Κωστής Ν. Ντρούκας, MSc
Οικονομολόγος – Σύμβουλος Επιχειρήσεων
Επιστημονικός Συνεργάτης Taxheaven
www.knnconsulting.com | www.transferpricing.gr
Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται οι περιπτώσεις σύνδεσης προσώπων, από τις οποίες απορρέει η υποχρέωση κατάρτισης φακέλου τεκμηρίωσης τιμών των ενδοομιλικών συναλλαγών και η υποβολή του σχετικού συνοπτικού πίνακα πληροφοριών στην ΓΓΠΣ.
Καταρχάς, υπενθυμίζουμε ότι, τεκμηριώνονται συναλλαγές ή μεταφορά λειτουργιών που ανέρχονται πάνω από τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά φορολογικό έτος και αθροιστικώς, όταν ο κύκλος εργασιών του υπόχρεου δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) εκατομμύρια ευρώ ανά φορολογικό έτος. Στην περίπτωση που ο κύκλος εργασιών του υπόχρεου ξεπερνά τα πέντε (5) εκατομμύρια ευρώ, τότε το παραπάνω ποσό αυξάνεται στις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.
Σύνδεση Προσώπων
Σύμφωνα με την περ. ζ του άρθρου 2 (Ορισμοί) του Ν.4172/2013, συνδεδεμένο πρόσωπο ονομάζεται κάθε πρόσωπο, το οποίο συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο άλλου προσώπου, το οποίο είναι συγγενικό πρόσωπο ή με το οποίο συνδέεται. (Επισήμανση: «συγγενικό πρόσωπο»: ο/η σύζυγος και οι ανιόντες ή κατιόντες σε ευθεία γραμμή. περ. στ) άρ.2 Ν.4172/2013)
Ειδικότερα, τα ακόλουθα πρόσωπα θεωρούνται συνδεδεμένα πρόσωπα:
αα) κάθε πρόσωπο που κατέχει άμεσα ή έμμεσα μετοχές, μερίδια ή συμμετοχή στο κεφάλαιο τουλάχιστον τριάντα τρία τοις εκατό (33%), βάσει αξίας ή αριθμού, ή δικαιώματα σε κέρδη ή δικαιώματα ψήφου,
Οι εταιρείες ΑΛΦΑ Α.Ε.,ΒΗΤΑ Α.Ε., ΔΕΛΤΑ Α.Ε. και ΕΨΙΛΟΝ Α.Ε. είναι συνδεδεμένες.
Η εταιρεία ΓΑΜΑ Α.Ε. είναι ανεξάρτητη.
ββ) δύο ή περισσότερα πρόσωπα, εάν κάποιο πρόσωπο κατέχει άμεσα ή έμμεσα μετοχές, μερίδια δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής στο κεφάλαιο τουλάχιστον τριάντα τρία τοις εκατό (33%), βάσει αξίας ή αριθμού, ή δικαιώματα σε κέρδη ή δικαιώματα ψήφου,
Παραδείγματα:
Τότε, βάσει της παραπάνω επισήμανσης, η σύνδεση θα προκύψει ως εξής:
γγ) κάθε πρόσωπο με το οποίο υπάρχει σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής εξάρτησης ή ελέγχου ή ασκεί καθοριστική επιρροή ή έχει τη δυνατότητα άσκησης καθοριστικής επιρροής άλλου προσώπου ή σε περίπτωση που και τα δύο πρόσωπα έχουν σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής εξάρτησης ή ελέγχου ή δυνατότητα άσκησης καθοριστικής επιρροής από τρίτο πρόσωπο.
Παραδείγματα:
Ειδικότερες διευκρινίσεις/επισημάνσεις σχετικά με τη σύνδεση προσώπων:
Διοικητική εξάρτηση (ΠΟΛ.1142/2.7.2015 Άρθρο 2)
- Περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού συμβουλίου ή ένας ή περισσότεροι διευθύνοντες σύμβουλοι ή διαχειριστές του διορίζονται από το άλλο πρόσωπο,
- Το ίδιο πρόσωπο ή πρόσωπα που συμμετέχουν στη διοίκηση του ενός προσώπου με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου ή του διαχειριστή, συμμετέχουν και στη διοίκηση του άλλου προσώπου με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου ή διαχειριστή,
- Τρίτο πρόσωπο διορίζει και στα δύο πρόσωπα, περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού συμβουλίου τους ή έναν ή περισσότερους από τους διευθύνοντες συμβούλους τους ή διαχειριστές τους.
Καθοριστική επιρροή (ΠΟΛ.1142/2.7.2015 Άρθρο 2)
- Το πρόσωπο (εξαιρουμένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) έχει δανείσει ή παρέχει εγγυήσεις για πιστώσεις του άλλου προσώπου και το ύψος του δανείου και των εγγυήσεων (αθροιστικά) υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνόλου του ενεργητικού του δανειολήπτη,
- Τρίτο πρόσωπο (εξαιρουμένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) έχει δανείσει ή παρέχει εγγυήσεις για πιστώσεις και στα δύο πρόσωπα και το ύψος του δανείου και των εγγυήσεων (αθροιστικά) υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνόλου του ενεργητικού των δανειοληπτών,
- Το ένα πρόσωπο προμηθεύει ή ορίζει τον/τους προμηθευτές σε ποσοστό τουλάχιστον ενενήντα τοις εκατό (90%) των πρώτων και βοηθητικών υλών που απαιτούνται για την παραγωγή του συνόλου των προϊόντων του άλλου προσώπου και προκύπτει από σύμβαση (έγγραφη ή προφορική) ότι καθορίζει τις τελικές τιμές πώλησης των προϊόντων.
Κοινοπραξίες και Φυσικά Πρόσωπα (ΠΟΛ.1142/2.7.2015 Άρθρο 3)
Υποχρέωση τήρησης της «αρχής των ίσων αποστάσεων», κατάρτισης φακέλου τεκμηρίωσης και υποβολής συνοπτικού πίνακα πληροφοριών έχει κάθε είδους κοινοπραξία για τις συναλλαγές της με συνδεδεμένα πρόσωπα. Αντίθετα, η ως άνω υποχρέωση δεν καταλαμβάνει σε καμία περίπτωση φυσικά πρόσωπα, ανεξάρτητα εάν αυτά ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα (ατομική επιχείρηση) ή όχι, για τις συναλλαγές τους με άλλα συνδεδεμένα πρόσωπα.
Συμβάσεις δικαιόχρησης (franchising) (ΠΟΛ.1142/2.7.2015 Άρθρο 2)
Η σχέση δικαιοπαρόχου – δικαιοδόχου σε περιπτώσεις συμβάσεων δικαιόχρησης (franchising) δεν συνιστά από μόνη της σχέση σύνδεσης κατά την έννοια της περ. ζ” του άρθρου 2 του ν.4172/2013, – η σχέση του αποκλειστικού ή κύριου προμηθευτή εμπορευμάτων ή παροχής υπηρεσιών ενός προσώπου σε άλλο πρόσωπο, δεν συνιστά από μόνη της σχέση σύνδεσης κατά την έννοια της περ. ζ” του άρθρου 2 του ν.4172/2013.
Απαλλαγή τεκμηρίωσης (ΠΟΛ.1142/2.7.2015 Άρθρο 3)
Επισημαίνεται ότι τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες, τα οποία απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος (φορείς γενικής κυβέρνησης, με εξαίρεση το εισόδημα που αποκτούν από κεφάλαιο και υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου, Τράπεζα της Ελλάδος, εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου κλπ) βάσει των διατάξεων του ν.4172/2013 ή ειδικών διατάξεων νόμων, δεν έχουν υποχρέωση τεκμηρίωσης των συναλλαγών τους με συνδεδεμένα πρόσωπα.
Άρθρα Ενδοομιλικές συναλλαγές - Ορισμός συνδεδεμένων προσώπων
Αριθ. πρωτ.: ΔΕΦΚΦ Β 1116493 ΕΞ 2017 Κοινοποίηση διατάξεων άρθρου 107 του ν. 4446/2016
Αθήνα, 31 Ιουλίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΦΚΦ Β 1116493 ΕΞ 2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Α. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ Ε.Φ.Κ.
1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΟΡΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΚΑΙ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'
Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας : 101 84 Αθήνα
Πληροφορίες : Β. Ακριτίδου
Τηλέφωνο : 210 6987411, 414
Fax : 210 6987408, 424
E-Mail : finexcis@2001.syzefxis.gov.gr
2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ Δ'
Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας : 101 84 Αθήνα
Πληροφορίες: Λ. Αποστόλου
Β. Μπάρκη
Τηλέφωνο: 210 7259326
Fax: 210 7259327
E-Mail: D33boss@2002.syzefxis.gov.gr
Β. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΧΗΜΕΙΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΛΚΟΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α'
Ταχ. Δ/νση : Αν. Τσόχα 16
Ταχ. Κώδικας : 115 21 Αθήνα
Πληροφορίες : Στ. Σάμιος, Στ. Χατζηγεωργίου
Τηλέφωνο : 210 6479221
Fax : 210 6468272
E-Mail : Alcohol_food@gcsl.gr
Γ. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ'
Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 101 84 Αθήνα
Πληροφορίες: Α. Δημοπούλου
Τηλέφωνο: 210 3642682
Fax: 210 3615052
E-Mail: deleg7@mofadm.gr
Url: www.aade.gr
ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση διατάξεων άρθρου 107 του ν. 4446/2016
Α. Σας κοινοποιούμε για ενημέρωση και εφαρμογή τις διατάξεις του άρθρου 107 του ν.4446/2016 «Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη-Παράβολα, Οικειοθελής αποκάλυψη φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών, Ηλεκτρονικές συναλλαγές, Τροποποιήσεις του ν.4270/2014 και λοιπές διατάξεις» (Α' 240) με τις οποίες επέρχονται τροποποιήσεις και συμπληρώσεις στο ν.2969/01 «Αιθυλική Αλκοόλη και αλκοολούχα προϊόντα» (Α' 281) που αφορούν στους μικρούς αποσταγματοποιούς (διήμερους).
Η έναρξη ισχύος των εν λόγω διατάξεων του κοινοποιούμενου νόμου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 107 αυτού, είναι η 1η Αυγούστου 2017, ημερομηνία έναρξης και της νέας αποστακτικής περιόδου (2017-2018) για τους μικρούς αποσταγματοποιούς (διήμερους).
Β. Με τις διατάξεις του άρθρου 107 του κοινοποιούμενου νόμου επέρχονται ορισμένες αλλαγές στο καθεστώς λειτουργίας των μικρών αποσταγματοποιών (διήμερων), όπως αυτό ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 7Ε' του ν.2969/01, ιδίως σε ότι αφορά τη διάθεση του παραγόμενου εξ' αυτούς προϊόντος απόσταξης. Επιπλέον, με τις διατάξεις αυτές γίνονται και οι αναγκαίες προσαρμογές της νομοθεσίας προκειμένου για την πρόβλεψη των σχετικών διοικητικών και ποινικών κυρώσεων, συνεπεία των νέων υποχρεώσεων και απαγορεύσεων που εισάγονται με τις ρυθμίσεις της παραγράφου 1 του κοινοποιούμενου άρθρου 107.
Αναλυτικότερα:
1. Καταρχάς, με την παράγραφο 1 αντικαθίσταται η παράγραφος Ε8 του άρθρου 7 του ν.2969/01 και καθορίζεται εκ νέου ο τρόπος διάθεσης και διακίνησης του παραγόμενου ετοίμου προϊόντος απόσταξης από τα δικαιούχα παραγωγής πρόσωπα (μικρούς αποσταγματοποιούς). Ειδικότερα:
> Με τις διατάξεις της υποπαραγράφου α' της νέας παραγράφου Ε8 του άρθρου 7, διατηρείται η δυνατότητα εμπορίας του προϊόντος αυτού από τα δικαιούχα παραγωγής πρόσωπα, με την υποχρέωση ωστόσο έκδοσης λογιστικών στοιχείων και τήρησης και ενημέρωσης λογιστικών αρχείων (βιβλίων) κατά τα οριζόμενα από τις διατάξεις του ν.4308/2014 (Ε.Λ.Π).
> Με τις διατάξεις της υποπαραγράφου β' της νέας παραγράφου Ε8 του άρθρου 7 του ν.2969/01 παρέχεται εξαίρεση ως προς τις υποχρεώσεις που τίθενται με τις διατάξεις της υποπαραγράφου α' της ως άνω παραγράφου Ε8, στα δικαιούχα παραγωγής (φυσικά) πρόσωπα που παράγουν το εν λόγω προϊόν απόσταξης αποκλειστικά για κατανάλωση από τους ίδιους, τα μέλη της οικογενείας τους ή τους προσκεκλημένους τους και μέχρι 120 κιλά κατ' ανώτατο όριο, ανά αποστακτική περίοδο και ανά πρόσωπο. Σε περίπτωση διακίνησης του παραγόμενου προϊόντος απόσταξης για ιδία κατανάλωση, όπως περιγράφεται παραπάνω, από τα πρόσωπα αυτά (μη υπόχρεα σε τήρηση λογιστικών αρχείων και έκδοση στοιχείων), ανεξάρτητα από τον τρόπο μεταφοράς του προϊόντος (με ίδια μεταφορικά μέσα, μεταφορικά μέσα τρίτων κ.α. για λογαριασμό τους), αυτό συνοδεύεται από αντίγραφο της αδείας απόσταξης και αποδεικτικό είσπραξης του αναλογούντος Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης.
> Επιπλέον, με τις διατάξεις της υποπαραγράφου γ' της νέας παραγράφου Ε8 του άρθρου 7 του ν.2969/01, προβλέπεται ότι το εν λόγω προϊόν διατίθεται χύμα χωρίς οποιασδήποτε μορφής τυποποίηση, παρέχεται όμως η δυνατότητα της χρησιμοποίησης δοχείων όχι μόνον από γυαλί (όπως ίσχυε) αλλά και από άλλο κατάλληλο υλικό υπό την αποκλειστική όμως προϋπόθεση ότι πληρούνται στην περίπτωση αυτή οι σχετικοί όροι χρήσης που προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία (ενωσιακή και εθνική) αναφορικά με τη μετανάστευση στα αλκοολούχα ποτά.
Είναι αυτονόητο, με δεδομένη την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εν λόγω διάταξης (ως προελέχθη, 01-08-2017), ότι παραβάσεις που διαπιστώθηκαν σε χρόνο προγενέστερο της εν λόγω ημερομηνίας και οι οποίες εκκρεμούν κατ' αυτήν θα αντιμετωπισθούν με εφαρμογή των προ αυτής ισχυουσών διατάξεων.
2. Περαιτέρω, με την παράγραφο 2, προστίθεται περίπτωση ζ' στην παρ. 1 του άρθρου 11 του ν.2969/01 και προβλέπεται, επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ΕΤΚ), διοικητικό πρόστιμο 500€ για τους μικρούς αποσταγματοποιούς οι οποίοι διαθέτουν ή διακινούν το παραγόμενο προϊόν τους χωρίς τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των υποπαραγράφων α' και β' της νέας παραγράφου Ε8 του άρθρου 7 του ν. 2969/01 λογιστικά αρχεία (παραστατικά στοιχεία διακίνησης ή αξίας) ή συνοδευτικά έγγραφα (άδεια απόσταξης, αποδεικτικό είσπραξης του ΕΦΚ) κατά περίπτωση, καθώς και για τους μικρούς αποσταγματοποιούς οι οποίοι δεν τηρούν λογιστικά αρχεία (βιβλία) κατά παράβαση των διατάξεων της υποπαραγράφου α' της παραγράφου Ε8 του ν.2969/01.
3. Με την παράγραφο 3, η περίπτωση ιβ' της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του ν.2969/01 αναριθμείται σε ιγ' και προστίθεται νέα περίπτωση ιβ' με την οποία καθορίζεται, επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων του ΕΤΚ, διοικητικό πρόστιμο 1.500€ για τους μικρούς αποσταγματοποιούς που διαθέτουν προς πώληση το προϊόν τους, κατά παράβαση των καθοριζομένων από τις διατάξεις της υποπαραγράφου β' της νέας παραγράφου Ε8 του άρθρου 7 του ν.2969/01, βάσει των οποίων η παραγωγή του εν λόγω προϊόντος στις περιπτώσεις αυτές προορίζεται αποκλειστικά για ιδία κατανάλωση, απαγορευόμενης της εμπορίας.
4. Τέλος, με την παράγραφο 4, αντικαθίσταται η περίπτωση ι' του άρθρου 12 του ν.2969/01 για λόγους κυρίως προσαρμογής της διάταξης με τις νέες διατάξεις του κοινοποιούμενου άρθρου 107.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ
Άρθρα Γεγονότα μετά την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων
ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
Χαράλαμπος Τσούσης, MSc Λογιστικής ΑΣΟΕΕ
1. Εισαγωγή
Ο πλέον πρόσφατος νόμος περί Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων (ΕΛΠ, Ν. 4308/2014), ο οποίος για τα θέματα που αφορούν στην προετοιμασία των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων βρίσκεται σε ισχύ για χρήσεις που αρχίζουν μετά την 31η Δεκεμβρίου 2014, αναφέρεται μεταξύ άλλων και στο ζήτημα της συμπερίληψης της οικονομικής επίπτωσης γεγονότων που συνέβησαν μετά το τέλος της λογιστικής περιόδου και μέχρι την ημερομηνία έγκρισης από το αρμόδιο όργανο, στις προς δημοσίευση χρηματοοικονομικές καταστάσεις της υπόχρεης οντότητας (άρθρο 17, παράγραφος 8). Η συμπερίληψη αυτή αναλόγως της φύσης των προαναφερθέντων γεγονότων μπορεί να λάβει είτε την μορφή του επηρεασμού των κονδυλίων του ισολογισμού/κατάστασης αποτελεσμάτων είτε την μορφή της απλής γνωστοποίησης στις σημειώσεις.
Με το σημείωμα αυτό θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε το συγκεκριμένο ζήτημα μέσα στο νέο λογιστικό πλαίσιο που διαμορφώνεται με τα ΕΛΠ, σε σύγκριση με τα όσα προβλέπονταν από την οικεία νομοθεσία όπως ίσχυε προηγουμένως. Επιπλέον, θα αποπειραθούμε μία όσο το δυνατόν περιεκτική αναφορά στο αντίστοιχο πλαίσιο που καθορίζεται από τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ), με στόχο να καταγραφούν εν συντομία οι συγκλίσεις και να ανιχνευθούν οι τυχόν διαφορές.
2. Προϊσχύουσες ελληνικές διατάξεις (Π.Δ.1123/1980 και εμπορική νομοθεσία)
Γενικά
Στην προϊσχύουσα λογιστική νομοθεσία (ΕΓΛΣ, Π.Δ.1123/1980) δεν γινόταν ρητή αναφορά στο θέμα της αξιολόγησης και ένταξης των επιπτώσεων οικονομικών γεγονότων που συνέβησαν μετά την ημερομηνία αναφοράς και τα οποία ενδέχεται να παρείχαν ουσιώδεις πληροφορίες και δεδομένα για την χρηματοοικονομική θέση και επίδοση της αναφερόμενης οντότητας κατά την παραπάνω ημερομηνία.
Σχετική πάντως μπορεί να θεωρηθεί η διάταξη της περ. 32, παρ. 4.1.501 του ΕΓΛΣ (Περιεχόμενο του Προσαρτήματος), με την οποία γινόταν δεκτό ότι στις σημειώσεις θα πρέπει να περιλαμβάνονται και οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες που κρίνονται αναγκαίες για την επίτευξη των σκοπών της αρτιότερης πληροφόρησης των μετόχων και των τρίτων, και της παρουσίασης μιας πιστής εικόνας της περιουσίας, της χρηματοοικονομικής κατάστασης (θέσης) και των αποτελεσμάτων της οικονομικής μονάδας.
Επιπλέον, στο ευρύτερο πλαίσιο της εμπορικής νομοθεσίας περί ΑΕ (ΚΝ 2190/1920) στο άρθρο 42α, παρ. 3 όπως αυτό ίσχυε πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4308/2014, αναφερόταν ότι σε περίπτωση που η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του Νόμου δεν επαρκούσε για την παρουσίαση της πραγματικής εικόνας, θα έπρεπε να παρέχονται όλες οι αναγκαίες συμπληρωματικές πληροφορίες για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Κάθε τέτοια παρέκκλιση θα έπρεπε να αναφέρεται στο προσάρτημα μαζί με την πλήρη αιτιολόγησή της και με πληροφορίες για τις επιδράσεις της πάνω στην περιουσιακή διάρθρωση, την χρηματοοικονομική θέση και τα αποτελέσματα χρήσης της εταιρείας.
Επιπρόσθετα, στο άρθρο 43α (παρ. 1) όπως ίσχυε μέχρι τις 7/7/2016 (οπότε και κωδικοποιήθηκε με τον Ν. 4403/2016) οριζόταν ότι λαμβάνονται υπόψη όλες οι υποχρεώσεις, οι προβλεπόμενες υποχρεώσεις και οι πιθανές ζημίες που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του τρέχοντος ή των προηγούμενων ετών, ακόμα και αν αυτές καθίστανται εμφανείς κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας του Ισολογισμού και της ημερομηνίας κατάρτισης αυτού.
Ακόμη, στο άρθρο 43α (παρ. 3) προβλεπόταν ότι η ετήσια Έκθεση Διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου όφειλε να μνημονεύει κάθε σημαντικό γεγονός που έλαβε χώρα από τη λήξη της χρήσης μέχρι την ημέρα υποβολής της Έκθεσης αυτής στην Γενική Συνέλευση των μετόχων.
Στην ίδια βάση, οι διατάξεις του νόμου περί ΕΠΕ (Ν. 3190/1955, άρθρο 22) παρέπεμπαν απευθείας στις παραπάνω διατάξεις του προαναφερθέντος ΚΝ 2190/1920 και όριζαν επί της ουσίας τις ίδιες υποχρεώσεις για την αναφερόμενη οντότητα.
3. Τρέχουσες ελληνικές διατάξεις (Ν. 4308/2014)
Γενικά
Στο Παράρτημα Α’ (Ορισμοί) των ΕΛΠ ως «γεγονός» (event) ορίζεται οποιοδήποτε συμβάν δημιουργεί μεταβολή στα περιουσιακά στοιχεία ή τις υποχρεώσεις της οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των ενδεχόμενων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων. Επομένως ως «γεγονότα μετά την ημερομηνία αναφοράς» μπορούν να εννοηθούν όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έλαβαν χώρα μετά το πέρας της χρήσης τα οποία ενσωματώνουν οικονομική ουσία και, σύμφωνα με την εύλογη και τεκμηριωμένη εκτίμηση της διοίκησης της οντότητας, επηρεάζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα κονδύλια που απεικονίζονται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις ή τις πληροφορίες που οφείλεται να περιλαμβάνονται στις σημειώσεις επί αυτών (οι οποίες και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων).
Χρήσιμες επεξηγήσεις για τα προαναφερθέντα περιέχει η Λογιστική Οδηγία εφαρμογής του νόμου 4308/2014 (Λογιστική Οδηγία ΕΛΤΕ, Οκτώβριος 2015). Πιο συγκεκριμένα, στην παράγραφο 17.8.1 της υπόψη Λογιστικής Οδηγίας καθορίζεται η χρονική στιγμή κατά την οποία παύει η αναγνώριση τυχόν γεγονότων που συνέβησαν μετά το τέλος της χρήσης στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις αυτής. Η χρονική στιγμή αυτή είναι η ημερομηνία κατά την οποία το αρμόδιο όργανο εγκρίνει τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, δηλαδή η ημερομηνία υπογραφής τους από το ΔΣ ή τους Διαχειριστές για τις ΑΕ και τις ΕΠΕ, αντιστοίχως.
Διάκριση γεγονότων μετά την ημερομηνία αναφοράς σε διορθωτικά και μη
Περαιτέρω, η ίδια παράγραφος θέτει το ζήτημα της διάκρισης των ανωτέρω γεγονότων μεταξύ:
• αυτών που αναφέρονται σε συνθήκες που υπήρχαν στο τέλος της χρήσης (για τους σκοπούς του σημειώματος αυτού, «Α κατηγορία»), και των οποίων οι επιπτώσεις θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την παρουσίαση των σχετικών κονδυλίων του ισολογισμού και της κατάστασης αποτελεσμάτων. Το γεγονότα αυτά θα μπορούσαν να αποκληθούν διορθωτικά (adjusting), καθώς οδηγούν σε δικαιότερη επιμέτρηση των κονδυλίων που περιλαμβάνονται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις ενώ συμβαίνουν σε μεταγενέστερο χρόνο από την ημερομηνία για την οποία αυτές συντάσσονται.
• αυτών που λαμβάνουν χώρα μετά την ημερομηνία ισολογισμού βάσει της αρχής του δεδουλευμένου και πρέπει να αναγνωρισθούν στην επόμενη χρήση στη διάρκεια της οποίας συμβαίνουν (για τους σκοπούς του σημειώματος αυτού, «Β κατηγορία»). Τα γεγονότα αυτά θα μπορούσαν να ονομαστούν και μη διορθωτικά (non-adjusting), λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν επιφέρουν αλλαγές στην αξία επιμέτρησης κάποιου απεικονιζόμενου στις ετήσιες καταστάσεις κονδυλίου. Παρόλα αυτά, αν τα εν λόγω γεγονότα κρίνεται ότι έχουν σημαντική επίπτωση για την οντότητα θα πρέπει να αναλύονται στις σημειώσεις των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της κλειόμενης περιόδου.
Επιπλέον, η Λογιστική Οδηγία αναφέρει παραδείγματα, και συγκεκριμένα δύο (2) για κάθε μία από τις παραπάνω κατηγορίες. Τα παραδείγματα αυτά έχουν ως εξής:
Α Κατηγορία (διορθωτικά γεγονότα):
α) Πτώχευση πελάτη η οποία τυπικά λαμβάνει χώρα μετά την ημερομηνία αναφοράς, λόγω συνθηκών όμως που εκτιμάται ότι ήδη ίσχυαν κατά την ημερομηνία αυτή. Ενδείξεις τέτοιων συνθηκών κατά την ημερομηνία αναφοράς είναι η εκκρεμής αίτηση πτώχευσης που ενδεχομένως έχει ήδη υποβληθεί στις αρμόδιες αρχές εκ μέρους του πελάτη, η παύση της εμπορικής δραστηριότητας ή η φορολογική αδράνεια, η διόγκωση/στασιμότητα και μη εξόφληση των εμπορικών και δανειακών του υποχρεώσεων σε σταθερή βάση κλπ. Τέτοιες περιπτώσεις συνδυαζόμενες με την πτώχευση του πελάτη μετά την ημερομηνία του ισολογισμού αλλά πριν την έγκρισή του από το αρμόδιο όργανο, καταδεικνύουν ότι το υπόλοιπο του κονδυλίου «Απαιτήσεις από πελάτες» που απεικονίζεται στον ισολογισμό είναι προφανώς υπερτιμημένο, έχοντας σαν αποτέλεσμα την ισόποση διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων της οντότητας (με ότι αυτό συνεπάγεται αναφορικά με την συμμόρφωση προς την αρχή της αληθινής και δίκαιης παρουσίασης της θέσης και επίδοσής της).
β) Πώληση αποθεμάτων μετά την ημερομηνία ισολογισμού, σε τιμή μικρότερη από την καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία αυτών κατά την ημερομηνία αναφοράς. Το παραπάνω γεγονός μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι αν ως τιμή επιμέτρησης των αποθεμάτων στο τέλος της χρήσης ληφθεί υπόψη η καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία αυτών κατά την ημερομηνία αναφοράς, η αξία του συγκεκριμένου στοιχείου ενερητικού (αποθέματα) θα εμφανιστεί λανθασμένα μεγαλύτερη από την ρευστοποιήσιμη αξία που τελικά πράγματι μπορεί να επιτευχθεί από την οντότητα για την διάθεση (πώληση) των συγκεκριμένων αγαθών.
Β Κατηγορία (μη διορθωτικά γεγονότα):
α) η μεταβολή της τρέχουσας αξίας ενός χρεογράφου μετά την ημερομηνία αναφοράς.
β) η μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας μετά την ημερομηνία αναφοράς.
Και τα δύο γεγονότα δεν μπορούν να θεωρηθούν διορθωτικά καθώς δεν καταδεικνύουν συνθήκες που ίσχυαν κατά την ημερομηνία του ισολογισμού (καθώς οι τρέχουσες τιμές των χρεογράφων και οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι λογικό να διακυμαίνονται συνεχώς).
Επιπλέον παραδείγματα για την πρώτη από τις ανωτέρω περιπτώσεις περιλαμβάνονται στο οικείο ΔΛΠ 10 (βλ. παρακάτω στην σχετική ενότητα).
Υπενθυμίζεται ότι ο Ν. 4308/2014 (άρθρο 17, παρ. 7) προβλέπει ότι οι οντότητες που καταρτίζουν τις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις σύμφωνα με το λογιστικό πλαίσιο των ΕΛΠ δύνανται να αναζητούν ερμηνευτική καθοδήγηση από τα σχετικά ΔΠΧΑ (τμήμα των οποίων αποτελούν τα ΔΛΠ), στο βαθμό που οι ρυθμίσεις των προτύπων αυτών δεν έρχονται σε αντίθεση με άλλες διατάξεις του νόμου.
H παραπάνω αναγνώριση προφανώς προβλέπεται από τα ΕΛΠ μέσα στο πλαίσιο της πραγματικής και δίκαιης παρουσίασης των οικονομικών μεγεθών της οντότητας, διαμέσου των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 17, παρ. 1 αναφέρεται ρητά ότι η αναγνώριση και η επιμέτρηση των κονδυλίων των χρηματοοικονομικών καταστάσεων θα πρέπει να γίνεται με σύνεση και ξεχωριστά για κάθε κονδύλιο. Σύμφωνα με το οικείο χωρίο στους Ορισμούς του νόμου (Παράρτημα Α) ως σύνεση ορίζεται η αρχή της επιμέτρησης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, κατά την οποία υιοθετείται ουδέτερη και όχι ατεκμηρίωτα αισιόδοξη στάση αναφορικά με εκτιμήσεις για το παρόν και το μέλλον.
Περαιτέρω, στο ίδιο άρθρο, παρ. 6 ο Ν. 4308/2014 ορίζει ότι τα κονδύλια των χρηματοοικονομικών καταστάσεων θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν την οικονομική ουσία των συναλλαγών ή γεγονότων.
4. Κοινοτική λογιστική νομοθεσία (Οδηγία 2013/34/ΕΕ)
Η Κοινοτική Οδηγία 2013/34/ΕΕ προβλέπει ότι οι μεσαίες και οι μεγάλες οντότητες θα πρέπει να αναφέρουν στις σημειώσεις των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων την φύση και την επίπτωση σημαντικών γεγονότων που προκύπτουν μετά το τέλος του έτους τα οποία δεν αντικατοπτρίζονται στα αποτελέσματα χρήσης ή στον ισολογισμό (άρθρο 17, παρ. 1, περ. ιζ).
Επομένως αν και τυπικά θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι προηγουμένως δεν υπήρχε απόλυτη ταύτιση στην διατύπωση, σε κάθε περίπτωση με τον νέο νόμο για τα ΕΛΠ η Ελλάδα φαίνεται να συμμορφώνεται πλήρως στο σημείο αυτό με τα απαιτούμενα από το κοινοτικό λογιστικό πλαίσιο.
5. Αντίστοιχες διατάξεις των ΔΠΧΑ
Γενικά
Οι σχετικές διατάξεις των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς περιλαμβάνονται στο οικείο ΔΛΠ 10 «Γεγονότα μετά την ημερομηνία αναφοράς» και στην ουσία τους είναι όμοιας φύσης με τις προβλεπόμενες από τα ΕΛΠ.
Επιπλέον παραδείγματα διορθωτικών γεγονότων
Στις παραγράφους 8 και 9 του ΔΛΠ 10 παρατίθενται επιπλέον παραδείγματα διορθωτικών γεγονότων που λαμβάνουν χώρα μετά την ημερομηνία αναφοράς (ημερομηνία ισολογισμού).
Ενδεικτικά επιπλέον παραδείγματα που αναφέρονται στο πρότυπο είναι:
α) Η εκδίκαση νομικής υπόθεσης από την οποία επιβεβαιώνεται ότι η οντότητα βαρυνόταν με συγκεκριμένη δέσμευση κατά την ημερομηνία αναφοράς. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να αναγνωριστεί σχετική πρόβλεψη (υποχρέωση) σύμφωνα με το ΔΛΠ 37 ή το ποσό της ήδη σχηματισμένης πρόβλεψης να διορθωθεί αναλόγως (προς τα πάνω ή προς τα κάτω, ανάλογα με το αν το αποτέλεσμα της εκδίκασης ήταν δυσμενές ή ευνοϊκό για την οντότητα).
β) Ο τελικός καθορισμός του κόστους απόκτησης ή των εσόδων από πώληση παγίων, όταν τα σχετικά μεγέθη οριστικοποιούνται μετά την ημερομηνία αναφοράς του ισολογισμού.
γ) Η μεταγενέστερη αποκάλυψη απατών ή λαθών, που καθιστούν αναξιόπιστες τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις όπως είχαν αρχικά καταρτιστεί.
6. Εγγραφές διανομής του καθαρού αποτελέσματος μετά φόρου της περιόδου αναφοράς
Το συγκεκριμένο θέμα φαίνεται να έχει απασχολήσει πολύ την ελληνική λογιστική κοινότητα μετά την έναρξη εφαρμογής των ΕΛΠ. Επιπλέον, ενώ η διανομή των τρεχόντων κερδών αποτελεί μεταγενέστερο γεγονός που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί διορθωτικό ή μη (καθώς επισυμβαίνει μετά την έγκριση των καταστάσεων από το αρμόδιο όργανο διοίκησης), ρητή αναφορά σε αυτό γίνεται και στο οικείο ΔΛΠ 10. Σε αυτή την βάση, χρήσιμη θεωρήθηκε μια σύντομη αναφορά των σχετικών διατάξεων.
Π.Δ.1123/1980 και ΚΝ 2190/1920
Το ΕΓΛΣ προέβλεπε την χρησιμοποίηση του Λογαριασμού 88 «Αποτελέσματα προς διάθεση» για την καταχώρηση της διανομής του καθαρού αποτελέσματος που προέκυψε για την υπόψη χρήση, με λογιστικές εγγραφές που διενεργούνταν στα λογιστικά βιβλία με ημερομηνία καταχώρησης την ημερομηνία αναφοράς (παρ. 2.2.811).
Επιπλέον, παρείχε αναλυτικές οδηγίες για την προβλεπόμενη χρέωση και πίστωση του λογαριασμού αυτού (στους κατάλληλους υπολογαριασμούς) με συνέπεια στο τελικό Ισοζύγιο Γενικής Λογιστικής της χρήσης να περιλαμβάνονται τα αποθεματικά (τακτικά ή έκτακτα), η προκαταβολή εταιρικού φόρου εισοδήματος επόμενου έτους και τα πληρωτέα μερίσματα στους μετόχους, που αναμένονταν να προκύψουν από την μεταγενέστερη διανομή των καθαρών κερδών της χρήσης.
Τέλος, προβλεπόταν και η δημοσίευση σχετικού πίνακα μαζί με τον ισολογισμό και τα αποτελέσματα χρήσης («Πίνακας Διαθέσεως Αποτελεσμάτων») ο οποίος αποτελούσε τμήμα των προς δημοσίευση οικονομικών καταστάσεων.
Ν. 4308/2014
Στο άρθρο 36 της Λογιστικής Οδηγίας αναφέρεται ρητά ότι τα διανεμόμενα μερίσματα θα πρέπει να καταχωρούνται στα λογιστικά αρχεία της οντότητας ως υποχρεώσεις με ισόποση και ταυτόχρονη μείωση των αποτελεσμάτων εις νέο, κατά τον χρόνο έγκρισής τους από την Γενική Συνέλευση των μετόχων/εταίρων. Άρα, θα πρέπει να περιλαμβάνονται ως στοιχείο στον ισολογισμό της επόμενης περιόδου και όχι σε αυτόν της κλειόμενης περιόδου, στην οποία προέκυψε καθαρό κέρδος μετά φόρου.
Επιπλέον, η οντότητα δεν θα πρέπει να αναγνωρίζει στην κλειόμενη περίοδο την προκαταβολή φόρου εισοδήματος για το επόμενο φορολογικό έτος. Το σχετικό ποσό θα πρέπει να αναγνωρίζεται και να καταχωρείται στα λογιστικά βιβλία (αρχεία) της υπόχρεης οντότητας και να αναγνωρίζεται με την καταβολή του σχετικού ποσού, κατά την επόμενη χρήση.
Άποψή μας είναι ότι τα ανωτέρω βρίσκονται σε συμμόρφωση με τα προβλεπόμενα από τα ΔΠΧΑ και ειδικά με τις διατάξεις περί αναγνώρισης των υποχρεώσεων (όπως θα δούμε αμέσως μετά).
Τέλος, ειδικά όσον αφορά το τακτικό αποθεματικό με το έγγραφο του ΣΛΟΤ 823/1.6.2016 έγινε δεκτό ότι όταν το ήδη συσσωρευμένο σχετικό ποσό από προηγούμενες χρήσεις κατά την ημερομηνία αναφοράς δεν υπερβαίνει το ελάχιστο όριο που ορίζει ο νόμος και δεδομένου ότι ο σχηματισμός περαιτέρω αποθεματικού είναι υποχρεωτικός, η εταιρεία μπορεί να προβαίνει στο σχηματισμό και λογιστική απεικόνιση του τακτικού αποθεματικού με το εν λόγω ποσό στο τέλος της κλειόμενης χρήσης (και όχι μετά την έγκρισή του από την Γενική Συνέλευση της επόμενης χρήσης).
ΔΠΧΑ (ΔΛΠ 10)
Όσον αφορά την διανομή μερισμάτων από τα καθαρά κέρδη της περιόδου αναφοράς, στις παραγράφους 12 και 13 του ΔΛΠ 10 ορίζεται ότι η σχετική υποχρέωση δεν θα πρέπει να αναγνωρίζεται στον ισολογισμό της κλειόμενης περιόδου, καθώς καμία δέσμευση της οντότητας δεν υφίσταται ακόμη κατά την συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Η προσέγγιση αυτή φαίνεται να είναι σε αρμονία με τα οριζόμενα στο έγγραφο «Conceptual Framework for Financial Reporting 2010» του IASB (Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων), στο οποίο παρατίθενται μεταξύ άλλων και οι προϋποθέσεις αναγνώρισης των διαφόρων κονδυλίων των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Εκεί καθορίζεται ότι ως υποχρέωση (liability) νοείται η δέσμευση της οντότητας, που προέρχεται από παρελθοντικό γεγονός και η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε μελλοντική εκροή οικονομικών ωφελημάτων. Στην περίπτωση των μερισμάτων προς διανομή και της προκαταβολής εταιρικού φόρου εισοδήματος το συγκεκριμένο παρελθοντικό γεγονός από το οποίο θα πηγάσει η υποχρέωση θα έχει επισυμβεί με την συνεδρίαση της ετήσιας τακτικής Γενικής Συνέλευσης και την υποβολή της ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, αντίστοιχα. Άρα σε αμφότερες τις περιπτώσεις η υποχρέωση γεννάται τελικά για την οντότητα μέσα στην επόμενη περίοδο, οπότε και αναγνωρίζεται.
Επιπλέον, γνώμη μας είναι ότι η καθοδήγηση που παρασχέθηκε από το ΣΛΟΤ με το προαναφερθέν έγγραφο 823/1.6.2016 αναφορικά με τον σχηματισμό και αναγνώριση τακτικού αποθεματικού στην κλειόμενη περίοδο αναφοράς δεν βρίσκεται σε αντίθεση με το πνεύμα των ΔΠΧΑ, καθώς στην παράγραφο 4.15 του «Conceptual Framework for Financial Reporting 2010» αναφέρεται ότι η σχετική δέσμευση της οντότητας που πρέπει να αποτυπωθεί στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις μπορεί να δημιουργείται και από υποχρεωτικές διατάξεις νόμου (στην περίπτωσή μας, από το άρθρο 44 του ΚΝ 2190/1920 για τις ΑΕ και το άρθρο 24 του Ν. 3190/1955 για τις ΕΠΕ).
Άρθρα (Upd) Τα βήματα για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων. Προνόμια, συχνές ερωτήσεις, σχετικές διατάξεις, χρήσιμες αναρτήσεις, οδηγοί και άλλο βοηθητικό υλικό
Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων (O.C.W. Out of the Court Workout)
Επιστημονική ομάδα TaxHeaven
Ημερομηνία πρώτης ανάρτησης: 03-08-2017
Ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης: 08-08-2017
Στο πλαίσιο του άρθρου 4 παρ. 2 του ν.4469/2017 «Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων και άλλες διατάξεις» και εφόσον παρήλθε στις 3.8.2017 η τρίμηνη προθεσμία που ορίζει το άρθρο 23 του ιδίου νόμου, η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους παρέχει πρόσβαση στην ειδική ηλεκτρονική πλατφόρμα για την υποβολή αίτησης υπαγωγής των επιχειρήσεων στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης των οφειλών τους.
Η εισαγωγή στην πλατφόρμα για την υποβολή της αίτησης υπαγωγής από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις γίνεται απευθείας κάνοντας κλικ εδώ.
Με αφορμή την έναρξη της διαδικασίας, που θα διαρκέσει έως 31.12.2018, παρουσιάζουμε τα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν, τα προνόμια που παρέχονται από το νόμο, συχνές ερωτήσεις - απαντήσεις, την οργάνωση και τις αρμοδιότητες της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ., τις σχετικές διατάξεις που έχουν ήδη δημοσιευθεί, καθώς και άλλες χρήσιμες αναρτήσεις, οδηγοί και άλλο υλικό αναφορικά με το μηχανισμό και την πλατφόρμα.
Σημείωση: Η πλατφόρμα ήδη διαλειτουργεί με το πληροφοριακό σύστημα του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ), του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, από όπου και αντλεί στοιχεία, τα οποία είναι διαθέσιμα στον οφειλέτη. Στην επόμενη αναβάθμιση της πλατφόρμας, η οποία έχει προγραμματιστεί για τις αρχές Σεπτεμβρίου 2017, θα ολοκληρωθεί η διαλειτουργικότητα με τα πληροφοριακά συστήματα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και των Τραπεζών (μέσω της Τειρεσίας Α.Ε.), προκειμένου να αντλούνται με αυτοματοποιημένο τρόπο, τα εκεί διαθέσιμα στοιχεία που απαιτούνται για την υποβολή αίτησης υπαγωγής, έτσι ώστε να μην απαιτείται η καταχώρηση τους από τον οφειλέτη.
►Βήματα
Βήμα 1ο. Πεδίο εφαρμογής του εξωδικαστικού μηχανισμού
Αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών μπορεί να υποβάλλει:
- κάθε φυσικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα, δηλαδή κάθε ατομική επιχείρηση
- κάθε νομικό πρόσωπο το οποίο αποκτά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα
που έχει φορολογική κατοικία στην Ελλάδα εφόσον:
1) κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016 είχε οφειλή προς χρηματοδοτικό φορέα από δάνειο ή πίστωση σε καθυστέρηση τουλάχιστον ενενήντα (90) ημερών ή οφειλή που ρυθμίστηκε μετά την 1η Ιουλίου 2016 ή είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση ή προς Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή προς άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ή είχε βεβαιωθεί η μη πληρωμή επιταγών εκδόσεώς του λόγω μη επαρκούς υπολοίπου κατά το άρθρο 40 του ν. 5960/1933 (Α΄ 401) ή είχαν εκδοθεί διαταγές πληρωμής ή δικαστικές αποφάσεις λόγω ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων εις βάρος του
και
2) οι συνολικές προς ρύθμιση οφειλές του (σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες ή σε συνδυασμό αυτών) ξεπερνούν το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ
και
3) πληροί τα εξής κριτήρια επιλεξιμότητας:
Αν τηρεί απλογραφικό λογιστικό σύστημα να έχει θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων σε μία τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης για ένταξη στον Μηχανισμό.
Αν τηρεί διπλογραφικό λογιστικό σύστημα σε μία τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στον Μηχανισμό:
α) να έχει θετικά αποτελέσματα προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων ή
β) να έχει θετική καθαρή θέση (equity).
Αιτήσεις, δηλαδή, που θα υποβληθούν μέχρι το τέλος του έτους 2017, θα πρέπει να ικανοποιούν τα παραπάνω κριτήρια επιλεξιμότητας σε τουλάχιστον ένα από τα έτη 2014, 2015 ή 2016, ενώ όσες υποβληθούν στο έτος 2018, θα πρέπει να πληρούνται σε τουλάχιστον ένα από τα έτη 2015, 2016 ή 2017.
Το πτωχευτικό δίκαιο ως μέρος του εμπορικού δικαίου, συνιστά το σύνολο των κανόνων δικαίου που αντιμετωπίζει την πραγματική κατάσταση του εμπόρου που αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη του (εμπορικά).
Πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι, καθώς και οι ενώσεις προσώπων με νομική προσωπικότητα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό. Με τον Πτωχευτικό Κώδικα πτωχευτική ικανότητα αποδίδεται και σε ενώσεις προσώπων με νομική προσωπικότητα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό χωρίς να είναι εμπορικές, λόγω του τύπου ή του σκοπού τους. Δεν κηρύσσονται σε πτώχευση τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και οι δημόσιοι οργανισμοί. Η παύση της εμπορίας ή της οικονομικής δραστηριότητας ή ο θάνατος δεν κωλύουν την πτώχευση, εφόσον επήλθαν σε χρόνο κατά τον οποίο ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του. Σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, η αίτηση για κήρυξή του σε πτώχευση πρέπει να υποβληθεί το αργότερο εντός έτους από το θάνατό του. (άρθ. 2 ν.3588/2007 Πτωχευτικός Κώδικας).
Παρά το γεγονός ότι το πεδίο εφαρμογής του Νόμου αφορά τους έχοντες πτωχευτική ικανότητα, οι διατάξεις του Νόμου έχουν πρόβλεψη και για τη ρύθμιση των χρεών των ελευθέρων επαγγελματιών για χρέη προς το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Δείτε παρακάτω στις «συχνές ερωτήσεις» για περισσότερα.
Βήμα 2ο. Αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών
Κάθε ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορεί να υποβάλει αίτηση για την υπαγωγή της στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών έως την 31η Δεκεμβρίου 2018.
Η αίτηση για την υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών υποβάλλεται από τον οφειλέτη ηλεκτρονικά στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.) με τη χρήση ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η οποία θα τηρείται στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.
Η αίτηση του οφειλέτη περιέχει υποχρεωτικά τα εξής:
α) πλήρη στοιχεία της επιχείρησης (επωνυμία, διεύθυνση, Α.Φ.Μ., ΚΑΔ, τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση), αναφορά στον κύκλο εργασιών του κατά την τελευταία χρήση πριν από την υποβολή της αίτησης και στις συνολικές υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του, περιγραφή της δραστηριότητάς του, της οικονομικής του κατάστασης, των λόγων της οικονομικής του αδυναμίας και των προοπτικών της επιχείρησής του,
β) κατάλογο όλων των πιστωτών του με πλήρη στοιχεία (επωνυμία, διεύθυνση Α.Φ.Μ., τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση), των οφειλομένων ποσών ανά πιστωτή και των συνοφειλετών που ευθύνονται έναντι κάθε πιστωτή,
γ) την πρότασή του για τον τρόπο ρύθμισης των οφειλών του, όπου αναφέρει τουλάχιστον το ποσό που είναι σε θέση να καταβάλει σε μηνιαία ή ετήσια βάση για την αποπληρωμή των οφειλών του, βασίζεται στα εκτιμώμενα έσοδα και έξοδα του οφειλέτη κατά τις επόμενες τρεις (3) τουλάχιστον χρήσεις. Όταν υπάρχουν οφειλές προς το Δημόσιο ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή προς άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου –και αυτές υπερβαίνουν τις 20.000€ και δεν έχουν ρυθμιστεί- η πρόταση του οφειλέτη πρέπει να περιλαμβάνει τα βασικά συμπεράσματα σχετικά με τη βιωσιμότητα της επιχείρησης του, την αξία των περιουσιακών στοιχείων του, το ποσό που προτείνεται να καταβάλει ο οφειλέτης καθώς και το ποσό που προτείνεται να καταβάλουν οι συνοφειλέτες που έχουν συνυποβάλλει αίτηση
δ) τα στοιχεία που απαιτούνται για την αξιολόγηση της επιλεξιμότητάς του, δηλαδή τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων των τριών προ της αίτησης ετών ή τα στοιχεία της καθαρής θέσης αν η επιχείρηση τηρεί διπλογραφικά στοιχεία.
Βήμα 3ο. Συντονιστές και ηλεκτρονική πλατφόρμα ως συντελεστές της διαδικασίας
Με τον Νόμο του Εξωδικαστικού Μηχανισμού μία επιχείρηση για πρώτη φορά αποκτά τη δυνατότητα πρόσβασης σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης µε το σύνολο των πιστωτών της (φορολογικές αρχές, ασφ. ταμεία, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ, τράπεζες, λοιποί ιδιώτες) για τη ρύθμιση των οφειλών της.
Όπως αναλύεται παρακάτω, η διαδικασία είναι άρτια οργανωμένη, οριοθετημένη με σαφείς προθεσμίες σε ευδιάκριτα στάδια. Η ελάχιστη προθεσμία ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης είναι 88 ημέρες.
Η διαδικασία του Μηχανισμού εκκινεί αν ανταποκριθεί η πλειοψηφία των πιστωτών (50%+) και για την έγκριση προτάσεων-αντιπροτάσεων είναι απαραίτητη η συναίνεση του 60% των συμμετεχόντων πιστωτών.
Για να γίνει εφικτή η τήρηση των παραπάνω στενών προθεσμιών και για να μην υπάρχουν αποκλίσεις από τη ροή της διαπραγμάτευσης ρύθμισης οφειλών
• Διορίζεται ανεξάρτητο πρόσωπο που θα τηρήσει τη διαδικασία. Για κάθε αιτούμενη επιχείρηση διορίζεται από την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους με πολύ μικρό κόστος ένα ανεξάρτητο πρόσωπο που αναλαμβάνει καθήκοντα συντονιστή. Εντός συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων, ο Συντονιστής ελέγχει την πληρότητα της αίτησης της επιχείρησης και φροντίζει για την αποκατάσταση λαθών, κοινοποιεί την αίτηση στους πιστωτές και εξασφαλίζει την παραλαβή της, βεβαιώνει ότι οι πιστωτές επεξεργάζονται την πρόταση ρύθμισης οφειλών της επιχείρησης και φροντίζει για την ψήφιση από τους πιστωτές προτάσεων ρύθμισης της αιτούμενης επιχείρησης ή αντιπροτάσεων που κατατίθενται, συγκεντρώνει τυχόν ενστάσεις και, με το πέρας της διαπραγμάτευσης, συντάσσει το σχετικό πρακτικό που την ολοκληρώνει. Αξιολογείται δε για την επάρκεια του και την επιτυχία της παρέμβασης του από κρατικό φορέα, αρμόδιο για την επιτυχή εφαρμογή του Εξωδικαστικού Μηχανισμού, την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.
• Γίνεται χρήση των καινοτόμων τεχνολογιών που θα συνεπικουρήσει τη συνεννόηση μεταξύ της αιτούμενης Επιχείρησης, του Συντονιστή και των Πιστωτών: Η αίτηση υπαγωγής στον Μηχανισμό και η κατάθεση των συνοδευτικών της εγγράφων, η ανάθεση του φακέλου σε Συντονιστή, το σύστημα επικοινωνίας, κοινοποίησης και ανταλλαγής εγγράφων μεταξύ του Συντονιστή της αιτούμενης επιχείρησης και των πιστωτών, το σύστημα της ψηφοφορίας προτάσεων ρύθμισης οφειλών και η έκδοση πιστοποιητικών, θα διεξάγεται με ηλεκτρονικό τρόπο
Βήμα 4ο. Αναλυτική παρουσίαση της διαδικασίας διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού
Η διαδικασία της διαπραγμάτευσης για τη ρύθμιση των οφειλών της επιχείρησης είναι για όλους τους συμμετέχοντες βραχύχρονη και διεξάγεται σε 10 ευδιάκριτα στάδια με σαφώς ορισμένες προθεσμίες 88 ημερών. Η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών διενεργείται κυρίως με ανταλλαγή ηλεκτρονικής ή άλλου τύπου αλληλογραφίας ή τηλεφωνική ή άλλη επικοινωνία μεταξύ του συντονιστή, του οφειλέτη και των πιστωτών, χωρίς να απαιτείται ο ορισμός συνάντησης με φυσική παρουσία των συμμετεχόντων.
Ακολουθεί αναλυτική επισκόπηση των βημάτων που ακολουθούνται ως την τελική συμφωνία:
Αίτηση Επιχείρησης (Οφειλέτη) – Διορισμός Συντονιστή
- Ηλεκτρονική αίτηση ενδιαφερόμενης επιχείρησης για συμμετοχή στον Εξωδικαστικό Μηχανισμό στην πλατφόρμα που φιλοξενείται στο site της ΕΓΔΙΧ. Η αίτηση περιλαμβάνει πρόταση ρύθμισης του οφειλέτη και τα συνοδευτικά έγγραφα που αναφέρονται στο προηγούμενο βήμα.
- Σε 2 εργάσιμες ημέρες από την κατάθεση της αίτησης διορίζεται Συντονιστής από την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΕΓΔΙΧ). Ο Συντονιστής διορίζεται από το Μητρώο των Συντονιστών που τηρεί η ΕΓΔΙΧ και ορίζεται με διαφανή διαδικασία. (2)
- Ο Συντονιστής που διορίζεται έχει προθεσμία τεσσάρων εργάσιμων ημερών για να αποποιηθεί τον διορισμό του. Αν αποποιηθεί τον διορισμό του η ΕΓΔΙΧ ορίζει αμέσως άλλον Συντονιστή. (6)
Ο Συντονιστής αναλαμβάνει την υπόθεση και ειδοποιεί την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. για την ανάληψη των καθηκόντων του. Στη συνέχεια η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. του κοινοποιεί σε ηλεκτρονική μορφή αντίγραφο της αίτησης και των συνοδευτικών εγγράφων.
-
Εντός 5 εργάσιμων ημερών ο Συντονιστής ελέγχει την πληρότητα της αίτησης και των συνοδευτικών εγγράφων και αν ο φάκελος της αίτησης δεν είναι πλήρης, καλεί τον οφειλέτη να καταθέσει τα έγγραφα που λείπουν. Μετά τη συμπλήρωση του φακέλου, ο συντονιστής εκδίδει υπογεγραμμένη βεβαίωση με την οποία πιστοποιεί την πληρότητα της αίτησης και την αποστέλλει αυθημερόν στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Η ανωτέρω βεβαίωση πιστοποιείται ηλεκτρονικά από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. και κοινοποιείται αυθημερόν στον οφειλέτη και στον συντονιστή (11)
- Εντός 2 ημερών αποστέλλεται από το Συντονιστή απόσπασμα της αίτησης σε όλους τους πιστωτές (13)
-
Εντός 10 ημερών οι πιστωτές αποστέλλουν στον συντονιστή, σε ηλεκτρονική διεύθυνση που τους έχει κοινοποιήσει, δήλωση για την πρόθεσή τους να συμμετάσχουν στη διαδικασία και βεβαιώνουν το πιστωτικό υπόλοιπο τους με τον οφειλέτη (23)
-
Εντός 5 ημερών: Γίνεται έλεγχος από τον συντονιστή για την ύπαρξη απαρτίας ενδιαφερομένων πιστωτών (άνω του 50% του συνόλου των απαιτήσεων) και ακρίβειας των πιστώσεων. Αν συγκεντρωθεί απαρτία (50%+), ο συντονιστής κοινοποιεί σε όλους τους συμμετέχοντες πιστωτές το πλήρες περιεχόμενο της αίτησης και τα συνοδευτικά της αίτησης έγγραφα και δικαιολογητικά (28)
-
5 ημέρες μετά την παραπάνω κοινοποίηση: Ο Συντονιστής αναμένει για τυχόν αίτηση των συμμετεχόντων πιστωτών οι οποίοι είναι δικαιούχοι τουλάχιστον του ενός τρίτου (1/3) του συνόλου των απαιτήσεων για προαιρετικό ορισμό εμπειρογνώμονα (33)
Διαπραγμάτευση (Ηλεκτρονική)
- Κατόπιν, ο συντονιστής τάσσει προθεσμία ενός (1) μηνός για την αποστολή τυχόν αντιπροτάσεων από τους πιστωτές (63)
- Οι τυχόν αντιπροτάσεις των πιστωτών κοινοποιούνται στους λοιπούς συμμετέχοντες πιστωτές και τον οφειλέτη, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να προτείνουν συγκεκριμένες τροποποιήσεις εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών (78)
- Ο οφειλέτης αποφασίζει αν θα δεχτεί τυχόν αντιπροτάσεις των πιστωτών ή αν θα εμμείνει στη δική του πρόταση εντός 10 ημερών
-
Αμέσως μετά οι πιστωτές ψηφίζουν τις αποδεκτές από τον οφειλέτη αντιπροτάσεις ή την αρχική πρόταση του οφειλέτη και συμφωνία επιτυγχάνεται εφόσον μία πρόταση (ή αντιπρόταση) συγκεντρώσει το 60% των συμμετεχόντων πιστωτών στους οποίους περιλαμβάνεται και το 40% των συμμετεχόντων πιστωτών με ειδικό προνόμιο.
Αν ο οφειλέτης δεν δεχτεί τυχόν αντιπροτάσεις των πιστωτών τότε ψηφίζεται από τους πιστωτές η δική του αρχική πρόταση.
Αν ο οφειλέτης εγκρίνει μία ή περισσότερες από τις αντιπροτάσεις, αυτές τίθενται ταυτόχρονα σε ψηφοφορία από τους συμμετέχοντες πιστωτές και:
Αν οι αντιπροτάσεις που τέθηκαν σε ψηφοφορία υπερβαίνουν τις δύο χωρίς κάποια από αυτές να συγκεντρώσει το παραπάνω ποσοστό πλειοψηφίας, οι δύο αντιπροτάσεις που συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων τίθενται εκ νέου σε ψηφοφορία.
Αν οι αντιπροτάσεις που τέθηκαν εξαρχής ή εκ νέου σε ψηφοφορία είναι δύο, χωρίς κάποια από αυτές να συγκεντρώσει το ποσοστό της παραπάνω πλειοψηφίας, η αντιπρόταση που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων στην ψηφοφορία του προηγούμενου εδαφίου τίθεται εκ νέου σε ψηφοφορία για να διαπιστωθεί αν συγκεντρώνει την παραπάνω πλειοψηφία συμμετεχόντων πιστωτών.
Ο σκοπός της διαδικασίας και της επανάληψης της ψηφοφορίας είναι να δημιουργηθεί κλίμα συναίνεσης και να συγκεντρωθεί το 60% των πιστωτών με τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται μετά από κάθε ψηφοφορία (αν δεν συμπληρωθεί η διαδικασία κηρύσσεται άκαρπη) (Σύνολο 88 ημέρες)
Βήμα 5ο. Το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης
Μετά το πέρας της προθεσμίας της διαπραγμάτευσης των 88 ημερών που περιγράφεται αναλυτικά στο προηγούμενο βήμα, η αιτούμενη στον Εξωδικαστικό Μηχανισμό επιχείρηση είναι δυνατόν να έχει προβεί σε μία αμοιβαίως αποδεκτή και επωφελή λύση με τους πιστωτές της ή να έχει καταψηφιστεί η πρόταση της και οι αντιπροτάσεις που αποδέχτηκε.
Για τον σκοπό της πιστής αποτύπωσης της διαδικασίας και της εξασφάλισης των συναινετικών δεσμεύσεων αλλά και της ρητής καταγραφής των σημείων απόκλισης, ο συντονιστής καταρτίζει πρακτικό περαίωσης της διαπραγμάτευσης στο οποίο αναφέρει υποχρεωτικά:
α) την ύπαρξη απαρτίας των συμμετεχόντων πιστωτών,
β) πρόσθετα έγγραφα και στοιχεία που χορηγήθηκαν από τον οφειλέτη στους συμμετέχοντες πιστωτές,
γ) τη σύμφωνη γνώμη του οφειλέτη στα σχέδια σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών που τέθηκαν σε ψηφοφορία,
δ) τα σχέδια σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών που τέθηκαν σε ψηφοφορία,
ε) τα ποσοστά πλειοψηφίας για την λήψη απόφασης από τους συμμετέχοντες πιστωτές σχετικά με την έγκριση σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών,
στ) διαβεβαίωση του συντονιστή ότι κατά τη διαδικασία διαπραγμάτευσης τηρήθηκαν οι διατάξεις του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων,
ζ) ενστάσεις συμμετεχόντων πιστωτών που καταψήφισαν.
Το πρακτικό υπογράφεται από τον συντονιστή και αποστέλλεται ηλεκτρονικά στον οφειλέτη και τους συμμετέχοντες πιστωτές και φυλάσσεται από τον συντονιστή.
Κάθε μέρος που μετείχε στη διαδικασία, καθώς και οποιοσδήποτε μη συμμετέχων πιστωτής ή συνοφειλέτης δικαιούται να λάβει από τον συντονιστή αντίγραφο του πρακτικού περαίωσης της διαπραγμάτευσης.
Αν έχει υπάρξει συναίνεση σε σχέδιο αναδιάρθρωσης της επιχείρησης το επόμενο βήμα είναι η κατάρτιση της σύμβασης αναδιάρθρωσης η οποία επισφραγίζει τη συμφωνία μεταξύ των μερών και τίθεται σε ισχύ αμέσως μετά την υπογραφή της.
Βήμα 6ο. Σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών
Εφόσον μετά από τη διαδικασία των 10 σταδίων και τον 88 ημερών επιτευχθεί συμφωνία και συνταχθεί το πρακτικό περαίωσης της διαπραγμάτευσης από τον Συντονιστή, αυτή επισφραγίζεται με τη Σύμβαση Αναδιάρθρωσης Οφειλών η οποία καταρτίζεται αμέσως μετά τη συμφωνία.
Η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών δύναται να επικυρωθεί και δικαστικά, γεγονός που όπως προβλέπεται και από τις διατάξεις αυτού του Νόμου απαιτεί χρονικό διάστημα έξι μηνών. Παρόλα αυτά, η δυνατότητα δικαστικής επικύρωσης δεν είναι δυνατόν να καθυστερήσει την εφαρμογή της συμφωνίας. Η σύμβαση αναδιάρθρωσης τίθεται σε άμεση ισχύ κατά το χρόνο της κατάρτισής της, ανεξάρτητα από το εάν στη συνέχεια θα επιδιωχθεί η δικαστική επικύρωσή της. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι ο οφειλέτης θα ξεκινήσει άμεσα τις καταβολές προς όλους τους πιστωτές, συμβαλλόμενους ή μη, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Η άμεση ισχύς εφαρμόζεται και για οποιεσδήποτε άλλες υποχρεώσεις τυχόν αναλαμβάνονται από τα συμβαλλόμενα μέρη.
Γίνεται λοιπόν σαφές, ότι η επιχείρηση που θα υπαχθεί στον Εξωδικαστικό Μηχανισμό είναι δυνατόν να έχει επιτύχει βιώσιμη λύση για την απρόσκοπτη λειτουργία της μετά από 88 ημέρες από την αίτηση της.
Για τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών ισχύει ο γενικός κανόνας της ελεύθερης διαμόρφωσης του περιεχομένου της, υπό την έννοια ότι οι πιστωτές και ο οφειλέτης μπορούν να συμφωνήσουν να ρυθμίσουν τις οφειλές του τελευταίου με οποιονδήποτε τρόπο και χωρίς κανέναν περιορισμό, εκτός φυσικά από τους ρητά αναφερόμενους στις διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόμου.
Η επιχείρηση και οι πιστωτές της μπορούν να συμφωνήσουν, μεταξύ άλλων, τη μεταβολή του χρόνου εκπλήρωσης των απαιτήσεων και την εξόφλησή τους σε περισσότερες δόσεις, τη μείωση του επιτοκίου, την εξάρτηση καταβολής τόκων από το ύψος των κερδών της επιχείρησης, τη διαγραφή μέρους των απαιτήσεων, την κεφαλαιοποίηση των απαιτήσεων με έκδοση μετοχών ή εταιρικών μεριδίων ή την απονομή περιόδου χάριτος στον οφειλέτη κοκ.
Εξαίρεση στην ελεύθερη διαμόρφωση του περιεχομένου της σύμβασης αναδιάρθρωσης, αποτελεί η ρύθμιση οφειλών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης. Οι ρυθμίσεις αυτές καλύπτονται από τους κανόνες του Άρθρου 15 του Νόμου και αφορούν κατά κανόνα την επιμήκυνση περιόδου αποπληρωμής ως 120 δόσεις και την παράλληλη διαγραφή βασικής οφειλής, προστίμων και προσαυξήσεων.
Η σύμβαση αναδιάρθρωσης θα πρέπει να ικανοποιεί τις αρχές της µη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών (ο πιστωτής δεν μπορεί να λάβει μικρότερο ποσό από αυτό που θα λάμβανε αν γινόταν αναγκαστική ρευστοποίηση όλης της περιουσίας της επιχείρησης) και της σύµµετρης ικανοποίησης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο νόμο και να τηρεί τους ειδικούς όρους που τίθενται για τη ρύθµιση οφειλών προς το Δηµόσιο και προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (π.χ. ανώτατο όριο αριθμού δόσεων, ελάχιστο ποσό µηνιαίας δόσης, απαγόρευση διαγραφής βασικής οφειλής παρακρατούμενων εισφορών εργαζομένων κ.ά.).
Παράδειγμα τήρησης των αρχών µη
χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών και της σύµμετρης ικανοποίησης.
Έχει συµφωνηθεί ότι ο οφειλέτης έχει τη δυνατότητα να αποπληρώσει σε βάθος δεκαετίας το ποσό του 1.000.000 ευρώ και η αξία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του έχει εκτιµηθεί στις 400.000 ευρώ, το τελευταίο αυτό ποσό διανέµεται µεταξύ των πιστωτών µε βάση την κατάταξη του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας, ενώ το υπερβάλλον ποσό των 600.000 ευρώ διανέµεται στους πιστωτές ανάλογα µε το ποσοστό της απαιτήσεώς τους που αποµένει ανεξόφλητη (µετά τη διανοµή του ποσού των 400.000 ευρώ) στις συνολικές απαιτήσεις έναντι του οφειλέτη που επίσης αποµένουν ανεξόφλητες µετά την ως άνω διανοµή.
Έτσι, εάν υποτεθεί, για τις ανάγκες του παρόντος παραδείγµατος, ότι υπάρχουν τρεις πιστωτές µε απαιτήσεις 500.000 ευρώ έκαστος, εκ των οποίων ο ένας είναι εξασφαλισµένος µε υποθήκη στο µοναδικό ακίνητο της επιχείρησης, ο δεύτερος εξασφαλισµένος µε γενικό προνόµιο (π.χ. φορέας κοινωνικής ασφάλισης) και ο τρίτος µη εξασφαλισµένος, µε βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας θα λάµβαναν από την αξία ρευστοποίησης (400.000 ευρώ) του µοναδικού περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, ποσοστό 65% ο πρώτος και ποσό 260.000 ευρώ, ποσοστό 25% ο δεύτερος και ποσό 100.000 ευρώ και ποσοστό 10% ο τρίτος και ποσό 40.000 ευρώ. Από το υπερβάλλον την αξία ρευστοποίησης ποσό της συνολικής ικανότητας αποπληρωµής του οφειλέτη, δηλαδή από τις 600.000 ευρώ, οι ανωτέρω πιστωτές δεν θα ικανοποιηθούν ισόµερα λόγω του ισόποσου των αρχικών τους απαιτήσεων, αλλά θα επανυπολογιστούν οι ανεξόφλητες, µετά την εφαρµογή της αρχής της µη χειροτέρευσης, απαιτήσεις τους και το ποσοστό τους στο συνολικό ανεξόφλητο χρέος του οφειλέτη.
Με τον τρόπο αυτό, το ποσό των 600.000 ευρώ θα διανεµηθεί ως εξής: Ο πρώτος πιστωτής έχει ανεξόφλητη απαίτηση 240.000 ευρώ (500.000-260.000), ο δεύτερος 400.000 ευρώ (500.000-100.000) και ο τρίτος 460.000 ευρώ (500.000-40.000). Οι συνολικές ανεξόφλητες απαιτήσεις ανέρχονται δηλαδή στο ποσό του 1.100.000 ευρώ (240.000+400.000+460.000). Το ποσοστό του πρώτου πιστωτή στις συνολικές ανεξόφλητες απαιτήσεις ανέρχεται σε 21,82% (240.000:1.100.000), του δεύτερου σε 36,36% (400.000:1.100.000) και του τρίτου σε 41,82% (460.000:1.100.000). Άρα, ο πρώτος πιστωτής θα λάβει επιπλέον ποσό 130.920 ευρώ (600.000X21,82%) και συνολικά 390.920 ευρώ (260.000+130.920), ο δεύτερος επιπλέον 218.160 ευρώ (600.000X36,36%) και συνολικά 318.160 ευρώ (100.000+218.160) και ο τρίτος επιπλέον 250.920 ευρώ (600.000X41,82%) και συνολικά 290.920 ευρώ (40.000+250.920).
Με τον παραπάνω τρόπο διανέμεται το ποσό της συνολικής ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη µε το δικαιότερο δυνατό τρόπο, µε σεβασμό στην αρχή της µη χειροτέρευσης για το ποσό που διανέμεται µε βάση την αξία της ρευστοποίησης της περιουσίας της επιχείρησης και στην αρχή της ισότητας και της σύµµετρης ικανοποίησης για το υπερβάλλον ποσό.
Εγγυητές - συνοφειλέτες
Για τη Σύμβαση Αναδιάρθρωσης Οφειλών ισχύει κατά κανόνα ότι οι εγγυητές ευνοούνται σε κάθε περίπτωση από τη συμφωνία –ανεξαρτήτως εάν έχουν συνυποβάλλει αίτηση με την αιτούμενη επιχείρηση- ενώ οι συνοφειλέτες δεν ωφελούνται αν δεν έχουν συνυποβάλλει αίτηση με τον πρωτοφειλέτη και η διαδικασία ρύθμισης οφειλών έχει ολοκληρωθεί με τη συναίνεση της πλειοψηφίας των πιστωτών για τις οφειλές που ευθύνονται οι συνοφειλέτες.
Η συνυποβολή αίτησης από συνοφειλέτη είναι υποχρεωτική. Αν παρόλα αυτά δεν συνυποβάλλει αίτηση ο συνοφειλέτης είναι δυνατόν να ξεκινήσει η διαδικασία της διαπραγμάτευσης και χωρίς τη συμμετοχή του. Σε αυτή την περίπτωση απαιτείται συναίνεση του πιστωτή ή των πιστωτών με την πλειοψηφία των απαιτήσεων για τις οποίες ευθύνονται οι εν λόγω συνοφειλέτες. Χωρίς τη συναίνεση αυτή, η πλειοψηφία των υπολοίπων πιστωτών διατηρεί μεν την ευχέρεια να αποφασίσει την έναρξη της διαδικασίας, στην περίπτωση όμως αυτή οι απαιτήσεις των μη συναινούντων πιστωτών για τις οποίες ευθύνονται οι εν λόγω συνοφειλέτες, δεν ρυθμίζονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών
Κάθε ρύθμιση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών ευνοϊκή για τον οφειλέτη θα ισχύει και υπέρ κάθε συνοφειλέτη- μη εγγυητή μόνο στην περίπτωση που έχει συνυποβάλλει αίτηση, καθώς και υπέρ κάθε εγγυητή, ανεξαρτήτως εάν ο τελευταίος έχει συνυποβάλλει αίτηση ή όχι στην περίπτωση του εγγυητή που δεν συνυπέβαλε αίτηση και με δεδομένη τη νομική φύση της εγγυήσεως ως παρακολουθηματικής της κύριας οφειλής, οι ευνοϊκές ρυθμίσεις της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών για τον πρωτοφειλέτη θα ισχύσουν και για τον εγγυητή.
Για παράδειγμα, εάν συμφωνηθεί διαγραφή μέρους της εγγυημένης απαίτησης, η ευθύνη του εγγυητή θα περιοριστεί στο ποσό της μειωμένης απαίτησης. Από την άλλη, ο μη συνυποβάλλων συνοφειλέτης που έχει εις ολόκληρον και αλληλέγγυα ευθύνη δεν θα ευνοηθεί αντίστοιχα με τον οφειλέτη, αλλά θα κληθεί να καταβάλλει το ποσό που του αναλογεί με βάση τις γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα.
►Συνέπειες μη τήρησης συμφωνίας
Αν ο οφειλέτης , η αιτούμενη επιχείρηση, δεν καταβάλει προς οποιονδήποτε πιστωτή οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα (90) ημερών, ο πιστωτής δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της συμφωνίας ως προς όλους, καταθέτοντας αίτηση στο δικαστήριο που επικύρωσε τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών ή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου έχει έδρα ο οφειλέτης, αν η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών δεν έχει επικυρωθεί.
Το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης υποχρεούνται να γνωστοποιήσουν αμελλητί την επέλευση της αυτοδίκαιης ανατροπής της σύμβασης σε όλους τους πιστωτές. Εντός τριάντα (30) ημερών από τη γνωστοποίηση αυτή οποιοσδήποτε πιστωτής μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της συμφωνίας ως προς όλους τους πιστωτές.
Η αίτηση ακύρωσης δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Η ακύρωση της συμφωνίας, έστω και εάν ζητείται με πρωτοβουλία ενός εκ των πιστωτών, επιφέρει την ακύρωσή της αναδρομικά προς όλους τους πιστωτές, τον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες. Όσα ποσά έχουν τυχόν καταβληθεί από τον οφειλέτη στο πλαίσια της σύμβασης αναδιάρθρωσης, αφαιρούνται από τα συνολικά ποσά των οφειλών που αναβιώνουν. Τα χρέη της επιχείρησης αναβιώνουν, δηλαδή επανέρχονται στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν την αίτηση και τη διαπραγμάτευση της ρύθμισης στο πλαίσιο του Εξωδικαστικού Μηχανισμού.
►Οφειλές σε δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία
Στις διατάξεις του Νόμου του Εξωδικαστικού Μηχανισμού Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων προβλέπεται ρητά ότι η φορολογική διοίκηση και οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης συμμετέχουν στον Μηχανισμό με σκοπό τη διαπραγμάτευση βιώσιμων λύσεων ρύθμισης, προσαρμοσμένων στις ανάγκες της επιχείρησης.
Η πρωτοφανής ευελιξία του Δημοσίου και των Ταμείων (των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, ΦΚΑ) ως πιστωτών που ορίζεται στο πλαίσιο του παρόντος Νόμου, επιτρέπει τη δυνατότητα διαγραφής των οφειλόμενων προστίμων και των προσαυξήσεων και εκτείνεται μέχρι και τη διαγραφή βασικής οφειλής (κεφαλαίου-αρχικά βεβαιωμένης οφειλής) των απαιτήσεών τους, σε περιπτώσεις που αυτό κρίνεται απαραίτητο για την επιβίωση της επιχείρησης από τα βασικά συμπεράσματα σχετικά με τη βιωσιμότητα της επιχείρησης που αναπτύσσονται στην πρόταση της και πάντα υπό την προϋπόθεση της διασφάλισης του Δημοσίου συμφέροντος.
Παράλληλα με τυχόν διαγραφές που μπορεί να δικαιολογούνται κατά περίπτωση, το Δημόσιο και τα Ταμεία έχουν την ευχέρεια να εγκρίνουν και επιμήκυνση αποπληρωμών έως 10 έτη (120 δόσεις).
Συγκεκριμένα, στο Άρθρο 15 παρ.3 του Νόμου ορίζεται ότι επιτρέπεται η ρύθμιση αποπληρωμής οφειλών προς το Δημόσιο και τους ΦΚΑ με ανώτατο όριο τις εκατόν είκοσι (120) μηνιαίες δόσεις με ελάχιστη μηνιαία καταβολή τα 50 ευρώ.
Βάσει της παρ.7 του Άρθρου 15 η διαγραφή οφειλών (βασικής οφειλής, προστίμων και προσαυξήσεων) προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά Ταμεία, η οποία κάλλιστα μπορεί να συνδυάζεται με τις παραπάνω επιμηκύνσεις, γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεότερη, με κριτήριο το χρόνο καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων και όχι το χρόνο λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής αυτής, είτε η καταβολή γίνεται εφάπαξ είτε σε δόσεις.
Ο μόνος περιορισμός είναι ότι απαγορεύεται η παροχή περιόδου χάριτος σε οφειλέτες της φορολογικής διοίκησης και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και η διαγραφή βασικής οφειλής παρακρατούμενων εισφορών εργαζομένων προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Δεν αποκλείονται, ωστόσο, οι διαγραφές βασικής οφειλής εισφορών εργοδοτών και των προστίμων και προσαυξήσεων σε εισφορές εργαζόμενων και εργοδοτών.
Με τον παραπάνω ευνοϊκό τρόπο (διαγραφές οφειλών και επιμήκυνση έως 120 δόσεις) επαναρυθμίζονται και η ήδη υφιστάμενες ρυθμίσεις με το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία (Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης), καθώς με το Άρθρο 15 παρ.4 επιτρέπεται η τροποποίηση των υφιστάμενων ρυθμίσεων (όπως της πάγιας ρύθμισης των 12 δόσεων ή άλλων) με αύξηση του αριθμού των δόσεων στις περιπτώσεις και στο βαθμό που η εφαρμογή τους καθιστά αδύνατη, βάσει της συνολικής δυνατότητας αποπληρωμής του οφειλέτη την αναδιάρθρωση των οφειλών προς τους λοιπούς πιστωτές.
Ο Νόμος θέτει τις αρχές και τους κανόνες που θα διέπουν τις παραπάνω ρυθμίσεις. Η ακριβής εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων θα εξειδικευτεί με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας. Συγκεκριμένα θα εξειδικευτεί η μεθοδολογία και τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του αριθμού και του ύψους των δόσεων καταβολής για την αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο και τα Ασφ. Ταμεία, καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα για τις διαγραφές οφειλών.
Πάντως, οι διατάξεις του νόμου ήδη συγκεκριμενοποιούν την αντιμετώπιση οφειλετών με μικρές οφειλές στο Δημόσιο και τα Ασφ.Ταμεία. Στις περιπτώσεις οφειλετών με συνολικό ποσό βασικής οφειλής προς το Δημόσιο έως είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, οι οποίες δεν είναι ρυθμισμένες, εφαρμόζονται οι εξής κανόνες:
α) για βασικές οφειλές έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ, η αποπληρωμή αυτών και των επ’ αυτών προσαυξήσεων ή τόκων εκπρόθεσμης καταβολής γίνεται τμηματικά σε τριάντα έξι (36) μηνιαίες δόσεις κατ’ ανώτατο όριο, με ελάχιστη μηνιαία δόση πενήντα (50) ευρώ, χωρίς δυνατότητα διαγραφής κανενός ποσού,
β) για βασικές οφειλές άνω των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, η αποπληρωμή αυτών και των επ’ αυτών προσαυξήσεων ή τόκων εκπρόθεσμης καταβολής γίνεται τμηματικά σε εκατόν είκοσι (120) μηνιαίες δόσεις κατ’ ανώτατο όριο, με ελάχιστη μηνιαία δόση πενήντα (50) ευρώ, χωρίς δυνατότητα διαγραφής βασικής οφειλής.
Τα παραπάνω εξαιρετικά κίνητρα που παρέχουν το Δημόσιο και τα Ασφ.Ταμεία για την ένταξη μίας επιχείρησης στον Εξωδικαστικό Μηχανισμό, επιβάλλουν την προσωρινή ισχύ του Νόμου. Οι ρυθμίσεις αυτές θα ισχύουν ως την 31/12/18.
►Προνόμια
Ο νόμος του Εξωδικαστικού Συμβιβασμού δίνει ιδιαίτερα προνόμια στα πιστωτικά, τα χρηματοδοτικά ιδρύματα ή σε πρόσωπα συνδεδεμένα με την αιτούμενη επιχείρηση για τη χορήγηση νέας χρηματοδότησης (refinancing) στην επιχείρηση σε περίπτωση συμφωνίας του 60% των συμμετεχόντων πιστωτών και όταν αυτό προβλέπεται ως όρος στη σύμβαση αναδιάρθρωσης που συντάσσεται με τη συμφωνία των δύο μερών.
Η επιχείρηση που αιτείται και εισέρχεται στην οριοθετημένη διαδικασία της διαπραγμάτευσης του Εξωδικαστικού Μηχανισμού καταθέτει το σχέδιο-πρόταση αναδιάρθρωσης της. Για τις μεγάλες επιχειρήσεις ειδικώς συντάσσεται υποχρεωτικά και σχέδιο βιωσιμότητας τους. Εφόσον η συναινετική διαδικασία οδηγήσει τελικά σε ένα αμοιβαίως αποδεκτό πρόγραμμα αποπληρωμής, οι πιστωτές αποδέχονται εν τοις πράγμασι τις εκτιμήσεις και την προοπτική της επιχείρησης, αποδίδουν πίστη στο σχέδιο της ή στο τελικώς συμφωνημένο σχέδιο, γεγονός που επιτάσσει τη νέα χρηματοδότηση της επιχείρησης σε περίπτωση που και ο οφειλέτης και οι πιστωτές κρίνουν αυτό αναγκαίο.
Σκοπός της διάταξης του Νόμου είναι να διευκολυνθεί η νέα χρηματοδότηση της επιχείρησης με τη δυνατότητα απονομής απόλυτου προνομίου στις απαιτήσεις των πιστωτών που είτε κατά είτε μετά τη σύναψη της σύμβασης αναδιάρθρωσης αναλαμβάνουν να χρηματοδοτήσουν ή να συνεισφέρουν με οποιονδήποτε άλλο τρόπο στη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης.
Ειδικότερα προβλέπεται ότι οι απαιτήσεις αυτές, εφόσον γεννώνται ταυτόχρονα με ή μετά την κατάρτιση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, προέρχονται από χρηματοδοτήσεις του οφειλέτη οποιασδήποτε φύσεως ή από παροχή αγαθών ή υπηρεσιών στον οφειλέτη και αποσκοπούν στην εξασφάλιση της συνέχισης της δραστηριότητας του οφειλέτη, δύνανται, δυνάμει όρου που θα περιληφθεί στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, να ικανοποιούνται προνομιακά σε σχέση με όλες τις απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί πριν από την κατάρτιση της σύμβασης εξωδικαστικής αναδιάρθρωσης οφειλών.
Η παραπάνω δυνατότητα προνομιακής μεταχείρισης δεν ισχύει για απαιτήσεις που προέρχονται από χρηματοδοτήσεις ή παροχή αγαθών ή υπηρεσιών του ίδιου του οφειλέτη ή προσώπων συνδεδεμένων με αυτόν προς την επιχείρησή του.
Η ρύθμιση του τελευταίου εδαφίου είναι ενδοτικού δικαίου, ώστε να αφήνεται περιθώριο στον οφειλέτη και τους συμμετέχοντες πιστωτές να συμφωνήσουν διαφορετικά, δηλαδή να εξοπλίσουν με το απόλυτο αυτό προνόμιο και τις απαιτήσεις προσώπων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη.
►Αναστολή πλειστηριασμών
Για πρώτη φορά σε εξωδικαστική διαδικασία διευθέτησης οφειλών η αιτούμενη επιχείρηση, ο οφειλέτης, προστατεύεται πλήρως από καταδιωκτικά μέτρα (πλειστηριασμούς, κατασχέσεις) των πιστωτών εναντίον της, 8 μέρες μετά (ή 13 ημέρες μετά) την κατάθεση της αίτησης της, δηλαδή για το διάστημα που μεσολαβεί από τον διορισμό και την ανάληψη καθηκόντων από τον Συντονιστή, τη διαπίστωση της πληρότητας της αίτησης και έως την αποστολή από μέρους του πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος στους πιστωτές η οποία συνοδεύεται από απόσπασμα της αίτησης της επιχείρησης.
Συνεπώς με την αίτηση της επιχείρησης και εφόσον αυτή είναι πλήρης, αναστέλλονται αυτοδικαίως τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του αιτούμενου οφειλέτη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, των οποίων ζητείται η εξωδικαστική ρύθμιση, καθώς και η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του αιτούμενου οφειλέτη, στα οποία περιλαμβάνεται και η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης. Η αυτοδίκαια αυτή αναστολή διαρκεί 70 ημέρες και διακόπτεται μόνον όταν δεν διαπιστωθεί απαρτία συμμετεχόντων πιστωτών, δηλαδή αν δεν προθυμοποιηθεί να συμμετάσχει στη διαδικασία το 50,1% του συνόλου των πιστωτών της αιτούμενης επιχείρησης.
Πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης που διενεργούνται από πιστωτές μετά την κοινοποίηση σε αυτούς από τον συντονιστή αντιγράφου της αίτησης υπαγωγής, είναι άκυρες. Δηλαδή, πράξεις εκτέλεσης, προδικασίας ή κύριας διαδικασίας, που λαμβάνουν χώρα μετά την επέλευση της αυτοδίκαιης αναστολής, θα είναι άκυρες. Σε περιπτώσεις που διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης έχει ήδη ξεκινήσει, αυτή αναστέλλεται δια της κοινοποίησης στα όργανα της εκτέλεσης της πιστοποιημένης από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. βεβαίωσης του συντονιστή για την πληρότητα της αίτησης υπαγωγής στην διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών. Η αναστολή καταλαμβάνει και την απαγόρευση εγγραφής προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου του οφειλέτη, που θα θεωρείται άκυρη, αν ο υπέρ ου η προσημείωση πιστωτής είχε προηγουμένως προσκληθεί να συμμετάσχει στη διαδικασία.
Η προστασία είναι αυτοδίκαιη, δεν απαιτεί την κατάθεση ειδικής αίτησης, και διαρκεί 70 ημέρες. Μπορεί δε να παραταθεί για 4 επιπλέον μήνες με ειδική αίτηση της επιχείρησης στο δικαστήριο μετά την παρέλευση των 70 ημερών. Στην αίτηση για τη χορήγηση παράτασης οφείλει να συναινεί και το 50% των συμμετεχόντων πιστωτών.
►Συχνές ερωτήσεις - απαντήσεις
1.Ποια είναι η φιλοσοφία του Εξωδικαστικού Μηχανισμού Ρύθμισης Επιχειρηματικών Οφειλών;Ο νόμος για πρώτη φορά σε εξωδικαστικό επίπεδο παρέχει ισχυρά κίνητρα για τη ρύθμιση οφειλών μίας επιχείρησης η οποία επαπειλείται με αδυναμία πληρωμών ή που ήδη αδυνατεί να αποπληρώνει τις υποχρεώσεις της, σε μία καινοτόμο, δομημένη, γρήγορη και αυστηρά χρονικά οριοθετημένη εξωδικαστική διαδικασία διαπραγμάτευσης με όλους τους πιστωτές τις (Δ.Ο.Υ., Ασφ.Ταμεία, Τράπεζες και λοιπούς ιδιώτες Πιστωτές).
Ο μηχανισμός αφορά όλες τις επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους, θέτει διασταλτικές προϋποθέσεις ούτως ώστε η πλειονότητα των επιχειρήσεων να μπορεί να ενταχθεί και η συμμετοχή στη διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σύντομα σε αμοιβαία επωφελείς ρυθμίσεις για τον οφειλέτη και τους πολυάριθμους πιστωτές. Στον νόμο ήδη προβλέπεται ρητά πρωτοφανής ευελιξία του Δημοσίου και των Ασφαλιστικών Ταμείων -ως πιστωτών-, με δυνατότητα απομείωσης βασικής οφειλής, προστίμων και προσαυξήσεων και παράλληλη επιμήκυνση παλαιών οφειλών έως 120 δόσεις, και αναμένεται παρόμοια στάση και από τους ιδιώτες πιστωτές. Η διαδικασία που προβλέπει αναστολή διώξεων σε βάρος της επιχείρησης που αιτείται στον μηχανισμό, διεξάγεται με τη χρήση των νέων τεχνολογιών και κινείται με κατάθεση αίτησης και πρότασης από τον οφειλέτη. Υπάρχει η δυνατότητα κατάθεσης αντιπροτάσεων που εγκρίνονται από επαυξημένη πλειοψηφία των πιστωτών -χωρίς όμως να επιβάλλονται στον οφειλέτη- σε μία πλατφόρμα διαπραγμάτευσης. Η ροή παρακολουθείται και καταγράφεται από εξειδικευμένο επαγγελματία- συντονιστή και καταλήγει στη σύνταξη συμφωνίας, της σύμβασης αναδιάρθρωσης η οποία δύναται να επικυρωθεί από το δικαστήριο.
2.Ποια είναι τα κίνητρα ένταξης στον Εξωδικαστικό Μηχανισμό;
Ο Εξωδικαστικός Μηχανισμός είναι μία διαδικασία οργανωμένης και άρτια οριοθετημένης διαπραγμάτευσης της επιχείρησης με τους πιστωτές της που διεξάγεται εντός προθεσμιών 88 ημερών σε 10 στάδια με ρητές προθεσμίες για την τήρηση των οποίων θα συνδράμει πρωτοπόρα ηλεκτρονική πλατφόρμα και η ευθύνη ενημερωμένου επαγγελματία-συντονιστή. Μια επιχείρηση μπορεί να βρει λύση ρύθμισης με το σύνολο των πιστωτών της (Δ.Ο.Υ., Ασφ.Ταμεία, Ο.Τ.Α., Τράπεζες και Ιδιώτες) σε τόσο βραχύ διάστημα.
Επιπλέον, η Πολιτεία μέσω των διατάξεων του άρθρου 15 αυτού του Νόμου και προκειμένου να γίνουν εφικτές βιώσιμες ρυθμίσεις κατά τη διαπραγμάτευση, δίνει τη δυνατότητα στους εκπροσώπους του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων να προχωρήσουν σε διαγραφές βασικής οφειλής (όλων των φορολογικών υποχρεώσεων και των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών), προστίμων και προσαυξήσεων με ταυτόχρονη επιμήκυνση αποπληρωμών σε έως 120 δόσεις.
Συν τοις άλλοις, για πρώτη φορά σε εξωδικαστικό επίπεδο υπάρχει για τις αιτούμενες επιχειρήσεις η δυνατότητα αναστολής καταδιωκτικών μέτρων 70 ημερών με δυνατότητα παράτασης 4 μηνών και παρέχονται ιδιαίτερα προνόμια νέας χρηματοδότησης της στους πιστωτές της.
Δεδομένου δε ότι η διαδικασία εκκινεί ακόμα και εάν εκδηλώσουν ενδιαφέρον πιστωτές που εκπροσωπούν το 50% των απαιτήσεων έναντι της επιχείρησης, όλοι οι πιστωτές έχουν κίνητρο να συμμετέχουν στη διαδικασία, καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ληφθεί δεσμευτική απόφαση για τη ρύθμιση της απαίτησής τους ερήμην τους
Ο Νόμος έχει προσωρινή διάρκεια (έως τις 31/12/18) ακριβώς για τους παραπάνω λόγους.
3.Ποιοι μπορούν να υποβάλουν αίτηση για τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό;
Αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία μπορεί να υποβάλει κάθε φυσικό πρόσωπο που μπορεί να υπαχθεί σε πτώχευση (ατομική επιχείρηση) και κάθε νομικό πρόσωπο που αποκτά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα (επιχείρηση οποιουδήποτε μεγέθους), εάν έχει φορολογική κατοικία στην Ελλάδα.
Ως ελεύθερος επαγγελματίας δεν μπορώ να ενταχθώ;
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες για τη ρύθμιση των οφειλών τους σε Τράπεζες, Δημόσιο, Ασφαλιστικά Ταμεία μπορούν να απολαύσουν τις ευεργετικές διατάξεις του αναθεωρημένου Νόμου Κατσέλη (Ν. Σταθάκη) ήτοι την προστασία της κύριας κατοικίας τους και εισοδημάτων που βρίσκονται στα επίπεδα των Ευλόγων Δαπανών Διαβίωσης. Ωστόσο στις διατάξεις του Νόμου του Εξωδικαστικού Μηχανισμού υπάρχει διάταξη που καλύπτει και τους ελεύθερους επαγγελματίες ως προς τη ρύθμιση των οφειλών τους προς το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Η διαδικασία όμως στην περίπτωση αυτή είναι διαφορετική.
Με την παρ. 21 του άρθρου 15 δίνεται η δυνατότητα στους ελεύθερους επαγγελματίες, μετά από αίτησή τους, απευθείας και όχι μέσω της πλατφόρμας, τόσο στις αρμόδιες φορολογικές αρχές (Α.Α.Δ.Ε.), όσο και στα ασφαλιστικά ταμεία (Ε.Φ.Κ.Α.), να προτείνουν ανάλογες ρυθμίσεις οφειλών µε αυτές που οι φορείς αποδέχονται ή αντιπροτείνουν στο πλαίσιο της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών (διαγραφή οφειλής, επιμήκυνση έως και 120 δόσεις ή συνδυασμός και των δύο). Με υπουργικές αποφάσεις θα εξειδικευτούν οι λεπτοµέρειες για την εφαρµογή των παραπάνω.
4.Ποιες οι προϋποθέσεις ένταξης μιας επιχείρησης στον Εξωδικαστικό Μηχανισμό;
Μια επιχείρηση μπορεί να ενταχθεί στον Εξωδικαστικό Μηχανισμό εφόσον:
- αφενός κατά την 31 Δεκεμβρίου 2016:
είχε οφειλή προς χρηματοδοτικό φορέα από δάνειο
ή πίστωση σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών
ή οφειλή που ρυθμίστηκε μετά την 1 Ιουλίου 2016
ή είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση ή Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ)
ή άλλο ΝΠΔΔ, περιλαμβανομένων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης,
ή είχε βεβαιωθεί η μη πληρωμή επιταγών εκδόσεώς του λόγω μη επαρκούς υπολοίπου
ή είχαν εκδοθεί διαταγές πληρωμής
ή δικαστικές αποφάσεις λόγω ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων εις βάρος του
- και αφετέρου οι συνολικές προς ρύθμιση οφειλές της είναι μεγαλύτερες των 20 χιλιάδων ευρώ.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι παραπάνω προϋποθέσεις είναι διαζευκτικές και ως εκ τούτου ανοικτές στην ένταξη πλήθους ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.
5.Αρκούν μόνο οι παραπάνω προϋποθέσεις;
Όχι, καθώς, όπως ορίζει ο νόμος, η επιχείρηση σε μία τουλάχιστον από τις τελευταίες 3 χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης είχε:
α) θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων, εάν πρόκειται για επιχείρηση που τηρεί απλογραφικό λογιστικό σύστημα ή
β) θετικά αποτελέσματα προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων ή θετική καθαρή θέση, εάν πρόκειται για επιχείρηση που τηρεί διπλογραφικό λογιστικό σύστημα.
Δηλαδή αιτήσεις που θα υποβληθούν μέχρι το τέλος του έτους 2017, θα πρέπει να ικανοποιούν τα παραπάνω κριτήρια σε τουλάχιστον ένα από τα έτη 2014, 2015 ή 2016, ενώ όσες υποβληθούν στο έτος 2018, θα πρέπει να πληρούνται σε τουλάχιστον ένα από τα έτη 2015, 2016 ή 2017.
6.Μπορούν να υπαχθούν επιχειρήσεις που έχουν αιτηθεί για υπαγωγή στον 4307/2014 (Ν. Δένδια) ή έχουν διακόψει την επιχειρηματική τους δραστηριότητα ή βρίσκονται στη διαδικασία λύσης και εκκαθάρισης;
Μπορούν! Αρκεί για όσους έχουν αιτηθεί στον Ν. Δένδια να μην έχει εκδοθεί οριστική απόφαση υπαγωγής και να έχουν παραιτηθεί από τις διαδικασίες του Νόμου.
Για όσους δε έχουν διακόψει ή βρίσκονται σε διαδικασία λύσης ή εκκαθάρισης, μπορούν κάλλιστα να αιτηθούν στον Εξωδικαστικό Μηχανισμό αν υποβάλουν δήλωση επανέναρξης των εργασιών τους ή αν αναβιώσουν με απόφαση του αρμοδίου οργάνου τους.
7.Ποιες οφειλές εξαιρούνται;
Από τη διαδικασία εξαιρούνται οι οφειλές που έχουν γεννηθεί μετά την 31 Δεκεμβρίου 2016.
Δεν αποτελούν αντικείμενο σύμβασης αναδιάρθρωσης βεβαιωμένες οφειλές οι οποίες αφορούν σε ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν με τη σύσταση ειδικών αφορολόγητων αποθεματικών σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 4002/2011 ή σύμφωνα με άλλες ειδικές διατάξεις. Επίσης, το Δημόσιο δεν συναινεί σε διαγραφή απαιτήσεών του, με την έννοια της παρ.2 του άρθρου 15 του ν.4469/2017 για βασική οφειλή από τελωνειακούς δασμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι ως παραδοσιακοί ίδιοι πόροι, αποτελούν έσοδό της και αποδίδονται στον Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό, ακόμη και σε περίπτωση διαγραφής τους (άρθρο 1 παρ.3 ΠΟΛ.1105/2017).
8.Ποιος μπορεί να εκκινήσει τη διαδικασία για την υπαγωγή στον μηχανισμό;Ο οφειλέτης, ο οποίος μπορεί να υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία ηλεκτρονικά στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΕΓΔΙΧ) έως την 31η Δεκεμβρίου 2018 με τη χρήση ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας που θα τηρείται στην ιστοσελίδα της ΕΓΔΙΧ.
9.Πότε θα ξεκινήσει η υποβολή των αιτήσεων;
Η υποβολή των αιτήσεων θα ξεκινήσει από τις 3 Αυγούστου, καθώς ο νόμος θα τεθεί σε εφαρμογή τρεις μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
10.Γιατί προβλέφθηκε αυτή η μεταβατική περίοδος;
Ορίστηκε μεταβατική περίοδος προκειμένου να στηθεί η ηλεκτρονική πλατφόρμα υποβολής των αιτήσεων, καθώς και να συσταθεί το μητρώο συντονιστών της ΕΓΔΙΧ.
11.Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείται μετά την υποβολή της αίτησης;
Η διαδικασία της διαπραγμάτευσης για τη ρύθμιση των οφειλών της επιχείρησης είναι για όλους τους συμμετέχοντες βραχύχρονη και διεξάγεται σε 10 ευδιάκριτα στάδια με σαφώς ορισμένες προθεσμίες 88 ημερών. Η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών διενεργείται κυρίως με ανταλλαγή ηλεκτρονικής ή άλλου τύπου αλληλογραφίας ή τηλεφωνική ή άλλη επικοινωνία μεταξύ του συντονιστή, του οφειλέτη και των πιστωτών, χωρίς να απαιτείται ο ορισμός συνάντησης με φυσική παρουσία των συμμετεχόντων.
Ακολουθεί αναλυτική επισκόπηση των βημάτων που ακολουθούνται ως την τελική συμφωνία:
- Αίτηση Επιχείρησης (Οφειλέτη) – Διορισμός Συντονιστή
-
Ηλεκτρονική αίτηση ενδιαφερόμενης επιχείρησης για συμμετοχή στον Εξωδικαστικό Μηχανισμό στην πλατφόρμα που φιλοξενείται στο site της ΕΓΔΙΧ. Η αίτηση περιλαμβάνει πρόταση ρύθμισης του οφειλέτη και τα συνοδευτικά έγγραφα που αναφέρονται στο προηγούμενο βήμα.
-
Σε 2 εργάσιμες ημέρες από την κατάθεση της αίτησης διορίζεται Συντονιστής από την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΕΓΔΙΧ). Ο Συντονιστής διορίζεται από το Μητρώο των Συντονιστών που τηρεί η ΕΓΔΙΧ και ορίζεται με διαφανή διαδικασία.
- Ο Συντονιστής που διορίζεται έχει προθεσμία 4ων εργάσιμων ημερών για να αποποιηθεί τον διορισμό του. Αν αποποιηθεί τον διορισμό του η ΕΓΔΙΧ ορίζει αμέσως άλλον Συντονιστή. (6)
Ο Συντονιστής αναλαμβάνει την υπόθεση και ειδοποιεί την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. για την ανάληψη των καθηκόντων του. Στη συνέχεια η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. του κοινοποιεί σε ηλεκτρονική μορφή αντίγραφο της αίτησης και των συνοδευτικών εγγράφων.
-
Εντός 5 εργάσιμων ημερών ο Συντονιστής ελέγχει την πληρότητα της αίτησης και των συνοδευτικών εγγράφων και αν ο φάκελος της αίτησης δεν είναι πλήρης, καλεί τον οφειλέτη να καταθέσει τα έγγραφα που λείπουν. Μετά τη συμπλήρωση του φακέλου, ο συντονιστής εκδίδει υπογεγραμμένη βεβαίωση με την οποία πιστοποιεί την πληρότητα της αίτησης και την αποστέλλει αυθημερόν στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Η ανωτέρω βεβαίωση πιστοποιείται ηλεκτρονικά από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. και κοινοποιείται αυθημερόν στον οφειλέτη και στον συντονιστή (11)
- Εντός 2 ημερών αποστέλλεται από το Συντονιστή απόσπασμα της αίτησης σε όλους τους πιστωτές (13)
-
Εντός 10 ημερών οι πιστωτές αποστέλλουν στον συντονιστή, σε ηλεκτρονική διεύθυνση που τους έχει κοινοποιήσει, δήλωση για την πρόθεσή τους να συμμετάσχουν στη διαδικασία και βεβαιώνουν το πιστωτικό υπόλοιπο τους με τον οφειλέτη (23)
-
Εντός 5 ημερών: Γίνεται έλεγχος από τον συντονιστή για την ύπαρξη απαρτίας ενδιαφερομένων πιστωτών (ανω του 50% του συνόλου των απαιτήσεων) και ακρίβειας των πιστώσεων. Αν συγκεντρωθεί απαρτία (50%+), ο συντονιστής κοινοποιεί σε όλους τους συμμετέχοντες πιστωτές το πλήρες περιεχόμενο της αίτησης και τα συνοδευτικά της αίτησης έγγραφα και δικαιολογητικά (28)
-
5 ημέρες μετά την παραπάνω κοινοποίηση: Ο Συντονιστής αναμένει για τυχόν αίτηση των συμμετεχόντων πιστωτών οι οποίοι είναι δικαιούχοι τουλάχιστον του ενός τρίτου (1/3) του συνόλου των απαιτήσεων για προαιρετικό ορισμό εμπειρογνώμονα (33)
- Διαπραγμάτευση (Ηλεκτρονική)
- Κατόπιν: Ο συντονιστής τάσσει προθεσμία ενός (1) μηνός για την αποστολή τυχόν αντιπροτάσεων από τους πιστωτές (63)
- Οι τυχόν αντιπροτάσεις των πιστωτών κοινοποιούνται στους λοιπούς συμμετέχοντες πιστωτές και τον οφειλέτη, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να προτείνουν συγκεκριμένες τροποποιήσεις εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών (78)
- Ο οφειλέτης αποφασίζει αν θα δεχτεί τυχόν αντιπροτάσεις των πιστωτών ή αν θα εμμείνει στη δική του πρόταση εντός 10 ημερών
-
Αμέσως μετά οι πιστωτές ψηφίζουν τις αποδεκτές από τον οφειλέτη αντιπροτάσεις ή την αρχική πρόταση του οφειλέτη και συμφωνία επιτυγχάνεται εφόσον μία πρόταση (ή αντιπρόταση) συγκεντρώσει το 60% των συμμετεχόντων πιστωτών στους οποίους περιλαμβάνεται και το 40% των συμμετεχόντων πιστωτών με ειδικό προνόμιο.:
Αν ο οφειλέτης δεν δεχτεί τυχόν αντιπροτάσεις των πιστωτών τότε ψηφίζεται από τους πιστωτές η δική του αρχική πρόταση
Αν ο οφειλέτης εγκρίνει μία ή περισσότερες από τις αντιπροτάσεις, αυτές τίθενται ταυτόχρονα σε ψηφοφορία από τους συμμετέχοντες πιστωτές και:
Αν οι αντιπροτάσεις που τέθηκαν σε ψηφοφορία υπερβαίνουν τις δύο χωρίς κάποια από αυτές να συγκεντρώσει το παραπάνω ποσοστό πλειοψηφίας, οι δύο αντιπροτάσεις που συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων τίθενται εκ νέου σε ψηφοφορία.
Αν οι αντιπροτάσεις που τέθηκαν εξαρχής ή εκ νέου σε ψηφοφορία είναι δύο, χωρίς κάποια από αυτές να συγκεντρώσει το ποσοστό της παραπάνω πλειοψηφίας, η αντιπρόταση που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων στην ψηφοφορία του προηγούμενου εδαφίου τίθεται εκ νέου σε ψηφοφορία για να διαπιστωθεί αν συγκεντρώνει την παραπάνω πλειοψηφία συμμετεχόντων πιστωτών.
Ο σκοπός της διαδικασίας και της επανάληψης της ψηφοφορίας είναι να δημιουργηθεί κλίμα συναίνεσης και να συγκεντρωθεί το 60% των πιστωτών με τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται μετά από κάθε ψηφοφορία (αν δεν συμπληρωθεί η διαδικασία κηρύσσεται άκαρπη) (Σύνολο 88 ημέρες)
12.Πώς αποτυπώνεται η συμφωνία με τη διαδικασία του Νόμου του Εξωδικαστικού Μηχανισμού; Τι ποσοστό απαιτείται για την έγκριση αναδιάρθρωσης;
Για την έγκριση πρότασης αναδιάρθρωσης οφειλών απαιτείται συμφωνία του οφειλέτη και πλειοψηφία των 3/5 των συμμετεχόντων πιστωτών, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται τα 2/5 των συμμετεχόντων πιστωτών με ειδικό προνόμιο, ήτοι υποθήκη, προσημείωση, ενέχυρο ή άλλο προνόμιο του άρθρου 976 του ΚΠολΔ. Εφόσον εγκριθεί η πρόταση αναδιάρθρωσης υπογράφεται η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών από τον οφειλέτη και τους συναινούντες πιστωτές, διαφορετικά η διαδικασία θεωρείται περαιωθείσα ως άκαρπη. Τότε συντάσσεται πρακτικό αποτυχίας της διαπραγμάτευσης από τον συντονιστή.
13.Πώς θα γίνει εφικτό το στενό χρονοδιάγραμμα των 88 ημερών;
Θα γίνει εφικτό με τη χρήση μίας εξελιγμένης ηλεκτρονικής πλατφόρμας στην οποία θα κατατίθεται η αίτηση, τα απαραίτητα δικαιολογητικά, η ενημέρωση των συμμετεχόντων πιστωτών και του οφειλέτη, αλλά και η διαπραγμάτευση και οι ψηφοφορίες προτάσεων. Επίσης για την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων και την απρόσκοπτη λειτουργία και καταγραφή της διαδικασίας της υποβολής αιτήσεων και της διαπραγμάτευσης επελέγη η υποχρεωτική συμμετοχή ενός επαγγελματία ιδιώτη συντονιστή ο οποίος θα αξιολογείται από Δημόσια Υπηρεσία, την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.
14.Ποιοι μπορούν να εγγραφούν στο μητρώο συντονιστών; Πώς θα επιλέγονται;
Στο μητρώο θα εγγραφούν κατά προτεραιότητα διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές του ν. 3898/2010 (Α' 211) ύστερα από αίτησή τους. Ο αριθμός των συντονιστών είναι 320. Σε περίπτωση που δεν επαρκούν οι αιτήσεις θα επιλέγονται δικηγόροι. Αν οι αιτήσεις υπερβαίνουν τις 320 στο μητρώο θα τοποθετηθούν συντονιστές κατόπιν κληρώσεως.
15.Ποιοι και πόσο θα πληρώνουν τους συντονιστές;
Αν δεν έχει οριστεί μεγαλύτερη αμοιβή, τότε αυτή ορίζεται με βάση το άρθρο 10 Ν.4469/2017 στο ποσό των 200 ευρώ για οφειλέτες που εντάσσονται στην κατηγορία των μικρών επιχειρήσεων και στο ποσό των 400 ευρώ για οφειλέτες που εντάσσονται στην κατηγορία των μεγάλων επιχειρήσεων. Την επιβάρυνση αναλαμβάνουν οι αιτούντες. Το κόστος πρόσβασης μιας επιχείρησης σε μία διαδικασία διαπραγμάτευσης με το σύνολο είναι αναμφίβολα μικρό, ακόμα και για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
16.Πώς διαχωρίζονται οι επιχειρήσεις σε μικρές και μεγάλες για τις ανάγκες του νόμου; Αντιμετωπίζονται διαφορετικά;
Ως «μεγάλες επιχειρήσεις» νοούνται όσες κατά την τελευταία χρήση πριν από την υποβολή της αίτησης είχαν κύκλο εργασιών μεγαλύτερο 2.500.000 ευρώ ή έχουν συνολικές υποχρεώσεις (ληξιπρόθεσμες ή μη) υψηλότερες των 2.000.000 ευρώ. Ως «μικρές επιχειρήσεις» νοούνται όσες κατά την τελευταία χρήση πριν από την υποβολή της αίτησης είχαν κύκλο εργασιών έως 2.500.000 ευρώ και συνολικές υποχρεώσεις (ληξιπρόθεσμες ή μη) 2.000.000 ευρώ.
Και οι μικρές και οι μεγάλες επιχειρήσεις μπαίνουν στην ως άνω διαδικασία διαπραγμάτευσης με τα ίδια βραχέα χρονοδιαγράμματα. Για τις μεγάλες είναι υποχρεωτικός ο διορισμός εμπειρογνώμονα –με απόφαση της αιτούμενης επιχείρησης και της πλειοψηφίας των πιστωτών- και η σύνταξη έκθεσης βιωσιμότητας. Τυχόν πρόταση ή αντιπρόταση σχεδίου αναδιάρθρωσης που προκύπτει από την έκθεση βιωσιμότητας πρέπει να γίνει αποδεκτή από τον οφειλέτη πριν τεθεί σε ψηφοφορία και εγκριθεί από το 60% των πιστωτών.
17.Οι παραπάνω διαδικασίες διαπραγμάτευσης θα ισχύουν για όλες τις περιπτώσεις οφειλετών;
Όχι. Η διαδικασία αυτή θα ισχύει για οφειλέτες με χρέη άνω των 50.000 ευρώ. Για τους οφειλές με χρέη μεταξύ 20.000 έως και 50.000 ευρώ θα ακολουθείται απλοποιημένη διαδικασία ρύθμισης οφειλών. Δηλαδή, τόσο το Δημόσιο όσο και τα πιστωτικά ιδρύματα θα έχουν προτυποποιημένες λύσεις και αξιολογήσεις βιωσιμότητας για τις περιπτώσεις αυτές. Η ακριβής διαδικασία αναμένεται να διευκρινιστεί από σχετική Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομίας, Οικονομικών και Εργασίας. (σ.σ. Δείτε παρακάτω τις σχετικές αποφάσεις που έχουν δημοσιευθεί)
18.Ποιος μπορεί να διοριστεί ως εμπειρογνώμων? Ποιοι και πόσο θα πληρώνουν τους εμπειρογνώμονες;
Ως εμπειρογνώμονας µπορεί διοριστεί σύµφωνα µε τις διαδικασίες του άρθρου11 του Νόμου κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο που προσφέρει κατ’ επάγγελµα υπηρεσίες παροχής χρηµατοοικονοµικών συµβουλών. Στην περίπτωση που ο διορισμός του είναι υποχρεωτικός, επιλέγεται από την απόλυτη πλειοψηφία των πιστωτών αλλά και του οφειλέτη.
Η αμοιβή του καθορίζεται ελεύθερα και βαρύνει τους συμμετέχοντες πιστωτές αν αποτύχει η διαπραγμάτευση και αν δεν υιοθετηθεί το σχέδιο αναδιάρθρωσης που προτείνει. Σε περίπτωση που η πρόταση του υιοθετηθεί από τον οφειλέτη και επέλθει συμφωνία επ αυτής – άρα και σημαντική αναδιάρθρωση του χρέους του με προϋποθέσεις για τη συνέχιση της δραστηριότητας του- αμείβεται από τον οφειλέτη.
19.Πώς θα συμμετέχει το Δημόσιο και ασφαλιστικά Ταμεία στον Μηχανισμό; Ποιες είναι οι δυνατότητες ρύθμισης των οφειλών;
Με το άρθρο 15 του Νόμου θεσπίζονται οι ειδικότεροι υποχρεωτικοί κανόνες που διέπουν τη συμμετοχή του Δηµοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης στον Εξωδικαστικό Μηχανισµό Ρύθµισης Οφειλών, την ένταξη οφειλών προς το Δηµόσιο και τους ΦΚΑ στις συµβάσεις αναδιάρθρωσης, στις συμφωνίες που θα προκύπτουν, καθώς και τα συναφή τεχνικά και διαδικαστικά ζητήµατα.
Στο συγκεκριμένο άρθρο γίνεται σαφές ότι η πολιτική βούληση του νομοθέτη είναι ότι τόσο το Δημόσιο όσο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία προς την εξυπηρέτηση των αναγκών ελάφρυνσης και εξυγίανσης της μικρής, μεσαίας και μεγάλης επιχειρηματικότητας -και εντός του πλαισίου της εξυπηρέτησης του Δημοσίου συμφέροντος- θα δύνανται να προβαίνουν ακόμα σε διαγραφή τόσο βασικής οφειλής (κεφαλαίου) όσο προστίμων και προσαυξήσεων των φορολογικών και ασφαλιστικών οφειλών των συμμετεχόντων στον Μηχανισμό Επιχειρήσεων με δυνατή την παράλληλη με την διαγραφή επιμήκυνση της αποπληρωμής των οφειλών έως τις 120 δόσεις. Από τις διαγραφές θα εξαιρούνται μόνον οι βασικές οφειλές (το κεφάλαιο) ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων, χωρίς να εξαιρούνται οι προσαυξήσεις και τα πρόστιμα.
20.Έχω ήδη κάνει ρυθμίσεις με το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Μπορώ να τις εντάξω στον Εξωδικαστικό Μηχανισμό και να τύχω καλύτερων ρυθμίσεων;
Θα εντάσσεται κανονικά υπάρχουσα ρύθμιση η οποία δύναται να τροποποιείται ανάλογα με τις ανάγκες του σχεδίου αναδιάρθρωσης και του πλάνου αποπληρωμής και εντός των προβλέψεων του Νόμου. Δηλαδή, οφειλές σε ρύθμιση δύνανται να επαναρρυθμιστούν με όριο τις 120 δόσεις και με πιθανή μερική διαγραφή.
21.Πώς ακριβώς θα οριστούν τα κριτήρια των ρυθμίσεων του Δημοσίου και των ΦΚΑ;
Οι ακριβείς ρυθμίσεις του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, τα κριτήρια λήψης αποφάσεων στον Μηχανισμό, οι δόσεις/οι μειώσεις και η μεθοδολογία τους, θα οριστούν με Υπουργικές Αποφάσεις του Υπ.Οικονομικών και του Υπ.Εργασίας, όπως προβλέπουν οι εξουσιοδοτικές διατάξεις του Νόμου.
22.Έχω μικρές οφειλές στο Δημόσιο και στα Ασφ.Ταμεία. Υπάρχει συγκεκριμένη πρόβλεψη για την περίπτωση μου;
Για οφειλές μικρότερες των 20.000€ το Δημόσιο και τα Ασφ.Ταμεία θα ρυθμίζουν τις οφειλές με έως 36 δόσεις για οφειλές έως 3.000€ και με έως 120 δόσεις για οφειλές 3.001-20.000€.
23.Πότε αναστέλλονται τα «καταδιωκτικά μέτρα»;
Από την ημέρα αποστολής από τον συντονιστή πρόσκληση στους πιστωτές για συμμετοχή στη διαδικασία και για διάστημα 70 ημερών αναστέλλονται αυτοδικαίως τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, των οποίων ζητείται η εξωδικαστική ρύθμιση, καθώς και η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, εκτός αν με το μέτρο αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης ή εξοπλισμού, η οποία δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης. Πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης που διενεργούνται από πιστωτές μετά την κοινοποίηση σε αυτούς αντιγράφου της αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία είναι άκυρες.
24.Μπορεί να δοθεί παράταση πέραν των 70 ημερών;
Ναι. Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας του παράταση της αναστολής για διάστημα έως 4 επιπλέον μηνών, εφόσον συναινεί η απόλυτη πλειοψηφία των συμμετεχόντων πιστωτών. Σημειώνεται ότι αναστολή εκτέλεσης επάγεται αυτοδίκαια την απαγόρευση της διάθεσης ή της επιβάρυνσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη ή και άλλων περιουσιακών του στοιχείων, η διάθεση των οποίων δεν εντάσσεται στη συνήθη επιχειρηματική του δραστηριότητα.
25.Επηρεάζονται οι απαιτήσεις μικρών πιστωτών και εργαζομένων;
Οι απαιτήσεις των µικρών πιστωτών δεν επηρεάζονται από τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών που θα υπογράψει η επιχείρηση µε τους υπόλοιπους πιστωτές της. Με αυτόν τον τρόπο, οι εργαζόµενοι και οι µικροί προµηθευτές, που αποτελούν τις πλέον ευάλωτες κατηγορίες πιστωτών και δεν έχουν καμία διαπραγµατευτική ισχύ, προστατεύονται από ενδεχόµενη διαγραφή ή οποιαδήποτε άλλη µη ευνοϊκή ρύθµιση των απαιτήσεών τους
Πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων:
(α) δεν υπερβαίνουν ατοµικά για κάθε πιστωτή το ποσό των δύο εκατοµµυρίων (2.000.000) ευρώ και ποσοστό ενάµισι τοις εκατό (1,5%) του συνολικού χρέους του οφειλέτη και
(β) δεν υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό των είκοσι εκατοµµυρίων (20.000.000) ευρώ και ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του συνολικού χρέους του οφειλέτη δεν συµµετέχουν στη διαδικασία του παρόντος νόµου και δεν δεσµεύονται από τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.
Αν οι απαιτήσεις που εµπίπτουν στα κριτήρια της περίπτωσης α΄υπερβαίνουν αθροιστικά ένα από τα κριτήρια της περίπτωσης β΄, δεν συµµετέχουν στη διαδικασία του παρόντος νόµου και δεν δεσµεύονται από τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών οι πιστωτές µε τις µικρότερες απαιτήσεις έως τη συµπλήρωση του ποσοστού του δεκαπέντε τοις εκατό (15%) ή του ποσού των είκοσι εκατοµµυρίων (20.000.000) ευρώ.
Οι λοιποί πιστωτές, ακόµα και εάν οι απαιτήσεις τους δεν υπερβαίνουν τα κριτήρια της περίπτωσης α΄, συµµετέχουν στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης του νόµου.
26.Ο Νόμος αντιμετωπίζει το φαινόμενο των «στρατηγικών κακοπληρωτών»;
Στον εξωδικαστικό µηχανισµό δεν µπορούν να υπαχθούν επιχειρήσεις, των οποίων οι φορείς ή οι διοικούντες έχουν καταδικαστεί αµετάκλητα για φοροδιαφυγή, απάτη κατά του Δηµοσίου ή σοβαρά οικονοµικά εγκλήµατα. Επιπλέον, η άρση του τραπεζικού και του φορολογικού απορρήτου στην οποία συναινεί η επιχείρηση που υποβάλει αίτηση για ένταξη στο νέο εξωδικαστικό µηχανισµό, καθώς και η δυνατότητα κάθε πιστωτή να ζητήσει οποιοδήποτε επιπλέον στοιχείο ή έγγραφο κατά τη διάρκεια των διαπραγµατεύσεων, θα επιτρέψει µόνο στους έντιµους επιχειρηµατίες να αξιοποιήσουν τη διαδικασία ρύθµισης οφειλών του Νόμου
27.Προβλέπεται η δυνατότητα νέας χρηματοδότησης της επιχείρησης που ρυθμίζει τα χρέη της;
Ο Νόμος παρέχει ιδιαίτερα ελκυστικά προνόμια στους πιστωτές αν αποφασίσουν με πλειοψηφία 3/5 να αναχρηματοδοτήσουν τον οφειλέτη για απαιτήσεις που γεννώνται πριν ή μετά τη σύμβαση αναδιάρθρωσης για την εξασφάλιση της συνέχισης της λειτουργίας του.
►Η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. Ιστότοπος: http://www.keyd.gov.gr/)
Η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΕΓΔΙΧ) είναι αυτοτελής δημόσια υπηρεσία, υπαγόμενη στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.
Με βασικό πυλώνα το ήδη ολοκληρωμένο νομοθετικό έργο της κυβέρνησης για την καταπολέμηση του προβλήματος της υπερχρέωσης, που έχει ως κορωνίδες
- τον αναθεωρημένο Νόμο Κατσέλη ή Νόμο Σταθάκη για τα νοικοκυριά & τους ελεύθερους επαγγελματίες
και
- τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό Ρύθμισης Οφειλών για τις επιχειρήσεις,
η ΕΓΔΙΧ έχει ως αποστολή:
- την οργάνωση και τη διαμόρφωση της πολιτικής για την εξατομικευμένη ενημέρωση πολιτών, επαγγελματιών και επιχειρήσεων για τις δυνατότητες τις πρόνοιες και τις λύσεις που ήδη έχουν προβλεφθεί στους Νόμους για τη διευθέτηση των χρεών τους με την παράλληλη, κατά περίπτωση υποστήριξη τους στην προσπάθεια τους να απεγκλωβιστούν από το πρόβλημα της υπερχρέωσης
- την περαιτέρω υποστήριξη του έργου του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ., με τη συνδρομή στο σχεδιασμό και την υλοποίηση της γενικότερης στρατηγικής για την επίλυση του Εθνικού προβλήματος Διαχείρισης του Ιδιωτικού Χρέους, το οποίο έχει αγγίξει το 126% του ΑΕΠ.
καθώς και
- τη χρηματοοικονομική εκπαίδευση νοικοκυριών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και αρμόδιων ή εμπλεκόμενων φορέων
Αρμοδιότητες της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.)
Η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΕΓΔΙΧ) συνδράμει στον σχεδιασμό και την υλοποίηση και εισηγείται τους άξονες της πολιτικής και τους στόχους της Εθνικής Στρατηγικής για την καταπολέμηση του προβλήματος της υπερχρέωσης των πολιτών και των επιχειρήσεων.
Για τον σχεδιασμό της Στρατηγικής βασίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα καθότι συντηρεί βάση στατιστικών δεδομένων και πληροφοριών που καταγράφει τα ζητούμενα που προκύπτουν α) από την επαφή με το κοινό στις περιφερειακές της δομές, τα ΚΕΥΔ και το τηλεφωνικό κέντρο, β) από επιστημονικές μελέτες που διεξάγει και γ) από τη σύνθεση αυτών με την εξειδικευμένη γνώση του υπάρχοντος νομικού και θεσμικού πλαισίου.
Για την υλοποίηση των απαραίτητων για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης στόχων έχει αρμοδιότητα και διάρθρωση τέτοια ούτως ώστε να συντονίζει τους κρατικούς φορείς και τα εμπλεκόμενα υπουργεία που συναπαρτίζουν το ΚΥΣΔΙΧ προκειμένου η υλοποίηση των στόχων να είναι έγκαιρη και αποτελεσματικότερη.
Παρότι η υφιστάμενη νομοθεσία ήδη απέκτησε ολοκληρωμένο χαρακτήρα καλύπτοντας όλα τα ιδιωτικά χρέη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων μέσω του αναθεωρημένου Νόμου Κατσέλη (Νόμου Σταθάκη) και του επικείμενου νομοθετήματος του εξωδικαστικού μηχανισμού διευθέτησης οφειλών επιχειρήσεων, η ΕΓΔΙΧ βάσει της γνωστικής της δυνατότητας και των καινοτομικών εργαλείων που είναι σε θέση να αναπτύξει, της επαφής της με τους ίδιους τους πολίτες και την άμεση σχέση της με το Κυβερνητικό Συμβούλιο, είναι σε θέση να επεξεργάζεται κατευθύνσεις και προτάσεις για την περαιτέρω βελτίωση της υφιστάμενης νομοθεσίας. Η βελτίωση εφόσον είναι επαρκώς τεκμηριωμένη προωθείται με συνοπτικές διαδικασίες στο ΚΥΣΔΙΧ το οποίο συνεδριάζει άμεσα υπό την διοργανωτική της ευθύνη και αποφασίζει ταχέως για την αποκατάσταση των προβλημάτων και την κάλυψη των κενών.
Πέραν των αιτημάτων που υποδέχεται και καταγράφει, η ΕΓΔΙΧ αναλαμβάνει να παρέχει δωρεάν συμβουλευτικές υπηρεσίες για κάθε περίπτωση που αντιμετωπίζει συμβάλλοντας στην κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης με εγγύτητα στον πολίτη δια των 30 αποκεντρωμένων κεντρικών υπηρεσιών, των Κέντρων Ενημέρωσης και Υποστήριξης Δανειοληπτών. Επιπλέον το δίκτυο αυτό συμπληρώνεται με άλλες 90 δομές μικρότερων γραφείων που διασπείρονται σε ολόκληρη την επικράτεια και αναλαμβάνουν να υποδέχονται κοινό και να διαβιβάζουν στο δίκτυο νέα αιτήματα από τα οποία προκύπτουν νέες προτάσεις επίλυσης με βάση το ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο διαχείρισης ιδιωτικού χρέους που η κυβέρνηση ανέπτυξε και συνέθεσε την τελευταία διετία. Για τη διαχείριση της πληροφορίας των αιτημάτων, τη στατιστική τους αποτύπωση, την επανατροφοδότηση των δεδομένων από εξατομικευμένες περιπτώσεις, την επικοινωνία Κεντρικής Υπηρεσίας με τις περιφερειακές δομές και την πληρέστερη εξυπηρέτηση και υποστήριξη των υποθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, η ΕΓΔΙΧ αναλαμβάνει να αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα (ΟΠΣ). Επιπλέον στη δομή της εντάσσονται εξειδικευμένα τμήματα οικονομικών συμβουλών και νομικής υποστήριξης που εξετάζουν σύνθετες και λιγότερο βατές περιπτώσεις.
Τέλος, η ΕΓΔΙΧ, αναλαμβάνει δράσεις ευαισθητοποίησης για το πρόβλημα της ιδιωτικής υπερχρέωσης και επιμόρφωσης αρμόδιων και εμπλεκόμενων φορέων. Όλοι οι συμπολίτες μας και οι επιχειρήσεις πρέπει να γνωρίσουν και να αξιοποιήσουν τις πρόνοιες και τις δυνατότητες επίλυσης που τους παρέχει το ήδη υπάρχον νομικό πλαίσιο και οι εμπλεκόμενοι θεσμοί στην πορεία διευθέτησης του συνόλου των οφειλών.
Διάρθρωση της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.
Η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους διαρθρώνεται ως εξής:α) Γραφείο Ειδικού Τομεακού Γραμματέα
β) Κεντρική Υπηρεσία:
- Τμήμα Στρατηγικού Σχεδιασμού και Συντονισμού
- Τμήμα Οργάνωσης, Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης
- Διεύθυνση Ενημέρωσης - Υποστήριξης Δανειοληπτών:
- Τμήμα Τηλεφωνικού Κέντρου και Πληροφοριακού Υλικού
- Τμήμα Παρακολούθησης Λειτουργίας Κ.Ε.Υ.Δ.
- Τμήμα Νομικής Υποστήριξης
- Τμήμα Παροχής Οικονομικών Συμβουλών
- Γραφείο Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων
- Γραφείο Εσωτερικού Ελέγχου και Εσωτερικών Υποθέσεων
γ) Περιφερειακές Υπηρεσίες
Ως περιφερειακές υπηρεσίες, σε επίπεδο τμήματος, ορίζονται τριάντα (30) Κέντρα Ενημέρωσης – Υποστήριξης Δανειοληπτών (Κ.Ε.Υ.Δ.).
Μήνυμα του Ειδικού Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους
Του Φώτη Κουρμούση* (όπως δημοσιεύτηκε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ)
«Επί επτά χρόνια τώρα η χώρα μας βρίσκεται στη δίνη μιας πρωτοφανούς κρίσης με πολλαπλές συνέπειες στην κοινωνία, στην οικονομία και γενικότερα στην καθημερινότητα μας. Η ανεργία, η μείωση των μισθών και των συντάξεων, τα λουκέτα των επιχειρήσεων και το μεγάλο έλλειμμα στο κοινωνικό κράτος (περικοπές σε υγεία, παιδεία και πολιτισμό) έχουν δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στους Έλληνες πολίτες. Η πολιτική δραστηριότητα και συνακόλουθα η επικαιρότητα εστιάζουν στην αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους. Όμως δεν χρωστάει μόνο η χώρα...
Συγκριτικά «παραμελημένο» μοιάζει να είναι ένα εξίσου μεγάλο πρόβλημα που δημιουργεί το ιδιωτικό χρέος, δηλαδή τα χρέη των πολιτών και επιχειρήσεων, κυρίως προς τις τράπεζες, καθώς και μεταξύ τους. Ένα χρέος εξίσου τεράστιο (126% του ΑΕΠ), με εξίσου σημαντικές συνέπειες στους πολίτες, στην οικονομία και στην κοινωνία εν γένει. Με βάση το Κυβερνητικό πρόγραμμα υλοποιείται μια εθνική στρατηγική για την αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους, η οποία αποσκοπεί στη μείωση των χρεών νοικοκυριών και επιχειρήσεων αποβλέποντας αφενός στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών και στην εξυγίανση των επιχειρήσεων και αφετέρου στη διάσωση και βελτίωση της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος (ρευστότητα, καταθέσεις κλπ), η οποία θα τονώσει περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα και τις επενδύσεις, μέσω νέων χορηγήσεων σε υφιστάμενες και νέες επιχειρήσεις. Όσο το πρόβλημα του χρέους διογκώνεται, δυστυχώς συντηρούνται ερωτηματικά σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, που έχει ως συνέπεια τη δυσχέρεια της ομαλής χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
Η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΕΓΔΙΧ) δημιουργήθηκε με σκοπό να αντιμετωπίσει συνολικά το πρόβλημα της υπερχρέωσης, που ταλανίζει πολίτες και επιχειρήσεις. Πολλοί συνδυάζουν την ύπαρξη της Γραμματείας με το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ωστόσο η ΕΓΔΙΧ δεν στέκεται μόνο εκεί, αλλά εστιάζει σε μια ολιστική προσέγγιση για τη διαχείριση του συνόλου χρεών: τραπεζικών, φορολογικών, ασφαλιστικών κλπ. Δεν είναι εφικτό να διευθετηθούν τα χρέη μόνο σε μια ομάδα πιστωτών, διότι στην οικονομία οι πιστωτές αποτελούν «συγκοινωνούντα δοχεία» και συχνά αναπτύσσονται ανταγωνιστικές τάσεις μεταξύ τους. Η λύση που προτάσσουμε είναι η διευθέτηση του συνόλου των χρεών στη βάση της δυνατότητας αποπληρωμής (ability to pay) των δανειοληπτών.
Ειδικά για τα «κόκκινα δάνεια», προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία μείωσης τους, αναπτύχθηκαν διάφορα νέα εργαλεία, όπως η νομοθεσία για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και η δευτερογενής αγορά δανείων, ενώ βελτιώθηκαν υφιστάμενα, όπως ο Κώδικας Δεοντολογίας των Τραπεζών. Παράλληλα διαμορφώθηκε το νομικό πλαίσιο, έτσι ώστε να θέτει κοινωνικά ευαίσθητα κριτήρια για τη διαχείριση των συνεπειών της κρίσης στους πολίτες και τη διασφάλιση θεμελιωδών τους δικαιωμάτων, όπως:
· η προστασία της πρώτης κατοικίας, αφού καμία οικογένεια δεν πρέπει να μείνει άστεγη
· ο συνυπολογισμός εύλογων δαπανών διαβίωσης στην αξιολόγηση της δυνατότητας αποπληρωμής ενός δανείου, ώστε όλοι να πληρώνουν αυτό που μπορούν, εξασφαλίζοντας μια αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών
· η ιδιαίτερη πρόνοια για τους πολίτες και ελευθέρους επαγγελματίες που εξαιτίας εξαιρετικών περιστάσεων (π.χ. σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών κλπ) δεν μπορούν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους, περιλαμβάνοντας ακόμη και επιδότηση των δανείων τους από το Κράτος.
Στον αντίποδα των ανωτέρω παρεμβάσεων βρίσκονται και δράσεις για την εξάλειψη των στρατηγικών κακοπληρωτών, οι οποίοι επιβαρύνουν το τραπεζικό σύστημα, εις βάρος των συνεπών ή ευάλωτων συμπολιτών τους.
Για τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων και το συντονισμό των παραπάνω παρεμβάσεων δημιουργήθηκε το Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΚΥΣΔΙΧ), που αποτελείται από τον υπουργό Οικονομίας (ως Πρόεδρο) και τους υπουργούς Οικονομικών, Εργασίας και Δικαιοσύνης (ως μέλη). Η ΕΓΔΙΧ υποστηρίζει το ΚΥΣΔΙΧ και υλοποιεί τις σχετικές αποφάσεις του.
Η ΕΓΔΙΧ δεν θα μπορούσε να αποφύγει το βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου: τους εξαιρετικά περιορισμένους διαθέσιμους πόρους. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα 3 μηνών (Αύγ - Οκτ 2016), αξιοποιώντας στελέχη, δομές και υλικοτεχνική υποδομή που ήδη διέθετε το Δημόσιο, δημιουργήσαμε την κεντρική υπηρεσία, στην περιοχή της Νίκαιας. Υλοποιήθηκε έτσι εντός των αρχικών χρονοδιαγραμμάτων ένα σχέδιο που εξήγγειλε ο τότε Υπουργός Οικονομίας Γιώργος Σταθάκης και υλοποιεί ο νυν Υπουργός Οικονομίας Δήμος Παπαδημητρίου.
Αν και ο βίος της ΕΓΔΙΧ είναι ακόμα μικρός, έχει προλάβει να αναλάβει πλήθος αποστολών. Καταρχήν, υποστηρίζει το ΚΥΣΔΙΧ στη διαπραγμάτευση με τους Θεσμούς για θέματα, όπως ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων και η δημιουργία δημόσιας δομής αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Προσφέρει τεχνοκρατική τεκμηρίωση, αντλώντας στοιχεία από διεθνή παραδείγματα, κυρίως ευρωπαϊκά, τα οποία επεξεργάζεται συνδυαστικά, με στόχο την ολοκλήρωση του προστατευτικού πλαισίου. Ζητούμενο είναι η εξυπηρέτηση των αναγκών πολιτών των οποίων η ποιότητα ζωής δέχθηκε σφοδρό πλήγμα από την υπερχρέωση, λόγω της δραστικής μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος. Ταυτόχρονα συνεχίζει να θέτει δικλίδες ασφαλείας υπέρ των πολιτών και έτσι υποστηρίζει νομοθετικές πρωτοβουλίες και για άλλες πτυχές του προβλήματος της υπερχρέωσης, όπως η χρηματοδότηση με ευρωπαϊκά κονδύλια του θεσμού της νομικής βοήθειας και η οικονομική υποστήριξη των ασθενέστερων δανειοληπτών.
Παράλληλα, συμπληρώνει και συνεργάζεται με τους λοιπούς φορείς περί την υπερχρέωση που μέχρι σήμερα λειτουργούν μεμονωμένα, είτε αυτοί είναι δημόσιοι (όπως ο Συνήγορος του Καταναλωτή), είτε ιδιωτικοί (όπως ο Τραπεζικός Μεσολαβητής) ή καταναλωτικές οργανώσεις. Όπως έχει επισημάνει και το Κυβερνητικό Συμβούλιο Κοινωνικής Πολιτικής, πρόκειται για κεντρικούς πυλώνες της κοινωνικής πολιτικής στο θέμα των «κόκκινων» δανείων, καθώς εξασφαλίζουν στους μη έχοντες μια ισότιμη πρόσβαση στα διαθέσιμα εργαλεία ρύθμισης και προστασίας. Στο πλαίσιο αυτό η ΕΓΔΙΧ αναλαμβάνει σειρά πρωτοβουλιών συνεργασίας και διαβούλευσης με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, προκειμένου να υποστηρίξει τα συμφέροντα και δικαιώματα των ευάλωτων δανειοληπτών. Οι φορείς αυτοί μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην εξωδικαστική και προδικαστική προσπάθεια διευθέτησης των χρεών. Ενδεικτικά αναφέρω τη διαβούλευση με το Συνήγορο του Πολίτη για θέματα διακρίσεων εις βάρος των δανειοληπτών, καθώς και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων για την ευχερέστερη κάλυψη των πασχόντων μικτών νοικοκυριών, δημόσιου και ιδιωτικού υπαλλήλου, όταν ο δεύτερος αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα (π.χ. δεν πληρώνεται ή χάνει τη δουλειά του). Η ΕΓΔΙΧ στηρίζει λοιπές κυβερνητικές πρωτοβουλίες που εστιάζουν στην υποστήριξη ευάλωτων πολιτών και συνεργεί μαζί τους, όπως με τα Κέντρα Κοινότητας που προωθεί το Υπουργείο Εργασίας (γνωστά και ως «ΚΕΠ Αλληλεγγύης»), καθώς και άλλες δομές που δημιουργούνται με κοινωνικό χαρακτήρα. Όλοι οι φορείς που ενεργοποιούνται ή/και δημιουργούνται, συγκροτούν το εθνικό κοινωνικό πρόγραμμα της πολιτείας για τη συμπαράσταση στον πολίτη, παρέχοντας τις δυνατές λύσεις στην αντιμετώπιση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, απαλύνοντας τις συνέπειες της λιτότητας και γενικότερα της οικονομικής κρίσης.
Τα παραπάνω αποτελούν κατά κύριο λόγο δράσεις που δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές από τους πολίτες και ίσως για αυτό το ακρωνύμιο ΕΓΔΙΧ σε πολλούς δεν λέει ακόμα κάτι. Σύντομα, όμως, αυτό θα αλλάξει, με τη διαμόρφωση ενός δικτύου ενημέρωσης και εξυπηρέτησης των δανειοληπτών σε όλη τη χώρα. Το δίκτυο αυτό περιλαμβάνει 30 κεντρικούς κόμβους σε όλη τη χώρα - τα Κέντρα Ενημέρωσης και Υποστήριξης Δανειοληπτών (ΚΕΥΔ), μια μορφή «ΚΕΠ» που εξειδικεύεται σε δανειολήπτες. Τα ΚΕΥΔ θα λειτουργήσουν στο Β' εξάμηνο του 2017 και στελεχώνονται με επιστημονικό προσωπικό, δικηγόρους και οικονομολόγους, που προσλαμβάνονται μέσω ΑΣΕΠ και χρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ, ώστε να μην επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός.
Μέχρι την ίδρυση αυτών των κέντρων εξειδικευμένης υποστήριξης, αποφασίστηκε η ίδρυση ενός ευρύτερου δικτύου Γραφείων Ενημέρωσης και Υποστήριξης Δανειοληπτών (ΓΕΥΔ), με σκοπό την κάλυψη της άμεσης ανάγκης ενημέρωσης των πολιτών για βασικά ζητήματα και διαδικασίες υπερχρέωσης. Αυτά στελεχώνονται με δημόσιους υπαλλήλους, που λαμβάνουν την κατάλληλη εκπαίδευση και έχουν συνεχή υποστήριξη από την ΕΓΔΙΧ. Εντός του Α' εξαμήνου 2017 αναμένεται να δημιουργηθούν πανελλαδικά 120 Γραφεία, εκ των οποίων τα 30 θα μετεξελιχθούν στη συνέχεια σε ΚΕΥΔ. Έτσι συγκροτείται ένα ευρύ δίκτυο που καλύπτει ολόκληρη τη χώρα, με κεντρικούς κόμβους τα ΚΕΥΔ και απολήξεις τα ΓΕΥΔ.
Αποστολή των Γραφείων αυτών είναι να ενημερώνουν σφαιρικά και αναλυτικά για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις υπερχρεωμένων πολιτών και επιχειρήσεων, που επιχειρούν να αντιμετωπίσουν την προφανή αδυναμία τους να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Τα ΓΕΥΔ παρέχουν συμβουλές και οδηγίες για διαδικασίες σχετικές με την προστασίας της πρώτης κατοικίας και γενικότερα τις πρόνοιες που περιλαμβάνει ο Νόμος για το σύνολο των χρεών των ευάλωτων και μη κοινωνικών ομάδων, καθώς και την εξωδικαστική ρύθμιση δανείων, σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών. Στρατηγικά προωθούμε τις εξωδικαστικές λύσεις και τη συμβιβαστική επίλυση διαφορών, ωστόσο εάν δεν καταστεί αυτό εφικτό, τότε συνιστούμε την προσφυγή στη Δικαιοσύνη. Στα ΓΕΥΔ μπορεί να απευθύνεται η συντριπτική πλειοψηφία των δανειοληπτών: άνεργοι, συνταξιούχοι, εργαζόμενοι ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, αγρότες, εργάτες, ελεύθεροι επαγγελματίες, μικροέμποροι και μικροεπιχειρηματίες.
Οι προτάσεις που παρουσιάζουν τα Γραφεία για τη ρύθμιση δανείων λαμβάνουν υπόψη τα εισοδήματα και ολόκληρη την περιουσία των δανειοληπτών, συνεκτιμώντας τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης. Για το λόγο αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό οι πληροφορίες που δίνονται από τους πολίτες να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο σαφείς και ειλικρινείς, ώστε οι συμβουλές να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και να είναι αποτελεσματικές. Προφανώς τα Γραφεία δεν έχουν αρμοδιότητα να αποφασίζουν «κούρεμα» χρεών προς τράπεζες, Δημόσιο ή Ασφαλιστικά Ταμεία ή να σταματούν τυχόν δικαστικές ενέργειες, όπως οι πλειστηριασμοί. Ωστόσο για όλα αυτά τα θέματα μπορούν να παρέχουν εξειδικευμένη ενημέρωση και συμβουλευτική υποστήριξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να λάβουν τις καλύτερες δυνατές αποφάσεις.
Στο τέλος Φεβρουαρίου ετοιμάζεται να λειτουργήσει το πρώτο Γραφείο, στο κτίριο όπου ήδη στεγάζεται η ΕΓΔΙΧ. Αμέσως μετά, εντός Μαρτίου, ακολουθούν 2 Γραφεία στο κέντρο Αθήνας και Πειραιά, στη συνέχεια δημιουργούνται Γραφεία στις υπόλοιπες 12 πρωτεύουσες Περιφερειών, ενώ τους επόμενους μήνες το δίκτυο αναπτύσσεται σταδιακά στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, χωρίς να παραμελούμε τη νησιωτική και ακριτική Ελλάδα. Παράλληλα ενεργοποιείται στο αμέσως προσεχές διάστημα ο δικτυακός χώρος της ΕΓΔΙΧ (www.keyd.gov.gr), που περιλαμβάνει μια διαδραστική πλατφόρμα, χρηστική για τους λιγότερο εξοικειωμένους και που βοηθά βήμα-βήμα στη διαμόρφωση συνδυαστικής αντίληψης για το προστατευτικό θεσμικό πλαίσιο της υπερχρέωσης, προσφέροντας εξατομικευμένες λύσεις.
Κλείνοντας θα αναφερθώ σε κάτι προσωπικό που με ρωτούν οι περισσότεροι: ποιο είναι το όραμα μου για την ΕΓΔΙΧ. Απαντώ ξαφνιάζοντάς τους λέγοντας το εξής: «ο απώτερος στόχος μου για τη Γραμματεία είναι να 'κλείσει', αφού δεν θα υπάρχει πλέον πρόβλημα υπερχρέωσης των Ελλήνων!»
* Ο κ. Φώτης Κουρμούσης είναι Ειδικός Τομεακός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους
►Τα μαγνητοσκοπημένα σεμινάρια που διοργάνωσε η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. για Οικονομολόγους–Λογιστές και για Δικηγόρους–Νομικούς για τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό Ρύθμισης Οφειλών των Επιχειρήσεων και πραγματοποιήθηκαν στο αμφιθέατρο της Γ.Γ.Π.Σ.
i. Σεμινάριο για Οικονομολόγους-Λογιστές 1η ημέρα (26/7/2017)
1. Εισαγωγή στον Νόμο 4469/2017 Εισηγητής: Ο Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, Φ.Κουρμούσης.
2. Μελέτη Βιωσιμότητας- Κριτήρια Επιλεξιμότητας Επιχείρησης Εισηγητής: Χ.Κώστογλου
3. Παρουσίαση της Ηλεκτρονικής Πλατφόρμας Εισηγητές: Π.Χαμηλού – Β.Κουρμπάνης
ii. Σεμινάριο για Δικηγόρους–Νομικούς 2η ημέρα (27/7/2017)
1. Εισαγωγή στον Νόμο 4469/2017 Εισηγητής: Ο Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, Φ.Κουρμούσης.
2. Ανάλυση κατά άρθρο του Ν. 4469/2017 Εισηγητής: Λ.Τυροβολάς
3. Παρουσίαση της διαδικασίας υποβολής αίτησης του Ν. 4469/2017 Εισηγητές: Ν.Μαργιολάκη – Χ.Κώστογλου
4. Ερωτήσεις – Συζήτηση για τον Ν.4469/2017
►Σχετικές διατάξεις, χρήσιμες αναρτήσεις, οδηγοί και άλλο βοηθητικό υλικό
-
Ν.4469/2017 (ΦΕΚΑ'62/3-5-2017) Εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων και άλλες διατάξεις
-
Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου «Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων»
-
Υ.Α. Αριθμ. πρωτ.: 32320/1841/2017 Καθορισμός της μεθοδολογίας και των κριτηρίων για τον προσδιορισμό του αριθμού και του ύψους των δόσεων, καθώς και των κριτηρίων για τη διαμόρφωση της ψήφου του Κ.Ε.Α.Ο. κατά τη διαδικασία της εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών του ν. 4469/2017
-
ΠΟΛ.1105 14.7.2017 Καθορισμός των κριτηρίων για τη διαμόρφωση της ψήφου του Δημοσίου στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων, της μεθοδολογίας και των κριτηρίων για τον προσδιορισμό των δόσεων αποπληρωμής οφειλών προς το Δημόσιο με σύμβαση αναδιάρθρωσης και ειδικότερων θεμάτων για την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 13 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017
-
Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. 30 21.7.2017 Κοινοποίηση των διατάξεων του Ν.4469/2017 που αφορούν τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων
-
ΠΟΛ.1124 31.7.2017 Κοινοποίηση των διατάξεων του ν. 4469/2017 (ΦΕΚ Α' 62/3-5-2017) «Εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων και άλλες διατάξεις», του άρθρου 46 του ν. 4472/2017 (ΦΕΚ Α' 74/19-5-2017) και της κατ' εξουσιοδότηση της παραγράφου 14 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017 εκδοθείσας Απόφασης Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ 1105/2017 (ΦΕΚ Β' 2426/14-7-2017) και παροχή οδηγιών για την εφαρμογή αυτής
Μπορείτε να κατεβάσετε το αρχείο σε επεξεργάσιμη μορφή PowerPoint από εδώ.
Άρθρα Τίτλος κτήσης (απόδειξη δαπάνης) και ασφάλιση Ε.Φ.Κ.Α.
Του Γιώργου Δαλιάνη Ιδρυτή του ομίλου Artion, Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός
www.artion.gr
Έχοντας συμπληρώσει παραπάνω από ένα έτος (12/05/2016) από την ψήφιση του ν.4387/2016, ο οποίος αποτελεί τον νέο ασφαλιστικό νόμο, εξακολουθούν να υπάρχουν αρκετά θολά σημεία στην εφαρμογή του και αναμένεται, ως συνήθως, η εγκύκλιος που θα τα ξεκαθαρίζει. Αν αναλογιστεί κανείς ότι η εφαρμογή του ξεκίνησε την 01/01/2017, προκαλεί σύγχυση το γεγονός ότι οι υπαγόμενοι σε ασφάλιση εισπράττουν εισοδήματα για τα οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, δε γνωρίζουν μετά βεβαιότητας ποιες θα είναι οι ασφαλιστικές τους κρατήσεις όπως και το αν επίκειται να εκδοθεί κάποια εγκύκλιος που θα έχει αναδρομική εφαρμογή απαιτώντας από αυτούς αναδρομικές κρατήσεις. Ο τίτλος κτήσης (παλιότερα «απόδειξη δαπάνης») είναι μία τέτοια ανεπαρκώς αναλυμένη περίπτωση.
Αν και δεν αναφέρεται ρητά, μπορεί να συναχθεί από το κείμενο του νόμου και συγκεκριμένα του άρθρου 39 του ν.4387/2016, ότι περιλαμβάνεται στην έννοια του και η αμοιβή που καταβάλλεται με τίτλο κτήσης (αμοιβές από 01/01/2017 και μετά), του οποίου οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται με ποσοστό 26,95%. Ενώ λοιπόν αναμέναμε μία ομοιόμορφη εφαρμογή για τις ασφαλιστικές κρατήσεις σε εισοδήματα από ανεξάρτητες δραστηριότητες, υπήρξε εντούτοις για το θέμα αυτό παρέμβαση στη βουλή από τον αρμόδιο Υφυπουργό Εργασίας κο Πετρόπουλο. Οι δηλώσεις του Υφυπουργού ανέφεραν πως:
«…όσοι αμείβονται για περιστασιακή απασχόληση με τίτλο κτήσης (πρώην επαγγελματική δαπάνη) δεν θα λάβουν ειδοποιητήριο εισφορών και δεν θα αναγράφονται στην Α.Π.Δ….»
Με βάση τις δηλώσεις του πορευόμαστε ως προς την ασφαλιστική και φορολογική μεταχείριση των τίτλων κτήσης.
Ναι μεν υπάρχει μια προφορική δέσμευση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο από τον Υφυπουργό, όμως η προφορική αυτή δήλωση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει δεσμευτική νομοθετική διάταξη.
Κρίνουμε απαραίτητη εκ μέρους του Υπουργείου είτε την άμεση τροποποίηση του άρθρου 39 του ν.4387/2016 συμπεριλαμβάνοντας ή εξαιρώντας ρητά τον τίτλο κτήσης από τις ασφαλιστικές εισφορές, είτε να εκδώσουν εγκύκλιο οδηγία αναλύοντας το ζήτημα των τίτλων κτήσης σύμφωνα με τον ν.4387/2016. Η ψήφιση του ν.4387/2016 δεν άλλαξε το προ-ισχύον ασφαλιστικό καθεστώς όσον αφορά τη σύμβαση εξηρτημένης εργασίας και η έκδοση τίτλου κτήσης δε διασφαλίζει τον εργοδότη σε γενόμενο έλεγχο. Σε περίπτωση υφιστάμενης εξαρτημένης εργασιακής σχέσης, ο εργοδότης θα υποστεί τις προβλεπόμενες κυρώσεις για καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας.
Στο σημείο αυτό θα κάνουμε αναφορά σε απαντήσεις μας σε ανάλογα ερωτήματα αναγνωστών τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν και ως χρηστικά παραδείγματα Αρχικά, θα πρέπει να δούμε ποιες κατηγορίες περιστασιακά απασχολουμένων πληρώνονται και ασφαλίζονται μέσω εργοσήμου. Σύμφωνα με τα άρθρα 74 του ν.4144/2013 και 6 του ν.4225/2014, την Υ.Α. Φ.80000/27780/1846/26.4.2013, και τις εγκύκλιες οδηγίες του ΙΚΑ, αμείβονται με εργόσημο οι:
- Διανομείς διαφημιστικών εντύπων με το σύστημα διανομής με ή χωρίς διεύθυνση αποδέκτη
- Οι απασχολούμενοι στη προώθηση προϊόντων προσώπου και σώματος για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων κατ’ οίκον ή σε άλλο χώρο
- Οι απασχολούμενοι στην προώθηση καταναλωτικών προϊόντων σε πολυκαταστήματα, καταστήματα τροφίμων και υπεραγορές (super market)
- Το απασχολούμενο προσωπικό ΠΑΕ, ΚΑΕ και λοιπών προσώπων επαγγελματικού και ερασιτεχνικού αθλητισμού, κερδοσκοπικού ή μη, αποκλειστικά και μόνο κατά τη διεξαγωγή των αθλητικών αγώνων στα γήπεδα παντός είδους αθλητικών αγώνων αμειβόμενοι με την ώρα, την ημέρα, σε τακτά ή μη χρονικά διαστήματα (άρθρο 6 του ν.4225/2014).
Για τους περιστασιακά εργαζόμενους οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στις ανωτέρω κατηγορίες ασφάλισης με εργόσημο, εφαρμόζονται οι διαδικασίες της ασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας, ήτοι πρόσληψη προσωπικού, αναγγελία της πρόσληψης στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ και ασφάλιση ως μισθωτού.
Ερχόμενοι στα παραδείγματα, δεν υπάγονται στον ΕΦΚΑ:
1. Φυσικά πρόσωπα όπως, φοιτητές, νοικοκυρές, άνεργοι κλπ. που συμβάλλονται με εταιρείες ερευνών άσχετα εάν έχει ή όχι υπογραφεί σύμβαση έργου,
2. Φυσικά πρόσωπα (κυρίως νοικοκυρές) που διενεργούν πωλήσεις με το σύστημα της κατ’ οίκον επίδειξης ενεργώντας ως αντιπρόσωποι πωλητές (dealers),
3. Ιδιωτικοί ή Δημόσιοι υπάλληλοι, φοιτητές, μεταπτυχιακοί φοιτητές κλπ. που μετέχουν σε ερευνητικά προγράμματα,
4. Δημόσιοι υπάλληλοι ελεγκτές προγραμμάτων, ελεγκτές εφαρμογής διατάξεων, πχ αμοιβή ελεγκτών για πιστοποίηση καταβολής κεφαλαίου σε Ανώνυμη Εταιρεία,
5. Ιδιωτικοί ή Δημόσιοι υπάλληλοι εισηγητές σεμιναρίων,
6. Μεταφραστές, διορθωτές, επιμελητές κειμένων σε εκδοτικές εταιρείες που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους εκτός του χώρου των εταιρειών,
7. Ιδιωτικοί ή Δημόσιοι υπάλληλοι, άνεργοι, επιτηρητές σε εξετάσεις πιστοποίησης γνώσεων, πχ εξετάσεις ξένων γλωσσών.
Εκτός των ανωτέρω περιπτώσεων υπάρχει πληθώρα άλλων δραστηριοτήτων οι οποίες παρέχονται ευκαιριακά και των οποίων η δραστηριότητα δεν ασκείται κατά σύστημα και αυτό αποδεικνύεται από πραγματικά περιστατικά. Ιδιαίτερο γνώρισμα αυτών των δραστηριοτήτων είναι ότι δεν παρέχονται κατά σύστημα και στις εγκαταστάσεις του εργοδότη και με την καθοδήγησή του.
Λόγω της τουριστικής περιόδου δεχθήκαμε ερωτήματα για την ασφάλιση αρκετών δραστηριοτήτων και κρίναμε σκόπιμο δοθείσης της ευκαιρίας να πάρουμε θέση και για το ζήτημα του τίτλου κτήσης. Οι εργαζόμενοι φοιτητές οι οποίοι απασχολούνται ως σερβιτόροι ή βοηθοί σερβιτόρων σε εταιρείες catering, ξενοδοχεία και λοιπά επισιτιστικά επαγγέλματα, οι υπηρεσίες τους κρίνεται πως είναι υπό καθεστώς εξαρτημένης εργασίας και για τον λόγο αυτό εφαρμόζονται πλήρως για αυτούς οι διατάξεις της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας. Απαιτείται κανονική αναγγελία στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ και πλήρης ασφάλισή τους ανάλογη της απασχόλησης. Το ίδιο ισχύει και για τους συνοδούς τουριστών είτε σε περιηγήσεις είτε κατά την άφιξη ή αναχώρηση από τα σημεία υποδοχής.
Η Ελλάδα είναι μία χώρα όπου λόγω της οικονομίας της, μεγάλο μέρος των εργαζομένων απασχολούνται περιστασιακά και κατά περιόδους. Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητο όλο το πλαίσιο γύρω από κάθε περιστασιακή απασχόληση να είναι όσο το δυνατόν ευέλικτο. Επειδή το εργόσημο είναι μία δοκιμασμένη λύση η οποία έχει εφαρμοστεί σε αντίστοιχα επαγγέλματα εδώ και πολύ καιρό, θεωρούμε πως θα ήταν μια κατάλληλη επιλογή και για άλλα περιστασιακά επαγγέλματα τα οποία εμπίπτουν στον επισιτιστικό και εν γένει τουριστικό χώρο τα οποία χρειάζονται προσωπικό ανά περιόδους ή ανά εκδήλωση-εργασία.
ΔΕΕ - υπόθεση C-354/16 Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φύλου – Επαγγελματική σύνταξη – Οδηγία 97/81/EΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχολήσεως – Ρήτρα 4, σημεία 1 και 2 – Τρόποι του υπολογισμού των θεμελιωμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – Ρύθμιση κράτους μέλους – Διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων με καθεστώς μερικής απασχολήσεως
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 13ης Ιουλίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2000/78/EΚ – Άρθρα 1, 2 και 6 – Ίση μεταχείριση – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φύλου – Επαγγελματική σύνταξη – Οδηγία 97/81/EΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχολήσεως – Ρήτρα 4, σημεία 1 και 2 – Τρόποι του υπολογισμού των θεμελιωμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – Ρύθμιση κράτους μέλους – Διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων με καθεστώς μερικής απασχολήσεως»
Στην υπόθεση C-354/16,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Arbeitsgericht Verden (εργατοδικείο του Verden, Γερμανία), με απόφαση της 20ής Ιουνίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Ιουνίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης
Ute Kleinsteuber
κατά
Mars GmbH,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev (εισηγητή), C. G. Fernlund και S. Rodin, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Ute Kleinsteuber, εκπροσωπούμενη από τον T. Ameis, Rechtsanwalt,
– η Mars GmbH, εκπροσωπούμενη από τον W. Ahrens, Rechtsanwalt,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Lippstreu και T. Henze,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C. Valero καθώς και από τον C. Hödlmayr,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των σημείων 1 και 2 της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, που συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο), η οποία προσαρτάται στην οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (ΕΕ 1998, L 14, σ. 9), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998 (ΕΕ 1998, L 131, σ. 10), και του άρθρου 4 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23), καθώς και των άρθρων 1 και 2, καθώς και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).
2 Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Ute Kleinsteuber και της Mars GmbH με αντικείμενο τον υπολογισμό του ύψους της επαγγελματικής συντάξεως την οποία δικαιούται ως εργαζομένη με καθεστώς μερικής απασχολήσεως η οποία αποχώρησε από την επιχείρηση πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η ρήτρα 4, σημεία 1 έως 4, της συμφωνίας-πλαισίου έχει ως εξής:
«Ρήτρα 4: Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων
1. Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση για το λόγο και μόνον ότι εργάζονται με μερική απασχόληση, εκτός και αν η διαφορετική τους μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
2. Όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή pro rata temporis.
3. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας ρήτρας ορίζονται από τα κράτη μέλη και/ή τους κοινωνικούς εταίρους, λαμβανομένης υπόψη της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και των εθνικών νομοθεσιών, συλλογικών συμβάσεων και πρακτικών.
4. Εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες, συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές, και/ή οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν, όπου κρίνεται αναγκαίο, να εξαρτούν την πρόσβαση σε συγκεκριμένες συνθήκες απασχόλησης από την περίοδο προϋπηρεσίας, το χρόνο που έχει εργαστεί και τα εισοδήματα του εργαζόμενου. Οι προϋποθέσεις πρόσβασης εργαζομένων με μερική απασχόληση σε συγκεκριμένες συνθήκες εργασίας πρέπει να επανεξετάζονται περιοδικά, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της μη διάκρισης, όπως ορίζεται στη ρήτρα 4.1.
4 Το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 ορίζει τα εξής:
«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»
5 Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, σχετικά με την έννοια των διακρίσεων, προβλέπει:
«1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:
α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,
β) συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν:
i) η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία [...]».
6 Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας», έχει ως εξής:
«1. Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.
[...]»
7 Το άρθρο 4, που είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο 1, το οποίο επιγράφεται «Ισότητα της αμοιβής», του τίτλου II της οδηγίας 2006/54, προβλέπει:
«Απαγόρευση διακρίσεων
Για όμοια εργασία ή για εργασία στην οποία αποδίδεται η αυτή αξία, καταργούνται οι άμεσες και έμμεσες διακρίσεις λόγω φύλου όσον αφορά όλα τα στοιχεία και τους όρους αμοιβής.
[…]»
Το γερμανικό δίκαιο
8 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Gesetz zur Verbesserung der betrieblichen Altersversorgung (Betriebsrentengesetz) (νόμου για τη βελτίωση των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, στο εξής: νόμος περί συντάξεων) ορίζει τα εξής:
«Άρθρο 2 –Ύψος των θεμελιωμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων
Κατά την επέλευση του γενεσιουργού του συνταξιοδοτικού δικαιώματος γεγονότος λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, αναπηρίας ή θανάτου, ο εργαζόμενος που αποχωρεί πρόωρα έχοντας θεμελιώσει δικαιώματα βάσει του άρθρου 1b) του παρόντος νόμου και οι εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα έχουν δικαίωμα τουλάχιστον ίσο προς ένα τμήμα της παροχής την οποία θα εδικαιούντο εάν δεν μεσολαβούσε η πρόωρη συνταξιοδότηση, που αντιστοιχεί στην αναλογία μεταξύ των ετών υπηρεσίας στην επιχείρηση και της διάρκειας της περιόδου από της ενάρξεως της υπηρεσίας μέχρι της συμπληρώσεως του κανονικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που ισχύει στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος· αντί του κανονικού ορίου της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, λαμβάνεται υπόψη μια προγενέστερη ημερομηνία, οσάκις αυτή προβλέπεται από το συνταξιοδοτικό σύστημα ως αποτελούσα το σταθερό όριο ηλικίας, και, το αργότερο, η ημερομηνία κατά την οποία ο εργαζόμενος συμπληρώνει το 65ο έτος της ηλικίας του, στην περίπτωση που αυτός αποχωρήσει από την επιχείρηση ζητώντας ταυτοχρόνως σύνταξη γήρατος συμφώνως προς όσα προβλέπει το σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος για μακροχρόνια ασφαλισμένους [...]».
9 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του Gesetz über Teilzeitarbeit und befristete Arbeitsverträge (νόμου περί της εργασίας με καθεστώς μερικής απασχολήσεως και των συμβάσεων ορισμένου χρόνου) ορίζει τα εξής:
«Δεν επιτρέπεται η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση του εργαζομένου μερικής απασχολήσεως, σε σχέση με τον συγκρίσιμο εργαζόμενο πλήρους απασχολήσεως, εκτός αν υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν τη διαφορετική μεταχείριση. Ο εργαζόμενος μερικής απασχολήσεως δικαιούται αμοιβής ή άλλης διαιρετής εις χρήμα παροχής τουλάχιστον αντίστοιχης προς την αναλογία της διάρκειας εργασίας του σε σχέση προς τη διάρκεια εργασίας του συγκρίσιμου εργαζομένου πλήρους απασχολήσεως. [...]»
10 Το τμήμα 3.4 του συνταξιοδοτικού προγράμματος της Mars που περιέχεται στη συλλογική σύμβαση της 6ης Νοεμβρίου 2008 (στο εξής: συνταξιοδοτικό πρόγραμμα) προβλέπει:
«Το “εισόδημα” ενός προσώπου που έχει τη δυνατότητα να ζητήσει συνταξιοδοτικές παροχές ισούται προς το σύνολο των ετησίων αποδοχών τις οποίες το πρόσωπο αυτό εισπράττει για τις υπηρεσίες που παρέχει στην επιχείρηση. [...] Οσάκις ένα πρόσωπο που έχει τη δυνατότητα να ζητήσει συνταξιοδοτικές παροχές εργάσθηκε, κατά τα έτη υπηρεσίας που θεμελιώνουν δικαίωμα συντάξεως, με καθεστώς μερικής απασχολήσεως, μονίμως ή προσωρινώς, το “εισόδημά” του συμφώνως προς την πρώτη περίοδο καθορίζεται επί τη βάσει της εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας που είχε συμφωνηθεί συμβατικώς. Αυτό το “εισόδημα” κατανέμεται σε εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας που αντιστοιχεί στο μέσο ποσοστό απασχολήσεως κατά τα έτη υπηρεσίας που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Το ποσοστό απασχολήσεως είναι η σχέση μεταξύ της εβδομαδιαίας κανονικής διάρκειας εργασίας που έχει συμφωνηθεί και της εβδομαδιαίας κανονικής διάρκειας εργασίας συμφώνως προς το εγχειρίδιο της Mars, σχέση η οποία πάντως δεν μπορεί να υπερβεί το 100 %».
11 Το τμήμα 3.5 του συνταξιοδοτικού προγράμματος προβλέπει:
«Ο “παρέχων δικαίωμα συντάξεως μισθός που λαμβάνεται υπόψη για τη συνταξιοδότηση” ενός προσώπου που έχει τη δυνατότητα να ζητήσει συνταξιοδοτικές παροχές ισούται προς το μέγιστο μέσο ποσό των αποδοχών τις οποίες το πρόσωπο αυτό εισέπραξε κατά τη διάρκεια τριών εκ των πέντε τελευταίων πλήρων ημερολογιακών ετών της δραστηριότητάς του που θεμελιώνει δικαίωμα συντάξεως [...]».
12 Δυνάμει του τμήματος 4.1 του συνταξιοδοτικού προγράμματος:
«Λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων και των περιορισμών που προβλέπει το παρόν συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, ένα πρόσωπο που έχει τη δυνατότητα να ζητήσει συνταξιοδοτικές παροχές λαμβάνει, κατά τη συνταξιοδότησή του, είτε αυτή ζητηθεί με τη συμπλήρωση του “κανονικού” ορίου ηλικίας είτε μεταγενεστέρως, για κάθε έτος πλήρους υπηρεσίας που θεμελιώνει δικαίωμα συντάξεως, ετήσια σύνταξη ίση
A) προς το 0,6 % του παρέχοντος δικαίωμα συντάξεως μισθού του που υπολείπεται του μέσου ποσού του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος για τα ημερολογιακά έτη επί των οποίων ερείδεται ο υπολογισμός του μισθού που παρέχει δικαίωμα συντάξεως,
B) και προς το 2,0 % του παρέχοντος δικαίωμα συντάξεως μισθού του που υπερβαίνει αυτό το μέσο ποσό.
[...] Εντούτοις τα έτη υπηρεσίας που θεμελιώνουν δικαίωμα συντάξεως περιορίζονται στα 35 έτη συνολικώς».
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
13 Η U. Kleinsteuber, γεννηθείσα στις 3 Απριλίου 1965, εργάστηκε στη Mars και στην εταιρία την οποία η Mars διαδέχθηκε μεταξύ της 1ης Οκτωβρίου 1990 και της 31ης Μαΐου 2014, και δη σε διάφορες θέσεις. Εργάστηκε τόσο με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως όσο και με καθεστώς μερικής απασχολήσεως με ποσοστά απασχολήσεως τα οποία κυμαίνονταν μεταξύ 50 % και 75 % του χρόνου εργασίας ενός εργαζομένου πλήρους απασχολήσεως. Η U. Kleinsteuber δικαιούται, έναντι της Mars και αφού συμπληρώσει το 55o έτος, συντάξεως από το ταμείο επαγγελματικών συντάξεων.
14 Κατά το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, στην περίπτωση εργαζομένου που δεν εργάζεται με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, υπολογίζεται κατ’ αρχάς ο κρίσιμος ετήσιος μισθός του εργαζομένου με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως που λαμβάνεται υπόψη για τη συνταξιοδότηση. Εν συνεχεία, ο μισθός αυτός μειώνεται μέσω λογιστικού συμψηφισμού με το μέσο ποσοστό απασχολήσεως κατά τη συνολική περίοδο εργασίας. Τέλος, επί του ποσού που προκύπτει εφαρμόζονται οι διάφοροι συντελεστές οι οποίοι αφορούν τα συστατικά στοιχεία του μισθού. Συγκεκριμένα, το ύψος της επαγγελματικής συντάξεως υπολογίζεται βάσει ενός λεγόμενου «διττού» τύπου υπολογισμού.
15 Με τον τρόπο αυτόν γίνεται διάκριση μεταξύ του πραγματοποιηθέντος εισοδήματος που υπολείπεται του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών που ισχύει στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος και του εισοδήματος που υπερβαίνει αυτό το ανώτατο όριο. Το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών, στο γερμανικό κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, είναι το ποσό μέχρι του οποίου ο μισθός ενός προσώπου που έχει κάλυψη εκ του νόμου λαμβάνεται υπόψη για την κοινωνική ασφάλιση. Τα συστατικά στοιχεία του μισθού πέραν του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών εκτιμήθηκαν, στο πλαίσιο του υπολογισμού του ύψους της επαγγελματικής συντάξεως της U. Kleinsteuber, στο 2 %, ενώ τα συστατικά στοιχεία του μισθού τα οποία υπολείπονταν του ορίου αυτού εκτιμήθηκαν στο 0,6 %.
16 Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδοτήσεως ενός εργαζομένου, ο υπολογισμός, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του νόμου περί συντάξεων, γίνεται κατ’ εφαρμογήν της αρχής pro rata temporis. Κατ’ αρχάς, υπολογίζεται το «μέγιστο πλασματικό δικαίωμα», ήτοι το δικαίωμα παροχής συντάξεως το οποίο θα είχε ο εργαζόμενος εάν δεν εγκατέλειπε πρόωρα την εργασία του, αλλά εξακολουθούσε να εργάζεται μέχρι συμπληρώσεως της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που είχε συμφωνηθεί στις διαπραγματεύσεις. Εν συνεχεία, υπολογίζεται ο «δείκτης θεμελιωμένου δικαιώματος» βάσει της αναλογίας του πραγματικού χρόνου εργασίας προς τον χρόνο εργασίας τον οποίο θα είχε συμπληρώσει ο εργαζόμενος μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας αν δεν είχε αποχωρήσει πρόωρα. Το μέγιστο πλασματικό δικαίωμα πολλαπλασιάζεται ακολούθως με τον δείκτη θεμελιωμένου δικαιώματος προκειμένου να καθορισθεί το ύψος της επαγγελματικής συντάξεως ή η προσδοκία επ’ αυτού.
17 Περαιτέρω, το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα της Mars ορίζει στα 35 το ανώτατο όριο των ετών τα οποία μπορούν να ληφθούν υπόψη ως συντάξιμος χρόνος.
18 Η U. Kleinsteuber αμφισβητεί ενώπιον του Arbeitsgericht Verden (εργατοδικείο του Verden, Γερμανία) τον υπολογισμό του ύψους της επαγγελματικής συντάξεώς της στον οποίον προέβη η Mars και φρονεί ότι δικαιούται μεγαλύτερης συντάξεως από αυτήν την οποία υπολόγισε η τελευταία. Το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών, Γερμανία) έχει ήδη αποφανθεί συναφώς ότι η ρύθμιση του άρθρου 2 του νόμου περί συντάξεων είναι ενδεδειγμένη και αναγκαία για την επίτευξη ενός νόμιμου σκοπού.
19 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Arbeitsgericht Verden (εργατοδικείο του Verden) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) α) Έχει το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως η ρήτρα 4, σημεία 1 και 2, της [συμφωνίας-πλαισίου] και το άρθρο 4 της οδηγίας [2006/54], σε συνδυασμό με την οδηγία [2000/78], την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικές νομοθετικές διατάξεις ή πρακτικές οι οποίες, κατά τον υπολογισμό του ύψους της συντάξεως από επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, διακρίνουν μεταξύ των αποδοχών οι οποίες υπολείπονται του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών που ισχύει στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος και εκείνων οι οποίες υπερβαίνουν το εν λόγω όριο (λεγόμενος “διττός τύπος υπολογισμού συντάξεων”) και δεν εφαρμόζουν στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά τα εισοδήματα από εργασία μερικής απασχολήσεως, τη μέθοδο κατά την οποία υπολογίζονται αρχικώς οι καταβλητέες αποδοχές για την αντίστοιχη εργασία πλήρους απασχολήσεως, εν συνεχεία υπολογίζεται βάσει των αποδοχών αυτών, αφενός, το τμήμα των αποδοχών που υπολείπεται του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών και, αφετέρου, το τμήμα που υπερβαίνει το όριο αυτό και εν τέλει η αναλογία αυτή εφαρμόζεται στις μειωμένες αποδοχές από την εργασία μερικής απασχολήσεως;
Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 1α:
1) β) Έχει το συναφές δίκαιο της Ένωσης, ιδίως η ρήτρα 4, σημεία 1 και 2, της [συμφωνίας-πλαισίου] και το άρθρο 4 της οδηγίας [2006/54], σε συνδυασμό με την οδηγία [2000/78], την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικές νομοθετικές διατάξεις ή πρακτικές οι οποίες, κατά τον υπολογισμό του ύψους της συντάξεως από επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, διακρίνουν μεταξύ των αποδοχών οι οποίες υπολείπονται του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών που ισχύει στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος και εκείνων οι οποίες υπερβαίνουν το εν λόγω όριο (λεγόμενος “διττός τύπος υπολογισμού συντάξεων”) και, στην περίπτωση εργαζομένης η οποία έχει εργαστεί εν μέρει με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως και εν μέρει με καθεστώς μερικής απασχολήσεως, δεν λαμβάνουν ως βάση διακριτές χρονικές περιόδους (όπως επί παραδείγματι επιμέρους ημερολογιακά έτη), αλλά υπολογίζουν ένα ενιαίο ποσοστό απασχολήσεως για τη συνολική διάρκεια της εργασιακής σχέσεως και εν συνεχεία εφαρμόζουν τον διττό τύπο υπολογισμού συντάξεων μόνον επί του μέσου όρου των αποδοχών που προκύπτει βάσει των ανωτέρω;
2) Έχει το συναφές δίκαιο της Ένωσης, ιδίως η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμενοποιείται με την οδηγία [2000/78], ιδίως δε με τα άρθρα 1, 2 και 6, την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικές νομοθετικές διατάξεις ή πρακτικές οι οποίες προβλέπουν ότι το ύψος της επαγγελματικής συντάξεως γήρατος αντιστοιχεί στην αναλογία της διάρκειας των ετών υπηρεσίας στην επιχείρηση προς την χρονική περίοδο από την έναρξη της υπηρεσίας μέχρι τη συμπλήρωση του κανονικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που ισχύει στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος και στο πλαίσιο αυτό καθορίζουν ανώτατο όριο συντάξιμων ετών υπηρεσίας, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι οι οποίοι εργάστηκαν στην επιχείρηση σε νεότερη ηλικία να θεμελιώνουν δικαίωμα μικρότερης επαγγελματικής συντάξεως συγκριτικά με εκείνους οι οποίοι εργάστηκαν στην επιχείρηση σε μεγαλύτερη ηλικία, μολονότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις εργαζομένων η διάρκεια των ετών υπηρεσίας στην επιχείρηση είναι η ίδια;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
20 Από τη διατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, υπό αʹ και βʹ, συνάγεται ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τη ρήτρα 4, σημεία 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου και το άρθρο 4 της οδηγίας 2006/54, σε συνδυασμό με την οδηγία 2000/78.
21 Εντούτοις, από το σκεπτικό που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο συνάγεται ότι στην πραγματικότητα το Δικαστήριο ερωτάται εάν μια εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη ενδέχεται να προκαλεί διακρίσεις εις βάρος όσων εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχολήσεως, κατά την έννοια της συμφωνίας‑πλαισίου. Ενδεχομένως, η ενάγουσα στην κύρια δίκη θα μπορούσε επίσης να επικαλεσθεί βασίμως προσβολή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, κατά την έννοια της οδηγίας 2006/54, στον βαθμό που, κατά το δικαστήριο αυτό, οι δραστηριότητες με καθεστώς μερικής απασχολήσεως ασκούνται ως επί το πλείστον από γυναίκες.
22 Αντιθέτως, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτει κάποιο στοιχείο που να δίδει λαβή να εξετασθεί εάν η εν λόγω ρύθμιση συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 2000/78.
23 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό αʹ και βʹ, αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 4, σημεία 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου, καθώς και του άρθρου 4 της οδηγίας 2006/54.
Επί του πρώτου ερωτήματος, υπό αʹ
24 Με το πρώτο ερώτημά του, υπό αʹ, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν η ρήτρα 4, σημεία 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου και το άρθρο 4 της οδηγίας 2006/54 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, για τον υπολογισμό του ύψους επαγγελματικής συντάξεως, διακρίνει μεταξύ του εισοδήματος το οποίο υπολείπεται του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών που ισχύει στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος και του εισοδήματος από εργασία το οποίο το υπερβαίνει, και δεν εφαρμόζει στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά τα εισοδήματα από εργασία μερικής απασχολήσεως, τη μέθοδο κατά την οποία αρχικώς υπολογίζονται οι καταβλητέες αποδοχές για την αντίστοιχη εργασία πλήρους απασχολήσεως, εν συνεχεία υπολογίζεται βάσει των αποδοχών αυτών, αφενός, το τμήμα των αποδοχών που υπολείπεται του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών και, αφετέρου, το τμήμα που υπερβαίνει το όριο αυτό, και εν τέλει μεταφέρεται η αναλογία αυτή επί των μειωμένων αποδοχών από την εργασία μερικής απασχολήσεως.
25 Η ρήτρα 4, σκέψη 1, της συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει, όσον αφορά τις συνθήκες απασχολήσεως, οι εργαζόμενοι μερικής απασχολήσεως να αντιμετωπίζονται με λιγότερο ευνοϊκό τρόπο απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση για τον λόγο και μόνον ότι εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχολήσεως, εκτός αν η διαφορετική μεταχείρισή τους δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
26 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η μέθοδος υπολογισμού της επαγγελματικής συντάξεως που συνίσταται στη διάκριση μεταξύ των μισθών που υπολείπονται του ανωτάτου ορίου των ασφαλιστέων αποδοχών και αυτών που το υπερβαίνουν (στο εξής: διττός τύπος υπολογισμού) εφαρμόζεται τόσο στους εργαζομένους πλήρους απασχολήσεως όσο και στους εργαζομένους μερικής απασχολήσεως.
27 Η U. Kleinsteuber υποστηρίζει εντούτοις ότι αυτή η μέθοδος υπολογισμού καταλήγει στο να εφαρμόζεται ο υψηλότερος συντελεστής του 2 % σε ένα ελάχιστο τμήμα των ετήσιων αποδοχών οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τη συνταξιοδότηση. Ενώ, συμφώνως προς το συνταξιοδοτικό πρόγραμμά της, η Mars υπολόγισε, επί τη βάσει δραστηριότητας πλήρους απασχολήσεως, τις κρίσιμες για την ενάγουσα στην κύρια δίκη ετήσιες αποδοχές οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τη συνταξιοδότηση, εν συνεχεία τις μείωσε επί τη βάσει του ποσοστού μερικής απασχολήσεώς της και χώρισε το ποσό που προέκυψε με τον τρόπο αυτόν σε ένα τμήμα ανώτερο του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών και σε ένα τμήμα κατώτερο από το όριο αυτό και εφήρμοσε επ’ αυτών τα διαφορετικά ποσοστά, η U. Kleinsteuber φρονεί ότι για τους εργαζομένους με καθεστώς μερικής απασχολήσεως ο υπολογισμός θα έπρεπε να γίνεται διά του υπολογισμού του πλασματικού εισοδήματος ενός εργαζομένου πλήρους απασχολήσεως και διά της εφαρμογής επ’ αυτού του διττού τύπου υπολογισμού. Μόνον εν συνεχεία θα έπρεπε να γίνεται μείωση επί τη βάσει του ποσοστού απασχολήσεως με καθεστώς μερικής απασχολήσεως.
28 Εντούτοις, από τη δικογραφία που έχει το Δικαστήριο δεν συνάγεται ότι η μέθοδος υπολογισμού την οποία χρησιμοποιεί η Mars συνιστά δυσμενή διάκριση έναντι των εργαζομένων με καθεστώς μερικής απασχολήσεως.
29 Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συνεκτίμηση της σχέσεως μεταξύ του πραγματικού χρόνου εργασίας του εργαζομένου κατά την επαγγελματική του σταδιοδρομία και αυτού ενός εργαζομένου που έχει εργαστεί με πλήρη απασχόληση καθ’ όλη την επαγγελματική του σταδιοδρομία συνίσταται στην αυστηρή εφαρμογή της αρχής της pro rata temporis. Εν προκειμένω, έτσι υπολόγισε και εφήρμοσε η Mars συντελεστή 71,5 %.
30 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η συνεκτίμηση του πραγματικού χρόνου εργασίας ενός εργαζομένου κατά την επαγγελματική του σταδιοδρομία αποτελεί αντικειμενικό και ξένο προς οποιαδήποτε διάκριση κριτήριο, το οποίο επιτρέπει την αναλογική μείωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, Schönheit και Becker, C-4/02 και C-5/02, EU:C:2003:583, σκέψη 91).
31 Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι τα δικαιώματα επί της επαγγελματικής συντάξεως της U. Kleinsteuber δεν αντιστοιχούν στο pro rata temporis ποσοστό πλήρους απασχολήσεως με μεγαλύτερες αποδοχές, τούτο δεν οφείλεται στο γεγονός ότι η U. Kleinsteuber εργαζόταν με καθεστώς μερικής απασχολήσεως, αλλά στην εφαρμογή της αρχής αυτής και του διττού τύπου υπολογισμού.
32 Συναφώς, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο συνάγεται ότι η επαγγελματική σύνταξη συμπληρώνει, επί προαιρετικής βάσεως εκ μέρους του εργοδότη, τις παροχές που καταβάλλονται βάσει της εκ του νόμου συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως. Έτσι, σκοπός του συνταξιοδοτικού προγράμματος της Mars είναι η διατήρηση κατά την ηλικία της συνταξιοδοτήσεως, ει δυνατόν κατά τρόπο πλήρη και αναλογικό, του βιοτικού επιπέδου του εργαζομένου κατά την περίοδο του ενεργού εργασιακού βίου του.
33 Ο δε διαφοροποιημένος τύπος υπολογισμού σκοπεί να συνεκτιμήσει τη διαφορετική ανάγκη καλύψεως για τα τμήματα του μισθού που είναι κατώτερα και ανώτερα του ανωτάτου ορίου των ασφαλιστέων αποδοχών, δεδομένου ότι αυτά τα τελευταία ανώτερα τμήματα δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της συντάξεως που καταβάλλεται από το σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος.
34 Αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, για τους εργαζομένους οι οποίοι, λόγω εργασίας με καθεστώς μερικής απασχολήσεως, είχαν εισόδημα που θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα εν γένει υπολειπόμενο του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών, το σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος δεν έχει κάποιο κενό ως προς τις χορηγούμενες παροχές, καθώς το σύνολο των εισοδημάτων τους καλύπτεται από την εν λόγω ασφάλιση.
35 Εξάλλου, όπως υποστηρίζουν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η μέθοδος υπολογισμού την οποία προτείνει η U. Kleinsteuber, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια να αυξάνονται τεχνητώς τα μέρη του εισοδήματος που υπερβαίνουν το ανώτατο όριο υπολογισμού των εισφορών. Ομοίως, στην περίπτωση αποδοχών στο πλαίσιο μερικής απασχολήσεως υπολειπόμενων αυτού του ανωτάτου ορίου, η μέθοδος την οποία προτείνει η ενάγουσα στην κύρια δίκη θα κατέληγε στην εφαρμογή του συντελεστή 2 %, δεδομένου ότι ο διττός τύπος υπολογισμού θα εφαρμοζόταν απευθείας στις αντίστοιχες ετήσιες αποδοχές πλήρους απασχολήσεως, πριν ακόμη αυτές μειωθούν επί τη βάσει του ποσοστού μερικής απασχολήσεως του οικείου εργαζομένου. Πλην όμως ουδεμία ανάγκη συμπληρωματικής συνταξιοδοτικής καλύψεως υφίσταται στην περίπτωση που οι αποδοχές υπολείπονται αυτού του ανώτατου ορίου.
36 Όπως τόνισε η Επιτροπή, τούτο θα ισοδυναμούσε με υπερτίμηση της επαγγελματικής δραστηριότητας της ενδιαφερομένης και θα οδηγούσε στον υπολογισμό σαφώς υψηλότερων δικαιωμάτων άσχετων προς την πραγματική δραστηριότητα που άσκησε η U. Kleinsteuber.
37 Το αιτούν δικαστήριο τόνισε συναφώς ότι, βάσει της προσεγγίσεως της ενάγουσας στην κύρια δίκη, η Mars θα ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της για τα τμήματα του μισθού της U. Kleinsteuber που υπολείπονται του εν λόγω ανώτατου ορίου, πέραν των εισφορών στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος, το υψηλότερο ποσοστό του 2 % που προβλέπει το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα και, εν τελευταία αναλύσει, να καταβάλλει έτσι αναλογικώς ανώτερη επαγγελματική σύνταξη και για τα εν λόγω τμήματα του μισθού.
38 Αφετέρου, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο σκοπός του διττού τύπου υπολογισμού, που έγκειται στη συνεκτίμηση της διαφορετικής ανάγκης συνταξιοδοτικής καλύψεως για τα τμήματα του μισθού που είναι κατώτερα και ανώτερα του ανωτάτου ορίου των ασφαλιστέων αποδοχών, συνιστά αντικειμενικό λόγο, κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, που δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση όπως είναι η επίμαχη στην κύρια δίκη.
39 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω του είδους της απασχολήσεως, κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου ούτε, ως εκ τούτου, ότι συντρέχει περίπτωση προσβολής της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, κατά την έννοια της οδηγίας 2006/54.
40 Βάσει των ανωτέρω, η απάντηση που προσήκει στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο αʹ, είναι ότι η ρήτρα 4, σημεία 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου και το άρθρο 4 της οδηγίας 2006/54 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, για τον υπολογισμό του ύψους επαγγελματικής συντάξεως, διακρίνει μεταξύ του εισοδήματος το οποίο υπολείπεται του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών που ισχύει στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος και του εισοδήματος από εργασία το οποίο το υπερβαίνει και δεν εφαρμόζει, όσον αφορά τα εισοδήματα από εργασία μερικής απασχολήσεως, τη μέθοδο κατά την οποία αρχικώς υπολογίζονται οι καταβλητέες αποδοχές για την αντίστοιχη εργασία πλήρους απασχολήσεως, εν συνεχεία υπολογίζεται βάσει των αποδοχών αυτών, αφενός, το τμήμα των αποδοχών που υπολείπεται του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών και, αφετέρου, το τμήμα που υπερβαίνει το όριο αυτό και, εν τέλει, μεταφέρεται η αναλογία αυτή επί των μειωμένων αποδοχών από την εργασία μερικής απασχολήσεως.
Επί του πρώτου ερωτήματος, υπό βʹ
41 Με το πρώτο ερώτημά του, υπό βʹ, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν η ρήτρα 4, σημεία 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου και το άρθρο 4 της οδηγίας 2006/54 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, κατά τον υπολογισμό του ύψους επαγγελματικής συντάξεως εργαζομένης που έχει συμπληρώσει περιόδους εργασίας πλήρους απασχολήσεως και περιόδους εργασίας μερικής απασχολήσεως, καθορίζει ενιαίο ποσοστό απασχολήσεως για τη συνολική διάρκεια της εργασιακής σχέσεως.
42 Πρέπει, συμφώνως προς τη ρήτρα 4, σημεία 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου, να διευκρινισθεί εάν οι εργαζόμενοι με καθεστώς μερικής απασχολήσεως τυγχάνουν δυσμενέστερης μεταχειρίσεως απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι πλήρους απασχολήσεως, λόγω του καθορισμού ενιαίου ποσοστού απασχολήσεως για τα έτη υπηρεσίας τα οποία μπορούν να συνυπολογισθούν.
43 Ο καθορισμός ποσοστού μερικής απασχολήσεως φαίνεται να αποτελεί μέθοδο βάσει της οποίας μπορεί να εκτιμηθεί το σύνολο της εργασίας που παρέσχε ο εργαζόμενος με καθεστώς μερικής απασχολήσεως. Αντιθέτως, δεν μπορεί να υποτεθεί, για τον υπολογισμό που αφορά τους εργαζομένους με καθεστώς μερικής απασχολήσεως, ότι αυτοί θα είχαν εργασθεί με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως καθ’ όλη την περίοδο.
44 Η Mars υποστηρίζει ότι η εφαρμογή ενιαίου ποσοστού απασχολήσεως επί των ετών υπηρεσίας τα οποία μπορούν να συνυπολογισθούν για τη σύνταξη απηχεί απλώς τους διάφορους χρόνους εργασίας κατά τη διάρκεια της δραστηριότητας, αλλά όχι τις διάφορες αποδοχές οι οποίες εισπράχθηκαν κατά την περίοδο αυτή. Συγκεκριμένα, κατά την εταιρία αυτή, το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα περιλαμβάνει την ανάληψη δεσμεύσεως περί απονομής συντάξεως συνδεόμενης με τις τελευταίες αποδοχές, οι δε αποδοχές που εισπράττονταν κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσεως δεν ασκούν επιρροή επί του υπολογισμού της συντάξεως γήρατος.
45 Συναφώς, από κανένα στοιχείο της υποβληθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφίας δεν προκύπτει ότι κάποια άλλη μέθοδος υπολογισμού, όπως είναι αυτή που συνίσταται στον διαχωρισμό του χρόνου εργασίας στη Mars σε περιόδους, θα επέτρεπε έναν πλέον ενδεδειγμένο και πλέον δίκαιο υπολογισμό, υπό της πρίσμα της αρχής pro rata temporis.
46 Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει εις βάθος γνώση της δικογραφίας, να διαπιστώσει εάν τούτο όντως συμβαίνει στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης και, ιδίως, εάν η μέθοδος υπολογισμού της επίμαχης στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης συντάξεως γήρατος δεν αντιβαίνει στην αρχή αυτή της οποίας η τήρηση επιβάλλεται, στην υπόθεση της κύριας δίκης, από τη ρήτρα 4, σημεία 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου.
47 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο βʹ, προσήκει η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημεία 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου και το άρθρο 4 της οδηγίας 2006/54 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο του υπολογισμού του ύψους της επαγγελματικής συντάξεως εργαζομένης που έχει συμπληρώσει περιόδους εργασίας πλήρους απασχολήσεως και περιόδους εργασίας μερικής απασχολήσεως, καθορίζει ενιαίο ποσοστό απασχολήσεως για τη συνολική διάρκεια της εργασιακής σχέσεως, στον βαθμό που αυτή η μέθοδος υπολογισμού της συντάξεως γήρατος δεν παραβιάζει την αρχή pro rata temporis. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει ότι όντως αυτό συμβαίνει εν προκειμένω.
Επί του δεύτερου ερωτήματος
48 Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν τα άρθρα 1 και 2, καθώς και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση που προβλέπει επαγγελματική σύνταξη της οποίας το ύψος αντιστοιχεί στην αναλογία μεταξύ της διάρκειας των ετών υπηρεσίας προς την χρονική περίοδο από την έναρξη της εργασίας στην επιχείρηση μέχρι τη συμπλήρωση του κανονικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που ισχύει στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος, και καθορίζει συναφώς ανώτατο όριο συντάξιμων ετών υπηρεσίας.
49 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, άμεση διάκριση συντρέχει όταν ένα πρόσωπο υφίσταται, λόγω του φύλου του, μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο ένα άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα συγκεκριμένης ηλικίας σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό και τα μέσα επιτεύξεως αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.
50 Ως προς το ζήτημα εάν υπάρχει διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα ή έμμεσα στην ηλικία, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι συνεπεία της επίμαχης στο πλαίσιο της κύριας δίκης μεθόδου υπολογισμού, οι εργαζόμενοι οι οποίοι συμπλήρωσαν τα έτη υπηρεσίας τους όταν ήσαν νεώτεροι λαμβάνουν επαγγελματική σύνταξη κατώτερη αυτής την οποία λαμβάνουν οι συνεργάτες οι οποίοι συμπλήρωσαν τα έτη υπηρεσίας τους όταν ήσαν μεγαλύτεροι, μολονότι η προϋπηρεσία είναι η ίδια.
51 Όπως επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση, ούτε η εθνική ρύθμιση ούτε το ανώτατο όριο που προβλέπει το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα παραπέμπουν ευθέως στο κριτήριο της ηλικίας. Περαιτέρω, η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης ρύθμιση εφαρμόζεται καθ’ όμοιο τρόπο στους εργαζομένους όλων των ηλικιών.
52 Επομένως, η επίμαχη ρύθμιση εδράζεται άμεσα όχι στο κριτήριο της ηλικίας, αλλά σε αυτό των ετών υπηρεσίας στην επιχείρηση.
53 Εντούτοις, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η παράπλευρη συνέπεια που έχει ο καθορισμός ανώτατου ορίου συντάξιμων ετών υπηρεσίας εμφανίζεται πάντοτε οσάκις η ηλικία αναλήψεως υπηρεσίας του εργαζομένου που έχει αποχωρήσει πρόωρα είναι κατώτερη της διαφοράς μεταξύ του ορίου ηλικίας αποχωρήσεως λόγω συνταξιοδοτήσεως και του ανώτατου ορίου συντάξιμων ετών υπηρεσίας. Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία το όριο ηλικίας αποχωρήσεως λόγω συνταξιοδοτήσεως είναι τα 65 έτη και τα συντάξιμα έτη υπηρεσίας ανέρχονται κατ’ ανώτατο όριο στα 35, οι εργαζόμενοι που αποχωρούν πρόωρα και οι οποίοι άρχισαν να εργάζονται πριν από την ηλικία των 30 ετών βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση από απόψεως υπολογισμού των συνταξιοδοτικών επαγγελματικών δικαιωμάτων.
54 Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση οφείλεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ του ανώτατου αριθμού συντάξιμων ετών υπηρεσίας και άλλων παραγόντων, όπως είναι η μέθοδος της pro rata temporis μειώσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του νόμου περί συντάξεων.
55 Η ύπαρξη μειονεκτήματος για μια συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα οφείλεται επομένως στη συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων και στην ταυτόχρονη ύπαρξη ορισμένων ειδικών παραμέτρων.
56 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει περαιτέρω ότι, «in abstracto, μπορεί να λεχθεί ότι το δυσμενές αποτέλεσμα της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως είναι έτι σημαντικότερο στην περίπτωση που ο εργαζόμενος ήταν νέος όταν άρχισε η εργασιακή σχέση, στην περίπτωση που οι περίοδοι εργασίας ήσαν σύντομες και στην περίπτωση που το ανώτατο όριο συντάξιμων ετών υπηρεσίας έχει καθορισθεί σε χαμηλά επίπεδα». Η δε Γερμανική Κυβέρνηση διαπιστώνει ότι η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης μέθοδος υπολογισμού έχει κατά κανόνα ως αποτέλεσμα, «σε ορισμένες περιπτώσεις», να προκαλεί έμμεση άνιση μεταχείριση των νεώτερων εργαζομένων, δεδομένου ότι μόνο στην περίπτωσή τους, κατά τον υπολογισμό του μέγιστου πλασματικού δικαιώματος, συμπληρώνεται το ανώτατο όριο συντάξιμων ετών υπηρεσίας και, με τον τρόπο αυτόν, υπεισέρχεται στον υπολογισμό.
57 Αντιθέτως, η Mars επισημαίνει, αφενός, ότι το δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου δεν βοηθά στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, στον βαθμό που, κατά τον υπολογισμό των δικαιωμάτων της, η διάρκεια της υπηρεσίας της U. Kleinsteuber δεν μειώθηκε.
58 Αφετέρου, η Mars υποστηρίζει ότι η pro rata temporis μείωση που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του νόμου περί συντάξεων δεν έχει πάντοτε ως αποτέλεσμα να περιάγει σε μειονεκτική θέση τους νεώτερους εργαζομένους και ότι, εν πάση περιπτώσει, η διάταξη αυτή δεν βασίζεται στο κριτήριο της ηλικίας, αλλά των ετών υπηρεσίας.
59 Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση της ενώπιόν του υποβληθείσας διαφοράς, να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις, προκειμένου να διαπιστώσει εάν η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση δύναται, in concreto και πέρα από τυχαίες περιστάσεις, να έχει ως συνέπεια διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη εμμέσως όχι στον αριθμό των ετών υπηρεσίας, αλλά στην ηλικία.
60 Σε αυτό εναπόκειται επίσης να διαπιστώσει κατά πόσον το πρόβλημα που ανέκυψε δεν είναι υποθετικό, αλλά άπτεται των πραγματικών περιστατικών τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο κατ’ αντιμωλία συζητήσεως μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης. Πράγματι, το ζήτημα αυτό δεν πρέπει να εξετάζεται αφηρημένα και υποθετικά, αλλά πρέπει να αποτελεί, στο μέτρο του δυνατού, αντικείμενο κατά περίπτωση εξετάσεως.
61 Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο δεύτερο απόκειται να δώσει στο αιτούν δικαστήριο λυσιτελή απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, B., C 394/13, EU:C:2014:2199, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, το πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της προδικαστικής παραπομπής συνεπάγεται ότι ο εθνικός δικαστής λαμβάνει υπόψη την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο, που συνίσταται στη συμβολή του στην απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη και όχι στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών για ζητήματα γενικά ή υποθετικά (αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 2003, Schmidberger, C-112/00, EU:C:2003:333, σκέψη 32, και της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C-617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 42).
62 Στην περίπτωση κατά την οποία το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει, κατά το πέρας της εκτιμήσεως αυτής, την ύπαρξη μιας τέτοιας διαφορετικής μεταχειρίσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, αυτή η διαφορετική μεταχείριση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως διάκριση κατά την έννοια της οδηγίας εφόσον δικαιολογείται από έναν θεμιτό σκοπό και εφόσον τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.
63 Συναφώς, από τη δικογραφία που έχει υποβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου συνάγεται ότι η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης ρύθμιση επιδιώκει ταυτόχρονα σκοπούς κοινωνικής πολιτικής οι οποίοι αφορούν την κινητικότητα και το συνταξιοδοτικό καθεστώς, καθώς και τον πρωταρχικό σκοπό των επαγγελματικών συντάξεων, που είναι να ανταμειφθεί η πίστη των εργαζόμενων στην επιχείρηση. Η ρύθμιση αυτή συνεκτιμά επίσης το συμφέρον της επιχειρήσεως να είναι σαφή και υπολογίσιμα τα βάρη που απορρέουν από τις επαγγελματικές συντάξεις λόγω των δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί.
64 Συναφώς, η Mars υποστηρίζει ότι ο σκοπός της ρυθμίσεως αυτής και, ιδίως, του επίμαχου επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, είναι η ανεύρεση ενός κανόνα εφαρμοστέου επί του υπολογισμού του ύψους των δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί σε περίπτωση πρόωρης λήξεως της εργασιακής σχέσεως ο οποίος να σέβεται την ευρύτητα που έχει η έννοια του συστήματος των επαγγελματικών συντάξεων σε σχέση με τα συνήθη προνοιακά συστήματα, και να συμβάλλει με τον τρόπο αυτόν στην εξάπλωση των επαγγελματικών συντάξεων, καθώς αυτές οι τελευταίες παρέχονται σε προαιρετική βάση από τον εργοδότη.
65 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τέτοιοι σκοποί, οι οποίοι τείνουν στην εξισορρόπηση των εμπλεκομένων συμφερόντων, για λόγους που ανάγονται στην πολιτική που εφαρμόζεται στον τομέα της απασχολήσεως και της κοινωνικής προστασίας, προκειμένου να διασφαλισθούν οι επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές, μπορούν να θεωρηθούν ως σκοποί γενικού συμφέροντος.
66 Ως προς την καταλληλότητα της επίμαχης στο πλαίσιο της κύριας δίκης ρυθμίσεως, πρέπει να τονιστεί ότι η επιλογή μιας μεθόδου για τον υπολογισμό ενός νομίμως αποκτηθέντος δικαιώματος σε περίπτωση πρόωρης λήξεως της εργασιακής σχέσεως η οποία στηρίζεται, αφενός, στην pro rata temporis διάρκεια των πραγματικών ετών υπηρεσίας σε σχέση με τα πιθανά έτη υπηρεσίας έως την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως, και, αφετέρου, σε ένα ανώτατο όριο συντάξιμων ετών υπηρεσίας δεν στερείται προφανώς λογικής υπό το πρίσμα του σκοπού του επίμαχου στην κύρια δίκη συστήματος επαγγελματικών συντάξεων.
67 Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα της επίμαχης στο πλαίσιο της κύριας δίκης ρυθμίσεως αυτής. Πράγματι, πρέπει να τονιστεί ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει κάποιο κίνητρο για την παραμονή στην επιχείρηση μέχρι τη νόμιμη ηλικία της συνταξιοδοτήσεως χωρίς να χορηγηθεί στον εργαζόμενο ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τον εργαζόμενο που αποχωρεί από την επιχείρηση πρόωρα. Εξάλλου, από τη δικογραφία που έχει τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου δεν προκύπτει κανένα στοιχείο δυνάμενο να θέσει σοβαρά εν αμφιβόλω την αναγκαιότητα μιας τέτοιας ρυθμίσεως ούτε κάποιος άλλος κανόνας υπολογισμού, όπως αυτός που προτείνει η U. Kleinsteuber, που θα έδινε τη δυνατότητα να επιτευχθούν εξίσου αποτελεσματικά οι εν λόγω σκοποί και, ιδίως, αυτός που συνίσταται στην εξάπλωση των επαγγελματικών συντάξεων.
68 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 1 και 2, καθώς και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτά εθνική ρύθμιση που προβλέπει επαγγελματική σύνταξη της οποίας το ύψος αντιστοιχεί στην αναλογία της διάρκειας των ετών υπηρεσίας προς την χρονική περίοδο από την έναρξη της εργασίας στην επιχείρηση μέχρι τη συμπλήρωση του κανονικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που ισχύει στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος, και καθορίζει συναφώς ανώτατο όριο συντάξιμων ετών υπηρεσίας.
Επί των δικαστικών εξόδων
69 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Η ρήτρα 4, σημεία 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, που συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997, η οποία προσαρτάται στην οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES, όπως έχει τροποποιηθεί, και το άρθρο 4 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, για τον υπολογισμό του ύψους επαγγελματικής συντάξεως, διακρίνει μεταξύ του εισοδήματος το οποίο υπολείπεται του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών που ισχύει στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος και του εισοδήματος από εργασία το οποίο το υπερβαίνει, και δεν εφαρμόζει, όσον αφορά τα εισοδήματα από εργασία μερικής απασχολήσεως, τη μέθοδο κατά την οποία αρχικώς υπολογίζονται οι καταβλητέες αποδοχές για την αντίστοιχη εργασία πλήρους απασχολήσεως, εν συνεχεία υπολογίζεται βάσει των αποδοχών αυτών, αφενός, το τμήμα των αποδοχών που υπολείπεται του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών και, αφετέρου, το τμήμα που υπερβαίνει το όριο αυτό, και εν τέλει μεταφέρεται η αναλογία αυτή επί των μειωμένων αποδοχών από την εργασία μερικής απασχολήσεως.
2) Η ρήτρα 4, σημεία 1 και 2, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου και το άρθρο 4 της οδηγίας 2006/54 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο του υπολογισμού του ύψους της επαγγελματικής συντάξεως εργαζομένης που έχει συμπληρώσει περιόδους εργασίας πλήρους απασχολήσεως και περιόδους εργασίας μερικής απασχολήσεως, καθορίζει ενιαίο ποσοστό απασχολήσεως για τη συνολική διάρκεια της εργασιακής σχέσεως, στον βαθμό που αυτή η μέθοδος υπολογισμού της συντάξεως γήρατος δεν παραβιάζει τον κανόνα proratatemporis. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει ότι όντως αυτό συμβαίνει εν προκειμένω.
3) Τα άρθρα 1 και 2, καθώς και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση που προβλέπει επαγγελματική σύνταξη της οποίας το ύψος αντιστοιχεί στην αναλογία της διάρκειας των ετών υπηρεσίας προς την χρονική περίοδο από την έναρξη της υπηρεσίας στην επιχείρηση μέχρι τη συμπλήρωση του κανονικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που ισχύει στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος, και καθορίζει συναφώς ανώτατο όριο συντάξιμων ετών υπηρεσίας.
ΔΕΕ - Yπόθεση C-143/16 Σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως συναπτόμενη με πρόσωπα ηλικίας κάτω των 25 ετών – Αυτοδίκαιη λύση με τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας του εργαζομένου
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 19ης Ιουλίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Άρθρο 2, παράγραφος 1 – Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Διάκριση λόγω ηλικίας – Σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως συναπτόμενη με πρόσωπα ηλικίας κάτω των 25 ετών – Αυτοδίκαιη λύση με τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας του εργαζομένου»
Στην υπόθεση C-143/16,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) με απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Μαρτίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης
Abercrombie & Fitch Italia Srl
κατά
Antonino Bordonaro,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, J.‑C. Bonichot, A. Arabadjiev (εισηγητή), C. G. Fernlund και S. Rodin, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Bobek
γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Ιανουαρίου 2017,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Abercrombie & Fitch Italia Srl, εκπροσωπούμενη από τους G. Di Garbo, G. Brocchieri, G. Iorio Fiorelli και E. Ceracchi, avvocati,
– ο Antonino Bordonaro, εκπροσωπούμενος από τον A. Guariso, avvocato,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την G. De Socio, avvocato dello Stato,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και G. Gattinara,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Μαρτίου 2017,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 1, του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16), καθώς και του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Abercrombie & Fitch Italia Srl (στο εξής: Abercrombie) και του Antonino Bordonaro, με αντικείμενο τη λύση της συμβάσεως διαλείπουσας απασχολήσεώς του, λόγω συμπληρώσεως του 25ου έτους της ηλικίας του.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Κατά το άρθρο 1, σκοπός της οδηγίας 2000/78 είναι «η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στα κράτη μέλη».
4 Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:
α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,
[...]».
5 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:
«1. Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.
Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:
α) την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους,
β) τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση,
[...]».
Το ιταλικό δίκαιο
6 Το άρθρο 34 του decreto legislativo n. 276 – Attuazione delle deleghe in materia di occupazione e mercato del lavoro, di cui alla legge 14 febbraio 2003, n. 30 (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 276/2003 για την εφαρμογή των εξουσιοδοτήσεων στον τομέα της απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας, τις οποίες προβλέπει ο νόμος αριθ. 30, της 14ης Φεβρουαρίου 2003), της 10ης Σεπτεμβρίου 2003 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 235, της 9ης Οκτωβρίου 2003, σ. 5, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 276/2003), όπως είχε κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως μεταξύ της Abercrombie και του A. Bordonaro, και συγκεκριμένα στις 14 Δεκεμβρίου 2010, προέβλεπε τα εξής:
«1. Η σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως μπορεί να συνάπτεται για την παροχή μη διαρκούς ή περιστασιακής φύσεως εργασίας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των συλλογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ των πλέον αντιπροσωπευτικών ενώσεων εργοδοτών και εργαζομένων σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο, για εκ των προτέρων καθορισμένα χρονικά διαστήματα εντός της εβδομάδας, του μήνα ή του έτους, κατά την έννοια του άρθρου 37.
2. Η σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως μπορεί σε όλες τις περιπτώσεις να αφορά την παροχή εργασίας από πρόσωπα ηλικίας κάτω των 25 ετών ή από εργαζομένους ηλικίας άνω των 45 ετών, ακόμη και συνταξιούχους.
[...]»
7 Το άρθρο 34, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος 276/2003, όπως είχε κατά τον χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως του A. Bordonaro, όριζε τα ακόλουθα:
«Η σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως μπορεί σε όλες τις περιπτώσεις να αφορά την παροχή εργασίας από πρόσωπα ηλικίας άνω των 55 ετών και από πρόσωπα ηλικίας κάτω των 24 ετών, στην τελευταία δε περίπτωση οι προβλεπόμενες στη σύμβαση παροχές πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί έως το 25ο έτος της ηλικίας».
8 Το άρθρο 34 του νομοθετικού διατάγματος 276/2003 καταργήθηκε με το decreto legislativo n. 81 (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 81), της 15ης Ιουνίου 2015 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 144, της 24ης Ιουνίου 2015). Εντούτοις, το άρθρο 13 του νομοθετικού διατάγματος αυτού κατ’ ουσίαν επαναλαμβάνει τις διατάξεις του άρθρου 34 και έχει ως εξής:
«1. Ως σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως νοείται η σύμβαση, επίσης ορισμένου χρόνου, με την οποία ο εργαζόμενος τίθεται στη διάθεση του εργοδότη για την παροχή εργασίας μη διαρκούς και περιστασιακής φύσεως, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, επίσης για εκ των προτέρων καθορισμένα χρονικά διαστήματα εντός της εβδομάδας, του μήνα ή του έτους. Ελλείψει συλλογικής συμβάσεως, με διάταγμα του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Πολιτικής καθορίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεως διαλείπουσας απασχολήσεως.
2. Η σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως μπορεί σε όλες τις περιπτώσεις να αφορά την παροχή εργασίας από πρόσωπα ηλικίας κάτω των 24 ετών, υπό την προϋπόθεση οι προβλεπόμενες στη σύμβαση παροχές να έχουν ολοκληρωθεί πριν το 25ο έτος της ηλικίας, και από πρόσωπα ηλικίας άνω των 55 ετών.
3. Εν πάση περιπτώσει, με την εξαίρεση των τομέων του τουρισμού, των χώρων υποδοχής κοινού και των θεαμάτων, σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως μπορεί να συναφθεί μεταξύ του ίδιου εργαζομένου και του ίδιου εργοδότη για συνολική περίοδο που δεν υπερβαίνει τις 400 ημέρες πραγματικής εργασίας εντός μιας τριετίας. Σε περίπτωση υπερβάσεως της περιόδου αυτής, η σχέση μετατρέπεται σε σχέση εργασίας πλήρους απασχολήσεως και αορίστου χρόνου.
4. Κατά τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία δεν παρέχεται εργασία, ο εργαζόμενος υπό καθεστώς διαλείπουσας απασχολήσεως δεν δικαιούται αμοιβή ούτε έχει κάποιο άλλο δικαίωμα από τη σχέση εργασίας, εκτός αν έχει αναλάβει έναντι του εργοδότη τη δέσμευση να παραμένει στη διάθεσή του όταν αυτός του το ζητήσει, οπότε δικαιούται την προβλεπόμενη στο άρθρο 16 αποζημίωση ετοιμότητας.
5. Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος δεν εφαρμόζονται στις σχέσεις εργασίας που συνάπτονται εντός της δημόσιας διοικήσεως.»
9 Το άρθρο 38 του νομοθετικού διατάγματος 276/2003 ορίζει τα εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στην ισχύουσα νομοθεσία απαγορεύσεων άμεσης και έμμεσης διακρίσεως, δεν επιτρέπεται να εφαρμοστούν σε εργαζόμενο υπό καθεστώς διαλείπουσας απασχολήσεως, όσον αφορά τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία έχει παράσχει την εργασία του, οικονομικές και νομικές ρυθμίσεις που, συνολικά εξεταζόμενες, είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που ισχύουν για εργαζόμενο αντίστοιχου επιπέδου, ο οποίος ασκεί ανάλογα καθήκοντα.
2. Το οικονομικό, νομικό και κοινωνικοασφαλιστικό πλαίσιο που εφαρμόζεται επί εργαζομένου υπό καθεστώς διαλείπουσας απασχολήσεως τελεί σε αναλογία προς την όντως παρεχόμενη εργασία, ιδίως όσον αφορά το ύψος των συνολικών αποδοχών και κάθε επιμέρους στοιχείου τους, καθώς και την ετήσια άδεια, την άδεια λόγω ασθένειας, εργατικού ατυχήματος, επαγγελματικής ασθένειας, μητρότητας και τη γονική άδεια.
[...]»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
10 Ο A. Bordonaro απασχολήθηκε από την Abercrombie από τις 14 Δεκεμβρίου 2010 βάσει συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία την 1η Ιανουαρίου 2012 μετατράπηκε σε σύμβαση αορίστου χρόνου, για την εκτέλεση καθηκόντων αποθηκάριου νυκτερινής βάρδιας. Η σύμβαση προέβλεπε ότι ο ενδιαφερόμενος θα παρείχε κατά διαστήματα, όσες φορές του το ζητούσε η επιχείρηση, «συνδρομή στους πελάτες και θα απασχολούνταν ως ταμίας».
11 Στο πλαίσιο της απασχολήσεώς του, ο A. Bordonaro, κατά τους πρώτους μήνες από την πρόσληψή του, παρείχε νυκτερινή εργασία τέσσερις έως πέντε φορές την εβδομάδα, και στη συνέχεια, από το έτος 2011, παρείχε εργασία τρεις έως τέσσερις φορές την εβδομάδα. Η προς παροχή εργασία ήταν κατανεμημένη μεταξύ του συνόλου του προσωπικού βάσει διμηνιαίου χρονοδιαγράμματος. Ο A. Bordonaro, διαπιστώνοντας ότι το όνομά του δεν περιλαμβανόταν πλέον στο χρονοδιάγραμμα εργασίας που επόταν εκείνου το οποίο έληγε στις 16 Ιουλίου 2012 και μη έχοντας κληθεί να παράσχει εκ νέου την εργασία του, αποτάθηκε στην υπηρεσία ανθρωπίνου δυναμικού της Abercrombie. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 30ής Ιουλίου 2012, ο προϊστάμενος της υπηρεσίας αυτής τον ενημέρωσε ότι η σχέση εργασίας του με την Abercrombie έληξε στις 26 Ιουλίου 2012, ήτοι κατά την ημερομηνία συμπληρώσεως του 25ου έτους της ηλικίας του, δεδομένου ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, «η σχετική με την ηλικία προϋπόθεση έπαυσε να συντρέχει».
12 Ο A. Bordonaro άσκησε αγωγή ενώπιον του Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου, Ιταλία) ζητώντας να αναγνωριστεί ως παράνομη λόγω διακρίσεως βάσει της ηλικίας, τόσο η σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως ορισμένου χρόνου όσο και η απόλυσή του. Το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου) απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη και ο ενδιαφερόμενος άσκησε έφεση ενώπιον του Corte d’appello di Milano (εφετείο Μιλάνου, Ιταλία), το οποίο, με απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014, διαπίστωσε την ύπαρξη σχέσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και υποχρέωσε την Abercrombie να επαναπροσλάβει τον ενδιαφερόμενο στη θέση εργασίας του και να του καταβάλει αποζημίωση για την προκληθείσα ζημία.
13 Κατά της αποφάσεως αυτής η Abercrombie άσκησε αναίρεση ενώπιον του Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία). Ο δε A. Bordonaro άσκησε αντίθετη αναίρεση.
14 Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το συμβατό του άρθρου 34, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος 276/2003, όπως αυτό είχε κατά τα κρίσιμα χρονικά σημεία της υποθέσεως της κύριας δίκης, με την οδηγία 2000/78 καθώς και με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας. Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ιδίως ότι η ως άνω διάταξη προφανώς δεν στηρίζεται σε ρητώς διατυπωμένο σχετικό δικαιολογητικό λόγο κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.
15 Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Μήπως η εθνική ρύθμιση του άρθρου 34 του νομοθετικού διατάγματος 276/2003, κατά την οποία η σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως μπορεί σε όλες τις περιπτώσεις να αφορά την παροχή εργασίας από πρόσωπα ηλικίας κάτω των 25 ετών, αντιβαίνει προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας η οποία διατυπώνεται στην οδηγία 2000/78 και στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
16 Με το προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 21 του Χάρτη καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία επιτρέπει στον εργοδότη να συνάψει σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως με εργαζόμενο ηλικίας κάτω των 25 ετών, ανεξαρτήτως της φύσεως της προς παροχή εργασίας, και να τον απολύσει όταν ο εργαζόμενος συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του.
17 Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι τα κράτη μέλη και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν λαμβάνουν μέτρα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78, η οποία συγκεκριμενοποιεί στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας την κατοχυρωμένη με το άρθρο 21 του Χάρτη αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, πρέπει να ενεργούν τηρώντας την εν λόγω οδηγία (αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ., C-447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 48, της 11ης Νοεμβρίου 2014, Schmitzer, C-530/13, EU:C:2014:2359, σκέψη 23, καθώς και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Bowman, C-539/15, EU:C:2016:977, σκέψη 19).
18 Επομένως, θα πρέπει, πρώτον, να διερευνηθεί αν διάταξη όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εισάγει διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/78. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά τη διάταξη αυτή, ως «αρχή της ίσης μεταχειρίσεως» νοείται η απουσία οποιασδήποτε άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως στηριζόμενης σε έναν από τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 διευκρινίζει ότι, για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, άμεση διάκριση συντρέχει όταν, για έναν από τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1 της ίδιας οδηγίας, ορισμένο πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο.
19 Όσον αφορά καταρχάς το προβαλλόμενο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτημα του κατά πόσον ο A. Bordonaro είναι δυνατό να χαρακτηριστεί ως «εργαζόμενος» κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια αυτή έχει αυτοτελές περιεχόμενο και δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά. Ειδικότερα, ως «εργαζόμενος» πρέπει να νοείται κάθε πρόσωπο που ασκεί πραγματικές και ουσιαστικού χαρακτήρα δραστηριότητες, αποκλειομένων των δραστηριοτήτων που είναι τόσο περιορισμένες ώστε να εμφανίζονται ως αμιγώς περιθωριακές και επουσιώδεις. Κατά τη νομολογία αυτή, χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι η παροχή από ένα πρόσωπο, επί ορισμένο χρονικό διάστημα, προς ένα άλλο και υπό τη διεύθυνσή του, υπηρεσιών έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1986, Lawrie-Blum, 66/85, EU:C:1986:284, σκέψεις 16 και 17, της 23ης Μαρτίου 2004, Collins, C-138/02, EU:C:2004:172, σκέψη 26, καθώς και της 3ης Μαΐου 2012, Neidel, C-337/10, EU:C:2012:263, σκέψη 23).
20 Για τη σφαιρική εκτίμηση της σχέσεως εργασίας του A. Bordonaro πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι μόνο τα στοιχεία που αφορούν τη διάρκεια του χρόνου εργασίας και το ύψος της αμοιβής, αλλά και τα στοιχεία που αφορούν τα ενδεχομένως προβλεπόμενα δικαιώματα για άδεια μετ’ αποδοχών, την καταβολή του μισθού σε περίπτωση ασθένειας, την υπαγωγή της σύμβασης εργασίας στην εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση, την καταβολή εισφορών και ενδεχομένως τη φύση των εισφορών αυτών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2010, Genc, C-14/09, EU:C:2010:57, σκέψη 27).
21 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι ο A. Bordonaro προσλήφθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2010 βάσει συμβάσεως διαλείπουσας απασχολήσεως ορισμένου χρόνου προκειμένου να εκτελεί, όσες φορές του το ζητούσε η Abercrombie, καθήκοντα αποθηκάριου νυκτερινής βάρδιας. Όπως προκύπτει από τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου, ο ενδιαφερόμενος, κατά τους πρώτους μήνες από την πρόσληψή του, παρείχε νυκτερινή εργασία τέσσερις έως πέντε φορές την εβδομάδα, και στη συνέχεια, από το έτος 2011, παρείχε εργασία τρεις έως τέσσερις φορές την εβδομάδα. Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, ο A. Bordonaro διευκρίνισε ότι βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με άλλους 400 υπαλλήλους της Abercrombie, των οποίων η σύμβαση διεπόταν από συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
22 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δραστηριότητα του A. Bordonaro, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών υπό τις οποίες ασκούνταν και την ακριβή μορφή των οποίων οφείλει να ελέγξει το αιτούν δικαστήριο, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμιγώς περιθωριακή και επουσιώδης, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως.
23 Επομένως, η σύμβαση εργασίας του A. Bordonaro του παρέχει κατά πάσα πιθανότητα τη δυνατότητα να επικαλεστεί την ιδιότητα του «εργαζομένου» κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ. Αρμόδιο, πάντως, να κρίνει αν η ιδιότητα αυτή όντως υφίσταται εν προκειμένω είναι το αιτούν δικαστήριο, διότι μόνον αυτό έχει εις βάθος και άμεση γνώση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.
24 Περαιτέρω, πρέπει να εξεταστεί αν ο A. Bordonaro μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι υπέστη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας.
25 Όσον αφορά την προϋπόθεση της συγκρισιμότητας των περιπτώσεων, διευκρινίζεται ότι, αφενός, δεν είναι αναγκαίο οι περιπτώσεις να είναι πανομοιότυπες, αλλά απλώς να είναι συγκρίσιμες και, αφετέρου, η εξέταση της συγκρισιμότητας των περιπτώσεων δεν πρέπει να είναι γενική και αφηρημένη αλλά ειδική και συγκεκριμένη, λαμβανομένης υπόψη της εκάστοτε παροχής (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Hay, C-267/12, EU:C:2013:823, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
26 Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το άρθρο 34 του νομοθετικού διατάγματος 276/2003 καθιέρωσε δύο διαφορετικά συστήματα όσον αφορά όχι μόνο την πρόσβαση στην απασχόληση και τους όρους απασχολήσεως, αλλά επίσης την απόλυση των εργαζόμενων υπό καθεστώς διαλείπουσας απασχολήσεως, αναλόγως της ηλικιακής κατηγορίας στην οποία εντάσσονται οι εργαζόμενοι αυτοί. Πράγματι, ενώ για τους εργαζομένους ηλικίας μεταξύ 25 και 45 ετών, η σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως είναι δυνατό να συναφθεί μόνο για την εκπλήρωση παροχών μη διαρκούς και περιστασιακής φύσεως, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των συλλογικών συμβάσεων και για εκ των προτέρων καθορισμένα χρονικά διαστήματα, αντιθέτως, η σύναψη συμβάσεως διαλείπουσας απασχολήσεως, όσον αφορά τους εργαζομένους ηλικίας κάτω των 25 ετών και άνω των 45 ετών, δεν υπόκειται σε καμία από τις προϋποθέσεις αυτές και είναι δυνατή «σε όλες τις περιπτώσεις», εξυπακουομένου ότι, όπως επισήμανε η Ιταλική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι συναπτόμενες με εργαζομένους ηλικίας κάτω των 25 ετών συμβάσεις λύονται αυτοδικαίως όταν αυτοί συμπληρώσουν το 25ο έτος της ηλικίας τους.
27 Επομένως, για τους σκοπούς εφαρμογής διατάξεων όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, η περίπτωση εργαζομένου που απολύεται λόγω και μόνο του ότι συμπλήρωσε το 25ο έτος της ηλικίας του είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμη με εκείνη των εργαζομένων που εντάσσονται σε άλλη ηλικιακή κατηγορία.
28 Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διάταξη, κατά το μέρος που προβλέπει ότι η σύναψη συμβάσεως διαλείπουσας απασχολήσεως είναι δυνατή «σε όλες τις περιπτώσεις» με εργαζόμενο ηλικίας κάτω των 25 ετών και λύεται αυτοδικαίως όταν ο εργαζόμενος αυτός συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του, εισάγει διαφορετική μεταχείριση λόγω της ηλικίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78.
29 Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί.
30 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78 ορίζει συναφώς ότι τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας δεν συνιστά διάκριση, εφόσον δικαιολογείται, στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, αντικειμενικώς και ευλόγως από έναν θεμιτό σκοπό, ιδίως δε από θεμιτούς σκοπούς της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής καταρτίσεως, και εφόσον τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.
31 Υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όχι μόνο ως προς την επιλογή του προς επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως, αλλά και ως προς τον καθορισμό των μέσων με τα οποία είναι δυνατόν να υλοποιηθεί ο σκοπός αυτός (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2014, Schmitzer, C‑530/13, EU:C:2014:2359, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
32 Όσον αφορά το ζήτημα του κατά πόσον η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διάταξη δικαιολογείται από ορισμένο αντικειμενικό σκοπό, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, από τις παρατηρήσεις της Ιταλικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι η διάταξη αυτή εντάσσεται σε νομικό πλαίσιο που έχει ως σκοπό να καταστήσει πιο ευέλικτη την αγορά εργασίας, ώστε να αυξηθεί το ποσοστό απασχολήσεως.
33 Όσον αφορά ειδικώς την κατηγορία εργαζομένων ηλικίας κάτω των 25 ετών, από τις παρατηρήσεις της Ιταλικής Κυβερνήσεως προκύπτει πράγματι ότι η παρεχόμενη στον εργοδότη δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις διαλείπουσας απασχολήσεως «σε όλες τις περιπτώσεις» και να τις καταγγέλλει όταν ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του έχει ως σκοπό να ενισχύει την είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας. Η Ιταλική Κυβέρνηση υπογράμμισε ότι, σε μια χειμαζόμενη αγορά εργασίας όπως είναι η ιταλική, η έλλειψη επαγγελματικής πείρας αποτελεί παράμετρο που αποβαίνει σε βάρος των νέων. Εξάλλου, η δυνατότητα εισόδου στην αγορά εργασίας και αποκτήσεως ορισμένης εμπειρίας, έστω και αν έχει ευέλικτη μορφή και είναι χρονικώς περιορισμένη, θα μπορούσε να αποτελέσει εφαλτήριο για νέες δυνατότητες απασχολήσεως.
34 Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι κύριος και ειδικός σκοπός της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης διατάξεως δεν είναι να διασφαλίσει στους νέους μια σταθερή πρόσβαση στην αγορά εργασίας, αλλ’ απλώς να τους παράσχει μια πρώτη δυνατότητα προσβάσεως στην αγορά αυτή. Με τη διάταξη αυτή επιχειρείται να δοθεί στους νέους η δυνατότητα να αποκτήσουν μια πρώτη επαγγελματική εμπειρία ικανή να τους εφοδιάσει με ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο θα χρησιμοποιήσουν αργότερα στην εν λόγω αγορά εργασίας. Επομένως, η ως άνω διάταξη αφορά στάδιο προγενέστερο της πλήρους προσβάσεως στην αγορά εργασίας.
35 Διαπιστώνεται ότι οι εκτιμήσεις αυτές, οι οποίες συνδέονται με την πρόσβαση στην αγορά εργασίας και την κινητικότητα, ισχύουν για την περίπτωση των νέων που βρίσκονται σε αναζήτηση μιας πρώτης απασχολήσεως, δηλαδή για μία από τις κατηγορίες του πληθυσμού που είναι ιδιαιτέρως εκτεθειμένη στον κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο A. Bordonaro παρατήρησε ότι το ποσοστό απασχολήσεως των νέων, δηλαδή των προσώπων που εντάσσονται στην ηλικιακή κατηγορία μεταξύ 15 και 25 ετών, μειώθηκε από 51 % σε 39 % μεταξύ των ετών 2004 και 2016.
36 Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, η διαφορετική μεταχείριση είναι δυνατόν να συνίσταται στην «καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους».
37 Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η προώθηση των προσλήψεων συνιστά αναμφισβήτητα θεμιτό σκοπό της κοινωνικής πολιτικής των κρατών μελών ή της πολιτικής τους στον τομέα της απασχολήσεως, και μάλιστα όταν πρόκειται για τη διευκόλυνση της προσβάσεως των νέων σε ορισμένο επάγγελμα (απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Fuchs και Köhler, C-159/10 και C-160/10, EU:C:2011:508, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
38 Ομοίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο σκοπός που συνίσταται στη βελτίωση της θέσεως των νέων στην αγορά εργασίας ώστε να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους μπορεί να χαρακτηριστεί ως θεμιτός σκοπός (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, de Lange, C-548/15, EU:C:2016:850, σκέψη 27). Επίσης, έχει κρίνει ότι η διευκόλυνση της προσλήψεως νέων εργαζομένων μέσω αυξήσεως της ελαστικότητας στη διαχείριση του προσωπικού συνιστά, μεταξύ άλλων, θεμιτό σκοπό (βλ. υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2010, Kücükdeveci, C-555/07, EU:C:2010:21, σκέψεις 35 και 36).
39 Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική διάταξη, κατά το μέρος που έχει ως σκοπό να ενισχύσει την είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας, επιδιώκει την επίτευξη θεμιτού σκοπού, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.
40 Επομένως, πρέπει να ελεγχθεί αν τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.
41 Όσον αφορά τον πρόσφορο χαρακτήρα διατάξεως όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, επισημαίνεται ότι μέτρο που επιτρέπει στους εργοδότες να συνάπτουν ελαστικότερες μορφές συμβάσεων εργασίας μπορεί, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη στον τομέα αυτό, να χαρακτηριστεί πρόσφορο για την επίτευξη ορισμένου βαθμού ευελιξίας εντός της αγοράς εργασίας. Πράγματι, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ύπαρξη μορφών απασχολήσεως λιγότερο δεσμευτικών και λιγότερο δαπανηρών από τη συνήθη σύμβαση εργασίας είναι δυνατόν να τονώσει τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων και να αποτελέσει κίνητρο ώστε να ανταποκριθούν σε περισσότερες αιτήσεις απασχολήσεως προερχόμενες από νέους εργαζομένους.
42 Όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης διατάξεως, παρατηρείται ότι, όπως υποστηρίζει η Abercrombie, σε ένα πλαίσιο χρόνιας οικονομικής κρίσεως και χαμηλής αναπτύξεως, η κατάσταση εργαζομένων κάτω των 25 ετών, οι οποίοι, χάρη σε μια ευέλικτη και προσωρινή σύμβαση συμβάσεως, όπως είναι η σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως, αποκτούν δυνατότητα προσβάσεως στην αγορά εργασίας είναι προτιμότερη από την κατάσταση εκείνων που δεν διαθέτουν τέτοια δυνατότητα και, ως εκ τούτου, καταλήγουν στην ανεργία.
43 Εξάλλου, η Ιταλική Κυβέρνηση, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εξήγησε ότι οι ευέλικτες μορφές απασχολήσεως είναι αναγκαίες για την ενίσχυση της κινητικότητας των εργαζομένων, για την αύξηση της προσαρμοστικότητας των μισθωτών στην αγορά εργασίας και για τη διευκόλυνση της προσβάσεως προσώπων απειλούμενων με κοινωνικό αποκλεισμό στην αγορά αυτή, ενώ συγχρόνως οδηγούν στην εξάλειψη παράνομων μορφών εργασίας.
44 Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Κυβέρνηση υπογράμμισε επίσης ότι, για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διάταξη, η πρόσβαση στο είδος αυτό συμβάσεως πρέπει να είναι δυνατή για τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό νέων. Αν όμως οι συμβάσεις εργασίας βάσει του άρθρου 34, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος 276/2003 είχαν σταθερό χαρακτήρα, οι επιχειρήσεις δεν θα ήταν σε θέση να προτείνουν εργασία σε όλους τους νέους, με συνέπεια μεγάλος αριθμός νέων να μην αποκτά δυνατότητα προσβάσεως στις μορφές εργασίας αυτές.
45 Επιπλέον, η Ιταλική Κυβέρνηση παρατήρησε ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο περιβάλλεται από ορισμένες εγγυήσεις. Ειδικότερα, το άρθρο 38 του νομοθετικού διατάγματος 276/2003 προβλέπει ότι «δεν επιτρέπεται να εφαρμοστούν σε εργαζόμενο υπό καθεστώς διαλείπουσας απασχολήσεως, όσον αφορά τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία έχει παράσχει την εργασία του, οικονομικές και νομικές ρυθμίσεις που, συνολικά εξεταζόμενες, είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που ισχύουν για εργαζόμενο αντίστοιχου επιπέδου, ο οποίος ασκεί ανάλογα καθήκοντα».
46 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη όταν αυτά επιλέγουν όχι μόνο να επιδιώξουν ένα συγκεκριμένο σκοπό στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχολήσεως, αλλά και όταν καθορίζουν τα μέτρα με τα οποία μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, ο εθνικός νομοθέτης ευλόγως έκρινε ως αναγκαία τη θέσπιση διατάξεως, όπως το άρθρο 34, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος 276/2003.
47 Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 21 του Χάρτη καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία επιτρέπει στον εργοδότη να συνάψει σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως με εργαζόμενο ηλικίας κάτω των 25 ετών, ανεξαρτήτως της φύσεως της προς παροχή εργασίας, και να απολύσει τον εργαζόμενο όταν αυτός συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του, εφόσον η διάταξη αυτή επιδιώκει την επίτευξη θεμιτού σκοπού της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας και τα προβλεπόμενα για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέσα είναι πρόσφορα και αναγκαία.
Επί των δικαστικών εξόδων
48 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία επιτρέπει στον εργοδότη να συνάψει σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως με εργαζόμενο ηλικίας κάτω των 25 ετών, ανεξαρτήτως της φύσεως της προς παροχή εργασίας, και να απολύσει τον εργαζόμενο όταν αυτός συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του, εφόσον η διάταξη αυτή επιδιώκει την επίτευξη θεμιτού σκοπού της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας και τα προβλεπόμενα για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέσα είναι πρόσφορα και αναγκαία.
Αριθμ. 180036/952 Καθορισμός μέτρων και κανόνων νια τη μείωση της κατανάλωσης πλαστικών σακουλών μεταφοράς, σε συμμόρφωση με την οδηγία 2015/720/ΕΕ «για την τροποποίηση της οδηγίας 1994/62/ΕΚ με σκοπό τη μείωση της κατανάλωσης λεπτών πλαστικών σακουλών μεταφοράς» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Απριλίου 2015.
Αριθμ. 180036/952
(ΦΕΚ Β 2812/10.8.2017)
180036/952/10.8.2017
Καθορισμός μέτρων και κανόνων νια τη μείωση της κατανάλωσης πλαστικών
σακουλών μεταφοράς, σε συμμόρφωση με την οδηγία 2015/720/ΕΕ «για την τροποποίηση
της οδηγίας 1994/62/ΕΚ με σκοπό τη μείωση της κατανάλωσης λεπτών πλαστικών
σακουλών μεταφοράς» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Απριλίου 2015.
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ -
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ -
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΩΔΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2077/1992 «Κύρωση Συνθήκης για την
Ευρωπαϊκή Ένωση» (Α'/136) και τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 (παράγραφος 1ζ)
του ν. 1338/1983 «Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου» (Α'/34) όπως τροποποιήθηκε με
το άρθρο 6 του ν. 1440/1986 «Συμμετοχή της Ελλάδας στο κεφάλαιο, στα αποθεματικά
και στις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων κ.λπ. (Α'/70) και του
άρθρου 65 του ν. 1892/1990 (101/Α')».
2. Τις διατάξεις των 6 (παρ. 4) έως 14, 19 και 20 του ν. 2939/2001 «Συσκευασίες
και εναλλακτική διαχείριση των συσκευασιών και άλλων προϊόντων Ίδρυση Εθνικού
Οργανισμού Εναλλακτικής Διαχείρισης Συσκευασιών και Άλλων Προϊόντων
(Ε.Ο.Ε.Δ.Σ.Α.Π.) και άλλες διατάξεις» (Α'/179), όπως εκάστοτε ισχύει.
3. Τις διατάξεις της Ενότητας Α' (άρθρα 1-9) και της Ενότητας Β' (άρθρα 10-45)
και ειδικότερα των άρθρων 27 και 38 παρ. 5, καθώς και του άρθρου 60 παρ. 1 και 2
του ν. 4042/2012 «Ποινική προστασία του περιβάλλοντος Εναρμόνιση με την Οδηγία
2008/99/ΕΚ Πλαίσιο παραγωγής και διαχείρισης αποβλήτων Εναρμόνιση με την Οδηγία
2008/98/ΕΚ. Ρύθμιση θεμάτων Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής
Αλλαγής» (Α'/24).
4. Τις διατάξεις του ν. 3983/2011 «Εθνική Στρατηγική για την προστασία και
διαχείριση του θαλάσσιου περιβάλλοντος Εναρμόνιση με την Οδηγία 2008/56/ΕΚ του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 και άλλες
διατάξεις» (Α'/144).
5. Τις διατάξεις του π.δ. 148/2009 «Περιβαλλοντική ευθύνη για την πρόληψη και
την αποκατάσταση των ζημιών στο περιβάλλον Εναρμόνιση με την οδηγία
2004/35/ΕΚ....κ.λπ.» (Α'/190).
6. ΤιςδιατάξειςτηςΟδηγίας2015/720/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2015 (EEL 115/11/6-5-2015).
7. Την υπ' αριθ. 51373/4684/2001 κοινή υπουργική απόφαση με την οποία κυρώθηκαν
το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) και το Εθνικό Πρόγραμμα Πρόληψης
Δημιουργίας Αποβλήτων και εγκρίθηκαν με την υπ' αριθ. 49/2015 πράξη του
Υπουργικού Συμβουλίου (Α'/174), σύμφωνα με το άρθρο 31 του ν. 4342/2015
(Α'/143).
8. Την υπ' αριθμ. 9268/469/2007 κοινή υπουργική απόφαση «Τροποποίηση των
ποσοτικών στόχων για την ανάκτηση και ανακύκλωση των αποβλήτων των συσκευασιών
σύμφωνα με το άρθρο 10 (παρ. Α1, τελευταίο εδάφιο) του ν. 2939/2001 (Α'/179),
καθώς και άλλων διατάξεων του νόμου αυτού, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της
οδηγίας 2004/12/ΕΚ «για την τροποποίηση της οδηγίας 94/62/ΕΚ για τις συσκευασίες
και τα απορρίμματα συσκευασίας», του Συμβουλίου της 11ης Φεβρουαρίου 2004»
(Β'/286).
9. Την υπ' αριθμ. 54461/1779/2013 κοινή υπουργική απόφαση «Αντικατάσταση του
παραρτήματος Ι του άρθρου 4 της υπ' αριθμ. 9268/469/2007 κοινής υπουργικής
απόφασης (Β'/286), σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 2013/2/ΕΕ «για την
τροποποίηση του παραρτήματος Ι της οδηγίας 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
και του Συμβουλίου για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας» της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 7ης Φεβρουαρίου 2013» (Β'/2500).
10. Τις διατάξεις της 50910/2727/2003 κοινής υπουργικής απόφασης "Μέτρα και όροι
για τη διαχείριση των στερεών αποβλήτων. Εθνικός και Περιφερειακός Σχεδιασμός
Διαχείρισης" (Β'/1909).
11. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα
Κυβερνητικά όργανα, όπως τέθηκε σε ισχύ με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005
«Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα»
(Α'/98) στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το Κεφάλαιο Δεύτερο (παραγ. Β) του ν.
4320/2015 (Α'/29).
12. Το π.δ. 100/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και
Κλιματικής Αλλαγής» (Α'/167).
13. Τις διατάξεις του π.δ. 70/2015 «Ανασύσταση των Υπουργείων ... και του
Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε Υπουργείο
Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας στο
Υπουργείο Ανάπτυξης και Τουρισμού» (Α'/114).
14. Τις διατάξεις του π.δ. 125/2016 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών
και Υφυπουργών» (Α'/210).
15. Την υπ' αριθμ. Υ 172/2016 απόφαση του Πρωθυπουργού «Καθορισμός σειράς τάξης
των Υπουργείων» (Β'3610).
16. Την υπ' αριθμ. Υ 197/2016 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων
στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης Αλέξανδρο Χαρίτση (Β'/3722)»,
όπως ισχύει.
17. Την υπ' αριθμ. Υ 198/2016 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων
στον Αναπληρωτή Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σωκράτη Φάμελλο» (Β'/3722).
18. Την υπ' αριθ. ΥΠΟΙΚ 0010218 ΕΞ 2016 απόφαση του Πρωθυπουργού και του
Υπουργού Οικονομικών «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οικονομικών Αικατερίνη
Παπανάτσιου» (Β'/3696).
19. Την υπ' αριθμ. 90/30-5-2017 Εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του
Ελληνικού Οργανισμού Ανακύκλωσης (Ε.Ο.ΑΝ.).
20. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις αυτής της απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη
σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
Σκοπός-Πεδίο εφαρμογής
Με την απόφαση αυτή αποσκοπείται η εφαρμογή και εξειδίκευση του άρθρου 6 (παρ.
4) του ν. 2939/2001, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με τα άρθρα 27 και 38 παρ. 5 του
ν. 4042/2012 (Α'/24) και σε συμμόρφωση με την οδηγία 2015/720/ΕΕ «για την
τροποποίηση της οδηγίας 1994/62/ΕΚ με σκοπό τη μείωση της κατανάλωσης λεπτών
πλαστικών σακουλών μεταφοράς» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Απριλίου 2015, που έχει δημοσιευθεί στην Ελληνική
γλώσσα στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (EEL 115/11/2015), ώστε,
με τον καθορισμό κανόνων και κατάλληλων μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης
οικονομικών μέσων, για τη διάθεση στον καταναλωτή των πλαστικών σακουλών
μεταφοράς που αναφέρονται στην παράγραφο 2, να επιτυγχάνεται η μείωση της
κατανάλωσης τους και κατ' επέκταση της υψηλής συσσώρευσης των αποβλήτων τους,
που προκαλούν σημαντική ρύπανση στο περιβάλλον και ιδιαίτερα στα υδάτινα
οικοσυστήματα και έτσι να εκπληρώνονται με τρόπο αποδοτικό οι στόχοι του άρθρου
1 του ν. 2939/2001, όπως ισχύει και ευρύτερα οι βασικές αρχές, οι στόχοι και οι
κατευθύνσεις των άρθρων 26,27,28 και 29 του ν. 4042/2012.
2. Η απόφαση αυτή εφαρμόζεται στις πλαστικές σακούλες μεταφοράς με πάχος
τοιχώματος μέχρι 70 μικρά (μη).
3. Για τις πολύ λεπτές πλαστικές σακούλες μεταφοράς, όπως ορίζονται στην
παράγραφο 1 (περιπ. δ) του άρθρου 2, καθώς και για τις πλαστικές σακούλες
μεταφοράς με πάχος τοιχώματος μεγαλύτερο ή ίσο των 70 μικρών (μη), εφαρμόζονται
μόνο οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 (περ. α; γ', δ και ε), 4, 6 και 10.
Άρθρο 2
(άρθρο 1 παρ. 1 Οδηγίας 2015/720/ΕΕ) Ορισμοί
1. Για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης νοούνται ως:
α) «πλαστικό υλικό»: πολυμερές, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 5 του
Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου
«για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των
χημικών προϊόντων (REACH)», όπως ισχύει, στο οποίο ενδεχομένως έχουν προστεθεί
πρόσθετα ή άλλες ουσίες και το οποίο μπορεί να αποτελέσει κύριο δομικό στοιχείο
των σακουλών μεταφοράς,
β) «πλαστικές σακούλες μεταφοράς»: σακούλες μεταφοράς με ή χωρίς λαβή, από
πλαστικό υλικό, οι οποίες διατίθενται στους καταναλωτές στο ταμείο του σημείου
πώλησης εμπορευμάτων ή προϊόντων. Οι πλαστικές σακούλες μεταφοράς υπάγονται
ευρύτερα στην έννοια της συσκευασίας, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 (περ. γ)
του άρθρου 2 τουν. 2939/2001, όπως εκάστοτε ισχύει,
γ) «λεπτές πλαστικές σακούλες μεταφοράς»: πλαστικές σακούλες μεταφοράς με πάχος
τοιχώματος μικρότερο των 50 μικρών (μη),
δ) «πολύ λεπτές πλαστικές σακούλες μεταφοράς»: πλαστικές σακούλες μεταφοράς με
πάχος τοιχώματος μικρότερο από 15 μικρά (μη) που απαιτούνται για λόγους υγιεινής
ή παρέχονται ως πρωτογενής συσκευασία χύδην τροφίμων, όταν η χρήση τους
συμβάλλει στην αποφυγή σπατάλης τροφίμων,
ε) «οξοδιασπώμενες πλαστικές σακούλες μεταφοράς»: πλαστικές σακούλες μεταφοράς
από πλαστικά υλικά στα οποία περιλαμβάνονται πρόσθετα που καταλύουν τη διάσπαση
των πλαστικών υλικών σε μικροτμήματα,
στ) «επαναχρησιμοποιήσιμες σακούλες ή τσάντες μεταφοράς»: οι πλαστικές σακούλες
μεταφοράς εμπορευμάτων ή προϊόντων με πάχος τοιχώματος μεγαλύτερο ή ίσο των 50
μικρών (μη), που είναι κατασκευασμένες σύμφωνα με το πρότυπο UNE 53942 ή άλλο
ισοδύναμο πρότυπο, καθώς επίσης οι πλαστικές σακούλες/ τσάντες μεταφοράς
εμπορευμάτων ή προϊόντων με μεγαλύτερες διαστάσεις από αυτές που καλύπτει το
ανωτέρω πρότυπο και οι τσάντες από κάθε άλλο είδος υλικού, που έχουν σχεδιασθεί
με σκοπό την επαναχρησιμοποίηση τους (σακούλες ή τσάντες πολλαπλών χρήσεων),
όπως αυτή ορίζεται στην παρακάτω περίπτωση
(ζ). Οι επαναχρησιμοποιήσιμες
σακούλες ή τσάντες μεταφοράς, υπάγονται ευρύτερα στην έννοια της συσκευασίας
σύμφωνα με την παράγραφο 1 (περιπ. γ) του άρθρου 2 του ν. 2939/2001, όπως
ισχύει.
ζ) «επαναχρησιμοποίηση»: κάθε διεργασία μέσω της οποίας οι συσκευασίες που έχουν
μελετηθεί και σχεδιασθεί για να εκπληρώνουν κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής
τους έναν ελάχιστο αριθμό διαδρομών ή επιστροφών (συσκευασίες πολλαπλών
χρήσεων), επαναπληρούνται ή χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό για τον οποίο
έχουν σχεδιασθεί, με ή χωρίς την υποστήριξη βοηθητικών προϊόντων που υπάρχουν
στην αγορά και που επιτρέπουν την επαναπλήρωση των συσκευασιών. Οι
επαναχρησιμοποιήσιμες αυτές συσκευασίες γίνονται απόβλητα συσκευασίας όταν
πάψουν να υπόκεινται σε επαναχρησιμοποίηση,
η) «βιοαποδομήσιμες (ή βιοαποικοδομήσιμες) / λιπασματοποιήσιμες πλαστικές
σακούλες μεταφοράς»: οι πλαστικές σακούλες μεταφοράς οι οποίες, στο πλαίσιο
τήρησης των απαιτήσεων της παραγράφου 1 (περιπτώσεις γ.3 και γ.4) του άρθρου 6
του ν. 2939/2001, υπόκεινται σε αξιοποίηση (ανακύκλωση) μέσω βιοαποδόμησης ή
λιπασματοποίησης, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 13432 «Απαιτήσεις για
συσκευασία ανακτήσιμη μέσω λιπασματοποίησης και βιοαποικοδόμησης Σχήμα δοκιμής
και κριτήρια αξιολόγησης για την τελική αποδοχή της συσκευασίας»,
θ) «σημεία πώλησης εμπορευμάτων ή προϊόντων»: οριοθετημένος και διαμορφωμένος
χώρος όπου ασκείται λιανικό εμπόριο εμπορευμάτων ή προϊόντων,
συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων και ποτών,
ι) «έμπορος»: οποιοδήποτε πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) ή επιχείρηση λιανικού
εμπορίου, συμπεριλαμβανομένου του ηλεκτρονικού εμπορίου, που, στο πλαίσιο της
άσκησης της εμπορικής του δραστηριότητας, διαθέτει προς τους καταναλωτές κατά
την πώληση εμπορευμάτων ή προϊόντων, πλαστικές σακούλες μεταφοράς. Στην έννοια
του εμπόρου συμπεριλαμβάνονται και οι επαγγελματίες πωλητές που
δραστηριοποιούνται σε ακάλυπτους δημόσιους, δημοτικούς, ιδιωτικούς ή
εκκλησιαστικούς χώρους που δεν αποτελούν επαγγελματική στέγη αλλά επιτρέπεται
στους χώρους αυτούς η άσκηση εμπορικής δραστηριότητας (υπαίθριο εμπόριο).
ια) «παραγωγός πλαστικής σακούλας μεταφοράς»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που
εισάγει ή κατασκευάζει πλαστικές σακούλες μεταφοράς οι οποίες, μέσω των
διακινητών /διανομέων ή/και μέσω των εμπόρων, προορίζονται να καταλήξουν στον
καταναλωτή για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή προϊόντων.
ιβ) «διακινητής /διανομέας πλαστικών σακουλών μεταφοράς»: κάθε φυσικό ή νομικό
πρόσωπο στην αλυσίδα εφοδιασμού, το οποίο διαθέτει στο λιανικό εμπόριο πλαστικές
σακούλες μεταφοράς.
Ο διακινητής /διανομέας μπορεί να είναι και παραγωγός κατά την έννοια της
ανωτέρω περίπτωσης (ια) της παρούσας παραγράφου.
2. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι ορισμοί του άρθρου 2 του ν.2939/2001 (Α'/179).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΛΑΣΤΙΚΩΝ ΣΑΚΟΥΛΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ
Άρθρο 3
(άρθρο 1 παρ. 2 Οδηγίας 2015/720/ΕΕ) Γενικές απαιτήσεις για τη διαχείριση των
πλαστικών σακουλών μεταφοράς
1. Για την επίτευξη της μείωσης της κατανάλωσης των πλαστικών σακουλών μεταφοράς
εμπορευμάτων ή προϊόντων σύμφωνα με το άρθρο 1, από την 1η Ιανουαρίου 2018 παύει
η δωρεάν διάθεση στους καταναλωτές των πλαστικών σακουλών μεταφοράς που
υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης και επιβάλλονται, κατά
περίπτωση, τα ακόλουθα μέτρα:
α) Για τις λεπτές πλαστικές σακούλες μεταφοράς εμπορευμάτων ή προϊόντων, όπως
ορίζονται στην παράγραφο 1(γ) του άρθρου 2, δηλαδή με πάχος τοιχώματος μικρότερο
των 50 μικρών (μηι), επιβάλλεται στους καταναλωτές η καταβολή περιβαλλοντικού
τέλους, ανά τεμάχιο λεπτής πλαστικής σακούλας μεταφοράς, σύμφωνα με τις
ειδικότερες προβλέψεις του άρθρου 3Α.
β) Oι πλαστικές σακούλες μεταφοράς εμπορευμάτων ή προϊόντων με πάχος τοιχώματος
από 50 μέχρι 70 μικρά (μη), συμπεριλαμβανομένων των επαναχρησιμοποιήσιμων
σακουλών ή τσαντών μεταφοράς με το ίδιο πάχος τοιχώματος, όπως αυτές ορίζονται
στην παράγραφο 1(στ) του άρθρου 2, υπόκεινται σε τιμολόγηση, σύμφωνα με το άρθρο 3Β.
1.1. Απαγορεύεται κάθε προωθητική ενέργεια εκ μέρους των εμπόρων που αναιρεί,
αμέσως ή εμμέσως, τα προβλεπόμενα στην ανωτέρω παράγραφο μέτρα, με την επιφύλαξη
της παραγράφου 3 του άρθρου 3Β.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται στα περίπτερα και στους
εμπόρους που ασκούν υπαίθριο εμπόριο.
3. Από τις διατάξεις της παραγράφου 1 εξαιρούνται οι βιοαποδομήσιμες (ή
βιοαποικοδομήσιμες)/ λιπασματοποιήσιμες πλαστικές σακούλες μεταφοράς όπως
ορίζονται στην παράγραφο 1(η)του άρθρου 2.
4. Απαγορεύεται η διάθεση στην αγορά και στον καταναλωτή των οξοδιασπώμενων
πλαστικών σακουλών μεταφοράς. Η απαγόρευση αυτή αρχίζει να εφαρμόζεται μετά την
εξάντληση των αποθεμάτων τους και πάντως όχι πέραν των δέκα (10) μηνών από την
έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης.
Άρθρο 3Α
Προσδιορισμός είσπραξη και απόδοση του περιβαλλοντικού τέλους
1) Προσδιορισμός της ανταποδοτικότητας και του ύφους του περιβαλλοντικού τέλους.
1.1. Το περιβαλλοντικό τέλος που επιβάλλεται στις λεπτές πλαστικές σακούλες
μεταφοράς σύμφωνα με την παράγραφο 1(α) του άρθρου 3, έχει ανταποδοτικό
χαρακτήρα. Τα έσοδα από τα περιβαλλοντικά τέλη αποτελούν δημόσιο έσοδο το οποίο
εισπράττεται από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) και στη συνέχεια
αποδίδεται υπέρ του ΕΟΑΝ για τη χρηματοδότηση δράσεων προώθησης, δωρεάν διάθεσης
στον καταναλωτή και εν γένει πριμοδότησης των επαναχρησιμοποιήσιμων
σακουλών/τσαντών μεταφοράς και των βιοαποδομήσιμων και λιπασματοποιήσιμων
πλαστικών σακουλών μεταφοράς. Ο Ε.Ο.ΑΝ. προβαίνει αυτοτελώς ή σε συνεργασία με
τους OTA A' βαθμού, στην υλοποίηση των ανωτέρω δράσεων καθώς και σε δράσεις
ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινού για την αποτελεσματική συμμετοχή του
κοινού στην επίτευξη των στόχων του άρθρου 1.
1.2. Το ύψος του περιβαλλοντικού τέλους καθορίζεται με κριτήριο τον ανταποδοτικό
του χαρακτήρα, ανάλογα με τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο της ανάκτησης ή διάθεσης
των λεπτών πλαστικών σακουλών μεταφοράς, τις δυνατότητες ανακύκλωσης και
βιοαποδόμησης/ λιπασματοποίησής τους, την ανθεκτικότητα τους ή τη συγκεκριμένη
χρήση για την οποία προορίζονται και ειδικότερα:
α) Από την 1η Ιανουαρίου 2018 το περιβαλλοντικό τέλος για τις λεπτές πλαστικές
σακούλες μεταφοράς προσδιορίζεται στην τιμή των 3 λεπτών και,
β) Από την 1η Ιανουαρίου 2019 το περιβαλλοντικό τέλος για τις λεπτές πλαστικές
σακούλες μεταφοράς προσδιορίζεται στην τιμή των 7 λεπτών.
γ) Τα ποσά του περιβαλλοντικού τέλους που αναφέρονται στις ανωτέρω περιπτώσεις
(α) και (β), αναγράφονται με τρόπο διακριτό και ευανάγνωστο στα παραστατικά
πώλησης προ του ΦΠΑ.
1.3. Με όμοια απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών και
Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μετά από αιτιολογημένη εισήγηση του ΕΟΑΝ, είναι
δυνατόν να αναπροσαρμόζεται το ύψος των περιβαλλοντικών τελών που αναφέρονται
στην υποπαράγραφο 1.2, ανάλογα με την επιτευχθείσα μείωση της κατανάλωσης
πλαστικών σακουλών μεταφοράς και σε συνδυασμό με τις ιδιότητες της πλαστικής
σακούλας μεταφοράς, όπως πάχος, υλικό κατασκευής ή χρήση, σύμφωνα με τα κριτήρια
που περιγράφονται στην ίδια υποπαράγραφο.
Η παράγραφος αυτή εφαρμόζεται με την επιφύλαξη επιβολής τυχόν πρόσθετων μέτρων
στο πλαίσιο εφαρμογής της παραγράφου 2.1. του άρθρου 7.
2) Καταβολή είσπραξη και απόδοση περιβαλλοντικού τέλους.
2.1 Ο τρόπος και η διαδικασία καταβολής, είσπραξης και απόδοσης του
περιβαλλοντικού τέλους διέπεται από τις διατάξεις του ν. 4389/2016 (Α'/94).
Ειδικότερα:
α) Κάθε έμπορος, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 (ι) του άρθρου 2, ο οποίος
διαθέτει στον καταναλωτή λεπτές πλαστικές σακούλες μεταφοράς, υποχρεούται ανά
τρίμηνο, την τελευταία ημέρα του επόμενου μήνα και για πρώτη φορά στις 30
Απριλίου 2018, να υποβάλλει στην ΑΑΔΕ δήλωση απόδοσης του περιβαλλοντικού
τέλους.
Το περιβαλλοντικό τέλος αναγράφεται στα παραστατικά πώλησης εμπορευμάτων ή
προϊόντων, σύμφωνα με την υποπαράγραφο 1.2 (περ. γ) και αποτυπώνεται στα
λογιστικά αρχεία που υποχρεούται να τηρεί ο έμπορος.
β) Ο έλεγχος της ορθής απόδοσης των περιβαλλοντικών τελών από τους εμπόρους
διενεργείται από την ΑΑΔΕ στο πλαίσιο εφαρμογής του ν. 4389/2016.
γ) Τα ποσά από τα ανταποδοτικά τέλη αποδίδονται μέσω του μηχανισμού είσπραξης
της ΑΑΔΕ στον κρατικό προϋπολογισμό, σε διακεκριμένο κωδικό εσόδου και στη
συνέχεια αποδίδονται υπέρ του ΕΟΑΝ. Τα ποσά που εισπράττει ετησίως ο ΕΟΑΝ από το
περιβαλλοντικό τέλος, εγγράφονται ως έσοδο, σε χωριστό κωδικό του προϋπολογισμού
του ΕΟΑΝ.
Η αρμόδια υπηρεσία Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Α.Α.Δ.Ε. σε συνεργασία με τον
Ε.Ο.ΑΝ. προβαίνει στη δημιουργία ανάλογης ηλεκτρονικής εφαρμογής για την υποβολή
της δήλωσης απόδοσης περιβαλλοντικού τέλους, στο περιβάλλον TAXISnet της
Α.Α.Δ.Ε. στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.aade.gr.
2.2. Σε περίπτωση μη καταβολής του περιβαλλοντικού τέλους η παράβαση
βεβαιώνεται, στη Δ.Ο.Υ. Φορολογίας του υπόχρεου, από την αρμόδια υπηρεσία της
Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας που
εποπτεύει τον ΕΟΑΝ, μετά από εισήγηση του ΕΟΑΝ και εισπράττονται σύμφωνα με τις
διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ).
3) Διαχείριση των εσόδων από τα περιβαλλοντικά τέλη α) Ο Ε.Ο.ΑΝ. στο πλαίσιο
επίτευξης των στόχων της παρούσας απόφασης:
αα) υποστηρίζει και συνδράμει τους Δήμους στη διαμόρφωση προγραμμάτων ενημέρωσης
και ευαισθητοποίησης του κοινού, συμπεριλαμβανομένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων
στα σχολεία, με τη χρηματοδότηση μέτρων και δράσεων που αναφέρονται στην
παράγραφο 1.1 και στοχεύουν στη μείωση της κατανάλωσης των πλαστικών σακουλών
μεταφοράς μιας χρήσης,
ββ) ιεραρχεί τα χρηματοδοτούμενα έργα και προγράμματα ανάλογα με τη σπουδαιότητα
και τον επείγοντα χαρακτήρα τους και,
γγ) καθορίζει, συντονίζει και εποπτεύει τις δράσεις και τα προγράμματα που
χρηματοδοτεί.
β) Ο ΕΟΑΝ υποχρεούται εντός του πρώτου τριμήνου κάθε επόμενου έτους, να
συντάσσει ετήσια απολογιστική έκθεση στην οποία θα περιγράφεται ο τρόπος της
διαχείρισης και αξιοποίησης των ανωτέρω εσόδων κατά το προηγούμενο έτος. Η
ανωτέρω ετήσια απολογιστική έκθεση κοινοποιείται στην αρμόδια υπηρεσία της
Γενικής Διεύθυνσης Περιβαλλοντικής Πολιτικής του Υπουργείου
Περιβάλλοντος και Ενέργειας και αναρτάται στην ιστοσελίδα του ΕΟΑΝ.
Άρθρο 3Β
Τιμολόγηση των πλαστικών σακουλών μεταφοράς
1. Οι πλαστικές σακούλες μεταφοράς σύμφωνα με την παράγραφο 1(β) του άρθρου 3,
χρεώνονται στον καταναλωτή στα σημεία πώλησης εμπορευμάτων ή προϊόντων.
2. Το ποσό της χρέωσης αναγράφεται με τρόπο διακριτό και ευανάγνωστο στα
παραστατικά πώλησης προ του ΦΠΑ.
3. Η απαγόρευση προωθητικών ενεργειών που προβλέπεται στην υποπαράγραφο 1.1 του
άρθρου 3, δεν αποκλείει τη δωρεάν διάθεση επαναχρησιμοποιήσιμων σακουλών
μεταφοράς στο πλαίσιο δράσεων συλλογής προς ανακύκλωση των λεπτών σακουλών
μεταφοράς.
Άρθρο 4
Υποχρεώσεις εμπόρων
Από την 1η Ιανουαρίου 2018, οι έμποροι όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 (ι) του
άρθρου 2, υποχρεούνται να τηρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:
1) Οι έμποροι των υπεραγορών τροφίμων ή «Σούπερ Μάρκετ», όπως αυτές ορίζονται
στο άρθρο 44 της Υγειονομικής Διάταξης Α1β 8577/1983, υποχρεούνται:
α) να παρέχουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές να εφοδιάζονται στο ταμείο των
σημείων πώλησης εμπορευμάτων ή προϊόντων, επαναχρησιμοποιήσιμες σακούλες /
τσάντες μεταφοράς και να τις τοποθετούν σε εμφανές στους καταναλωτές και προσιτό
σημείο.
β) να συνδράμουν και να διευκολύνουν με κάθε τρόπο τα συστήματα εναλλακτικής
διαχείρισης (ΣΕΔ), στην υλοποίηση προγραμμάτων ανακύκλωσης, όπως με την
τοποθέτηση στο κατάστημα ορατού και εύκολα προσβάσιμου από τον καταναλωτή
σημείου συγκέντρωσης και προσωρινής αποθήκευσης χρησιμοποιημένων λεπτών σακουλών
μεταφοράς, το οποίο θα φέρει κατάλληλη ένδειξη.
2) Οι έμποροι εκτός των περιπτέρων και του υπαίθριου εμπορίου υποχρεούνται:
α) να αναγράφουν στα σημεία λιανικής πώλησης εμπορευμάτων ή προϊόντων, σε
εμφανές σημείο προς τον καταναλωτή, ότι: «Οι λεπτές πλαστικές σακούλες μεταφοράς
υπόκεινται σε περιβαλλοντικό τέλος (με αναγραφή του ποσού του τέλους), με σκοπό
τη μείωση χρήσης τους».
β) να τηρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3, στην
παράγραφο 2.1 του άρθρου 3Α και στο άρθρο 3Β,
γ) να μεριμνούν για την αναγραφή του ποσού του περιβαλλοντικού τέλους, με τρόπο
διακριτό και ευανάγνωστο, στα παραστατικά πώλησης προ του ΦΠΑ, όπως προβλέπεται
στην παράγραφο 1.2(γ) του άρθρου 3Α, στην παράγραφο 1(β) του άρθρου 3 και στην
παράγραφο 2 του άρθρου 3Β.
3) Όλοι οι έμποροι και εμπορικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των
περιπτέρων και του υπαίθριου εμπορίου, υποχρεούνται να παρέχουν στον καταναλωτή
μόνο λεπτές πλαστικές σακούλες μεταφοράς που φέρουν τη σήμανση που προβλέπεται
στην παράγραφο 1 (β και γ) του άρθρου 5.
Άρθρο 5
Υποχρεώσεις παραγωγών πλαστικών σακουλών μεταφοράς
1. Κάθε παραγωγός πλαστικών σακουλών μεταφοράς υποχρεούται:
α) να προβαίνει στην οργάνωση ατομικού συστήματος εναλλακτικής διαχείρισης (ΣΕΔ)
ή να συμμετέχει σε εγκεκριμένο συλλογικό ΣΕΔ, σύμφωνα με τις προβλέψεις των
άρθρων 7 έως 9 του ν. 2939/2001, όπως ισχύει,
β) να διαθέτει στην αγορά τις πλαστικές σακούλες μεταφοράς με σειριακό κωδικό,
γ) να διαθέτει στην αγορά τις πλαστικές σακούλες μεταφοράς με σήμανση η οποία
φέρει τον τόπο και την ημερομηνία παραγωγής και τον Αριθμό Εθνικού Μητρώου
Παραγωγού (ΕΜΠΑ), με ευκρινή τρόπο και σε εμφανή θέση στο σώμα της πλαστικής
σακούλας, με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στο άρθρο 9,
δ) να εγγράφεται στο Εθνικό Μητρώο Παραγωγών σύμφωνα με την υπ' αριθμ.
181504/2016 υπουργική απόφαση (Β'/2454),
ε) να παρέχει στον ΕΟΑΝ διακριτά στοιχεία για τον αριθμό και τις ποσότητες των
τριών κατηγοριών σακουλών μεταφοράς που διακινούνται στην αγορά [πολύ λεπτές και
λεπτές πλαστικές σακούλες μεταφοράς, όπως ορίζονται αντίστοιχα στην παράγραφο
1(γ) και 1(δ) του άρθρου 2, καθώς και πλαστικές σακούλες μεταφοράς με πάχος
τοιχώματος από 50 μέχρι 70 μικρά ^m)].
2. Η υποχρέωση των παραγωγών να διαθέτουν στην αγορά πλαστικές σακούλες
μεταφοράς με σήμανση, σύμφωνα με τις προβλέψεις της παραγράφου 1(β και γ),
αρχίζει να εφαρμόζεται μετά την εξάντληση των αποθεμάτων και πάντως όχι πέραν
των δέκα (10) μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης.
Άρθρο 6
Υποχρεώσεις διακινητών /διανομέων πλαστικών σακουλών μεταφοράς
Κάθε διακινητής
/διανομέας πλαστικών σακουλών μεταφοράς υποχρεούται:
να διακινεί στην αγορά πλαστικές σακούλες μεταφοράς που φέρουν τη σήμανση που
προβλέπεται στην παράγραφο 1 (β και γ) του άρθρου 5.
Άρθρο 7
Παρακολούθηση αξιολόγηση εφαρμογής των μέτρων
1. Ο Ελληνικός Οργανισμός Ανακύκλωσης (ΕΟΑΝ) ως υπεύθυνος φορέας για την
υλοποίηση των μέτρων που περιγράφονται στην παρούσα απόφαση, προβαίνει στις
ακόλουθες δράσεις:
α) στην συνολική καταγραφή των ποσοτήτων πλαστικών σακουλών μεταφοράς που
διακινούνται στην αγορά και με αναφορά σε τρεις διακριτές κατηγορίες:
i. Πολύ λεπτές πλαστικές σακούλες μεταφοράς,
ii. Λεπτές πλαστικές σακούλες μεταφοράς,
iii. Πλαστικές σακούλες μεταφοράς με πάχος τοιχώματος από 50 έως 70 μικρά ( μη),
β) στην προετοιμασία των απαραίτητων στοιχείων που θα συμπεριληφθούν στην ετήσια
έκθεση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 8,
γ) στην οργάνωση προγράμματος ενημέρωσης και λοιπών δράσεων για την ενθάρρυνση
της μείωσης, επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης πλαστικών σακουλών,
δ) στον συντονισμό των δράσεων που διοργανώνονται με χρηματοδότηση μέσω του
περιβαλλοντικού τέλους, στο πλαίσιο εφαρμογής της παραγράφου 1.2 του άρθρου 3Α,
ε) στην διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων στο πλαίσιο της αρμοδιότητας του για
την ορθή εφαρμογή της παρούσας απόφασης και την επιβολή των κυρώσεων, σύμφωνα με
το άρθρο 10.
2. Ο ΕΟΑΝ αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των μέτρων μείωσης της κατανάλωσης
της πλαστικής σακούλας μεταφοράς μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2019, σε συνεργασία με
τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή του Υπουργείου
Οικονομίας και Ανάπτυξης καθώς και τις επιπτώσεις στη βιομηχανία παραγωγής
πλαστικής σακούλας, σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του ίδιου
Υπουργείου και υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και
Ενέργειας σχετική έκθεση, το αργότερα έως την 30.5.2020.
2.1. Σε περίπτωση που από την παραπάνω αξιολόγηση διαπιστώνεται ότι τα ληφθέντα
μέτρα δεν είναι αποτελεσματικά σε σχέση με το επιδιωκόμενο ετήσιο επίπεδο
κατανάλωσης των 90 λεπτών σακουλών μεταφοράς κατά κεφαλήν, ο ΕΟΑΝ εισηγείται
στον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας τη λήψη άλλων μέτρων προκειμένου να
επιτευχθεί η επιδιωκόμενη μείωση της κατανάλωσης των πλαστικών σακουλών
μεταφοράς.
Τέτοια μέτρα μπορεί να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων την επιβολή περιορισμών
εμπορίας, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης της πώλησης του συνόλου ή
ορισμένων κατηγοριών λεπτής πλαστικής σακούλας μεταφοράς σε όλες ή ορισμένες
κατηγορίες εμπορικών δραστηριοτήτων ή για ορισμένες χρήσεις, κατά παρέκκλιση από
το άρθρο 18 της Οδηγίας 94/62/ΕΚ, εφόσον οι περιορισμοί αυτοί είναι αναλογικοί
και δεν εισάγουν διακρίσεις στην εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2.2. Τα ανωτέρω μέτρα μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με τον περιβαλλοντικό
αντίκτυπο της ανάκτησης ή διάθεσης των πλαστικών σακουλών μεταφοράς, τις
δυνατότητες ανακύκλωσης και βιοαποδόμησης / λιπασματοποίησής τους, την
ανθεκτικότητά τους ή τη συγκεκριμένη χρήση για την οποία προορίζονται οι
σακούλες αυτές καθώς και τις ενδεχόμενες δυσμενείς επιπτώσεις της υποκατάστασής
τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
Εκθέσεις στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή
1. Από την 27η Μαΐου 2018 ο ΕΟΑΝ, μέσω του Υπουργείου Περιβάλλοντος και
Ενέργειας, μαζί με τις εκθέσεις που υποβάλλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις
συσκευασίες και τα απόβλητα συσκευασίας σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 2939/2001,
όπως εκάστοτε ισχύει, υποβάλλει και στοιχεία σχετικά με την ετήσια κατανάλωση
πλαστικών σακουλών μεταφοράς.
2. Ο καθορισμός της μεθόδου υπολογισμού της ετήσιας κατά κεφαλήν κατανάλωσης
πλαστικών σακουλών μεταφοράς και η προσαρμογή των μορφότυπων υποβολής στοιχείων
σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 13 του ν. 2939/2001, όπως εκάστοτε ισχύει,
γίνεται σύμφωνα με την εκτελεστική πράξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που
προβλέπεται στη νέα παράγραφο 1α (τελευταίο εδάφιο) του άρθρου 4 της Οδηγίας
94/62/ ΕΚ, που εισάγεται με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 της Οδηγίας
2015/720/ΕΕ.
Άρθρο 9
Σήμανση Σακουλών
Η Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας
αι Ανάπτυξης, μέσα σε 18 μήνες από την έκδοση της εκτελεστικής πράξης του άρθρου
8α της Οδηγίας 94/62/ΕΚ που εισάγεται με την παράγραφο 3 της Οδηγίας
2015/720/ΕΕ, μεριμνά ώστε η σήμανση των βιοαποικοδομήσιμων και
λιπασματοποιήσιμων πλαστικών σακουλών μεταφοράς, να είναι σύμφωνη με τις
προδιαγραφές που καθορίζονται στην εν λόγω εκτελεστική πράξη, η οποία
αναφέρεται:
α) στον καθορισμό των προδιαγραφών των σημάνσεων ή σημάτων για να είναι δυνατή η
αναγνώριση, σε επίπεδο Ευρωπαϊκή Ένωσης, των βιοαποικοδομήσιμων και
λιπασματοποιήσιμων πλαστικών σακουλών μεταφοράς και
β) στην ορθή ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τις ιδιότητες λιπασματοποίησης
των σακουλών αυτών.
Άρθρο 10
Έλεγχοι Κυρώσεις
1. Διενέργεια ελέγχων:
α) Ο ΕΟΑΝ διενεργεί ελέγχους, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του σύμφωνα με την
κείμενη νομοθεσία, για τη συμμόρφωση των υπόχρεων εμπόρων, παραγωγών και
διακινητών /διανομέων με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση.
Για την διενέργεια των ελέγχων ο Ε.Ο.ΑΝ. μπορεί να ζητά τη συνδρομή, των
ελεγκτικών υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και των Διευθύνσεων
Ανάπτυξης των περιφερειακών ενοτήτων της χώρας καθώς και κάθε άλλης αρμόδιας
δημόσιας αρχής.
β) Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) διενεργεί ελέγχους για την ορθή
απόδοση των περιβαλλοντικών τελών, στο πλαίσιο εφαρμογής του ν. 4389/2016 και
αποστέλλει την σχετική έκθεση ελέγχου στον ΕΟΑΝ.
γ) H Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή διενεργεί ελέγχους
στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία για την ορθή
διακίνηση πλαστικών σακουλών μεταφοράς στην αγορά, συμπεριλαμβανομένης της
τήρησης της απαίτησης για τη σήμανσή τους.
2. Κυρώσεις
Με την επιφύλαξη της υπ' αριθμ. Α2-718/2014 Κωδικοποίηση Κανόνων Διακίνησης και
Εμπορίας Προϊόντων και Παροχής Υπηρεσιών (Κανόνες ΔΙ.Ε.Π.Π.Υ.), ο παραβάτης των
διατάξεων της παρούσας απόφασης τιμωρείται με τις κυρώσεις που προβλέπονται στο
άρθρο 20 του ν. 2939/2001, όπως εκάστοτε ισχύει. Ειδικότερα ως προς την επιβολή
διοικητικών κυρώσεων ο παραβάτης τιμωρείται ως εξής:
α) ο παραγωγός που παραβαίνει τις υποχρεώσεις του που προβλέπονται στις
διατάξεις του άρθρου 5 (παρ.1, περ. β και ε) επιβάλλεται πρόστιμο από 1000 μέχρι
10.000 ευρώ,
β) ο έμπορος που παραβαίνει τις υποχρεώσεις του που προβλέπονται στην παράγραφο
1 και 1.1 του άρθρου 3, στην παράγραφο 2 του άρθρου 3Α, στο άρθρο 3Β και στις
παραγράφους 1,2 και 3 του άρθρου 4, επιβάλλεται πρόστιμο από 200 μέχρι 5.000
ευρώ,
γ) ο διακινητής / διανομέας που παραβαίνει τις υποχρεώσεις που περιγράφονται στο
άρθρο 6, επιβάλλεται πρόστιμο από 500 μέχρι 1000 ευρώ.
2.1 Σε περίπτωση υποτροπής για τις ίδιες ως άνω παραβάσεις εντός τριετίας, τα
ποσά των ανωτέρω επιβαλλόμενων προστίμων διπλασιάζονται και σε περίπτωση
επανειλημμένης υποτροπής εντός του ίδιου χρονικού διαστήματος τα ποσά των
προστίμων τριπλασιάζονται.
2.2. Βασικό κριτήριο για την επιβολή του ύψους των προστίμων που προβλέπονται
στην παράγραφο 2, είναι η σοβαρότητα και η συχνότητα της παράβασης, το όφελος
του παραβάτη και η επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση με τυχόν υποδείξεις του ΕΟΑΝ,
το πλήθος των ταμειακών μηχανών, το πλήθος των υποκαταστημάτων της ελεγχόμενης
επιχείρησης και το μέγεθος της επιχείρησης.
3. Πριν από την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2, μπορεί
να χορηγηθεί στον παραβάτη εύλογη προθεσμία για συμμόρφωση. Η χορήγηση από τη
διοίκηση αυτής της προθεσμίας καθώς και οι ενέργειες συμμόρφωσης εκ μέρους του
παραβάτη, συνεκτιμώνται σε συνδυασμό με τα κριτήρια της ανωτέρω παραγράφου 2.2.
4. Τα πρόστιμα που επιβάλλονται κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2, βεβαιώνονται από
την αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος του Υπουργείου
Περιβάλλοντος και Ενέργειας που εποπτεύει τον ΕΟΑΝ, μετά από εισήγηση του ΕΟΑΝ
και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων
(ΚΕΔΕ) και αποδίδονται στον ΕΟΑΝ σύμφωνα με το άρθρο 24 (παραγ. 8, περ. ζ), σε
ειδικό λογαριασμό προκειμένου να διατεθούν για έργα και δράσεις που αποσκοπούν
σε θέματα εφαρμογής της παρούσας απόφασης.
5. Οι κυρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2, επιβάλλονται ανεξάρτητα από
τις κυρώσεις που προβλέπονται σε άλλες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.
Άρθρο 11
Κάθε διάταξη που έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης ή
ανάγεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτήν, καταργείται.
Άρθρο 12 Έναρξη ισχύος
Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις της.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 10 Αυγούστου 2017 Οι Υπουργοί
Οικονομίας Αναπληρωτής Υπουργός
και Ανάπτυξης Οικονομίας και Ανάπτυξης
ΔΗΜΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΑΡΙΤΣΗΣ
Υφυπουργός Αναπληρωτής Υπουργός
Οικονομικών Περιβάλλοντος και Ενέργειας
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΦΑΜΕΛΛΟΣ
Ο Διοικητής της Ανεξάρτησης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
Εγχειρίδιο ερωτήσεων-απαντήσεων σε φορολογικά θέματα (Ιούλιος 2017)

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ – ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ ΣΕ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Αθήνα, Ιούλιος 2017

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΘΕΜΑΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ 5
Α. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ. 5
Β. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ . 25
Ι. ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ 25
ΙΙ. ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ . 26
ΙΙΙ. MEΤΑΒΙΒΑΣΗ ΕΤΑΙΡΙΚΩΝ ΜΕΡΙΔΙΩΝ, ΤΙΤΛΩΝ, ΚΛΠ . 26
ΙV. ΜΕΡΙΣΜΑΤΑ, ΔΙΑΝΟΜΗ ΚΕΡΔΩΝ. 27
V. ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΦΟΡΟΥ ΣΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 29
VΙ. ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΦΟΡΟΥ ΣΤΟΥΣ ΤΟΚΟΥΣ . 29
VIΙ. ΥΠΟΒΟΛΗ ΔΗΛΩΣΕΩΝ. 30
VIΙΙ. ΛΟΙΠΑ ΘΕΜΑΤΑ 31
IΧ. ΑΠΟΣΒΕΣΕΙΣ ΠΑΓΙΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ. 33
Γ. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΠΛΟΙΩΝ. 35
Ι. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΠΛΟΙΩΝ ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ. 35
ΙΙ. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΠΛΟΙΩΝ ΜΕ ΞΕΝΗ ΣΗΜΑΙΑ 36
ΘΕΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ . 38
ΘΕΜΑΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ . 46
Α. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ – ΔΩΡΕΩΝ – ΓΟΝΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ. 46
Β. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ 50
ΕΙΔΙΚΟΣ ΦΟΡΟΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ 57
ΘΕΜΑΤΑ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (Φ.Π.Α.). 59
1. Υποβολή δήλωσης Φ.Π.Α. . 59
2. Υποβολή τροποποιητικής δήλωσης 61
3. Κατάργηση υποχρέωσης υποβολής εκκαθαριστικής δήλωσης 61
4. Διακανονισμός των εκπτώσεων 61
5. Κυρώσεις στην περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής δηλώσεων Φ.Π.Α. 62
6. Υποχρεώσεις σε περίπτωση οριστικής παύσης εργασιών/διακοπής εργασιών 63
7. Υποβολή ανακεφαλαιωτικών πινάκων. 64
8. Υποβολή δήλωσης INTRASTAT. . 64
9. Διευκρινίσεις σχετικά με τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και την εγγραφή των υποκειμένων στο φόρο στο Μητρώο V.I.E.S 64
10. Πώς αποδίδεται ο Φ.Π.Α., για ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών ή ενδοκοινοτική λήψη υπηρεσιών για την οποία πρέπει να αποδοθεί φόρος από πρόσωπα που στερούνται του δικαιώματος έκπτωσης του φόρου.
66
11. Τόπος φορολόγησης υπηρεσιών. 66
12. Συντελεστές - Υπολογισμός του φόρου 67
13. Σε ποιες περιπτώσεις (γεωγραφικές περιοχές) ισχύουν οι μειωμένοι, κατά 30%, συντελεστές Φ.Π.Α.
68
14. Εφαρμογή του Φ.Π.Α. στα νέα ακίνητα. . 69
15. Ποιες πράξεις απαλλάσσονται από τον Φ.Π.Α. 71
16. Οι υπηρεσίες εκμάθησης Η/Υ υπάγονται ή όχι σε Φ.Π.Α. 71
17. Συμμετοχή ιατρού σε κλινική μελέτη/ αρθρογραφία σε ιατρικά θέματα/ υπηρεσίες ιατρικού συμβούλου, κ.α.
72
18. Ναύλωση επαγγελματικού τουριστικού πλοίου αναψυχής. 72
19. Εφοδιασμοί πλοίων. 72
20. Παροχή υπηρεσιών σε πλοία των οποίων η παράδοση ή εισαγωγή απαλλάσσεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 1.α. του ν.2859/2000 (Κώδικας Φ.Π.Α.)
74
21. Απαλλαγή από τον Φ.Π.Α. της αγοράς και της εισαγωγής αγαθών που προορίζονται για εξαγωγή ή ενδοκοινοτική παράδοση, καθώς και των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με τις πράξεις αυτές. 75
22. Διακανονισμός παγίων 76
23. Επιμερισμός του φόρου των κοινών εισροών (Pro-rata), ποιες εκροές συμπεριλαμβάνονται στον αριθμητή και ποιες στον παρονομαστή του κλάσματος. . 76
24. Αναστολή καταβολής του φόρου στην αγορά ή εισαγωγή καινούργιου μηχανολογικού εξοπλισμού (ΚΥΑ Π.2869/1987). . 77
25. Ειδικά καθεστώτα Φ.Π.Α.:. 78
26. Επιστροφή Φ.Π.Α. στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος. 78
27. Υποχρεώσεις Φ.Π.Α. των εκμεταλλευτών σκαφών παράκτιας αλιείας και επιχειρήσεων σπογγαλιείας. 80
28. Τα αγαθά που προμηθεύονται αλιείς και αποτελούν εξοπλισμό του αλιευτικού σκάφους εντάσσονται στις απαλλαγές του άρθρου 27
. 81
29. Παράδοση αυτοκινήτων και οφειλόμενος Φ.Π.Α. 81
30. Πότε πληρώνεται Φ.Π.Α. και πότε χαρτόσημο στις περιπτώσεις μεταβίβασης επιχείρησης από επαχθή αιτία ή κληρονομική διαδοχή. . 82
31. «Πώληση λογισμικού προγράμματος»: παροχή υπηρεσίας ή παράδοση αγαθού 82
32. Ποιες είναι οι υποχρεώσεις ως προς τον Φ.Π.Α. όσων έχουν υπογράψει συμβάσεις εργασίας και όσων μετέχουν σε κοινοτικά ερευνητικά προγράμματα που ακολουθούν την ειδική διαδικασία της ΠΟΛ 1128/1997. 82
33. Αντιμετώπιση χορηγιών. . 83
34. Εκπτώσεις λόγω τζίρου. 83
35. Απαλλαγή από τον Φ.Π.Α. της παράδοσης αγαθών και παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιούνται στα πλαίσια των ρυθμίσεων των διπλωματικών και προξενικών σχέσεων και για τις ανάγκες των αναγνωρισμένων από την Ελλάδα διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών ή των μελών του προσωπικού τους. 83
36. Διαδικασία επιστροφής. 84
37. Χρόνος παραγραφής . 84
38. Ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων (άρθρο 39 του Κώδικα Φ.Π.Α.) 84
39. Διαδικασίες υποβολής αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α. ελληνικών επιχειρήσεων προς άλλα κράτη μέλη εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Οδηγία 2008/9/ΕΚ του Συμβουλίου) . 86
40. Διαδικασίες υποβολής αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α. ελληνικών επιχειρήσεων προς άλλα κράτη μέλη εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης . . 86
ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΩΝ . 87
Α. ΤΕΛΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΕΤΟΥΣ 2017 ΚΑΙ ΕΠΟΜΕΝΩΝ 87
Β. ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΩΝ ΧΑΡΤΟΣΗΜΟΥ 98
Γ. ΘΕΜΑΤΑ ΦΟΡΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 101
Δ. ΘΕΜΑΤΑ ΦΟΡΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ 101
ΘΕΜΑΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ 103
ΘΕΜΑΤΑ ΜΗΤΡΩΟΥ 105
ΘΕΜΑΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ . 110
ΘΕΜΑΤΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. 112
ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ (Δ.Ε.Δ.). 124
Εισαγωγή . 124
Α. Ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (πρώην Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης) στο πλαίσιο της ειδικής διοικητικής διαδικασίας 125
Β. Περιεχόμενο Ενδικοφανούς Προσφυγής - Συνυποβαλλόμενα στοιχεία 130
Γ. Άσκηση προσφυγής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων . 132
Δ. Προϋποθέσεις και αποτελέσματα αναστολής καταβολής ποσοστού 50% του αμφισβητουμένου ποσού 133
Ε. Αίτημα αναστολής του καταβλητέου ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης . 135
ΘΕΜΑΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
Αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε.: Διεύθυνση Εφαρμογής Άμεσης Φορολογίας
Τηλ. επικοινωνίας νια παροχή διευκρινίσεων:
210-33.75.317 (για Θέματα Φορολογίας Εισοδήματος Φυσικών προσώπων) και
210-33.75.312 (για Θέματα Φορολογίας Εισοδήματος Νομικών προσώπων)
Τελευταία ενημέρωση: 23/3/2017
Α. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
1. Ποιοί φορολογούμενοι είναι υποκείμενα φόρου στην Ελλάδα;
Ο φορολογούμενος που έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα υπόκειται σε φόρο για το φορολογητέο εισόδημά του που προκύπτει στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, ήτοι το παγκόσμιο εισόδημά του που αποκτάται μέσα σε ορισμένο φορολογικό έτος. Κατ' εξαίρεση, ο φορολογούμενος που είναι αλλοδαπό προσωπικό των εγκατεστημένων στην Ελλάδα γραφείων, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967 (Α' 132), όπως ισχύει, υπόκειται σε φόρο στην Ελλάδα μόνο για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα. Ο φορολογούμενος που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα υπόκειται σε φόρο για το φορολογητέο εισόδημά του που προκύπτει στην Ελλάδα και αποκτάται μέσα σε ορισμένο φορολογικό έτος.
2. Πότε ένα φυσικό πρόσωπο είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδος;
Ένα φυσικό πρόσωπο είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδος, εφόσον:
α) έχει στην Ελλάδα τη μόνιμη ή κύρια κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων, ήτοι τους προσωπικούς ή οικονομικούς ή κοινωνικούς δεσμούς του ή
β) είναι προξενικός, διπλωματικός ή δημόσιος λειτουργός παρόμοιου καθεστώτος ή δημόσιος υπάλληλος που έχει την ελληνική ιθαγένεια και υπηρετεί στην αλλοδαπή.
Επίσης, ένα φυσικό πρόσωπο που βρίσκεται στην Ελλάδα συνεχώς για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα τρεις (183) ημέρες, συμπεριλαμβανομένων και σύντομων διαστημάτων παραμονής στο εξωτερικό, είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδος από την πρώτη ημέρα παρουσίας του στην Ελλάδα. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση φυσικών προσώπων που βρίσκονται στην Ελλάδα αποκλειστικά για τουριστικούς, ιατρικούς, θεραπευτικούς ή παρόμοιους ιδιωτικούς σκοπούς και η παραμονή τους δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες εξήντα πέντε (365) ημέρες, συμπεριλαμβανομένων και σύντομων διαστημάτων παραμονής στο εξωτερικό. Η παρούσα παράγραφος δεν αποκλείει την εφαρμογή της ανωτέρω παραγράφου.
3. Ποια δικαιολογητικά πρέπει να προσκομισθούν από τα πρόσωπα που παρουσιάζουν ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%), προκειμένου να τύχουν της απαλλαγής από τη φορολογία εισοδήματος των μισθών, των συντάξεων και της πάγιας αντιμισθίας τους;
Για την απαλλαγή από τη φορολογία εισοδήματος των μισθών, των συντάξεων και της πάγιας αντιμισθίας, που χορηγούνται σε πρόσωπα που παρουσιάζουν ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%), οι γνωματεύσεις των οικείων υγειονομικών επιτροπών του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α), το οποίο συστήθηκε και λειτουργεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3863/2010 (Α' 115), με σκοπό την εξασφάλιση ενιαίας υγειονομικής κρίσης, όσον αφορά στον καθορισμό του βαθμού αναπηρίας όλων των ασφαλισμένων όλων των ασφαλιστικών φορέων, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου, καθώς και των ανασφάλιστων για τους οποίους απαιτείται η πιστοποίηση της αναπηρίας.
Επιπλέον, ο φορολογούμενος για την πιστοποίηση της ύπαρξης αναπηρίας μπορεί να προσκομίσει και γνωματεύσεις των Ανώτατων Υγειονομικών Επιτροπών του Στρατού (Α.Σ.Υ.Ε), του Ναυτικού (Α.Ν.Υ.Ε), της Αεροπορίας (Α.Α.Υ.Ε.), της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού Σώματος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν.3863/2010, οι εν λόγω Υγειονομικές Επιτροπές δεν έχουν καταργηθεί και εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και μετά από την 01.09.2011.
Περαιτέρω, οι ήδη εκδοθείσες γνωματεύσεις πριν από την 01.09.2011 (ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του ΚΕ.Π.Α) από τις υγειονομικές επιτροπές των Νομαρχιών, οι οποίες έχουν δοθεί για οποιαδήποτε χρήση, μπορούν να χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση της υπόψη φορολογικής απαλλαγής επ' αόριστον, αν πρόκειται για επ' αόριστον κρίση, ή αλλιώς μέχρι την ημερομηνία που λήγει η ισχύς τους, εφόσον είχαν εκδοθεί σύμφωνα με όσα ίσχυαν στο σχετικό φορολογικό πλαίσιο κατά τον χρόνο έκδοσής τους.
Σε όλες τις ανωτέρω γνωματεύσεις, προκειμένου να γίνουν δεκτές, θα πρέπει να διαπιστώνεται και να βεβαιώνεται ρητά το ποσοστό της αναπηρίας του προσώπου που αφορούν, καθώς και το χρονικό διάστημα που προβλέπεται ότι θα διαρκέσει η εν λόγω αναπηρία, ενώ σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να είναι σε ισχύ το φορολογικό έτος για το οποίο ο ενδιαφερόμενος αιτείται την εφαρμογή των οικείων διατάξεων.
Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δε διαθέτει κάποιες από τις προηγούμενες γνωματεύσεις μπορεί, αν λαμβάνει σύνταξη από ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης, επειδή έχει αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%), να προσκομίσει βεβαίωση του συνταξιοδοτικού φορέα ή απόφαση συνταξιοδότησης ή απόφαση παράτασης της σύνταξης, από την οποία να προκύπτει ότι, κατόπιν ιατρικής κρίσης από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή, συνταξιοδοτήθηκε με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%), ως και το χρονικό διάστημα που προβλέπεται ότι θα διαρκέσει η αναπηρία αυτή. Όταν η σύνταξη αναπηρίας καθίσταται αυτοδίκαια οριστική (παρατείνεται για χρόνο αόριστο), για τους ασφαλισμένους όλων των Φορέων, Κλάδων και Τομέων Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, δεν απαιτείται εκ νέου ιατρική εξέταση από αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή των ασφαλισμένων μέχρι 31.12.1992 και εκδίδεται απόφαση του αρμόδιου ασφαλιστικού οργάνου. Ο ασφαλισμένος θεωρείται εφ' όρου ζωής δικαιούχος σύνταξης αναπηρίας, με ποσοστό αναπηρίας αυτό που έχει προσδιοριστεί κατά την τελευταία σε ισχύ υγειονομική κρίση, ανεξάρτητα από τη διάρκεια αυτής, ορισμένου ή αόριστου χρόνου. Σε αυτές τις περιπτώσεις αναζητείται η σχετική γνωμάτευση της Υγειονομικής Επιτροπής Αναπηρίας που τελούσε σε ισχύ κατά τη μονιμοποίηση της σύνταξής του, είτε αυτό αφορά σε γνωμάτευση προ ΚΕ.Π.Α. Υγειονομικής Επιτροπής, είτε σε γνωμάτευση Υγειονομικής Επιτροπής ΚΕ.Π.Α., από 1/9/2011 και εξής (Γ23/312-30.12.2016 έγγραφο του Ι.Κ.Α.).
Για την απαλλαγή από τον φόρο των αναπηρικών συντάξεων που έχουν μονιμοποιηθεί, εκτός από την Απόφαση μονιμοποίησης (παράταση επ' αόριστο), δεν απαιτείται νέα γνωμάτευση υγειονομικής επιτροπής σε ισχύ κατά το κρινόμενο φορολογικό έτος (φορολογικό έτος 2016), εφόσον προσκομίζεται, βάση των ανωτέρω, γνωμάτευση της Υγειονομικής Επιτροπής Αναπηρίας όλων των Φορέων, Κλάδων και Τομέων Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η οποία τελούσε σε ισχύ κατά τη μονιμοποίηση της σύνταξης .
Τονίζεται ότι εφόσον έχει εκδοθεί γνωμάτευση αναπηρίας από ΚΕ.Π.Α., Α.Σ.Υ.Ε., Α.Υ.Ε. της Ελληνικής Αστυνομίας ή του Πυροσβεστικού Σώματος, Α.Ν.Υ.Ε., Α.Α.Υ.Ε. ή της Νομαρχίας, τότε λαμβάνονται υπόψη οι γνωματεύσεις αυτές και όχι οι βεβαιώσεις ή αποφάσεις των συνταξιοδοτικών φορέων.
Αναφορικά με τις εκδοθείσες γνωματεύσεις, με διάρκεια αναπηρίας που δεν αφορά στο σύνολο των μηνών του φορολογικού έτους, δεδομένου ότι από τη φορολογική νομοθεσία δεν προβλέπεται ο επιμερισμός της φορολογικής ελάφρυνσης/απαλλαγής στους μήνες της χρήσης, αυτές γίνονται αποδεκτές και ο φορολογούμενος τυγχάνει της ανάλογης φορολογικής ελάφρυνσης ή απαλλαγής για ολόκληρη τη χρήση (αριθ. ΔΕΑΦ Α 1118203 ΕΞ 2016/29.7.2016, ΑΔΑ: 7Ω6ΣΗ-Υ9Τ εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων).
Περαιτέρω, εάν ο φορολογούμενος διαθέτει περισσότερες από μία γνωματεύσεις αναπηρίας, του ίδιου ή διαφορετικών φορέων και η μία εξ αυτών ή και οι δύο έχουν εκδοθεί μέσα στο φορολογικό έτος 2016, πιστοποιώντας διαφορετικά ποσοστά αναπηρίας, τότε λαμβάνεται υπόψη η γνωμάτευση με το ευνοϊκότερο ποσοστό αναπηρίας. Στο επόμενο φορολογικό έτος θα λαμβάνεται υπόψη η τελευταία εκδοθείσα γνωμάτευση.
4. Ποια δικαιολογητικά πρέπει να προσκομισθούν προκειμένου να χορηγηθεί πρόσθετη μείωση φόρου ποσού διακοσίων (200) ευρώ;
Για τη μείωση του φόρου κατά διακόσια (200) ευρώ, απαιτούνται τα ακόλουθα δικαιολογητικά, από τα οποία πιστοποιείται η ιδιότητα του φορολογουμένου ή του εξαρτώμενου μέλους του, ως αναπήρου, θύματος πολέμου κλπ, λόγω της οποίας ο φορολογούμενος δικαιούται την εν λόγω μείωση:
α) Προκειμένου για πρόσωπα με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον εξήντα επτά τοις εκατό (67%), γνωμάτευση των οικείων υγειονομικών επιτροπών του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) ή της Ανώτατης του Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής (Α.Σ.Υ.Ε).
Περαιτέρω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3863/2010, από 01.09.2011, καταργήθηκαν όλες οι Επιτροπές πιστοποίησης αναπηρίας που λειτουργούσαν στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, στις νομαρχίες και στο Δημόσιο, με εξαίρεση τις Ανώτατες Υγειονομικές Επιτροπές, Στρατού (Α.Σ.Υ.Ε), Ναυτικού (Α.Ν.Υ.Ε), Αεροπορίας (Α.Α.Υ.Ε.), την Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή της Ελληνικής Αστυνομίας και την Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή του Πυροσβεστικού Σώματος, οι οποίες εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους, διευκρινίζεται ότι για την πιστοποίηση της αναπηρίας του φορολογουμένου γίνονται δεκτές, πλην των γνωματεύσεων της Α.Σ.Υ.Ε και οι γνωματεύσεις που εκδίδονται από τις τέσσερις (4) τελευταίες προαναφερθείσες υγειονομικές επιτροπές (Α.Ν.Υ.Ε, Α.Α.Υ.Ε., Α.Υ.Ε της Ελληνικής Αστυνομίας, Α.Υ.Ε του Πυροσβεστικού Σώματος).
Επιπλέον, οι ήδη εκδοθείσες γνωματεύσεις πριν από την 01.09.2011 (ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του ΚΕ.Π.Α.) από τις υγειονομικές επιτροπές των νομαρχιών μπορούν να χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση της υπόψη φορολογικής ελάφρυνσης επ' αόριστον, αν πρόκειται για επ' αόριστον κρίση, ή αλλιώς μέχρι την ημερομηνία που λήγει η ισχύς τους.
Επισημαίνεται ότι σε όλες τις ανωτέρω γνωματεύσεις, προκειμένου να γίνουν δεκτές, θα πρέπει να διαπιστώνεται και να βεβαιώνεται ρητά το ποσοστό της αναπηρίας του προσώπου που αφορούν, καθώς και το χρονικό διάστημα που προβλέπεται ότι θα διαρκέσει η εν λόγω αναπηρία, ενώ, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να είναι σε ισχύ το φορολογικό έτος για το οποίο ο ενδιαφερόμενος αιτείται την εφαρμογή των οικείων διατάξεων.
Δεν λαμβάνεται υπόψη επαγγελματική ή ασφαλιστική αναπηρία. β) Προκειμένου για ανάπηρους αξιωματικούς ή οπλίτες, θύματα πολέμου, καθώς και για αναπήρους ή θύματα εθνικής αντίστασης ή εμφυλίου πολέμου, σχετική βεβαίωση της αρμόδιας Υπηρεσίας του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Ειδικά, για τους ανάπηρους αξιωματικούς ή οπλίτες από πολεμική αιτία και τα θύματα πολέμου αρκούν τα ενημερωτικά σημειώματα πληρωμής της σύνταξής τους, στα οποία αναγράφεται ο αριθμός μητρώου της σύνταξής τους, ο οποίος πρέπει να αρχίζει από 3 ή 4.
Για αξιωματικούς οι οποίοι υπέστησαν τραύμα ή νόσημα που επήλθε λόγω κακουχιών σε πολεμική περίοδο, βεβαίωση της αρμόδιας κρατικής υπηρεσίας που τους χορηγεί τις αποδοχές τους.
Τέλος, για τα θύματα τρομοκρατικών ενεργειών, βεβαίωση από τον οικείο συνταξιοδοτικό φορέα ότι ο φορολογούμενος έχει αναγνωριστεί ως θύμα τρομοκρατικής ενέργειας και συνταξιοδοτείται για τον λόγο αυτό, βάσει του οικείου νομοθετικού πλαισίου, όπως ισχύει κάθε φορά.
Αναφορικά με τις εκδοθείσες γνωματεύσεις, με διάρκεια αναπηρίας που δεν αφορά στο σύνολο των μηνών του φορολογικού έτους, δεδομένου ότι από τη φορολογική νομοθεσία δεν προβλέπεται ο επιμερισμός της φορολογικής ελάφρυνσης/απαλλαγής στους μήνες της χρήσης, αυτές γίνονται αποδεκτές και ο φορολογούμενος τυγχάνει της ανάλογης φορολογικής ελάφρυνσης ή απαλλαγής για ολόκληρη τη χρήση (αριθ. ΔΕΑΦ Α 1118203 ΕΞ 2016/29.7.2016, ΑΔΑ: 7Ω6ΣΗ-Υ9Τ εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων).
Περαιτέρω, εάν ο φορολογούμενος διαθέτει περισσότερες από μία γνωματεύσεις αναπηρίας, του ίδιου ή διαφορετικών φορέων και η μία εξ αυτών ή και οι δύο έχουν εκδοθεί μέσα στο φορολογικό έτος 2016, πιστοποιώντας διαφορετικά ποσοστά αναπηρίας, τότε λαμβάνεται υπόψη η γνωμάτευση με το ευνοϊκότερο ποσοστό αναπηρίας. Στο επόμενο φορολογικό έτος θα λαμβάνεται υπόψη η τελευταία εκδοθείσα γνωμάτευση.
- Φορολογούμενοι που δεν έχουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα
Σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν. 4172/2013 (Α' 167), οι φορολογικοί κάτοικοι αλλοδαπής που αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα, δεν δικαιούνται τις μειώσεις φόρου των άρθρων 16, 17, 18 και 19 του νόμου αυτού, εκτός κι αν διατηρούν τη φορολογική τους κατοικία σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. και
α) τουλάχιστον το ενενήντα τοις εκατό (90%) του παγκόσμιου εισοδήματός τους αποκτάται στην Ελλάδα ή
β) αποδεικνύουν ότι το φορολογητέο εισόδημά τους είναι τόσο χαμηλό ώστε θα δικαιούνταν της μείωσης του φόρου δυνάμει της φορολογικής νομοθεσίας του κράτους της κατοικίας τους.
Περαιτέρω, οι μισθοί, οι συντάξεις και η πάγια αντιμισθία που χορηγούνται σε αναπήρους με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) απαλλάσσονται από το φόρο, σύμφωνα με την περιπτ. ε' της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 4172/2013. Ελλείψει ρητής διάκρισης στο νόμο, αυτά τα εισοδήματα είναι απαλλασσόμενα του φόρου, ανεξάρτητα αν αποκτώνται από φορολογικό κάτοικο Ελλάδος ή αλλοδαπής, εφόσον προσκομίζονται τα οριζόμενα δικαιολογητικά (όπως αναγράφονται, ανάλογα με το ποσοστό αναπηρίας, στην απάντηση του ερωτήματος 2 και 3 ).
Επιπλέον, οι φορολογικοί κάτοικοι αλλοδαπής που αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα και παρουσιάζουν βαριές κινητικές αναπηρίες σε ποσοστό από ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω ή είναι ολικώς τυφλοί, απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης, για όλες τις κατηγορίες εισοδημάτων τους, εφόσον κατέχουν τα οριζόμενα δικαιολογητικά, καθόσον η παράγραφος 2 του άρθρου 43Α του ίδιου ως άνω νόμου δεν κάνει διάκριση μεταξύ των φορολογικών κατοίκων ημεδαπής και αλλοδαπής.
5. Ποια δικαιολογητικά πρέπει να προσκομισθούν προκειμένου να μειωθεί ο φόρος εισοδήματος για ιατρικές δαπάνες;
I. α) Έξοδα για ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις
Απόδειξη λιανικών συναλλαγών η οποία εκδίδεται από τον ιατρό, τον οδοντίατρο ή το πρόσωπο που παρέχει τις ιατρικές υπηρεσίες εν γένει (φυσικοθεραπευτή, λογοθεραπευτή κ.λπ.) κατά την είσπραξη της αμοιβής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων (Ε.Λ.Π.), όπως ισχύουν κάθε φορά. Ειδικά, για την αναγνώριση της δαπάνης για φυσικοθεραπεία, λουτροθεραπεία, λογοθεραπεία, παροχή υπηρεσιών από ψυχολόγο κλπ, απαιτείται και σχετική γνωμοδότηση και παραπομπή από τον θεράποντα ιατρό (ή από νοσοκομείο).
β) Έξοδα νοσηλείας
Προκειμένου για νοσήλια σε ιδιωτικές κλινικές:
- Απόδειξη λιανικών συναλλαγών της κλινικής, από την οποία να προκύπτει το ποσό της δαπάνης για τη νοσηλεία του ασθενούς. Για την έκδοση αυτής της απόδειξης εφαρμόζονται τα οριζόμενα στις διατάξεις των Ε.Λ.Π., όπως ισχύουν κάθε φορά.
- Βεβαίωση του διευθυντή της κλινικής για το χρόνο νοσηλείας του ασθενούς και το ποσό των εξόδων αυτής, αναλυτικά κατά είδος εξόδου.
Προκειμένου για νοσήλια σε κρατικά νοσηλευτικά ιδρύματα:
- Το προβλεπόμενο νόμιμο παραστατικό κατά τις διατάξεις των Ε.Λ.Π., όπως ισχύουν κάθε φορά, από το οποίο να προκύπτει το ποσό της δαπάνης για τη νοσηλεία του ασθενούς.
- Βεβαίωση του διευθυντή του νοσηλευτικού ιδρύματος, για το χρόνο νοσηλείας του ασθενούς και το ποσό των εξόδων αυτής, αναλυτικά κατά είδος εξόδου.
Στις πιο πάνω υποπεριπτώσεις, όταν στα οικεία εκδοθέντα παραστατικά βάσει των Ε.Λ.Π., αναγράφεται ο χρόνος της νοσηλείας και αναλυτικά τα έξοδα αυτής (κατά είδος εξόδου), δεν απαιτείται η πιο πάνω αναφερθείσα ιδιαίτερη βεβαίωση του διευθυντή του νοσηλευτικού ιδρύματος ή της ιδιωτικής κλινικής.
γ) Έξοδα φαρμακευτικής περίθαλψης
Για την αναγνώριση της δαπάνης για την αγορά φαρμάκων και αναλώσιμου υγειονομικού υλικού απαιτείται απόδειξη λιανικής πώλησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των Ε.Λ.Π., όπως ισχύουν κάθε φορά, η οποία εκδίδεται από τα φαρμακεία. Ειδικά, για το αναλώσιμο υγειονομικό υλικό που προμηθεύεται ο φορολογούμενος, απαιτείται και η προσκόμιση αιτιολογημένης ιατρικής γνωμάτευσης.
Στην περίπτωση που η σχετική δαπάνη φαρμακευτικής περίθαλψης αποτελεί μέρος των εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης, απαιτούνται τα δικαιολογητικά που προαναφέρθηκαν στην πιο πάνω περίπτωση β'.
δ) Έξοδα για την απασχόληση νοσηλευτή/τριας
- Βεβαίωση του θεράποντος ιατρού, με την οποία να βεβαιώνεται το είδος της νόσου από την οποία πάσχει ο ασθενής, η διάρκειά της, καθώς και η ανάγκη απασχόλησης νοσηλευτή/τριας, λόγω της σοβαρότητας της νόσου.
- Απόδειξη είσπραξης της αμοιβής από το πρόσωπο που πρόσφερε υπηρεσίες ως νοσηλευτής/τρια, στην οποία πρέπει να αναφέρεται το ονοματεπώνυμό του, το όνομα του πατέρα του, ο αριθμός φορολογικού μητρώου, η διεύθυνση κατοικίας του και η χρονική διάρκεια παροχής των υπηρεσιών του, υπογεγραμμένη από το πρόσωπο που παρέχει τις υπηρεσίες.
ε) Έξοδα σε επιχειρήσεις περίθαλψης ηλικιωμένων που εδρεύουν στην Ελλάδα
- Απόδειξη παροχής υπηρεσιών, η οποία εκδίδεται από την επιχείρηση που εισπράττει την αμοιβή σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Απεικόνισης Φορολογικών Συναλλαγών, όπως ισχύουν κάθε φορά.
- Βεβαίωση του διευθυντή ή του νόμιμου εκπροσώπου της επιχείρησης για τον ακριβή χρόνο της περίθαλψης του προσώπου που κατέβαλε ή για το οποίο καταβλήθηκε η δαπάνη, καθώς και το ποσό αυτής κατά κατηγορία δαπάνης.
στ) Έξοδα αγοράς και τοποθέτησης οργάνων στο σώμα του ασθενούς και αντικατάστασης μελών του σώματός του με τεχνητά
Στην περίπτωση που η σχετική δαπάνη αποτελεί μέρος των εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης, απαιτούνται τα δικαιολογητικά που προαναφέρθηκαν στην πιο πάνω περίπτωση β'.
Σε περίπτωση που ο ίδιος ο ασθενής προμηθεύεται τα όργανα ή τα τεχνητά μέλη από το ελεύθερο εμπόριο, απαιτείται απόδειξη λιανικής, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των Ε.Λ.Π. και στην οποία θα πρέπει να αναγράφεται το όνομα του αγοραστή, καθώς και το είδος του πωλούμενου αντικειμένου. Εν προκειμένω, απαιτείται και η συνυποβολή βεβαίωσης του θεράποντος ιατρού ή του νοσοκομείου ή της κλινικής όπου έγινε η αντικατάσταση ή η τοποθέτηση του τεχνητού μέλους ή οργάνου στο σώμα του ασθενούς, από την οποία να προκύπτει ότι τα αναφερόμενα στην πιο πάνω απόδειξη λιανικής χρησιμοποιήθηκαν στη συγκεκριμένη θεραπεία.
Επίσης, σε περίπτωση αγοράς γυαλιών οράσεως ή φακών επαφής ή ακουστικών βαρηκοΐας, εκτός από την απόδειξη που προβλέπουν τα Ε.Λ.Π., απαιτείται και σχετική βεβαίωση - συνταγή του θεράποντος ιατρού.
ζ) Ειδικές δαπάνες περίθαλψης τέκνων με αναπηρία
- Το προβλεπόμενο νόμιμο παραστατικό κατά τις διατάξεις των Ε.Λ.Π., όπως ισχύουν κάθε φορά, από το οποίο να προκύπτει το ποσό της δαπάνης για την περίθαλψη των τέκνων με αναπηρία.
- Βεβαίωση του διευθυντή ή του νόμιμου εκπροσώπου της ειδικής σχολής ή του ειδικού ιδρύματος ή του οργανισμού από την οποία να προκύπτει η πάθηση του τέκνου του υποχρέου, ο ακριβής χρόνος της φοίτησης ή της περίθαλψης του τέκνου με αναπηρία για το οποίο καταβλήθηκε η αμοιβή, καθώς και το ποσό αυτής, αναλυτικά, κατά κατηγορία δαπάνης.
- Στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ότι το ετήσιο φορολογούμενο και απαλλασσόμενο εισόδημα του τέκνου δεν υπερβαίνει το ποσό των 6.000 €.
η) Νοσήλια που καταβάλλονται στην αλλοδαπή
Προκειμένου για έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης που καταβάλλονται στην αλλοδαπή, απαιτούνται οι σχετικές βεβαιώσεις, τα τιμολόγια και τα αποδεικτικά είσπραξης των αλλοδαπών γιατρών ή νοσοκομείων ή κλινικών.
ΙΙ. α) Εάν τα σχετικά αλλοδαπά δικαιολογητικά θεωρούνται, από τη νομοθεσία του κράτους προέλευσης, δημόσια έγγραφα απαιτείται να φέρουν επισημείωση της Σύμβασης της Χάγης (σφραγίδα Apostille για δημόσια έγγραφα των χωρών που υπέγραψαν τη Σύμβαση αυτή) ή προξενική επικύρωση (για τις περιπτώσεις χωρών που δεν έχουν προσχωρήσει στην εν λόγω Σύμβαση) ή θεώρηση από την οικεία ελληνική προξενική αρχή (για τις χώρες για τις οποίες η Ελλάδα έχει εκφράσει αντίρρηση για την προσχώρησή τους στη Σύμβαση της Χάγης) ή κατά τα προβλεπόμενα σε διεθνείς συνθήκες, εφόσον καλύπτουν τέτοιου είδους δικαιολογητικά.
β) Εάν τα σχετικά δικαιολογητικά συνιστούν ιδιωτικά έγγραφα:
αα) εάν τα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης έχουν καταβληθεί σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ)/Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), απαιτείται, πλην της προσκόμισης των δικαιολογητικών αυτών, και υπεύθυνη δήλωση του ν.1599/1986 του φορολογουμένου ότι του παρασχέθηκαν οι συγκεκριμένες ιατρικές ή νοσοκομειακές υπηρεσίες από τον συγκεκριμένο γιατρό ή νοσοκομείο ή κλινική του συγκεκριμένου κράτους και ότι κατέβαλε σε αυτούς τα ποσά που αναγράφονται στα συνημμένα δικαιολογητικά.
ββ) εάν τα έξοδα αυτά έχουν καταβληθεί σε άλλες χώρες του εξωτερικού και εφόσον τα σχετικά δικαιολογητικά (βεβαιώσεις, τιμολόγια και αποδεικτικά είσπραξης των αλλοδαπών γιατρών ή νοσοκομείων ή κλινικών) έχουν θεωρηθεί από δημόσια αρχή του κράτους προέλευσης, ακολουθώντας την προβλεπόμενη διαδικασία του συγκεκριμένου κράτους, απαιτείται να φέρουν, είτε τη σφραγίδα Apostille, είτε προξενική θεώρηση, είτε θεώρηση από την οικεία ελληνική προξενική αρχή, κατά τα οριζόμενα ανωτέρω για τα δημόσια έγγραφα. Σε περίπτωση που δεν υφίσταται τέτοια διαδικασία ο φορολογούμενος πρέπει να συνυποβάλλει, πλην των σχετικών δικαιολογητικών, και υπεύθυνη δήλωση του ν.1599/1986 κατά τα οριζόμενα ανωτέρω για τα ιδιωτικά έγγραφα στις χώρες της ΕΕ/ΕΟΧ. Επιπλέον, στην εν λόγω υπεύθυνη δήλωση πρέπει να επιβεβαιώνεται ρητά από τον φορολογούμενο ότι δεν υφίσταται σχετική διαδικασία στο αλλοδαπό κράτος για τη θεώρηση των προσκομιζόμενων εγγράφων από δημόσια αρχή. Όλα τα ανωτέρω δικαιολογητικά πρέπει να είναι μεταφρασμένα νόμιμα.
γ) Σε περίπτωση που οι δαπάνες ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης καταβάλλονται από τον ίδιο τον φορολογούμενο, όμως, τα σχετικά δικαιολογητικά υποβάλλονται στον εργοδότη ή σε ασφαλιστικό ταμείο ή σε ασφαλιστική επιχείρηση για την κάλυψη από αυτούς μέρους του ποσού της οικείας δαπάνης, για την απόδειξη του υπόλοιπου ποσού της δαπάνης, με το οποίο επιβαρύνθηκε πραγματικά ο ίδιος ο φορολογούμενος, προκειμένου να είναι δυνατή η παροχή της υπόψη φορολογικής ελάφρυνσης, απαιτείται σχετική βεβαίωση του εργοδότη, του ασφαλιστικού ταμείου ή της ασφαλιστικής επιχείρησης από την οποία να προκύπτουν τα ακόλουθα:
αα) Τα στοιχεία του προσώπου για το οποίο καταβλήθηκε η δαπάνη,
ββ) Το συνολικό ποσό της δαπάνης για το οποίο υποβλήθηκαν δικαιολογητικά,
γγ) Ο αριθμός και η ημερομηνία της απόδειξης παροχής υπηρεσιών ή της απόδειξης λιανικής πώλησης στην οποία αναγράφεται το ποσό της δαπάνης,
δδ) Το ποσό της δαπάνης που καλύφθηκε από τον εργοδότη ή το ασφαλιστικό ταμείο ή την ασφαλιστική επιχείρηση και
εε) Το υπόλοιπο ποσό της δαπάνης με το οποίο επιβαρύνεται ο φορολογούμενος.
6. Ποιά δικαιολογητικά πρέπει να προσκομισθούν προκειμένου να μειωθεί ο φόρος εισοδήματος για δωρεές και ποια για πολιτιστικές χορηγίες;
Για την απόδειξη της καταβολής του ποσού των δωρεών χρηματικών ποσών του άρθρου 19 του ν. 4172/2013, απαιτούνται τα ακόλουθα, κατά περίπτωση, δικαιολογητικά :
- Γραμμάτιο είσπραξης του ποσού της δωρεάς, το οποίο εκδίδεται από το πιστωτικό ίδρυμα όπου υφίσταται ειδικός λογαριασμός του νομικού προσώπου για τον σκοπό αυτόν, το οποίο θα πρέπει να αναφέρει τα στοιχεία του δωρητή και δωρεοδόχου, το ποσό της δωρεάς αριθμητικώς και ολογράφως, την ημερομηνία κατάθεσής του και την υπογραφή του δωρητή, κατά περίπτωση.
- Βεβαίωση ή αντίγραφο της οικείας πράξης του νόμιμου εκπροσώπου του δωρεοδόχου από την οποία να προκύπτει η αποδοχή της δωρεάς και η καταχώρηση του ποσού αυτής στα επίσημα βιβλία του δωρεοδόχου.
Σε περίπτωση δωρεάς χρηματικών ποσών με όρο, απαιτείται βεβαίωση του νόμιμου εκπροσώπου του δωρεοδόχου από την οποία να προκύπτει το ύψος του καθαρού προϊόντος που περιέρχεται στον δωρεοδόχο.
Επισημαίνεται, αναφορικά με τις δωρεές που καταβάλλονται υπέρ των νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα της ημεδαπής, ότι η Δ.Ο.Υ. του δωρητή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, δύναται να ζητήσει από τον φορολογούμενο δικαιολογητικά, από τα οποία να προκύπτει ότι πληρείται ο μη κερδοσκοπικός - κοινωφελής σκοπός των προσώπων αυτών που ορίζεται στο καταστατικό τους και γενικότερα, μπορεί να προβεί σε οποιαδήποτε, κατά την κρίση της, ενέργεια, κατά τη διάρκεια του ελεγκτικού έργου, π.χ. ενδεχόμενη συνεργασία με τη Δ.Ο.Υ. του δωρεοδόχου.
Αντίστοιχα, για την απόδειξη των δωρεών υπέρ αντίστοιχων νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, με έδρα άλλα κράτη - μέλη της Ε.Ε ή του Ε.Ο.Χ., εάν από τα ως άνω απαιτούμενα δικαιολογητικά δεν προκύπτει ο μη κερδοσκοπικός και κοινωφελής χαρακτήρας τους, απαιτείται βεβαίωση αυτών, στην οποία θα αναγράφεται ότι είναι νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που επιδιώκουν κοινωφελή σκοπό. Όλα τα δικαιολογητικά των ανωτέρω προσώπων πρέπει να είναι μεταφρασμένα νόμιμα.
Για την απόδειξη της καταβολής των ποσών της πολιτιστικής χορηγίας του ν.3525/2007 (Α' 16) που αναγράφηκαν στους κωδικούς αριθμούς 061-062, απαιτείται:
α) επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού με την οποία χαρακτηρίζεται η απαιτούμενη από τον νόμο έγγραφη σύμβαση χορηγίας μεταξύ χορηγού και αποδέκτη της χορηγίας ως πολιτιστική,
β) σε περίπτωση χορηγίας χρηματικών ποσών απαιτούνται και τα πρωτότυπα αποδεικτικά καταβολής των ποσών της χορηγίας και
γ) σε περίπτωση χορηγίας σε είδος ή σε άυλα αγαθά ή σε υπηρεσίες, απαιτείται και φωτοαντίγραφο της κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας & Ανάπτυξης και Πολιτισμού & Αθλητισμού για την εκτίμηση της αξίας τους, καθώς και τα αποδεικτικά παράδοσης της χορηγίας από τον χορηγό και παραλαβής της από τον αποδέκτη αυτής.
Επίσης, διευκρινίζεται ότι τα ποσά των δωρεών, γενικά, καθώς και των χορηγιών, δεν πρέπει να έχουν ληφθεί υπόψη για έκπτωση με βάση άλλη διάταξη νόμου. Το αφαιρούμενο συνολικό ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10% του συνολικού φορολογούμενου εισοδήματος το οποίο θα αφαιρεθεί από το εισόδημά σας.
7. Ποιό δικαιολογητικό πρέπει να προσκομισθεί προκειμένου να αναγνωρισθεί η δαπάνη για την απόσβεση του Δημόσιου χρέους;
Για να αναγνωριστεί το ποσό της δαπάνης που καταβλήθηκε λόγω δωρεάς για την απόσβεση του δημόσιου χρέους (άρθρο 74 του ν.3842/2010 - Α' 58), απαιτείται το αποδεικτικό κατάθεσης του ποσού στην Τράπεζα της Ελλάδος ή σε οποιαδήποτε άλλη τράπεζα στο οποίο πρέπει να αναφέρεται ρητά ότι έγινε η κατάθεση στο «Λογαριασμό Αλληλεγγύης για την απόσβεση του Δημόσιου Χρέους».
8. Τα γεωργικά εισοδήματα συμπληρώνονται και στο Ε3;
Από το φορολογικό έτος 2014 και μετά, κατά την υποβολή των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, για όσους δηλώσουν εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, είναι απαραίτητη η συμπλήρωση του εντύπου Ε3 (Πίνακας ΣΤ), ανεξάρτητα από το αν υπάρχει απαλλαγή ή όχι από την τήρηση βιβλίων των Ε.Λ.Π. και την ένταξή τους ή όχι στο ειδικό ή στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α Το αποτέλεσμα του καθαρού εισοδήματος από άσκηση ατομικής αγροτικής δραστηριότητας, όπως αυτό προκύπτει στο έντυπο Ε3, μεταφέρεται στο έντυπο Ε1 στον Πίνακα Γ1 Εισόδημα από Αγροτική Επιχειρηματική Δραστηριότητα.
Διευκρινίζεται ότι οι κωδ. 595-596 του εντύπου Ε3, συμπληρώνονται για τις αγροτικές επιχειρήσεις τις υπαγόμενες στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α. και στο ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α. (αρθρο 41 του ν. 2859/2000 - Α' 248). Όσοι δεν υπάγονται ούτε στο κανονικό καθεστώς, ούτε στο ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α., θα μπορούν να δηλώνουν εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, εφόσον συμπληρώνουν στην πρώτη σελίδα του εντύπου Ε3 τον κωδικό 598 (αφανές καθεστώς αγροτών).
9. Που δηλώνονται οι αγροτικές επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις και αποζημιώσεις στο έντυπο Ε3;
Κάθε περίπτωση αγροτικής επιδότησης/ενίσχυσης φέρει υποχρέωση αναγραφής στην πρώτη σελίδα του εντύπου Ε3, αρχικά, για πληροφοριακούς σκοπούς (Πίνακας Ε', κωδικοί 901, 902, 903, 907, 908, 910, 911, 912, 913 και 914). Οι τρείς περιπτώσεις που λαμβάνονται υπόψη στον προσδιορισμό του κέρδους, δηλαδή η βασική ενίσχυση (κ. 901) και οι πράσινες συν συνδεδεμένες (κ.902+903) για το μέρος άνω των 12.000 ευρώ, μεταφέρονται στη δεύτερη σελίδα του εντύπου για να προσμετρηθούν στη διαμόρφωση του κέρδους από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (Πίνακας ΣΤ' κωδικός 644). Σημειώνεται ότι οι τρεις αυτές κατηγορίες αποτελούν εισοδηματικές ενισχύσεις, ενώ όλες οι περιπτώσεις των επενδυτικών επιδοτήσεων (κ. 907, 910 και 913), καθώς και οι λοιπές περιπτώσεις των εισοδηματικών ενισχύσεων (κ.908, 911 και 914) δεν λαμβάνονται υπόψη στον προσδιορισμό του κέρδους από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα. Οι αγροτικές αποζημιώσεις αναγράφονται στον κωδ. 909 (δεν λαμβάνονται υπόψη στον προσδιορισμό του κέρδους).
10. Οι αγροτικές επιδοτήσεις καλύπτουν τεκμήρια;
Οι υπόλοιπες κατηγορίες των εισοδηματικών αγροτικών επιδοτήσεων (λοιπές περιπτώσεις επιδοτήσεων/ενισχύσεων, κωδ. 908, 911 και 914), καθώς και το μέρος των πρασίνων και συνδεδεμένων που δεν λήφθηκε υπόψη κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (αθροιζόμενες, δηλαδή, μέχρι τις 12.000 ευρώ), δύνανται να καλύπτουν τεκμήρια, κατ' εφαρμογή της αριθ. ΠΟΛ.1116/10.6.2015 εγκυκλίου της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων. Γι' αυτό τον λόγο, τα ποσά αυτά, αναγράφονται στους κωδ. 659/660 του Εντύπου Ε1 της δήλωσης φόρου εισοδήματος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για όλες τις περιπτώσεις των επενδυτικών ενισχύσεων/επιδοτήσεων (κωδ. 907, 910 και 913). Η κατηγορία της πρόωρης συνταξιοδότησης (κωδ. 912), αν και δεν προσμετρείται στον προσδιορισμό του κέρδους, αντιμετωπίζεται φορολογικά, όπως, οι εισοδηματικές ενισχύσεις/επιδοτήσεις, δύναται δηλαδή να καλύπτει τεκμήρια.
11. Πώς αποδεικνύεται ότι ένα ακίνητο παρέμεινε κενό;
Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δηλώνει στο Έντυπο Ε2 κάποιο ακίνητό του ως κενό για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι (6) μηνών μέσα στην κρινόμενη περίοδο, φωτοαντίγραφα των λογαριασμών της ΔΕΗ ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο (π.χ. λογαριασμοί ύδρευσης, κοινόχρηστων κ.λπ.), από το οποίο να αποδεικνύεται ότι το ακίνητο ήταν κενό για το υπόψη χρονικό διάστημα.
12. Πώς φορολογούνται εισοδήματα που αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή;
Πρωτίστως, πρέπει να εξετάζεται τι προβλέπουν οι διατάξεις της οικείας Σύμβασης αποφυγής της διπλής φορολογίας του εισοδήματος (ΣΑΔΦΕ) που, τυχόν, ισχύει μεταξύ του συγκεκριμένου κράτους και της Ελλάδος. Εάν δεν προβλέπεται από τις διατάξεις της ΣΑΔΦΕ αποκλειστικό δικαίωμα φορολόγησης στο αλλοδαπό κράτος ή εάν δεν υφίσταται ΣΑΔΦΕ, τότε το εισόδημα που αποκτήθηκε στην αλλοδαπή φορολογείται στην Ελλάδα, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία εμπίπτει (μισθωτή εργασία και συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα, κεφάλαιο και υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου).
Για το εισόδημα που αποκτήθηκε στην αλλοδαπή, ο καταβλητέος φόρος εισοδήματος του φορολογουμένου, όσον αφορά στο εν λόγω εισόδημα, μειώνεται κατά το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για αυτό το εισόδημα. Η μείωση του φόρου εισοδήματος δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα. Ωστόσο, στις περιπτώσεις ύπαρξης ΣΑΔΦΕ, η πίστωση του φόρου διενεργείται υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της εκάστοτε ΣΑΔΦΕ (αριθ. ΠΟΛ.1067/20.3.2015, ΑΔΑ: 65ΨΘΗ-1ΗΨ εγκύκλιος της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων).
Για να πιστωθεί ο φόρος που καταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε στην αλλοδαπή, απαιτείται η προσκόμιση των δικαιολογητικών που έχουν οριστεί στην αριθ. ΠΟΛ.1026/22.1.2014 (Β' 170, ΑΔΑ: ΒΙΡΤΗ- 3ΑΜ) απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.
Σημειώνεται ότι σε όλα τα εισοδήματα αλλοδαπής προέλευσης, ανεξαρτήτως αν με το αλλοδαπό κράτος υφίσταται Σ.Α.Δ.Φ.Ε. ή όχι, επιβάλλεται ειδική εισφορά αλληλεγγύης, εκτός αν προβλέπεται ρητή απαλλαγή από την εισφορά αυτή.
13. Δύνανται να εκχωρηθούν τα ανείσπρακτα μισθώματα που αποκτήθηκαν το έτος 2016;
Όχι, η δήλωση εκχώρησης μη εισπραχθέντων μισθωμάτων ακίνητης περιουσίας έχει καταργηθεί. Μπορούν όμως να δηλωθούν ως ανείσπρακτα και να μην φορολογηθούν κατά το φορολογικό έτος 2016, εφόσον προσκομιστούν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και πριν από την υποβολή της δήλωσης ευκρινή φωτοαντίγραφα των διαταγών, δικαστικών αποφάσεων ή αγωγών που έχουν ασκηθεί και που, κατά περίπτωση, υπάρχουν.
14. Ποιο ποσό κεφαλαίου προηγούμενων ετών που φορολογήθηκε ή νόμιμα έχει απαλλαχθεί από τη φορολογία, αναγνωρίζεται για την κάλυψη της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης;
Για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου κάθε έτους που μπορεί να επικαλεστεί ο φορολογούμενος για την κάλυψη της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης, από τα πραγματικά εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα έχουν απαλλαγεί της φορολογίας, από τα χρηματικά ποσά που ορίζονται στις περιπτώσεις β', γ', δ', ε' και στ' της παραγράφου 2 του άρθρου 34 του ν. 4172/2013, καθώς και από οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο αποδεδειγμένα έχει εισπραχθεί, εκπίπτουν οι δαπάνες που προσδιορίζονται στα άρθρα 31 και 32 του ίδιου νόμου, ανεξάρτητα εάν απαλλάσσονται της εφαρμογής των άρθρων αυτών. Σημειώνεται ότι δεν καλύπτουν την τεκμαρτή δαπάνη οι επιχορηγήσεις που λαμβάνει ο φορολογούμενος λόγω υπαγωγής σε αναπτυξιακό νόμο για πραγματοποίηση επενδύσεων.
Κατά ρητή διατύπωση του νόμου, τα αρνητικά εισοδήματα (ζημίες) πρέπει να συμψηφίζονται με τα θετικά και η αφαίρεση των δαπανών που προσδιορίζονται στα άρθρα 31 και 32 πρέπει να γίνεται έστω και αν ο φορολογούμενος εξαιρείται από αυτά (π.χ. ανάπηρος για τη δαπάνη επιβατικού αυτοκινήτου, που απαλλάσσεται από τα τέλη κυκλοφορίας, αγορά επιβατικού αυτοκινήτου Ι.Χ., ειδικά διασκευασμένου από πρόσωπο με κινητική αναπηρία άνω του 67%).
Διευκρινίζεται ότι τα έτη για τα οποία γίνεται επίκληση με σκοπό την ανάλωση θα πρέπει να είναι συνεχόμενα και να φθάνουν μέχρι το προηγούμενο του κρινόμενου έτους. Το θετικό αλγεβρικό άθροισμα των ετών αυτών θα αποτελέσει το συνολικό κεφάλαιο που σχηματίστηκε αυτά τα έτη. Αν σε κάποιο έτος ο προσδιορισμός του εισοδήματος πραγματοποιηθεί με βάση την τεκμαρτή δαπάνη, τότε θεωρείται ότι δεν απομένει κεφάλαιο προς επίκληση για το έτος αυτό (θεωρείται μηδενικό) και δεν επηρεάζει αρνητικά τα θετικά υπόλοιπα των προηγούμενων ετών. Αν, όμως, σε κάποιο έτος προκύψει αρνητικό υπόλοιπο και υπάρχει απαλλαγή από τις αντικειμενικές δαπάνες των άρθρων 31 και 32 του ν.4172/2013, τότε το έτος αυτό επηρεάζει αρνητικά τα θετικά υπόλοιπα των προηγούμενων ετών.
Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν δαπάνες του άρθρου 31 ή αυτές που υπάρχουν είναι μικρότερες των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000), προκειμένου για άγαμο, διαζευγμένο ή χήρο και των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000), προκειμένου για συζύγους, κατά τον προσδιορισμό κεφαλαίου προηγούμενων ετών θα αφαιρούνται ποσά που θα προσδιορίζονται με βάση την κοινωνική, οικονομική και οικογενειακή κατάσταση των φορολογουμένων και τις αποδεδειγμένες δαπάνες διαβίωσης. Τα ποσά αυτά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερα των τριών χιλιάδων (3.000) και πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000), αντίστοιχα.
Περαιτέρω, με τις ισχύουσες διατάξεις δεν προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την κάλυψη των δαπανών με ανάλωση κεφαλαίου, συνεπώς για την κάλυψη της διαφοράς μπορεί να γίνει επίκληση ανάλωσης κεφαλαίου οσωνδήποτε προηγούμενων ετών. Τα εκκαθαριστικά σημειώματα για φορολογικά έτη για τα οποία έχει συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής αποτελούν πλήρη απόδειξη για τα αναγραφόμενα σε αυτά ποσά χωρίς να απαιτείται η προσκόμιση λοιπών δικαιολογητικών. Τα δεδομένα φορολογικών δηλώσεων που δεν αναγράφονται στο εκκαθαριστικό λαμβάνονται υπόψη μόνο μετά από διασταύρωση.
Επίσης, στην περίπτωση που φορολογούμενος επικαλείται κεφάλαια προηγούμενων φορολογικών ετών με σκοπό την ανάλωση και τελικά δεν χρησιμοποιηθούν ή χρησιμοποιηθεί ένα μέρος αυτών, θεωρούνται αδιάθετα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν μελλοντικά ως κεφάλαια για κάλυψη προστιθέμενης διαφοράς τεκμηρίου (αριθ. ΠΟΛ.1076/26.3.2015, ΑΔΑ:Ω8ΡΟΗ-8ΦΩ εγκύκλιος της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων).
15. Πώς πρέπει να δηλωθούν οι αναδρομικές αποδοχές, οι οποίες εισπράχθηκαν μέσα στο φορολογικό έτος 2016;
Με τροποποιητικές δηλώσεις οι οποίες θα παραλαμβάνονται χωρίς κυρώσεις μέχρι το τέλος του φορολογικού έτους στο οποίο εκδόθηκαν, κατά περίπτωση, οι βεβαιώσεις αποδοχών ή συντάξεων (αριθ. ΠΟΛ.1034/2017, Β' 759, ΑΔΑ: Ω1ΒΠΗ - Θ2Θ απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων).
16. Σε περίπτωση διάστασης των συζύγων και υποβολής χωριστών δηλώσεων, ποια δικαιολογητικά πρέπει να συνυποβάλλουν με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος;
Για την απόδειξη της διάστασης των συζύγων, απαιτείται αντίγραφο αγωγής για διαζύγιο ή διατροφή ή πρακτικό κατανομής της κοινής περιουσίας για συναινετικό διαζύγιο, ή σε περίπτωση που δεν υπάρχουν αυτά, οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει τη χωριστή διαβίωση των συζύγων (π.χ. χωριστή στέγη που θα αποδεικνύεται με την προσκόμιση μισθωτηρίου, λογαριασμών ΔΕΗ κτλ, φιλοξενούμενος με αποδεικτικό την αναγραφή στην προσωπική του δήλωση φορολογίας εισοδήματος, δωρεάν παραχώρηση, τα οποία σε κάθε περίπτωση κρίνονται ως πραγματικά γεγονότα από την αρμόδια Δ.Ο.Υ.) (αριθ. ΠΟΛ.1088/17.4.2015 - Β' 763 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων).
17. Ισχύουν οι δωρεές χρηματικών ποσών για την κάλυψη συνολικής ετήσιας δαπάνης;
Μόνο οι δωρεές χρηματικών ποσών για τις οποίες η οικεία φορολογική δήλωση έχει υποβληθεί μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η σχετική δαπάνη.
18. Ποιά είναι η αρμόδια Δ.Ο.Υ. για την κατάθεση ιδιωτικών συμφωνητικών μισθώσεως ακινήτων;
Για μισθώσεις που συνάπτονται ή τροποποιούνται από 1-1-2014 δεν κατατίθενται ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης ακινήτων στις Δ.Ο.Υ. για θεώρηση, αλλά υποβάλλονται ηλεκτρονικά τα πληροφοριακά στοιχεία μίσθωσης ακινήτων, εκτός των περιπτώσεων που ρητώς αναφέρονται στην αριθ. ΠΟΛ.1030/23.1.2015, ΑΔΑ: 6ΦΥ5Η-Ε7Ζ εγκύκλιο της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων.
19. Πώς υποβάλλεται η φορολογική δήλωση σε περίπτωση θανάτου ενός φορολογουμένου;
Οι δηλώσεις των αποβιωσάντων υποβάλλονται αποκλειστικά σε χειρόγραφη μορφή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., εμπρόθεσμα, έως 31/12/2017. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται ενημέρωση του Τμήματος Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης της Δ.Ο.Υ. του αποβιώσαντος, πριν από την υποβολή της δήλωσης, με την ημερομηνία θανάτου και τα στοιχεία των νόμιμων κληρονόμων/εγγύτερων συγγενών, με την προσκόμιση των απαραίτητων δικαιολογητικών (αριθ. ΠΟΛ.1034/2017 απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.). Πιο συγκεκριμένα, κατά την υποβολή της δήλωσης του θανόντος από τον/τους κληρονόμο/μους του υποβάλλεται μαζί με αυτή: ληξιαρχική πράξη θανάτου, πιστοποιητικό εγγύτερων συγγενών, καθώς και πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης (αριθ. ΠΟΛ.1088/17.4.2015 - Β' 763 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων).
20. Ποια η φορολογική κλίμακα που θα φορολογηθούν τα εισοδήματα του φορολογικού έτους 2016;
Η κλίμακα για μισθωτούς και συνταξιούχους αποτελείται από τέσσερα (4) κλιμάκια, με ανώτερο συντελεστή 45% ο οποίος εφαρμόζεται για εισοδήματα πάνω από 40.000 ευρώ, η οποία έχει ως εξής:
Κλιμάκια | Φορολογικός | Φόρος | Σύνολο | |
Εισοδήματος | Συντελεστής | Κλιμακίου | Εισοδήματος | Φόρου |
(ευρώ) | (%) | (ευρώ) | (ευρώ) | (ευρώ) |
20.000,00 | 22 | 4.400,00 | 20.000,00 | 4.400,00 |
10.000,00 | 29 | 2.900,00 | 30.000,00 | 7.300,00 |
10.000,00 | 37 | 3.700,00 | 40.000,00 | 11.000,00 |
Υπερβάλλον | 45 |
Με την ανωτέρω κλίμακα των μισθωτών - συνταξιούχων φορολογούνται τα παρακάτω εισοδήματα:
α) Το εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις ημεδαπής και αλλοδαπής προέλευσης
β) Το εισόδημα που προκύπτει από την παροχή υπηρεσίας ως διευθυντή ή μέλους του ΔΣ εταιρείας ή κάθε άλλου νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας σύμφωνα με την περ. δ' της παρ.2 του άρθρου 12 του ν. 4172/2013.
γ) Το εισόδημα που εμπίπτει στην περ. στ' της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 4172/2013 και συμπληρώνεται στους κωδικούς 307-308.
δ) Η προστιθέμενη διαφορά αντικειμενικών δαπανών, όταν:
δα) ο φορολογούμενος έχει εισόδημα μόνο από μισθωτή εργασία ή/και συντάξεις ή εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του προκύπτει από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή δεν υπάρχει εισόδημα από καμία κατηγορία ή έχει εισόδημα μόνο από κεφάλαιο ή/και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και το τεκμαρτό του εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ.
δβ) ο φορολογούμενος είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ το κρινόμενο φορολογικό έτος.
δγ) ο φορολογούμενος αποκτά εισόδημα από περισσότερες της μίας κατηγορίας εισοδήματος και υπάρχει ισότητα μεταξύ τους.
Ο φόρος που προκύπτει με βάση την κλίμακα μισθωτών και συνταξιούχων του άρθρου 15 μειώνεται:
α) για φορολογητέο εισόδημα έως και 20.000 ευρώ, κατά 1.900 ευρώ (για φορολογούμενο χωρίς εξαρτώμενα τέκνα), κατά 1.950 ευρώ (για φορολογούμενο με 1 εξαρτώμενο τέκνο), κατά 2.000 ευρώ (για φορολογούμενο με 2 εξαρτώμενα τέκνα), κατά 2.100 ευρώ (για φορολογούμενο με 3 εξαρτώμενα τέκνα και άνω), [εφόσον ο φόρος που προκύπτει είναι μικρότερος των ανωτέρω ποσών, τότε το ποσό της μείωσης περιορίζεται στο ποσό του αναλογούντος φόρου],
β) για φορολογητέο εισόδημα πάνω από 20.000 ευρώ, τα ανωτέρω ποσά μειώσεων φόρου μειώνονται κατά 10 ευρώ ανά 1.000 ευρώ εισοδήματος.
Η κλίμακα μισθωτών και συνταξιούχων δεν εφαρμόζεται για το εισόδημα από μισθωτή εργασία που αποκτούν:
α) οι αξιωματικοί που υπηρετούν σε πλοία του εμπορικού ναυτικού και το οποίο φορολογείται με φορολογικό συντελεστή 15% και
β) το κατώτερο πλήρωμα που υπηρετεί σε πλοία του εμπορικού ναυτικού και το οποίο φορολογείται με φορολογικό συντελεστή 10%.
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ (ΑΡΘΡΟ 43Α του ν. 4172/2013)
Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης (άρθρο 43Α του ν. 4172/2013) προσδιορίζεται σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:
Κλιμάκιο | Συντελεστής | Εισφορά | Σύνολο Εισοδήματος | Σύνολο εισφοράς |
εισοδήματος | εισφοράς | αλληλεγγύης | (ευρώ) | αλληλεγγύης |
(ευρώ) | αλληλεγγύης | κλιμακίου | (ευρώ) | |
(%) | (ευρώ) | |||
12.000 | 0 | 0 | 12.000 | 0 |
8.000 | 2,2 | 176 | 20.000 | 176 |
10.000 | 5 | 500 | 30.000 | 676 |
10.000 | 6,5 | 650 | 40.000 | 1.326 |
25.000 | 7,5 | 1.875 | 65.000 | 3.201 |
155.000 | 9 | 13.950 | 220.000 | 17.151 |
Υπερβάλλον | 10 |
Η εύρεση του εισοδήματος επί του οποίου θα επιβληθεί η ειδική εισφορά αλληλεγγύης προκύπτει από το άθροισμα του πραγματικού δηλωθέντος εισοδήματος και της τυχόν διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του τεκμαρτού και του πραγματικού συνολικού εισοδήματος κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 30 του ν. 4172/2013.
Στις αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες του άρθρου 31 του ίδιου ως άνω νόμου, αφού μειωθούν με την περ. ζ' του άρθρου 33, προστίθενται οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 32. Το άθροισμά τους μειώνεται με τα χρηματικά ποσά που ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 34. Δεν επιβάλλεται εισφορά στις αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες του άρθρου 33.
ΜΕΙΩΣΕΙΣ ΦΟΡΟΥ
Το ποσό του φόρου που προκύπτει, ανεξαρτήτως της κατηγορίας εισοδήματος που αποκτάται, μειώνεται κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%):
α) για έξοδα ιατρικής, νοσοκομειακής και φαρμακευτικής περίθαλψης (κωδικοί 051-052), εφόσον αυτά υπερβαίνουν το 5% του φορολογητέου εισοδήματος και μέχρι του ποσού των 3.000 ευρώ για κάθε φορολογούμενο.
β) για δαπάνες που καταβάλλονται για δωρεές (κωδικοί 059-060), εφόσον αυτές υπερβαίνουν το ποσό των 100 ευρώ στη διάρκεια του φορολογικού έτους. Το συνολικό ποσό των δωρεών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 5% του φορολογητέου εισοδήματος του δωρητή.
Επίσης, ο φόρος που προκύπτει ανεξαρτήτως της κλίμακας φορολόγησης, μειώνεται κατά 200 ευρώ για τον φορολογούμενο και για καθένα από τα εξαρτώμενα μέλη του, εφόσον είναι ανάπηροι με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, είναι ανάπηροι αξιωματικοί ή οπλίτες, θύματα πολέμου κ.λπ.
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ ΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΑΤΟΜΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
Τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα φορολογούνται με την κλίμακα του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις, αφού προστεθούν σε τυχόν εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις. Για τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα δεν εφαρμόζονται οι μειώσεις του άρθρου 16. Ειδικότερα, τα κέρδη από ατομική αγροτική επιχείρηση φορολογούνται αυτοτελώς με την κλίμακα του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις. Ο φόρος που προκύπτει για το εισόδημα από ατομική αγροτική επιχείρηση μειώνεται κατά το ποσό που προβλέπεται στο άρθρο 16. Η μείωση του φόρου εφαρμόζεται μόνο για τους κατ' επάγγελμα αγρότες, όπως αυτοί ορίζονται στην κείμενη νομοθεσία, εφόσον τουλάχιστον το 50% του εισοδήματός τους προέρχεται από αγροτική δραστηριότητα.
Επισημαίνεται ότι για τις νέες ατομικές επιχειρήσεις με πρώτη δήλωση έναρξης επιτηδεύματος από 1η Ιανουαρίου 2013 και για τα τρία (3) πρώτα έτη άσκησης της δραστηριότητάς τους, ο φορολογικός συντελεστής του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας μειώνεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%), εφόσον το εισόδημα της κατηγορίας αυτής (από επιχειρηματική δραστηριότητα) δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ (παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4172/2013).
ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ
Ως προκαταβολή βεβαιώνεται ποσό ίσο με το 100% του φόρου που προκύπτει μόνο από επιχειρηματική δραστηριότητα του διανυόμενου φορολογικού έτους, αφαιρουμένων παρακρατηθέντων και προκαταβληθέντων φόρων.
Φορολογητέο εισόδημα πέραν της επιχειρηματικής δραστηριότητας (π.χ. οι φόροι των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία και συντάξεις, κεφάλαιο κ.λπ.) δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της προκαταβολής.
Στη βεβαίωση προκαταβολής λαμβάνεται υπόψη και το ποσό του φόρου που προκύπτει λόγω τεκμαρτού προσδιορισμού του εισοδήματος.
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ ΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τα εισοδήματα από κεφάλαιο, φορολογούνται ως εξής (άρθρο 40 του ν. 4172/2013):
Τα μερίσματα φορολογούνται με συντελεστή 10%
Οι τόκοι φορολογούνται με συντελεστή 15%
Τα δικαιώματα φορολογούνται με συντελεστή 20%
Τα εισοδήματα από ακίνητη περιουσία φορολογούνται με την παρακάτω κλίμακα
Κλιμάκια Εισοδήματος (ευρώ) | Φορολογικός Συντελεστής (%) | Φόρος Κλιμακίου (ευρώ) | Σύνολο | |
Εισοδήματος (ευρώ) | Φόρου (ευρώ) | |||
12.000,00 | 15 | 1.800,00 | 12.000,00 | 1.800,00 |
23.000,00 | 35 | 8.050,00 | 35.000,00 | 9.850,00 |
Υπερβάλλον | 45 |
Επισημαίνεται ότι στα εισοδήματα από ακίνητη περιουσία (μισθώματα) δεν επιβάλλεται ποσό συμπληρωματικού φόρου, ούτε προκαταβολή φόρου.
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ ΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Τα εισοδήματα από μεταβίβαση κεφαλαίου φορολογούνται με συντελεστή 15%. Η φορολόγηση της υπεραξίας από τη μεταβίβαση ακινήτων έχει ανασταλεί μέχρι την 31/12/2017.
21. Σε ποιό εισόδημα επιβάλλεται συμπληρωτικός φόρος;
Ο συμπληρωματικός φόρος έχει καταργηθεί από 01.01.2014.
22. Ποιες δαπάνες συνδέονται με το ποσό μείωσης φόρου που προκύπτει με βάση την κλίμακα μισθωτών και συνταξιούχων;
Δεν προσκομίζονται για το φορολογικό έτος 2016 δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών (κωδ. 049 Πίνακας 7).
23. Ποιες αντικειμενικές δαπάνες λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της συνολικής ετήσιας δαπάνης του φορολογουμένου;
• Ιδιοκατοικούμενες ή μισθωμένες ή δωρεάν παραχωρούμενες κύριες κατοικίες, καθώς και ιδιοκατοικούμενες ή μισθωμένες δευτερεύουσες κατοικίες και των βοηθητικών χώρων αυτών
• Δαπάνες επιβατικών αυτοκινήτων Ι.Χ.
• Δαπάνη ιδιωτικών σχολείων
• Δαπάνη οικιακών βοηθών (πέραν του ενός), οδηγών αυτοκινήτου, δασκάλων κλπ.
• Δαπάνες σκαφών αναψυχής.
• Δαπάνες αεροσκαφών, ελικοπτέρων, ανεμόπτερων.
• Δαπάνες δεξαμενών κολύμβησης.
Επίσης, στις παραπάνω αντικειμενικές δαπάνες, προστίθεται και ένα ποσό ως ελάχιστη αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης που ορίζεται στο ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000), προκειμένου για άγαμο, διαζευγμένο ή χήρο και στο ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000), προκειμένου για συζύγους που υποβάλλουν κοινή δήλωση, εφόσον δηλώνεται πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα.
Σημειώνεται ότι οι αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες του άρθρου 31 του ν. 4172/2013 δεν εφαρμόζονται για φυσικά πρόσωπα που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην αλλοδαπή. Οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 32 του ν. 4172/2013 δεν εφαρμόζονται για φυσικά πρόσωπα που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην αλλοδαπή εφόσον δεν αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα (περ. η' του άρθρου 33 του ν. 4172/2013).
24. Τι καθεστώς ισχύει για την αγορά επιχειρήσεων ή σύσταση ή αύξηση του κεφαλαίου επιχειρήσεων που λειτουργούν ατομικώς ή με τη μορφή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης ή ανώνυμης εταιρίας ή ΕΠΕ ή ΙΚΕ ή κοινωνίας ή κοινοπραξίας ή αστικής εταιρίας ή εταιρικών μεριδίων ή χρεογράφων, γενικώς, καθώς επίσης και για την αγορά ή χρονομεριστική ή χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων ή ανέγερση οικοδομών ή κατασκευή δεξαμενής κολύμβησης;
Έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των περ. β' και γ' του άρθρου 32 του ν. 4172/2013. Εξαιρείται η αγορά πάγιου εξοπλισμού επαγγελματικής χρήσης από πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα (περ. ε' του άρθρου 33).
25. Ποιόν βαρύνει η αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης στην περίπτωση που παραχωρείται δωρεάν κύρια κατοικία από γονείς σε τέκνα ή το αντίθετο;
Στην περίπτωση αυτή, η αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης βαρύνει αυτόν που χρησιμοποιεί την κατοικία αυτή.
Β. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά παύουν να ισχύουν οι διατάξεις του ν. 2238/1994 (Α' 151) και ο τρόπος φορολόγησης των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων καθορίζεται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 72 του ν. 4172/2013.
Επισημαίνουμε ότι λόγω της πολυπλοκότητας των θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Τμήματος Β' (Φόρου Εισοδήματος Νομικών Προσώπων), τα περισσότερα ερωτήματα απαιτούν επισταμένη προηγούμενη έρευνα και συνδυασμό των εφαρμοστέων διατάξεων και ως εκ τούτου δεν θα ήταν δυνατό να συμπεριληφθούν στο παρόν.
Τα συνηθέστερα ερωτήματα που τίθενται στην υπηρεσία μας τηλεφωνικά από φορολογικούς συμβούλους στελέχη των επιχειρήσεων, καθώς και από συναδέλφους και τα οποία μπορούν να συνοψιστούν, είναι τα εξής ανά κατηγορία:
Ι. ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Μεταφορά ζημίας
- Σε περίπτωση απορρόφησης εταιρείας από άλλη εταιρεία με τις διατάξεις του ν. 2166/1993 (Α' 137) δεν μπορεί να μεταφερθεί η ζημία ούτε της απορροφούμενης εταιρείας ούτε της απορροφώσας. Ειδικά για απορροφήσεις για την πραγματοποίηση των οποίων συντάσσονται ισολογισμοί μετασχηματισμού από 11.04.2012 και μετά (ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4072/2012, Α' 86), μεταφέρεται μόνο η ζημία παρελθουσών χρήσεων της απορροφώσας ανώνυμης εταιρίας ή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης (άρθρο 322 του ν. 4072/2012).
- Αν ο μετασχηματισμός γίνεται με τις διατάξεις του ν.δ. 1297/1972 (Α' 217), μεταφέρεται μόνο η ζημία της απορροφώσας εταιρείας όχι της απορροφουμένης.
- Επί συγχωνεύσεως ή διασπάσεως επιχειρήσεων δυνάμει του άρθρου 54 του ν. 4172/2013, η λήπτρια (απορροφώσα) μπορεί να μεταφέρει τις ζημίες της εισφέρουσας (απορροφούμενης ή διασπώμενης), υπό τους ίδιους όρους που θα ίσχυαν για εισφέρουσα εταιρεία, εάν η συγχώνευση ή η διάσπαση δεν είχε λάβει χώρα.
- Σε περίπτωση μετατροπής, είτε με τον ν. 2166/1993, είτε με το ν.δ. 1297/1972 (π.χ. ΕΠΕ μετατρέπεται σε ΑΕ), δεν μεταφέρεται η ζημία της μετατρεπομένης.
ΙΙ. ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ
1. Υπηρεσίες που παρέχονται από αλλοδαπή επιχείρηση στην ημεδαπή
Οι αμοιβές που λαμβάνει νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, το οποίο δεν έχει τη φορολογική του κατοικία και δεν διατηρεί μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, για τεχνικές υπηρεσίες, αμοιβές διοίκησης, αμοιβές για συμβουλευτικές υπηρεσίες ή και αμοιβές για παρόμοιες υπηρεσίες δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου εισοδήματος. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει υποχρέωση υποβολής μηδενικής δήλωσης.
Κατ' εξαίρεση, διενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20% σε περίπτωση που οι ως άνω αμοιβές καταβάλλονται σε μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα αλλοδαπού νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας με φορολογική κατοικία σε κράτος εκτός Ε.Ε. ή Ε.Ο.Χ Με την παρακράτηση αυτή δεν εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων αλλά ο φόρος που παρακρατήθηκε θα πιστωθεί έναντι του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων.
2. Φόρος αλλοδαπής
Ο φόρος που τυχόν παρακρατήθηκε στην αλλοδαπή για εισόδημα που προέκυψε σε αυτή συμψηφίζεται μέχρι του ποσού του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα.
ΙΙΙ. ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΕΤΑΙΡΙΚΩΝ ΜΕΡΙΔΙΩΝ, ΤΙΤΛΩΝ, ΚΛΠ
1. Φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος από μεταβίβαση τίτλων, εταιρικών μεριδίων κλπ.
- Το εισόδημα που αποκτούν τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες από τη μεταβίβαση τίτλων, εταιρικών μεριδίων κλπ. θεωρείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολογείται μαζί με τα λοιπά εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 58 του ν. 4172/2013.
- Ως εισόδημα (υπεραξία) από μεταβίβαση τίτλων, εταιρικών μεριδίων κλπ., που αποκτούν τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες, λαμβάνεται υπόψη αυτό που προκύπτει με βάση τα τηρούμενα βιβλία και τα αντίστοιχα παραστατικά.
- Σε περίπτωση που από τη μεταβίβαση των τίτλων προκύπτει ζημία, η υπόψη ζημία αναγνωρίζεται φορολογικά.
- Για την απόδοση του φόρου που αναλογεί στο εισόδημα από μεταβίβαση τίτλων, εταιρικών μεριδίων κλπ. δεν υποβάλλεται ξεχωριστή δήλωση, αλλά το εν λόγω εισόδημα περιλαμβάνεται στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας του άρθρου 68 του ν. 4172/2013.
2. Φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος από μεταβίβαση τίτλων, εταιρικών μεριδίων κλπ που αποκτούν αλλοδαπά νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες χωρίς μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα
Το εισόδημα από τη μεταβίβαση τίτλων του άρθρου 42 που αποκτούν νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, που δεν έχουν φορολογική κατοικία ούτε αποκτούν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, δεν φορολογείται στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει υποχρέωση υποβολής μηδενικής δήλωσης.
IV. ΜΕΡΙΣΜΑΤΑ, ΔΙΑΝΟΜΗ ΚΕΡΔΩΝ
1. Φορολογία μερισμάτων
Ο όρος «μερίσματα» σημαίνει το εισόδημα που προκύπτει από μετοχές, ιδρυτικούς τίτλους, ή άλλα δικαιώματα συμμετοχής σε κέρδη τα οποία δεν αποτελούν απαιτήσεις από οφειλές (χρέη), καθώς και το εισόδημα από άλλα εταιρικά δικαιώματα, στα οποία περιλαμβάνονται τα μερίδια, οι μερίδες συμπεριλαμβανομένων των προμερισμάτων και μαθηματικών αποθεματικών, οι συμμετοχές σε κέρδη προσωπικών επιχειρήσεων, οι διανομές των κερδών από κάθε είδους νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, καθώς και κάθε άλλο συναφές διανεμόμενο ποσό.
Στα μερίσματα που καταβάλλουν νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, που έχουν την φορολογική κατοικία τους στην Ελλάδα, διενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 10%, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4172/2013. Προκειμένου για μερίσματα που διανέμονται από 1.1.2017 και μετά ο συντελεστής παρακράτησης αυξάνεται σε 15%. Σε περίπτωση που έχουν διανεμηθεί προμερίσματα από Α.Ε. ή έχουν πραγματοποιηθεί προσωρινές απολήψεις έναντι κερδών Ε.Π.Ε. ή Ι.Κ.Ε. μέσα στο φορολογικό έτος 2016, η απόφαση διανομής των οποίων τελεί υπό την έγκριση της τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων ή εταίρων, αντίστοιχα, που θα πραγματοποιηθεί εντός του φορολογικού έτους 2017, παρακρατείται φόρος με τον αυξημένο συντελεστή (15%). Τα ανωτέρω δεν εφαρμόζονται για τις προσωρινές απολήψεις κερδών προσωπικών εταιρειών, κοινωνιών αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, αστικών κερδοσκοπικών εταιρειών, συμμετοχικών ή αφανών εταιρειών, καθώς και κοινοπραξιών, που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, καθόσον χρόνος κτήσης του εισοδήματος αυτού θεωρείται ο χρόνος που λαμβάνει χώρα η απόληψη (πίστωση ή καταβολή). Επομένως, για απολήψεις κερδών εντός του φορολογικού έτους 2016 παρακρατείται φόρος με συντελεστή 10%.
Η παρακράτηση φόρου επί των μερισμάτων εξαντλεί τη φορολογική υποχρέωση σε περίπτωση που αυτός που λαμβάνει την ως άνω πληρωμή, η οποία υπόκειται σε παρακράτηση φόρου, είναι ημεδαπό φυσικό πρόσωπο ή φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του και δεν διατηρεί μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα.
Σε περίπτωση απόληψης κερδών από νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που τηρούν απλογραφικά βιβλία δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου, καθόσον τα κέρδη αυτά φορολογούνται μόνο στο όνομα του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας.
2. Διανομή κερδών παρελθουσών χρήσεων από Α.Ε. και Ε.Π.Ε.
Σε περίπτωση διανομής κερδών παρελθουσών χρήσεων διενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 10% (από 1.1.2017 ο συντελεστής αυξάνεται σε 15% σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ερώτηση 1), με εξαίρεση τα κέρδη των Ε.Π.Ε που προέρχονται από ισολογισμούς έως 2009. Επισημαίνεται ότι δε νοείται διανομή των έκτακτων αποθεματικών που σχηματίζονται κατά την κλειόμενη χρήση.
3. Φορολογική μεταχείριση κερδών που εξάγει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα αλλοδαπής επιχείρησης προς το κεντρικό της
Δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου στα κέρδη που εξάγει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα αλλοδαπής επιχείρησης προς το κεντρικό της.
4. Απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος των ενδοομιλικών μερισμάτων
- Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 48 του ν. 4172/2013, παρέχεται απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος για τα μερίσματα, ημεδαπής ή αλλοδαπής (Ε.Ε.) προέλευσης, που εισπράττει ένα νομικό πρόσωπο που είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδος.
- Το ποσό των εισπραττόμενων μερισμάτων που απαλλάσσεται της φορολογίας εισοδήματος με βάση τα παραπάνω, προκειμένου για τα νομικά πρόσωπα που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, εμφανίζεται σε ειδικό λογαριασμό αποθεματικού, το οποίο όμως δεν φέρει τον όρο «αφορολόγητο». Για τα λοιπά νομικά πρόσωπα που τηρούν απλογραφικά βιβλία, το απαλλασσόμενο ποσό θα αφαιρείται κατ' ανάγκη από τα καθαρά κέρδη προκειμένου για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών τους, δίχως να εμφανίζεται σε λογαριασμό αποθεματικού. Η απαλλαγή αυτή ισχύει και για τις επιχειρήσεις που παρουσιάζουν ζημιογόνα αποτελέσματα και δεν μπορούν να σχηματίσουν αποθεματικό, καθόσον το απαλλασσόμενο ποσό εμφανίζεται σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού, ανεξάρτητα από την επάρκεια κερδών ή όχι.
- Όταν δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 48, το ποσό των εισπραττόμενων μερισμάτων προσαυξημένο κατά το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε, καθώς και του φόρου που καταβλήθηκε ως φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων προστίθεται στα έσοδα του νομικού προσώπου και φορολογείται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 58 του ν. 4172/2013. Από το ποσό του φόρου εκπίπτει το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε ως φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, καθώς και το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε ως φόρος επί του μερίσματος, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του νόμου αυτού, σε ότι αφορά τα μερίσματα αλλοδαπής προέλευσης. Ειδικά, για τα μερίσματα ή κέρδη που εισπράττει ημεδαπή μητρική εταιρία από αλλοδαπή θυγατρική της, με έδρα σε τρίτη χώρα (εκτός Ε.Ε.), από τον αναλογούντα φόρο του νομικού προσώπου εκπίπτει μόνο το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε ως φόρος επί του μερίσματος, επιφυλασσομένων των Σ.Α.Δ.Φ.
V. ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΦΟΡΟΥ ΣΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
1. Παρακράτηση φόρου στα δικαιώματα
Για τα δικαιώματα που καταβάλλονται σε ημεδαπά φυσικά πρόσωπα ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που δεν έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην Ελλάδα και δεν διατηρούν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20%, εκτός αν από τη Σ.Α.Δ.Φ. μεταξύ της Ελλάδος και του κράτους στο οποίο έχουν τη φορολογική κατοικία τους τα ως άνω πρόσωπα, προβλέπεται ευνοϊκότερος φορολογικός συντελεστής.
2. Απαλλαγή από την υποχρέωση παρακράτησης φόρου εισοδήματος στα δικαιώματα που καταβάλλονται σε συνδεμένα πρόσωπα
Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 63 του ν. 4172/2013, δεν διενεργείται καμία παρακράτηση φόρου στα δικαιώματα που καταβάλλονται σε συνδεδεμένα πρόσωπα.
3. Χρόνος υποβολής της δήλωσης απόδοσης του φόρου που παρακρατείται στα δικαιώματα
Η δήλωση για την απόδοση του φόρου που παρακρατείται στα δικαιώματα υποβάλλεται μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα από την ημερομηνία καταβολής της υποκείμενης σε παρακράτηση πληρωμής. Ως «καταβολή της υποκείμενης σε παρακράτηση πληρωμής» νοείται και η πίστωση των δικαιούχων με το ποσό του εισοδήματος από δικαιώματα.
VI ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΦΟΡΟΥ ΣΤΟΥΣ ΤΟΚΟΥΣ
1. Παρακράτηση φόρου στους τόκους
- Οι πληρωμές τόκων υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%).
- Με την παρακράτηση εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση σε περίπτωση που ο δικαιούχος του εισοδήματος από τόκους είναι νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του και δεν διατηρεί μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα.
- Για τα νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες με φορολογική κατοικία ή μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, η παρακράτηση φόρου επί των τόκων δεν εξαντλεί τη φορολογική υποχρέωση για τα εισοδήματα αυτά, αλλά τα σχετικά ποσά συναθροιζόμενα με τα λοιπά έσοδά τους φορολογούνται ως έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα, με τον φορολογικό συντελεστή της παρ. 1 του άρθρου 58 του ν. 4172/2013, κατά περίπτωση, ανάλογα με τα τηρούμενα βιβλία (αριθ. ΠΟΛ.1042/26.1.2015, ΑΔΑ: 6ΛΡ9Η-ΟΧ9 εγκύκλιος της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων).
2. Απαλλαγή από την υποχρέωση παρακράτησης φόρου εισοδήματος στους τόκους που καταβάλλονται σε συνδεμένα πρόσωπα
Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 63 του ν. 4172/2013, δεν διενεργείται καμία παρακράτηση φόρου στους τόκους που καταβάλλονται σε συνδεδεμένα πρόσωπα.
3. Παρακράτηση φόρου εισοδήματος στους τόκους υπερημερίας
Οι πληρωμές τόκων υπερημερίας υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου εισοδήματος με συντελεστή 15%.
4. Τόκοι από καταθέσεις στην αλλοδαπή που αποκτά νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα και οι οποίοι παραμένουν στην αλλοδαπή
Σε περίπτωση που οι τόκοι που προέρχονται από καταθέσεις αλλοδαπής δεν εισάγονται στην Ελλάδα δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου και τα εισοδήματα θα φορολογηθούν μαζί με τα λοιπά εισοδήματα του δικαιούχου ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα. Από το συνολικό ποσό του φόρου που αναλογεί και πρέπει να αποδοθεί, εκπίπτει ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για αυτό το εισόδημα μέχρι του ποσού του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα.
VII. ΥΠΟΒΟΛΗ ΔΗΛΩΣΕΩΝ
1. Χρόνος υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος
Οι δηλώσεις υποβάλλονται μέχρι και την τελευταία ημέρα του έκτου μήνα από το τέλος του φορολογικού έτους.
Ειδικά για τα νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που έχουν τεθεί υπό εκκαθάριση η δήλωση υποβάλλεται σε ένα (1) μήνα από τη λήξη της εκκαθάρισης και σε περίπτωση παράτασης της εκκαθάρισης πέραν του έτους υποβάλλεται προσωρινή δήλωση για τα εισοδήματα κάθε έτους μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λήξη του επιφυλασσομένης της υποβολής οριστικής δήλωσης συγχρόνως με τη λήξη της εκκαθάρισης.
Επισημαίνεται ότι στις περιπτώσεις που η καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή της δήλωσης διακοπής ή λήξης της εκκαθάρισης λήγει σε ημερομηνία προγενέστερη αυτής της δήλωσης του τελευταίου φορολογικού έτους πριν από τη διακοπή ή την έναρξη της εκκαθάρισης, από τη Διοίκηση έχει γίνει δεκτό, ότι η τελευταία αυτή δήλωση πρέπει να υποβληθεί μέχρι την καταληκτική ημερομηνία υποβολής της δήλωσης διακοπής ή λήξης της εκκαθάρισης, αντίστοιχα.
2. Προκαταβολή του φόρου σε περίπτωση φορολογικού έτους μικρότερου των δώδεκα (12) μηνών
Σε περίπτωση που το φορολογικό έτος είναι μικρότερο των δώδεκα (12) μηνών, η προκαταβολή υπολογίζεται κανονικά χωρίς καμία μείωση.
3. Μείωση προκαταβολής στο ήμισυ για τα τρία (3) πρώτα οικονομικά έτη
Για τα νέα νομικά πρόσωπα, η προκαταβολή μειώνεται στο ήμισυ για τα τρία (3) πρώτα οικονομικά έτη από τη δήλωση έναρξης εργασιών τους.
4. Υποβολή μηδενικής δήλωσης απόδοσης παρακρατούμενου φόρου (μερίσματα, τόκοι, δικαιώματα)
Στις περιπτώσεις που δεν ενεργείται παρακράτηση φόρου με βάση τις διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας, για παράδειγμα στα δικαιώματα που εισπράττει ημεδαπό νομικό πρόσωπο, τόκοι ομολογιακών δανείων του Ελληνικού Δημοσίου που αποκτούν τα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα κ.λπ, δεν απαιτείται η υποβολή μηδενικής δήλωσης απόδοσης παρακρατούμενου φόρου. Αντίθετα, υποβάλλεται μηδενική δήλωση στις περιπτώσεις που η μη διενέργεια παρακράτησης προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4172/2013 ή της οικείας Σ.Α.Δ.Φ.
VIII. ΛΟΙΠΑ ΘΕΜΑΤΑ
1. Έκπτωση ζημίας από αποτίμηση τίτλων
Η ζημία που προκύπτει από την αποτίμηση τίτλων από 01.01.2014 και μετά δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων.
2. Φορολογική μεταχείριση του υπολοίπου του λογαριασμού «Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις» που σχηματίσθηκε με βάση τις προϊσχύσασες διατάξεις του ν. 2238/1994.
Τα υπόλοιπα επισφαλών πελατών για τα οποία έχουν σχηματισθεί προβλέψεις με βάση τις προϊσχύσασες διατάξεις του ν. 2238/1994 διαγράφονται μέχρι την 31.12.2014. Τυχόν υπόλοιπο του λογαριασμού 44.11 την 31.12.2014 θα μεταφερθεί στα ακαθάριστα έσοδα του φορολογικού έτους 2015.
Σε περίπτωση που μία επιχείρηση κλείνει ισολογισμό με ημερομηνία διαφορετική εκείνης της 31 Δεκεμβρίου, το υπόλοιπο του λογαριασμού «Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις» που σχηματίσθηκε με βάση τις διατάξεις του ν. 2238/1994, όπως αυτό εμφανίζεται στα βιβλία της επιχείρησης την τελευταία διαχειριστική περίοδο για την οποία ίσχυε ο ν. 2238/1994 (έναρξη έως και εντός του 2013), θα μεταφερθεί αυτούσιο στα φορολογητέα έσοδα του φορολογικού έτους που ακολουθεί την πενταετία μειωμένο κατά τις τυχόν διαγραφές επισφαλών απαιτήσεων που έλαβαν χώρα έως και το προηγούμενο φορολογικό έτος. Για παράδειγμα, ανώνυμη εταιρεία που κλείνει τη διαχειριστική της περίοδο την 30 Ιουνίου, θα μεταφέρει το υπόλοιπο του λογαριασμού «Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις», όπως αυτό εμφανίζεται την 30.06.2014 και αφορά στις χρήσεις που έληξαν την 30.06.2011, 30.06.2012, 30.06.2013 και 30.06.2104, στο φορολογικό έτος που λήγει την 30.06.2016, συναθροιζόμενο με τα λοιπά φορολογητέα έσοδα του έτους αυτού, καθόσον τότε συμπληρώνεται η πενταετία με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 2238/1994. Το πιο πάνω ποσό θα είναι μειωμένο κατά τις τυχόν διαγραφές επισφαλών απαιτήσεων που έλαβαν χώρα εντός του φορολογικού έτους που έληξε την 30.6.2015.
Στην περίπτωση εταιρείας που έχει κάνει έναρξη εργασιών από το 2006 και μετά, δεδομένου ότι η οριζόμενη πενταετία αρχίζει να μετράει από την έναρξη εργασιών και όχι από το 2005, το υπόλοιπο θα μεταφερθεί αυτούσιο στα φορολογητέα έσοδα του φορολογικού έτους που ακολουθεί την πενταετία μειωμένο κατά τις τυχόν διαγραφές επισφαλών απαιτήσεων που έλαβαν χώρα έως και το προηγούμενο φορολογικό έτος. Επομένως, επιχείρηση με πρώτη διαχειριστική περίοδο 1.1.2011 - 31.12.2011, θα φορολογήσει το υπόψη υπόλοιπο στο φορολογικό έτος 2016, καθόσον τότε συμπληρώνεται η οριζόμενη από τον νόμο πενταετία, μειωμένο κατά τις τυχόν διαγραφές επισφαλών απαιτήσεων που έλαβαν χώρα εντός των φορολογικών ετών 2014 και 2015.
3. Φορολογία εισοδήματος από ακίνητα των νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα
Στο εισόδημα που αποκτούν τα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα περιλαμβάνεται και αυτό που τεκμαίρεται από ιδιοχρησιμοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση χρήσης γης ή ακινήτου. Από το εισόδημα από ακίνητα εκπίπτουν οι κάθε είδους δαπάνες που αφορούν στο ακίνητο, ήτοι, οι δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης, καθώς και οι πάγιες και λειτουργικές δαπάνες του ακινήτου σε ποσοστό 75% και ειδικά για το Άγιο Όρος σε ποσοστό 100%. Στην ως άνω έννοια των πάγιων και λειτουργικών δαπανών, περιλαμβάνονται και οι αποσβέσεις του ακινήτου, οι οποίες υπολογίζονται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 4172/2013. Ειδικά η δαπάνη ιδιοχρησιμοποίησης εκπίπτει στο σύνολό της (100%).
IΧ. ΑΠΟΣΒΕΣΕΙΣ ΠΑΓΙΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
1. Από ποιόν διενεργούνται οι αποσβέσεις σε περίπτωση σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης.
Για συμβάσεις για τις οποίες πληρούνται μία ή παραπάνω προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ν. 4172/2013 (συμβάσεις χρηματοοικονομικής μίσθωσης), οι αποσβέσεις διενεργούνται από τον μισθωτή. Ειδικότερα, για συμβάσεις χρηματοοικονομικής μίσθωσης που έχουν συναφθεί πριν από την 01.01.2014, τα ανωτέρω ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2019.
2. Πως αποσβέννονται κάποια πάγια που δεν ορίζεται συντελεστής απόσβεσης
Για κάθε πάγιο που δεν ορίζεται συντελεστής απόσβεσης, ο συντελεστής απόσβεσης αυτού θα είναι εκείνος των «λοιπών πάγιων στοιχείων», δηλαδή δέκα τοις εκατό (10%) και όχι εκείνος που τυχόν προκύπτει από την ωφέλιμη διάρκεια ζωής του παγίου αυτού.
3. Πότε αρχίζουν τις αποσβέσεις τους οι νέες επιχειρήσεις με βάση το δικαίωμα που έχουν για τα τρία (3) πρώτα φορολογικά έτη
Οι νέες επιχειρήσεις, για τα τρία (3) πρώτα φορολογικά έτη δύνανται να αναβάλλουν τη φορολογική απόσβεση για τα πάγια περιουσιακά τους στοιχεία. Επομένως, προβλέπεται ότι οι νέες επιχειρήσεις, κατά τα τρία (3) πρώτα φορολογικά έτη, με πρώτο εκείνο στο οποίο υποβλήθηκε η δήλωση έναρξης εργασιών και για όλα τα πάγια περιουσιακά στοιχεία τους, έχουν τη δυνατότητα να μη διενεργούν καθόλου αποσβέσεις.
Από το τέταρτο φορολογικό έτος και μετά, θα υπολογισθούν αποσβέσεις κανονικά και για όλα τα πάγια ανεξάρτητα από τη χρήση της εν λόγω τριετίας που αποκτήθηκαν τα πάγια αυτά.
Τονίζεται ότι η επιλογή της μη διενέργειας, αφορά αφενός, όλα τα πάγια περιουσιακά στοιχεία (δηλαδή, είτε δεν θα διενεργηθούν αποσβέσεις για κανένα πάγιο περιουσιακό στοιχείο, είτε θα διενεργηθούν για όλα) και αφετέρου, σε όλα τα τρία (3) αυτά φορολογικά έτη (δηλαδή, η επιχείρηση δεν θα διενεργήσει αποσβέσεις ή θα διενεργήσει και στα τρία (3) πρώτα φορολογικά έτη).
4. Τι σημαίνει ο όρος «υποχρεωτικές αποσβέσεις»
Σημαίνει ότι αν διενεργηθούν αποσβέσεις, αλλά με συντελεστή μεγαλύτερο από τον προβλεπόμενο, οι επιπλέον αποσβέσεις δεν αναγνωρίζονται φορολογικά, ενώ αν δεν διενεργηθούν αποσβέσεις ή διενεργηθούν με συντελεστή μικρότερο από τον προβλεπόμενο, η επιχείρηση χάνει το δικαίωμα να πραγματοποιήσει στο μέλλον τις αποσβέσεις που όφειλε να διενεργήσει και δεν διενήργησε.
5. Πως αποσβένονται τα πάγια όταν χρησιμοποιούνται για ημέρες λιγότερες του μηνός
Η φορολογική απόσβεση ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου αρχίζει από τον επόμενο μήνα εντός του οποίου χρησιμοποιείται ή τίθεται σε υπηρεσία από τον φορολογούμενο. Σε περίπτωση πώλησης / διαγραφής του παγίου πριν από την ολοσχερή απόσβεσή του, διενεργούνται αποσβέσεις μέχρι και τον τελευταίο μήνα που χρησιμοποιήθηκε, χωρίς να ενδιαφέρει ο αριθμός των ημερών που χρησιμοποιήθηκε τον μήνα αυτό.
6. Σε ποιο φορολογικό έτος λαμβάνει χώρα η εφάπαξ απόσβεση περιουσιακού στοιχείου με αξία μικρότερη από χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ
Εάν η αποσβέσιμη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου της επιχείρησης είναι μικρότερη από χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, το εν λόγω στοιχείο μπορεί να αποσβεστεί εξ ολοκλήρου μέσα στο φορολογικό έτος που αποκτήθηκε. Επομένως, σε περίπτωση αγοράς παγίου περιουσιακού στοιχείου με αξία μικρότερη των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ τον Δεκέμβριο 2016, το εν λόγω στοιχείο μπορεί να αποσβεσθεί εξ' ολοκλήρου εντός του φορολογικού έτους 2016.
Γ. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΠΛΟΙΩΝ
Ι. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΠΛΟΙΩΝ ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ
1. Ποιος είναι υπόχρεος για επίδοση δήλωσης πλοίων πρώτης κατηγορίας
Σε υποβολή δηλώσεως υποχρεούται ο πλοιοκτήτης ή η πλοιοκτήτρια εταιρεία που είναι γραμμένη στο οικείο νηολόγιο κατά την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού έτους, ανεξάρτητα με την κατοικία ή διαμονή ή την έδρα αυτής στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή.
2. Ποια είναι η προθεσμία επίδοσης δήλωσης πλοίων πρώτης κατηγορίας και καταβολής του φόρου
Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας, μέσω διαδικτύου στο πληροφοριακό σύστημα TAXISnet μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου κάθε έτους. Με την υποβολή της δήλωσης, γίνεται ο άμεσος προσδιορισμός του φόρου, εκδίδεται «Ταυτότητα Οφειλής» (Τ.Ο.) με βάση την οποία καταβάλλεται ο φόρος μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων. Η πρώτη δόση του φόρου (το % αυτού) καταβάλλεται μέχρι το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου και οι υπόλοιπες τρεις (3) ισόποσες δόσεις καταβάλλονται εντός των μηνών Ιουνίου, Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου του οικείου φορολογικού έτους.
3. Σε ποιο νόμισμα καταβάλλεται ο φόρος πλοίων πρώτης κατηγορίας
Ο φόρος καταβάλλεται σε δολάρια Η.Π.Α. ή σε λίρες Αγγλίας, με επιλογή του υποχρέου και με βάση την επίσημη ισοτιμία μεταξύ των νομισμάτων αυτών κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης. Η καταβολή του φόρου μπορεί να γίνει και με ευρώ που προέρχονται αποδεδειγμένα από την εισαγωγή ναυτιλιακού συναλλάγματος σε δολάρια Η.Π.Α. ή σε λίρες Αγγλίας, στο όνομα του υποχρέου ή του πράκτορα στην Ελλάδα διαχειριστή ή αντιπροσώπου του πλοίου, βάσει της επίσημης ισοτιμίας του δολαρίου που ισχύει κάθε φορά κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης.
4. Ποιά η ιδιαιτερότητα του ειδικού φόρου των πλοίων
Ο κατά τις διατάξεις του ν. 27/1975 (Α' 77) επιβαλλόμενος φόρος εξαντλεί κάθε υποχρέωση του πλοιοκτήτη, καθώς και του μετόχου ή εταίρου ημεδαπής ή αλλοδαπής εταιρείας οποιουδήποτε τύπου φόρου εισοδήματος, όσον αφορά στα κέρδη που προκύπτουν από την εκμετάλλευση πλοίων.
5. Γιατί δεν υπάρχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης από τον πλοιοκτήτη για πλοία δεύτερης κατηγορίας:
Η βεβαίωση του φόρου των πλοίων της δεύτερης κατηγορίας, ενεργείται σε ευρώ οίκοθεν από τον οικονομικό έφορο με βάσει τα στοιχεία που διαθέτει για τη χωρητικότητα κάθε πλοίου και καταβάλλεται σε τέσσερις ίσες τριμηνιαίες δόσεις εντός των μηνών Απριλίου, Ιουλίου, Οκτωβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους (άρθρο 17 του ν. 27/1975).
ΙΙ. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΠΛΟΙΩΝ ΜΕ ΞΕΝΗ ΣΗΜΑΙΑ
Αφορά στα πλοία με ξένη σημαία, των οποίων η διαχείριση γίνεται από ημεδαπές ή αλλοδαπές εταιρίες εγκατεστημένες στην Ελλάδα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975.
1. Ποιος είναι υπόχρεος για επίδοση δήλωσης (άρθρο 26)
Σε υποβολή δήλωσης υποχρεούνται ο πλοιοκτήτης ή η πλοιοκτήτρια εταιρία που είναι εγγεγραμμένη στο οικείο νηολόγιο κατά την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού έτους, ανεξάρτητα με την κατοικία ή τη διαμονή ή την έδρα αυτής στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, η διαχειρίστρια εταιρία ημεδαπή ή αλλοδαπή εγκαταστημένη στην Ελλάδα με βάση το άρθρο 25 του ν. 27/1975, καθώς και ο εκπρόσωπος και ο αντίκλητος αυτών, εάν υπάρχει.
2. Ποια είναι η προθεσμία επίδοσης δήλωσης και καταβολής του φόρου (άρθρο 26)
Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας, μέσω διαδικτύου στο πληροφοριακό σύστημα TAXISnet μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου κάθε έτους. Με την υποβολή της δήλωσης, γίνεται ο άμεσος προσδιορισμός του φόρου, εκδίδεται «Ταυτότητα Οφειλής» (Τ.Ο.) με βάση την οποία καταβάλλεται ο φόρος μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων. Η πρώτη δόση του φόρου (το % αυτού) καταβάλλεται μέχρι το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου και οι υπόλοιπες τρεις (3) ισόποσες δόσεις καταβάλλονται εντός των μηνών Ιουνίου, Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου του οικείου φορολογικού έτους.
3. Ποιος είναι υπόχρεος για επίδοση δήλωσης φόρου πλοίων με σημαία Ε.Ε. και Ε.Ο.Χ. (άρθρο 26α)
Σε υποβολή δήλωσης υποχρεούνται ο πλοιοκτήτης ή η πλοιοκτήτρια εταιρία που είναι εγγεγραμμένοι στο οικείο νηολόγιο κατά την πρώτη ημέρα κάθε ημερολογιακού έτους, ανεξάρτητα από την κατοικία ή τη διαμονή ή την έδρα αυτών στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή. Αλληλεγγύως υπόχρεος προς καταβολή του φόρου είναι και οποιοσδήποτε με εντολή του πλοιοκτήτη ή οποιασδήποτε Αρχής ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία διαχειρίζεται το πλοίο και εισπράττει τους ναύλους, καθώς και ο προβλεπόμενος νόμιμος εκπρόσωπος και εγγυητής του πλοιοκτήτη, αποδεχθείς εγγράφως τον διορισμό του.
4. Ποια είναι η προθεσμία επίδοσης δήλωσης και καταβολής του φόρου πλοίων του άρθρου 26α.
Η δήλωση και η καταβολή του φόρου των πλοίων του άρθρου 26α γίνεται κατ' ανάλογη εφαρμογή των προβλεπομένων στον ν. 27/1975 για τον φόρο που επιβάλλεται στα πλοία υπό ελληνική σημαία:
α) Όταν το πλοίο είναι πρώτης κατηγορίας, θα έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 27/1975, σύμφωνα με τις οποίες η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας, μέσω διαδικτύου στο πληροφοριακό σύστημα TAXISnet μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου κάθε έτους. Με την υποβολή της δήλωσης, γίνεται ο άμεσος προσδιορισμός του φόρου, εκδίδεται «Ταυτότητα Οφειλής» (Τ.Ο.) με βάση την οποία καταβάλλεται ο φόρος μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων. Η πρώτη δόση του φόρου (το % αυτού) καταβάλλεται μέχρι το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου και οι υπόλοιπες τρεις (3) ισόποσες δόσεις καταβάλλονται εντός των μηνών Ιουνίου, Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου του οικείου φορολογικού έτους.
β) Όταν το πλοίο είναι δεύτερης κατηγορίας, θα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 27/1975, σύμφωνα με τις οποίες δεν υποβάλλεται δήλωση φόρου, αλλά αυτό γίνεται οίκοθεν από την αρμόδια Δ.Ο.Υ Ο φόρος καταβάλλεται σε τέσσερις (4) ίσες τριμηνιαίες δόσεις μέσα στους μήνες Απρίλιο, Ιούλιο, Οκτώβριο και Ιανουάριο κάθε έτους».
ΘΕΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ
Αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε.: Διεύθυνση Εφαρμογής Άμεσης Φορολογίας -
Τμήμα Δ' - Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών
Τηλ. επικοινωνίας για παροχή διευκρινίσεων: 210-3610065, 210-3610030
Τελευταία ενημέρωση: 22/3/2017
1. Τι ισχύει για τα υποκαταστήματα από την 1.1.2015;
Οι διατάξεις του ν. 4308/2014 «Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις» (Α' 251) δεν ορίζουν την έννοια του υποκαταστήματος, ούτε όμως απαιτείται ο καθορισμός της έννοιας αυτής για την εφαρμογή των διατάξεων του υπόψη νόμου, δεδομένου ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν προσδιορίζουν ιδιαίτερες υποχρεώσεις για τα υποκαταστήματα (υποχρέωση τήρησης ιδιαίτερων λογιστικών αρχείων, κλπ).
2. Οι αλιείς, που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α., υποχρεούνται σε τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων;
Οι αλιείς του ειδικού, κατ' αποκοπή, καθεστώτος Φ.Π.Α. (άρθρο 40 του ν. 2859/2000), από 1.1.2015, μετά από την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4308/2014, υποχρεούνται σε τήρηση λογιστικών βιβλίων και έκδοση στοιχείων. Οι εν λόγω αλιείς, με τις διατάξεις του άρθρου 2 της αριθ. ΠΟΛ.1007/9.1.2015 (Β' 73, ΑΔΑ: ΩΛ20Η-5ΕΔ) απόφασης της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων απαλλάσσονται μόνο από την ενημέρωση λογιστικών βιβλίων, ενώ με την αριθ. ΠΟΛ.1002/31.12.2014 (Β' 3/2015, ΑΔΑ:7Θ03Η-ΗΥ9) όμοια απόφαση απαλλάσσονται από τη χρήση Φορολογικού Ηλεκτρονικού Μηχανισμού (Φ.Η.Μ.) για την έκδοση αποδείξεων λιανικής (αριθ. ΠΟΛ.1037/9.3.2017, ΑΔΑ: 7Σ09Η-ΒΛΔ εγκύκλιος του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.).
3. Τι κατηγορίας βιβλία τηρούν, από 1.1.2016, οι οντότητες της παραγράφου 2γ' του άρθρου 1 του ν. 4308/2014, με αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία υγρών καυσίμων;
Από 1.1.2016, οι πρατηριούχοι υγρών καυσίμων, με κύκλο εργασιών μεγαλύτερο των 8.000.000 ευρώ, για δύο συνεχόμενες περιόδους, τηρούν διπλογραφικά βιβλία. Σημειώνεται ότι οι οντότητες αυτές, για το φορολογικό έτος 2015, είχαν τη δυνατότητα να τηρήσουν απλογραφικά βιβλία, ανεξαρτήτως κύκλου εργασιών, σύμφωνα με την αριθ. ΠΟΛ.1022/21.1.2015 (Β' 252, ΑΔΑ: ΩΘΩΩΗ-6Β8) απόφαση της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων.
4. Τι κατηγορίας βιβλία τηρούν, από 1.1.2016, οι οντότητες της παραγράφου 2γ' του άρθρου 1 του ν. 4308/2014, με αντικείμενο δραστηριότητας τη χονδρική πώληση καπνοβιομηχανικών προϊόντων;
Από 1.1.2016, οι πρατηριούχοι χονδρικής πώλησης καπνοβιομηχανικών προϊόντων της παρ. 2γ' του άρθρου 1 του ν. 4308/2014, με κύκλο εργασιών μεγαλύτερο των 1.500.000 ευρώ, για δύο συνεχόμενες περιόδους, τηρούν διπλογραφικά βιβλία, οι οποίοι για το φορολογικό έτος 2015, είχαν τη δυνατότητα να τηρήσουν απλογραφικά βιβλία, ανεξαρτήτως κύκλου εργασιών, σύμφωνα με την αριθ. ΠΟΛ.1022/21.1.2015 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων.
5. Τι κατηγορίας βιβλία τηρεί μία Ανώνυμη εταιρεία που μετατρέπεται σε Ομόρρυθμη εταιρεία στη διάρκεια του φορολογικού έτους;
Εάν υφίσταται το ίδιο πρόσωπο, η εταιρεία συνεχίζει να τηρεί διπλογραφικά βιβλία μέχρι το τέλος του φορολογικού έτους. Εάν θεωρείται νέο πρόσωπο, θα τηρήσει απλογραφικά βιβλία από την ημερομηνία που υφίσταται το νέο πρόσωπο.
6. Τι κατηγορίας βιβλία τηρεί μία Ομόρρυθμη εταιρεία που μετατρέπεται σε Ανώνυμη εταιρεία στη διάρκεια του φορολογικού έτους;
Υποχρεούται σε τήρηση διπλογραφικών βιβλίων από την ημερομηνία μετατροπής της σε Α.Ε., δεδομένου ότι υπάγεται, πλέον, στις οντότητες της παρ. 2α' του άρθρου 1 του ν. 4308/2014.
7. Μπορεί μία Ομόρρυθμη εταιρεία που τίθεται σε εκκαθάριση να αλλάξει κατηγορία βιβλίων στη διάρκεια του φορολογικού έτους;
Η Ομόρρυθμη εταιρεία που τηρούσε προαιρετικά διπλογραφικά βιβλία και τίθεται σε εκκαθάριση μπορεί να αλλάξει κατηγορία βιβλίων από διπλογραφικά σε απλογραφικά από την έναρξη της περιόδου εκκαθάρισης, δεδομένου ότι η περίοδος της εκκαθάρισης αποτελεί νέα φορολογική περίοδο και με την προϋπόθεση ότι τις δύο φορολογικές περιόδους πριν από την εκκαθάριση ο κύκλος εργασιών της δεν είχε ξεπεράσει το ποσό των 1.500.000 ευρώ.
8. Τι κατηγορίας βιβλία τηρούν οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης;
Οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης (άρθρο 14 του ν.4270/2014 - Α'143), οι οποίοι μέχρι τη θέση σε ισχύ του ν. 4410/2016 - Α'141 (3/8/2016), είχαν υποχρέωση εφαρμογής του π.δ. 1123/1980 (Α' 283) (περί εφαρμογής του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου), εντάσσονται στις οντότητες της παραγράφου 2δ' του άρθρου 1 του ν. 4308/2014, όπως ισχύει και εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού. Ως εκ τούτου, για την τήρηση των λογιστικών τους αρχείων χρησιμοποιούν διπλογραφικό λογιστικό σύστημα. Στην αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή τα ανωτέρω πρόσωπα δεν είχαν υποχρέωση εφαρμογής του π.δ.1123/1980 μέχρι την 3/8/2016, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του ν.4308/2014, μόνο εφόσον ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και κατά συνέπεια εφαρμόζουν απλογραφικό λογιστικό σύστημα, για την τήρηση των λογιστικών τους αρχείων.
9. Ποιες είναι οι φορολογικές υποχρεώσεις των προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ως προς την τήρηση λογιστικών αρχείων;
Τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα πρόσωπα, όπως οι αθλητικοί και οι πολιτιστικοί σύλλογοι, εφαρμόζουν τις διατάξεις του ν. 4308/2014, μόνο εφόσον αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, οπότε και εντάσσονται στις οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 αυτού και επομένως σε τήρηση βιβλίων (απλογραφικά ή διπλογραφικά) με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του νόμου αυτού (κύκλος εργασιών 1.500.000 ευρώ). Στην περίπτωση που δεν αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, δεν εφαρμόζουν τις διατάξεις του νόμου αυτού και συνεπώς δεν τηρούν βιβλία και δεν εκδίδουν στοιχεία.
Κριτήριο εφαρμογής των διατάξεων του ν. 4308/2014 αποτελεί για τα πρόσωπα αυτά η απόκτηση εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα και όχι η υπαγωγή ή μη των συναλλαγών των εν λόγω προσώπων στο Φ.Π.Α.
ΑΓΡΟΤΕΣ
10α. Τι υποχρεώσεις έχουν οι αγρότες, ως προς την τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων, για τις πωλήσεις που πραγματοποιούν στις λαϊκές αγορές;
Οι αγρότες που πωλούν αγαθά σε λαϊκές αγορές εκδίδουν υποχρεωτικά αποδείξεις με τη χρήση Φ.Η.Μ. (αριθ. ΠΟΛ.1002/31.12.2014 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων), εκτός από την περίπτωση που τυχόν απαλλάσσονται από το Φ.Π.Α., λόγω ύψους ακαθάριστων εσόδων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 2859/2000, οπότε απαλλάσσονται από την ενημέρωση των βιβλίων τους και από τη χρήση Φ.Η.Μ.
10β. Οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α., υποχρεούνται στην έκδοση παραστατικού διακίνησης, όταν διακινούν αγροτικά προϊόντα;
Οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α., δεδομένου ότι δεν υπόκεινται στις ρυθμίσεις του ν. 4308/2014, δεν υποχρεούνται στην παρακολούθηση ( διακίνηση, παράδοση, αποστολή ) των αποθεμάτων τους (περ. 5.8.4ζ' της παρ. 8 του άρθρου 5 του Κεφαλαίου 2 της αριθ.ΠΟΛ.1003/2014 - ΑΔΑ: 7ΝΑΩΗ-96Σ εγκυκλίου της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων).
10γ. Πότε εκδίδονται οι εκκαθαρίσεις από τις συνεταιριστικές οργανώσεις, στην περίπτωση πώλησης αγροτικών προϊόντων για λογαριασμό του αγρότη;
Εκδίδονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση και αποστέλλονται στον αγρότη παραγωγό, έγκαιρα, για την εκπλήρωση κάθε νόμιμης υποχρέωσής του.
11. Υπάρχει υποχρέωση διαφύλαξης των αχρησιμοποίητων θεωρημένων βιβλίων και στοιχείων;
Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Μέρους Α' «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας» του ν. 4174/2013 (Α' 170), ορίζουν τον χρόνο διαφύλαξης των χρησιμοποιηθέντων λογιστικών αρχείων (βιβλίων και στοιχείων), των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών, των φορολογικών μνημών και των αρχείων που δημιουργούν οι φορολογικοί ηλεκτρονικοί μηχανισμοί. Η μη συμμόρφωση με τις ως άνω διατάξεις, συνιστά παράβαση της περίπτωσης η' της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του Μέρους Α' του ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.), η οποία επισύρει τις κυρώσεις των διατάξεων της περίπτωσης ε' της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου του ως άνω νόμου, ήτοι πρόστιμο 2.500 ευρώ.
Η μη διαφύλαξη των αχρησιμοποίητων θεωρημένων βιβλίων και στοιχείων δεν αποτελεί παράβαση των διατάξεων του Κ.Φ.Δ. και για τον λόγο αυτό δεν επιβάλλονται κυρώσεις σε περίπτωση απώλειάς τους.
Επισημαίνεται ότι κατά τη διακοπή εργασιών επιχειρηματικής δραστηριότητας, δεν υφίσταται υποχρέωση ακύρωσης των αχρησιμοποίητων θεωρημένων στοιχείων, η θεώρηση των οποίων διενεργήθηκε από τον χρόνο παραγωγικής λειτουργίας του συστήματος TAXIS, σε κάθε Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.), (αριθ. ΠΟΛ.1163/15.11.2016, Β' 3779, ΑΔΑ: ΩΧΜΛΗ-ΑΑΔ απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων).
12. Επί ηλεκτρονικής έκδοσης παραστατικού διακίνησης απαιτείται να επιδεικνύεται εκτυπωμένο το παραπάνω παραστατικό διακίνησης;
Το στοιχείο διακίνησης αποθεμάτων ως συνοδευτικό στοιχείο, μπορεί να βρίσκεται, κατά τη διάρκεια της διακίνησης, σε οποιοδήποτε μέσο αποθήκευσης σε ηλεκτρονική μορφή, με δυνατότητα ανάγνωσης, στην περίπτωση που αυτό απαιτηθεί από τον φορολογικό έλεγχο. Στον αντισυμβαλλόμενο μπορεί να παραδίδεται, ομοίως, σε οποιαδήποτε ηλεκτρονική μορφή. Η δυνατότητα ανάγνωσης, του συνοδευτικού στοιχείου διακίνησης, εφόσον ζητηθεί αυτό κατά τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, μπορεί να πραγματοποιείται με εκτύπωση του στοιχείου αυτού.
13. Υπάρχει υποχρέωση έκδοσης τιμολογίου για την είσπραξη τόκων υπερημερίας;
Για ποσά που εισπράττονται ως τόκοι υπερημερίας βάσει δικαστικής απόφασης, εφόσον αποτελούν έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως ορίζεται από τις σχετικές διατάξεις του ν. 4172/2013 (παρ. 2 του άρθρου 47), υπάρχει υποχρέωση έκδοσης τιμολογίου, από την δικαιούχο οντότητα, με την έκδοση της δικαστικής απόφασης.
14. Κατά τη διαδικασία της αυτοτιμολόγησης ή της ανάθεσης τιμολόγησης σε τρίτο πρόσωπο, απαιτείται, ως προϋπόθεση, η ύπαρξη έγγραφης συμφωνίας;
Δεν απαιτείται ως προϋπόθεση η κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας, καθώς και η κατάθεση αυτής, πριν από την έκδοση του πρώτου τιμολογίου, στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του υποχρέου, για λογαριασμό του οποίου ο πελάτης ή τρίτος εκδίδει τιμολόγια, αρκεί η ύπαρξη, πριν από την έκδοση του πρώτου τιμολογίου, συμφωνίας μεταξύ τους, η οποία μπορεί να αποδεικνύεται με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο (π.χ. ενδεικτικά ανταλλαγή e-mail, επιστολών κ.λπ.).
15. Πότε εκδίδεται το πιστωτικό τιμολόγιο, σε περίπτωση εσφαλμένης χρέωσης Φ.Π.Α. επί των αρχικά εκδοθέντων τιμολογίων;
Για διαφορές που έχουν σχέση και επηρεάζουν την αξία του αρχικού τιμολογίου, όπως είναι η εσφαλμένη χρέωση Φ.Π.Α., το πιστωτικό τιμολόγιο εκδίδεται μέχρι την 15η ημέρα του επόμενου μηνός από τη διαπίστωση των διαφορών.
16. Σε ποιες περιπτώσεις δεν εκδίδεται τιμολόγιο;
Δεν απαιτείται έκδοση τιμολογίου για την είσπραξη αποζημιώσεων, επιδοτήσεων, οικονομικών ενισχύσεων, επιστροφών τόκων, εισφορών και λοιπών συναφών εσόδων (περ. 8.1.2 της παρ. 1 του άρθρου 8 του Κεφαλαίου 3 της αριθ. ΠΟΛ.1003/31.12.2014 της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων).
Για τα υπόψη ποσά που αφορούν σε επιχορηγήσεις, εφόσον κατά την είσπραξή τους δεν υπάρχει υποχρέωση να εκδίδονται φορολογικά παραστατικά, δεν υφίσταται υποχρέωση υποβολής καταστάσεων πελατών και προμηθευτών, κατ' εφαρμογή της αριθ. ΠΟΛ.1022/2015 όμοιας απόφασης.
17. Υπάρχει δυνατότητα έκδοσης του τιμολογίου με αναγραφή παλαιότερης ημερομηνίας;
Το τιμολόγιο φέρει, οπωσδήποτε, την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε.
18. Πότε εκδίδεται απλοποιημένο τιμολόγιο;
Επιτρέπεται η έκδοση απλοποιημένου τιμολογίου, όταν το ποσό του τιμολογίου δεν υπερβαίνει τα 100 ευρώ.
Επέχουν θέση απλοποιημένου τιμολογίου και στοιχεία λιανικής πώλησης αγαθών ή υπηρεσιών, που καλύπτουν επαγγελματικές συναλλαγές και μέχρι του ορίου των εκατό (100) ευρώ, εφόσον εκδίδονται για την αγορά μη εμπορεύσιμων (για τον αγοραστή) αγαθών (αναλώσιμων) ή για τη λήψη, ομοίως, υπηρεσιών (περ. 10.2.2 της παρ. 2 του άρθρου 10 του Κεφαλαίου 3 της αριθ. ΠΟΛ.1003/31.12.2014 της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων).
19. Πώς εκδίδεται το τιμολόγιο που αφορά σε λιανικές πωλήσεις αγαθών;
Όταν η οντότητα εκδίδει τιμολόγιο για τις λιανικές πωλήσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών, αυτό εκδίδεται μηχανογραφικά με σήμανση από φορολογικό μηχανισμό, εκτός εάν η οντότητα απαλλάσσεται από τη χρήση φορολογικού μηχανισμού, όπου το τιμολόγιο εκδίδεται με οποιονδήποτε τρόπο, είτε χειρόγραφα είτε μηχανογραφικά χωρίς σήμανση από φορολογικό μηχανισμό (περ. 12.8.2 της παρ. 8 του άρθρου 12 του Κεφαλαίου 3 της αριθ. ΠΟΛ.1003/31.12.2014 της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων).
20. Ποιοι είναι οι εναλλακτικοί τρόποι έκδοσης φορολογικών παραστατικών, για τις μεμονωμένες πωλήσεις καυσίμων από πρατήρια υγρών καυσίμων προς επαγγελματίες;
Για αξία συναλλαγής μέχρι 300 ευρώ εκδίδεται:
- απόδειξη εσόδου (από το σύστημα εισροών - εκροών), στην οποία, κατά την έκδοσή της, με πληκτρολόγηση μέσω του λογισμικού του συστήματος εισροών - εκροών, αναγράφεται ο αριθμός κυκλοφορίας του οχήματος του αντισυμβαλλόμενου επαγγελματία, είτε
- απόδειξη εσόδου (από το σύστημα εισροών - εκροών), η οποία δεν αντικαθίσταται με τιμολόγιο, στο πίσω μέρος δε αυτής τίθεται η σφραγίδα του εκδότη της και αναγράφεται ο αριθμός κυκλοφορίας του εφοδιαζόμενου με καύσιμα οχήματος, είτε
- τιμολόγιο, στο οποίο θα επισυνάπτεται η αυτόματα εκδιδόμενη απόδειξη εσόδου (στην οποία προφανώς δεν αναγράφεται ο αριθμός κυκλοφορίας και ο Α.Φ.Μ. του αντισυμβαλλόμενου επαγγελματία) και στο οποίο (τιμολόγιο) αναγράφεται η φράση «Εκδόθηκε σε αντικατάσταση της αριθμ απόδειξης εσόδου».
Για αξία συναλλαγής άνω των 300 ευρώ εκδίδεται:
- απόδειξη εσόδου (από το σύστημα εισροών - εκροών) στην οποία, κατά την έκδοσή της, με πληκτρολόγηση μέσω του λογισμικού του συστήματος εισροών - εκροών, αναγράφεται ο αριθμός κυκλοφορίας του οχήματος του αντισυμβαλλόμενου επαγγελματία, καθώς και ο Α.Φ.Μ. του αντισυμβαλλόμενου επαγγελματία, είτε
- τιμολόγιο, στο οποίο θα επισυνάπτεται η αυτόματα εκδιδόμενη απόδειξη εσόδου (στην οποία προφανώς δεν αναγράφεται ο αριθμός κυκλοφορίας και ο Α.Φ.Μ. του αντισυμβαλλόμενου επαγγελματία) και στο οποίο (τιμολόγιο) αναγράφεται η φράση «Εκδόθηκε σε αντικατάσταση της αριθμ απόδειξης εσόδου».
Επισημάνσεις:
- Η απόδειξη εσόδου εκδίδεται αυτόματα από το σύστημα εισροών-εκροών, με την ολοκλήρωση της παράδοσης του καυσίμου από κάθε αντλία, ανεξάρτητα από την ιδιότητα που τυχόν δηλώνει ο αντισυμβαλλόμενος πελάτης (ιδιώτης ή επαγγελματίας), καθόσον δεν προβλέπεται από τις τεχνικές προδιαγραφές του συστήματος εισροών-εκροών η έκδοση τιμολογίου.
- Με την έκδοση του τιμολογίου γίνονται οι δέουσες λογιστικές εγγραφές που αφορούν στα έσοδα από χονδρικές πωλήσεις, αφού πρώτα γίνει αφαιρετική εγγραφή των εσόδων από λιανικές πωλήσεις, με αναγραφή του α/α της απόδειξης εσόδου που αφορά. Επιπρόσθετα δίνεται η δυνατότητα σε αντικατάσταση της απόδειξης εσόδου, που εκδόθηκε, να εκδοθεί πιστωτικό στοιχείο λιανικής, στο οποίο θα γίνεται ρητή μνεία ότι εκδίδεται για λόγους λογιστικής τακτοποίησης (εγγραφή αφαιρετική των εσόδων από λιανικές πωλήσεις), με αναγραφή σ' αυτό του α/α της απόδειξης εσόδου που αφορά.
21. Υπάρχει δυνατότητα έκδοσης ομαδικών ακτοπλοϊκών εισιτηρίων, με βάση τις διατάξεις των Ε.Λ.Π.;
Δεν αντίκειται στις διατάξεις των Ε.Λ.Π. η έκδοση ομαδικών εισιτηρίων ακτοπλοΐας, με συνημμένη σε αυτά την κατάσταση επιβατών, καθόσον δεν προβλέπεται, ως υποχρέωση, από τις διατάξεις του ν. 4308/2014, η έκδοση ατομικών εισιτηρίων ακτοπλοΐας, με αναγραφή του ονοματεπωνύμου εκάστου επιβάτη στο περιεχόμενο αυτών και υπό την προϋπόθεση ότι αυτό επιτρέπεται από διατάξεις άλλων φορέων (Υπ. Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής).
22. Ποιος είναι ο χρόνος έκδοσης αποδείξεων λιανικών συναλλαγών σε περίπτωση συνεχιζόμενης παροχής υπηρεσίας (π.χ. παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης);
Στη συνεχιζόμενη παροχή υπηρεσίας, η απόδειξη λιανικών συναλλαγών εκδίδεται στον χρόνο, που με βάση την ειδικότερη συμφωνία μεταξύ των αντισυμβαλλομένων, ολοκληρώνεται η παρεχόμενη υπηρεσία (ανά μήνα, ανά τρίμηνο κ.λπ.) ή εφόσον δεν υπάρχει ειδικότερη συμφωνία, κατά τον χρόνο που «ολοκληρώνεται» αυτή, οπότε και καθίσταται απαιτητό το σύνολο της συμφωνηθείσας αμοιβής. Επίσης, σε περίπτωση που λαμβάνεται προκαταβολή για μη προσφερθείσα υπηρεσία, δεν γεννάται υποχρέωση έκδοσης απόδειξης λιανικών συναλλαγών, για δε την τεκμηρίωση της είσπραξης εκδίδεται απλή «απόδειξη είσπραξης» και στη συνέχεια εκδίδεται η απόδειξη λιανικών συναλλαγών.
23. Μπορεί να εκδοθεί πιστωτικό στοιχείο λιανικής πώλησης με τη χρήση Φ.Η.Μ.;
Με τις διατάξεις του άρθρου 2.9.4 της αριθ ΠΟΛ.1220/13.12.2012 (Β' 3517) Απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών, ως προς τις προβλεπόμενες ιδιότητες και τα τεχνικά χαρακτηριστικά των Φ.Η.Μ., ορίζεται ότι δεν επιτρέπεται σε φορολογική απόδειξη εσόδου η διενέργεια και καταγραφή συναλλαγής (π.χ. πώληση) είδους, με μηδενική ή αρνητική αξία. Συνεπώς, δεν υπάρχει δυνατότητα έκδοσης του πιστωτικού στοιχείου λιανικής πώλησης με τη χρήση Φ.Η.Μ.
24. Πότε εκδίδεται ειδικό ακυρωτικό στοιχείο;
Εκδίδεται στην περίπτωση που δεν έχει γίνει χρήση του παραστατικού πώλησης, δηλαδή δεν έχει παραδοθεί αυτό στον αντισυμβαλλόμενο.
Στην περίπτωση που έχει γίνει χρήση του παραστατικού πώλησης, εκδίδεται πιστωτικό τιμολόγιο.
25. Η έκδοση παραστατικού διακίνησης μεταθέτει τον χρόνο έκδοσης του παραστατικού λιανικής πώλησης;
Σε περίπτωση πώλησης αγαθών, το στοιχείο λιανικής πώλησης εκδίδεται κατά τον χρόνο παράδοσης ή την έναρξη της αποστολής των αγαθών.
Όταν η παράδοση των πωλούμενων αγαθών γίνεται από τρίτο, το στοιχείο λιανικής πώλησης εκδίδεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την παράδοση. Επίσης, σημειώνεται ότι δεν παρέχεται ευχέρεια έκδοσης του στοιχείου λιανικής πώλησης σε χρόνο προγενέστερο της διακίνησης των αποθεμάτων.
26. Υπάρχει περιορισμός ως προς τον τρόπο εξόφλησης των φορολογικών στοιχείων που εκδίδονται για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες ;
Τα φορολογικά στοιχεία λιανικής πώλησης συνολικής αξίας πεντακοσίων (500) ευρώ και άνω, εξοφλούνται από τους λήπτες τους, αποκλειστικά με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010 (Α' 58), όπως ισχύει, αποκλειομένης της δυνατότητας εξόφλησής τους με μετρητά (παρ.2 του άρθρου 69 του ν. 4446/2016 - Α' 240).
ΘΕΜΑΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Αρμόδια υπηρεσία της Γ.Γ.Δ.Ε.: Διεύθυνση Εφαρμογής Φορολογίας Κεφαλαίου και Περιουσιολογίου
Τηλ. επικοινωνίας για παροχή διευκρινίσεων: 210-3375878, 210-3375875
Τελευταία ενημέρωση 24/3/2017
Α. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ - ΔΩΡΕΩΝ - ΓΟΝΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΦΟΡΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
1. Ποιος είναι υπόχρεος για την υποβολή της δήλωσης φόρου κληρονομιάς;
Ο κληρονόμος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του (άρθρο 61 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών - Δωρεών - Γονικών παροχών, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2961/2001 - Α' 266).
2. Ποια είναι η προθεσμία υποβολής της δήλωσης φόρου κληρονομιάς;
Μέσα σε έξι μήνες, αν ο κληρονομούμενος πέθανε στην Ελλάδα, ή μέσα σε ένα χρόνο, αν ο κληρονομούμενος απεβίωσε στην αλλοδαπή ή οι κληρονόμοι ή οι κληροδόχοι διέμεναν κατά το χρόνο θανάτου στην αλλοδαπή. Η προθεσμία αρχίζει από :
- τον θάνατο του κληρονομουμένου
- τη δημοσίευση της διαθήκης ή
- τη δημοσίευση της τελεσίδικης απόφασης που κηρύσσει την αφάνεια ή
- τον θάνατο του υπόχρεου σε δήλωση, αν αυτός δεν υπέβαλε δήλωση ή
- τον διορισμό των κηδεμόνων σχολαζουσών κληρονομιών, των εκτελεστών διαθήκης, των συνδίκων πτώχευσης ή
- την αναγνώρισή τους, σε περίπτωση κληρονόμων σχολαζουσών κληρονομιών ή
- τον χρόνο που ορίζεται στα άρθρα 7 και 8 του Κώδικα.
Η κατά τα άνω εξάμηνη ή ετήσια προθεσμία μπορεί να παραταθεί για τρεις (3) κατ' ανώτατο όριο μήνες, με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., αν συντρέχουν αποχρώντες λόγοι (άρθρα 62, 63 και 64).
3. Ποια δικαιολογητικά απαιτούνται κατά την υποβολή δηλώσεων φόρου κληρονομιάς;
α) Ληξιαρχική πράξη θανάτου
β) αντίγραφο διαθήκης
γ) κληρονομητήριο ή πιστοποιητικό της αρμόδιας δημοτικής ή κοινοτικής αρχής περί του είδους και του βαθμού συγγενείας προς τον κληρονομούμενο
δ) πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου περί μη δημοσιεύσεως νεότερης διαθήκης ή περί μη δημοσιεύσεως διαθήκης στην περίπτωση της εξ αδιαθέτου διαδοχής
ε) πιστοποιητικό για την ηλικία του επικαρπωτή, όταν για τον προσδιορισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η ηλικία αυτού
στ) έγγραφο νομιμοποιήσεως, σε περίπτωση πληρεξουσίου
ζ) τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη μετάθεση του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης
η) αποδεικτικά χρεών της κληρονομιάς (άρθρο 67).
4. Ποια είναι αρμόδια Δ.Ο.Υ. για την παραλαβή δηλώσεων φόρου κληρονομιάς;
Η Δ.Ο.Υ. της κατοικίας του κληρονομουμένου ή η Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού, αν ο κληρονομούμενος ήταν κάτοικος αλλοδαπής.
Αν όμως ο κληρονομούμενος είχε την κατοικία του στην αλλοδαπή, αλλά πέθανε στην Ελλάδα, αρμόδια είναι η Δ.Ο.Υ. του τόπου θανάτου.
Ως κατοικία του κληρονομουμένου θεωρείται αυτή που προκύπτει από τον ΑΦΜ αυτού (άρθρο 66).
ΦΟΡΟΣ ΔΩΡΕΑΣ - ΓΟΝΙΚΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ
5. Ποιος είναι υπόχρεος υποβολής δήλωσης φόρου δωρεάς - γονικής παροχής;
Είναι οι συμβαλλόμενοι δωρητής - δωρεοδόχος, γονέας - τέκνο και, σε περίπτωση άτυπης δωρεάς, ο δωρεοδόχος (άρθρο 85).
6. Ποια είναι αρμόδια Δ.Ο.Υ. για την παραλαβή δήλωσης φόρου δωρεάς- γονικής παροχής;
Η Δ.Ο.Υ. της κατοικίας του δωρητή. Ως κατοικία του δωρητή θεωρείται αυτή που προκύπτει από τον Α.Φ.Μ. αυτού. (άρθρο 87).
Κατ'εξαίρεση, για χρηματικές δωρεές προς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα, αρμόδια είναι η Δ.Ο.Υ. της έδρας του δωρεοδόχου.
7. Ποια είναι η προθεσμία υποβολής της δήλωσης φόρου δωρεάς - γονικής παροχής;
Η δήλωση υποβάλλεται πριν από την κατάρτιση του συμβολαίου, το οποίο συντάσσεται με βάση θεωρημένο αντίγραφο της δήλωσης, και, προκειμένου για άτυπες δωρεές, μέσα σε έξι (6) μήνες από την παράδοση του αντικειμένου της δωρεάς στον δωρεοδόχο (άρθρο 86).
ΑΠΑΛΛΑΓΈΣ
8. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις απαλλαγής από τον φόρο κληρονομιών και γονικών παροχών για την απόκτηση της πρώτης κατοικίας;
Ο κληρονόμος (σύζυγος ή τέκνο του κληρονομουμένου) ή το τέκνο που αποκτά τη γονική παροχή ή ο σύζυγος αυτού ή τα ανήλικα τέκνα τους να μην έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή επικαρπίας ή οίκησης σε άλλη κατοικία ή ιδανικό μερίδιο κατοικίας που πληροί τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειας ή δικαίωμα πλήρους κυριότητας επί οικοπέδου οικοδομήσιμου ή επί ιδανικού μεριδίου οικοπέδου, στα οποία αντιστοιχεί εμβαδόν κτίσματος που πληροί τις στεγαστικές τους ανάγκες και βρίσκονται σε δήμο ή κοινότητα με πληθυσμό άνω των 3.000 κατοίκων. Οι στεγαστικές ανάγκες θεωρείται ότι καλύπτονται αν το συνολικό εμβαδόν των ανωτέρω ακινήτων (και των λοιπών αντίστοιχων κληρονομιαίων ακινήτων) είναι 70 τ.μ. προσαυξανόμενα κατά 20 τ.μ. για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα και κατά 25 τ.μ. για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα του δικαιούχου (άρθρα 26 ενότητα Α' και 43 ενότητα Α').
9. Ποια είναι τα αφορολόγητα ποσά για την απόκτηση πρώτης κατοικίας αιτία θανάτου ή γονικής παροχής;
Η απαλλαγή παρέχεται για αξία κατοικίας μέχρι 200.000 € για κάθε ανήλικο ή άγαμο κληρονόμο και μέχρι 250.000 € για έγγαμο, η οποία προσαυξάνεται κατά 25.000 € για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα και κατά 30.000 € για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα ανήλικα τέκνα, των οποίων την επιμέλεια έχει ο δικαιούχος. Στο ποσό της απαλλαγής περιλαμβάνεται και η αξία μιας θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου και ενός αποθηκευτικού χώρου, για επιφάνεια εκάστου έως 20 τ.μ., εφόσον βρίσκονται στο ίδιο ακίνητο και αποκτώνται ταυτόχρονα. Επίσης, χορηγείται απαλλαγή για οικόπεδο αξίας μέχρι 50.000 € για κάθε ανήλικο ή άγαμο κληρονόμο και μέχρι 100.000 € για κάθε έγγαμο κληρονόμο, προσαυξανόμενη κατά 10.000 € για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα και κατά 15.000 € για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα. Η παραπάνω προσαύξηση για τα ανήλικα τέκνα ισχύει εφόσον στον δικαιούχο κληρονόμο ή κληροδόχο περιέρχεται ένα οικόπεδο εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα και όχι ποσοστό εξ αδιαιρέτου.
Αντίστοιχη απαλλαγή παρέχεται και κατά τη γονική παροχή πρώτης κατοικίας (άρθρα 26 ενότητα Α' και 43 ενότητα Α').
10. Γεωργικές απαλλαγές
Με τον ν. 3842/2010 (Α' 58) από 23-4-2010 καταργήθηκαν οι γεωργικές απαλλαγές και ο φόρος υπολογίζεται πλέον με βάση τα αφορολόγητα ποσά και τους φορολογικούς συντελεστές της αντίστοιχης κατηγορίας, όπως και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία.
ΛΟΙΠΑ ΘΕΜΑΤΑ
11. Σε πόσες δόσεις καταβάλλεται ο φόρος κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών;
α) Σε περίπτωση έκδοσης πράξης διοικητικού προσδιορισμού (βάσει δήλωσης), ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται σε 12 ίσες διμηνιαίες δόσεις, όχι μικρότερες των 500 € πλην της τελευταίας.
Σε περίπτωση κληρονομιάς, αν ο κληρονόμος είναι ανήλικος, ο αριθμός των δόσεων διπλασιάζεται, με την προϋπόθεση ότι κάθε δόση δεν θα είναι μικρότερη των 500 € πλην της τελευταίας.
β) Σε περίπτωση έκδοσης πράξης διορθωτικού προσδιορισμού, ο φόρος καταβάλλεται εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της πράξης στον φορολογούμενο.
γ) Σε περίπτωση έκδοσης οριστικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, ο φόρος καταβάλλεται σε δύο ίσες μηνιαίες δόσεις.
12. Ποιος είναι ο χρόνος φορολογίας για την κτήση αιτία θανάτου;
Κατά κανόνα, χρόνος φορολογίας είναι ο χρόνος θανάτου. Ο χρόνος φορολογίας μετατίθεται σε μεταγενέστερο του θανάτου χρονικό σημείο αυτοδίκαια στις περιπτώσεις του άρθρου 7 του Κώδικα (αναβλητική αίρεση, επιδικία περί το κληρονομικό δικαίωμα ή περί την κληρονομιά, διαχωρισμό επικαρπίας από την κυριότητα κ.λπ.) ή με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. στις περιπτώσεις του άρθρου 8 του Κώδικα.
13. Πότε παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή φόρου κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής;
Παραγράφεται μετά από την πάροδο 10 ετών, αν υποβλήθηκε δήλωση ή 15 ετών, αν δεν υποβλήθηκε δήλωση.
Σε περίπτωση έκδοσης πράξης διοικητικού ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, σύμφωνα με τον Κ.Φ.Δ. (άρθρο 36 του ν. 4174/2013 - Α' 170), το δικαίωμα του Δημοσίου παραγράφεται κατά κανόνα εντός 5 ετών, από το τέλος του έτους στο οποίο λήγει η προθεσμία υποβολής της δήλωσης.
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω το δικαίωμα του Δημοσίου είναι παραγραμμένο για όλες τις υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι 31-12-1994 (άρθρο 102).
14. Ποια είναι τα αφορολόγητα όρια και οι φορολογικοί συντελεστές στη φορολογία κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών;
α) Η αιτία θανάτου κτήση πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων, καθώς και η αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής κτήση ακινήτων ή εμπράγματων ή ενοχικών δικαιωμάτων επί ακινήτων, μετοχών, καθώς και λοιπών περιουσιακών στοιχείων (δηλαδή, όλων των περιουσιακών στοιχείων πλην μετρητών), υπόκειται σε φόρο, ο οποίος υπολογίζεται με βάση τις πιο κάτω φορολογικές κλίμακες:
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Α'
Κλιμάκια (σε ευρώ) | Συντελεστής κλιμακίου (%) | Φόρος κλιμακίου (σε ευρώ) | Φορολογητέα περιουσία (σε ευρώ) | Φόρος που αναλογεί (σε ευρώ) |
150.000 | — | — | 150.000 | — |
150.000 | 1 | 1.500 | 300.000 | 1.500 |
300.000 | 5 | 15.000 | 600.000 | 16.500 |
Υπερβάλλον | 10 |
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β'
Κλιμάκια (σε ευρώ) | Συντελεστής | Φόρος κλιμακίου (σε ευρώ) | Φορολογητέα περιουσία (σε ευρώ) | Φόρος που αναλογεί (σε ευρώ) |
κλιμακίου (%) | ||||
30.000 | — | — | 30.000 | — |
70.000 | 5 | 3.500 | 100.000 | 3.500 |
200.000 | 10 | 20.000 | 300.000 | 23.500 |
Υπερβάλλον | 20 |
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Γ'
Κλιμάκια | Συντελεστής κλιμακίου (%) | Φόρος κλιμακίου | Φορολογητέα περιουσία | Φόρος που αναλογεί |
6.000 | — | — | 6.000 | — |
66.000 | 20 | 13.200 | 72.000 | 13.200 |
195.000 | 30 | 58.500 | 267.000 | 71.700 |
Υπερβάλλον | 40 |
β) Η αιτία γονικής παροχής κτήση μετρητών φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), ενώ η αιτία δωρεάς κτήση μετρητών φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) για δωρεοδόχους που υπάγονται στην Α' κατηγορία, είκοσι τοις εκατό (20%) για δωρεοδόχους που υπάγονται στη Β' κατηγορία και σαράντα τοις εκατό (40%) για δωρεοδόχους που υπάγονται στη Γ' κατηγορία.
15. Ποιο είναι το απαλλασσόμενο ποσό όταν κληρονόμος είναι σύζυγος ή ανήλικο τέκνο του κληρονομουμένου;
Μετά από την 26-1-2010, όταν κληρονόμος είναι σύζυγος ή ανήλικο τέκνο του κληρονομουμένου, απαλλάσσεται από τον φόρο κληρονομιάς αξία κληρονομιαίας περιουσίας μέχρι 400.000 € για κάθε κληρονόμο (με αντίστοιχο περιορισμό των κλιμακίων υπολογισμού του φόρου της Α' κατηγορίας).
Β. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
1. Ποιο είναι το αντικείμενο του φ.μ.α. και ποιος ο υπόχρεος για την καταβολή του φόρου;
Σε κάθε μεταβίβαση ακινήτου με αντάλλαγμα ή σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος σε ακίνητο, καθώς και σε μεταβίβαση πλοίου με ελληνική σημαία επιβάλλεται φόρος στην αξία αυτών και υπόχρεος για την καταβολή του είναι ο αγοραστής.
2. Ποια είναι η αρμόδια Δ.Ο. Υ. για την υποβολή της δήλωσης;
Για κάθε μεταβίβαση ακινήτου οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται, πριν από τη σύνταξη του συμβολαίου, να υποβάλουν κοινή δήλωση φ.μ.α. στη Δ.Ο.Υ., στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας βρίσκεται το ακίνητο.
Αν στην περιοχή, στην οποία βρίσκεται το ακίνητο, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (Α' 43) και μόνο αν η παραλαβή της δήλωσης κατά τα ανωτέρω είναι προδήλως δυσχερής, μπορεί να παραληφθεί η δήλωση του φόρου μεταβίβασης από υπάλληλο που παραλαμβάνει τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του αγοραστή και, σε περίπτωση που η Δ.Ο.Υ. δεν έχει αρμοδιότητα για θέματα φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων, η δήλωση παραλαμβάνεται από υπάλληλο οποιασδήποτε άλλης Δ.Ο.Υ., η οποία έχει την αρμοδιότητα αυτή.
Στην περίπτωση Δ.Ο.Υ., στην οποία υπάγεται Γραφείο Εξυπηρέτησης Φορολογουμένων (Γ.Ε.Φ.), η δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτων μπορεί να παραλαμβάνεται και από τον υπάλληλο του Γ.Ε.Φ
3. Ποια είναι η διαδικασία υποβολής της δήλωσης και καταβολής του φ.μ.α.;
Η δήλωση υποβάλλεται σε δύο (2) αντίτυπα, ένα εκ των οποίων κρατείται από τον υπάλληλο της Δ.Ο.Υ. και το δεύτερο, αφού βεβαιωθεί για την ακρίβεια της αντιγραφής, παραδίδεται στον συμβαλλόμενο.
Η καταβολή του φόρου πραγματοποιείται σε πιστωτικά ιδρύματα ή στα Ε.Λ.Τ.Α. με τη χρήση κωδικού πληρωμής.
4. Πώς καταβάλλεται ο φόρος μεταβίβασης ακινήτων;
Στις περιοχές που εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα, κατά την υποβολή της δήλωσης φ.μ.α., ο φορολογούμενος υποχρεούται να αναγράφει σε αυτήν την αντικειμενική αξία του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, βάσει της οποίας καταβάλλει εφάπαξ τον φόρο που αναλογεί. Σε περίπτωση που το τίμημα είναι μεγαλύτερο της αντικειμενικής αξίας, ο φόρος υπολογίζεται επί του τιμήματος.
Στις υπόλοιπες περιοχές στις οποίες δεν εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα, κατά την υποβολή της δήλωσης ο φορολογούμενος καταβάλλει εξ ολοκλήρου τον φόρο που αναλογεί στην αξία που δήλωσε. Κατά την υποβολή της δήλωσης και μέσα σε προθεσμία δύο (2) ημερών, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. προσδιορίζει προσωρινά την αγοραία αξία του ακινήτου και ο αγοραστής έχει πλέον το δικαίωμα, μέσα σε δίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την ημερομηνία παραλαβής της δήλωσης, να υποβάλει συμπληρωματική δήλωση σύμφωνα με την ορισθείσα προσωρινή αξία και να καταβάλει χωρίς πρόστιμο το μισό του αναλογούντος φόρου και το υπόλοιπο μισό τον επόμενο της βεβαίωσης μήνα. Σε περίπτωση που δεν υποβάλει την πιο πάνω συμπληρωματική δήλωση, ενεργείται έλεγχος από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. για τον προσδιορισμό της αξίας, χωρίς να τον δεσμεύει πλέον η προεκτίμηση, και στη συνέχεια εκδίδεται πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου.
Κατά της οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, ο φορολογούμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει, εντός τριάντα ημερών από την κοινοποίησή της, ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) και, μετά από την έκδοση της σχετικής απόφασης, ο φορολογούμενος μπορεί να προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια.
5. Ποιοι είναι οι συντελεστές για τον υπολογισμό του φ.μ.α.;
O φόρος μεταβίβασης υπολογίζεται σε 3% επί της φορολογητέας αξίας του ακινήτου ή του εμπραγμάτου επί του ακινήτου δικαιώματος.
Ο ανωτέρω συντελεστής εφαρμόζεται σε μεταβιβάσεις ακινήτων, οι οποίες διενεργούνται από 1/1/2014 και μετά.
Ο φ.μ.α. που προκύπτει κατά τα προεκτεθέντα μειώνεται στο μισό ή στο ένα τέταρτο ανάλογα με τη νομική μορφή της πραγματοποιούμενης μεταβίβασης ή την ιδιότητα των συμβαλλόμενων προσώπων. Οι κυριότερες κατηγορίες είναι οι ακόλουθες:
α) Φ.μ.α. μειωμένος στο τέταρτο.
Οι περιπτώσεις που ο φ.μ.α. μειώνεται στο τέταρτο είναι η αυτούσια διανομή ακινήτων μεταξύ των συγκυρίων, η διάλυση Ο.Ε., Ε.Ε. και Ε.Π.Ε. και η μεταβίβαση των ακινήτων της εταιρείας στα μέλη της, κατά τον λόγο της εταιρικής τους μερίδας, καθώς και η απόληψη ακινήτων της εταιρείας από εταίρους που αποχωρούν από αυτή.
β) Φ.μ.α. μειωμένος στο μισό.
Οι περιπτώσεις που ο φ.μ.α. μειώνεται στο μισό είναι η ανταλλαγή ακινήτων ίσης αξίας, η υποχρεωτική ανταλλαγή οικοπέδων, η συγχώνευση Α.Ε. και Συνεταιρισμών, η αναγκαστική απαλλοτρίωση για δημόσια ωφέλεια, καθώς και η συνένωση οικοπέδων.
6. Σε ποιες περιπτώσεις σύστασης ή τροποποίησης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας οφείλεται φ.μ.α.;
Σε κάθε περίπτωση σύστασης ή τροποποίησης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, θα πρέπει να ερευνάται αν συντελείται, άμεσα ή έμμεσα, μεταβίβαση εμπράγματων επί ακινήτων δικαιωμάτων μεταξύ συγκυρίων, είτε με μορφή διανομής, είτε ανταλλαγής, είτε πώλησης, είτε δωρεάς ιδανικών μεριδίων. Ενδεικτικά, αναφέρονται:
- Σύσταση σε οικόπεδο με υφιστάμενα κτίσματα.
- Σύσταση και στο μελλόκτιστο δικαίωμα υψούν με υφιστάμενα κτίσματα.
- Τροποποίηση σύστασης με απόσπαση μέρους οριζόντιας ιδιοκτησίας από εκείνη στην οποία ανήκε και μεταφορά της σε οριζόντια ιδιοκτησία άλλου συνιδιοκτήτη.
- Σύσταση με διανομή της ψιλής κυριότητας.
- Διανομή υφιστάμενη κάθετης ιδιοκτησίας σε οικόπεδο με κτίσματα.
- Κατάργηση υφιστάμενης σύστασης σε οικόπεδο με κτίσματα.
7. Τεκμήριο αποπερατωμένου κτίσματος-Ποιες είναι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του;
α) Να μεταβιβάζονται ιδανικά μερίδια του οικοπέδου.
β) Η μεταβίβαση να γίνεται με αντάλλαγμα.
γ) Να έχει εκδοθεί οικοδομική άδεια ανέγερσης πολυκατοικίας ή η σχετική αίτηση να έχει υποβληθεί το αργότερο σε 2 χρόνια από τη μεταβίβαση και
δ) Η ανέγερση των κτισμάτων να γίνει είτε από τον πωλητή των ποσοστών του οικοπέδου, είτε από τον εργολάβο ο οποίος ανέλαβε με αντιπαροχή την ανέγερση της πολυκατοικίας, είτε από τρίτο πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό είτε του οικοπεδούχου είτε του εργολάβου.
Το ως άνω αμάχητο τεκμήριο δεν έχει εφαρμογή σε μεταβίβαση ιδανικού μεριδίου οικοπέδου σε πρόσωπα που αναλαμβάνουν κατ' επάγγελμα την ανέγερση ολόκληρης της πολυκατοικίας.
8. Πότε οφείλεται φόρος διανομής;
Κατά την αυτούσια διανομή ακινήτων μεταξύ των συγκυρίων τους οφείλεται φ.μ.α. (προσδιοριζόμενος στο % του ακέραιου φορολογικού συντελεστή), αν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η διανομή να είναι αυτούσια, δηλαδή ο καθένας από τους συγκυρίους να παίρνει είτε ένα διαιρετό μέρος των ακινήτων που διανέμονται είτε ποσοστό εξ αδιαιρέτου αυτών.
β) η αξία της μερίδας που παίρνει από τη διανομή κάθε συγκύριος, δηλαδή η φυσική του μερίδα, να είναι ίση με την αξία της ιδανικής τους μερίδας, δηλαδή με την αξία που είχε η εξ αδιαιρέτου συμμετοχή του.
Ο φ.μ.α. μειωμένος στο % επιβάλλεται στο σύνολο της περιουσίας που διανέμεται και, σε περίπτωση άνισης διανομής, η επί πλέον αξία θεωρείται ότι αποκτάται με ξεχωριστή μεταβίβαση και φορολογείται με ακέραιο συντελεστή φ.μ.α., αν καταβληθεί αντάλλαγμα, διαφορετικά οφείλεται φόρος δωρεάς.
9. Δικαίωμα προσφυγής.
α) Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί πράξη προσδιορισμού του φ.μ.α. (διοικητικός προσδιορισμός του φόρου), έχει δικαίωμα, εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της πράξης, να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (άρθρο 63 ν. 4174/2013). Κατά της απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης, ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου.
Επισημαίνεται ότι προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά οποιασδήποτε πράξης που εξέδωσε η Φορολογική Διοίκηση είναι απαράδεκτη.
β) Εφόσον, κατόπιν ελέγχου εκδίδεται προσωρινός διορθωτικός προσδιορισμός του φόρου, ο φορολογούμενος έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει εγγράφως τις απόψεις του εντός είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση της έγγραφης γνωστοποίησης.
Η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου εντός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής των απόψεων του φορολογουμένου ή, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν υποβάλει τις απόψεις του, από την εκπνοή της ως άνω προθεσμίας των 20 ημερών. Η οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου μαζί με την έκθεση ελέγχου κοινοποιούνται στον φορολογούμενο. Κατά της πράξης του οριστικού διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, ο φορολογούμενος έχει δικαίωμα εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση, να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.).
Επισημαίνεται και πάλι ότι προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά οποιασδήποτε πράξης που εξέδωσε η Φορολογική Διοίκηση είναι απαράδεκτη.
ΑΠΑΛΛΑΓΕΣ
10. Ποιοι είναι οι δικαιούχοι της απαλλαγής από τον φ.μ.α. για αγορά πρώτης κατοικίας;
Η απαλλαγή παρέχεται μόνο σε φυσικά πρόσωπα (έγγαμα ή άγαμα), εφόσον κατοικούν μόνιμα στην Ελλάδα ή προτίθενται να εγκατασταθούν σε αυτή το αργότερο εντός δύο (2) ετών από την αγορά (άρθρο 23, παρ. 4-5, ν. 3943/2011 - Α' 66).
Με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 3842/2010 καταργήθηκε η απαλλαγή για τους Έλληνες ομογενείς του εξωτερικού που δεν κατοικούν στην Ελλάδα κατά το χρόνο της αγοράς. Επίσης, καθορίστηκαν οι κατηγορίες δικαιούχων, ως ακολούθως:
α) Έλληνες,
β) ομογενείς από Αλβανία, Τουρκία και χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης,
γ) οι πολίτες των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου,
δ) αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 96/2008 (Α' 152),
ε) πολίτες τρίτων χωρών που απολαύουν του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4251/2014 (Α' 80).
Επισημαίνεται ότι, ειδικά για τους αλλοδαπούς, η πρόθεσή τους για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, για ειδικούς λόγους, οι αρμόδιες υπηρεσίες τους χορηγούν προσωρινές άδειες παραμονής που ανανεώνονται.
Οι καταγόμενοι από τη Βόρεια Ήπειρο και την Τουρκία, εφόσον απέκτησαν ιθαγένεια τρίτου κράτους πλην της Αλβανικής και Τουρκικής, δεν μπορούν να τύχουν απαλλαγής από τον φόρο.
Η απαλλαγή παρέχεται και στον ψιλό κύριο εξ αδιαιρέτου ποσοστού ή ψιλό κύριο ή επικαρπωτή κατοικίας ή οικοπέδου που αγοράζει το υπόλοιπο ποσοστό ή το εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας ή της ψιλής κυριότητας, προκειμένου να γίνει εξ ολοκλήρου κύριος του ακινήτου, εφόσον το ποσοστό που έχει δεν του πληροί της στεγαστικές ανάγκες.
Η απαλλαγή του άγαμου παρέχεται και στον σύζυγο που βρίσκεται σε διάσταση, υπό τον όρο ότι έχει κατατεθεί αίτηση ή αγωγή διαζυγίου τουλάχιστον έξι (6) μήνες πριν από την αγορά του ακινήτου με την προϋπόθεση ότι ο γάμος θα λυθεί μέσα σε πέντε (5) έτη από την αγορά.
Οι ιδιοκτήτες ξενοδοχείων, αποθηκών, γραφείων, βιομηχανοστασίων και γενικά, αμιγών επαγγελματικών στεγών έχουν δικαίωμα απαλλαγής. Δεν θεωρείται επαγγελματική στέγη το ακίνητο, το οποίο από την οικοδομική άδεια ή τον τίτλο κτήσης χαρακτηρίζεται ως κατοικία, έστω και αν αυτό χρησιμοποιείται ως επαγγελματική στέγη.
11. Ποια είναι η έκταση της παρεχόμενης απαλλαγής; Παρέχεται απαλλαγή για τους βοηθητικούς χώρους;
Με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 3842/2010 επήλθαν μεταβολές στο αντικείμενο της απαλλαγής, ως ακολούθως:
Καταργήθηκε η χορήγηση απαλλαγής για αγορά κατοικίας με εμβαδόν έως 200 τ.μ. ή οικοπέδου, στο οποίο αντιστοιχεί κατοικία με εμβαδόν έως 200 τ.μ., ανεξάρτητα από την αξία τους, και παρέχεται απαλλαγή, η οποία συνδέεται με την οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου και το είδος του αγοραζόμενου ακινήτου, ως εξής:
- Για αγορά κατοικίας: από άγαμο μέχρι του ποσού των 200.000 Ευρώ, από άγαμο που παρουσιάζει αναπηρία τουλάχιστον 67% από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία μέχρι ποσού αξίας 250.000 Ευρώ, από έγγαμο μέχρι ποσού αξίας 250.000 Ευρώ, ενώ από έγγαμο που παρουσιάζει αναπηρία τουλάχιστον 67% από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία μέχρι ποσού αξίας 275.000 Ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 25.000 Ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτού και κατά 30.000 Ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα του.
- Για αγορά οικοπέδου: από άγαμο μέχρι ποσού αξίας 50.000 Ευρώ, από έγγαμο μέχρι ποσού αξίας 100.000 Ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 10.000 Ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτού και κατά 15.000 Ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα του.
Αν η αξία του ακινήτου υπερβαίνει τα παραπάνω αφορολόγητα όρια, η απαλλαγή χορηγείται μέχρι του αντίστοιχου αφορολόγητου ποσού και για την επιπλέον αξία οφείλεται φ.μ.α
Σε περίπτωση αγοράς κατοικίας, στο ποσό της απαλλαγής περιλαμβάνεται και η αξία μιας θέσης στάθμευσης και ενός αποθηκευτικού χώρου, για επιφάνεια εκάστου έως 20 τ.μ., εφόσον βρίσκονται στο ίδιο ακίνητο και αποκτώνται ταυτόχρονα με το ίδιο συμβόλαιο αγοράς.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται σε αγορές πρώτης κατοικίας, η φορολογική υποχρέωση των οποίων γεννιέται από την 23-4-2010 και μετά.
12. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την απαλλαγή πρώτης κατοικίας;
α) Ο αγοραστής ή η σύζυγός του ή τα ανήλικα παιδιά του να μην έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή επικαρπίας ή οικήσεως σε άλλη οικία ή διαμέρισμα που πληροί τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς του ή δικαίωμα πλήρους κυριότητας επί οικοπέδου οικοδομήσιμου ή επί ιδανικού μεριδίου οικοπέδου, στο οποίο αντιστοιχεί εμβαδόν κτίσματος που πληροί τις στεγαστικές του ανάγκες, και βρίσκονται σε δημοτικό διαμέρισμα με πληθυσμό άνω των 3000 κατοίκων. Σημειώνεται ότι, για το έλεγχο της συνδρομής των προϋποθέσεων της απαλλαγής με χρόνο φορολογίας την 20-3-2013 και μετά, λαμβάνεται υπόψη ο πληθυσμός της δημοτικής ή τοπικής κοινότητας (και όχι του ενιαίου δήμου) με βάση την απογραφή του έτους 2011 (Β' 630). Ο πληθυσμός του δήμου θα λαμβάνεται υπόψη μόνο στις περιπτώσεις των δήμων, οι οποίοι, με βάση τον πίνακα του πληθυσμού, στερούνται περαιτέρω διοικητικής υποδιαίρεσης (σε δημοτικές ενότητες και δημοτικές ή τοπικές κοινότητες).
Ακόμη, για την απαλλαγή απαιτείται το αγοραζόμενο οικόπεδο ή το γήπεδο στο οποίο βρίσκεται η αγοραζόμενη οικία ή το διαμέρισμα να είναι οικοδομήσιμο και εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου δήμου ή κοινότητας, και μεταξύ αγοραστή και πωλητή να μην υπάρχει συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας πρώτου βαθμού.
Οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της απαλλαγής θα πρέπει να συντρέχουν στο όνομα του αγοραστή.
β) Θεωρείται ότι καλύπτονται οι στεγαστικές ανάγκες του αγοραστή και της οικογένειάς του, αν το συνολικό εμβαδόν της καθαρής επιφάνειας (της επιφάνειας χωρίς τους κοινόχρηστους χώρους) κατοικιών που υφίστανται ή υπάρχει η δυνατότητα βάσει των πολεοδομικών διατάξεων να αναγερθούν είναι: 70 τ.μ., προσαυξανόμενα κατά 20 τ.μ. για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα του και 25 τ.μ. για το τρίτο και τα επόμενα τέκνα. Κατ' εξαίρεση, οι στεγαστικές ανάγκες του αγοραστή με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67% αυξάνονται από 70 τ.μ. σε 90 τ.μ. (παρ. 14 του άρθρου 16 του ν. 3522/2006 - Α' 276).
Η απαλλαγή παρέχεται με τον όρο ότι το ακίνητο θα παραμείνει στην κυριότητα του αγοραστή για τουλάχιστον μία πενταετία.
13. Άρση απαλλαγής- Κυρώσεις
Οι κυρώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 1, παρ. 7 και 8, του ν. 1078/1980, διακρίνονται:
A. Σε εκείνες που επιβάλλονται σ' αυτούς που έλαβαν νόμιμα απαλλαγή, πλην όμως δεν τήρησαν τους όρους του νόμου για τη διατήρησή της (μεταβίβαση, σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος εντός πενταετίας, παρ. 7 του άρθρου 1).
Β. Σε εκείνες που επιβάλλονται σε όσους ζήτησαν και έλαβαν απαλλαγή πρώτης κατοικίας χωρίς να συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις του νόμου.
α) Μεταβίβαση του ακινήτου εντός 5ετίας.
Σε περίπτωση που με πράξη εν ζωή μεταβιβασθεί το ακίνητο ή συσταθεί σ' αυτό οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα, πλην υποθήκης, πριν από την παρέλευση πενταετίας, αυτός που μεταβιβάζει ή συνιστά εμπράγματο δικαίωμα υποχρεούται, προ της μεταβίβασης ή της σύστασης του εμπραγμάτου δικαιώματος, να υποβάλει δήλωση και να καταβάλει εφάπαξ το φ.μ.α. που αναλογεί στην αξία του μεταβιβαζόμενου ακινήτου.
Ως αξία του ακινήτου λαμβάνεται η αξία που έχει το ακίνητο κατά τον χρόνο της νέας μεταβίβασης ή της σύστασης του εμπράγματου δικαιώματος ή το δηλωθέν τίμημα της μεταβίβασης, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο της αντικειμενικής αξίας. Ο φόρος υπολογίζεται με βάση τους συντελεστές που ίσχυαν κατά τον χρόνο χορήγησης της απαλλαγής, εκτός εάν ο φόρος που αναλογεί στην αξία του ακινήτου του χρόνου απαλλαγής είναι μεγαλύτερος, οπότε καταβάλλεται ο μεγαλύτερος αυτός φόρος.
Σημειώνεται ότι, στην περίπτωση χορήγησης απαλλαγής και στους δύο συζύγους κατά την αγορά ακινήτου εξ αδιαιρέτου, κατά τη μεταβίβαση του ποσοστού του ενός συζύγου σε τρίτον εντός της πενταετίας, αίρεται η χορηγηθείσα απαλλαγή και καταβάλλεται ο φόρος που αναλογεί στο ποσοστό αυτό.
β) Αν ο αγοραστής δεν εγκατασταθεί στην Ελλάδα εντός προθεσμίας δύο ετών από την αγορά, υποχρεούται να υποβάλει δήλωση το αργότερο εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη συμπλήρωση διετίας και να καταβάλει τον αναλογούντα φόρο. Για τον υπολογισμό του φόρου λαμβάνεται υπόψη η αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης (αρθ. 23, παρ. 4¬5, του ν. 3943/2011 - Α' 52).
Γ. Κυρώσεις σε περίπτωση μη συνδρομής των προϋποθέσεων απαλλαγής.
Σε περίπτωση διαπίστωσης από τη Δ.Ο.Υ. ότι δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της απαλλαγής, εκδίδεται πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και αίρεται η χορηγηθείσα απαλλαγή. Ο επιβαλλόμενος φόρος υπολογίζεται με βάση την αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο διαπίστωσης της παράβασης με εφαρμογή των συντελεστών που ίσχυαν κατά τον χρόνο χορήγησης της απαλλαγής, εκτός αν ο φόρος που αναλογεί στην αξία του ακινήτου του χρόνου της απαλλαγής είναι μεγαλύτερος. Επί του φόρου αυτού επιβάλλεται και πρόστιμο σε ποσοστό 100%.
14. Προϋποθέσεις χορήγησης δεύτερης απαλλαγής.
Η απαλλαγή από τον φόρο μεταβίβασης για αγορά κατοικίας ή οικοπέδου παρέχεται μία φορά.
Απαλλαγή παρέχεται και για κάθε νέα αγορά ακινήτου, εφόσον αθροιστικά:
α) τα ακίνητα που έχει στην κυριότητά του κατά τον χρόνο της νέας αγοράς ο αγοραστής, ο σύζυγος ή τα ανήλικα τέκνα τους, δεν πληρούν τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς τους και
β) ο αγοραστής υποβάλει την οικεία δήλωση και καταβάλει εφάπαξ τον φόρο που αναλογεί στην αξία του ακινήτου που έτυχε της απαλλαγής.
Ως αξία του ακινήτου λαμβάνεται η αξία που έχει αυτό κατά τον χρόνο της νέας απαλλαγής. Για τον υπολογισμό του φόρου γίνεται χρήση των συντελεστών που ίσχυαν κατά το χρόνο χορήγησης της πρώτης απαλλαγής και καταβάλλεται εφάπαξ, εκτός εάν ο φόρος που αναλογεί στην αξία του ακινήτου ή στο καταβληθέν τίμημα κατά τον χρόνο χορήγησης της πρώτης απαλλαγής είναι μεγαλύτερος, οπότε καταβάλλεται ο μεγαλύτερος αυτός φόρος.
Η απαλλαγή αυτή παρέχεται και σε πρόσωπα τα οποία έτυχαν απαλλαγής από τον φόρο μεταβίβασης για απόκτηση στέγης μέχρι την 14.7.1980, καθώς και σε πρόσωπα τα οποία έτυχαν απαλλαγής από τον φόρο κληρονομιάς ή γονικής παροχής για απόκτηση πρώτης κατοικίας, εφόσον για τα πρόσωπα αυτά συντρέχουν οι προϋποθέσεις απαλλαγής και καταβληθεί ο οικείος φόρος κατά περίπτωση.
15. Ποια δικαιολογητικά υποβάλλονται για τη χορήγηση της απαλλαγής για πρώτη κατοικία και πότε υποβάλλονται;
Τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για τη χορήγηση της απαλλαγής από το φ.μ.α. υποβάλλονται μαζί με την οικεία δήλωση, πριν από την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου.
Τα δικαιολογητικά για τη διαπίστωση των προϋποθέσεων απαλλαγής καθορίζονται με την αριθ. ΠΟΛ.1101/24.6.2010 (Β' 1021) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
16. Ποιες απαλλαγές παρέχονται στους αγρότες;
Με τις διατάξεις της παρ. 1 του αρθ. 8 του ν. 3220/2004 (Α' 15) παρέχεται πλήρης απαλλαγή από τον φόρο μεταβίβασης κατά την αγορά ή ανταλλαγή γεωργικών ή κτηνοτροφικών εκτάσεων, μαζί με τις εγκαταστάσεις τους που εξυπηρετούν αποκλειστικά την εκμετάλλευσή τους, σε όλους τους αγρότες (νέους, νεοεισερχόμενους ή άνω των 40 ετών), είτε με τις διατάξεις του ν. 634/1977 (Α' 186), είτε με εκείνες του ν. 2520/1997 (Α' 173), χωρίς κανένα περιορισμό (ανώτατο όριο) ως προς την αξία ή την έκταση των αγροτικών ακινήτων.
17. Πότε παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή φ.μ.α.;
Για υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε έως την 31/12/2013, το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή φ.μ.α. παραγράφεται μετά από την πάροδο πενταετίας από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής της δήλωσης και μετά από την πάροδο δεκαπέντε (15) ετών από το τέλος του έτους εντός του οποίου παρεσχέθη η απαλλαγή, έστω και αν η υπόθεση περαιώθηκε οριστικά.
Για υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μετά την 1/1/2014, η φορολογική διοίκηση μπορεί να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΦΟΡΟΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
1. Ποιοί είναι υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης ειδικού φόρου επί των ακινήτων (Ε.Φ.Α.);
Υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης ειδικού φόρου επί των ακινήτων είναι: α) Οι νομικές οντότητες και τα νομικά πρόσωπα που έχουν δικαιώματα πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας σε ακίνητα τα οποία βρίσκονται στην Ελλάδα και δεν υπάγονται σε μια από τις ρητά και περιοριστικά αναφερόμενες εξαιρέσεις στο άρθρο 15 του ν. 3091/2002 (Α' 330). β) Ανεξάρτητα από το εάν απαλλάσσονται ή μη από τον φόρο, εφόσον ανήκουν σε μια από τις κατωτέρω κατηγορίες:
αα) Ανώνυμες εταιρείες και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, οι οποίες έχουν ως σκοπό, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την αγορά, διαχείριση, επένδυση και εκμετάλλευση ακινήτων, ανεξάρτητα από το αν έχουν έσοδα από τη δραστηριότητα αυτή.
ββ) Ναυτιλιακές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967 (Α'132), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει και πλοιοκτήτριες εταιρείες εμπορικών πλοίων.
γγ) Νομικά πρόσωπα, τα οποία αποδεδειγμένα επιδιώκουν στην Ελλάδα σκοπούς κοινωφελείς, πολιτιστικούς, θρησκευτικούς, εκπαιδευτικούς.
δδ) Εταιρείες, που έχουν την έδρα τους σύμφωνα με το καταστατικό τους στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των οποίων το σύνολο των ονομαστικών μετοχών, μεριδίων ή μερίδων ανήκουν σε ίδρυμα ημεδαπό ή αλλοδαπό, εφόσον αποδεδειγμένα επιδιώκει στην Ελλάδα κοινωφελείς σκοπούς.
Στις περιπτώσεις ββ', γγ' και δδ', εφόσον συντρέχει περίπτωση απαλλαγής από τον φόρο (σχετ. άρθρο 15, παρ. 2, περ. γ' και στ' και παρ. 3, περ.
δ'), αυτή χορηγείται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., κατ' έτος, μετά από έλεγχο των δικαιολογητικών που προσκομίζει το νομικό πρόσωπο.
2. Πότε υποβάλλεται η δήλωση ειδικού φόρου επί των ακινήτων;
Η δήλωση ειδικού φόρου επί των ακινήτων υποβάλλεται μέχρι την 20ή Μαΐου του έτους φορολογίας.
3. Πώς υποβάλλεται η αρχική δήλωση ειδικού φόρου επί των ακινήτων;
Από το έτος 2014 η αρχική δήλωση ειδικού φόρου επί των ακινήτων υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου.
4. Πώς υποβάλλεται η τροποποιητική δήλωση ειδικού φόρου επί των ακινήτων;
Η τροποποιητική δήλωση Ε.Φ.Α. υποβάλλεται χειρόγραφα στον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. στον οποίο έχει υποβληθεί η αρχική ηλεκτρονική δήλωση.
5. Υποχρεούνται τα νομικά πρόσωπα που απαλλάσσονται να προσκομίσουν τα δικαιολογητικά απαλλαγής στον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ.;
Τα νομικά πρόσωπα οφείλουν να φυλάσσουν τα δικαιολογητικά απαλλαγής στην έδρα της επιχείρησής τους και να τα προσκομίζουν σε κάθε περίπτωση που αυτά θα ζητηθούν, με εξαίρεση τα νομικά πρόσωπα των περ. γ' και στ' της παρ. 2 και αυτά της περ. δ' της παρ. 3 του άρθρου 15 ν. 3091/2002 τα οποία υποβάλλουν στη Δ.Ο.Υ. τα σχετικά δικαιολογητικά για τη χορήγηση της απαλλαγής.
6. Με τι συντελεστή φορολογούνται τα νομικά πρόσωπα που είναι υποκείμενα σε ειδικό φόρο επί των ακινήτων;
Από το έτος 2010 και για κάθε επόμενο ο συντελεστής φορολόγησης είναι 15% επί της αξίας των ακινήτων, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 17 του ν. 3091/2002.
ΘΕΜΑΤΑ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (Φ.Π.Α.)
Αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε.: Διεύθυνση Εφαρμογής Έμμεσης Φορολογίας - α) Τμήμα Α' - Φ.Π.Α. (για τις απαντήσεις στα ερωτήματα με α/α 1-38)
Τηλ. επικοινωνίας για παροχή διευκρινίσεων: 210-36.45.615,378,832,848,869 και 210-36.27.747 Fax: 2103645413
Ε-mail: dfpa.a1@1992.syzefxis.gov.gr
Β) Τμήμα Γ' - Επιστροφής Φ.Π.Α. σε Επιχειρήσεις εγκατεστημένες εντός και εκτός Ευρωπαϊκής
Ένωσης (για τις απαντήσεις στα ερωτήματα με α/α 39-40).
Τηλ. Επικοινωνίας για παροχή διευκρινίσεων: 210-3644990, 210-3644960.
Fax.2103645413
Ε-mail : d14-ctm@otenet.gr
Τελευταία ενημέρωση: 5/07/2017
1. Υποβολή δήλωσης Φ.Π.Α.
Χρόνος υποβολής
α) Οι υπόχρεοι που είναι ενταγμένοι στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α. (ενεργούν φορολογητέες πράξεις ή πράξεις απαλλασσόμενες του φόρου και για τις οποίες έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών) έχουν υποχρέωση υποβολής δήλωσης Φ.Π.Α. υποχρεωτικά για κάθε φορολογική περίοδο (ανεξαρτήτως του υπολοίπου αυτής - χρεωστική, πιστωτική, μηδενική) και μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από τη λήξη αυτής (βλέπε σχετ. άρθρα 30 και 38 του ν. 2859/2000 (Α' 248) «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» και αριθ. ΠΟΛ.1108/14.4.2014 - Β' 937 Απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών).
Η φορολογική περίοδος ορίζεται ως εξής:
> Ημερολογιακός μήνας για υποχρέους οι οποίοι υποχρεούνται σε τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων με βάση πλήρη λογιστικά πρότυπα, καθώς και για το Δημόσιο όταν ασκεί δραστηριότητες για τις οποίες υπόκειται στον φόρο.
> Ημερολογιακό τρίμηνο για υποχρέους οι οποίοι υποχρεούνται σε τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων με βάση απλοποιημένα λογιστικά πρότυπα ή για υποχρέους, οι οποίοι δεν υποχρεούνται σε τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία.
Κατ' εξαίρεση:
• δεν υποβάλλουν δήλωση Φ.Π.Α. οι υποκείμενοι που έχουν υποβάλλει δήλωση μεταβολών λόγω αδράνειας ή αναστολής εργασιών.
• στην περίπτωση που η δήλωση έναρξης, η δήλωση μεταβολής για διακοπή υπαγόμενων σε Φ.Π.Α. δραστηριοτήτων, η δήλωση οριστικής παύσης εργασιών ή η δήλωση μεταβολών, λόγω λύσης και θέσης σε εκκαθάριση, υποβάλλονται εμπρόθεσμα, σύμφωνα με το άρθρο 36.1.α, β και γ του Κώδικα Φ.Π.Α., μετά από την καταληκτική προθεσμία υποβολής της δήλωσης η δήλωση υποβάλλεται εμπρόθεσμα μέχρι την τελευταία εργάσιμη του επόμενου μήνα από την υποβολή των ανωτέρω δηλώσεων.
Επισημαίνεται ότι:
Ο Φ.Π.Α. που οφείλεται, για ενδοκοινοτικές αποκτήσεις ή για λήψη αγαθών ή υπηρεσιών που φορολογούνται στο εσωτερικό της χώρας, από υποκείμενους στον φόρο οι οποίοι δεν είναι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της χώρας, καταβάλλεται από τον εγκατεστημένο στο εσωτερικό της χώρας λήπτη με δήλωση Φ.Π.Α.. Εφόσον ο λήπτης είναι στο κανονικό καθεστώς με την ίδια δήλωση ασκείται και το δικαίωμα έκπτωσης (δεν υποβάλλεται έκτακτη δήλωση).
β) Οι υπόχρεοι που πραγματοποιούν αποκλειστικά απαλλασσόμενες πράξεις χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους, οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος και τα μη υποκείμενα στον φόρο νομικά πρόσωπα έχουν υποχρέωση υποβολής «έκτακτης» δήλωσης Φ.Π.Α. μόνο για τις φορολογικές περιόδους που πραγματοποιούν ενδοκοινοτικές αποκτήσεις ή λήψεις αγαθών ή υπηρεσιών, για τις οποίες είναι οι ίδιοι υπόχρεοι για την καταβολή του φόρου (σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13, 14 και 35 του Κώδικα Φ.Π.Α.), μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από τη λήξη της φορολογικής περιόδου στην οποία αφορούν οι ανωτέρω πράξεις.
Σημειώνεται, ότι τα ανωτέρω πρόσωπα όταν πραγματοποιούν, έστω και ευκαιριακά, εκροές που επιβαρύνονται με Φ.Π.Α. υποχρεούνται να ενταχθούν στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α. και να υποβάλλουν δηλώσεις σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σημείο 1.
γ) Όλοι οι υποκείμενοι που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς κατ' αποκοπή καταβολής του
φόρου του άρθρου 40 (εκμεταλλευτές σκαφών παράκτιας αλιείας, μήκους μέχρι δώδεκα (12) μέτρων μεταξύ καθέτων, σπογγαλιείς, εκμεταλλευτές σκαφών στη λίμνη Ιωαννίνων, εκμεταλλευτές ιππήλατων οχημάτων) έχουν υποχρέωση υποβολής, από 1.1.2015, δήλωσης Φ.Π.Α. ανά εξάμηνο, για τα ποσά που οφείλονται με βάση το ειδικό αυτό καθεστώς. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μήνα που ακολουθεί το εξάμηνο.
Στην περίπτωση που οι ίδιοι υποκείμενοι ασκούν και άλλη δραστηριότητα, για την οποία υπάγονται στο κανονικό καθεστώς, υποβάλλουν ξεχωριστές δηλώσεις Φ.Π.Α. για τη δραστηριότητα αυτή.
Τρόπος υποβολής της δήλωσης Φ.Π.Α.
α) Για δηλώσεις που υποβάλλονται από 1.07.2016 και εφεξής η δήλωση υποβάλλεται με το έντυπο 050 - Φ.Π.Α.ΕΚΔΟΣΗ 2016, Φ2 TAXIS (σχετ. η αριθ. ΠΟΛ.1084/23.6.2016 - Β' 1943, ΑΔΑ: 773ΔΗ-3ΞΚ Απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων). Σχετικές οδηγίες για την συμπλήρωση του εντύπου έχουν δοθεί με τις εγκύκλιες διαταγές ΠΟΛ.1082/6.4.2015 (ΑΔΑ: 60ΗΜΗ-Α4Ζ) και ΠΟΛ.1191/11.8.2015 (ΑΔΑ: 7ΓΣΑΗ-756).
β) Οι δηλώσεις Φ.Π.Α. υποβάλλονται υποχρεωτικά με ηλεκτρονικό τρόπο ανεξαρτήτως του εάν είναι εμπρόθεσμες ή εκπρόθεσμες και ανεξαρτήτως του υπολοίπου τους, εκτός εξαιρέσεων (σχετ. η αριθ. ΠΟΛ.1267/30.12.2011 - Β' 44 Απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών).
γ) Η υποβολή της δήλωσης δεν προϋποθέτει την καταβολή του φόρου (ολικώς ή μερικώς).
Χρόνος καταβολής του φόρου
α) Ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο λήγει η προθεσμία υποβολής της δήλωσης.
Ειδικά, επί εμπρόθεσμων δηλώσεων με υπόλοιπο άνω των 100€, υπάρχει δυνατότητα καταβολής σε δύο ισόποσες δόσεις, Το ποσό της δεύτερης δόσης καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα, από την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης.
β) Κατ' εξαίρεση: Το ποσό του χρεωστικού υπολοίπου έως τριάντα ευρώ (30€) μεταφέρεται στην επόμενη φορολογική περίοδο για καταβολή με εξαίρεση την παύση εργασιών ή δήλωση μεταβολής για διακοπή υπαγομένων σε Φ.Π.Α. δραστηριοτήτων.
2. Υποβολή τροποποιητικής δήλωσης
Σε κάθε περίπτωση που η υποβολή της δήλωσης Φ.Π.Α. (αρχική ή τροποποιητική) περιέχει εσφαλμένα ποσά πρέπει να υποβάλλεται τροποποιητική δήλωση. Σε περίπτωση υποβολής τροποποιητικής δήλωσης η αρχική δήλωση δεν διαγράφεται.
Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον το χρεωστικό υπόλοιπο που έχει βεβαιωθεί με την αρχική δήλωση είναι λανθασμένο, η τροποποιητική δήλωση εμφανίζει υποχρεωτικά πιστωτικό υπόλοιπο. Το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει στην περίπτωση αυτή μπορεί να μεταφερθεί για έκπτωση σε επόμενη φορολογική περίοδο ή να ζητηθεί προς επιστροφή (σχετ. η αριθ. ΠΟΛ.1104/13.5.2015 - Β' 844 Απόφαση της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων).
3. Κατάργηση υποχρέωσης υποβολής εκκαθαριστικής δήλωσης.
Καταργήθηκε η υποχρέωση υποβολής εκκαθαριστικής δήλωσης για διαχειριστικές περιόδους από 1.1.2014 και εφεξής.
4. Διακανονισμός των εκπτώσεων
α) Οι ετήσιοι διακανονισμοί των εκπτώσεων διενεργούνται πλέον με τη δήλωση Φ.Π.Α. Οι
αγορές και πωλήσεις με την αριθ. ΠΟΛ.1029/2.2.1995 (Β' 105) Απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών, που προβλέπονταν να υποβάλλονται στη φορολογική διοίκηση μαζί με την εκκαθαριστική δήλωση, αποστέλλονται εφεξής έως την καταληκτική ημερομηνία διενέργειας των διακανονισμών, σύμφωνα με τα ανωτέρω.
β) Για διαχειριστικές περιόδους που έληξαν έως και 18.8.2015:
Τα σχετικά ποσά καταχωρούνται στη δήλωση Φ.Π.Α. του Ιουνίου 2016, για τους τηρούντες διπλογραφικό λογιστικό σύστημα και του δεύτερου τριμήνου 2016, για τους τηρούντες απλογραφικό λογιστικό σύστημα ή για τους μη υποχρέους σε τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων.
Κατ' εξαίρεση: Σε περίπτωση παύσης εργασιών πριν από την ημερομηνία αυτή, τα ποσά των διακανονισμών προς έκπτωση ή καταβολή καταχωρούνται σε έκτακτη δήλωση η οποία υποβάλλεται εμπρόθεσμα έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Ιουλίου 2016.
γ) Για διαχειριστικές περιόδους που λήγουν από 19.8.2015 και εφεξής:
αα) Εφόσον η λήξη της διαχειριστικής περιόδου συμπίπτει με λήξη φορολογικής περιόδου (π.χ. 31.12.2015), οι διακανονισμοί των εκπτώσεων της τρέχουσας διαχειριστικής περιόδου διενεργούνται με την καταχώρηση των αντίστοιχων ποσών προς έκπτωση ή καταβολή στη δήλωση Φ.Π.Α. που αφορά στον τρίτο μήνα (για τους τηρούντες διπλογραφικό λογιστικό σύστημα) και στο πρώτο τρίμηνο (για τους τηρούντες απλογραφικό λογιστικό σύστημα ή για τους μη υποχρέους σε τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία), της επόμενης διαχειριστικής περιόδου
ββ) Εφόσον η λήξη της διαχειριστικής περιόδου δεν συμπίπτει με λήξη φορολογικής περιόδου, όπως π.χ. στην περίπτωση παύσης εργασιών, οι διακανονισμοί των εκπτώσεων της τρέχουσας διαχειριστικής περιόδου διενεργούνται με την καταχώρηση των αντίστοιχων ποσών προς έκπτωση ή καταβολή σε έκτακτη δήλωση Φ.Π.Α. που υποβάλλεται εμπρόθεσμα έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του τέταρτου μήνα από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου. (βλ σχετ. αριθ. ΠΟΛ.1205/15.9.2015 - ΑΔΑ: Ψ13ΩΗ-Λ5Ι εγκύκλιος της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων)
5. Κυρώσεις στην περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής δηλώσεων Φ.Π.Α.
Στην περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης Φ.Π.Α. αφετηρία για τον χρόνο επιβολής των κυρώσεων λαμβάνεται η επόμενη ημέρα της καταληκτικής προθεσμίας για την εμπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης.
α) Για φορολογικές περιόδους που λήγουν έως και 31.12.2013:
αα) στην περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής ή μη υποβολής πιστωτικής ή μηδενικής δήλωσης επιβάλλονται κυρώσεις βάσει των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 2523/1997 (Α' 179), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 72, παρ. 19, του ν. 4174/2013 (Α' 170),
ββ) στην περίπτωση εκπρόθεσμης, ανακριβούς ή μη υποβολής χρεωστικής περιοδικής δήλωσης, για τις οποίες προκύπτει ποσό φόρου για καταβολή, επιβάλλονται κυρώσεις βάσει των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 2523/1997, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 72, παρ. 18, του ν. 4174/2013.
β) Για φορολογικές περιόδους που λήγουν από 1.1.2014 και μετά:
αα) Για τις χρεωστικές δηλώσεις υπάρχει υποχρέωση καταβολής τόκου στην περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής του οφειλόμενου φόρου (σχετ. το άρθρο 53 του ν.4174/2013 - Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας).
Αν οποιοδήποτε ποσό φόρου δεν καταβληθεί εντός της νόμιμης προθεσμίας, ο φορολογούμενος υποχρεούται να καταβάλει τόκους επί του εν λόγω ποσού φόρου από την επόμενη μέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής. Ως εκ τούτου, ακόμη και στην περίπτωση εμπρόθεσμων δηλώσεων Φ.Π.Α., εφόσον υποβληθεί τροποποιητική που δημιουργεί ή αυξάνει το χρεωστικό υπόλοιπο, οφείλεται τόκος. Η καταβολή τόκων είναι ανεξάρτητη από την επιβολή προστίμου.
ββ) Στην περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης Φ.Π.Α. επιβάλλεται πρόστιμο ως εξής (σχετ. το άρθρο 54 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας - ν. 4174/2013):
• Για πιστωτική ή μηδενική δήλωση Φ.Π.Α. ή δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα (π.χ. ανακεφαλαιωτικός πίνακας), επιβάλλεται πρόστιμο εκατό (100) Ευρώ.
• Για χρεωστική δήλωση Φ.Π.Α., επιβάλλεται πρόστιμο εκατό (100) ευρώ για υποκείμενους που δεν έχουν υποχρέωση τήρησης λογιστικών βιβλίων, διακόσια πενήντα (250) Ευρώ για υποκείμενους που υποχρεούνται σε τήρηση απλογραφικού λογιστικού συστήματος και πεντακοσίων (500) Ευρώ για υποκείμενους που υποχρεούνται σε τήρηση διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.
• Στις περιπτώσεις των ως άνω εκπρόθεσμων αρχικών δηλώσεων, όταν υποβάλλονται και τροποποιητικές δηλώσεις, τα πρόστιμα που αναφέρονται παραπάνω, επιβάλλονται εκ νέου.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση που υπόχρεος υποβάλλει εκπρόθεσμη αρχική δήλωση Φ.Π.Α. από την οποία προκύπτει πιστωτικό υπόλοιπο, του επιβάλλεται πρόστιμο 100 Ευρώ, αν ωστόσο υποβάλλει και τροποποιητική δήλωση η οποία του αυξάνει/μειώνει το πιστωτικό υπόλοιπο, του επιβάλλεται εκ νέου το πρόστιμο των 100 Ευρώ.
6. Υποχρεώσεις σε περίπτωση οριστικής παύσης εργασιών/διακοπής εργασιών
Σε περίπτωση παύσης εργασιών, πρέπει να εκπληρωθούν οι παρακάτω υποχρεώσεις:
• υποβολή δήλωσης Φ.Π.Α. μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα που ακολουθεί τη φορολογική περίοδο (μήνα ή τρίμηνο), στην οποία ανήκει το τελευταίο χρονικό διάστημα λειτουργίας του υποκείμενου.
Κατ' εξαίρεση, στην περίπτωση που η δήλωση οριστικής παύσης εργασιών υποβάλλεται εμπρόθεσμα, σύμφωνα με το άρθρο 36.1. γ του Κώδικα Φ.Π.Α., μετά από την καταληκτική προθεσμία υποβολής της δήλωσης Φ.Π.Α., η δήλωση Φ.Π.Α. υποβάλλεται εμπρόθεσμα μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την υποβολή της δήλωσης παύσης εργασιών (π.χ. παύση εργασιών νομικού προσώπου που τηρεί βιβλία βάσει πλήρων λογιστικών προτύπων την 27/03/2015, δήλωση της παύσης εργασιών στο Τμήμα Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης της Δ.Ο.Υ. την 27/04/2015, προθεσμία υποβολής δήλωσης Φ.Π.Α. για την φορολογική περίοδο, 1/03/2015 - 27/03/2015 την 29/05/2015).(βλ. σχετ. αριθ ΠΟΛ.1108/14.4.2014).
• υποβολή έκτακτης δήλωσης Φ.Π.Α. για τη διενέργεια των διακανονισμών των εκπτώσεων της τρέχουσας διαχειριστικής περιόδου (βλ. σχετ. αριθ. ΠΟΛ.1205/15.9.2015).
• έκδοση ειδικού στοιχείου αυτοπαράδοσης για τα αποθέματα της επιχείρησης, πάγια (εφόσον έχει παρέλθει η πενταετής περίοδος διακανονισμού του φόρου που τα επιβάρυνε κατά την αγορά τους) και εμπορεύσιμα, που υπάρχουν κατά τη στιγμή της παύσης στην κατοχή της επιχείρησης.
7. Υποβολή ανακεφαλαιωτικών πινάκων.
Οι ανακεφαλαιωτικοί πίνακες (ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών και λήψεων υπηρεσιών - ενδοκοινοτικών παραδόσεων αγαθών και παρεχόμενων υπηρεσιών), υποβάλλονται μόνο για κάθε ημερολογιακό μήνα που πραγματοποιούνται σχετικές πράξεις κάνοντας χρήση των εντύπων Φ4/ΤΑΧΙ5 και Φ5/ΤΑΧΙ5.
Η υποβολή τους πραγματοποιείται ηλεκτρονικά μέσω του ειδικού δικτύου (TAXISnet) έως την 26η ημέρα του επόμενου μήνα από τη λήξη της μηνιαίας περιόδου στην οποία αφορά, εκτός εξαιρέσεων.
Σε περίπτωση υποβολής διορθωτικού πίνακα αναγράφονται μόνο οι συναλλαγές που τροποποιούνται. Για τα ανωτέρω σχετικές είναι: α) η αριθ. ΠΟΛ.1127/25.9.2009 (Β'2180) απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, β) η αριθ. 1091531/7453/1653/Δ0014/25.9.2009 εγκύκλιος του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και γ) η αριθ. 1267/2011 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών.
8. Υποβολή δήλωσης INTRASTAT.
Η στατιστική δήλωση INTRASTAT υποβάλλεται μηνιαίως, είτε εντύπως στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., είτε σε ηλεκτρονική μορφή, μόνο για τους μήνες που πραγματοποιούνται σχετικές πράξεις. Η κεντρική σελίδα της υπηρεσίας ηλεκτρονικής υποβολής της δήλωσης INTRASTAT βρίσκεται στην ηλεκτρονική δ/νση: «http://www.statistics.gr/».
Η προθεσμία υποβολής της δήλωσης INTRASTAT, εφόσον υποβάλλεται εντύπως στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ακολουθεί τις ημερομηνίες υποβολής των δηλώσεων Φ.Π.Α..
Τα στατιστικά κατώφλια που ισχύουν από 1.1.2017 έως 31.12.2017 διαμορφώνονται, ως εξής: α) εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ (150.000) για τις αφίξεις και β) ενενήντα χιλιάδες ευρώ (90.000) για τις αποστολές.
(βλ. Σχετ. αριθ. : ΠΟΛ 1098/2006 (Β' 1124) ΑΥΟΟ, ΠΟΛ 1127/2009 ΑΥΟ, ΠΟΛ 1267/2011, ΠΟΛ 1015/2016 (ΑΔΑ: Ψ9ΣΣΗ-ΥΑ6) εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, ΠΟΛ 1017/2017 (ΑΔΑ: 6ΗΙ0Η-ΚΣΝ) εγκύκλιος του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων).
9. Διευκρινίσεις σχετικά με τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και την εγγραφή των υποκειμένων στο φόρο στο Μητρώο V.I.E.S.
Κάθε υποκείμενος στον φόρο που είναι εγκατεστημένος στο εσωτερικό της χώρας και προτίθεται να πραγματοποιήσει ενδοκοινοτικές συναλλαγές (ενδοκοινοτική απόκτηση - ενδοκοινοτική παράδοση - ενδοκοινοτική παροχή υπηρεσιών - ενδοκοινοτική λήψη υπηρεσιών) έχει υποχρέωση πριν από την έναρξη της συναλλαγής (τιμολόγησης) να υποβάλλει στην αρμόδια
Δ.Ο.Υ. «δήλωση έναρξης - μεταβολής εργασιών φυσικού προσώπου» (έντυπο Μ2) ή «δήλωση έναρξης - μεταβολής εργασιών μη φυσικού προσώπου» (έντυπο Μ3), κατά περίπτωση, για την εγγραφή του στο μητρώο V.I.E.S.
Στη συνέχεια προβαίνει, πριν από την έναρξη κάθε συναλλαγής, στον έλεγχο εγκυρότητας του κοινοτικού Α.Φ.Μ./Φ.Π.Α. σε σχέση με την επωνυμία του. Ο έλεγχος εγκυρότητας του κοινοτικού Α.Φ.Μ./Φ.Π.Α. πραγματοποιείται στην ηλεκτρονική διεύθυνση «http://ec.europa.eu/taxation customs/vies/», καθώς και στην ενότητα «Εγκυρότητα/ Εγκυρότητα αριθμού Φ.Π.Α.-V.I.E.S» στην ηλεκτρονική διεύθυνση της Α.Α.Δ.Ε. «http://www.aade.gr/epicheireseis/phorologikes-yperesies/egkyroteta/egkyroteta-arithmoy-phpa-vies ». Για τα κράτη μέλη που δεν είναι δυνατό να γίνει επιβεβαίωση της επωνυμίας μέσω των ηλεκτρονικών αυτών διευθύνσεων, ο έλεγχος εγκυρότητας πραγματοποιείται τηλεφωνικά από το Τμήμα ΣΤ'- Διοικητικής Συνεργασίας & Ανταλλαγής Πληροφοριών στον Τομέα του Φ.Π.Α. της Διεύθυνσης Ελέγχων της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης (Γ.Δ.Φ.Δ.) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), στον τηλ. αριθμό: 210-3616754.
Τέλος, προκειμένου για αγαθά, απαραίτητη προϋπόθεση για να θεωρηθεί μια συναλλαγή ως ενδοκοινοτική είναι και η αποδεδειγμένη φυσική διακίνηση των αγαθών μεταξύ διαφορετικών κρατών μελών (βλ. σχετ. αριθ. ΠΟΛ. 1201/1999 εγκύκλιο του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Φ.Π.Α.).
Σημειώνεται, ότι στους ανακεφαλαιωτικούς πίνακες καταχωρείται η συνολική αξία των ενδοκοινοτικών παροχών και λήψεων υπηρεσιών, εφόσον: α) ο τόπος φορολογίας είναι το κράτος μέλος του λήπτη των υπηρεσιών και υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο λήπτης των υπηρεσιών (σύμφωνα με το άρθρο 14, παρ. 2 περ. Α,' του Κώδικα Φ.Π.Α.) και β) οι υπηρεσίες δεν απαλλάσσονται από τον φόρο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις στο κράτος μέλος του λήπτη των υπηρεσιών, δηλαδή δεν δηλώνονται οι πράξεις για τις οποίες δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής φόρου από τον λήπτη.
Σημειώνεται, ότι όσον αφορά στην ενδοκοινοτική λήψη υπηρεσιών, η υποχρέωση εγγραφής στο V.I.E.S. και υποβολής ανακεφαλαιωτικών πινάκων ισχύει για κάθε υποκείμενο στον φόρο, ανεξάρτητα εάν πρόκειται για υποκείμενο στον φόρο που απαλλάσσεται στο εσωτερικό, λόγω μικρού τζίρου (μικρές απαλλασσόμενες επιχειρήσεις - άρθρο 39 του Κώδικα Φ.Π.Α.) ή οι πράξεις του απαλλάσσονται από τον φόρο (πράξεις του άρθρου 22 του Κώδικα Φ.Π.Α. αγρότες του ειδικού καθεστώτος). Το ίδιο ισχύει και για τις ενδοκοινοτικές παροχές υπηρεσιών (υπηρεσίες που φορολογούνται σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14.2.α του Κώδικα Φ.Π.Α.), από οποιοδήποτε υποκείμενο στο φόρο.
10. Πώς αποδίδεται ο Φ.Π.Α., για ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών ή ενδοκοινοτική λήψη υπηρεσιών για την οποία πρέπει να αποδοθεί φόρος από πρόσωπα που στερούνται του δικαιώματος έκπτωσης του φόρου.
Τα μη υποκείμενα στον φόρο νομικά πρόσωπα, τα πρόσωπα που ενεργούν αποκλειστικά πράξεις για τις οποίες δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους, οι απαλλασσόμενες μικρές επιχειρήσεις και οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος καθίστανται υπόχρεοι για την καταβολή Φ.Π.Α. για την ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών, καθώς και για την ενδοκοινοτική λήψη υπηρεσιών που πραγματοποιούν. Ο φόρος αποδίδεται με «έκτακτη δήλωση Φ.Π.Α.» που υποβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την λήξη της φορολογικής περιόδου και μόνο για τις φορολογικές περιόδους που πραγματοποιούνται τέτοιες συναλλαγές.
Ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών
Ειδικότερα, για τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών η υποχρέωση για την καταβολή του φόρου υφίσταται και η «έκτακτη δήλωση Φ.Π.Α.» υποβάλλεται στις περιπτώσεις που: α) οι πραγματοποιούμενες συναλλαγές υπερβαίνουν το όριο, των 10.000,00€ (χωρίς το Φ.Π.Α.) από όλα τα κράτη μέλη, κατά την προηγούμενη ή τρέχουσα διαχειριστική περίοδο. β) οι πραγματοποιούμενες συναλλαγές δεν υπερβαίνουν το ανωτέρω όριο, ωστόσο τα ανωτέρω πρόσωπα επιλέγουν τη φορολόγησή τους στο εσωτερικό της Χώρας, αποκτώντας Α.Φ.Μ./ Φ.Π.Α. και κοινοποιώντας τον στον προμηθευτή τους. Η επιλογή αυτή γίνεται με υποβολή δήλωσης μεταβολών - μετάταξης, η οποία ισχύει τουλάχιστον για δύο πλήρεις διαχειριστικές περιόδους, μετά από την πάροδο των οποίων μπορεί να ανακληθεί. Η ανάκληση ισχύει από την επόμενη διαχειριστική περίοδο.
Ενδοκοινοτικές λήψεις υπηρεσιών
Η υποχρέωση για καταβολή Φ.Π.Α. για υπηρεσίες που λαμβάνονται από άλλο κράτος μέλος και οι οποίες φορολογούνται στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 14.2.α του Κώδικα Φ.Π.Α., ισχύει για κάθε υποκείμενο στον φόρο, ανεξάρτητα από το ύψος των υπηρεσιών αυτών (με την προϋπόθεση ότι δεν απαλλάσσονται).
Επίσης, η υποχρέωση αυτή ισχύει και για τα ΝΠΔΔ, τα οποία διαθέτουν Α.Φ.Μ. για ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών που πραγματοποιούν, καθώς και για τα ΝΠΔΔ τα οποία παράλληλα ασκούν δραστηριότητα που υπάγεται στον φόρο ανεξάρτητα από το εάν οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για τη φορολογητέα δραστηριότητα ή για τη δραστηριότητα δημόσιας εξουσίας.
Σημειώνεται, ότι στις ανωτέρω περιπτώσεις τα πρόσωπα αυτά υποχρεούνται στην υποβολή ανακεφαλαιωτικού πίνακα ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών και λήψεων υπηρεσιών και δήλωσης INTRASTAT, εφόσον έχουν υπερβεί το στατιστικό κατώφλι εξομοίωσης.
11. Τόπος φορολόγησης υπηρεσιών.
Από 1.1.2010
α) Υπηρεσίες που παρέχονται προς υποκείμενους στο φόρο (επιχείρηση) φορολογούνται στον τόπο του λήπτη (πελάτη), εκτός από τις εξής υπηρεσίες: - υπηρεσίες σχετικές με ακίνητο (φορολόγηση στον τόπο του ακινήτου),
- μεταφορές προσώπων (φορολόγηση ανάλογα με το διανυόμενο διάστημα),
- από 1.1.2011 το δικαίωμα εισόδου σε καλλιτεχνικές, εκπαιδευτικές, κλπ. εκδηλώσεις (φορολόγηση στον τόπο εκτέλεσης),
- υπηρεσίες εστιατορίου και εστίασης (φορολόγηση στον τόπο πραγματοποίησης και σε περίπτωση ενδοκοινοτικών ταξιδίων μεταξύ Ελλάδος και άλλων κρατών μελών, φορολόγηση στον τόπο αναχώρησης του ταξιδιού),
- μίσθωση μεταφορικών μέσων μέχρι 30 ημέρες και προκειμένου περί πλοίων μέχρι 90 ημέρες (φορολόγηση στον τόπο που το μεταφορικό μέσο τίθεται στη διάθεση του πελάτη),
β) Υπηρεσίες που παρέχονται προς μη υποκείμενους στο φόρο (τελικούς καταναλωτές) φορολογούνται στον τόπο του παρέχοντος, εκτός από τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην περίπτωση (α) ανωτέρω και επιπλέον τις εξής υπηρεσίες:
- υπηρεσίες μεσαζόντων (φορολόγηση στον τόπο που φορολογείται η κύρια υπηρεσία που αφορά η μεσολάβηση),
- μεταφορά αγαθών (φορολόγηση ανάλογα με το διανυόμενο διάστημα) και προκειμένου για ενδοκοινοτικές μεταφορές αγαθών φορολόγηση στον τόπο αναχώρησης,
- παρεπόμενες της μεταφοράς υπηρεσίες (φορολόγηση στον τόπο που εκτελούνται)
- πραγματογνωμοσύνες και εργασίες επί κινητών αγαθών (φορολόγηση στον τόπο που εκτελούνται),
- πολιτιστικές, καλλιτεχνικές, αθλητικές, επιστημονικές, εκπαιδευτικές, ψυχαγωγικές και παρόμοιες υπηρεσίες (φορολόγηση στον τόπο που εκτελούνται οι εκδηλώσεις)
- μίσθωση μεταφορικών μέσων, εκτός από τη βραχυχρόνια μίσθωση (φορολόγηση στον τόπο που ο λήπτης είναι εγκατεστημένος ή έχει τη μόνιμη κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του)
- μίσθωση σκαφών αναψυχής, εκτός από τη βραχυχρόνια μίσθωση (φορολόγηση στον τόπο όπου το σκάφος τίθεται πράγματι στη διάθεση του λήπτη και όπου η υπηρεσία παρέχεται πράγματι από την έδρα ή μια μόνιμη εγκατάσταση του παρέχοντος)
- παροχή τηλεπικοινωνιακών, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών και ηλεκτρονικά παρεχόμενων υπηρεσιών (φορολόγηση στον τόπο του λήπτη).
- οι υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 14 του άρθρου 14 του Κώδικα Φ.Π.Α., εφόσον ο μη υποκείμενος στον φόρο λήπτης είναι εγκατεστημένος εκτός της Ένωσης (φορολόγηση στον τόπο του λήπτη).
12. Συντελεστές - Υπολογισμός του φόρου
Από 01.06.2016, ο κανονικός συντελεστής του φόρου προστιθέμενης αξίας ορίζεται σε 24% στη φορολογητέα αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 19 και 20 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000), όπως ισχύει.
Συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙΙ του Κώδικα Φ.Π.Α. υπάγονται στον μειωμένο συντελεστή 13%. Κάθε κατηγορία αγαθών οριοθετείται από τις δασμολογικές κλάσεις (Δ.Κ.), όπως αυτές αναφέρονται στη Συνδυασμένη Ονοματολογία του έτους 2017 (Κανονισμός (ΕΕ) αριθμ. 2016/1821 της Επιτροπής της 6ης Οκτωβρίου 2016, ΕΕL 294/2016). Σε συντελεστή ΦΠΑ 13% υπάγονται τα βασικά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης.
Ο μειωμένος συντελεστής (13%) ισχύει για τις ακόλουθες υπηρεσίες:
α) Τη διαμονή σε ξενοδοχεία, σε χώρους κατασκήνωσης ή κάμπινγκ για τροχόσπιτα (έως και 30.09.2015 υπαγόταν στον υπερμειωμένο συντελεστή)
β) Την παροχή υπηρεσιών κατ' οίκον φροντίδας παιδιών, ηλικιωμένων, ασθενών και ατόμων με ειδικές ανάγκες.
Ο υπερμειωμένος συντελεστής (6%) ισχύει για τα ακόλουθα προϊόντα/υπηρεσίες:
α) τα φάρμακα για την ιατρική του ανθρώπου των δασμολογικών κλάσεων 3003 και 3004, καθώς και τα εμβόλια για την ιατρική του ανθρώπου της δασμολογικής κλάσης 3002,
β) τα βιβλία της δασμολογικής κλάσης 4901 και τα βιβλία για παιδιά της δασμολογικής κλάσης 4903,
γ) τις εφημερίδες και τα περιοδικά της δασμολογικής κλάσης 4902,
δ) τα εισιτήρια (δικαίωμα εισόδου) για θεατρικές παραστάσεις.
Πρόσθετες διευκρινίσεις σε σχέση με τα ανωτέρω έχουν δοθεί με τις αριθ. ΠΟΛ 1160/2015 (ΑΔΑ: 9690Η-52Ν), 1168/2015 (ΑΔΑ: ΩΒ4ΡΗ-ΡΧΠ), 1188/2015 (ΑΔΑ: 7Ξ44Η-Δ98), 1058/2016 (ΑΔΑ: 7Ρ0ΡΗ-00Ψ) και 1061/2016 (ΑΔΑ: 7ΘΨ9Η-ΜΞΘ). Ειδικά, για τα τουριστικά πακέτα που συμφωνούνται σε χρόνο προγενέστερο της εκτέλεσής τους έναντι ενιαίας τιμής δείτε την ΠΟΛ 1161/2015 (ΑΔΑ: Ψ4ΒΙΗ-66Μ).
Επιπλέον, με τις διατάξεις του άρθρου 70 του ν.4472/2017 (ΦΕΚ Α'74 /19.5.2017) έγινε αντικατάσταση του Παραρτήματος ΙΙΙ του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000) με ισχύ από 1.7.2017. Συγκεκριμένα, από 1.7.2017 τα αγροτικά εφόδια καθώς και η παροχή υπηρεσιών για τη γεωργική παραγωγή υπάγονται στον μειωμένο συντελεστή 13%.
13. Σε ποιες περιπτώσεις (γεωγραφικές περιοχές) ισχύουν οι μειωμένοι, κατά 30%, συντελεστές Φ.Π.Α.
Σύμφωνα με το άρθρο 118 του ν. 4446/2016 (Α' 240), παραμένουν στον μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α. μέχρι την 31/12/2017, τα νησιά των νομών Έβρου, Λέσβου, Χίου, Σάμου, Δωδεκανήσου (πλην της Ρόδου και της Καρπάθου) και οι εφαρμοζόμενοι συντελεστές μειώνονται κατά τριάντα τοις εκατό (30%) και διαμορφώνονται σε 4%, 9% και 17%.
Οι μειωμένοι συντελεστές Φ.Π.Α. δεν εφαρμόζονται στα καπνοβιομηχανικά προϊόντα και στα μεταφορικά μέσα.
α) Οι μειωμένοι συντελεστές εφαρμόζονται για τα αγαθά που:
αα) βρίσκονται στα νησιά αυτά και παραδίδονται από υποκείμενο στον φόρο που είναι εγκαταστημένος στα νησιά αυτά, ή
ββ) πωλούνται με προορισμό τα νησιά αυτά από υποκείμενο στον φόρο, εγκαταστημένο σε οποιοδήποτε μέρος του εσωτερικού της χώρας, προς αγοραστή υποκείμενο ή προς μη υποκείμενο στον φόρο νομικό πρόσωπο, εγκαταστημένο στα νησιά αυτά, ή
γγ) αποστέλλονται ή μεταφέρονται προς υποκείμενο στον φόρο ή προς μη υποκείμενο στον φόρο νομικό πρόσωπο που είναι εγκαταστημένο στα νησιά αυτά, στα πλαίσια της ενδοκοινοτικής απόκτησης αγαθών, ή δδ) εισάγονται στα νησιά αυτά.
β) Όσον αφορά στην παροχή υπηρεσιών, οι μειωμένοι συντελεστές Φ.Π.Α. ισχύουν, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής δύο προϋποθέσεις:
αα) Οι υπηρεσίες παρέχονται από υποκείμενους στον φόρο που έχουν την εγκατάστασή τους στις εν λόγω νησιωτικές περιοχές. Στην έννοια της εγκατάστασης περιλαμβάνεται η ύπαρξη της έδρας ή του κεντρικού ή υποκαταστήματος που λειτουργεί μόνιμα και όχι ευκαιριακά, από τα οποία πραγματοποιείται η παροχή των υπηρεσιών.
ββ) Η εκτέλεση των υπηρεσιών ολοκληρώνεται υλικά εντός των νησιωτικών αυτών περιοχών. 14. Εφαρμογή του Φ.Π.Α. στα νέα ακίνητα.
α) Περιπτώσεις παράδοσης ακινήτων που επιβάλλεται Φ.Π.Α.
Φ.Π.Α. επιβάλλεται στην παράδοση αποπερατωμένων ή ημιτελών κτιρίων ή τμημάτων τους και του οικοπέδου που μεταβιβάζεται με αυτά ως ενιαία ιδιοκτησία ή ιδανικών μεριδίων οικοπέδου επί των οποίων εφαρμόζεται το αμάχητο τεκμήριο του αποπερατωμένου, εφόσον πραγματοποιείται από επαχθή αιτία πριν από την πρώτη εγκατάσταση σε αυτά.
Για την εφαρμογή Φ.Π.Α. θεωρούνται:
- Ως κτίρια, τα κτίσματα, γενικά, και οι κάθε είδους κατασκευές που συνδέονται με τα κτίσματα ή με το έδαφος κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο.
- Ως πρώτη εγκατάσταση, η πρώτη χρησιμοποίηση με οποιονδήποτε τρόπο των κτιρίων ύστερα από την ανέγερσή τους, όπως είναι η ιδιοκατοίκηση, η ιδιόχρηση, η μίσθωση ή άλλη χρήση. Διευκρινίζεται ότι σύμφωνα με την παρ 1 του άρθρου 92 του ν.4316/2014 (Α' 270) καταργήθηκε η υποχρέωση αυτοπαράδοσης των ακινήτων για τα οποία έχει συμπληρωθεί η τετραετία από την αποπεράτωσή τους και δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ή πουληθεί.
Επίσης, Φ.Π.Α. επιβάλλεται στη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας, στη σύσταση ή στην παραίτηση από το δικαίωμα προσωπικής ή πραγματικής δουλείας, στην παραχώρηση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κύριων, βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου τμήματος οικοπέδου, καθώς και στη μεταβίβαση του δικαιώματος άσκησης της επικαρπίας των ακινήτων της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του Κώδικα Φ.Π.Α..
β) Χρόνος έναρξης εφαρμογής
Φ.Π.Α. επιβάλλεται στην παράδοση ακινήτων των οποίων:
- Η άδεια κατασκευής εκδίδεται από 01/01/2006 και μετά
- Η άδεια κατασκευής αναθεωρείται από 01/01/2006 και μετά με την προϋπόθεση ότι μέχρι την ημερομηνία αναθεώρησης δεν έχουν αρχίσει οι εργασίες κατασκευής.
γ) Πρώτη κατοικία
Απαλλάσσεται από τον Φ.Π.Α. η παράδοση ακινήτων σε δικαιούχους απαλλαγής από τον Φ.Μ.Α. κατά την απόκτηση πρώτης κατοικίας, καθώς και η παραχώρηση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης που συνιστάται υπέρ των παραπάνω ακινήτων.
Επισημαίνεται, ότι για τον οικοπεδούχο στην περίπτωση αντιπαροχής δεν υφίσταται ποτέ απαλλαγή από τον Φ.Π.Α. για την απόκτηση πρώτης κατοικίας αφού δεν πληρούται η βασική προϋπόθεση της αγοράς που θέτουν οι διατάξεις Φ.Μ.Α.
δ) Παράδοση οικοπέδων
Απαλλάσσεται από τον Φ.Π.Α. η παράδοση οικοπέδων, αγροτεμαχίων κ.λ.π., καθώς και η παράδοση ιδανικών μεριδίων αυτών.
ε) Αντιπαροχή
Δεν επιβάλλεται Φ.Π.Α. στην παράδοση των χιλιοστών του οικοπέδου από τον οικοπεδούχο προς τον κατασκευαστή, ενώ επιβάλλεται Φ.Π.Α. για τις παραδόσεις κτισμάτων (εργολαβία) που δίδονται ως αντιπαροχή από τον κατασκευαστή στον οικοπεδούχο. Ως αξία, επί της οποίας υπολογίζεται Φ.Π.Α., λαμβάνεται η αξία της παρεχόμενης εργολαβίας, η οποία προκύπτει από το κόστος υλικών εργασιών, αμοιβών, μισθών και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και τυχόν εργολαβικό κέρδος, όπου υπάρχει.
στ) Μεταβίβαση ιδιοκτησιών που παραμένουν στην κυριότητα του οικοπεδούχου πριν από την αποπεράτωση της οικοδομής
Ο οικοπεδούχος μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο κατασκευής της οικοδομής, ακόμη και πριν εκδοθεί προς αυτόν το στοιχείο παράδοσης κτισμάτων, να μεταβιβάσει τις ιδιοκτησίες που παραμένουν στην κυριότητά του. Η μεταβίβαση αυτή υπάγεται σε Φ.Μ.Α. εάν ο οικοπεδούχος είναι ιδιώτης και σε Φ.Π.Α. εάν είναι κατασκευαστική επιχείρηση. Σημειώνεται ότι και σε αυτήν την περίπτωση το στοιχείο παράδοσης κτισμάτων θα εκδοθεί στον οικοπεδούχο που έχει συμβληθεί με τον κατασκευαστή και σε αυτόν επιρρίπτεται ο αναλογών Φ.Π.Α.
ζ) Διαφορά ανάμεσα στην φορολογηθείσα αξία κάθε ιδιοκτησίας κατά τη μεταβίβαση και του απολογιστικού κόστους.
Κατά τη μεταβίβαση ιδιοκτησίας πριν από την αποπεράτωση της οικοδομής επιβάλλεται Φ.Π.Α.. Με την ολοκλήρωση της οικοδομής και την υποβολή του ειδικού εντύπου απολογιστικού κόστους είναι πιθανό για κάποιες ή για όλες τις ιδιοκτησίες αυτό να προκύπτει μεγαλύτερο από την φορολογηθείσα, κατά την υποβολή της ειδικής δήλωσης, αξία. Η κατασκευαστική επιχείρηση μπορεί να υποβάλλει έκτακτη δήλωση και να αποδώσει τον Φ.Π.Α. που οφείλει σημειώνοντας την αιτία υποβολής της, αλλά δεν θα μεταφέρει το ποσό αυτό προς έκπτωση στην δήλωση Φ.Π.Α. της οικείας φορολογικής περιόδου. Άλλως ο φόρος καταλογίζεται κατά τον έλεγχο με προσαύξηση λόγω ανακρίβειας των δηλώσεων.
η) Εκχώρηση εργολαβικού προσυμφώνου κατασκευαστικής επιχείρησης που έχει συμβληθεί με οικοπεδούχο σε άλλη κατασκευαστική επιχείρηση προς συνέχιση των εργασιών.
Η εκχώρηση εκ μέρους του εργολάβου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από το προσύμφωνο μεταβίβασης χιλιοστών οικοπέδου και το εργολαβικό κατασκευής συνιστά παροχή υπηρεσίας. Ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται η αντιπαροχή που έλαβε ή πρόκειται να λάβει για την εκχώρηση αυτή ο αρχικός εργολάβος. Η κατασκευαστική επιχείρηση που υπεισέρχεται στο εργολαβικό προσύμφωνο θα έχει όλες τις φορολογικές υποχρεώσεις ως προς τον Φ.Π.Α. για την εν λόγω οικοδομή.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίδεται στις περιπτώσεις που πριν από την εκχώρηση έχει συντελεστεί μεταβίβαση χιλιοστών οικοπέδου από τον οικοπεδούχο στον κατασκευαστή (με συμβόλαιο) ή έχουν μεταβιβαστεί σε οποιονδήποτε τρίτο ιδιοκτησίες που αφορούν στο εργολαβικό αντάλλαγμα, διότι ενδέχεται να προκύπτουν και άλλες πράξεις που υπόκεινται σε φορολογία.
θ) Κατάργηση αυτοπαράδοσης λόγω παρόδου τετραετίας από την αποπεράτωση.
Με τον ν. 4316/2014 (άρθρο 92) καταργήθηκε η υποχρέωση των κατασκευαστών για αυτοπαράδοση των διαμερισμάτων για τα οποία παρέρχεται τετραετία από την αποπεράτωση. Επισημαίνεται, ότι η υποχρέωση αυτή δεν γεννήθηκε ποτέ και για κανέναν υποκείμενο, καθώς πριν ολοκληρωθούν οι χρόνοι, που όριζε κάθε φορά ο νόμος (5ετία από την έκδοση της άδειας, 3ετία από την αποπεράτωση, 4ετία από την αποπεράτωση), η υποχρέωση αυτή καταργήθηκε με τον ανωτέρω ν. 4316/2014.
Επομένως, οι μόνες περιπτώσεις αυτοπαράδοσης που ορίζονται πλέον από τον Κώδικα Φ.Π.Α. είναι οι περιπτώσεις ιδιοκατοίκησης, μίσθωσης, δωρεάν παραχώρησης της χρήσης, χρησιμοποίησης για σκοπούς ξένους προς την επιχείρηση, ανάληψης μερίδας λόγω λύσης της εταιρίας (άρθρο 7, παρ. 2 γ' και δ'). Επισημαίνεται, ότι αυτοπαράδοση επιτρέπεται μόνο στις ανωτέρω περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.
15. Ποιες πράξεις απαλλάσσονται από τον Φ.Π.Α.
Απαλλάσσονται από τον Φ.Π.Α. οι πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 22 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν.2859/2000), οι οποίες πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο αυτό και αφορούν στην ιατρική και στην νοσοκομειακή περίθαλψη - διάγνωση, στην κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση, στις υπηρεσίες εκπαίδευσης, στον αθλητισμό, στις υπηρεσίες πολιτιστικής ή μορφωτικής φύσης, στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εργασίες, χρηματικές συναλλαγές, μετοχές, μερίδια, ομολογίες, αμοιβαία κεφάλαια, καταθέσεις, μισθώσεις ακινήτων κ.α. Απαλλάσσονται, επίσης, από τον Φ.Π.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του Κώδικα Φ.Π.Α., οι μικρές επιχειρήσεις οι οποίες κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο, πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα, χωρίς Φ.Π.Α., μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) Ευρώ. Για τις ανωτέρω πράξεις, ο υποκείμενος στον φόρο δεν έχει δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών του.
Επίσης, απαλλάσσονται οι πράξεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με όσα καθορίζονται στα άρθρα 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29 του Κώδικα Φ.Π.Α και στις αντίστοιχες υπουργικές αποφάσεις.
16. Οι υπηρεσίες εκμάθησης Η/Υ υπάγονται ή όχι σε Φ.Π.Α.
Η παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης σε θέματα πληροφορικής, απαλλάσσεται από τον Φ.Π.Α., ανεξάρτητα από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, εφόσον στοχεύει στη μετάδοση γνώσεων, γενικά, σε θέματα Η/Υ. Αντίθετα, η παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης σχετικά με τον χειρισμό και τη λειτουργία Η/Υ, που συνδέεται με την πώλησή τους, χωρίς να παρέχεται γενικότερη εκπαίδευση, δεν απαλλάσσεται από τον Φ.Π.Α.
Διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή διατάξεων Φ.Π.Α. στις υπηρεσίες εκμάθησης Η/Υ έχουν δοθεί με την αριθ. ΠΟΛ.1041/2004 εγκύκλιο της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Φ.Π.Α.
17. Συμμετοχή ιατρού σε κλινική μελέτη/ αρθρογραφία σε ιατρικά θέματα/ υπηρεσίες ιατρικού συμβούλου, κ.α.
Η αμοιβή που εισπράττει ιατρός για τη συμμετοχή του σε κλινική μελέτη που διεξάγεται για λογαριασμό φαρμακευτικής εταιρίας σχετικά με την επίδραση φαρμάκου δεν απαλλάσσεται του Φ.Π.Α., αλλά υπάγεται στον φόρο, όπως και κάθε άλλη δραστηριότητα ιατρού που δεν συνιστά ιατρική εξέταση, διάγνωση και περίθαλψη / θεραπεία ασθενούς στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Ως εκ τούτου, για την περίπτωση των ως άνω υπηρεσιών οι υποκείμενοι στον φόρο υποχρεούνται να υπαχθούν στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α. υποβάλλοντας Δήλωση Μεταβολής Φ.Π.Α. και εφόσον παραμένουν στο κανονικό καθεστώς, να υποβάλλουν δηλώσεις Φ.Π.Α. για όλες τις φορολογικές περιόδους ακόμα και αν δεν πραγματοποιούν τις ανωτέρω φορολογητέες πράξεις.
18. Ναύλωση επαγγελματικού τουριστικού πλοίου αναψυχής.
Η ναύλωση επαγγελματικού πλοίου αναψυχής του ν. 4256/2014 (Α' 92) που γίνεται από πλοιοκτήτρια εταιρεία με βάση ναυλοσύμφωνο για την εκτέλεση πλόων θαλάσσιας αναψυχής ή περιηγήσεως, θεωρείται ως παροχή υπηρεσιών μεταφοράς προσώπων εκ μέρους της πλοιοκτήτριας και υπάγεται σε Φ.Π.Α. 24%.
Όμως, σύμφωνα την Ε.Δ.Υ.Ο. ΠΟΛ. 1156/1997 προβλέπεται μείωση της φορολογητέας βάσης σε ποσοστό έκπτωσης:
- 60%, όταν εκτελούν και διεθνείς πλόες (Κατηγορία Ι),
- 50%, όταν εκτελούν πλόες Τοπικούς μέχρι Μεγάλης Ακτοπλοΐας (Κατηγορία ΙΙ),
- 40%, όταν εκτελούν πλόες Τοπικούς μέχρι Μικρής Ακτοπλοΐας (Κατηγορία Ill).
- Η εν λόγω μείωση πραγματοποιείται στις περιπτώσεις που από τα δεδομένα της ναύλωσης τεκμέρεται ότι το σκάφος αναψυχής, το οποίο ναυλώνεται δύναται να προσεγγίσει και λιμάνι εκτός των ελληνικών χωρικών υδάτων κατά τη διάρκεια της εκάστοτε ναύλωσης, αλλά δεν είναι δυνατή η προσκόμιση αποδεικτικών λιμενικών εγγράφων.
19. Εφοδιασμοί πλοίων
Με το άρθρο 27 του Κώδικα Φ.Π.Α. απαλλάσσονται οι παραδόσεις καυσίμων, λιπαντικών, τροφοεφοδίων και λοιπών αγαθών, καθώς και αντικειμένων και υλικών που προορίζονται να ενσωματωθούν ή να χρησιμοποιηθούν σε πλοία που απαλλάσσονται με τις διατάξεις του 27.1.α. Βάσει του άρθρου 786 του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής - Διατάξεις Εφαρμογής του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα, οι παραδόσεις κοινοτικών εμπορευμάτων που προορίζονται για τον εφοδιασμό πλοίων και αεροσκαφών με πλήρη απαλλαγή από φορολογικές επιβαρύνσεις, δηλ. Φ.Π.Α και Ε.Φ.Κ., πραγματοποιούνται, υποχρεωτικά, από 01.01.2011, με τη χρήση διατυπώσεων εξαγωγής, με σκοπό τη θέσπιση μίας ενιαίας διαδικασίας σε κοινοτικό επίπεδο, ώστε τα πρόσωπα που προβαίνουν στον εφοδιασμό πλοίων και αεροσκαφών να μπορούν να λάβουν απόδειξη για την πραγματοποίηση του εφοδιασμού η οποία κρίνεται απαραίτητη για σκοπούς φοροαπαλλαγής.
Διευκρινίζεται, ότι οι παραδόσεις εμπορευμάτων που προορίζονται για τον εφοδιασμό πλοίων και αεροσκαφών με απαλλαγή από φορολογικές επιβαρύνσεις, δεν εξομοιώνονται με εξαγωγές, αλλά απλά πραγματοποιούνται με τη χρήση διατυπώσεων εξαγωγής για φορολογικούς σκοπούς, δηλ. η χρήση διατυπώσεων εξαγωγής αποσκοπεί στην παροχή αποδεικτικών στοιχείων για την επιβεβαίωση της νομιμότητας της απαλλαγής Φ.Π.Α. κατά την παράδοση των εφοδίων.
Σημειώνουμε, ωστόσο, ότι η απαλλαγή χορηγείται μόνο όταν τιμολογείται ο εκμεταλλευτής του πλοίου. Στο εσωτερικό της χώρας η διαδικασία εφοδιασμού των πλοίων που διενεργούν πλόες εξωτερικού και μικτούς ορίζεται στην ΑΥΟ Π.1591/ΠΟΛ.69/1087. Παραθέτουμε τα εξής παραδείγματα για την καλύτερη κατανόηση του θέματος:
Παράδειγμα 1
Έλληνας προμηθευτής πωλεί αγαθά σε Ιταλό πλοιοκτήτη, τα οποία ενσωματώνονται σε πλοίο που βρίσκεται στην Ιταλία.
Η πώληση αυτή απαλλάσσεται από τον Φ.Π.Α., καθώς τα αγαθά χρησιμοποιούνται για τον εφοδιασμό πλοίου και το τιμολόγιο εκδίδεται προς τον πλοιοκτήτη. Ο Έλληνας οφείλει να διενεργήσει διασάφηση εξαγωγής στο Ελληνικό τελωνείο σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω. Σημειώνεται ότι η συναλλαγή αυτή δεν θεωρείται ενδοκοινοτική και ως εκ τούτου δεν υφίστανται οι υποχρεώσεις υποβολής ανακεφαλαιωτικών πινάκων κτλ.
Παράδειγμα 2
Έλληνας πλοιοκτήτης παραγγέλνει αγαθά από Ιταλό εφοδιαστή με σκοπό να τα ενσωματώσει στο πλοίο του που βρίσκεται στην Ιταλία. Ο Ιταλός εφοδιαστής, καθώς δεν διαθέτει τα εν λόγω αγαθά στην επιχείρησή του, τα παραγγέλνει με τη σειρά του από Έλληνα προμηθευτή.
Για τις εν λόγω συναλλαγές ισχύουν τα εξής:
Ο Έλληνας προμηθευτής που παραδίδει τα αγαθά στον Ιταλό εφοδιαστή, διενεργεί ενδοκοινοτική παράδοση αγαθών και υποβάλει ανακεφαλαιωτικό πίνακα. Η συναλλαγή αυτή δεν απαλλάσσεται βάσει του άρθρου 27, δεδομένου ότι δεν τιμολογείται ο Έλληνας πλοιοκτήτης, αλλά ο Ιταλός εφοδιαστής.
Ο Ιταλός εφοδιαστής αποστέλλει τα αγαθά στο πλοίο στην Ιταλία και τιμολογεί τον Έλληνα πλοιοκτήτη. Η πράξη αυτή απαλλάσσεται και το τιμολόγιο εκδίδεται χωρίς να επιβαρύνεται με Φ.Π.Α., βάσει του άρθρου 27. Σημειώνεται ότι η συναλλαγή αυτή δεν θεωρείται ενδοκοινοτική και ως εκ τούτου δεν υφίστανται οι υποχρεώσεις υποβολής ανακεφαλαιωτικών πινάκων κτλ.
Για την παράδοση των αγαθών στο πλοίο, ο Ιταλός εφοδιαστής οφείλει να ακολουθήσει την τελωνειακή διαδικασία της χώρας του.
Παράδειγμα 3
Ιταλός πλοιοκτήτης παραγγέλνει αγαθά από Ιταλό εφοδιαστή με σκοπό να τα ενσωματώσει στο πλοίο του που βρίσκεται στην Ελλάδα. Ο Ιταλός εφοδιαστής, καθώς δεν διαθέτει τα εν λόγω αγαθά στην επιχείρησή του, τα παραγγέλνει με τη σειρά του από Έλληνα προμηθευτή για να τα παραδώσει απευθείας στο πλοίο.
Δεδομένου ότι ο Ιταλός εφοδιαστής αποκτά τα αγαθά στην Ελλάδα, οφείλει να λάβει Α.Φ.Μ.- Φ.Π.Α. στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου,:
- ο Έλληνας προμηθευτής θα τιμολογήσει με Φ.Π.Α. τον Ελληνικό Α.Φ.Μ. - Φ.Π.Α. του Ιταλού εφοδιαστή
- ο Ιταλός εφοδιαστής με τον Ελληνικό Α.Φ.Μ. - Φ.Π.Α. θα τιμολογήσει τον Ιταλό πλοιοκτήτη χωρίς Φ.Π.Α., καθώς η πράξη αυτή απαλλάσσεται βάσει του 27.1.γ.
- για την παράδοση των αγαθών στο πλοίο θα πρέπει να ακολουθηθεί η τελωνειακή διαδικασία που περιγράφεται στην ΑΥΟ Π.1591/ΠΟΛ.69/1987. Σημειώνεται ότι η διασάφηση εξαγωγής θα πρέπει να διενεργηθεί στο όνομα του Ιταλού πλοιοκτήτη (όπου έχει εκδοθεί και το τιμολόγιο)
Ωστόσο, τα πλοία πλόων εσωτερικού τα οποία απαλλάσσονται με το άρ. 27.1α του Κώδικα Φ.Π.Α. μπορούν να διαθέτουν Δελτίο Προμήθειας Υλικών και Αντικειμένων για την αγορά των εφοδίων τους, σύμφωνα με την Π.8271/ΠΟΛ.366/87, σε συνδυασμό με την ΑΥΟ Τ. 1940/41/2003 (Β' 516) για την προμήθεια των καυσίμων.
20. Παροχή υπηρεσιών σε πλοία των οποίων η παράδοση ή εισαγωγή απαλλάσσεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 1.α. του ν.2859/2000 (Κώδικας Φ.Π.Α.)
Προκειμένου να καθοριστεί ο ορθός τρόπος φορολόγησης των υπηρεσιών που παρέχονται σε πλοία, πρωτίστως πρέπει να καθορίζεται ο τόπος παροχής και κατ' επέκταση φορολογίας των υπηρεσιών αυτών, βάσει του άρθ. 14 του Κώδικα Φ.Π.Α..
Επομένως, βάσει του άρθρου 14, παρ 2.α., του ίδιου νόμου, εφόσον παρέχονται υπηρεσίες σε υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με αυτήν την ιδιότητα, υπηρεσίες σε πλοίο, όπως αυτές, ενδεικτικά, αναφέρονται στο άρθρο 27, παρ 1.δ' και ε,' του Κώδικα Φ.Π.Α., ο τόπος φορολογίας είναι ο τόπος του λήπτη και συνεπώς το τιμολόγιο δεν θα επιβαρύνεται με Φ.Π.Α. (αριθ. ΠΟΛ.1119/2015, ΑΔΑ: 6ΡΙΨΗ-ΣΓΖ εγκύκλιος της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων - Εξαιρούνται οι υπηρεσίες που αφορούν στη χρήση λιμανιών, όπως π.χ. υπηρεσίες ελλιμενισμού σκαφών, ο τόπος παροχής των οποίων καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 14.4, λόγω του ότι αποτελούν υπηρεσίες συναφείς με ακίνητο).
Παράδειγμα 1
Ελληνική επιχείρηση παρέχει υπηρεσίες επισκευής πλοίου ολλανδικής επιχείρησης στον Πειραιά.
Βάσει του άρθρου 14, παρ 2.α., τόπος φορολογίας είναι ο τόπος του λήπτη. Κατά συνέπεια, η ελληνική επιχείρηση εκδίδει τιμολόγιο χωρίς Φ.Π.Α. και ο λήπτης χρεοπιστώνει τον φόρο στη δήλωσή του (υφίσταται η υποχρέωση υποβολής ανακεφαλαιωτικών πινάκων, εκτός αν η υπηρεσία αυτή απαλλάσσεται στη χώρα του λήπτη). Σημειώνεται ότι στην εν λόγω περίπτωση δεν εφαρμόζεται η απαλλαγή του άρθρου 27, παρ. 1.δ' και ε'.
Παράδειγμα 2
Ελληνική επιχείρηση παρέχει υπηρεσίες επισκευής πλοίου σε άλλη ελληνική επιχείρηση η οποία είναι πλοιοκτήτρια, εκμεταλλεύτρια ή διαχειρίστρια πλοίων τα οποία απαλλάσσονται με την περ. 27.1.α
Στην εν λόγω περίπτωση, τόπος φορολογίας είναι το εσωτερικό της χώρας και έχει εφαρμογή η απαλλαγή της περ. 27.1.δ'και ε'. με τη διαδικασία που περιγράφεται στα άρθρα 31, 37 και 38 της απόφασης Π. 8271/4897/ΠΟΛ 366/18.12.1987 (Β' 8/1988).
Παράδειγμα 3
Ολλανδική επιχείρηση παρέχει υπηρεσίες επισκευής πλοίου σε άλλη ελληνική επιχείρηση η οποία είναι πλοιοκτήτρια, εκμεταλλεύτρια ή διαχειρίστρια πλοίων τα οποία απαλλάσσονται με την περ. 27.1.α
Βάσει του άρθρου 14, παρ 2.α., τόπος φορολογίας είναι ο τόπος του λήπτη και ισχύει ό,τι αναφέρθηκε στο παράδειγμα 1. Ωστόσο, ο Έλληνας λήπτης στην περίπτωση αυτή και εφόσον το επιθυμεί, δύναται να εφαρμόσει την απαλλαγή των περ. 27.1.δ' και ε', όπως δικαιούται, τηρώντας σε κάθε περίπτωση τα αποδεικτικά για την τεκμηρίωσή της, ενώ δεν θα συμπεριλάβει τη συναλλαγή στην περιοδική του δήλωση και δεν θα υποβάλει ανακεφαλαιωτικό πίνακα στην περίπτωση αυτή (βάσει του άρθρου 36, παρ. 5β, του ν.2859/2000). Η Ολλανδική επιχείρηση σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ενημερώνεται σχετικά με τη μη υποχρέωση υποβολής ανακεφαλαιωτικού πίνακα και από την πλευρά της (επειδή η πράξη απαλλάσσεται στο κράτος μέλος φορολογίας της), έτσι ώστε να μην προκύψουν προβλήματα κατά τη διασταύρωση των πινάκων αυτών.
Τέλος, σημειώνονται τα εξής:
- απαλλάσσονται οι υπηρεσίες που παρέχονται άμεσα σε πλοία και είναι άμεσα αναγκαίες :
α) για την ασφαλή εκτέλεση του προορισμού τους ή για την καθαριότητα και για την υγιεινή διαμονή,
β) για τη συντήρηση ή ασφαλή μεταφορά του φορτίου τους κατά το χρόνο που βρίσκεται στο πλοίο και
γ) για τη φόρτωση και εκφόρτωση του φορτίου.
- οι εν λόγω απαλλαγές χορηγούνται μόνο σε επιχειρήσεις πλοιοκτήτριες, εκμεταλλεύτριες ή διαχειρίστριες των συγκεκριμένων πλοίων, οι οποίες εμπίπτουν σε κάθε περίπτωση στην έννοια του «υποκείμενου»
- όταν ο λήπτης είναι μη υποκείμενος ή όταν είναι μεν υποκείμενος, αλλά δεν ενεργεί με την ιδιότητά του αυτή, δεν έχει εφαρμογή καμία από τις απαλλαγές του άρθρου 27 (π.χ. ιδιωτικά πλοία αναψυχής)
(σχετ. άρθρο 27 παρ 1.α) και ε) του Κώδικα Φ.Π.Α., απόφαση Π.8271/4897/ΠΟΛ 366/18.12.1987 και εγκύκλιος ΠΟΛ 1119/2015)
21. Απαλλαγή από τον Φ.Π.Α. της αγοράς και της εισαγωγής αγαθών που προορίζονται για εξαγωγή ή ενδοκοινοτική παράδοση, καθώς και των υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με τις πράξεις αυτές.
Οι επιχειρήσεις που πραγματοποιούν εξαγωγές ή ενδοκοινοτικές παραδόσεις έχουν το δικαίωμα να αποκτούν αγαθά και υπηρεσίες που συνδέονται άμεσα με τις ανωτέρω πράξεις, με απαλλαγή από τον Φ.Π.Α., εφόσον τηρούν συγκεκριμένη διαδικασία και κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης στη Δ.Ο.Υ. που υπάγονται.
Με την υποβολή της αίτησης εγκρίνεται ύψος συναλλαγών (όριο) το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει η επιχείρηση για την απόκτηση αγαθών και τη λήψη υπηρεσιών για το επόμενο δωδεκάμηνο. Η συνολική αξία των αγαθών και υπηρεσιών που δύνανται να απαλλαχθούν σε μία δωδεκάμηνη χρονική περίοδο, δεν μπορεί να υπερβεί τη συνολική αξία των εξαγωγών και των ενδοκοινοτικών παραδόσεων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το προηγούμενο δωδεκάμηνο από την επιχείρηση. Ειδικότερα, για τον υπολογισμό του δωδεκαμήνου λαμβάνεται υπόψη η τελευταία ημέρα του μήνα εντός του οποίου υποβάλλεται η αίτηση της επιχείρησης για τη χορήγηση του ορίου.
Το όριο που χορηγείται ισχύει για το επόμενο της έγκρισης δωδεκάμηνο. Εάν το όριο εξαντληθεί πριν από τη λήξη της δωδεκάμηνης χρονικής περιόδου για την οποία χορηγήθηκε, είτε το υπολειπόμενο όριο δεν επαρκεί, ο υποκείμενος έχει τη δυνατότητα να επαναλαμβάνει τη διαδικασία μετά από την παρέλευση τουλάχιστον ενός μηνός από την προηγούμενη αίτηση.
Από 1.11.2015 δεν επιτρέπεται υπέρβαση του ορίου ή η χρησιμοποίηση αυτού πέραν του οριζόμενου στην έγκριση δωδεκαμήνου και επιβάλλονται οι σχετικές κυρώσεις στην περίπτωση αυτή.
(δείτε σχετικά ΠΟΛ 1167/2015 - Β' 1808, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την ΠΟΛ 1247/2015 - Β' 2418).
22. Διακανονισμός παγίων.
Όταν επιχείρηση αγοράσει αγαθό επένδυσης υποχρεούται να το παρακολουθεί για μία πενταετία (ή δεκαετία για ακίνητα), με αφετηρία το έτος χρησιμοποίησής του. Ως αγαθά επένδυσης νοούνται:
• Τα ενσώματα αγαθά (κινητά και ακίνητα) που ανήκουν κατά κυριότητα στην επιχείρηση και τίθενται από αυτή σε διαρκή εκμετάλλευση, καθώς και τα κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές που κατασκευάζονται από την επιχείρηση σε ακίνητο που μπορεί να μην της ανήκει, αλλά να έχει τη χρήση αυτού για τουλάχιστον εννέα (9) χρόνια,
• τα δικαιώματα χρήσης ευρεσιτεχνίας, σχεδίου, υποδείγματος, εμπορικού και βιομηχανικού σήματος, κ.α., εφόσον εξυπηρετούν την επιχείρηση για περισσότερες της μίας χρήσης,
• δαπάνες για την κατασκευή μη ιδιόκτητου δικτύου σύνδεσης του σταθμού αυτοπαραγωγής ή ανεξάρτητης παραγωγής μέχρι το Δίκτυο της ΔΕΗ Α.Ε. ή του ΔΕΣΜΗΕ Α.Ε. (Ω.2773/1999),
• εκείνα που εκμεταλλεύονται εταιρείες Leasing.
Αν μέσα στα πέντε έτη, από την πρώτη χρησιμοποίηση, επέλθει μεταβολή στο δικαίωμα έκπτωσης σε σχέση με το έτος έναρξης, τότε πρέπει να γίνει διακανονισμός για το 1/5 (ή 1/10 για τα μισθωμένα ακίνητα) του Φ.Π.Α. για κάθε έτος που υπάρχει μεταβολή ή για τον φόρο των εναπομεινάντων πέμπτων ή δεκάτων, αντίστοιχα. Εξαιρούνται από τον περιορισμό της πενταετίας (από την πραγματοποίηση της δαπάνης μέχρι την έναρξη χρησιμοποίησης του παγίου) η πραγματοποίηση δαπανών για απόκτηση ή κατασκευή επενδυτικών αγαθών από οργανισμούς, επιχειρήσεις και εταιρίες κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, κλπ.).
23. Επιμερισμός του φόρου των κοινών εισροών (Pro-rata), ποιες εκροές συμπεριλαμβάνονται στον αριθμητή και ποιες στον παρονομαστή του κλάσματος.
Σε περίπτωση που ο υποκείμενος στον φόρο χρησιμοποιεί αγαθά και υπηρεσίες για την πραγματοποίηση πράξεων, για μερικές από τις οποίες δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης, λόγω πραγματοποίησης απαλλασσόμενων πράξεων, ο εκπιπτόμενος φόρος ορίζεται σε ποσοστό επί τοις εκατό του συνολικού ποσού του φόρου των κοινών αυτών εισροών.
Το εκπιπτόμενο αυτό ποσοστό, το οποίο θα εφαρμοστεί στον φόρο των κοινών εισροών βρίσκεται με βάση ένα κλάσμα (Pro - rata), στο οποίο περιλαμβάνονται:
α) στον αριθμητή: οι φορολογητέες εκροές και οι φορολογητέες εκροές εκτός Ελλάδος και οι απαλλασσόμενες εκροές που δημιουργούν δικαίωμα προς έκπτωση,
β) στον παρονομαστή: ό,τι έχει περιληφθεί στον αριθμητή και οι απαλλασσόμενες εκροές που δεν δημιουργούν δικαίωμα προς έκπτωση.
Δεν περιλαμβάνονται στον παρανομαστή οι εξαιρούμενες από τον Φ.Π.Α. πράξεις (π.χ. αποζημιώσεις), με εξαίρεση τις μη συνδεόμενες με την τιμή των πράξεων επιδοτήσεις, αποζημιώσεις, οικονομικές ενισχύσεις οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στον παρανομαστή, εφόσον έχει δημιουργηθεί το κλάσμα της κατ' αναλογία έκπτωσης από άλλη αιτία. Δεν υπάρχει υποχρέωση δημιουργίας κλάσματος κατ' αναλογία έκπτωσης και παρέχεται ολικό δικαίωμα έκπτωσης, εφόσον πραγματοποιούνται αποκλειστικά φορολογητέες και εξαιρούμενες (π.χ. είσπραξη αποζημίωσης) από τον φόρο πράξεις.
Δεν λαμβάνονται υπ' όψη ούτε στον αριθμητή ούτε στον παρονομαστή τα ποσά που προέρχονται από:
- παραδόσεις (πώληση κλπ.) αγαθών τα οποία χρησιμοποιούνται από τον υποκείμενο για πάγια εκμετάλλευση στην επιχείρηση,
- αυτοπαραδόσεις ή ιδιοχρησιμοποιήσεις,
- ενδοκοινοτικές αποκτήσεις,
- πράξεις λήπτη και επιστροφές φόρων,
- εκροές εξ αιτίας αγοράς επενδυτικών αγαθών με την ΚΥΑ Π.2869/1987 (Β' 236) ή αγαθών ή υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 39α του ν. 2859/2000,
- παρεπόμενες πράξεις σε ακίνητα ή από χρηματοδοτικές ή πράξεις των περιπτώσεων κ', κα', κβ', κγ', κδ' και κε' της παρ. 1 του άρθρου 22 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν.2859/2000), εφόσον πρόκειται για παρεπόμενες της κύριας δραστηριότητας πράξεις.
24. Αναστολή καταβολής του φόρου στην αγορά ή εισαγωγή καινούργιου μηχανολογικού εξοπλισμού (ΚΥΑ Π.2869/1987).
Επιχειρήσεις που υπάγονται:
Οι διατάξεις της ανωτέρω Κ.Υ.Α. Π.2869/1987 καταλαμβάνουν περιοριστικά, μόνον, έξι (6) συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, ήτοι, βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές, λατομικές, ξενοδοχειακές και αγροτικές επιχειρήσεις που έχουν ενταχθεί (υποχρεωτικά ή προαιρετικά) στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α. Σημειώνεται, ότι στην ανωτέρω υπουργική απόφαση δεν υπάγονται οι εμπορικές επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών.
Δικαιολογητικά που απαιτούνται:
Ο επενδυτής που πρόκειται να εισάγει ή να αγοράσει στο εσωτερικό επενδυτικά αγαθά, υποβάλλει στον αρμόδιο για την επιβολή του Φ.Π.Α. Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. τα κάτωθι δικαιολογητικά:
- Αίτηση έγκρισης εισαγωγής ή αγοράς των επενδυτικών αγαθών (καινούριων) με αναστολή καταβολής του αναλογούντος Φ.Π.Α.
- Αναλυτικό πίνακα (εις διπλούν), στον οποίο αναγράφει τα αγαθά που πρόκειται να εισάγει ή να αγοράσει στο εσωτερικό (ποσότητα και αξία),
- Υπεύθυνη δήλωση του ν.1599/1986,
- Βεβαίωση της αρμόδιας αρχής για τυχόν υπαγωγή σε αναπτυξιακό νόμο.
- Προκειμένου για θερμοκήπια ή υλικά που ενσωματώνονται σ' αυτά απαιτείται, επιπλέον, βεβαίωση της Δ/νσης Δενδροκηπευτικής του Υπουργείου Γεωργίας (νυν Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων). Διευκρινίσεις για την εφαρμογή της Κ.Υ.Α. Π.2869 /2389/ΠΟΛ.137/04.05.1987 έχουν δοθεί με τις αριθ. ΠΟΛ. 246/1987, ΠΟΛ.47/1988, ΠΟΛ.250/1988, ΠΟΛ.1005/1992, ΠΟΛ.1333/1993, ΠΟΛ.1051/1999, ΠΟΛ.1080/2005 και ΠΟΛ 1206/2010.
25. Ειδικά καθεστώτα Φ.Π.Α.:
Τα ειδικά καθεστώτα Φ.Π.Α. είναι τα εξής:
- άρθρο 39: Ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων .
- άρθρο 39.α: Καταβολής του φόρου από τον λήπτη αγαθών και υπηρεσιών.
- άρθρο 39.β: Ειδικό καθεστώς καταβολής του φόρου κατά τον χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής (Cash accounting system).
- άρθρο 40: Κατ' αποκοπή καταβολή του φόρου (με βάση το άρθρο αυτό, έχουν ορισθεί ετήσια κατ' αποκοπή ποσά Φ.Π.Α. για τους εκμεταλλευτές σκαφών παράκτιας αλιείας μέχρι 12 μέτρα- βλ. σχετ. παράγραφο 25 κατωτέρω, για τους εκμεταλλευτές σκαφών λίμνης Ιωαννίνων και για τους εκμεταλλευτές ιππήλατων οχημάτων).
- άρθρα 41 - 42:Ειδικό καθεστώς αγροτών - Αγρότες.
- άρθρο 43: Πρακτορεία ταξιδίων.
- άρθρο 44: Βιομηχανοποιημένα καπνά.
- άρθρο 45: Μεταπωλητές μεταχειρισμένων αγαθών και αντικειμένων καλλιτεχνικής αξίας.
- άρθρο 46: Πωλήσεις σε δημοπρασία.
- άρθρο 47: Επενδυτικός χρυσός.
- άρθρο 47 α, β, γ: Μικρή Μονο-απευθυντική Θυρίδα: Τηλεπικοινωνιακές, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές ή ηλεκτρονικές υπηρεσίες που παρέχονται από υποκείμενους στον φόρο μη εγκατεστημένους στο κράτος μέλος κατανάλωσης.
Με τα ίδια άρθρα ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις ένταξης στα ειδικά αυτά καθεστώτα και οι ειδικές διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζουν οι υποκείμενοι στον φόρο που εντάσσονται στα καθεστώτα αυτά.
26. Επιστροφή Φ.Π.Α. στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος
Οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41 δικαιούνται επιστροφής του Φ.Π.Α. που επιβάρυνε τις εισροές τους. Βάση επί της οποίας υπολογίζεται η επιστροφή, με τον κατ' αποκοπή συντελεστή (6%), αποτελεί το σύνολικό ποσό που προέρχεται από παράδοση αγροτικών προϊόντων από δική τους αγροτική εκμετάλλευση ή παροχή αγροτικών υπηρεσιών, στο πλαίσιο της αγροτικής τους εκμετάλλευσης, που πραγματοποιούν προς άλλο υποκείμενο στον φόρο, εκτός των αγροτών του ειδικού καθεστώτος, καθώς και από απόσυρση αγροτικών προϊόντων. Η επιστροφή του Φ.Π.Α. των εισροών στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος πραγματοποιείται με την υποβολή Αίτησης Επιστροφής από τον δικαιούχο, Η αίτηση αυτή υποβάλλεται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας από την 1η Μαρτίου μέχρι την 31η Οκτωβρίου κάθε έτους. Με την αίτηση αυτή συνυποβάλλονται τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η αξία της παράδοσης των αγροτικών προϊόντων και της παροχής των αγροτικών υπηρεσιών, βάσει των οποίων θα γίνει η επιστροφή του φόρου. Πρόκειται, κυρίως, για τα νόμιμα φορολογικά στοιχεία τα οποία αναγράφονται αναλυτικά στον Πίνακα Γ' (σελ. 2) της αίτησης - αναλυτικής κατάστασης δικαιολογητικών με την οποία και συνυποβάλλονται (βλ. αριθ. ΠΟΛ 1066/2013 - Β' 753, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ 1089/2015 - Β' 722 και ΠΟΛ 1021/2016 - Β' 213, ΑΔΑ: 74ΘΑΗ-ΗΛ3).
Με τις διατάξεις του άρθρου 47 του ν. 4410 /2016 (Α' 141), οι οποίες ισχύουν από 1.1.2017, αντικαθίσταται το άρθρο 41 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000).
Εν συντομία, οι βασικές αλλαγές που επέρχονται στο ειδικό καθεστώς των αγροτών είναι οι ακόλουθες:
• Ως προς τον προσδιορισμό των ορίων που αποτελούν τα κριτήρια για την παραμονή στο ειδικό καθεστώς ή για τη μετάταξη στο κανονικό καθεστώς, με σαφήνεια ορίζεται ότι στις 15.000 ευρώ περιλαμβάνεται η αξία όλων των παραδόσεων αγροτικών προϊόντων ιδίας παραγωγής και των παροχών αγροτικών υπηρεσιών προς κάθε πρόσωπο, που πραγματοποιήθηκαν στο προηγούμενο φορολογικό έτος, και στις 5.000 ευρώ περιλαμβάνεται κάθε είδους επιδότηση που έλαβαν οι αγρότες.
• Προβλέπεται η υποχρέωση έκδοσης ειδικού στοιχείου από τους αγρότες του ειδικού καθεστώτος για παραδόσεις των προϊόντων τους ή παροχές αγροτικών υπηρεσιών προς άλλους αγρότες του ειδικού καθεστώτος ή προς πρόσωπα μη υποκείμενα στον φόρο και η υποχρεωτική εγγραφή των εν λόγω αγροτών στο ειδικό καθεστώς, ακόμη και στην περίπτωση που αποκλειστικά πραγματοποιούν αυτές τις πράξεις.
• Ορίζεται η υποχρεωτική υπαγωγή της αγροτικής εκμετάλλευσης στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α. στις περιπτώσεις που οι αγρότες παράλληλα ασκούν και άλλη δραστηριότητα για την οποία υποχρεούνται σε τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων που πωλούν τα προϊόντα τους στις λαϊκές αγορές ή από δικό τους κατάστημα ή τα εξάγουν ή τα παραδίδουν ενδοκοινοτικά ή διαχειρίζονται ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή λειτουργούν αγροτοτουριστικές μονάδες.
• Επακόλουθα, καταργείται η επιστροφή Φ.Π.Α. με τον κατ' αποκοπή συντελεστή 3% στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος που δικαιούνταν της επιστροφής αυτής.
• Σε περίπτωση προαιρετικής μετάταξης από το ειδικό καθεστώς αγροτών στο κανονικό καθεστώς, η υποχρεωτική παραμονή σε αυτό είναι πλέον τριετής αντί πενταετής.
Ειδικότερα, όσον αφορά στις μετατάξεις αυτές αναφέρουμε τις εξής περιπτώσεις:
Η προαιρετική μετάταξη από το κανονικό στο ειδικό καθεστώς πραγματοποιείται μόνο από την έναρξη του φορολογικού έτους με την υποβολή δήλωσης μεταβολών εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, άρθρο 10), όπως ισχύουν.
Η προαιρετική μετάταξη από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς πραγματοποιείται είτε από την έναρξη του φορολογικού έτους με την υποβολή δήλωσης μεταβολών εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, κατά τα ανωτέρω, ή κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους με την υποβολή δήλωσης μεταβολών και ισχύει από την ημερομηνία υποβολής της εν λόγω δήλωσης. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση της προαιρετικής μετάταξης από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς, οι αγρότες υποχρεούνται να παραμείνουν σε αυτό για μια τριετία.
Για την υποχρεωτική μετάταξη από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς, υποβάλλεται δήλωση μεταβολών εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την έναρξη του φορολογικού έτους και πραγματοποιείται από την έναρξη του φορολογικού έτους. Σε περίπτωση που η δήλωση μεταβολών υποβληθεί μετά από το πέρας της προαναφερόμενης προθεσμίας, θεωρείται εκπρόθεσμη και επιβάλλεται το πρόστιμο του άρθρου 54, παρ. 2 του ΚΦΔ.
Για τους νέους αγρότες, δηλαδή για τους αγρότες που για πρώτη φορά αρχίζουν να ασκούν αγροτική εκμετάλλευση, δεν εφαρμόζεται η προϋπόθεση της παρ. 1 του άρθρου 41 για την ένταξη στο ειδικό καθεστώς. Σε κάθε περίπτωση μπορούν να επιλέξουν την ένταξή τους στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α.. Στην περίπτωση, δε, που επιλέξουν το κανονικό καθεστώς, υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση έναρξης και να παραμείνουν σε αυτό τουλάχιστον για μια τριετία (αριθ. ΠΟΛ 1201/2016, ΑΔΑ: 70ΩΨΗ-Ο3Ρ εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων).
Οι αγρότες που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς του άρθρου 41 και πραγματοποιούν αποκλειστικά παραδόσεις ή και παροχές προς άλλους υποκειμένους στο φόρο, πριν από την υποβολή της δήλωσης- αίτησης επιστροφής του φόρου εγγράφονται στο καθεστώς αυτό με δηλούμενη ημερομηνία τουλάχιστον την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου φορολογικού έτους, προκειμένου να έχουν δικαίωμα επιστροφής για το φορολογικό αυτό έτος, όπως ορίζεται στην παράγραφο 12 του άρθρου 41.
27. Υποχρεώσεις Φ.Π.Α. των εκμεταλλευτών σκαφών παράκτιας αλιείας και επιχειρήσεων σπογγαλιείας.
Οι εκμεταλλευτές σκαφών παράκτιας αλιείας μέχρι 12 μέτρα μεταξύ καθέτων, καθώς και σκαφών σπογγαλιείας εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς απόδοσης Φ.Π.Α. με κατ' αποκοπή ποσά που ορίζονται με την Α.Υ.Ο. 1145339/6602/140/Ε0014/ ΠΟΛ.1320/30.12.1998 (Β' 5/1999). Το καθεστώς αυτό είναι προαιρετικό για τους εκμεταλλευτές, οι οποίοι μπορούν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το κανονικό καθεστώς.
Το ειδικό καθεστώς συνίσταται στον κατ' αποκοπή προσδιορισμό ετήσιων ακαθάριστων εσόδων, από τη διάθεση δικής τους παραγωγής, καθώς και ετήσιας επιβάρυνσης Φ.Π.Α., ανά σκάφος, ανάλογα με το μήκος των σκαφών και έχουν ως εξής:
Μήκος σκαφών (μ) |
Ετήσια Ακαθάριστα Έσοδα (σε ευρώ) |
Ετήσιο ποσό Φ.Π.Α. (σε ευρώ) |
Μέχρι = 5 |
4.110 |
98 |
μεγαλύτερα των 5 μέχρι = 6 |
5.280 |
126 |
μεγαλύτερα των 6 μέχρι = 7 |
8.510 |
204 |
μεγαλύτερα των 7 μέχρι = 8 |
11.740 |
281 |
μεγαλύτερα των 8 μέχρι = 9 |
14.670 |
352 |
μεγαλύτερα των 9 μέχρι = 10 |
16.440 |
394 |
μεγαλύτερα των 10 μέχρι = 11 |
18.780 |
450 |
μεγαλύτερα των 11 μέχρι = 12 |
19.660 |
471 |
Σπογγαλιεία |
22.010 |
198 |
Για τα σπογγαλιευτικά σκάφη το ετήσιο κατ' αποκοπή ποσό φόρου είναι ενιαίο.
Από 1.1.2015 τα κατ' αποκοπή ποσά που οφείλονται ετησίως, καταβάλλονται σε δύο ισόποσες δόσεις με την υποβολή δήλωσης Φ.Π.Α. ανά ημερολογιακό εξάμηνο, με προθεσμία υποβολής και καταβολής του φόρου μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μήνα που ακολουθεί το εξάμηνο (αριθ. ΠΟΛ. 1010/2015 - Β' 139, ΑΔΑ: ΨΤΕΔΗ-Γ5Ρ Απόφαση της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων).
Οι ανωτέρω εκμεταλλευτές έχουν δικαίωμα απαλλαγής των πλοίων που προβλέπεται από το άρθρου 27 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000), όπως ισχύει.
Οι επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται μόνο ένα σκάφος κάτω των 6 μέτρων απαλλάσσονται από τον φόρο, ως μικρές επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις αυτές δεν έχουν δικαίωμα απαλλαγής των πλοίων που προβλέπεται από το άρθρο 27 του Κώδικα Φ.Π.Α., εκτός και αν επιλέξουν την ένταξή τους στο ειδικό καθεστώς ή στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α. Η επιλογή αυτή γίνεται με την υποβολή δήλωσης έναρξης εργασιών (υποβάλλεται πριν από την έναρξη της δραστηριότητας) ή μεταβολής-μετάταξης (η υποβολή πρέπει να γίνει μέχρι την 10 Ιανουαρίου του έτους μέσα στον χρόνο που έγινε η μεταβολή), κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την παρέλευση πενταετίας.
Επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω αλιείς που πωλούν τα αλιεύματά τους σε λαϊκές αγορές δεν εντάσσονται στο ειδικό κατ' αποκοπή καθεστώς και υποχρεούνται να τηρούν βιβλία εσόδων εξόδων για το σύνολο της δραστηριότητάς τους (πωλήσεις λιανικά και χονδρικά), όπως συμβαίνει και με τους αλιείς που πωλούν τα αλιεύματά τους από δικό τους κατάστημα. Αυτό ισχύει και για τους εκμεταλλευτές ενός μόνο σκάφους κάτω των 6 μέτρων. Στο ειδικό κατ' αποκοπή καθεστώς μπορούν να παραμείνουν μόνο οι αλιείες που πραγματοποιούν τις λιανικές τους πωλήσεις αποκλειστικά πλανοδίως (βλ. σχ. ΑΥΟ ΠΟΛ 1065/2010 -Β' 751, Εγκύκλιο ΠΟΛ 1077/2011). Από 1.1.2015 οι αλιείς του ειδικού καθεστώτος απαλλάσσονται από την υποχρέωση ενημέρωσης βιβλίων (ΠΟΛ. 1007/2015 - Β' 73), αν και φορολογούνται στη φορολογία εισοδήματος λογιστικά παρά την εν λόγω απαλλαγή.
28. Τα αγαθά που προμηθεύονται αλιείς και αποτελούν εξοπλισμό του αλιευτικού σκάφους εντάσσονται στις απαλλαγές του άρθρου 27
Σύμφωνα με την περίπτωση ια) της παρ.1 του άρθρου 27 του Κώδικα Φ.Π.Α., οι αλιείς ανεξάρτητα του καθεστώτος Φ.Π.Α. που υπάγονται, δικαιούνται της απαλλαγής Φ.Π.Α. για την αγορά εργαλείων, υλικών και εν γένει αντικειμένων όπως είναι αγκίστρια, δίχτυα, σχοινιά κ.λπ. τα οποία κρίνονται απαραίτητα για την άσκηση της αλιευτικής δραστηριότητας που προορίζεται να ασκούν τα συγκεκριμένα σκάφη.
29. Παράδοση αυτοκινήτων και οφειλόμενος Φ.Π.Α.
Κάθε πώληση αυτοκινήτου, εφόσον πραγματοποιείται μέσα στην ελληνική επικράτεια, από υποκείμενο στον φόρο στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, με αντάλλαγμα, υπόκειται στον Φ.Π.Α. και αποδίδεται με την δήλωση Φ.Π.Α. της φορολογικής περιόδου.
Με βάση την παρ. 1 κθ) του άρθρου 22 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000), η πώληση Ε.Ι.Χ. αυτοκινήτου απαλλάσσεται από τον Φ.Π.Α. στην περίπτωση που κατά την αγορά του δεν παρασχέθηκε δικαίωμα έκπτωσης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 30, παρ. 4, του Κώδικα Φ.Π.Α., όπως ισχύει.
Η πώληση μεταχειρισμένων αυτοκινήτων από υποκείμενο στον φόρο που εντάσσεται στο ειδικό καθεστώς του περιθωρίου κέρδους (άρθρο 45 του Κώδικα Φ.Π.Α.) φορολογείται μόνο για το μικτό κέρδος που επιτυγχάνει ο μεταπωλητής, εφόσον τα αυτοκίνητα αυτά τα έχει προμηθευτεί από τα πρόσωπα της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου. Σημειώνεται, ότι σε αυτή την περίπτωση δεν περιλαμβάνεται στη φορολογητέα αξία το τέλος ταξινόμησης (βλ. σχετ. Ε.Δ.Υ.Ο. 1005723/178/22/Β0014/ ΠΟΛ.1023/20.01.2000).
30. Πότε πληρώνεται Φ.Π.Α. και πότε χαρτόσημο στις περιπτώσεις μεταβίβασης επιχείρησης από επαχθή αιτία ή κληρονομική διαδοχή.
Στη μεταβίβαση επιχείρησης ως συνόλου, κλάδου ή μέρους της από επαχθή ή χαριστική αιτία ή με τη μορφή εισφοράς σε υφιστάμενο ή συνιστώμενο νομικό πρόσωπο δεν οφείλεται Φ.Π.Α., εφόσον το πρόσωπο που την αποκτά συνεχίζει τις εργασίες του προκατόχου, αλλά καταβάλλεται χαρτόσημο, όπου προβλέπεται από τις υφιστάμενες διατάξεις της περί τελών και χαρτοσήμου νομοθεσίας.
31. «Πώληση λογισμικού προγράμματος»: παροχή υπηρεσίας ή παράδοση αγαθού.
Στις περιπτώσεις πώλησης τυποποιημένου λογισμικού πρόκειται για παράδοση αγαθού. Στις περιπτώσεις, όμως, που πωλείται λογισμικό που έχει προσαρμοστεί στις ανάγκες συγκεκριμένου πελάτη πρόκειται για παροχή υπηρεσίας.
32. Ποιες είναι οι υποχρεώσεις ως προς τον Φ.Π.Α. όσων έχουν υπογράψει συμβάσεις εργασίας και όσων μετέχουν σε κοινοτικά ερευνητικά προγράμματα που ακολουθούν την ειδική διαδικασία της ΠΟΛ 1128/1997.
Δεν υπόκεινται στον Φ.Π.Α., οι μισθωτοί και τα άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία συνδέονται με τον εργοδότη τους με σύμβαση εργασίας ή με οποιαδήποτε άλλη νομική σχέση, που δημιουργεί δεσμούς εξάρτησης, όσον αφορά στους όρους εργασίας ή στην αμοιβή και συνεπάγεται την ευθύνη του εργοδότη. Επομένως, σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά (ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της σχετικής σύμβασης) η ύπαρξη δεσμών εξάρτησης του παρέχοντος την υπηρεσία με τον εργοδότη του, προκειμένου να κριθεί η υπαγωγή του ή μη σε Φ.Π.Α. Για την ύπαρξη δεσμών εξάρτησης θα πρέπει να συντρέχουν τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
- η εργασία να παρέχεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο,
- να εκτελείται σύμφωνα με τις οδηγίες, τις εντολές και την εποπτεία του εργοδότη,
- την ευθύνη για το αποτέλεσμα της υπηρεσίας να την έχει ο εργοδότης
- να υπάρχει διαρκής απασχόληση και φυσική παρουσία του παρέχοντος στους χώρους εργασίας του εργοδότη, ή σε αυτούς που υποδεικνύονται από τον εργοδότη
- η αμοιβή να καταβάλλεται περιοδικά (π.χ. μηνιαία).
Σχετικές είναι οι Α.Υ.Ο. Σ.800/129/ΠΟΛ.68/1987 και Σ.866/139/ΠΟΛ.74/1987 και οι Ε.Δ.Υ.Ο. Σ.1166/182/ΠΟΛ.116/1987, ΠΟΛ.1176/1991, ΠΟΛ.1279/2000 και ΠΟΛ.1244/2002.
Οπωσδήποτε δημιουργούνται δεσμοί εξάρτησης στην περίπτωση της παροχής υπηρεσιών προς Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και Ιδρύματα Έρευνας και Τεχνολογίας που ακολουθούν την ειδική διαδικασία της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1128/1997 - Β' 335 από πρόσωπα που συμβάλλονται με τα Ιδρύματα αυτά ως ερευνητές για την πραγματοποίηση χρηματοδοτούμενων από την Κοινότητα ερευνητικών προγραμμάτων (άρθρο 4, παρ. 5, της Α.Υ.Ο. 1040588/1700/528/0014/ΠΟΛ. 1128/1997).
33. Αντιμετώπιση χορηγιών.
Καταβολή ποσών ως χορηγία υπάγεται στον Φ.Π.Α. στην περίπτωση που ο λήπτης των ποσών αυτών διαφημίζει με οποιονδήποτε τρόπο τον χορηγό.
34. Εκπτώσεις λόγω τζίρου.
Οι εκπτώσεις λόγω κύκλου εργασιών λαμβάνονται υπόψη και μειώνουν τη φορολογητέα αξία, εφόσον τα παρεχόμενα ποσοστά εκπτώσεων γνωστοποιούνται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του πωλητή ή του πτρέχοντος τις υπηρεσίες, τουλάχιστον τέσσερις (4) μήνες πριν από την πραγματοποίησή τους (βλ. σχετ. και εγκύκλιο ΠΟΛ 1087/2011).
35. Απαλλαγή από τον Φ.Π.Α. της παράδοσης αγαθών και παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιούνται στα πλαίσια των ρυθμίσεων των διπλωματικών και προξενικών σχέσεων και για τις ανάγκες των αναγνωρισμένων από την Ελλάδα διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών ή των μελών του προσωπικού τους.
Για την εφαρμογή των απαλλαγών της περίπτωσης αυτής εφαρμόζεται νέο έντυπο που έχει κοινοποιηθεί με την ΑΥΟ ΠΟΛ 1268/2011 - Β' 39. Η ανωτέρω ΑΥΟ ισχύει, όπως έχει τροποποιηθεί με την ΑΥΟ ΠΟΛ 1190/2013 - Β' 1926 και την ΠΟΛ 1010/2017 - Β' 410 Απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.
Επισημαίνεται, ότι σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω απόφαση από 1.1.2012 στην περίπτωση απαλλαγής για αγορές αγαθών ή λήψεις υπηρεσιών από υποκείμενους στον φόρο εγκατεστημένους στην Ελλάδα, για δικαιούχα πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα ή υπηρετούν στην Ελλάδα, εάν το φορολογικό στοιχείο εκδίδεται πριν από την έγκριση της απαλλαγής, μπορεί να εκδίδεται πιστωτικό τιμολόγιο μόνο για τον Φ.Π.Α. και να επιστρέφεται αυτός στον αγοραστή.
Στο πιστωτικό αυτό τιμολόγιο αναγράφεται η ένδειξη «επιστροφή Φ.Π.Α. λόγω απαλλαγής βάσει AYO ΠΟΛ 1268/2011» και επισυνάπτεται σ' αυτό η έγκριση απαλλαγής της αρμόδιας αρχής, ως δικαιολογητικό. Η επιστροφή του φόρου αποδεικνύεται είτε με έμβασμα σε τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, ή με υπογραφή του δικαιούχου προσώπου ότι έλαβε το συγκεκριμένο ποσό, αναφέροντας τον αριθμό της ταυτότητας του Υπουργείου Εξωτερικών.
36. Διαδικασία επιστροφής
Η υποβολή αίτησης επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου και η διαδικασία που εφαρμόζεται ορίζεται στις ΑΥΟ ΠΟΛ 1073/2004 (Β' 1164), ΠΟΛ 1090/2012 (Β' 1146) και ΠΟΛ 1067/2013 (Β' 775).
Η αίτηση επιστροφής μπορεί να αφορά σε οποιοδήποτε ποσό πιστωτικού υπολοίπου που προκύπτει στη δήλωση Φ.Π.Α., ανεξάρτητα από τις πράξεις βάσει των οποίων προκύπτει το πιστωτικό υπόλοιπο και ανεξάρτητα, επίσης, από το εάν το πιστωτικό υπόλοιπο έχει δημιουργηθεί στη φορολογική περίοδο για την οποία υποβάλλεται η αίτηση ή σε προηγούμενες φορολογικές περιόδους με την επιφύλαξη της παραγραφής τους.
37. Χρόνος παραγραφής
Για τις φορολογικές περιόδους που έληξαν έως 31/12/2013, σύμφωνα με το άρθρο 57 του Κώδικα Φ.Π.Α, η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή του φόρου παραγράφεται μετά από τρία (3) έτη από την ημερομηνία εμπρόθεσμης υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης που αφορά στη διαχειριστική περίοδο εντός της οποίας γεννήθηκε το δικαίωμα έκπτωσης αυτού ή μετά από τρία (3) έτη από την ημερομηνία εμπρόθεσμης υποβολής της έκτακτης δήλωσης στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει υποχρέωση για υποβολή εκκαθαριστικής. Σε περίπτωση μη υποβολής ή υποβολής των ανωτέρω δηλώσεων εκπροθέσμως, η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή φόρου παραγράφεται μετά από τρία (3) έτη από την ημερομηνία που οι δηλώσεις αυτές όφειλαν να είχαν υποβληθεί εμπροθέσμως.
Για πιστωτικό υπόλοιπο που δημιουργήθηκε μετά από την 01/01/2014 η παραγραφή είναι πενταετής σύμφωνα με τα άρθρα 36 και 42 του ΚΦΔ.
38. Ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων (άρθρο 39 του Κώδικα Φ.Π.Α.).
α) Ποια πρόσωπα δύνανται να υπαχθούν στο ειδικό καθεστώς και τι σημαίνει στην πράξη αυτή η επιλογή.
Οι υποκείμενοι στον φόρο οι οποίοι κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα μέχρι 10.000 ευρώ (χωρίς Φ.Π.Α.) δύνανται να μην επιβαρύνουν με Φ.Π.Α. τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούν καθ' όλη τη διάρκεια της τρέχουσας διαχειριστικής περιόδου, εφόσον ενταχθούν στο ειδικό αυτό καθεστώς.
Για τις πράξεις αυτές δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους και δεν υπάρχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης Φ.Π.Α..
Για την ένταξη στο καθεστώς υποβάλλεται δήλωση μεταβολών εντός δέκα ημερών από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου. Μετάταξη σε ημερομηνία διαφορετική από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου δεν προβλέπεται.
β) Ποια πρόσωπα δεν μπορούν να υπαχθούν στο ειδικό αυτό καθεστώς.
Στο ειδικό αυτό καθεστώς δεν μπορούν να υπαχθούν:
α) οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α.,
β) οι μη εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της χώρας υποκείμενοι στον φόρο
γ) οι επιχειρήσεις που πραγματοποιούν παραδόσεις καινούριων μεταφορικών μέσων σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 28 του Κώδικα Φ.Π.Α..
γ) Τι νοούνται ως ακαθάριστα έσοδα για την υπαγωγή στο ειδικό αυτό καθεστώς.
Ως ακαθάριστα έσοδα νοούνται τα συνολικά έσοδα τα οποία πραγματοποιούν οι υποκείμενοι εντός της διαχειριστικής περιόδου από το σύνολο των δραστηριοτήτων τους και τα οποία λαμβάνονται υπόψη για τη φορολογία εισοδήματος της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας (δηλώνονται στο έντυπο Ε3 της δήλωσης εισοδήματος).
Παράδειγμα: Λογιστής με ακαθάριστα έσοδα 3.000 ευρώ, εντός της διαχειριστικής περιόδου επεκτείνει τη δραστηριότητά του με παράλληλη δραστηριότητα ως έμπορος παπουτσιών. Τα ακαθάριστα έσοδά του από τη δεύτερη δραστηριότητα είναι 9.000 ευρώ. Ο εν λόγω υποκείμενος με ακαθάριστα έσοδα 12.000 ευρώ (3.000 + 9.000) δεν μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 39 του Κώδικα Φ.Π.Α..
δ) Χρόνος ένταξης των υποκειμένων στο κανονικό καθεστώς εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα υπερβούν το όριο των 10.000 ευρώ εντός της διαχειριστικής περιόδου.
Η υπαγωγή στις διατάξεις του ειδικού αυτού καθεστώτος είναι προαιρετική εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό. Στην περίπτωση που επιλεγεί από τον υποκείμενο η ένταξη στο καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων υπάρχει υποχρέωση παραμονής για δύο χρόνια. Όταν όμως εντός της διαχειριστικής περιόδου υπάρξει υπέρβαση του ορίου των ακαθάριστων εσόδων (10.000 ευρώ) τότε ο υποκείμενος παραμένει στο καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων μέχρι το τέλος της διαχειριστικής περιόδου και από την έναρξη της επόμενης διαχειριστικής εντάσσεται στο κανονικό καθεστώς.
ε) Εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης μεταβολών για ένταξη στο ειδικό αυτό καθεστώς.
Στην περίπτωση που εκπληρώνονται ορθά από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου οι υποχρεώσεις του καθεστώτος του άρθρου 39, αλλά δεν έχει υποβληθεί η δήλωση μεταβολών, τότε αυτή μπορεί να υποβληθεί εκπρόθεσμα. Για το εκπρόθεσμο της υποβολής επιβάλλεται το πρόστιμο του άρθρου 54 του ΚΦΔ.
στ) Χρόνος ένταξης στο κανονικό καθεστώς για επιχείρηση η οποία κατά την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου έχει ενταχθεί στο ειδικό καθεστώς και δεν έχει πραγματοποιήσει έσοδα.
Η επιχείρηση η οποία υπέβαλε δήλωση μεταβολών, για να ενταχθεί από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων δεν μπορεί να ανακαλέσει την ανωτέρω δήλωση πριν από την πάροδο διετίας, ανεξαρτήτως της πραγματοποίησης εσόδων. Συνεπώς υποχρεούται να παραμείνει στο απαλλασσόμενο καθεστώς για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, εκτός αν εντός του έτους υπερβεί το όριο των ακαθάριστων εσόδων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, θα πρέπει υποχρεωτικά να υπαχθεί στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α. από την έναρξη της επόμενης διαχειριστικής περιόδου.
39. Διαδικασίες υποβολής αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α. ελληνικών επιχειρήσεων προς άλλα κράτη μέλη εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Οδηγία 2008/9/ΕΚ του Συμβουλίου)
Οι αιτήσεις αυτές μπορούν να υποβληθούν μέσω εφαρμογής στην ιστοσελίδα της Α.Α.Δ.Ε.: http://www.aade.gr/epicheireseis/phorologikes-yperesies/phpa/aitese-epistrophes-phpa-apo- chores-tes-ee , όπου υπάρχουν σχετικές οδηγίες, και παραδείγματα.
Σχετ . αριθ. ΠΟΛ 1003/2010, άρθρο 14 (Β' 99) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
40. Διαδικασίες υποβολής αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α. ελληνικών επιχειρήσεων προς άλλα κράτη μέλη εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης .
Η Ελλάδα κατ' εφαρμογή της 13ης Οδηγίας 86/560/ΕΟΚ έχει συνάψει συμφωνία επιστροφής Φ.Π.Α. με τα κράτη Ελβετία και Νορβηγία. Οι ελληνικές επιχειρήσεις που ζητούν επιστροφή ποσού Φ.Π.Α. από αυτές τις δύο χώρες πρέπει να υποβάλουν αίτηση επιστροφής στις φορολογικές αρχές του αντίστοιχου κράτους συνοδευομένη από πιστοποιητικό κατάστασης φορολογουμένου (CERTIFICATE OF STATUS OF TAXABLE PERSON), το οποίο εκδίδεται από τη Δ.Ο.Υ. του αιτούντος (από το Τμήμα Συμμόρφωσης και Σχέσεων με τους Φορολογουμένους).
Σχετ. ΠΟΛ 1072/2002 και 1080/2004, αντίστοιχα.
ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΩΝ
Αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε.: Διεύθυνση Εφαρμογής Έμμεσης Φορολογίας - Τμήμα Β' - Τελών και Ειδικών Φορολογιών (Τ. & Ε.Φ.)
Τηλ. επικοινωνίας για παροχή διευκρινίσεων: 210-3642570, 3644781, 3602480 Τελευταία ενημέρωση: 22/3/2017
Α. ΤΕΛΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΕΤΟΥΣ 2017 ΚΑΙ ΕΠΟΜΕΝΩΝ
1. Πώς υπολογίζονται τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων ιδιωτικής χρήσης;
ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ ΟΧΗΜΑΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ
α) Επιβατικά αυτοκίνητα που έχουν ταξινομηθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ έως την 31.10.2010 και δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσικλέτες ανεξαρτήτως της ημερομηνίας πρώτης ταξινόμησής τους στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ, με βάση τον κυλινδρισμό του κινητήρα αυτών, ως εξής:
Πρώτη | Κατηγορία | Κυλινδρισμός κινητήρα | Ετήσια τέλη |
ταξινόμηση | (κυβ. εκατ.) | κυκλοφορίας (σε Ευρώ) | |
στην Ελλάδα ή | Α' | Έως 300 | 22 |
σε χώρα της | Β' | 301-785 | 55 |
Ε.Ε./ΕΟΧ έως | Γ' | 786-1.071 | 120 |
το έτος 2000 | Δ' | 1.072-1.357 | 135 |
Ε' | 1.358-1.548 | 225 | |
ΣΤ' | 1.549-1.738 | 250 | |
Ζ' | 1.739-1.928 | 280 | |
Η' | 1.929-2.357 | 615 | |
Θ' | 2.358-3.000 | 820 | |
Ι' | 3.001-4.000 | 1.025 | |
Κ' | 4.001 και άνω | 1.230 | |
Πρώτη | Κατηγορία | Κυλινδρισμός κινητήρα | Ετήσια τέλη |
ταξινόμηση | κυκλοφορίας (σε Ευρώ) | ||
στην Ελλάδα ή | Α' | Έως 300 | 22 |
σε χώρα της | Β' | 301-785 | 55 |
Ε.Ε./ΕΟΧ από | Γ' | 786-1.071 | 120 |
το έτος 2001 | Δ' | 1.072-1.357 | 135 |
έως το 2005 | Ε' | 1.358-1.548 | 240 |
ΣΤ' | 1.549-1.738 | 265 | |
Ζ' | 1.739-1.928 | 300 | |
Η' | 1.929-2.357 | 630 | |
Θ' | 2.358-3.000 | 840 | |
Ι' | 3.001-4.000 | 1.050 | |
Κ' | 4.001 και άνω | 1.260 | |
Πρώτη | Κατηγορία | Κυλινδρισμός κινητήρα | Ετήσια τέλη |
ταξινόμηση | κυκλοφορίας (σε Ευρώ) | ||
στην Ελλάδα ή | Α' | Έως 300 | 22 |
σε χώρα της | Β' | 301-785 | 55 |
Ε.Ε./ΕΟΧ από | Γ' | 786-1.071 | 120 |
το έτος 2006 | Δ' | 1.072-1.357 | 135 |
και μετά | Ε' | 1.358-1.548 | 255 |
ΣΤ' | 1.549-1.738 | 280 | |
Ζ' | 1.739-1.928 | 320 | |
Η' | 1.929-2.357 | 690 | |
Θ' | 2.358-3.000 | 920 | |
Ι' | 3.001-4.000 | 1.150 | |
Κ' | 4.001 και άνω | 1.380 |
β) Επιβατικά αυτοκίνητα ταξινομούμενα για πρώτη φορά στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ από την 1.11.2010 και μετά, αποκλειστικά με βάση τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (γραμμάρια CO2 ανά χιλιόμετρο).
Λαμβάνονται υπόψη οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως αυτές αναγράφονται στην άδεια του οχήματος, ως εξής:
ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΔΙΟΞΕΙΔΙΟΥ ΤΟΥ | ΕΤΗΣΙΑ ΤΕΛΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΑΝΑ ΓΡΑΜΜΑΡΙΟ |
ΑΝΘΡΑΚΑ (γρμ. CO2 ανά χιλιόμετρο) | ΕΚΠΟΜΠΩΝ CO2 (σε ευρώ) |
0-90 | 0 |
91-100 | 0,90 |
101-120 | 0,98 |
121-140 | 1,20 |
141-160 | 1,85 |
161-180 | 2,45 |
181-200 | 2,78 |
201-250 | 3,05 |
Ανω των 251 | 3,72 |
Ο τρόπος αυτός υπολογισμού ισχύει για όλα τα προαναφερόμενα αυτοκίνητα, άσχετα από την τεχνολογία που αυτά ενσωματώνουν (βενζινοκίνητα, υβριδικά, πετρελαιοκίνητα κ.λ.π.).
Παραδείγματα:
Για ένα Ι.Χ. επιβατικό αυτοκίνητο με εκπομπές 150 γρμ CO2 ανά χιλιόμετρο καταβάλλονται τέλη κυκλοφορίας ίσα με 150 x 1,85 = 277,5 ευρώ. Ομοίως, για ένα αυτοκίνητο με εκπομπές 195 γρμ CO2 ανά χιλιόμετρο καταβάλλονται τέλη κυκλοφορίας ίσα με 195 x 2,78 = 542,10 ευρώ, ενώ για ένα αυτοκίνητο με εκπομπές 90 γρμ CO2 ανά χιλιόμετρο τα τέλη κυκλοφορίας είναι μηδενικά. Προκειμένου για τα κλιμάκια Δ.Ο.Υ. στις Υπηρεσίες του Υπουργείου Υποδομών & Μεταφορών σημειώνεται ότι στην υπεύθυνη δήλωση, που προσκομίζεται κατά την έκδοση της άδειας του οχήματος, θα αναγράφεται στο πεδίο «κυβισμού/μ.β./θέσεων» η ένδειξη CO2, καθώς και η τιμή των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα του συγκεκριμένου αυτοκινήτου π.χ. 150 γρμ Στις περιπτώσεις οχημάτων, όπου τα τέλη κυκλοφορίας αποτελούν τη βάση υπολογισμού, από τις Τελωνειακές Υπηρεσίες, για τον καθορισμό του τέλους ταξινόμησης, αν από τα προσκομιζόμενα στις Υπηρεσίες αυτές δικαιολογητικά έγγραφα δεν προκύπτουν εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, οι ιδιοκτήτες αυτών υποχρεούνται να προσκομίσουν πιστοποιητικό ή βεβαίωση καυσαερίων των αρμόδιων Υπηρεσιών του Υπουργείου Υποδομών & Μεταφορών, επί του οποίου αναγράφονται και οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, σύμφωνα με τις οδηγίες που θα παρασχεθούν από τις Υπηρεσίες του Υπουργείου αυτού. Για τα Ε.Ι.Χ. ρυμουλκούμενα, ημιρυμουλκούμενα (τροχόσπιτα): 140 ευρώ.
Για τα αυτοκινούμενα τροχόσπιτα, τα τέλη κυκλοφορίας υπολογίζονται όπως για τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης.
Ειδικά, για τα τύπου JEEP φορτηγά Ι.Χ. αυτοκίνητα διευκρινίζονται τα εξής:
Για τον υπολογισμό των ετήσιων τελών κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων της κατηγορίας αυτής, τα οχήματα αυτά εμπίπτουν στην έννοια των διατάξεων της περίπτωσης Α της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του ν. 2948/2001, όπως αυτές ισχύουν, ως επιβατικά αυτοκίνητα οχήματα ιδιωτικής χρήσης.
Εφόσον, ο κάτοχος αυτοκινήτου της κατηγορίας αυτής αμφισβητεί την υποχρέωσή του για την καταβολή τελών κυκλοφορίας, ως επιβατικό αυτοκίνητο όχημα και υποστηρίζει ότι το αυτοκίνητο αυτό δεν είναι τύπου Jeep ή τούτο είναι φορτηγό (επαγγελματικό), η αρμόδια Δ.Ο.Υ. θα αποφαίνεται για το θέμα, εκδίδοντας και τη σχετική βεβαίωση, όπου απαιτείται και σε περίπτωση προσφυγής θα αποφαίνονται τα Διοικητικά Δικαστήρια (ΣΧΕΤ:1015436/147/ Τ. και Ε.Φ./ ΠOΛ.1048/7.2.1997).
2. Πως υπολογίζονται τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας των φορτηγών αυτοκινήτων και μοτοσικλετών ιδιωτικής χρήσης και λοιπών αυτοκινήτων της κατηγορίας αυτής.
α) Φορτηγά αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες:
Για τον υπολογισμό των τελών κυκλοφορίας λαμβάνεται υπόψη το μικτό βάρος σε χιλιόγραμμα, ως εξής:
Κατηγορία | Μικτό βάρος σε χιλιόγραμμα | Ετήσια τέλη κυκλοφορίας (σε ευρώ) | |
Α' | έως | 1.500 | 75 |
Β' | 1.501 - | 3.500 | 105 |
Γ' | 3.501 - | 10.000 | 300 |
Δ' | 10.001 - | 20.000 | 600 |
Ε' | 20.001 - | 30.000 | 940 |
ΣΤ' | 30.001 - | 40.000 | 1.320 |
Ζ' | 40.001 | και άνω | 1.490 |
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Στις περιπτώσεις Φ.Ι.Χ. αυτοκινήτων για τα οποία εκδίδεται άδεια κυκλοφορίας ενιαίας κυκλοφοριακής μονάδας (άδεια ρυμουλκού με επικαθήμενο), τα τέλη κυκλοφορίας υπολογίζονται μόνο με βάση το μικτό βάρος της ενιαίας αυτής κυκλοφοριακής μονάδας (για το οποίο έχει ληφθεί υπόψη και το βάρος του ρυμουλκού), χωρίς την προσθήκη των 300 Ευρώ (ΣΧΕΤ: 1075062/988/Τ.&Ε.Φ./19-9-2003 έγγραφο της Διεύθυνσης Τελών & Ειδικών Φορολογιών της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών).
β) Λεωφορεία
Για τον υπολογισμό των τελών κυκλοφορίας λαμβάνονται υπόψη οι θέσεις των καθημένων, ως εξής:
Κατηγορία | Θέσεις καθημένων | Ετήσια τέλη κυκλοφορίας (σε ευρώ) |
Α' | έως 33 | 210 |
Β' | 34 - 50 | 410 |
Γ' | 51 και άνω | 510 |
γ) Ασθενοφόρα και νεκροφόρες : 300,00 ευρώ
Επισημαίνεται ότι, το ανωτέρω πάγιο ποσό τελών κυκλοφορίας επιβάλλεται στα οχήματα αυτά από το έτος 2013, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό τους ως επιβατικά ή φορτηγά.
3. Πώς υπολογίζονται τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων δημόσιας χρήσης;
α) Επιβατικά (με ή χωρίς μετρητή) που έχουν ταξινομηθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ έως την 31/10/2010 : 290 ευρώ.
β) Επιβατικά (με ή χωρίς μετρητή) ταξινομούμενα για πρώτη φορά στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ από την 1/11/2010 και μετά, αποκλειστικά με βάση τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (γραμμάρια CO2 ανά χιλιόμετρο).
Λαμβάνονται υπόψη οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως αυτές αναγράφονται στην άδεια του οχήματος, ως εξής:
ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΔΙΟΞΕΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ (γρμ. CO2 ανά χιλιόμετρο) | ΕΤΗΣΙΑ ΤΕΛΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΑΝΑ ΓΡΑΜΜΑΡΙΟ ΕΚΠΟΜΠΩΝ CO2 (σε ευρώ) |
0 - 100 | 0 |
101 - 150 | 2,25 |
Άνω των 151 | 2,8 |
Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας που επιβάλλονται στα επαγγελματικά (δημόσιας χρήσης) αυτοκίνητα που ταξινομούνται για πρώτη φορά στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ από την 1/11/2010 και μετά, υπολογίζονται αποκλειστικά με ιδιαίτερη κλίμακα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (γρμ. CO2 ανά χιλιόμετρο).
Παραδείγματα:
Για ένα ΤΑΞΙ με εκπομπές 145 γρμ CO2 ανά χιλιόμετρο καταβάλλονται τέλη κυκλοφορίας ίσα με 145 x 2,25 = 326,25 ευρώ. Ομοίως, για ένα ΤΑΞΙ με εκπομπές 165 γρμ CO2 ανά χιλιόμετρο καταβάλλονται τέλη κυκλοφορίας ίσα με 165 x 2,80 = 462 ευρώ, ενώ, για ένα ΤΑΞΙ με εκπομπές 89 γρμ CO2 ανά χιλιόμετρο τα τέλη κυκλοφορίας είναι μηδενικά.
γ) Φορτηγά αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες:
Κατηγορία | Μικτό βάρος σε χιλιόγραμμα | Ετήσια τέλη κυκλοφορίας (σε ευρώ) | |
Α' | έως | 3.500 | 125 |
Β' | 3.501 - | 10.000 | 195 |
Γ' | 10.001 - | 19.000 | 340 |
Δ' | 19.001 - | 26.000 | 495 |
Ε' | 26.001 - | 33.000 | 650 |
ΣΤ' | 33.001 - | 40.000 | 925 |
Ζ' | 40.001 | και άνω | 1.460 |
δ) Λεωφορεία
ΑΣΤΙΚΑ | Θέσεις καθημένων και ορθίων | Ετήσια τέλη κυκλοφορίας (σε ευρώ) |
Α' | έως 50 | 210 |
Β' | 51 και άνω | 385 |
ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΑ | Θέσεις καθημένων και ορθίων | Ετήσια τέλη κυκλοφορίας (σε ευρώ) |
Α' | έως 50 | 215 |
Β' | 51 και άνω | 300 |
ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ | Θέσεις καθημένων | Ετήσια τέλη κυκλοφορίας (σε ευρώ) |
Α' | έως 40 | 430 |
Β' | 41 και άνω | 595 |
ε) Για τα αλλοδαπά φορτηγά αυτοκίνητα, για κάθε ταξίδι, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τις ειδικές συμβάσεις της χώρας μας με άλλα κράτη το τέλος είναι 100 ευρώ.
στ) Για τη χορήγηση προσωρινής άδειας κυκλοφορίας αυτοκινήτων οχημάτων και μοτοσυκλετών: 10 ευρώ και 3 ευρώ ανά ημέρα, αντίστοιχα.
ζ) Για τη δοκιμαστική κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων:
• Για μοτοσικλέτες: 30 ευρώ.
• Για λοιπά οχήματα: 150 ευρώ.
η) Ειδικά, για τα μοτοποδήλατα (με κυλινδρισμό κινητήρα μικρότερο των 51 κυβ. εκατ.), για τα οποία η άδεια κυκλοφορίας εκδίδεται από την Αστυνομική Αρχή, τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας ανέρχονται στο ποσό των 12 ευρώ.
4. Πώς υπολογίζονται τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας για υβριδικά ,υδρογόνου και ηλεκτροκίνητα οχήματα;
α) Τα υβριδικά επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ), κυλινδρισμού κινητήρα έως 1.549 κ.εκ. και 1.929 κ.εκ., αντίστοιχα, που έχουν ταξινομηθεί στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ για πρώτη φορά έως την 31.10.2010, απαλλάσσονται των τελών κυκλοφορίας. Για τα υβριδικά επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης κυλινδρισμού κινητήρα άνω των 1.549 κ.εκ. που έχουν ταξινομηθεί στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ για πρώτη φορά έως την 31.10.2010, τα τέλη κυκλοφορίας που επιβάλλονται αναλογούν στο 60% των αντίστοιχων τελών των συμβατικών οχημάτων.
Ενώ, για τα υβριδικά επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ) κυλινδρισμού κινητήρα άνω των 1.929 κ.εκ., αντίστοιχα, που έχουν ταξινομηθεί στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ για πρώτη φορά έως την 31.10.2010, τα τέλη κυκλοφορίας που επιβάλλονται αναλογούν στο ήμισυ (50%) των τελών των αντίστοιχων συμβατικών οχημάτων.
Για τα πιο πάνω οχήματα, ανεξάρτητα κυλινδρισμού κινητήρα, που ταξινομούνται για πρώτη φορά στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ από την 1.11.2010 και μετά, τα τέλη κυκλοφορίας προσδιορίζονται με βάση τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ανάλογα αν αυτά είναι ιδιωτικής ή δημόσιας χρήσης οχήματα.
Τα επιβατικά ηλεκτροκίνητα και υδρογόνου αυτοκίνητα ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης, που έχουν ταξινομηθεί στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ για πρώτη φορά έως την 31.10.2010, απαλλάσσονται των τελών κυκλοφορίας. Για τα οχήματα αυτά, που ταξινομούνται για πρώτη φορά στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ από την 1.11.2010 και μετά, τα τέλη κυκλοφορίας προσδιορίζονται με βάση τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ανάλογα αν αυτά είναι ιδιωτικής ή δημόσιας χρήσης οχήματα.
β) Οι υβριδικές δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσικλέτες ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης, κυλινδρισμού κινητήρα έως 1.549 κ.εκ. και 1.929 κ.εκ., αντίστοιχα, ανεξάρτητα από την ημερομηνία της πρώτης ταξινόμησής τους στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ, απαλλάσσονται των τελών κυκλοφορίας.
Για τις υβριδικές δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσικλέτες ιδιωτικής χρήσης, κυλινδρισμού κινητήρα άνω των 1.549 κ.εκ., ανεξάρτητα από την ημερομηνία της πρώτης ταξινόμησής τους στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ, τα τέλη κυκλοφορίας που επιβάλλονται αναλογούν στο 60% των τελών κυκλοφορίας των αντίστοιχων συμβατικών οχημάτων.
Ενώ για τις υβριδικές δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσικλέτες δημοσίας χρήσεως, κυλινδρισμού κινητήρα άνω των 1.929 κ.εκ., ανεξάρτητα από την ημερομηνία της πρώτης ταξινόμησής τους στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ , τα τέλη κυκλοφορίας που επιβάλλονται αναλογούν στο ήμισυ (50%) των τελών κυκλοφορίας των αντίστοιχων συμβατικών οχημάτων. Οι επιβατικές ηλεκτροκίνητες και υδρογόνου δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσικλέτες ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης, ανεξάρτητα από την ημερομηνία της πρώτης ταξινόμησής τους στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ, απαλλάσσονται των τελών κυκλοφορίας.
5. Πώς υπολογίζονται τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας για επιβατικά αυτοκίνητα οχήματα ειδικών περιπτώσεων;
α) Τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας των ιδιωτικής χρήσης επιβατικών οχημάτων που τελούν στο ανασταλτικό τελωνειακό καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής, υπολογίζονται αποκλειστικά με βάση τον κυλινδρισμό του κινητήρα αυτών, όπως ορίζεται από τις διατάξεις της υποπερίπτωσης α' της περίπτωσης Α' της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του ν. 2948/2001 (Α' 242), όπως αυτές ισχύουν.
β) Στα εκποιούμενα από το Δημόσιο ή από τη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού (Δ.Δ.Δ.Υ.) επιβατικά αυτοκίνητα οχήματα, τα οποία τίθενται από τους αγοραστές σε κυκλοφορία, ως ιδιωτικής χρήσης, τα τέλη κυκλοφορίας υπολογίζονται αποκλειστικά με βάση τον κυλινδρισμό του κινητήρα αυτών, όπως ορίζεται από τις διατάξεις του τρίτου πίνακα της υποπερίπτωσης α' της περίπτωσης Α' της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του ν. 2948/2001, όπως αυτές ισχύουν. γ) Προκειμένου για υβριδικά αυτοκίνητα οχήματα και υβριδικές δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσικλέτες, που εμπίπτουν στις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης, δηλαδή αυτών που εκποιούνται από το Δημόσιο ή από τη Δ.Δ.Δ.Υ., έως 1.549 κ.εκ., ανεξάρτητα από την ημερομηνία της πρώτης ταξινόμησής τους στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ, αυτά απαλλάσσονται των τελών κυκλοφορίας. Για τα οχήματα της κατηγορίας αυτής άνω των 1.549 κ.εκ., τα τέλη κυκλοφορίας που επιβάλλονται αναλογούν στο 60% των τελών των αντίστοιχων συμβατικών οχημάτων.
Ειδικά, προκειμένου για ηλεκτροκίνητα και υδρογόνου αυτοκίνητα οχήματα και ηλεκτροκίνητες και υδρογόνου δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσικλέτες, της πιο πάνω κατηγορίας, αυτά απαλλάσσονται των τελών κυκλοφορίας.
δ) Για τα καινούργια ή μεταχειρισμένα επιβατικά ιδιωτικής χρήσης αυτοκινούμενα τροχόσπιτα, και θωρακισμένα επιβατικά οχήματα, επειδή εξαιρούνται από τη μέτρηση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, τα τέλη κυκλοφορίας υπολογίζονται με βάση τον κυλινδρισμό του κινητήρα αυτών. ε) Για τα μεταχειρισμένα επιβατικά ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα, με πρώτο έτος κυκλοφορίας στη διεθνή αγορά πριν από την 1.1.2002, ανεξάρτητα του χρόνου της πρώτης ταξινόμησής τους στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ, επειδή για τα οχήματα αυτά δεν ήταν υποχρεωτική η μέτρηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, τα τέλη κυκλοφορίας υπολογίζονται με βάση τον κυλινδρισμό του κινητήρα αυτών.
στ) Για τα επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης που αποχαρακτηρίζονται και τίθενται σε κυκλοφορία, ως ιδιωτικής χρήσης, ως ημερομηνία για τον υπολογισμό των τελών κυκλοφορίας, νοείται η ημερομηνία της πρώτης ταξινόμησής τους στην Ελλάδα ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ.
6. Ποιες υποχρεώσεις προκύπτουν για τα οχήματα που απαλλάσσονται των τελών κυκλοφορίας;
Για όσα οχήματα απαλλάσσονται, τα τέλη κυκλοφορίας είναι μηδενικά.
7. Λοιπές Διευκρινίσεις
α) Τα τέλη κυκλοφορίας για όλα τα οχήματα, εκτός από τα τέλη των Ι.Χ. επιβατικών, δίκυκλων- τρίκυκλων μοτοσυκλετών, φορτηγών τύπου Jeep και τροχόσπιτων και εκτός από τα τέλη για τη δοκιμαστική κυκλοφορία και από τα τέλη κυκλοφορίας των δίτροχων-τρίτροχων μοτοποδηλάτων, περιορίζονται κατά 50%, κατά την έννοια των διατάξεων της περίπτωσης β της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του ν. 2948/2001, εφόσον τα οχήματα δεν κυκλοφόρησαν για ολόκληρο ημερολογιακό εξάμηνο:
• λόγω διαγραφής τους κατά το πρώτο ημερολογιακό εξάμηνο,
• λόγω θέσης σε κυκλοφορία τους κατά το δεύτερο ημερολογιακό εξάμηνο,
• λόγω θέσης σε ακινησία για ολόκληρο ημερολογιακό εξάμηνο. (Σχετ.: αριθ. 1112289/1513/ Τ.&Ε.Φ./ΠΟΛ.1277/4.12.2001 εγκύκλιος της Διεύθυνσης Τελών & Ειδικών Φορολογιών της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών).
β) Τα τέλη κυκλοφορίας των φορτηγών Ι.Χ. αυτοκινήτων κατόχων αγροτικών μηχανημάτων (αυτοπροωθούμενων θεριζοαλωνιστικών μηχανών, βάμβακος, τεύτλων και τομάτας) περιορίζονται κατά 50% ή 25%, ανάλογα με το χρονικό διάστημα που αυτά επιτρέπεται να κυκλοφορούν με βάση απόφαση του οικείου Περιφερειάρχη (Σχετ.: ΠΟΛ.1151/3.5.2000 και ΠΟΛ.1117/29.9.2006, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 3852/2010 - A'87).
γ) Για όσα επιβατικά αυτοκίνητα στην άδεια κυκλοφορίας δεν αναγράφεται ο κυλινδρισμός κινητήρα (κυβικά εκατοστά), αλλά μόνο φορολογήσιμοι ίπποι, θα λαμβάνεται υπόψη η εξής αντιστοιχία, η οποία προκύπτει από τον τύπο «κυβικά x 0,007 = φορολογήσιμοι ίπποι», μετά από την ανάλογη στρογγυλοποίηση (άρθρο 4 του ν. 722/1977- Α' 299). Ο συντελεστής αυτός για τα μοτοποδήλατα ισούται με 0,013.
8. Πότε είναι εμπρόθεσμη η καταβολή των τελών κυκλοφορίας;
Εμπρόθεσμη είναι η καταβολή των τελών κυκλοφορίας εφόσον πραγματοποιείται κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Νοεμβρίου έως την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους εκείνου στο οποίο αφορούν.
9. Ποιες κυρώσεις επιβάλλονται στην περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής τελών κυκλοφορίας;
Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής, μη καταβολής ή καταβολής μειωμένων τελών κυκλοφορίας με υπαιτιότητα του φορολογουμένου, επιβάλλεται αυτοτελές πρόστιμο, που προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις, ως εξής:
α) Για τα Ι.Χ. επιβατικά και μοτοσικλέτες, τα τροχόσπιτα, τα ασθενοφόρα, τις νεκροφόρες, και τα φορτηγά τύπου Jeep:
αα) Για οχήματα στα οποία αναλογούν τέλη κυκλοφορίας κατώτερα των 30 ευρώ, το πρόστιμο ανέρχεται σε 30 ευρώ
ββ) Για οχήματα στα οποία αναλογούν τέλη κυκλοφορίας ανώτερα των 30 ευρώ, το πρόστιμο ανέρχεται στο ύψος των τελών κυκλοφορίας, που υπολογίζονται, κατά περίπτωση, με βάση τον κυλινδρισμό του κινητήρα του οχήματος ή τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) ή στο ύψος του πάγιου ποσού τελών κυκλοφορίας.
β) Για τα λοιπά οχήματα (φορτηγά και λεωφορεία ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης, επιβατικά δημόσιας χρήσης κ.λ.π.) το πρόστιμο περιορίζεται στο ήμισυ των κατά περίπτωση οφειλόμενων τελών κυκλοφορίας (περ. 1, υποπαρ. Ε7, αρθ. Πρώτου του ν. 4093/2012 - Α' 222).
10. Ποιες απαλλαγές παρέχονται από την καταβολή των τελών κυκλοφορίας; Απαλλαγές τελών κυκλοφορίας λόγω αναπηρίας
α) Οχήματα με κυλινδρισμό κινητήρα μέχρι 1650κ.εκ., που ανήκουν:
αα) στους ανάπηρους πολέμου αξιωματικούς και οπλίτες,
ββ) στους ανάπηρους αξιωματικούς και οπλίτες των τριών κλάδων των Ενόπλων δυνάμεων, στους αξιωματικούς και άνδρες των Σωμάτων ασφαλείας, στους αξιωματικούς και άνδρες του Πυροσβεστικού και Λιμενικού σώματος, στους άνδρες της Αγροφυλακής, καθώς και στους υπαλλήλους της Τελωνειακής Υπηρεσίας τους εντεταλμένους στη δίωξη του λαθρεμπορίου. γγ) στους πολίτες που κατέστησαν ανάπηροι κατά το από 21/4/1967 έως 23/7/1974 χρονικό διάστημα, συνεπεία της δράσεώς τους κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Σημείωση
Κατ'εξαίρεση, τα επιβατικά αυτοκίνητα για τις ανωτέρω περιπτώσεις παραπληγικών αναπήρων και των αναπήρων με αναπηρία 100%, δύνανται να έχουν κυλινδρισμό κινητήρα ανώτερο των 1650 κ.εκ.
δδ) στους ανάπηρους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. εε) στους ανάπηρους αγωνιστές του Δημοκρατικού Στρατού.
β) Στους ανάπηρους Έλληνες πολίτες και πολίτες άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κατοικία στην Ελλάδα, οι οποίοι:
αα) έχουν πλήρη παράλυση των κάτω ή άνω άκρων ή αμφοτερόπλευρο ακρωτηριασμό αυτών ή
ββ) εμφανίζουν σοβαρή κινητική αναπηρία:
β1) του ενός ή και των δύο κάτω άκρων με ποσοστό αναπηρίας συνολικά όχι μικρότερο του 67%.
β2) του ενός ή και των δύο κάτω άκρων με συμμετοχή κινητικής αναπηρίας του ενός ή και των δύο άνω άκρων με ποσοστό αναπηρίας συνολικά όχι μικρότερο του 67%, από το οποίο το 40% τουλάχιστον από το ένα κάτω άκρο.
γγ) έχουν ολική και από τους δύο οφθαλμούς τύφλωση με ποσοστό αναπηρίας 100%.
δδ) είναι νοητικά καθυστερημένοι με δείκτη νοημοσύνης κάτω του 40% ή
εε) πάσχουν από αυτισμό, εφόσον αυτός συνοδεύεται από επιληπτικές κρίσεις ή πνευματική καθυστέρηση ή οργανικό ψυχοσύνδρομο, οι οποίοι εξαιτίας των παθήσεων αυτών έχουν καταστεί ανάπηροι με συνολικό ποσοστό αναπηρίας από 67% και άνω, είναι ανίκανοι για εργασία και έχουν ανάγκη βοήθειας ή
στστ) πάσχουν από μεσογειακή αναιμία, δρεπανοκυτταρική ή μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία ή ζζ) πάσχουν από νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου ή έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού
ηη) πάσχουν από συγγενική αιμορραγική διάθεση (αιμορροφιλία).
γ) Οχήματα με κυλινδρισμό κινητήρα μέχρι και 2650 κ.εκ. και 3650 κ.εκ., που ανήκουν:
Σε ανάπηρους πολίτες, οι οποίοι έχουν πλήρη παράλυση των κάτω άκρων ή αμφοτερόπλευρο ακρωτηριασμό αυτών, με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, κατ'εξαίρεση απαλλάσσονται των τελών κυκλοφορίας για αυτοκίνητο μέχρι 2650 κ.εκ. και για ποσοστό αναπηρίας 100% μέχρι 3650 κ.εκ.
Σημειώσεις:
Οι ως άνω απαλλαγές των αναπήρων χορηγούνται, εφόσον :
• H κυριότητα του οχήματος ανήκει 100% στον ανάπηρο, όπως αυτή προκύπτει από την άδεια κυκλοφορίας του οχήματος.
• Η πάθηση από την οποία πάσχει ο ανάπηρος εμπίπτει στις προαναφερόμενες διατάξεις.
• Ο ανάπηρος δεν έχει στην κατοχή του άλλο όχημα στο οποίο να έχει χορηγηθεί απαλλαγή από τέλη κυκλοφορίας (όπως αυτό προκύπτει από σχετική υπεύθυνη δήλωση).
Η απαλλαγή των τελών κυκλοφορίας χορηγείται μόνο με την έκδοση σχετικής απόφασης του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. και αφορά στα επόμενα έτη από την έκδοσή της, με εξαίρεση τα νέα οχήματα τα οποία θα λαμβάνουν απαλλαγή και για το πρώτο έτος ταξινόμησης.
• Για αυτοκίνητο που ανήκε σε θανόντα ανάπηρο, στον οποίο είχε χορηγηθεί απαλλαγή από τα τέλη κυκλοφορίας λόγω της αναπηρίας του, οι κληρονόμοι στους οποίους περιέρχεται αυτό οφείλουν τέλη κυκλοφορίας από το επόμενο του θανάτου του κληρονομούμενου ημερολογιακό έτος.
11. Σε ποιους φορείς γίνεται η πληρωμή των τελών κυκλοφορίας;
Για όλες τις κατηγορίες οχημάτων:
-Στις Τράπεζες, τα ΕΛΤΑ και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων -Στις Δ.Ο.Υ.:
• όταν η καταβολή γίνεται προ χορήγησης νέας άδειας κυκλοφορίας αυτοκινήτου οχήματος, η καταβολή μπορεί να γίνει στις, κατά περίπτωση, αρμόδιες Δ.Ο.Υ. της Περιφέρειας,
• όταν απαιτείται διόρθωση στοιχείων αρχείου οχημάτων του οικείου πληροφοριακού συστήματος, η καταβολή μπορεί να γίνει και στην Δ.Ο.Υ. στην οποία θα γίνει η διόρθωση,
• όταν αποδεδειγμένα δεν παρέχεται από το σύστημα Κωδικός Πληρωμής, η καταβολή μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε Δ.Ο.Υ.,
• όταν έχουν αφαιρεθεί τα στοιχεία κυκλοφορίας του οχήματος, με πράξη Αστυνομικής Αρχής, λόγω οφειλής τελών κυκλοφορίας, η καταβολή μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε Δ.Ο.Υ.,
• όταν πρόκειται για άρση ακινησίας, εκούσιας ή αναγκαστικής, η καταβολή μπορεί να γίνει μόνο στις αρμόδιες για τη φορολογία εισοδήματος του ιδιοκτήτη του οχήματος Δ.Ο.Υ.
12. Πώς χορηγείται η προσωρινή άδεια κυκλοφορίας;
Αρμόδια υπηρεσία για τη χορήγηση της προσωρινής άδειας και για την έκδοση πινακίδας «Μ» είναι η Δ.Ο.Υ. (από 1-3-2004, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 1109354/1188/Τ και ΕΦ/ΠΟΛ.1132/3.12.2003 εγκύκλιο της Διεύθυνσης Τελών και Ειδικών Φορολογιών της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών).
Η προσωρινή άδεια χορηγείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, που αναφέρονται κατωτέρω και μόνο, με την καταβολή 10 ευρώ την ημέρα για τα αυτοκίνητα και 3 ευρώ την ημέρα για τις μοτοσυκλέτες:
-Για τα ενάριθμα ΙΧ αυτοκίνητα που βρίσκονται σε ακινησία, μέχρι δυο (2) φορές, ετησίως, διάρκειας μέχρι τριών (3) ημερών κατ'ετος, μόνο για επισκευή ή έλεγχο από ΚΤΕΟ ή παράδοση του οχήματος στις εγκαταστάσεις συλλογής οχημάτων Τέλους Κύκλου Ζωής και, εφόσον, ασφαλιστούν.
-Για τα ανάριθμα ασφαλισμένα αυτοκίνητα ή μοτοσυκλέτες χορηγείται άπαξ ετησίως και μέχρι τρείς (3) ημέρες μόνο για τη μεταφορά τους από τον τόπο αγοράς ή τελωνισμού στον τόπο ταξινόμησης, ή για έλεγχο από το ΚΤΕΟ ή για επισκευή τους. (ν. 4254/2014- Α'85, άρθρο τρίτο, υποπαρ. Δ4)
13. Ποια δικαιολογητικά απαιτούνται για τη θέση σε ακινησία των αυτοκινήτων οχημάτων;
α) Εκούσια ακινησία:
Για τα επιβατικά ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες, κατατίθενται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. φορολογίας: -Δήλωση ακινησίας
-Τα στοιχεία κυκλοφορίας (άδεια και πινακίδες κυκλοφορίας)
-Δήλωση του ν. 1599/1986 (Α' 75), στην οποία δηλώνεται ότι η ακινητοποίηση του οχήματος
γίνεται σε κλειστό ιδιωτικό χώρο, καθώς και τα στοιχεία του ιδιοκτήτη αυτού.
Για τα Επαγγελματικά αυτοκίνητα ΙΧ (ΦΙΧ) οι ακινησίες αυτών γίνονται στις αρμόδιες Περιφερειακές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών. Σε περίπτωση που τα στοιχεία κυκλοφορίας υποβληθούν στη Δ.Ο.Υ. θα πρέπει να διαβιβασθούν στις ανωτέρω Υπηρεσίες.
β) Αναγκαστική ακινησία:
αα) ανωτέρα βία (καταστροφή, πυρκαγιά κλπ): Βεβαίωση ολοσχερούς καταστροφής από Δημόσια αρχή
ββ) κλοπή: Βεβαίωση Αστυνομίας ότι έχει καταγγελθεί η κλοπή και ότι σχηματίσθηκε δικογραφία και αποστάλθηκε στον Εισαγγελέα.
γγ) υπεξαίρεση, κατάσχεση κλπ: Καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου και έκθεση κατασχέσεως, αντίστοιχα,
δδ) κυκλοφορία στο εξωτερικό: Βεβαίωση των αρχών του κράτους κυκλοφορίας του αυτοκινήτου, σε επίσημη μετάφραση από τις Ελληνικές Προξενικές Αρχές.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Στην περίπτωση της αναγκαστικής ακινησίας, όπου τα στοιχεία κυκλοφορίας δεν είναι κατατεθειμένα στη Δ.Ο.Υ., και της κυκλοφορίας στο εξωτερικό, οι κάτοχοι των οχημάτων υποχρεούνται να πληρώσουν τα τέλη κυκλοφορίας χωρίς πρόστιμο, εντός 10 ημερών από το γεγονός που αίρει την ακινησία, π.χ. προκειμένου περί: α) κλοπής, από την απόδοση του οχήματος στον κάτοχο, β) εξόδου στο εξωτερικό, από την είσοδό του στη χώρα κλπ.
14. Ποιες ενέργειες απαιτούνται για την άρση της ακινησίας επιβατικών ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτων και μοτοσικλετών;
- Ο κάτοχος του οχήματος υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.
- Καταβάλλει τα τέλη κυκλοφορίας, καθόσον δεν αίρεται η ακινησία εάν ο κάτοχος του οχήματος δεν πληρώσει προηγουμένως τα τέλη κυκλοφορίας του έτους κατά το οποίο γίνεται η άρση.
Εξαιρετικά για το έτος 2017, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 16 του ν. 4467/2017 (Α' 56) δίνεται, εναλλακτικά, η δυνατότητα, σε ενδιαφερόμενους κατόχους ΙΧ οχημάτων, αυτοκινήτων ή μοτοσυκλετών, οι οποίοι τα έχουν θέσει εμπρόθεσμα σε ακινησία, να άρουν την ακινησία για τα εν λόγω οχήματα καταβάλλοντας, πριν την άρση, τα τέλη κυκλοφορίας για το έτος αυτό, ως εξής:
- για άρση ακινησίας χρονικής διάρκειας 1 μηνός, καταβάλλονται τα 2/12 των αναλογούντων στο όχημα ετήσιων τελών κυκλοφορίας
- για άρση ακινησίας χρονικής διάρκειας 3 μηνών, καταβάλλονται τα 4/12 του ποσού των αναλογούντων στο όχημα ετήσιων τελών κυκλοφορίας
- για άρση ακινησίας για τα υπόλοιπο διάστημα του έτους και μέχρι το τέλος αυτού (31.12.2017), καταβάλλονται τα δωδέκατα του ποσού των αναλογούντων στο όχημα ετήσιων τελών κυκλοφορίας που απομένουν από την ημερομηνία της άρσης μέχρι και το τέλος του έτους συν 2/12 των αναλογούντων ετήσιων τελών.
Προκειμένου για τον υπολογισμό του ποσού των τελών κυκλοφορίας, ο μήνας που γίνεται η άρση της ακινησίας, λογίζεται ως ολόκληρος μήνας ανεξάρτητα από τη χρονική στιγμή της άρσης αυτής. Η επιστροφή των στοιχείων κυκλοφορίας στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) από τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο του οχήματος θα πραγματοποιείται την τελευταία εργάσιμη ημέρα της περιόδου κυκλοφορίας του οχήματος, για την οποία έχουν καταβληθεί τα τέλη κυκλοφορίας.
Σε περίπτωση εκπρόθεσμης επιστροφής ή μη επιστροφής των στοιχείων κυκλοφορίας επιβάλλεται αυτοτελές πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο των ετησίων τελών κυκλοφορίας
15. Πως πραγματοποιείται η οριστική διαγραφή των οχημάτων;
Η οριστική διαγραφή των οχημάτων, στις περιοχές της χώρας όπου έχει αρχίσει η εφαρμογή του π.δ. 116/2004 (Α' 81), γίνεται με την παράδοση αυτών στις αδειοδοτημένες από την Εναλλακτική Διαχείριση Οχημάτων Ελλάδος (Ε.Δ.Ο.Ε.) (τηλ.: 210-68.99.039 ή www.edoe.gr ) εγκαταστάσεις ανακύκλωσης οχημάτων, προκειμένου να εκδοθούν τα πιστοποιητικά καταστροφής και να ολοκληρωθεί η διαγραφή τους.
Στις λοιπές περιοχές της χώρας, αρμόδιες για την οριστική διαγραφή των οχημάτων είναι οι Περιφερειακές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.
Β. ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΩΝ ΧΑΡΤΟΣΗΜΟΥ
1. Βεβαιώσεις, πιστοποιητικά, αντίγραφα κ.τ.λ.
Οι βεβαιώσεις, τα πιστοποιητικά καθώς και τα αντίγραφα και αποσπάσματα εγγράφων, τόσο αυτά που εκδίδονται από την υπηρεσία, όσο και αυτά που προσκομίζονται σ' αυτή δεν υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου. Επίσης, δεν υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου η κύρωση του γνησίου της υπογραφής.
2. Μισθώματα ακινήτων.
Τα μισθώματα των ακινήτων υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου, που μαζί με την εισφορά υπέρ ΟΓΑ ανέρχεται σε ποσοστό 3,6%. Το τέλος αυτό οφείλεται σε κάθε περίπτωση ακόμα κι αν ο ιδιοκτήτης είναι κάτοικος εξωτερικού. Το θέμα του βάρους του ανωτέρου τέλους καθορίζεται βάσει συμφωνίας των συμβαλλομένων (ιδιοκτήτη και ενοικιαστή). Εάν δεν υπάρχει συμφωνία το τέλος βαρύνει τον ιδιοκτήτη και ενοικιαστή εξ ημισείας. Όταν ο ένας απαλλάσσεται από τα τέλη χαρτοσήμου, αυτά βαρύνουν εξ ολοκλήρου τον αντισυμβαλλόμενο.
Τα τέλη χαρτοσήμου συμβεβαιώνονται και συνεισπράττονται με τον φόρο εισοδήματος, που αναλογεί στο εισόδημα από οικοδομές, σύμφωνα με την ακολουθούμενη για τον φόρο αυτό διαδικασία.
Εξαιρετικά, από 1-1-2007 έως 31-12-2007, στα μισθώματα των κατοικιών, γενικά και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3522/2006 (Α' 276), το τέλος χαρτοσήμου από 3,6% (με την εισφορά υπέρ ΟΓΑ) μειώνεται στο 1,8% (με την εισφορά υπέρ ΟΓΑ) και από 1/1/2008 αυτό καταργείται. Στα μισθώματα των επαγγελματικών χώρων, γραφείων, γηπέδων, αποθηκών κ.λ.π. το τέλος χαρτοσήμου δεν αλλάζει, παραμένει δηλ. στο 3,6% (με την εισφορά υπέρ ΟΓΑ).
3. Καταβολή αναλογικού τέλους χαρτοσήμου επί μισθωμάτων ακινήτων στις περιπτώσεις που εκμισθωτές τυγχάνουν οι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους.
Με την παράγραφο 3 του άρθρου 22 του ν. 4283/2014 (Α' 189), θεσπίστηκαν διευκολύνσεις και απαλλαγές από φορολογικές υποχρεώσεις για τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους. Ειδικότερα, η περίπτωση β' της παραγράφου 3 ορίζει τους μισθωτές ως υποχρέους για την απόδοση των τελών χαρτοσήμου μισθωμάτων από ακίνητα, όπου εκμισθώτριες τυγχάνουν οι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους.
Μέχρι την τροποποίηση του εντύπου δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, ώστε ειδικά για μισθώσεις ακινήτων, όπου εκμισθωτές τυγχάνουν οι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους, το τέλος χαρτοσήμου να αποδίδεται μέσω της δήλωσης εισοδήματος του μισθωτή, η απόδοση του φόρου από τον μισθωτή θα πραγματοποιείται χειρόγραφα στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.). Η παραλαβή θα γίνεται από το υποσύστημα Εσόδων και θα βεβαιώνεται Χαρτόσημο και ΟΓΑ Χαρτοσήμου στον Α.Φ.Μ. του μισθωτή του ακινήτου. Η καταβολή γίνεται μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών ή νομικών προσώπων, κατά περίπτωση.
4. Εργολαβικές συμβάσεις.
Με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3427/2005 (Α' 312) που ισχύει από 1/1/2006, τα εργολαβικά προσύμφωνα ανέγερσης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής ποσοστών οικοπέδου που η άδεια οικοδομής εκδίδεται μετά από την 1/1/2006, ανήκουν στο πεδίο του Φ.Π.Α.
Με τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3522/2006 (Α' 276) διευκρινίζεται ότι για τα παραπάνω εργολαβικά, όταν αυτά καταρτίζονται μετά από την 1/1/2006, αλλά η άδεια οικοδομής έχει εκδοθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, δηλαδή μέχρι 31-12-2005, εξακολουθούν να υπάγονται στα τέλη χαρτοσήμου.
5. Συμβάσεις Χρησιδανείου
Από τη διάταξη του άρθρου 810 ΑΚ προκύπτει ότι το χρησιδάνειο καταρτίζεται με σύμβαση μεταξύ του χρήστη και του χρησάμενου, η οποία δεν υπόκειται σε κανένα τύπο και μπορεί να συνάγεται και σιωπηρώς από πράξεις των συμβαλλομένων και με την οποία ο πρώτος παραχωρεί χωρίς αντάλλαγμα τη χρήση πράγματος στον δεύτερο, ο οποίος αναλαμβάνει την υποχρέωση να το επιστρέψει μετά τη λήξη αυτής.
Υπολογισμός Χαρτοσήμου, 3.6% (ή 2.4%) Χ αξία αγαθού Χ (έτη δανείου / 20, με max 8/10) - {παρ. 5, αρθ. 15 του ν.δ. 118/1973- Α' 202}. Η σύμβαση χρησιδανείου χαρτοσημαίνεται εντός πέντε (5) ημερών από τη σύνταξή της.
6. Εισφορές εταίρων Αστικής μη-κερδοσκοπικής Εταιρείας
Εισφορές εταίρων μη-κερδοσκοπικής εταιρείας του Αστικού Κώδικα, υπόκεινται σε τέλη χαρτοσήμου 3.6%, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις (αρ. 13.3 του ΚΝΤΧ).
7. Πληρωμή συνδρομών
Οι αποδείξεις πληρωμής δικαιωμάτων εγγραφής ή συνδρομών των μελών των σωματείων, συλλόγων ή άλλων ενώσεων και οργανισμών υπόκεινται σε αναλογικό τέλος 1.2% (παρ. 2 του αρθ. 30 του ν.δ. 60/1946 - Α' 257).
8. Κατάργηση τελών χαρτοσήμου.
α) Καταργήθηκαν από 1-1-2002 τα τέλη χαρτοσήμου που επιβάλλονταν στις κατωτέρω περιπτώσεις:
αα) στις εξοφλήσεις κάθε είδους αποδοχών από μίσθωση εργασίας για απασχόληση με οποιαδήποτε μορφή και οπωσδήποτε αμειβόμενη, περιλαμβανομένων και των εκτός έδρας αποζημιώσεων ή εξόδων κίνησης,
ββ) στις εξοφλήσεις κάθε είδους αμοιβών για απασχόληση με οποιαδήποτε νομική σχέση που δημιουργεί δεσμούς εξάρτησης ως προς τους όρους απασχόλησης ή την αμοιβή και συνεπάγεται την ευθύνη του εργοδότη, περιλαμβανομένων και των εκτός έδρας αποζημιώσεων ή εξόδων κίνησης,
γγ) στις εξοφλήσεις κάθε είδους συντάξεων και ασφαλιστικών παροχών ή βοηθημάτων που καταβάλλονται στους δικαιούχους από τον οικείο φορέα ή ασφαλιστικό οργανισμό,
δδ) στις εξοφλήσεις αποζημιώσεων από εργατικό ατύχημα ή λόγω λύσης της σχέσης εργασίας, εε) στις συναλλαγματικές και στα γραμμάτια σε διαταγή και στους τόκους που απορρέουν από αυτές,
στστ) στις βεβαιώσεις που χορηγούνται από τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) για την υποβολή δήλωσης έναρξης εργασιών ή μεταβολής εργασιών.
β) Καταργήθηκε η αξία της υπεύθυνης δήλωσης που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 1599/1986.
Η δήλωση αυτή συντάσσεται πλέον σε απλό χαρτί στο οποίο αναγράφονται τα στοιχεία που προβλέπονται από την αριθ. ΔΙΑΔΠ/Α1/18368/25.9.2002 (Β' 1276) απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Τα έντυπα της υπεύθυνης δήλωσης και της αίτησης - υπεύθυνης δήλωσης διατίθενται στους ενδιαφερόμενους από τις δημόσιες αρχές, για θέματα αρμοδιότητάς τους (παρ. 1 και 2). Επίσης τα ανωτέρω έντυπα μπορεί να διατίθενται στους ενδιαφερόμενους και μέσω διαδικτύου (παρ. 9).
γ) Κατάργηση τέλους χαρτοσήμου ασφαλιστικών πράξεων.
Με τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 3091/2002 (Α' 330) καταργήθηκε, από την 1-1-2003, το τέλος χαρτοσήμου που επιβαλλόταν στις αποδείξεις πληρωμής αποζημιώσεων που καταβάλλονται από ασφαλιστικές εταιρείες για ασφαλίσεις κάθε φύσης, καθώς και στους συμβιβασμούς που αφορούν στις αποζημιώσεις αυτές.
Με τις διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 71 του ν. 3746/2009 (Α' 27), καταργήθηκε από 1-1¬2009, το τέλος χαρτοσήμου που επιβαλλόταν στις αποδείξεις πληρωμής ασφαλίστρων για κλάδους ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών, στις αποδείξεις πληρωμής εξαγορών ασφαλιστηρίων ζωής και στους τυχόν απορρέοντες από ασφαλιστικές αποζημιώσεις τόκους.
δ) Κατάργηση τέλους χαρτοσήμου επί ορισμένων συμβάσεων δανείου.
αα) Με τις διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 20 του ν. 3227/2004 (Α' 31) καταργήθηκε, από την 6 Φεβρουαρίου 2004, το τέλος χαρτοσήμου που επιβαλλόταν για τις συμβάσεις δανείων που χορηγεί ο Ο.Ε.Κ. στους δικαιούχους του και στους τόκους που απορρέουν από αυτά.
ββ) Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 3470/2006 (Α' 132) καταργείται το τέλος χαρτοσήμου στα δάνεια που χορηγούνται από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στους τόκους και στα παρεπόμενα σύμφωνα αυτών. Η κατάργηση ισχύει από 28-6-2006, ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου και στη συνέχεια με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 25 του ν. 3867/2010 (Α' 128) επεκτείνεται η εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 3470/2006 (Α' 132) από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και στα δάνεια που έχουν χορηγηθεί από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων μέχρι 27-6-2006.
ε) Κατάργηση τέλους χαρτοσήμου επί των καθαρών κερδών των Ο.Ε., Ε.Ε. και Ε.Π.Ε.
Με τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 3296/2004 (Α' 253) καταργείται, από την 1/1/2005, το τέλος χαρτοσήμου 1% που επιβαλλόταν στα καθαρά κέρδη των ομόρρυθμων, ετερόρρυθμων και περιορισμένης ευθύνης εταιρειών, των κερδοσκοπικών συνεταιρισμών, των κοινοπραξιών, των αστικών εταιριών και κοινωνιών αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση και αφορούν στη διαχειριστική περίοδο που αρχίζει από 1-1-2005 και μετά.
9. Χρόνος υποβολής δήλωσης και απόδοσης τελών χαρτοσήμου επί δανείων κινούμενων ως τρεχούμενων δοσοληπτικών λογαριασμών
Τα οφειλόμενα τέλη χαρτοσήμου επί δανείων κινούμενων ως τρεχούμενων δοσοληπτικών λογαριασμών καταβάλλονται εμπρόθεσμα έως τη λήξη του πρώτου δεκαπενθημέρου που έπεται της λήξης της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 του ν. 4308/2014 (Α' 251) (και της τυχόν χορηγηθείσας παρατάσεως αυτής), ανεξάρτητα από το εάν ο υπόχρεος εξαντλήσει ή όχι την προθεσμία αυτή για την κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της περιόδου (σχετ. ΠΟΛ.1035/2017 - ΑΔΑ: 7Σ4ΦΗ - ΠΙΓ).
Παράδειγμα: Ημεδαπό νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα με φορολογικό έτος που λήγει την 31/12/2016, ολοκληρώνει την κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων οποτεδήποτε μέχρι την 30/06/2017. Η καταληκτική ημερομηνία εμπρόθεσμης απόδοσης των τελών χαρτοσήμου στην περίπτωση αυτή θα είναι το αργότερο μέχρι την 15/07/2017.
10. Τέλη χαρτοσήμου στις προκαταβολές μισθών εργαζομένων
Στην περίπτωση προκαταβολών μισθών που συμψηφίζονται εφάπαξ και μέσα στον ίδιο μήνα με τον μισθό των υπαλλήλων, δεν θεωρείται ότι υφίσταται δανειακή σχέση μεταξύ του εργοδότη και των υπαλλήλων. Στην περίπτωση, ωστόσο, όπου προκαταβολές μισθών εξοφλούνται δια μηνιαίων κρατήσεων από τις αποδοχές των υπαλλήλων, υφίσταται δανειακή σχέση κατά την έννοια του άρθρου 806 του Αστικού Κώδικα και υπόκειται σε τέλη χαρτοσήμου 3% ή 2% (πλέον εισφοράς υπέρ ΟΓΑ 20% επ' αυτού), κατά τις διακρίσεις των άρθρων 13§1.α και 15§1.α. του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου.
Γ. ΘΕΜΑΤΑ ΦΟΡΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Κατάργηση του Φόρου Συγκέντρωσης Κεφαλαίων κατά τη σύσταση εταιρειών.
Με τις διατάξεις της υποπαραγράφου ΣΤ.22 της παρ. ΣΤ. του άρθρου πρώτου του Κεφαλαίου Α' του ν. 4254/2014, δεν επιβάλλεται φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων σύμφωνα με τα άρθρα 17-31 του ν. 1676/1986 (Α' 204) κατά τη σύσταση των υποκείμενων προσώπων στον φόρο αυτό.
Επιπλέον, όπως γίνεται δεκτό από τη θεωρία του εμπορικού δικαίου, κατά τη «μετατροπή» της ατομικής επιχείρησης σε κεφαλαιουχική εταιρεία γίνεται εισφορά εις είδος του ενεργητικού και παθητικού της ατομικής επιχείρησης σε νεοϊδρυόμενο νομικό πρόσωπο. Επομένως, διευκρινίζεται ότι κατά τη «μετατροπή» ατομικής επιχείρησης σε κεφαλαιουχική εταιρία δεν επιβάλλεται φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίου κατ' εφαρμογή των οριζομένων στις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 4254/2014 από τον χρόνο έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, διότι η μετατροπή εν προκειμένω διενεργείται με σύσταση εταιρείας και όχι με μεταβολή του νομικού τύπου υφιστάμενης εταιρείας.
Δ. ΘΕΜΑΤΑ ΦΟΡΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ
Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4334/2015 (Α' 80) ρυθμίζονται θέματα του φόρου ασφαλίστρων. Ειδικότερα:
1. Με τις διατάξεις της περ. α) της παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου, ορίζεται συντελεστής 15% επί των ασφαλίστρων των λοιπών κλάδων, πλην του κλάδου πυρός και ζωής, για τους οποίους διατηρούνται οι ισχύοντες συντελεστές (20% επί των ασφαλίστρων κλάδου πυρός και 4% επί των ασφαλίστρων κλάδου ζωής).
2. Με τις διατάξεις της περ. β) της ίδιας παραγράφου καταργούνται οι προβλεπόμενες διατάξεις περί απαλλαγών από τον φόρο ασφαλίστρων της παρ. 5 του άρθρου 29 του ν. 3492/2006 (Α' 210), καθώς και των απαλλαγών από τον φόρο κύκλου εργασιών στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που επιβαλλόταν με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 14 του α.ν. 1524/1950 (Α'246), ο οποίος κυρώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 1620/1951 (Α' 2). Εξαιρετικά, σύμφωνα με τις διατάξεις της ίδιας περίπτωσης διατηρείται η απαλλαγή από τον φόρο ασφαλίστρων για τα καταβαλλόμενα ασφάλιστρα ζωής, εφόσον τα συναπτόμενα συμβόλαια είναι διάρκειας τουλάχιστον δέκα (10) ετών.
3. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 3492/2006, μετονομάστηκε σε «φόρο ασφαλίστρων» ο μέχρι τότε επιβαλλόμενος φόρος κύκλου εργασιών στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, με τις ίδιες προϋποθέσεις και για τις ίδιες συναλλαγές, με τη διατήρηση των ισχυουσών, τότε, απαλλαγών. (Σχετ. αριθ. πρωτ. 1093733/704/Τ και Ε.Φ./ΠΟΛ.1126/25-10-2006 εγκύκλιος της Διεύθυνσης Τελών και Ειδικών Φορολογιών της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών & Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών).
ΘΕΜΑΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ
Αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε.: Διεύθυνση Ελέγχων (Δ.ΕΛ.):
α) Τμήμα Β' «Υποστήριξης Ελεγκτικού Έργου» (για τις απαντήσεις στα ερωτήματα με α/α 1 και 2) Τηλ. επικοινωνίας για παροχή διευκρινίσεων: 210-3375188
β) Τμήμα ΣΤ' «Διοικητικής Συνεργασίας και Ανταλλαγής Πληροφοριών στον Τομέα του Φ.Π.Α.»
(για τις απαντήσεις στα ερωτήματα με α/α 3 και 4)
Τηλ. επικοινωνίας για παροχή διευκρινίσεων: 210-3646227
Τελευταία ενημέρωση: 23/3/2017
1. Ποια είναι η αρμόδια Δ.Ο.Υ. για την υποβολή δικαιολογητικών ηλεκτροδότησης από τον ιδιοκτήτη;
Η αρμόδια Δ.Ο.Υ. του υπόχρεου ιδιοκτήτη.
2. Ποια είναι η διαδικασία έγκρισης ηλεκτροδότησης οικοδομών από τις Δ.Ο. Υ.; Είναι νόμιμη η διαδικασία καταλογισμού Φ.Π.Α. σε ιδιώτη που κτίζει οικοδομή και δεν καλύπτεται το κόστος οικοδομής με παραστατικά;
Οι φορολογικές διατάξεις περί ηλεκτροδότησης θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής στον κατασκευαστικό τομέα.
α) Για οικοδομές για τις οποίες οι οικείες άδειες πολεοδομίας εκδόθηκαν μέχρι 31/12/1994, καθώς και για οικοδομές για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί για οποιοδήποτε λόγο άδειες πολεοδομίας, ανεξάρτητα από τον χρόνο ανέγερσής τους, πρέπει να αποδοθεί από τον υπόχρεο με έκτακτη δήλωση η τυχόν διαφορά Φ.Π.Α. λόγω μη κάλυψης ανέγερσης με αντίστοιχα δικαιολογητικά δαπανών, εντός δύο (2) μηνών από την έγκριση της ηλεκτροδότησης. Υποχρέωση κάλυψης με αντίστοιχα δικαιολογητικά υπάρχει για οικοδομικές εργασίες που έγιναν από 23/3/1990 και μετά.
Σε περίπτωση που από τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι το κόστος ανέγερσης της οικοδομής δεν καλύπτεται με αντίστοιχα δικαιολογητικά και εφόσον για την ακάλυπτη διαφορά δεν έχει αποδοθεί το ποσό Φ.Π.Α. που αναλογεί σύμφωνα με τα παραπάνω, τότε το ποσό αυτό καταλογίζεται με σχετική πράξη σε βάρος του υποχρέου και επιβάλλονται οι νόμιμες προσαυξήσεις (οι οποίες υπολογίζονται από τη λήξη των δύο μηνών από την ημερομηνία έγκρισης της ηλεκτροδότησης), καθώς και οι λοιπές προβλεπόμενες κυρώσεις.
Ο τρόπος προσδιορισμού του κόστους ανέγερσης της οικοδομής που πρέπει να καλύπτεται από αντίστοιχα δικαιολογητικά δαπανών, καθώς και όλες οι σχετικές λεπτομέρειες προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις (άρθρο 8, παρ. 2, του ν. 1882/1990 - Α' 43 και άρθρο 53 του ν. 2065/1992 - Α' 113) και τις σχετικές εγκυκλίους.
Για τις εργασίες που αποδεδειγμένα έγιναν πριν από 23/3/1990 δεν αναζητούνται δικαιολογητικά δαπανών.
β) Για οικοδομές για τις οποίες οι άδειες πολεοδομίας εκδόθηκαν από 1/1/1995 και μέχρι την 31/12/2013 είχαν εφαρμογή τα οριζόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 35 και 36 του ν. 2238/1994 (Α' 151), καθώς και στην αριθ. 1137140/2439/Α0012/ΠΟΛ.1277/5.12.1994 (Β' 936) Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ.
Με τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 26 του ν. 4223/2013 (Α' 287) από την έναρξη ισχύος του ν. 4172/2013, έπαυσαν να ισχύουν οι διατάξεις του ν. 2238/1994, συμπεριλαμβανομένων και όλων των κανονιστικών πράξεων και εγκυκλίων που είχαν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση αυτού του νόμου. Με την κατάργηση των εν λόγω διατάξεων καταργήθηκε από 1/1/2014 η διαδικασία προσκόμισης στις Δ.Ο.Υ. δικαιολογητικών και στη συνέχεια η χορήγηση των σχετικών βεβαιώσεων ηλεκτροδότησης (σχετική η αριθμ. Δ12Α 1015993 ΕΞ 2014/24.1.2014 εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων), ενώ χορηγούνται βεβαιώσεις ηλεκτροδότησης ακινήτων σε οικοδομές/κατασκευές για τις οποίες προσκομίστηκαν στη Δ.Ο.Υ. οι τελικοί πίνακες οικοδομής μέχρι 31/12/2013, δεδομένου ότι είχαν εφαρμογή μέχρι τότε οι διατάξεις των άρθρων 35 και 36 του ν. 2238/1994.
γ) Στις περιπτώσεις ρύθμισης αυθαίρετων κατασκευών ή χώρων αυθαίρετης αλλαγής χρήσης που ρυθμίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4014/2011 (Α' 209), καθώς και ρύθμισης χώρων που ρυθμίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3843/2010 (Α' 62), δεν έχουν εφαρμογή ούτε οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 1882/1990, ούτε οι διατάξεις των άρθρων 35 και 36 του Κ.Φ.Ε., όπως ίσχυαν.
3. Πώς πραγματοποιείται η επαλήθευση εγκυρότητας ενός κοινοτικού Α.Φ.Μ./Φ.Π.Α. (μητρώο V.I.E.S.);
Ο έλεγχος εγκυρότητας ενός κοινοτικού Α.Φ.Μ./Φ.Π.Α., σε συνδυασμό με την επωνυμία του, πραγματοποιείται στην ηλεκτρονική διεύθυνση «http://ec.europa.eu/taxation_customs/vies/», καθώς και στην ιστοσελίδα της Α.Α.Δ.Ε.: http://www.aade.gr/epicheireseis/phorologikes- yperesies/egkyroteta/egkyroteta-arithmoy-phpa-vies. Για τα κράτη μέλη που δεν είναι δυνατό να γίνει επιβεβαίωση της επωνυμίας μέσω των ηλεκτρονικών αυτών διευθύνσεων, ο έλεγχος πραγματοποιείται τηλεφωνικά από το Τμήμα ΣΤ' της Διεύθυνσης Ελέγχων της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, στους τηλεφωνικούς αριθμούς: 210-3646227, 210-3616754 ή μέσω τηλεομοιοτύπου (fax), στον αριθμό: 210-3637103.
4. Πληροφορίες σχετικά με τη Μικρή Μονοαπευθυντική Θυρίδα (MOSS)
Αναφορικά με ερωτήματα για τα ειδικά καθεστώτα φορολόγησης των παρεχόμενων τηλεπικοινωνιακών, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών ή ηλεκτρονικών υπηρεσιών σε μη υποκείμενους στον φόρο, στα πλαίσια της Μικρής Μονοαπευθυντικής Θυρίδας (MOSS), παρακαλούμε απευθυνθείτε στην ιστοσελίδα της Α.Α.Δ.Ε.:
http://www.aade.gr/epicheireseis/phorologikes-yperesies/phpa/moss, όπου έχουν αναρτηθεί οι νομοθετικές διατάξεις Φ.Π.Α., οι σχετικές Αποφάσεις της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και της Α.Α.Δ.Ε., οι Κανονισμοί της Ε.Ε. και ο αντίστοιχος Οδηγός λειτουργίας του MOSS.
ΘΕΜΑΤΑ ΜΗΤΡΩΟΥ
Αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε.: Διεύθυνση Ελέγχων (Δ.ΕΛ.) - Τμήμα Ε' - Μητρώου και Εγγραφής Φορολογουμένων Τηλ. επικοινωνίας για παροχή διευκρινίσεων: 210-3375885 Τελευταία ενημέρωση: 23/03/2017
1. Ποια δικαιολογητικά απαιτούνται για τη χορήγηση Α.Φ.Μ. σε φυσικά, νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες;
-Απαιτούμενο δικαιολογητικό για τη χορήγηση Α.Φ.Μ. στα φυσικά πρόσωπα αποτελεί το στοιχείο ταυτότητας, πρωτότυπο του οποίου επιδεικνύεται στον αρμόδιο υπάλληλο του Τμήματος ή Γραφείου Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης της Δ.Ο.Υ. και κατατίθεται ευκρινές φωτοαντίγραφο αυτού.
-Πιστοποιητικό γέννησης για τα φυσικά πρόσωπα που στερούνται ταυτότητας (ανήλικοι). Πιστοποιητικό γέννησης υποβάλλεται και για τους ανηλίκους υπηκοότητας αλλοδαπής, επίσημα μεταφρασμένο και επικυρωμένο.
-Η χορήγηση Α.Φ.Μ. στα νομικά πρόσωπα και στις νομικές οντότητες διενεργείται με τις διαδικασίες της έναρξης εργασιών. Τα απαιτούμενα, κατά περίπτωση, δικαιολογητικά ορίζονται στην αριθ. ΠΟΛ 1006/2013 (Β'19/2014, ΑΔΑ: ΒΙΨΗΟ-7ΜΕ) «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) / Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας» απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την αριθ. ΠΟΛ 1178/2015 (Β' 1940, ΑΔΑ: 75ΩΠΗ-ΟΞ7) όμοια απόφαση.
2. Ποια δικαιολογητικά απαιτούνται για τη χορήγηση Α.Φ.Μ. σε αλλοδαπούς;
-Διαβατήριο ή Ταυτότητα για πολίτες χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. -Διαβατήριο σε ισχύ για τους υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν είναι κάτοικοι Ελλάδος. Στην περίπτωση που τα στοιχεία τους δεν αναγράφονται σε αυτό με λατινικούς χαρακτήρες, κατατίθεται ευκρινές φωτοαντίγραφο διαβατηρίου, μεταφρασμένο από τις αρμόδιες υπηρεσίες και φορείς.
-Εφόσον οι αλλοδαποί, υπήκοοι τρίτων χωρών, είναι κάτοικοι Ελλάδος προσκομίζεται επιπλέον και η άδεια διαμονής τους σε ισχύ ή το στοιχείο που αποδεικνύει ότι έχουν εισέλθει και διαμένουν νόμιμα στη χώρα, σύμφωνα με την ισχύουσα κάθε φορά νομοθεσία.
3. Ποια δικαιολογητικά απαιτούνται για τη λήψη Α.Φ.Μ. από φυσικά πρόσωπα μη επιτηδευματίες;
Για τους Έλληνες υπηκόους είναι η αστυνομική ή η υπηρεσιακή τους ταυτότητα στις περιπτώσεις που η αστυνομική ταυτότητα έχει αντικατασταθεί (Αστυνομία - Ελληνικός Στρατός - Ναυτικό - Αεροπορία κ.λ.π), ενώ για τους Έλληνες κατοίκους εξωτερικού που δε διαθέτουν αστυνομική ταυτότητα, το Ελληνικό τους διαβατήριο, σε ισχύ.
Για τους αλλοδαπούς υπηκόους χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στοιχείο ταυτότητας είναι το διαβατήριό τους ή η ταυτότητα της χώρας τους, για τους Ομογενείς, το Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς και για τους αλλοδαπούς υπηκόους τρίτων χωρών, το διαβατήριό τους.
Επιπλέον, οι υπήκοοι τρίτων χωρών κάτοικοι Ελλάδος, υποβάλλουν υποχρεωτικά και άδεια διαμονής σε ισχύ, ή το στοιχείο που αποδεικνύει ότι έχουν εισέλθει και διαμένουν νόμιμα στη χώρα, σύμφωνα με την ισχύουσα κάθε φορά νομοθεσία.
Αν η δήλωση για την απόδοση Α.Φ.Μ. κατατίθεται από τρίτο πρόσωπο, προσκομίζεται εξουσιοδότηση, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του δηλούντος από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή Κ.Ε.Π. και κατατίθεται και ευκρινές φωτοαντίγραφο του αποδεικτικού ταυτότητας του υποχρέου.
4. Πρέπει να έχουν όλοι Α.Φ.Μ.;
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 της αριθ. ΠΟΛ.1006/9.1.2013 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αποδίδεται από τη Φορολογική Διοίκηση ενιαίος και μοναδικός Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) σε κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό ή νομική οντότητα, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 3 του ν. 4174/2013 (Α' 170) - Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.), ημεδαπό ή αλλοδαπό, που πρόκειται να ασκήσει δραστηριότητες επιχειρηματικού περιεχομένου ή να καταστεί υπόχρεο σε καταβολή ή παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τη φορολογική διαδικασία ή σε υποβολή οποιασδήποτε δήλωσης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα αυτού.
Επίσης Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) αποδίδεται και στα παρακάτω πρόσωπα:
α) Στις έγγαμες γυναίκες που υποβάλλουν από κοινού με τον σύζυγό τους δήλωση φορολογίας εισοδήματος, καθώς και στα προστατευόμενα μέλη άνω των 18 ετών, που δηλώνονται κάθε φορά στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος.
β) Σε όσους αποκτούν επιβατικό ή φορτηγό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης, μοτοσικλέτα άνω των 50 κ.ε., μηχάνημα έργων γενικά, σκάφος αναψυχής, αεροπλάνο, ελικόπτερο ή ανεμόπτερο ή κάθε άλλο μέσο, καθώς και στα πρόσωπα στα οποία χορηγείται άδεια ικανότητας οδήγησης και άδεια κυκλοφορίας.
γ) Στους εταίρους και διαχειριστές των Ομόρρυθμων, Ετερόρρυθμων Εταιρειών, των Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης και των Ιδιωτικών Κεφαλαιουχικών Εταιρειών, στα μέλη των Κοινοπραξιών, των Κοινωνιών Αστικού Δικαίου, στον πρόεδρο και στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου των Ανώνυμων Εταιρειών, καθώς και στους νόμιμους εκπροσώπους των νομικών προσώπων και των νομικών οντοτήτων, αντίστοιχα.
δ) Στα πρόσωπα που υποβάλλουν δήλωση φορολογίας κεφαλαίου, λόγω απόκτησης κινητών ή ακίνητων περιουσιακών στοιχείων από οποιαδήποτε αιτία, καθώς και εμπράγματων δικαιωμάτων επ' αυτών.
ε) Σε όσους συναλλάσσονται με τις υπηρεσίες της Φορολογικής Διοίκησης εκπροσωπώντας νόμιμα φορολογουμένους, είτε με εντολή αρμόδιου οργάνου, είτε των ίδιων των υποχρέων, όπως εκκαθαριστής, κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομιάς, φορολογικός αντιπρόσωπος, φορολογικός εκπρόσωπος (άρθρο 8 του Κ.Φ.Δ.).
στ) Στα Υπουργεία, στις αυτοτελείς Γενικές Γραμματείες, στις αποκεντρωμένες Δημόσιες Υπηρεσίες, στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, στα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, στους Δήμους, στις Κοινότητες, στις Περιφέρειες, στις
Αποκεντρωμένες Διοικήσεις της Χώρας, στις νομικές οντότητες, ανεξάρτητα του αριθμού των οργανικών μονάδων ή γραφείων που διαθέτουν, πέραν της έδρας τους.
ζ) Στα αλλοδαπά Φυσικά, Νομικά Πρόσωπα και Νομικές Οντότητες που κατοικούν ή έχουν την έδρα τους σε χώρα με την οποία η Ελλάδα έχει υπογράψει σύμβαση αποφυγής διπλής φορολογίας και ζητούν την επιστροφή φόρου από οποιαδήποτε αιτία ή αγοράζουν ακίνητο ή μεταβιβάζουν μετοχές ή είναι υπόχρεα σε καταβολή φόρου ή συμμετέχουν ως εταίροι/μέλη, μέλη Δ.Σ., διαχειριστές ή νόμιμοι εκπρόσωποι σε ημεδαπά νομικά πρόσωπα ή σε νομικές οντότητες.
η) Στις υπό ίδρυση επιχειρήσεις, καθώς και στο πρόσωπο που ορίζεται ως ιδρυτής.
Ο Α.Φ.Μ. που αποδόθηκε σε υπό ίδρυση νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, παραμένει ο ίδιος και μετά από την ίδρυσή του. Ο Α.Φ.Μ. της υπό ίδρυση επιχείρησης, δεν αλλάζει, αν υποβληθούν δηλώσεις μεταβολής ως προς τη νομική μορφή ή την επωνυμία του υπό ίδρυση νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας ή του ιδρυτή.
θ) Σε κάθε άλλη περίπτωση, εφόσον τούτο απαιτείται από άλλες διατάξεις νόμου.
5. Ποιες οι συνέπειες της ύπαρξης διπλού Α.Φ.Μ.;
Όποιος κατέχει περισσότερους από έναν Α.Φ.Μ. υπόκειται σε πρόστιμο που ορίζεται σε δύο χιλιάδες πεντακόσια (2500) ευρώ, βάσει των διατάξεων του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 - Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας, όπως ισχύει και σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του Δέκατου Κεφαλαίου του ίδιου ως άνω νόμου (άρθρα 53-62), με την αριθ. ΠΟΛ.1252/20.11.2015 (ΑΔΑ: 6ΩΝΥΗ-6ΩΗ) εγκύκλιο του Αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.
6. Συνεχίζει να υφίσταται ή όχι ο Α.Φ.Μ. μετά από τη διακοπή εργασιών μιας επιχείρησης;
Μετά από τη διακοπή εργασιών ατομικής επιχείρησης, το φυσικό πρόσωπο εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τον Α.Φ.Μ. του, για τις φορολογικές του υποχρεώσεις και τις προσωπικές του συναλλαγές.
Στην περίπτωση διακοπής εργασιών νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας ο Α.Φ.Μ. χρησιμοποιείται μόνο, για τις ανάγκες της Φορολογικής Διοίκησης (υποβολή των δηλώσεων για τη βεβαίωση και την είσπραξη των οφειλών του κ.λ.π.).
7. Ποια δικαιολογητικά απαιτούνται για έναρξη επαγγέλματος; Α) Ατομική Επιχείρηση
- Ευκρινές φωτοαντίγραφο Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας του φορολογουμένου. (επιδεικνύεται το πρωτότυπο).
- Υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (Α' 75), στην οποία δηλώνεται η διεύθυνση της έδρας και των λοιπών εγκαταστάσεων της επιχείρησης και αν αυτή είναι ιδιόκτητη, μισθωμένη ή αν πρόκειται περί δωρεάν παραχώρησης χώρου.
- Για τις εγκαταστάσεις εξωτερικού, απαιτείται η υποβολή του δικαιολογητικού προσδιορισμού της έδρας, όπως προβλέπεται στη χώρα εγκατάστασης, επίσημα μεταφρασμένο.
- Βεβαίωση εγγραφής ή απαλλαγής από τον Ο.Α.Ε.Ε των φυσικών προσώπων για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας ή για τη συμμετοχή τους ως εταίρων/μελών Ομόρρυθμων ή Ετερόρρυθμων εταιρειών, Κοινοπραξιών και Κοινωνιών Αστικού Δικαίου, Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης, καθώς και μελών του Δ.Σ. Ανώνυμων Εταιρειών, εφόσον υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε, σύμφωνα με την ισχύουσα κάθε φορά νομοθεσία.
- Βεβαίωση ελέγχου της επωνυμίας και του διακριτικού τίτλου των φυσικών προσώπων από το οικείο Επιμελητήριο, όπου απαιτείται από σχετικές διατάξεις.
- Προέγκριση ίδρυσης για καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος από Δήμους και Κοινότητες όπου απαιτείται (άρθρα 80 και 81 του ν. 3463/2006 - Α' 114)
Επιπλέον, τα αλλοδαπά φυσικά πρόσωπα, υπήκοοι χωρών εκτός Ε.Ε., εκτός των παραπάνω δικαιολογητικών, υποβάλλουν στη Δ.Ο.Υ. και άδεια διαμονής ή το στοιχείο που αποδεικνύει ότι έχουν εισέλθει και διαμένουν νόμιμα στη χώρα, υποχρεωτικά σύμφωνα με την ισχύουσα κάθε φορά νομοθεσία.
Β) Προσωπικές Εταιρείες (Ο.Ε.- Ε.Ε.) -Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης (Ε.Π.Ε.) -Ανώνυμες Εταιρείες (Α.Ε.) - Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές εταιρίες (Ι.Κ.Ε) - Κοινοπραξίες που ασκούν Εμπορική Δραστηριότητα - Αστικές Εταιρίες, Κερδοσκοπικού Σκοπού
Από τις 4/4/2011 η διαδικασία σύστασης και η έναρξη εργασιών των ως άνω εταιρειών πραγματοποιείται από τις Υπηρεσίες Μιας Στάσης (Υ.Μ.Σ.), σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3853/2010 (Α' 90), όπως ισχύει και της αριθ. Κ1-802/23.3.2011 (Β' 470) Κοινής Υπουργικής Απόφασης, όπου μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την έναρξη των εργασιών τους.
Οι Ομόρρυθμες και Ετερόρρυθμες Εταιρείες, οι Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης, οι Ανώνυμες Εταιρείες, οι Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες και τα λοιπά νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες, που εξαιρούνται από τη σύστασή τους από τις Υπηρεσίες Μίας Στάσης (Υ.Μ.Σ.), υποβάλλουν τη δήλωση έναρξης της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας στον αρμόδιο υπάλληλο της Δ.Ο.Υ. και προσκομίζουν, κατά περίπτωση, το καταστατικό τους ή τη σχετική βεβαίωση καταχώρησής τους στο Γ.Ε.ΜΗ. και στις περιπτώσεις που δεν προβλέπεται η καταχώρηση στο Γ.Ε.ΜΗ., προσκομίζουν το συστατικό τους έγγραφο, καταχωρημένο στο οικείο Μητρώο ή βιβλίο, όπου απαιτείται.
8. Πότε είναι εκπρόθεσμη η έναρξη, μεταβολή ή η διακοπή δραστηριότητας και ποιες οι συνέπειες;
Κάθε φυσικό πρόσωπο, που πρόκειται να ασκήσει επιχειρηματική δραστηριότητα, υποχρεούται να υποβάλλει δήλωση έναρξης εργασιών στον αρμόδιο υπάλληλο της Δ.Ο.Υ., πριν από την πραγματοποίηση οποιασδήποτε συναλλαγής, στα πλαίσια άσκησης της επαγγελματικής του δραστηριότητας.
Τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες υποβάλλουν τη δήλωση έναρξης επιχειρηματικής δραστηριότητας εντός τριάντα (30) ημερών από την καταχώρηση του καταστατικού τους στο Γ.Ε.ΜΗ. ή στο οικείο Μητρώο ή Βιβλίο που προβλέπεται κατά περίπτωση ή από το έγγραφο σύστασής τους σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση.
Επίσης, τα ανωτέρω πρόσωπα, υποχρεούνται να ενημερώνουν τη Φορολογική Διοίκηση για τις μεταβολές που αφορούν στην επωνυμία, στον διακριτικό τίτλο, στη διεύθυνση των επαγγελματικών τους εγκαταστάσεων, στην έδρα ή στο αντικείμενο της δραστηριότητας, καθώς και τις λοιπές πληροφορίες που παρασχέθηκαν κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης έναρξης επιχειρηματικής δραστηριότητας εντός τριάντα (30) ημερών από τον χρόνο που έγιναν οι μεταβολές ή από τον χρόνο έκδοσης της ανακοίνωσης του Γ.Ε.ΜΗ. όπου απαιτείται, με την υποβολή της δήλωσης εργασιών.
Η δήλωση διακοπής εργασιών υποβάλλεται για μεν τα φυσικά πρόσωπα εντός τριάντα (30) ημερών από την οριστική παύση των εργασιών τους, για δε τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες εντός τριάντα (30) ημερών από τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης ή από την ανακοίνωση διαγραφής τους από το Γ.Ε.ΜΗ., όπου απαιτείται. Στις περιπτώσεις που τα εν λόγω πρόσωπα, δεν τίθενται σε εκκαθάριση, υποβάλλουν τη δήλωση διακοπής, εντός τριάντα (30) ημερών από τη λύση τους ή την παύση των εργασιών τους, κατά περίπτωση.
Η υποβολή δήλωσης έναρξης, μεταβολής ή διακοπής εργασιών, πέραν των ανωτέρω προθεσμιών, θεωρείται εκπρόθεσμη και επιβάλλονται οι κυρώσεις του άρθρου 54 του Κ.Φ.Δ. (ν. 4174/2013) - Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του Δέκατου Κεφαλαίου του ίδιου ως άνω νόμου (άρθρα 53-62), με την αριθ. ΠΟΛ.1252/20.11.2015.
Ωστόσο, δεν επιβάλλεται πρόστιμο στην περίπτωση που η δήλωση «Απόδοση Α.Φ.Μ./Μεταβολής ατομικών στοιχείων» (έντυπο Μ1), υποβάλλεται στον αρμόδιο υπάλληλο της Δ.Ο.Υ. ως μεταβολή των προσωπικών στοιχείων του φορολογουμένου.
Για την υποβολή, μετά από την 1/1/2014, εκπρόθεσμων δηλώσεων πληροφοριακού χαρακτήρα που αφορούν σε περιόδους έως την 31/12/2013, επιβάλλονται τα πρόστιμα του άρθρου 4 του ν. 2523/1997 (Α' 179), με τον περιορισμό το καταβλητέο σε καθεμία περίπτωση ποσό να μην ξεπερνά το προβλεπόμενο στο άρθρο 54, παρ.2, περίπτωση α', του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (δηλαδή 100 ευρώ).
9. Ποια δικαιολογητικά απαιτούνται για τη διακοπή εργασιών λόγω ϋανάτου φυσικού προσώπου
Ληξιαρχική πράξη θανάτου Πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών.
Βεβαίωση περί μη δημοσίευσης διαθήκης ή αποδεικτικό δημοσίευσης, εφόσον υπάρχει διαθήκη και αντίγραφο αυτής.
10. Πότε αποκτά νομική προσωπικότητα η Ε.Π.Ε.;
Με την καταχώρηση του συστατικού της εγγράφου στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.).
ΘΕΜΑΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ
Αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε.: Διεύθυνση Φορολογικής Συμμόρφωσης -
Τμήμα Α' (Δράσεων Προληπτικής Συμμόρφωσης)
Τηλ. επικοινωνίας για παροχή διευκρινίσεων: 210-4802255
Τελευταία ενημέρωση: 6/4/2017
1. Όλα τα ηλεκτρονικά μηνύματα που λαμβάνω από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και από την ηλεκτρονική διεύθυνση no.reply@taxisnetgr προέρχονται από τη Διεύθυνση Φορολογικής Συμμόρφωσης;
Όχι. Υπάρχουν και άλλες Διευθύνσεις της Α.Α.Δ.Ε. οι οποίες αποστέλλουν μαζικά ηλεκτρονικά μηνύματα σε φορολογουμένους, χρησιμοποιώντας την ηλεκτρονική διεύθυνση no.reply@taxisnet.gr . Τα ηλεκτρονικά μηνύματα που λαμβάνετε από τη Διεύθυνση Φορολογικής Συμμόρφωσης διακρίνονται από τα αντίστοιχα των άλλων Διευθύνσεων, διότι σε όλα αναφέρεται ο τίτλος της Διεύθυνσης και είναι ενυπόγραφα. Επιπλέον, δίνεται η δυνατότητα επικοινωνίας των φορολογουμένων με τη Διεύθυνση Φορολογικής Συμμόρφωσης μέσω της ηλεκτρονικής διεύθυνσης For_sym@gsis.gov.gr.
2. Για ποιο λόγο λαμβάνω ηλεκτρονικά μηνύματα από τη Διεύθυνση Φορολογικής Συμμόρφωσης;
Η no.reply@taxisnet.gr είναι ηλεκτρονική διεύθυνση που χρησιμοποιείται από το Τμήμα Α'- Δράσεων Προληπτικής Συμμόρφωσης της Διεύθυνσης Φορολογικής Συμμόρφωσης, με στόχο την άμεση και οικειοθελή ανταπόκριση των φορολογουμένων έναντι των φορολογικών τους υποχρεώσεων.
Τα ηλεκτρονικά μηνύματα που αποστέλλονται από τη Διεύθυνση Φορολογικής Συμμόρφωσης διακρίνονται σε δύο (2) μεγάλες κατηγορίες:
α) ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗΣ: Τα ηλεκτρονικά μηνύματα υπενθύμισης αφορούν στην υποβολή περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. Β' και Γ' κατηγορίας. Αποστέλλονται σε μηνιαία βάση (Γ' κατηγορίας) και τέσσερις φορές, ετησίως (Β' κατηγορίας) λίγες ημέρες πριν από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής τους, με στόχο την υπενθύμιση της σχετικής υποχρέωσης. Αποδέκτες είναι οι υπόχρεοι που, βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, διαπιστώνεται ότι δεν έχουν ακόμα υποβάλει τη δήλωσή τους.
β) ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ: Τα ηλεκτρονικά μηνύματα εντοπισμού απευθύνονται σε φορολογουμένους που δεν έχουν ικανοποιήσει εμπρόθεσμα τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Αποστέλλονται μετά από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής των δηλώσεων ή πληρωμής των οφειλών . Αφορούν σε πέντε (5) θεματικές ενότητες:
αα) Φ.Π.Α. Β' και Γ' κατηγορίας: όταν δεν έχει υποβληθεί η περιοδική δήλωση εμπρόθεσμα ή μέχρι την ημερομηνία δημιουργίας του αρχείου υποχρέων.
ββ) Φόρος Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων: όταν δεν έχει υποβληθεί η δήλωση εμπρόθεσμα ή μέχρι την ημερομηνία δημιουργίας του αρχείου υποχρέων.
γγ) Φόρος Εισοδήματος Νομικών Προσώπων: όταν δεν έχει υποβληθεί η δήλωση εμπρόθεσμα ή μέχρι την ημερομηνία δημιουργίας του αρχείου υποχρέων.
δδ) Πρόσφατες Ληξιπρόθεσμες Οφειλές: όταν δεν έχουν πληρωθεί εμπρόθεσμα ή μέχρι την ημερομηνία δημιουργίας του αρχείου η/οι βεβαιωμένη/ες οφειλή/ες, που έληξε/αν έως την τελευταία ημέρα του προηγούμενου μήνα.
3. Για ποιο λόγο λαμβάνω ηλεκτρονικά μηνύματα από τη Διεύθυνση Φορολογικής Συμμόρφωσης, ενώ έχω τακτοποιήσει τις φορολογικές μου υποχρεώσεις;
Εάν έχετε τακτοποιήσει τη φορολογική σας υποχρέωση μετά από την ημερομηνία αναζήτησής της στα πληροφοριακά συστήματα της Α.Α.Δ.Ε. , τότε λαμβάνετε ηλεκτρονικό μήνυμα εντοπισμού ή υπενθύμισης, αφού η Διεύθυνση Φορολογικής Συμμόρφωσης δεν έχει ενημερωθεί εγκαίρως για την τακτοποίηση αυτή. Η ημερομηνία αναζήτησης αναγράφεται πάντοτε στα ηλεκτρονικά μηνύματα εντοπισμού. Σε περίπτωση που έχετε ήδη τακτοποιήσει τη συγκεκριμένη υποχρέωση, αγνοήστε το μήνυμα που λάβατε.
4. Για ποιο λόγο λαμβάνω ηλεκτρονικά μηνύματα από τη Διεύθυνση Φορολογικής Συμμόρφωσης, ενώ δεν είμαι εγώ ο αποδέκτης;
Η Διεύθυνση Φορολογικής Συμμόρφωσης καταρτίζει τη λίστα αποδεκτών της βάσει των ηλεκτρονικών διευθύνσεων που είναι καταχωρημένες στο TAXISNET και έχουν δηλωθεί από τους πιστοποιημένους χρήστες. Μόνος αρμόδιος για την αλλαγή της ηλεκτρονικής διεύθυνσης είναι ο ίδιος ο φορολογούμενος.
5. Από ποια Υπηρεσία λαμβάνω τηλεφωνήματα για την τακτοποίηση των φορολογικών μου υποχρεώσεων;
Στη Διεύθυνση Φορολογικής Συμμόρφωσης αναπτύσσονται δράσεις τηλεφωνικής επικοινωνίας, που αφορούν σε αξιολογημένες, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ομάδες φορολογουμένων και οφειλετών. Για τον λόγο αυτό έχει συσταθεί τηλεφωνικό κέντρο εξερχόμενων κλήσεων, το οποίο στελεχώνεται από υπαλλήλους της Διεύθυνσης, με κύρια αρμοδιότητα την τηλεφωνική επικοινωνία με φορολογούμενους πολίτες και στόχο την επίτευξη εκούσιας συμμόρφωσης ως προς την υποβολή των δηλώσεων και την καταβολή των οφειλών.
ΘΕΜΑΤΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε : Διεύθυνση Εισπράξεων
Τηλ. επικοινωνίας για παροχή διευκρινίσεων: 210-3635007
Τελευταία ενημέρωση: 24/03/2017
1. Με ποιες νομοθετικές ρυθμίσεις δύνανται να ρυθμιστούν τα βεβαιωμένα χρέη στο Δημόσιο;
α) Με τη ρύθμιση του άρθρου 43 του ν. 4174/2013 (Α' 170) ρυθμίζονται οι βεβαιωμένες οφειλές του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) σε πρόγραμμα ρύθμισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) και κατ' εξαίρεση τα δύο (2) έτη.
β) Με τη ρύθμιση της υποπαραγράφου Α2 της παρ. Α' του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α' 107) ρυθμίζονται οι βεβαιωμένες στις Δ.Ο.Υ. και στα Τελωνεία οφειλές οι οποίες έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες στο σύνολό τους ή τουλάχιστον μία δόση αυτών.
γ) Με τη ρύθμιση της υποπαραγράφου Α1 της παρ. Α' του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 ρυθμίζονται σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, που δύνανται να καταβάλλονται έως και την 30.6.2017, οι βεβαιωμένες έως την 31.12.2012 στις Δ.Ο.Υ. και στα Τελωνεία οφειλές.
2. Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης μπορεί να ενταχθεί κάποιος εκ νέου;
α) Ναι, για την περίπτωση της ρύθμισης του άρθρου 51 του ν. 4305/2014 (Α' 237), εφόσον η απώλεια οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας, ο οφειλέτης μπορεί εντός δύο (2) μηνών από την απώλειά της να υποβάλει άπαξ αίτηση επανένταξής του στη ρύθμιση μαζί με τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη συνδρομή των λόγων ανωτέρας βίας.
β) Όχι, εάν απωλεσθούν οι ρυθμίσεις του άρθρου 43 του ν. 4174/2013 και των υποπαραγράφων Α1 & Α2 της παραγράφου Α' του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, δεν μπορεί να υπαχθεί κάποιος εκ νέου σε ρύθμιση με τις ίδιες διατάξεις και για τις ίδιες οφειλές.
3. Πού υποβάλλεται η αίτηση για υπαγωγή σε πρόγραμμα ρύθμισης;
Η αίτηση υποβάλλεται, εφόσον αυτό υποστηρίζεται, ηλεκτρονικά σε εφαρμογή στη διεύθυνση του διαδικτύου: www.gsis.gr της Γ.Γ.Π.Σ. & Δ.Υ. Υπουργείου Οικονομικών και κατ' εξαίρεση στο Δικαστικό Τμήμα της Δ.Ο.Υ. / Ελεγκτικού Κέντρου, ο προϊστάμενος της οποίας είναι αρμόδιος για την επιδίωξη της είσπραξης των ρυθμιζόμενων οφειλών. Στην περίπτωση συναρμοδιότητας της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης, αρμόδια ορίζεται η Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης για συνολικές βασικές οφειλές ανά οφειλέτη άνω του 1.500.000,00 ευρώ, ανεξάρτητα του ύψους της ρυθμιζόμενης οφειλής.
4. Πώς καταβάλλονται οι δόσεις των ρυθμίσεων;
Η καταβολή των δόσεων των ρυθμίσεων διενεργείται στους φορείς είσπραξης (Τράπεζες, ΕΛΤΑ) με τη χρήση μοναδικού ανά ρυθμισμένη οφειλή κωδικού, της Ταυτότητας Ρυθμισμένης Οφειλής (ΤΡΟ). Ειδικότερα η καταβολή των δόσεων των ρυθμίσεων του ν. 4152/2013 διενεργείται με επιμέλεια του οφειλέτη με πάγια εντολή πληρωμής, εφόσον υποστηρίζεται από τον φορέα είσπραξης.
5. Ποιες οι συνέπειες καθυστέρησης μίας δόσης της ρύθμισης;
α) Για τη ρύθμιση των άρθρων 1 έως και 17 του ν. 4321/2015 (Α' 32), η καθυστέρηση καταβολής δόσης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με μηνιαία προσαύξηση 0,25%. Επίσης, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής των δέκα (10) πρώτων δόσεων της ρύθμισης, εφόσον οι δόσεις είναι περισσότερες από δέκα (10) ή όλων των υπολειπόμενων δόσεων, εφόσον οι δόσεις είναι λιγότερες από δέκα (10), βεβαιώνεται ως δημόσιο έσοδο σε βάρος του οφειλέτη ποσό ίσο με το ποσό απαλλαγής. Επί της εν λόγω κύρωσης δεν υπολογίζονται επιβαρύνσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
β) Για τη ρύθμιση του άρθρου 51 του ν. 4305/2014, η καθυστέρηση καταβολής δόσης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με μηνιαία προσαύξηση 2%.
γ) Για τις ρυθμίσεις του ν. 4152/2013 και του άρθρου 43 του ν. 4174/2013, η καθυστέρηση πληρωμής μίας δόσης των ρυθμίσεων του ν. 4152/2013 συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με προσαύξηση 15%.
Η καθυστέρηση δόσης μπορεί, υπό προϋποθέσεις και κατά περίπτωση, να συνεπάγεται απώλεια των ως άνω ρυθμίσεων.
6. Σε ποιες περιπτώσεις απαιτείται αποδεικτικό ενημερότητας;
Η προσκόμιση αποδεικτικού ενημερότητας καθίσταται υποχρεωτική στις εξής περιπτώσεις: α) Για είσπραξη χρημάτων ή εξόφληση τίτλων πληρωμής από τον Δημόσιο Τομέα, τους δημοσίους υπολόγους και όσους ενεργούν πληρωμές με εντολή ή εξουσιοδότηση των ανωτέρω, το ποσό των οποίων υπερβαίνει ανά τίτλο πληρωμής τα 1.500 ευρώ για κάθε δικαιούχο. Στην περίπτωση καταβολής από τους αμέσως ανωτέρω εκχωρημένων/ενεχυριασμένων χρηματικών απαιτήσεων, το αποδεικτικό ενημερότητας προσκομίζεται τόσο από τον εκχωρητή ή ενεχυράσαντα, όσο και από τον εκδοχέα ή ενεχυρούχο δανειστή.
β) Για τη σύναψη και ανανέωση συμβάσεων δανείων, πιστώσεων και χρηματοδοτήσεων, γενικά, με τις αναγνωρισμένες στην Ελλάδα τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον χορηγούνται με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, εκτός από εκείνες που χορηγούνται για αποκατάσταση ζημιών που προέρχονται από έκτακτα γεγονότα.
γ) Για τη μεταβίβαση ακινήτου εξ' επαχθούς αιτίας, γονικής παροχής, δωρεάς ή δια εκούσιου πλειστηριασμού, καθώς και για την εκούσια σύσταση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, τη διανομή κοινών ακινήτων, την εκούσια ανταλλαγή ακινήτων και τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον στην τελευταία περίπτωση η σύμβαση καταρτίζεται μεταξύ των συγκυρίων του ακινήτου ή και τρίτων, ανεξαρτήτως, εάν τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της ανεγέρσεως. Το αποδεικτικό ενημερότητας προσκομίζεται, αντίστοιχα, από τον μεταβιβάζοντα το ακίνητο ή τον παρέχοντα τη γονική παροχή ή δωρεά, τον παρέχοντα το εμπράγματο δικαίωμα, τους συγκυρίους ή και τον αγοραστή για λογαριασμό του πωλητή στην περίπτωση αυτοσύμβασης. δ) Για τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς ανάληψης εκτέλεσης δημοσίων έργων ή προμηθειών από τον Δημόσιο Τομέα.
ε) Για την καταβολή των εκχωρημένων χρηματικών απαιτήσεων (κατά του Δημόσιου Τομέα). στ) Για κάθε άλλη πράξη, συναλλαγή ή ενέργεια για την οποία απαιτείται προσκόμιση αποδεικτικού ενημερότητας από τις εκάστοτε εν ισχύ διατάξεις.
7. Ποιες οφειλές λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας;
Όλες οι βεβαιωμένες στη Φορολογική Διοίκηση Οφειλές, συμπεριλαμβανομένων και των οφειλών από συνυποχρέωση / συνυπευθυνότητα του αιτούντα, εφόσον υπερβαίνουν τα τριάντα (30) ευρώ, καθώς και οφειλές βεβαιωμένες προς το Δημόσιο (προς τη Φορολογική Διοίκηση - Δ.Ο.Υ., Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π., κ.τ.λ.-) και προς τρίτους (π.χ. Ασφαλιστικά Ταμεία, βεβαιωμένες στις Δ.Ο.Υ. κ.τ.λ.).
8. Ποιοι εξαιρούνται από την υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικού ενημερότητας;
α) Το Ελληνικό Δημόσιο, το Δημόσιο άλλων Κρατών, οι Διεθνείς Οργανισμοί, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και τα ιδρύματα που είχαν συσταθεί με τον ν. 2039/1939 (Α' 455) και συνιστώνται με τις διατάξεις του Κώδικα Κοινωφελών Περιουσιών - Σχολαζουσών Περιουσιών ν. 4182/2013 (Α' 185).
β) Ο σύνδικος της πτώχευσης φυσικού ή νομικού προσώπου για πράξεις ή συναλλαγές που αφορούν στην πτωχευτική περιουσία, ο εκκαθαριστής επιχείρησης για τις πράξεις της εκκαθάρισης, ο κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομιάς όταν ενεργεί αποδεδειγμένα για πράξεις εκκαθάρισης της σχολάζουσας κληρονομιάς, καθώς και ο εκκαθαριστής κληρονομιάς για πράξεις ή συναλλαγές που αφορούν στην κληρονομιά.
γ) Οι μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού, είτε αλλοδαποί είτε ομογενείς, που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό και διατηρούν την ελληνική υπηκοότητα, εφόσον δεν αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα.
δ) Οι δικαιούχοι είσπραξης αμοιβών ή πάγιας αντιμισθίας, γενικά, από παροχή εξαρτημένης εργασίας, συντάξεων, διατροφής, εξόδων παράστασης δημόσιων λειτουργών, εξόδων νοσηλείας και κηδείας, εφόσον η πληρωμή γίνεται απευθείας στον δικαιούχο μισθωτό, συνταξιούχο ή στην οικογένειά του ή σε πρόσωπο νόμιμα εξουσιοδοτημένο.
ε) Οι δικαιούχοι ασφαλιστικών αποζημιώσεων και αποζημιώσεων από αδικοπραξία, που επιδικάζονται με δικαστική απόφαση.
στ) Οι δικαιούχοι των κατά τις κείμενες διατάξεις λοιπών ακατάσχετων χρηματικών απαιτήσεων, όπως αυτές προσδιορίζονται από την υπηρεσία που διενεργεί την εκκαθάριση. Προσκόμιση αποδεικτικού ενημερότητας δεν απαιτείται και για τη σύσταση εμπράγματου δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου.
9. Από πού χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας;
Το αποδεικτικό ενημερότητας χορηγείται υποχρεωτικά ηλεκτρονικά κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου στη διεύθυνση του διαδικτύου www.gsis.gr της Γ.Γ.Π.Σ. και Δ.Υ. Υπ. Οικ., και εάν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε χορηγείται από οποιαδήποτε Δ.Ο.Υ. ή Ελεγκτικό Κέντρο. Ο συναλλασσόμενος απαλλάσσεται ο ίδιος της υποχρέωσης προσκόμισης του αποδεικτικού ενημερότητας στους φορείς και στις υπηρεσίες που έχουν πιστοποιηθεί να το ζητούν και να το λαμβάνουν ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου, εφόσον αυτό υποστηρίζεται. Οι φορολογούμενοι μπορούν να ζητούν και να λαμβάνουν το αποδεικτικό ενημερότητας και από τα Γραφεία Εξυπηρέτησης Φορολογουμένων (ΓΕΦ) των Δ.Ο.Υ. της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε., καθώς και από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ).
10. Τι αναγράφεται στην αίτηση για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας;
α) αν υποβάλλεται από φυσικό πρόσωπο, ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, Αριθμός Φορολογικού Μητρώου, διεύθυνση επαγγέλματος και κατοικίας, αριθμός δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ή διαβατηρίου, αν πρόκειται για αλλοδαπούς,
β) αν υποβάλλεται από νομικό πρόσωπο, επωνυμία, διεύθυνση και Αριθμός Φορολογικού Μητρώου,
γ) ο σκοπός για τον οποίο ζητείται,
δ) ο φορέας ή η υπηρεσία στην οποία θα κατατεθεί,
ε) εφόσον ο φορολογούμενος έχει συνολικές βεβαιωμένες οφειλές μεγαλύτερες των τριάντα (30) ευρώ και αιτείται το αποδεικτικό για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επ' αυτού, αναγράφεται και το συγκεκριμένο ακίνητο με τον Αριθμό Ταυτότητας Ακινήτου (Α.Τ.ΑΚ.), εφόσον υφίσταται. Αν το αποδεικτικό αιτείται για είσπραξη χρημάτων αναγράφονται τα στοιχεία του τίτλου πληρωμής ή οποιοδήποτε στοιχείο ταυτοποιεί την πληρωμή.
11. Ποια η διάρκεια ισχύος του αποδεικτικού ενημερότητας;
Η διάρκεια ισχύος του αποδεικτικού ενημερότητας, ανεξαρτήτως της πράξης ή της συναλλαγής για την οποία ζητείται, είναι δύο (2) μήνες, εφόσον δεν υφίστανται βεβαιωμένες οφειλές και ένας (1) μήνας, σε περίπτωση ύπαρξης μη ληξιπρόθεσμων οφειλών, οφειλών που τελούν σε αναστολή είσπραξης ή έχουν υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης ή διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής.
12. Σε ποιες περιπτώσεις χορηγείται βεβαίωση οφειλής για χρέη προς το Δημόσιο;
Αν ζητείται αποδεικτικό ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων ή για μεταβίβαση ακινήτου εξ επαχθούς αιτίας και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης αυτού εκδίδεται από την αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής υπηρεσία βεβαίωση οφειλής, η οποία κατατίθεται αντί του αποδεικτικού ενημερότητας.
13. Σε ποια περίπτωση δεν αποδίδονται τυχόν επιστροφές φόρων κλπ. στους δικαιούχους;
α) όταν οι δικαιούχοι οφείλουν στο Δημόσιο, οπότε οι απαιτήσεις τους συμψηφίζονται αυτεπάγγελτα με τις οφειλές τους,
β) όταν το επιστρεπτέο ποσό είναι μικρότερο των πέντε (5) ευρώ, εκτός εάν από ειδική διάταξη προβλέπεται διαφορετικά,
γ) όταν οι δικαιούχοι οφείλουν στους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης.
14. Οι Δ.Ο.Υ. μπορούν να εισπράξουν οφειλές τρίτων (Ν.Π.Δ.Δ., Λιμενικά Ταμεία κλπ.);
Ναι, εφόσον με διάταξη νόμου ή απόφαση έχει ανατεθεί στη Φορολογική Διοίκηση η είσπραξη των οφειλών τρίτων.
15. Λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση Αποδεικτικού Ενημερότητας οι οφειλές προς τρίτους που εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση;
Ναι.
16. Ρυθμίζονται οφειλές υπέρ τρίτων που εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση;
Ναι, με εξαίρεση τη ρύθμιση του άρθρου 43 του ν. 4174/2013.
17. Μπορεί η Φορολογική Διοίκηση να εισπράξει οφειλές υπέρ άλλων κρατών;
Ναι, όπως οφειλές από:
α) Φ.Π.Α., Εισόδημα, Φόρους Περιουσίας και λοιπούς φόρους υπέρ άλλων κρατών της Ε.Ε., σύμφωνα με την οδηγία 2010/24/ΕΕ (Άρθρα 296-319 του ν. 4072/2012 - Α' 86).
β) Φόρο Εισοδήματος και άλλους φόρους στα πλαίσια διμερών διακρατικών συμβάσεων.
γ) Διάφορα είδη φόρων στα πλαίσια πολυμερών διακρατικών συμβάσεων.
18. Μπορούν να ληφθούν τα προβλεπόμενα από τον ΚΕΔΕ μέτρα για την είσπραξη οφειλών υπέρ τρίτων που εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση;
Ναι, πλην των κατασχέσεων μισθών και συντάξεων εις χείρας τρίτων.
19. Συμψηφίζονται με βεβαιωμένες οφειλές στη Φορολογική Διοίκηση: α) το στεγαστικό επίδομα των φοιτητών που χορηγείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 10, παρ. 5, του ν. 3220/2004 (Α' 15) και β) το κοινωνικό μέρισμα που χορηγείται κατά τις διατάξεις της υποπαραγράφου Α1 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014;
Όχι, δεν συμψηφίζεται κανένα από τα δύο.
20. Ποιά μέτρα εκτέλεσης λαμβάνονται για το μη ρυθμισμένο χρέος;
Για την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο που δεν έχουν υπαχθεί σε νομοθετική ρύθμιση μπορεί να ληφθούν, κατά την κρίση του Προϊσταμένου της αρμόδιας για την επιδίωξη της οφειλής Υπηρεσίας, τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 9 του ΚΕΔΕ και είναι:
α) κατάσχεση κινητών, είτε στα χέρια του οφειλέτη, είτε κινητών και απαιτήσεων, γενικώς, του οφειλέτη που βρίσκονται στα χέρια τρίτου, β) κατάσχεση ακινήτων.
Εκτός των ανωτέρω είναι δυνατή, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία η λήψη σε βάρος του οφειλέτη του Δημοσίου, διοικητικών, ασφαλιστικών και δικαστικών μέτρων.
21. Ποιά είναι η προδικασία πριν από τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης;
Για οφειλές για τις οποίες αποκτάται εκτελεστός τίτλος από 1/1/2014 και εξής και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ), καθώς και του ν.δ. 356/1974 (Α' 90) (ΚΕΔΕ), πριν από τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης εκτέλεσης καθίσταται υποχρεωτική η κοινοποίηση από τη φορολογική διοίκηση ατομικής ειδοποίησης καταβολής οφειλής/υπερημερίας κατ' άρθρο 47 και 7 των ανωτέρω νόμων, αντίστοιχα, με εξαίρεση την κατάσχεση χρηματικών απαιτήσεων στα χέρια του φορολογουμένου ή τρίτου.
22. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που τίθεται σε κίνδυνο η είσπραξη της οφειλής, η Φορολογική Διοίκηση δύναται να παρακάμψει την τήρηση της ανωτέρω προδιαδικασίας;
Ναι, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του επείγοντος και σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατ' άρθρο 49 του ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ) και κατ' άρθρο 8 του ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ).
23. Ποιες είναι οι συνέπειες της κατάσχεσης ακινήτου;
Από την ημέρα επίδοσης στον οφειλέτη αντιγράφου της έκθεσης κατάσχεσης, αυτός στερείται του δικαιώματος ελεύθερης διάθεσης του ακινήτου και των συστατικών στοιχείων του ακινήτου ακόμη και εάν αυτά δεν περιγράφονται στην έκθεση κατάσχεσης ή αν ήταν παρών ο οφειλέτης κατά την κατάσχεση, από τότε.
24. Η έκθεση κατάσχεσης σημαίνει και πλειστηριασμό;
Όχι.
25. Πότε υποχρεούται ο Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. να εκδώσει πρόγραμμα πλειστηριασμού;
Εφόσον ο οφειλέτης δεν έχει εντάξει τις οφειλές του σε πρόγραμμα ρύθμισης, μετά από την παρέλευση σαράντα (40) ημερών και το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την κατάσχεση ορίζει ημερομηνία πλειστηριασμού το αργότερο σε πέντε (5) μήνες από την ημερομηνία έκδοσης του προγράμματος. Εάν δεν διενεργηθεί ο πλειστηριασμός την ορισθείσα με το πρόγραμμα ημέρα, εκδίδει νέο πρόγραμμα το αργότερο εντός έτους από την ημέρα που ο πλειστηριασμός δεν διενεργήθηκε ή ανεστάλη και ορίζει νέα ημερομηνία κατά τα ανωτέρω. Οι ως άνω προθεσμίες δεν τηρούνται εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος που αναφέρεται σε αιτιολογημένη έκθεση του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ.
26. Η έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού μετά από την πάροδο των νόμιμων προθεσμιών επιφέρει ακυρότητα αυτού;
Όχι.
27. Με ποιο τρόπο επιτυγχάνεται η αναστολή εκτέλεσης του εκδοθέντος προγράμματος πλειστηριασμού;
Με την ένταξη του οφειλέτη σε πρόγραμμα ρύθμισης των οφειλών του σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις ή με την έκδοση δικαστικής απόφασης περί αναστολής του.
28. Πότε μεταβιβάζεται η κυριότητα πλειστηριασθέντος ακινήτου στον υπερθεματιστή;
Μετά από την μεταγραφή της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης στο οικείο Υποθηκοφυλακείο ή Κτηματολογικό Γραφείο. Μέχρι τότε η κυριότητα παραμένει στον κύριο του ακινήτου.
29. Υποβάλλεται αίτηση ποινικής δίωξης για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο και από ποιόν;
Ναι, υποβάλλεται υποχρεωτικά από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης, που έχει την αρμοδιότητα για την επιδίωξη είσπραξης της οφειλής προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας του, εφόσον δεν καταβάλλονται τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών και υπερβαίνουν το συνολικό ποσόν των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, προερχομένων από κάθε αιτία στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι κάθε είδους τόκοι, προσαυξήσεις και πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών.
30. Πότε αναστέλλεται η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής;
Στην περίπτωση που ο οφειλέτης εντάξει τις οφειλές του σε πρόγραμμα ρύθμισης και για όσο χρονικό διάστημα τηρούνται οι όροι αυτής, μέχρι την εξόφληση της οφειλής για την οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση.
31. Μπορεί να κριθεί ατιμώρητη από την αρμόδια Εισαγγελική Αρχή η πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο;
Ναι, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό.
32. Μετά από την επιβολή από το Δημόσιο ή από οποιονδήποτε τρίτο κατάσχεσης σε περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη, μπορεί να επιβληθεί άλλη κατάσχεση για άλλες οφειλές προς το Δημόσιο στο ίδιο περιουσιακό στοιχείο;
Ναι.
33. Είναι δυνατή η άρση κατάσχεσης και η εξάλειψη υποθήκης επί ακινήτου για χρέη προς το Δημόσιο;
Ναι, μετά από την εξόφληση ή τη διαγραφή του χρέους για το οποίο επιβλήθηκε το μέτρο ή μετά από την έκδοση απόφασης από το αρμόδιο όργανο με συγκεκριμένους, κατά περίπτωση, όρους αποδέσμευσης.
34. Ποιο είναι το ελάχιστο ποσό οφειλής προς το Δημόσιο, νομικά πρόσωπα και τρίτους για το οποίο δεν λαμβάνονται αναγκαστικά μέτρα κατά των οφειλετών;
Δεν επιβάλλεται κατάσχεση ακινήτων, καθώς και κατάσχεση κινητών στα χέρια του οφειλέτη, κατά των οφειλετών που έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές από κάθε αιτία (για την καταβολή των οποίων ευθύνεται ως πρωτοφειλέτης, συνυπόχρεος, εγγυητής κλπ) συνολικού ποσού 500 ευρώ, πλην του μέτρου της κατάσχεσης στα χέρια τρίτων. Στο ανωτέρω ποσό δεν περιλαμβάνονται οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, οι τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής ή και πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής του άρθρου 6 του ΚΕΔΕ, καθώς και των άρθρων 53 και 57 του ν. 4174/2013.
Αναγκαστικά μέτρα που έχουν επιβληθεί μέχρι και 6/4/2014 (προηγούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων αυτών) για ληξιπρόθεσμες οφειλές κατά το χρόνο επιβολής τους, μικρότερες του ανωτέρω ποσού των πεντακοσίων (500) ευρώ, αίρονται μόνο εφόσον υποβληθεί αίτηση από τον οφειλέτη.
35. Ποιο είναι το ελάχιστο ποσό για το οποίο δεν επιτρέπεται η επιβολή κατάσχεσης επί μισθών, συντάξεων ή ασφαλιστικών βοηθημάτων οφειλετών του Δημοσίου;
Δεν χωρεί κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το συνολικό ποσό αυτών, μηνιαίως, αφαιρουμένων των υποχρεωτικών εισφορών είναι μικρότερο των χιλίων (1.000) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση για τα χρέη προς το Δημόσιο επί του Ά του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ και μέχρι του ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, καθώς και επί του συνόλου του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
36. Ποιο είναι το ελάχιστο ποσό κατάθεσης σε πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο είναι ακατάσχετο;
Καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα σε ένα και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ, μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής απαιτείται η υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, με την οποία γνωστοποιείται από το φυσικό πρόσωπο ένας μοναδικός λογαριασμός. Στην περίπτωση που υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων γνωστοποιείται αποκλειστικά και μόνο ο λογαριασμός αυτός.
37. Είναι δυνατή η άρση επιβληθεισών κατασχέσεων στα χέρια τρίτων;
Ναι, εφόσον:
1. Εξοφληθεί το ποσόν για το οποίο εκδόθηκε το κατασχετήριο στα χέρια τρίτου.
2. Έχει υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης τμηματικής καταβολής οφειλών του άρθρου 51 του ν. 4305/2014, το οποίο τηρείται και συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) έχει εξοφληθεί ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) της αρχικής βασικής ρυθμιζόμενης οφειλής,
β) έχει υποβληθεί σχετική αίτηση από τον οφειλέτη,
γ) έχει εξεταστεί κατά περίπτωση η συνδρομή των προϋποθέσεων υπαγωγής στη ρύθμιση και μη απώλειας αυτής, όπως ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 4305/2014,
δ) η επιβληθείσα κατάσχεση αφορά αποκλειστικά σε χρέη που έχουν υπαχθεί και εξοφληθεί στο πλαίσιο των διατάξεων της ρύθμισης του ν. 4305/2014 και δεν περιλαμβάνει άλλα χρέη που δεν έχουν εξοφληθεί.
3. Έχει υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης βάσει των διατάξεων των άρθρων 1-17 του ν. 4321/2015 «Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας» και συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α) έχει εξοφληθεί ποσοστό 25% της αρχικής βασικής ρυθμιζόμενης οφειλής πριν από οποιαδήποτε απαλλαγή, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται το ποσόν της προκαταβολής του άρθρου 15 του ν. 4321/2015,
β) έχει υποβληθεί σχετική αίτηση από τον οφειλέτη,
γ) έχει εξεταστεί κατά περίπτωση η συνδρομή των προϋποθέσεων υπαγωγής στη ρύθμιση και μη απώλειας αυτής, όπως αναφέρονται στα σχετικά κεφάλαια της αριθ. ΠΟΛ.1080/2015 (Β'628, ΑΔΑ: Β5Ν0Η-ΖΥΠ) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών «Ειδικά θέματα και λεπτομέρειες εφαρμογής της ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών στη φορολογική διοίκηση του ν. 4321/2015 (Α' 32)»,
δ) η επιβληθείσα κατάσχεση αφορά αποκλειστικά σε χρέη που έχουν υπαχθεί και εξοφληθεί στο πλαίσιο των διατάξεων του ν. 4321/2015 και δεν περιλαμβάνει άλλα χρέη που δεν έχουν εξοφληθεί.
Λοιπές επιβληθείσες κατασχέσεις στα χέρια τρίτων για τις οποίες δεν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, δεν αίρονται.
38. Μπορούν να ρυθμιστούν χρέη πτωχών οφειλετών προς το Δημόσιο;
Ναι, οι πτωχοί οφειλέτες μπορούν, υποβάλλοντας την αίτηση και τα απαραίτητα δικαιολογητικά στην/στις υπηρεσία/ες της Φορολογικής Διοίκησης που είναι αρμόδια/ες για την επιδίωξη της είσπραξης των οφειλών τους, να τα υπάγουν σε :
α) ρύθμιση, σύμφωνα με τα γενικά ισχύοντα που αναφέρονται στην απάντηση της ερώτησης υπ' αριθ. 1 της παρούσας ενότητας.
β) ρύθμιση κατά τις διατάξεις και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 62Α του Κ.Ε.Δ.Ε., με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων μετά από γνωμοδότηση :
αα) της Επιτροπής του άρθρου 9 του ν. 2386/1996 (Α'346), εφόσον το συνολικό βασικό χρέος δεν υπερβαίνει το ποσό των 600.000 ευρώ και
ββ) του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εφόσον το συνολικό βασικό χρέος υπερβαίνει το ποσό των 600.000 ευρώ (σχετ. εγκύκλιοι: ΠΟΛ.1118/13.11.2003, ΠΟΛ.1148/28.12.2006 και ΠΟΛ.1203/10.9.2015).
39. Μπορεί ένας οφειλέτης να ζητήσει τη συμμετοχή του Δημοσίου στη σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης (άρθρα 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα) ;
Ναι, υποβάλλοντας αίτηση για συμμετοχή του Δημοσίου σε συμφωνία εξυγίανσης με τα απαραίτητα δικαιολογητικά στην/στις υπηρεσία/ες της Φορολογικής Διοίκησης που είναι αρμόδια/ες για την επιδίωξη της είσπραξης των οφειλών του. Αρμόδιος να αποφασίζει είναι ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, μετά από γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων Διεύθυνσης της Α.Α.Δ.Ε., σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4, παρ. 6 περ. α', του ν. 3808/2009, σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 4013/2011 (σχετ. εγκύκλιοι : ΠΟΛ.1087/11.6.2010 και ΠΟΛ.1068/3.4.2013).
40. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης έχει πετύχει τη σύναψη συμφωνίας συνδιαλλαγής ή εξυγίανσης με πιστωτές του (άρθρα 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα) και η συμφωνία αυτή επικυρώθηκε από το αρμόδιο Δικαστήριο, υπάρχει δυνατότητα ρύθμισης των χρεών του προς το Δημόσιο που δεν ρυθμίζονται από τη δικαστικά επικυρωμένη συμφωνία;
Ναι, ο οφειλέτης μπορεί, υποβάλλοντας σχετική αίτηση με τα απαραίτητα δικαιολογητικά στην/στις υπηρεσία/ες της Φορολογικής Διοίκησης που είναι αρμόδια/ες για την επιδίωξη της είσπραξης των οφειλών του να τις υπάγει σε :
α) ρύθμιση, σύμφωνα με τα γενικά ισχύοντα που αναφέρονται στην απάντηση της ερώτησης υπ' αριθ. 1 της παρούσας ενότητας.
β) ρύθμιση κατά τις διατάξεις και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 62Α του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως ισχύει, με απόφαση Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής του άρθρου 9 του ν. 2386/1996, ανεξαρτήτως ύψους οφειλής (σχετ. εγκύκλιος : ΠΟΛ.1203/10.9.2015, ΑΔΑ: ΒΜΧΨΗ-93Ο της Διεύθυνσης Εισπράξεων της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Γ.Γ.Δ.Ε.).
41. Είναι δυνατή η υπαγωγή οφειλών προς το Δημόσιο στη δικαστική διαδικασία του ν. 3869/2010 (ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων);
Ναι, μετά από την τροποποίηση του ν. 3869/2010 (Α' 130) με τον ν. 4336/2015 (Α'94), ο οφειλέτης φ.π. μπορεί, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου, να περιλάβει στην αίτησή του προς το αρμόδιο Ειρηνοδικείο όχι μόνο οφειλές προς ιδιώτες, αλλά και οφειλές προς φορείς του Δημόσιου τομέα, μεταξύ των οποίων και οφειλές που είναι βεβαιωμένες στη Φορολογική Διοίκηση, με τις προβλεπόμενες στον νόμο εξαιρέσεις και υπό την προϋπόθεση ότι οι οφειλές προς φορείς του Δημόσιου τομέα δεν αποτελούν το σύνολο των χρεών του αιτούντος και υποβάλλονται στη δικαστική ρύθμιση από κοινού με τις οφειλές του προς ιδιώτες (άρθρο 1 του ν. 3869/2010). Τα ανωτέρω ισχύουν για αιτήσεις που κατατίθενται στο Ειρηνοδικείο από 19/8/2015, καθώς και για αιτήσεις που είχαν ήδη υποβληθεί κατά την ανωτέρω ημερομηνία, εφόσον δεν έχουν συζητηθεί ή δεν έχει επέλθει συμβιβασμός, οπότε ο νόμος παρέχει στους αιτούντες τη δυνατότητα να εντάξουν στις αιτήσεις τους και τις οφειλές τους προς φορείς του Δημόσιου τομέα, όπως οι βεβαιωμένες στη Φορολογική Διοίκηση οφειλές (βλ. παρ. 3 του άρθρου 2, υποπαράγραφος Α4 του Μέρους Β' του ν. 4336/2015 και αριθ. 8986/2015 - Β'2208 Κ.Υ.Α., όπου η νέα αίτηση αναφέρεται ως «αίτηση συμπλήρωσης οφειλών»).
Ο οφειλέτης υποχρεούται να επιδώσει αντίγραφο της αίτησης στο Δημόσιο, όταν αυτό είναι πιστωτής ή εγγυητής των οφειλών του, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεση της αίτησης στο Ειρηνοδικείο (άρθρα 4, παρ. 5 και 5, παρ. 1 του ν. 3869/2010). Η επίδοση της αίτησης στο Δημόσιο είναι νομότυπη όταν διενεργείται στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (άρθρο 6, παρ. 1, του ν.δ. της 26 Ιουν./10 Ιουλ. 1944 «Περί Κώδικος των Νόμων Περί Δικών του Δημοσίου»).
42. Μπορεί ο οφειλέτης να ζητήσει την υπαγωγή στη δικαστική διαδικασία του ν. 3869/2010 οφειλών του προς το Δημόσιο που, κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης, είναι ενταγμένες σε ισχύουσα ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής;
Ναι, ο νόμος παρέχει στον αιτούντα οφειλέτη τη δυνατότητα να επιλέξει, αν θα περιλάβει στην αίτησή του, κατά τις διατάξεις του ν. 3869/2010, βεβαιωμένες οφειλές του στη Φορολογική Διοίκηση, οι οποίες κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης είναι ενταγμένες σε ισχύουσα ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, δηλαδή προβλέπεται δυνητική υπαγωγή των εν λόγω οφειλών στον νόμο. Το ίδιο ισχύει και για τις οφειλές του που τελούν σε αναστολή διοικητική, δικαστική ή εκ του νόμου.
Επισημαίνεται ότι, σε περίπτωση που ο οφειλέτης επιλέξει να αιτηθεί τη ρύθμιση κατά τον ν. 3869/2010 ήδη ρυθμισμένων οφειλών του στη Φορολογική Διοίκηση, από την ολοκλήρωση κατάθεσης της αίτησής του στο Ειρηνοδικείο επέρχεται αυτοδικαίως η απώλεια της ρύθμισης ή διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής.
43. Πως μπορεί να λάβει ο οφειλέτης αναλυτική κατάσταση των βεβαιωμένων οφειλών του στη Φορολογική Διοίκηση, σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 4α, του ν.3869/2010, η οποία αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την ολοκλήρωση κατάθεσης της αίτησής του στο Ειρηνοδικείο;
Για τη χορήγηση αναλυτικής κατάστασης βεβαιωμένων οφειλών από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., σύμφωνα την παρ. 4α του άρθρου 2 του ν. 3869/2010, απαιτείται υποβολή σχετικής αίτησης από τον ίδιο τον οφειλέτη ή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ή από τρίτο εξουσιοδοτημένο από τον οφειλέτη πρόσωπο (στην τελευταία περίπτωση με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του οφειλέτη από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή τα Κ.Ε.Π.). Τα ανωτέρω ισχύουν και για την παραλαβή της κατάστασης οφειλών.
Στην χορηγούμενη κατάσταση οφειλών αναγράφεται το σύνολο των βεβαιωμένων οφειλών, για τις οποίες ευθύνεται ο αιτών, δηλαδή τόσο οι ατομικές οφειλές του, όσο και τυχόν οφειλές για τις οποίες ευθύνεται αλληλεγγύως με τον πρωτοφειλέτη (δηλαδή, οφειλές από συνυπευθυνότητα π.χ. ως πρώην ομόρρυθμο μέλος Ο.Ε., ως διαχειριστής Ε.Π.Ε., ως διευθύνων σύμβουλος Α.Ε., ως εγγυητής κ.λπ.), συμπεριλαμβανομένων των τυχόν εξαιρούμενων από το πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 οφειλών, καθώς και των τυχόν δυνητικά υπαγόμενων οφειλών, π.χ. οφειλών που έχουν ενταχθεί σε ρύθμιση, που βρίσκεται σε ισχύ. Οι αναγραφόμενες οφειλές αναλύονται σε κεφάλαιο, προσαυξήσεις και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, με αναφορά και του επιτοκίου εκπρόθεσμης καταβολής.
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η λήψη «αναλυτικής κατάστασης βεβαιωμένων οφειλών», κατά τους όρους της παρ. 4α του άρθρου 2 του ν. 3869/2010, δεν μπορεί να γίνει ηλεκτρονικά. με άντληση στοιχείων από την «προσωποποιημένη πληροφόρηση» του taxisnet στον ιστότοπο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Οικονομικών (Γ.Γ.Π.Σ. & Δ.Υ. Υπ. Οικ.).
44. Ποιά δικαιολογητικά απαιτούνται για την νομιμοποίηση του δικαιούχου στις περιπτώσεις επιστροφής χρημάτων, καθώς και εξόφλησης τίτλων πληρωμής ;
Τα δικαιολογητικά ορίζονται στην αριθ. 1109228/8434/Δ0016/08.12.2006/ ΠΟΛ.1140/8.12.2006 (Β' 1862), Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, όπως τροποποιήθηκε με την αριθ. ΠΟΛ.1116/23.5.2013 (Β' 1296, ΑΔΑ:ΒΕΖΕΗ-ΗΣ3) Απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών «Συμπλήρωση-Τροποίηση της απόφασης ΠΟΛ.1140 "Δικαιολογητικά εξόφλησης τίτλων πληρωμής ή επιστροφής- εξόφληση με εντολή μεταφοράς - ρυθμίσεις θεμάτων εξόφλησης τίτλων πληρωμής ή επιστροφής"». Η επιστροφή των χρημάτων και η εξόφληση των τίτλων πληρωμής πραγματοποιούνται με εντολή μεταφοράς στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου (απαιτείται γνωστοποίηση του IBAN).
45. Πού μπορούν να πληρώσουν οι φορολογούμενοι τις βεβαιωμένες στις Δ.Ο.Υ. οφειλές ;
Συμφώνα με την αριθ. ΠΟΛ.1212/23.11.2012 (B' 3338, ΑΔΑ: Β4ΜΡΗ-ΥΥ0) Απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών, όπως ισχύει, οι φορολογούμενοι υποχρεούνται να εξοφλούν τις οφειλές τους στους φορείς είσπραξης (Τράπεζες και τα ΕΛ.ΤΑ.), όπως ορίζονται στην αριθ. Δ5Α 1123655 ΕΞ 2013/6.8.2013 (Β' 1964, ΑΔΑ:ΒΛΩΗΗ-ΝΛ6) Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, με τη χρήση μοναδικού κωδικού για κάθε βεβαιωμένη οφειλή, ο οποίος ονομάζεται «Ταυτότητα Οφειλής» (Τ.Ο.) και «Ταυτότητα Ρυθμισμένης Οφειλής» (Τ.Ρ.Ο.) για τις οφειλές που τελούν σε νομοθετική ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής. Ο κωδικός αυτός ακολουθεί την οφειλή μέχρι την εξόφλησή της. Οι Τράπεζες ή τα ΕΛ.ΤΑ., που συμμετέχουν στην είσπραξη, δεν μπορούν να αρνηθούν την είσπραξη, εάν ο υπόχρεος προς καταβολή δεν τηρεί λογαριασμό σε αυτά, ούτε να του επιβάλουν κάποιας μορφής οικονομική επιβάρυνση.
46. Πώς πραγματοποιείται η πληρωμή των βεβαιωμένων οφειλών με την Ταυτότητα οφειλής (Τ.Ο.);
Ο οφειλέτης δύναται να καταβάλει είτε το σύνολο είτε μέρος της οφειλής ή των δόσεων αποπληρωμής αυτής, επιλέγοντας το Τραπεζικό Ίδρυμα ή τα ΕΛ.ΤΑ. που επιθυμεί, καθώς και τον τρόπο πληρωμής (πληρωμή σε κατάστημα ή χρήση των εναλλακτικών τρόπων πληρωμής που παρέχονται από τους φορείς είσπραξης). Η δυνατότητα που δίνεται για πληρωμή μέρους δόσης δεν συνεπάγεται και απαλλαγή από τις ισχύουσες διατάξεις περί μη εμπρόθεσμης καταβολής οφειλής.
47. Πού μπορεί ο φορολογούμενος να βρει τους κωδικούς Τ.Ο. (Ταυτότητα Οφειλής) και Τ.Ρ.Ο. (Ταυτότητα Ρυθμισμένης Οφειλής) ;
Ο υπόχρεος προς καταβολή ενημερώνεται για τους κωδικούς Τ.Ο. και Τ.Ρ.Ο. με τους παρακάτω τρόπους:
α) Με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας, στον διαδικτυακό τόπο της Γ.Γ.Π.Σ. και Δ.Υ. Υπ. Οικ.: www.gsis.gr., παρέχεται η δυνατότητα στον εγγεγραμμένο χρήστη να λαμβάνει πληροφορίες για τις οφειλές και τις τυχόν ρυθμίσεις του, για τους κωδικούς Τ.Ο. και Τ.Ρ.Ο. που αντιστοιχούν σε αυτές, όπως και η δυνατότητα εκτύπωσης των κωδικών αυτών.
β) Για κάθε νέα οφειλή που βεβαιώνεται, για ενημέρωση του φορολογουμένου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε, εκδίδεται η ατομική ειδοποίηση από τη Δ.Ο.Υ., ή μέσω του οικείου πληροφοριακού συστήματος στον δικτυακό τόπο της Γ.Γ.Π.Σ. & Δ.Υ. Υπ. Οικ., στην οποία αναγράφεται και ο κωδικός Ταυτότητας Οφειλής ( Τ.Ο.).
48. Πώς μπορεί κάποιος να προμηθευτεί ένα παράβολο;
Η προμήθεια παραβόλων γίνεται μέσω της εφαρμογής «e-Παράβολο» για όσα παράβολα έχουν ενταχθεί σε αυτή και μέσω της Δ.Ο.Υ. για τα μη ενταγμένα σε αυτή παράβολα.
49. Τί είναι το e-παράβολο;
Το ηλεκτρονικό παράβολο είναι ένας μοναδικός ψηφιακός κωδικός που χορηγείται μέσω του διαδικτυακού τόπου της Γ.Γ.Π.Σ. και Δ.Υ. Υπ. Οικ.: www.gsis.gr(e-Παράβολο).
50. Από πού γίνεται η προμήθεια ενός e-παραβόλου;
Κάθε ενδιαφερόμενος (φυσικό ή μη φυσικό πρόσωπο) μπορεί να ζητήσει τη χορήγηση παραβόλου σε ηλεκτρονική μορφή, είτε μέσω της σχετικής εφαρμογής, είτε από τα Κ.Ε.Π (αριθ.πρωτ. ΔΟΛΚΕΠ/Φ15/19/οικ14290/2014 - Β' 1580 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης). Πρόσβαση στην ηλεκτρονική εφαρμογή έχουν πιστοποιημένοι και μη χρήστες.
51. Πού πληρώνεται το e-παράβολο;
Το e-παράβολο πληρώνεται στους φορείς είσπραξης (Τράπεζες και τα ΕΛ.ΤΑ.), όπως ορίζονται στην αριθ. Δ5Α 1123655 ΕΞ 2013/6.8.2013 Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Ο ενδιαφερόμενος καταβάλει το συγκεκριμένο ποσό στον φορέα είσπραξης που επιθυμεί, γνωστοποιώντας τον μοναδικό ψηφιακό κωδικό (πληρωμή σε κατάστημα ή χρήση των εναλλακτικών τρόπων πληρωμής που παρέχονται από τους φορείς είσπραξης). Το αργότερο εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την πληρωμή ενεργοποιείται ο κωδικός του e-Παραβόλου προς χρήση. Εναλλακτικά, η πληρωμή μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη χρήση πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας Ελληνικών Τραπεζών, μέσω της διαδικτυακής πύλης της Γ.Γ.Π.Σ. και Δ.Υ. Υπ. Οικ. Στην περίπτωση αυτή ο κωδικός του παραβόλου ενεργοποιείται άμεσα προς χρήση.
52. Μπορεί κάποιος να αγοράσει ένα e-παράβολο εάν δεν έχει Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) ;
Ναι, είναι δυνατή η προμήθεια e-παραβόλου και χωρίς την ύπαρξη Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.).
53. Μπορεί να γίνει επιστροφή των χρημάτων ενός e-παραβόλου που έχει πληρωθεί αχρεωστήτως;
Ναι, είναι δυνατή η επιστροφή των χρημάτων ενός e-παραβόλου που δεν έχει χρησιμοποιηθεί, δεν πραγματοποιείται, όμως, επιστροφή e-παραβόλου χωρίς Α.Φ.Μ Η επιστροφή του e-παραβόλου πραγματοποιείται με τους παρακάτω τρόπους :
• Εάν κάποιος είναι πιστοποιημένος χρήστης και δεν έχει καταθέσει το e-παράβολο στην αρμόδια υπηρεσία, του δίνεται η δυνατότητα μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής, αφού αναζητήσει το συγκεκριμένο παράβολο, να υποβάλει αίτηση ολικής επιστροφής των χρημάτων που κατέβαλε. Προϋπόθεση αποτελεί η δήλωση του τραπεζικού λογαριασμού.
• Όταν κάποιος δεν είναι πιστοποιημένος χρήστης του TAXISNET πρέπει να καταθέσει το e- παράβολο στην υπηρεσία, για την οποία το είχε εκδώσει και εκείνη, αφού ελέγξει τις απαραίτητες προϋποθέσεις, δεσμεύει το παράβολο και στη συνέχεια επιβεβαιώνει την επιστροφή του συνολικού ποσού ή μέρους του ποσού που έχει καταβληθεί.
• Σε περίπτωση μη συμπλήρωσης του Α.Φ.Μ. στο αρχικό αίτημα χορήγησης e-παραβόλου υπάρχει η δυνατότητα σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιστροφής, με την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος θα προσκομίσει τον Α.Φ.Μ. του στην αρμόδια υπηρεσία-λήπτη, η οποία αφού ελέγξει ότι ο Α.Φ.Μ. αφορά στον δικαιούχο της επιστροφής, συμπληρώνει το σχετικό πεδίο στην εφαρμογή και στη συνέχεια επιβεβαιώνει την επιστροφή.
ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ (Δ.Ε.Δ.)
Αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε.: Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.)
Τηλ. επικοινωνίας για παροχή διευκρινίσεων: 213-1604549
Τελευταία ενημέρωση: 25/5/2017
Εισαγωγή
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) είναι ειδική αποκεντρωμένη υπηρεσία, υπαγόμενη απευθείας στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.). Αρχικά προβλέφθηκε με τον τίτλο Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 70Β' του ν. 2238/1994 (Α' 151), όπως προστέθηκε με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Α5 της παραγράφου Α' του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α' 107) και στη συνέχεια στις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (Α'170), όπως αυτό τροποποιήθηκε και ισχύει.
Με τη σύσταση της Υπηρεσίας αυτής επιδιώχθηκε αρχικά η κατά το δυνατόν αποσυμφόρηση των Διοικητικών Δικαστηρίων από υποθέσεις που μπορούν να επιλυθούν σε επίπεδο φορολογικής διοίκησης και μάλιστα στη σύντομη προθεσμία των εκατό είκοσι (120) ημερών από την κατάθεση της ενδικοφανούς προσφυγής. Δηλαδή, σκοπός είναι με την υποχρεωτική υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής πριν από τη δικαστική:
α) αφενός να επιλύονται όσες υποθέσεις επιδέχονται άμεσης επίλυσης με αποτέλεσμα και την ταχύτερη είσπραξη των δημοσίων εσόδων και
β) αφετέρου να λειτουργεί η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ως στάδιο προελέγχου για τις υποθέσεις εκείνες που πρόκειται να εισαχθούν ενώπιον της δικαιοσύνης, έτσι ώστε να έχουν ήδη αναδειχθεί τα βασικά νομικά ζητήματα και να έχουν τεθεί υπό επεξεργασία τα πραγματικά περιστατικά που χρήζουν τεχνικών αναλύσεων και παρατηρήσεων, με αποτέλεσμα και την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης.
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.), η οποία έχει έδρα τον Νομό Αττικής, διαρθρώνεται σε τρεις (3) Υποδιευθύνσεις, δεκατρία (13) Τμήματα και ένα (1) Αυτοτελές Γραφείο, εκ των οποίων η μία (1) Υποδιεύθυνση, τα τρία (3) Τμήματα αυτής και το Αυτοτελές Γραφείο της, εδρεύουν εκτός της έδρας της Διεύθυνσης, στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης, ως κατωτέρω:
Α. Υποδιεύθυνση Επανεξέτασης (Αθήνα)
Τμήματα Α1' έως Α6'- Επανεξέτασης
Β. Υποδιεύθυνση Νομικών Θεμάτων (Αθήνα)
Τμήματα Β1' έως Β3'- Νομικής Υποστήριξης
Γ. Υποδιεύθυνση Επανεξέτασης και Νομικής Υποστήριξης (Θεσσαλονίκη)
α) Τμήματα Α7' και Α8'- Επανεξέτασης
β) Τμήμα Β4' - Νομικής Υποστήριξης
γ) Αυτοτελές Γραφείο Διοικητικής Υποστήριξης
Δ. Τμήμα υπαγόμενο απευθείας στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης
Αυτοτελές Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης (Αθήνα)
Α. Ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (πρώην Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης) στο πλαίσιο της ειδικής διοικητικής διαδικασίας
1. Γιατί υποβάλλονται οι ενδικοφανείς προσφυγές;
Οι ενδικοφανείς προσφυγές υποβάλλονται για την επανεξέταση των πράξεων της φορολογικής διοίκησης στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.
Στόχος είναι η επίλυση των φορολογικών διαφορών σε σύντομες προθεσμίες, ώστε να επιτυγχάνεται η συντομότερη είσπραξη δημόσιων εσόδων και η αποσυμφόρηση των διοικητικών δικαστηρίων από υποθέσεις που μπορούν να επιλυθούν σε επίπεδο φορολογικής διοίκησης.
2. Ποια υπηρεσία είναι αρμόδια για την εξέταση των ενδικοφανών προσφυγών;
Η ενδικοφανής προσφυγή ασκείται, μέσω της αρμόδιας φορολογικής αρχής (Δ.Ο.Υ. και Ελεγκτικά Κέντρα), ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, όπως μετονομάστηκε η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) με την αριθ. Δ6Α 1198069 ΕΞ 2013/30.12.2013 (Β' 3367) Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων. Σήμερα, όπως προαναφέρθηκε στην εισαγωγή, αποτελεί Υπηρεσία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και οι αρμοδιότητές της καθορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 11 της αριθ. Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/22.3.2017 (Β' 968 και 1238, ΑΔΑ: 6ΟΡΔΗ-ΟΓΓ) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑ.Δ.Ε.)».
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ασκεί, εκτός της κύριας αρμοδιότητάς της που είναι η επανεξέταση των πράξεων της φορολογικής διοίκησης στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας κατόπιν υποβολής ενδικοφανούς προσφυγής, υποχρεωτικά προ της άσκησης δικαστικής προσφυγής, τις κατωτέρω αρμοδιότητες:
α) Την εξέταση αιτημάτων αναστολής της καταβολής του 50% του αμφισβητούμενου ποσού της προσβαλλόμενης με την ενδικοφανή προσφυγή πράξης.
β) Την επανεξέταση υποθέσεων, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 72 (τέως 66) του Κ.Φ.Δ., που αναπέμπονται στη Φορολογική Διοίκηση με απόφαση διοικητικού δικαστηρίου για να τηρηθεί η διαδικασία διοικητικής επίλυσης της διαφοράς.
Ειδικότερα, σε περίπτωση έκδοσης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου με την οποία κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση ενδίκου βοηθήματος ή μέσου και αναπέμπεται η υπόθεση στη Φορολογική Διοίκηση για να τηρηθεί η διαδικασία διοικητικής επίλυσης της διαφοράς (και επειδή από την έναρξη ισχύος του Κ.Φ.Δ. κάθε αίτημα προς τη Φορολογική Διοίκηση, για διοικητικό ή δικαστικό συμβιβασμό, θεωρείται απαράδεκτο και δεν εξετάζεται, σύμφωνα με την περ. 21 της υποπαρ. Δ2 του άρθρου πρώτου του Ν.4254/2014), η υπόθεση πλέον εξετάζεται από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 του Κ.Φ.Δ., εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδεχθεί την προσβαλλόμενη πράξη εντός αποκλειστικής προθεσμίας πέντε ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της δικαστικής απόφασης κατόπιν σχετικής πρόσκλησης της Φορολογικής Διοίκησης.
Στις περιπτώσεις αυτές οι υποθέσεις διαβιβάζονται οίκοθεν από τη φορολογική αρχή στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας που ορίζεται στην αριθ. ΠΟΛ.1064/2017 (Β' 1440, ΑΔΑ: ΩΔ5ΡΗ-1ΒΗ) Απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. και στην αριθ. ΠΟΛ.1069/4.3.2014 (ΑΔΑ: ΒΙΚΥΗ-527) εγκύκλιο του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων (δηλαδή, χωρίς να ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή από τον φορολογούμενο) και στη συνέχεια ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στην περ. 95 του Πίνακα του άρθρου 1 της υπ' αριθ. Δ6Α 1036682 ΕΞ 2014/25.2.2014 Απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων (Β'478) «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότηση υπογραφής "Με Εντολή Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων" σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης», όπως τροποποιήθηκε με τις αριθ. Δ6Α 1054391 ΕΞ 2014/1.4.2014 (Β' 796) και Δ6Α 1109983 ΕΞ 2014/25.7.2014 (Β' 2096) όμοιες.
γ) Την επανεξέταση, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας κατόπιν υποβολής ενδικοφανούς προσφυγής, των πράξεων της φορολογικής διοίκησης, με τις οποίες εφαρμόζονται διασφαλιστικά μέτρα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 5 και 6 του άρθρου 46 του Κ.Φ.Δ. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι δεν θα υποβάλλονται ενδικοφανείς προσφυγές ενώπιον της Δ.Ε.Δ. για πράξεις διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου που εκδίδονται από την 22/12/2016, ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4446/2016 (Α' 240) (σχετ. η αριθ. ΠΟΛ.1204/29.12.2016, ΑΔΑ: ΩΨΩ0Η- 5ΧΗ εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων).
Αρμοδιότητα της Υποδιεύθυνσης Επανεξέτασης και Νομικής Υποστήριξης που εδρεύει στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης
Οι ενδικοφανείς προσφυγές που υποβάλλονται κατά πράξεων, ρητών ή σιωπηρών, που εκδίδονται (ή συντελούνται), από την 1.4.2015 και εφεξής, από τις Δ.Ο.Υ. της Φορολογικής Περιφέρειας Θεσσαλονίκης, εκτός των υπαγομένων στις Δ.Ο.Υ. των νομών της Θεσσαλίας, καθώς και των Δ.Ο.Υ. μόνο των νομών Ηπείρου, από τις υπαγόμενες στην Φορορολογική Περιφέρεια Πατρών, εξετάζονται από τα Τμήματα Α7' και Α8'- Επανεξέτασης της Υποδιεύθυνσης Επανεξέτασης και Νομικής Υποστήριξης, με έδρα την Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης.
Επισημαίνεται ότι στην αρμοδιότητα της ως άνω Υποδιεύθυνσης δεν υπάγονται οι ενδικοφανείς προσφυγές που ασκούνται κατά πράξεων που εκδίδονται από το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π.) και από το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.), οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητα της Υποδιεύθυνσης Επανεξέτασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών που εδρεύει στον νομό Αττικής.
3. Ποιες είναι οι διατάξεις που ισχύουν για την εξέταση των ενδικοφανών προσφυγών;
Για πράξεις που εκδίδονται από 1η Ιανουαρίου 2014 εφαρμόζεται το άρθρο 63 του Κ.Φ.Δ., όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τις διατάξεις του άρθρου 49 του ν. 4223/2013 (Α' 287), των περιπτώσεων 14, 15, 16 και 24 της υποπαραγράφου Δ2 της παραγράφου Δ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α' 85 ), της παρ. 1Β του άρθρου 232 του ν. 4281/2014 (Α' 160), του άρθρου 91 του ν. 4316/2014 (Α' 270), της παρ. 3 του άρθρου 47 του ν. 4331/2015 (Α' 69), της παρ. 16 του άρθρου 40 του ν. 4410/2016 (Α' 141) και της παρ. 5 του άρθρου 18 του ν. 4446/2016 (Α' 240), καθώς και η αριθ. ΠΟΛ.1064/2017 (Β' 1470) Απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. και η αριθ. ΠΟΛ.1069/4.3.2014 εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.
Αναλυτικότερα, ως προς τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ισχύουν οι κάτωθι αποφάσεις και εγκύκλιοι του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.:
• ΠΟΛ.1064/2017 Απόφαση (Β' 1440) «Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (Ειδική Διοικητική Διαδικασία - Ενδικοφανής προσφυγή), καθορισμός λεπτομερειών για τη λειτουργία της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), την εφαρμοστέα διαδικασία και τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεων αυτής και ρύθμιση ζητημάτων καταβολής και αναστολής καταβολής του οφειλόμενου ποσού σε περίπτωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής»
• Επισημαίνεται ότι η προγενέστερη ΠΟΛ.1002/2.2.2014 Απόφαση (Β' 55) έπαυσε να ισχύει από 27.04.2017 (άρθρο 10 ΠΟΛ.1064/2017) )
• ΠΟΛ.1069/4.3.2014 Εγκύκλιος «Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (Α' 170/26.07.2013) «Ειδική Διοικητική Διαδικασία - Ενδικοφανής προσφυγή», όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 49 του ν. 4223/2013 (ΦΕΚ A' 287/31.12.2013) για την διαδικασία υποβολής και εξέτασης ενδικοφανών προσφυγών από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών».
• ΠΟΛ.1282/31.12.2013 Απόφαση (Β' 54) «Προληπτικά ή διασφαλιστικά του δημοσίου συμφέροντος μέτρα άμεσου και επείγοντος χαρακτήρα σε περίπτωση φοροδιαφυγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 5, 6 και 7 του άρθρου 46 του ν.4174/2013, εξειδίκευση των προσώπων σε βάρος των οποίων αυτά επιβάλλονται, καθορισμός των περιπτώσεων ολικής ή μερικής άρσης των μέτρων και μη εφαρμογής αυτών, προσδιορισμός χρόνου διατήρησής τους και άλλων ειδικότερων θεμάτων».
• ΠΟΛ.1038/30.1.2015 Απόφαση (Β' 239) «Τροποποίηση και συμπλήρωση της αριθ. ΠΟΛ.1282/31.12.2013 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων (Φ.Ε.Κ. 54/Β'/16.1.2014) «Προληπτικά ή διασφαλιστικά του δημοσίου συμφέροντος μέτρα άμεσου και επείγοντος χαρακτήρα σε περίπτωση φοροδιαφυγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 5, 6 και 7 του άρθρου 46 του ν.4174/2013, εξειδίκευση των προσώπων σε βάρος των οποίων αυτά επιβάλλονται, καθορισμός των περιπτώσεων ολικής ή μερικής άρσης των μέτρων και μη εφαρμογής αυτών, προσδιορισμός χρόνου διατήρησής τους και άλλων ειδικότερων θεμάτων».
• ΠΟΛ.1204/29.12.2016 Εγκύκλιος «Κοινοποίηση διατάξεων του ν. 4446/2016 (Α' 240) «Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη-Παράβολα, Οικειοθελής αποκάλυψη φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών, Ηλεκτρονικές συναλλαγές, Τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις»
• ΠΟΛ.1192/12.8.2014 Εγκύκλιος «Αναστολή της προθεσμίας για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης (Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών), καθώς και για την έκδοση αποφάσεων επί ενδικοφανών προσφυγών, κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου».
• ΠΟΛ.1005/30.12.2014 Εγκύκλιος «Επιμήκυνση των προθεσμιών για την έκδοση αποφάσεων επί αιτήσεων αναστολών και επί ενδικοφανών προσφυγών ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης».
• ΠΟΛ.1144/3.7.2015 Εγκύκλιος «Επιμήκυνση των προθεσμιών για την έκδοση αποφάσεων επί ενδικοφανών προσφυγών ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης».
• ΠΟΛ.1157/26.10.2016 Εγκύκλιος «Προθεσμία κατάθεσης ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης για τους κατοίκους εξωτερικού».
• ΠΟΛ.1081/6.4.2015 Εγκύκλιος «Διαδικασία υποβολής και εξέτασης ενδικοφανών προσφυγών από τα Αυτοτελή Τμήματα της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών που εδρεύουν στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης».
• Δ.Ε.Δ. Β1 1018278 ΕΞ 2015/5.2.2015 Εγκύκλιος «Διευκρινίσεις σχετικά με τις επιδόσεις και τον χειρισμό δικαστικών προσφυγών κατά αποφάσεων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών».
• Δ.Ε.Δ. Β1 1093475 ΕΞ 2015/3.7.2015 Εγκύκλιος «Διευκρινίσεις και οδηγίες σχετικά με την άσκηση και το χειρισμό των ένδικων μέσων που ασκούνται κατά αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων επί προσφυγών κατά ρητών ή σιωπηρών αποφάσεων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών»
4. Σε ποιες περιπτώσεις και πώς μπορώ να υποβάλω ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών;
Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί πράξεις, ρητές ή σιωπηρές, που εκδίδονται ή συντελούνται από 1/1/2014 και εφεξής σε βάρος του από τη Φορολογική Αρχή και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (άρθρο 2 του ν. 4174/2013) οφείλει, πριν από την προσφυγή του στη Διοικητική Δικαιοσύνη, να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων με αίτημα επανεξέτασης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας. Η ενδικοφανής προσφυγή κατατίθεται στην αρμόδια φορολογική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη.
Σημειώνεται ότι για την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών δεν απαιτείται παράβολο.
4.1. Μπορώ να υποβάλω άλλου είδους διοικητική προσφυγή κατά των πράξεων που προσβάλλονται με την ενδικοφανή προσφυγή;
Όχι. Η άσκηση οποιασδήποτε άλλης διοικητικής προσφυγής κατά των υποκειμένων στην ενδικοφανή προσφυγή πράξεων των φορολογικών αρχών είναι απαράδεκτη.
4.2. Μπορώ να ασκήσω προσφυγή απευθείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια κατά των πράξεων που υπόκεινται σε ενδικοφανή προσφυγή;
Όχι. Η άσκηση προσφυγής απευθείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια κατά των υποκειμένων στην ενδικοφανή προσφυγή πράξεων των φορολογικών αρχών είναι απαράδεκτη.
Αντιθέτως, υποχρέωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής δεν ισχύει από 22.12.2016 στις περιπτώσεις των διαφορών που υπάγονται στην αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών του διοικητικού πρωτοδικείου, σύμφωνα με την περίπτωση δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ειδικότερα, είναι κατ' εξαίρεση δυνατή η απευθείας άσκηση δικαστικής προσφυγής στις περιπτώσεις των διαφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή :
α) των άρθρων 13 και 14 του ν. 2523/1997 (Α' 179), των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 46 του ν. 4174/2013, ως προς τα μέτρα διασφάλισης και
β) της περ. γ' της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 (Α' 182), ως προς την άρνηση χορήγησης αποδεικτικού ή βεβαιώσεως ενημερότητας για χρέη προς το Δημόσιο.
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 35 του ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.), κατά παρέκκλιση του άρθρου 63 του ίδιου νόμου, ο φορολογούμενος δύναται να προσφύγει κατά της πράξης προληπτικού προσδιορισμού φόρου απευθείας ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου.
4.3. Μέσα σε ποια προθεσμία μπορώ να ασκήσω ενδικοφανή προσφυγή;
Η ενδικοφανής προσφυγή ασκείται κατά πράξεων των φορολογικών αρχών, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών που αρχίζει από τη συντέλεση της κοινοποίησης της πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του Κ.Φ.Δ. ή αντίστοιχα του άρθρου 63 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ειδικά για τους κατοίκους εξωτερικού η σχετική προθεσμία ορίζεται σε εξήντα (60) ημέρες.
Επισημαίνεται ότι η ως άνω προθεσμία για την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, όπως ορίζεται στη διάταξη της παρ. 1, εδάφιο γ', του άρθρου 63 του ν. 4174/2013, αναστέλλεται για το χρονικό διάστημα από την 1η έως την 31η Αυγούστου.
4.4. Ποιος μπορεί να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή;
Η ενδικοφανής προσφυγή υποβάλλεται από τον υπόχρεο και εν γένει από κάθε πρόσωπο του άρθρου 64, παρ. 1, του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, καθώς και από όλα τα ευθυνόμενα φυσικά πρόσωπα για την καταβολή του φόρου εκ μέρους του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 50 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013).
Ειδικότερα, η ενδικοφανής προσφυγή ασκείται:
• για σχολάζουσα κληρονομιά από τον κηδεμόνα,
• για επιδικία από τον προσωρινό διαχειριστή,
• για μεσεγγύηση από τον μεσεγγυούχο,
• για πτωχεύσαντα από τον σύνδικο,
• για ανήλικο από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα ή τον επίτροπο και επί πλειόνων από τον έναν από αυτούς,
• για πρόσωπο που τελεί σε δικαστική συμπαράσταση από τον δικαστικό συμπαραστάτη,
• για θανόντα φορολογούμενο από τους κληρονόμους του,
• για νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες σε εκκαθάριση από τους εκκαθαριστές.
Για όλες τις ως άνω περιπτώσεις, υποχρεωτικώς με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής συνυποβάλλονται και τα νομιμοποιητικά έγγραφα από τα οποία προκύπτουν οι παραπάνω ιδιότητες.
Β. Περιεχόμενο Ενδικοφανούς Προσφυγής - Συνυποβαλλόμενα στοιχεία
1. Ποιο είναι το περιεχόμενο της ενδικοφανούς προσφυγής;
Η ενδικοφανής προσφυγή πρέπει να αναφέρει:
• τα ακριβή στοιχεία του υποχρέου,
• την προσβαλλόμενη πράξη,
• τους λόγους, τους ισχυρισμούς και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημά του,
• τη διεύθυνση στην οποία θα πραγματοποιούνται οι κοινοποιήσεις των αποφάσεων, των πράξεων και των λοιπών εγγράφων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, τη διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τα εν γένει στοιχεία επικοινωνίας του υποχρέου.
Σε κάθε περίπτωση μεταβολής των στοιχείων επικοινωνίας που επήλθε μετά από την υποβολή του αιτήματος της ενδικοφανούς προσφυγής, ο υπόχρεος οφείλει να γνωστοποιεί εγγράφως αυτά στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, διαφορετικά οι κοινοποιήσεις γίνονται νομίμως βάσει των αρχικά δηλωθέντων στοιχείων.
Βλ. Υπόδειγμα Ενδικοφανούς Προσφυγής στην ιστοσελίδα της Α.Α.Δ.Ε.
www.publicreven ue.gr/kpi/pubiic/archive/1/
2. Ποια στοιχεία πρέπει να συνυποβάλω με την ενδικοφανή προσφυγή;
Ο υπόχρεος ταυτόχρονα με την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής συνυποβάλλει στην αρμόδια φορολογική αρχή:
α) Τα έγγραφα στα οποία βασίζει το αίτημά του.
β) Ηλεκτρονικό φάκελο (σε οπτικό δίσκο - CD ή USB κλπ.), στον οποίο περιλαμβάνονται σε μαγνητική μορφή και σε οποιαδήποτε αναγνώσιμη μορφή αρχείου:
αα) η υποβληθείσα ενδικοφανής προσφυγή,
ββ) η αίτηση αναστολής σε περίπτωση αυτοτελούς υποβολής,
γγ) τα έγγραφα και δικαιολογητικά που επικαλείται. - Διευκρινίζεται ότι δεν απαιτείται να συμπεριλαμβάνεται η έκθεση ελέγχου και η προσβαλλόμενη πράξη, τις οποίες θα αποστείλει η αρμόδια φορολογική αρχή.
γ) Υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, με την οποία δηλώνεται το ακριβές του περιεχομένου των στοιχείων του ηλεκτρονικού φακέλου.
3. Σε ποιες περιπτώσεις θα κληθώ να εκφράσω τις απόψεις μου εγγράφως ή προφορικώς ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών για τους λόγους που προβάλλονται με την ενδικοφανή προσφυγή;
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, εάν το κρίνει απαραίτητο, δύναται εντός της οριζόμενης προθεσμίας για την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής, να καλεί τον υπόχρεο, προκειμένου να εκφράσει εγγράφως, εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών το αργότερο, τις απόψεις του ως προς τα σχετικά ζητήματα και τους προβαλλόμενους με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής λόγους και ισχυρισμούς.
Στις περιπτώσεις που με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής προσκομισθούν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών νέα στοιχεία ή γίνει επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών, ο υπόχρεος καλείται σε ακρόαση, προκειμένου να εκφράσει εγγράφως τις απόψεις του, αναπτύσσοντας τους προβαλλόμενους με την ενδικοφανή προσφυγή λόγους και τα τυχόν συνυποβαλλόμενα σε αυτήν νέα στοιχεία ή τα επικαλούμενα με το αίτημά του νέα πραγματικά περιστατικά σύμφωνα με τα παραπάνω οριζόμενα. Ως νέα στοιχεία ορίζονται αυτά τα οποία δεν είχε στη διάθεσή της η φορολογική αρχή και δεν ήταν δυνατόν να τα λάβει υπ' όψιν της κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης. Προκειμένου να τύχουν εφαρμογής τα ανωτέρω αναφερόμενα, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών κρίνει εάν πρόκειται για νέα στοιχεία ή όχι ή για νέα πραγματικά περιστατικά, συνεκτιμώντας τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης που έχει διαβιβασθεί από την αρμόδια φορολογική αρχή και κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον κατά την κρίση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών συντρέχει λόγος, η διενεργούμενη ακρόαση διεξάγεται και προφορικώς σε καθορισμένη ώρα και ημερομηνία εντός της Υπηρεσίας. Ο υπόχρεος παρίσταται αυτοπροσώπως ή με εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο με βάση ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο με βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής από την κατά νόμο αρμόδια αρχή.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο αιτών αναμένει την κοινοποίηση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης και δεν είναι αναγκαίο να επικοινωνεί με τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών για παροχή πληροφοριών ή συμπληρωματικών στοιχείων σχετικά με την υπό εξέταση υπόθεση.
4. Σε ποια προθεσμία εκδίδεται απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής;
Η απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής εκδίδεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας εκατόν είκοσι (120) ημερών από την ημερομηνία υποβολής της ενδικοφανούς προσφυγής στην αρμόδια φορολογική αρχή.
Αν εντός της κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενης προθεσμίας, δεν εκδοθεί απόφαση και δεν ενημερωθεί σχετικά ο υπόχρεος ή δεν επιδοθεί η απόφαση, τότε θεωρείται ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση αυτής της απόρριψης κατά την εκπνοή της ανωτέρω προθεσμίας.
Επισημαίνεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από την 1η έως την 31η Αυγούστου αναστέλλεται η προθεσμία των εκατόν είκοσι (120) ημερών για την έκδοση αποφάσεων επί ενδικοφανών προσφυγών από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών.
Γ. Άσκηση προσφυγής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων
1. Μπορώ να προσφύγω στα Διοικητικά Δικαστήρια κατά της απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών;
Κατά της απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης, ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά οποιασδήποτε πράξης που εξέδωσε η Φορολογική Διοίκηση και υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή είναι απαράδεκτη.
2. Ποια είναι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων κατά της απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών;
Η προσφυγή κατατίθεται από τον υπόχρεο στη γραμματεία της έδρας του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, εντός τριάντα (30) ημερών από την συντέλεση της κοινοποίησης σε αυτόν της απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης (εφόσον η απόφαση αποστέλλεται με συστημένη επιστολή, θεωρείται ότι έχει νομίμως κοινοποιηθεί μετά από την παρέλευση δεκαπέντε ημερών από την ημέρα αποστολής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 5 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας).
3. Έχει υποχρέωση η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών για υπολογισμό του παραβόλου για την άσκηση της προσφυγής κατά απόφασής της ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου;
Όχι. Σύμφωνα με την αριθ. ΠΟΛ.1192/2011 (ΑΔΑ: 4Α8ΨΗ-0ΘΞ) εγκύκλιο του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, προκειμένου να υπολογισθεί και να καταβληθεί το προβλεπόμενο κατά περίπτωση ποσό παραβόλου με βάση το ποσό του αντικειμένου της διαφοράς (1%, όπως ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), που προσδιορίσθηκε με την απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, ο υπόχρεος, κατά την κατάθεση της προσφυγής, απευθύνεται με σχετική αίτησή του, στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την αμφισβητούμενη πράξη, η οποία του χορηγεί ειδικό σημείωμα.
Δ. Προϋποθέσεις και αποτελέσματα αναστολής καταβολής ποσοστού 50% του αμφισβητούμενου ποσού
1. Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης;
Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή του ποσοστού 50% του αμφισβητούμενου ποσού που προέκυψε με την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, με την προϋπόθεση ότι έχει καταβληθεί το υπόλοιπο ποσοστό 50%.
Το δικαίωμα αυτό για αναστολή δεν ισχύει επί του άμεσου προσδιορισμού του φόρου, καθώς και επί πράξης διοικητικού προσδιορισμού του φόρου, που εκδίδεται με βάση στοιχεία που έχουν παρασχεθεί από τον φορολογούμενο σε φορολογική του δήλωση.
2. Μέχρι πότε μπορώ να καταβάλω το ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, προκειμένου να ανασταλεί η καταβολή του υπόλοιπου ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%);
Η καταβολή μπορεί να γίνει και μετά από την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής και, πάντως το αργότερο, μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή, σε περίπτωση μη έκδοσης απόφασης, εντός των εκατόν είκοσι (120) ημερών που προβλέπονται για την έκδοσή της.
Κάθε καταβολή, οποτεδήποτε αυτή πραγματοποιείται, που αφορά στο αμφισβητούμενο ποσό λόγω της άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής, βαρύνεται, κατά περίπτωση, με τους αναλογούντες τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 53 του Κ.Φ.Δ., ενώ κάθε εξοφλητική απόδειξη με την οποία καταβάλλεται ποσό που αφορά σε αυτοτελές πρόστιμο το οποίο δεν είναι παρεπόμενο κύριας οφειλής, φόρων, τελών, δικαιωμάτων, εισφορών και δασμών υπέρ του Δημοσίου, υπόκειται σε τέλη χαρτοσήμου 2%, πλέον εισφοράς ΟΓΑ 20%.
3. Λαμβάνονται μέτρα από τη φορολογική αρχή για το σε αναστολή 50% του αμφισβητούμενου ποσού της προσβαλλόμενης πράξης;
Για το σε αναστολή υπόλοιπο 50% του αμφισβητούμενου ποσού, δεν λαμβάνονται μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης, αν δε τυχόν έχουν ληφθεί τέτοια μέτρα πριν από την καταβολή του 50%, αυτά αναστέλλονται για το διάστημα από το χρόνο της καταβολής και εφεξής, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή τη σιωπηρή απόρριψή της.
4. Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής, βάσει της οποίας προκύπτει καταλογιζόμενο ποσό ή σιωπηρής απόρριψης αυτής, σε ποια προθεσμία πρέπει να καταβάλω το υπόλοιπο ποσό;
Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης επί ενδικοφανούς προσφυγής, βάσει της οποίας προκύπτει καταλογιζόμενο ποσό, ως προθεσμία καταβολής ορίζεται η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 66 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας για την άσκηση δικαστικής προσφυγής στις φορολογικές διαφορές, με αφετηρία αυτής την κοινοποίηση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής.
Σε περίπτωση σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, ως προθεσμία καταβολής ορίζεται και πάλι η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 66 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας για την άσκηση δικαστικής προσφυγής στις φορολογικές διαφορές, με αφετηρία αυτής την επόμενη της λήξης της προθεσμίας έκδοσης απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής.
Σε κάθε περίπτωση, δεν επιδιώκεται η είσπραξη του μη καταβληθέντος ποσού πριν από την πάροδο της προθεσμίας άσκησης δικαστικής προσφυγής.
Ε. Αίτημα αναστολής του καταβλητέου ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης
1. Μπορώ να υποβάλω αίτημα αναστολής του καταβλητέου ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης;
Ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να υποβάλει ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή και αίτημα αναστολής του καταβλητέου ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης.
Η αναστολή δεν ισχύει επί του άμεσου προσδιορισμού του φόρου, καθώς και επί πράξης διοικητικού προσδιορισμού του φόρου, που εκδίδεται με βάση στοιχεία που έχουν παρασχεθεί από τον φορολογούμενο σε φορολογική του δήλωση.
Το αίτημα αναστολής, είτε συμπεριλαμβάνεται στο έγγραφο της ενδικοφανούς προσφυγής, είτε υποβάλλεται αυτοτελώς με ιδιαίτερο έγγραφο που κατατίθεται την ίδια ημέρα με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής.
Βλ. Υπόδειγμα Αίτησης Αναστολής στην ιστοσελίδα της Α.Α.Δ.Ε.
www.publicreven ue.gr/kpi/public/archive/1/
2. Ποια στοιχεία πρέπει να συνυποβάλω με την αίτηση αναστολής;
Με την αίτηση αναστολής υποβάλλονται στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και τα αποδεικτικά στοιχεία με τα οποία τεκμηριώνονται οι ισχυρισμοί του αιτούντος και απαραιτήτως υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, στην οποία ο αιτών δηλώνει: α) τα παγκόσμια έσοδα ή εισοδήματά του από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο και κατά το τρέχον έτος και β) την περιουσιακή του κατάσταση στην Ελλάδα και οπουδήποτε στην αλλοδαπή κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης αναστολής.
Αν ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο, δηλώνονται, επιπλέον, και τα παγκόσμια έσοδα ή εισοδήματα από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο και κατά το τρέχον έτος, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή του ή της συζύγου και των ανήλικων τέκνων αυτού κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης αναστολής.
Αν ο αιτών είναι νομικό πρόσωπο ή οποιασδήποτε μορφής νομική οντότητα δηλώνονται επιπλέον και τα παγκόσμια έσοδα ή εισοδήματα από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο και κατά το τρέχον έτος, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή, κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης αναστολής, των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων στο κεφάλαιο των οποίων συμμετέχει ο αιτών, καθώς και των φυσικών προσώπων που σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ευθύνονται ατομικά για τις φορολογικές υποχρεώσεις του αιτούντος.
Η περιουσιακή κατάσταση περιλαμβάνει ιδίως :
- τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε ακίνητα (για τα οποία πρέπει επιπροσθέτως να δηλώνεται υποχρεωτικά η εκτιμώμενη αγοραία και η αντικειμενική αξία τους),
- τις καταθέσεις οποιουδήποτε είδους και τα συναφή τραπεζικά προϊόντα,
- τις επενδύσεις σε κινητές αξίες,
- τα μηχανοκίνητα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς,
- τα δάνεια και τις δωρεές,
- τις μετοχές, τα μερίδια, τα δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής σε κεφάλαιο σε οποιασδήποτε μορφής νομική οντότητα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του Κ.Φ.Δ. (ν. 4174/2013) και
- τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε κινητά αξίας άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
Μαζί με την περιουσιακή κατάσταση δηλώνεται από τον αιτούντα και η εκτιμώμενη αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτήν. Για τα ακίνητα δηλώνεται και η αντικειμενική αξία αυτών.
Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να δηλώνονται σε κάθε περίπτωση, έστω και αρνητικά, δηλαδή ότι δεν υπάρχουν. (π.χ. «δεν διαθέτω άλλο έσοδο, εισόδημα ή περιουσιακό στοιχείο, πέραν των αναφερομένων στην παρούσα υπεύθυνη δήλωση»)
Αν ο αιτών τηρεί λογιστικά αρχεία Ε.Λ.Π. κατά τη διπλογραφική μέθοδο, με την αίτηση αναστολής συνυποβάλλονται ο τελευταίος ισολογισμός και το τελευταίο αναλυτικό ισοζύγιο γενικής λογιστικής του τρέχοντος έτους.
Αίτηση αναστολής για την οποία δεν προσκομίζονται τα προαναφερθέντα στοιχεία απορρίπτεται.
Για τον λόγο αυτό πρέπει ο αιτών να επιδεικνύει ιδιαίτερη επιμέλεια και σε κάθε περίπτωση να υποβάλει:
α) την υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 για τα έσοδα, τα εισοδήματα και την περιουσιακή του κατάσταση με το περιεχόμενο που αναφέρεται ανωτέρω,
β) εφόσον τηρεί λογιστικά αρχεία, σύμφωνα με τα Ε.Λ.Π. κατά τη διπλογραφική μέθοδο, να υποβάλει και τον τελευταίο ισολογισμό και το τελευταίο αναλυτικό ισοζύγιο γενικής λογιστικής του τρέχοντος έτους, καθώς και
γ) να προσκομίζει κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που κρίνει αναγκαίο για την απόδειξη της ανεπανόρθωτης βλάβης που δικαιολογεί τη χορήγηση αναστολής. Επειδή τα δηλωθέντα στοιχεία που υποβάλλονται ενώπιον της Δ.Ε.Δ. διασταυρώνονται με τα στοιχεία που διαθέτει η φορολογική διοίκηση, εφιστάται η προσοχή στην ορθή συμπλήρωση της ανωτέρω υπεύθυνης δήλωσης, περαιτέρω δε, κρίνεται σκόπιμη και η προσκόμιση των πράξεων διοικητικού προσδιορισμού φόρου (εκκαθαριστικών σημειωμάτων Ε1) του προηγούμενου και του τρέχοντος έτους, καθώς και της βεβαίωσης δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης (Ε9) του τρέχοντος έτους, προκειμένου να διευκολύνεται η έγκαιρη εξέταση του αιτήματος αναστολής από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και η έκδοση απόφασης εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την υποβολή του αιτήματος.
3. Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημα αναστολής;
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δύναται να αναστείλει την πληρωμή του καταβλητέου ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία κρίνεται ότι αυτό θα είχε ως συνέπεια ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο.
4. Σε πόσες ημέρες εκδίδεται απόφαση επί του αιτήματος αναστολής;
Η απόφαση επί της αιτήσεως αναστολής καταβολής εκδίδεται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία υποβολής της ενδικοφανούς προσφυγής.
Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός τριάντα (30) ημερών από την υποβολή της αίτησης στη φορολογική αρχή, η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί.
5. Με την υποβολή του αιτήματος αναστολής αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής του αμφισβητούμενου ποσού;
Με την υποβολή της αιτήσεως αναστολής και μέχρι την έκδοση απόφασης επ' αυτής, άλλως μέχρι την άπρακτη πάροδο του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος για την έκδοσή της, δεν επιδιώκεται η είσπραξη του συνόλου του αμφισβητούμενου ποσού.
6. Μέχρι πότε ισχύει η αναστολή της πληρωμής του καταβλητέου ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης που χορηγείται από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών;
Η αναστολή ισχύει μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής, άλλως μέχρι την άπρακτη πάροδο του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος για την έκδοσή της.
Η είσπραξη του τελικώς καταλογιζόμενου ποσού, βάσει της απόφασης που θα εκδοθεί επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή της σιωπηρής απόρριψής της, μπορεί να επιδιωχθεί μετά από την πάροδο της προθεσμίας που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 66 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας για την άσκηση δικαστικής προσφυγής στις φορολογικές διαφορές.
7. Μπορώ να καταβάλω το ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού μετά από την απόρριψη του αιτήματος αναστολής και να μου χορηγηθεί αναστολή για το υπόλοιπο 50%;
Από την επόμενη της έκδοσης της απορριπτικής απόφασης επί του αιτήματος αναστολής ή της εκπνοής της προθεσμίας έκδοσης της απόφασης (σε περίπτωση σιωπηρής απόρριψης του αιτήματος αναστολής) ή, στην τυχόν περίπτωση που δεν έχει παρέλθει ακόμη η προθεσμία καταβολής κατά τα άρθρα 41 και 62 ΚΦΔ, από την επόμενη της λήξης της προθεσμίας αυτής, το σύνολο του αμφισβητούμενου ποσού είναι απαιτητό.
Εάν ο φορολογούμενος, μετά από την απόρριψη με οποιονδήποτε τρόπο του αιτήματος αναστολής, προβεί στην καταβολή του 50% του αμφισβητούμενου ποσού, αναστέλλεται από τον χρόνο της καταβολής και μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή τη σιωπηρή απόρριψή της η είσπραξη του υπολοίπου 50%.
8. Σε περίπτωση άσκησης δικαστικής προσφυγής κατά της απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής του αμφισβητούμενου ποσού;
Για την αναστολή λόγω άσκησης προσφυγής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων ισχύουν ανάλογα οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 63 Κ.Φ.Δ., δηλαδή με την άσκηση εμπρόθεσμης δικαστικής προσφυγής, αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού 50% του αμφισβητούμενου ποσού, υπό την προϋπόθεση της καταβολής του υπόλοιπου 50%, οποτεδήποτε μέχρι την έκδοση της οριστικής δικαστικής απόφασης.
Η αναστολή δεν ισχύει επί του άμεσου προσδιορισμού του φόρου, καθώς και επί πράξης διοικητικού προσδιορισμού του φόρου, που εκδίδεται με βάση στοιχεία που έχουν παρασχεθεί από τον φορολογούμενο σε φορολογική του δήλωση.
Η είσπραξη του 50% του αμφισβητούμενου ποσού του οποίου η καταβολή είχε ανασταλεί, μπορεί να επιδιωχθεί μετά από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής του οφειλόμενου ποσού βάσει της εκδιδόμενης σχετικής οριστικής απόφασης του αρμόδιου πρωτοβάθμιου διοικητικού δικαστηρίου, κατά τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 41 του Κ.Φ.Δ.
9. Αναστέλλεται η είσπραξη του αμφισβητούμενου ποσού, σε περίπτωση έκδοσης δικαστικής απόφασης αναστολής εκτέλεσης της απόφασης της Δ.Ε.Δ.;
Σε περίπτωση που δεν έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο 50% του αμφισβητούμενου ποσού ή το 100% αυτού, προκειμένου για άμεσο προσδιορισμό και για πράξεις διοικητικού προσδιορισμού του φόρου, πλην όμως εκδίδεται δικαστική απόφαση αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, αναστέλλεται η είσπραξη του συνόλου του δικαστικώς αμφισβητούμενου ποσού σύμφωνα με το διατακτικό αυτής και μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης.
10. Η αναστολή της πληρωμής απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής των τόκων λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου;
Τυχόν αναστολή της πληρωμής δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο από την υποχρέωση καταβολής των τόκων λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου.
ΠΟΛ.1116/2017 Παράταση του χρόνου υποβολής των δηλώσεων ΦΠΑ και καταβολής φόρου που προκύπτει από αυτές για τους υποκείμενους που έχουν την έδρα της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας στο νησί της Κω
ΠΟΛ.1116/ 2017
(ΦΕΚ Β' 2804/10-08-2017)
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) Της περίπτωσης β' της παραγράφου 12 του άρθρου 38 του Κώδικα ΦΠΑ (κύρωση με ν. 2859/2000 - ΦΕΚ 248 Α'/7.11.2000), όπως ισχύουν, με τις οποίες προβλέπεται ότι με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων δύναται να παρατείνεται ο χρόνος υποβολής της δήλωσης ΦΠΑ και καταβολής του φόρου σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας που επηρεάζουν την Φορολογική Διοίκηση ή σε περιπτώσεις εξαιρετικών και δυσμενών συμβάντων που επηρεάζουν τους φορολογούμενους, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της περ. α' της παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016, όπως ισχύουν.
β) Τις διατάξεις της περίπτωσης β' της παραγράφου 4 και των παραγράφων 5,5α και 5β του άρθρου 36 καθώς και του άρθρου 38 του Κώδικα ΦΠΑ, όπως ισχύουν.
γ) Τις διατάξεις του άρθρου 41 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2016 - ΦΕΚ Α' 170), όπως ισχύει.
δ) Την ΑΥΟΟ ΠΟΛ.1127/25.9.2009 (ΦΕΚ Β' 2180/ 2.10.2009) σχετικά με το χρόνο υποβολής των ανακεφαλαιωτικών πινάκων.
2. Τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α' «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του Μέρους Πρώτου του ν. 4389/2016 «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» (Α' 94) και ειδικότερα των άρθρων 1, 2, 13, 14, 17 και 41, όπως ισχύουν.
3. Την αριθ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β' 130 και Β' 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαραγράφου α' της παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.
4. Τις διατάξεις της υποπαραγράφου Ε2 της παραγράφου Ε του πρώτου άρθρου του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222 Α'), όπως ισχύει, περί σύστασης θέσης Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13 και της παραγράφου 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016, όπως ισχύουν.
5. Την αριθ. 1 της 20.01.2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.
6. Το γεγονός ότι λόγω της σεισμικής δόνησης που σημειώθηκε την 21.7.2017 και των ζημιών που αυτή προκάλεσε, απορρυθμίστηκε η οικονομική και κοινωνική ζωή των κατοίκων στο νησί της Κω.
7. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.),
αποφασίζουμε:
1. Παρατείνονται μέχρι και την 31.10.2017 οι προθεσμίες υποβολής των ανακεφαλαιωτικών πινάκων, των οποίων η καταληκτική προθεσμία υποβολής τους είναι στις 26.7.2017, 28.8.2017, 26.9.2017 και στις 26.10.2017 για τους υποκείμενους που έχουν την έδρα της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας στο νησί της Κω.
2. Παρατείνονται μέχρι και την 31.10.2017 για τους ανωτέρω υποκειμένους:
α) Οι προθεσμίες υποβολής των δηλώσεων ΦΠΑ, των οποίων η καταληκτική προθεσμία υποβολής τους είναι στις 31.7.2017, 31.8.2017 και στις 29.9.2017.
β) Οι προθεσμίες καταβολής του φόρου που τυχόν προκύπτει από τις ανωτέρω δηλώσεις ΦΠΑ. Η ιδία ημερομηνία είναι καταληκτική και για τις δύο δόσεις στην περίπτωση επιλογής καταβολής του οφειλόμενου ποσού σε δόσεις.
3. Οι ανωτέρω δηλώσεις ΦΠΑ και οι ανακεφαλαιωτικοί πίνακες υποβάλλονται στη ΔΟΥ ή ΓΕΦ σε έντυπη μορφή, σύμφωνα με τις ισχύουσες αποφάσεις.
4. Η παρούσα απόφαση ισχύει από τον χρόνο υπογραφής της.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 26 Ιουλίου 2017
Ο Διοικητής
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ
Αριθ. πρωτ.: Δ. ΟΡΓ. Δ 1120370 ΕΞ 2017 Επικαιροποίηση της ύλης του Εγχειριδίου Ερωτήσεων-Απαντήσεων σε Φορολογικά Θέματα, έκδοσης Μαΐου 2017
Αθήνα, 10 Αυγούστου 2017
Αριθ. Πρωτ.: Δ. ΟΡΓ. Δ 1120370 ΕΞ 2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Δ’
Ταχ. Δ/νση : Λεωχάρους 2
10184 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες : Μπάκα Αικατερίνη
Τηλέφωνο : 210-32.22.516
Fax : 210-32.30.829
Url : www.aade.gr
ΘΕΜΑ: «Επικαιροποίηση της ύλης του Εγχειριδίου Ερωτήσεων-Απαντήσεων σε Φορολογικά Θέματα, έκδοσης Μαΐου 2017».
ΣΧΕΤ: Τα αριθ. Δ. ΟΡΓ. Δ 1073350 ΕΞ 2017/15.5.2017 και Δ.ΟΡΓ. Δ 1081411 ΕΞ 2017/29.5.2017 έγγραφά μας.
1. Σε συνέχεια των ως άνω σχετικών εγγράφων μας, σας στέλνουμε, συνημμένα, τη δεύτερη επανέκδοση Ιουλίου 2017 του αναφερόμενου στο θέμα Εγχειριδίου, στην οποία έχει επικαιροποιηθεί από την αρμόδια Διεύθυνση Εφαρμογής Έμμεσης Φορολογίας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης (Γ.Δ.Φ.Δ.) το κείμενο των ενοτήτων, με τίτλο: «Θέματα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.)» και «Θέματα Τελών και Ειδικών Φορολογιών».
2. Η Διεύθυνση Υποστήριξης Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών, στην οποία, επίσης, αποστέλλεται το παρόν, παρακαλείται για την καταχώριση του συνημμένου σε αυτό Εγχειριδίου, στην ιστοσελίδα της Α.Α.Δ.Ε.: www.aade.gr, καθώς και στην Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη αυτής.
3. Υπενθυμίζεται και πάλι ότι οι αρμόδιες για την κατάρτιση της ύλης του Εγχειριδίου Υπηρεσίες, τόσο της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης όσο και η Δ.Ε.Δ. πρέπει, σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου της, να αποστείλουν αμέσως στη Διεύθυνση Οργάνωσης με έγγραφό τους, το νέο επικαιροποιημένο κείμενο, προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την επανέκδοση του Εγχειριδίου.
Με εντολή Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.
Ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΕΕ - Υπόθεση C-133/16 Περίοδος ευθύνης του πωλητή – Προθεσμία παραγραφής – Άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο – Μεταχειρισμένα αγαθά – Συμβατικός περιορισμός της ευθύνης του πωλητή
Στην υπόθεση C-133/16,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το cour d’appel de Mons (εφετείο της Μονς, Βέλγιο) με απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Μαρτίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης
Christian Ferenschild
κατά
JPC Motor SA,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, M. Berger (εισηγήτρια), A. Borg Barthet, E. Levits και F. Biltgen, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο Ch. Ferenschild, εκπροσωπούμενoς από τoν P.-E. Partsch, avocat,
– η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Van Holm και τον J.‑C. Halleux καθώς και από την Μ. Jacobs,
– η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την G. Goddin και τον D. Roussanov, και στη συνέχεια από τις G. Goddin και C. Valero,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Απριλίου 2017,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (ΕΕ 1999, L 171, σ. 12).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Christian Ferenschild και της JPC Motor SA σχετικά, μεταξύ άλλων, με αγωγή που άσκησε ο πρώτος για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εξαιτίας της φερόμενης έλλειψης συμμόρφωσης του οχήματος που αγόρασε από την εταιρία αυτή.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 1999/44 έχει ως εξής:
«[…] πρώτα απ’ όλα, τα αγαθά πρέπει να είναι σύμφωνα προς τους όρους της σύμβασης· […] η αρχή της συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης μπορεί να θεωρηθεί ως κοινή στις διάφορες εθνικές νομικές παραδόσεις· […] σε ορισμένες εθνικές νομικές παραδόσεις, η αρχή αυτή μπορεί να μην επαρκεί από μόνη της για την εξασφάλιση ελάχιστου επιπέδου προστασίας του καταναλωτή· […] στο πλαίσιο αυτών των νομικών παραδόσεων, ειδικότερα, μπορεί να είναι χρήσιμη η θέσπιση πρόσθετων εθνικών διατάξεων για την εξασφάλιση της προστασίας του καταναλωτή στις περιπτώσεις που τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει ειδικούς συμβατικούς όρους ή όταν τα μέρη έχουν καταλήξει σε συμβατικούς όρους ή συμφωνίες οι οποίες καταργούν ή περιορίζουν, αμέσως ή εμμέσως, τα δικαιώματα του καταναλωτή και οι οποίες, στο μέτρο που τα δικαιώματα αυτά απορρέουν από την παρούσα οδηγία, δεν είναι δεσμευτικές για τον καταναλωτή».
4 Κατά την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας αυτής:
«[…] λόγω του ειδικού τους χαρακτήρα, τα μεταχειρισμένα αγαθά κατά κανόνα είναι αδύνατον να αντικατασταθούν· […] συνεπώς το δικαίωμα του καταναλωτή να ζητήσει αντικατάσταση κατά κανόνα δεν ισχύει για τα εν λόγω αγαθά· […] όσον αφορά τα αγαθά αυτά, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στους συμβαλλόμενους να συμφωνήσουν μικρότερη περίοδο ευθύνης».
5 Η αιτιολογική σκέψη 17 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:
«[…] είναι σκόπιμο να περιορισθεί η περίοδος κατά την οποία ευθύνεται ο πωλητής για οποιαδήποτε έλλειψη συμμόρφωσης κατά την παράδοση των αγαθών· […] τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέπουν περιορισμό της περιόδου μέσα στην οποία οι καταναλωτές μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, εφόσον αυτή η περίοδος δεν λήγει μέσα σε δύο έτη από τη στιγμή της παράδοσης· […] όταν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, η έναρξη της παραγραφής δεν συμπίπτει με την στιγμή της παράδοσης των αγαθών, ο συνολικός χρόνος της παραγραφής που προβλέπει το εθνικό δίκαιο δεν μπορεί να είναι συντομότερος των δύο ετών από τη στιγμή της παράδοσης».
6 Η αιτιολογική σκέψη 24 της οδηγίας 1999/44 διευκρινίζει τα εξής:
«[…] τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν ή να διατηρούν εν ισχύ αυστηρότερες διατάξεις, στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία, προκειμένου να εξασφαλίσουν ακόμη υψηλότερο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών».
7 Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία έχει ως αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών, με σκοπό την εξασφάλιση ενός στοιχειώδους ορίου ομοιόμορφης προστασίας των καταναλωτών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς.»
8 Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Δικαιώματα του καταναλωτή», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα ακόλουθα:
«1. Ο πωλητής ευθύνεται έναντι του καταναλωτή για κάθε έλλειψη συμμόρφωσης που υπάρχει κατά την παράδοση του αγαθού.
2. Όταν υπάρχει έλλειψη συμμόρφωσης, ο καταναλωτής έχει δικαίωμα είτε σε δωρεάν αποκατάσταση της συμμόρφωσης του αγαθού με επισκευή ή αντικατάσταση, σύμφωνα με την παράγραφο 3, είτε σε προσήκουσα μείωση του τιμήματος, είτε σε υπαναχώρηση από τη σύμβαση όσον αφορά το αγαθό αυτό, σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6.»
9 Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Προθεσμίες», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Ο πωλητής ευθύνεται δυνάμει του άρθρου 3, όταν η έλλειψη συμμόρφωσης εκδηλώνεται εντός δύο ετών από την παράδοση του αγαθού. Εάν, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, τα δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, υπόκεινται σε παραγραφή, η παραγραφή αυτή δεν συμπληρώνεται προ της παρόδου δύο ετών από την παράδοση».
10 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/44, το οποίο επιγράφεται «Δεσμευτικός χαρακτήρας», έχει ως ακολούθως:
«Συμβατικοί όροι ή συμφωνίες, οι οποίες συνάπτονται με τον πωλητή πριν από την ενημέρωσή του για την έλλειψη συμμόρφωσης και οι οποίες, αμέσως ή εμμέσως, καταργούν ή περιορίζουν τα δικαιώματα που απορρέουν από την παρούσα οδηγία, δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.
Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι, σε περίπτωση μεταχειρισμένων αγαθών, ο πωλητής και ο καταναλωτής μπορούν να συμφωνούν συμβατικούς όρους ή συμφωνίες που προβλέπουν μικρότερη χρονική περίοδο όσον αφορά την ευθύνη του πωλητή από εκείνην που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1. Η περίοδος αυτή δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ενός έτους.»
11 Το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Εθνικά δίκαια και στοιχειώδης προστασία», ορίζει τα εξής:
«1. Η άσκηση των παραχωρουμένων από την παρούσα οδηγία δικαιωμάτων δεν θίγει την άσκηση άλλων δικαιωμάτων που μπορεί να επικαλεσθεί ο καταναλωτής δυνάμει εθνικών κανόνων περί συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης.
2. Στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν εν ισχύ αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή.»
Το βελγικό δίκαιο
12 Στο βελγικό δίκαιο, η οδηγία 1999/44 ενσωματώθηκε στον αστικό κώδικα με τον νόμο της 1ης Σεπτεμβρίου 2004 για την προστασία των καταναλωτών σε περίπτωση πώλησης καταναλωτικών αγαθών (Moniteur belge της 21ης Σεπτεμβρίου 2004, σ. 68384), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2005.
13 Το άρθρο 1649quater του αστικού κώδικα έχει ως εξής:
«1. Ο πωλητής ευθύνεται έναντι του καταναλωτή για κάθε έλλειψη συμμόρφωσης η οποία υφίσταται κατά την παράδοση του αγαθού και εκδηλώνεται εντός δύο ετών από την παράδοση αυτή.
[...]
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, σε περίπτωση μεταχειρισμένων αγαθών, ο πωλητής και ο καταναλωτής μπορούν με κοινή συμφωνία να καθορίσουν βραχύτερο των δύο ετών χρόνο, ο οποίος όμως δεν μπορεί να είναι βραχύτερος του έτους.
[...]
3. Η αξίωση του καταναλωτή παραγράφεται μετά την πάροδο ενός έτους από την ημερομηνία κατά την οποία ο καταναλωτής διαπίστωσε την έλλειψη συμμόρφωσης και πάντως όχι πριν από την παρέλευση των δύο ετών κατά την παράγραφο 1.
[...]»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
14 Στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, ο Ch. Ferenschild, υπήκοος Κάτω Χωρών και κάτοικος Βελγίου, αγόρασε από την JPC Motor ένα μεταχειρισμένο όχημα έναντι τιμήματος 14 000 ευρώ.
15 Στις 22 Σεπτεμβρίου 2010, η διεύθυνση ταξινόμησης οχημάτων (Βέλγιο) αρνήθηκε να ταξινομήσει το όχημα, για τον λόγο ότι ήταν καταχωρισμένο ως κλεμμένο στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν. Διαπιστώθηκε ως εκ τούτου έλλειψη συμμόρφωσης του εν λόγω οχήματος.
16 Στις 7 Οκτωβρίου 2010, το γεγονός αυτό περιήλθε εις γνώσιν της JPC Motor από τον ασφαλιστή με τον οποίο ο Ch. Ferenschild είχε συνάψει ασφαλιστική σύμβαση νομικής προστασίας. Ο εν λόγω ασφαλιστής έθεσε ζήτημα ευθύνης του πωλητή, για τον λόγο ότι το όχημα παρουσίασε κρυφό λειτουργικό ελάττωμα, και κάλεσε την εν λόγω εταιρία να αποδεχθεί την επιστροφή του οχήματος και να επιστρέψει το τίμημα της πώλησης, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενων δαπανών ή ζημιών που επρόκειτο να επέλθουν μεταξύ της ημερομηνίας πώλησης και της μελλοντικής ημερομηνίας ακύρωσης της πώλησης.
17 Κατόπιν ενεργειών στις οποίες προέβη η JPC Motor, προέκυψε ότι στην πραγματικότητα δεν είχε κλαπεί το ίδιο το όχημα αλλά τα έγγραφά του, τούτο δε προκειμένου να «καμουφλαριστεί» παρόμοιο όχημα αποκτηθέν παρανόμως στην Ιταλία. Κατόπιν τούτου, στις 7 Ιανουαρίου 2011 κατέστη δυνατή η νομότυπη ταξινόμηση του οχήματος του Ch. Ferenschild από τη διεύθυνση ταξινόμησης οχημάτων.
18 Στις 21 Οκτωβρίου 2011, ο σύμβουλος του Ch. Ferenschild κάλεσε την JPC Motor να αποζημιώσει τον πελάτη του για τη ζημία την οποία υπέστη εξαιτίας της έλλειψης συμμόρφωσης του επίμαχου οχήματος.
19 Η JPC αμφισβήτησε το βάσιμο του ανωτέρω αιτήματος αποζημίωσης, επικαλούμενη εκπρόθεσμη προβολή του, με αποτέλεσμα ο Ch. Ferenschild να ασκήσει αγωγή στις 12 Μαρτίου 2012 κατά της εταιρίας αυτής ενώπιον του tribunal de commerce de Mons (δικαστήριο εμπορικών διαφορών της Μονς, Βέλγιο) ζητώντας την καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία την οποία υπέστη εξαιτίας της έλλειψης συμμόρφωσης του οχήματος. Ζήτησε την επιστροφή των εξόδων μίσθωσης αυτοκινήτου αντικατάστασης και των διοικητικών δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε καθώς και μείωση του τιμήματος λόγω της μείωσης της αξίας του οχήματος, πλέον αντισταθμιστικών και νόμιμων τόκων από τις 7 Οκτωβρίου 2010.
20 Με απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2014, το tribunal de commerce de Mons (δικαστήριο εμπορικών διαφορών της Μονς) απέρριψε την αγωγή του Ch. Ferenschild.
21 Στις 3 Απριλίου 2014, ο Ch. Ferenschild άσκησε έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης ενώπιον του cour d’appel de Mons (εφετείο της Μονς, Βέλγιο).
22 Στις 8 Ιουνίου 2015, το cour d’appel de Mons (εφετείο της Μονς) έκρινε ότι το πωληθέν όχημα παρουσίαζε έλλειψη συμμόρφωσης κατά την έννοια των άρθρων 1649bis επ. του αστικού κώδικα, αλλά ότι η εν λόγω έλλειψη συμμόρφωσης άρθηκε με την ταξινόμηση του οχήματος. Παρά ταύτα, διατάχθηκε αυτεπαγγέλτως η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να καταθέσουν παρατηρήσεις, μεταξύ άλλων, σχετικά με την παραγραφή της αξίωσης.
23 Όσον αφορά την παραγραφή της επίμαχης στην κύρια δίκη αξίωσης, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του «χρόνου εγγύησης» και της «προθεσμίας παραγραφής».
24 Ως προς το σημείο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, αφενός, ότι ο χρόνος εγγύησης που προβλέπει το άρθρο 1649quater, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα, είναι δύο έτη από την παράδοση του αγαθού. Κατ’ εφαρμογή της τρίτης παραγράφου της εν λόγω διάταξης, όσον αφορά μεταχειρισμένα αγαθά η προθεσμία αυτή μπορεί συμβατικώς να μειωθεί σε ένα έτος κατ’ ελάχιστο. Εν προκειμένω, οι αντισυμβαλλόμενοι στην υπόθεση της κύριας δίκης έκαναν χρήση αυτής της δυνατότητας, περιορίζοντας τον χρόνο εγγύησης στο ένα έτος.
25 Αφετέρου, η προθεσμία παραγραφής του άρθρου 1649 quater, παράγραφος 3, του αστικού κώδικα είναι ένα έτος από την ημερομηνία κατά την οποία ο καταναλωτής διαπιστώνει την έλλειψη συμμόρφωσης, χωρίς πάντως η προθεσμία αυτή να μπορεί να λήξει πριν από το τέλος της διετούς περιόδου που προβλέπει η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου.
26 Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει, δεύτερον, ότι εν προκειμένω η αγωγή ασκήθηκε στις 12 Μαρτίου 2012, ήτοι ένα έτος και πλέον μετά την παράδοση του οχήματος που έλαβε χώρα στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, και τη διαπίστωση της έλλειψης συμμόρφωσης του οικείου οχήματος στις 22 Σεπτεμβρίου 2010.
27 Στο πλαίσιο αυτό, τίθεται το ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 1649 quater, παράγραφος 3, του αστικού κώδικα, σχετικά με την προθεσμία παραγραφής σε περιπτώσεις, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, όπου ο χρόνος εγγύησης έχει μειωθεί στο ένα έτος κατόπιν συμφωνίας των αντισυμβαλλομένων. Πιο συγκεκριμένα, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται ως προς το αν, στην περίπτωση αυτή, η ετήσια προθεσμία παραγραφής περί της οποίας κάνει λόγο η ως άνω διάταξη πρέπει να παραταθεί μέχρι τον χρόνο λήξης της διετούς περιόδου εγγύησης την οποία ορίζει η παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου.
28 Συναφώς, η JPC Motor υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι βάσει της ratio legis, η οποία έγκειται στο να αποτραπεί η λήξη της προθεσμίας παραγραφής πριν την παρέλευση του χρόνου εγγύησης, η παράταση της προθεσμίας παραγραφής έως την παρέλευση των δύο ετών δεν δικαιολογείται όταν ο χρόνος εγγύησης έχει νομίμως συντμηθεί στο ένα έτος. Στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω διάταξη έχει την έννοια ότι η προθεσμία παραγραφής της αγωγής την οποία δύναται να ασκήσει ο καταναλωτής επιτρέπεται να παρέλθει πριν από τη λήξη της διετίας από την παράδοση του μεταχειρισμένου αγαθού.
29 Αντιθέτως, ο Ch. Ferenschild υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι η οδηγία 1999/44 και, πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 5, παράγραφος 1, καθώς και το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, δεν επιτρέπουν στα κράτη μέλη να προβλέπουν, όσον αφορά την αγωγή του καταναλωτή σε περίπτωση πώλησης μεταχειρισμένου αγαθού, προθεσμία παραγραφής βραχύτερη των δύο ετών από την παράδοση του οικείου αγαθού.
30 Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι το άρθρο 1649 quater, παράγραφος 3, τα αστικού κώδικα μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η προθεσμία παραγραφής της αγωγής του καταναλωτή λήγει πριν την παρέλευση της διετίας από την παράδοση του μεταχειρισμένου αγαθού, τίθεται ζήτημα συμβατότητας των διατάξεων του βελγικού δικαίου με την οδηγία 1999/44, και, ειδικότερα, με το άρθρο 5, παράγραφος 1, καθώς και με το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, αυτής.
31 Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour d’appel de Mons (εφετείο της Μονς) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:
«Αντιτίθεται το άρθρο 5, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας [1999/44], σε διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει, όσον αφορά τα μεταχειρισμένα αγαθά, τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής της αξίωσης του καταναλωτή πριν από την παρέλευση των δύο ετών από την παράδοση του μη συμφώνου προς τους όρους της συμβάσεως αγαθού, όταν ο πωλητής και ο καταναλωτής συνομολογούν χρόνο εγγυήσεως βραχύτερο των δύο ετών;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
32 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/44 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανόνα κράτους μέλους ο οποίος επιτρέπει προθεσμία παραγραφής της αξίωσης του καταναλωτή βραχύτερη των δύο ετών από την παράδοση του αγαθού, όταν το εν λόγω κράτος μέλος έχει κάνει χρήση της δυνατότητας που παρέχει η δεύτερη περίπτωση των ως άνω διατάξεων της εν λόγω οδηγίας και ο πωλητής έχει συμφωνήσει με τον καταναλωτή περίοδο ευθύνης του πωλητή μικρότερη των δύο ετών, ήτοι ενός έτους, ως προς το οικείο μεταχειρισμένο αγαθό.
33 Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 1999/44, με τίτλο «Προθεσμίες», προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι πρέπει να διακρίνονται δύο είδη προθεσμιών εκ των οποίων καθεμία επιδιώκει διαφορετικό σκοπό.
34 Πρόκειται, αφενός, για την προθεσμία του άρθρου 5, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας αυτής, δηλαδή την περίοδο ευθύνης του πωλητή, η οποία αφορά το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου η εμφάνιση έλλειψης συμμόρφωσης του οικείου αγαθού ενεργοποιεί την ευθύνη του πωλητή κατά το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, με αποτέλεσμα να γεννώνται τα δικαιώματα που παρέχει το τελευταίο αυτό άρθρο στον καταναλωτή. Η εν λόγω περίοδος ευθύνης του πωλητή είναι, καταρχήν, δύο έτη από την παράδοση του αγαθού.
35 Αφετέρου, η προθεσμία στην οποία αναφέρεται το άρθρο 5, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας συνιστά προθεσμία παραγραφής που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα εντός του οποίου ο καταναλωτής δύναται να ασκήσει αποτελεσματικά έναντι του πωλητή τα δικαιώματα που γεννώνται κατά τη διάρκεια της περιόδου ευθύνης του τελευταίου.
36 Δεύτερον, όπως διαπίστωσε και ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 52 των προτάσεών του, αν και το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/44 ορίζει περίοδο ευθύνης του πωλητή η οποία είναι, καταρχήν, ελάχιστης διάρκειας δύο ετών από την παράδοση του αγαθού, εντούτοις παραπέμπει στη νομοθεσία των κρατών μελών όσον αφορά τη θέσπιση προθεσμίας παραγραφής της αξίωσης του καταναλωτή.
37 Ωστόσο, από το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 17 της ίδιας, προκύπτει ότι, σε περίπτωση που το εθνικό δίκαιο προβλέπει προθεσμία παραγραφής, η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να εκπνεύσει κατά τη διάρκεια των δύο ετών που έπονται της παράδοσης του οικείου αγαθού, τούτο δε ακόμη και αν, κατ’ εφαρμογή του εθνικού αυτού δικαίου, η εν λόγω προθεσμία δεν αρχίζει να τρέχει κατά την ημερομηνία παράδοσης του αγαθού.
38 Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι η οδηγία 1999/44, προκειμένου να διασφαλίσει ένα στοιχειώδες όριο ομοιόμορφης προστασίας στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, σύμφωνα, μεταξύ άλλων, με το άρθρο της 1, παράγραφος 1, καθιέρωσε, δυνάμει του άρθρου της 5, παράγραφος 1, δύο διακριτές προθεσμίες, ήτοι μία περίοδο ευθύνης του πωλητή και μία προθεσμία παραγραφής. Η υποχρεωτική ελάχιστη διάρκεια καθεμίας από τις δύο αυτές προθεσμίες είναι, καταρχήν, δύο έτη από την παράδοση του οικείου αγαθού.
39 Ο δεσμευτικός χαρακτήρας της εν λόγω επί της αρχής ελάχιστης διάρκειας επιβεβαιώνεται από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη της 7, στο μέτρο που, κατ’ εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, οι μεν αντισυμβαλλόμενοι δεν μπορούν, καταρχήν, να παρεκκλίνουν από αυτήν συμβατικώς, τα δε κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν για την τήρησή της (βλ., συναφώς, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Faber, C-497/13, EU:C:2015:357, σκέψη 55).
40 Τρίτον, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 53 των προτάσεών του, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/44, δύναται να συναχθεί ότι δεν υπάρχει συνάρτηση μεταξύ της διάρκειας της περιόδου ευθύνης του πωλητή και της διάρκειας της ενδεχόμενης προθεσμίας παραγραφής. Συγκεκριμένα, το άρθρο 5, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας δεν παραπέμπει στην πρώτη περίοδο της διάταξης αυτής. Επομένως, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει, ειδικότερα, η Βελγική Κυβέρνηση με τις γραπτές της παρατηρήσεις, η εν λόγω διάταξη δεν εξαρτά τη διάρκεια της ενδεχόμενης προθεσμίας παραγραφής από εκείνη της περιόδου ευθύνης του πωλητή.
41 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, διαπιστώνεται ότι, αφενός, η προθεσμία παραγραφής ελάχιστης διάρκειας δύο ετών από την παράδοση του αγαθού συνιστά σημαντικό στοιχείο της προστασίας των καταναλωτών που εξασφαλίζει η οδηγία 1999/44 και ότι, αφετέρου, η διάρκεια της προθεσμίας αυτής δεν εξαρτάται από τη διάρκεια της περιόδου ευθύνης του πωλητή.
42 Τέταρτον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι, σε περίπτωση μεταχειρισμένων αγαθών, ο πωλητής και ο καταναλωτής μπορούν να συμφωνούν μικρότερη χρονική περίοδο όσον αφορά την ευθύνη του πωλητή από εκείνην που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, όχι όμως κατώτερη του ενός έτους, δεν δικαιολογεί διαφορετική ερμηνεία.
43 Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/44 αφορά όχι την προθεσμία παραγραφής, αλλά αποκλειστικά και μόνον την περίοδο ευθύνης του πωλητή, περί της οποίας κάνει λόγο το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας αυτής. Συγκεκριμένα, διάφορες γλωσσικές αποδόσεις της εν λόγω οδηγίας, και, ειδικότερα, οι αποδόσεις στην ισπανική, αγγλική, γαλλική και ιταλική γλώσσα, μνημονεύουν, στο άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τον όρο «ευθύνη του πωλητή».
44 Εκτός αυτού, στη γερμανική απόδοσή του, το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/44 είναι ακόμη σαφέστερο επί του σημείου αυτού. Συγκεκριμένα, ενώ η πρώτη περίοδος της διάταξης αυτή προβλέπει για τα μεταχειρισμένα αγαθά τη δυνατότητα περιορισμού της περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας ο πωλητής ευθύνεται δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας («der Verkäufer weniger lange haftet als in Artikel 5 Absatz 1 vorgesehen»), η δεύτερη περίοδος επισημαίνει ακριβώς ότι η δυνατότητα αυτή αφορά την περίοδο ευθύνης του πωλητή («diese kürzere Haftungsdauer»).
45 Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 16 της εν λόγω οδηγίας, καθόσον αναφέρει ότι, όσον αφορά τα αγαθά αυτά, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στους συμβαλλόμενους να συμφωνήσουν μικρότερη «περίοδο ευθύνης», επιβεβαιώνει την ερμηνεία αυτή.
46 Δεύτερον, υπενθυμίζεται, όπως διευκρινίστηκε με τη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης, ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/44 περίοδος ευθύνης δύο ετών από την παράδοση του αγαθού είναι υποχρεωτική, με αποτέλεσμα οι αντισυμβαλλόμενοι να μην μπορούν καταρχήν να παρεκκλίνουν από αυτή. Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 74 και 75 των προτάσεών του, το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να ορίζουν, σε περίπτωση μεταχειρισμένων αγαθών, ότι τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν μικρότερη περίοδο ευθύνης του πωλητή, ελάχιστης διάρκειας ενός έτους, συνιστά διάταξη με την οποία θεσπίζεται εξαίρεση, και επομένως πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 1ης Μαρτίου 2012, González Alonso, C‑166/11, EU:C:2012:119, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
47 Επομένως, η ευχέρεια των κρατών μελών να προβλέπουν, σε περίπτωση μεταχειρισμένων αγαθών, ότι οι συμβαλλόμενοι δύνανται να περιορίζουν τη διάρκεια ευθύνης του πωλητή στο ένα έτος από την παράδοση του αγαθού δεν μπορεί να τους παρέχει επίσης τη δυνατότητα να προβλέπουν ότι οι εν λόγω συμβαλλόμενοι δύνανται να περιορίζουν τη διάρκεια προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 5, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας.
48 Τέλος, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν το ελάχιστο επίπεδο προστασίας που προβλέπεται από την οδηγία 1999/44. Επομένως, μολονότι στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία τα κράτη μέλη μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 24 της ίδιας, να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ αυστηρότερες διατάξεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, αντιθέτως, δεν μπορούν να θίγουν τις εγγυήσεις που προβλέπει ο νομοθέτης της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Απριλίου 2008, Quelle, C-404/06, EU:C:2008:231, σκέψη 36).
49 Όμως, ένας εθνικός κανόνας όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, βάσει του οποίου επιτρέπεται ο περιορισμός της περιόδου ευθύνης του πωλητή σε ένα έτος να συνεπάγεται σύντμηση της προθεσμίας παραγραφής που έχει στη διάθεσή του ο καταναλωτής, οδηγεί σε χαμηλότερο επίπεδο προστασίας του τελευταίου και θίγει τις εγγυήσεις που προβλέπει υπέρ αυτού η οδηγία 1999/44. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 93 των προτάσεών του, τούτο συνεπάγεται πλήρη αποστέρηση του καταναλωτή από τα μέσα έννομης προστασίας ήδη πριν παρέλθει η διετία από την ημερομηνία παράδοσης του αγαθού, έστω και αν η διετία αυτή αποτελεί το χρονικό διάστημα που εξασφαλίζει το άρθρο 5, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας αυτής.
50 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα είναι ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/44 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανόνα κράτους μέλους ο οποίος επιτρέπει προθεσμία παραγραφής της αξίωσης του καταναλωτή βραχύτερη των δύο ετών από την παράδοση του αγαθού, όταν το εν λόγω κράτος μέλος έχει κάνει χρήση της δυνατότητας που παρέχει η δεύτερη περίπτωση των ως άνω διατάξεων της εν λόγω οδηγίας και ο πωλητής έχει συμφωνήσει με τον καταναλωτή περίοδο ευθύνης του πωλητή μικρότερη των δύο ετών, ήτοι ενός έτους, ως προς το οικείο μεταχειρισμένο αγαθό.
Επί των δικαστικών εξόδων
51 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανόνα κράτους μέλους ο οποίος επιτρέπει προθεσμία παραγραφής της αξίωσης του καταναλωτή βραχύτερη των δύο ετών από την παράδοση του αγαθού, όταν το εν λόγω κράτος μέλος έχει κάνει χρήση της δυνατότητας που παρέχει η δεύτερη περίπτωση των ως άνω διατάξεων της εν λόγω οδηγίας και ο πωλητής έχει συμφωνήσει με τον καταναλωτή περίοδο ευθύνης του πωλητή μικρότερη των δύο ετών, ήτοι ενός έτους, ως προς το οικείο μεταχειρισμένο αγαθό.
Άρθρα Η εορτή της 15ης Αυγούστου
Ανδρέας Κ. Σακελλαριάδης
Λογιστής – Φοροτέχνης
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Β.Δ 748/1966 η ημέρα της εορτής της Κοιμήσεως του Θεοτόκου δηλαδή 15 Αυγούστου ανήκει στις υποχρεωτικές εξαιρετέες εορτές (αργίες).
"1. Καθορίζονται ως ημέραι υποχρεωτικής αργίας αι κάτωθι:
α) Η 25η Μαρτίου.
β) Η Δευτέρα του Πάσχα.
γ) Η εορτή της Κοιμήσεως του Θεοτόκου, και
δ) Η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού."
Υπενθυμίζουμε επίσης ότι, με την παρ. 1 του άρθ. 1 του Α.Ν. 380/1968 "Περί καθιερώσεως της 1ης Μαΐου ως ημέρας υποχρεωτικής αργίας", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του νόμου 4468/2017 (ΦΕΚ Α' 61/28.4.2017) και ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσης στο Φ.Ε.Κ., δηλαδή από 28.4.2017, ως υποχρεωτική αργία ορίζεται πλέον και η πρωτομαγιά: "1. Η 1η Μαΐου καθορίζεται ως ημέρα υποχρεωτικής αργίας. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μετατίθεται η αργία της 1ης Μαΐου σε άλλη εργάσιμη ημέρα, εφόσον συμπίπτει με Κυριακή, με ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας ή με τη Δευτέρα του Πάσχα."
Συνεπώς κατά την ημέρα αυτή (15η Αυγούστου η οποία συμπίπτει με ημέρα Τρίτη για το 2017) και σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Β.Δ 748/1966, «1. Κατά τον χρόνον της εβδομαδιαίας αναπαύσεως και κατά τας ημέρας αργίας απαγορεύεται η καθ΄ οιονδήποτε τρόπον απασχόλησις του μισθωτού.», απαγορεύεται η απασχόληση των μισθωτών και η λειτουργία των επιχειρήσεων, εκτός εκείνων που λειτουργούν νομίμως τις Κυριακές.
Η αμοιβή του εργαζόμενου-υπαλλήλου κατά την εορτή αργία, που δεν απασχολείται λόγω της απαγόρευσης δεν μειώνεται ούτε αυξάνεται , επειδή ο μισθός που δίνεται ως αντάλλαγμα της απασχόλησης του κατά τις εργάσιμες ημέρες του μήνα (ΑΠ 96/1977).
Αντίθετα αν ο αμειβόμενος με μηνιαίο μισθό εργαζόμενος-υπάλληλος κατά την εορτή αργία- που από το Νόμο επιτρέπεται η εργασία – απουσιάζει αδικαιολόγητα οι αποδοχές μειώνονται κατά 1/25.
Οι αμειβόμενοι με ημερομίσθιο αν κατά την εορτή αργία που επιτρέπεται η εργασία, δεν εργασθούν από δική τους υπαιτιότητα δεν δικαιούνται το ημερομίσθιο, αν όμως δεν απασχοληθούν για λόγους που δεν οφείλεται σε αυτούς δικαιούνται να λάβουν το ημερομίσθιο τους. (Παράγραφος 2 του άρθρου 3 του ΝΔ 3755/57: Είς τους επί ημερομισθίου αμειβόμενους μισθωτούς τους μη απασχοληθέντες εκ λόγων μη οφειλόμενων είς τούτους κατά τας εν παραγράφω 2 ημέρας, καταβάλλεται δια εκάστην τούτων ποσόν ίσον προς το ημερομίσθιόν των, άνευ ετέρας προσαυξήσεως.)
Εάν η εορτή- αργία συμπίπτει με την πρώτη ή την τελευταία ημέρα αυθαίρετης απουσίας του ημερομισθίου μισθωτού, οπότε είναι δύσκολο να διαγνωσθεί αν θα απουσίαζε και κατ΄ αυτήν, αυτός δικαιούται το ημερομίσθιο( Ν.Σ.Κρ 24/1966 ), ενώ αν η εορτή περιλαμβάνεται μεταξύ δύο ημερών αυθαίρετης απουσίας του, δεν δικαιούται το ημερομίσθιο της αργίας (Ν.Σ.Κρ 919/62).
Στην περίπτωση που η εορτή αργία συμπέσει κάποιο έτος με Κυριακή, οι εργαζόμενοι ημερομίσθιοι δικαιούνται να λάβουν το συνηθισμένο ημερομίσθιο τους (Α.Π. 303/61- Α.Π. 469/60). Αν την ημέρα αυτή συμπίπτουν δύο εορτές αργίες (π.χ Δευτέρα του Πάσχα και Πρωτομαγιά), οι ημερομίσθιοι εργαζόμενοι δικαιούνται δύο (2) ημερομίσθια (N.Σ.Κ 239/78).
Αν η εξαιρέσιμη εορτή συμπέσει σε χρόνο ασθένειας του εργάτη, θα πρέπει και πάλι να καταβληθεί το ημερομίσθιο για την ημέρα αυτή, σαν να εργαζόταν ο εργάτης αυτός κανονικά, από το οποίο όμως θα αφαιρεθεί ότι λάβει αυτός από το Ι.Κ.Α για τη συγκεκριμένη ημέρα. Αν ο εργάτης ήταν με άδεια κανονική τον καιρό που συμπίπτει και η εξαιρέσιμη εορτή , τότε στην άδεια αυτή δεν μετριέται και η ημέρα της εξαιρέσιμης εορτής, ενώ αν η άδεια αυτή είναι χωρίς αποδοχές ή την ημέρα αυτή γίνεται απεργία, τότε δεν καταβάλλεται στον εργάτη το ημερομίσθιο.
Με το άρθρο 2 του Ν.435/1976 προβλέπεται ότι: «Μισθωτοί απασχολούμενοι κατά τας Κυριακάς και τας κατωτέρω αναφερομένας εορτάς δικαιούνται, ανεξαρτήτως του κύρους της συμφωνίας περί της απασχολήσεως ταύτης και των άλλων ενδεχομένων συνεπειών, της υπό της υπ. αριθμ. 8900/1946 Κοινής Αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, ως αυθεντικώς ηρμηνεύθη διά της υπ. αριθ. 25825/1951 τοιαύτης, προβλεπομένης προσαυξήσεως εξ 75% κατά τα υπό των εν λόγω αποφάσεων, ως αύται ισχύουν σήμερον, οριζόμενα».
Συνεπώς όσοι απασχοληθούν κατά την ημέρα αυτή θα έχουν πρόσθετη αμοιβή 75% επί του νομίμου ωρομισθίου για όσες ώρες απασχοληθούν.
Σύμφωνα με την απόφαση 8900/1946 του Υπουργείων Εργασίας και Οικονομικών ισχύουν τα εξής :
«Απόφ. 8900/46 Υπ. Οικονομικών και Εργασίας «περί του καθορισμού ηυξημένης αμοιβής είς τους εργαζόμενους έν γένει κατά Κυριακάς και εορτάς».
Είς το εν γένει προσωπικών πασών εν γένει των νε τη χώρα επιχειρήσεων και εργασιών, περιλαμβανομένων και των ξενοδοχείων ύπνου, όπερ, λόγω της φύσεως της εργασίας του, απασχολείται κατά τας Κυριακάς και τας εκ του Νόμου καθιερωμένας ως μη εργάσιμους εορτάς του έτους, καταβάλλεται, δια τας ημέρας ταύτας το κεκανονισμένον εκάσοτε ημερομίσθιον, ηυξημένον κατά εβδομήκοντα πέντε τοις εκατόν (75%).
Αι διατάξεις της παρούσης δεν αφορούν τους επί ποσοστοίς αμειβόμενους σερβιτόρους εστιατορίων, καφενείων, ζαχαροπλαστείων και συναφών καταστημάτων.
Η παρούσα ης η ισχύς άρχεται από της υπογραφής της, εκτείνεται καθ΄ άπασαν την χώραν και περιλαμβάνει και τους μισθωτούς τους υπό των συμμαχικών Αρχών απασχολουμένους είς ξενοδοχεία ύπνου και τα λοιπάς εργασίας αυτών.
Σύμφωνα με την απόφαση και 25825/1951 ισχύουν επίσης τα εξής :
«Απόφ. 25825/51 ΥΠ. Οικονομικών και Εργασίας «περί ερμηνείας των υπ’ αρ’ιθμ. 8900/46 και 18310/46 αποφάσεων, περί προσαυξήσεως αποδοχών κατά Κυριακάς και ωυκτερινάς ώρας».
Άρθρο 1.- Ι. Ερμηνεύοντες την υπ’ αρίθμ. 8900/46 απόφασιν ημών ορίζομεν της δι’ αυτής καθορισθείσης κατά 75% προσαυξήσεως των ημερομισθίων ή του 1/25 του μηνιαίου μισθού των ασχολουμένων μισθωτών κατά τας Κυριακάς και λοιπάς εκ του νόμου καθιερωμένας, ως μη εργασίμους εορτάς του έτους, των επιχειρήσεων και των εργασιών εν γένει, συνεχούς ή μη λειτουργίας, δικαιούται οι απασχολούμενοι από του μεσονυκτίου του αγόντος προς τας ως άνω ημέρας μέχρι του επομένου μεσονυκτίου, είναι δε αυτή ανεξαρτήτος προς παρεχόμενην πάσαν ετέραν προσαύξησιν δια την κατά τας νυκτερινάς ώρας εργασίαν.
ΙΙ. Η κατά τα ανωτέρω 75% προσαύξησηις των μισθών και ημερομισθίων υπολογίζεται πάντοτε επί των υποχρεωτικώς τεθεσπισμένων ελαχίστων ορίων μισθών και ημερομισθίων, δεν συμψηφίζεται προς τυχόν, καταβαλλόμενας ανωτέρας τούτων αποδοχάς, μειύται δε αναλογως δια την επί ελάττον του κεκανονισμένου ωραρίου απασχόλισην.
Κατά τις ισχύουσες σήμερα διατάξεις ως νόμιμα κατώτατα όρια στα οποία υπολογίζεται η προσαύξηση 75% θεωρούνται τα εξής:
1) Τα νομοθετημένα κατώτατα όρια του Νόμου 4093/2012 εφόσον δεν υπάρχει ειδικότερη συλλογική ρύθμιση για τον μισθωτό.
2) Τα θεσπιζόμενα κατώτατα όρια με τους κανονιστικούς όρους ΣΣΕ-ΔΑ που βρίσκονται σε ισχύ.
3) Τα νομίμως κατώτατα όρια ΣΣΕ-ΔΑ που έχει λήξει ή καταγγελθεί και ισχύουν βάση της ΠΥΣ 6/2012 (βασικός μισθός ή βασικό ημερομίσθιο- τα επιδόματα ωρίμανσης-τέκνων-σπουδών-επικίνδυνης εργασίας)
Οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό στο 1/25 του μισθού τους προσαύξηση 75% και οι αμειβόμενοι με ημερομίσθιο το νόμιμο ημερομίσθιο τους με προσαύξηση 75%. Συνεπώς οι ημερομίσθιοι θα λάβουν το ημερομίσθιο τους για την εορτή αργία με προσαύξηση 75% , ενώ οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό, αν η επιχείρηση στην οποία εργάζονται εξαιρείται της Κυριακής αργίας, θα λάβουν μόνο προσαύξηση 75% που θα υπολογιστή στο 1/25 του μηνιαίου μισθού τους. Αντιθέτως οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό που εργάζονται σε επιχ/σεις στις οποίες δεν επιτρέπεται η Κυριακή εργασία και εργάζονται κατά την εορτή αργία, θα λάβουν πέρα από την προσαύξηση του 75% και το 1/25 ( συγκεκριμένα τόσα ωρομίσθια όσες ώρες εργασθούν, αφού το 1/25 του μισθού αντιστοιχεί σε 6,66 ώρες ) του μηνιαίου μισθού τους, γιατί ο μισθός τους αντιστοιχεί στις εργάσιμες ημέρες του μήνα και κατά συνέπεια δεν περιλαμβάνει και την αμοιβή της εργασίας σε ημέρες αργίας(σύμφωνα με το άρθρο 648 του Α.Κ). Εάν η υποχρεωτική αργία συμπέσει με Κυριακή, τότε ο εργοδότης πρέπει να χορηγήσει σε όλους τους απασχοληθέντες μισθωτούς αναπληρωματική ανάπαυση σε άλλη ημέρα της εβδομάδας.
Για να θεμελιώσουν δικαίωμα της αναπληρωματικής εβδομαδιαίας αναπαύσεως 24 συνεχών ωρών σε άλλη ημέρα της εβδομάδας οι μισθωτοί αυτοί πρέπει να απασχοληθούν την Κυριακή για χρόνο άνω των πέντε (5) ωρών. Απασχόληση την Κυριακή μέχρι πέντε ώρες δεν θεμελιώνει δικαίωμα λήψεως αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης. (άρθρο 10 του Β.Δ 748/1966)
Σε περίπτωση που η ημέρα αναπαύσεως συμπέσει με ημέρα εξαιρέσιμης εορτής δεν προβλέπεται για τον ιδιωτικό τομέα υποχρέωση του εργοδότη να χορηγήσει άλλη ημέρα ανάπαυσης.
Η απαίτηση του μισθωτού για αμοιβή σε Κυριακές και εξαιρέσιμες εορτές καθώς και για την προσαύξηση 75% αυτής, όταν η απασχόληση αυτή είναι νόμιμη παραγράφεται σε 5 χρόνια και όταν η απασχόληση είναι παράνομη παραγράφεται σε 20 χρόνια, μετρούμενα μετά από την λήξη του έτους που γεννήθηκε η απαίτηση. (ΑΠ 1184/1974)
Σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ΑΝ 539/1945 όσοι μισθωτοί κατά την 15η Αυγούστου απέχουν από την εργασία τους λόγω κανονικής άδειας θα παραταθεί η άδεια τους κατά μια εργάσιμη ημέρα:
3. Δεν περιλαμβάνονται εις την ετήσιαν άδειαν μετ΄ αποδοχών:
α΄) αι επίσημοι ή αι κατ΄ έθιμον εορτάσιμοι ημέραι και
β΄) αι διακοπαί εργασίας, αι οφειλόμεναι εις ασθενείαν.
Τέλος η παράγραφος 11 του άρθρου 1 του Ν.1157/1981 αναφέρει ότι:
Ημέραι αργίας και ημιαργίας των δημοσίων υπηρεσιών, οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ορίζονται αι εξής:
α) Ημέραι αργίας: Η Εθνική εορτή, η 28η Οκτωβρίου, η πρώτη του έτους, τα Θεοφάνεια, η των Τριών Ιεραρχών δια τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς, η Καθαρά Δευτέρα, η Μεγάλη Παρασκευή, το Μέγα Σάββατον, η Δευτέρα του Πάσχα, η 1η Μαΐου, η του Αγίου Πνεύματος (Δευτέρα της Πεντηκοστής), η της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η 17η Νοεμβρίου δια τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και τας Ανωτέρας Σχολάς, η πρώτη και δευτέρα ημέρα των Χριστουγέννων και άπασαι αι Κυριακαί, η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου για τους μισθωτούς του Δημοσίου θεωρείται αργία.
ΑΠ 315/2017 Υπολογισμός αποδοχών των εργαζομένων με μερική απασχόληση. Υπολογισμός με βάση το ωρομίσθιο. Εργασία κατά το Σάββατο και της Κυριακής. Εβδομαδιαία αναπαυση
Περίληψη:
Kατ’ εφαρμογή των διατάξεων ( άρθρου 38 ν. 1892/1990), για την εξεύρεση της
ημερήσιας αμοιβής του μερικώς απασχολουμένου, πολλαπλασιάζεται το
ωρομίσθιο που λαμβάνει ο συγκεκριμένος εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης
επί τις ώρες εργασίας του μερικώς
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.1 και 3 του α.ν.
539/1945, 1 παρ. 2 του ν.1082/1980, 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 και της
Αποφάσεως 19040/1981 των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, ως τακτικές
αποδοχές βάσει των οποίων υπολογίζονται oι αποδοχές και το επίδομα
αδείας καθώς και τα επιδόματα (δώρα) εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων
νοούνται όχι μόνον ο βασικός μισθός, αλλά και κάθε άλλη, κατά τη
διάρκεια της σύμβασης εργασίας, καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή
σε είδος με την προϋπόθεση ότι δίδεται σταθερά και μόνιμα, ως
συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 183/2016, ΑΠ 128/2016,
ΑΠ 1116/2013).
Τακτική αποδοχή, υπό την έννοια αυτή αποτελεί η
προσαύξηση για εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, εφόσον αυτή
παρέχεται τακτικά και μόνιμα (ΑΠ 183/2016, ΑΠ 128/2016).
Για τον
υπολογισμό των επιδομάτων εορτών στις τακτικές αποδοχές κατά την έννοια
αυτή περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων και το επίδομα αδείας (ΑΠ 1688/2012).
Η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την Κυριακή χωρίς
χορήγηση άλλης ημέρας αναπαύσεως την εβδομάδα που ακολουθεί την
Κυριακή, απαγορευμένη από τους πιο πάνω κανόνες δημοσίας τάξεως, είναι
άκυρη και γεννά, πέραν της προσαύξησης 75% επί του νομίμου ημερομισθίου
για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, απαίτηση αποδόσεως της ωφέλειας
του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του
αδικαιολογήτου πλουτισμού.
Αριθμός 315/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 8 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία .......................... που εδρεύει στο .................. και διατηρεί υποκατάστημα στην ...........................η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ........................... με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: .................................. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της .........................., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/12/2012 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο ........................
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ................ του ίδιου Δικαστηρίου και .................... του Μονομελούς Πρωτοδικείου ............................
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 29/9/2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 27/2/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην παρ. 9 του άρθρου 38 ν.1892/1990, (όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 και συμπληρώθηκε με άρθρο 7 Ν. 2874/2000), ορίζεται ότι: "Οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης, υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζόμενου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης".
Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "εργαζόμενος μερικής απασχόλησης νοείται κάθε εργαζόμενος με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας του οποίου οι ώρες εργασίας υπολογιζόμενες σε ημερήσια, εβδομαδιαία, 15νθήμερη ή μηνιαία βάση είναι λιγότερες από το κανονικό ωράριο εργασίας του συγκρίσιμου εργαζομένου με πλήρη απασχόληση (εδάφ. α), ως τέτοιος δε νοείται κάθε εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, υπό τις αυτές συνθήκες (εδάφ. β)".
Έτσι, κατ’ εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, για την εξεύρεση της ημερήσιας αμοιβής του μερικώς απασχολουμένου, πολλαπλασιάζεται το ωρομίσθιο που λαμβάνει ο συγκεκριμένος εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης επί τις ώρες εργασίας του μερικώς απασχολουμένου (ΑΠ 1166/2014).
Εξ άλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.1 και 3 του α.ν. 539/1945, 1 παρ. 2 του ν.1082/1980, 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 και της Αποφάσεως 19040/1981 των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, ως τακτικές αποδοχές βάσει των οποίων υπολογίζονται oι αποδοχές και το επίδομα αδείας καθώς και τα επιδόματα (δώρα) εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων νοούνται όχι μόνον ο βασικός μισθός, αλλά και κάθε άλλη, κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος με την προϋπόθεση ότι δίδεται σταθερά και μόνιμα, ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 183/2016, ΑΠ 128/2016, ΑΠ 1116/2013).
Τακτική αποδοχή, υπό την έννοια αυτή αποτελεί η προσαύξηση για εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά και μόνιμα (ΑΠ 183/2016, ΑΠ 128/2016).
Για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών στις τακτικές αποδοχές κατά την έννοια αυτή περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων και το επίδομα αδείας (ΑΠ 1688/2012).
Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 560 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015, έχει δε στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του ως άνω ν.4335/2015, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε πριν την 1.1.2016, κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών κ.λπ., 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε, όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε ειρηνοδίκης, του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Όπως προκύπτει από την σαφή διατύπωση των ως άνω διατάξεων, οι λόγοι αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται επί εφέσεων κατ’ αποφάσεων των ειρηνοδικείων, απαριθμούνται περιοριστικά σ’ αυτές (oλ. ΑΠ 45/1987, ΑΠ 608/2015, ΑΠ 91/2015, ΑΠ 1870/ 2013, ΑΠ 901/2013), οι οποίες είναι ειδικές, ως προς τους επιτρεπομένους λόγους αναίρεσης κατά των αναφερομένων εκεί αποφάσεων και αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθ. 559 ΚΠολΔ, που αναφέρονται στους λόγους αναίρεσης των αποφάσεων των λοιπών δικαστηρίων (ΑΠ 608/2015, ΑΠ 1870/2013, ΑΠ 901/2013).
Επομένως η έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντίφαση αιτιολογιών, ήτοι ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά αποφάσεως ειρηνοδικείου ή πρωτοδικείου που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1870/2013,ΑΠ 901/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, το ως εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο, δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η εναγομένη διατηρεί επιχείρηση παροχής υπηρεσιών καθαριότητας και φύλαξης σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, με έδρα το ... και υποκατάστημα στο 1o χιλιόμετρο της επαρχιακής ................. Στις 7.10.2005 η εναγομένη, δια του νομίμου εκπροσώπου της, προσέλαβε την ενάγουσα, με έγγραφη ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για εργασία έξι ωρών ημερησίως και πέντε ημερών εβδομαδιαίως (Δευτέρα έως Παρασκευή) και όχι με κυλιόμενο πενθήμερο, όπως αβάσιμα επικαλείται η εναγομένη προκειμένου να προσφέρει την εργασία της, ως καθαρίστρια.
Αρχικά απασχολήθηκε στην ...................., από 13.2.2006 μέχρι 11.7.2011 στο Γενικό ........................... και στις 12.7.2011 επέστρεψε στην ................... "...", με την υπογραφή νέας ατομικής σύμβασης εργασίας, στην οποία η διάρκεια απασχόλησης ορίστηκε σε πέντε ώρες ημερησίως και 25 ώρες εβδομαδιαίως.
Αντίγραφα των έγγραφων συμβάσεων εργασίας γνωστοποιήθηκαν στην Επιθεώρηση Εργασίας .................
Παρά την συμφωνηθείσα όμως μερική αυτή απασχόληση η ενάγουσα απασχολήθηκε πολλές φορές πέραν του 6ώρου ημερησίως και πενθημέρου εβδομαδιαίως, καθώς και επί τρία τουλάχιστον Σάββατα και Κυριακές κάθε μήνα, ενώ το Φεβρουάριο του έτους 2009 απασχολήθηκε επί 7 ώρες την ημέρα από Δευτέρα έως Παρασκευή.
Το νόμιμο ημερομίσθιο της ενάγουσας, η οποία ήταν έγγαμη, γεγονός που δεν αμφισβητεί η εναγομένη και η οποία μέχρι 7.10.2008 δεν είχε συμπλήρωσε 3 έτη υπηρεσίας ανερχόταν:
Α) με την υπ’ αριθμό 39/2006 Διαιτητική Απόφαση "Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών όλης της χώρας", που κατατέθηκε στο Υπουργείο Απασχόλησης (αριθ. 23/8.8.2005) και κηρύχθηκε υποχρεωτική με την ΥΑ 12633/ 5.9.2006 (ΦΕΚ Β 1449/3.10.2006), από 1.1.2005 έως 31.8.2006 σε 34,31 ευρώ (Β’ 29.84 + 10% επίδομα γάμου + 5% επίδομα ανθυγιεινής εργασίας), από 1.9.2006 έως 31.12.2006 σε 35,51 ευρώ (Β 30.88 + 10% επίδομα γάμου + 5% επίδομα ανθυγιεινής εργασίας).
Β) Βάσει της από 12.4.2007 ΣΣΕ και της υπ’ αριθμό 19/2007 Διαιτητικής Απόφασης "Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας", που κατατέθηκε στο Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (αριθ. 34/11.5.2007) και κηρύχθηκε υποχρεωτική με την ΥΑ 37866/22.5.2008 (ΦΕΚ Β’ 1165/25.6.2008), από 1.1.2007 έως 31.08.2007, σε 36.58, από 1.9.2007 έως 31.12.2007 σε 32,76 + 10% επίδομα γάμου (3,28) + 5% επίδομα ανθυγιεινής εργασίας (1,54) και συνολικό 37,88 ευρώ και
Γ) βάσει της διετούς διάρκειας με αριθμό 11/2008 Διαιτητικής Απόφασης, που κατατέθηκε στο Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίες (αριθ. 6/6.6.2008) και κηρύχθηκε υποχρεωτική με την ΥΑ 51871/2240/11.7.2003 (ΦΕΚ Β’ 1448/23.7.2008), από 1.1.2008 έως 31.3.2008, σε 33.91 + 10% επίδομα γάμου (3,39) + 5% επίδομα ανθυγιεινής εργασίας (1,70) και συνολικά 39 ευρώ, από 1.9.2008 έως 7.10.2008 σε 35 ευρώ + 3,50 ευρώ επίδομα γάμου + 1,75 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, συνολικά δε 40,25 ευρώ, από 8.10.2008 που συμπλήρωσε τριετία μέχρι 31.12.2008 σε 40,25 + 2,10 το επίδομα τριετίας, σύνολο 42,35 ευρώ, από 1.1.2009 μέχρι 31.8.2009 σε 35,88 + 3,59 επίδομα γάμου + 1,79 επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 2.15 επίδομα τριετίας, συνολικά δε 43,41 και από 1.9.2009 μέχρι τον Ιούνιο 2011 σε 37,32 + 3,73 επίδομα γάμου + 1,87 επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 2,24 επίδομα τριετίας και συνολικά σε 45,16 ευρώ.
Έτσι το νόμιμο ωρομίσθιο της ενάγουσας, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανερχόταν:
α) από 1.1.2006 έως 31.8.2006 σε 5,15 ευρώ (34,31 Χ 0,15),
β) από 1.9.2006 έως 31.12.2006 σε 5,32 ευρώ (35,51 Χ 0,15),
γ) από 1.1.2007 έως 31.8.2007, σε 5,48 ευρώ (36,58 Χ 0,15),
δ) από 1.9.2007 έως 31.12.2007, σε 5,65 ευρώ (37,68 Χ 0.15),
ε) από 1.1.2008 έως 31.3.2008, σε 5,85 ευρώ (39 Χ 0,15),
στ) από 1.9.2008 έως 7.10.2008, σε 6,03 ευρώ (40,25 Χ 0.15),
ζ) από 8.10.2008 έως 31.12.2008 σε 6,34 ευρώ (42,35 Χ 0,15),
η) από 1.1.2009 μέχρι 31.8.2009 σε 6,51 ευρώ (43,41 Χ 0,15) και
θ) από 1.9.2009 μέχρι 30.6.2011 σε 6,77 ευρώ (45,16 Χ 0,15).
Η εναγομένη, παρόλο που η ενάγουσα προσέφερε κανονικά την συμφωνηθείσα εργασία της κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, απασχολούμενη και ορισμένα Σάββατα και Κυριακές κυρίως επί 4ώρες, δεν της κατέβαλλε τις, για την εργασία αυτή, νόμιμες αποδοχές της, ούτε τα προβλεπόμενα από τις πιο πάνω διατάξεις δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και τις αποδοχές και επιδόματα αδείας, αλλά πολύ μικρότερα χρηματικά ποσά.
Ειδικότερα:
Α) Κατά το έτος 2006 η ενάγουσα εργάσθηκε:
1) Τον Ιανουάριο:
α) 84 ώρες και δικαιούταν 432,60 ευρώ (84 Χ 5,15 ευρώ),
β) τρία Σάββατα επί 6 ώρες και δικαιούταν 92,70 ευρώ (18 ώρες Χ 5,15 ευρώ) και
γ) τρεις Κυριακές επί 8 ώρες και δικαιούταν 162,23 ευρώ (5,15 ευρώ + 75% = 9,01 ευρώ Χ 18 ώρες).
Συνολικά δε δικαιούταν 687,53 ευρώ (432,80 + 92,70 + 162,23), μείον 133,72 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (687,53 Χ 19,45%) = 553,80 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 454,14 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 99,68 ευρώ,
2) Τον Φεβρουάριο:
α) 102 ώρες και δικαιούταν 525,30 ευρώ (102 Χ 5,15 ευρώ),
β) δύο Σάββατα επί 6 ώρες και ένα Σάββατο επί 4 ώρες και δικαιούταν 82,40 ευρώ (16 ώρες Χ 5.1 ευρώ), και
γ) δύο Κυριακές επί 6 ώρες και μία Κυριακή επί 4 ώρες και δικαιούταν 144,16 ευρώ (5,15 ευρώ + 75% = 9,01 ευρώ Χ 16 ώρες). Συνολικά δε δικαιούταν 751,90 ευρώ (536,3 + 65,60 + 150,0), μείον 146,24 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (751,90 Χ 19,45%) = 605,66 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 433,07 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 122,59 ευρώ. 3)
Τον Μάρτιο:
α) 102 ώρες και δικαιούταν 525,30 ευρώ (102 Χ 5,15 ευρώ),
β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούταν 61,80 ευρώ (12 ώρες Χ 5,15) και
γ) τρεις Κυριακές και μία ημέρα αργίας επί 4 ώρες και δικαιούταν 144,20 ευρώ (5,15 ευρώ + 75% = 9,01 ευρώ Χ 16 ώρες).
Συνολικά δε δικαιούταν 731,30 ευρώ (525,30 + 61,80 + 144,20), μείον 142.23 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (731,30 Χ 19,45%) = 589,06 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 585,12 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 3.94 ευρώ.
4) Τον Απρίλιο:
α) 99 ώρες και δικαιούταν 509,87 ευρώ (99 Χ 5,15 ευρώ),
β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 6 ώρες και δικαιούταν 92,72 ευρώ (18 ώρες Χ 5,15 ευρώ) και
γ) 4 Κυριακές και δύο ημέρες αργίας επί 4 ώρες και δικαιούταν 216,26 ευρώ (5,15 + 75% = 9,01 Χ 24ώρες).
Συνολικά δε δικαιούταν 818,85 ευρώ (509,87 + 92,72 + 216,2), μείον 159,26 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (818,85 Χ 19.45%) = 659,58 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 668,01 ευρώ, δηλαδή κατέβαλε επιπλέον 8,43 ευρώ.
5) τον Μάιο:
α) 128 ώρες και δικαιούταν 659,22 ευρώ (120 Χ 5,15 ευρώ),
β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούταν 41,21 ευρώ (5,15 ευρώ Χ 8 ώρες) και
γ) δύο Κυριακές και μία ημέρα αργίας επί 4 ώρες και δικαιούταν 108,12 ευρώ (5,15 + 75% = 9,01 Χ 12).
Συνολικά δε δικαιούταν 808,55 ευρώ, μείον 157,26 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (808,55 Χ 19,45%) = 651,29 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 856,84 ευρώ και επομένως κατέβαλε επιπλέον 205,55 ευρώ.
6) τον Ιούνιο:
α) 117 ώρες και δικαιούταν 602,55 ευρώ (117 Χ 5,15 ευρώ),
β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούταν 61,80 ευρώ (12 ώρες Χ 5,15 ευρώ) και
γ) τρεις Κυριακές και μία ημέρα αργίας επί 4 ώρες και δικαιούταν 144,20 ευρώ (5,15 ευρώ + 75% = 9,01 ευρώ Χ 16 ώρες).
Συνολικά δε δικαιούταν 808,55 ευρώ (602,55 + 61,80 + 144,20), μείον 157,26 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (808,55 Χ 19,45%) = 651,29 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 544,29 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 107 ευρώ.
7) Τον Ιούλιο:
α) 96 ώρες και δικαιούταν 494.40 ευρώ (96 Χ 5,15 ευρώ),
β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούταν 61,80 ευρώ (12 ώρες Χ 5,15 ευρώ) και
γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούταν 108,15 ευρώ (5,15 ευρώ + 75%= 9,01 ευρώ Χ 12 ώρες).
Συνολικά δε δικαιούταν 664,35 ευρώ (494,40 + 61,80 + 108,15), μείον 129,21 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (664,35 Χ 19,45%) = 535,13 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 540,88 ευρώ, δηλαδή κατέβαλε επιπλέον 5,75 ευρώ
8) τον Αύγουστο α) 118 ώρες και δικαιούταν 607,70 ευρώ (118 Χ 5,15 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούταν 61,80 ευρώ (12 ώρες Χ 5,15 ευρώ), και γ) τρεις Κυριακές και μία ημέρα αργία επί 4 ώρες και δικαιούταν 144,16 ευρώ (5,15 ευρώ + 75%= 9,01 ευρώ Χ 16 ώρες). Συνολικά δε δικαιούταν 813,66 ευρώ (607,70 + 61,8 + 144,16), μείον 158,26 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (813,66 Χ 19.45%) = 655,40 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 636,15 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 19,25 ευρώ.
9) Τον Σεπτέμβριο: α) 142 ώρες και δικαιούται 755,44 ευρώ (142 Χ 5,32 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 9 ώρες, δικαιούται δε 90,44 ευρώ (17 ώρες Χ 5,32 ευρώ) και γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται 74,48 ευρώ (5,32 ευρώ + 75% = 9,31 ευρώ Χ δ ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 920,36 ευρώ (755,44 + 90,44 + 74,48), μείον 179 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (920,36 Χ 19,45%) = 741,36 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 595,41 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 145,95 ευρώ.
10) Τον Οκτώβριο: α) 128 ώρες και δικαιούται 680.96 ευρώ (128 Χ 5,32 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 6 ώρες, δικαιούται δε 53,20 ευρώ (10 ώρες Χ 5,32 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές και μία αργία επί 4 ώρες και δικαιούται 148,96 ευρώ (5,32 ευρώ + 75% = 9,31 ευρώ Χ 16 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 883,12 ευρώ (680.96 + 53,20 + 148,96), μείον 171,76 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (883,12 Χ 19,45%) = 711,36 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 598,71 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 112,64 ευρώ.
11) Το Νοέμβριο: α) 120 ώρες και δικαιούται 638,40 ευρώ (120 Χ 5,32 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται 63,84 ευρώ (12 ώρες Χ 5,32 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται δε 111,72 ευρώ (5,32 ευρώ + 75%= 9,31 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 813,96 ευρώ (638,40 + 63,84 + 111,72), μείον 158,31 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1001,52 Χ 19,45%) = 655,64 ευρώ. έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 500,06 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 155,58 ευρώ.
Και 12) τον Δεκέμβριο: α) 98 ώρες και δικαιούται 521.36 ευρώ (109 Χ 5,32 ευρώ), β) τέσσερα Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται 85,12 ευρώ (16 ώρες Χ 5.32 ευρώ) και γ) τέσσερις Κυριακές επί 4 ώρες, δικαιούται δε 148.96 ευρώ (5,32 ευρώ + 75% = 9,31 ευρώ Χ 16 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 755,44 ευρώ (521.36 + 85.12 + 148,96), μείον 146,93 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (755.44 Χ 19,45%) = 608.51 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 493.33 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 115.18 ευρώ.
Επομένως, για το έτος 2006, η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα, για τις διαφορές αποδοχών συνολικά το ποσό των 662,06 ευρώ, ήτοι 881,79 ευρώ οι συνολικές δικαιούμενες διαφορές (99,56 + 122,59 + 3,94 + 107+ 19,25 + 145,95 + 112,64 + 155,58 + 115,18), μείον 219,73 ευρώ οι επιπλέον ληφθείσες αποδοχές των μηνών Απριλίου, Μαΐου και Ιουλίου.
Β) Κατά το έτος 2007 η ενάγουσα εργάσθηκε:
1) Τον Ιανουάριο: α) 125 ώρες και δικαιούται 685 ευρώ (125 Χ 5,48 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 8 ώρες και δικαιούται 109,60 ευρώ (20 ώρες Χ 5,48 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται 115,08 ευρώ (5,48 ευρώ + 75% = 9,59 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 909,88 ευρώ (685 + 109,60 + 115,08). μείον 176,93 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (909,68 Χ 19.45%) = 732,75 ευρώ. έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 584,90 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 147,85 ευρώ.
2) Τον Φεβρουάριο: α) 107 ώρες και δικαιούται 586,36 ευρώ (107 Χ 5,48 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 6 ώρες και ένα Σάββατο επί 4 ώρες και δικαιούται 87.68 ευρώ (16 ώρες Χ 5,48 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 163.03 ευρώ (5.48 ευρώ + 75% = 9,59 ευρώ Χ 17 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 837,07 ευρώ (586,36 + 87.68 + 163,03, μείον 162,81 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (837,07 Χ 19.45%) = 674,26 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 523,76 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 150,50 ευρώ.
3) Τον Μάρτιο: α) 135 ώρες και δικαιούται 739,80 ευρώ (135 Χ 5.48 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 8 ώρες και δικαιούται 109,60 ευρώ (20 ώρες Χ 5,48 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται 115.08 ευρώ (5.48 ευρώ + 75% = 9,59 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 964,48 ευρώ (739,80 + 109,60 + 115,08), μείον 187,59 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (964,48 Χ 19,45%) = 776.89 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 618,90 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 157,99 ευρώ.
4) Τον Απρίλιο: α) 118 ώρες και δικαιούται 646.64 ευρώ (118 Χ 5,48 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 8 ώρες, δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 9 ώρες και δικαιούται 137 ευρώ (25 ώρες Χ 5.48 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται 115,08 ευρώ. Συνολικά δε δικαιούται 888,72 ευρώ (646,64 + 137 + 115,08), μείον 174,80 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (898,72 Χ 19.45%) = 723 92 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 533,50 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 190,42 ευρώ
5) τον Μάιο: α) 131 ώρες και δικαιούται 717,88 ευρώ (131 Χ 5,48 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες και δικαιούται 71,24 ευρώ (5,48 ευρώ Χ 13 ώρες) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 163,03 ευρώ (5.48 + 75% = 9,59 ευρώ). Συνολικά δε δικαιούται 952.15 (717,88 + 71,24 + 163,03) ευρώ, μείον 185,19 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (952,15 Χ 19,45%) = 766,96 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 658,45 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 108,51 ευρώ.
6) τον Ιούνιο: α) 117 ώρες και δικαιούται 641,16 ευρώ (117 Χ 5,48 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και δύο Σάββατα επί 5 ώρες και δικαιούται 98,64 ευρώ (18 ώρες Χ 5,43 ευρώ) και γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 124 67 ευρώ (5,48 ευρώ + 75% = 9,59 ευρώ Χ 13 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 864,47 ευρώ (641,16 + 98,64 + 124,67), μείον 168.13 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (864,47 Χ 19,45%) = 696,34 ευρώ. έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 555,65 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 140,68 ευρώ.
7) Τον Ιούλιο: α) 140 ώρες και δικαιούται 767,20 ευρώ (140 Χ 5,48 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 7 ώρες και δικαιούται 60,28 ευρώ (11 ώρες Χ 5.48 ευρώ), γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται 115,08 ευρώ (5.48 ευρώ Χ 75% = 9.59 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 942,56 ευρώ (767,20 + 60.28 + 115,08), μείον 183,32 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (942,56 Χ 19,45%) = 759.23 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 906,30 ευρώ, δηλαδή κατέβαλε επιπλέον 147,07 ευρώ.
8) τον Αύγουστο: α) 108 ώρες και δικαιούται 591,84 ευρώ (108 Χ 5,48 ευρώ). β) ένα Σάββατο επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες και δικαιούται 49.32 ευρώ (9 ώρες Χ 5,48 ευρώ) και γ) μία Κυριακή επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 88,31 ευρώ (5,48 ευρώ + 75% = 9,59 ευρώ Χ 9 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 727,47 ευρώ (591,84 + 49,32 + 86,31 + 98,64), μείον 141,49 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (727,47 Χ 19,45%) = 585,98 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 586,83 ευρώ και επομένως κατέβαλε περισσότερα 0,85 ευρώ.
9) Τον Σεπτέμβριο: α) 148 ώρες και δικαιούται 836,20 ευρώ (148 Χ 5,65 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και δύο Σάββατα επί 5 ώρες, δικαιούται δε 101,70 ευρώ (18 ώρες Χ 5,65 ευρώ), γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες και δύο Κυριακές επί 5 ώρες και δικαιούται 178,02 ευρώ (5,65 ευρώ + 75% = 9,89 ευρώ Χ 18 ώρες).
Συνολικά δε δικαιούται 1.115,92 ευρώ (836,20 + 101,70 + 178,02), μείον 217,04 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.115,92 Χ 19,45%) = 898,88 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 679.72 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 219,16 ευρώ.
10) Τον Οκτώβριο: α) 131 ώρες και δικαιούται 740,15 ευρώ (131 Χ 5,65 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 4 ώρες, ένα Σάββατο επί 5 ώρες και δύο Σάββατα επί 7 ώρες και δικαιούται 129,95 ευρώ (23 ώρες Χ 5,65 ευρώ), γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 168,13 ευρώ (5,65 ευρώ + 75% = 9,89 ευρώ Χ 16 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.038.23 ευρώ (740,15 + 129,95 + 168,13), μείον 201.93 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.038.23 Χ 19,45%) = 836,30 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 695,49 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 140,81 ευρώ.
11) Το Νοέμβριο: α) 94 ώρες και δικαιούται 531,10 ευρώ (94 Χ 5,65 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 6 ώρες και δικαιούται 79,10 ευρώ (14 ώρες Χ 5,65 ευρώ), γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες, δικαιούται δε 128.57 ευρώ (5,65 ευρώ + 75% = 9,89 ευρώ Χ 13 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 738,77 ευρώ (531,10 + 79,10 + 128,57), μείον 143,69 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (738,77 Χ 19,45%) = 595,08 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 594,64 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 0,44 ευρώ.
Και 12) τον Δεκέμβριο: α) 106 ώρες και δικαιούται 598,90 ευρώ (106 Χ 5,65 ευρώ), β) τέσσερα Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται 90,40 ευρώ (16 ώρες Χ 5,65 ευρώ), γ) τέσσερις Κυριακές επί 4 ώρες, δικαιούται δε 158,24 ευρώ (5,85 ευρώ + 75% = 9,89 ευρώ Χ 18 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 847,54 ευρώ (598,90 + 90.40 + 158,24), μείον 184,84 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (847,54 Χ 19,45%) = 682,70 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 535,27 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 147,43 ευρώ.
Επομένως, για το έτος 2007, η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα, για τις διαφορές αποδοχών, συνολικά το ποσό των 1.255.87 ευρώ, ήτοι 1.403,79 οι συνολικές δικαιούμενες διαφορές, μείον 147,92 ευρώ οι επιπλέον ληφθείσες αποδοχές των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου. Γ)
Κατά το έτος 2008 η ενάγουσα εργάσθηκε:
1) Τον Ιανουάριο: α) 125 ώρες και δικαιούται 731,25 ευρώ (125 Χ 5,85 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 76,05 ευρώ (13 ώρες Χ 5,85 ευρώ) και γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες, μία Κυριακή και μία αργία επί 5 ώρες, δικαιούται δε 184,32 ευρώ (5,85 ευρώ + 75% = 10,24 ευρώ Χ 18 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 991,62 ευρώ (731,25 + 76,05 + 184,32), μείον 192,87 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (991,62 Χ 19,45%) = 798,75 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 831,29 ευρώ και επομένως η εναγομένη κατέβαλε επιπλέον 32,54 ευρώ.
2) Τον Φεβρουάριο: α) 105 ώρες και δικαιούται 814,25 ευρώ (105 Χ 5.85 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 99,45 ευρώ (17 ώρες Χ 5,85 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται 122,88 ευρώ (5,85 ευρώ + 75% = 10,24 ευρώ Χ 20 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 836,58 ευρώ (614,25 + 99,45 + 122,88), μείον 162,71 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (836,58 Χ 19,45%) = 673,87 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 535,53 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 138.34 ευρώ.
3) Τον Μάρτιο: α) 113 ώρες και δικαιούται 661,05 ευρώ (113 Χ 5,85 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες και δικαιούται 76.05 ευρώ (13 ώρες Χ 5,85 ευρώ, και γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες, μία Κυριακή επί 5 ώρες και δύο αργίες επί 4 ώρες και δικαιούται 215,04 ευρώ (5,85 ευρώ + 75% = 10,24 ευρώ Χ 21 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 952,14 ευρώ (861,05 + 76,05 + 215,04), μείον 185,19 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (952,14 Χ 19,45%) = 766,95 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 562,99 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 203,96 ευρώ.
4) Τον Απρίλιο: α) 129 ώρες και δικαιούται 754,65 ευρώ (129 Χ 5,85 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται 46,80 ευρώ (5,85 ευρώ Χ 8) και γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 133,12 ευρώ (5,85 ευρώ + 75% = 10,24 ευρώ Χ 13 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 934,57 ευρώ (754,65 + 46,80 + 133,12), μείον 181,77 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (934.57 Χ 19,45%) = 752.80 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 600,29 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 152,51 ευρώ.
5) Τον Μάιο: α) 100 ώρες και δικαιούται 585 ευρώ (100 Χ 5,85 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 4 ώρες και δικαιούται 23,40 ευρώ (5,85 ευρώ Χ 4 ώρες) και γ) μία Κυριακή επί 5 ώρες, μία Κυριακή και μία αργία επί 4ώρες και δικαιούται 133,12 ευρώ (5.85 ευρώ + 75% = 10.24 ευρώ Χ 13 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 741,52 ευρώ (585 + 23,40 +133,12). μείον 144,22 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (741,52 Χ 19,45%) = 597,30 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 598,51 ευρώ και επομένως η εναγομένη κατέβαλε επιπλέον 0,99 ευρώ.
6) τον Ιούνιο: α) 119 ώρες και δικαιούται 696,15 ευρώ (119 Χ 5,85 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 7 ώρες και δικαιούται 87,75 ευρώ (15 ώρες Χ 5.85 ευρώ) και γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί ώρες και δικαιούται 133,12 ευρώ (5.85 ευρώ + 75% = 10,24 ευρώ Χ 13 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 917,02 ευρώ (696,15 + 87,75 + 133,12), μείον 178,36 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (917,02 Χ 19.45%) = 738,66 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 597,67 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 140,99 ευρώ.
7) Τον Ιούλιο: α) 118 ώρες και δικαιούται 690,30 ευρώ (118 Χ 5,85 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες και δικαιούται 99,45 ευρώ (17 ώρες Χ 5,85 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 174,08 ευρώ (5,85 ευρώ + 75% = 10,24 ευρώ Χ 17 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 963,83 ευρώ (690,30 + 99,45 + 174,03), μείον 187,46 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (963,83 Χ 19,45%) = 776,37 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 613,03 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 163,34 ευρώ.
8) τον Αύγουστο: α) 80 ώρες και δικαιούται 468 ευρώ (80 Χ 5,85 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες και δικαιούται 93,45 ευρώ (17 ώρες Χ 5,85 ευρώ) και γ) μία Κυριακή επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 92.16 ευρώ (5,85 ευρώ + 75% = 10.24 ευρώ Χ 9 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 659,61 ευρώ (468 + 99,5 + 92,16), μείον 128,29 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (659,61 Χ 19,45%) = 531,32 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 655,04 ευρώ και επομένως κατέβαλε επιπλέον 123,72 ευρώ.
9) Τον Σεπτέμβριο: α) 122 ώρες και δικαιούται 735,66 ευρώ (122 Χ 6,03 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες και δικαιούται 78,39 ευρώ (13 ώρες Χ 6.03 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες. δικαιούται δε 126.60 ευρώ (6.03 ευρώ + 75% = 10,55 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 940,65 ευρώ (735,66 + 78.39 + 126,60), μείον 182,95 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (940,65 Χ 19,45%) = 757,70 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 587,27 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 170,43 ευρώ.
10) Τον Οκτώβριο: 1) για τις πέντε πρώτες ημέρες επί 6 ώρες και δικαιούται 180,90 ευρώ (30 ώρες Χ 6,03) και 2) από 8 Οκτωβρίου που συμπλήρωσε τριετία εργάσθηκε; α) 77 ώρες και δικαιούται 488,18 ευρώ (77 Χ 6,34 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 107,78 ευρώ (17 ώρες Χ 6,34 ευρώ), γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες, δικαιούται δε 188,70 ευρώ (6,34 ευρώ Χ 75% = 11,1 ευρώ Χ 17 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 965,56 ευρώ (180,90 + 488.18 + 107,78 + 188,70), μείον 187,80 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (965,56 Χ 19,45%) = 777,76 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 591,66 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 186,10 ευρώ.
11) Το Νοέμβριο: α) 117 ώρες και δικαιούται 741,78 ευρώ (117 Χ 6,34 ευρώ), β) τέσσερα Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 133,14 ευρώ (21 ώρες Χ 6,34 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 188,70 ευρώ (6,34 ευρώ + 75% = 11,1 ευρώ Χ 17 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.053,62 ευρώ (74178 + 133,14 + 188.70), μείον 206,87 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.063,62 Χ 19,45%) = 856,75 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 621,10 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 235,65 ευρώ.
Και 12) τον Δεκέμβριο: α) 57 ώρες και δικαιούται 361,38 ευρώ (57 Χ 6.34 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες και δικαιούται 57,06 ευρώ (9 ώρες Χ 6,34 ευρώ), γ) δύο Κυριακές και μία αργία επί 4 ώρες, δικαιούται δε 133,20 ευρώ (6,34 ευρώ + 75% =11,1 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 551,64 ευρώ (361,38 + 57,06 + 133.20), μείον 107.29 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (551,64 Χ 19,45%) = 444,35 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 557,79 ευρώ και επομένως κατέβαλε επιπλέον 113,44 ευρώ.
Συνεπώς για το έτος 2008 η εναγομένη οφείλει συνολικά στην ενάγουσα το ποσό των 1.120,63 ευρώ, ήτοι 1.391,32 ευρώ οι συνολικές δικαιούμενες διαφορές, μείον 270,69 ευρώ οι επιπλέον ληφθείσες αποδοχές μηνών Ιανουαρίου, Μαΐου, Αυγούστου και Δεκεμβρίου.
Δ) Κατά το έτος 2009 η ενάγουσα εργάσθηκε:
1) Τον Ιανουάριο: α) 116 ώρες και δικαιούται 755,16 ευρώ (116 Χ 6,51 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 110,67 ευρώ (17 ώρες Χ 6,51 ευρώ) και γ) δύο Κυριακές και μία αργία επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες, δικαιούται δε 193,63 ευρώ (6,51 ευρώ + 75% = 11,39 ευρώ Χ 17 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.059,46 ευρώ (755,16 + 110,67 + 193,63), μείον 206,06 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.059.46 Χ 19,45%) = 853.40 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 702,02 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 151,38 ευρώ.
2) Τον Φεβρουάριο: α) 76 ώρες και δικαιούται 494,76 ευρώ (76 Χ 6,51 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 110,67 ευρώ (17 ώρες Χ 6,51 ευρώ) και γ) τέσσερις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται 182,24 ευρώ (6,51 ευρώ + 75% = 11.35 ευρώ Χ 16 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 787,67 ευρώ (494,76 + 110,67 + 182,24), μείον 153,20 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (787.67 Χ 19,45%) = 634.47 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 435.26 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 199,21 ευρώ.
3) Τον Μάρτιο: α) 111 ώρες και δικαιούται 722,61 ευρώ (111 Χ 6,51 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται 78,12 ευρώ (12 ώρες Χ 6.51) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 193,63 ευρώ (6,51 ευρώ + 75% = 11,39 ευρώ Χ 17 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 994,36 ευρώ (722,61 + 78.12 + 193,63), μείον 193,40 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (994,36 Χ 19,45%) = 800,96 ευρώ. έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 595,44 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 205,52 ευρώ.
4) Τον Απρίλιο: α) 125 ώρες και δικαιούται 813,75 ευρώ (125 Χ 6,51 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται 78,12 ευρώ (6,51 Χ 12) και γ) δύο Κυριακές και μία εργάσιμη επί 4 ώρες και δικαιούται 136,68 ευρώ (6.51 ευρώ + 75% = 11,39 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.028.55 ευρώ (813,75 + 78,12 + 133,12), μείον 200,05 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.028,55 Χ 19,45%) = 828,50 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 605,60 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 221.90 ευρώ.
5) Τον Μάιο: α) 113 ώρες και δικαιούται 735,63 ευρώ (113 Χ 6,51 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 4 ώρες και δύο Σάββατα επί 5 ώρες και δικαιούται 91,14 ευρώ (6,51 ευρώ Χ 14 ώρες) και γ) τρεις Κυριακές και μία αργία επί 4 ώρες και δικαιούται 182,24 ευρώ (6,51 ευρώ + 75% = 11,39 ευρώ Χ 16 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.009,01 ευρώ (735,63 + 91,14 + 182.24), μείον 196,25 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.009,01 Χ 19.45%) - 812,76 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 604,63 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 208,13 ευρώ.
6) τον Ιούνιο: α) 124 ώρες και δικαιούται 807,24 ευρώ (124 Χ 6,51 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 5 ώρες και δικαιούται 65,10 ευρώ (10 ώρες Χ 6,51 ευρώ). και γ) μία Κυριακή και μία αργία επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 148,07 ευρώ (6,51 ευρώ + 75% =11,39 ευρώ Χ 13 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.020,41 ευρώ (807,24 + 65,10 + 148,07), μείον 198,47 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.020,41 Χ 19,45%) = 821,94 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 602,91 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 219,03 ευρώ.
7) Τον Ιούλιο: α) 85 ώρες και δικαιούται 553,35 ευρώ (85 Χ 6,51 ευρώ), β) τέσσερα Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται 104,16 ευρώ (16 ώρες Χ 6,51 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 193,63 ευρώ (6.51 ευρώ + 75% = 11,39 ευρώ Χ 17 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 851,14 ευρώ (553,35 + 104,16 + 183,63), μείον 165,55 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (851,14 Χ 19,45%) = 685,59 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 626,86 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 58,73 ευρώ.
8) τον Αύγουστο: α) 93 ώρες και δικαιούται 605,43 ευρώ (93 Χ 6,51 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες και δικαιούται 84,63 ευρώ (13 ώρες Χ 6,51 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται 136,68 ευρώ (6,51 ευρώ + 75% = 11,39 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 826,74 ευρώ (605,43 + 84,63 + 136,68), μείον 160,80 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (826,74 Χ 19,45%) = 665,94 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 644,75 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 21,19 ευρώ.
9) Τον Σεπτέμβριο: α) 87 ώρες και δικαιούται 588,99 ευρώ (87 Χ 6,77 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες και δικαιούται 88,10 ευρώ (13 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες, δικαιούται δε 154,05 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 13 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 831,14 ευρώ (588,99 + 88,10 + 154.05), μείον 161,65 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (831,14 Χ 19,45%) = 669,49 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 596,60 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 72,89 ευρώ.
10) Τον Οκτώβριο: α) 113 ώρες και δικαιούται 765,01 ευρώ (113 Χ 6,77 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες, ένα Σάββατο επί 5 ώρες και ένα Σάββατο επί 6 ώρες, δικαιούται δε 128,63 ευρώ (19 ώρες Χ 6,77 ευρώ), γ) δύο Κυριακές και δύο αργίες επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες, δικαιούται δε 248,85 ευρώ (6,77 ευρώ Χ 75% = 11,85 ευρώ Χ 21 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.142,49 ευρώ ( 755,01 + 128,63 + 248,85), μείον 222,21 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.142.49 Χ 19,45%) = 920,28 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 849,28 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 271 ευρώ.
11) Το Νοέμβριο: α) 113 ώρες και δικαιούται 765,01 ευρώ (113 Χ 6,77 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες, δικαιούται δε 54,16 ευρώ (8 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται 142,20 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 961,37 ευρώ (765,01 +54,16 + 142,20), μείον 186,98 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (961,37 Χ 19,45%) = 774,39 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 562.94 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 211,45 ευρώ.
Και 12) τον Δεκέμβριο: α) 82 ώρες και δικαιούται 555,14 ευρώ (82 Χ 6,77 ευρώ), β) τέσσερα Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται 108,32 ευρώ (16 ώρες Χ 6,77 ευρώ), γ) δύο Κυριακές και μία αργία επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες, δικαιούται δε 193,63 ευρώ (6,34 ευρώ + 75% = 11,1 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 857,09 ευρώ (555,14 + 108,32 + 193,63), μείον 166,70 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (857,09 Χ 19,45%) = 690,39 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 497,75 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 192,64 ευρώ.
Συνεπώς για το έτος 2009 η εναγομένη οφείλει συνολικά στην ενάγουσα το ποσό των 2.033,07 ευρώ.
Ε) Κατά το έτος 2010 η ενάγουσα εργάσθηκε:
1) Τον Ιανουάριο: α) 122 ώρες και δικαιούται 825,94 ευρώ (122 Χ 6,77 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 8 ώρες και ένα Σάββατο επί 4 ώρες και δικαιούται 81.24 ευρώ (12 ώρες Χ 6.77 ευρώ) και γ) μία Κυριακή και μία αργία επί 4 ώρες, δικαιούται δε 94,80 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 8 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1 001,98 ευρώ (825,94 + 31,24 + 94.80), μείον 194,88 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1 001 98 Χ 19.45%) = 807,10 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 628,06 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 179,04 ευρώ.
2) Τον Φεβρουάριο: α) 101 ώρες και δικαιούται 683,77 ευρώ (101 Χ 6,77 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες, δικαιούται δε 54,18 ευρώ (8 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες, δικαιούται δε 94,80 ευρώ (6,77 ευρώ Χ 75% = 11,85 ευρώ Χ 8 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 832,73 ευρώ ( 683,77 + 54,16 + 94,80), μείον 161,93 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (832,73 Χ 19,45%) = 670,77 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 592,63 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 78,14 ευρώ.
3) Το Μάρτιο: α) 122 ώρες και δικαιούται 825,94 ευρώ (122 Χ 6,77 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 7 ώρες, δικαιούται δε 74,47 ευρώ (11 ώρες Χ 6.77 ευρώ) και γ) μία Κυριακή και μία αργία επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες και δικαιούται 154,05 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 13 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.054,46 ευρώ (825.94 +74,47 + 154.05), μείον 205.09 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.054,46 Χ 19,45%) = 849,37 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 564,50 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 284,87 ευρώ
4) Τον Απρίλιο: α) 102 ώρες και δικαιούται 690,54 ευρώ (102 Χ 6.77 ευρώ). β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται 54,16 ευρώ (8 ώρες Χ 6,77 ευρώ), γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες και μία αργία επί 8 ώρες, δικαιούται δε 189,60 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 16 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 934,30 ευρώ (690,54 + 54,16 + 189,60), μείον 181,72 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (934,30 Χ 19,45%) = 752,58 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 647,20 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 105,38 ευρώ.
5) Τον Μάιο: α) 117 ώρες και δικαιούται 792,09 ευρώ (117 Χ 6,77 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες και δικαιούται 81,24 ευρώ (12 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) μία Κυριακή επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 5 ώρες, δικαιούται δε 106,65 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 9 ώρες).
Συνολικά δε δικαιούται 979,98 ευρώ (792,09 + 81,24 + 106.65), μείον 190,60 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (979,98 Χ 19,45%) = 789,38 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 572,65 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 216,73 ευρώ,
6) Τον Ιούνιο: α) 95 ώρες και δικαιούται 643,15 ευρώ (95 Χ 6,77 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 88,01 ευρώ {13 ώρες Χ 6,77 ευρώ), γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες, δικαιούται δε 142,20 ευρώ {6,77 ευρώ Χ 75% - 11,85 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 873,36 ευρώ (643,15 + 88,01 + 142,20), μείον 169,86 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (873,36 Χ 19,45%) = 703,50 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 635,44 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 68,06 ευρώ,
7) Τον Ιούλιο: α) 126 ώρες και δικαιούται 353,02 ευρώ (126 Χ 6.77 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 4 ώρες, δικαιούται δε 54.16 ευρώ (8 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) δύο Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται 94,80 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 8 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.001,98 ευρώ (853.02 + 54,16 + 94,80), μείον 194,88 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.001,98 Χ 19,45%) = 807.10 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 560,63 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 246,47 ευρώ.
8) Τον Αύγουστο: α) 111 ώρες και δικαιούται 751,47 ευρώ (111 Χ 6,77 ευρώ), μείον 146,16 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (751,47 Χ 19,45%) = 605,31 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 614.81 ευρώ, δηλαδή κατέβαλε επιπλέον 9,50 ευρώ. 9)
Τον Σεπτέμβριο: α) 126 ώρες και δικαιούται 853,02 ευρώ (126 Χ 6,77 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 8 ώρες και δικαιούται 108.32 ευρώ (16 ώρες Χ 6.77 ευρώ) και γ) μία Κυριακή επί 4 ώρες, δικαιούται δε 47 40 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11.85 ευρώ Χ 4 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.008.74 ευρώ (853,02 + 108.32 + 47,40), μείον 196.19 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.008,74 Χ 19.45%) = 812.55 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 576,12 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 236,43 ευρώ.
10) Τον Οκτώβριο: α) 74 ώρες και δικαιούται 500,98 ευρώ (74 Χ 5,34 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 8 ώρες και ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 88,01 ευρώ (15 ώρες Χ 6,77 ευρώ), γ) μία Κυριακές επί 8 ώρες, δικαιούται δε 94,80 ευρώ (6,77 ευρώ Χ 75% = 11,85 ευρώ Χ 8 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 683,79 ευρώ (500,98 + 88,01 + 34,80), μείον 132,99 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (683,79 Χ 19,45%) = 550,80 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 599,33 ευρώ και επομένως κατέβαλε επιπλέον 48,53 ευρώ.
11) Το Νοέμβριο: α) 106 ώρες και δικαιούται 717,62 ευρώ (106 Χ 6,77 ευρώ), β) τρία Σάββατα επί 4 ώρες. δικαιούται δε 81,24 ευρώ (12 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) τρεις Κυριακές επί 4 ώρες και δικαιούται 142,20 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 941,06 ευρώ (717,62 + 81.24 + 142,20), μείον 183.03 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (9641,06 Χ 19,45%) = 758,03 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 621,35 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 136,68 ευρώ.
Και 12) τον Δεκέμβριο: α) 142 ώρες και δικαιούται 961,34 ευρώ (142 Χ 6,77 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 4 ώρες και ένα Σάββατο επί 8 ώρες και δικαιούται 81,24 ευρώ (12 ώρες Χ 6,77 ευρώ), γ) μία Κυριακή επί 4 ώρες και μία Κυριακή επί 8 ώρες, δικαιούται δε 142,20 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 12 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.184,78 ευρώ (961,34 + 81,24 + 142,20), μείον 230,43 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.184,78 Χ 19,45%) = 954.35 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 701,65 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 252,70 ευρώ.
Συνεπώς για το έτος 2010 η εναγομένη οφείλει συνολικά στην ενάγουσα το ποσό των 1.746,47 ευρώ, ήτοι 1804,50 ευρώ οι οφειλόμενες διαφορές αποδοχών, μείον 58,053 ευρώ οι επιπλέον καταβληθείσες.
Και ΣΤ) Κατά το έτος 2011 η ενάγουσα εργάσθηκε: 1) Τον Ιανουάριο: α) 114 ώρες και δικαιούται 771,78 ευρώ (114 Χ 6,77 ευρώ) και β) ένα Σάββατο επί 8 ώρες και ένα Σάββατο επί 4 ώρες και δικαιούται 81.24 ευρώ (12 ώρες Χ 6,77 ευρώ). Συνολικά δε δικαιούται 853,02 ευρώ (771,78 + 81,24), μείον 165,91 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (853,02 Χ 19,45%) = 687,11 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 434,88 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 252,23 ευρώ.
2) Τον Φεβρουάριο: α) 102 ώρες και δικαιούται 690,54 ευρώ (102 Χ 6,77 ευρώ). β) ένα Σάββατο επί 4 ώρες, δικαιούται δε 27,08 ευρώ (4 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) μία Κυριακή επί 8 ώρες, μία Κυριακή επί 6 ώρες και μία Κυριακή επί 7 ώρες, δικαιούται δε 248,85 ευρώ (6,77 ευρώ Χ 75% = 11.85 ευρώ Χ 21 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 966,47 ευρώ (690.54 +27.03 + 248.85), μείον 187.96 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (966,47 Χ 19,45%) = 778,51 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 549,90 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 228,61 ευρώ
3) Το Μάρτιο: α) 84 ώρες και δικαιούται 568,68 ευρώ (84 Χ 6,77 ευρώ), β) δύο Σάββατα επί 9 ώρες, δικαιούται δε 121,86 ευρώ (18 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) δύο Κυριακές επί 8 ώρες και μία αργία επί 7 ώρες και δικαιούται 272.55 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 23 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 963,09 ευρώ (568,68 + 121,86 + 272,55), μείον 187.32 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (963.09 Χ 19.45%) = 775,77 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 631,09 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 144,68 ευρώ.
4) Τον Απρίλιο, α) 123 ώρες και δικαιούται 832,71 ευρώ (123 Χ 677 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 7 ώρες και ένα Σάββατο επί 8 ώρες και δικαιούται 101,55 ευρώ (15 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) μία Κυριακή επί 7 ώρες. δικαιούται δε 82.95 ευρώ (6.77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 7 ώρες). Συνολικά δε δικαιούται 1.017,21 ευρώ (832,71 + 101,55 + 82,95), μείον 197.85 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.017.21 Χ 19,45%) = 819,36 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 616,59 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 202,77 ευρώ.
5) Τον Μάιο: α) 122 ώρες και δικαιούται 825,94 ευρώ (122 Χ 6,77 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 8 ώρες και ένα Σάββατο επί 7 ώρες και δικαιούται 101,55 ευρώ (15 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) μία Κυριακή επί 7 ώρες και μία αργία επί 8 ώρες, δικαιούται δε 177.75 ευρώ (6,77 ευρώ + 75% = 11,85 ευρώ Χ 15 ώρες).
Συνολικά δε δικαιούται 1.105,24 ευρώ (825,94 + 101,55 + 177,75), μείον 214,97 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (1.105,248 Χ 19,45%) = 890.27 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 622,39 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 267,88 ευρώ.
Και 6) Τον Ιούνιο: α) 107 ώρες και δικαιούται 724,39 ευρώ (107 Χ 6,77 ευρώ), β) ένα Σάββατο επί 5 ώρες, δικαιούται δε 33,85 ευρώ (13 ώρες Χ 6,77 ευρώ) και γ) μία Κυριακή επί 5 ώρες, δικαιούται δε 59,25 ευρώ (8,77 ευρώ Χ 75% = 11,85 ευρώ Χ 5 ώρες).
Συνολικά δε δικαιούται 817,49 ευρώ (724,39 + 33,85 + 59,25), μείον 159,00 ευρώ οι προβλεπόμενες κρατήσεις (817,49 Χ 19,45%) = 658,49 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη δεν κατέβαλε κανένα ποσό.
Συνεπώς για το έτος 2011 η εναγομένη οφείλει συνολικά στην ενάγουσα το ποσά των 1.754,66 ευρώ. Συνολικά δε, κατά το χρονικά διάστημα των ετών 2006 έως και 2011, η εναγομένη όφειλε στην ενάγουσα, για τις διαφορές των μηνιαίων αποδοχών της, το ποσό των 8.571,89 ευρώ (662.06 + 1.255 + 1.120.63 + 2.033.07 + 1.746,47 + 1.754,66).
Επίσης για διαφορές επιδομάτων εορτών, επιδομάτων αδείας και αποδοχών αδείας η εναγομένη όφειλε στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 6.431,70 ευρώ.
Ειδικότερα: Α) Για το έτος 2006: α) για δώρο Πάσχα, δικαιούται 482, 81 ευρώ, μείον 93,90 ευρώ οι κρατήσεις (482.81 Χ 19,45%) = 388,90 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 255,13 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 133,77 ευρώ, 2) για δώρο Χριστουγέννων δικαιούται 831,24 ευρώ. μείον 161,67 ευρώ οι κρατήσεις (831,24 Χ 19,45%) = 669,57 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 512,18 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 157,39 ευρώ. γ) για το επίδομα αδείας δικαιούται 414,96 ευρώ, μείον 80,70 ευρώ οι κρατήσεις (414,96 Χ 19,45%) = 334,25 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη δεν κατέβαλε κανένα ποσό και δ) για τις αποδοχές αδείας δικαιούται 638,40 ευρώ, μείον 124,16 ευρώ οι κρατήσεις (638.40 Χ 19,45%) = 514,23 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη δεν κατέβαλε κανένα ποσό. Συνολικά δε για το έτος 2006 όφειλε 1.138.64 ευρώ (133,77 + 157,39 + 334.25 + 514,23). Β)
Για το έτος 2007: α) για δώρο Πάσχα, δικαιούται 513,74 ευρώ, μείον 99,92 ευρώ οι κρατήσεις (513,74 Χ 19,45%) = 413,82 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 265,86 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 147,96 ευρώ. 2) για δώρο Χριστουγέννων δικαιούται 882,81 ευρώ, μείον 171,70 ευρώ οι κρατήσεις (882,81 Χ 19,45%) = 711, ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 565,43 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 145,67 ευρώ, γ) για το επίδομα αδείας δικαιούται 440,70 ευρώ, μείον 85,71 ευρώ οι κρατήσεις {440,70 Χ 19,45%) = 354,98 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη δεν κατέβαλε κανένα ποσό και δ) νια τις αποδοχές αδείας δικαιούται 711,90 ευρώ, μείον 138,46 ευρώ οι κρατήσεις (711,90 Χ 19,45%) = 573,43 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη δεν κατέβαλε κανένα ποσό. Συνολικά δε για το έτος 2007 όφειλε 1.222,04 ευρώ (147,96 + 145,67 + 354,98 + 573,43). Γ)
Για το έτος 2008: α) για δώρο Πάσχα, δικαιούται 548,43 ευρώ. μείον 106.67 ευρώ οι κρατήσεις (548,43 Χ 19,45%) = 441,76 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 283,87 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 157,89 ευρώ. β) για δώρο Χριστουγέννων δικαιούται 914,06 ευρώ, μείον 177,78 ευρώ οι κρατήσεις (914,06 Χ 19,45%) = 736,28 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 567,74 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 168.53 ευρώ, γ) για το επίδομα αδείας δικαιούται 456,30 ευρώ, μείον 88,75 ευρώ οι κρατήσεις (456,30 Χ 19,45%) = 367.54 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 283,87 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 83,67 ευρώ και δ) για τις αποδοχές αδείας δικαιούται 772,20 ευρώ, μείον 150,19 ευρώ οι κρατήσεις (772.20 Χ 19,45%) = 622 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη δεν κατέβαλε κανένα ποσό Συνολικά δε για το έτος 2008 όφειλε 1.032,09 ευρώ (157,89 + 168,53 + 83,67 + 622). Δ)
Για το έτος 2009: α) για δώρο Πάσχα, δικαιούται 610,31 ευρώ, μείον 118,70 ευρώ οι κρατήσεις (610,31 Χ 19,45%) = 491,60 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 309,50 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 182,10 ευρώ. 2) για δώρο Χριστουγέννων δικαιούται 1.057,81 ευρώ, μείον 205,74 ευρώ οι κρατήσεις (1.057.81 Χ 19,45%) = 852.06 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 512,34 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 339,72 ευρώ, γ) για το επίδομα αδείας δικαιούται 528,06 ευρώ, μείον 102 70 οι κρατήσεις (528,06 Χ 19,45%) = 425,35 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 300,13 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 125,22 ευρώ και δ) για τις αποδοχές αδείας δικαιούται 893,64 ευρώ, μείον 173;81 ευρώ οι κρατήσεις (893,64 Χ 19,45%) = 719,82 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη δεν κατέβαλε κανένα ποσό. Συνολικά δε για το έτος 2009 όφειλε 1.366,86 ευρώ (181,10 + 339,72 + 125,22 + 719,82). Ε)
Για το έτος 2010: α) για δώρο Πάσχα, δικαιούται 634,63 ευρώ, μείον 123,44 ευρώ οι κρατήσεις (634,68 Χ 19,45%) = 511.24 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 253,72 ευρώ- και οφείλει το υπόλοιπο 257,52 ευρώ, 2) για δώρο Χριστουγέννων δικαιούται 1.057,81 ευρώ, μείον 205,74 ευρώ οι κρατήσεις (1.057,81 Χ 19,45%) = 852,06 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 531,60 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 320,46 ευρώ, γ) νια το επίδομα αδείας δικαιούται 528,06 ευρώ, μείον 102,70 ευρώ οι κρατήσεις (528,06 Χ 19,45%) = 425,35 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 301,56 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 123,79 ευρώ και δ) για τις αποδοχές αδείας δικαιούται 893,64 ευρώ, μείον 173,81 ευρώ οι κρατήσεις (893,64 Χ 19,45%) = 719,82 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη δεν κατέβαλε κανένα ποσό. Συνολικά δε για το έτος 2010 όφειλε 1.421,60 ευρώ (257,52 + 320,46 + 123,79 + 719,82). Και ΣΤ) για το δώρο του Πάσχα του έτους 2011 δικαιούται 634,68 ευρώ, μείον 123.44 ευρώ οι κρατήσεις (634,68 Χ 19,45%) = 511,24 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη κατέβαλε 261,77 ευρώ και οφείλει το υπόλοιπο 249,47 ευρώ.
Με τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο, δέχθηκε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της αποφάσεως του Ειρηνοδικείου που είχε δεχθεί την αγωγή της αναιρεσίβλητης και ερευνώντας την τελευταία (αγωγή), δέχθηκε εν μέρει αυτήν, αναγνωρίζοντας ότι η αναιρεσείουσα, μετά μερική εξόφληση για τα οφειλόμενα των ετών 2006, 2007 και 2008, οφείλει στην αναιρεσίβλητη συνολικό ποσό κατώτερο εκείνου που επιδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (6.964,93 ευρώ, έναντι του πρωτοδίκως επιδικασθέντος ποσού των 7.395,38 ευρώ), το οποίο και επιδίκασε.
Με το να υπολογίσει το Μονομελές Πρωτοδικείο, με την ως άνω κρίση του, τις αμοιβές της αναιρεσίβλητης για τις ώρες που εργάσθηκε με βάση το ωρομίσθιο του εργαζομένου στην ίδια εργασία με πλήρη απασχόληση και όχι με βάση το ημερομίσθιο, τα δε επιδόματα εορτών και άδειας, όπως προκύπτει από τους σχετικούς μαθηματικούς υπολογισμούς, με βάση τις τακτικές αποδοχές, στις οποίες συμπεριέλαβε και την αναλογία από την προσαύξηση για εργασία της κατά τρεις τουλάχιστον Κυριακές κάθε μήνα καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, που παρεχόταν δηλαδή τακτικά και μόνιμα και όχι έκτακτα, κατά τις ως άνω παραδοχές, συνυπολογίζοντας επί πλέον στον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών και την αναλογία από το επίδομα άδειας, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 1892/1990, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν.2639/1998 και συμπληρώθηκε με άρθρο 7 ν.2874/2000, της από 12.4.2007 ΣΣΕ και των υπ’ αριθ. 39/2006, 19/2007 και 11/2008 Διαιτητικών Αποφάσεων "Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας", του ν. 1082/1980, της ΚΥΑ 19040/1981, του α.ν. 539/1945 και του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966.
Επομένως ο δεύτερος από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν.1892/1990, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν.2639/1998 και συμπληρώθηκε με άρθρο 7 ν.2874/2000, της από 12.4.2007 ΣΣΕ και των υπ’ αριθ. 39/2006, 19/2007 και 11/2008 Διαιτητικών Αποφάσεων "Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας", με το να υπολογίσει τα οφειλόμενα για τις ώρες εργασίας που πραγματοποίησε η αναιρεσίβλητη με βάση το ωρομίσθιο και όχι το ημερομίσθιο των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών και ο τέταρτος από τον ίδιο αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, κατά το σκέλος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι παραβίασε τις υπόλοιπες από τις ως άνω διατάξεις με το να υπολογίσει στον προσδιορισμό των επιδομάτων εορτών και άδειας την προσαύξηση από την εργασία κατά τις Κυριακές, αλλά και την προσαύξηση από την αναλογία του επιδόματος άδειας στα επιδόματα εορτών είναι αβάσιμοι.
Ο δεύτερος λόγος κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι με τις ως άνω παραδοχές της "... δεν αποσαφηνίζεται εάν οι συγκεντρωτικά γενόμενες δεκτές ως αποδειχθείσες ώρες εργασίας, της αναιρεσίβλητης για κάθε μήνα και όχι με επί μέρους προσδιορισμό τους για κάθε εβδομάδα ή ημέρα εκάστης εβδομάδας του επιδίκου διαστήματος, συμπίπτουν με την εν συνεχεία παραδοχή για απασχόληση της αναιρεσίβλητης σε ώρες κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής και αν έγιναν καθ’ υπέρβαση ή μη του νόμιμου ημερησίου ωραρίου, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικώς, το κρίσιμο και ουσιώδες ζήτημα του ορθού κατά νόμον μαθηματικού υπολογισμού των πραγματικών ωρών απασχόλησης της αναιρεσίβλητης ανά εβδομάδα απασχόλησης του επιδίκου διαστήματος, καθ’ υπέρβαση ή μη του νομίμου ημερήσιου ή και του νομίμου εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας ...", αλλά και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι με τις ως άνω παραδοχές της, ως προς τα οφειλόμενα από την αναιρεσείουσα στην αναιρεσίβλητη για επιδόματα εορτών και άδειας δημιουργείται ασάφεια ως προς την ύπαρξη και το ακριβές ύψος αυτών, χωρίς ρητή αναφορά του νόμου και χωρίς κανέναν νομικό υπολογισμό, χωρίς δηλαδή να διευκρινίζεται αν ο υπολογισμός έγινε με βάση τις τακτικές αποδοχές κατά τον κρίσιμο χρόνο καταβολής των επιδομάτων αυτών και αν στις τακτικές αυτές αποδοχές συμπεριελήφθησαν και οι οφειλόμενες για παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και Κυριακές και αργίες αμοιβές ή με βάση το μέσο ημερομίσθιο του συνόλου των ημερών που εργάσθηκε και λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό κάθε επιδόματος, είναι απαράδεκτοι, διότι με αυτούς αποδίδεται, στην πραγματικότητα, η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ που κατ’ επίφαση αναφέρεται στο αναιρετήριο, η οποία, όμως, δεν προβλέπεται κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται επί εφέσεων κατ’ αποφάσεων ειρηνοδικείων.
Οι περαιτέρω αιτιάσεις στον τέταρτο λόγο, με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι προέβη στον προσδιορισμό των επιδομάτων εορτών και άδειας, με βάση το μέσο όρο του ημερομισθίου της αναιρεσίβλητης για όλη την ένδικη περίοδο απασχόλησής της και το συνυπολογισμό της συνολικής αμοιβής για εργασία κατά τα Σάββατα και Κυριακές, στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι έχει τέτοιες παραδοχές η προσβαλλομένη, ενώ τούτο δεν συμβαίνει, οι δε αιτιάσεις με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι εσφαλμένα περιέλαβε στις τακτικές αποδοχές την προσαύξηση για εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν παρεχόταν τακτικά και μόνιμα είναι απαράδεκτες, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, διότι αναφέρονται στην εκτίμηση πραγμάτων.
Από τη διάταξη του άρθρου 260 του Α.Κ., που ορίζει ότι "η παραγραφή διακόπτεται όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιονδήποτε τρόπο", συνάγεται ότι για τη διακοπή της παραγραφής αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια ή συμπεριφορά του οφειλέτη έναντι του δανειστή από την οποία να προκύπτει σαφώς ότι αυτός (οφειλέτης), γνωρίζοντας την εναντίον του αξίωση του δικαιούχου, θεωρεί ότι αυτή υφίσταται, κατά το χρόνο της ενεργείας ή της συμπεριφοράς του, κατά τρόπο που να μη θεωρείται αναγκαία η έγερση της σχετικής αγωγής από τον δανειστή. Ενέργειες δε, που συνιστούν αναγνώριση (εκτός βεβαίως από την ρητή τοιαύτη) είναι, μεταξύ των άλλων, η πληρωμή τόκων, η παροχή ασφαλείας της αξιώσεως, η μερική καταβολή και η μερική προσφορά του χρέους. Δεν εξετάζεται αν η ενέργεια του οφειλέτη έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, ούτε αν συνιστά συμβατική ή μονομερή αναγνώριση της αξιώσεως ή σύμβαση αναγνωρίσεως χρέους, κατά την έννοια του άρθρου 873 Α.Κ., ούτε απαιτείται η ενέργεια αυτή να υποβληθεί σε κάποιον τύπο ή να γίνει δεκτή από τον δανειστή.
Συνεπώς, αρκεί κάθε εκδήλωση του υπόχρεου έναντι του δικαιούχου, αναγνωριστική του υποστατού της υποχρεώσεώς του είτε ρητή είτε σιωπηρή, η οποία πρέπει να επιδεικνύεται πριν από την συμπλήρωση της παραγραφής, έναντι του δανειστού και όχι έναντι τρίτου προσώπου (ΑΠ 997/2015, ΑΠ 1052/2013, ΑΠ 794/2012, ΑΠ 1043/2010).
Η εκτίμηση δε των πραγματικών γεγονότων, που συνιστούν αναγνώριση, ανήκει στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και δεν υπόκειται, κατ’ άρθρον 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (AΠ 1052/2013, ΑΠ 794/2012, ΑΠ 1043/2010).
Εξ άλλου κατά το άρθρο 416 ΑΚ η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή. Η καταβολή για να έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής, ότι πράγματι δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση.
Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνη του άρθρου 422 ΑΚ προκύπτει ότι ο οφειλέτης, για την πληρωμή ορισμένου χρέους, εάν ισχυρισθεί ότι αυτό έχει αποσβεσθεί με καταβολή, αρκεί να αποδείξει αυτήν την καταβολή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού σ’ αυτό αναφέρεται η δίκη. Μόνο αν ο δανειστής - αποδεχόμενος την καταβολή - αντιλέγει με αντένσταση, ισχυριζόμενος ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή αφορά όχι το επίδικο, αλλά το χρέος του οφειλέτη προς αυτόν από άλλη αιτία, τότε ο δανειστής επί τη αρνήσει του οφειλέτη υποχρεούται ν’ αποδείξει την ύπαρξη του άλλου χρέους, οπότε στον οφειλέτη απόκειται περαιτέρω με επαντένσταση να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι η καταβολή έγινε προς εξόφληση του επίδικου χρέους με μονομερή από αυτόν καθορισμό του εξοφλητέου από τα περισσότερα χρέη βάσει του άρθρου 422 του ΑΚ. Ενόψει όμως του ότι η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ, για τον τρόπο καταλογισμού των καταβολών του οφειλέτη σε περίπτωση που αυτός έχει περισσότερα χρέη, είναι ενδοτικού δικαίου, είναι επιτρεπτή αντίθετη συμφωνία των συμβαλλομένων είτε πριν από την καταβολή, είτε κατά, είτε μετά την καταβολή κατ’ άρθρο 361 ΚΠολΔ, αυτός δε που επικαλείται συμφωνία ως προς τον τρόπο καταλογισμού αποδεικνύει αυτήν.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία ούτε μονομερής προσδιορισμός από τον οφειλέτη, που είναι δεσμευτικός για τον δανειστή, τότε ο καταλογισμός θα γίνει κατά τον επικουρικό προσδιορισμό του εδ. β’ του άρθ. 422 ΑΚ, δηλαδή η παροχή που έγινε καταλογίζεται πρώτα στο ληξιπρόθεσμο χρέος... στο αρχαιότερο. Η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ εφαρμόζεται αναλογικά όχι μόνο όταν τα περισσότερα χρέη πηγάζουν από διαφορετικές έννομες σχέσεις αλλά και όταν πηγάζουν από την ίδια έννομη σχέση (ΑΠ 531/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο με την προσβαλλομένη απόφαση, σε συνέχεια των ανωτέρω παραδοχών του δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και τα εξής ακόμη περιστατικά: Από τις πιο πάνω αιτίες η εναγομένη όφειλε στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 15.003,59 ευρώ (8.571.89 διαφορές μηνιαίων αποδοχών + 6.431,70 ευρώ διαφορές επιδομάτων), έναντι των οποίων κατέβαλε στις 22.8.2011 το ποσό των 8.033,66 ευρώ, σύμφωνα με την εκατέρωθεν προσκομιζόμενη με την ημερομηνία αυτή απόδειξη παραλαβής επιταγής του ποσού αυτού και επομένως οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 6.964,93 ευρώ (15.003,59 - 8.038,66). Στην απόδειξη αυτή, ως αιτία της καταβολής, αναφέρεται "για διαφορές αποδοχών που προκύπτουν μεταξύ του νομίμου ωρομισθίου και του καταβαλλόμενου, χρονικού διαστήματος από 01.01.2006 έως 30.06.2011". Ενόψει του ότι η καταβολή του ποσού αυτού δεν επαρκούσε για την εξόφληση όλου του χρέους της εναγομένης και δεν υπήρχε -προσδιορισμός του εξοφλουμένου χρέους κατά τη συμφωνία καταβολής, ούτε τέλος η ενάγουσα - δανείστρια προσδιόρισε κατά την καταβολή το μέρος του χρέους που αφορούσε, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 416 και 422, η παροχή αυτή θα καταλογισθεί, σύμφωνα με το εδάφιο β’ του άρθρου 422 ΑΚ, στο αρχαιότερο χρέος.
Επομένως η ενάγουσα, ορθώς, καθ’ υποφοράν, επικαλέσθηκε στην αγωγή ότι η καταβολή αυτή αφορούσε το αρχαιότερο χρέος και άρα "εξοφλήθηκαν οι διαφορές του 2006, 2007, 2008 και μέρος των διαφορών (το κεφάλαιο και όχι οι τόκοι)". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο, απέρριψε τον σχετικό λόγο εφέσεως με τον οποίο επαναφέρθηκε ενώπιόν του η απορριφθείσα πρωτοδίκως ένσταση της αναιρεσείουσας περί παραγραφής των αξιώσεων της αναιρεσίβλητης για το έτος 2006 ύστερα από παραδοχή σχετικής αντενστάσεως της ενάγουσας περί διακοπής της παραγραφής με αναγνώριση της απαιτήσεως, διότι, όπως δέχθηκε, με την αναγραφή στην απόδειξη ότι η καταβολή αφορούσε και τις διαφορές αποδοχών "του έτους 2006" η εναγομένη αναγνώρισε τις αξιώσεις του έτους 2006 και επομένως η παραγραφή αυτών διακόπηκε, σύμφωνα με το άρθρο 260 ΑΚ.
Με την κρίση του αυτή, με το να δεχθεί δηλαδή τη διακοπή της παραγραφής λόγω αναγνώρισης, με βάση τα προαναφερόμενα περιστατικά, των επιδίκων αξιώσεων που αναφέρονταν στο έτος 2006, το Μονομελές Πρωτοδικείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 250 αρ. 17 και 260 ΑΚ. Επομένως ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης των διατάξεων αυτών είναι αβάσιμος.
Οι στο ίδιο μέρος του λόγου αυτού περαιτέρω αιτιάσεις, κατά τις οποίες: α) είναι εσφαλμένη η παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας ότι η γενομένη εκ μέρους της αναιρεσείουσας στις 22.08.2011 καταβολή προς την αναιρεσίβλητη του ποσού των 8.038,66 ευρώ "για διαφορές αποδοχών που προκύπτουν μεταξύ του νομίμου ωρομισθίου και του καταβαλλόμενου, του χρονικού διαστήματος από 1.1.2006 έως 30.6.2011", με την οποία επαναλήφθηκε η δήλωση της (της αναιρεσείουσας) στην σχετική έγγραφη απόδειξη ότι η καταβολή προς την αναιρεσίβλητη του ποσού αυτού των 8.038,66 έγινε σε εξόφλησή της για διαφορές αποδοχών της που προέκυψαν μεταξύ του νομίμου ωρομισθίου και του καταβαλλόμενου σε αυτήν, του χρονικού διαστήματος από 1.1.2006 έως 30.6.2011, αποτελεί αναγνώριση της επίδικης οφειλής για το 2006, διότι η προσβαλλομένη δεν αναγράφει το ύψος της οφειλής για το 2006 για τον έλεγχο της ορθής υπαγωγής της από πλευράς της παραδοχής της έννοιας της "οφειλής" της αναιρεσείουσας προς την αναιρεσίβλητη για το ίδιο έτος (2006) και β) ότι με την ενέργειά της αναιρεσείουσας να αναγνωρίσει την ως άνω οφειλή της προς την αναιρεσίβλητη και να την εξοφλήσει, δεν δημιουργήθηκε στην τελευταία (αναιρεσίβλητη), ως δανείστρια, κατ’ αντικειμενική κρίση, η πεποίθηση ότι η αναιρεσείουσα εν τέλει είχε πλήρη επίγνωση της πραγματικής αξιώσεώς της, την οποία θεωρούσε υφισταμένη και συνακόλουθα διακόπηκε με την αναγνώριση αυτή η παραγραφή, είναι απαράδεκτες, οι μεν υπό στοιχείο α’ διότι με αυτές αποδίδεται, στην πραγματικότητα, η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ που κατ’ επίφαση αναφέρεται στο αναιρετήριο, η οποία, όμως, δεν προβλέπεται κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται επί εφέσεων κατ’ αποφάσεων ειρηνοδικείων, οι δε υπό στοιχείο β’ διότι αναφέρονται στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, που συνιστούν αναγνώριση, η οποία ανήκει στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και δεν υπόκειται, κατ’ άρθρον 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Ο ίδιος πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος του με το οποίο υποστηρίζεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προέβη σε ευθεία παραβίαση των ΑΚ 361, 416 και 422 με το να δεχθεί ότι, με την ανωτέρω αναγραφόμενη στην απόδειξη ως αιτία της καταβολής, "για διαφορές αποδοχών που προκύπτουν μεταξύ του νομίμου ωρομισθίου και του καταβαλλόμενου, χρονικού διαστήματος από 01-01-2006 έως 30-06-2011", εξοφλήθηκαν οι διαφορές του 2006, 2007, 2008 και μέρος των διαφορών, παρά το ότι δεν προσδιορίζει το ύψος της προς την αναιρεσίβλητη οφειλής της αναιρεσείουσας για τα έτη 2006 και 2007, ώστε να διαφανεί εάν το καταβληθέν ποσό των 8.038,66 ευρώ αφορούσε και κάλυπτε/ εξοφλούσε αληθώς την αρχαιότερη οφειλή των ετών 2006 και 2007, είναι απαράδεκτος, διότι με τις στο μέρος του αυτό αιτιάσεις αποδίδεται, στην πραγματικότητα, η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ που κατ’ επίφαση αναφέρεται στο αναιρετήριο, η οποία, όμως, όπως προαναφέρθηκε, δεν προβλέπεται κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται επί εφέσεων κατ’ αποφάσεων ειρηνοδικείων. Τα χρονικά όρια της εργασίας των μισθωτών έχουν καθοριστεί με ειδικές διατάξεις δημοσίας τάξεως, με την έννοια ότι αποτελούν τα ελάχιστα όρια προστασίας των εργαζομένων και συνεπώς με ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας ή με διαιτητική απόφαση ή άλλη κανονιστική πράξη νομοθετικής ή συμβατικής ισχύος μπορούν να περιοριστούν, όχι όμως και να ξεπεραστούν χωρίς την τήρηση της διαδικασίας για τη νομιμότητα της υπερωριακής απασχολήσεως.
Ειδικότερα: Με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. της 26.2.1975, η οποία κυρώθηκε με το ν. 133/1975, εισήχθη η εβδομάδα των πέντε (5) εργασίμων ημερών ή το λεγόμενο διαφορετικά πενθήμερο εργασίας, δηλαδή καθιερώθηκε ως χρονικό όριο εργασίας οι σαράντα πέντε (45) ώρες την εβδομάδα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 της από 14.2.1984 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20.3.1984 (ΦΕΚ Β’ , 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε από 1.1.1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νόμιμου ανώτατου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας (υπερεργασία) καταβάλλεται αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του Δ.Δ. Δ.Δ. Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του νόμου 1346/1983 (ΑΠ 864/2015). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει μεταξύ άλλων, ότι υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας (εντός του 8/ώρου) κατά τα Σάββατα, ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης λόγω εξάντλησης του 5νθημέρου, απαγορευομένη από κανόνα δημόσιας τάξης, είναι άκυρη και γεννά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ’ αρ. 904 Α.Κ. (ΑΠ 864/2015, ΑΠ 1615/2011).
Το καθεστώς όμως αυτό διαφοροποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3846/2010, η αμοιβή για την απασχόληση κατά την ημέρα αυτή, είναι αβάσιμος, αφού το Μονομελές Πρωτοδικείου, έστω και με εσφαλμένο αιτιολογικό, σε ορθό διατακτικό κατέληξε, με την προσβαλλομένη απόφασή του.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ως προς το μέρος του που κρίθηκε βάσιμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιό της, που αναφέρεται στην αμοιβή της αναιρεσίβλητης για εργασία κατά τα Σάββατα μέχρι και 10.5.2010 και τις Κυριακές και αργίες, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, στο οποίο αναφέρεται κατά το μέρος του που έγινε δεκτός ο λόγος αναιρέσεως, να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστή άλλον, από εκείνον που την εξέδωσε (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα, λόγω της ισομερούς νίκης και ήττας κάθε διάδικου μέρους (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβλήθηκε αίτημα με το αναιρετήριο ή με το δικόγραφο των προτάσεων, ή με αυτοτελές δικόγραφο, (που κατατίθενται τα δύο τελευταία στη γραμματεία του Αρείου Πάγου έως την παραμονή της συζήτησης), διατάσσει με την αναιρετική απόφασή του την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από τη εκτέλεση.
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο Άρειος Πάγος για να διατάξει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την εκτέλεση, πρέπει αυτή είτε εκούσια είτε αναγκαστική, να έγινε με βάση την αναιρούμενη απόφαση, και όχι με άλλη, γιατί στην τελευταία περίπτωση την επαναφορά διατάσσει, κατά το άρθρο 581 παρ. 3 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο της παραπομπής ενώπιον του οποίου συζητείται και πάλι η έφεση μετά την αναίρεση (ΑΠ 1134/2012, ΑΠ 557/2010, ΑΠ 1677/2008, ΑΠ 1877/2005).
Σε περίπτωση που η εκτέλεση έγινε δυνάμει προσωρινά εκτελεστής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εάν η απόφαση αυτή δεν είχε επικυρωθεί από το Εφετείο με την αναιρεθείσα απόφαση του, δεν είναι παραδεκτή η αίτηση επαναφοράς στο δικαστήριο του Αρείου Πάγιου, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα μεταξύ εκτελεσθείσας και αναιρεθείσας αποφάσεως (ΑΠ 415/2014, ΑΠ 127/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα, υπέβαλε με τις προτάσεις της παρούσας συζητήσεως, που κατέθεσε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου την παραμονή της συζητήσεως της υποθέσεως (7.11.2016), αίτηση με την οποία ζητάει να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στη κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση και να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να της αποδώσει το ποσό των 8.111,65 ευρώ, το οποίο κατέβαλε σ’ αυτήν, για κεφάλαιο (7.395,36 ευρώ) και τόκους (716,30 ευρώ), σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής υπ’ αριθ. 1858/2014 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία όμως στη συνέχεια, όπως προαναφέρθηκε, εξαφανίσθηκε με την αναιρούμενη υπ’ αριθ. 11177/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και δεν επικυρώθηκε από την τελευταία, ώστε να θεωρείται ενσωματωθείσα σ’ αυτήν.
Η αίτηση αυτή είναι απορριπτέα, προεχόντως ως απαράδεκτη, διότι το προαναφερόμενο συνολικό ποσό, καταβλήθηκε από την αιτούσα σε εκτέλεση της πρωτόδικης αποφάσεως, η εκτελεσθείσα δηλαδή απόφαση είναι διαφορετική από την προσβαλλόμενη με την αναίρεση και αναιρεθείσα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την 11177/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Και
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΣτΕ 1223/2017 Εξωλογιστικός προσδιορισμός του εισοδήματος νδ. 3323/1955 - Για την απόρριψη των βιβλίων και στοιχείων του επιτηδευματία και τον εξωλογιστικο προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος του, δεν είναι αρκετή οποιαδήποτε ανωμαλία ή πλημμέλεια τούτων, αλλά απαιτείται οι διαπιστούμενες πλημμέλειες να καθιστούν αδύνατη την ενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων και ανέφικτο το λογιστικό προσδιορισμό των οικονομικών αποτελεσμάτων του, σύμφωνα με τη σχετική προς το θέμα αυτό αιτιολογημένη κρίση της φορολογικής αρχής, ή σε περίπτωση που αμφισβητηθεί η κρίση αυτή, σύμφωνα με την αιτιολογημένη κρίση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου.
Αριθμός 1223/2017
Από τις διατάξεις περί εξωλογιστικού_προσδιορισμού
του εισοδήματος (διατάξεις των άρθρων 33α, 34 και 36 του ν.δ.
3323/1955, Α 143), για την απόρριψη των βιβλίων και στοιχείων του
επιτηδευματία και τον εξωλογιστικο προσδιορισμό του φορολογητέου
εισοδήματος του, δεν είναι αρκετή οποιαδήποτε ανωμαλία ή πλημμέλεια
τούτων, αλλά απαιτείται οι διαπιστούμενες πλημμέλειες να καθιστούν
αδύνατη την ενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων και ανέφικτο το
λογιστικό προσδιορισμό των οικονομικών αποτελεσμάτων του, σύμφωνα με τη
σχετική προς το θέμα αυτό αιτιολογημένη κρίση της φορολογικής αρχής, ή σε περίπτωση που αμφισβητηθεί η κρίση αυτή, σύμφωνα με την αιτιολογημένη κρίση
του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου.
Ειδικότερα, το διοικητικό
δικαστήριο οφείλει να αιτιολογεί τη σχετική κρίση του στη συγκεκριμένη
περίπτωση, μνημονεύοντας τους λόγους ένεκα των οποίων κρίνει αδύνατη τη
διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων και δεν είναι επιτρεπτή η
συναγωγή της κρίσης για το ανέφικτο του λογιστικού προσδιορισμού από
μόνη τη συνδρομή πλημμελειών στα βιβλία και στοιχεία της επιχείρησης,
χωρίς περαιτέρω κρίση και ειδική αξιολόγηση αυτών, καθόσον η συνδρομή
τέτοιων πλημμελειών δεν άγει, κατά νόμο, αναγκαίως σε ανέφικτο του
λογιστικού προσδιορισμού και σε εξωλογιστικο προσδιορισμό των
αποτελεσμάτων της επιχείρησης.
Εξάλλου, δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού
του εξωλογιστικού προσδιορισμού των οικονομικών αποτελεσμάτων της ελεγχόμενης επιχείρησης μόνο το γεγονός ότι είναι δυνατή η προσθήκη των σχετικών ποσών στα αποτελέσματα
ως λογιστικών διαφορών, πράγμα το οποίο, άλλωστε, θα ήταν δυνατόν σε
κάθε περίπτωση αποκάλυψης ορισμένων εσόδων ή εμφάνισης ορισμένων
ανύπαρκτων δαπανών, δεδομένου ότι η δυνατότητα διενέργειας ελεγκτικών
επαληθεύσεων συναρτάται και προς το είδος και την έκταση των
διαπιστούμενων ανεπαρκειών των βιβλίων. Προκειμένου δε το δικαστήριο να
κρίνει αν οι διαπιστωθείσες πλημμέλειες καθιστούν εφικτό ή ανέφικτο τον
λογιστικό προσδιορισμό των οικονομικών αποτελεσμάτων, δεν αρκεί η εξέταση μεμονωμένα
κάθε μιας από τις παραβάσεις που καταλογίζονται στον επιτηδευματία και η
διαπίστωση ότι για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία από αυτές είτε δεν
αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα, είτε^εν καθιστούσε ανέφικτες τις ελεγκτικές
επαληθεύσεις, αλλά πρέπει το διοικητικό δικαστήριο να σχηματίσει πλήρη
δικανική πεποίθηση και ως προς τη διάπραξη και ως προς τη βαρύτητα των παραβάσεων
και να προβεί αιτιολογημένα και όχι συμπερασματικά σε αξιολόγηση
καθεμιάς από τις διαπιστωθείσες παραβάσεις, καθώς και σε συνολική
αξιολόγηση της επίπτωσής τους στη δυνατότητα διενέργειας των ελεγκτικών
επαληθεύσεων (βλ. ΣτΕ 1056/2002, ΣτΕ 2456/2003, ΣτΕ 3082/2008, ΣτΕ 1974/2015, ΣτΕ 1975/2015 κ.ά.).
ΣτΕ 1223/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 22 Μαρτίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ,
Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Ε. Νίκα, Μ. Πικραμένος,
Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, I. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α.
Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 20 Απριλίου 2010 αίτηση:
του Προϊσταμένου ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, ο οποίος παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στο... (....) και διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα (....), η οποία παρέστη με την δικηγόρο Αριστέα-Μαγδαληνή Μπακόλα (A.M. 12034), που την διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η
υπ' αριθμ. 1608/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της
παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν
θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου I. Δημητρακόπουλου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, ζητείται η αναίρεση της υπ'
αριθμ. 1608/2008 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, η οποία
εκδόθηκε μετά από αναίρεση της υπ' αριθμ. 1154/1998 απόφασής του με την
υπ' αριθμ. 1076/2006 απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας. Με την
αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αφού έγινε δεκτή έφεση της αναιρεσίβλητης
εταιρείας κατά της υπ' αριθμ. 4870/1987 απόφασης του Τριμελούς
Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά,
εξαφανίσθηκε η εν λόγω πρωτόδικη απόφαση και, στη συνέχεια, δικάστηκε
και έγινε εν μέρει δεκτή η προσφυγή της κατά του υπ' αριθμ. 484/1986
φύλλου ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, οικονομικού έτους 1981 και της
σχετικής υπ' αριθμ. 119/1986 πράξης επιβολής προστίμου του ν. 820/1978
(ύψους 800.000 δρχ.) του Οικονομικού Εφόρου
Φ.Α.Ε. Πειραιά. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
μεταρρυθμίστηκαν οι ως άνω πράξεις και (α) προσδιορίστηκαν τα καθαρά
κέρδη της εταιρείας, στη χρήση 1980, κατά λογιστικό τρόπο (κατόπιν
προσθήκης λογιστικών διαφορών στα καθαρά κέρδη, που προέκυπταν από τα βιβλία της), στο ποσό των
38.107.890 δρχ., ενώ η φορολογική αρχή τα είχε προσδιορίσει
εξωλογιστικά, στο ποσό των 1.553.336.088 δρχ., το δε Πρωτοδικείο, επίσης
εξωλογιστικά, στο ποσό των 144.367.580 δρχ., (β) επιβλήθηκε χρηματική
ποινή ίση με το 60% του οφειλόμενου πλέον της δήλωσης φόρου εισοδήματος
και συμψηφίσθηκε σε αυτήν ο ισόποσος πρόσθετος φόρος λόγω ανακρίβειας
της δήλωσης και (γ) το επιβληθέν πρόστιμο του ν. 820/1978 μειώθηκε σε
500.000 δρχ..
2. Επειδή, στην παράγραφο 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α 8),
όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο .36 παρ. 2 του ν.
2721/1999 (Α 112) και τροποποιήθηκε περαιτέρω με το άρθρο 35 παρ. 1 του
ν. 3772/2009 (Α 112/10.7.2009), προτού αντικατασταθεί με την παράγραφο 1
του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α 213), που άρχισε να ισχύει από
1.1.2011 (άρθρο 70 του τελευταίου αυτού νόμου), ορίζονται τα εξής:
«Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς
που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από
σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. [...] Κατ' εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς
αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από τα ανωτέρω ποσά, όταν
προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που
περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: (α) [...] (β) με
αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της
αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου
της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις
διοικητικών δικαστηρίων». Εξάλλου, με την παρ. 2 του ως άνω άρθρου 35
του ν. 3772/2009 αντικαταστάθηκε η παρ. 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989
ως εξής : «[...] Προκειμένου περί διαφορών, που
δεν έχουν χρηματικό αντικείμενο, η άσκηση αίτησης αναιρέσεως επιτρέπεται
εφόσον με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της
αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της
Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις
διοικητικών δικαστηρίων». Σύμφωνα δε με το άρθρο 51 του ν. 3772/2009, η
ισχύς αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
(10.7.2009), εκτός εάν στις επί μέρους διατάξεις του ορίζεται
διαφορετικά. Οι άνω διατάξεις του ν. 3772/2009 καταλαμβάνουν την
κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε την 27.4.2010. Εξάλλου, σύμφωνα με το
τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως
αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, «Προκειμένου για
διαφορές από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους,
δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως
ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό εισφοράς, φόρου κ.λπ. χωρίς
προσαυξήσεις και πρόσθετους φόρους, που αμφισβητείται ενώπιον του
Συμβουλίου της Επικρατείας».
3. Επειδή, κατά το μέρος που με την κρινόμενη αίτηση πλήσσεται η
φερομένη παράλειψη του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου να επιβάλει
σε βάρος της αναιρεσίβλητης μία τουλάχιστον από τις διοικητικές κυρώσεις
του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 820/1978, μολονότι, όπως προβάλλεται,
συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας διαφορά που δεν έχει χρηματικό αντικείμενο. Ωστόσο, με την
κρινόμενη αίτηση δεν διατυπώνεται οποιασδήποτε συγκεκριμένος ισχυρισμός,
προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου, σύμφωνα με τις ως άνω
διατάξεις του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989. Ως εκ - τούτου, ο ως άνω προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (πρβλ. ΣτΕ 1974/2015, 1975/2015).
4. Επειδή, όπως προκύπτει από το συνημμένο στο εισαγωγικό δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης έγγραφο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, το
ποσό της αγόμενης ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς, ως προς το σκέλος της που αφορά στο ανωτέρω φύλλο ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, ανέρχεται σε ποσό μεγαλύτερο των 40.000 ευρώ, το ύψος του οποίου επιβεβαιώνεται στο από 27.3.2017 έγγραφο της ίδιας αρχής προς το Δικαστήριο. το οποίο προσκομίσθηκε παραδεκτώς (εντός της προθεσμίας
που χορήγησε η Πρόεδρος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης) με το από
29.3.2017 υπόμνημα του Ελληνικού Δημοσίου. Και ναι μεν με το από
29.3.2017 υπόμνημα που υπέβαλε η αναιρεσίβλητη (εντός της αυτής
προθεσμίας) προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το ως άνω αντικείμενο της
διαφοράς είναι κατώτερο των 40.000 ευρώ, αλλά ο ισχυρισμός αυτός
στηρίζεται σε εσφαλμένη εκδοχή ως προς τον τρόπο νόμιμου υπολογισμού του
ποσού του ως άνω σκέλους της υπόθεσης, δεδομένου ότι κρίσιμη είναι όχι η
υπολογιζόμενη από την αναιρεσίβλητη διαφορά μεταξύ του φόρου που
προέκυπτε από τη δήλωσή της και του φόρου που προκύπτει με βάση τα
κριθέντα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αλλά η διαφορά μεταξύ, αφενός,
του ποσού φόρου επί των καθαρών κερδών της, όπως αυτά καθορίστηκαν
(εξωλογιστικά) από την πρωτόδικη απόφαση και, αφετέρου, του ποσού φόρου
που προκύπτει κατόπιν του λογιστικού προσδιορισμού των καθαρών κερδών
της με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η σχετική κρίση της οποίας
πλήττεται με την παρούσα αίτηση. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η κρινόμενη
αίτηση ασκείται παραδεκτώς, από την άποψη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ.
18/1989, κατά το μέρος της με το οποίο πλήττονται οι κρίσεις του
δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου περί λογιστικού προσδιορισμού των
καθαρών κερδών της αναιρεσίβλητης. Κατά το μέρος της αυτό, η αίτηση
ασκείται παραδεκτώς και κατά τα λοιπά και, συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί η
βασιμότητά της.
5. Επειδή, από τις διατάξεις περί εξωλογιστικού_προσδιορισμού
του εισοδήματος (διατάξεις των άρθρων 33α, 34 και 36 του ν.δ.
3323/1955, Α 143), για την απόρριψη των βιβλίων και στοιχείων του
επιτηδευματία και τον εξωλογιστικο προσδιορισμό του φορολογητέου
εισοδήματος του, δεν είναι αρκετή οποιαδήποτε ανωμαλία ή πλημμέλεια
τούτων, αλλά απαιτείται οι διαπιστούμενες πλημμέλειες να καθιστούν
αδύνατη την ενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων και ανέφικτο το
λογιστικό προσδιορισμό των οικονομικών αποτελεσμάτων του, σύμφωνα με τη
σχετική προς το θέμα αυτό αιτιολογημένη κρίση της φορολογικής αρχής, ή σε περίπτωση που αμφισβητηθεί η κρίση αυτή, σύμφωνα με την αιτιολογημένη κρίση
του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου. Ειδικότερα, το διοικητικό
δικαστήριο οφείλει να αιτιολογεί τη σχετική κρίση του στη συγκεκριμένη
περίπτωση, μνημονεύοντας τους λόγους ένεκα των οποίων κρίνει αδύνατη τη
διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων και δεν είναι επιτρεπτή η
συναγωγή της κρίσης για το ανέφικτο του λογιστικού προσδιορισμού από
μόνη τη συνδρομή πλημμελειών στα βιβλία και στοιχεία της επιχείρησης,
χωρίς περαιτέρω κρίση και ειδική αξιολόγηση αυτών, καθόσον η συνδρομή
τέτοιων πλημμελειών δεν άγει, κατά νόμο, αναγκαίως σε ανέφικτο του
λογιστικού προσδιορισμού και σε εξωλογιστικο προσδιορισμό των
αποτελεσμάτων της επιχείρησης. Εξάλλου, δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού
του εξωλογιστικού προσδιορισμού των οικονομικών αποτελεσμάτων της ελεγχόμενης επιχείρησης μόνο το γεγονός ότι είναι δυνατή η προσθήκη των σχετικών ποσών στα αποτελέσματα
ως λογιστικών διαφορών, πράγμα το οποίο, άλλωστε, θα ήταν δυνατόν σε
κάθε περίπτωση αποκάλυψης ορισμένων εσόδων ή εμφάνισης ορισμένων
ανύπαρκτων δαπανών, δεδομένου ότι η δυνατότητα διενέργειας ελεγκτικών
επαληθεύσεων συναρτάται και προς το είδος και την έκταση των
διαπιστούμενων ανεπαρκειών των βιβλίων. Προκειμένου δε το δικαστήριο να
κρίνει αν οι διαπιστωθείσες πλημμέλειες καθιστούν εφικτό ή ανέφικτο τον
λογιστικό προσδιορισμό των οικονομικών αποτελεσμάτων, δεν αρκεί η εξέταση μεμονωμένα
κάθε μιας από τις παραβάσεις που καταλογίζονται στον επιτηδευματία και η
διαπίστωση ότι για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία από αυτές είτε δεν
αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα, είτε^εν καθιστούσε ανέφικτες τις ελεγκτικές
επαληθεύσεις, αλλά πρέπει το διοικητικό δικαστήριο να σχηματίσει πλήρη
δικανική πεποίθηση και ως προς τη διάπραξη και ως προς τη βαρύτητα των παραβάσεων
και να προβεί αιτιολογημένα και όχι συμπερασματικά σε αξιολόγηση
καθεμιάς από τις διαπιστωθείσες παραβάσεις, καθώς και σε συνολική
αξιολόγηση της επίπτωσής τους στη δυνατότητα διενέργειας των ελεγκτικών
επαληθεύσεων (βλ. ΣτΕ 1056/2002, 2456/2003, 3082/2008, 1974/2015, 1975/2015 κ.ά.).
6. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναιρεσίβλητη εταιρεία αποτελεί υποκατάστημα της εδρευούσης στο Λονδίνο της Μεγάλης Βρετανίας εταιρείας με την αρχική (από 9.7.1927) επωνυμία «...», και τη σημερινή επωνυμία «...» είναι, δε εγκατεστημένη από το 1975 (με την 322794/27.6.1975 πράξη του Νομάρχη Αττικής- Διαμέρισμα Πειραιά-ΦΕΚ 1758/15.7.1975, τεύχος ΑΕ και, ΕΠΕ), στην Καλλιθέα Αττικής, όπου και έχει τα γραφεία και το λογιστήριο της, διαθέτει δε υποκατάστημα στη Θεσσαλονίκη, καθώς και αποθηκευτικούς χώρους στις εγκαταστάσεις του τελευταίου στην περιοχή Σφαγείων της Θεσσαλονίκης, στη Βιομηχανική Περιοχή Σίνδου Θεσσαλονίκης, και στο Βαθύ Αυλίδας - Αττικής. Κατά την ένδικη διαχειριστική περίοδο (1/1- 31/12/1980) απασχολήθηκε: Α.) με την Εμπορία α) Χημικών Προϊόντων χρησίμων για βιομηχανικούς και άλλους σκοπούς, β) Γεωργικών Φαρμάκων και γ) Σπόρων (Υβριδίων) γεωργικών φυτών (καλαμποκιού), λαχανικών και λοιπών κηπευτικών, και Β.) Με την παραγωγή (με τη μέθοδο της αναμίξεως) ορισμένων χημικών προϊόντων και γεωργικών φαρμάκων, τα οποία ποικίλουν ανά διαχειριστική περίοδο. Για την παρακολούθηση της συναλλακτικής της δράσεως τήρησε βιβλία και στοιχεία Δ' κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων (Κ.Φ.Σ., π.δ. 99/1977), από τα οποία, κατά την ένδικη διαχειριστική περίοδο, προκύπτουν ακαθάριστα έσοδα 1.517/336.088 δρχ., καθαρά κέρδη 15.219.400 δρχ. και φορογητέα κέρδη 14.365.422 δρχ.. Κατά το φορολογικό έλεγχο, όμως, που διενεργήθηκε στα βιβλία και στοιχεία της αναιρεσίβλητης αναμορφώθηκαν καταρχήν τα κέρδη της σε 38.729.602 δρχ., με την προσθήκη λογιστικών διαφορών ύψους 23.510.202 δρχ., διαπιστώθηκε δε ότι αυτή υπέπεσε σε παραλείψεις, παρατυπίες και εν γένει πλημμέλειες, κατά την τήρηση αυτών, αποτελούσες και παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Φ.Σ. «οι οποίες, κατά την κρίση του, καθιστούν αυτά ανεπαρκή σε βαθμό που καθίσταται, αδύνατη η διενέργεια των προσηκουσών ελεγκτικών επαληθεύσεων», και για το λόγο αυτό, ο οικονομικός Έφορος, υιοθετώντας το πόρισμα του ελέγχου, απέρριψε αυτά και προέβη περαιτέρω σε εξωλογιστικο προσδιορισμό των οικονομικών αποτελεσμάτων της. Ειδικότερα, οι παραβάσεις, οι παραλείψεις, παρατυπίες και εν γένει πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν από τον έλεγχο της φορολογικής αρχής παρατίθενται λεπτομερώς στην προσβαλλόμενη απόφαση. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο, κατά μερική αποδοχή της προσφυγής της αναιρεσίβλητης κατά του προαναφερθέντος φύλλου ελέγχου, το τροποποίησε και προσδιόρισε εξωλογιστικώς τα καθαρά κέρδη της σε 144.367.580 δρχ... Με την έφεση που άσκησε η αναιρεσίβλητη κατά της αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου ισχυρίσθηκε ότι οι παραβάσεις του Κ.Φ.Σ. που διαπιστώθηκαν στα βιβλία της και οι τυχόν πλημμέλειες δεν καθιστούν τα βιβλία της ανακριβή και ανεπαρκή και πάντως, δεν είναι ικανές να οδηγήσουν σε εξωλογιστικά προσδιορισμό των εσόδων της. Το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε τα εξής σχετικά με τις φορολογικές παραβάσεις που διαπιστώθηκαν από τον οικονομικό έφορο και οδήγησαν στον εξωλογιστικά προσδιορισμό του εισοδήματος της αναιρεσίβλητης: (Α) Όσον αφορά την διαπίστωση του ελέγχου περί της κατά παράβαση του άρθρου 7 του Κ.Φ.Σ. καταχωρίσεως στο Αναλυτικό Ημερολόγιο Ταμείου συγκεντρωτικά ορισμένων δαπανών, με βάση αθεώρητα παραστατικά (εντάλματα πληρωμής), ο αριθμός των οποίων αναγραφόταν ως δικαιολογητικό της εγγραφής, το Διοικητικό Εφετείο έλαβε, εν πρώτοις, υπόψη του ότι στην έκθεση ελέγχου αναφέρεται ότι η παρατήρηση αυτή αφορά κυρίως φορτωτικές και, εξοδολόγια εκτελωνιστών. Περαιτέρω, αφού θεώρησε ότι η συγκεντρωτική καταχώριση του είδους αυτής της δαπάνης ρε βάση τα αθεώρητα εντάλματα πληρωμής συνιστά πλημμέλεια, έκρινε ότι για την ουσιαστική εκτίμηση της βαρύτητας αυτής και της επίδρασής της στη δυνατότητα διενέργειας ελεγκτικών επαληθεύσεων -ενόψει, άλλωστε, και του μεγάλου κύκλου εργασιών της αναιρεσίβλητης- θα έπρεπε να προσδιοριστούν συγκεκριμένα αφενός μεν το συνολικό χρηματικό ύψος των σχετικών περιπτώσεων, αφετέρου δε ο συνολικός αριθμός των περιπτώσεων της συγκεντρωτικής καταχώρισης με βάση αθεώρητα εντάλματα πληρωμής, ώστε εξ αυτών να είναι δυνατή η διακρίβωση της βασιμότητας ή μη του αναγραφομένου στην έκθεση ελέγχου ότι η διαπίστωση αυτή αφορά «πολλά δικαιολογητικά δαπανών», δοθέντος ότι, το εάν είναι πολλά ή όχι, καθώς κι αν έχει, ή όχι επίδραση και ποία, συναρτάται με τα ως άνω δεδομένα. Επιπλέον, το Διοικητικό Εφετείο επεσήμανε ότι, παρά την αναφορά ότι η διαπίστωση αφορά και μεταφορικά (φορτωτικές), δεν αναφέρεται ούτε ενδεικτικά μία σχετική περίπτωση, ενώ, συνεκτίμησε ότι, παρόλο που η διαπίστωση αυτή επιδρά στο κόστος των παραχθέντων και πωληθέντων εμπορευμάτων, δεν αποδίδεται από τον έλεγχο σχετική πλημμέλεια ως προς το κόστος. Ενόψει αυτών, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η παραπάνω διαπίστωση, όπως τα περιστατικά της εκτίθενται στην έκθεση ελέγχου και για τους λόγους που προεκτέθηκαν, δεν είναι ικανή να θεμελιώσει απόρριψη των βιβλίων και στοιχείων της αναιρεσίβλητης και τον εξωλογιστικο προσδιορισμό των καθαρών κερδών της, θεωρώντας ότι, εφόσον πρόκειται περί εγγραφών δαπανών που δεν ερείδονται σε νόμιμα παραστατικά και ως εκ τούτου δεν είναι εκπεστέες- επί λογιστικού προσδιορισμού, θα έπρεπε η απόρριψη των βιβλίων να θεμελιωθεί σε άλλες ουσιαστικές παραβάσεις. (Β) Όσον αφορά τη διαπίστωση του ελέγχου περί κατά παράβαση του άρθρου 8 παρ. 8 του Κ.Φ.Σ., σε συνδυασμό με το άρθρο 17 παρ. 6 αυτού, εκπρόθεσμης ενημέρωσης του βιβλίου αποθήκης, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι αυτή δεν μπορεί να θεμελιώσει απόρριψη των βιβλίων, με την αιτιολογία ότι δεν αναφέρεται στην έκθεση ελέγχου ο συνολικός αριθμός των στοιχείων των σχετικών παραστατικών ούτε αναφέρεται ο ολικός αριθμός των περιπτώσεων, δεν διαπιστώθηκε διαφορά μεταξύ των δεδομένων των δελτίων αυτών και των αντιστοίχων τιμολογίων, δεν διαπιστώθηκε διαφορά ως προς τα μένοντα στο τέλος της χρήσης, καθώς και ότι η διενέργεια των ελεγκτικών διαδικασιών ως προς την επαλήθευση του προκύπτοντος καθ' εκάστην ημέρα υπολοίπου κάθε είδους από εκείνα στα οποία αναφέρονται τα δελτία ήταν δυνατή και ευχερής, καθόσον με την εφαρμογή της μεθόδου της κλειστής αποθήκης και την προσθήκη στην ποσότητα των καταμετρούμενων και των ποσοτήτων των ομοίων ειδών που αφορούσαν τα μη καταχωρισμένα δελτία ή άλλως με την μείωση της προκυπτούσης εκ των βιβλίων ποσότητος κάθε αγαθού κατά τις ποσότητες που αφορούσαν τα μη καταχωρισμένα δελτία ήταν δυνατή η διακρίβωση εάν τα καταμετρούμενα ως πράγματι υπάρχοντα συμφωνούσαν ή όχι με το εξαγόμενο υπόλοιπο. Ενόψει αυτών, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η εκπρόθεσμη καταχώριση, ανεξάρτητα από το ότι συνιστά παράβαση του Κ.Φ.Σ., πάντως δεν καθιστά ανέφικτη την διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων και το λογιστικό προσδιορισμό των καθαρών κερδών. (Γ) Όσον αφορά την διαπίστωση του ελέγχου περί της κατά παράβαση του άρθρου 29 παρ. 4 του Κ.Φ.Σ. διορθωμένης ημερομηνίας έκδοσης τιμολογίων και πιστωτικών σημειωμάτων, αφού έλαβε υπόψη του ότι i) η παρατήρηση αυτή αφορά, όπως αναγράφεται στην έκθεση ελέγχου, μόνο την σειρά Χ των δελτίων αποστολής και τη σειρά ΧΑ των πιστωτικών σημειωμάτων., ii) η αναιρεσίβλητη χρησιμοποίησε πλείονες σειρές τιμολογίων και πιστωτικών σημειωμάτων, για τις δε λοιπές δεν αποδίδεται σχετική πλημμέλεια, και ίϋ) δεν προσδιορίζεται ο συνολικός αριθμός των τιμολογίων και πιστωτικών σημειωμάτων των παραπάνω δύο σειρών, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση της βαρύτητας της διαπίστωσης, θεώρησε ότι η διακρίβωση της αληθούς χρονολογίας αυτών · ήταν δυνατή τόσο απφ το συσχετισμό με τις χρονολογίες των αμέσως προηγουμένων και επομένων αντιστοίχων στοιχείων, καθώς και με την εφαρμογή της μεθόδου της κλειστής αποθήκης στις σχετικές χρονολογίες και, τελικά, έκρινε ότι η ανωτέρω διαπίστωση του ελέγχου, όπως τα περιστατικά της εκτίθενται στην οικεία έκθεση, δεν μπόρεί να οδηγήσει σε απόρριψη των βιβλίων, καθόσον δεν καθιστά ανέφικτη τη διενέργεια των σχετικών ελεγκτικών επαληθεύσεων κατά τον προεκτε- θέντα τρόπο στις αντίστοιχες χρονολογίες. (Δ) Όσον αφορά τη διαπίστωση του ελέγχου, περί της κατά παράβαση του άρθρου 29 παρ. 5 του Κ.Φ.Σ. μη αναγραφής της χρονολογίας έκδοσης σε δελτία αποστολής των σειρών Χ και σε τιμολόγια της σειράς ΠΧ, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι τα περιστατικά αυτής, όπως εκτίθεντου στην έκθεση ελέγχου, δεν μπορούν να στηρίξουν κρίση απόρριψης των βιβλίων και στοιχείων της αναιρεσί- βλητης, διότι δεν αναφέρεται συγκεκριμένα ο αριθμός των περιπτώσεων κάθε σειράς, ούτε ο συνολικός αριθμός των στοιχείων που εκδόθηκαν από κάθε σειρά, αλλά ούτε και ο αριθμός των σειρών, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση της επίδρασης της παρατήρησης αυτής επί του κύρους των βιβλίων, και ειδικότερα, επί της δυνατότητας διενέργειας των ελεγκτικών επαληθεύσεων, καθώς και διότι η χρονολογία έκδοσης ήταν δυνατόν να διακριβωθεί σε όλες τις περιπτώσεις με συσχετισμό με τις χρονολογίες των αμέσως προηγουμένων και επομένων στοιχείων, ενδεχομένως δε και με την εφαρμογή της μεθόδου της κλειστής αποθήκης, ενώ στις περιπτώσεις των δελτίων αποστολής όλων των παραπάνω σειρών, σε συσχετισμό με τα εκδοθέντα στοιχεία για τη μεταφορά των αγαθών. (Ε)
Αναφορικά με τη διαπίστωση ότι κατά παράβαση του άρθρου 44 παρ. 2 του Κ.Φ.Σ. για τα πιστωτικά σημειώματα εμπορευμάτων και κενών βαρελιών δεν επιδείχθηκαν αντίστοιχα δελτία αποστολής των πελατών της αναιρεσίβλητης, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η παρατήρηση ερείδεται στη, μη πράγματι, διαπιστωθείσα εκδοχή ότι οι πελάτες της τω όντι εξέδωσαν δελτία αποστολής, ενώ δεν αναφέρεται, έστω και ενδεικτικά, περίπτωση έκδοσης, πράγματι, από πελάτη της δελτίου αποστολής επιστρεφομένων και, άλλωστε, στην κατά το άρθρο 20 παρ. 5 του Κ.Φ.Σ. έννοια της μερικής επιστροφής εμπίπτει και .η περ.ίπτωση της εξ αβλεψίας, παραδρομής ή οποιουδήποτε άλλου λόγου μη πράγματι αποστολής της αναγραφόμενης
στο συνοδευτικό της αποστολής παραστατικό ποσότητας ενός αγαθού, οπότε η
έκδοση σχετικού πιστωτικού σημειώματος για την μη αποσταλείσα ποσότητα ή
αγαθό, κατά περίπτωση, αποτελεί λογιστική κάλυψη της παραδρομής,
δοθέντος ότι, εφόσον ο παραλήπτης δεν παρέλαβε πράγματι το είδος ή όλη
την ποσότητα αυτού, δεν είναι δυνατό να εκδώσει δελτίο αποστολής για
ποσότητα ή αγαθό που, πράγματι, δεν μπορεί να Επιστρέψει στον πωλητή
του, αφού δεν τα παρέλαβε. Περαιτέρω, το Εφετείο θεώρησε ότι για τη βασιμότητα
της παρατήρησης του ελέγχου και ενόψει του ότι δεν απαιτείται από την
ως άνω διάταξη η αναγραφή στα πιστωτικά σημειώματα του αριθμού των
δελτίων αποστολής, θα έπρεπε να χωρήσει διασταύρωση των δεδομένων των
πιστωτικών σημειωμάτων με τους φερόμενους ως επιστρέφοντες αγαθά,
προκειμένου να διακριβωθεί από τα στοιχεία εκείνων ότι, όντως, εξέδωσαν
δελτία αποστολής, επισημαίνοντας ότι, όσο κι αν είναι δυσχερής η
διενέργεια της διασταυρώσεως των πιστωτικών σημειωμάτων με τα τυχόν
εκδοθέντα από τους πελάτες της δελτία αποστολής, δεν είναι δυνατή
θεμελίωση πλημμέλειας με μόνη την αναπόδεικτη εκδοχή ότι οι πελάτες της
εξέδωσαν δελτία αποστολής, συνεκτιμώντας και τα προβαλλόμενα, άλλωστε,
από την αναιρεσίβλητη, σύμφωνα με τα οποία, το μεγαλύτερο μέρος των
επιστροφών αφορούσε κενά βαρέλια, που αποτελούν μέσα συσκευασιας, η
συνολική δε αξία των πάσης φύσεως, υλικών συσκευασίας δεν υπερβαίνει το
2% των συνολικών εσόδων της, καθώς και το ότι δεν αναφέρεται και ο
συνολικός αριθμός των εκδοθέντων πιστωτικών σημειωμάτων, ούτε ο
αριθμός των περιπτώσεων, ώστε να διαπιστωθεί εάν η σχετική παρατήρηση
αφορά όντως το κατά την έκθεση ελέγχου μεγαλύτερο μέρος των
επιστρεφομένων. Ενόψει των προηγουμένων, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε
ότι η παραπάνω διαπίστωση του ελέγχου, όπως τα περιστατικά
της εκτίθενται στην οικεία έκθεση, δεν θεμελιώνει, ανεπάρκεια που να
καθιστά ανέφικτη την διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων. (ΣΤ) Όσον
αφορά τη διαπίστωση του ελέγχου περί της κατά παράβαση του άρθρου 39 του
Κ.Φ.Σ. χρησιμοποιήσεως τριών αποθηκευτικών χώρων, χωρίς να έχει
προηγηθεί η κατά νόμο δήλωσή τους προς την Οικονομική Αρχή εκ μέρους
της, διαπίστωση η οποία, κατά τον φορολογικό έλεγχο, συνιστά ουσιώδη
παράβαση που καθιστά ανέφικτο τον λογιστικό προσδιορισμό των
αποτελεσμάτων της, το Διοικητικό Εφετείο έλαβε υπόψη του ότι, σύμφωνα με
την κρίση της υπ' αριθμ. 1075/2006 αναιρετικής απόφασης του Συμβουλίου
της Επικρατείας, υποχρέωση .δηλώσεως στη φορολογική αρχή των
αποθηκευτικών χώρων που βρίσκονται εκτός της
κύριας εγκαταστάσεώς του έχει ο επιτηδευματίας, μόνον όταν
ιδιοχρησιμοποιεί τέτοιους χώρους, φυλάσσοντας ο ίδιος σ' αυτούς και
διακινώντας από εκεί με δική του μέριμνα αγαθά της επιχειρήσεώς του,
ενώ, αντίθετα, ο επιτηδευματίας ο οποίος αναθέτει σε τρίτους την ευθύνη
της φύλαξης σε αποθήκες τους και της περαιτέρω διακίνησης
των αγαθών του, δεν έχει ο ίδιος υποχρέωση δηλώσεως των αποθηκών αυτών
και δεδομένου ότι εν προκειμένω για τους τρεις ένδικους αποθηκευτικούς
χώρους η αναιρεσίβλητη συνήψε, αντιστοίχως, τις από 3-2-1978, 7-12-1976,
και 30-6-1975 έγγραφες συμφωνίες με τους ιδιοκτήτες τους, τις οποίες
επικαλέσθηκε και προσκόμισε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, έκρινε
ότι η μη υποβολή δηλώσεως των αποθηκευτικών αυτών χώρων εκ μέρους της
αναιρεσίβλητης δεν συνιστά παράβαση του Κ.Φ.Σ. και δεν είναι δυνατόν να θεμελιώσει απόρριψη των βιβλίων ή
αδυναμία διενέργειας ελεγκτικών επαληθεύσεων. Στην κρίση του αυτή
κατέληξε, αφού συνεκτίμησε και το γεγονός ότι η αναιρεσίβλητη, κατά τα
διαλαμβανόμενα στην έκθεση ελέγχου, για τη χρησιμοποίηση των αποθηκών
αυτών και την παρακολούθηση της σχετικής διακινήσεως αφενός μεν τήρησε
σε μερίδες, με ξεχωριστούς κωδικούς για την κάθε μία, αφετέρου δε εξέδωσε δελτία αποστολής και λοιπά παράστατικά για την παρακολούθηση
της διακίνησης καθεμιάς από αυτές, η οποία παρακολουθείτο στην οικεία
μερίδα εκάστης, και δεν αποδίδεται πλημμέλεια ούτε στις σχετικές
εγγραφές των μερίδων των αποθηκών αυτών, ούτε στα αφορώντα την κάθε μία
σχετικά παραστατικά. (Ζ) Αναφορικά με τη διαπίστωση του ελέγχου περί
πλημμέλειας τήρησης του βιβλίου αποθήκης, ως προς τη διακίνηση κενών
βαρελιών, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η εν λόγω διαπίστωση δεν
μπορεί να θεμελιώσει την απόρριψη των βιβλίων και τον εξωλογιστικά
προσδιορισμό των αποτελεσμάτων της αναιρεσίβλητης, διότι αυτή δεν
αναφέρεται σε αγαθά που αποτελούν αυτοτελώς αντικείμενο της
επιχειρηματικής δραστηριότητάς της, αλλά σε είδη συσκευασίας η αξία των
οποίων αντιπροσωπεύει πολύ μικρό ποσοστό των συνολικών εσόδων της και
ουδόλως σχετίζεται με-τα αγαθά που αποτελούν το αντικείμενο των εργασιών
της. (Η) Τέλος, όσον αφορά την διαπίστωση του ελέγχου περί της κατά
παράβαση του άρθρου 15 παρ. 1 του Κ.Φ.Σ. ενημέρωσης των διπλότυπων
Αναλυτικών Ημερολογίων Πληρωμών και Εισπράξεων Αθηνών με κοινή
μολυβδίδα, για την οποία η αναιρεσίβλητη προέβαλε ότι χρησιμοποιείτο
μολύβι «μελανί» διαρκείας που είναι δυσχερέστατο να σβησθεί, το
Διοικητικό Εφετείο θεώρησε ότι ο σχετικός ισχυρισμός της θα έπρεπε να
ερευνηθεί, ως ουσιώδης. Λαμβάνοντας δε, περαιτέρω, υπόψη ότι, εφόσον τα
βιβλία αυτά ήσαν «διπλότυπα» και στα δεύτερα αντίτυπα των σελίδων αυτών
βρέθηκαν οι σχετικές καταχωρίσεις, για τις οποίες δεν αποδίδεται από τον
έλεγχο καμιά πλημμέλεια, και διαπιστώθηκε ότι ενεργούνταν κατά.νόμο με
χρήση χημικού χάρτου (καρμπόν), έκρινε ότι από αυτές τις εγγραφές ήταν δυνατή η
διακρίβωση όλων των τυχόν αλλαγών, διορθώσεων, επεγγραφών κλπ, κάτι
που, όμως, δεν διαπιστώθηκε, με συνέπεια, κι αν ακόμη οι εγγραφές στο
πρώτο φύλλο των διπλοτύπων αυτών βιβλίων είχαν γίνει, με κοινή
μολυβδίδα, εκ της αποτυπώσεώς των, κατά νόμιμο τρόπο στο δεύτερο φύλλο
αυτών να ήταν κατά πάντα ευχερής η διενέργεια του σχετικού ελέγχου και
των διασταυρώσεων των στοιχείων, καθώς και της συμπτώσεως των εγγράφων
μεταξύ των δύο φύλλων των διπλοτύπων αυτών βιβλίων, ενόψει και του ότι,
όπως επεσήμανε, δεν αναφέρεται στην έκθεση ελέγχου η ύπαρξη σβησιμάτων,
διαγραφών και λοιπών μεταβολών. Ώς εκ τούτου, έκρινε ότι κι, αν ακόμη
είχε χρησιμοποιηθεί κοινή μολυβδίδα, η σχετική τυπική πλημμέλεια, δεν
καθιστά αδύνατη τη διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων. Ενόψει όλων
των ανωτέρω (υπό στοιχ. Α έως Η), το Διοικητικό Εφετείο, αφού έκρινε ότι
δεν ήταν νόμιμη η απόρριψη των βιβλίων και στοιχείων της αναιρεσίβλητης
και ο εξυολογιστικός προσδιορισμός των καθαρών κερδών αυτής, εξαφάνισε
την πρωτόδικη απόφαση, στη συνέχεια δε προέβη στο λογιστικό προσδιορισμό
των καθαρών κερδών της αναιρεσίβλητης, αφού προηγουμένως ερεύνησε και
εκτίμησε ντις λογιστικές διαφορές που προσέθεσε η φορολογική αρχή.
7. Επειδή, εφόσον, κατά τα ανωτέρω, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο
αρκέστηκε στην εξέταση μεμονωμένα καθεμίας από τις παραβάσεις που
καταλογίστηκαν στην αναιρεσίβλητη, κρίνοντας (για διαφορετικούς
λόγους) ότι εκάστη εξ αυτών είτε δεν (αποδείχθηκε ότι) έλαβε χώρα είτε
δεν καθιστούσε ανέφικτες τις ελεγκτικές επαληθεύσεις, χωρίς, πάντως, να
προβεί σε συνολική αξιολόγηση της επίπτωσης των παραβάσεων της δεύτερης
κατηγορίας στη δυνατότητα διενέργειας των ελεγκτικών επαληθεύσεων,
εφάρμοσε πλημμελώς τις περί εξωλογιστικού προσδιορισμού του εισοδήματος
διατάξεις του ν.δ. 3323/1955, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν στη σκέψη 5 (πρβλ.
ΣτΕ 1974/2015, 1975/2015). Για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την
κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναιρεθεί η
προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών
προβαλλόμενων λόγων αναίρεσης. Περαιτέρω δε, η υπόθεση, που χρειάζεται
διευκρίνιση κατά το πραγματικό της μέρος, πρέπει να παραπεμφθεί στον
εκδόν την αναιρεσιβαλλόμενη δικαστήριο για νέα κρίση.
Διά ταύτα
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 1608/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση κατά το σκεπτικό.
Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη το ήμισυ της δικαστικής δαπάνης του
Ελληνικού Δημοσίου, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2017
Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος
Ε. Σάρπ
Η Γραμματέας
Α. Ζυγουρίτσα.
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Μαΐου 2017.
Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος
Ε. Σάρπ
Ο Γραμματέας του Β' Τμήματος
Ι. Μητροτάσιος
Αριθ. πρωτ.: Α.Τ.Υ.Ε. Α.Α.Δ.Ε 1121166 ΕΞ 2017 Κοινοποίηση διατάξεων του άρθρου 49, παρ. α και β, του Ν. 4484/2017
Αριθ. Πρωτ.:Α.Τ.Υ.Ε. Α.Α.Δ.Ε 1121166 ΕΞ 2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ
Ταχ. Δ/νση: Ερμού 23-25
Ταχ. Κώδικας: 10563 Αθήνα
Πληροφορίες:
Τηλέφωνο: 2131624234
Fax: 2131624233
E-Mail:
Url: www.aade.gr
Θέμα: «Κοινοποίηση διατάξεων του άρθρου 49, παρ. α και β, του Ν. 4484/2017»
Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις του άρθρου 49, του Ν. 4484/2017 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίες (ΕΕ) 2016/881 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 110/01.08.2017), αναφορικά με ζητήματα δαπανών υπερωριακής απασχόλησης (παρ. α) και λοιπών δαπανών (παρ. β) για τις οποίες δεν τηρήθηκαν από τους διατάκτες οι περί ανάληψης υποχρεώσεων διατάξεις, με ημερομηνία ισχύος την 1η .8.2017 (άρθρο 85 του ιδίου νόμου).
Με τις εν λόγω διατάξεις ορίζεται ότι οι δαπάνες υπερωριακής απασχόλησης διενεργηθείσες στο 2ο εξάμηνο του 2016 και το 1ο εξάμηνο του 2017, θεωρούνται νόμιμες και δύνανται να καταβάλλονται σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού του τρέχοντος έτους, ανεξαρτήτως του χρόνου ανάρτησης της απόφασης συγκρότησης συνεργείου στη Διαύγεια.
Επίσης ορίζεται ότι οι δαπάνες της Κεντρικής Διοίκησης, για τις οποίες δεν τηρήθηκαν από τους διατάκτες οι περί ανάληψης υποχρεώσεων διατάξεις, λόγω μη έγκαιρης ανάθεσης αρμοδιοτήτων στις Δ.Υ.Ε.Ε., θεωρούνται νόμιμες και δύναται να πληρωθούν σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού των οικείων φορέων τρέχοντος οικονομικού έτους, με την έκδοση των σχετικών αποφάσεων ανάληψης, εάν αυτές δεν έχουν ήδη εκδοθεί, και υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις νομιμότητας και κανονικότητας αυτών.
Κατόπιν των ανωτέρω παρακαλούμε, τα δικαιολογητικά δαπανών (όπως υπερωριακής εργασίας, μισθώματα, οδοιπορικά κ.α.), που εκκρεμούν στις Υπηρεσίες σας να αποσταλούν για εκκαθάριση, έλεγχο και πληρωμή στην αρμόδια Υπηρεσία (Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης της ΓΔΟΥ ή κατά τόπον ΔΥΕΕ του ΓΛΚ).
Ακολουθεί το κείμενο των κοινοποιούμενων διατάξεων:
Άρθρο 49 -Λοιπές διατάξεις
«α) Οι διενεργηθείσες κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2016 και το πρώτο εξάμηνο του έτους 2017 δαπάνες υπερωριακής απασχόλησης του Υπουργείου Οικονομικών θεωρούνται νόμιμες ανεξάρτητα από την ημερομηνία ανάρτησης της απόφασης συγκρότησης συνεργείου στη Διαύγεια και δύνανται να καταβάλλονται σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών του τρέχοντος έτους.
β) Δαπάνες της Κεντρικής Διοίκησης, για τις οποίες δεν τηρήθηκαν από τους διατάκτες οι περί αναλήψεως υποχρεώσεων διατάξεις λόγω μη έγκαιρης έκδοσης των προβλεπόμενων από το άρθρο 24, παρ. 3.γ. του ν. 4270/2014 κοινών υπουργικών αποφάσεων για την ανάθεση αρμοδιοτήτων στις Δ.Υ.Ε.Ε., θεωρούνται νόμιμες και δύναται να πληρωθούν σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού των οικείων φορέων, τρέχοντος οικονομικού έτους, με την έκδοση των σχετικών αποφάσεων ανάληψης, εάν αυτές δεν έχουν ήδη εκδοθεί, και υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις νομιμότητας και κανονικότητας αυτών».
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΓΕΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
Ι. ΚΑΒΒΑΔΑΣ
Αριθ. πρωτ.: Δ.ΟΡΓ. Α 1119253 ΕΞ 2017 Ορισμός των οργανικών μονάδων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), οι οποίες αποτελούν χωριστές επιχειρησιακές μονάδες, ανεξαρτήτως υπεύθυνες για τη σύναψη συμβάσεων των ίδιων ή ορισμένων κατηγοριών αυτών, οι οποίες πληρούν τα κριτήρια, τους όρους και τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 4 της αριθμ. 75555/289/6-7-2017 (Β' 2336) Κοινής Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, τα οποία καθορίσθηκαν σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 4412/2016 (Α' 147)
ΑΡΙΘ. ΦΕΚ: Β' 2823/11-08-2017
Αθήνα, 8 Αυγούστου 2017
Αριθ. Πρωτ.: Δ.ΟΡΓ. Α 1119253 ΕΞ 2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
1. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α'- ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
Ταχ. Δ/νση: Λεωχάρους 2
Ταχ. Κώδικας: 10184 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Π.Λυμπερόπουλος
Αννα Πανταζή
Τηλέφωνο: 210-3222386
Fax: 210-3230829
E-Mail: ypoik.d6a2@1988.syzefxis.gov.gr
Url: www.aade.gr
2. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
α. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΑΝΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ
Ταχ. Δ/νση: Ερμού 23-25
Ταχ. Κώδικας: 105 63 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: 1) Παπαϊωάννου Αλεξάνδρα 2) Χαραλαμπάκη Μαρία-Ειρήνη
Τηλέφωνο: 2131624206
Url: www.aade.gr
β. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΛΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΤΙΡΙΑΚΩΝ
ΥΠΟΔΟΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ
Ταχ. Δ/νση: Ερμού 23-25
Ταχ. Κώδικας:105 63 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες:Σιδηρόπουλος Κωνσταντίνος
Τηλέφωνο:2131624221
Url: www.aade.gr
Θέμα: «Ορισμός των οργανικών μονάδων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), οι οποίες αποτελούν χωριστές επιχειρησιακές μονάδες, ανεξαρτήτως υπεύθυνες για τη σύναψη συμβάσεων των ίδιων ή ορισμένων κατηγοριών αυτών, οι οποίες πληρούν τα κριτήρια, τους όρους και τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 4 της αριθμ. 75555/289/6-7-2017 (Β' 2336) Κοινής Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, τα οποία καθορίσθηκαν σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 4412/2016 (Α' 147)»
ΔΙΑΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1.- Τις διατάξεις:
α) του ν. 4412/2016 (Α' 147) «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)» και ειδικότερα του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 6 αυτού, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 4468/2017 (Α' 61),
β) του Κεφαλαίου Α' «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του Μέρους Πρώτου του ν. 4389/2016 (Α' 94) και ειδικότερα των παρ. 1 και 5 και της περίπτωσης ββ' της υποπαραγράφου θ' της παρ. 4 και των υποπαραγράφων α' και γ' της παρ. 6 του άρθρου 14, της παρ. 1 και των υποπαραγράφων ιε' έως ιη' της παρ. 2 του άρθρου 2, των παρ. 1 έως 4 και 6 έως 8 του άρθρου 19, των παρ. 3 έως 7 του άρθρου 40, του άρθρου 7, καθώς και των παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 41 του νόμου αυτού,
γ) της αριθμ. 75555/289/06-07-2017 (Β' 2336) Κοινής Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Καθορισμός κριτηρίων υπαγωγής στην έννοια της "χωριστής επιχειρησιακής μονάδας ανεξαρτήτως υπεύθυνης για τη σύναψη συμβάσεων της ίδιας ή ορισμένων κατηγοριών αυτών" του άρθρου 6, παρ. 2, εδάφιο β' του ν. 4412/2016», η οποία εκδόθηκε ύστερα από την αριθμ. 25/2017/28-06-2017 σύμφωνη γνώμη της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.)
δ) του ν. 4270/2014 (A' 143) «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) - δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις.», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει.
ε) του ν. 4013/2011 (Α' 204) «Σύσταση Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων και Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων - Αντικατάσταση του έκτου Κεφαλαίου του ν. 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας) - Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης και άλλες διατάξεις». στ) του ν. 3979/2011 (A' 138) «Για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και λοιπές διατάξεις».
ζ) του ν. 3861/2010 (Α' 112) «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο "Πρόγραμμα Διαύγεια" και άλλες διατάξεις».
η) του π.δ. 80/2016 (Α' 145) «Ανάληψη υποχρεώσεων από τους διατάκτες».
θ) της υποπερ. viii της περ. 2.3 της υποπαραγράφου 2 της παραγράφου Γ' του άρθρου 3 του ν. 4336/2015 (Α' 94) «Συνταξιοδοτικές διατάξεις - Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης.».
2. - Την αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017/10-03-2017 (Β' 968 & 1238) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει με την αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1114121 ΕΞ 2017/27-07-2017 (Β' 2681) όμοια.
3. Την αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1001512 ΕΞ 2017/05-01-2017 (Β' 12, 52, 234 και 1032) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων σε όργανα Κεντρικών, Ειδικών Αποκεντρωμένων και Περιφερειακών Υπηρεσιών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), εξουσιοδότηση υπογραφής σε Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων και Προϊσταμένους ή Υπευθύνους Αυτοτελών Υπηρεσιών, καθώς και ορισμός Δευτερευόντων Διατακτών Υπηρεσιών αυτής», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τις αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1066066 ΕΞ 2017/03-05-2017 (Β' 1632) και Δ.ΟΡΓ.Α 1115198 ΕΞ 2017/28-07-2017 (Β' 2742) όμοιες.
4. Την αριθμ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28-1-2013 (Β' 130 και Β' 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών» και την αριθμ. Δ6Α 1145867 ΕΞ2013/25-9-2013 (Β'2417) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκαν, συμπληρώθηκαν και ισχύουν, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαραγράφου α' της παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.
5. Την αριθ. 1 της 20-1-2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.
6. Την ανάγκη εφαρμογής της αριθ. 75555/289/06-07-2017 (Β' 2336) Κοινής Υπουργικής Απόφασης.
7. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της απόφασης αυτής, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.
Δ Ι Α Π Ι Σ Τ Ω Ν Ο Υ Μ Ε
Α.- Τη συνδρομή των κριτηρίων, των όρων και των προϋποθέσεων, που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 της αριθ. 75555/289/16-07-2017 (Β' 2336) Κοινής Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Καθορισμός κριτηρίων υπαγωγής στην έννοια της "χωριστής επιχειρησιακής μονάδας ανεξαρτήτως υπεύθυνης για τη σύναψη συμβάσεων της ίδιας ή ορισμένων κατηγοριών αυτών" του άρθρου 6, παρ. 2, εδάφιο β' του ν. 4412/2016.», στις κάτωθι αναφερόμενες υπηρεσίες της
Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), οι οποίες ορίζονται ως χωριστές επιχειρησιακές μονάδες ανεξαρτήτως υπεύθυνες για τη σύναψη συμβάσεων των ίδιων ή ορισμένων κατηγοριών αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 4412/2016 (Α' 147). Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 5 της ανωτέρω Κοινής Υπουργικής Απόφασης, οι οργανικές / διοικητικές μονάδες της Α.Α.Δ.Ε., που περιλαμβάνονται στους κατωτέρω τρεις (3) Πίνακες πληρούν τα κριτήρια, τους όρους και τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 4 αυτής και καθεμία εξ' αυτών αποτελεί χωριστή επιχειρησιακή μονάδα ανεξαρτήτως υπεύθυνη για τις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεών της, κατά την έννοια του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 4412/2016, αναφορικά με τις συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών του Βιβλίου I του ίδιου νόμου και τα αντίστοιχα CPV.
Ειδικότερα, οι κατωτέρω Υπηρεσίες/διοικητικές μονάδες της Α.Α.Δ.Ε., οι οποίες ορίζονται ως χωριστές επιχειρησιακές μονάδες, διαθέτουν σωρευτικά αυτοτελή διοικητική ικανότητα και δημοσιονομική αυτοτέλεια, οι οποίες τεκμαίρονται από τα κατωτέρω χαρακτηριστικά:
I. - Οι Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης και τα Τελωνεία της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ε.Φ.Κ., που αναφέρονται στη στήλη 4 των κατωτέρω Πινάκων 1 και 2, αντίστοιχα, πληρούν τα εξής χαρακτηριστικά:
1) Αυτοτελή διοικητική ικανότητα, καθώς, σύμφωνα με:
α) την υποπαράγραφο δ' της παραγράφου 3 του άρθρου 38 και την υποπαράγραφο VI της παραγράφου 4 του άρθρου 49 της αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017/10-03-2017 (Β' 968 & 1238 ) απόφασής μας «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)», όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υποπαράγραφο 12 και την περίπτωση β' της υποπαραγράφου 16 της παρ. Α της αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1114121 ΕΞ 2017/27-07-2017 (Β' 2681) όμοιας, αντίστοιχα και
β) με το πρώτο εδάφιο των περιπτώσεων α' και β' της υποπαραγράφου 4 της παραγράφου Α' της αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1001512 ΕΞ 2017/05-01-2017 (Β' 12, 52, 234 & 1032) απόφασής μας, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει με τις αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1066066 ΕΞ 2017/03-05-2017 (Β' 1632) και Δ.ΟΡΓ.Α 1115198 ΕΞ 2017/ 28-07-2017 (Β' 2742) όμοιες, προβλέπεται ότι η αρμοδιότητα διενέργειας όλων των προβλεπόμενων διαδικαστικών ενεργειών, βάσει του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου περί προμηθειών, για την ανάθεση προμηθειών και υπηρεσιών, προς κάλυψη, μέσω των Νομαρχιακών Προϋπολογισμών της Φορολογικής και Τελωνειακής Διοίκησης, των αναγκών: αα) των Δ.Ο.Υ., έχει μεταβιβαστεί στους Προϊσταμένους των Τμημάτων Ε' ή Γ' - Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης των Δ.Ο.Υ. Α' και Α'-Β' τάξεως, αντίστοιχα, που προβλέπονται στη στήλη 6 του Πίνακα της περίπτωσης α' της υποπαραγράφου 4 της παρ. Α' της δεύτερης ως άνω απόφασής μας, των οποίων οι Προϊστάμενοι έχουν την αρμοδιότητα του Διατάκτη του οικείου Νομαρχιακού Προϋπολογισμού, ββ) των Τελωνείων, έχει μεταβιβαστεί στους Προϊσταμένους των μονάδων των Τελωνείων Α' τάξεως, που προβλέπονται στην στήλη 6 του Πίνακα της περίπτωσης β' της υποπαραγράφου 4 της παρ. Α' της δεύτερης ως άνω απόφασής μας, των οποίων οι Προϊστάμενοι έχουν την αρμοδιότητα του Διατάκτη του οικείου Νομαρχιακού Προϋπολογισμού.
2) Σημαντικό βαθμό δημοσιονομικής αυτοτέλειας, δεδομένου ότι σε καθεμία εξ' αυτών έχουν μεταβιβασθεί δυνάμει της περίπτωσης α' της υποπαραγράφου 2 της παραγράφου Α της αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1001512 ΕΞ 2017/05-01¬2017 (Β' 12, 52, 234 & 1032) απόφασής μας, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, οι αρμοδιότητες του διατάκτη των αντίστοιχων Νομαρχιακών Προϋπολογισμών της Α.Α.Δ.Ε., ανά νομό.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1 - ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ (Δ.Ο.Υ.)
ΣΤΗΛ Η 1 |
ΣΤΗΛ Η 2 |
ΣΤΗΛ Η 3 |
ΣΤΗΛ Η 4 |
|
|
|
ΧΩΡΙΣΤΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΜΟΝΑΔΑ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ 2Ο ΕΔΑΦΙΟ ΤΗΣ ΠΑΡ. 2 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ Ν. 4412/2016 (Α’ 147) |
|
|
|
ΦΟΡΕΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (231) |
Α/Α |
ΚΩΔ. |
ΝΟΜΟΣ/ΝΟΜΑΡΧΙΑ |
Δ.Ο.Υ./ΤΑΞΗ |
1. |
90-01 |
ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ |
ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ (Α-Β ) |
2. |
90-02 |
ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ |
ΝΑΥΠΛΙΟΥ (Α) |
3. |
90-03 |
ΑΡΚΑΔΙΑΣ |
ΤΡΙΠΟΛΗΣ (Α) |
4. |
90-04 |
ΑΡΤΑΣ |
ΑΡΤΑΣ (Α-Β) |
5. |
90-06 |
ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ/ΝΟΜΑΡΧΙΑ ΑΘΗΝΩΝ |
Δ' ΑΘΗΝΩΝ (Α) |
6. |
90-07 |
ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ/ΝΟΜΑΡΧΙΑ ΠΕΙΡΑΙΑ |
Γ' ΠΕΙΡΑΙΑ (Α-Β) |
7. |
90-08 |
ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ/ΝΟΜΑΡΧΙΑ ΑΝΑΤ.ΑΤΤΙΚΗΣ |
ΠΑΛΛΗΝΗΣ (Α) |
8. |
90-09 |
ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ/ΝΟΜΑΡΧΙΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ |
ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ (Α) |
9. |
90-10 |
ΑΧΑΪΑΣ |
Γ’ ΠΑΤΡΩΝ (Α-Β) |
10. |
90-11 |
ΒΟΙΩΤΙΑΣ |
ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ (Α) |
11. |
90-12 |
ΓΡΕΒΕΝΩΝ |
ΓΡΕΒΕΝΩΝ (Α-Β) |
12. |
90-13 |
ΔΡΑΜΑΣ |
ΔΡΑΜΑΣ (Α) |
13. |
90-14 |
ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ |
ΡΟΔΟΥ (Α) |
14. |
90-15 |
ΕΒΡΟΥ |
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ (Α) |
15. |
90-16 |
ΕΥΒΟΙΑΣ |
ΧΑΛΚΙΔΑΣ (Α) |
16. |
90-17 |
ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ |
ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΥ (Α-Β) |
17. |
90-18 |
ΖΑΚΥΝΘΟΥ |
ΖΑΚΥΝΘΟΥ (Α-Β) |
18. |
90-19 |
ΗΛΕΙΑΣ |
ΠΥΡΓΟΥ (Α) |
19. |
90-20 |
ΗΜΑΘΙΑΣ |
ΒΕΡΟΙΑΣ (Α) |
20. |
90-21 |
ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ |
ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ (Α) |
21. |
90-22 |
ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ |
ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ (Α-Β) |
22. |
90-23 |
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ |
Ε’ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (Α) |
23. |
90-24 |
ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ |
ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ (Α) |
24. |
90-25 |
ΚΑΒΑΛΑΣ |
ΚΑΒΑΛΑΣ (Α) |
25. |
90-26 |
ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ |
ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ (Α) |
26. |
90-27 |
ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ |
ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ (Α) |
27. |
90-28 |
ΚΕΡΚΥΡΑΣ |
ΚΕΡΚΥΡΑΣ (Α) |
28. |
90-29 |
ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ |
ΑΡΓΟΣΤΟΛΙΟΥ (Α-Β) |
29. |
90-30 |
ΚΙΛΚΙΣ |
ΚΙΛΚΙΣ (Α-Β) |
30. |
90-31 |
ΚΟΖΑΝΗΣ |
ΚΟΖΑΝΗΣ (Α) |
31. |
90-32 |
ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ |
ΚΟΡΙΝΘΟΥ (Α) |
32. |
90-33 |
ΚΥΚΛΑΔΩΝ |
ΣΥΡΟΥ (Α) |
33. |
90-34 |
ΛΑΚΩΝΙΑΣ |
ΣΠΑΡΤΗΣ (Α) |
ΣΤΗΛ Η 1 |
ΣΤΗΛ Η 2 |
ΣΤΗΛ Η 3 |
ΣΤΗΛ Η 4 |
|
|
|
ΧΩΡΙΣΤΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΜΟΝΑΔΑ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ 2Ο ΕΔΑΦΙΟ ΤΗΣ ΠΑΡ. 2 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ Ν. 4412/2016 (Α’ 147) |
|
|
|
ΦΟΡΕΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (231) |
Α/Α |
ΚΩΔ. |
ΝΟΜΟΣ/ΝΟΜΑΡΧΙΑ |
Δ.Ο.Υ./ΤΑΞΗ |
34. |
90-35 |
ΛΑΡΙΣΑΣ |
A' ΛΑΡΙΣΑΣ (Α) |
35. |
90-36 |
ΛΑΣΙΘΙΟΥ |
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ (Α) |
36. |
90-37 |
ΛΕΣΒΟΥ |
ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ (Α) |
37. |
90-38 |
ΛΕΥΚΑΔΑΣ |
ΛΕΥΚΑΔΑΣ (Α-Β) |
38. |
90-39 |
ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ |
ΒΟΛΟΥ (Α) |
39. |
90-40 |
ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ |
ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ (Α) |
40. |
90-41 |
ΞΑΝΘΗΣ |
ΞΑΝΘΗΣ (Α) |
41. |
90-42 |
ΠΕΛΛΑΣ |
ΕΔΕΣΣΑΣ (Α) |
42. |
90-43 |
ΠΙΕΡΙΑΣ |
ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ (Α) |
43. |
90-44 |
ΠΡΕΒΕΖΑΣ |
ΠΡΕΒΕΖΑΣ (Α) |
44. |
90-45 |
ΡΕΘΥΜΝΗΣ |
ΡΕΘΥΜΝΟΥ (Α) |
45. |
90-46 |
ΡΟΔΟΠΗΣ |
ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ (Α) |
46. |
90-47 |
ΣΑΜΟΥ |
ΣΑΜΟΥ (Α-Β) |
47. |
90-48 |
ΣΕΡΡΩΝ |
ΣΕΡΡΩΝ (Α) |
48. |
90-49 |
ΤΡΙΚΑΛΩΝ |
ΤΡΙΚΑΛΩΝ (Α) |
49. |
90-50 |
ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ |
ΛΑΜΙΑΣ (Α) |
50. |
90-51 |
ΦΛΩΡΙΝΑΣ |
ΦΛΩΡΙΝΑΣ (Α-Β) |
51. |
90-52 |
ΦΩΚΙΔΑΣ |
ΑΜΦΙΣΣΑΣ (Α-Β) |
52. |
90-53 |
ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ |
ΠΟΛΥΓΥΡΟΥ (Α) |
53. |
90-54 |
ΧΑΝΙΩΝ |
ΧΑΝΙΩΝ (Α) |
54. |
90-55 |
ΧΙΟΥ |
ΧΙΟΥ (Α-Β) |
ΠΙΝΑΚΑΣ 2 - ΤΕΛΩΝΕΙΑ
ΣΤΗΛ Η 1 |
ΣΤΗΛ Η 2 |
ΣΤΗΛ Η 3 |
ΣΤΗΛ Η 4 |
|
|
|
ΧΩΡΙΣΤΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΜΟΝΑΔΑ , ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ 2Ο ΕΔΑΦΙΟ ΤΗΣ ΠΑΡ. 2 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ Ν. 4412/2016 (Α’ 147) |
|
|
|
ΦΟΡΕΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (233) |
Α/Α |
ΚΩΔ. |
ΝΟΜΟΣ/ΝΟΜΑΡΧΙΑ |
ΤΕΛΩΝΕΙΑ/ΤΑΞΗ |
1. |
90-02 |
ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ (Α) |
2. |
90-06 |
ΑΘΗΝΩΝ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (Α) |
3. |
90-07 |
ΠΕΙΡΑΙΑ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ Α' -ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ, Ε.Φ.Κ. & ΕΦΟΔΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ (Α - Κύριο) |
4. |
90-08 |
ΑΝΑΤ. ΑΤΤΙΚΗΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΑ ‘’ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ’’ (Α) |
5. |
90-09 |
ΔΥΤ. ΑΤΤΙΚΗΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ (Α) |
6. |
90-10 |
ΑΧΑΪΑΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ (Α - Κύριο) |
7. |
90-11 |
ΒΟΙΩΤΙΑΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΟΙΝΟΗΣ (Α - Κύριο) |
8. |
90-14 |
ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΡΟΔΟΥ (Α - Κύριο) |
9. |
90-15 |
ΕΒΡΟΥ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ (Α - Κύριο) |
10. |
90-16 |
ΕΥΒΟΙΑΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ (Α - Κύριο) |
11. |
90-20 |
ΗΜΑΘΙΑΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΒΕΡΟΙΑΣ (Α) |
12. |
90-21 |
ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ (Α - Κύριο) |
13. |
90-22 |
ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ (Α) |
14. |
90-23 |
ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ Α' ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ-ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ (Α - Κύριο) |
15. |
90-24 |
ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ (Α) |
16. |
90-25 |
ΚΑΒΑΛΑΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΚΑΒΑΛΑΣ (Α - Κύριο) |
17. |
90-27 |
ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ (Α - Κύριο) |
18. |
90-28 |
ΚΕΡΚΥΡΑΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΚΕΡΚΥΡΑΣ (Α) |
19. |
90-32 |
ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ (Α) |
20. |
90-33 |
ΚΥΚΛΑΔΩΝ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΣΥΡΟΥ (Α - Κύριο) |
21. |
90-35 |
ΛΑΡΙΣΑΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ (Α - Κύριο) |
22. |
90-37 |
ΛΕΣΒΟΥ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ (Α - Κύριο) |
23. |
90-39 |
ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΒΟΛΟΥ (Α - Κύριο) |
24. |
90-40 |
ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ (Α - Κύριο) |
25. |
90-42 |
ΠΕΛΛΑΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΣΚΥΔΡΑΣ (Α) |
26. |
90-43 |
ΠΙΕΡΙΑΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ (Α) |
27. |
90-44 |
ΠΡΕΒΕΖΑΣ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΠΡΕΒΕΖΑΣ (Α - Κύριο) |
28. |
90-48 |
ΣΕΡΡΩΝ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΣΕΡΡΩΝ (Α - Κύριο) |
29. |
90-54 |
ΧΑΝΙΩΝ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ (Α - Κύριο) |
30. |
90-55 |
ΧΙΟΥ |
ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΧΙΟΥ (Α) |
II. - Οι Ειδικές Αποκεντρωμένες Υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. που περιλαμβάνονται στον κατωτέρω Πίνακα 3, πληρούν τα εξής χαρακτηριστικά:
1) Αυτοτελή διοικητική ικανότητα, καθώς, σύμφωνα με:
α) την υποπερίπτωση εε' της περίπτωσης III της υποπαραγράφου Γ' της παρ. 4 του άρθρου 11, την υποπερίπτωση γ' της περίπτωσης III της υποπαραγράφου Β' της παρ. 5 του άρθρου 12, την περίπτωση i της υποπαραγράφου VII της παρ. 5 της Υποενότητας Β' της Ενότητας Β' του άρθρου 14, την υποπερίπτωση ιθιθ' της περίπτωσης α' της υποπαραγράφου I, το στοιχείο i της υποπερίπτωσης αα' της περίπτωσης α' της υποπαραγράφου II και την υποπερίπτωση αα' της περίπτωσης α' της υποπαραγράφου III της παρ. 5 του άρθρου 46, καθώς και την υποπερίπτωση ζζ' της περίπτωσης α' της υποπαραγράφου I της παρ. 5 του άρθρου 47 και την περίπτωση α' της υποπαραγράφου II της παρ. 5 του ίδιου άρθρου της αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017/10-03-2017 (Β' 968 & 1238 ) απόφασής μας «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)», όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις υποπαραγράφους 2, 3, 4, 14 και 15 της αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1114121 ΕΞ 2017/27-07-2017 (Β' 2681) όμοιας και
β) των περιπτώσεων α' και β' της υποπαραγράφου 3 της παραγράφου Α' της αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1001512 ΕΞ 2017/05-01-2017 (Β' 12, 52, 234 & 1032) απόφασής μας, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει με τις αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1066066 ΕΞ 2017/03-05-2017 (Β' 1632) και Δ.ΟΡΓ.Α 1115198 ΕΞ 2017/28-07-2017 (Β'2742) όμοιες,
προβλέπεται ότι η αρμοδιότητα διενέργειας όλων των προβλεπόμενων διαδικαστικών ενεργειών, βάσει του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου περί προμηθειών, για την ανάθεση προμηθειών και υπηρεσιών, προς κάλυψη των αναγκών των Υπηρεσιών, των οποίων οι Προϊστάμενοι έχουν την αρμοδιότητα του Δευτερεύοντος Διατάκτη για τις πιστώσεις που τους μεταβιβάζονται με Επιτροπικά Εντάλματα (Ε.Ε.), έχει μεταβιβασθεί στους Προϊσταμένους Τμημάτων ή Αυτοτελών Τμημάτων ή στους Υπευθύνους Αυτοτελών Γραφείων αυτών, που αναφέρονται στη στήλη 4 του Πίνακα της περίπτωσης β' της υποπαραγράφου 3 της παρ. Α' της δεύτερης ως άνω απόφασής μας.
2) Σημαντικό βαθμό δημοσιονομικής αυτοτέλειας, δεδομένου ότι σε καθεμία εξ' αυτών έχουν μεταβιβασθεί δυνάμει της περίπτωσης α' της υποπαραγράφου 3 της παραγράφου Α της αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1001512 ΕΞ 2017/05-01¬2017 (Β' 12, 52, 234 & 1032) απόφασής μας, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, οι αρμοδιότητες του Δευτερεύοντος Διατάκτη, για τις πιστώσεις που τους μεταβιβάζονται με Επιτροπικά Εντάλματα (Ε.Ε.).
Ειδικά, για τις ανάγκες εφαρμογής της Κοινής Υπουργικής Απόφασης αριθ. 75555/289/06-07-2017 είναι απαραίτητο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 αυτής, οι μεταβιβάσεις των πιστώσεων με Επιτροπικό Ένταλμα προς τους Δευτερεύοντες Διατάκτες, ύστερα από σχετικό αίτημα αυτών, να έχουν ολοκληρωθεί εντός του πρώτου πενταμήνου κάθε έτους, ενώ για το τρέχον έτος, ο ορισμός Δευτερευόντων Διατακτών πρέπει να έχει συντελεστεί εντός δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος της ως άνω Κοινής Υπουργικής Απόφασης.
ΠΙΝΑΚΑΣ 3 - ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΝΤΕΣ ΔΙΑΤΑΚΤΕΣ
ΣΤΗΛ Η 1 |
ΣΤΗΛ Η 2 |
ΣΤΗΛ Η 3 |
ΣΤΗΛ Η 4 |
|
ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΗΣ Α.Α.Δ.Ε., ΧΩΡΙΣΤΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ 2Ο ΕΔΑΦΙΟ ΤΗΣ ΠΑΡ. 2 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ Ν. 4412/2016 (Α’ 147) |
ΔΕΥΤΕΡΕΥΩΝ ΔΙΑΤΑΚΤΗΣ |
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΣΗ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ, ΠΡΟΣ ΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ |
1. |
Υποδιεύθυνση Επανεξέτασης και Νομικής Υποστήριξης, με έδρ α την Περιφερειακή Ε νότητα Θεσσα λονίκη ς , της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών και οι υφιστάμενες υπηρεσίες αυτής. |
Ο Προϊστάμενος της Υποδιεύθυνσης |
Ο Υπεύθυνος του Αυτοτελούς Γραφείου Διοικητικής Υποστήριξης της Υποδιεύθυνσης Επανεξέτασης και Νομικής Υποστήριξης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών. |
2. |
Υποδιεύθυνση, με έδρ α την Περιφερειακή Ε νότητα Θεσσα λονίκη ς, της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων και οι υφιστάμενες υπηρεσίες αυτής. |
Ο Προϊστάμενος της Υποδιεύθυνσης. |
Ο Υπεύθυνος του Αυτοτελούς Γραφείου Γραμματειακής Υποστήριξης της Υποδιεύθυνσης. |
3. |
Υπηρεσία Ερευνών και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων Αττικής (Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. Αττικής), με έδρα το ν νομ ό Αττικής. |
Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης και για τις υφιστάμενες υπηρεσίες της Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. Αττικής. |
Ο Προϊστάμενος του Αυτοτελούς Τμήματος Διοικητικής και Γραμματειακής Υποστήριξης της Διεύθυνσης της Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. Αττικής. |
4. |
Υπηρεσία Ερευνών και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (Υ.Ε.Δ.Δ.Ε.) Θεσσαλονίκης, με έδρα τον νομό Θεσσα λονίκη ς. |
Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης και για τις υφιστάμενες υπηρεσίες της Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. Θεσσαλονίκης. |
Ο Προϊστάμενος του Αυτοτελούς Τμήματος Διοικητικής και Γραμματειακής Υποστήριξης της Διεύθυνσης της Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. Θεσσαλονίκης. |
5. |
Υπηρεσία Ερευνών και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (Υ.Ε.Δ.Δ.Ε.) Πάτρας, με έδρ α τ ον νομό Αχαΐας. |
Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης και για τις υφιστάμενες υπηρεσίες της Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. Πάτρας. |
Ο Προϊστάμενος του Αυτοτελούς Τμήματος Β΄- Δικαστικό, Προγραμματισμού, Πληροφορικής, Διοικητικής και Γραμματειακής Υποστήριξης της Διεύθυνσης της Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. Πάτρας. |
6. |
Υπηρεσία Ερευνών και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (Υ.Ε.Δ.Δ.Ε.) Ηρακλείου, με έδρα τον νομό Ηρακλείου. |
Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης και για τις υφιστάμενες υπηρεσίες της Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. Ηρακλείου. |
Ο Προϊστάμενος του Τμήματος Β΄- Δικαστικό, Προγραμματισμού, Πληροφορικής, Διοικητικής και Γραμματειακής Υποστήριξης της Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. Ηρακλείου. |
7. |
Τελωνειακή Περιφέρεια Αττικής, με έδρα τον Πειρ αιά. |
Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης |
Ο Προϊστάμενος του Τμήματος Α΄ - Διοικητικής Υποστήριξης της Τελωνειακής Περιφέρειας Αττικής. |
ΣΤΗΛ Η 1 |
ΣΤΗΛ Η 2 |
ΣΤΗΛ Η 3 |
ΣΤΗΛ Η 4 |
|
ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΗΣ Α.Α.Δ.Ε., ΧΩΡΙΣΤΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ 2Ο ΕΔΑΦΙΟ ΤΗΣ ΠΑΡ. 2 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ Ν. 4412/2016 (Α’ 147) |
ΔΕΥΤΕΡΕΥΩΝ ΔΙΑΤΑΚΤΗΣ |
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΣΗ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ, ΠΡΟΣ ΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ |
8. |
Τελωνειακή Περιφέρεια Θεσσαλονίκης, με έδρα τη ν Θεσσα λονίκη . |
Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης |
Ο Προϊστάμενος του Τμήματος Α΄ - Διοικητικής Υποστήριξης της Τελωνειακής Περιφέρειας Θεσσαλονίκης. |
9. |
Τελωνειακή Περιφέρεια Αχαΐας, με έδρα τη ν Πάτ ρα. |
Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης |
Ο Προϊστάμενος του Τμήματος Α΄- Διοικητικής- Νομικής Υποστήριξης και Δικαστικού της Τελωνειακής Περιφέρειας Αχαΐας. |
10. |
Ελεγκτική Υπηρεσία Τελωνείων (ΕΛ.Υ.Τ.) Αττικής, με έδρα το ν νομό Αττική ς. |
Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης |
Ο Προϊστάμενος του Αυτοτελούς Τμήματος Α΄- Διοικητικής και Νομικής Υποστήριξης της ΕΛ.Υ.Τ. Αττικής. |
11. |
Ελεγκτική Υπηρεσία Τελωνείων (ΕΛ.Υ.Τ.) Θεσσαλονίκης, μ ε έδ ρα τη Θεσσα λονίκη . |
Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης |
Ο Προϊστάμενος του Τμήματος Α΄- Διοικητικής και Νομικής Υποστήριξης της ΕΛ.Υ.Τ. Θεσσαλονίκης. |
B. - Η πράξη αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
Αριθ. πρωτ.: ΔΤΔ Γ 1121491 ΕΞ 2017 Απαγορεύσεις και Περιορισμοί - Διεθνείς κυρώσεις - Κοινοποίηση Καν. (ΕΕ) 2016/44 του Συμβουλίου της 18ης Ιανουαρίου 2016, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Λιβύη και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 204/2011
Αριθ. Πρωτ.:ΔΤΔ Γ 1121491 ΕΞ 2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΚ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΤΜΗΜΑ Γ
Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 101 84 Αθήνα
Πληροφορίες: Δημ. Τσαγκαλάκης
Τηλέφωνο: 210 6987 444
Fax: 210 6987 459
E-Mail: dtd@2001.syzefxis.gov.gr
Url: www.aade.gr
ΘΕΜΑ: Απαγορεύσεις και Περιορισμοί - Διεθνείς κυρώσεις - Κοινοποίηση Καν. (ΕΕ) 2016/44 του Συμβουλίου της 18ης Ιανουαρίου 2016, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Λιβύη και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 204/2011
ΣΧΕΤ. Η με Α.Π. Δ19Α 5010473 ΕΞ 2011 Δ.Υ.Ο.
Σε συνέχεια της ανωτέρω (α) σχετικής, η οποία καταργείται από τη λήψη της παρούσας, σας κοινοποιούμε για ενημέρωση και εφαρμογή τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/44 (ανεπίσημη κωδικοποίηση του οποίου επισυνάπτεται στην παρούσα προς διευκόλυνσή σας), σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Λιβύη, ως προς την εφαρμογή των οποίων επισημαίνονται τα ακόλουθα:
Α. Ως προς την εξαγωγή, εισαγωγή ή μεταφορά (της διαμετακόμισης συμπεριλαμβανομένης) εμπορευμάτων:
1. Απαγορεύεται η προμήθεια, εξαγωγή, επανεξαγωγή ή μεταφορά, άμεσα ή έμμεσα, των ενωσιακών ή μη εμπορευμάτων (εξοπλισμού) του Παραρτήματος Ι του κοινοποιούμενου κανονισμού (στο εξής: Κανονισμός), που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για εσωτερική καταστολή, καθώς και των αγαθών και τεχνολογιών που απαριθμούνται στον Κοινό Στρατιωτικό Κατάλογο της Ε.Ε., σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό, ή για χρήση, στη Λιβύη.
Η εν λόγω απαγόρευση δεν εφαρμόζεται (υπό την προϋπόθεση έκδοσης σχετικής άδειας εξαγωγής) στην προστατευτική ενδυμασία, συμπεριλαμβανομένων των αλεξίσφαιρων γιλέκων και των στρατιωτικών κρανών που εξάγονται προσωρινά στη Λιβύη από το προσωπικό των Ηνωμένων Εθνών, το προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των κρατών μελών της, από αντιπροσώπους των μέσων ενημέρωσης και μέλη ανθρωπιστικών και αναπτυξιακών αποστολών και του σχετικού προσωπικού αποκλειστικά για προσωπική τους χρήση.
Στη χώρα μας, η εν λόγω άδεια εκδίδεται από το Τμήμα Ειδικών Καθεστώτων Εξαγωγών της Δ/νσης Συντονισμού Εμπορίου και Εμπορικών Καθεστώτων του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού (τηλ. 210 3286 053, 047, 056 - βλ. και σχετικό κατάλογο στοιχείων επικοινωνίας)
Κατά παρέκκλιση της απαγόρευσης της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών (Παράρτημα IV του Κανονισμού), δύνανται να επιτρέπουν με έκδοση σχετικής άδειας της Δ/νσης Συντονισμού Εμπορίου και Εμπορικών Καθεστώτων του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, τη μεταφορά ή εξαγωγή εξοπλισμού που ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί για εσωτερική καταστολή, υπό τους όρους που οι ίδιες κρίνουν σκόπιμους, εφόσον βεβαιωθούν ότι ο εξοπλισμός αυτός προορίζεται αποκλειστικά για ανθρωπιστική ή προστατευτική χρήση.
2. Υπόκειται σε αδειοδότηση (από τη Δ/νση Συντονισμού Εμπορίου και Εμπορικών Καθεστώτων του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού) η προμήθεια, εξαγωγή, επανεξαγωγή ή μεταφορά, άμεσα ή έμμεσα, των - ενωσιακών ή μη - ειδών του Παραρτήματος VII του Κανονισμού (τα οποία αφορούν σε είδη που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη λαθραία διακίνηση μεταναστών και την εμπορία ανθρώπων), σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό, ή για χρήση, στη Λιβύη.
Η παράγραφος 2 δεν ισχύει για την προμήθεια, εξαγωγή, επανεξαγωγή ή μεταφορά, άμεσα ή έμμεσα, των ειδών του Παραρτήματος VII του Κανονισμού, από Αρχές των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην κυβέρνηση της Λιβύης ή στις Υπηρεσίες της.
3. Απαγορεύεται η εισαγωγή ή μεταφορά από τη Λιβύη, άμεσα ή έμμεσα, των ειδών του Παραρτήματος Ι του Κανονισμού (τα οποία αφορούν σε εξοπλισμό ο οποίος ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί για εσωτερική καταστολή), είτε ο σχετικός εξοπλισμός προέρχεται από τη Λιβύη είτε όχι.
4. Απαγορεύσεις για σκάφη ορισθέντα στο Παράρτημα V του Κανονισμού
4.1 Απαγορεύεται η φόρτωση, μεταφορά ή εκφόρτωση πετρελαίου, συμπεριλαμβανομένων του αργού πετρελαίου και των προϊόντων διύλισης πετρελαίου, από τη Λιβύη επί των ορισθέντων σκαφών με σημαία κράτους μέλους, χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής του εν λόγω κράτους μέλους κατόπιν διαβούλευσης με το σημείο επαφής της κυβέρνησης της Λιβύης.
4.2 Απαγορεύεται η παροχή, από υπηκόους των κρατών μελών ή από τα εδάφη των κρατών μελών, υπηρεσιών εφοδιασμού ή προμήθειας καυσίμων, ή οποιασδήποτε άλλης εξυπηρέτησης σκαφών στα ορισθέντα σκάφη, συμπεριλαμβανομένης της παροχής καυσίμων ή προμηθειών, εφόσον το ορίσει η επιτροπή κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να χορηγούν εξαιρέσεις από το μέτρο της παραγράφου 4.2 της παρούσας (με έκδοση σχετικής άδειας της Δ/νσης Συντονισμού Εμπορίου και Εμπορικών Καθεστώτων του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού), εφόσον κρίνονται αναγκαίες για ανθρωπιστικούς λόγους ή λόγους ασφαλείας, ή όταν το σκάφος επιστρέφει στη Λιβύη.
Β. Πρόσθετα μέτρα διασφάλισης
Κατά τη μεταφορά εμπορευμάτων και τεχνολογιών από και προς τη Λιβύη και προκειμένου να ελεγχθεί η εφαρμογή των προβλεπόμενων από τον Κανονισμό εμπορικών περιορισμών, οι διαχειριστές κάθε μεταφορικού μέσου (ή οι εκπρόσωποί τους), υποχρεούνται να υποβάλλουν - πλέον των πρόσθετων στοιχείων ασφάλειας τα οποία προβλέπονται για τις συνοπτικές διασαφήσεις εισόδου και εξόδου (σχετικές οι με Α.Π. ΔΤΔ Α 1067247 ΕΞ 2016 και ΔΤΔ Α 1106275 ΕΞ 2017 διαταγές της Υπηρεσίας μας αντίστοιχα) - και έγγραφη δήλωση κατά την άφιξη/πριν την αναχώρηση στο αρμόδιο τελωνείο εισόδου/εξαγωγής, για το εάν διακινούν / μεταφέρουν εμπορεύματα που εμπίπτουν στις διατάξεις του Κανονισμού, ή στον Κοινό στρατιωτικό Κατάλογο της Ε.Ε.
Εφόσον τα εν λόγω εμπορεύματα και τεχνολογίες υπόκεινται στη υποχρέωση προσκόμισης άδειας, οφείλουν να διευκρινίζουν τα στοιχεία της άδειας που χορηγήθηκε.
Γ. Δέσμευση οικονομικών πόρων
Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών που απαριθμούνται στα παραρτήματα II και ΙΙΙ του Κανονισμού.
Στους οικονομικούς πόρους συμπεριλαμβάνονται και τα εμπορεύματα, καθώς με βάση τον σχετικό ορισμό του άρθρου 1 στοιχείο (γ), ως «οικονομικοί πόροι» νοούνται τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, υλικά ή άυλα, κινητά ή ακίνητα, που δεν είναι κεφάλαια αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την απόκτηση κεφαλαίων, αγαθών ή υπηρεσιών.
Ως εκ τούτου, εφόσον κατά την πραγματοποίηση τελωνειακών ελέγχων στην εισαγωγή, εξαγωγή, διαμετακόμιση, μεταφορά εμπορευμάτων από και προς τη Λιβύη, υποπέσει στην αντίληψη των τελωνειακών αρχών ότι στις ως άνω συναλλαγές εμπλέκονται πρόσωπα ή οντότητες των παραρτημάτων II και III του Κανονισμού, θα πρέπει να πραγματοποιείται δέσμευση των σχετικών εμπορευμάτων.
Δ. Διαπίστωση παρατυπίας/παράβασης
Σε περίπτωση διαπίστωσης παρατυπίας ή παράβασης των ανωτέρω, τα Τελωνεία ενημερώνουν άμεσα τη Δ/νση Στρατηγικής Τελωνειακών Ελέγχων και Παραβάσεων (τηλ. 210 7259328, 210 7259329, 210 7259324), προκειμένου να συντονίσει τις περαιτέρω απαραίτητες ενέργειες με τις αρμόδιες εθνικές Αρχές.
Ε. Μέτρα δασμολογίου
Σημειώνεται ότι τα μέτρα που προβλέπονται από τον Κανονισμό είναι ενσωματωμένα στο υποσύστημα taric και συνδεδεμένα με τους κωδικούς εμπορευμάτων του πεδίου εφαρμογής του. Για τη συμπλήρωση της απαιτούμενης άδειας εισαγωγής ή εξαγωγής στη θέση 44-1 της τελωνειακής διασάφησης χρησιμοποιούνται - κατά περίπτωση - οι ακόλουθοι κωδικοί πιστοποιητικού:
C052: «Άδεια εξαγωγής για εμπορεύματα και τεχνολογίες που υπόκεινται σε περιορισμούς»
Υ921: «Εμπορεύματα εξαιρούμενα από την απαγόρευση»
Στις περιπτώσεις υποβολής διασαφήσεων για είδη που κατατάσσονται σε κωδικούς Συνδυασμένης Ονοματολογίας που είναι συνδεδεμένοι - στο υποσύστημα taric - με μέτρα απαγορεύσεων/περιορισμών του Κανονισμού, όμως τα συγκεκριμένα είδη δεν εμπίπτουν στις διατάξεις αυτού (και συνεπώς δεν απαιτείται η έκδοση σχετικής άδειας), προκειμένου οι εν λόγω διασαφήσεις να γίνονται αποδεκτές από το ICISnet, οι οικονομικοί φορείς οφείλουν να συμπληρώνουν στο πεδίο 44-1 της διασάφησης τον ακόλουθο κωδικό πλασματικού πιστοποιητικού:
Υ920: «Εμπορεύματα εκτός από εκείνα που περιγράφονται στις υποσημειώσεις που συνδέονται με το μέτρο»
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΕΥΔΟΚΙΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
Αριθ. πρωτ.: ΔΤΔ Α 1121586 ΕΞ 2017 Τελωνειακές αποφάσεις - Δικαίωμα ακρόασης
Αριθ. Πρωτ.:ΔΤΔ Α 1121586 ΕΞ 2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ και ΕΦΚ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α', Δ'
2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ
ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ και
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΕΛΕΓΧΩΝ και
3. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ Δ'
Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 101 84 Αθήνα
Πληροφορίες:
Τηλέφωνο: 210 6987 459
Fax:
E-Mail: dtd@2001.svzefxis.gov.gr
Url: www.aade.gr
Θέμα: ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΚΡΟΑΣΗΣ
Σχετ.: 1) Η με αρ. πρωτ.: ΔΤΔ Α 1055689 / ΕΞ /07.04.2016 Κοινοποίηση της νομοθετικής δέσμης του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα (UCC).
2) Η με αριθμ. πρωτ. : ΔΣΤΕΠ Α 1111385 ΕΞ 2016 /19.07.2016.
3) Η με αρ.πρωτ. Δ19Δ 5045408 ΕΞ 2012/3-12-2012 Ε.Δ.Υ.Ο.
4) Η με αρ.πρωτ.: ΔΔΘΤΟΚ Α 5022799 / ΕΞ 29.10.2015.
Με το ανωτέρω 1) σχετικό η Υπηρεσία μας κοινοποίησε στις τελωνειακές αρχές και στους οικονομικούς φορείς τη νομοθετική δέσμη του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα (Καν. 952/2013), παραθέτοντας τις αλλαγές που επιφέρει στις τελωνειακές διαδικασίες από 01.05.2016, ημερομηνία που τέθηκε σε πλήρη εφαρμογή.
Για διευκόλυνσή σας παραθέτουμε κατωτέρω τους ακόλουθους ορισμούς : UCC : Ενωσιακός Τελωνειακός Κώδικας Καν. 952/2013.
DA : Κατ'εξουσιοδότηση Κανονισμός 2446/2015 για τη συμπλήρωση του κανονισμού 952/2013.
IA : Εκτελεστικός Κανονισμός 2447/2015 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού 952/2013.
TDA : Κατ'εξουσιοδότηση κανονισμός 341/2016 για τη συμπλήρωση του κανονισμού 952/2013 όσον αφορά μεταβατικούς κανόνες για ορισμένες διατάξεις του ενωσιακού κανονισμού για τις περιπτώσεις που τα σχετικά ηλεκτρονικά συστήματα δεν έχουν τεθεί ακόμη σε λειτουργία και την τροποποίηση του κατ'εξουσιοδότηση κανονισμού 2446/2015.
Α - ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Νομικό πλαίσιο:
Σε ό,τι αφορά στις Τελωνειακές αποφάσεις, ο Ενωσιακός Κώδικας θεσπίζει τη διαδικασία λήψης απόφασης, καθώς επίσης και διαδικασία τροποποίησης, αναστολής και ακύρωσης αυτής, για ομοιόμορφη εφαρμογή από τα Κράτη μέλη (άρθρα 22- 32 Καν. 952/2013).
Ο όρος ''Τελωνειακές Αποφάσεις'' περιλαμβάνει κάθε απόφαση που λαμβάνουν οι τελωνειακές αρχές στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους είτε κατόπιν αίτησης είτε χωρίς αίτηση. Όλες οι αποφάσεις σχετικά με την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των δεσμευτικών πληροφοριών, θα πρέπει να καλύπτονται από τους ίδιους κανόνες. Οι αποφάσεις ισχύουν σε όλη την Ένωση και ακυρώνονται, τροποποιούνται ή ανακαλούνται εάν δεν είναι σύμφωνες με την τελωνειακή νομοθεσία ή την ερμηνεία της.
1. ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΕΩΣ Άρθρο 22 2) UCC
Το πρόσωπο το οποίο υποβάλλει αίτηση για απόφαση σχετικά με την εφαρμογή της Τελωνειακής νομοθεσίας, παρέχει στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται από τις ενωσιακές και εθνικές διατάξεις για να μπορέσουν να λάβουν την απόφαση.
ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ: (Εξέταση ως προς το παραδεκτό της αίτησης) Άρθρα 22 2) UCC, 12IA, 11DA
Οι τελωνειακές αρχές το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από την παραλαβή της αίτησης, επαληθεύουν ότι πληρούνται οι όροι αποδοχής αυτής και εφόσον κρίνουν ότι παρέχονται όλες οι απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να λάβουν απόφαση, κοινοποιούν την αποδοχή της στον ενδιαφερόμενο, εντός της ίδιας προθεσμίας.
Όταν η τελωνειακή αρχή λήψης της απόφασης διαπιστώνει ότι η αίτηση δεν περιέχει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες ζητά από τον αιτούντα να παράσχει τις σχετικές πληροφορίες εντός εύλογης προθεσμίας, η οποία δεν υπερβαίνει τις 30 ημέρες.
Ως ημερομηνία αποδοχής της αίτησης θεωρείται η ημερομηνία κατά την οποία η τελωνειακή αρχή έλαβε και έχει στη διάθεσή της όλες τις απαιτούμενες ανά περίπτωση πληροφορίες προκειμένου να λάβει απόφαση.
Στις περιπτώσεις όπου η αποδοχή της αίτησης εξαρτάται από την παροχή επιπλέον πληροφοριών, η αίτηση θεωρείται ότι έγινε αποδεκτή την ημερομηνία που προσκομίζεται και το τελευταίο στοιχείο ή πληροφορία.
Ελλείψει κοινοποίησης σχετικά με την αποδοχή ή μη μιας αίτησης, η αίτηση θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή από την ημερομηνία υποβολής της.
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Καν. 2015/2446, για να γίνει αποδεκτή μια αίτηση θα πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
• Ο αιτών να είναι καταχωρισμένος, (να έχει αριθμό EORI) αν απαιτείται βάσει της διαδικασίας στην οποία αφορά η αίτηση (άρθρο 9 UCC)
• O αιτών να είναι εγκατεστημένος στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, αν απαιτείται βάσει της διαδικασίας στην οποία αφορά η αίτηση
• Η αίτηση να έχει κατατεθεί στην αρμόδια τελωνειακή αρχή για την παραλαβή αιτήσεων
(άρθρο 22 παρ. 1 UCC)
• H αίτηση δεν πρέπει να αφορά απόφαση που είχε τον ίδιο σκοπό με προηγούμενη απόφαση που απευθύνεται στον ίδιο αιτούντα, η οποία κατά τη διάρκεια περιόδου ενός (1) έτους πριν από την αίτηση, ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε επειδή ο αιτών δεν εκπλήρωσε υποχρέωση που επιβλήθηκε βάσει της απόφασης.
Η περίοδος του ενός έτους παρατείνεται σε τρία (3) έτη όταν:
- Πρόκειται για ευνοϊκή απόφαση που ακυρώθηκε επειδή είχε ληφθεί βάσει ανακριβών ή ελλιπών πληροφοριών, όταν ο δικαιούχος της απόφασης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι τα στοιχεία ήταν ανακριβή ή ελλιπή και εάν οι πληροφορίες ήταν ορθές και εμπεριστατωμένες η απόφαση θα ήταν διαφορετική,
- η αίτηση αφορά στην ιδιότητα του εγκεκριμένου οικονομικού φορέα και έχει υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 38 UCC.
Τέλος, υπάρχουν ειδικοί όροι και κριτήρια για την αποδοχή αιτήσεων που αφορούν σε Δεσμευτικές Δασμολογικές Πληροφορίες, Δεσμευτικές Πληροφορίες Καταγωγής και αιτήσεις για την ιδιότητα του ΑΕΟ.
ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΑΡΧΩΝ Άρθρα 14 ΙΑ 13 DA
Για τις τελωνειακές αποφάσεις που ισχύουν σε περισσότερα του ενός (1) Κράτους- Μέλους, όταν η αρμόδια τελωνειακή αρχή για την λήψη της απόφασης προτίθεται να προβεί σε διαβούλευση με την αρχή άλλου ενδιαφερόμενου ΚΜ σχετικά με την εκπλήρωση των απαραίτητων προϋποθέσεων και κριτηρίων για τη λήψη ευνοϊκής απόφασης, η διαβούλευση πραγματοποιείται εντός της προθεσμίας που προβλέπεται για τη λήψη της εν λόγω απόφασης.
Η αρμόδια τελωνειακή αρχή για τη λήψη της απόφασης ορίζει προθεσμία σχετικά με τη διαβούλευση, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία κοινοποίησης από την εν λόγω αρχή των προϋποθέσεων και κριτηρίων που πρέπει να εξεταστούν από την τελωνειακή αρχή της οποίας ζητείται η γνώμη.
Η προβλεπόμενη προθεσμία για τη διαβούλευση είναι δυνατό να παραταθεί από την αρμόδια τελωνειακή αρχή λήψης της σχετικής απόφασης σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν, λόγω της φύσης των ελέγχων που πρόκειται να διεξαχθούν, η τελωνειακή αρχή της οποίας ζητήθηκε η γνώμη ζητά περισσότερο χρόνο·
β) όταν ο αιτών προβεί σε αλλαγές προκειμένου να διασφαλίσει την εκπλήρωση των προϋποθέσεων και κριτηρίων τις οποίες κοινοποιεί στην αρμόδια τελωνειακή αρχή για τη λήψη της απόφασης. Η τελευταία ενημερώνει την τελωνειακή αρχή της οποίας ζητήθηκε η γνώμη η οποία βρίσκεται στο άλλο ενδιαφερόμενο ΚΜ.
Εάν η αρμόδια τελωνειακή αρχή λήψης της σχετικής απόφασης έχει παρατείνει την περίοδο διαβούλευσης με άλλη τελωνειακή αρχή, η προθεσμία για τη λήψη απόφασης παρατείνεται εξίσου με την παράταση της περιόδου διαβούλευσης. Ο αιτών ενημερώνεται για την παράταση της προθεσμίας λήψης απόφασης.
Επισημαίνεται ότι η προαναφερόμενη διαδικασία διαβούλευσης είναι δυνατό να εφαρμόζεται και για σκοπούς επανεξέτασης και παρακολούθησης μιας ληφθείσας απόφασης.
Εάν η τελωνειακή αρχή, της οποίας ζητήθηκε η γνώμη, δεν απαντήσει εντός της ορισμένης για τη διαβούλευση προθεσμίας, θεωρείται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια για τα οποία πραγματοποιήθηκε η διαβούλευση.
ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ : Άρθρο 22 3) UCC
Οι αρμόδιες αρχές εντός προθεσμίας 120 ημερών από την ημερομηνία αποδοχής της αίτησης, υποχρεούνται να λάβουν απόφαση και να ενημερώνουν τον αιτούντα.
Παρεκκλίσεις:
- Οι αποφάσεις που σχετίζονται με άδειες για τη λειτουργία εγκαταστάσεων αποθήκευσης που προορίζονται για την τελωνειακή αποταμίευση (ιδιωτικές αποθήκες αποταμίευσης) λαμβάνονται αμελλητί και το αργότερο εντός 60 ημερών από την ημερομηνία αποδοχής της αίτησης. (άρθρο 171 DA)
- Οι αποφάσεις που σχετίζονται με άδειες για την έκδοση πιστοποιητικών ζύγισης μπανανών λαμβάνονται αμελλητί και το αργότερο εντός 30 ημερών από την ημερομηνία αποδοχής της αίτησης. (άρθρο 156 DA)
Στις περιπτώσεις όπου οι αρχές δεν είναι σε θέση να τηρήσουν την κατά περίπτωση προβλεπόμενη προθεσμία λήψης της απόφασης, ενημερώνουν υποχρεωτικά τον αιτούντα πριν τη λήξη της, αναφέροντας τους λόγους και την επιπλέον χρονική περίοδο που θεωρούν αναγκαία για να λάβουν την απόφαση, η οποία δεν υπερβαίνει τις 30 ημέρες.
Παράταση μπορεί επίσης να χορηγηθεί από τις τελωνειακές αρχές, εφόσον ζητηθεί από τον αιτούντα με σκοπό την πραγματοποίηση προσαρμογών για την εκπλήρωση των προϋποθέσεων και των κριτηρίων λήψης της απόφασης. Οι προσαρμογές αυτές και η επιπλέον χρονική περίοδος που είναι απαραίτητη για την πραγματοποίησή τους, γνωστοποιούνται στις τελωνειακές αρχές που αποφασίζουν για την παράταση.
Τέλος, εάν υπάρχουν σοβαρές υποψίες παραβίασης της τελωνειακής νομοθεσίας και οι τελωνειακές αρχές διενεργούν έρευνες βάσει των υποψιών αυτών, η προθεσμία για τη λήψη απόφασης παρατείνεται κατά το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ολοκλήρωση των εν λόγω ερευνών. Η παράταση αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τους εννέα μήνες. Ο αιτών ενημερώνεται για την παράταση εάν αυτό δεν θέτει σε κίνδυνο τις έρευνες. (Άρθρο 13 4) DA)
ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Άρθρα: 22 5) 26 UCC 14 DA
Οι αποφάσεις για την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας ισχύουν χωρίς χρονικό περιορισμό, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην τελωνειακή νομοθεσία, σε ολόκληρο το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης εκτός αν η ισχύς τους περιορίζεται σε ένα ή περισσότερα ΚΜ.
Οι αποφάσεις αρχίζουν να παράγουν αποτελέσματα από την ημερομηνία κατά την οποία ο αιτών λαμβάνει, ή θεωρείται ότι λαμβάνει γνώση αυτής.
Η απόφαση τίθεται σε ισχύ σε ημερομηνία που διαφέρει από την ανωτέρω ημερομηνία στις ακόλουθες περιπτώσεις :
α) εάν ο ίδιος ο αιτών έχει ζητήσει διαφορετική ημερομηνία θέσης της απόφασης σε ισχύ, οπότε η απόφαση τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία που έχει ζητηθεί, εφόσον αυτή είναι μεταγενέστερη εκείνης κατά την οποία ο αιτών λαμβάνει, ή θεωρείται ότι λαμβάνει γνώση της απόφασης
β) εάν έχει εκδοθεί προηγούμενη απόφαση με χρονικό περιορισμό και ο αποκλειστικός σκοπός της τρέχουσας απόφασης είναι η παράταση της ισχύος της εκδοθείσας απόφασης, οπότε η τρέχουσα απόφαση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία λήξης της ισχύος της προηγούμενης απόφασης
γ) εάν η ισχύς της απόφασης εξαρτάται από την ολοκλήρωση ορισμένων διατυπώσεων από τον αιτούντα, οπότε η απόφαση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία ο αιτών παραλαμβάνει, ή θεωρείται ότι παρέλαβε, τη γνωστοποίηση από την αρμόδια τελωνειακή αρχή που δηλώνει ότι οι διατυπώσεις ολοκληρώθηκαν επιτυχώς.
Στην περίπτωση των Δεσμευτικών Δασμολογικών Πληροφοριών, η απόφαση ισχύει από την ημερομηνία που δημοσιεύεται στο Σύστημα EBTI-3.
ΛΗΨΗ ΑΡΝΗΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΙΤΟΥΝΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Άρθρο 22 7) UCC
Εάν από την εξέταση της αίτησης προκύπτει ότι δεν πληρούνται ένας ή περισσότεροι όροι και προϋποθέσεις για την λήψη της απόφασης, η αίτηση απορρίπτεται με αιτιολογημένη απόφαση ενημερώνοντας άμεσα τον αιτούντα.
Στην απορριπτική απόφαση πρέπει να αναφέρονται οι όροι και προϋποθέσεις που δεν πληρούνται, οι διατάξεις που προβλέπουν την πλήρωση των σχετικών όρων και προϋποθέσεων, καθώς επίσης και η δυνατότητα άσκησης προσφυγής, που προβλέπεται στο άρθρο 44 UCC.
(Εξέταση ως προς το περιεχόμενο της απόφασης)
ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Άρθρα 23 UCC 15 DA
Η αρμόδια τελωνειακή αρχή επανεξετάζει μια απόφαση όταν:
• Υπάρχουν αλλαγές στην ενωσιακή νομοθεσία που επηρεάζουν την απόφαση
• Όταν αυτό απαιτείται στο πλαίσιο διενεργούμενης παρακολούθησης
• Όταν αυτό απαιτείται μετά από πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν στις τελωνειακές αρχές από τον δικαιούχο της απόφασης ή από άλλες αρχές, οι οποίες μπορεί να έχουν επιπτώσεις στη διατήρηση ή στο περιεχόμενο της απόφασης.
Η αρμόδια τελωνειακή αρχή για τη λήψη της απόφασης κοινοποιεί άμεσα τα αποτέλεσμα της επανεξέτασης στον δικαιούχο.
ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Άρθρο 27 UCC
Η αρμόδια τελωνειακή αρχή ακυρώνει την απόφαση, εάν πληρούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι : α) η απόφαση εκδόθηκε με βάση ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες.
β) ο δικαιούχος της απόφασης γνώριζε ή όφειλε ευλόγως να γνωρίζει ότι τα στοιχεία αυτά ήταν ανακριβή ή ελλιπή.
γ) εάν οι πληροφορίες ήταν ορθές και εμπεριστατωμένες, η απόφαση για την έκδοση της άδειας θα ήταν διαφορετική.
Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στην απόφαση σύμφωνα με την τελωνειακή νομοθεσία, η ακύρωση αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία που τέθηκε σε εφαρμογή η αρχική απόφαση.
Η τελωνειακή αρχή ενημερώνει άμεσα τον δικαιούχο για την ακύρωση της απόφασης.
ΑΝΑΚΛΗΣΗ Η ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Άρθρα 28 UCC 22 4) UCC 15IA
Εκτός από τις περιπτώσεις όπου προβλέπεται ακύρωση, μια απόφαση ανακαλείται ή τροποποιείται όταν :
α) δεν πληρούνται πλέον ένας ή περισσότεροι από τους όρους για τη λήψη της, ή
β) ζητηθεί από τον δικαιούχο της απόφασης
Οι ευνοϊκές αποφάσεις που απευθύνονται σε περισσότερα από ένα πρόσωπα ανακαλούνται μόνο για το πρόσωπο που δεν τηρεί την υποχρέωση που επιβλήθηκε δυνάμει της απόφασης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.
Η ανάκληση ή τροποποίηση ανακοινώνεται στον δικαιούχο και, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην τελωνειακή νομοθεσία ή στην απόφαση, η απόφαση παράγει αποτελέσματα από την ημερομηνία που ο αιτών λαμβάνει ή θεωρείται ότι έχει λάβει γνώση αυτής.
Εντούτοις, σε ειδικές περιπτώσεις και εφόσον το απαιτεί η προστασία των νομίμων συμφερόντων του δικαιούχου της απόφασης, μπορεί να μετατίθεται έως ένα έτος η ημερομηνία από την οποία αρχίζει να παράγει αποτελέσματα η ανάκληση ή η τροποποίηση της απόφασης. Η εν λόγω ημερομηνία αναγράφεται στην απόφαση ανάκλησης ή τροποποίησης.
ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Άρθρα 22 3) UCC 16 -18 DA
Η αρμόδια τελωνειακή αρχή προβαίνει σε αναστολή της απόφασης αντί της ακύρωσης, ανάκλησης ή τροποποίησής της εάν :
α) θεωρεί ότι ενδεχομένως υπάρχουν επαρκείς λόγοι για την ακύρωση, την ανάκληση ή την τροποποίηση της απόφασης, αλλά δεν διαθέτει ακόμη όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να αποφασίσει.
Σε αυτή την περίπτωση η διάρκεια της αναστολής αντιστοιχεί στον χρόνο που χρειάζεται η τελωνειακή αρχή για να καθορίσει κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις ακύρωσης, ανάκλησης ή τροποποίησης, ο οποίος δεν υπερβαίνει τις 30 ημέρες.
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι τελωνειακές αρχές θεωρούν ότι ο δικαιούχος της απόφασης δεν πληροί το κριτήριο περί απουσίας ιστορικού σοβαρής παράβασης άρθρο 39 α) UCC, η απόφαση αναστέλλεται μέχρι να διαπιστωθεί εάν έχει διαπραχθεί σοβαρή παράβαση ή επανειλημμένες παραβάσεις από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα
Στην περίπτωση που ο δικαιούχος της απόφασης είναι φυσικό πρόσωπο από
• τον δικαιούχο της απόφασης και,
• από το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τελωνειακά ζητήματα στην εταιρεία- δικαιούχου της απόφασης
Στην περίπτωση που ο δικαιούχος της απόφασης είναι νομικό πρόσωπο, εκτός των ως άνω προσώπων και από
• το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο της εταιρείας - δικαιούχου της απόφασης ή, ασκεί έλεγχο στη διοίκησή της
β) θεωρεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εν λόγω απόφαση ή ότι ο δικαιούχος της απόφασης δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται βάσει της απόφασης αυτής και ως εκ τούτου κρίνεται σκόπιμο να δοθεί στον δικαιούχο της απόφασης το χρονικό διάστημα να λάβει μέτρα ώστε να διασφαλίσει την εκπλήρωση των προϋποθέσεων ή τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του.
γ) ζητηθεί από τον δικαιούχο της απόφασης, όταν δεν μπορεί προσωρινά να εκπληρώσει τις προϋποθέσεις που τίθενται για την απόφαση ή να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται βάσει αυτής.
Για τις περιπτώσεις β) και γ) ο δικαιούχος της απόφασης κοινοποιεί στην αρμόδια τελωνειακή αρχή τα μέτρα που πρόκειται να λάβει προκειμένου να διασφαλίσει την εκπλήρωση των προϋποθέσεων ή να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του καθώς και τον χρόνο που χρειάζεται για τη λήψη τους. Το χρονικό διάστημα της αναστολής αντιστοιχεί στην χρονική περίοδο που έχει ζητηθεί από τον δικαιούχο της απόφασης. Η διάρκεια της αναστολής δύναται να παραταθεί περαιτέρω, κατά περίπτωση, κατόπιν αιτήματος του δικαιούχου της απόφασης.
Η διάρκεια της αναστολής δύναται να παραταθεί για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τις 30 ημέρες, προκειμένου οι τελωνειακές αρχές να επαληθεύσουν ότι τα μέτρα που έλαβε ο δικαιούχος επαρκούν για τη συμμόρφωσή του στις υποχρεώσεις του.
Στις περιπτώσεις όπου κατά την αναστολή μιας απόφασης, οι τελωνειακές αρχές προτίθενται να ακυρώσουν, ανακαλέσουν ή τροποποιήσουν την απόφαση, η διάρκεια της αναστολής παρατείνεται μέχρι να τεθεί σε ισχύ η απόφαση ακύρωσης, ανάκλησης ή τροποποίησης της απόφασης.
ΠΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ: Άρθρο 18DA
Η αναστολή αίρεται σε μία από τις παρακάτω περιπτώσεις :
• Όταν δεν υφίστανται πλέον λόγοι ακύρωσης, ανάκλησης ή τροποποίησης μιας απόφασης. Η αναστολή περατώνεται κατά την ημερομηνία της άρσης.
• Όταν ο δικαιούχος έχει λάβει σε βαθμό ικανοποιητικό για τις τελωνειακές αρχές όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που ορίζονται στην απόφαση ή για την συμμόρφωσή του με τις υποχρεώσεις του που επιβάλλονται βάσει αυτής. Η αναστολή περατώνεται κατά την ημερομηνία της άρσης.
• Όταν η απόφαση που έχει ανασταλεί, ακυρώνεται, ανακαλείται ή τροποποιείται. Η αναστολή περατώνεται κατά την ημερομηνία της ακύρωσης, ανάκλησης ή τροποποίησης της απόφασης.
Η τελωνειακή αρχή ενημερώνει άμεσα τον δικαιούχο για το πέρας της αναστολής.
2. ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΑΙΤΗΣΗ Άρθρο 29 UCC
Οι διατάξεις περί ισχύος, ακύρωσης, ανάκλησης ή τροποποίησης των αδειών ισχύουν και για τις αποφάσεις που λαμβάνει η τελωνειακή αρχή χωρίς προηγούμενη αίτηση. Αν και σύμφωνα με το οικείο άρθρο του UCC, εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις όπου μια τελωνειακή αρχή ενεργεί ως δικαστική αρχή, εντούτοις, όσον αφορά στη χώρα μας οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις αποφάσεων που λαμβάνει η τελωνειακή αρχή χωρίς προηγούμενη αίτηση, δεδομένου ότι ουδέποτε η τελωνειακή αρχή ενεργεί ως δικαστική αρχή.
ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΔΕΙΩΝ: Άρθρα 250 - 255 DA 345-346 IA
Οι άδειες χωρίς περιορισμένη διάρκεια που χορηγήθηκαν βάσει του Καν. (ΕΟΚ) 2913/92 ή του Καν.2454/93 και ισχύουν ήδη κατά την 01.05.2016 ημερομηνία που τέθηκε σε πλήρη εφαρμογή ο ενωσιακός τελωνειακός κώδικας, επανεξετάζονται έως την 01.05.2019.
Οι άδειες με περιορισμένη διάρκεια που χορηγήθηκαν βάσει του Καν. (ΕΟΚ) 2913/92 ή του Καν.2454/93 και ισχύουν ήδη κατά την 01.05.2016, παραμένουν σε ισχύ μέχρι το τέλος της περιόδου ισχύος τους ή επανεξετάζονται έως την 01.05.2019, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι προγενέστερη.
Αποθήκευση πληροφοριών σχετικά με τις αποφάσεις: Άρθρο 23 5) UCC 13IA:
Οι τελωνειακές αρχές παρακολουθούν τους όρους και τα κριτήρια που πρέπει να πληροί ο δικαιούχος της απόφασης καθώς και τον βαθμό συμμόρφωσής του προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την απόφαση. Αν δεν έχουν συμπληρωθεί τρία έτη από την εγκατάσταση του δικαιούχου της απόφασης, οι τελωνειακές αρχές διενεργούν αυστηρή παρακολούθηση κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους μετά τη λήψη απόφασης.
Οι αρμόδιες για τη λήψη απόφασης αρχές διατηρούν όλα τα δεδομένα και τα υποστηρικτικά στοιχεία βάσει των οποίων ελήφθη η απόφαση, επί τρία τουλάχιστον έτη από την ημερομηνία λήξης ισχύος της.
Β - ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΚΡΟΑΣΗΣ
Νομικό πλαίσιο: Ενωσιακός Τελωνειακός Κώδικας:
ΆΡΘΡΟ 22 καν. 952/13 (UCC): " Αποφάσεις που λαμβάvοvται κατόπιν αίτησης".
Άρθρο 29 καν. 952/13 (UCC) : " Αποφάσεις που λαμβάνονται χωρίς προηγούμενη αίτηση".
Άρθρο 8 καν. 2015/2446 (DA) "Διάρκεια Δικαιώματος Ακρόασης".
Άρθρο 9 καν. 2015/2446 (DA) "Μέσο κοινοποίησης των λόγων".
Άρθρο 10 καν. 2015/2446 (DA) "Εξαιρέσεις στο Δικαίωμα Ακρόασης".
Άρθρο 8 καν. 2015/2447(IA) " Γενική Διαδικασία του Δικαιώματος Ακρόασης".
Άρθρο 9 καν. 2015/2447(IA) "Ειδική Διαδικασία του Δικαιώματος Ακρόασης".
Άρθρο 140 καν. 2015/2447 (ΙΑ) '' Μη αποδοχή Δηλωθείσας Συναλλακτικής Αξίας''
Εθνική έννομη τάξη:
Άρθρο 20 2) του Συντάγματος «το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του» και
Άρθρο 6 1) του Ν. 2690/99(ΦΕΚ Α745/09.03.99) «Προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου» του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας: «Οι διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς, ως προς τα σχετικά ζητήματα».
Με τον Ενωσιακό Τελωνειακό Κώδικα, καθιερώνεται ευρέως το Δικαίωμα της Ακρόασης σε όλες τις περιπτώσεις λήψης τελωνειακών αποφάσεων καθώς και στο στάδιο επαλήθευσης και ελέγχου της τελωνειακής διασάφησης.
Το Δικαίωμα Ακρόασης εφαρμόζεται όταν οι τελωνειακές αρχές προτίθενται να λάβουν μια απόφαση - κατόπιν αιτήσεως ή όχι - η οποία ενδέχεται να επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται. Οι τελωνειακές αρχές οφείλουν να κοινοποιούν στον ενδιαφερόμενο τους λόγους για τους οποίους προτίθενται να λάβουν την απόφαση ο οποίος έχει τη δυνατότητα, εντός ορισμένης προθεσμίας και πριν τη λήψη της απόφασης , να εκφράσει την άποψή του.
- Γενική Διαδικασία του Δικαιώματος της Ακρόασης: Άρθρα 22 6) UCC 8IA
Πριν από τη λήψη απόφασης που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τον ενδιαφερόμενο οι τελωνειακές αρχές κοινοποιούν στον αιτούντα τους λόγους για τους οποίους προτίθενται να τη συντάξουν.
Η κοινοποίηση περιλαμβάνει:
• την αναφορά στα έγγραφα και στις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η τελωνειακή αρχή βάσει των οποίων θα στηρίξει την απόφαση,
• την αναφορά στο δικαίωμα πρόσβασης του ενδιαφερόμενου στα σχετικά έγγραφα και τις πληροφορίες σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις
• την αναφορά στην προθεσμία εντός της οποίας ο ενδιαφερόμενος διατυπώνει την άποψή του. Η προθεσμία καθορίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει γνώση ή θεωρείται ότι έλαβε γνώση της κοινοποίησης.
Η περίοδος εντός της οποίας ο αιτών μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα της ακρόασης και να εκφράσει την άποψή του πριν τη λήψη απόφασης από τις τελωνειακές αρχές είναι τριάντα (30) ημέρες και ως εκ τούτου, η προθεσμία για τη λήψη της απόφασης παρατείνεται για το ίδιο χρονικό διάστημα.
Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος είναι σε θέση να διατυπώσει την άποψή του πριν την καταληκτική ημερομηνία των 30 ημερών και εφόσον δηλώσει ρητά την πρόθεσή του να μην προχωρήσει σε διατύπωση περαιτέρω απόψεων εντός της προβλεπόμενης χρονικής προθεσμίας, οι τελωνειακές αρχές προχωρούν στην λήψη απόφασης.
- Ειδική διαδικασία του Δικαιώματος Ακρόασης: Άρθρο 9IA
Το Δικαίωμα Ακρόασης εφαρμόζεται κατά τη διαδικασία επαλήθευσης ή ελέγχου βάσει:
α) των αποτελεσμάτων επαλήθευσης κατόπιν της προσκόμισης των εμπορευμάτων
β) των αποτελεσμάτων επαλήθευσης της τελωνειακής διασάφησης προκειμένου αυτά να χρησιμοποιηθούν ως βάση για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς. (άρθρο 191 UCC)
γ) των αποτελεσμάτων του εκ των υστέρων ελέγχου όταν τα εμπορεύματα είναι υπό τελωνειακή επιτήρηση (άρθρο 48 UCC).
δ) των αποτελεσμάτων επαλήθευσης απόδειξης του τελωνειακού χαρακτήρα ενωσιακών εμπορευμάτων ή κατά περίπτωση των αποτελεσμάτων της επαλήθευσης της αίτησης καταχώρισης ή θεώρησης της εν λόγω απόδειξης.
ε) της έκδοσης απόδειξης της καταγωγής από τις τελωνειακές αρχές
στ) των αποτελεσμάτων του ελέγχου εμπορευμάτων για τα οποία δεν υποβλήθηκε συνοπτική διασάφηση, διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης, διασάφηση επανεξαγωγής, ή τελωνειακή διασάφηση
Οι τελωνειακές αρχές ενημερώνουν τον ενδιαφερόμενο για τη δυνατότητα που έχει είτε να διατυπώσει αμέσως την άποψή του με τα ίδια μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την κοινοποίηση, ή να απαιτήσει κοινοποίηση σύμφωνα με τη γενική διαδικασία του δικαιώματος της ακρόασης.
Εξαίρεση:
Άρθρο 9 2) β) IA 8 2) DA
Η απαίτηση κοινοποίησης σύμφωνα με την γενική διαδικασία δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία οι αρχές πρόκειται να λάβουν μια απόφαση βάσει αποτελεσμάτων ελέγχου των εμπορευμάτων για τα οποία δεν υποβλήθηκε συνοπτική διασάφηση, διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης, διασάφηση επανεξαγωγής ή τελωνειακή διασάφηση.
Σε αυτές τις περιπτώσεις οι αρχές δύναται να απαιτήσουν από τον ενδιαφερόμενο να διατυπώσει την άποψή του εντός 24 ωρών.
Ταχυδρομικές αποστολές μέσω ΦΠΚΥ και μέσω εταιρειών ταχυμεταφορών (courier):
Η εφαρμογή του δικαιώματος της Ακρόασης κατά το στάδιο της επαλήθευσης επαφίεται στην κρίση της τελωνειακής αρχής κατά τρόπο ώστε η άσκησή του να μην επιφέρει δυσανάλογο διοικητικό φόρτο για τη διοίκηση, δεδομένης της ιδιαιτερότητας του τρόπου μεταφοράς και υπό την προϋπόθεση ότι τα αποτελέσματα της επαλήθευσης οδηγούν σε ουσιώδεις αποκλίσεις από τα δηλωθέντα (κυρίως ως προς την κατάταξη ή/και τη δασμολογητέα αξία).
Σ' αυτές τις περιπτώσεις η Κοινοποίηση για την άσκηση του Δικαιώματος Ακρόασης για λόγους επιτάχυνσης της διαδικασίας δύναται να έχει τη μορφή φαξ ή e mail για το λόγο αυτό η επικοινωνία με τον παραλήπτη πρέπει να γίνεται άμεσα. Συνιστάται να μην εξαντλείται η νόμιμη προθεσμία των τριάντα (30) ημερών για την άσκηση του Δικαιώματος Ακρόασης.
Μέσο κοινοποίησης των λόγων: Άρθρο 9 DA
Στο στάδιο της επαλήθευσης ή του ελέγχου της διασάφησης, η κοινοποίηση μπορεί να γίνει και με άλλα μέσα εκτός των τεχνικών ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων.
Όταν η αίτηση υποβάλλεται ή η απόφαση γνωστοποιείται με τη χρήση μέσων άλλων εκτός των τεχνικών ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων, η κοινοποίηση γίνεται με τα ίδια μέσα.
Εξαιρέσεις στο δικαίωμα της ακρόασης:
Άρθρο 22 6) UCC 10 DA 11 DA 12 IA.
Το Δικαίωμα της Ακρόασης δεν αποτελεί απόλυτο προνόμιο και υπόκειται σε εξαιρέσεις, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές ανταποκρίνονται σε σκοπούς γενικού ενδιαφέροντος και δεν θίγουν την ουσία διασφαλιζόμενων δικαιωμάτων.
Οι τελωνειακές αρχές δεν παρέχουν στον ενδιαφερόμενο την δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του πριν τη λήψη της απόφασης στις ακόλουθες περιπτώσεις:
• Όταν η απόφαση αφορά αποφάσεις σχετικά με δεσμευτικές δασμολογικές πληροφορίες (ΔΔΠ) ή αποφάσεις που αφορούν δεσμευτικές πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή (αποφάσεις ΔΠΚ). (Άρθρο 33 UCC)
• Σε περίπτωση άρνησης του οφέλους από δασμολογική ποσόστωση, εφόσον έχει συμπληρωθεί ο όγκος της συγκεκριμένης δασμολογικής ποσόστωσης. (Άρθρο 56 4) UCC)
• Αν επιβάλλεται από τη φύση ή το επίπεδο της απειλής για την ασφάλεια και την προστασία της Ένωσης και των κατοίκων της, για την υγεία των ανθρώπων, των ζώων ή των φυτών, για το περιβάλλον και τους καταναλωτές.
• Αν η απόφαση έχει ως σκοπό να διασφαλίσει την εφαρμογή άλλης απόφασης, για την οποία εφαρμόζεται ήδη το δικαίωμα ακρόασης, με την επιφύλαξη της νομοθεσίας του ενδιαφερόμενου ΚΜ.
• Σε περίπτωση όπου θα επιφέρει ζημία σε έρευνες που έχουν ξεκινήσει και αποσκοπούν στην καταπολέμηση της απάτης.
• Σε ειδικές περιπτώσεις
Επιπλέον, οι τελωνειακές αρχές δεν παρέχουν στον ενδιαφερόμενο την ευκαιρία να εκφράσει την άποψή του πριν τη λήψη της απόφασης όταν:
• ο ενδιαφερόμενος δεν προσκομίσει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος (30 ημερών), τις απαιτούμενες (συμπληρωματικές) πληροφορίες που ζητήθηκαν από τις τελωνειακές αρχές προκειμένου να γίνει αποδεκτή η αίτησή του ή,
• όταν η αίτηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 11 DA και συγκεκριμένα:
- ο αιτών δεν είναι καταχωρισμένος, δεν έχει αριθμό EORI, εάν απαιτείται βάσει της νομοθεσίας,
- ο αιτών δεν είναι εγκατεστημένος στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, εάν απαιτείται βάσει της νομοθεσίας,
- η αίτηση δεν κατατέθηκε σε τελωνειακή αρχή που έχει οριστεί για την παραλαβή αιτήσεων στο ΚΜ της αρμόδιας τελωνειακής αρχής
- η αίτηση αφορά απόφαση που έχει τον ίδιο σκοπό με προηγούμενη απόφαση που απευθύνεται στον ίδιο αιτούντα η οποία κατά τη διάρκεια περιόδου ενός έτους πριν την αίτηση, ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε επειδή ο αιτών δεν εκπλήρωσε υποχρέωση που επιβλήθηκε βάσει της απόφασης αυτής. Η περίοδος της ακύρωσης γίνεται τρία (3) έτη όταν η αίτηση αφορά στην ιδιότητα Εγκεκριμένου Οικονομικού Φορέα.
• όταν οι αρχές γνωστοποιούν στο πρόσωπο που κατέθεσε τη συνοπτική διασάφηση εισόδου ότι τα εμπορεύματα δεν πρόκειται να φορτωθούν σε περίπτωση θαλάσσιας μεταφοράς σε εμπορευματοκιβώτια και αεροπορικής μεταφοράς.
• όταν η απόφαση αφορά γνωστοποίηση στον αιτούντα απόφασης της Επιτροπής σχετικά με την επιστροφή ή διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών.
• όταν πρόκειται να ακυρωθεί ο αριθμός EORI είτε μετά από αίτημα του καταχωρισμένου προσώπου ή όταν η τελωνειακή αρχή γνωρίζει ότι το καταχωρισμένο πρόσωπο έχει διακόψει τις δραστηριότητες που απαιτούν την καταχώριση.
- Διαδικασία βεβαίωσης της τελωνειακής οφειλής και Δικαίωμα Ακρόασης
Στο πεδίο της τελωνειακής οφειλής, η οποία γεννάται σύμφωνα με τις διατάξεις της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας, η απόφαση που λαμβάνεται για τη βεβαίωσή της (πράξη καθορισμού του ποσού της τελωνειακής οφειλής από δασμούς -άρθρο 101 UCC- ή πράξη βεβαίωσης/καταλογισμού της κατά την εθνική νομοθεσία) θεωρείται ως η πλέον επιβαρυντική για τα συμφέροντα του προσώπου λόγω του οικονομικού βάρους που επιφέρει. Για το λόγο αυτό η άσκηση του Δικαιώματος της Ακρόασης θα πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε διαδικασία λήψης μιας τέτοιας απόφασης της τελωνειακής διοίκησης.
Η μη εφαρμογή της διαδικασίας του Δικαιώματος Ακρόασης από τη τελωνειακή διοίκηση, καθιστά την επιβαρυντική απόφαση παράνομη και άκυρη, καθώς ένα τέτοιο ενδεχόμενο αποτελεί στην ουσία καταστρατήγηση της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας.
Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις που διοικητικά δικαστήρια ακυρώνουν αποφάσεις τελωνειακών αρχών, λόγω παράλειψης εφαρμογής της διαδικασίας του Δικαιώματος Ακρόασης, η διαδικασία βεβαίωσης της τελωνειακής οφειλής επαναλαμβάνεται, αφού προηγηθεί το Δικαίωμα Ακρόασης, λαμβάνοντας υπόψη ότι:
- η προθεσμία γνωστοποίησης της τελωνειακής οφειλής από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, δεν έχει εκπνεύσει (άρθρο 103 UCC και 152 του Ν.2960/01), S η προθεσμία γνωστοποίησης της τελωνειακής οφειλής από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα που δύναται να ασκηθεί το δικαίωμα ακρόασης (άρθρο 103.3.β UCC)
Πριν από τη λήψη απόφασης από την τελωνειακή διοίκηση που αφορά βεβαιώσεις δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων:
- κατά το στάδιο του τελωνισμού, όταν με βάση τα αποτελέσματα της επαλήθευσης βεβαιώνεται από την τελωνειακή αρχή επιπρόσθετο ποσό οφειλής από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις σε σχέση με το ποσό της οφειλής που δηλώνεται στο τελωνειακό παραστατικό (άρθρο 105 1) UCC και άρθρο 29 3) ν. 2960/01)
- κατά το στάδιο των εκ των υστέρων ελέγχων σε περίπτωση συμπληρωματικής -εκ των υστέρων- βεβαίωσης οφειλής από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 105 4) UCC και 31 ν. 2960/01
- καθώς και σε περιπτώσεις απορριπτικών αποφάσεων αιτημάτων επιστροφής ή διαγραφής της τελωνειακής οφειλής από δασμούς φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, ή / και χρηματικών ποινών.
εφαρμόζεται το Δικαίωμα Ακρόασης.
Επισημαίνεται ότι η αποστολή της Κοινοποίησης για την άσκηση του Δικαιώματος Ακρόασης από τις τελωνειακές αρχές θα πραγματοποιείται σε κάθε περίπτωση άμεσα, κατά την ημερομηνία που οι εν λόγω Αρχές είναι σε θέση,
- να προσδιορίσουν το πρόσωπο ή τα πρόσωπα και να υπολογίσουν το ύψος της τελωνειακής οφειλής,
- να εκδώσουν την απόφαση βεβαίωσης/καταλογισμού της τελωνειακής οφειλής, με βάση τα υφιστάμενα στοιχεία που διαθέτουν τη στιγμή εκείνη, αλλά δεν δύνανται να το πράξουν πριν την εφαρμογή της διαδικασίας της άσκησης του Δικαιώματος της Ακρόασης
(Μετά την εφαρμογή του Δικαιώματος Ακρόασης, οι τελωνειακές αρχές θεωρείται ότι είναι σε θέση -με την έννοια ότι έχουν τη δυνατότητα- να λάβουν την απόφαση και να εκδώσουν ή μη την πράξη βεβαίωσης/καταλογισμού της τελωνειακής οφειλής).
- να κρίνουν ότι αίτηση διαγραφής ή/και επιστροφής πρέπει να απορριφθεί.
Επισημαίνεται ότι όσες περιπτώσεις γένεσης τελωνειακής οφειλής από δασμούς, σύμφωνα με τα άρθρα 79 και 82 του UCC (μη τήρηση όρων και υποχρεώσεων-παραβίαση της ορθής εφαρμογής της τελωνειακής νομοθεσίας- μη συμμόρφωση με την τελωνειακή νομοθεσία-), κολάζονται διοικητικά από τις τελωνειακές αρχές ως τελωνειακές παραβάσεις σύμφωνα με τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις (άρθρο 42 UCC), η διαδικασία για την εφαρμογή του Δικαιώματος Ακρόασης πραγματοποιείται σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αρ.πρωτ. ΔΣΤΕΠ Α 1111385 ΕΞ 2016 /22-7-2016 ΕΔΥΟ με Κλήση σε Απολογία.
Για την άσκηση του Δικαιώματος Ακρόασης, στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ περιλαμβάνονται τα έντυπα που θα χρησιμοποιούνται από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές.
Η αποστολή της έντυπης Κοινοποίησης στον αποδέκτη της θα πραγματοποιείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 152 3) του Ν.2960/01.
- Μη αποδοχή δηλωθείσας συναλλακτικής αξίας
Σύμφωνα με το άρθρο 140 του Καν. 2015/2447 (ΙΑ) πρέπει να επισημάνουμε ότι:
- Πρέπει να υφίστανται «εύλογες αμφιβολίες» εκ μέρους των τελωνειακών αρχών για το κατά πόσο η δηλούμενη αξία αντιστοιχεί πράγματι στην πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή από τον εισαγωγέα στον προμηθευτή για το εν λόγω εμπόρευμα.
- Η έννοια των «εύλογων αμφιβολιών» και η βάση ύπαρξής τους, εναπόκειται επομένως στο αρμόδιο τελωνείο, βάσει των πραγματικών περιστατικών που αντιμετωπίζει, να κρίνει κατά πόσο πράγματι υφίστανται εύλογες αμφιβολίες σε μια συγκεκριμένη περίπτωση καθορισμού της αξίας.
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση η έννοια της «εύλογης» αμφιβολίας παραπέμπει σε βάσιμους, τεκμαρτούς λόγους για τους οποίους η τελωνειακή αρχή αμφισβητεί την ορθότητα της δηλούμενης αξίας.
Προκειμένου να αρθούν οι εύλογες αμφιβολίες της τελωνειακής αρχής, ο υπόχρεος πρέπει να παράσχει κάθε επιπλέον πληροφορία υποστηρικτική της δηλούμενης αξίας μετά την κλήση για την άσκηση του Δικαιώματος της Προηγούμενης Ακρόασης.
Εφόσον η τελωνειακή αρχή δεν ικανοποιηθεί από τις παρεχόμενες πληροφορίες και στοιχεία, που θα προσκομισθούν μετά την κλήση για την άσκηση του Δικαιώματος της Προηγούμενης Ακρόασης τότε μπορεί να καθορίσει τη δασμολογητέα αξία εφαρμόζοντας διαδοχικά τις εναλλακτικές μεθόδους υπολογισμού της δασμολογητέας αξίας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 74 παράγραφο 2 στοιχεία α) έως δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου .
Από τη λήψη της παρούσης καταργούνται:
• Η με αρ.πρωτ. Δ19Δ 5045408 ΕΞ 2012/3-12-2012 Ε.Δ.Υ.Ο. "Δικαίωμα Προηγούμενης Ακρόασης προ της συμπληρωματικής βεβαίωσης τελωνειακής οφειλής, ή προ της απόρριψης αιτημάτων διαγραφής ή/και επιστροφής τελωνειακής οφειλής και ποινών''.
• Η με αρ.πρωτ.: ΔΔΘΤΟΚ Α 5022799 / ΕΞ 29.10.2015 "Εφαρμογή του άρθρου 181α καν. 2454/93 - Απόρριψη συναλλακτικής αξίας εκ μέρους των τελωνειακών αρχών".
Κατόπιν των ανωτέρω παρακαλούνται οι Προϊστάμενοι των Τελωνειακών Αρχών για την πιστή τήρηση και εφαρμογή αυτών εφιστώντας ιδιαιτέρως την προσοχή αναφορικά με τη διαδικασία και τις προθεσμίες για την άσκηση του Δικαιώματος Ακρόασης προς αποφυγή αρνητικών συνεπειών για τη Διοίκηση και τους οικονομικούς φορείς.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
Αριθμ. 131046/ΓΔ2 Ορισμός επιχειρησιακών μονάδων, υποκείμενων ή υπαγόμενων στο Υπουργείο Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων ως Αναθετουσών Αρχών κατά το άρθρο 6, παρ. 2, εδάφιο β' του ν. 4412/2016 (ΦΕΚ 147 Α)
(ΦΕΚ Β' 2824/11-8-2017)
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) Του ν. 4412/2016 (ΦΕΚ Α' 147) «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)» και ιδίως το άρθρο 6 παρ. 2, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του ν. 4468/2017 (ΦΕΚ Α' 61) με το οποίο χορηγείται εξουσιοδότηση για την έκδοση της παρούσας.
β) Του ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α' 143) «Αρχές διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
γ) Του ν. 3861/2010 (ΦΕΚ Α' 112) «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο «Πρόγραμμα Διαύγεια» και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
δ) Του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ Α' 98) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα».
ε) Του π.δ. 125/2016 (ΦΕΚ Α' 210) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
στ) Του π.δ. 114/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού» (ΦΕΚ Α' 181). «Οργανισμός Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων» (181 τ.Α').
ζ) Του π.δ. 70/2015 « Μετονομασία του Υπουργείο Πολιτισμού Παιδείας και Θρησκευμάτων σε Υπουργείο Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων».
2. Την με αριθ. 75555/289/6.7.2017 (ΦΕΚ Β' 2336) απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Οικονομικών με θέμα «Καθορισμός κριτηρίων υπαγωγής στην έννοια της «χωριστής επιχειρησιακής μονάδας ανεξαρτήτως υπεύθυνης για τη σύναψη συμβάσεων της ίδιας ή ορισμένων κατηγοριών αυτών» του άρθρου 6 παρ. 2, εδάφιο β' του ν. 4412/2016».
3. Την με αριθ. 223858/Β1/30.12.2016 (ΦΕΚ 44480 Β') απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων : «Ανάθεση αρμοδιοτήτων των άρθρων 24, 26, 66 & 69Γ του ν.4270/2014 επί των δαπανών που διενεργούνται από τις Περιφερειακές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων στις Δημοσιονομικές Υπηρεσίες Εποπτείας και Ελέγχου (ΔΥΕΕ) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους».
4. Την με αριθ. 12/σχ.351/1465/3-5-2017 (ΦΕΚ 1619 Β') απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «Μεταβίβαση της αρμοδιότητας του κύριου διατάκτη των πιστώσεων του Προϋπολογισμού των Γενικών Αρχείων του Κράτους και ορισμός δευτερευόντων διατακτών και εκκαθαριστή αποδοχών του προσωπικού τους».
5. Τη με αριθ. 123510/Α1/19-7-2017 (ΦΕΚ 2561 Β') απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «Ορισμός κύριων διατακτών του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων».
6. Την με αριθ. 130839/ΓΔ2/1-8-2017 εισήγηση του Γενικού Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων (άρθρο 24, παρ. 5ε, ν. 4270/2014).
7. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
8. Την υφιστάμενη υπηρεσιακή ανάγκη ορθής, εύρυθμης και έγκαιρης εκτέλεσης του προϋπολογισμού του Υπουργείου Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων σε περιφερειακό επίπεδο και
ΕΠΕΙΔΗ
Α) Σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 114/2014 (181 Α') «Οργανισμός Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων», οι Γενικές Γραμματείες α) Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, β) Θρησκευμάτων, γ) Έρευνας και Τεχνολογίας, δ) Δια Βίου Μάθησης και Νέας Γενιάς και οι υπαγόμενες σε αυτές οργανικές μονάδες, καθώς και οι Αυτοτελείς οργανικές και υπηρεσιακές μονάδες πληρούν δια της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 4 της αρ. 75555/289/ 6-7-2017 (2336 Β') κοινής υπουργικής απόφασης.
Β) 1. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 2986/2002 (24 Α') όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της αρ. 39672/Δ4/31-3-2008 (609 Β') υπουργικής απόφασης, οι δεκατρείς (13) Περιφερειακές Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης αποτελούν αποκεντρωμένες υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων οι οποίες υπάγονται απευθείας στον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Στις εν λόγω Υπηρεσίες λειτουργεί σε επίπεδο Διεύθυνσης Υπηρεσία Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης κατά την πρόβλεψη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α του ν. 2986/2002 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 παρ. 5 υπ. 1α του ν. 3467/2006 και ισχύει. Συγκροτείται δε από τα Τμήματα Α' Διοικητικών Υποθέσεων και Β' Οικονομικών Υποθέσεων. Η Υπηρεσία Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης έχει την ευθύνη της διοικητικής και οικονομικής στήριξης της Περιφερειακής Διεύθυνσης καθώς και το συντονισμό των πάσης φύσεως εξετάσεων και διαγωνισμών εντός της Περιφέρειας.
2. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. ιβ της παρ. 2 άρθρου 1 της Φ.353.1/324/105657/Δ1/2002 (1340 Β') υπουργικής απόφασης οι Περιφερειακοί Διευθυντές Εκπαίδευσης «έχουν την ευθύνη του κύριου διατάκτη των πιστώσεων που εγγράφονται στον προϋπολογισμό της Περιφερειακής Διεύθυνσης Εκπαίδευσης ή μεταβιβάζονται με επιτροπικά εντάλματα και προορίζονται για τις λειτουργικές ανάγκες των περιφερειακών υπηρεσιών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του ΥΠΕΠΘ πλην εκείνων οι οποίες προορίζονται για τις λειτουργικές ανάγκες των περιφερειακών υπηρεσιών νομαρχιακού επιπέδου και των σχολικών μονάδων οι οποίες αντιμετωπίζονται από τον προϋπολογισμό δαπανών της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης» και το γεγονός ότι οι Περιφερειακές Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιος και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης αποτελούν Ε.Φ. στον Προϋπολογισμό του ΥΠ.Π.Ε.Θ. με κωδικό Αριθμό 185 (Περιφερειακές Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης) και με διακριτό κωδικό αριθμό που αφορά στο Νομό στον οποίο εδρεύουν, η δε κατανομή των εγγεγραμμένων στους προϋπολογισμούς τους πιστώσεων εμπίπτει στην αρμοδιότητα των Περιφερειακών Διευθυντών ΠΕ και ΔΕ,
και ως εκ των ανωτέρω οι Περιφερειακές Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με τις υπαγόμενες σε αυτές αποκεντρωμένες ή μη Υπηρεσίες πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 4 της αρ. 75555/289/6-7-2017 (2336 Β') κοινής υπουργικής απόφασης.
Γ) 1. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του Κεφαλαίου Β του ν. 1946/1991 (69 Α') όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, τα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Γ.Α.Κ.) αποτελούν Αυτοτελή Δημόσια Υπηρεσία που υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Τα Γενικά Αρχεία του Κράτους συγκροτούνται από: α) την Κεντρική Υπηρεσία των ΓΑΚ και β) τις περιφερειακές υπηρεσίες των ΓΑΚ.
Με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Κεφαλαίου Γ ου ως άνω Νόμου, η Κεντρική Υπηρεσία των ΓΑΚ διαρθρώνεται σε έξι (6) Τμήματα, μεταξύ των οποίων και Τμήμα Γραμματείας και Λογιστηρίου, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ίδιου Νόμου, ασκεί τις αρμοδιότητες της τήρησης μητρώου των υπαλλήλων των ΓΑΚ, της τήρησης του αρχείου των υπηρεσιακών εγγράφων της Κ. Υ. των ΓΑΚ και την έκδοση των αντιγράφων αυτών, της λήψης παντός μέτρου διοικητικής μέριμνας που απαιτείται για την εύρυθμη λειτουργία των ΓΑΚ, της εισήγησης για την κατάρτιση και παρακολούθηση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού δαπανών και της διεξαγωγής της λογιστικής εργασίας δαπανών που αφορούν στην Κ.Υ. των ΓΑΚ, στα πλαίσια του γενικού προϋπολογισμού, τακτικού και επενδύσεων του ΥΠ.Π.Ε.Θ., της προμήθειας και διαχείρισης παντός είδους υλικού της Κ.Υ. και κάθε άλλου σχετικού θέματος οικονομικής διαχείρισης που αφορά στην Κεντρική Υπηρεσία.
2. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 της αρ. 12/ σχ.351/1465/3-5-2017 (1619 Β') υπουργικής απόφασης, στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης της Κεντρικής Υπηρεσίας των ΓΑΚ έχουν μεταβιβαστεί οι αρμοδιότητες του κύριου Διατάκτη των πιστώσεων του Προϋπολογισμού της Κεντρικής Υπηρεσίας και των Περιφερειακών Υπηρεσιών των ΓΑΚ.
3. Τα Γενικά Αρχεία του Κράτους αποτελούν Ε.Φ. στον Προϋπολογισμό του ΥΠ.Π.Ε.Θ. με κωδικό Αριθμό 120 και ως εκ των ανωτέρω τα Γενικά Αρχεία του Κράτους πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 4 της αρ. 75555/289/6-7-2017 (2336 Β') κοινής υπουργικής απόφασης,
αποφασίζουμε:
Ορίζουμε ως χωριστές επιχειρησιακές μονάδες και Αναθέτουσες Αρχές, υποκείμενες ή υπαγόμενες στο Υπουργείο Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων, ανεξάρτητα υπεύθυνες για τις προμήθειες, τα αγαθά, τα έργα, τις μελέτες και τις υπηρεσίες τους, που υπάγονται στην προβλεπόμενη στο εδάφιο β' της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 4412/2016 παρέκκλιση αναφορικά με τον υπολογισμό της αξίας των συμβάσεων στο επίπεδο αυτών, ως ακολούθως:
Α) Τις Γενικές Γραμματείες α) Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, β) Θρησκευμάτων, γ) Έρευνας και Τεχνολογίας, δ) Δια Βίου Μάθησης και Νέας Γενιάς και τις υπαγόμενες σε αυτές οργανικές μονάδες, καθώς και τις Αυτοτελείς οργανικές και υπηρεσιακές μονάδες.
Β) Τις δεκατρείς (13) Περιφερειακές Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με τις υπαγόμενες σε αυτές αποκεντρωμένες ή μη Υπηρεσίες (Ε.Φ. 185):
1. ΠΔΕ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ
2. ΠΔΕ ΑΤΤΙΚΗΣ
3. ΠΔΕ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
4. ΠΔΕ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
5. ΠΔΕ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
6. ΠΔΕ ΗΠΕΙΡΟΥ
7. ΠΔΕ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
8. ΠΔΕ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ
9. ΠΔΕ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
10. ΠΔΕ ΚΡΗΤΗΣ
11. ΠΔΕ ΝΟΤΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
12. ΠΔΕ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
13. ΠΔΕ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Γ) Τα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Κεντρική Υπηρεσία των ΓΑΚ και Περιφερειακές Υπηρεσίες των ΓΑΚ) (Ε.Φ. 120).
Οι ως άνω υπό στοιχεία Α-Γ περιπτώσεις της παρούσας απόφασης αποτελούν χωριστές επιχειρησιακές μονάδες του ΥΠ.Π.Ε.Θ., ανεξαρτήτως υπεύθυνες, για τη σύναψη συμβάσεων όλων των ειδών και κατηγοριών προμηθειών, αγαθών, έργων, μελετών και υπηρεσιών στο πεδίο αρμοδιότητάς τους, τις οποίες χρηματοδοτούν από τον προϋπολογισμό που έχουν στη διάθεσή τους.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Μαρούσι, 1 Αυγούστου 2017
Ο Υπουργός
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ