ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Στο σχέδιο νόμου: «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας- Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού- συνταξιοδοτικού συστήματος- Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων»
ΜΕΡΟΣ Α' Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας- Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού συστήματος
Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Σκοπός του νομοσχεδίου είναι η πλήρης αναμόρφωση του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας, του οποίου οι γενικές αρχές ορίζονται στο νόμο ως εξής: εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής προστασίας με όρους ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδιανομής και αλληλεγγύης των γενεών.
Α- Αναποτελεσματικότητα, μη βιωσιμότητα και άδικος χαρακτήρας του υφιστάμενου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης
Το υφιστάμενο σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι άναρχο, κοινωνικά άδικο, αναποτελεσματικό και μη βιώσιμο. Ο σχεδιασμός της κοινωνικής πολιτικής, ιδίως του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, δεν έγινε ποτέ με στρατηγικό σκοπό την καθολικότητα των παροχών. Αντιθέτως, χαρακτηρίζεται από έντονο κατακερματισμό, που αντανακλά την εν γένει πελατειακή λειτουργία του πολιτικού συστήματος πριν από την κρίση. Η έλλειψη γενικών ρυθμίσεων άφηνε, βεβαίως, περιθώριο διεκδικήσεων και σε κοινωνικές ομάδες, που επιδίωκαν με συνέπεια και αγωνιστικότητα εκτός του πελατειακού συστήματος δίκαιες ασφαλιστικές παροχές. Το αποτέλεσμα όμως και στην περίπτωση αυτή, κατά την οποία οι κοινωνικές παροχές ήταν αποτέλεσμα κοινωνικών αγώνων και όχι πατρωνείας, ήταν ο κατακερματισμός των συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων με εξαιρετικά άνισες παροχές και καλύψεις.
Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, έτσι χαρακτηρίζεται από εκτεταμένη πολυνομία, η οποία δημιουργεί έντονες κοινωνικές ανισότητες, αφού αντιμετωπίζει όμοιες περιπτώσεις πολιτών με διαφορετικό τρόπο. Οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης (χρόνος ασφάλισης και όρια ηλικίας), τα ποσοστά αναπλήρωσης, οι κατώτατες συντάξεις, οι ασφαλιστικές και εργοδοτικές εισφορές, οι κοινωνικοί πόροι (καταργηθέντες ή υπό κατάργηση) και η κρατική χρηματοδότηση διαφέρουν τόσο μεταξύ των ταμείων όσο και μεταξύ ασφαλισμένων στο ίδιο ταμείο.
Η διοικητική διάσπαση του ασφαλιστικού συστήματος είναι εντυπωσιακή. Ενδεικτικό είναι ότι το 1990 λειτουργούσαν 327 φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, λοιπών παροχών και περιορισμένος αριθμός υπηρεσιών ασφάλισης καθώς και κρατικές υπηρεσίες για τη συνταξιοδότηση και υγειονομική περίθαλψη των δημοσίων υπαλλήλων, πολιτικών και στρατιωτικών. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Ε.Τ.Α.Π.-Μ.Μ.Ε. που συνολικά παρέχει 8.208 συντάξεις και αποτελείται από 10 τομείς ασφάλισης. Περαιτέρω, η εποπτεία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης μοιράζεται ανάμεσα στα Υπουργεία Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, το Υπουργείο Οικονομικών, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη
Αυτό δεν σημαίνει ότι το ελληνικό σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι πιο γενναιόδωρο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Πριν από το 2010, σύμφωνα με το σύστημα στατιστικών κοινωνικής προστασίας ESSPROS, το σύνολο του κοινωνικού προϋπολογισμού αντιστοιχούσε μόνο στο 81% του μέσου όρου της Ευρώπης των 15 και από τότε, λόγω της κρίσης και των μέτρων λιτότητας, καταποντίστηκε σε πολύ κατώτερα επίπεδα. Όπως προκύπτει, πάντως, από τις ίδιες στατιστικές υφίσταται μια ανισορροπία των κοινωνικών δαπανών με υπερδιόγκωση των δαπανών για τις συντάξεις σε βάρος των άλλων κατηγοριών κοινωνικών δαπανών, με σημαντικότερη την πολύ μικρή προστασία σε αδύναμες κοινωνικές ομάδες με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους ανέργους.
Ενόψει όλων αυτών, το σύστημα κοινωνικής προστασίας έχει ιδιαίτερα μειωμένη αποτελεσματικότητα και λειτουργεί αναδιανεμητικά σε βάρος των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κοινωνικές παροχές μειώνουν το ποσοστό των ατόμων που κινδυνεύουν από τη φτώχεια κατά πολύ μικρότερο ποσοστό από ό,τι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Και το σημαντικότερο, ο εν γένει κοινωνικός μισθός (οι κοινωνικές παροχές μείον τους αντίστοιχους φόρους) που η ελληνική εργατική τάξη εισπράττει από το κράτος είναι σταθερά αρνητικός, ενόψει και της εκτεταμένης φοροδιαφυγής σχεδόν όλων των κοινωνικών κατηγοριών, εκτός από τους μισθωτούς και συνταξιούχους.
Το σύστημα επίσης δεν είναι βιώσιμο. Εξαρχής οι παροχές δεν υπολογίζονταν βάσει αναλογιστικών μελετών, αλλά με τον άναρχο και πελατειακό τρόπο που περιγράφηκε πιο πάνω. Τα αποθεματικά των ταμείων διασπαθίσθηκαν αρχικά με την υποχρέωση κατάθεσης τους στην Τράπεζα της Ελλάδος με μηδενικά ή ελάχιστα επιτόκια, στη συνέχεια εξανεμίσθηκαν από το PSI. Η κρίση επιδείνωσε έτι περαιτέρω την κατάσταση, γιατί δεν υπάρχει ασφαλιστικό σύστημα που να μπορεί να αντέξει οικονομικές συνθήκες στις οποίες το 1/4 του πληθυσμού να είναι άνεργο και το 50% των αυτοπασχολουμένων να αδυνατούν να πληρώσουν τις εισφορές τους.
Τα συνολικά έσοδα των ασφαλιστικών φορέων κατέγραψαν σημαντική μείωση την περίοδο της κρίσης από 12% στο Ν.Α.Τ. (το οποίο όμως χρηματοδοτείται κατά 92% από τον κρατικό προϋπολογισμό) έως και 48,9% στο Ε.Τ.Α.Π.-Μ.Μ.Ε..
Επίσης, κατά την διάρκεια της κρίσης ο αριθμός των ασφαλισμένων μειώθηκε, ενώ ο αριθμός των συνταξιούχων αυξήθηκε σημαντικά. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις χαμηλότερες αμοιβές των μισθωτών, επί των οποίων υπολογίζονται οι εισφορές υπονομεύει περισσότερο την οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος. Ενόψει της κατάστασης αυτής, το κράτος επεμβαίνει, όπως έχει συνταγματική υποχρέωση, για να καλύψει τα εκρηκτικά ελλείμματα που αναπόφευκτα προκύπτουν, επιπλέον της συμμετοχής του στο πλαίσιο της ισχύουσας σήμερα τριμερούς κρατικής χρηματοδότησης. Ενδεικτικά, στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. η κρατική επιχορήγηση αποτελεί το 39% των εσόδων του ταμείου, στον Ο.Γ.Α. το 90% και στο Ν.Α.Τ. το 92%.
Τα μέτρα που ελήφθησαν έως σήμερα κατά την διάρκεια της κρίσης επιδείνωσαν αντί να θεραπεύσουν τις δομικές αυτές αδυναμίες. Οι σημαντικές περικοπές των συντάξεων αλλοίωσαν σημαντικά την αναλογική (ανταποδοτική) τους πλευρά. Οι περικοπές, περαιτέρω, υπονόμευσαν την αξιοπιστία των υποσχέσεων του συστήματος. Το μέσο εισόδημα από συντάξεις μειώθηκε από 1200 Ευρώ περίπου το 2010 σε 833 ευρώ περίπου σήμερα. Στην ουσία, έχει τεθεί σε λειτουργία μια διαδικασία συνεχούς απαξίωσης, όπου δημοσιονομικά θέματα οδηγούν σε προσαρμογές συντάξεων που υποτιμούν ακόμη περισσότερα το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ των γενεών, οδηγώντας σε τάσεις απεμπλοκής, κυρίως εκ μέρους των νεότερων.
Περαιτέρω, οι ενοποιήσεις ταμείων που προβλέφθηκαν από προγενέστερη νομοθεσία δεν συνοδεύθηκαν από εναρμόνιση των κανόνων των ταμείων που συγχωνεύθηκαν. Συνεπώς, δεν εξασφαλίσθηκε ούτε η ισονομία ούτε η αποτελεσματικότητα, μέσω της απλούστευσης των διαδικασιών του συστήματος, αφού κάτω από την ίδια στέγη υπάρχουν ασφαλιστικά ταμεία που ακόμα και μετά την ενοποίησή τους εξακολουθούν να διατηρούν πλήρη οικονομική και λειτουργική αυτοτέλεια. Στο πλαίσιο αυτό το Ι.Κ.Α. έχει 930 διαφορετικούς τύπους ασφάλισης κάλυψης με αντίστοιχα διαφοροποιούμενες παροχές.
Β. Οι στόχοι της Μεταρρύθμισης
Η μεταρρύθμιση επιχειρεί για πρώτη φορά την αντιμετώπιση όλων των δομικών αυτών παθογενειών του συστήματος, σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης και πρόσθετων μνημονιακών υποχρεώσεων. Το νομοσχέδιο ενσωματώνει όλες τις προβλέψεις του νόμου 4336/2015 (Μνημονίου) εντάσσοντας τις όμως στο πλαίσιο ενός εντελώς νέου θεσμικού πλαισίου που εξασφαλίζει κανόνες ισονομίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Εάν, αντιθέτως, οι εν λόγω προβλέψεις εφαρμόζονταν αυτοτελώς, χωρίς διορθωτικά μέτρα, χωρίς ισοδύναμα, εκτός του πλαισίου της μεταρρύθμισης, θα μετέτρεπαν το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης από αναδιανεμητικό σε ένα σύστημα που θα προσιδίαζε στη λογική της ιδιωτικής ασφάλισης και θα υποβάθμιζε ακόμη περισσότερο την υφιστάμενη αναιμική και αναποτελεσματική κοινωνική, ιδίως για τους πιο αδύναμους.
Οι δύο θεμελιώδεις αρχές της μεταρρύθμισης είναι η ισονομία και η κοινωνική δικαιοσύνη. Ισονομία, γιατί για πρώτη φορά θεσπίζονται όμοιοι κανόνες για όλους, παλαιούς και νέους συνταξιούχους, εργαζόμενους στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους. Κοινωνική δικαιοσύνη, γιατί με το νέο θεσμό της εθνικής σύνταξης επιτυγχάνεται αναδιανομή, αμβλύνονται οι κοινωνικές ανισότητες και εξασφαλίζεται επαρκής σύνταξη και για τις επισφαλείς κοινωνικά ομάδες.
Ειδικότερα, η Μεταρρύθμιση:
• Επιτυγχάνει τη διοικητική αποτελεσματικότητα του συστήματος και απλοποιεί τις διαδικασίες, ενοποιώντας τους φορείς ασφάλισης σε ένα και διακρίνοντας πλήρως προνοιακές και ασφαλιστικές παροχές. Για το σκοπό αυτό θεσπίζεται ένας, εθνικός φορέας κοινωνικής ασφάλισης με ένταξη σε αυτόν όλων των φορέων κύριας ασφάλισης, χωρίς εξαίρεση, γιατί διαφορετικά το εγχείρημα της ενοποίησης θα υπονομευθεί στο σύνολό του. Τούτο αποτελεί διαχρονικό αίτημα εξορθολογισμού από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος οραματίστηκε ένα φορέα για όλους τους Έλληνες Η απλοποίηση του τρόπου ασφάλισης θα διευκολύνει τις επιχειρήσεις στη λειτουργία τους, ενώ η μείωση της γραφειοκρατίας, κατά τη χορήγηση των παροχών, θα επιτρέψει την ευκολότερη και όχι χρονοβόρα πρόσβαση των ασφαλισμένων στις παροχές.
• Καθιερώνει πλήρη ισονομία, μέσω της ουσιαστικής ενοποίησης του υπάρχοντος καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης με θέσπιση ενιαίων κανόνων για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους και ανακαθορισμό των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων. Οι ενιαίοι κανόνες είναι αναγκαίοι, γιατί απέναντι στους βασικούς κινδύνους της ζωής πρέπει όλοι οι ασφαλισμένοι να απολαμβάνουν τον ίδιο βαθμό εθνικής/ κοινωνικής αλληλεγγύης. Εξαιρέσεις προβλέπονται μόνον για την προστασία των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων (π.χ. των αναπήρων). Στην περίπτωση των αγροτών επίσης προβλέπονται ευεργετικές διατάξεις, γιατί το μέσο αγροτικό εισόδημα είναι πολύ κατώτερο από το μέσο αστικό και θα υπήρχε αντικειμενική αδυναμία κάλυψης των εισφορών από σημαντικό τμήμα του αγροτικού πληθυσμού. Όσον αφορά στις εισφορές προβλέπονται ενιαία ποσοστά εισφορών με βάση υπολογισμού τους το πραγματικό εισόδημα. Όσον αφορά στις παροχές, καθιερώνεται ενιαίος τρόπου υπολογισμού της σύνταξης, κύριας και επικουρικής, για παλιούς και νέους ασφαλισμένους, με βάση το μέσο εργασιακό εισόδημα και ίδια ποσοστά αναπλήρωσης για όλους. Η συμμετοχή του συνταξιοδοτικού συστήματος στη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας οριοθετείται από το σεβασμό της ισότητας στα βάρη (άρθρο 4, παρ. 5 Συντ/τος). Δεν πρέπει οι συνταξιούχοι να αναλάβουν ένα δυσανάλογο μέρος του κόστους της δημοσιονομικής προσαρμογής.
• Θεσπίζει την εθνική σύνταξη, ώστε να εξασφαλισθεί επαρκής αναπλήρωση εισοδήματος και για τους μακροχρόνια ανέργους, όσους εργάζονται με ατυπικές μορφές εργασίας ή αμοίβονται με χαημηλούς μισθούς. Η πρόληψη της φτώχειας με την εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για τον κάθε ηλικιωμένο είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της κοινωνικής ασφάλισης. Κατά τη διάρκεια της κρίσης δημοσίου χρέους η προστασία κατά της φτώχειας των ηλικιωμένων αποκτά διάσταση απόλυτης προτεραιότητας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη Eurostat (SILC 2014), το 23, 1% των ατόμων άνω των 65 ετών ζουν στο όριο της φτώχειας.
• Διασφαλίζει τη βιωσιμότητα, τη διαγενεακή ισότητα, καθώς και την ίση κατανομή των θυσιών. Η μέριμνα για την προστασία της βιωσιμότητας χάριν των επόμενων γενεών ανάγεται στις συνταγματικές υποχρεώσεις του κράτους (ΣτΕ Ολομ. 2290/15, αρ. 7). Σύμφωνα με τη Λευκή Βίβλο (Ευρωπαϊκή Επιτροπή) για τις Συντάξεις του 2012, το κόστος που συνεπάγεται η μεταρρύθμιση των συντάξεων θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τη δημοσιονομική στρατηγική κι όχι το αντίθετο, δηλαδή ορμώμενοι αποκλειστικά από τη δημοσιονομική εξυγίανση να στενεύουμε το βεληνεκές (κοινωνικό χαρακτήρα) και την αποτελεσματικότητα των ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων. Η αποκατάσταση της βιωσιμότητας, δηλαδή η διατήρηση της ικανότητας του συστήματος να χορηγεί συντάξεις στους τωρινούς και μελλοντικούς συνταξιούχους, δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά υπηρετεί το συμβόλαιο ανάμεσα στις γενεές που βρίσκεται στη βάση κάθε διανεμητικού συστήματος. Με το ισχύον σύστημα η σημερινή γενεά εργαζομένων θα πλήρωνε περισσότερα απ' όσα θα λάβει. Με τη μεταρρύθμιση η αναλογικότητα αποκαθίσταται πλήρως. Μόνον οι πιο αδύναμοι θα λάβουν περισσότερα από όσα έχουν δώσει μέσω των εισφορών τους στο σύστημα, λόγω της ύπαρξης της εθνικής σύνταξης και άλλων ειδικών προβλέψεων για αυτούς.
• Εγγυάται τη διαβίωση των συνταξιούχων με αξιοπρέπεια, και διατηρεί, στο βαθμό του δυνατού, την εγγύτητα με το κεκτημένο κατά τον εργασιακό βίο επίπεδο ζωής. Το Σύνταγμα (άρθρο 22 παρ. 5 του Συντ/τος), όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία, (Ολομ. του ΣτΕ 2287-2290/15), εγγυάται τη διαβίωση του συνταξιούχου με αξιοπρέπεια, ανεξάρτητα από δημοσιονομικές προτεραιότητες και σκοπιμότητες.
• Επαναφέρει τη συνταγματική νομιμότητα στη ρύθμιση των συντάξεων.
Βάσει των ειδικών μελετών που έχουν ήδη καταρτισθεί, σύμφωνα με τα κριτήρια της νομολογίας και θα κατατεθούν στη Βουλή κατά τη ψήφιση του νόμου, ορίζονται τα ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων που επιτρέπει η οικονομική κατάσταση της χώρας, χωρίς οριζόντιες περικοπές, που υποσκάπτουν την ασφαλιστική συνείδηση, δημιουργούν κίνητρο για εισφοροδιαφυγή και για πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και υπονομεύουν την εμπιστοσύνη στο ασφαλιστικό σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται ανακαθορισμός, κατ' επιταγή των αρχών της συμμετοχικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης των γενεών, των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων με αναφορά στο νέο, ενιαίο τρόπο υπολογισμού της κύριας και επικουρικής σύνταξης για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους. Παράλληλα όμως εξασφαλίζεται πλήρης προστασία των κυρίων συντάξεων, με πρόβλεψη προσωπικής διαφοράς, και προστασία του συντριπτικά μεγαλύτερου πληθυσμού των επικουρικών συνταξιούχων.
Ειδικότερα, ελήφθησαν υπόψη σχετικά όλες οι παρατηρήσεις του Πορίσματος της Επιτροπής του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για την πρόταση ενός νέου ασφαλιστικού συστήματος (ΥΑ 37564/Δ9.10327/21.8.2015)], που έχουν ως εξής:
1.Βασικό περιεχόμενο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως είναι η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση ασφαλιστικών κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία, θάνατος) οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται. Η προστασία έγκειται σε παροχή η οποία εξασφαλίζει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως όσο το δυνατόν εγγύτερο εκείνου που είχε κατακτηθεί κατά την διάρκεια του εργασιακού βίου.
2. Το Κράτος εγγυάται την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την επάρκεια των παροχών υποχρεούμενο σε χρηματοδότηση μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Όριο στην ελευθερία επιλογής του ύψους της κρατικής χρηματοδοτήσεως αποτελεί η διασφάλιση παροχής για αξιοπρεπή διαβίωση, υπό την έννοια της χορηγήσεως συντάξεως η οποία θα εξασφαλίζει στους συνταξιούχους επίπεδο ζωής που δεν θα αφίσταται ουσιωδώς εκείνου που είχαν κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου και όχι τέτοιας που θα εξασφαλίζει την διαβίωση απλώς πάνω από το όριο της φτώχειας.
3. Το Σύνταγμα δεν εγγυάται το ύψος της συντάξεως που προσδοκά να λάβει ο ασφαλισμένος. Δεν κατοχυρώνει δε την πλήρη αναλογία εισφορών και παροχών. Τούτο δε έχει ως συνέπεια εν όψει της επιδιώξεως της ικανοποιήσεως της κοινωνικής αλληλεγγύης (βλ. άρθρο 24 παρ. 5 του συντάγματος), ότι δεν παραβιάζονται οι συνταγματικές διατάξεις από την καταβολή συντάξεως μικρότερης από αυτήν που θα ελάμβανε ο δικαιούχος αν εφαρμοζόταν αμιγώς ανταποδοτικό σύστημα υπολογισμού των παροχών.
4. Το Σύνταγμα δεν αποκλείει την μείωση ήδη απονεμηθεισών παροχών. Η σχετική δυνατότητα του νομοθέτη δεν είναι απεριόριστη αλλά οριοθετείται από τις αρχές της αναλογικότητας (25 παρ. 1), της ισότητας συμμετοχής στα δημόσια βάρη (4 παρ.5) και της κοινωνικής αλληλεγγύης (25 παρ. 4). Επομένως, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Απαραίτητη προϋπόθεση η προηγούμενη σύνταξη ειδικής, εμπεριστατωμένης και επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης από την οποία να προκύπτει ότι α) η μείωση είναι σύμφωνη προς τις ως άνω συνταγματικές αρχές και β) οι επιπτώσεις της μειώσεως δεν έχουν αποτέλεσμα που ισοδυναμεί με παραβίαση του πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, δηλαδή παροχή αξιοπρεπούς διαβιώσεως.
5. Ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να οργανώσει το ασφαλιστικό σύστημα, υπό τον όρο ότι η υποχρεωτική ασφάλιση παρέχεται αποκλειστικά από το ίδιο το Κράτος ή από ΝΠΔΔ. Είναι δυνατή η συγχώνευση ασφαλιστικών φορέων σε ήδη υφιστάμενο ή το πρώτον δημιουργούμενο υπό την προϋπόθεση της συντάξεως μελέτης από την οποία να προκύπτει η βιωσιμότητα του συγχωνεύοντος ή του νέου ασφαλιστικού φορέα.
Εν όψει τούτων:
Η δημιουργία ενός φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως με ένταξη σ' αυτόν όλων φορέων ασφαλίσεως (κύριας, επικουρικής και εφ' άπαξ παροχών) με ενιαίους κανόνες για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους δεν αντίκειται στο Σύνταγμα υπό την προϋπόθεση ότι στηρίζεται σε μελέτη βιωσιμότητας. Ο ανακαθορισμός των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων με αναφορά στον νέο, ενιαίο, τρόπο υπολογισμού της κύριας και επικουρικής συντάξεως για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους, εφ' όσον συνεπάγεται μείωση των συντάξεων, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα υπό την προϋπόθεση ότι σέβεται τις αρχές της ισότητας της συμμετοχής στα δημόσια βάρη και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Δεν είναι επιτρεπτή μείωση η οποία εν τοις πράγμασι ισοδυναμεί με παροχή που δεν εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση.
II. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ
Κεφάλαιο Α'- Αρχές και όργανα του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας
Άρθρο 1 Θεμελιώδεις αρχές του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας
Με το άρθρο αυτό τίθενται οι βασικές αρχές του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας, βασικό συστατικό του οποίου είναι το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, που ρυθμίζεται διεξοδικά από το νόμο. Από το Σύνταγμα και ειδικότερα τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 21, 22 και 25 παρ. 1 προκύπτει ο δημόσιος, καθολικός και αναδιανεμητικός χαρακτήρας του. Στο πλαίσιο αυτό το Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας έχει ως στόχο την ουσιαστική απλοποίηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, την αποκατάσταση της ισότητας, μέσω καθιέρωσης ενιαίων κανόνων, τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, την ενίσχυση του κοινωνικού, αναδιανεμητικού χαρακτήρα, ενώ, παράλληλα, εγγυάται τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος, με γνώμονα την εξασφάλιση πλήρους κοινωνικής προστασίας και αξιοπρεπούς διαβίωσης, με όρους ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης και αναδιανομής.
Το Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας προσδιορίζει το σύνολο των κρατικών πολιτικών στους τομείς της κοινωνικής ασφάλισης, της κοινωνικής πρόνοιας και της υγείας, που αποσκοπούν στην παροχή υπηρεσιών υπερκαλύπτουν τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού και αμβλύνουν τις κοινωνικές ανισότητες. Στο παρελθόν οι πολιτικές αυτές αναπτύσσονταν άναρχα και όχι συμπληρωματικά, με σχετική υπερτροφία των συνταξιοδοτικών δαπανών έναντι άλλων, ιδίως αυτών που αφορούν ευάλωτες ομάδες, όπως οι άνεργοι και οι κοινωνικά αποκλεισμένοι. Ο βασικός σκοπός της πρόβλεψης «συστήματος» κοινωνικής ασφάλειας είναι ακριβώς η αποκατάσταση της συμπληρωματικότητας και της ισορροπίας μεταξύ των συνιστωσών του. Ο νόμος συμβάλλει στην κατεύθυνση αυτή διακρίνοντας πλήρως τις συνταξιοδοτικές από τις προνοιακές παροχές, μεριμνώντας όμως παράλληλα για την παραπληρωματικότητα τους, ιδίως μέσω της πρόβλεψης της εθνικής σύνταξης.
Ο νόμος, αντανακλώντας τις σύγχρονες τάσεις του δικαίου κοινωνικής ασφάλειας, προσδιορίζει ως φορείς του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, στην κοινωνική πρόνοια, όχι μόνον τους έλληνες πολίτες αλλά όσους διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στη χώρα. Τέλος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην τρίτη παράγραφο, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, όπως αυτό προσδιορίζεται με το νόμο αυτό, εφαρμόζεται κατά τρόπο όμοιο, ενιαίο και σύμφωνο με τη συνταγματική αρχή της ισότητας, για όλους χωρίς διάκριση, τόσο στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα όσο και στις διαφορετικές κατηγορίες εργαζομένων, είτε είναι μισθωτοί είτε αυτοαπασχολούμενοι.
Άρθρο 2 Εννοιολογικοί προσδιορισμοί
Το άρθρο 2 ορίζει τα δύο τμήματα που συναποτελούν τη σύνταξη γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υπό το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης. Τα δύο αυτά τμήματα αντιστοιχούν σε δύο βασικές και αλληλοσυμπληρούμενες αρχές του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, την αρχή της εξασφάλισης ενός ελάχιστου πυρήνα αξιοπρεπούς παροχής και την αρχή της ανταποδοτικότητας, που σκοπεί στην αποκατάσταση, κατά το δυνατό, του προτέρου εισοδήματος, βάσει της αναλογικής σχέσης εισφορών-παροχών..
Ειδικότερα, το μεν τμήμα της Εθνικής Σύνταξης αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς εγγυάται ένα κατώτατο ποσό σύνταξης που δεν εξαρτάται από την καταβολή εισφορών ούτε από το ύψος των αποδοχών ή του εισοδήματος του ασφαλισμένου. Κατ' αυτόν τον τρόπο, αφενός, εξασφαλίζει στην ευπαθή ομάδα των χαμηλοσυνταξιούχων ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, αφετέρου, παρέχει, κατ' αποτέλεσμα, υψηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης σε ασφαλισμένους με χαμηλότερες συντάξιμες αποδοχές ή λίγα χρόνια ασφάλισης Τέλος, δεδομένου ότι η Εθνική Σύνταξη δεν χρηματοδοτείται από εισφορές των ασφαλισμένων, αλλά απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό, αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο κοινωνικής αναδιανομής υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικών κατηγοριών.
Από την άλλη, το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης υπολογίζεται βάσει των αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές και των ποσοστών αναπλήρωσης που προβλέπονται στον παρόντα νόμο. Το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης στηρίζεται στην αρχή της ανταποδοτικότητας και αποτελεί το σύνδεσμο μεταξύ συνταξιοδοτικής παροχής, εισφορών και εισοδήματος. Παράλληλα, σύμφωνα με την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης, το αναλογικό μέρος της σύνταξης χρηματοδοτείται από τις τρέχουσες εισφορές των ασφαλισμένων.
Συνολικά, η κατά τα ανωτέρω σύνταξη, δηλαδή, το άθροισμα Εθνικής Σύνταξης και ανταποδοτικού μέρους, αφενός, εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης σε όλους τους ασφαλισμένους, αφετέρου, εγκαθιδρύει ένα στενό δεσμό μεταξύ παροχής, εισφορών και εισοδήματος, με αποτέλεσμα η παροχή να αντιστοιχεί στο επίπεδο διαβίωσης που διήγε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου. Η κανονισθείσα σύνταξη καταβάλλεται ανά μήνα και το κράτος έχει πλήρη εγγυητική υποχρέωση για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών, κατά τα οριζόμενα και στο άρθρο 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος.
Άρθρο 3 Εθνικό Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφάλειας
Το Εθνικό Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.ΣΥ.Κ.Α.) θεσπίζεται για να εξασφαλιστεί η συμπληρωματικότητα των κοινωνικών πολιτικών που ασκούνται από τα Υπουργεία Υγείας και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Το όργανο αυτό λειτουργεί συμβουλευτικά και επικουρικά για την αποτελεσματικότερη χάραξη της εθνικής πολιτικής στο πλαίσιο του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας.
Το Εθνικό Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.ΣΥ.Κ.Α.) θα απαρτίζεται, τόσο από εξειδικευμένο σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης επιστημονικό και διοικητικό προσωπικό που βρίσκεται σε θέσεις εγνωσμένου κύρους, όσο και από εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, καθώς και των συνταξιούχων και των Ατόμων με Αναπηρία, ώστε, κατά τη χάραξη της πολιτικής, να λαμβάνεται υπόψη -κατά το δυνατόν- το σύνολο των κοινωνικών και οικονομικών παραμέτρων. Η θητεία των μελών του Ε.ΣΥ.Κ.Α. είναι τριετής. Επειδή πρόκειται για ένα πολυπληθές συλλογικό όργανο, η λειτουργία του θα επικουρείται από την ύπαρξη εκτελεστικής επιτροπής. Η εκτελεστική επιτροπή θα λειτουργεί, επιπλέον, ως παρατηρητήριο εφαρμογής της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, εισηγούμενη προς τον Υπουργό επί θεμάτων επιχειρησιακού σχεδιασμού, οργανωτικού και λειτουργικού εκσυγχρονισμού των φορέων κοινωνικής ασφάλισης.
Κεφάλαιο Β' Συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών
Άρθρο 4 Υπαγωγή στον Ε.Φ.Κ.Α. των υπαλλήλων - λειτουργών του Δημοσίου καθώς και των στρατιωτικών
Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 4 και προκειμένου να εφαρμοσθούν ενιαίοι κανόνες για όλους, βάσει των αρχών του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας, ορίζεται ότι, οι τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι και λειτουργοί, οι τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι της Βουλής, των ΝΠΔΔ και των Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού, των ιερέων και των υπαλλήλων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος που αποχωρούν από την Υπηρεσία από την ανωτέρω ημερομηνία και μετά, υπάγονται στο ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς του Ε.Φ.Κ.Α. Με την υπαγωγή αυτή διασφαλίζεται η ισονομία ως προς την ασφαλιστική αντιμετώπιση των ανωτέρω προσώπων με τους ασφαλισμένους των Φορέων Κύριας Ασφάλισης της Χώρας (περ. α).
Οι ισχύουσες κατά την προαναφερόμενη ημερομηνία διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου που ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος καθώς και τα όρια ηλικίας καταβολής της σύνταξης εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την υπαγωγή των ανωτέρω προσώπων στον Ε.Φ.Κ.Α. (περ. β).
Με τις διατάξεις της παρ. 2 προβλέπεται ότι μέχρι την 31-12-2016 και την πλήρη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α., το Δημόσιο εξακολουθεί να εισπράττει τις ασφαλιστικές εισφορές των προσώπων της παραγράφου 1 και να καταβάλλει όσες συντάξεις έχουν κανονισθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή. Επίσης το Δημόσιο εξακολουθεί να κανονίζει τις συντάξεις όσων έχουν αποχωρήσει από την Υπηρεσία από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού και μέχρι την 31-12-2016 με βάση τις διατάξεις του παρόντος νόμου (περ. α και β).
Οι καταβαλλόμενες από το Δημόσιο συντάξεις, κατά την ημερομηνία έναρξης πλήρους λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και οι συντάξεις που θα κανονισθούν σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. β, μεταφέρονται στον Ε.Φ.Κ.Α. και καταβάλλονται από αυτόν, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων περί ανωτάτου ορίου σύνταξης του άρθρου 13 του παρόντος νόμου (περ.γ).
Με τις διατάξεις της παρ. 3 εξαιρούνται από την υπαγωγή στον Ε.Φ.Κ.Α., τα πρόσωπα που ρητά αναφέρονται στην παράγραφο αυτή, λόγω των απολύτως ιδιαίτερων συνθηκών ασφάλισης/συνταξιοδότησής τους, αφού εκ των πραγμάτων τυχόν υπαγωγή τους στον Ε.Φ.Κ.Α. θα δημιουργήσει επί του παρόντος μείζονα διαχειριστικά προβλήματα. Συγκεκριμένα τα πρόσωπα που εξαιρούνται σύμφωνα με τα ανωτέρω είναι τα ακόλουθα:
α. οι παθόντες από τρομοκρατική ενέργεια ή βίαιο συμβάν.
β. όσοι δικαιούνται πολεμική σύνταξη ή σύνταξη αναπήρου οπλίτη ειρηνικής περιόδου ή σύνταξη Εθνικής Αντίστασης Ο.Γ.Α.. ή ανασφάλιστου Αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης
γ. οι λογοτέχνες - καλλιτέχνες που δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο δ. οι βουλευτές και τα αιρετά όργανα των Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμίδας, ε. όσοι λαμβάνουν προσωπικές συντάξεις καθώς και
στ. όσοι δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας η οποία προήλθε εξαιτίας της Υπηρεσίας και ένεκα ταύτης.
Τα ανωτέρω πρόσωπα εξακολουθούν να υπάγονται στο ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου και οι συντάξεις τους κανονίζονται και καταβάλλονται από το Δημόσιο.
Η υπαγωγή στον προαναφερόμενο φορέα και των προσώπων αυτών θα εξετασθεί σε δεύτερη φάση και αφού εξασφαλισθεί η ομαλή ένταξή τους στο φορέα αυτό.
Επειδή το εγχείρημα της ένταξης των δημοσίων υπαλλήλων στον ΕΦΚΑ είναι ιδιαίτερα περίπλοκο, δεδομένου ότι αφορά ασφαλισμένους και συνταξιούχους που προσεγγίζουν το 1.070.000 , με ιδιαίτερες ανά κατηγορία ασφαλιστικές/συνταξιοδοτικές προϋποθέσεις, με τις διατάξεις της παρ. 4 ορίζεται ότι με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης θα ορισθεί κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προεκτεθεισών διατάξεων.
Άρθρο 5 Ενιαίοι κανόνες ασφάλισης - παροχών των υπαλλήλων - λειτουργών του Δημοσίου καθώς και των στρατιωτικών
Με τις διατάξεις του άρθρου 5 και προκειμένου να διασφαλιστεί η αναφερόμενη στο άρθρο 4 ίση αντιμετώπιση των ασφαλισμένων του Δημοσίου με τους ασφαλισμένους των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ορίζονται ενιαίοι κανόνες ασφάλισης και παροχών και συγκεκριμένα:
Ποσοστό εισφοράς κλάδου σύνταξης στον Ε.Φ.Κ.Α. ασφαλισμένου και εργοδότη, το οποίο ορίζεται σε ποσοστό 20% επί των μηνιαίων αποδοχών των προαναφερόμενων προσώπων, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά, με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας το οποίο κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος του ασφαλισμένου και κατά 13,33% σε βάρος του εργοδότη και εν προκειμένω του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (παρ.1) .
Ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών που συνίσταται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, το οποίο ισχύει και επί πολλαπλής μισθωτής απασχόλησης ή έμμισθης εντολής όσον αφορά την εισφορά ασφαλισμένου (παρ. 2).
Τέλος, στην παρ. 3 ορίζεται ότι οι εισφορές δηλώνονται από τον εργοδότη στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τη δημοσίευση του παρόντος νομοθεσία του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ..
Άρθρο 6 Ειδικές-Μεταβατικές συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου
Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, διασφαλίζεται η ομαλή μετάβαση των ασφαλισμένων του Δημοσίου στο νέο συνταξιοδοτικό καθεστώς.
Συγκεκριμένα με τις διατάξεις της παρ. 1 ορίζεται ότι:
α. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα της παρ. 1 α του άρθρου 4 αποχωρούν από την Υπηρεσία τους υποβάλλοντας ταυτόχρονα και αίτηση συνταξιοδότησης, μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος, υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ίσχυαν κατά την 31.12.2014, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του άρθρου 13.
β. Τα ανωτέρω δεν έχουν εφαρμογή για όσα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δεν πληρούν, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, τις προϋποθέσεις άμεσης καταβολής της σύνταξής τους. Τα πρόσωπα αυτά υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
γ. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα της παρ. 1 α του άρθρου 4 αποχωρούν από την Υπηρεσία τους, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού. Όσοι από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν αποχωρήσει ή θα αποχωρήσουν εντός του έτους 2016, σε περίπτωση κατά την οποία το ακαθάριστο ποσό της κανονιζόμενης σύνταξης υπολείπεται κατά ποσοστό άνω του 20%, του ποσού της σύνταξης που θα ελάμβαναν με βάση τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου όπως αυτές ίσχυαν κατά την 31.12.2014, το ήμισυ της διαφοράς αυτής καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, με ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 13, ενώ για όσους θα αποχωρήσουν εντός του έτους 2017 ή εντός του έτους 2018, η κατά τα ανωτέρω προσωπική διαφορά, ανέρχεται στο ένα τρίτο (1/3) της διαφοράς και στο ένα τέταρτο (1/4) αυτής, αντίστοιχα.
δ. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται οι διατάξεις της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007. Οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα της περ. β της παρ. 1 και της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 6.
ε. Οι διατάξεις του άρθρου 27 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την καταβολή του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (Ε.Κ.Α.Σ.) στους ήδη συνταξιούχους του Δημοσίου καθώς και σε όσους θα καταστούν συνταξιούχοι από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.
Με τις διατάξεις της παρ. 2 ορίζεται ότι οι συνταξιούχοι του Δημοσίου που κατά την ημερομηνία ένταξής τους στον Ε.Φ.Κ.Α. λαμβάνουν και δεύτερη σύνταξη για την ίδια αιτία, από άλλο φορέα κύριας ασφάλισης, δικαιούνται από τον Ε.Φ.Κ.Α. σύνταξη ίση με το άθροισμα των καταβαλλόμενων συντάξεων, ενώ σε περίπτωση που οι συντάξεις προέρχονται από διαφορετική αιτία, ο Ε.Φ.Κ.Α. εξακολουθεί να καταβάλει αυτές χωριστά.
Άρθρο 7 Εθνική Σύνταξη
Με τις διατάξεις του άρθρου 7 καθιερώνεται η Εθνική Σύνταξη, η οποία αποτελεί νέο θεσμό, η λειτουργία του οποίου είναι αφενός αναδιανεμητική, εξασφαλίζοντας υψηλότερες συντάξιμες αποδοχές από όσες θα δικαιολογούσε η αυστηρή ανταποδοτικότητα σε όσους έχουν χαμηλότερα εισοδήματα ή λίγα χρόνια ασφάλισης και αφετέρου εγγυητική, παρέχοντας σε όλους προστασία από την φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η Εθνική Σύνταξη καταβάλλεται, υπό την προϋπόθεση θεμελίωσης δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος, θανάτου ή αναπηρίας, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
Ειδικά για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος απαιτείται επιπροσθέτως νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη, μεταξύ του 15ου και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο καταβολής της σύνταξης. Η νόμιμη διαμονή του ασφαλισμένου στην Ελλάδα αποδεικνύεται κατά τη διαδικασία που προβλέπεται για τη χορήγηση άδειας διαμονής στους πολίτες τρίτων χωρών. Το ποσό της Εθνικής Σύνταξης μειώνεται κατά 1/40 για κάθε έτος που υπολείπεται των σαράντα (40) ετών διαμονής στην Ελλάδα μεταξύ του 15ου και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο καταβολής της σύνταξης. Σημειωτέον, πως το ποσό της εθνικής σύνταξης που προσδιορίζεται για τον εκάστοτε δικαιούχο, κατόπιν της υποβολής αίτησης συνταξιοδότησης, δεν αυξάνεται για κάθε επιπρόσθετο έτος παραμονής στην Ελλάδα μετά τη συνταξιοδότηση του εν λόγω δικαιούχου.
Η εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων γίνεται με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων περί προστασίας των πολιτών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και των σχετικών συμβάσεων που έχει επικυρώσει η Ελλάδα. Οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος, οι οποίοι έχουν θεμελιώσει δικαίωμα σε πλήρη σύνταξη και έχουν συμπληρώσει σαράντα (40) έτη ασφάλισης, λαμβάνουν πλήρες το ποσό της εθνικής σύνταξης. Στις περιπτώσεις θεμελίωσης δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, το ποσό της εθνικής σύνταξης μειώνεται κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται της συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης. Αντιστοίχως με τα προβλεπόμενα για τα έτη παραμονής στην Ελλάδα, το ποσό της εθνικής σύνταξης που προσδιορίζεται για τον εκάστοτε δικαιούχο μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος, δεν αυξάνεται για κάθε μήνα που ο δικαιούχος, κατόπιν της συνταξιοδότησής του, προσεγγίζει το όριο ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης, ούτε, επίσης, χορηγείται πλήρης η Εθνική Σύνταξη, όταν ο δικαιούχος συμπληρώσει το ως άνω όριο ηλικίας.
Στις περιπτώσεις θεμελίωσης δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας, επαναλαμβάνονται στο νόμο οι ισχύουσες ρυθμίσεις του νόμου 3865/2010, ήτοι χορηγείται το 75% της Εθνικής Σύνταξης για συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99% και το 50% της Εθνικής Σύνταξης για συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως και 66,99%. Στους συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας άνω του 79,99% χορηγείται πλήρες το ποσό της εθνικής σύνταξης. Οι ως άνω προσαρμογές δεν εφαρμόζονται για τα πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του ν. 2084/1992 (Α' 165), όπως, επίσης, και για τα πρόσωπα του τέταρτου εδαφίου της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007 (Α' 210).
Στις περιπτώσεις σώρευσης περισσότερων συντάξεων χορηγείται μόνο μία εθνική σύνταξη. Σε περίπτωση σώρευσης μίας πλήρους και μίας μειωμένης κύριας σύνταξης, χορηγείται πλήρες το ποσό της εθνικής σύνταξης. Τέλος, σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου δύο μειωμένων κύριων συντάξεων, καταβάλλεται το ποσοστό της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε καθεμία απ' αυτές, εφόσον το άθροισμά τους είναι μικρότερο ή ίσο με το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης.
Για την πρώτη εφαρμογή του παρόντος νόμου, το ποσό της εθνικής σύνταξης ορίζεται στα τριακόσια ογδόντα τέσσερα (384) ευρώ μηνιαίως και καταβάλλεται εις ολόκληρον εφόσον έχουν συμπληρωθεί είκοσι (20) έτη ασφάλισης. Το ως άνω ποσό αντιστοιχεί στο όριο φτώχειας, όπως ορίζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήτοι στο 60% του διάμεσου εισοδήματος. Επιπροσθέτως, το ως άνω ποσό βαίνει μειούμενο κατά 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 15 έτη ασφάλισης. Παρά τον κατ' αρχήν καθολικό χαρακτήρα της Εθνικής Σύνταξης, κρίνεται σκόπιμο να υπάρχει μία μικρή διαφοροποίηση για τους ασφαλισμένους που έχουν συμπληρώσει λιγότερα από είκοσι (20) έτη ασφάλισης και τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη, ώστε να δοθούν κίνητρα παραμονής στην αγορά εργασίας, κάτι το οποίο θα συμβάλλει, ταυτόχρονα, στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Τέλος, τα ως άνω ποσά αναπροσαρμόζονται με βάση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14, δηλαδή, από 1.1.2017 αυξάνονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στη βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του Α.Ε.Π. και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Άρθρο 8 Ανταποδοτική σύνταξη
Με τις διατάξεις του άρθρου 8 καθιερώνεται το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης, το οποίο χορηγείται, εφόσον ο ασφαλισμένος κύριας ασφάλισης θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου. Το ποσό του αναλογικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται βάσει των συντάξιμων αποδοχών και του χρόνου ασφάλισης του ασφαλισμένου, σύμφωνα με το άρθρο 15, καθώς και βάσει των ποσοστών αναπλήρωσης του πίνακα της παραγράφου 4.
Με το άρθρο 8, το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης καθορίζεται κατά δίκαιο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη το εισόδημα των ασφαλισμένου καθ' όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η παρούσα ρύθμιση εξασφαλίζει το σύνδεσμο μεταξύ εισφορών, παροχών και εισοδήματος και, συνακόλουθα, εγγυάται την ισότιμη αντιμετώπιση των ασφαλισμένων βάσει των αρχών της ισονομίας και της ανταποδοτικότητας, χωρίς ευμενή μεταχείριση ειδικών κατηγοριών. Συνεπώς, η συνταξιοδοτική παροχή αντιστοιχεί στις συντάξιμες αποδοχές και στο επίπεδο διαβίωσης που διήγε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Παράλληλα, μέσω του καθορισμού παροχών που βασίζονται στη συνεισφορά του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου, εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, καθώς η συνταξιοδοτική παροχή δεν είναι δυσανάλογη προς τις καταβληθείσες εισφορές.
Για τον καθορισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ' όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος προκύπτει από το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου διά του συνολικού χρόνου ασφάλισης. Ως προς τα δύο αυτά μεγέθη, το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών ισοδυναμεί με το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος και υπόκεινται σε εισφορές, καθ' όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου, χωρίς να συνυπολογίζονται τυχόν καταβληθέντα δώρα εορτών και επιδόματα αδείας. Όσον αφορά στο χρόνο ασφάλισης, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15. Τέλος, κατά τον υπολογισμό των μηνιαίων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξανόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ενώ δεν προσμετράται το τελευταίο έτος ή τμήμα του έτους, κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση για συνταξιοδότηση. Για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, κατόπιν καταβολής του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό-εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά.
Λόγω αντικειμενικής αδυναμίας, που οφείλεται στην έλλειψη στοιχείων των ασφαλιστικών ταμείων για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των προσώπων των παρ. 1α και 2 του άρθρου 6, τα οποία αποχωρούν από την Υπηρεσία εντός του έτους 2016, , ο υπολογισμός των συντάξιμων αποδοχών, για αιτήσεις συνταξιοδότησης που κατατίθενται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και εντός του έτους 2016, γίνεται βάσει του μέσου μηνιαίου εισοδήματος ή αποδοχών με έτος βάσης το 2002. Εφεξής, ετησίως η περίοδος αυτή αναφοράς αυξάνεται κατ' ένα έτος. Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης που δικαιούται ο ασφαλισμένος για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, προκύπτει βάσει των ποσοστών αναπλήρωσης του πίνακα της παραγράφου 3. Ειδικότερα, στην πρώτη και δεύτερη στήλη του πίνακα αναγράφονται, αντιστοίχως, τα κατώτατα και ανώτατα όρια της κάθε κλίμακας ετών ασφάλισης, ενώ στην τρίτη στήλη αναγράφεται το ποσοστό αναπλήρωσης για την αντίστοιχη κλίμακα. Σε περίπτωση συμπλήρωσης των ετών ασφάλισης της δεύτερης στήλης, το ποσοστό αναπλήρωσης, στο ύψος που έχει διαμορφωθεί κατά τα ανωτέρω, προσαυξάνεται περαιτέρω κατά το προβλεπόμενο ποσοστό για την επόμενη κατηγορία ετών ασφάλισης. Το ποσοστό αναπλήρωσης της εκάστοτε κλίμακας ετών ασφάλισης καλύπτει μόνο τα έτη ασφάλισης της συγκεκριμένης κλίμακας, ενώ για τα έτη ασφάλισης της προηγούμενης ή της επόμενης κλίμακας εφαρμόζεται το ποσοστό αναπλήρωσης της κλίμακας αυτής. Η προοδευτική αύξηση του ποσοστού αναπλήρωσης ανά κλίμακα ετών ασφάλισης ανταμείβει τους ασφαλισμένους με μεγαλύτερο εργασιακό βίο και αντίστοιχη συνεισφορά στα ασφαλιστικά ταμεία και, συνακόλουθα, παρέχει κίνητρα για παραμονή στην εργασία. Ταυτόχρονα, λαμβάνοντας υπόψη και περιπτώσεις ασφαλισμένων, οι οποίοι, λόγω της υψηλής ανεργίας, έχουν διακοπτόμενο εργασιακό βίο, η διαφορά στα ποσοστά αναπλήρωσης ανά κλίμακα ετών ασφάλισης δεν είναι δυσανάλογα μεγάλη.
Στις περιπτώσεις προσώπων που είναι συνταξιούχοι των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων και κλάδων, κατά την ημερομηνία της ένταξης αυτών στον Ε.Φ.Κ.Α., εφόσον είναι δικαιούχοι περισσοτέρων της μίας συντάξεων και οι συντάξεις τους είναι της αυτής αιτίας, δικαιούνται από τον Ε.Φ.Κ.Α. σύνταξη ίση με το άθροισμα των καταβαλλόμενων συντάξεων από τους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς και κλάδους. Σε περίπτωση που οι συντάξεις προέρχονται από διαφορετικές αιτίες, ο Ε.Φ.Κ.Α. εξακολουθεί να τις καταβάλλει χωριστά.
Άρθρο 9 Προσωρινή σύνταξη
Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, προβλέπεται ότι η προσωρινή σύνταξη για τους ασφαλισμένους του Δημοσίου θα εξακολουθήσει να καταβάλλεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 57 Α του π.δ. 169/2007, όπως αυτές προστέθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4151/2013. Επίσης, με τις ανωτέρω διατάξεις τροποποιούνται οι προαναφερόμενες διατάξεις του π.δ. 169/2007 κατά το μέρος που αυτές αφορούν τις περιπτώσεις μη καταβολής προσωρινής σύνταξης. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι δεν καταβάλλεται προσωρινή σύνταξη και: α) στην περίπτωση της ταυτόχρονης λήψης και άλλης σύνταξης από οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης και β) στην περίπτωση που, προκειμένου να θεμελιωθεί το σχετικό συνταξιοδοτικό δικαίωμα είναι απαραίτητη η προηγούμενη αναγνώριση χρόνων ασφάλισης.
Η προσθήκη των ανωτέρω περιπτώσεων μη καταβολής προσωρινής σύνταξης κρίθηκε επιβεβλημένη, αφού και στις δύο περιπτώσεις η τελική θετική κρίση ως προς την απονομή της σύνταξης είναι επισφαλής με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αναζήτηση ως αχρεωστήτως καταβληθέντων των ποσών που θα έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος ως προσωρινή σύνταξη.
Άρθρο 10 Οικογενειακή παροχή - προσαύξηση σύνταξης
Με τις διατάξεις του άρθρου 10 ρυθμίζεται το επίδομα τέκνων και οικογενειακής παροχής. Στο εξής, σύμφωνα με τους ενιαίους κανόνες υπολογισμού των συντάξεων που ορίζουν το ανταποδοτικό τμήμα της στη βάσει του μέσου μισθού, στις μελλοντικές συντάξεις θα ενσωματώνονται αυτομάτως οι πρόσθετες κρατήσεις όσων ασφαλισμένων του δημοσίου έχουν τέκνα, προσαυξάνοντας τις. Επιπλέον οι ίδιοι θα εισπράττουν, αν το δικαιούνται, τα επιδόματα που προβλέπονται από τις γενικές ισχύουσες διατάξεις. Διαχωρίζεται έτσι το προνοιακού χαρακτήρα επίδομα το οποίο συνεχίζει να καταβάλλεται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις από τις συνταξιοδοτικές παροχές. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του παρόντος, για τους νυν συνταξιούχους η οικογενειακή παροχή εξακολουθεί να συγκαταβάλλεται με τη σύνταξη, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.
Άρθρο 11 Σύνταξη αναπηρίας
Με το άρθρο 11 θεσπίζεται μια μεταβατική περίοδος μέχρι την θέσπιση νέων κανόνων για την εναρμόνιση για όλους τους ασφαλισμένους των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας, προκειμένου να εξαλειφθούν οι ανισότητες που απορρέουν από τη διαφορετική μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων. Μέχρι την εναρμόνιση αυτή οι εντασσόμενοι στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, κλάδοι και τομείς, εξακολουθούν να καταβάλλουν τις συντάξεις αναπηρίας σύμφωνα με τις μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού γενικές και καταστατικές τους διατάξεις.
Προς το σκοπό της ολοκλήρωσης της εναρμόνισης, συστήνεται επιτροπή, η οποία θα στελεχωθεί από εμπειρογνώμονες των εντασσόμενων ασφαλιστικών φορέων με αντικείμενο την επανεξέταση των υφιστάμενων διατάξεων και τη θέσπιση νέων ενιαίων κανόνων για όλους τους ασφαλισμένους.
Άρθρο 12 Σύνταξη λόγω θανάτου
Το άρθρο 12 ρυθμίζει θέματα σχετικά με τη σύνταξη λόγω θανάτου, εισάγοντας, για πρώτη φορά, ενιαίες αρχές και κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους, ανεξαρτήτως ασφαλιστικού φορέα προέλευσης. Κατά αυτόν τον τρόπο αίρονται οι αδικίες που είχαν συντελεσθεί κατά το παρελθόν, και συγχρόνως, με την κατάργηση της πολυνομίας, καθίσταται απλούστερος ο υπολογισμός της σύνταξης λόγω θανάτου και επομένως πιο προσιτή η νομοθεσία για τους πολίτες και ταχύτερη η διαδικασία απονομής της.
Πιο αναλυτικά, στην παρ. 1 ορίζονται οι δικαιούχοι καθώς και οι ειδικότερες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την κάθε κατηγορία. Σημειώνεται ότι, ως προς τις έννομες συνέπειες, το σύμφωνο συμβίωσης εξομοιώνεται πλήρως με τον γάμο, επομένως επιζών σύζυγος λογίζεται και ο τελέσας σύμφωνο συμβίωσης με τον θανόντα (βλ και άρθρο 16). Ιδίως σε ό, τι αφορά στον επιζώντα σύζυγο προβλέπεται όριο ηλικίας για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης λόγω θανάτου, το οποίο πρέπει να έχει συμπληρωθεί κατά το χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου. Η προσθήκη ορίου ηλικίας κρίνεται σκόπιμη με δεδομένο πως η παροχή σύνταξης λόγω θανάτου σε πρόσωπα κάτω του ως άνω ορίου παρέχει αντικίνητρα παραμονής ή εισόδου στην αγορά εργασίας και επιβαρύνει το ασφαλιστικό σύστημα με δυσανάλογο τρόπο και κατά παράβαση της αρχής της ανταποδοτικότητας. Παράλληλα, η εν λόγω ρύθμιση αναγνωρίζει την εγγενή δυσκολία εύρεσης εργασίας σε πρόσωπα άνω των 55 ετών, ιδίως στο σημερινό εργασιακό περιβάλλον της χώρας, αλλά και γενικότερα.
Σε κάθε περίπτωση, ο επιζών σύζυγος δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου, ανεξαρτήτως ηλικίας, εφόσον και για όσο χρόνο, έχει τέκνο ή τέκνα που υπάγονται στην παράγραφο 1Β του παρόντος ή είναι ανίκανος για την άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 67% και άνω. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη πως, ενδεχομένως, ο επιζών σύζυγος είχε μείνει εκτός αγοράς εργασίας κατά τη διάρκεια του γάμου ή λόγω μεγάλης ηλικίας θα αντιμετωπίσει δυσκολίες κατά την αναζήτηση εργασίας προβλέπεται στην παράγραφο 6 πως εφόσον, εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών από την πρώτη καταβολή σύνταξης λόγω θανάτου, ο επιζών σύζυγος ξεκινήσει να εργάζεται ή να αυτοαπασχολείται, οι ασφαλιστικές του εισφορές καταβάλλονται (ή χραματοδοτούνται) από το Δημόσιο για διάστημα δύο (2) ετών.
Στην παρ. 2 προβλέπεται πως ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται τη σύνταξη, αν ο θάνατος του ασφαλισμένου συζύγου επήλθε προ της παρόδου πέντε ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός των περιπτώσεων που περιοριστικά αναφέρονται στα στοιχεία από (α) έως (δ). Σκοπός της συγκεκριμένης διάταξης είναι αποφυγή τελέσεως εικονικών γάμων καθώς και καταβολής για μακρό χρονικό διάστημα εκ μεταβιβάσεως συντάξεων.
Η παρ. 3 αναφέρει περιοριστικά τους λόγους για τους οποίους καταργείται το δικαίωμα σύνταξης λόγω θανάτου των δικαιούχων της παρ. 1.
Η παρ. 4 ορίζει το ποσοστό της σύνταξης που δικαιούται η κάθε κατηγορία. Ειδικότερα, για την περίπτωση που ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος (παρ. 4 Αα), περιορίζεται το ποσοστό του επιζώντος συζύγου επί της συντάξεως του θανόντος, εφόσον αυτό, πλέον, συναρτάται από τη διάρκεια του γάμου και τη διαφορά ηλικίας μεταξύ των συζύγων. Η συγκεκριμένη διάταξη έχει συνταχθεί στο πρότυπο σχετικής διάταξης του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων της Ε.Ε.. Η εν λόγω πρόβλεψη αποσκοπεί στην αποφυγή, αφενός μεν, τελέσεως εικονικών γάμων, και αφετέρου δε, καταβολής για μακρό χρονικό διάστημα εκ μεταβιβάσεως συντάξεων σε περίπτωση γάμων με εξαιρετικά μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ των συζύγων, η οποία θα επιβάρυνε σημαντικά τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Ομοίου περιεχομένου ρύθμιση προβλεπόταν και στο ν. 4002/2011 (άρθρο 2 παρ. 2 στοιχ. γ).
Η παρ. 5 προβλέπει τη μείωση της συντάξεως του επιζώντα συζύγου, σε περίπτωση που ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, έως τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του, ως προβλεπόταν με βάση το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 (57 Α) σε συνδυασμό με αυτές της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3234/2004 (52 Α), του άρθρου 58 του π.δ. 169/2007 καθώς και αυτές της παρ. 9 του άρθρου 4 του ν. 3620/2007 (276 Α) εξακολουθούν να ισχύουν και εφαρμόζονται ανάλογα για τα πρόσωπα του άρθρου αυτού και μετά την υπαγωγή των συντάξεων του Δημοσίου στον Ε.Φ.Κ.Α..
Με την παρ. 7 καταργείται κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το συγκεκριμένο θέμα και τέλος η παρ. 8 ορίζει ότι οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου.
Άρθρο 13 Ανώτατο όριο καταβολής σύνταξης
Με το άρθρο 13 προβλέπεται ανώτατο όριο στα ποσά των καταβαλλόμενων συντάξεων, μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Συγκεκριμένα για τον καθορισμό του ανώτατου ορίου προσμετρούνται το καταβαλλόμενο ποσό, η εισφορά υγειονομικής περίθαλψης και η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. Οι εν λόγω συντάξεις δεν μειώνονται οριστικά, εφόσον με την εν λόγω ρύθμιση αναστέλλεται η καταβολή του επιπλέον ποσού, αυτό όμως θα συνεχίσει να καταβάλλεται μετά τη λήξη του προγράμματος, μετά τον επανυπολογισμό της οικείας σύνταξης σύμφωνα με το άρθρο 14 αναπροσαρμογή.
Σκοπός της διάταξης είναι η οικονομική σταθεροποίηση του ασφαλιστικού συστήματος για το διάστημα 2015-2018 και η άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων, εφόσον με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η περαιτέρω επιβάρυνση των δικαιούχων μεσαίων και χαμηλών συντάξεων.
Άρθρο 14 Αναπροσαρμογή συντάξεων-προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων
Με βάση το άρθρο 14, επανυπολογίζονται οι συντάξεις που ήδη καταβάλλονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ούτως ώστε να αντιστοιχηθούν με τις σημερινές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. Περαιτέρω, ρητώς προστατεύονται οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, ενόψει του γεγονότος ότι έχουν υποστεί διαδοχικές απομειώσεις στο πρόσφατο παρελθόν. Στην περίπτωση που το ποσό της σύνταξης, όπως επανυπολογίζεται, είναι μεγαλύτερο από το ήδη καταβαλλόμενο, η διαφορά καταβάλλεται σταδιακά, σε βάθος πενταετίας.
Περαιτέρω, με την παράγραφο 3, εξουσιοδοτούνται οι Υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να αυξάνουν ετησίως, αρχής γενομένης από 1.1.2017, το συνολικό ποσό της σύνταξης, στη βάση συντελεστή που διαμορφώνεται από τη μεταβολή του Α.Ε.Π. (κατά 50%) και του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (κατά 50%) του προηγούμενου έτους που δεν θα πρέπει να υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Με τον τρόπο αυτό οι συντάξεις ουσιαστικά αυξάνονται σύμφωνα με μία «ρήτρα ανάπτυξης», ακολουθώντας την άνοδο της οικονομίας της χώρας, αποκλειόμενης όμως οποιασδήποτε αυτόματης μείωσης τους.
Επιπλέον, με σεβασμό στη βασική αρχή του νέου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο στηρίζεται σε ενιαίους κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους, τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού τομέα, καταργούνται οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, με τις οποίες προβλέπεται αναπροσαρμογή ή αύξηση των συντάξεων, που καταβάλλονται από αυτό, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο στο άρθρο αυτό ή με βάση τις ισχύουσες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις.
Σύμφωνα με το νέο σύστημα, από την 1.1.2017 και ανά τριετία, η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκπονεί υποχρεωτικά αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες επικυρώνονται από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αντικείμενο τη συνεχή παρακολούθηση της εξέλιξης της εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης. Οι μελέτες αυτές συμβάλλουν στην αποτύπωση οικονομικών δεδομένων κρατικής συνεισφοράς σε συνταξιοδοτικές δαπάνες σε συνάρτηση με την εν γένει παρακολούθηση βασικών παραγόντων που επηρεάζουν το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Τέλος, η ρύθμιση προνοεί για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Για το λόγο αυτό, ορίζεται ότι το ύψος των σχετικών δαπανών για την εθνική, την αναλογική και την επικουρική σύνταξη, προβαλλόμενο έως το έτος 2060, δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του Α.Ε.Π., με έτος αναφοράς το 2009, το οποίο είναι σημαντικά ανώτερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Άρθρο 15 Χρόνος ασφάλισης
Το παρόν άρθρο αποσκοπεί αφενός στην πάγια ρύθμιση του κοινωνικοασφαλιστικού χρόνου και αφετέρου στην ομαλή μετάβαση των ασφαλισμένων από τους εντασσόμενους ασφαλιστικούς φορείς στο νέο Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης. Με βάση τις προβλέψεις του, o χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε στους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς κοινωνικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που αναγνωρίστηκε, εξαγοράστηκε ή συνεχίζεται η εξαγορά του, καθώς και ο χρόνος που έχει προσμετρηθεί από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί στην ασφάλιση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης. Αναγνωρίσεις ετών εργασίας που δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί με την πλήρη εξόφληση του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς συνεχίζονται στον Ε.Φ.Κ.Α. μέχρι την ολοκλήρωση της εξαγοράς.
Άρθρο 16 Δικαιώματα αντισυμβαλλομένου συμφώνου συμβίωσης
Στο άρθρο 16 αναφέρεται ρητώς ότι τα μέρη του συμφώνου συμβίωσης εξισώνονται με τους συζύγους, ως προς την αναγνώριση δικαιωμάτων, παροχών ή περιορισμών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή της εν γένει ασφαλιστικής ή προνοιακής νομοθεσίας.
Η παραπάνω ρύθμιση έρχεται σε εφαρμογή του Νόμου 4356/2015, και συγκεκριμένα του άρθρου 12 αυτού, σύμφωνα με το οποίο αναγνωρίζονται οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ των μερών του συμφώνου συμβίωσης και περαιτέρω αναγνωρίζονται και κατοχυρώνονται δικαιώματα, ενυπάρχοντα σε όλη την εθνική έννομη τάξη και σε πληθώρα διατάξεων και κλάδων δικαίου, μεταξύ αυτού και του ασφαλιστικού, τα οποία μέχρι σήμερα δεν απολάμβαναν.
Επιπλέον, κατ' επιταγή του Συντάγματος και συγκεκριμένα των άρθρων 2 παρ. 1, περί σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου, 4 παρ. 1 περί ισότητας των Ελλήνων ενώπιον του Νόμου, 5 περί δικαιώματος να αναπτύσσει ο καθένας ελεύθερα την προσωπικότητά του και 9 παρ. 1 περί προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του κάθε ανθρώπου, πλέον τα μέρη του συμφώνου συμβίωσης απολαμβάνουν δικαιώματα της ασφαλιστικής νομοθεσίας. Έτσι, διασφαλίζεται η απόλαυση της οικογενειακής ζωής και ο σεβασμός της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, σύμφωνα με το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τους κανονισμούς των ασφαλιστικών οργανισμών παρέχεται η δυνατότητα στον άμεσα ασφαλισμένο των φορέων κοινωνικής ασφάλισης ή κλάδου ή τομέα να ασφαλίσει για υγειονομική περίθαλψη τα μέλη της οικογένειάς του, όπως αυτά ορίζονται και με τις προϋποθέσεις που ορίζονται με την παρ. 10 του άρθρου 48 του Ν. 3996/2011. Ως μέλος οικογενείας, δηλαδή, του ασφαλισμένου ή του συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος, αναγνωρίζεται μεταξύ άλλων, όπως ο σύζυγος, το αντισυμβαλλόμενο μέρος του συμφώνου συμβίωσης του Νόμου 4356/2015.
Άρθρο 17 Παράλληλη ασφάλιση
Το άρθρο 17 ρυθμίζει την παράλληλη ασφάλιση ενόψει του ενιαίου, πλέον της οργάνωσης του ασφαλιστικού συστήματος, ιδίως από πλευράς διαχρονικού δικαίου. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι, ασφαλισμένοι υποχρεωτικώς σε δύο ή περισσότερους εντασσόμενους φορείς ή Τομείς ασφάλισης, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, καταβάλλουν για κάθε αναληφθείσα επαγγελματική δραστηριότητα τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση.
Επίσης, προβλέπεται ο υπολογισμός του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης και της επιπλέον παροχής. Λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον παροχής υπολογίζεται και ο συντάξιμος μισθός.
Άρθρο 18 Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης
Το άρθρο 18 ρυθμίζει την προαιρετική ασφάλιση για κύρια σύνταξη ή/ και για ασθένεια σε είδος και σε χρήμα. Η προαιρετική ασφάλιση αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στον Ε.Φ.Κ.Α. και διενεργείται για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπολείπεται των 25 ημερών ασφάλισης ανά μήνα και των 300 ημερών ανά έτος. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό προβλέπονται εξαιρέσεις από την υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση καθώς και λόγοι διακοπής της και λόγοι απώλειας του δικαιώματος συνέχισης της προαιρετικής ασφάλισης. Ασφαλισμένοι που έχουν υπαχθεί στην προαιρετική ασφάλιση μέχρι 31/12/2016 συνεχίζουν την προαιρετική ασφάλιση με τους ίδιους όρους.
Άρθρο 19 Διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης
Με το άρθρο 19 ρυθμίζονται τα ζητήματα της διαδοχικής ασφάλισης για τα πρόσωπα που έχουν ασφαλιστεί σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς, οι οποίοι εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α.. Ένας από τους βασικούς σκοπούς της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης είναι η απλοποίηση και η συνακόλουθη επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής των συντάξεων μέσω της ένταξης των ασφαλιστικών οργανισμών κύριας σύνταξης στον Ε.Φ.Κ.Α..
Στην παρ.1 προβλέπεται ότι η αίτηση συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων θα υποβάλλεται στον Ε.Φ.Κ.Α. και θα εξετάζεται από την αρμόδια Υπηρεσία του Φορέα ή Τομέα ή Κλάδου στην οποία υπάγονταν λόγω ιδιότητας ή απασχόλησης κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξης εφόσον πραγματοποίησαν έναν ελάχιστον αριθμό ημερών ασφάλισης, όπως αυτός προσδιορίζεται στην παρ.1 του άρθρου 5 του ν.3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α') και έχει συμπληρώσει το νόμιμο κατά τις διατάξεις του εντασσόμενου Φορέα, Τομέα ή Κλάδου όριο ηλικίας συνταξιοδότησης. Για την συμπλήρωση του χρόνου ασφάλισης υπολογίζεται ο χρόνος υποχρεωτικής ή προαιρετικής ασφάλισης καθώς και ο χρόνος αναγνώρισης της στρατιωτικής θητείας για την οποία καταβλήθηκαν εισφορές.
Στην παρ.2 ορίζεται ότι προκειμένου να υπολογιστεί η σύνταξη του ασφαλισμένου οι εντασσόμενοι φορείς ενημερώνουν την αρμόδια υπηρεσία του Ε.Φ.Κ.Α. για κάθε στοιχείο που απαιτείται για τον υπολογισμό της σύνταξης του ασφαλισμένου, ώστε η αρμόδια υπηρεσία του Ε.Φ.Κ.Α. να έχει τη δυνατότητα να υπολογίσει τη σύνταξη βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου.
Στην παρ. 3 ορίζεται ότι όλοι οι ασφαλισμένοι ανεξαιρέτως δικαιούνται το ποσό της σύνταξης που αναλογεί σε κάθε εντασσόμενο φορέα κοινωνικής ασφάλισης όταν συμπληρωθεί το όριο ηλικίας που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις εκάστοτε φορέα. Αν από τις διατάξεις του φορέα - τομέα ή ταμείου της παρ. 1 του παρόντος, με βάση τις οποίες η Υπηρεσία του Ε.Φ.Κ.Α. απονέμει τη σύνταξη, προβλέπεται η χορήγηση πλήρους σύνταξης σε όριο ηλικίας μικρότερο ή ίσο από το όριο ηλικίας με το οποίο συνταξιοδοτούνται οι ασφαλισμένοι που υπάγονται στον Κανονισμό βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων του τέως Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., καταβάλλεται στον ασφαλισμένο το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης των συμμετεχόντων φορέων - Κλάδων, όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το όριο ηλικίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του τέως Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. για τη συνταξιοδότηση των υπαγομένων στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα ήτοι το 62ο έτος της ηλικίας.
Στην παρ.4 διευκρινίζεται ο τρόπος υπολογισμού των συντάξεων βάσει της χρονικής στιγμής υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Για τις εκκρεμούσες αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβλήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος ισχύουν οι διατάξεις του ν.δ. 4202/1961, ως ίσχυαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου θα εφαρμόζονται για όσες αιτήσεις υποβληθούν μετά την έναρξη ισχύος του. Στην επόμενη παράγραφο ορίζεται ότι κάθε αντίθετη διάταξη αναφορικά με τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης καταργείται από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α. και την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Με την παρ. 6 δίνεται η δυνατότητα στους ασφαλισμένους να υποβάλλουν νέα αίτηση για συνταξιοδότηση, εφόσον επιθυμούν το δικαίωμα συνταξιοδότησης να κριθεί με βάση της διατάξεις του παρόντος.
Με την παρ.7 διευκρινίζεται το νομικό πλαίσιο που θα διέπει τις αιτήσεις συνταξιοδότησης των προσώπων που προσελήφθησαν πρώτη φορά στο Δημόσιο πριν την 01/01/1983.
Με την παρ. 8 ορίζεται ότι οι ασφαλισμένοι έχουν τη δυνατότητα επιλογής του συνυπολογισμού του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης στους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς/τομείς/κλάδους διαδοχικής ασφάλισης εφόσον μετά την ένταξή τους στον Ε.Φ.Κ.Α. δεν συνεχίζουν να ασφαλίζονται για δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του αντίστοιχου φορέα, τομέα ή ταμείου που δεν επιθυμεί την προσμέτρηση του χρόνου του. Επιπλέον, ορίζεται ότι σε περιπτώσεις παράλληλου χρόνου ασφάλισης οι ασφαλισμένοι μπορούν να επιλέξουν τον χρόνο ασφάλισης που επιθυμούν να υπολογιστεί βάσει των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης. Για τον χρόνο παράλληλης ασφάλισης που δεν υπολογίζεται βάσει των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης ισχύουν οι διατάξεις περί παράλληλης ασφάλισης του παρόντος νόμου.
Στην παρ. 9 ορίζεται ότι για τον χρόνο διαδοχικής ασφάλισης σε οργανισμούς επικουρικής ασφάλισης ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.3863/2010 ενώ για τους ενταχθέντες στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. φορείς ισχύουν αναλογικά οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
Στην παρ. 10 ορίζεται ότι η αίτηση για την χορήγηση εφάπαξ παροχών υποβάλλεται στην αρμόδια Υπηρεσία του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. στην οποίο υπάγεται ο ασφαλισμένος πριν την διακοπή της ασφάλισης ή την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Για την απονομή του εφάπαξ λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του χρόνου ασφάλισης που έχει διανυθεί σε όλους τους εντασσόμενους Φορείς/Τομείς/ Κλάδους/Λογαριασμούς σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής του παρόντος νόμου. Για εκκρεμείς αιτήσεις χορήγησης εφάπαξ παροχής, αυτή υπολογίζεται βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου.
Στην παρ.11 ορίζεται ότι περί επίλυσης αμφισβητήσεων εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ 4202/1961, ενώ η επίλυση των αμφισβητήσεων που αφορούν συντάξεις υπαλλήλων-λειτουργών του Δημοσίου υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρο 20 Απασχόληση Συνταξιούχων
Το άρθρο 20 ρυθμίζει την απασχόληση των συνταξιούχων προβλέποντας ότι σε περίπτωση που συνταξιούχοι αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α., οι ακαθάριστες συντάξεις κύριες και επικουρικές καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 60% για όσο καιρό απασχολούνται ή διατηρούν την ιδιότητα ή την δραστηριότητα. Για το διάστημα αυτό καταβάλλονται για τον απασχολούμενο συνταξιούχο οι εισφορές κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στις οικείες διατάξεις του παρόντος νόμου. Πριν αναλάβουν εργασία ή αυταπασχοληθούν οι συνταξιούχοι υποχρεούνται να δηλώσουν τούτο στον Ε.Φ.Κ.Α. καθώς και στο Ε.Τ.Ε.Α. ή στο φορέα επικουρικής ασφάλισης από τον οποίο συνταξιοδοτούνται.
Άρθρο 21 Αναλογική Εφαρμογή διατάξεων- Εξουσιοδοτικές διατάξεις
Δεδομένου ότι με τον νόμο λαμβάνει χώρα για πρώτη φορά ουσιαστική ενοποίηση των υφιστάμενων Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και προκειμένου η ένταξή τους στον Ε.Φ.Κ.Α. να πραγματοποιηθεί χωρίς λειτουργικά και οργανωτικά προβλήματα, στο παρόν άρθρο ορίζεται το νομικό πλαίσιο που θα ισχύει για το διάστημα που θα μεσολαβήσει από την έναρξη ισχύος του παρόντος μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας της ενοποίησης με την έκδοση των σχετικών Υπουργικών Αποφάσεων και Προεδρικών Διαταγμάτων.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, για τα θέματα που δεν ρυθμίζονται σε αυτό, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου, όπως ισχύουν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος νόμου αυτού.
Ειδικότερα, από την ημερομηνία υπαγωγής των προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 3 στον Ε.Φ.Κ.Α., για τις εισφορές, παροχές και οφειλές, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εφαρμόζονται αναλογικά οι γενικές ή ειδικές διατάξεις που ισχύουν κατά την ανωτέρω ημερομηνία για το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.. Με όμοια απόφαση επεκτείνεται η δήλωση των εισφορών μέσω Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης (Α.Π.Δ.) και η είσπραξη εισφορών και οφειλών μέσω Κ.Ε.Α.Ο..
Άρθρο 22 Τροποποίηση διατάξεων του π.δ. 169/ 2007
Με τις διατάξεις της υποπαραγράφου Β5 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, η καταβολή της σύνταξης των αγάμων ή διαζευγμένων θυγατέρων αναστέλλεται, εάν όπως προκύπτει από τη φορολογική τους δήλωση του προηγούμενου οικονομικού έτους, έχουν και άλλα εισοδήματα, εκτός από την κύρια και επικουρική σύνταξή τους, τα οποία υπερβαίνουν το αναγόμενο σε ετήσια βάση ποσό των 720€ δηλαδή το ποσό των 8.640€. Εάν τα εισοδήματα αυτά δεν υπερβαίνουν το ποσό των 8.640€ τότε το μηνιαίο ποσό της σύνταξης (720€) μειώνεται κατά το υπερβάλλον ποσό αναγομένου αυτού σε μηνιαία βάση. Κατά την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, παρουσιάστηκε το οριακό φαινόμενο στην περίπτωση καταβολής στο ίδιο πρόσωπο δύο κατά μεταβίβαση συντάξεων, κατά τον έλεγχο των εισοδημάτων να αναστέλλεται ταυτόχρονα η καταβολή και των δύο, αφού το ετήσιο ποσό της μίας αποτελεί το εισόδημα που ελέγχεται για την καταβολή της άλλης. Για το λόγο αυτό και προκειμένου να αποφευχθεί το προαναφερόμενο φαινόμενο και να εξασφαλισθεί ότι τα πρόσωπα αυτά θα λαμβάνουν τουλάχιστον μία σύνταξη, με τις προτεινόμενες διατάξεις της παρ. 1 προβλέπεται η αναστολή καταβολής της μίας εκ των δύο συντάξεων, κατόπιν επιλογής των ενδιαφερομένων.
Εξυπακούεται ότι η καταβαλλόμενη σύνταξη αφενός μεν δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 720€, όπως ισχύει για όλες τις συντάξεις των άγαμων θυγατέρων, αφετέρου δε εάν υπάρχουν και άλλα εισοδήματα εκτός των δύο αυτών συντάξεων, υπόκειται στους ελέγχους που προβλέπονται για όλες τις άγαμες ενήλικες θυγατέρες.
Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 4151/2013, ορίστηκε ότι προκειμένου να ενσωματωθεί στο συντάξιμο μισθό των Προϊσταμένων Οργανικών Μονάδων, το επίδομα θέσης ευθύνης, πρέπει τα πρόσωπα αυτά να έχουν ασκήσει καθήκοντα Προϊσταμένου για μια τουλάχιστον διετία.
Επειδή κατά την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων διαπιστώθηκε ότι σε πολλές περιπτώσεις υπήρξε άσκηση καθηκόντων Προϊσταμένου διαφορετικής βαθμίδας (λ.χ. Προϊσταμένου Τμήματος και Δ/ ντή), χωρίς να συμπληρώνεται η ανωτέρω διετία σε καμία από αυτές, με αποτέλεσμα για τον κανονισμό της σύνταξης να μη μπορεί να ληφθεί υπόψη κανένα από τα επιδόματα θέσης ευθύνης, με τις προτεινόμενες διατάξεις της παρ. 2 ορίζεται ότι σε περίπτωση που έχουν ασκηθεί καθήκοντα Προϊσταμένου Οργανικής Μονάδας διαφορετικής βαθμίδας και έχει συμπληρωθεί αθροιστικά η προβλεπόμενη διετία, λαμβάνεται υπόψη για τον κανονισμό της σύνταξης το επίδομα θέσης την οποία κατείχε ο υπάλληλος για περισσότερο χρόνο.
Επιπλέον με τις ίδιες διατάξεις, σε εφαρμογή όσων έγιναν δεκτά με τη γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τη δεύτερη Ειδική Συνεδρίαση της Ολομέλειάς του την 29η Οκτωβρίου 2014, οι προαναφερόμενες διατάξεις καθώς και αυτές της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 4151/2013 ενσωματώνονται ως εδάφια στην περ. ι της παρ. 2 του άρθρου 9 του π.δ. 169/2007 (Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων), με κατάργηση των προαναφερομένων διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 4151/2013.
Με τις διατάξεις της παρ. 3 ορίζεται ρητά ότι για τη συμπλήρωση του απαραίτητου χρόνου των 12 ετών, προκειμένου να αναγνωρισθεί, ως συντάξιμος ο χρόνος σπουδών, λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός χρόνος ασφάλισης και όχι μόνον ο χρόνος δημόσιας υπηρεσίας.
Με τις διατάξεις της παρ. 4, αναγνωρίζεται ως συντάξιμος ο χρόνος προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης που εκτίθηκε μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 2510/1997 (136 Α') για το στρατιωτικό αδίκημα της ανυπακοής ή της ανυποταξίας του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, στο οποίο υπέπεσαν στρατεύσιμοι που αρνήθηκαν την εκπλήρωση της στρατιωτικής υπηρεσίας επικαλούμενοι τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές τους πεποιθήσεις (αντιρρησίες συνείδησης).
Η θέσπιση της αναγνώρισης ως συντάξιμου του προαναφερόμενου χρόνου κρίθηκε επιβεβλημένη, αφού ήδη στους καταταγόμενους στο στρατό από 27-6-1997 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 2510/1997) παρέχεται η δυνατότητα στους αντιρρησίες συνείδησης να υπηρετούν άοπλη στρατιωτική θητεία ή εναλλακτική πολιτική θητεία. Ο χρόνος της θητείας τους αυτής μπορεί να αναγνωρισθεί συντάξιμος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τη συνταξιοδοτική νομοθεσία για την αναγνώριση ως συνταξίμου του χρόνου στρατιωτικής θητείας.
Με τις διατάξεις της περ. γ' της παρ.1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προβλέπεται η συνταξιοδότηση των στρατιωτικών που απομακρύνονται αυτεπαγγέλτως από την Υπηρεσία, χωρίς τη θέλησή τους, με τη συμπλήρωση 15 ετών υπηρεσίας και ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας. Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παρ. 5 επαναδιατυπώνονται οι ανωτέρω διατάξεις, έτσι ώστε να έχουν εφαρμογή μόνο για όσους απομακρύνονται χωρίς υπαιτιότητά τους και όχι και για περιπτώσεις που ο στρατιωτικός αποτάσσεται ή απομακρύνεται της Υπηρεσίας για πειθαρχικά παραπτώματα κλπ.
Με τις διατάξεις της παρ. 6 επεκτείνεται το δικαίωμα υπολογισμού αυξημένου του χρόνου πτητικής ενέργειας και στα στελέχη του Πυροσβεστικού Σώματος. Η συμπλήρωση των απαραίτητων ωρών πτήσης, προκειμένου να υπολογισθεί η προσαύξηση του ανωτέρω χρόνου βεβαιώνεται με διαταγή του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος.
Με τις διατάξεις της παρ. 7 ορίζεται ότι για τους υπαλλήλους - λειτουργούς του Δημοσίου που απολύονται για πειθαρχικούς λόγους, η σύνταξή τους καταβάλλεται με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας τους.
Τα πρόσωπα αυτά, εκ παραδρομής είχαν παραλειφθεί από τις οικείες διατάξεις της υποπαραγράφου Β.2 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίστηκε ως γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης το 67ο έτος της ηλικίας για όσα από τα ανωτέρω πρόσωπα θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 01.01.2013 και μετά.
Με τις διατάξεις της παρ. 8 και προκειμένου να μην υπάρχει οποιαδήποτε αμφισβήτηση, προβλέπεται ρητά ότι ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων, ο οποίος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57 Α του π.δ. 169/2007, μπορεί να διακόπτει την καταβολή της προκαταβολής της σύνταξης εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την καταβολή της, είναι αρμόδιος για την έκδοση καταλογιστικής πράξης με την οποία θα αναζητούνται τα αχρεωστήτως καταβληθέντα στην περίπτωση αυτή ποσά προκαταβολής σύνταξης.
Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 60 του π.δ. 169/2007 προβλέπεται ότι δεν μπορεί να αναγνωρισθούν αναδρομικά οικονομικά δικαιώματα από συντάξεις για χρονικό διάστημα πέραν των 3 ετών. Επειδή λόγω της αθρόας εξόδου των υπαλλήλων του Δημοσίου κατά τα τελευταία έτη, παρατηρήθηκε υπέρμετρη καθυστέρηση στην απονομή των συντάξεων, στις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης, όπου για τον προσδιορισμό του τελικού ποσού σύνταξης μεσολαβούν και άλλοι ασφαλιστικοί φορείς, με αποτέλεσμα σε αρκετές περιπτώσεις η αναδρομικότητα των συντάξεων να ανατρέχει πέραν της τριετίας, με τις προτεινόμενες διατάξεις της παρ. 9 προβλέπεται ότι ο υφιστάμενος περιορισμός των τριών (3) ετών ως προς την καταβολή αναδρομικών συντάξεων δεν ισχύει για τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η υπέρβαση της τριετίας οφείλεται σε αδυναμία της συνταξιοδοτικής διοίκησης για απονομή της οριστικής σύνταξης και όχι σε υπαιτιότητα του υπαλλήλου (καθυστέρηση προσκόμισης αναγκαίων δικαιολογητικών που του ζητήθηκαν κλπ).
Με τις διατάξεις της παρ. 10 διορθώνεται φράση της διάταξης της παρ. 12 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007, στην οποία εκ παραδρομής αναγράφεται «στην παράγραφο 2β» αντί της σωστής φράσης «στην παράγραφο 2α», με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης αυτής.
Άρθρο 23 Ρυθμίσεις διαφόρων συνταξιοδοτικών θεμάτων
Με τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 5 του ν. 2703/1999 ρυθμίζεται η συνταξιοδοτική αντιμετώπιση των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ που τελούν σε αναστολή άσκησης καθηκόντων τους. Επειδή πλέον μπορούν να τελούν σε αναστολή άσκησης καθηκόντων και τα μέλη του Επιστημονικού Προσωπικού των ΤΕΙ, με τις προτεινόμενες διατάξεις της παρ. 1 επεκτείνεται η προαναφερόμενη ρύθμιση και στα πρόσωπα αυτά.
Με τις διατάξεις της παρ. 2 (περ. α και β) ορίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2703/1999, οι οποίες ρυθμίζουν το ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς των
Προέδρων και των Μελών των Ανεξαρτήτων Αρχών (εξακολούθηση υπαγωγής στο ασφαλιστικό καθεστώς που υπάγονταν πριν από το διορισμό τους στις θέσεις αυτές, ασφαλιστικές εισφορές κλπ) έχουν εφαρμογή και για τους υπαλλήλους ή λειτουργούς του Δημοσίου και τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ., που τοποθετούνται ως Διοικητές και Υποδιοικητές των Ν.Π.Δ.Δ. καθώς και των δημοσίων επιχειρήσεων ή άλλων επιχειρήσεων τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος. Η διάταξη κρίνεται επιβεβλημένη προκειμένου να διευκολυνθεί η κινητικότητα ως προς την κάλυψη των προαναφερόμενων θέσεων μέσω της μη διάψευσης των συνταξιοδοτικών προσδοκιών των προσώπων αυτών.
Επίσης με τις διατάξεις της περ. γ της ίδιας παραγράφου ορίζεται ότι όσα από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί μπορούν να αναγνωρίσουν με καταβολή των προβλεπομένων ασφαλιστικών εισφορών, το χρόνο που διετέλεσαν στις προαναφερόμενες θέσεις ως συντάξιμο εφόσον υποβάλουν σχετική αίτηση στην αρμόδια Δ/νση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους εντός εξαμήνου από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού. Στην περίπτωση αυτή η αναπροσαρμογή της σύνταξής τους διενεργείται αναδρομικά από την πρώτη του επομένου της δημοσίευσης του νόμου αυτού μήνα.
Με τις διατάξεις της παρ. 10 του ν. 3865/2010 ορίζεται ότι στις περιπτώσεις που ο συνταξιούχος εργάζεται ως μισθωτός, περικόπτεται κατά 70% το ποσό της σύνταξης το οποίο υπερβαίνει τα 30 ημερομίσθια του ανειδίκευτου εργάτη ενώ εάν αυτοαπασχολείται περικόπτεται το ποσό της σύνταξης που υπερβαίνει τα 60 ημερομίσθια του ανειδίκευτου εργάτη. Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παρ. 3 προβλέπεται ότι ως ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη λαμβάνεται υπόψη εκείνο που ίσχυε την 31-12-2011.
Με τη διάταξη της περ. γ' της παρ. 16 του άρθρου 6 του ν. 4002/2011 ορίζεται ότι «Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών προσδιορίζεται το μέγεθος και τα κριτήρια του δείγματος των ελέγχων που διενεργεί η Διεύθυνση Μεταβολών και Δειγματοληπτικών Ελέγχων.»
Επειδή διαπιστώθηκε από την ανωτέρω Διεύθυνση ότι ο καθορισμός του ως άνω δείγματος σε ετήσια βάση είναι ιδιαίτερα δυσχερής, με τις προτεινόμενες διατάξεις της παρ. 4 (περ. α') προτείνεται η απάλειψη της λέξεως «ετησίως», έτσι ώστε να γίνει χρονικά πιο ευέλικτος ο προαναφερόμενος καθορισμός.
Με δικαστικές αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε δεκτό ότι οι διατάξεις του άρθρου 57 του ν.3691/2008 πρέπει να έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόσωπα που έχουν δικαιωθεί σύνταξη από το Δημόσιο, με βάση τις διατάξεις του ν.δ. 99/1974. Επειδή έκτοτε έχουν εκδοθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο αμετάκλητες αποφάσεις σχετικές με το προαναφερόμενο θέμα, οι οποίες με βάση πρακτικά του Τριμελούς Συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου πρέπει να εκτελεσθούν άμεσα, γεγονός που επιφέρει ξαφνική και ιδιαίτερα σημαντική δαπάνη του Κρατικού Προϋπολογισμού, με τις προτεινόμενες διατάξεις της παρ. 4 (περ. β') προβλέπεται ότι ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία καταβολής των αναδρομικών που προκύπτουν από την αναπροσαρμογή της σύνταξης των ανωτέρω προσώπων, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, θα καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε αναγκαία ώστε να μετριασθεί ο αιφνιδιασμός του Κρατικού Προϋπολογισμού από τη δαπάνη που συνεπάγεται η εφαρμογή των ανωτέρω αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Επίσης με τις διατάξεις της περ. γ της ίδιας παραγράφου προβλέπεται ότι σε κάθε περίπτωση αναδρομικά που επιδικάζονται με δικαστικές αποφάσεις, συμψηφίζονται με τυχόν ποσά που οφείλει ο δικαιούχος στο Δημόσιο, σύμφωνα με τις ισχύουσες οικείες διατάξεις.
Με τις διατάξεις της παρ. 5 ικανοποιείται πάγιο αίτημα των ενδιαφερομένων, προκειμένου η γνωμάτευση των υγειονομικών επιτροπών του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρία (ΚΕΠΑ) να λαμβάνεται εξίσου υπόψη για την εξαίρεση από τις μειώσεις του άρθρου 11 του ν. 3865/2010, της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011, της παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 και του άρθρου 1 του ν. 4051/2012, έτσι ώστε να αποφεύγεται η επανεξέταση από την Α.Σ.Υ.Ε. και η διπλή ταλαιπωρία του αναπήρου, σε περίπτωση που έχει ήδη εξετασθεί από το ΚΕ.Π.Α. και έχει τη σχετική γνωμάτευση αυτού.
Η ρύθμιση αυτή ήδη ισχύει προκειμένου να εξαιρεθεί ο συνταξιούχος από τη μείωση του ν. 4093/2012.
Με τις διατάξεις της παρ. 6 προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις που για οποιονδήποτε λόγο παρακρατήθηκαν εσφαλμένα από τις αποδοχές ενέργειας του υπαλλήλου, μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου, το επιπλέον οφειλόμενο ποσό καταβάλλεται από τον υπάλληλο σε μηνιαίες ισόποσες δόσεις, η κάθε μία από τις οποίες δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1/6 των αποδοχών του.
Οι διατάξεις αυτές κρίνονται επιβεβλημένες προκειμένου αφενός να εξασφαλισθεί η είσπραξη των οφειλομένων ποσών και αφετέρου να διευκολυνθεί ο υπάλληλος στην εξόφληση του κατά τα ανωτέρω οφειλόμενου ποσού.
Άρθρο 24 Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικών θεμάτων υπαλλήλων του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων - Ο.Δ.Α.Ζ.
Με τις διατάξεις του άρθρου 24 προτείνεται η υπαγωγή του τακτικού προσωπικού του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων - Ο.Δ.Α.Ζ., στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (άρθρο 11 του ν.δ. 4277/1962).
Βασικός λόγος για την ένταξη των ανωτέρω προσώπων στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. είναι αφενός λειτουργικά και οικονομικά προβλήματα του εν λόγω Ν.Π.Δ.Δ., καθώς αποτελούσε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 6302/34 ασφαλιστικό φορέα για το τακτικό προσωπικό του και αφετέρου δε λόγοι ισότητας με τους αντίστοιχους τακτικούς υπαλλήλους άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που υπάγονται στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.. Οι εν λόγω διατάξεις έχουν εφαρμογή και για το πρώην τακτικό προσωπικό του Ο.Δ.Α.Ζ. το οποίο έχει μεταταχθεί ή μεταφερθεί σε θέσεις άλλων υπηρεσιών.
Υπόχρεο για την κρίση των αιτήσεων συνταξιοδότησης τακτικών υπαλλήλων του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων - Ο.Δ.Α.Ζ., και για την καταβολή των συντάξεων είναι το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς) από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού και μετά.
Προβλέπεται τέλος, η κατάργηση των διατάξεων του ν.δ. 2487/53 με τις οποίες καθίστατο ο Ο.Δ.Α.Ζ. συνταξιοδοτικός φορέα των υπαλλήλων του καθώς και κάθε άλλη αντίθετη διάταξη.
Άρθρο 25 Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικών θεμάτων υπαλλήλων του Ταμείου Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (Τ.Α.Δ.Κ.Υ.)
Με τις διατάξεις του ν. 4239/1962, προβλεπόταν η συνταξιοδότηση των τακτικών υπαλλήλων του Τ.Α.Δ.Κ.Υ. από το ίδιο το Ταμείο, εφαρμοζόμενων αναλογικά των διατάξεων συνταξιοδότησης των δημοτικών υπαλλήλων.
Με τις διατάξεις του αρ. 84 του ν. 3655/2008, ο Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (Τ.Α.Δ.Κ.Υ.) εντάχθηκε στο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Ε.Α.Δ.Υ.), ως Τομέας Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (Τ.Α.Δ.Κ.Υ.), ενώ με το αρ. 115 του ίδιου νόμου ο Κλάδος Πρόνοιας του Ταμείου Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων εντάχθηκε στο Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.), ως Τομέας Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων.
Με τις διατάξεις του αρ. 91 του ως άνω νόμου, προβλέφθηκε η μεταφορά του ^ από το προσωπικό που υπηρετούσε στο Τ.Α.Δ.Κ.Υ. κατά το χρόνο ένταξης στο Τ.Ε.Α.Δ.Υ. και του λοιπού προσωπικού στο Τ.Π.Δ.Υ..
Με τις διατάξεις του αρ. 4 παρ. 2 του ν. 4002/2011, προβλέφθηκε ότι στον Τομέα Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του Τ.Ε.Α.Δ.Υ. και στον Τομέα
Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του Τ.Π.Δ.Υ. αντίστοιχα, θα καταβάλλονται εφεξής οι ασφαλιστικές εισφορές για τον κλάδο κύριας σύνταξης των υπαλλήλων του Ταμείου, οι οποίοι υπηρετούσαν σε αυτό κατά την έναρξη εφαρμογής των διατάξεων του ν. 3655/2008 και οι ίδιοι Τομείς θα βαρύνονται και με την καταβολή των συντάξεων τόσο των υπηρετούντων υπαλλήλων, όσο και εκείνων που έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί.
Επιπλέον, προβλεπόταν ότι, για τους υπαλλήλους που είχαν ήδη μεταταγεί ή μεταφερθεί σε άλλες υπηρεσίες πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3655/2008 και είχαν διατηρήσει το προηγούμενο καθεστώς ασφάλισης, οι εισφορές τους για τον κλάδο κύριας ασφάλισης καταβάλλονται στον Τομέα Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του Τ.Ε.Α.Δ.Υ., ο οποίος βαρύνεται και με την καταβολή της σύνταξής τους (νυν Ε.Τ.Ε.Α.).
Κατόπιν των ανωτέρω, το Ε.Τ.Ε.Α., στο οποίο -από τη σύστασή του με τις διατάξεις του ν. 4052/2012- έχει ενταχθεί -μεταξύ άλλων επικουρικών ταμείων- το Τ.Ε.Α.Δ.Υ. και ο Τομέας Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, χορηγεί συντάξεις στους ήδη συνταξιούχους του πρώην Τ.Α.Δ.Κ.Υ. και η μεν απόφαση συνταξιοδότησης εκδίδεται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, η δε δαπάνη βαρύνει το ίδιο το Ε.Τ.Ε.Α.. Επιπλέον, ο Τομέας Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του Τ.Π.Δ.Υ., χορηγεί σύνταξη στους τακτικούς υπαλλήλους του πρώην Τ.Α.Δ.Κ.Υ. και η απόφαση συνταξιοδότησης εκδίδεται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, η δε δαπάνη επίσης βαρύνει τον ίδιο τον Τομέα.
Επειδή, ωστόσο, το Ε.Τ.Ε.Α. είναι φορέας αποκλειστικά επικουρικής ασφάλισης, με κύριο αντικείμενο την απονομή επικουρικής σύνταξης στους ασφαλισμένους του, το δε Τ.Π.Δ.Υ. είναι φορέας Πρόνοιας με κύριο αντικείμενο αντίστοιχα την απονομή εφάπαξ παροχών και όχι την απονομή κύριων συντάξεων και δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου υπάγονται στις διατάξεις του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΙΚΑ - Ε.Τ.Α.Μ. (ν. 3163/1955, ν.δ. 4277/1962), με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 5, προβλέπεται ότι οι τακτικοί υπάλληλοι των Ε.Τ.Ε.Α. και του Τ.Π.Δ.Υ., οι οποίοι προέρχονται από το πρώην Τ.Α.Δ.Κ.Υ., ασφαλίζονται σε φορέα αποκλειστικά κύριας ασφάλισης, ο οποίος και θα βαρύνεται με την καταβολή των συντάξεών τους, καθώς και με την καταβολή των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων υπαλλήλων του πρώην Τ.Α.Δ.Κ.Υ..
Άρθρο 26 Έκταση Εφαρμογής
Στο παρόν άρθρο καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων του παρόντος κεφαλαίου. Συγκεκριμένα οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων, εφαρμόζονται ανάλογα και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α' 276).
Κεφάλαιο Γ' Ρυθμίσεις ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα
Άρθρο 27 Εφαρμογή κοινών κανόνων ασφαλισμένων στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα
Με τις διατάξεις του άρθρου 27 προβλέπεται ότι, βάσει των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών αρχών ισονομίας των άρθρων 1 και 2, οι ρυθμίσεις του Κεφαλαίου Β' εφαρμόζονται και στους ασφαλισμένους του Κεφαλαίου Γ'. Σκοπός του νόμου είναι η εγκαθίδρυση ενιαίων κανόνων για όλες τις κατηγορίες ασφαλισμένων, χωρίς ευμενείς διακρίσεις για ειδικότερες κατηγορίες ασφαλισμένων. Παράλληλα, ορίζεται, όπως και στο Κεφάλαιο Β', ότι η συνταξιοδοτική παροχή αποτελεί το άθροισμα της εθνικής σύνταξης, που χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό και στοχεύει ιδίως στην αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού, και της ανταποδοτικής σύνταξης, που υπολογίζεται βάσει των αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές και του ποσοστού αναπλήρωσης σύμφωνα με το άρθρο 8.
Λόγω της διαφορετικής πρόβλεψης του νόμου 3863/2010 σε σχέση με αυτήν του νόμου 3865/2010 για τους δικαιούχους σύνταξης αναπηρίας, διατηρούνται προσωρινά οι διαφορετικές ρυθμίσεις, προβλέπεται όμως ότι αυτές θα εναρμονιστούν έως την 31/12/2016 για όλους τους αναπήρους που εργάζονται στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.
Περαιτέρω, δεδομένου ότι το Κεφάλαιο Γ' καλύπτει κατηγορίες ασφαλισμένων που δεν υπάγονται στο Κεφάλαιο Β', όπως αυτοαπασχολούμενους, ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες, το συγκεκριμένο κεφάλαιο περιέχει επιπρόσθετες διατάξεις ώστε να ρυθμίζονται ζητήματα που δεν καλύπτονται από το Κεφάλαιο Β'. Συνεπώς, με την εξαίρεση των διατάξεων του Κεφαλαίου Γ' και των ειδικότερων επιφυλάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 27, οι διατάξεις του Κεφαλαίου Β' εφαρμόζονται αναλογικά και στους ασφαλισμένους του Κεφαλαίου Γ', με εξαίρεση των διατάξεων του Κεφαλαίου Β' που, από τη φύση τους, ρυθμίζουν αποκλειστικά τη σχέση των δημοσίων ή στρατιωτικών υπαλλήλων με την υπηρεσία τους.
Άρθρο 28 Ανταποδοτική σύνταξη
Με τις διατάξεις του άρθρου 28 ρυθμίζεται το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης για τους ασφαλισμένους του Κεφαλαίου Γ', το οποίο χορηγείται, εφόσον ο ασφαλισμένος κύριας ασφάλισης θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου. Το ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται βάσει των συντάξιμων αποδοχών και του χρόνου ασφάλισης του ασφαλισμένου, σύμφωνα με το άρθρο 34 του παρόντος νόμου, καθώς και βάσει των ποσοστών αναπλήρωσης του πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου 8.
Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης καθορίζεται κατά δίκαιο και όμοιο με αυτόν του Κεφαλαίου Β' τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη το εισόδημα των ασφαλισμένου καθ' όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η παρούσα ρύθμιση εξασφαλίζει το σύνδεσμο μεταξύ εισφορών, παροχών και εισοδήματος και, συνακόλουθα, εγγυάται την ισότιμη αντιμετώπιση των ασφαλισμένων βάσει των αρχών της ισονομίας και της ανταποδοτικότητας, χωρίς ευμενή μεταχείριση ειδικών κατηγοριών.
Οι συντάξιμες αποδοχές καθορίζονται ανάλογα με την κατηγορία, στην οποία ανήκει ο ασφαλισμένος. Ειδικότερα, ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου λαμβάνονται υπόψη:
α. για τους μισθωτούς, ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ' όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ' όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, πλην του τελευταίου έτους ή τμήματος έτους, κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, προσαυξαυνόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία και υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.
β. για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες, το εισόδημα, το οποίο υπόκειται σε εισφορές σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 40 του παρόντος, καθ' όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου. Για το διάστημα μέχρι την θέση σε ισχύ του νόμου αυτού εισόδημα νοείται το ποσό που θα αποτελούσε το ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά έκαστου μήνα ασφάλισης. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, πλην του τελευταίου έτους ή τμήματος έτους, κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης.
γ. για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, κατόπιν καταβολής του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό-εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά έκαστου μήνα ασφάλισης. Οι πλασματικοί χρόνοι που αναγνωρίστηκαν χωρίς εξαγορά δεν συνυπολογίζονται για τον υπολογισμό του ποσού της ανταποδοτικής σύνταξης.
Λόγω αντικειμενικής αδυναμίας, που οφείλεται στην έλλειψη στοιχείων των ασφαλιστικών ταμείων ως προς τις αποδοχές ή τα εισοδήματα των ασφαλισμένων καθ' όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου, ο υπολογισμός των συντάξιμων αποδοχών, για αιτήσεις συνταξιοδότησης που κατατίθενται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και εντός του έτους 2016, γίνεται βάσει του μέσου μηνιαίου εισοδήματος ή αποδοχών με έτος βάσης το 2002. Εφεξής, ετησίως η περίοδος αυτή αναφοράς αυξάνεται κατ' ένα έτος.
Άρθρο 29 Προσωρινή σύνταξη
Με την παρούσα διάταξη αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της παρατηρούμενης, συχνά μεγάλης, καθυστέρησης κατά την έκδοση των αποφάσεων συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και της συνακόλουθης δυσκολίας από μέρους τους να ανταποκριθούν οικονομικά στις ανάγκες διαβίωσής τους, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης μέχρι την έκδοση της απόφασης συνταξιοδότησης.
Έτσι, με την προτεινόμενη διάταξη θεσπίζεται υποχρέωση για τον Ε.Φ.Κ.Α. να καταβάλλει προσωρινή σύνταξη στους δικαιούχους, μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης συνταξιοδότησης, το ύψος της οποίας υπολογίζεται: για τους μεν μισθωτούς ως το 50% του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τους δώδεκα μήνες ασφάλισης που προηγούνται της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, για τους δε αυτοαπασχολούμενους, ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες, ως το 50% του μέσου μηνιαίου εισοδήματος του τελευταίου πλήρους έτους πριν την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης.
Επίσης, με την εν λόγω διάταξη προσδιορίζεται ανώτατο και κατώτατο όριο της προσωρινής σύνταξης, τα ποσοστά μείωσης αυτής σε περίπτωση μειωμένης συνταξιοδότησης λόγω γήρατος ή αναπηρίας, καθώς και το ποσοστό μείωσης της προσωρινής σύνταξης σε περίπτωση συνταξιοδότησης λόγω θανάτου, ενώ εισάγεται ειδική πρόβλεψη για περιπτώσεις ασφαλισμένων με διαδοχικό τρόπο ασφάλισης.
Τέλος, στην προτεινόμενη διάταξη υπάρχει ρητή πρόβλεψη των περιπτώσεων στις οποίες δεν είναι δυνατή η έκδοση της προσωρινής σύνταξης.
Άρθρο 30 Προσαύξηση σύνταξης όσων κατέβαλαν αυξημένες εισφορές
Με τις διατάξεις του άρθρου 30 καθιερώνονται ενιαίοι κανόνες για όλους τους συνταξιούχους του Κεφαλαίου αυτού βάσει των μέχρι σήμερα ισχυόντων για τους ασφαλισμένους στο ΙΚΑ μετά την 01-01-1993.
Στην παρ. 1 προβλέπεται η προσαύξηση της σύνταξης, τόσο για τους ασφαλισμένους που υπό την ισχύ του προηγούμενου καθεστώτος κατέβαλαν υψηλότερες εισφορές από αυτές του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., όσο και για όσους καταβάλλουν υψηλότερες εθελοντικές εισφορές από τις προβλεπόμενες στον παρόντα νόμο, κατά ποσοστό που θα ορισθεί με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από εισήγηση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, βάσει σχετικής οικονομικής αναλογιστικής μελέτης. Στην εν λόγω μελέτη για τον προσδιορισμό του ποσοστού προσαύξησης θα ληφθούν υπόψη τα χαρακτηριστικά των ομάδων και κυρίως οι παράμετροι: εισφορές, χρόνος ασφάλισης κατά τον οποίον οι εισφορές ήταν ανώτερες από αυτές του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., έτη καταβολής της σύνταξης.
Στην παρ. 3 ορίζεται ότι οι καταβαλλόμενες συντάξεις που εκδόθηκαν με βάση την ισχύουσα μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού συνταξιοδοτική νομοθεσία διατηρούνται ως έχουν, με την επιφύλαξη εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 14 και 33.
Άρθρο 31 Ασφαλιστικές παροχές λόγω εργατικού ατυχήματος ή ατυχήματος εκτός εργασίας
Με το άρθρο 31 ρυθμίζεται, κατά ενιαίο τρόπο, η χορήγηση σύνταξης αναπηρίας και σύνταξης λόγω θανάτου, όταν η αναπηρία και ο θάνατος αντίστοιχα οφείλονται σε εργατικό ατύχημα ή ατύχημα κατά την απασχόληση, χωρίς προϋποθέσεις χρόνου ασφάλισης. Προβλέπεται ρητά ότι με εργατικό ατύχημα ή ατύχημα κατά την απασχόληση εξομοιώνονται και οι επαγγελματικές ασθένειες.
Οι ειδικότερες λεπτομέρειες εφαρμογής και η διαδικασία για τη χορήγηση σύνταξης αναπηρίας και σύνταξης λόγω θανάτου θα καθοριστούν με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής, προβλέπεται ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του Κανονισμού Ασθενείας του οικείου φορέα κύριας ασφάλισης και για όσους ασφαλίζονται μετά την 1.1.2016 αυτές του ΙΚΑ-Ε.Τ.Α.Μ., όπως ισχύουν κατά την δημοσίευση του νόμου αυτού.
Ευνοϊκότερες προϋποθέσεις θεσπίζονται, επίσης, και για τη χορήγηση σύνταξης αναπηρίας και σύνταξης λόγω θανάτου, όταν η αναπηρία και ο θάνατος αντίστοιχα οφείλονται σε ατύχημα εκτός εργασίας ή απασχόλησης, αφού στην περίπτωση αυτή απαιτείται η πραγματοποίηση του μισού χρόνου ασφάλισης από αυτόν που προβλέπεται στην συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο. Προβλέπεται επίσης, ότι οι καταβαλλόμενες συντάξεις που εκδόθηκαν βάσει ρυθμίσεων που καταργούνται στο εξής, διατηρούνται ως έχουν, με την επιφύλαξη εφαρμογής του άρθρου 14 και 33.
Άρθρο 32 Παροχές σε είδος και σε χρήμα
Σύμφωνα με το άρθρο 32, μέχρι την πλήρη εναρμόνιση των παροχών σε είδος και σε χρήμα που χορηγούν το Δημόσιο και οι εντασσόμενοι στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, Κλάδοι και Λογαριασμοί, ως προς το ύψος παροχών, την έκταση, τα δικαιούχα πρόσωπα, τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία και κάθε άλλο σχετικό ζήτημα ή λεπτομέρεια, εφαρμόζονται οι γενικές, ειδικές και καταστατικές διατάξεις των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων, Κλάδων και Λογαριασμων, όπως ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Η ως άνω εναρμόνιση θα λάβει χώρα με τον Κανονισμό Ασφάλισης και Παροχών του Ε.Φ.Κ.Α. μέχρι την 31.12.2016 μετά από αναλογιστική μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
Άρθρο 33 Αναπροσαρμογή συντάξεων-προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων
Με βάση το άρθρο αυτό, επανυπολογίζονται οι συντάξεις που ήδη καταβάλλονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νομοσχεδίου και, συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 14 σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 27, 28 και 12. Λόγω αντικειμενικής αδυναμίας, που οφείλεται στην έλλειψη στοιχείων των ασφαλιστικών ταμείων ως προς τις αποδοχές ή τα εισοδήματα των ασφαλισμένων καθ' όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου, για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, συντάξεων, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη. Στις περιπτώσεις που ο συντάξιμος μισθός συνδέεται με ασφαλιστικές κατηγορίες ή ασφαλιστικές κλάσεις ή με τεκμαρτά ποσά, αυτός υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα τιμή τους κατά τη δημοσίευση του παρόντος. Στις λοιπές περιπτώσεις ο συντάξιμος μισθός λαμβάνεται σε τρέχουσες τιμές με τη χρήση των ποσοστών αναπροσαρμογής των συντάξεων όλων των ετών που έχουν μεσολαβήσει από την ημερομηνία συνταξιοδότησης ως την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος.
Άρθρο 34 Χρόνος ασφάλισης
Το άρθρο 34 αποσκοπεί στην ομαλή μετάβαση των ασφαλισμένων από τους εντασσόμενους ασφαλιστικούς φορείς στον νέο Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης.
Με βάση τις διατάξεις του άρθρου 34, o χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε στους υφιστάμενους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που αναγνωρίστηκε, εξαγοράστηκε ή συνεχίζεται η εξαγορά του, καθώς και ο χρόνος που έχει προσμετρηθεί από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί στην ασφάλιση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης. Αναγνωρίσεις ετών εργασίας που δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί με την πλήρη εξόφληση του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς συνεχίζονται στον Ε.Φ.Κ.Α. μέχρι την ολοκλήρωση της εξαγοράς.
Παράλληλα, το άρθρο 34 απαριθμεί τις ειδικότερες περιπτώσεις χρόνου ασφάλισης (χρόνος πραγματικής ασφάλισης, λογιζόμενος χρόνος συντάξιμης υπηρεσίας των πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων, πλασματικός χρόνος, σύμφωνα με ειδικότερες διατάξεις, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης, χρόνος διαδοχικής ασφάλισης). Επιπροσθέτως, προβλέπεται ειδική ρύθμιση για τα πρόσωπα που καλόπιστα υπήχθησαν στην ασφάλιση των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων και κλάδων, ενώ δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις.
Άρθρο 35 Εφάπαξ παροχή
Ο κατακερματισμός των φορέων πρόνοιας που υφίστατο έως σήμερα είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια την πολυνομία και κατ' επέκταση την πολυπλοκότητα στην εφαρμογή των διατάξεων, με αποτέλεσμα το ύψος της τελικά χορηγούμενης από τον κάθε επιμέρους φορέα εφάπαξ παροχής να ποικίλλει, υπολογιζόμενος με τρόπους που σε πολλές περιπτώσεις δεν υπηρετούν την ισονομία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Ο προβλεπόμενος άλλωστε υπό τις ισχύουσες διατάξεις μαθηματικός τύπος για τον υπολογισμό της παροχής είναι πρακτικά ανεφάρμοστος, με αποτέλεσμα να μην έχουν καταβληθεί παροχές εφάπαξ από το έτος 2013 έως σήμερα.
Με την προτεινόμενη διάταξη του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται θέματα του Κλάδου Εφάπαξ Παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. του άρθρου 77 του νόμου, όπως η υπαγωγή στην ασφάλιση, οι πόροι, ο χρόνος ασφάλισης, οι προϋποθέσεις χορήγησης της εφάπαξ παροχής, ο τρόπος υπολογισμού κ.α., με τρόπο ενιαίο για όλους τους ασφαλισμένους και για όλο το χρονικό διάστημα ασφάλισής τους. Σκοπός της ρύθμισης είναι αφενός να εξασφαλιστεί η μελλοντική συνέχιση χορήγησης της εφάπαξ παροχής στους δικαιούχους και, αφετέρου δε, η απλοποίηση του πλαισίου των φορέων πρόνοιας, το οποίο είχε καταστεί ιδιαίτερα περίπλοκο και δαπανηρό με τη λειτουργία μεγάλου αριθμού φορέων και τομέων- κλάδων πρόνοιας.
Παράλληλα, καταργούνται στο εφεξής οι επιμέρους τρόποι υπολογισμού της παροχής που προβλέπονταν στα εκάστοτε υφιστάμενα καταστατικά των εντασσόμενων με το παρόν στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων - κλάδων πρόνοιας, καθώς και ο τρόπος υπολογισμού που βασίζεται στη νέα τεχνική βάση, ο οποίος, λόγω της ενσωμάτωσης συντελεστή βιωσιμότητας, παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσχέρεια στην εφαρμογή και επιφέρει σημαντικές μειώσεις στο τελικό ύψος της παροχής.
Η απλοποίηση του τρόπου υπολογισμού καταλαμβάνει και το πλήθος των ΝΠΔΔ που αποδίδουν το εφάπαξ βοήθημα του ν. 103/1975 (Α'167). Λόγω του ότι οι εντασσόμενοι φορείς, τομείς- κλάδοι πρόνοιας, στην πλειονότητά τους, έχουν συσσωρευμένα ελλείμματα και αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, είναι επιτακτική η ανάγκη εισαγωγής ενός ενιαίου τρόπου υπολογισμού, ώστε να υπάρξει αποτελεσματική λύση που θα είναι ταυτόχρονα και βιώσιμη, εξασφαλίζοντας τα ασφαλιστικά δικαιώματα των ασφαλισμένων και την οικονομική ισορροπία του συστήματος με κοινωνικά αποδεκτό τρόπο.
Συνεπώς, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών και με δεδομένες τις δημοσιονομικές συνθήκες στη χώρα μας, κρίνεται σκόπιμη η αναθεώρηση του συστήματος, έτσι ώστε να κινείται γύρω από τις βασικές αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της διασφάλισης του δημόσιου χαρακτήρα του, με την παράλληλη πρόνοια για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της βιωσιμότητάς του.
Συγκεκριμένα, προτείνεται η θέσπιση των διατάξεων του άρθρου αυτού, στις οποίες προβλέπονται, κατά παράγραφο, τα ακόλουθα:
Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου προσδιορίζονται τα υπαγόμενα υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Κλάδου Εφάπαξ Παροχών πρόσωπα. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η συνέχιση της ασφάλισης τους. Επιπλέον, προβλέπεται και η υπαγωγή όσων αναλαμβάνουν εργασία ή απασχόληση ή αποκτούν ιδιότητα, η οποία σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις των εντασσόμενων φορέων, τομέων - κλάδων, δημιουργούσε υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλισή τους. Ως εκ τούτου, διασφαλίζεται, αφενός, η ασφαλιστική κάλυψη για εφάπαξ παροχή των προσώπων που αναλαμβάνουν εργασία για πρώτη φορά μετά την έναρξη λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α και, αφετέρου, η υπαγωγή στην ασφάλιση νέων ασφαλισμένων στον Κλάδο.
Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού καθορίζονται οι πόροι του Κλάδου.
Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου αυτού προσδιορίζεται ο χρόνος ασφάλισης στον Κλάδο Εφάπαξ Παροχών που είναι: α) ο χρόνος, για τον οποίο καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές και β) ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στους εντασσόμενους φορείς, τομείς- κλάδους, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ή συνεχίζεται η εξαγορά του.
Με τις διατάξεις της παρ. 4 του παρόντος άρθρου καθορίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης εφάπαξ παροχής από τον Κλάδο Εφάπαξ Παροχών.
Στην παρ. 5 του παρόντος άρθρου καθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού της εφάπαξ παροχής. Με το ισχύον νομικό πλαίσιο που προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή βιωσιμότητας, για τον καθορισμό του οποίου λαμβάνονται υπόψη τα έσοδα, η περιουσία κάθε ασφαλιστικού οργανισμού και οι συνολικές αιτήσεις του έτους συνταξιοδότησης, έχουν παρουσιαστεί πρακτικά προβλήματα λειτουργίας και υπολογισμού του. Η εφαρμογή του, συνεπαγόταν την κατάργηση της ανταποδοτικότητας των εισφορών, αφού ασφαλισμένοι, οι οποίοι κατέβαλαν την ίδια εισφορά και για τα ίδια χρόνια ασφάλισης, θα ελάμβαναν διαφορετικό ποσό εφάπαξ, αναλόγως των οικονομικών και στατιστικών δεδομένων του έτους συνταξιοδότησής τους και ιδίως του αριθμού των αιτήσεων συνταξιοδότησης του έτους αναφοράς.
Ο συντελεστής βιωσιμότητας αποτελούσε εγγενές πρόβλημα στον τρόπο υπολογισμού, όντας αντίθετος στην φύση του εφάπαξ βοηθήματος, το οποίο χορηγείται μία φορά και όχι περιοδικά και αποσυνδεόταν από τις καταβληθείσες εισφορές, εξαρτώντας την παροχή από το τυχαίο γεγονός του αριθμού των αποχωρούντων από την υπηρεσία ή το επάγγελμα ή την εργασία κατά το έτος υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Η εφαρμογή του συντελεστή βιωσιμότητας θα παραβίαζε την αρχή της ίσης μεταχείρισης καθώς θα προέκυπταν εξαιρετικά σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των ποσών που θα χορηγούνταν στους ασφαλισμένους με μόνη αιτία διαφοροποίησης το έτος αποχώρησής τους. Εξάλλου με την εφαρμογή του, θα προέκυπταν αντικειμενικοί λόγοι καθυστέρησης, καθώς ο αιτών θα έπρεπε να περιμένει τουλάχιστον έως το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους για να καταστεί δυνατός ο υπολογισμός του συντελεστή.
Η αρχή της ισονομίας επιτάσσει τον αντικειμενικό προσδιορισμό του υπολογισμού της εφάπαξ παροχής με ενιαίο τρόπο για όλους τους ασφαλισμένους, ήτοι τόσο για τους ασφαλισμένους μέχρι την 31.12.1992 («παλαιούς ασφαλισμένους») όσο και για τους ασφαλισμένους από την 1.1.1993 και μετά («νέους ασφαλισμένους»).
Με τη ρύθμιση αυτή η εφάπαξ παροχή θα αποτελείται στο εξής από το άθροισμα δύο τμημάτων: α) το τμήμα που αντιστοιχεί για τα έτη ασφάλισης μέχρι την 31.12.2013 και β) το τμήμα που αντιστοιχεί για τα έτη ασφάλισης μετά την 1.1.2014. Για το τμήμα για τα έτη ασφάλισης μέχρι την 31.12.2013 το ποσό της εφάπαξ παροχής θα προκύπτει βάσει των καταβληθεισών εισφορών προσαρμοσμένο με πάγιο ποσοστό του 60% για τους μισθωτούς και 75 % για τους αυτοαπασχολούμενους αποσυνδεόμενο με τυχαία κριτήρια, όπως αυτό του πλήθους των αιτήσεων συνταξιοδότησης κατά το έτος αναφοράς.
Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται αφενός η βιωσιμότητα των φορέων πρόνοιας και αφετέρου οι ασφαλισμένοι δεν κινδυνεύουν με πιθανή απονομή ελαχίστων ποσών λόγω του μεγάλου αριθμού αιτήσεων συνταξιοδότησης κατά το έτος αποχώρησής τους. Με την προγενέστερη αυτής νομοθετική ρύθμιση το αρχικά ορισμένο ποσοστό του 70% και 85% για μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους αντίστοιχα δεν ανταποκρίνονταν στην τελική τους διαμόρφωση καθώς το τελικό τους ύψος ήταν συνάρτηση του αριθμού των αιτήσεων απονομής εφάπαξ παροχής. Όσο μεγαλύτερος αριθμός ασφαλισμένων κατέθετε αίτηση απονομής εφάπαξ ανά έτος τόσο περισσότερο μειώνονταν τα ποσοστά αυτά αφού ήταν συνδεδεμένα με τον συντελεστή βιωσιμότητας.
Για έτη ασφάλισης από 01.01.2014 και εξής το τμήμα της εφάπαξ παροχής θα υπολογίζεται με βάση το διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση για το σύνολο των σφαλισμένων.Επίσης, προβλέπεται εξουσιοδοτική διάταξη, έτσι ώστε με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που εκδίδεται μετά από τη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, να καθορίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την υλοποίηση του τρόπου υπολογισμού της εφάπαξ παροχής.
Στην παρ. 6 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι, οι εκκρεμείς αιτήσεις χορήγησης εφάπαξ παροχής για αποχωρήσεις από την υπηρεσία, την εργασία ή το επάγγελμα από την 1.9.2013 και εφεξής κρίνονται με βάση τον τρόπο υπολογισμού που προβλέπουν οι διατάξεις του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και αν ευρίσκονται.
Με την παρ. 7 του παρόντος άρθρου ορίζεται ότι, οι φορείς (ν.π.δ.δ.), στους οποίους ετηρείτο ο λογαριασμός του ν. 103/1975 (Α'167) και χορηγούν εφάπαξ βοηθήματα σε αποχωρούντες υπαλλήλους, ασφαλισμένους στο καθεστώς του ν.103/1975 (Α'167), για το χρόνο υπηρεσίας τους που πραγματοποιήθηκε μέχρι 31.12.2005, εξακολουθούν να τα καταβάλλουν οι ίδιοι, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο παρόν άρθρο.
Με την παρ. 8 του παρόντος άρθρου ορίζεται ότι όπου προβλέπεται επιστροφή εισφορών τα ποσά επιστρέφονται στον δικαιούχο κατά την έκδοση της πράξης συνταξιοδότησης του φορέα κύριας ασφάλισης. Για επιστροφή εισφορών χρόνου ασφάλισης έως 31/12/2013 η παροχή προκύπτει σύμφωνα με τις διατάξεις των οικείων καταστατικών και τη γενικότερη νομοθεσία που ισχύουν μέχρι την ημερομηνία αυτή. Για επιστροφή εισφορών χρονικών διαστημάτων από 01/01/2014 και μετά το ύψος του ποσού της παροχής προκύπτει από τη συσσωρεμένη αξία των εισφορών στην ατομική μερίδα.
Με την παρ. 9 του παρόντος άρθρου προβλέπεται ότι από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου κάθε άλλη γενική ή ειδική ή καταστατική διάταξη που προβλέπει διαφορετικά από τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό καταργείται.
Με την παρ. 10 του παρόντος άρθρου παρέχεται εξουσιοδότηση, προκειμένου, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α., να ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα που προκύπτει κατά την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
Άρθρο 36 Παράλληλη ασφάλιση
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36, ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, για τους οποίους προκύπτει βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υποχρεωτική ασφάλιση σε δύο ή περισσότερους φορείς ή Τομείς ασφάλισης που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α., καταβάλλουν για κάθε αναληφθείσα επαγγελματική δραστηριότητα τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές, όπως αυτές καθορίζονται από τον παρόντα νόμο. Παράλληλα, όσον αφορά τις πλέον της πρώτης αναληφθείσες επαγγελματικές δραστηριότητες ο ασφαλισμένος δεν έχει υποχρέωση καταβολής ελάχιστης μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς.
Ειδικότερα, ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, που παρέχουν εξαρτημένη εργασία και ταυτόχρονα αυταπασχολούνται, δραστηριότητες για τις οποίες υπάγονταν ή θα υπάγονται βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση ενός φορέα ή Τομέα ασφάλισης που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α., καταβάλλουν υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α.: α) μηνιαία ασφαλιστική εισφορά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών και β) ασφαλιστική εισφορά σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 39 του παρόντος, για το εισόδημα, εφόσον υπάρχει, από άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 39 του παρόντος.
Ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, για τους οποίους προέκυπτε, βάσει των γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων κάθε φορέα από τους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α., όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, υποχρεωτική υπαγωγή λόγω ιδιότητας σε δύο ή περισσότερους φορείς για την ίδια απασχόληση, καταβάλλουν τις προβλεπόμενες στο άρθρο 39 του παρόντος ασφαλιστικές εισφορές.
Όσα από τα πρόσωπα της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, παλαιοί ασφαλισμένοι, για τους οποίους υπολογίζονταν και καταβάλλονταν εισφορές σε δύο ή περισσότερους φορείς, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, εξακολουθούν να καταβάλλουν προαιρετικά, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης, τις προβλεπόμενες εισφορές επί των αποδοχών τους και μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ώστε να συμπληρώσουν το χρόνο που απαιτείται για τη θεμελίωση δικαιώματος και δεύτερης σύνταξης. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλουν το συνολικό ποσοστό εισφοράς εργοδότη και εργαζομένου.
Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 6, οι διατάξεις του παρόντος, έχουν εφαρμογή από την 1.1.2017.
Άρθρο 37 Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης
Σύμφωνα με το άρθρο 37, όσον αφορά στην προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης, εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 18 υπό την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου 37. Συγκεκριμένα, για τις κατηγορίες των μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων, ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών, καταβάλλεται μηνιαία εισφορά κατ' αναλογία των προβλεπόμενων στα άρθρα 38-40 και 101 αντίστοιχα. Τέλος, προϋπόθεση για την υπαγωγή αυτοαπασχολούμενων, ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών είναι να μην υπάρχει οφειλή από οποιαδήποτε αιτία του ασφαλισμένου προς τον φορέα ή σε περίπτωση οφειλής έχουν υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης της οποίας οι όροι τηρούνται καθ' όλη τη διάρκεια της υπαγωγής στην προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης.
Κεφάλαιο Δ' Ενιαίοι Κανόνες Εισφορών - Πόροι του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης
Άρθρο 38 Εισφορές Μισθωτών και Εργοδοτών
Με τις ρυθμίσεις του κεφαλαίου αυτού ορίζονται οι εισφορές των ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ με ενιαίο τρόπο, όπως είναι πλέον αναγκαίο λόγω της ύπαρξης ενός μόνο φορέα κοινωνικής ασφάλισης. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος, από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, το συνολικό ποσοστό εισφοράς κλάδου σύνταξης στον Ε.Φ.Κ.Α. ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων. Από τις ως άνω αποδοχές εξαιρούνται οι κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας. Όσον αφορά στο συνολικό ποσοστό εισφοράς 20%, κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένου από 1.1.2017 και του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου.
Περαιτέρω, καθορίζεται ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς μισθωτών και εργοδοτών, το οποίο ισούται με το δεκαπλάσιο του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Το ως άνω ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών εφαρμόζεται και επί πολλαπλής μισθωτής απασχόλησης ή έμμισθης εντολής όσον αφορά στην εισφορά ασφαλισμένου. Η προσθήκη ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών αποσκοπεί στην αποτροπή της καταβολής υπερβολικά υψηλών ασφαλιστικών εισφορών, που θα επιβαρύνουν υπέρμετρα το ασφαλιστικό κόστος για μισθωτούς και εργοδότες και θα λειτουργήσουν σε βάρος της απασχόλησης και της οικονομικής δραστηριότητας.
Ως προς την καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς εργοδότη- εργαζόμενου για τον κλάδο σύνταξης, αντιμετωπίζονται ως μισθωτοί οι ακόλουθες κατηγορίες ασφαλισμένων, υπό την επιφύλαξη του τεκμηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του ΑΝ 1846/51: α) Οι ασφαλισμένοι που έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών Πρακτόρων και Υπαλλήλων του Ο.Α.Ε.Ε., ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, β) Οι ασφαλισμένοι που έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α. και παρέχουν εξαρτημένη εργασία, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, γ) ο διευθυντής, γενικός διευθυντής, εντεταλμένοι, διευθύνοντες ή συμπράττοντες σύμβουλοι διοικητές εταιριών ή συνεταιρισμών εφόσον συνδέονται με την εταιρία με σχέση εξαρτημένης εργασίας, δ) τα πρόσωπα που διορίζονται ως μέλη διοικητικού συμβουλίου ΑΕ και λαμβάνουν αμοιβή, των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζομένων επί της αμοιβής, ε) τα μέλη Δ.Σ. αγροτικών συνεταιρισμών εφόσον λαμβάνουν αμοιβή, των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζομένων επί της αμοιβής, στ) Οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή, και άλλα πρόσωπα ασφαλιστέα λόγω ιδιότητας, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση. Ως προς το εισόδημα από άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 39, με την εξαίρεση της υποχρέωσης υπαγωγής στην κατώτατη ασφαλιστική κλάση χαμηλότερου εισοδήματος.
Ειδικά για τα πρόσωπα της περίπτωσης α προβλέπεται μεταβατική περίοδος ως προς το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς εργοδότη και εργαζόμενου. Όσον αφορά στον καθορισμό του προσώπου του εργοδότη, προβλέπεται πως υπόχρεος για την καταβολή της εργοδοτικής εισφοράς είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, για λογαριασμό του οποίου οι ασφαλισμένοι του παρόντος άρθρου παρέχουν τις υπηρεσίες τους έναντι περιοδικής παροχής. Κατά τα λοιπά, ως προς τις κατηγορίες αυτές, γίνεται αναλογική εφαρμογή των πάσης φύσεως διατάξεων περί εισφορών του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ..
Ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών κλάδου σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη που υπερβαίνουν ή υπολείπονται των ποσοστών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αναπροσαρμόζονται ετησίως, ισόποσα και σταδιακά, από 1.1.2017, ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθούν στο αντίστοιχο ποσοστό που ορίζεται στην παράγραφο 1. Η εναρμόνιση των ποσοστών ασφαλιστικών εισφορών εξυπηρετεί τη γενική αρχή της ισονομίας και την εγκαθίδρυση ενιαίων κανόνων μεταξύ των ασφαλισμένων, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζεται μία μεταβατική περίοδος, ώστε η ως άνω εναρμόνιση να γίνει σταδιακά.
Η παράγραφος 5 του παρόντος άρθρου προβλέπει συγκεκριμένες κατηγορίες ασφαλισμένων, για τους οποίους οι ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών δεν αναπροσαρμόζονται και παραμένουν στο ύψος που προβλεπόταν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, τα ποσοστά εισφορών των ασφαλισμένων που υπάγονται ή θα υπάγονταν βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, στο πρ. Ν.Α.Τ., υπολογίζονται μηνιαίως επί του βασικού μισθού που δεν μπορεί να είναι κατώτερος από τον προβλεπόμενο στην ισχύουσα ή την τελευταία ισχύσασα ΣΣΕ του κλάδου, πλέον των επιδομάτων που προβλέπονται στα άρθρα 84 και 85 του ΠΔ 913/1978, τα οποία επίσης δεν μπορεί να είναι κατώτερα όσων προβλέπουν οι ισχύουσες ή οι τελευταίες ισχύσασες συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Οι εισφορές καταβάλλονται ανά τρίμηνο.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, οι εισφορές δηλώνονται από τον εργοδότη στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τη δημοσίευση του παρόντος νομοθεσία του τελευταίου.
Στην παρ. 8 προβλέπεται η έκδοση απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίζονται οι απαιτούμενες διαδικασίες για τον επαναπροσδιορισμό των ποσοστών, οι προσαρμογές στα πληροφοριακά συστήματα, η αναπροσαρμογή των ποσοστών των κατά την παρ. 5 εξαιρούμενων κατηγοριών ασφαλισμένων, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
Στην παρ. 9 ορίζεται ότι από την έναρξη ισχύος του παρόντος η εισφορά που προβλέπεται στους ν. 248/1967, 1989/1991 καθώς και στην Φ. 146/1/10978/1969 καταργείται. Οι ασφαλισμένοι μισθωτοί οι οποίοι υπάγονταν σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις εκάστου Τομέα, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Π.- Μ.Μ.Ε., καταβάλλουν ασφαλιστική εισφορά κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του παρόντος, εφαρμοζομένων και στην περίπτωση αυτή της παρ. 4 του παρόντος.
Στην παρ. 10 ορίζεται η υποχρεωτική ταυτόχρονη καταβολή μισθού, ασφαλιστικών εισφορών και φόρου μισθωτών υπηρεσιών μέσω τραπεζών. Τα περιστατικά τόσο της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών των εργαζομένων όσο και της ανασφάλιστης εργασίας έχουν διογκωθεί με αποτέλεσμα χιλιάδες εργαζόμενοι να βρίσκονται σε εξαιρετικά δυσχερή οικονομική κατάσταση. Η υποχρεωτική καταβολή μισθού, ασφαλιστικών εισφορών και φόρου μισθωτών υπηρεσιών μέσω τραπεζών θα επιτρέψει τον πληρέστερο έλεγχο της παραβατικότητας της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας και θα ενισχύσει την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής.
Άρθρο 39 Εισφορές αυτοπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών
Με το άρθρο 39 εισάγονται ενιαίοι κανόνες για τους ασφαλισμένους που προέρχονται από τον Ο.Α.Ε.Ε. και το Ε.Τ.Α.Α. ως προς το ποσοστό της ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης, καθώς και ως προς τη βάση υπολογισμού της ως άνω εισφοράς. Κατ' αρχήν ορίζεται ενιαίο ύψος ασφαλιστικών εισφορών που υπολογίζεται με βάση το πραγματικό εισόδημα του ασφαλισμένου και καταργείται το προϊσχύσαν σύστημα των ασφαλιστικών κλάσεων, κατηγοριών ή τεκμαρτών ποσών που αποτελούσε άδικη βάση υπολογισμού, καθώς δεν αντανακλούσε τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες του ασφαλισμένου.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζονται ενιαίοι και κανόνες για όλες τις κατηγορίες των ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ και τα βάρη κατανέμονται κατά δίκαιο τρόπο ανάλογα με τις δυνάμεις του εκάστοτε ασφαλισμένου. Επιπροσθέτως, με δεδομένο ότι, λόγω της οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ένας μεγάλος αριθμός επιστημόνων, ιδίως νέων, έχει εγκαταλείψει τη χώρα, στρεφόμενος στην αγορά εργασίας άλλων χωρών, παρέχεται μία ευνοϊκότερη ασφαλιστική επιβάρυνση για συγκεκριμένες κατηγορίες νέων ασφαλισμένων, ώστε να δοθούν πρόσθετα κίνητρα παραμονής στην ελληνική αγορά εργασίας.
Ειδικότερα, με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου καθορίζεται το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης, που καταβάλλουν οι αυτοαπασχολούμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες, παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι κατά τη διάκριση του ν. 2084/1992.
Συγκεκριμένα ειδικά για τα πρόσωπα, παλαιούς και νέους ασφαλισμένους κατά τη διάκριση του ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α., καθώς και για τους οικονομολόγους ασφαλισμένους στον Ο.Α.Ε.Ε., εγγεγραμένους στο Οικονομικό Επιμελητήριο, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 14% για τα πρώτα δύο (2) έτη από την πρώτη τους υπαγωγή στην ασφάλιση, σε ποσοστό 17% για τα επόμενα τρία (3) έτη και σε ποσοστό 20% για το διάστημα μετά το 5ο έτος της υπαγωγής τους στην ασφάλιση.
Τα ως άνω ποσοστά υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την ασκούμενη δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. Ως ετήσιο εισόδημα των προσώπων που είναι μέλη προσωπικών εταιρειών νοείται, για την εφαρμογή του παρόντος, το πηλίκο της διαίρεσης του συνολικού μερίσματος της εταιρίας δια του ποσοστού συμμετοχής εκάστοτε μέλους σε αυτή. Σε περίπτωση μηδενικού μερίσματος τα μέλη των προσωπικών εταιριών καταβάλλουν εισφορές σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του παρόντος.
Επειδή ο ΕΦΚΑ αποτελεί ενιαίο φορέα ασφαλισμένων, ευμενέστερη μεταχείριση σε μία κατηγορία ασφαλισμένων θα συνεπαγόταν μεταφορά πόρων προς αυτή από τις υπόλοιπες κατηγορίες, με συνέπεια την παραβίαση των αρχών ισονομίας του συστήματος. Για το λόγο αυτό προβλέπεται επιστροφή της ανωτέρω ασφαλιστικής ελάφρυνσης των νέων ασφαλισμένων. Ειδικότερα προβλέπεται ότι το συνολικό ποσό που υπολείπεται του ποσοστού 20% μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κατά τα πέντε πρώτα έτη ασφάλισης οφείλεται και σε κάθε περίπτωση πρέπει να καταβληθεί οποτεδήποτε έως και το έτος συνταξιοδότησης του ασφαλισμένου, υπολογιζόμενο επί του μηνιαίου εισοδήματος σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο προσαυξημένο κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως αυτή καθορίζεται από την Ελληνική Στατιστική
Αρχή.
Η μηνιαία ελάχιστη βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το εκάστοτε προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς καθορίζεται με βάση το ποσό που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Ειδικά στην περίπτωση εφαρμογής της περίπτωσης β της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου η ως άνω μηνιαία βάση υπολογισμού δεν δύναται να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στο 70% επί του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
Ως προς το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος εφαρμόζεται σε η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 38. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για τους υγειονομικούς που αμείβονται κατά πράξη και περίπτωση, καθώς και για τους δικηγόρους που βρίσκονται σε αναστολή άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Δικηγόρων. Οι δικηγόροι αυτοί καταβάλλουν την εισφορά του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3.
Από 1.1.2017 οι ασφαλισμένοι για τους οποίους, βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων που ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, προέκυπτε υποχρέωση υπαγωγής στον Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών Πρακτόρων και Υπαλλήλων του Ο.Α.Ε.Ε. και ασκούν ελεύθερο επάγγελμα, καταβάλλουν, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, τις προβλεπόμενες στις παραγράφους 1, 2 και 3 ασφαλιστικές εισφορές.
Στην παρ. 7 προσδιορίζεται ποιοι άλλοι έχουν υποχρέωση εισφοράς κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, πέραν των προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου. Περαιτέρω, στους ασφαλισμένους της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, οι οποίοι αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά) εφαρμόζονται αναλογικά ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις του άρθρου 38
Από 1-7-2016 τα ένσημα υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης για τους δικηγόρους, δικαστικούς επιμελητές και υποθηκοφύλακες καταργούνται. Ομοίως και οι αναλογικές εισφορές υπέρ των Τομέων Ασφάλισης, Πρόνοιας και Υγείας Συμβολαιογράφων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.) επί των αναλογικών δικαιωμάτων από τη σύνταξη συμβολαίων που αναγράφονται στα άρθρα 115, 117 και 118 του Ν. 2830/2000. Τα καταργούμενα ποσοστά επί των αναλογικών δικαιωμάτων των Συμβολαιογράφων στα κρατικά - τραπεζικά συμβόλαια προσαυξάνουν αντιστοίχως τα ποσοστά υπέρ του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, προς τον οποίο αποδίδονται, προκειμένου να διανεμηθούν σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 120 του Κώδικα Συμβολαιογράφων.
Ειδικά για τους δικηγόρους, υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α. καταβάλλεται ποσοστό 20% επί της ελάχιστης αμοιβής ανά δικηγορική πράξη ή παράσταση, για την οποία προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία έκδοση γραμματίου προείσπραξης. Ο οικείος δικηγορικός Σύλλογος αποστέλλει στον Ε.Φ.Κ.Α. τη σχετική συγκεντρωτική κατάσταση ανά δικηγόρο. Για τους δικηγόρους που απασχολούνται με έμμισθη εντολή, τα ποσά που έχουν καταβληθεί μέσω ενσήμων ή της ανωτέρω διαδικασίας που τα αντικαθιστά, αφαιρούνται από την εισφορά του ασφαλισμένου.
Από 1.1.2017 ο Ε.Φ.Κ.Α. συνεισπράττει με τις ασφαλιστικές εισφορές και την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 2 του ν. 3986/2011 εισφορά, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 του ν. 4144/2013, υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Ανεργίας υπέρ των Αυτοτελώς και Ανεξάρτητα Απασχολούμενων - Κλάδος ασφαλισμένων Ο.Α.Ε.Ε. και Ε.Τ.Α.Π. - Μ.Μ.Ε. καθώς και υπέρ των Αυτοτελώς και Ανεξάρτητα Απασχολούμενων - Κλάδος ασφαλισμένων Ε.Τ.Α.Α., την οποία και αποδίδει στον Ο.Α.Ε.Δ.. Επί εμμίσθων ασφαλισμένων που εκ της ιδιότητάς ασκούν και ελευθέριο επάγγελμα οι ως άνω εισφορές επιβάλλονται μόνον επί των μηνιαίων αποδοχών τους.
Σε ικανοποίηση σχετικού αιτήματος συλλόγων επιστημόνων, όσοι ασφαλισμένοι συμπληρώνουν 40 χρόνια ασφάλισης, με αίτηση τους μπορεί να καταβάλλουν μειωμένη κατά το 50% ασφαλιστική εισφορά, παραιτούμενοι από την προσαύξηση της σύνταξης τους ως προς τα επόμενα έτη ασφάλισης.
Το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς καθώς και οι ασφαλιστικές κατηγορίες ή κλάσεις ή αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζεται η μηνιαία εισφορά των ασφαλισμένων για τους οποίους, βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων που ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, προέκυπτε υποχρέωση υπαγωγής στον Ο.Α.Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλισμένων που υπάγονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος στον Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών και Τουριστικών Πρακτόρων, όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι 31.12.2015 παραμένουν αμετάβλητες μέχρι 31.12.2016.
Η σταθερή μηνιαία εισφορά, το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς καθώς και οι ασφαλιστικές κατηγορίες ή αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζεται η μηνιαία εισφορά των ασφαλισμένων για τους οποίους, βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, προέκυπτε υποχρέωση υπαγωγής στους Τομείς του κλάδου κύριας ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α. (Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, Τομέας
Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών, Τομέας Ασφάλισης Νομικών), όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι 31.12.2015 παραμένουν αμετάβλητες μέχρι 31.12.2016, εξαιρουμένης της εισφοράς που καταβαλλόταν για την Ειδική προσαύξηση καθώς και του κλάδου μονοσυνταξιούχων του Τ.Σ.Α.Υ. τα οποία καταργούνται από την 1.1.2016.
Μέχρι την 31.12.2016 οι ασφαλιστικές εισφορές του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να εισπράττονται από τους υφιστάμενους κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος ασφαλιστικούς φορείς.
Άρθρο 40 Εισφορές ασφαλισμένων στον Ο.Γ.Α.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 40, οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι ασφαλίζονταν ως αυτοαπασχολούμενοι στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του Ο.Γ.Α., καταβάλλουν, από 1.1.2017, ασφαλιστική εισφορά στον κλάδο κύριας σύνταξης επί του εισοδήματός τους, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο εισόδημα από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Η καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς, βάσει του εισοδήματος του ασφαλισμένου εξασφαλίζει τη δίκαιη κατανομή των ασφαλιστικών βαρών, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του καθενός, και στηρίζεται στη θεμελιώδη αρχή του νέου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που εγκαθιδρύει σύνδεσμο μεταξύ εισοδήματος, εισφορών και παροχών. Επίσης, προς το σκοπό της ίσης μεταχείρισης των ασφαλισμένων η ανωτέρω ρύθμιση ισχύει ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση. Τέλος, προβλέπεται ειδική ρύθμιση για τον υπολογισμό του ασφαλιστέου εισοδήματος σε περιπτώσεις οικογενειακής αγροτικής εκμετάλλευσης.
Στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, καθορίζεται το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς σε ποσοστό 20% από την 1.1.2022. Παράλληλα, προβλέπεται μεταβατική περίοδος σταδιακής αύξησης του εν λόγω ποσοστού με αφετηρία την 1.7.2015. Σκοπός της ως άνω μεταβατικής περιόδου είναι να μην υπάρξει απότομη επιβάρυνση των ασφαλισμένων, ιδιαίτερα λαμβανομένων υπόψη των εξαιρετικά δυσμενών συνθηκών της ελληνικής οικονομίας και, ειδικά, του κλάδου αγροτικής παραγωγής.
Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το μέσω αγροτικό εισόδημα είναι πολύ κατώτερο του μέσου αστικού, ορίζεται ως πάγια ρύθμιση ότι το κατώτατο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα για τους αγρότες θα είναι το ποσό που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών και όχι το 100% που ισχύει για τους αυτοπασχολούμενους.
Άρθρο 41 Ασφαλιστικές εισφορές υγειονομικής περίθαλψης ασφαλισμένων
Το άρθρο 41 ορίζει τα ποσοστά των ασφαλιστικών εισφορών υγειονομικής περίθαλψης των ασφαλισμένων. Τα ποσοστά που προβλέπονται για τους μισθωτούς και τις λοιπές κατηγορίες, των οποίων οι ασφαλιστικές εισφορές κλάδου σύνταξης υπολογίζονται κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 38 του παρόντος νόμου, υπολογίζονται επί των πραγματικών τους αποδοχών σε είδος ή σε χρήμα και ορίζονται σε ποσοστό 7,10% επί των πάσης φύσεως αποδοχών και κατανέμεται κατά ποσοστό 6,45% για παροχές σε είδος, εκ του οποίου 2,15% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 4,30% βαρύνει τον εργοδότη, και ποσοστό 0,65% για παροχές σε χρήμα, εκ του οποίου 0,40% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 0,25% βαρύνει τον εργοδότη.
Για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους και τα πρόσωπα του άρθρου 40, τα ποσοστά των ασφαλιστικών εισφορών υγειονομικής περίθαλψης υπολογίζονται επί του ασφαλιστέου εισοδήματός τους και ορίζονται σε ποσοστό 6,95% επί του ασφαλιστέου εισοδήματός τους, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 69, βαρύνει εξολοκλήρου τους ασφαλισμένους και κατανέμεται κατά ποσοστό 6,45% για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,50 % για παροχές σε χρήμα.
Η διάταξη προβλέπει την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών υγειονομικής περίθαλψης από τους ασφαλισμένους με βάση τις οικονομικές τους δυνάμεις, προς αποφυγή κοινωνικών αδικιών. Παράλληλα, προβλέπεται μεταβατική περίοδος σταδιακής αύξησης των ανωτέρω ποσοστών. Σκοπός της ως άνω μεταβατικής περιόδου είναι να μην υπάρξει απότομη επιβάρυνση των ασφαλισμένων, ιδιαίτερα λαμβανομένων υπόψη των εξαιρετικά δυσμενών συνθηκών της ελληνικής οικονομίας. Επιπροσθέτως προβλέπονται, ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για ορισμένες κατηγορίες νέων ασφαλισμένων με σκοπό να δίνονται πρόσθετα κίνητρα παραμονής στην ελληνική αγορά εργασίας.
Όπου το ποσοστό εισφορών είναι κατά την δημοσίευση του νόμου μικρότερο ή μεγαλύτερο των οριζόμενων στο άρθρο αυτό, αναπροσαρμόζονται ισόποσα ετησίως μέχρι την 31.12.2019 ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθεί στα ανωτέρω ποσοστά.
Άρθρο 42 Ειδικό παράβολο ασφαλιστικής κάλυψης αγρεργατών
Στόχος της προτεινόμενης διάταξης είναι η διευκόλυνση των αγροτών να εκπληρώσουν την κοινωνικοασφαλιστική υποχρέωση και την υποχρέωση καταβολής μισθού προς τους αγρεργάτες, συμπεριλαμανομένων και των παράτυπων αλλοδαπών εργατών γης. Η ρύθμιση αυτή συνδυάζεται με πρόσφατη ρύθμιση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης που προβλέπει διαδικασία, με την οποία, εφόσον δεν έχουν εξαντληθεί τα αριθμητικά όρια μετακλητών εργατών γης (και άρα υπάρχει διαπιστωμένη ανάγκη για εργασία), ο δε αγρότης επικαλείται αντικειμενική αδυναμία για απασχόληση εργατών γης με έγκυρες συμβάσεις, θα δικαιούται ο τελευταίος να ζητήσει από τον Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης την έγκριση κατ' εξαίρεση απασχόλησης παράτυπα διαμενόντων πολιτών τρίτων χωρών
Για τους απασχολούμενους ως εργάτες γης προβλέπεται η έκδοση ειδικού παραβόλου αγοράς ασφαλιστικών εισφορών, στο οποίο θα περιλαμβάνεται το ποσό της εισφοράς υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α.. Τα παράβολα διατίθενται στον εργοδότη από τα κατά τόπους Υποκαταστήματα του Ε.Φ.Κ.Α., από τις συνεργαζόμενες με τον Ε.Φ.Κ.Α. τράπεζες και υποκαταστήματα αυτών, από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία και από οποιονδήποτε άλλον φορέα ή δίκτυο έπειτα από απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με καταβολή του οικείου ποσού της ασφαλιστικής εισφοράς. Οι Τράπεζες και λοιποί φορείς αποδίδουν ανά μήνα στον Ε.Φ.Κ.Α. τα ποσά που εισέπραξαν από την διάθεση του παραβόλου
Άρθρο 43 Προθεσμία Καταβολής ασφαλιστικών εισφορών
Η θεσμοθέτηση από 1.1.2017 σύντομης προθεσμίας καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένων, ήτοι ανά τρίμηνο, αποσκοπεί στο να συμβάλλει ενεργά στον ευχερέστερο έλεγχο των εσόδων του ενιαίου ταμείου του Ε.Φ.Κ.Α., με επακόλουθο την αποτελεσματικότερη διαχείριση και αξιοποίησή τους προς όφελος του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και την βιωσιμότητά του.
Άρθρο 44 Εισφορές υγειονομικής περίθαλψης συνταξιούχων
Το άρθρο 44 προβλέπει τα ποσοστά των ασφαλιστικών εισφορών υγειονομικής περίθαλψης των συνταξιούχων. Ειδικότερα, με βάση τις διατάξεις του παρόντος, αντικαθίσταται η παρ. 31 του άρθρου 1 του ν. 4334/2015 (Α' 80), η οποία με τις διατάξεις της περ. 2, υποπαρ. Ε2 της παρ. Ε του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α 94) αναριθμήθηκε σε παρ. 30, ώστε από την 1.7.2016 η εισφορά υγειονομικής περίθαλψης υπέρ Ε.Ο.Π.Υ.Υ. για παροχές ασθενείας σε είδος των συνταξιούχων του Ε.Φ.Κ.Α. ορίζεται σε ποσοστό 6%, και υπολογίζεται επί του καταβαλλόμενου ποσού κύριας σύνταξης, αφού αφαιρεθεί το ποσό που αντιστοιχεί στην Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. Θεραπεύεται έτσι ο παραλογισμός της υφιστάμενης ρύθμισης να υπολογίζονται κρατήσεις στη βάση όχι των καταβαλλόμενων συντάξεων αλλά επί του ποσού που ίσχυε πριν από τις περικοπές της τελευταίας πενταετίας. Επιπλέον, στο άρθρο 44 προβλέπεται ότι από την 1.1.2016 παρακρατείται εισφορά 6% υπέρ Ε.Ο.Π.Υ.Υ. από τις επικουρικές συντάξεις, υπολογιζόμενης επίσης επί του καταβαλλόμενου ποσού επικουρικής σύνταξης. Για την εφαρμογή του άρθρου 44 ως καταβαλλόμενο ποσό νοείται το πράγματι καταβαλλόμενο ποσό κατά την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του νόμου συμπεριλαμβανομένης της ειδικής εισφοράς Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις και λαμβάνοντας υπόψη τυχόν προσωπική διαφορά.
Άρθρο 45 Κοινό Μητρώο Εισφορών και Φόρου Εισοδήματος
Στο πλαίσιο της σύνδεσης των εισοδημάτων των ασφαλισμένων με τις εισφορές τους στον Ε.Φ.Κ.Α., η οποία αποτελεί βασική αρχή του νέου συστήματος, η θεσμοθέτηση κοινού μητρώου εισφορών και φόρου εισοδήματός τους, διευκολύνει την διασταύρωση των φορολογικών και εν γένει οικονομικών στοιχείων των ασφαλισμένων προς αποφυγή χρονοβόρων διαδικασιών που επιβαρύνουν την Δημόσια Διοίκηση.
Περαιτέρω, η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στο να καταπολεμηθεί αποτελεσματικότερα η εισφοροδιαφυγή και φοροδιαφυγή, που πλήττουν την εύρυθμη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης για πολλές δεκαετίες.
Άρθρο 46 Αντικειμενικό σύστημα τεκμαρτού υπολογισμού εισφορών
Η ανασφάλιστη εργασία αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, καθώς αποστερεί τα ασφαλιστικά ταμεία από σημαντικούς πόρους αποδυναμώνοντας τη χρηματοδοτική επάρκεια του ασφαλιστικού συστήματος, ενώ, την ίδια στιγμή, αποτελεί μια από τις πιο ακραίες μορφές παραβατικότητας στην αγορά εργασίας παραβιάζοντας θεμελιώδη δικαιώματα των εργαζομένων. Βάσει των εκτιμήσεων επιστημονικών φορέων, αλλά και του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής, οι απώλειες εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων, λόγω της εισφοροδιαφυγής ανέρχονται από 6 έως 8 δις ευρώ ετησίως. Εκτός της παραβίασης της εργασιακής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, η ανασφάλιστη εργασία στρεβλώνει τον ανταγωνισμό αποτελώντας τροχοπέδη για την αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας.
Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία τέσσερα έτη υπήρξε πληθώρα νομοθετικών ρυθμίσεων που αποσκοπούσαν στον περιορισμό της ανασφάλιστης εργασίας τα ποσοστά αυξήθηκαν θεαματικά την περίοδο της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας και παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Οι μέχρι σήμερα νομοθετικές ρυθμίσεις για την καταπολέμηση της ανασφάλιστης εργασίας λειτουργούσαν αποκλειστικά κατασταλτικά, χωρίς την παραγωγή ουσιαστικών αποτελεσμάτων. Ακόμα και η σημαντική αύξηση του προστίμου για την ανασφάλιστη εργασία δεν επέφερε αξιοσημείωτα αποτελέσματα, καθώς η εισπραξιμότητα του προστίμου παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, μόλις στο 20-25%, ενώ είναι συχνό το φαινόμενο οι εργοδότες να καταφεύγουν στην πρακτική των νομιμοφανών προσλήψεων συμμορφούμενοι με την ελάχιστη νομιμότητα προκειμένου και να αποφεύγουν την επιβολή του προστίμου και να αποφεύγουν την καταβολή του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών.
Με το άρθρο 46 επιχειρείται για πρώτη φορά η θέσπιση ενός εκ των προτέρων αντικειμενικού μηχανισμού υπολογισμού εισφορών. Με υπουργική απόφαση προβλέπεται ένας ελάχιστος αριθμός εργαζομένων για κατηγορίες ή κλάδους επιχειρήσεων, μέσω της καθιέρωσης ενός ελάχιστου απαιτούμενου αριθμού ημερομισθίων και ποσού εισφορών για αυτές. Ο υπολογισμός των ελαχίστων καταβαλλόμενων ασφαλιστικών εισφορών ανά επιχείρηση θα λαμβάνει υπόψη του το είδος της επιχείρησης, το μέγεθος της εγκατάστασης, το ωράριο λειτουργίας, την τυχόν εποχιακή φύση της λειτουργίας της επιχείρησης, τον κύκλο εργασιών, τις αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών ειδικότητες, τη γεωγραφική θέση της επιχείρησης, καθώς και την τυχόν εισφορά προσωπικής απασχόλησης από τον εργοδότη ή τους εταίρους εργοδοτικής επιχείρησης.
Επειδή η πολυπλοκότητα των παραμέτρων της αγοράς εργασίας είναι δυνατόν να οδηγήσει σε ανεπιεική αποτελέσματα, καθώς οι παράγοντες της αγοράς είναι διαρκώς μεταβαλλόμενοι, προβλέπεται μηχανισμός αμφισβήτησης των ελαχίστων ορίων από τη πλευρά των εργοδοτών. Από την άλλη μεριά, ο ορισμός ελαχίστου αριθμού ημερομισθίων δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από τη νόμιμη ευθύνη του για την τήρηση της ασφαλιστικής νομοθεσίας και την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών για το σύνολο των εργαζομένων που απασχολεί.
Άρθρο 47 Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης της Ακίνητης Περιουσίας Ασφαλιστικών Οργανισμών
Η θεσμοθέτηση ενιαίου φορέα διαχείρισης και αξιοποίησης της περιουσίας των ασφαλιστικών οργανισμών θα επιτρέψει την αποτελεσματικότερη και ορθολογικότερη αξιοποίησή της, δεδομένου ότι μια ενιαία διοίκηση επιτρέπει, κατά τεκμήριο, να έχει συνολική εικόνα των λειτουργικών αναγκών και να κατανέμει ανάλογα τους διαθέσιμους πόρους, προς όφελος των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων (π.χ προγραμματισμός και επιλογή από τα διαθέσιμα κτίρια των ασφαλιστικών οργανισμών, για την αντιμετώπιση των στεγαστικών αναγκών των υπηρεσιών).
Περαιτέρω, η εξοικονόμηση πόρων που θα προκύψει από τον εξορθολογισμό των λειτουργικών δαπανών θα ενισχύσει τα ταμειακά διαθέσιμα προς όφελος του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης εν γένει.
Άρθρο 48 Σύσταση Εταιρείας Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων Διευρυμένου Σκοπού Ασφαλιστικών Οργανισμών (Α.Ε.Δ.Α.Κ. Α.Ο.) και συγχώνευσης σε αυτήν εταιριών Ε.Δ.Ε.Κ.Τ ΕΠΕΥ και Α.Ε.Δ.Α.Κ. Α.Ο. Α.Ε.
Η αξιοποίηση και η διαχείριση της κινητής περιουσίας του Ε.Φ.Κ.Α. και η διενέργεια επενδύσεων σε αυτήν προωθεί την διαφάνεια, την προστασία της δημόσιας περιουσίας και εν γένει το Δημόσιο συμφέρον.
Περαιτέρω, η Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων Διευρυμένου Σκοπού Ασφαλιστικών Οργανισμών (Α.Ε.Δ.Α.Κ. Α.Ο.), λόγω της συγχώνευσης σε αυτής των εταιριών «Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης Ειδικού Κεφαλαίου Ασφάλισης» (Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Ε.Π.Ε.Υ.) και «Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων Ασφαλιστικών Οργανισμών» (Α.Ε.Δ.Α.Κ. Α.Ο.) μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά λόγω της επάρκειας, και τεχνογνωσίας των συγχωνευθεισών εταιρειών στην διαχείριση και αξιοποίηση της κινητής περιουσίας των ασφαλιστικών οργανισμών.
Η αξιοποίηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Ε.Φ.Κ.Α. που προωθείται με τις παραπάνω προτεινόμενες διατάξεις αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιτυχή δημοσιονομική προσαρμογή και σταδιακή επανεκκίνηση της πραγματικής οικονομίας.
Άρθρο 49 Συγχώνευση εταιρειών
Με βάσει τις διατάξεις του παρόντος, στην «Εταιρεία Διαχείρισης Κινητής Περιουσίας του Ε.Φ.Κ.Α. και των Φ.Κ.Α. Ανώνυμη Εταιρεία» (Ε.ΔΙ.ΚΙ.ΠΕ. ΑΕ)» συγχωνεύονται, με απορρόφησή τους από αυτήν, οι εταιρείες α) Ανώνυμη Εταιρία Διαχείριση Ειδικού Κεφαλαίου Ασφάλισης (ΦΕΚ Σύστασης 273/8.12.1999) και β) Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων Ασφαλιστικών Οργανισμών (ΦΕΚ Σύστασης 8835/27.9.2000). Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Αλληλεγγύης ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα και οι λεπτομέρειες της απορροφήσεως.
Άρθρο 50 Μετοχικά Ταμεία
Με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου προβλέπεται ότι η χορήγηση παροχών από το Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.), αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και από τα Μετοχικά Ταμεία Στρατού, Αεροπορίας και Ναυτικού, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τις καταθέσεις των μετόχων και από τα περιουσιακά στοιχεία των ταμείων. Ο χαρακτήρας των μετοχικών ταμείων ήταν ανέκαθεν ανακεφαλαιοποιητικός, και όχι αναδιανεμητικός, και, συνακόλουθα, τα χορηγούμενα μερίσματα οφείλουν να βρίσκονται σε αντιστοιχία με τις καταθέσεις του μετόχου, ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία ελλειμμάτων. Προς το σκοπό αυτό αποκλείεται ρητά οποιαδήποτε μεταφορά πόρων στα ταμεία από τον κρατικό προϋπολογισμό, με εξαίρεση τους πόρους έκτακτης χρηματοδότησης των μερισμάτων των εν δυνάμει μερισματούχων, των οποίων οι αιτήσεις εκκρεμούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
Με τις διατάξεις της παρ. 2 καταργούνται η υποπερίπτωση Ε' της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.2 της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α' 85) και η παράγραφος 2 του άρθρου 220 του ν. 4281/2014 (ΦΕΚ Α' 160).
Άρθρο 51 Διατάξεις Μ.Τ.Π.Υ.
Με τις διατάξεις του άρθρου 51 καθιερώνεται νέος τρόπος υπολογισμού του μηνιαίου μερίσματος των μετόχων του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.). Ο νέος τρόπος υπολογισμού εξασφαλίζει την αντιστοιχία μεταξύ χορηγούμενου μερίσματος και καταθέσεων του μέτοχου, κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στο Ταμείο. Περαιτέρω, και προς το σκοπό της ίσης μεταχείρισης των μετόχων, προβλέπεται η αναπροσαρμογή των μερισμάτων, όσων έχουν εξέλθει της υπηρεσίας μέχρι την προηγούμενη της δημοσίευσης του παρόντος νόμου, σύμφωνα με το νέο τρόπο υπολογισμού του μερίσματος, ενώ καταργείται κάθε διάταξη που προέβλεπε κατώτατο όριο μερίσματος.
Επιπλέον, προβλέπεται η χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος για μετόχους που δεν συμπλήρωσαν το ελάχιστο όριο συμμετοχής για χορήγηση μηνιαίου μερίσματος, καθώς οι καταθέσεις του μετόχου πρέπει να του επιστραφούν, ακόμη κι αν δεν πληροί τις προϋποθέσεις για χορήγηση μερίσματος.
Τέλος, προβλέπεται ο περιορισμός των προσώπων που δικαιούνται μέρισμα. Συγκεκριμένα, κατά το προϊσχύσαν καθεστώς ο κύκλος των δικαιούχων ήταν ιδιαίτερα ευρύς, γεγονός το οποίο επιβάρυνε τη βιωσιμότητα του Ταμείου και δεν δικαιολογείτο από λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης. Επιπροσθέτως, ορισμένες από τις τροποποιούμενες ή καταργούμενες διατάξεις δεν στηρίζονταν στη θεμελιώδη αρχή της ισότητας των φύλων.
Άρθρο 52 Νέοι Πόροι Ασφαλιστικού Συστήματος
Προβλέπεται ότι στους πόρους του ασφαλιστικού θα συμπεριλαμβάνονται στο εξής τα έσοδα των εταιριών των άρθρων 47 και 48, μέρος των οποίων δύναται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να ενισχύει τον ΑΚΑΓΕ, τα ποσά των επιβληθέντων προστίμων των άρθρων 23 και 24 του Ν. 3996/2011 και το 20% των εσόδων που προκύπτουν από την εκποίηση και εκμετάλλευση ακινήτων του Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. ή των δημοσίων επιχειρήσεων των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ, εξαιρουμένων όσων έχουν μεταβιβαστεί στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Ελληνικού Δημοσίου.
Άρθρο 53 Ευθύνη διοικούντων προσώπων Ανωνύμων Εταιριών για ληξιπρόθεσμες οφειλές προς ασφαλιστικούς φορείς και τους εργαζομένους
Με την παρούσα τροποποίηση του άρθρου 31 ν. 4321/2015 επεκτείνεται η προσωπική ευθύνη των διοικούντων προσώπων στις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας του άρθρου 3 του ν. 4174/2013 προς τους εργαζομένους, οι οποίες απορρέουν από τη σχέση εξαρτημένης εργασίας των τελευταίων με την επιχείρηση, έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και δεν έχουν παραγραφεί.
Η εν λόγω ρύθμιση αποσκοπεί στην κοινωνική προστασία των εργαζομένων των επιχειρήσεων, οι οποίοι, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια εν μέσω της κρίσης που διέρχεται η ελληνική οικονομία, μένουν έκθετοι απέναντι στην οικονομική δυσπραγία ή εν γένει κακοδιαχείριση του εργοδότη τους, καθώς συχνά η μη καταβολή των δεδουλευμένων τους αποτελεί την εύκολη λύση για περικοπή των εξόδων της επιχείρησης. Νομικά πρόσωπα υπερχρεωμένα έναντι των τραπεζών και συχνά μη δυνάμενα να ανταποκριθούν στις δανειακές υποχρεώσεις τους πτωχεύουν ή συγχωνεύονται, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να μην μπορούν να διεκδικήσουν αποτελεσματικά τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις τους, ενόψει μάλιστα και των δυσμενών για αυτούς νέων διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και του Πτωχευτικού Κώδικα κατ' αναλογία.
Κεφάλαιο Ε' Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης
Άρθρο 54 Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης - Σύσταση - Σκοπός
Με το άρθρο 54 συστήνεται νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), το οποίο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η ύπαρξη ενός ενιαίου φορέα ασφάλισης πέραν του ότι υλοποιεί τη βασική αρχή ισονομίας που χαρακτηρίζει το νέο σύστημα, απλοποιεί τις εν γένει κοινωνικοασφαλιστικές διαδικασίες.
Πιο αναλυτικά, προβλέπεται ότι ο Ε.Φ.Κ.Α. θα λειτουργήσει πλήρως ως φορέας κοινωνικής ασφάλισης από 1.1.2017, οπότε και θα ενταχθούν σε αυτόν αυτοδίκαια οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Το Ν.Α.Τ. και ο Ο.Γ.Α., μετά την ένταξή τους διατηρούν αυτοτελή νομική προσωπικότητα για την άσκηση των μη ασφαλιστικών αρμοδιοτήτων τους. Έως τότε (μεταβατικό στάδιο), οι Φ.Κ.Α. εξακολουθούν να λειτουργούν, όπως και σήμερα, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές τους διατάξεις, πλην όσων ρητώς ορίζονται διαφορετικά, ενώ ο Ε.Φ.Κ.Α. θα λειτουργεί μόνο με τις προβλεπόμενες στον παρόντα νόμο υπηρεσίες του και μόνο για τους σκοπούς ενοποίησης.
Επιπρόσθετα προβλέπεται ότι στον Ε.Φ.Κ.Α. περιέρχονται οι εν γένει αρμοδιότητες που αφορούν στις συντάξεις του Δημοσίου, οι οποίες και θα καταβάλλονται εφεξής από τον Ενιαίο Φορέα. Σκοπός του Ε.Φ.Κ.Α. είναι η κάλυψη των υπακτέων στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. προσώπων για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που προβλέπονται από την οικεία νομοθεσία μέσω της χορήγησης: α) μηνιαίας κύριας σύνταξης, λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους ασφαλισμένους του ή στα μέλη οικογενείας τους, β) παροχών ασθένειας σε χρήμα, γ) ειδικών προνοιακών επιδομάτων και δ) κάθε άλλης παροχής σε χρήμα ή υπηρεσιών, για τις οποίες καθίσταται αρμόδιος ο Ε.Φ.Κ.Α.
Άρθρο 55 Οργανισμός του Ε.Φ.Κ.Α.
Στο άρθρο 55 προβλέπεται η έκδοση Προεδρικού Διατάγματος Οργανισμού του νέου φορέα μέχρι 31.12.2016. Περιεχόμενο του Προεδρικού Διατάγματος αποτελεί μεταξύ άλλων:
α) η διάρθρωση των υπηρεσιών σε οργανικές μονάδες (γενικές διευθύνσεις, διευθύνσεις, τμήματα αυτοτελή ή μη και αυτοτελή γραφεία), β) ο τίτλος, η έδρα και η κατανομή υφιστάμενων αρμοδιοτήτων σε καθεμία των παραπάνω οργανικών μονάδων, γ) οι κλάδοι προσωπικού κατά κατηγορίες, ο αριθμός και η κατανομή των θέσεων του κάθε φύσεως προσωπικού σε κλάδους και ειδικότητες μέσα στο πλαίσιο του συνολικού αριθμού των οργανικών θέσεων, τα τυπικά προσόντα διορισμού ή πρόσληψης κατά κλάδο και ειδικότητα. Η διάκριση των κλάδων σε ειδικότητες γίνεται σε σχέση με την επιδιωκόμενη εξειδίκευση των υπαλλήλων, ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας, δ) η γενική περιγραφή προσόντων και καθηκόντων της κάθε θέσης ευθύνης, ε) η σύσταση ή συγχώνευση ή κατάργηση υπηρεσιών ή οργανικών μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α. και στ) κάθε άλλο θέμα σχετικό με την οργάνωση, στελέχωση και λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α.
Από την έναρξη ισχύος του Οργανισμού συστήνονται στο Φορέα με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Διοικητικές Επιτροπές. Μέχρι τη σύσταση των επιτροπών αυτών, συνεχίζουν να λειτουργούν οι Διοικούσες Επιτροπές του Ε.Τ.Α.Α., μόνο όσον αφορά στην εξέταση και λήψη απόφασης επί αιτήσεων θεραπείας, οι Τοπικές Διοικητικές Επιτροπές του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και του Ο.Α.Ε.Ε. καθώς και τα αρμόδια όργανα του άρθρου 40 του
Καταστατικού Ασφάλισης και Συνταξιοδότησης Αγροτών, όπως ισχύει. Τα ως άνω όργανα αποτελούν Διοικητικές Επιτροπές του Ε.Φ.Κ.Α. και διέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις εφαρμοζόμενες αναλόγως. Για τους λοιπούς εντασσόμενους φορείς, στους οποίους προβλέπεται από τη νομοθεσία που τους διέπει η διαδικασία ενστάσεων, και μέχρι τη σύσταση των ανωτέρω επιτροπών, ορίζεται ότι αρμόδιο για την εξέταση αυτών είναι το Δ.Σ του Ε.Φ.Κ.Α.
Το παραπάνω Π.Δ. θα εκδοθεί και θα τεθεί σε ισχύ μέχρι 31.12.2016, προκειμένου να καταστεί δυνατή η πλήρης λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α από την 1.1.2017. Με τον Οργανισμό του Ε.Φ.Κ.Α. θα επιτευχθεί η ουσιαστική ενοποίηση των υπηρεσιών των εντασσομένων φορέων κοινωνικής ασφάλισης, θα εξορθολογιστεί η διοικητική και λειτουργική οργάνωση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος της χώρας και θα αντιμετωπιστούν διοικητικές και οργανωτικές δυσλειτουργίες, όπως το υπέρογκο διοικητικό και λειτουργικό κόστος και η γραφειοκρατία.
Άρθρο 56 Ένταξη φορέων, κλάδων, τομέων και λογαριασμών στον Ε.Φ.Κ.Α.
Στο άρθρο 56 προσδιορίζονται οι φορείς, τομείς, κλάδοι και λογαριασμοί ασφάλισης που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α., ο οποίος θα λειτουργεί με ενιαία διοικητική και οικονομική οργάνωση. Συγκεκριμένα, εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. οι φορείς, τομείς, κλάδοι και λογαριασμοί κύριας ασφάλισης και παροχών σε χρήμα, ώστε αυτός να καταστεί ενιαίος φορέας κοινωνικής ασφάλισης με ενιαίους κανόνες για όλους, όσοι υπάγονται στις καταστατικές του διατάξεις. Στο πλαίσιο ενοποίησης των καταβαλλόμενων παροχών, προβλέπεται ότι, όσες παροχές σε χρήμα καταβάλλονταν από φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς πρόνοιας που με το παρόν εντάσσονται στο Ε.Τ.Ε.Α., θα καταβάλλονται από τον Ε.Φ.Κ.Α. Για τον σκοπό αυτό θα διαχωριστεί η ή περιουσία των φορέων πρόνοιας που αντιστοιχεί στις σχετικές παροχές, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του παρόντος νόμου για τον διαχωρισμό της περιουσίας. Επιπλέον, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται το ποσό του πάγιου πόρου του άρθρου 34 του ν. 2773/1999 (Α' 286), όπως επικαιροποιήθηκε με τα οριζόμενα στο άρθρο 132 του ν. 3655/2008 (Α' 58) καθώς και το ύψος του ποσού κάθε άλλου πόρου υπέρ του ΚΑΠ - ΔΕΗ που διατηρήθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 44 του ν.3863/2010 (Α' 115) , το οποίο αποδίδεται στον Ε.Φ.Κ.Α. έναντι των παροχών σε χρήμα του Τμήματος Παροχών Πρόνοιας Ασφαλισμένων του πρώην ΚΑΠ - ΔΕΗ, τη χορήγηση των οποίων αναλαμβάνει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ο Ε.Φ.Κ.Α.
Άρθρο 57 Κ.Ε.Α.Ο.
Με τις διατάξεις του άρθρου 57 προβλέπεται η μεταφορά του Κ.Ε.Α.Ο. στον Ε.Φ.Κ.Α. με την υφιστάμενη οργανωτική του δομή και το προσωπικό του. Η εν γένει λειτουργία του Κ.Ε.Α.Ο. καθορίζεται από την οικεία νομοθεσία και εξακολουθεί να ασκεί όλες τις ανατεθειμένες σε αυτό αρμοδιότητες κατά τα οριζόμενα σε αυτή. Επιπλέον, ορίζεται ότι έως 31-12-2017 οι αντίστοιχες αρμοδιότητες θα μεταβιβαστούν στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, με κοινή απόφαση των αρμοδίων Υπουργών.
Άρθρο 58 Ασφαλιστέα πρόσωπα
Με το άρθρο 58 προβλέπεται ότι ασφαλιστέα στον Ε.Φ.Κ.Α πρόσωπα είναι όλοι όσοι υπάγονταν στην ασφάλιση των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές τους διατάξεις και όσοι, μετά την εν λόγω ένταξη, αναλαμβάνουν εργασία που θα υπαγόταν στην ασφάλιση αυτών, καθώς και τα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών τους. Καθίσταται, δηλαδή, σαφές ότι η παρούσα ασφαλιστική μεταρρύθμιση διακρίνεται από παρελθούσες ενοποιήσεις φορέων κοινωνικής ασφάλισης, καθώς παύει η διασπορά των ασφαλισμένων σε διαφορετικά ταμεία, με όλες τις επιμέρους διαφοροποιήσεις που αυτό συνεπαγόταν, όπως για παράδειγμα το επίπεδο παρεχόμενων υπηρεσιών, και τίθενται οι βάσεις για την ουσιαστική ενοποίηση των κανόνων της κοινωνικής ασφάλισης.
Άρθρο 59 Πόροι
Στο άρθρο 59 προβλέπονται οι πόροι του Ε.Φ.Κ.Α, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την πραγμάτωση των σκοπών του και την αποτελεσματική λειτουργία του. Συγκεκριμένα, πόρους του Ε.Φ.Κ.Α. αποτελούν οι ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών, οι πρόσοδοι της περιουσίας, η απόδοση των κεφαλαίων και αποθεματικών, καθώς και κάθε άλλο έσοδο και πόρος που προβλέπεται στην οικεία νομοθεσία ή άλλες γενικές διατάξεις νόμων. Επιπλέον, οι πάσης φύσεως πόροι των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών αποτελούν πόρους του Ε.Φ.Κ.Α από την ημερομηνία ένταξής τους σε αυτόν. Τέλος, ο Ε.Φ.Κ.Α. ως διάδοχος φορέας εξακολουθεί να εισπράττει και να αποδίδει εισφορές και πάσης φύσεως πόρους που εισπράττονταν και αντίστοιχα αποδίδονταν σε τρίτους φορείς από τους εντασσόμενους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς του παρόντος σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
Άρθρο 60 Διοίκηση του Ε.Φ.Κ.Α.
Στο άρθρο 60 ορίζονται τα όργανα Διοίκησης του Ε.Φ.Κ.Α.
Ειδικότερα ορίζεται ότι όργανα Διοίκησης του νέου φορέα είναι ο Διοικητής και το Διοικητικό Συμβούλιο. Καθορίζονται τα προσόντα του Διοικητή και ο τρόπος διορισμού του. Συστήνονται θέσεις Υποδιοικητών και ρυθμίζονται θέματα σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου και λειτουργίας του.
Άρθρο 61 Συμβουλευτικές Επιτροπές
Στο άρθρο 61 προβλέπεται η σύσταση στο νέο φορέα Συμβουλευτικών Επιτροπών, στις οποίες εκπροσωπούνται οι συνδικαλιστικές και εργοδοτικές οργανώσεις και επιστημονικοί φορείς, όπου αυτά υφίστανται, του οικείου κοινωνικού χώρου και οι οποίες συνδράμουν το Δ.Σ., μεταξύ άλλων, στον καθορισμό της δράσης και στη χάραξη γενικών κατευθύνσεων λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α. Δεδομένου ότι στον Ε.Φ.Κ.Α. υπάγονται ανόμοιες κατηγορίες ασφαλισμένων προερχόμενοι από διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους, με αποτέλεσμα να έχουν διακριτά συμφέροντα, επιδιώξεις και ανάγκες, κρίνεται απαραίτητη η εισαγωγή αυτού του νέου θεσμού, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκπροσώπησή τους μέσω ενός ευέλικτου συλλογικού οργάνου, με ειδική εξειδίκευση ανά κατηγορία.
Με το ίδιο άρθρο δίνεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να ρυθμίσει τη συγκρότηση, σύνθεση, αρμοδιότητες, αριθμό κλπ. των ανωτέρω επιτροπών.
Άρθρο 62 Αρμοδιότητες Διοικητή- Άρθρο 63 Αρμοδιότητες Διοικητικού Συμβουλίου
Στις διατάξεις του άρθρου 62 καθορίζονται οι αρμοδιότητες του Διοικητή και του Διοικητικού Συμβουλίου αντίστοιχα.
Άρθρο 64 Προσωπικό γραφείων Διοικητή και Υποδιοικητών
Στο άρθρο αυτό προβλέπεται η σύσταση θέσεων Ειδικών Συμβούλων - Συνεργατών στο γραφείο του Διοικητή και στα γραφεία των Υποδιοικητών για την υποβοήθηση στο έργο τους.
Για τα προσόντα, την πρόσληψη, αποχώρηση και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού αυτού, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις που ισχύουν.
Άρθρα 65- 72
Στα υπόψη άρθρα προβλέπεται η Διοικητική Οργάνωση του νέου φορέα, κυρίως σε επίπεδο Γενικών Διευθύνσεων και Διευθύνσεων υπαγόμενων απευθείας στο Διοικητή, προκειμένου ο Ε.Φ.Κ.Α. να μπορεί να λειτουργήσει κατά το μεταβατικό στάδιο, μέχρι την έναρξη της πλήρους λειτουργίας του ως φορέα κοινωνικής ασφάλισης με το νέο οργανισμό.
Έτσι, προβλέπεται σύσταση τμημάτων Γραμματείας Διοικητή και Υποδιοικητών, Διευθύνσεων Ειδικού Προγράμματος και Εσωτερικού Ελέγχου και Ελέγχου Εσωτερικών Υποθέσεων και Γενικών Διευθύνσεων Εισφορών και Οφειλών Ασφάλισης, Οικονομικών Υπηρεσιών και Διοικητικής Υποστήριξης, Απονομής Συντάξεων, Καταβολής Παροχών Υγείας, Στρατηγικής και Ανάπτυξης, Πληροφορικής και Επικοινωνιών καθώς και Εξυπηρέτησης Ασφαλισμένων και Εργοδοτών.
Επίσης, περιγράφονται οι στρατηγικοί σκοποί και οι αρμοδιότητες των Γενικών Διευθύνσεων καθώς και οι αρμοδιότητες των υπόλοιπων συνιστώμενων με τον παρόντα νόμο οργανικών μονάδων.
Άρθρο 73 Περιουσία, λογιστική και οικονομική λειτουργία
Με τις διατάξεις του άρθρου 73 καθορίζεται η περιουσία του νέου φορέα, οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις του, η κινητή και ακίνητη περιουσία του καθώς και η διαδικασία κτήσης τους.
Ειδικότερα προβλέπεται ότι στον Ε.Φ.Κ.Α., ως καθολικό διάδοχο των εντασσόμενων σε αυτόν φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, περιέρχεται αυτοδικαίως το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού των εντασσόμενων σε αυτόν φορέων κλπ, η κινητή και ακίνητη περιουσία τους, ενώ ο Ε.Φ.Κ.Α. υπεισέρχεται στα πάσης φύσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών. Η μεταβίβαση της περιουσίας γίνεται χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων και χωρίς την τήρηση οποιουδήποτε τύπου πράξης ή συμβολαίου.
Σε περιπτώσεις συγκυριότητας περιουσιακών στοιχείων των εντασσομένων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων με άλλους φορείς που δεν εντάσσονται σε αυτόν, ο διαχωρισμός της περιουσίας γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από οικονομική μελέτη.
Η απογραφή των περιουσιακών στοιχείων των εντασσομένων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, καθώς και η αποτίμηση της αξίας τους ενεργείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις από τις οικονομικές υπηρεσίες τους μέχρι την παύση της λειτουργίας τους, ή από ορκωτούς λογιστές, μετά από ανάθεση.
Στο υπόψη άρθρο προβλέπονται επίσης οι βασικοί κανόνες οικονομικής λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α. Το λογιστικό και οικονομικό έτος του Ε.Φ.Κ.Α. ταυτίζεται με το ημερολογιακό. Οι οικονομικές υπηρεσίες του Ε.Φ.Κ.Α. καταρτίζουν τον Προϋπολογισμό του για το ενιαίο οικονομικό έτος της λειτουργίας του, ο οποίος περιλαμβάνει τα προβλεπόμενα ετήσια έσοδα και έξοδα και μετά την έγκρισή του από το Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α., εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Ο Ε.Φ.Κ.Α. συντάσσει προϋπολογισμό, ισολογισμό - απολογισμό, τηρεί λογιστικά βιβλία, παραστατικά και αρχεία διαχείρισης και εφαρμόζεται το διπλογραφικό σύστημα για την τήρηση των λογιστικών βιβλίων, σύμφωνα με το Π.Δ. 80/1997 (ΦΕΚ 68 Α') και τις διατάξεις περί δημοσίου λογιστικού και λογιστικού Ν.Π.Δ.Δ. Ο προϋπολογισμός εκτελείται υπό την ευθύνη της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών και Διοικητικής Υποστήριξης του Ε.Φ.Κ.Α.
Για τη μεταβατική περίοδο έως την 1.1.2017, οπότε και άρχεται η λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α., εξακολουθούν να εκτελούνται οι εγκεκριμένοι προϋπολογισμοί των εντασσομένων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών. Μέχρι την 31.12.2016 και με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εκδίδεται και ο Κανονισμός Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α. μετά από πρόταση του Δ.Σ του. Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής εφαρμόζονται οι διατάξεις του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (ΦΕΚ Β' 1737/29.11.2006) κατά το μέρος που δεν αντίκειται στις διατάξεις του παρόντα νόμου. H κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων, που προβλέπεται από το άρθρο 53 του Ν.4144/2013 (Α 88) σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Δ.Π.Χ.Α.) αρχίζει από 1η Ιανουαρίου 2019. Η αναβολή της έναρξης εφαρμογής των Δ.Π.Χ.Α κρίνεται αναγκαία λόγω της επικείμενης διοικητικής και οικονομικής ανασυγκρότησης των Ταμείων και του αναγκαίου χρόνου προετοιμασίας του Ε.Φ.Κ.Α..
Επίσης προβλέπεται η συνέχιση εκκρεμών δικών που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, ενώ οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του Ε.Φ.Κ.Α.
Τέλος, παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας, για τη δυνατότητα ρύθμισης λεπτομερέστερων θεμάτων για την εφαρμογή της διάταξης με την έκδοση αντίστοιχης Υπουργικής Απόφασης.
Άρθρο 74 Θέματα Προσωπικού
Στο άρθρο 74 ρυθμίζονται θέματα στελέχωσης του νέου φορέα με μεταφορά προσωπικού από τους εντασσόμενους φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Προβλέπεται ότι όλες οι κενές οργανικές θέσεις των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, πλην εκείνων της Γενικής Διεύθυνσης Χορήγησης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα, καταργούνται από την ημερομηνία ένταξής τους στον Ε.Φ.Κ.Α., εκτός εάν έχει προκηρυχθεί η πλήρωσή τους. Τέλος, με απόφαση του Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α. που εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ορίζεται ο Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας και Προσωπικού του Ε.Φ.Κ.Α.
Άρθρο 75 Θέματα προσωπικού της Γενικής Διεύθυνσης Χορήγησης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής
Στο άρθρο 75 ρυθμίζονται θέματα στελέχωσης της Γενικής Διεύθυνσης Χορήγησης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής κατά παρέκκλιση των οριζομένων στα άρθρα 74 και 105. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι ειδικά για την άσκηση αρμοδιοτήτων που αφορούν στις συντάξεις του Δημοσίου Τομέα, η δυνατότητα και η διαδικασία απόσπασης στον Ε.Φ.Κ.Α. προσωπικού που υπηρετεί στη Γενική Διεύθυνση Χορήγησης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών από 1.1.2017 στον Ε.Φ.Κ.Α. κατόπιν σχετικής αίτησης του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου.
Άρθρο 76 Διατάξεις Ν.Α.Τ. και Ο.Γ.Α.
Στο άρθρο 76 προβλέπεται ότι ζητήματα λειτουργίας των Φορέων που δεν εντάσσονται με το παρόν στον Ε.Φ.Κ.Α., όπως ο καθορισμός του προσωπικού που θα παραμείνει στο Ν.Α.Τ. και τον Ο.Γ.Α., η διάρθρωση των υπηρεσιών του Ν.Α.Τ. και του Ο.Γ.Α., οι αρμοδιότητες των οργανικών τους μονάδων, οι κλάδοι από τους οποίους προέρχονται οι προϊστάμενοι αυτών κ.λ.π. θα ρυθμιστούν με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης αντίστοιχα. Επίσης, ορίζεται ότι για τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασής τους οι υπάλληλοι του Ν.Α.Τ. υπάγονται στο Υπηρεσιακό και Πειθαρχικό Συμβούλιο του Ε.Φ.Κ.Α., ενώ για τους υπαλλήλους του Ο.Γ.Α. εξακολουθεί να ισχύει η οικεία νομοθεσία, εφόσον δεν έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παρόντος.
Κεφάλαιο Στ' Τροποποίηση διατάξεων Ε.Τ.Ε.Α. και ρυθμίσεις Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.
Άρθρα 77--88
Με τα άρθρα 77-88 τροποποιούνται οι διατάξεις του ν. 4052/2012 (ΦΕΚ Α' 41) για το Ε.Τ.Ε.Α., στο οποίο με το παρόντα νόμο εντάσσονται τα ταμεία, τομείς, κλάδοι και λογαριασμοί πρόνοιας. Κατ' επέκταση, το Ε.Τ.Ε.Α. μετονομάζεται σε «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» («Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.») και τροποποιούνται αντιστοίχως ο σκοπός, η διάρθρωση, η διοίκηση και η εν γένει λειτουργία του. Προς τούτο συστήνονται δύο (2) κλάδοι, οι οποίοι λειτουργούν με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, και συγκεκριμένα: α) ο κλάδος επικουρικής ασφάλισης και β) ο κλάδος εφάπαξ παροχών, στους οποίους παρακολουθούνται αυτοτελώς οι εισφορές και οι παροχές ανά εντασσόμενο ταμείο, τομέα, κλάδο και λογαριασμό Πρόνοιας. Μεταξύ των σκοπών του περιλαμβάνεται πλέον και η καταβολή εφάπαξ παροχών στους δικαιούχους ασφαλισμένους.
Αναφέρονται αναλυτικά τα εντασσόμενα ταμεία, τομείς, κλάδοι και λογαριασμοί πρόνοιας, τα ασφαλιστέα στο ταμείο πρόσωπα, οι πόροι, το οικονομικό σύστημα λειτουργίας και ο χρόνος ασφάλισης για τον κλάδο επικουρικής ασφάλισης (παράγραφος 1) και για τον κλάδο εφάπαξ παροχών (παράγραφος 2), ώστε να συστηματοποιηθούν οι διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. μετά την ανωτέρω ένταξη.
Άρθρα 83- 84
Ειδικότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 83- 84 καθορίζεται η νέα σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., ο τρόπος επιλογής του Διοικητή και δίνεται εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Φορέα να αποφασίζουν από κοινού σχετικά με την νέα οργανωτική διάρθρωση του Φορέα, τις αρμοδιότητες όλων των οργανωτικών μονάδων και κάθε άλλη σχετική με τη λειτουργία του λεπτομέρεια.
Επίσης, προβλέπεται ότι η παύση λειτουργίας των εντασσόμενων στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. φορέων Πρόνοιας διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και ότι τα υφιστάμενα όργανα διοίκησης του Ε.Τ.Ε.Α. παραμένουν και στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. μέχρι τη λήξη της θητείας τους.
Άρθρο 85
Το άρθρο 85 τροποποιεί τον Ν. 4052/2012 (A' 41), προσθέτοντας στον τελευταίο άρθρο 45Α. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι το λογιστικό και οικονομικό έτος του Κλάδου Πρόνοιας ταυτίζεται με το ημερολογιακό. Τα έσοδα και έξοδα προσδιορίζονται στον προϋπολογισμό του κλάδου Πρόνοιας που συντάσσεται ετησίως και εγκρίνεται μαζί με τον προϋπολογισμό του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από έγκρισή του από το Δ.Σ. του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. Προβλέπεται η απογραφή των περιουσιακών στοιχείων των εντασσόμενων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών Πρόνοιας και ορίζεται ότι στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. ισχύει και εφαρμόζεται ο κανονισμός Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του Ε.Τ.Ε.Α., οι διατάξεις περί Δημοσίου Λογιστικού και Λογιστικού Ν.Π.Δ.Δ.
Άρθρο 86
Το άρθρο 86 τροποποιεί το άρθρο 46 του Ν. 4052/2012 (A' 41) κατά τρόπο, ώστε να ρυθμίζονται θέματα προσωπικού του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., τοποθέτησης προϊσταμένων, ενώ προβλέπεται ότι εντός 15 ημερών από την έναρξη ισχύος της ΚΥΑ του άρθρου 84 του παρόντος λήγει αυτοδίκαια η θητεία των μελών των υπηρεσιακών και πειθαρχικών συμβουλίων του Ε.Τ.Ε.Α. και των εντασσόμενων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών και συγκροτείται Υπηρεσιακό και Πειθαρχικό Συμβούλιο σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Άρθρο 87
Το άρθρο 87 τροποποιεί το άρθρο 47 του Ν. 4052/2012 (A' 41) και προβλέπει την έκδοση εντός 6 μηνών από τη συγκρότηση των κλάδων επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. και αναλογιστική μελέτη, Ενιαίου Κανονισμού Ασφάλισης και Παροχών για τους κλάδους του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. Μέχρι δε την έκδοση του Κανονισμού αυτού εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι καταστατικές διατάξεις των εντασσόμενων ταμείων, κλάδων, τομέων και λογαριασμών και η γενικότερη νομοθεσία, όπως ισχύουν, εφόσον αυτά δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Άρθρο 88
Στο άρθρο 88 ρυθμίζονται θέματα οικονομικής οργάνωσης των εντασσόμενων στο Ε.Τ.Ε.Α. (νυν Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.) φορέων πρόνοιας, προκειμένου να καταστεί ομαλή η ένταξή τους σε αυτό. Ειδικότερα, προβλέπεται η ρύθμιση θεμάτων κατάρτισης και έγκρισης οικονομικών καταστάσεων για το διάστημα μέχρι 31.12.2016, η δυνατότητα ανάθεσής τους σε εξωτερικούς αναδόχους, η ισχύς των συμβάσεων των εντασσόμενων φορέων έναντι του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. ως καθολικού διαδόχου αυτών, η εκτέλεση δαπανών κλπ.
Άρθρα 89 - 92
Στα υπόψη άρθρα ιδρύεται «Ταμείο Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων» (Τ.Μ.Ε.Δ.Ε.). ως ΝΠΙΔ που θα ασκεί από 1.1.2017 τις αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Δ' Εγγυοδοσίας και Πιστοδοσίας του τέως Τομέα Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. του Ε.Τ.Ε.Α. Επιπλέον, ορίζεται η Διοίκηση του Τ.Μ.Ε.Δ.Ε. από 5μελή Διοικούσα Επιτροπή, προβλέπεται η σύνθεσή της και παρέχεται, επίσης, εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για να καθορίσει κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Ορίζονται ως πόροι του Τ.Μ.Ε.Δ.Ε. οι πρόσοδοι από τις εν γένει δραστηριότητες Εγγυοδοσίας - Πιστοδοσίας αρμοδιότητας της τέως Διεύθυνση Δ' Εγγυοδοσίας και Πιστοδοσίας του τέως τομέα Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., όπως αυτές προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία. Τέτοιες είναι οι πρόσοδοι που προέρχονται από προμήθειες εγγυητικών επιστολών κάθε είδους (συμμετοχής, καλής εκτέλεσης, προκαταβολής κλπ), που χορηγούνται υπέρ εργοληπτικών και μελετητικών επιχειρήσεων, εταιρικής νομικής μορφής, και σε ιδιώτες. Επίσης οι προερχόμενες από κεφάλαια και τόκους εγγυητικών επιστολών που καταπίπτουν, καθώς και από προμήθειες και τόκους προεξοφλήσεων και πιστοποιήσεων.
Περαιτέρω, ορίζεται ότι το προσωπικό που υπηρετεί στη Διεύθυνση Δ' Εγγυοδοσίας και Πιστοδοσίας του τομέα Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. του Ε.Τ.Α.Α. παραμένει στο εν λόγω νομικό πρόσωπο, υπό τη νέα του μορφή, προκειμένου αυτό να ασκεί τις αρμοδιότητες που διατηρεί σύμφωνα με τα ως άνω. Προβλέπεται, δε, η δυνατότητα μεταφοράς προσωπικού από τον Ε.Φ.Κ.Α. με συνεκτίμηση αίτησης προτίμησης που δύναται να υποβάλει ο υπάλληλος. Όσον αφορά στα θέματα υπηρεσιακής κατάστασής τους, οι υπάλληλοι του Τ.Μ.Ε.Δ.Ε. υπάγονται στο Υπηρεσιακό και Πειθαρχικό Συμβούλιο του Ε.Φ.Κ.Α.
Άρθρο 93 Έναρξη ισχύος
Στο άρθρο 93 ορίζεται ότι ως έναρξη ισχύος των διατάξεων του Κεφαλαίου ΣΤ' περί Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. και Τ.Μ.Ε.Δ.Ε. η 1.1.2017 εκτός αν ορίζεται άλλως από επί μέρους διατάξεις του.
Κεφάλαιο Ζ' Προνοιακές παροχές ηλικιωμένων και υπερηλίκων
Άρθρο 94 Προνοιακά Επιδόματα Κοινωνικής Αλληλεγγύης ηλικιωμένων και υπερηλίκων
Το άρθρο 94 αφορά στην καταβολή ειδικών προνοιακών επιδομάτων στους ανασφάλιστους υπερήλικες και στους συνταξιούχους σύνταξης γήρατος, αναπηρίας και θανάτου, εφόσον αυτοί πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 95 και 96 του παρόντος νόμου. Η δαπάνη για την καταβολή των ανωτέρω επιδομάτων βαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Άρθρο 95 Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (Ε.Κ.Α.Σ.)
Το Ε.Κ.Α.Σ. αποτελεί μία μη ανταποδοτικού χαρακτήρα προνοιακή παροχή, που χορηγείται από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης (πλην του Ο.Γ.Α.) και αποσκοπεί στην ενίσχυση του εισοδήματος των χαμηλοσυνταξιούχων και στη διασφάλιση ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης. Από την θέσπισή του με το άρθρο 20 του ν.2434/1996 (Α'188), για πρώτη φορά με τον παρόντα νόμο, και δεδομένου του προνοιακού του χαρακτήρα, η καταβολή του επιβαρύνει εξ ολοκλήρου τον κρατικό προϋπολογισμό και συναρτάται με την συνδρομή στο πρόσωπο του συνταξιούχου συγκεκριμένου ορίου ηλικίας (προκειμένου για συνταξιούχους γήρατος και θανάτου, πλην των δικαιοδόχων τέκνων) και εισοδηματικών κριτηρίων, τα οποία προκύπτουν από το εκκαθαριστικό της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του προηγούμενου έτους.
Με την παρούσα διάταξη και δεδομένης της πρόβλεψης της παραγράφου Γ («Συμφωνία Δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων»), υποπαράγραφος 2.5.1, περίπτωση ii, υποπερίπτωση (ι) του ν. 4337/2015: α) τίθενται νέα εισοδηματικά κριτήρια χορήγησης του Ε.Κ.Α.Σ., β) προβλέπεται η αναπροσαρμογή των εισοδηματικών κριτηρίων με ΚΥΑ των Υπουργών Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών για κάθε έτος για το διάστημα 2017-2019 και η κατάργηση του την 1.1.2020.
Πέραν της ανωτέρω διαφοροποίησης στα εισοδηματικά κριτήρια, αναπροσαρμόζεται και το ποσό του επιδόματος που καταβάλλεται στους συνταξιούχους που δεν θεμελιώνουν αυτοτελές δικαίωμα συνταξιοδότησης με βάση το χρόνο ασφάλισης που έχει πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα. Έτσι, αποκαθίσταται η στρέβλωση που παρατηρείται, σημαντικός αριθμός συνταξιούχων, οι οποίοι δεν θεμελιώνουν αυτοτελές δικαίωμα συνταξιοδότησης στην Ελλάδα και λαμβάνουν Ε.Κ.Α.Σ., να λαμβάνουν ποσό, το ύψος του οποίου υπερβαίνει, το ποσό της σύνταξης που θα δικαιούντο με βάση το χρόνο ασφάλισής τους.
Μέσω της σταδιακής μείωσης του ποσού του επιδόματος, καθώς και των ποσών που αναφέρονται στα εισοδηματικά κριτήρια της παραγράφου 1, η αντίστοιχη δαπάνη βαίνει μειούμενη, μέχρι την ολοκληρωτική κατάργησή της από 1.1.2020. Η κάλυψη των συνταξιούχων που θα απωλέσουν το σχετικό επίδομα θα αντισταθμιστεί από την ενεργοποίηση του μηχανισμού του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος.
Άρθρο 96 Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερήλικων
Με την προτεινόμενη ρύθμιση επέρχεται ο εξορθολογισμός των διατάξεων της περίπτωσης 5 της υποπαραγράφου ΙΑ6 της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α' 222), με τις οποίες έγιναν αυστηρότερες οι προϋποθέσεις για χορήγηση σύνταξης στους ανασφάλιστους υπερήλικες από τον Ο.Γ.Α.. Συγκεκριμένα, με τις εν λόγω διατάξεις, μεταξύ των άλλων προϋποθέσεων για την χορήγηση ή την επαναχορήγηση της σύνταξης, περιλαμβανόταν και η πρόβλεψη να μη λαμβάνουν ή να μη δικαιούνται οι ίδιοι σύνταξη από οποιονδήποτε Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή το Δημόσιο, στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, ανεξαρτήτως ποσού. Η εφαρμογή της προϋπόθεσης αυτής είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή ή τη μη χορήγηση σύνταξης σε όσους ελάμβαναν σύνταξη από άλλο Φορέα ή το Δημόσιο, ακόμα και αν το ποσό ήταν πολύ μικρό.
Με την παρούσα ρύθμιση προτείνεται η χορήγηση πλέον από τον Ο.Γ.Α. ενός επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης συνταξιούχων στους ανασφάλιστους υπερήλικες, ακόμα και σε όσους δεν πληρούν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, με κριτήρια που έχουν γνώμονα την κοινωνική δικαιοσύνη και τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Ειδικότερα, με την προτεινόμενη ρύθμιση η παροχή χορηγείται, εφόσον οι ανασφάλιστοι υπερήλικες πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. Έχουν συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας τους.
β. Δεν λαμβάνουν ή δεν δικαιούνται να λάβουν σύνταξη από το εξωτερικό ή οποιαδήποτε ασφαλιστική ή προνοιακή παροχή από την Ελλάδα, μεγαλύτερη από το κατωτέρω στην παρ. 3 πλήρες ποσό του επιδόματος. Σε περίπτωση που η κατά τα ανωτέρω σύνταξη ή παροχή που λαμβάνουν είναι μικρότερη από το επίδομα, δικαιούνται το ποσό της διαφοράς που προκύπτει μετά την αφαίρεση του ποσού της σύνταξης ή παροχής που λαμβάνουν από το επίδομα. Αν το ποσό που προκύπτει είναι μικρότερο από είκοσι (20) ευρώ δεν καταβάλλεται το επίδομα. Σε περίπτωση μεταβολής του ποσού της σύνταξης ή της παροχής που λαμβάνουν από το εξωτερικό ή την Ελλάδα, αντίστοιχα, οι δικαιούχοι υποχρεούνται να το δηλώσουν αμέσως, προκειμένου να τροποποιηθεί αναλόγως το ποσό του επιδόματος. Για όσους λαμβάνουν σύνταξη ή άλλη παροχή από οποιοδήποτε φορέα του εξωτερικού, η νομισματική ισοτιμία λαμβάνεται υπόψη την 1η εργάσιμη ημέρα του έτους κατά τη χορήγηση, την επαναχορήγηση ή την τροποποίηση του ποσού της παροχής που λαμβάνουν από τον αρμόδιο για την καταβολή αυτής φορέα, λόγω αλλαγής του ποσού της σύνταξης που λαμβάνουν από τον φορέα του εξωτερικού.
γ. Διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα δεκαπέντε (15) συνεχόμενα έτη πριν από την υποβολή της αίτησης για τη λήψη του επιδόματος ή δεκαπέντε (15) έτη μεταξύ του 17ου και του 67ου έτους της ηλικίας τους, εκ των οποίων τα δέκα (10) συνεχόμενα πριν από την υποβολή της αίτησης και εξακολουθούν να διαμένουν στην Ελλάδα και μετά τη λήψη της παροχής.
δ. Το ποσό του επιδόματος καταβάλλεται πλήρες ή σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην περίπτωση β' της παραγράφου 1 για όσους πληρούν αθροιστικά τα ανωτέρω κριτήρια και έχουν συμπληρώσει στη χώρα τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) πλήρη έτη διαμονής και μειώνεται κατά 1/35 για κάθε ένα (1) έτος που υπολείπεται των τριάντα πέντε (35) ετών διαμονής στη χώρα.
ε. Το συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημά τους, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημά τους δεν υπερβαίνει το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων είκοσι (4.320) ευρώ ή, στη περίπτωση εγγάμων, το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των οκτώ χιλιάδων εξακοσίων σαράντα (8.640) ευρώ.
Εξαιρούνται της παροχής οι μοναχοί/ες, οι οποίοι διαμένουν σε Ιερές Μονές και συντηρούνται από αυτές και όσοι εκτίουν ποινή φυλάκισης και αυτοί των οποίων ο ή η σύζυγος λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή μεγαλύτερη από την παροχή.
2. Στο εισόδημα δεν υπολογίζεται:
α. Οι οικονομικές ενισχύσεις που χορηγούνται σε Α.με.Α. λόγω της αναπηρίας τους.
β. Το διατροφικό επίδομα που χορηγείται στους πάσχοντες από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και στους μεταμοσχευμένους.
γ. Το επίδομα ανεργίας
δ. Η διατροφή που καταβάλλεται σε ανήλικο τέκνο με δικαστική απόφαση ή με συμβολαιογραφική πράξη ή με ιδιωτικό έγγραφο.
3. Περιουσιακά κριτήρια. α. Ακίνητη περιουσία:
Η συνολική φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας του αιτούντος σύμφωνα με τα ανωτέρω το επίδομα δεν μπορεί να υπερβαίνει στο σύνολο της το ποσό των 90.000 ευρώ.
β. Κινητή περιουσία:
Η αντικειμενική δαπάνη της κινητής περιουσίας του αιτούντος (επιβατικά ΙΧ, ΜΧ αυτοκίνητα ή και δίκυκλα) δεν μπορεί να υπερβαίνει στο σύνολό της, το ποσό των 6.000 ευρώ.
Στην παράγραφο 4 καθορίζεται το πλήρες ποσό του μηνιαίου επιδόματος, το οποίο ανέρχεται σε 360 Ευρώ και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παράγραφος 3.
Η ως άνω παροχή καταβάλλεται σε μηνιαία βάση για όσους δικαιούχους κάνουν αίτηση από την 1η του επόμενου της υποβολής της αίτησης μήνα. Εκκρεμείς αιτήσεις σε οποιοδήποτε στάδιο διοικητικής διαδικασίας, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, εξετάζονται με τις προϋποθέσεις του παρόντος.
Ποσά συντάξεων που εισπράχθηκαν μέχρι τη διακοπή της παροχής του ανασφάλιστου υπερήλικα, όπως προβλέπονταν από τις διατάξεις της περίπτωσης 5 της υποπαραγράφου ΙΑ.6. της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 δεν αναζητούνται.
Οι ανασφάλιστοι υπερήλικες που λαμβάνουν ήδη, πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, παροχή από τον Ο.Γ.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1296/1982, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του Ν. 4093/2012, εξακολουθούν να λαμβάνουν την παροχή, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τη δημοσίευση διατάξεις του τελευταίου.
Κατά της απόφασης περί απονομής ή μη του παρόντος επιδόματος χωρεί ένσταση ενώπιον του οργάνου εξέτασης ενστάσεων του άρθρου 40 του Π.Δ. 78/1998 (ΦΕΚ 72/Α/7.4.1998) «Καταστατικό Ασφάλισης και Συνταξιοδότησης Αγροτών», εντός προθεσμίας τριών μηνών, αρχομένης από την κοινοποίηση της απόφασης στον αιτούντα. Το ως άνω όργανο υποχρεούται να αποφανθεί επί της ένστασης μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της.
Οι ρυθμίσεις του άρθρου 69 του ν.4144/2013 (Α' 88) εφαρμόζονται και στην παρούσα ρύθμιση.
Κεφάλαιο Η' Διαχρονικό Δίκαιο
Άρθρο 97 Ειδικές διατάξεις για θέματα παροχών
Με τις παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου αποσαφηνίζεται το νομικό πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο κρίνονται οι αιτήσεις συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων ως προς τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης. Όπως είναι γνωστό, μέχρι 31.12.2014, ως προς τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης εφαρμόζονταν οι καταστατικές διατάξεις κάθε φορέα ασφάλισης, ενώ με το ν.3863/2010 θεσπίστηκε διαφορετικός τρόπος υπολογισμού της σύνταξης, ο οποίος μέχρι σήμερα δεν έχει εφαρμοστεί από τους ασφαλιστικούς φορείς. Με το παρόν σχέδιο νόμου καθιερώνεται νέος τρόπος υπολογισμού της σύνταξης, ο οποίος προβλέπει την εθνική και την ανταποδοτική σύνταξη.
Προκειμένου, λοιπόν, να αποφευχθούν τυχόν συγχύσεις σχετικά με το νομικό πλαίσιο που εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση, κρίνεται αναγκαία η παρούσα διάταξη, με την οποία διευκρινίζεται ο τρόπος υπολογισμού των συντάξεων που εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση.
Ειδικότερα, προβλέπεται ότι, για τις εκκρεμείς μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου αιτήσεις συνταξιοδότησης εφαρμόζονται οι καταστατικές διατάξεις που ίσχυαν σε κάθε φορέα ασφάλισης μέχρι 31.12.2014, ενώ για τις αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβάλλονται από την ισχύ του παρόντος νόμου και εφεξής εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στον νόμο αυτό.
Επίσης, λαμβάνεται μέριμνα για την προστασία των ώριμων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, όσων δηλαδή υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης τα έτη 2016, 2017 και 2018, ώστε, σε περίπτωση που με τον προβλεπόμενο από το παρόντα νόμο τρόπο υπολογισμού της σύνταξης τα ποσά συντάξεων υπολείπονται του ποσού της σύνταξης που θα εκδιδόταν με το προϊσχύσαν καθεστώς κατά ποσοστό άνω του 20%, καταβάλλεται στο δικαιούχο ένα ποσοστό της διαφοράς αυτής ως προσωπική διαφορά.
Με την παρ. 3 διευκρινίζεται ότι στην περίπτωση ήδη συνταξιούχων που λαμβάνουν από τους ενταχθέντες στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς και κλάδους περισσότερες της μίας σύνταξης για την ίδια αιτία, δικαιούνται από τον Ε.Φ.Κ.Α. σύνταξη ίση με το άθροισμα των καταβαλλόμενων συντάξεων αυτών, ενώ αν οι συντάξεις προέρχονται από διαφορετική αιτία, ο Ε.Φ.Κ.Α. καταβάλλει αυτές χωριστά.
Στην παρ. 4 ορίζεται η κατάργηση της Ειδικής Προσαύξησης του Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.) από 1.1.2016. Οι ασφαλισμένοι του ταμείου κατέβαλαν ένα επιπλέον ποσό προκειμένου να υπάρξει προσαύξηση της σύνταξης. Δεδομένου ότι οι ασφαλισμένοι έχουν καταβάλλει επιπλέον εισφορές, το ποσό αυτό θα προσμετράται κατά τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης. Ο προσδιορισμός του ποσού της προσαύξησης της σύνταξης θα προκύψει με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από εισήγηση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής βάσει σχετικής οικονομικής αναλογιστικής μελέτης, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις επιπλέον καταβληθείσες εισφορές για τον κλάδο, τον αντίστοιχο χρόνο καταβολής τους καθώς και τα έτη καταβολής της παροχής λόγω των προσαυξήσεων.
Στην παρ. 5 ορίζεται η κατάργηση του Κλάδου Μονοσυνταξιούχων του Τομέα Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών (Τ.Σ.Α.Υ.) από 1.1.2016. Οι ασφαλισμένοι του Τ.Σ.Α.Υ. ασφαλίζονταν προαιρετικά στον Κλάδο Μονοσυνταξιούχων, προκειμένου να λάβουν προσαυξημένη συνταξιοδοτική παροχή. Ο προσδιορισμός του ύψους της προσαύξησης θα προκύψει με απόφαση του Υπουργού Εργασίας,
Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από εισήγηση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής βάσει σχετικής οικονομικής αναλογιστικής μελέτης, η οποία θα λαμβάνει υπόψη της τις εισφορές υπέρ της προσαύξησης, τον αντίστοιχο χρόνο καταβολής τους καθώς και τα έτη καταβολής της παροχής λόγω της προσαύξησης.
Άρθρο 98 Παραγραφή αξιώσεων Ε.Φ.Κ.Α.- Αναλογική Εφαρμογή διατάξεων- Εξουσιοδοτικές διατάξεις
Δεδομένου ότι με τον παρόντα νόμο λαμβάνει χώρα για πρώτη φορά η ουσιαστική ενοποίηση των υφιστάμενων Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και προκειμένου η ένταξή τους στον Ε.Φ.Κ.Α. να πραγματοποιηθεί χωρίς λειτουργικά και οργανωτικά προβλήματα, στο άρθρο 98 ρυθμίζονται ζητήματα για χρέη προς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ορίζεται το νομικό πλαίσιο που θα ισχύει για το διάστημα που θα μεσολαβήσει από την έναρξη ισχύος του παρόντος μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας της ενοποίησης με την έκδοση των σχετικών Υπουργικών Αποφάσεων και Προεδρικών Διαταγμάτων.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παράγραφο 1, από την έναρξη ισχύος του παρόντος, τα παρακάτω χρέη προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή, που αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκαν.
α. Απαιτήσεις από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές.
β. Απαιτήσεις από τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις. Εξακολουθούν να υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή απαιτήσεις από πρόστιμα ή χρηματικές ποινές καθώς και από έξοδα και τέλη που επιβάλλονται με την ίδια απόφαση με την οποία επιβλήθηκαν τα πρόστιμα ή οι χρηματικές ποινές.
γ. Απαιτήσεις από άπιστη διαχείριση που δημιουργούνται από τη διαπίστωση ελλειμμάτων στις διαχειρίσεις των υπολόγων κατά τους ορισμούς και τη διαδικασία των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας.
δ. Απαιτήσεις από χρηματικές αξιώσεις του Φορέα που προέρχονται από συναφθείσα σύμβαση.
ε. Απαιτήσεις που δημιουργούνται από συμβάσεις και διατάξεις τελευταίας βούλησης.
στ. Απαιτήσεις από περιοδικές παροχές.
ζ. Απαιτήσεις από καταλογισμούς που επιβλήθηκαν από οποιαδήποτε αρμόδια κατά νόμο Διοικητική Αρχή.
Στην παρ. 2 ορίζεται ότι, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εφαρμόζονται αναλογικά, μέχρι την έκδοση του Κανονισμού Οικονομικής Οργάνωσης και Λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α. της παρ. 4, οι γενικές ή ειδικές διατάξεις που ισχύουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου για το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., εφόσον αυτές δεν αντιτίθενται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Προκειμένου να μην ανακύψουν προβλήματα, σχετικά με την ασφάλιση των εργαζομένων και την είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών, μέχρι την ολοκλήρωση των ανωτέρω διαδικασιών, με όμοια απόφαση επεκτείνεται η δήλωση των εισφορών, μέσω Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης (Α.Π.Δ.), και η είσπραξη εισφορών και οφειλών μέσω Κ.Ε.Α.Ο..
Σύμφωνα με την παρ. 3, με Π.Δ. εκδίδεται Κανονισμός Ασφάλισης και Παροχών του Ε.Φ.Κ.Α., στη βάση πορίσματος Επιτροπής που θα συγκροτηθεί από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Στην παρ. 4 ορίζεται ότι με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εκδίδεται ο Κανονισμός Οικονομικής Οργάνωσης και Λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α..
Άρθρο 99 Παροχές Ε.Τ.Ε.Α. - Υπολογισμός Επικουρικής σύνταξης -Διαδοχική και Παράλληλη Ασφάλιση - Αναπροσαρμογή καταβαλλόμενων συντάξεων
Κύριος σκοπός του άρθρου 99 είναι η αντιμετώπιση των συσσωρευμένων δομικών ελλειμμάτων του Ε.Τ.Ε.Α. και ο καθορισμός των συνταξιοδοτικών παροχών του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας ανάλογα με τις συντάξιμες αποδοχές του ασφαλισμένου. Προς το σκοπό αυτό, εισάγεται μηχανισμός εξισορρόπησης για την αντιμετώπιση πιθανών ελλειμμάτων που θα δίνει τη δυνατότητα αναπροσαρμογής των συντάξεων και χρήσης των περιουσιακών στοιχείων του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης. Ο ως άνω μηχανισμός εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του Ε.Τ.Ε.Α. και εγκαθιδρύει αντιστοιχία μεταξύ εισφορών και παροχών. Παράλληλα, προβλέπεται αναπροσαρμογή των καταβαλλόμενων συντάξεων με γνώμονα την προστασία των μεσαίων και χαμηλότερων συντάξεων αλλά και την αποκατάσταση της αρχής της αναλογικότητας εισφορών-παροχών, με δεδομένο ότι ένα μεγάλο ποσοστό επικουρικών συντάξεων υπολογίστηκε βάσει ποσοστών αναπλήρωσης που παραβίαζαν βασικές αναλογιστικές αρχές ισορροπίας μεταξύ τους.
Συγκεκριμένα, με τις διατάξεις του άρθρου 99 αντικαθίσταται το άρθρο 42 του ν. 4052/2012 (Α' 41). Ειδικότερα, το ποσό της καταβαλλόμενης επικουρικής σύνταξης των ασφαλισμένων του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.) ορίζεται βάσει δύο παραγόντων. Πρώτον, των δημογραφικών δεδομένων που προκύπτουν από εγκεκριμένους αναλογιστικούς πίνακες θνησιμότητας. Δεύτερον, του πλασματικού ποσοστού επιστροφής που θα εφαρμόζεται στις συνολικά καταβληθείσες εισφορές. Το ως άνω ποσοστό θα υπολογίζεται βάσει της ποσοστιαίας μεταβολής των συντάξιμων αποδοχών των ασφαλισμένων.
Για την αντιμετώπιση πιθανών ελλειμμάτων θα λειτουργεί μηχανισμός εξισορρόπησης οποίος θα περιλαμβάνει και χρήση περιουσιακών στοιχείων και αποθεματικών.
Για την εφαρμογή των ανωτέρω, εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μέχρι 1.6.2016, μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής (Ε.Α.Α.). Με την ως άνω Υπουργική Απόφαση εξειδικεύονται οι τεχνικές παράμετροι καθώς και άλλα θέματα λεπτομερειακού χαρακτήρα, για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
Όσον αφορά στον υπολογισμό του ποσού της επικουρικής σύνταξης, γίνεται διάκριση μεταξύ ασφαλισμένων από 1.1.2014 και ασφαλισμένων μέχρι 31.12.2013 που καταθέτουν αίτηση συνταξιοδότησης από την 1.1.2015 και εντεύθεν. Για τους ασφαλισμένους από 1.1.2014 και εφεξής, το ποσό της επικουρικής σύνταξης υπολογίζεται βάσει των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου. Για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.2013 που καταθέτουν αίτηση συνταξιοδότησης από την 1.1.2015 και εντεύθεν, το ποσό της σύνταξης ισούται με το άθροισμα των εξής δύο τμημάτων: i) το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους έως 31.12.2014 υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε χρόνο ασφάλισης αντιστοιχεί σε 0,45% υπολογιζομένου επί των συντάξιμων αποδοχών εκάστου ασφαλισμένου, όπως αυτές υπολογίζονται και για την έκδοση της κύριας σύνταξης, ii) το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους από 1.1.2015 και εφεξής υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού.
Εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης κρίνονται, ως προς τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής τους. Οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την δημοσίευση του νόμου επικουρικές συντάξεις αναπροσαρμόζονται με εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται, μετά την αναπροσαρμογή, το άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης του αυτού προσώπου να είναι κατώτερο των 1300 Ευρώ. Για τον καθορισμό του κατώτατου ορίου, προσμετρούνται το καταβαλλόμενο ποσό, η εισφορά υγειονομικής περίθαλψης και η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. χορηγεί αποκλειστικά την επικουρική σύνταξη, όπως ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 99. Κάθε άλλη γενική και ειδική διάταξη καταργείται. Περαιτέρω, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και όσον αφορά σε επικουρικές συντάξεις που θα εκδοθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, καταργούνται τα κατώτατα όρια επικουρικών συντάξεων, όπως ισχύουν. Η χορήγηση των επικουρικών συντάξεων γίνεται αποκλειστικά με τους όρους του νόμου αυτού.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζονται προσυνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται στους συνταξιούχους κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της σύνταξης που καθορίζεται βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου καθώς και κάθε άλλο θέμα ως προς την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
Τέλος, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται η εργάσιμη ημέρα, κατά την οποία θα καταβάλλονται οι συντάξεις του Ε.Τ.Ε.Α.. Μέχρι την έκδοση της ανωτέρω απόφασης εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις.
Άρθρο 100 Εισφορές επικουρικής ασφάλισης
Με τις διατάξεις του άρθρου 100 και προς το σκοπό αντιμετώπισης των συσσωρευμένων δομικών ελλειμμάτων του Ε.Τ.Ε.Α., σε συνδυασμό με τον μηχανισμό αναπροσαρμογής του προηγούμενου άρθρου εισάγεται, για το χρονικό διάστημα από 1.6.2016 μέχρι και 31.5.2022, μεταβατική αύξηση του ποσού της μηνιαίας εισφοράς στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.). Περαιτέρω, αποβλέποντας στην ίση μεταχείριση των ασφαλισμένων, η αύξηση της μηνιαίας εισφοράς αφορά τόσο τους ασφαλισμένους προ 1.1.1993 όσο και τους ασφαλισμένους μετά την 1.1.1993. Συγκεκριμένα, από 1.6.2016 μέχρι και 31.5.2019, το ποσοστό της μηνιαίας εισφοράς αναπροσαρμόζεται σε 3,5% για τον ασφαλισμένο και 3,5% για τον εργοδότη επί των πάσης φύσεως αποδοχών του εργαζόμενου, σύμφωνα με άρθρο 38. Από 1.6.2019 μέχρι και 31.5.2022 το ποσοστό της μηνιαίας εισφοράς αναπροσαρμόζεται σε 3,25% για τον ασφαλισμένο και 3,25% για τον εργοδότη επί των πάσης φύσεως αποδοχών του εργαζόμενου, σύμφωνα με άρθρο 38 Μετά την 31.5.2022, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς επανέρχεται στο ύψος που ίσχυε κατά την 31.12.2015.
Αντιστοίχως, εισάγεται, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 και για μία εξαετία, αύξηση του ποσού της μηνιαίας εισφοράς στο Ε.Τ.Ε.Α. όλων των αυταπασχολούμενων και ελευθέρων επαγγελματιών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993. Συγκεκριμένα, το ποσοστό της μηνιαίας εισφοράς αναπροσαρμόζεται σε 7% επί του εισοδήματος όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στα άρθρα 39 και 40. Μετά το πέρας της εξαετίας, η μηνιαία εισφορά διαμορφώνεται στο ύψος που ίσχυε κατά την 31.12.2015. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος, εντός της τριετίας, κατά την οποία θα εφαρμοστεί η αύξηση της μηνιαίας εισφοράς στο Ε.Τ.Ε.Α., το ύψος της εισφοράς μπορεί να μειωθεί με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εφόσον υπάρξει αύξηση στην εισπραξιμότητα των εισφορών.
Άρθρο 101 Μεταβατική ρύθμιση - εισφορές αυταπασχολούμενων προερχόμενων από το Ε.Τ.Ε.Α.
Με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου εισάγεται μεταβατική, ευνοϊκότερη ρύθμιση για τους αυτοαπασχολούμενους που προέρχονται από το Ε.Τ.Α.Α., ενόψει της μεγαλύτερης εισφοροδοτικής επιβάρυνσης που συνεπάγεται για ορισμένους από αυτούς ο νόμος. Συγκεκριμένα, για το χρονικό διάστημα από την 1.1.2017 έως και την 31.12.2019, τα ποσά των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών των ανωτέρω ασφαλισμένων για τους κλάδους κύριας και επικουρικής σύνταξης, εφάπαξ και υγειονομικής περίθαλψης, όπως διαμορφώνονται μετά τον, σύμφωνα με το άρθρο 39, υπολογισμό, προσαρμόζονται μειούμενα σύμφωνα με πίνακα που συνοδεύει το παρόν άρθρο. Σε καμία περίπτωση το ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς για τους κλάδους κύριας και επικουρικής σύνταξης, εφάπαξ και υγειονομικής περίθαλψης, δεν δύναται να υπολείπεται, ακόμη και μετά την εφαρμογή των ανωτέρω προσαρμογών, του ποσού που προκύπτει κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 39 του παρόντος νόμου.
Οι ανωτέρω προσαρμογές εφαρμόζονται αναλογικά και στους ασφαλισμένους με ασφάλιση μικρότερη της πενταετίας, αυτοαπασχολούμενους που υπάγονται ή θα υπάγονται βάσει των ειδικών, γενικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος στο Ε.Τ.Α.Α, για το διάστημα από την 1.1.2017 έως και την 31.12.2019, και των οποίων το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την ασκούμενη δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος είναι άνω των 4.922 €. Ειδικά για την κατηγορία αυτή των ασφαλισμένων, η προσαρμογή ύψους 50% εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που το φορολογητέο εισόδημα ανέρχεται μεταξύ 4.922 και 10.000 €. Σε καμία περίπτωση το ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς για τους κλάδους κύριας και επικουρικής σύνταξης, εφάπαξ και υγειονομικής περίθαλψης, δεν δύναται να υπολείπεται, ακόμη και μετά την εφαρμογή των ανωτέρω προσαρμογών, του ποσού που προκύπτει κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 39.
Σκοπός της εν λόγω ρύθμισης είναι η ελάφρυνση του ασφαλιστικού κόστους για τον κλάδο των αυτοαπασχολούμενων, ιδιαίτερα εν όψει των εξαιρετικά δυσμενών συνθηκών της ελληνικής οικονομίας και σε συνδυασμό με τα υψηλά φορολογικά, και άλλα, βάρη που έχουν επωμιστεί. Παράλληλα, το ύψος της μείωσης του ποσοστού των ασφαλιστικών εισφορών είναι αντιστρόφως ανάλογο της εισοδηματικής κλίμακας που υπάγεται ο εκάστοτε ασφαλισμένος, ώστε να δίδεται μεγαλύτερη ελάφρυνση στα χαμηλότερα εισοδήματα, σύμφωνα με τις αρχές της ισότητας στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις καθενός και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Απώτερος σκοπός της ρύθμισης είναι η συνολική φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση των αυτοαπασχολούμενων να μην είναι δυσανάλογα μεγάλη, να εγγυάται στους ασφαλισμένους ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερο του εισοδήματός τους προ ασφαλιστικών εισφορών και φορολόγησης, και να μην παρέχει αντικίνητρα για επαγγελματική δραστηριότητα.
Άρθρο 102 Μεταβατική διάταξη για συνταξιοδοτικές παροχές ασφαλιζομένων στον Ο.Γ.Α.
Με τη προτεινόμενη ρύθμιση ορίζονται μεταβατικές διατάξεις για τη συνταξιοδότηση των αγροτών που έχουν καταβάλλει εισφορές, σύμφωνα με το άρθρο 40 του νόμου, λόγω της αλλαγής του συστήματος εισφορών και παροχών. Ειδικότερα, για τις αιτήσεις συνταξιοδότησης που θα κατατεθούν από 1.1.2017 έως 31.12.2017 το ποσό της σύνταξης αποτελείται από το άθροισμα δύο επιμέρους ποσών: κατά ποσοστό 93,80% από το ποσό που προκύπτει με βάση τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις του Ο.Γ.Α., όπως αυτές ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος με την επιφύλαξη του άρθρου 40 και κατά ποσοστό 6,20% από το άθροισμα της εθνικής και τις ανταποδοτικής σύνταξης, στο ύψος που διαμορφώνονται ανάλογα με το έτος συνταξιοδότησης.
Για τις αιτήσεις συνταξιοδότησης που θα κατατεθούν από 1.1.2018 έως 31.12. 2030 το ποσό της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης διαμορφώνεται σταδιακά κατ' έτος σε ποσοστό 12,90%, 19,60%, 26,30%, 33%, 39,70%, 46,40%, 53,10%, 59,80%, 66,50%, 73,20%, 79,90, 86,60%, 93,30% αντίστοιχα. Το ποσό που προκύπτει με βάση τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις του Ο.Γ.Α. όπως αυτές ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διαμορφώνεται σταδιακά κατ' έτος σε ποσοστό 87,10%, 80,40%, 73,70%, 67,00%, 60,30%, 53,60%, 46,90% 40,20% 33,50%, 26,80%, 20,10%, 13,40% και 6,70% αντίστοιχα.
Όσοι συνταξιοδοτούνται από 1.1.20 31 και στο εξής λαμβάνουν ολόκληρο το ποσό της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης.
Άρθρο 103 Γενικές Μεταβατικές Διατάξεις Ε.Φ.Κ.Α.
Στο άρθρο 104 ρυθμίζονται θέματα λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α. κατά το διάστημα από την ψήφιση του νόμου μέχρι τη θέση σε πλήρη ισχύ του οργανισμού την 1.1.2017, το οποίο συνιστά και το μεταβατικό στάδιο μέχρι την παύση λειτουργίας των εντασσομένων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών που διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Τέτοια θέματα είναι η συγκρότηση προσωρινού Διοικητικού Συμβουλίου, οι αρμοδιότητές του, ο διορισμός προσωρινού Διοικητή και οι αρμοδιότητές του, τρόπος κατάρτισης του πρώτου ισολογισμού - απολογισμού κλπ.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως διαπιστώνεται η μεταφορά των αρμοδιοτήτων των συντάξεων του Δημοσίου που περιέρχονται στον Ε.Φ.Κ.Α. Μέχρι την έκδοση της ανωτέρω απόφασης, η Γενική Διεύθυνση Χορήγησης Συντάξεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών εξακολουθεί να ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στα άρθρα 48 έως 53 του Π.Δ. 111/2014.
Ορίζεται ρητά ότι μέχρι την ημερομηνία ένταξής στον Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο, οι εντασσόμενοι στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδοι και λογαριασμοί εξακολουθούν να ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις τους, κατά το μέρος που αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος.
Με την ένταξή των ως άνω φορέων στον Ε.Φ.Κ.Α. καταργούνται αυτοδίκαια οι θέσεις των Διοικητών, Υποδιοικητών, Προέδρων των Διοικητικών Συμβουλίων καθώς και των Διοικητικών Συμβουλίων τους, δεδομένης της ενιαίας πλέον διοίκησης του ενιαίου φορέα. Ρητά εξαιρούνται τα όργανα Διοίκησης του Ν.Α.Τ. και του Ο.Γ.Α., η νομική προσωπικότητα των οποίων διατηρείται για την άσκηση των μη ασφαλιστικών τους αρμοδιοτήτων.
Τέλος, διευκρινίζεται ότι οι εντασσόμενοι στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς λειτουργούν κατά το μεταβατικό διάστημα με την υφιστάμενη οργανωτική τους δομή εφαρμόζοντας τις διατάξεις του παρόντος νόμου που τίθενται σε ισχύ κατά το χρόνο αυτό.
Ορίζεται δε ότι εντός δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος συντάσσεται ο πρώτος προϋπολογισμός του Ε.Φ.Κ.Α., ενώ μέχρι 31.12.2016 προκειμένου η ένταξη των ασφαλιστικών ταμείων στον Ε.Φ.Κ.Α. να βασίζεται σε εγκεκριμένα και ακριβή στοιχεία με στόχο την ικανοποίηση των αρχών της ειλικρίνειας και της αντικειμενικότητας, καταρτίζονται και εγκρίνονται προβλεπόμενες οικονομικές καταστάσεις των εντασσόμενων φορέων για την περάτωση των οικονομικών χρήσεών τους για την περίοδο έως 31.12.2016.
Αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, τις εν λόγω οικονομικές καταστάσεις συντάσσουν οι αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες του διαδόχου φορέα Ε.Φ.Κ.Α., ενώ το σχετικό έργο μπορεί σε περιπτώσεις διαπίστωσης αντικειμενικών δυσχερειών π.χ. έλλειψη προσωπικού, να ανατεθεί κατά τις νόμιμες διαδικασίες σε εξωτερικούς αναδόχους.
Επειδή οι εν λόγω Φορείς αντιμετωπίζουν αντικειμενικές δυσκολίες στην κατάρτιση του απολογισμού και προκειμένου να καταστεί δυνατή η απρόσκοπτη χρηματοδότησή τους, θεσπίζεται διάταξη που προβλέπει την εξάντληση της υποχρέωσης αναφορικά με τα οικονομικά απολογιστικά στοιχεία, με την υποβολή όσων προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 157 του ν.4270/2014 (Α 143), όπως ισχύει σήμερα, ώστε να θεωρούνται ως απολογιστικά στοιχεία (προσωρινός απολογισμός κλειόμενης χρήσης) οι δημοσιονομικές αναφορές που υποβάλλονται από τους ανωτέρω Φορείς στις αρμόδιες Υπηρεσίες των Υπουργείων Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 157 του ν. 4270/2014 (Α 143), όπως ισχύει.
Επιπλέον, ορίζεται ότι οι συμβάσεις με νομικά πρόσωπα φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, οι οποίοι με τον παρόντα νόμο εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. εξακολουθούν να ισχύουν έναντι του Ε.Φ.Κ.Α., εκτός αν αποφασίσει διαφορετικά το προσωρινό ή οριστικό Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α., για λόγους δημοσίου συμφέροντος, σχετικούς με την διαδικασία και τις ανάγκες ένταξης.
Παρέχεται δε εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Φ.Κ.Α. ώστε να ρυθμιστεί κάθε λεπτομέρεια σχετική με τις ρυθμίσεις του άρθρου αυτού. Ειδικά για τα ζητήματα συντάξεων του Δημοσίου στην ως άνω απόφαση προβλέπεται ότι συμπράττει ο Υπουργός Οικονομικών.
Άρθρο 104 Μεταβατικές διατάξεις για θέματα προσωπικού Ε.Φ.Κ.Α.
Στο παρόν άρθρο ρυθμίζονται θέματα στελέχωσης του Ε.Φ.Κ.Α. κατά το ως άνω μεταβατικό στάδιο. Ειδικότερα, το διάστημα αυτό ο Ε.Φ.Κ.Α. θα λειτουργεί μόνο με εκείνες τις οργανικές μονάδες, οι οποίες είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού του κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο, ήτοι για την ένταξη σε αυτόν των φορέων, κλάδων, τομέων και λογαριασμών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 56 και για την πλήρη λειτουργία του ως φορέα κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με το άρθρο 54 του παρόντος.
Ενόψει των ανωτέρω, ρυθμίζονται στο άρθρο αυτό οι διαδικασίες στελέχωσης των ως άνω απαραίτητων υπηρεσιών, η οποία πρέπει να λάβει χώρα κατά απώτατο όριο μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του νόμου, και ιδίως της Διεύθυνσης Ειδικού Προγράμματος, η οποία λόγω της σπουδαιότητας του σκοπού της και κατ' επέκταση των αυξημένων αρμοδιοτήτων της θα αποτελέσει και την κύρια οργανική μονάδα του Ε.Φ.Κ.Α. κατά το μεταβατικό διάστημα.
Επιπλέον, με το παρόν άρθρο ρυθμίζονται και θέματα τοποθέτησης προϊσταμένων κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, για την οποία θα τηρηθεί το κριτήριο της αρχαιότητας ανά επίπεδο, καθώς και λειτουργίας Υπηρεσιακού και Πειθαρχικού Συμβουλίου. Προβλέπεται, δε, να μεταφορά στον Ε.Φ.Κ.Α. δικηγόρων με έμμισθη εντολή από τους εντασσόμενους φορείς.
Κεφάλαιο Θ' Λοιπές Διατάξεις Κοινωνικοασφαλιστικού
Άρθρο 105 Εισφορά υπέρ συλλογικών οργάνων συνταξιούχων
Στόχος της ρύθμισης είναι η οικονομική αυτάρκεια των συλλογικών οργάνων εκπροσώπησης των συνταξιούχων χωρίς να υπάρχει ανάγκη κρατικής οικονομικής ενίσχυσης. Η κράτηση υπέρ των συλλογικών οργάνων ορίζεται ως προαιρετική καθώς προβλέπεται η δυνατότητα δήλωσης μη παρακράτησης της εισφοράς για την στήριξη της λειτουργίας των συνταξιουχικών συλλογικών οργάνων.
Άρθρο 106 Επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι παροχές που έχουν εισπραχθεί από ασφαλισμένους και συνταξιούχους του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αχρεώστητα, χωρίς δηλαδή να τις δικαιούνται, επιστρέφονται εντόκως προς 5%. Έχοντας ως δεδομένο ότι τα επιτόκια του τραπεζικού τομέα παρουσιάζουν πτωτική τάση κρίνεται σκόπιμη η μείωση του επιτοκίου των ασφαλιστικών ταμείων που βαραίνει την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών και γι' αυτό κρίνεται σκόπιμο να μην υπερβαίνει το 3%.
Με έκδοση κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης παρέχεται δυνατότητα για ανακαθορισμό του επιτοκίου, ώστε να εναρμονίζεται στην κάθε φορά ισχύουσα τάση στην τραπεζική αγορά.
Επίσης με την προτεινόμενη διάταξη καθίσταται σαφές το δικαίωμα της υπηρεσίας προς αναζήτηση των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεώστητα. Παράλληλα όμως εισάγει σαφή διάκριση των περιπτώσεων κατά τις οποίες δεν συντρέχει υπαιτιότητα του λαβόντος και σε εναρμόνιση με τη σχετική νομολογία απαλλάσσει από την έντοκη επιστροφή, όσους εισέπραξαν καλόπιστα.
Ο συμψηφισμός της οφειλής προς στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με παροχές που δικαιούται ο οφειλέτης, π.χ παρακράτηση από τη σύνταξη, παράλληλα με την εφαρμογή των διατάξεων του ΚΕΔΕ διευκολύνει τον υπόχρεο για την αποπληρωμή του χρέους και διασφαλίζει τις απαιτήσεις του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Η πρόβλεψη για έκδοση απόφασης καταλογισμού από τον Διευθυντή διασφαλίζει τη νομιμότητα της διοικητικής διαδικασίας προκειμένου να ασκούνται τα προβλεπόμενα, από το νόμο, ένδικα μέσα.
Άρθρο 107 Επιστροφή αχρεωστήτως εισπραχθεισών εισφορών
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία οι εισφορές - εξαιρουμένων των υπέρ των Κλάδων Ασθένειας - που έχουν καταβληθεί στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ αχρεώστητα επιστρέφονται εντόκως προς 5%. Έχοντας ως δεδομένο ότι τα επιτόκια του τραπεζικού τομέα παρουσιάζουν πτωτική τάση κρίνεται σκόπιμη η μείωση του επιτοκίου των ασφαλιστικών ταμείων που βαραίνει την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών. Ταυτόχρονα με έκδοση κοινής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης παρέχεται δυνατότητα για ανακαθορισμό του επιτοκίου, ώστε να εναρμονίζεται στην κάθε φορά ισχύουσα τάση στην τραπεζική αγορά.
Άρθρο 108 Ασφαλιστική ενημερότητα κοινωφελών επιχειρήσεων
Λόγω της καθυστέρησης των μεταβιβαστικών πληρωμών προς τις κοινωφελείς επιχειρήσεις του αρ. 252 του Ν.3463/06, αυτές δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις με αποτέλεσμα να μην τους παρέχεται ασφαλιστική ενημερότητα και να μην μπορούν να είναι συνεπείς ούτε στις υποχρεώσεις τους απέναντι σε κρατικούς φορείς και εργαζόμενους ούτε στην εκπλήρωση των λειτουργικών σκοπών τους. Η διάταξη αυτή θα επιτρέψει την ομαλοποίηση της χρηματοδοτικής ροής για την εκπλήρωση των νόμιμων υποχρεώσεων και των σκοπών των επιχειρήσεων αυτών.
Άρθρο 109 Θωράκιση ελεγκτικών μηχανισμών αγοράς εργασίας
Δεδομένου οι Επιθεωρητές Εργασίας του ΣΕΠΕ και τα ελεγκτικά όργανα του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ αντιμετωπίζουν τους ίδιους κινδύνους και χρήζουν της ίδιας προστασίας κρίνεται σκόπιμη η επέκταση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 17 του Ν.3996/2011 και για τους υπαλλήλους του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ που ασκούν ελέγχους της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας.
Άρθρο 110 Πρόσβαση ΚΕΑΟ στο Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών
Με τις διατάξεις του άρθρου 110 παρέχεται στο Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (Κ.Ε.Α.Ο.) που ιδρύθηκε στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, η δυνατότητα αυτοματοποιημένης πρόσβασης στο Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών (Σ.Μ.Τ.Λ.και Λ.Π.), ώστε να εξασφαλίζεται η άμεση συνεργασία και η απευθείας διασύνδεσή του με τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ιδρύματα πληρωμών, με τους όρους, τη διαδικασία και τους περιορισμούς που προβλέπονται για τις λοιπές αρχές και υπηρεσίες που έχουν υπαχθεί στο σύστημα αυτό.
Με το άρθρο 62 παράγραφος 1 του Ν.4170/2013 (ΦΕΚ Α 163) θεσμοθετήθηκε το Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών (Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π.), το οποίο παρέχει τη δυνατότητα σε φορείς του Δημοσίου που ασκούν ελεγκτικό και διωκτικό έργο, αυτοματοποιημένης πρόσβασης σε ορισμένα στοιχεία τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών πληρωμών και δανείων.
Το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (Κ.Ε.Α.Ο.) που ιδρύθηκε στο ΙΚΑ- ΕΤΑΜ με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, δεν περιλήφθηκε μεταξύ των αρχών και υπηρεσιών που έχουν υπαχθεί στο Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών (Σ.Μ.Τ.Λ.και Λ.Π.) καθόσον συστάθηκε μεταγενέστερα, με το ν. 4172/2013 (ΦΕΚ Α 167).
Στο σκοπό του ΚΕΑΟ, όπως καθορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 101 του ν. 4172/2013 περιλαμβάνονται η είσπραξη των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης με ενιαίες διαδικασίες, η δημιουργία ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων των οφειλετών των Ασφαλιστικών Οργανισμών (μητρώο οφειλετών), ο προσδιορισμός του ύψους των οφειλόμενων ποσών, της αιτίας και της χρονικής περιόδου που ανάγονται.
Κατά συνέπεια με βάση το σκοπό του και λόγω του δημόσιου χαρακτήρα του, το ΚΕΑΟ πρέπει να συμπεριληφθεί μεταξύ των φορέων που έχουν αυτοματοποιημένη πρόσβαση στο Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών (Σ.Μ.Τ.Λ.και Λ.Π.), με στόχο την αποτελεσματικότερη και ταχύτερη εκτέλεση του έργου για το οποίο συστάθηκε.
Άρθρο 111 Διάκριση ασφαλιστικών οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης
Με το άρθρο 111 θεσμοθετείται η διαδικασία εκκαθάρισης των επί σειρά ετών σωρευμένων ληξιπροθέσμων οφειλών προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από εκείνες που πραγματικά και εμπεριστατωμένα θεωρούνται επισφαλείς, προκειμένου οι φορείς να διαθέτουν μια ολοκληρωμένη, διαφανή, αποτελεσματική και ελέγξιμη διαδικασία είσπραξης των οφειλών, βάσει της οποίας θέτουν στόχους και λογοδοτούν.
Ειδικότερα, ορίζονται οι προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ως ανεπίδεκτες, η διαδικασία καταχώρισης τους σε ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης με απόφαση του αρμόδιου οργάνου καθώς και οι συνέπειες από την καταχώριση της οφειλής στα εν λόγω βιβλία.
Στην παρ. 1, περ. α , β και γ, ορίζονται οι προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, προκειμένου να χαρακτηρίζονται οι οφειλές ως ανεπίδεκτες είσπραξης ήτοι να έχουν ολοκληρωθεί: οι έρευνες για τη διαπίστωση ύπαρξης περιουσιακών στοιχείων, ο έλεγχος της πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής περιουσίας, εφόσον πρόκειται για πτωχό ή η διαδικασία εκκαθάρισης, εφόσον πρόκειται για οφειλέτη υπό καθεστώς εκκαθάρισης. Επίσης, πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και η άσκηση ποινικής δίωξης, κατά τις ισχύουσες για κάθε φορέα διατάξεις, εάν είναι δυνατή η άσκησή της.
Στην παρ. 2 ορίζεται η διαδικασία και το όργανο έκδοσης των πράξεων χαρακτηρισμού των οφειλών ως επιδεκτικών ή ανεπίδεκτων είσπραξης και η καταχώριση των απαιτήσεων αυτών μετά το χαρακτηρισμό τους σε ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης. Στις περιπτώσεις που η συνολική βασική οφειλή υπερβαίνει το ποσό του ενάμισυ εκατομμυρίου (1.500.000) ευρώ απαιτείται για το χαρακτηρισμό τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης η σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Παρέχεται επίσης η δυνατότητα στο Διοικητή του Ταμείου να ζητήσει τη σύμφωνη γνώμη Κλιμακίου ή Τμήματος ή Διεύθυνσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου και στις περιπτώσεις που η συνολική βασική οφειλή είναι μικρότερη του 1.500.000 ευρώ.
Στην παρ. 3 ορίζονται οι συνέπειες της καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση και προβλέπεται ρητά ότι το ΚΕΑΟ και οι αρμόδιες υπηρεσίες κάθε φορέα διατηρούν ακέραιο το δικαίωμά τους για την είσπραξη ή συμψηφισμό της οφειλής και μετά την καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
Με την παρ. 4 ορίζεται ότι οφειλή που έχει καταχωρισθεί ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν την παραγραφή της, διαπιστωθεί με νέα στοιχεία ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησης της, είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.
Στην παρ. 5 ορίζεται ότι ο Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μπορεί με απόφασή του να ορίζει άλλα όργανα ως αρμόδια για την υποβολή της σύμφωνης γνώμης της περίπτωσης α' της παρ. 2, να ρυθμίζει τον ειδικότερο τρόπο και τη διαδικασία καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και να ορίζει κάθε σχετικό θέμα με τη διαχείριση και την παρακολούθηση αυτών. Επίσης, μπορεί με απόφασή του που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Διοικητικής Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, να ορίζονται τα θέματα της μεταβολής των κριτηρίων και των προϋποθέσεων καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης καθώς και του επαναχαρακτηρισμού τους ως εισπράξιμων και να ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τις συνέπειες και τα χρονικά όρια ισχύος των συνεπειών της καταχώρισης.
Άρθρο 112 Διαγραφή των οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης
Με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται η δυνατότητα διαγραφής ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης είτε αυτές έχουν χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτες είσπραξης είτε όχι, ορίζονται οι προϋποθέσεις και οι όροι διαγραφής τους, η διαδικασία καταχώρισης τους σε ειδικά βιβλία διαγραφών με απόφαση του αρμόδιου οργάνου καθώς και οι συνέπειες από την καταχώριση της οφειλής στα εν λόγω βιβλία.
Το μεγάλο ύψος των απαιτήσεων σε καθυστέρηση, των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης καταδεικνύει και την αδυναμία τους να διερευνήσουν την πιθανότητα εισπραξιμότητάς τους και να διαγράψουν από τα βιβλία του φορέα όσες απαιτήσεις είναι αντικειμενικά ανέφικτο να εισπραχθούν. Τα ανωτέρω έχουν ως συνέπεια αφενός την αλλοίωση των οικονομικών αποτελεσμάτων του φορέα, που προέρχεται από την αύξηση του ενεργητικού με απαιτήσεις αμφιβόλου εισπραξιμότητας αφετέρου την αδυναμία αξιόπιστων προβλέψεων της ταμειακής ρευστότητας του οργανισμού. Η έλλειψη αξιόπιστης χρηματοοικονομικής πληροφόρησης για τη θέση του οργανισμού συνεπάγεται και ουσιαστική αδυναμία για το στρατηγικό προγραμματισμό, τη στοχοθεσία καθώς και την εκπλήρωση των σκοπών του.
Η παρούσα διάταξη παρέχει στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, με βάση συγκεκριμένους όρους, προϋποθέσεις και διαδικασίες, τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε διαγραφή παλαιών απαιτήσεων, οι οποίες πρακτικά είναι αδύνατον να εισπραχτούν.
Ειδικότερα με την παρ. 1 ορίζεται, ότι όσες από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης έχουν ήδη χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτες είσπραξης, σύμφωνα με τη διαδικασία του ανωτέρω άρθρου, αυτές μπορούν να κριθούν διαγραπτέες και να διαγραφούν πριν από την παρέλευση της δεκαετίας εάν συντρέχουν σωρευτικά οι οριζόμενες στην παρ. 1, περ. α, β και γ του προηγούμενου άρθρου προϋποθέσεις, εάν έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες στην αλλοδαπή κατόπιν αξιοποίησης πληροφοριών και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή απαιτήσεων αυτού έναντι τρίτων έχει ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία σε βάρος των οφειλετών εφόσον προβλέπεται, με την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
Στην παρ. 2 ορίζονται οι περιπτώσεις, στις οποίες κατ' εξαίρεση χωρεί διαγραφή χωρίς να απαιτείται η ολοκλήρωση των διαδικασιών της παρ. 1. Αυτές οι περιπτώσεις αφορούν αποκλειστικά και μόνο οφειλές αποβιωσάντων που δεν καταλείπουν περιουσιακό στοιχείο και των οποίων οι κληρονόμοι αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά καθώς και όταν το ποσό της κύριας οφειλής από εισφορές κατά οφειλέτη δεν υπερβαίνει τα πενήντα ευρώ ή όταν το ποσό της συνολικής οφειλής από οποιαδήποτε αιτία δεν υπερβαίνει τα εκατό ευρώ και δεν έχει επιτευχθεί η είσπραξή τους μέσα σε δέκα έτη από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκαν.
Στην παρ. 3 ορίζεται η διαδικασία και το όργανο έκδοσης των αποφάσεων διαγραφής των απαιτήσεων. Για τη διαγραφή των οφειλών αρμόδιο όργανο είναι το Κλιμάκιο, Τμήμα ή Διεύθυνση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις περιπτώσεις της παρ. 1 και ο Διοικητής του Ταμείου για τις περιπτώσεις της παρ. 2 καθώς και για τις περιπτώσεις που έχει παρέλθει η προθεσμία των 10 ετών.
Στην παρ. 4 προβλέπεται η δυνατότητα εκκαθάρισης του χαρτοφυλακίου μέχρι το τέλος του 2016 με τη διαγραφή μικρών κύριων οφειλών που έχουν γεννηθεί πριν από το 1993 ύψους μέχρι 200 ευρώ ανά οφειλέτη με απόφαση του Διοικητή του Ταμείου.
Τέλος, στην παρ. 5 παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για τη ρύθμιση των ειδικότερων θεμάτων για τον τρόπο, τη διαδικασία καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία διαγραφών και λοιπών, ενώ ορίζεται ότι για τη μεταβολή των κριτηρίων και των προϋποθέσεων καταχώρισης των οφειλών πρέπει να έχει διατυπωθεί πριν από την έκδοση της απόφασης η σύμφωνη γνώμη της Διοικητικής Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Κεφάλαιο Ι' Λοιπές Διατάξεις Αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών
Άρθρο 113 Τροποποίηση αρ. 4 του Π.Δ. 370/1987
Σύμφωνα με την παρ. 6 του αρ. 49 του Π.Δ. 24/1997 (Α 24), όπως προστέθηκε με το αρ. 2 του Π.Δ. 164/2013 (Α 264), παρέχεται η δυνατότητα στους αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας που φέρουν βαθμό μέχρι Αστυνομικού Διευθυντή να παραμείνουν στην υπηρεσία για ένα (1) επιπλέον έτος μετά τη συμπλήρωση του αντίστοιχου ορίου ηλικίας κατόπιν αίτησης που εξετάζεται από το αρμόδιο Συμβούλιο Κρίσεων. Επίσης, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρ. 1 του Π.Δ. 128/2010 (Α 221), Ανθυπαστυνόμοι και Αρχιφύλακες της Ελληνικής Αστυνομίας, που καταλαμβάνονται από το όριο ηλικίας που προβλέπει η παρ. 1 του αρ. 25 του ν. 1481/1994 (Α 152), μπορούν να παραμείνουν στην υπηρεσία πέραν του ορίου ηλικίας και κατ' ανώτατο όριο μέχρι τη συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας τους, κατόπιν αίτησης που εξετάζεται από το αρμόδιο Συμβούλιο Κρίσεων. Αντιστοίχως στο Λιμενικό Σώμα, σύμφωνα με την παρ. 5 του αρ. 45 του Ν. 3079/2002 (Α 311), όπως προστέθηκε με την παρ. 1 του αρ. 56 του Ν. 4310/2014 (Α 258), οι Αξιωματικοί μέχρι το βαθμό του Πλοιάρχου μπορούν να παραμείνουν στην υπηρεσία για δύο (2) επιπλέον έτη μετά τη συμπλήρωση του αντίστοιχου ορίου ηλικίας κατόπιν αίτησης που εξετάζεται από το αρμόδιο Συμβούλιο Κρίσεων.
Η απουσία αντίστοιχων διατάξεων για το προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος αποτελεί δυσμενή διάκριση σε βάρος του εν λόγω προσωπικού που δεν δικαιολογείται από κάποιον αποχρώντα λόγο. Συνεπώς, προς το σκοπό ίσης μεταχείρισης του προσωπικού των τριών Σωμάτων Ασφαλείας παρέχεται και στο προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος η δυνατότητα παραμονής στην υπηρεσία πέραν του αντίστοιχου ορίου ηλικίας. Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί πως η παραμονή του ως άνω προσωπικού στην υπηρεσία για επιπλέον έτη συμβάλλει στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, καθώς το ως άνω προσωπικό συνεχίζει να καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές αντί να συνταξιοδοτείται και να εισπράττει συνταξιοδοτικές παροχές.
Κεφάλαιο ΙΑ Εργασιακές Ρυθμίσεις
Άρθρο 114
Με τη συγκεκριμένη ρύθμιση διασφαλίζεται η διαφάνεια των διαβουλεύσεων, η έγκυρη ενημέρωση και η αποτύπωση των απόψεων των συμβαλλομένων μερών. Η ύπαρξη νομοθετικών πλαισίων, τα οποία σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή των εργαζομένων στην πορεία των οικείων επιχειρήσεων και στις αποφάσεις που τους αφορούν, δεν αποτρέπει τη λήψη σοβαρών αποφάσεων εις βάρος των εργαζομένων χωρίς να έχουν προηγηθεί επαρκείς διαδικασίες ενημέρωσης και διαβούλευσης. Η συγκεκριμένη διάταξη που επιτάσσει την ύπαρξη πρακτικού διαβούλευσης εξασφαλίζει την πληρότητα της διαδικασίας διαβούλευσης και εξυπηρετεί την ανάγκη ενημέρωσης και της σοβαρής και υπεύθυνης διαβούλευσης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.
Άρθρο 115
Η συγκεκριμένη ρύθμιση στοχεύει στην ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου και τη δόμηση σχέσης εμπιστοσύνης, ορίζοντας τις λεπτομέρειες για την ενημέρωση και τη διαβούλευση ρητά.
Άρθρο 116
Με το άρθρο 116 προστίθεται στο άρθρο 8 του π.δ 240/2006, με το οποίο προσαρμόστηκε η ελληνική νομοθεσία στην Οδηγία 2002/14/ΕΚ «περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα», παράγραφος 3, η οποία απαγγέλλει την ποινή της ακυρότητας των εργοδοτικών αποφάσεων που ελήφθησαν κατά παράβαση των υποχρεώσεων του άρθρου 4 του π.δ 240/2006. Η ακυρότητα αφορά μόνο τις δικαιοπραξίες που έχουν ουσιώδη επίπτωση στην υπόσταση και στο περιεχόμενο των ατομικών συμβάσεων εργασίας και απορρέουν από τις εργοδοτικές αποφάσεις, κατ' αντιστοιχία με το άρθρο 4 παρ. 2 περ. γ' του π.δ. 240/2006 σχετικά με το εύρος εφαρμογής της υποχρέωσης για ενημέρωση και διαβούλευση. Με την προσθήκη της παραγράφου 3 ενισχύεται η αποτελεσματική εφαρμογή της Οδηγίας 2002/14/ΕΚ και του π.δ 240/2006, το οποίο μέχρι σήμερα ελλιπώς εφαρμόζεται στην ελληνική έννομη τάξη.
Η ακυρότητα των σχετικών δικαιοπραξιών που ελήφθησαν κατά παράβαση των υποχρεώσεων για ενημέρωση και διαβούλευση με τους εργαζομένους έχει γίνει ήδη δεκτή και νομολογιακά ως απορρέουσα από τα άρθρα 174 και 180 του Αστικού Κώδικα σε συνδυασμό με τις αρχές του άμεσου αποτελέσματος και της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου (ενδεικτικά ΜονΠρωτΧαλκίδας 11/2015). Η πρόβλεψη διοικητικών μόνο κυρώσεων λόγω μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του π.δ. 240/2006 δεν έχει αποτρέψει την συστηματική παραβίαση των διατάξεών του από τις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κατ' άρθρο 3 αυτού. Ως εκ τούτου κρίνεται αναγκαία η προσθήκη της παραγράφου 3, προκειμένου να διασαφηνιστούν οι αστικής φύσεως κυρώσεις που επισύρει η παραβίαση του άρθρου 4 του π.δ 240/2006 εκ μέρους του εργοδότη και οι αξιώσεις των εργαζομένων, που γεννώνται από την παραβίαση αυτή. Εξυπακούεται ότι η ακυρότητα είναι σχετική υπέρ των εργαζομένων, οι οποίοι, εφόσον θίγονται οι ατομικές τους συμβάσεις εργασίας από την παράνομη εργοδοτική απόφαση, έχουν πλέον ρητά τη δυνατότητα να αξιώσουν δικαστικά την εκπλήρωση των σχετικών υποχρεώσεων του εργοδότη χωρίς την ανάγκη καταφυγής στα άρθρα 174 και 180 του Αστικού Κώδικα.
Άρθρο 117
Στο υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο δεν προβλέπονται ποινικές κυρώσεις σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης σε πράξεις ή αποφάσεις επιβολής προσωρινής ή οριστικής διακοπής λειτουργίας των επιχειρήσεων που απασχολούν παράνομα διαμένοντες πολίτες ξένων χωρών. Με δεδομένο ότι είναι συχνό το φαινόμενο παραβίασης των αποφάσεων προσωρινής ή οριστικής διακοπής λειτουργίας των επιχειρήσεων, κρίνεται σκόπιμο, με στόχο τη γενική και ειδική πρόληψη, να υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη για την επιβολή ποινικών κυρώσεων σχετικά με τις περιπτώσεις αυτές.
Άρθρο 118
Η Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος (ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε.) δεν είναι αρμόδια για τη διενέργεια ελέγχων αναφορικά με την παραβατικότητα στην εργασία και ως εκ τούτου καταργείται η εν λόγω διάταξη.
Άρθρο 119
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ιδρυτικού νόμου του ΣΕΠΕ, Ν. 3996/2011, έργο του ΣΕΠΕ είναι, μεταξύ άλλων, η επίβλεψη και ο έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, καθώς και ο έλεγχος της ασφαλιστικής κάλυψης και της παράνομης απασχόλησης των εργαζομένων.
Επίσης, το ΣΕΠΕ είναι αρμόδιο για την εκτέλεση του έργου του, μεταξύ άλλων, να επιθεωρεί και ελέγχει με κάθε πρόσφορο μέσο, να προβαίνει σε κάθε είδους αναγκαία εξέταση και έλεγχο σε όλες τις επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα και γενικότερα σε κάθε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο εργασίας ή εκμετάλλευσης ή χώρο όπου πιθανολογείται ότι απασχολούνται εργαζόμενοι και να επιβλέπει την τήρηση και εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, την αδήλωτη εργασία και την παράνομη απασχόληση, να ερευνά οποιαδήποτε ώρα κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας τους χώρους εργασίας, όταν το κρίνει αναγκαίο, χωρίς προειδοποίηση του εργοδότη, και να έχει ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε από τα βιβλία, μητρώα, έγγραφα, αρχεία και κάθε άλλου είδους στοιχείο που τηρούνται από την επιχείρηση, να λαμβάνει αντίγραφα, καθώς και να έχει πρόσβαση στη δομή της παραγωγικής διαδικασίας. Εξάλλου, στον εργοδότη που αρνείται την είσοδο και πρόσβαση ή την παροχή στοιχείων ή πληροφοριών ή παρέχει ανακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία, επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις της περίπτωσης Α' της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του Ν. 3996/2011 (άρθρο 2 παρ. 2 Ν. 3996/2011).
Κατόπιν τούτων, προκειμένου να επιτελέσει το ΣΕΠΕ το έργο του και για τη διευκόλυνση της άσκησης των προαναφερθεισών αρμοδιοτήτων του, είναι απαραίτητο κατά τη διενέργεια του ελέγχου οι Επιθεωρητές εργασίας, μεταξύ των λοιπών στοιχείων που τηρούνται από την επιχείρηση και στα οποία έχουν ελεύθερη πρόσβαση, να μπορούν να ζητούν την επίδειξη της αστυνομικής ταυτότητας ή άλλου σχετικού αποδεικτικού εγγράφου για την εξακρίβωση των στοιχείων των παρισταμένων, την ακριβή καταγραφή των πραγματικών περιστατικών και την αποτελεσματική διενέργεια του ελέγχου.
Εξάλλου, το πλέον απαραίτητο στοιχείο για τη διαπίστωση της τήρησης των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας και της νομιμότητας της απασχόλησης (ασφαλιστική κάλυψη, άδεια εργασίας κλπ) είναι η εξακρίβωση των στοιχείων όσων εντοπίζονται κατά τον έλεγχο να εργάζονται ή όσων πιθανολογούνται ότι εργάζονται, έστω και αν οι ίδιοι ή τρίτοι (εργοδότες, νόμιμος εκπρόσωπος κλπ) το αρνούνται.
Επισημαίνεται ότι, όταν οι παριστάμενοι εκθέτουν εν γνώσει τους ψέματα ή αρνούνται ή αποκρύπτουν την αλήθεια (π.χ. δηλώνουν ψευδώς ότι είναι συγγενείς ή φίλοι, ενώ είναι εργαζόμενοι, αρνούνται να δηλώσουν τα στοιχεία τους ή δηλώνουν ψευδή στοιχεία κ.λπ.) διαπράττουν το αδίκημα του άρθρου 225 παρ. 2 ΠΚ, το οποίο επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή.
Τέλος, και σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 του Ν. 3996/2011, οι Διοικητικές Αρχές, οι Αρχές των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, οι δικαστικές υπηρεσίες, οι δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και οι υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης, υποχρεώνονται να παρέχουν κάθε αιτούμενη συνδρομή, ιδιαίτερα με την παροχή στο ΣΕΠΕ μηχανογραφικών στοιχείων και πληροφοριών, για τη διευκόλυνση της άσκησης των αρμοδιοτήτων του. Στα ως άνω δε στοιχεία σαφώς συμπεριλαμβάνονται και οι αστυνομικές ταυτότητες, που εκδίδονται από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές.
Άρθρο 120
Με το άρθρο 120, στις αρμοδιότητες που έχει απονείμει ο νομοθέτης στον Διοικητή του ΟΑΕΔ, με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 64 του Ν. 3996/2011 (ΦΕΚ Α'170), προστίθεται η αρμοδιότητα να μπορεί ο/η Διοικητής/τρια του Οργανισμού να αποφασίζει χορήγηση επιδόματος κίνησης σε μαθητές των Σχολών Μαθητείας, όταν η έδρα της Σχολής τους δεν εξυπηρετείται από αστική συγκοινωνία και στους ανωτέρω μαθητές δεν χορηγείται επίδομα στέγασης, καθώς και να καθορίζει το ύψος του ως άνω επιδόματος κίνησης.
Άρθρο 121
Με το άρθρο 121 επιδιώκεται η πληρέστερη προστασία των μισθωτών από την αφερεγγυότητα του εργοδότη, με την άρση των δυσκαμψιών της ισχύουσας νομοθεσίας. Οι δυσκαμψίες αυτές προέκυψαν κυρίως από την εφαρμογή της προπτωχευτικής «διαδικασίας συνδιαλλαγής», καθώς και από τη διαδεχθείσα αυτήν προπτωχευτική «διαδικασία εξυγίανσης». Με τις αντίστοιχες ρυθμίσεις του Πτωχευτικού Κώδικα, ο νομοθέτης προέκρινε ως κατεξοχήν προστατευτέο το γενικό συμφέρον της επαπειλούμενης με πτώχευση επιχείρησης. Οι ρυθμίσεις αυτές, σε αρκετές περιπτώσεις, καταλήγουν να υποβαθμίζουν ή ακόμη και να εκμηδενίζουν τα δικαιώματα των εργαζομένων. Με τις ρυθμίσεις του προτεινόμενου άρθρου, ενισχύεται η νομοθεσία περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη και εξισορροπείται, έτσι το γενικό συμφέρον της επιχείρησης με τα επιμέρους συμφέροντα των εργαζομένων.
Εξάλλου, το προτεινόμενο άρθρο ουσιαστικά μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 για την τροποποίηση της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, σύμφωνα με την οποία «η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επεκτείνουν την προστασία των μισθωτών σε άλλες περιπτώσεις αφερεγγυότητας όπως π.χ. η εκ των πραγμάτων στάση πληρωμών σε μόνιμη βάση, που διαπιστώνονται μέσω άλλων διαδικασιών πέραν εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο».
Οι διαδικασίες «πέραν εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο» δεν είναι άλλες από όσες περιέχουν έναρξη συλλογικής διαδικασίας που βασίζεται στην αφερεγγυότητα του εργοδότη, η οποία επιφέρει τη μερική ή ολική πτωχευτική απαλλοτρίωση του εν λόγω εργοδότη, καθώς και το διορισμό συνδίκου ή προσώπου που ασκεί παρεμφερή καθήκοντα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για τις κλασικές περιπτώσεις της πτώχευσης και της εκκαθάρισης.
Όμως, ο κοινοτικός νομοθέτης, στο προοίμιο της Οδηγίας 2002/74/ΕΚ, σπεύδει να επισημάνει ότι «Για να εξασφαλισθεί δίκαιη προστασία στους αφορώμενους εργαζόμενους, ενδείκνυται να προσαρμοσθεί ο ορισμός της κατάστασης αφερεγγυότητας στις νέες νομοθετικές τάσεις στα κράτη μέλη στον τομέα αυτό και να καλυφθούν, από τον ορισμό αυτό, και οι διαδικασίες αφερεγγυότητας εκτός της εκκαθάρισης».
Συνάγεται, λοιπόν, από τα ανωτέρω, ότι το προτεινόμενο άρθρο έρχεται να καλύψει ένα νομοθετικό κενό, το οποίο δεν είχε ληφθεί υπόψη κατά τη μεταφορά της Οδηγίας 2002/74/ΕΚ στο Ελληνικό Δίκαιο (βλ. Π.Δ. 40/2007).
Άρθρο 122- Κατοχύρωση εμπράγματων δικαιωμάτων ΟΑΕΔ στο Εθνικό Κτηματολόγιο
Με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 122, αντικαθίσταται η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 35 του Ν. 4144/2013 (ΦΕΚ Α'88/18.04.2013), η οποία, τρεις μόλις μήνες μετά τη δημοσίευση του Ν. 4144/2013, υπερκεράστηκε από την αντικατάσταση των ρυθμίσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Ν. 2664/1998 από την παράγραφο 2 του άρθρου 2 του Ν. 4164/2013 (ΦΕΚ Α'156/09.07.2013), ως εκ τούτου, η προσαρμογή της ισχύουσας διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 35 του Ν. 4144/2013 είναι επιβεβλημένη, προκειμένου οι προθεσμίες για την άσκηση από τον Ο.Α.Ε.Δ. αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής για εμπράγματα δικαιώματα που περιήλθαν σε αυτόν από τον καταργηθέντα Ο.Ε.Κ. να αντιστοιχηθούν με εκείνες που ισχύουν για το Δημόσιο.
Με τη δεύτερη παράγραφο ορίζονται ρητά τα όργανα του Ο.Α.Ε.Δ. και οι ασκούμενες από αυτά αρμοδιότητες, ενόψει της κατοχύρωσης στο Εθνικό Κτηματολόγιο των εμπράγματων δικαιωμάτων, στα οποία ο Ο.Α.Ε.Δ. υπεισήλθε, δυνάμει της διάταξης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου του άρθρου 35 του Ν. 4144/2013 (ΦΕΚ Α'88/18.04.2013), ως καθολικός διάδοχος του καταργηθέντος Ο.Ε.Κ. Η ανωτέρω ρύθμιση επιβάλλεται, ύστερα από την με αριθμό 222/2015 Πράξη του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ι'Τμήμα/ Ε'Διακοπών), σύμφωνα με την οποία ο ΟΑΕΔ οφείλει να εφαρμόζει τη δική του νομοθεσία, την οποία το Ελεγκτικό Συνέδριο θεωρεί πλήρη και όχι την ειδική διάταξη του άρθρου 64 του Ν. 3518/2006 (ΦΕΚ Α'272). Από τον συνδυασμό των οργανωτικών διατάξεων του Ο.Α.Ε.Δ. (άρθρο 19 και άρθρο 34 του Β Δ. 405/1971) και του άρθρου 14 παρ. 2β) του Ν. 2664/1998, προκύπτει ότι κατεξοχήν αρμόδια για την οργάνωση και λειτουργία του Κτηματολογίου του Ο.Α.Ε.Δ. είναι η Διεύθυνση Προμηθειών του Οργανισμού, ενώ, σύμφωνα και με την προαναφερθείσα 222/2015 Πράξη του Ελεγκτικού Συνεδρίου «οι εργασίες της έρευνας σε Υποθηκοφυλακεία και Κτηματολόγια για την ανεύρεση εμπραγμάτων δικαιωμάτων του Οργανισμού καθώς και της εκπροσώπησής του ενώπιον των δικαστικών αρχών διά της κατάθεσης αγωγών για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων αυτών, εμπίπτουν στις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των δικηγόρων που υπηρετούν στη Νομική του Υπηρεσία».
Για να ολοκληρωθεί το Κτηματολόγιο του τ. Ο.Ε.Κ., λόγω του όγκου των εμπράγματων δικαιωμάτων, απαιτούνται πολλοί ειδικευμένοι υπάλληλοι. Τέτοιοι υπάλληλοι ήδη υπάρχουν: πρόκειται για περισσότερους από εκατό μηχανικούς, προερχόμενους από τον τ. Ο.Ε.Κ., οι οποίοι, μέχρι σήμερα, μολονότι το κατασκευαστικό έργο του τ. ΟΕΚ δεν προβλέπεται ως αρμοδιότητα του Ο.Α.Ε.Δ., δυστυχώς δεν έχουν αξιοποιηθεί σε εργασίες του Κτηματολογίου. Αποσκοπεί λοιπόν η προτεινόμενη διάταξη όχι τόσο στη ρητή κατανομή αρμοδιοτήτων ενόψει της διεκπεραίωσης των εργασιών που απαιτεί το Κτηματολόγιο του τ. Ο.Ε.Κ., όσο στη θεσμοποίηση της δραστηριοποίησης των μηχανικών που υπηρετούν στα ΚΠΑ2 του Ο.Α.Ε.Δ. για την ασφαλέστερη δυνατή κατοχύρωση των εμπράγματων δικαιωμάτων του τ. Ο.Ε.Κ., η αξία των οποίων ανέρχεται σε πολλά εκατομμύρια Ευρώ.
Άρθρο 123
Η ασφάλεια και η ποιότητα των υπηρεσιών κατά την εκτέλεση των επιβατικών μεταφορών αποτελεί άμεση συνάρτηση της εργασιακής ασφάλειας των οδηγών. Για το λόγο αυτό, τα Δικαστήρια έχουν κρίνει ότι οι προβλεπόμενοι από το ΠΔ 246/2006 περιορισμοί στις απολύσεις του προσωπικού των ΚΤΕΛ υπαγορεύονται από τις ειδικές περιστάσεις που τους δικαιολογούν και επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος. Σύμφωνα με την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 15/2002), ο επιδιωκόμενος σκοπός των περιορισμών στις απολύσεις είναι η ασφαλής εκτέλεση της μεταφοράς του επιβατικού κοινού, αλλά και η κατοχύρωση της εργασιακής θέσης των οδηγών δια της αποτροπής των αυθαίρετων και καταχρηστικών απολύσεών τους από μέρους των ιδιοκτητών, στο πλαίσιο του λειτουργικού και οικονομικού εκσυγχρονισμού των ΚΤΕΛ. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 18 του σχεδίου νόμου αποκαθίσταται το καθεστώς των όρων καταγγελίας της σύμβασης εργασίας των οδηγών ενταγμένων σε ΚΤΕΛ λεωφορείων, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το ΠΔ 94/2014.
Άρθρο 124
Με τη ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 124 διευκρινίζεται ότι η προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης του εργαζόμενου από τον εργοδότη για υποβολή του πιστοποιητικού υγείας, που θεσπίστηκε με το άρθρο 50 του ν. 4199/2013, ισχύει και για τις συμβάσεις εργασίας που έχουν καταρτισθεί πριν τη θέση σε ισχύ της προαναφερόμενης διάταξης ανεξαρτήτως του χρόνου κατάρτισής τους, ώστε να εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση των εργαζομένων ανεξαρτήτως χρόνου κατάρτισης της σύμβασης.
Άρθρο 125
Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 2112/1920 και το άρθρο 7 του ν. 3198/1955 (ΦΕΚ Α' 98), ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης απόλυσης, μόνο σε περίπτωση που έχει προηγηθεί η υποβολή μήνυσης για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε κατά την άσκηση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ' αυτού κατηγορία για αδίκημα, το οποίο φέρει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Η διεύρυνση των περιπτώσεων απαλλαγής του εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης για μία συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων δεν δικαιολογείται από κάποιον αποχρώντα λόγο και θίγει υπέρμετρα το δικαίωμα λήψης αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Συνεπώς, η συγκεκριμένη διάταξη θα πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να εξαλειφθεί η έννομη συνέπεια της απαλλαγής του εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης λόγω ψευδούς δήλωσης ή απόκρυψης στοιχείων κατά την πρόσληψη.
Άρθρο 126
Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 126 επιδιώκεται η επέκταση των ισχυουσών ρυθμίσεων και στο προσωπικό που είχε προσληφθεί πριν τη θέση της σε ισχύ, διότι η εγκυρότητα των συμβάσεων θα πρέπει να κρίνεται ενιαία για όλο το προσωπικό. Σε διαφορετική περίπτωση καταλήγουμε σε ανεπιεική αποτελέσματα, να θεωρούνται δηλαδή άκυρες οι συμβάσεις εργαζομένων οι οποίοι διαθέτουν όλα τα προβλεπόμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα πρόσληψης. Υπό την ισχύ του ΠΔ 229/1994 (προϊσχύσας Γενικός Κανονισμός Προσωπικού ΚΤΕΛ) άρθρο 5 παρ. 1, προβλεπόταν διαδικασία πρόσληψης με επιλογή, η οποία, ωστόσο, δεν έτυχε, στην πράξη, γενικής εφαρμογής, με αποτέλεσμα να ανακύπτουν αμφισβητήσεις σχετικά με το κύρος συμβάσεων εργασίας που είχαν συναφθεί πριν από την ισχύ του και οι οποίες λειτούργησαν ομαλά επί σειρά ετών. Ήδη με το ΠΔ 246/2006, έχει απαλειφθεί η υποχρέωση τήρησης διαδικασίας επιλογής, με αποτέλεσμα να έχει αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, μόνο όμως για όσους έχουν προσληφθεί μετά τη θέση σε ισχύ του τελευταίου ΠΔ.
Άρθρα 127
Οι ρυθμίσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 127 περιορίζουν τη δυνατότητα που παρεχόταν, με το προηγούμενο καθεστώς, σε Δ.Σ. των ΚΤΕΛ να μεταβάλλουν θέσεις εργασίας του προσωπικού σε άλλες από αυτές των ειδικοτήτων τους, εφόσον το επιβάλλουν λειτουργικές ανάγκες. Μία τέτοια πρόβλεψη, που δεν συνοδεύεται από τη συμφωνία του εργαζόμενου, συνιστά ευθεία μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, εφόσον, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, όταν ο εργοδότης αναθέτει στο μισθωτό διαφορετικά καθήκοντα από εκείνα που έχουν συμφωνηθεί, είτε κατά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης εργασίας είτε μεταγενέστερα, μετά από ρητή ή σιωπηρή τροποποίηση των όρων της, ή καθήκοντα υποδεέστερης θέσης, σε σχέση με τη συμβατική, με δυσμενείς οικονομικές και ηθικές συνέπειες (ΑΠ 1370/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1559/2006 Αρμ 2006.1461 ΕφΘεσ 2162/1997 Αρμ 1997.1159, ΕφΘεσ 2785/1994 Αρμ 1995.194) υπάρχει βλαπτική μεταβολή. Εν προκειμένω η μονομερής μεταβολή της αρχικής και συμφωνημένης θέσης εργασίας, ακόμη κι αν δε θίγεται ο εργαζόμενος μισθολογικά, συνιστά προφανή μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, εφόσον έχει αρνητικές ηθικές συνέπειες για τον εργαζόμενο. Συνεπώς, η ως άνω μεταβολή θέσης εργασίας πρέπει να λαμβάνει χώρα μόνο κατόπιν συμφωνίας του εργαζόμενου.
Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 129 επιδιώκεται η τήρηση διατάξεων επιτακτικού ή απαγορευτικού χαρακτήρα και ο συνακόλουθος περιορισμός των αυθαιρεσιών των διοικητικών οργάνων των Κ.Τ.Ε.Λ., όπως, επίσης, και των ιδιοκτητών ή συνιδιοκτητών λεωφορείων.
Με την εν λόγω ρύθμιση καθίσταται σαφές πως η απαρίθμηση των λόγων απόλυσης προσωπικού των ΚΤΕΛ είναι περιοριστική και όχι ενδεικτική. Η ανάγκη αποσαφήνισης οφείλεται στην παρανόηση που δημιουργήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 26 της ΠΥΣ 6/2012 που, μάλιστα, οδήγησε και στην έκδοση της υπ' αριθμ. 52/ 2015 απόφασης του Αρείου Πάγου.
Η θεώρηση του βιβλίου δρομολογίων από την οικεία Κοινωνική Επιθεώρηση Εργασίας εγγυάται τη λειτουργία του ως μέσο ελέγχου της τήρησης των χρονικών ορίων εργασίας των οδηγών, με θετικές συνέπειες για την οδική ασφάλεια και τα εργασιακά δικαιώματα των οδηγών.
Το προϊσχύσαν νομοθετικό πλαίσιο θεμελίωνε διαφορετικά όρια ηλικίας ανάλογα με το είδος του οχήματος και κατ' επέκταση της κατηγορίας επιβατών. Ωστόσο, οι επιβάτες δικαιούνται το ίδιο υψηλό επίπεδο οδικής ασφάλειας ανεξαρτήτως κατηγορίας ή ηλικίας. Συνεπώς, είναι εύλογο να καθιερωθεί ένα ενιαίο όριο ηλικίας για όλα τα είδη οχημάτων. Επιπροσθέτως, υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό πλαίσιο και με δεδομένο πως τα όρια συνταξιοδότησης, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, αναπροσαρμόζονται στα εξήντα δύο (62) έτη με σαράντα (40) έτη ασφάλισης ή στα εξήντα επτά (67) έτη, οι οδηγοί σχολικών λεωφορείων δεν θα ήταν σε θέση να συνταξιοδοτηθούν εκτός εάν κατά τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας τους είχαν συμπληρώσει σαράντα (40) έτη ασφάλισης. Με την παρούσα τροποποίηση, παρέχεται η δυνατότητα στη συγκεκριμένη κατηγορία οδηγών να παραμένουν στην εργασία μέχρι τη συμπλήρωση του νομίμου ορίου συνταξιοδότησης των εξήντα επτά (67) ετών.
Οι διατάξεις του άρθρου 17 του Ν.2622/1998 ορίζουν ότι το προσωπικό ασφαλείας αποτελεί ειδική κατηγορία προσωπικού και απαγορεύουν τη μετάταξη ή την ανάθεση καθηκόντων σε άλλη κατηγορία προσωπικού πριν το 53o έτος της ηλικίας του. Το αντικείμενο απασχόλησης της ειδικότητας ΔΕ Προσωπικό Ασφαλείας τείνει να εκλείψει στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δεδομένου ότι δεν πραγματοποιούνται πλέον χρηματαποστολές ώστε να χρήζουν συνοδείας και για τις ανάγκες φρούρησης και ασφάλειας των μονάδων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ απασχολούνται υπάλληλοι ειδικότητας ΥΕ Φυλάκων Νυχτοφυλάκων. Επιπλέον υπάρχει τεράστια έλλειψη σε διοικητικό προσωπικό και δεδομένου ότι η ειδικότητα ΔΕ Προσωπικό Ασφαλείας στην οποία υπηρετούν, τείνει να είναι άνευ αντικειμένου, προτείνεται η άρση του περιορισμού που θέτει το άρθρο 17 του Ν.2622/1998.
Άρθρο 131
Η παρούσα ρύθμιση επιβάλλεται, προκειμένου να υλοποιηθεί το άρθρο 37 του Ν. 4144/2013 (ΦΕΚ Α' 88).
Με την ψήφιση του Ν. 4144/2013 και ειδικότερα όπως προβλέπεται στο Άρθρο 37, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) αναγνωρίζεται ως ισότιμος κοινωνικός εταίρος και συμμετέχει σε όλα τα συλλογικά όργανα και εκπροσωπήσεις της χώρας όπου προβλέπεται συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων.
Τέτοιο συλλογικό όργανο είναι και το Τμήμα Προώθησης της εφαρμογής των διεθνών κανόνων εργασίας, που λειτουργεί στα πλαίσια του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας (Α.Σ.Ε.).
Άρθρο 132
Η ανάγκη αντικατάστασης της παρ. 7 του άρθρου 25 του π.δ. 368/1989, όπως προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν.3762/2009 (ΦΕΚ Α' 75), προκύπτει λόγω της έναρξης ισχύος του νέου Οργανισμού του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (π.δ. 113/2014), με τον οποίο καταργήθηκε η Γενική Δ/νση Συνθηκών και Υγιεινής της Εργασίας. Επίσης, προκειμένου να υλοποιηθεί το άρθρο 37 του Ν. 4144/2013, με το οποίο ο ΣΕΤΕ αναγνωρίστηκε ως ισότιμος κοινωνικός εταίρος.
Άρθρο 133- Τροποποίηση Οργανισμού Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
Η ανάγκη αντικατάστασης της παρ. 7 του άρθρου 25 του π.δ. 368/1989, όπως προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν.3762/2009 (ΦΕΚ Α' 75), προκύπτει λόγω της έναρξης ισχύος του νέου Οργανισμού του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (π.δ. 113/2014), με τον οποίο καταργήθηκε η Γενική Δ/νση Συνθηκών και Υγιεινής της Εργασίας. Επίσης, προκειμένου να υλοποιηθεί το άρθρο 37 του Ν. 4144/2013, με το οποίο ο ΣΕΤΕ αναγνωρίστηκε ως ισότιμος κοινωνικός εταίρος.
Άρθρο 134
Η παρούσα ρύθμιση κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να καθίσταται εφικτή η συμμετοχή των μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, τα οποία διαμένουν εκτός της περιφέρειας της έδρας των οργανώσεων και αδυνατούν να μετακινηθούν για οικονομικούς και άλλους λόγους στις συλλογικές και ιδιαίτερα τις εκλογικές διαδικασίες. Συγχρόνως, η εν λόγω πρόβλεψη βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με την συνταγματική επιταγή (άρθρο 23 του Συντάγματος), που θεμελιώνει υποχρέωση του Κράτους να λαμβάνει όλα τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών με αυτήν δικαιωμάτων έναντι κάθε προσβολής τους. Με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς το δικαίωμα της συμμετοχής στις Γενικές Συνελεύσεις και στις εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων, μελών Δ.Σ., ελεγκτικών επιτροπών κ.τ.λ. περιοριζόταν υπέρμετρα, εφόσον δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για τα μέλη των πανελλαδικής εμβέλειας συνδικαλιστικών οργανώσεων που κατοικούσαν εκτός της περιφέρειας της έδρας τους.
Κεφάλαιο ΙΒ' Λοιπές Διατάξεις αρμοδιότητας Υπ. Εργασίας Άρθρα 135
Η κοινωνική εργασία αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας ζωής και ευημερίας ενός ατόμου, μίας ομάδας ή κοινότητας. Προασπίζεται συνταγματικά δικαιώματα και ελευθερίες προσώπων ή ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων, που πλήττονται από τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Επιδιώκει τη διευθέτηση και επίλυση προσωπικών προβλημάτων, καθώς και ευρύτερων κοινωνικών ζητημάτων, όπως είναι η ένδεια, η ανεργία ή η ενδοοικογενειακή βία. Οι παρεμβάσεις της κοινωνικής εργασίας καλύπτουν ένα διευρυμένο πεδίο δράσεων συμβουλευτικής, ψυχοθεραπείας, σχεδιασμού και αξιολόγησης προγραμμάτων κοινωνικής μέριμνας και συνεισφοράς στη διαμόρφωση κοινωνικών πολιτικών.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κοινωνικός λειτουργός καλείται να εκπληρώσει το ρόλο του παρέχοντας εξειδικευμένες υπηρεσίες σε πολλαπλούς τομείς, ήτοι σε δομές κοινωνικής φροντίδας, στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στο σωφρονιστικό σύστημα και γενικότερα στον κοινωνικό σχεδιασμό. Ως θεσμός αναγνωρισμένος με το υπ' αριθμ. 4018/1959 νομοθετικό διάταγμα (Α' 247), οι κοινωνικοί λειτουργοί αποτελούν πρόσωπα ειδικώς εκπαιδευμένα για την εφαρμογή προγραμμάτων Κοινωνικής Πρόνοιας και Υγείας. Καταλαμβάνουν θέσεις σε υπηρεσίες και ιδρύματα νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και ειδικότερα σε Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας, νοσηλευτικά ιδρύματα, σωφρονιστικά καταστήματα, καθώς και ιδρύματα παιδικής προστασίας, σύμφωνα και με τις διατάξεις του πδ/τος 50/1989 (Α' 23) περί καθορισμού επαγγελματικών δικαιωμάτων πτυχιούχων τμήματος Κοινωνικής Εργασίας.
Ο Σύνδεσμος Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος ιδρύθηκε το 1955 ως επιστημονικό και επαγγελματικό σωματείο των κοινωνικών λειτουργών της χώρας. Ο Σύνδεσμος διαθέτει περισσότερα από πέντε χιλιάδες (5.000) εγγεγραμμένα μέλη και αριθμεί δεκαοκτώ (18) Περιφερειακά και Τοπικά Τμήματα σε ολόκληρη την επικράτεια. Ο καταστατικός σκοπός του Συνδέσμου έγκειται στην προστασία και προάσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων, στην εξάλειψη των κοινωνικών προκαταλήψεων, στην καταπολέμηση των διακρίσεων και στη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης και πλήρους ένταξης στην κοινωνία. Ως η πλέον αντιπροσωπευτική οργάνωση των κοινωνικών λειτουργών της χώρας, ο Σύνδεσμος Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος συμμετέχει ενεργά ως πλήρες μέλος στη Διεθνή Ομοσπονδία Κοινωνικών Λειτουργών και στην Ένωση Κοινωνικών Λειτουργών των Εθνικών Συνδέσμων των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπροσθέτως, συνεργάζεται με το Συμβούλιο της Ευρώπης για θέματα Κοινωνικής Εργασίας.
Ο επιδιωκόμενος σκοπός της προτεινόμενης ρύθμισης έγκειται στη θεσμική αναγνώριση και αναβάθμιση του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Το διευρυμένο αντικείμενο των επιστημονικών θεματικών ενασχόλησης των κοινωνικών λειτουργών, η πολύτιμη προσφορά τους στον τομέα της Κοινωνικής Προστασίας και η ανάγκη θεσμικής κατοχύρωσης αντιπροσωπευτικού οργάνου καθιστούν επιβεβλημένη την παρούσα ρύθμιση. Η νομοθετική αναγνώριση του συλλογικού χαρακτήρα των κοινωνικών λειτουργών εξασφαλίζει ένα αξιόπιστο πλαίσιο καταγραφής των επαγγελματιών κοινωνικών λειτουργών και εποπτείας της τήρησης των όρων κτήσης της άδειας άσκησης επαγγέλματος, διευκολύνει τον κλάδο στην προάσπιση των επαγγελματικών του δικαιωμάτων και στη διεκδίκηση των εργασιακών αιτημάτων του και ενισχύει το κύρος και τη ρυθμιστική παρέμβαση του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος.
Άρθρο 136- ΟΚΕ
Με το άρθρο 5 παρ. 6 του ν. 3191/2003 «Εθνικό Σύστημα Σύνδεσης της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης με την Απασχόληση» (Ε.Σ.Σ.Ε.Ε.Κ.Α.) προβλέφθηκε η δυνατότητα, με υπουργική απόφαση, να ορίζονται και να εντάσσονται στο σύστημα Σ1 και άλλα ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ ή Ερευνητικά Ινστιτούτα των Κοινωνικών Εταίρων που υπογράφουν την ΕΓΣΣΕ. Με την προτεινόμενη διάταξη δίδεται η δυνατότητα αυτή και σε ότι αφορά την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (Ο.Κ.Ε.) της οποίας η συμμετοχή θα αποβεί ωφέλιμη του Ε.Σ.Σ.Ε.Ε.Κ.Α. λόγω της σύνθεσής της, των αρμοδιοτήτων της και της εμπειρίας της.
ΜΕΡΟΣ Β' Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων
Άρθρο 137 Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος
Με την παράγραφο 1 του άρθρου 137 ορίζεται νέα κλίμακα υπολογισμού του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις.
Με την παράγραφο 2 προβλέπεται μείωση του φόρου από μισθωτή εργασία και συντάξεις μέχρι δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ.
Με την παράγραφο 3 ορίζεται ότι οι άμεσες ενισχύσεις του πρώτου πυλώνα της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, με εξαίρεση τις πράσινες και τις συνδεδεμένες, αποτελούν κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα, για εισοδήματα από 1.1.2016 και εξής.
Με τις παραγράφους 4 και 5 ορίζεται ότι τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις φορολογούνται αθροιστικά με αυτά από επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ τα εισοδήματα από ατομική αγροτική επιχείρηση, φορολογούνται αυτοτελώς. Οι μειώσεις φόρου του άρθρου 16 του ν. 4172/2013 δεν εφαρμόζονται στα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Με τις παραγράφους 6 και 7 αυξάνεται ο συντελεστής φορολόγησης των μερισμάτων από 10% σε 15%. Με τη διάταξη αυτή στη φορολόγηση τόκων και μερισμάτων, εισοδήματα της ίδιας κατηγορίας (από κεφάλαιο), επιβάλλεται ο ίδιος συντελεστής.
Με την παράγραφο 8 η ειδική εισφορά αλληλεγγύης ενσωματώνεται στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και υπολογίζεται πλέον με οριακούς συντελεστές, έτσι ώστε ο συντελεστής του επόμενου κλιμακίου να εφαρμόζεται μόνον στο υπερβάλλον ποσό του εισοδήματος.
Με την παράγραφο 9 διατηρούνται ως ίσχυαν προ της τροποποίησής τους με το παρόν άρθρο οι συντελεστές του άρθρου 29, παράγραφος 1, για τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα των υπόχρεων των περιπτώσεων β', δ', ε', στ' και ζ' του άρθρου 45 που τηρούν απλογραφικά βιβλία.
Με την παράγραφο 10 προβλέπεται ότι τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2016 και εφεξής.
Με την παράγραφο 11 γίνεται νομοτεχνική βελτίωση στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας λόγω της ενσωμάτωσης της Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Άρθρο 138 Ρυθμίσεις επί των τυχερών παιγνίων
Με τις διατάξεις του άρθρου 138 καταργείται το ειδικό τέλος πέντε (0,05) λεπτών του ευρώ, ανά στήλη, κάθε παιγνίου της ΟΠΑΠ Α.Ε. (άρθρο 12 του ν. 4346/2015) και αυξάνεται η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου από 30% σε 35%, στα έσοδα επί του μικτού κέρδους που αφορά στα ποσά τα οποία προέρχονται από την εκμετάλλευση της δραστηριότητας τυχερών παιγνίων του κατόχου της επίγειας ή διαδικτυακής αδείας (άρθρο 50 του ν. 4002/2011).
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
ΜΕΡΟΣ Α΄ Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας- Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος
Κεφάλαιο Α’ - Αρχές και όργανα του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας
Άρθρο 1 Θεμελιώδεις αρχές του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας
Άρθρο 2 Εννοιολογικοί προσδιορισμοί
Άρθρο 3 Εθνικό Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφάλειας
Κεφάλαιο Β’ Συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών
Άρθρο 4 Υπαγωγή στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης των υπαλλήλων – λειτουργών του Δημοσίου καθώς και των στρατιωτικών
Άρθρο 5 Ενιαίοι κανόνες ασφάλισης – παροχών υπαλλήλων Δημοσίου
Άρθρο 6 Ειδικές-Μεταβατικές συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου
Άρθρο 7 Εθνική Σύνταξη
Άρθρο 8 Ανταποδοτική σύνταξη
Άρθρο 9 Προσωρινή σύνταξη
Άρθρο 10 Οικογενειακή παροχή – επιδόματα τέκνων-προσαύξηση σύνταξης
Άρθρο 11 Σύνταξη αναπηρίας
Άρθρο 12 Σύνταξη λόγω θανάτου
Άρθρο 13 Ανώτατο όριο καταβολής σύνταξης
Άρθρο 14 Αναπροσαρμογή συντάξεων-προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων
Άρθρο 15 Χρόνος ασφάλισης
Άρθρο 16 Δικαιώματα αντισυμβαλλομένου συμφώνου συμβίωσης
Άρθρο 17 Παράλληλη ασφάλιση
Άρθρο18 Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης
Άρθρο 19 Διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης
Άρθρο 20 Απασχόληση συνταξιούχων
Άρθρο 21 Αναλογική Εφαρμογή διατάξεων- Εξουσιοδοτικές διατάξεις
Άρθρο 22 Τροποποίηση διατάξεων του π.δ. 169/2007
Άρθρο 23 Ρυθμίσεις διαφόρων συνταξιοδοτικών θεμάτων
Άρθρο 24 Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικών θεμάτων υπαλλήλων του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων – Ο.Δ.Α.Ζ.
Άρθρο 25 Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικών θεμάτων υπαλλήλων του Ταμείου Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΑΔΚΥ)
Άρθρο 26 Έκταση Εφαρμογής
Κεφάλαιο Γ΄ Ρυθμίσεις ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα
Άρθρο 27 Εφαρμογή κοινών κανόνων ασφαλισμένων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα
Άρθρο 28 Ανταποδοτική σύνταξη
Άρθρο 29 Προσωρινή σύνταξη
Άρθρο 30 Προσαύξηση σύνταξης όσων κατέβαλλαν αυξημένες εισφορές
Άρθρο 31 Ασφαλιστικές παροχές λόγω εργατικού ατυχήματος ή ατυχήματος εκτός εργασίας
Άρθρο 32 Παροχές σε είδος και σε χρήμα
Άρθρο 33 Αναπροσαρμογή συντάξεων-προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων
Άρθρο 34 Χρόνος ασφάλισης
Άρθρο 35 Εφάπαξ παροχή
Άρθρο 36 Παράλληλη ασφάλιση
Άρθρο 37 Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης
Κεφάλαιο Δ’ Ενιαίοι Κανόνες Εισφορών – Πόροι –Ανακεφαλαιοποίηση του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης
Άρθρο 38 Εισφορές Μισθωτών και Εργοδοτών
Άρθρο 39 Εισφορές αυτοπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών
Άρθρο 40 Εισφορές ασφαλισμένων στον ΟΓΑ
Άρθρο 41 Ασφαλιστικές εισφορές υγειονομικής περίθαλψης
Άρθρο 42 Ειδικό παράβολο ασφαλιστικής κάλυψης αγρεργατών
Άρθρο 43 Προθεσμία Καταβολής ασφαλιστικών εισφορών
Άρθρο 44 Εισφορές υγειονομικής περίθαλψης συνταξιούχων
Άρθρο 45 Κοινό Μητρώο Εισφορών και Φόρου Εισοδήματος
Άρθρο 46 Αντικειμενικό σύστημα τεκμαρτού υπολογισμού εισφορών
Άρθρο 47 Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης της Ακίνητης Περιουσίας Ασφαλιστικών Οργανισμών
Άρθρο 48 Σύσταση Εταιρείας Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων Διευρυμένου Σκοπού Ασφαλιστικών Οργανισμών (ΑΕΔΑΚ Α.Ο.) και συγχώνευσης σε αυτήν εταιριών ΕΔΕΚΤ ΕΠΕΥ και ΑΕΔΑΚ ΑΟ Α.Ε.
Άρθρο 49 Συγχώνευση εταιρειών
Άρθρο 50 Μετοχικά Ταμεία
Άρθρο 51 Διατάξεις ΜΤΠΥ
Άρθρο 52 Πρόσθετοι πόροι Ασφαλιστικού Συστήματος
Άρθρο 53 Ευθύνη διοικούντων προσώπων νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων για ληξιπρόθεσμες οφειλές προς ασφαλιστικούς φορείς και εργαζομένους/ Αλληλέγγυα ευθύνη
Κεφάλαιο Ε’ Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης
Άρθρο 54 Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης – Σύσταση - Σκοπός
Άρθρο 55 Οργανισμός του Ε.Φ.Κ.Α.
Άρθρο 56 Ένταξη φορέων, κλάδων, τομέων και λογαριασμών στον Ε.Φ.Κ.Α.
Άρθρο 57 ΚΕΑΟ
Άρθρο 58 Ασφαλιστέα πρόσωπα
Άρθρο 59 Πόροι
Άρθρο 60 Διοίκηση του Ε.Φ.Κ.Α.
Άρθρο 61 Συμβουλευτικές Επιτροπές
Άρθρο 62 Αρμοδιότητες Διοικητή
Άρθρο 63 Αρμοδιότητες Διοικητικού Συμβουλίου
Άρθρο 64 Προσωπικό γραφείων Διοικητή και Υποδιοικητών
Άρθρο 65 Διοικητική Οργάνωση
Άρθρο 66 Τμήμα Γραμματείας Διοικητή
Άρθρο 67 Τμήμα Γραμματείας Υποδιοικητών
Άρθρο 68 Διεύθυνση Ειδικού Προγράμματος
Άρθρο 69 Διεύθυνση Εσωτερικού Ελέγχου και Ελέγχου Εσωτερικών Υποθέσεων
Άρθρο 70 Γενικές Διευθύνσεις
Άρθρο 71 Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών και Διοικητικής Υποστήριξης
Άρθρο 72 Τμήματα Διοικητικής Μέριμνας
Άρθρο 73 Περιουσία, λογιστική και οικονομική λειτουργία
Άρθρο 74 Θέματα Προσωπικού
Άρθρο 75 Θέματα προσωπικού της Γενικής Διεύθυνσης Χορήγησης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής
Άρθρο 76 Διατάξεις Ν.Α.Τ. και Ο.Γ.Α.
Κεφάλαιο Στ’ Τροποποίηση διατάξεων Ε.Τ.Ε.Α. και ρυθμίσεις πρώην Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.
Άρθρο 77 Μετονομασία Ε.Τ.Ε.Α. σε «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» («Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.».)
Άρθρο 78 Ένταξη Ταμείων Πρόνοιας στον Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
Άρθρο 79 Ασφαλιστέα πρόσωπα στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
Άρθρο 80 Πόροι του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
Άρθρο 81 Οικονομικό Σύστημα Λειτουργίας του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
Άρθρο 82 Χρόνος ασφάλισης στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
Άρθρο 83 Διοίκηση του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
Άρθρο 84 Θέματα οργάνωσης Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
Άρθρο 85 Θέματα οικονομικής λειτουργίας Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
Άρθρο 86 Θέματα προσωπικού εντασσομένων νομικών προσώπων
Άρθρο 87 Ενιαίος Κανονισμός Ασφάλισης και Παροχών Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π
Άρθρο 88 Ειδικά Οικονομικά Θέματα Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π
Άρθρο 89 Τ.Μ.Ε.Δ.Ε.
Άρθρο 90 Διοίκηση Τ.Μ.Ε.Δ.Ε.
Άρθρο 91 Πόροι και Περιουσία Τ.Μ.Ε.Δ.Ε.
Άρθρο 92 Θέματα Προσωπικού Τ.Μ.Ε.Δ.Ε.
Άρθρο 93 Έναρξη ισχύος
Κεφάλαιο Ζ΄ Προνοιακές παροχές ηλικιωμένων και υπερηλίκων
Άρθρο 94 Προνοιακά Επιδόματα Κοινωνικής Αλληλεγγύης ηλικιωμένων και υπερηλίκων
Άρθρο 95 Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ)
Άρθρο 96 Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερήλικων
Κεφάλαιο Η΄ Διαχρονικό Δίκαιο
Άρθρο 97 Ειδικές διατάξεις για θέματα παροχών
Άρθρο 98 Παραγραφή αξιώσεων ΕΦΚΑ - Αναλογική Εφαρμογή διατάξεων- Εξουσιοδοτικές διατάξεις
Άρθρο 99 Παροχές ΕΤΕΑΕΠ – Αναπροσαρμογή καταβαλλόμενων συντάξεων
Άρθρο 100 Εισφορές επικουρικής ασφάλισης
Άρθρο 101 Μεταβατική ρύθμιση – εισφορές αυταπασχολούμενων προερχόμενων από το ΕΤΑΑ
Άρθρο 102 Μεταβατική διάταξη για συνταξιοδοτικές παροχές ασφαλιζομένων στον ΟΓΑ
Άρθρο 103 Γενικές Μεταβατικές Διατάξεις Ε.Φ.Κ.Α.
Άρθρο 104 Μεταβατικές διατάξεις για θέματα προσωπικού Ε.Φ.Κ.Α.
Κεφάλαιο Θ΄ Λοιπές Διατάξεις κοινωνικοασφαλιστικού περιεχομένου
Άρθρο 105 Εισφορά υπέρ συλλογικών οργάνων συνταξιούχων
Άρθρο 106 Επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών
Άρθρο 107 Επιστροφή αχρεωστήτως εισπραχθεισών εισφορών
Άρθρο 108 Ασφαλιστική ενημερότητα κοινωφελών επιχειρήσεων
Άρθρο 109 Θωράκιση ελεγκτικών μηχανισμών αγοράς εργασίας
Άρθρο 110 Πρόσβαση ΚΕΑΟ στο Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών
Άρθρο 111 Διάκριση ασφαλιστικών οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης
Άρθρο 112 Διαγραφή οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης
Κεφάλαιο Ι’Λοιπές Διατάξεις Αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών
Άρθρο 113 Τροποποίηση αρ. 4 του Π.Δ. 370/1987
Κεφάλαιο ΙΑ΄ Εργασιακές Ρυθμίσεις
Άρθρο 114
Άρθρο 115
Άρθρο 116
Άρθρο 117
Άρθρο 118
Άρθρο 119
Άρθρο 120
Άρθρο 121
Άρθρο 122 - Κατοχύρωση εμπράγματων δικαιωμάτων ΟΑΕΔ στο Εθνικό Κτηματολόγιο
Άρθρο 123
Άρθρο 124
Άρθρο 125
Άρθρο 126
Άρθρο 127
Άρθρο 128
Άρθρο 129
Άρθρο 130
Άρθρο 131
Άρθρο 132
Άρθρο 133 - Τροποποίηση Οργανισμού Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
Άρθρο 134
Κεφάλαιο ΙΒ’ Λοιπές Διατάξεις αρμοδιότητας Υπ. Εργασίας
Άρθρο 135 ΣΚΛΕ
Άρθρο 136 ΟΚΕ
ΜΕΡΟΣ Β΄ Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων
Άρθρο 137 Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος
Άρθρο 138 Ρυθμίσεις επί των τυχερών παιγνίων
ΜΕΡΟΣ Α΄ Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας- Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος
Κεφάλαιο Α’ - Αρχές και όργανα του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας
Άρθρο 1
Θεμελιώδεις αρχές του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας
1. Οι κοινωνικές παροχές της Πολιτείας χορηγούνται στο πλαίσιο Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας, με σκοπό την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής προστασίας, με όρους ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδιανομής και αλληλεγγύης των γενεών. Το Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας περιλαμβάνει το Εθνικό Σύστημα Υγείας για τις παροχές υγείας, το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Αλληλεγγύης για τις προνοιακές παροχές και το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης για τις ασφαλιστικές παροχές, όπως ρυθμίζεται από το νόμο αυτό.
2. Η κοινωνική ασφάλιση, η υγεία και η κοινωνική πρόνοια αποτελούν δικαίωμα όλων των Ελλήνων Πολιτών και όσων διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα. Το Κράτος έχει υποχρέωση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας και για την απονομή των σχετικών παροχών σε όλους όσοι πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις.
3. Το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης λειτουργεί με ενιαίους κανόνες για όλους χωρίς διάκριση.
Άρθρο 2
Εννοιολογικοί προσδιορισμοί
1. Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων του νόμου αυτού, η κύρια σύνταξη λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου υπολογίζεται ως το άθροισμα δύο τμημάτων, της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 και της ανταποδοτικής σύνταξης του άρθρου 8 του παρόντος.
2. Η Εθνική Σύνταξη δεν χρηματοδοτείται από ασφαλιστικές εισφορές, αλλά απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό.
3. Το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης υπολογίζεται βάσει των αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές και του ποσοστού αναπλήρωσης σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος. Το άθροισμα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης αποσκοπεί στην εξασφάλιση αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατό εγγύτερο προς εκείνο που είχε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου.
4. Το ποσό της κατά τα ανωτέρω κανονισθείσας σύνταξης καταβάλλεται ανά μήνα.
5. Το κράτος έχει πλήρη εγγυητική υποχρέωση για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών. Ειδικές διατάξεις σχετικές με την κρατική χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης καταργούνται.
Άρθρο 3
Εθνικό Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφάλειας
1. Συστήνεται Εθνικό Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφάλειας (Ε.ΣΥ.ΚΑ.) ως συμβουλευτικό όργανο των Υπουργείων Υγείας, Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για τη χάραξη των εθνικών πολιτικών, στο πλαίσιο του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας. Όργανα του Ε.ΣΥ.ΚΑ. είναι ο Πρόεδρος, η Ολομέλεια και το Εκτελεστικό Συμβούλιο.
2. Η Ολομέλεια του Ε.ΣΥ.ΚΑ έχει ως αποστολή:
α. Τη διαρκή παρακολούθηση των θεμάτων κοινωνικής ασφάλειας, τη δημόσια ενημέρωση και την προώθηση της σχετικής με το πεδίο αυτό έρευνας
β. Την ανταλλαγή εμπειριών σε διεθνές επίπεδο διατηρώντας παράλληλα μόνιμη συνεργασία και επικοινωνία με διεθνείς οργανισμούς και παρεμφερή όργανα άλλων χωρών
γ. Την υποβολή συστάσεων, προτάσεων και εκπόνηση μελετών και εκθέσεων για τη λήψη νομοθετικών, διοικητικών ή άλλων μέτρων που συμβάλλουν στη βελτίωση της κοινωνικής ασφάλειας.
3. Συγκροτείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Υπουργού Υγείας και αποτελείται από τα εξής μέλη:
α. Τον Πρόεδρο του Ε.ΣΥ.ΚΑ., ο οποίος είναι μέλος Διδακτικού -Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) Πανεπιστημίου ή ομότιμος καθηγητής, ή προσωπικότητα εγνωσμένου κύρους με ιδιαίτερη εμπειρία σε θέματα κοινωνικής Προστασίας και ορίζεται ύστερα από γνώμη της αρμόδιας κατά τον Κανονισμό της Βουλής Επιτροπής
β. Το Γενικό Γραμματέα Κοινωνικών Ασφαλίσεων
γ. τέσσερις (4) εκπροσώπους, ένας ανά Υπουργείο, ήτοι ένας (1) εκπρόσωπος του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ένας (1) εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών, ένας (1) εκπρόσωπος του Υπουργείου Υγείας και ένας (1) εκπρόσωπος του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης με τους αναπληρωτές τους, που ορίζονται με απόφαση του αρμοδίου Υπουργού
δ. Το Διοικητή του ΟΑΕΔ, με τον αναπληρωτή του
ε. Το Διοικητή του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) με τον αναπληρωτή του
στ. Το Διοικητή του ΟΓΑ, με τον αναπληρωτή του
ζ. Τον Πρόεδρο του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τον αναπληρωτή του
η. Τον Πρόεδρο του ΕΟΠΥΥ, με τον αναπληρωτή του
θ. Έναν (1) εκπρόσωπο από φορέα εποπτευόμενο από το Υπουργείο Υγείας που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Υγείας
ι. Τον Συνήγορο του Πολίτη, με αναπληρωτή του το Βοηθό Συνήγορο με αρμοδιότητα την Κοινωνική Προστασία
ια. Έναν (1) εκπρόσωπο της ΓΣΕΕ, με τον αναπληρωτή του
ιβ. Έναν (1) εκπρόσωπο της ΑΔΕΔΥ, με τον αναπληρωτή του
ιγ. Έναν (1) εκπρόσωπο του ΣΕΒ και του ΣΕΤΕ, που υποδεικνύεται από κοινού από τις δύο οργανώσεις, με τον αναπληρωτή του
ιδ. Έναν (1) εκπρόσωπο της ΓΣΕΒΕΕ και της ΕΣΕΕ που υποδεικνύεται από κοινού από τις δύο οργανώσεις, με τον αναπληρωτή του
ιε. Έναν (1) εκπρόσωπο των συνταξιούχων που υποδεικνύεται από την Ανώτατη Γενική Συνομοσπονδία Συνταξιούχων Ελλάδος (ΑΓΣΕΕ), την Ομοσπονδία Συνταξιούχων ΙΚΑ, την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συνταξιούχων ΟΑΕΕ (ΠΟΣ ΟΑΕΕ) και την Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτικών Συνταξιούχων (ΠΟΠΣ), εκ περιτροπής ανά θητεία, με τον αναπληρωτή του
ιστ. Έναν (1) εκπρόσωπο της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ), με τον αναπληρωτή του
ιζ. Έναν (1) εκπρόσωπο της ΚΕΔΕ και της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδας που υποδεικνύεται από κοινού από τις δύο οργανώσεις, με τον αναπληρωτή του
ιη. Δύο (2) ειδικούς επιστήμονες επί θεμάτων κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
ιθ. Έναν (1) ειδικό επιστήμονα επί θεμάτων υγείας και κοινωνικής προστασίας που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας
κ. Έναν (1) εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΤΕΕ), της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου και του Οικονομικού Επιμελητηρίου υποδεικνύεται από κοινού από τις οργανώσεις αυτές, με τον αναπληρωτή του
4. Σε περίπτωση, κατά την οποία οι αρμόδιοι φορείς των περιπτώσεων ια’ έως κ’ της προηγούμενης παραγράφου δεν υποδείξουν εντός δύο μηνών από σχετική πρόσκληση των Υπουργών Υγείας, Οικονομικών, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης τους εκπροσώπους τους, η Ολομέλεια του Ε.ΣΥ.ΚΑ. λειτουργεί νόμιμα και χωρίς την συμμετοχή τους.
5. α. Η Εκτελεστική Επιτροπή του Ε.ΣΥ.ΚΑ. αποτελείται από τον Πρόεδρό του και τα μέλη των περιπτώσεων ιη΄ και ιθ΄ της προηγούμενης παραγράφου και συγκροτείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών και Υγείας.
β. Η εκτελεστική επιτροπή ασκεί όσες αρμοδιότητες της ανατίθενται από την Ολομέλεια και, παράλληλα, λειτουργεί ως παρατηρητήριο της εφαρμογής της νομοθεσίας κοινωνικής προστασίας, εισηγούμενη προς τον αρμόδιο Υπουργό επί θεμάτων επιχειρησιακού σχεδιασμού, οργανωτικού και λειτουργικού εκσυγχρονισμού των φορέων του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας.
6. α. Η θητεία των μελών του Ε.ΣΥ.ΚΑ. είναι τριετής και δύναται να παρατείνεται μετά τη λήξη της αυτοδικαίως, όχι όμως πέρα από ένα εξάμηνο. Σε περίπτωση αντικατάστασης μέλους κατά τη διάρκεια της θητείας του, το νέο μέλος ορίζεται για το υπόλοιπο της θητείας του προκατόχου του.
β. Με την απόφαση της συγκρότησης της Ολομέλειας ορίζεται ως Αντιπρόεδρος ένα από τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής των περιπτώσεων ιη’ ή ιθ’, με σκοπό την αναπλήρωση του Προέδρου όταν αυτός κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντα του στην Ολομέλεια ή στην Εκτελεστική Επιτροπή.
γ. Χρέη γραμματέα της Ολομέλειας και της Εκτελεστικής Επιτροπής ασκεί υπάλληλος του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο οποίος ορίζεται, μαζί με τον αναπληρωτή του στην απόφαση συγκρότησης.
7. Ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του συντάσσει την ημερήσια διάταξη της Ολομέλειας και της Εκτελεστικής Επιτροπής, εισηγείται τα θέματα προς συζήτηση ή ορίζει εισηγητές, διευθύνει τις εργασίες τους και φροντίζει για την εύρυθμη λειτουργία τους.
8. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Υγείας και Οικονομικών ορίζεται η αποζημίωση των μελών της Ολομέλειας και της Εκτελεστικής Επιτροπής ανά συνεδρίαση.
Κεφάλαιο Β’
Συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών
Άρθρο 4
Υπαγωγή στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης των υπαλλήλων – λειτουργών του Δημοσίου καθώς και των στρατιωτικών
1.α. Οι υπαγόμενοι στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου, τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι της Βουλής, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμίδας, οι ιερείς και οι υπάλληλοι των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου καθώς και τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υπάγονται για κύρια σύνταξη στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), ο οποίος συστήνεται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και οι συντάξεις τους κανονίζονται και καταβάλλονται με βάση τις ρυθμίσεις του παρόντος και τις λοιπές μεταβατικές διατάξεις.
β. Για τις προϋποθέσεις θεμελίωσης σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος καθώς και για τα όρια ηλικίας καταβολής της σύνταξης των ανωτέρω προσώπων, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου όπως αυτές ισχύουν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.
2. α. Το Δημόσιο εξακολουθεί έως 31.12.2016 να υπολογίζει και να εισπράττει τις ασφαλιστικές εισφορές των προσώπων της παραγράφου 1α του παρόντος άρθρου και να καταβάλλει τις ήδη κανονισθείσες συντάξεις καθώς και εκείνες που θα κανονισθούν μέχρι την ημερομηνία αυτή.
β. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα της παραγράφου 1α υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έως 31.12.2016 κανονίζονται από το Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
γ. Οι καταβαλλόμενες από το Δημόσιο, κατά την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του ΕΦΚΑ σύμφωνα με τις προβλέψεις του παρόντος νόμου συντάξεις όσων από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν καταστεί συνταξιούχοι μέχρι την ημερομηνία αυτή, μεταφέρονται στον ΕΦΚΑ και καταβάλλονται από αυτόν, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων περί ανωτάτου ορίου σύνταξης.
3. Οι ανωτέρω διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή:
- για όσους από τα ανωτέρω πρόσωπα υπάγονται στις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (120 Α) και 1977/1991 (185 Α)
- για όσους δικαιούνται πολεμική σύνταξη ή σύνταξη αναπήρου οπλίτη ειρηνικής περιόδου ή σύνταξη Εθνικής Αντίστασης Ο.Γ.Α. ή ανασφάλιστου Αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 168/2007 (209 Α), του π.δ. 169/2007 (210 Α) και των άρθρων 22 και 27 του ν. 1813/1988 (243 Α)
- για τους λογοτέχνες – καλλιτέχνες που δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 (297 Α)
- για τους βουλευτές και τα αιρετά όργανα των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμίδας που δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 91/1943 (129 Α), του ν.δ. 99/1974 (295 Α) και του άρθρου 9 του ν. 2703/1999 (72 Α)
- για όσους λαμβάνουν προσωπική σύνταξη καθώς και
- για όσους δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας, η οποία προήλθε εξαιτίας της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 169/2007 σε συνδυασμό και με αυτές του π.δ. 168/2007.
Τα ανωτέρω πρόσωπα εξακολουθούν να υπάγονται στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου και οι συντάξεις τους κανονίζονται και καταβάλλονται από το Δημόσιο.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης θα ορισθεί κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
Άρθρο 5
Ενιαίοι κανόνες ασφάλισης – παροχών υπαλλήλων Δημοσίου
1. Από 1.1.2017 το συνολικό ποσοστό εισφοράς σύνταξης στον ΕΦΚΑ ασφαλισμένου και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των συντάξιμων μηνιαίων αποδοχών των προσώπων της παρ. 1 α του άρθρου 4, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά, με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος του ασφαλισμένου και κατά 13,33% σε βάρος του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 περ. γ του παρόντος άρθρου.
2. α. Το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών, συνίσταται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
β. Το ανώτατο όριο της προηγούμενης περίπτωσης, εφαρμόζεται και επί πολλαπλής μισθωτής απασχόλησης ή έμμισθης εντολής για την οποία καταβάλλεται εισφορά, όσον αφορά στην εισφορά ασφαλισμένου.
γ. Τυχόν υψηλότερα ή χαμηλότερα των οριζομένων στην παράγραφο 1 ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών κλάδου σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη, που προβλέπονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, αναπροσαρμόζονται ετησίως ισόποσα και σταδιακά από 1.1.2017 και εφεξής, ούτως ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθούν στο αντίστοιχο ποσοστό που ορίζεται στην ανωτέρω παράγραφο.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δεν έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3660/2008 (78 Α).
3. Οι εισφορές δηλώνονται από τον εργοδότη στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τη δημοσίευση του παρόντος νομοθεσία του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίζονται οι απαιτούμενες διαδικασίες για τον επαναπροσδιορισμό του ποσοστού των ασφαλιστικών εισφορών σύμφωνα με τα παραπάνω οριζόμενα, οι προσαρμογές στα πληροφοριακά συστήματα και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
Άρθρο 6
Ειδικές-Μεταβατικές συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου
1. α. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα της παρ. 1 α του άρθρου 4 αποχωρούν από την Υπηρεσία τους υποβάλλοντας ταυτόχρονα και αίτηση συνταξιοδότησης, μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος, υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου όπως αυτές ίσχυαν κατά την 31.12.2014, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του άρθρου 13.
β. Τα ανωτέρω δεν έχουν εφαρμογή για όσα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δεν πληρούν, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, τις προϋποθέσεις άμεσης καταβολής της σύνταξής τους. Τα πρόσωπα αυτά υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
γ. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα της παρ. 1 α του άρθρου 4 αποχωρούν από την Υπηρεσία τους, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού. Όσοι από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν αποχωρήσει ή θα αποχωρήσουν εντός του έτους 2016, σε περίπτωση κατά την οποία το ακαθάριστο ποσό της κανονιζόμενης σύνταξης υπολείπεται κατά ποσοστό άνω του 20%, του ποσού της σύνταξης που θα ελάμβαναν με βάση τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου όπως αυτές ίσχυαν κατά την 31.12.2014, το ήμισυ της διαφοράς αυτής καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, με ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 13, ενώ για όσους θα αποχωρήσουν εντός του έτους 2017 ή εντός του έτους 2018, η κατά τα ανωτέρω προσωπική διαφορά, ανέρχεται στο ένα τρίτο (1/3) της διαφοράς και στο ένα τέταρτο (1/4) αυτής, αντίστοιχα.
δ. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται οι διατάξεις της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007. Οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα της περ. β της παρ. 1 και της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 6.
ε. Οι διατάξεις του άρθρου 95 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την καταβολή του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ) στους ήδη συνταξιούχους του Δημοσίου καθώς και σε όσους θα καταστούν συνταξιούχοι από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.
2. Συνταξιούχοι του Δημοσίου που κατά την ημερομηνία ένταξής τους στον ΕΦΚΑ λαμβάνουν μία ή περισσότερες συντάξεις, από άλλο φορέα κύριας ασφάλισης, δικαιούνται από τον ΕΦΚΑ σύνταξη ίση με το άθροισμα των καταβαλλόμενων συντάξεων. Σε περίπτωση που οι συντάξεις προέρχονται από διαφορετική αιτία, ο ΕΦΚΑ εξακολουθεί να καταβάλει αυτές χωριστά.
3. Οι συντάξεις των προηγούμενων παραγράφων αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 14 του παρόντος.
Άρθρο 7
Εθνική Σύνταξη
1. Η Εθνική Σύνταξη καταβάλλεται από τον ΕΦΚΑ σε όλους, όσοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
2. Ειδικά στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, η Εθνική Σύνταξη καταβάλλεται στους δικαιούχους εφόσον διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη, μεταξύ του 15ου έτους ηλικίας και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης. Η μόνιμη διαμονή, για τους πολίτες χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποδεικνύεται με την προβλεπόμενη διαδικασία για τη χορήγηση άδειας διαμονής σε αυτούς. Το ποσό της μειώνεται για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος κατά 1/40 για κάθε χρόνο που υπολείπεται των σαράντα (40) ετών διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου έτους ηλικίας και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης. Η κατά τα ανωτέρω μείωση δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης με τις προϋποθέσεις των διατάξεων του τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007 (Α’ 210), καθώς και για όσα από τα πρόσωπα αυτά συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του ν. 2084/1992 (Α΄165).
3. Το ποσό της εθνικής σύνταξης μειώνεται αναλογικά στις περιπτώσεις θεμελίωσης δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. Η μείωση της εθνικής σύνταξης προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης.
4. Στους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της εθνικής σύνταξης, και με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως και 66,99% χορηγείται το 50% αυτής. Στους συνταξιούχους του άρθρου 3 παρ. 1α που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας έως 49,99% χορηγείται το 40% της εθνικής σύνταξης. Για τους συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω χορηγείται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης. Οι προσαρμογές αυτές δεν έχουν εφαρμογή για όσους συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007 (Α’ 210), καθώς και για όσα από τα πρόσωπα αυτά συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του ν. 2084/1992 (Α΄165).
5. Σε περίπτωση σώρευσης συντάξεων χορηγείται μία εθνική σύνταξη. Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου μιας πλήρους σε ποσό και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης εθνικής σύνταξης είναι πλήρες. Σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου δύο μειωμένων κύριων συντάξεων, καταβάλλεται το ποσοστό της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε καθεμία απ’ αυτές, εφόσον το άθροισμά τους είναι μικρότερο ή ίσο με το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης.
6. Για την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού η εθνική σύνταξη ορίζεται σε τριακόσια ογδόντα τέσσερα (384) Ευρώ μηνιαίως εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης. Το ποσό της εθνικής σύνταξης βαίνει μειούμενο κατά 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών μέχρι τα 15 έτη ασφάλισης, που αποτελούν προϋπόθεση για την καταβολή της. Η εθνική σύνταξη αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 14 του παρόντος.
Άρθρο 8
Ανταποδοτική σύνταξη
1. Οι ασφαλισμένοι κύριας ασφάλισης, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, το χρόνο ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 15 του παρόντος, και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης όπως αποτυπώνονται στον πίνακα της παρ. 4 σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των επόμενων παραγράφων.
2. α. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου λαμβάνονται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος όρος αυτός υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών, που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου, εξαιρουμένων των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας που τυχόν καταβλήθηκαν. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξαυνόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία και υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης με τις προϋποθέσεις των διατάξεων του τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007, καθώς και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του ν. 2084/1992, ως συντάξιμες αποδοχές επί των οποίων θα υπολογιστεί το ποσοστό αναπλήρωσης των 35 ετών λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια της ασφάλισής του.
β. για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, κατόπιν καταβολής του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς, ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό-εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά έκαστου μήνα ασφάλισης.
3. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των προσώπων των παρ. 1β και 2 του άρθρου 6, τα οποία αποχωρούν από την Υπηρεσία εντός του έτους 2016, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη ο μέσος μηνιαίος μισθός κατά τις ειδικότερες λοιπές προβλέψεις του παρόντος άρθρου, που προκύπτει από το ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την ημερομηνία έναρξης καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου – λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού. Εφεξής ετησίως η περίοδος αυτή αναφοράς αυξάνεται κατά ένα έτος.
4. Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης, όπως φαίνεται στον πίνακα που προσαρτάται στο τέλος της παραγράφου αυτής και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης εντός εκάστης κλίμακας ετών αντιστοιχεί στο ποσοστό που αναγράφεται στην τρίτη στήλη του πίνακα.
Ειδικότερα, τα ποσοστά αναπλήρωσης για κάθε επιμέρους περίοδο ασφάλισης αποτυπώνονται στον ακόλουθο πίνακα:
ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΕΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ | ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ |
ΑΠΟ | ΕΩΣ |
0 | 15 | 0,77% |
15,01 | 18 | 0,84% |
18,01 | 21 | 0,90% |
21,01 | 24 | 0,96% |
24,01 | 27 | 1,03% |
27,01 | 30 | 1,21% |
30,01 | 33 | 1,42% |
33,01 | 36 | 1,59% |
36,01 | 39 | 1,80% |
39,01 | 42 και περισσότερα | 2,00% |
5. Πρόσωπα τα οποία είναι συνταξιούχοι των εντασσομένων στον ΕΦΚΑ φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, κατά την ημερομηνία ένταξής τους στον ΕΦΚΑ, εφόσον οι συντάξεις τους είναι της αυτής αιτίας, δικαιούνται από τον ΕΦΚΑ σύνταξη ίση με το άθροισμα των καταβαλλόμενων συντάξεων από τους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς. Σε περίπτωση που οι συντάξεις προέρχονται από διαφορετικές αιτίες, ο ΕΦΚΑ εξακολουθεί να καταβάλλει αυτές χωριστά.
6. Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 55 του π.δ. 169/2007 (210 Α΄), καθώς και κάθε άλλη διάταξη που παραπέμπει σε αυτές δεν εφαρμόζονται για τα πρόσωπα της περ. β της παρ. 1 και της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 6.
Άρθρο 9
Προσωρινή σύνταξη
1. Οι διατάξεις της περ.ε΄ της παρ.1 του άρθρου 57Α του π.δ. 169/2007, αντικαθίσταται ως εξής :
«ε. Οι ανωτέρω αποδοχές δεν καταβάλλονται :
- σε περίπτωση απόλυσης για πειθαρχικό παράπτωμα ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια των μόνιμων υπαλλήλων ή των δημοσίων λειτουργών, ισόβιων ή μη
- σε περίπτωση παραίτησης του υπαλλήλου που δεν έχει συμπληρώσει τα έτη ασφάλισης για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Κώδικα αυτού
- σε περίπτωση που η σύνταξη δεν είναι άμεσα καταβλητέα λόγω μη συμπλήρωσης του προβλεπόμενου ορίου ηλικίας για την καταβολή της
- σε περίπτωση απόλυσης λόγω ανικανότητας ή θανάτου στην υπηρεσία ή θανάτου του υπαλλήλου που έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία και βρίσκεται σε αναστολή καταβολής της σύνταξής του, λόγω μη συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης. Ειδικά στις περιπτώσεις αυτές, η σύνταξη καταβάλλεται στους δικαιούχους κατ’ απόλυτη προτεραιότητα.
- σε περίπτωση που λαμβάνεται ταυτόχρονα και άλλη σύνταξη για την ίδια αιτία από οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης.
- σε περίπτωση που για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος είναι απαραίτητη η προηγούμενη αναγνώριση χρόνων ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή, ο λόγος θεωρείται ότι εκλείπει εφόσον, μετά την υποβολή σχετικής αίτησης εκ μέρους του ενδιαφερομένου, εκδοθεί η απόφαση αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης, ακόμα και αν η εξαγορά του χρόνου αυτού γίνει τμηματικά με παρακράτηση του σχετικού ποσού από την δικαιούμενη σύνταξη».
2. Οι διατάξεις του άρθρου 57 Α του π.δ. 169/2007, όπως τροποποιημένες με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 4, που αποχωρούν από την Υπηρεσία από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του προαναφερόμενου άρθρου 5 και μετά.
Άρθρο 10
Οικογενειακή παροχή – επιδόματα τέκνων-προσαύξηση σύνταξης
1. Επιδόματα τέκνων, για όσους συνταξιοδοτηθούν στο εξής με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού, καταβάλλονται βάσει των ρυθμίσεων του άρθρου Πρώτου, παράγραφος ΙΑ, υποπαράγραφος ΙΑ2 του νόμου 4093/2012 και του άρθρου 40 του νόμου 4141/2013. Κάθε άλλη σχετική διάταξη καταργείται.
2. Για τα πρόσωπα της παρ. 1α του άρθρου 6, η οικογενειακή παροχή εξακολουθεί να συγκαταβάλλεται με τη σύνταξη, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.
Άρθρο 11
Σύνταξη αναπηρίας
1. Μέχρι την θέση σε ισχύ νομοθετικής ρύθμισης με αντικείμενο τη θέσπιση νέων, ενιαίων κανόνων για όλους τους ασφαλισμένους, το Δημόσιο και οι λοιποί εντασσόμενοι στον ΕΦΚΑ φορείς, κλάδοι, τομείς και λογαριασμοί, εξακολουθούν να εξετάζουν τις αιτήσεις συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας ως προς τις προϋποθέσεις απονομής σύνταξης καθώς και να καταβάλλουν το επίδομα απολύτου αναπηρίας, σύμφωνα με τις μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου καθώς και τις γενικές και καταστατικές διατάξεις των εντασσόμενων φορέων. Οι νέοι κανόνες πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή έως την 31.12.2016.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης συστήνεται Επιτροπή με αντικείμενο την επανεξέταση των υφιστάμενων διατάξεων και τη θέσπιση νέων, ενιαίων κανόνων για όλες τις συντάξεις αναπηρίας. Στην επιτροπή αυτή συμμετέχει υποχρεωτικά και ένας (1) εκπρόσωπος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ).
Άρθρο 12
Σύνταξη λόγω θανάτου
1. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου του Δημοσίου, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για την συνταξιοδότηση λόγω γήρατος ή αναπηρίας, δικαιούνται σύνταξη τα παρακάτω μέλη της οικογένειας του:
Α. Ο επιζών σύζυγος, εφόσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά το χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου. Εφόσον έχει συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του κατά τον ως άνω χρόνο, δικαιούται σύνταξη για διάστημα τριών (3) ετών, μετά την πάροδο των οποίων η καταβολή σύνταξης αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του. Εφόσον δεν έχει συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του κατά τον ως άνω χρόνο, δικαιούται σύνταξη για διάστημα τριών (3) ετών. Οι ανωτέρω περιορισμοί δεν εφαρμόζονται εφόσον και για όσο χρόνο ο επιζών σύζυγος, κατά τον ως άνω χρόνο, έχει τέκνο ή τέκνα που υπάγονται στην παράγραφο 1Β του παρόντος ή είναι ανίκανος για την άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 67% και άνω.
Β. Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, με την προϋπόθεση ότι: α) είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Το όριο αυτό παρατείνεται μέχρι του 24ου έτους, εφόσον φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ή Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, ή β) κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας.
Γ. Ο διαζευγμένος σύζυγος, εφόσον πληροί αθροιστικά τις προϋποθέσεις της υποπαραγράφου 1Α για τον επιζώντα σύζυγο και επιπλέον τις εξής προϋποθέσεις:
α) Ο πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλλε σε αυτόν διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με μεταξύ τους σύμβαση ,
β) Να είχε συμπληρώσει δέκα (10) έτη έγγαμου βίου, μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση,
γ) Το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της εγγάμου συμβιώσεως υπαιτιότητας του αιτούντος τη σύνταξη,
δ) Το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημά του να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφαλίστων Υπερηλίκων που καταβάλλεται από τον ΟΓΑ κατ’ άρθρον 96 του παρόντος νόμου.
ε) Να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης.
2. Ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται σύνταξη αν ο θάνατος του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο πέντε (5) ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός αν:
α) Ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα εργατικό ή ατύχημα εκτός εργασίας του άρθρου 31 ή ανθρωποκτονία,
β) Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με το γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο,
γ) Η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο,
δ) Συντρέχει η περίπτωση ανασυστάσεως προϋπάρξαντος γάμου, αρκεί οι τελεσθέντες γάμοι, δηλαδή ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως, κατά τη διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, να έχουν διαρκέσει τουλάχιστον πέντε (5) χρόνια συνολικά, και ο εξ ανασυστάσεως να διήρκησε τουλάχιστον 6 μήνες.
3. Το δικαίωμα σύνταξης, λόγω θανάτου, των ανωτέρω δικαιούχων καταργείται:
α) Με το θάνατο του δικαιούχου,
β) Με την τέλεση γάμου του δικαιούχου ή σύναψη συμφώνου συμβίωσης,
γ) Με τη συμπλήρωση των ανωτέρω στην παρ. 1Β περίπτωση α΄ οριζόμενων ορίων ηλικίας, και
δ) Από τότε που, με νεότερη κρίση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, έπαυσε η κατά τις παραγράφους 1Α και 1Β περίπτωση β΄ ανικανότητα για εργασία.
4. Α. Το ποσό της σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων, υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή θα εδικαιούτο ο θανών κατά το χρόνο του θανάτου του αν κατά το χρόνο του θανάτου του καθίστατο ανάπηρος κατά ποσοστό 80% και επιμερίζεται, ως εξής:
α) Για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 50% της σύνταξης. Εάν ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος, περιορίζεται αυτή ως ακολούθως:
Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και της συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη του επιζώντος συζύγου, υφίσταται, για κάθε πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε:
1% για τα έτη από το 10ο και το 20ό έτος.
2% για τα έτη από το 21ο έως το 25ο έτος.
3% για τα έτη από το 26ο έως το 30ό έτος.
4% για τα έτη από το 31ο έως το 35ο έτος.
5% για τα έτη από το 36ο και άνω.
β) Για τον διαζευγμένο, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα (10) έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιζών σύζυγος επιμερίζεται κατά 75% στο χήρο και 25% στον διαζευγμένο. Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του δεκάτου (10ου) και μέχρι το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος μειώνεται κατά 1% στο χήρο και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στον διαζευγμένο. Προκειμένου περί έγγαμου βίου, που διήρκησε πλέον των τριάντα πέντε (35) ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιμερίζεται κατά 50% στο χήρο και 50% στον διαζευγμένο. Εάν ο θανών δεν καταλείπει χήρο, ο διαζευγμένος δικαιούται το αυτό ποσοστό του διαζευγμένου, κατά τα ως άνω, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον/την διαζευγμένο/η κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης κύριας και επικουρικής επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών.
γ) Για κάθε παιδί ποσοστό 25% της σύνταξης. Αν πρόκειται για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς, το παραπάνω ποσοστό διπλασιάζεται, εκτός αν το ορφανό παιδί δικαιούται σύνταξη και από τους δύο γονείς, οπότε το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης δεν διπλασιάζεται.
Β. Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος. Σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος περιορίζεται ισόποσα το ποσοστό των τέκνων.
Γ. Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα και η σύνταξη καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο μειωμένη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 4 και 5 του παρόντος, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται επιμερίζεται στα τέκνα. Σε περίπτωση που εκλείψουν οι προϋποθέσεις για χορήγηση ποσοστού σύνταξης θανάτου στα τέκνα, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται δεν καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο.
5. α) Στον επιζώντα σύζυγο καταβάλλεται ολόκληρη η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα.
β) Μετά την πάροδο της τριετίας, σε περίπτωση που ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, η σύνταξη περιορίζεται στο 50% της σύνταξης λόγω θανάτου, έως τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του. Μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 50% της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή θα εδικαιούτο ο θανών κατά το χρόνο του θανάτου του.
γ) Εάν ο επιζών των συζύγων, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.
6. Εφόσον, εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών από την πρώτη καταβολή σύνταξης λόγω θανάτου, ο άνεργος επιζών ή διαζευγμένος σύζυγος προσληφθεί ως μισθωτός ή προχωρήσει σε έναρξη οικονομικής δραστηριότητας ως αυτοαπασχολούμενος, οι ασφαλιστικές του εισφορές καταβάλλονται από το Δημόσιο για διάστημα δύο (2) ετών. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εξειδικεύονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
7. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το ανωτέρω θέμα καταργείται. Καταβαλλόμενες συντάξεις που εκδόθηκαν βάσει ρυθμίσεων που καταργούνται στο εξής, διατηρούνται ως έχουν, με την επιφύλαξη εφαρμογής του άρθρου 14 του παρόντος νόμου.
8. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 13
Ανώτατο όριο καταβολής σύνταξης
1. Μέχρι 31.12.2018, το ποσό κάθε ατομικής μηνιαίας σύνταξης των προσώπων που είχαν ήδη καταστεί συνταξιούχοι μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξαπλάσιο του πλήρους ποσού της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7. Για την εφαρμογή του ανώτατου αυτού ορίου, λαμβάνονται υπόψη το καταβαλλόμενο ποσό συνυπολογιζόμενης της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης υπέρ ΕΟΠΥΥ και της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του ν.3863/2010 (115 Α΄), όπως ισχύει, και των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 44 του ν.3986/2011 (152 Α΄), όπως ισχύει.. Από την 1.1.2019 καταβάλλεται το τυχόν υπερβάλλον ποσό που προκύπτει σε σχέση με το ανώτατο αυτό όριο και το νέο ύψος των συντάξεων όπως θα προκύψει σύμφωνα με την κατά το άρθρο 14 αναπροσαρμογή τους.
2. Κατά την ίδια περίοδο, το άθροισμα του καθαρού ποσού των συντάξεων των παραπάνω προσώπων, που δικαιούται κάθε συνταξιούχος από οποιαδήποτε αιτία από το Δημόσιο, ΝΠΔΔ, ή οιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης δεν μπορεί να υπερβαίνει το οκταπλάσιο της Εθνικής Σύνταξης του άρθρου 7. Δεν λαμβάνονται υπόψη τα τυχόν καταβαλλόμενα επιδόματα αναπηρίας.
Άρθρο 14
Αναπροσαρμογή συντάξεων-προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων
1. α. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του ΕΦΚΑ και των θεμελιωδών αρχών του άρθρου 1, οι καταβαλλόμενες κατά την δημοσίευση του νόμου κύριες συντάξεις αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8 και 12, βάσει των ρυθμίσεων των επομένων παραγράφων.
β. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, συντάξεων, για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, με βάση τους κανόνες αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών του Δημοσίου τομέα, που ίσχυαν κατά τη δημοσίευση του παρόντος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης αυτής.
2.α. Μέχρι την 31.12.2018, οι συντάξεις της προηγούμενης παραγράφου συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014 σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις, παρακρατουμένης της εισφοράς υπέρ υγειονομικής περίθαλψης όπως αυτή προβλέπεται στο α. 1 παρ. 30 του Νόμου 4334/2015, όπως ισχύει.
β. Από την 1.1.2019, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων όπως αυτή προκύπτει σε εφαρμογή της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Εάν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τότε αυτό προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.
Τα ανωτέρω στοιχεία αποτυπώνονται από την 1.1.2018 για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα.
3. α). Το συνολικό ποσό της σύνταξης που εκδίδεται μετά την θέση σε ισχύ του νόμου, αυξάνεται από την 1.1.2017 κατ’ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στη βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
β). Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου με τις οποίες προβλέπεται αναπροσαρμογή ή αύξηση των συντάξεων, που καταβάλλονται από αυτό, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο στο προηγούμενο εδάφιο ή με βάση τις ισχύουσες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις, καταργούνται.
4. Από την 1.1.2017 και ανά τριετία, η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκπονεί υποχρεωτικά αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες επικυρώνονται από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αντικείμενο τη συνεχή παρακολούθηση της εξέλιξης της εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης. Με ειδικό νόμο ανακαθορίζονται οι συντάξεις με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Το ύψος των ανωτέρω δαπανών για την εθνική, την αναλογική και την επικουρική σύνταξη, προβαλλόμενο έως το έτος 2060, δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009.
Άρθρο 15
Χρόνος ασφάλισης
1. Χρόνος ασφάλισης στον ΕΦΚΑ είναι:
α. Ο χρόνος πραγματικής ασφάλισης, ήτοι ο χρόνος ασφαλιστέας απασχόλησης ή ιδιότητας στον ΕΦΚΑ ή στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς για τον οποίο έχουν καταβληθεί εισφορές.
β. Ο λογιζόμενος στο διπλάσιο χρόνος συντάξιμης υπηρεσίας των πολιτικών υπαλλήλων και των στρατιωτικών καθώς και οι αναγνωριζόμενοι πλασματικοί χρόνοι ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Όπου για την αναγνώριση των πλασματικών αυτών χρόνων ασφάλισης προβλέπεται καταβολή εισφοράς, η αναγνώριση γίνεται με την καταβολή από τον ασφαλισμένο για κάθε μήνα αναγνωριζόμενου χρόνου ασφάλισης της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, στο ποσοστό που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης εξαγοράς. Η ως άνω εισφορά υπολογίζεται επί των αποδοχών του ασφαλισμένου κατά το μήνα υποβολής της αίτησης εξαγοράς και, εφόσον έχει διακοπεί η απασχόληση, επί των αποδοχών του τελευταίου μήνα απασχόλησης προσαυξανόμενων κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Το συνολικό ποσό της κατά τα ανωτέρω εξαγοράς καταβάλλεται σε τόσες μηνιαίες δόσεις, όσοι είναι οι μήνες που αναγνωρίζονται. Το ποσό αυτό μπορεί να καταβληθεί εφάπαξ, οπότε παρέχεται έκπτωση 15%.
γ. Ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ή συνεχίζεται η εξαγορά του, καθώς και ο χρόνος που έχει προσμετρηθεί από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία. Αναγνωρίσεις χρόνων, οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί με την πλήρη εξόφληση του ποσού της εξαγοράς, συνεχίζονται στον ΕΦΚΑ μέχρι την ολοκλήρωσή τους, βάσει των διατάξεων που ίσχυαν μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
δ. ο χρόνος προαιρετικής ασφάλισης του άρθρου 18 του παρόντος.
2. α. Υπάλληλοι που εσφαλμένα έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση του Δημοσίου και υπό την προϋπόθεση ότι παραμένουν στην Υπηρεσία, συνεχίζουν την ασφάλισή τους στον ΕΦΚΑ μέχρι την αποχώρησή τους από την Υπηρεσία.
β. Πρόσωπα που έχουν υπαχθεί καλόπιστα στην ασφάλιση των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, ενώ δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, συνεχίζουν την ασφάλιση τους στον ΕΦΚΑ, εφόσον διατηρούν την ιδιότητα ή απασχόληση για την οποία υπήχθησαν στην ασφάλιση των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών. Χρόνος για τον οποίο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, ενώ δε συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις ασφάλισης λογίζεται ως χρόνος ασφάλισης στον ΕΦΚΑ και οι σχετικές ασφαλιστικές εισφορές δεν επιστρέφονται, εφόσον δεν έχει εκδοθεί απόφαση διαγραφής.
3. Κάθε διάταξη που ορίζει διαφορετικά από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, καταργείται.
Άρθρο 16
Δικαιώματα αντισυμβαλλομένου συμφώνου συμβίωσης
Με τους εγγάμους εξομοιώνονται πλήρως οι αντισυμβαλλόμενοι στο σύμφωνο συμβίωσης ως προς κάθε ασφαλιστικό δικαίωμα, παροχή ή περιορισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος ή της εν γένει ασφαλιστικής και προνοιακής νομοθεσίας.
Άρθρο 17
Παράλληλη ασφάλιση
1. Ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, για τους οποίους προκύπτει βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υποχρεωτική ασφάλιση σε δύο ή περισσότερους φορείς ή τομείς ασφάλισης που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, καταβάλλουν για κάθε αναληφθείσα επαγγελματική δραστηριότητα τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές, όπως αυτές καθορίζονται από τον παρόντα νόμο. Στην περίπτωση αυτή, για τη δεύτερη αναληφθείσα επαγγελματική δραστηριότητα δεν εφαρμόζεται η υποχρέωση καταβολής ελάχιστης μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς.
2. Ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, για τους οποίους προέκυπτε, βάσει των γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων κάθε φορέα από τους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, υποχρεωτική υπαγωγή λόγω ιδιότητας σε δύο ή περισσότερους φορείς για την ίδια απασχόληση, καταβάλλουν τις προβλεπόμενες στο άρθρο 5 παράγραφο 1 του παρόντος ασφαλιστικές εισφορές.
3. Όσα από τα πρόσωπα της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, παλαιοί ασφαλισμένοι, για τους οποίους υπολογίζονταν και καταβάλλονταν εισφορές σε δύο ή περισσότερους φορείς έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, εξακολουθούν να καταβάλλουν προαιρετικά, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης, διπλές εισφορές επί των αποδοχών τους και μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ώστε να συμπληρώσουν το χρόνο που απαιτείται για τη θεμελίωση δικαιώματος και δεύτερης σύνταξης. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλουν το συνολικό ποσοστό εισφοράς εργοδότη και εργαζομένου.
4. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των προσώπων του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται το άρθρο 8 και η επιπλέον παροχή, για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, θα υπολογίζεται με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για κάθε μία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Ο συντάξιμος μισθός σε αυτή την περίπτωση θα προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον εισφοράς. Οι διατάξεις του άρθρου 14 εφαρμόζονται αναλόγως.
5. Οι διατάξεις του παρόντος, έχουν εφαρμογή από την 1.1.2017.
6. Το άρθρο 39 του Ν. 2084/1992 καθώς και κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα του παρόντος καταργείται.
Άρθρο 18
Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης
1. Τα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 4, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση δικαιούνται από την1.1.2017, να συνεχίσουν προαιρετικά την ασφάλισή τους α) εάν έχουν πραγματοποιήσει στην υποχρεωτική ασφάλιση τουλάχιστον 1.500 ημέρες εκ των οποίων τουλάχιστον 300 εντός της τελευταίας πριν την υποβολή της αίτησης πενταετίας και υποβάλλουν τη σχετική αίτηση μέσα σε προθεσμία δώδεκα (12) μηνών από την τελευταία ασφάλισή τους σε φορέα κύριας ασφάλισης, ή β) εάν έχουν πραγματοποιήσει οποτεδήποτε στην υποχρεωτική ασφάλιση τρεις χιλιάδες (3.000) ημέρες εργασίας ανεξάρτητα από το χρόνο υποβολής της αίτησης για προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης.
2. Η κατά την παρ. 1 προαιρετική ασφάλιση πραγματοποιείται για κύρια σύνταξη ή/και για ασθένεια σε είδος και σε χρήμα.
3. Για την προαιρετική ασφάλιση καταβάλλεται μηνιαία εισφορά κατ’ αναλογία των προβλεπόμενων στο άρθρο 5. Ειδικότερα από τον προαιρετικά ασφαλισμένο καταβάλλεται μηνιαίως για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών το συνολικό ποσοστό ασφαλιστικής εισφοράς εργαζόμενου - εργοδότη στο ύψος που έχει διαμορφωθεί και ισχύει κατά το χρόνο υπαγωγής στην προαιρετική ασφάλιση. Το ως άνω ποσοστό υπολογίζεται επί του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την αποχώρηση από την υπηρεσία, αναπροσαρμοσμένων με την ετήσια μεταβολή μισθών όπως αυτή υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Για παροχές ασθένειας σε είδος από τον ΕΟΠΥΥ και για παροχές σε χρήμα από τον Κλάδο Παροχών του ΕΦΚΑ, ο προαιρετικά ασφαλισμένος δημόσιος υπάλληλος καταβάλλει μηνιαίως εξ’ ολοκλήρου το σύνολο της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη στο ύψος που εκάστοτε έχει διαμορφωθεί υπολογιζόμενη αντιστοίχως επί των αποδοχών, όπως προβλέπεται ως ανωτέρω για την κύρια σύνταξη.
4. Δεν δύναται να γίνει προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης αν ο ασφαλισμένος κατά την υποβολή της σχετικής αίτησης είναι ανάπηρος κατά την έννοια του στοιχείου β` της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951.
5. Η προαιρετική ασφάλιση αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στον ΕΦΚΑ και διενεργείται για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπολείπεται των 25 ημερών ασφάλισης ανά μήνα και των 300 ημερών ανά έτος.
6. Η προαιρετική ασφάλιση διακόπτεται/λήγει: α) με αίτηση του ασφαλισμένου, από την πρώτη του επομένου μήνα της υποβολής της, β) με τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος ή επ’ αόριστον αναπηρίας του ασφαλισμένου, γ) με την ανάληψη εργασίας, ιδιότητας ή δραστηριότητας που υποχρεώνει την υπαγωγή στον ΕΦΚΑ και δ) με το θάνατο του ασφαλισμένου.
Καταβολή εισφορών μετά τη διακοπή/λήξη της προαιρετικής ασφάλισης σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν γεννά κανένα δικαίωμα, πλην της άτοκης επιστροφής των εισφορών για τον κλάδο κύριας ασφάλισης.
7. Η εισφορά για την προαιρετική ασφάλιση καταβάλλεται εντός των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία και ανά κατηγορία ασφαλισμένων προθεσμιών.
Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής της ασφαλιστικής εισφοράς, αυτή βαρύνεται με τους προβλεπόμενους από την ισχύουσα νομοθεσία τόκους για τις ασφαλιστικές εισφορές υποχρεωτικής ασφάλισης.
8. Απώλεια του δικαιώματος συνέχισης της προαιρετικής ασφάλισης επέρχεται εφόσον ο ασφαλισμένος έχει καθυστερήσει την καταβολή της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για περισσότερο από δύο έτη από την ημερομηνία που αυτή κατέστη απαιτητή.
Σε περίπτωση απώλειας του δικαιώματος, ο ασφαλισμένος μπορεί να υποβάλει εκ νέου αίτημα για προαιρετική ασφάλιση μετά την παρέλευση τριών ετών. Συνολικά ο ασφαλισμένος μπορεί να υπαχθεί σε καθεστώς προαιρετικής ασφάλισης μέχρι 3 φορές.
9. Ασφαλισμένοι που έχουν υπαχθεί στην προαιρετική ασφάλιση μέχρι 31/12/2016 συνεχίζουν την προαιρετική ασφάλιση με τους ίδιους όρους.
10. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δύναται να καθορίζεται η έναρξη, η αναστολή, η διακοπή/λήξη της προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης, ζητήματα υπαγωγής στην προαιρετική ασφάλιση στην περίπτωση πολλαπλής ή παράλληλης απασχόλησης, ο τρόπος απόδειξης τήρησης των όρων της ρύθμισης οφειλών και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 19
Διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης
1.Τα πρόσωπα, τα οποία ασφαλίστηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, δικαιούνται σύνταξη κατόπιν αίτησης στον ΕΦΚΑ. Η αίτηση αυτή εξετάζεται από την αρμόδια Υπηρεσία του Φορέα ή Τομέα ή Κλάδου στην οποία υπάγονταν, λόγω ιδιότητας ή απασχόλησης, τα ανωτέρω πρόσωπα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, σύμφωνα με τη νομοθεσία του εντασσόμενου φορέα, όπως ισχύει κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, εφόσον πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του τα οριζόμενα στις παρ. 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/ 1961 (ΦΕΚ 175 Α’), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 του ν. 1405/1983 (ΦΕΚ 180 Α’) και το άρθρο 14 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α’) και αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α’) και έχουν ένα από τα γενικά όρια ηλικίας του ανωτέρω φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού κατά την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος συνταξιοδότησης.
Ως χρόνος ασφάλισης που απαιτείται για την πλήρωση των ανωτέρω προϋποθέσεων αρμοδιότητας λογίζεται ο χρόνος υποχρεωτικής ή προαιρετικής ασφάλισης. Ειδικά για την πλήρωση των προϋποθέσεων του απαιτούμενου συνολικού χρόνου ασφάλισης δύναται να συνυπολογιστεί και ο χρόνος αναγνώρισης στρατιωτικής θητείας για τον οποίο καταβλήθηκαν εισφορές στον τελευταίο εντασσόμενο φορέα, τομέα, κλάδο και λογαριασμό. Για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας και θανάτου με χρόνο διαδοχικής ασφάλισης, δύναται να συνυπολογιστεί και ο χρόνος αναγνώρισης στρατιωτικής θητείας για τον οποίο καταβλήθηκαν εισφορές στον τελευταίο εντασσόμενο φορέα, τομέα, κλάδο και λογαριασμό για την πλήρωση των προϋποθέσεων αρμοδιότητας.
2. Η Υπηρεσία του ΕΦΚΑ, που απονέμει κατά τα ανωτέρω τη σύνταξη, υπολογίζει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 8 του παρόντος νόμου, το ποσό της σύνταξης με ολόκληρο το χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλιση του ίδιου και των συμμετεχόντων – εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών.
Οι συμμετέχοντες – εντασσόμενοι φορείς, τομείς, κλάδοι και λογαριασμοί ενημερώνουν την αρμόδια Υπηρεσία του ΕΦΚΑ για το χρόνο ασφάλισης που έχει διανυθεί στην ασφάλισή τους, τις αποδοχές που αντιστοιχούν στο χρόνο ασφάλισης του ασφαλισμένου, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που απαιτείται. Ο τρόπος υπολογισμού των διατάξεων των άρθρων 7 και 8 του παρόντος νόμου ισχύει για όλα τα πρόσωπα ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση και ανεξαρτήτως χρόνου που υπήχθησαν διαδοχικά για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού.
3. Στον ασφαλισμένο καταβάλλεται το ποσό σύνταξης που αναλογεί σε κάθε συμμετέχοντα εντασσόμενο φορέα, τομέα, κλάδο και λογαριασμό, όταν ο διαδοχικά ασφαλισμένος συμπληρώσει το όριο ηλικίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του εκάστοτε αντίστοιχου εντασσόμενου φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού.
Αν από τις διατάξεις του φορέα- τομέα, κλάδου και λογαριασμού της παρ. 1 του παρόντος, με βάση τις οποίες η Υπηρεσία του ΕΦΚΑ απονέμει τη σύνταξη, προβλέπεται η χορήγηση πλήρους σύνταξης σε όριο ηλικίας μικρότερο ή ίσο από το εκάστοτε όριο ηλικίας με το οποίο συνταξιοδοτούνται οι ασφαλισμένοι που υπάγονται στον Κανονισμό βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων του τέως Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., καταβάλλεται στον ασφαλισμένο το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης των συμμετεχόντων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το προβλεπόμενο όριο ηλικίας που προβλέπεται για τη συνταξιοδότηση των υπαγομένων στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Τα οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο ισχύουν για όλα τα πρόσωπα ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση και ανεξαρτήτως χρόνου που υπήχθησαν διαδοχικά για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού.
4. α. Αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 4202/1961, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με τον παρόντα νόμο. Στις περιπτώσεις που οι ανωτέρω αιτήσεις συνταξιοδότησης υποβάλλονται μετά την έναρξη λειτουργίας του ΕΦΚΑ, εξετάζονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του κατά τα ανωτέρω.
β. Αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
5. Από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του ΕΦΚΑ και εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου παύει να ισχύει κάθε αντίθετη διάταξη που αφορά στην εφαρμογή των διατάξεων διαδοχικής ασφάλισης στους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς κύριας ασφάλισης.
6. Για τα πρόσωπα που προσλήφθηκαν για πρώτη φορά στο Δημόσιο πριν την 01.01.1983 με χρόνο ασφάλισης σε περισσότερους από έναν φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, ισχύουν τα εξής:
α. Για αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί έως την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του ν. 1405/1983 όπως ισχύουν.
β. Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του ν.1405/1983 όπως ισχύουν, μόνο για τα πρόσωπα για τους οποίους δεν έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη στο Δημόσιο.
γ. Για χρόνο ασφάλισης, για τον οποίο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου περί συνυπολογισμού διαδοχικού χρόνου ασφάλισης και δεν απαιτείται αναγνώριση του χρόνου αυτού, εφόσον υποβληθεί η αίτηση συνταξιοδότησης μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου.
Το ίδιο ισχύει και για τις εκκρεμείς αιτήσεις αναγνώρισης κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου, σε οποιοδήποτε στάδιο έκδοσης της σχετικής πράξης αναγνώρισης, εφόσον υποβληθεί αίτηση συνταξιοδότησης μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου.
Πράξεις αναγνώρισης που έχουν εκδοθεί προ της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου και αφορούν χρόνο για τον οποίο είχαν καταβληθεί εισφορές, για πρόσωπα που υποβάλουν αίτηση συνταξιοδότησης μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος άρθρου, παραμένουν ισχυρές, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007, όπως ισχύουν.
7. Ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέξει το συνυπολογισμό του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, υπό την προϋπόθεση ότι, μετά την ένταξή τους στον ΕΦΚΑ, δεν συνεχίζει να ασφαλίζεται για δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του αντίστοιχου φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού που δεν επιθυμεί την προσμέτρηση του χρόνου του. Δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού.
Στις περιπτώσεις που έχει διανυθεί παράλληλα χρόνος ασφάλισης σε περισσότερους του ενός εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς πριν την ένταξή τους στον ΕΦΚΑ, ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέξει το χρόνο ασφάλισης που επιθυμεί να συνυπολογίσει σύμφωνα με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης. Για τον παράλληλο χρόνο ασφάλισης, ο οποίος δεν συνυπολογίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 16 περί παράλληλης ασφάλισης του παρόντος.
8. Για χρόνο ασφάλισης που έχει διανυθεί διαδοχικά σε οργανισμούς επικουρικής ασφάλισης εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν.δ. 4202/1961, του άρθρου 11 του ν.1405/1983, της παρ. 13 του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 και της παρ.3 του άρθρου 5 του ν. 3863/2010 όπως αυτές ισχύουν. Τα οριζόμενα στην παρ. 8 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλογικά και για τους ενταχθέντες φορείς στο ΕΤΕΑΕΠ.
9. Για τα ταμεία, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς που χορηγούν εφάπαξ παροχές που εντάσσονται στον Κλάδο εφάπαξ παροχών του ΕΤΕΑΕΠ υποβάλλεται μία αίτηση χορήγησης εφάπαξ παροχής στην αρμόδια Υπηρεσία του ΕΤΕΑΕΠ στην οποία υπάγεται ο ασφαλισμένος, πριν τη διακοπή της ασφάλισης ή την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Η αρμόδια Υπηρεσία του ΕΤΕΑΕΠ εξετάζει την αίτηση για το σύνολο του χρόνου που έχει διανυθεί σε όλα τα εντασσόμενα ταμεία φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 60 του παρόντος νόμου.
Αιτήσεις χορήγησης εφάπαξ παροχής που έχουν υποβληθεί πριν την έναρξη λειτουργίας του ΕΤΕΑΕΠ εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου από την αρμόδια Υπηρεσία του ΕΤΕΑΕΠ.
10. Εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ 4202/1961, όπως ισχύουν περί επίλυσης αμφισβητήσεων.
Ειδικότερα η επίλυση αμφισβητήσεων που αφορούν συντάξεις υπαλλήλων– λειτουργών του Δημοσίου καθώς και στρατιωτικών εξακολουθεί να υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρο 20
Απασχόληση συνταξιούχων
1. Στους συνταξιούχους λόγω γήρατος του Δημοσίου καθώς και όλων των φορέων, ταμείων, κλάδων ή λογαριασμών που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, οι οποίοι αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ, οι ακαθάριστες συντάξεις κύριες και επικουρικές καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 60% για όσο χρόνο απασχολούνται ή διατηρούν την ιδιότητα ή την δραστηριότητα. Για το διάστημα αυτό καταβάλλονται οι ασφαλιστικές εισφορές για τον απασχολούμενο συνταξιούχο, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στις οικείες διατάξεις του παρόντος νόμου.
2. Ειδικά στην περίπτωση που οι συνταξιούχοι της παρ. 1 αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν δραστηριότητα σε φορείς της γενικής Κυβέρνησης, η καταβολή της σύνταξής ή των συντάξεών τους, κύριων και επικουρικών αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η παροχή της εργασίας τους ή των υπηρεσιών τους ή η δραστηριότητά τους.
3. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010.
4. Ο συνταξιούχος που αναλαμβάνει εργασία ή αυταπασχολείται μπορεί να χρησιμοποιήσει το χρόνο της ασφάλισής του κατά το χρονικό διάστημα της κατά τα ανωτέρω απασχόλησής του ή της περικοπής ή αναστολής καταβολής της σύνταξής του, για την προσαύξηση της επικουρικής σύνταξης ή / και του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης.
5. Οι συνταξιούχοι της παρ. 1 του παρόντος υποχρεούνται πριν αναλάβουν εργασία ή αυταπασχοληθούν να δηλώσουν τούτο στον ΕΦΚΑ καθώς και στο ΕΤΕΑ ή στο φορέα επικουρικής ασφάλισης από τον οποίο συνταξιοδοτούνται. Παράλειψη της δήλωσης συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου του ποσού που έπρεπε να του παρακρατηθεί, συμφώνως με το παρόν άρθρο, κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του ή της αυτοαπασχόλησής του, που επιβαρύνεται με ετήσιο επιτόκιο 4,56%, ο δε ΕΦΚΑ δικαιούται να συμψηφίζει το ποσό με μελλοντικές συντάξεις και μέχρι του ύψους του 1/4 της συντάξεως.
6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή για όσους θα αναλάβουν εργασία ή θα αυτοαπασχοληθούν, γενικά, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και εντεύθεν καθώς και για τα πρόσωπα της παρ. 3. του άρθρου 4.
7. Οι ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, που αφορούν την απασχόληση των συνταξιούχων, γενικά, δεν έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου.
Άρθρο 21
Αναλογική Εφαρμογή διατάξεων- Εξουσιοδοτικές διατάξεις
Για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου, όπως ισχύουν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος νόμου αυτού. Ειδικά, από την ημερομηνία υπαγωγής των προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 6 στον ΕΦΚΑ, για τις εισφορές, παροχές και οφειλές, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εφαρμόζονται αναλογικά οι γενικές ή ειδικές διατάξεις που ισχύουν κατά την ανωτέρω ημερομηνία για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Με όμοια απόφαση επεκτείνεται η δήλωση των εισφορών μέσω Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης (ΑΠΔ) και η είσπραξη εισφορών και οφειλών μέσω ΚΕΑΟ.
Άρθρο 22
Τροποποίηση διατάξεων του π.δ. 169/2007
1. α. Στο τέλος της περιπτ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 5 του π.δ. 169/2007, προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Ειδικά εάν οι δύο συντάξεις καταβάλλονται από διαφορετικούς φορείς, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται το Δημόσιο, αναστέλλεται η καταβολή της μίας από αυτές κατόπιν επιλογής της ενδιαφερομένης και μέχρι του ποσού των επτακοσίων είκοσι (720€) ευρώ.»
β. Στο τέλος της περιπτ. α’ της παρ. 6 του άρθρου 31 του π.δ. 169/2007, προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Ειδικά εάν οι δύο συντάξεις καταβάλλονται από διαφορετικούς φορείς, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται το Δημόσιο, αναστέλλεται η καταβολή της μίας από αυτές κατόπιν επιλογής της ενδιαφερομένης και μέχρι του ποσού των επτακοσίων είκοσι (720€) ευρώ.»
γ. Από την 1.1.2015 καταργείται κάθε άλλη διάταξη αντίθετη με τα οριζόμενα στις περιπτ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 5 και της παρ. 6 του άρθρου 31 του π.δ. 169/2007, όπως προστίθενται με το παρόν.
2. α. Στο τέλος της περιπτ. ι’ της παρ. 2 του άρθρου 9 του π.δ. 169/2007, προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Στις διατάξεις της περίπτωσης αυτής, υπάγονται μόνο όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα έχουν ασκήσει τα καθήκοντα του Προϊσταμένου Οργανικής Μονάδας, όχι κατά αναπλήρωση ή κατ’ ανάθεση τουλάχιστον για μία διετία, μετά την επιλογή τους για τη θέση αυτή από το αρμόδιο κατά περίπτωση όργανο ή μετά την τοποθέτησή τους στη θέση αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν.4275/2014 (Α’ 149). Αν τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν συμπληρώσει την προβλεπόμενη διετία ως Προϊστάμενοι Οργανικών Μονάδων διαφορετικής βαθμίδας, καταβάλλεται το επίδομα θέσης την οποία κατείχε ο υπάλληλος για περισσότερο χρόνο.»
β. Συντάξεις που έχουν κανονισθεί αντίθετα με όσα ορίζονται στις διατάξεις του προτελευταίου εδαφίου της περιπτ. ι’ της παρ. 2 του άρθρου 9 του π.δ. 169/2007, αναπροσαρμόζονται ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων, από την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις αυτές, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
γ. Η παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 4151/2013 καταργείται.
3. Το πέμπτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 11 του π.δ. 169/2007, αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο ανωτέρω χρόνος σπουδών αναγνωρίζεται ως συντάξιμος εφόσον ο ασφαλισμένος έχει συμπληρώσει χρόνο ασφάλισης 12 ετών.»
4. α. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 12 του π.δ 169/2007 προστίθεται περίπτωση νβ ως εξής:
«νβ) Ο χρόνος προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης που εκτίθηκε έως την έναρξη ισχύος του ν. 2510/1997 (Α’ 136) για τα αδικήματα της ανυπακοής ή της ανυποταξίας του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, στα οποία υπέπεσαν στρατεύσιμοι που αρνήθηκαν να εκπληρώσουν τη στρατιωτική υπηρεσία επικαλούμενοι τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές τους πεποιθήσεις.
Για την αναγνώριση του ανωτέρω χρόνου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 17 του ν. 3865/2010.»
β. Για την εφαρμογή των διατάξεων της περ. νβ της παρ. 1 του άρθρου 12 του π.δ. 169/2007, όπως προστίθενται με το παρόν, πρέπει να προσκομισθούν η καταδικαστική απόφαση για τα αδικήματα της ανυπακοής ή της ανυποταξίας και το αποφυλακιστήριο από το οποίο να προκύπτει ο χρόνος προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης για τα ίδια αδικήματα.
γ. Οι διατάξεις της περιπτ. νβ, όπως προστίθενται με το παρόν, έχουν εφαρμογή και:
- για τα πρόσωπα του άρθρου 3 του ν. 2084/1992 (Α 165 )
- για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα είχαν αποχωρήσει από την Υπηρεσία πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, μετά την υποβολή σχετικής αίτησης από τους ενδιαφερομένους προς την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.), εντός εξαμήνου από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Στην περίπτωση αυτή τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου μήνα από την έκδοση της αναγνωριστικής πράξης.
5. Στο πρώτο εδάφιο της περιπτ. γ της παρ. 1 του άρθρου 26 του π.δ. 169/2007 η φράση: «Αν απομακρυνθεί από τις τάξεις χωρίς τη θέλησή του.» αντικαθίσταται με τη φράση: «Αν απομακρυνθεί από τις τάξεις χωρίς υπαιτιότητά του»
Ειδικά για όσα από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν απομακρυνθεί από την Υπηρεσία έως την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, οι διατάξεις της περιπτ. γ της παρ. 1 του άρθρου 26 του π.δ. 169/2007 εξακολουθούν να ισχύουν και δεν λαμβάνεται υπόψη στην περίπτωση αυτή η τροποποίησή τους με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.
6. α. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 41 του π.δ. 169/2007 (Α’ 210) αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Η συμπλήρωση εξαμήνων πτητικής ενέργειας ή ενέργειας αλεξιπτωτιστή ή υποβρυχίου καταστροφέα καθώς και η συμπλήρωση καταδυτικών εξαμήνων, βεβαιώνεται, κατά περίπτωση, με διαταγές του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας ή του Αρχηγού του οικείου Σώματος για όσα από τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου υπηρετούν στο Λιμενικό ή στο Πυροσβεστικό Σώμα ή στην Ελληνική Αστυνομία.»
β. Συντάξεις που έχουν κανονισθεί αντίθετα με όσα ορίζονται στις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 41 του π.δ. 169/2007, όπως αντικαθίστανται με το παρόν, αναπροσαρμόζονται μετά από σχετική αίτηση των ενδιαφερομένων προς την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γ.Λ.Κ. , σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις αυτές, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου της δημοσίευσης του νόμου αυτού μήνα.
7. Η παρ. 14 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007, όπως αναριθμήθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 3660/2008 (78 Α), αντικαθίσταται ως εξής:
«14. Η σύνταξη όσων θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με βάση τις διατάξεις της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 1, του Κώδικα αυτού, καταβάλλεται με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας.»
8. Στο τέλος της περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 57 Α του π.δ. 169/2007, προστίθεται η φράση «και να αναζητήσει με την έκδοση καταλογιστικής πράξης τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά».
9. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 60 του π.δ. 169/2007, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στις περιπτώσεις αναδρομικών οικονομικών δικαιωμάτων σε βάρος του Δημοσίου, που προκύπτουν κατά τον κανονισμό ή ανακαθορισμό της σύνταξης με βάση τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης, το ανωτέρω χρονικό διάστημα επιμηκύνεται σε 5 έτη.»
10. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 12 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007 οι λέξεις «στην παράγραφο 2β» αντικαθίσταται με τις λέξεις «στην παράγραφο 2α»
Άρθρο 23
Ρυθμίσεις διαφόρων συνταξιοδοτικών θεμάτων
1. Στην περ. α της παρ. 11 του άρθρου 5 του ν. 2703/1999 (Α’ 72) οι λέξεις «Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 2530/1997» αντικαθίστανται με τις λέξεις «Τα μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι και Ε.Π. των Τ.Ε.Ι.»
2. α. Οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2703/1999 εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους ή λειτουργούς του Δημοσίου και τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ., που τοποθετούνται ως Διοικητές και Υποδιοικητές των Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και των φορέων του Κεφαλαίου Α του ν. 3429/2005 (Α΄ 314), τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος.
β. Αν τα ανωτέρω πρόσωπα κατά τη διάρκεια της θητείας τους στους φορείς της περ. α δεν έχουν καταβάλλει τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου, ο χρόνος αυτός μπορεί να αναγνωρισθεί συντάξιμος από το Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 ή της παρ. 5 του άρθρου 59 του π.δ. 169/2007.
γ. Δικαιώματα που έχουν κριθεί διαφορετικά από τα οριζόμενα στις διατάξεις της περ. β, επανακρίνονται, με βάση τις διατάξεις αυτές, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων που υποβάλλεται στην αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, εντός εξαμήνου από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επομένου της δημοσίευσης του νόμου αυτού μήνα.
3. Στο τέλος του άρθρου 10 του ν. 3865/2010, όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 3, ως εξής:
«3. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 1, ως ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη λαμβάνεται υπόψη εκείνο που ίσχυε την 31-12-2011»
4. α. Η διάταξη της περ. γ’ της παρ. 16 του άρθρου 6 του ν. 4002/2011 (Α’ 180), αντικαθίσταται ως εξής:
«γ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών προσδιορίζεται το μέγεθος και τα κριτήρια του δείγματος των ελέγχων που διενεργεί η Διεύθυνση Μεταβολών και Δειγματοληπτικών Ελέγχων.»
β. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία καταβολής των αναδρομικών ποσών σύνταξης, που δικαιούνται συνταξιούχοι του Δημοσίου κατά το ν.δ. 99/1974 (Α’ 295) καθώς και οι κληρονόμοι τους, λόγω της αναπροσαρμογής των συντάξεών τους με βάση τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν.3691/2008 (Α΄166), σε εκτέλεση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων.
γ. Αναδρομικά ποσά συντάξεων, τα οποία καταβάλλονται σε εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, συμψηφίζονται νομίμως με τυχόν ποσά που οφείλει ο δικαιούχος στο Δημόσιο.
δ. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3408/2005 (ΦΕΚ Α’ 272), καθώς και της περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3670/2008 (ΦΕΚ Α’ 117) καταργούνται από 1-1-2016.
ε. Οι καταβαλλόμενες μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος συντάξεις αναπροσαρμόζονται από 1-1-2016 με βάση τις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης.
5. Για την εξαίρεση από τις μειώσεις των συντάξεων του άρθρου 11 του ν. 3865/2010, της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011, της παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 και του άρθρου 1 του ν. 4051/2012 (Α’ 40), που συνδέονται με πιστοποίηση ορισμένου ποσοστού αναπηρίας, γίνεται δεκτή και η γνωμάτευση των υγειονομικών επιτροπών του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.).
Για την προσαύξηση της σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις της υποπαραγράφου Β4 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 (Α’ 222) αρκεί και η γνωμάτευση των ανωτέρω υγειονομικών επιτροπών.
6. Αν για οποιονδήποτε λόγο παρακρατήθηκαν εσφαλμένα, μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου, το επιπλέον οφειλόμενο ποσό καταβάλλεται με παρακράτηση από τις καταβαλλόμενες τακτικές αποδοχές, σε μηνιαίες ισόποσες δόσεις η κάθε μία από τις οποίες ανέρχεται στο 1/6 των αποδοχών αυτών. Αν ο υπάλληλος ή ο στρατιωτικός αποχωρεί λόγω συνταξιοδότησης, τυχόν εναπομείναν οφειλόμενο ποσό παρακρατείται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, από τη σύνταξή του μετά από σχετική ενημέρωση της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.).
Άρθρο 24
Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικών θεμάτων υπαλλήλων του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων – Ο.Δ.Α.Ζ.
1.α. Το τακτικό προσωπικό του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων – Ο.Δ.Α.Ζ., που προέρχεται από τον πρώην Οργανισμό Δημόσιας Αντίληψης Ζακύνθου (Ο.Δ.Α.Ζ.), το οποίο είχε προσληφθεί στον φορέα αυτόν μέχρι την 31.12.2010. υπάγεται για κύρια σύνταξη στις διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ. 4277/1962 (Α΄191) και όλη η προηγούμενη υπηρεσία του με σχέση δημοσίου δικαίου στον ανωτέρω Οργανισμό λογίζεται ότι διανύθηκε στην ασφάλιση του Ειδικού Συνταξιοδοτικού Καθεστώτος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Το ανωτέρω προσωπικό εξακολουθεί να υπάγεται στους φορείς επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας στους οποίους υπαγόταν μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.
β. Οι διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 2 του ν.3865/2010 (Α΄120) εξακολουθούν να ισχύουν για το προσωπικό της παραγράφου αυτής.
γ. Ως προς το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του τακτικού προσωπικού του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων – Ο.Δ.Α.Ζ., το οποίο έχει προσληφθεί από 1.1.2011 μέχρι την προηγούμενη της ημερομηνίας δημοσίευσης του νόμου αυτού ή προσλαμβάνεται από την ημερομηνία αυτή και μετά, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 2 του ν.3865/2010, όπως ισχύουν.
δ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για το πρώην τακτικό προσωπικό του Ο.Δ.Α.Ζ. το οποίο έχει μεταταχθεί ή μεταφερθεί σε θέσεις άλλων υπηρεσιών και έχει επιλέξει τη διατήρηση του προηγούμενου της μετάταξης ή μεταφοράς του, ασφαλιστικού –συνταξιοδοτικού καθεστώτος.
2.α. Ο χρόνος υπηρεσίας με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου στον Ο.Δ.Α.Ζ πρώην υπαλλήλων του, που έχουν μεταταγεί ή μεταφερθεί σε θέσεις άλλων φορέων και δεν έχουν επιλέξει τη διατήρηση του προηγούμενου της μετάταξης ή μεταφοράς τους ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού καθεστώτος, λογίζεται ως διανυθείς στην ασφάλιση του Ειδικού Συνταξιοδοτικού Καθεστώτος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
β. Εάν τα πρόσωπα της ανωτέρω περίπτωσης μετά τη μεταφορά ή τη μετάταξή τους έχουν υπαχθεί στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου, ο ανωτέρω χρόνος υπηρεσίας τους στον Ο.Δ.Α.Ζ. λογίζεται ότι διανύθηκε στο Δημόσιο.
3. Εκκρεμείς αιτήσεις για συνταξιοδότηση τακτικών υπαλλήλων του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων – Ο.Δ.Α.Ζ., μεταφέρονται στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, μη εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των διατάξεων του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 60 του π.δ. 169/2007.
4. Αιτήσεις που έχουν υποβληθεί στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων – Ο.Δ.Α.Ζ. πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και εκκρεμούν καθώς και αιτήσεις που θα υποβληθούν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού για αναγνώριση συντάξιμου χρόνου από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία, ο οποίος μπορεί να αναγνωρισθεί με βάση τις οικείες διατάξεις, που ισχύουν κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου, εξετάζονται από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθ.11 του ν.δ 4277/1962 (191 Α΄) ή το Δημόσιο, κατά περίπτωση.
5. Οι συντάξεις που ήδη καταβάλλονται από το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων – Ο.Δ.Α.Ζ., στους συνταξιούχους πρώην υπαλλήλους του Οργανισμού καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους, βαρύνουν από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού και μετά, το Ειδικό Συνταξιοδοτικό Καθεστώς του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, καταβάλλονται από αυτό και διέπονται από τις ισχύουσες κάθε φορά για τους συνταξιούχους του διατάξεις.
6. Με Απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δύναται να ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
7. Από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού, καταργείται το ν.δ 2487/1953 (198 Α΄), καθώς και κάθε άλλη αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου αυτού διάταξη.
Άρθρο 25
Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικών θεμάτων υπαλλήλων του Ταμείου Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΑΔΚΥ)
1.Οι τακτικοί υπάλληλοι του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ), καθώς και του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ), που προέρχονται από το πρώην Ταμείο Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΑΔΚΥ) και οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις του ν. 4239/1962 (ΦΕΚ Α’ 126) και υπάγονται για τον κλάδο κύριας σύνταξης οι μεν στο ΕΤΕΑ, οι δε στον Τομέα Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του ΤΠΔΥ, μεταφέρονται στην ασφάλιση του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 11 του Ν.Δ. 4277/1962 (Α’ 191).
2.Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στο τακτικό προσωπικό του πρώην ΤΑΔΚΥ καθώς και στο προσωπικό της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, το οποίο μεταφέρθηκε ή μετατάχθηκε σε θέσεις άλλων υπηρεσιών και έχει επιλέξει τη διατήρηση του προηγούμενου, της μεταφοράς ή μετάταξης, ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού καθεστώτος.
3.Οι συντάξεις που καταβάλλονται στους ήδη συνταξιούχους του πρώην ΤΑΔΚΥ καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους, είτε καταβάλλονται από το ΕΤΕΑ, είτε από τον Τομέα Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του ΤΠΔΥ, βαρύνουν εφεξής το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ.
4.Εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης των τακτικών υπαλλήλων των ανωτέρω παραγράφων, μεταφέρονται στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
5. Οι εισφορές εργαζόμενου – εργοδότη που αντιστοιχούν στο χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε στους προηγούμενους φορείς μέχρι την έναρξη εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, μεταφέρονται στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ μετά από αναλογιστική μελέτη της Διεύθυνσης Αναλογιστικών Μελετών και Στατιστικής του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ.
Ο χρόνος ασφάλισης στους προηγούμενους φορείς του τακτικού προσωπικού των παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου, θεωρείται ότι διανύθηκε στην ασφάλιση του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ.
6. Το άρθρο 1 του Ν.Δ. 4239/1962, καθώς και κάθε άλλη αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου αυτού διάταξη καταργείται.
7. Οι διατάξεις του προηγούμενου και του παρόντος άρθρου ισχύουν μέχρι την ημερομηνία υπαγωγής των ασφαλιστικών φορέων στον ΕΦΚΑ.
Άρθρο 26
Έκταση Εφαρμογής
Οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων, εφαρμόζονται ανάλογα και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α΄ 276).
Κεφάλαιο Γ΄ Ρυθμίσεις ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα
Άρθρο 27
Εφαρμογή κοινών κανόνων ασφαλισμένων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα
1. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του ΕΦΚΑ και των θεμελιωδών αρχών των άρθρων 1 και 2, οι ρυθμίσεις του κεφαλαίου Β΄ εφαρμόζονται και στους ασφαλισμένους του Κεφαλαίου αυτού, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων, ειδικών ρυθμίσεων των άρθρων που ακολουθούν και με εξαίρεση των διατάξεων του Κεφαλαίου Β΄ που, από τη φύση τους, ρυθμίζουν αποκλειστικά τη σχέση των δημοσίων ή στρατιωτικών υπαλλήλων με την υπηρεσία τους.
2. α. Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στην παράγραφο 4 του άρθρου 7, στους συνταξιούχους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα και λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της εθνικής σύνταξης, και με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως και 66,99% χορηγείται το 50% αυτής. Σε περίπτωση νέας κρίσης από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές το ύψος της εθνικής σύνταξης αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω και βάσει του νέου ποσοστού αναπηρίας. Οι προσαρμογές αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του ν. 612/1977 (ΦΕΚ 164 Α΄).
β. σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του ν. 612/1977 ή με βάση διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτόν δεν εφαρμόζεται η πρόβλεψη για τη μείωση της εθνικής σύνταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 7, κατά την οποία η εθνική σύνταξη μειώνεται κατά 1/40 για κάθε χρόνο που υπολείπεται των σαράντα (40) ετών διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου έτους ηλικίας και του έτους, κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης.
γ. Το εξωϊδρυματικό επίδομα παραπληγίας τετραπληγίας χορηγείται στους ασφαλισμένους, στους συνταξιούχους και στα μέλη των οικογενειών τους που πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις διατάξεις που ισχύουν κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου.
δ. Οι ρυθμίσεις της παραγράφου αυτής και οι διαφορετικές ρυθμίσεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 7 εναρμονίζονται έως την 31/12/2016 για όλους τους αναπήρους που εργάζονται στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.
3. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Β που παραπέμπουν, σε περίπτωση αναπροσαρμογής στις ρυθμίσεις του άρθρου 14 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται ως προς τους ασφαλισμένους του Κεφαλαίου αυτού κατά το άρθρο 33.
Άρθρο 28
Ανταποδοτική σύνταξη
1. Οι ασφαλισμένοι κύριας ασφάλισης του κεφαλαίου αυτού, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές όπως ορίζονται στο άρθρο αυτό, το χρόνο ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 34 του παρόντος, και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης υπολογιζόμενα επί των συντάξιμων αποδοχών του πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του παρόντος, σύμφωνα με τις ειδικότερες ρυθμίσεις των επόμενων παραγράφων.
2. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου λαμβάνονται υπόψη:
α. για τους μισθωτούς, ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξαυνόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.
β. για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους του άρθρου 40 του παρόντος, το εισόδημα, το οποίο υπόκειται σε εισφορές σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 40 του παρόντος, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου. Για το διάστημα μέχρι την θέση σε ισχύ του νόμου αυτού εισόδημα νοείται το ποσό που θα αποτελούσε το ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για έκαστο μήνα ασφάλισης, συνυπολογιζομένων, με αναγωγή κατά κεφαλήν, τυχόν υφισταμένων κατά το διάστημα αυτό κοινωνικών πόρων υπέρ των αντίστοιχων ταμείων. Στο ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς που πράγματι καταβλήθηκε για έκαστο ασφαλισμένο συνυπολογίζεται, όπου υπήρχε, και η ασφαλιστική εισφορά που έχει καταβληθεί από τον εργοδότη. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος προσαυξαυνόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.
γ. για τους ασφαλισμένους για τους οποίους, από την 1.1.2017 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 του παρόντος, καταβάλλεται ασφαλιστική εισφορά εργοδότη και ασφαλισμένου, αλλά έως την έναρξη ισχύος του παρόντος κατέβαλλαν ασφαλιστική εισφορά με ασφαλιστικές κατηγορίες, ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης ορίζεται το ποσό που αντιστοιχεί στο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα, αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για έκαστο μήνα ασφάλισης.
δ. για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, κατόπιν καταβολής του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό-εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά έκαστου μήνα ασφάλισης. Οι πλασματικοί χρόνοι που αναγνωρίστηκαν χωρίς εξαγορά δεν συνυπολογίζονται για τον υπολογισμό του ποσού της ανταποδοτικής σύνταξης.
3. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των αιτήσεων συνταξιοδότησης που θα κατατεθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και εντός του έτους 2016 ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη ο μέσος μηνιαίος μισθός – εισόδημα κατά τις ειδικότερες λοιπές προβλέψεις του παρόντος άρθρου που προκύπτει από το ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την υποβολή της αίτησης. Εφεξής ετησίως η περίοδος αυτή αναφοράς αυξάνεται κατά ένα έτος.
4. Καταργούνται εφεξής και δεν εφαρμόζονται επί των αιτήσεων συνταξιοδότησης που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, οι διατάξεις: αρ. 29 παρ. 14 α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α’), όπως προστέθηκε με το αρ. 5 παρ. 6 ν. 825/1978 και αντικαταστάθηκε με το αρ. 29 παρ. 3 ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α’), αρ. 29 παρ. 3 ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α’), αρ. 64 ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α’), αρ. 31 παρ. 2 ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α’), αρ. 5 παρ. 11 α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α’), αρ. 23 εδάφιο πέμπτο π.δ. 913/1978 (ΦΕΚ 220 Α’), αρ. 44 παρ. 4 π.δ. 284/1974 (ΦΕΚ 101 Α’), αρ. 5 παρ. 4 Υ.Α. Β2/54/3/236/76/οικ.695/1977 (ΦΕΚ 329 Β’), αρ. 46 παρ. 8α Β.Δ. 29/5/25.6.58 (ΦΕΚ 96 Α’), αρ. 17 παρ. 2 π.δ. 419/1983 (ΦΕΚ 154 Α’), αρ. 17 π.δ. 419/1980 (ΦΕΚ 11 Α’), αρ. 20 Υ.Α. 17481/1933 Α.Υ.Ε.Ο. (ΦΕΚ 77/1933), αρ. 18 παρ. 1 περ. ε’ Υ.Α. 31720/Σ.503/10.12.62 (ΦΕΚ 503 Β’), Υ.Α. Φ.43/οικ.1135/1988 (ΦΕΚ 404 Β’), αρ. 1 π.δ. 460/1989 σε συνδυασμό με το αρ. 7 παρ. 1 ν. 982/1979 (ΦΕΚ 239 Α’), Υ.Α. Φ.41/241/1996 (ΦΕΚ 228 Β’), αρ. 16 παρ. 2 ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α’) σε συνδυασμό με το αρ. 3 παρ. 4 ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α’), αρ. 24 παρ. 2 π.δ. 258/2005 (ΦΕΚ 316 Α’), αρ. 9 π.δ. 116/1988 (ΦΕΚ 48 Α’), αρ. 6 π.δ. 5/1955, άρθρα 97 και 110 π.δ. 668/1981 (ΦΕΚ 167 Α’), αρ. 1 π.δ. 418/1985 (ΦΕΚ 169 Α’), αρ. 14 Υ.Α. Φ.29/1455/1977 (ΦΕΚ 1028 Β’), αρ. 3 παρ. 3 ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α’).
5. Κάθε διάταξη αντίθετη διάταξη καταργείται.
Άρθρο 29
Προσωρινή σύνταξη
1. Μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, καταβάλλεται στους δικαιούχους προσωρινή σύνταξη, το ύψος της οποίας υπολογίζεται ως εξής:
α. Για τους μισθωτούς το 50% του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τους δώδεκα μήνες ασφάλισης που προηγούνται της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2α του άρθρου 28 του παρόντος. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, οποτεδήποτε και αν πραγματοποιήθηκαν αυτοί, δια του 12.
β. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους στον ΟΓΑ , όπως αυτοί ορίζονται στα άρθρα 39 και 40 του παρόντος, το 50% του μέσου μηνιαίου εισοδήματος του τελευταίου πλήρους έτους πριν την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης. Ως μέσο μηνιαίο εισόδημα νοείται αυτό το οποίο προκύπτει από το πηλίκο του συνόλου των τρεχουσών εισφορών κύριας ασφάλισης που καταβλήθηκαν κατά το ίδιο έτος, διαιρουμένου δια του 20% και δια του 12 με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 39 και της παραγράφου 3 του άρθρου 40.
2. Η προσωρινή σύνταξη δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στην εθνική σύνταξη και να υπερβαίνει το ποσό που αντιστοιχεί στο διπλάσιο της εθνικής σύνταξης, στο ύψος που διαμορφώνεται κάθε φορά. Ειδικά για τους ασφαλισμένους σύμφωνα με το άρθρο 40 του παρόντος, το ποσό της προσωρινής σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στο 80% της εθνικής σύνταξης.
3. Τα ανωτέρω ισχύουν στις περιπτώσεις υποβολής αίτησης πλήρους συνταξιοδότησης λόγω γήρατος. Σε περιπτώσεις υποβολής αίτησης μειωμένης συνταξιοδότησης λόγω γήρατος το ποσό της προσωρινής σύνταξης μειώνεται κατά ποσοστό 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται από την συμπλήρωση του ορίου ηλικίας που προβλέπεται για την πλήρη σύνταξη.
4. Σε περίπτωση υποβολής αίτησης σύνταξης λόγω αναπηρίας, το ποσό της προσωρινής σύνταξης, στο ύψος που διαμορφώνεται κατά τα ανωτέρω, μειώνεται αντίστοιχα κατά τα ποσοστά που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 27 του παρόντος, αναλόγως εφαρμοζομένων. Σε περίπτωση υποβολής αίτησης συνταξιοδότησης λόγω θανάτου, η προσωρινή σύνταξη, όπως διαμορφώνεται με τις ανωτέρω διατάξεις, χορηγείται σε ποσοστό 50%. Το ποσοστό αυτό επιμερίζεται μεταξύ των δικαιοδόχων σύμφωνα με τα ποσοστά επιμερισμού της σύνταξης.
5. Το ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται στον ασφαλισμένο με την προσωρινή σύνταξη συμψηφίζεται με το ποσό της σύνταξης που προκύπτει μετά την έκδοση της οριστικής πράξης απονομής της σύνταξης.
6. Στην περίπτωση ασφαλισμένου με διαδοχικό χρόνο ασφάλισης στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, η αίτηση για προσωρινή σύνταξη υποβάλλεται και επεξεργάζεται από τον ΕΦΚΑ σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο για την επαγγελματική κατεύθυνση στην οποία υπάγονταν ο ασφαλισμένος κατά την τελευταίο χρονική περίοδο πριν την αίτησή του.
Στην περίπτωση που για τον υπολογισμό του ποσού της προσωρινής σύνταξης, ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης της παρ. 1 του παρόντος δεν επαρκεί, λόγω αλλαγής επαγγελματικής κατεύθυνσης του ασφαλισμένου, καταβάλλεται ως προσωρινή σύνταξη το ποσό που αντιστοιχεί στην εθνική σύνταξη.
Το ανωτέρω ισχύει και στις περιπτώσεις διαδοχικά ασφαλισμένων που έχουν οφειλή μέχρι του ποσού που προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις».
7. Η διάταξη για την έκδοση της προσωρινής σύνταξης δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Όταν ο ασφαλισμένος με δήλωση του δεν επιθυμεί την έκδοση προσωρινής σύνταξης.
β. Όταν δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης.
γ. Όταν για τη συνταξιοδότηση πρέπει να εφαρμοστούν οι Κανονισμοί 883/2004 και 987/2009 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οι διμερείς συμβάσεις κοινωνικής ασφάλειας, εκτός των περιπτώσεων που θεμελιώνεται αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα μόνο με το χρόνο ασφάλισης σε ελληνικό ασφαλιστικό φορέα.
δ. Όταν δεν έχουν κατατεθεί τα απαραίτητα δικαιολογητικά.
ε. Όταν λαμβάνεται ταυτόχρονα και άλλη κύρια σύνταξη για την ίδια αιτία.
στ. Όταν δεν έχει διακοπεί η εργασία κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης.
ζ. Όταν είναι απαραίτητη η προηγούμενη αναγνώριση χρόνων ασφάλισης για θεμελίωση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων.
Στην περίπτωση αυτή, ο λόγος θεωρείται ότι εκλείπει εφόσον, μετά την υποβολή σχετικής αίτησης εκ μέρους του ενδιαφερομένου, εκδοθεί η απόφαση αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης, ακόμα και αν η εξαγορά του χρόνου αυτού γίνει τμηματικά με παρακράτηση του σχετικού ποσού από την δικαιούμενη σύνταξη.
η. Όταν υπάρχουν οφειλές από ασφαλιστικές εισφορές ποσού που υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από τις σχετικές διατάξεις ποσά.
Σε περίπτωση που μεταγενέστερα εκλείψει ο λόγος αυτός, η προσωρινή σύνταξη καταβάλλεται από την επομένη υποβολής σχετικής νέας αίτησης του ενδιαφερόμενου. Στην περίπτωση ζ ο λόγος θεωρείται ότι εκλείπει εφόσον, μετά την υποβολή σχετικής αίτησης εκ μέρους του ενδιαφερομένου, εκδοθεί η απόφαση αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης, ακόμα και αν η εξαγορά του χρόνου αυτού γίνει τμηματικά με παρακράτηση του σχετικού ποσού από την δικαιούμενη σύνταξη.
8. Η πράξη προσωρινής σύνταξης κατά τα ανωτέρω εκδίδεται εντός 2 μηνών από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης.
9. Οι διατάξεις του παρόντος έχουν αναλογική εφαρμογή και στα πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται σύμφωνα με το ειδικό καθεστώς του ν. 3163/1955.
Άρθρο 30
Προσαύξηση σύνταξης όσων κατέβαλλαν αυξημένες εισφορές
1. Στην περίπτωση ασφαλισμένων οι οποίοι, υπό την ισχύ του προϊσχύοντος νομοθετικού καθεστώτος κατέβαλλαν εισφορές ανώτερες από αυτές του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, όπως και στην περίπτωση ασφαλισμένων που θα καταβάλλουν εθελοντικά εισφορές ανώτερες από τις προβλεπόμενες στο νόμο αυτό, η σύνταξη προσαυξάνεται κατά ποσοστό που θα ορισθεί με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από εισήγηση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, βάσει σχετικής οικονομικής αναλογιστικής μελέτης. Στην εν λόγω μελέτη για τον προσδιορισμό του ποσοστού προσαύξησης θα ληφθούν υπόψη τα χαρακτηριστικά των ομάδων και κυρίως οι παράμετροι: εισφορές, χρόνος ασφάλισης κατά τον οποίον οι εισφορές ήταν ανώτερες από αυτές του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, έτη καταβολής της σύνταξης.
2. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται σε όσους υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Άρθρο 31
Ασφαλιστικές παροχές λόγω εργατικού ατυχήματος ή ατυχήματος εκτός εργασίας
1. Οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας και τα μέλη της οικογένειάς τους σύνταξη λόγω θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις και ανεξαρτήτως χρόνου ασφάλισης, αν η αναπηρία ή ο θάνατος οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή ατύχημα κατά την απασχόληση. Για τη χορήγηση της σύνταξης του προηγούμενου εδαφίου απαιτείται υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης από τον κατά τα ανωτέρω δικαιούχο. Η προθεσμία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, η διαδικασία αναγγελίας και διαπίστωσης του εργατικού ατυχήματος ή ατυχήματος κατά την απασχόληση, το είδος της νόσου ανά επάγγελμα και κάθε άλλη λεπτομέρεια εφαρμογής καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Με το εργατικό ατύχημα ή ατύχημα κατά την απασχόληση εξομοιώνονται και οι επαγγελματικές ασθένειες. Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του Κανονισμού Ασθενείας του οικείου φορέα κύριας ασφάλισης και για όσους ασφαλίζονται μετά την 1.1.2016 αυτές του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, όπως ισχύουν κατά την δημοσίευση του νόμου αυτού.
2. Επί αναπηρίας που οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια, το ποσό της σύνταξης υπολογίζεται βάσει του άρθρου 28 του ν. 2084/1992, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 παρ. 4 του ν. 3029/2002. Σε καμία περίπτωση το ποσό της δικαιούμενης σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στο διπλάσιο της εθνικής σύνταξης στο ύψος που εκάστοτε διαμορφώνεται σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος.
3. Επί ατυχήματος εκτός εργασίας ή απασχόλησης, περί του οποίου κρίνουν τα αρμόδια όργανα του ΕΦΚΑ, οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας και τα μέλη της οικογένειάς τους σύνταξη λόγω θανάτου, αν έχουν πραγματοποιήσει το μισό χρόνο ασφάλισης από αυτόν που απαιτείται σύμφωνα με τις διατάξεις για την συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο του άρθρου 11. Τα ίδια όργανα προσδιορίζουν με αιτιολογημένη απόφασή τους, σε περίπτωση αμφισβήτησης, εάν το ατύχημα ήταν εργατικό ή εκτός εργασίας.
4. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το ανωτέρω θέμα καταργείται. Καταβαλλόμενες συντάξεις που εκδόθηκαν βάσει ρυθμίσεων που καταργούνται στο εξής, διατηρούνται ως έχουν, με την επιφύλαξη εφαρμογής των άρθρων 14 και 33
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που το ατύχημα επισυμβαίνει μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 32
Παροχές σε είδος και σε χρήμα
1. Οι παροχές σε είδος και χρήμα που χορηγούν το Δημόσιο και οι εντασσόμενοι στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδοι και λογαριασμοί εξακολουθούν μέχρι την έκδοση της απόφασης της επόμενης παραγράφου να διέπονται από τις γενικές, ειδικές και καταστατικές διατάξεις τους, όπως ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
2. Το είδος και το ύψος των εν λόγω παροχών, η έκταση, τα δικαιούχα πρόσωπα, οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και κάθε άλλο σχετικό ζήτημα ή λεπτομέρεια ρυθμίζονται με τον Κανονισμό Ασφάλισης και Παροχών του ΕΦΚΑ του άρθρου 98 παρ. 3, που εκδίδεται μέχρι την 31/12/2016, μετά από αναλογιστική μελέτη.
Άρθρο 33
Αναπροσαρμογή συντάξεων-προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων
1. Οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την δημοσίευση του νόμου κύριες συντάξεις, πλην όσων χορηγούνται από τον ΟΓΑ, αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 14 αναλόγως εφαρμοζομένου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 8, 27, 28 και 12, βάσει των ειδικότερων ρυθμίσεων των επομένων παραγράφων.
2. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, συντάξεων, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη. Στις περιπτώσεις που ο συντάξιμος μισθός συνδέεται με ασφαλιστικές κατηγορίες ή ασφαλιστικές κλάσεις ή με τεκμαρτά ποσά, αυτός υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα τιμή τους κατά τη δημοσίευση του παρόντος. Στις λοιπές περιπτώσεις ο συντάξιμος μισθός λαμβάνεται σε τρέχουσες τιμές με τη χρήση των ποσοστών αναπροσαρμογής των συντάξεων όλων των ετών που έχουν μεσολαβήσει από την ημερομηνία συνταξιοδότησης ως την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης αυτής.
Άρθρο 34
Χρόνος ασφάλισης
1. Χρόνος ασφάλισης στον ΕΦΚΑ για τους ασφαλισμένους του Κεφαλαίου αυτού είναι:
α. Ο χρόνος πραγματικής ασφάλισης, ήτοι ο χρόνος ασφαλιστέας απασχόλησης ή ιδιότητας στον ΕΦΚΑ ή στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς για τον οποίο έχουν καταβληθεί ή οφείλονται εισφορές σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
β. Ο λογιζόμενος χρόνος συντάξιμης υπηρεσίας των πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων, σύμφωνα με τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
γ. Οι πλασματικοί χρόνοι ασφάλισης του άρθρου 10 παρ.18 Ν. 3863/10, των άρθρων 39,40 και 41 Ν.3996/11, του άρθρου 6 παρ.12 και του άρθρου 17 του Ν. 3865/10, και του άρθρου 40 του ν. 2084/92. Όπου για την αναγνώριση των πλασματικών αυτών χρόνων ασφάλισης προβλέπεται καταβολή εισφοράς, η αναγνώριση γίνεται με την καταβολή από τον ασφαλισμένο για κάθε μήνα αναγνωριζόμενου πλασματικού χρόνου ασφάλισης της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, στο ποσοστό που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης εξαγοράς. Η ως άνω εισφορά υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές του ασφαλισμένου κατά τον τελευταίο μήνα πλήρους απασχόλησης πριν από την υποβολή της αίτησης εξαγοράς, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις του άρθρου 38 και εφόσον έχει διακοπεί η απασχόληση, επί των αποδοχών του τελευταίου μήνα απασχόλησης προσαυξανόμενων κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Σε περίπτωση ελεύθερου επαγγελματία, αυταπασχολούμενου ή ενός εκ των προσώπων του άρθρου 40 με βάση το μηνιαίο εισόδημά τους κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης αναγνώρισης, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις των άρθρων 39, 101 και 40. Το συνολικό ποσό της κατά τα ανωτέρω εξαγοράς καταβάλλεται σε τόσες μηνιαίες δόσεις, όσοι είναι και οι μήνες που αναγνωρίζονται. Το ποσό αυτό μπορεί να καταβληθεί εφάπαξ, οπότε παρέχεται έκπτωση 15%. Η εισφορά των αιτήσεων αναγνώρισης πλασματικών χρόνων που θα υποβληθούν από τους ελευθέρους επαγγελματίες – αυταπασχολούμενους και τα πρόσωπα που υπάγονται στο άρθρο 40 του παρόντος από την έναρξη ισχύος του παρόντος έως και την 31.12.2016 θα υπολογιστεί επί του μηνιαίου εισοδήματός τους όπως αυτό προκύπτει από το φορολογητέο εισόδημά τους οικονομικού έτους 2015. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου όλοι οι ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, έχουν δικαίωμα να αναγνωρίζουν τους πλασματικούς χρόνους ασφάλισης των άρθρων 39, 40 και 41 του ν. 3996/2011 όπως ισχύουν.
δ. Ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ή συνεχίζεται η εξαγορά του, καθώς και ο χρόνος που έχει προσμετρηθεί από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία. Αναγνωρίσεις χρόνων, οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί με την πλήρη εξόφληση του ποσού της εξαγοράς, συνεχίζονται στον ΕΦΚΑ μέχρι την ολοκλήρωσή τους, βάσει των διατάξεων που ισχύουν κατά την δημοσίευση του νόμου αυτού.
ε. ο χρόνος προαιρετικής ασφάλισης κατά την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
2. Κάθε ασφαλισμένος του ΕΦΚΑ, εφ’ όσον παύει να έχει την ασφαλιστέα στον ΕΦΚΑ απασχόληση ή ιδιότητα, δικαιούται να συνεχίσει την ασφάλισή του στον ΕΦΚΑ προαιρετικά κατ εφαρμογή του άρθρου 18 του παρόντος. Πρόσωπα που έχουν υπαχθεί στην προαιρετική ασφάλιση των εντασσόμενων φορέων, τομέων και κλάδων και λογαριασμών συνεχίζουν αυτήν στον ΕΦΚΑ.
Οι ασφαλισμένοι που έχουν διαδοχικό χρόνο ασφάλισης στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς δικαιούνται να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στον ΕΦΚΑ προαιρετικά στον Κλάδο του τελευταίου εντασσόμενου φορέα υποχρεωτικής ασφάλισής τους. Το ίδιο ισχύει και για τα πρόσωπα που έχουν ήδη υπαχθεί στην προαιρετική ασφάλιση των εντασσομένων φορέων, τομέων και κλάδων και συνεχίζουν αυτή στον ΕΦΚΑ.
3. Πρόσωπα που έχουν υπαχθεί καλόπιστα στην ασφάλιση των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, ενώ δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, συνεχίζουν την ασφάλιση τους στον ΕΦΚΑ για όσο διάστημα διατηρούν την ιδιότητα ή απασχόληση για την οποία υπήχθησαν στην ασφάλιση των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων, τομέων κλάδων και λογαριασμών.. Χρόνος για τον οποίο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς κλάδους και λογαριασμούς, ενώ δε συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις ασφάλισης λογίζεται ως χρόνος ασφάλισης στον ΕΦΚΑ και οι σχετικές ασφαλιστικές εισφορές δεν επιστρέφονται, εφόσον δεν έχει εκδοθεί απόφαση διαγραφής.
4. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος το άρθρο 3 του ν. 1358/1983, το εδάφιο γ της περ. 2 του άρθρου 40 του ν. 2084/1992, όπως τροποποιημένο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 18 του ν. 3863/2010, καθώς και κάθε διάταξη που ορίζει διαφορετικά από το παρόν, καταργείται.
Άρθρο 35
Εφάπαξ παροχή
1. Στην ασφάλιση του κλάδου εφάπαξ παροχών υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που είχαν ήδη κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υπαχθεί στην ασφάλιση των ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 4 περ. α του Ν. 4052/2012 όπως τροποποιείται με το άρθρο 79 του παρόντος, καθώς και όσοι σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 4 περ. β του Ν. 4052/2012 όπως τροποποιείται με το άρθρο 79 του παρόντος αναλαμβάνουν εργασία ή απασχόληση ή αποκτούν ιδιότητα, η οποία σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις των ως άνω ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, δημιουργούσαν υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση των εν λόγω ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών.
2. Πόροι του κλάδου εφάπαξ παροχών είναι:
α. Τα έσοδα από τις προβλεπόμενες εισφορές υπέρ των ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών πρόνοιας που εντάσσονται στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. του άρθρου 77 του νόμου αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 5 περ. α του Ν. 4052/2012 όπως τροποποιείται με το άρθρο 78 του παρόντος, οι πρόσοδοι περιουσίας, καθώς και η απόδοση των κεφαλαίων και αποθεματικών αυτών και κάθε άλλο έσοδο και πόρος που προβλέπεται στην οικεία νομοθεσία ή άλλες γενικές διατάξεις.
β. Τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές, για το ύψος των οποίων και τον τρόπο υπολογισμού τους εφαρμόζονται για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 οι επιμέρους καταστατικές διατάξεις των εντασσόμενων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών πρόνοιας στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., όπως ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Για τους ασφαλισμένους από 1.1.1993 κι εντεύθεν το ποσό της εισφοράς τους για εφάπαξ παροχή ορίζεται σε ποσοστό 4% και υπολογίζεται για τους μισθωτούς επί των ασφαλιστέων αποδοχών τους, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 38 του παρόντος νόμου και για τους αυτοτελώς απασχολούμενους επί του εισοδήματός τους, κατ’ αναλογία των ειδικότερα προβλεπόμενων στο άρθρο 39 του παρόντος.
3. α. Από τον κλάδο εφάπαξ παροχών απονέμεται η εφάπαξ παροχή, εφόσον ο ασφαλισμένος έτυχε κύριας σύνταξης λόγω γήρατος ή οριστικής αναπηρίας και συντρέχουν οι απαιτούμενες χρονικές προϋποθέσεις από τη νομοθεσία που διέπει το τελευταίο από τους εντασσόμενους φορείς, κλάδους ή τομείς κατά την ημερομηνία ένταξης ή σε περίπτωση διακοπής της ασφάλισης πριν την ημερομηνία ένταξης, λαμβάνονται υπόψη οι χρονικές προϋποθέσεις από τη νομοθεσία που διέπει τον τελευταίο φορέα ασφάλισης στον οποίο υπήρχε ασφάλιση και ισχύουν κατά την ημερομηνία ένταξης. Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος λαμβάνει σύνταξη από φορέα που χορηγεί προσυνταξιοδοτική παροχή, απονέμεται η εφάπαξ παροχή, εφόσον ο ασφαλισμένος έτυχε προσυνταξιοδοτικής παροχής. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η απαιτούμενη από καταστατικές διατάξεις εντασσόμενων των ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, προϋπόθεση συνταξιοδότησης από φορέα επικουρικής ασφάλισης για τη χορήγηση εφάπαξ παροχής, παύει να ισχύει.
β. Εφάπαξ παροχή χορηγείται σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου, που δεν είχε αποκτήσει κατά το χρόνο του θανάτου του δικαίωμα για λήψη εφάπαξ παροχής, δηλαδή ασφαλισμένου, ο οποίος απεβίωσε πριν την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, γήρατος ή αναπηρίας, στα πρόσωπα της οικογένειας του, εφόσον συντρέχουν οι χρονικές προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως λόγω θανάτου, του φορέα κύριας κοινωνικής ασφάλισης στον οποίο ήταν ασφαλισμένος ο θανών. Στην περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, δεν υπάρχουν πρόσωπα της οικογένειας που δικαιούνται σύνταξη εξαιτίας του θανάτου του ασφαλισμένου, η εφάπαξ παροχή χορηγείται στον επιζώντα σύζυγο και στα τέκνα αυτού ανάλογα με το κληρονομικό τους δικαίωμα. Στην περίπτωση που σύμφωνα με τα ανωτέρω εδάφια δεν υπάρχουν πρόσωπα που να δικαιούνται την εφάπαξ παροχή, εφόσον ο θανών είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο θανάτου του εικοσαετή τουλάχιστον ασφάλιση στον οικείο φορέα πρόνοιας (ή διαδοχικά σε περισσότερους του ενός φορείς) αυτή καταβάλλεται στους γονείς, αδελφούς/ες του θανόντος ασφαλισμένου, κατά το ποσοστό του κληρονομικού τους δικαιώματος.
Εάν ο ασφαλισμένος απεβίωσε μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, γήρατος ή αναπηρίας, τότε η εφάπαξ παροχή χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις περί κληρονομικής διαδοχής.
γ. Δεν επιτρέπεται προκαταβολή της εφάπαξ παροχής και κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.
4. Το ποσόν της εφάπαξ παροχής με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 10 του παρόντος άρθρου, ισούται με το άθροισμα του τμήματος της εφάπαξ παροχής που αντιστοιχεί για τα έτη ασφάλισης μέχρι την 31.12.2013 και του τμήματος της εφάπαξ παροχής που αντιστοιχεί για τα έτη ασφάλισης από 1.1.2014 και εφεξής.
α. Για χρόνο ασφάλισης που έχει διανυθεί έως και την 31.12.2013:
i. Για τους μισθωτούς:
Για τους μισθωτούς με εισφορά ύψους 4% επί των αποδοχών, το εφάπαξ βοήθημα αποτελείται από το γινόμενο του εξήντα επί τοις εκατό (60 %) των συνταξίμων αποδοχών, επί των οποίων έγιναν οι νόμιμες κρατήσεις, επί του δεκαδικού αριθμού των ετών ασφάλισης έως και την 31.12.2013. Ως συντάξιμες αποδοχές νοούνται το πηλίκον της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος κατά τα πέντε (5) τελευταία από την αποχώρησή εκ της υπηρεσίας του έτη, οι οποίες υπεβλήθησαν σε ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς να υπολογίζονται τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας, δια του αριθμού των μηνών απασχόλησης που έχουν πραγματοποιηθεί εντός της χρονικής αυτής περιόδου, με τον περιορισμό του εδαφίου 1 της παραγράφου 4 του άρθρου 21 του ν. 3232/2004.
Για τους μισθωτούς με εισφορά ύψους διάφορου του 4% ή με σταθερό ποσό εισφοράς το ως άνω ποσοστό (60%) θα αναπροσαρμόζεται αναλογικά ως προς το ύψος της εισφοράς, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα και κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
Αν ο ασφαλισμένος στην ίδια χρονική περίοδο δεν έχει πραγματοποιήσει απασχόληση σαράντα (40) τουλάχιστον μηνών, για τον προσδιορισμό των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών συνυπολογίζονται και οι αποδοχές μηνών εργασίας της αμέσου προηγούμενης χρονικής περιόδου μέχρι τη συμπλήρωση του αριθμού των σαράντα (40) μηνών.
Ειδικά για τις περιπτώσεις αναπηρίας ή θανάτου, αν δεν συμπληρώνονται οι ανωτέρω μήνες, ο υπολογισμός γίνεται με βάση το σύνολο του χρόνου ασφάλισης που έχει πραγματοποιηθεί.
ii. Για τους αυτοτελώς απασχολούμενους:
Για τους αυτοτελώς απασχολούμενους με εισφορά ύψους 4%, το εφάπαξ βοήθημα αποτελείται από το γινόμενο του εβδομήντα πέντε επί τοις εκατό (75%) των συνταξίμων αποδοχών, στις οποίες έγιναν οι νόμιμες κρατήσεις, επί του δεκαδικού αριθμού των ετών ασφάλισης έως και την 31.12.2013.
Για τους αυτοτελώς απασχολούμενους με εισφορά ύψους διάφορου του 4% ή με σταθερό ποσό εισφοράς, το ως άνω ποσοστό (75%) θα αναπροσαρμόζεται αναλογικά ως προς το ύψος της εισφοράς, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα και κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
Για τους αυτοτελώς απασχολούμενους λαμβάνονται υπόψη οι ασφαλιστικές κατηγορίες, βάσει των οποίων κατεβλήθησαν εισφορές για εφάπαξ παροχή και ο χρόνος παραμονής σε κάθε μία από αυτές για ολόκληρο το χρόνο της ασφάλισής του έως 31.12.2013, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί την 31.12 του προηγούμενου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης έτους. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και μετά από οικονομική έκθεση καθορίζονται οι ασφαλιστικές κατηγορίες για όσους αυτοτελώς απασχολούμενους η εισφορά τους δεν προκύπτει ως ποσοστό επί ασφαλιστικής κατηγορίας καθώς και κάθε άλλο θέμα που απαιτείται για την εφαρμογή της περίπτωσης αυτής.
β. Για το χρόνο ασφάλισης που πραγματοποιείται από την 1.1.2014 και εντεύθεν:
Για τους μισθωτούς και αυτοτελώς απασχολούμενους το τμήμα της εφάπαξ παροχής που αναλογεί στα έτη ασφάλισης από 1.1.2014 και εφεξής, υπολογίζεται με βάση το διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση. Οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται από 1.1.2014 και εφεξής για κάθε ασφαλισμένο τηρούνται σε ατομικές μερίδες. Με βάση την αρχή της ισοδυναμίας το ποσό της εφάπαξ παροχής ισούται με τη συσσωρευμένη αξία των εισφορών κατά την ημερομηνία αποχώρησης. Η συσσώρευση των εισφορών θα γίνει με το πλασματικό ποσοστό επιστροφής, το οποίο προκύπτει από την ετήσια ποσοστιαία μεταβολή των συντάξιμων αποδοχών των ασφαλισμένων.
γ. Για την εφαρμογή των ανωτέρω παραγράφων α. και β. του παρόντος ισχύουν τα εξής:
Το τμήμα της απονεμόμενης εφάπαξ παροχής για τα έτη ασφάλισης από 1.1.2014 και εντεύθεν, προκύπτει από τον παρακάτω τύπο :
![]()
![]()
Όταν η εισφορά δεν προκύπτει ως ποσοστό επί μιας βάσης υπολογισμού εισφορών, πρέπει αυτή να μετατρέπεται ως ποσοστό επί βάσης εισφορών, ώστε αυτή η βάση εισφορών να λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό του ετήσιου πλασματικού ποσοστού επιστροφής.
Αυτοί που ασφαλίστηκαν πρώτη φορά πριν την 1.1.2014 το ποσό της εφάπαξ παροχής αποτελείται από δυο τμήματα και προκύπτει από τον παρακάτω τύπο :
![]()
![]()
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την υλοποίηση της παρούσας διάταξης.
5. Εκκρεμείς αιτήσεις χορήγησης εφάπαξ παροχής για αποχωρήσεις από την υπηρεσία ή την εργασία ή το επάγγελμα από 1.9.2013 και εφεξής, σε όποιο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και αν ευρίσκονται κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, κρίνονται βάσει των διατάξεων του άρθρου αυτού.
6. Στους μη δικαιούμενους εφάπαξ βοηθήματος από υπηρεσία, εργασία ή επάγγελμα, για το οποίο ασφαλίστηκαν σε ταμείο, τομέα, κλάδο και λογαριασμό πρόνοιας για χρόνο ασφάλισης τουλάχιστον τριών (3) ετών ή σε περίπτωση θανάτου αυτών στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 4β, εφόσον ο θανών είχε συμπληρώσει τον παραπάνω χρόνο ασφάλισης, επιστρέφονται οι ατομικές τους εισφορές, ύστερα από αίτησή τους, η οποία υποβάλλεται μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου μαζί με τη συνταξιοδοτική απόφαση του φορέα κύριας ασφάλισης (θετική ή απορριπτική απόφαση).
Για επιστροφή ατομικών εισφορών που καταβλήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των οικείων καταστατικών για χρόνο ασφάλισης έως 31.12.2013 η παροχή προκύπτει σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 9 του ν. 2335/1995 (Α΄ 185) και την υπουργική απόφαση Φ.80000/οικ.26625/1319/17-11-2006 (Β΄ 1772). Για επιστροφή εισφορών χρονικών διαστημάτων από 1.1.2014 και μετά το ύψος του ποσού της παροχής προκύπτει από τη συσσωρεμένη αξία των εισφορών στην ατομική μερίδα.
7. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου κάθε άλλη γενική ή ειδική ή καταστατική διάταξη της νομοθεσίας που προβλέπει διαφορετικά από τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο καταργείται. H παράγραφος 3 του άρθρου 220 του Ν. 4281/2014 (ΦΕΚ Α΄ 160) καταργείται από τότε που ίσχυσε.
8. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α., ρυθμίζεται κάθε θέμα που προκύπτει κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
9. Ειδικότερα το εφάπαξ βοήθημα που καταβάλλεται στους δικαιούχους των Τομέων Πρόνοιας του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Απασχολούμενων στα Σώματα Ασφαλείας (Τ.Ε.Α.Π.Α.Σ.Α.), του Ταμείου Αρωγής Λιμενικού Σώματος (Τ.Α.Λ.Σ.), εφεξής «Ταμεία», και τους μετόχους των Ειδικών Λογαριασμών Αλληλοβοηθείας Μετοχικών Ταμείων Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, εφεξής «Ειδικοί Λογαριασμοί», καταβάλλεται σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις των οικείων καταστατικών διατάξεων και υπολογίζεται ως εξής:
α. Για όσους υπέβαλαν σχετική αίτηση έως την 31.12.2014 υπολογίζεται σύμφωνα με τις οικείες καταστατικές διατάξεις των Ταμείων και των Ειδικών Λογαριασμών.
β. Για όσους υπέβαλαν ή υποβάλλουν σχετική αίτηση μετά την 1.1.2015, υπολογίζεται αθροιστικά, για τον μεν χρόνο μετοχικής σχέσης έως την 31.12.2014 σύμφωνα με τις οικείες καταστατικές διατάξεις των Ταμείων και των Ειδικών Λογαριασμών, για τον δε χρόνο μετοχικής σχέσης από 1.1.2015 και μετά , σύμφωνα με την τεχνική βάση διανεμητικού συστήματος προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση (ΝDC), κατά το μαθηματικό τύπο της παρ.4γ του παρόντος.
Άρθρο 36
Παράλληλη ασφάλιση
1. Ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, για τους οποίους προκύπτει βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υποχρεωτική ασφάλιση σε δύο ή περισσότερους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς ασφάλισης που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, καταβάλλουν για κάθε αναληφθείσα επαγγελματική δραστηριότητα τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές, όπως αυτές καθορίζονται από τον παρόντα νόμο. Στην περίπτωση αυτή για τις πλέον της πρώτης αναληφθείσες επαγγελματικές δραστηριότητες δεν εφαρμόζεται η υποχρέωση καταβολής ελάχιστης μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς.
2. Ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, που παρέχουν εξαρτημένη εργασία και ταυτόχρονα αυταπασχολούνται, δραστηριότητες για τις οποίες υπάγονταν ή θα υπάγονται βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση ενός φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού ασφάλισης που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, καταβάλλουν υπέρ του ΕΦΚΑ: α) μηνιαία ασφαλιστική εισφορά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του παρόντος, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών και β) ασφαλιστική εισφορά σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 39 του παρόντος, για το εισόδημα, εφόσον υπάρχει, από άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 39 του παρόντος.
3. Ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, για τους οποίους προέκυπτε, βάσει των γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων κάθε φορέα από τους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, υποχρεωτική υπαγωγή σε δύο ή περισσότερους φορείς για την ίδια απασχόληση, καταβάλλουν τις προβλεπόμενες στο άρθρο 38 του παρόντος ασφαλιστικές εισφορές.
4. Όσα από τα πρόσωπα της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, παλαιοί ασφαλισμένοι, για τους οποίους υπολογίζονταν και καταβάλλονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος εισφορές σε δύο ή περισσότερους φορείς, εξακολουθούν να καταβάλλουν προαιρετικά, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης τις προβλεπόμενες εισφορές επί των αποδοχών τους και μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ώστε να συμπληρώσουν το χρόνο που απαιτείται για τη θεμελίωση δικαιώματος και δεύτερης σύνταξης. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλουν το συνολικό ποσοστό εισφοράς εργοδότη και εργαζομένου.
5. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των προσώπων του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται το άρθρο 28 και η επιπλέον παροχή, για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, θα υπολογίζεται με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για κάθε μία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Ο συντάξιμος μισθός σε αυτή την περίπτωση θα προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον εισφοράς. Οι διατάξεις του άρθρου 33 εφαρμόζονται αναλόγως.
6. Οι διατάξεις του παρόντος έχουν εφαρμογή από την 1.1.2017.
7. Το άρθρο 39 του Ν. 2084/1992 καθώς και κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα του παρόντος καταργείται.
Άρθρο 37
Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης
1. Το άρθρο 18 εφαρμόζεται αναλόγως και στους ασφαλισμένους του ιδιωτικού τομέα, με την επιφύλαξη των ακόλουθων παραγράφων.
2. α. Για την προαιρετική ασφάλιση των ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα καταβάλλεται μηνιαία εισφορά κατ’ αναλογία των προβλεπόμενων στα άρθρα 38, 39, 40.
β. Ειδικότερα από τον προαιρετικά ασφαλισμένο μισθωτό καταβάλλεται μηνιαίως για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών το συνολικό ποσοστό ασφαλιστικής εισφοράς εργαζόμενου - εργοδότη στο ύψος που έχει διαμορφωθεί και ισχύει κατά το χρόνο υπαγωγής στην προαιρετική ασφάλιση. Το ως άνω ποσοστό υπολογίζεται επί του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από τη διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης, αναπροσαρμοσμένων με την ετήσια μεταβολή μισθών όπως αυτή υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Για παροχές ασθένειας σε είδος από τον ΕΟΠΥΥ και για παροχές σε χρήμα από τον Κλάδο Παροχών του ΕΦΚΑ, ο προαιρετικά ασφαλισμένος μισθωτός καταβάλλει μηνιαίως εξ’ ολοκλήρου το σύνολο της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη στο ύψος που εκάστοτε έχει διαμορφωθεί υπολογιζόμενη αντιστοίχως επί των αποδοχών όπως προβλέπεται για την κύρια σύνταξη.
γ. Προκειμένου περί αυτοαπασχολούμενων, το ποσοστό εισφοράς με το οποίο βαρύνεται ο προαιρετικά ασφαλισμένος είναι εκείνο που ορίζεται στο άρθρο 39 παρ. 1 του παρόντος, για τους ασφαλισμένους που έχουν συμπληρώσει 5 έτη ασφάλισης. Η εισφορά προαιρετικής ασφάλισης υπολογίζεται βάσει του μέσου όρου του μηνιαίου εισοδήματος επί του οποίου καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης αναπροσαρμοσμένου με την ετήσια μεταβολή μισθών όπως αυτή υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Για παροχές ασθένειας σε είδος από τον ΕΟΠΥΥ και για παροχές σε χρήμα από τον Κλάδο Παροχών του ΕΦΚΑ, ο προαιρετικά ασφαλισμένος μισθωτός καταβάλλει μηνιαίως εξ’ ολοκλήρου το σύνολο της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη στο ύψος που εκάστοτε έχει διαμορφωθεί υπολογιζόμενη αντιστοίχως επί του εισοδήματος όπως προβλέπεται για την κύρια σύνταξη.
γ. Προκειμένου περί ασφαλισμένων του ΟΓΑ, το ποσοστό εισφοράς με το οποίο βαρύνεται ο προαιρετικά ασφαλισμένος είναι εκείνο που ορίζεται στο άρθρο 40 παρ. 2 του παρόντος, όπως αυτό διαμορφώνεται από 1.1.2022 και εφεξής. Η εισφορά προαιρετικής ασφάλισης υπολογίζεται βάσει του μέσου όρου του μηνιαίου εισοδήματος επί του οποίου καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης αναπροσαρμοσμένου με το μεικτό περιθώριο κέρδους. Για παροχές ασθένειας σε είδος από τον ΕΟΠΥΥ και για παροχές σε χρήμα από τον Κλάδο Παροχών του ΕΦΚΑ, ο προαιρετικά ασφαλισμένος μισθωτός καταβάλλει μηνιαίως εξ’ ολοκλήρου το σύνολο της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη στο ύψος που εκάστοτε έχει διαμορφωθεί υπολογιζόμενη αντιστοίχως επί του εισοδήματος όπως προβλέπεται για την κύρια σύνταξη.
3. Οι αυτοαπασχολούμενοι και οι ασφαλισμένοι του ΟΓΑ μπορούν να υπαχθούν σε καθεστώς προαιρετικής ασφάλισης εφόσον δεν υπάρχει οφειλή από οποιαδήποτε αιτία του ασφαλισμένου προς τον φορέα ή σε περίπτωση οφειλής έχουν υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης της οποίας οι όροι τηρούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της υπαγωγής στην προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης
Κεφάλαιο Δ’ Ενιαίοι Κανόνες Εισφορών – Πόροι –Ανακεφαλαιοποίηση του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης
Άρθρο 38
Εισφορές Μισθωτών και Εργοδοτών
1. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, το συνολικό ποσοστό εισφοράς κύριας σύνταξης ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων, με την επιφύλαξη της παρ. 17 του άρθρου 39 του παρόντος νόμου, με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένου από 1.1.2017 και του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος.
2. α. Το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών, συνίσταται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
β. Το ανώτατο όριο της περίπτωσης α εφαρμόζεται και επί πολλαπλής μισθωτής απασχόλησης ή έμμισθης εντολής όσον αφορά στην εισφορά ασφαλισμένου.
3. Καταβάλλεται ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ποσοστού 20% επιμεριζόμενη κατά ποσοστό 6,67% για τον εργαζόμενο και 13,33% για τον εργοδότη για τις ακόλουθες, ιδίως, κατηγορίες ασφαλισμένων, διατηρούμενης σε ισχύ του τεκμηρίου της ρύθμισης του άρθρου 2 παρ. 1 του ΑΝ 1846/51:
α. Για τους ασφαλισμένους που έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών Πρακτόρων και Υπαλλήλων του ΟΑΕΕ ως έμμισθοι ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση. Για την κατηγορία αυτή των ασφαλισμένων, το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς για τον ασφαλισμένο καθορίζεται από 1.7.2016 σε 17%, από 1.1.2017 σε 15%, από 1/1/2018 σε 10% και από 1/1/2019 και μετά σε 6,67%. Το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς για τον εργοδότη καθορίζεται από 1.7.2016 σε 3%, από 1/1/2017 σε 5%, από 1/1/2018 σε 10% και από 1/1/2009 και μετά σε 13,33%.
β. Για τους ασφαλισμένους που έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ και παρέχουν εξαρτημένη εργασία, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση.
γ. ο διευθυντής, γενικός διευθυντής, εντεταλμένοι, διευθύνοντες ή συμπράττοντες σύμβουλοι διοικητές εταιριών ή εφόσον συνδέονται με την εταιρία με σχέση εξαρτημένης εργασίας συνεταιρισμών για τις εισπραττόμενες αμοιβές, των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζομένων επί του συνολικού ποσού των αμοιβών.
δ. τα πρόσωπα που διορίζονται ως μέλη διοικητικού συμβουλίου ΑΕ και λαμβάνουν αμοιβή, των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζομένων επί της αμοιβής.
ε. τα μέλη Δ.Σ. αγροτικών συνεταιρισμών εφόσον λαμβάνουν αμοιβή, των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζομένων επί της αμοιβής.
στ. Για τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή, και άλλα πρόσωπα ασφαλιστέα λόγω ιδιότητας, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών. Εφόσον υπάρχει εισόδημα, από άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης, καταβάλλεται εισφορά, εφόσον υπάρχει, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 39 του παρόντος, αναλόγως εφαρμοζομένων, μη εφαρμοζομένης στην περίπτωση αυτή της παρ. 3 του άρθρου 39 του παρόντος.
Υπόχρεος για την καταβολή της εργοδοτικής εισφοράς είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, για λογαριασμό του οποίου οι ασφαλισμένοι του παρόντος άρθρου παρέχουν τις υπηρεσίες τους έναντι περιοδικής παροχής. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται και στις κατηγορίες αυτές οι πάσης φύσεως διατάξεις περί εισφορών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Και για την κατηγορία ασφαλισμένων της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 39.
4. Τυχόν υψηλότερα ή χαμηλότερα των οριζομένων στην παράγραφο 1 ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών κλάδου σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη που προβλέπονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος αναπροσαρμόζονται ετησίως ισόποσα και σταδιακά από 1.1.2017 και εφεξής, ούτως ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθούν στο αντίστοιχο ποσοστό που ορίζεται στην ανωτέρω παράγραφο.
5. Δεν αναπροσαρμόζονται, και παραμένουν στο ύψος που προβλεπόταν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων, που εμπίπτουν στις κατηγορίες που εξαιρέθηκαν από την αύξηση των ορίων ηλικίας της υποπαρ. Ε3 της παραγράφου Ε του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, σύμφωνα με την υπ’ αριθμό Φ11321/οικ.47523/1570 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ Β’ 2311/26-10-2015), καθώς και των εργαζομένων που υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 20 και 21 του ν. 3863/2010 (Α’ 115), όπως ισχύει, καθώς και όσοι για την απασχόλησή τους δεν υπάγονταν στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αλλά υπάγονταν είτε αποκλειστικά και μόνο για τον κίνδυνο του ατυχήματος είτε εκτός αυτού και στον κλάδο παροχών ασθενείας σε είδος. Στο ίδιο ύψος παραμένουν και οι αντίστοιχες εργοδοτικές εισφορές.
6. Τα ποσοστά εισφορών των ασφαλισμένων που υπάγονται ή θα υπάγονταν βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, στο ΝΑΤ, υπολογίζονται μηνιαίως επί του βασικού μισθού που δεν μπορεί να είναι κατώτερος από τον προβλεπόμενο στην ισχύουσα ή την τελευταία ισχύσασα ΣΣΕ του κλάδου, πλέον των επιδομάτων που προβλέπονται στα άρθρα 84 και 85 του ΠΔ 913/1978. Οι εισφορές καταβάλλονται ανά τρίμηνο.
7. Οι εισφορές δηλώνονται από τον εργοδότη στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τη δημοσίευση του παρόντος νομοθεσία του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, αναλόγως εφαρμοζομένης.
8. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίζονται οι απαιτούμενες διαδικασίες για τον επαναπροσδιορισμό των ποσοστών, οι προσαρμογές στα πληροφοριακά συστήματα, η αναπροσαρμογή των ποσοστών των κατά την παρ. 5 εξαιρούμενων κατηγοριών ασφαλισμένων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
9. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος η εισφορά που προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. δ΄, στο άρθρο 4 παρ. γ΄ του ν.δ. 465/1941 (Α΄301), στο άρθρο 36 παρ. 2 του ν.δ 158/1946 (Α΄318), στο άρθρο 3 παρ. Γ΄ του ν. 1872/1951 (Α΄202), στο άρθρο 4 παρ. 3 περ. β του ν. 4041/1960 (Α36), στο άρθρο 4 του ν. δ. 4547/1966(Α΄192), στα άρθρα 11, 14 και 15 του α.ν. 248/1967 (Α΄243), στα άρθρα 2, 3 και 8 του ν.1344/1973 (Α΄36), στο άρθρο 6 παρ. 5 του ν. 1866/1989 (Α΄222), στους ν. 248/1967, 1989/1991 καθώς και στην Φ. 146/1/10978/1969 καταργείται. Οι ασφαλισμένοι μισθωτοί οι οποίοι υπάγονταν σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις εκάστου Τομέα, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου στην ασφάλιση του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ, καταβάλλουν ασφαλιστική εισφορά κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του παρόντος, εφαρμοζομένων και στην περίπτωση αυτή της παρ. 4 του παρόντος.
10. Από 01/07/2016 οι αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κατατίθενται από τους εργοδότες ταυτόχρονα με τις ασφαλιστικές εισφορές και το φόρο μισθωτών υπηρεσιών μέσω τραπεζικού λογαριασμού και μεταφέρονται αντιστοίχως και αποδίδονται από την οικεία τράπεζα στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών, των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και του Δημοσίου. Για το σκοπό αυτόν κάθε υπόχρεος εργοδότης υπογράφει σχετική σύμβαση με τράπεζα που επιλέγει. Κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Άρθρο 39
Εισφορές αυτοπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών
1. α. Από 1.1.2017, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης, που καταβάλλουν τα πρόσωπα, παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι κατά τη διάκριση του ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε, ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 20%.
β. Ειδικά για τα πρόσωπα, παλαιούς και νέους ασφαλισμένους κατά τη διάκριση του ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α., καθώς και για τους οικονομολόγους ασφαλισμένους στον Ο.Α.Ε.Ε., και εγγεγραμμένους στο Οικονομικό Επιμελητήριο, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 14% για τα πρώτα δύο (2) έτη από την πρώτη τους υπαγωγή στην ασφάλιση, σε ποσοστό 17% για τα επόμενα τρία (3) έτη και σε ποσοστό 20% για το διάστημα μετά το 5ο έτος της υπαγωγής τους στην ασφάλιση.
2. Τα ως άνω ποσοστά υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την ασκούμενη δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Ως ετήσιο εισόδημα των προσώπων που είναι μέλη προσωπικών εταιρειών νοείται, για την εφαρμογή του παρόντος, το πηλίκο της διαίρεσης του συνολικού μερίσματος της εταιρίας δια του ποσοστού συμμετοχής εκάστοτε μέλους σε αυτή. Σε περίπτωση ζημιών ή μηδενικού μερίσματος τα μέλη των προσωπικών εταιριών καταβάλλουν εισφορές σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του παρόντος. Στην περίπτωση των ασφαλισμένων της περίπτωσης β της παραγράφου 1 του παρόντος, το συνολικό ποσό που υπολείπεται του ποσοστού 20% μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κατά τα πέντε πρώτα έτη ασφάλισης αποτελεί ασφαλιστική οφειλή η οποία πρέπει να εξοφληθεί έως και το έτος συνταξιοδότησης του ασφαλισμένου, υπολογιζόμενη επί του μηνιαίου εισοδήματος σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, προσαυξημένου κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως αυτή καθορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εξειδικεύονται τα ειδικότερα θέματα όσον αφορά στους κανόνες προσδιορισμού της βάσης υπολογισμού εισφορών ανά επαγγελματική δραστηριότητα καθώς και τον τρόπο είσπραξης.
3. Η μηνιαία ελάχιστη βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το εκάστοτε προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς καθορίζεται με βάση το ποσό που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Ειδικά στην περίπτωση εφαρμογής της περίπτωσης β της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου η ως άνω ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού αντιστοιχεί στο 70% επί του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
Ως προς το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 38.
4. Κατά τα λοιπά, διατάξεις νόμου που προβλέπουν την καταβολή μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών για τους ασφαλισμένους προερχόμενους από το ΕΤΑΑ, κατά την πρώτη πενταετία υπαγωγής στην ασφάλιση, καταργούνται από 1.1.2017.
5. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και για τους υγειονομικούς που αμείβονται κατά πράξη και περίπτωση, καθώς και για τους δικηγόρους που βρίσκονται σε αναστολή άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Δικηγόρων. Οι δικηγόροι αυτοί καταβάλλουν την εισφορά του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3.
6. Από 1.1.2017 οι ασφαλισμένοι για τους οποίους, βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων που ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, προέκυπτε υποχρέωση υπαγωγής στον Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών Πρακτόρων και Υπαλλήλων του ΟΑΕΕ και ασκούν ελεύθερο επάγγελμα, καταβάλλουν, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, τις προβλεπόμενες στις παραγράφους 1, 2 και 3 ασφαλιστικές εισφορές.
7. Υποχρέωση εισφοράς κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο σχετικά με τις εισφορές αυτοπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών έχουν, πέραν των προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού και οι εξής:
α. Τα μέλη ή μέτοχοι Οργανισμών, Κοινοπραξιών ή κάθε μορφής Εταιρειών, πλην των Ανωνύμων και των Ιδιωτικών Κεφαλαιουχικών, των οποίων ο σκοπός συνιστά δραστηριότητα, για την οποία τα ασκούντα αυτή πρόσωπα υπάγονταν στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. (επαγγελματική, βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα)
β. Τα μέλη του Δ.Σ. των Α.Ε. με αντικείμενο επιχειρήσεως επαγγελματική, βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα σε όλη την Επικράτεια, εφόσον αυτά είναι μέτοχοι κατά ποσοστό 3% τουλάχιστον
γ. Οι μέτοχοι των Ανωνύμων Εταιρειών, των οποίων ο σκοπός είναι η μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων επί κομίστρω με αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης, εφόσον είναι κάτοχοι ονομαστικών μετοχών
δ. Οι διαχειριστές Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας που ορίστηκαν με το καταστατικό ή με απόφαση των εταίρων
ε. Ο μοναδικός εταίρος Μονοπρόσωπης Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας
8. Τυχόν υψηλότερα ή χαμηλότερα των οριζομένων στην παράγραφο 1 ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών Κλάδου Σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη που προβλέπονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος αναπροσαρμόζονται ισόποσα και σταδιακά ετησίως από 1.1.2017 και εφεξής, ούτως ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθούν στο αντίστοιχο ύψος που ορίζεται στην ανωτέρω παράγραφο.
9. Στους ασφαλισμένους της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, οι οποίοι αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά) εφαρμόζονται αναλογικά ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις του άρθρου 38 του παρόντος.
10. Από 1-7-2016 τα ένσημα υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης για τους δικηγόρους, συμβολαιογράφους, δικαστικούς επιμελητές και υποθηκοφύλακες καταργούνται. Ομοίως καταργούνται οι πάσης φύσεως αναλογικές εισφορές υπέρ των Τομέων Ασφάλισης, Πρόνοιας και Υγείας Συμβολαιογράφων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ) επί των αναλογικών δικαιωμάτων από τη σύνταξη συμβολαίων που αναγράφονται στα άρθρα 115, 117 και 118 του Ν. 2830/2000. Τα καταργούμενα ποσοστά επί των αναλογικών δικαιωμάτων των Συμβολαιογράφων στα κρατικά – τραπεζικά συμβόλαια προσαυξάνουν αντιστοίχως τα ποσοστά υπέρ του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, προς τον οποίο αποδίδονται, προκειμένου να διανεμηθούν σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 120 του Κώδικα Συμβολαιογράφων.
11. α. Ειδικά για τους δικηγόρους, υπέρ του ΕΦΚΑ καταβάλλεται ποσοστό 20% επί της ελάχιστης αμοιβής ανά δικηγορική πράξη ή παράσταση, για την οποία προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία έκδοση γραμματίου προείσπραξης. Ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος αποστέλλει στον ΕΦΚΑ τη σχετική συγκεντρωτική κατάσταση ανά δικηγόρο. Για τους δικηγόρους που απασχολούνται με έμμισθη εντολή, τα ποσά που έχουν καταβληθεί μέσω ενσήμων ή της ανωτέρω διαδικασίας που τα αντικαθιστά, αφαιρούνται από την εισφορά του ασφαλισμένου
β. Σε περίπτωση που τα ποσά που καταβάλλονται βάσει των ανωτέρω ρυθμίσεων υπολείπονται της εισφοράς, ο ασφαλισμένος καταβάλλει την προκύπτουσα διαφορά σε χρήμα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 2042/1992
γ. Σε περίπτωση που τα ποσά που καταβλήθηκαν υπερβαίνουν την προβλεπόμενη μηνιαία εισφορά, δεν επιστρέφονται, αλλά συμψηφίζονται με την ετήσια ασφαλιστική οφειλή του αντίστοιχου έτους.
12. Από 1.1.2017 ο ΕΦΚΑ συνεισπράττει με τις ασφαλιστικές εισφορές και την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 2 του ν. 3986/2011 εισφορά, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 του ν. 4144/2013, υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Ανεργίας υπέρ των Αυτοτελώς και Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Κλάδος ασφαλισμένων ΟΑΕΕ και ΕΤΑΠ – ΜΜΕ καθώς και υπέρ των Αυτοτελώς και Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Κλάδος ασφαλισμένων ΕΤΑΑ, την οποία και αποδίδει στον ΟΑΕΔ. Επί εμμίσθων ασφαλισμένων που εκ της ιδιότητάς τους ασκούν και ελευθέριο επάγγελμα οι ως άνω εισφορές επιβάλλονται μόνον επί των μηνιαίων αποδοχών τους.
13. Όσοι ασφαλισμένοι συμπληρώνουν 40 χρόνια ασφάλισης, με αίτησή τους μπορούν να καταβάλλουν, μειωμένη κατά το 50%, ασφαλιστική εισφορά, παραιτούμενοι από την προσαύξηση της σύνταξής τους ως προς τα επόμενα έτη ασφάλισης.
14. Το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς καθώς και οι ασφαλιστικές κατηγορίες ή κλάσεις ή αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζεται η μηνιαία εισφορά των ασφαλισμένων για τους οποίους, βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων που ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, προέκυπτε υποχρέωση υπαγωγής στον ΟΑΕΕ, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλισμένων που υπάγονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος στον Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών και Τουριστικών Πρακτόρων, όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι 31.12.2015 παραμένουν αμετάβλητες μέχρι 31.12.2016.
15. Η σταθερή μηνιαία εισφορά, το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς καθώς και οι ασφαλιστικές κατηγορίες ή αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζεται η μηνιαία εισφορά των ασφαλισμένων για τους οποίους, βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, προέκυπτε υποχρέωση υπαγωγής στους Τομείς του κλάδου κύριας ασφάλισης του ΕΤΑΑ (Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, Τομέας Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών, Τομέας Ασφάλισης Νομικών), όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι 31.12.2015 παραμένουν αμετάβλητες μέχρι 31.12.2016, εξαιρουμένης της εισφοράς που καταβαλλόταν για την ειδική προσαύξηση ΤΣΜΕΔΕ καθώς και του κλάδου μονοσυνταξιούχων του ΤΣΑΥ τα οποία καταργούνται από την 1.1.2016.
16. Μέχρι την 31.12.2016 οι ασφαλιστικές εισφορές του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να εισπράττονται από τους υφιστάμενους κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος ασφαλιστικούς φορείς.
17. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από γνώμη του ΔΣ του ΕΦΚΑ, εξειδικεύονται οι κατηγορίες αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών, καθώς και ο τρόπος υπολογισμού των εισφορών των κατηγοριών αυτών, οι οποίοι μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση άλλων Φορέων Κύριας Ασφάλισης, πλην ΟΑΕΕ και ΕΤΑΑ. Μέχρι την έκδοση της Απόφασης αυτής η ασφάλιση και η καταβολή των εισφορών συνεχίζει με το καθεστώς που ίσχυε έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
Άρθρο 40
Εισφορές ασφαλισμένων στον ΟΓΑ
1. Οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων του ΟΓΑ, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, ασφαλίζονταν ως αυτοπασχολούμενοι στην ασφάλιση του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ, καταβάλλουν από 1.1.2017, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, ασφαλιστική εισφορά στον κλάδο κύριας σύνταξης επί του εισοδήματός τους, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο εισόδημα από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα και κάθε άλλη δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του ΟΓΑ κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Στην περίπτωση οικογενειακής αγροτικής εκμετάλλευσης στην οποία απασχολείται ο/η σύζυγος και τα ενήλικα τέκνα ως φορολογητέο εισόδημα καθενός από αυτούς λαμβάνεται το κατώτατο ασφαλιστέο εισόδημα όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 2 περίπτωση β του παρόντος άρθρου, εκτός αν το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα είναι ανώτερο από το γινόμενο των μελών της εκμετάλλευσης επί της ελάχιστης βάσης υπολογισμού της εισφοράς αναγόμενη σε ετήσια βάση. Σε αυτή την περίπτωση η εισφορά ισούται για όλα τα μέλη της εκμετάλλευσης με το πηλίκο της διαίρεσης του εισοδήματος προς τον αριθμό των μελών της.
2. Το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τους ασφαλισμένους της παραγράφου 1 και τους μελλοντικούς ασφαλισμένους της ίδιας κατηγορίας κατ’ επάγγελμα αγρότες, ορίζεται από την 1.1.2022 σε ποσοστό 20%, αυξανόμενο σταδιακά από την 1.7.2015 έως την 1.1.2022 ως εξής:
α. από 1.7.2015 έως 31.12.2016 το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης αυξάνεται κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται σε ποσοστό 10%, επί των υφισταμένων κατά την δημοσίευση του νόμου ασφαλιστικών κατηγοριών.
β. Από 1.1.2017 και εφεξής οι υφιστάμενες ασφαλιστικές κατηγορίες καταργούνται και το ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς υπολογίζεται ως ποσοστό επί του φορολογητέου εισοδήματος, αναγόμενο σε μηνιαία βάση, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1. Το κατώτατο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα ορίζεται ως το ποσό που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς αποτελεί το ποσό της παραγράφου 2 του άρθρου 38.
γ. Από 1.1.2017 και έως 31.12.2017 το ποσοστό των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών επί του φορολογητέου εισοδήματος διαμορφώνεται σε 14%.
δ. Για το διάστημα από 1.1.2018 και έως 31.12.2018 το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς διαμορφώνεται σε ποσοστό 16%, από 1.1.2019 και έως 31.12.2019 αυξάνεται σε ποσοστό 18%, από 1.1.2020 και έως 31.12.2020 διαμορφώνεται σε ποσοστό 19%, από 1.1.2021 και έως 31.12.2021 διαμορφώνεται σε ποσοστό 19.5% και από 1.1.2022 και εντεύθεν διαμορφώνεται στο τελικό ποσοστό 20%.
3. Στους ασφαλισμένους, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής τους στην κοινωνική ασφάλιση, οι οποίοι έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν ή θα υπάγονται, βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων του ΟΓΑ όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του ΟΓΑ με εισοδηματικά ή πληθυσμιακά κριτήρια, εφαρμόζονται αναλογικά, ως προς τον τρόπο υπολογισμού της μηνιαίας ασφαλιστικής τους εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης, οι ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού. Το αυτό ισχύει αναλογικά και για τους ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993 (Α΄ 118) και του π.δ. 33/1979 (Α΄ 10), όπως ισχύουν, και γενικά όλων των κυρίων και μη κυρίων καταλυμάτων με το ειδικό σήμα λειτουργίας του EOT δυναμικότητας έως και πέντε (5) δωματίων, σε ολόκληρη την Επικράτεια καθώς και για τους ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993 (Α΄ 118) και του π.δ. 33/1979 (Α΄ 10), όπως ισχύουν, και γενικά όλων των κυρίων και μη κυρίων καταλυμάτων με το ειδικό σήμα λειτουργίας του EOT δυναμικότητας από έξι (6) μέχρι και δέκα (10) δωματίων, σε όλη την Επικράτεια, που είναι παράλληλα εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 58 Ν. 4144/2013.
4. Οι κατά κύριο επάγγελμα, τουλάχιστον για μία πενταετία, αγρότες, όπως ορίζονται από το Μητρώο Αγροτών, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που εντάσσονται σε επιδοτούμενα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης νέων γεωργών, που εγκαθιστούν φωτοβολταϊκά συστήματα συνολικής ισχύος μέχρι 100kW υπάγονται στις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αναλογικά εφαρμοζόμενων.
5. Οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΓΑ ως μισθωτοί - ανειδίκευτοι εργάτες, μετακλητοί πολίτες τρίτων χωρών, καταβάλλουν, από 1.1.2017, μηνιαία ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ως μισθωτοί, εφαρμοζομένων αναλόγως των σχετικών διατάξεων για τους ασφαλισμένους μισθωτούς που προέρχονται από το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. Το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς εργοδότη-ασφαλισμένου για την κατηγορία αυτή των ασφαλισμένων διαμορφώνεται ισόποσα και σταδιακά από 1.1.2017 και έως 31.12.2019 ώστε από την 1.1.2020 να έχει διαμορφωθεί στο ύψος του άρθρου 38 του παρόντος.
6. Οι απασχολούμενοι στην αγροτική οικονομία πρώην ασφαλισμένοι στον ΟΓΑ, που έχουν ενταχθεί στα επενδυτικά προγράμματα για την αγροτική ανάπτυξη, όπως αυτά του αγροτουρισμού και την αγροβιοτεχνίας, στο πλαίσιο των σχετικών Κανονισμών της Ε.Ε. και χρηματοδοτούνται για το σκοπό αυτόν, υπάγονται στις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αναλογικά εφαρμοζόμενων.
7. Οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες − αγρότισσες που είναι παράλληλα και μέλη Αγροτικών Συνεταιρισμών, όπως και οι αγρεργάτες που απασχολούνται σε παραγωγούς αγροτικών προϊόντων και ως λιανοπωλητές σε λαϊκές αγορές υπάγονται στις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αναλογικά εφαρμοζόμενων.
8. Οι ασφαλισμένοι οι οποίοι σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν έως την έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, υπάγονταν ή θα υπάγονται στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ και οι οποίοι απασχολούνται εποχικά για χρονικό διάστημα μέχρι 150 ημέρες ετησίως σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, οι οποίες μεταποιούν, τυποποιούν και διακινούν προϊόντα εδάφους, κτηνοτροφίας, αλιείας, δασοπονίας, θηραματοπονίας και κάθε είδους εκτροφών, συνεχίζουν να ασφαλίζονται ως αυτοτελώς απασχολούμενοι αγρότες, εξαιρούμενοι της ασφάλισης ως μισθωτοί για την απασχόλησή τους αυτή. Το συνολικό χρονικό διάστημα των 150 ημερών μπορεί να κατανεμηθεί κατά τη διάρκεια του έτους σύμφωνα με τις ανάγκες τις επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Οι ασφαλισμένοι αυτοί υπάγονται στις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αναλογικά εφαρμοζόμενων.
9. Η πρώιμη παύση της γεωργικής δραστηριότητας σε εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1096/88 του Συμβουλίου της 25ης Απριλίου 1988 σχετικά με την καθιέρωση κοινοτικού καθεστώτος για την ενθάρρυνση της παύσης της γεωργικής δραστηριότητας δεν αποτελεί λόγο διακοπής της ασφάλισης των αγροτών στον ΕΦΚΑ, τόσο για τους δικαιούχους όσο και τις συζύγους τους. Κατά τη διάρκεια εφαρμογής του μέτρου, και μέχρι συμπλήρωσης του 67ου έτους της ηλικίας τους, οι εντασσόμενοι σ’ αυτό αγρότες και οι σύζυγοί τους, λογίζονται ως ενεργοί αγρότες σε ό,τι αφορά στα ασφαλιστικά τους δικαιώματα και την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη. Τα ανωτέρω ισχύουν ακόμα και σε περίπτωση που το μέτρο λήξει πριν τη συμπλήρωση του 67ου έτους ηλικίας των εντασσομένων σε αυτό. Οι ασφαλισμένοι αυτοί υπάγονται στις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αναλογικά εφαρμοζόμενων.
10. Από 1.1.2017 οι ασφαλισμένοι του παρόντος άρθρου στο Λογαριασμό Αγροτικής Εστίας του ΟΓΑ καταβάλλουν εισφορά υπέρ αυτού, καταργούμενης της κρατικής επιχορήγησης. Η εισφορά βαρύνει τον ασφαλισμένο και συνεισπράττεται με τις εισφορές για τον κλάδο σύνταξης. Το ποσοστό υπολογισμού της εισφοράς ορίζεται στο 0,25% επί του ασφαλιστέου εισοδήματος, όπως ορίζεται ανωτέρω στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού.
11. Οι διατάξεις του άρθρου 34 του ν.1140/81, του άρθρου 2 του ν. 2458/1997 καθώς και της παρ. 7 υποπερ. ια 6 του ν. 4093/2012, σε ό,τι αφορά στο ανώτατο όριο ηλικίας καταργούνται.
12. Για τον προσδιορισμό του ασφαλιστέου εισοδήματος και άλλες λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού εκδίδεται κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Άρθρο 41
Ασφαλιστικές εισφορές υγειονομικής περίθαλψης
1. Από την 1.1.2017, η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης των μισθωτών και των λοιπών κατηγοριών που υπάγονται στον ΕΟΠΥΥ, των οποίων οι ασφαλιστικές εισφορές κλάδου σύνταξης υπολογίζονται κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 38 του παρόντος νόμου, ορίζεται σε ποσοστό 7,10% επί των πάσης φύσεως αποδοχών και κατανέμεται κατά ποσοστό 6,45% για παροχές σε είδος, εκ του οποίου 2,15% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 4,30% βαρύνει τον εργοδότη, και ποσοστό 0,65% για παροχές σε χρήμα, εκ του οποίου 0,40% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 0,25% βαρύνει τον εργοδότη.
2. Από την 1.1.2017, η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης των ελεύθερων επαγγελματιών, των ανεξάρτητα απασχολούμενων, των προσώπων του άρθρου 40 του παρόντος, καθώς και των λοιπών κατηγοριών των οποίων οι ασφαλιστικές εισφορές κλάδου σύνταξης υπολογίζονται κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 39 και 40 αντιστοίχως του παρόντος νόμου, και υπάγονται στον ΕΟΠΥΥ, ορίζεται σε ποσοστό 6,95% επί του ασφαλιστέου εισοδήματός τους, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 39, βαρύνει εξολοκλήρου τους ασφαλισμένους και κατανέμεται κατά ποσοστό 6,45% για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,50 % για παροχές σε χρήμα.
3. Ειδικά για τα πρόσωπα, παλαιούς και νέους ασφαλισμένους κατά τη διάκριση του ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α., καθώς και για τους οικονομολόγους ασφαλισμένους στον Ο.Α.Ε.Ε., και εγγεγραμμένους στο Οικονομικό Επιμελητήριο, η μηνιαία ελάχιστη βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς αντιστοιχεί στο 70% επί του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Για τα ως άνω πρόσωπα, από την 1.1.2017, η ασφαλιστικη εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης ορίζεται για τα δύο πρώτα χρόνια από την πρώτη τους υπαγωγή στην ασφάλιση σε ποσοστό 4,87% επί του ασφαλιστέου εισοδήματος και κατανέμεται κατά ποσοστό 4,52% για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,35% για παροχές σε χρήμα. Για τα επόμενα τρία χρόνια ασφάλισης ορίζεται σε ποσοστό 5,91% επί του ασφαλιστέου εισοδήματος και κατανέμεται κατά ποσοστό 5,48% για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,43% για παροχές σε χρήμα.
4. Ιδίως σε ό,τι αφορά στην ασφάλιση των προσώπων του άρθρου 40 του παρόντος, η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης αυξάνεται σταδιακά από 1.1.2016 έως 31.12.2018 ως εξής:
α. από 1.1.2016 έως 31.12.2016 σε ποσοστό 3,61% επί των υφιστάμενων κατά τη δημοσίευση του νόμου ασφαλιστικών κατηγοριών και κατανέμεται κατά ποσοστό 3,35% για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,26% για παροχές σε χρήμα.
β. Από 1.1.2017 έως 31.12.2017 η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης των προσώπων αυτών ορίζεται σε ποσοστό 4,73% επί του ασφαλιστέου εισοδήματος και κατανέμεται κατά ποσοστό 4,39% για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,34% για παροχές σε χρήμα.
γ. Από 1.1.2018 έως 31.12.2018 η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης ορίζεται σε ποσοστό 5,84% επί του ασφαλιστέου εισοδήματος και κατανέμεται κατά ποσοστό 5,42% για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,42% για παροχές σε χρήμα.
δ. Από 1.1.2019 έως 31.12.2019 η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης ορίζεται σε ποσοστό 6,95% επί του ασφαλιστέου εισοδήματος και κατανέμεται κατά ποσοστό 6,45% για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,50% για παροχές σε χρήμα.
5. α. Όπου το ποσοστό εισφορών είναι κατά την δημοσίευση του νόμου μικρότερες ή μεγαλύτερες των οριζόμενων στο άρθρο αυτό, αναπροσαρμόζονται ισόποσα ετησίως μέχρι την 31.12.2019 ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθεί στα ανωτέρω ποσοστά.
β. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος.
Άρθρο 42
Ειδικό παράβολο ασφαλιστικής κάλυψης αγρεργατών
1. α. Για τους απασχολούμενους ως εργάτες γης σε εργασίες κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α`) εκδίδεται ειδικό παράβολο αγοράς ασφαλιστικών εισφορών αγρεργατών, στο εξής παράβολο, στο οποίο περιλαμβάνεται το ποσό της εισφοράς υπέρ του ΕΦΚΑ. Τα παράβολα διατίθενται στον εργοδότη από τα κατά τόπους Υποκαταστήματα του ΕΦΚΑ, από τις συνεργαζόμενες με τον ΕΦΚΑ τράπεζες και υποκαταστήματα αυτών, από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία και από οποιονδήποτε άλλον φορέα ή δίκτυο έπειτα από απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με καταβολή του οικείου ποσού της ασφαλιστικής εισφοράς.
β. Οι Τράπεζες και λοιποί φορείς αποδίδουν ανά μήνα στον ΕΦΚΑ τα ποσά που εισέπραξαν από την διάθεση του παραβόλου.
γ. Ο Ε.Φ.Κ.Α. στέλνει ετήσια συγκεντρωτική κατάσταση στον εργοδότη, η οποία χρησιμοποιείται για την απόδειξη της σχετικής δαπάνης, μέχρι του ορίου που θα οριστεί με την απόφαση του εδαφίου β της παραγράφου 2.
2. α. Ο τύπος του παραβόλου, τα αναγραφόμενα σε αυτό στοιχεία εργοδότη και εργαζόμενου, οι ασφαλιστικές εισφορές, τα τεχνικά χαρακτηριστικά διασφάλισης της γνησιότητας του, της διαδικασίας που θα τηρηθεί για την είσπραξη και απόδοση των εισφορών στον ΕΦΚΑ, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια ή στοιχείο για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ύστερα από γνώμη του ΕΦΚΑ και του ΟΓΑ.
β. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Αγροτικής Ανάπτυξης και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την προσμέτρηση των δαπανών που προκύπτουν από το παράβολο στα έξοδα των αγροτών, για τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος τους, και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
Άρθρο 43
Προθεσμία Καταβολής ασφαλιστικών εισφορών
1. Οι ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων που προέρχονται από τον ΟΑΕΕ, το ΕΤΑΑ και τον ΟΓΑ, ελευθέρων επαγγελματιών και εμμίσθων, καταβάλλονται εντός των προβλεπόμενων από τις οικείες διατάξεις προθεσμιών και σύμφωνα με την ισχύουσα για κάθε φορέα διαδικασία μέχρι 31.12.2016.
2. Από 1.1.2017 οι ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων, ελευθέρων επαγγελματιών και εμμίσθων, που έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ και του ΕΤΑΑ, καθώς και των προσώπων του άρθρου 40 καταβάλλονται ανά τακτικά περιοδικά διαστήματα, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Εάν δεν εξοφληθούν εγκαίρως οι ασφαλιστικές εισφορές θεωρούνται καθυστερούμενες και βαρύνονται με τις νόμιμες προσαυξήσεις.
3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος.
Άρθρο 44
Εισφορές υγειονομικής περίθαλψης συνταξιούχων
Η παρ. 31 του άρθρου 1 του ν. 4334/2015 (Α΄ 80) η οποία με τις διατάξεις της περ. 2, υποπαρ. Ε2 της παρ. Ε του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α 94) αναριθμήθηκε σε παρ. 30, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«30. α) Από την 1.7.2016 η εισφορά υγειονομικής περίθαλψης υπέρ ΕΟΠΥΥ των συνταξιούχων που καλύπτονται για παροχές ασθένειας σε είδος από τον ΕΟΠΥΥ καθορίζεται σε ποσοστό 6%, και υπολογίζεται επί του καταβαλλόμενου ποσού κύριας σύνταξης αφού αφαιρεθούν τα ποσά που αντιστοιχούν στην Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του ν.3863/2010 (115 Α΄), όπως ισχύει, και των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 44 του ν.3986/2011 (152 Α΄), όπως ισχύει .
Σε περίπτωση συρροής περισσότερων της μίας κύριων συντάξεων στο ίδιο πρόσωπο, το ως άνω ποσοστό ύψους 6% υπολογίζεται στο άθροισμα των καταβαλλόμενων συντάξεων, ανεξαρτήτως αιτίας και αφού αφαιρεθούν τα ποσά που αντιστοιχούν στην Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του ν.3863/2010 (115 Α΄), όπως ισχύει, και των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 44 του ν.3986/2011 (152 Α΄), όπως ισχύει
Στην περίπτωση κατά την οποία συνταξιούχοι λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές από μισθωτή εργασία ή από άσκηση επαγγέλματος ή απασχόλησης, καταβάλλεται το προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς υπέρ υγειονομικής περίθαλψης επί της συντάξεως που λαμβάνουν, καθώς και επί των πάσης φύσεως αποδοχών ή επί του μηνιαίου εισοδήματός τους.
β) Από την 1.1.2016 παρακρατείται εισφορά 6% υπέρ ΕΟΠΥΥ από τις επικουρικές συντάξεις, των συνταξιούχων που καλύπτονται για παροχές ασθένειας σε είδος από τον ΕΟΠΥΥ υπολογιζόμενης επί του καταβαλλόμενου ποσού της σύνταξης αφού αφαιρεθούν τα ποσά που αντιστοιχούν στην Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του ν.3863/2010 (115 Α΄), όπως ισχύει, και των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 44 του ν.3986/2011 (152 Α΄), όπως ισχύει.
Σε περίπτωση συρροής περισσότερων της μίας επικουρικής συντάξεων στο ίδιο πρόσωπο, το ως άνω ποσοστό ύψους 6% υπολογίζεται στο άθροισμα των καταβαλλόμενων συντάξεων, ανεξαρτήτως κατηγορίας και αντιστοιχούν στην Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης του άρθρου 44, παρ.13 του ν.3986/2011 (152 Α΄), όπως ισχύει.»
Άρθρο 45
Κοινό Μητρώο Εισφορών και Φόρου Εισοδήματος
1. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης θεσπίζεται κοινό μητρώο των υπόχρεων καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και φόρου εισοδήματος στο οποίο ενσωματώνονται και εναρμονίζονται οι διαδικασίες εγγραφής, δήλωσης, πληρωμής και βεβαίωσης καταβολής του φόρου εισοδήματος και των ασφαλιστικών εισφορών.
2. Με την ίδια απόφαση, η οποία πρέπει να εκδοθεί εντός του 2016, καθορίζονται οι κανόνες και οι διαδικασίες συγκρότησης και λειτουργίας του κοινού μητρώου, ο υπεύθυνος φορέας λειτουργίας, οι αρμοδιότητες των εμπλεκόμενων φορέων, τομέων και κλάδων οι προσαρμογές στα πληροφοριακά συστήματα και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 1.
3. Από 1/07/2016 οι ασφαλιστικές εισφορές του πάσης φύσεως προσωπικού του Δημοσίου, των ΟΤΑ α΄και β΄βαθμού και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου συμπεριλαμβανομένων των δικαστών και δημόσιων λειτουργών, των αιρετών οργάνων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των κληρικών, των στρατιωτικών και του πάσης φύσεως ένστολου προσωπικού και όλων των απασχολουμένων στο Δημόσιο,στα ΝΠΔΔ και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση με οποιουδήποτε τύπου σύμβαση έμμισθης εντολής ή μίσθωσης έργου ή παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, δηλώνονται και καταβάλλονται σε μηνιαία βάση, από την Ενιαία Αρχή Πληρωμής μέσω Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης.
4. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και των συναρμόδιων Υπουργών καθορίζονται οι κανόνες και οι διαδικασίες περιοδικής δήλωσης και καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, η δομή και το περιεχόμενο των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων, ο υπεύθυνος φορέας λήψης των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων, οι αρμοδιότητες των εμπλεκόμενων φορέων, τομέων και κλάδων οι προσαρμογές στα πληροφοριακά συστήματα καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 5.
Άρθρο 46
Αντικειμενικό σύστημα τεκμαρτού υπολογισμού εισφορών
1. α. Με Προεδρικό Διάταγμα, κατόπιν πρότασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μπορεί να θεσπίζεται αντικειμενικό σύστημα τεκμαρτού υπολογισμού του ελάχιστου απαιτούμενου αριθμού ημερομισθίων και ποσού εισφορών για κατηγορίες ή κλάδους επιχειρήσεων κατά μήνα λειτουργίας της επιχείρησης ή άλλο χρονικό διάστημα και ανάλογα με τις εκτελούμενες εργασίες. Η προσδιοριζόμενη κατά το σύστημα αυτό δαπάνη αποτελεί το ελάχιστο οφειλόμενο ποσό για ασφαλιστικές εισφορές κατά μαχητό τεκμήριο.
β. Με τις αποφάσεις του προηγουμένου εδαφίου καθορίζεται το αντικειμενικό σύστημα τεκμαρτού υπολογισμού για κάθε κατηγορία επιχειρήσεων, η διαδικασία είσπραξης των επιπλέον των δηλωθέντων ποσών εισφορών και κάθε αναγκαίο για την εφαρμογή του παρόντος ειδικότερο ζήτημα.
2. Σε περίπτωση κατά την οποία το παραπάνω ελάχιστο τεκμαρτό ποσό είναι μεγαλύτερο από τα δηλωθέντα από τον εργοδότη ημερομίσθια ο εργοδότης δύναται να αμφισβητήσει τον υπολογισμό υποβάλλοντας εντός διμήνου από την υποβολή της Α.Π.Δ. του αντίστοιχου διαστήματος τους ισχυρισμούς του και κάθε αναγκαίο αποδεικτικό στοιχείο. Σε περίπτωση που δεν αμφισβητηθεί ο υπολογισμός ή δεν γίνουν δεκτές οι αντιρρήσεις του εργοδότη το επιπλέον δηλωθέν ποσό συμψηφίζεται με οφειλόμενες εισφορές για ασφαλιστική τακτοποίηση συγκεκριμένων προσώπων αν διαπιστωθεί μεταγενέστερα ότι αυτοί απασχολήθηκαν στις εργασίες του συγκεκριμένου εργοδότη κατά την ίδια περίοδο. Αν ο εργοδότης απασχολεί εργαζόμενους μερικής απασχόλησης το επιπλέον ποσό δύναται επιπλέον να συμψηφισθεί με το απαιτούμενο για τους ίδιους εργαζόμενους ποσό εισφορών για πλήρη απασχόληση.
3. Η καταβολή των ελάχιστων εισφορών βάσει του αντικειμενικού συστήματος της παρούσας παραγράφου δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από την καταβολή επιπλέον εισφορών και των σχετικών προσαυξήσεων και ποινών αν διαπιστωθεί απασχόληση επιπλέον από την προβλεπόμενη για την συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρήσεων.
4. Το αντικειμενικό σύστημα τεκμαρτού υπολογισμού ρυθμίζεται με βάση πρόσφορα κριτήρια υπολογισμού της ελάχιστης εργατικής απασχόλησης όπως είναι ενδεικτικά το είδος της επιχείρησης, το μέγεθος της εγκατάστασης, το ωράριο λειτουργίας, η τυχόν εποχιακή φύση της λειτουργίας της επιχείρησης, ο κύκλος εργασιών , οι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών ειδικότητες, η γεωγραφική θέση της επιχείρησης, η τυχόν εισφορά προσωπικής απασχόλησης από τον εργοδότη ή τους εταίρους εργοδοτικής επιχείρησης.
Άρθρο 47
Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης της Ακίνητης Περιουσίας Ασφαλιστικών Οργανισμών
1. Συστήνεται Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «Εταιρεία Διαχείρισης της Ακίνητης Περιουσίας Ασφαλιστικών Οργανισμών Α.Ε. (Ε.ΔΙ.ΑΚΙ.ΠΕ. Α.Ε.)» (εφεξής «εταιρεία»), με μοναδικό μέτοχο τον ΕΦΚΑ. Η εταιρεία είναι αόριστης διάρκειας. Η Εταιρία τελεί υπό την εποπτεία του Δημοσίου, που ασκείται από τον Υπουργό Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
2. Η εταιρεία λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Η εταιρεία καταχωρίζεται στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών
3. Η εταιρεία αναπτύσσει τις δραστηριότητές της κατά τους όρους του παρόντος άρθρου, της κείμενης νομοθεσίας, των άρθρων 21 επ. του ν.2778/1999, από τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α` του ν.3429/2005 «Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (ΔΕΚΟ)», όπως ισχύει και για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται ρητά από τους νόμους αυτούς, από τις διατάξεις του ν.2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιρειών».
4. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας ανέρχεται στο ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ, εκφραζόμενο με μία μετοχή, αναλαμβάνεται εξ ολοκλήρου από το ελληνικό δημόσιο) και καταβάλλεται το αργότερο μέσα σε τρεις μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου .
5. Σκοπός της Εταιρείας είναι η διοίκηση, η διαχείριση, η αξιοποίηση και η εκμετάλλευση, με στόχο την επίτευξη της μεγίστης δυνατής απόδοσης προς όφελος του ΕΦΚΑ ακινήτων, επί των οποίων έχει δικαιώματα ο ΕΦΚΑ καθώς και άλλων ακινήτων, που ενδεχομένως μεταβιβάζονται σε αυτήν με αγοραπωλησία, δωρεά, κληροδότημα ή άλλου τύπου σύμβαση ή που αποφασίζεται, με κοινή υπουργική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας, , Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να της ανατεθούν. Η εταιρεία έχει την αρμοδιότητα αποκλειστικής διοίκησης, αξιοποίησης και διαχείρισης των ακινήτων και των δικαιωμάτων επί αυτών, τα οποία της ανατίθενται. Ειδικότερα, στην Εταιρία. ανήκει η αρμοδιότητα αποκλειστικής διαχείρισης, διοίκησης, αξιοποίησης των ακινήτων και των δικαιωμάτων επί ακινήτων των ΦΚΑ καθώς και ακινήτων ή δικαιωμάτων επί ακινήτων του ΕΦΚΑ, εκτός των ακινήτων που θα παραμείνουν στην διοίκηση και διαχείριση του τελευταίου για λόγους ιδιόχρησης ή κάλυψης κτιριακών αναγκών υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ή εποπτευόμενων από αυτό φορέων). Η ανάθεση στην Εταιρεία της διοίκησης, διαχείρισης, αξιοποίησης και εκμετάλλευσης ακινήτων γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Όταν τα ακίνητα ανήκουν σε φορείς που δεν εποπτεύει ο Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η ανάθεση της διοίκησης, αξιοποίησης, διαχείρισης και εκμετάλλευσης αυτών γίνεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του κατά περίπτωση αρμοδίου Υπουργού. Με την έκδοση της υπουργικής απόφασης, η εταιρεία υπεισέρχεται αυτοδικαίως σε τυχόν ισχύουσες συμβάσεις μίσθωσης, παραχώρησης ή άλλες συμβάσεις διοίκησης, διαχείρισης και εκμετάλλευσης των ως άνω ακινήτων καθώς και των παραρτημάτων και συστατικών τους, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 12 του παρόντος για τις διαγωνιστικές διαδικασίες σε εξέλιξη.
6. Με την έκδοση της υπουργικής απόφασης για την ανάθεση της διοίκησης, αξιοποίησης και διαχείρισης ακινήτων στην εταιρεία, η εταιρεία δικαιούται να ενεργεί κάθε πράξη διοίκησης, διαχείρισης, αξιοποίησης και εκμετάλλευσης των παραπάνω ακινήτων καθώς των επ΄αυτών εμπραγμάτων και ενοχικών δικαιωμάτων. Η εταιρεία υποχρεούται να ενημερώνει τον κύριο των ακινήτων και τον δικαιούχο των εμπραγμάτων και ενοχικών δικαιωμάτων για τις αναγκαίες ενέργειες προστασίας αυτών, όταν αυτές πρέπει να πραγματοποιηθούν με δικές του δαπάνες. Για να μεταβιβάσει η εταιρεία καθ` οιονδήποτε τρόπο σε τρίτους την κυριότητα των ακινήτων, των οποίων της παραχωρείται η διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση, απαιτείται απόφαση του Υπουργού (ή των Υπουργών) που εξέδωσαν την απόφαση παραχώρησης της διοίκησης, διαχείρισης και αξιοποίησης του ακινήτου.
7. Τα έσοδα από την εν γένει διοίκηση, αξιοποίηση και διαχείριση των ακινήτων, οι τόκοι και τα μερίσματα από τις καταθέσεις και τις επενδύσεις εσόδων από τα ακίνητα αποτελούν πόρο του ΕΦΚΑ.
8. Ο σκοπός της εταιρείας επιδιώκεται και επιτυγχάνεται με τα κατάλληλα μέσα και ιδίως με τα ακόλουθα:
Α. Πραγματοποίηση κάθε πράξης διοίκησης, διαχείρισης, αξιοποίησης και εν γένει εκμετάλλευσης των ακινήτων, που ανατέθηκαν στην εταιρεία. Η διοίκηση, διαχείριση, αξιοποίηση και εκμετάλλευση των ακινήτων σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής εκμετάλλευσης,
Β. Η αξιοποίηση των εσόδων από την διοίκηση, διαχείριση, αξιοποίηση και εκμετάλλευση των ακινήτων,
Γ. Η πώληση, με στόχο την αξιοποίηση του τιμήματος,
Δ. Η ανάθεση μελετών, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, για τις κατάλληλες χρήσεις των ακινήτων,
Ε. Η σύσταση εμπραγμάτων επί των ακινήτων.
ΣΤ. Η εκμίσθωση των ακινήτων,
Ζ Η παραχώρηση ακινήτων με αντιπαροχή,
Η. Η διενέργεια επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία.
Θ. Απόκτηση, για την εξυπηρέτηση του σκοπού της, εμπράγματων ή/και ενοχικών δικαιωμάτων σε ακίνητα, που βρίσκονται πλησίον των ακινήτων, που της έχουν ανατεθεί, με σκοπό την αποδοτικότερη διοίκηση, διαχείριση, αξιοποίηση και εν γένει συνολική εκμετάλλευση αυτών.
Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, που εγκρίνεται με απόφαση του εποπτεύοντος υπουργού προσδιορίζονται περαιτέρω τα μέσα δράσης της Εταιρείας.
9. Η Εταιρεία νομιμοποιείται ενεργητικά και δικαιούται να παρίσταται ως διάδικος σε δίκες ή σε λοιπές διαδικαστικές πράξεις που αφορούν στα ακίνητα που της παραχωρούνται κατά τα ανωτέρω.
10. Διαγωνιστική διαδικασία κάθε είδους, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη με αντικείμενο την πώληση, αγορά, μίσθωση, εκμίσθωση, παραχώρηση, διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση ακινήτων καθώς και των παραρτημάτων και συστατικών τους, που παραχωρούνται στην Εταιρεία κατά τα ανωτέρω, συνεχίζεται και ολοκληρώνεται από το φορέα ανάθεσης που έχει εκκινήσει τη διαδικασία αυτή σε χρόνο προγενέστερο της παραχώρησής τους, έως και την ανάδειξη οριστικού αναδόχου. Η διαγωνιστική διαδικασία εξακολουθεί σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της σχετικής προκήρυξης και ο φορέας ανάθεσης φέρει την αποκλειστική ευθύνη για την τήρησή τους. Το αποτέλεσμα της διαγωνιστικής διαδικασίας δεσμεύει την Εταιρεία.
11. Πόροι της Εταιρίας, για την κάλυψη των δαπανών λειτουργίας της, είναι :
α) ποσοστό επί των εσόδων από την εκποίηση, αξιοποίηση και την εν γένει διαχείριση των ακινήτων, που ορίζεται κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
β) πάγιο διαχειριστικό δικαίωμα επί των χρηματικών ποσών που τίθενται στη διάθεσή της από τον ΕΦΚΑ για την πραγματοποίηση κατ’ εντολή των αγορών ακινήτων ή εκτέλεση τεχνικών έργων ή εκπόνηση μελετών.
γ) επιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, κατά την έναρξη λειτουργίας, με ποσό που ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Εργασίας.
δ) έσοδα από προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή διεθνών οργανισμών, στα οποία συμμετέχει στο πλαίσιο του σκοπού της,
στ) δωρεές, κληρονομιές, κληροδοσίες προς την εταιρεία.
12. Οι κανόνες για τη διαχείριση και αξιοποίηση των εσόδων από τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση των ακινήτων ορίζονται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
13. Οι πράξεις διοίκησης και διαχείρισης των ακινήτων από την εταιρεία υπάγονται στο καθεστώς προνομίων και ατελειών, απαλλαγής από φόρους, τέλη, εισφορές ή δικαιώματα, των οποίων απολαύει ο ΕΦΚΑ και οι ΦΚΑ, στους οποίους ανήκουν τα ακίνητα.
14. Για την είσπραξη των εσόδων της Εταιρίας εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις που ισχύουν για την είσπραξη εσόδων του ΦΚΑ.
15. Όργανα διοίκησης της Εταιρείας είναι
α) η Γενική Συνέλευση των μετόχων,
β) Το Διοικητικό Συμβούλιο και
γ) Ο Πρόεδρος και ο Διευθύνων Σύμβουλος.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας Ε.Δ.Α.Π.ΑΣ.Ο. Α.Ε. αποτελείται από επτά μέλη και συγκεκριμένα από: α) Τον Πρόεδρο και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,
β) ένα μέλος που ορίζεται με απόφαση του ΔΣ του ΕΦΚΑ,
γ) ένα μέλος που ορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών,
δ) δύο μέλη που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
ε) ένα μέλος που ορίζεται με απόφαση του ΔΣ του ΕΤΕΑΕΠ.
16. Η θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι τετραετής.
17. Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι το ανώτατο διοικητικό όργανο της εταιρείας και κατά κύριο λόγο διαμορφώνει τη στρατηγική και την πολιτική ανάπτυξης της εταιρείας, ενώ εποπτεύει και ελέγχει τη διαχείριση της περιουσίας της. Διοικεί την εταιρεία και διαχειρίζεται τους πόρους και την περιουσία της, συντάσσει τον ετήσιο ισολογισμό και την έκθεση πεπραγμένων της διαχείρισης, επιμελείται της είσπραξης των εσόδων, συνάπτει τις συμβάσεις για την εκπλήρωση των σκοπών της εταιρείας, παρέχει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση των σκοπών της εταιρείας χρηματικά ποσά και γενικά προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την εκπλήρωση των σκοπών της εταιρείας. Εγκρίνει τα προγράμματα δραστηριοτήτων της εταιρείας, παρακολουθεί την πορεία γενικά του έργου της, εισηγείται στους αρμόδιους φορείς τις απαραίτητες τροποποιήσεις και υποβάλλει σχετικές προτάσεις. Αποφασίζει για την πρόσληψη του αναγκαίου προσωπικού. Καταρτίζει και υποβάλλει αρμοδίως το Στρατηγικό και το Επιχειρησιακό Σχέδιο της εταιρείας καθώς και τις αναθεωρήσεις ή αναμορφώσεις των σχεδίων αυτών. Συντάσσει και υποβάλλει αρμοδίως την ετήσια έκθεση πεπραγμένων. Μπορεί να αναθέτει με απόφασή του ορισμένες αρμοδιότητές του στον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο εταιρείας. Μπορεί επίσης να εξουσιοδοτεί όργανα της εταιρείας για την ενέργεια ορισμένων πράξεων καθώς και για την υπογραφή συμβάσεων, την κατάρτιση και τους γενικούς όρους των οποίων έχει προεγκρίνει.
18. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας:
α) Συγκαλεί το Διοικητικό Συμβούλιο και διευθύνει τις συνεδριάσεις του.
β) Εκπροσωπεί την Εταιρία σε κάθε δικαστική, διοικητική ή άλλη Αρχή.
γ) Διορίζει πληρεξουσίους δικηγόρους.
δ) Εποπτεύει για την ομαλή λειτουργία της Εταιρίας.
ε) Ασκεί όσες αρμοδιότητες του αναθέτει το ΔΣ.
19. α) Η εταιρεία λειτουργεί αμέσως μετά το διορισμό του πρώτου διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας Για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών προσλαμβάνει προσωπικό με σύμβαση εργασίας αορίστου και ορισμένου χρόνου, με σύμβαση έμμισθης εντολής, καθώς και με συμβάσεις έργου, κατόπιν προκήρυξης, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
β) Η κάλυψη των αναγκών της Εταιρείας σε προσωπικό μπορεί να γίνει και με μεταφορά ή με μετάταξη ή με απόσπαση και ένταξη προσωπικού που ήδη υπηρετεί σε φορείς του Δημοσίου, σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α` και Β`βαθμού ή σε νομικά πρόσωπα, το μετοχικό κεφάλαιο των οποίων ανήκει κατά πλειοψηφία στο Δημόσιο άμεσα ή έμμεσα, ή σε φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 (Α` 28), το οποίο κατέχει τα τυπικά προσόντα της θέσης για την οποία προορίζεται. Η μεταφορά ή απόσπαση και ένταξη πραγματοποιείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, χωρίς να απαιτείται απόφαση του φορέα από τον οποίο αποσπάται. Η διάρκεια της απόσπασης ορίζεται μέχρι δύο χρόνια και μπορεί να παραταθεί με απόφαση των ίδιων Υπουργών μία ή περισσότερες φορές για ίσο χρονικό διάστημα. Η δαπάνη μισθοδοσίας των αποσπασθέντων υπαλλήλων βαρύνει την εταιρεία.
20. Με κανονισμό, που καταρτίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας και εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών καθορίζονται οι όροι και οι διαδικασίες ανάθεσης μελετών, υπηρεσιών, εκτέλεσης έργων και εργασιών, προμηθειών κινητών πραγμάτων, εξοπλισμού και συναφών εργασιών, αγορών ακινήτων, μισθώσεων, εκμισθώσεων και γενικά παραχωρήσεων χρήσης και κάθε άλλου ενοχικού ή εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτων. Μέχρι να καταρτισθεί ο κανονισμός, για τις διαδικασίες ανάθεσης μελετών, υπηρεσιών, εκτέλεσης έργων και εργασιών, προμηθειών κινητών πραγμάτων, αγορών-πωλήσεων- μισθώσεων- εκμισθώσεων - παραχωρήσεων χρήσης και κάθε άλλου ενοχικού ή εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτων, εκποιήσεων κινητών πραγμάτων και εκτελέσεως εργασιών εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις.
21. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού και κάθε άλλο ζήτημα σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία της Εταιρίας.
Άρθρο 48
Σύσταση Εταιρείας Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων Διευρυμένου Σκοπού Ασφαλιστικών Οργανισμών (ΑΕΔΑΚ Α.Ο.) και συγχώνευσης σε αυτήν εταιριών ΕΔΕΚΤ ΕΠΕΥ και ΑΕΔΑΚ ΑΟ Α.Ε.
1. Συστήνεται Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «Εταιρεία Διαχείρισης Κινητής Περιουσίας του ΕΦΚΑ και των ΦΚΑ Ανώνυμη Εταιρεία» (Ε.ΔΙ.ΚΙ.ΠΕ. ΑΕ) », εφεξής «εταιρεία», , με μοναδικό μέτοχο το ελληνικό δημόσιο. Η εταιρεία είναι αόριστης διάρκειας. Η Εταιρία τελεί υπό την εποπτεία του Δημοσίου, που ασκείται από κοινού από τους Υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
2. Η εταιρεία λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας.
3. Η εταιρεία αναπτύσσει τις δραστηριότητές της κατά τους όρους του παρόντος άρθρου, της κείμενης νομοθεσίας, των άρθρων 3 και 4 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α`), όπως ισχύει, τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α` του ν.3429/2005 «Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (ΔΕΚΟ)», όπως ισχύει και για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται ρητά από τους νόμους αυτούς, από τις διατάξεις του ν.2190/1920 (ΑΊ44) «Περί Ανωνύμων Εταιρειών».
4. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας ανέρχεται στο ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ, εκφραζόμενο με μία μετοχή από το ελληνικό δημόσιο και καταβάλλεται το αργότερο μέσα σε τρεις μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
5. Σκοπός της Εταιρείας είναι η αξιοποίηση της κινητής περιουσίας του ΕΦΚΑ, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των άρθρων 3 και 4 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α`), όπως ισχύει, ως εξής: Στην εταιρεία ανήκει η αρμοδιότητα αποκλειστικής διαχείρισης, διοίκησης και αξιοποίησης της κινητής περιουσίας του ΕΦΚΑ και των ΦΚΑ). Η ανάθεση στην Εταιρεία της διοίκησης, διαχείρισης και εκμετάλλευσης της κινητής περιουσίας γίνεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
6. Ειδικότερος σκοπός της Εταιρίας είναι, μεταξύ άλλων, η διαχείριση, συγκρότηση και λειτουργία αμοιβαίων κεφαλαίων στο πλαίσιο που διαγράφει η ισχύουσα νομοθεσία, η διαχείριση διαθεσίμων κεφαλαίων ΦΚΑ στο κοινό κεφάλαιο της Τράπεζας της Ελλάδος, η αξιοποίηση κεφαλαίων ΦΚΑ, όπως ενδεικτικά η αγορά και πώληση κινητών αξιών συμπεριλαμβανομένων και τίτλων ελληνικού δημοσίου, παροχή υπηρεσιών και συμβουλών, σύνταξη μελετών χρηματοοικονομικής φύσης για τη διατήρηση και τις επενδύσεις κεφαλαίων και η διαχείριση κάθε κινητής περιουσίας ΦΚΑ..
7. Ο σκοπός της εταιρείας επιδιώκεται και επιτυγχάνεται με τα κατάλληλα μέσα και ιδίως με τα ακόλουθα:
α. Η πραγματοποίηση κάθε κατάλληλης πράξης διαχείρισης, αξιοποίησης και εν γένει εκμετάλλευσης της κινητής περιουσίας, που ανατέθηκε στην εταιρεία
β. η διαχείριση, συγκρότηση και λειτουργία αμοιβαίων κεφαλαίων,
γ. η αξιοποίηση κεφαλαίων του ΕΦΚΑ, όπως ενδεικτικά η αγορά και πώληση κινητών αξιών συμπεριλαμβανομένων και τίτλων ελληνικού δημοσίου,
δ. η διαχείριση διαθεσίμων κεφαλαίων ΦΚΑ και του ΕΦΚΑ στο κοινό κεφάλαιο της Τράπεζας της Ελλάδος,
ε. η παροχή υπηρεσιών και συμβουλών,
στ. η σύνταξη μελετών χρηματοοικονομικής φύσης για τη διατήρηση και επενδύσεις κεφαλαίων.
ζ.. Η ανάθεση μελετών σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.
η. Η διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της κινητής περιουσίας σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής εκμετάλλευσης
θ. Η πώληση κινητής περιουσίας, με στόχο την αξιοποίηση του τιμήματος.
Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, που εγκρίνεται με απόφαση του εποπτεύοντος υπουργού προσδιορίζονται περαιτέρω τα μέσα δράσης της Εταιρείας
8. Στην εταιρία μεταβιβάζεται αυτοδίκαια η κινητή περιουσία, κινητές αξίες και μετρητά των ΦΚΑ που εντάσσονται στον Εθνικό Φορέα Ασφάλισης και των συγχωνευόμενων εταιρειών, εκτός από τα αναγκαία για την τρέχουσα χρηματοδότηση ποσά για την λειτουργία του ΕΦΚΑ, όπως αυτά ορίζονται με απόφαση κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
9. Πόροι της Εταιρίας, για την κάλυψη των δαπανών λειτουργίας της, είναι :
α) ποσοστό επί των εισπράξεων από τη διαχείριση της κινητής περιουσίας του φορέα, που ορίζεται κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
β) πάγιο διαχειριστικό δικαίωμα επί των χρηματικών ποσών που τίθενται στη διάθεσή της από τον ΕΦΚΑ για την πραγματοποίηση κατ’ εντολή επενδύσεων ή εκτέλεση έργων ή εκπόνηση μελετών.
γ)) δωρεές, κληρονομιές, κληροδοσίες προς την εταιρεία.
10. Όργανα διοίκησης της Εταιρείας είναι
α) η Γενική Συνέλευση των μετόχων,
β) Το Διοικητικό Συμβούλιο και
γ) Ο Πρόεδρος και ο Διευθύνων Σύμβουλος.
11. Το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας αποτελείται από επτά μέλη και συγκεκριμένα από:
α) Τον Πρόεδρο και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,
β) ένα μέλος που ορίζεται με απόφαση του ΔΣ του ΕΦΚΑ,
γ) ένα μέλος που ορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών,
δ) δύο μέλη που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και
ε) ένα μέλος που ορίζεται με απόφαση του ΔΣ του ΕΤΕΑΕΠ.
Η θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι τετραετής.
12. Το ΔΣ είναι το ανώτατο διοικητικό όργανο της εταιρείας και κατά κύριο λόγο διαμορφώνει τη στρατηγική και την πολιτική ανάπτυξης της εταιρείας, ενώ εποπτεύει και ελέγχει τη διαχείριση της περιουσίας της. Διοικεί την εταιρεία και διαχειρίζεται τους πόρους και την περιουσία της, συντάσσει τον ετήσιο ισολογισμό και την έκθεση πεπραγμένων της διαχείρισης, επιμελείται της είσπραξης των εσόδων, συνάπτει τις συμβάσεις για την εκπλήρωση των σκοπών της εταιρείας, παρέχει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση των σκοπών της εταιρείας χρηματικά ποσά και γενικά προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την εκπλήρωση των σκοπών της εταιρείας. Εγκρίνει τα προγράμματα δραστηριοτήτων της εταιρείας, παρακολουθεί την πορεία γενικά του έργου της, εισηγείται στους αρμόδιους φορείς τις απαραίτητες τροποποιήσεις και υποβάλλει σχετικές προτάσεις. Αποφασίζει για την πρόσληψη του αναγκαίου προσωπικού και καθορίζει το σύστημα και το ύψος των μισθών και των κάθε φύσης αποδοχών αυτού σύμφωνα και με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν. 2414/96. Υποβάλλει στους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για έγκριση το Στρατηγικό Σχέδιο (ΣΣ) και το Επιχειρησιακό Σχέδιο (ΕΣ), άρθρου 3 του Ν. 2414/96, καθώς και τις αναθεωρήσεις ή αναμορφώσεις των σχεδίων αυτών. Εποπτεύει το Συμβούλιο Διεύθυνσης και εγκρίνει, ύστερα από πρόταση του Διευθύνοντα Συμβούλου, τον Κανονισμό λειτουργίας αυτού. Συντάσσει την ετήσια έκθεση πεπραγμένων, σύμφωνα με την παρ. 3 άρθρου 4 του Ν. 2414/96, την οποία υποβάλλει μέσα στους τρεις (3) πρώτους μήνες κάθε έτους στους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής. Μπορεί να αναθέτει με απόφασή του ορισμένες αρμοδιότητές του στον Πρόεδρο ή τον Διευθύνοντα Σύμβουλο ή να εξουσιοδοτεί αυτούς ή άλλα όργανα της εταιρείας, για την ενέργεια ορισμένων πράξεων, καθώς και την υπογραφή συμβάσεων, την κατάρτιση και τους γενικούς όρους, τους οποίους έχει προεγκρίνει".
13. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας:
α) Συγκαλεί το Διοικητικό Συμβούλιο και διευθύνει τις συνεδριάσεις του.
β) Εκπροσωπεί την Εταιρία σε κάθε δικαστική, διοικητική ή άλλη Αρχή.
γ) Διορίζει πληρεξουσίους δικηγόρους.
δ) Εποπτεύει για την ομαλή λειτουργία της Εταιρίας.
ε) ασκεί όσες αρμοδιότητες του αναθέτει το ΔΣ.
Η εταιρεία λειτουργεί αμέσως μετά το διορισμό του πρώτου διοικητικού συμβουλίου της.
ΜΕ κοινή αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού και κάθε άλλο ζήτημα σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία της Εταιρίας.
Άρθρο 49
Συγχώνευση εταιρειών
1. Στην «Εταιρεία Διαχείρισης Κινητής Περιουσίας του ΕΦΚΑ και των ΦΚΑ Ανώνυμη Εταιρεία» (Ε.ΔΙ.ΚΙ.ΠΕ. ΑΕ) » συγχωνεύονται, με απορρόφησή τους από αυτήν, οι ακόλουθες εταιρείες:
Α. η Ανώνυμη Εταιρία Διαχείριση Ειδικού Κεφαλαίου Ασφάλισης (ΦΕΚ Σύστασης 273/8.12.1999) και
Β. η Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων Ασφαλιστικών Οργανισμών (ΦΕΚ Σύστασης 8835/27.9.2000)
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα και οι λεπτομέρειες της ως άνω απορροφήσεως.
Άρθρο 50
Μετοχικά Ταμεία
1. Η χορήγηση παροχών από το Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.), αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και τα Μετοχικά Ταμεία Στρατού, Αεροπορίας και Ναυτικού, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τις καταθέσεις των μετόχων και από τα περιουσιακά στοιχεία των ταμείων. Αποκλείεται οποιαδήποτε μεταφορά πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό, με εξαίρεση τους πόρους έκτακτης χρηματοδότησης των μερισμάτων των εν δυνάμει μερισματούχων, των οποίων οι αιτήσεις εκκρεμούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
2. Η υποπερίπτωση Ε’ της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.2 της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α’ 85) και η παράγραφος 2 του άρθρου 220 του ν. 4281/2014 (ΦΕΚ Α’ 160) καταργούνται.
Άρθρο 51
Διατάξεις ΜΤΠΥ
1. Το άρθρο 49 του π.δ. 422/1981 (Α΄ 114), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Το μηνιαίο μέρισμα (Μ) των μετόχων του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.) καθορίζεται ίσο με το άθροισμα (Μ = Μ.α + Μ.β):
α) του βασικού μισθού επί το χρόνο συμμετοχής στην ασφάλιση του Μ.Τ.Π.Υ., αναγόμενο σε έτη, επί τον ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης (Σ), σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο: Υπομέρισμα Μ.α = ΒΜ * ΧΣ * Σ
β) των λοιπών αποδοχών επί το χρόνο συμμετοχής στην ασφάλιση του Μ.Τ.Π.Υ., για τον οποίο διενεργήθηκε επί κάθε είδους των αποδοχών αυτών και αποδόθηκε στο Μ.Τ.Π.Υ. η προβλεπόμενη κράτηση από την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του π.δ. 422/1981, όπως εκάστοτε ισχύει, υπέρ του Μ.Τ.Π.Υ., αναγόμενο σε έτη, επί τον ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης (Σ), σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο (ο οποίος μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα υπομερίσματα Μ.β ανάλογα με το κατά περίπτωση επίδομα ή αποζημίωση): Υπομέρισμα Μ.β = ΛΑ * ΧΣ * Σ
Στους ανωτέρω τύπους νοούνται τα εξής: Μ = μηνιαίο μέρισμα, Μ.α = α΄ υπομέρισμα, Μ.β = β΄ υπομέρισμα, ΒΜ = βασικός μισθός, ΛΑ = λοιπές αποδοχές, ΧΣ = χρόνος συμμετοχής στην ασφάλιση του Μ.Τ.Π.Υ., για τον οποίο διενεργήθηκε επί κάθε είδους αποδοχών και αποδόθηκε στο Μ.Τ.Π.Υ. η προβλεπόμενη κράτηση από την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του π.δ. 422/1981, όπως εκάστοτε ισχύει, υπέρ του Μ.Τ.Π.Υ., αναγόμενος σε έτη, Σ = ετήσιος συντελεστής αναπλήρωσης
2. α) Ως βασικός μισθός (ΒΜ) για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται το τμήμα εκείνο των συντάξιμων αποδοχών του άρθρου 7 του παρόντος νόμου, το οποίο αφορά τον βασικό μισθό και το τυχόν επίδομα χρόνου υπηρεσίας βάσει των οποίων κανονίσθηκε το πρώτον νομίμως η σύνταξη κύριας ασφάλισης του μετόχου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
β) Ως λοιπές αποδοχές (ΛΑ) για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται το τμήμα εκείνο των συντάξιμων αποδοχών του άρθρου 7 του παρόντος νόμου το οποίο αφορά τις επιπλέον του βασικού μισθού (ΒΜ), λοιπές αποδοχές (επιδόματα, αποζημιώσεις κ.λπ.) βάσει των οποίων κανονίσθηκε το πρώτον νομίμως η σύνταξη κύριας ασφάλισης του μετόχου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, και με την προϋπόθεση ότι επί των αποδοχών αυτών διενεργήθηκε και αποδόθηκε στο Μ.Τ.Π.Υ. η προβλεπόμενη κράτηση σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του π.δ. 422/1981, όπως εκάστοτε ισχύει, υπέρ του Μ.Τ.Π.Υ. και για όσο χρόνο διενεργήθηκε και αποδόθηκε.
3. Ο ετήσιος συντελεστής αναπλήρωσης (Σ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αναπροσαρμόζεται εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε έτους με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, μετά από σύμφωνη γνώμη του Γενικού Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ως το γινόμενο του ετήσιου συντελεστή αναπλήρωσης 0,215% επί το πηλίκο των εκτιμώμενων ετήσιων εσόδων αφαιρουμένων των διοικητικών εξόδων, προς τις αντίστοιχες παροχές τρέχοντος έτους, προκειμένου να αποφεύγεται η δημιουργία ετήσιων ελλειμμάτων σε ταμειακή και δεδουλευμένη βάση.
4. Τα δικαιούμενα από το Μ.Τ.Π.Υ. μερίσματα όσων έχουν εξέλθει της Υπηρεσίας μέχρι την προηγούμενη της δημοσίευσης του παρόντος αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Δ.Σ. του Μ.Τ.Π.Υ., με βάση τον τύπο υπολογισμού του μερίσματος, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου των μετόχων.
Τα οικονομικά αποτελέσματα της αναπροσαρμογής αυτής αρχίζουν από 1.1.2016. Η διαφορά μεταξύ του προκύπτοντος από την αναπροσαρμογή νέου μερίσματος και του αθροίσματος του προ της αναπροσαρμογής παλαιού μερίσματος και της προσωπικής διαφοράς της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3336/2005, η οποία δεν διατηρείται, με κανέναν τρόπο δεν αναζητείται από τους μερισματούχους και παραμένει στο Μ.Τ.Π.Υ. υπέρ των μελλοντικών γενεών μερισματούχων του.
Για όσους εξήλθαν από την υπηρεσία μέχρι και τις 19.04.2005, ως βασικός μισθός (ΒΜ) για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου νοείται ο βασικός μισθός και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, με βάση τα οποία πραγματοποιήθηκε νομίμως ανά μερισματούχο η προβλεπόμενη από την παρ.2 του άρθρου 3 του ν.3336/2005 πρώτη αναπροσαρμογή των μερισμάτων τους.
Για όσους εξήλθαν από την υπηρεσία από τις 20.04.2005 μέχρι και τις 31.10.2011, για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου ως βασικός μισθός (ΒΜ) νοείται ο βασικός μισθός και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας που έφερε νομίμως ο μέτοχος κατά την έξοδό του από την υπηρεσία.
Για όσους εξήλθαν από την υπηρεσία από τις 01.11.2011 μέχρι και τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου το υπομέρισμα Μ.α καθορίζεται ίσο με το άθροισμα των υπομερισμάτων Μ.α.1 και Μ.α.2, τα οποία φέρουν ως βασικό μισθό (ΒΜ), για το διάστημα υπηρεσίας έως 31.10.2011, το βασικό μισθό και το τυχόν επίδομα χρόνου υπηρεσίας που έφερε νομίμως ο υπάλληλος την 31.10.2011 και, για το διάστημα υπηρεσίας από 01.11.2011 μέχρι και την έξοδο από την υπηρεσία, το βασικό μισθό και το τυχόν επίδομα χρόνου υπηρεσίας που έφερε νομίμως ο υπάλληλος κατά την έξοδό του από την υπηρεσία, αντιστοίχως.
Για όσους εξήλθαν από την υπηρεσία από τις 20.04.2005 μέχρι και τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου ως λοιπές αποδοχές (ΛΑ) νοούνται οι λοιπές αποδοχές (επιδόματα, αποζημιώσεις κ.λπ.) επί των οποίων διενεργήθηκε και αποδόθηκε στο Μ.Τ.Π.Υ. η προβλεπόμενη κράτηση σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του π.δ. 422/1981, όπως εκάστοτε ισχύει, υπέρ του Μ.Τ.Π.Υ. και για όσο χρόνο διενεργήθηκε και αποδόθηκε.
5. Αποκλείεται ο καθορισμός κατώτατου ορίου μερίσματος. Τα δικαιούμενα από το Μ.Τ.Π.Υ. μερίσματα όσων έχουν εξέλθει της Υπηρεσίας, μέχρι την προηγούμενη της δημοσίευσης του παρόντος, τα οποία υπολογίστηκαν με βάση διατάξεις περί κατώτατου ορίου μερίσματος, αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου.»
2. Στο άρθρο 40 του π.δ. 422/1981 (Α’ 114), όπως ισχύει, προστίθεται νέα παράγραφος 4 ως εξής:
«4. α) Εάν ο μέτοχος συνταξιοδοτηθεί προτού συμπληρώσει το ελάχιστο όριο συμμετοχής στο Μ.Τ.Π.Υ. για απονομή μερίσματος, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούται, εφάπαξ επιστροφή ατομικών του κρατήσεων, εφόσον έχει ελάχιστο όριο συμμετοχής στο ταμείο τουλάχιστον τριών (3) ετών, δεν έχει αναγνωρίσει ή εξαγοράσει το υπόλοιπο χρονικό διάστημα μέχρι συμπλήρωσης του ελάχιστου ορίου συμμετοχής και δεν έχει επιτύχει την απονομή συντάξεως ή μερίσματος με την εφαρμογή των διατάξεων του ν.δ. 4202/1961 και του ν. 3232/2004, όπως ισχύουν, με το Μ.Τ.Π.Υ. είτε ως απονέμοντα είτε ως συμμετέχοντα οργανισμό. Μετά την είσπραξη των κρατήσεων από το μέτοχο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί αναγνώρισης και εξαγοράς χρόνου συμμετοχής στο Μ.Τ.Π.Υ. και οι διατάξεις του ν.δ. 4202/1961 (Α’ 175) και του ν. 3232/2004 (Α’ 48), όπως ισχύουν, με το Μ.Τ.Π.Υ. είτε ως απονέμοντα είτε ως συμμετέχοντα οργανισμό.
β) Ο τρόπος υπολογισμού, καθώς και ο τρόπος καταβολής της εφάπαξ επιστροφής της προηγουμένης περιπτώσεως καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, μετά από σύμφωνη γνώμη του Γενικού Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,
γ) Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται σε μετόχους που απομακρύνονται από την υπηρεσία με οποιoδήποτε τρόπο, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου, μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 44 του π.δ. 422/1981 (Α’ 114), όπως ισχύει, τροποποιείται ως εξής:
«1. Το δικαίωμα προς απονομή μερίσματος αρχίζει:
α) Για τους μετόχους από την επομένη της διακοπής της μισθοδοσίας του μετόχου.
β) Για τους χήρους/τις χήρες και τα ορφανά τέκνα του εν υπηρεσία αποβιώσαντος μετόχου, από την επομένη του θανάτου του ή της διακοπής της μισθοδοσίας του κατά περίπτωση.
γ) Για τους χήρους/τις χήρες και τα ορφανά τέκνα του υπό μέρισμα μετόχου από την επομένη της παρόδου τριμήνου από την επέλευση του θανάτου του.»
4. Η παράγραφος 5 του άρθρου 44 του π.δ. 422/1981 (Α’ 114), όπως ισχύει, τροποποιείται ως εξής:
«5. Τα ορφανά τέκνα των μετόχων δικαιούνται μέρισμα, εφόσον είναι ανήλικα και άγαμα. Η ενηλικίωση επέρχεται με τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας.
Τα ορφανά τέκνα των μετόχων που φοιτούν σε ανώτατες και ανώτερες σχολές της ημεδαπής ή ισότιμες της αλλοδαπής, δικαιούνται μέρισμα μέχρι το τέλος των σπουδών τους και πάντως όχι πέρα από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους, εφόσον είναι άγαμα. Το μέρισμα καταβάλλεται με την προσκόμιση σε ετήσια βάση πιστοποιητικού της οικείας σχολής, από το οποίο προκύπτει η κανονική φοίτηση του σπουδαστή.»
5. Η παράγραφος 6 του άρθρου 44 του π.δ. 422/1981 (Α’ 114), όπως ισχύει, τροποποιείται ως εξής:
«6. Με τα ανήλικα τέκνα εξομοιούνται και τα ενήλικα άγαμα ορφανά, εφόσον είναι αποδεδειγμένα ως σωματικά ή πνευματικά ανίκανα.»
6. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 45 του π.δ. 422/1981 (Α’ 114), όπως ισχύει, τροποποιείται ως εξής:
«Κατ` εξαίρεση, αποκτούν δικαίωμα μερίσματος και τα ενήλικα τέκνα, εφόσον πληρούνται, ανάλογα με την περίπτωση, οι προϋποθέσεις της παραγράφου 5 του προηγούμενου άρθρου.»
7. Η παράγραφος 1 του άρθρου 46 του π.δ. 422/1981 (Α’ 114), όπως ισχύει, τροποποιείται ως εξής:
«1. Τα μερίσματα των κατονομαζομένων στην παράγραφο 1 του προηγουμένου άρθρου δικαιούχων χήρου/χήρας ή ορφανών ορίζονται στο ήμισυ του μερίσματος, το οποίο λάμβανε ή είχε δικαίωμα να λάβει ο αποβιώσας μέτοχος. Ορίζονται δε στα πέντε όγδοα αυτού για όσους έχουν ένα ανήλικο τέκνο και στα τρία τέταρτα αυτού για όσους έχουν περισσότερα του ενός ανήλικα τέκνα, καθώς και για περισσότερα του ενός ορφανά τέκνα.»
8. Η παράγραφος 2 του άρθρου 47 του π.δ. 422/1981 (Α’ 114), όπως ισχύει, τροποποιείται ως εξής:
«2. Ο χήρος/η χήρα και τα ορφανά, στην πρώτη αίτησή τους για την απονομή μερίσματος, οφείλουν να επισυνάψουν πιστοποίηση της αρμοδίας αρχής για την ημέρα επέλευσης του θανάτου του δικαιούχου μετόχου, της ταυτότητας του αιτούντος, του ονόματος και της ηλικίας των επιζώντων τέκνων, καθώς και ότι ο χήρος/η χήρα δεν είχε διαζευχθεί.»
9. Στο τέλος του άρθρου 4 του ν.1395/1983 (Α’ 125), όπως έχει αντικατασταθεί και ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή και στους υπαλλήλους - μετόχους του ΜΤΠΥ που έχουν υποστεί μεταμόσχευση μυελού των οστών ή συμπαγών οργάνων (καρδιά, πνεύμονες, ήπαρ, πάγκρεας και νεφροί), εφόσον για τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%.»
10. Η παράγραφος 2 του άρθρου 39 και η παράγραφος 4 του άρθρου 45 του π.δ. 422/1981 (Α’ 114), όπως ισχύουν, καθώς και κάθε άλλη καταστατική διάταξη που προβλέπει διαφορετικά από τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, καταργούνται.
11. Αιτήσεις για κανονισμό ή μεταβίβαση μερίσματος του Μ.Τ.Π.Υ., οι οποίες έχουν υποβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εξετάζονται με βάση τις προϊσχύουσες αυτού διατάξεις, και στη συνέχεια τα μερίσματα αυτά αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 49 του π.δ. 422/1981 (Α΄ 114), όπως αυτό αντικαθίσταται με τον παρόντα νόμο.
12. Στα πρόσωπα που έχουν καταστεί δικαιούχοι μερίσματος μέχρι την έναρξη εφαρμογής του παρόντος και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για απονομή μερίσματος, σύμφωνα με το π.δ. 422/1981 (Α’ 114), όπως τροποποιείται με το παρόν άρθρο, παύει να καταβάλλεται μέρισμα από την πρώτη του μήνα που έπεται της έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου και εφεξής.
Άρθρο 52
Πρόσθετοι πόροι Ασφαλιστικού Συστήματος
Στους πόρους ΕΦΚΑ από 1-1-2017 συμπεριλαμβάνονται οι εξής:
1. Τα έσοδα των εταιριών των άρθρων 47 και 48, μέρος των οποίων δύναται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να ενισχύει τον ΑΚΑΓΕ.
2. Τα ποσά των επιβληθέντων προστίμων των άρθρων 23 και 24 του Ν. 3996/2011, όπως αυτά ισχύουν.
3. Το 20% των εσόδων που προκύπτουν από την εκποίηση και εκμετάλλευση ακινήτων του Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. ή των δημοσίων επιχειρήσεων των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ, εξαιρουμένων όσων έχουν μεταβιβαστεί στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Ελληνικού Δημοσίου σύμφωνα με το Ν.3986/2011, όπως ισχύει.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών ρυθμίζεται κάθε άλλη αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος λεπτομέρεια.
Άρθρο 53
Ευθύνη διοικούντων προσώπων νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων για ληξιπρόθεσμες οφειλές προς ασφαλιστικούς φορείς και εργαζομένους/ Αλληλέγγυα ευθύνη
1. Το άρθρο 31 του ν.4321/2015 «Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας ρύθμιση οφειλών, τροποποίηση ΚΦΕ, ΦΠΑ κλπ) (ΦΕΚ 32 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Τα πρόσωπα που είναι νόμιμοι εκπρόσωποι, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 3 του ν. 4174/2013, Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (Α΄ 170), κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα και εις ολόκληρον για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, πρόσθετων τελών, προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων που οφείλονται από αυτά τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους καθώς και για κάθε είδους ληξιπρόθεσμη απαίτηση των εργαζομένων των νομικών προσώπων ή οντοτήτων αυτών που πηγάζουν από τις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας που έχουν συνάψει οι πρώτοι με αυτά και έχουν επιδικασθεί με εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις.
2. Στα νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που συγχωνεύονται, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον μαζί με τα πιο πάνω πρόσωπα, για την πληρωμή των κατά την προηγούμενη παράγραφο οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών και ληξιπρόθεσμων εργατικών απαιτήσεων του διαλυόμενου νομικού προσώπου μέχρι διετίας από τη διάλυση του νομικού προσώπου και εκείνο το νομικό πρόσωπο ή εκείνη η νομική οντότητα που το απορρόφησε ή το νέο νομικό πρόσωπο ή η νέα νομική οντότητα που συστήθηκε, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. Η προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των προσώπων που έχουν τις παραπάνω ιδιότητες για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, πρόσθετων τελών, προσαυξήσεων, λοιπών επιβαρύνσεων και ληξιπρόθεσμων μέχρι διετίας -από τότε που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες- εργατικών απαιτήσεων που οφείλονται από τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες υπάρχει και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας που εκπροσωπούν.
3. Αν κατά το χρόνο διάλυσης νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας δεν έχουν εξοφληθεί όλες οι κατά τα ανωτέρω υποχρεώσεις του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και τους εργαζομένους του, οι, κατά το χρόνο διάλυσης αυτών, μέτοχοι ή εταίροι κεφαλαιουχικών εταιρειών με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον δέκα (10%) τοις εκατό ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα για την καταβολή των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών, προσθετών τελών, προσαυξήσεων, λοιπών επιβαρύνσεων και ληξιπρόθεσμων μέχρι διετίας – από τη διάλυση του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας-εργατικών απαιτήσεων. Επίσης , και κάθε πρόσωπο που υπήρξε μέτοχος ή εταίρος κεφαλαιουχικών εταιρειών με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον δέκα (10%) τοις εκατό, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα για την καταβολή των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών, προσθετών τελών, προσαυξήσεων, λοιπών επιβαρύνσεων και ως άνω εργατικών απαιτήσεων που δημιουργήθηκαν κατά τη χρονική περίοδο της ιδιότητας του μετόχου ή εταίρου. Οι ρυθμίσεις της παραγράφου αυτής δεν ισχύουν για νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή αναγνωρισμένο χρηματιστήριο σε άλλο κράτος - μέλος της Ε.Ε..
4. Τα πρόσωπα που κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα για τις οφειλές νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας προς Φ.Κ.Α., κατ’ εξαίρεση, είναι δυνατό να εξοφλήσουν ή να ρυθμίσουν αυτοτελώς κατά τις εκάστοτε ισχύουσες περί ρυθμίσεως οφειλών διατάξεις τις οφειλές του νομικού προσώπου προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.), που υπήρχαν κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, καθώς και αυτές που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας τους, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους
5. Πρόσωπα ευθυνόμενα για την καταβολή ασφαλιστικών οφειλών και των ως άνω εργοδοτικών οφειλών εκ μέρους του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δύνανται να ασκήσουν έναντι των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και των ασκούντων των ανωτέρω κάθε είδους απαιτήσεων από τις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας εργαζομένων, παράλληλα με το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα, οποιοδήποτε δικαίωμα θα είχε στη διάθεσή του το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα.
6. Οι ως άνω διατάξεις για την προσωπική, αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη των ανωτέρω προσώπων της παραγράφου 1, για κάθε είδους ληξιπρόθεσμη μέχρι δύο ετών- από τότε που κατέστη ληξιπρόθεσμη- απαίτηση των εργαζομένων των νομικών προσώπων ή οντοτήτων αυτών που πηγάζουν από τις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας που έχουν συνάψει οι πρώτοι με αυτά, καταλαμβάνουν και απαιτήσεις γεγενημένες πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, εάν η διετία συμπληρώνεται μετά την έναρξη ισχύος του.»
2. Οι ρυθμίσεις του άρθρου αυτού ισχύουν από την ημερομηνία κατάργησης του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 για τα πρόσωπα που ήταν υπεύθυνα με βάση τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 2556/1997 (Α΄270), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 69 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1). Για τα υπόλοιπα πρόσωπα ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος νόμου.
Κεφάλαιο Ε’ Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης
Άρθρο 54
Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης – Σύσταση - Σκοπός
1. Συστήνεται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης», αποκαλούμενο στο εξής «Ε.Φ.Κ.Α.», το οποίο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και έχει την έδρα του στην Αθήνα.
Από 1.1.2017, οπότε και αρχίζει η λειτουργία του ως φορέα κύριας κοινωνικής ασφάλισης, εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. αυτοδίκαια οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με τα άρθρα 56 επ. Το Ν.Α.Τ. και ο Ο.Γ.Α. εξακολουθούν, και μετά την κατά τα ως άνω ένταξή τους, να διατηρούν αυτοτελή νομική προσωπικότητα για την άσκηση των μη ασφαλιστικών τους αρμοδιοτήτων Ειδικά ως προς το Δημόσιο, περιέρχονται στον Ε.Φ.Κ.Α. οι εν γένει αρμοδιότητες που αφορούν στις συντάξεις του Δημοσίου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 56, με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 του παρόντος.
2. Σκοπός του Ε.Φ.Κ.Α. είναι η κάλυψη των υπακτέων στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. προσώπων για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που προβλέπονται από την οικεία νομοθεσία με την προβλεπόμενη στο νόμο αυτό χορήγηση: α) μηνιαίας κύριας σύνταξης, λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους ασφαλισμένους ή/και στα μέλη οικογενείας τους, β) παροχών ασθένειας σε χρήμα, γ) ειδικών προνοιακών επιδομάτων και δ) κάθε άλλης παροχής σε χρήμα ή υπηρεσιών, για τις οποίες καθίσταται αρμόδιος ο Ε.Φ.Κ.Α.
Άρθρο 55
Οργανισμός του Ε.Φ.Κ.Α.
1. Με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται μέχρι 31.12.2016, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Ε.Φ.Κ.Α. και πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καταρτίζεται ο Οργανισμός του Ε.Φ.Κ.Α., με τον οποίο ρυθμίζονται:
α. Η διάρθρωση των υπηρεσιών του σε οργανικές μονάδες, η καθ’ ύλην και η κατά τόπον κατανομή των αρμοδιοτήτων των υπηρεσιών που τον συγκροτούν σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, καθώς και θέματα λειτουργίας και αρμοδιότητάς τους.
β. Οι αρμοδιότητες των Γενικών Διευθύνσεων, οι επιχειρησιακοί στόχοι των Διευθύνσεων και οι αρμοδιότητες των Τμημάτων και λοιπών οργανικών μονάδων.
γ. οι κλάδοι του προσωπικού κατά κατηγορίες, ο αριθμός και η κατανομή των θέσεων του προσωπικού σε κλάδους και ειδικότητες στην κεντρική και στις κατά τόπους υπηρεσίες του, καθώς και τα τυπικά προσόντα διορισμού ή πρόσληψης κατά κλάδο και ειδικότητα.
δ. Η γενική περιγραφή καθηκόντων κάθε θέσης ευθύνης και τα τυπικά προσόντα των προϊσταμένων. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κατόπιν αιτιολογημένης γνώμης του τελευταίου, ορίζονται κατά περίπτωση τα σχετικά με την κάθε θέση ευθύνης αποδεκτά βασικά πτυχία ή διπλώματα, εφόσον αυτό απαιτείται, καθώς και τυχόν πρόσθετα προσόντα που απαιτούνται για την πλήρωση κάθε θέσης ευθύνης.
ε. Η σύσταση ή συγχώνευση ή κατάργηση υπηρεσιών ή οργανικών μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και η κατάργηση ή μεταφορά των αρμοδιοτήτων τους σε άλλες υπηρεσίες ή οργανικές μονάδες του.
στ. Η σύσταση νέων θέσεων προσωπικού, καθώς και η κατάργηση, κατά κατηγορία και κλάδο, υφιστάμενων θέσεων που πλεονάζουν.
ζ. Η σύσταση κλάδων κατά κατηγορίες, καθώς και η συγχώνευση ή κατάργηση υφισταμένων με δυνατότητα κατάργησης αντίστοιχων οργανικών θέσεων.
η. Η μεταφορά θέσεων προσωπικού σε άλλους κλάδους, υφιστάμενους ή νέους, της ίδιας ή άλλης κατηγορίας, καθώς και η ρύθμιση θεμάτων ένταξης υπηρετούντων υπαλλήλων σε νέους κλάδους της ίδιας κατηγορίας, που προκύπτουν με σύσταση ή συγχώνευση υφισταμένων.
θ. Κάθε άλλο θέμα σχετικό με την οργάνωση, στελέχωση, αρμοδιότητες και λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α.
2. α. Από την έναρξη ισχύος του Οργανισμού του Ε.Φ.Κ.Α. συστήνονται στο Φορέα με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κατόπιν πρότασης του Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α. Διοικητικές Επιτροπές, των οποίων η σύνθεση και οι αρμοδιότητες καθορίζονται με την ίδια απόφαση. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, η αποζημίωση των συμμετεχόντων στις εν λόγω επιτροπές.
β. Μέχρι τη σύσταση των επιτροπών της περίπτωσης α’ της παραγράφου αυτής, συνεχίζουν να λειτουργούν οι Διοικούσες Επιτροπές του Ε.Τ.Α.Α., μόνο όσον αφορά στην εξέταση και λήψη απόφασης επί αιτήσεων θεραπείας, οι Τοπικές Διοικητικές Επιτροπές του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. και του Ο.Α.Ε.Ε. καθώς και τα αρμόδια όργανα του άρθρου 40 του Καταστατικού Ασφάλισης και Συνταξιοδότησης Αγροτών, όπως ισχύει. Τα ως άνω όργανα αποτελούν Διοικητικές Επιτροπές του Ε.Φ.Κ.Α. και διέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις εφαρμοζόμενες αναλόγως. Αντίστοιχα, για υποθέσεις αρμοδιότητας των λοιπών εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, στους οποίους προβλέπεται μέχρι την ως άνω ένταξή τους διαδικασία ενστάσεων, αυτές εξετάζονται, μέχρι τη σύσταση των εν λόγω επιτροπών, από το Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α.
Άρθρο 56
Ένταξη φορέων, κλάδων, τομέων και λογαριασμών στον Ε.Φ.Κ.Α.
1. Ο Ε.Φ.Κ.Α. αποτελείται από 1 (ένα) κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών, στον οποίο εντάσσονται, σύμφωνα με τα ειδικώς οριζόμενα στο άρθρο 54 του παρόντος, οι παρακάτω φορείς, με τους κλάδους, τομείς και λογαριασμούς τους, πλην των αναφερόμενων στο Κεφάλαιο Στ’, ως εξής:
Α. Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.)
α. Κλάδος κύριας σύνταξης
αα. Κλάδος κύριας σύνταξης ΙΚΑ – ΕΤΑΜ
αβ. Τομέας Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ
αγ. Λογαριασμός Ειδικού Κεφαλαίου ΙΚΑ - ΕΤΑΜ (πρώην ΤΑΠ – ΟΤΕ)
β. Κλάδος ασθένειας
βα. Λογαριασμός Παροχών σε Χρήμα
γ. Τομέας Ασφαλισμένων Δημοσίου
δ. Τομέας Ασφαλισμένων Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
B. Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (Ε.Τ.Α.Π. – Μ.Μ.Ε.)
α. Κλάδος κύριας ασφάλισης
αα. Τομέας σύνταξης Προσωπικού Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης
αβ. Τομέας ασφάλισης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης
αγ. Τομέας ασφάλισης Ιδιοκτητών Συντακτών και Υπαλλήλων Τύπου
αδ. Τομέας ασφάλισης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου
αε. Τομέας ασφάλισης Φωτοειδησεογράφων και Εικονοληπτών Επικαίρων Τηλεόρασης
αστ. Τομέας σύνταξης Εφημεριδοπωλών και Υπαλλήλων Πρακτορείου Αθηνών
αζ. Τομέας σύνταξης Εφημεριδοπωλών και Υπαλλήλων Πρακτορείου Θεσσαλονίκης
αη. Τομέας ασφάλισης Τεχνικών Τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης
αθ. Τομέας Ασφάλισης Τεχνικών Ραδιοφώνου και Τηλεόρασης (ΤΑΤΕ-ΡΤ)
β. Κλάδος ανεργίας και δώρου
βα. Λογαριασμός Ανεργίας Προσωπικού Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης
βγ. Λογαριασμός Ανεργίας Τεχνικών Τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης
βδ. Λογαριασμός Δώρου Εορτών Εφημεριδοπωλών
γ. Κλάδος Υγείας
γα. Τομέας Υγείας Ιδιοκτητών, Συντακτών και Υπαλλήλων Τύπου
γβ. Τομέας Υγείας Εφημεριδοπωλών και Υπαλλήλων Πρακτορείων Αθηνών
γδ. Τομέας Υγείας Τεχνικών Τύπου Αθηνών
γε. Λογαριασμός Παροχών σε Χρήμα Ε.Τ.Α.Π.-Μ.Μ.Ε.
Γ. Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.)
α. Κλάδος Κύριας Ασφάλισης
αα. Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΣΜΕΔΕ), και η Ειδική Προσαύξηση
αβ. Τομέας Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών (ΤΣΑΥ) και ο Κλάδος Μονοσυνταξιούχων
αγ. Τομέας Ασφάλισης Νομικών και ο ειδικός κλάδος για τους δικαστικούς λειτουργούς και τους λειτουργούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που συστάθηκε με το άρθρο 39 του ν.4075/2012
β. Κλάδος Υγείας
βα. Τομέας Υγείας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων
ββ. Τομέας Υγείας Υγειονομικών
βγ. Τομέας Υγείας Δικηγόρων Αθηνών
βδ. Τομέας Υγείας Δικηγόρων Πειραιά
βε. Τομέας Υγείας Δικηγόρων Θεσσαλονίκης
βστ. Τομέας Υγείας Δικηγόρων Επαρχιών
βζ. Τομέας Υγείας Συμβολαιογράφων
βη. Λογαριασμός Παροχών σε Χρήμα Ε.Τ.Α.Α.
Δ. Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ)
α. Κλάδος Κύριας Ασφάλισης
αα. Κλάδος Κύριας Ασφάλισης ΟΑΕΕ
αβ. Τομέας Ασφάλισης Ναυτικών και Τουριστικών Πρακτόρων
β. Κλάδος Υγείας
βα. Λογαριασμός Παροχών σε χρήμα.
E. Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ), εκτός του Λογαριασμού Αγροτικής Εστίας
α. Κλάδος Υποχρεωτικής Ασφάλισης του ν.4169/1961
β. Κλάδος Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ν.2458/1997
γ. Κλάδος Υγείας
δ. Λογαριασμός Παροχών σε χρήμα
ΣΤ. Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.), συμπεριλαμβανομένου του Κεφαλαίου Δυτών και του Κεφαλαίου Ανεργίας - Ασθενείας Ναυτικών (ΚΑΑΝ).
Ζ. Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.)
α. Κλάδος Υγείας
αα. Τομέας Ασθένειας Προσωπικού ΟΤΕ (Τ.Α.Π.-Ο.Τ.Ε.)
αβ. Τομέας Ασθένειας Προσωπικού ΗΣΑΠ (Τ.Α.Π.-Η.Σ.Α.Π.)
αγ. Τομέας Ασθένειας Προσωπικού ΗΛΠΑΠ (Τ.Α.Π.-ΗΛΠΑΠ)
αδ. Τομέας Ασθένειας Προσωπικού ΔΕΗ (Τ.Α.Π.-ΔΕΗ)
αε. Τομέας Ασθένειας Προσωπικού ΕΤΒΑ (Τ.Α.Π.-ΕΤΒΑ)
αστ. Τομέας Ασθένειας Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος (Τ.Α.Π. - Ε.Τ.Ε.)
αζ. Τομέας Ασθένειας Προσωπικού Τραπεζών Πίστεως, Γενικής και Αμέρικαν Εξπρές (Τ.Α.Α.Π.Τ.Π.Γ.Α.Ε.)
αη. Τομέας Ασθένειας Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρίας «ΕΘΝΙΚΗ» (Τ.Α.Π.Α.Ε. ΕΘΝΙΚΗ)
αθ. Λογαριασμός Παροχών σε Χρήμα Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.
2. Στον κλάδο κύριας ασφάλισης περιέρχονται και οι εν γένει αρμοδιότητες που αφορούν στις συντάξεις του Δημοσίου Τομέα, οι οποίες ασκούνται κατά τη δημοσίευση του νόμου από τη Γενική Διεύθυνση Χορήγησης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Στον ως άνω κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών του Ε.Φ.Κ.Α. περιέρχονται και οι αρμοδιότητες των φορέων, κλάδων, τομέων και λογαριασμών πρόνοιας που δεν εντάσσονται σε αυτόν και αφορούν σε παροχές σε χρήμα. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται το ποσό του πάγιου πόρου του άρθρου 34 του ν. 2773/1999 (Α286), όπως επικαιροποιήθηκε με τα οριζόμενα στο άρθρο 132 του ν. 3655/2008 (Α58) καθώς και το ύψος του ποσού κάθε άλλου πόρου υπέρ του ΚΑΠ-ΔΕΗ που διατηρήθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 44 του ν.3863/2010 (Α115) , το οποίο αποδίδεται στον Ε.Φ.Κ.Α. έναντι των παροχών σε χρήμα του Τμήματος Παροχών Πρόνοιας Ασφαλισμένων του πρώην Κ.Α.Π.-Δ.Ε.Η., τη χορήγηση των οποίων αναλαμβάνει σύμφωνα με το παρόν ο Ε.Φ.Κ.Α.
Άρθρο 57
ΚΕΑΟ
1. Από 1.1.2017 στον Ε.Φ.Κ.Α μεταφέρεται. και υπάγεται το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (Κ.Ε.Α.Ο.) με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια και με την ίδια οργανωτική δομή και προσωπικό. Το Κ.Ε.Α.Ο. εποπτεύεται από το Διοικητή του Ε.Φ.Κ.Α. ή από Υποδιοικητή του μετά από εκχώρηση της αρμοδιότητας αυτής.
2. Το Κ.Ε.Α.Ο. εξακολουθεί να ασκεί τις αρμοδιότητές που προβλέπονται από τη νομοθεσία που το διέπει και λειτουργεί σύμφωνα με αυτή. Με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης οι αρμοδιότητες αυτές μεταβιβάζονται από 1.1.2017 στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων.
Άρθρο 58
Ασφαλιστέα πρόσωπα
1. Στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. υπάγονται υποχρεωτικά:
α. Οι μέχρι την ένταξη ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι και τα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών αυτών των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών καθώς και οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Δημοσίου και τα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών αυτών, οι οποίοι καθίστανται αντιστοίχως ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ε.Φ.Κ.Α.
β. Όσοι για πρώτη φορά από την κατά τα ανωτέρω ένταξη των φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών αναλαμβάνουν ασφαλιστέα εργασία ή αποκτούν ασφαλιστέα ιδιότητα βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων αυτών, καθώς και τα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών αυτών.
2. Οι ασφαλισμένοι των ανωτέρω εντασσόμενων φορέων, κλάδων, τομέων και λογαριασμών, καθώς και του Δημοσίου, εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας αυτών, όπως ισχύουν, εκτός όσων ειδικά ορίζει με τις διατάξεις του ο παρόν νόμος.
Άρθρο 59
Πόροι
1. Πόρους του Ε.Φ.Κ.Α. αποτελούν:
α. Τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων και εργοδοτών, οι πρόσοδοι περιουσίας, η απόδοση των κεφαλαίων και των αποθεματικών, καθώς και κάθε άλλο έσοδο και πόρος που θεσμοθετείται υπέρ αυτού.
β. Τα έσοδα από τις προβλεπόμενες εισφορές υπέρ των φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. σύμφωνα με το άρθρο 56 του παρόντος, οι πρόσοδοι περιουσίας, καθώς και η απόδοση των κεφαλαίων και των αποθεματικών αυτών και κάθε άλλο έσοδο και πόρος που προβλέπεται στην οικεία νομοθεσία ή άλλες γενικές διατάξεις νόμων.
2. Εισφορές και πάσης φύσεως πόροι που εισπράττονταν από τους εντασσόμενους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς του άρθρου 56 του παρόντος και αποδίδονταν σε τρίτους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, εξακολουθούν να εισπράττονται από τον Ε.Φ.Κ.Α. και να αποδίδονται από αυτόν στους δικαιούχους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
Άρθρο 60
Διοίκηση του Ε.Φ.Κ.Α.
1. Όργανα διοίκησης του Ε.Φ.Κ.Α. είναι: α) ο Διοικητής και β) το Διοικητικό Συμβούλιο.
2. Συνιστάται στον Ε.Φ.Κ.Α. μία (1) θέση Διοικητή. Ο Διοικητής είναι κάτοχος πτυχίου ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της ημεδαπής ή ισότιμου πτυχίου της αλλοδαπής, με εμπειρία και κατάρτιση σε διοικητικά ή οικονομικά θέματα ή σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης ή κοινωνικής πολιτικής. Επιλέγεται σύμφωνα με τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις και είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Διορίζεται με τετραετή θητεία, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με δυνατότητα ισόχρονης ανανέωσης άπαξ κατά την ως άνω διαδικασία.
3. Συνιστώνται στον Ε.Φ.Κ.Α. δύο (2) θέσεις Υποδιοικητών, ιδίων προσόντων με το Διοικητή, πλήρους απασχόλησης, οι οποίοι επιλέγονται σύμφωνα με τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις και διορίζονται για τετραετή θητεία με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την απόφαση διορισμού ορίζεται ο Υποδιοικητής, ο οποίος αναπληρώνει τον Διοικητή ελλείποντα, απόντα ή κωλυόμενο σε όλα τα καθήκοντά του Διοικητή και Προέδρου Δ.Σ. Κατά τα λοιπά, με απόφαση του Διοικητή του Ε.Φ.Κ.Α. εκχωρούνται στους Υποδιοικητές οι αρμοδιότητες που ασκούνται από αυτούς.
4. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ε.Φ.Κ.Α. είναι ενδεκαμελές (11) και συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου του α.ν. 1778/1951 (ΦΕΚ 118 Α’) και των παρ. 1 και 2 του άρθρου 37 του ν. 2676/1999 ( ΦΕΚ 1 Α΄), από:
α. το Διοικητή, ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του όπως ορίζεται στην παράγραφο 3,
β. τους Υποδιοικητές, με τους αναπληρωτές τους,
γ. δύο (2) εκπροσώπους των ασφαλισμένων που προτείνονται από τις Συμβουλευτικές Επιτροπές του άρθρου 61 του παρόντος, με τους αναπληρωτές τους, σύμφωνα με τη διαδικασία που θα οριστεί στην υπουργική απόφαση της παρ. 3 του άρθρου 61,
δ. έναν (1) εκπρόσωπο των συνταξιούχων που υποδεικνύεται από κοινού από την Ανώτατη Γενική Συνομοσπονδία Συνταξιούχων Ελλάδος (ΑΓΣΕΕ), την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συνταξιούχων ΟΑΕΕ (ΠΟΣ ΟΑΕΕ), την Ομοσπονδία Συνταξιούχων Ελλάδος ΙΚΑ και Επικουρικών Ταμείων Μισθωτών και την Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτικών Συνταξιούχων (ΠΟΠΣ), με τον αναπληρωτή του,
ε. έναν (1) εκπρόσωπο της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ), με τον αναπληρωτή του,
στ. έναν (1) εκπρόσωπο των υπαλλήλων του Ε.Φ.Κ.Α., ο οποίος εκλέγεται από τους υπαλλήλους του Ε.Φ.Κ.Α., με τον αναπληρωτή του,
ζ. έναν (1) υπάλληλο προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τον αναπληρωτή του,
η. έναν (1) προϊστάμενο τουλάχιστον τμήματος του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του,
θ. έναν (1) ειδικό επιστήμονα, εξειδικευμένο σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας που ορίζεται από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τον αναπληρωτή του.
Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Δ.Σ., με τους αναπληρωτές τους, ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με τετραετή θητεία.
5. Σε περίπτωση λήξης της θητείας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, αυτή παρατείνεται αυτοδίκαια μέχρι του ορισμού νέων μελών, όχι όμως περισσότερο από ένα τρίμηνο από τη λήξη της.
6. Ως εισηγητής χωρίς δικαίωμα ψήφου παρίσταται ο αρμόδιος Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης και ο αρμόδιος Προϊστάμενος Διεύθυνσης, ανάλογα με τη φύση του συζητούμενου θέματος ή ο αρμόδιος Προϊστάμενος Τμήματος σε περίπτωση που ελλείπει, απουσιάζει ή κωλύεται ο αρμόδιος Προϊστάμενος Διεύθυνσης.
Στις συνεδριάσεις του Δ.Σ., χωρίς δικαίωμα ψήφου και ανάλογα με το θέμα που εισάγεται προς συζήτηση, παρίσταται ο Πρόεδρος της αντίστοιχης Συμβουλευτικής Επιτροπής, στην οποία εκπροσωπείται ο οικείος κοινωνικός χώρος.
Χρέη γραμματέα του Δ.Σ. εκτελεί υπάλληλος του Ε.Φ.Κ.Α., ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του με πράξη του Διοικητή.
7. Μέλος του Δ.Σ., το οποίο απουσιάζει επί πέντε συνεχείς συνεδριάσεις χωρίς σοβαρό λόγο, κατά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου, αντικαθίσταται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου.
8. Δεν διορίζεται ούτε μπορεί να αποτελεί μέλος του Δ.Σ.:
α. Ο μη συμπληρώσας το 25ο έτος της ηλικίας του.
β. Ο ανίκανος να αναλάβει ή να διατηρεί Δημόσιο λειτούργημα.
γ. Ο διατελών σε υπηρεσιακή σχέση με τον Ε.Φ.Κ.Α.
δ. Ο διατελών βουλευτής.
ε. Ο τελών σε οποιαδήποτε σημαντική οικονομική σχέση με τον Ε.Φ.Κ.Α.
στ. Ο μη έχων ή ο οριστικώς απωλέσας την ιδιότητα, για την οποία διορίσθηκε.
ζ. Ο καθυστερών εισφορές προς τον Ε.Φ.Κ.Α.
Οι ανωτέρω περιπτώσεις αποτελούν λόγους έκπτωσης των μελών του Δ.Σ. από το αξίωμά τους, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
9. Αντικείμενο της συνεδρίασης είναι μόνο τα θέματα που περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη. Κατ’ εξαίρεση δύνανται να συζητηθούν θέματα που δεν περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη, εφόσον είναι παρόντα όλα τα τακτικά μέλη και συμφωνούν για τη συζήτησή τους, πλην των περιπτώσεων, κατά τις οποίες τα παριστάμενα μέλη αναγνωρίσουν ότι πρόκειται περί επείγουσας ανάγκης και συμφωνούν για τη συζήτησή τους.
10. Οι αποφάσεις του Δ.Σ. δεν εκτελούνται πριν από την επικύρωση των πρακτικών, πλην των περιπτώσεων, κατά τις οποίες το Δ.Σ. αποφασίζει την άμεση επικύρωσή τους. Κατά τα λοιπά, για τη λειτουργία του Δ.Σ. έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
11. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται οι αποδοχές του Διοικητή και των Υποδιοικητών. Με όμοια απόφαση καθορίζεται και η μηνιαία αποζημίωση των προσώπων που συμμετέχουν στο Δ.Σ..
12. Το Δ.Σ. συγκαλείται και συνεδριάζει στην έδρα του Ε.Φ.Κ.Α., κατόπιν πρόσκλησης του Προέδρου, τουλάχιστον μία (1) φορά το μήνα, ή κατόπιν έγγραφης αίτησης τριών τουλάχιστον μελών αυτού. Συνεδριάζει σε απαρτία με την παρουσία τουλάχιστον έξι (6) μελών. Το Συμβούλιο αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. Σε περίπτωση ισοψηφίας, προκειμένου μεν περί φανερής ψηφοφορίας, υπερισχύει η γνώμη του Προέδρου, προκειμένου δε περί μυστικής ψηφοφορίας η πρόταση θεωρείται απορριφθείσα. Σε περίπτωση έλλειψης για οποιαδήποτε αιτία μέχρι πέντε (5) μελών του Δ.Σ. δύναται αυτό να συνεδριάζει και λαμβάνει εγκύρως αποφάσεις, όχι όμως για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών από την έλλειψη του πέμπτου μέλους.
Το Δ.Σ. εγκύρως συνεδριάζει εκτός της έδρας του σε άλλο τόπο, εφόσον στη συνεδρίαση αυτή παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται όλα τα μέλη του ή οι αναπληρωτές τους και εφόσον συμφωνούν στην πραγματοποίηση της συνεδρίασης.
Το Δ.Σ. μπορεί να συνεδριάζει και με χρήση ηλεκτρονικών μέσων (τηλεδιάσκεψη). Στην περίπτωση αυτή η πρόσκληση προς τα μέλη του Δ.Σ. περιλαμβάνει τις αναγκαίες πληροφορίες για τη συμμετοχή αυτών στη συνεδρίαση. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μπορεί να ορίζονται ελάχιστες τεχνικές προδιαγραφές ασφάλειας για την εγκυρότητα της συνεδρίασης.
Άρθρο 61
Συμβουλευτικές Επιτροπές
1. Στον Ε.Φ.Κ.Α. συστήνονται και λειτουργούν Συμβουλευτικές Επιτροπές, στις οποίες εκπροσωπούνται οι συνδικαλιστικές και εργοδοτικές οργανώσεις και επιστημονικοί φορείς, όπου αυτά υφίστανται, του οικείου κοινωνικού χώρου, ως εξής:
α. Συμβουλευτική Επιτροπή μισθωτών ιδιωτικού τομέα.
β. Συμβουλευτική Επιτροπή μισθωτών δημοσίου τομέα.
γ. Συμβουλευτική Επιτροπή στρατιωτικών υπαλλήλων και σωμάτων ασφαλείας.
δ. Συμβουλευτική Επιτροπή Ναυτικών.
ε. Συμβουλευτική Επιτροπή Δημοσιογράφων και εργαζομένων στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
στ. Συμβουλευτική Επιτροπή Επιστημόνων.
ζ. Συμβουλευτική Επιτροπή Ελευθέρων Επαγγελματιών.
η. Συμβουλευτική Επιτροπή Αγροτών.
2. Οι Συμβουλευτικές Επιτροπές του παρόντος άρθρου επικουρούν το Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α. στο έργο του, και έχουν ενδεικτικά τις εξής αρμοδιότητες:
α. Τη συνδρομή προς το Δ.Σ. για τον καθορισμό της δράσης και τη χάραξη των γενικών κατευθύνσεων λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α.
β. Την εισήγηση και η υποβολή προτάσεων στο Δ.Σ. για όλα τα θέματα που αφορούν στη διαχείριση της περιουσίας του Ε.Φ.Κ.Α. και για κάθε θέμα που αφορά τα έσοδα και τις παροχές του Φορέα.
γ. Την επεξεργασία και η εισήγηση προτάσεων προς το Δ.Σ. για την τροποποίηση των διατάξεων του Οργανισμού του Ε.Φ.Κ.Α.
δ. Την ανάδειξη εκπροσώπων των ασφαλισμένων στο Δ.Σ του Ε.Φ.Κ.Α.
3. Ειδικότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη συγκρότηση, τη σύνθεση, τις αρμοδιότητες, τον αριθμό των εν λόγω Επιτροπών και την ανάδειξη των δύο εκπροσώπων των ασφαλισμένων στο Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Άρθρο 62
Αρμοδιότητες Διοικητή
1. Ο Διοικητής έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α. Ο Διοικητής του Ε.Φ.Κ.Α., ως Πρόεδρος, συγκαλεί το Δ.Σ., καθορίζει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης και διευθύνει τις συνεδριάσεις.
β. Ασκεί τη διοίκηση του Ε.Φ.Κ.Α. αποφασίζει για τα ζητήματα οργάνωσης και διαχείρισής του, διασφαλίζει και φέρει την ευθύνη για την αποτελεσματική και εύρυθμη λειτουργία του Φορέα και την επίτευξη του σκοπού του.
γ. Μεριμνά για την εφαρμογή του συνόλου της νομοθεσίας που διέπει τον Ε.Φ.Κ.Α.
δ. Ασκεί την εποπτεία του Κ.Ε.Α.Ο.
ε. Εισηγείται προς το Διοικητικό Συμβούλιο τα ζητήματα που απαιτούν νομοθετική ρύθμιση για τη βελτίωση της οργάνωσης και λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και την τροποποίηση διατάξεων που αφορούν τον Ε.Φ.Κ.Α.
στ. Εκπροσωπεί τον Ε.Φ.Κ.Α δικαστικώς και εξωδίκως. Με απόφασή του μπορεί να αναθέτει την αρμοδιότητα εξώδικης εκπροσώπησης του Φορέα σε μέλος του Δ.Σ. ή δικηγόρο ή σε προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης του Φορέα.
ζ. Αναθέτει μετά από σχετική απόφαση του Δ.Σ. και έγκριση του αρμόδιου Υπουργού σε τρίτους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ομάδες εργασίας, την εκπόνηση μελετών, την εκτέλεση έργων και την παροχή υπηρεσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, για την αντιμετώπιση θεμάτων του Ε.Φ.Κ.Α.
η. Υπογράφει κατόπιν εξουσιοδότησης του Δ.Σ. συμβάσεις που συνάπτει ο Ε.Φ.Κ.Α., όπως και άλλου περιεχομένου έγγραφα.
2. Ο Διοικητής μπορεί με απόφασή του να μεταβιβάζει στους Υποδιοικητές ή σε Προϊσταμένους των οργανικών μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α. αρμοδιότητές του ή το δικαίωμα να υπογράφουν κατά περίπτωση «με εντολή Διοικητή».
Άρθρο 63
Αρμοδιότητες Διοικητικού Συμβουλίου
1. Οι αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Φ.Κ.Α. είναι οι εξής:
α. Καθορίζει την πολιτική δράσης του Ε.Φ.Κ.Α. προς εκπλήρωση των σκοπών του.
β. Εισηγείται προς το εποπτεύον Υπουργείο τα αναγκαία νομοθετικά μέτρα για την επίτευξη των σκοπών του Ε.Φ.Κ.Α., τη βελτίωση της οργάνωσης και λειτουργίας του, καθώς και την υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών είσπραξης εσόδων και διαχείρισης εξόδων του Φορέα.
γ. Εγκρίνει τον προϋπολογισμό, απολογισμό και ισολογισμό κάθε οικονομικού έτους, καθώς και τις απαιτούμενες τροποποιήσεις του προϋπολογισμού που απαιτούνται κατά την εκτέλεσή του.
δ. Διαχειρίζεται την περιουσία του Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.
ε. Μεριμνά για την είσπραξη των πόρων του Ε.Φ.Κ.Α.
στ. Αποφασίζει για την εκτέλεση έργων, την εκπόνηση μελετών, την παροχή υπηρεσιών από τρίτους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ομάδες εργασίας και εξουσιοδοτεί τον Διοικητή για την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων και αποφάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.
ζ. Αποφασίζει για τη δικαστική ή εξώδικη επιδίωξη αξιώσεων του Ε.Φ.Κ.Α. ή υπεράσπιση των συμφερόντων αυτού.
η. Εγκρίνει τη δαπάνη για την προμήθεια προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και τη δαπάνη για τη σύναψη συμβάσεων εκτέλεσης έργου.
θ. Αποφασίζει για κάθε θέμα που αφορά την εκτέλεση συμβάσεων προμηθειών και μισθώσεων ή την παράταση της ισχύος αυτών, τη χορήγηση προκαταβολών σε προμηθευτές, εφόσον προβλέπεται από τη σύμβαση, την κήρυξη προμηθευτών έκπτωτων και την κατάπτωση ή μη συμβατικών ρητρών, ως και την καταγγελία των σχετικών συμβάσεων.
ι. Αποφασίζει για την κατανομή των θέσεων προσωπικού ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα σε οργανικές μονάδες, μετά από εισήγηση των προϊσταμένων Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης, με βάση την αποστολή κάθε οργανικής μονάδας και τις ανάγκες της υπηρεσίας.
ια. Αποφασίζει για τη συμμετοχή του προσωπικού σε προγράμματα εκπαίδευσης, ενημέρωσης ή επιμόρφωσης.
ιβ. Μεριμνά και λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την τήρηση του μητρώου ασφαλισμένων, εργοδοτών και συνταξιούχων του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και την τήρηση των ατομικών μερίδων των ασφαλισμένων.
ιγ. Εγκρίνει, μετά από εισήγηση του Διοικητή, τη διάθεση χρηματικών ποσών από τα έσοδα του Ε.Φ.Κ.Α. για δαπάνες που γίνονται για συγκεντρώσεις, σεμινάρια κ.λ.π. που εξυπηρετούν υπηρεσιακές ανάγκες, καθώς και των δαπανών που γίνονται για τη φιλοξενία ξένων αποστολών που έχουν σαν σκοπό την ανταλλαγή απόψεων στα πλαίσια διμερών ή πολυμερών συμβάσεων ή στο προπαρασκευαστικό στάδιο της υπογραφής συμβάσεων αυτής της μορφής.
ιδ. Μεριμνά και αποφασίζει για την περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α., φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών.
2. Το Δ.Σ. μπορεί με απόφασή του να μεταβιβάζει στον Διοικητή ή στα μέλη αυτού ή σε Προϊσταμένους των οργανικών μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α. ορισμένες αρμοδιότητές του, πλην των υπό στοιχείων α’ και γ’, ή το δικαίωμα να υπογράφουν κατά περίπτωση “με εντολή Δ.Σ.”
Άρθρο 64
Προσωπικό γραφείων Διοικητή και Υποδιοικητών
1. Συνιστώνται στο γραφείο του Διοικητή και των Υποδιοικητών του Ε.Φ.Κ.Α. θέσεις ειδικών συμβούλων - συνεργατών με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για κάθε γραφείο ως εξής:
α. τέσσερις (4) θέσεις στο γραφείο του Διοικητή και
β. τρεις (3) θέσεις για κάθε γραφείο Υποδιοικητή.
2. Τα προσόντα, η πρόσληψη στις θέσεις αυτές, η αποχώρηση και η εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού αυτού ρυθμίζονται κατά τις ισχύουσες διατάξεις περί των πολιτικών γραφείων των μελών της Κυβέρνησης.
3. Η πλήρωση των παραπάνω θέσεων μπορεί να γίνει και με απόσπαση υπαλλήλου του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα όπως αυτός οριοθετήθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν.1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α΄), όπως ισχύει, κατ’ εφαρμογή αναλόγως της παρ. 9 του άρθρου 30 του ν.1558/1985 (ΦΕΚ 137 Α΄).
Άρθρο 65
Διοικητική Οργάνωση
1. Μέχρι την έναρξη ισχύος του Οργανισμού του ο Ε.Φ.Κ.Α. διαρθρώνεται από τις ακόλουθες οργανικές μονάδες:
α. Τμήμα Γραμματείας Διοικητή.
β. Τμήμα Γραμματείας Υποδιοικητών.
γ. Διεύθυνση Ειδικού Προγράμματος.
δ. Διεύθυνση Εσωτερικού Ελέγχου και Ελέγχου Εσωτερικών Υποθέσεων.
ε. Γενική Διεύθυνση Εισφορών και Ελέγχων.
στ. Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών και Διοικητικής Υποστήριξης.
ζ. Γενική Διεύθυνση Απονομής Συντάξεων.
η. Γενική Διεύθυνση Καταβολής Παροχών Υγείας.
θ. Γενική Διεύθυνση Στρατηγικής και Ανάπτυξης.
ι. Γενική Διεύθυνση Πληροφορικής και Επικοινωνιών.
ια. Γενική Διεύθυνση Εξυπηρέτησης Ασφαλισμένων και Εργοδοτών.
2. Σε όλες τις ανωτέρω οργανικές μονάδες πλην των υπό στοιχεία α’, β’ και γ΄ λειτουργούν Αυτοτελή Τμήματα Διοικητικής Μέριμνας.
3. Επίσης, στον Ε.Φ.Κ.Α. λειτουργούν:
α. Γραφείο Νομικού Συμβούλου.
β. Γραφείο Επιτρόπου Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρο 66
Τμήμα Γραμματείας Διοικητή
Το Τμήμα Γραμματείας του Διοικητή, το οποίο επικουρεί αυτόν στο έργο του, έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α. Την επιμέλεια της αλληλογραφίας του, έντυπης και ηλεκτρονικής, και η τήρηση του προσωπικού του πρωτοκόλλου και αρχείου.
β. Την οργάνωση της επικοινωνίας του με τις υπηρεσιακές μονάδες του Ε.Φ.Κ.Α., το προσωπικό και τους Συλλόγους του, τους Δημόσιους και Ιδιωτικούς Φορείς και το κοινό γενικά.
γ. Το συντονισμό για το χειρισμό από τις αρμόδιες κατά περίπτωση υπηρεσίες κάθε θέματος που αφορά τον κοινοβουλευτικό έλεγχο ή τον έλεγχο από τις Ανεξάρτητες Αρχές.
δ. Τη μέριμνα για τη σωστή εκπλήρωση των εθιμοτυπικών του υποχρεώσεων.
ε. Τη συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων προς ενημέρωσή του κατά την εν γένει εκπλήρωση των καθηκόντων του.
στ. Τη γραμματειακή υποστήριξη του Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α.
ζ. Την επιμέλεια για την προμήθεια και διαχείριση αναλώσιμων υλικών.
Άρθρο 67
Τμήμα Γραμματείας Υποδιοικητών
Το Τμήμα Γραμματείας Υποδιοικητών επικουρεί τους Υποδιοικητές στην άσκηση των καθηκόντων τους, έχει την επιμέλεια της αλληλογραφίας τους και της τήρησης των σχετικών αρχείων και στοιχείων, οργανώνει την επικοινωνία τους με τις υπηρεσίες, το προσωπικό και τους Συλλόγους του, τους Δημόσιους και Ιδιωτικούς Φορείς και το κοινό γενικά.
Άρθρο 68
Διεύθυνση Ειδικού Προγράμματος
1. Η Διεύθυνση Ειδικού Προγράμματος διαρθρώνεται από τα ακόλουθα τμήματα:
α. Τμήμα Διαχείρισης Ενοποίησης Ασφαλισμένων.
β. Τμήμα Ψηφιοποίησης Ασφαλιστικού Ιστορικού των Ασφαλισμένων.
2. Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Ειδικού Προγράμματος κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων ως εξής:
α. Τμήμα Διαχείρισης Ενοποίησης Μητρώων Ασφαλισμένων
αα. Η δημιουργία και ο καθορισμός της μορφής του ενιαίου μητρώου ασφαλισμένων στον Ε.Φ.Κ.Α., που θα περιλαμβάνουν αντίστοιχα τους ασφαλισμένους στο Δημόσιο Τομέα και στους εντασσόμενους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς.
αβ. Ο προσδιορισμός και η αναλυτική καταγραφή των τεχνικών προδιαγραφών για τη μεταφορά όλων των ασφαλισμένων, με το ιστορικό ασφάλισής τους και τα λοιπά δεδομένα στο ενιαίο μητρώο του Ε.Φ.Κ.Α.
αγ. Η προετοιμασία και η μορφοποίηση των δεδομένων των ασφαλισμένων στη μορφή που απαιτείται από το κάθε ασφαλιστικό ταμείο και το δημόσιο για τη μεταφορά στον Ε.Φ.Κ.Α.
αδ. Η μεταφορά των μορφοποιημένων δεδομένων των ασφαλισμένων και η ενοποίησή τους στο ενιαίο μητρώο του Ε.Φ.Κ.Α.
αε. Ο προσδιορισμός και η καταγραφή της διαδικασίας ενημέρωσης του ενιαίου μητρώου του Ε.Φ.Κ.Α. για τους νέους ασφαλισμένους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα από άλλα συστήματα πληροφορικής όπως λ.χ. το ΕΡΓΑΝΗ.
αστ. Ο προσδιορισμός και η καταγραφή της διαδικασίας ενημέρωσης του ενιαίου μητρώου του Ε.Φ.Κ.Α. για τους νέους ασφαλισμένους μισθωτούς του δημόσιου τομέα.
αζ. Ο προσδιορισμός και η καταγραφή της διαδικασίας καταχώρησης στο ενιαίο μητρώο του Ε.Φ.Κ.Α. για τους μη μισθωτούς νέους ασφαλισμένους.
αη. Η μεταφορά του μητρώου εργοδοτών από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ στον Ε.Φ.Κ.Α.
αθ. Ο προσδιορισμός, η καταγραφή και η υλοποίηση των διαδικασιών επαλήθευσης, πιστοποίησης και ελέγχου της πληρότητας, της ακεραιότητας και της ορθότητας των δεδομένων του ενιαίου μητρώου του Ε.Φ.Κ.Α.
αι. Η δημιουργία αναφορών με στατιστικά δεδομένα, καθώς και η τακτική και έκτακτη αξιολόγηση της πορείας και της διαδικασίας δημιουργίας του ενιαίου μητρώου του Ε.Φ.Κ.Α.
αια. Ο σχεδιασμός, η ανάπτυξη, η τροποποίηση και η επικαιροποίηση εφαρμογών πληροφορικής για τη δημιουργία του ενιαίου μητρώου του Ε.Φ.Κ.Α., την υλοποίηση της διαδικασίας μεταφοράς δεδομένων, την ενημέρωση με τα δεδομένα των νέων ασφαλισμένων και τους ελέγχους των δεδομένων.
β. Τμήμα Ψηφιοποίησης Ασφαλιστικού Ιστορικού των Ασφαλισμένων
βα. Η μεταφορά, η καταχώρηση και η ψηφιοποίηση του ασφαλιστικού ιστορικού στον Ε.Φ.Κ.Α. όλων των ασφαλισμένων του Δημοσίου και των εντασσομένων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών
ββ. Ο προσδιορισμός και η αναλυτική καταγραφή των τεχνικών προδιαγραφών για τη μεταφορά του ασφαλιστικού ιστορικού από το σύστημα ATLAS της ΗΔΙΚΑ στον Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και από τα συστήματα των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. ασφαλιστικών φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών.
βγ. Η προετοιμασία, η μορφοποίηση και η μεταφορά των δεδομένων του ασφαλιστικού ιστορικού από το σύστημα ATLAS της ΗΔΙΚΑ στον Ε.Φ.Κ.Α.
βδ. Η προετοιμασία, η μορφοποίηση και η μεταφορά των δεδομένων του ασφαλιστικού ιστορικού που βρίσκεται στους εντασσόμενους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς σε ηλεκτρονική μορφή στον Ε.Φ.Κ.Α.
βε. Ο προσδιορισμός και η καταγραφή της διαδικασίας καταχώρησης του ασφαλιστικού ιστορικού των ασφαλισμένων που βρίσκεται σε φυσική μορφή στους εντασσόμενους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς.
βστ. Η καταχώρηση του ασφαλιστικού ιστορικού των ασφαλισμένων, το οποίο βρίσκεται σε φυσική μορφή στους εντασσόμενους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς σύμφωνα με τη διαδικασία καταχώρησης.
βζ. Ο προσδιορισμός, η καταγραφή και η υλοποίηση των διαδικασιών επαλήθευσης, πιστοποίησης και ελέγχου της πληρότητας, της ακεραιότητας, και της ορθότητας των δεδομένων του ασφαλιστικού βίου του Ε.Φ.Κ.Α.
βη. Ο προσδιορισμός, η καταγραφή και η υλοποίηση της διαδικασίας συμπλήρωσης των κενών και διόρθωσης πιθανών σφαλμάτων με αυτόματο ή μη τρόπο ή/και με τη συμμετοχή των ασφαλισμένων.
βθ. Η δημιουργία αναφορών με στατιστικά δεδομένα καθώς και η τακτική και έκτακτη αξιολόγηση της πορείας και της διαδικασίας ψηφιοποίησης του ασφαλιστικού ιστορικού.
βι. Ο σχεδιασμός, η ανάπτυξη, η τροποποίηση και η επικαιροποίηση εφαρμογών πληροφορικής, όπου απαιτείται για την ψηφιοποίηση του ασφαλιστικού ιστορικού στο ενιαίο μητρώο του Ε.Φ.Κ.Α., για την υλοποίηση της διαδικασίας μεταφοράς δεδομένων και τους ελέγχους αυτών.
Άρθρο 69
Διεύθυνση Εσωτερικού Ελέγχου και Ελέγχου Εσωτερικών Υποθέσεων
Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου και Ελέγχου Εσωτερικών Υποθέσεων είναι οι ακόλουθες:
α. Ο εσωτερικός Έλεγχος.
β. Ο έλεγχος εσωτερικών υποθέσεων.
Άρθρο 70
Γενικές Διευθύνσεις
1. Η Γενική Διεύθυνση Εισφορών και Ελέγχων υπάγεται απευθείας στο Διοικητή του Ε.Φ.Κ.Α. και έχει ως σκοπό:
α. Τον προσδιορισμό, την καταγραφή, την εφαρμογή και την παρακολούθηση της διαδικασίας είσπραξης των εισφορών ασφάλισης των μισθωτών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων.
β. Τον προσδιορισμό, την καταγραφή, την εφαρμογή και την παρακολούθηση της διαδικασίας είσπραξης των εισφορών ασφάλισης για τους μη μισθωτούς ασφαλισμένους των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων.
γ. Την είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών των υπαγόμενων στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. προσώπων.
δ. Την επεξεργασία των δεδομένων και τη διενέργεια όλων των τακτικών, περιοδικών και έκτακτων ελέγχων ασφάλισης.
ε. Τους ελέγχους για ανασφάλιστη εργασία, την εφαρμογή των διαδικασιών ασφάλισης, την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών και γενικότερα της εισφοροδιαφυγής, με στόχο τη συμμόρφωση και τη βελτίωση της συμμόρφωσης των ασφαλισμένων και των εργοδοτών.
στ. Την εκπόνηση μελετών και στατιστικών αναλύσεων, καθώς και τη δημιουργία περιοδικών αναφορών με στατιστικά δεδομένα που αφορούν τις εισφορές και τους ελέγχους.
2. Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών και Διοικητικής Υποστήριξης έχει ως σκοπό την εποπτεία της ομαλής λειτουργίας όλων των οικονομικών μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α. και την άσκηση των αρμοδιοτήτων οικονομικού ενδιαφέροντος, την ευθύνη για τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του φορέα, και ιδίως:
α. την κατάρτιση και εκτέλεση του ετήσιου γενικού προϋπολογισμού του Ε.Φ.Κ.Α. και τη λογιστική αποτύπωση των δραστηριοτήτων του Ε.Φ.Κ.Α. σύμφωνα με το νόμο.
β. Την οικονομική διαχείριση του Ε.Φ.Κ.Α., την παρακολούθηση και πραγματοποίηση των πάσης φύσεως δαπανών καθώς και την υποβολή των προβλεπομένων δηλώσεων.
γ. Τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού του Ε.Φ.Κ.Α.
δ. Τη διαχείριση του ενεργητικού καθώς και της κινητής και της ακίνητης περιουσίας του Ε.Φ.Κ.Α.
ε. Τη στέγαση των υπηρεσιών του Ε.Φ.Κ.Α. καθώς και τη συντήρηση των υποδομών.
στ. Τη διενέργεια κάθε είδους προμηθειών και τη διαχείριση των αναλώσιμων και μη υλικών.
ζ. Την τήρηση και διαρκή ενημέρωση του μητρώου παγίων και αναλωσίμων.
η. Την παροχή νομικής υποστήριξης προς τις υπηρεσίες και τους υπαλλήλους του Ε.Φ.Κ.Α.
θ. Το χειρισμό θεμάτων οργάνωσης και λειτουργίας των υπηρεσιών του Ε.Φ.Κ.Α. καθώς και η εισήγηση και έκδοση πράξεων που αφορούν στη σύσταση, συγχώνευση και κατάργηση υπηρεσιακών μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α.
ι. Τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και αντιμετώπιση ζητημάτων που θα ανακύψουν κατά τη μεταβατική περίοδο ως την πλήρη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α.
ια. Την εισήγηση για τη σύσταση ομάδων διοίκησης έργου.
ιβ. Την τήρηση του Κεντρικού Πρωτοκόλλου εισερχόμενης και εξερχόμενης αλληλογραφίας του Ε.Φ.Κ.Α.
3. Η Γενική Διεύθυνση Απονομής Συντάξεων έχει ως σκοπό:
α. Την απονομή συντάξεων προς τους ασφαλισμένους του Ε.Φ.Κ.Α. και τους λοιπούς δικαιούχους λόγω θανάτου κλπ.
β. Την απονομή λοιπών παροχών που απορρέουν από την κύρια σύναξη προς τους δικαιούχους.
γ. Την απονομή συντάξεων σε ασφαλισμένους, των οποίων τα δικαιώματα σύνταξης απορρέουν από χώρες εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
δ. Το χαρακτηρισμό ατυχημάτων ως εργατικών και την απονομή συντάξεων λόγω εργατικών ατυχημάτων.
ε. Τη διευθέτηση ζητημάτων, την επίλυση διαφορών και την εξέταση και αντιμετώπιση αιτημάτων και διοικητικών προσφυγών σχετικά με συνταξιοδοτικά θέματα.
στ. Την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων των δικαστηρίων της χώρας καθώς και του δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ζ. Την παροχή του απαραίτητου τεκμηριωτικού υλικού προς τη νομική υπηρεσία του Ε.Φ.Κ.Α. για την εκπροσώπηση της υπηρεσίας και την υποστήριξη στα ποινικά και διοικητικά δικαστήρια και το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των υποθέσεων που αφορούν ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά θέματα.
η. Την επιμέλεια για την τήρηση και τη διαρκή ενημέρωση του μητρώου συνταξιούχων.
θ. Τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και αντιμετώπιση ζητημάτων που θα ανακύψουν κατά τη μεταβατική περίοδο ως την πλήρη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α.
ι. Την εισήγηση για τη σύσταση ομάδων διοίκησης έργου.
4. Η Γενική Διεύθυνση Καταβολής Παροχών Υγείας έχει ως σκοπό:
α. Τη συγκέντρωση δεδομένων με κάθε πρόσφορο τρόπο για την πραγματοποίηση στατιστικών αναλύσεων και μελετών σχετικά με τις συνθήκες υγιεινής στους εργασιακούς χώρους, την αξιολόγηση των κινδύνων, την ασφάλεια και τον προσδιορισμό των δραστηριοτήτων με μεγάλη επικινδυνότητα για την υγεία των ασφαλισμένων.
β. Τη διατύπωση προτάσεων για την ένταξη ή μη ένταξη δραστηριοτήτων στην κατηγορία των βαρέων και ανθυγιεινών.
γ. Την ενημέρωση, με αποστολή εκπροσώπων στους χώρους εργασίας, των ασφαλισμένων και των εργοδοτών σχετικά με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο επί θεμάτων υγείας και ασφάλειας με σκοπό την πρόληψη εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών.
δ. Την απονομή επιδομάτων ασθένειας, μητρότητας, τοκετού, και κάθε άλλης παροχής υγείας σε χρήμα καθώς και επιδομάτων ανεργίας και δώρου, όπου αυτά προβλέπονται.
ε. Την απονομή και την παρακολούθηση συντάξεων λόγω ανικανότητας προς εργασία.
στ. Τη σύσταση, την οργάνωση, τη λειτουργία και τη στελέχωση περιφερειακών επιτροπών ιατρικής αξιολόγησης των αιτημάτων για σύνταξη λόγω ανικανότητας και για παροχή επιδομάτων ασθένειας, μητρότητας, τοκετού κλπ.
ζ. Την τήρηση και διαρκή ενημέρωση του μητρώου αναπήρων.
η. Τη συγκέντρωση και τη διαχείριση των αποτελεσμάτων των υγειονομικών επιτροπών και υλοποίηση των απαιτούμενων ενεργειών που απορρέουν από αυτές.
θ. Την πραγματοποίηση στατιστικών αναλύσεων για την αξιολόγηση και τη συγκριτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των υγειονομικών επιτροπών, ώστε να διατυπώνονται προτάσεις ομοιόμορφης αντιμετώπισης των περιστατικών κατά την αξιολόγηση. Επιπλέον διατύπωση προτάσεων και συνεργασία με τους εργοδότες και τους εργαζόμενους για την πρόληψη και την αποκατάσταση.
ι. Την διευθέτηση ζητημάτων, την επίλυση διαφορών και την εξέταση και αντιμετώπιση αιτημάτων και διοικητικών προσφυγών σχετικά με θέματα παροχών σε χρήμα για τα οποία απαιτείται ιατρική γνωμάτευση.
ια. Την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων των δικαστηρίων της χώρας καθώς και του δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ιβ. Την παροχή του απαραίτητου τεκμηριωτικού υλικού προς τη νομική υπηρεσία του Ε.Φ.Κ.Α. για την εκπροσώπηση της υπηρεσίας και την υποστήριξη στα ποινικά και διοικητικά δικαστήρια και το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των υποθέσεων για τις οποίες απαιτείται ιατρική γνωμάτευση.
ιγ. Τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και αντιμετώπιση ζητημάτων που θα ανακύψουν κατά τη μεταβατική περίοδο ως την πλήρη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α.
ιδ. Την εισήγηση για τη σύσταση ομάδων διοίκησης έργου.
5. Η Γενική Διεύθυνση Στρατηγικής και Ανάπτυξης έχει ως σκοπό:
α. Τη συγκέντρωση των δεδομένων του Ε.Φ.Κ.Α. καθώς και δεδομένων από κάθε άλλη εγχώρια και αλλοδαπή πηγή για την πραγματοποίηση στατιστικών και οικονομικών αναλύσεων και μελετών.
β. Την εκπόνηση και την επικαιροποίηση του στρατηγικού σχεδιασμού του Ε.Φ.Κ.Α.
γ. Την έκδοση αναφορών και δελτίων σε τακτά χρονικά διαστήματα για την ενημέρωση των υπηρεσιών του E.Φ.Κ.Α. καθώς και άλλων φορέων και υπηρεσιών και των πολιτών για το έργο του Ε.Φ.Κ.Α.
δ. Τη σύνταξη της ετήσιας απολογιστικής έκθεσης για το έργο του Ε.Φ.Κ.Α.
ε. Την κατάρτιση του ετήσιου επιχειρησιακού προγραμματισμού δράσης, την εκπόνηση και επικαιροποίηση επιχειρησιακών σχεδίων για την υλοποίησή του καθώς και την παρακολούθηση της υλοποίησής του σε τακτά χρονικά διαστήματα.
στ. Την οργάνωση των υπηρεσιών του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και την εκπόνηση μελετών για την ανάπτυξη, τη βελτίωση και την προσαρμογή της οργανωτικής δομής του Ε.Φ.Κ.Α. στις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες.
ζ. Τη διαχείριση, την ανάπτυξη και την επικαιροποίηση της οργανωτικής δομής, της επιχειρησιακής λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και τη διαχείριση και επικαιροποίηση της ροής εργασιών.
η. Την ανάπτυξη, τη βελτίωση και την επικαιροποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών του Ε.Φ.Κ.Α. προς τους ασφαλισμένους και εργοδότες.
θ. Την ποσοτική και ποιοτική αξιολόγηση του έργου Ε.Φ.Κ.Α. με σύστημα δεικτών μέτρησης της ποιότητας και της αποδοτικότητας.
ι. Τη μέτρηση και αξιολόγηση του βαθμού συμμόρφωσης των ασφαλισμένων και των εργοδοτών.
ια. Τις διεθνείς σχέσεις, την παρακολούθηση, τη μελέτη, την αξιοποίηση προτάσεων, μελετών και εκθέσεων εγχωρίων και διεθνών φορέων και τη προετοιμασία προτάσεων για διεθνείς συμφωνίες.
ιβ. Τη συνεργασία και την επικοινωνία με άλλους εγχώριους και διεθνείς φορείς και υπηρεσίες.
ιγ. Τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και αντιμετώπιση ζητημάτων που θα ανακύψουν κατά τη μεταβατική περίοδο ως την πλήρη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α.
ιδ. Την εισήγηση για τη σύσταση ομάδων διοίκησης έργου.
6. Η Γενική Διεύθυνση Πληροφορικής και Επικοινωνιών έχει ως σκοπό:
α. Τη διαρκή παρακολούθηση και μελέτη των εξελίξεων στο χώρο της πληροφορικής και των επικοινωνιών.
β. Την εκπόνηση και τη διαρκή επικαιροποίηση στου στρατηγικού σχεδίου του Ε.Φ.Κ.Α. με αντικείμενο τις υποδομές πληροφορικής, τις υποδομές δικτύων και τις υποδομές των επικοινωνών.
γ. Την παρακολούθηση των εξελίξεων σε θέματα ασφάλειας των συστημάτων πληροφορικής και ασφαλούς επικοινωνίας καθώς και ο σχεδιασμός, η ανάπτυξη και η εφαρμογή της πολιτικής ασφάλειας στα συστήματα πληροφορικής και επικοινωνιών του Ε.Φ.Κ.Α.
δ. Το σχεδιασμό, την ανάπτυξη, την παρακολούθηση, τη συντήρηση, και την επικαιροποίηση και την απρόσκοπτη λειτουργία των συστημάτων πληροφορικής και επικοινωνιών του Ε.Φ.Κ.Α.
ε. Το σχεδιασμό, την ανάπτυξη, την παρακολούθηση, τη συντήρηση, και την επικαιροποίηση των εφαρμογών πληροφορικής και επικοινωνιών του Ε.Φ.Κ.Α.
στ. Τον προσδιορισμό των αναγκών και των προδιαγραφών για την προμήθεια εξοπλισμού και εφαρμογών πληροφορικής και επικοινωνιών.
ζ. Την τήρηση και διαρκή ενημέρωση του μητρώου εξοπλισμού και εφαρμογών της πληροφορικής και των επικοινωνιών.
η. Το σχεδιασμό, την ανάπτυξη, τη διαρκή υποστήριξη και τη συντήρηση των βάσεων δεδομένων του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και το σχεδιασμό και εφαρμογή των κανόνων ακεραιότητας και ασφαλούς διαφύλαξης των δεδομένων.
θ. Την περιοδική και έκτακτη συντήρηση των υποδομών πληροφορικής, δικτύων και επικοινωνιών.
ι. Την περιοδική και έκτακτη συντήρηση και επικαιροποίηση των εφαρμογών πληροφορικής και επικοινωνιών.
ια. Τη διαρκή υποστήριξη των χρηστών των συστημάτων και των εφαρμογών πληροφορικής και επικοινωνιών.
ιβ. Την εξασφάλιση ασφαλούς πρόσβασης των πολιτών και των επιχειρήσεων στα συστήματα πληροφορικής για την υποβολή δηλώσεων και αιτημάτων καθώς και για την ενημέρωσή τους με τα δεδομένα τα οποία τους αφορούν.
ιγ. Το σχεδιασμό, την ανάπτυξη, την εφαρμογή και την υποστήριξη της ροής εργασιών.
ιδ. Την τήρηση του Φυσικού και ηλεκτρονικού αρχείου εγγράφων του Ε.Φ.Κ.Α.
ιε. Τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και αντιμετώπιση ζητημάτων που θα ανακύψουν κατά τη μεταβατική περίοδο ως την πλήρη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α.
ιστ. Την εισήγηση για τη σύσταση ομάδων διοίκησης έργου.
7. Η Γενική Διεύθυνση Εξυπηρέτησης Ασφαλισμένων και Εργοδοτών έχει ως σκοπό:
α. Το σχεδιασμό, τον προσδιορισμό, την ανάπτυξη, την εκπόνηση του σχεδίου ροής εργασιών και την υποστήριξη της λειτουργίας των περιφερειακών και των τοπικών υπηρεσιακών μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α.
β. Τη συγκέντρωση των δεδομένων που αφορούν το έργο των περιφερειακών και τοπικών υπηρεσιών με σκοπό τη μελέτη και την αξιολόγηση για τον προσδιορισμό των αναγκών σε υποδομές και προσωπικό καθώς και τον επαναπροσδιορισμό του πλήθους και του μεγέθους των υπηρεσιών και την επικαιροποίηση του σχεδίου ροής εργασιών.
γ. Τη διαρκή παρακολούθηση της ροής εργασιών των περιφερειακών και των τοπικών υπηρεσιών, ώστε να εντοπίζονται εγκαίρως και να αντιμετωπίζονται έκτακτες καταστάσεις.
δ. Το σχεδιασμό, τη δημιουργία, τη στελέχωση και τη λειτουργία υπηρεσιακής μονάδας, της οποίας αποστολή θα είναι η προσωρινή ενίσχυση με εξειδικευμένο προσωπικό των περιφερειακών και των τοπικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση εκτάκτων καταστάσεων.
ε. Την παροχή υποστήριξης και οδηγιών προς τις περιφερειακές και τοπικές υπηρεσίες.
στ. Την επιμέλεια για την τήρηση, τη διαρκή ενημέρωση και τις μεταβολές των μητρώων των ασφαλισμένων και των εργοδοτών.
ζ. Την παρακολούθηση και εφαρμογή της νομοθεσίας για θέματα ασφάλισης, καθώς και τη χορήγηση ασφαλιστικής ικανότητας και ενημερότητας.
η. Την αντιμετώπιση και επίλυση διαφορών σε θέματα ασφάλισης.
θ. Τη δημιουργία και τη λειτουργία κέντρου για την εξ αποστάσεως ενημέρωση των πολιτών για όλα τα θέματα αρμοδιότητας του Ε.Φ.Κ.Α (contact centre).
ι. Τις δημόσιες σχέσεις και την επικοινωνία για την προβολή και την προώθηση των υπηρεσιών που προσφέρει ο Ε.Φ.Κ.Α. προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις καθώς και των ωφελειών που απορρέουν από τις υπηρεσίες αυτές.
ια. Το σχεδιασμό, την επικαιροποίηση και τη διαρκή υποστήριξη του διαδικτυακού τόπου υποβολής αιτημάτων, υποβολής δηλώσεων, επικοινωνίας και ενημέρωσης του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και τη στατιστική παρακολούθηση όλων των δεδομένων για τη ροή εργασιών μέσω του διαδικτυακού τόπου.
ιβ. Τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και αντιμετώπιση ζητημάτων που θα ανακύψουν κατά τη μεταβατική περίοδο ως την πλήρη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α.
ιγ. Την εισήγηση για τη σύσταση ομάδων διοίκησης έργου.
Άρθρο 71
Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών και Διοικητικής Υποστήριξης
1. Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών και Διοικητικής Υποστήριξης διαρθρώνεται ως εξής:
α. Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης
β. Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού
γ. Διεύθυνση Προμηθειών
δ. Διεύθυνση Στέγασης και Τεχνικών Υπηρεσιών
ε. Αυτοτελές Τμήμα Πολιτικής Σχεδίασης Εκτάκτου Ανάγκης (ΠΣΕΑ)
στ. Αυτοτελές Τμήμα Γενικού Πρωτοκόλλου
2. Η Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης συγκροτείται από τα Τμήματα:
α. Τμήμα Προϋπολογισμού
β. Τμήμα Λογιστηρίου
γ. Τμήμα Μισθολογίου και Μισθοδοσίας
δ. Τμήμα Εκτέλεσης Δαπανών
ε. Τμήμα Εποπτείας και Ελέγχου Δαπανών
3. Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Οικονομικής Διαχείρισης κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων ως εξής:
α. Τμήμα Προϋπολογισμού
αα. Ο σχεδιασμός, η κατάρτιση, τροποποίηση και η αναμόρφωση του ετήσιου προϋπολογισμού του Ε.Φ.Κ.Α. και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ).
αβ. Η παρακολούθηση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού και της διαχείρισης των δαπανών, σύμφωνα με τους τεθέντες δημοσιονομικούς στόχους και η αιτιολογημένη εισήγηση για την αναμόρφωσή του κατά τις εκάστοτε παρουσιαζόμενες ανάγκες.
αγ. Η επιμέλεια για την κατανομή των πιστώσεων του προϋπολογισμού και τη μεταφορά τους στις υπηρεσιακές μονάδες του Ε.Φ.Κ.Α.
αδ. Η τήρηση του Μητρώου Δεσμεύσεων.
αε. Η κατανομή των συνεισπραττόμενων εσόδων σε τρίτους δικαιούχους.
αστ. Η συλλογή, επεξεργασία δημοσιονομικών στοιχείων, η εκπόνηση σχετικών αναλύσεων και η σύνταξη αναφορών.
αζ. Η παρακολούθηση και ο έλεγχος των λογιστικών στοιχείων της Διοίκησης και των μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α.
αη. Η μέριμνα για τη συστηματική ενημέρωση της Διεύθυνσης Οικονομικής Διαχείρισης με όλα τα στοιχεία αρμοδιότητας του Τμήματος.
β. Τμήμα Λογιστηρίου
βα. Η επιμέλεια της οργάνωσης, συντονισμού και εποπτείας όλων των οικονομικών υπηρεσιών των μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α.
ββ. Η κατάρτιση και ανάπτυξη του λογιστικού σχεδίου.
βγ. Η τήρηση των Λογιστικών Βιβλίων του Ταμείου των κλάδων Κύριας Ασφάλισης, Παροχών σε Χρήμα και Ανεργίας, η κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων που προβλέπονται από το Κλαδικό Λογιστικό Σχέδιο για τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης καθώς και των αναλύσεων και εκθέσεων που τις συνοδεύουν.
βδ. Η σύνταξη του ετήσιου ισολογισμού και απολογισμού του Ε.Φ.Κ.Α.
βε. Η υποβολή των κατά νόμο δηλώσεων και στοιχείων στην αρμόδια φορολογική αρχή.
βστ. Η επιμέλεια της απόδοσης των εισφορών και κρατήσεων υπέρ των δικαιούχων οργανισμών καθώς και του φόρου και χαρτοσήμου υπέρ του Δημοσίου.
βζ. Η μέριμνα για την συμφωνία των πάσης φύσεως λογαριασμών (τραπεζών, υπολόγων κλπ).
βη. Ο έλεγχος των ταμειακών παραστατικών. Ο έλεγχος και η συμφωνία των μηνιαίων αντιγράφων λογαριασμών του Ε.Φ.Κ.Α. και Τραπεζών (EXTRAIT) και η ανάλυση της χρέωσης και πίστωσης τους με βάση τα σχετικά δικαιολογητικά κατά κατηγορία εσόδου - εξόδου.
βθ. Η μέριμνα για τη διενέργεια του ετήσιου τακτικού ελέγχου για την έγκριση του Ισολογισμού.
βι. Η παρακολούθηση των επισφαλών απαιτήσεων του Ε.Φ.Κ.Α. και η μέριμνα για την εκκαθάριση ή τακτοποίησή τους.
βια. Η μέριμνα για τη συμπλήρωση των κανονιστικών διατάξεων και η παροχή οδηγιών για την εφαρμογή διατάξεων λογιστικοοικονομικού περιεχομένου.
βιβ. Η τήρηση του ηλεκτρονικού και φυσικού αρχείου του λογιστηρίου.
γ. Τμήμα Μισθολογίου και Μισθοδοσίας
γα. Η μέριμνα για μισθοδοσία του πάσης φύσεως προσωπικού του Ε.Φ.Κ.Α. και η χορήγηση ατομικών δελτίων μισθοδοσίας.
γβ. Η τήρηση του μισθολογικού μητρώου του προσωπικού όλων των κατηγοριών. Η υλοποίηση της μισθολογικής εξέλιξης σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία, η χορήγηση βεβαιώσεων μισθολογικού περιεχομένου, κρατήσεων και εισφορών.
γγ. Η εκκαθάριση των αποδοχών του πάσης φύσεως προσωπικού, των εκτός έδρας αποζημιώσεων και εξόδων κίνησης, των επιδομάτων και πρόσθετων αμοιβών, και εν γένει των πάσης φύσεως αποζημιώσεων του προσωπικού συμπεριλαμβανομένων και των αμοιβών από Συμβούλια και Επιτροπές.
γδ. Η μέριμνα για την απόδοση των πάσης φύσεως κρατήσεων, εισφορών, φόρου, κράτηση προστίμων, χαρτοσήμου, διατροφών κ.λ.π. ή καταλογισμών.
γε. Η μέριμνα για την είσπραξη από το προσωπικό, επιδικασθεισών δαπανών καθώς και πάσης φύσεως υποχρεώσεων αυτού προς το Ε.Φ.Κ.Α., και η έκδοση των σχετικών παραστατικών.
γστ. Η παρακράτηση και παρακολούθηση της τακτικής καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων από δάνεια σε υπαλλήλους του Ε.Φ.Κ.Α.
γζ. Η εκτέλεση της εξαγοράς προϋπηρεσιών του προσωπικού.
δ. Τμήμα Εκτέλεσης Δαπανών
δα. Η ενταλματοποίηση των πάσης φύσεως δαπανών του κλάδου Κύριας Ασφάλισης και Λοιπών Παροχών του Ε.Φ.Κ.Α., η έκδοση των λογιστικών παραστατικών που αφορούν σε οικονομικές πράξεις, και η τήρηση και παρακολούθηση των αντίστοιχων λογαριασμών.
δβ. Η παρακολούθηση των χρηματικών υπολοίπων, η μέριμνα για τον εφοδιασμό των Τραπεζών που έχουν ταμειακή διαχείριση με τα αναγκαία χρηματικά ποσά, η παραλαβή και ο έλεγχος των υπό των Τραπεζών αποστελλομένων δικαιολογητικών πληρωμής των παροχών και δαπανών.
δγ. Η μέριμνα για την κανονική είσπραξη των κοινωνικών πόρων, των επιχορηγήσεων, της κάθε μορφής κρατικής χρηματοδότησης και η αποστολή εγγράφων αρμοδίως για την είσπραξη των οφειλόμενων ποσών.
δδ. Η εκτέλεση των απαιτήσεων και υποχρεώσεων του Ε.Φ.Κ.Α. από την εφαρμογή των διατάξεων για τη διαδοχική και διακρατική ασφάλιση.
δε. Η πληρωμή και έκδοση των σχετικών παραστατικών των αποδοχών του προσωπικού, των εκτός έδρας αποζημιώσεων και εξόδων κίνησης, των επιδομάτων και πρόσθετων αμοιβών, και εν γένει των πάσης φύσεως αποζημιώσεων του προσωπικού συμπεριλαμβανομένων και των αμοιβών από Συμβούλια και Επιτροπές.
δστ. Η μέριμνα για την είσπραξη επιδικασθεισών δαπανών και πάσης φύσεως υποχρεώσεων προς το Ε.Φ.Κ.Α.
δζ. Η κίνηση και παρακολούθηση των τραπεζικών λογαριασμών (σε ταμειακό επίπεδο καθημερινά).
ε. Τμήμα Εποπτείας Ελέγχου Δαπανών
εα. Ο έλεγχος για την πραγματοποίηση των εν γένει δαπανών και υποχρεώσεων του κλάδου Κύριας Ασφάλισης και Λοιπών Παροχών του Ε.Φ.Κ.Α.
εβ. Η εποπτεία της εκκαθάρισης των πάσης φύσεως δαπανών του κλάδου Κύριας Ασφάλισης και Λοιπών Παροχών του Ε.Φ.Κ.Α.
4. Η Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού συγκροτείται από τα Τμήματα:
α. Τμήμα Μητρώου, Διοίκησης και Ανάπτυξης.
β. Τμήμα Σταδιοδρομίας και Εξέλιξης.
γ. Τμήμα Εκπαίδευσης και Επιμόρφωσης.
δ. Τμήμα Δεοντολογίας και Πειθαρχικών Διαδικασιών και Υποθέσεων.
ε. Τμήμα Οργάνωσης, Υποστήριξης Συμβουλίων και Συλλογικών Οργάνων.
5. Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων ως εξής:
α. Τμήμα Μητρώου, Διοίκησης και Ανάπτυξης
αα. Η τήρηση και ενημέρωση του προσωπικού μητρώου (φυσικού και ηλεκτρονικού) των υπαλλήλων του Ε.Φ.Κ.Α.
αβ. Η έκδοση μηνιαίων δελτίων κίνησης και μεταβολών του προσωπικού.
αγ. Η έκδοση σχετικών πιστοποιητικών και βεβαιώσεων.
αδ. Η διοικητική συνδρομή στη συνδικαλιστικές δραστηριότητες των υπαλλήλων του Ε.Φ.Κ.Α.
αε. Ο χειρισμός των θεμάτων διορισμού, πρόσληψης, μετάθεσης, μετακίνησης, υπηρεσιακής κατάστασης, εξέλιξης και λύσης της σχέσης του μόνιμου προσωπικού.
αστ. Ο χειρισμός όλων των θεμάτων μη μόνιμου προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, σύμβασης έργου, έμμισθης εντολής, κλπ.
αζ. Η επεξεργασία δεδομένων για τη σύνθεση και τις μεταβολές του προσωπικού, καθώς και ο προγραμματισμός των αναγκών σε ανθρώπινο δυναμικό και η κατανομή του προσωπικού σε κλάδους, βαθμούς και ειδικότητες των μονίμων υπαλλήλων του Ε.Φ.Κ.Α.
αη. Οι αποσπάσεις προσωπικού από ή προς Υπουργεία ή άλλους Φορείς καθώς και σε Φορείς του εξωτερικού.
αθ. Ο χειρισμός αιτήσεων του προσωπικού για άσκηση ιδιωτικού έργου καθώς και αιτήσεων αδειών άνευ αποδοχών.
αι. Ο χειρισμός θεμάτων που αφορούν τις κανονικές, αναρρωτικές και εκπαιδευτικές άδειες του προσωπικού και λοιπές άδειες.
αια. Ο χειρισμός θεμάτων που αφορούν τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης του προσωπικού.
αιβ. Η μέριμνα για τη μετακίνηση εκτός έδρας στο εσωτερικό και το εξωτερικό του Διοικητή, Υποδιοικητών καθώς και των υπαλλήλων του Ε.Φ.Κ.Α.
αιγ. Οι εγκρίσεις οδήγησης υπηρεσιακών αυτοκινήτων σε υπαλλήλους μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α.
β. Τμήμα Σταδιοδρομίας και Εξέλιξης
βα. Η μέριμνα για την ανάπτυξη περιγραμμάτων περιγραφής των θέσεων εργασίας των υπηρεσιών του Ε.Φ.Κ.Α. καθώς και η επικαιροποίηση τους.
ββ. Η ταξινόμηση των θέσεων εργασίας ανάλογα με τα απαιτούμενα προσόντα καθώς και η αντιστοίχησή τους με βαθμούς ανάλογα με το ισχύον κάθε φορά νομικό πλαίσιο βαθμολογικής εξέλιξης.
βγ. Η ανάπτυξη και η καθιέρωση συστήματος αξιοποίησης των υπαλλήλων ανάλογα με τα προσόντα και την τοποθέτησή τους στις ανάλογες θέσεις με βάση τα περιγράμματα.
βδ. Η τήρηση των διαδικασιών που προβλέπονται από την νομοθεσία για τη βαθμολογική ένταξη και εξέλιξη του προσωπικού.
βε. Η μέριμνα για την προκήρυξη των θέσεων, την επιλογή και την τοποθέτηση των προϊσταμένων όλων των οργανικών μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α. καθώς και τη μετακίνηση ή τη μετάθεση των προϊσταμένων.
γ. Τμήμα Εκπαίδευσης και Επιμόρφωσης
γα. Η ανίχνευση, η ανάλυση και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των επιμορφωτικών αναγκών του προσωπικού του Ε.Φ.Κ.Α.
γβ. Ο σχεδιασμός, ο προγραμματισμός και η συμμετοχή στην οργάνωση και υλοποίηση και η παρακολούθηση της εκτέλεσης των προγραμμάτων εκπαίδευσης και επιμόρφωσης.
γγ. Η υποβολή για έγκριση και πιστοποίηση στο Ε.Κ.Δ.Δ.Α. προγραμμάτων εκπαίδευσης ή επιμόρφωσης.
γδ. Η μέριμνα για την εισαγωγική εκπαίδευση και τη δια βίου επαγγελματική κατάρτιση του προσωπικού σε συνεργασία με τις κατά περίπτωση υπηρεσίες τους Ε.Φ.Κ.Α.
γε. Η μέριμνα για την εκπροσώπηση του Ε.Φ.Κ.Α. σε εκπαιδευτικές δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλων Διεθνών Φορέων.
γστ. Η μέριμνα για τη συμμετοχή του προσωπικού σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, εκμάθησης ξένων γλωσσών καθώς και σε επιμορφωτικά προγράμματα, συνέδρια και σεμινάρια για θέματα συναφή προς τα αντικείμενα του Ε.Φ.Κ.Α.
γζ. Η μέριμνα για την υλοποίηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
γη. Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας και των εκπαιδευτικών προγραμμάτων ως προς το βαθμό επίτευξης των στόχων καθώς και το βαθμό μεταφοράς της γνώσης στο εργασιακό περιβάλλον.
δ. Τμήμα Δεοντολογίας και Πειθαρχικών Διαδικασιών και Υποθέσεων
δα. Η μέριμνα για την εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων περί δεοντολογίας.
δβ. Ο χειρισμός θεμάτων που αφορούν στην εφαρμογή του πειθαρχικού δικαίου στο σύνολο του προσωπικού του Ε.Φ.Κ.Α.
δγ. Η κίνηση της σχετικής διαδικασίας για την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων.
δδ. Η τήρηση αρχείου των πειθαρχικών ποινών και η παρακολούθηση της εκτέλεσής τους.
δε. Η παροχή απόψεων στα Διοικητικά Δικαστήρια επί αιτήσεων ακυρώσεως ή ανακλήσεως διοικητικών πράξεων αρμοδιότητας του Τμήματος.
δστ. Η τήρηση των απαιτούμενων διαδικασιών για την επαναφορά και την αποκατάσταση υπαλλήλων που αθωώνονται κατά την πειθαρχική διαδικασία.
δζ. Η ανταλλαγή πληροφοριών με υπηρεσίες και αρχές σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
ε. Τμήμα Οργάνωσης, Υποστήριξης Συμβουλίων και Συλλογικών Οργάνων
εα. Ο χειρισμός θεμάτων οργάνωσης και λειτουργίας των υπηρεσιών του Ε.Φ.Κ.Α. και η εισήγηση μέτρων ορθολογικής οργάνωσης, διάρθρωσης και λειτουργίας αυτών.
εβ. Η εισήγηση και έκδοση πράξεων που αφορούν στη σύσταση, συγχώνευση και κατάργηση υπηρεσιακών μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α.
εγ. Σε συνεργασία με τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Ε.Φ.Κ.Α. ο χειρισμός των θεμάτων σχετικών με τον καθορισμό της ασφαλιστικής περιοχής των περιφερειακών υπηρεσιών του Ε.Φ.Κ.Α.
εδ. Η μέριμνα για την έκδοση αποφάσεων μεταβίβασης αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότηση υπογραφής.
εστ. Η μέριμνα για τη συγκρότηση και λειτουργία των πάσης φύσεως συλλογικών οργάνων και επιτροπών.
εζ. Η συγκρότηση ομάδων εργασίας και ο ορισμός εκπροσώπων του Ε.Φ.Κ.Α. σε συλλογικά όργανα, επιτροπές και ομάδες εργασίας άλλων Φορέων.
εη. Η γραμματειακή υποστήριξη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Ε.Φ.Κ.Α.
εθ. Η μέριμνα για την υλοποίηση της διαδικασίας αρχαιρεσιών της εκλογής αιρετών εκπροσώπων στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο.
ει. Η διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη του Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α. και η τήρηση των πρακτικών του.
6. Η Διεύθυνση Προμηθειών συγκροτείται από τα παρακάτω Τμήματα:
α. Τμήμα Προγραμματισμού Προμηθειών και Προδιαγραφών
β. Τμήμα Διαχείρισης Διαγωνισμών και Υλοποίησης Προμηθειών Υλικών
γ. Τμήμα Διαχείρισης Διαγωνισμών και Υλοποίησης Συμβάσεων Παροχής Υπηρεσιών
δ. Τμήμα Μητρώων, Υλικών και Αποθήκης
7. Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Προμηθειών κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων ως ακολούθως:
α. Τμήμα Προγραμματισμού Προμηθειών και Προδιαγραφών
αα. Η κατάρτιση των ετησίων προγραμμάτων προμήθειας και εφοδιασμού όλων των μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α. με εξοπλισμό, υλικό και υπηρεσίες με βάση τις σταθμίσεις αναγκών που γίνονται από τις αρμόδιες Κεντρικές Υπηρεσίες.
αβ. Η μέριμνα για τη σύνταξη προδιαγραφών σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες και η έρευνα αγοράς των υπό προμήθεια ειδών.
αγ. Η κατάρτιση του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας για τις διαδικασίες προμήθειας, εφοδιασμού, διαχείρισης και χρησιμοποίησης του εξοπλισμού και του υλικού που αφορούν αρμοδιότητες της Διεύθυνσης και των μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α.
αδ. Η παρακολούθηση της αγοράς και τεχνολογίας στον τομέα του υλικού που χρησιμοποιείται από τις μονάδες του Ε.Φ.Κ.Α.
αε. Η τήρηση, επεξεργασία και αξιοποίηση των στατιστικών στοιχείων που αφορούν το αντικείμενο της Διεύθυνσης.
β. Τμήμα Διαχείρισης Διαγωνισμών και Υλοποίησης Προμηθειών Υλικών
βα. Η διενέργεια της διαδικασίας των διαγωνισμών για την προμήθεια των ειδών εξοπλισμού, υλικού και η μέριμνα για την κατάρτιση και την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία και τυχόν τροποποιήσεις αυτών όπου απαιτείται.
ββ. Η μέριμνα για την ανάδειξη αναδόχων προμηθειών, το άνοιγμα σχετικών πιστώσεων και την πιστοποίηση και παραλαβή των παρεχόμενων προμηθειών.
βγ. Η μέριμνα για τη διενέργεια του έργου των επιτροπών εμπειρογνωμόνων που απαιτούνται για την ολοκλήρωση των διαγωνισμών.
βδ. Η επιμέλεια για την ορθή και απρόσκοπτη τήρηση των όρων των συμβάσεων.
βε. Ο έλεγχος για την εμπρόθεσμη και σύμφωνα με τις προδιαγραφές εκτέλεση των διαγωνισμών και η μέριμνα για την επιβολή κυρώσεων σε αντίθετη περίπτωση.
βστ. Η μέριμνα για τη νομική υποστήριξη σε θέματα προκηρύξεων διαγωνισμών, γνωμοδοτήσεων, επεξεργασίας των σχεδίων σύμβασης και ειδικότερα σε θέματα που σχετίζονται με το Ελεγκτικό Συνέδριο και το Συμβούλιο της Επικρατείας.
γ. Τμήμα Διαχείρισης Διαγωνισμών και Υλοποίησης Συμβάσεων Παροχής Υπηρεσιών
γα. Η διενέργεια της διαδικασίας των διαγωνισμών για την προμήθεια υπηρεσιών και η μέριμνα για την κατάρτιση και την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία και τυχόν τροποποιήσεις αυτών όπου απαιτείται.
γβ. Η μέριμνα για την ανάδειξη αναδόχων παροχής υπηρεσιών, το άνοιγμα σχετικών πιστώσεων και την πιστοποίηση και παραλαβή των παρεχομένων υπηρεσιών.
γγ. Η μέριμνα για τη διενέργεια του έργου των επιτροπών εμπειρογνωμόνων που απαιτούνται για την ολοκλήρωση των διαγωνισμών.
γδ. Η επιμέλεια για την ορθή και απρόσκοπτη τήρηση των όρων των συμβάσεων.
γε. Ο έλεγχος για την εμπρόθεσμη και σύμφωνα με τις προδιαγραφές εκτέλεση των διαγωνισμών και η μέριμνα για την επιβολή κυρώσεων σε αντίθετη περίπτωση.
γστ. Η μέριμνα για τη νομική υποστήριξη σε θέματα προκηρύξεων διαγωνισμών, γνωμοδοτήσεων, επεξεργασίας των σχεδίων σύμβασης και ειδικότερα σε θέματα που σχετίζονται με το Ελεγκτικό Συνέδριο και το Συμβούλιο της Επικρατείας.
γζ. Η επιμέλεια για την ασφάλιση και απασφάλιση των κτιρίων, μηχανημάτων, αυτοκινήτων κλπ. του Ε.Φ.Κ.Α.
δ. Τμήμα Μητρώων, Υλικών και Αποθήκης
δα. Η παραλαβή, αποθήκευση, φύλαξη και εφοδιασμός των μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α. των πάσης φύσεως εντύπων, ειδών εξοπλισμού, υλικών καθώς και η μέριμνα για την παραλαβή του επιστρεφόμενου υλικού.
δβ. Η έγκαιρη και τακτική ενημέρωση του τμήματος Προγραμματισμού προμηθειών για τα υπόλοιπα των ειδών αποθήκης. Η μέριμνα για τη συμπλήρωση του υλικού ανάλογα με τους ισχύοντες κανόνες διαχείρισης αποθεμάτων.
δγ. Η επιμέλεια για τη διενέργεια της ετήσιας απογραφής υλικού των μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α. και η αποτίμηση αυτού.
8. Αυτοτελές Τμήμα Πολιτικής Σχεδίασης Εκτάκτου Ανάγκης (ΠΣΕΑ)
Οι αρμοδιότητες του αυτοτελούς Τμήματος ΠΣΕΑ περιγράφονται ως ακολούθως:
Ο σχεδιασμός, η οργάνωση, η κινητοποίηση και η δράση κατά τον πόλεμο ή σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης σε καιρό ειρήνης των υπηρεσιών του Ε.Φ.Κ.Α. καθώς και η ρύθμιση κάθε σχετικού θέματος σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις.
9. Αυτοτελές Τμήμα Γενικού Πρωτοκόλλου
α. Η τήρηση του Γενικού Πρωτοκόλλου καθώς και του εμπιστευτικού πρωτοκόλλου (φυσικού ή ηλεκτρονικού) της Κεντρικής Υπηρεσίας.
β. Η αποστολή μέσω ταχυδρομείου ή/και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των εγκυκλίων και εγγράφων όλων των Υπηρεσιακών Μονάδων της Κεντρικής Υπηρεσίας.
γ. Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής και η επικύρωση αντιγράφων όπου αυτό προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία.
Άρθρο 72
Τμήματα Διοικητικής Μέριμνας
Τα Τμήματα Διοικητικής Μέριμνας έχουν έκαστο τις ακόλουθες αρμοδιότητες που αφορούν στην οργανική μονάδα, στην οποία υπάγονται:
α. Τη διακίνηση της εισερχόμενης και εξερχόμενης αλληλογραφίας με ηλεκτρονικό ή μη ταχυδρομείο, καθώς και η τήρηση των απαιτούμενων βιβλίων διακίνησης.
β. Την τήρηση του κοινού και εμπιστευτικού πρωτοκόλλου, ηλεκτρονικού ή μη.
γ. Την αναπαραγωγή εγγράφων και λοιπών κειμένων καθώς και η βεβαίωση της ακρίβειας αυτών.
δ. Τη βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής του προσωπικού και των πολιτών, η επικύρωση αντιγράφων ή φωτοαντιγράφων από τον προϊστάμενο του Τμήματος ή το νόμιμο αναπληρωτή του σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
ε. Την οργάνωση, ταξινόμηση, τήρηση του αρχείου των σχεδίων εγγράφων.
στ. Τη μέριμνα και διαχείριση γραφειακού υλικού και αναλώσιμων.
ζ. Τη γραμματειακή εξυπηρέτηση της και του προσωπικού της.
Άρθρο 73
Περιουσία, λογιστική και οικονομική λειτουργία
1. Το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού που προέρχεται από τους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, οι πόροι που προβλέπονται υπέρ αυτών από τις ισχύουσες διατάξεις, καθώς και η κινητή και ακίνητη περιουσία τους, περιέρχονται αυτοδίκαια στον Ε.Φ.Κ.Α. ως καθολικό διάδοχό τους. Ο Ε.Φ.Κ.Α. υπεισέρχεται στα πάσης φύσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών. Η μεταβίβαση της περιουσίας γίνεται χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων και χωρίς την τήρηση οποιουδήποτε τύπου πράξης ή συμβολαίου.
2. Σε περίπτωση συγκυριότητας των εντασσομένων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων με άλλους φορείς που δεν εντάσσονται σε αυτόν επί περιουσιακών στοιχείων ο διαχωρισμός της περιουσίας γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από οικονομική μελέτη.
3. α. Από 1.1.2017 ο ισολογισμός έναρξης του Ε.Φ.Κ.Α. πραγματοποιείται με μεταφορά των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών αντιστοίχως, όπως αυτά εμφανίζονται στους ισολογισμούς τους, που συντάσσονται ειδικά για το σκοπό αυτό. Τα πρόσωπα που κατείχαν θέση μέλους Διοικητικού Συμβουλίου των τελευταίων κατά παρέκκλιση κάθε αντίθετης διάταξης του παρόντος διατηρούν την ευθύνη ως προς την περάτωση των οικονομικών χρήσεων παρελθόντων ετών μέχρι την 31.12.2015.
β. Η περιουσία που είναι αναγκαία για την άσκηση των μη ασφαλιστικών αρμοδιοτήτων, οι οποίες παραμένουν στους φορείς και μετά την ένταξή στους στον Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με το άρθρο 54 του παρόντος, προσδιορίζεται και διαχωρίζεται από την περιουσία που περιέρχεται στον Ε.Φ.Κ.Α. με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από οικονομική μελέτη.
4. Το Λογιστικό και Οικονομικό έτος του Ε.Φ.Κ.Α. ταυτίζεται με το ημερολογιακό. Ο ενιαίος προϋπολογισμός εκτελείται υπό την ευθύνη της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών και Διοικητικής Υποστήριξης του Ε.Φ.Κ.Α. Με απόφαση του Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α, κατόπιν έγκρισης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, δύναται να μεταβιβάζεται δικαίωμα υπογραφής στους Προϊσταμένους των οργανικών μονάδων της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης σε θέματα εκτέλεσης του προϋπολογισμού.
5. Οι οικονομικές υπηρεσίες του Ε.Φ.Κ.Α. καταρτίζουν τον Προϋπολογισμό του για το ενιαίο οικονομικό έτος της λειτουργίας του, ο οποίος περιλαμβάνει τα προβλεπόμενα ετήσια έσοδα και έξοδα και μετά την έγκρισή του από το Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α., εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Μέχρι την κατάρτιση και έγκριση του νέου προϋπολογισμού εξακολουθούν να εκτελούνται οι εγκεκριμένοι προϋπολογισμοί των εντασσομένων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών.
Το πρώτο οικονομικό έτος λειτουργίας του αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος και λήγει την 31.12.2016.
6. Η απογραφή των περιουσιακών στοιχείων των εντασσομένων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, καθώς και η αποτίμηση της αξίας τους ενεργείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις από τις οικονομικές υπηρεσίες τους μέχρι την 31.12.2016 ή από ορκωτούς λογιστές, μετά από ανάθεση.
7. Οι οικονομικές υπηρεσίες του Ε.Φ.Κ.Α. εφαρμόζουν το διπλογραφικό σύστημα για την τήρηση των λογιστικών βιβλίων, σύμφωνα με το Π.Δ. 80/1997 (ΦΕΚ Α΄ 68) και τις διατάξεις περί δημοσίου λογιστικού και λογιστικού Ν.Π.Δ.Δ.
8. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών συνεχίζονται από τον Ε.Φ.Κ.Α., χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης, από την έκδοση των διαπιστωτικών πράξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 103. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του Ε.Φ.Κ.Α.
9. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εκδίδεται μέχρι 31.12.2016 Κανονισμός Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α. μετά από πρόταση του Δ.Σ του. Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής για τα θέματα οικονομικής οργάνωσης και λογιστικής λειτουργίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (ΦΕΚ Β΄ 1737/29.11.2006), εφόσον αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
10. H κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων, που προβλέπεται από το άρθρο 53 του Ν.4144/2013 (Α΄ 88) σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Δ.Π.Χ.Α.) αρχίζει από 1η Ιανουαρίου 2019.
11. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης.
Άρθρο 74
Θέματα Προσωπικού
1. α. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 75, 76, 86 και 92 του παρόντος, το πάσης φύσεως προσωπικό και οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή των εντασσόμενων σύμφωνα με το άρθρο 56 φορέων στον Ε.Φ.Κ.Α., μεταφέρονται σε αυτόν με την ίδια εργασιακή σχέση, οργανική θέση, βαθμό και μισθολογικό κλιμάκιο που κατέχουν.
β. Κατά τη διάρκεια της παράλληλης λειτουργίας των εντασσόμενων φορέων, τομέων και κλάδων με τον Ε.Φ.Κ.Α., η μεταφορά γίνεται σύμφωνα με την διαδικασία του άρθρου 104.
γ. Σε κάθε περίπτωση, το πάσης φύσεως μεταφερόμενο προσωπικό τοποθετείται στις υπηρεσίες του Ε.Φ.Κ.Α. με απόφαση του Διοικητή του.
2. α. Για το προσωπικό που υπηρετεί με απόσπαση ή διάθεση στους εντασσόμενους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς κοινωνικής ασφάλισης, εφαρμόζεται αναλόγως η ρύθμιση της παραγράφου 1. Μετά τη μεταφορά, η απόσπαση εξακολουθεί να ισχύει μέχρι τη λήξη της, εκτός αν αποφασίσει την διακοπή της το Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α. Η υπηρεσιακή και μισθολογική κατάσταση των υπαλλήλων αυτών διέπεται από τον ισχύοντα κανονισμό λειτουργίας προσωπικού και το ισχύον εκάστοτε μισθολόγιο των υπηρεσιών, από τις οποίες προέρχονται. Η δαπάνη της εν γένει μισθοδοσίας τους, καθώς και οι αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη: i. όσον αφορά τους αποσπασμένους από την ΔΕΗ Α.Ε., την ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. και τον ΟΤΕ Α.Ε. βαρύνουν τις εταιρείες αυτές και ο Ε.Φ.Κ.Α. αποδίδει στις εταιρείες το ύψος της δαπάνης μισθοδοσίας τους που προκύπτει από την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του Κεφαλαίου Β’ του ν. 4354/2015 που αφορούν στο μισθολογικό κόστος των υπαλλήλων του άρθρου 1 του ίδιου νόμου και ii. όσον αφορά στους λοιπούς, βάσει της παραγράφου αυτής, υπηρετούντες με διάθεση υπαλλήλους βαρύνουν τους φορείς από τους οποίους προέρχονται. Οι ανωτέρω υπάλληλοι κατά το χρόνο της υπηρεσίας τους στο Ε.Φ.Κ.Α. και κατά την εκτέλεση αυτής υπέχουν τις ευθύνες δημοσίου υπαλλήλου.
β. Η απόσπαση υπαλλήλων των εντασσομένων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών εξακολουθεί να ισχύει.
3. Οι συμβάσεις έργου ή παροχής υπηρεσιών φυσικών προσώπων που παρείχαν υπηρεσίες στους εντασσόμενους φορείς κατ’ αποκοπή μπορεί να συνεχίζονται και με τον Ε.Κ.Φ.Α., μέχρι τη λήξη τους, με απόφαση του Δ.Σ. του τελευταίου.
4. Οι διατάξεις της Φ.10050/οικ.20496/4067/4-8-2008 κοινής απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας ισχύουν για το αποσπασμένο στο Ε.Φ.Κ.Α. προσωπικό της ΔΕΗ Α.Ε και τις ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.
5. Διαδικασίες για πλήρωση θέσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη στους εντασσόμενους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς συνεχίζονται κανονικά για λογαριασμό του Ε.Φ.Κ.Α. Το προσλαμβανόμενο προσωπικό και οι αντίστοιχες οργανικές θέσεις μεταφέρονται στον Ε.Φ.Κ.Α.
6. Όλες οι κενές οργανικές θέσεις των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, πλην εκείνων της Γενικής Διεύθυνσης Χορήγησης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα, καταργούνται από την ημερομηνία ένταξής τους στον Ε.Φ.Κ.Α., εκτός εάν έχει προκηρυχθεί η πλήρωσή τους.
7. Με απόφαση του Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α. που εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ορίζεται ο Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας και Προσωπικού του Ε.Φ.Κ.Α.
Άρθρο 75
Θέματα προσωπικού της Γενικής Διεύθυνσης Χορήγησης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής
1. Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο άρθρο 74 και ειδικά για την άσκηση αρμοδιοτήτων που αφορούν στις συντάξεις του Δημοσίου Τομέα και περιέρχονται με τον παρόντα νόμο στον Ε.Φ.Κ.Α., δύναται να αποσπαστεί σε αυτόν προσωπικό που υπηρετεί στη Γενική Διεύθυνση Χορήγησης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών από 1.1.2017 στον Ε.Φ.Κ.Α. κατόπιν σχετικής αίτησης του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου.
2. α. Η ως άνω απόσπαση διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α., χωρίς γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου και χωρίς χρονικό περιορισμό, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 68 του Υπαλληλικού Κώδικα και κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης. Με την ίδια διαδικασία, σε περίπτωση που τούτο κριθεί αναγκαίο και ελλείψει υποβολής σχετικών αιτήσεων, προσωπικό από την ως άνω Διεύθυνση αποσπάται στον Ε.Φ.Κ.Α. υποχρεωτικά και για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες.
β. Με όμοια απόφαση, ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α., ή μετά από αίτηση του υπαλλήλου, οι αποσπάσεις της παρούσας παραγράφου μπορούν να διακόπτονται και οι υπάλληλοι επιστρέφουν σε θέση αντίστοιχου ιεραρχικού επιπέδου με αυτή που κατείχαν πριν την απόσπασή τους. Αν δεν υπάρχει κενή οργανική θέση προϊσταμένου, καλύπτουν την πρώτη που θα κενωθεί.
3. α. Ο χρόνος υπηρεσίας των υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών που θα αποσπασθούν στον Ε.Φ.Κ.Α. λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας που διανύεται στο Υπουργείο Οικονομικών. Οι αποσπασμένοι υπάλληλοι διατηρούν το βαθμολογικό, μισθολογικό και ασφαλιστικό καθεστώς του φορέα προέλευσής τους.
β. Ο μισθός, οι λοιπές αποδοχές και τα επιδόματα εξακολουθούν να καταβάλλονται από το Υπουργείο Οικονομικών, στο οποίο ο Ε.Φ.Κ.Α. αποδίδει τις εκάστοτε οφειλόμενες αποδοχές ή απολαβές των υπαλλήλων που αποσπώνται στον Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
4. Δικαίωμα υποβολής αίτησης για επιλογή σε θέση προϊσταμένου και μόνο για τις προβλεπόμενες από τον Οργανισμό του άρθρου 55 του παρόντος νόμου οργανικές μονάδες με αρμοδιότητες απονομής συντάξεων του Δημοσίου, έχουν και οι υπάλληλοι της Γενικής Διεύθυνσης Χορήγησης Συντάξεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, οι οποίοι, εφόσον επιλεγούν σε θέση προϊσταμένου, με την τοποθέτησή τους αποσπώνται αυτοδικαίως στον Ε.Φ.Κ.Α.
Άρθρο 76
Διατάξεις Ν.Α.Τ. και Ο.Γ.Α.
1. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης θα καθοριστεί το προσωπικό που θα παραμείνει στο Ν.Α.Τ. και τον Ο.Γ.Α., για την άσκηση των μη ασφαλιστικών αρμοδιοτήτων των ταμείων αυτών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 54 του παρόντος.
2. Η διάρθρωση των υπηρεσιών του Ν.Α.Τ. και του Ο.Γ.Α. οι αρμοδιότητες των οργανικών τους μονάδων, οι κλάδοι από τους οποίους προέρχονται οι προϊστάμενοι αυτών καθώς και κάθε άλλη σχετική με τη λειτουργία του λεπτομέρεια καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
3. Για τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασής τους οι υπάλληλοι του Ν.Α.Τ. υπάγονται στο Υπηρεσιακό και Πειθαρχικό Συμβούλιο του Ε.Φ.Κ.Α. Για τους υπαλλήλους του Ο.Γ.Α. εξακολουθεί να ισχύει η οικεία νομοθεσία, εφόσον δεν έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παρόντος.
Κεφάλαιο Στ’ Τροποποίηση διατάξεων Ε.Τ.Ε.Α. και ρυθμίσεις πρώην Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.
Άρθρο 77
Μετονομασία Ε.Τ.Ε.Α. σε «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» («Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.».)
Η παράγραφος 2 του άρθρου 35 του ν. 4052/2012 (A’ 41) τροποποιείται και προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«2. Σκοπός του είναι: α. η παροχή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους δικαιούχους ασφαλισμένους και β. η καταβολή εφάπαξ παροχών στους δικαιούχους ασφαλισμένους.
3. α. Το Ε.Τ.Ε.Α. μετονομάζεται σε «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» αποκαλούμενο εφεξής «Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.». Το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. συγκροτούν δύο (2) κλάδοι, οι οποίοι λειτουργούν με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια: α) κλάδος επικουρικής ασφάλισης και β) κλάδος εφάπαξ παροχών, στους οποίους παρακολουθούνται αυτοτελώς οι εισφορές κάθε κλάδου.
β. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται Ε.Τ.Ε.Α. νοείται εφεξής Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.»
Άρθρο 78
Ένταξη Ταμείων Πρόνοιας στον Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
1. Στο τέλος του άρθρου 36 του ν. 4052/2012 (A’ 41) προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Στον κλάδο εφάπαξ παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. εντάσσονται τα παρακάτω ταμεία, τομείς, κλάδοι και λογαριασμοί πρόνοιας ως εξής:
Α. Το Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ) με τους Τομείς του:
α. Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων
β. Τομέα Πρόνοιας Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
γ. Τομέα Πρόνοιας Ορθόδοξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος
δ. Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Εμπορικών, Βιομηχανικών, Επαγγελματικών, Βιοτεχνικών Επιμελητηρίων του Κράτους
ε. Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Ταμείου Νομικών
στ. Τομέα Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Β. Το Ταμείο Πρόνοιας Ιδιωτικού Τομέα (ΤΑΠΙΤ) με τους Τομείς του:
α. Τομέα Πρόνοιας Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου
β. Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Εταιρειών Λιπασμάτων
γ. Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Εταιρειών Τσιμέντων
δ. Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Ιπποδρομιών
ε. Τομέα Πρόνοιας Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων
στ. Τομέα Πρόνοιας Ξενοδοχοϋπαλλήλων
ζ. Τομέα Πρόνοιας Λιμενεργατών
η. Τομέα Πρόνοιας Υπαλλήλων Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς
θ. Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Οργανισμού Εθνικού Θεάτρου
ι. Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Οργανισμού Υδρεύσεως Θεσσαλονίκης
ια. Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης
Γ. Ο κλάδος πρόνοιας του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού Εργαζομένων στα Μ.Μ.Ε. (Ε.Τ.Α.Π.- Μ.Μ.Ε.) με τους Τομείς του:
γα. Τομέα Πρόνοιας Ιδιοκτητών, Συντακτών και Υπαλλήλων Τύπου
γβ. Τομέα Πρόνοιας Εφημεριδοπωλών και Υπαλλήλων Πρακτορείων Αθηνών
γγ. Τομέα Πρόνοιας Εφημεριδοπωλών και Υπαλλήλων Πρακτορείων Θεσσαλονίκης.
Δ. Ο κλάδος πρόνοιας του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.) με τους Τομείς του:
δα. Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Ο.Τ.Ε
δβ. Κλάδο Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ (ΚΑΠ –Δ.Ε.Η.)
δγ. Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Ο.Σ.Ε
δδ. Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Ε.Ρ.Τ. και Τουρισμού
δε. Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Εμπορικής Τραπέζης
δστ. Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Ιονικής-Λαϊκής Τραπέζης
Ε. Ο κλάδος πρόνοιας του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.) με τους Τομείς του:
εα. Τομέα Πρόνοιας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων
εβ. Τομέα Πρόνοιας Υγειονομικών
εγ. Τομέα Πρόνοιας Δικηγόρων Αθηνών
εδ. Τομέα Πρόνοιας Δικαστικών Επιμελητών
εε. Τομέα Πρόνοιας Συμβολαιογράφων
εστ. Τομέα Πρόνοιας Εργοληπτών Δημοσίων Έργων
ΣΤ. Το Ταμείο Πρόνοιας Αξιωματικών Εμπορικού Ναυτικού (Τ.Π.Α.Ε.Ν.)
Ζ. Το Ταμείο Πρόνοιας Κατωτέρων Πληρωμάτων Εμπορικού Ναυτικού (Τ.Π.Κ.Π.Ε.Ν.)
Η. Ο Ειδικός Λογαριασμός Πρόνοιας προσωπικού του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.
Άρθρο 79
Ασφαλιστέα πρόσωπα στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
Το άρθρο 37 του ν. 4052/2012 (Α΄41) αντικαθίσταται ως εξής:
«Ασφαλιστέα πρόσωπα
1. Στην ασφάλιση του κλάδου επικουρικής ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. υπάγονται υποχρεωτικά:
α. Οι ήδη ασφαλισμένοι των ταμείων, κλάδων και τομέων επικουρικής ασφάλισης που εντάσσονται στο Ε.Τ.Ε.Α. (νυν Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.).
β. Όσοι αναλαμβάνουν ασφαλιστέα εργασία - απασχόληση ή αποκτούν ασφαλιστέα ιδιότητα, για την οποία ασφαλίζονται υποχρεωτικά σε φορέα κύριας ασφάλισης και δεν υπάγονται για την εργασία – απασχόλησή τους αυτή ή την ιδιότητά τους στην ασφάλιση άλλου φορέα επικουρικής ασφάλισης ή επαγγελματικής υποχρεωτικής ασφάλισης, ή των εξομοιούμενων βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας με αυτούς, ανεξαρτήτως νομικής μορφής.
2. Στην ασφάλιση του κλάδου επικουρικής ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. υπάγονται προαιρετικά:
α. Οι ήδη προαιρετικά ασφαλισμένοι των ταμείων, κλάδων και τομέων επικουρικής ασφάλισης που εντάσσονται στο Ε.Τ.Ε.Α. (νυν Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.).
β. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 3655/2008 (Α΄58), καθώς και οι ελεύθεροι επαγγελματίες που υπάγονταν στην ασφάλιση του τ. ΕΤΕΑΜ με το π.δ/μα 284/1992 (Α΄ 145).
3. Εξαιρούνται της ασφάλισης στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. οι ανεξάρτητα απασχολούμενοι υγειονομικοί.
4. Στην ασφάλιση του κλάδου εφάπαξ παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. υπάγονται υποχρεωτικά:
α. oι ήδη ασφαλισμένοι των ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών πρόνοιας που εντάσσονται στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. και
β. όσοι για πρώτη φορά από την κατά τα ανωτέρω ένταξη των ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών πρόνοιας αναλαμβάνουν εργασία – απασχόληση ή αποκτούν ασφαλιστέα ιδιότητα βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων αυτών.
5. Οι ασφαλισμένοι των εντασσόμενων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών πρόνοιας στο κλάδο εφάπαξ παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. διέπονται από τις διατάξεις του νόμου «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας- Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος», με τον οποίο τροποποιούνται οι διατάξεις του παρόντος. Για ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από αυτές και έως την έγκριση του Κανονισμού Παροχών διέπονται και από τις γενικές, ειδικές και καταστατικές τους διατάξεις.»
Άρθρο 80
Πόροι του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
Το άρθρο 38 του ν. 4052/2012 (Α΄41) τροποποιείται ως εξής:
«Πόροι είναι:
1. Τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων ή/και εργοδοτών, όπως αυτά προβλέπονται από την οικεία νομοθεσία που διέπει τον κάθε κλάδο.
2. Τα έσοδα από τις προβλεπόμενες εισφορές υπέρ των ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών που εντάσσονται στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., οι πρόσοδοι περιουσίας, καθώς και η απόδοση των κεφαλαίων και αποθεματικών αυτών και κάθε άλλο έσοδο και πόρος που προβλέπεται στην οικεία νομοθεσία ή άλλες γενικές διατάξεις νόμων.»
Άρθρο 81
Οικονομικό Σύστημα Λειτουργίας του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
Το άρθρο 39 του ν. 4052/2012 (Α΄41) τροποποιείται ως εξής:
«Οικονομικό σύστημα λειτουργίας
1. Το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. λειτουργεί για όσους ασφαλίζονται για πρώτη φορά από 1.1.2014 με βάση το διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση. Το ίδιο σύστημα εφαρμόζεται α) για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.2013 στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης για το χρόνο ασφάλισης από 1.1.2015 και εφεξής και β) για τους ασφαλισμένους στον κλάδο εφάπαξ παροχών μέχρι 31.12.2013 για τον χρόνο ασφάλισης από 1.1.2014 κι εφεξής.
2. Οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται για κάθε ασφαλισμένο των κατηγοριών αυτών, ανά κλάδο, τηρούνται σε ατομικές μερίδες από 1.1.2014.»
Άρθρο 82
Χρόνος ασφάλισης στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
Το άρθρο 40 του ν. 4052/2012 (Α΄41) αντικαθίσταται ως εξής:
«Χρόνος ασφάλισης
1. Χρόνος ασφάλισης για τον κλάδο επικουρικής ασφάλισης είναι:
α. Ο χρόνος, για τον οποίο καταβάλλονται ή οφείλονται ασφαλιστικές εισφορές από την έναρξη λειτουργίας του Ε.Τ.Ε.Α. (νυν Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.) και εφεξής.
β. Ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στα εντασσόμενα ταμεία, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ή συνεχίζεται η εξαγορά του, καθώς και ο χρόνος που έχει προσμετρηθεί από οποιαδήποτε αιτία, λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α. (νυν Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.).
γ. Ο χρόνοι ασφάλισης, οι οποίοι αναγνωρίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 40 και 47 του ν.2084/1992 (Α` 165), του άρθρου 20 του ν. 3232/2004 (Α` 48), και του άρθρου 41 παρ. 7 του ν. 3996/2011 (Α170), όπως ισχύουν κάθε φορά.
2. Χρόνος ασφάλισης στον κλάδο εφάπαξ παροχών είναι:
α. Ο χρόνος, για τον οποίο καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές από την ένταξη των ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών πρόνοιας και εφεξής.
β. Ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στα εντασσόμενα ταμεία, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς πρόνοιας, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ή συνεχίζεται η εξαγορά του.»
Άρθρο 83
Διοίκηση του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
Οι παράγραφοι 1, 2, 3, 4 και 11 του άρθρου 43 του ν. 4052/2012 (Α΄41) τροποποιούνται ως εξής:
«1. Το Ταμείο διοικείται από το Διοικητή και το Διοικητικό Συμβούλιο.
2. Ο Διοικητής είναι κάτοχος πτυχίου ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της ημεδαπής ή ισότιμου πτυχίου της αλλοδαπής, με διοικητική εμπειρία και κατάρτιση σε διοικητικά ή οικονομικά θέματα ή σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης ή κοινωνικής πολιτικής. Επιλέγεται σύμφωνα με τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις και είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Διορίζεται με τετραετή θητεία, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με δυνατότητα ισόχρονης ανανέωσης άπαξ κατά την ως άνω διαδικασία.
Οι δύο (2) Υποδιοικητές του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., ιδίων προσόντων με το Διοικητή, πλήρους απασχόλησης, επιλέγονται σύμφωνα με τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις και διορίζονται για τετραετή θητεία με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την απόφαση διορισμού ορίζεται ο Υποδιοικητής, ο οποίος αναπληρώνει τον Διοικητή ελλείποντα, απόντα ή κωλυόμενο σε όλα τα καθήκοντά του Διοικητή και Προέδρου Δ.Σ. Με απόφαση του Διοικητή του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. εκχωρούνται στους Υποδιοικητές οι αρμοδιότητες που ασκούνται από αυτούς.
3. Το Δ.Σ. είναι εννεαμελές (9) και συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, αποτελείται από:
α. Το Διοικητή του ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του.
β. Δύο (2) εκπροσώπους των ασφαλισμένων που προτείνονται από τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.), την Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων Α.Δ.Ε.Δ.Υ., την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία (Π.Ν.Ο.), την Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών (Π.Ο.Ε.Σ.Υ.), τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο (Π.Ι.Σ.), το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (Τ.Ε.Ε.) και τη Συντονιστική Επιτροπή των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος.
γ. Δύο (2) εκπροσώπους των εργοδοτών, οι οποίοι προτείνονται από το Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.), την Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (Ε.Σ.Ε.Ε.), την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών (Ε.Ε.Ε.), την Ελληνική Ένωση Τραπεζών (Ε.Ε.Τ.) και το Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.).
δ. Έναν (1) εκπρόσωπο των συνταξιούχων, που προτείνεται από την Ανώτατη Γενική Συνομοσπονδία Συνταξιούχων Ελλάδος (Α.Γ.Σ.Ε.Ε.), την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συνταξιούχων Ο.Α.Ε.Ε. (Π.Ο.Σ. Ο.Α.Ε.Ε.), την Ομοσπονδία Συνταξιούχων Ελλάδος Ι.Κ.Α. και Επικουρικών Ταμείων Μισθωτών και την Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτικών Συνταξιούχων (Π.Ο.Π.Σ.), με τους αναπληρωτές τους.
ε. Έναν (1) εκπρόσωπο των υπαλλήλων του Ταμείου, ο οποίος κατά την πρώτη συγκρότηση του Δ.Σ. του Ταμείου και μέχρι την εκλογή του εκπροσώπου των υπαλλήλων του Ταμείου, προτείνεται από την Π.Ο.Π.Ο.Κ.Π.
στ. Έναν (1) ειδικό επιστήμονα με εμπειρία και κατάρτιση σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης ή κοινωνικής πολιτικής ή σε θέματα οικονομικά ή διοίκησης και οργάνωσης που ορίζεται από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τον αναπληρωτή του.
ζ. Έναν (1) υπάλληλο που προέρχεται από τη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Προϊστάμενο Διεύθυνσης ή Τμήματος ή υπάλληλο ΠΕ ή ΤΕ κατηγορίας με πενταετή υπηρεσία στη Γ.Γ.Κ.Α..
Σε περίπτωση λήξης της θητείας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, αυτή παρατείνεται αυτοδίκαια μέχρι του ορισμού νέων μελών, όχι όμως περισσότερο από τρίμηνο από τη λήξη της.
Οι Υποδιοικητές του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. μετέχουν χωρίς δικαίωμα ψήφου στις συνεδριάσεις του Δ.Σ.
4. Τα μέλη των περιπτώσεων β', γ' και δ' της παραγράφου 3 του παρόντος επιλέγονται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατόπιν προτάσεων που υποβάλλονται από τις οικείες οργανώσεις μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την έγγραφη ειδοποίηση της υπηρεσίας.
11. α. Η θητεία του Διοικητή, του κυβερνητικού επιτρόπου και των μελών του Δ.Σ. είναι τετραετής και παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι του διορισμού νέων μελών, όχι όμως περισσότερο από τρεις μήνες από τη λήξη της.
β. Το Δ.Σ. μπορεί να συνεδριάζει και με χρήση ηλεκτρονικών μέσων (τηλεδιάσκεψη). Στην περίπτωση αυτή η πρόσκληση προς τα μέλη του Δ.Σ. περιλαμβάνει τις αναγκαίες πληροφορίες για τη συμμετοχή αυτών στη συνεδρίαση. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μπορεί να ορίζονται ελάχιστες τεχνικές προδιαγραφές ασφάλειας για την εγκυρότητα της συνεδρίασης».
Άρθρο 84
Θέματα οργάνωσης Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
Στο ν. 4052/2012 προστίθεται άρθρο 44Α ως εξής:
«1. Μέχρι 31.12.2016 καθορίζεται η νέα οργανωτική διάρθρωση του Ταμείου, οι αρμοδιότητες όλων των οργανικών μονάδων, οι κλάδοι από τους οποίους προέρχονται οι προϊστάμενοι αυτών και κάθε άλλη σχετική με τη λειτουργία του λεπτομέρεια με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του Ταμείου.
2. Μέχρι την έναρξη ισχύος της ΚΥΑ της παραπάνω παραγράφου, οι υπηρεσίες των εντασσόμενων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών πρόνοιας λειτουργούν με την υφιστάμενη οργανωτική τους δομή ασκώντας τις αρμοδιότητες που ασκούσαν.
3. Η παύση της λειτουργίας των εντασσόμενων στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
4. Ο Διοικητής και οι Υποδιοικητές του Ε.Τ.Ε.Α. παραμένουν μέχρι τη λήξη της θητείας τους ως Διοικητής και Υποδιοικητές του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.. Η θητεία του Δ.Σ. του Ε.Τ.Ε.Α. λήγει με το διορισμό του Δ.Σ. του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.».
Άρθρο 85
Θέματα οικονομικής λειτουργίας Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
Προστίθεται στο ν. 4052/2012 άρθρο 45Α ως εξής:
1. Το λογιστικό και οικονομικό έτος του κλάδου εφάπαξ παροχών ταυτίζεται με το ημερολογιακό. Κατά το πρώτο έτος λειτουργίας, το οικονομικό έτος αρχίζει από την ημερομηνία έναρξής του και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Ο Κλάδος παρακολουθείται αυτοτελώς, συντάσσει προϋπολογισμό, ισολογισμό - απολογισμό, τηρεί λογιστικά βιβλία, παραστατικά και αρχεία διαχείρισης.
2. Τα έσοδα και έξοδα προσδιορίζονται στον προϋπολογισμό του κλάδου εφάπαξ παροχών που συντάσσεται ετησίως και εγκρίνεται μαζί με τον προϋπολογισμό του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από έγκρισή του από το Δ.Σ. του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
3. Το Δ.Σ. του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., ως κύριος διατάκτης, διαθέτει τις πιστώσεις του Προϋπολογισμού του κλάδου εφάπαξ παροχών και δύναται όπου απαιτείται, να μεταβιβάζει μέρος τους, με επιτροπικά εντάλματα στα όργανα έγκρισης δαπανών (δευτερεύοντες διατάκτες) των Περιφερειακών Υπηρεσιών. Η μεταβίβαση ενεργείται με επιτροπικά εντάλματα με μέριμνα της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών της Κεντρικής Υπηρεσίας μετά από απόφαση του Δ.Σ. του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
4. Η απογραφή των περιουσιακών στοιχείων των εντασσόμενων ταμείων, τομέων κλάδων και λογαριασμών Πρόνοιας, ενεργείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Τα δεδομένα των βιβλίων των εντασσόμενων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών μεταφέρονται στα βιβλία του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., το αργότερο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας σύνταξης του ισολογισμού. Η αποτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των εντασσόμενων ταμείων, τομέων κλάδων και λογαριασμών Πρόνοιας ενεργείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
5. Η κινητή και ακίνητη περιουσία ταμείων, τομέων κλάδων και λογαριασμών Πρόνοιας, που είναι ενιαία με άλλους φορείς, κατανέμεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μετά από αντίστοιχη οικονομική μελέτη.
6. Οι πόροι που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις υπέρ των εντασσόμενων ταμείων, τομέων κλάδων και λογαριασμών Πρόνοιας, το σύνολο του προερχόμενου εξ αυτών ενεργητικού και παθητικού, καθώς επίσης η κινητή και ακίνητη περιουσία τους, η οποία απογράφεται από τις διοικήσεις τους μέχρι την ημερομηνία κατάργησής τους, περιέρχονται από την ημερομηνία της ένταξης στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., ως καθολικό διάδοχο αυτών, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ Δημοσίου, Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή άλλου προσώπου, το οποίο υπεισέρχεται στα πάσης φύσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις των αντίστοιχων εντασσόμενων ταμείων, τομέων κλάδων και λογαριασμών.
7. Στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. ισχύει και εφαρμόζεται ο κανονισμός Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του Ε.Τ.Ε.Α., οι διατάξεις περί Δημοσίου Λογιστικού και Λογιστικού Ν.Π.Δ.Δ.
8.Η κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων που προβλέπεται από το άρθρο 53 του ν.4144/2013 (Α’ 88) σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Δ.Π.Χ.Α.) αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2019.
Άρθρο 86
Θέματα προσωπικού εντασσομένων νομικών προσώπων
1. Στην παρ. 1 του άρθρου 46 του ν. 4052/2012 προστίθεται εδάφιο β΄ ως εξής:
«1.α. Το πάσης φύσεως προσωπικό και οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή, που υπηρετούν στα ταμεία προνοίας που εντάσσονται στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., μεταφέρονται σε αυτό με την ίδια εργασιακή σχέση, οργανική θέση, βαθμό και μισθολογικό κλιμάκιο που κατέχουν από την ημερομηνία ένταξης τους.
β. Από το προσωπικό που υπηρετεί στα ταμεία, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς πρόνοιας που εντάσσονται στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., μεταφέρονται σε αυτό υπάλληλοι, με συνεκτίμηση της αίτησης προτίμησής τους, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που εκδίδεται εντός μηνός από την ως άνω ένταξη.
2. Στο άρθρο 46 του ν. 4052/2012 προστίθεται παρ. 7,8,9,10 και 11 ως εξής:
«7. Οι συμβάσεις έργου ή παροχής υπηρεσιών φυσικών προσώπων που παρείχαν υπηρεσίες στους εντασσόμενους φορείς της παρ. 3 του άρθρου 36 κατ’ αποκοπή μπορεί να συνεχίζονται και με το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., μέχρι τη λήξη τους, με απόφαση του Δ.Σ. του τελευταίου.
8. Διαδικασίες για πλήρωση θέσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη στους εντασσόμενους φορείς συνεχίζονται κανονικά για λογαριασμό του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. Το προσλαμβανόμενο προσωπικό και οι αντίστοιχες οργανικές θέσεις μεταφέρονται στον Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.».
9. Όλες οι κενές οργανικές θέσεις των εντασσόμενων φορέων καταργούνται από την ημερομηνία ένταξής τους στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., εκτός εάν έχει προκηρυχθεί η πλήρωσή τους.
10. α. Από την έναρξη ισχύος της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 44Α, παύει αυτοδικαίως η άσκηση καθηκόντων ευθύνης των προϊσταμένων των οργανικών μονάδων του Ε.Τ.Ε.Α. και των εντασσομένων σε αυτόν ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών.
β. Με απόφαση του Δ.Σ. του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. τοποθετούνται προϊστάμενοι στις νέες οργανικές μονάδες οι υπάλληλοι, οι οποίοι υπηρετούσαν στο Ε.Τ.Ε.Α. και τα εντασσόμενα ταμεία, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς προνοίας, οι οποίοι έχουν επιλεγεί σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ή έχουν ορισθεί μέλη των οικείων Υπηρεσιακών Συμβουλίων και ασκούσαν καθήκοντα προϊσταμένου, με κριτήριο τον περισσότερο χρόνο άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου αντίστοιχου επιπέδου σε συνδυασμό με τα ουσιαστικά τους προσόντα.
γ. Εφόσον δεν πληρωθούν όλες οι θέσεις προϊσταμένων κατά τα ως άνω, τοποθετούνται προϊστάμενοι στις νέες οργανικές μονάδες υπάλληλοι με κριτήριο τον περισσότερο χρόνο άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου αντίστοιχου επιπέδου, εφόσον ανήκουν στον κλάδο, του οποίου οι υπάλληλοι προβλέπεται από τις οικείες οργανικές διατάξεις ότι μπορούν να προΐστανται στη συγκεκριμένη θέση. Εφόσον δεν επαρκούν οι θέσεις προϊσταμένων οργανικής μονάδας του φορέα, οι υπάλληλοι τοποθετούνται ως προϊστάμενοι σε οργανική μονάδα του αμέσως κατώτερου επιπέδου.
δ. Οι ανωτέρω τοποθετούμενοι σύμφωνα με τις περιπτώσεις β΄ και γ΄ ασκούν τα καθήκοντά τους, μέχρι την επιλογή νέων προϊσταμένων, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
11. Εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την έναρξη ισχύος της ΚΥΑ του άρθρου 44Α του παρόντος λήγει αυτοδίκαια η θητεία των μελών των υπηρεσιακών και πειθαρχικών συμβουλίων του Ε.Τ.Ε.Α. και των εντασσόμενων ταμείων και συγκροτείται Υπηρεσιακό και Πειθαρχικό Συμβούλιο σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.»
Άρθρο 87
Ενιαίος Κανονισμός Ασφάλισης και Παροχών Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π
Η παράγραφος 1 του άρθρου 47 του ν. 4052/2012 ( Α’ 41) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εκδίδεται εντός 6 μηνών από τη συγκρότηση των κλάδων επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. και αναλογιστική μελέτη, ο Ενιαίος Κανονισμός Ασφάλισης και Παροχών για τους κλάδους του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., με τον οποίο καθορίζονται τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, οι ασφαλιστικές εισφορές και οι πόροι, ο χρόνος ασφάλισης, η αναγνώριση συντάξιμου χρόνου και ο τρόπος εξαγοράς του, τα δικαιούμενα επικουρική σύνταξη ή εφάπαξ παροχή πρόσωπα, οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης ή χορήγησης εφάπαξ παροχής, ο τρόπος υπολογισμού της επικουρικής σύνταξης ή της εφάπαξ παροχής, η έναρξη και λήξη των παροχών καθώς και κάθε άλλη αναγκαία ρύθμιση που αφορά τη λειτουργία του κάθε κλάδου του ταμείου.
Μέχρι την έκδοση του Κανονισμού αυτού εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι καταστατικές διατάξεις των εντασσόμενων ταμείων, κλάδων, τομέων και λογαριασμών και η γενικότερη νομοθεσία, όπως ισχύουν, εφόσον αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας- Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος», με τον οποίο τροποποιούνται οι διατάξεις του παρόντος.»
Άρθρο 88
Ειδικά Οικονομικά Θέματα Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π
1. Στο άρθρο 48 του ν. 4052/2012 προστίθεται νέες παράγραφοι ως εξής:
«6. Μέχρι 31.12.2016 καταρτίζονται και εγκρίνονται οι οικονομικές καταστάσεις για την περάτωση των οικονομικών χρήσεων των εντασσόμενων με την παρ. 3 του άρθρου 36 στο Ε.Τ.Ε.Α. φορέων για την περίοδο έως 31.12.2016. Σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η ως άνω ημερομηνία, τις εν λόγω οικονομικές καταστάσεις συντάσσουν οι αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες του διαδόχου φορέα Ε.Τ.Ε.Α. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και σε περιπτώσεις διαπίστωσης αντικειμενικών δυσχερειών, το σχετικό έργο δύναται να ανατίθεται σε εξωτερικούς αναδόχους σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και μετά την ως άνω ημερομηνία.
7. Οι συμβάσεις με νομικά πρόσωπα φορέων, οι οποίοι με τον παρόντα νόμο εντάσσονται στο Ε.Τ.Ε.Α. εξακολουθούν να ισχύουν έναντι του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., εκτός αν αποφασίσει διαφορετικά το Δ.Σ. του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., για λόγους δημοσίου συμφέροντος, σχετικούς με την διαδικασία και τις ανάγκες ένταξης.
8. Μέχρι την έγκριση του προϋπολογισμού του πρώτου οικονομικού έτους οι δαπάνες του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. θα εκτελούνται από τους εγκεκριμένους προϋπολογισμούς των εντασσομένων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών πρόνοιας.
9. Στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. μεταφέρονται όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των εντασσόμενων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών πρόνοιας ανεξάρτητα από τη χρονική περίοδο ασφάλισής τους. Οι ασφαλισμένοι των εντασσόμενων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών πρόνοιας καθίστανται ασφαλισμένοι του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. σύμφωνα με το άρθρο 37.
10. Εκκρεμείς αιτήσεις κατά το χρόνο ένταξης των φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών πρόνοιας στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. για την αναγνώριση χρόνου ασφάλισης ή για την αντίστοιχη παροχή εξετάζονται από το Ταμείο αυτό.
11. Εκκρεμείς δίκες, που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσόμενων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών Πρόνοιας συνεχίζονται από το ΕΤΕΑΕΠ, χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του ΕΤΕΑΕΠ.
12. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΕΤΕΑΕΠ, ρυθμίζεται κάθε θέμα που θα προκύψει κατά την εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου αυτού».
2. Η παράγραφος 6 αναριθμείται σε 13.
Άρθρο 89
Τ.Μ.Ε.Δ.Ε.
1. Συστήνεται Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία Ταμείο Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (Τ.Μ.Ε.Δ.Ε.) με αντικείμενο την Εγγυοδοσία και Πιστοδοσία των ασφαλισμένων στον τομέα Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. του τ. Ε.Τ.Α.Α. Εποπτεύεται από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η λειτουργία του ΤΜΕΔΕ αρχίζει την 1.1.2017
2. Στο ΤΜΕΔΕ μεταφέρονται αυτοδίκαια οι πάσης φύσεως αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Δ’ Εγγυοδοσίας και Πιστοδοσίας του τομέα Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. του τ. Ε.Τ.Α.Α.
3. α) Με Προεδρικό Διάταγμα, μετά από πρόταση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μπορεί να ορίζονται και άλλοι σκοποί του Τ.Μ.Ε.Δ.Ε.
β) Η διάρθρωση του Τ.Μ.Ε.Δ.Ε., οι αρμοδιότητες των οργανικών του μονάδων, οι κλάδοι από τους οποίους προέρχονται οι προϊστάμενοι αυτών καθώς και κάθε άλλη σχετική με τη λειτουργία του λεπτομέρεια καθορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
Άρθρο 90
Διοίκηση Τ.Μ.Ε.Δ.Ε.
1. Το Τ.Μ.Ε.Δ.Ε. διοικείται από πενταμελή (5) Διοικούσα Επιτροπή, με αποφασιστικές αρμοδιότητες, η οποία αποτελείται από:
α. Δύο (2) εκπροσώπους, που προτείνονται από το Τ.Ε.Ε., με τους αναπληρωτές τους.
β. Δύο (2) εκπροσώπους που προτείνονται από τον Σ.Α.Τ.Ε., την Π.Ε.Σ.Ε.Δ.Ε., την Π.Ε.Δ.Μ.Ε.Δ.Ε., την Π.Ε.Δ.Μ.Η.Ε.Δ.Ε. και τον Σ.Ε.Γ.Μ. από κοινού, με τους αναπληρωτές τους.
γ. Έναν (1) υπάλληλο της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ΠΕ κατηγορίας με Α΄ βαθμό, με τον αναπληρωτή του.
2. Ως Πρόεδρος ορίζεται ένα (1) από τα υπό στοιχείο (α) μέλη.
3. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής, με τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους, διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με τετραετή θητεία και δεν επιτρέπεται η εκλογή ή ο διορισμός τους για περισσότερες από τρεις συνεχείς θητείες. Σε περίπτωση λήξης της θητείας της Διοικούσας Επιτροπής, αυτή παρατείνεται αυτοδίκαια μέχρι του διορισμού νέων μελών, όχι όμως περισσότερο από τρίμηνο από τη λήξη της.
4. Μέλος της Διοικούσας Επιτροπής, το οποίο απουσιάζει επί τρεις συνεχείς συνεδριάσεις χωρίς σοβαρό λόγο, ο οποίος κρίνεται από τη Διοικούσα Επιτροπή, αντικαθίσταται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μετά από πρόταση της Διοικούσας Επιτροπής. Η υφιστάμενη κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου Διοικούσα Επιτροπή του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε./Ε.Τ.Α.Α. διοικεί το Τ.Μ.Ε.Δ.Ε. μέχρι τη λήξη της προβλεπόμενης θητείας της.
5. α. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται η αμοιβή των μελών της Διοικούσας Επιτροπής του Τ.Μ.Ε.Δ.Ε.
β. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται οι αρμοδιότητες της Διοικούσας Επιτροπής του Τ.Μ.Ε.Δ.Ε. καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 91
Πόροι και Περιουσία Τ.Μ.Ε.Δ.Ε.
1. Πόρους του ΤΜΕΔΕ αποτελούν οι πρόσοδοι από τις εν γένει δραστηριότητες Εγγυοδοσίας – Πιστοδοσίας αρμοδιότητας της τέως Διεύθυνση Δ΄ Εγγυοδοσίας και Πιστοδοσίας του τέως τομέα Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
2. Τμήμα της περιουσίας του τέως τομέα ΤΣΜΕΔΕ μπορεί να μεταβιβαστεί στο ΤΜΕΔΕ με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κατόπιν οικονομικής μελέτης. Η ως άνω περιουσία περιέρχεται στο Τ.Μ.Ε.Δ.Ε. από την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του ως καθολικού διαδόχου του τέως τομέα Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή άλλων προσώπων.
Άρθρο 92
Θέματα Προσωπικού Τ.Μ.Ε.Δ.Ε.
1. α. Το προσωπικό που υπηρετεί στη Διεύθυνση Δ΄ Εγγυοδοσίας και Πιστοδοσίας του τομέα Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. του Ε.Τ.Α.Α. αποτελεί από την 1.1.2017 προσωπικό του Τ.Μ.Ε.Δ.Ε. , διατηρώντας το σύνολο των δικαιωμάτων της προηγούμενης υπηρεσιακής τους κατάστασης.
β. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης δύναται να μεταφέρεται σε αυτό προσωπικό από τον Ε.Φ.Κ.Α. με συνεκτίμηση της αίτησης προτίμησης των υπαλλήλων. Με όμοια απόφαση δύναται να μεταφέρεται προσωπικό του Τ.Μ.Ε.Δ.Ε στον Ε.Φ.Κ.Α.
2. Για τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασής τους οι υπάλληλοι του Τ.Μ.Ε.Δ.Ε. υπάγονται στο Υπηρεσιακό και Πειθαρχικό Συμβούλιο του Ε.Φ.Κ.Α.
Άρθρο 93
Έναρξη ισχύος
Έναρξη ισχύος των διατάξεων του Κεφαλαίου Στ’ ορίζεται η 1.1.2017, εκτός αν ορίζεται άλλως από επί μέρους διατάξεις του.
Κεφάλαιο Ζ΄ Προνοιακές παροχές ηλικιωμένων και υπερηλίκων
Άρθρο 94
Προνοιακά Επιδόματα Κοινωνικής Αλληλεγγύης ηλικιωμένων και υπερηλίκων
Στους ανασφάλιστους υπερήλικες και στους συνταξιούχους σύνταξης γήρατος, αναπηρίας και θανάτου που πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 95 και 96 καταβάλλονται τα προβλεπόμενα στις ρυθμίσεις αυτών ειδικά προνοιακά επιδόματα, η δαπάνη για την καταβολή των οποίων βαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Άρθρο 95
Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ)
1. Από 1.1.2016 και έως την 31.12.2019 το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ), το οποίο θεσπίσθηκε με το άρθρο 20 του ν. 2434/1996 (188, Α), καθώς και με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου «Μέτρα Ενίσχυσης των χαμηλοσυνταξιούχων» που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, (211 Α’), η οποία κυρώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2453/1997 (4 Α΄), όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, καταβάλλεται αποκλειστικά σε ήδη συνταξιούχους καθώς και σε δικαιούχους σύνταξης γήρατος, αναπηρίας και θανάτου των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. κατ’ άρθρο 56 του παρόντος οργανισμών κύριας ασφάλισης, εκτός του ΟΓΑ, οι οποίοι κατέθεσαν αίτηση συνταξιοδότησης πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος. Για την καταβολή του επιδόματος πρέπει να πληρούνται αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. Να έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους. Για τους συνταξιούχους λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, καθώς και για τα τέκνα που λαμβάνουν σύνταξη λόγω θανάτου του γονέα τους, δεν απαιτείται όριο ηλικίας.
β. Το συνολικό καθαρό ετήσιο εισόδημα τους από συντάξεις (κύριες, επικουρικές και βοηθήματα καταβαλλόμενα σε χρήμα), μισθούς, ημερομίσθια και λοιπά επιδόματα, να μην υπερβαίνει το ποσό των επτά χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα δύο (7.972) ευρώ.
Για τον προσδιορισμό του εισοδήματος αυτού δεν λαμβάνονται υπόψη τα ποσά που αντιστοιχούν στη σύνταξη αναπήρων, θυμάτων πολεμικής περιόδου και κατά την εκτέλεση της στρατιωτικής υπηρεσίας, θυμάτων τρομοκρατίας καθώς και στα προνοιακά βοηθήματα.
γ. Το συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα του συνταξιούχου να μην υπερβαίνει το ποσό των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα τεσσάρων (8.884)ευρώ.
δ. Το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα να μην υπερβαίνει το ποσό των έντεκα χιλιάδων (11.000) ευρώ. Τα παραπάνω ποσά αφορούν εισοδήματα του προηγούμενου φορολογικού έτους.
ε. Το συνολικό ακαθάριστο ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης που καταβάλλεται κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και τα πάσης φύσεως επιδόματα να μην υπερβαίνει τα εξακόσια εξήντα τέσσερα (664) ευρώ.
Για κάθε έτος, αρχής γενομένης από 1.1.2017 και μέχρι 31.12.2019, εξετάζεται το καταβαλλόμενο ως ανωτέρω ποσό συντάξεων κατά το μήνα έκδοσης της υπουργικής απόφασης της παραγράφου 4 ή το δικαιούμενο ποσό συντάξεων κατά τον πρώτο πλήρη μήνα συνταξιοδότησης, αν η συνταξιοδότηση χωρεί μετά την έκδοση της υπουργικής απόφασης.
στ. Προκειμένου περί αλλοδαπών, να διαμένουν νόμιμα και μόνιμα στην Ελλάδα.
2. Ποσά Επιδόματος:
α. Για συνολικά ποσά εισοδήματος από συντάξεις (κύριες και επικουρικές) μισθούς, ημερομίσθια και λοιπά επιδόματα ή βοηθήματα και μέχρι επτά χιλιάδες διακόσια δέκα έξι (7.216,00) ευρώ καταβάλλεται επίδομα διακόσια τριάντα (230) ευρώ μηνιαίως.
β. Για συνολικά ποσά εισοδήματος από επτά χιλιάδες διακόσια δέκα έξι ευρώ και ένα λεπτό (7.216,01) και μέχρι του ποσού των επτά χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα δύο (7.972,00) ευρώ καταβάλλεται ποσό μηνιαίου επιδόματος (Ε.Κ.Α.Σ.) σύμφωνα με τα παρακάτω:
βα. Από επτά χιλιάδες διακόσια δέκα έξι ευρώ και ένα λεπτό (7.216,01) ευρώ και μέχρι του ποσού των επτά χιλιάδων πεντακοσίων δέκα οκτώ (7.518,00) ευρώ ποσό εκατόν εβδομήντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτών (172,50).
ββ. Από επτά χιλιάδες πεντακόσια δέκα οκτώ ευρώ και ένα λεπτό (7.518,01) και μέχρι του ποσού των επτά χιλιάδων επτακοσίων είκοσι (7.720,00) ευρώ, ποσό εκατόν δέκα πέντε (115,00) ευρώ.
βγ. Από επτά χιλιάδες επτακόσια είκοσι ευρώ και ένα λεπτό (7.720,01) και μέχρι του ποσού των επτά χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ (7.972,00) ποσό πενήντα επτά ευρώ και πενήντα λεπτών (57,50).
γ. Τα ίδια ως άνω ποσά επιδόματος χορηγούνται και στους συνταξιούχους αναπηρίας που λαμβάνουν πλήρη σύνταξη.
δ. Στους συνταξιούχους γήρατος και αναπηρίας που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη, καθώς και σε όσους συνταξιούχους δεν θεμελιώνουν αυτοτελές δικαίωμα συνταξιοδότησης με χρόνο ασφάλισης που έχουν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα, το επίδομα ισούται με τα 2/3 των ανωτέρω ποσών. Για τους τελευταίους η διαφορά του 1/3 ποσού Ε.Κ.Α.Σ. που τυχόν δεν είχε καταβληθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσης διάταξης, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, δεν χορηγείται.
Προκειμένου για συνταξιούχους λόγω αναπηρίας, οποιαδήποτε μεταβολή στο ποσοστό αναπηρίας του δικαιούχου εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους, στο οποίο καταβάλλεται το Ε.Κ.Α.Σ., δεν επιφέρει οποιαδήποτε μεταβολή στο ποσό του επιδόματος.
Στις περιπτώσεις συνδικαιούχων σύνταξης λόγω θανάτου, τα ποσά του Ε.Κ.Α.Σ. επιμερίζονται κατά το ίδιο ποσοστό επιμερισμού της σύνταξης που προβλέπεται από τις διατάξεις του οικείου ασφαλιστικού φορέα, άλλως από την κληρονομική μερίδα τους.
3. Για τις περιπτώσεις των συνταξιούχων που πληρούσαν τις προϋποθέσεις για τη λήψη του Ε.Κ.Α.Σ. για το μέχρι 31.12.2015 χρονικό διάστημα, πλην όμως δεν άσκησαν το δικαίωμα τους ή δεν τους καταβλήθηκε το επίδομα και, εφόσον δεν έχει επέλθει παραγραφή σύμφωνα με το άρθρο 137 του ν. 3655/2008 και την παρ. 6 του άρθρου 40 του α.ν. 1846/1951, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 2556/1997, όπως ισχύουν, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
4. Από 1.1.2017 και μέχρι 31.12.2019 και σε ετήσια βάση τα ποσά που αναφέρονται στα εισοδηματικά κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, καθώς και τα ποσά του επιδόματος που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, προκειμένου τα ως άνω κριτήρια να βαίνουν κάθε έτος μειούμενα, με σκοπό αντίστοιχη ετήσια εμπροσθοβαρή μείωση της δαπάνης της παροχής μέχρι την ολοκληρωτική κατάργηση αυτής. Από 1-1-2020 η παροχή αυτή καταργείται.
5. Το επίδομα καταβάλλεται από τον Ε.Φ.Κ.Α. Σε περίπτωση με δόλο υποβολής ανακριβούς δήλωσης εκ μέρους του συνταξιούχου είτε για τον φορέα καταβολής του επιδόματος είτε για τα εισοδηματικά στοιχεία, καθώς και σε περίπτωση πολλαπλής είσπραξης του επιδόματος, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά του επιδόματος παρακρατούνται στο διπλάσιο, από το ποσό της κύριας σύνταξης, σε έξι (6) μηνιαίες δόσεις, με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του ΕΦΚΑ.
6. Ο έλεγχος των εισοδηματικών κριτηρίων χορήγησης του επιδόματος για κάθε έτος διενεργείται το αργότερο μέχρι το τέλος του Απριλίου του αντίστοιχου έτους και σε καμία περίπτωση δεν χορηγούνται ποσά Ε.Κ.Α.Σ. σε μη δικαιούχους, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, από την 1η Μαΐου του ίδιου έτους. Τα ποσά του Ε.Κ.Α.Σ. που καταβλήθηκαν από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα δεν λαμβάνονται υπόψη για την εξέταση της συνδρομής των εισοδηματικών κριτηρίων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.
7. Τα ποσά του Ε.Κ.Α.Σ. δεν υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Κλάδου Ασθένειας ούτε στην Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α`115), όπως ισχύει.
8. Το Ε.Κ.Α.Σ. δεν καταβάλλεται σε δικαιούχους που έχουν μόνιμη διαμονή σε χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
9. Το άρθρο 20 του ν. 2434/1996 (188, Α΄), όπως έχει αντικατασταθεί και ισχύει καταργείται.
Άρθρο 96
Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερήλικων
1. Στους ανασφάλιστους υπερήλικες και σε αυτούς που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, καταβάλλεται από τον ΟΓΑ, επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφαλίστων Υπερηλίκων, εφόσον πληρούν τις εξής προϋποθέσεις:
α. Έχουν συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας τους.
β. Δεν λαμβάνουν ή δεν δικαιούνται να λάβουν σύνταξη από το εξωτερικό ή οποιαδήποτε ασφαλιστική ή προνοιακή παροχή από την Ελλάδα, μεγαλύτερη από το κατωτέρω στην παρ. 3 πλήρες ποσό του επιδόματος.
Σε περίπτωση που η κατά τα ανωτέρω σύνταξη ή παροχή από δημόσιο φορέα που λαμβάνουν είναι μικρότερη από το επίδομα, δικαιούνται το ποσό της διαφοράς που προκύπτει μετά την αφαίρεση του ποσού της σύνταξης ή παροχής που λαμβάνουν από το επίδομα. Αν το ποσό που προκύπτει είναι μικρότερο από είκοσι (20) ευρώ δεν καταβάλλεται το επίδομα.
Σε περίπτωση μεταβολής του ποσού της σύνταξης ή της παροχής που λαμβάνουν από το εξωτερικό ή την Ελλάδα, αντίστοιχα, οι δικαιούχοι υποχρεούνται να το δηλώσουν αμέσως, προκειμένου να τροποποιηθεί αναλόγως το ποσό του επιδόματος.
Για όσους λαμβάνουν σύνταξη ή άλλη παροχή από οποιοδήποτε φορέα του εξωτερικού, η νομισματική ισοτιμία λαμβάνεται υπόψη την 1η εργάσιμη ημέρα του έτους κατά τη χορήγηση, την επαναχορήγηση ή την τροποποίηση του ποσού της παροχής που λαμβάνουν από τον αρμόδιο για την καταβολή αυτής φορέα, λόγω αλλαγής του ποσού της σύνταξης που λαμβάνουν από τον φορέα του εξωτερικού.
γ. Διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα δεκαπέντε (15) συνεχόμενα έτη πριν από την υποβολή της αίτησης για τη λήψη του επιδόματος ή δεκαπέντε (15) έτη μεταξύ του 17ου και του 67ου έτους της ηλικίας τους, εκ των οποίων τα δέκα (10) συνεχόμενα πριν από την υποβολή της αίτησης και εξακολουθούν να διαμένουν στην Ελλάδα και μετά τη λήψη της παροχής.
δ. Το ποσό του επιδόματος καταβάλλεται πλήρες ή σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην περίπτωση β’ της παραγράφου 1 για όσους πληρούν αθροιστικά τα ανωτέρω κριτήρια και έχουν συμπληρώσει στη χώρα τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) πλήρη έτη διαμονής και μειώνεται κατά 1/35 για κάθε ένα (1) έτος που υπολείπεται των τριάντα πέντε (35) ετών διαμονής στη χώρα.
ε. Το συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημά τους, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημά τους δεν υπερβαίνει το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων είκοσι (4.320) ευρώ ή, στη περίπτωση εγγάμων, το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των οκτώ χιλιάδων εξακοσίων σαράντα (8.640) ευρώ.
στ. Εξαιρούνται της παροχής οι μοναχοί/ες, οι οποίοι διαμένουν σε Ιερές Μονές και συντηρούνται από αυτές και όσοι εκτίουν ποινή φυλάκισης.
ζ. Εξαιρούνται επίσης όσοι ο ή ή σύζυγος λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή μεγαλύτερη από την παροχή.
2. Στο εισόδημα δεν υπολογίζονται:
α. Οι οικονομικές ενισχύσεις που χορηγούνται σε ΑμεΑ λόγω της αναπηρίας τους.
β. Το διατροφικό επίδομα που χορηγείται στους πάσχοντες από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και στους μεταμοσχευμένους.
γ. Το επίδομα ανεργίας
δ. Η διατροφή που καταβάλλεται σε ανήλικο τέκνο με δικαστική απόφαση ή με συμβολαιογραφική πράξη ή με ιδιωτικό έγγραφο.
3. Περιουσιακά κριτήρια.
α. Ακίνητη περιουσία:
Η συνολική φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας του αιτούντος σύμφωνα με τα ανωτέρω το επίδομα δεν μπορεί να υπερβαίνει στο σύνολο της το ποσό των 90.000 ευρώ.
β. Κινητή περιουσία:
Το τεκμήριο αντικειμενικής δαπάνης της κινητής περιουσίας του αιτούντος (επιβατικά ΙΧ, ΜΧ αυτοκίνητα ή και δίκυκλα) δεν μπορεί να υπερβαίνει στο σύνολό της, το ποσό των 6.000 ευρώ.
4. Το πλήρες ποσό του μηνιαίου επιδόματος ανέρχεται σε 360 Ευρώ και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παράγραφος 3 του παρόντος
5. Η ως άνω παροχή καταβάλλεται σε μηνιαία βάση για όσους δικαιούχους κάνουν αίτηση από την 1η του επόμενου της υποβολής της αίτησης μήνα. Εκκρεμείς αιτήσεις σε οποιοδήποτε στάδιο διοικητικής διαδικασίας, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, εξετάζονται με τις προϋποθέσεις του παρόντος.
6. Ποσά συντάξεων που εισπράχθηκαν μέχρι τη διακοπή της παροχής του ανασφάλιστου υπερήλικα, όπως προβλέπονταν από τις διατάξεις της περίπτωσης 5 της υποπαραγράφου ΙΑ.6. της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 δεν αναζητούνται.
7. Οι ανασφάλιστοι υπερήλικες που λαμβάνουν ήδη, πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, παροχή από τον ΟΓΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1296/1982, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του Ν. 4093/2012, εξακολουθούν να λαμβάνουν την παροχή, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τη δημοσίευση διατάξεις του τελευταίου.
8. Κατά της απόφασης περί απονομής ή μη του παρόντος επιδόματος χωρεί ένσταση ενώπιον του οργάνου εξέτασης ενστάσεων του άρθρου 40 του Π.Δ. 78/1998 (ΦΕΚ 72/Α/7.4.1998) «Καταστατικό Ασφάλισης και Συνταξιοδότησης Αγροτών», εντός προθεσμίας τριών μηνών, αρχομένης από την κοινοποίηση της απόφασης στον αιτούντα. Το ως άνω όργανο υποχρεούται να αποφανθεί επί της ένστασης μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της.
9. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων, καθορίζονται τα δικαιολογητικά, η διαδικασία καταβολής της παροχής καθώς και άλλες αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.
10. Οι ρυθμίσεις του άρθρου 69 του ν.4144/2013 (Α΄ 88) εφαρμόζονται και στην παρούσα ρύθμιση.
Κεφάλαιο Η΄ Διαχρονικό Δίκαιο
Άρθρο 97
Ειδικές διατάξεις για θέματα παροχών
1. Εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης κρίνονται, ως προς τον τρόπο υπολογισμού της δικαιούμενης σύνταξης κατά τους κανόνες που ίσχυαν σε έκαστο Φορέα κατά την 31.12.2014. Η ρύθμιση του άρθρου 14 του παρόντος εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή. Με τον ίδιο τρόπο κρίνονται και οι αιτήσεις συνταξιοδότησης βάσει των οποίων η καταβολή της σύνταξης, σύμφωνα με τις ισχύουσες πριν τη δημοσίευση του νόμου αυτού διατάξεις, ανατρέχει σε χρόνο πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
2. Αιτήσεις συνταξιοδότησης βάσει των οποίων η καταβολή της σύνταξης, σύμφωνα με τις ισχύουσες πριν τη δημοσίευση του νόμου αυτού διατάξεις, αρχίζει μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού. Επί αιτήσεων που θα κατατεθούν εντός του 2016, σε περίπτωση κατά την οποία το ποσό της εκδιδομένης σύνταξης υπολείπεται του ποσού της σύνταξης που θα εκδιδόταν κατά το προϊσχύσαν καθεστώς κατά ποσοστό άνω του 20%, το ήμισυ της υπό κρίση διαφοράς καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, με ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 14. Επί αιτήσεων που θα κατατεθούν εντός του 2017 συνεχίζει να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά το ένα τρίτο (1/3) της διαφοράς, και επί αιτήσεων που θα κατατεθούν εντός του 2018 το ένα τέταρτο (1/4) της διαφοράς.
3. Πρόσωπα τα οποία είναι συνταξιούχοι των ενταχθέντων στον ΕΦΚΑ φορέων, τομέων και κλάδων, κατά την ημερομηνία ένταξής τους στον ΕΦΚΑ, εφόσον οι συντάξεις τους είναι της αυτής αιτίας, δικαιούνται από τον ΕΦΚΑ σύνταξη ίση με το άθροισμα των καταβαλλόμενων συντάξεων από τους ενταχθέντες στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς και κλάδους. Σε περίπτωση που οι συντάξεις προέρχονται από διαφορετικές αιτίες, ο ΕΦΚΑ εξακολουθεί να καταβάλει αυτές χωριστά.
4. Η Ειδική Προσαύξηση του Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΣΜΕΔΕ) που συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3518/2006, καταργείται από 1.1.2016. Ο χρόνος ασφάλισης που έχει πραγματοποιηθεί στον καταργηθέντα Ειδικό Λογαριασμό Προσθέτων Παροχών (ΕΛΠΠ) θεωρείται ως προς τις έννομες συνέπειες ως χρόνος που έχει διανυθεί στην ασφάλιση της Ειδικής Προσαύξησης. Οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υπάγονταν στην ασφάλιση του ΤΣΜΕΔΕ και κατέβαλλαν εισφορές υπέρ της Ειδικής Προσαύξησης, αποκτούν δικαίωμα προσαύξησης της σύνταξής τους, το ύψος της οποίας θα προσδιοριστεί με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από εισήγηση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, βάσει σχετικής οικονομικής αναλογιστικής μελέτης, για τα έτη ασφάλισης που έχουν πραγματοποιηθεί στην Ειδική Προσαύξηση από 1.1.2007 και μετά ή για χρόνο ασφάλισης που έχει μεταφερθεί σε αυτήν από τον καταργηθέντα Ειδικό Λογαριασμό Προσθέτων Παροχών (ΕΛΠΠ). Στην μελέτη για τον προσδιορισμό του ποσοστού προσαύξησης λαμβάνονται υπόψη οι εξής παράμετροι: οι εισφορές υπέρ της ειδικής προσαύξησης, ο αντίστοιχος χρόνος καταβολής τους καθώς και τα έτη καταβολής της παροχής λόγω ειδικής προσαύξησης.
5. Ο Κλάδος Μονοσυνταξιούχων του Τομέα Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών (ΤΣΑΥ) καταργείται από 1.1.2016. Οι ασφαλισμένοι προερχόμενοι από το ΤΣΑΥ που έχουν υπαχθεί προαιρετικά στην ασφάλιση του Κλάδου Μονοσυνταξιούχων αποκτούν δικαίωμα προσαύξησης της σύνταξής τους, το ύψος της οποίας θα προσδιοριστεί με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από εισήγηση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, βάσει σχετικής οικονομικής αναλογιστικής μελέτης. Στην μελέτη για τον προσδιορισμό του ποσοστού προσαύξησης λαμβάνονται υπόψη οι εξής παράμετροι: οι εισφορές υπέρ της προσαύξησης, ο αντίστοιχος χρόνος καταβολής τους καθώς και τα έτη καταβολής της παροχής λόγω της προσαύξησης.
6. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα του άρθρου αυτού καταργείται.
Άρθρο 98
Παραγραφή αξιώσεων ΕΦΚΑ - Αναλογική Εφαρμογή διατάξεων- Εξουσιοδοτικές διατάξεις
1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι παρακάτω οφειλές προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή, που αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκαν.
α. Απαιτήσεις από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές.
β. Απαιτήσεις από τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις. Εξακολουθούν να υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή απαιτήσεις από πρόστιμα ή χρηματικές ποινές καθώς και από έξοδα και τέλη που επιβάλλονται με την ίδια απόφαση με την οποία επιβλήθηκαν τα πρόστιμα ή οι χρηματικές ποινές.
γ. Απαιτήσεις από άπιστη διαχείριση που δημιουργούνται από τη διαπίστωση ελλειμμάτων στις διαχειρίσεις των υπολόγων κατά τους ορισμούς και τη διαδικασία των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας.
δ. Απαιτήσεις από χρηματικές αξιώσεις του Φορέα που απορρέουν από συναφθείσα σύμβαση.
ε. Απαιτήσεις που πηγάζουν από σύμφωνα συμβίωσης και δηλώσεις τελευταίας βούλησης.
στ. Απαιτήσεις από περιοδικές παροχές.
ζ. Απαιτήσεις από καταλογισμούς που επιβλήθηκαν από οποιαδήποτε αρμόδια κατά νόμο Διοικητική Αρχή.
Κατά τα λοιπά έχουν εφαρμογή οι ρυθμίσεις του άρθρου 137 του νόμου 3655/2008.
2. Για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται στο νόμο σχετικά με τη λειτουργία και την οργάνωση του ΕΦΚΑ, τις εισφορές, παροχές, οφειλές, και μέχρι την έκδοση του Κανονισμού Οικονομικής Οργάνωσης και Λειτουργίας του ΕΦΚΑ της παρ. 4, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εφαρμόζονται αναλογικά οι γενικές ή ειδικές διατάξεις που ισχύουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, εφόσον αυτές δεν αντιτίθενται στις διατάξεις του παρόντος νόμου. Με όμοια απόφαση επεκτείνεται η δήλωση των εισφορών, μέσω Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης (ΑΠΔ), και η είσπραξη εισφορών και οφειλών μέσω ΚΕΑΟ.
3. Με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κατόπιν εισήγησης του Δ.Σ. του ΕΦΚΑ, εκδίδεται Κανονισμός Ασφάλισης και Παροχών του ΕΦΚΑ, στη βάση πορίσματος Επιτροπής που θα συγκροτηθεί από τον ανωτέρω Υπουργό.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εκδίδεται ο Κανονισμός Οικονομικής Οργάνωσης και Λειτουργίας του ΕΦΚΑ.
Άρθρο 99
Παροχές ΕΤΕΑΕΠ – Αναπροσαρμογή καταβαλλόμενων συντάξεων
1. Από τη θέση του νόμου σε ισχύ το άρθρο 42 του ν. 4052/2012 αντικαθίσταται ως εξής:
«Στο πλαίσιο του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, η επικουρική σύνταξη των ασφαλισμένων στο ΕΤΕΑΕΠ καθορίζεται ως εξής:
1. Το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης διαμορφώνεται με βάση: α) τα δημογραφικά δεδομένα, τα οποία στηρίζονται σε εγκεκριμένους αναλογιστικούς πίνακες θνησιμότητας και β) το πλασματικό ποσοστό επιστροφής που θα εφαρμόζεται στις συνολικά καταβληθείσες εισφορές και το οποίο θα προκύπτει από την ποσοστιαία μεταβολή των συντάξιμων αποδοχών των ασφαλισμένων.
2. Σε περίπτωση ελλειμμάτων λειτουργεί αυτόματος μηχανισμός εξισορρόπησης, ο οποίος αποκλείει απολύτως κάθε αναπροσαρμογή των συντάξεων. Κατά τη χρονική περίοδο αυξημένων εισφορών σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 100 οι συντάξεις δεν αναπροσαρμόζονται κατά την περίπτωση κατά την οποία αν αφαιρεθούν τα έξοδα από τα έσοδα του Ταμείου, το αποτέλεσμα αποκλίνει θετικά ή αρνητικά κατά ποσοστό ίσο η μεγαλύτερο από το 0,5% των εισφορών, λαμβάνοντας υπόψη τα απολογιστικά στοιχεία της προηγούμενης χρήσης .
3. Μετά την προαναφερόμενη περίοδο οι συντάξεις δεν θα αναπροσαρμόζονται σε περίπτωση που αν αφαιρεθούν τα έξοδα από τα έσοδα, το αποτέλεσμα θα προκύπτει αρνητικό. Περαιτέρω της προαναφερόμενης διαδικασίας και μόνο στην περίπτωση δημιουργίας ελλειμμάτων, θα γίνεται χρήση περιουσιακών στοιχείων του Κλάδου της Επικουρικής ασφάλισης.
4. Μέχρι την 1.6.2016 εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, με την οποία καθορίζονται οι τεχνικές παράμετροι, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.
5. α. Για τους ασφαλισμένους από την 1.1.2014 και εφεξής το ποσό της επικουρικής σύνταξης υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού.
β. Για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.2013, οι οποίοι καταθέτουν αίτηση συνταξιοδότησης από την 1.1.2015 και εντεύθεν, το ποσό της επικουρικής σύνταξης αποτελείται από το άθροισμα δύο τμημάτων:
βα. το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους έως 31.12.2014 υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε χρόνο ασφάλισης αντιστοιχεί σε 0,45% υπολογιζομένου επί των συντάξιμων αποδοχών εκάστου ασφαλισμένου, όπως αυτές υπολογίζονται και για την έκδοση της κύριας σύνταξης.
ββ. το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους από 1.1.2015 και εφεξής υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1,2 και 3του άρθρου αυτού.»
6. Οι ρυθμίσεις των άρθρων 14 και 33, 36 και 19 εφαρμόζονται αναλογικά και επί των συντάξεων του ΕΤΕΑΕΠ.
7. Εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος κρίνονται, ως προς τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής τους και αναπροσαρμόζονται στη συνέχεια βάσει των διατάξεων της επόμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου.
8. Οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την δημοσίευση του νόμου επικουρικές συντάξεις αναπροσαρμόζονται με εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εφόσον το άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης του δικαιούχου υπερβαίνει το ποσό των χιλίων τριακοσίων (1300) Ευρώ. Τα ανωτέρω στοιχεία αποτυπώνονται από την 1.01.2018 για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα. Για την εφαρμογή του ορίου αυτού, λαμβάνεται υπόψη το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης και της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του ν.3863/2010 (115 Α΄), όπως ισχύει, και των παραγράφων 11, 12 και 13 του άρθρου 44 του ν.3986/2011 (152 Α΄), όπως ισχύει. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται, μετά την αναπροσαρμογή, το άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης να μειωθεί πέραν το ανωτέρω ορίου των χιλίων τριακοσίων (1300) Ευρώ, του υπερβάλλοντος ποσού καταβαλλομένου ως προσωπική διαφορά.
9. Από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, το ΕΤΕΑΕΠ χορηγεί αποκλειστικά την επικουρική σύνταξη, όπως ρυθμίζεται με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, καταργούμενης κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης. Από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου οι διατάξεις που προβλέπουν κατώτατα όρια επικουρικών συντάξεων καταργούνται και η χορήγηση της επικουρικής σύνταξης γίνεται αποκλειστικά με τους όρους του παρόντος.
10. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζονται προσυνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται στους συνταξιούχους κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της σύνταξης που καθορίζεται βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου καθώς και κάθε άλλο θέμα ως προς την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
11. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ορίζεται η εργάσιμη ημέρα κατά την οποία θα καταβάλλεται η μηνιαία σύνταξη του ΕΤΕΑΕΠ. Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις.
Άρθρο 100
Εισφορές επικουρικής ασφάλισης
1. Από 1.6.2016 και μέχρι την 31.5.2019, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς για την επικουρική ασφάλιση στο ΕΤΕΑΕΠ όλων των μισθωτών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993, υπολογίζεται σε ποσοστό 3,5% για τον ασφαλισμένο και σε ποσοστό 3,5% για τον εργοδότη επί των ασφαλιστέων αποδοχών του εργαζομένου, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 38 του παρόντος νόμου. Από 1.6.2019 και μέχρι την 31.5.2022, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στο Ε.Τ.Ε.Α. όλων των μισθωτών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993, υπολογίζεται σε ποσοστό 3,25% για τον ασφαλισμένο και σε ποσοστό 3,25% για τον εργοδότη επί των ασφαλιστέων αποδοχών του εργαζομένου, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 38 του παρόντος νόμου. Μετά το πέρας της εξαετίας, το ποσοστό της μηνιαίας εισφοράς επανέρχεται στο ύψος που ίσχυε κατά την 31.12.2015.
Η εισφορά της περ. β΄ του άρθρου 59 του ν.3371/2005 (Α΄178) και η πρόσθετη ειδική εισφορά του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4225/2014 (Α΄2), εξακολουθούν να καταβάλλονται. Άλλες ειδικές εισφορές άπαξ καταβαλλόμενες από τους ασφαλισμένους εντασσόμενων στο ΕΤΕΑ ταμείων, τομέων κλάδων και λογαριασμών, καθώς και άλλα επιπλέον έσοδα που προκύπτουν πέραν από τις ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών παύουν να καταβάλλονται από 1.1.2018.
2. Από 1.6.2016 και μέχρι την 31.5.2019, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς όλων των αυταπασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993 στο Ε.Τ.Ε.Α. και στα εντασσόμενα σε αυτό ταμεία, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, υπολογίζεται σε ποσοστό 7% επί του εισοδήματος όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στα άρθρα 39 και 101 του παρόντος. Από 1.6.2019 και μέχρι την 31.5.2022, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς όλων των αυταπασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993 στο ΕΤΕΑΕΠ υπολογίζεται σε ποσοστό 6,5% επί του εισοδήματος όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στα άρθρα 39 και 101 του παρόντος. Μετά το πέρας της εξαετίας, το ποσοστό της μηνιαίας εισφοράς διαμορφώνεται στο ύψος που ίσχυε κατά την 31.12.2015.
3. Με απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δύναται, εντός του διαστήματος των τριών αυτών ετών, να μειώνεται αναλόγως το ύψος των εισφορών των ασφαλισμένων μισθωτών και αυταπασχολούμενων, ανάλογα με την αύξηση της εισπραξιμότητας αυτών.
4. Εισφορές που καταβλήθηκαν νόμιμα δεν επιστρέφονται.
Άρθρο 101
Μεταβατική ρύθμιση – εισφορές αυταπασχολούμενων προερχόμενων από το ΕΤΑΑ
1. Ειδικά για το διάστημα από την 1.1.2017 έως και την 31.12.2020, τα ποσά των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν στους οικείους φορείς για τους κλάδους κύριας και επικουρικής σύνταξης, εφάπαξ και υγειονομικής περίθαλψης οι, άνω της πενταετίας, ελεύθεροι επαγγελματίες που προέρχονται από το Ε.Τ.Α.Α, όπως διαμορφώνονται μετά τον, σύμφωνα με το άρθρο 39 του παρόντος υπολογισμό, προσαρμόζονται μειούμενα σύμφωνα με τον πίνακα που ακολουθεί:
Εισόδημα από | έως | % προσαρμογής |
0,00 | 7.033,00 | 0,00% |
7.033,01 | 13.000,00 | 50,00% |
13.000,01 | 14.000,00 | 49,00% |
14.000,01 | 15.000,00 | 48,00% |
15.000,01 | 16.000,00 | 47,00% |
16.000,01 | 17.000,00 | 46,00% |
17.000,01 | 18.000,00 | 45,00% |
18.000,01 | 19.000,00 | 44,00% |
19.000,01 | 20.000,00 | 43,00% |
20.000,01 | 21.000,00 | 42,00% |
21.000,01 | 22.000,00 | 41,00% |
22.000,01 | 23.000,00 | 40,00% |
23.000,01 | 24.000,00 | 39,00% |
24.000,01 | 25.000,00 | 38,00% |
25.000,01 | 26.000,00 | 37,00% |
26.000,01 | 27.000,00 | 36,00% |
27.000,01 | 28.000,00 | 35,00% |
28.000,01 | 29.000,00 | 34,00% |
29.000,01 | 30.000,00 | 33,00% |
30.000,01 | 31.000,00 | 32,00% |
31.000,01 | 32.000,00 | 31,00% |
32.000,01 | 33.000,00 | 30,00% |
33.000,01 | 34.000,00 | 29,00% |
34.000,01 | 35.000,00 | 28,00% |
35.000,01 | 36.000,00 | 27,00% |
36.000,01 | 37.000,00 | 26,00% |
37.000,01 | 38.000,00 | 25,00% |
38.000,01 | 39.000,00 | 24,00% |
39.000,01 | 40.000,00 | 23,00% |
40.000,01 | 41.000,00 | 22,00% |
41.000,01 | 42.000,00 | 21,00% |
42.000,01 | 43.000,00 | 20,00% |
43.000,01 | 44.000,00 | 19,00% |
44.000,01 | 45.000,00 | 18,00% |
45.000,01 | 46.000,00 | 17,00% |
46.000,01 | 47.000,00 | 16,00% |
47.000,01 | 48.000,00 | 15,00% |
48.000,01 | 49.000,00 | 14,00% |
49.000,01 | 50.000,00 | 13,00% |
50.000,01 | 51.000,00 | 12,00% |
51.000,01 | 52.000,00 | 11,00% |
52.000,01 | 53.000,00 | 10,00% |
53.000,01 | 54.000,00 | 9,00% |
54.000,01 | 55.000,00 | 8,00% |
55.000,01 | 56.000,00 | 7,00% |
56.000,01 | 57.000,00 | 6,00% |
57.000,01 | 58.000,00 | 5,00% |
58.000,01 |
| 0,00% |
2. Σε καμία περίπτωση το ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς για τους κλάδους κύριας και επικουρικής σύνταξης, εφάπαξ και υγειονομικής περίθαλψης δεν δύναται να υπολείπεται, ακόμα και μετά την εφαρμογή των ανωτέρω προσαρμογών, του ποσού που προκύπτει κατ’ εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 39.
3. Οι ανωτέρω προσαρμογές εφαρμόζονται αναλογικά και στους κάτω της πενταετίας αυτοαπασχολούμενους που υπάγονται ή θα υπάγονται βάσει των ειδικών, γενικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος στο Ε.Τ.Α.Α, για το διάστημα από την 1.1.2017 έως και την 31.12.2020, και των οποίων το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την ασκούμενη δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος είναι άνω των 4922 €. Ειδικά για την κατηγορία αυτή των ασφαλισμένων, η προσαρμογή ύψους 50% εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που το φορολογητέο εισόδημα ανέρχεται μεταξύ 4922 και 10.000 €. Σε καμία περίπτωση το ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς για τους κλάδους κύριας και επικουρικής σύνταξης, εφάπαξ και υγειονομικής περίθαλψης των ασφαλισμένων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου αυτής δεν δύναται να υπολείπεται, ακόμα και μετά την εφαρμογή των προσαρμογών, του ποσού που προκύπτει κατ’ εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 39.
Άρθρο 102
Μεταβατική διάταξη για συνταξιοδοτικές παροχές ασφαλιζομένων στον ΟΓΑ1. Για τις αιτήσεις συνταξιοδότησης των προσώπων του άρθρου 40 του παρόντος που θα κατατεθούν από την έναρξη ισχύος του παρόντος έως 31.12.2030 ισχύουν τα εξής:
α. Για τις αιτήσεις συνταξιοδότησης που θα κατατεθούν από 1.1.2017 έως 31.12.2017 το ποσό της σύνταξης αποτελείται από το άθροισμα δύο επιμέρους ποσών: κατά ποσοστό 93,80% από το ποσό που προκύπτει με βάση τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις του ΟΓΑ όπως αυτές ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, με την επιφύλαξη του άρθρου 40 και κατά ποσοστό 6,20% από το άθροισμα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης.
β. Για τις αιτήσεις συνταξιοδότησης που θα κατατεθούν από 1.1.2018 έως 31.12.2030 το ποσό της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης διαμορφώνεται σταδιακά κατ’ έτος σε ποσοστό 12,90%, 19,60%, 26,30%, 33%, 39,70%, 46,40%, 53,10%, 59,80%, 66,50%, 73,20%, 79,90, 86,60%, 93,30% αντίστοιχα. Το ποσό που προκύπτει με βάση τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις του ΟΓΑ όπως αυτές ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διαμορφώνεται σταδιακά κατ’ έτος σε ποσοστό 87,10%, 80,40%, 73,70%, 67,00%, 60,30%, 53,60%, 46,90% 40,20% 33,50%, 26,80%, 20,10%, 13,40% και 6,70% αντίστοιχα.
γ. Όσοι συνταξιοδοτούνται από 1.1.2031 και στο εξής λαμβάνουν ολόκληρο το ποσό της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 7 και 28 του παρόντος.
Άρθρο 103
Γενικές Μεταβατικές Διατάξεις Ε.Φ.Κ.Α.1. Η παύση της λειτουργίας των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως διαπιστώνεται η μεταφορά των αρμοδιοτήτων των συντάξεων του Δημοσίου Τομέα που περιέρχονται στον Ε.Φ.Κ.Α. Μέχρι την έκδοση της ανωτέρω απόφασης, η Γενική Διεύθυνση Χορήγησης Συντάξεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών εξακολουθεί να ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στα άρθρα 48 έως 53 του
Π.Δ. 111/2014.
2. α. Οι εντασσόμενοι στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδοι και λογαριασμοί ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από το νόμο αυτό, και συνεχίζουν να ασκούν αυτές που προβλέπονται από τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις τους, κατά το μέρος που αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος, μέχρι την ημερομηνία ένταξής στον Ε.Φ.Κ.Α. σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 54 του παρόντος.
β. Οι θέσεις των Διοικητών, των Υποδιοικητών, των Προέδρων των Διοικητικών Συμβουλίων καθώς και των Διοικητικών Συμβουλίων των εντασσομένων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, πλην του Ν.Α.Τ. και του Ο.Γ.Α., καταργούνται από την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης της παραγράφου 1.
γ. Οι υπηρεσίες των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών μέχρι την ένταξή τους στον ενιαίο φορέα, λειτουργούν με την υφιστάμενη οργανωτική τους δομή και για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του νόμου αυτού.
3. α. Μέχρι την επιλογή και το διορισμό Διοικητή στον Ε.Φ.Κ.Α. σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, και σε κάθε περίπτωση μέχρι 31.12.2016, Διοικητής στον Ε.Φ.Κ.Α. ορίζεται ο Διοικητής του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. Ο εν λόγω διορισμός του δεν συνιστά ασυμβίβαστο με την παράλληλη διατήρηση των καθηκόντων του ως Διοικητή του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., κατ’ εξαίρεση των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων των φορέα αυτού.
β. Ο Διοικητής του Ε.Φ.Κ.Α. έχει κατά το μεταβατικό ως άνω διάστημα ενδεικτικά τις εξής αρμοδιότητες: α) Συγκαλεί το προσωρινό Δ.Σ., καθορίζει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης και διευθύνει τις συνεδριάσεις, β) ασκεί την προσωρινή διοίκηση του Ε.Φ.Κ.Α., γ) εισηγείται προς το Δ.Σ. τα ζητήματα που απαιτούν νομοθετική ρύθμιση για την οργάνωση και τη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α, δ) τοποθετεί και διαχειρίζεται το μεταφερόμενο στον Ε.Φ.Κ.Α. προσωπικό σύμφωνα με τις ανάγκες του Φορέα, ε) εκπροσωπεί τον Ε.Φ.Κ.Α. δικαστικώς και εξωδίκως, στ) αναθέτει μετά από σχετική απόφαση του Δ.Σ. και έγκριση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης σε τρίτους την υλοποίηση έργων εκ μέρους του Ε.Φ.Κ.Α. σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και ζ) υπογράφει κατόπιν εξουσιοδότησης του Δ.Σ. συμβάσεις που συνάπτει ο Ε.Φ.Κ.Α. καθώς και κάθε άλλου περιεχομένου έγγραφο.
γ. Ο Διοικητής μπορεί με απόφασή του να μεταβιβάζει στους Υποδιοικητές ή σε Προϊσταμένους των οργανικών μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α. ορισμένες αρμοδιότητές του ή το δικαίωμα να υπογράφουν κατά περίπτωση «με εντολή Διοικητή».
δ. Μέχρι τη συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Φ.Κ.Α., συγκροτείται προσωρινό Δ.Σ. με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το αργότερο εντός 15 ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
ε. Το προσωρινό Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από:
εα. τον Διοικητή του, ως Πρόεδρο, με έναν από τους υποδιοικητές του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., ως αναπληρωτή του.
εβ. Tους Διοικητές ή Πρόεδρους των λοιπών εντασσομένων Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης στον Ε.Φ.Κ.Α. με αναπληρωτές όσους τους αναπλήρωναν στην διοίκηση αυτών.
εγ. Έναν (1) προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τον αναπληρωτή του.
εδ. Δύο (2) ειδικούς επιστήμονες, έναν εξειδικευμένο σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας και έναν εξειδικευμένο σε θέματα οικονομικών και οικονομικής διαχείρισης που ορίζονται από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τον αναπληρωτή του.
εε. Το Δ.Σ. έχει νόμιμη σύνθεση ακόμη και χωρίς τη συμμετοχή των μελών της περίπτωσης iv, εφόσον αυτοί δεν ορισθούν ή δεν αναλάβουν τα καθήκοντά τους.
ζ. Η ιδιότητα των Διοικητών των εντασσόμενων Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης ως μέλους στο προσωρινό Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α., κατά τα ανωτέρω, δεν συνιστά ασυμβίβαστο με την παράλληλη διατήρηση των καθηκόντων τους ως Διοικητές αυτών, κατ’ εξαίρεση των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων των εν λόγω φορέων.
η. Σε όλα τα μέλη του προσωρινού Δ.Σ. καταβάλλεται από τον Ε.Φ.Κ.Α. μηνιαία αποζημίωση που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
θ. Αρμοδιότητες του προσωρινού Δ.Σ. είναι, ιδίως, η μέριμνα για την προεργασία και λήψη κάθε απόφασης σχετικά με την οργανωτική διάρθρωση και λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α., τη στέγαση των υπηρεσιών, την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού και η ανάληψη κάθε άλλης δράσης σχετικά με τη λειτουργία του μέχρι τον ορισμό του Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης τροποποιούνται ή συμπληρώνονται οι αρμοδιότητες του Διοικητή, καθώς και του προσωρινού Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α. Το Δ.Σ. μπορεί με απόφασή του να μεταβιβάζει στο Διοικητή ορισμένες αρμοδιότητές του ή το δικαίωμα να υπογράφει κατά περίπτωση «με εντολή Δ.Σ.».
ι. Η θητεία του προσωρινού Δ.Σ. λήγει αυτοδικαίως με το διορισμό του νέου Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που εκδίδεται κατόπιν εισήγησης του προσωρινού Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α. συγκροτούνται ομάδες διοίκησης έργου για το συντονισμό και την εν γένει διαχείριση ζητημάτων ενοποίησης των δομών των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, κατά το μεταβατικό στάδιο και μέχρι την πλήρη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α. ως φορέα κοινωνικής ασφάλισης.
5. Εντός δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, με πρόταση του προσωρινού Διοικητή που εγκρίνεται από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καταρτίζεται ο πρώτος προϋπολογισμός του Ε.Φ.Κ.Α. και περιλαμβάνει στο σκέλος των εξόδων πιστώσεις για την κάλυψη των διοικητικών και λειτουργικών δαπανών του, οι οποίες κατανέμονται στους εντασσόμενους φορείς με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και περιλαμβάνονται στο σκέλος των εσόδων του.
6. Μέχρι 31.12.2016 καταρτίζονται και εγκρίνονται οι οικονομικές καταστάσεις για την περάτωση των οικονομικών χρήσεων των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων για την περίοδο έως 31.12.2016. Σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η ως άνω ημερομηνία, τις εν λόγω οικονομικές καταστάσεις συντάσσουν οι αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες του διαδόχου φορέα Ε.Φ.Κ.Α. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και σε περιπτώσεις διαπίστωσης αντικειμενικών δυσχερειών, το σχετικό έργο δύναται να ανατίθεται σε εξωτερικούς αναδόχους σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και μετά την ως άνω ημερομηνία.
7. Οι συμβάσεις με νομικά πρόσωπα φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, οι οποίοι με τον παρόντα νόμο εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. εξακολουθούν να ισχύουν έναντι του Ε.Φ.Κ.Α., εκτός αν αποφασίσει διαφορετικά το προσωρινό ή οριστικό Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α., για λόγους δημοσίου συμφέροντος, σχετικούς με την διαδικασία και τις ανάγκες ένταξης.
8. Στην παρ. 3 του άρθρου 22γ του π.δ. 774/1980 (Α 189), όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 82 του ν.
4055/2012 (Α 51) και κωδικοποιήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 41 του ν.
4129/2013 (Α 52), αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 29 του ν.
4223/2013 (Α 287) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 53 του ν.
4257/2014(Α 93), προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής: «Για τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και τον Ο.Α.Ε.Δ., αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, οι παραπάνω υποχρεώσεις θα εξαντλούνται, όσον αφορά τα οικονομικά απολογιστικά στοιχεία, με την υποβολή όσων προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 157 του ν.
4270/2014 (Α 143), όπως ισχύει σήμερα.»
9. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Φ.Κ.Α. ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια σχετική με τις ρυθμίσεις του άρθρου αυτού. Ειδικά για τα ζητήματα συντάξεων Δημοσίου Τομέα στην ως άνω απόφαση συμπράττει ο Υπουργός Οικονομικών.
Άρθρο 104
Μεταβατικές διατάξεις για θέματα προσωπικού Ε.Φ.Κ.Α.1. α. Εντός μηνός από την δημοσίευση του παρόντος στελεχώνονται εκείνες οι οργανικές μονάδες του Ε.Φ.Κ.Α., οι οποίες τίθενται άμεσα σε λειτουργία για τις ανάγκες ένταξης σε αυτόν των φορέων, κλάδων, τομέων και λογαριασμών, κατά οριζόμενα στο άρθρο 56 και για την πλήρη λειτουργία του ως φορέα κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με το άρθρο 54 του παρόντος.
β. Η στελέχωση του Ε.Φ.Κ.Α. κατά τα ανωτέρω, μέχρι την πλήρη λειτουργία του ως φορέα κοινωνικής ασφάλισης, ενεργείται με μεταφορά προσωπικού σε αυτόν από τους εντασσόμενους φορείς, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η εν λόγω απόφαση εκδίδεται κατόπιν πρότασης των Δ.Σ. του οικείου φορέα και του προσωρινού Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α., μετά από πρόσκληση του Διοικητή του Ε.Φ.Κ.Α. Κατά προτεραιότητα μεταφέρεται προσωπικό που καταθέτει σχετική αίτηση.
γ. Κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, μέχρι την έναρξη ισχύος του ΠΔ του άρθρου 55 του παρόντος, δύνανται να μεταφέρονται από τους εντασσόμενους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 56 του παρόντος, στον Ε.Φ.Κ.Α., ολόκληρες οργανικές μονάδες. Με την ίδια απόφαση οι ανωτέρω οργανικές μονάδες εντάσσονται στις συνιστώμενες με τον παρόντα νόμο Γενικές Διευθύνσεις ή ορίζεται το όργανο, στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγονται.
δ. Ειδικότερα, για τη στελέχωση της Διεύθυνσης Ειδικού Προγράμματος και προκειμένου αυτή να ασκεί τις προβλεπόμενες στο άρθρο 68 αρμοδιότητές της, μέχρι την πλήρη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α. ως φορέα κύριας κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 54 μεταφέρονται σε αυτόν, τριάντα (30) υπάλληλοι από τους εντασσόμενους φορείς, οι οποίοι κατανέμονται και τοποθετούνται στην εν λόγων Διεύθυνση, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Οι υπάλληλοι που θα μεταφερθούν, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, επιλέγονται από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης από πίνακες που υποβάλλονται από το Δ.Σ. του εκάστοτε φορέα προέλευσης. Οι εν λόγω πίνακες περιέχουν διπλάσιο αριθμό προσώπων από αυτόν που τελικώς θα μεταφερθεί από τον κάθε φορέα και πρέπει να υποβληθούν εντός αποκλειστικής προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την ημερομηνία που θα ζητηθούν. Μέχρι την ένταξη των φορέων κατά το άρθρο 56 του παρόντος, η δαπάνη μισθοδοσίας των μεταφερόμενων κατά τη διάταξη αυτή υπαλλήλων εξακολουθεί να βαρύνει του φορείς προέλευσής τους.
Στους ως άνω υπαλλήλους που θα μεταφερθούν στον Ε.Φ.Κ.Α. περιλαμβάνονται και υπάλληλοι της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής και της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, οι οποίοι αποσπώνται, κατανέμονται και τοποθετούνται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων. Για την εν λόγω απόσπαση προκρίνονται οι υπάλληλοι των ως άνω Γενικών Γραμματειών που θα υποβάλουν σχετική αίτηση.
Λόγω των αυξημένων αρμοδιοτήτων της συγκεκριμένης Διεύθυνσης, που απορρέουν από τη σπουδαιότητα του ειδικού σκοπού της, οι υπάλληλοι που θα τη στελεχώσουν λαμβάνουν πέραν των αποδοχών της οργανικής τους και επιμίσθιο, το οποίο θα καθοριστεί με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Σε κάθε περίπτωση το σύνολο των αποδοχών των ανωτέρω δε μπορεί να υπερβαίνει το ανώτατο όριο αποδοχών, όπως αυτό καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν.
3833/2010, όπως ισχύει.
2. α. Σε περίπτωση μεταφοράς προσωπικού κατά την προηγούμενη παράγραφο, ως προϊστάμενος τοποθετείται, με απόφαση του Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α., υπάλληλος με κριτήριο τον περισσότερο χρόνο άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου αντίστοιχου επιπέδου. Εάν δεν υφίστανται θέσεις προϊσταμένων του Ε.Φ.Κ.Α. ομοίου επιπέδου, οι μεταφερόμενοι υπάλληλοι μπορεί να τοποθετούνται ως προϊστάμενοι σε οργανική μονάδα του αμέσως κατώτερου επιπέδου.
β. Με την έναρξη ισχύος του Π.Δ. του Οργανισμού του Ε.Φ.Κ.Α. παύει αυτοδικαίως η άσκηση καθηκόντων ευθύνης των προϊσταμένων των οργανικών μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α. και των εντασσομένων σε αυτόν φορέων και κλάδων. Με απόφαση του Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α. τοποθετούνται προϊστάμενοι στις νέες οργανικές μονάδες οι υπάλληλοι, οι οποίοι υπηρετούσαν στους εντασσόμενους φορείς και ασκούσαν καθήκοντα προϊσταμένου του ίδιου επιπέδου, με κριτήριο τον περισσότερο χρόνο άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου αντίστοιχου επιπέδου, εφόσον ανήκουν στον κλάδο, του οποίου οι υπάλληλοι προβλέπεται από τις οικείες οργανικές διατάξεις ότι μπορούν να προΐστανται στη συγκεκριμένη θέση και ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι την επιλογή νέων προϊσταμένων σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Εφόσον δεν επαρκούν οι θέσεις προϊσταμένων οργανικής μονάδας του φορέα, οι υπάλληλοι τοποθετούνται ως προϊστάμενοι σε οργανική μονάδα του αμέσως κατώτερου επιπέδου.
3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κατόπιν πρότασης του προσωρινού ή οριστικού Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α. και του Δ.Σ. του οικείου φορέα, δύνανται να μεταφερθούν στον Ε.Φ.Κ.Α. δικηγόροι με έμμισθη εντολή από τους εντασσόμενους φορείς.
4. Μέχρι τη σύσταση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Ε.Φ.Κ.Α. κατ’ εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων, οπότε και λήγει αυτοδίκαια η θητεία των μελών των Υπηρεσιακών Συμβουλίων των εντασσόμενων φορέων, τα τελευταία ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις. Μετά τη λήξη της θητείας τους κατά τα ανωτέρω, εκκρεμείς σε οποιοδήποτε στάδιο υποθέσεις κρίνονται από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Ε.Φ.Κ.Α.
Ειδικότερα για τους υπαλλήλους της Γενικής Διεύθυνσης Χορήγησης Συντάξεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών που αποσπώνται στον Ε.Φ.Κ.Α. κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 75, αρμόδιο για τα θέματα της υπηρεσιακής τους κατάστασης είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Υπουργείου Οικονομικών.
Κεφάλαιο Θ΄ Λοιπές Διατάξεις κοινωνικοασφαλιστικού περιεχομένου
Άρθρο 105
Εισφορά υπέρ συλλογικών οργάνων συνταξιούχων1. Θεσπίζεται μηνιαία εισφορά 0,50 ευρώ, η οποία παρακρατείται από τις καταβαλλόμενες κύριες συντάξεις και αποδίδεται στον Λογαριασμό Κοινωνικής Πολιτικής (Ν.
4144/2013, άρθρο 34) με σκοπό την οικονομική ενίσχυση Ομοσπονδιών και Σωματείων Συνταξιούχων.
2. Όσοι δεν επιθυμούν την παρακράτηση, θα πρέπει να υποβάλουν έγγραφη δήλωση στην αρμόδια υπηρεσία του ασφαλιστικού τους φορέα.
3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
4. Η παρακράτηση άρχεται από την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα έναρξης ισχύος του παρόντος.
Άρθρο 106
Επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών1. Κάθε παροχή που έχει καταβληθεί από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αχρεώστητα, επιστρέφεται ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του λαβόντος και αναζητείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Σε περίπτωση υπαιτιότητας του αναζητείται εντόκως, με επιτόκιο 3%
Παράλληλα με την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, επιτρέπεται απευθείας συμψηφισμός οποιασδήποτε οφειλής προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με το σύνολο των χορηγούμενων παροχών, που τυχόν δικαιούται ο οφειλέτης.
Ο συμψηφισμός πραγματοποιείται σε μηνιαίες δόσεις, το ύψος καθεμιάς από τις οποίες δε μπορεί να υπερβαίνει το 1/3 του μεικτού ποσού που αντιστοιχεί στις χορηγούμενες παροχές, ή εφάπαξ, εφόσον το συνολικό ποσό της οφειλής δεν υπερβαίνει το 1/3 του ποσού που αντιστοιχεί στις χορηγούμενες παροχές.
Ο καταλογισμός και ο τυχόν διενεργούμενος συμψηφισμός εκτελείται με απόφαση του Διευθυντή του αρμοδίου Υποκαταστήματος.
2. Εάν ο οφειλέτης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αποβιώσει ,οι οφειλές του συμψηφίζονται με τυχόν οφειλόμενες σε αυτόν και στους νόμιμους κληρονόμους του αναδρομικές παροχές, προς απομείωση του χρέους, ενώ το υπόλοιπο ποσό αναζητείται από αυτούς κατά την κληρονομική τους μερίδα σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Σε περίπτωση που μεταξύ των κληρονόμων υπάρχουν πρόσωπα τα οποία έλκουν συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά δικαιώματα από τον οφειλέτη, το ανεξόφλητο ποσό της οφειλής κατά την κληρονομική τους μερίδα, παρακρατείται από το σύνολο των συνταξιοδοτικών παροχών που τους μεταβιβάζονται ή τους καταβάλλονται, σε μηνιαίες δόσεις ή εφάπαξ, όπως στην παρ. 1.
Εφόσον η οφειλή δεν είχε βεβαιωθεί όσο ο οφειλέτης βρισκόταν εν ζωή, εκδίδεται απόφαση από τον αρμόδιο Διευθυντή, με την οποία καθίστανται υπόχρεοι προς εξόφληση της οφειλής οι νόμιμοι κληρονόμοι του, με τις προαναφερθείσες διαδικασίες του ΚΕΔΕ και του συμψηφισμού οφειλών προς τις καταβαλλόμενες παροχές.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μπορεί να ανακαθορίζεται το ποσοστό του επιτοκίου που προβλέπεται από την παράγραφο αυτή.
Άρθρο 107
Επιστροφή αχρεωστήτως εισπραχθεισών εισφορών Η παράγραφος 8 του άρθρου 27 του α.ν.
1846/1951 (ΦΕΚ Α 179/21.06.1951), όπως αναριθμήθηκε σε παράγραφο 7 με τις διατάξεις τις παρ. 2 του άρθρου 56 του ν.
2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α/5-1-1999) αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Εισφορές που έχουν εισπραχθεί αχρεωστήτως, επιστρέφονται μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου, εντόκως κατά 3%. Η διάταξη αυτή δεν ισχύει για τις εισφορές που έχουν εισπραχθεί αχρεωστήτως υπέρ των κλάδων ασφάλισης παροχών ασθενείας σε χρήμα και σε είδος.
Ο ασφαλισμένος δικαιούται να απαιτήσει απευθείας την πληρωμή του ποσού που αναλογεί σ’ αυτόν από αχρεωστήτως εισπραχθείσες εισφορές, με επιτόκιο 3%. Οι σχετικές απαιτήσεις υποκύπτουν σε πενταετή παραγραφή.
Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μπορεί να ανακαθορίζονται τα ποσοστά του επιτοκίου που προβλέπονται από την παράγραφο αυτή.»
Άρθρο 108
Ασφαλιστική ενημερότητα κοινωφελών επιχειρήσεωνΓια τις επιχειρήσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του αρ. 252 του Ν.3463/2006 (ΦΕΚ 114/Α'/8.6.2006), όπως ισχύει, τις δημοτικές και κοινοτικές κοινωφελείς επιχειρήσεις, ανώνυμες εταιρείες ΟΤΑ (κοινές ανώνυμες εταιρίες ΟΤΑ, αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρίες ΟΤΑ, δημοτικές ή κοινοτικές ανώνυμες εταιρίες OTA – μονομετοχικές), συμπεριλαμβανομένων των δημοτικών Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης, οι οποίες λαμβάνουν επιχορηγήσεις από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά παρέκκλιση του αρ. 26 του Α.Ν.
1846/1951 (ΦΕΚ 179/Α/1-8-51), όπως ισχύει, ορίζεται ως προθεσμία καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών τους, η τελευταία εργάσιμη ημέρα -για τις δημόσιες υπηρεσίες- του επομένου μήνα από εκείνον κατά τον οποίο καταβλήθηκε η σχετική επιχορήγηση ή συνδρομή από την υπηρεσία χρηματοδότησης. Η διαπίστωση της εμπρόθεσμης καταβολής εισφορών αποδεικνύεται από επίσημο έγγραφο της υπηρεσίας χρηματοδότησης.
Κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων περί έκδοσης βεβαίωσης μη οφειλής από το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, κατά το χρονικό διάστημα δήλωσης και ασφάλισης του προσωπικού, έως την εξόφληση των αντίστοιχων εισφορών σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, θα χορηγείται βεβαίωση μη οφειλής, με την προϋπόθεση της τήρησης των λοιπών προϋποθέσεων χορήγησης αυτής.
Άρθρο 109
Θωράκιση ελεγκτικών μηχανισμών αγοράς εργασίαςΣτην παρ.15 του άρθρου 17 του Ν.
3996/2011 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις της παρούσας εφαρμόζονται ανάλογα και για τους υπαλλήλους των ελεγκτικών μηχανισμών της αγοράς εργασίας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ».
Άρθρο 110
Πρόσβαση ΚΕΑΟ στο Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου ΟικονομικώνΣτο πρώτο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 62, του Ν.
4170/2013, μετά τη φράση «την Οικονομική Αστυνομία» προστίθεται η φράση «το σύνολο των υπηρεσιών του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών του ΙΚΑ ΕΤΑΜ.».
Άρθρο 111
Διάκριση ασφαλιστικών οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης1. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίες έχουν βεβαιωθεί από το αρμόδιο όργανο, χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι κάτωθι προϋποθέσεις:
α. Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή των υπευθύνων της επιχείρησης, ή διαπιστώθηκε η καθ` οποιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 επ. Α.Κ., ο έλεγχος της πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής περιουσίας, εφόσον πρόκειται για πτωχό ή ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης, εφόσον πρόκειται για οφειλέτη υπό καθεστώς εκκαθάρισης.
β. Έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων του οφειλέτη.
γ. Έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος των υπευθύνων φυσικών προσώπων κατά τις ισχύουσες για κάθε φορέα διατάξεις ή δεν είναι δυνατή η άσκησή της.
2. Οι πράξεις του χαρακτηρισμού των επιδεκτικών ή ανεπίδεκτων είσπραξης και της καταχώρισης των απαιτήσεων σε ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης γίνονται:
α. Με απόφαση του Διοικητή του Ταμείου κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας υπηρεσίας του ΚΕΑΟ και με τη σύμφωνη γνώμη της Διεύθυνσης Εσόδων του οικείου φορέα, εφόσον πρόκειται για συνολική κύρια οφειλή μέχρι ενάμιση εκατομμύριο (1.500.000) ευρώ,
β. με απόφαση του Διοικητή του Ταμείου κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας υπηρεσίας του ΚΕΑΟ και μετά από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον πρόκειται για συνολική κύρια οφειλή άνω του ενάμισυ εκατομμυρίου (1.500.000) ευρώ.
Ο Διοικητής του Ταμείου μπορεί να ζητήσει τη σύμφωνη γνώμη Κλιμακίου ή Τμήματος ή Διεύθυνσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που συγκροτείται με απόφαση της Ολομέλειας του, εφόσον πρόκειται για συνολική κύρια οφειλή έως του ενάμισυ εκατομμυρίου (1.500.000) ευρώ.
3. Από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση:
α. αναστέλλεται αυτοδικαίως η παραγραφή της,
β. δεν χορηγείται στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία, εκτός εάν πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Ταμείου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό,
γ. δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί των παραπάνω προσώπων κατά τις διατάξεις των άρθρων 30, 30Α και 30Β του ΚΕΔΕ (ν.δ.
356/1974 − Α΄ 90).
Το ΚΕΑΟ και οι αρμόδιες υπηρεσίες κάθε φορέα διατηρούν ακέραιο το δικαίωμά τους για την είσπραξη ή συμψηφισμό της οφειλής και μετά την καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
4. Οφειλή που έχει καταχωρισθεί, κατά τα ανωτέρω, ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν την παραγραφή της, διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησης της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.
5. α. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δύναται να ορίζονται άλλα όργανα για την υποβολή της σύμφωνης γνώμης της περίπτωσης α` της παραγράφου 2, να ρυθμίζεται ο ειδικότερος τρόπος και η διαδικασία καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, και να ορίζεται κάθε σχετικό θέμα με τη διαχείριση και την παρακολούθηση αυτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης.
β. Με όμοια απόφαση που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Διοικητικής Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί να μεταβάλλονται τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης, καθώς και του επαναχαρακτηρισμού τους ως εισπράξιμων και να ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τις συνέπειες και τα χρονικά όρια ισχύος των συνεπειών της καταχώρισης.
Άρθρο 112
Διαγραφή οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης1. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, που έχουν χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτες είσπραξης, σύμφωνα με το άρθρο 112 δύνανται να κριθούν διαγραπτέες και να διαγραφούν, με την επιφύλαξη της πλήρους διατήρησης των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των μισθωτών ασφαλισμένων, και πριν από την παρέλευση της προθεσμίας της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α. έχουν ολοκληρωθεί οι προβλεπόμενες στις περιπτώσεις α` , β’ και γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 111 ενέργειες για το χαρακτηρισμό τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης,
β. έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες στην αλλοδαπή κατόπιν αξιοποίησης πληροφοριών και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή απαιτήσεων αυτού έναντι τρίτων,
γ. έχει ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία σε βάρος των οφειλετών εφόσον προβλέπεται, με την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
2. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, που δεν έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτες είσπραξης σύμφωνα με το άρθρο 111 μπορούν να διαγραφούν, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της παραγράφου 1, εφόσον εμπίπτουν αποκλειστικά και μόνο στις ακόλουθες κατηγορίες οφειλών:
α. οφειλές αποβιωσάντων που δεν καταλείπουν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και των οποίων οι κληρονόμοι αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά,
β. όταν το ποσό της κύριας οφειλής από εισφορές κατά οφειλέτη δεν υπερβαίνει τα πενήντα ευρώ και δεν έχει επιτευχθεί η είσπραξή του μέσα σε δέκα έτη από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε.
γ. όταν το ποσό της συνολικής οφειλής από οποιαδήποτε αιτία δεν υπερβαίνει τα εκατό ευρώ και δεν έχει επιτευχθεί η είσπραξή της μέσα σε δέκα έτη από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε.
3. Η διαγραφή των απαιτήσεων και η καταχώριση τους σε ειδικά βιβλία διαγραφών γίνεται:
α) με απόφαση του αρμόδιου Κλιμακίου, Τμήματος ή Διεύθυνσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας υπηρεσίας του ΚΕΑΟ και μετά από σύμφωνη γνώμη του Διοικητή του Ταμείου για τις περιπτώσεις της παραγράφου 1,
β) με απόφαση του Διοικητή του Ταμείου κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας υπηρεσίας του ΚΕΑΟ και με τη σύμφωνη γνώμη της Διεύθυνσης Εσόδων του οικείου φορέα για τις περιπτώσεις της παραγράφου 2.
γ) με απόφαση του Διοικητή του Ταμείου κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας υπηρεσίας του ΚΕΑΟ και με τη σύμφωνη γνώμη της Διεύθυνσης Εσόδων του οικείου φορέα μετά την παρέλευση της προθεσμίας της παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου.
4. Μέχρι 31.12.2016 προκειμένου να εκκαθαριστεί το χαρτοφυλάκιο ληξιπρόθεσμων οφειλών παρέχεται η δυνατότητα διαγραφής κύριων οφειλών που έχουν γεννηθεί προ του 1993 και είναι μικρότερες του ποσού των διακοσίων (200) ευρώ ανά οφειλέτη, υπό τον όρο ότι δεν υφίστανται άλλες κύριες οφειλές του ίδιου νομικού ή φυσικού προσώπου. Η διαγραφή των παραπάνω οφειλών γίνεται με απόφαση του Διοικητή του Ταμείου, κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας υπηρεσίας του ΚΕΑΟ και με τη σύμφωνη γνώμη της Διεύθυνσης Εσόδων του οικείου φορέα.
5. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μπορεί να ρυθμίζεται ο ειδικότερος τρόπος και η διαδικασία καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία διαγραφών, να ορίζεται κάθε σχετικό θέμα με τη διαχείριση τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Με όμοια απόφαση που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Διοικητικής Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί να μεταβάλλονται τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία διαγραφών.
Κεφάλαιο Ι’Λοιπές Διατάξεις Αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών
Άρθρο 113
Τροποποίηση αρ. 4 του Π.Δ. 370/1987Στο αρ. 4 του Π.Δ. 370/1987 (Α 166), όπως ισχύει, προστίθεται νέα παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Το προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος από το βαθμό του Πυροσβέστη μέχρι το βαθμό του Πυραγού Γενικών Υπηρεσιών, που καταλαμβάνεται από το όριο ηλικίας της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, μπορεί να ζητήσει να παραμείνει στην ενεργό υπηρεσία έως δύο (2) επιπλέον έτη μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, με αίτηση που υποβάλλεται τρεις (3) μήνες πριν τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας και εξετάζεται από το αρμόδιο Συμβούλιο Κρίσεων του Πυροσβεστικού Σώματος. Η αίτηση ανανεώνεται κατ’ έτος με ανώτατο όριο τα δύο (2) έτη.»
Κεφάλαιο ΙΑ΄ Εργασιακές Ρυθμίσεις
Άρθρο 114 Στο άρθρο 4 του π.δ. 240/2006 (ΦΕΚ Α’ 252) προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Η ενημέρωση, οι συζητήσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων καταγράφονται σε πρακτικό, το οποίο υπογράφεται και λαμβάνουν από ένα αντίτυπο τα συμβαλλόμενα μέρη.»
Άρθρο 115 Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 5 του π.δ. 240/2006 (ΦΕΚ Α’ 252) αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν, στο κατάλληλο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου της επιχείρησης ή της εγκατάστασης, να καθορίζουν ελεύθερα και οποτεδήποτε, μέσω γραπτής συμφωνίας, τις πρακτικές λεπτομέρειες ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων.»
Άρθρο 116Στο άρθρο 8 του π.δ 240/2006 (ΦΕΚ Α’ 252) προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Δικαιοπραξίες που επιφέρουν δυσμενείς επιπτώσεις στην υπόσταση και το περιεχόμενο ατομικών συμβάσεων εργασίας και οι οποίες απορρέουν από αποφάσεις του εργοδότη, που ελήφθησαν κατά παράβαση των υποχρεώσεων του άρθρου 4, είναι άκυρες.»
Άρθρο 117Στο τέλος του άρθρου 87 του Ν.
4052/2012 (ΦΕΚ Α’ 41) προστίθεται παράγραφος Δ:
«Δ. Όποιος παραβιάζει την πράξη ή την απόφαση περί προσωρινής ή οριστικής διακοπής λειτουργίας της συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, που έχει επιβληθεί κατά τα ανωτέρω, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη και με χρηματική ποινή. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα ή μετά από μήνυση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας.»
Άρθρο 118 Το άρθρο 14 Ν.
4144/2013 (ΦΕΚ Α’ 88) καταργείται.
Άρθρο 119 1. Στο άρθρο 17 του Ν.
3996/2011 (ΦΕΚ Α’ 170) προστίθενται νέες παράγραφοι 9-11 ως εξής.
«9. Ειδικά οι διενεργούντες τον έλεγχο της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, των όρων κάθε είδους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, των διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας, των διατάξεων σχετικά με τη νομιμότητα της απασχόλησης των εργαζομένων υπηκόων τρίτων χωρών (στοιχεία αα, ββ, γγ και δδ του στοιχείου α της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Ν.
3996/2011) Επιθεωρητές εργασίας έχουν δικαίωμα να ζητούν από τους ευρισκόμενους κατά τον έλεγχο εργοδότες (νομίμους εκπροσώπους επιχείρησης) και από όσους βρίσκονται να εργάζονται ή από όσους πιθανολογούνται ότι εργάζονται την επίδειξη αστυνομικής ταυτότητας ή άλλου αποδεικτικού της ταυτοπροσωπίας εγγράφου για την εξακρίβωση των στοιχείων όσων εντοπίζονται κατά τον έλεγχο να εργάζονται ή πιθανολογούνται ότι εργάζονται.
10. Κάθε στοιχείο ή γνώση που αποκτάται από τα ως άνω έγγραφα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για την αποτελεσματικότητα της διενέργειας του ελέγχου και της εν γένει επιτέλεσης του έργου του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ).
11. Στον εργοδότη που αρνείται την παροχή των ως άνω στοιχείων ή πληροφοριών ή παρέχει ανακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία, πέραν των προβλεπόμενων ποινικών κυρώσεων (άρθρο 225 παρ. 2 ΠΚ), επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις της περ. Α της παρ. 1 του άρθρου 24 του παρόντος νόμου (Ν.
3996/2011 (ΦΕΚ 170 Α’), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6α του άρθρου 23 του Ν.
4144/2013 (ΦΕΚ 88 Α΄).»
2. Οι παράγραφοι 9-15 του άρθρου 17 του νόμου
3996/2011 αναριθμούνται σε παραγράφους 12-18.
Άρθρο 120 1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 64 του Ν.
3996/2011 (ΦΕΚ Α΄170) αντικαθίσταται ως εξής: «1. Με απόφαση του Διοικητή του Ο.Α.Ε.Δ. που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ρυθμίζονται η ίδρυση, η επέκταση, η τροποποίηση, η μετονομασία, η κατάργηση και η συγχώνευση των τοπικού επιπέδου υπηρεσιών του Ο.Α.Ε.Δ. (ΚΠΑ2, ΚΠΑ, ΤΥ), καθώς και των εκπαιδευτικών μονάδων αυτού. Με την ίδια ή όμοια απόφαση καθορίζονται οι αρμοδιότητες των ως άνω υπηρεσιών, εκπαιδευτικών μονάδων και βρεφονηπιακών σταθμών του Οργανισμού, η στελέχωσή τους, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τη γενικότερη οργάνωση και λειτουργία τους. Με όμοια απόφαση, στην οποία είναι δυνατόν να προσδίδεται αναδρομική ισχύς μέχρι τριών (3) μηνών, μπορεί να καθορίζεται η χορήγηση επιδόματος κίνησης και το ύψος αυτού σε μαθητές των Σχολών Μαθητείας, όταν η έδρα της Σχολής τους δεν εξυπηρετείται από αστική συγκοινωνία και στους ανωτέρω μαθητές δεν χορηγείται επίδομα στέγασης. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη νόμου και κάθε κανονιστική πράξη κατά το μέρος που αυτές έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου καταργείται».
Άρθρο 121 1. Για την εφαρμογή του Π.Δ. 1/1990 (ΦΕΚ Α΄ 1), όπως ισχύει, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ως άνω Π.Δ/τος, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Π/Δ/τος 40/2007, ένας εργοδότης θεωρείται ότι ευρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας, όταν το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) διαπιστώνει ότι ο εργοδότης έχει αναστείλει κάθε παραγωγική δραστηριότητα, ότι δεν απασχολεί κανένα εργαζόμενο και ότι ευρίσκεται, εκ των πραγμάτων (de facto), σε παύση πληρωμών.
2. Με Απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Δ., καθορίζονται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προηγούμενης παραγράφου.
Άρθρο 122 - Κατοχύρωση εμπράγματων δικαιωμάτων ΟΑΕΔ στο Εθνικό Κτηματολόγιο1. Η παράγραφος 4 του άρθρου 35 του Ν.
4144/2013 (ΦΕΚ Α΄88/18.04.2013) αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Για την άσκηση από τον Ο.Α.Ε.Δ. αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής για εμπράγματα δικαιώματα που περιήλθαν σε αυτόν από τον καταργηθέντα Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.), για μεν τις περιοχές που κηρύχθηκαν υπό κτηματογράφηση μετά από την έναρξη ισχύος του Ν. 3481/2006 (ΦΕΚ Α΄162/02.08.2006) η προθεσμία είναι επταετής, για δε τις περιοχές που κηρύχθηκαν υπό κτηματογράφηση πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 3481/2006 η προθεσμία είναι δεκατετραετής».
2. Την αρμοδιότητα για την καταχώριση των εγγραπτέων πράξεων στα κτηματολογικά φύλλα έχει ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Προμηθειών, η οποία είναι αρμόδια για το Κτηματολόγιο του Ο.Α.Ε.Δ. και η οποία μεριμνά για την όλη οργάνωση και λειτουργία του.
3. Ο ως άνω Προϊστάμενος μπορεί να εξουσιοδοτεί υπαλλήλους, κατά προτεραιότητα με ειδικότητα μηχανικού, που εργάζονται στα Κέντρα Προώθησης Απασχόλησης (ΚΠΑ2), να υποβάλλουν τις δηλώσεις του Ν.
2308/1995, να καταγράφουν ηλεκτρονικά τα δικαιώματα, να ελέγχουν τους κτηματολογικούς πίνακες, να υποβάλλουν αιτήσεις διόρθωσης αυτών, να υποβάλλουν ενστάσεις κατά Πινάκων Α' Αναρτήσεως και Β' Αναρτήσεως και να εκπροσωπούν τον Ο.Α.Ε.Δ. ενώπιον των αρμόδιων επιτροπών κατά τη συζήτηση των ως άνω ενστάσεων.
4. Την αρμοδιότητα για την ανεύρεση των εμπράγματων δικαιωμάτων του τ. Ο.Ε.Κ. από τα οικεία Υποθηκοφυλακεία, καθώς και την αρμοδιότητα έγερσης αναγνωριστικών, διεκδικητικών και εν γένει εμπράγματων αγωγών κατά Αναμορφωμένων Πινάκων Β' Αναρτήσεως και υποστήριξής τους ενώπιον των αρμόδιων Δικαστηρίων, έχει η Νομική Υπηρεσία του Ο.Α.Ε.Δ.
Άρθρο 1231. Το εδάφιο β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ΠΔ 246/2006 (ΦΕΚ Α' 261), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο μόνο του Π.Δ/τος 94/2014 (ΦΕΚ Α' 161), καταργείται.
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 26 του ΠΔ 246/2006, όπως ισχύει, τροποποιείται ως εξής:
«2. Οι παραπάνω λόγοι απόλυσης ισχύουν και για τους οδηγούς του άρθρου 4 του παρόντος και είναι υποχρεωτικοί για τους ιδιοκτήτες των λεωφορείων στα οποία εργάζονται οι οδηγοί αυτοί. Οι λόγοι των περιπτώσεων β, γ, δ και ε ισχύουν και για τους ιδιοκτήτες – οδηγούς που εργάζονται στα λεωφορεία τους.»
Άρθρο 124 Μετά το δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης αα. της περίπτωσης β. της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ΠΔ 246/2006 (ΦΕΚ Α' 261), που προστέθηκε με το άρθρο 50 του ν.
4199/2013 (ΦΕΚ Α' 216), προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης του εργαζόμενου από τον εργοδότη για την υποβολή πιστοποιητικού υγείας ισχύει και για τις συμβάσεις εργασίας που βρίσκονται σε ισχύ κατά το χρόνο θέσης σε ισχύ του άρθρου 50 του ν.
4199/2013, ανεξαρτήτως του χρόνου κατάρτισής τους.»
Άρθρο 125Η παράγραφος 3 του άρθρου 6 του Π.Δ. 246/2006 (ΦΕΚ Α’ 261) τροποποιείται ως εξής:
«3. Ψευδείς δηλώσεις ή απόκρυψη στοιχείων, κατά την πρόσληψη, οποτεδήποτε και αν διαπιστωθούν, αποτελούν ουσιαστικό παράπτωμα και λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.»
Άρθρο 126Στο άρθρο 6 του ΠΔ 246/2006 (ΦΕΚ Α’ 261), προστίθεται παρ. 8 ως εξής:
«8. Συμβάσεις εργασίας, για την εγκυρότητα των οποίων απαιτείτο η τήρηση διαδικασίας επιλογής, θεωρούνται εξ αρχής έγκυρες, εάν οι εργαζόμενοι διαθέτουν τα γενικά και ειδικά προσόντα της θέσης τους. Έγκυρες θεωρούνται και οι ενεργές, κατά τη θέση σε ισχύ της παρούσας ρύθμισης, συμβάσεις εργαζομένων οι οποίοι προσλήφθηκαν απευθείας από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. ή τον Διευθύνοντα Σύμβουλο του οικείου ΚΤΕΛ, εφόσον διαθέτουν τα γενικά και ειδικά προσόντα της θέσης τους. Σε περίπτωση που το υπηρετούν προσωπικό έχει προσληφθεί από μη εξουσιοδοτημένο μέλος της διοίκησης των ΚΤΕΛ, η πάροδος διμήνου από την πρόσληψη, χωρίς διατύπωση εναντίωσης εκ μέρους του ΚΤΕΛ, καθιστά έγκυρη την πρόσληψη.»
Άρθρο 1271. Η παράγραφος 2 του άρθρου 9 του Π.Δ. 246/2006 (ΦΕΚ Α’ 261) τροποποιείται ως εξής:
«2. Το Δ.Σ. του ΚΤΕΛ μπορεί με απόφασή του, εφόσον οι λειτουργικές ανάγκες το επιβάλλουν και κατόπιν συμφωνίας του εργαζόμενου, να μεταβάλλει θέσεις εργασίας του προσωπικού από αυτές των ειδικοτήτων τους σε άλλες, χωρίς να θίγεται μισθολογικά ο εργαζόμενος.»
2. Η περίπτωση ιε. της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν.
3333/2005 (ΦΕΚ Α' 91), όπως αναριθμήθηκε με το άρθρο 17 του ν.
4302/2014 (ΦΕΚ Α' 225), τροποποιείται ως εξής:
«ιε. Το Δ.Σ. της ΚΤΕΛ Α.Ε. ή του ΚΤΕΛ επιτρέπεται, με απόφασή του και κατόπιν συμφωνίας του εργαζόμενου, εφόσον οι λειτουργικές ανάγκες το επιβάλλουν, να μεταβάλλει θέσεις εργασίας του προσωπικού από αυτές των ειδικοτήτων τους σε άλλες, χωρίς να θίγεται μισθολογικά ο εργαζόμενος.»
3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 11 του Π.Δ. 246/2006 (ΦΕΚ Α’ 261) καταργείται.
4. Προστίθεται άρθρο 40 στο ΠΔ 246/2006 (ΦΕΚ Α’ 261) ως εξής:
«1. Πράξεις ή παραλείψεις των ιδιοκτητών λεωφορείων κατά παράβαση των προβλεπόμενων στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 του παρόντος επισύρουν την ποινή που προβλέπεται στο 458 Π.Κ..
2. Πρόσληψη τακτικού ή έκτακτου προσωπικού κατά παράβαση των γενικών ή ειδικών προσόντων, που προβλέπονται στο άρθρο 5 του παρόντος, επισύρουν την ποινή που προβλέπεται στο 458 Π.Κ..
3. Πράξεις ή παραλείψεις κατά παράβαση της διαδικασίας πρόσληψης και της δοκιμαστικής περιόδου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 του παρόντος, επισύρουν την ποινή που προβλέπεται στο 458 Π.Κ..
4. Πράξεις ή παραλείψεις κατά παράβαση των υποχρεώσεων περί τήρησης μητρώου προσωπικού και ατομικού φακέλου εργαζομένου, σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος, επισύρουν την ποινή που προβλέπεται στο 458 Π.Κ..
5. Πράξεις ή παραλείψεις κατά παράβαση των προβλεπόμενων στο άρθρο 8 του παρόντος, περί τοποθέτησης και μετάθεσης προσωπικού, επισύρουν την ποινή που προβλέπεται στο 458 Π.Κ..
6. Απόλυση προσωπικού κατά παράβαση του άρθρου 26 του παρόντος επισύρουν την ποινή που προβλέπεται στο 458 Π.Κ..
7. Πράξεις ή παραλείψεις κατά παράβαση των προβλεπόμενων στα άρθρα 30 και 32 του παρόντος, περί περιόδου εργασίας και διακοπών-αναπαύσεων, επισύρουν την ποινή που προβλέπεται στο 458 Π.Κ..
8. Πράξεις ή παραλείψεις των ιδιοκτητών των ΚΤΕΛ, καθώς και των ιδιοκτητών λεωφορείων, κατά παράβαση των περιορισμών απασχόλησης προσωπικού, σύμφωνα με το άρθρο 36 του παρόντος, επισύρουν την ποινή που προβλέπεται στο 458 Π.Κ..»
5. Η πρώτη πρόταση της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του ΠΔ 246/2006 (ΦΕΚ Α’ 261) τροποποιείται ως εξής:
«1. Το προσωπικό του ΚΤΕΛ απολύεται από την Υπηρεσία για τους ακόλουθους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους.»
Άρθρο 128Η υποπαράγραφος 3 της παραγράφου ΙΑ.13 του ν.
4093/2012, καθώς και η παράγραφος 2 του άρθρου 70 του ν.
4174/2013 καταργούνται.
Άρθρο 129Η περίπτωση δ της παραγράφου 8 του άρθρου 20 του ν. 3185/2003, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 20 του ν.
4199/2013, τροποποιείται ως εξής:
«Το όριο ηλικίας των οδηγών επιβατηγών δημόσιας χρήσης αυτοκινήτων ορίζεται στα εξήντα επτά (67) έτη. Ομοίως, το όριο ηλικίας των οδηγών σχολικών λεωφορείων ορίζεται στα εξήντα επτά (67) έτη, εκτός αν δεν συμπληρώνουν την προϋπόθεση του ορίου ηλικίας για συνταξιοδότηση λόγω γήρατος, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, οπότε παρατείνεται μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου αυτού και πάντως όχι πέραν του 67ου έτους της ηλικίας τους.»
Άρθρο 130Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 19 του ν. 1339/1983 (Α’ 35), όπως ισχύει, προστίθεται τέταρτο εδάφιο ως εξής:
«Οι ως άνω περιορισμοί δεν εφαρμόζονται στους υπαλλήλους του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατηγορίας ΔΕ Προσωπικό Ασφαλείας»
Άρθρο 131Το άρθρο 1 του ΠΔ 296/1991 (ΦΕΚ Α' 104) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας που λειτουργεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, σύμφωνα με το άρθρο 25 του Π.Δ. 368/1989 "Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας" (ΦΕΚ 163 τ. Α΄/16 Ιουνίου 1989), συστήνεται Τμήμα Προώθησης της εφαρμογής των διεθνών κανόνων εργασίας το οποίο απαρτίζεται από:
"(α) Το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ως Πρόεδρο με αναπληρωτή τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης
(β) Τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Διεθνών Σχέσεων με αναπληρωτή τον Προϊστάμενο του Τμήματος Σχέσεων με Διεθνείς Οργανισμούς
(γ) Τον Προϊστάμενο του Τμήματος Σχέσεων με Διεθνείς Οργανισμούς με αναπληρωτή υπάλληλο του ίδιου Τμήματος
(δ) Έναν Υπάλληλο της Διεύθυνσης Διεθνών Σχέσεων
Στην περίπτωση που τα προς συζήτηση θέματα αφορούν αποκλειστική αρμοδιότητα άλλων Υπουργείων αντί του ως άνω Προϊσταμένου του Τμήματος Σχέσεων με Διεθνείς Οργανισμούς και του αναπληρωτή του θα μετέχει ο Προϊστάμενος ή αναπληρωτής αυτού από την αρμόδια Διεύθυνση άλλου Υπουργείου."
(ε) τέσσερις (4) εκπροσώπους των εργοδοτών με τους αναπληρωτές τους
(στ) τέσσερις (4) εκπροσώπους των εργαζομένων με τους αναπληρωτές τους
2. Οι εκπρόσωποι των εργοδοτών και των εργαζομένων ορίζονται, με ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη, από τις πιο αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων της χώρας και ειδικότερα, αντίστοιχα:
α) Από το Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.), την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.) και το Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.).
β) Από τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.).
3. Σε περίπτωση που τα θέματα τα οποία έρχονται για μελέτη και γνωμοδότηση αναφέρονται αποκλειστικά στους δημοσίους υπαλλήλους, στους υπαλλήλους ΝΠΔΔ και Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή στους ναυτικούς, τότε επέρχονται στη σύνθεση του Τμήματος, ανάλογα με την περίπτωση, οι ακόλουθες μεταβολές.
Α) Εφόσον τα θέματα αναφέρονται στους δημοσίους υπαλλήλους, στους υπαλλήλους ΝΠΔΔ και Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα τέσσερα (4) εργοδοτικά μέλη και τα αναπληρωματικά αυτών αντικαθίστανται από ίσο αριθμό εκπροσώπων των Υπουργείων:
α. Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (Τομέας Διοικητικής Ανασυγκρότησης)
β. Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (Τομέας Τοπικής Αυτοδιοίκησης)
γ. Οικονομικών και
δ. Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
Τα τέσσερα (4) εργατικά μέλη και αναπληρωματικά αυτών αντικαθίστανται από ίσο αριθμό εκπροσώπων της ΑΔΕΔΥ.
Β) Εφόσον τα θέματα αναφέρονται στους ναυτικούς τα τέσσερα (4) εργοδοτικά μέλη και τα αναπληρωματικά αυτών αντικαθίστανται από την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών.
Τα τέσσερα (4) εργατικά μέλη και τα αναπληρωματικά αυτών αντικαθίστανται από ίσο αριθμό εκπροσώπων της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας.
4. Ο διορισμός των μελών γίνεται με Απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Αν δεν υποδειχθούν εκπρόσωποι σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 ανωτέρω, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από τη σχετική πρόσκληση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το Τμήμα για την προώθηση της εφαρμογής των διεθνών κανόνων εργασίας συγκροτείται και λειτουργεί χωρίς τη συμμετοχή τους.
5. Καθήκοντα εισηγητή του Τμήματος ασκούν υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.»
Άρθρο 132Η παρ.7 του άρθρου 25 του Π.Δ. 368/1989 (ΦΕΚ Α' 104) όπως προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 9 του Ν.
3762/2009 (ΦΕΚ Α΄ 75) αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Το Συμβούλιο Ασφάλειας και Υγείας των Εργαζομένων απαρτίζεται από :
α) Το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Εργασίας και Ένταξης στην Απασχόληση ή τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία
β) έναν υπάλληλο κλάδου ΠΕ Μηχανικών ή ΠΕ Θετικών Επιστημών ή ΠΕ Ιατρών, Ιατρών Ειδικοτήτων Ιατρών Εργασίας της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τον αναπληρωτή του
γ) έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού (Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας ) με τον αναπληρωτή του,
δ) έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Υγείας με τον αναπληρωτή του,
ε) τέσσερις εκπροσώπους της πιο αντιπροσωπευτικής τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης εργαζομένων με τους αναπληρωτές τους, που υποδεικνύονται με απόφαση της διοίκησής της,
στ) τέσσερις εκπροσώπους εργοδοτικών οργανώσεων από τη Βιομηχανία, Βιοτεχνία, Εμπόριο και τον Τουρισμό με τους αναπληρωτές τους, που υποδεικνύονται με αποφάσεις των διοικήσεών τους,
ζ) έναν εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται από τη διοίκησή του,
η) έναν εκπρόσωπο του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται από τη διοίκησή του,
θ) έναν εκπρόσωπο της Ένωσης Ελλήνων Χημικών με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται από τη διοίκησή του,
ι) έναν επιστήμονα ειδικό σε θέματα ασφάλειας της εργασίας,
ια) έναν επιστήμονα ειδικό σε θέματα υγείας της εργασίας,
ιβ) δύο εκπροσώπους της ΑΔΕΔΥ με τους αναπληρωτές τους,
ιγ) έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων με τον αναπληρωτή του,
ιδ) έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (τομέας Διοικητικής Ανασυγκρότησης) με τον αναπληρωτή του,
ιε) έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Οικονομικών με τον αναπληρωτή του,
ιστ) έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας με τον αναπληρωτή του,
ιζ) έναν Επιθεωρητή Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας με τον αναπληρωτή του.
Ο διορισμός των μελών γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Αν δεν υποδειχθούν εκπρόσωποι σύμφωνα με τα εδάφια ε΄ έως θ΄ μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από τη σχετική πρόσκληση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το Συμβούλιο Ασφάλειας και Υγείας των Εργαζομένων συγκροτείται και λειτουργεί χωρίς τη συμμετοχή τους.
Στις περιπτώσεις που αντιμετωπίζονται ειδικά θέματα, τα οποία αφορούν εργαζόμενους απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα, ο αρμόδιος κατά περίπτωση Υπουργός, με μέριμνα του Συμβουλίου Ασφάλειας και Υγείας των εργαζομένων, ορίζει αντιπρόσωπό του που συμμετέχει ως μέλος με δικαίωμα ψήφου.
Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφάλειας και Υγείας των εργαζομένων μπορούν, αν καλούνται, να μετέχουν χωρίς δικαίωμα ψήφου εμπειρογνώμονες ή ειδικοί επιστήμονες ή άλλοι ειδικοί πάνω σε θέματα που κάθε φορά εξετάζονται, οι οποίοι υποδεικνύονται από τους παραπάνω φορείς ή αρχές αντίστοιχα, σε αριθμό που δεν υπερβαίνει τον ένα ανά φορέα ή αρχή.»
Άρθρο 133 - Τροποποίηση Οργανισμού Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής ΑλληλεγγύηςΣτο Π.Δ. 113/2014 (Α΄180) επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
Α. Στο άρθρο 10 προστίθενται παράγραφοι ζ, η και θ ως εξής:
«ζ. Η διοίκηση, η υποστήριξη και λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για τη λειτουργία του έργου των Εθνικών Γενικών Μητρώων Κοινωνικής Ασφάλισης.
η. Η εποπτεία, ο έλεγχος και ο συντονισμός όλων των εμπλεκόμενων στο έργο φορέων ως προς την τήρηση και λειτουργία του Α.Μ.Κ.Α.
θ. Η παροχή στοιχείων κοινωνικής ασφάλισης από τα Εθνικά Γενικά Μητρώα σε φορείς του ελληνικού δημοσίου και των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Β. Η υποπερίπτωση 2δ) της περίπτωσης Α. του άρθρου 48 αντικαθίσταται ως εξής:
«Του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Νοτίου Τομέα Πειραιώς, στους Δήμους Κερατσινίου-Δραπετσώνας, Περάματος, Σαλαμίνας και στην παραλιακή ζώνη Σκαραμαγκά».
Άρθρο 134Στο άρθρο 11 του ν.
1264/1982 (ΦΕΚ Α' 79) προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:
«7. α. Στις συνδικαλιστικές οργανώσεις πανελλαδικής εμβέλειας επιτρέπεται η επιστολική ψήφος ή η ηλεκτρονική ψηφοφορία για τα μέλη που διαμένουν εκτός της Περιφέρειας, όπου έχουν την έδρα τους οι οργανώσεις.
β. Οι λεπτομέρειες της διαδικασίας εκλογής στην περίπτωση της επιστολικής ψήφου και της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας εξειδικεύονται στο καταστατικό τους.»
Κεφάλαιο ΙΒ’ Λοιπές Διατάξεις αρμοδιότητας Υπ. Εργασίας
Άρθρο 135 ΣΚΛΕ
Σύσταση - Επωνυμία - Έδρα1. Συνιστάται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) υπό την επωνυμία «Σύνδεσμος Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος» (εφεξής ΣΚΛΕ), με έδρα την Αθήνα, πλήρως αυτοδιοικούμενο, το οποίο υπάγεται στην εποπτεία του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
2. Με σκοπό την απρόσκοπτη συμμετοχή όλων των μελών του Νομικού Προσώπου στη δράση του μπορούν να δημιουργούνται Περιφερειακά και Τοπικά Τμήματα, σε ολόκληρη την επικράτεια με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης. Η σύσταση των Περιφερειακών/Τοπικών Τμημάτων γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου
3. Σκοποί του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος είναι:
Α. Η διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, συνδικαλιστικών και κοινωνικών συμφερόντων των μελών.
Β. Η συμβολή στην εφαρμογή των αρχών και μεθόδων της κοινωνικής εργασίας.
Γ. Η συμβολή στην βελτίωση της εκπαιδεύσεως στην κοινωνική εργασία, στην κατοχύρωση του ρόλου του κοινωνικού λειτουργού στα διάφορα πλαίσια δουλειάς, στη συνεργασία με τους φορείς κοινωνικής εργασίας για την βελτίωση της προσφοράς των υπηρεσιών τους.
Η μελέτη των κοινωνικών προβλημάτων, η γνωμοδότηση, η παρέμβαση για την αντιμετώπισή τους και η συνεργασία με τις αρχές και τους αρμόδιους φορείς.
Δ. Η συνένωση όλων των Κοινωνικών Λειτουργών, η προστασία του επαγγέλματος και του τίτλου σπουδών.
Ε. Η πληροφόρηση της κοινής γνώμης και εκπροσώπηση του επαγγέλματος σε θεσμικά όργανα και διεθνείς οργανισμούς του κλάδου των κοινωνικών λειτουργών.
ΣΤ. Η ευαισθητοποίηση των κοινωνικών ομάδων σε θέματα κοινωνικού ενδιαφέροντος και στην ανάπτυξη συλλογικής δράσης, με τελικό στόχο την επίτευξη της κοινωνικής αλλαγής.
Z. Η συμμετοχή του στην διαμόρφωση και σχεδιασμό της Κοινωνικής Πολιτικής.4. Ο Σ.Κ.Λ.Ε μπορεί να είναι μέλος άλλων οργανώσεων, ελληνικών ή διεθνών, με συναφείς σκοπούς.
4. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται κατόπιν πρότασης των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Υγείας και Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, καθορίζονται οι κατηγορίες των μελών του ΣΚΛΕ, οι διαδικασίες εγγραφής, οι πόροι και τα όργανα διοίκησης του Συνδέσμου, η σύσταση και λειτουργία των Περιφερειακών/Τοπικών Τμημάτων του ΣΚΛΕ, των οποίων ο τοπικού ενδιαφέροντος χαρακτήρας θα ρυθμιστεί με κοινή απόφαση των ίδιων ως άνω Υπουργών, η συγκρότηση, σύνθεση και λειτουργία των Πειθαρχικών Συμβουλίων, η σφραγίδα του Συνδέσμου, ο Κώδικας Δεοντολογίας των κοινωνικών λειτουργών, ο οποίος εγκρίνεται από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή και οι θέσεις προσωπικού, περιουσιακά ζητήματα του Συνδέσμου και γενικώς κάθε θέμα συναφές με τη λειτουργία του ΣΚΛΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
Άρθρο 136
ΟΚΕΣτο τέλος του εδαφίου α’ της παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 3191/2003 «Εθνικό Σύστημα Σύνδεσης της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης με την Απασχόληση», όπως ισχύει, προστίθεται η φράση καθώς και η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (Ο.Κ.Ε.).
ΜΕΡΟΣ Β’ Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων
Άρθρο 137 Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματοςΗ παράγραφος 1 του άρθρου 15 του ν.
4172/2013 (Α’ 167) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Το φορολογητέο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις υποβάλλεται σε φόρο, σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:
Εισόδημα (Μισθοί, Συντάξεις, Επιχ. Δραστηριότητα) | Φορ. Συντελεστής |
0 - 20.000 | 22% |
20.001 - 30.000 | 29% |
30.001 - 40.000 | 37% |
40.001 – | 45% |
1. Το άρθρο 16 του ν.4172/2013 (Α’ 167) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή του άρθρου 15 μειώνεται κατά το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, όταν το φορολογητέο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις δεν υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Εάν το ποσό του φόρου είναι μικρότερο των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, το ποσό της μείωσης περιορίζεται στο ποσό του αναλογούντος φόρου.
2. Για φορολογητέο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις το οποίο υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, το ποσό της μείωσης μειώνεται κατά δέκα (10) ευρώ ανά χίλια (1.000) ευρώ του φορολογητέου εισοδήματος από μισθούς και συντάξεις.»
3. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν. 4172/2013 αντικαθίσταται ως εξής: «Ειδικά, για τους ασκούντες ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, στον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα περιλαμβάνονται οι άμεσες ενισχύσεις του πρώτου πυλώνα της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, με εξαίρεση τις πράσινες και τις συνδεδεμένες, καθώς και οι επιδοτήσεις που υπερβαίνουν τα δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ, οι δε αγροτικές αποζημιώσεις, στο σύνολό τους, δεν συνυπολογίζονται.». Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται για τα εισοδήματα που αποκτώνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από 1η Ιανουαρίου 2016 και μετά.
4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 29 του ν.4172/2013 (Α’ 167) αντικαθίσταται ως εξής:
«1.Τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα φορολογούνται με την κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 15, αφού προστεθούν σε τυχόν εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις.. Για τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα δεν εφαρμόζονται οι μειώσεις του άρθρου 16.»
5. Η παράγραφος 3 του άρθρου 29 του ν.4172/2013 (Α’ 167) αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα κέρδη από ατομική αγροτική επιχείρηση φορολογούνται αυτοτελώς με την κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 15.»
Ο φόρος που προκύπτει για το εισόδημα από ατομική αγροτική επιχείρηση μειώνεται κατά το ποσό που προβλέπεται στο άρθρο 16.
Στην περίπτωση που αποκτάται εισόδημα από μισθούς και συντάξεις μαζί με εισόδημα ατομικής αγροτικής επιχείρησης, η μείωση φόρου υπολογίζεται μία φορά για το σύνολο των εισοδημάτων.
Στην περίπτωση που αποκτάται εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή και από ατομική αγροτική επιχείρηση μαζί με εισόδημα από λοιπές κατηγορίες, η μείωση του φόρου θα είναι αυτή που αναλογεί μόνο στο μέρος του εισοδήματος που προέρχεται αποκλειστικά από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή και από ατομική αγροτική επιχείρηση.»
6. Οι παράγραφοι 1 και 4 του άρθρου 40 του ν.4172/2013 (Α’ 167) αντικαθίστανται ως εξής:
« 1. Τα μερίσματα φορολογούνται με συντελεστή δέκα πέντε τοις εκατό (15%).
4.Το εισόδημα από ακίνητη περιουσία φορολογείται αυτοτελώς σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:
Εισόδημα από ακίνητη περιουσία (ευρώ) | Συντελεστής % |
0-12.000 | 15% |
12.001 – 35.000 | 35% |
35.001- | 45% |
7. Η περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 64 του ν.
4172/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«α) για μερίσματα δεκαπέντε τοις εκατό (15%)»
8. Προστίθεται νέο άρθρο μετά το άρθρο 43 του ΚΦΕ, ως εξής:
«Άρθρο 43 Α
Επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα
1. Επιβάλλεται ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα εισοδήματα άνω των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ των φυσικών προσώπων ή σχολάζουσας κληρονομιάς. Για την επιβολή της εισφοράς, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του εισοδήματος, όπως αυτό προκύπτει από την άθροιση των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία και συντάξεις, από επιχειρηματική δραστηριότητα, από κεφάλαιο, από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό,
2. Εξαιρούνται και δεν προσμετρώνται τα εισοδήματα των προσώπων που είναι ολικώς τυφλοί, καθώς και των προσώπων που παρουσιάζουν βαριές κινητικές αναπηρίες σε ποσοστό από ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, η αποζημίωση για τη λύση ή καταγγελία της εργασιακής σχέσης της περιπτ. ε΄ της παραγρ. 3 του άρθρου 12 και της περίπτ. στ` της παραγρ. 1 του άρθρου 14. Επίσης, εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής ειδικής εισφοράς οι μακροχρόνια άνεργοι που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ, καθώς και όσοι λαμβάνουν επίδομα ανεργίας από τον εν λόγω οργανισμό, εφόσον κατά το έτος της βεβαίωσης δεν έχουν πραγματικά εισοδήματα. Από την υποχρέωση καταβολής ειδικής εισφοράς εξαιρούνται, επίσης, οι μακροχρόνια άνεργοι ναυτικοί που είναι εγγεγραμμένοι στους καταλόγους προσφερομένων προς ναυτολόγηση του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας (Γ.Ε.Ν.Ε.), στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι σχετικοί κατάλογοι των Λιμενικών Αρχών που λειτουργούν ως παραρτήματα του, καθώς και όσοι λαμβάνουν επίδομα ανεργίας από τον εν λόγω Φορέα, εφόσον κατά το χρόνο βεβαίωσης δεν έχουν πραγματικά εισοδήματα.
3. Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, που επιβάλλεται στο συνολικό καθαρό εισόδημα της προηγούμενης παραγράφου, υπολογίζεται με την ακόλουθη κλίμακα:
Εισόδημα | Εισφ. Αλληλεγγύης |
0 – 12.000 | 0% |
12.001 - 20.000 | 2,2% |
20.001 - 30.000 | 5,00% |
30.001 - 40.000 | 6,50% |
40.001 - 65.000 | 7,50% |
65.001 - 220.000 | 9,00% |
>220.000 | 10,00% |
4.α) Η εισφορά του παρόντος βεβαιώνεται με βάση τους εκτελεστούς τίτλους είσπραξης που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ), όπου στην περίπτωση διοικητικού προσδιορισμού φόρου, εμφανίζεται στην πράξη προσδιορισμού του φόρου, μαζί με τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων κάθε φορολογικού έτους.
β) Η προθεσμία άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής του άρθρου 63 του ΚΦΔ, δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη της οφειλής που προκύπτει από την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων.
5.α) Για την καταβολή του ποσού της εισφοράς του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι διατάξεις της καταβολής φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων της παραγρ. 6 του άρθρου 67.
β) Υπόχρεος σε καταβολή της εισφοράς είναι το φυσικό πρόσωπο στο όνομα του οποίου βεβαιώνεται αυτή. Για τους έγγαμους, εφόσον συντρέχει περίπτωση της παραγράφου 4 του άρθρου 67, η οφειλή για εισφορά που αναλογεί στα εισοδήματα τους βεβαιώνεται χωριστά και η ευθύνη της καταβολής βαρύνει κάθε σύζυγο.
Σε περίπτωση θανάτου του υπόχρεου, οι κληρονόμοι του ευθύνονται για την καταβολή της εισφοράς, ανάλογα με το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας.
6. Στο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες που αποκτούν οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό, οι συνταξιούχοι από φορείς κύριας ασφάλισης, οι αμειβόμενοι με ημερομίσθιο οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση μίσθωσης εργασίας πάνω από ένα έτος στον ίδιο εργοδότη ή με σχέση μίσθωσης εργασίας αορίστου χρόνου, οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα του εμπορικού ναυτικού που παρέχουν υπηρεσίες σε εμπορικά πλοία και με εξαίρεση τα εισοδήματα των προσώπων που είναι ολικώς τυφλοί και των προσώπων που παρουσιάζουν βαριές κινητικές αναπηρίες σε ποσοστό από ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, διενεργείται παρακράτηση από τους εργοδότες ή από τους φορείς που καταβάλλουν κύριες συντάξεις έναντι της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. Η παρακράτηση διενεργείται κατά την καταβολή και υπολογίζεται με συντελεστή μετά από προηγούμενη αναγωγή του μισθού ή της σύνταξης ή του ημερομισθίου ή της αμοιβής που ορίζεται με άλλη βάση, σε ετήσιο καθαρό εισόδημα που ορίζεται από την παράγραφο 3. Για την απόδοση των ποσών αυτών που παρακρατήθηκαν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγρ. 6 του άρθρου 60.
7. Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης φυσικών προσώπων του παρόντος άρθρου δεν αφαιρείται από το συνολικό εισόδημα ούτε από το φόρο εισοδήματος.
8. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζεται η ειδικότερη διαδικασία για τη βεβαίωση και είσπραξη της εισφοράς, να καθορίζεται ο τρόπος αποτύπωσής της στη πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου, ο τρόπος παρακράτησης και ο τρόπος αναγωγής των αμοιβών σε ετήσιο εισόδημα, καθώς και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.».
9. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του ν.
4172/2013 (Α' 167) αντικαθίσταται ως εξής:
«Όταν οι υπόχρεοι των περιπτώσεων β`, δ`, ε` στ` και ζ του άρθρου 45 τηρούν απλογραφικά βιβλία, τα κέρδη που αποκτούν από επιχειρηματική δραστηριότητα φορολογούνται σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:
Φορολογητέο εισόδημα (ευρώ) | Συντελεστής (%) |
< 50.000 | 26% |
>50.000 | 33% ». |
10. Οι διατάξεις των παραπάνω παραγράφων έχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται από το φορολογικό έτος 2016 και επόμενα, ενώ η παρακράτηση της εισφοράς από τους μισθούς και τις συντάξεις με την νέα κλίμακα αρχίζει να πραγματοποιείται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και εξής.
11. Στο παράρτημα του ν. 4174/2013 (Α’ 170) οι λέξεις «Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης Φυσικών Προσώπων (άρθρο 29 του ν. 3986/2011)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης Φυσικών Προσώπων (άρθρο 29 του ν. 3986/2011 και του άρθρου 43Α του ν. 4172/2013)».
Άρθρο 138
Ρυθμίσεις επί των τυχερών παιγνίων
1. Οι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 4346/2015 (Α΄152) καταργούνται από τότε που ίσχυσαν.
2. Οι διατάξεις του πρώτου και δευτέρου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 50 του ν. 4002/2011 (Α΄180) αντικαθίστανται ως εξής:
«5. Για όλα τα τυχερά παίγνια η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στα έσοδα καθορίζεται σε τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) επί του μικτού κέρδους που αφορά τα ποσά τα οποία προέρχονται από την εκμετάλλευση της δραστηριότητας του κατόχου της άδειας.
Τα έσοδα αυτά αποδίδονται στο Δημόσιο εντός δεκαέξι (16) ημερών από το τέλος του ημερολογιακού μήνα που αφορούν»
Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2016.