση παράγει κατά το τσεχικό δίκαιο τα νομικά αποτελέσματα επίσημης θεωρήσεως,

ειδικότερα, όταν

α)      το ζήτημα αναγνωρίσεως της βεβαιώσεως του γνήσιου της υπογραφής από δικηγόρο εγκατεστημένο στην Τσεχική Δημοκρατία, επί αιτήσεως εγγραφής στο κτηματολόγιο του κράτους καταχωρίσεως, αφορά παροχή υπηρεσίας από δικηγόρο, η άσκηση της οποίας δεν επιτρέπεται σε δικηγόρους εγκατεστημένους στο κράτος καταχωρίσεως και, ως εκ τούτου, η άρνηση αναγνωρίσεως τέτοιας δηλώσεως δεν υπόκειται στην απαγόρευση περιορισμών

ή

β)      μία τέτοια επιφύλαξη δικαιολογείται, προκειμένου να διασφαλίζεται η νομιμότητα και η ασφάλεια δικαίου των δικαιοπραξιών (δικαιοπρακτικά έγγραφα) και, ως εκ τούτου, εξυπηρετεί επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και, επιπλέον, απαιτείται για την επίτευξη του σκοπού αυτού στο κράτος καταχωρίσεως;»

 Επί του αιτήματος επανάληψης της προφορικής διαδικασίας

17      Σύμφωνα με το άρθρο 82, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2016 με την ανάπτυξη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα.

18      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 31 Οκτωβρίου 2016, η L. G. Piringer ζήτησε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας. Ουσιαστικά, αμφισβήτησε ορισμένες από τις επισημάνσεις που περιλαμβάνονται στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα και προέβαλε ότι πολλά επιχειρήματα που φέρονται να έχουν ουσιώδη σημασία για την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής απόφασης δεν συζητήθηκαν μεταξύ των ενδιαφερομένων.

19      Συναφώς, από το άρθρο 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ συνάγεται ότι ο ρόλος του γενικού εισαγγελέα είναι να διατυπώνει δημοσίως με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων που απαιτούν την παρέμβασή του, εξυπακουομένου ότι το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία τους (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario, C‑104/16 P, EU:C:2013:973, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

20      Κατά συνέπεια, η διαφωνία οποιουδήποτε από τους διαδίκους με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, όποια και αν είναι τα ζητήματα που εξετάζονται με τις προτάσεις αυτές, δεν συνιστά επαρκή λόγο για την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario, C‑104/16 P, EU:C:2013:973, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21      Τούτων δοθέντων, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί ανά πάσα στιγμή, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, ιδίως αν εκτιμά ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς ή ακόμη σε περίπτωση που είναι κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς επιχείρημα επί του οποίου δεν έχει διεξαχθεί συζήτηση μεταξύ των διαδίκων ή των ενδιαφερομένων κατά την έννοια του άρθρου 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

22      Εν προκειμένω, ωστόσο, το Δικαστήριο κρίνει ότι διαθέτει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα και ότι τα στοιχεία αυτά προσκομίστηκαν κατά τη δίκη και συζητήθηκαν μεταξύ των διαδίκων.

23      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

24      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 77/249 είναι αντίθετο σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, με την οποία επιφυλάσσεται στους συμβολαιογράφους η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής επί των εγγράφων που απαιτούνται για την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και, ως εκ τούτου, αποκλείεται η αναγνώριση στο κράτος μέλος αυτό βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος.

25      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει καταρχάς να διαπιστωθεί εάν η οδηγία 77/249 έχει εφαρμογή υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης.

26      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η οδηγία 77/249, σκοπός της οποίας είναι η διευκόλυνση της πραγματικής άσκησης της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1988, Gullung, 292/86, EU:C:1988:15, σκέψη 15), εφαρμόζεται, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 1, παράγραφος 1, στις δικηγορικές δραστηριότητες στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών.

27      Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί, πρώτον, εάν η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής σε αίτηση εγγραφής στο κτηματολόγιο, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, αποτελεί «δικηγορική δραστηριότητα» και, δεύτερον, εάν η συγκεκριμένη βεβαίωση παρασχέθηκε στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.

28      Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι η οδηγία 77/249 δεν ορίζει ρητώς την έννοια της «δικηγορικής δραστηριότητας». Συγκεκριμένα, η οδηγία αυτή, ενώ διακρίνει μεταξύ, αφενός, των σχετικών με την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση πελάτη ενώπιον των δικαστικών ή των δημοσίων αρχών, για τις οποίες γίνεται λόγος ιδίως στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, και, αφετέρου, όλων των λοιπών δραστηριοτήτων, κατά τα διαλαμβανόμενα ιδίως στο άρθρο 4, παράγραφος 4 (βλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, Gebhard, C‑55/94, EU:C:1995:411, σκέψη 14), εντούτοις δεν διευκρινίζει το περιεχόμενο των εννοιών αυτών.

29      Ωστόσο, όσον αφορά τον όρο «δικηγόρος», κατά την έννοια της οδηγίας 77/249, το άρθρο 1, παράγραφος 2, προβλέπει ότι με τον όρο αυτόν νοείται «κάθε πρόσωπο που δικαιούται να ασκεί τις επαγγελματικές του δραστηριότητες υπό μία από τις [...] ονομασίες» που χρησιμοποιούνται σε κάθε κράτος μέλος. Με τον ορισμό αυτόν, ο νομοθέτης της Ένωσης ανέθεσε στα κράτη μέλη να ορίσουν την εν λόγω έννοια και παρέθεσε τις ονομασίες που χρησιμοποιούνται σε κάθε κράτος μέλος προκειμένου να προσδιορίσει τα πρόσωπα που έχουν δικαίωμα να ασκούν την εν λόγω επαγγελματική δραστηριότητα.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές και ελλείψει άλλης διευκρίνισης στην οδηγία 77/249, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όσον αφορά τον ορισμό των δραστηριοτήτων που δύνανται να ασκούν οι δικηγόροι, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να διατηρήσει την εξουσία των κρατών μελών να καθορίζουν το περιεχόμενο της έννοιας αυτής, αφήνοντάς τους ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς το ζήτημα αυτό.

31      Κατά συνέπεια, για την ερμηνεία της οδηγίας 77/249, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν μεταξύ άλλων η Τσεχική και η Ισπανική Κυβέρνηση, ο όρος «δικηγορική δραστηριότητα», κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, καλύπτει όχι μόνο τις νομικές υπηρεσίες που συνήθως παρέχονται από τους δικηγόρους, όπως είναι η παροχή νομικών συμβουλών ή η εκπροσώπηση και η υπεράσπιση πελάτη ενώπιον δικαστηρίου, αλλά και άλλου είδους υπηρεσίες, όπως είναι η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής. Το γεγονός ότι οι υπηρεσίες αυτές δεν παρέχονται από δικηγόρους σε όλα τα κράτη μέλη δεν έχει σημασία.

32      Διευκρινίζεται, επίσης, ότι, όπως προκύπτει από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, ορισμένα κράτη μέλη, περιλαμβανομένης της Τσεχικής Δημοκρατίας, όντως επιτρέπουν στους εγκατεστημένους στο εθνικό έδαφος δικηγόρους να παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες.

33      Δεύτερον, πρέπει να διαπιστωθεί εάν η δικηγορική δραστηριότητα που συνίσταται στη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής υπόκειται στο καθεστώς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, η οδηγία 77/249 εφαρμόζεται στις δικηγορικές δραστηριότητες εφόσον, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής, οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται «κατά την παροχή υπηρεσιών».

34      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο, για να παρασχεθεί μια υπηρεσία, είναι δυνατό να υπάρχει μετακίνηση είτε του παρέχοντος την υπηρεσία που μεταβαίνει στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο αποδέκτης, είτε του αποδέκτη που μεταβαίνει στο κράτος εγκατάστασης του παρέχοντος την υπηρεσία. Ενώ η πρώτη από τις περιπτώσεις αυτές αναφέρεται ρητώς στο άρθρο 57, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο είναι επιτρεπτή, προσωρινώς, η παροχή υπηρεσιών στο κράτος μέλος όπου παρέχεται η υπηρεσία, υπό τις ίδιες συνθήκες τις οποίες το κράτος αυτό επιβάλλει στους υπηκόους του, η δεύτερη περίπτωση αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα το οποίο ανταποκρινόταν στον σκοπό της ελευθέρωσης κάθε αμειβόμενης δραστηριότητας που δεν καλύπτεται από την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων και των κεφαλαίων (βλ., ιδίως, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2013, Demirkan, C‑221/11, EU:C:2013:583, σκέψη 34).

35      Συνεπώς, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το δικαίωμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που απονέμει το άρθρο 56 ΣΛΕΕ στους υπηκόους των κρατών μελών, άρα και στους πολίτες της Ένωσης, εμπεριέχει την «παθητική» ελευθερία παροχής υπηρεσιών, ήτοι την ελευθερία των αποδεκτών υπηρεσιών να μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος για να λάβουν εκεί μια υπηρεσία, χωρίς να εμποδίζονται από περιορισμούς (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2013, Demirkan, C‑221/11, EU:C:2013:583, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Επομένως, κατά το μέτρο που αποσκοπεί στη διευκόλυνση της πραγματικής άσκησης της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από τους δικηγόρους, η οδηγία 77/249 εφαρμόζεται τόσο στην κλασική περίπτωση μετακίνησης του δικηγόρου, ο οποίος μεταβαίνει σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο είναι εγκατεστημένος προκειμένου να παράσχει τις υπηρεσίες του, όσο και στην περίπτωση μη μετακίνησης του εν λόγω επαγγελματία, δηλαδή την περίπτωση κατά την οποία, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, μετακινείται ο αποδέκτης της υπηρεσίας εκτός του κράτους μέλους κατοικίας του προκειμένου να μεταβεί σε άλλο κράτος μέλος και να λάβει τις υπηρεσίες ενός εκεί εγκατεστημένου δικηγόρου.

37      Βάσει των προεκτεθέντων και δεδομένου ότι εν προκειμένω συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της οδηγίας 77/249, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτή έχει εφαρμογή σε περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης.

38      Κατόπιν των διαπιστώσεων αυτών, επισημαίνεται ότι το ερώτημα του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου) αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 77/249. Η διάταξη αυτή επιτρέπει παρέκκλιση από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από τους δικηγόρους, προβλέποντας ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να επιφυλάσσουν «σε ορισμένες κατηγορίες δικηγόρων» τη σύνταξη επισήμων εγγράφων σχετικών με την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων.

39      Ειδικότερα, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν η παρέκκλιση αυτή δικαιολογεί να επιφυλάσσεται υπέρ των αυστριακών συμβολαιογράφων η επικύρωση του γνησίου της υπογραφής επί των εγγράφων που είναι αναγκαία για την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων και να αποκλείονται οι δικηγόροι από την άσκηση της δραστηριότητας αυτής.

40      Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι η παρέκκλιση του άρθρου 1 παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 77/249 δεν αφορά γενικώς τις διάφορες κατηγορίες νομικών επαγγελμάτων, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα να έχουν τα κράτη μέλη την ευχέρεια, επικαλούμενα τη διάταξη αυτή, να επιτρέπουν την άσκηση της δραστηριότητας που συνίσταται στην κατάρτιση δημοσίων εγγράφων σχετικών με την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων σε ορισμένες μόνο κατηγορίες νομικών επαγγελμάτων, όπως είναι οι συμβολαιογράφοι, απαγορεύοντας έτσι στους αλλοδαπούς δικηγόρους να ασκούν τις συγκεκριμένες δραστηριότητες στο έδαφος των εν λόγω κρατών μελών.

41      Αντιθέτως, η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή παρέκκλιση έχει περιορισμένο εύρος και αφορά πράγματι ορισμένες κατηγορίες δικηγόρων, οι οποίες προσδιορίζονται ρητώς με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας.

42      Συναφώς, όπως ορθώς επισημαίνουν η Επιτροπή και η Γερμανική Κυβέρνηση, από το ιστορικό της θέσπισης της οδηγίας 77/249 διαπιστώνεται η προέλευση και το περιεχόμενο της διάταξης αυτής, η οποία θεσπίστηκε προς όφελος του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ιδιάζουσα νομική κατάσταση των δύο αυτών κρατών μελών, στα οποία υπάρχουν διαφορετικές κατηγορίες δικηγόρων, ήτοι οι barristers και οι solicitors.

43      Ειδικότερα, σκοπός της παρέκκλισης του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 77/249 ήταν να ληφθεί υπόψη η ισχύουσα στις χώρες αυτές του Common Law ρύθμιση η οποία προέβλεπε αποκλειστική αρμοδιότητα των solicitorsόσον αφορά τη διενέργεια νομικών πράξεων σχετικών με το δίκαιο των ακινήτων, ενώ στα άλλα κράτη μέλη, κατά τον χρόνο θέσπισης της οδηγίας αυτής, αρμοδιότητα για την κατάρτιση των πράξεων αυτών είχαν οι συμβολαιογράφοι ή τα δικαστήρια. Κατά τα λοιπά, δεν αμφισβητείται ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 77/249.

44      Η παρέκκλιση αυτή σκοπεί, συνεπώς, όπως τονίζει ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 34 των προτάσεών του, να αποκλείσει τη δυνατότητα δικηγόρων άλλων κρατών μελών να ασκήσουν τις εν λόγω δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στην Ιρλανδία. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται και από την αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας 98/5, κατά την οποία πρέπει να προβλεφθεί, όπως στην οδηγία 77/249, η δυνατότητα να μη συμπεριληφθούν στις δραστηριότητες των δικηγόρων που εργάζονται υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία ορισμένες πράξεις στον τομέα των ακινήτων και των κληρονομιών.

45      Ομοίως, το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/5 ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη, που στην επικράτειά τους επιτρέπουν σε συγκεκριμένη κατηγορία δικηγόρων να συντάσσουν έγγραφα βάσει των οποίων παρέχεται η εξουσία διαχείρισης της περιουσίας αποβιώσαντος, ή τα οποία αναφέρονται στην κτήση ή μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, και των οποίων η σύνταξη σε άλλα κράτη μέλη ανατίθεται αποκλειστικά σε επαγγέλματα διαφορετικά από εκείνο του δικηγόρου, δύνανται να αποκλείσουν από τις δραστηριότητες αυτές τους δικηγόρους που ασκούν επάγγελμα υπό επαγγελματικό τίτλο καταγωγής κτηθέντα σε κάποιο από τα εν λόγω κράτη μέλη».

46      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι η παρέκκλιση του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 77/249 αφορά μόνο ορισμένες κατηγορίες δικηγόρων, στους οποίους το οικείο κράτος μέλος έχει επιτρέψει να ασκούν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες υπό μία από τις ονομασίες που προβλέπει η ίδια η οδηγία, και όχι άλλα επαγγέλματα εκτός των δικηγόρων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω διάταξη δεν έχει εφαρμογή στις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης.

47      Βάσει των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 77/249 δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση κανονιστικής ρύθμισης κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, με την οποία επιφυλάσσεται στους συμβολαιογράφους η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής επί των εγγράφων που απαιτούνται για την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και, ως εκ τούτου, αποκλείεται η αναγνώριση στο κράτος μέλος αυτό βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

48      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο το άρθρο 56 ΣΛΕΕ είναι αντίθετο σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, με την οποία επιφυλάσσεται στους συμβολαιογράφους η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής επί των εγγράφων που απαιτούνται για την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και, ως εκ τούτου, αποκλείεται η αναγνώριση στο κράτος μέλος αυτό βεβαίωσης η οποία έχει διενεργηθεί από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος κατά το οικείο εθνικό δίκαιο.

49      Για την απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να υπομνηστεί, καταρχάς, ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ επιτάσσει όχι μόνον την εξάλειψη κάθε δυσμενούς διάκρισης που υφίσταται λόγω της ιθαγένειάς του ο εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος παρέχων υπηρεσίες, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, έστω και αν αυτός εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες όσο και σε εκείνους των άλλων κρατών μελών, οσάκις δύναται να παρεμποδίσει, να παρενοχλήσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστικές τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παρέχει ανάλογες υπηρεσίες (αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Citroën Belux, C‑265/12, EU:C:2013:498, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 11ης Ιουνίου 1015, Berlington Hungary κ.λπ., C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 35).

50      Εν προκειμένω, το άρθρο 53, παράγραφος 3, του GBG παρέχει αποκλειστικά στους συμβολαιογράφους και στα δικαστήρια την αρμοδιότητα βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής επί των εγγράφων που απαιτούνται για την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων. Η εφαρμογή της διάταξης αυτής έχει ως συνέπεια να αποκλείεται, χωρίς δυσμενείς διακρίσεις, η δυνατότητα αναγνώρισης στην Αυστρία της βεβαίωσης μιας τέτοιας υπογραφής, ανεξαρτήτως του αν αυτή έχει διενεργηθεί από δικηγόρο εγκατεστημένο στο συγκεκριμένο κράτος μέλος ή από δικηγόρους εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη.

51      Ωστόσο, κατά το μέτρο που δεν επιτρέπει την αναγνώριση της βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής η οποία έχει διενεργηθεί από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, εν προκειμένω στην Τσεχική Δημοκρατία, όπου παρέχει νομίμως τέτοιες υπηρεσίες, η εν λόγω επιφύλαξη αρμοδιότητας είναι ικανή να εμποδίσει τον επαγγελματία να παράσχει τις συγκεκριμένες υπηρεσίες σε πελάτες που σκοπεύουν να τις χρησιμοποιήσουν στην Αυστρία. Επιπλέον, βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 34 και 35 της παρούσας απόφασης, μια τέτοια επιφύλαξη αρμοδιότητας περιορίζει επίσης την ελευθερία του Αυστριακού υπηκόου που είναι ο αποδέκτης της υπηρεσίας να μεταβεί στην Τσεχική Δημοκρατία και να κάνει χρήση μιας υπηρεσίας η οποία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην Αυστρία για την εγγραφή στο κτηματολόγιο.

52      Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που διασφαλίζεται με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

53      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να γίνει κατά παρέκκλιση δεκτός για τους λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας, οι οποίοι ρητώς προβλέπονται στα άρθρα 51 και 52 ΣΛΕΕ και έχουν εφαρμογή και στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δυνάμει του άρθρου 62 ΣΛΕΕ, ή να δικαιολογηθεί, εφόσον εφαρμόζεται αδιακρίτως, από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (βλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, Laezza, C‑375/14, EU:C:2016:60, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), αρκεί να είναι κατάλληλος για την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και να μη βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξή του μέτρου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Μαρτίου 2011, Peñarroja Fa, C‑372/09 και C‑373/09, EU:C:2011:156, σκέψη 54 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Συναφώς, τονίζεται ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 48 των προτάσεών του, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑53/08, EU:C:2011:338, σκέψεις 91 και 92), έχει κρίνει ότι η κατάρτιση επίσημου εγγράφου, η οποία έχει ανατεθεί στους Αυστριακούς συμβολαιογράφους, δεν συνιστά, αυτή καθεαυτή, άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 51, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, το γεγονός ότι για ορισμένες πράξεις ή συμβάσεις απαιτείται οπωσδήποτε, επί ποινή ακυρότητας, η κατάρτιση επίσημου εγγράφου δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό.

55      Κατά συνέπεια, δεν χωρεί επίκληση της εξαίρεσης που προβλέπεται από την προαναφερθείσα διάταξη της Συνθήκης ΛΕΕ υπό τις περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, η οποία, επιπλέον, αφορά μόνο τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του αιτούντος και όχι του περιεχομένου της πράξης επί της οποίας αυτή τίθεται.

56      Τούτων δοθέντων και δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 50 της παρούσας απόφασης, η προβλεπόμενη από το άρθρο 53, παράγραφος 3, του GBG επιφύλαξη αρμοδιότητας υπέρ των συμβολαιογράφων δεν αποτελεί μέτρο δυσμενούς διάκρισης, πρέπει να εξεταστεί εάν μπορεί να δικαιολογηθεί, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 53 της παρούσας απόφασης, από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος.

57      Εν προκειμένω, οι αυστριακές αρχές προβάλλουν ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη εθνικό μέτρο αποσκοπεί στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του κτηματολογίου, καθώς και στην εξασφάλιση της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου των πράξεων μεταξύ ιδιωτών.

58      Ωστόσο, αφενός, όπως επισήμαναν, μεταξύ άλλων, η Αυστριακή και η Γερμανική Κυβέρνηση, σε ορισμένα ιδίως κράτη μέλη που εφαρμόζουν το λατινικό συμβολαιογραφικό σύστημα, το κτηματολόγιο έχει κεφαλαιώδη σημασία, ιδίως στο πλαίσιο των συναλλαγών επί ακινήτων. Ειδικότερα, κάθε εγγραφή σε κτηματολόγιο όπως το αυστριακό έχει συστατικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι το δικαίωμα του προσώπου που ζητεί την εγγραφή γεννάται μόνο με αυτήν. Επομένως, το περιεχόμενο του κτηματολογίου αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της προληπτικής απονομής της δικαιοσύνης, υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του νόμου και στην ασφάλεια δικαίου των πράξεων μεταξύ ιδιωτών, οι οποίες συγκαταλέγονται στις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του κράτους.

59      Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας με τις οποίες επιβάλλεται να διενεργείται από ορκωτούς επαγγελματίες, όπως είναι οι συμβολαιογράφοι, η πιστοποίηση της ακρίβειας των εγγραφών στο κτηματολόγιο συμβάλλουν στην εμπέδωση της ασφάλειας δικαίου των συναλλαγών επί ακινήτων, καθώς και στην εύρυθμη λειτουργία του κτηματολογίου και σχετίζονται εν γένει με την προστασία της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αποτελεί επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Reisebüro Broede, C‑3/95, EU:C:1996:487, σκέψη 36).

60      Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑53/08, EU:C:2011:338, σκέψη 96), το Δικαστήριο έκρινε, σε σχέση με την ελευθερία εγκατάστασης, ότι το γεγονός ότι οι συμβολαιογραφικές δραστηριότητες επιδιώκουν σκοπούς γενικού συμφέροντος, οι οποίοι έγκεινται κυρίως στην τήρηση της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου στις μεταξύ ιδιωτών δικαιοπραξίες, αποτελεί επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος δυνάμενο να δικαιολογήσει ενδεχόμενους περιορισμούς του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, απορρέοντες από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συμβολαιογραφικού επαγγέλματος, όπως είναι το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι διαδικασίες διορισμού συμβολαιογράφων, ο περιορισμένος αριθμός των θέσεών τους και οι κατά τόπον αρμοδιότητές τους, ή ακόμη το καθεστώς που διέπει τις αμοιβές τους, η ανεξαρτησία τους, τα ασυμβίβαστα και ο αποκλεισμός της δυνατότητας επαγγελματικής μετακινήσεώς τους, εφόσον οι περιορισμοί αυτοί είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την εκπλήρωση των εν λόγω σκοπών.

61      Πάντως, πρέπει να γίνει δεκτό, κατ’ αναλογίαν προς ό,τι έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση εκείνη, ότι οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν και στην περίπτωση περιορισμού στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 56 ΣΛΕΕ.

62      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι οι σκοποί τους οποίους επικαλείται η Αυστριακή Κυβέρνηση αποτελούν επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος που δικαιολογεί εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

63      Πρέπει, ωστόσο, να εξεταστεί ακόμη εάν το επίμαχο στην κύρια δίκη μέτρο συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 53 και 60 της παρούσας απόφασης.

64      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις που ανέπτυξαν οι αυστριακές αρχές κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπό κρίση υπόθεσης, η παρέμβαση του συμβολαιογράφου είναι σημαντική και απαραίτητη για την εγγραφή στο κτηματολόγιο, κατά το μέτρο που η συμμετοχή του εν λόγω επαγγελματία δεν περιορίζεται στη βεβαίωση της ταυτότητας του υπογράφοντος ένα έγγραφο, αλλά συνεπάγεται επίσης ότι ο συμβολαιογράφος λαμβάνει γνώση του περιεχομένου της συγκεκριμένης πράξης, προκειμένου να διαπιστώσει το σύννομο της σχεδιαζόμενης συναλλαγής και να ελέγξει εάν ο ενδιαφερόμενος διαθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα.

65      Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιφύλαξη της άσκησης δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την επικύρωση πράξεων κτήσης ή μεταβίβασης εμπράγματων δικαιωμάτων σε συγκεκριμένη κατηγορία επαγγελματιών, η οποία περιβάλλεται με δημόσια εμπιστοσύνη και επί της οποίας το οικείο κράτος μέλος ασκεί ιδιαίτερο έλεγχο, αποτελεί κατάλληλο μέτρο για την επίτευξη των σκοπών της εύρυθμης λειτουργίας του κτηματολογίου, καθώς και για τη νομιμότητα και την ασφάλεια δικαίου των πράξεων μεταξύ ιδιωτών.

66      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η δικηγορική δραστηριότητα που συνίσταται στη βεβαίωση του γνησίου των υπογραφών δεν είναι συγκρίσιμη προς αυτή της επικύρωσης που διενεργείται από τους συμβολαιογράφους και ότι το σύστημα των επικυρώσεων διέπεται από αυστηρότερες διατάξεις.

67      Συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Τσεχική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι οι Τσέχοι δικηγόροι διαθέτουν μεν αρμοδιότητα βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπει η οικεία ρύθμιση, πλην όμως από τη νομολογία του Nejvyšší soud (Ανώτατο Δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία) προκύπτει σαφώς ότι η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από Τσέχο δικηγόρο δεν αποτελεί δημόσιο έγγραφο. Συναφώς, σε περίπτωση ένδικης διαφοράς μεταξύ συμβαλλομένων, η βεβαίωση αυτή δεν θα έχει την ίδια αποδεικτική αξία με την επικύρωση από συμβολαιογράφο.

68      Επομένως, κατά το εν λόγω κράτος μέλος, εάν μια τέτοια υπογραφή αναγνωριζόταν στην Αυστρία στο πλαίσιο της εγγραφής στο κτηματολόγιο, η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, εφόσον θεωρείτο ισοδύναμη προς τη διενεργούμενη από συμβολαιογράφο επικύρωση, θα αποκτούσε την ίδια αποδεικτική αξία. Κατά συνέπεια, θα αποκτούσε στην Αυστρία διαφορετική ισχύ από αυτή που θα είχε στην Τσεχική Δημοκρατία.

69      Υπό τις συνθήκες αυτές, εάν, για λόγους σχετιζόμενους με την ελεύθερη παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, καταργούνταν εν γένει ο κρατικός έλεγχος και δεν διασφαλιζόταν πραγματικά ο έλεγχος των εγγραφών στο κτηματολόγιο, θα διαταρασσόταν η εύρυθμη λειτουργία του συστήματος του κτηματολογίου και θα υπήρχαν αμφιβολίες όσον αφορά τη νομιμότητα και την ασφάλεια δικαίου των δικαιοπραξιών μεταξύ ιδιωτών.

70      Επομένως, το επίμαχο στην κύρια δίκη μέτρο δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των σκοπών που επικαλείται η Αυστριακή Κυβέρνηση.

71      Βάσει των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ δεν είναι αντίθετο σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, με την οποία επιφυλάσσεται στους συμβολαιογράφους η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής επί των εγγράφων που απαιτούνται για την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και, ως εκ τούτου, αποκλείεται η αναγνώριση στο κράτος μέλος αυτό βεβαίωσης η οποία έχει διενεργηθεί από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος κατά το οικείο εθνικό δίκαιο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

72      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους, δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση κανονιστικής ρύθμισης κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, με την οποία επιφυλάσσεται στους συμβολαιογράφους η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής επί των εγγράφων που απαιτούνται για την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και, ως εκ τούτου, αποκλείεται η αναγνώριση στο κράτος μέλος αυτό βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος.

2)      Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ δεν είναι αντίθετο σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, με την οποία επιφυλάσσεται στους συμβολαιογράφους η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής επί των εγγράφων που απαιτούνται για την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και, ως εκ τούτου, αποκλείεται η αναγνώριση στο κράτος μέλος αυτό βεβαίωσης η οποία έχει διενεργηθεί από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος κατά το οικείο εθνικό δίκαιο.

Yπόθεση C-157/15 Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 14ης Μαρτίου 2017 Έμμεση διάκριση – Απαγόρευση σε εργαζομένη να φορά μουσουλμανική μαντίλα

Previous: Yπόθεση C‑342/15 Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 9ης Μαρτίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους – Δυνατότητα των κρατών μελών να επιφυλάσσουν σε ορισμένες κατηγορίες δικηγόρων τη σύνταξη επίσημων εγγράφων σχετικών με την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων – Κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους κατά την οποία απαιτείται να βεβαιώνεται από συμβολαιογράφο το γνήσιο της υπογραφής σε αίτηση εγγραφής στο κτηματολόγιο»
$
0
0

 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση – Δυσμενής διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων – Εσωτερικός κανονισμός επιχειρήσεως ο οποίος απαγορεύει να φορούν οι εργαζόμενοι εμφανή πολιτικά, φιλοσοφικά ή θρησκευτικά σύμβολα στον χώρο εργασίας – Άμεση διάκριση – Δεν υφίσταται – Έμμεση διάκριση – Απαγόρευση σε εργαζομένη να φορά μουσουλμανική μαντίλα»

Στην υπόθεση C-157/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hof van Cassatie (ακυρωτικό δικαστήριο, Βέλγιο) με απόφαση της 9ης Μαρτίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Απριλίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Samira Achbita,

Centrum voor gelijkheid van kansen en voor racismebestrijding

κατά

G4S Secure Solutions NV,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, αντιπρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, M. Ilešič, L. Bay Larsen, M. Berger, M. Βηλαρά και E. Regan, προέδρους τμήματος, A. Rosas, A. Borg Barthet, J. Malenovský, E. Levits, F. Biltgen (εισηγητή), K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Μαρτίου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        το Centrum voor gelijkheid van kansen en voor racismebestrijding, εκπροσωπούμενο από τους C. Bayart και I. Bosmans, advocaten,

–        η G4S Secure Solutions NV, εκπροσωπούμενη από τους S. Raets και I. Verhelst, advocaten,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις L. Van den Broeck και M. Jacobs,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues, D. Colas και R. Coesme,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τις J. Kraehling, S. Simmons και C. R. Brodie, επικουρούμενες από τον A. Bates, barrister,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Wils και D. Martin,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 31ης Μαΐου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Samira Achbita και του Centrum voor gelijkheid van kansen en voor racismebestrijding (Κέντρο για την ισότητα ευκαιριών και για την καταπολέμηση του ρατσισμού, στο εξής: Centrum) και, αφετέρου, της G4S Secure Solutions NV (στο εξής: G4S), εταιρίας εδρεύουσας στο Βέλγιο, με αντικείμενο την εκ μέρους της G4S απαγόρευση στους υπαλλήλους της να φορούν στον χώρο εργασίας εμφανή σύμβολα των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεών τους και να ασκούν οποιαδήποτε πρακτική απορρέει από τις πεποιθήσεις αυτές.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η οδηγία 2000/78

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 και 4 της οδηγίας 2007/78 έχουν ως εξής:

«(1)      Κατά το άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές για όλα τα κράτη μέλη και σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την ευρωπαϊκή σύμβαση για την [προάσπιση] των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

[...]

(4)      Η ισότητα ενώπιον του νόμου και η προστασία όλων των ατόμων έναντι των διακρίσεων αποτελεί οικουμενικό δικαίωμα αναγνωρισθέν από την οικουμενική διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη κάθε μορφής διάκρισης εις βάρος των γυναικών, τα σύμφωνα των Ηνωμένων Εθνών για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα και από την ευρωπαϊκή σύμβαση για την [προάσπιση] των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, συμβαλλόμενα μέρη των οποίων είναι όλα τα κράτη μέλη. Η Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας αριθ. 111 απαγορεύει τις διακρίσεις στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 ορίζει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»

5        Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

β)      συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν:

i)      η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, [...]

[...]

5.      Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα μέτρα που προβλέπει ο εθνικός νόμος και τα οποία σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαία για την ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.»

6        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο[ν] δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

[...]

γ)      τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,

[...]».

 Το βελγικό δίκαιο

7        Ο wet ter bestrijding van discriminatie en tot wijziging van de wet van 15 februari 1993 tot oprichting van een Centrum voor gelijkheid van kansen en voor racismebestrijding (νόμος για την καταπολέμηση των διακρίσεων και για την τροποποίηση του νόμου της 15ης Φεβρουαρίου 1993 περί ιδρύσεως Κέντρου για την ισότητα ευκαιριών και για την καταπολέμηση του ρατσισμού), της 25ης Φεβρουαρίου 2003 (Belgisch Staatsblad της 17ης Μαρτίου 2003, σ. 12844), έχει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό τη μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας 2000/78 στην εσωτερική έννομη τάξη.

8        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου έχει ως εξής:

«Άμεση διάκριση υφίσταται όταν διακριτική μεταχείριση, η οποία δεν δικαιολογείται ευλόγως και αντικειμενικώς, συνδέεται άμεσα με το φύλο, τη λεγόμενη φυλή, το χρώμα του δέρματος, την καταγωγή, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τον γενετήσιο προσανατολισμό, την προσωπική κατάσταση, τη γέννηση, την περιουσία, την ηλικία, το θρήσκευμα ή τις πεποιθήσεις, την παρούσα ή μελλοντική κατάσταση υγείας, ειδική ανάγκη ή σωματικό χαρακτηριστικό.»

9        Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«Έμμεση διάκριση υφίσταται όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, ουδέτερο κριτήριο ή ουδέτερη πρακτική θίγει, καθεαυτή, πρόσωπα ως προς τα οποία ισχύουν οι λόγοι διακρίσεως που παρατίθενται στην παράγραφο 1, εκτός αν αυτή η διάταξη, αυτό το κριτήριο ή αυτή η πρακτική δικαιολογείται ευλόγως και αντικειμενικώς.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10      Η G4S είναι ιδιωτική εταιρία η οποία παρέχει, μεταξύ άλλων, υπηρεσίες υποδοχής σε πελάτες τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα.

11      Στις 12 Φεβρουαρίου 2003, η Samira Achbita, μουσουλμανικού θρησκεύματος, άρχισε να εργάζεται στην G4S ως υπάλληλος υποδοχής [ρεσεψιονίστ]. Απασχολήθηκε από την εταιρία αυτή με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Την περίοδο εκείνη ίσχυε εντός της G4S ένας άγραφος κανόνας δυνάμει του οποίου οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν να φορούν στον χώρο εργασίας εμφανή σύμβολα των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεών τους.

12      Τον Απρίλιο του 2006, η S. Achbita γνωστοποίησε στους προϊσταμένους της ότι είχε εφεξής πρόθεση να φορά τη μουσουλμανική μαντίλα κατά τις ώρες εργασίας.

13      Η διεύθυνση της G4S, απαντώντας, ενημέρωσε την S. Achbita ότι δεν θα ανεχόταν τη μαντίλα, διότι η εμφανής χρήση πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών συμβόλων αντέβαινε στην ουδετερότητα που επιδίωκε η επιχείρηση.

14      Στις 12 Μαΐου 2006, μετά από περίοδο διακοπής της εργασίας της λόγω ασθενείας, η S. Achbita ενημέρωσε τον εργοδότη της ότι στις 15 Μαΐου θα επέστρεφε στην εργασία της και ότι εφεξής θα φορούσε τη μουσουλμανική μαντίλα.

15      Στις 29 Μαΐου 2006, το συμβούλιο της G4S ενέκρινε τροποποίηση του εσωτερικού κανονισμού, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 13 Ιουνίου 2006, κατά την οποία «απαγορεύεται στους εργαζομένους να φορούν στον χώρο εργασίας εμφανή σύμβολα των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεών τους ή να ασκούν οποιαδήποτε πρακτική απορρέει από τις πεποιθήσεις αυτές».

16      Στις 12 Ιουνίου 2006, η S. Achbita απολύθηκε λόγω της επιμονής της να φορά, ως μουσουλμάνα, τη μουσουλμανική μαντίλα στον χώρο εργασίας της. Έλαβε δε αποζημίωση απολύσεως ισόποση των τρίμηνων αποδοχών και επιδομάτων που δικαιούνταν βάσει της συμβάσεως εργασίας.

17      Η S. Achbita, μετά την απόρριψη της αγωγής που είχε ασκήσει κατά της απολύσεως αυτής ενώπιον του arbeidsrechtbank te Antwerpen (δικαστήριο εργατικών διαφορών της Αμβέρσας, Βέλγιο), άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του arbeidshof te Antwerpen (εφετείο εργατικών διαφορών της Αμβέρσας, Βέλγιο). Η έφεση αυτή απορρίφθηκε, μεταξύ άλλων, για τον λόγο ότι η απόλυση δεν μπορούσε να θεωρηθεί αδικαιολόγητη, καθόσον η γενική απαγόρευση του να φορούν οι εργαζόμενοι εντός του χώρου εργασίας εμφανή σύμβολα των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεών τους δεν εισήγε άμεση διάκριση ούτε υφίστατο προδήλως οποιαδήποτε έμμεση διάκριση ή προσβολή της ατομικής ελευθερίας ή της θρησκευτικής ελευθερίας.

18      Όσον αφορά την απουσία άμεσης διακρίσεως, το ανωτέρω δικαστήριο επισήμανε ειδικότερα ότι ουδόλως αμφισβητείται ότι η S. Achbita δεν απολύθηκε λόγω της πίστεώς της ως μουσουλμάνα, αλλά λόγω της επιμονής της να εκδηλώνει την πίστη αυτή εμφανώς κατά τις ώρες εργασίας, φορώντας μουσουλμανική μαντίλα. Η διάταξη του εσωτερικού κανονισμού που είχε παραβεί η S. Achbita ήταν γενικής ισχύος, καθόσον απαγόρευε σε κάθε εργαζόμενο να φορά εντός του χώρου εργασίας του εμφανή σύμβολα πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων. Από κανένα στοιχείο δεν μπορούσε να συναχθεί ότι η G4S θα είχε υιοθετήσει πιο συμβιβαστική στάση έναντι άλλου μισθωτού ευρισκομένου σε παρόμοια θέση, ειδικότερα δε έναντι μισθωτού με άλλες θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, ο οποίος θα είχε αρνηθεί επίμονα να τηρήσει την απαγόρευση αυτή.

19      Το arbeidshof te Antwerpen (εφετείο εργατικών διαφορών της Αμβέρσας) απέρριψε το επιχείρημα ότι η υφιστάμενη εντός της G4S απαγόρευση του να φορούν οι εργαζόμενοι εμφανή σύμβολα θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων συνιστούσε αυτή καθαυτήν άμεση διάκριση εις βάρος της S. Achbita ως θρησκευόμενης, εκτιμώντας ότι η απαγόρευση αυτή δεν αφορούσε μόνο τη χρήση συμβόλων σχετικών με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, αλλά και τη χρήση συμβόλων σχετικών με τις φιλοσοφικές πεποιθήσεις, και πληρούσε, συνεπώς, το κριτήριο προστασίας που προβλέπει η οδηγία 2000/78, στην οποία γίνεται αναφορά σε «θρησκεί[α] ή πεποιθήσ[εις]».

20      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η S. Achbita υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι το arbeidshof te Antwerpen (εφετείο εργατικών διαφορών της Αμβέρσας), εκτιμώντας ότι το κριτήριο των θρησκευτικών πεποιθήσεων στο οποίο στηρίζεται η εντός της G4S απαγόρευση είναι ουδέτερο και δεχόμενο ότι η απαγόρευση αυτή δεν συνιστά άνιση μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων που φορούν μουσουλμανική μαντίλα και εκείνων που δεν τη φορούν, για τον λόγο ότι δεν αφορά ορισμένη θρησκευτική πεποίθηση αλλά απευθύνεται σε όλους τους εργαζομένους, ερμήνευσε εσφαλμένα τις έννοιες της «άμεσης διακρίσεως» και της «έμμεσης διακρίσεως» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78.

21      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hof van Cassatie (ακυρωτικό δικαστήριο, Βέλγιο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας στον χώρο εργασίας δεν συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση όταν ο κανόνας που ισχύει στη συγκεκριμένη επιχείρηση απαγορεύει σε όλους τους εργαζομένους να φέρουν εντός του χώρου εργασίας εξωτερικά σημεία πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

22      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας που απορρέει από εσωτερικό κανόνα ιδιωτικής επιχειρήσεως, ο οποίος απαγορεύει εν γένει το να φορούν οι εργαζόμενοι εντός του χώρου εργασίας εμφανή πολιτικά, φιλοσοφικά ή θρησκευτικά σύμβολα, συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση, την οποία απαγορεύει η οδηγία αυτή.

23      Πρώτον, κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, σκοπός της είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στα κράτη μέλη.

24      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, «η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1» της οδηγίας αυτής. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας περίπτωση άμεσης διακρίσεως συντρέχει όταν ορισμένο πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή εκείνης την οποία υφίσταται πρόσωπο που τελεί σε ανάλογη κατάσταση, βάσει κάποιου εκ των λόγων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, όπως η θρησκεία.

25      Όσον αφορά την έννοια της «θρησκείας», για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη οδηγία δεν περιέχει ορισμό της εν λόγω εννοίας.

26      Εντούτοις, ο νομοθέτης της Ένωσης παραπέμπει, στην αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2000/78, στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και η οποία προβλέπει, στο άρθρο 9, ότι παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, το δε δικαίωμα τούτο επάγεται, μεταξύ άλλων, την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως ή συλλογικώς, δημοσία ή κατ’ ιδίαν, διά της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών.

27      Στην ίδια αιτιολογική σκέψη, ο νομοθέτης της Ένωσης παραπέμπει επίσης στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Μεταξύ των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτές τις κοινές παραδόσεις και τα οποία επιβεβαιώθηκαν στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) συγκαταλέγεται το δικαίωμα στην ελευθερία συνειδήσεως και θρησκείας που αναγνωρίζει το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Χάρτη. Κατά τη διάταξη αυτή, το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται την ελευθερία μεταβολής θρησκεύματος ή πεποιθήσεων καθώς και την ελευθερία εκδηλώσεως του θρησκεύματος ή των πεποιθήσεων, ατομικώς ή συλλογικώς, δημοσία ή κατ’ ιδίαν, με τη λατρεία, την εκπαίδευση, την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων και τις τελετές. Όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), το δικαίωμα που διασφαλίζεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του Χάρτη αντιστοιχεί στο δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ και, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, έχει την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με αυτό.

28      Στο μέτρο που η ΕΣΔΑ και, ακολούθως, ο Χάρτης δέχονται την ευρεία έννοια του όρου «θρησκεία», καθόσον περιλαμβάνουν στην έννοια αυτή την ελευθερία των προσώπων να εκδηλώνουν τη θρησκεία τους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, κατά την έκδοση της οδηγίας 2000/78, ήταν να ακολουθήσει την ίδια άποψη και ότι, συνεπώς, ο όρος «θρησκεία» στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής έχει την έννοια ότι καλύπτει τόσο το forum internum, δηλαδή την ύπαρξη πεποιθήσεων, όσο και το forum externum, δηλαδή τη δημόσια εκδήλωση της θρησκευτικής πίστεως.

29      Πρέπει, δεύτερον, να εξεταστεί εάν από τον επίμαχο στην κύρια δίκη εσωτερικό κανόνα προκύπτει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων λόγω της θρησκείας ή των πεποιθήσεών τους και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εάν η συγκεκριμένη διαφορετική μεταχείριση συνιστά άμεση διάκριση κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78.

30      Εν προκειμένω, ο επίμαχος στην κύρια δίκη εσωτερικός κανόνας αφορά τη χρήση εμφανών συμβόλων των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων και καλύπτει, συνεπώς, αδιακρίτως κάθε εκδήλωση των πεποιθήσεων αυτών. Ο εν λόγω κανόνας πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ότι αντιμετωπίζει κατά τον ίδιο τρόπο όλους τους εργαζομένους της επιχειρήσεως, επιβάλλοντάς τους, γενικώς και αδιακρίτως, μεταξύ άλλων μια ουδέτερη αμφίεση διά του αποκλεισμού τέτοιων συμβόλων.

31      Συναφώς, από τα στοιχεία της ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο επίμαχος στην κύρια δίκη εσωτερικός κανόνας εφαρμόστηκε στην περίπτωση της S. Achbita διαφορετικά από τον τρόπο που εφαρμοζόταν σε κάθε άλλο εργαζόμενο.

32      Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι ένας εσωτερικός κανόνας όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν εισάγει άμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78.

33      Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο διατύπωσε ένα προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας μόνο σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, είτε το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει τις διατάξεις αυτές στα ερωτήματά του είτε όχι. Συναφώς, εναπόκειται στο Δικαστήριο να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που παρέχει το εθνικό δικαστήριο και, ιδίως, από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Oil Trading Poland, C-349/13, EU:C:2015:84, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Εν προκειμένω, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να καταλήξει το αιτούν δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ο επίμαχος στην κύρια δίκη εσωτερικός κανόνας εισάγει έμμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, εάν αποδειχθεί, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ότι η επιβαλλόμενη εκ πρώτης όψεως ουδέτερη υποχρέωση συνεπάγεται, εν τοις πράγμασι, τη μειονεκτική μεταχείριση κάποιων προσώπων λόγω ορισμένης θρησκείας ή ορισμένων πεποιθήσεων.

35      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/78, η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά, εντούτοις, έμμεση διάκριση, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, εάν δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό και εάν τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

36      Συναφώς πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι εναπόκειται τελικώς στον εθνικό δικαστή, ο οποίος είναι και ο μόνος αρμόδιος να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να κρίνει εάν και κατά πόσον ο επίμαχος στην κύρια δίκη εσωτερικός κανόνας συνάδει προς τις απαιτήσεις αυτές, το Δικαστήριο, καλούμενο να δώσει στο εθνικό δικαστήριο λυσιτελή απάντηση, είναι πάντως αρμόδιο να παράσχει, βάσει της δικογραφίας της κύριας δίκης καθώς και των γραπτών και προφορικών παρατηρήσεων που του υποβλήθηκαν, στοιχεία που θα παράσχουν στο εθνικό αυτό δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της συγκεκριμένης διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.

37      Όσον αφορά, πρώτον, την προϋπόθεση που απαιτεί να υπάρχει θεμιτός σκοπός, επισημαίνεται ότι η βούληση επιδείξεως, στις σχέσεις με τους πελάτες τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα, μιας πολιτικής φιλοσοφικής, θρησκευτικής ή πολιτικής ουδετερότητας πρέπει να θεωρηθεί θεμιτή.

38      Πράγματι, η επιθυμία ενός εργοδότη να προβάλλει έναντι των πελατών μια εικόνα ουδετερότητας συνδέεται με την επιχειρηματική ελευθερία, η οποία αναγνωρίζεται στο άρθρο 16 του Χάρτη, και είναι, καταρχήν, θεμιτή, ιδίως όταν ο εργοδότης εμπλέκει, για την επίτευξη του σκοπού αυτού, μόνον τους εργαζομένους που απαιτείται να έρχονται σε επαφή με τους πελάτες του εργοδότη.

39      Η ερμηνεία σύμφωνα με την οποία ο περιορισμός της θρησκευτικής ελευθερίας επιτρέπεται, εντός ορισμένων ορίων, για την επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού επιρρωννύεται εξάλλου από τη σχετική με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (απόφαση του ΕΔΔΑ της 15ης Ιανουαρίου 2013, Eweida κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:2013:0115JUD004842010, σκέψη 94).

40      Όσον αφορά, δεύτερον, τον πρόσφορο χαρακτήρα ενός εσωτερικού κανόνα όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, διαπιστώνεται ότι η απαγόρευση να φορούν οι εργαζόμενοι εμφανή σύμβολα πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων είναι κατάλληλη για να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή μιας πολιτικής ουδετερότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η πολιτική αυτή ακολουθείται όντως με συνοχή και συστηματικότητα (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2009, Hartlauer, C-169/07, EU:C:2009:141, σκέψη 55, και της 12ης Ιανουαρίου 2010, Petersen, C-341/08, EU:C:2010:4, σκέψη 53).

41      Συναφώς, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει εάν η G4S είχε θεσπίσει, πριν από την απόλυση της S. Achbita, γενική και αδιακρίτως εφαρμοζόμενη πολιτική απαγορεύσεως της εμφανούς χρήσεως συμβόλων πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων από τα μέλη του προσωπικού της που έρχονταν σε επαφή με τους πελάτες της.

42      Όσον αφορά, τρίτον, την αναγκαιότητα της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης απαγορεύσεως πρέπει να εξακριβωθεί εάν η απαγόρευση αυτή περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο. Εν προκειμένω, απαιτείται να διακριβωθεί εάν η απαγόρευση οποιουδήποτε εμφανούς συμβόλου ή ενδύματος δυναμένου να συσχετισθεί με ορισμένο θρήσκευμα ή ορισμένη πολιτική ή φιλοσοφική πεποίθηση αφορά μόνον τους εργαζομένους της G4S που έρχονται σε επαφή με τους πελάτες. Εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η εν λόγω απαγόρευση πρέπει να θεωρηθεί απολύτως αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

43      Εν προκειμένω, όσον αφορά την άρνηση μιας εργαζομένης, όπως η S. Achbita, να μη φορά τη μουσουλμανική μαντίλα κατά τις επαγγελματικές επαφές της με τους πελάτες της G4S, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει εάν, λαμβάνοντας υπόψη τους εγγενείς περιορισμούς στους οποίους υπόκειται η επιχείρηση και χωρίς να απαιτείται να υποστεί πρόσθετη επιβάρυνση, η G4S θα είχε, έναντι της αρνήσεως αυτής, τη δυνατότητα, αντί να την απολύσει, να της προτείνει θέση εργασίας που δεν θα συνεπαγόταν οπτική επαφή με τους πελάτες της. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται, λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων της δικογραφίας, να σταθμίσει τα εμπλεκόμενα συμφέροντα και να περιορίσει τις επίμαχες ελευθερίες μόνον κατά το μέτρο που τούτο είναι απολύτως αναγκαίο.

44      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

–        Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας που απορρέει από εσωτερικό κανόνα ιδιωτικής επιχειρήσεως, ο οποίος δεν επιτρέπει την εμφανή χρήση οιουδήποτε πολιτικού, φιλοσοφικού ή θρησκευτικού συμβόλου στον χώρο εργασίας, δεν συνιστά άμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων κατά την έννοια της οδηγίας αυτής

–        Αντιθέτως, ένας τέτοιος εσωτερικός κανόνας ιδιωτικής επιχειρήσεως ενδέχεται να συνιστά έμμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, εάν αποδεικνύεται ότι η επιβαλλόμενη εκ πρώτης όψεως ουδέτερη υποχρέωση συνεπάγεται, εν τοις πράγμασι, τη μειονεκτική μεταχείριση κάποιων προσώπων λόγω ορισμένης θρησκείας ή ορισμένων πεποιθήσεων, εκτός εάν τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό, όπως η εκ μέρους του εργοδότη τήρηση μιας πολιτικής φιλοσοφικής, θρησκευτικής και πολιτικής ουδετερότητας στις σχέσεις του με τους πελάτες του, και εάν τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

45      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας που απορρέει από εσωτερικό κανόνα ιδιωτικής επιχειρήσεως, ο οποίος δεν επιτρέπει την εμφανή χρήση οιουδήποτε πολιτικού, φιλοσοφικού ή θρησκευτικού συμβόλου στον χώρο εργασίας, δεν συνιστά άμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων κατά την έννοια της οδηγίας αυτής.

Αντιθέτως, ένας τέτοιος εσωτερικός κανόνας ιδιωτικής επιχειρήσεως ενδέχεται να συνιστά έμμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, εάν αποδεικνύεται ότι η επιβαλλόμενη εκ πρώτης όψεως ουδέτερη υποχρέωση συνεπάγεται, εν τοις πράγμασι, τη μειονεκτική μεταχείριση κάποιων προσώπων λόγω ορισμένης θρησκείας ή ορισμένων πεποιθήσεων, εκτός εάν τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό, όπως η εκ μέρους του εργοδότη τήρηση μιας πολιτικής φιλοσοφικής, θρησκευτικής και πολιτικής ουδετερότητας στις σχέσεις του με τους πελάτες του, και εάν τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Σ.ΛΟ.Τ. αριθ. πρωτ.: 2552 ΕΞ 18.11.2016 Υπηρεσίες parking και ενοικίασης αυτοκινήτων

$
0
0

Αθήνα, 18.11.2016
Αριθμ. Πρωτ.: 2552 ΕΞ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ και ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ)

ΣΛΟΤ 2552/2016

ΘΕΜΑ: «Υπηρεσίες parking και ενοικίασης αυτοκινήτων»


ΕΡΩΤΗΜΑ

Νομική οντότητα με μορφή ΕΠΕ παρέχει υπηρεσίες ενοικίασης αυτοκινήτων καθώς και υπηρεσίες parking αυτοκινήτων.

Ερωτήσεις:

Οι υπηρεσίες parking όταν διαρκούν μερικές ημέρες, για τις οποίες εισπράττω τα χρήματα πριν ή μετά, είναι δικαίωμα ή παροχή υπηρεσίας και πότε εκδίδω το Φορολογικό στοιχείο;

Οι υπηρεσίες ενοικίασης αυτοκινήτων (rent a car) όταν διαρκούν μερικές ημέρες ή και εβδομάδες, και εισπράττω τα χρήματα πριν ή μετά είναι δικαίωμα ή παροχή υπηρεσίας και πότε εκδίδω το φορολογικό στοιχείο;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Κατά τη γνώμη μας, οι ανωτέρω δραστηριότητες από πλευράς επιχειρηματικής ουσίας αφορούν συνεχιζόμενη παροχή υπηρεσιών. Συνεπώς, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 11 2(β) και 13 (δ) του Ν. 4308/2014, κατά περίπτωση.

Για ενδεχόμενες φορολογικές πτυχές του ερωτήματος αρμόδιο είναι το Υπουργείου Οικονομικών.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΛΟΤ

ΤΑ ΜΕΛΗ


Σ.ΛΟ.Τ. αριθ. πρωτ.: 2660 ΕΞ 16.12.2016 Πρακτορεία Ταξιδίων

$
0
0

Αθήνα, 16.12.2016
Αριθμ. Πρωτ.: 2660 ΕΞ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ και ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ)

ΣΛΟΤ 2660/2016

ΘΕΜΑ: «Πρακτορεία Ταξιδίων»


ΕΡΩΤΗΜΑ

Νομική οντότητα (ΙΚΕ) πρακτορείο ταξιδιών με διπλογραφικό λογιστικό σύστημα, εκδίδει εισιτήρια αεροπορικά και ακτοπλοϊκά για λογαριασμό των αεροπορικών ή ακτοπλοϊκών εταιρειών, σε πελάτες της (ταξιδιώτες) φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Με την έκδοση του εισιτηρίου (για λογαριασμό αυτών των εταιρειών) εκδίδει ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΠΩΛΗΣΗΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ (ΑΠΕ). Η αεροπορική ή ακτοπλοϊκή εταιρεία ή τις περισσότερες φορές ένα ενδιάμεσο πρακτορείο ταξιδιών, μου εκδίδει και μου αποστέλλει την ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΠΩΛΗΣΗΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟΥ (ΑΠΕ) αφού αυτή μου έχει προμηθεύσει στην ουσία το εισιτήριο.
Με δεδομένο ότι η νομική οντότητα ΙΚΕ (πρακτορείο ταξιδίου) εκδίδει ΑΠΕ για λογαριασμό τρίτων οι εγγραφές που γίνονται στα λογιστικά αρχεία με βάση το ΕΓΛΣ είναι οι εξής:

Με την παραλαβή από τον προμηθευτή της ΑΠΕ:

Πιστώνουμε τον προμηθευτή του εισιτηρίου 53.98. και χρεώνουμε ένα ενδιάμεσο 35.02 λογαριασμός προς απόδοση εισιτηρίων.

Στην συνέχεια αφού εκδώσουμε στον ταξιδιώτη το εισιτήριο με την έκδοση της δικής μας ΑΠΕ:

Χρεώνουμε τον πελάτη 30.00 και πιστώνουμε τον 35.02 ενδιάμεσο λογαριασμό.
Στην ουσία δεν υπάρχει καμιά εγγραφή σε λογαριασμού εξόδου, ή εσόδου, διότι το πρακτορείο λειτουργεί σαν ένας ενδιάμεσος για λογαριασμού τρίτου.

ΕΡΩΤΗΣΗ

Αυτός ο τρόπος λογιστικής απεικόνισης είναι σωστός;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

1. Βάσει των ορισμών του Παραρτήματος Α του Ν. 4308/2014, έσοδο είναι «η μικτή εισροή οικονομικών ωφελειών κατά τη διάρκεια μιας περιόδου, η οποία προκύπτει από συνήθεις δραστηριότητες μιας οντότητας και αυξάνει την καθαρή θέση της, εκτός των αυξήσεων της καθαρής θέσης που προέρχονται από συνεισφορές των ιδιοκτητών της οντότητας». Έσοδο στην αναφερόμενη περίπτωση είναι μόνο η προμήθεια της ΙΚΕ. Για την προμήθεια αυτή πρέπει να εκδίδεται το ενδεδειγμένο παραστατικό του ν. 4308/2014.

2. Στην αναφερόμενη περίπτωση η ΙΚΕ εκδίδει παραστατικά πώλησης για λογαριασμό τρίτων. Δηλαδή, επί της ουσίας η οντότητα λειτουργεί ως ενδιάμεσος για λογαριασμό άλλων οντοτήτων. Το εισπραττόμενο τίμημα για λογαριασμό τους δεν θεωρείται έσοδο (δεν αυξάνει την καθαρή της θέση) αλλά συνιστά υποχρέωση. Η σχετική παρακολούθηση των εισπράξεων για λογαριασμό άλλων οντοτήτων, γίνεται βάσει του άρθρου 5 του νόμου που καθορίζει τα θέματα της διασφάλισης της αξιοπιστίας του λογιστικού συστήματος.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΛΟΤ

ΤΑ ΜΕΛΗ

Ο.Π.Ε.Κ.ΕΠ.Ε. αρ. πρωτ.: 24805/ 2017 Οδηγίες διαδικασίας υποβολής ενιαίας αίτησης ενίσχυσης έτους 2017 και ενεργοποίησης δικαιωμάτων βασικής ενίσχυσης

$
0
0
Αθήνα, 14.03.2017
Αρ. Πρωτ.: 24805

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ
(Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε)

ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ και ΓΔΣ
ΑΡΜΟΔΙΑ Δ/ΝΣΗ: ΑΜΕΣΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ και ΑΓΟΡΑΣ   

ΘΕΜΑ: «Οδηγίες διαδικασίας υποβολής ενιαίας αίτησης ενίσχυσης έτους 2017 και ενεργοποίησης δικαιωμάτων βασικής ενίσχυσης»

1. ΕΝΙΑΙΑ ΑΙΤΗΣΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ 

1. Ενιαία αίτηση είναι η μοναδική αίτηση χορήγησης ενίσχυσης που καλείται να υποβάλλει ο γεωργός και η οποία καλύπτει όλα τα καθεστώτα και τα μέτρα στήριξης των άμεσων ενισχύσεων, των μέτρων μικρών νησιών Αιγαίου πελάγους και όσων Μέτρων Αγροτικής Ανάπτυξης συνδέονται με εκτάσεις ή αριθμό ζώων.

2. Βασική προϋπόθεση για τη χορήγηση τόσο των άμεσων ενισχύσεων όσο και τις ενισχύσεις στο πλαίσιο ων Μέτρων Αγροτικής Ανάπτυξης είναι ο γεωργός να πληροί, κάθε χρόνο, την ιδιότητα του «ενεργού γεωργού».

3. Δεν χορηγούνται άμεσες ενισχύσεις σε γεωργούς στους οποίους το συνολικό ποσό των προς καταβολή αμέσων ενισχύσεων προ συμψηφισμών για την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και της εφαρμογής διοικητικών κυρώσεων, για δεδομένο ημερολογιακό έτος δεν υπερβαίνει τα 250 ευρώ. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει για τους γεωργούς των οποίων η έδρα της εκμετάλλευσης βρίσκεται στα μικρά νησιά του Αιγαίου.

Α. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΝΙΑΙΑΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

1. Η Ενιαία Αίτηση Ενίσχυσης 2017 (ΕΑΕ 2017) υποβάλλεται μόνο σε ηλεκτρονική μορφή, στον ΟΠΕΚΕΠΕ, από τον ίδιο το γεωργό ή από εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο του, ως εξής:
→ Απευθείας, μέσω online συστήματος, στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.opekepe.gr. Επισημαίνεται, ότι η υπηρεσία αυτή είναι δωρεάν και διαθέσιμη για όλους τους; παραγωγούς. Δύνανται να υποβάλλουν διαδικτυακώς την αίτησή τους και όσοι δηλώνουν ζωικό κεφάλαιο.
→ Μέσω ενός πιστοποιημένου φορέα υποδοχής αίτησης της επιλογής του, ο οποίος έχει πιστοποιηθεί για τη γεωγραφική περιοχή στην οποία ανήκει η έδρα της αγροτικής του εκμετάλλευσης.

2. Ο γεωργός, για να υποβάλλει την Ενιαία Αίτηση (ΕΑΕ 2017) και προκειμένου να πιστοποιηθεί, πρέπει υποχρεωτικά να ταυτοποιηθεί μέσω των προσωπικών του κωδικών της εφαρμογής taxisnet.
 
Συγκεκριμένα, εάν επιθυμεί να υποβάλλει μόνος του την Ενιαία Αίτηση Ενίσχυσης 2017 μεταβαίνει στην ιστοσελίδα www.opekepe.gr όπου συμπληρώνοντας τα σχετικά στοιχεία εγγράφεται στο σύστημα και ακολουθεί τη διαδικασία πιστοποίησης μέσω των προσωπικών του κωδικών της εφαρμογής taxisnet. Για τους γεωργούς που είναι ήδη εγγεγραμμένοι και ταυτοποιημένοι στο σύστημα από προηγούμενα έτη (2014-2016) απαιτείται επικαιροποίηση των προσωπικών στοιχείων τους χωρίς πιστοποίηση μέσω taxisnet.

Οι γεωργοί που επιθυμούν να υποβάλλουν αίτηση μέσω πιστοποιημένου φορέα υποδοχής, παράγουν μοναδικό «κωδικό υποβολής», τον οποίο παραδίδουν στο φορέα επιλογής τους. Με την οριστικοποίηση της αίτησης, ο φορέας παραδίδει στον γεωργό κλειδάριθμο και όνομα χρήστη (username) τον οποίο ο παραγωγός μπορεί να ενεργοποιήσει και να έχει πρόσβαση σε όλες τις εφαρμογές του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. (Ενιαία Αίτηση Ενίσχυσης 2014-2017, Μεταβιβάσεις Δικαιωμάτων Βασικής Ενίσχυσης, Μέτρο 11, κ.α.).

3. Το έντυπο της ενιαίας αίτησης ενίσχυσης έτους 2017 είναι προσυμπληρωμένο με τα στοιχεία της ενιαίας αίτησης ενίσχυσης έτους 2016 πλην των αιτημάτων ενισχύσεων, εφόσον ο γεωργός είχε υποβάλλει ΕΑΕ 2016. Ο γεωργός ελέγχει και διορθώνει το προσυμπληρωμένο έντυπο της ΕΑΕ 2017, όπου κρίνεται απαραίτητο.

4. Ο γεωργός που δεν είχε υποβάλλει ΕΑΕ 2016, συμπληρώνει από την αρχή το σύνολο της αίτησης.
Η υποβολή ενιαίας αίτησης ενίσχυσης αποτελεί υποχρέωση του παραγωγού προκειμένου να του καταβληθούν οι άμεσες ενισχύσεις. Τυχόν λανθασμένη δήλωση των στοιχείων της εκμετάλλευσης του, θα έχει ως συνέπεια την επιβολή κυρώσεων.

Β. ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ

1. Η καταληκτική ημερομηνία εμπρόθεσμης υποβολής της ενιαίας αίτησης ενίσχυσης είναι η 15η Μαΐου κάθε ημερολογιακού έτους. Για το τρέχον έτος (2017), η προθεσμία υποβολής λήγει την 15η Μαΐου 2017, ημέρα Δευτέρα.

2. Εκτός από τις περιπτώσεις ανωτέρας βίας και τις εξαιρετικές περιστάσεις η υποβολή μετά την 15η Μαΐου 2017:
α) της αίτησης ενίσχυσης, συνεπάγεται μείωση των ποσών που ο κάτοχος εκμετάλλευσης θα είχε δικαίωμα να λάβει ως ενίσχυση, εάν η αίτηση είχε υποβληθεί εμπρόθεσμα, κατά 1% ανά εργάσιμη ημέρα.
β) της αίτησης χορήγησης δικαιωμάτων ενίσχυσης, συνεπάγεται μείωση των ποσών που πρέπει να καταβληθούν σε σχέση με δικαιώματα ενίσχυσης που χορηγούνται για πρώτη φορά το 2017 στον δικαιούχο, κατά 3% ανά εργάσιμη ημέρα.
Σε περίπτωση καθυστέρησης μεγαλύτερης των 25 ημερολογιακών ημερών (δηλαδή υποβολής της αίτησης μετά την Παρασκευή 9 Ιουνίου 2017), η αίτηση θεωρείται απαράδεκτη.

3. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, ο γεωργός επιτρέπεται να τροποποιεί τη δήλωσή του με την προϋπόθεση ότι διατηρεί τουλάχιστον τον αριθμό των εκταρίων που αντιστοιχούν στα δικαιώματα ενίσχυσης του και τηρεί τους όρους χορήγησης της ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος βασικής ενίσχυσης για τη συγκεκριμένη έκταση.

4. Για το 2017, η τελική ημερομηνία υποβολής τροποποίησης είναι η Τετάρτη 31η Μαΐου. Εκτός από τις περιπτώσεις ανωτέρας βίας και τις εξαιρετικές περιστάσεις, η υποβολή τροποποίησης της ενιαίας αίτησης μετά την 31η Μαΐου, συνεπάγεται μείωση κατά 1% ανά εργάσιμη ημέρα των ποσών που σχετίζονται με την πραγματική χρήση των συγκεκριμένων αγροτεμαχίων.

Γ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ.ΤΗΣ ΕΝΙΑΙΑΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ   

1. Η ενιαία αίτηση ενίσχυσης περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διαπίστωση της επιλεξιμότητας για την ενίσχυση ή/και τη στήριξη, και ειδικότερα:
α) τα στοιχεία ταυτότητας του δικαιούχου.
β) τις λεπτομέρειες των καθεστώτων συνδεδεμένης στήριξης και των ειδικών μέτρων στήριξης στα μικρά νησιά Αιγαίου ή/και μέτρων αγροτικής ανάπτυξης.
γ) τα στοιχεία αναγνώρισης όλων των αγροτεμαχίων της εκμετάλλευσης, την έκτασή τους σε εκτάρια, τη θέση τους και, ανάλογα με την περίπτωση, τη χρήση τους, το είδος, το μέγεθος και τη θέση των περιοχών οικολογικής εστίασης και το κατά πόσον πρόκειται για αρδευόμενο ή μη, αγροτεμάχιο, καθώς και τα στοιχεία ολόκληρου του ζωικού κεφαλαίου (πλήθος ζώων ανά είδος και κατηγορία). Ειδικότερα για τα βοοειδή, η ενιαία αίτηση προ συμπληρώνεται με τα στοιχεία που τηρούνται στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Κτηνιατρικής Βάσης και δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε τροποποίησή τους. Επομένως τα εν λόγω στοιχεία θα πρέπει να είναι επικαιροποιημένα και να ανταποκρίνονται στην πλέον πρόσφατη κατάσταση της κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης.
δ) κατά περίπτωση, τα στοιχεία που επιτρέπουν τη σαφή αναγνώριση των μη γεωργικών εκτάσεων για τις οποίες ζητείται στήριξη στο πλαίσιο των μέτρων αγροτικής ανάπτυξης.
ε) κατά περίπτωση, τα δικαιολογητικά έγγραφα που απαιτούνται για τη διαπίστωση της επιλεξιμότητας για το συγκεκριμένο καθεστώς ή/και μέτρο.
στ) δήλωση του δικαιούχου ότι γνωρίζει τους όρους συμμετοχής στα εν λόγω καθεστώτα άμεσων ενισχύσεων ή/και μέτρων αγροτικής ανάπτυξης.
ζ) τον επαγγελματικό εξοπλισμό γεωργικών φαρμάκων (ΕΕΓΦ): Καταγραφή του επαγγελματικού εξοπλισμού γεωργικών φαρμάκων, όπου πρέπει να δηλώνονται τα σχετικά στοιχεία. Σε περίπτωση που ο παραγωγός δηλώνει και «χρησιμοποιεί» τρίτο πρόσωπο για τους ψεκασμούς των καλλιεργειών του, θα πρέπει να δηλώνεται το ονοματεπώνυμο, ο ΑΦΜ, τα στοιχεία επικοινωνίας (Δ/νση, Τηλέφωνα) του προσώπου αυτού, η κατηγορία ΕΕΓΦ καθώς και τα στοιχεία ταυτοποίησης του.

2. Με τα στοιχεία που αποτυπώνονται στην Ενιαία Αίτηση Ενίσχυσης για το έτος 2017 ενημερώνονται τα σχετικά πεδία:
i. της «Δήλωσης Καλλιέργειας και εκτροφής Ζώων» του ΕΛΓΑ για την ασφάλιση της παραγωγής του γεωργού,
ii. της «Αίτησης Εγγραφής στο Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων».
Η ψηφιακή απεικόνιση των αγροτεμαχίων καθώς και τα αλφαριθμητικά δεδομένα γίνονται με υπόδειξη, κατά δήλωση και ευθύνη του παραγωγού ανεξάρτητα του τρόπου επιλογής υποβολής (απευθείας- on line, μέσω πιστοποιημένου Φορέα) της ΕΑΕ.

Δ. ΥΠΟΒΟΛΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ  
  

1. Στην περίπτωση προσυμπληρωμένων αιτήσεων, δικαιολογητικά έγγραφα υποβάλλονται από το γεωργό εφόσον τροποποιούνται για το έτος υποβολής 2017.

2. Σε περίπτωση που γεωργός συμπληρώσει εξαρχής το έντυπο της ενιαίας αίτησης έτους 2017, τα βασικά δικαιολογητικά που υποβάλλει είναι:
- Αντίγραφο της πρώτης σελίδας του εκκαθαριστικού σημειώματος ή άλλου φορολογικού εγγράφου όπου αναγράφεται ο ΑΦΜ,
- Αντίγραφο της 1ης σελίδας του βιβλιαρίου της Τράπεζας, με τον αριθμό τραπεζικό λογαριασμού ή οποιοδήποτε έγγραφο του οικείου πιστωτικού ιδρύματος όπου αναγράφεται ο αριθμός λογαριασμού ΙΒΑΝ,
- Αντίγραφα των παραστατικών νομής ενοικιαζόμενων κτηματολογικών τεμαχίων είτε τίτλων ιδιοκτησίας Επισημαίνεται ότι τα δικαιολογητικά έγγραφα συμπληρώνουν τον ηλεκτρονικό φάκελο του αιτούντα. Τα εν λόγω έγγραφα χρησιμοποιούνται σε περίπτωση ελέγχου του γεωργού σε συνέχεια καταγγελίας κτλ. Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται κατά τη διενέργεια των μηχανογραφικών διασταυρωτικών ελέγχων είναι αυτά που έχουν καταχωρηθεί στα πεδία στοιχεία της αίτησης,
Η ορθή καταχώρηση και υποβολή της ενιαίας αίτησης στη διαδικτυακή εφαρμογή, η πληρότητα του ηλεκτρονικού φακέλου και η εμπρόθεσμη οριστικοποίηση της, είναι αποκλειστική ευθύνη του αιτούντα.

Ε. ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΓΗΣ                    

1. Οι γεωργοί μπορούν να χρησιμοποιούν τα αγροτεμάχια που δηλώνουν στα καθεστώτα των άμεσων ενισχύσεων για κάθε γεωργική δραστηριότητα.

2. Πλην περιπτώσεων ανωτέρας βίας ή εξαιρετικών περιστάσεων, τα αγροτεμάχια αυτά βρίσκονται στη διάθεση του γεωργού την 31η Μαΐου 2017.

3. Παραγωγικός νοείται ο βοσκότοπος με ελάχιστη πυκνότητα βόσκησης 0,7 ΜΜΖ/εκτάριο. Η αντιστοιχία που χρησιμοποιείται για μετατροπή των επιλέξιμων ζώων σε ισοδύναμες Μονάδες Μεγάλων Ζώων (Μ.Μ.Ζ.) για τον έλεγχο της πυκνότητας βόσκησης είναι η εξής:

ΕΙΔΟΣ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΠΙΛΕΞΙΜΩΝ ΖΩΩΝ ΜΜΖ/ζώο
Αιγοπρόβατα (ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου) 0,15
Αρσενικά και θηλυκά βοοειδή ηλικίας κάτω των 6 μηνών 0,20
Αρσενικά και θηλυκά βοοειδή ηλικίας από 6 έως 24 μηνών 0,60
Αρσενικά και θηλυκά βοοειδή ηλικίας άνω των 24 μηνών 1,00

4. Το ελάχιστο μέγεθος των αγροτεμαχίων για τα οποία μπορεί να υποβληθεί αίτηση ενίσχυσης στα πλαίσια των άμεσων ενισχύσεων καθορίζεται ως εξής:

- 0,05 εκτάρια για όλα τα αγροτεμάχια πλην των ελαιοτεμαχίων
- 0,03 εκτάρια για τα ελαιοτεμάχια στο πλαίσιο του καθεστώτος βασικής ενίσχυσης
- 0,01 εκτάρια για τα ελαιοτεμάχια στο πλαίσιο του ειδικού μέτρου στήριξης για τη διατήρηση των ελαιώνων στις παραδοσιακές ζώνες καλλιέργειας της ελιάς στα μικρά νησιά του Αιγαίου.

2. ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΒΑΣΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ
   
1. Το 2017, η βασική ενίσχυση διατίθεται στους ενεργούς γεωργούς, οι οποίοι κατέχουν δικαιώματα βασικής ενίσχυσης το 2017

2. Τα αγροτεμάχια που δηλώνουν οι γεωργοί το 2017 κατατάσσονται στις 3 περιφέρειες μετά τους απαραίτητους γεωχωρικούς συσχετισμούς, με βάση το χαρτογραφικό υπόβαθρο του έτους 2013, το οποίο χρησιμοποιείται ως έτος αναφοράς.

3. Η βασική ενίσχυση χορηγείται στους γεωργούς με την ενεργοποίηση δικαιώματος ενίσχυσης ανά επιλέξιμο εκτάριο εντός της ίδιας περιφέρειας. Τα ενεργοποιημένα δικαιώματα ενίσχυσης θεμελιώνουν την καταβολή των ποσών που καθορίζονται σε αυτά.

4. Κάθε δικαίωμα ενίσχυσης το οποίο δεν ενεργοποιήθηκε για περίοδο δύο ετών, προστίθεται στο εθνικό απόθεμα, πλην περιπτώσεων ανωτέρας βίας ή εξαιρετικών περιστάσεων.

5. Σε όλους τους δικαιούχους του καθεστώτος βασικής ενίσχυσης χορηγείται η πράσινη ενίσχυση, κατόπιν ενεργοποίησης των δικαιωμάτων ενίσχυσης. Η πράσινη ενίσχυση χορηγείται ως ποσοστό της συνολικής αξίας των δικαιωμάτων ενίσχυσης που ενεργοποιεί ο γεωργός κάθε έτος.

3. ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ

Συνδεδεμένες ενισχύσεις το έτος 2017, χορηγούνται στους παρακάτω τομείς:
1. Ρύζι
2. Σκληρός Σίτος
3. Θηλυκά Βοοειδή
4. Βιομηχανική τομάτα
5. Πορτοκάλια χυμοποίησης
6. Όσπρια ανθρώπινης κατανάλωσης
7. Πρωτεϊνούχα κτηνοτροφικά ψυχανθή
8. Σπόροι σποράς
9. Σπαράγγια
10. Μεταξοσκώληκες
11. Ζαχαρότευτλα
12. Ειδική συνδεδεμένη ενίσχυση για τους γεωργούς που εκτρέφουν βοοειδή, διέθεταν ειδικά δικαιώματα με βάση τον Καν. (Ε.Κ) 73/2009, και δεν δηλώνουν επιλέξιμες εκτάσεις
13. Ροδάκινα προς χυμοποίηση
14. Ειδική συνδεδεμένη ενίσχυση για τους γεωργούς που εκτρέφουν αιγοπρόβατα, διέθεταν ειδικά δικαιώματα με βάση τον Καν. (Ε.Κ) 73/2009, και δεν δηλώνουν επιλέξιμες εκτάσεις
15. Αίγες και προβατίνες (νέο ενιαίο μέτρο σε αντικατάσταση των καταργηθέντων μέτρων: α) Αίγες και προβατίνες πεδινών περιοχών και β) Αίγες και προβατίνες ορεινών και μειονεκτικών περιοχών)
16. Κορινθιακή σταφίδα (νέος τομέας)
17. Καρποί με κέλυφος (νέος τομέας)
18. Μήλα (νέος τομέας)
19. Κρόκος Κοζάνης (νέος τομέας)
20. Πρωτεϊνούχα Κτηνοτροφικά Σανοδοτικά Ψυχανθή (νέος τομέας)

Οι συνδεδεμένες ενισχύσεις χορηγούνται στους γεωργούς που αιτούνται την λήψη τους μέσω της ενιαίας αίτησης και πληρούν τους όρους επιλεξιμότητας κάθε μέτρου, ανεξάρτητα από ενεργοποίηση ή όχι δικαιωμάτων βασικής ενίσχυσης. Η ετήσια ενίσχυση εκφράζεται ως το ανά μονάδα ποσό στήριξης.

Οι όροι επιλεξιμότητας των συνδεδεμένων ενισχύσεων παρουσιάζονται συνοπτικά στα Παραρτήματα I και II.
 



Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΠΡΕΛΗΣ

Αριθμ. ΔΔΘΤΟΚ Δ 1026126 ΕΞ 2017 Εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος τελωνειακής αποταμίευσης

$
0
0
Αριθμ. ΔΔΘΤΟΚ Δ 1026126 ΕΞ 2017

(ΦΕΚ Β' 810/14-03-2017)

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1.    Τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 952/13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (L 269/2013) και ειδικότερα τα άρθρα 22-30, 210-225 και 237-242.

2.    Τις διατάξεις του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) 2446/15 της Επιτροπής για τη συμπλήρωση του Κανονισμού (ΕΕ) 952/13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά λεπτομερείς κανόνες σχετικούς με ορισμένες από τις διατάξεις του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (L 343/2015) και ειδικότερα τα άρθρα 8-11, 13-18, 164, 171, 177-180, 182 και 201-203.

3.    Τις διατάξεις του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2447/15 της Επιτροπής για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 952/13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (L 343/2015) και ειδικότερα τα άρθρα 8, 12, 14-15, 260-261, 264 και 266-267.

4.    Τις διατάξεις του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) 341/16 της Επιτροπής για τη συμπλήρωση του Κανονισμού (ΕΕ) 952/13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά μεταβατικούς κανόνες για ορισμένες διατάξεις του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα για τις περιπτώσεις που τα σχετικά ηλεκτρονικά συστήματα δεν έχουν τεθεί ακόμη σε λειτουργία και την τροποποίηση του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) 2446/15 της Επιτροπής (L 69/2016) και ειδικότερα τα άρθρα 14-15 και 22.

5.    Τις διατάξεις του ν.2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (ΦΕΚ 265/Α/2001), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, και ειδικότερα τα άρθρα 33, παρ. 3, 41, 142 και επόμενα.

6.    Την αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1014322 ΕΞ 2016/29-1-2016 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Τροποποίηση της αριθμ. Δ6Α 1058824 ΕΞ 2014/8-4-2014 (Β' 865, 1079 και 1846) απόφασης Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών ως προς την αναδιάρθρωση και τον ανακαθορισμό καθ' ύλην αρμοδιότητας Ειδικών Αποκεντρωμένων και Περιφερειακών Τελωνειακών Υπηρεσιών, καθώς και ρύθμιση θεμάτων που αφορούν στην καθ' ύλην και στην κατά τόπον αρμοδιότητα Τελωνείων» (ΦΕΚ 295/Β/2016), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

7.    Τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α' «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του ν.4389/2016 «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 94/Α/2016) και ειδικότερα το άρθρο 41.

8.    Την αριθμ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28-1-2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών» (ΦΕΚ 130/Β/2013 και 372/Β/2013).

9.    Την αριθμ. Δ6Α 1196756 ΕΞ 2013/23-12-2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και Υφυπουργού Οικονομικών «Συμπλήρωση της υπ' αριθμ. Δ6Α 1015213/ 28-1-2013 (Β' 130 και 372) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών "Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών"» (ΦΕΚ 3317/Β/2013).

10.    Την αριθμ. Δ6Α 1112903 ΕΞ 2014/31-7-2014 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Μεταβίβαση εξουσιοδότησης υπογραφής "Με εντολή Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων" στους Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων, Διευθύνσεων, Υποδιευθύνσεων, Τμημάτων και Αυτοτελών Τμημάτων, καθώς και στους Υπευθύνους Αυτοτελών Γραφείων και Γραφείων της Κεντρικής Υπηρεσίας και των Ειδικών Αποκεντρωμένων Υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων» (ΦΕΚ 2153/Β/2014).

11.    Την ανάγκη επικαιροποίησης των διατάξεων που διέπουν το καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης, το οποίο αποτελεί κομβικό σημείο στην ανάπτυξη και λειτουργία του εμπορίου και της οικονομικής δραστηριότητας.

12.    Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη για τον κρατικό προϋπολογισμό,

αποφασίζουμε:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1
Σκοπός και πεδίο εφαρμογής


Με την παρούσα απόφαση καθορίζονται, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας, οι όροι, προϋποθέσεις και επί μέρους διαδικασίες που αφορούν:
α) στη διαδικασία έκδοσης άδειας λειτουργίας αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης,
β) στη λειτουργία του καθεστώτος τελωνειακής αποταμίευσης,
γ) στην εκκαθάριση και τον έλεγχο του καθεστώτος.

Άρθρο 2
Ορισμοί


Για τους σκοπούς της παρούσας ισχύουν οι ορισμοί που παρέχονται από τις ισχύουσες διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας, καθώς και οι κάτωθι ορισμοί:
1)    Ενωσιακός Τελωνειακός Κώδικας: ο Κανονισμός (ΕΕ) 952/13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα.
2)    Κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμός: ο κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμός (ΕΕ) 2446/15 της Επιτροπής για τη συμπλήρωση του Καν. (ΕΕ) 952/13, όσον αφορά λεπτομερείς κανόνες σχετικούς με ορισμένες από τις διατάξεις του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα.
3)    Εκτελεστικός Κανονισμός: ο Εκτελεστικός Κανονισμός (ΕΕ) 2447/15 της Επιτροπής για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του Καν. (ΕΕ) 952/13.
4)    Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας: ο ν.2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (ΦΕΚ 265/Α/2001), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
5)    Διαχειριστής της αποθήκης: ο κάτοχος της άδειας λειτουργίας αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης.
6)    Αποταμιευτής: ο δικαιούχος του καθεστώτος τελωνειακής αποταμίευσης, ήτοι το πρόσωπο το οποίο υποβάλλει ή για λογαριασμό του οποίου υποβάλλεται η διασάφηση υπαγωγής εμπορευμάτων στο καθεστώς ή το πρόσωπο στο οποίο έχουν μεταβιβαστεί τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις σχετικά με το καθεστώς.
7)    Άδεια λειτουργίας αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης: τελωνειακή απόφαση η οποία εκδίδεται από την αρμόδια Τελωνειακή Αρχή και αποτελεί έγκριση για τη λειτουργία αποθήκης στα πλαίσια του καθεστώτος τελωνειακής αποταμίευσης.
8) Λογιστική αποθήκης: σύστημα λογιστικών καταχωρίσεων που τηρείται για την τελωνειακή παρακολούθηση των μη ενωσιακών εμπορευμάτων που υπάγονται στο καθεστώς και περιλαμβάνει τα αναφερόμενα στο άρθρο 178 του Καν. (ΕΕ) 2446/15 στοιχεία.

Άρθρο 3
Αρμόδιες Τελωνειακές Αρχές


1.    Η άδεια λειτουργίας αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης χορηγείται από την καθ' ύλην αρμόδια, βάσει των ισχυουσών διατάξεων, Τελωνειακή Αρχή στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας βρίσκεται ο χώρος που πρόκειται να χαρακτηριστεί ως αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης και τηρείται ή είναι διαθέσιμη η λογιστική αποθήκης.

2.    Ως Τελωνείο Ελέγχου ορίζεται το καθ' ύλη αρμόδιο Τελωνείο για τον νομό όπου βρίσκεται η αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης ή, εάν δεν υφίσταται καθ' ύλη αρμόδιο Τελωνείο, το Τελωνείο στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου βρίσκεται η αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης.
Το Τελωνείο Ελέγχου δύναται να οριστεί διαφορετικά, για δεόντως αιτιολογημένο λόγο, αποκλειστικά κατόπιν διαβούλευσης μεταξύ της αρμόδιας για την έκδοση της άδειας Τελωνειακή Αρχή και των εμπλεκόμενων Τελωνείων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΑΠΟΘΗΚΗΣ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗΣ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΗΣ

Άρθρο 4
Προϋποθέσεις χορήγησης της άδειας


1.    Άδεια λειτουργίας αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης χορηγείται για τη λειτουργία ιδιωτικών αποθηκών και δημοσίων αποθηκών τύπου Ι και II.
Για τη χορήγηση της εν λόγω άδειας υποβάλλεται, από τον ενδιαφερόμενο, η προβλεπόμενη από το Παράρτημα Α του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού αίτηση στην αρμόδια, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της παρούσας, Τελωνειακή Αρχή, η οποία κάνει, σε πρώτο στάδιο, αποδεκτή ή μη αποδεκτή την αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 22 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα, το άρθρο 11 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού και το άρθρο 12 του Εκτελεστικού Κανονισμού.

2.    Στην αίτηση προσδιορίζεται με ακρίβεια ο χώρος ο οποίος ζητείται να αναγνωριστεί ως αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης και επισυνάπτονται τα ακόλουθα υποστηρικτικά έγγραφα:
α) βεβαίωση έναρξης επιτηδεύματος από την αρμόδια Φορολογική Υπηρεσία ή εκτύπωση προσωποποιημένης πληροφόρησης από το TAXISnet που περιλαμβάνει τα στοιχεία του αιτούντα και πληροφορίες για τη δραστηριότητα του και τις εγκαταστάσεις του,
β) προκειμένου περί Α.Ε. και Ε.Π.Ε., το τελευταίο εν ισχύ καταστατικό και το ΦΕΚ δημοσίευσης αυτού,
γ) προκειμένου περί Α.Ε., το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου σχετικά με την εκπροσώπηση της εταιρίας και το ΦΕΚ δημοσίευσης αυτού,
δ) προκειμένου περί Ο.Ε. και Ε.Ε., το καταστατικό σύστασης θεωρημένο από το οικείο Πρωτοδικείο,
ε) φορολογική ενημερότητα,
στ) φωτοαντίγραφο της αστυνομικής ταυτότητας του αιτούντος ή του νομίμου εκπροσώπου, εάν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, προκειμένου να γίνει αυτεπάγγελτη αναζήτηση ποινικού μητρώου.
Για τη διενέργεια αυτοψίας του υπό έγκριση χώρου από το αρμόδιο, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 της παρούσας, Τελωνείο, ο αιτών κατέχει και θέτει στη διάθεση του τελευταίου, τα ακόλουθα υποστηρικτικά έγγραφα:
α) τοπογραφικό διάγραμμα εάν πρόκειται για υπαίθριο χώρο ή κάτοψη της αποθηκευτικής εγκατάστασης εάν πρόκειται για στεγασμένο χώρο, όπου θα σημειώνονται τα σημεία εισόδου-εξόδου και η περίφραξη,
β) έγκριση ή βεβαίωση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας σχετικά με την επάρκεια και καταλληλότητα των πυροσβεστικών μέσων, όπου απαιτείται,
γ) λοιπές άδειες και εγκρίσεις οι οποίες, κατά περίπτωση, απαιτούνται από άλλες Δημόσιες Αρχές.
Το αρμόδιο, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 της παρούσας, Τελωνείο εξετάζει τον υπό έγκριση χώρο και την ακρίβεια του περιεχομένου των αναφερομένων στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου υποστηρικτικών εγγράφων και συντάσσει έκθεση επάρκειας και καταλληλότητας του εν λόγω χώρου, η οποία λαμβάνεται υπόψη για την έκδοση της άδειας ή την απόρριψη της αίτησης.

5.    Η αρμόδια Τελωνειακή Αρχή, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 και έχει συνταχθεί θετική έκθεση επάρκειας και καταλληλότητας από το αρμόδιο Τελωνείο, εκδίδει την προβλεπόμενη από το Παράρτημα Α του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού άδεια, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 171 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού. Σε αντίθετη περίπτωση, η αίτηση απορρίπτεται και παρέχεται στον αιτούντα η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος ακρόασης σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 22 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα, το άρθρο 8 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού και το άρθρο 8 του Εκτελεστικού Κανονισμού.

6.    Εάν η αίτηση αφορά περισσότερα του ενός κράτη- μέλη, πριν από τη λήψη της απόφασης πραγματοποιείται διαβούλευση μεταξύ των τελωνειακών διοικήσεων των εμπλεκόμενων κρατών-μελών για τις περιπτώσεις που προβλέπονται και σύμφωνα με τις διαδικασίες που τίθενται στα άρθρα 260-261 του Εκτελεστικού Κανονισμού.

Άρθρο 5
Παροχή εγγύησης


1. Πριν από τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης, ο αιτών παρέχει εγγύηση στο Τελωνείο Εγγύησης.
Ο αιτών δύναται να αιτηθεί τη χορήγηση άδειας χρήσης συνολικής εγγύησης εφόσον θα πραγματοποιεί τακτική χρήση του καθεστώτος τελωνειακής αποταμίευσης. Η εν λόγω άδεια μπορεί να χορηγηθεί και σε χρονική στιγμή μεταγενέστερη του χρόνου έκδοσης της άδειας λειτουργίας αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης. Ως Τελωνείο Εγγύησης θεωρείται:
α) όταν παρέχεται συνολική εγγύηση, η αρμόδια για την έκδοση της άδειας λειτουργίας της αποθήκης Τελωνειακή Αρχή,
β) όταν παρέχεται μεμονωμένη εγγύηση, το Τελωνείο Υπαγωγής το οποίο αναφέρεται στην άδεια λειτουργίας της αποθήκης και όπου γίνεται αποδεκτή η διασάφηση υπαγωγής στο καθεστώς.

2.    Η εγγύηση έχει τη μορφή ανάληψης υποχρέωσης από τριτεγγυητή μέσω εγγυητικής επιστολής πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης. Εάν η άδεια λειτουργίας της αποθήκης έχει γεωγραφική ισχύ αποκλειστικά στο τελωνειακό έδαφος της χώρας, επιτρέπεται, επιπλέον, η παροχή χρηματικής εγγύησης.

3.    Πριν από την παροχή της συνολικής εγγύησης καθορίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας, ποσό αναφοράς το οποίο απαιτείται να καλύπτει το σύνολο των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που ενδέχεται να γεννηθούν για τα αποταμιευμένα εμπορεύματα.

4.    Για άδεια λειτουργίας αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης με γεωγραφική ισχύ αποκλειστικά στο τελωνειακό έδαφος της χώρας, το ποσό της παρεχόμενης συνολικής εγγύησης διαμορφώνεται:
α) σε ποσοστό 100% των δασμών που αναλογούν στο ποσό αναφοράς,
β) σε ποσοστό 5% του φόρου προστιθέμενης αξίας και των λοιπών, πλην ειδικού φόρου κατανάλωσης και φόρου κατανάλωσης, επιβαρύνσεων που αναλογούν στο ποσό αναφοράς,
γ) σε ποσοστό 15% του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή φόρου κατανάλωσης που αναλογεί στο ποσό αναφοράς.
Για τις περιπτώσεις μεμονωμένων εγγυήσεων, τα ανωτέρω ποσοστά υπολογίζονται επί των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που αντιστοιχούν σε κάθε παραστατικό υπαγωγής εμπορευμάτων στο καθεστώς.

5.    Για άδεια λειτουργίας αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης με ισχύ σε περισσότερα του ενός κράτη- μέλη απαιτείται:
α) το ποσό της παρεχόμενης συνολικής εγγύησης να καλύπτει το 100% των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που αντιστοιχούν στο ποσό αναφοράς το οποίο ορίζεται στην άδεια χρήσης συνολικής εγγύησης, β) το ποσό της παρεχόμενης μεμονωμένης εγγύησης να καλύπτει το 100% των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που αναλογούν στο κάθε παραστατικό υπαγωγής εμπορευμάτων στο καθεστώς.

6.    Το Τελωνείο Ελέγχου:
α) παρακολουθεί, σε μηνιαία βάση, το καθορισθέν ποσό αναφοράς με βάση την κατάσταση αποθεμάτων της παραγράφου 6 του άρθρου 9 της παρούσας,
β) ελέγχει το ποσό αναφοράς, τουλάχιστον ετησίως με κατάλληλο εκ των υστέρων έλεγχο, κατά την κρίση του και σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του.

7.    Απαλλάσσονται από την προσκόμιση εγγύησης:
α) το Ελληνικό Δημόσιο,
β) τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, για τις δραστηριότητες που αναλαμβάνουν ως Δημόσιες Αρχές,
γ) οι εταιρίες αποθήκευσης που λειτουργούν βάσει του ν.δ. 3077/1954.

Άρθρο 6
Διοικητικό κόστος - Δικαιώματα αποταμίευσης


1.    Καθορίζεται η ετήσια καταβολή χρηματικού ποσού ύψους πεντακοσίων (500,00) ευρώ για στεγασμένες αποθήκες εμβαδού έως 1.000 τ.μ. ή για υπαίθριες αποθήκες εμβαδού έως 10.000 τ.μ., το οποίο αντιστοιχεί στο διοικητικό κόστος της τελωνειακής επιτήρησης που ασκείται σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης.
Σε περίπτωση που το εμβαδό των αποθηκευτικών χώρων υπερβαίνει τα ανωτέρω όρια, το ποσό του διοικητικού κόστους υπολογίζεται αναλογικά και δεν δύναται να υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες (3.000,00) ευρώ ανά χορηγούμενη άδεια.

2.    Καταβάλλεται πάγιο ποσό διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ ανά έτος:
α) για την τακτική διενέργεια των συνήθων εργασιών της παραγράφου 1 του άρθρου 10 της παρούσας,
β) για την τακτική προσωρινή έξοδο της παραγράφου 2 του άρθρου 10 της παρούσας.

3.    Στην περίπτωση που οι ανωτέρω εγκρίσεις χορηγούνται κατά τη διάρκεια του έτους, τα ως άνω ποσά υπολογίζονται για τους εναπομείναντες μήνες του έτους, συμπεριλαμβανομένου και του μήνα υποβολής της αίτησης.

4.    Καταβάλλεται ποσό σαράντα (40,00) ευρώ:
α) για την περιστασιακή διενέργεια των συνήθων εργασιών της παραγράφου 1 του άρθρου 10 της παρούσας, β) για την περιστασιακή προσωρινή έξοδο της παραγράφου 2 του άρθρου 10 της παρούσας.

5.    Για τις δημόσιες αποθήκες τύπου III, των οποίων τη διαχείριση ασκεί το Τελωνείο, το ποσό των δικαιωμάτων αποταμίευσης που προβλέπονται στην παράγραφο 15 του άρθρου 41 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα καθορίζεται σε σαράντα (40) ευρώ ανά διασάφηση αποταμίευσης.

Άρθρο 7
Τροποποίηση - Επανεξέταση - Ακύρωση - Αναστολή - Ανάκληση της Άδειας


Η άδεια λειτουργίας αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης:
α) τροποποιείται, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα και το άρθρο 164 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού, είτε κατόπιν αίτησης του διαχειριστή είτε αυτεπάγγελτα από την αρμόδια για την έκδοση αυτής Τελωνειακή Αρχή,
β) επανεξετάζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 23 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα και το άρθρο 15 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού,
γ) αναστέλλεται, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 23 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα και τα άρθρα 16-18 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού,
δ) ακυρώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 27 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα,
ε) ανακαλείται, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα και το άρθρο 15 του Εκτελεστικού Κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ

Άρθρο 8
Υπαγωγή - Παραμονή εμπορευμάτων στο καθεστώς


1.    Για την υπαγωγή των εμπορευμάτων στο καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης απαιτείται η υποβολή τελωνειακής διασάφησης η οποία θα είναι κατάλληλα συμπληρωμένη για το εν λόγω καθεστώς.

2.    Ο διαχειριστής της αποθήκης γνωστοποιεί στο Τελωνείο Ελέγχου εγγράφως τη φυσική παραλαβή των εμπορευμάτων.

3.    Η διάρκεια παραμονής των εμπορευμάτων υπό καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης είναι απεριόριστη, όμως σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το Τελωνείο Ελέγχου μπορεί να θέτει προθεσμία, στον αποταμιευτή ή τον διαχειριστή της αποθήκης, για την εκκαθάριση του καθεστώτος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις ισχύουσες διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας.

Άρθρο 9
Λογιστική αποθήκης- Κατάσταση αποθεμάτων

   
1. Ο διαχειριστής της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης τηρεί λογιστική αποθήκης, υπόδειγμα της οποίας εγκρίνεται από το Τελωνείο Ελέγχου.
   
2. Η λογιστική αποθήκης πρέπει να απεικονίζει ανά πάσα στιγμή την πραγματική κατάσταση των αποταμιευμένων εμπορευμάτων και να περιλαμβάνει κάθε μεταβολή των στοιχείων ή της κατάστασης ή της συσκευασίας αυτών.
   
3. Η καταχώριση στη λογιστική αποθήκης πραγματοποιείται το αργότερο κατά την είσοδο στην αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης των εμπορευμάτων που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς.
Κατά την προσωρινή ή οριστική έξοδο των εμπορευμάτων από την αποθήκη, η αντίστοιχη καταχώριση πραγματοποιείται το αργότερο κατά τη χρονική στιγμή που τα εμπορεύματα εγκαταλείπουν την αποθήκη.
   
4. Πραγματοποιείται νέα λογιστική καταχώριση μετά τη διενέργεια συνήθων εργασιών που έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της φύσης ή της ποσότητας των αποταμιευμένων εμπορευμάτων ή των συσκευασιών αυτών.
   
5. Ο διαχειριστής της αποθήκης γνωστοποιεί, σε κάθε περίπτωση, εγγράφως στο Τελωνείο Ελέγχου τον αριθμό καταχώρισης στην τηρούμενη λογιστική αποθήκης για κάθε διασάφηση αποταμίευσης, καθώς και για κάθε μεταβολή που περιγράφεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.
   
6. Έως την πέμπτη (5 η) ημερολογιακή ημέρα κάθε μήνα, ο διαχειριστής υποβάλλει στο Τελωνείο Ελέγχου, κατάσταση αποθεμάτων, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με την περιγραφή, την υπόλοιπη ποσότητα και τις εκτιμώμενες δασμολογικές και φορολογικές επιβαρύνσεις των εμπορευμάτων που βρίσκονταν αποταμιευμένα στην αποθήκη την τελευταία ημέρα του προηγούμενου μήνα.

Άρθρο 10
Συνήθεις εργασίες - Προσωρινή έξοδος


1.    Είναι δυνατή, κατόπιν γραπτής ενημέρωσης του ενδιαφερόμενου προς την αρμόδια Τελωνειακή Αρχή, η διενέργεια των συνήθων εργασιών που προβλέπονται ρητά στο Παράρτημα 71-03 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού.
Η αρμόδια για να λάβει γνώση Τελωνειακή Αρχή είναι:
α) για την τακτική διενέργεια συνήθων εργασιών, η αρμόδια για την έκδοση της άδειας λειτουργίας της αποθήκης Τελωνειακή Αρχή,
β) για την περιστασιακή διενέργεια συνήθων εργασιών, το Τελωνείο Ελέγχου.

2.    Είναι δυνατή, κατόπιν γραπτής ενημέρωσης του ενδιαφερόμενου προς την αρμόδια Τελωνειακή Αρχή, η προσωρινή έξοδος των αποταμιευμένων εμπορευμάτων από την αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης, για δεόντως αιτιολογημένους λόγους.
Η εν λόγω γραπτή ενημέρωση πραγματοποιείται κατ' αναλογία των αναφερομένων στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

3.    Η ποσότητα των εμπορευμάτων για τα οποία ζητείται η προσωρινή έξοδος και ο χρόνος παραμονής τους εκτός της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης πρέπει να είναι ανάλογα του επιδιωκόμενου σκοπού, με δυνατότητα παράτασης, μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου, για δεόντως αιτιολογημένους λόγους.

4.    Το πρόσωπο που αιτείται την προσωρινή έξοδο των εμπορευμάτων παρέχει πρόσθετη εγγύηση στο Τελωνείο Ελέγχου ως εξής:
α) όταν ο αιτών είναι ο διαχειριστής της αποθήκης, για το ύψος των δασμοφορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων των προσωρινά εξερχόμενων εμπορευμάτων, εφόσον για την κάλυψη των εν λόγω επιβαρύνσεων δεν επαρκεί η εγγύηση του άρθρου 5 της παρούσας,
β) όταν ο αιτών είναι ο αποταμιευτής, για το σύνολο των δασμοφορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων των προσωρινά εξερχόμενων εμπορευμάτων.
Το απαιτούμενο ποσό της πρόσθετης εγγύησης μειώνεται στο ήμισυ για κατόχους άδειας Εγκεκριμένου Οικονομικού Φορέα ως προς τις τελωνειακές απλουστεύσεις.

Άρθρο 11
Συναποθήκευση


1. Είναι δυνατή, κατόπιν έγκρισης της αρμόδιας για την έκδοση της άδειας λειτουργίας της αποθήκης Τελωνειακής Αρχής και εφόσον έχει προηγηθεί η σύμφωνη γνώμη του Τελωνείου Ελέγχου, η συναποθήκευση των μη ενωσιακών εμπορευμάτων τα οποία υπάγονται στο καθεστώς με:
α) ενωσιακά εμπορεύματα,
β) μη ενωσιακά εμπορεύματα που υπάγονται σε καθεστώς τελειοποίησης προς επανεξαγωγή ή ειδικού προορισμού τα οποία ενδέχεται να υποβληθούν σε εργασίες τελειοποίησης εντός του χώρου της αποθήκης.

2. Το Τελωνείο Ελέγχου μπορεί να ζητήσει τη λήψη κατάλληλων μέτρων από το διαχειριστή της αποθήκης για την εξακρίβωση της ταυτότητας και τη διάκριση των αποταμιευμένων εμπορευμάτων από τα λοιπά αποθηκευμένα εμπορεύματα.
Όταν είναι αδύνατη η εξακρίβωση της ταυτότητας των αποταμιευμένων εμπορευμάτων και η διάκριση τους από τα λοιπά αποθηκευμένα εμπορεύματα, τηρούνται λογιστικές καταχωρίσεις για το σύνολο των εμπορευμάτων που εισέρχονται και αποθηκεύονται στην αποθήκη, με σαφή διαχωρισμό ανάλογα με τον τελωνειακό χαρακτήρα του κάθε εμπορεύματος.

Άρθρο 12
Διακίνηση εμπορευμάτων


1.    Τα εμπορεύματα, αμέσως μετά την υπαγωγή τους στο καθεστώς, μεταφέρονται στην αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης:
α) σε δημόσια αποθήκη τύπου Ι, με ευθύνη του διαχειριστή ή του αποταμιευτή,
β) σε δημόσια αποθήκη τύπου II, με ευθύνη του αποταμιευτή,
γ) σε ιδιωτική αποθήκη, με ευθύνη του διαχειριστή- αποταμιευτή.

2.    Η διακίνηση των μη ενωσιακών εμπορευμάτων που υπάγονται στο καθεστώς εντός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης πραγματοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 179 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού και τις παραγράφους 1, 4 και 5 του άρθρου 267 του Εκτελεστικού Κανονισμού.

Άρθρο 13
Μεταβίβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων


1.    Είναι δυνατή, ύστερα από αίτηση του αποταμιευτή, η μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από το καθεστώς σε άλλο πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις για την υποβολή διασάφησης αποταμίευσης ως εξής:
α) όταν ο αποταμιευτής είναι ταυτόχρονα ο διαχειριστής της αποθήκης, με έγκριση της αρμόδιας για την έκδοση της άδειας λειτουργίας της αποθήκης Τελωνειακής Αρχής,
β) όταν ο αποταμιευτής είναι πρόσωπο διαφορετικό από τον διαχειριστή της αποθήκης, με έγκριση του Τελωνείου Ελέγχου.
Στην έγκριση που χορηγεί η αρμόδια Τελωνειακή Αρχή προσδιορίζονται οι όροι υπό τους οποίους επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί η εν λόγω μεταβίβαση.

2.    Για τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αποταμιευτή σε άλλο πρόσωπο, δεν απαιτείται η υποβολή νέας διασάφησης αποταμίευσης εφόσον η βούληση του νέου αποταμιευτή είναι η παραμονή των εμπορευμάτων υπό καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης στην ίδια αποθήκη όπου βρίσκονται τα εμπορεύματα κατά την ημερομηνία μεταβίβασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ - ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ

Άρθρο 14
Εκκαθάριση του καθεστώτος


1.    Το καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης εκκαθαρίζεται με την υπαγωγή των αποταμιευμένων εμπορευμάτων σε άλλο τελωνειακό καθεστώς, την έξοδο τους από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, την καταστροφή ή την εγκατάλειψη τους υπέρ του Δημοσίου.

2.    Για τα αποταμιευμένα εμπορεύματα που υφίστανται φυσική απομείωση του βάρους ή του όγκου τους, είναι δυνατός ο καθορισμός του ποσοστού φυσικής απομείωσης από Επιτροπή που απαρτίζεται από έναν τελωνειακό υπάλληλο του Τελωνείου Ελέγχου και έναν χημικό της Γενικής Δ/νσης Γενικού Χημείου του Κράτους. Εάν κρίνεται απαραίτητο, λόγω της φύσης των εμπορευμάτων, ζητείται η συνδρομή υπαλλήλου άλλης Δημόσιας Αρχής.
Η εν λόγω Επιτροπή συντάσσει σχετικό πρωτόκολλο στο οποίο καταγράφεται η ακριβής περιγραφή του προϊόντος, η μέθοδος που εφαρμόστηκε για την εξαγωγή του ποσοστού φυσικής απομείωσης και οι διαπιστώσεις της Επιτροπής.

Άρθρο 15
Έλεγχος του καθεστώτος


1.    Το Τελωνείο Ελέγχου πραγματοποιεί, τουλάχιστον ετησίως και σε μη τακτά χρονικά διαστήματα, στις εγκαταστάσεις του διαχειριστή, αιφνιδιαστικό έλεγχο για τη διαπίστωση της ορθής τήρησης της λογιστικής αποθήκης σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεση του.

2.    Ο αναφερόμενος στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου έλεγχος της λογιστικής αποθήκης συνδυάζεται με φυσικό έλεγχο της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης για την επιβεβαίωση της ύπαρξης και της κατάστασης των αποθεμάτων των αποταμιευμένων εμπορευμάτων, καθώς και τη διαπίστωση της κατάστασης της αποθήκης και του περιβάλλοντα χώρου.

3.    Ο έλεγχος διενεργείται από συνεργείο υπαλλήλων που ορίζεται με απόφαση του Προϊσταμένου του Τελωνείου Ελέγχου.

4.    Μετά το πέρας του ελέγχου λογιστικής αποθήκης και του φυσικού ελέγχου, συντάσσεται άμεσα έκθεση με τα αποτελέσματα αυτών, η οποία υπογράφεται από τους υπαλλήλους που διενήργησαν τον έλεγχο, τον Προϊστάμενο του Τελωνείου Ελέγχου και τον διαχειριστή της αποθήκης.

5.    Το Τελωνείο Ελέγχου διενεργεί, κατά την κρίση του, εκ των υστέρων ελέγχους επί διασαφήσεων αποταμίευσης ή ανάλωσης από αποταμίευση, καθώς και όποιον άλλο έλεγχο κρίνεται αναγκαίος για τη διαπίστωση της ορθής εφαρμογής των διατάξεων που διέπουν το καθεστώς.

6.    Ο διαχειριστής της αποθήκης υποχρεούται να παρέχει στους αρμόδιους για τον έλεγχο τελωνειακούς υπαλλήλους όλα τα μέσα και έγγραφα που ζητούνται για την ομαλή διεξαγωγή του ελέγχου.

7.    Το Τελωνείο Ελέγχου μπορεί, ανάλογα με τα αποτελέσματα των διενεργούμενων ελέγχων, να εισηγείται στην αρμόδια για την έκδοση της άδειας Τελωνειακή Αρχή, την τροποποίηση, αναστολή, ανάκληση ή ακύρωση της άδειας.

8. Τα Τελωνεία Ελέγχου και οι αρμόδιες για την έκδοση αδειών λειτουργίας των αποθηκών Τελωνειακές Αρχές συνδράμουν τις κατά τόπο αρμόδιες Τελωνειακές Ελεγκτικές Αρχές θέτοντας στη διάθεση τους, εφόσον ζητηθούν, τα στοιχεία των ελέγχων που έχουν ήδη πραγματοποιήσει και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία δεν είναι δυνατόν να παρασχεθούν από τους διαχειριστές των ελεγχόμενων αποθηκών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'
ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 16
Μεταβατικές διατάξεις


1.    Έως την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του Παραρτήματος Α του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού, για την υποβολή αίτησης και την έκδοση άδειας λειτουργίας αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης χρησιμοποιούνται τα έντυπα του Παραρτήματος 12 του Καν. (ΕΕ) 341/16.

2.    Οι άδειες λειτουργίας αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης που έχουν εκδοθεί πριν από την 1/5/2016 ισχύουν έως την επανεξέταση τους σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 250 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού και την παράγραφο 1 του άρθρου 345 του Εκτελεστικού Κανονισμού.

3.    Έως την επανεξέταση των αδειών λειτουργίας δημοσίων αποθηκών τύπου Ι και ιδιωτικών αποθηκών, εξακολουθούν να ισχύουν οι εγγυήσεις που έχουν προσκομισθεί δυνάμει των παραγράφων 1-2 του άρθρου 3 της αριθμ. Τ. 1460/10/Γ0019/21-3-2002 ΑΥΟΟ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
Οι παρεχόμενες εγγυήσεις πρέπει να καλύπτουν το 20% των δασμών και φόρων που αναλογούν στα αποταμιευμένα εμπορεύματα.
Για κατόχους άδειας Εγκεκριμένου Οικονομικού Φορέα ως προς την ασφάλεια και την προστασία, το ανωτέρω ποσοστό μειώνεται στο ήμισυ.

4.    Η παρακολούθηση της κάλυψης του ποσοστού των δασμών και φόρων, όπως αυτό καθορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, από την παρεχόμενη εγγύηση, διενεργείται με βάση τη μηνιαία κατάσταση αποθεμάτων της παραγράφου 6 του άρθρου 9 της παρούσας.
Όταν το ποσό της εγγύησης δεν καλύπτει το ως άνω ποσοστό, το Τελωνείο Ελέγχου καλεί τον διαχειριστή, άμεσα, να καταθέσει συμπληρωματική εγγύηση ή να μειώσει τα ευρισκόμενα στην αποθήκη αποθέματα.

5.    Έως την επανεξέταση των αδειών λειτουργίας δημοσίων αποθηκών τύπου II, η εγγύηση παρέχεται από τον αποταμιευτή στο Τελωνείο Υπαγωγής κατά την υποβολή της διασάφησης αποταμίευσης και αντιστοιχεί σε ποσοστό 100% των αναλογούντων δασμών και φόρων ανά διασάφηση αποταμίευσης.
Για κατόχους άδειας Εγκεκριμένου Οικονομικού Φορέα ως προς την ασφάλεια και την προστασία το ανωτέρω ποσοστό μειώνεται στο ήμισυ.

Άρθρο 17
Κυρώσεις


Κάθε παρέκκλιση από τις διατάξεις της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας που διέπουν τη χρήση του καθεστώτος τελωνειακής αποταμίευσης θεωρείται ως τελωνειακή παράβαση, η οποία, υπό την επιφύλαξη των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα.

Άρθρο 18
Καταργούμενες διατάξεις


Με την παρούσα καταργούνται οι κάτωθι υπουργικές αποφάσεις:
α) Τ.1460/10/Γ0019/21-3-2002 ΑΥΟΟ (ΦΕΚ 468/Β/2002),
β) Τ.400/38/Γ0019/26-9-2002 ΑΥΟΟ (ΦΕΚ 1275/Β/2002),
γ) Δ18Γ5013675 ΕΞ 2013/8-4-2013 ΑΥΟ (ΦΕΚ968/Β/2013).

Άρθρο 19
Ισχύς


Η παρούσα ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η παρούσα να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 27 Ιανουαρίου 2017

Με εντολή Διοικητή

Η Γενική Διευθύντρια Τελωνείων και Ε.Φ.Κ.
ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΛΟΥΡΗ

Κ.Υ.Α. αριθμ. οικ.140424/ 2017 Τροποποίηση της υπ' αριθμ. 146896/2014 κοινής υπουργικής απόφασης (Β' 2878 και Β' 3142 2014), όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. 101123/2015 κοινή υπουργική απόφαση (Β' 1435) και την υπ' αριθμ. οικ. 170766/2016 κοινή υπουργική απόφαση (Β' 69) καθώς και της υπ' αριθμ. 145026/2014 κοινής υπουργικής απόφασης (Β' 31), όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. 145893/2014 κοινή υπουργική απόφαση (Β' 1212)

$
0
0

Αριθμ. οικ.140424

(ΦΕΚ Β' 814/14-03-2017)

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ - ΥΓΕΙΑΣ - ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ - ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ - ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2077/1992 «Κύρωση Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση» (Α' 136) και τις διατάξεις του άρθρου 2 (παράγραφος 1ζ) του ν. 1338/1983 «Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου» (Α' 34) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του ν. 1440/1986 «Συμμετοχή της Ελλάδας στο κεφάλαιο, στα αποθεματικά και στις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων κ.λπ. (Α' 70) και του άρθρου 65 του ν. 1892/1990 (101 Α').

2. Τις διατάξεις των άρθρων 4, 5, 8, 10, 11 (παρ. 1 και 2), 13 και 14 του ν. 3199/2003 «Προστασία και διαχείριση των υδάτων - Εναρμόνιση με την Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000» (Α' 280), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του ν. 4117/2013 (Α' 29) και στη συνέχεια με το άρθρο 24 του ν. 4315/2014 (Α' 269).

3. Τις διατάξεις των άρθρων 186 και 204 του ν. 3852/2010 «Νέα αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης - Πρόγραμμα Καλλικράτης» (Α' 87).

4. Τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4071/2012 «Ρυθμίσεις για την τοπική ανάπτυξη, την αυτοδιοίκηση και την αποκεντρωμένη διοίκηση Ενσωμάτωση Οδηγίας 2009/50/ΕΚ» (Α' 85).

5. Τις διατάξεις της Ενότητας Α' του ν. 4042/2012 «Ποινική προστασία του περιβάλλοντος - Εναρμόνιση με την Οδηγία 2008/99/ΕΚ - Πλαίσιο παραγωγής και διαχείρισης αποβλήτων - Εναρμόνιση με την Οδηγία 2008/98/ΕΚ. Ρύθμιση θεμάτων Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής» (Α' 24).

6. Τις διατάξεις των άρθρων 4, 10 και 12 του π.δ. 51/2007 «Καθορισμός μέτρων και διαδικασιών για την ολοκληρωμένη προστασία και διαχείριση των υδάτων σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000» (Α' 54).

7. Τις διατάξεις των άρθρων 4 και 13 της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000 (ΕΕL 327/22.12.2000).

8. Τις διατάξεις του π.δ. 148/2009 «Περιβαλλοντική ευθύνη για την πρόληψη και την αποκατάσταση των ζημιών στο περιβάλλον - Εναρμόνιση με την οδηγία 2004/35/ΕΚ......κλπ» (Α' 190).

9. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα, όπως τέθηκε σε ισχύ με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα» (Α' 98) στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το Κεφάλαιο Δεύτερο (παραγ. Β) του ν. 4320/2015 (Α' 29).

10. Το π.δ. 105/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Εσωτερικών» (Α' 172).

11. Το π.δ. 100/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής» (Α' 167).

12. Το π.δ. 106/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Υγείας» (Α' 173), όπως ισχύει.

13. Τις διατάξεις του π.δ. 70/2015 «Ανασύσταση των Υπουργείων.... και του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Τουρισμού» (Α' 114).

14. Τις διατάξεις του π.δ. 73/2015 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α' 116).

15. Την υπ' αριθμ. 322/2013 κοινή υπουργική απόφαση «Οργάνωση της Ειδικής Γραμματείας Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής» (Β' 679).

16. Την κοινή υπουργική απόφαση 140384/2011 «Ορισμός Εθνικού Δικτύου Παρακολούθησης της ποιότητας και της ποσότητας των υδάτων με καθορισμό των θέσεων (σταθμών) μετρήσεων και των φορέων που υποχρεούνται στην λειτουργία τους, κατά το Άρθρο 4, παράγραφος 4 του ν. 3199/2003 (Α' 280)» (Β' 2017).

17. Την υπ' αριθμ. 145026/10.1.2014 κοινή υπουργική απόφαση «Σύσταση, διαχείριση και λειτουργία Εθνικού Μητρώου Σημείων Υδροληψίας (Ε.Μ.Σ.Υ.) από Επιφανειακά και Υπόγεια Υδατικά Συστήματα» (Β' 31), όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. 145893/2014 κοινή υπουργική απόφαση (Β' 1212).

18. Την υπ' αριθμ. 146896/17.10.2014 κοινή υπουργική απόφαση «Κατηγορίες αδειών χρήσης και εκτέλεσης έργων αξιοποίησης των υδάτων. Διαδικασία και όροι έκδοσης των αδειών, περιεχόμενο και διάρκεια ισχύος τους και άλλες συναφείς διατάξεις» (Β' 2878 και Β' 3142), όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. 101123/2015 κοινή υπουργική απόφαση (Β' 1435) και την υπ' αριθμ. οικ. 170766/2016 κοινή υπουργική απόφαση (Β' 69).

19. Την υπ' αριθμ. Φ16/6631/1989 κοινή υπουργική απόφαση «Προσδιορισμός κατώτατων και ανώτατων ορίων των αναγκαίων ποσοτήτων για την ορθολογική χρήση νερού στην άρδευση» (Β' 428).

20. Την υπ' αριθμ. Δ11/Φ16/8500/1991 κοινή υπουργική απόφαση «Προσδιορισμός κατώτατων και ανώτατων ορίων των αναγκαίων ποσοτήτων για την ορθολογική χρήση νερού στην ύδρευση» (Β' 174).

21. Τις διατάξεις του π.δ. 123/2016 «Ανασύσταση και μετονομασία του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ανασύσταση του
Υπουργείου Τουρισμού......μετονομασία Υπουργείων......και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων» (Α' 208).

22. Τις διατάξεις του π.δ. 125/2016 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α' 210).

23. Την με αριθμ. Υ 172/2016 απόφαση του Πρωθυπουργού «Καθορισμός σειράς τάξης των Υπουργείων» (Β' 3610).

24. Την με αριθμ. Υ198/2016 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σωκράτη Φάμελλο» (Β' 3722).

25. Την υπ' αριθμ. Υ2/2015 απόφαση του Πρωθυπουργού « Σύσταση θέσεων Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Β' 2076).

26. Την υπ' αριθμ. 20476/2015 απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, "περί διορισμού του κου Ιάκωβου Γκανούλη στη θέση του Ειδικού Γραμματέα Υδάτων του ΥΠΑΠΕΝ" (ΦΕΚ Υ.Ο.Δ.Δ. 342).

27. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις αυτής της απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1
Τροποποιήσεις της υπ' αριθμ. 146896/17.10.2014 κοινής υπουργικής απόφασης (Β' 2878 και Β' 3142), όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. 101123/2015 κοινή υπουργική απόφαση και στη συνέχεια με την υπ' αριθμ. 170766/2016 κοινή υπουργική απόφαση


1) Στο άρθρο 1 της υπ' αριθμ. 146896/17.10.2014 κοινής υπουργικής απόφασης όπως ισχύει, η παράγραφος 2 τροποποιείται ως ακολούθως:

α) Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης (β) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Στις υδρογεωτρήσεις για ερευνητικούς σκοπούς, δηλαδή αυτές που διενεργούνται από ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα ή άλλο δημόσιο φορέα, στο πλαίσιο εγκεκριμένων ερευνητικών προγραμμάτων καθώς και στις υδρογεωτρήσεις που προβλέπονται στην περιβαλλοντική άδεια (Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων ή Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις) των έργων ή δραστηριοτήτων και αποσκοπούν στην παρακολούθηση της ποιότητας ή / και ποσότητας των υδάτων ή στις υδρογεωτρήσεις που γίνονται με σκοπό τη διερεύνηση των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών για την πραγματοποίηση μελλοντικής δραστηριότητας. Για την πραγματοποίηση των ανωτέρω υδρογεωτρήσεων αρκεί ο υπεύθυνος φορέας να υποβάλλει στην αρμόδια Διεύθυνση Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, πριν από την έναρξη των σχετικών εργασιών, αα) σε περίπτωση υδρογεωτρήσεων για ερευνητικούς σκοπούς, αντίγραφο του εγκεκριμένου ερευνητικού προγράμματος, ββ) σε περίπτωση υδρογεωτρήσεων για την παρακολούθηση των υδάτων, αντίγραφο της περιβαλλοντικής άδειας με την προϋπόθεση ότι η αρμόδια Δ/ νση Υδάτων έχει γνωμοδοτήσει σχετικά και γγ) σε περίπτωση υδρογεωτρήσεων για τη διερεύνηση των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών του ύδατος, τεχνική έκθεση των εργασιών αυτών προκειμένου η αρμόδια Δ/νση Υδάτων να εξετάζει την καταρχήν συμβατότητα με το Σχέδιο Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών του οικείου Υδατικού Διαμερίσματος, διατηρώντας παράλληλα το δικαίωμα επιτόπιας παρακολούθησης ή και διακοπής των εν λόγω εργασιών.
Τα αποτελέσματα των ερευνητικών προγραμμάτων ή της παρακολούθησης των υδάτων ή της διερεύνησης των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών των υδάτων κατά περίπτωση, αποστέλλονται στην αρμόδια Διεύθυνση Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης».

β) Η περίπτωση (στ) αντικαθίσταται ως εξής:
«Στις κατασκευές νέων ή στις επισκευές ή αντικαταστάσεις υφιστάμενων δικτύων και ιδίως αρδευτικών, υδρευτικών, αποχετευτικών ακαθάρτων και ομβρίων δικτύων, αποστραγγιστικών δικτύων ή δικτύων τηλεθέρμανσης, καθώς και στις δεξαμενές και αντλιοστάσια που συνοδεύουν τα δίκτυα αυτά. Πριν την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών ο ενδιαφερόμενος φορέας υποχρεούται να υποβάλλει στην αρμόδια Διεύθυνση Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης συνοπτική έκθεση των εργασιών. Σε κάθε περίπτωση, τα σημεία υδροληψίας που εξυπηρετούν τα εν λόγω δίκτυα, υπάγονται σε καθεστώς αδειοδότησης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας απόφασης.»

γ) Η πρώτη φράση της περίπτωσης (η) αντικαθίσταται ως εξής:
«η) Στη χρήση των εσωτερικών επιφανειακών υδάτων για αναψυχή ή μεταφορές όπως υδατοδρόμια, με την προϋπόθεση ότι για τη χρήση αυτή δεν απαιτείται υδροληψία και δεν επέρχεται τροποποίηση του υδάτινου σώματος και των χαρακτηριστικών του (υδρομορφολογική επέμβαση).»

δ) Η πρώτη φράση της περίπτωσης (θ) αντικαθίσταται ως εξής:
«θ) Στη χρήση παράκτιων υδάτων για αναψυχή, υδατοκαλλιέργειες, ιχθυοκαλλιέργειες, αφαλατώσεις, μεταφορές, όπως υδατοδρόμια, ή για άλλες χρήσεις με την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται τροποποίηση του υδάτινου σώματος και των χαρακτηριστικών του (υδρομορφολογική επέμβαση) και κατά το στάδιο της Περιβαλλοντικής αδειοδότησης του έργου ή της δραστηριότητας, όπου αυτή απαιτείται, έχει προηγηθεί γνωμοδότηση της αρμόδιας Διεύθυνσης Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με την οποία διασφαλίζεται αα) ...».

ε) Η υποπερίπτωση (ββ) της περίπτωσης (ι) αντικαθίσταται ως εξής:
«..(ββ) συνοπτική τεχνική έκθεση των εργασιών συνοδευόμενη από χάρτη κτηματολογίου ή αντίγραφο τοπογραφικού διαγράμματος ή απόσπασμα ορθοφωτοχάρτη ή εικόνα ψηφιακής εφαρμογής ή απόσπασμα τοπογραφικού χάρτη Γ.Υ.Σ., σε κατάλληλη κατά περίπτωση κλίμακα, με αναφορά στις συντεταγμένες της αρχής και του τέλους των σημείων εργασιών στο υδατόρεμα.»

2) Το άρθρο 3 της υπ' αριθμ. 146896/2014 κοινής υπουργικής απόφασης, τροποποιείται ως ακολούθως:

α) Η υποπαράγραφος 2.2.1 αντικαθίσταται ως εξής:
«2.2.1. Οι κύριοι ή κάτοχοι ιδιωτικών δικτύων ή ιδιωτικών μέσων υποχρεούνται να παρέχουν στον ΟΤΑ Α' βαθμού, στα διοικητικά όρια του οποίου πραγματοποιείται η χρήση ή/και η δραστηριότητα ή σε αντίστοιχο δημόσιο φορέα, στοιχεία σχετικά με τη χρήση του ύδατος, όπως στοιχεία υδροληψίας, μέση ετήσια ποσότητα χρήσης, στοιχεία μέσων μεταφοράς. Τα ανωτέρω στοιχεία υποβάλλονται με συνοδευτικό έγγραφο προς τον ΟΤΑ Α' βαθμού, αντίγραφο του οποίου κοινοποιείται στην αρμόδια Διεύθυνση Υδάτων της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Στην περίπτωση της χρήσης ύδατος για ύδρευση, το αντίγραφο κοινοποιείται στην αρμόδια Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Υγιεινής της οικείας Π.Ε., η οποία έχει την υποχρέωση να ενημερώνει σχετικά το Υπουργείο Υγείας ετησίως. Ο ΟΤΑ Α' βαθμού ή ο δημόσιος φορέας, σε εύλογο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες από την υποβολή των ανωτέρω στοιχείων, υποχρεούται, αφού διενεργήσει έλεγχο για την επαλήθευση των υποβληθέντων στοιχείων, να υποβάλλει αίτημα για χορήγηση άδειας χρήσης ύδατος.
Η χορήγηση της άδειας χρήσης ύδατος στον ΟΤΑ Α' βαθμού ή σε δημόσιο φορέα δεν αναιρεί την υποχρέωση των φορέων λειτουργίας ιδιωτικών δικτύων και ιδιωτικών μέσων να τηρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην νέα παράγραφο 3.1 του άρθρου 11».

β) Η παράγραφος 2.3. αντικαθίσταται ως εξής:
«2.3. Όταν πρόκειται για υδροληψία από φυσικό ή νομικό πρόσωπο για την κάλυψη των ίδιων πραγματικών του αναγκών και το υδροληπτικό έργο (σημείο υδροληψίας) βρίσκεται σε χώρο άλλης ιδιωτικής, δημόσιας ή δημοτικής ιδιοκτησίας, το εν λόγω φυσικό ή νομικό πρόσωπο προκειμένου να του χορηγηθεί άδεια χρήσης ύδατος απαιτείται:
α) να είναι φορέας εμπραγμάτου δικαιώματος (κυριότητα, επικαρπία ή δουλεία) ή ενοχικού δικαιώματος (μίσθωση, παραχώρηση χρήσης) ή άλλου δικαιώματος στο χώρο που πραγματοποιείται η χρήση του ύδατος, β) να έχει συνάψει ιδιωτικό συμφωνητικό με τον ιδιώτη κύριο ή κάτοχο του υδροληπτικού έργου, με το οποίο καθορίζονται αναλόγως οι υποχρεώσεις καθενός από τους συμβαλλόμενους και διευθετούνται θέματα διαχείρισης του υδατικού πόρου ώστε να καλύπτονται με τον πιο αποδοτικό τρόπο οι πραγματικές ανάγκες και των δύο, γ) σε περίπτωση που το υδροληπτικό έργο είναι δημόσιας ή δημοτικής ιδιοκτησίας, να είναι κάτοχος σχετικού νόμιμου τίτλου ή κάθε άλλου ανάλογου εγγράφου ή βεβαίωσης με το οποίο βεβαιώνεται ή ορίζεται η παραχώρηση της χρήσης του υδροληπτικού έργου στον ενδιαφερόμενο, ή
δ) σε περίπτωση που το υδροληπτικό έργο είναι ιδιωτικό αλλά βρίσκεται σε δημόσιο ή δημοτικό χώρο, να είναι κάτοχος σχετικού νόμιμου τίτλου ή κάθε άλλου ανάλογου εγγράφου ή βεβαίωσης, εφόσον αυτό προβλέπεται στην κείμενη νομοθεσία, με το οποίο ορίζεται ή βεβαιώνεται η παραχώρηση του χώρου αυτού στον ενδιαφερόμενο, για την πραγματοποίηση του υδροληπτικού έργου.
Για επιβεβαίωση ότι πληρούνται αναλόγως οι ανωτέρω απαιτήσεις, αρκεί μόνο η υποβολή από τον ενδιαφερόμενο σχετικής υπεύθυνης δήλωσης που αποτελεί στοιχείο του φακέλου της αδειοδότησης. Υπόδειγμα του περιεχομένου της δήλωσης αυτής περιλαμβάνεται στο παράρτημα IV (Μέρος Β1 και μέρος Β2)».

γ) Μετά την παράγραφο 2.3. προστίθεται υποπαράγραφος 2.3.1. που έχει ως εξής:
«2.3.1. Για λόγους αποτελεσματικής διαχείρισης και προστασίας του πόρου και με βασικό κριτήριο την ένταση της πίεσης των απολήψεων από επιφανειακά υδατικά συστήματα, σύμφωνα με το οικείο Σχέδιο Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών και με την επιφύλαξη νομοθετημάτων που τυχόν ορίζουν ειδικό καθεστώς προστασίας του υδατικού συστήματος, είναι δυνατόν, με επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση του οικείου Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, να προσδιορίζονται τα επιφανειακά υδατικά συστήματα για τα οποία η άδεια χρήσης ύδατος θα εκδίδεται υπέρ του οικείου ΟΤΑ Α' Βαθμού. Στις περιπτώσεις αυτές με την άδεια χρήσης ύδατος που εκδίδεται για λογαριασμό των χρηστών με βάση τις υποβληθείσες αιτήσεις τους, καθορίζεται η συνολική ποσότητα για τους χρήστες των σημείων υδροληψίας, οι οποίοι εξακολουθούν να τηρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11. Η χορήγηση των αδειών χρήσης ύδατος στους ΟΤΑ Α' Βαθμού, δεν θίγει εμπράγματα ή ενοχικά δικαιώματα των χρηστών επί των ιδιωτικών έργων αξιοποίησης υδατικών πόρων.
2.3.1.1. Ο οικείος ΟΤΑ Α' Βαθμού έχει την ευθύνη:
α) για τον επιμερισμό των ποσοτήτων ύδατος στους χρήστες των σημείων υδροληψίας, με βάση τις υποβληθείσες αιτήσεις τους,
β) για τον διαρκή έλεγχο της διανομής και παρακολούθησης της χρήσης του ύδατος,
γ) για τη διαβίβαση στη Δ/νση Υδάτων της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, του συνόλου των στοιχείων των καταγραφών των επιμέρους μετρητών, εφόσον είναι τεχνικά εφικτή η καταγραφή στο πλαίσιο των υποχρεώσεων των χρηστών σύμφωνα με το μέρος Β του Παραρτήματος VI και,
δ) για την υλοποίηση της αντίστοιχης με το δικαιολογητικό Β4 του Παραρτήματος ΙΙ υδρολογικής έκθεσης ή μελέτης για το σύνολο των υδροληψιών που βρίσκονται στο εν λόγω επιφανειακό υδατικό σύστημα ή τμήμα αυτού και την υποβολή της στη Δ/νση Υδάτων της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, κατά τη διαδικασία ανανέωσης της άδειας χρήσης ύδατος. Σε περίπτωση που το υδατικό σύστημα εκτείνεται σε περισσότερους από έναν ΟΤΑ Α' Βαθμού, η εν λόγω υδρολογική έκθεση ή μελέτη, για το σύνολο των υδροληψιών που βρίσκονται στο εν λόγω επιφανειακό υδατικό σύστημα, υλοποιείται με ευθύνη του ΟΤΑ Β' Βαθμού ο οποίος στη συνέχεια την κοινοποιεί στους οικείους ΟΤΑ Α' Βαθμού, προκειμένου να επιτελέσουν τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στις ανωτέρω περιπτώσεις (α), (β) και (γ).
2.3.1.2. Σε περίπτωση που δεν εκδοθεί η απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης σύμφωνα με την υποπαράγραφο 2.3.1 για χορήγηση άδεια χρήσης ύδατος υπέρ του οικείου ΟΤΑ, η άδεια χρήσης ύδατος από επιφανειακό υδατικό σύστημα ή τμήμα αυτού χορηγείται στον ενδιαφερόμενο χρήστη, σύμφωνα με το οικείο Σχέδιο Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών και με την επιφύλαξη νομοθετημάτων που τυχόν ορίζουν ειδικό καθεστώς προστασίας του υδατικού συστήματος»

δ) Η παράγραφος 2.4. αντικαθίσταται και προστίθενται και νέες υποπαράγραφοι 2.4.1. και 2.4.2. ως εξής:
«2.4. Όταν πρόκειται για υδροληψία από περισσότερα του ενός φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για την κάλυψη των πραγματικών τους αναγκών και το σημείο υδροληψίας (υδροληπτικό έργο) βρίσκεται σε ιδιωτικό, δημοτικό ή δημόσιο χώρο, τα πρόσωπα αυτά εφόσον πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 2.3., μπορούν να υποβάλλουν ομαδικά, ως συνδικαιούχοι κοινή αίτηση για χορήγηση άδειας χρήσης ύδατος. Η αίτηση αυτή συνοδεύεται από απλό ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης ομάδας συνδικαιούχων για τη χρήση του υδροληπτικού έργου, με το οποίο διευθετούνται θέματα ορθολογικής διαχείρισης της χρήσης των υδάτων και προστασίας του υδατικού πόρου. Ειδικότερα με το ανωτέρω συμφωνητικό ορίζεται ιδίως:
α) ο εκπρόσωπος της ομάδας, ο οποίος υπογράφει και την αίτηση
β) ο ενδεδειγμένος επιμερισμός της απολήψιμης ποσότητας ύδατος από κάθε χρήστη και
γ) η χρονική διάρκεια του κύκλου χρήσης από τον κάθε χρήστη.
Στην ανωτέρω κοινή/ενιαία αίτηση πρέπει να αναγράφονται αναλυτικά τα στοιχεία των συνδικαιούχων χρηστών.
2.4.1. Εάν δεν είναι δυνατή η υποβολή της ανωτέρω ομαδικής αίτησης, για τη χορήγηση άδειας χρήσης ύδατος είτε υποβάλλονται ατομικές αιτήσεις με υποχρεωτική αναφορά στην ύπαρξη και των άλλων συνδικαιούχων χρηστών, είτε υποβάλλεται μία κοινή αίτηση που υπογράφεται από όλους τους συνδικαιούχους, οπότε η άδεια χρήσης ύδατος εκδίδεται στο/α όνομα/τα του/των αιτούντος/ντων αντίστοιχα.
2.4.2. Σε κάθε περίπτωση υποβολής ομαδικής, κοινής ή ατομικής αίτησης για χρήση ύδατος από το ίδιο σημείο υδροληψίας (υδροληπτικό έργο), εκδίδεται μία άδεια χρήσης ύδατος, με δυνατότητα τροποποίησής της, σύμφωνα με την παράγραφο 1.2. του άρθρου 10, όταν εκδηλωθεί μεταγενέστερα ενδιαφέρον από άλλο/ους συνδικαιούχο/ους ή σε περίπτωση αλλαγής συνδικαιούχου.»

3) Το άρθρο 4 της υπ' αριθμ. 146896/2014 κοινής υπουργικής απόφασης, όπως ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως:

α) Η παράγραφος 3.1 αντικαθίσταται ως εξής:
«3.1. Η ανωτέρω αξιολόγηση για τη χορήγηση αδειών νέων έργων ολοκληρώνεται μέσα σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή του φακέλου. Κατά το διάστημα της αξιολόγησης των φακέλων για τα νέα και υφιστάμενα έργα, η ανωτέρω υπηρεσία μπορεί να ζητά εγγράφως από τον ενδιαφερόμενο τυχόν συμπληρωματικά στοιχεία και διευκρινίσεις σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις της νέας παραγράφου 3.2. που προστίθεται με την παράγραφο 3 (β) της παρούσας απόφασης»

β) Μετά την παράγραφο 3.1 προστίθεται νέα παράγραφος 3.2 που έχει ως εξής:
«3.2. Σε περίπτωση που η αδειοδοτούσα αρχή αιτείται εγγράφως και αιτιολογημένα από τον ενδιαφερόμενο την υποβολή των συμπληρωματικών στοιχείων που προβλέπονται στην παράγραφο Γ του παραρτήματος ΙΙ ή ΙΙΙ ή την παροχή διευκρινίσεων επί του περιεχομένου του φακέλου αδειοδότησης, ή διαπιστώνει την έλλειψη από τον υποβληθέντα φάκελο κάποιου στοιχείου από τα προβλεπόμενα στις παραγράφους Α και Β του παραρτήματος ΙΙ ή ΙΙΙ, τάσσει στον αιτούντα ενδιαφερόμενο συγκεκριμένη εύλογη προθεσμία, προκειμένου αυτός να προσκομίσει τα αιτούμενα στοιχεία ή να προβεί στις δέουσες διευκρινίσεις. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται εάν προβάλλονται εγγράφως από τον ενδιαφερόμενο αντικειμενικοί λόγοι που, κατά την κρίση της αδειοδοτούσας αρχής, δυσκολεύουν τη συμμόρφωσή του με την αρχικά ορισθείσα προθεσμία.
Εάν η ανωτέρω ορισθείσα ημερομηνία συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης παράτασής της, παρέλθει άπρακτη, η αδειοδοτούσα αρχή απορρίπτει αιτιολογημένα το αίτημα αδειοδότησης με την έκδοση σχετικής απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ενημερώνοντας παράλληλα την ηλεκτρονική βάση του ΕΜΣΥ και, σε περίπτωση αιτήματος για υφιστάμενη υδροληψία, προβαίνει επιπλέον στην εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 11.

γ) Μετά την παράγραφο 4.1. προστίθεται νέα παράγραφος 4.2., οπότε η υφιστάμενη παράγραφος 4.2 αναριθμείται σε παράγραφο 4.3. Η νέα παράγραφος 4.2. έχει ως εξής:
«4.2. Οι υπηρεσίες υποδοχής (ΟΤΑ Α' ή Β' Βαθμού) ή η αδειοδοτούσα αρχή δεν εμπλέκονται στην επίλυση ιδιωτικών διενέξεων, διαφορών ή αμφισβητήσεων, που ανακύπτουν στο πλαίσιο εφαρμογής της παρούσας απόφασης, ούτε οι εν λόγω διενέξεις, διαφορές ή αμφισβητήσεις, παρακωλύουν ή ανακόπτουν την εξέλιξη της διαδικασίας αδειοδότησης παρά μόνο κατόπιν δικαστικής παραγγελίας, οπότε η διαδικασία αδειοδότησης αναστέλλεται μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης.
Μετά τη δικαστική επίλυση των ανωτέρω διενέξεων, διαφορών ή αμφισβητήσεων, οι υπηρεσίες υποδοχής ή η αδειοδοτούσα αρχή, κατά περίπτωση, συνεχίζουν τη διαδικασία αδειοδότησης. Σε περίπτωση που η τελεσίδικη δικαστική απόφαση αφορά σε διενέξεις, διαφορές ή αμφισβητήσεις που αναφέρονται σε ήδη εκδοθείσα άδεια χρήσης ύδατος, η δικαστική απόφαση κοινοποιείται από τους ενδιαφερόμενους στην αδειοδοτούσα αρχή προκειμένου αυτή να προβεί αναλόγως, αν απαιτείται, σε τροποποίηση ή ανάκληση της εν λόγω άδειας, σύμφωνα με τις παραγράφους 1.2. και 3 του άρθρου 10.»

δ) Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Σε περίπτωση νέων έργων για την κάλυψη αναγκών κοινής ωφέλειας ή νέων έργων χρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η αδειοδοτούσα αρχή εξετάζει κατά προτεραιότητα τη σχετική αίτηση για χορήγηση άδειας εκτέλεσης έργου ή/και χρήσης ύδατος, εφόσον ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτημα προτίμησης συνοδευόμενο από την ανάλογη τεκμηρίωση.»

ε) Η παράγραφος 7 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Εάν για υφιστάμενη υδροληψία δεν έχει υποβληθεί αίτημα για εγγραφή μέχρι τις 31.12.2014 στο ΕΜΣΥ, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της υπ' αριθμ. 145026/2014 κοινής υπουργικής απόφασης, όπως ισχύει, προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία αδειοδότησής της πρέπει να τηρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις υποπαραγράφους 7.1 και 7.2.
7.1. Να καταβάλλει ο ενδιαφερόμενος το πρόστιμο που, κατά περίπτωση, προβλέπεται στην περίπτωση (ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 13, όπως τροποποιείται με την παράγραφο 7 (περιπ.γ) του παρόντος άρθρου, προσκομίζοντας στην υπηρεσία υποδοχής του φακέλου αδειοδότησης ανάλογο παράβολο υπέρ του Δημοσίου που εκδίδεται από τη Δ.Ο.Υ. για εκπρόθεσμη υποβολή αίτησης άδειας χρήσης ύδατος και αποδίδεται σε ειδικό λογαριασμό υπέρ του Πράσινου Ταμείου του ν. 3889/2010 (Α' 182).
7.2. Να αποδεικνύεται, εφόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου αδειοδότησης, η παλαιότητα της χρήσης σε συνδυασμό με την ποσότητα του χρησιμοποιούμενου ύδατος που συνδέεται με τη δραστηριότητα. Προς τούτο:
1) ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει δικαιολογητικά, στοιχεία ή τίτλους που τεκμηριώνουν την ως άνω παλαιότητα της χρήσης όπως: (α) παλαιά άδεια ή έγκριση που αφορά στη χρήση ύδατος ή στη δραστηριότητα ή στη χρηματοδότηση ή/και εκτέλεση του έργου, (β) παλαιά συμβολαιογραφική πράξη που αναφέρει την ύπαρξη της υδροληψίας ή της δραστηριότητας (γ) αποδεικτικό στοιχείο ηλεκτροδότησης ή Γεωργοτεχνικό Δελτίο Νο1, ή (δ) κάθε άλλο στοιχείο που συνδέεται με τη δραστηριότητα, ή
2) σε περίπτωση έλλειψης ή αδυναμίας υποβολής των ανωτέρω δικαιολογητικών, τίτλων ή στοιχείων, η αδειοδοτούσα αρχή διαπιστώνει την ύπαρξη ή μη της παλαιότητας της χρήσης του σημείου υδροληψίας ή της δραστηριότητας, με τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου, αυτοτελώς ή σε συνεργασία με τους ΟΤΑ Α' ή Β' Βαθμού.
7.2.1. Σε κάθε περίπτωση η παλαιότητα της χρήσης εξετάζεται από την αδειοδοτούσα αρχή με βάση την ημερομηνία έναρξης ισχύος του πρώτου Σχεδίου Διαχείρισης Λεκανών Απορροής του οικείου Υδατικού Διαμερίσματος.
7.2.2. Στο πλαίσιο της εκτίμησης ή τεκμηρίωσης της παλαιότητας της χρήσης:
α) Εάν τεκμηριώνεται ή διαπιστώνεται η παλαιότητα της χρήσης, η υδροληψία δεν υπάγεται στους τυχόν περιορισμούς και απαγορεύσεις του πρώτου Σχεδίου Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών στο οποίο υπάγεται το σημείο υδροληψίας, με την επιφύλαξη άλλων νομοθετημάτων που τυχόν ορίζουν ειδικό καθεστώς προστασίας των υδάτων της περιοχής.
β) Σε περίπτωση που δεν αποδεικνύεται η παλαιότητα της χρήσης:
αα) εάν στο οικείο Σχέδιο Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών προβλέπονται περιορισμοί και απαγορεύσεις, απαγορεύεται και η περαιτέρω χρήση του σημείου υδροληψίας οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 11, ή
ββ) εάν στο οικείο Σχέδιο Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών δεν προβλέπονται περιορισμοί και απαγορεύσεις, ο φάκελος αδειοδότησης που συνοδεύει το αίτημα αδειοδότησης πρέπει να περιλαμβάνει επιπλέον τα δικαιολογητικά του Παραρτήματος ΙΙ, μέρος Β και του Παραρτήματος Ill, μέρος Β1, κατά περίπτωση.»

στ) H παράγραφος 8 αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Για την έκδοση των αδειών χρήσης ύδατος δεν αποτελεί προϋπόθεση η διενέργεια ελέγχου από την κατά περίπτωση αρμόδια Υπηρεσία, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 12.»

4) Στο άρθρο 6 της υπ' αριθμ. 146896/2014 κοινής υπουργικής απόφασης, όπως ισχύει, στην παράγραφο 2, προστίθεται η περίπτωση (ιβ), ως ακολούθως:
«ιβ) τον όρο ότι η χρήση ύδατος είναι νόμιμη όταν ταυτίζεται χρονικά με τη νόμιμη έναρξη λειτουργίας της δραστηριότητας, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της κείμενης νομοθεσίας, οπότε ο υπεύθυνος φορέας οφείλει να ενημερώνει σχετικά, με κάθε πρόσφορο μέσο, την αρμόδια Διεύθυνση Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, παρέχοντας κάθε σχετικό στοιχείο ή πληροφορία. Η χρήση ύδατος είναι νόμιμη και πριν την έναρξη λειτουργίας της δραστηριότητας, σε περίπτωση που για τη λειτουργία της δραστηριότητας απαιτείται έλεγχος καταλληλότητας (ποσοτικός ή ποιοτικός) του ύδατος.»

5) Το άρθρο 11 της υπ' αριθμ. 146896/2014 κοινής υπουργικής απόφασης, τροποποιείται ως ακολούθως:

α) Μετά την παράγραφο 1, προστίθεται υποπαράγραφος 1.1. που έχει ως ακολούθως:
«1.1. Για την ηλεκτροδότηση νέων και υφιστάμενων εγκαταστάσεων αγροτικής χρήσης, ο δικαιούχος σημείου υδροληψίας που κάνει χρήση ύδατος, οφείλει να προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες:
α) Για την ηλεκτροδότηση νέας εγκατάστασης αγροτικής χρήσης απαιτείται η υποβολή στον εκάστοτε Προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας του Δελτίου Γεωργοτεχνικών και Γεωργοοικονομικών στοιχείων (Δελτίο Νο1, σύμφωνα με το υπόδειγμα του Παραρτήματος ΙΧ). Στο Δελτίο αυτό αναγράφεται, πέραν των προβλεπόμενων από την κείμενη νομοθεσία πεδίων, ο αριθμός της άδειας χρήσης ύδατος με την ημερομηνία λήξης της.
β) Στις υφιστάμενες και ήδη ηλεκτροδοτημένες εγκαταστάσεις αγροτικής χρήσης, των οποίων τα στοιχεία μεταβλήθηκαν για οποιονδήποτε λόγο σε σχέση με αυτά που αρχικώς είχαν δηλωθεί στο Δελτίο Γεωργοτεχνικών και Γεωργοοικονομικών Στοιχείων (Δελτίο Νο1) (όπως μεταβολή στοιχείων του φορέα, μεταβολή αρδευόμενης έκτασης και ισχύος, τροποποίηση άδειας χρήσης ύδατος αλλά όχι ανανέωση) απαιτείται η υποβολή στον Προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας νέου Δελτίου Γεωργοτεχνικών και Γεωργοοικονομικών Στοιχείων (Δελτίο Νο1), επικαιροποιημένου με τις επελθούσες μεταβολές.
γ) Στις υφιστάμενες και ήδη ηλεκτροδοτημένες εγκαταστάσεις αγροτικής χρήσης των οποίων τα στοιχεία δεν έχουν μεταβληθεί και εφόσον υπάρχει άδεια χρήσης ύδατος σε ισχύ, απαιτείται η υποβολή στον Προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας Δελτίου Γεωργοτεχνικών και Γεωργοοικονομικών Στοιχείων (Δελτίο Νο1) με τον αριθμό της άδειας χρήσης ύδατος με την ημερομηνία λήξης της.
δ) Σε περίπτωση λήξης ή έλλειψης άδειας χρήσης ύδατος ο ενδιαφερόμενος χρήστης υποχρεούται να προσκομίζει στον Προμηθευτή Ηλεκτρικής Ενέργειας, βεβαίωση υποβολής αίτησης για ανανέωση ή έκδοση άδειας χρήσης ύδατος κατά περίπτωση, εφόσον μέχρι την έκδοση της παρούσας κοινής υπουργικής απόφασης δεν έχει ήδη προσκομίσει τον αριθμό πρωτοκόλλου της υποβληθείσας αίτησης. Η βεβαίωση αυτή εκδίδεται από τον κατά περίπτωση αρμόδιο φορέα υποδοχής της αίτησης για αδειοδότηση (ΟΤΑ Α ή Β' βαθμού), σύμφωνα με το υπόδειγμα της Βεβαίωσης του Παραρτήματος VII και κατατίθεται στον Προμηθευτή Ηλεκτρικής Ενέργειας μέσα σε χρονικό διάστημα 60 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης.
αα) Μέσα σε προθεσμία 45 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της άδειας χρήσης ύδατος, ο ενδιαφερόμενος χρήστης υποχρεούται να υποβάλλει στις κατά τόπο αρμόδιες υπηρεσίες για θέματα αγροτικού εξηλεκτρισμού της Περιφέρειας, αίτηση για την έκδοση του επικαιροποιημένου Δελτίου Γεωργοτεχνικών και Γεωργοοικονομικών Στοιχείων (Δελτίο No1), σύμφωνα με το υπόδειγμα του Παραρτήματος VIII. Η ανωτέρω προθεσμία αναγράφεται στην απόφαση της άδειας χρήσης ύδατος. Οι αιτήσεις για την έκδοση του επικαιροποιημένου Δελτίου Γεωργοτεχνικών και Γεωργοοικονομικών Στοιχείων (Δελτίο Νο1), κοινοποιούνται από την αρμόδια υπηρεσία έκδοσης του Δελτίου Νο1 στον εκάστοτε Προμηθευτή Ηλεκτρικής Ενέργειας κάθε δίμηνο, την πρώτη εβδομάδα του επόμενου δίμηνου, σύμφωνα με το υπόδειγμα της Αίτησης του Παραρτήματος VIII, όπου θα αναγράφεται και ο αριθμός παροχής της ηλεκτροδότησης.
ββ) Οι Διευθύνσεις Υδάτων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων της χώρας κοινοποιούν στην κατά τόπο αρμόδια υπηρεσία για θέματα αγροτικού εξηλεκτρισμού της Περιφέρειας (Δελτίο Νο1), τις απορριπτικές αποφάσεις για την έκδοση αδειών χρήσης ύδατος για αγροτική χρήση. Η εν λόγω υπηρεσία οφείλει, στη συνέχεια, να ενημερώνει τον Προμηθευτή Ηλεκτρικής Ενέργειας, με σχετική κοινοποίηση προς τον ενδιαφερόμενο.
ε) Για την ηλεκτροδότηση εγκατάστασης αγροτικής χρήσης που εξυπηρετείται από συλλογικό δίκτυο παροχής ύδατος, το Δελτίο Γεωργοτεχνικών και Γεωργοοικονομικών Στοιχείων (Δελτίο Νο 1) εκδίδεται μετά την προσκόμιση από τον ενδιαφερόμενο βεβαίωσης παροχής ύδατος της εγκατάστασής του από το ως άνω συλλογικό δίκτυο, την οποία εκδίδει ο φορέας διαχείρισης του δικτύου αυτού. Ο ενδιαφερόμενος παραγωγός προσκομίζει στον εκάστοτε προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας το Δελτίο Γεωργοτεχνικών και Γεωργοοικονομικών Στοιχείων (Δελτίο Νο 1) μαζί με τη βεβαίωση άρδευσης που εκδίδει ο φορέας διαχείρισης του συλλογικού δικτύου.
στ) Σε κάθε περίπτωση, ο καταναλωτής ηλεκτρικού ρεύματος με εγκατάσταση αγροτικής χρήσης παραγωγικού χαρακτήρα ταυτίζεται με τον χρήστη ύδατος και, κατά συνέπεια, οφείλει να τηρεί τις απαιτήσεις της υπ' αριθμ. 146896/2014 κοινής υπουργικής απόφασης. Σε περίπτωση που ο φορέας χρήσης ύδατος είναι νομικό πρόσωπο ή είναι ομάδα πολλών φυσικών προσώπων, ο εκπρόσωπός τους ταυτίζεται με τον καταναλωτή ηλεκτρικού ρεύματος.
ζ) Οι κάτοχοι εγκαταστάσεων αγροτικής χρήσης στους οποίους έχει γίνει διακοπή ηλεκτροδότησης λόγω οφειλών και συνεχίζουν να διατηρούν αγροτική εκμετάλλευση παραγωγικού χαρακτήρα, μπορούν να υποβάλλουν στον Προμηθευτή Ηλεκτρικής Ενέργειας αίτημα επανασύνδεσης συνοδευόμενο από την ισχύουσα άδεια χρήσης ύδατος, με την προϋπόθεση ότι έχει γίνει εξόφληση ή διακανονισμός των οφειλών, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Προμήθειας σε Πελάτες (ΦΕΚ 832/2013 τ.Β'). Ο Προμηθευτής Ηλεκτρικής Ενέργειας μπορεί να προχωρά σε επανασύνδεση, πριν την έκδοση της άδειας χρήσης ύδατος, εφόσον ο ενδιαφερόμενος προσκομίσει βεβαίωση υποβολής αίτησης για την έκδοση άδειας χρήσης ύδατος, καθώς και Υπεύθυνη Δήλωση ότι εξακολουθεί να διατηρεί την εν λόγω γεωργική εκμετάλλευση με παραγωγικό χαρακτήρα. Η βεβαίωση αυτή εκδίδεται από τον κατά περίπτωση αρμόδιο φορέα υποδοχής της εν λόγω αίτησης (ΟΤΑ Α ή Β' βαθμού), σύμφωνα με το υπόδειγμα του Παραρτήματος VII. Μετά την έκδοση της άδειας χρήσης ύδατος, ο ανωτέρω δικαιούχος μειωμένου αγροτικού τιμολογίου στον οποίο έχει γίνει επανασύνδεση, υποχρεούται μέσα σε 45 ημερολογιακές ημέρες, να υποβάλει αίτημα επικαιροποίησης του αρχικού Δελτίου Γεωργοτεχνικών και Γεωργοοικονομικών Στοιχείων (Δελτίο No1) στην κατά τόπο αρμόδια Υπηρεσία για θέματα αγροτικού εξηλεκτρισμού της οικείας Περιφέρειας, σύμφωνα με το υπόδειγμα της Αίτησης του Παραρτήματος VIII.
αα) Σε περίπτωση αλλαγής ή θανάτου του χρήστη της αγροτικής εγκατάστασης, στο όνομα του οποίου είχε συνταχθεί το αρχικό Δελτίο Γεωργοτεχνικών και Γεωργοοικονομικών Στοιχείων (Δελτίο No1), ο διάδοχός του ή ο/οι νόμιμος/οι κληρονόμος/ κληρονόμοι του μπορεί/ ουν να το διατηρήσει/ουν, εφόσον προσέλθει/ουν στον εκάστοτε Προμηθευτή Ηλεκτρικής Ενέργειας και αιτηθεί/ ούν την έκδοση του λογαριασμού ηλεκτρικής ενέργειας στο όνομα του/ τους, ως νόμιμου διαδόχου ή κληρονόμου/ων ή στο όνομα του ενός που έχει εξουσιοδοτηθεί από τους υπόλοιπους κληρονόμους, με την προϋπόθεση ότι έχει γίνει εξόφληση ή διακανονισμός των οφειλών, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Προμήθειας σε Πελάτες (ΦΕΚ 832/2013 τ.Β').
Ο Προμηθευτής Ηλεκτρικής Ενέργειας προβαίνει σε αλλαγή του ονόματος στον λογαριασμό του ρεύματος, όταν ο νόμιμος διάδοχος ή ο/οι κληρονόμος/οι προσκομίζει/ουν τροποποίηση της άδειας χρήσης ύδατος, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της παραγράφου 1.2. του άρθρου 10, καθώς και Υπεύθυνη Δήλωση ότι διατηρεί την εν λόγω αγροτική εκμετάλλευση με παραγωγικό χαρακτήρα.
Μετά την έκδοση της άδειας χρήσης ύδατος, ο διάδοχος ή κληρονόμος/κληρονόμοι υποχρεούται/νται, μέσα σε 45 ημερολογιακές ημέρες, να υποβάλει/ουν αίτημα τροποποίησης του αρχικού Δελτίου Γεωργοτεχνικών και Γεωργοοικονομικών Στοιχείων (Δελτίο No1) στην κατά τόπο αρμόδια Υπηρεσία για θέματα αγροτικού εξηλεκτρισμού της οικείας Περιφέρειας σύμφωνα με το υπόδειγμα της Αίτησης του Παραρτήματος VIII, καταθέτοντας και όλα τα κατά περίπτωση απαιτούμενα δικαιολογητικά.
ββ) Σε περίπτωση αγοραπωλησίας αγροτεμαχίου που περιέχει ηλεκτροδοτημένη εγκατάσταση αγροτικής χρήσης και με Δελτίο Γεωργοτεχνικών και Γεωργοοικονομικών Στοιχείων (Δελτίο No1) στο όνομα του πωλητή, ο αγοραστής, εφόσον διατηρεί την εν λόγω αγροτική εκμετάλλευση με παραγωγικό χαρακτήρα, υποβάλλει αίτημα στον Προμηθευτή Ηλεκτρικής Ενέργειας για τη σύναψη Σύμβασης Προμήθειας στο όνομά του. Με την αίτηση αυτή ο αγοραστής συνυποβάλλει τροποποίηση της άδειας χρήσης ύδατος, όταν απαιτείται, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της παραγράφου 1.2. του άρθρου 10, καθώς και Υπεύθυνη Δήλωση στην οποία να δηλώνει ότι διαθέτει αγροτική εκμετάλλευση παραγωγικού χαρακτήρα. Η ανωτέρω βεβαίωση εκδίδεται από τον κατά περίπτωση αρμόδιο φορέα υποδοχής της εν λόγω αίτησης (ΟΤΑ Α ή Β' βαθμού), σύμφωνα με το υπόδειγμα της Βεβαίωσης του Παραρτήματος VII. Μετά την έκδοση της άδειας χρήσης ύδατος, ο αγοραστής υποχρεούται, μέσα σε προθεσμία 45 ημερολογιακών ημερών, να υποβάλει στην κατά τόπο αρμόδια Υπηρεσία για θέματα αγροτικού εξηλεκτρισμού της οικείας Περιφέρειας, αίτημα τροποποίησης του αρχικού Δελτίου Γεωργοτεχνικών και Γεωργοοικονομικών Στοιχείων (Δελτίο No1) στο όνομά του, σύμφωνα με το υπόδειγμα της Αίτησης του Παραρτήματος VIII, καταθέτοντας και όλα τα κατά περίπτωση απαιτούμενα δικαιολογητικά.
η) Το Παράρτημα IX περιλαμβάνει υπόδειγμα του Δελτίου Γεωργοτεχνικών και Γεωργοοικονομικών Στοιχείων (Δελτίο No1) το οποίο στο εξής καλούνται να συντάσσουν οι κατά τόπο αρμόδιες υπηρεσίες για θέματα αγροτικού εξηλεκτρισμού των οικείων Περιφερειών.»

β) Στις υποπαραγράφους 2.1 και 2.2 της παραγράφου 2, η φράση «αρμόδιος ΟΤΑ» ή «οικείος ΟΤΑ» αντικαθίσταται από τη φράση «ΟΤΑ Β' βαθμού».

γ) Μετά την παράγραφο 3, προστίθεται η υποπαράγραφος 3.1. που έχει ως ακολούθως:
«3.1. Η χορήγηση των αδειών εκτέλεσης έργου αξιοποίησης υδατικών πόρων ή/και χρήσης ύδατος υπέρ του οικείου ΟΤΑ Α' βαθμού, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της παραγράφου 2.2. του άρθρου 3, δεν αναιρεί την ευθύνη των φορέων λειτουργίας ιδιωτικών δικτύων ή/και ιδιωτικών μέσων ούτε τα απαλλάσσει από την υποχρέωσή τους να τηρούν τις απαιτήσεις ποιότητας/καταλληλότητας των υδάτων, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της κείμενης εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας.»

6) Στο άρθρο 12 της υπ' αριθμ. 146896/17.10.2014 κοινής υπουργικής απόφασης, προστίθεται παράγραφος 6, που έχει ως ακολούθως:
«6. Εφόσον γνωστοποιηθούν στην αρμόδια Διεύθυνση Υδάτων τυχόν φαινόμενα αλληλεπίδρασης με γειτονικές υδροληψίες είτε μέσω μεταγενέστερων εκθέσεων/ μελετών είτε κατόπιν καταγγελιών, είναι δυνατόν να επιβληθεί δοκιμαστική άντληση, ο τρόπος διενέργειας της οποίας θα καθοριστεί από την αρμόδια Διεύθυνση Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.»

7) Στο άρθρο 13 της υπ' αριθμ. 146896/17.10.2014 κοινής υπουργικής απόφασης, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 της υπ' αριθμ. 101123/2015 κοινής υπουργικής απόφασης και στη συνέχεια με το άρθρο 4 της υπ' αριθμ. 170766/2016 κοινής υπουργικής απόφασης:

α) Στην παράγραφο 1, στην περίπτωση (γ), προστίθεται υποπερίπτωση (γγ) που έχει ως εξής:
«γγ) παραβαίνει την υποχρέωση χορήγησης στοιχείων στον ΟΤΑ Α' βαθμού ή σε αντίστοιχο δημόσιο φορέα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2.2.1. του άρθρου 3».

β) Στην παράγραφο 1, η περίπτωση (δδ), της υποπαραγράφου (δ) τροποποιείται ως εξής:
«παραβαίνει τις υποχρεώσεις που περιγράφονται στα εδάφια (α), (δ), (στ) και (ζ) της παραγράφου 1 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 11.»

γ) Στην παράγραφο 1, η περίπτωση (ε), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 της υπ' αριθμ. 101123/2015 κοινής υπουργικής απόφασης και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 της υπ' αριθμ. 170766/2016 κοινής υπουργικής απόφασης, αντικαθίσταται ως εξής:
«ε) Σε περίπτωση υφιστάμενου σημείου υδροληψίας α) εάν δεν έχει υποβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης που τροποποιεί την υπ' αριθμ. 146896/2014 κοινή υπουργική απόφαση, όπως ισχύει, αίτηση για χορήγηση άδειας χρήσης ύδατος αλλά έχει υποβληθεί αίτημα για εγγραφή στο ΕΜΣΥ σύμφωνα με τις διατάξεις της 145026/2014 κοινής υπουργικής απόφασης, όπως ισχύει, ο παραβάτης τιμωρείται ως εξής:
αα) με πρόστιμο 150 Ευρώ όταν ο ίδιος προσέρχεται αυτοβούλως στην αδειοδοτούσα αρχή για την έκδοση άδειας χρήσης ύδατος ή
ββ) όταν η παράβαση διαπιστώνεται μετά από διενέργεια ελέγχου ή μετά από καταγγελία, η αδειοδοτούσα αρχή τάσσει στον παραβάτη εύλογη προθεσμία προκειμένου αυτός να συμμορφωθεί και να υποβάλλει αίτηση για άδεια χρήσης ύδατος. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται εάν προβάλλονται εγγράφως από τον ανωτέρω χρήστη αντικειμενικοί λόγοι που κατά την κρίση της αδειοδοτούσας αρχής δυσκολεύουν τη συμμόρφωσή του με την αρχικά ορισθείσα προθεσμία. Εάν εντός της προθεσμίας συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης παράτασής της, προσέλθει ο ενδιαφερόμενος με αίτημα αδειοδότησης τιμωρείται με πρόστιμο 150 Ευρώ, άλλως, εάν η ανωτέρω προθεσμία παρέλθει άπρακτη, ο παραβάτης τιμωρείται με το πρόστιμο 1000 έως 2000 Ευρώ και εφαρμόζεται η διαδικασία της παραγράφου 2 του άρθρου 11.
β) εάν υποβάλλεται αίτηση για χορήγηση άδειας χρήσης ύδατος μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης που τροποποιεί την υπ' αριθμ. 146896/2014 κοινή υπουργική απόφαση, ο παραβάτης τιμωρείται ως εξής: αα) όταν ο παραβάτης προσέρχεται αυτοβούλως για την έκδοση άδειας χρήσης ύδατος, εάν έχει υποβάλλει αίτημα για εγγραφή στο ΕΜΣΥ, σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ' αριθμ. 145026/2014 κοινής υπουργικής απόφασης, όπως ισχύει, τιμωρείται με το πρόστιμο που προβλέπεται στην εν λόγω κοινή υπουργική απόφαση (150 Ευρώ) άλλως, εάν δεν έχει υποβάλλει αίτημα για εγγραφή στο ΕΜΣΥ, τιμωρείται με πρόστιμο 250 Ευρώ.
ββ) εάν η παράβαση διαπιστώνεται μετά από διενέργεια ελέγχου ή μετά από καταγγελία, ο παραβάτης τιμωρείται με το πρόστιμο που προβλέπεται στην περίπτωση β της παραγράφου 1 (3.000-5.000 Ευρώ).»

δ) Η παράγραφος 1.5 αντικαθίσταται ως εξής:
«1.5. Στον κάτοχο και χρήστη των μηχανημάτων και εργαλείων που χρησιμοποιούνται για την παράνομη ανόρυξη, καθαρισμό, εκβάθυνση, διεύρυνση ή κάθε άλλη τεχνική εργασία σε υδροληψία χωρίς την προβλεπόμενη άδεια ή κατά παραβίαση του άρθρ.10, παρ.1.3., επιβάλλεται πρόστιμο 2.000 μέχρι 5.000 Ευρώ, ανάλογα με τη συχνότητα και σοβαρότητα της παράβασης.»

ε) Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Κατά της απόφασης επιβολής διοικητικού προστίμου δύναται να υποβληθεί αίτηση θεραπείας ενώπιον του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης για ανάκληση ή τροποποίηση της απόφασης ή ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας για ακύρωση της απόφασης, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (άρθρο 24 του ν. 2690/1999 Α' 45).»

στ) Η παράγραφος 4.1 αντικαθίσταται ως εξής:
«4.1. Η απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου ή η τυχόν απόφαση επί της αίτησης θεραπείας ή επί της ιεραρχικής προσφυγής, προσβάλλεται στα καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 1 του άρθρου 66 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Για το παραδεκτό της σχετικής προσφυγής καταβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ποσό ίσο με το 20% του εκάστοτε επιβαλλόμενου προστίμου.»

ζ) Η παράγραφος 4.2. αντικαθίσταται ως εξής:
«4.2. Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει τη δυνατότητα για λόγους νομιμότητας, να ακυρώνει αυτεπαγγέλτως, με την έκδοση σχετικής απόφασης επαρκώς αιτιολογημένης, μετά από εισήγηση της Διεύθυνσης Προστασίας και Διαχείρισης του Υδάτινου Περιβάλλοντος της Ειδικής Γραμματείας Υδάτων, πράξεις επιβολής προστίμου του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, μέσα σε τρεις μήνες από την έκδοσή τους. Το σχέδιο της σχετικής απόφασης συντάσσεται από το Αυτοτελές Τμήμα Νομοθετικής Πρωτοβουλίας και Έργου του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας».

8) Στο Παράρτημα VI, Μέρος Β ΓΕΝΙΚΑ, το πρώτο εδάφιο συμπληρώνεται ως εξής:
«Δεν απαιτείται η τοποθέτηση υδρομέτρου στις περιπτώσεις υδατοκαλλιεργειών / ιχθυοκαλλιεργειών στα εσωτερικά επιφανειακά ύδατα».

9) Στο Παράρτημα VI, Μέρος Β ΓΕΝΙΚΑ, προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Σε περίπτωση που παραλαμβάνεται ύδωρ από τα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς ύδατος ο παραλήπτης υποχρεούται να τηρεί στοιχεία καταγραφής των ποσοτήτων ύδατος στο σημείο παραλαβής».

10) Στα παραρτήματα του άρθρου 16 της υπ' αριθμ. 146896/17.10.2014 κοινής υπουργικής απόφασης, μετά το παράρτημα VI προστίθενται τα παραρτήματα VII, VIII και ΙΧ που ακολουθούν και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης

Βλέπε συνημμένο αρχείο

Άρθρο 2
Μεταβατική διάταξη


Στις αιτήσεις για χορήγηση άδειας χρήσης ύδατος σε υφιστάμενες υδροληψίες σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 4 της υπ' αριθμ. 146896/2014 κοινής υπουργικής απόφασης, όπως αντικαθίσταται με την περίπτωση (ε) της παραγράφου 3 του άρθρου 1 της παρούσας απόφασης, για τις οποίες εκκρεμεί, κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, η έκδοση άδειας χρήσης ύδατος, προκειμένου να συνεχισθεί η διαδικασία αδειοδότησης, η υπηρεσία στην οποία εκκρεμεί ο φάκελος αδειοδότησης προσκαλεί εγγράφως τον ενδιαφερόμενο να υποβάλλει τα πρόσθετα στοιχεία και αποδεικτικά έγγραφα που τεκμηριώνουν την προβλεπόμενη παλαιότητα της χρήσης ύδατος.

Άρθρο 3
Τροποποιήσεις της υπ' αριθμ. 145026/2014 κοινής υπουργικής απόφασης (Β' 31), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ' αριθμ. 145893/2014 κοινή υπουργική απόφαση (Β'1212)


1) Το άρθρο 8 της υπ' αριθμ. 145026/10.1.2014 κοινής υπουργικής απόφασης, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 της υπ' αριθμ. 145893/2014 κοινής υπουργικής απόφασης, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 8»
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι χρήστης σημείου υδροληψίας μέχρι την έκδοση ή την ανανέωση της άδειας χρήσης νερού σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 146896/2014 κοινή υπουργική απόφαση, όπως εκάστοτε ισχύει, οφείλει να τηρεί τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 11 της εν λόγω κοινής υπουργικής απόφασης, όπως το άρθρο αυτό τροποποιείται με το άρθρο 1 της παρούσας απόφασης».

2) Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 8 της υπ' αριθμ. 145026/10.1.2014 κοινής υπουργικής απόφασης, καθώς και η νέα παράγραφος 2 του άρθρου 8 της ίδιας κοινής υπουργικής απόφασης, που προστέθηκε με το άρθρο 1 της υπ' αριθμ. 145893/2014 κοινής υπουργικής απόφασης (Β' 1212), καταργούνται.

3) Μετά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης, η οποία τροποποιεί την υπ' αριθμ. 146896/2014 κοινή υπουργική απόφαση, το αίτημα για εγγραφή σημείου υδροληψίας του Παραρτήματος I, υποβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις των ανενεργών σημείων. Για τις υπόλοιπες περιπτώσεις η εγγραφή γίνεται αυτοδίκαια από τις Διευθύνσεις Υδάτων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων όταν υποβάλλεται φάκελος για έκδοση άδειας χρήσης ύδατος.

Άρθρο 4
Έναρξη ισχύος


Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 6 Μαρτίου 2017

Οι Υπουργοί

Εσωτερικών
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΥΡΛΕΤΗΣ

Οικονομίας και Ανάπτυξης
ΔΗΜΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Υγείας
ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ

Περιβάλλοντος και Ενέργειας
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ

Αναπληρωτής Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΦΑΜΕΛΛΟΣ

Υποδομών και Μεταφορών
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΠΙΡΤΖΗΣ

Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Αριθ. πρωτ.: ΔΕΦΚΦ Γ 1039149 ΕΞ 2017 Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 121Α του ν.2960/01 - Κοινοποίηση της αριθμ. πρωτ. ΔΕΦΚΦ Γ 1019140 ΕΞ 2017/25-01-2017 Κ.Υ.Α «Όροι και προϋποθέσεις αναλογικής καταβολής του τέλους ταξινόμησης επιβατικών αυτοκινήτων που παραλαμβάνονται με χρηματοδοτική μίσθωση ή μίσθωση ή επιστροφής αυτού και ρύθμιση θεμάτων ταξινόμησης

$
0
0
Αθήνα, 3 Μαρτίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΦΚΦ Γ 1039149 ΕΞ2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



 ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ και ΕΦΚ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Ε.Φ.Κ. και Φ.Π.Α.
ΤΜΗΜΑΤΑ Γ' και Δ'
2. Δ/ΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ και ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α'
3. Δ/ΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ
ΤΜΗΜΑ Δ'

Ταχ. Δ/νση :Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας :10184 Αθήνα
Πληροφορίες:Ε. Τζώνη - Γ. Θανάσας - Αικ.Μελανίτου - Ε. Ταπραντζή, Ι. Πετίνης
Τηλέφωνο :210 6987406, 402, 407, 492
Fax :2106987408
E-Mail :finexcis@2001.syzefxis.gov.gr
Url:www.aade.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
 
ΘΕΜΑ: Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 121Α του ν.2960/01 - Κοινοποίηση της αριθμ. πρωτ.
ΔΕΦΚΦ Γ1019140 ΕΞ 2017/25.1.2017 Κ.Υ.Α «Όροι και προϋποθέσεις αναλογικής καταβολής του τέλους ταξινόμησης επιβατικών αυτοκινήτων που παραλαμβάνονται με χρηματοδοτική μίσθωση ή μίσθωση ή επιστροφής αυτού και ρύθμιση θεμάτων ταξινόμησης.»

ΣΧΕΤ: Η αρ. πρωτ. ΔΕΦΚΦ Γ 1056260 ΕΞ 2016/7.4.2016 ΕΔΥΟ

Σε συνέχεια της ανωτέρω σχετικής, με την οποία κοινοποιήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν.4378/2016 (55 Α'), με τις οποίες προστέθηκε άρθρο 121Α στον ν.2960/2001 (265 Α'), κοινοποιούμε για ενημέρωση και εφαρμογή την εν θέματι Κ.Υ.Α η οποία δημοσιεύτηκε στις 20/2/2017 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και έλαβε αριθμό ΦΕΚ 502 Β' (ΑΔΑ:ΨΣΧΡΗ- ΦΚ2), γνωρίζοντάς σας τα ακόλουθα:

Α. Ως προς την αναλογική καταβολή του τέλους ταξινόμησης επιβατικών αυτοκινήτων που παραλαμβάνονται με χρηματοδοτική μίσθωση ή μίσθωση ή επιστροφή αυτού

Για τον υπολογισμό του Τέλους Ταξινόμησης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.1 του αρ. 121 Α του ν.2960/2001 υπενθυμίζεται ότι τα ισχύοντα ποσοστά απομείωσης έχουν κοινοποιηθεί με την αρ. πρωτ. ΔΕΦΚ Δ 5043812 ΕΞ 31.12.2013 ΕΔΥΟ (ΑΔΑ: ΒΙ65Η-3ΝΥ), και προς διευκόλυνση παραθέτουμε ενδεικτικά παραδείγματα στο συνημμένο παράρτημα Ι. 

Β. Ως προς την ενσωμάτωση στο taric και την υποβολή παραστατικών στο ICISnet

Ως προς την υλοποίηση των διατάξεων του άρθρου 121Α του ν.2960/2001 και της αριθ. πρωτ. ΔΕΦΚΦ Γ1019140 ΕΞ 2017/25.1.2017 Κ.Υ.Α στο υποσύστημα διαχείρισης Δασμολογίου (TARIC) και στο Υποσύστημα Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης του ICISnet, σας ενημερώνουμε για τα ακόλουθα:

1) Υποβάλλεται 1η ΔΕΦΚ («ΔΕΦΚ Α») που περιλαμβάνει το τέλος ταξινόμησης που καταβάλλεται και αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα της χρηματοδοτικής μίσθωσης ή μίσθωσης.

2) Υποβάλλεται 2η ΔΕΦΚ («ΔΕΦΚ Β») για τον υπολογισμό της διαφοράς μεταξύ του συνολικού τέλους ταξινόμησης και του μέρους αυτού που καταβάλλεται αναλογικά και έχει υπολογιστεί με την 1η ΔΕΦΚ, το οποίο τίθεται σε αναστολή με Κωδικό 10.

3) Δημιουργούνται οι ακόλουθοι πρόσθετοι κωδικοί εθνικής φορολογίας:

1947

Εκπομπές CO2 0-100 (μισθώσεις, αρθ.121Α ν.2960/01)

1948

Εκπομπές CO2 101-120 (μισθώσεις, αρθ.121Α ν.2960/01)

1949

Εκπομπές CO2 121-140 (μισθώσεις, αρθ.121Α ν.2960/01)

1950

Εκπομπές CO2 141-160 (μισθώσεις, αρθ.121Α ν.2960/01)

1951

Εκπομπές CO2 161-180 (μισθώσεις, αρθ.121Α ν.2960/01)

1952

Εκπομπές CO2 181-200 (μισθώσεις, αρθ.121Α ν.2960/01)

1953

Εκπομπές CO2 201-250 (μισθώσεις, αρθ.121Α ν.2960/01)

1954

Εκπομπές CO2 >250 (μισθώσεις, αρθ.121Α ν.2960/01)


Κατόπιν των ανωτέρω, στο συνημμένο Παράρτημα ΙΙ, παρατίθεται πίνακας αντιστοίχισης των νέων πρόσθετων κωδικών που αφορούν στο άρθρο 121 Α του ν.2960/01 και οι οποίοι πρέπει να συμπληρώνονται κατά την υποβολή των παραστατικών.

4) Δημιουργήθηκε νέα μονάδα μέτρησης «838» (επιπλέον στοιχείο υπολογισμού) με περιγραφή " μισθώσεις, αρθ. 121Α - απομείωση ".

5) Η συνάρτηση του τέλους ταξινόμησης, στις υπό κρίση περιπτώσεις, βασίζεται στην υπάρχουσα και πραγματοποιείται επιπλέον ένας πολλαπλασιασμός με το επιπλέον στοιχείο υπολογισμού 838 που αντιστοιχεί στον συντελεστή απομείωσης. Εάν, για παράδειγμα, το συνολικό τέλος ταξινόμησης που αναλογεί στο αυτοκίνητο είναι €5.000 και πρέπει να καταβληθεί για τέλος ταξινόμησης αναλογικά το ποσό των €3.000, η μονάδα μέτρησης 838 συμπληρώνεται με 0,60 (€5.000 x 0,60=€3.000)

Στην 2η ΔΕΦΚ, για τον υπολογισμό της διαφοράς του τέλους ταξινόμησης που τίθεται σε αναστολή, η μονάδα μέτρησης 838 συμπληρώνεται με 0,4 (1-0,6=0,4).

Συμπληρωματικά, ως προς την υποβολή και διαχείριση των ΔΕΦΚ, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. ΔΕΦΚ Α: Υποβάλλεται από τον συναλλασσόμενο και περιλαμβάνει το Τέλος Ταξινόμησης που αντιστοιχεί στην περίοδο χρηματοδοτικής μίσθωσης ή μίσθωσης και το οποίο καταβάλλεται. Η ΔΕΦΚ Α παραμένει σε status «Καταχωρημένη».

2. ΔΕΦΚ Β: Υποβάλλεται από τον συναλλασσόμενο και περιλαμβάνει τη διαφορά του Τέλους Ταξινόμησης, επιλέγεται η μη δημιουργία Πιστοποιητικού Ταξινόμησης, καταχωρείται ο σχετικός κωδικός Αναστολής με κάποια τυπική διάρκεια, την οποία θα τροποποιεί ο Ελεγκτής ανά παραστατικό, κατά περίπτωση και καταχωρείται η σχετική εγγύηση. Η ΔΕΦΚ Β παραμένει σε status «Καταχωρημένη».

3. ΔΕΦΚ Α: Με υποβολή διόρθωσης (από τον συναλλασσόμενο ή τον αρμόδιο υπάλληλο) καταχωρείται το MRN της ΔΕΦΚ Β στις Ειδικές Μνείες στη θέση 44.1 της ΔΕΦΚ Α (κωδικός 1969), για σκοπούς συσχέτισης και στη συνέχεια, με την ολοκλήρωση της διαδικασίας, εξοφλείται (status: «Οριστικοποιημένη»).

4. ΔΕΦΚ Β: Με υποβολή διόρθωσης (από τον συναλλασσόμενο ή τον αρμόδιο υπάλληλο) καταχωρείται το MRN της ΔΕΦΚ Α ως Προηγούμενο Παραστατικό (θέση 40) στη ΔΕΦΚ Β και με την ολοκλήρωση της διαδικασίας, η ΔΕΦΚ Β περιέρχεται σε status «Υπό Αναστολή», όπου και θα παραμείνει καθ' όλη τη διάρκεια της χρηματοδοτικής μίσθωσης ή μίσθωσης.

5. Εκδίδεται Πιστοποιητικό Ταξινόμησης από την ΔΕΦΚ Α στο οποίο, πριν από την εκτύπωσή του, θα πρέπει με ανάκτηση και μεταβολή και όσο είναι ακόμη σε κατάσταση «Καταχωρημένο», να αναγράφεται η απαραίτητη επισήμανση στο πεδίο Παρατηρήσεις, κατά περίπτωση και στη συνέχεια να εκτυπώνεται.

6. Στη λήξη της Αναστολής, η ΔΕΦΚ Β περιέρχεται σε κατάσταση «Υπό Πληρωμή»:
α. Αν η διαφορά του τέλους ταξινόμησης καταβάλλεται, ενδεικτικά στις περιπτώσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης με εξαγορά του αυτοκινήτου, η ΔΕΦΚ Β εξοφλείται και οριστικοποιείται.
β. Αν ο ενδιαφερόμενος επιθυμεί να παρατείνει τη διάρκεια της μίσθωσης, η ΔΕΦΚ Β πρέπει να περιέλθει σε κατάσταση «Ανεξόφλητη» και αυτό θα πραγματοποιηθεί με τη δημιουργία από τον συναλλασσόμενο Ταυτότητας Πληρωμής και στη συνέχεια ακύρωσής της. Κατόπιν, ο αρμόδιος υπάλληλος, μέσω της επιλογής Επιβεβαίωση Δασμών και Φόρων, θα μεταβάλλει την ημερομηνία λήξης της Αναστολής (με διαγραφή του Αυτόματου Υπολογισμού και καταχώρηση νέου), ώστε να περιέλθει το παραστατικό σε κατάσταση «Υπό Αναστολή» εκ νέου.
γ. Αν ο ενδιαφερόμενος θέλει να επαναποστείλει ή να εξάγει το όχημα, μετά την ολοκλήρωση των προβλεπόμενων κατά περίπτωση διατυπώσεων, η ΔΕΦΚ Β πρέπει να περιέλθει σε κατάσταση «Ανεξόφλητη». Αυτό θα πραγματοποιηθεί με τη δημιουργία από τον συναλλασσόμενο Ταυτότητας Πληρωμής και στη συνέχεια ακύρωσής της. Κατόπιν, ο αρμόδιος υπάλληλος, μέσω της επιλογής Επιβεβαίωση Δασμών και Φόρων, θα εισάγει χειροκίνητα μηδενικό ποσό φόρων, ώστε να περιέλθει και η ΔΕΦΚ Β σε κατάσταση «Οριστικοποιημένη».

Γ. Ως προς το Φ.Π.Α.

1.α. Στην περίπτωση κατά την οποία η εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης ή μίσθωσης είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος -μέλος, μεταφέρει τα αυτοκίνητα στη χώρα μας και ασκεί τη δραστηριότητά της (μισθώσεις) εντός αυτής, η μεταφορά αυτή αποτελεί ενδοκοινοτική απόκτηση και συνεπώς υποβάλλει ως υπόχρεος στην αρμόδια τελωνειακή αρχή Δ.Ε.Φ.Κ. αφού έχει λάβει Α.Φ.Μ. στην Ελλάδα, και καταβάλλει το Φ.Π.Α. που αναλογεί στην πράξη αυτή, ο οποίος υπολογίζεται επί της φορολογητέας αξίας όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α) «Κύρωση Κώδικα Φ.Π.Α.».
β. Στην περίπτωση κατά την οποία η εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης ή μίσθωσης είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος -μέλος ασκεί τη δραστηριότητά της (μισθώσεις) από αυτό το κράτος- μέλος, ο λήπτης των υπηρεσιών υποβάλλει στην αρμόδια τελωνειακή αρχή Δ.Ε.Φ.Κ. για την καταβολή του Φ.Π.Α. ο οποίος υπολογίζεται επί της αξίας του συνολικού μισθώματος.
Στην περίπτωση κατά την οποία στο τέλος της χρηματοδοτικής μίσθωσης το αυτοκίνητο εξαγοράζεται - σύμφωνα με τη δυνατότητα που παρέχεται από τη σύμβαση παραχώρησης- από τον μισθωτή, καταβάλλεται στην τελωνειακή αρχή το ποσό Φ.Π.Α. που υπολείπεται εκείνου που αρχικά είχε καταβληθεί κατά τον τελωνισμό του αυτοκινήτου.

2. Στην περίπτωση που η εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης ή μίσθωσης είναι εγκατεστημένη στη χώρα μας και η οποία αποκτά αυτοκίνητα από άλλο κράτος -μέλος προκειμένου στη συνέχεια να εκμισθώνει στο εσωτερικό της χώρας, υποβάλλει ως υπόχρεος για την καταβολή του Φ.Π.Α. στην αρμόδια τελωνειακή αρχή Δ.Ε.Φ.Κ. και καταβάλλει το Φ.Π.Α της ενδοκοινοτικής απόκτησης, ο οποίος υπολογίζεται επί της φορολογητέας αξίας, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν.2859/2000.



Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ Α.Α.Δ.Ε.
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Αριθμ. 245/2/02.02.2017 Ρύθμιση θεμάτων διενέργειας του Ελεγκτικού Έργου της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων, επιβολής Διοικητικών Κυρώσεων και στελέχωσης και λειτουργίας του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων

$
0
0

Αριθμ. 245/2/02.02.2017

(ΦΕΚ Β' 811/14-3-2017)

Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΠΑΙΓΝΙΩΝ (Ε.Ε.Ε.Π.)»

Έχοντας υπόψη:

α) Τις διατάξεις των άρθρων 16 έως και 23 του ν. 3229/2004 (Α΄ 38) και των άρθρων 25 έως και 54 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180) και ειδικότερα τις διατάξεις των περιπτώσεων 16, 25, 26, 27, 28, 29 και 32 της παραγράφου 3 του άρθρου 29 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180), όπως αυτές συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις των παραγράφων 10 έως και 26 του άρθρου 7 του ν. 4038/2012 (Α΄ 14), τις διατάξεις των άρθρων 22 έως και 24 του ν. 4141/2013 (Α΄ 81), τις διατάξεις του άρθρου 74 του ν. 4170/2013 (Α΄ 163), τις διατάξεις του άρθρου 106 του ν. 4209/2013 (Α΄ 253), τις διατάξεις των άρθρων 34 και 35 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287), τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 4255/2014 (Α΄ 89), τις διατάξεις του άρθρου 173 του ν. 4261/2014 (Α΄ 107) και συμπληρωματικά, τις διατάξεις του ν. 3051/2002 (Α΄ 220), όπως ισχύουν,

β) τις διατάξεις της παραγράφου 2α του άρθρου 27 του ν. 2843/2000 (Α΄ 219) με τίτλο: [Έκσυγχρονισμός των χρηματιστηριακών συναλλαγών, εισαγωγή εταιριών επενδύσεων στην ποντοπόρο ναυτιλία στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και άλλες διατάξεις], όπως ισχύει,

γ) τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 92 του ν. 4182/2013 (Α΄ 185).

δ) τις διατάξεις της με αριθμό 56660/1679/22.12.2011 (Β΄ 2910) κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού, με τίτλο [Πιστοποίηση έναρξης λειτουργίας της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (Ε.Ε.Ε.Π.)],

ε) τη με αριθμό 2/36411/0004/28.5.2015 (ΥΟΔΔ 385) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών με θέμα: [Αποδοχή παραίτησης και διορισμός νέων μελών της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (Ε.Ε.Ε.Π.)], σε συνδυασμό με τη με αριθμό 2/69356/0004/17.11.2015 (ΥΟΔΔ 843) όμοια, με θέμα: [Αποδοχή παραίτησης μέλους της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (Ε.Ε.Ε.Π.) και διορισμός νέου], σε συνδυασμό με τη με αριθμό 2/63389/0004/21.7.2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 397) όμοια, με θέμα: [Διορισμός Προέδρου και δύο μελών και ανανέωση της θητείας των μελών της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων],

στ) τις διατάξεις της με αριθμό 218/2/22.9.2016 (Β΄ 3404) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π., με τίτλο [Έγκριση Κανονισμού Οργάνωσης, Διάρθρωσης και Λειτουργίας Υπηρεσιακών Μονάδων της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων],

ζ) τις διατάξεις των με αριθμό 6/1/24.4.2012 (Β΄ 1347) και 10/3/11.6.2012 (Β΄ 2066) αποφάσεων της Ε.Ε.Ε.Π., με τις οποίες εγκρίθηκαν, αντίστοιχα, ο Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης ως και ο Κανονισμός Εσωτερικής Λειτουργίας της Ε.Ε.Ε.Π., όπως ισχύουν,

η) τις διατάξεις της με αριθμό 168/6/30.7.2015 (Β 1959) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Έγκριση θεμάτων σχετικά με τον Κανονισμό Ελέγχου Παιγνίων και τη λειτουργία του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων.], όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις με αριθμό 197/2/24.3.2016 (Β΄ 1223) και 198/3/7.4.2016 (Β΄ 1281) όμοιες αποφάσεις και ισχύει,

θ) τη με αριθμό 192/4/14.1.2016 απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π., με την οποία, επικυρώθηκαν οι οριστικοί πίνακες υποψηφίων και συγκροτήθηκε το Σώμα Ελεγκτών Παιγνίων,

ι) τις διατάξεις της με αριθμό 198/3Α/07.04.2016 (Β΄ 1281) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π., με τίτλο: [Παροχή εξουσιοδότησης προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Εποπτείας Ελέγχου Παιγνίων, αναφορικά με το Σώμα Ελεγκτών Παιγνίων.],

ια) την από 15.12.2000 Σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της ΟΠΑΠ Α.Ε., σύμφωνα με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε στην ΟΠΑΠ Α.Ε., για χρονικό διάστημα 20 ετών, το αποκλειστικό δικαίωμα της διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας των παιχνιδιών: ΤΖΟΚΕΡ, ΛΟΤΤΟ, ΠΡΟΤΟ, ΠΡΟΠΟ, ΠΡΟΠΟΓΚΟΛ, ΑΡΙΘΜΟΛΑΧΕΙΟ 5 ΑΠΟ 35, KINO, ΣΟΥΠΕΡ 3, ΣΟΥΠΕΡ 4, ΜΠΙΝΓΚΟ ΛΟΤΤΟ, ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΑ ΑΓΩΝΩΝ ΜΠΑΣΚΕΤ, ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΑ ΑΓΩΝΩΝ ΟΜΑΔΙΚΩΝ ΑΘΛΗΜΑΤΩΝ, ΣΤΟΙΧΗΜΑ, όπως ισχύει,

ιβ) τις διατάξεις της με αριθμό 2167/22.01.2009 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄ 78) με τίτλο: [Γενικός Κανονισμός Οργάνωσης, Λειτουργίας και Διεξαγωγής των Παιχνιδιών της Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.],

ιγ) τις διατάξεις της με αριθμό 2170/22.01.2009 κοινής υπουργικής απόφασης (Β 78) με τίτλο: [Έγκριση του Κανονισμού Οργάνωσης, Λειτουργίας και Διεξαγωγής του Αριθμολαχείου «KINO» της ΟΠΑΠ Α.Ε.], όπως τροποποιήθηκε και ισχύει,

ιδ) τις διατάξεις της με αριθμό 2176/22.01.2009 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄ 78) με τίτλο: [Έγκριση του Κανονισμού Οργάνωσης, Λειτουργίας και Διεξαγωγής του Αριθμολαχείου «5 από 45 και 1 από 20 (ΤΖΟΚΕΡ)» της ΟΠΑΠΑ.Ε.],

ιε) τις διατάξεις της με αριθμό 2179/22.01.2009 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄ 78) με τίτλο: [Έγκριση του Κανονισμού Οργάνωσης, Λειτουργίας και Διεξαγωγής του Αριθμολαχείου «ΛΟΤΤΟ» της ΟΠΑΠ Α.Ε.],

ιστ) τις διατάξεις της με αριθμό 2183/22.01.2009 κοινής υπουργικής απόφασης (Β 78) με τίτλο: [Έγκριση του Κανονισμού Οργάνωσης, Λειτουργίας και Διεξαγωγής του παιχνιδιού «ΠΡΟΠΟ» της ΟΠΑΠ Α.Ε.],

ιζ) τις διατάξεις της με αριθμό 2178/22.01.2009 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄ 78) με τίτλο: [Έγκριση του Κανονισμού Οργάνωσης, Λειτουργίας και Διεξαγωγής του παιχνιδιού «ΠΡΟΠΟΓΚΟΛ» της ΟΠΑΠ Α.Ε.],

ιη) τις διατάξεις της με αριθμό 2180/22.01.2009 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄ 78) με τίτλο: [Έγκριση του Κανονισμού Οργάνωσης, Λειτουργίας και Διεξαγωγής του Αριθμολαχείου «ΠΡΟΤΟ» της ΟΠΑΠ Α.Ε.],

ιθ) τις διατάξεις της με αριθμό 2173/22.01.2009 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄ 78) με τίτλο: [Έγκριση του Κανονισμού Οργάνωσης, Λειτουργίας και Διεξαγωγής του Αριθμολαχείου «ΣΟΥΠΕΡ 3» της ΟΠΑΠ Α.Ε.],

κ) τις διατάξεις της με αριθμό 2181/22.01.2009 ΚΥΑ (Β 78) με τίτλο: [Έγκριση του Κανονισμού Οργάνωσης, Λειτουργίας και Διεξαγωγής του Αριθμολαχείου «5 από 35» της ΟΠΑΠ Α.Ε. της ΟΠΑΠ Α.Ε.],

κα) τις διατάξεις της με αριθμό 37336/6.8.2008 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄ 1590) με τίτλο: [Έγκριση του Κανονισμού Οργάνωσης, Λειτουργίας και Διεξαγωγής των Παιχνιδιών Στοιχημάτων Προκαθορισμένης Απόδοσης της Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.], όπως τροποποιήθηκε και ισχύει,

κβ) τις διατάξεις της με αριθμό 105/2/16.5.2014 (Β΄ 1330) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Ρύθμιση θεμάτων διεξαγωγής και ελέγχου παιγνίων στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης που προσφέρονται από την Ο.Π.Α.Π. Α.Ε. μέσω του διαδικτύου.],

κγ) τις διατάξεις του ν. 4183/2013 (Α΄ 186) με τίτλο: [Κύρωση της Σύμβασης Παραχώρησης του Αποκλειστικού δικαιώματος Παραγωγής, Λειτουργίας, Κυκλοφορίας, Προβολής και Διαχείρισης των Κρατικών Λαχείων και άλλες διατάξεις],

κδ) τις διατάξεις του άρθρου 32 της με αριθμό 103/7/25.4.2014 (Β 1127) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Τροποποίηση και Κωδικοποίηση της με αριθμό 14/2/17.7.2012 (Β΄ 2205) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με την οποία ρυθμίζονται θέματα Κανονισμού Διεξαγωγής και Ελέγχου του παιγνίου των Κρατικών Λαχείων.],

κε) τις διατάξεις της με αριθμό 103/9/25.4.2014 (Β΄ 1149) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Έιδικός Κανονισμός Διεξαγωγής και Ελέγχου του Παιγνίου του Εθνικού Λαχείου],

κστ) τις διατάξεις της με αριθμό 103/8/25.4.2014 (Β΄ 1128) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Έιδικός Κανονισμός Διεξαγωγής και Ελέγχου του Παιγνίου του Λαϊκού Λαχείου],

κζ) τις διατάξεις της με αριθμό: 94/4/14.2.2014 (Β΄ 531) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Έιδικός Κανονισμός Στιγμιαίου Κρατικού Λαχείου],

κη) τις διατάξεις της με αριθμό 131/2/21.11.2014 (Β΄ 3170) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Έγκριση Ειδικού Κανονισμού Κρατικού Λαχείου Κοινωνικής Αντίληψης],

κθ) τις διατάξεις του ν. 4338/23.10.2015 (Α΄ 131) με τίτλο: [Κύρωση της Σύμβασης Παραχώρησης του αποκλειστικού δικαιώματος διοργάνωσης και διεξαγωγής αμοιβαίου στοιχήματος επί ιπποδρομιών στην Ελλάδα για περίοδο είκοσι ετών],

λ) τις διατάξεις των άρθρων 31 έως και 36 της με αριθμό 171/14.8.2015 (Β΄ 1708) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π., με τίτλο: [Έκδοση απόφασης ρύθμισης θεμάτων Κανονισμού Παιγνίων με τίτλο «Κανονισμός Αμοιβαίου Ιπποδρομιακού Στοιχήματος.], όπως αυτές τροποποιήθηκαν με τις με αριθμό 191/4/11.1.2016 (Β΄ 596) και 193/2Β/28.1.2016 (Β 650) όμοιες αποφάσεις,

λα) τις διατάξεις της με αριθμό 193/2Α/28.01.2016 (Β΄ 522) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π., με τίτλο: [Ρύθμιση θεμάτων Κανονισμού Παιγνίων με τίτλο Ειδικός Κανονισμός Αμοιβαίου Ιπποδρομιακού Στοιχήματος.],

λβ) τη με αριθμό 010010/04.11.2011 (Β 2503) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών με τίτλο: [Χορήγηση άδειας στην ΟΠΑΠ Α.Ε. για τα 35.000 Παιγνιομηχανήματα του άρθρου 39 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180)],

λγ) τις διατάξεις της με αριθμό 225/2/25.10.2016 (Β΄ 3528) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Τροποποίηση, συμπλήρωση και κωδικοποίηση της με αριθμό 158/4/5.6.2015 (Β΄ 1120) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. όπως ισχύει.],

λδ) τις διατάξεις της με αριθμό 93/2/28.1.2014 (Β΄ 205) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Γενικές Αρχές και Κανόνες Διεξαγωγής των Τυχερών Παιγνίων που διεξάγονται μέσω ραδιοτηλεοπτικών και τηλεπικοινωνιακών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 6 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180), όπως ισχύει.],

λε) τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΣΤ και του άρθρου 33 της με αριθμό 130/2/18.11.2014 (Β 3225) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Ρύθμιση Θεμάτων Κανονισμού Διεξαγωγής και Ελέγχου Ηλεκτρονικών Τεχνικών-Ψυχαγωγικών Παιγνίων με Παιγνιομηχανήματα.],

λστ)τις διατάξεις της με αριθμό 163/4Γ/9.7.2015 (Β 1824) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Ρύθμιση θεμάτων εμπορικής επικοινωνίας τυχερών παιγνίων.], όπως ισχύει,

λζ) τις διατάξεις της με αριθμό Τ/6736/2003 (Β΄ 929) απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης με τίτλο: [Κανονισμός Διοικητικού Ελέγχου και Εποπτείας της Λειτουργίας των Καζίνο], όπως ισχύει,

λη) τις διατάξεις της με αριθμό 111/2/24.6.2014 (Β΄ 1794) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Κανονισμός καταβολής των χρημάτων της συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στο μικτό κέρδος των τυχερών Παιγνίων που διεξάγονται στις επιχειρήσεις καζίνο, σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης γ της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του ν. 2206/1994, όπως ισχύει].

λθ) τις διατάξεις της με αριθμό 51/3/26.4.2013 (Β΄ 1147) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π., με τίτλο: [Τροποποίηση και κωδικοποίηση της υπ’ αριθμ. 23/3/23.10.2012 (Β΄ 2952) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π με τίτλο: «Ρυθμίσεις θεμάτων, τα οποία διέπονται από τον Κανονισμό Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων ως προς την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, οι οποίες επιβάλλονται στην περίπτωση παροχής υπηρεσιών τυχερών παιγνίων που διεξάγονται μέσω του διαδικτύου χωρίς την προβλεπόμενη άδεια»], όπως αυτή τροποποιήθηκε με τη με αριθμό 200/11.4.2016 (Β΄ 1223) όμοια απόφαση και ισχύει,

μ) τις διατάξεις της με αριθμό 129/2/7.11.2014 (Β΄ 3162) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Κανονισμός εφαρμογής μέτρων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας από τα Υπόχρεα Πρόσωπα, στην αγορά υπηρεσιών τυχερών παιγνίων.], όπως ισχύει,

μα) τις διατάξεις της με αριθμό 229/2/18.11.2016 (Β΄ 3923) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Κανονισμός Πρακτόρων της ΟΠΑΠ Α.Ε.], όπως ισχύει,

μβ) τη με αριθμό 243/19.1.2017 Συνεδρίαση της Ε.Ε.Ε.Π. στην οποία δεν ελήφθη απόφαση για το εν λόγω θέμα,

μγ) τη με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΙΠΡΥΜ 9 ΕΞ/17.1.2017 εισήγηση του Τμήματος Ρύθμισης της Διεύθυνσης Προγραμματισμού, Ρύθμισης και Μελετών της Ε.Ε.Ε.Π.,

μδ) το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού της Ε.Ε.Ε.Π.,

με) τις ανάγκες της Υπηρεσίας,

μστ) την από 31/01/2017 εισήγηση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π.,

μζ) τη συζήτηση που ακολούθησε,

αποφασίζουμε:

Τη ρύθμιση θεμάτων διενέργειας του Ελεγκτικού Έργου της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων, επιβολής Διοικητικών Κυρώσεων και στελέχωσης και λειτουργίας του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων, ως εξής:

Άρθρο 1 ΟΡΙΣΜΟΙ

Για τους σκοπούς της απόφασης αυτής, οι παρακάτω φράσεις ή λέξεις έχουν την έννοια που ακολουθεί.

Άδεια είναι η χορήγηση σε ένα πρόσωπο του δικαιώματος διοργάνωσης, διεξαγωγής και εκμετάλλευσης Τυχερών ή Ηλεκτρονικών Τεχνικών Ψυχαγωγικών Παιγνίων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

Διαδικασία Συμμόρφωσης είναι η παροχή οδηγιών, κατευθύνσεων και συστάσεων στον Ελεγχόμενο για την εφαρμογή μέτρων συμμόρφωσης προς το Ρυθμιστικό Πλαίσιο και η επαλήθευση της εφαρμογής αυτών, κατόπιν διενέργειας Επανελέγχου και πριν από την έναρξη της διαδικασίας επιβολής διοικητικών κυρώσεων.

Εγκατάσταση είναι οποιοσδήποτε χώρος, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη διοργάνωση, διεξαγωγή/και εκμετάλλευση των Παιγνίων ή για την υποστήριξη αυτών, ανεξαρτήτως του εάν έχει δηλωθεί από τον Ελεγχόμενο ή ανήκει σε τρίτο πρόσωπο, με το οποίο ο Ελεγχόμενος έχει συμβληθεί.

Έκθεση Ελέγχου ή Επανελέγχου είναι το έγγραφο που συντάσσεται από το Κλιμάκιο Ελέγχου και περιλαμβάνει τα ευρήματα και αποτελέσματα του Ελέγχου ή του Ελεγκτικού Έργου.

Εκπαιδευόμενος είναι ο Ελεγκτής που παρακολουθεί πρόγραμμα εκπαίδευσης μέσω της οποίας, αποκτά την Εξειδίκευση για τη συμμετοχή του σε Ελέγχους.

Ελεγκτής είναι το μέλος του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων.

Ελεγκτικό Έργο είναι ένα σύνολο Ελέγχων που διενεργούνται, σε έναν ή/και περισσότερους Ελεγχόμενους και αφορούν σε ένα Παίγνιο ή/και σε μία ή περισσότερες κατηγορίες Παιγνίων ή/και σε διακριτές λειτουργικές περιοχές της διοργάνωσης και διεξαγωγής αυτών.

Έλεγχος είναι ο Επιτόπιος, Εξ αποστάσεως ή Μικτός Έλεγχος, που διενεργείται σύμφωνα με την Εντολή Ελέγχου προκειμένου να διαπιστωθεί η συμμόρφωση του Ελεγχόμενου προς το Ρυθμιστικό Πλαίσιο και με βάση μια μεθοδολογικά τυποποιημένη και τεκμηριωμένη διαδικασία.

Ελεγχόμενος είναι κάθε πρόσωπο, το οποίο υποχρεούται να συμμορφώνεται προς το Ρυθμιστικό Πλαίσιο.

Ελεγκτική Διαδικασία είναι το σύνολο των ενεργειών που πραγματοποιούνται για την προετοιμασία, τη διενέργεια και την ολοκλήρωση του Ελέγχου, όπως αναλυτικά περιγράφεται στο άρθρο 6 του Κανονισμού.

Εντολή Ελέγχου ή Επανελέγχου είναι η διοικητική πράξη, με την οποία το Κλιμάκιο Ελέγχου εντέλλεται προκειμένου να πραγματοποιήσει συγκεκριμένο Έλεγχο ή Ελεγκτικό Έργο.

Εξ αποστάσεως Έλεγχος είναι ο Έλεγχος που διενεργείται αποκλειστικά μέσω χρήσης πληροφοριακών συστημάτων ή/και δεδομένων και στοιχείων που βρίσκονται στη διάθεση της Ε.Ε.Ε.Π., χωρίς να απαιτείται μετακίνηση του Κλιμακίου Ελέγχου, εντός ή εκτός έδρας.

Εξειδίκευση είναι η γνώση και ικανότητα ενός μέλους του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων να διενεργεί Ελέγχους ή Επανέλεγχους για ένα Παίγνιο ή/και μια κατηγορία Παιγνίων ή/και διακριτές λειτουργικές περιοχές της διοργάνωσης και διεξαγωγής αυτών, η οποία διαπιστώνεται με βάση συγκεκριμένα κριτήρια που τίθενται από τις καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες της Ε.Ε.Ε.Π..

Επανέλεγχος είναι ο Έλεγχος που διενεργείται σε προκαθορισμένο ή μη χρονικό διάστημα, μετά την ολοκλήρωση προηγούμενου Ελέγχου, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν έχει εφαρμοστεί επιτυχώς η Διαδικασία Συμμόρφωσης.

Επιτόπιος Έλεγχος είναι ο Έλεγχος που πραγματοποιείται στις Εγκαταστάσεις του Ελεγχόμενου και απαιτεί τη μετακίνηση του Κλιμακίου Ελέγχου, εντός ή εκτός έδρας. Κανονισμός είναι η παρούσα απόφαση με την οποία ρυθμίζονται τα όργανα, η μορφή, ο τρόπος, η διαδικασία και τα είδη των Ελέγχων που διενεργούνται στην αγορά των Παιγνίων καθώς και τα θέματα οργάνωσης και λει-
τουργίας του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων.

Κατηγορία Παιγνίων είναι μία ομάδα συγκεκριμένων Παιγνίων με κοινά χαρακτηριστικά διοργάνωσης και διεξαγωγής.

Κεκαλυμμένος Έλεγχος (μυστικός) είναι ο Έλεγχος που πραγματοποιείται στους φυσικούς ή μη χώρους διεξαγωγής Παιγνίων από Ελεγκτές που δεν δηλώνουν ή κρατούν κρυφή την ιδιότητά τους.

Κίνδυνος είναι η πιθανότητα επέλευσης σφάλματος κατά τη διοργάνωση ή/και διεξαγωγή ή εκμετάλλευση των Παιγνίων, το οποίο διακυβεύει την τήρηση των διατάξεων του Ρυθμιστικού Πλαισίου.

Κλιμάκιο Ελέγχου είναι το όργανο που συγκροτείται από μέλη του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π., προς εκτέλεση συγκεκριμένου Ελέγχου ή Ελεγκτικού Έργου.

Μέσα ή Υλικά Διεξαγωγής Παιγνίων ή Παιγνιομηχανήματα: είναι τα μέσα και υλικά διεξαγωγής που ορίζονται στη διάταξη της παραγράφου δ του άρθρου 25 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180), στις κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού εκδοθείσες κανονιστικές διατάξεις, καθώς και στις διατάξεις της με αριθμό Τ/6736/4.7.2003 (Β΄ 929) απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης με τον τίτλο «Κανονισμός Διοικητικού Ελέγχου και Εποπτείας της Λειτουργίας των Καζίνο», όπως εκάστοτε ισχύουν.

Μητρώο Ελεγκτών είναι το μητρώο που τηρείται από την Ε.Ε.Ε.Π., σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 22 του παρόντος Κανονισμού.

Μικτός Έλεγχος είναι ο Έλεγχος του οποίου το αντικείμενο απαιτεί τη διενέργεια τόσο Επιτόπιου όσο και Εξ αποστάσεως Ελέγχου.

Μικτό Κλιμάκιο Ελέγχου είναι το όργανο που συγκροτείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από μέλη του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων και υπαλλήλους άλλων δημοσίων φορέων, Αρχών και υπηρεσιών, προς εκτέλεση συγκεκριμένου Ελέγχου ή Ελεγκτικού Έργου.

Παίγνιο είναι το παίγνιο που ρυθμίζεται από τον Κανονισμό Παιγνίων της παραγράφου 3 του άρθρου 29 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180).

Παίκτης είναι το φυσικό πρόσωπο, το οποίο συμμετέχει νόμιμα στο Παίγνιο.

Πρόγραμμα Ελέγχων είναι το έγγραφο που καταρτίζεται κατ' έτος από τη Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης της Ε.Ε.Ε.Π., εγκρίνεται με απόφαση του Προέδρου της και περιλαμβάνει, κατ' ελάχιστον, το Ελεγκτικό Έργο, τους Ελεγχόμενους και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης Ελέγχων ανά Ελεγχόμενο, Παίγνιο ή/και κατηγορία Παιγνίων ή/και διακριτές λειτουργικές περιοχές της διοργάνωσης και διεξαγωγής αυτών.

Ρυθμιστικό Πλαίσιο είναι το σύνολο των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, εγκυκλίων, οδηγιών και συστάσεων της Ε.Ε.Ε.Π., οι όροι των σχετικών Αδειών, καθώς και οι σχετικοί με τις αρμοδιότητες της Ε.Ε.Ε.Π. όροι των Συμβάσεων Παραχώρησης, που καθορίζουν τις προϋποθέσεις της νόμιμης διοργάνωσης, διεξαγωγής και εκμετάλλευσης τυχερών ή/και Ηλεκτρονικών Τεχνικών Ψυχαγωγικών Παιγνίων στην Ελληνική Επικράτεια, όπως εκάστοτε ισχύουν.

Σημεία Ελέγχου είναι τα, κατά περίπτωση, επιμέρους στοιχεία που ελέγχονται από το Κλιμάκιο Ελέγχου, προκειμένου να διαπιστωθεί η συμμόρφωση του Ελεγχόμενου προς τις υποχρεώσεις που αυτός υπέχει με βάση το Ρυθμιστικό Πλαίσιο.

Σύμβαση Παραχώρησης είναι η έγγραφη συμφωνία με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο παραχωρεί έναντι ανταλλάγματος, το αποκλειστικό δικαίωμα διοργάνωσης και διεξαγωγής συγκεκριμένων Παιγνίων ή/και κατηγοριών Παιγνίων, υπό τους όρους και προϋποθέσεις που αυτή περιλαμβάνει.

Σώμα Ελεγκτών Παιγνίων ή Σώμα είναι το σώμα ελεγκτών που συνιστάται στην Ε.Ε.Ε.Π. με τη διάταξη του άρθρου 18 του ν. 3229/2004 (Α΄ 38), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 23 του ν. 4141/2013 (Α΄ 81) και ισχύει.

Υπεύθυνος Κλιμακίου ή Αναπληρωτής Υπεύθυνος είναι το μέλος του Κλιμακίου Ελέγχου που ορίζεται στην απόφαση συγκρότησης του Κλιμακίου Ελέγχου, ως αρμόδιος για την οργάνωση και το συντονισμό του Ελεγκτικού Έργου και των υπολοίπων μελών.

Φάκελος Ελέγχου είναι το αρχείο που περιέχει το ιστορικό και το υλικό τεκμηρίωσης κάθε Ελέγχου και τηρείται σε φυσική ή/και ηλεκτρονική μορφή.

Άρθρο 2
ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ


2.1 Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται σε κάθε πρόσωπο, το οποίο διοργανώνει ή/και διεξάγει ή εκμεταλλεύεται Παίγνια στην Ελληνική Επικράτεια και υπέχει υποχρέωση συμμόρφωσης σύμφωνα με το Ρυθμιστικό Πλαίσιο, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που έχουν ενταχθεί στο καθεστώς της παραγράφου 12 του άρθρου 50 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180).

2.2 Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Γ της παρούσας δεν εφαρμόζονται για παραβάσεις που βεβαιώνονται σύμφωνα με τις με αριθμό 129/2/7.11.2014 (Β΄ 3162) και 51/3/26.04.2013 (Β΄ 1147) αποφάσεις της Ε.Ε.Ε.Π., για τις οποίες εφαρμόζονται οι εκεί προβλεπόμενες διατάξεις.

2.3 Οι διατάξεις των περιπτώσεων ε΄, στ΄ και η΄ της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του ν. 2206/1994 (Α΄ 62), όπως αυτές προστέθηκαν με την παράγραφο 3 του άρθρου 22 του ν. 4255/2014 (Α΄ 89), καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 7 8 και 9 της με αριθμό 111/2/24.06.2014 (Β΄ 1794) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π., δεν θίγονται από τα προβλεπόμενα στην απόφαση αυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

Άρθρο 3
ΣΚΟΠΟΣ-ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ-ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ


3.1. Σκοπός του Ελεγκτικού Έργου είναι ο Έλεγχος της συμμόρφωσης του Ελεγχόμενου με το Ρυθμιστικό Πλαίσιο.

3.2 Το Ελεγκτικό Έργο περιλαμβάνει κάθε Παίγνιο ή/ και Κατηγορία Παιγνίων που ο Ελεγχόμενος διοργανώνει ή/και διεξάγει ή εκμεταλλεύεται στην Ελληνική Επικράτεια, σύμφωνα με το εκάστοτε ισχύον Ρυθμιστικό Πλαίσιο και ειδικότερα:

α. Τα Παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου.
β. Τα Παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω ραδιοτηλεοπτικών και τηλεπικοινωνιακών μέσων.
γ. Τα Παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω παιγνιομηχανημάτων τύπου VLT.
δ. Τα ηλεκτρονικά τεχνικά-ψυχαγωγικά Παίγνια.
ε. Τα Παίγνια κρατικών λαχείων.
στ. Τα Παίγνια κληρώσεων και στοιχηματισμού που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω των Πρακτορείων της ΟΠΑΠ Α.Ε.
ζ. Το Παίγνιο του Αμοιβαίου Ιπποδρομιακού Στοιχήματος.
η. Τα Παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται από τις επιχειρήσεις Καζίνο.
θ. Κάθε άλλο Παίγνιο, του οποίου ο Έλεγχος διοργάνωσης ή/και διεξαγωγής ή εκμετάλλευσης ασκείται από την Ε.Ε.Ε.Π., σύμφωνα με το Ρυθμιστικό Πλαίσιο.

3.3 Κατά το σχεδιασμό, την άσκηση και αξιολόγηση του Ελεγκτικού Έργου, η Ε.Ε.Ε.Π., διά των αρμόδιων οργάνων και υπηρεσιών της, διασφαλίζει ότι:

α. Το Ελεγκτικό Έργο διενεργείται με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία και αμεροληψία των Ελεγκτών.
β. Έχουν τυποποιηθεί, κατά το δυνατόν, οι ελεγκτικές λειτουργίες και διαδικασίες.
γ. Τα ευρήματα και αποτελέσματα του Ελέγχου αποτυπώνονται με ακρίβεια και σαφήνεια.
δ. Εφαρμόζεται αποτελεσματική/και αποδοτική διαχείριση των υλικών και ανθρώπινων πόρων.
ε. Εφαρμόζονται οι αρχές της συνεχούς βελτίωσης των ελεγκτικών διαδικασιών και λειτουργιών.
στ. Τηρείται η εμπιστευτικότητα των δεδομένων και πληροφοριών που συλλέγονται κατά την διάρκεια του ελέγχου.

3.4 Ο προσδιορισμός των Σημείων Ελέγχου και η μεθοδολογία ελέγχου τους, για κάθε Παίγνιο ή κατηγορία Παιγνίων περιγράφονται στα Εγχειρίδια Ελέγχου του άρθρου 5.

3.5. Το Ελεγκτικό Έργο διενεργείται από Κλιμάκια Ελέγχου που συγκροτούνται από μέλη του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων. Στην περίπτωση που κρίνεται αναγκαίο, συγκροτούνται Μικτά Κλιμάκια Ελέγχου με τη συμμετοχή προσωπικού και άλλων δημόσιων φορέων και υπηρεσιών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

3.6 Το Ελεγκτικό Έργο πραγματοποιείται εντός και εκτός ωραρίου εργασίας, καθώς και κατά τις αργίες και εξαιρέσιμες ημέρες.

Άρθρο 4
ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΙΝΔΥΝΩΝ


4.1. Η ανάλυση Κινδύνων εφαρμόζεται προκειμένου να εκτιμηθούν:

α. Οι πιθανότητες εμφάνισης Κινδύνων που διακυβεύουν την τήρηση του Ρυθμιστικού Πλαισίου από τον Ελεγχόμενο.
β. Oι δυνητικές επιπτώσεις των Κινδύνων στην επίτευξη των στόχων του Ρυθμιστικού Πλαισίου.
γ. Οι προτεραιότητες του Προγράμματος Ελέγχων σε συνάρτηση με την αποδοτικότερη χρήση του κεφαλαίου και των ανθρώπινων πόρων της Ε.Ε.Ε.Π.
δ. Οι δυνατότητες επιβολής στον Ελεγχόμενο της Διαδικασίας Συμμόρφωσης του άρθρου 10.

4.2 Οι Κίνδυνοι αναλύονται ανά Ελεγχόμενο ή/και Παίγνιο από τη Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης, με βάση ειδική μεθοδολογία που αυτή καταρτίζει. Η ανάλυση πραγματοποιείται σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω, ενδεικτικά παρατιθέμενες, περιοχές:

α. Τη φήμη και ακεραιότητα των προσώπων που ασκούν την εκπροσώπηση, διαχείριση ή/και διοίκηση του Ελεγχόμενου.
β. Τη χρηματοοικονομική επάρκεια και την εν γένει οικονομική κατάσταση του Ελεγχόμενου λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία όπως ισολογισμοί, κύκλος εργασιών, τραπεζικές βεβαιώσεις, εγγυήσεις, πιστοποιητικά ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, τήρηση
φορολογικών και λοιπών υποχρεώσεων κ.ά.
γ. Την επαγγελματική επάρκεια και ακεραιότητα των συνεργατών και των εν γένει προστηθέντων του Ελεγχόμενου σε συγκεκριμένες λειτουργικές περιοχές της διοργάνωσης ή/και διεξαγωγής των Παιγνίων.
δ. Τις πολιτικές (policies), τις διαδικασίες, τα πρότυπα και τις πρακτικές που εφαρμόζει ο Ελεγχόμενος, σε επιτελικό, οργανωτικό και επιχειρησιακό επίπεδο, με σκοπό την εφαρμογή συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, διοίκησης ποιότητας, διοίκησης γνώσης και αλλαγών, καθώς και τη δέσμευση των στελεχών και συνεργατών του για την ακεραιότητα της δράσης τους.
ε. Το Παίγνιο ή/και τις κατηγορίες Παιγνίων που διοργανώνονται ή/και διεξάγονται από τον Ελεγχόμενο, το μερίδιο της αγοράς που αυτός καταλαμβάνει και τυχόν παράλληλες δραστηριότητες που ασκεί.
στ. Την καταλληλότητα των τεχνικών μέσων και υλικών διοργάνωσης και διεξαγωγής.
ζ. Την καταλληλότητα και επάρκεια των Εγκαταστάσεων διοργάνωσης και διεξαγωγής.
η. Την καταλληλότητα και επάρκεια των πληροφορικών συστημάτων και εφαρμογών για τη διαχείριση, την παρακολούθηση, τον έλεγχο, την ασφάλεια και ακεραιότητα των δεδομένων που σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με τη διοργάνωση και διεξαγωγή.
θ. Τον τόπο, χρόνο και τρόπο της διοργάνωσης και διεξαγωγής.
ι. Τον όγκο των παραπόνων και καταγγελιών, τις μεθόδους που εφαρμόζονται και τις ενέργειες που αναλαμβάνονται με σκοπό την αντιμετώπιση τους και τη διευθέτηση των διαφορών.
ια. Την εφαρμογή μεθόδων, πρακτικών, εργαλείων και συστημάτων σχετικών με την προώθηση του Υπεύθυνου Παιχνιδιού.
ιβ. Τα αποτελέσματα και τις διαπιστώσεις των Ελέγχων που έχουν διενεργηθεί στον Ελεγχόμενο, τις παραβάσεις που τυχόν έχουν διαπραχθεί, τη συχνότητα και τα αποτελέσματα των Διαδικασιών Συμμόρφωσης στις οποίες έχει τυχόν υποβληθεί, καθώς και τις διοικητικές κυρώσεις που του έχουν επιβληθεί, τόσο από την Ε.Ε.Ε.Π., όσο και από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια Αρχή είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό.

4.3 Η ανάλυση κινδύνων πραγματοποιείται σε τρία επίπεδα:

4.3.1 1ο Επίπεδο: Σε κάθε Ελεγχόμενο αντιστοιχίζονται οι παρακάτω δείκτες κινδύνου, οι οποίοι λαμβάνουν τιμές από 0 έως 1 εκφράζοντας τις αντίστοιχες πιθανότητες κινδύνου:

α. Ο Εγγενής Κίνδυνος (Inherent Risk, IR), δηλαδή η πιθανότητα επέλευσης σημαντικού σφάλματος στην απουσία κάθε άλλου είδους ελέγχου και ο οποίος σχετίζεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Ελεγχόμενου, όπως ενδεικτικά: η διοίκηση, η δομή, η οργάνωση και η λειτουργία του. Ο Εγγενής Κίνδυνος (IR) εκτιμάται λαμβάνοντας υπόψη πλήθος καθορισμένων παραγόντων (ΙR , ..., IR ), καθένας από τους οποίους βαθμολογείται με βάση συγκεκριμένα κριτήρια, σύμφωνα με την παρακάτω κλίμακα:
 

Βαθμός Περιγραφή
1 Χαμηλός Κίνδυνος
2 Μέσος Κίνδυνος
3 Υψηλός Κίνδυνος
4 Πολύ Υψηλός Κίνδυνος


Η βαθμολόγηση του Εγγενούς Κινδύνου (IR) στην κλίμακα (0 έως 1) προκύπτει από την σχέση:



Εάν οι τιμές των περισσότερων παραγόντων Εγγενούς Κινδύνου (ΙRi) είναι μεγάλες, η τιμή του συνολικού IR για τον Ελεγχόμενο θα βρίσκεται κοντά στη μονάδα και αντιστρόφως.

β. Ο Κίνδυνος Εσωτερικού Ελέγχου (Control Risk, CR), δηλαδή η πιθανότητα το σύστημα εσωτερικού ελέγχου του Ελεγχόμενου να μην εντοπίζει σημαντικά σφάλματα. Ο Κίνδυνος Εσωτερικού Ελέγχου (CR) μετρά την αξιοπιστία του Ελεγχόμενου, η οποία συνδέεται αντιστρόφως ανάλογα με το βαθμό του κινδύνου. Ο Κίνδυνος Εσωτερικού Ελέγχου (CR) εκτιμάται λαμβάνοντας υπόψη πλήθος καθορισμένων παραγόντων (CR1, ..., CRk), καθένας από τους οποίους βαθμολογείται με βάση συγκεκριμένα κριτήρια, σύμφωνα με την παρακάτω κλίμακα:
 

Βαθμός Περιγραφή
1 Χαμηλός Κίνδυνος/Πολύ Υψηλή Αξιοπιστία Ελεγχόμενου
2 Μέσος Κίνδυνος/Υψηλή Αξιοπιστία Ελεγχόμενου
3 Υψηλός Κίνδυνος/Μεσαία Αξιοπιστία Ελεγχόμενου
4 Πολύ Υψηλός Κίνδυνος/Χαμηλή Αξιοπιστία Ελεγχόμενου


Η βαθμολόγηση του Εσωτερικού Κινδύνου (CR) στην κλίμακα (0 έως 1) προκύπτει από την σχέση:



Εάν οι τιμές των περισσότερων παραγόντων Εσωτερικού Κινδύνου (CRi) είναι μεγάλες, η τιμή του συνολικού CR για τον Ελεγχόμενο θα βρίσκεται κοντά στη μονάδα και αντιστρόφως.

γ. Ο Κίνδυνος Επέλευσης Σημαντικού Σφάλματος (Risk of Material Misstatement, RMM), δηλαδή από κοινού ο Εγγενής Κίνδυνος και ο Κίνδυνος Εσωτερικού Ελέγχου. Ο Κίνδυνος αυτός δηλώνει την πιθανότητα επέλευσης σημαντικού σφάλματος σε συνθήκες απουσίας εξωτερικού ελέγχου και προκύπτει από τη σχέση:

RMM = IR * CR

4.3.2 2ο Επίπεδο: Σε κάθε Παίγνιο αντιστοιχίζεται ο Κίνδυνος Παιγνίου (R), δηλαδή η πιθανότητα ένα Παίγνιο, το οποίο ο Ελεγχόμενος διοργανώνει ή/και διεξάγει ή εκμεταλλεύεται, να διεξάγεται διακυβεύοντας την τήρηση των διατάξεων του Ρυθμιστικού Πλαισίου, λόγω ειδικών παραμέτρων, όπως ενδεικτικά: η ιδιαίτερη δομή του, τα εγγενή χαρακτηριστικά του, ο τύπος ή/και το πλήθος των μέσων διεξαγωγής του, ο τρόπος ή/και χρόνος της διεξαγωγής του, ο βαθμός εθιστικότητάς του κ.ά. O Κίνδυνος Παιγνίου (R) εκτιμάται λαμβάνοντας υπόψη πλήθος καθορισμένων παραγόντων (R1, ..., Rk), καθένας από τους οποίους βαθμολογείται με βάση συγκεκριμένα κριτήρια, σύμφωνα με την παρακάτω κλίμακα:
 

Βαθμός Περιγραφή
1 Χαμηλός Κίνδυνος
2 Μέσος Κίνδυνος
3 Υψηλός Κίνδυνος
4 Πολύ Υψηλός Κίνδυνος


Η βαθμολόγηση του Κινδύνου Παιγνίου (R) στην κλίμακα (0 έως 1) προκύπτει από τη σχέση:



Εάν οι τιμές των περισσότερων παραγόντων Κινδύνου Παιγνίου (Ri) είναι μεγάλες, η τιμή του συνολικού R για το Παίγνιο θα βρίσκεται κοντά στη μονάδα και αντιστρόφως.

4.3.3 3ο Επίπεδο: Εκτιμάται ο Προσαρμοσμένος Κίνδυνος (Joint Risk, JR) για κάθε Ελεγχόμενο, ο οποίος προκύπτει από το γινόμενο του Κινδύνου Επέλευσης Σημαντικού Σφάλματος (RMM) επί τον Κίνδυνο εκάστου Παιγνίου (R) που ο Ελεγχόμενος διοργανώνει ή/και διεξάγει ή εκμεταλλεύεται και προκύπτει από τη σχέση:

JR = RMΜ * R

4.4 Κατά την ανάλυση, η Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης μπορεί να εφαρμόζει, εκτός των ανωτέρω αναφερομένων και άλλους δείκτες εκτίμησης Κινδύνων που είτε καθορίζονται πρωτογενώς με βάση την αναπροσαρμογή/και βελτιστοποίηση της υιοθετούμενης μεθοδολογίας, είτε παράγονται δευτερογενώς από τους δείκτες που έχουν ήδη καθοριστεί.

4.5 Ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες και απαιτήσεις, ο προσδιορισμός των αναγκών και προτεραιοτήτων του Προγράμματος Ελέγχων μπορεί να συναρτάται και με δεδομένα, στοιχεία ή πληροφορίες που δεν περιλήφθησαν, αρχικά, στους παράγοντες της ανάλυσης των Κινδύνων.

4.6 Η Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης μπορεί, κατά την κρίση της, να κοινοποιεί μέρος ή/και το σύνολο των αποτελεσμάτων της ανάλυσης Κινδύνων στον Ελεγχόμενο, απευθύνοντας σχετικές συστάσεις, παρέχοντας οδηγίες και, όπου είναι δυνατόν, σχετική συνδρομή για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των Κινδύνων που έχουν εντοπιστεί. Κατά τη διαδικασία αυτή, η Διεύθυνση μπορεί να διενεργεί αυτοψία στις Εγκαταστάσεις του Ελεγχόμενου, να ζητά από τον Ελεγχόμενο να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες, καθώς επίσης και να προσκομίσει οποιοδήποτε έγγραφο και στοιχείο τεκμηριώνει, κατά την κρίση της, την επιτυχή προσαρμογή του στις οδηγίες και συστάσεις αντιμετώπισης των Κινδύνων.

4.7 Εφόσον η προσαρμογή του Ελεγχόμενου στις οδηγίες και συστάσεις αντιμετώπισης των Κινδύνων είναι επιτυχής, η Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης ανατροφοδοτεί και αναθεωρεί την ανάλυση Κινδύνων, επανεκτιμώντας τους σχετικούς παράγοντες.

4.8 Οι Κίνδυνοι και οι παράγοντες που τους προσδιορίζουν αποτελούν δυναμικά μέρη της μεθοδολογίας της ανάλυσης Κινδύνων και ανακαθορίζονται σε κάθε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο, είτε λόγω τροποποιήσεων του Ρυθμιστικού Πλαισίου είτε λόγω επανεκτιμήσεων που προκύπτουν από την ανατροφοδότηση των αποτελεσμάτων τόσο του εποπτικού όσο και του Ελεγκτικού Έργου της Ε.Ε.Ε.Π.

Άρθρο 5
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ


5.1 Η Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης, λαμβάνοντας υπόψη το Ρυθμιστικό Πλαίσιο, καταρτίζει Εγχειρίδια Ελέγχου. Τα Εγχειρίδια Ελέγχου διακρίνονται:

5.1.1 Στο Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών Ελέγχου, όπου περιλαμβάνονται οι γενικές αρχές, οι κανόνες δεοντολογίας, καθώς και οι ειδικότερες απαιτήσεις, ευθύνες και υποχρεώσεις του Ελεγκτή κατά την άσκηση του του Ελεγκτικού του Έργου.

5.1.2 Στα Εγχειρίδια Ελέγχου Παιγνίων, όπου:

α. Προσδιορίζονται τα Σημεία Ελέγχου για κάθε περιοχή, κατηγορία, σύστημα, λειτουργία, διαδικασία ή/ και δραστηριότητα, η οποία σχετίζεται ή/και συνδέεται με ή/και επηρεάζει, άμεσα ή έμμεσα, τη διοργάνωση, διεξαγωγή/και εκμετάλλευση των Παιγνίων.
β. Καθορίζεται η μεθοδολογία διαπίστωσης της συμμόρφωσης του Ελεγχόμενου προς τα Σημεία Ελέγχου.

5.2 Το Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών Ελέγχου εγκρίνεται με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π.

5.3 Τα Εγχειρίδια Ελέγχου Παιγνίων εγκρίνονται με απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης.

5.4 Με όμοιες αποφάσεις, το Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών Ελέγχου και τα Εγχειρίδια Ελέγχου Παιγνίων δύνανται να τροποποιούνται, ανάλογα με τις εκάστοτε απαιτήσεις και ιδιαιτερότητες του Ελεγκτικού Έργου.

Άρθρο 6
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΛΕΓΧΩΝ


6.1. Η Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης καταρτίζει ετήσιο Πρόγραμμα Ελέγχων. Ως έτος αναφοράς για την υλοποίηση του Προγράμματος λαμβάνεται το χρονικό διάστημα ενός έτους, προσμετρούμενο από την 1η Μαρτίου κάθε έτους.

6.2 Το Πρόγραμμα Ελέγχων περιλαμβάνει το Ελεγκτικό Έργο που προγραμματίζεται είτε σε δείγμα είτε στο σύνολο των Ελεγχομένων. Στο Πρόγραμμα προσδιορίζεται, κατ' ελάχιστον, η μέθοδος καθορισμού του δείγματος (εφόσον εφαρμόζεται), οι επιμέρους Έλεγχοι ανά Ελεγχόμενο, Παίγνιο ή/και κατηγορία Παιγνίων, το εκτιμώμενο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης, καθώς και οι ποσοτικοί και ποιοτικοί στόχοι του Προγράμματος.

6.3 Το Πρόγραμμα καταρτίζεται με βάση την ανάλυση Κινδύνων του άρθρου 4, σε συνδυασμό με την εφαρμογή ειδικών παραμέτρων και κριτηρίων, όπως ενδεικτικά: η γεωγραφική διασπορά, το πλήθος και εύρος των Ελέγχων, η διαθεσιμότητα των υλικών και ανθρώπινων πόρων κ.ά.

6.4 Το Πρόγραμμα εγκρίνεται, με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π., το αργότερο έως την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου κάθε έτους. Με όμοια απόφαση, το Πρόγραμμα δύναται να τροποποιείται ανάλογα με τις εκάστοτε απαιτήσεις και ιδιαιτερότητες του Ελεγκτικού Έργου και τις ειδικότερες υπηρεσιακές ανάγκες.

6.5 Στις τροποποιήσεις του Προγράμματος, ενσωματώνονται σταδιακά σε αυτό όλοι οι Έλεγχοι που δεν συμπεριλήφθηκαν κατά την έγκριση του, αλλά ξεκίνησαν εντός του έτους αναφοράς:

α. Κατόπιν αναφοράς ή καταγγελίας.
β. Στο πλαίσιο συνδρομής της Ε.Ε.Ε.Π. σε άλλα, κατά το νόμο αρμόδια, ελεγκτικά όργανα και Αρχές.
γ. Αυτεπαγγέλτως εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις παράβασης των όρων και διατάξεων του Ρυθμιστικού Πλαισίου.
δ. Προκειμένου να επαληθευθεί εάν η συμμόρφωση του Ελεγχόμενου, κατόπιν εφαρμογής της Διαδικασίας Συμμόρφωσης, ήταν επιτυχής.
ε. Προκειμένου να επαληθευθεί εάν η συμμόρφωση του Ελεγχόμενου εξακολουθεί να ισχύει.

6.6 Κατά την υλοποίηση του Προγράμματος είναι δυνατόν να διενεργούνται συνδυαστικοί Έλεγχοι μεταξύ Ελεγχομένων, Παιγνίων ή/και κατηγοριών Παιγνίων.

6.7 Έλεγχοι του Προγράμματος που ξεκίνησαν, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να ολοκληρωθούν εντός του έτους αναφοράς, μεταφέρονται υποχρεωτικά στο Πρόγραμμα Ελέγχων του επόμενου έτους.

6.8 Έωςτην 15η Μαρτίου κάθε έτους, η Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης υποβάλλει στον Πρόεδρο της Ε.Ε.Ε.Π. Έκθεση Απολογισμού του Προγράμματος του αμέσως προηγούμενου έτους αναφοράς. Στον απολογισμό ενσωματώνονται οι Έλεγχοι του Προγράμματος που ξεκίνησαν και ολοκληρώθηκαν εντός του έτους αναφοράς, τα αποτελέσματα αυτών, οι τυχόν μεταφερόμενοι Έλεγχοι στο αμέσως επόμενο έτος αναφοράς, τα προβλήματα που ανέκυψαν, καθώς και προτάσεις βελτίωσης. Ο απολογισμός του Προγράμματος εγκρίνεται με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π. που εκδίδεται το αργότερο έως την 31η Μαρτίου κάθε έτους.

6.9 Για την υλοποίηση του Προγράμματος, η Ε.Ε.Ε.Π. εξασφαλίζει την κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή/και τους απαιτούμενους οικονομικούς πόρους.

Άρθρο 7
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ


7.1. Τα αποτελέσματα του Ελεγκτικού Έργου αποτυπώνονται και αναλύονται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αξιολογούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

7.2. Η αξιολόγηση έχει σκοπό τη συναγωγή συμπερασμάτων σχετικών με το βαθμό επίτευξης της συμμόρφωσης και των επιμέρους στόχων που τίθενται κατά το σχεδιασμό του Ελεγκτικού Έργου, τις ανάγκες εκπαίδευσης των Ελεγκτών, καθώς και την καταλληλότητα και αποτελεσματικότητα των κανόνων και μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ

Άρθρο 8
ΟΡΓΑΝΑ ΕΛΕΓΧΟΥ-ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΛΙΜΑΚΙΩΝ ΕΛΕΓΧΟΥ


8.1. Όργανα Ελέγχου είναι τα Κλιμάκια Ελέγχου.

8.2 Τα Κλιμάκια Ελέγχου συγκροτούνται από μέλη του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων. Τα Μικτά Κλιμάκια Ελέγχου συγκροτούνται από μέλη του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων και υπαλλήλους άλλων δημοσίων φορέων και υπηρεσιών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

8.3 Τα Κλιμάκια Ελέγχου συγκροτούνται με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π. Με την απόφαση δύναται να συγκροτούνται περισσότερα του ενός Κλιμάκια Ελέγχου στο πλαίσιο του Ελεγκτικού Έργου. Με την απόφαση συγκρότησης ορίζονται τα εξής:

α. Τα μέλη του Κλιμακίου Ελέγχου.
β. Ο Υπεύθυνος του Κλιμακίου Ελέγχου και ο Αναπληρωτής του, εφόσον απαιτείται.
γ. Ο Έλεγχος ή/και το Ελεγκτικό Έργο που το Κλιμάκιο καλείται να διενεργήσει.
δ. Ο τύπος του Ελέγχου, δηλαδή εάν αυτός είναι Επιτόπιος Έλεγχος, Εξ αποστάσεως Έλεγχος, Μικτός Έλεγχος ή Επανέλεγχος.
ε. Ο τόπος μετακίνησης των Ελεγκτών, όταν για τη διενέργεια του Ελέγχου ή του Ελεγκτικού Έργου απαιτείται η μετακίνηση των Ελεγκτών, εντός ή εκτός έδρας.

8.4 Με βάση την απόφαση συγκρότησης, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης εκδίδει την Εντολή Ελέγχου. Με την Εντολή Ελέγχου ορίζονται τα εξής:

α. Η κατανομή του Ελεγκτικού Έργου ανά Κλιμάκιο Ελέγχου, εφόσον απαιτείται.
β. Ο χρόνος έναρξης και λήξης του Ελέγχου ή/και του Ελεγκτικού Έργου, εφόσον αυτός δεν έχει ήδη οριστεί στην απόφαση της παραγράφου 8.3.
γ. Κάθε άλλη λεπτομέρεια που κρίνεται απαραίτητη για την απρόσκοπτη διενέργεια του Ελέγχου ή/και του Ελεγκτικού Έργου και δεν έχει ήδη οριστεί στην απόφαση της παραγράφου 8.3.

8.5 Με την Εντολή Ελέγχου, δύναται να ορίζονται ειδικότερα στοιχεία και δεδομένα διοικητικής παρακολούθησης της υπόθεσης ή/και προηγούμενων Ελέγχων που έχουν ολοκληρωθεί και τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν κατά τη διενέργεια του Ελέγχου ή/και του Ελεγκτικού Έργου.

8.6 Ο Υπεύθυνος Κλιμακίου έχει τις παρακάτω ευθύνες και αρμοδιότητες:

α. Οργανώνει και συντονίζει τον Έλεγχο ή/και το Ελεγκτικό Έργο.
β. Μεριμνά για την ορθή οργάνωση του Φακέλου του Ελέγχου.
γ. Μεριμνά για την υλοποίηση του Ελέγχου ή του Ελεγκτικού Έργου, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Ελέγχων, τα εγχειρίδια Ελέγχου και την Εντολή Ελέγχου.
δ. Έχει την ευθύνη για την κατάρτιση και τον έλεγχο της τήρησης του προγράμματος απασχόλησης των μελών του Κλιμακίου, σε κάθε περίπτωση που απαιτείται.
ε. Ελέγχει την ορθή τήρηση των αρχείων του Κλιμακίου, εφόσον το Κλιμάκιο τηρεί αρχείο σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
στ. Στην περίπτωση διαδοχής του Κλιμακίου από νέο Κλιμάκιο, ενημερώνει, εγγράφως, τον Υπεύθυνο που τον διαδέχεται για όλα τα ζητήματα που προέκυψαν κατά το Ελεγκτικό Έργο του Κλιμακίου του, τους τρόπους με τους οποίους αυτά αντιμετωπίστηκαν, καθώς και τις τυχόν εκκρεμότητες.
ζ. Έχει την ευθύνη για την ορθή σύνταξη και συμπλήρωση της Έκθεσης Ελέγχου από το Κλιμάκιο Ελέγχου, καθώς και την εμπρόθεσμη υποβολή της.
η. Συντάσσει και υποβάλλει έκθεση εκπαίδευσης για κάθε Εκπαιδευόμενο που μετέχει στο Κλιμάκιο του, σύμφωνα με σχετικό υπόδειγμα που παρέχεται από τη Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης.
θ. Μεριμνά για την υποβολή έγγραφων υποδείξεων προς τον Ελεγχόμενο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 9.4.
ι. Μεριμνά για την ορθή εφαρμογή οδηγιών, συστάσεων και εγκυκλίων που αφορούν στο Ελεγκτικό Έργο της αρμοδιότητας του Κλιμακίου του οποίου φέρει την ευθύνη, όπου απαιτείται.
ια. Έχει την ευθύνη ενημέρωσης της Διεύθυνσης Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης για την υπερωριακή, νυκτερινή/και εξαιρέσιμων ημερών απασχόληση των μελών του Κλιμακίου.
ιβ. Έχει την ευθύνη ενημέρωσης της Διεύθυνσης Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης για οποιοδήποτε περιστατικό ή πρόβλημα ανακύπτει κατά τη διενέργεια του Ελέγχου ή του Ελεγκτικού Έργου, καθώς και για τις τυχόν ενέργειες που αναλήφθηκαν από το Κλιμάκιο για την αντιμετώπισή τους.
ιγ. Κάθε άλλη αρμοδιότητα που ανατίθεται ή/και μεταβιβάζεται σε αυτόν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

8.7 Η επιλογή των Ελεγκτών για τη συγκρότηση των Κλιμακίων Ελέγχου πραγματοποιείται σύμφωνα με τα παρακάτω κριτήρια:

α. Την Εξειδίκευση του Ελεγκτή.
β. Τη διαθεσιμότητα του Ελεγκτή (υπηρεσιακές ανάγκες, αντικείμενο απασχόλησης, θέση στην υπηρεσία, απουσία λόγω κανονικής ή άλλης προβλεπόμενης άδειας).
γ. Την τυχόν αίτηση εξαίρεσης του Ελεγκτή από συγκεκριμένο Έλεγχο ή/και Ελεγκτικό Έργο λόγω προσωπικού κωλύματος.
δ. Την τυχόν υποβληθείσα αίτηση του Ελεγκτή για μη συμμετοχή του σε Έλεγχο ή Ελεγκτικό Έργο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
ε. Τους εκάστοτε περιορισμούς που θέτει η Ε.Ε.Ε.Π. ως προς τη συμμετοχή Ελεγκτών σε Ελέγχους εντός ωραρίου εργασίας.
στ. Το ανώτατο όριο ημερών των εκτός έδρας μετακινήσεων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

Άρθρο 9
ΕΛΕΓΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ


9.1. Η Ελεγκτική Διαδικασία διακρίνεται σε τέσσερεις (4) φάσεις, ως ακολούθως:

9.1.1 Φάση 1η: Προετοιμασία του Ελέγχου. Το Κλιμάκιο Ελέγχου δημιουργεί και οργανώνει το Φάκελο του Ελέγχου, ταξινομώντας και ιεραρχώντας όλα τα απαραίτητα έγγραφα και διαθέσιμα στοιχεία που αφορούν στον Έλεγχο ή/και στο Ελεγκτικό Έργο της αρμοδιότητάς του.

9.1.2 Φάση 2η: Διενέργεια του Ελέγχου. Το Κλιμάκιο Ελέγχου διενεργεί τον Έλεγχο σύμφωνα με τη μεθοδολογία που περιγράφεται στο αντίστοιχο εγχειρίδιο Ελέγχου, συλλέγει τα στοιχεία και το υλικό που απαιτείται για την τεκμηρίωση των ευρημάτων του και ενημερώνει τον Φάκελο Ελέγχου.

9.1.3 Φάση 3η: Αξιολόγηση των στοιχείων και σύνταξη της Έκθεσης Ελέγχου. Το Κλιμάκιο Ελέγχου προβαίνει στην αξιολόγηση των στοιχείων που έχουν συγκεντρωθεί και συντάσσει την Έκθεση Ελέγχου. Στην Έκθεση Ελέγχου περιγράφονται οι ενέργειες που έγιναν, η μεθοδολογία που εφαρμόστηκε, παρατίθενται τα ευρήματα του Ελέγχου και διατυπώνονται οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα. Με την ίδια Έκθεση Ελέγχου δύναται να παρατίθενται τα ευρήματα περισσότερων του ενός Ελέγχων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί διεξήχθησαν ως επιμέρους Έλεγχοι στο πλαίσιο άσκησης συγκεκριμένου Ελεγκτικού Έργου και από το ίδιο Κλιμάκιο Ελέγχου.

9.1.4 Φάση 4η: Υποβολή της Έκθεσης Ελέγχου. Η Έκθεση Ελέγχου συντάσσεται σε τρία (3) πρωτότυπα, που υπογράφονται και μονογράφονται σε κάθε σελίδα από όλα τα μέλη του Κλιμακίου Ελέγχου. Η Έκθεση κατατίθεται στο κεντρικό πρωτόκολλο της Ε.Ε.Ε.Π. και ακολούθως προωθείται στη Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης ως την αρμόδια για τον Έλεγχο ή το Ελεγκτικό Έργο υπηρεσία. Με την κατάθεση της Έκθεσης Ελέγχου ολοκληρώνεται η Ελεγκτική Διαδικασία για κάθε διενεργούμενο Έλεγχο.

9.2 Κατά τη διενέργεια του Ελέγχου, το Κλιμάκιο Ελέγχου μπορεί να ζητά από τον Ελεγχόμενο, καθώς και από τους αρμόδιους υπαλλήλους ή τα μέλη της διοίκησης αυτού, οποιοδήποτε στοιχείο ή/και έγγραφο κρίνει απαραίτητο για την τεκμηρίωση των ευρημάτων του και την ολοκλήρωση της Ελεγκτικής Διαδικασίας.

9.3 Ο Ελεγχόμενος υποχρεούται να διευκολύνει με κάθε τρόπο το Κλιμάκιο Ελέγχου και να παρέχει σε αυτό απρόσκοπτη πρόσβαση σε όλες τις Εγκαταστάσεις του καθώς και σε έγγραφα, δεδομένα, πληροφορίες ή κάθε άλλο, επιβοηθητικό για τον Έλεγχο ή το Ελεγκτικό Έργο, στοιχείο.

9.4 Το Κλιμάκιο Ελέγχου, κατά τη διενέργεια του Ελέγχου, δύναται να απευθύνει έγγραφες υποδείξεις προς τον Ελεγχόμενο, κοινοποιώντας σχετικά στη Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης, με σκοπό την άμεση αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων ή αστοχιών που αφορούν στη διοργάνωση, διεξαγωγή ή εκμετάλλευση των Παιγνίων, εφόσον με βάση τα πραγματικά περιστατικά, την ουσία της υπόθεσης και το ιστορικό παραβάσεων του Ελεγχόμενου, εκτιμά ότι με τις υποδείξεις αυτές μπορεί να αποτραπούν αποτελεσματικά και τάχιστα κίνδυνοι τέλεσης παραβάσεων του Ρυθμιστικού Πλαισίου. Στην περίπτωση αυτή, καταγράφει και συμπεριλαμβάνει στην Έκθεση Ελέγχου τις υποδείξεις που απηύθυνε και τα τεκμήρια που αιτιολογούν την κρίση του.

Άρθρο 10
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ


10.1 Εφόσον με βάση την Έκθεση Ελέγχου δεν βεβαιώνονται παραβάσεις του Ρυθμιστικού Πλαισίου, η υπόθεση αρχειοθετείται με ευθύνη της Διεύθυνσης Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης.

10.2 Εφόσον με βάση την Έκθεση Ελέγχου βεβαιώνονται παραβάσεις του Ρυθμιστικού Πλαισίου, η Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης, εισηγείται αιτιολογημένα στον Πρόεδρο της Ε.Ε.Ε.Π. είτε την επιβολή διοικητικών κυρώσεων είτε την εφαρμογή Διαδικασίας Συμμόρφωσης.

10.3 Για την αιτιολόγηση της εφαρμογής ή μη της Διαδικασίας Συμμόρφωσης, η Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης λαμβάνει υπόψη και συνεκτιμά παράγοντες, όπως ενδεικτικά:

α. Τη βαρύτητα των παραβάσεων που διαπράχθηκαν.
β. Το μέγεθος του κοινού που εκτέθηκε στις επιπτώσεις της παράβασης.
γ. Το οικονομικό όφελος που αποκόμισε ο Ελεγχόμενος ή/και την αξία τυχόν παράνομων συναλλαγών που σχετίζονται με τη διάπραξη των παραβάσεων.
δ. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης Κινδύνου για τον συγκεκριμένο Ελεγχόμενο.
ε. Την ύπαρξη ή μη διαδικασιών εσωτερικού ελέγχων του Ελεγχόμενου και την εφαρμογή τους για την πρόληψη των συγκεκριμένων παραβάσεων.
στ. Την έκταση της εμπλοκής των προσώπων που ασκούν την εκπροσώπηση, τη διαχείριση και τη διοίκηση του Ελεγχόμενου στη διάπραξη των παραβάσεων.
ζ. Τη βαρύτητα των παραβάσεων που τυχόν έχει διαπράξει ο Ελεγχόμενος στο παρελθόν.
η. Τη συχνότητα με την οποία ο Ελεγχόμενος υποπίπτει σε παραβάσεις.
θ. Την έγκαιρη υποβολή/και το βαθμό πληρότητας, σαφήνειας, επάρκειας και εγκυρότητας των σχετικών με τις πράξεις ή/και παραλείψεις του Ελεγχόμενου στοιχείων.
ι. Το εάν ο Ελεγχόμενος δηλώνει ότι:

αα. Έχει γνώση και αποδέχεται τις πράξεις ή/και παραλείψεις του και προτείνει την υλοποίηση εκ μέρους του συγκεκριμένων δράσεων και ενεργειών, με τις οποίες επανέρχεται στο επιθυμητό επίπεδο.
ββ. Είναι προετοιμασμένος, ανάλογα με την περίπτωση, να ενημερώσει δημοσίως το κοινό και τους παίκτες για τις πράξεις ή/και παραλείψεις του, καθώς και για τις ενέργειες που θα αναλάβει, προκειμένου να αποκαταστήσει το επιθυμητό επίπεδο συμμόρφωσης και να αποτρέψει παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον.
γγ. Είναι διατεθειμένος να αποζημιώσει τους παίκτες για τυχόν οικονομική ζημία που υπέστησαν λόγω των πράξεων ή/και παραλείψεων του.
δδ. Είναι διατεθειμένος να καταβάλλει, χωρίς καθυστέρηση, οποιοδήποτε ποσό οφείλει στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο προκύπτει ως αποτέλεσμα των πράξεων ή/και παραλείψεων του.
εε. Είναι διατεθειμένος να αναλάβει το σύνολο των δαπανών που τυχόν απαιτείται να καταβληθούν για την άρση των επιπτώσεων των πράξεων ή/και παραλείψεων του και την αποκατάσταση του επιθυμητού επιπέδου συμμόρφωσης.

10.4 Ο Πρόεδρος της Ε.Ε.Ε.Π., συνεκτιμώντας τα στοιχεία της υπόθεσης εισηγείται σχετικά στην Επιτροπή, η οποία και αποφασίζει την εφαρμογή ή μη της Διαδικασίας Συμμόρφωσης. Στην περίπτωση που η Ε.Ε.Ε.Π. δεν αποφασίσει την εφαρμογή της Διαδικασίας Συμμόρφωσης ή εφόσον αυτή αποβεί άκαρπη, εξουσιοδοτεί τον Πρόεδρο της Αρχής να καλέσει τον Ελεγχόμενο σε ακρόαση προκειμένου να εκφράσει τις απόψεις του ενώπιον της Επιτροπής, εγγράφως ή προφορικώς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Στην περίπτωση που η Ε.Ε.Ε.Π. αποφασίσει την εφαρμογή Διαδικασίας Συμμόρφωσης, αυτή διενεργείται εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημέρες. Κατ’ εξαίρεση, δύναται να ορίζεται προθεσμία μεγαλύτερη των εξήντα (60) ημερών ή να παρατείνεται η αρχικώς ορισθείσα προθεσμία, εφόσον συντρέχουν, αποδεδειγμένα, ειδικές περιστάσεις, η συνδρομή των οποίων δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του Ελεγχόμενου και οι οποίες συνδέονται ειδικά με τις ενέργειες και τα μέτρα που καλείται να εφαρμόσει ο Ελεγχόμενος στο πλαίσιο της Διαδικασίας Συμμόρφωσης. Με την ανωτέρω απόφαση ορίζεται το ενδεικνυόμενο πλαίσιο των μέτρων συμμόρφωσης και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

10.5 Στην περίπτωση εφαρμογής Διαδικασίας Συμμόρφωσης, ο Ελεγχόμενος οφείλει να ακολουθεί πιστά τις υποδείξεις, οδηγίες και συστάσεις των αρμοδίων οργάνων και υπηρεσιών της Ε.Ε.Ε.Π., να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες και να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να αποκατασταθεί η Συμμόρφωση του με το Ρυθμιστικό Πλαίσιο, όπως επίσης και να προσκομίσει στην Αρχή οποιοδήποτε στοιχείο ή/και έγγραφο ή/και αναφορά, με τον τρόπο και στον χρόνο που η Αρχή ορίζει, προκειμένου να αποδείξει την επιτυχή ολοκλήρωση της Διαδικασίας.

10.6 Για την επαλήθευση της επιτυχούς ή μη υλοποίησης της Διαδικασίας Συμμόρφωσης, ο Πρόεδρος της Ε.Ε.Ε.Π. συγκροτεί Κλιμάκιο Επανελέγχου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 8.3 και ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης εκδίδει Εντολή Επανελέγχου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 8.4. Το Κλιμάκιο διενεργεί τον Επανέλεγχο και υποβάλλει σχετική Έκθεση Επανελέγχου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 9.

10.7 Μη επιτυχής υλοποίηση της Διαδικασίας Συμμόρφωσης ενεργοποιεί τη διαδικασία του άρθρου 11 και αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση κατά την επιβολή της διοικητικής κύρωσης.

10.8 Διαδικασία Συμμόρφωσης δεν εφαρμόζεται για δεύτερη φορά εάν δεν έχει παρέλθει, τουλάχιστον, ένα έτος από τη βεβαίωση της παράβασης, για τη θεραπεία της οποίας εφαρμόστηκε.

10.9 Στην περίπτωση που κατά την εφαρμογή της Διαδικασίας Συμμόρφωσης βεβαιωθούν νέες παραβάσεις, η Διαδικασία διακόπτεται, αυτοδίκαια, χωρίς άλλη διατύπωση, και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11.

10.10 Διαδικασία Συμμόρφωσης δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που ο Ελεγχόμενος χαρακτηρίζεται ως Υπότροπος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ - ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ

Άρθρο 11
ΕΠΙΒΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ


11.1 Στην περίπτωση κατά την οποία ο Ελεγχόμενος κληθεί σε ακρόαση κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 10.4, η Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης, λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις του Ελεγχόμενου, εισηγείται στον Πρόεδρο της Ε.Ε.Ε.Π. προτείνοντας την επιβολή η μη, των προβλεπόμενων στις κείμενες διατάξεις και την παρούσα απόφαση διοικητικών κυρώσεων. Στην εισήγηση επισυνάπτεται η Έκθεση Ελέγχου, καθώς και η Έκθεση Επανελέγχου στην περίπτωση που εφαρμόστηκε Διαδικασία Συμμόρφωσης, η οποία απέβη άκαρπη.

11.2 Ο Πρόεδρος της Ε.Ε.Ε.Π. εισηγείται στην Επιτροπή που αποφασίζει σχετικά. Με την ίδια εισήγηση δύναται να εισάγονται προς συζήτηση περισσότερες της μίας υποθέσεις Ελέγχων που επισύρουν την επιβολή διοικητικών κυρώσεων στον ίδιο Ελεγχόμενο. Η απόφαση της Αρχής αποστέλλεται στον Ελεγχόμενο και η Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης μεριμνά για την ενημέρωση του Φακέλου Ελέγχου, τον οποίο και αρχειοθετεί.

11.3 Οι αποφάσεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων της Ε.Ε.Ε.Π. αναρτώνται στον ιστότοπο της Αρχής.

11.4 Το πρόστιμο καταβάλλεται σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί η Ε.Ε.Ε.Π., εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης καταλογισμού στον ενδιαφερόμενο. Η σχετική κατάθεση συνιστά είσπραξη του αντίστοιχου προστίμου που αποδεικνύεται με το τραπεζικό έγγραφο της κατάθεσης, στο οποίο ρητά αναφέρεται ως αιτιολογία το είδος του προστίμου, καθώς και τα πλήρη στοιχεία του υπόχρεου. Η Ε.Ε.Ε.Π., όταν ο υπόχρεος προσκομίσει το παραπάνω έγγραφο, εκδίδει και χορηγεί το αντίστοιχο παραστατικό είσπραξης.

11.5 Στην περίπτωση που το πρόστιμο δεν καταβληθεί εντός της ως άνω προθεσμίας, βεβαιώνεται και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.

11.6 Στην περίπτωση επιβολής κυρώσεων σε Ελεγχόμενο που κατέχει άδεια διοργάνωσης ή/και διεξαγωγής στην αλλοδαπή, ενημερώνεται σχετικά η αρμόδια ρυθμιστική Αρχή έκδοσης της άδειας αυτής.

Άρθρο 12
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ


12.1 Διοικητικές κυρώσεις είναι:

α. Πρόστιμο. Επιβάλλεται ως κύρωση για ορισμένη βεβαιωμένη παράβαση και συντελεί στην αποτροπή από την επανάληψη παρόμοιων πράξεων και παραλείψεων στο μέλλον. Το ύψος του προστίμου καθορίζεται εντός των ορίων που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις και πρέπει να έχει το αναγκαίο αποτρεπτικό αποτέλεσμα.
β. Προσωρινή μέχρι τρεις (3) μήνες, ανάκληση της άδειας ή απαγόρευση της διοργάνωσης ή/και διεξαγωγής ή εκμετάλλευσης Παιγνίων, μορφών ή τύπων Παιγνίων ή/και Κατηγοριών Παιγνίων, ανάλογα με τη βαρύτητα
και τη συχνότητα της παράβασης.
γ. Οριστική ανάκληση της άδειας ή απαγόρευση της διοργάνωσης ή/και διεξαγωγής ή εκμετάλλευσης Παιγνίων, μορφών ή τύπων Παιγνίων ή/και Κατηγοριών Παιγνίων, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη συχνότητα της παράβασης.
δ. Ανάκληση της πιστοποίησης ή/και καταλληλότητας των Μέσων ή Υλικών Διεξαγωγής Παιγνίων ή Παιγνιομηχανημάτων, καθώς και προσωρινή μέχρι τρεις (3) μήνες ή οριστική ανάκληση της πιστοποίησης των Εγκαταστάσεων, όταν αυτές υποχρεούνται να φέρουν πιστοποίηση από την Ε.Ε.Ε.Π., σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
ε. Προσωρινή μέχρι τρεις (3) μήνες ή οριστική ανάκληση της πιστοποίησης ή/και άρση της καταλληλότητας των προσώπων που μετέχουν στη διοργάνωση ή/και διεξαγωγή Παιγνίων, όταν τα πρόσωπα αυτά υποχρεούνται να φέρουν πιστοποίηση ή/και καταλληλότητα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

12.2 Οι παραπάνω διοικητικές κυρώσεις δύναται να επιβάλλονται μεμονωμένα ή συνδυαστικά.

Άρθρο 13
ΕΝΤΑΣΗ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΗΤΑΣ


13.1 Σε κάθε παράβαση αποδίδεται ένταση βαρύτητας (ΕΒi). Η ένταση αποδίδεται σε συνάρτηση με την εκτίμηση των αρνητικών επιπτώσεων της παράβασης στην επίτευξη των παρακάτω στόχων:

α. Προστασία των συμφερόντων του δημοσίου (Σ1).
β. Διασφάλιση της τήρησης των όρων διεξαγωγής των Παιγνίων (Σ2).
γ. Αποτροπή της διάπραξης ή του κινδύνου διάπραξης ποινικών αδικημάτων ή υποστήριξης εγκλημάτων, κατά τη διεξαγωγή των Παιγνίων (Σ3).
δ. Προστασία του κοινωνικού συμφέροντος (Σ4).

13.2 Στην περίπτωση παραβάσεων που αφορούν στην υλοποίηση Εμπορικής Επικοινωνίας, οι στόχοι της παραγράφου 13.1 υποκαθίστανται από τους εξής:

α. Προστασία του δημόσιου και κοινωνικού συμφέροντος (Σ1).
β. Διασφάλιση του κοινού και των παικτών από παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές (Σ2).
γ. Διατήρηση της επικοινωνιακής διείσδυσης των Παιγνίων σε ήπιο και λελογισμένο επίπεδο (Σ3).
δ. Τήρηση των αρχών του Υπεύθυνου Παιχνιδιού (Σ4).

13.3 Για τον υπολογισμό της έντασης βαρύτητας (ΕΒi), κάθε παράβαση (i) βαθμολογείται αρχικά με μια χωριστή τιμή (TZij) για κάθε έναν από τους παραπάνω στόχους (j), με βάση την αρνητική επίπτωση που το αποτέλεσμα της παράβασης έχει ή δύναται να έχει για την επίτευξη τους. Η βαθμολόγηση κάθε παράβασης λαμβάνει τις διακριτές τιμές 0, 5, 10, 15 και 20. Η ένταση βαρύτητας (EBi) κάθε παράβασης είναι ο μέσος όρος των τιμών (TZij) της παράβασης (i) ανά στόχο (j). Δηλαδή:


Με βάση τα ανωτέρω, οι δυνατές τιμές που μπορεί να λάβει η ένταση βαρύτητας (ΕΒi) κάθε παράβασης είναι οι εξής:
 

α/α  Δυνατές τιμές που λαμβάνει η Ένταση Βαρύτητας ΕΒi
1,25
2,5
3,75
5
6,25
7,5
8,75
10
11,25
12,5
13,75
15
16,25
17,5
18,75
20


13.4 Ανάλογα με την τιμή της έντασης βαρύτητας (ΕΒi), οι παραβάσεις διακρίνονται σε τέσσερις (4) κατηγορίες (k) σημαντικότητας ως εξής:
 

α/α Εύρος Έντασης Βαρύτητας Κατηγορία Σημαντικότητας
1 0< EBi ≤ 5 Χαμηλή
2 6,25≤ EBi ≤ 10 Μέση
3 11,25 ≤ EBi ≤ 15 Υψηλή
4 16,25 ≤ EBi ≤ 20 Πολύ Υψηλή


13.5 Η κατάταξη των παραβάσεων σε κατηγορίες σημαντικότητας, για κάθε Παίγνιο ή Κατηγορία Παιγνίων, καθώς επίσης και για την υλοποίηση Εμπορικής Επικοινωνίας, πραγματοποιείται με απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π. Με όμοια απόφαση, η κατά τα ανωτέρω κατάταξη δύναται να τροποποιείται, ανάλογα με τις τροποποιήσεις του Ρυθμιστικού Πλαισίου ή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται σκόπιμο για την αποτελεσματικότερη άσκηση των αρμοδιοτήτων της Αρχής.

13.6 Η κατά τα ανωτέρω κατάταξη των παραβάσεων σε κατηγορίες σημαντικότητας, αναρτάται στον ιστότοπο της Ε.Ε.Ε.Π. προς ενημέρωση των ενδιαφερομένων.

Άρθρο 14
ΕΥΡΟΣ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ


14.1 Το εύρος του προστίμου ανά παράβαση και κατηγορία σημαντικότητας, ορίζεται ως εξής:

14.1.1 Για παραβάσεις που βεβαιώνονται κατά τη διοργάνωση ή/και διεξαγωγή τυχερών παιγνίων:
 

α/α Εύρος Έντασης Βαρύτητας Κατηγορίες Σημαντικότητας Εύρος Προστίμου (ευρώ)
1 0 < EBi ≤ 5 Χαμηλή 5.000-25.000
2 6,25 ≤ EBi ≤ 10 Μέση 25.001-50.000
3 11,25 ≤ EBi ≤ 15 Υψηλή 50.001-120.000
4 16,25 ≤ EBi ≤ 20 Πολύ Υψηλή 120.001-240.000


1.2 Για παραβάσεις που βεβαιώνονται κατά την εκμετάλλευση ηλεκτρονικών τεχνικών-ψυχαγωγικών παιγνίων:
 

α/α Εύρος Έντασης Βαρύτητας Κατηγορίες Σημαντικότητας Εύρος Προστίμου (ευρώ)
1 0 < EBi ≤ 5 Χαμηλή 1.000-2.000
2 6,25 ≤ EBi ≤ 10 Μέση 2.001-4.000
3 11,25 ≤ EBi ≤ 15 Υψηλή 4.001-8.000
4 16,25 ≤ EBi ≤ 20 Πολύ Υψηλή 8.001-16.000


14.1.3 Για παραβάσεις που βεβαιώνονται σχετικά με την υλοποίηση Εμπορικής Επικοινωνίας τυχερών παιγνίων:

 

α/α Εύρος Έντασης Βαρύτητας Κατηγορίες Σημαντικότητας Εύρος Προστίμου (ευρώ)
1 0 < EBi ≤ 5 Χαμηλή 5.000-15.000
2 6,25 ≤ EBi ≤ 10 Μέση 15.001-30.000
3 11,25 ≤ EBi ≤ 15 Υψηλή 30.001-60.000
4 16,25 ≤ EBi ≤ 20 Πολύ Υψηλή 60.001-120.000

 
14.1.4 Για παραβάσεις που βεβαιώνονται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 51 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180):
 

α/α Εύρος Έντασης Βαρύτητας Κατηγορίες Σημαντικότητας Εύρος Προστίμου (ευρώ)
1 0 < EBi ≤ 5 Χαμηλή 100.000-150.000
2 6,25 ≤ EBi ≤ 10 Μέση 150.001-250.000
3 11,25 ≤ EBi ≤ 15 Υψηλή 250.001-350.000
4 16,25 ≤ EBi ≤ 20 Πολύ Υψηλή 350.001-500.000


14.1.5 Για παραβάσεις που βεβαιώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 6 του άρθρου 51 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180), ισχύουν οι προβλεπόμενες στις διατάξεις αυτές διοικητικές κυρώσεις.

Άρθρο 15
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ! ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ


15.1 Η Ε.Ε.Ε.Π. καταλογίζει το πρόστιμο για κάθε βεβαιωμένη παράβαση εντός του εύρους του προστίμου που προβλέπεται για την κατηγορία σημαντικότητας, στην οποία η παράβαση αυτή εντάσσεται. Η επιμέτρηση του προστίμου πραγματοποιείται ως εξής:

15.1.1 Για μία παράβαση επιμετράται το πρόστιμο, εντός του εύρους του προστίμου που προβλέπεται για την κατηγορία σημαντικότητας, στην οποία η παράβαση αυτή εντάσσεται. Για την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται υπόψη τυχόν επιβαρυντικές περιστάσεις. Αυτές είναι:

α. Η βαρύτητα των παραβάσεων που τυχόν έχει διαπράξει ο Ελεγχόμενος στο παρελθόν.
β. Η συχνότητα με την οποία ο Ελεγχόμενος υποπίπτει σε παραβάσεις.
γ. Η άρνηση του Ελεγχόμενου να συνεργαστεί ή η απόπειρα παρεμπόδισης της Ε.Ε.Ε.Π. και των οργάνων αυτής, κατά τη διεξαγωγή έρευνας επί της συγκεκριμένης υπόθεσης.
δ. Το οικονομικό όφελος που αποκόμισε ή επιδίωξε να αποκομίσει ο Ελεγχόμενος ή/και η αξία τυχόν παράνομων συναλλαγών.
ε. Το μέγεθος του κοινού που εκτέθηκε στην, κατά παράβαση, εκτελεσθείσα ενέργεια ή παράλειψη.
στ. Η έλλειψη ολοκληρωμένου συστήματος και διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου του Ελεγχόμενου για την πρόληψη των συγκεκριμένων παραβάσεων.
ζ. Η έκταση της εμπλοκής των προσώπων που ασκούν τη διοίκηση, διαχείριση ή εκπροσώπηση του Ελεγχόμενου στη διάπραξη των παραβάσεων.

15.1.2 Για συντρέχουσες παραβάσεις που εντάσσονται είτε στην ίδια είτε και σε διαφορετικές κατηγορίες σημαντικότητας:

α. Επιμετράται το πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 15.1.1 για μία παράβαση που λαμβάνει την υψηλότερη τιμή Έντασης βαρύτητας (ΕΒi).
β. Το πρόστιμο που προκύπτει, προσαυξάνεται με βάση την τιμή της Έντασης Βαρύτητας (ΕΒi) που λαμβάνει κάθε επόμενη της παραγράφου α παράβαση, εκπεφρασμένη ως ποσοστό. Το ποσό βάσης της προσαύξησης είναι ο μέσος όρος του εύρους του προστίμου της κατηγορίας σημαντικότητας, στην οποία εντάσσεται κάθε επόμενη παράβαση. Στην περίπτωση που ο μέσος όρος για μία κατηγορία σημαντικότητας είναι υψηλότερος του προστίμου που επιμετρήθηκε για την παράβαση της παραγράφου α, ως ποσό βάσης της προσαύξησης λαμβάνεται υπόψη το πρόστιμο που επιμετρήθηκε για την παράβαση της παραγράφου α.

15.2 Το συνολικό πρόστιμο (Π) για τις βεβαιωθείσες παραβάσεις, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 15.1, προκύπτει από τον παρακάτω τύπο:

        (1)

όπου:

Π: Το συνολικό ποσό της παράβασης
Χ: το πρόστιμο μίας εκ των παραβάσεων που λαμβάνουν την υψηλότερη τιμή Έντασης βαρύτητας (EBi).
Εi: Η Ένταση Βαρύτητας (EBi) της παράβασης i εκπεφρασμένη ως ποσοστό



Κi: Το κατώτατο όριο προστίμου της κατηγορίας σημαντικότητας στην οποία εντάσσεται κάθε συγκεκριμένη παράβαση i.
Αi: Το ανώτατο όριο προστίμου της κατηγορίας σημαντικότητας στην οποία εντάσσεται κάθε συγκεκριμένη παράβαση i.
Ρi: Το πλήθος των παραβάσεων με την ίδια τιμή Έντασης Βαρύτητας (EBi) για κάθε συγκεκριμένη κατηγορία σημαντικότητας.

15.3 Κατωτέρω, παρατίθεται παράδειγμα εφαρμογής της μεθοδολογίας επιμέτρησης προστίμου:

15.3.1 Παράδειγμα: Σε Έλεγχο επίτης διοργάνωσης και διεξαγωγής τυχερών παιγνίων βεβαιώνονται τέσσερεις (4) παραβάσεις, οι οποίες κατανέμονται ανά κατηγορία σημαντικότητας και Ένταση Βαρύτητας (EBi) ως εξής:
-Δύο στην κατηγορία σημαντικότητας Πολύ Υψηλή με Ένταση Βαρύτητας (ΕΒi) 20,00 και Ei=0,2.
-Μία στην κατηγορία σημαντικότητας Υψηλή με Ένταση Βαρύτητας (ΕΒi) 15,00 και Εi=0,15.
-Μία στην κατηγορία σημαντικότητας Μέση με Ένταση Βαρύτητας (EBi) 10,00 και Εi=0,10.
Έστω ότι για την πρώτη εκ των δύο παραβάσεων κατηγορίας σημαντικότητας Πολύ Υψηλή με Ένταση Βαρύτητας (EBi) 20,00, επιμετρήθηκε πρόστιμο (Π0)=140.000€. Ο μέσος όρος του εύρους του προστίμου της συγκεκριμένης κατηγορίας σημαντικότητας είναι (120.001+240.000)/2=180.000,50.
Κατά συνέπεια, ως βάση προσαύξησης της μίας συντρέχουσας παράβασης της Κατηγορίας Σημαντικότητας Πολύ Υψηλή, λαμβάνεται το ποσό των 140.000 € ενώ για τις συντρέχουσες παραβάσεις των επόμενων κατηγοριών σημαντικότητας Υψηλή και Μέση, ο μέσος όρος του εύρους του προστίμου της καθεμιάς από αυτές. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, η προσαύξηση για κάθε μία από τις συντρέχουσες παραβάσεις, εφαρμοζόμενου του τύπου (1) ανωτέρω, υπολογίζεται ως εξής:

α. Για τη δεύτερη παράβαση κατηγορίας σημαντικότητας Πολύ Υψηλή με Ένταση Βαρύτητας (EBi) 20,00, η προσαύξηση του προστίμου (Π1) προκύπτει από τη σχέση:
Π1 = [(0,2* 140.000,00) *1] = 28.000,00 €
β. Για την τρίτη παράβαση κατηγορίας σημαντικότητας Υψηλή με Ένταση Βαρύτητας (EBi) 15,00, η προσαύξηση του προστίμου (Π2) προκύπτει από τη σχέση:
Π2 = [(0,15 * 90.000,50) * 1] = 13.500,075 €
γ. Για την τέταρτη παράβαση κατηγορίας σημαντικότητας Μέση με Ένταση Βαρύτητας (EBi) 10,00, η προσαύξηση του προστίμου (Π3) προκύπτει από τη σχέση:
Π3 = [(0,10 * 42.500,50) * 1] = 4.250,05 €
δ. Το συνολικό Πρόστιμο (Π) για όλες τις παραβάσεις προκύπτει από το άθροισμα:
Π = Π0 + Π1+ Π2 + Π3 = 140.000,00 + 28.000,00 + 13.500,075 + 4.250,05 = 185.750,125 €

15.4 Σε κάθε περίπτωση μη επιτυχούς εφαρμογής Διαδικασίας Συμμόρφωσης του άρθρου 10, το συνολικό πρόστιμο (Π), προσαυξάνεται, επιπλέον, από 20% έως και 50%.

15.5 Σε κάθε περίπτωση υποτροπής σύμφωνα με το άρθρο 16, το συνολικό πρόστιμο (Π) που προκύπτει προσαυξάνεται, επιπλέον, από 25% έως και 50%.

15.6 Όταν το συνολικό πρόστιμο (Π), συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων, υπερβαίνει το ανώτατο πρόστιμο που τίθεται, κατά περίπτωση, από τις κείμενες νομοθετικές διατάξεις, επιβάλλεται το ανώτατο πρόστιμο που προβλέπεται στο νόμο.

Άρθρο 16 ΥΠΟΤΡΟΠΗ

16.1 Υπότροπος είναι όποιος διαπράξει σε διάστημα ενός έτους από τη βεβαίωση της πρώτης παράβασης, επιπλέον μία παράβαση οποιασδήποτε κατηγορίας σημαντικότητας.

16.2 Οι συνθήκες υποτροπής παύουν να ισχύουν με την παρέλευση ενός έτους από την ημερομηνία υποβολής της Έκθεσης Ελέγχου, με την οποία βεβαιώνεται η πρώτη παράβαση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ:
ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΠΑΙΓΝΙΩΝ

Άρθρο 17
ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΠΑΙΓΝΙΩΝ


17.1. Για τη στελέχωση του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων, η Ε.Ε.Ε.Π. προβαίνει σε Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος κάθε φορά που κρίνεται αναγκαίο για την κάλυψη των αναγκών του Ελεγκτικού Έργου, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

17.2 Η Πρόσκληση καταρτίζεται από το Τμήμα Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων και Πραγματογνωμόνων της Διεύθυνσης Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης. Η Πρόσκληση μπορεί να απευθύνεται στο προσωπικό που υπηρετεί στην Ε.Ε.Ε.Π. καθώς και σε προσωπικό, μόνιμο ή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, άλλων υπηρεσιών και φορέων του Δημόσιου και ευρύτερου Δημόσιου τομέα. Όταν η Πρόσκληση απευθύνεται στο προσωπικό που υπηρετεί στην Ε.Ε.Ε.Π., εκδίδεται με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π.. Όταν η Πρόσκληση απευθύνεται σε προσωπικό άλλων υπηρεσιών και φορέων του Δημόσιου και ευρύτερου Δημόσιου τομέα, εκδίδεται με απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π..

17.3 Στην Πρόσκληση καθορίζονται οι θέσεις προς στελέχωση, οι όροι και οι προϋποθέσεις της πλήρωσης τους, τα τυχόν ειδικότερα τυπικά, ουσιαστικά και πρόσθετα προσόντα που πρέπει να κατέχουν οι υποψήφιοι ανά θέση και κατηγορία εκπαίδευσης και οι τρόποι απόδειξης αυτών.

17.4 Για την ένταξη στο Σώμα, οι υποψήφιοι πρέπει κατ' ελάχιστο:

α. να διαθέτουν πτυχίο ή δίπλωμα Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. της ημεδαπής ή ισότιμου αναγνωρισμένου τίτλου της αλλοδαπής.
β. να έχουν συμπληρώσει, συνολικά, πέντε (5) έτη προϋπηρεσίας στο Δημόσιο ή ευρύτερο Δημόσιο τομέα, γ. να διαθέτουν γνώσεις και δεξιότητες χρήσης εφαρμογών γραφείου και διαδικτύου,
δ. να έχουν γνώση της αγγλικής γλώσσας.

17.5 Υπάλληλοι κατηγορίας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ) που, κατά τον χρόνο δημοσίευσης της παρούσας, υπηρετούν με απόσπαση στην Ε.Ε.Ε.Π., δύναται να υποβάλλουν αίτηση προκειμένου να ενταχθούν στο Σώμα Ελεγκτών Παιγνίων κατ' εξαίρεση της συνδρομής των προϋποθέσεων της παραγράφου 17.4.

17.6 Η αποφοίτηση από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, η κατοχή διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου, καθώς και η αποδεδειγμένη γνώση, επιμόρφωση και εμπειρία σε θέματα της διεθνούς και εγχώριας αγοράς Παιγνίων, συνεκτιμώνται ως πρόσθετα προσόντα.

17.7 Με την Πρόσκληση της παραγράφου 17.1 δύναται να ορίζονται, πλέον των αναφερομένων στην παράγραφο 17.4, ειδικότερα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και συγκεκριμένη εξειδίκευση για ένα ή περισσότερα αντικείμενα Ελέγχου ή/και μία ή περισσότερες Κατηγορίες Παιγνίων.

17.8 Κατά τη διενέργεια των Επιτόπιων Ελέγχων, πλην των περιπτώσεων Κεκαλυμμένων Ελέγχων, τα μέλη του Σώματος, φέρουν υποχρεωτικά, υπηρεσιακή ταυτότητα, η οποία εκδίδεται από την Ε.Ε.Ε.Π.

17.9 Με απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π., θεσπίζεται σύστημα αξιολόγησης της απόδοσης των Ελεγκτών, σύμφωνα με κριτήρια που υιοθετούνται για το σκοπό αυτό.

Άρθρο 18
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ


18.1. Η επιλογή των υποψηφίων για ένταξη στο Σώμα Ελεγκτών Παιγνίων, πραγματοποιείται ως εξής:

18.2. Με απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π., κατόπιν εισήγησης του Προέδρου της, συγκροτείται πενταμελής Επιτροπή Επιλογής που αποτελείται από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης, ως Πρόεδρο, τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Οικονομικών και Διοικητικών Υποθέσεων, τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Τεχνολογικών Υποδομών και δύο (2) Προϊσταμένους Οργανικών Μονάδων της Ε.Ε.Ε.Π., ως μέλη. Με την ίδια απόφαση ορίζονται οι αναπληρωτές των μελών καθώς η γραμματεία της Επιτροπής.

18.3 Η Επιτροπή ελέγχει τις αιτήσεις και αξιολογεί τους υποψηφίους, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, η Επιτροπή μπορεί να διενεργεί προσωπική συνέντευξη με τους υποψηφίους ή/και να υποβάλλει αυτούς σε διαδικασία εξέτασης.

18.4 Μετά την αξιολόγηση, η Επιτροπή με απόφασή της καταρτίζει προσωρινό πίνακα κατάταξης των υποψηφίων προς ένταξη στο Σώμα, κατά φθίνουσα τάξη. Ο πίνακας αναρτάται στον ιστότοπο της Ε.Ε.Ε.Π. και η ανάρτηση κοινοποιείται στους υποψηφίους.

18.5 Τυχόν αιτήσεις θεραπείας κατά του προσωρινού πίνακα υποβάλλονται σε αποκλειστική προθεσμία τριών (3) εργάσιμων ημερών από την επομένη της κοινοποίησης των αποτελεσμάτων στους υποψηφίους.

18.6 Η Επιτροπή Επιλογής αποφασίζει επί των αιτήσεων θεραπείας και καταρτίζει τον οριστικό πίνακα, τον οποίο και υποβάλλει στο Τμήμα Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων και Πραγματογνωμόνων της Διεύθυνσης Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης.

18.7 Το Τμήμα Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων και Πραγματογνωμόνων, εισηγείται την ένταξη στο Σώμα των υποψηφίων, σύμφωνα με τη σειρά κατάταξης του οριστικού πίνακα και μέχρι την πλήρωση των προκηρυχθέντων θέσεων, ανά κατηγορία εκπαίδευσης ή/και κλάδο ή ειδικότητα.

18.8 Η Ε.Ε.Ε.Π., με απόφασή της, εγκρίνει τον οριστικό πίνακα και οι επιλεγέντες, εντάσσονται στο Σώμα σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

18.9 Η απόσπαση των υπαλλήλων, οι οποίοι αποσπάστηκαν στην Ε.Ε.Ε.Π. ως μέλη του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, λήγει αυτοδίκαια με τη διαγραφή τους από το Σώμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21.

18.10 Τα μέλη του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων, εκτός του Ελεγκτικού, εκτελούν και διοικητικό έργο, σύμφωνα με τις εκάστοτε υπηρεσιακές ανάγκες.

Άρθρο 19
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΕΓΚΤΩΝ

19.1 Τα μέλη του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων εκπαιδεύονται σε ένα ή περισσότερα αντικείμενα Ελέγχου, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες και απαιτήσεις του Ελεγκτικού Έργου.

19.2 Στα προγράμματα εκπαίδευσης συμμετέχουν, υποχρεωτικά, τα επιλεγέντα για το συγκεκριμένο πρόγραμμα μέλη του Σώματος.

19.3 Η επιλογή μελών για τη συμμετοχή τους σε εκπαιδευτικά προγράμματα, πραγματοποιείται από το Τμήμα Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων και Πραγματογνωμόνων, σύμφωνα με τις εξειδικευμένες απαιτήσεις των αντικειμένων ελέγχου σε συνδυασμό με τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των μελών του Σώματος.

19.4 Τα προγράμματα εκπαίδευσης δύνανται να περιλαμβάνουν τόσο θεωρητική όσο και πρακτική εκπαίδευση, οι οποίες μπορεί να διενεργούνται είτε ενιαία είτε σε επιμέρους φάσεις. Εφόσον απαιτείται, για τις ανάγκες της πρακτικής εκπαίδευσης, οι Εκπαιδευόμενοι προστίθενται στα μέλη των Κλιμακίων Ελέγχου ή Επανελέγχου και μετέχουν της Ελεγκτικής Διαδικασίας, χωρίς δικαίωμα υπογραφής.

19.5 Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα καταρτίζεται από το Τμήμα Διοικητικών Υποθέσεων της Διεύθυνσης Οικονομικών και Διοικητικών Υποθέσεων, σε συνεργασία με το Τμήμα Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων και Πραγματογνωμόνων και τις καθ' ύλην αρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες της Αρχής και περιλαμβάνει κατ' ελάχιστον:

α. Την εκπαιδευτική ύλη.
β. Τις εκπαιδευτικές φάσεις.
γ. Τους εκπαιδευτές.
δ. Τη μέθοδο αξιολόγησης των συμμετεχόντων.
ε. Τη μέθοδο αξιολόγησης του προγράμματος από τους Εκπαιδευόμενους.
στ. Το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης της εκπαίδευσης.

19.6 Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα εγκρίνεται με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π. κατόπιν σχετικής εισήγησης της Διεύθυνσης Οικονομικών και Διοικητικών Υποθέσεων.

19.7 Το Τμήμα Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων και Πραγματογνωμόνων, σε συνεργασία με τις συναρμόδιες υπηρεσίες της Ε.Ε.Ε.Π., συμβάλλει στο σχεδιασμό και την οργάνωση της υλοποίησης των προγραμμάτων εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των μελών του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων και παρακολουθεί όλες τις απαιτούμενες για την υλοποίηση του εκπαιδευτικού προγράμματος διοικητικές ενέργειες.

19.8 Με την επιτυχή ολοκλήρωση της εκπαίδευσης, ο Ελεγκτής λαμβάνει σχετική βεβαίωση παρακολούθησης του προγράμματος, η οποία χορηγείται από το Τμήμα Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων και Πραγματογνωμόνων και καταχωρείται στον υπηρεσιακό του φάκελο. Η βεβαίωση αυτή επέχει θέση κτήσης της Εξειδίκευσης που απαιτείται για τη συμμετοχή του σε Ελέγχους.

19.9 Για τις ανάγκες της εκπαίδευσης, η Ε.Ε.Ε.Π. μπορεί να συνεργάζεται με το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, με εκπαιδευτικούς φορείς ή/και με άλλους φορείς ή υπηρεσίες, με ομόλογες ρυθμιστικές Αρχές του εξωτερικού, καθώς και με φορείς της αγοράς Παιγνίων, της Ελλάδας και της αλλοδαπής.

19.10 Οι Ελεγκτές δύνανται να συμμετέχουν σε ημερίδες, συνέδρια, σεμινάρια, που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα ή/και στο εξωτερικό.

Άρθρο 20
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΛΕΓΚΤΩΝ


20.1 Ο Ελεγκτής ασκεί τα καθήκοντα του με τρόπο συστηματικό, τεκμηριωμένο και αντικειμενικό, τηρώντας τις αρχές της ακεραιότητας, της υπευθυνότητας, της αμεροληψίας, της εμπιστευτικότητας και της εχεμύθειας. Συγκεκριμένα, ο Ελεγκτής:

α. Ενημερώνει αιτιολογημένα την Υπηρεσία για οποιοδήποτε λόγο συντρέχει στο πρόσωπό του, ο οποίος εμποδίζει ή δυσχεραίνει την απρόσκοπτη εκτέλεση του Ελεγκτικού Έργου που του έχει ανατεθεί.
β. Εκτελεί το Ελεγκτικό Έργο σύμφωνα με το Ρυθμιστικό Πλαίσιο και τα Εγχειρίδια Ελέγχου.
γ. Δεν θίγει την αξιοπιστία και το κύρος της Αρχής με πράξεις ή παραλείψεις του.
δ. Τεκμηριώνει τα αποτελέσματα του Ελέγχου με σαφήνεια και παραθέτει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.
ε. Δηλώνει κώλυμα και δεν συμμετέχει σε Έλεγχο όταν με τον Ελεγχόμενο ή με υπάλληλό του με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, είναι σύζυγοι ή συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, κατ’ ευθεία μεν γραμμή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε έως και τετάρτου βαθμού ή έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα ή η ικανοποίηση προσωπικού συμφέροντος τους συνδέεται με την έκβαση του ελέγχου.
στ. Δεν συμμετέχει σε οποιαδήποτε δραστηριότητα, η οποία μπορεί να επηρεάσει ή μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει την αμερόληπτη κρίση του.
ζ. Γνωστοποιεί στην Αρχή κάθε πληροφορία ή γεγονός, το οποίο δύναται να επηρεάζει τη νόμιμη και αδιάβλητη διοργάνωση και διεξαγωγή των Παιγνίων και περιέρχεται σε γνώση του τόσο κατά την άσκηση των καθηκόντων του όσο και εκτός αυτής.
η. Υπέχει καθήκον εχεμύθειας και έχει υποχρέωση να διαφυλάσσει την εμπιστευτικότητα πληροφοριών που περιήλθαν με οποιονδήποτε τρόπο σε γνώση του, στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του.
θ. Δεν χρησιμοποιεί πληροφορίες που κατέχει ή λαμβάνει στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή τρίτος, άμεσο ή έμμεσο περιουσιακό όφελος.
ι. Συμμετέχει στα εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώνονται ανά αντικείμενο Ελέγχου πλην περιπτώσεων αιτιολογημένου κωλύματος.
ια. Δεν εμπλέκεται σε αλλότριες ενασχολήσεις κατά τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων του, στο πλαίσιο του Ελεγκτικού του Έργου.
ιβ. Υπόκειται στην υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης με βάση τις διατάξεις του ν. 3213/2003 (Α΄ 309), όπως εκάστοτε ισχύει.
ιγ. Κατά την άσκηση του Ελεγκτικού Έργου, οφείλει να μην καταχράται την ελεγκτική του ιδιότητα και να ασκεί τα καθήκοντα του με πνεύμα συνεργασίας.

20.2. Οι Ελεγκτές του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων δεν εξετάζονται, δεν διώκονται και δεν ενάγονται για τα διαλαμβανόμενα σε Έκθεση Ελέγχου που συνέταξαν ή συνυπέγραψαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εξαιρούνται των ανωτέρω η περίπτωση δόλου, η παραβίαση του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η παράβαση του καθήκοντος εχεμύθειας των ελεγκτικών οργάνων.

20.3. Οι Ελεγκτές του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων δεν υπέχουν προσωπικώς αστική ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την κείμενη νομοθεσία καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους, εκτός εάν ενήργησαν με δόλο. Η διάταξη αυτή δεν απαλλάσσει τους ανωτέρω από τυχόν ευθύνη τους έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για παράβαση καθήκοντος και, εν γένει, για πράξεις ή παραλείψεις από βαρεία αμέλεια.

Άρθρο 21
ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΜΕΛΟΥΣ-ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΜΕΛΟΥΣ


21.1 Ο Ελεγκτής διαγράφεται από το Σώμα, με απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π., όταν το εγγεγραμμένο στο Σώμα μέλος:

α. Υποβάλει οικειοθελώς αίτηση διαγραφής.
β. Παύσει να είναι υπάλληλος της Ε.Ε.Ε.Π. για οποιονδήποτε λόγο.
γ. Απέχει αδικαιολόγητα από τα καθήκοντα του κατά την άσκηση του Ελεγκτικού Έργου του Κλιμακίου Ελέγχου στο οποίο συμμετέχει.
δ. Αρνείται αναιτιολόγητα τη συμμετοχή του σε Κλιμάκιο Ελέγχου ή σε πρόγραμμα εκπαίδευσης των μελών του Σώματος, για δεύτερη φορά σε διάστημα ενός έτους.
ε. Η απόδοση του αξιολογείται ανεπαρκής σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σύστημα αξιολόγησης της απόδοσης των Ελεγκτών.
στ. Έχει καταδικαστεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση για αδικήματα σχετικά με τα παίγνια ή για το αδίκημα της κλοπής, της απάτης, της εκβίασης, της συκοφαντικής δυσφήμισης, της πλαστογραφίας, της ψευδορκίας, της δωροδοκίας ή για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής ή για εγκλήματα σχετικά με την Υπηρεσία.
ζ. Του έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού ή της προσωρινής ή της οριστικής παύσης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 109, του ν. 3528/2007 (Α' 26), όπως εκάστοτε ισχύει.
η. Δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που υπέχει, σύμφωνα με την παράγραφο 20.1 της παρούσας.

21.2 Η ιδιότητα μέλους του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων, αναστέλλεται, με απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π., όταν το εγγεγραμμένο στο Σώμα μέλος:

α. Δεν ολοκληρώνει επιτυχώς, επί δύο (2) φορές, πρόγραμμα εκπαίδευσης για ένα Παίγνιο ή/και μια κατηγορία Παιγνίων ή/και διακριτές λειτουργικές περιοχές της διοργάνωσης και διεξαγωγής αυτών. Η αναστολή αίρεται, εφόσον το μέλος ολοκληρώσει επιτυχώς επόμενο κύκλο εκπαίδευσης, ίδιου περιεχομένου.
β. Του ασκηθεί ποινική δίωξη για τα αδικήματα του στοιχείου ε της παραγράφου 21.1 του παρόντος και έως ότου αποφασισθεί κατά τις ισχύουσες διατάξεις, η άσκηση ή μη πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του.
γ. Του ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και έως ότου ολοκληρωθεί η πειθαρχική διαδικασία.

21.3 Σε περίπτωση αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης για τα αδικήματα του στοιχείου στ της παραγράφου 21.1, καθώς και σε περίπτωση ακύρωσης, με δικαστική απόφαση, της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή του στοιχείου ζ της παραγράφου 21.1, το διαγραφέν μέλος του Σώματος Ελεγκτών, δύναται κατόπιν αιτήσεως του, να επανέλθει στο Σώμα με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π.

Άρθρο 22
ΜΗΤΡΩΟ ΕΛΕΓΚΤΩΝ


22.1 Το Τμήμα Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων και Πραγματογνωμόνων τηρεί Μητρώο Ελεγκτών, με τους εγγεγραμμένους στο Σώμα Ελεγκτών Παιγνίων.

22.2 Στο Μητρώο Ελεγκτών τηρούνται και ενημερώνονται τα προσωπικά και υπηρεσιακά στοιχεία των μελών του Σώματος, τα στοιχεία της συμμετοχής τους στα προγράμματα εκπαίδευσης και στα Κλιμάκια Ελέγχου, τυχόν εξαιρέσεις τους από τους Ελέγχους, τα στοιχεία της διαθεσιμότητάς τους κ.λπ.

22.3 Επιτρέπεται η διασύνδεση και συσχέτιση των δεδομένων του Μητρώου Ελεγκτών με τα στοιχεία της υπηρεσιακής κατάστασης των μελών του Σώματος που τηρούνται στο αρχείο της Διεύθυνσης Οικονομικών και Διοικητικών Υποθέσεων.

Άρθρο 23
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ


23.1 Έλεγχοι οι οποίοι, κατά τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, δεν έχουν ολοκληρωθεί ή επίτων αποτελεσμάτων τους δεν έχει ληφθεί απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π., τελούν υπό την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 10 και του Κεφαλαίου Γ της απόφασης αυτής.

23.2 Η προσμέτρηση των προθεσμιών του άρθρου 16 για κάθε Ελεγχόμενο, εκκινά από την ημερομηνία υποβολής της Έκθεσης Ελέγχου, με την οποία βεβαιώνεται η πρώτη παράβαση μετά την έναρξη ισχύος της απόφασης αυτής.

23.3 Μέχρι την έκδοση της υπηρεσιακής ταυτότητας της παραγράφου 17.8, οι Ελεγκτές, κατά τον Επιτόπιο Έλεγχο, φέρουν υποχρεωτικά και επιδεικνύουν την Εντολή Ελέγχου.

23.4 Εξειδικεύσεις μελών του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων, οι οποίες έχουν αποδοθεί πριν από την έναρξη ισχύος της απόφασης αυτής, εξακολουθούν να ισχύουν.

Άρθρο 24
ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ


Από την έναρξη ισχύος της απόφασης αυτής καταργούνται:

α. Η διάταξη του άρθρου 13 της με αριθμό 93/2/28.1.2014 (Β 205) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Γενικές Αρχές και Κανόνες Διεξαγωγής των Τυχερών Παιγνίων που διεξάγονται μέσω ραδιοτηλεοπτικών και τηλεπικοινωνιακών μέσω σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 6 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180), όπως ισχύει.].
β. Οι διατάξεις του άρθρου 32 της με αριθμό 103/7/25.4.2014 (Β΄ 1127) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Τροποποίηση και Κωδικοποίηση της με αριθμό 14/2/17.7.2012 (Β΄ 2205) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με την οποία ρυθμίζονται θέματα Κανονισμού Διεξαγωγής και Ελέγχου του παιγνίου των Κρατικών Λαχείων.].
γ. Οι διατάξεις των άρθρων 18 έως και 22 της με αριθμό 131/2/21.11.2014 (Β’ 3170) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Έγκριση Ειδικού Κανονισμού Κρατικού Λαχείου Κοινωνικής Αντίληψης].
δ. Η διάταξη του άρθρου 31 της με αριθμό 105/2/16.5.2014 (Β 1330) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Ρύθμιση θεμάτων διεξαγωγής και ελέγχου παιγνίων στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης που προσφέρονται από την Ο.Π.Α.Π. Α.Ε. μέσω του διαδικτύου.].
ε. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου ΣΤ και του άρθρου 33 της με αριθμό 130/2/18.11.2014 (Β΄ 3225) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Ρύθμιση θεμάτων Κανονισμού Διεξαγωγής και Ελέγχου Ηλεκτρονικών Τεχνικών-Ψυχαγωγικών Παιγνίων με Παιγνιομηχανήματα.].
στ. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου IB και του άρθρου 57 της με αριθμό 225/2/25.10.2016 (Β΄ 3528) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Τροποποίηση, συμπλήρωση και κωδικοποίηση της με αριθμό 158/4/5.6.2015 (Β΄ 1120) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π όπως ισχύει.].
ζ. Οι διατάξεις του Μέρους III της με αριθμό 163/4Γ/9.7.2015 (Β΄ 1824) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Ρύθμιση θεμάτων εμπορικής επικοινωνίας τυχερών παιγνίων.], όπως αυτή τροποποιήθηκε με τη με αριθμό 184/3/12.11.2015 (Β΄ 2487) όμοια.
η. Οι διατάξεις των άρθρων 36 έως και 43 της με αριθμό Τ/6736/2003 (Β΄ 929) απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης με τίτλο: [Κανονισμός Διοικητικού Ελέγχου και Εποπτείας της Λειτουργίας των Καζίνο.], όπως αυτές προστέθηκαν με τη με αριθμό 144/2/13.2.2015 (Β΄ 362) απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π.
θ. Οι διατάξεις των άρθρων 31 έως και 36 της με αριθμό 171/14.8.2015 (Β 1708) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π., με τίτλο: [Έκδοση απόφασης ρύθμισης θεμάτων Κανονισμού Παιγνίων με τίτλο Κανονισμός Αμοιβαίου Ιπποδρομιακού Στοιχήματος.], όπως αυτές τροποποιήθηκαν με τις με αριθμό 191/4/11.1.2016 (Β 596) και 193/2Β/28.01.2016
(Β΄ 650) όμοιες.
ι. Οι διατάξεις των άρθρων 10 έως και 15 της με αριθμό 193/2Α/28.1.2016 (Β΄ 522) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π., με τίτλο: [Ρύθμιση θεμάτων Κανονισμού Παιγνίων με τίτλο Ειδικός Κανονισμός Αμοιβαίου Ιπποδρομιακού Στοιχήματος.].
ια. Οι διατάξεις της με αριθμό 168/6/30.7.2015 (Β΄ 1959) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: [Έγκριση θεμάτων σχετικά με τον Κανονισμό Ελέγχου Παιγνίων και τη λειτουργία του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων.], όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις με αριθμό 197/2/24.3.2016 (Β΄ 1223) και 198/3/7.4.2016 (Β΄ 1281) όμοιες.
ιβ. Κάθε άλλη, αντίθετη με την παρούσα, διάταξη αποφάσεων της Ε.Ε.Ε.Π., σχετική με τη ρύθμιση θεμάτων διενέργειας του Ελεγκτικού Έργου, επιβολής Διοικητικών Κυρώσεων και στελέχωσης και λειτουργίας του Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων, εξαιρουμένων των διατάξεων των με αριθμό 198/3Α/7.4.2016 (Β 1281), 111/2/24.6.2014 (Β΄ 1794) και 218/2/22.9.2016 (Β΄ 3404) αποφάσεων, όπως εκάστοτε ισχύουν.

Άρθρο 25 ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

Η απόφαση αυτή ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.


Ο Πρόεδρος
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΡΑΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. αρ. 14/ 2017 Χορήγηση Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (Ε.Κ.Α.Σ.) κατά το έτος 2017

$
0
0
Αθήνα, 15/3/2017
Αριθ. Πρωτ. Σ48/24

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
 

 
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ

Πληροφορίες: Π. Δάβου
Αρ. Τηλεφώνου: 2105215189
Ταχ. Δ/νση: Αγ. Κων/νου 8 (10241)
FAX: 2105230046
e-mail : d.sintaxeon@efka.gov.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΑΡ.: 14

ΘΕΜΑ: «Χορήγηση Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (Ε.Κ.Α.Σ.) κατά το έτος 2017».


1. Σας κοινοποιούμε την αριθ. Φ. 11321/51600/197/14.12.2016 (Φ.Ε.Κ. 4101/τ. Β'/20.12.2016) κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών που αφορά τη χορήγηση του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (Ε.Κ.Α.Σ.) για το έτος 2017, καθώς και το με αρ. πρωτ. Φ.80000/οικ.59606/2172/23.12.2016 έγγραφο του ΥΠ.Ε.Κ.Α.Α., επισημαίνοντας επιπλέον ότι εξακολουθούν να ισχύουν αθροιστικά οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθ. 92 του ν. 4387/2016 (ΦΕΚ/ τ. Α'/85/12.5.2016) καθώς και οι διατάξεις του άρθ. 31 του ν. 4411/2016 (ΦΕΚ/τ. Α' /142/3.8.2016) και της με αριθ. οικ.40124/8516/7/9/2016 (ΦΕΚ/τ. Β'/ 2909/13.9.2016) κοινής Υπουργικής Απόφασης, σχετικά με τα «αντισταθμιστικά μέτρα κατάργησης του Ε.Κ.Α.Σ.» και συγκεκριμένα η παρ. 1 του άρθ. 31 του ν. 4411/2016.

Συνεπώς, συνταξιούχοι οι οποίοι δικαιούνταν το Ε.Κ.Α.Σ. από 1/6 μέχρι 31/12/2016 αλλά το στερούνται για το έτος 2017, σύμφωνα με τα νέα κριτήρια, δικαιούνται τις ακόλουθες αντισταθμιστικές παροχές:
α) πλήρη απαλλαγή από τη συμμετοχή στη φαρμακευτική δαπάνη,
β) έκτακτη μηναία οικονομική ενίσχυση, η οποία χορηγείται στο σύζυγο με το μικρότερο ατομικό εισόδημα, σε περίπτωση που έπαυσε η καταβολή Ε.Κ.Α.Σ. και στους δύο συζύγους, ίση με την παροχή Ε.Κ.Α.Σ. 2016 που αντιστοιχεί στο εισόδημα αυτό,
γ) έκτακτη μηνιαία οικονομική ενίσχυση, η οποία χορηγείται σε συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, ισόποση με την παροχή Ε.Κ.Α.Σ. 2016 που απώλεσαν.
Όσον αφορά τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά που χορηγήθηκαν ως αντισταθμιστικά κατάργησης του Ε.Κ.Α.Σ., εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθ. 7 της από 13.9.2016 Υπουργικής Απόφασης.

2. Όσον αφορά τις οδηγίες που είχαν δοθεί με το Γ.Ε. του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με αρ. πρωτ. Σ48/48/29.6.2016 σχετικά με τη χορήγηση του Ε.Κ.Α.Σ. για το χρονικό διάστημα από 1/1/2016 μέχρι 31/5/2016 και συγκεκριμένα σχετικά με τον έλεγχο των δικαιούχων, τόσο από την ΗΔΙΚΑ Α.Ε. όσο και από τις υπηρεσίες συντάξεων (στις περιπτώσεις που δεν χορηγήθηκε αυτομάτως), σας ενημερώνουμε ότι προς το παρόν εκκρεμεί η υλοποίηση του έργου από την ΗΔΙΚΑ Α.Ε. και επομένως, θα πρέπει να αναμένετε οδηγίες για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί από τους συνταξιούχους στις υπηρεσίες σας μετά την ενημέρωσή μας από την ΗΔΙΚΑ Α.Ε.

Για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να παραμείνουν σε εκκρεμότητα και τυχόν υποβληθείσες αιτήσεις για τη χορήγηση των αντισταθμιστικών μέτρων κατάργησης του ΕΚΑΣ για το χρονικό διάστημα από 1/8/2016 μέχρι 31/12/2016.

3. Με την ευκαιρία και προκειμένου να υπάρχει ορθή και ενιαία εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 92 του Ν. 4387/2016, επισημαίνουμε τα εξής:

Η εν λόγω διάταξη διακρίνει σαφώς τις περιπτώσεις στις οποίες αναζητούνται στο διπλάσιο τα ποσά του Ε.Κ.Α.Σ. που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως:
α) υποβολή εκ μέρους του συνταξιούχου με δόλο ανακριβούς δήλωσης είτε για το φορέα καταβολής του επιδόματος είτε για τα εισοδηματικά στοιχεία β) πολλαπλή είσπραξη του επιδόματος.

Επομένως, πρόκειται για τις περιπτώσεις που αποδεικνύεται ότι ο συνταξιούχος, προκειμένου να εισπράττει το Ε.Κ.Α.Σ., είτε χωρίς να έχει τις νόμιμες προϋποθέσεις είτε πολλαπλά, λειτουργεί με δόλο, ενεργητικά (υποβολή ανακριβούς αίτησης/δήλωσης) ή παθητικά (αποσιώπηση της χορήγησης του επιδόματος και είσπραξή του από περισσότερους του ενός ασφαλιστικούς φορείς).
Στην πρώτη περίπτωση, η ανακριβής/ψευδής δήλωση μπορεί να αφορά, ενδεικτικά, την απόκρυψη του γεγονότος ότι το Ε.Κ.Α.Σ. χορηγείται από άλλο φορέα ή ότι ο συνταξιούχος έχει υποβάλει αίτηση προκειμένου να του χορηγηθεί και από άλλο φορέα, το ύψος και τις πηγές των εισοδημάτων που περιέχονται στη δήλωση εισοδήματος φυσικών προσώπων στη Δ.Ο.Υ., την οικογενειακή κατάσταση, προκειμένου να μην ελέγχεται το οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα, τον τόπο μόνιμης κατοικίας κ.ά.

Στη δεύτερη περίπτωση ο νόμος αναφέρεται στην πολλαπλή είσπραξη του επιδόματος, δηλαδή στην περίπτωση που, ενώ ο συνταξιούχος δεν συνείργησε με σκοπό να του χορηγηθεί το ΕΚΑΣ από περισσότερους του ενός φορείς (γεγονός που μπορεί να οφείλεται σε μηχανογραφική αστοχία), το εισέπραττε συστηματικά από όλους, αποσιωπώντας την αλήθεια από τις αρμόδιες υπηρεσίες.

Συνεπώς, εάν δεν αποδεικνύεται πλήρως και αιτιολογημένα ότι συντρέχουν οι ως άνω συγκεκριμένες περιπτώσεις της παρ. 5 του άρθρου 92 του Ν. 4387/2016, δεν είναι επιτρεπτό να αναζητούνται στο διπλάσιο τα ποσά ΕΚΑΣ που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως.

Τέλος, υπενθυμίζεται ότι όταν συντρέχουν νόμιμες προϋποθέσεις για την επιστροφή των ποσών ΕΚΑΣ στο διπλάσιο, γίνεται συμψηφισμός του ποσού με την καταβαλλόμενη σύνταξη, ύστερα από απόφαση του αρμόδιου ασφαλιστικού οργάνου, σύμφωνα με την ισχύουσα ειδική διάταξη, δηλαδή σε έξι μηνιαίες δόσεις, ενώ εάν το ποσό της σύνταξης δεν επαρκεί για να καλύψει το επιστρεπτέο ποσό σε έξι δόσεις, το ποσό αυτό επιμερίζεται σε τόσες ισόποσες μηνιαίες δόσεις όσες απαιτούνται για το συμψηφισμό του με τη σύνταξη.




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΠΑΚΑΛΕΞΗΣ

Ακριβές Αντίγραφο
Η Προϊσταμένη του Τμήματος
Μαρία Κουτσοπούλου

Yπόθεση C‑253/16 Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 15ης Μαρτίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 96 ΣΛΕΕ – Δυνατότητα εφαρμογής – Εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει στους παρόχους υπηρεσιών ταξί τη διάθεση μεμονωμένων θέσεων – Εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει στους παρόχους υπηρεσιών ταξί τον προκαθορισμό του προορισμού τους – Εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει στους παρόχους υπηρεσιών ταξί την άγρα πελατών»

$
0
0

Yυπόθεση C‑253/16 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 15ης Μαρτίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 96 ΣΛΕΕ – Δυνατότητα εφαρμογής – Εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει στους παρόχους υπηρεσιών ταξί τη διάθεση μεμονωμένων θέσεων – Εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει στους παρόχους υπηρεσιών ταξί τον προκαθορισμό του προορισμού τους – Εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει στους παρόχους υπηρεσιών ταξί την άγρα πελατών»

Στην υπόθεση C‑253/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το cour d’appel de Βρυξέλλες (εφετείο Βρυξελλών, Βέλγιο) με απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Μαΐου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

FlibTravel International SA,

Léonard Travel International SA

κατά

AAL Renting SA,

Haroune Tax SPRL,

Saratax SCS,

Ryad SCRI,

Taxis Bachir & Cie SCS,

Abdelhamid El Barjraji,

Abdelouahab Ben Bachir,

Sotax SCRI,

MostaphaEl Hammouchi,

Boughaz SPRL,

Sahbaz SPRL,

Jamal El Jelali,

Mohamed Chakir Ben Kadour,

Taxis Chalkis SCRL,

Mohammed Gheris,

Les délices de Fes SPRL,

Abderrahmane Belyazid,

E.A.R. SCS,

Sotrans SPRL,

B.M.A. SCS,

Taxis Amri et Cie SCS,

Aramak SCS,

Rachid El Amrani,

Mourad Bakkour,

Mohamed Agharbiou,

Omar Amri,

Jmili Zouhair,

Mustapha Ben Abderrahman,

Mohamed Zahyani,

Miltotax SPRL,

Lextra SA,

Ismael El Amrani,

Farid Benazzouz,

Imad Zoufri,

Abdel-Ilah Bokhamy,

Ismail Al Bouhali,

Bahri Messaoud & Cie SCS,

Mostafa Bouzid,

BKN Star SPRL,

M.V.S. SPRL,

A.B.M.B. SCS,

Imatrans SPRL,

Reda Bouyaknouden,

Ayoub Tahri,

Moulay Adil El Khatir,

Redouan El Abboudi,

Mohamed El Abboudi,

Bilal El Abboudi,

Sofian El Abboudi,

Karim Bensbih,

Hadel Bensbih,

Mimoun Mallouk,

Abdellah El Ghaffouli,

Said El Aazzoui,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, M. Βηλαρά, J. Malenovský, M. Safjan και D. Šváby (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι FlibTravel International SA και Léonard Travel International SA, εκπροσωπούμενες από τον P. Frühling, avocat,

–        οι AAL Renting SA και Haroune Tax SPRL, εκπροσωπούμενες από τον V. Defraiteur, avocat,

–        οι Saratax SCS, Ryad SCRI, Taxis Bachir & Cie SCS, Abdelhamid El Barjraji, Abdelouahab Ben Bachir, Sotax SCRI, Mostapha El Hammouchi, Boughaz SPRL, Sahbaz SPRL, Jamal El Jelali, Mohamed Chakir Ben Kadour, Taxis Chalkis SCRL, Mohammed Gheris, Les délices de Fes SPRL, Abderrahmane Belyazid, E.A.R. SCS, Sotrans SPRL, B.M.A. SCS, Taxis Amri et Cie SCS, Aramak SCS, Rachid El Amrani, Mourad Bakkour, Mohamed Agharbiou, Omar Amri, Jmili Zouhair, Mustapha Ben Abderrahman, Mohamed Zahyani, Miltotax SPRL, Lextra SA, Ismael El Amrani, Farid Benazzouz, Imad Zoufri, Abdel-Ilah Bokhamy, Ismail Al Bouhali, Bahri Messaoud & Cie SCS, Mostafa Bouzid, BKN Star SPRL, M.V.S. SPRL, A.B.M.B. SCS, Imatrans SPRL, Reda Bouyaknouden, Ayoub Tahri, Moulay Adil El Khatir, Redouan El Abboudi, Mohamed El Abboudi, Bilal El Abboudi, Sofian El Abboudi, Karim Bensbih, Hadel Bensbih, Mimoun Mallouk, Abdellah El Ghaffouli και Said El Aazzoui, εκπροσωπούμενοι από τους D. Ribant και I. Ferrant, avocats,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον W. Mölls και την J. Hottiaux,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 96, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο αγωγής επί παραλείψει ασκηθείσας από τη FlibTravel International SA (στο εξής: FlibTravel) και τη Léonard Travel International SA (στο εξής: Léonard Travel), εταιρίες που εκμεταλλεύονται τακτικές γραμμές μεταφοράς προσώπων με λεωφορεία, κατά φυσικών και νομικών προσώπων που ασκούν, αντιστοίχως, τη δραστηριότητα οδηγών ταξί και φορέων εκμεταλλεύσεως ταξί, λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού, που οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι υφίστανται από τους εναγόμενους.

 Το βελγικό νομικό πλαίσιο

3        Το ordonnance de la Région de Bruxelles-Capitale, du 27 avril 1995, relative aux services de taxis et aux services de location de voitures avec chauffeur (διάταγμα της Περιφέρειας Βρυξελλών‑Πρωτεύουσας, της 27ης Απριλίου 1995, περί των υπηρεσιών ταξί και των υπηρεσιών εκμισθώσεως οχημάτων με οδηγό) (Moniteur belge της 1ης Ιουνίου 1995, σ. 15510), όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα της 20ης Ιουλίου 2006 (Moniteur belge της 29ης Σεπτεμβρίου 2006) (στο εξής: διάταγμα της 27ης Απριλίου 1995), ορίζει στο άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, τα εξής:

«1) υπηρεσίες ταξί: οι υπηρεσίες με τις οποίες εξασφαλίζεται, με οδηγό, η έναντι αντιτίμου μεταφορά προσώπων με αυτοκίνητα οχήματα που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

a)      το όχημα, τύπου επιβατηγού αυτοκινήτου, αυτοκινήτου μικτής χρήσεως ή μικρού λεωφορείου (minibus), κατά την έννοια του βασιλικού διατάγματος της 15ης Μαρτίου 1968, σχετικά με τον γενικό κανονισμό επί των τεχνικών προδιαγραφών τις οποίες πρέπει να πληρούν τα αυτοκίνητα οχήματα και τα ρυμουλκούμενά τους, τα μέρη τους, καθώς και τα σχετικά με την ασφάλεια εξαρτήματα, δύναται, κατά τον τύπο κατασκευής και εξοπλισμό του, να μεταφέρει κατ’ ανώτατο όριο εννέα πρόσωπα –περιλαμβανομένου του οδηγού– και προορίζεται για τον σκοπό αυτό·

b)      το όχημα τίθεται στη διάθεση του κοινού, είτε σε καθορισμένο σημείο σταθμεύσεως επί δημοσίας οδού κατά την έννοια του γενικού κανονισμού για την αστυνόμευση της οδικής κυκλοφορίας, είτε σε οποιονδήποτε άλλο χώρο στον οποίο δεν επιτρέπεται η δημόσια κυκλοφορία·

c)      στη διάθεση του επιβάτη τίθεται το όχημα και όχι κάθε μια από τις θέσεις όταν το όχημα χρησιμοποιείται ως ταξί, ή κάθε μια από τις θέσεις του οχήματος και όχι το ίδιο το όχημα όταν το όχημα χρησιμοποιείται ως συλλογικό ταξί κατόπιν αδείας της Κυβερνήσεως της Περιφέρειας Βρυξελλών - Πρωτεύουσας·

d)      ο προορισμός καθορίζεται από τον πελάτη

2) υπηρεσίες εκμισθώσεως οχημάτων με οδηγό: όλες οι υπηρεσίες μεταφοράς προσώπων έναντι αντιτίμου με αυτοκίνητα οχήματα που δεν είναι υπηρεσίες ταξί και παρέχονται με επιβατηγά αυτοκίνητα, αυτοκίνητα μικτής χρήσεως ή μικρά λεωφορεία (minibus), εξαιρουμένων των οχημάτων που είναι διαμορφωμένα ως ασθενοφόρα».

4        Κατά το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω διατάγματος:

«Απαγορεύεται η χωρίς άδεια της Κυβερνήσεως εκμετάλλευση υπηρεσίας ταξί μέσω ενός ή περισσοτέρων οχημάτων με σημείο εκκινήσεως δημόσια οδό ή οποιονδήποτε άλλο χώρο στον οποίο δεν επιτρέπεται η δημόσια κυκλοφορία και βρίσκεται στο έδαφος της Περιφέρειας Βρυξελλών – Πρωτεύουσας.»

5        Κατά το άρθρο 16 του εν λόγω διατάγματος:

«Απαγορεύεται η χωρίς άδεια της Κυβερνήσεως εκμετάλλευση υπηρεσίας εκμισθώσεως οχημάτων με οδηγό, μέσω ενός ή περισσοτέρων οχημάτων, στο έδαφος της Περιφέρειας Βρυξελλών – Πρωτεύουσας.

Μόνον οι επιχειρήσεις που διαθέτουν άδεια εκδοθείσα από την Κυβέρνηση μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες με σημείο εκκινήσεως για τον χρήστη εντός του εδάφους της Περιφέρειας Βρυξελλών – Πρωτεύουσας.

[...]»

6        Η arrêté du Gouvernement de la Région de Bruxelles-Capitale, du 29 mars 2007, relatif aux services de taxis et aux services de location de voitures avec chauffeur (υπουργική απόφαση της Kυβερνήσεως της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας, της 29ης Μαρτίου 2007, περί των υπηρεσιών ταξί και των υπηρεσιών εκμισθώσεως οχημάτων με οδηγό) (Moniteur belge της 3ης Μαΐου 2007, σ. 23526), όπως τροποποιήθηκε με την arrêté du Gouvernement de la Région de Bruxelles-Capitale, du 27 mars 2014 (υπουργική απόφαση της Κυβερνήσεως της Περιφέρειας Βρυξελλών – Πρωτεύουσας, της 27ης Μαρτίου 2014 (Moniteur belge της 17ης Απριλίου 2014), ορίζει στο άρθρο 31, σημείο 7, ότι απαγορεύεται στους οδηγούς «η άγρα πελατών από τους ίδιους ή από τρίτους για λογαριασμό τους».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7        Στο πλαίσιο συμβάσεως υπεργολαβίας που συνήψαν με το Brussels South Charleroi Airport, η FlibTravel και η Léonard Travel εκμεταλλεύονται τακτική γραμμή λεωφορείων που συνδέει, συγκεκριμένα, τον σιδηροδρομικό σταθμό Bruxelles‑Midi, που βρίσκεται στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) με τον αερολιμένα του Σαρλερουά (Βέλγιο).

8        Στις 21 Μαΐου 2014, η FlibTravel και η Léonard Travel άσκησαν αγωγή επί παραλείψει κατά των εναγομένων της κύριας δίκης ενώπιον του προέδρου του tribunal de commerce francophone de Bruxelles (γαλλόφωνου εμποροδικείου των Βρυξελλών, Βέλγιο) με αίτημα την παύση πρακτικών, οι οποίες, όπως υποστηρίζουν, αποτελούν πράξεις που αντίκεινται στα συναλλακτικά ήθη, καθόσον τελούνται κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχεία c) και d), του διατάγματος της 27ης Απριλίου 1995.

9        Προς στήριξη της αγωγής τους επί παραλείψει, η FlibTravel και η Léonard Travel επισημαίνουν ότι στον σιδηροδρομικό σταθμό Bruxelles-Midi οι εναγόμενοι στην κύρια δίκη ή πρόσωπα που εργάζονται για λογαριασμό τους προβαίνουν σε άγρα επιβατών που μεταβαίνουν στον αερολιμένα του Σαρλερουά με σκοπό να τους ομαδοποιήσουν σε «πολυθέσια ταξί», προκειμένου, εν συνεχεία, όταν συμπληρωθεί ο αριθμός των διαθέσιμων θέσεων, να τους μεταφέρουν στον ως άνω προορισμό. Συνεπώς, προσάπτουν στους εναγομένους, συγκεκριμένα, ότι ομαδοποιούν τους επιβάτες που έχουν τον ίδιο προορισμό, τιμολογούν την υπηρεσία ανά επιβάτη και όχι ανά όχημα και προβαίνουν σε άγρα πελατείας.

10      Με απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2015, ο πρόεδρος του εν λόγω δικαστηρίου απέρριψε όλα τα αιτήματα της FlibTravel και της Léonard Travel, κρίνοντας ότι τα προβαλλόμενα περιστατικά δεν είχαν αποδειχθεί.

11      Στις 13 Ιουλίου 2013 οι ενάγουσες της κύριας δίκης άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών, Βέλγιο).

12      Το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχεία c) και d), του διατάγματος της 27ης Απριλίου 1995, οι φορείς εκμεταλλεύσεως ταξί δεν μπορούν ούτε να θέτουν στη διάθεση των επιβατών τους μεμονωμένες θέσεις, αντί ολόκληρου του οχήματος, ούτε να προκαθορίζουν τον προορισμό τους. Επίσης, το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι οι επίδικες πρακτικές αποτελούν άγρα πελατείας, κατά την έννοια του άρθρου 31, σημείο 7, της arrêté du Gouvernement de la Région de Bruxelles-Capitale, du 29 mars 2007, relatif aux services de taxis et aux services de location de voitures avec chauffeur (υπουργικής αποφάσεως της Κυβερνήσεως της Περιφέρειας Βρυξελλών – Πρωτεύουσας, της 29ης Μαρτίου 2007, περί των υπηρεσιών ταξί και των υπηρεσιών εκμισθώσεως οχημάτων με οδηγό), όπως τροποποιήθηκε με την arrêté du Gouvernement de la Région de Bruxelles-Capitale, du 27 mars 2014 (υπουργική απόφαση της Κυβερνήσεως της Περιφέρειας Βρυξελλών – Πρωτεύουσας, της 27ης Μαρτίου 2014). Θεωρεί ότι οι πρακτικές αυτές παραβιάζουν τις εν λόγω διατάξεις και αντίκεινται στα συναλλακτικά ήθη. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω πρακτικές απαγορεύονται και είναι δυνατή, κατόπιν αιτήσεως ενδιαφερομένου, η έκδοση διαταγής περί παύσεως και παραλείψεώς τους στο μέλλον.

13      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα των εν λόγω διατάξεων προς το άρθρο 96, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, λαμβανομένης υπόψη, ιδίως, της παραλείψεως γνωστοποιήσεως του διατάγματος της 27ης Απριλίου 1995 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

14      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ειδικότερα, εάν η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 96, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του, στο μέτρο που η διάταξη αυτή αφορά τις «μεταφορές που εκτελούνται εντός της Ένωσης», προϋποθέτει διασυνοριακή διάσταση της σχετικής μεταφοράς. Εκθέτει ότι οι επίδικες ενώπιόν του παροχές μεταφορικών υπηρεσιών, λόγω της διεθνούς διαστάσεως του συγκεκριμένου σιδηροδρομικού σταθμού και αερολιμένα, δεν ωφελούν αποκλειστικά ημεδαπούς Διερωτάται επίσης σχετικά με την ερμηνεία των όρων «κ[όμιστρα και όρ[οι]» που περιλαμβάνονται στην εν λόγω διάταξη, καθώς και σχετικά με το ζήτημα κατά πόσον η προστασία ορισμένων βιομηχανιών, η οποία επιτρέπεται από τη διάταξη αυτή, εφαρμόζεται σε βιομηχανία μεταφοράς όπως αυτή που προσφέρει υπηρεσίες ταξί.

15      Υπό τις συνθήκες αυτές και αφού ζήτησε τις απόψεις των διαδίκων σχετικά με τη συμβατότητα των διατάξεων του διατάγματος της 27ης Απριλίου 1995 με το άρθρο 96, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το cour d’appel de Bruxelles (εφετείο Βρυξελλών, Βέλγιο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 96, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ την έννοια ότι είναι εφαρμοστέο στα κόμιστρα και όρους που επιβάλλει κράτος μέλος στις επιχειρήσεις εκμεταλλεύσεως ταξί εφόσον:

α)      οι διαδρομές των εν λόγω ταξί κατ’ εξαίρεση μόνον εξέρχονται των εθνικών συνόρων,

β)      σημαντικό μέρος της πελατείας των εν λόγω ταξί αποτελείται από πολίτες ή κατοίκους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν είναι πολίτες ή κάτοικοι του οικείου κράτους μέλους και

γ)      υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κρινόμενης υποθέσεως, οι επίδικες διαδρομές ταξί αποτελούν πολύ συχνά για τον επιβάτη απλώς ένα στάδιο ενός μακρύτερου ταξιδιού του οποίου το σημείο αφίξεως ή το σημείο εκκινήσεως βρίσκονται σε χώρα της Ένωσης διαφορετική από το οικείο κράτος μέλος;

2)      Έχει το άρθρο 96, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ την έννοια ότι είναι εφαρμοστέο σε όρους εκμεταλλεύσεως διαφορετικούς από τους όρους που διέπουν τα κόμιστρα και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της άδειας ασκήσεως της οικείας μεταφορικής δραστηριότητας, όπως είναι εν προκειμένω η απαγόρευση που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις εκμεταλλεύσεως ταξί να διαθέτουν ατομικές θέσεις και όχι ολόκληρο το όχημα και η απαγόρευση που επιβάλλεται στις ίδιες επιχειρήσεις να καθορίζουν τον προορισμό διαδρομής που προτείνεται στους πελάτες, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να εμποδίζουν τις εν λόγω επιχειρήσεις να συγκεντρώνουν τους πελάτες που έχουν τον ίδιο προορισμό σε ομάδες;

3)      Έχει το άρθρο 96, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ την έννοια ότι αντιτίθεται, εκτός αν επιτραπεί τούτο από την Επιτροπή, σε μέτρα όπως τα αναφερόμενα στο δεύτερο ερώτημα:

α)      των οποίων γενικός σκοπός είναι, μεταξύ άλλων, η προστασία των επιχειρήσεων εκμεταλλεύσεως ταξί από τον ανταγωνισμό εκ μέρους επιχειρήσεων εκμισθώσεως οχημάτων με οδηγό και,

β)      των οποίων συγκεκριμένο αποτέλεσμα, υπό τις περιστάσεις της κρινόμενης υποθέσεως, είναι η προστασία των επιχειρήσεων εκμεταλλεύσεως λεωφορείων από τον ανταγωνισμό εκ μέρους των επιχειρήσεων εκμεταλλεύσεως ταξί;

4)      Έχει το άρθρο 96, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ την έννοια ότι αντιτίθεται, εκτός αν επιτραπεί τούτο από την Επιτροπή, σε μέτρο που απαγορεύει στις επιχειρήσεις εκμεταλλεύσεως ταξί την άγρα πελατών, οσάκις το μέτρο αυτό έχει ως αποτέλεσμα, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κρινόμενης υποθέσεως, τον περιορισμό της δυνατότητάς τους να προσελκύουν πελάτες ανταγωνιστικής υπηρεσίας λεωφορείων;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

16      Με το δεύτερο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 96, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία διέπει τους όρους υπό τους οποίους πρέπει να παρέχονται οι υπηρεσίες ταξί.

17      Η διάταξη αυτή ορίζει ότι απαγορεύεται η επιβολή από ένα κράτος μέλος, στις μεταφορές που εκτελούνται εντός της Ένωσης, κομίστρων και όρων που συνεπάγονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο υποστήριξη ή προστασία προς το συμφέρον μιας ή περισσοτέρων ορισμένων επιχειρήσεων ή βιομηχανιών, εκτός αν επιτραπεί τούτο από την Επιτροπή.

18      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να ερμηνευθεί διάταξη του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά, επίσης, και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2016, Hemming κ.λπ., C‑316/15, EU:C:2016:879, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

19      Συναφώς, από το γράμμα του άρθρου 96, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προκύπτει ότι το εν λόγω άρθρο αφορά τις εθνικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στις μεταφορές που εκτελούνται εντός της Ένωσης σχετικά με τα κόμιστρα και τους όρους που συνεπάγονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο υποστήριξη ή προστασία προς το συμφέρον μιας ή περισσοτέρων ορισμένων «επιχειρήσεων» ή βιομηχανιών.

20      Η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην αποφυγή λήψεως, από τα κράτη μέλη, υποστηρικτικών ή προστατευτικών μέτρων τα οποία ωφελούν έμμεσα τους πελάτες του οικείου επιχειρηματία, ο οποίος εφαρμόζει ως προς τους πελάτες του τα εν λόγω κόμιστρα ή όρους, και όχι υποστηρικτικών ή προστατευτικών μέτρων τα οποία ωφελούν άμεσα άλλους επιχειρηματίες, που βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση με τον οικείο επιχειρηματία.

21      Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το άρθρο 96, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, κατ’ εφαρμογήν του οποίου η Επιτροπή, προκειμένου να εγκρίνει ένα μέτρο το οποίον κατ’ αρχήν απαγορεύεται από το άρθρο 96, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να λαμβάνει ιδίως υπόψη τις απαιτήσεις μιας κατάλληλης περιφερειακής οικονομικής πολιτικής, τις ανάγκες των υπαναπτύκτων περιοχών, καθώς και τα προβλήματα των περιοχών που θίγονται σοβαρά από τις πολιτικές περιστάσεις.

22      Συνεπώς, το άρθρο 96, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται επί κανονιστικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

23      Η αντίθετη ερμηνεία, την οποία υποστηρίζουν οι εναγόμενοι της κύριας δίκης, θα μπορούσε, εξάλλου, να πλήξει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 58 ΣΛΕΕ, που συνεπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 91 ΣΛΕΕ, ότι η εφαρμογή των αρχών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μεταφοράς πραγματοποιείται μέσω της υλοποιήσεως της κοινής πολιτικής μεταφορών (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Yellow Cab Verkehrsbetrieb, C‑338/09, EU:C:2010:814, σκέψη 30), καθόσον το άρθρο 96, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, θα είχε, στην περίπτωση αυτή, ως αποτέλεσμα την άμεση απαγόρευση ενός μεγάλου μέρους μέτρων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μεταφοράς, χωρίς να έχει θεσπιστεί τέτοιος κανόνας από τον νομοθέτη της Ένωσης.

24      Βάσει των ανωτέρω, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 96, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται σε περιορισμούς που επιβάλλονται σε παρόχους υπηρεσιών ταξί, όπως οι επίμαχοι περιορισμοί στην κύρια δίκη.

25      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στα λοιπά υποβληθέντα ερωτήματα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

26      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 96, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται σε περιορισμούς που επιβάλλονται σε παρόχους υπηρεσιών ταξί, όπως οι επίμαχοι περιορισμοί στην κύρια δίκη.

Άρειος Πάγος 130/2017 Φοροδιαφυγή - έκδοση πλαστών τιμολογίων - Ηπιότερος νόμος - Μετατροπή ποινής κάθειρξης μέχρι πέντε χρόνια σε χρηματική

$
0
0

Περίληψη

Φοροδιαφυγή - Έκδοση πλαστών τιμολογίων

Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, της φοροδιαφυγής με έκδοση εικονικών τιμολογίων, απαιτείται αντικειμενικώς, έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, ή, νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και επί νοθεύσεως της γνησιότητας αυτών και περαιτέρω τη θέληση η αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή στη νόθευση γνήσιων στοιχείων.

Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται, ως πρόσθετο στοιχείο, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ. 1 περ. η’ του Ν. 1591/1986, που απαιτούσε για την υποκειμενική θεμελίωση του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά με τα στοιχεία της υποκειμενικής του υποστάσεως και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη, εκτός αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. (ΑΠ 224/2016). Η νέα ως άνω ρύθμιση του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. β’ , που προστέθηκε στο Ν. 4174/2013 "Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας κλπ, καθ’ ο μέρος ορίζει, ότι όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά και πλαστά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) ..... και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ, ως επιεικέστερη της προϊσχύσασας διάταξη, τυγχάνει, κατά το άρθρ. 2 παρ.1 Π.Κ., εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση, όπου η συνολική αξία των επίδικων εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ και ανέρχεται σε διακόσιες σαράντα μία χιλιάδες εννιακόσια ογδόντα (241.980) ευρώ), αφού για την σε βαθμό κακουργήματος τιμώρηση της πράξεως απαιτεί ήδη το ποσό των 200.000 ευρώ, αντί του μικροτέρου εκείνου των 150.000 ευρώ, που απαιτούσε η προϊσχύσασα διάταξη και επί πλέον απειλεί ποινή μικρότερη, κατά το ανώτατο όριό της (κάθειρξη έως δέκα ετών), από εκείνη της παλαιάς ρυθμίσεως, που απειλούσε κάθειρξη έως είκοσι έτη (άρθρα 52 παρ. 2 και 3 του ΠΚ). Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά, που απεδείχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε.
Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα της φοροδιαφυγής με τη μορφή της αποδοχής εικονικών και πλαστών φορολογικών στοιχείων, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλό δόλο (ΑΠ 224/2016). Για την ύπαρξη της, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο.

Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για την βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμησις των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμησις εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγησις των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψις αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου κεχωρισμένως και η παράλειψις της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίσις του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, το δικαστήριο της ουσίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση, προκειμένου να σχηματίσει την δικανική του πεποίθηση και να αχθεί στην καταδικαστική του αναιρεσείοντος κρίση του για την αξιόποινη πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ (ανερχόμενη σε διακόσιες σαράντα μία χιλιάδες εννιακόσια ογδόντα (241.980) ευρώ), έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και τα έγγραφα, που ανεγνώσθησαν ενώπιόν του επ’ ακροατηρίου.

Ηπιότερος νόμος

Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι στην περίπτωση εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή, που χρησιμοποιήθηκαν για την συντέλεση παραβάσεων φοροδιαφυγής, ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία, ως αυτουργός ή συμμέτοχος, απορροφωμένης, συνεπώς, από εκείνη (φοροδιαφυγή) της πράξεως της εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθιερουμένης, με τη νέα ως άνω ρύθμιση, φαινομένης κατ’ ιδέαν συρροής μεταξύ των δύο αυτών αδικημάτων. Η τελευταία νέα αυτή ρύθμιση είναι επικεικεστέρα, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, της προϊσχύσασας του άρθρου 19 παρ.1 και 4 του Ν. 2523/1997, αφού πλέον ή έκδοση ή η αποδοχή εικονικών και πλαστών φορολογικών στοιχείων απορροφάται (φαινομενικώς κατ’ ιδέαν) από την πράξη της φοροδιαφυγής και δεν τιμωρείται αυτοτελώς. Πλέον τούτων, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514 και 511 εδ. τελ. ΚΠοινΔ, προκύπτει, ότι στην περίπτωση, που μετά την δημοσίευση της αποφάσεως που προσβάλλεται, μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά την αξιόποινη πράξη ή και την επιβληθείσα ποινή κύρια ή παρεπόμενη, το δικαστήριο, εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξεως έως την αμετάκλητη εκδίκαση της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας (Ολ ΑΠ 3/1995). Ως ηπιότερος νόμος κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ θεωρείται εκείνος, ο οποίος, όπως ίσχυσε, περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις δηλαδή με την εφαρμογή, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά απ’ αυτές. Εάν από τη σύγκριση προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο απ’ όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά ο νεότερος επιεικέστερος (ΑΠ 39/2015).

Μετατροπή ποινής 5ετής κάθειρξης  σε Χρηματική


Στο άρθρο 82 παρ. 1 και 3 ΠΚ, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν από τις περ. 1 και 2 της υποπαραγράφου ΙΓ’ του πρώτου άρθρου ν. 4093/2012 ορίζονται τα εξής : "1. ... Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφαση του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων...3. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ ... Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών μπορεί να αυξομειώνονται τα προβλεπόμενα ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών".

Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, ως περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που είναι ανώτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, η οποία μετατρέπεται σε χρηματική, εκτός αν το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι απαιτείται η μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων, νοείται τόσο η ποινή φυλακίσεως όσο και η ποινή καθείρξεως. Η ερμηνευτική εκδοχή αυτή συμπορεύεται με το γράμμα του νόμου, όπου προκρίνεται η διατύπωση "περιοριστική της ελευθερίας ποινή", και όχι ο όρος "φυλάκιση", αλλά και με τον σκοπό του νόμου, ο οποίος συνίσταται στην αποσυμφόρηση των φυλακών με πνεύμα σύγχρονης σωφρονιστικής αντίληψης. Παρόμοιος ήταν και ο σκοπός των νόμων 3727/2008 στο άρθρο 16 αυτού, 3772/2009 στο άρθρο η παρ. 3 αυτού και 3811/2009 στο άρθρο 26 αυτού, οι οποίοι προβλέπουν τη δυνατότητα μετατροπής για περιορισμένο χρονικό διάστημα και ποινής καθείρξεως πέντε ετών, συμπεριλαμβάνοντάς την στη φραστική διατύπωση "στερητική της ελευθερίας ποινή" και αναφέροντας ρητά τον όρο "πενταετής κάθειρξη".

Εξάλλου, ως βαρύνον κριτήριο για τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή δεν τάσσεται ο κακουργηματικός ή πλημμεληματικός χαρακτήρας της πράξης αλλά η φύση και η χρονική διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία και σε κακουργήματα, όταν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις ή άλλοι γενικοί λόγοι μείωσης της ποινής, έχει ως ελάχιστα όρια φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών ή ενός έτους (άρθρο 83 στοιχ. β’ -γ’ ΠΚ). Από τα προαναφερθέντα συνάγεται, ότι υπόκειται σε μετατροπή και η ποινή καθείρξεως πέντε ετών, καθώς και η συνολική ποινή καθείρξεως, όταν η ποινή βάση αυτής είναι ποινή καθείρξεως πέντε ετών (ΑΠ 454/2016). Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας της διατάξεως του άρθρου 82 παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικ. με τον ν. 4093/2012, συνισταμένη στην απόρριψη του αιτήματός του για μετατροπή της ποινής καθείρξεως πέντε (5) ετών, η οποία επιβλήθηκε σε βάρος του με την προσβαλλόμενη απόφαση για την πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ανερχόμενο σε διακόσιες σαράντα μία χιλιάδες εννιακόσια ογδόντα (241.980) ευρώ). Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση (σελ. 23), ο αναιρεσείων μετά την απαγγελία της ανωτέρω ποινής υπέβαλε δια της συνηγόρου του σχετικό αίτημα, το οποίο απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία ως μη νόμιμο με την αιτιολογία, ότι για την μετατροπή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 82 του ΠΚ, που ορίζουν για μετατροπή ποινών φυλάκισης από τρία έως πέντε έτη και όχι για μετατροπή ποινών καθείρξεως πέντε (5) ετών. Όμως, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη και αφού η ποινή είναι ποινή καθείρξεως πέντε ετών, υπόκειται (καταρχήν) σε μετατροπή. Επομένως, το άνω Πενταμελές Εφετείο παραβίασε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 82 παρ. 1 ΠΚ, όπως αυτή αντικ. με το πρώτο άρθρο υπό παρ. ΙΓ’ περ. 1-2 ν. 4093/2012, εσφαλμένως ερμηνεύοντας αυτήν και συνακολούθως είναι βάσιμος ο σχετικός τρίτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, με τον οποίον πλήττεται η απορριπτική διάταξη του αιτήματος μετατροπής της ποινής καθείρξεως των πέντε (5) ετών που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα.-.


ΑΠ  130/2017


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Ιωάννη Μπαλιτσάρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ι. Π. του Γ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Κούτα, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 127/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λαρίσης.

Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λαρίσης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Νοεμβρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2015.

Αφού άκουσε

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη υπ’ αριθμ. ...2015 από 13-11-2015 αίτηση του Ι. Π. του Γ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 127/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (κακ/των) ..., η οποία καταχωρήθηκε στο κατά το άρθρο 473 παρ. 3 εδ. α’ του ΚΠΔ βιβλίο την 3-11-2015, έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως κατά το άρθρο 473 παρ. 1 και 3 του ΚΠΔ.

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ.1 και 4 του Ν. 2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις", όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 40 παρ.1 Ν. 3220/2004 και 2 παρ. 2 Ν. 3943/2011, καταλαμβάνει δε την παρούσα υπόθεση, ως εκ του κατά την 11-10-2011 χρόνου τελέσεως της επιδίκου πράξεως, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών.

Ειδικά, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β) "με κάθειρξη", εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ. Κατά την παρ. 2 του άνω άρθρου (19 ν. 2523/1997, όπως διαμορφώθηκε και ισχύει), το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου ενώ κατά την παρ 3, θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησης του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται, επίσης, ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. Εικονικό κατά την παρ. 4 είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας.

Εξ άλλου, με το νόμο 4174/2013 θεσπίστηκε κώδικας φορολογικών στοιχείων, ενώ με το αρθρ. 8 ν. 4337/2015 υπό τον τίτλο Εγκλήματα φοροδιαφυγής - Ποινικές Κυρώσεις τα άρθρα 66 και 67 του Δωδέκατου Κεφαλαίου του Μέρους Α’ του ν. 4174/2013 αναριθμούνται σε 72 και 73, το Κεφάλαιο Δωδέκατο αναριθμείται σε Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο, τα άρθρα 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75 και 76 αναριθμούνται σε 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81 και 82 και προστίθεται νέο Κεφάλαιο Δωδέκατο υπό τον τίτλο ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ - ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ, με το δε άρθρο 66 καταργούνται οι διατάξεις των αρθρ. 17, 18 και 19 παρ. 1 εδ. α 20 και 21 τον ν. 2523/1997 και για το αδίκημα της έκδοσης πλαστών εικονικών τιμολογίων ορίζονται πλέον στην παρ. 5 του άρθρου τούτου 66, τα εξής:
Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος.
Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωριστεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησης του και εφόσον η μη καταχώριση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται, επίσης, ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη που αναγράφονται στο στοιχείο είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας.

Από την σύγκριση των άνω διατάξεων προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, της φοροδιαφυγής με έκδοση εικονικών τιμολογίων, απαιτείται αντικειμενικώς, έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, ή, νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και επί νοθεύσεως της γνησιότητας αυτών και περαιτέρω τη θέληση η αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή στη νόθευση γνήσιων στοιχείων. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται, ως πρόσθετο στοιχείο, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ. 1 περ. η’ του Ν. 1591/1986, που απαιτούσε για την υποκειμενική θεμελίωση του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά με τα στοιχεία της υποκειμενικής του υποστάσεως και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη, εκτός αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. (ΑΠ 224/2016). Η νέα ως άνω ρύθμιση του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. β’ , που προστέθηκε στο Ν. 4174/2013 "Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας κλπ, καθ’ ο μέρος ορίζει, ότι όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά και πλαστά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) ..... και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ, ως επιεικέστερη της προϊσχύσασας διάταξη, τυγχάνει, κατά το άρθρ. 2 παρ.1 Π.Κ., εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση, όπου η συνολική αξία των επίδικων εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ και ανέρχεται σε διακόσιες σαράντα μία χιλιάδες εννιακόσια ογδόντα (241.980) ευρώ), αφού για την σε βαθμό κακουργήματος τιμώρηση της πράξεως απαιτεί ήδη το ποσό των 200.000 ευρώ, αντί του μικροτέρου εκείνου των 150.000 ευρώ, που απαιτούσε η προϊσχύσασα διάταξη και επί πλέον απειλεί ποινή μικρότερη, κατά το ανώτατο όριό της (κάθειρξη έως δέκα ετών), από εκείνη της παλαιάς ρυθμίσεως, που απειλούσε κάθειρξη έως είκοσι έτη (άρθρα 52 παρ. 2 και 3 του ΠΚ). Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά, που απεδείχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε.

Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα της φοροδιαφυγής με τη μορφή της αποδοχής εικονικών και πλαστών φορολογικών στοιχείων, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλό δόλο (ΑΠ 224/2016). Για την ύπαρξη της, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο.

Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για την βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμησις των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμησις εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγησις των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψις αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου κεχωρισμένως και η παράλειψις της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίσις του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, το δικαστήριο της ουσίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση, προκειμένου να σχηματίσει την δικανική του πεποίθηση και να αχθεί στην καταδικαστική του αναιρεσείοντος κρίση του για την αξιόποινη πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ (ανερχόμενη σε διακόσιες σαράντα μία χιλιάδες εννιακόσια ογδόντα (241.980) ευρώ), έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και τα έγγραφα, που ανεγνώσθησαν ενώπιόν του επ’ ακροατηρίου.

Δεν ήταν δε αναγκαίο για την απαιτούμενη κατά το μέρος αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της, το δικαστήριο να προβεί στην αναφορά των στοιχείων και του περιεχομένων των αναγνωσθέντων εγγράφων και στην αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου από τα ανωτέρω χωριστά, ούτε να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση αυτών μεταξύ τους, ούτε να διαλάβει τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο χωριστά, όπως ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων, ότι έπρεπε να κάνει το δικαστήριο, προκειμένου να διαλάβει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την παραδοχή, ότι "τα ως άνω εικονικά φορολογικά στοιχεία τα αποδέχθηκε στην κατοχή του με δόλο γνωρίζοντας ότι είναι εικονικά καθόσον το περιεχόμενό τους δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού δεν είχαν θεωρηθεί νομίμως, ενώ ουδέποτε η επιχείρηση "... ΕΠΕ" πραγματοποίησε της αναφερόμενες σε αυτά εργασίες, αφού δεν είχε την απαιτούμενη υποδομή, ενώ τυγχάνει ανύπαρκτη επαγγελματικά". Επομένως, η σχετική αιτίαση, που προβάλλει ο αναιρεσείων με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου του αναιρετηρίου, ως αναγόμενη στην εκτίμηση πραγμάτων και, υπό την επίφαση της ελλείψεως της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουσα την ανέλεγκτη περί τούτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτη και απορριπτέα.- Εξ άλλου, φαινομένη συρροή ή απλή συρροή νόμων, επί της οποίας δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 94 Π.Κ., υπάρχει, όταν οι περισσότερες πράξεις, οι οποίες διώκονται, δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και αυτοτελώς κολάσιμες, αλλά συγκροτούν την έννοια ενός και του αυτού εγκλήματος, είτε διότι η μεν αποτελεί κατά νόμο συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης, είτε διότι χρησιμεύει κατά νόμο ως αναγκαίο μέσο για την τέλεση αυτής, είτε, τέλος, διότι παρίσταται ως αναγκαία συνέπεια της προηγηθείσης, από την οποία και απορροφάται (ΑΠ 388/2016).

Περαιτέρω, όπως προαναφέρεται, με το νόμο 4174/2013 θεσπίστηκε κώδικας φορολογικών στοιχείων, ενώ με το αρθρ. 8 ν. 4337/2015 υπό τον τίτλο Εγκλήματα φοροδιαφυγής - Ποινικές Κυρώσεις τα άρθρα 66 και 67 του Δωδέκατου Κεφαλαίου του Μέρους Α’ του ν. 4174/2013 αναριθμούνται σε 72 και 73, το Κεφάλαιο Δωδέκατο αναριθμείται σε Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο, τα άρθρα 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75 και 76 αναριθμούνται σε 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81 και 82 και προστίθεται νέο Κεφάλαιο Δωδέκατο υπό τον τίτλο ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ - ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ και με το αρθρ. 66 καταργούνται οι διατάξεις των αρθρ. 17, 18 και 19 παρ. 1 εδ. α 20 και 21 τον ν. 2523/1997 και ειδικότερα για το αδίκημα της έκδοσης πλαστών εικονικών τιμολογίων ορίζονται στις παρ. 1 έως και 5 του αρθρ. 66 του αρθρ. 8 ν. 4337/2015, τα εξής: "1. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, β) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές, γ) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο το φόρο αυτόν. 2. Παρακρατούμενοι φόροι, τέλη και εισφορές είναι εκείνοι που ρητά ορίζονται σε επί μέρους διατάξεις ότι παρακρατούνται και τελικά αποδίδονται στο Δημόσιο ή άλλο φορέα από πρόσωπο διάφορο του πραγματικού φορολογούμενου. 3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στη παράγραφο 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών: α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, ή β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος: αα) τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση. 4. Επιβάλλεται κάθειρξη αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας, ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς. 5. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος.".

Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι στην περίπτωση εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή, που χρησιμοποιήθηκαν για την συντέλεση παραβάσεων φοροδιαφυγής, ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία, ως αυτουργός ή συμμέτοχος, απορροφωμένης, συνεπώς, από εκείνη (φοροδιαφυγή) της πράξεως της εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθιερουμένης, με τη νέα ως άνω ρύθμιση, φαινομένης κατ’ ιδέαν συρροής μεταξύ των δύο αυτών αδικημάτων.

Η τελευταία νέα αυτή ρύθμιση είναι επικεικεστέρα, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, της προϊσχύσασας του άρθρου 19 παρ.1 και 4 του Ν. 2523/1997, αφού πλέον ή έκδοση ή η αποδοχή εικονικών και πλαστών φορολογικών στοιχείων απορροφάται (φαινομενικώς κατ’ ιδέαν) από την πράξη της φοροδιαφυγής και δεν τιμωρείται αυτοτελώς. Πλέον τούτων, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514 και 511 εδ. τελ. ΚΠοινΔ, προκύπτει, ότι στην περίπτωση, που μετά την δημοσίευση της αποφάσεως που προσβάλλεται, μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά την αξιόποινη πράξη ή και την επιβληθείσα ποινή κύρια ή παρεπόμενη, το δικαστήριο, εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξεως έως την αμετάκλητη εκδίκαση της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας (ΟλΑΠ 3/1995).
Ως ηπιότερος νόμος κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ θεωρείται εκείνος, ο οποίος, όπως ίσχυσε, περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις δηλαδή με την εφαρμογή, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά απ’ αυτές. Εάν από τη σύγκριση προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο απ’ όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά ο νεότερος επιεικέστερος (ΑΠ 39/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του σκεπτικού και του διατακτικού της, στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν διαλαμβάνεται παραδοχή, ότι τα επίδικα εικονικά και πλαστά φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για την διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις ως άνω πράξεις φοροδιαφυγής των παραγράφων 1 έως 4 του του προαναφερομένου άρθρου 66 Ν. 4174/2013 (αντίστοιχες των προϊσχυσασών παραβάσεων των άρθρων 17 και 18 του Ν. 2523/1997).
Συνεπώς, η επίκληση από τον αναιρεσείοντα, ότι, αφού με την υπ’ αριθμ. 898/2015 απόφασή του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ..., που σημειωτέον δεν επικαλείται ότι έχει καταστεί αμετάκλητη, ουδέ προκύπτει ότι προσκομίσθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και ζητήθηκε η αποδεικτική της αξιοποίηση, κατεδικάσθη σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, διότι ζήτησε, έλαβε και κατεχώρησε στα βιβλία του τα πλαστά και εικονικά τιμολόγια, το αδίκημα της αποδοχής των αυτών εικονικών και πλαστών τιμολογίων, για το οποίο κατεδικάσθη με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, δεν στοιχειοθετείται και ως εκ τούτου πρέπει, κατ’ εφαρμογή της, μετά την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, θέση σε ισχύ της ως άνω επιεικέστερης διατάξεως του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. γ’ του Ν. 4174/2013, και των άρθρων 511 εδ. γ’ και 514 εδ. γ’ του ΚΠΔ, να αναιρεθεί η απόφαση να κηρυχθεί αθώος, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, γιατί προκειμένου να τύχει εφαρμογής η τελευταία αυτή διάταξη, πρέπει τα εικονικά αυτά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή, να χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για την διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις φοροδιαφυγής των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου 66 Ν. 4174/2013 και να υπάρχει περί τούτου σχετική παραδοχή στην προσβαλλομένη απόφαση, μετά από την εκτίμηση των πραγμάτων.

Όπως ήδη προαναφέρεται, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς.

Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής, την τυχόν συνδρομή των οποίων βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υποθέσεως ερευνά αυτεπαγγέλτως, χωρίς όμως να είναι υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής κάθε τέτοιας περιστάσεως (ΑΠ 931/2007). Η προβολή των αυτοτελών περί της συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων ισχυρισμών απαιτείται να γίνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς επίσης να γίνεται και προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Όταν δε προτείνεται ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικού απαιτείται επίκληση περιστατικών και δεν αρκεί απλώς η αναφορά της διατάξεως που το προβλέπει ή η επανάληψη της εκφράσεως του νόμου. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους.

Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α, β, γ, δ και ε, που συνίστανται στο "α) το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή", β) "το ότι ο υπαίτιος στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια, "δ) το ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και "ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Ειδικότερα, για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ ΠΚ, απαιτείται ο υπαίτιος, με κριτήριο τους κανόνες της εννόμου τάξεως και τις κρατούσες ηθικές αρχές και αντιλήψεις για την ηθική αξία και την κοινωνική υπόληψη του προσώπου, να έζησε μέχρι τον χρόνο που τέλεσε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και να αποδεικνύονται κατά την ακροατηριακή διαδικασία συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά θετικής και έντιμης συμπεριφοράς στους αντίστοιχους τομείς βιοτικής δράσης, σε βαθμό που εύλογα να μην αναμένεται εκτροπή αυτού σε πράξεις ποινικής παραβατικότητας. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου δεν αρκεί ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλ’ απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά (ΑΠ 1090/2015).

Για την στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περιστάσεως των μη ταπεινών αιτών κατά την έννοια του εδ. β’ της παρ. 2 του αυτού ως άνω άρθρου (84 ΠΚ), απαιτείται ο υπαίτιος ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια, που ως τοιαύτα νοούνται τα μη αντίθετα προς την κοινή, περί ηθικής ή κοινωνικής τάξεως, συνείδηση και τα μη μαρτυρούντα διαστροφή χαρακτήρος και κακοβουλία του δράστη, για δε το ορισμένο του απαιτείται να εκτίθενται και τα αίτια, αυτά που ώθησαν τον κατηγορούμενο στην πράξη του (ΑΠ 2365/2008 ΤΝΠ Νόμος). Η δε μη ταπεινότητα των αιτίων, από τα οποία ο δράστης ωθήθηκε στην πράξη που του αποδίδεται, θα κριθεί όχι υποκειμενικώς, δηλαδή κατά την αντίληψη του δράστη, αλλά αντικειμενικώς, δηλαδή κατά την αντίληψη της κοινωνίας (ΑΠ 295/2015). Η δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι ορισμένα περιστατικά συνιστούν ή όχι ταπεινά αίτια, είναι κρίση ως προς τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 453/2016). Περαιτέρω, για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ’ του ΠΚ, ήτοι το ότι ο υπαίτιος έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του, πρέπει η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι και για το λόγο αυτό επιζήτησε ειλικρινά και όχι προσχηματικά να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του, χωρίς να αρκεί η απλή έκφραση συγγνώμης (ΑΠ 1192/2016), η μετά τη σύλληψή του υπαιτίου ομολογία της πράξεώς του, έστω και αν έγινε αυθόρμητα, ή η διευκόλυνση του έργου των αστυνομικών δια μόνης της ομολογίας του (ΑΠ 951/2012 ΤΝΠ Νόμος). Εξ άλλου η αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε’ ΠΚ, προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης υπό καθεστώς ελεύθερης κοινωνικής διαβίωσης. Όμως, ενόψει του εγκληματοπροληπτικού και σωφρονιστικού σκοπού της θεσπίσεως της οικείας διατάξεως, που διατρέχει την όλη, και υπό καθεστώς ελευθερίας, διαβίωση του υπαιτίου μετά την τέλεση της πράξεως, δεν αρκεί για την στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού, η καλή και συνήθης συμπεριφορά και δη εργασία και ομαλή οικογενειακή ζωή και μόνον, αλλά απαιτούνται πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα (ΑΠ 69/2013 ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, τα οποία δεν προσβάλλονται ως πλαστά ούτε προκύπτει ότι διορθώθηκαν, η συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, δια του οποίου ο τελευταίος παρίστατο, υπέβαλε εγγράφως και ανάπτυξε προφορικώς πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, τους εξής, επί λέξει, αυτοτελείς ισχυρισμούς - αιτήματα αναγνωρίσεως της συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων: "Ο κατηγορούμενος µε τους παρόντες ισχυρισμούς του προβάλει το αίτημα - ισχυρισμό του για την αναγνώριση στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων και ειδικότερα:

l) Στην πράξη της δεν ωθήθηκε από ταπεινά αίτια, αντίθετα προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος είχε πεισθεί ότι η αντισυμβαλλόμενη επιχείρηση (η οποία φέρεται να εξέδωσε εικονικά τιμολόγια] ήταν µια νόμιμη επιχείρηση καθόσον είχε μιλήσει προσωπικά µε τον εκπρόσωπό της, είχε νόμιμη έδρα και υφιστάμενο Αριθμό Φορολογικού Μητρώου, που ήταν τα βασικό. στοιχεία για την ανάθεση σε αυτήν υπεργολαβίας στα έργα που εκτέλεσε. Πέραν τούτου, δεν υπέπεσε στην αντίληψη του κατηγορούμενου η πιθανότητα αποδοχής εικονικών τιμολογίων καθώς είχε συνάψει µε την αντισυμβαλλόμενη επιχείρηση ιδιωτικό συμφωνητικό ανάθεσης υπεργολαβίας, τα οποία μάλιστα κατατέθηκαν νόμιμα στην αρμόδια ΔΟΥ, όπως προέβλεπε η ισχύουσα φορολογική νομοθεσία, τα οποία θα έπρεπε η αρμόδια φορολογική αρχή να ελέγξει και στην περίπτωση που είχε αμφιβολίες να προστατεύσει τον φορολογούμενό της (κατηγορούμενο), καθώς τα στοιχεία που φέρει σήμερα η Αρχή για την απόδειξη εκδόσεως εικονικών τιμολογίων, ήταν σε θέση να γνωρίζει μόνον αυτή και είχε υποχρέωση να γνωστοποιήσει τέτοια πιθανότητα στον κατηγορούμενο ώστε να τον προστατεύσει. Αντίθετα, όχι μόνον δεν του γνωστοποίησε την πιθανότητα να συμβάλλεται µε µια επιχείρηση που υποπίπτει σε φορολογικά αδικήματα τέτοιου µμεγέθους, αλλά παρέλαβε τα συμφωνητικά και μετά από έτη διαπίστωσε τέτοιες πράξεις, ενώ μόνον αυτή θα μπορούσε (λόγω του απορρήτου των φορολογικών στοιχείων και υποθέσεων) να τον προστατεύσει. Επομένως ο κατηγορούμενος, θεωρώντας ότι πρόκειται για µια νόμιμα λειτουργούσα επιχείρηση (εκδότρια), συμβλήθηκε νόμιμα, απαίτησε και υπογράφηκαν ιδιωτικά συμφωνητικά τα οποία αποδείκνυαν τις μεταξύ τους συναλλαγές, από τις εργασίες που έγιναν πραγματικά - καθώς μπορούν να ελεγχθούν τα έργα που έλαβαν χώρα (δημόσια έργα), ακόμη και σήμερα - κατέβαλε το τίμημα των τιμολογίων, στον φερόμενο ως εκπρόσωπό της και καταχώρησε όλα τα άνω τιμολόγια στα επίσημα φορολογικά βιβλία του. Τα παραπάνω, συνιστούν πράξεις τις οποίες ενεργεί ο κάθε μέσος συνετός άνθρωπος που πιστεύει ότι συμβάλλεται νόμιμα και αποδεικνύουν ότι ο κατηγορούμενος είχε πεισθεί -µε βεβαιότητα- ότι είναι απολύτως σύννομες οι συναλλαγές του µε την αντισυμβαλλόμενή του επιχείρηση. Αποτέλεσμα των διαπιστώσεων περί εικονικών τιμολογίων, που οδήγησε στο συμπέρασμα αυτό την αρμόδια φορολογική αρχή είναι το γεγονός ότι ο Μ. αρνήθηκε οποιαδήποτε συναλλαγή µε τον κατηγορούμενο και τους άλλους επιχειρηματίες, ενώ ουσιαστικά έγιναν οι εργασίες και εισέπραξε τα χρήματα γι’ αυτές, δεδομένου ότι δεν τήρησε τη νόμιμη διαδικασία δηλαδή την δήλωση των εισοδημάτων από αυτές τις αιτίες και την πληρωμή του ΦΠΑ που είχε εισπράξει από τους αντισυμβαλλόμενους, προκειμένου να απεκδυθεί των ευθυνών τους, συνεπεία δε αυτών ήταν να οδηγείται τόσο ο παρών κατηγορούμενος όσο και άλλοι που συναλλάχθηκαν µε αυτόν, στην πεποίθηση ότι δεν πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές και ότι τα τιμολόγια είναι εικονικά, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, επρόκειτο για πραγματικές συναλλαγές και πραγματικά τιμολόγια, µε αποτέλεσμα την ηθική, επαγγελματική και οικονομική του καταστροφή.

2) Όπως μάλιστα προκύπτει, από την προσκομιζόμενη, από 19-3-2012 αίτησή του, µε αρ. πρωτ. .../2012, απευθυνόμενη στον Υπουργό Οικονομικών και το Σώμα Φορολογικών Διαιτητών (δια της Β’ ΔΟΥ ...), κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, παρά το γεγονός ότι δεν ενήργησε µε δόλο, να άρει ή έστω να μειώσει τις συνέπειες της πράξεως του, αιτούμενος την διαιτητική επίλυση των διαφορών των σε ό,τι αφορά τα επιβαλλόμενα πρόστιμα από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, ώστε το ποσό που θα προκύψει να το καταβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο.

3) Τόσον από την εν λόγω υπόθεση όσο και μετά από αυτήν δεν απασχόλησε τις Αρχές ή τα Δικαστήρια και ζούσε και συνέχισε να ζει έντιμη ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή και συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του καθώς δεν είναι άτομο που ρέπει προς την εγκληματικότητα.

4) Εξάλλου συμβιώνει, εδώ και τουλάχιστον 25 έτη µε την σύντροφό του Σ. Κ., µε την οποία απέκτησε µια κόρη την Γ. Π., ηλικίας σήμερα δώδεκα (12) ετών (όπως αυτό προκύπτει από το προσκομιζόμενο µε αρ.πρωτ.... 19-9-2012 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου ... και η οποία γεννήθηκε την 18-11-2001 (σχ.προσκ.αντίγρ. της αρ.... /2001 Ληξιαρχικής Πράξης Γέννησης του Δήμου ...), την οποία οικογένειά του φροντίζει συνεχώς και αδιάλειπτα, ασχολείται τακτικά µε την επιμέλεια και ανατροφή της ανήλικης κόρης του, καθώς δεν υπάρχουν άτομα που μπορούν να βοηθήσουν σ’ αυτό πέραν του ιδίου και της συντρόφου του.
5) Πέραν τούτου.. δεν είναι επικίνδυνο για την δημόσια τάξη και ασφάλεια, ούτε επιρρεπής σε εγκληματικές συμπεριφορές και ούτε επικίνδυνος για την τέλεση άλλων αξιόποινων συμπεριφορών. Είναι έντιμος οικογενειάρχης, αγαπητός στον κοινωνικό του κύκλο και ποτέ δεν έδωσε την παραμικρή αφορμή. Υπέστην δε, από την όλη υπόθεση πολύ µμεγάλη επαγγελματική, οικογενειακή και ατομική καταστροφή και αρκετά προβλήματα υγείας όπως μόνιμες κεφαλαλγίες, ημικρανίες κ.λπ. Επομένως προκύπτει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, από τα παραπάνω ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, οι επικαλούμενες ελαφρυντικές περιστάσεις και πρέπει να του αναγνωριστούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 γ’ , δ’ και ε ‘ του ΠΚ, καθόσον αποδείχθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά και ιδίως στοιχεία της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, ώστε το δικαστήριο να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί του ότι αυτός δεν ωθήθηκε στην πράξη του αυτή από ταπεινά αίτια και μετά την πράξη του έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει (ή να μειώσει) τις συνέπειες της πράξεώς του µε την υποβολή αιτήσεως προς τον Υπ. Οικονομικών-ΣΦΔ για διαιτητική επίλυση της διαφοράς ενώ η επικαλούμενη από αυτόν μεταγενέστερη καλή συμπεριφορά, έλαβε χώρα σε καθεστώς ελεύθερης διαβίωσης (ΑΠ 1003 j 2003 Ποιν. Λογ.2003Ι 1097).

Επικουρικά δε από τον χρόνο εκδόσεως της σχετικής διατάξεως της κας Ανακρίτριας ... αφενός κατέβαλε εμπρόθεσμα την τασσόμενη εγγύηση αφετέρου τήρησε κατά γράμμα τους περιοριστικούς όρους που του τέθηκαν χωρίς καμία μέχρι και σήμερα παρέκκλιση. Επομένως, ενόψει αυτών, πρέπει το Δικαστήριό Σας να κάνει δεκτούς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου για την αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 εδ. γ, δ και ε του ΠΚ, καθόσον αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τα πιο πάνω ελαφρυντικά, ότι, δηλαδή, αυτός δεν ωθήθηκε στην πράξη του από ταπεινά αίτια παράλληλα έδειξε ειλικρινή μεταμέλεια και επιδίωξε να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του καθώς δε συμπεριφέρθηκε από τον χρόνο τελέσεως των πράξεων αυτών, καλά μέχρι και σήμερα και µε τις παραδοχές αυτές να οδηγηθεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής.". Το δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του απέρριψε κατά πλειοψηφία τους ανωτέρω περί ελαφρυντικών αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος με την εξής, επί λέξει, αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου για την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2α, β, γ, δ και ε πρέπει να απορριφθούν για τους εξής λόγους:

Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος πριν από την τέλεση των προαναφερόμενων πράξεων επέδειξε θετική και επωφελή για την κοινωνία δράση σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς, που ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2α, τέτοια δε συμπεριφορά δεν αποτελεί το γεγονός ότι συμβιώνει με τη σύντροφο του Σ. Κ. με την οποία απέκτησε μια κόρη ηλικίας σήμερα 12 ετών, ότι φροντίζει την οικογένεια του συνεχώς και αδιαλείπτως, ότι ασχολείται τακτικά με την επιμέλεια και ανατροφή της ανήλικης κόρης του και ότι δεν υπάρχουν άλλα άτομα που μπορούν να βοηθήσουν σ’ αυτό. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στις προαναφερόμενες πράξεις του για τις οποίες κρίθηκε ένοχος από μη ταπεινά ελατήρια. Άλλωστε, ο εν λόγω ισχυρισμός του συνοδεύεται από περιστατικά, που συνιστούν άρνηση της κατηγορίας, για την οποία (άρνηση), όμως, δεν αποδείχθηκαν τα περιστατικά που τη θεμελιώνουν. Ως προς την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84παρ 2 γ ΠΚ το σχετικό αίτημα υποβλήθηκε χωρίς την αναφορά πραγματικών περιστατικών, που να αποδεικνύουν τη συνδρομή της. Περαιτέρω, δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι ο κατηγορούμενος μετανόησε ειλικρινά και ότι επεζήτησε ειλικρινά και όχι προσχηματικά να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεων του, μόνη δε η αποδειχθείσα υποβολή εκ μέρους του αίτησης για διαιτητική επίλυση της διαφοράς δεν μαρτυρεί ειλικρινή μετάνοια του ούτε προσπάθεια να άρει τις συνέπειες των πράξεων του. Σημειωτέον ότι ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε ούτε στο Δικαστήριο έτσι ώστε τουλάχιστον από την απολογία του σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία να διαγνωσθεί εάν η επικαλούμενη εκ μέρους του μεταμέλεια υπήρξε ειλικρινής. Τέλος, ως προς την τελευταία ελαφρυντική περίσταση, ήτοι αυτή της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς δεν αποδείχθηκαν τέτοια πραγματικά περιστατικά εκ των οποίων να υποδηλώνεται η ουσιαστική μεταστροφή του κατηγορουμένου προς ενστερνισμό των κανόνων της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και προς αγαθοποιό δραστηριότητα. Πέραν τούτου δεν αποδείχθηκε ότι η μη επιλήψιμη συμπεριφορά του μετά την τέλεση της προαναφερόμενης πράξης είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης αυτού, αντίθετα μάλιστα εκτιμάται ότι αυτή ( η μη επιλήψιμη συμπεριφορά) είναι αποτέλεσμα της αναμενόμενης δικαστικής κρίσεως ώστε να μπορεί ευπροσώπως να υποστηρίξει αίτημα αναγνωρίσεως στο πρόσωπο του αυτής της ελαφρυντικής περίστασης.".

Με αυτά που, κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη των μελών του, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε, σχετικά με την απορριπτική του αιτήματος του αναιρεσείοντα να του αναγνωρισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως των μη ταπεινών αιτίων του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. β’ του ΠΚ (την οποίαν εκ προδήλου παραδρομής ο αναιρεσείων παραθέτει ότι στηρίζεται στο εδ. γ’ αντί του ορθού εδ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ) την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία δεν προέκυπτε ότι ωθήθηκε αυτός στην πράξη του από μη ταπεινά ελατήρια.

Άλλωστε, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι τέλεσε την πράξη του από μη ταπεινά ελατήρια συνοδεύεται από περιστατικά, που συνιστούν άρνηση της κατηγορίας, για την οποία, όμως, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα περιστατικά που τη θεμελιώνουν. Καθ’ όσον αφορά τον επίσης εκ των ανωτέρω ισχυρισμών του αναιρεσείοντος εκείνο για την αναγνώριση του κατά το άρθρο 84 παρ. 2 εδ. α’ του ΠΚ ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, υπό το προαναφερόμενο περιεχόμενό του δεν ήταν επαρκώς ορισμένος, αφού, κατά την ως άνω σχετική νομική σκέψη, μόνον το λευκό ποινικό μητρώο του, η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητάς του μέχρι την τέλεση της πράξεως και η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά του, με την δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, δεν αρκούν χωρίς την επί πλέον επίκληση και απόδειξη πραγματικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά του, τα οποία και εν προκειμένω ο κατηγορούμενος αυτός δεν επικαλέσθηκε. Επίσης, υπό μόνον το εκτεθέν σχετικώς περιεχόμενό του, δεν ήταν επαρκώς ορισμένος ο ισχυρισμός του (αναιρεσείοντος) για την αναγνώριση και της συνδρομής του κατά το άρθρο 84 παρ. 2 εδ. δ’ του ΠΚ ελαφρυντικού της ειλικρινούς εμπράκτου μετανοίας του, αφού δεν συνδυαζόταν με την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία να δείχνουν ότι και για το λόγο αυτό επιζήτησε ειλικρινώς και όχι προσχηματικώς να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του, μη αρκούσης της επικλήσεως και μόνον ότι υπέβαλε την από 19-3-2012 αίτησή του, µε αρ. πρωτ. .../2012, απευθυνόμενη στον Υπουργό Οικονομικών και το Σώμα Φορολογικών Διαιτητών (δια της Β’ ΔΟΥ ...), προς διαιτητική επίλυση των διαφορών σε ό,τι αφορά τα επιβαλλόμενα πρόστιμα από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, ώστε το ποσό που θα προκύψει να το καταβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο, χωρίς την περαιτέρω επίκληση της τύχης της αιτήσεως αυτής και επίσης χωρίς την επίκληση καταβολής κάποιου ποσού εκ των οφειλομένων. Τέλος, υπό το εκτεθέν περιεχόμενό του επίσης δεν ήταν επαρκώς ορισμένος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση και της ελαφρυντικής περιστάσεως της καλής συμπεριφοράς του μετά την πράξη του, αφού προς στοιχειοθέτησή του, πέραν της επικλήσεως καλής και συνήθους συμπεριφοράς του, εργασίας του, ομαλής οικογενειακής του ζωής, ελλείψεως παραβατικότητας, και συμμορφώσεώς του στην, μετά την απολογία στο ανακριτή εκδοθείσα από το τελευταίο διάταξη, με την οποίαν του επιβλήθηκε ο περιοριστικός όρος της καταβολής εγγυήσεως, δεν επικαλέσθηκε πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της, κατά την ελεύθερη και όχι την εξαναγκαζόμενη από τις περιστάσεις αναμονής της δίκης, βούλησή του, αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξεως και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Παρά την τοιαύτη αοριστία τους με την ανωτέρω για εκάστη των αορίστων αυτών ελαφρυντικών περιστάσεων το δικαστήριο, καίτοι δεν ήταν υποχρεωμένο, διέλαβε την προαναφερόμενη στο σκεπτικό σχετική επαρκή αιτιολογία της απορριπτικής κρίσεώς του.

Επομένως απορρίπτοντας τους αυτοτελείς αυτούς ισχυρισμούς του ως άνω αναιρεσείοντος, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ αναιρετικού λόγου της ελλείψεως της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ως εκ τούτου τα αντίθετα, που υποστηρίζει με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως ο αναιρεσείων, είναι αβάσιμα και απορριπτέα.-

Στο άρθρο 82 παρ. 1 και 3 ΠΚ, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν από τις περ. 1 και 2 της υποπαραγράφου ΙΓ’ του πρώτου άρθρου ν. 4093/2012 ορίζονται τα εξής : "1. ... Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφαση του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων...3. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ ... Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών μπορεί να αυξομειώνονται τα προβλεπόμενα ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών".

Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, ως περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που είναι ανώτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, η οποία μετατρέπεται σε χρηματική, εκτός αν το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι απαιτείται η μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων, νοείται τόσο η ποινή φυλακίσεως όσο και η ποινή καθείρξεως. Η ερμηνευτική εκδοχή αυτή συμπορεύεται με το γράμμα του νόμου, όπου προκρίνεται η διατύπωση "περιοριστική της ελευθερίας ποινή", και όχι ο όρος "φυλάκιση", αλλά και με τον σκοπό του νόμου, ο οποίος συνίσταται στην αποσυμφόρηση των φυλακών με πνεύμα σύγχρονης σωφρονιστικής αντίληψης. Παρόμοιος ήταν και ο σκοπός των νόμων 3727/2008 στο άρθρο 16 αυτού, 3772/2009 στο άρθρο η παρ. 3 αυτού και 3811/2009 στο άρθρο 26 αυτού, οι οποίοι προβλέπουν τη δυνατότητα μετατροπής για περιορισμένο χρονικό διάστημα και ποινής καθείρξεως πέντε ετών, συμπεριλαμβάνοντάς την στη φραστική διατύπωση "στερητική της ελευθερίας ποινή" και αναφέροντας ρητά τον όρο "πενταετής κάθειρξη".

Εξάλλου, ως βαρύνον κριτήριο για τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή δεν τάσσεται ο κακουργηματικός ή πλημμεληματικός χαρακτήρας της πράξης αλλά η φύση και η χρονική διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία και σε κακουργήματα, όταν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις ή άλλοι γενικοί λόγοι μείωσης της ποινής, έχει ως ελάχιστα όρια φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών ή ενός έτους (άρθρο 83 στοιχ. β’ -γ’ ΠΚ). Από τα προαναφερθέντα συνάγεται, ότι υπόκειται σε μετατροπή και η ποινή καθείρξεως πέντε ετών, καθώς και η συνολική ποινή καθείρξεως, όταν η ποινή βάση αυτής είναι ποινή καθείρξεως πέντε ετών (ΑΠ 454/2016). Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας της διατάξεως του άρθρου 82 παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικ. με τον ν. 4093/2012, συνισταμένη στην απόρριψη του αιτήματός του για μετατροπή της ποινής καθείρξεως πέντε (5) ετών, η οποία επιβλήθηκε σε βάρος του με την προσβαλλόμενη απόφαση για την πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ανερχόμενο σε διακόσιες σαράντα μία χιλιάδες εννιακόσια ογδόντα (241.980) ευρώ). Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση (σελ. 23), ο αναιρεσείων μετά την απαγγελία της ανωτέρω ποινής υπέβαλε δια της συνηγόρου του σχετικό αίτημα, το οποίο απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία ως μη νόμιμο με την αιτιολογία, ότι για την μετατροπή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 82 του ΠΚ, που ορίζουν για μετατροπή ποινών φυλάκισης από τρία έως πέντε έτη και όχι για μετατροπή ποινών καθείρξεως πέντε (5) ετών.

Όμως, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη και αφού η ποινή είναι ποινή καθείρξεως πέντε ετών, υπόκειται (καταρχήν) σε μετατροπή.

Επομένως, το άνω Πενταμελές Εφετείο παραβίασε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 82 παρ. 1 ΠΚ, όπως αυτή αντικ. με το πρώτο άρθρο υπό παρ. ΙΓ’ περ. 1-2 ν. 4093/2012, εσφαλμένως ερμηνεύοντας αυτήν και συνακολούθως είναι βάσιμος ο σχετικός τρίτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, με τον οποίον πλήττεται η απορριπτική διάταξη του αιτήματος μετατροπής της ποινής καθείρξεως των πέντε (5) ετών που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα.-.

Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως μόνο ως προς τη διάταξη που απορρίπτει το αίτημα μετατροπής της ποινής, να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση με διαφορετική σύνθεση, προκειμένου αυτό να αποφανθεί για τη μετατροπή ή μη της συνολικής ποινής της πενταετούς καθείρξεως που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα με την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 519 ΚΠΔ).-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 127/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (κακ/των) Λάρισας, ως προς τη διάταξή της που απορρίπτει το αίτημα του αναιρεσείοντος για μετατροπή της συνολικής ποινής της πενταετούς καθείρξεως, που επιβλήθηκε σε βάρος του.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου αυτό να αποφανθεί για τη μετατροπή ή μη της ποινής.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση αναίρεσης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2016.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Ιανουαρίου 2017.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. αρ. 15/ 2017 Αναπροσαρμογή ασφαλιστικών εισφορών Κλάδου σύνταξης μισθωτών από 01/01/2017 έως 1/1/2020 κατ' εφαρμογή του αρθρ. 38 του Ν. 4387/16

$
0
0

Αθήνα 16 / 3/2017
Αριθμ. Πρωτ. 43

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
 


ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ και ΕΛΕΓΧΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Ταχ. Δ/νση: Σατωβριάνδου 18
Τ.Κ. 104 32 ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Τηλεφώνου : 210 5215000 : 1555
e-mail: d.eisf.misth@efka.gov.gr d.asfalisis@efka.gov.gr

ΘΕΜΑ: «Αναπροσαρμογή ασφαλιστικών εισφορών Κλάδου σύνταξης μισθωτών από 01/01/2017 έως 1/1/2020 κατ' εφαρμογή του αρθρ. 38 του Ν. 4387/16 »

Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 1, 4 και 5 του Ν. 4387/2016 (ΦΕΚ 85 / 12-5-2016 τ. Α') «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας - Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού -συνταξιοδοτικού συστήματος - Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις » σχετικά με την αναπροσαρμογή ασφαλιστικών εισφορών κλάδου σύνταξης μισθωτών, και σας παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την εφαρμογή τους:

1. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΛΑΔΟΥ ΚΥΡΙΑΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ.1 του κοινοποιούμενου νόμου, ορίζεται ότι, το συνολικό ποσοστό εισφοράς κύριας σύνταξης ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων, με την επιφύλαξη της παραγράφου 17 του άρθρου 39 του νόμου αυτού, με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών. 

Επιπλέον, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 38 του ίδιου νόμου προβλέπεται ότι, τυχόν υψηλότερα ή χαμηλότερα των οριζομένων ως ανωτέρω ποσοστών ασφαλιστικών εισφορών κλάδου κύριας σύνταξης αναπροσαρμόζονται ετησίως ισόποσα και σταδιακά από 1/1/2017 και εφεξής ώστε από 1/1/2020 να διαμορφωθούν στο ποσοστό που ορίζεται στην ανωτέρω παράγραφο (δηλ. 13,33% για τον εργοδότη και 6,67% για τον ασφαλισμένο).

2. ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ - ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

Σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 38 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι:
«5. Δεν αναπροσαρμόζονται και παραμένουν στο ύψος που προβλεπόταν μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν.4387/2016 οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων που εμπίπτουν στις κατηγορίες που εξαιρέθηκαν από την αύξηση των ορίων ηλικίας της υποπαραγράφου Ε3 της παρ. Ε του άρθρου 2 του Ν.4336/2015, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. Φ11321/οικ.47523/1570/23.10.2015 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β'2311) καθώς και των εργαζομένων που υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 20 και 21 του Ν.3863/2010 (Α'115),όπως ισχύει, καθώς και όσοι για την απασχόλησή τους δεν υπάγονταν στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, αλλά υπάγονταν είτε αποκλειστικά και μόνο για τον κίνδυνο του ατυχήματος είτε εκτός αυτού και στον κλάδο παροχών ασθενείας σε είδος. Στο ίδιο ύψος παραμένουν και οι αντίστοιχες εργοδοτικές εισφορές.»

Κατόπιν τούτου, διευκρινίζεται ότι, δεν αναπροσαρμόζονται αλλά παραμένουν στο ύψος που προβλεπόταν μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου οι ασφαλιστικές εισφορές (ασφαλισμένου και εργοδότη) των κατηγοριών που αναφέρονται κατωτέρω ως εξής:

Α. Πρόσωπα που, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, υπάγονται στον Ε.Φ.Κ.Α. (τ. Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ) είτε αποκλειστικά και μόνο για τον κίνδυνο του ατυχήματος είτε, εκτός αυτού, και στον κλάδο παροχών ασθενείας σε είδος (π.χ. φοιτητές και σπουδαστές ΑΕΙ, ΤΕΙ, ΙΕΚ, μεταπτυχιακοί φοιτητές κλπ. που πραγματοποιούν την πρακτική τους άσκηση που θεσμοθετημένα προβλέπεται από τα προγράμματα σπουδών τους για τη λήψη του πτυχίου τους, πρόσωπα που συμμετέχουν σε προγράμματα κοινωνικής επανένταξης του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων / ΚΕΘΕΑ, κρατούμενοι εργαζόμενοι φυλακών κ.ά .).

Β. Κατηγορίες εργαζομένων που εξαιρέθηκαν από την αύξηση των ορίων ηλικίας του Ν.4336/2015, ήτοι:
I. Απασχολούμενοι οι οποίοι υπάγονται στην ασφάλιση του Νέου Πίνακα Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων (Φ10221/οικ.26816/929/30.11.2011 Υ.Α. (ΦΕΚ 2778/τ.Β72-12-2011), ο οποίος εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του β' εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 28 του Α.Ν. 1846/1951, όπως ισχύει.
II. Απασχολούμενοι σε υπόγειες στοές μεταλλείων- λιγνιτωρυχείων και σε υποθαλάσσιες στοές, οι οποίοι ασφαλίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 20 του Ν.997/79 και της παρ. 2 του άρθρου 48 του Ν.2084/1992, όπως ισχύουν.
III. Απασχολούμενοι στην επιφάνεια μεταλλείων - λιγνιτωρυχείων , οι οποίοι ασφαλίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 13 του Ν.2335/1995, όπως ισχύουν.
IV. Ασφαλισμένοι που συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του τέταρτου εδαφίου, παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν.825/1978 όπως ισχύει (35ετία με βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα).
V. Απασχολούμενοι σε βαριές οικοδομικές ή τεχνικές εργασίες, οι οποίοι ασφαλίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 του Ν.1543/1985 όπως ισχύουν.
VI. Απασχολούμενοι ως προσωπικό ΟΤΑ σε υπηρεσίες υγιεινής - καθαριότητας, οι οποίοι ασφαλίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36 του Ν.1694/87, όπως ισχύουν.
VII. Οι υπαγόμενοι στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα της τ. Διεύθυνσης Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ και οι απασχολούμενοι σε ορυχεία, σταθμούς παραγωγής και δίκτυα, οι οποίοι ασφαλίζονται στον τομέα ΤΑΠ ΔΕΗ του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
VIII. Οι ναυτικοί, που ασφαλίζονται και συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις των παρ. 1 έως 3 του άρθρου 14 του Π.Δ. 913/1978.
IX. Οι ασφαλισμένοι για πρώτη φορά από 1/1/1993 που υπάγονται στις διατάξεις του νέου Πίνακα Β.Α.Ε., σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 24 του Ν.2084/1992.
X. Οι ασφαλισμένοι για πρώτη φορά από 1/1/1993 που εργάζονται σε υπόγειες στοές μεταλλείων- λιγνιτωρυχείων, εναέριες ή υποθαλάσσιες εργασίες, καθώς και σε ορυχεία, σταθμούς παραγωγής και δίκτυα προκειμένου για τους ασφαλισμένους του ΤΑΠ- ΔΕΗ.
XI. Οι ασφαλισμένοι για πρώτη φορά από 1/1/1993 οι οποίοι απασχολούνται σε οικοδομικές ή τεχνικές εργασίες καθώς και το προσωπικό ΟΤΑ που απασχολείται σε υπηρεσίες υγιεινής - καθαριότητας και ασφαλίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.4, άρθρου 24 του Ν.2084/1992.

3. ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΚΛΑΔΟΥ ΣΥΝΤΑΞΗΣ

Κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 38, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω (ενότητα 1), για την αναπροσαρμογή τυχόν υψηλότερων ή χαμηλότερων των οριζομένων στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου ποσοστών ασφαλιστικών εισφορών κλάδου κύριας σύνταξης, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. Φ11321/οικ.45947/1757/19.12.2016 Απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ 4458/τ.Β'/30-12- 2016).

Κατόπιν τούτου, από 1/1/2017 τα ποσοστά των ασφαλιστικών εισφορών κλάδου σύνταξης για τους ασφαλισμένους και τους εργοδότες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω αναφερόμενης Υπουργικής Απόφασης, τα οποία απεικονίζονται στην ΑΠΔ με τους παρακάτω Κωδικούς Πακέτου Κάλυψης (ΚΠΚ) αντίστοιχα, αναπροσαρμόζονται ως εξής:



























4. ΒΑΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ - ΑΝΩΤΑΤΟ ΚΑΙ ΚΑΤΩΤΑΤΟ ΟΡΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ

1. ΠΡΟΙΣΧΥΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Σύμφωνα με το προϊσχύον νομοθετικό πλαίσιο του Ν.4093/2012 (ΦΕΚ 222/12-11-2012 τ.Α') προβλέφθηκε μεν εναρμόνιση του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών «παλαιών» και «νέων» ασφαλισμένων, δεν ήταν όμως για όλες τις ανωτέρω αναφερόμενες κατηγορίες ενιαίο, δεδομένου ότι, είχαν διατηρηθεί σε ισχύ καταστατικές ή γενικές διατάξεις σε ορισμένους φορείς, οι οποίες είτε προέβλεπαν υψηλότερο όριο είτε δεν προέβλεπαν την ύπαρξη ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών, με αποτέλεσμα η εισφορά κλάδου σύνταξης στους φορείς αυτούς να υπολογίζεται στο σύνολο των αποδοχών, οι οποίες ήταν πολύ υψηλότερες από το ανωτέρω αναφερόμενο εναρμονισμένο ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών.

2. ΙΣΧΥΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Με τις διατάξεις του Ν.4387/2016, θεσπίζονται ενιαίοι κανόνες υπολογισμού ασφαλιστικών εισφορών καθώς και ενιαίο ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για όλους τους μισθωτούς «παλαιούς» και «νέους» που
εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α.

Κατά συνέπεια και για τις ανωτέρω αναφερόμενες κατηγορίες ασφαλισμένων ισχύει από 1/1/2017 το ανώτατο και κατώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών όπως αναφέρεται κατωτέρω.

Συγκεκριμένα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 α και β του νόμου αυτού, ορίζεται ότι το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών, συνίσταται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού, και σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάξεις, στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.

Με τις διατάξεις της παρ. 3 της υπ. ΙΑ.11 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α' 222) ορίστηκε ότι, ο κατώτατος βασικός μισθός άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών ανέρχεται στο ποσό των 586,08 ευρώ.

Συνεπώς το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών ανέρχεται στο ποσό των 5.860,80 ευρώ και ισχύει από 1-1-2017.

Το εν λόγω ανώτατο όριο εφαρμόζεται και επί πολλαπλής μισθωτής απασχόλησης ή έμμισθης εντολής όσον αφορά όμως μόνο στην εισφορά ασφαλισμένου.

Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 του Ν.4445/2016 (ΦΕΚ 236/τ.Α'/19-12-2016) με τις οποίες προστίθεται περίπτωση γ' στην παρ.2 του άρθρου 38 του Ν.4387/2016, θεσπίζεται ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το εκάστοτε προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς των μισθωτών με πλήρη απασχόληση και των εργοδοτών τους, η οποία καθορίζεται με βάση το ποσό που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.

Κατά συνέπεια , η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού των εισφορών ανέρχεται στο ποσό των 586,08 ευρώ.

Επισημαίνεται ότι εφόσον ο μισθωτός είναι έως 25 ετών η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς των μισθωτών της κατηγορίας αυτής με πλήρη απασχόληση και των εργοδοτών τους είναι η προβλεπόμενη με της διατάξεις της παρ.3 (περ.β') της υποπαρ. ΙΑ. 11 του άρθρου πρώτου του Ν.4093/2012 (ΦΕΚ 222 Α'), ήτοι 510,95 ευρώ.

Εννοείται, επίσης, ότι εφόσον η απασχόληση δεν είναι πλήρης, οι εισφορές υπολογίζονται επί των πάσης φύσεως καταβαλλομένων αποδοχών, έστω και αν αυτές υπολείπονται της ανωτέρω κατά περίπτωση ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού εισφορών.




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΕΦΚΑ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΠΑΚΑΛΕΞΗΣ

ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Αριθ. 17977/ 2017 Σύσταση και συγκρότηση ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής με αντικείμενο την κωδικοποίηση της νομοθεσίας για τα δικαστικά τέλη, τα παράβολα, και εν γένει τη δικαστική δαπάνη ως προς όλες τις διαδικασίες όλων των δικαιοδοσιών

$
0
0
Αριθ. 17977

(ΦΕΚ Β' 828/15-03-2017)

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1) Τις διατάξεις:

α) του άρθρου 43 παρ. 1 του ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α' 240), «Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη-Παράβολα, Οικειοθελής αποκάλυψη φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών, Ηλεκτρονικές Συναλλαγές, Τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις»,

β) του άρθρου 21 του ν. 4354/2015 (ΦΕΚ Α' 176) «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων»,

γ) του άρθρου 41 παρ. 2 του ν. 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών» (ΦΕΚ Α' 35), όπως ισχύει,

δ) του άρθρου 7 παρ. 2 περ. β' του ν. 3469/2006 «Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 131), όπως ισχύει και

ε) του π.δ. 125/5.11.2016 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (ΦΕΚ τ. Α'210).

2) Το υπ' αριθμ. πρωτ. ΓΠ 2602/13.1.2017 έγγραφο του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και το υπ' αριθμ. πρωτ. 268/8.2.2017 έγγραφο του Πρωτοδικείου Αθηνών.

3) Την ανάγκη σύστασης και συγκρότησης της εν θέματι ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής.

4) Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη,

αποφασίζουμε:

Α) Τη σύσταση και συγκρότηση ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής με αντικείμενο την κωδικοποίηση της νομοθεσίας για τα δικαστικά τέλη, τα παράβολα, και εν γένει τη δικαστική δαπάνη ως προς όλες τις διαδικασίες όλων των δικαιοδοσιών.

Η ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή αποτελείται από τους:

1. Αντώνιο Παπαματθαίου του Ιωάννη, εισαγγελέα πρωτοδικών Μυτιλήνης, αποσπασμένο στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως Πρόεδρο,

2. Νικόλαο Δρακόπουλο του Σπυρίδωνα, πρωτοδίκη Δ.Δ. Αθηνών,

3. Σταυρούλα Μπελδέκα του Ιωάννη, πρωτοδίκη Αθηνών,

4. Γεώργιο Καρανικόλα του Βύρωνα, δικηγόρο Θεσσαλονίκης, Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό στο Πολιτικό Γραφείο του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως μέλη.

Χρέη γραμματέως θα εκτελεί η Αργυρή Φαφούλα του Θωμά, υπάλληλος της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή οφείλει να περατώσει το έργο της έως 30.6.2017.

Β) Στον Πρόεδρο, τα μέλη και την εκτελούσα χρέη γραμματέα της ανωτέρω ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής ουδεμία αποζημίωση καταβάλλεται.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 24 Φεβρουαρίου 2017

Ο Υπουργός
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΝΤΟΝΗΣ

Άρειος Πάγος 296/2016 Υποχρέωση του εργαζομένου να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε και ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο ή αμέλειά του

$
0
0

Περίληψη

Το είδος της συμβάσεως εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποτελεί απαραίτητο κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, στοιχείο της αγωγής και συνακόλουθα επιβαλλόμενο περιεχόμενο της αιτιολογίας της αποφάσεως, εφόσον η επίδικη αξίωση δεν συνδέεται με αυτό. Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 652 ΑΚ, ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε και ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο ή αμέλεια του.

Ο βαθμός της επιμέλειας για την οποία ευθύνεται ο εργαζόμενος κρίνεται με βάση τη σύμβαση, ενόψει της μόρφωσης ή των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των ικανοτήτων και ιδιοτήτων του εργαζομένου, τις οποίες γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ο εργοδότης. Με τη διάταξη αυτή, για την ευθύνη του εργαζομένου υιοθετείται η αρχή της υπαιτιότητας (άρθρο 330 ΑΚ), που αποτελεί το θεμέλιο της αστικής ευθύνης στο ισχύον σύστημα αποζημίωσης, με συνέπεια ο εργαζόμενος να υποχρεούται σε αποζημίωση του εργοδότη για τη ζημία που του προκάλεσε κατά την εκτέλεση της εργασίας υπαίτια, δηλαδή έστω και από ελαφρά αμέλειά του, επειδή και ο εργαζόμενος, όπως και κάθε άλλος οφειλέτης, οφείλει να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρο 288 ΑΚ), πολύ δε περισσότερο επειδή η επίδειξη επιμέλειας, προθυμίας, πνεύματος συνεργασίας και εντιμότητας από τον εργαζόμενο έχει στη σύμβαση εργασίας ιδιαίτερη σημασία, λόγω του σημαντικού ρόλου των αμοιβαίων παρεπομένων καθηκόντων πίστης που τη χαρακτηρίζουν.

Έτσι, το απαιτούμενο μέτρο επιμέλειας κρίνεται κάθε φορά από το είδος της εργασίας, τις ικανότητες, τη μόρφωση και τις ειδικές γνώσεις που έχει ο μέσος τυπικός εκπρόσωπος του συγκεκριμένου επαγγελματικού κύκλου, στις οποίες απέβλεψε κάθε φορά ο εργοδότης. Από την ίδια παραπάνω διάταξη του άρθρου 652 ΑΚ σαφώς προκύπτει και ότι -σε περίπτωση παράβασης της παραπάνω υποχρέωσης του εργαζομένου (δηλαδή σε περίπτωση πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του)- ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί συμβατικής ευθύνης, χωρίς να αποκλείεται η αδικοπρακτική ευθύνη και η ευθύνη για αποθετική ζημία ή και για ικανοποίηση ηθικής βλάβης. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει.

Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι, όμως, δυνατόν μια υπαίτια ζημιογόνα συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος και το οποίο, επομένως, αυτός όφειλε να σεβαστεί.

Από τη διάταξη του τελευταίου αυτού άρθρου (914 του ΑΚ), συνάγεται σαφώς, ότι για να διαπραχθεί αδικοπραξία και εξ αυτής να παραχθεί υποχρέωση του δράστη προς αποζημίωση του παθόντος, απαιτείται, εκτός από την επέλευση της ζημίας, α) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από το δράστη παρανόμως, συγχρόνως δε και υπαιτίως, ήτοι από δόλο ή αμέλεια (άρθρο 330 ΑΚ), β) η παράνομη συμπεριφορά του υπαίτιου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και γ) να υφίσταται πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσας ζημίας, η οποία συντρέχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, η συμπεριφορά αυτή στο χρόνο και με τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Και η μεν προξενηθείσα από το δράστη ζημία είναι παράνομη όταν προσβάλλεται με τη συμπεριφορά του (πράξη ή παράλειψη), δικαίωμα του παθόντος προστατευόμενο από το νόμο, η δε υπαίτια παράλειψη του δράστη γεννά την προς αποζημίωση υποχρέωση του, όταν αυτός ήταν υποχρεωμένος στην πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αδικοπραξία, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, που περιήλθε οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη, σύμφωνα με το άρθρο 375 παρ. 1 Π.Κ. Τέλος, κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 8 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1)Ε. Π. του Μ., και 2)Μ. Π. του Π., κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Καπελλάκη, που κατέθεσε προτάσεις.

Της αναιρεσίβλητης: Σ. χήρας Σ. Τ., το γένος Γ. Χ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Φλώρα Μεράβογλου, που κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/10/2009 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1831/2012 του ίδιου Δικαστηρίου, που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, 1309/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 6275/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 23/3/2015 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 27/11/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι, με τους όρους της συμφωνίας τους, αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής του, ο οποίος μπορεί να προσδιορίζεται σε ποσοστό επί των εισπράξεων ή των κερδών του εργοδότη, καθαρών ή μικτών και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεώς του προς αυτές.

Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως.

Το είδος της συμβάσεως εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποτελεί απαραίτητο κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, στοιχείο της αγωγής και συνακόλουθα επιβαλλόμενο περιεχόμενο της αιτιολογίας της αποφάσεως, εφόσον η επίδικη αξίωση δεν συνδέεται με αυτό. Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 652 ΑΚ, ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε και ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο ή αμέλεια του.

Ο βαθμός της επιμέλειας για την οποία ευθύνεται ο εργαζόμενος κρίνεται με βάση τη σύμβαση, ενόψει της μόρφωσης ή των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των ικανοτήτων και ιδιοτήτων του εργαζομένου, τις οποίες γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ο εργοδότης. Με τη διάταξη αυτή, για την ευθύνη του εργαζομένου υιοθετείται η αρχή της υπαιτιότητας (άρθρο 330 ΑΚ), που αποτελεί το θεμέλιο της αστικής ευθύνης στο ισχύον σύστημα αποζημίωσης, με συνέπεια ο εργαζόμενος να υποχρεούται σε αποζημίωση του εργοδότη για τη ζημία που του προκάλεσε κατά την εκτέλεση της εργασίας υπαίτια, δηλαδή έστω και από ελαφρά αμέλειά του, επειδή και ο εργαζόμενος, όπως και κάθε άλλος οφειλέτης, οφείλει να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρο 288 ΑΚ), πολύ δε περισσότερο επειδή η επίδειξη επιμέλειας, προθυμίας, πνεύματος συνεργασίας και εντιμότητας από τον εργαζόμενο έχει στη σύμβαση εργασίας ιδιαίτερη σημασία, λόγω του σημαντικού ρόλου των αμοιβαίων παρεπομένων καθηκόντων πίστης που τη χαρακτηρίζουν.

Έτσι, το απαιτούμενο μέτρο επιμέλειας κρίνεται κάθε φορά από το είδος της εργασίας, τις ικανότητες, τη μόρφωση και τις ειδικές γνώσεις που έχει ο μέσος τυπικός εκπρόσωπος του συγκεκριμένου επαγγελματικού κύκλου, στις οποίες απέβλεψε κάθε φορά ο εργοδότης. Από την ίδια παραπάνω διάταξη του άρθρου 652 ΑΚ σαφώς προκύπτει και ότι -σε περίπτωση παράβασης της παραπάνω υποχρέωσης του εργαζομένου (δηλαδή σε περίπτωση πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του)- ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί συμβατικής ευθύνης, χωρίς να αποκλείεται η αδικοπρακτική ευθύνη και η ευθύνη για αποθετική ζημία ή και για ικανοποίηση ηθικής βλάβης. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει.

Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι, όμως, δυνατόν μια υπαίτια ζημιογόνα συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος και το οποίο, επομένως, αυτός όφειλε να σεβαστεί.

Από τη διάταξη του τελευταίου αυτού άρθρου (914 του ΑΚ), συνάγεται σαφώς, ότι για να διαπραχθεί αδικοπραξία και εξ αυτής να παραχθεί υποχρέωση του δράστη προς αποζημίωση του παθόντος, απαιτείται, εκτός από την επέλευση της ζημίας, α) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από το δράστη παρανόμως, συγχρόνως δε και υπαιτίως, ήτοι από δόλο ή αμέλεια (άρθρο 330 ΑΚ), β) η παράνομη συμπεριφορά του υπαίτιου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και γ) να υφίσταται πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσας ζημίας, η οποία συντρέχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, η συμπεριφορά αυτή στο χρόνο και με τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Και η μεν προξενηθείσα από το δράστη ζημία είναι παράνομη όταν προσβάλλεται με τη συμπεριφορά του (πράξη ή παράλειψη), δικαίωμα του παθόντος προστατευόμενο από το νόμο, η δε υπαίτια παράλειψη του δράστη γεννά την προς αποζημίωση υποχρέωση του, όταν αυτός ήταν υποχρεωμένος στην πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αδικοπραξία, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, που περιήλθε οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη, σύμφωνα με το άρθρο 375 παρ. 1 Π.Κ. Τέλος, κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών.

Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν αυτός δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις ίδιες παραδοχές συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη εφαρμογή (oλΑΠ 31/2009, 7/2006, ΑΠ 939/2013).

Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται εν όψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Aπό την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ευθεία παραβίαση ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών (άρθρα 173 και 200 ΑΚ) συντελείται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δηλώσεως βουλήσεως, παραλείπει να προσφύγει σε αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθινής εννοίας των δηλώσεων, καθώς και όταν δέχθηκε κενό ή ασάφεια της ερμηνευομένης δικαιοπραξίας και προσέφυγε στους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, αλλά, με την ερμηνεία που έδωσε παραβίασε τους κανόνες αυτούς. Αντίθετα, δεν παραβιάζονται οι ίδιοι κανόνες όταν το ουσιαστικό δικαστήριο διαπιστώνει στην απόφασή του ότι η ελεγχόμενη δήλωση βούλησης είναι σαφής χωρίς κενά (ΑΠ 764/2014). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ο λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής όταν πλήττει πλεοναστικές αιτιολογίες της αποφάσεως (ΑΠ 2020/2014, 1392/2014, 2035/2013, 543/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα για την τύχη της αιτήσεως αναιρέσεως πραγματικά περιστατικά: "Η ενάγουσα διατηρεί πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ στην Πετρούπολη Αττικής επί της οδού ..., το οποίο έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την διεξαγωγή τυχερών παιχνιδιών του ΟΠΑΠ, την πώληση λαχείων (Εθνικού, Κρατικού, Λαϊκού), καθώς και την είσπραξη λογαριασμών ΕΥΔΑΠ και ΟΤΕ. Το έτος 1999, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, η ενάγουσα που τυγχάνει ανάδοχος της πρώτης εναγομένης, προσέλαβε αυτήν για να προσφέρει τις υπηρεσίες της στο πρακτορείο ως υπάλληλος με συμφωνηθέντα μισθό, ποσό, ίσο με το 40% επί των καθαρών εισπράξεων. Παράλληλα συμφώνησε με τον δεύτερο εναγόμενο πατέρα της να παρέχει τις υπηρεσίες του στο πρακτορείο αρχικά τα Σαββατοκύριακα, αμειβόμενος με το ποσό των 150 ευρώ μηνιαίως, το οποίο θα κατέβαλαν από κοινού. Τα τελευταία χρόνια πριν από την άσκηση της αγωγής η ενάγουσα για λόγους υγείας δεν παρευρισκόταν καθημερινά στο κατάστημά της και συμφώνησε με την πρώτη εναγομένη στη θέση να απασχολείται, υπό τις οδηγίες της, ο πατέρας της, δεύτερος εναγόμενος, και κάθε επί πλέον μισθολογική απαίτηση του θα κατέβαλε η τελευταία από το ποσοστό του 40% επί των καθαρών κερδών, που ελάμβανε ως μισθό. Έτσι η πρώτη εναγομένη παρείχε τις υπηρεσίες της, βοηθούμενη από τον πατέρα της, δεύτερο εναγόμενο, με τη σύμφωνη γνώμη της ενάγουσας, και ο τελευταίος εργαζόταν πλέον πολλές φορές και τις καθημερινές υπό την κατεύθυνση και τις οδηγίες της. Κατά τη συμφωνία παρακρατούσε το μισθό της από τις εισπράξεις του πρακτορείου, εξαντλώντας το 40% των καθαρών κερδών και στον δεύτερο εναγόμενο κατέβαλαν το ποσό των 150 ευρώ μηνιαίως. Το έτος 2009 λόγω της εγκυμοσύνης της η ενάγουσα (υπονοείται η πρώτη εναγομένη) χρειαζόταν επί πλέον βοήθεια και προσλήφθηκε ωρομίσθια υπάλληλος η Π. Χ., που ήταν γνωστή της, απασχολούμενη τετράωρο ημερησίως και αμειβόμενη επίσης από το 40% των καθαρών εισπράξεων, ενώ η παρουσία του δευτέρου εναγομένου στο πρακτορείο ήταν συχνότερη. Τα λαχεία που διέθετε το πρακτορείο τα προμηθεύονταν από τον γενικό πράκτορα Ι. Π., καταβάλλοντας το αντίτιμο αυτών και όσα έμεναν απούλητα δεν επιστρέφονταν αλλά παρέμεναν στο κατάστημα, στην κυριότητα της ενάγουσας και κληρώνονταν για λογαριασμό της. Κατ’ εντολήν της ενάγουσας υπήρχε υποχρέωση των εναγομένων να καταχωρούν πριν από την κλήρωση τον αριθμό των λαχείων που παρέμεναν απούλητα. Ο αριθμός των Λαϊκών λαχείων, που προμηθεύονταν συνήθως από τον πιο πάνω I. Π. ήταν 15 πεντάδες ανά κλήρωση. Κατά την κλήρωση του λαϊκού λαχείου στις 28.4.2009, ημέρα Τρίτη, που η ενάγουσα απουσίαζε εκτός Αθηνών, λόγω των ημερών του Πάσχα, μεταξύ των άλλων, κληρώθηκε και το με αριθ. ... λαχείο το οποίο είχε αγοράσει το πρακτορείο σε πεντάδα. Το ένα στέλεχος κέρδιζε 800.000 ευρώ, το δεύτερο 80.000 ευρώ και το καθένα από τα άλλα τρία από 100.000 ευρώ. Από την πεντάδα τα δυο στελέχη των 100.000 ευρώ έκαστο είχαν πωληθεί σε πελάτες πριν από την ημερομηνία της κλήρωσης, 28.4.2009, το ένα 100.000 ευρώ είχε πωληθεί την ημέρα της κλήρωσης και λίγες ώρες πριν, ενώ τα άλλα δυο στελέχη που κέρδιζαν από 80.000 και 800.000 ευρώ έκαστο παρέμεναν στο πρακτορείο. Μέχρι την 16η ώρα της 28.4.2009 στο κατάστημα ευρίσκονταν η υπάλληλος Π. Χ., η οποία παρείχε τις υπηρεσίες της από ώρα 12.00 έως 16.00, αντικαθιστώντας την πρώτη εναγομένη, που λόγω της γέννησης του τέκνου της στις 8.4.2009 δεν είχε επανέλθει στο κατάστημα, και την 16η ώραν αντικαταστάθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο. Στα καθήκοντα της τελευταίας, Π. Χ., ήταν η παραλαβή των δελτίων των πελατών, ο χειρισμός της ταμειακής μηχανής, η πώληση των λαχείων και η αντίστοιχη είσπραξη του αντίτιμου των. Όσα λαχεία δεν πωλούνταν φυλάσσονταν μετά την κλήρωση στο συρτάρι του γραφείου και συναριθμούνταν στο τέλος κάθε μήνα για να υπολογισθεί το κόστος των και αντίστοιχα η ζημία της επιχείρησης. Παράλληλα υπήρχε συμβατική υποχρέωση των εναγομένων καταγραφής ανά αριθμό των λαχείων που παρέμεναν απούλητα πριν από την κλήρωση. Παρά το ότι η ενάγουσα κατ’ επανάληψη είχε απαιτήσει ενημέρωση σχετικά με τα απούλητα λαχεία, πριν από την κλήρωση οι εναγόμενοι απέφευγαν να τηρήσουν τη σχετική υποχρέωση, διαμαρτυρόμενοι για έλλειψη εμπιστοσύνης. Την 16ην ώρα της 28.4.2009, ημέρα Τρίτη, η Π. Χ. παρέδωσε στο δεύτερο εναγόμενο τα τρία λαχεία, που είχαν παραμείνει απούλητα και βρίσκονταν αναρτημένα εντός του καταστήματος και αποχώρησε. Την επόμενη, ημέρα Τετάρτη, στις 12.00’ η ώρα, που προσήλθε για εργασία διαπίστωσε ότι τα λαχεία δεν ήταν αναρτημένα στο σημείο που τα είχε αφήσει αλλά ούτε και στο συρτάρι του γραφείου, γεγονός που την έκανε να σχηματίσει την εντύπωση κατά την μέχρι τότε συνήθεια που ακολουθούσαν ότι τα λαχεία είχαν πωληθεί σε τρίτους. Την επομένη, ημέρα Πέμπτη, το απόγευμα η πιο πάνω Π. Χ. βεβαιώνει στην κατάθεσή της ότι στο πρακτορείο κατ’ εντολήν του δευτέρου εναγομένου αναρτήθηκε ταμπέλα, που ανέφερε ότι το στέλεχος με τον αριθμό ... που κέρδιζε τις 800.000 πουλήθηκε από το πρακτορείο τους και το σχετικό σημείωμα έγγραψε ιδιοχείρως η μητέρα της. Ποιος ή ποιοι είχαν αγοράσει τα λαχεία που κέρδισαν δεν είχε γνωστοποιηθεί και ουδείς έως τότε γνώριζε. Η ως άνω (Π. Χ.), όπως προαναφέρθηκε είχε συστηθεί στην ενάγουσα από την πρώτη εναγομένη, για να προσφέρει τις υπηρεσίες της λόγω του ότι εκείνη αδυνατούσε λόγω της εγκυμοσύνης της να εργάζεται όλες τις ώρες, που απαιτούσε το ωράριο του πρακτορείου, απασχολήθηκε στο κατάστημα μέχρι το τέλος Ιουλίου και στη συνέχεια αποχώρησε. Η ενάγουσα δεν γνώριζε ποιοι αγόρασαν τα τυχερά λαχεία η δε σχετική πινακίδα αναρτήθηκε όταν εμφανίσθηκε πελάτης και δήλωσε ότι είχε κερδίσει το ποσό των 100.000 ευρώ με ένα από τα λαχεία της πεντάδας. Στη συνέχεια η ενάγουσα κατόπιν ερευνών της διαπίστωσε ότι από τα τρία τελευταία λαχεία της πεντάδας που κέρδιζε το ένα το είχε αγοράσει πελάτης του καταστήματος το απόγευμα της 28.4.2009 λίγο πριν από την κλήρωση και τα άλλα δυο εμφανίσθηκαν και εισπράχθηκαν από την πρώτη εναγομένη και τον δεύτερο εναγόμενο. Ειδικότερα, όπως βεβαιώνεται στην με αριθ. πρωτ. …/22.9.2009 βεβαίωση του τμήματος Εξαργυρώσεως Κρατικών Λαχείων του Υπουργείου Οικονομικών η Π. Ε. (πρώτη εναγομένη) εξαργύρωσε το στοιχείο Α από την πεντάδα ... της πρώτης σειράς της 17ης κλήρωσης του 2009 με καθαρό κέρδος 85.510 ευρώ την 6.5.2009 και ο Π. Μ. εξαργύρωσε το στοιχείο Β από την ίδια πεντάδα ... της πρώτης σειράς της 17ης κλήρωσης του 2009 με καθαρό κέρδος 720.010 ευρώ την 6.5.2009. Ο δεύτερος εναγόμενος υποστηρίζει ότι τα δυο ένδικα λαχεία που κέρδισαν τα πιο πάνω ποσά είχε αγοράσει το Σάββατο (25.4.2009), που είχε προηγηθεί της κλήρωσης (της Τρίτης) και ότι το ένα εξ αυτών, όταν διαπίστωσε ότι κερδίζει το χάρισε στην πρώτη εναγομένη, θυγατέρα του. Υποστηρίζουν ακόμη οι εναγόμενοι ότι κράτησαν μυστικό το γεγονός για να προστατευθούν, ενώ αντίθετα η ενάγουσα ότι τα επίδικα λαχεία ήσαν εκείνα που παρέμειναν στο πρακτορείο απούλητα και τα οποία σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν της ανήκαν, οι δε εναγόμενοι σε συνεννόηση, με κοινή απόφαση και βούληση, όταν διαπίστωσαν μετά την κλήρωση ότι κερδίζουν της τα αφαίρεσαν με σκοπό να ιδιοποιηθούν τα κέρδη των παράνομα, γεγονός που συνεπικουρείται από την μετέπειτα κρυψίνου, αντισυμβατική και ανήθικη συμπεριφορά των. Η ενόρκως βεβαιούσα Π. Χ. υποστηρίζει ότι την 16η ώρα παρέδωσε τρία λαχεία ο δε πρώτος εναγόμενος ότι τα λαχεία που είχαν προμηθευθεί από τον Π. (σταθερό προμηθευτή τους) είχαν εξαντληθεί από το Σάββατο, που αγόρασε ο ίδιος τα τελευταία, υποστηρίζει δε ότι την τελευταία ημέρα προμηθεύθηκε επί πλέον λαχεία από τον Β. Γ. πλανόδιο λαχειοπώλη, όπως συνήθιζε σε κάθε περίπτωση που δεν επαρκούσαν τα λαχεία του Π.. Όμως αγορά λαχείων από τον Γ. δεν αποδεικνύεται, εφόσον ούτε πόσα λαχεία αγοράσθηκαν ούτε το τίμημα που καταβλήθηκε προσδιορίζεται. Η κατάθεση του Γ. είναι παντελώς αόριστη και δεν κρίνεται πειστική, γιατί ούτε αυτός προσδιορίζει πόσα λαχεία παρέδωσε στο πρακτορείο της ενάγουσας. Αντιθέτως, πιο πειστική κρίνεται η κατάθεση της Π. Χ., που την πρότεινε και σύστησε στην ενάγουσα η πρώτη εναγομένη και ήδη είχε παύσει να εργάζεται στο πρακτορείο κατά τον χρόνο της κατάθεσής της, η οποία βεβαιώνει ότι την 16ην ώρα δηλαδή 3 ώρες προ της κληρώσεως υπήρχαν αδιάθετα 3 λαχεία της 15άδας. Επίσης λιγότερο πειστική κρίνεται η κατάθεση του Α. Π., ο οποίος εξετάσθηκε στο ακροατήριο τρία και πλέον έτη αργότερα και υποστήριξε ότι τα λαϊκά λαχεία είχαν εξαντληθεί από το Σάββατο ερχόμενος σε αντίθεση με την κατάθεση της Χ., ενώ ουδέν ανέφερε για προμήθεια επί πλέον λαχείων από τον Γ.. Οι εκκαλούντες επικαλούνται ακόμη το ημερολόγιο που τηρούσε η πρώτη εναγομένη, σύμφωνα με το οποίο όλα τα Λαϊκά λαχεία της επίδικης κλήρωσης της 28.4.2009, είχαν πωληθεί. Όμως, από το εν λόγω ημερολόγιο δεν μπορούν να εξαχθούν επαρκείς αποδείξεις γιατί τηρούνταν μόνο από τους εκκαλούντες, περιέχει προσωπικές των σημειώσεις και δεν απεικονίζει ακριβώς την κίνηση του πρακτορείου, στο οποία γενικώς επικρατούσε ακαταστασία σε σχέση με τους τηρούμενους λογαριασμούς, αποδεικνύοντας έτσι την έλλειψη ελέγχου εκ μέρους της ενάγουσας και την εμπιστοσύνη της προς τους εναγομένους λόγω και της πνευματικής συγγένειας που την συνέδεε με την πρώτη εξ αυτών. Επί πλέον πουθενά δεν αναφέρονταν τα λαχεία που προμηθεύονταν και τα λαχεία που διατίθεντο σε πελάτες, τα έσοδα εξ αυτών, τα αδιάθετα λαχεία, οι αριθμοί των, τα λοιπά έσοδα που σχετίζονταν με εισπράξεις από λογαριασμούς ΕΥΔΑΠ και ΟΤΕ, με συνέπεια κατά καιρούς να εμφανίζονται ελλείμματα στο ταμείο που άγγιζαν τις 2000, 3000 και 8000 ευρώ. Όσον αφορά τις καταθέσεις των Π. και Ν. θα πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για πελάτες του πρακτορείου, που έπαιζαν συχνά, κάθε εβδομάδα, τυχερά παιχνίδια και δεν είναι δυνατόν να ενθυμούνται μετά από 9 μήνες ο πρώτος και 2,5 έτη η δεύτερη ότι στις 28.4.2009 δεν υπήρχαν απούλητα λαχεία την 19ην και 17ην ώραν αντίστοιχα, όπως καταθέτουν, γι’ αυτό οι καταθέσεις των δεν πείθουν το Δικαστήριο. Περαιτέρω, πέρα από το γεγονός ότι οι εναγόμενοι και συγκεκριμένα ο δεύτερος εξ αυτών που απασχολείτο υπό την καθοδήγηση και τις οδηγίες της πρώτης, δεν τήρησαν κατάσταση με τα απούλητα λαχεία, ούτε κατάσταση με τα λαχεία που υποστηρίζουν ότι αγόρασαν προ της κλήρωσης εμφάνισαν οι εκκαλούντες, ενώ στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι απέκρυψαν από την ενάγουσα την εμφάνιση και είσπραξη των επιδίκων ποσών και την ίδια τακτική τήρησαν επί αρκετό καιρό μετά την κλήρωση, χωρίς να προβάλουν τον ισχυρισμό περί αγοράς των λαχείων, παρά μόνο όταν αντιλήφθηκαν ότι διαψεύδονταν από έγγραφα. Η δήλωσή τους ότι ήθελαν να παύσουν να εργάζονται στο πρακτορείο παρά το ότι η οικονομική τους κατάσταση δεν ήταν καλή έβαλε σε υποψίες την ενάγουσα και κατόπιν ερεύνης της διαπίστωσε περί το τέλος Ιουλίου ότι οι εκκαλούντες είχαν εισπράξει τα δύο λαχεία με τα επίδικα ποσά. Έτσι την 1.8.2009, που η πρώτη εναγομένη θα αποχωρούσε και παρέδωσε το ταμείο στον αντικαταστάτη της, η ενάγουσα της ζήτησε να υπογράψει την από 31.7.2009 υπεύθυνη δήλωση με την οποία δήλωνε ότι η ίδια και ο πατέρας της δεν είχαν σχέση με τα κέρδη των λαχνών. Εκείνη αρνήθηκε και στις έντονες πιέσεις της ενάγουσας υποστήριξε ότι η ιδία κέρδισε 100.000 ευρώ από λαχείο που της είχε χαρίσει η πενθερά της, ενώ για τον πατέρα της δήλωσε ότι δεν γνώριζε τίποτα. Από όλα τα προαναφερόμενα δεν αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι κατείχαν τα επίδικα λαχεία με νόμιμο τρόπο. Ο ισχυρισμός των ότι τα λαχεία αγοράσθηκαν από τον δεύτερο εξ αυτών δεν αποδεικνύεται από όσα προαναφέρθηκαν και είναι προφανές ότι τα λαχεία που κέρδισαν είναι τα δύο από τα τρία που παρέδωσε η Π. Χ. τρεις ώρες πριν από την κλήρωση στον δεύτερο εναγόμενο, ανήκαν στο πρακτορείο και κατ’ επέκταση στην ενάγουσα. Τούτο επιβεβαιώνεται από τη μη γνωστοποίηση στην ενάγουσα των λαχείων που δήθεν αγοράσθηκαν, τη συμπεριφορά του δευτέρου εναγομένου, ο οποίος ελαφρώς αναστατωμένος, όπως κατέθεσε ο ενόρκως βεβαιών καταστηματάρχης Δ. Β. την αμέσως επομένη ημέρα της κληρώσεως, απευθύνθηκε σ’ αυτόν, στο γειτονικό κατάστημα, ρωτώντας τον ποιο στέλεχος από τον αριθμό ... της κλήρωσης της 28.4.2009 κερδίζει τις 800.000 ευρώ, τις αντιδράσεις του, όταν χάριν αστεϊσμού κατονομαζόμενος από τους γείτονες ως τυχερός των λαχείων, απειλούσε ότι θα προσφύγει στην Αστυνομία, την προσπάθεια απόκρυψης των χρημάτων που κέρδισαν από την ενάγουσα με σκοπό να ιδιοποιηθούν τα ένδικα ποσά, παρά το ότι το καθήκον επιμελείας κατά την εκτέλεση της εργασίας των [άρθρο 652 ΑΚ] επέβαλε την ενημέρωσή της. Τα επιχειρήματα των εκκαλούντων ότι δηλαδή η εφεσίβλητος έτρεφε αντιπάθεια προς την οικογένειά των μετά την άρνησή των να υιοθετήσει την πρώτη εναγομένη δεν αποδεικνύονται, αλλ’ αντιθέτως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα αγαπούσε και εμπιστευόταν τους εναγομένους, δεχόταν τις όποιες απαιτήσεις τους κατά την παροχή της εργασίας τους, όπως τις συχνές απουσίες της πρώτης, την παροχή υπηρεσιών εκ μέρους του δευτέρου, πατέρα της προς διευκόλυνση της, ανέχθηκε τα κατά καιρούς ελλείμματα του ταμείου και σκόπευε να μεταβιβάσει την άδεια του πρακτορείου στην πρώτη εναγομένη για να την εξασφαλίσει επαγγελματικά. Αντιθέτως, οι εναγόμενοι κατέφυγαν στο Αστυνομικό τμήμα για συστάσεις, όταν άρχισε να διεκδικεί τα κέρδη από τα επίδικα λαχεία. Με βάση τα προαναφερόμενα, οι εναγόμενοι με κοινή απόφαση και βούληση, κατά την εκτέλεση της εργασίας των, ο δεύτερος ενεργώντας με τη συναίνεση της πρώτης, μετά την κλήρωση ιδιοποιήθηκαν παράνομα τα υπό στοιχεία Α και Β από την πεντάδα ... της πρώτης σειράς της 17ης κλήρωσης της 28.4.2009 και κατ’ ακολουθίαν το χρηματικό κέρδος που ενσωμάτωναν, όταν διαπίστωσαν ότι εμφανίζοντάς τα μπορούσαν να εισπράξουν τα επίδικα ποσά και στη συνέχεια τα εμφάνισαν, από ένα ο καθένας, και εισέπραξαν από κοινού τα ποσά των 85.510 ευρώ και 720.010 ευρώ που ανήκαν στην ενάγουσα, αν και γνώριζαν ότι δεν είχαν δικαίωμα επ’ αυτών αλλά ήταν στην κατοχή τους, γιατί η ενάγουσα τους είχε εμπιστευθεί τη φύλαξη λόγω της υπαλληλικής σχέσεως και της σχέσεως εμπιστοσύνης που τους συνέδεε (άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ), ζημιώνοντας την τελευταία κατά τα ως άνω ποσά. Περαιτέρω ο ισχυρισμός των εναγομένων περί άκυρης σύμβασης εργασίας, διότι όπως υποστηρίζουν, η σχέση που συνέδεε την πρώτη εξ αυτών με την ενάγουσα ήταν της μίσθωσης προσοδοφόρου αντικειμένου, δεδομένου ότι η τελευταία είχε εκμισθώσει στην πρώτη εξ αυτών την άδεια λειτουργίας του πρακτορείου και ως εκ τούτου κατά τα συμφωνηθέντα είχαν δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη σε ποσοστό 40%, είναι αβάσιμος, γιατί δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα και η πρώτη εναγομένη συνδέονταν μεταξύ τους με τέτοια σχέση. Ο τρόπος αμοιβής της πρώτης εναγομένης με ποσοστά 40% επί των κερδών δεν αναιρεί τον χαρακτήρα της συμβάσεως ως εξαρτημένης εργασίας, αφού από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 653, 654 και 655 εδ. α’ και β’ του ΑΚ συνάγεται ότι ο μισθός μπορεί να συμφωνηθεί και σε ποσοστά από τα καθαρά κέρδη. Επί πλέον αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη, συμφωνήθηκε εξ αρχής να απασχολείται υπό τον έλεγχο, την εποπτεία και τις οδηγίες της ενάγουσας, ενώ ουδεμία τροποποίηση της συμφωνίας αυτής έγινε όταν στο πρακτορείο άρχισε να προσφέρει την εργασία του και ο δεύτερος εναγόμενος, ως προστηθείς. Οι απουσίες της ενάγουσας και οι συνεπεία αυτής πρόσθετες ευθύνες των εναγομένων ουδόλως μεταβάλουν τον χαρακτήρα της σχέσεως εργασίας των, αφού εξακολουθούσε να έχει τον γενικότερο έλεγχο και εποπτεία στο πρακτορείο. Ομοίως ο δεύτερος εναγόμενος πέρα από την ατομική ευθύνη, που είχε έναντι της ενάγουσας, παρείχε τις υπηρεσίες του προς βοήθεια και εξυπηρέτηση της πρώτης και υπό την καθοδήγηση της, διατηρούσε δε και η τελευταία την ευθύνη των πράξεών του, ως προστήσασα αυτόν. Ακόμη, όπως κρίθηκε πιο πάνω οι εκκαλούντες ευθύνονται με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών εις ολόκληρον για το οφειλόμενα ποσά, αφού αποδείχθηκε ότι ενήργησαν από κοινού στη λήψη της απόφασης να ιδιοποιηθούν τα λαχεία και το χρηματικό κέρδος που ενσωμάτωναν αλλά και στην εκτέλεση της πράξης τους, εμφανίζοντας τα λαχεία και εισπράττοντας τα ποσά που ανήκαν στην ενάγουσα, ακολουθώντας και στη συνέχεια κοινή τακτική στην προσπάθεια απόκρυψης των πράξεών τους. Όσον αφορά την ένσταση περιορισμού της απαίτησης της εφεσιβλήτου σε ποσοστό 60% επειδή από το υπόλοιπο ποσοστό του 40% υπήρχε συμφωνία αμοιβής της επί των καθαρών κερδών, εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου προέκυψε ότι η συμφωνία περιελάμβανε και τα κέρδη από τα λαχεία, που ήταν ιδιοκτησίας της ενάγουσας, αλλά μόνο τις τακτικές και συνήθεις εισπράξεις από τα παιχνίδια του ΟΠΑΠ και τις πωλήσεις λαχείων. Άλλωστε το ποσοστό του 40%, που είχε συμφωνηθεί να καλύπτει το μισθό της εναγομένης αντιστοιχούσε συνήθως σε ποσό 2000 έως 2500 ευρώ μηνιαίως και ουδόλως δικαιολογεί η σχέση εργοδότη - υπαλλήλου, που τους συνέδεε, συμφωνία για αμοιβή περί το μισό εκατομμύριο ευρώ. Γι’ αυτό και ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή κατά την κυρία βάση της που στηριζόταν στην αδικοπραξία. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο και ειδικότερα με το να δεχθεί ότι σύμφωνα με τη μεταξύ της πρώτης αναιρεσείουσας και αναιρεσίβλητης σύμβαση εργασίας, η αμοιβή της πρώτης είχε συμφωνηθεί σε ποσοστό 40% επί των εισπράξεων του πρακτορείου από την πώληση των λαχείων και των παιχνιδιών του ΟΠΑΠ και την εξόφληση των λογαριασμών των Οργανισμών Κοινής Ωφέλειας και όχι και επί των κερδών που τυχόν το πρακτορείο θα αποκόμιζε από κέρδη λαχείων που θα ανήκαν κατά κυριότητα στην αναιρεσίβλητη, ιδιοκτήτρια του πρακτορείου, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 648 και 654 ΑΚ, ενώ δεν παραβίασε ούτε τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ., αφού στην κρινόμενη υπόθεση δεν συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση εφαρμογής τους, εφόσον σύμφωνα με τα προαναφερόμενα το Εφετείο δεν διαπίστωσε έστω και εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις των δικαιοπρακτούντων, ώστε να υφίσταται νόμιμος λόγος προσφυγής στις ως άνω διατάξεις. Επομένως ο τρίτος, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν επαρκώς το αποδεικτικό του πόρισμα και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της, ως προς την ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και των διατάξεων των άρθρων 297,298, 914, 926 ΑΚ, ειδικότερα δε με σαφήνεια αποφάνθηκε ότι οι εναγόμενοι αναιρεσείοντες, από κοινού αφαίρεσαν και ιδιοποιήθηκαν τα ανωτέρω αναφερόμενα γραμμάτια του λαϊκού λαχείου που ήταν στην κατοχή τους, λόγω της εργασιακής συμβάσεως που τους συνέδεε με την ενάγουσα αναιρεσίβλητη. Δεν απαιτείτο πλέον των ανωτέρω διαλαμβανομένων αιτιολογιών, να αναφέρει το Εφετείο στην απόφασή του, αν η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που συνέδεε την πρώτη αναιρεσείουσα με την αναιρεσίβλητη ήταν αορίστου ή ορισμένου χρόνου, αφού η ένδικη, από την προαναφερόμενη αδικοπραξία αξίωση της αναιρεσείουσας δεν συνδέεται με το είδος της συμβάσεως εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, που συνέδεε αυτή με την αναιρεσίβλητη εργοδότριά της. Δεν είναι εξ άλλου αντιφατική η αιτιολογία, προς θεμελίωση της υπάρξεως συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μεταξύ αναιρεσίβλητης και πρώτης αναιρεσείουσας ότι "η πρώτη παρείχε την εργασία της υπό τον έλεγχο, την εποπτεία και τις οδηγίες της τελευταίας", με την παραδοχή, σε σχέση με την πειστικότητα του ημερολογίου που τηρούσε η πρώτη αναιρεσίβλητη, ως αποδεικτικού μέσου, ότι "στο πρακτορείο γενικώς επικρατούσε ακαταστασία σε σχέση με τους τηρούμενους λογαριασμούς, αποδεικνύοντας έτσι την έλλειψη ελέγχου εκ μέρους της ενάγουσας και την εμπιστοσύνη της προς τους εναγομένους, λόγω της πνευματικής συγγένειας που τη συνέδεε με την πρώτη εξ αυτών", αφού η τελευταία αφορά τη λογιστική διαχείριση του πρακτορείου και η πρώτη τους όρους παροχής της εργασίας υπό της πρώτης αναιρεσίβλητης. Επομένως, ο πρώτος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Οι περαιτέρω στον ίδιο λόγο αιτιάσεις, κατά τις οποίες, με ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες δέχθηκε το Εφετείο ότι υπάρχει σχέση προστήσεως μεταξύ της πρώτης αναιρεσείουσας και δευτέρου εξ αυτών, είναι απαράδεκτες, διότι αφορούν πλεοναστική αιτιολογία, μη απαραίτητη για τη στήριξη του διατακτικού της προσβαλλομένης, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, στηρίζεται στην από κοινού εκ μέρους των αναιρεσειόντων τέλεση αδικοπραξίας σε βάρος της αναιρεσίβλητης. Τέλος με το χαρακτηρισμό, υπό τα ως άνω αποδειχθέντα περιστατικά, της μεταξύ των αναιρεσειόντων και αναιρεσίβλητης σχέσεως, ως συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, στα πλαίσια της οποίας τελέσθηκε η αδικοπραξία της υπεξαίρεσης, το Εφετείο δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 648,651,652 του ΑΚ, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται, με το αντίστοιχο μέρος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, περί παραβιάσεως των διατάξεων αυτών είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ολ. ΑΠ 2/2008, ΑΠ 152/2015, 26/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι στην προσβαλλομένη απόφασή του, θεμελίωσε την κρίση του περί της από κοινού υπό των αναιρεσειόντων τελέσεως της αδικοπραξίας (υπεξαιρέσεως) σε βάρος της αναιρεσίβλητης και συνακόλουθα της εις ολόκληρον, κατ’ άρθρο 926 ΑΚ ευθύνης αυτών, στην παραμόρφωση του περιεχομένου της υπ’ αριθ. πρωτ. 5151/22.9.2009 βεβαιώσεως του Τμήματος Εξαργυρώσεως Κρατικών Λαχείων του Υπουργείου Οικονομικών, που επικαλέσθηκε και προσκόμισε νομίμως κατά την συζήτηση ενώπιόν του, η αναιρεσίβλητη, με το να δεχθεί ότι από την βεβαίωση αυτή αποδεικνύεται ότι και οι δύο αναιρεσείοντες εξόφλησαν τα επίδικα γραμμάτια του Λαϊκού Λαχείου την 6.5.2009, ενώ στο εν λόγω έγγραφο βεβαιώνεται ότι η πρώτη των αναιρεσειόντων εξόφλησε το υπό στοιχείο Α’ γραμμάτιο της πεντάδας με αριθμό ... της 17ης κλήρωσης του 2009 του λαχείου αυτού, με καθαρό κέρδος 85.510 ευρώ, την 4.5.2009 και ο δεύτερος εξ αυτών το υπό στοιχείο Β’ γραμμάτιο της ίδιας πεντάδας, με κέρδος 720.010 ευρώ την 6.5.2009. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού το Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του για από κοινού εκ μέρους των αναιρεσειόντων τέλεση αδικοπραξίας σε βάρος της αναιρεσίβλητης, στηρίχθηκε σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, στις καταθέσεις των μαρτύρων, στις ειδικώς αναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις τρίτων και στα έγγραφα τόσο αυτά από τα οποία προέκυπτε άμεση απόδειξη, όσο και αυτά που χρησιμοποιήθηκαν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να στηρίξει στην πιο πάνω βεβαίωση του Τμήματος Εξαργυρώσεως Κρατικών Λαχείων του Υπουργείου Οικονομικών αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο το επί της ουσίας πόρισμά του. Ο κατά το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται "αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν". Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 336 παρ.3, 339 και 395 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι όταν το δικαστήριο της ουσίας νομίμως εκτιμά τα διάφορα έγγραφα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, δύναται να συναγάγει τέτοια τεκμήρια και από τις μαρτυρικές καταθέσεις προσώπων που εξετάσθηκαν για την αυτή ή άλλη υπόθεση ενώπιον άλλου δικαστηρίου (ΑΠ 1505/1995). Μεταξύ άλλων λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται ελεύθερα με τις υπόλοιπες αποδείξεις ως δικαστικά τεκμήρια και οι καταθέσεις των μαρτύρων που δόθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο αρχικώς είχε εισαχθεί η υπόθεση για εκδίκαση και το οποίο κηρύχθηκε αναρμόδιο (ΑΠ 479/2010). Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ` ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Kατά την έννοια του πιο πάνω εδαφίου για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 ΚΠολΔ (oλ AΠ 2/2008). Ωστόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 773/2014, ΑΠ 478/2014). Εξ άλλου από την διάταξη του άρθ. 671 παρ.1 εδ. δ` ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη, μόνο εάν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από 24 τουλάχιστον ώρες, σε συνδυασμό με το άρθ. 270 παρ.2 γ’ ΚΠολΔ, που ορίζει ότι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου κ.λ.π. λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά, και την διάταξη του άρθ. 591 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, με την οποία ορίζεται ότι τα άρθ. 1-590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών, προκύπτει ότι στις διαδικασίες αυτές, στις οποίες περιλαμβάνεται και εκείνη των εργατικών διαφορών, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση και που έχουν συνταχθεί με την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων (οι οποίες ως ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση), έστω και αν αυτές υπερβαίνουν αριθμητικά τις τρεις. Η γενική διάταξη του άρθ. 270 ΚΠολΔ δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, διότι στην ως άνω ειδική διάταξη του άρθ. 671 παρ.1 εδ. δ` ορίζεται για το επίμαχο θέμα άλλως, εφόσον δεν τίθεται ο προαναφερόμενος αριθμητικός περιορισμός και δεν αποκλείονται, κατά συνέπεια, οι πέραν των τριών ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες, επομένως, δεν αποτελούν αποδεικτικά μέσα που δεν επιτρέπει ο νόμος (AΠ 1211/2013, ΑΠ 318/2011, ΑΠ 188/2010). Aν οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων δεν έγιναν στα πλαίσια της δίκης που κρίνεται η διαφορά, αλλά άλλων δικών μεταξύ των αυτών διαδίκων, χωρίς την τήρηση των τασσομένων γι` αυτές νόμιμων διατυπώσεων, τότε, εφόσον οι βεβαιώσεις αυτές δεν ελήφθησαν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν στη δίκη (οπότε θα ήσαν ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο), εκτιμώνται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων εκ των εγγράφων που τις περιέχουν (ΑΠ 458/2012). Η βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας, περί νομοτύπου λήψεως της βεβαιώσεως, ως αναγόμενη σε πράγματα, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1028/2013, ΑΠ 1352/2009 ) και συνεπώς κάθε ισχυρισμός διαδίκου που στρέφεται κατά της βεβαίωσης αυτής του Δικαστηρίου είναι απαράδεκτος. Επίσης η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι έλαβε υπόψη ένορκη βεβαίωση για τη συναγωγή δικαστηρίων τεκμηρίων, διότι δεν δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη μεταξύ των διαδίκων δίκη, που συνιστά κρίση περί πραγμάτων, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 667/2009). Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως αποδίδονται στο Εφετείο οι από τον αριθμό 11 εδ. α’ και γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες. Ειδικότερα: 1) αποδίδεται η πλημμέλεια ότι για το σχηματισμό της κρίσης του έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στο οποίο είχε αρχικά εισαχθεί η υπόθεση, πλην τούτο κηρύχθηκε αναρμόδιο και την παρέπεμψε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ως δικαστικά τεκμήρια και όχι ως το επώνυμο αποδεικτικό μέσο του μάρτυρα. 2) Για το σχηματισμό της κρίσης του ότι στην σε ποσοστό 40% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων του πρακτορείου της αναιρεσίβλητης, αμοιβή της πρώτης αναιρεσείουσας δεν περιλαμβάνονται τα κέρδη από κληρωθέντα λαχεία, που είχαν παραμείνει στην κυριότητα της ιδιοκτήτριας του πρακτορείου αναιρεσίβλητης, δεν έλαβε υπόψη του την κατάθεση του μάρτυρα Π. Δ., που ήταν καταχωρημένη στα 1831/2012 πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου εκείνου. 3) Έλαβε υπόψη του: α) την…/27.10.2009 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Π. Χ., δοθείσα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Περιστερίου και β) την …/2.11.2009 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Δ. Β., δοθείσα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ιλίου, παρά το ότι είχαν ληφθεί ακύρως αφενός μεν διότι την ίδια ημέρα και ώρα που δόθηκαν οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις είχαν κληθεί από την αναιρεσίβλητη για να παραστούν κατά τη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων, ενώπιον των δύο αυτών Ειρηνοδικών, αλλά και ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά και της συμβολαιογράφου Πειραιά Μ. Χ. ταυτοχρόνως και αφετέρου διότι η κλήτευση του δευτέρου εξ αυτών ήταν άκυρη επειδή η κλήση δόθηκε στα χέρια της πρώτης, ως συνοίκου του, η οποία όμως δεν είχε την ιδιότητα αυτή. 4) Διότι έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της κρίσης του γενικώς τέσσερις ένορκες βεβαιώσεις, δηλαδή βεβαιώσεις σε αριθμό πέραν των τριών που επιτρέπονται από το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός, κατά τα υπό στοιχεία 1, 3 και 4 σκέλη του είναι απαράδεκτος, αφενός μεν διότι οι καταθέσεις των μαρτύρων ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο εισήχθη αρχικά η υπόθεση, το οποίο κηρύχθηκε αναρμόδιο λαμβάνονται υπόψη, όχι ως το επώνυμο μέσο του μάρτυρα, αλλά ως τεκμήρια, αφετέρου δε διότι η κρίση του Εφετείου περί της κατά νόμιμο τρόπο λήψεως των ενόρκων βεβαιώσεων, καθώς και περί του ότι οι βεβαιώσεις που δεν λήφθηκαν στα πλαίσια της δίκης αυτής δεν δόθηκαν αποκλειστικά για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα στην παρούσα δίκη, είναι ενέλεγκτη ως κρίση περί τα πράγματα και τέλος διότι στην προκειμένη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών δεν είναι απαράδεκτη η προσκομίδη, και λήψη υπόψη υπό του δικαστηρίου περισσοτέρων των τριών ενόρκων βεβαιώσεων. Κατά το υπό στοιχείο 2 σκέλος του ο ίδιος λόγος είναι αβάσιμος, διότι από τη βεβαίωση, που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη μεταξύ άλλων ως τεκμήρια και οι καταθέσεις των μαρτύρων που περιλαμβάνονται στα υπ’ αριθ. 1831/30.3.2012 πρακτικά συνεδριάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενό της, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι, το Εφετείο έλαβε υπόψη, ως δικαστικό τεκμήριο και την περιεχόμενη στα ως άνω πρακτικά κατάθεση του αναφερομένου μάρτυρα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, ως ηττηθέντες, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητη, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 23.3.2015, με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως …/23.3.2015, αίτηση των: 1) Ε. Π. του Μ. και 2) Μ. Π. του Π., κατά της Σ. χήρας Σ. Τ., περί αναιρέσεως της υπ` αριθ. 6275/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Και

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2016.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 12 Απριλίου 2016.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Viewing all 7448 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>