Quantcast
Channel: Taxheaven - Νέες αποφάσεις
Viewing all 7448 articles
Browse latest View live

ΣτΕ 1364/2017 Έννοια της διάταξης το άρθρο 18 του ΚΦΔ - Εκπρόθεσμη φορολογική δήλωση υποβάλλεται οποτεδήποτε μέχρι όχι απλώς την έκδοση εντολής ελέγχου από την φορολογική διοίκηση αλλά την κοινοποίηση αυτής στον φορολογούμενο.

Next: ΑΠ 128/2016 Οι ρυθμίσεις του α.ν. 539/1945 διασφαλίζουν υπέρ των εργαζομένων τις ελάχιστες εγγυήσεις ως προς τις άδειες αναψυχής και τις συναφείς αποδοχές και, λόγω του έντονα προστατευτικού χαρακτήρα, τον οποίο έχουν και του στενού δεσμού αυτών με την ικανοποίηση του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, απόκλιση από τις διατάξεις αυτές επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή διατάξεων άλλων πηγών, που είναι ευμενέστερες για τον εργαζόμενο, κατ` επιταγή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής συμβάσεως εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών δικαίου διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας
$
0
0



Αριθμός 1364/2017


Περίληψη
Επειδή, η διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 του ν. 4174/2013 αποβλέπει προφανώς στην ενθάρρυνση της οικειοθελούς συμμορφώσεως του φορολογουμένου προς τις φορολογικές του υποχρεώσεις και στην κατά τον τρόπο αυτόν εξασφάλιση της εξυπηρετούσης το δημόσιο συμφέρον ταχύτερης εισπράξεως των οφειλομένων φόρων, χωρίς την καθυστέρηση που συνεπάγεται η διενέργεια ελέγχου για την διαπίστωση της φορολογικής υποχρεώσεως, η έκδοση σχετικής πράξεως και το ενδεχόμενο διοικητικής ή και δικαστικής αμφισβητήσεως αυτής, καθώς και η επιβάρυνση του φορολογουμένου με πρόσθετους φόρους, η οποία ενδεχομένως θα επιδείνωνε την οικονομική του κατάσταση και θα έθετε σε κίνδυνο την δυνατότητά του να ανταποκριθεί στις φορολογικές του υποχρεώσεις. Ενόψει του ως άνω επιδιωκομένου με την προαναφερθείσα διάταξη δημοσίου συμφέροντος σκοπού, η έννοια αυτής, παρά την γραμματική της διατύπωση, είναι ότι εκπρόθεσμη φορολογική δήλωση υποβάλλεται οποτεδήποτε μέχρι όχι απλώς την έκδοση εντολής ελέγχου από την φορολογική διοίκηση αλλά την κοινοποίηση αυτής στον φορολογούμενο. Άλλωστε, ενόψει της αρχής της φανεράς δράσεως της Διοικήσεως, δεν μπορεί το χρονικό όριο εντός του οποίου μπορεί ο φορολογούμενος να ασκήσει δικαίωμά του να εξαρτάται από γεγονός άγνωστο σ' αυτόν, όπως είναι η έκδοση εντολής ελέγχου. Εξάλλου, η υποβολή της δηλώσεως δεν αποκλείει την διενέργεια στην συνέχεια ελέγχου προς διαπίστωση της ακρίβειας αυτής.



ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'

ΣτΕ  1364/2017

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 16 Νοεμβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Μ. Πικραμένος, Σ. Βιτάλη, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 20 Ιανουαρίου 2016 αίτηση: του Προϊσταμένου Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά της Κοινοπραξίας Ανωνύμων Εταιρειών με την επωνυμία ............, που εδρεύει στο ... (... αρ. ...), η οποία δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 3948/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρ. Σταυρουλάκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 3948/2015 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, κατόπιν αποδοχής προσφυγής της ήδη αναιρεσίβλητης κοινοπραξίας, ακυρώθηκε η 3838/27-11-2014 πράξη του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Επιλύσεως Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, με την οποία είχε απορριφθεί η 26672/29-9-2014 ενδικοφανής προσφυγή της ως άνω κοινοπραξίας κατά της 1545/17-7-2014 οριστικής πράξεως της Προϊσταμένης του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων περί διορθωτικού προσδιορισμού δικαιώματος συμμετοχής του Δημοσίου στα μικτά κέρδη τυχερών παιγνίων καζίνο για τη χρονική περίοδο από 1-6-2013 έως 31- 12-2013, με την οποία είχε επιβληθεί σε βάρος της διαφορά κυρίου φόρου και πρόσθετος φόρος λόγω μη υποβολής δηλώσεως ύψους 11.135.861,15 και 3.199.272,54 ευρώ, αντιστοίχως.

2. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν.3900/2010 (Α' 213), με το οποίο αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Α' 8), η αίτηση αναιρέσεως ασκείται παραδεκτώς, εάν το ποσό της διαφοράς υπερβαίνει τα 40.000 ευρώ και, επιπλέον, προβάλλεται από το διάδικο με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, με το εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλομένους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, επί του οποίου, μεταξύ άλλων, δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

3. Επειδή, ως προς το εν προκειμένω κρίσιμο, όπως κατωτέρω παρατίθεται, νομικό ζήτημα σε σχέση με την δυνατότητα υποβολής, υπό το καθεστώς του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, εκπρόθεσμης φορολογικής δηλώσεως μετά την έκδοση εντολής ελέγχου από τη φορολογική αρχή, δεν υφίσταται, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα προς θεμελίωση του παραδεκτού της υπό κρίση αιτήσεως, νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επομένως, η εν λόγω αίτηση είναι, από την άποψη αυτή και εν γένει, τύποις δεκτή και περαιτέρω εξεταστέα.

4. Επειδή, ο ν.4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας, Α'170/26-7-2013) ορίζει, στο άρθρο 18 [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 43 παρ.1 του ν.4223/2013 (Α'287/31-12-2013), με έναρξη ισχύος από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως], ότι «1.... Εκπρόθεσμη φορολογική δήλωση υποβάλλεται οποτεδήποτε μέχρι την έκδοση εντολής ελέγχου από τη Φορολογική Διοίκηση...», στο άρθρο 23, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 45 παρ.2 του ν.4223/2013, ότι «1... 2. Ο έλεγχος εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων του φορολογούμενου που διενεργείται από τη Φορολογική Διοίκηση είναι δυνατόν να έχει τη μορφή ... επιτόπιου φορολογικού ελέγχου: α) ... β) Η απόφαση της Φορολογικής Διοίκησης για τη διενέργεια πλήρους επιτόπιου φορολογικού ελέγχου πρέπει να κοινοποιείται στο φορολογούμενο με προηγούμενη έγγραφη ειδοποίηση. Κάθε άλλος επιτόπιος φορολογικός έλεγχος είναι δυνατόν να διενεργείται χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση...», στο άρθρο 25 ότι «1....Η εντολή διενέργειας φορολογικού ελέγχου δεν δημοσιεύεται...», στο άρθρο 66 ότι «1. Μετά την 1-1-2014, για υποθέσεις προσωρινού ή οριστικού φορολογικού ελέγχου, που αφορά χρήσεις, περιόδους...πριν από την έναρξη ισχύος του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας εκδίδεται πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου. Για όσα αφορούν τα σχετικά με την έκδοση της πράξης εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα...» και στο άρθρο 67 ότι «Ο παρών Κώδικας τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις κατ' ιδίαν διατάξεις».

5. Επειδή, η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 4174/2013 αποβλέπει προφανώς στην ενθάρρυνση της οικειοθελούς συμμορφώσεως του φορολογουμένου προς τις φορολογικές του υποχρεώσεις και στην κατά τον τρόπο αυτόν εξασφάλιση της εξυπηρετούσης το δημόσιο συμφέρον ταχύτερης εισπράξεως των οφειλομένων φόρων, χωρίς την καθυστέρηση που συνεπάγεται η διενέργεια ελέγχου για την διαπίστωση της φορολογικής υποχρεώσεως, η έκδοση σχετικής πράξεως και το ενδεχόμενο διοικητικής ή και δικαστικής αμφισβητήσεως αυτής, καθώς και η επιβάρυνση του φορολογουμένου με πρόσθετους φόρους, η οποία ενδεχομένως θα επιδείνωνε την οικονομική του κατάσταση και θα έθετε σε κίνδυνο την δυνατότητά του να ανταποκριθεί στις φορολογικές του υποχρεώσεις. Ενόψει του ως άνω επιδιωκομένου με την προαναφερθείσα διάταξη δημοσίου συμφέροντος σκοπού, η έννοια αυτής, παρά την γραμματική της διατύπωση, είναι ότι εκπρόθεσμη φορολογική δήλωση υποβάλλεται οποτεδήποτε μέχρι όχι απλώς την έκδοση εντολής ελέγχου από την φορολογική διοίκηση αλλά την κοινοποίηση αυτής στον φορολογούμενο. Άλλωστε, ενόψει της αρχής της φανεράς δράσεως της Διοικήσεως, δεν μπορεί το χρονικό όριο εντός του οποίου μπορεί ο φορολογούμενος να ασκήσει δικαίωμά του να εξαρτάται από γεγονός άγνωστο σ' αυτόν, όπως είναι η έκδοση εντολής ελέγχου. Εξάλλου, η υποβολή της δηλώσεως δεν αποκλείει την διενέργεια στην συνέχεια ελέγχου προς διαπίστωση της ακρίβειας αυτής.

6. Επειδή, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η οποία παραπέμπει στην από 14-7-2014 έκθεση ελέγχου του ΚΕΜΕΕΠ, από την ως άνω υπηρεσία εκδόθηκαν διαδοχικώς α) η 1720/0/1118/7-10-2013 εντολή προσωρινού ελέγχου ΦΠΑ και λοιπών παρακρατουμένων φόρων, τελών και εισφορών για το διάστημα 1-6-2013 έως 31-8-2013, η οποία παρέμεινε στο στάδιο της αναθέσεως, χωρίς έναρξη ελέγχου, β) η 1720/1/1118/20-3-2014 τροποποιητική της υπό στοιχ. α) εντολή μερικού επιτοπίου ελέγχου, με την οποία επεκτάθηκε το προς έλεγχο χρονικό διάστημα έως 31-12-2013 και γ) η 1720/2/1118/21-3- 2014 όμοια εντολή μερικού επιτοπίου ελέγχου, κατόπιν προσθήκης χρονικού ορίου ολοκληρώσεως του ελέγχου, η οποία κοινοποιήθηκε στην ήδη αναιρεσίβλητη κοινοπραξία την πρώτη ημέρα του ελέγχου, ήτοι την 28-3-2014. Από τον ως άνω έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η εν λόγω κοινοπραξία, με αντικείμενο την εκμετάλλευση καζίνο, οφείλει να αποδίδει
μηνιαίως ποσοστό 35% επί των μικτών κερδών της από τυχερά παίγνια ως συμμετοχή του Δημοσίου, ότι κατέθεσε σχετικές δηλώσεις μόνον για τους μήνες Ιούνιο και Αύγουστο του έτους 2013, καταβάλλοντος το σύνολο του οφειλομένου φόρου, ενώ για τους λοιπούς μήνες (Ιούλιο και Σεπτέμβριο έως και Δεκέμβριο του ιδίου έτους), υπέβαλε εκπρόθεσμες δηλώσεις την 27-3-2014, τις οποίες ο έλεγχος θεώρησε άκυρες, λόγω υποβολής τους σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της επανεκδόσεως της από 21-3-2014 εντολής ελέγχου, οπότε, σε σχέση με τους μήνες, για τους οποίους υπεβλήθησαν οι ως άνω εκπρόθεσμες δηλώσεις, εκδόθηκε η 1545/17.7.2014 πράξη της Προϊσταμένης του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων.

7. Επειδή, νομίμως, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 5, ανεξαρτήτως της ειδικότερης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε το δίκασαν διοικητικό εφετείο ότι δεν ήταν άκυρες αλλά επέφεραν τις σχετικές έννομες συνέπειες ως εκπρόθεσμες οι φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε η αναιρεσίβλητη την 27-3-2014, ήτοι σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο μεν της εκδόσεως (21-3-2014) αλλά προγενέστερο της κοινοποιήσεως στην αναιρεσίβλητη (28-3-2014) της οικείας εντολής ελέγχου, και ότι, ως εκ τούτου, μη νομίμως επιβλήθηκε εις βάρος της με την προαναφερθείσα πράξη της Προϊσταμένης του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων ο αυτός φόρος, ο οποίος προέκυπτε με βάση τις ως άνω εκπρόθεσμες δηλώσεις, καθώς και πρόσθετος φόρος λόγω μη υποβολής δηλώσεως. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από το Δημόσιο είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, καθ' ό δε μέρος πλήσσουν την ειδικότερη αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ως αλυσιτελή.

8. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.

Δια ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Νοεμβρίου 2016 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση Μαΐου 2017.


Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος
Ε. Σάρπ

Η Γραμματέας
Κ. Κεχρολόγου


ΑΠ 128/2016 Οι ρυθμίσεις του α.ν. 539/1945 διασφαλίζουν υπέρ των εργαζομένων τις ελάχιστες εγγυήσεις ως προς τις άδειες αναψυχής και τις συναφείς αποδοχές και, λόγω του έντονα προστατευτικού χαρακτήρα, τον οποίο έχουν και του στενού δεσμού αυτών με την ικανοποίηση του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, απόκλιση από τις διατάξεις αυτές επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή διατάξεων άλλων πηγών, που είναι ευμενέστερες για τον εργαζόμενο, κατ` επιταγή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής συμβάσεως εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών δικαίου διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας

$
0
0
ΑΠ 128 / 2016

Περίληψη
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσης ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα δικαιούταν, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση. Κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των τακτικών αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ).
Οι ρυθμίσεις του α.ν. 539/1945 διασφαλίζουν υπέρ των εργαζομένων τις ελάχιστες εγγυήσεις ως προς τις άδειες αναψυχής και τις συναφείς αποδοχές και, λόγω του έντονα προστατευτικού χαρακτήρα, τον οποίο έχουν και του στενού δεσμού αυτών με την ικανοποίηση του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο.
Κατά συνέπεια, απόκλιση από τις διατάξεις αυτές επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή διατάξεων άλλων πηγών, που είναι ευμενέστερες για τον εργαζόμενο, κατ` επιταγή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής συμβάσεως εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών δικαίου διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011). Οπότε, υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να θεωρηθεί η παρεχόμενη με την ως άνω διάταξη, ως προς τις αποδοχές αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, διαζευκτική δυνατότητα χορήγησης των αποδοχών που καθορίζονται για την περίπτωση αυτή με συλλογική σύμβαση.

Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 3 παρ.16 του ν. 4504/1966 (που αφορά στο επίδομα αδείας), των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 υπ` αριθ. 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως "περί προστασίας του ημερομισθίου" και των άρθρων 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1 παρ.2 του ν. 1082/1980 και των κατά καιρούς εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων "περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων", συνάγεται ότι ως "συνήθεις αποδοχές", ταυτιζόμενες εννοιολογικά με τις "τακτικές αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (ΟλΑΠ 5/2011).
Δεν συμπεριλαμβάνεται, όμως, σ` αυτές το επίδομα αδείας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας ( ΑΠ 522/2015, ΑΠ 1334/2015).


Αριθμός 128/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 10 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Β. Ψ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Δήμητρα Κουφογιάννη, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." (Ο.Τ.Ε.) που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευγενία Σούμπαση, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/7/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 833/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 3987/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 2/2/2015 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 26/10/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του μοναδικού λόγου της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης εταιρείας την απόρριψή της, καθεμία δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσης ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα δικαιούταν, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση. Κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των τακτικών αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ). Οι ρυθμίσεις του α.ν. 539/1945 διασφαλίζουν υπέρ των εργαζομένων τις ελάχιστες εγγυήσεις ως προς τις άδειες αναψυχής και τις συναφείς αποδοχές και, λόγω του έντονα προστατευτικού χαρακτήρα, τον οποίο έχουν και του στενού δεσμού αυτών με την ικανοποίηση του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, απόκλιση από τις διατάξεις αυτές επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή διατάξεων άλλων πηγών, που είναι ευμενέστερες για τον εργαζόμενο, κατ` επιταγή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής συμβάσεως εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών δικαίου διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011). Οπότε, υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να θεωρηθεί η παρεχόμενη με την ως άνω διάταξη, ως προς τις αποδοχές αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, διαζευκτική δυνατότητα χορήγησης των αποδοχών που καθορίζονται για την περίπτωση αυτή με συλλογική σύμβαση.

Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 3 παρ.16 του ν. 4504/1966 (που αφορά στο επίδομα αδείας), των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 υπ` αριθ. 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως "περί προστασίας του ημερομισθίου" και των άρθρων 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1 παρ.2 του ν. 1082/1980 και των κατά καιρούς εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων "περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων", συνάγεται ότι ως "συνήθεις αποδοχές", ταυτιζόμενες εννοιολογικά με τις "τακτικές αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (ΟλΑΠ 5/2011).
Δεν συμπεριλαμβάνεται, όμως, σ` αυτές το επίδομα αδείας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας ( ΑΠ 522/2015, ΑΠ 1334/2015).

Περαιτέρω, με την από 14-3-1985 ΕΣΣΕ (όρος 5 παρ.1α, 1β, 1γ και 2, που προστέθηκε με την από 10-5-1985 όμοια ΕΣΣΕ), η οποία έχει υπογραφεί μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της ανώνυμης εταιρίας με το διακριτικό τίτλο "ΟΤΕ ΑΕ" (ήδη αναιρεσίβλητης) και της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων σ` αυτή, ορίσθηκαν, ως προς τον τρόπο υπολογισμού των επιδομάτων εορτών και του επιδόματος αδείας, τα εξής: 1α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων - Νέου Έτους χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με τις αποδοχές, που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο την 10 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά: αα) το 1/8 της αμοιβής για εργασία νυκτερινή, που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του έτους, ββ) το 1/8 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες, που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του έτους, γγ) το 1/8 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 80 ώρες, που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του έτους, δδ) το 1/2 του επιδόματος κανονικής άδειας, χωρίς τις προσαυξήσεις που προστίθενται στο επίδομα, όπως κατωτέρω ορίζονται. 1β) Το επίδομα εορτών Πάσχα χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με τις μισές αποδοχές, που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο 15 ημέρες προ του Πάσχα κάθε έτους. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά, αα) το 1/8 της αμοιβής για εργασία νυκτερινή, που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου του έτους, ββ) το 1/8 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες, που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου του έτους, γγ) το 1/8 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 40 ώρες, που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου του έτους και δδ) το 1/24 του επιδόματος κανονικής άδειας, χωρίς τις προσαυξήσεις που προστίθενται στο επίδομα, όπως παρακάτω προσδιορίζονται. 1γ) Το επίδομα κανονικής άδειας χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με το μισό των αποδοχών, που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο το μήνα κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η άδεια ή το μεγαλύτερο μέρος της. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα ποσά: αα) το 1/24 της αμοιβής για εργασία νυκτερινή, που έγινε στη διάρκεια του έτους, ββ) το 1/24 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες, που έγινε στη διάρκεια του έτους και γγ) το 1/24 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 120 ώρες, που έγινε στη διάρκεια του έτους. 2. Το προσωπικό κατά το χρόνο οποιασδήποτε άδειας με αποδοχές λαμβάνει τις αποδοχές που θα ελάμβανε αν εργαζόταν. Στις αποδοχές αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών και υπερωριακή. Ακολούθως με την από 10-6-1999 ΕΣΣΕ, που θέσπισε το νέο μισθολόγιο του προσωπικού της ΟΤΕ ΑΕ, τέθηκε σε ισχύ ο νέος ΓΚΠ- ΟΤΕ, στο άρθρο 12 παρ.3 και 4 του οποίου ορίζονται τα ακόλουθα: Επιδόματα εορτών: <<Στο προσωπικό παρέχεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου επίδομα ποσού ίσου προς τις τακτικές αποδοχές με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ, α) ενός δεκαπενθημέρου κατά τις εορτές του Πάσχα και β) ενός μηνός κατά τις εορτές των Χριστουγέννων. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με το δυνάμει των εκάστοτε διατάξεων τυχόν καταβλητέο στο προσωπικό των πάσης φύσεως επιχειρήσεων δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα>>. Επίδομα κανονικής άδειας. << Στο προσωπικό χορηγείται κάθε χρόνο ως επίδομα κανονικής άδειας ποσό ίσο προς τις τακτικές αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ>>. Επίσης, με το άρθρο 13Β, του ως άνω νέου ΓΚΠ - ΟΤΕ ορίστηκε, σχετικά με την κανονική άδεια του προσωπικού της αναιρεσίβλητης, ότι << Το προσωπικό, μετά τη συμπλήρωση στον Οργανισμό ενός έτους συνεχούς πραγματικής υπηρεσίας (βασικός χρόνος), δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος κανονική άδεια με αποδοχές, όπως προβλέπουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας (Διεθνείς Συμβάσεις, Νόμοι, Υπουργικές Αποφάσεις, ΕΓΣΣΕ, ΕΣΣΕ κλπ) και οι αποφάσεις του ΔΣ - ΟΤΕ>>. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι από 1-1-1985, που άρχισε να ισχύει η από 14-3-1985 ΕΣΣΕ, τα επιδόματα εορτών και το επίδομα αδείας υπολογίζονται σύμφωνα με τον καθοριζόμενο στην εν λόγω ΕΣΣΕ τρόπο υπολογισμού, δηλαδή με βάση το μηνιαίο μισθό, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί κατά τους προαναφερόμενους χρόνους. Αυτός ο τρόπος υπολογισμού, όμως, τροποποιήθηκε με το νέο ΓΚΠ - ΟΤΕ, που τέθηκε σε ισχύ με την από 10-6-1999 ΕΣΣΕ, αφού ρητά σ` αυτόν ορίζεται ότι στο προσωπικό παρέχεται με απόφαση του ΔΣ "επίδομα ποσού ίσου προς τις τακτικές αποδοχές, με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ". Επομένως, ως βάση υπολογισμού των ανωτέρω επιδομάτων λαμβάνεται πλέον όχι ο μηνιαίος μισθός, όπως είχε διαμορφωθεί κατά τους χρόνους που αναφέρθηκαν, αλλά οι τακτικές αποδοχές του μισθωτού, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός και όλες οι παροχές που καταβάλλονται από την αναιρεσίβλητη κάθε μήνα ή κατ` επανάληψη, περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του έτους, όπως είναι οι πρόσθετες αμοιβές για υπερεργασία, για νόμιμη ή ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση και για εργασία κατά τις Κυριακές και τη νύκτα (ΑΠ 522/2015, ΑΠ 1334/2014). Εξάλλου, όσον αφορά στις αποδοχές αδείας, ειδικότερα, ενώ στην από 14-3-1985 ΕΣΣΕ υπήρχε ρητή διάταξη, σύμφωνα με την οποία στις αποδοχές αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών και υπερωριακή, στο νέο ΓΚΠ - ΟΤΕ ορίζεται σαφώς ότι το προσωπικό του ΟΤΕ δικαιούται για την κανονική άδεια "αποδοχές όπως προβλέπουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας". Εν όψει της ανωτέρω ρητής παραπομπής για τον προσδιορισμό των αποδοχών αδείας στις διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, άρα και στο άρθρο 3 του α.ν. 539/1945, είναι σαφές ότι ο τρόπος υπολογισμού των αποδοχών αδείας καθορίζεται, πλέον, διαφορετικά σε σχέση με την από 14-3-1985 ΕΣΣΕ, με αποτέλεσμα τη σιωπηρή κατάργηση της διατάξεως του άρθρου 5 παρ.2 αυτής, που όριζε, αντίθετα, μάλιστα, προς τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του α.ν. 539/1945, ότι στις αποδοχές αδείας δεν περιλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών και υπερωριακή εργασία. Άλλωστε, στο άρθρο 50 του νέου ΓΚΠ - ΟΤΕ ορίζεται, ρητά, ότι διατάξεις του προϊσχύσαντος ΓΚΠ, αποφάσεις της Διοίκησης και ΕΣΣΕ, που υπογράφηκαν μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου ΓΚΠ - ΟΤΕ και έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του, παύουν να ισχύουν από την ημερομηνία αυτή. Επομένως, στις αποδοχές αδείας των μισθωτών της αναιρεσίβλητης πρέπει να συνυπολογίζεται και κάθε άλλη καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερώς και μονίμως ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, όπως είναι η σταθερή και μόνιμη υπερεργασία, η νόμιμη ή ιδιόρρυθμη υπερωρία και η παροχή εργασίας κατά τη νύκτα και τις Κυριακές ή αργίες (ΟλΑΠ 16/2011). Δεν συνυπολογίζεται, όμως, σ` αυτές και το επίδομα αδείας, διότι αυτό, όπως προαναφέρθηκε, υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας. Τούτο προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.16 του ν. 4504/1966, κατά την οποία το επίδομα αδείας είναι ίσο με το σύνολο των αποδοχών των ημερών αδείας, που δικαιούται ο μισθωτός, υπό τον περιορισμό ότι τούτο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου για τους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό και 13 ημερών για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο ( ΑΠ 522/2015,ΑΠ 1334/2014).

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων εξέθετε στην ένδικη από 12-7-2005 αγωγή, ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη στις 18-10-1994 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και στη συνέχεια μονιμοποιήθηκε στην κατηγορία του προσωπικού Γενικών Υπηρεσιών με την ειδικότητα του φύλακα, έχοντας τον βαθμό ΥΑ και ότι η εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2000 έως και 2004 δεν υπολόγισε τα επιδόματα εορτών και αδείας καθώς και τις αποδοχές κανονικής αδείας, με βάση τις αποδοχές, προσαυξημένες κατά τις αμοιβές που λάμβανε σταθερώς και ανελλιπώς για εργασία κατά τις Κυριακές, για νυκτερινή εργασία και για υπερεργασία, όπως όφειλε, σύμφωνα με το νέο ΓΚΠ-ΟΤΕ, που τέθηκε σε ισχύ από 18-6-1999, αλλά με βάση τον απλό μηνιαίο μισθό και με τις αναφερόμενες στην προϊσχύουσα, από 14-3-1985 ΕΣΣΕ προσαυξήσεις, ζητούσε δε μ’ αυτή (αγωγή) ο ενάγων να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει την προκύπτουσα διαφορά, ανερχόμενη στο ποσό των 4.670,18 ευρώ. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζοντας επί εφέσεως της εναγομένης, κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή, δέχθηκε ότι η αγωγή, <<...είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον ο ενάγων αιτείται με αυτή τη διαφορά μεταξύ των ληφθέντων από αυτόν επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών κανονικής αδείας, όπως αυτά υπολογίσθηκαν κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή εσφαλμένα, με βάση τον απλό μηνιαίο μισθό και τις ειδικότερα αναφερόμενες στην από 14/3/1985 ΕΣΣΕ προσαυξήσεις και των ληπτέων επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών κανονικής αδείας, όπως αυτά όφειλε να υπολογίσει η εναγομένη, με το άρθρο 12 παρ. 3 και 4 του νέου ΓΚΠ - ΟΤΕ, ήτοι με βάση τις τακτικές αποδοχές στις οποίες περιλαμβάνεται το σύνολο των αμοιβών για την επικαλούμενη σταθερή και μόνιμη πρόσθετη εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, κατά τη νύκτα και για την υπερεργασία και νόμιμη υπερωριακή εργασία, όλα δε τα ανωτέρω αναφέρει στην αγωγή του, χωρίς ωστόσο να αφαιρεί, για τη νομική βασιμότητα αυτής, τις προσαυξήσεις που έλαβε με βάση τον εσφαλμένο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή του υπολογισμό της εναγομένης, με συνέπεια να υφίσταται έτσι ανεπίτρεπτος διπλός υπολογισμός των εν λόγω πρόσθετων αποδοχών στα επιδόματα εορτών και. αδείας".
Κρίνοντας ως μη νόμιμη την αγωγή του αναιρεσείοντος το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένα εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, διότι, εφόσον ο αναιρεσείων επικαλείται ότι η αναιρεσίβλητη υπολόγιζε τα επιδόματα εορτών και αποδοχών κανονικής αδείας, με βάση τον απλό μηνιαίο μισθό, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην από 14/3/1985 ΕΣΣΕ και όχι σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 3 και 4 του νέου ΓΚΠ-ΟΤΕ, η αγωγή είναι νόμιμη, εκτός από τον συνυπολογισμό του επιδόματος αδείας στις ως άνω αιτούμενες διαφορές αποδοχών, και ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ είναι βάσιμος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή (ΚΠολΔ 580 παρ. 3). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 3.987/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στον αναιρεσείοντα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Φεβρουαρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθ. πρωτ.: ΔΣΤΕΠ Ε 1123329 ΕΞ 2017 Κοινοποίηση των αριθμ. ΓΔΤΕΦΚ 1117581 ΕΞ2017/04-08-2017 και ΓΔΤΕΦΚ 1117583 ΕΞ2017/04-08-2017 ΚΥΑ

Previous: ΑΠ 128/2016 Οι ρυθμίσεις του α.ν. 539/1945 διασφαλίζουν υπέρ των εργαζομένων τις ελάχιστες εγγυήσεις ως προς τις άδειες αναψυχής και τις συναφείς αποδοχές και, λόγω του έντονα προστατευτικού χαρακτήρα, τον οποίο έχουν και του στενού δεσμού αυτών με την ικανοποίηση του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, απόκλιση από τις διατάξεις αυτές επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή διατάξεων άλλων πηγών, που είναι ευμενέστερες για τον εργαζόμενο, κατ` επιταγή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής συμβάσεως εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών δικαίου διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας
$
0
0

Αθήνα, 18-08-2017
Αριθ. Πρωτ.:ΔΣΤΕΠ Ε 1123329 ΕΞ 2017
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ


 
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΚ
Δ/ΝΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ
ΤΜΗΜΑΤΑ Ε και Δ'

Ταχ. Δ/νση :Καρ. Σερβίας 10, Αθήνα
Ταχ. Κώδικας :10184
Πληροφορίες:Δεδεμάδη Μαρία Αποστόλου Λούλα
Τηλέφωνο:2107222828/2107259326
Fax:2103225192
E-Mail:d33-c@otenet.gr
Url:www.aade.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
 
Θέμα: «Κοινοποίηση των αριθμ . ΓΔΤΕΦΚ 1117581 ΕΞ2017/04-08-2017 και ΓΔΤΕΦΚ 1117583 ΕΞ2017/04-08-2017 ΚΥΑ»


Σας κοινοποιούμε, για ενημέρωσή σας και εφαρμογή, τις αριθμ. ΓΔΤΕΦΚ 1117581 ΕΞ 2017 και ΓΔΤΕΦΚ 1117583 ΕΞ 2017 ΚΥΑ με τις οποίες τροποποιήθηκαν αντίστοιχα οι:

α) αριθμ. 0004170 ΕΞ 2015/15.12.2015 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β' 2722) με θέμα «Διαδικασίες και προδιαγραφές εγκατάστασης και λειτουργίας ολοκληρωμένων συστημάτων ηλεκτρονικού ελέγχου εισροών - εκροών σε πλωτά μέσα (σλέπια, κ.λπ.) μεταφοράς πετρελαιοειδών. Εγκατάσταση, διαδικασίες και προδιαγραφές εγκατάστασης και λειτουργίας ηλεκτρονικού συστήματος εντοπισμού θέσης (Global Positioning System - GPS). Δημιουργία Κέντρου Συντονισμού στην Γ.Γ.Π.Σ. του Υπουργείου Οικονομικών. Απαιτήσεις συμμόρφωσης, καταγραφής, λειτουργίας και διασφάλισης των μετρήσεων στις μεταφερόμενες ποσότητες και ηλεκτρονικής αποστολής δεδομένων. Καθορισμός του χρονοδιαγράμματος εφαρμογής, καθώς και του είδους και περιεχομένου των στοιχείων που παρέχονται από το σύστημα αυτό» και

β) αριθμ. ΑΝ.ΥΠ.ΟΙΚ. 0001160 ΕΞ 2016 ΚΥΑ ( ΦΕΚ Β' 1262) με θέμα «Καθορισμός προδιαγραφών και απαιτήσεων για την έγκριση πλωτών μέσων μεταφοράς καυσίμων ναυτιλίας ως πλωτών εφοδιαστικών μέσων.».





Η ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ Ε.Φ.Κ.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΛΟΥΡΗ

ΑΠ 6/2017 Φοροδιαφυγή με την αποδοχή εικονικών και πλαστών φορολογικών στοιχείων (τιμολογίων). Άμεση συνέργεια στην ως άνω πράξη διά της καταχωρίσεως στις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών και προμηθευτών.

$
0
0



Απόφαση 6 / 2017    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


Περίληψη

Κατά το άρθρο 46 παρ. 1β' του ΠΚ, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης".
Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, η οποία είναι δυνατή και επί αποδοχής εικονικών - πλαστών φορολογικών στοιχείων και φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, απαιτείται παροχή άμεσης συνδρομής από τον δράστη στον αυτουργό κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της κύριας πράξης και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε.
Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα καθενός από αυτά.
Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, αποτελεί η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία συντρέχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνει το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.

Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμό 149/2015 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, δέχθηκε στο αιτιολογικό, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί πραγμάτων κρίση του, που τη στήριξε στα αναφερόμενα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης, έγγραφα, απολογία πρώτου κατηγορουμένου), ότι αποδείχθηκαν (για τον πρώτο κατηγορούμενο, φυσικό αυτουργό, και τον αναιρεσείοντα, δεύτερο κατηγορούμενο, άμεσο συνεργό στην πράξη του πρώτου από αυτούς) κατά λέξη τα εξής: "Α. Ο 1ος κατηγορούμενος Σ. Κ.: Στη Λάρισα, όπως διαπιστώθηκε κατόπιν ελέγχου από τους αρμόδιους υπαλλήλους του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε) - και συντάχθηκε η από 24-6-2010 πληροφοριακή έκθεση επεξεργασίας κατασχεθέντων του ΣΔΟΕ Δυτικής Μακεδονίας και η με αριθμό υπόθεσης ...2009 έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ Θεσσαλίας, η οποία συντάχθηκε την 28-2-2011 και θεωρήθηκε νομίμως την 9-3-2011, κατά τους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, ενεργώντας με πρόθεση και με την άμεση συνδρομή του πατέρα του Χ. Κ., με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, αποδέχθηκε εικονικά-πλαστά φορολογικά στοιχεία και φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους.

Η πλαστότητα προέκυψε από την αντιπαραβολή των θεωρηθέντων στοιχείων της επιχείρησης του Ε. Ν., αφού πολλά από τα τιμολόγια αυτά δεν περιλαμβάνονται στις καταστάσεις των θεωρηθέντων στοιχείων και συνεπώς είναι πλαστά, ενώ όλα είναι εικονικά ως προς το πραγματικό πρόσωπο του εκδότη και ως προς τη συναλλαγή, η οποία ουδέποτε έγινε, όπως αναλύεται κατωτέρω...........

..............Τα ως άνω εικονικά φορολογικά στοιχεία δήλωσε - καταχώρησε ο 1ος κατηγορούμενος με την άμεση συνέργεια του πατέρα του (2ου κατηγορουμένου) στις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών προμηθευτών για τις χρήσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ τα αποδέχθηκε στην κατοχή του με δόλο, γνωρίζοντας ότι είναι εικονικά, καθόσον το περιεχόμενο τους δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού οι προαναφερόμενες συναλλαγές είναι ανύπαρκτες στο σύνολό τους και ουδέποτε προμηθεύτηκε, εμπορεύματα από την επιχείρηση του Ν. Ε., και πλαστά, όσα από αυτά προαναφέρθηκαν ως πλαστά, καθόσον δεν περιλαμβάνονται στις καταστάσεις θεωρηθέντων στοιχείων για την επιχείρηση αυτή, ενώ ορισμένα έχουν την πρόσθετη σφραγίδα με την ένδειξη Νέα Διεύθυνση ..., η οποία δεν υπήρξε ποτέ.

Ο ανωτέρω κατηγορούμενος δήλωσε ότι αρνείται την κατηγορία και ότι για όλα είναι υπεύθυνος ο πατέρας του. Όμως ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδείχθηκε, αντίθετα αποδείχθηκε ότι η επιχείρηση εμπορίας ξηρών καρπών, ήταν ατομική στο όνομα του πρώτου κατηγορούμενου και αυτός υπέγραφε όλα τα έγγραφα της εταιρείας και αυτός δήλωσε και καταχώρησε τις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών προμηθευτών με τα εικονικά και πλαστά τιμολόγια εν γνώσει του ότι αυτά ήταν εικονικά και πλαστά. Β.



ΑΠ  6/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ



Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.148/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αριστείδη Πελεκάνο, Αρτεμισία Παναγιώτου, Χρήστο Βρυνιώτη και Ιωάννη Μαγγίνα - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτριου Παπαγεωργίου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ. Κ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Νάστο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 149/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λαρίσης.
Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την Πάρεδρο του ΝΣΚ Δέσποινα Γάκη.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λαρίσης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Οκτωβρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 16 Σεπτεμβρίου 2016 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος και την Πάρεδρο του ΝΣΚ του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι] Κατά το άρθρο 515 § 1 του ΚΠοινΔ, με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα μπορεί το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια μόνο φορά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης σε ρητή δικάσιμο.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, δικηγόρος, Χρήστος Νάστος, ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, "διότι ο αναιρεσείων βρίσκεται σε στάδιο αποπληρωμής των χρεών του που θα γίνει εντός των επομένων μηνών.". Ο λόγος αυτός δεν συνιστά ιδιαιτέρως εξαιρετική περίσταση και συνεπώς πρέπει το σχετικό αίτημα να απορριφθεί.

ΙΙ] Η κρινόμενη από 20-10-2015 και υπ’ αριθμό ...2015 αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου, στρεφόμενη κατά της υπ’ αριθμό 149/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Λάρισας, είναι παραδεκτή (άρθρα 473 παρ. 3, 474 παρ. 1 και 2) και γι’ αυτό η αίτηση αυτή, καθώς και οι επ’ αυτής με χρονολογία 16-09-2016 πρόσθετοι λόγοι, που επίσης ασκήθηκαν παραδεκτά (άρθρο 509 παρ. 2), πρέπει να συνεκδικαστούν ως συναφείς.


ΙΙΙ] Στο άρθρο 17, υπό στοιχείο Β’ , Κλήρωση συνθέσεων, του ν. 1756/1988 "ΚΩΔΙΚΑΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ, ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ" ορίζονται τα ακόλουθα: Στην παρ. 1. "1. Σε όσα πρωτοδικεία και εφετεία και στις αντίστοιχες εισαγγελίες προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε (15) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση. .... Στην παρ. 3. "Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ` αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα: .... Στο εφετείο: α) των αρχαιοτέρων προέδρων εφετών μέχρι τον αναγκαίο αριθμό, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των μικτών ορκωτών εφετείων και των πενταμελών εφετείων, β) "των νεοτέρων προέδρων εφετών και των αρχαιοτέρων εφετών, μέχρι τον αναγκαίο αριθμό, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των τριμελών και μονομελών εφετείων". (Η περ. β’ αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 93 παρ.5. Β. ν.4139/2013, ΦΕΚ Α 74/20.3.2013), "γ) όλων των υπόλοιπων εφετών, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των μικτών ορκωτών εφετείων, των πενταμελών και τριμελών εφετείων. Στην παρ. 4 "Με βάση τους πιο πάνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια του μηνός. ....". Στην παρ. 5. "Με την ίδια διαδικασία ορίζονται οι αναπληρωματικοί δικαστές και εισαγγελείς και οι σύνεδροι δικαστές και δεύτεροι εισαγγελείς.". Στην παρ. 7.α. "Αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως μέλος της σύνθεσης δικαστηρίου, καθώς και του εισαγγελέα, δεν επιτρέπεται παρά μόνον από τον αναπληρωματικό δικαστή και εισαγγελέα αντιστοίχως, ..... Ο λόγος της αναπλήρωσης αναγράφεται στα πρακτικά του δικαστηρίου.". Στην παρ. 11 "Η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης.".
Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι καθήκοντα προεδρεύοντα Εφέτη ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, άσκησε η Εφέτης Μ. Τ., χωρίς να αναφέρεται στα πρακτικά της απόφασης, κατά την ακριβή διατύπωση της σχετικής αιτίασης "πως δεν υπήρχαν Πρόεδροι Εφετών εάν αυτοί απουσίασαν ή κωλύονταν και ότι η εφέτης αυτή ήταν η αρχαιότερη ή ότι αναπλήρωνε και τους αρχαιότερους από αυτή εφέτες". Όπως προαναφέρθηκε η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17 παρ. 2 έως και 8 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, προκαλεί ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης. Τέτοια όμως πρόταση ακυρότητας λόγω κακής συνθέσεως του Δικαστηρίου δεν επικαλείται ο αναιρεσείων, ούτε από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αποδεικνύεται ότι προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο. Επομένως, ο παραπάνω αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ σε συνδυασμό προς το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. α’ του ΚΠοινΔ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


IV] Ο ν. 2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις" τυποποιεί ως εγκλήματα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής:
α) τη μη υποβολή ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος (άρθρο 17),
β) τη μη απόδοση ΦΠΑ και άλλων παρακρατουμένων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18) και
γ) την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, την αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων και τη νόθευση τέτοιων στοιχείων (άρθρο 19).
Ειδικότερα το άρθρο 19 του πιο πάνω νόμου (όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 2 του ν. 3943/2011), ορίζει ότι: "1. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ. 2. Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου. 3. θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώσει του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται επίσης ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου 4. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία, στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας".

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της φοροδιαφυγής απαιτείται:
α) αντικειμενικά, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων. Εικονικό δε είναι και το φορολογικό στοιχείο, εκτός άλλων, όταν εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη, στο σύνολο της ή και για μέρος αυτής,
β) υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και την αποδοχή αυτών και περαιτέρω τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά ολικά ή εν μέρει φορολογικά στοιχεία
.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ. 1β’ του ΠΚ, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης".
Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, η οποία είναι δυνατή και επί αποδοχής εικονικών - πλαστών φορολογικών στοιχείων και φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, απαιτείται παροχή άμεσης συνδρομής από τον δράστη στον αυτουργό κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της κύριας πράξης και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε.
Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα καθενός από αυτά.
Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, αποτελεί η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία συντρέχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνει το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.

Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμό 149/2015 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, δέχθηκε στο αιτιολογικό, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί πραγμάτων κρίση του, που τη στήριξε στα αναφερόμενα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης, έγγραφα, απολογία πρώτου κατηγορουμένου), ότι αποδείχθηκαν (για τον πρώτο κατηγορούμενο, φυσικό αυτουργό, και τον αναιρεσείοντα, δεύτερο κατηγορούμενο, άμεσο συνεργό στην πράξη του πρώτου από αυτούς) κατά λέξη τα εξής: "Α. Ο 1ος κατηγορούμενος Σ. Κ.: Στη Λάρισα, όπως διαπιστώθηκε κατόπιν ελέγχου από τους αρμόδιους υπαλλήλους του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε) - και συντάχθηκε η από 24-6-2010 πληροφοριακή έκθεση επεξεργασίας κατασχεθέντων του ΣΔΟΕ Δυτικής Μακεδονίας και η με αριθμό υπόθεσης ...2009 έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ Θεσσαλίας, η οποία συντάχθηκε την 28-2-2011 και θεωρήθηκε νομίμως την 9-3-2011, κατά τους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, ενεργώντας με πρόθεση και με την άμεση συνδρομή του πατέρα του Χ. Κ., με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, αποδέχθηκε εικονικά-πλαστά φορολογικά στοιχεία και φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους.

Η πλαστότητα προέκυψε από την αντιπαραβολή των θεωρηθέντων στοιχείων της επιχείρησης του Ε. Ν., αφού πολλά από τα τιμολόγια αυτά δεν περιλαμβάνονται στις καταστάσεις των θεωρηθέντων στοιχείων και συνεπώς είναι πλαστά, ενώ όλα είναι εικονικά ως προς το πραγματικό πρόσωπο του εκδότη και ως προς τη συναλλαγή, η οποία ουδέποτε έγινε, όπως αναλύεται κατωτέρω.

Ειδικότερα διατηρώντας ατομική επιχείρηση με Α.Φ.Μ ..., αντικείμενο εργασιών το εμπόριο ξηρών καρπών και έδρα την ..., ζήτησε, έλαβε και αποδέχθηκε, τα κάτωθι εικονικά φορολογικά στοιχεία, που δήθεν αποτελούν αγορές εκ μέρους του αμυγδαλόψιχας ή αμυγδάλων με κέλυφος και ειδικότερα α) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2004 έως 31-12-2004 (χρήση 2003), πέντε (5) εικονικά φορολογικά στοιχεία - τιμολόγια δελτία αποστολής, ήτοι το με αριθμό ...5-10-2004 καθαρής αξίας 102.600 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 8.164,80 ευρώ (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...29-10-2004 καθαρής αξίας 92.310 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 7.384,80 ευρώ, (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...12-11-2004 καθαρής αξίας 54.610 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 4.368,80 ευρώ (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...29-11-2004 καθαρής αξίας 65.120 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 5.209,60 ευρώ (εικονική συναλλαγή) και το με αριθμό ...22-12-2004 καθαρής αξίας 17.465 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.397,20 ευρώ (εικονική συναλλαγή), ήτοι δελτία αποστολής- τιμολόγια πώλησης, τα οποία εκδόθηκαν από την ανύπαρκτη επαγγελματικά επιχείρηση "Ε. Ν.", τα οποία είναι εικονικά ως προς τις συναλλαγές και συνολικής καθαρής αξίας 331.565 ευρώ πλέον Φ.Π.Α., β) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2005 έως και 31-12-2005 (χρήση 2004) επτά (7) εικονικά φορολογικά στοιχεία-τιμολόγια πώλησης-δελτία αποστολής και συγκεκριμένα, το με αριθμό ...30-9-2005 καθαρής αξίας 35.420 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 3.187,80 ευρώ (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...9-10-2005 καθαρής αξίας 44.375 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 3.993,75 ευρώ (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...11-10-2005 καθαρής αξίας 37.800 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 3.402 ευρώ (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...16-10-2005 καθαρής αξίας 51.475 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 4.632,75 ευρώ (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...23-10-2005 καθαρής αξίας 50.690 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 4.562,10 ευρώ (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...10-11-2005 καθαρής αξίας 42.120 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 3.790,80 ευρώ (εικονική συναλλαγή και το με αριθμό και ...19-11-2005 καθαρής αξίας 44.250 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 3.982,50 ευρώ, ήτοι δελτία αποστολής-τιμολόγια πώλησης, τα οποία εκδόθηκαν από την ανύπαρκτη επαγγελματικά επιχείρηση "Ε. Ν.", αξίας κάθε φορολογικού στοιχείου άνω των 880 ευρώ και συνολικής καθαρής αξίας 306,130 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α, γ) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2006 έως 31-12-2006 ζήτησε, δέκα οκτώ (18) εικονικά ως προς τις συναλλαγές και πλαστά φορολογικά στοιχεία τιμολόγια πώλησης-δελτία αποστολής, ήτοι το με αριθμό ...18-10-2006 καθαρής αξίας 12.390 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.115,10 ευρώ (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...25-10-2006 καθαρής αξίας 12.400 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.116 ευρώ (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...3-11-2006 καθαρής αξίας 12.760 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α 1.148,40 ευρώ (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...3-12-2006 καθαρής αξίας 13.680 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 1.231,20 ευρώ (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...10-12-2006 καθαρής αξίας 13.780 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.240 ευρώ (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...14-12-2006 καθαρής αξίας 13.680 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.231,20 ευρώ (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...11-9-2006 καθαρής αξίας 17.160 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.544,40 ευρώ (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...23-9-2006 καθαρής αξίας 16.830 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.514,70 ευρώ (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...11-10-2006 καθαρής αξίας 12.932,00 πλέον Φ.Π.Α 1.163,88 (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...14-11-2006 ... ...25-11-2006 τιμολόγιο πώλησης, καθαρής αξίας 13.440 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.209,60 ευρώ (εικονική συναλλαγή και πλαστό τιμολόγιο), το με αριθμό ...20-11-2006 Δελτίο αποστολής και το με αριθμό ...28-11-2006 αντίστοιχο τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 12.880 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.159,20 ευρώ (εικονική συναλλαγή ως προς το ... πλαστό τιμολόγιο πώλησης), το με αριθμό ...11-12-2006 δελτίο αποστολής και το αντίστοιχο τιμολόγιο πώλησης με αριθμό ...11-12-2006 καθαρής αξίας 10.920 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 982 ευρώ (εικονική συναλλαγή ως προς το ... πλαστό τιμολόγιο πώλησης), το με αριθμό ...5-12-2006 ... το με αριθμό ...11-12-2006 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 13.420 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.207,80 ευρώ (εικονική συναλλαγή ως προς το ... πλαστό τιμολόγιο πώλησης), το με αριθμό ...12-12-2006 Δελτίο αποστολής και το με αριθμό ...17-12-2006 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 13.440 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.209,60 ευρώ (εικονική συναλλαγή), το με αριθμό ...16-12-2006 Δελτίο αποστολής και το με αριθμό ...16-12-2006 τιμολόγιο πώλησης (εικονική συναλλαγή ως προς το ... πλαστό τιμολόγιο πώλησης), το με αριθμό ...18-12-2006 δελτίο αποστολής και το με αριθμό ...18-12-2006 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 11.880 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.069,20 ευρώ (εικονική συναλλαγή ως προς το πρώτο και πλαστό τιμολόγιο πώλησης), το με αριθμό ...22-12-2006 δελτίο αποστολής και το αντίστοιχο με αριθμό ...22-12-2006 τιμολόγιο πώλησης (εικονική συναλλαγή ως προς το ΔΑ και Πλαστό τιμολόγιο πώλησης) και το με αριθμό ...5-11-2006 Δελτίο αποστολής και το αντίστοιχο με αριθμό ...10-11-2006 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 13.440 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.209,60 ευρώ (εικονική συναλλαγή και πλαστά τιμολόγια), ήτοι αξίας κάθε φορολογικού στοιχείου άνω των 880 ευρώ και συνολικής καθαρής αξίας 238.312 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α, δ) κατά τη διαχειριστική περίοδο 1-1-2007 έως 31-12-2007 δέκα έξι (16) εικονικά ως προς τις συναλλαγές και πλαστά φορολογικά στοιχεία, δελτία αποστολής και τιμολόγια πώλησης, ήτοι το με αριθμό ...5-1-2007 δελτίο αποστολής και το αντίστοιχο με αριθμό ...19-1-2007 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 10.856 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 977,04 ευρώ (εικονική συναλλαγή, πλαστά στοιχεία), το με αριθμό ...22-1-2007 δελτίο αποστολής και το με αριθμό ...30-1-2007 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 11.270 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.014,30 ευρώ (εικονική συναλλαγή και πλαστά στοιχεία), το με αριθμό ...18-5-2007 δελτίο αποστολής και το αντίστοιχο τιμολόγιο πώλησης ...20-5-2007 καθαρής αξίας 10.575 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 951,75 ευρώ (εικονική συναλλαγή, πλαστά στοιχεία), το με αριθμό...25-5-2007 δελτίο αποστολής και το αντίστοιχο με αριθμό ...10-6-2007 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 13.310 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.197,90 ευρώ [εικονική συναλλαγή, πλαστά στοιχεία), το με αριθμό...3-2-2007 δελτίο αποστολής και το αντίστοιχο με αριθμό ...10-2-2007 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 13.340 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.200,60 ευρώ (εικονική συναλλαγή πλαστά στοιχεία), το με αριθμό...13-7-2007 δελτίο αποστολής και το αντίστοιχο με αριθμό ...29-7-2007 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 7.850 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 706,50 ευρώ, (πλαστό και εικονικό στοιχείο), το με αριθμό ...17-8-2007 δελτίο αποστολής και το αντίστοιχο με αριθμό ...27-8-2007 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 7.750 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 697.50 ευρώ (πλαστό … και εικονικό τιμολόγιο), το με αριθμό ...3-10-2007 δελτίο αποστολής και το με αριθμό ...3-10-2007 τιμολόγιο πώλησης (πλαστό και εικονικό στοιχείο), το με αριθμό ...11-10-2007 Δελτίο αποστολής και το με αριθμό ...11-10-2007 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 13.200 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.188 ευρώ (πλαστό ... εικονικό τιμολόγιο), το με αριθμό ...18-10-2007 δελτίο αποστολής και με αριθμό ...18-10-2007 τιμολόγιο (πλαστό ... εικονικό τιμολόγιο) καθαρής αξίας 13.200 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.188 ευρώ, το με αριθμό...25-10-2007 δελτίο αποστολής και το αντίστοιχο με αριθμό ...25-10-2007 τιμολόγιο καθαρής αξίας 13.680 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.231,20 ευρώ (πλαστό και εικονικό στοιχείο), τα με αριθμούς ...3-11-2007 και...7-11-2007 ... το αντίστοιχο με αριθμό ...4-11-2007 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 12.870 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.158,30 ευρώ (πλαστό και εικονικό στοιχείο), το με αριθμό ...18-11-2007 Δελτίο αποστολής και το με αριθμό ...20-11-2007 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 13.600 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α 1.224 ευρώ (πλαστό και εικονικό στοιχείο), το με αριθμό ...22-11-2007 Δελτίο αποστολής και το αντίστοιχο με αριθμό ...24-11-2007 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 12.915 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.162,35 ευρώ (πλαστό και εικονικό στοιχείο), το με αριθμό ...29-11-2007 Δελτίο αποστολής και το άνευ αριθμού αντίστοιχο με ημερομηνία 30-11-2007 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 12.600 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.134 ευρώ (πλαστό και εικονικό στοιχείο), αξίας κάθε φορολογικού στοιχείου άνω των 880 ευρώ και συνολικής καθαρής αξίας 187.602 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α, ε) κατά τη διαχειριστική περίοδο 1-1-2008 έως 31-12-2008 δώδεκα (12) εικονικά ως προς τις συναλλαγές και πλαστά φορολογικά στοιχεία, δελτία αποστολής και τιμολόγια πώλησης, ήτοι το με αριθμό ...29-2-2008 Δ.Α - τιμολόγιο καθαρής αξίας 12.306 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.107,54 ευρώ (εικονική συναλλαγή και πλαστό στοιχείο), το με αριθμό ...9-9-2008 ... το αντίστοιχο ...15-9-2008 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 12.690 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.142,10 ευρώ (εικονική συναλλαγή, πλαστό τιμολόγιο πώλησης), το με αριθμό ...22-9-2008 ... το αντίστοιχο με αριθμό ...26-9-2008 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 12.455 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.121 ευρώ (εικονική συναλλαγή, πλαστό τιμολόγιο πώλησης), το με αριθμό ...6-11-2008 ... το αντίστοιχο με αριθμό ...7-11-2008 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 13.300 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.197 ευρώ, (εικονική συναλλαγή, πλαστό τιμολόγιο πώλησης), το με αριθμό ...17-11-2008 ... το αντίστοιχο με αριθμό ...18-11-2008 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 12.950 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.165,50 ευρώ (εικονική συναλλαγή, πλαστό Τ.Π), το με αριθμό ...20-11-2008 ... το αντίστοιχο Τ.Π ...21-11-2008 καθαρής αξίας 13.066 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.175 ευρώ (εικονική συναλλαγή, πλαστό Τ.Π), το με αριθμό ...25-11-2008 ... το αντίστοιχο με αριθμό ...26-11-2008 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 13.125 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.181,25 ευρώ (εικονική συναλλαγή, πλαστό Τ.Π), το με αριθμό ...28-11-2008 ... το αντίστοιχο με αριθμό ...1-12-2008 Τ.Π καθαρής αξίας 13.300 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.197 ευρώ (εικονική συναλλαγή, πλαστό Τ.Π), το με αριθμό ...3-12-2008 Δ.Α. και το αντίστοιχο με αριθμό ...5-12-2008 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 13.475 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 1.212,75 ευρώ (εικονική συναλλαγή, πλαστό Τ.Π), το με αριθμό ...8-12-2008 Δ.Α. και το αντίστοιχο με αριθμό ...10-12-2008 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 13.300 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 1.197 ευρώ (εικονική συναλλαγή, πλαστό Τ.Π.), το με αριθμό ...10-12-2008 Δ.Α. και το αντίστοιχο με αριθμό ...12-12-2008 Τ.Π. καθαρής αξίας 13.160 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α 1.184,40 ευρώ (εικονική συναλλαγή, πλαστό Τ.Π) και το με αριθμό ...15-12-2008 ... το αντίστοιχο με αριθμό ...16-12-2008 Τ.Π. καθαρής αξίας 9.400 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 846 ευρώ (εικονική συναλλαγή, πλαστό Τ.Π), ήτοι αξίας κάθε φορολογικού στοιχείου άνω των 880 ευρώ και συνολικής καθαρής αξίας 152.527 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α, στ) κατά τη διαχειριστική περίοδο 1-1-2009 έως 31-12-2009 δύο (2) εικονικά ως προς τις συναλλαγές και πλαστά φορολογικά στοιχεία, ήτοι το με αριθμό ...20-1-2009 Δελτίο Αποστολής και το αντίστοιχο με αριθμό ...20-1-2009 τιμολόγιο πώλησης καθαρής αξίας 11.025 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 992,25 ευρώ, και το με αριθμό ...23-2-2009 Δελτίο Αποστολής και το αντίστοιχο με αριθμό ...23-2-2009 τιμολόγιο πώλησης, καθαρής αξίας 12.375 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α 1.113,75 ευρώ, αξίας κάθε φορολογικού στοιχείου άνω των 880 ευρώ και συνολικής καθαρής αξίας 23.400 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. Συνολικά δηλαδή η καθαρή αξία των ως άνω τιμολογίων - δελτίων αποστολής ανέρχεται στο ποσό του 1.239.536 ευρώ.

Τα ως άνω εικονικά φορολογικά στοιχεία δήλωσε - καταχώρησε ο 1ος κατηγορούμενος με την άμεση συνέργεια του πατέρα του (2ου κατηγορουμένου) στις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών προμηθευτών για τις χρήσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ τα αποδέχθηκε στην κατοχή του με δόλο, γνωρίζοντας ότι είναι εικονικά, καθόσον το περιεχόμενο τους δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού οι προαναφερόμενες συναλλαγές είναι ανύπαρκτες στο σύνολό τους και ουδέποτε προμηθεύτηκε, εμπορεύματα από την επιχείρηση του Ν. Ε., και πλαστά, όσα από αυτά προαναφέρθηκαν ως πλαστά, καθόσον δεν περιλαμβάνονται στις καταστάσεις θεωρηθέντων στοιχείων για την επιχείρηση αυτή, ενώ ορισμένα έχουν την πρόσθετη σφραγίδα με την ένδειξη Νέα Διεύθυνση ..., η οποία δεν υπήρξε ποτέ.


Ο ανωτέρω κατηγορούμενος δήλωσε ότι αρνείται την κατηγορία και ότι για όλα είναι υπεύθυνος ο πατέρας του. Όμως ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδείχθηκε, αντίθετα αποδείχθηκε ότι η επιχείρηση εμπορίας ξηρών καρπών, ήταν ατομική στο όνομα του πρώτου κατηγορούμενου και αυτός υπέγραφε όλα τα έγγραφα της εταιρείας και αυτός δήλωσε και καταχώρησε τις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών προμηθευτών με τα εικονικά και πλαστά τιμολόγια εν γνώσει του ότι αυτά ήταν εικονικά και πλαστά. Β.

Ο 2ος κατηγορούμενος Χ. Κ.: Στη Λάρισα, όπως διαπιστώθηκε κατόπιν ελέγχου από τους αρμόδιους υπαλλήλους του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ,Ο.Ε) - και συντάχθηκε η από 24-6-2010 πληροφοριακή έκθεση επεξεργασίας κατασχεθέντων του ΣΔΟΕ Δυτικής Μακεδονίας, και η με αριθμό υπόθεσης ...2009 έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ Θεσσαλίας, η οποία συντάχθηκε την 28-2-2011 και θεωρήθηκε νομίμως την 9-3-2011, κατά τους αναφερόμενους στο υπό στοιχείο Α’ του κατηγορητηρίου χρόνους, ενεργώντας με πρόθεση με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, παρείχε άμεση συνδρομή στον υιό του (1° κατηγορούμενο) Σ. Κ., κατά την διάρκεια άδικης πράξης και στην εκτέλεση αυτής, ήτοι κατά την αποδοχή εικονικών - πλαστών φορολογικών στοιχείων και φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολο τους. Η πλαστότητα προέκυψε από την αντιπαραβολή των θεωρηθέντων στοιχείων της επιχείρησης του Ε. Ν., αφού πολλά από τα τιμολόγια αυτά δεν περιλαμβάνονται στις καταστάσεις των θεωρηθέντων στοιχείων και συνεπώς είναι πλαστά, ενώ όλα είναι εικονικά ως προς το πραγματικό πρόσωπο του εκδότη και ως προς τη συναλλαγή, η οποία ουδέποτε έγινε, όπως αναλυτικά αναφέρεται στην υπό στοιχείο Α του κατηγορητηρίου πράξη.

Τα ως άνω πλαστά και εικονικά φορολογικά στοιχεία, δήλωσε και καταχώρησε ο υιός του, με τη συνδρομή τη δική του, στις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών προμηθευτών για τις χρήσεις που αναφέρονται στο ως άνω στοιχείο (Α) της κατηγορίας, δεδομένου ότι ο ίδιος [Χ. Κ.) ήρθε σε επαφή με τον εκδότη των φορολογικών στοιχείων και φρόντισε για την καταχώρησή τους και την αποδοχή τους από τον υιό του [1° κατηγορούμενο] Σ. Κ., με δόλο, γνωρίζοντας και ο ίδιος όπως και ο υιός του Σ. Κ., ότι είναι εικονικά, καθόσον το περιεχόμενό τους δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού οι προαναφερόμενες συναλλαγές είναι ανύπαρκτες στο σύνολό τους και ουδέποτε προμηθεύτηκε ο υιός του εμπορεύματα από την επιχείρηση του Ν. Ε..

Επιπλέον δε, είναι και πλαστά, όσα από αυτά προαναφέρθηκαν ως πλαστά, καθόσον δεν περιλαμβάνονται στις καταστάσεις θεωρηθέντων στοιχείων για την επιχείρηση αυτή, ενώ ορισμένα έχουν την πρόσθετη σφραγίδα με την ένδειξη ..., η οποία δεν υπήρξε ποτέ. Άλλωστε την πράξη του ομολόγησε. Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Δευτεροβάθμιο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, μεταξύ δε τούτων και τον δεύτερο από αυτούς, Χ. Κ., ήδη αναιρεσείοντα, για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας σε αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών και ειδικότερα, κατά λέξη, για το ότι: "Β. Ο 2ος κατηγορούμενος Χ. Κ.: Στη Λάρισα, όπως διαπιστώθηκε κατόπιν ελέγχου από τους αρμόδιους υπαλλήλους του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε) - και συντάχθηκε η από 24-6-2010 πληροφοριακή έκθεση επεξεργασίας κατασχεθέντων του ΣΔΟΕ Δυτικής Μακεδονίας, και η με αριθμό υπόθεσης ...2009 έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ Θεσσαλίας, η οποία συντάχθηκε την 28-2-2011 και θεωρήθηκε νομίμως την 9-3-2011, κατά τους αναφερόμενους στο υπό στοιχείο Α του κατηγορητηρίου χρόνους, ενεργώντας με πρόθεση με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, παρείχε άμεση συνδρομή στον υιό του [1° κατηγορούμενο), Σ. Κ., κατά την διάρκεια άδικης πράξης και στην εκτέλεση αυτής, ήτοι κατά την αποδοχή εικονικών-πλαστών φορολογικών στοιχείων και φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολο τους.
Η πλαστότητα προέκυψε από την αντιπαραβολή των θεωρηθέντων στοιχείων της επιχείρησης του Ε. Ν., αφού πολλά από τα τιμολόγια αυτά δεν περιλαμβάνονται στις καταστάσεις των θεωρηθέντων στοιχείων και συνεπώς είναι πλαστά, ενώ όλα είναι εικονικά ως προς το πραγματικό πρόσωπο του εκδότη και ως προς τη συναλλαγή, η οποία ουδέποτε έγινε, όπως αναλυτικά αναφέρεται στην υπό στοιχείο Α του κατηγορητηρίου πράξη. Τα ως άνω πλαστά και εικονικά φορολογικά στοιχεία δήλωσε και καταχώρησε ο υιός του, με τη συνδρομή τη δική του, στις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών προμηθευτών για τις χρήσεις που αναφέρονται στο ως άνω στοιχείο (Α) της κατηγορίας, δεδομένου ότι ο ίδιος (Χ. Κ.) ήρθε σε επαφή με τον εκδότη των φορολογικών στοιχείων και φρόντισε για την καταχώρησή τους και την αποδοχή τους από τον υιό του (1° κατηγορούμενο) Σ. Κ., με δόλο, γνωρίζοντας και ο ίδιος, όπως και ο υιός του Σ. Κ., ότι είναι εικονικά, καθόσον το περιεχόμενο τους δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού οι προαναφερόμενες συναλλαγές είναι ανύπαρκτες στο σύνολό τους και ουδέποτε προμηθεύτηκε ο υιός του εμπορεύματα από την επιχείρηση του Ν. Ε.. Επιπλέον δε, είναι και πλαστά, όσα από αυτά προαναφέρθηκαν ως πλαστά, καθόσον δεν περιλαμβάνονται στις καταστάσεις θεωρηθέντων στοιχείων για την επιχείρηση αυτή, ενώ ορισμένα έχουν την πρόσθετη σφραγίδα με την ένδειξη ..., η οποία δεν υπήρξε ποτέ.".

Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, που συμπληρώνεται από το διατακτικό, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1, εδ. β’ , 98 ΠΚ και 19 παρ. 1-4, 21 παρ. 2, 5, 8, 10 του ν. 25...1997, όπως το άρθρο 19 ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 40 του ν. 3220/2004 και πριν την τροποποίησή του με το ν. 39...2011, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση.

Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) αναφέρονται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της άμεσης συνέργειας σε αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν,
β) αιτιολογείται επαρκώς ο δόλος του αναιρεσείοντος, με την παραδοχή ότι αυτός ενήργησε εν γνώσει του ότι τα τιμολόγια αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους και καταχωρήθηκαν στα βιβλία της επιχείρησης του συγκατηγορουμένου του Σ. Κ.,
γ) γίνεται διάκριση μεταξύ των εκδοθέντων πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων και
δ) προσδιορίζονται συγκεκριμένες ενέργειες του, οι οποίες συνιστούν την αξιόποινη συνδρομή του στην εκ μέρους του φυσικού αυτουργού τέλεση του εγκλήματος της αποδοχής πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων.
Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά παραπάνω ουσιαστική παραδοχή και κρίση του δικαστηρίου. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠοινΔ, λόγοι της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και του δικογράφου των προσθέτων λόγων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Σημειώνεται, ότι ενόψει του ότι η συνολική αξία των πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερέβαινε τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της νεώτερης διάταξης του άρθρου 8 του ν. 4337/2015 σε συνδυασμό με το άρθρο 66 του ν. 4174/2013, που προβλέπει για την εν λόγω αξιόποινη πράξη την ίδια ποινική κύρωση που προέβλεπε η διάταξη που ίσχυε κατά την τέλεση της πράξης, την οποία και εφάρμοσε το δικαστήριο.


V] Η επιβαλλομένη κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, όπως είναι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για συνδρομή στο πρόσωπο του ελαφρυντικών περιστάσεων, μεταξύ των οποίων και οι υπό στοιχείο β’ και ε’ του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, που ορίζουν: εδ. β’ ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε ο υπαίτιος από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή του προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης και εδ. ε’ ) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως είναι και ο προαναφερθείς ισχυρισμός περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων, μεταξύ των οποίων και εκείνων του άρθρου 84 παρ. 2 β’ και ε’ ΠΚ, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Δ’ λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό συνιστά έλλειψη ακρόασης, σύμφωνα με το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχείο Β’ του ίδιου κώδικα. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτώς και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή του, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα να τον απορρίψει με ειδική αιτιολογία, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απάντησης σε απαράδεκτο ισχυρισμό. Η ελαφρυντική περίσταση από το άρθρο 84 παρ 2 β’ ΠΚ θεμελιώνεται είτε στην ψυχολογική σχέση του δράστη της αξιόποινης πράξης με τρίτο πρόσωπο (τρεις τελευταίες υποπεριπτώσεις), είτε στην κακοβουλία (ταπεινά αίτια), είτε στην άσχημη οικονομική κατάσταση του υπαιτίου (μεγάλη ένδεια).

Για να συντρέξει η ελαφρυντική περίσταση από το άρθρο 84 παρ. 2 εδ. ε’ πρέπει η συμπεριφορά του κατηγορουμένου να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας αυτού, απαιτείται δε εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής διαβίωσης του δράστη στην κοινωνία μετά την πράξη. Η καλή όμως συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή, ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και αυτοπροαιρέτως ως αποτέλεσμα της ηθικής και ψυχικής μεταστροφής του δράστη και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού ή για να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις υποβολής ενός τέτοιου ισχυρισμού, οπωσδήποτε δε πρέπει να υπάρχει συμπεριφορά που να μαρτυρεί την αληθινή ψυχική του μεταβολή προς το καλύτερο.
Συνεπώς, για είναι ορισμένος ο παραπάνω ισχυρισμός του δράστη που διαβιώνει σε καθεστώς ελευθερίας και δεν κρατείται σε φυλακή, δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής του διαβίωσης μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δηλαδή πρέπει να εκτίθενται για τη θεμελίωση του ισχυρισμού και τα θετικά στοιχεία μετά την πράξη του, από τα οποία να προκύπτει σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα του και όχι μόνο το συνήθως συμβαίνον για κάθε μέσο κοινωνικό άνθρωπο.

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης ο συνήγορος του αιτούντος αναιρεσείοντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησε να του αναγνωριστούν οι ελαφρυντικές περιπτώσεις του άρθρου 84 παρ. 2 β’ και ε’ ΠΚ διατυπώνοντας το αίτημά του ως εξής: "...ζητώ την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων 1. Του άρθρου 84 παρ2 β’ ΠΚ από μη ταπεινά αίτια. Και 2. Του άρθρου 84 2 ε’ καθ’ όσον όπως αποδεικνύεται από την κατάθεση του μάρτυρα μετά το 2009 για μεγάλο διάστημα μετά την πράξη που κατηγορούμαι ότι διέπραξα συμπεριφέρθηκα καλά, καθ’ όσον είμαι οικογενειάρχης, πατέρας 3 παιδιών, εργάζομαι ακόμα παρά τα 69 μου χρόνια". Με το περιεχόμενο όμως αυτό, οι προταθέντες ισχυρισμοί για τη χορήγηση ελαφρυντικών του άρθρο 84 παρ. 2 β’ και ε’ του ΠΚ, είναι αόριστοι, αφού δεν εκτίθενται επαρκή συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να τους θεμελιώνουν και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση ν’ απαντήσει και να διαλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψή τους.
Συνεπώς, το δικαστήριο με την σιωπηρή συνολική απόρριψη του προηγηθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια από το άρθρο 510 παρ 1 Β’ και Δ’ ΚΠοινΔ. Μετά από αυτά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ και 22 Ν. 36...1957).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Απορρίπτει την από 20-10-2015 και υπ’ αριθμό ...2015 αίτηση του Χ. Κ. του Γ., κατοίκου ..., καθώς και τους από 16-9-2016 πρόσθετους λόγους αυτού για αναίρεση της υπ’ αριθμό 149/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος, Ελληνικού Δημοσίου, ύψους τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιανουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμ. 37386/Δ9.11379/2017 Σύσταση Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης του άρθρου 21 του ν. 4369/2016 στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης

$
0
0

Αριθμ. 37386/Δ9.11379

(ΦΕΚ Β' 2858/21-08-2017)

Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του ν. 4369/2016 «Εθνικό Μητρώο Επιτελικών Στελεχών Δημόσιας Διοίκησης, βαθμολογική διάρθρωση θέσεων, συστήματα αξιολόγησης, προαγωγών και επιλογής προϊσταμένων (διαφάνεια - αξιοκρατία και αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης) και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 33 Α').

2. Τις διατάξεις του ν. 3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.» (ΦΕΚ Α' 26), όπως ισχύουν.

3. Τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 4052/2012 (ΦΕΚ 41 Α').

4. Τις διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 9 του ν. 4109/2013 «Κατάργηση και Συγχώνευση Νομικών Προσώπων του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα - Σύσταση Γενικής Γραμματείας για το Συντονισμό του Κυβερνητικού Έργου και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 16Α)

5. Τις διατάξεις των άρθρων 13-15 του ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 45 Α')

6. Τις διατάξεις του π.δ. 85/2012 (ΦΕΚ 141 Α') «Ίδρυση και μετονομασία Υπουργείων, μεταφορά και κατάργηση Υπηρεσιών», όπως αυτό τροποποιήθηκε με το π.δ. 88/2012 (ΦΕΚ 143 Α').

7. Τις διατάξεις του π.δ. 113/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας» (ΦΕΚ 180 Α').

8. Τις διατάξεις του π.δ. 24/2015 (ΦΕΚ 20 Α') «Σύσταση και μετονομασία Υπουργείων, μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων», όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4320/2015 (ΦΕΚ 29 Α') «Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών οργάνων και λοιπές διατάξεις».

9. Τις διατάξεις του π.δ. 125/2016 (ΦΕΚ 210 Α') «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».

10. Την υπ' αριθμ. υπουργική απόφαση Φ.32.14/750/ οικ. 32768/22-12-2016 με θέμα «Καθορισμός της μορφής και του περιεχομένου των Εντύπων Έκθεσης Αξιολόγησης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4369/2016» (ΦΕΚ 4434/Β'/30-12-2016).

11. Την αριθμ. ΔΙΔΑΔ/Φ.32.14/753/οικ.7513/03-03-2017 εγκύκλιο του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης με θέμα «ν. 4369/2016 (ΦΕΚ Α'33) - ΜΕΡΟΣ Β' ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ - Αξιολόγηση, Στοχοθεσία, Κοινωνική λογοδοσία και συμμετοχή» (ΑΔΑ: ΨΩ5Κ465ΧΘΨ-ΠΥΒ).

12. Την υπ' αριθμ. 14497/Δ9.3735/29-03-2016 απόφαση (ΦΕΚ 1066/τ.Β'/2016) συγκρότησης του Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, όπως τροποποιήθηκε με τις υπ' αριθμ. 19321/Δ9.4985/2016 (ΦΕΚ 1423/Β/2016) και 33537/Δ9.8730/20-7-2016 (ΦΕΚ 2360/Β/2016) όμοιες αποφάσεις.

13. Το γεγονός ότι από την απόφαση αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

1. Συνιστάται στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης του άρθρου 21 του ν. 4369/2016 για το προσωπικό της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου, του Σώματος Επιθεώρησης Εργασία και για το προσωπικό των Ν.Π.Δ.Δ. του άρθρου 9 του ν. 4109/2013, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1.1. του άρθρου 127 του ν. 4199/2013 και την παρ. 5 του άρθρου 18 του ν. 4302/2014, με έδρα την Αθήνα.

2. Η εν λόγω Επιτροπή αποτελείται από:
α) Τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο οποίος επιλέγεται με δημόσια κλήρωση.
β) Έναν (1) προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι επιλέγονται με δημόσια κλήρωση.
γ) Έναν (1) προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης από άλλο Υπουργείο ή άλλο φορέα, με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι επιλέγονται υποχρεωτικά μετά από δημόσια κλήρωση μεταξύ τουλάχιστον πέντε (5) υποψηφίων που προέρχονται από πέντε (5) διαφορετικούς φορείς.
δ) Στην Επιτροπή μετέχουν χωρίς δικαίωμα ψήφου:
i. Δύο (2) αιρετοί εκπρόσωποι των μονίμων υπαλλήλων ή των υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
ii. Ένας (1) εκπρόσωπος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου ή Συλλόγου ή Σωματείου, του οποίου ο αξιολογούμενος είναι μέλος, ύστερα από αίτησή του.
ε) Γραμματέας της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης, ορίζεται υπάλληλος της Διεύθυνσης Υποστήριξης Ανθρώπινου Δυναμικού και Υπηρεσιών.

3. Έργο της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης είναι η αξιολόγηση των ενστάσεων του άρθρου 20 του ν. 4369/2016, καθώς και των εξαιρετικών επιδόσεων κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 5 και 12 του άρθρου 17, στις παραγράφους 5 και 11 του άρθρου 18 και στην παράγραφο 4 του άρθρου 16.
Αν η Επιτροπή κληθεί να αξιολογήσει ενστάσεις ή τις εξαιρετικές επιδόσεις υπαλλήλων ή προϊσταμένων που έχουν αξιολογηθεί από μέλος της Επιτροπής, το συγκεκριμένο μέλος κωλύεται να συμμετάσχει στην εξέταση του εν λόγω θέματος από την Επιτροπή και τη θέση του παίρνει ο αναπληρωτής του.
Για τη συγκρότηση, τη σύνθεση, τις συνεδριάσεις, τη λειτουργία και τις πράξεις της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης εφαρμόζονται, κατά τα λοιπά, οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999).

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 8 Αυγούστου 2017

Η Υπουργός
ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ

Κ.Υ.Α. αριθμ. 86437/2017 Τροποποίηση της αριθ. 45231/20-04-2017 (Β' 1445) κοινής υπουργικής απόφασης «Ρύθμιση Υποχρέωσης Αποδοχής Πληρωμών με Κάρτα, σύμφωνα με το άρθρο 65 του ν. 4446/2016 (Α' 240)»

$
0
0

Αριθμ. 86437 - 03/08/2017

(ΦΕΚ Β' 2881/21-08-2017)

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

Α) Τις διατάξεις:

1. Των άρθρων 62, 63, 64 και 65 του ν. 4446/2016 (Α' 240), «Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη-Παράβολα, Οικειοθελής αποκάλυψη φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών, Ηλεκτρονικές συναλλαγές, Τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις», όπως ισχύει.

2. Του π.δ. 125/2016 (Α' 210), «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».

3. Του π.δ. 116/2014 (Β' 185), «Οργανισμός Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας».

4. Του Π.Δ. 111/2014 (Α' 178/2014 και Α' 25/2015) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών», όπως ισχύει.

5. Την υπ' αριθμ. ΥΠΟΙΚ 0010218 ΕΞ 2016/14.11.2016 απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών (Β' 3696), «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου».

6. Του π.δ. 63/2005 (A' 98) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα».

Β) Το γεγονός ότι από την παρούσα δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1
Τροποποίηση της υπ' αριθμ. 45231/20-04-2017 (Β' 1445) απόφασης


1. Το εδάφιο 1 της παρ. 1 του άρθρου 1 της υπ' αριθμ. 45231/20.4.2017 απόφασης αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι δικαιούχοι πληρωμής της περιπτ. γ' του άρθρου 62 του ν. 4446/2016 (Α' 240), οι οποίοι διαθέτουν τους παρακάτω κύριους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (εφεξής Υπόχρεοι), υποχρεούνται να αποδέχονται μέσα πληρωμής με κάρτα κατά την ολοκλήρωση των πράξεων πληρωμής που πραγματοποιούν πληρωτές της περιπτ. β' του άρθρου 62 του ν. 4446/2016 οι οποίοι ενεργούν για λόγους που δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική τους δραστηριότητα.»

2. Η περίπτ. β' της παρ. 6 του άρθρου 4 της υπ' αριθμ. 45231/20.4.2017 απόφασης αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Ο υπόχρεος εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία υποβολής καταγγελίας ή διενέργειας ελέγχου, καταθέσει στην αρμόδια ελεγκτική Υπηρεσία αποδεικτικό έγγραφο από το οποίο προκύπτει η χρήση τερματικού αποδοχής καρτών πληρωμών και μέσων πληρωμής με κάρτα.»

Άρθρο 2

1. Η παρούσα απόφαση ισχύει από τη δημοσίευσή της.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 3 Αυγούστου 2017

Οι Υπουργοί

Οικονομίας και Ανάπτυξης
ΔΗΜΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Υφυπουργός Οικονομικών
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ

Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. αρ. 32/2017 Παράταση χορήγησης των συνταξιοδοτικών παροχών που έληξαν κατά τη διάρκεια αναμονής των ασφαλισμένων προς εξέτασή τους από τις υγειονομικές επιτροπές ΚΕ.Π.Α.

$
0
0
Αθήνα, 21/8/2017
Αριθ. Πρωτ. Σ70/ 15
 


ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ

Ταχ. Δ/νση: Αγ. Κων/νου 8 (10241)
Πληροφορίες: Μ. Κουτσοπούλου
Τηλ.: 2105215000
FAX: 2105230046
e-mail : d.sintaxeon@efka.gov.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΡ.: 32

Θ Ε Μ Α: «Παράταση χορήγησης των συνταξιοδοτικών παροχών που έληξαν κατά τη διάρκεια αναμονής των ασφαλισμένων προς εξέτασή τους από τις υγειονομικές επιτροπές ΚΕ.Π.Α.».

Σχετ.: Η εγκύκλιος 13/2017.

Σας κοινοποιούμε το με αρ. πρωτ. Φ.80000/οικ.28838/1235/27.6.2016 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΑΔΑ: Ψ7ΡΚ465Θ1Ω-ΨΥΜ), σχετικά με την εξάμηνη παράταση χορήγησης των συνταξιοδοτικών παροχών που έληξαν κατά τη διάρκεια αναμονής των ασφαλισμένων προς εξέτασή τους από τις υγειονομικές επιτροπές ΚΕ.Π.Α., σε συνέχεια των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 50 του Ν.4430/2016 (Α'205).

Έχοντας υπόψη όσα αναφέρονται στο ανωτέρω έγγραφο του ΥΠΕΚΑΑ και σε συνδυασμό με τις οδηγίες της εγκυκλίου 13/2017, διευκρινίζουμε ότι το εν λόγω δικαίωμα των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α έως και ε αυτής της εγκυκλίου αφορά πλέον την παράταση των συνταξιοδοτικών παροχών που χορηγούνταν με αιτία την αναπηρία, οι οποίες εμφανίζονται στα μηχανογραφικά αρχεία με λήξη συνταξιοδότησης μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος της νέας ρύθμισης και από 1.7.2017 και μετά. Οι δικαιούχοι θα συνεχίσουν να λαμβάνουν το ποσό της παροχής που δικαιούνταν πριν από τη λήξη της για ορισμένο χρονικό διάστημα, όχι μεγαλύτερο από έξι συνεχείς μήνες.

Η επανάληψη χορήγησης της εν λόγω παροχής είναι επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που έχει εκδοθεί απόφαση παράτασης του δικαιώματος που είχε λήξει για ορισμένο χρόνο και στη συνέχεια το δικαίωμα αυτό λήξει εκ νέου, με αποτέλεσμα να υφίσταται και πάλι εκκρεμότητα στα ΚΕΠΑ για υγειονομική κρίση. Αντίθετα, εάν δεν έχει μεσολαβήσει η έκδοση τέτοιας απόφασης και ο συνταξιούχος είχε ενταχθεί στους δικαιούχους των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 50 του Ν. 4430/2016, δεν δικαιούται διαδοχικά εκ νέου την εν λόγω παράταση. Εκτός αυτού, το δικαίωμα δεν παρέχεται γενικά στα πρόσωπα που αναφέρονται στο πεδίο των εξαιρέσεων της ανωτέρω σχετικής εγκυκλίου δεν (σελ. 3).

Τέλος, ως προς τις υπηρεσιακές ενέργειες εξακολουθούν να ισχύουν οι διαδικασίες που τηρούνταν από τους ασφαλιστικούς φορείς οι οποίοι εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α.




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΕΦΚΑ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΠΑΚΑΛΕΞΗΣ

ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
Π. ΚΑΤΩΠΟΔΗ

Αριθμ. ΔΕΦΚΦ 1119744 ΕΞ 2017 Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων για την παραγωγή, την κατοχή, την παραλαβή, την αποστολή, την εισαγωγή και εξαγωγή από εγκεκριμένους αποθηκευτές βιομηχανοποιημένων καπνών, του προϊόντος της περίπτωσης στ) της παραγράφου 1 του άρθρου 53Α του ν. 2960/2001, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, την επιβολή Φόρου Κατανάλωσης και ΥΠΑ, την παρακολούθηση και τον έλεγχο αυτού

$
0
0

Αριθ. ΔΕΦΚΦ1119744ΕΞ2017

(ΦΕΚ Β' 2889/21-08-2017)

Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του ν. 2960/2001 (Φ.Ε.Κ. 265/Α'), «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει και ειδικότερα:
α) του άρθρου 53Α, όπως προστέθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 58 του ν. 4389/2016, «Επείγουσες Διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. 94/Α') και τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 4410/2016 «Τροποποιήσεις του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα προς ενίσχυση της καταπολέμησης της παράνομης εμπορίας καπνού και βιομηχανοποιημένων καπνών και Ίδρυση Συντονιστικού Κέντρου για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου, εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς την απόφαση 2009/917/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 30ης Νοεμβρίου 2009 για τη χρήση της πληροφορικής για τελωνειακούς σκοπούς και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία των άρθρων 15,16 και 18 της οδηγίας 2014/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014 για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την κατασκευή, την παρουσίαση και την πώληση προϊόντων καπνού και συναφών προϊόντων και την κατάργηση της Οδηγίας 2001/37/ΕΚ και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. 141/Α') και ιδίως της παραγράφου 10 αυτού και
β) των άρθρων 63, 64, 106, 109, 111, 112, 114, 115 και 119Α.

2. Τις διατάξεις του ν. 2859/2000 (Φ.Ε.Κ. 248 Α'), «Κώδικας Φ.Π.Α.», όπως ισχύει και ειδικότερα των άρθρων 2, 3, 5, 10, 13, 11, 15, 17, 18, 19, 20, 21, 24, 25, 30, 38 και 60.

3. Τις διατάξεις του άρθρου εικοστού ένατου του ν. 4411/2016 (Φ.Ε.Κ. 142/Α'), όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 4429/2016 (Φ.Ε.Κ. 199/Α')

4. Την αριθ. Δ.634/435/29.04.1993 Α.Υ.Ο., περί διαδικασίας έκπτωσης Φ.Π.Α. εισροών των εγκεκριμένων αποθηκευτών καπνοβιομηχανικών προϊόντων (Φ.Ε.Κ. Β'/ 343/1993).

5. Την αριθ. ΔΕΦΚΦ1116596ΕΞ2017 (Φ.Ε.Κ. 2745/Β') απόφαση Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. «Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας φορολογικής αποθήκης, την παρακολούθηση και τη λειτουργία
αυτής» όπως κάθε φορά ισχύει.

6. Την αριθ. ΔΕΦΚΦ1116601ΕΞ2017 (Φ.Ε.Κ. 2744/Β') Α.Υ.Ο. «Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας εγκεκριμένου αποθηκευτή προϊόντων υποκείμενων σε Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης» όπως κάθε φορά ισχύει.

7. Την αριθ. Φ.118/57/2001 (Φ.Ε.Κ.175/Β') Α.Υ.Ο., «Καθιέρωση αίτησης διάθεσης ενσήμων ταινιών φορολογίας βιομηχανοποιημένων καπνών και βιβλίου καταχώρησης αυτής».

8. Την αριθ. Φ.119/58/2001 (Φ.Ε.Κ. 157/Β') Α.Υ.Ο., «Διαδικασία εφοδιασμού των δικαιούμενων προσώπων με ένσημες ταινίες φορολογίας βιομηχανοποιημένων καπνών».

9. Την αριθ. Φ.44/21/1994 (Φ.Ε.Κ. 109/Β') Α.Υ.Ο., «Τρόπος επικόλλησης των ενσήμων ταινιών φορολογίας βιομηχανοποιημένων καπνών».

10. Την αριθ. Δ.82/30/1993 (Φ.Ε.Κ. 11/Β ) Α.Υ.Ο., «Διαδικασία αποστολής ενσήμων ταινιών φορολογίας βιομηχανοποιημένων καπνών σε άλλα κράτη μέλη ή σε τρίτες χώρες για επικόλληση στα πακέτα συσκευασίας των προϊόντων αυτών, τα οποία προορίζονται για κατανάλωση στο εσωτερικό της χώρας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

11. Τις διατάξεις του Καν. (ΕΚ) αριθ. 684/2009 της Επιτροπής της 24ης Ιουλίου 2009 «για την εφαρμογή της οδηγίας 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τις μηχανοργανωμένες διαδικασίες για τη διακίνηση προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης υπό καθεστώς αναστολής των φόρων αυτών».

12. Την ανάγκη καθορισμού:
i) των όρων και των προϋποθέσεων για την παραγωγή, κατοχή, παραλαβή, αποστολή, εισαγωγή και εξαγωγή του προϊόντος της περίπτωσης στ) της παραγράφου 1 του άρθρου 53Α του ν. 2960/2001, όπως ισχύει, από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία κατέχουν ήδη την άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή βιομηχανοποιημένων καπνών του άρθρου 64 του ν. 2960/2001 και κατέχουν μία ή περισσότερες φορολογικές αποθήκες του άρθρου 63 του ν. 2960/2001 όπου αποθηκεύονται βιομηχανοποιημένα καπνά σε καθεστώς αναστολής των φορολογικών επιβαρύνσεων,
ii) των διαδικασιών επιβολής του Φόρου Κατανάλωσης και Φ.Π.Α. στο προϊόν αυτό με τον συντελεστή φόρου που καθορίζεται στην περίπτωση στ) της παραγράφου 2 του άρθρου 53A του ν. 2960/2001, την παρακολούθηση και τον έλεγχο αυτού.

13. Την ανάγκη κατάργησης της αριθ. ΔΕΦΚΦ Β 1120050 ΕΞ 2016 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Φ.Ε.Κ. 2518/Β) «Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων για την παραλαβή από άλλο Κράτος - Μέλος από εγκεκριμένους αποθηκευτές βιομηχανοποιημένων καπνών, του ηλεκτρικά θερμαινόμενου προϊόντος καπνού, της περίπτωσης στ) της παραγράφου 1 του άρθρου 53Α του ν. 2960/2001, την επιβολή φόρου κατανάλωσης και ΥΠΑ, την παρακολούθηση και τον έλεγχο αυτού» λόγω κατάρτισης νέου κανονιστικού πλαισίου για τον καθορισμό των διαδικασιών παραγωγής, αποστολής, παραλαβής και εξαγωγής του προϊόντος αυτού σύμφωνα με τις προκύπτουσες ανάγκες της αγοράς.

14. Τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α' «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» περί σύστασης Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του ν. 4389/2016 (94/Α' και ειδικότερα του άρθρου 7, της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και του άρθρου 41 αυτού.

15. Την αριθ. 1 της 20.01.2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.

16. Την υπ' αριθ. Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 απόφαση του Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. (Β' 968/ 22.03.2017) «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».

17. Τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ/τος 63/2005, «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (Α' 98).

18. Το π.δ. 111/2014, «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών» (Α' 178/2014 και Α' 25/2015 για διόρθωση σφάλματος).

19. Το π.δ. 125/2016 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α' 210).

20. Την υπ' αριθ. ΤΠΟΙΚ0010218ΕΞ2016 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου» (Β' 3696).

21. Το γεγονός ότι από την έκδοση της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1
Σκοπός - Πεδίο εφαρμογής

Σκοπός της παρούσας απόφασης είναι ο καθορισμός:
i) των όρων και των προϋποθέσεων για την παραγωγή, κατοχή, παραλαβή, αποστολή εισαγωγή και εξαγωγή του προϊόντος της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 53Α του ν. 2960/2001, όπως ισχύει, από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία κατέχουν ήδη άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή βιομηχανοποιημένων καπνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64 του ν. 2960/2001 και της κατ' εξουσιοδότηση του εν λόγω άρθρου Α.Υ.Ο. όπως ισχύει, και κατέχουν μία ή περισσότερες φορολογικές αποθήκες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 2960/2001 και της κατ' εξουσιοδότηση του εν λόγω άρθρου Α.Υ.Ο., όπως ισχύει, όπου αποθηκεύονται βιομηχανοποιημένα καπνά σε καθεστώς αναστολής των φορολογικών επιβαρύνσεων,
ii) των διαδικασιών επιβολής του Φόρου Κατανάλωσης και Φ.Π.Α. στο ανωτέρω προϊόν, με τον συντελεστή φόρου που καθορίζεται στην περίπτωση στ) της παραγράφου 2 του άρθρου 53A του ν. 2960/2001, την παρακολούθηση και τον έλεγχο αυτού.

Άρθρο 2
Υπαγωγή στο καθεστώς αναστολής φορολογικής αποθήκης

1. Το προϊόν της περίπτωσης στ) της παραγράφου 1 του άρθρου 53Α του ν. 2960/2001, όπως ισχύει, το οποίο παράγεται εγχωρίως, τίθεται σε ελεύθερη κυκλοφορία με είσοδο σε φορολογική αποθήκη ή παραλαμβάνεται από άλλα Κράτη - Μέλη στο εσωτερικό της χώρας, τίθεται άμεσα σε καθεστώς φορολογικής αποθήκης από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν λάβει άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή βιομηχανοποιημένων καπνών στη χώρα μας. Για το χρονικό διάστημα που παραμένει στο καθεστώς αυτό τελεί σε αναστολή καταβολής του Φόρου Κατανάλωσης και του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Υ.Π.Α.), σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 53Α του ν. 2960/2001.

2. Η διάρκεια παραμονής του ανωτέρω προϊόντος στο καθεστώς αναστολής της παρούσας είναι απεριόριστη, εφόσον δεν υφίσταται χρονικό όριο για το κατάλληλο της κατανάλωσής του ή δεν συντρέχουν άλλοι λόγοι προστασίας του δημοσίου συμφέροντος ή της δημόσιας υγείας.

3. Το εν λόγω προϊόν συναποθηκεύεται με τα βιομηχανοποιημένα καπνά στη φορολογική αποθήκη του εγκεκριμένου αποθηκευτή βιομηχανοποιημένων καπνών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ν. 2960/2001, κατόπιν έγκρισης της Δ/νσης Ε.Φ.Κ. και Φ.Π.Α. της Γενικής Δ/νσης Τελωνείων και Ε.Φ.Κ. της Α.Α.Δ.Ε., ύστερα από σχετική εισήγηση του αρμόδιου τελωνείου ελέγχου της φορολογικής αποθήκης και υπό τον όρο της μη καταστρατήγησης των συμφερόντων του δημοσίου και της μη δυσχέρειας των τελωνειακών ελέγχων. Η έγκριση συναποθήκευσης καλύπτει τις δραστηριότητες της παραλαβής, αποστολής, κατοχής, εισαγωγής και εξαγωγής του εν λόγω προϊόντος.

4. Η παραγωγή του προϊόντος του άρθρου 1 της παρούσας πραγματοποιείται από εγκεκριμένο αποθηκευτή βιομηχανοποιημένων καπνών των άρθρων 63 και 64 του ν. 2960/2001, υπό την προϋπόθεση κατοχής της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 100Α του ιδίου νόμου άδειας σύστασης καπνοβιομηχανίας, στις εγκαταστάσεις της φορολογικής του αποθήκης παραγωγής βιομηχανοποιημένων καπνών, κατόπιν έγκρισης της Δ/νσης Ε.Φ.Κ. και Φ.Π.Α. της Γενικής Δ/νσης Τελωνείων και Ε.Φ.Κ. της Α.Α.Δ.Ε., ύστερα από σχετική εισήγηση του αρμόδιου τελωνείου ελέγχου της φορολογικής αποθήκης και υπό τον όρο της μη καταστρατήγησης των συμφερόντων του δημοσίου και της μη δυσχέρειας των τελωνειακών ελέγχων. Το τελικό προϊόν συναποθηκεύεται με τα βιομηχανοποιημένα καπνά στην εν λόγω φορολογική αποθήκη σύμφωνα τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

5. Για την εφαρμογή των ανωτέρω παραγράφων 3 και 4 απαιτείται τροποποίηση της υφιστάμενης άδειας εγκεκριμένου αποθηκευτή και φορολογικής αποθήκης βιομηχανοποιημένων καπνών με την προσθήκη στο πεδίο των παρατηρήσεων της φράσης «έγκριση συναποθήκευσης του προϊόντος της περίπτωσης στ) της παραγράφου 1 του άρθρου 53Α του ν. 2960/2001» και «έγκριση παραγωγής και συναποθήκευσης του προϊόντος της περίπτωσης στ) της παραγράφου 1 του άρθρου 53Α του ν. 2960/2001», αντίστοιχα.

Άρθρο 3
Υποχρεώσεις του εγκεκριμένου αποθηκευτή βιομηχανοποιημένων καπνών


Ο εγκεκριμένος αποθηκευτής βιομηχανοποιημένων καπνών, κατόπιν λήψης της σχετικής έγκρισης του άρθρου 2 της παρούσας, πέραν των λοιπών υποχρεώσεων του που απορρέουν από την κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 64 του ν. 2960/2001 Α.Υ.Ο., υποχρεούται:
α) Να τηρεί χωριστή λογιστική διαχείριση μεταξύ των υποκειμένων σε Ε.Φ.Κ. βιομηχανοποιημένων καπνών και του προϊόντος του άρθρου 1 της παρούσας στο τηρούμενο Βιβλίο Αποθήκης.
β) Να τηρεί ειδικό βιβλίο, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, αριθμημένο και θεωρημένο από την αρμόδια τελωνειακή αρχή, στο οποίο θα καταχωρεί τις Δηλώσεις Παραλαβής των εν λόγω προϊόντων. Σε περίπτωση που το εν λόγω βιβλίο τηρείται με ηλεκτρονικό τρόπο, η καταχώρηση των στοιχείων θα πραγματοποιείται κατόπιν υποβολής σχετικού υποδείγματος και περιγραφικού σημειώματος της καταχώρησης των στοιχείων της εταιρίας στο οικείο τελωνείο ελέγχου για σχετική εκ των προτέρων έγκριση, η οποία αναφέρεται στην άδεια φορολογικής αποθήκης και εγκεκριμένου αποθηκευτή.
γ) Να αποθηκεύονται με διακριτό τρόπο τα υποκείμενα σε Ε.Φ.Κ. βιομηχανοποιημένα καπνά και το προϊόν του άρθρου 1 της παρούσας. Το εν λόγω προϊόν τοποθετείται εντός των εγκαταστάσεων της φορολογικής αποθήκης, κατά τρόπο ώστε να είναι ευχερής η διάκρισή του από τα προϊόντα που υπόκεινται σε Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής των φόρων για τη διευκόλυνση των ελέγχων από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές.
δ) Να παρέχει εγγύηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 της παρούσας.
ε) Να γνωστοποιεί σε κάθε περίπτωση στο Τελωνείο ελέγχου την πρόθεσή του για αποστολή ή παραλαβή του εν λόγω προϊόντος υπό καθεστώς αναστολής του φόρου κατανάλωσης.
στ) Να δέχεται οποιονδήποτε τακτικό ή έκτακτο έλεγχο από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές.

Άρθρο 4
Εγγυήσεις


1. Ο εγκεκριμένος αποθηκευτής βιομηχανοποιημένων καπνών, ο οποίος έχει λάβει την σχετική έγκριση του άρθρου 2 της παρούσας, οφείλει να παρέχει εγγύηση, η οποία καλύπτει την παραγωγή, κατοχή και την δια-κίνηση του εν λόγω προϊόντος που υπόκειται σε Φόρο Κατανάλωσης.

2. Η παρεχόμενη εγγύηση δύναται να είναι χρηματική, τραπεζική ή ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Το δικαίωμα επιλογής του είδους της εγγύησης ανήκει στο ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο και γίνεται αποδεκτό μόνο στην περίπτωση που διασφαλίζει πλήρως την αξίωση του Δημοσίου για την καταβολή των αναλογούντων στα προϊόντα φόρων. Η παρεχόμενη εγγύηση είναι τουλάχιστον ετήσιας ή αορίστου διάρκειας. Ο έλεγχος της κανονικότητας και της επάρκειας της εγγύησης γίνεται από την αρμόδια τελωνειακή αρχή, στην οποία κατατίθεται.

3. Είδη εγγυήσεων
Ι. Εγγυήσεις παραγωγής και κατοχής
α. Πάγια εγγύηση, η οποία κατατίθεται στο αρμόδιο τελωνείο, ίση με το 8% του καταβληθέντος κατά το προηγούμενο έτος συνολικού ποσού φόρου κατανάλωσης, με ελάχιστο όριο το ποσό των 20.000 ευρώ.
Εφόσον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν έχει προηγούμενη ετήσια δραστηριότητα στον τομέα αυτό, για τον υπολογισμό της πάγιας εγγύησης λαμβάνεται υπόψη ο φόρος κατανάλωσης που αναλογεί στα προϊόντα που κατά δήλωσή του θα παραχθούν ή θα αποθηκευτούν κατά το πρώτο έτος λειτουργίας, με το ίδιο ελάχιστο όριο.
β. Στην περίπτωση που ο αποθηκευτής δεν θέτει σε ανάλωση προϊόντα υποκείμενα σε φόρο κατανάλωσης, τα παραπάνω ποσά, υπολογίζονται επί του αναλογούντος φόρου κατανάλωσης στα προϊόντα που εξήχθησαν σε Τρίτες Χώρες ή διακινήθηκαν προς τα λοιπά Κράτη - Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στο εσωτερικό της χώρας.
γ. Το ποσοστό της παρεχόμενης εγγύησης μειώνεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) στις περιπτώσεις που ο κάτοχος άδειας φορολογικής αποθήκης είναι κάτοχος άδειας Εγκεκριμένου Οικονομικού Φορέα τύπου «AEOS» για σκοπούς ασφάλειας και προστασίας ή τύπου «AEOC» για σκοπούς χρήσης τελωνειακών απλουστεύσεων ή τύπου «AEOF» σε περίπτωση κατοχής ταυτόχρονα και των δύο ως άνω αδειών.
ΙΙ. Εγγυήσεις διακίνησης
α. Η εγγύηση της περίπτωσης I του παρόντος άρθρου που παρέχεται από τον εγκεκριμένο αποθηκευτή χρησιμοποιείται και για την κάλυψη των κινδύνων της διακίνησης είτε κατά την παραλαβή του εν λόγω προϊόντος από άλλο Κράτος - Μέλος είτε κατά την αποστολή από φορολογική αποθήκη σε άλλη φορολογική αποθήκη της χώρας είτε προς άλλο Κράτος - Μέλος είτε προς εξαγωγή είτε από ένα Τελωνείο εισαγωγής σε φορολογική αποθήκη μετά τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία. Σε κάθε περίπτωση το αρμόδιο τελωνείο οφείλει πριν από την έναρξη της διακίνησης να ελέγχει την επάρκεια της εγγύησης του αποθηκευτή για την εκάστοτε διακίνηση, η οποία θα πρέπει να καλύπτει για κάθε συγκεκριμένη διακίνηση χωριστά το ύψος του φόρου κατανάλωσης που αναλογεί στα διακινούμενα προϊόντα ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον το 75% του φόρου κατανάλωσης που αναλογεί στο σύνολο των διακινήσεων για τις οποίες δεν έχει αποδειχθεί η περάτωση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Σε αντίθετη περίπτωση κατατίθεται συμπληρωματική εγγύηση στο αρμόδιο τελωνείο ελέγχου.
β. Η εγγύηση λύεται με την απόδειξη περάτωσης της διακίνησης, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις περιπτώσεις Β παρ. 3 και Γ παρ. 2 του άρθρου 6 καθώς και της παρ. 3 του άρθρου 7 της παρούσας.

Άρθρο 5
Ένσημες ταινίες


1. Η νόμιμη κυκλοφορία του ανωτέρω προϊόντος, το οποίο καταναλώνεται στο εσωτερικό της χώρας, αποδεικνύεται με τις ένσημες ταινίες φορολογίας, του είδους των βιομηχανοποιημένων καπνών «άλλα καπνά για κάπνισμα», οι οποίες είναι επικολλημένες στα πακέτα ή στη μικρότερη συσκευασία διάθεσής τους στους καταναλωτές.

2. Δικαιούχα πρόσωπα για την διάθεση των εν λόγω ενσήμων ταινιών για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, αποτελούν οι εγκεκριμένοι αποθηκευτές βιομηχανοποιημένων καπνών.

3. Για τη διάθεση ενσήμων ταινιών στα δικαιούχα πρό-σωπα, επικόλληση, αποστολή σε άλλα Κράτη - Μέλη ή εξαγωγή σε Τρίτες Χώρες, αντικατάσταση, διαχείριση και καταστροφή αυτών εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι σχετικές διατάξεις του ν. 2960/2001, όπως ισχύει και οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις που ισχύουν για τα βιομηχανοποιημένα καπνά.

Άρθρο 6
Είσοδος προϊόντων στη φορολογική αποθήκη


Α. Εγχωρίως παραγόμενα
1. Η χρέωση της φορολογικής αποθήκης του προϊόντος του άρθρου 1 της παρούσας, το οποίο παράγεται εγχωρίως υπό καθεστώς αναστολής των φορολογικών επιβαρύνσεων από τις μονάδες παραγωγής εγκεκριμένων αποθηκευτών βιομηχανοποιημένων καπνών, οι οποίοι κατέχουν ήδη άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64 του ν. 2960/2001 και έχουν ήδη λάβει την έγκριση της παρ. 4 του άρθρου 2 της παρούσας, πραγματοποιείται με την υποβολή του Δελτίου Παραγωγής, σε ημερήσια βάση, εφόσον υπάρχει παραγωγή και οπωσδήποτε πριν από την έξοδο των προϊόντων από τη φορολογική αποθήκη, μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος Τελωνειακών Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών (ICISnet) στην αρμόδια τελωνειακή αρχή ελέγχου της φορολογικής αποθήκης παραγωγής.

Β. Παραλαβή από άλλα Κράτη - Μέλη
1. Οι εγκεκριμένοι αποθηκευτές βιομηχανοποιημένων καπνών, οι οποίοι έχουν λάβει την σχετική έγκριση του άρθρου 2 της παρούσας, οφείλουν πριν από κάθε παραλαβή των προϊόντων του άρθρου 1 της παρούσας στο εσωτερικό της χώρας, να ενημερώνουν εγγράφως με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο (fax, e-mail, κ.λπ.) το αρμόδιο Τελωνείο για την επικείμενη παραλαβή των προϊόντων με την Ειδοποίηση Παραλαβής, στην οποία θα περιλαμβάνονται ορισμένα στοιχεία της συγκεκριμένης διακίνησης, ήτοι ο Α.Φ.Μ. / ονοματεπώνυμο του προμηθευτή και του παραλήπτη, η συνολική ποσότητα και το είδος των προϊόντων καθώς και η αναμενόμενη ημερομηνία/τόπος παραλαβής και ο τρόπος μεταφοράς των προϊόντων. Με τον τρόπο αυτό, το αρμόδιο τελωνείο έχοντας τα απαραίτητα στοιχεία της διακίνησης δύναται κατόπιν συνεκτίμησης διαφόρων παραγόντων να διενεργήσει του απαιτούμενους ελέγχους που κρίνονται αναγκαίοι.
2. Κατά την παραλαβή του προϊόντος του άρθρου 1 της παρούσας στο εσωτερικό της χώρας από τα ανωτέρω πρόσωπα, υποβάλλεται Δήλωση Παραλαβής σε 2 αντίτυπα, (σύμφωνα με το υπόδειγμα του παραρτήματος Ι της παρούσας), στην αρμόδια τελωνειακή αρχή ελέγχου της φορολογικής αποθήκης παραλαβής, από τα οποία το αντίτυπο Νο 1 παραμένει στο αρμόδιο τελωνείο με επισυναπτόμενα τα σχετικά συνοδευτικά εμπορικά έγγραφα και καταχωρείται κατ' αύξοντα αριθμό στο τηρούμενο Ειδικό Βιβλίο Καταχώρησης Δηλώσεων Παραλαβής. Το αντίτυπο Νο 2 παραδίδεται στον δικαιούχο και καταχωρείται στο προβλεπόμενο από το σημείο β) του άρθρου 3 της παρούσας Βιβλίο Καταχώρησης. Παράλληλα, το τελωνείο προβαίνει σε διασταυρωτικό έλεγχο των στοιχείων της Ειδοποίησης Παραλαβής με τις Δηλώσεις Παραλαβής, σύμφωνα με τα σχετικά συνοδευτικά έγγραφα που αφορούν την εν λόγω αποστολή.
3. Η είσοδος των προϊόντων αυτών στη φορολογική αποθήκη και η περάτωση της διακίνησης γίνεται με την υποβολή από τον υπόχρεο της ως άνω Δήλωσης. Για τη χρέωση της φορολογικής αποθήκης στο Πληροφοριακό Σύστημα Τελωνειακών Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών (ICISnet) χρησιμοποιείται η Αίτηση Επανεισαγωγής.
Εφόσον ο εγκεκριμένος αποθηκευτής διαπιστώσει κατά την παραλαβή των προϊόντων διαφορά (επί έλαττον ή επί πλέον), οφείλει να ενημερώσει την αρμόδια τελωνειακή αρχή πριν την καταχώρηση της Δήλωσης Παραλαβής, προκειμένου να διενεργηθεί φυσικός έλεγχος για την επαλήθευση της δηλωθείσας διαφοράς.
Με την ένταξη της εν λόγω Δήλωσης στο Πληροφοριακό Σύστημα Τελωνειακών Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών (ICISnet), η Δήλωση Παραλαβής και η τήρηση του Βιβλίου Καταχώρησης Δηλώσεων Παραλαβής, θα γίνεται με μηχανογραφικό τρόπο.

Γ. Θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία με άμεση είσοδο σε φορολογική αποθήκη.
1. Οι εγκεκριμένοι αποθηκευτές βιομηχανοποιημένων καπνών, οι οποίοι έχουν λάβει την σχετική έγκριση του άρθρου 2 της παρούσας, κατά την εισαγωγή των εν λόγω προϊόντων από Τρίτη Χώρα στο εσωτερικό της χώρας, μετά τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία, θέτουν τα προϊόντα σε καθεστώς αναστολής των φορολογικών επιβαρύνσεων (Φόρος Κατανάλωσης και Φ.Π.Α.) στη φορολογική τους αποθήκη.
2. Στην περίπτωση αυτή, για τη διακίνηση από το τελωνείο εισαγωγής στη φορολογική αποθήκη, γίνεται χρήση από τα πρόσωπα αυτά, μέσω του μηχανοργανωμένου συστήματος ενδοκοινοτικής διακίνησης και ελέγχου των προϊόντων που υπόκεινται σε Ε.Φ.Κ (EMCS), του προβλεπόμενου από τον Καν. (ΕΚ) 684/09, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ηλεκτρονικού διοικητικού εγγράφου (e-ΔΕ) και εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι προβλεπόμενες διαδικασίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του «Ε.Τ.Κ.» για την κυκλοφορία προϊόντων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) εκ παραλλήλου με τις οδηγίες που έχουν δοθεί με σχετικές Ε.Δ.Υ.Ο. για το EMCS, για την κυκλοφορία υπό καθεστώς αναστολής του προϊόντος του άρθρου 1 της παρούσας αποκλειστικά στο εσωτερικό της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, αντίγραφο του e-ΔΕ ή κάθε άλλο εμπορικό έγγραφο που μνημονεύει ευανάγνωστα τον διοικητικό αριθμό αναφοράς συνοδεύει τα προϊόντα κατά τη διακίνησή τους από το τελωνείο εισαγωγής μέχρι τη φορολογική αποθήκη και επιδεικνύεται στις αρμόδιες αρχές εφόσον ζητηθεί καθ' όλη τη διάρκεια της διακίνησης. Η εν λόγω διακίνηση περατώνεται με την υποβολή της αναφοράς παραλαβής από τον εγκεκριμένο αποθηκευτή.
3. Εφόσον ο εγκεκριμένος αποθηκευτής διαπιστώσει κατά την παραλαβή των προϊόντων διαφορά (επί έλαττον ή επί πλέον) οφείλει να ενημερώσει την αρμόδια τελωνειακή αρχή προκειμένου να διενεργηθεί φυσικός έλεγχος για την επαλήθευση της δηλωθείσας διαφοράς.

Άρθρο 7
Έξοδος από τη φορολογική αποθήκη


1. Η έξοδος του προϊόντος του άρθρου 1 της παρούσας από τη φορολογική αποθήκη μπορεί να διενεργείται:
α) Με άμεση θέση σε ανάλωση, με την κατάθεση της Δήλωσης Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΔΕΦΚ), για την καταβολή των οφειλόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων.
β) Με αποστολή σε άλλη φορολογική αποθήκη στο εσωτερικό της χώρας.
γ) Με αποστολή σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης
δ) Με εξαγωγή.

2. Στις ανωτέρω περιπτώσεις β), γ) και δ) γίνεται χρήση του ηλεκτρονικού διοικητικού εγγράφου (e-ΔΕ), και εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι προβλεπόμενες διαδικασίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του «Ε.Τ.Κ.» για την κυκλοφορία προϊόντων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) εκ παραλλήλου με τις οδηγίες που έχουν δοθεί με σχετικές Ε.Δ.Υ.Ο. για το EMCS για την κυκλοφορία υπό καθεστώς αναστολής των προϊόντων του άρθρου 1 της παρούσας μόνο στο εσωτερικό της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, αντίγραφο του e-ΔΕ ή κάθε άλλο εμπορικό έγγραφο που μνημονεύει ευανάγνωστα τον διοικητικό αριθμό αναφοράς συνοδεύει τα προϊόντα κατά τη διακίνησή τους και επιδεικνύεται στις αρμόδιες αρχές εφόσον ζητηθεί καθ' όλη τη διάρκεια της διακίνησης.

3. Η διακίνηση στις ως άνω περιπτώσεις β), γ) και δ) οριστικοποιείται ως εξής:
i) Στην περίπτωση β) με την υποβολή της αναφοράς παραλαβής από τον εγκεκριμένο αποθηκευτή.
ii) Στην περίπτωση γ) με την προσκόμιση από τον εγκεκριμένο αποθηκευτή στην τελωνειακή αρχή ελέγχου της αποθήκης αντίγραφο του ανακεφαλαιωτικού πίνακα ενδοκοινοτικών παραδόσεων που υποβάλλει στην αρμόδια ΔΟΥ, τη στατιστική δήλωση Intrastat καθώς και τη φορτωτική υπογεγραμμένη από τον παραλήπτη.
iii) Στην περίπτωση δ) με την οριστικοποίηση της εξαγωγής, για την οποία ακολουθούνται οι προβλεπόμενες από τις ισχύουσες ενωσιακές και εθνικές διατάξεις διαδικασίες και διατυπώσεις περί εξαγωγής.

Άρθρο 8
Απαιτητό του φόρου - Διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης Φόρου Κατανάλωσης και Φ.Π.Α.


1. Ο φόρος κατανάλωσης που επιβάλλεται στο προϊόν του άρθρου 1 της παρούσας καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο θέσης σε ανάλωση του στο εσωτερικό της χώρας, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 53Α του ν. 2960/2001 και με τον συντελεστή της περίπτωσης στ' της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου.

2. Η διαδικασία και οι διατυπώσεις για τη βεβαίωση και είσπραξη του φόρου κατανάλωσης που αναλογεί στα προϊόντα αυτά πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 5, 6, 7 και 8 του άρθρου 53Α του ν. 2960/2001, όπως ισχύει.

3. Κατά την ίδια χρονική στιγμή, με το Φόρο Κατανάλωσης βεβαιώνεται και εισπράττεται και ο αναλογών Φ.Π.Α. Η βεβαίωση και είσπραξη του φόρου προστιθεμένης αξίας πραγματοποιείται επί της φορολογητέας αξίας, όπως διαμορφώνεται βάσει του άρθρου 19 του Κώδικα Φ.Π.Α.

4. Με την υποβολή του προβλεπόμενου παραστατικού, οι εγκεκριμένοι αποθηκευτές των εν λόγω προϊόντων ασκούν το δικαίωμα έκπτωσης του Φ.Π.Α. των εισροών τους κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις της τελωνειακής και Φ.Π.Α. νομοθεσίας σε συνδυασμό με τη διαδικασία της αριθ. Δ.634/435/29.04.1993 Α.Υ.Ο.

Άρθρο 9
Έλεγχοι - Κυρώσεις

1. Για σκοπούς διενέργειας διασταυρωτικών ελέγχων, εφόσον κρίνεται αναγκαίο από την αρμόδια τελωνειακή αρχή, δύναται να ζητείται από τον υπόχρεο-εγκεκριμένο αποθηκευτή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κριθεί απαραίτητο.

2. Για τον τακτικό ή έκτακτο έλεγχο των φορολογικών αποθηκών, όπου συναποθηκεύεται υπό καθεστώς αναστολής των φορολογικών επιβαρύνσεων το προϊόν του άρθρου 1 της παρούσας απόφασης, ισχύουν τα οριζόμενα στις γενικότερες οδηγίες αναφορικά με τον έλεγχο των φορολογικών αποθηκών υποκειμένων σε Ε.Φ.Κ. προϊόντων.

3. Φυσικοί έλεγχοι κατά την παραλαβή του προϊόντος και φυσική είσοδό του στη φορολογική αποθήκη καθώς και πριν την αποστολή ή εξαγωγή αυτού πραγματοποιούνται, για τη διασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου, κατά περίπτωση, κατόπιν συνεκτίμησης και αξιολόγησης διαφόρων σχετικών κριτηρίων επικινδυνότητας ή άλλων πληροφοριών και βάσει ειδικών διατάξεων για τη δειγματοληψία και έκδοση δελτίων χημικής ανάλυσης όπου απαιτείται.

4. Εάν κατά τη διενέργεια των ελέγχων διαπιστωθεί διαφυγή φορολογικών επιβαρύνσεων, η αρμόδια τελωνειακή αρχή προβαίνει άμεσα στη βεβαίωση και είσπραξη αυτών με την κατάπτωση των σχετικών εγγυήσεων, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 119Α του ν. 2960/2001.

5. Η μη τήρηση των όρων και διατυπώσεων που προβλέπονται από την παρούσα απόφαση, χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση, σύμφωνα με το άρθρο 119Α του ν. 2960/2001, επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων του ιδίου νόμου.

Άρθρο 10
Καταργούμενες - Μεταβατικές διατάξεις


1. Με την έναρξη ισχύος της παρούσας καταργείται η αρ. ΔΕΥΚΥ Β 1120050 ΕΞ 2016 (Φ.Ε.Κ. 2518 /Β') απόφαση Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών.

2. Εγκρίσεις συναποθήκευσης που έχουν χορηγηθεί βάσει της ως άνω καταργούμενης απόφασης Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας.

Άρθρο 11
Έναρξη ισχύος


Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 8 Αυγούστου 2017

Η Υφυπουργός
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ


ΑΠ 314/2017 Χρονικά όρια εργασίας - Εργασία κατά το Σάββατο σε σύστημα 5θήμερης εργασίας. Εργασία τις Κυριακή χωρίς χορήγηση άλλης ημέρας αναπαύσεως. Υπερωρία και υπερεργασία σε σύστημα 5θήμερης απασχόλησης

$
0
0

Περίληψη

Τα χρονικά όρια της εργασίας των μισθωτών έχουν καθοριστεί με ειδικές διατάξεις δημοσίας  τάξεως, με την έννοια ότι αποτελούν τα ελάχιστα όρια προστασίας των εργαζομένων και συνεπώς  με ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας ή με διαιτητική απόφαση ή άλλη κανονιστική πράξη  νομοθετικής ή συμβατικής ισχύος μπορούν να περιοριστούν, όχι όμως και να ξεπεραστούν χωρίς  την τήρηση της διαδικασίας για τη νομιμότητα της υπερωριακής απασχολήσεως.
Ειδικότερα: Με  την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 1975 της 26.2.1975, η οποία κυρώθηκε με το ν. 133/1975, εισήχθη η εβδομάδα των  πέντε (5) εργασίμων ημερών ή το λεγόμενο διαφορετικά πενθήμερο εργασίας, δηλαδή  καθιερώθηκε ως χρονικό όριο εργασίας οι σαράντα πέντε (45) ώρες την εβδομάδα.
Εξάλλου, κατά  το άρθρο 6 της από 14.2.1984 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που δημοσιεύθηκε  στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20.3.1984  (ΦΕΚ Β’ , 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε από 1.1.1984 σε 40  ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως  τη συμπλήρωση του νόμιμου ανώτατου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας (υπερεργασία)  καταβάλλεται αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του Δ.Δ. Δ.Δ. Αθηνών, που  κυρώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1346/1983 (ΑΠ 864/2015).
Από το συνδυασμό των ως άνω  διατάξεων προκύπτει μεταξύ άλλων, ότι υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας η  εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας (εντός του 8/ώρου) κατά τα Σάββατα, ημέρα  υποχρεωτικής ανάπαυσης λόγω εξάντλησης του 5νθημέρου, απαγορευομένη από κανόνα δημόσιας  τάξης, είναι άκυρη και γεννά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας  τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ` αρ. 904 Α.Κ.( ΑΠ 864/2015,  ΑΠ 1615/2011).
Περαιτέρω, με την ΥΑ 13129/2004 (ΦΕΚ Β` 1643/5-11-2004) "Κήρυξη υποχρεωτικής  της απόφασης διαιτησίας 39/2004 που αφορά τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων  στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της Χώρας", που αφορά, μεταξύ άλλων τους  εργαζόμενους που απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας σε επιχειρήσεις που  δραστηριοποιούνται στους χώρους του καθαρισμού κτιρίων, ως βοηθητικό προσωπικό  καθαριότητας, καθιερώνεται, για τους εργαζομένους που υπάγονται στη ρύθμιση αυτή  εβδομαδιαία εργασία πέντε ημερών, 8ώρου ημερήσιας απασχόλησης και 40 ωρών εβδομαδιαίας  εργασίας, oι θεσμικοί όροι της ΕΓΣΣΕ όπως ισχύει αποτελούν μέρος αυτής και ισχύουν και για τους  μισθωτούς που υπάγονται σ` αυτή, η δε ισχύς της αρχίζει από 1.1.2004 (AΠ 1166/2014).

Εξ άλλου  από τις διατάξεις των άρθρων 2 του ν. 435/1976, 1 και παρ. 1 το άρθρου 10 του ΒΔ 748/1966, τις διατάξεις  της 8900/1956 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και του άρθρου 904 ΑΚ, προκύπτει  ότι σε εκείνον που παρέσχε την εργασία του κατά τις Κυριακές πρέπει να χορηγηθεί  αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση διαρκείας 24 συνεχών ωρών σε άλλη, εργάσιμη ημέρα της  εβδομάδας που άρχισε την Κυριακή.

Η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την  Κυριακή χωρίς χορήγηση άλλης ημέρας αναπαύσεως την εβδομάδα που ακολουθεί την Κυριακή,  απαγορευμένη από τους πιο πάνω κανόνες δημοσίας τάξεως, είναι άκυρη και γεννά, πέραν της  προσαύξησης 75% επί του νομίμου ημερομισθίου για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, απαίτηση  αποδόσεως της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του  αδικαιολογήτου πλουτισμού.

Η ωφέλεια αυτή, όπως και στην περίπτωση εργασίας κατά το  Σάββατο, ως έκτης ημέρας σε σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, συνίσταται στις  αποδοχές τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολείτο με έγκυρη  σύμβαση εργασίας κατά τις ως άνω ημέρες, υπό τις αυτές συνθήκες με τον ακύρως κατ` αυτές  εργασθέντα (ΑΠ 67/2015, ΑΠ 32/2013, ΑΠ 376/2010, ΑΠ 1732/2005).

Στην αξίωση αυτή, από τον  αδικαιολόγητο πλουτισμό, περιλαμβάνονται και τα καταβαλλόμενα στο μισθωτό επιδόματα, μόνο  εφόσον αυτά θα καταβάλλονταν και στο μισθωτό, τον οποίο θα προσλάμβανε άλλως ο εργοδότης,  αφού διαφορετικά, ως προς αυτά, δεν υπάρχει πλουτισμός του εργοδότη (ΑΠ 32/2013,  ΑΠ 1732/2005).

Εξ άλλου Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000, όπως τροποποιήθηκε με το  άρθρο 1 του ν. 3385/2005 (έναρξη ισχύος από 1.10.2005): 1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες  εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος  μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επί πλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη  (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, και 45η ώρα) αμείβονται με το  καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα,  σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχολήσεως.
Για όσους εργαζόμενους  ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, η σύμφωνα με το προηγούμενο  εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα).
2. Η  πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις  της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες,  διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6)  εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των  σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για  το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας.
3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για  κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το  καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των 120 ωρών  ετησίως υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. 4.  Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το  νόμο (άρθρο 3 του ν.δ. 515/1970) διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής  κατ εξαίρεση υπερωρία.
5. Για κάθε ώρα κατ` εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται  αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%.

Η στην άνω διάταξη  έκφραση, ότι θεωρείται υπερωριακή απασχόληση η πέραν των 45 ωρών την εβδομάδα επί πλέον  απασχόληση, επί πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης, δεν έχει την έννοια ότι ως υπερωρία  θεωρείται πλέον μόνον η υπέρβαση του ανωτάτου νομίμου εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας και όχι  η υπέρβαση του ανωτάτου ωραρίου της ημερήσιας απασχολήσεως του μισθωτού, το οποίο και  μετά την 1.4.2001, ελλείψει άλλης ειδικής ρυθμίσεως εξακολουθεί να είναι το 9ωρο επί πενθήμερης  εβδομαδιαίας απασχολήσεως.
Επομένως, για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης  εβδομαδιαίας εργασίας και μετά την ισχύ του ν. 2874/2000, ως υπερωριακή εργασία θεωρείται η  απασχόληση πέραν των εννέα (9) ωρών ημερησίως.
Ο νομοθέτης με το άρθρο 4 του ν. 2874/2000  ήθελε να υπογραμμίσει ότι μετά την κατάργηση των 5 ωρών εβδομαδιαίας υπερεργασιακής  απασχολήσεως, το ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας είναι πλέον 45 (αντί 48) ώρες, με  ό,τι αυτό συνεπάγεται (ΑΠ 1409/2014) Από την τελευταία αυτή διάταξη, του άρθρου 4 Ν.  2874/2000, σαφώς συνάγεται επίσης ότι η αξίωση αμοιβής της κατ’ εξαίρεση υπερωρίας στηρίζεται  ευθέως στο νόμο και όχι στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις.

Δηλαδή, μετά την ισχύ  του ανωτέρω νόμου 2874/2000 ο εργαζόμενος για την παράνομη (κατ’ εξαίρεση) υπερωριακή  απασχόλησή του δεν έχει πλέον δύο διακριτές αξιώσεις, όπως όριζε η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του Ν.  435/1976, αλλά μία, για την θεμελίωση της οποίας δεν απαιτείται η επίκληση των προϋποθέσεων  του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 206/2009, 196/2008).




Αριθμός 314/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο  Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 8 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της  γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία ..................... Ανώνυμος Εταιρεία Παροχής  Υπηρεσιών, Εμπορική και Αντιπροσωπειών" και τον διακριτικό τίτλο ........................, που εδρεύει στο.............................διατηρεί υποκατάστημα ...................... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον  πληρεξούσιο δικηγόρο της ..........................με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.,  που κατέθεσε προτάσεις.

Της αναιρεσίβλητης: ................................., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια  δικηγόρο της ....................., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/12/2012 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε  στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5210/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 2624/2015 του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 29/9/2015  αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν  όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 27/2/2016 έκθεσή του, με  την οποία εισηγήθηκε να γίνει εν μέρει δεκτός ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης αίτησης  αναίρεσης.
Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της  αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Τα χρονικά όρια της εργασίας των μισθωτών έχουν καθοριστεί με ειδικές διατάξεις δημοσίας  τάξεως, με την έννοια ότι αποτελούν τα ελάχιστα όρια προστασίας των εργαζομένων και συνεπώς  με ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας ή με διαιτητική απόφαση ή άλλη κανονιστική πράξη  νομοθετικής ή συμβατικής ισχύος μπορούν να περιοριστούν, όχι όμως και να ξεπεραστούν χωρίς  την τήρηση της διαδικασίας για τη νομιμότητα της υπερωριακής απασχολήσεως.

Ειδικότερα: Με  την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 1975 της 26.2.1975, η οποία κυρώθηκε με το ν. 133/1975, εισήχθη η εβδομάδα των  πέντε (5) εργασίμων ημερών ή το λεγόμενο διαφορετικά πενθήμερο εργασίας, δηλαδή  καθιερώθηκε ως χρονικό όριο εργασίας οι σαράντα πέντε (45) ώρες την εβδομάδα.
Εξάλλου, κατά  το άρθρο 6 της από 14.2.1984 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που δημοσιεύθηκε  στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20.3.1984  (ΦΕΚ Β’ , 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε από 1.1.1984 σε 40  ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως  τη συμπλήρωση του νόμιμου ανώτατου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας (υπερεργασία)  καταβάλλεται αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του Δ.Δ. Δ.Δ. Αθηνών, που  κυρώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1346/1983 (ΑΠ 864/2015).
Από το συνδυασμό των ως άνω  διατάξεων προκύπτει μεταξύ άλλων, ότι υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας η  εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας (εντός του 8/ώρου) κατά τα Σάββατα, ημέρα  υποχρεωτικής ανάπαυσης λόγω εξάντλησης του 5νθημέρου, απαγορευομένη από κανόνα δημόσιας  τάξης, είναι άκυρη και γεννά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας  τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ` αρ. 904 Α.Κ.( ΑΠ 864/2015,  ΑΠ 1615/2011). Περαιτέρω, με την ΥΑ 13129/2004 (ΦΕΚ Β` 1643/5-11-2004) "Κήρυξη υποχρεωτικής  της απόφασης διαιτησίας 39/2004 που αφορά τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων  στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της Χώρας", που αφορά, μεταξύ άλλων τους  εργαζόμενους που απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας σε επιχειρήσεις που  δραστηριοποιούνται στους χώρους του καθαρισμού κτιρίων, ως βοηθητικό προσωπικό  καθαριότητας, καθιερώνεται, για τους εργαζομένους που υπάγονται στη ρύθμιση αυτή  εβδομαδιαία εργασία πέντε ημερών, 8ώρου ημερήσιας απασχόλησης και 40 ωρών εβδομαδιαίας  εργασίας, oι θεσμικοί όροι της ΕΓΣΣΕ όπως ισχύει αποτελούν μέρος αυτής και ισχύουν και για τους  μισθωτούς που υπάγονται σ` αυτή, η δε ισχύς της αρχίζει από 1.1.2004 (AΠ 1166/2014).

Εξ άλλου  από τις διατάξεις των άρθρων 2 του ν. 435/1976, 1 και παρ. 1 το άρθρου 10 του ΒΔ 748/1966, τις διατάξεις  της 8900/1956 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και του άρθρου 904 ΑΚ, προκύπτει  ότι σε εκείνον που παρέσχε την εργασία του κατά τις Κυριακές πρέπει να χορηγηθεί  αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση διαρκείας 24 συνεχών ωρών σε άλλη, εργάσιμη ημέρα της  εβδομάδας που άρχισε την Κυριακή.

Η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την  Κυριακή χωρίς χορήγηση άλλης ημέρας αναπαύσεως την εβδομάδα που ακολουθεί την Κυριακή,  απαγορευμένη από τους πιο πάνω κανόνες δημοσίας τάξεως, είναι άκυρη και γεννά, πέραν της  προσαύξησης 75% επί του νομίμου ημερομισθίου για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, απαίτηση  αποδόσεως της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του  αδικαιολογήτου πλουτισμού.

Η ωφέλεια αυτή, όπως και στην περίπτωση εργασίας κατά το  Σάββατο, ως έκτης ημέρας σε σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, συνίσταται στις  αποδοχές τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολείτο με έγκυρη  σύμβαση εργασίας κατά τις ως άνω ημέρες, υπό τις αυτές συνθήκες με τον ακύρως κατ` αυτές  εργασθέντα (ΑΠ 67/2015, ΑΠ 32/2013, ΑΠ 376/2010, ΑΠ 1732/2005).

Στην αξίωση αυτή, από τον  αδικαιολόγητο πλουτισμό, περιλαμβάνονται και τα καταβαλλόμενα στο μισθωτό επιδόματα, μόνο  εφόσον αυτά θα καταβάλλονταν και στο μισθωτό, τον οποίο θα προσλάμβανε άλλως ο εργοδότης,  αφού διαφορετικά, ως προς αυτά, δεν υπάρχει πλουτισμός του εργοδότη (ΑΠ 32/2013,  ΑΠ 1732/2005).

Εξ άλλου Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000, όπως τροποποιήθηκε με το  άρθρο 1 του ν. 3385/2005 (έναρξη ισχύος από 1.10.2005): 1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες  εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος  μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επί πλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη  (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, και 45η ώρα) αμείβονται με το  καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα,  σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχολήσεως.
Για όσους εργαζόμενους  ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, η σύμφωνα με το προηγούμενο  εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα).
2. Η  πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις  της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες,  διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6)  εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των  σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για  το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας.
3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για  κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το  καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των 120 ωρών  ετησίως υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. 4.  Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το  νόμο (άρθρο 3 του ν.δ. 515/1970) διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής  κατ εξαίρεση υπερωρία.
5. Για κάθε ώρα κατ` εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται  αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%.

Η στην άνω διάταξη  έκφραση, ότι θεωρείται υπερωριακή απασχόληση η πέραν των 45 ωρών την εβδομάδα επί πλέον  απασχόληση, επί πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης, δεν έχει την έννοια ότι ως υπερωρία  θεωρείται πλέον μόνον η υπέρβαση του ανωτάτου νομίμου εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας και όχι  η υπέρβαση του ανωτάτου ωραρίου της ημερήσιας απασχολήσεως του μισθωτού, το οποίο και  μετά την 1.4.2001, ελλείψει άλλης ειδικής ρυθμίσεως εξακολουθεί να είναι το 9ωρο επί πενθήμερης  εβδομαδιαίας απασχολήσεως.
Επομένως, για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης  εβδομαδιαίας εργασίας και μετά την ισχύ του ν. 2874/2000, ως υπερωριακή εργασία θεωρείται η  απασχόληση πέραν των εννέα (9) ωρών ημερησίως.
Ο νομοθέτης με το άρθρο 4 του ν. 2874/2000  ήθελε να υπογραμμίσει ότι μετά την κατάργηση των 5 ωρών εβδομαδιαίας υπερεργασιακής  απασχολήσεως, το ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας είναι πλέον 45 (αντί 48) ώρες, με  ό,τι αυτό συνεπάγεται (ΑΠ 1409/2014) Από την τελευταία αυτή διάταξη, του άρθρου 4 Ν.  2874/2000, σαφώς συνάγεται επίσης ότι η αξίωση αμοιβής της κατ’ εξαίρεση υπερωρίας στηρίζεται  ευθέως στο νόμο και όχι στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις.

Δηλαδή, μετά την ισχύ  του ανωτέρω νόμου 2874/2000 ο εργαζόμενος για την παράνομη (κατ’ εξαίρεση) υπερωριακή  απασχόλησή του δεν έχει πλέον δύο διακριτές αξιώσεις, όπως όριζε η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του Ν.  435/1976, αλλά μία, για την θεμελίωση της οποίας δεν απαιτείται η επίκληση των προϋποθέσεων  του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 206/2009, 196/2008).


Στην προκειμένη περίπτωση, το ως  εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο, δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του ότι  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 13.1.2013 σύμβασης  εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η ενάγουσα προσελήφθη από την ατομική επιχείρηση με  το διακριτικό τίτλο "..." προκειμένου να εργαστεί, με καθεστώς μερικής απασχόλησης, ως  καθαρίστρια. Η παραπάνω επιχείρηση το έτος 2004 εξαγοράσθηκε από την εναγόμενη, εδρεύουσα  στην Αθήνα εταιρία παροχής υπηρεσιών καθαριότητας και φύλαξης, η οποία ανέλαβε το έργο της  καθαριότητας των χώρων της Διεθνούς Έκθεσης και για τον λόγο αυτό υπεισήλθε στη θέση του  εργοδότη της ενάγουσας, η οποία έκτοτε εργαζόταν, με εργοδότρια την εναγόμενη, ως  καθαρίστρια για τον καθαρισμό των χώρων διοίκησης της Δ.Ε.Θ., των φυλακίων, των πυλών της,  και του ραδιοφωνικού σταθμού της. Κατά τα έτη 2007 και 2008, ο συμφωνημένος με την  εναγόμενη χρόνος εργασίας της ενάγουσας ήταν, από Δευτέρα έως Παρασκευή, από τις 06.00 το  πρωί ως τις 11.00 το μεσημέρι, ενώ από τη 1.10.2009 συμφωνήθηκε σε δύο ημέρες την εβδομάδα,  Τρίτη και Παρασκευή, επί 5 ώρες την κάθε μία ημέρα, όπως νόμιμα ανήγγειλε αρμοδίως η  εναγόμενη δυνάμει της από 1.10.2009 αναγγελίας γνωστοποίησης όρων ατομικής σύμβασης. Κατά  το ως άνω χρονικό διάστημα ίσχυσαν, η από 12.4.2007 ΣΣΕ και η υπ’ αριθ. 19/2007 Διαιτητική  απόφαση, που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την ΥΑ 37866/22.5.2008 ΦΕΚ Β 1165/25.6.2008 και η  υπ’ αριθ. 11/2008 Διαιτητική απόφαση διετούς διάρκειας, που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την ΥΑ  51871/11.7.2008 ΦΕΚ Β 1448/23.7.2008, σύμφωνα με τις οποίες, το νόμιμο ωρομίσθιο για τις  εργαζόμενες σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, έγγαμες και με 3 έως 6 έτη προϋπηρεσίας, όπως η  ενάγουσα, ανερχόταν, από 1.1.2007 έως 1.9.2007 σε 5,77 ευρώ και από 1.9.2007 έως 1.1.2008 σε  5,94 ευρώ, από 1.1.2008 έως 1.9.2008 σε 6,15 ευρώ και από 1.9.2008 έως 1.1.2009 σε 6,35 ευρώ  και από 1.1.2009 έως 1.9.2009 για 6 έως 9 έτη προϋπηρεσίας που είχε ήδη συμπληρώσει η  ενάγουσα, σε 6,83 ευρώ και από 1.9.2009 σε 7,11 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, μολονότι το  συμφωνημένο ωράριο της ενάγουσας ήταν επί πέντε ώρες ημερησίως, η ενάγουσα εργαζόταν στην  πραγματικότητα έξι ώρες ημερησίως, από ώρα 06.00 πρωινή έως 12.00 μεσημβρινή, ενώ καθ’ όλο  το παραπάνω χρονικό διάστημα των ετών 2007 έως 2009, λόγω της διεξαγωγής πολλών  κλαδικών εκθέσεων στους χώρους της Δ.Ε.Θ. σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, η ενάγουσα  απαιτήθηκε να εργαστεί ως άνω πολλές ημέρες της εβδομάδας για περισσότερες ώρες πέραν του  ανωτέρω ωραρίου της, αλλά και Σάββατα και Κυριακές. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι, το έτος  2007, οπότε κατά τα προεκτεθέντα το νόμιμο ωρομίσθιο της ενάγουσας ανερχόταν από 1.1.2007  έως 1.9.2007 σε 5,77 ευρώ και από 1.9.2007 έως 1.1.2008 σε 5,94 ευρώ, τον μήνα Ιανουάριο η  ενάγουσα εργάσθηκε κατ’ αρχήν 20 εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 120 ώρες  Χ 5,77 νόμιμο ωρομίσθιο = 692,40 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε από 4 ώρες στις 13/1 και στις 20/1,  ημέρες Σάββατο, επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα  κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των  2X4 ώρες = 8 ώρες Χ 5,77 = 46,16 ευρώ. Περαιτέρω, από 26/1 έως και 29/1 διεξήχθη στους  χώρους της Δ.Ε.Θ. η κλαδική έκθεση ..., οπότε η ενάγουσα, την Παρασκευή στις 26/1 και την  Δευτέρα στις 29/1 εργάσθηκε επιπλέον και τις δύο ημέρες, από τις 15.00 το μεσημέρι έως τις 21.00  το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 12 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το  ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 5,77 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 92,32 ευρώ, η 9η  ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,22 ευρώ Χ 2 ημέρες = 14,44 ευρώ, οι δε υπόλοιπες τρεις ώρες  ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά  100% ήτοι 11,54 Χ 3 ώρες Χ 2 ημέρες = 69,24 ευρώ. Το Σάββατο στις 27/1/ και την Κυριακή στις  28/1, η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 21.00 μ.μ., ήτοι 15 ώρες ημερησίως,  επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο  εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για  το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 5,77  νόμιμο ωρομίσθιο = 46,16 ευρώ, για τις 6 ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο  ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 11,54 Χ 6 ώρες = 69,24 ευρώ, ενώ για την Κυριακή με το  νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 10,09 = 80,72 ευρώ και για τις 6 ώρες  υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 6  ώρες Χ 15,86 = 95,16 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση  εργασίας, όσο και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές  (692,40 + 46,16 + 92,32 + 14,44 + 69,24 + 46,16 + 69,24 + 80,72 + 95,16) 1.205,84 ευρώ και  καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 971,30 ευρώ, η εναγόμενη της  κατέβαλε το ποσό των 491,94 ευρώ και το ποσό των 63,54 ευρώ με την υπ’ αριθ. .../2012  κατάθεση γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης της Συμβ/φου Θεσσαλονίκης Μ. Ά., συνολικά το  ποσό των 555,48 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 415,82 ευρώ, τον μήνα Φεβρουάριο η  ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 17 ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 102 ώρες Χ 5,77  νόμιμο ωρομίσθιο = 588,54 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 17/2 και, ημέρα Σάββατο,  επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο  εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 5,77 =  23,08 ευρώ. Περαιτέρω, από 8/2 έως και 11/2 διεξήχθη στους χώρους της Δ.Ε.Θ. η κλαδική  έκθεση ..., οπότε η ενάγουσα, την Πέμπτη στις 8/2 και την Παρασκευή στις 9/2 εργάσθηκε  επιπλέον και τις δύο ημέρες, από τις 12.00 το μεσημέρι έως τις 21.00 το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε  συνολικά 15 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και  δη 8 ώρες Χ 5,77 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 92,32 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί  νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,22  ευρώ Χ 2 ημέρες = 14,44 ευρώ, οι δε υπόλοιπες έξι ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι  οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 11,54 Χ 6 ώρες Χ 2  ημέρες = 138,48 ευρώ. Το Σάββατο στις 10/2 και την Κυριακή στις 11/2, η ενάγουσα εργάστηκε  από τις 6.00 π.μ. έως και τις 21.00 μ.μ., ήτοι 15 ώρες ημερησίως και η εναγόμενη ωφελήθηκε από  την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα  εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις  του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 5,77 νόμιμο ωρομίσθιο = 46,16 ευρώ, για τις 6  ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 11,54 Χ 6  ώρες = 69,24 ευρώ, ενώ για την Κυριακή με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8  ώρες Χ 10,09 = 80,72 ευρώ και για τις 6 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο  κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 6 ώρες Χ 15,86 = 95,16 ευρώ. Συνεπεία των  ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις του  αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (588,54 + 23,08 + 92,32 + 14,44 +  138,48 + 46,16 + 69,24 + 80,72 + 95,16) 1.148,10 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις  ασφαλιστικών εισφορών) 924,80 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 586 ευρώ και το  ποσό των 78,48 ευρώ με την υπ’ αριθ. .../2012 κατάθεση γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης  της Συμβ/φου Θεσσαλονίκης Μ. Ά., συνολικά το ποσό των 656,48 ευρώ και της οφείλει το ποσό  των 268,32 ευρώ, τον μήνα Μάρτιο η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 13 ημέρες επί 6 ώρες  ημερησίως και συνολικά 78 ώρες Χ 5,77 νόμιμο ωρομίσθιο = 450,06 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4  ώρες στις 17/3 και στις 24/3, ημέρες Σάββατο, επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία  της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα  δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 5,77 Χ 2 = 46,16 ευρώ. Περαιτέρω, από 9/3 έως και 12/3  διεξήχθη στους χώρους της Δ.Ε.Θ. η κλαδική έκθεση ... και από 29/3 έως και 31/3/ η έκθεση ...,  οπότε η ενάγουσα, την Παρασκευή στις 9/3 και την Δευτέρα στις 12/3 εργάσθηκε επιπλέον και τις  δύο ημέρες, από τις 12.00 το μεσημέρι έως τις 21.00 το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 15  ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ  5,77 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 92,32 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη  υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,22 ευρώ Χ  2 ημέρες = 14,44 ευρώ, οι δε υπόλοιπες έξι ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες  αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 11,54 Χ 6 ώρες Χ 2 ημέρες =  138,48 ευρώ. Επιπλέον, την Πέμπτη στις 29/3 και την Παρασκευή στις 30/3 εργάσθηκε επιπλέον  και τις δύο ημέρες, από τις 12.00 το μεσημέρι έως τις 20.00 το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε συνολικά  14 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες  Χ 5,77 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 92,32 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη  υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,22 ευρώ Χ  2 ημέρες = 14,44 ευρώ, οι δε υπόλοιπες πέντε ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες  αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 11,54 Χ 5 ώρες Χ 2 ημέρες =  115,4 ευρώ. Το Σάββατο στις 10/3 και την Κυριακή στις 11/3, η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00  π.μ. έως και τις 21.00 μ.μ., ήτοι 15 ώρες ημερησίως και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία  της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως  άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις του  αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 5,77 νόμιμο ωρομίσθιο = 46,16 ευρώ, για τις 6 ώρες  ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 11,54 Χ 6 ώρες =  69,24 ευρώ, ενώ για την Κυριακή με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ  10,09 = 80,72 ευρώ και για τις 6 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά  175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 6 ώρες Χ 15,86 = 95,16 ευρώ. Επιπλέον, το Σάββατο στις  31/3, η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 20.00 μ.μ., ήτοι 14 ώρες ημερησίως και  η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο  με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο,  σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 5,77 νόμιμο ωρομίσθιο  = 46,16 ευρώ, για τις 5 ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο  κατά 100%, 11,54 Χ 5 ώρες = 57,7 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη  σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές  αποδοχές (450,06 + 46,16 + 92,32 + 14,44 + 138,48 + 46,16 + 69,24 + 80,72 + 95,16 + 92,32 +  14,44 + 115,4 + 46,16 + 57,7) 1.358,76 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις  ασφαλιστικών εισφορών) 1.080 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.008 ευρώ και της  οφείλει το ποσό των 72 ευρώ, τον μήνα Απρίλιο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 14 ημέρες επί  6 ώρες ημερησίως και συνολικά 84 ώρες Χ 5,77 νόμιμο ωρομίσθιο = 484,68 ευρώ. Επιπλέον  εργάσθηκε 4 ώρες στις 14/4 και, ημέρα Σάββατο, επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από την  εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως άνω και η  ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 5,77 = 23,08 ευρώ. Περαιτέρω, από 21/4 έως και 29/4  διεξήχθησαν στους χώρους της Δ.Ε.Θ. οι κλαδικές εκθέσεις ..., οπότε η ενάγουσα, από την Δευτέρα  στις 23/4 έως και την Παρασκευή στις 27/4 εργάσθηκε επιπλέον όλες τις ημέρες, από τις 12.00 το  μεσημέρι έως τις 20.00 το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 14 ώρες, εκ των οποίων της  οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 5,77 νόμιμο ωρομίσθιο Χ  5 ημέρες = 230,08 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με  το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,22 ευρώ Χ 5 ημέρες = 36,1 ευρώ, οι δε  υπόλοιπες πέντε ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο  ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 11,54 Χ 5 ώρες Χ 5 ημέρες = 288,5 ευρώ. Τα Σάββατα  στις 21/4 και στις 28/4 και τις Κυριακές στις 22/4 και στις 29/4, η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00  π.μ. έως και τις 20.00 μ.μ., ήτοι 14 ώρες ημερησίως και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία  της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως  άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για τα Σάββατα, σύμφωνα με τις διατάξεις του  αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 5,77 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 = 92,32 ευρώ, για τις 5  ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 11,54 Χ 5  ώρες Χ 2 = 115,4 ευρώ, ενώ για τις Κυριακές με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8  ώρες Χ 10,09 Χ 2 = 161,44 ευρώ και για τις 5 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 5 ώρες Χ 15,86 Χ2 = 158,6 ευρώ.
Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις  του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (484,68 + 23,08 + 230,08 + 36,1 +  288,5 + 92,32 + 115,4 + 161,44 + 158,6) 1.640,20 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις  ασφαλιστικών εισφορών) 1.321,19 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 792 ευρώ και  της οφείλει το ποσό των 529,19 ευρώ, από το οποίο θα της επιδικαστεί το αιτηθέν ποσό των  519,12 ευρώ, τον μήνα Μάιο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 14 ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως  και συνολικά 84 ώρες Χ 5,77 νόμιμο ωρομίσθιο = 484,68 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις  26/5, ημέρα Σάββατο, επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που  θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό  των 4 ώρες Χ 5,77 = 23,08 ευρώ. Περαιτέρω, από 3/5 έως και 6/5 διεξήχθη στους χώρους της  Δ.Ε.Θ. η κλαδική έκθεση ... και από 12/5 έως και 20/5 οι κλαδικές εκθέσεις ..., summer ..., οπότε η  ενάγουσα, την Πέμπτη στις 3/5 και την Παρασκευή στις 4/5 εργάσθηκε επιπλέον και τις δύο  ημέρες, από τις 15.00 το μεσημέρι έως τις 20.00 το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 11 ώρες,  εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 5,77  νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 92,32 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η  οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,22 ευρώ Χ 2 ημέρες =  14,44 ευρώ, οι δε υπόλοιπες δύο ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το  νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 11,54 Χ 2 ώρες Χ 2 ημέρες = 46,16 ευρώ.
Επιπλέον, από την Δευτέρα στις 14/5 έως και την Παρασκευή στις 18/5 εργάσθηκε επιπλέον από τις  12.00 το μεσημέρι έως τις 21.00 το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 15 ώρες, εκ των οποίων  της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 5,77 νόμιμο  ωρομίσθιο Χ 5 ημέρες = 230,08 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία  αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,22 ευρώ Χ 5 ημέρες = 36,1  ευρώ, οι δε υπόλοιπες έξι ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο  ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 11,54 Χ 6 ώρες Χ 5 ημέρες = 346,2 ευρώ. Το Σάββατο  στις 5/5 και την Κυριακή στις 6/5, η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 20.00 μ.μ.,  ήτοι 14 ώρες ημερησίως και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα  κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η  ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού,  για τις 8 ώρες Χ 5,77 νόμιμο ωρομίσθιο = 46,16 ευρώ, για τις 5 ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες,  με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 11,54 Χώρες = 57,7 ευρώ, ενώ για την  Κυριακή με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 10,09 = 80,72 ευρώ και για  τις 5 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για  υπερωρίες, 5 ώρες Χ 15,86 = 79,3 ευρώ. Επιπλέον, τα Σάββατα στις 12/5 και στις 19/5, η ενάγουσα  εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 21.00 μ.μ. ήτοι 15 ώρες ημερησίως και η εναγόμενη  ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια  προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο, σύμφωνα  με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 5,77 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 =  92,32 ευρώ, για τις 6 ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο  κατά 100%, 11,54 Χ 6 ώρες Χ 2 = 115,4 ευρώ. Τις δε Κυριακές 13/5 και 23/5, η ενάγουσα  εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 21.00μ.μ., ήτοι 15 ώρες ημερησίως και η εναγόμενη  ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια  προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω, ήτοι, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8  ώρες Χ 10,09 Χ 2 = 161,44 ευρώ και για τις 6 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 6 ώρες Χ 15,86 Χ 2 = 190,32 ευρώ.
Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις  του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (484,68 + 23,08 + 92,32 + 14,44 +  46,16 + 46,16 + 57,7 + 80,72 + 79,3 + 230,08 +36,1+ 346,2 + 92,32 + 115,4 + 161,44 + 190,32)  2.096,42 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 1.688,67 ευρώ, η  εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 973 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 715,67 ευρώ, τον  μήνα Ιούνιο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 21 εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και  συνολικά 126 ώρες Χ 5,77 νόμιμο ωρομίσθιο = 727,02 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε από 4 ώρες στις  2/6, στις 9/6, στις 16/6, στις 23/6 και στις 30/6, ημέρες Σάββατο, επομένως η εναγόμενη  ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα  εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 5,77 Χ 5 = 115,4 ευρώ.
Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις  του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (727,02+115,4) 842,42 ευρώ και  καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 678,57 ευρώ, η εναγόμενη της  κατέβαλε το ποσό των 887 ευρώ και δεν της οφείλει ουδέν ποσό, τον μήνα Ιούλιο, η ενάγουσα  εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 5 ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 30 ώρες Χ 5,77 νόμιμο  ωρομίσθιο = 173,1 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 7/7 και στις 14/7, ημέρες Σάββατο,  επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο  εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 5,77 Χ 2  = 46,16 ευρώ. Περαιτέρω, από τις 9/7 έως τις 13/7 και από τις 30/7 έως τις 31/7, η ενάγουσα  εργάσθηκε επιπλέον κάθε ημέρα και από τις 14.00 το μεσημέρι έως τις 20.00 το βράδυ,  αναπληρώνοντας άλλες εργαζόμενες που βρισκόταν σε άδεια, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 12  ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ  5,77 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 7 ημέρες = 323,12 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη  υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,22 ευρώ Χ  7 ημέρες = 50,54 ευρώ, οι δε υπόλοιπες τρεις ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες  αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 11,54 Χ 3 ώρες Χ 7 ημέρες =  242,34 ευρώ. Επιπλέον, από 16/7 έως 29/7 της χορηγήθηκε άδεια, για την οποία της οφειλόταν 10  ημέρες Χ 5,77 Χ 6 ώρες = 346,2 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη  σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές  αποδοχές (173,1 + 46,16 + 323,12 + 50,54 + 242,34 + 346,2) 1.181,46 ευρώ και καθαρές (μείον  19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 951,66 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των  696 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 529,19 ευρώ, από το οποίο θα της επιδικαστεί το αιτηθέν  ποσό των 255,66 ευρώ, τον μήνα Αύγουστο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 11 εργάσιμες  ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 66 ώρες Χ 5,77 νόμιμο ωρομίσθιο = 380,82 ευρώ.
Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 4/8, στις 11/8, στις 18/8 και στις 25/8, ημέρες Σάββατο, επομένως  η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο  που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 5,77 Χ 4 = 92,32  ευρώ. Περαιτέρω, από 1/8 έως τις 3/8 και από τις 6/8 έως τις 10/8, η ενάγουσα εργάσθηκε  επιπλέον κάθε ημέρα και από τις 14.00 το μεσημέρι έως τις 20.00 το βράδυ, αναπληρώνοντας  άλλες εργαζόμενες που βρισκόταν σε άδεια, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 12 ώρες, εκ των οποίων  της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 5,77 νόμιμο  ωρομίσθιο Χ 8 ημέρες = 369,28 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία  αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,22 ευρώ Χ 8 ημέρες = 57,76  ευρώ, οι δε υπόλοιπες τρεις ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το  νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 11,54 Χ 3 ώρες Χ 8 ημέρες = 276,96 ευρώ.  Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις  του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (380,82 + 92,32 + 369,28 + 57,76 +  276,96) 1.177,14 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 948,18  ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 696 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 925 ευρώ,  από το οποίο θα της επιδικαστεί το αιτηθέν ποσό των 23,18 ευρώ, τον μήνα Σεπτέμβριο, η  ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 15 εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 90 ώρες  Χ 5,94 νόμιμο ωρομίσθιο = 534,6 ευρώ; Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στη 1/9, στις 22/9 και στις  29/9, ημέρες Σάββατο, επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που  θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό  των 4 ώρες Χ 5,94 Χ 3 = 71,28 ευρώ. Περαιτέρω, από 8/9 έως και 16/9 διεξήχθη η Διεθνής Έκθεση  Θεσσαλονίκης, οπότε η ενάγουσα, από τη Δευτέρα στις 10/9 έως την Παρασκευή στις 14/9  εργάσθηκε επιπλέον, από τις 12.00 το μεσημέρι έως τις 21.00 το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε  συνολικά 15 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και  δη 8 ώρες Χ 5,94 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 5 ημέρες = 237,6 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί  νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,43  ευρώ Χ 5 ημέρες = 37,15 ευρώ, οι δε υπόλοιπες έξι ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι  οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 11,88 Χ 6 ώρες Χ 5  ημέρες = 356,4 ευρώ. Τα Σάββατα στις 8/9 και στις 15/9 και τις Κυριακές στις 9/9 και στις 16/9, η  ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 22.00 μ.μ., ήτοι 16 ώρες ημερησίως και η  εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με  τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για τα Σάββατα,  σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 5,94 νόμιμο ωρομίσθιο  Χ 2 = 95,04 ευρώ, για τις 7 ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 100%, 11,88 Χ 7 ώρες Χ 2 = 166,32 ευρώ, ενώ για τις Κυριακές με το νόμιμο  ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 10,39 Χ 2 = 166,24 ευρώ και για τις 7 ώρες  υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 7  ώρες Χ 16,13 = 225,82 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση  εργασίας, όσο και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές  1.835,34 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών] 1.478,37 ευρώ, η  εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.147 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 331,37 ευρώ, τον  μήνα Οκτώβριο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 17 εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και  συνολικά 102 ώρες Χ 5,94 νόμιμο ωρομίσθιο = 605,88 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις  27/10, ημέρα Σάββατο, επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που  θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό  των 4 ώρες Χ 5,94 = 23,76 ευρώ. Περαιτέρω, στους χώρους στις ΔΕΘ διεξήχθησαν, από 4/10 έως  και 7/10 η έκθεση ..., από 13/10 έως 15/10 η έκθεση ... και από 19/10 έως 22/10 η έκθεση ...,  οπότε η ενάγουσα, επί πέντε καθημερινές εργάσθηκε επιπλέον, από τις 12.00 το μεσημέρι έως τις  20.00 το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 14 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8  ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 5,94 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 5 ημέρες = 237,6  ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,43 ευρώ Χ 5 ημέρες = 37,15 ευρώ, οι δε υπόλοιπες πέντε ώρες  ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά  100% ήτοι 11,88 Χ 5 ώρες Χ 5 ημέρες = 297 ευρώ. Τα Σάββατα στις 6/10, στις 13/10 και στις  20/10 και τις Κυριακές στις 7/10, στις 14/10 και στις 21/10, η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00  π.μ. έως και τις 20.00 μ.μ., ήτοι 14 ώρες ημερησίως και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία  της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως  άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για τα Σάββατα, σύμφωνα με τις διατάξεις του  αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 5,94 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 3 = 142,56 ευρώ, για τις 5  ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 11,88 Χ 5  ώρες Χ 3 = 178,2 ευρώ, ενώ για τις Κυριακές με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8  ώρες Χ 10,39 Χ 3 = 249,36 ευρώ και για τις 5 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 5 ώρες Χ 16,13 Χ 3 = 241,95 ευρώ.
Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις  του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (605,88 + 23,76 + 237,6 + 37,15 +  297 + 142,56 + 178,2 + 249,36 + 241,95) 2.013,46 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις  ασφαλιστικών εισφορών) 1.621,85 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.011,62 ευρώ  και της οφείλει το ποσό των 610,23 ευρώ, τον μήνα Νοέμβριο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν  18 εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 108 ώρες Χ 5,94 νόμιμο ωρομίσθιο =  641,52 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 10/11 και στις 17/11, ημέρες Σάββατο, επομένως η  εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο  που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 5,94 Χ 2 = 47,52  ευρώ. Περαιτέρω, στους χώρους στις ΔΕΘ διεξήχθησαν, από 1/11 έως και 4/11 η έκθεση ... και από  22/11 έως 25/11 η έκθεση ..., οπότε η ενάγουσα, επί τέσσερις καθημερινές εργάσθηκε επιπλέον,  από τις 12.00 το μεσημέρι έως τις 21.00 το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 15 ώρες, εκ των  οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 5,94 νόμιμο  ωρομίσθιο Χ 4 ημέρες = 190,08 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία  αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,43 ευρώ Χ 4 ημέρες = 29,72  ευρώ, οι δε υπόλοιπες έξι ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο  ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 11,88 Χ 6 ώρες Χ 4 ημέρες = 285,12 ευρώ. Τα Σάββατα  στις 3/11 και στις 24/11 και τις Κυριακές στις 4/11 και στις 25/11, η ενάγουσα εργάστηκε από τις  6.00 π.μ. έως και τις 21.00 μ.μ., ήτοι 15 ώρες ημερησίως και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την  εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα  εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για τα Σάββατα, σύμφωνα με τις διατάξεις  του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 5,94 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 = 95,04 ευρώ, για τις  6 ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 11,88 Χ 5  ώρες Χ 2 = 142,56 ευρώ, ενώ για τις Κυριακές με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8  ώρες Χ 10,39 Χ 2 = 166,24 ευρώ και για τις 6 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 6 ώρες Χ 16,13 Χ 2 = 193,56 ευρώ.
Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις  του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (641,52 + 47,52 + 190,08 + 29,72 +  285,12 + 95,04 + 142,56 + 166,24 + 193,56) 1.791,36 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45%  κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 1.442,94 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.063  ευρώ και της οφείλει το ποσό των 380 ευρώ και τον μήνα Δεκέμβριο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’  αρχήν 9 εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 54 ώρες Χ 5,94 νόμιμο ωρομίσθιο =  320,76 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες τη 1/12, στις 8/12, στις 15/12 και στις 29/12, ημέρες  Σάββατο, επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε  σε άλλο εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ  5,94 Χ 4 = 95,04 ευρώ. Περαιτέρω, από τις 10/12 έως και τις 14/12, η ενάγουσα εργάσθηκε  επιπλέον κάθε ημέρα και από τις 14.00 το μεσημέρι έως τις 20.00 το βράδυ, αναπληρώνοντας άλλη  εργαζόμενη που βρισκόταν σε άδεια, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 12 ώρες, εκ των οποίων της  οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 5,94 νόμιμο ωρομίσθιο Χ  5 ημέρες = 237,6 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το  νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,43 ευρώ Χ 5 ημέρες = 37,15 ευρώ, οι δε  υπόλοιπες τρεις ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο  ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 11,88 Χ 3 ώρες Χ 5 ημέρες = 178,2 ευρώ. Επιπλέον,  από 17/12 έως 21/12 της χορηγήθηκε άδεια, για την οποία της οφειλόταν 5 ημέρες Χ 5,94 Χ 6  ώρες = 178,2 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο  και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (320,76 + 95,04  + 237,6 + 37,15 + 178,2 + 178,2) 1.046,95 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις  ασφαλιστικών εισφορών) 843,32 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 845 ευρώ και  ουδέν της οφείλει. Για το έτος 2007 η εναγόμενη της όφειλε, για δώρο Πάσχα 15 ημερομίσθια, τα  οποία υπολογίζονται σε (58,38 ευρώ Χ 15 = 875,7 + 36,47) 911,97 ευρώ μικτά και καθαρά (μείον  19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 734,6 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των  481 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 253,6 ευρώ, για δώρο Χριστουγέννων 25 ημερομίσθια, τα  οποία υπολογίζονται σε (63,28 ευρώ Χ 25 = 875,7 + 65,90) 1.647,90 ευρώ μικτά και καθαρά  (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 1.327,38 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το  ποσό των 677,38 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 650 ευρώ και, τέλος, για επίδομα αδείας 13  ημερομίσθια, τα οποία υπολογίζονται σε (61,66 ευρώ Χ 13) 801,58 ευρώ μικτά και καθαρά (μείον  19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 645,67 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των  245 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 400,67 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, για το έτος 2007 η  εναγόμενη της οφείλει το συνολικό ποσό των (415,82 + 268,32 + 72 + 519,12 + 715,67 + 255,66  + 23,18 + 331,37 + 610,23 + 380 + 253,6 + 650 + 400,67) 4.895,64 ευρώ (- 208,43 - 1,68  διαφορές καταβληθεισών αποδοχών) 4.685,53 ευρώ. Το έτος 2008, οπότε κατά τα προεκτεθέντα  το νόμιμο ωρομίσθιο της ενάγουσας ανερχόταν από 1.1.2008 έως 1.9.2008 σε 6,15 ευρώ και από  1.9.2008 έως 1.1.2009 σε 6,35 ευρώ, τον μήνα Ιανουάριο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 19  εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 114 ώρες Χ 6,15 νόμιμο ωρομίσθιο = 701,01  ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 5/1 και στις 12/1, ημέρες Σάββατο, επομένως η εναγόμενη  ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα  εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 6,15 Χ 2 = 49,2 ευρώ.
Περαιτέρω, στους χώρους στις ΔΕΘ διεξήχθησαν, από 19/1 έως και 21/1 η έκθεση ... και από 25/1  έως 28/1 η έκθεση ..., οπότε η ενάγουσα, επί τρεις καθημερινές εργάσθηκε επιπλέον, από τις 12.00  το μεσημέρι έως τις 20.00 το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 14 ώρες, εκ των οποίων της  οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,15 νόμιμο ωρομίσθιο Χ  3 ημέρες = 147,6 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το  νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,68 ευρώ Χ 3 ημέρες = 23,04 ευρώ, οι δε  υπόλοιπες πέντε ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο  ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 12,3 Χ 5 ώρες Χ 3 ημέρες = 184,5 ευρώ. Τα Σάββατα  στις 19/1 και 26/1 και τις Κυριακές στις 20/1 και 27/1, η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως  και τις 20.00 μ.μ., ήτοι 14 ώρες ημερησίως και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά  το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω.  Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για τα Σάββατα, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου  πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 6,15 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 = 98,4 ευρώ, για τις 5 ώρες ως κατ’  εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 12,3 Χ 5 ώρες Χ 2 = 123  ευρώ, ενώ για τις Κυριακές με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 10,76 Χ 2  = 172,16 ευρώ και για τις 5 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 175%  λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 5 ώρες Χ 16,91 Χ 2 = 169,1 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της  οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου  πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (701,1 + 49,2 + 147,6 + 23,04 + 184,5 + 98,4 + 123 +  172,16 + 169,1) 1.668,1 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών)  1.343,65 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 855 ευρώ και της οφείλει το ποσό των  488,65 ευρώ, τον μήνα Φεβρουάριο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 16 εργάσιμες ημέρες επί 6  ώρες ημερησίως και συνολικά 96 ώρες Χ 6,15 νόμιμο ωρομίσθιο = 590,04 ευρώ. Επιπλέον  εργάσθηκε 4 ώρες στις 2/2 και στις 16/2, ημέρες Σάββατο, επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από  την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως άνω και  η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 6,15 Χ 2 = 49,2 ευρώ. Περαιτέρω, στους χώρους  στις ΔΕΘ διεξήχθησαν, από 6/2 έως και 10/2 η έκθεση ... και από 21/2 έως 24/2 οι εκθέσεις ... και  ..., οπότε η ενάγουσα: την Τετάρτη 6/2, την Πέμπτη 7/2 και την Παρασκευή 8/2 εργάσθηκε  επιπλέον, από τις 12.00 το μεσημέρι έως τις 21.00 το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 15 ώρες,  εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,15  νόμιμο ωρομίσθιο Χ 3 ημέρες = 147,6 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η  οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,68 ευρώ Χ 3 ημέρες =  23,04 ευρώ, οι δε υπόλοιπες έξι ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το  νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 12,3 Χ 6 ώρες Χ 3 ημέρες = 221,4 ευρώ. Την  Πέμπτη στις 21/2 και την Παρασκευή στις 22/2 εργάσθηκε επιπλέον και τις δύο ημέρες, από τις  12.00 το μεσημέρι έως τις 20.00 το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 14 ώρες, εκ των οποίων  της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,15 νόμιμο  ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 98,4 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία  αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,68 ευρώ Χ 2 ημέρες = 15,36  ευρώ, οι δε υπόλοιπες πέντε ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το  νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 12,3 Χ 5 ώρες Χ 2 ημέρες = 123 ευρώ. Το  Σάββατο στις 9/2 και την Κυριακή στις 10/2, η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις  21.00 μ.μ., ήτοι 15 ώρες ημερησίως και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το  ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω.
Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου  πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 6,15 νόμιμο ωρομίσθιο = 49,2 ευρώ, για τις 6 ώρες ως κατ’ εξαίρεση  υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 12,3 Χ 6 ώρες = 73,8 ευρώ, ενώ  για την Κυριακή, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 10,76 = 86,08 ευρώ  και για τις 6 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής  και για υπερωρίες, 6 ώρες Χ 16,91 = 101,46 ευρώ. Επιπλέον, το Σάββατο στις 23/2 και την Κυριακή  στις 24/2, η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 20.00 μ.μ., ήτοι 14 ώρες ημερησίως  και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο  εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για  το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 6,15  νόμιμο ωρομίσθιο = 49,2 ευρώ, για τις 5 ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 100%, 12,3 Χ 5 ώρες = 61,5 ευρώ, ενώ για την Κυριακή με το νόμιμο  ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 10,76 = 86,08 ευρώ και για τις 5 ώρες υπερωρίες  με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 5 ώρες Χ  16,91 = 84,55 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο  και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (590,4 + 49,2 +  147,6 + 23,04 + 221,4 + 49,2 + 73,8 + 86,08 + 101,46 + 98,4 + 15,36 + 123 + 49,2 + 61,5 +  86,08 + 84,55) 1.860,27 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών)  1.498,45 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.120 ευρώ και της οφείλει το ποσό των  378,45 ευρώ, τον μήνα Μάρτιο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 17 εργάσιμες ημέρες επί 6  ώρες ημερησίως και συνολικά 102 ώρες Χ 6,15 νόμιμο ωρομίσθιο = 627,23 ευρώ. Επιπλέον  εργάσθηκε 4 ώρες στις 1/3, 8/3, 22/3 και 29/3, ημέρες Σάββατο, επομένως η εναγόμενη  ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα  εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 6,15 Χ 4 = 98,4 ευρώ.
Περαιτέρω, στους χώρους στις ΔΕΘ από 14/3 έως και 17/3 διεξήχθησαν οι εκθέσεις ..., οπότε η  ενάγουσα, επί δύο καθημερινές εργάσθηκε επιπλέον, από τις 15.00 το μεσημέρι έως τις 20.00 το  βράδυ, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 11 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως  άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,15 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 98,4 ευρώ, η 9η ώρα  ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο  κατά 25% ήτοι 7,68 ευρώ Χ 2 ημέρες = 15,36 ευρώ, οι δε υπόλοιπες δύο ώρες ημερησίως  αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%  ήτοι 12,3 Χ 2 ώρες Χ 2 ημέρες = 49,2 ευρώ. Το Σάββατο στις 16/3 και την Κυριακή στις 17/3, η  ενάγουσα εργάστηκε από τις 06.00 έως και τις 10.00 και από τις 15.00 έως και τις 20.00, ήτοι 9  ώρες ημερησίως και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε  σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα  δικαιούται, για το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8  ώρες Χ 6,15 νόμιμο ωρομίσθιο = 49,2 ευρώ, ενώ για την Κυριακή με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 10,76 = 86,08 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται,  τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού,  συνολικά μικτές αποδοχές (627,23 + 98,4 + 98,4 + 15,36 + 49,2 + 49,2 + 86,08) 1.023,87 ευρώ  και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 824,73 ευρώ, η εναγόμενη της  κατέβαλε το ποσό των 841 ευρώ και ουδέν ποσό της οφείλει, τον μήνα Απρίλιο, η ενάγουσα  εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 10 εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 60 ώρες Χ 6,15  νόμιμο ωρομίσθιο = 369 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 5/4, 12/4 και 26/4, ημέρες  Σάββατο, επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε  σε άλλο εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ  6,15 Χ 3 = 73,8 ευρώ, ενώ εργάσθηκε και 28/4, δεύτερη ημέρα του Πάσχα, επί 6 ώρες οι οποίες  αμείβονται με 75% προσαύξηση, 6 Χ 10,76= 64,54 ευρώ. Περαιτέρω, από 7/4 έως και 11/4 η  ενάγουσα εργάσθηκε επιπλέον κάθε ημέρα και από τις 14.00 το μεσημέρι έως τις 20.00 το βράδυ,  αναπληρώνοντας άλλη εργαζόμενη που βρισκόταν σε άδεια, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 12 ώρες,  εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,15  νόμιμο ωρομίσθιο Χ 5 ημέρες = 246 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η  οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,68 ευρώ Χ 5 ημέρες =  38,4 ευρώ, οι δε υπόλοιπες τρεις ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το  νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 12,3 Χ 3 ώρες Χ 5 ημέρες = 184,5 ευρώ. Επίσης  το μήνα αυτό η ενάγουσα έλαβε 5 ημέρες άδεια, για τις οποίες της οφειλόταν 5 Χ 6,15 Χ 6 ώρες =  184,5 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από  τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (369 + 73,8 + 64,54 +  246 + 38,4 + 184,5 + 184,5) 1.160,74 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών  εισφορών) 934,98 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 670 ευρώ και της οφείλει το  ποσό των 264,98 ευρώ, τον μήνα Μάιο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 16 εργάσιμες ημέρες  επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 96 ώρες Χ 6,15 νόμιμο ωρομίσθιο = 590,4 ευρώ. Επιπλέον  εργάσθηκε 4 ώρες στις 3/5 και στις 24/5, ημέρες Σάββατο, επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από  την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως άνω και  η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 6,15 Χ 2 = 49,2 ευρώ. Περαιτέρω, στους χώρους  στις ΔΕΘ διεξήχθησαν, από 10/5 έως και 18/5 η έκθεση ..........., οπότε η ενάγουσα, επί 5  καθημερινές εργάσθηκε επιπλέον, από τις 12.00 το μεσημέρι έως τις 21.00 το βράδυ, δηλαδή  εργάστηκε συνολικά 15 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο  ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,15 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 5 ημέρες = 246 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως  αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%  ήτοι 7,68 ευρώ Χ 5 ημέρες = 38,4 ευρώ, οι δε υπόλοιπες έξι ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες,  οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 12,3 Χ 6 ώρες Χ 5  ημέρες = 369 ευρώ. Τα Σάββατα στις 10/5 και 17/5 και τις Κυριακές στις 11/5 και 18/5, η ενάγουσα  εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 20.00 μ.μ., ήτοι 14 ώρες ημερησίως και η εναγόμενη  ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια  προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για τα Σάββατα, σύμφωνα  με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 6,15 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 =  98,4 ευρώ, για τις 5 ώρες ως κατ,’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο  κατά 100%, 12,3 Χ 5 ώρες Χ 2 - 123 ευρώ, ενώ για τις Κυριακές με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 10,76 Χ 2 = 172,16 ευρώ και για τις 5 ώρες υπερωρίες με το  νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 5 ώρες Χ 16,91 Χ  2 = 169,1 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και  από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (590,4 + 49,2 + 246  + 38,4 + 369 + 98,4 + 123 + 172,16 + 169,1) 1.338,46 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45%  κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 1.078,12 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.083  ευρώ και ουδέν ποσό της οφείλει, τον μήνα Ιούνιο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 15  εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 90 ώρες Χ 6,15 νόμιμο ωρομίσθιο = 553,5  ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 7/6, 14/6, 21/6 και 28/6, ημέρες Σάββατο, επομένως η  εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο  που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 6,15 Χ 4 = 98,4 ευρώ.
Περαιτέρω, από 23/6 έως και 27/6 η ενάγουσα εργάσθηκε επιπλέον κάθε ημέρα και από τις 14.00  το μεσημέρι έως τις 20.00 το βράδυ, αναπληρώνοντας άλλη εργαζόμενη που βρισκόταν σε άδεια,  δηλαδή εργάστηκε συνολικά 12 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω  νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,15 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 5 ημέρες = 246 ευρώ, η 9η ώρα  ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο  κατά 25% ήτοι 7,68 ευρώ Χ 5 ημέρες = 38,4 ευρώ, οι δε υπόλοιπες τρεις ώρες ημερησίως  αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%  ήτοι 12,3 Χ 3 ώρες Χ 5 ημέρες = 184,5 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη  σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές  αποδοχές (553,5 + 98,4 + 246 + 38,4 + 184,5) 1.120,8 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45%  κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 902,80 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 680,01  ευρώ και της οφείλει 222,70 ευρώ, τον μήνα Ιούλιο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 19  εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 114 ώρες Χ 6,15 νόμιμο ωρομίσθιο = 701,1  ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 5/7, 12/7, 19/7 και 26/7, ημέρες Σάββατο, επομένως η  εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο  που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 6,15 Χ 4 = 98,4 ευρώ.
Επίσης το μήνα αυτό η ενάγουσα έλαβε 4 ημέρες άδεια, για τις οποίες της οφειλόταν 4 Χ 6,15 Χ 6  ώρες = 147,6 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο  και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (701,1 + 98,4 +  147,6) 947,10 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 762,89 ευρώ,  η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 708 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 54,89 ευρώ, τον  μήνα Αύγουστο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 9 εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και  συνολικά 54 ώρες Χ 6,15 νόμιμο ωρομίσθιο = 332,1 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 16/8,  23/8 και 30/8, ημέρες Σάββατο, επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το  ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται  το ποσό των 4 ώρες Χ 6,15 Χ 3 = 73,8 ευρώ, ενώ εργάσθηκε και 28/4, δεύτερη ημέρα του Πάσχα,  επί 6 ώρες οι οποίες αμείβονται με 75% προσαύξηση, 6 Χ 10,76= 64,54 ευρώ. Περαιτέρω, από 18/8  έως και 22/8 η ενάγουσα εργάσθηκε επιπλέον κάθε ημέρα και από τις 13.00 το μεσημέρι έως τις  18.00, αναπληρώνοντας άλλη εργαζόμενη που βρισκόταν σε άδεια, δηλαδή εργάστηκε συνολικά  11 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες  Χ 6,15 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 5 ημέρες = 246 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη  υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,68 ευρώ Χ  5 ημέρες = 38,4 ευρώ, οι δε υπόλοιπες δύο ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες  αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 12,3 Χ 2 ώρες Χ 5 ημέρες =  123 ευρώ. Επίσης το μήνα αυτό η ενάγουσα έλαβε 6 ημέρες άδεια, για τις οποίες της οφειλόταν 6 Χ  6,15 Χ 6 ώρες = 221,4 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση  εργασίας, όσο και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές  (332,1 + 73,8 + 246 + 38,4 + 123) 1.034,70 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις  ασφαλιστικών εισφορών) 833,45 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 590,01 ευρώ και  της οφείλει το ποσό των 243,35 ευρώ, τον μήνα Σεπτέμβριο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν  17 εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 102 ώρες Χ 6,35 νόμιμο ωρομίσθιο =  647,7 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 20/9 και στις 27/9, ημέρες Σάββατο, επομένως η  εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο  που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 6,35 Χ 2 = 50,8 ευρώ.
Περαιτέρω, από 6/9 έως και 14/9 διεξήχθη η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, οπότε η ενάγουσα,  από τη Δευτέρα στις 8/9 έως την Παρασκευή στις 12/9 εργάσθηκε επιπλέον, από τις 12.00 το  μεσημέρι έως τις 21.00 το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 15 ώρες, εκ των οποίων της  οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,35 νόμιμο ωρομίσθιο Χ  5 ημέρες = 254 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το  νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,93 ευρώ Χ 5 ημέρες = 39,65 ευρώ, οι δε  υπόλοιπες έξι ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 12,7 Χ 6 ώρες Χ 5 ημέρες = 381 ευρώ. Τα Σάββατα στις 6/9 και  στις 13/9 και τις Κυριακές στις 7/9 και στις 14/9, η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και  τις 22.00 μ.μ., ήτοι 16 ώρες ημερησίως και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το  ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω.  Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για τα Σάββατα, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου  πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 6,35 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 = 101,60 ευρώ, για τις 7 ώρες ως κατ’  εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 12,7 Χ 7 ώρες Χ 2 =  177,80 ευρώ, ενώ για τις Κυριακές με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ  11,11 Χ 2 = 177,76 ευρώ και για τις 7 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο  κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 7 ώρες Χ 17,46 = 244,44 ευρώ. Συνεπεία των  ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις του  αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (647,7 + 50,8 + 254 + 39,65 + 381 +  101,60 + 177,80 + 177,76 + 244,44) 2.074,75 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις  ασφαλιστικών εισφορών) 1.671,22 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 994 ευρώ και  της οφείλει το ποσό των 677,22 ευρώ, τον μήνα Οκτώβριο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 15  εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 90 ώρες Χ 6,35 νόμιμο ωρομίσθιο = 571,5  ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 25/10, ημέρα Σάββατο, επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε  από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως  άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 6,35 = 25,4 ευρώ. Περαιτέρω, στους  χώρους στις ΔΕΘ διεξήχθησαν, από 2/10 έως και 5/10 η έκθεση ..., από 11/10 έως 13/10 η έκθεση  ..., από 17/10 έως 20/10 η έκθεση ... και από 30/10 έως και 31/10 η έκθεση ...- ..., οπότε η  ενάγουσα: 2/10 και 3/10 εργάσθηκε επιπλέον, από τις 12.00 το μεσημέρι έως τις 20.00 το βράδυ,  δηλαδή εργάστηκε συνολικά 14 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω  νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,35 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 101,6 ευρώ, η 9η ώρα  ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο  κατά 25% ήτοι 7,93 ευρώ Χ 2 ημέρες = 15,86 ευρώ, οι δε υπόλοιπες πέντε ώρες ημερησίως  αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%  ήτοι 12,7 Χ 5 ώρες Χ 2 ημέρες = 127 ευρώ. Στις 13/10 εργάσθηκε επιπλέον, από τις 15.00 το  μεσημέρι έως τις 21.00 το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 12 ώρες, εκ των οποίων της  οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,35 νόμιμο ωρομίσθιο =  50,8 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο  ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,93 ευρώ, οι δε υπόλοιπες τρεις ώρες αποτελούν  υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 12,7 Χ 3  ώρες = 38,1 ευρώ. 17/10 και 20/10 εργάσθηκε επιπλέον, από τις 15.00 το μεσημέρι έως τις 21.00  το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 12 ώρες, έκτων οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το  ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,35 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 101,6 ευρώ, η 9η  ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,93 ευρώ Χ 2 ημέρες = 15,86 ευρώ, οι δε υπόλοιπες τρεις ώρες  ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά  100% ήτοι 12,7 Χ 3 ώρες Χ 2 ημέρες = 76,2 ευρώ. 30/10 και 31/10 εργάσθηκε επιπλέον, από τις  12.00 το μεσημέρι έως τις 21.00 το βράδυ, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 15 ώρες, εκ των οποίων  της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,35 νόμιμο  ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 101,6 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία  αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,93 ευρώ Χ 2 ημέρες = 15,86  ευρώ, οι δε υπόλοιπες έξι ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο  ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 12,7 Χ 6 ώρες Χ 2 ημέρες = 152,4 ευρώ. Το Σάββατο  στις 4/10 και την Κυριακή στις 5/10, η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 21.00  μ.μ., ήτοι 15 ώρες ημερησίως και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που  θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η  ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού,  για τις 8 ώρες Χ 6,35 νόμιμο ωρομίσθιο = 50,8 ευρώ, για τις 6 ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με  το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 12,7 Χ 6 ώρες = 76,2 ευρώ, ενώ για την Κυριακή  με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 11,11 = 88,88 ευρώ και για τις 6 ώρες  υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 6  ώρες Χ 17,46 = 104,76 ευρώ. Επιπλέον, το Σάββατο στις 11/10 και την Κυριακή στις 12/10, η  ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 21.00 μ.μ., ήτοι 15 ώρες ημερησίως και η  εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με  τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο,  σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 6,35 νόμιμο ωρομίσθιο  = 50,8 ευρώ, για τις 6 ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο  κατά 100%, 12,7 Χ 6 ώρες = 76,2 ευρώ, ενώ για την Κυριακή με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 11,11 = 88,88 ευρώ και για τις 6 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο  ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 6 ώρες Χ 17,46 = 104,76  ευρώ. Τέλος, το Σάββατο στις 19/10 και την Κυριακή στις 20/10, η ενάγουσα εργάστηκε από τις  6.00 π.μ. έως και τις 22.00 μ.μ., ήτοι 16 ώρες ημερησίως και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την  εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα  εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις  του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 6,35 νόμιμο ωρομίσθιο = 50,8 ευρώ, για τις 7  ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 12,7 Χ 7  ώρες = 88,9 ευρώ, ενώ για την Κυριακή με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες  Χ 11,11 = 88,88 ευρώ και για τις 7 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά  175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 7 ώρες Χ 17,46 = 122,22 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω,  της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου  πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (571,5 + 25,4 + 101,6 + 15,86 + 127 + 50,8 + 76,2 +  88,88 + 104,76 + 50,8 + 38,1 + 50,8 + 76,2 + 88,88 + 104,76 + 104,76 + 15,86 + 76,2 + 50,8 +  88,9 + 88,88 + 122,22 + 101,6 + 15,86 + 152,4) 2.385,86 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45%  κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών] 1.921,82 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.038  ευρώ και της οφείλει το ποσό των 883,82 ευρώ, τον μήνα Νοέμβριο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’  αρχήν 18 εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 108 ώρες Χ 6,35 νόμιμο ωρομίσθιο  = 685,8 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 8/11, 22/11 και 29/11, ημέρες Σάββατο, επομένως  η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο  που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 6,35 Χ 3 = 76,2 ευρώ.
Περαιτέρω, στους χώρους στις ΔΕΘ διεξήχθησαν, από 1/11 έως 2/11 η έκθεση ... και από 13/11  έως 16/11 η έκθεση ..., οπότε η ενάγουσα: 13/11 και 14/11 εργάσθηκε επιπλέον, από τις 16.00 έως  τις 20.00, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 10 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το  ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,35 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 101,6 ευρώ, η 9η  ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 7,93 ευρώ Χ 2 ημέρες = 15,86 ευρώ, οι δε άλλη μία ώρα ημερησίως  αποτελεί υπερωρία, η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 12,7  Χ 2 ημέρες = 25,4 ευρώ. Το Σάββατο στη 1/11 η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις  23.00 μ.μ., ήτοι 17 ώρες και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα  κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η  ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού,  για τις 8 ώρες Χ 6,35 νόμιμο ωρομίσθιο = 50,8 ευρώ, για τις 8 ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με  το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 12,7 Χ 8 ώρες = 101,6 ευρώ, την Κυριακή 2/11 η  ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 21.00 μ.μ., ήτοι 15 ώρες και η εναγόμενη  ωφελήθηκε από την εργασία της ως άνω και δικαιούται, σύμφωνα με τις διατάξεις του  αδικαιολόγητου πλουτισμού, το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 11,11 =  88,88 ευρώ και για τις 6 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 175% λόγω  Κυριακής και για υπερωρίες, 6 ώρες Χ 17,46 = 104,76 ευρώ. Επιπλέον, το Σάββατο 15/11 η  ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 10.00 και από τις 16.00 έως τις 20.00, ήτοι 8  ώρες και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο  εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για  το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 6,35  νόμιμο ωρομίσθιο = 50,8 ευρώ, την Κυριακή 16/11 η ενάγουσα εργάστηκε από τις 8.00 έως και τις  20.00, ήτοι 12 ώρες και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της ως άνω και δικαιούται,  σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο  κατά 75%, 8 ώρες Χ 11,11 = 88,88 ευρώ και για τις 2 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 2 ώρες Χ 17,46 = 34,92 ευρώ.
Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις  του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (685,8 + 76,2 + 50,8 + 101,6 + 88,88  + 104,76 + 101,6 + 15,86 + 25,4 + 50,8 + 88,88 + 34,92) 1.425,50 ευρώ και καθαρές (μείον  19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 1.148,25 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό  των 680 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 462,25 ευρώ και, τον μήνα Δεκέμβριο, η ενάγουσα  εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 16 εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 96 ώρες Χ 6,35  νόμιμο ωρομίσθιο = 609,6 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 6/12, 13/12 και 27/12, ημέρες  Σάββατο, επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε  σε άλλο εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ  6,35 Χ 3 = 76,2 ευρώ. Επιπλέον, από 15/12 έως 19/12 της χορηγήθηκε άδεια, για την οποία της  οφειλόταν 5 ημέρες Χ 6,35 Χ 6 ώρες = 190,5 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο  από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά  μικτές αποδοχές (609,6 + 76,2 + 190,5) 876,3 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις  ασφαλιστικών εισφορών) 705,86 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 690 ευρώ και της  οφείλει 15,86 ευρώ. Για το έτος 2008 η εναγόμενη της όφειλε, για δώρο Πάσχα 15 ημερομίσθια, τα  οποία υπολογίζονται σε (59,31 ευρώ Χ 15 = 889,59 +37,07] 926,66 ευρώ μικτά και καθαρά (μείον  19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 746,42 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των  420,60 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 325,82 ευρώ, για δώρο Χριστουγέννων 25 ημερομίσθια,  τα οποία υπολογίζονται σε (61,63 ευρώ Χ 25 = 1540,66 +64,19) 1.604,85 ευρώ μικτά και καθαρά  (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 1.292,71 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το  ποσό των 621,25 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 671,46 ευρώ και, τέλος, για επίδομα αδείας 13  ημερομίσθια, τα οποία υπολογίζονται σε (60,84ευρώ Χ 13) 790,95 ευρώ μικτά και καθαρά (μείον  19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 637,11 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των  349,94 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 287,17 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, για το έτος 2008  η εναγόμενη της οφείλει το συνολικό ποσό των (488,65 + 378,45 + 264,98 + 222,70 + 54,89 +  243,35 + 677,22 + 883,82 + 462,25 + 15,86 + 325,82 + 671,46 + 287,17) 4.976,62 (- 21,27  ευρώ διαφορές καταβληθεισών αποδοχών) 4.955,35 ευρώ. Το έτος 2009, οπότε κατά τα  προεκτεθέντα το νόμιμο ωρομίσθιο της ενάγουσας ανερχόταν από 1.1.2009 έως 1.9.2009 σε 6,83  ευρώ και από 1.9.2009 σε 7,11 ευρώ, τον μήνα Ιανουάριο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 17  εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 102 ώρες Χ 6,51 νόμιμο ωρομίσθιο = 664,02  ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 3/1, 10/1 και 31/1, ημέρες Σάββατο, επομένως η εναγόμενη  ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα  εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 6,51 Χ 3 = 78,12 ευρώ.
Περαιτέρω, στους χώρους στις ΔΕΘ διεξήχθησαν, από 17/1 έως και 19/1 η κλαδική έκθεση ... και  από 23/1 έως 26/1 η έκθεση ..., οπότε η ενάγουσα: 23/1 και 26/1 εργάσθηκε επιπλέον, από τις  12.00 έως τις 21.00, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 15 ώρες, έκτων οποίων της οφείλονταν, για τις 8  ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,51 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 104,16  ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 8,14 ευρώ Χ 2 ημέρες = 16,28 ευρώ, οι δε άλλες 6 ώρες ημερησίως  αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%  ήτοι 13,02 Χ 6 ώρες Χ 2 ημέρες = 156,24 ευρώ. 19/1 εργάσθηκε επιπλέον, από τις 15.00 έως τις  20.00, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 11 ώρες, έκτων οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως  άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,51 νόμιμο ωρομίσθιο = 52,08 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως  αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%  ήτοι 8,14 ευρώ, οι δε άλλες 2 ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το  νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 13,02 Χ 2 ώρες = 26,04 ευρώ. Το Σάββατο 17/1  η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 έως και τις 10.00 και από τις 15.00 ως τις 20.00 ήτοι 9 ώρες  και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο  εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για  το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 6,51  νόμιμο ωρομίσθιο = 52,08 ευρώ, την Κυριακή 18/1 η ενάγουσα εργάστηκε από τις 8.00 έως και τις  20.00, ήτοι 12 ώρες και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της ως άνω και δικαιούται,  σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο  κατά 75%, 8 ώρες Χ 11,39 = 91,12 ευρώ και για τις 3 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 3 ώρες Χ 17,90 = 53,7 ευρώ.  Επιπλέον, το Σάββατο 24/1 η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 22.00, ήτοι 16  ώρες και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο  εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για  το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 6,51  νόμιμο ωρομίσθιο = 52,08 ευρώ, οι δε άλλες 8 ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες  αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 13,02 Χ 8 ώρες = 104,16 ευρώ  και την Κυριακή 25/1 η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 έως και τις 21.00, ήτοι 15 ώρες και η  εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της ως άνω και δικαιούται, σύμφωνα με τις διατάξεις του  αδικαιολόγητου πλουτισμού, το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 11,39 =  91,12 ευρώ και για τις 6 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 175% λόγω  Κυριακής και για υπερωρίες, 6 ώρες Χ 17,90 = 107,4 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της  οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου  πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (664,02 + 78,12 + 104,166 + 16,28 + 156,24 + 52,08 +  26,04 + 52,08 + 52,08 + 8,14 + 104,16 + 91,12 + 13,02 + 53,7 + 91,12 + 107,4) 1.669,76 ευρώ  και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 1.343 ευρώ, η εναγόμενη της  κατέβαλε το ποσό των 729 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 614 ευρώ, τον μήνα Φεβρουάριο, η  ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 16 εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 96 ώρες  Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο = 655,68 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στη 1/2, 14/2 και 28/2,  ημέρες Σάββατο, επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα  κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4  ώρες Χ 6,83 Χ 3 = 81,96 ευρώ. Περαιτέρω, στους χώρους στις ΔΕΘ διεξήχθησαν, από 5/2 έως και  8/2 η έκθεση ... και από 19/2 έως και 22/2 η ... και η ..., οπότε η ενάγουσα: 5/2 και 6/2 εργάσθηκε  επιπλέον, από τις 12.00 έως τις 21.00, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 15 ώρες, εκ των οποίων της  οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο Χ  2 ημέρες = 109,28 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με  το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 8,54 ευρώ Χ 2 ημέρες = 17,08 ευρώ, οι δε  άλλες έξι ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 13,66 Χ 6 ώρες Χ 2 ημέρες = 163,92 ευρώ. 19/2 και 20/2  εργάσθηκε επιπλέον, από τις 12.00 έως τις 21.00, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 15 ώρες, εκ των  οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,83 νόμιμο  ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 109,28 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία  αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 8,54 ευρώ Χ 2 ημέρες = 17,08  ευρώ, οι δε άλλες έξι ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο  ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 13,66 Χ 6 ώρες Χ 2 ημέρες = 163,92 ευρώ. Το Σάββατο  7/2 και την Κυριακή 8/2 η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 21.00 μ.μ., ήτοι 15  ώρες και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο  εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για  το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 6,83  νόμιμο ωρομίσθιο = 54,64 ευρώ, για τις 6 ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο  ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 13,66 Χ 6 ώρες = 81,96 ευρώ και την Κυριακή το νόμιμο  ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 11,95 = 95,6 ευρώ και για τις 6 ώρες υπερωρίες με  το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 6 ώρες Χ 18,78  = 112,68 ευρώ. Επιπλέον, το Σάββατο 21/2 και την Κυριακή 22/2 η ενάγουσα εργάστηκε από τις  6.00 π.μ. έως και τις 21.00 μ.μ., ήτοι 15 ώρες και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της  κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως  άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις του  αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο = 54,64 ευρώ, για τις 6 ώρες  ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 13,66 Χ 6 ώρες =  81,96 ευρώ και την Κυριακή το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 19,95= 95,6  ευρώ και για τις 6 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 175% λόγω  Κυριακής και για υπερωρίες, 6 ώρες Χ 18,78 = 112,68 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της  οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου  πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (655,68 + 81,96 + 109,28 + 17,08 + 163,92 + 54,64 +  81,96+ 95,6 + 112,68 + 109,28 + 17,08 + 163,92 + 54,64 + 81,96 + 95,6 + 112,68} 2.067,96  ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 1.617,42 ευρώ, η εναγόμενη  της κατέβαλε το ποσό των 846 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 771,42 ευρώ, τον μήνα Μάρτιο,  η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 15 εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 90  ώρες Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο = 614,7 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 28/3, ημέρα  Σάββατο, επομένως η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε  σε άλλο εργαζόμενο που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ  6,83 = 27,32 ευρώ. Περαιτέρω, στους χώρους στις ΔΕΘ διεξήχθησαν, από 6/3 έως και 9/3 η  έκθεση ... από 14/3 έως 16/3 η έκθεση ... και από 19/3 έως και 22/3 η έκθεση ... οπότε η  ενάγουσα: 6/3 και 9/3 εργάσθηκε επιπλέον, από τις 12.00 έως τις 21.00, δηλαδή εργάστηκε  συνολικά 15 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και  δη 8 ώρες Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 109,28 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί  νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 8,54  ευρώ Χ 2 ημέρες = 17,08 ευρώ, οι δε άλλες έξι ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες  αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 13,66 Χ 6 ώρες Χ 2 ημέρες =  163,92 ευρώ. 16/3 εργάσθηκε επιπλέον, από τις 15.00 έως τις 21.00, δηλαδή εργάστηκε συνολικά  12 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες  Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο = 54,64 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία  αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 8,54 ευρώ, οι δε άλλες τρεις ώρες  ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά  100% ήτοι 13,66 Χ 3 ώρες = 40,98 ευρώ. 19/3 και 20/3 εργάσθηκε επιπλέον, από τις 12.00 έως τις  20.00, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 14 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως  άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 109,28 ευρώ, η 9η  ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 8,54 ευρώ Χ 2 ημέρες = 17,08 ευρώ, οι δε άλλες πέντε ώρες  ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά  100% ήτοι 13,66 Χ 5 ώρες Χ 2 ημέρες = 136,6 ευρώ. Το Σάββατο 7/3 και την Κυριακή 8/3 η  ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 21.00 μ.μ., ήτοι 15 ώρες και η εναγόμενη  ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια  προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο, σύμφωνα  με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο = 54,64  ευρώ, για τις 6 ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά  100%, 13,66 Χ 6 ώρες = 81,96 ευρώ και την Κυριακή το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά  75%, 8 ώρες Χ 11,95 = 95,6 ευρώ και για τις 6 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 6 ώρες Χ 18,78 = 112,68 ευρώ. Το  Σάββατο 14/3 και την Κυριακή 15/3 η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 21.00  μ.μ., ήτοι 15 ώρες και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα  κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η  ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού,  για τις 8 ώρες Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο = 54,64 ευρώ, για τις 6 ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες,  με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 13,66 Χ 6 ώρες = 81,96 ευρώ και την Κυριακή  το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 11,95 = 95,6 ευρώ και για τις 6 ώρες  υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 6  ώρες Χ 18,78 = 112,68 ευρώ. Επιπλέον, το Σάββατο 21/3 και την Κυριακή 22/3 η ενάγουσα  εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 20.00 μ.μ., ήτοι 14 ώρες και η εναγόμενη ωφελήθηκε από  την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα  εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις  του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο = 54,64 ευρώ, για τις 5  ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 13,66 Χ 5  ώρες = 68,30 ευρώ και την Κυριακή το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ  11,95 = 95,6 ευρώ και για τις 5 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά  175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 5 ώρες Χ 18,78 = 93,9 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της  οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου  πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (614,7 + 27,32 + 109,28 + 17,06 + 163,92 + 54,64 +  81,96 + 95,6 + 112,68 + 109,28 + 17,08 + 136,6 + 54,6 + 8,54 + 68,3 + 95,6 + 93,9 + 54,64 +  81,96 + 95,6 + 112,68 + 54,64 + 40,98) 2.301,55 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις  ασφαλιστικών εισφορών) 1.853,90 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 1.116,63 ευρώ  και της οφείλει το ποσό των 737,27 ευρώ, τον μήνα Απρίλιο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν  14 εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 84 ώρες Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο =  573,72 ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 18/4 και 25/4, ημέρες Σάββατο, επομένως η  εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο  που θα εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 6,83 Χ 2 = 54,64  ευρώ. Περαιτέρω, στους χώρους στις ΔΕΘ διεξήχθη, από 2/4 έως και 5/4 η έκθεση ..., οπότε η  ενάγουσα: 2/4 και 3/4 εργάσθηκε επιπλέον, από τις 15.00 έως τις 21.00, δηλαδή εργάστηκε  συνολικά 12 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και  δη 8 ώρες Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 109,28 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί  νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 8,54  ευρώ Χ 2 ημέρες = 17,08 ευρώ, οι δε άλλες τρεις ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες  αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 13,66 Χ 3 ώρες Χ 2 ημέρες =  81,96 ευρώ. Το Σάββατο 4/4 και την Κυριακή 5/4 η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως τις  10.00 και από τις 15.00 ως τις 21.00 μ.μ., ήτοι 10 ώρες και η εναγόμενη ωφελήθηκε από την  εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα  εργαζόταν ως άνω. Επομένως η’ ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις  του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο = 54,64 ευρώ, για τη 1  ώρα ως κατ’ εξαίρεση υπερωρία, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 13,66 ευρώ  και την Κυριακή το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 11,95 = 95,6 ευρώ και  για τη 1 ώρα υπερωρία με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για  υπερωρίες, 18,78 ευρώ. Επιπλέον, το μήνα αυτό η ενάγουσα έλαβε και 5 ημέρες άδεια, για τις  οποίες τις οφείλονται 5 ημέρες Χ 6 ώρες Χ 6,83 = 204,9 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της  οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου  πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (573,72 + 54,64 + 109,28 + 17,08 + 81,96 + 54,64 +  13,66 + 95,6 + 18,78 + 204,9) 1.224,26 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις  ασφαλιστικών εισφορών) 986,15 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 653,15 ευρώ και  της οφείλει το ποσό των 333 ευρώ, τον μήνα Μάιο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 23  εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 138 ώρες Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο = 942,54  ευρώ. Επιπλέον εργάσθηκε 4 ώρες στις 2/5, 23/5 και 30/5, ημέρες Σάββατο, επομένως η εναγόμενη  ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα  εργαζόταν ως άνω και η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4 ώρες Χ 6,83 Χ 3 ημέρες = 81,96  ευρώ. Περαιτέρω, στους χώρους στις ΔΕΘ διεξήχθη από 9/5 έως και 17/5 η έκθεση ..., οπότε η  ενάγουσα, στις 11/5 εργάσθηκε επιπλέον, από τις 15.00 έως τις 21.00, δηλαδή εργάστηκε συνολικά  12 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες  Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο = 54,64 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία  αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 17,08 ευρώ, οι δε άλλες τρεις  ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο  κατά 100% ήτοι 13,66 Χ 3 ώρες = 40,98 ευρώ. Τα Σάββατα 9/5 και 16/5 και τις Κυριακές 10/5 και  17/5 η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 20.00 μ.μ., ήτοι 14 ώρες και η εναγόμενη  ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια  προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για τα Σάββατα, σύμφωνα  με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 =  109,28 ευρώ, για τις 5 ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο  κατά 100%, 13,66 Χ 5 ώρες Χ 2 = 136,6 ευρώ και την Κυριακή το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 11,95 Χ 2 = 191,2 ευρώ και για τις 5 ώρες υπερωρίες με το  νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 5 ώρες Χ 18,78 Χ  2 = 187,8 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και  από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (942,54 + 81,96 +  54,64 + 8,54 + 40,98 + 109,28 + 136,6 + 191,2 + 187,8) 1.535,4 ευρώ και καθαρές (μείον  19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 1.235,8 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό  των 854,75 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 381,05 ευρώ, τον μήνα Ιούνιο, η ενάγουσα  εργάσθηκε 21 εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 126 ώρες Χ 6,83 νόμιμο  ωρομίσθιο = 860,58 ευρώ, συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται από τη σύμβαση εργασίας,  μικτές αποδοχές 860,58 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών)  693,20 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 683,39 ευρώ και της οφείλει το ποσό των  9,81 ευρώ, τον μήνα Ιούλιο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 13 εργάσιμες ημέρες επί 6 ώρες  ημερησίως και συνολικά 78 ώρες Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο = 532,74 ευρώ. Περαιτέρω, από 13/7  έως και 17/7 η ενάγουσα εργάσθηκε και από 13.00 έως 18.00 καθημερινά αναπληρώνοντας  εργαζόμενη που είχε πάρει την άδεια της, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 11 ώρες, εκ των οποίων της  οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο Χ  5 ημέρες = 273,2 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το  νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 8,54 ευρώ Χ 5 ημέρες = 42,7 ευρώ, οι δε άλλες  δύο ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο  προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 13,66 Χ 2 ώρες Χ 5 ημέρες = 136,6 ευρώ. Επιπλέον, το μήνα αυτό  η ενάγουσα έλαβε και 5 ημέρες άδεια, για τις οποίες της οφείλονται 5 ημέρες Χ 6 ώρες Χ 6,83 =  204,9 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από  τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (532,74 + 273,2 + 42,7 +  136,6 + 204,9) 1.190,14 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών)  958,66 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 645,94 ευρώ και της οφείλει το ποσό των  312,72 ευρώ, τον μήνα Αύγουστο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 16 εργάσιμες ημέρες επί 6  ώρες ημερησίως και συνολικά 96 ώρες Χ 6,83 νόμιμο ωρομίσθιο = 655,68 ευρώ. Επιπλέον, το μήνα  αυτό η ενάγουσα έλαβε και 5 ημέρες άδεια, για τις οποίες της οφείλονται 5 ημέρες Χ 6 ώρες Χ 6,83  = 204,9 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται από τη σύμβαση εργασίας, συνολικά μικτές  αποδοχές (655,68 +204,9) 860,58 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών  εισφορών) 693,20 ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 597,99 ευρώ και της οφείλει το  ποσό των 95,21 ευρώ, τον μήνα Σεπτέμβριο, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 17 εργάσιμες  ημέρες επί 6 ώρες ημερησίως και συνολικά 102 ώρες Χ 7,11 νόμιμο ωρομίσθιο = 725,22 ευρώ.
Περαιτέρω, από 6/9 έως και 14/9 διεξήχθη η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, οπότε η ενάγουσα:  7/9 και 8/9 εργάσθηκε επιπλέον, από τις 12.00 έως τις 20.00, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 14  ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ  7,11 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 2 ημέρες = 113,7 ευρώ, η 9η ώρα ημερησίως αποτελεί νόμιμη  υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% ήτοι 8,89 ευρώ Χ  2 ημέρες = 17,78 ευρώ, οι δε άλλες πέντε ώρες ημερησίως αποτελούν υπερωρίες, οι οποίες  αμείβονται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ήτοι 14,22 Χ 5 ώρες Χ 2 ημέρες =  142,2 ευρώ. 9/9, 10/9 και 11/9 εργάσθηκε επιπλέον, από τις 06.00 έως τις 15.00, δηλαδή  εργάστηκε συνολικά 9 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν, για τις 8 ώρες το ως άνω νόμιμο  ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 7,11 νόμιμο ωρομίσθιο Χ 3 ημέρες = 170,64 ευρώ, η δε 9η ώρα  ημερησίως αποτελεί νόμιμη υπερεργασία η οποία αμείβεται με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο  κατά 25% ήτοι 8,89 Χ 3 = 26,67 ευρώ. Το Σάββατο 5/9 και την Κυριακή 6/9 η ενάγουσα  εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 22.00 μ.μ., ήτοι 16 ώρες και η εναγόμενη ωφελήθηκε από  την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα που θα  εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις  του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 7,11 νόμιμο ωρομίσθιο = 56,88 ευρώ, για τις 7  ώρες ως κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, 14,22 Χ 7  ώρες = 99,54 ευρώ και την Κυριακή το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ  12,44 = 99,52 ευρώ και για τις 7 ώρες υπερωρίες με το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά  175% λόγω Κυριακής και για υπερωρίες, 7 ώρες Χ 19,55 = 136,85 ευρώ. Το Σάββατο 12/9 και την  Κυριακή 13/9 η ενάγουσα εργάστηκε από τις 6.00 π.μ. έως και τις 11.00 μ.μ., ήτοι 5 ώρες και η  εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με  τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο,  σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 5 ώρες Χ 7,11 νόμιμο ωρομίσθιο  = 35,55 ευρώ και την Κυριακή το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 5 ώρες Χ 12,44 =  62,2 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από  τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (725,22 + 113,7 + 17,78  + 142,2 + 170,64 + 26,67 + 56,88 + 99,54 + 99,52 + 136,85 + 35,55 + 62,4) 1.686,95 ευρώ και  καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 1.358,84 ευρώ, η εναγόμενη της  κατέβαλε το ποσό των 848,69 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 510,15 ευρώ, τον μήνα  Οκτώβριο η ενάγουσα εργάσθηκε, κατ’ αρχήν 9 εργάσιμες ημέρες επί 5 ώρες ημερησίως και  συνολικά 45 ώρες Χ 7,11νόμιμο ωρομίσθιο = 319,95 ευρώ. Περαιτέρω, στους χώρους στις ΔΕΘ  διεξήχθη από 29/10 έως και 1/11 η έκθεση ...- ..., οπότε η ενάγουσα, στις 29/10 εργάσθηκε, από  τις 07.00 έως τις 15.00, δηλαδή εργάστηκε συνολικά 8 ώρες, εκ των οποίων της οφείλονταν το ως  άνω νόμιμο ωρομίσθιο και δη 8 ώρες Χ 7,11 νόμιμο ωρομίσθιο = 56,88 ευρώ. Το Σάββατο 31/10  και την Κυριακή 1/11 η ενάγουσα εργάστηκε από τις 7.00 έως και τις 15.00 ήτοι 8 ώρες και η  εναγόμενη ωφελήθηκε από την εργασία της κατά το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με  τα ίδια προσόντα που θα εργαζόταν ως άνω. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται, για το Σάββατο,  σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τις 8 ώρες Χ 7,11 νόμιμο ωρομίσθιο  = 56,88 ευρώ και την Κυριακή το νόμιμο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, 8 ώρες Χ 12,44 =  99,52 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται, τόσο από τη σύμβαση εργασίας, όσο και από  τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνολικά μικτές αποδοχές (319,95 + 56,88 + 56,88  + 99,52) 533,23 ευρώ και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 429,52  ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 567,18 ευρώ και δεν της οφείλει ουδέν ποσό, αλλά  της κατέβαλε επιπλέον 137,66 ευρώ, τον μήνα Νοέμβριο η ενάγουσα εργάσθηκε, 8 εργάσιμες  ημέρες επί 5 ώρες ημερησίως και συνολικά 40 ώρες Χ 7,11 νόμιμο ωρομίσθιο = 284,4 ευρώ.
Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται από τη σύμβαση εργασίας, συνολικά οι παραπάνω μικτές  αποδοχές και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 229,08 ευρώ, η  εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 266,65 ευρώ και δεν της οφείλει ουδέν ποσό, αλλά της  κατέβαλε επιπλέον 37,57 ευρώ και, τον μήνα Δεκέμβριο η ενάγουσα εργάσθηκε, 10 εργάσιμες  ημέρες επί 5 ώρες ημερησίως και συνολικά 50 ώρες Χ 7,11 νόμιμο ωρομίσθιο = 355,5 ευρώ.  Συνεπεία των ανωτέρω, της οφείλονται από τη σύμβαση εργασίας, συνολικά οι παραπάνω μικτές  αποδοχές και καθαρές (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 286,36 ευρώ, η  εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 325,9 ευρώ και δεν της οφείλει ουδέν ποσό, αλλά της  κατέβαλε επιπλέον 39,54 ευρώ. Τέλος, για το έτος 2009 η εναγόμενη της όφειλε, για δώρο Πάσχα  15 ημερομίσθια, τα οποία υπολογίζονται σε (72,93 ευρώ Χ 15 = 1093,96+45,48) 1.139,55 ευρώ  μικτά και καθαρά (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 917,90 ευρώ, η εναγόμενη  της κατέβαλε το ποσό των 467,3 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 450,60 ευρώ, για δώρο  Χριστουγέννων 25 ημερομίσθια, τα οποία υπολογίζονται σε (56,44 ευρώ Χ 25 = 1411,06+58,79)  1.469,8 ευρώ μικτά και καθαρά (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 1.183,97  ευρώ, η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 501,89 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 682,08  ευρώ και, τέλος, για επίδομα αδείας 13 ημερομίσθια, τα οποία υπολογίζονται σε (63,50 ευρώ Χ 13)  825,49 ευρώ μικτά και καθαρά (μείον 19,45% κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών) 664,93 ευρώ, η  εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 454,73 ευρώ και της οφείλει το ποσό των 210,20 ευρώ.
Συνεπεία των ανωτέρω, για το έτος 2009 η εναγόμενη της οφείλει το συνολικό ποσό των (614 +  771,42 + 737,27 + 333 + 381,05 + 9,81 + 312,72 + 95,21 + 510,15 + 450,60 + 682,08 + 210,20)  5.107,51 ευρώ (214,77 ευρώ διαφορές καταβληθεισών αποδοχών) 4.892,74 ευρώ. Συνεπεία των  ανωτέρω και για τους προεκτεθέντες λόγους, η εναγόμενη όφειλε στην ενάγουσα το συνολικό  ποσό των (4.685,53 ευρώ + 4.955,35 ευρώ + 4.892,74 ευρώ) 14.533,62 ευρώ.

Η άποψη ότι στην  αποδοτέα ωφέλεια του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν υπολογίζονται τα επιδόματα  οικογενειακών βαρών, τριετιών κ.λ.π., επειδή η εργασία με έγκυρη σύμβαση μπορεί να παρασχεθεί  και από εργαζόμενο χωρίς οικογενειακά βάρη και προϋπηρεσία, παραβλέπει το γεγονός ότι ο  εργοδότης επέλεξε να απασχολήσει ακύρως τον συγκεκριμένο εργαζόμενο με τα συγκεκριμένα  προσόντα (οικογενειακά βάρη, τριετίες, πείρα και ικανότητες) και αυτού την αξία της εργασίας  ωφελήθηκε και έτσι οφείλει να αποδώσει ίσης αξίας ωφέλεια, την οποία και πράγματι απεκόμισε και  όχι μικρότερη αυτής, γιατί τότε δεν αποδίδεται ολόκληρη η ωφέλεια αλλά μέρος αυτής, κατά  παράβαση της διάταξης του άρθρου 904 του ΑΚ, μάλιστα με την αποκρουσμένη ως άνω άποψη  βλάπτεται αδικαιολογήτως ο εργαζόμενος, ο οποίος για εργασία ίσης αξίας και ποιότητας με αυτήν  που θα παρείχε με έγκυρη σύμβαση, αμείβεται με μικρότερο ποσό και ωφελείται αντίστοιχα  αδικαιολογήτως ο εργοδότης, ο οποίος έτσι ωθείται εμμέσως να χρησιμοποιεί παρανόμως και  ακύρως τις υπηρεσίες του εργαζομένου του, ώστε να τις αμείβει λιγότερο από όσο θα τις άμειβε αν  παρέχονταν με έγκυρη σύμβαση. Συνεπεία των ανωτέρω, απορριπτέος τυγχάνει ο σχετικός  ισχυρισμός της εκκαλούσας.

Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι για τα Σάββατα και τις Κυριακές που  εργαζόταν ως άνω η ενάγουσα, της χορηγούνταν από την εναγόμενη άλλη ημέρα αναπαύσεως σε  αναπλήρωση, ο δε ισχυρισμός της εκκαλούσας, ότι οι ημέρες υποχρεωτικής αναπαύσεως δεν έχουν  εφαρμογή στην περίπτωση της ενάγουσας, δεν είναι βάσιμος, εφόσον η εργασία της ενάγουσας δεν  εντάσσεται σε καμία από τις περιπτώσεις των αρ. 3 και 7 του β.δ. 748/1966.

Σημειωτέον, εξάλλου,  ότι, στους παραπάνω υπολογισμούς των νομίμων αποδοχών της ενάγουσας και στην  προσβαλλόμενη απόφαση, δεν συμπεριλαμβανόταν η 9η ώρα της υπερεργασίας τα Σάββατα και τις  Κυριακές, η οποία κρίθηκε μη νόμιμη από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώ είχαν αφαιρεθεί από τα  ως άνω οφειλόμενα ποσά και όλες οι καταβολές στις οποίες προέβη η εναγόμενη προς την  ενάγουσα, συνεπώς είχε ήδη συμψηφιστεί, στις ως άνω οφειλές της προς την ενάγουσα, το ποσό  των 9.845,55 ευρώ που ισχυρίζεται η εναγόμενη ότι της κατέβαλε επιπλέον των εκάστοτε νομίμων  αποδοχών της, απορριπτομένων των σχετικών λόγων εφέσεως της εκκαλούσας.

Με τις παραδοχές  αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο, δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της  αποφάσεως του Ειρηνοδικείου που είχε δεχθεί την αγωγή της αναιρεσίβλητης και ερευνώντας την  τελευταία (αγωγή), δέχθηκε εν μέρει αυτήν και επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη το συνολικό ποσό  των 14.533,62 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται αφενός μεν και αμοιβές, σύμφωνα με τις  διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, για εργασία που παρασχέθηκε από αυτήν προς την  αναιρεσείουσα, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τα Σάββατα και τις Κυριακές και αργίες, ως έκτη  και έβδομη ημέρα της εβδομάδας, χωρίς να της χορηγηθούν αναπληρωματικές ημέρες ανάπαυσης,  υπολογίζοντας στο ωρομίσθιο, με βάση το οποίο προσδιόρισε την αποδοτέα ωφέλεια που  αποκόμισε η αναιρεσείουσα εργοδότρια, το επίδομα γάμου και τα επιδόματα προϋπηρεσίας, που  λάμβανε η αναιρεσίβλητη για την εργασία της κατά το διάστημα της πενθήμερης εργασίας της, στα  πλαίσια της έγκυρης σύμβασης που την συνέδεε με την αναιρεσείουσα, που δεν αποτελούν όμως  ωφέλεια, κατά τα προαναφερόμενα, αφού δεν είναι βέβαιο ότι ο εργαζόμενος που θα απασχολείτο  στη θέση της αναιρεσίβλητης με έγκυρη σύμβαση εργασίας θα δικαιούτο το επίδομα γάμου και το  επίδομα προϋπηρεσίας και αφετέρου αμοιβή για πραγματοποίηση κατ’ εξαίρεση υπερωριών την  οποία υπολόγισε για κάθε τέτοια ώρα με βάση το νόμιμο ωρομίσθιο, προσδιοριζόμενο από το  ημερομίσθιο, τα επιδόματα και τις προσαυξήσεις που καθορίζονταν από τις προαναφερόμενες  Σ.Σ.Ε. και Δ.Α, που ήταν και το καταβαλλόμενο, προσαυξημένο κατά 100%.

Με την κρίση του αυτή  το ως εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο, όσον μεν αφορά τις κατ’ εξαίρεση υπερωρίες δεν  παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 435/1976, 6 της από  14.2.1984 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 1984 και 4 του ν. 2874/2000 και συνεπώς ο μοναδικός από τον αριθμό 1 του  άρθρου 560 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως κατά το αντίστοιχο μέρος του, με το οποίο αποδίδεται στην  προσβαλλομένη η πλημμέλεια αυτή είναι αβάσιμος. Όσον όμως αφορά την αμοιβή για εργασία κατά  τα Σάββατα και τις Κυριακές και αργίες, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 1975  της 26.2.1975, η οποία κυρώθηκε με το ν. 133/1975, των άρθρων 6 της από 14.2.1984 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 1984 , 2  του ν. 435/1976, 1 και 10 παρ. 1 του ΒΔ 748/1966, της 8900/1956 ΚΥΑ των Υπουργών  Οικονομικών και Εργασίας, της Δ.Α. 39/2004 "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των  εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της Χώρας" και του άρθρου 904 ΑΚ.

Επομένως ο ίδιος μοναδικός από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως κατά το  αντίστοιχο μέρος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλομένη απόφαση η πλημμέλεια αυτή  είναι βάσιμος. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή του μοναδικού αυτού  λόγου αναιρέσεως, ως προς το μέρος του που κρίθηκε βάσιμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη  απόφαση κατά το κεφάλαιό της, που αναφέρεται στην αμοιβή της αναιρεσίβλητης για εργασία κατά  τα Σάββατα και τις Κυριακές και αργίες, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, στο  οποίο αναφέρεται κατά το μέρος του που έγινε δεκτός ο λόγος αναιρέσεως, να παραπεμφθεί η  υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστή άλλον,  από εκείνον που την εξέδωσε (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά  έξοδα, λόγω της ισομερούς νίκης και ήττας κάθε διάδικου μέρους (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια  ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβλήθηκε αίτημα με  το αναιρετήριο ή με το δικόγραφο των προτάσεων, ή με αυτοτελές δικόγραφο, (που κατατίθενται  τα δύο τελευταία στη γραμματεία του Αρείου Πάγου έως την παραμονή της συζήτησης), διατάσσει  με την αναιρετική απόφασή του την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που υπήρχε  πριν από τη εκτέλεση.

Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο Άρειος Πάγος για να διατάξει την  επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την εκτέλεση, πρέπει αυτή είτε  εκούσια είτε αναγκαστική, να έγινε με βάση την αναιρούμενη απόφαση, και όχι με άλλη, γιατί στην  τελευταία περίπτωση την επαναφορά διατάσσει, κατά το άρθρο 581 παρ. 3 του ΚΠολΔ, το  δικαστήριο της παραπομπής ενώπιον του οποίου συζητείται και πάλι η έφεση μετά την αναίρεση  (ΑΠ 1134/2012, ΑΠ 557/2010, ΑΠ 1677/2008, ΑΠ 1877/2005). Σε περίπτωση που η εκτέλεση έγινε δυνάμει  προσωρινά εκτελεστής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εάν η απόφαση αυτή δεν είχε  επικυρωθεί από το Εφετείο με την αναιρεθείσα απόφαση του, δεν είναι παραδεκτή η αίτηση  επαναφοράς στο δικαστήριο του Αρείου Πάγιου, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα μεταξύ  εκτελεσθείσας και αναιρεθείσας αποφάσεως (ΑΠ 415/2014, ΑΠ 127/2011). Στην προκειμένη περίπτωση  η αναιρεσείουσα, υπέβαλε με τις προτάσεις της παρούσας συζητήσεως, που κατέθεσε στη  Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου την παραμονή της συζητήσεως της υποθέσεως (7.11.2016),  αίτηση με την οποία ζητάει να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στη κατάσταση που υπήρχε  πριν από την εκτέλεση και να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να της αποδώσει το ποσό των  16.064,16 ευρώ, το οποίο κατέβαλε σ’ αυτήν, για κεφάλαιο (15.378,92 ευρώ) και τόκους ( 685,24  ευρώ), σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής υπ’ αριθ. 5210/2013 αποφάσεως του  Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία όμως στη συνέχεια, όπως προαναφέρθηκε, εξαφανίσθηκε με  την αναιρούμενη υπ’ αριθ. 2624/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και  δεν επικυρώθηκε από την τελευταία, ώστε να θεωρείται ενσωματωθείσα σ’ αυτήν.

Η αίτηση αυτή  είναι απορριπτέα, προεχόντως ως απαράδεκτη, διότι το προαναφερόμενο συνολικό ποσό,  καταβλήθηκε από την αιτούσα σε εκτέλεση της πρωτόδικης αποφάσεως, η εκτελεσθείσα δηλαδή  απόφαση είναι διαφορετική από την προσβαλλόμενη με την αναίρεση και αναιρεθείσα.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την 2624/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά το  αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο  δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Και
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε  στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου  2017.

ΣτΕ 855/2017 Η υπεραξία που προκύπτει από την αναγκαστική εκποίηση ακινήτων του πάγιου κεφαλαίου ανώνυμης εταιρείας, τελούσας υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, δεν θεωρείται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις.

$
0
0


ΣτΕ  855/2017

Περίληψη

Επειδή, το νομοθετικό διάταγμα 3562/1956 σκοπεί, ιδίως, στην κατά το δυνατόν ικανοποίηση των πιστωτών ανώνυμης εταιρείας, που έχει περιέλθει σε υπερημερία ως προς την πληρωμή χρεών της, μέσω της θέσης της σε καθεστώς (όχι πτώχευσης αλλά) προσωρινής διαχείρισης των πιστωτών και, περαιτέρω, ειδικής εκκαθάρισης, στο πλαίσιο του οποίου δεν ασκείται, καταρχήν, εμπορική δραστηριότητα, παρά μόνο στο μέτρο που τούτο κρίνεται επωφελές από το διαχειριστή εκκαθαριστή, αλλά γίνονται από αυτόν οι αναγκαίες ενέργειες για τη συντήρηση της περιουσίας της εταιρείας και για την αναγκαστική εκποίηση, δια πλειστηριασμού, των περιουσιακών της στοιχείων, προκειμένου να διανεμηθεί το πλειστηρίασμα στους δανειστές της και να ικανοποιηθούν αυτοί κατά το δυνατόν πληρέστερα, προς όφελος και της οικονομίας γενικότερα. Οι μνημονευόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις του ν.δ. 3562/1956 και του άρθρου 28 παρ. 3 περιπτ. ζ του ΚΦΕ, συνδυαστικά ερμηνευόμενες  υπό το φως του ανωτέρω σκοπού του  πρώτου  νομοθετήματος, έχουν την έννοια ότι η υπεραξία που προκύπτει από την αναγκαστική εκποίηση ακινήτων του πάγιου κεφαλαίου ανώνυμης εταιρείας, τελούσας υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, δεν θεωρείται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις.

Σημείωση. Η απόφαση αναφέρεται σε περίοδο ισχύος του Πτωχευτικού κώδικα ν.δ. 3562/1956 σε συνδυασμό με τον ΚΦΕ 2238/1994


TO ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β'

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουάριου 2017, με την εξής σύνθεση:
Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Μ. Πικραμένος, Σ. Βιτάλη, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, ί. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα. Για να δικάσει την από 23 Ιουνίου 2014 αίτηση: του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, ο οποίος παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ...................., που εδρεύει στην ........................... και τελεί υπό ειδική εκκαθάριση, η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: 1) ..........................................., που τους διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο. Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. ........... απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου ........................ Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους πληρεξούσιους της αναιρεσίβλητης εταιρείας, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα 
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1.Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παράβολου, ζητείται η αναίρεση της 1679/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (ΔΕΑ), με την οποία ακυρώθηκε, κατ’ αποδοχή προσφυγής της ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας, το .................προσωρινό φύλλο ελέγχου φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2004 (περιόδου 11-9-2002 έως 10-9-2003), του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (ΔΟΥ) ΦΑΒΕ Αθηνών, κατά το μέρος του αφορά στην φορολόγηση, με βάση το άρθρο 28 παρ. 3 περιπτ. ζ του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ  ν. 2238/1994 ) ποσού ύψους 2.609.795,66 ευρώ, ως υπεραξίας από την εκποίηση παγίων στοιχείων της εταιρείας (με δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό, κατά τις διατάξεις του ν.δ. 3562/1956), καθώς και στην προσθήκη· στα καθαρά κέρδη της, ως λογιστικών διαφορών, σχετικών δαπανών, ύψους 20.046,93 και 25.264 ευρώ.

2. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 2238/1994, με το προσβαλλόμενο φύλλο ελέγχου, κατά το βάσιμο περί τούτου αντίστοιχο λόγο της προσφυγής. [...] ενόψει αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή [και] να ακυρωθεί το προσβαλλόμενο φύλλο ελέγχου [···]»

3. Επειδή, το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου με την παρούσα αίτηση είναι ανώτερο των 40.000 ευρώ. 4.    Επειδή, το νομοθετικό διάταγμα 3562/1956 (Α’ 226), «περί υπαγωγής Ανωνύμων Εταιριών υπό την διοίκησιν και διαχείρισιν των ‘ πιστωτών και θέσεων αυτών υπό ειδικήν εκκαθάρισιν», όπως τροποποιήθηκε με το ν.δ. 1159/1972 (Α" 78) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο (πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 181 του ν. 3588/2007, Α' 153), ορίζει, στο άρθρο 1, ότι: «1. Ανώνυμοι εταιρίαι παύουσαι τας πληρωμάς αυτών δύνανται, αντί να κηρυχθούν εις κατάστασιν πτωχεύσεως, να τεθούν κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου: α) είτε υπό την διοίκησιν και διαχείρισιν των πιστωτών, β) είτε υπό .... .  ειδικήν εκκαθάρισιν. 2. Παύσις πληρωμών, κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου, υφίσταται αφ' ής η ανώνυμος εταιρία, λόγω οικονομικών δυσχερειών, περιέλθη εις υπερημερίαν περί την πληρωμήν χρέους αυτής.», στο άρθρο 2, ότι «1. Επί τω τέλει της υπαγωγής αυτής εις μίαν των εν τω προηγουμένω άρθρω καταστάσεων, η ανώνυμος εταιρία τίθεται, δΓ αποφάσεως του αρμοδίου προς κήρυξιν της πτωχεύσεως δικαστηρίου υπό προσωρινήν διαχείρισιν. 2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον απόφασις εκδίδεται εφ' όσον συντρέχουν οι κάτωθι προϋποθέσεις: α) Διαπιστωθεί παύσις των πληρωμών της ανωνύμου εταιρίας, [...)», στο άρθρο 5, παρ. 3, ότι «Το Δικαστήριο δεχόμενον την αίτησιν διορίζει διαχειριστήν της εταιρίας    στο άρθρο 6, παρ. 2, ότι «Από της επομένης ημέρας, της υποβολής της αιτήσεως των πιστωτών προς την επιτροπήν τοώάρθβου 3 του παρόντος, η Διοίκησις της Εταιρίας στερείται του δικαιώματος να διαθέτει τα περιουσιακά στοιχεία της  , επιχειρήσεως, ως και της εν γένει διαχειρίσεως αυτής. Μέχρις εν τούτοις αναλήψεως υπό του διαχειριστού των καθηκόντων του, καθήκοντα διαχειριστού ασκεί η διοίκησις της εταιρίας, υποχρεουμένη εις λογοδοσίαν προς τον διαχειριστήν.», στο άρθρο 8, παρ. 1, ότι «Ο διαχειριστής προβαίνει εις πάσαν ενδεικνυομένην ενέργειαν προς συντήρησιν της περιουσίας και, εφόσον κρίνει τούτο επωφελές, συνέχισιν της επιχειρήσεως ή των οικονομικώς αποδοτικωτέρων αυτής μονάδων. Ούτω συλλέγει τους καρπούς και τα εισοδήματα, συνάπτει δάνεια, παρέχει ενέχυρα, καταβάλλει τας αποδοχάς του προσωπικού, τους καθισταμένους απαιτητούς φόρους και εισφοράς ασφαλιστικών οργανισμών ως και πάσας τας δια την συντήρησιν της περιουσίας ή ενδεχομένως και δια την λειτουργίαν της επιχειρήσεως απαιτουμένας δαπάνας. Ο διαχειριστής εκπροσωπεί την εταιρίαν εις πάσας αυτής τας σχέσεις ως και ενώπιον των δικαστηρίων και πάσης άλλης αρχής [...]», στο άρθρο 10, ότι «1. Εν περιπτώσει καθ’ ην δια της εν παρ. 3 του άρθρου 5 αποφάσεως, η εταιρία τίθεται υπό προσωρινήν διαχείρισιν επί τω τέλει της ειδικής αυτής  εκκαθαρίσεως, ο κατά το άρθρον 5 παρ. 3 διοριζόμενος διαχειριστής εκτελεί και έργα εκκαθαρισμού [...]. 2. Εν τη περιπτώσει ταύτη και μέχρι ττερατώσεως της ειδικής εκκαθαρίσεως δια της εκποιήσεως των ατταιτουμένων προς κάλυψιν των κατά της εταιρίας απαιτήσεων περιουσιακών στοιχείων, κατά τα εν άρθροις 17 επ. οριζόμενα, η εταιρία τελεί ως προς τα μη εκπλειστηριασθέντα εισέτι στοιχεία αυτής υπό προσωρινήν διαχείρισιν [...]», στο άρθρο 17, ότι «1. Η ανώνυμος εταιρία τίθεται υπό ειδικήςν  εκκαθάρισιν α)  Δια της κατά το άρθρον 2 παρ 1 εκδιδομένης αποφάσεως του δικαστηρίου, εφόσον δια ταύτης η εταιρία τίθεται υπό προσωρινήν διαχείρισιν επί τω τέλει ειδικής εκκαθαρίσεως, κατά τα εν άρθρ. 2, 4 παρ. 5 εδ. β' και 5 παρ. 3 οριζόμενα, β) [...] 2. Εν ταις αποφάσεσι της προηγουμένης παραγράφου καθορίζεται και ο χρόνος «ι - παύσεως πληρωμών. [...] 3. Χρέη εκκαθαριστού εκτελεί εις πάσας τας περιπτώσεις της παρ. 1 ο διαχειριστής [...]», στο άρθρο 18, ότι «Τεθείσης της εταιρίας υπό εκκαθάρισιν, ο διαχειριστής δύναταηνα προβεί εις#την ξρα πλειστηριασμού πώληε^γ περισσοτέρων ή και απάντων συγχρόνως των ο εις ταύτην ανηκόντων ακινήτων ή κινητών, εκποιουμένων ως συνόλου. [...]» και, στο άρθρο 19, ότι «1. Η εκτέλεσις επί περιουσιακών στοιχείων εταιρείας τεθείσης υπό ειδικήν εκκαθάρισιν ως και η διανομή του πλειστηριάσματος γίνονται κατά τας διατάξεις του ν.δ/τος της 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 “περί ειδικών διατάξεων επί Ανωνύμων Εταιρειών”.  2. Μετά την έκδοσιν της κατά το άρθρ. 2, 4 παρ. 5 εδ; β' και 5 παρ. 3 του παρόντος αποφάσεως του Πρωτοδικείου [...] ο εκκαθαριστής συντάσσει δήλωσιν, περιλαμβάνουσαν πλήρη περιγραφήν των εκπλειστηριασθησομένων περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, ήτις επέχουσα θέσιν κατασχέσεως, καταχωρίζεται και γνωστοποιείται κατά τας διατάξεις του αυτού ν.δ/τος της 17 Ιουλίου 13 Αυγούστου 1923.».
Εξάλλου, το άρθρο 28 του ΚΦΕ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζει ότι «1. Εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις είναι το κέρδος που αποκτάται από ατομική ή εταιρική επιχείρηση   εμπορική, βιομηχανική ή βιοτεχνική ή αττό την άσκηση οποιουδήποτε κερδοσκοπικού επαγγέλματος, το οποίο δεν υπάγεται στα ελευθέρια επαγγέλματα που αναφέρονται στο άρθρο 48. 2. [...]. 3. Θεωρείται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις: α) [...]. β) [...]. ζ) [όπως η περίπτωση αυτή τροποποιήθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 22 του ν. 2648/1998, Α' 238] Θεωρείται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις και η πραγματοποιηθείσα αυτόματη υπερτίμηση του πάγιου κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην επιχείρηση, καθώς και η υπερτίμηση που δεν πραγματοποιήθηκε, εφόσον αυτή έχει περιληφθεί στην απογραφή. Κατ’ εξαίρεση, η υπερτίμηση από την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου, το οποίο ιδιοχρησιμοποιείται ή έχει ιδιοχρησιμοποιηθεί για την άσκηση του αντικειμένου των εργασιών της επιχείρησης, απαλλάσσεται του φόρου, εφόσον εμφανίζεται σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού και φορολογείται σε περίπτωση διανομής του ή διάλυσης της επιχείρησης, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Κατά τον .υπολογισμό του υπερτιμήματος από την πώληση ακινήτου, εξαίρούμενου  του υπερτιμήματος που προκύπτει από την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου, ως τιμή πώλησης δεν δύναται να ληφθεί  ποσό μικρότερο της αξίας, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων.   
Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 28 του ΚΦΕ εφαρμόζονται και στη φορολογία εισοδήματος των νομικών προσώπων (μεταξύ των οποίων και οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες), κατά το άρθρο 105 παρ. 1 του ΚΦΕ.

5. Επειδή, το νομοθετικό διάταγμα 3562/1956 σκοπεί, ιδίως, στην κατά το δυνατόν ικανοποίηση των πιστωτών ανώνυμης εταιρείας, που έχει περιέλθει σε υπερημερία ως προς την πληρωμή χρεών της, μέσω της θέσης της σε καθεστώς (όχι πτώχευσης αλλά) προσωρινής διαχείρισης των πιστωτών και, περαιτέρω, ειδικής εκκαθάρισης, στο πλαίσιο του οποίου δεν ασκείται, καταρχήν, εμπορική δραστηριότητα, παρά μόνο στο μέτρο που τούτο κρίνεται επωφελές από το διαχειριστή-εκκαθαριστή, αλλά  
γίνονται από αυτόν οι αναγκαίες ενέργειες για τη συντήρηση της περιουσίας της εταιρείας και για την αναγκαστική εκποίηση, δια πλειστηριασμού, των περιουσιακών της στοιχείων, προκειμένου να διανεμηθεί το πλειστηρίασμα στους δανειστές της και να ικανοποιηθούν αυτοί κατά το δυνατόν πληρέστερα, προς όφελος και της οικονομίας γενικότερα. Οι μνημονευόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις του ν.δ. 3562/1956 και του άρθρου 28 παρ. 3 περπττ. ζ του ΚΦΕ, συνδυαστικά ερμηνευόμενες υπό το φως  του ανωτέρω σκοπού του  πρώτου  νομοθετήματος, έχουν την έννοια ότι η υπεραξία που προκύπτει από την αναγκαστική εκποίηση ακινήτων του πάγιου κεφαλαίου ανώνυμης εταιρείας, τελούσας υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, δεν θεωρείται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις.

Μειοψήφησαν οι δύο Πάρεδροι, που υποστήριξαν την ακόλουθη άποψη: Ως “εισόδημα” κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του ΚΦΕ νοείται και φορολογείται η πρόσοδος που παράγεται περιοδικά, από διαρκώς εκμεταλλεύσιμη πηγή, και αποτελεί το αντάλλαγμα της. προσωπικής εργασίας ή τον καρπό των περιουσιακών στοιχείων του φορολογούμενου, όχι και κάθε άλλη, μη έχουσα τα παραπάνω γνωρίσματα, προσαύξηση της περιουσίας του, εκτός κι αν με ειδική διάταξη νόμου θεωρείται εισόδημα, για την υπαγωγή του στο φόρο (βλ. ΣτΕ 884/2016 επταμ.).
Ειδικότερα, κατά το άρθρο 28, παρ. 1, του ΚΦΕ, εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις είναι, γενικά, εκείνο που προκύπτει από τις συναλλαγές οι οποίες συνιστούν το αντικείμενο της οικείας επιχείρησης (φυσικού ή νομικού προσώπου). Το εισόδημα αυτό (πρέπει να) παράγεται από ενέργειες στις οποίες προβαίνει ελεύθερα και κατ’ εκτίμηση του συμφέροντος του ο φορέας της οικείας επιχείρησης, κατά την άσκηση της εμπορικής του δραστηριότητας (πρβλ. ΣτΕ 1000/1985). Τούτο, όμως, δεν απαιτείται και για τις ειδικές περιπτώσεις εισοδήματος των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 28 (πρβλ. ΣτΕ 1000/1985). Σε αυτές συγκαταλέγεται και εκείνη της περίπτωσης ζ, η οποία αφορά σε προσαύξηση περιουσίας που θεωρείται με ειδική διάταξη νόμου ως εισόδημα, υποκείμενο σε φόρο, και δεν απαιτείται να απορρέει από εκούσιες ενέργειες του φορέα της επιχείρησης. Η ως άνω ερμηνευτική εκδοχή επιβεβαιώνεται από τη διάταξη της ίδιας περίπτωσης ζ που θεωρεί, υπό προϋποθέσεις, ως εισόδημα από εμπορική επιχείρηση την υπεραξία που προκύπτει από αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου της εταιρείας (χωρίς να ενδιαφέρει, από την εδώ εξεταζόμενη άποψη, ότι η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης ενδέχεται να προσκρούει στο άρθρο 17 του Συντάγματος). Επιπλέον, ο νόμος αναφέρεται γενικά, χωρίς διάκριση, σε οποιαδήποτε πραγματοποιηθείσα αυτόματη υπερτίμηση του πάγιου κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην επιχείρηση. Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο όρος “χρησιμοποιείται” δεν έχει την έννοια ότι το οικείο στοιχείο του πάγιου κεφαλαίου πρέπει να χρησιμοποιείται πράγματι από την επιχείρηση, για την άσκηση της εμπορικής της δραστηριότητας, κατά το χρόνο πραγματοποίησης της υπεραξίας (ερμηνευτική εκδοχή η οποία, άλλωστε, θα επέτρεπε στην εταιρεία να διαφύγει του φόρου, παύοντας τη χρήση -του παγίου, πριν από τη διάθεσή του), αλλά :αναφέρεται στα στοιχεία του πάγιου κεφαλαίου, όπως, ιδίως, ακίνητα, που προορίζονται να χρησιμοποιούνται από την επιχείρηση ως μέσα οικονομικής δράσης της. Ενόψει των παραπάνω και δεδομένου ότι οι νομοθετικές διατάξεις που προβλέπουν φορολογικές απαλλαγές ή εξαιρέσεις είναι στενώς ερμηνευτέες (βλ. λ.χ. ΣτΕ 3466/2012, ΣτΕ 3302/2012), η διάταξη της περίπτωσης ζ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του ΚΦΕ έχει, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, την έννοια ότι αφορά και στην υπεραξία που προκύπτει από την αναγκαστική εκποίηση ακινήτων περιλαμβανόμενων στα πάγια στοιχεία ανώνυμης εταιρείας (πρβλ. ΣτΕ 1112/1983), τελούσας υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του ν.δ. 3562/1956. Εξάλλου, η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή δημιουργεί ζήτημα αντίθεσης προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας ενώπιον των φορολογικών βαρών (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος) ανώνυμων εταιρειών που έχουν υπαχθεί σε τέτοιο καθεστώς σε σχέση με εκείνες οι οποίες θα βαρύνονταν με φόρο,   κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 28 παρ. 3 περιπτ. ζ του ΚΦΕ, σε περίπτωση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτων τους, λόγω χρεών τους, χωρίς να έχουν τεθεί στο παραπάνω καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης (πρβλ. ΣτΕ 1112/1983), ή σε περίπτωση εκούσιας εκποίησης ακινήτων τους, προς εξόφληση των δανειστών τους.

6. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε (σκέψη 3) ότι από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1 και 2, 5 παρ. 3, 6, 8 παρ. 1, 17 και 18 του ν.δ. 3562/1956 «[...] προκύπτει ότι.η ανώνυμη εταιρία, σε περίπτωση παύσης των πληρωμών υπό την έννοια ότι, λόγω οικονομικών δυσχερειών, περιήλθε σε υπερημερία περί την πληρωμή των χρεών της, αντί να κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, τίθεται, με απόφαση του αρμοδίου-, -προς κήρυξη της πτώχευσης, δικαστηρίου, υπό καθεστώς προσωρινής διαχείρισης, με σκοπό είτε να τεθεί υπό τη διοίκηση και διαχείριση των πιστωτών, είτε, να τεθεί σε εκκαθάριση. Διορίζεται διαχιεριστής, ο οποίος προβαίνει, μεταξύ άλλων σε κάθε ενδεικνυομένη ενέργαια προς συντήρηση της περιουσίας και συνέχιση της επιχείρησης ή των οικονομικώς αποδοτικώτερων μονάδων αυτής, εφόσον κρίνεται αυτό επωφελές, ως και στην καταβολή των αποδοχών του προσωπικού της εταιρίας. Από την επομένη ημέρα της υποβολής της αίτησης των πιστωτών προς την επιτροπή του ανωτέρω άρθρου 3, η διοίκηση της εταιρίας στερείται της διαχειρίσεως της επιχείρησής της και της διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, ασκεί όμως καθήκοντα διαχειριστή, μέχρι να αναλάβει καθήκοντα ο διαχειριστής, προς τον οποίο υποχρεούται σε λογοδοσία. Κατά το στάδιο της ειδικής εκκαθάρισης χρέη εκκαθαριστή εκτελεί ο διαχειριστής, ο οποίος μπορεί να προβεί στην με πλειστηριασμό πώληση περισσοτέρων και όλων συγχρόνως των ακινήτων της εταιρίας. Στόχος των διατάξεων του Ν.Δ. 3562/1956 είναι η ικανοποίηση των πιστωτών της ανώνυμης εταιρίας και η διατήρηση της επιχείρησής της (ΑΠ 237/2007). Επομένως, ενόψει των ως άνω και ειδικότερα της φύσης, αλλά και του σκοπού της ειδικής εκκαθάρισης, αυτή αποσκοπεί στη ρευστοποίηση της περιουσίας, της ευρισκόμενης στο ένδικο καθεστώς, εταιρείας, ώστε να ικανοποιηθούν συμμέτρους οι πιστωτές της, κατόπιν πρωτοβουλίας των οποίων αυτή τέθηκε στο εν λόγω καθεστώς, στερούμενη οιασδήποτε εξουσίας περί την διοίκηση, διαχείρηση και διάθεση της περιουσίας της και επομένως και του πλειστηριάσματος, του οποίου “θεματοφύλακας”, μέχρι την διανομή του είναι ο εκκαθαριστής. Έτσι, οι πράξεις που ασκούνται και απορρέουν από τον ανωτέρω; και όλους ιδιαζόντως χαρακτήρος θεσμό της ειδικής εκκαθάρισης, δεν είναι τέτοιες, των καταστατικών οργάνων της οικείας εταιρείας, σχετιζόμενες και αφορώσες με την επιχειρηματική - εμπορική δραστηριότητά της και ενεργούμενες «ελευθέρα βουλήσει», με σκοπό το οικονομικό όφελος ή την επαύξηση της περιουσίας  της (πρβλ. ΣτΕ 3095/2002), ήτοι, τα αποτελέσματα των ανωτέρω πράξεων (των οργάνων της ειδικής εκκαθάρισης), δεν έχουν τα χαρακτηριστικά του εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις, κατ’ άρθρο 28 του ν. 2238/1994 [...]».

Στη συνέχεια, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, αφού αναφέρθηκε (στη σκέψη 4 της προσβαλλόμενης απόφασής του) στις διατάξεις του άρθρου 28, παρ. 1 και παρ. 3 περιπτ. ζ, του ΚΦΕ, δέχθηκε ότι «[...] στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων είναι και, η από 27-7-2006 έκθεση ελέγχου [...], προκύπτουν τα εξής: Η προσφεύγουσα ανώνυμη εταιρεία με έδρα την Αθήνα [...] έχει τεθεί υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, βάσει του ν. 3562/1956. Ειδικότερα, αυτή από τον Οκτώβριο του 1989 έπαυσε τις πληρωμές των ληξιπροθέσμων χρεών της προς όλους τους πιστωτές της και κυρίως προς την Τράπεζα Κρήτης, συνεπεία πλήρους οικονομικής αδυναμίας της και ακολούθως με αίτηση της τελευταίας (Τράπεζας Κρήτης) και δυνάμει της 632/1991 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη με την έκδοση της 4865/1991 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, τέθηκε υπό προσωρινή διαχείριση του ν.δ. 3652/1956 με σκοπό την υπαγωγή της υπό τη διοίκηση και διαχείριση των πιστωτών της. Στη συνέχεια με την 9409/1992 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η εν λόγω προσφεύγουσα τέθηκε υπό τη διοίκηση των πιστωτών της, από δε την 18ιη-12-1992 διοικήθηκε από Τριμελή Διοικούσα Επιτροπή του άρθρου 9 του ν.δ. 3562/1956. Τέλος δε και αφού διαπιστώθηκε αδυναμία εξυγίανσής της υπό το άνω καθεστώς διοίκησης και διαχείρισης των πιστωτών της, με την 6959/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως κατά τα άρθρα 17 και επόμενα του ν. δ. 3562/1956-και-διορίστηκαν-οι-διαχετριστές εκκαθαριστές,  οι οποίοι παραμένουν μέχρι και σήμερα. Κατά το παραπάνω διάστημα η προσφεύγουσα εταιρία δεν διατηρούσε καμμία επιχειρηματική δραστηριότητα εκτός από την εκμετάλλευση διαφόρων παγίων περιουσιακών της στοιχείων και δη εκμίσθωση ακινήτων και μηχανημάτων της, χρέωση στους μισθωτές των ακινήτων της των παροχών ηλεκτρικού ρεύματος, νερού κ.λ.π., αλλά και αναγκαστική εκποίηση παγίων της (κινητών και' .-ακινήτων). Κατά την κρινόμενη χρήση - έτος εκκαθάρισης (11/9/2002 - 10/9/2003), η προσφεύγουσα υπέβαλε στην καθης αρχή, προσωρινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για την κρινόμενη χρήση, χωρίς να - καταβάλει τα τέλη χαρτοσήμου και εισφοράς ΟΓΑ χαρτοσήμου, προκύπτοντα από έσοδα εκμίσθωσης ακινήτων της, εκτός δε αυτού προέβη σε δήλωση, ως αφορολογήτων, κερδών από εκποίηση ακινήτου της. Η δήλωσή της θεωρήθηκε ως απαράδεκτη και μηδέποτε υποβληθείσα, λόγω του ότι δεν εσυνοδεύετο από σύγχρονη καταβολή, κατ’ άρθρο 110 παρ. 1 παρ. β' και παρ. 2 του ν.2238/1994, του ποσού του φόρου, τον οποίο, η καθης αρχή, θεώρησε ότι οφείλει η προσφεύγουσα. Ενόψει αυτών, ακολούθησε έλεγχος, ο οποίος κατέληξε στην έκδοση του προσβαλλόμενου φύλου ελέγχου. Κατά τον τελευταίο, διαπιστώθηκε ότι η προσφεύγουσα, για την κρινόμενη χρήση: α) [...], β) [...], γ) [...] και δ) στην κρινόμενη χρήση τα κέρδη της προσφεύγουσας, που προκύπτουν από την εκποίηση των παγίων στοιχείων της, τυγχάνουν φορολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 28 (παρ. 3 περ. ζ’) του ν. 2238/1994 [...]»


7. Επειδή, με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης αίτησης προβάλλεται ότι το ΔΕΑ, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία (και εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση) των άρθρων 1, 2 (παρ. 1 και 2), 5 (παρ. 3), 6, 8 (παρ. 1), 17 και 18 του ν.δ. 3562/1956 και του άρθρου 28 (παρ. 1 και παρ. 3 περιπτ. ζ) του ΚΦΕ, έκρινε ότι το πλειστηρίασμα από την αναγκαστική εκποίηση ακινήτου πάγιου στοιχείου ανώνυμης εταιρείας, τελούσας υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης κατά τα άρθρα 17 επ. του ν.δ. 3562/1956, δεν συνιστά εισόδημα από εμπορική επιχείρηση και δεν υπόκειται σε φορολόγηση, βάσει του άρθρου 28 του ΚΦΕ.
Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου, ενόψει της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας επί του ανωτέρω νομικού ζητήματος. Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός είναι βάσιμος και, επομένως, ο λόγος προβάλλεται παραδεκτώς.

Ωστόσο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 5. Μειοψήφησαν οι δύο Πάρεδροι, που υποστήριξαν ότι ο λόγος είναι βάσιμος, σύμφωνα με τη γνώμη που διατύπωσαν στην ίδια σκέψη.

8. Επειδή, τούτων έπεται ότι η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Δια ταύτα    
Απορρίπτει την αίτηση
Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης εταιρείας, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η. διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουάριου 2017 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Μαρτίου 2017.
 

Ε.Ο.Π.Υ.Υ. αρ. πρωτ.: ΔΒ3/οικ. 35399/2017 Οδηγία προς τους συμβεβλημένους με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ιατρούς σχετικά με τις ιατρικές επισκέψεις των ασφ/νων του Οργανισμού

$
0
0

Μαρούσι, 22/8/2017
Αρ. Πρωτ.: ΔΒ3 / ΟΙΚ. 35399


ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ: ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΑΓΟΡΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ
Δ/ΝΣΗ: ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
ΤΜΗΜΑ: ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΚΤΥΟΥ ΠΦΥ

Πληροφορίες: Π. Τζώρτζη
Τηλ.: 210-81.10.849 Fax: 210-81.10.870
Ταχ. Δ/νση: Απ. Παύλου 12 – 151 23 Μαρούσι
E-mail: d8.t2@eopyy.gov.gr

ΘΕΜΑ: «Οδηγία προς τους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ ιατρούς σχετικά με τις ιατρικές επισκέψεις των ασφ/νων του Οργανισμού»

Σας γνωρίζουμε ότι η υπ’ αριθμ. πρωτ. ΔΒ3Β/899/23.6.2017 ανακοίνωση του Οργανισμού με θέμα: «Οδηγία προς τους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ ιατρούς σχετικά με τις ιατρικές επισκέψεις των ασφ/νων του Οργανισμού» , τροποποιείται ως ακολούθως:

1. Καθορίζεται ως μέσος ημερήσιος αριθμός επισκέψεων των ασφ/νων του ΕΟΠΥΥ στους συμβεβλημένους με τον Οργανισμό ιατρούς, οι είκοσι (20) επισκέψεις. Ο χρόνος επίσκεψης καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες ορθής ιατρικής πρακτικής. Ενδεικτικός μέσος χρόνος επίσκεψης (ανά δικαιούχο μέσω ΕΟΠΥΥ), ορίζονται τα δεκαπέντε (15) λεπτά της ώρας.

2. Καθορίζεται ως μέγιστος εβδομαδιαίος αριθμός επισκέψεων των ασφ/νων του ΕΟΠΥΥ στους συμβεβλημένους με τον Οργανισμό ιατρούς, οι εκατό (100) επισκέψεις.

3. Όλοι οι συμβεβλημένοι με τον ΕΟΠΥΥ ιατροί καλούνται να δηλώσουν στο e-ΔΑΠΥ το ωράριο λειτουργίας του ιατρείου τους κατά το οποίο θα εξυπηρετούνται οι ασφ/νοι του ΕΟΠΥΥ.

Από τα ανωτέρω εξαιρούνται τα επείγοντα περιστατικά.

Ως ημερομηνία έναρξης της παρούσης ορίζεται η 1/10/2017.


Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΣΩΤ. ΜΠΕΡΣΙΜΗΣ
Επ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς


ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

Αριθμ. πρωτ.: Γ5(α)/61857/2017 Συμπληρωματικό Δελτίο τιμών φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης, κατόπιν αιτημάτων των ΚΑΚ για μείωση τιμής φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων

$
0
0

Αθήνα, 23 - 08 - 2017
Αριθμ. Πρωτ: Γ5(α)/61857
Σχ.: 61856

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ
Δ/ΝΣΗ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΙΜΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

Ταχ. Δ/νση : Αριστοτέλους 17
Ταχ. Κώδικας : 10187 Αθήνα
Τηλέφωνο : 2132161400 -1762
Fax : 2105227360
e-mail : farmaka@moh.gov.gr

ΘΕΜΑ: «Συμπληρωματικό Δελτίο τιμών φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης, κατόπιν αιτημάτων των ΚΑΚ για μείωση τιμής φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων».

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

1.Τις διατάξεις:
α. Του ΝΔ 96/ 1973 (ΦΕΚ Α΄172/73) « Περί της εμπορίας εν γένει των φαρμακευτικών, διαιτητικών και καλλυντικών προϊόντων»
β. Του Ν.1316/1983 «Ίδρυση, Οργάνωση και αρμοδιότητες Ε.Ο.Φ.» (ΦΕΚ 3/Α/1983), όπως έχει ήδη τροποποιηθεί και ισχύει.
γ. Του Ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α΄ 2000) « Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας», όπως ισχύει.
δ. Του Ν. 3846/2010 (ΦΕΚ 66/Α/2010) «Εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις»
ε. Του Ν. 3918/2011 ( ΦΕΚ 31/Α/2011) «Διαρθρωτικές αλλαγές στο σύστημα υγείας και άλλες διατάξεις.
στ. Του Ν. 4052/2012 ( ΦΕΚ 41/Α/2012) « Νόμος αρμοδιότητας Υπουργείων Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για εφαρμογή του νόμου « Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης…….οικονομίας» και άλλες διατάξεις»
ζ.Του Ν.4334/2015 (ΦΕΚ80/Α/2015) « Επείγουσες ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης ( Ε.Μ.Σ.)»
η.Του Ν.4320/2015 (ΦΕΚ29/Α/15) «Ρυθμίσεις για τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών Οργάνων και λοιπές διατάξεις»
θ. Του Ν.4270/2014 (ΦΕΚ 143/Α/14) όπως τροποποιήθηκε με το Ν.4337/2015 (ΦΕΚ 129/Α/15)
ι. Του άρθρου 90 του Π.Δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα» (ΦΕΚ Α' 98).
ια Του Π.Δ/γματος 106/2014 (ΦΕΚ Α'173) «Οργανισμός του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
ιβ.Του Π.Δ/γματος 73/2015 (ΦΕΚ Β' 116/23-09-2015), «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
ιγ. Του άρθρου 118 και 119, παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α 240/22-12-2016) « Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη-Παράβολα, Οικειοθελής αποκάλυψη φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών, Ηλεκτρονικές συναλλαγές, Τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις»
ιδ. του άρθρου 86 του ν.4472/2017 (Α’74), «Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση των διατάξεων του ν.4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις»

2. Τη με αριθμ. Πρωτ. ΔΥ3/ΓΠ.97606/30-7-2010 Υπουργική απόφαση με θέμα «Προϋποθέσεις οργάνωσης και λειτουργίας φαρμακείου στις ιδιωτικές κλινικές».

3. Τη με αριθμ. πρωτ. Α1β/ΓΠ.25980/29-4-15 Απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας «Συγκρότηση Ενδεκαμελούς Επιτροπής Τιμών Φαρμάκων», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

4. Τη με αριθμ. Πρωτ. Α1β/ΓΠοικ. 3899/19-1-2017 (ΦΕΚ94 Β΄/17) ΥΑ «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και του δικαιώματος υπογραφής εγγράφων «με εντολή Υπουργού» στο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας».

5. Τη με αριθμ. Πρωτ. Γ5 (α) οικ. 90552/1.12.2016 ( ΦΕΚ 3890/Β/16) Υπουργική Απόφαση « Διατάξεις τιμολόγησης Φαρμάκων», όπως ισχύει.

6. Τη με αριθμ. πρωτ. Γ5(α)/Γ.Π 53895/13.7.2017, Υπουργική απόφαση «Διορθωτικό δελτίο τιμών φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης (Ανατιμολόγησης)».

7. Τη με αριθμ. πρωτ. Γ5(α)/Γ.Π. 37974/19.5.2017, Υπουργική απόφαση «Διορθωτικό δελτίο τιμών νέων φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης».

8. Τη με αριθμ. Πρωτ. Γ5(α)/55332/20.7.2017 (ΦΕΚ 2560/Β΄/17) Υπουργική απόφαση «Έγκριση θετικού καταλόγου του άρθρου 12 παρ. 1, εδ. Α΄ του ν. 3816/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει».

9. Τα αιτήματα των ΚΑΚ από 10-08-2017, για μείωση τιμών φαρμάκων (2 κωδικοί ΕΟΦ).

10. Το από 17/08/2017, ηλεκτρονικό μήνυμα του ΕΟΦ με τον υπολογισμό των αντίστοιχων τιμών των φαρμάκων.

11. Το με αριθμ. Πρ. Β2β/ΓΠοικ. 63803/22-8-2017, έγγραφο της Γεν Δ/νσης Οικονομικών Υπηρεσιών του ΥΥ, σύμφωνα με το οποίο δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού του φορέα και του Κρατικού Προϋπολογισμού. Σε κάθε περίπτωση, τυχόν υπέρβαση των ορίων της φαρμακευτικής δαπάνης τόσο των Νοσοκομείων, όσο και του ΕΟΠΥΥ δεν επιβαρύνει πρόσθετα ούτε τον Κρατικό Προϋπολογισμό ούτε τον Προϋπολογισμό των ανωτέρω φορέων λόγω ενεργοποίησης του μηχανισμού αυτόματης επιστροφής (CLAW BACK).

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ

Άρθρο 1

Την έκδοση Συμπληρωματικού Δελτίου Τιμών Φαρμάκων Ανθρώπινης χρήσης, λόγω αιτημάτων μείωσης τιμής και τον καθορισμό των ανώτατων τιμών πώλησης των πιο κάτω αναφερόμενων φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης, που θα ισχύσουν σε όλη την Επικράτεια, ως ο συνημμένος πίνακας.

Άρθρο 2

Στη Χονδρική και Νοσοκομειακή τιμή δεν περιλαμβάνεται Φόρος Προστιθέμενης Αξίας.

Στη Λιανική τιμή έχει συμπεριληφθεί και ο αναλογών ΦΠΑ ήτοι 6% ή 13% ανά περίπτωση.

Στις περιοχές που ισχύουν μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ, το φάρμακο θα πωλείται σε λιανική τιμή μειωμένη κατά 1,89% για συντελεστή 6% και κατά 3,54% για συντελεστή 13%.

Άρθρο 3

Το παρόν Δελτίο αναρτάται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Υγείας.

Το παρόν Δελτίο ισχύει: για τους ΚΑΚ, τα Νοσοκομεία, τις Ιδιωτικές Κλινικές, τις φαρμακαποθήκες, τους συνεταιρισμούς και τα φαρμακεία από την ανάρτησή του στην ιστοσελίδα του Υπουργείου.



Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ

ΑΠ 94/2017 Φοροδιαφυγή κατ εξακολούθηση για μη υποβολή δηλώσεων ΦΠΑ. Ποινική ευθύνη ομόρρυθμου εταίρου εκπροσώπου ΟΕ. Εφαρμογή επιεικέστερου νόμου. Ποσοτικό όριο για χαρακτηρισμό της πράξεως της μη καταβολής ΦΠΑ ως κακουργηματικής (100.000 ευρώ). Δυνατότητα μετατροπής της ποινής καθείρξεως των 5 ετών, καθώς και της συνολικής ποινής κάθειρξης, όταν η ποινή βάσης αυτής είναι ποινή κάθειρξης 5 ετών.

$
0
0

 

Απόφαση 94 / 2017    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


Φοροδιαφυγή κατ εξακολούθηση για μη υποβολή δηλώσεων ΦΠΑ. Ποινική ευθύνη ομόρρυθμου εταίρου εκπροσώπου ΟΕ. Εφαρμογή επιεικέστερου νόμου. Ποσοτικό όριο για χαρακτηρισμό της πράξεως της μη καταβολής ΦΠΑ ως κακουργηματικής (100.000 ευρώ). Δυνατότητα μετατροπής της ποινής καθείρξεως των 5 ετών, καθώς και της συνολικής ποινής κάθειρξης, όταν η
ποινή βάσης αυτής είναι ποινή κάθειρξης 5 ετών.



ΑΠ   94/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.148/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αριστείδη Πελεκάνο, Αρτεμισία Παναγιώτου - Εισηγήτρια, Χρήστο Βρυνιώτη και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Κ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Φίλη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 708/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πατρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Αυγούστου 2015 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 21 Οκτωβρίου 2016 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../15.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 13-8-2015 (αριθμ. ...2015) αίτηση του Κ. Κ. του Γ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 708/2014 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε έναν τουλάχιστον ορισμένο και επομένως παραδεκτό λόγο αναίρεσης και δη αυτόν της παντελούς έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, συνεκδικαζόμενη με τους από 21-10-16 πρόσθετους λόγους, που κατατέθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα με χωριστό δικόγραφο στις 21-10-16.

Κατά την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 2523/1997, υπό την ισχύ του οποίου φέρεται τελεσθείσα η προκειμένη φοροδιαφυγή, όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση του με το αρθρ. 21 παρ. 1θ’ του ν. 2948/2001 και πριν από την τροποποίηση του με την παρ 1 άρθρο 16 του ν. 3888/2010 και 2 του ν. 3943/2011,"αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος ο οποίος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών, δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α, τιμωρούμενος: α) με φυλάκιση εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση έως το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση από το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ μέχρι το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ".

Από τη χρήση της λέξης "προκειμένου" στο κείμενο του νόμου, συνάγεται ότι στην περιπτώσεις αυτές διαπλάθεται έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης (έγκλημα σκοπού) και ο φορολογούμενος πρέπει να ενεργεί με υπερχειλή δόλο (άρθρο 27 παρ. 2 ΠΚ) και συγκεκριμένα, θα πρέπει με τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση φόρου προστιθέμενης αξίας, να αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα, γνωρίζοντας και επιδιώκοντας να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας. Αν δεν υπάρχει ο ανωτέρω εγκληματικός σκοπός στο πρόσωπο του φορολογουμένου, δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 18 του ανωτέρω νόμου.

Επομένως, θα πρέπει στην καταδικαστική απόφαση για την ανωτέρω πράξη να περιέχεται πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφενός της αντικειμενικής υπόστασης που θεμελιώνει το άνω αδίκημα, κυρίως όμως, να αιτιολογείται ο συγκεκριμένος σκοπός (αποφυγής πληρωμής φόρου προστιθέμενης αξίας), ο οποίος πρέπει να αναφέρεται και να εξειδικεύεται ρητά και με σαφήνεια, αφού πρόκειται για στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος του άρθρου 18 του ν. 2523/1997 (Α.Π. 225/2015, ΑΠ 267/2013, ΑΠ 1231/2011).

Περαιτέρω, με το υπό τον τίτλο Εγκλήματα φοροδιαφυγής -Ποινικές Κυρώσεις του άρθρου 8 του ν.4337/2015, η ισχύς του οποίου άρχισε στις 17-10-2015, ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλομένης εδώ αποφάσεως, τα άρθρα 66 και 67 του Δωδέκατου Κεφαλαίου του Μέρους Α’ του ν. 4174/2013 αναριθμούνται σε 72 και 73, το Κεφάλαιο Δωδέκατο αναριθμείται σε Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο, τα άρθρα 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75 και 76 αναριθμούνται σε 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81 και 82 και προστίθεται νέο Κεφάλαιο Δωδέκατο υπό τον τίτλο ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ - ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ και με το αρθ. 66 καταργούνται οι διατάξεις των αρθ. 17, 18 και 19 παρ. 1 εδ. α 20 και 21 τον ν. 2523/1997 και ειδικότερα για τα αδικήματα των αρθ. 17 και 18 του ν. 2523/1997 ορίζεται ότι έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση
α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ) αποκρύπτει από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείπει να υποβάλλει δήλωση, ή, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές, (ολικά ή μερικά), δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες ώστε να μη εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη
β) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς καθώς και όποιος παραπλανά τη φορολογική διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή καθώς και όποιος διακρατεί φόρους τέλη ή εισφορές
γ) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο τον φόρο αυτόν.
Και στην παράγραφο 3 του άνω άρθρου του ίδιου νόμου όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών
α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρύβει υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου ή
β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος
αα) τις 50.000 ευρώ εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή
ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση.

Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 4 επιβάλλεται κάθειρξη αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς.

Τέλος, το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, που κάθε μία περιέχει πλήρη στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, αλλά όλες συνδέονται με την ταυτότητα της αποφάσεως για την εκτέλεση τους. Κατά την παρ. 2 του άρθρου 98 ΠΚ (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 2721/1999), η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.

Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της.

Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά.
Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως.
Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται αυτά. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ" αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ,ΑΠ 3/2008).



Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα, επισκοπούμενα παραδεκτώς για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Κακ/των Πατρών, που, δικάζοντας κατ" έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’ είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων (πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης και αναγνωσθέντα έγγραφα), ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

"Ο κατηγορούμενος στην ... στους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "... Ο.Ε.", με αντικείμενο εργασιών κέντρου διασκέδασης, που εδρεύει στην ... και τηρεί βιβλία ΚΒΣ δεύτερης κατηγορίας, δεν απέδωσε στο Ελληνικό Δημόσιο Φόρο Προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) των κατωτέρω αναφερόμενων διαχειριστικών περιόδων, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του, ο οποίος σε ορισμένες από τις κάτωθι διαχειριστικές περιόδους υπερβαίνει ετησίων το ποσό των 3.000 ευρώ., ενώ σε άλλη διαχειριστική περίοδο υπερβαίνει σε ετήσια βάση το ποσό των 75.000 ευρώ, η δε οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής έγινε στις 13-03-2011. Ειδικότερα, στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 20-04-2009 έως 20-10-2010, ενεργώντας με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, διέπραξε το αδίκημα της φοροδιαφυγής, διότι δεν υπέβαλε δηλώσεις στο Ελληνικό Δημόσιο για τον αναλογούντα φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), που αφορά διαχειριστικές περιόδους από 1-1-2009 Έως 31-12-2009 και από 1-1-2010 Έως 30-09-2010, όπως διαπιστώθηκε κατόπιν αρμοδίως γενομένου φορολογικού ελέγχου από ελεγκτές της ..., για τον οποίο συντάχθηκαν οι υπ’ αριθμ. .../14-12-2010 δύο (2) πράξεις προσδιορισμού Φ.Π.Α. , κατά τις οποίες περιόδους το συνολικό ποσό τούτου που είχε υποχρέωση να δηλώσει και να αποδώσει στο Ελληνικό Δημόσιο υπό την ως άνω ιδιότητα του, υπερβαίνει κατά την πρώτη ως άνω περίοδο το ποσό των 3.000 ευρώ και συγκεκριμένα στο ποσό των 57.207,58 ευρώ και κατά την δεύτερη ως αν περίοδο υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και συγκεκριμένα ανέρχεται στο ποσό των 93.842,57 ευρώ. Τα ως άνω οφειλόμενα ποσά Φ.Π.Α έπρεπε να καταβάλει άμεσα με την υποβολή των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α για τις ως άνω χρήσεις, δηλαδή μέχρι και την 20η ημέρα του επόμενου ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί κάθε ημερολογιακό τρίμηνο, δηλαδή για τα τέσσερα τρίμηνα της χρήσης του έτους 2009 στις 20-04-2009 ποσό 14.965,18 ευρώ, στις 20-07-2009 ποσό 8.175,46 ευρώ, στις 20-10-2009 ποσό 7.751,03 ευρώ, και στις 20-01-2010 ποσό 26.315,91 ευρώ και για τα τρία πρώτα τρίμηνα της χρήσης του έτους 2010 στις 20-04-2010 ποσό 54.783,44 ευρώ, στις 20-07-2010 ποσό 23.435,16 ευρώ και στις 20-10-2010 ποσό 15.623,97 ευρώ. Η δε οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής έγινε στις 12-03-2011 με την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας των 60 ημερών για την άσκηση προσφυγής ή επίλυσης με διοικητικό συμβιβασμό για το ανωτέρω χρέος, δεδομένου ότι οι ως άνω πράξεις προσδιορισμού Φ.Π.Α κοινοποιήθηκαν σ’ αυτόν (κατ/νο) υπό την ως άνω ιδιότητα του στις 10-+01-2011.

Επομένως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος του αδικήματος της φοροδιαφυγής κατ’ εξακολούθηση, όπως σωστά εκτιμώντας τις αποδείξεις έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτόμενης κατ’ ουσίας της έφεσής του." Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσειοντα του ότι : "Στην …, στους ακολούθως αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος και ειδικότερα αυτό της φοροδιαφυγής. Ειδικότερα, ενεργώντας ως υπόχρεος υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "... Ο.Ε.", με αντικείμενο εργασιών κέντρου διασκέδασης, που εδρεύει στην ... και τηρεί βιβλία Κ.Β.Σ. δεύτερης κατηγορίας, δεν απέδωσε στο Ελληνικό Δημόσιο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) των κατωτέρω αναφερόμενων διαχειριστικών περιόδων, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του, ο οποίος σε ορισμένες από τις κάτωθι διαχειριστικές περιόδους υπερβαίνει ετησίως το ποσό των 3.000 ευρώ, ενώ σε άλλη διαχειριστική περίοδο υπερβαίνει σε ετήσια βάση το ποσό των 75.000 ευρώ, η δε οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής έγινε στις 12-3-2011. Ειδικότερα, στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 20-4-2009 έως 20-10-2010, ενεργώντας με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, διέπραξε το αδίκημα της φοροδιαφυγής, διότι δεν υπέβαλε δηλώσεις στο Ελληνικό Δημόσιο για τον αναλογούντα φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), που αφορά στις διαχειριστικές περιόδους από 1-1-2009 έως 31-12-2009 και από 1-1-2010 έως 30-9-2010, όπως διαπιστώθηκε κατόπιν αρμοδίως γενομένου φορολογικού ελέγχου από ελεγκτές της ..., για τον οποίο συντάχθηκαν οι υπ’ αριθμ. .../14-12-2010 δύο (2) πράξεις προσδιορισμού Φ.Π.Α., κατά τις οποίες περιόδους το συνολικό ποσό τούτου που είχε υποχρέωση να δηλώσει και να αποδώσει στο Ελληνικό Δημόσιο υπό την ως άνω ιδιότητα του, υπερβαίνει κατά την πρώτη ως άνω περίοδο το ποσό των 3.000 ευρώ και συγκεκριμένα ανέρχεται στο ποσό των 57.207,58 ευρώ και κατά τη δεύτερη ως άνω περίοδο υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και συγκεκριμένα ανέρχεται στο ποσό των 93.842,57 ευρώ. Τα ως άνω οφειλόμενα ποσά Φ.Π.Α. έπρεπε να καταβάλει άμεσα με την υποβολή των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. για τις ως άνω χρήσεις, δηλαδή μέχρι και την 20° ημέρα του επόμενου ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί κάθε ημερολογιακό τρίμηνο, δηλαδή για τα τέσσερα τρίμηνα της χρήσης του έτους 2009 στις 20-4-2009 ποσό14.965,18 ευρώ, στις 20-7-2009 ποσό 8.175,46 ευρώ, στις 20-10-2009 ποσό ευρώ και στις 20-1-2010 ποσό 26.375,91 ευρώ και για τα τρία πρώτα τρίμηνα της χρήσης του έτους 2010 στις 20-4-2010 ποσό 54.783,44 ευρώ, στις 20-7-2010 ποσό 23.435,16 ευρώ: και στις 20-10-2010 ποσό 15.623,97 ευρώ! Η δε οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής έγινε στις 12-3-2011 με την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας των 60 ημερών για την άσκηση προσφυγής ή επίλυσης με διοικητικό συμβιβασμό για το ανωτέρω χρέος, δεδομένου ότι οι ως άνω πράξεις προσδιορισμού Φ.Π.Α. του κοινοποιήθηκαν υπό την ως άνω ιδιότητα του στις 10-1-2011.
Με αυτά που δέχθηκε το δίκασαν Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. Ια, 27 παρ. 2, 98 ΠΚ και 18 παρ.1 περ,. β’ , γ’ του Ν. 2523/1997, τις οποίες, κατά την προεκτεθείσα έννοια τους, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλομένης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα τη συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης ότι ο κατηγορούμενος, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, είχε την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "... Ο.Ε", η οποία είχε υποχρέωση υποβολής δηλώσεων ΦΠΑ και στη συνέχεια απόδοσης αυτού στο Δημόσιο και ότι, προκειμένου να αποφύγει την απόδοση του, με πρόθεση δεν υπέβαλλε περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ για τις διαχειριστικές περιόδους από 1-1-2009 έως 31-12-2009 και από 1-1-2010 έως 30-9-2010 και δεν απέδωσε ΦΠΑ συνολικού ποσού 151.050,15 ευρώ. Ωσαύτως, υπάρχει πλήρης αιτιολογία ως προς το υποκειμενικό στοιχείο του αδικήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, με την παραδοχή του Δικαστηρίου της ουσίας τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι τα ανωτέρω έπραξε με πρόθεση και σκοπός του ήταν να αποφύγει την καταβολή του οφειλομένου ΦΠΑ. Σημειωτέον ότι η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων τόσο υπό την ισχύ του ν. 2523/1997, ως ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, όσο και υπό την ισχύ του επιεικέστερου ν. 4337/17-10-15, που ίσχυσε μετά την έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης και πριν αυτή καταστεί αμετάκλητη, φέρει τον χαρακτήρα κακουργήματος (ολ ΑΠ 5/2002, ΑΠ 1154/2010) , αφού πρόκειται για φοροδιαφυγή κατ’ εξακολούθηση, συνολικού ποσού υπερβαίνοντος αθροιστικά τις 100.000 ευρώ και συγκεκριμένα για φοροδιαφυγή συνολικού ποσού 151.050,15 ευρώ, στην αποφυγή πληρωμής του οποίου, ως σαφώς συνάγεται από τις παραδοχές της προσβαλλομένης, εξ αρχής απέβλεπε ο αναιρεσείων, (αρθρ. 98 παρ. 2 ΠΚ), απορριπτόμενων των, περιλαμβανομένων στους πρόσθετους λόγους αναίρεσης, περί του αντιθέτου ισχυρισμών αυτού. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Στο άρθρο 82 παρ. 1 και 3 ΠΚ, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν από τις περ. 1 και 2 της υποπαραγράφου ΙΓ’ του πρώτου άρθρου ν. 4093/2012 (ΚΝοΒ σελ. 2437, 2584) ορίζονται τα εξής : "1. ... Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφαση του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων...3. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ ... Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών μπορεί να αυξομειώνονται τα προβλεπόμενα ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών".

Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, ως περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που είναι ανώτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, η οποία μετατρέπεται σε χρηματική, εκτός αν το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του κρίνει ότι απαιτείται η μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων, νοείται τόσο η ποινή φυλάκισης όσο και η ποινή κάθειρξης. Η ερμηνευτική εκδοχή αυτή συμπορεύεται με το γράμμα του νόμου, όπου προκρίνεται η διατύπωση "περιοριστική της ελευθερίας ποινή", και όχι ο όρος "φυλάκιση", αλλά και με τον σκοπό του νόμου, ο οποίος συνίσταται στην αποσυμφόρηση των φυλακών με πνεύμα σύγχρονης σωφρονιστικής αντίληψης (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση ν. 4093/2012 σε ΚΝοΒ σελ. 2484). Παρόμοιος ήταν και ο σκοπός των νόμων 3727/2008, 3772/2009 και 3811/2009,οι οποίοι προβλέπουν τη δυνατότητα μετατροπής για περιορισμένο χρονικό διάστημα και ποινής κάθειρξης πέντε ετών, συμπεριλαμβάνοντας την στη φραστική διατύπωση "στερητική της ελευθερίας ποινή" και αναφέροντας ρητά τον όρο "πενταετής κάθειρξη" (βλ. ιδίως αιτιολ. έκθεση ν. 3811/2009 σε ΚΝοΒ σελ. 2923).

Εξάλλου, ως βαρύνον κριτήριο για τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή δεν τάσσεται ο κακουργηματικός ή πλημμεληματικός χαρακτήρας της πράξης αλλά η φύση και η χρονική διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία και σε κακουργήματα, όταν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις ή άλλοι γενικοί λόγοι μείωσης της ποινής, έχει ως ελάχιστα όρια φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών ή ενός έτους (άρθρο 83 στοιχ. β’ -γ’ ΠΚ). Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται ότι υπόκειται σε μετατροπή και η ποινή κάθειρξης πέντε ετών, καθώς και η συνολική ποινή κάθειρξης, όταν η ποινή βάσης αυτής είναι ποινή κάθειρξης πέντε ετών (ΑΠ 454/2016).
Στην προκείμενη περίπτωση ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων καταδικάστηκε με την προσβαλλομένη απόφαση σε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών. Επομένως, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη, η ως άνω ποινή που του επιβλήθηκε, υπόκειται (καταρχήν) σε μετατροπή.
Επομένως, το άνω Τριμελές Εφετείο παραβίασε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 82 παρ. 1 ΠΚ, όπως αυτή αντικ. με το πρώτο άρθρο υπό παρ. ΙΓ’ περ. 1-2 ν. 4093/2012 και υπέπεσε σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας, παραλείποντας να εκφέρει αιτιολογημένη κρίση για την μετατροπή της προαναφερθείσας ποινής, σε συνάρτηση με το ζήτημα αν η μη μετατροπή αυτής ήταν αναγκαία για να αποτρέψει τον κατηγορούμενο από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων. Συνακολούθως είναι βάσιμος ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και Η’ ΚΠΔ, πρώτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, ο οποίος πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για τις ως άνω πλημμέλειες.
Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος, κύριος ή πρόσθετος, αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και δη μόνο ως προς το κεφάλαιο της περί μη μετατροπής της επιβληθείσας στον αναιρεσείοντα ποινής, να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση με διαφορετική σύνθεση, προκειμένου αυτό να αποφανθεί για τη μετατροπή ή μη της ποινής της πενταετούς κάθειρξης που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα με την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 708 /2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών και δη μόνο ως προς το κεφάλαιο της περί μη μετατροπής της επιβληθείσας στον αναιρεσείοντα ποινής της πενταετούς κάθειρξης.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου αυτό να αποφανθεί για τη μετατροπή ή μη της ανωτέρω ποινής, που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 13-8-2015 (αριθμ. ...2015) αίτηση του Κ. Κ. του Γ., κατοίκου ..., οδός ..., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 708/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών καθώς και τους από 21-10-16 πρόσθετους λόγους, που κατατέθηκαν με χωριστό δικόγραφο στις 21-10-16.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμ. ΔΔΘΕΚΑ 1122298 ΕΞ 2017 Εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος ειδικού προορισμού

$
0
0
Αριθμ. ΔΔΘΕΚΑ 1122298 ΕΞ 2017

(ΦΕΚ Β' 2909/23-08-2017)

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. α) Τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 952/13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (L 269/2013) και ειδικότερα τα άρθρα 22-30, 210-225 και 254.
β) Τις διατάξεις του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) 2446/15 της Επιτροπής για τη συμπλήρωση του Κανονισμού (ΕΕ) 952/13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά λεπτομερείς κανόνες σχετικούς με ορισμένες από τις διατάξεις του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (L 343/2015) και ειδικότερα τα άρθρα 8-18, 161-164, 171-175, 178-180, 183 και 239.
γ) Τις διατάξεις του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2447/15 της Επιτροπής για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 952/13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (L 343/2015) και ειδικότερα τα άρθρα 8, 12, 14-15, 259-261 και 264-267.
δ) Τις διατάξεις του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) 341/16 της Επιτροπής για τη συμπλήρωση του Κανονισμού (ΕΕ) 952/13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά μεταβατικούς κανόνες για ορισμένες διατάξεις του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα για τις περιπτώσεις που τα σχετικά ηλεκτρονικά συστήματα δεν έχουν τεθεί ακόμη σε λειτουργία και την τροποποίηση του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) 2446/15 της Επιτροπής (L 69/2016) και ειδικότερα τα άρθρα 14-15 και 22.
ε) Τον Καν. (ΕΟΚ) 2658/87 «για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο». Τις προκαταρτικές διατάξεις του δασμολογίου, Τίτλος ΙΙ- Ειδικές Διατάξεις Α' και Β'.
στ) Τις διατάξεις του ν.2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (ΦΕΚ 265/Α/2001), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει και ειδικότερα τα άρθρα 33 και 180.
ζ) Την Δ. 1538/831/8.11.2000 Α.Υ.Ο. για τον καθορισμό των αρμοδίων αρχών για το καθεστώς του Ειδικού Προορισμού (ΦΕΚ 1437/Β'/27.11.2000), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
η) Του Κεφαλαίου Α' «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του ν. 4389/2016 (Α' 94) και ειδικότερα του άρθρου 7, της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και του άρθρου 41 αυτού.
θ) Την αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10-03-2017 (Β'968) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».

2.    Την αριθμ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28-1-2013 (Β' 130 και Β' 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υπο-παραγράφου α'της παρ.3 του άρθρου 41 του ν.4389/2016.

3.    Την αριθμ. 1 της 20.01.2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 41 του ν.4389/2016.

4.    Την ανάγκη αντικατάστασης της αριθμ. Δ.989/526/ 237-2002 απόφαση Υπουργού Οικονομικών (Β' 977) «Διαδικασία εφαρμογής του καθεστώτος ειδικού προορισμού», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

5.    Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.),

αποφασίζουμε:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1
Σκοπός και πεδίο εφαρμογής


1.    Με την παρούσα απόφαση καθορίζονται, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας, οι όροι, προϋποθέσεις και επί μέρους διαδικασίες που αφορούν:
α) Στη διαδικασία έκδοσης άδειας υπαγωγής στο ειδικό καθεστώς του ειδικού προορισμού,
β) στη λειτουργία του καθεστώτος ειδικού προορισμού,
γ) στην εκκαθάριση και τον έλεγχο του καθεστώτος.

2.    Η διαδικασία του καθεστώτος του Ειδικού Προορισμού εφαρμόζεται όταν προβλέπεται, ότι τα εμπορεύματα που τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία με ευνοϊκή δασμολογική μεταχείριση ή μειωμένο ή μηδενικό συντελεστή δασμού λόγω του ειδικού τους προορισμού, υπόκεινται σε τελωνειακή επιτήρηση γι' αυτόν τον ειδικό προορισμό.

3. Το καθεστώς του ειδικού προορισμού εφαρμόζεται:
α) Με βάση τις προκαταρτικές διατάξεις του Δασμολογίου- Τίτλος ΙΙ- Ειδικές Διατάξεις Α' και Β'.
β) Για προϊόντα για τα οποία προβλέπεται ο ειδικός τους προορισμός βάσει της δασμολογικής τους κατάταξης στο Τελωνειακό Δασμολόγιο.
γ) Για προϊόντα για τα οποία προβλέπεται αναστολή, απαλλαγή ή μείωση του δασμού βάσει ενωσιακών κανονισμών.

Άρθρο 2
Ορισμοί


Για τους σκοπούς της παρούσας ισχύουν οι ορισμοί που παρέχονται από τις ισχύουσες διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας, καθώς και οι κάτωθι ορισμοί:
1)    Ενωσιακός Τελωνειακός Κώδικας: ο Κανονισμός (ΕΕ) 952/13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα.
2)    Κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμός: ο κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμός (ΕΕ) 2446/15 της Επιτροπής για τη συμπλήρωση του Καν. (ΕΕ) 952/13, όσον αφορά λεπτομερείς κανόνες σχετικούς με ορισμένες από τις διατάξεις του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα.
3)    Εκτελεστικός Κανονισμός: ο Εκτελεστικός Κανονισμός (ΕΕ) 2447/15 της Επιτροπής για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του Καν. (ΕΕ) 952/13.
4)    Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας: ο ν.2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (ΦΕΚ 265/Α/2001), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
5)    Λογιστικές Καταχωρήσεις: τα δεδομένα εκείνα που περιέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και τις τεχνικές λεπτομέρειες επί οποιουδήποτε μέσου (έντυπου ή ηλεκτρονικού) και επιτρέπουν στις τελωνειακές αρχές να επιτηρούν και να ελέγχουν τις πράξεις αποτελεσματικά. Οι καταχωρήσεις μπορεί να είναι εμπορικές, φορολογικές και άλλες και τηρούνται για λογαριασμό του κατόχου στα εγκεκριμένα για την επιχείρηση λογιστικά βιβλία και στοιχεία στην έδρα ή το υποκατάστημα της επιχείρησης. (άρθρο 214 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα, 178 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού)

Άρθρο 3
Αρμόδιες Τελωνειακές Αρχές


1.    Η άδεια υπαγωγής στο καθεστώς ειδικού προορισμού χορηγείται από την καθ' ύλην αρμόδια, βάσει των ισχυουσών διατάξεων, τελωνειακή αρχή στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας βρίσκεται ο τόπος που τηρούνται οι λογιστικές καταχωρήσεις του αιτούντος, και στον οποίο διενεργείται ένα τουλάχιστον μέρος των πράξεων που πρόκειται να καλύψει η άδεια, ή σε άλλη περίπτωση στον τόπο που θα υπαχθούν τα εμπορεύματα στον ειδικό τους προορισμό για πρώτη φορά.

2.    Ως τελωνείο υπαγωγής ορίζεται το Τελωνείο που αναφέρεται στην άδεια για υπαγωγή στο ειδικό καθεστώς του ειδικού προορισμού και έχει την εξουσία να θέσει τα εμπορεύματα στο καθεστώς.

3.    Ως τελωνείο ελέγχου ορίζεται το Τελωνείο που αναγράφεται στην άδεια να εποπτεύει το ειδικό καθεστώς του ειδικού προορισμού.
Το τελωνείο ελέγχου δύναται να οριστεί διαφορετικά, για δεόντως αιτιολογημένο λόγο, αποκλειστικά κατόπιν διαβούλευσης μεταξύ της αρμόδιας για την έκδοση της άδειας Τελωνειακή Αρχή και των εμπλεκόμενων Τελωνείων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΥΠΑΓΩΓΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΥ

Άρθρο 4
Προϋποθέσεις χορήγησης της άδειας


1.    Για την εφαρμογή του καθεστώτος του ειδικού προορισμού και την παραμονή των εμπορευμάτων σε τελωνειακή επιτήρηση απαιτείται άδεια.
α) Για τη χορήγηση της εν λόγω άδειας υποβάλλεται, από τον ενδιαφερόμενο, η προβλεπόμενη από το Παράρτημα Α του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού αίτηση στην αρμόδια, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της παρούσας, Τελωνειακή Αρχή, η οποία κάνει, σε πρώτο στάδιο, αποδεκτή ή μη αποδεκτή την αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 22 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα, το άρθρο 11 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού και το άρθρο 12 του Εκτελεστικού Κανονισμού.
β) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις οι τελωνειακές αρχές επιτρέπουν η διασάφηση θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία, να αποτελεί και αίτηση για χορήγηση άδειας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 163 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με την παράγραφο 1β) του άρθρου 163 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού, ο αιτών θα πρέπει να θέσει το σύνολο των εμπορευμάτων στον προβλεπόμενο ειδικό προορισμό.

2.    Άδεια ειδικού προορισμού μπορεί να χορηγηθεί σε κάθε πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση, με την επιφύλαξη του άρθρου 161 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού, που πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις, που ορίζονται ειδικότερα στο άρθρο 211 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα, υπό τον όρο ότι εξασφαλίζεται αποτελεσματική τελωνειακή επιτήρηση.
Άδεια χορηγείται:
•    σε δικαιούχο πρόσωπο εφόσον αναλάβει την υποχρέωση να χρησιμοποιήσει τα εμπορεύματα για τους σκοπούς που προβλέπονται για την απαλλαγή από δασμούς ή την επιβολή μειωμένου δασμολογικού συντελεστή
•    σε δικαιούχο πρόσωπο εφόσον αναλάβει να μεταβιβάσει την υποχρέωση που αναφέρεται στο παραπάνω εδάφιο σε άλλο πρόσωπο τηρουμένων των προϋποθέσεων που ορίζουν οι τελωνειακές αρχές.
Ο κάτοχος της άδειας δεν είναι απαραίτητο να είναι και κάτοχος των εμπορευμάτων.

3.    Στην αίτηση επισυνάπτονται τα ακόλουθα υποστηρικτικά έγγραφα:
α) Υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/86 σε συνδυασμό με την Α.Υ.Ο 1068985/900/ΤκΕΦ/12.7.2001, με την οποία ο αιτών αναλαμβάνει την ευθύνη τήρησης των ισχυουσών διατάξεων που διέπουν το καθεστώς, καθώς και την υποχρέωση ενημέρωσης των Τελωνειακών αρχών για κάθε αλλαγή των στοιχείων της αίτησης ή της κατάστασης των εμπορευμάτων.
β) καταστατικό και άδεια λειτουργίας της επιχείρησης από το Υπουργείο Ανάπτυξης και εφόσον πρόκειται για εταιρεία του ν.89/67 βεβαίωση για το νόμιμο εκπρόσωπο από το Υ.Ε.Ν.
γ) εφόσον πρόκειται για ναυτιλιακή εταιρεία κατάσταση των πλοίων που διαχειρίζεται,
δ) φορολογική ενημερότητα της εταιρείας,
ε) τα προβλεπόμενα βιβλία και στοιχεία που προβλέπονται από τις ισχύουσες φορολογικές διατάξεις.

4.    Η αρμόδια τελωνειακή αρχή, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2, εκδίδει την προβλεπόμενη από το Παράρτημα Α του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού άδεια, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 171 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού. Σε αντίθετη περίπτωση, η αίτηση απορρίπτεται και παρέχεται στον αιτούντα η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος ακρόασης σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 22 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα, το άρθρο 8 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού και το άρθρο 8 του εκτελεστικού κανονισμού.

5.    Εάν η αίτηση αφορά περισσότερα του ενός κράτη-μέλη, εκδίδεται άδεια με ισχύ σε περισσότερα του ενός κράτη- μέλη. Πριν από τη λήψη της απόφασης πραγματοποιείται διαβούλευση μεταξύ των τελωνειακών διοικήσεων των εμπλεκόμενων κρατών-μελών για τις περιπτώσεις που προβλέπονται και σύμφωνα με τις διαδικασίες που τίθενται στα άρθρα 260-261 του εκτελεστικού κανονισμού.

Άρθρο 5
Τροποποίηση - Επανεξέταση - Αναστολή - Ακύρωση - Ανάκληση - Αναδρομικότητα της Άδειας


Η άδεια υπαγωγής στο καθεστώς ειδικού προορισμού:
α) Τροποποιείται, σύμφωνα με τα άρθρα 28, 29 και 30 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα και το άρθρο 164 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού, είτε κατόπιν αίτησης του δικαιούχου είτε με πρωτοβουλία από την αρμόδια για την έκδοση αυτής τελωνειακή αρχή,
β) επανεξετάζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 23 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα και το άρθρο 15 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού,
γ) αναστέλλεται, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 23 και το άρθρο 30 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα και τα άρθρα 16-18 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού,
δ) ακυρώνεται, σύμφωνα με τα άρθρα 27, 29 του Ενωσιακού τελωνειακού κώδικα,
ε) ανακαλείται, σύμφωνα με τα άρθρα 28, 29 και 30 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα και το άρθρο 15 του εκτελεστικού κανονισμού.
στ) έχει αναδρομική ισχύ, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 211 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα και το άρθρο 172 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ

Άρθρο 6
Παροχή εγγύησης


1.    Για την υπαγωγή εμπορευμάτων στο καθεστώς του ειδικού προορισμού οι Τελωνειακές αρχές απαιτούν τη σύσταση εγγύησης για ενδεχόμενη τελωνειακή οφειλή.

2.    Το δικαιούχο πρόσωπο έχει τη δυνατότητα παροχής εγγύησης για συγκεκριμένη διασάφηση, η οποία εφαρμόζεται στο ποσό του εισαγωγικού δασμού που αντιστοιχεί στην τελωνειακή οφειλή και αφορά όλα τα εμπορεύματα που καλύπτονται από τη συγκεκριμένη διασάφηση. Στην περίπτωση εμπορευμάτων που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία με μειωμένο εισαγωγικό δασμό λόγω του ειδικού τους προορισμού, η εγγύηση θα καλύπτει το μέρος του εισαγωγικού δασμού που δεν καταβάλλεται λόγω του ειδικού τους προορισμού.
Στην περίπτωση της μεμονωμένης εγγύησης ως Τελωνείο Εγγύησης θεωρείται το Τελωνείο Υπαγωγής στο καθεστώς του ειδικού προορισμού.

3.    Το δικαιούχο πρόσωπο έχει τη δυνατότητα αίτησης χορήγησης άδειας συνολικής εγγύησης, εφόσον πραγματοποιεί τακτική χρήση του καθεστώτος. Στην περίπτωση αυτή η έκδοση άδειας συνολικής εγγύησης πραγματοποιείται πριν την έκδοση και εφαρμογή άδειας υπαγωγής στο καθεστώς από το αρμόδιο Τελωνείο Εγγύησης.

4.    Απαλλάσσονται από την προσκόμιση εγγύησης:
Το Ελληνικό Δημόσιο και οι Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου, για τις δραστηριότητες που αναλαμβάνουν ως Δημόσιες Αρχές.

Άρθρο 7
Ενέργειες των Τελωνείων Υπαγωγής και Ελέγχου


1.    Στο Τελωνείο υπαγωγής κατατίθεται η διασάφηση θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία με το καθεστώς ειδικού προορισμού, κατάλληλα συμπληρωμένη για το εν λόγω καθεστώς. Το Τελωνείο υπαγωγής εξετάζει και επιτρέπει ή μη την υπαγωγή των συγκεκριμένων κάθε φορά εμπορευμάτων, που αναφέρονται στη διασάφηση, στο καθεστώς ειδικού προορισμού.

2.    Το Τελωνείο ελέγχου επιτηρεί τη διαδικασία και διαπιστώνει εάν τελικά τα εμπορεύματα έλαβαν τον ειδικό προορισμό τους. Ο έλεγχος διενεργείται από συνεργείο υπαλλήλων που ορίζεται με απόφαση του Προϊσταμένου του Τελωνείου Ελέγχου. Το Τελωνείο Ελέγχου διενεργεί, κατά την κρίση του, εκ των υστέρων ελέγχους, είτε φυσικούς είτε λογιστικούς, για τη διαπίστωση της ορθής εφαρμογής των διατάξεων που διέπουν το καθεστώς.

3.    Τα εμπορεύματα που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς του ειδικού προορισμού υπόκεινται σε τελωνειακή επιτήρηση μέχρις ότου λάβουν τον προδιαγραφέντα ειδικό προορισμό. Η τελωνειακή επιτήρηση λήγει με την εκκαθάριση του καθεστώτος ή με την καταβολή των αναλογουσών δασμολογικών επιβαρύνσεων, εφόσον τα εμπορεύματα έχουν χρησιμοποιηθεί για σκοπούς άλλους από τους προβλεπόμενους για την απαλλαγή από δασμό ή επιβολή μειωμένου δασμολογικού συντελεστή.
Όταν τα εμπορεύματα είναι κατάλληλα για επαναλαμβανόμενη χρήση και οι τελωνειακές αρχές το θεωρούν σκόπιμο για την αποφυγή της κατάχρησης, η τελωνειακή επιτήρηση συνεχίζεται για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη μετά την ημερομηνία της πρώτης χρησιμοποίησής τους για τους σκοπούς για τους οποίους προβλέπεται η απαλλαγή από δασμούς ή η επιβολή μειωμένου δασμολογικού συντελεστή.

4.    Τα τελωνεία ελέγχου και οι αρμόδιες για την έκδοση αδειών χρήσης του καθεστώτος ειδικού προορισμού Τελωνειακές Αρχές συνδράμουν τις κατά τόπο αρμόδιες Τελωνειακές ελεγκτικές αρχές θέτοντας στη διάθεσή τους, εφόσον ζητηθούν, τα στοιχεία των ελέγχων που έχουν ήδη πραγματοποιήσει.

5.    Μετά το πέρας της πραγματοποίησης του ελέγχου θα συντάσσεται έκθεση ελέγχου με τα αποτελέσματα αυτού και θα υπογράφεται από τους υπαλλήλους που διενήργησαν τον έλεγχο.

Άρθρο 8
Διακίνηση εμπορευμάτων


1. Η διακίνηση των εμπορευμάτων που υπάγονται στο καθεστώς εντός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης πραγματοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 179 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού και τις παραγράφους 3, 4 και 5 του άρθρου 267 του Εκτελεστικού Κανονισμού.

Άρθρο 9
Μεταβίβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων


1.    Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του δικαιούχου του καθεστώτος του ειδικού προορισμού όσον αφορά τα εμπορεύματα που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς είναι δυνατόν να μεταβιβάζονται, πλήρως ή μερικώς, σε άλλο πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις του καθεστώτος.

2.    Οι όροι βάσει των οποίων επιτρέπεται η μεταβίβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αναγράφονται στην άδεια του αρχικού δικαιούχου. Ο εκδοχέας δεν υποχρεούται σε αίτηση έκδοσης νέας άδειας μιας και η μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από το καθεστώς στο πρόσωπο του, πραγματοποιείται στα πλαίσια έκδοσης της αρχικής άδειας και υπαγωγής των εμπορευμάτων στο καθεστώς του ειδικού προορισμού.

3.    Η ως άνω διαδικασία πραγματοποιείται με έγκριση της αρμόδιας για την έκδοση της άδειας υπαγωγής στο καθεστώς Τελωνειακής Αρχής.

4.    Στην περίπτωση της πλήρους μεταβίβασης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στα πλαίσια του καθεστώτος ειδικού προορισμού, η αρχική εγγύηση του εκχωρητή των εμπορευμάτων αντικαθίσταται από ισόποση εγγύηση του εκδοχέα, ενώ στην περίπτωση της μερικής μεταβίβασης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διατηρείται η αρχική εγγύηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ

Άρθρο 10
Γενικές διατάξεις


Το καθεστώς του ειδικού προορισμού εκκαθαρίζεται όταν τα εμπορεύματα που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς ή τα μεταποιημένα προϊόντα υπάγονται σε επόμενο τελωνειακό καθεστώς, έχουν χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς που προβλέπονται για την απαλλαγή από δασμούς ή για την επιβολή μειωμένου δασμολογικού συντελεστή, εξέρχονται από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, καταστρέφονται χωρίς να αφήσουν κατάλοιπα ή εγκαταλείπονται υπέρ του Δημοσίου.

Άρθρο 11
Εκκαθαριστικός λογαριασμός


Σύμφωνα με την παρ. 1, του άρθρου 175 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού, ο κάτοχος της άδειας πρέπει να προσκομίσει στο τελωνείο ελέγχου εκκαθαριστικό λογαριασμό εντός 30 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας για την εκκαθάριση, στον οποίο θα περιλαμβάνονται τα στοιχεία που αναφέρονται στο Παράρτημα 71-06.
Όλα τα εμπορεύματα τα οποία έχουν υπαχθεί στο καθεστώς ειδικού προορισμού και για τα οποία η περίοδος εκκαθάρισης συμπίπτει ημερολογιακά τον ίδιο μήνα, μπορούν να περιληφθούν σε έναν εκκαθαριστικό λογαριασμό, ο οποίος υποβάλλεται στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή την τελευταία μέρα του προαναφερόμενου ημερολογιακού μήνα.
Δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση εκκαθαριστικού λογαριασμού στις περιπτώσεις που τα εμπορεύματα τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία από δικαιούχα απαλλαγής πρόσωπα και αποστέλλονται απευθείας στα πλοία ή αεροσκάφη.

Άρθρο 12
Απορρίμματα και θραύσματα


Σύμφωνα με την παρ. 7, του άρθρου 254 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα, τα απορρίμματα και θραύσματα που προκύπτουν στην περίπτωση της καταστροφής των εμπορευμάτων που υπάγονται στο καθεστώς ειδικού προορισμού θεωρείται ότι υπάγονται σε καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης, χωρίς την υποβολή τελωνειακής διασάφησης. Σε αυτή την περίπτωση, οι κάτοχοι άδειας ειδικού προορισμού είναι υποχρεωμένοι να τηρούν λογιστικές καταχωρίσεις, οι οποίες θα περιλαμβάνουν τα στοιχεία που προβλέπονται για το καθεστώς της τελωνειακής αποταμίευσης, ενώ δεν απαιτείται άδεια τελωνειακής αποταμίευσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'
ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 13
Μεταβατικές διατάξεις


1.    Έως την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του Παραρτήματος Α του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού, για την υποβολή αίτησης και την έκδοση άδειας υπαγωγής σε καθεστώς ειδικού προορισμού χρησιμοποιούνται τα έντυπα του Παραρτήματος 12 του Καν. (ΕΕ) 341/16.

2.    Οι άδειες χρήσης του ειδικού καθεστώτος του ειδικού προορισμού που έχουν εκδοθεί πριν από την 1/5/2016 ισχύουν έως την επανεξέτασή τους σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 250 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού και την παράγραφο 1 του άρθρου 345 του εκτελεστικού κανονισμού.

3.    Έως την επανεξέταση των παραπάνω αδειών η χρήση του ειδικού καθεστώτος πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα και των υπόλοιπων κανονισμών.

Άρθρο 14
Κυρώσεις


Κάθε παράβαση των διατάξεων τήρησης των όρων και προϋποθέσεων της παρούσας χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση και επιβάλλονται οι ποινές που ορίζονται από τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα, επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων του ιδίου ως άνω Κώδικα.

Άρθρο 15
Καταργούμενες διατάξεις


Από την ημερομηνία ισχύος της παρούσας κάθε άλλη ρύθμιση σχετική με τα θέματα που επιλαμβάνεται η παρούσα απόφαση καταργείται.

Άρθρο 16
Ισχύς


Η παρούσα ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 9 Αυγούστου 2017

Ο Διοικητής
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Ε.Ε.Τ.Σ. αριθμ. 23/2017 Ανάληψη και παράδοση μετρητών σε πλοίαρχο (CTM/Cash to Master) σύμφωνα με την πρόβλεψη του στοιχείου στ) της παρ. 11 του άρθρου πρώτου της από 18 Ιουλίου 2015 ΠΝΠ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει (ΦΕΚ 2723/Β'/3-8-2017)

$
0
0

Αριθμ. 23

(ΦΕΚ Β' 2910/23-08-2017)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Την παράγραφο 4 του άρθρου πρώτου του άρθρου 1 του ν. 4350/2015 (Α' 161), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 2 του ν. 4350/2015 (Α' 161), αντικαταστάθηκε δυνάμει του άρθρου 3 του ν. 4350/2015 (Α' 161) και ισχύει.

2. Την παράγραφο 12 του άρθρου πρώτου του άρθρου 4 του ν. 4350/2015 (Α' 161).

3. Την περίπτωση γ' καθώς και το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της περίπτωσης στ' της παραγράφου 11 του άρθρου πρώτου της από 18.07.2015 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α' 84), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 6 της υπ' αριθ. πρωτ. Γ.Δ.Ο.Π. 0001175 ΕΞ 2017 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β' 2723/3.08.2017).

4. Την υπ' αριθ. πρωτ. 2/47604/0004/15.7.2015 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών: «Ορισμός μελών Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών και ρύθμιση σχετικών με τη λειτουργία της θεμάτων» (ΑΔΑ: ΩΙΩΚΗ-ΣΧΠ), όπως τροποποιήθηκε με τις αριθ. 2/50723/0004/3.8.2015 (ΑΔΑ: Ψ6ΕΝΗ-8Ρ7), 2/51692/0004/11.8.2015 (ΑΔΑ: ΨΛΨΨΗ-ΠΙΒ), 2/53276/0004/24.8.2015 (ΑΔΑ: 78ΞΙΗ- Τ9Φ), 2/72914/0004/18.11.2015 (ΑΔΑ: ΩΔΕ7Η-ΤΗΟ), 2/25260/0004/9.5.2016 (ΑΔΑ: ΩΠ8ΠΗ-ΑΞΠ) και 2/53585/0004/29.6.2016 (ΑΔΑ: 7ΘΨΟΗ-ΦΝΤ), 2/58251/0004/28.7.2016 (ΑΔΑ: ΩΗΞΗΗ-Π8Ο), 2/42310/0004/20.6.2017 (ΑΔΑ: ΩΑ7ΞΗ-4ΣΗ) και ισχύει.

5. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του π.δ. 63/2005: «Κωδικοποίηση της Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (Α' 98).

6. Το γεγονός ότι με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Ότι τα σχετικά δικαιολογητικά που θα προσκομίζουν οι ναυτιλιακές εταιρείες στις τελωνειακές αρχές για να μεταφέρουν στον πλοίαρχο ή σε οποιονδήποτε αρμόδιο επί του πλοίου τα προβλεπόμενα μετρητά σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου πρώτου της από 18/07/2015 ΠΝΠ είναι τα ακόλουθα:

α) εξουσιοδότηση που θα χορηγείται από τη ναυτιλιακή εταιρία με το όνομα του υπάλληλου της (ονομ/νο, αριθ. ταυτότητος/διαβατηρίου) που θα μεταφέρει το χρηματικό ποσό των μετρητών και στην οποία θα αναγράφονται ακόμα
• το όνομα του πλοίου,
• το ακριβές ποσό (αριθμητικώς και ολογράφως),
• η εκτιμώμενη ημερομηνία ταξιδιού,
• η χώρα και το λιμάνι που θα ευρίσκεται το πλοίο κατά την εκτιμώμενη ημερομηνία ταξιδιού

β) βεβαίωση ανάληψης μετρητών (Cash to Master) από το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, από τη ναυτιλιακή εταιρία, που θα χορηγείται από το πιστωτικό ίδρυμα προκειμένου να προσκομισθεί στην αρμόδια τελωνειακή αρχή ως δήλωση ρευστών διαθεσίμων. Η ισχύς της βεβαίωσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημέρες από την έκδοσή της.

Σε κάθε περίπτωση και πριν την ανάληψη μετρητών έως του ορίου των 50.000 ευρώ ή του ισόποσου σε ξένο νόμισμα ανά πλοίο ανά ημέρα και τη μεταφορά τους στο πλοίο για την κάλυψη αναγκών, το πιστωτικό ίδρυμα είναι υποχρεωμένο να ελέγχει την ύπαρξη επαρκών ελευθέρων κεφαλαίων στο λογαριασμό της ναυτιλιακής εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο στοιχείο στ της παρ. 11 του άρθρου πρώτου της από 18/7/2015 ΠΝΠ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 9 Αυγούστου 2017

Ο Αναπληρωτής Πρόεδρος
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΩΛΑΣ


ΣτΕ 1017/2017 Εισόδημα από οικοδομές αποτελούν και τα χρηματικά ποσά που ο μισθωτής καταβάλλει στον εκμισθωτή για την κάλυψη των δαπανών στις οποίες προβαίνει ο δεύτερος, κατόπιν συμφωνίας με τον πρώτο, για την πραγματοποίηση επισκευών ή διαρρυθμίσεων του μισθίου, η αξία των οποίων θα περιέλθει κατά τη λήξη της μίσθωσης στον εκμισθωτή χωρίς αποζημίωση του μισθωτή

$
0
0


ΣτΕ  1017/2017

 

Περίληψη

Κατά την έννοια των  διατάξεων των άρθρων 20 και 22 του ν.2238/1994 κατά την περίοδο που ίσχυσε, εισόδημα από οικοδομές αποτελούν και τα χρηματικά ποσά που ο μισθωτής καταβάλλει στον εκμισθωτή για την κάλυψη των δαπανών στις οποίες προβαίνει ο δεύτερος, κατόπιν συμφωνίας με τον πρώτο, για την πραγματοποίηση επισκευών ή διαρρυθμίσεων του μισθίου, η αξία των οποίων θα περιέλθει κατά τη λήξη της μίσθωσης στον εκμισθωτή χωρίς αποζημίωση του μισθωτή (πρβλ. ΣτΕ 277/1968, Στε 3328/1984 κ.ά.), με συνέπεια να πρόκειται για προσαύξηση της περιουσίας του εκμισθωτή, προερχόμενη από την εκμίσθωση του ακινήτου, τούτο δε ισχύει και σε περίπτωση στην οποία οι σχετικές εργασίες (επισκευών ή διαρρυθμίσεων) λαμβάνουν χώρα, βάσει συμφωνίας των μερών, πριν από την έναρξη του χρονικού διαστήματος της συναφθείσας σύμβασης μίσθωσης ή/και της συμπεφωνημένης χρήσης του μισθίου από το μισθωτή, δεδομένου ότι και στην περίπτωση αυτή πρόκειται κατ' ουσίαν για καρπό της οικονομικής εκμετάλλευσης του ακινήτου, μέσω της εκμίσθωσής του, ήτοι για αντάλλαγμα που λαμβάνει ο εκμισθωτής από το μισθωτή έναντι της συνομολογηθείσας παραχώρησης στον τελευταίο της (μελλοντικής) χρήσης του ακινήτου.


ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β'
 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 15 Φεβρουαρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Μ. Πικραμένος, Σ. Βιτάλη, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, I. Δημη-τρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
 

Για να δικάσει την από 31 Ιανουαρίου 2007 αίτηση:
 

των : 1) ...., κατοίκου .... (οδός .....) και 2) ...., το γένος .....κατοίκου ..... (οδός .....), οι οποίοι δεν παρέστησαν, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο

κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
 

Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 321/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας.
 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου I. Δημητρακόπουλου.
 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
 

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμ. 2646095, 2646096, 2646177/2007 ειδικά γραμμάτια παραβόλου Α' σειράς), ζητείται η αναίρεση της 321/2006 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, με την οποία απορρίφθηκε έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κατά της 429/2003 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βόλου. Με την εν λόγω πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε προσφυγή τους κατά..................φύλλου - ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, οικονομικού έτους 1996, του Προϊσταμένου της Β' Δ.Ο.Υ. Βόλου, περί καταλογισμού σε βάρος τους διαφοράς κύριου φόρου, συνολικού ποσού 3.589.935 δρχ., καθώς και πρόσθετου φόρου, ύψους 5.066.286 δρχ., για ανακρίβεια των οικείων δηλώσεών τους (αρχικής και συμπληρωματικής).
 

2. Επειδή, όπως προκύπτει από το σχετικό (από 18.7.2007) (Αποδεικτικό επίδοσης του δικαστικού επιμελητή .............. '"αντίγραφα της κρινόμενης αίτησης και της από 1£?5.2007 'πράξης του Προέδρου του Β' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή κοινοποιήθηκαν νομίμως στους αναιρεσείοντες, οι οποίοι δεν παρέστησαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
 

3. Επειδή, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α' 8), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 36 του ν. 2721/1999 (Α' 112) και στην συνέχεια από το άρθρο 5 του ν. 2944/2001 (Α' 222), δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναίρεσης όταν το ποσό της διαφοράς η οποία άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο των 2.000.000 δραχμών, κατ' εξαίρεση, δε, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναίρεσης με αντικείμενο κατώτερο του ποσού αυτού, όταν με το εισαγωγικό δικόγραφο προβάλλεται από το διάδικο ότι η επίλυση της διαφοράς έχει γι' αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις. Κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός αναιρεσειόντων, για τον προσδιορισμό του ύψους του χρηματικού αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το χρηματικό ποσό που αφορά στον καθένα (βλ. ΣτΕ 1413/2006 επταμ., πρβλ. ΣτΕ Ολομ. ΣτΕ 3937/2000). Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση ασκείται απαραδέκτως από τη δεύτερη των αναιρεσειόντων και πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτήν, διότι το αντικείμενο της διαφοράς που την αφορά ανέρχεται σε ποσό μικρότερο των 2.000.000 δραχμών (βλ. το υπ' αριθμ. πρωτ. .................. έγγραφο της Δ.Ο.Υ. Β' Βόλου προς το Δικαστήριο) και με το δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης δεν προβάλλεται ότι η επίλυση της διαφοράς έχει εις αυτήν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις.
 

4. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση ασκείται παραδεκτώς από τον πρώτο αναιρεσείοντα.
 

5. Επειδή, ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994, Α' 151) ορίζει, στο άρθρο 20 παρ. 1- (όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο), ότι
«Εισόδημα από ακίνητα είναι αυτό που προκύπτει κάθε οικονομικό [...] έτος, είτε από εκμίσθωση ή επίταξη ή έμμεσα από ιδιοκατοίκηση ή ιδιοχρησιμοποίηση μιας ή περισσότερων οικοδομών [...] το οποίο αποκτιέται από κάθε ιδιοκτήτη, νομέα, επικαρπωτή ή από αυτόν στον οποίο μεταβιβάστηκε η άσκηση του δικαιώματος της επικαρπίας ή από αυτόν που έχει το δικαίωμα χρήσης ή οίκησης [...] καθώς επίσης και για οικοδομές που έχουν ανεγερθεί σε έδαφος κυριότητας τρίτου, το δικαίωμα το οποίο αποκτιέται από τον κύριο 'του εδάφους»
και, στο άρθρο 22, ότι «1. Ακαθάριστο εισόδημα, προκειμένου για οικοδομή που εκμισθώνεται, είναι το μίσθωμα που έχει συμφωνηθεί. Σε περίπτωση που δεν προσάγεται το συμφωνητικό ή άλλο στοιχείο που μπορεί να αποδείξει τη συμφωνία ή αν τα συμφωνητικά ή τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάγονται εμφανίζουν μίσθωμα που είναι δυσαναλόγως κατώτερο σε σχέση με τη μισθωτική αξία της οικοδομής, ο προσδιορισμός του εισοδήματος που προκύπτει από αυτή γίνεται αφού αυτή συγκριθεί με άλλες οικοδομές που εκμισθώνονται κάτω από παρόμοιες συνθήκες. [...] 2. Σε περίπτωση που η οικοδομή κατοικήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με άλλον τρόπο από τον ιδιοκτήτη, το νομέα, τον επιφανειούχο, τον επικαρπωτή κ.λπ. ή με τη συγκατάθεση αυτού κατοικήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με άλλον τρόπο από τρίτο, χωρίς αντάλλαγμα, το ακαθάριστο εισόδημα βρίσκεται ύστερα από τη σύγκρισή της με όλλες "οίκοδομές που εκμισθώνονται]»:

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εισόδημα από οικοδομές αποτελούν και τα χρηματικά ποσά που ο μισθωτής καταβάλλει στον εκμισθωτή για την κάλυψη των δαπανών στις οποίες προβαίνει ο δεύτερος, κατόπιν συμφωνίας με τον πρώτο, για την πραγματοποίηση επισκευών ή διαρρυθμίσεων του μισθίου, η αξία των οποίων θα περιέλθει κατά τη λήξη της μίσθωσης στον εκμισθωτή χωρίς αποζημίωση του μισθωτή (πρβλ. ΣτΕ 277/1968, Στε 3328/1984 κ.ά.), με συνέπεια να πρόκειται για προσαύξηση της περιουσίας του εκμισθωτή, προερχόμενη από την εκμίσθωση του ακινήτου, τούτο δε ισχύει και σε περίπτωση στην οποία οι σχετικές εργασίες (επισκευών ή διαρρυθμίσεων) λαμβάνουν χώρα, βάσει συμφωνίας των μερών, πριν από την έναρξη του χρονικού διαστήματος της συναφθείσας σύμβασης μίσθωσης ή/και της συμπεφωνημένης χρήσης του μισθίου από το μισθωτή, δεδομένου ότι και στην περίπτωση αυτή πρόκειται κατ' ουσίαν για καρπό της οικονομικής εκμετάλλευσης του ακινήτου, μέσω της εκμίσθωσής του, ήτοι για αντάλλαγμα που λαμβάνει ο εκμισθωτής από το μισθωτή έναντι της συνομολογηθείσας παραχώρησης στον τελευταίο της (μελλοντικής) χρήσης του ακινήτου.

6. Επειδή, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι "κατά την έννοια των [παραπάνω διατάξεων του ΚΦΕ], εισόδημα από οικοδομές αποτελεί και η αξία των επισκευών ή διαρρυθμίσεων του μισθίου, οι οποίες έγιναν από το μισθωτή κατόπιν συμφωνίας ή με έγκριση του εκμισθωτή, ως αντάλλαγμα της χρήσης του μισθίου, οι οποίες πρόκειται να περιέλθουν κατά τη λήξη της μίσθωσης στον εκμισθωτή χωρίς αποζημίωση του μισθωτή [...] ανεξάρτητα από το αν αυτές έγιναν πριν από την ουσιαστική έναρξη της μίσθωσης", δέχθηκε ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα:

Οι [αναιρεσείοντες], συγκύριοι κατά 80% και 20% αντιστοίχως πέντε ανεξάρτητων ιδιοκτησιών (γραφείων), με στοιχεία Β1, Β2, Β3, Β4 και Β5 του δευτέρου ορόφου της πολυκατοικίας που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ............................ και συνεπικαρπωτές" κατά τα ίδια ποσοστά δέκα όμοιων ιδιοκτησιών με στοιχεία Γ1.Γ2, Γ3, Γ4 και Γ5, του τρίτου ορόφου και , με στοιχεία Δ1, Δ2, Δ3, Δ4 και Δ4, του τέταρτου ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας, με το από 28/4/1994 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, που κατατέθηκε στη Β' Δ.Ο.Υ. Βόλου στις 30/5/1994 (αυξ. αριθμ. 1334/30-5-1994), εκμίσθωσαν τις εν λόγω ιδιοκτησίες στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «...........................................», προκειμένου η τελευταία να τις χρησιμοποιήσει αποκλειστικά ως χώρο δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η διάρκεια της μίσθωσης, η οποία άρχιζε τη 1/1/1995, ορίστηκε εξαετής, με δυνατότητα παράτασής της για μια ακόμη τριετία (1ος όρος του συμφωνητικού μίσθωσης) και το μηνιαίο μίσθωμα καθορίστηκε στο ποσό των 900.000 δρχ για τα δύο πρώτα έτη της μίσθωσης, κλιμακούμενο αναλόγως και όπως ειδικότερα αναφέρεται στη σύμβαση για τα επόμενα έτη (2ος όρος του ίδιου συμφωνητικού). Επιπροσθέτως, στο εν λόγω μισθωτήριο περιλήφθηκε ο όρος 5, σύμφωνα με τον οποίο «Το μίσθιο βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση γιαπιού, θα ολοκληρωθεί δε σύμφωνα με τα σχεδιαγράμματα κατόψεων του μηχανικού [ΒΚ], τα συνημμένα στο υπ' αριθμόν 25498/93 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Βόλου ................., όπως όμως θα διαμορφωθούν κατ' απαίτηση της μισθώτριας σύμφωνα με τα σχεδιαγράμματα που έδωσε στους εκμισθωτές και επισυνάπτονται στο παρόν [...]».

Στην ίδια σύμβαση προβλέφθηκε επίσης ότι από την παράδοση του μισθίου και καθόλη τη διάρκεια της μίσθωσης και της τυχόν παράτασής της, οι εκμισθωτές δεν έχουν υποχρέωση να επισκευάσουν ή να βελτιώσουν το μίσθιο ακόμη και αν αυτό επιβάλλεται από σχετική διάταξη νόμου (6ος όρος του συμφωνητικού μίσθωσης) καθώς και ότι κάθε μετά την παράδοση του μισθίου επισκευή, προσθήκη, βελτίωση του θα γίνεται μετά από γραπτή άδεια των εκμισθωτών και με δαπάνες της μισθώτριας, χωρίς η τελευταία να δικαιούται μετά τη λήξη της μίσθωσης να τις αφαιρέσει ή να ζητήσει αποζημίωση από τους εκμισθωτές, αφού αυτές θα παραμείνουν, σε όφελος του μισθίου (7ος όρος του συμφωνητικού μίσθωσης).
Τέλος, συμφωνήθηκε (10ος όρος του ίδιου συμφωνητικού) ότι το μίσθιο θα παραδοθεί στη μισθώτρια τον 11ο του 1994, οπότε και θα υπογραφεί σχετικό πρωτόκολλο. Ακολούθως, με το από 30/9/1995 όμοιο συμφωνητικό που κατατέθηκε στην πιο πάνω Δ.Ο.Υ. στις 10/10/1995 (αυξ. αριθμ.- .. 1457/10-10-1995), οι αναφερόμενοι συμβαλλόμενοι τροποποίησαν μόνο τον πρώτο όρο του αρχικού (από 28/4/1994) συμφωνητικού μίσθωσης και όρισαν ως χρόνο έναρξης της μίσθωσης τη 1/11/1995 και ως χρόνο λήξης της την 31/10/2001, ενώ οι λοιποί όροι του εν λόγω αρχικού συμφωνητικού, κατά ρητή πρόβλεψη, παρέμειναν όπως είχαν.
Στη συνέχεια, κατά τον έλεγχο των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των [αναιρεσειόντων] που διενέργησε η Β' Δ.Ο.Υ. Βόλου προς εξακρίβωση της ακρίβειας του εισοδήματος Α' πηγής που αυτοί, κατά δήλωση, είχαν αποκτήσει, περιήλθαν σε γνώση της εν λόγω Φορολογικής Αρχής πρόσθετα στοιχεία από την Οικονομική Επιθεώρηση Λάρισας και, συγκεκριμένα, η κίνηση του με αριθμό 024/01465-00010/89 κοινού τραπεζικού λογαριασμού των [αναιρεσειόντων] στην Τράπεζα Εργασίας, η οποία παρουσίαζε καταθέσεις από το νόμιμο εκπρόσωπο και διαχειριστή της μισθώτριας εταιρείας .................., καθόλη τη διάρκεια του έτους 1995 και ειδικότερα: στις 7/2/1995 992.400 δρχ., στις 3/3/1995 992.400 δρχ., στις 3/4/1995 992.400 δρχ, στις 3/5/1995 1.192.400 δρχ, στις 5/6/1995 1.200.000 δρχ, στις 5/7/1995 1.200.000 δρχ, στις 7/8/1995 1.140.000 δρχ, στις 5/9/1995 1.140.000 δρχ., στις 9/10/1995 1.140.000 δρχ, στις 14/11/1995 1.140.000 δρχ, στις 7/12/1995 1.140.000 δρχ., στις 10/1/1996 1.140.000 δρχ και συνολικά 13.409.600 δρχ.
Μετά απ' αυτά ο έλεγχος, αφού έλαβε υπόψη του και τους προεκτιθέμενους όρους του μισθωτηρίου συμβολαίου, θεώρησε ότι οι πιο πάνω καταθέσεις στον τραπεζικό λογαριασμό των εκκαλούντων αφορούσαν δαπάνες για τη μνημονευόμενη στο οικείο μισθωτήριο "διαμόρφωσης" του μισθίου προκειμένου να διαμορφωθούν αίθουσες διδασκαλίας, οι οποίες (δαπάνες), ενόψει και του ότι στο εν λόγω μισθωτήριο δεν προβλεπόταν ότι θα βάρυναν τη μισθώτρια Α.Ε. βάρυναν τους [αναιρεσείοντες] εκμισθωτές και, συνεπώς, εφόσον καταβλήθηκαν από τη μισθώτρια αποτελούσαν γΓ αυτούς εισόδημα από οικοδομές. Περαιτέρω και δεδομένου ότι οι εκκαλούντες δεν είχαν περιλάβει το εν λόγω εισόδημα στην από ................κοινή δήλωσή τους φορολογίας εισοδήματος, οικονομικού έτους 1996, αλλ' ούτε στην από 8/1/1998 εκπρόθεσμη  συμπληρωματική δήλωσή τους του ίδιου οικονομικού έτους, στην οποία περιέλαβαν ως εισόδημα Α' πηγής από την εκμίσθωση των πιο πάνω ιδιοκτησιών τους μόνο τα μισθώματα για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 1995 και επιπλέον ένα μίσθωμα 150.000 δρχ προερχόμενο από την εκμίσθωση άλλου ακινήτου (που βρίσκεται στον 4ο όροφο της ίδιας πολυκατοικίας και του οποίου αυτοί είναι συγκύριοι επίσης κατά 80% και 20% αντιστοίχως) και συγκεκριμένα ο πρώτος το ποσό του 1.560.000 δρχ και η δεύτερη το ποσό των 390.000 δρχ (δηλ. 900.000 δρχ μηνιαίο μίσθωμα Χ 2 μήνες=1.800.000 δρχ +150.000 δρχ = 1.950.000 δρχ Χ 80% και 1.950.000 δρχ Χ 20%), η Φορολογική Αρχή εξέδωσε το με αριθμ. 49/27-12-1999 φύλλο ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, με το οποίο προσδιορίστηκε το φορολογητέο εισόδημα του πρώτου [αναιρεσείοντος] στο ποσό των 11.498.928 δρχ (και ήδη 33.745,94 ευρώ) αντί 2.675.633 δρχ που είχε δηλωθεί και της δεύτερης στο ποσό των 3.439.390 όρχ (και ήδη 10.093,59 ευρώ) αντί 1.233.566 δρχ που είχε δηλωθεί και καταλόγισε σε βάρος τους διαφορά κύριου φόρου 3.589.935 δρχ.
Τέλος, με το ίδιο φύλλο ελέγχου επιβλήθηκε σε βάρος τους πρόσθετος φόρος, λόγω ανακρίβειας των δηλώσεών τους, 5.066.286 δρχ (και ήδη 14.868,04 ευρώ) [...].

Ακολούθως, οι [αναιρεσείοντες], με την προσφυγή που άσκησαν κατά της πιο πάνω καταλογιστικής πράξης και το σε ανάπτυξη αυτής υπόμνημα, ισχυρίστηκαν ότι μη νόμιμα οι επίμαχες καταβολές θεωρήθηκαν ως εισόδημά τους από οικοδομές, αφού ούτε καταβολές μισθωμάτων συνιστούσαν, δεδομένου ότι η μίσθωση, ύστερα από την τροποποίηση του οικείου μισθωτηρίου, άρχισε τη 1/11/1995, όπως τελεσιδίκως κρίθηκε και με την 496/1998 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, ούτε, ως δαπάνες διαμόρφωσης των χώρων του εκπαιδευτηρίου, βάρυναν τους ίδιους, όπως κατά κακή εκτίμηση του περιεχομένου των μισθωτηρίων αλλά και εσφαλμένη ερμηνεία των αναγραφόμενων σ' αυτά όρων θεώρησε το ελεγκτικό όργανο, αλλά, ενόψει του ότι έλαβαν χώρα μετά την παράδοση του μισθίου (Νοέμβριο του έτους 1994) και σύμφωνα με τον όρο 7 του συμφωνητικού μίσθωσης ο οποίος εξακολουθούσε να ισχύει αμετάβλητος, βάρυναν τη μισθώτρια Α.Ε., η οποία προέβη σ' αυτές προκειμένου να διεκπεραιώσουν οι ίδιοι τις σχετικές εργασίες.
Προς απόδειξη, μάλιστα, του ισχυρισμού τους αυτού προσκόμισαν σε φωτοτυπικά αντίγραφα, μεταξύ άλλων, τα αναφερόμενα μισθωτήρια καθώς και τις με αρ. 277/1997 και 496/1998 αποφάσεις των Μονομελούς Πρωτοδικείων Βόλου και Εφετείου Λάρισας αντιστοίχως, οι οποίες δέχτηκαν ότι η εν λόγω μίσθωση άρχισε τη 1/11/1995 και έληξε μετά την πάροδο της πρ.ρθεσμίας του άρθρου 597 Α.Κ. από την επίδοση, στις 18/3/1997, στη μισθώτρια εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της της αγωγής των ήδη [αναιρεσειόντων] με την οποία αυτοί την κατήγγειλαν.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο, όμως, με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι νόμιμα προσαυξήθηκε από τη Φορολογική Αρχή κατά το παραπάνω ποσό το εισόδημα από οικοδομές των εκκαλούντων, με την αιτιολογία ότι οι σχετικές καταθέσεις που συνιστούσαν το εν λόγω ποσό αφορούσαν δαπάνες διαμορφώσεις του μισθίου που καταβλήθηκαν αποκλειστικά από τη μισθώτρια εταιρεία ως αντάλλαγμα της χρήσης του, λόγω του ότι η χρήση του ακινήτου παραδόθηκε στη μισθώτρια το Νοέμβριο του έτους 1994, δηλαδή πριν από την κατάθεση των εν λόγω ποσών, ενώ η διαμόρφωση αυτή, σύμφωνα με τον όρο (7) του συμφωνητικού μίσθωσης, μετά τη λήξη της μισθωτικής-σχέσης-θα-παρέμεινε σε όφελος του μισθίου, προσαυξάνοντας την αξία του, χωρίς αποζημίωση της μισθώτριας και χωρίς από κανένα στοιχείο της δικογραφίας να προκύψει η άρση των σχετικών κατασκευών και βελτιώσεων.
Περαιτέρω δε το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέρριψε το, σχετιζόμενο με τον κρίσιμο χρόνο έναρξης της μίσθωσης, ισχυρισμό των [αναιρεσειόντων] προεχόντως ως αλυσιτελή αφού η Φορολογική Αρχή φορολόγησε το ένδικο ποσό ως εισόδημα Α' πηγής που αφορά δαπάνες διαμόρφωσης του μισθίου και όχι ειδικότερα ως μίσθωμα. Στη συνέχεια, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο εξέτασε και απέρριψε τους  προβληθεντες λόγους έφεσης με τό ακόλουθο σκεπτικό: "Ήδη, με την κρινόμενη έφεση και το σε ανάπτυξη αυτής υπόμνημα, οι εκκαλούντες [ήδη αναιρεσείοντες] ισχυρίζονται ότι η πιο πάνω κρίση της εκκαλουμένης είναι εσφαλμένη, αφού ποσά που καταβλήθηκαν πριν από την προκύπτουσα, από τα ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης (αρχικό και τροποποιητικό), έναρξη της μίσθωσης, κατά τη 1/11/1995, και, συνεπώς, αφορούσαν σε χρόνο πριν την εκμίσθωση, δεν αποτελούν μισθώματα, αλλ' ούτε μπορούν να θεωρηθούν ως εισόδημα από ακίνητο που έχει εκμισθωθεί."
Ο λόγος, όμως, αυτός κατά το πρώτο σκέλος του είναι απορριπτέος, γιατί δεν πλήττει σκέψη της προσβαλλόμενης, αφού το Πρωτόδικο Δικαστήριο δε δέχτηκε ότι τα παραπάνω ποσά αντιπροσωπεύουν μισθώματα. Εξάλλου, ο ίδιος λόγος και κατά το δεύτερο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη νομική εκδοχή. Και τούτο, γιατί ως εισόδημα από οικοδομές μπορούν σε κάθε περίπτωση, να θεωρηθούν όχι μόνο ποσά για δαπάνες που αφορούν το μίσθιο και καταβλήθηκαν μετά την ουσιαστική έναρξη της μίσθωσης (μετά δηλαδή την εγκατάσταση του μισθωτή και τη δυνατότητά του να χρησιμοποιεί το μίσθιο), όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι εκκαλούντες, αλλά, σύμφωνα με όσα έγιναν πιο πάνω ερμηνευτικώς δεκτά, και τα όμοια ποσά που καταβλήθηκαν μετά την τυπική έναρξή της (μετά δηλαδή την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης) και την εξαιτίας αυτής παράδοση του μισθίου, εφόσον συντρέχουν οι προεκτιθέμενες προς τούτο προυποθέσεις.
Περαιτέρω, οι εκκαλούντες προβάλλουν ότι οι επίμαχες διαμορφώσεις δεν πραγματοποιήθηκαν σε αντάλλαγμα της χρήσης του μισθίου με βάση τη σύμβαση μίσθωσης, αφού σ' αυτή δεν περιλαμβανόταν τέτοια συμφωνία και, συνεπώς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων," κατέληξε στην πιο πάνω αντίθετη κρίση του. Τέλος, οι εκκαλούντες υποστηρίζουν για πρώτη φορά Κάτ' έφεση ότι ναι μεν οι συγκεκριμένες διαρρυθμίσεις μετά τη λήξη της μίσθωσης θα παρέμειναν στο μίσθιο, όχι, όμως, και προς όφελος του, αφού αυτές αφορούσαν στη δημιουργία αιθουσών διδασκαλίας, δηλαδή έγιναν αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση των αναγκών της μισθώτριας εταιρείας και όχι προς εξυπηρέτηση της μελλοντικής εκμετάλλευσης του ακινήτου τους, σε διαφορετική διαρρύθμιση του οποίου, μάλιστα, προέβησαν μετά τη λήξη της μίσθωσης προκειμένου να το αξιοποιήσουν.
Όμως, εφόσον οι εκκαλούντες δεν επικαλούνται ταυτοχρόνως, όπως οφείλουν, κατ' άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν την αδυναμία προβολής του ισχυρισμού αυτού πρωτοδίκως, ο τελευταίος  αυτός λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος (πρβλ. ΣτΕ 842/1990).

Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας και αποδέχονται οι εκκαλούντες, οι σχετικές καταθέσεις των ποσών που προαναφέρθηκαν αφορούσαν δαπάνες διαμόρφωσης του πιο πάνω μισθίου που έγιναν μετά την παράδοσή του στη μισθώτρια εταιρεία προς εξυπηρέτηση, καταρχάς, των αναγκών της τελευταίας, ότι, όμως, όπως συνάγεται από το οικείο μισθωτήριο, ερμηνευόμενο με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (Α.Κ. 173, 200), οι εν λόγω μετά την παράδοση του μισθίου διαμορφώσεις, εφόσον για αυτές δεν είχε προβλεφθεί ειδικώς η κατά τη λήξη της μίσθωσης υποχρέωση της μισθώτριας προς άρση τους και προς επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση την οποία τα παρέλαβε - "όπως το οποίο για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, όπως η μετά τη "λήξη της μίσθωσης τύχη των διαρρυθμίσεων που θα γίνονταν αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση των αναγκών της μισθώτριας, οι συμβαλλόμενοι θα φρόντιζαν να περιληφθεί στο μισθωτήριο, όπως έπραξαν για άλλες υποχρεώσεις της μισθώτριας (όπως π.χ. η υποχρέωσή της να μην προβεί σε  αφαίρεση των κατασκευών που εμπίπτουν σε μια από τις μνημονευόμενες στον όρο (7) του μισθωτηρίου κατηγορίες ή να μην απαιτήσει αποζημίωση για αυτές) -συνιστούσαν ταυτοχρόνως και βελτιώσεις του μισθίου, που, σύμφωνα με τον αναφερόμενο όρο, τον οποίο, άλλωστε, επικαλούνται οι εκκαλούντες, κατά τη λήξη της μισθωτικής σχέσης θα περιέρχονταν στους εκμισθωτές χωρίς αποζημίωση της μισθώτριας την οποία βάρυναν, ότι, περαιτέρω, από τα προεκτιθέμενα σε συνδυασμό με το ότι η ουσιαστική έναρξη της μίσθωσης και η έκτοτε υποχρέωση της μισθώτριας προς καταβολή μισθωμάτων καθορίστηκε ένα έτος αργότερα από την παράδοση του μισθίου, δηλαδή μετά σημαντικό διάστημα κατά το οποίο οι εκμισθωτές είχαν αποξενωθεί από τη χρήση του πιο πάνω ακινήτου χωρίς εμφανές αντάλλαγμα και, σε κάθε περίπτωση, χωρίς να επικαλεστούν εύλογη αιτία προς τούτο, συνάγεται συμφωνία των μερών για πραγματοποίηση των επίμαχων διαρρυθμίσεων - βελτιώσεων από τη μισθώτρια ως αντάλλαγμα της - συνακόλουθης της παράδοσης σ' αυτήν - όποιας χρήσης του μισθίου και, τέλος, ότι σε κάθε περίπτωση από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε η, παρά την αντίθετη συμφωνία, άρση των κατασκευών και βελτιώσεων αυτών έως και τη, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες δικαστικές αποφάσεις [...] λήξη της μίσθωσης, ή η τυχόν καταβολή αποζημίωσης γι' αυτές στη μισθώτρια, που, κατά τα προαναφερόμενα, κατέβαλε την αξία τους, ούτε άλλωστε οι εκκαλούντες ισχυρίστηκαν το αντίθετο, ενώ η υποστηριζόμενη άρση των εν λόγω κατασκευών μετά τη λήξη της μίσθωσης, ανεξάρτητα απ' οτιδήποτε άλλο, προβλήθηκε, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, απαραδέκτους, κρίνει ότι τα πιο πάνω ποσά που αντιπροσωπεύουν την αξία των εν λόγω διαμορφώσεων - βελτιώσεων  και καταβλήθηκαν αποκλειστικά από τη μισθώτρια μετά τη, βάσει της σύμβασης μίσθωσης, παράδοση σ' αυτή του μισθίου, αποτελούν το συμφωνημένο αντάλλαγμα για τη χρήση του, απορριπτομένου ως ουσία αβασίμου του πιο πάνω αντίθετου λόγου της έφεσης, και, επομένως, σύμφωνα με όσα έγιναν πιο πάνω ερμηνευτικώς δεκτά, εισόδημα από οικοδομές, ανεξάρτητα από το ότι η καταβολή τους χώρησε πριν από την ουσιαστική έναρξη της μίσθωσης."
 

7. Επειδή, με τους λόγους αναίρεσης υπ' αριθμ. προβάλλεται ότι μη νομίμως (ιδίως, δε, κατά παράβαση των άρθρων 20 και 22 του ΚΦΕ και 574 του Αστικού Κώδικα) το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο απέρριψε τον πρώτο λόγο έφεσης. Σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 5 και ενόψει του ως άνω, παρατιθέμενου στην αναιρεσιβαλλόμενη, πραγματικού της υπόθεσης, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο απέρριψε νομίμως, ανεξαρτήτως ειδικότερης αιτιολογίας, το λόγο έφεσης με τον οποίο είχε προβληθεί ότι τα επίδικα ποσά, που οι αναιρεσείοντες έλαβαν από. τη μισθώτρια εταιρεία για τη διενέργεια εργασιών στο ακίνητο, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν, κατά τον ΚΦΕ, ως εισόδημα από την εκμίσθωση ακινήτου. Συνεπώς, οι παραπάνω λόγοι αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ είναι απαράδεκτοι κατά το μέρος που αμφισβητούν ευθέως την ορθότητα, των ουσιαστικών κρίσεων του Διοικητικού Εφετείου.
 

8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται (με το λόγο αναίρεσης υπ' αριθμ. 3) ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα
ερμήνευσε και εφάρμοσε τα άρθρα 173 και 200 του Αστικού Κώδικα, αναφορικά με το περιεχόμενο της μισθωτικής σύμβασης. Ειδικότερα, με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού προβάλλεται ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή των ανωτέρω άρθρων του Αστικού Κώδικα είναι η ύπαρξη αμφιβολίας για το περιεχόμενο της σύμβασης, η οποία δημιουργείται από την αμφισβήτηση ενός εκ των συμβαλλομένων μερών του αληθούς περιεχομένου των συμφωνηθέντων, πράγμα που δεν συνέβη εν προκειμένω, με συνέπεια το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο να στερείται εξουσίας ερμηνείας της σύμβασης και να υποκαταστήσει ανεπίτρεπτα τη βούληση των συμβαλλομένων. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, κατά το ανωτέρω σκέλος του, διότι οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 του Αστικού Κώδικα τυγχάνουν εφαρμογής σε περίπτωση που κατά την (αναιρετικώς .ανέλεγκτη) κρίση του διοικητικού δικαστηρίου της ουσίας υπάρχει αμφιβολία ως προς το περιεχόμενο της βούλησης των συμβληθέντων μερών, χωρίς να απαιτείται να έχει εγείρει σχετική αμφισβήτηση κάποιο από τα μέρη αυτά. Με το δεύτερο σκέλος του λόγου επαναφέρεται αλυσιτελώς ο ισχυρισμός περί εσφαλμένης διάκρισης μεταξύ ουσιαστικής και τυπικής έναρξης της μίσθωσης, ο οποίος προβάλλεται και με τον δεύτερο, ήδη απορριφθέντα ως αβάσιμο, λόγο αναίρεσης. Κατά τα λοιπά σκέλη του, ο λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι πλήττει ευθέως την ορθότητα της εκτίμησης του Εφετείου για το περιεχόμενο της οικείας σύμβασης μίσθωσης, που συνιστά αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση περί τα πράγματα. Συνεπώς, ο λόγος αναίρεσης υπ' αριθμ. 3 πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο του.
 

9. Επειδή, με το πρώτο σκέλος του λόγου αναίρεσης υπ' αριθμ. 4 αμφισβητείται (εκ νέου) απαραδέκτως η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση του Διοικητικού Εφετείου για το περιεχόμενο της σχετικής σύμβασης μίσθωσης. Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού προβάλλεται ότι το Διοικητικό Εφετείο μη νομίμως παρέλειψε να λάβει υπόψη του τον προταθέντα με την έφεση ισχυρισμό ότι οι αναιρεσείοντες δραστηριοποιούνταν σε άλλον κλάδο, εκείνον της τυποποίησης και του εμπορίου ελαίων, και συνεπώς δεν είχαν λόγο να διαμορφώσουν το ακίνητο τους σε εκπαιδευτήριο, που δεν εξυπηρετούσε τους στόχους της μελλοντικής εκμετάλλευσης του ακινήτου. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η σχετική κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης ότι "εφόσον οι εκκαλούντες δεν επικαλούνται ταυτοχρόνως, όπως οφείλουν, κατ' άρθρο 96 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν την αδυναμία προβολής του Ισχυρισμού αυτού πρωτοδίκως; ο τελευταίος αυτός λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος" είναι μη νόμιμη και, συνακόλουθα, καθιστά ελλιπή την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης, λόγω μη λήψης υπόψη προταθέντος ισχυρισμού, διότι τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν αυτοτελή και ξέχωρο ισχυρισμό που δεν προτάθηκε πρωταδίκώςν αλλά επιχειρήματα ή αποδεικτικούς λόγους, μέ τους οποίους υποστηρίχθηκε ο λόγος προσφυγής και έφεσης περί κακής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 22 του ΚΦΕ. Το ανωτέρω παράπονο διατυπώνεται αλυσιτελώς, διότι η αποδιδόμενη στην αναιρεσιβαλλόμενη πλημμέλεια της αιτιολογίας της αναφέρεται, κατά τα προβαλλόμενα, στη μη λήψη υπόψη από το Εφετείο απλού επιχειρήματος και όχι ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού (ο οποίος, άλλωστε, δεν θα μπορούσε, καταρχήν, να προβληθεί παραδεκτώς το πρώτον με την έφεση). Συνεπώς, ο λόγος αναίρεσης υπ' αριθμ. 4 πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο του.


10. Επειδή, με τον τελευταίο λόγο αναίρεσης (υπ' αριθμ. 5) προβάλλεται ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τα άρθρα 21-23 του ΚΦΕ, κατά τηΑ έννοια των οποίων οι δαπάνες για την ανοικοδόμηση/αποπεράτωση του μισθίου διακρίνονται από τις δαπάνες εργασιών βελτίωσης ή επισκευών του και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως φορολογητέο εισόδημα από ακίνητα, λαμβανομένου υπόψη ότι από το συμφωνητικό μίσθωσης και, συγκεκριμένα, από το άρθρο (όρο) 5, που αναφέρεται σε κατάσταση γιαπιού του μισθίου, ορθά  ερμηνευόμενο, προκύπτει ότι οι επίμαχες διαρρυθμίσεις αφορούσαν στην αποπεράτωση της οικοδομής, προκειμένου αυτή να λειτουργήσει ως εκπαιδευτήριο. Ωστόσο, ο ως άνω λόγος αναίρεσης ερείδεται επί πραγματικού (ότι, δηλαδή, τα επίδικα ποσά αφορούσαν σε δαπάνες ανοικοδόμησης του μισθίου), το οποίο δεν βεβαιώνεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ούτε, άλλωστε, μπορεί να θεωρηθεί από το Αναιρετικό ότι προκύπτει από τον (παρατιθέμενο στην αναιρεσιβαλλόμενη) όρο 5 της σύμβασης μίσθωσης. Εξάλλου η αναιρεσιβαλλόμενη δεν διαλαμβάνει κρίση για το ως άνω τιθέμενο νομικό και συναφές πραγματικό ζήτημα ούτε με τον παραπάνω λόγο προβάλλεται (και, δη, κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο) ότι είχε διατυπωθεί αντίστοιχος παραδεκτός λόγος έφεσης, που αντιπαρήλθε το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ο υπ' αριθμ. 5 λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως 'απαράδεκτος.

1. Επειδή, τούτων έπεται ότι η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
 

Δα τάυτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες, συμμέτρως, τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2017 και η
απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Απριλίου 2017.
Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος

Αριθμ. πρωτ.: 159383/3593/2017 Βιβλίο απογραφής της ξυλείας και των προϊόντων ξυλείας των κωδικών του Παραρτήματος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 995/2010

$
0
0

Αθήνα, 25/08/2017
Αριθμ. Πρωτ.: 159383/3593

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ Υ.Π.ΕΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΑΣΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΟ/ΝΤΟΣ
Δ/ΝΣΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΩΝ CITES
(Κεντρική Αρμόδια Αρχή Κανονισμού FLEGT και Ξυλείας)


Ταχ. Δ/νση : Τέρμα Αλκμάνος,
Ταχ. Κώδικας : 115 28 Ιλίσια
Πληροφορίες : Ε. Αλεξίου, Χ.Καρακώστα
Τηλέφωνο : 210 5242953
FAX    : 210 5240194
E-mail    : grcitesma@prv.ypeka.gr
Web site : www.ypeka.gr (ΔΑΣΗ/ ΔΙΕΘΝΗ ΘΕΜΑΤΑ / ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ FLEGT)

ΘΕΜΑ: Βιβλίο απογραφής της ξυλείας και των προϊόντων ξυλείας των κωδικών του Παραρτήματος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 995/2010.

ΣΧΕΤ.: α) Ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 995/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Οκτωβρίου 2010.
β) Η ΚΥΑ αριθμ. 134627/5835/23.12.2015 (ΦΕΚ 2872/B/29-12-2015).
γ) Τα πρακτικά των από 7/9/2016 και από 14/10/2016 1ης και 2ης Συνεδρίασης της Τεχνικής Διυπουργικής Ομάδας Εργασίας (Τ.Δ.Ο.Ε.).
δ) Το με αρ.πρωτ.148587/6214/1.12.2016 δικό μας.
ε) Το με αρ.πρωτ.153050/732/9.2.2017 δικό μας.
στ) Το με αρ.πρωτ.154767/1460/10.4.2017 δικό μας.
ζ) Το με αρ.πρωτ.47073/5-4-2017 έγγραφο της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Ηπείρου- Δ. Μακεδονίας.
η) Το με αρ.πρωτ.377/20222/14-2-2017 έγγραφο της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας- Στερεάς Ελλάδας.
θ) Το με αρ.πρωτ.20194/9-5-2017 έγγραφο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Βιοτεχνικών Σωματείων κατεργασίας ξύλου (Μέλος της UEA Ευρωπαϊκής Ένωσης Επίπλου).

Σε συνέχεια των ανωτέρω σχετικών δικών μας και με αφορμή τα ερωτήματα των Αρμόδιων Περιφερειακών Αρχών για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.995/2010, από τα οποία προκύπτουν σαφή προβλήματα σε ότι αφορά την τήρηση του βιβλίου απογραφής, αποσαφηνίζουμε τα παρακάτω:

Το εν λόγω βιβλίο απογραφής ξυλείας και προϊόντων ξυλείας καθιερώθηκε με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 13, παρ.2 της άνω (β) σχετικής ΚΥΑ. Και μόνο η αναφορά στο εν λόγω βιβλίο με μεταβατικές διατάξεις, αποδεικνύει την πρόθεση της ομάδας εργασίας που συνέταξε την παραπάνω ΚΥΑ, αυτό να ισχύει για μια και μόνο φορά, ώστε να καταγράψει και να καλύψει επί της ουσίας την ποσότητα ξυλείας και προϊόντων ξυλείας που ευρίσκετο στις αποθήκες των Φορέων Εκμετάλλευσης και Εμπόρων αφενός μεν πριν την 3η Μαρτίου 2013 (ημερομηνία που τέθηκε σε εφαρμογή ο εν λόγω Κανονισμός) και αφετέρου πριν την 29η Δεκεμβρίου στο ΦΕΚ 2872/τ. β'/2015 η εν λόγω ΚΥΑ). Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται περίτρανα και από την προσεκτική ανάγνωση των διατάξεων των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 13 της παραπάνω ΚΥΑ.

Κατά συνέπεια και σε εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων προκύπτει σαφώς ότι οι Φορείς Εκμετάλλευσης και οι Έμποροι όφειλαν να συμπληρώσουν για μία και μοναδική φορά το βιβλίο απογραφής με το σύνολο της ξυλείας και των προϊόντων ξυλείας, όπως αυτά ταξινομούνται στο παράρτημα του Κανονισμού Ξυλείας, της επιχείρησης τους που βρίσκονταν στις αποθήκες τους πριν την εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού, δηλαδή πριν τις παραπάνω ημερομηνίες.

Επομένως, το εν λόγω βιβλίο απογραφής θα ενημερώνεται στο εξής κάθε φορά που πραγματοποιείται πώληση της ήδη καταγεγραμμένης ξυλείας και προϊόντων ξυλείας έως και την απόσβεση/μηδενισμό του αποθέματος των προϊόντων αυτών. Θα φυλάσσεται και θα επιδεικνύεται κατά την διενέργεια ελέγχων από τους υπαλλήλους των Περιφερειακών Αρμόδιων Αρχών του Κανονισμού Ξυλείας το βιβλίο, εφόσον ζητηθεί.

Από την υπογραφή της παρούσας παύει να ισχύει κάθε άλλη ερμηνεία που έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο αυτής.



Η Γενική Γραμματέας
Χριστίνα Μπαριτάκη

Αριθμ. πρωτ.: ΔΤΔ Γ 1125637 ΕΞ 2017 Απαγορεύσεις και Περιορισμοί - Φάρμακα για ανθρώπινη κατανάλωση - Προσωρινή απαγόρευση εξαγωγής (επανεξαγωγής)

$
0
0

Αθήνα, 22 Αυγούστου 2017
Αριθ. Πρωτ.:ΔΤΔ Γ 1125637 ΕΞ 2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΚ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
ΤΜΗΜΑ Γ

Ταχ. Δ/νση:Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:101 84 Αθήνα
Πληροφορίες:Δημ. Τσαγκαλάκης
Τηλέφωνο:210 6987 444
Fax:210 6987 459
E-Mail:dtd@2001.syzefxis.gov.gr
Url:www.aade.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
 
ΘΕΜΑ: Απαγορεύσεις και Περιορισμοί - Φάρμακα για ανθρώπινη κατανάλωση - Προσωρινή απαγόρευση εξαγωγής (επανεξαγωγής)


ΣΧΕΤ.: α. Η με Α.Π. 70544/7-8-2017 Απόφαση του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων, με την οποία τροποποιείται η με Α.Π. 64416/14-7-2017 αντίστοιχη
β. Η με Α.Π. ΔΤΔ Γ 1004639 ΕΞ 2017 / 12-1-2017 διαταγή Διοικητή ΑΑΔΕ με την οποία κοινοποιήθηκε η με Α.Π. 91635/28-11-2016 Απόφαση του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων

Σας κοινοποιούμε συνημμένα την ανωτέρω (α) σχετική, σύμφωνα με την οποία απαγορεύονται προσωρινά οι παράλληλες εξαγωγές των φαρμάκων που περιλαμβάνονται στον Πίνακα 1 αυτής, στο πλαίσιο διασφάλισης της επάρκειάς τους στο εσωτερικό της χώρας.


Κατόπιν αυτού και σε περίπτωση κατά την οποία οι τελωνειακές Αρχές της χώρας διαπιστώσουν - στο πλαίσιο των καθηκόντων τους - απόπειρα εξαγωγής (επανεξαγωγής) των εν λόγω φαρμάκων, παρακαλούνται να ενημερώσουν άμεσα τον Ε.Ο.Φ.

Τέλος, σας ενημερώνουμε ότι εξακολουθεί να ισχύει η ανωτέρω (β) σχετική, αναφορικά με την προσωρινή απαγόρευση παράλληλων εξαγωγών εμβολίων.



Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
α.α.
ΖΑΦΕΙΡΙΑ ΑΘΑΝΑΣΑΚΗ

Αριθμ. πρωτ.: ΔΕΑΦ Α 1125763 ΕΞ 2017 Φορολογική μεταχείριση ζημιάς από αποτίμηση τίτλων φυσικού προσώπου

$
0
0

Αθήνα, 24 Ιουνίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ Α 1125763 ΕΞ 2017


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ


ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ: Α'

Ταχ. Δ/νση:Καρ. Σερβίας 10
Ταχ.Κώδικας:10184 Αθήνα
Πληροφορίες:Β. Γιοβά
Τηλέφωνο:210-3375314-8
Fax:210-3375001
E-Mail:d12.a@yo.syzefxis.gov.gr
Url:www.aade.gr

ΘΕΜΑ: Φορολογική μεταχείριση ζημιάς από αποτίμηση τίτλων φυσικού προσώπου.

Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 42 του ν. 4172/2013, κάθε εισόδημα που προκύπτει από υπεραξία μεταβίβασης των ακόλουθων τίτλων, καθώς και μεταβίβασης ολόκληρης επιχείρησης, υπόκειται σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων:
α) μετοχές σε εταιρεία μη εισηγμένη σε χρηματιστηριακή αγορά,
β) μετοχές «και άλλες κινητές αξίες» εισηγμένες σε χρηματιστηριακή αγορά, εφόσον ο μεταβιβάζων συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας με ποσοστό τουλάχιστον μισό τοις εκατό (0,5%),
γ) μερίδια ή μερίδες σε προσωπικές εταιρείες,
δ) κρατικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια ή εταιρικά ομόλογα,
ε) παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα. 

Ειδικά για τίτλους που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή, εφόσον οι τίτλοι αυτοί έχουν αποκτηθεί από την1η Ιανουαρίου 2009 και εξής.

Το πιο πάνω εισόδημα, φορολογείται, όπως προβλέπεται από το άρθρο 43 του ίδιου νόμου με συντελεστή δέκα πέντε τοις εκατό (15%).

2. Επιπλέον, με την ΠΟΛ.1032/26.1.2015 εγκύκλιό μας διευκρινίστηκε ότι ως μετοχές των περιπτώσεων α' και β' των πιο πάνω διατάξεων νοούνται τόσο αυτές των ημεδαπών όσο και των αλλοδαπών εταιρειών (διαπραγματεύσιμες και μη σε χρηματιστηριακή αγορά), καθόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση. Επίσης, διευκρινίστηκε ότι στο πεδίο εφαρμογής της περίπτωσης γ' εμπίπτει, αν και δεν αναφέρεται ρητά στο νόμο, και η μεταβίβαση μεριδίων εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών, κοινωνιών και αστικών εταιριών.

3. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 42 του πιο πάνω νόμου ορίζεται ότι ως υπεραξία νοείται η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης που κατέβαλε ο φορολογούμενος και της τιμής πώλησης που εισέπραξε. Τυχόν δαπάνες που συνδέονται άμεσα με την αγορά ή την πώληση των τίτλων συμπεριλαμβάνονται στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης και δεν προστίθενται ή αφαιρούνται, αντίστοιχα.

4. Επίσης, με τις διατάξεις της παρ. 5 του ίδιου ως άνω άρθρου και νόμου, ορίζεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία ο προσδιορισμός της υπεραξίας σύμφωνα με τις ανωτέρω παραγράφους καταλήγει σε αρνητικό ποσό, η εν λόγω ζημία μεταφέρεται για τα επόμενα πέντε (5) έτη και συμψηφίζεται μόνο με μελλοντικά κέρδη υπεραξίας, τα οποία υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού και τα οποία προκύπτουν από συναλλαγές σε τίτλους της παραγράφου 1.

5. Από όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω προκύπτει ότι η φορολόγηση της υπεραξίας ή αντίστοιχα η μεταφορά ζημίας για πέντε έτη, αφορά μόνο στις πραγματοποιηθείσες μεταβιβάσεις τίτλων και όχι στην υπερτίμηση ή υποτίμηση αυτών, καθόσον το κέρδος ή η ζημιά από την αποτίμηση των τίτλων που κατέχει φυσικό πρόσωπο, δεν αποτελεί αντικείμενο του φόρου εισοδήματος. Συνεπώς, η εν λόγω ζημία, είτε προέρχεται από αποτίμηση τίτλων ημεδαπής είτε από τίτλους αλλοδαπής προέλευσης, δεν αναγνωρίζεται φορολογικά και δεν εκπίπτει από το εισόδημα φυσικού προσώπου, ως μη προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις.



Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΑΔΕ
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Αριθμ. 33795/2017 Εκχώρηση εξουσιοδότησης υπογραφής του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων

$
0
0

Αριθμ. 33795


(ΦΕΚ Β' 2910/23-08-2017)

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ Δ.Ο.Υ. ΤΡΙΠΟΛΗΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του ν. 3528/2007 περί του υπαλληλικού κώδικα.

2. Τις διατάξεις του π.δ. 16/1989 «Περί κανονισμού λειτουργίας των Δ.Ο.Υ.».

3. Την με αρ. πρωτ. Δ.ΟΡΓ.Α. 1172299 ΕΞ 2016/29.11.2016.

4. Την υπ' αρ. πρωτ. Δ.ΟΡΓ.Α 1036960/10.3.2017 (ΦΕΚ 968/Β'/22.03.2017 και Β' 1238) απόφαση περί Οργανισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε).

5. Την υπ' αρ. πρωτ. Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1115805 ΕΞ 2017/31.7.2017 (ΦΕΚ Β' 2743/4-8-2017) απόφαση περί «Μεταβίβασης αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότηση υπογραφής «Με εντολή Διοικητή» σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης» της Α.Α.Δ.Ε.

6. Την Δ2Α1159529ΕΞ2013/18-10-13 Α.Υ.Ο. - ΥΠ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ - Τοποθέτησης Προϊσταμένων οργανικών μονάδων επιπέδου Υποδιεύθυνσης και Τμήματος.

7. Την ανάγκη της υπηρεσίας να εξουσιοδοτήσει τους Προϊσταμένους των Τμημάτων.

8. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.),

εκχωρεί:

Την εξουσιοδότηση υπογραφής του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. στους:

i) Υποδιευθύντρια Δ.Ο.Υ. για όσα αναφέρονται στις περιπτώσεις 68, 70, 71, 78, 79, 85 και 86 του πίνακα του άρθρου 1 της με αρ. Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1115805 ΕΞ 2017/31.7.2017 απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ.

ii) Προϊστάμενο Εσόδων για όσα αναφέρονται στις περιπτώσεις 43 και 44 του πίνακα του άρθρου 1 της με αρ. Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1115805 ΕΞ 2017/31.7.2017 απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ.

iii) Προϊστάμενο Δικαστικού και Νομικής Υποστήριξης για όσα αναφέρονται στις περιπτώσεις 48, 68, 70, 71, 78, 79, 85 και 86 του πίνακα του άρθρου 1 της με αρ. Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1115805 ΕΞ 2017/31.7.2017 απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ.

Η απόφαση ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Τρίπολη, 14 Αυγούστου 2017

Ο Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΡΟΚΟΠΟΣ

Viewing all 7448 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>