Quantcast
Channel: Taxheaven - Νέες αποφάσεις
Viewing all 7448 articles
Browse latest View live

Αριθ. 2430/110502/2017 Τροποποίηση της υπουργικής απόφασης 397/18235/2017 (Β' 601) «Αρμόδια Αρχή, διαδικασία και δικαιολογητικά αναγνώρισης των Οργανώσεων Παραγωγών (Ο.Π.) και των Ενώσεών τους (Ε.Ο.Π.), καθώς και των Ομάδων Παραγωγών (Ομ.Π)»

$
0
0
Αριθ. 2430/110502/20.10.2017

(ΦΕΚ Β' 3800/27-10-2017)

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) Του άρθρου 62 παρ. 2 περ. α' του ν. 4235/2014 «Διοικητικά μέτρα, διαδικασίες και κυρώσεις στην εφαρμογή της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας στους τομείς των τροφίμων, των ζωοτροφών και της υγείας και προστασίας των ζώων και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων» (Α' 32), όπως η παρ. 2 τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 4384/2016 «Αγροτικοί Συνεταιρισμοί, μορφές συλλογικής οργάνωσης του αγροτικού χώρου και άλλες διατάξεις» (Α' 78).
β) Του άρθρου 69 παρ. 2 του ν. 4314/2014 «Α) Για τη διαχείριση, τον έλεγχο και την εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2014-2020, Β) Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2012/17 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2012 (ΕΕ L 156/16.6.2012) στο ελληνικό δίκαιο, τροποποίηση του ν. 3419/2005 (Α' 297) και άλλες διατάξεις» (Α' 265).
γ) Τις διατάξεις του άρθρου 37 του ν. 4384/2016 (Α' 78), όπως τροποποιήθηκαν από τις διατάξεις του άρθρου 65 του ν. 4484/2017 (Α'110) και ισχύουν.
δ) Του άρθρου 90 του «Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά Όργανα», όπως κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (Α' 98).

2. Τους Κανονισμούς (ΕΕ) αριθ.:
α) 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 487), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
β) 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (EE L 347 της 20.12.2013, σ. 671), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
γ) 1379/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, για την κοινή οργάνωση των αγορών των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1184/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου (EE L 354 της 28.12.2013, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
δ) 508/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2328/2003, (ΕΚ) αριθ. 861/2006, (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και (ΕΚ) αριθ. 791/2007 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1255/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 149 της 20.5.2014, σ. 1).
ε) 702/2014 της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 2014, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων στους τομείς της γεωργίας και δασοκομίας και σε αγροτικές περιοχές συμβιβάσιμων με την εσωτερική αγορά κατ' εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 193 της 1.7.2014, σ. 1).
στ) 2015/1588 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, για την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ L 248 της 24.9.2015, σ. 1).
ζ) 891/2017 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2017, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (EE) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών και τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις κυρώσεις που πρέπει να επιβληθούν στους εν λόγω τομείς, καθώς και για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού της Επιτροπής (ΕΕ) αριθ. 543/2011.
η) 892/2017 της Επιτροπής της 13ης Μαρτίου 2017 για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών.

3. Την αριθ. C (2015) 9170 final /11-12-2015 εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής, για την έγκριση του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης της Ελλάδας για στήριξη από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης, όπως κάθε φορά ισχύει.

4) Την αριθ. C(2015)7417/23-10-2015 απόφαση της Επιτροπής για την έγκριση του Επιχειρησιακού Προγράμματος Θάλασσας και Αλιείας για στήριξη από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας, όπως κάθε φορά ισχύει.

5. Τα 1691/55099/19-05-2017, 1774/58026/31-5-2017, 1842/60626/2-6-2017 και 1960/63928/23-6-2017 έγγραφα της Διεύθυνσης Συστημάτων Καλλιέργειας, τα από 30/5/2017 και από 14/6/2017 έγγραφα της Δ/νσης Μεταποίησης και Ποιοτικού Ελέγχου Τροφίμων Φυτικής Παραγωγής, τα 2426/58939/30-5-2017, 2550/64487/ 20-6-2017 και από 21/6/2017 έγγραφα της Γενικής Δ/νσης Βιώσιμης Αλιείας, τα από 31/5/2017 και784/67813/ 22-6-2017 έγγραφα της Δ/νσης Κτηνοτροφικών Υποδομών και Μεταποίησης Ζωϊκών Προϊόντων.

6. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Η υπ' αριθ. 397/18235/16.2.2017 (Β'601) υπουργική απόφαση «Αρμόδια Αρχή, διαδικασία και δικαιολογητικά αναγνώρισης των Οργανώσεων Παραγωγών (Ο.Π.) και των Ενώσεών τους (Ε.Ο.Π.), καθώς και των Ομάδων Παραγωγών (Ομ.Π.)», τροποποιείται ως εξής:

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 1
Σκοπός - πεδίο εφαρμογής
1. Σκοπός της απόφασης αυτής είναι ο καθορισμός των αναγκαίων συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 5, 16 και 27 του Κανονισμού (ΕΕ) 1305/2013, των άρθρων 6 και 19 του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 702/2014, των άρθρων 152, 153, 154, 155, 156, 159, 160, 161 και 164 έως και 175 του Κανονισμού (ΕΕ) 1308/2013, των άρθρων 6 έως και 31 του Κανονισμού (ΕΕ) 1379/2013, των άρθρων 1, 2 και 3 του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 1419/2013 και των άρθρων 1, 2 και 3 του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 1418/2013 σχετικά με τη διαδικασία αναγνώρισης των Ομάδων Παραγωγών (Ομ.Π.), των Οργανώσεων Παραγωγών (Ο.Π.) και των Ενώσεων Οργανώσεων Παραγωγών (Ε.Ο.Π.), τα κριτήρια, τις αρμόδιες αρχές και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την αναγνώρισή τους.

2. Το άρθρο 2 αντικαθίσταται ως εξής:

«'Άρθρο 2
Έννοια των ΟμΠ, Ο.Π και των Ε.Ο.Π- Συγχώνευση Ομ.Π., Ο.Π. και Ε.Ο.Π.
1 α) Ως Ομ.Π. αναγνωρίζονται αυτοτελείς νομικές οντότητες του συνεταιριστικού ή εμπορικού δικαίου ή σαφώς οριζόμενα μέρη αυτών ή νομικά πρόσωπα του αστικού δικαίου, με πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα.
β) Οι Ο.Π. αποτελούν αυτοτελείς νομικές οντότητες του συνεταιριστικού ή εμπορικού δικαίου ή σαφώς οριζόμενα μέρη αυτών. Οι Ο.Π. προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας και οι ενώσεις τους, του Κανονισμού 1379/2013, μπορούν να αποτελούν και νομικά πρόσωπα του αστικού δικαίου.
γ) Ως Ε.Ο.Π. αναγνωρίζονται αυτοτελείς νομικές οντότητες του συνεταιριστικού ή εμπορικού δικαίου ή σαφώς οριζόμενα μέρη αυτών.
2. α) Οι Ομ.Π. συγκροτούνται με πρωτοβουλία παραγωγών, φυσικών ή/και νομικών προσώπων, που ασκούν αγροτική δραστηριότητα στους τομείς της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κανονισμού 1308/2013, καθώς και στον τομέα του βαμβακιού.
β) Οι Ο.Π. συγκροτούνται με πρωτοβουλία παραγωγών, φυσικών ή/και νομικών προσώπων, που ασκούν αγροτική δραστηριότητα στους τομείς της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κανονισμού 1308/2013, στους τομείς του άρθρου 2 του Κανονισμού 1379/2013, καθώς και στον τομέα του βαμβακιού.
γ) Οι Ε.Ο.Π. συγκροτούνται με πρωτοβουλία αναγνωρισμένων Οργανώσεων Παραγωγών.
3. Οι Ομ Π., οι Ο.Π. και οι Ε.Ο.Π., μπορούν να συγχωνευτούν, εφόσον συγχωνευτούν ή απορροφηθούν τα νομικά πρόσωπα που αναγνωρίστηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας. Η νέα νομική οντότητα είναι καθολικός διάδοχος των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συγχωνευόμενων ή απορροφούμενων νομικών οντοτήτων.»

3. α) Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α της παρ. 1 του άρθρου 3 αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Πρωτοβάθμια τριμελής Επιτροπή Αναγνώρισης (Π.Ε.Α.), στην έδρα κάθε ΔΑΟΚ που συγκροτείται από:»
β) Στο δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ της περίπτωσης α της παραγράφου 1 του Άρθρου 3, μετά από «...στον τομέα της αλιείας» προστίθεται η φράση «και των υδατοκαλλιεργειών».
γ) Τα τελευταία δύο εδάφια της περίπτωσης α της παρ. 1 του άρθρου 3 αντικαθίστανται ως εξής:
«Έργο της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Αναγνώρισης (Π.Ε.Α.) είναι η αναγνώριση των Ομ.Π., Ο.Π. και Ε.Ο.Π., η τροποποίησή της, η ανάκληση ή αναστολή της».
β) Μετά την περίπτωση β παρ. 1 του άρθρου 3 προστίθεται περίπτωση γ' ως εξής:
«Για την παρακολούθηση και τον έλεγχο της λειτουργίας των Ομ.Π., Ο.Π. ή Ε.Ο.Π., συνιστάται Τριμελής Επιτροπή Παρακολούθησης και Ελέγχου (Ε.Π.Ε.) της λειτουργίας τους στην έδρα κάθε ΔΑΟΚ. Με απόφαση του οικείου Περιφερειάρχη συγκροτείται η τριμελής επιτροπή αποτελούμενη από έναν (1) υπάλληλο της Δ/νσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής της οικείας Περιφερειακής Ενότητας, κλάδου Γεωτεχνικού κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), έναν (1) υπάλληλο κλάδου Ιχθυολόγων ή Γεωπονικού ή Κτηνιάτρων, κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ) και εν ελλείψει υπαλλήλων της κατηγορίας αυτής, δύο (2) υπαλλήλους της ίδιας Υπηρεσιακής μονάδας και του ιδίου κλάδου, κατηγορίας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ) ή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) με τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους και έναν οικονομικό υπάλληλο της οικείας Περιφερειακής Ενότητας κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ) και εν ελλείψει υπαλλήλου της κατηγορίας αυτής από έναν (1) υπάλληλο της ίδιας Περιφερειακής Ενότητας κατηγορίας Τεχνολογικής (ΤΕ) ή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) με τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους. Οι αποφάσεις ορισμού μελών της τριμελούς Επιτροπής Παρακολούθησης και Ελέγχου (Ε.Π.Ε.) κοινοποιούνται στο Τμήμα Αγροτικών Συνεταιρισμών και Ομαδικών Δραστηριοτήτων της Διεύθυνσης Οικονομικών Ελέγχων, Επιθεώρησης και Συνεργατισμού του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Υπ. Α. Α. Τ.). Ο έλεγχος διοικητικός ή/και επιτόπιος διενεργείται σε τακτά χρονικά διαστήματα και σε κάθε περίπτωση εντός 3ετίας, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από ειδικότερες διατάξεις».

4. α) Στο άρθρο 4, παράγραφος 1, περίπτωση Α), στο τέλος της υποπερίπτωσης α) προστίθεται η φράση «όπου απαιτείται».
β) Στο άρθρο 4, παράγραφος 1, περίπτωση Α) η υποπερίπτωση γ) αντικαθίσταται ως εξής:
«Απόσπασμα πρακτικών του αρμοδίου για τη λήψη σχετικών αποφάσεων οργάνου του ν.π., από το οποίο προκύπτει ότι καταρτίσθηκε - ψηφίστηκε το καταστατικό λειτουργίας».
γ) Στο άρθρο 4, παράγραφος 1, περίπτωση Α) η υποπερίπτωση δ) καταργείται.
δ) Στο άρθρο 4, παράγραφος 1, περίπτωση Α), υποπερίπτωση ε) το σημείο ββ) αντικαθίσταται ως εξής:
«ββ) την υποχρέωση των μελών να καταβάλλουν τις χρηματικές εισφορές που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της Ομ.Π ή Ο.Π. και να διακινούν εφόσον έχουν εμπορική ιδιότητα μέσω της Ομ.Π ή Ο.Π τουλάχιστον το 80% της παραγωγής τους.».
ε) Στο άρθρο 4 παράγραφος 1 περίπτωση Α), το τελευταίο εδάφιο της υποπερίπτωσης ε), αντικαθίσταται ως εξής:
«Το καταστατικό λειτουργίας της Ομ.Π ή Ο.Π. που είναι σαφώς οριζόμενο μέρος νομικής οντότητας του συνεταιριστικού ή εμπορικού δικαίου, καταρτίζεται από τα μέλη της Ομ. Π ή Ο.Π., εγκρίνεται από το αρμόδιο για τη λήψη σχετικών αποφάσεων όργανο του ν.π. και δεν καταχωρίζεται ούτε δημοσιεύεται. Το καταστατικό των Ο.Π. του Κανονισμού 1379/2013 και του Κανονισμού 1308/2013, εκτός αυτών του τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, περιλαμβάνει πέραν των ανωτέρω και όσα προβλέπονται στις διατάξεις των ανωτέρω Κανονισμών».
στ) Στο άρθρο 4, παράγραφος 2, η υποπερίπτωση γ), αντικαθίσταται ως εξής:
«εάν πληρούνται τα κριτήρια αναγνώρισης συγκεκριμένα: όσον αφορά τις Ο.Π., η ελάχιστη εμπορευθείσα αξία παραγωγής, όπου απαιτείται, να αποδεικνύεται με τιμολόγια πώλησης των μελών. Για τον προσδιορισμό λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος της εμπορευθείσας αξίας παραγωγής των δύο (2) προηγούμενων ημερολογιακών ετών από την ημερομηνία αναγνώρισης της Ο.Π. Σε περιπτώσεις «ανωτέρας βίας» και «εξαιρετικών περιστάσεων», όπως αυτές ορίζονται στις κείμενες Κοινοτικές διατάξεις, για τον προσδιορισμό της ελάχιστης εμπορευθείσας αξίας παραγωγής, μπορεί να λαμβάνεται υπόψη, ο μέσος όρος των δύο (2) εκ των τριών (3) προηγούμενων ημερολογιακών ετών από την ημερομηνία αναγνώρισης της Ο.Π., εκτός εάν ορίζονται ευνοϊκότερες διατάξεις στους οικείους ενωσιακούς κανονισμούς.
ζ) Στο άρθρο 4 παράγραφος 2 προστίθεται εδάφιο δ) ως εξής:
«Για τις Οργανώσεις Παραγωγών προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, τα ελάχιστα κριτήρια αναγνώρισης, τα αιτήματα αναγνώρισης, όπως και ο μορφότυπος υποβολής τους, καθορίζονται στις ενωσιακές διατάξεις».
η) Στο άρθρο 4 η παράγραφος 6, συμπληρώνεται στα αντίστοιχα σημεία με «και Ομ.Π.».

5. α) Στο άρθρο 6, η περίπτωση Α), αντικαθίσταται ως εξής:
«Για την αναγνώριση των Ομ.Π. απαιτούνται ανά τομέα αγροτικής παραγωγής τουλάχιστον πέντε (5) φυσικά ή/και νομικά πρόσωπα μέλη παραγωγοί.
β) Στο άρθρο 6, η περίπτωση Β), αντικαθίσταται ως εξής:
«Β) Για την αναγνώριση Ο.Π απαιτούνται κατ' ελάχιστο είκοσι (20) μέλη. Η απαιτούμενη ελάχιστη αξία εμπορευθείσας παραγωγής, για όλα τα προϊόντα που δύνανται να αναγνωριστούν ως Ο.Π καθορίζεται σε 250.000 ευρώ. Για την αναγνώριση αλιευτικών και βιολογικών Ο.Π καθώς και των Ο.Π. που βρίσκονται σε νησιά εκτός Κρήτης και Εύβοιας καθώς και σε ορεινές περιοχές, όπως αυτές ορίζονται στην Οδηγία 81/645/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως ισχύει κάθε φορά, απαιτούνται κατ' ελάχιστο δέκα (10) μέλη και ελάχιστη εμπορευθείσα παραγωγή 100.000 ευρώ.».
γ) Στο άρθρο 6 προστίθεται περίπτωση Ε ως εξής:
«Ε) Οι Ομ.Π., Ο.Π. και Ε.Ο.Π., υποχρεούνται να ενημερώνουν άμεσα εγγράφως την αρμόδια ΔΑΟΚ, με το ονοματεπώνυμο ή επωνυμία, καθώς και τον Α.Φ.Μ. του μέλους που εγγράφεται ή αποχωρεί. Η αρμόδια ΔΑΟΚ καταχωρεί τα σχετικά στοιχεία στο Μητρώο Ομ.Π., Ο.Π. και Ε.Ο.Π. του άρθρου 7.».

6. α) Στο άρθρο 7, η παράγραφος 1, συμπληρώνεται ως εξής:
«Στο Μητρώο Ομ.Π., Ο.Π. και Ε.Ο.Π. έχουν πρόσβαση οι καθ' ύλην Υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και οι αρμόδιες ΔΑΟΚ, καθώς και η Δ/νση Οικονομικών Ελέγχων, Επιθεώρησης και Συνεργατισμού του Υπ.Α.Α.Τ., για τα μέλη της Ομ.Π.,Ο.Π. και Ε.Ο.Π..».
β) Στο άρθρο 7 η παράγραφος 4, η υποπερίπτωση α) αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Για τις Ομ.Π., Ο.Π. και Ε.Ο.Π. που έχουν αναγνωριστεί έως την έκδοση της παρούσας απόφασης, τα στοιχεία των ως άνω περιπτώσεων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, καταχωρούνται εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσης. Η ετήσια επικαιροποίηση των στοιχείων, θα πραγματοποιείται έως την 30η Απριλίου εκάστου έτους». 
γ) Στο άρθρο 7 η παράγραφος 4, υποπερίπτωση β) αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Οι Δ/νσεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής των Περιφερειακών Ενοτήτων καταχωρίζουν και επικαιροποιούν στο Μητρώο τα στοιχεία του παρόντος άρθρου».

7. α) Στο άρθρο 8 η υποπερίπτωση α) της παρ. 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Η υπ' αριθ. 5746/157266/11.12.2014 απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Καθορισμός των αναγκαίων συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά την αναγνώριση των Οργανώσεων Παραγωγών και Ενώσεων Οργανώσεων Παραγωγών στον τομέα του ελαιολάδου και των επιτραπέζιων ελιών» (Β' 3351/12.12.2014), με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 9 της παρούσας».
β) Στο άρθρο 8, η υποπερίπτωση β) αντικαθίσταται ως εξής
«β) Το άρθρο 2 και το άρθρο 3 εκτός της παρ. 11, η οποία αναριθμείται σε παρ. 3 του άρθρου 1, καθώς και το αντίστοιχο παράρτημα της υπ' αριθ. 2133/101443/2013 (ΦΕΚ Β' 2226) κοινή υπουργική απόφαση σχετικά με "Μέτρα εφαρμογής των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, (ΕΕ) αριθ. 511/2012 και (ΕΕ) αριθ. 880/2012, όπως ισχύουν, σχετικά με την αναγνώριση Οργανώσεων Παραγωγών και των Ενώσεών τους, καθώς και Διεπαγγελματικών Οργανώσεων και τις διαπραγματεύσεις συμβολαίων στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων" σχετικά με τα θέματα των οργανώσεων παραγωγών στον γαλακτοκομικό τομέα. Οι λοιπές διατάξεις της υπ' αριθ. 2133/101443/2013 (ΦΕΚ Β' 2226) κοινή υπουργική απόφαση παραμένουν σε ισχύ».
γ) Στο άρθρο 8, στην παράγραφο 1, προστίθεται υποπερίπτωση γ) ως εξής:
«γ) Η παράγραφος 3.3. και 3.4 του άρθρου 8 και το παράρτημα 4 της υπ' αριθ. 266355/ 11-02-2009 (ΦΕΚ 594/Β'/2009) κοινή υπουργική απόφαση, όπως ισχύει.».

8. α) Στο άρθρο 9, η παράγραφος 1, στο τέλος ... από την δημοσίευση, συμπληρώνεται με «του ν. 4384/2016 (ΦΕΚ Α' 78)».
β) αα) Στο άρθρο 9, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται ως εξής: «2. Οι Ομ.Π. και οι Ο.Π. που έχουν συσταθεί και αναγνωριστεί μετά τη δημοσίευση του ν. 4384/2016 και επιθυμούν τη χρηματοδότησή τους σύμφωνα με τις διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας, εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας για την επικαιροποίηση της αναγνώρισή τους».
ββ) Στο άρθρο 9, προστίθεται παράγραφος 3, ως εξής:
«3. Για τις Οργανώσεις Παραγωγών και Ενώσεις Οργανώσεων Παραγωγών στο τομέα του ελαιολάδου και επιτραπέζιας ελιάς οι οποίες έχουν αναγνωρισθεί με βάσει τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 3 της αριθ. 5746/157266/11/12/14 απόφασης και έχουν σε ισχύ τριετές πρόγραμμα δραστηριοτήτων στα πλαίσια των καν.(ΕΕ) 611/2014 και 615/2014 και μέχρι τη λήξη αυτού, ισχύουν τα κριτήρια αναγνώρισης που ίσχυαν όταν εγκρίθηκε το τριετές πρόγραμμα δραστηριοτήτων.».

9. Η ισχύς του παρούσας απόφασης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 20 Οκτωβρίου 2017

Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Αριθμ. πρωτ.: 162380/2554/2017 Προγραμματισμός Αναρτήσεων Δασικών Χαρτών

$
0
0
Αθήνα, 27 Οκτωβρίου 2017
Αρ. Πρωτ.: 162380/2554/27.10.2017
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ Υ.Π.ΕΝ.
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΑΣΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΔΟΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΔΑΣΟΛΟΓΙΟΥ, ΑΠΟΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Ταχ. Δ/νση : Τέρμα Αλκμάνος, 115 28 Αθήνα
Πληροφορίες: Κ. Τεστέμπαση
Τηλέφωνο, Τ/Ο : 2131512 128, 2131512 165
Ηλ.Ταχυδρομείο: dasktim@gmail.com

ΘΕΜΑ: Προγραμματισμός Αναρτήσεων Δασικών Χαρτών.

ΣΧΕΤ.: α. Άρθρο 13 παρ. 8 και άρθρο 14 ν. 3889/2010, όπως ισχύει.
β. Άρθρο 155 παρ. 4 και 6 ν. 4389/2016.
γ. Η 145189/2264/04.10.2016 απόφαση Αναπληρωτή Υπουργού Π.ΕΝ. «Έγκριση εκτέλεσης εργασιών ανάρτησης δασικών χαρτών έως την κύρωσή τους.» (ΦΕΚ 3407Β').
δ. Η 158587/1808/26.07.2017 απόφαση Αναπληρωτή Υπουργού Π.ΕΝ. «Εκτέλεση εργασιών κατάρτισης και επικαιροποίησης δασικών χαρτών.» (ΦΕΚ 2653Β').
ε. Η 162371/2429/13.10.2017 απόφαση Αναπληρωτή Υπουργού Π.ΕΝ. «Έγκριση εκτέλεσης εργασιών ανάρτησης δασικών χαρτών έως την κύρωση τους» (ΦΕΚ 3701Β').
στ. Η 146776/2459/21.10.2016 απόφαση Αναπληρωτή Υπουργού Π.ΕΝ. «Καθορισμός θεμάτων σχετικών με την παράγραφο 1 εδάφια β', γ', δ' και ε' του άρθρου 21 του ν. 3889/2010 όπως ισχύει.» (ΦΕΚ 3532Β').
ζ. Η 62779/01.09.2014 απόφαση Γ.Γ. Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου (ΦΕΚ 433Δ')
η. Η 152422/225/02.02.2017 «Έγκριση εξαίρεσης του προγράμματος ανάρτησης δασικών χαρτών» απόφαση Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος (ΑΔΑ: 6ΣΤΘ4653Π8-ΧΦΒ).


Κατόπιν της συνεργασίας μας με τις υπηρεσίες σας και την ΕΚΧΑ Α.Ε., για την εφαρμογή και υλοποίηση των ανωτέρω γ', δ' και ε' σχετικών αποφάσεων Αναπληρωτή Υπουργού Π.ΕΝ., καθώς και με δεδομένη την ανάγκη συντονισμένης και κλιμακούμενης τής διαδικασίας των αναρτήσεων των δασικών χαρτών, καταρτίστηκε σχετικό πρόγραμμα, που έχει ως ακολούθως:    

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ

ΗΜΕΡΑ

ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ ΔΑΣΙΚΩΝ ΧΑΡΤΩΝ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΩΝ

30/10/2017

Δευτέρα

Πέλλας

Καβάλας (υπόλοιπο Δ. Καβάλας και Παγγαίου)

10/11/2017

Παρασκευή

Θεσπρωτίας

Ξάνθης

17/11/2017

Παρασκευή

Αρκαδίας

Κυκλάδων (χορτολιβαδικές εκτάσεις Σαντορίνης σύμφωνα με τα β' και ζ' ανωτέρω σχετικά)

24/11/2017

Παρασκευή

Φλώρινας

Λέσβου

01/12/2017

Παρασκευή

Καβάλας (Θάσος)

Κιλκίς

08/12/2017

Παρασκευή

Χανίων

Σερρών

15/12/2017

Παρασκευή

Ζακύνθου


Επισημαίνουμε ότι ο θεωρημένος δασικός χάρτης συνοδευόμενος από τον ''ιστορικό ορθοφωτοχάρτη'' θα αποστέλλεται στην ΕΚΧΑ Α.Ε., οπωσδήποτε μία (1) τουλάχιστον εβδομάδα πριν την προγραμματισμένη ημερομηνία ανάρτησης. Ταυτόχρονα, τα ανωτέρω θα αποστέλλονται και στο Τμήμα Δασολογίου, Απογραφής και Θεματικής Υποστήριξης Δικαιωμάτων Δημοσίου της Δ/νσης Δασικών Έργων και Υποδομών της υπηρεσίας μας. Κατ' εξαίρεση για τις Δ/νσεις Δασών που είναι προγραμματισμένες να εκτελέσουν τις αναρτήσεις των οικείων δασικών χαρτών την 30η Οκτωβρίου 2017 δεν οφείλεται η τήρηση τής ανωτέρω προθεσμίας, εφόσον έχουν, ήδη, αποστείλει τα θεωρημένα και λοιπά στοιχεία των προς ανάρτηση δασικών χαρτών.

Η απόφαση τής ανάρτησης του δασικού χάρτη, διαμορφούμενου του υποδείγματος ανάλογα και σύμφωνα με το παραπάνω στ' σχετικό, θα γνωστοποιείται ηλεκτρονικά, άμεσα εντός της ημέρας έκδοσής της, ομοίως ανωτέρω, στην ΕΚΧΑ Α.Ε. και στην υπηρεσία μας. Επιπλέον, να δίδεται ιδιαίτερη μέριμνα για την τήρηση των προβλεπομένων στην απόφαση (Κεφάλαιο 2, παράγραφος 2.2 στ' σχετικού) για την ευρύτατη δημοσιοποίηση της ανάρτησης και της προθεσμίας υποβολής των αντιρρήσεων. Στα πλαίσια αυτά, η ανωτέρω απόφαση να γνωστοποιείται, αμελλητί, και στους όμορους Ο.Τ.Α. των περιοχών ανάρτησης των δασικών χαρτών. Σημειώνεται, επίσης, ότι η χωρική αρμοδιότητα των συνιστούμενων ΣΥΑΔΧ, εφόσον αυτά είναι περισσότερα τού ενός, επεκτείνεται και καλύπτει ολόκληρη την περιοχή ανάρτησης τού δασικού χάρτη για το καθένα από αυτά.

Τέλος, με τη λήψη του παρόντος να προβείτε στις απαραίτητες διοικητικές ενέργειες και πράξεις για την υλοποίηση των αναρτήσεων, απαρέγκλιτα, εντός των τασσόμενων ημερομηνιών.

Για τις υπόλοιπες υπό ανάρτηση περιοχές, θα ακολουθήσει συμπληρωματικός προγραμματισμός.



Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
Κων. Δημόπουλος

Yπόθεση C‑273/16 Ατέλεια ως προς τους εισαγωγικούς δασμούς των εμπορευμάτων αμελητέας αξίας ή μη εμπορικού χαρακτήρα – Απαλλαγή της παροχής υπηρεσιών σε σχέση με την εισαγωγή αγαθών – Εθνική κανονιστική ρύθμιση κατά την οποία υπόκεινται στον ΦΠΑ τα έξοδα μεταφοράς εγγράφων και αγαθών αμελητέας αξίας παρά τον παρεπόμενο χαρακτήρα τους σε σχέση με αγαθά μη υποκείμενα στον φόρο

Next: Yπόθεση C‑200/16 Μεταβιβάσεις επιχείρησης ή εγκατάστασης – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων – Υποχρέωση ανάληψης των εργαζομένων από τον διάδοχο – Παροχή υπηρεσιών φύλαξης και ασφάλειας από επιχείρηση – Πρόσκληση για υποβολή προσφορών – Ανάθεση της σύμβασης σε άλλη επιχείρηση – Μη ανάληψη του προσωπικού – Εθνική διάταξη η οποία εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της έννοιας της “μεταβίβασης επιχείρησης ή εγκατάστασης” την απώλεια πελάτη εκ μέρους οικονομικού φορέα λόγω της ανάθεσης της σύμβασης παροχής υπηρεσιών σε άλλον οικονομικό φορέα
$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 4ης Οκτωβρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Απαλλαγή από τον ΦΠΑ – Άρθρο 86, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και άρθρο 144 – Ατέλεια ως προς τους εισαγωγικούς δασμούς των εμπορευμάτων αμελητέας αξίας ή μη εμπορικού χαρακτήρα – Απαλλαγή της παροχής υπηρεσιών σε σχέση με την εισαγωγή αγαθών – Εθνική κανονιστική ρύθμιση κατά την οποία υπόκεινται στον ΦΠΑ τα έξοδα μεταφοράς εγγράφων και αγαθών αμελητέας αξίας παρά τον παρεπόμενο χαρακτήρα τους σε σχέση με αγαθά μη υποκείμενα στον φόρο»

Στην υπόθεση C‑273/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) με απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Μαΐου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Agenzia delle Entrate

κατά

Federal Express Europe Inc.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, E. Regan, J.-C. Bonichot, C. G. Fernlund και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev,

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Μαΐου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Federal Express Europe Inc., εκπροσωπούμενη από τους G. Brocchieri, G. Di Garbo, G. Polacco και B. Bagnoli, avvocati, καθώς και από τον T. Scheer, advocaat,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τους S. Fiorentino και E. De Bonis, avvocati dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. Lyal καθώς και από τις L. Lozano Palacios και F. Tomat,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 86, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 144 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία περί ΦΠΑ).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Agenzia delle Entrate (φορολογικής διοικητικής αρχής, Ιταλία) και της Federal Express Europe Inc. (στο εξής: FedEx), ιταλικής θυγατρικής εταιρίας του ομίλου FedEx Corporation, σχετικά με το ζήτημα της υπαγωγής στον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) των εξόδων μεταφοράς που συνδέονται με την εισαγωγή αγαθών απαλλασσόμενων του ΦΠΑ.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 918/83

3        Το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΟΚ) 918/83 του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για τη θέσπιση του κοινοτικού καθεστώτος τελωνειακών ατελειών (ΕΕ 1983, L 105, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3357/91 του Συμβουλίου, της 7ης Νοεμβρίου 1991 (ΕΕ 1991, L 318, σ. 3) (στο εξής: κανονισμός 918/83), έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 28, επιτρέπεται η ατελής εισαγωγή όλων των αποστελλομένων εμπορευμάτων αμελητέας αξίας, τα οποία αποστέλλονται απευθείας από μια τρίτη χώρα σε έναν παραλήπτη που βρίσκεται στην Κοινότητα.

Ως “εμπορεύματα αμελητέας αξίας” νοούνται τα εμπορεύματα των οποίων η πραγματική αξία δεν υπερβαίνει συνολικά τα 22 [ευρώ] ανά αποστολή.»

 Η οδηγία 83/181/ΕΟΚ

4        Το άρθρο 22 της οδηγίας 83/181/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ για την απαλλαγή από τον φόρο προστιθέμενης αξίας ορισμένων οριστικών εισαγωγών αγαθών (ΕΕ 1983, L 105, σ. 38), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 88/331/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1988 (ΕΕ 1988, L 151, σ. 79) (στο εξής: οδηγία 83/181), προέβλεπε τα εξής:

«Τα αγαθά των οποίων η συνολική αξία δεν υπερβαίνει [τα] 10 [ευρώ] εισάγονται ατελώς. Τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν απαλλαγή για τις εισαγωγές αγαθών των οποίων η συνολική αξία είναι μεγαλύτερη των 10 [ευρώ] αλλά δεν υπερβαίνει [τα] 22 [ευρώ].

Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από την απαλλαγή που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο πρώτη περίοδος, τα αγαθά που εισάγονται στα πλαίσια πωλήσεων δι’ αλληλογραφίας.»

5        Η οδηγία 83/181 καταργήθηκε με την οδηγία 2009/132/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 2009, για καθορισμό του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 143, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2006/112 όσον αφορά την απαλλαγή από τον φόρο προστιθέμενης αξίας ορισμένων οριστικών εισαγωγών αγαθών (ΕΕ 2009, L 292, σ. 5). Το άρθρο 23 της οδηγίας 2009/132 επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν το περιεχόμενο του άρθρου 22 της οδηγίας 83/181.

 Η οδηγία 2006/79/ΕΚ

6        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3 της οδηγίας 2006/79/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Οκτωβρίου 2006, περί των φορολογικών ατελειών των χορηγουμένων κατά την εισαγωγή εμπορευμάτων υπό μορφή μικροδεμάτων μη εμπορικού χαρακτήρα, προελεύσεως τρίτων χωρών (ΕΕ 2006, L 286, σ. 15), διαλαμβάνουν τα εξής:

«(2) Η εισαγωγή μικροδεμάτων μη εμπορικού χαρακτήρα, προελεύσεως τρίτων χωρών, θα πρέπει να απαλλαγεί από τους φόρους κύκλου εργασιών και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

(3)       Προς τον σκοπό αυτόν, για πρακτικούς λόγους, τα όρια εντός των οποίων θα εφαρμοσθεί η ατέλεια αυτή θα πρέπει, κατά το δυνατό, να είναι τα ίδια με εκείνα που προβλέπονται για το κοινοτικό καθεστώς τελωνειακής ατέλειας από τον [κανονισμό 918/83].»

7        Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«1.      Τα εμπορεύματα υπό μορφή μικροδεμάτων μη εμπορικού χαρακτήρα, προελεύσεως τρίτης χώρας, που αποστέλλονται από ιδιώτη με προορισμό άλλον ιδιώτη ευρισκόμενο σε κράτος μέλος, τυγχάνουν, κατά την εισαγωγή, ατελείας των φόρων κύκλου εργασιών και των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, νοούνται ως «μικροδέματα μη εμπορικού χαρακτήρα» τα δέματα τα οποία, συγχρόνως:

α)      είναι ευκαιριακού χαρακτήρα·

β)      περιέχουν, αποκλειστικά, εμπορεύματα προοριζόμενα για προσωπική ή οικογενειακή χρήση των παραληπτών, τα εμπορεύματα δε αυτά δεν δύνανται να υποδηλώνουν, ως εκ της φύσεως ή της ποσότητός τους, εμπορικούς σκοπούς·

γ)      αποτελούνται από εμπορεύματα η συνολική αξία των οποίων δεν είναι ανώτερη των 45 [ευρώ]·

δ)      αποστέλλονται από τον αποστολέα στον παραλήπτη χωρίς κανενός είδους πληρωμή.»

 Η οδηγία περί ΦΠΑ

8        Το άρθρο 85 της οδηγίας περί ΦΠΑ, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 4, σχετικά με τις εισαγωγές αγαθών, του τίτλου VII, ο οποίος επιγράφεται «Βάση επιβολής του φόρου», ορίζει τα εξής:

«Η βάση επιβολής του φόρου για τις εισαγωγές αγαθών συνίσταται στο ποσό που καθορίζεται ως δασμολογητέα αξία σύμφωνα με τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις.»

9        Το άρθρο 86 της οδηγίας αυτής, που περιλαμβάνεται επίσης σε αυτό το κεφάλαιο 4, ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Στη βάση επιβολής του φόρου περιλαμβάνονται, κατά τον βαθμό που δεν έχουν ήδη περιληφθεί σε αυτή, τα ακόλουθα:

α)      δασμοί, τέλη, δικαιώματα, εισφορές και άλλοι φόροι που οφείλονται εκτός του κράτους μέλους εισαγωγής καθώς και όσα οφείλονται λόγω της εισαγωγής, με εξαίρεση τον ΦΠΑ που πρόκειται να εισπραχθεί·

β)      παρεπόμενα έξοδα, όπως έξοδα προμήθειας, συσκευασίας, μεταφοράς και ασφάλισης, τα οποία πραγματοποιούνται μέχρι τον πρώτο τόπο προορισμού των αγαθών στο έδαφος του κράτους μέλους εισαγωγής καθώς και εκείνα που προκύπτουν από τη μεταφορά σε άλλο τόπο προορισμού που βρίσκεται στο εσωτερικό της Κοινότητας, εφόσον αυτός ο τελευταίος τόπος είναι γνωστός κατά τον χρόνο κατά τον οποίο επέρχεται η γενεσιουργός αιτία του φόρου.»

10      Το άρθρο 143 της εν λόγω οδηγίας, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 5, που επιγράφεται «Απαλλαγές κατά την εισαγωγή», του τίτλου IX, ο οποίος επιγράφεται «Απαλλαγές», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις:

α)      τις οριστικές εισαγωγές αγαθών, των οποίων η παράδοση από υποκείμενους στον φόρο απαλλάσσεται οπωσδήποτε στο αντίστοιχο έδαφός τους,

β)      τις οριστικές εισαγωγές αγαθών που διέπονται από τις οδηγίες 69/169/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 1969, περί εναρμόνισης των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τις εκπτώσεις φόρου κύκλου εργασιών και τους δασμούς που καταβάλλονται κατά την εισαγωγή στα πλαίσια της διεθνούς διακίνησης επιβατών (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 17)], [83/181] και [2006/79],

[...]»

11      Δυνάμει του άρθρου 144 της οδηγίας περί ΦΠΑ, το οποίο περιλαμβάνεται στο ίδιο κεφάλαιο:

«Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις παροχές υπηρεσιών συναφών προς την εισαγωγή αγαθών, των οποίων η αξία περιλαμβάνεται στη βάση επιβολής του φόρου, σύμφωνα με το άρθρο 86, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ.»

12      Το άρθρο 413 της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει:

«Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2007.»

 Το ιταλικό δίκαιο

13      Το άρθρο 9 του decreto del Presidente della Repubblica n. 633 – istituzione e disciplina dell’imposta sul valore aggiunto (διατάγματος του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας αριθ. 633, περί καθιερώσεως και ρυθμίσεως του φόρου προστιθεμένης αξίας), της 26ης Οκτωβρίου 1972 (GURI αριθ. 292, της 11ης Νοεμβρίου 1972), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: διάταγμα 633/72), προβλέπει:

«1.      Συνιστούν μη φορολογητέες διεθνείς υπηρεσίες, ή υπηρεσίες συναφείς με διεθνείς εμπορικές συναλλαγές:

[...]

2)      οι μεταφορές σχετικά με αγαθά υπό εξαγωγή, διαμετακόμιση ή προσωρινή εισαγωγή, καθώς και οι μεταφορές σχετικά με αγαθά υπό εισαγωγή των οποίων το αντίτιμο υπόκειται σε φόρο δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 69 [...]

[...]»

14      Το άρθρο 69, παράγραφος 1, του εν λόγω διατάγματος ορίζει:

«Ο φόρος υπολογίζεται, με τους συντελεστές του άρθρου 16, επί της αξίας των εισαχθέντων αγαθών όπως καθορίζεται στις τελωνειακές διατάξεις, προσαυξημένης κατά το ποσό των οφειλομένων τελωνειακών δασμών, με εξαίρεση τον ΦΠΑ, καθώς και των εξόδων μεταφοράς μέχρι τον τόπο προορισμού εντός του εδάφους της [Ένωσης] ο οποίος αναγράφεται στο έγγραφο μεταφοράς βάσει του οποίου τα αγαθά εισάγονται στο έδαφος αυτό. [...]»

15      Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, του legge n. 115– Disposizioni per l’adempimento degli obblighi derivanti dall’appartenenza dell’Italia all’Unione europea - Legge europea 2014 (νόμου 115 που περιέχει διατάξεις για τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα της Ιταλίας ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ─ ευρωπαϊκός νόμος 2014), της 29ης Ιουλίου 2015 (GURI αριθ.178, της 3ης Αυγούστου 2015):

«1.      Στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του [διατάγματος 633/72] και στις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του, προστίθεται το ακόλουθο σημείο μετά από το σημείο 4:

“4 bis)      οι παρεπόμενες υπηρεσίες σχετικά με τα μικροδέματα μη εμπορικού χαρακτήρα και τα δέματα αμελητέας αξίας υπό την έννοια των οδηγιών [2006/79] και [2009/132], υπό την προϋπόθεση ότι το αντίτιμο των παρεπόμενων υπηρεσιών περιελήφθη στη βάση επιβολής του φόρου κατά το άρθρο 69 του παρόντος διατάγματος και έστω και αν αυτή δεν έχει υπαχθεί σε φόρο.”»

 Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16      Κατόπιν φορολογικού ελέγχου ο οποίος διενεργήθηκε από την Guardia di Finanza (υπηρεσία διώξεως οικονομικού εγκλήματος, Ιταλία) και της συντάξεως διαπιστωτικής πράξεως η οποία κοινοποιήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2008, εξεδόθησαν τέσσερις βεβαιώσεις φόρου κατά της FedEx σε σχέση με τις διενεργηθείσες από την ίδια υπηρεσίες εσωτερικής μεταφοράς (inbound), οι οποίες συνίσταντο στην ανάληψη των προερχόμενων από το διεθνές δίκτυο δεμάτων και στην εν συνεχεία παράδοσή τους στους παραλήπτες στην ιταλική επικράτεια.

17      Ειδικότερα, με τη βεβαίωση φόρου για το οικονομικό έτος 2007, που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης, η φορολογική αρχή διαπίστωσε ότι ο ΦΠΑ έπρεπε να προσαυξηθεί κατά 1 913 970 ευρώ και επέβαλε, περαιτέρω, πρόστιμο ύψους 5 167 719,01 ευρώ λόγω «μη τιμολογήσεως φορολογητέων πράξεων» και λόγω «δηλώσεως φόρου μικρότερου από τον οφειλόμενο».

18      Συγκεκριμένα, η φορολογική αρχή ερμήνευσε το άρθρο 9, παράγραφος 1, σημείο 2, του διατάγματος 633/72, σε συνδυασμό με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του διατάγματος αυτού, υπό την έννοια ότι η μη επιβολή ΦΠΑ στο τελωνείο επί των εισαγωγών εμπορευμάτων υπό μορφή μικροδεμάτων δεν εμποδίζει την επιβολή ΦΠΑ επί του αντιτίμου που αντιστοιχεί στα έξοδα μεταφοράς των εμπορευμάτων αυτών, αυτά δε τα παρεπόμενα έξοδα απαλλάσσονται του ΦΠΑ μόνον εάν επί των εξόδων αυτών επιβλήθηκε ήδη ΦΠΑ στο τελωνείο.

19      Η FedEx άσκησε ενώπιον της Commissione tributaria provinciale di Milano (φορολογικού δικαστηρίου της επαρχίας του Μιλάνου, Ιταλία) προσφυγή κατ’ αυτής της πράξεως βεβαιώσεως, υποστηρίζοντας, ιδίως, ότι η δοθείσα από τη φορολογική αρχή ερμηνεία στο άρθρο 9, παράγραφος 1, σημείο 2, του διατάγματος 633/72 ήταν παντελώς ανεπέρειστη.

20      Με απόφαση της 27ης Μαρτίου 2013, η Commissione tributaria provinciale di Milano (φορολογικό δικαστήριο της επαρχίας του Μιλάνου) έκανε δεκτή την προσφυγή που άσκησε η FedEx.

21      Εν τω μεταξύ, η FedEx ζήτησε με καταγγελία της στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κινηθεί κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η διαδικασία επί παραβάσει, όσον αφορά την επιβολή ΦΠΑ επί των εξόδων μεταφοράς εισαγόμενων αγαθών αμελητέας αξίας, την οποία θεωρούσε ως αντιβαίνουσα στο άρθρο 86, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και στο άρθρο 144 της οδηγίας περί ΦΠΑ.

22      Μετά την έναρξη, στις 27 Σεπτεμβρίου 2012, της διαδικασίας επί παραβάσει, η Επιτροπή απέστειλε, την 1η Οκτωβρίου 2012, προειδοποιητική επιστολή, και εν συνεχεία, στις 21 Νοεμβρίου 2013, αιτιολογημένη γνώμη. Δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία τροποποίησε, κατόπιν της γνώμης αυτής, το άρθρο 9, παράγραφος 1, του διατάγματος 633/72 προσθέτοντας τις προϋποθέσεις που εκτίθενται στη σκέψη 15 της παρούσας αποφάσεως, αυτή η διαδικασία επί παραβάσει περατώθηκε.

23      Η απόφαση της Commissione tributaria provinciale di Milano (φορολογικού δικαστηρίου της επαρχίας του Μιλάνου) της 27ης Μαρτίου 2013 επικυρώθηκε από την Commissione tributaria regionale della Lombardia (περιφερειακό φορολογικό δικαστήριο της Λομβαρδίας, Ιταλία), δεδομένου ότι αυτό το τελευταίο έκρινε ότι η θέση της φορολογικής αρχής «αντέβαινε προδήλως» στο άρθρο 144 της οδηγίας περί ΦΠΑ. Αυτή άσκησε αναίρεση ενώπιον του Corte suprema di cassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία).

24      Με την αναίρεσή της, η φορολογική αρχή υποστηρίζει ότι η ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 1, σημείο 2, του διατάγματος 633/72, σε συνδυασμό με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του ιδίου αυτού διατάγματος, δεν αντιβαίνει στην οδηγία περί ΦΠΑ, στον βαθμό που, αφενός, αυτή δεν ετέθη σε ισχύ παρά από την 1η Ιανουαρίου 2008 και, ως εκ τούτου, δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης και στον βαθμό που, αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, η διαφορά αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ούτε του άρθρου 86 ούτε του άρθρου 144 της οδηγίας αυτής, δεδομένου ότι τα επίμαχα στα πλαίσιο της κύριας δίκης έξοδα δεν έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα και δεν έγιναν στο πλαίσιο διεθνούς μεταφοράς.

25      Το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 9, παράγραφος 1, σημείο 2, και του άρθρου 69 του διατάγματος 633/72 προς το άρθρο 86, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και προς το άρθρο 144 της οδηγίας περί ΦΠΑ.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 144 και του άρθρου 86, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ [που αντιστοιχούν στο άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 2, και στο άρθρο 11, Β, παράγραφος 3, της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη βάση επιβολής του φόρου (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49)], να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η μόνη προϋπόθεση για τη μη υποβολή σε ΦΠΑ των συναφών υπηρεσιών οι οποίες συνίστανται σε υπηρεσίες εσωτερικής μεταφοράς λεγόμενες «inbound» (εισερχόμενες) —από τους χώρους αερολιμένα μέχρι τον προορισμό, στο έδαφος του κράτους μέλους, με τη ρήτρα «ελεύθερο στον τόπο προορισμού»— είναι ότι η αξία τους έχει περιληφθεί στη βάση επιβολής του φόρου, ανεξαρτήτως της πραγματικής φορολογήσεώς τους στο τελωνείο, κατά την εισαγωγή των αγαθών, και πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί ασύμβατη με τις εν λόγω διατάξεις [της Ένωσης] ερμηνεία των συνδυασμένων διατάξεων των εσωτερικών κανόνων του άρθρου 9, παράγραφος 1, σημείο 2, και του άρθρου 69, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 633/72, όπως τότε είχαν εφαρμογή ratione temporis, δυνάμει της οποίας σε κάθε περίπτωση και, ως εκ τούτου, επίσης στην περίπτωση εισαγωγών μη υποκειμένων σε ΦΠΑ —όπως εν προκειμένω, για έγγραφα και αγαθά αμελητέας αξίας— πρέπει να πληρούται η πρόσθετη προϋπόθεση οι πιο πάνω υπηρεσίες να υπήχθησαν πραγματικά σε ΦΠΑ (και να καταβλήθηκε ο φόρος στο τελωνείο) κατά την εισαγωγή των αγαθών αυτών, και τούτο, εν ανάγκη, λαμβανομένων υπόψη επίσης του παρεπόμενου χαρακτήρα των υπηρεσιών μεταφοράς σε σχέση με τις κύριες παροχές (εισαγωγές) και του σκοπού απλουστεύσεως που διέπει αμφότερες τις πράξεις αυτές;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

27      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 144 της οδηγίας περί ΦΠΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο της 86, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντίκειται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία απαιτεί, για την εφαρμογή της απαλλαγής από τον ΦΠΑ επί των παρεπόμενων παροχών, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών μεταφοράς, όχι μόνον να περιλαμβάνεται η αξία τους στη βάση επιβολής του φόρου, αλλά επίσης οι υπηρεσίες αυτές να έχουν όντως υπαχθεί στον ΦΠΑ στο τελωνείο κατά την εισαγωγή.

28      Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η οδηγία περί ΦΠΑ δεν ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, πρέπει, κατ’ αρχάς, να καθοριστεί το νομικό πλαίσιο που εφαρμόζεται εν προκειμένω.

29      Συναφώς, από το άρθρο 413 της οδηγίας περί ΦΠΑ προκύπτει ότι αυτή ετέθη σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2007. Ως προς την προθεσμία μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη, η αιτιολογική σκέψη 66 της οδηγίας αυτής ορίζει ότι «[η] υποχρέωση μεταφοράς [της] στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που συνιστούν τροποποιήσεις ουσίας των προϋπαρχουσών οδηγιών» και ότι «[η] υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που δεν τροποποιούνται απορρέει από τις προϋπάρχουσες οδηγίες».

30      Εν προκειμένω, τα άρθρα 86 και 144 της οδηγίας περί ΦΠΑ αντιστοιχούν, το μεν πρώτο, στο άρθρο 11, B, παράγραφος 3, το δε δεύτερο, στο άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της έκτης οδηγίας 77/388, οπότε η υποχρέωση μεταφοράς απορρέει από προϋπάρχουσες οδηγίες. Πράγματι, οι τελευταίες αυτές διατάξεις εισήχθησαν στην έκτη οδηγία 77/388 με την οδηγία 91/680/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1991, για τη συμπλήρωση του κοινού συστήματος φόρου προστιθέμενης αξίας και την τροποποίηση, ενόψει της κατάργησης των φορολογικών συνόρων, της οδηγίας 77/388 (ΕΕ 1991, L 376, σ. 1), της οποίας το άρθρο 3, παράγραφος 1, όρισε την 1η Ιανουαρίου 1993 ως καταληκτική ημερομηνία για τη μεταφορά των εν λόγω διατάξεων.

31      Συνεπώς, στον βαθμό που, εν προκειμένω, το παρόν προδικαστικό ερώτημα αφορά πράξη βεβαιώσεως φόρου εκδοθείσα από τη φορολογική αρχή σε σχέση με το έτος 2007, η οδηγία περί ΦΠΑ έχει εφαρμογή ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης.

32      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το εάν η ιταλική νομοθεσία, εξαρτώντας την εφαρμογή της απαλλαγής από τον ΦΠΑ επί των εξόδων μεταφοράς όχι μόνον από τη συνεκτίμηση της αξίας τους στη βάση επιβολής του φόρου αλλά και από την πραγματική υπαγωγή τους στον ΦΠΑ στο τελωνείο κατά την εισαγωγή, συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης.

33      Ειδικότερα, το τεθέν ερώτημα αφορά τις αποστολές εμπορευμάτων αμελητέας αξίας ή χωρίς εμπορική αξία, οι οποίες, αφενός, συμφώνως προς το άρθρο 27 του κανονισμού 918/83, απολαύουν δασμολογικής ατέλειας κατά την εισαγωγή και, αφετέρου, συμφώνως προς το άρθρο 143, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, απαλλάσσονται του ΦΠΑ κατά την εισαγωγή.

34      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 143, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να απαλλάσσουν από τον ΦΠΑ τις οριστικές εισαγωγές αγαθών από τρίτες χώρες οι οποίες εμπίπτουν στις οδηγίες 83/181 και 2006/79. Εξάλλου, κατά το άρθρο 144 της οδηγίας περί ΦΠΑ τα κράτη μέλη υποχρεούνται να απαλλάσσουν τις παροχές υπηρεσιών συναφών προς την εισαγωγή αγαθών, των οποίων η αξία περιλαμβάνεται στη βάση επιβολής του φόρου συμφώνως προς το άρθρο 86, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής.

35      Ως προς τη βάση επιβολής του φόρου σχετικά με τις εισαγωγές αγαθών, από το άρθρο 85 της οδηγίας περί ΦΠΑ προκύπτει ότι αυτή συνίσταται στο ποσό που καθορίζεται ως δασμολογητέα αξία. Η αξία αυτή πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να περιλαμβάνει τα στοιχεία που απαριθμεί το άρθρο 86, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, μεταξύ των οποίων είναι, ως παρεπόμενα έξοδα, τα έξοδα μεταφοράς.

36      Εν προκειμένω, η ισχύουσα ιταλική νομοθεσία κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, ιδίως το άρθρο 9 του διατάγματος 633/72, απαιτούσε, για την εφαρμογή επί των παρεπόμενων παροχών της απαλλαγής από τον ΦΠΑ, όχι μόνον να έχει περιληφθεί η αξία τους στη βάση επιβολής του φόρου, αλλά και να έχουν όντως υπαχθεί στον ΦΠΑ στο τελωνείο κατά την εισαγωγή. Κατά την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, σκοπός της τελευταίας αυτής απαιτήσεως ήταν να αποτρέψει τις καταστάσεις διπλής επιβολής ΦΠΑ.

37       Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για τους σκοπούς του ΦΠΑ, κάθε πράξη πρέπει κατά κανόνα να λογίζεται ως χωριστή και αυτοτελής, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2013, BGŻ Leasing, C‑224/11, EU:C:2013:15, σκέψη 29).

38      Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, περισσότερες, τυπικώς αυτοτελείς, υπηρεσίες, οι οποίες θα μπορούσαν να παρασχεθούν χωριστά και, ως εκ τούτου, να φορολογηθούν ή να απαλλαγούν του φόρου αυτοτελώς, πρέπει να θεωρούνται ως ενιαία πράξη αν δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους. Πρόκειται δε για ενιαία πράξη ιδίως όταν δύο ή περισσότερα στοιχεία ή πράξεις στο πλαίσιο της παρεχόμενης από τον υποκείμενο στον φόρο υπηρεσίας συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους ώστε να συνθέτουν, αντικειμενικώς, μία και μόνον αδιάσπαστη οικονομική παροχή, της οποίας η διαίρεση θα ήταν τεχνητή (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Mapfre asistencia και Mapfre warranty, C‑584/13, EU:C:2015:488, σκέψη 50).

39      Συναφώς, θα πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 86, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ διασφαλίζει ότι η φορολόγηση της παρεπόμενης παροχής ακολουθεί τη φορολόγηση της κύριας παροχής. Πράγματι, κατά το άρθρο 144 της οδηγίας αυτής, αφενός, η απαλλασσόμενη κύρια πράξη αντιστοιχεί σε αυτήν της εισαγωγής αγαθών και, αφετέρου, οι παρεπόμενες παροχές είναι οι υπηρεσίες που απαριθμούνται στο άρθρο 86, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, αυτές δε οι παροχές πρέπει, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα τους, να ακολουθούν τη φορολογική τύχη της κύριας παροχής, υπό την προϋπόθεση ότι η αξία τους περιλαμβάνεται στη βάση επιβολής του φόρου.

40      Ως εκ τούτου, από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 86, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 144 της οδηγίας περί ΦΠΑ προκύπτει ότι, στον βαθμό που τα έξοδα μεταφοράς περιλαμβάνονται στη βάση επιβολής φόρου επί της πράξεως της απαλλασσόμενης εισαγωγής, η παροχή παρεπόμενης υπηρεσίας πρέπει επίσης να απαλλάσσεται του ΦΠΑ.

41      Η απαίτηση να έχει όντως υπαχθεί αυτή η παροχή υπηρεσίας στον ΦΠΑ στο τελωνείο, όπως προβλέπει η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης νομοθεσία, θα καθιστούσε αναποτελεσματική την απαλλαγή που προβλέπει το άρθρο 144 της οδηγίας περί ΦΠΑ, δεδομένου ότι μια τέτοια απαίτηση θα είχε ως αποτέλεσμα ουδέποτε να είναι δυνατή η εφαρμογή της εν λόγω απαλλαγής στις περιπτώσεις εισαγωγών που συνίστανται σε αποστολές εμπορευμάτων αμελητέας αξίας ή μη εμπορικού χαρακτήρα, παρά το γεγονός ότι οι εισαγωγές αυτές πρέπει να απαλλάσσονται του ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 143, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής.

42      Πάντως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ερμηνεία των όρων που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των απαλλαγών πρέπει να είναι σύμφωνη προς τους επιδιωκόμενους από τις εν λόγω απαλλαγές σκοπούς, να διασφαλίζει τα αποτελέσματά τους και να συνάδει προς τις επιταγές της φορολογικής ουδετερότητας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, PFC Clinic, C‑91/12, EU:C:2013:198, σκέψη 23).

43      Τέλος, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης απαλλαγή, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η απαλλαγή αυτή σκοπεί να αποτρέψει τις καταστάσεις της διπλής φορολογήσεως, διευκρινίζοντας ότι, στην περίπτωση που τα έξοδα μεταφοράς απηλλάγησαν του ΦΠΑ στο τελωνείο, θα πρέπει να υπάγονται στον ΦΠΑ, ακόμη και εάν το αντίτιμο περιλαμβάνεται στη βάση επιβολής φόρου. Η FedΕx και η Επιτροπή φρονούν, αντιθέτως, ότι ο σκοπός της απαλλαγής είναι η τεχνική απλούστευση και ότι, ως εκ τούτου, η εφαρμογή μιας τέτοιας απαλλαγής είναι ανεξάρτητη της υπαγωγής στον ΦΠΑ των εξόδων μεταφοράς στο τελωνείο. Κατά συνέπεια, κατά τη δική τους άποψη, τα έξοδα μεταφοράς για τις εισαγωγές απαλλάσσονται του ΦΠΑ επί τη βάσει του άρθρου 144 της οδηγίας περί ΦΠΑ, εφόσον η αξία τους περιλαμβάνεται στη βάση επιβολής του φόρου.

44      Το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει, ως προς τις δασμολογικές ατέλειες εισαγόμενων εμπορευμάτων αμελητέας αξίας, ότι αυτές αποβλέπουν στη διοικητική απλούστευση των τελωνειακών διαδικασιών (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 2ας Ιουλίου 2009, Har Vaessen Douane Service, C‑7/08, EU:C:2009:417, σκέψη 33).

45      Δεδομένου ότι η απαλλαγή που προβλέπει το άρθρο 144 της οδηγίας περί ΦΠΑ αφορά τα ίδια αγαθά με αυτά για τα οποία ισχύει η ατέλεια αυτή, η εν λόγω νομολογία πρέπει να εφαρμοσθεί και επί του άρθρου αυτού. Ως εκ τούτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο σκοπός της απαλλαγής αυτής δεν είναι η αποτροπή καταστάσεων διπλής φορολογήσεως αλλά η απλούστευση της επιβολής του φόρου από αμιγώς τεχνικής απόψεως.

46      Επομένως, τα έξοδα μεταφοράς για την οριστική εισαγωγή αγαθών πρέπει να απαλλάσσονται του ΦΠΑ, εφόσον η αξία τους περιλαμβάνεται στη βάση επιβολής του φόρου, παρά το γεγονός ότι δεν υπήχθησαν στον ΦΠΑ στο τελωνείο κατά την εισαγωγή.

47      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 144 της οδηγίας περί ΦΠΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 86, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντίκειται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία απαιτεί, για την εφαρμογή της απαλλαγής από τον ΦΠΑ επί των παρεπόμενων παροχών, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών μεταφοράς, όχι μόνον να περιλαμβάνεται η αξία τους στη βάση επιβολής του φόρου, αλλά και να έχουν όντως υπαχθεί οι παροχές αυτές στον ΦΠΑ στο τελωνείο κατά την εισαγωγή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

48      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 144 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 86, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντίκειται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία απαιτεί, για την εφαρμογή της απαλλαγής από τον φόρο προστιθέμενης αξίας επί των παρεπόμενων παροχών, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών μεταφοράς, όχι μόνον να περιλαμβάνεται η αξία τους στη βάση επιβολής του φόρου, αλλά και να έχουν όντως υπαχθεί οι παροχές αυτές στον φόρο προστιθέμενης αξίας στο τελωνείο κατά την εισαγωγή.

Yπόθεση C‑200/16 Μεταβιβάσεις επιχείρησης ή εγκατάστασης – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων – Υποχρέωση ανάληψης των εργαζομένων από τον διάδοχο – Παροχή υπηρεσιών φύλαξης και ασφάλειας από επιχείρηση – Πρόσκληση για υποβολή προσφορών – Ανάθεση της σύμβασης σε άλλη επιχείρηση – Μη ανάληψη του προσωπικού – Εθνική διάταξη η οποία εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της έννοιας της “μεταβίβασης επιχείρησης ή εγκατάστασης” την απώλεια πελάτη εκ μέρους οικονομικού φορέα λόγω της ανάθεσης της σύμβασης παροχής υπηρεσιών σε άλλον οικονομικό φορέα

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα) της 19ης Οκτωβρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2001/23/ΕΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 1 – Μεταβιβάσεις επιχείρησης ή εγκατάστασης – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων – Υποχρέωση ανάληψης των εργαζομένων από τον διάδοχο – Παροχή υπηρεσιών φύλαξης και ασφάλειας από επιχείρηση – Πρόσκληση για υποβολή προσφορών – Ανάθεση της σύμβασης σε άλλη επιχείρηση – Μη ανάληψη του προσωπικού – Εθνική διάταξη η οποία εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της έννοιας της “μεταβίβασης επιχείρησης ή εγκατάστασης” την απώλεια πελάτη εκ μέρους οικονομικού φορέα λόγω της ανάθεσης της σύμβασης παροχής υπηρεσιών σε άλλον οικονομικό φορέα»

Στην υπόθεση C‑200/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Supremo Tribunal de Justiça (Ανώτατο Δικαστήριο, Πορτογαλία) με απόφαση της 4ης Απριλίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Απριλίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Securitas – Serviços e Tecnologia de Segurança SA

κατά

ICTS Portugal Consultadoria de Aviação Comercial SA,

Arthur George Resendes κ.λπ.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Borg Barthet (εισηγητή), προεδρεύοντα τμήματος, M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η ICTS Portugal – Consultadoria de Aviação Comercial SA, εκπροσωπούμενη από τον A. L. Santos, advogado,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes, M. Figueiredo και L. C. Oliveira,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. França και M. Kellerbauer,

κατόπιν της απόφασης που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ 2001, L 82, σ. 16).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Securitas – Serviços e Tecnologia de Segurança SA (στο εξής: Securitas) και, αφετέρου, της ICTS Portugal – Consultadoria de Aviação Comercial SA (στο εξής: ICTS) καθώς και του Arthur George Resendes και δεκαέξι άλλων προσώπων, υπό την ιδιότητά τους ως πρώην μισθωτών εργαζομένων της ICTS, σχετικά με την άρνηση της Securitas να αναγνωρίσει ότι οι υφιστάμενες σχέσεις εργασίας μεταξύ των μισθωτών αυτών και της ICTS μεταβιβάστηκαν στη Securitas μέσω μεταβίβασης εγκατάστασης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2001/23 έχει ως εξής:

«Είναι απαραίτητη η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα, και ιδιαίτερα προς εξασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων τους.»

4        Κατά την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας αυτής:

«Η ασφάλεια και η διαφάνεια του δικαίου απαίτησαν να διευκρινιστεί η έννοια της μεταβίβασης με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου. Η διευκρίνιση αυτή δεν τροποποίησε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου.»

5        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2001/23 ορίζει τα εξής:

«α)      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης.

β)      Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.»

6        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/23:

«Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του [μεταβιβάζοντος], που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον [διάδοχο].»

 Το πορτογαλικό δίκαιο

 Οεργατικόςκώδικας

7        Το άρθρο 285 του Código do Trabalho (Εργατικού Κώδικα), ο οποίος εγκρίθηκε με τον νόμο 7/2009, της 12ης Φεβρουαρίου 2009, έχει ως εξής:

«1.      Σε περίπτωση μεταβίβασης, εξ οιασδήποτε αιτίας, της κυριότητας της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή τμήματος της επιχείρησης ή της εγκατάστασης που αποτελεί οικονομική οντότητα, ο διάδοχος υποκαθίσταται στη θέση του εργοδότη στις συμβάσεις εργασίας των αντίστοιχων εργαζομένων και μεταβιβάζεται σε αυτόν η υποχρέωση καταβολής των προστίμων που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως του Εργατικού Κώδικα.

2.      Κατά το έτος που έπεται της μεταβίβασης, ο μεταβιβάζων ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις που γεννώνται έως την ημερομηνία της μεταβίβασης.

3.      Τα προβλεπόμενα στις προηγούμενες παραγράφους ισχύουν επίσης για τη μεταβίβαση, την εκχώρηση ή την ανάκτηση της εκμετάλλευσης της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της οικονομικής οντότητας, το δε πρόσωπο που ασκούσε την εκμετάλλευση αμέσως πριν ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, σε περίπτωση μεταβίβασης ή ανάκτησης.

4.      Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση εργαζομένου τον οποίον ο μεταβιβάζων είχε μετακινήσει σε άλλη εγκατάσταση ή οικονομική οντότητα πριν από τη μεταβίβαση, κατά την έννοια του άρθρου 194, διατηρώντας τον στην υπηρεσία του, εξαιρουμένων όσων αφορούν την ευθύνη του διαδόχου σε θέματα καταβολής των προστίμων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παραβιάσεως του εργατικού δικαίου.

5.      Ως οικονομική οντότητα νοείται το σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κύριας είτε δευτερεύουσας.

6.      Οι παραβάσεις των κανόνων που τίθενται στην παράγραφο 1 ανωτέρω και στο πρώτο τμήμα της παραγράφου 3 συνιστούν πολύ σοβαρή παράβαση.»

 Η συλλογική σύμβαση εργασίας

8        Η ρήτρα 13 της συλλογικής σύμβασης εργασίας, η οποία συνάφθηκε το 2011 μεταξύ της Associação de Empresas de Segurança Privada (ένωσης επιχειρήσεων ιδιωτικής ασφάλειας), της Associação Nacional das Empresas de Segurança (εθνικής ένωσης επιχειρήσεων ασφάλειας) και, ιδιαιτέρως, της Sindicato dos Trabalhadores dos Serviços de Portaria, Vigilância, Limpeza, Domésticas e Actividades Diversas (συνδικαλιστικής ένωσης εργαζομένων σε υπηρεσίες υποδοχής, επιτήρησης, καθαρισμού, οικιακού προσωπικού και διαφόρων δραστηριοτήτων), και δημοσιεύθηκε στο Boletim do Trabalho e Emprego (δελτίο εργασίας και απασχόλησης) αριθ. 17/2011 προβλέπει:

«1.      Σε περίπτωση μεταβίβασης, εξ οιασδήποτε αιτίας, της κυριότητας της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή τμήματος της επιχείρησης ή της εγκατάστασης που αποτελεί οικονομική οντότητα, ο διάδοχος υποκαθίσταται στη θέση του εργοδότη στις συμβάσεις εργασίας των αντίστοιχων εργαζομένων.

2.      Δεν εμπίπτει στην έννοια της μεταβίβασης επιχείρησης ή εγκατάστασης η απώλεια πελάτη εκ μέρους οικονομικού φορέα λόγω της ανάθεσης της σύμβασης παροχής υπηρεσιών σε άλλον οικονομικό φορέα.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9        Έως τις 14 Ιουλίου 2013, ο Α. G. Resendes και δεκαέξι άλλα πρόσωπα εκτελούσαν, ως μισθωτοί εργαζόμενοι της ICTS, καθήκοντα φύλαξης στις εγκαταστάσεις (μαρίνα, εμπορικό λιμένα και αποβάθρες) της Portos dos Açores, SA, στην Ponta Delgada (Πορτογαλία), δυνάμει σύμβασης συναφθείσας μεταξύ της τελευταίας και της ICTS.

10      Οι ανωτέρω ήταν, μεταξύ άλλων, επιφορτισμένοι να ελέγχουν τις εισόδους και εξόδους προσώπων και εμπορευμάτων, μέσω συσκευών επιτήρησης με βίντεο, κατά τον τρόπο που τους υποδείκνυε η ICTS. Ο εργοδότης τούς παρείχε επίσης αναγνωρίσιμες ενδυμασίες καθώς και εξοπλισμό ασύρματης επικοινωνίας.

11      Στις 17 Ιανουαρίου 2013, η Portos dos Açores προκήρυξε δημόσιο διαγωνισμό για την παροχή υπηρεσιών φύλαξης και προληπτικής ασφάλειας στις εγκαταστάσεις της στην Ponta Delgada. Στις 17 Απριλίου 2013, η οικεία σύμβαση ανατέθηκε στη Securitas.

12      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, οι εργαζόμενοι της ICTS υποστηρίζουν ότι, στις 17 Ιουνίου 2013, η ICTS τούς ενημέρωσε εγγράφως ότι, κατόπιν της ανάθεσης της ανωτέρω σύμβασης στη Securitas, με ισχύ από τις 15 Ιουλίου του ίδιου έτους, οι συμβάσεις εργασίας τους θα μεταβιβάζονταν από την εν λόγω ημερομηνία στην τελευταία αυτή επιχείρηση.

13      Στις 14 Ιουλίου 2013, ένας εργαζόμενος της ICTS, αφού έλαβε σχετικές οδηγίες, παρέδωσε σε υπάλληλο της Securitas τον εξοπλισμό ασύρματης επικοινωνίας που χρησιμοποιούσαν οι εργαζόμενοι της ICTS στις εγκαταστάσεις της Portos dos Açores. Εν συνεχεία η Securitas παρέδωσε τον εν λόγω εξοπλισμό στην Portos dos Açores.

14      Η Securitas άρχισε να παρέχει υπηρεσίες φύλαξης και ασφάλειας στις 15 Ιουλίου 2013. Προμήθευσε δε στο προσωπικό ασφαλείας στο οποίο ανέθεσε την εκτέλεση των σχετικών καθηκόντων δικό της ραδιοεξοπλισμό καθώς και πανομοιότυπες ενδυμασίες οι οποίες έφεραν το λογότυπο της επιχείρησης.

15      Η Securitas ενημέρωσε επίσης τον Α. G. Resendes και τα άλλα δεκαέξι ενδιαφερόμενα πρόσωπα ότι δεν αποτελούσαν μέλη του προσωπικού της και ότι εργοδότης τους παρέμενε η ICTS. Κατόπιν τούτου, τα εν λόγω πρόσωπα άσκησαν αγωγές ενώπιον του Tribunal do Trabalho de Ponta Delgada (δικαστηρίου εργατικών διαφορών Ponta Delgada, Πορτογαλία) κατά των Securitas και ICTS με τις οποίες ζήτησαν να υποχρεωθεί η Securitas, ή επικουρικώς η ICTS, να αναγνωρίσει ότι οι ενδιαφερόμενοι αποτελούν μέλη του προσωπικού της και να τους καταβάλει τους μισθούς τους καθώς και τόκους υπερημερίας από τις 15 Ιουλίου 2013 ή, όσον αφορά τρεις εξ αυτών, αποζημίωση για καταχρηστική απόλυση.

16      Το δικαστήριο αυτό δέχτηκε τις ανωτέρω αγωγές. Έκρινε ότι μεταξύ των δύο εταιριών είχε συντελεστεί μεταβίβαση εγκατάστασης και ότι οι συμβάσεις εργασίας των πρώην μισθωτών της ICTS είχαν μεταβιβαστεί στη Securitas. Ως εκ τούτου, το εν λόγω δικαστήριο χαρακτήρισε τις απολύσεις των ενδιαφερομένων από τη Securitas ως «καταχρηστικές» και υποχρέωσε την τελευταία να επανεντάξει την πλειονότητα των εργαζομένων στο προσωπικό της και να τους καταβάλει διάφορες μισθολογικές απαιτήσεις καθώς και αποζημίωση.

17      Η Securitas άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Tribunal da Relação de Lisboa (εφετείου Λισσαβώνας, Πορτογαλία), το οποίο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.

18      Κατόπιν τούτου, η Securitas άσκησε ενώπιον του Supremo Tribunal de Justiça (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πορτογαλία) το ένδικο μέσο της έκτακτης αναίρεσης. Το τελευταίο αυτό δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν η υποκατάσταση της ICTS από τη Securitas όσον αφορά την ασκούμενη στις εγκαταστάσεις της Portos dos Açores δραστηριότητα φύλαξης και ασφάλειας, τούτο δε μετά την ανάθεση σύμβασης παροχής υπηρεσιών στη Securitas, εμπίπτει στην έννοια της «μεταβίβασης επιχείρησης [ή] εγκατάστασης», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23.

19      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Supremo Tribunal de Justiça (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αποτελεί η περίπτωση η οποία περιγράφεται στη δικογραφία μεταβίβαση επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως, κατά τρόπο ώστε να έχει λάβει χώρα η μεταβίβαση της επιχειρήσεως της […] ICTS στη […] Securitas ως αποτέλεσμα της διεξαγωγής δημόσιου διαγωνισμού με τον οποίο ανατέθηκε στη […] Securitas, επιλεγείσα επιχείρηση στον εν λόγω διαγωνισμό, η παροχή υπηρεσιών φύλαξης και ασφάλειας στον λιμένα της Ponta Delgada, στη νήσο São Miguel (Αζόρες, [Πορτογαλία]), και συνιστά μεταβίβαση οικονομικής μονάδας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2001/23];

2)      Αποτελεί η περίπτωση η οποία περιγράφεται στη δικογραφία απλή διαδοχή ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, ως αποτέλεσμα της αναθέσεως της παροχής υπηρεσιών στην επιχείρηση που επελέγη στον [σχετικό με την οικεία σύμβαση] δημόσιο διαγωνισμό, κατά τρόπο ώστε να μην εμπίπτει στην έννοια της “μεταβιβάσεως επιχειρήσεως [ή] εγκαταστάσεως” για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας;

3)      Αντιβαίνει στο […] δίκαιο [της Ένωσης] για τον ορισμό της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως, ο οποίος απορρέει από την οδηγία [2001/23], η ρήτρα 13, παράγραφος 2, της […] συλλογικής συμβάσεως εργασίας, η οποία συνήφθη μεταξύ της ένωσης επιχειρήσεων ιδιωτικής ασφάλειας, της εθνικής ένωσης επιχειρήσεων ασφάλειας και της συνδικαλιστικής ένωσης εργαζομένων σε υπηρεσίες υποδοχής, φύλαξης, καθαρισμού, οικιακού προσωπικού και διαφόρων δραστηριοτήτων καθώς και άλλων συνδικαλιστικών ενώσεων, στο μέτρο που προβλέπει τα εξής: “Δεν εμπίπτει στην έννοια της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως η απώλεια πελάτη εκ μέρους οικονομικού φορέα λόγω της αναθέσεως της σύμβασης παροχής υπηρεσιών σε άλλον οικονομικό φορέα”;»

20      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Μαΐου 2016, απορρίφθηκε το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου περί υπαγωγής της παρούσας υποθέσεως στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος

21      Με τα δύο πρώτα ερωτήματα, που πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στην περιλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή έννοια της «μεταβίβασης επιχείρησης [ή] εγκατάστασης» η περίπτωση κατά την οποία αναθέτων φορέας καταγγέλλει τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών επιτήρησης και φύλαξης των εγκαταστάσεών του την οποία είχε συνάψει με συγκεκριμένη επιχείρηση, εν συνεχεία δε συνάπτει νέα σύμβαση για την εκπλήρωση της ίδιας παροχής με άλλη επιχείρηση, η οποία αρνείται να αναλάβει τους μισθωτούς εργαζομένους της πρώτης.

22      Σύμφωνα με το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, η οδηγία 2001/23 εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης.

23      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/23 καλύπτει όλες τις περιπτώσεις μεταβολής, στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων, του φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει την ευθύνη της εκμετάλλευσης της επιχείρησης και το οποίο αναλαμβάνει συμβατικώς τις υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των εργαζομένων της επιχείρησης. Επομένως, για να έχει εφαρμογή η οδηγία 2001/23, δεν είναι αναγκαίο να υπάρχουν απευθείας συμβατικές σχέσεις μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του προς διαδόχου, δεδομένου ότι η μεταβίβαση μπορεί να γίνει με την παρεμβολή τρίτου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 1996, Merckx και Neuhuys, C‑171/94 και C‑172/94, EU:C:1996:87, σκέψεις 28 και 30, καθώς και της 20ής Νοεμβρίου 2003, Abler κ.λπ., C‑340/01, EU:C:2003:629, σκέψη 39).

24      Επομένως, η έλλειψη συμβατικού δεσμού μεταξύ των δύο επιχειρήσεων στις οποίες ανατέθηκε διαδοχικά η εκτέλεση των καθηκόντων επιτήρησης και φύλαξης λιμενικών εγκαταστάσεων δεν ασκεί επιρροή στο ζήτημα αν η οδηγία 2001/23 έχει εφαρμογή ή όχι σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

25      Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23, η εφαρμογή της οδηγίας αυτής προϋποθέτει επίσης ότι η οικεία μεταβίβαση αφορά «οικονομική οντότητα που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας».

26      Για να κριθεί αν πληρούται πράγματι η προϋπόθεση αυτή, πρέπει να συνεκτιμηθούν όλα τα πραγματικά περιστατικά που χαρακτηρίζουν την υπό κρίση πράξη, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, ιδίως, το είδος της επιχείρησης ή της εγκατάστασης για την οποία πρόκειται, η μεταβίβαση ή μη των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, όπως τα κτίρια και τα κινητά, η αξία των άυλων περιουσιακών στοιχείων κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, η ανάληψη ή μη του κύριου μέρους του εργατικού δυναμικού από τον νέο επιχειρηματία, η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, καθώς και ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο συνολικής αξιολόγησης των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης και, επομένως, δεν μπορούν να εκτιμηθούν μεμονωμένα (βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Aira Pascual και Algeposa Terminales Ferroviarios, C‑509/14, EU:C:2015:781, σκέψη 32 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27      Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το εθνικό δικαστήριο, κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την επίμαχη πράξη, πρέπει ιδίως να λαμβάνει υπόψη το είδος της επιχείρησης ή της εγκατάστασης περί της οποίας πρόκειται (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Aira Pascual και Algeposa Terminales Ferroviarios, C‑509/14, EU:C:2015:781, σκέψη 33).

28      Ως εκ τούτου, η σημασία που πρέπει να δοθεί αντιστοίχως στα διάφορα κριτήρια για την ύπαρξη μεταβίβασης υπό την έννοια της οδηγίας 2001/23 αναγκαστικά ποικίλλει αναλόγως της ασκούμενης δραστηριότητας, και μάλιστα των μεθόδων παραγωγής ή εκμετάλλευσης που χρησιμοποιούνται στην οικεία επιχείρηση, στην οικεία εγκατάσταση ή στο οικείο τμήμα εγκατάστασης (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Aira Pascual και Algeposa Terminales Ferroviarios, C‑509/14, EU:C:2015:781, σκέψη 34).

29      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, συνεπώς, σε έναν τομέα όπου η δραστηριότητα στηρίζεται κυρίως στο εργατικό δυναμικό, η ταυτότητα μίας οικονομικής μονάδας δεν διατηρείται αν σημαντικό τμήμα του προσωπικού της οντότητας αυτής δεν αναλαμβάνεται από τον φερόμενο ως διάδοχο (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Aira Pascual και Algeposa Terminales Ferroviarios, C‑509/14, EU:C:2015:781, σκέψη 35).

30      Όταν, αντιθέτως, η δραστηριότητα στηρίζεται ουσιαστικά στον εξοπλισμό, το γεγονός ότι οι πρώην εργαζόμενοι μιας επιχείρησης δεν αναλαμβάνονται από τον νέο επιχειρηματία για την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αρκεί για να αποκλειστεί η ύπαρξη μεταβίβασης μιας οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, υπό την έννοια της οδηγίας 2001/23. Συγκεκριμένα, μια διαφορετική ερμηνεία θα αντιστρατευόταν τον κύριο σκοπό της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος έγκειται στο να διατηρηθούν, ακόμη και παρά τη θέληση του διαδόχου, οι συμβάσεις εργασίας των μισθωτών του εκχωρητή μεταβιβάζοντος (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Aira Pascual και Algeposa Terminales Ferroviarios, C‑509/14, EU:C:2015:781, σκέψη 41).

31      Κατά συνέπεια, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, με γνώμονα τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις και λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη, αν η τελευταία πρέπει να θεωρηθεί μεταβίβαση επιχείρησης κατά την έννοια της οδηγίας 2001/23.

32      Προς τούτο, το εν λόγω δικαστήριο θα πρέπει μεταξύ άλλων να εξετάσει αν η ICTS μεταβίβασε στη Securitas, άμεσα ή έμμεσα, εξοπλισμό ή ενσώματα ή άυλα αγαθά, με σκοπό την άσκηση της δραστηριότητας φύλαξης και ασφάλειας των επίμαχων εγκαταστάσεων.

33      Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει εκτός των άλλων να εξακριβώσει αν η Portos dos Açores έθεσε τέτοια στοιχεία στη διάθεση της ICTS και της Securitas. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το γεγονός ότι τα ενσώματα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την άσκηση της επίμαχης στην κύρια δίκη δραστηριότητας και τα οποία αναλαμβάνει ο νέος επιχειρηματίας δεν ανήκαν στον προκάτοχό του, αλλά είχαν απλώς τεθεί στη διάθεσή του από εκείνον που του είχε αναθέσει τη σύμβαση, δεν μπορεί να οδηγήσει στο να αποκλειστεί η ύπαρξη μεταβίβασης επιχείρησης υπό την έννοια της οδηγίας 2001/23 (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Aira Pascual και Algeposa Terminales Ferroviarios, C‑509/14, EU:C:2015:781, σκέψεις 38 και 39). Εντούτοις, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη μεταβίβασης οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/23, πρέπει, εφόσον απαιτείται, να ληφθεί υπόψη μόνον ο εξοπλισμός που όντως χρησιμοποιείται για την παροχή των υπηρεσιών επιτήρησης, εξαιρουμένων των εγκαταστάσεων που αποτελούν αντικείμενο των υπηρεσιών αυτών (απόφαση της 19ης Ιουλίου 2010, UGT-FSP, C‑151/09, EU:C:2010:452, σκέψη 31).

34      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στα δύο πρώτα ερωτήματα είναι ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στην περιλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή έννοια της «μεταβίβασης επιχείρησης [ή] εγκατάστασης» η περίπτωση κατά την οποία αναθέτων φορέας καταγγέλλει τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών επιτήρησης και φύλαξης των εγκαταστάσεών του την οποία είχε συνάψει με συγκεκριμένη επιχείρηση, εν συνεχεία δε συνάπτει νέα σύμβαση για την εκπλήρωση της ίδιας παροχής με άλλη επιχείρηση, η οποία αρνείται να αναλάβει τους μισθωτούς εργαζομένους της πρώτης, υπό τον όρο ότι η δεύτερη επιχείρηση έχει αναλάβει τον εξοπλισμό που είναι απαραίτητος για την εκπλήρωση της οικείας παροχής.

 Επίτουτρίτουερωτήματος

35      Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι δεν εμπίπτει στην έννοια της «μεταβίβασης επιχείρησης [ή] εγκατάστασης» του άρθρου 1, παράγραφος 1, η απώλεια πελάτη εκ μέρους οικονομικού φορέα λόγω της ανάθεσης της σύμβασης παροχής υπηρεσιών σε άλλον οικονομικό φορέα.

36      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απλή απώλεια σύμβασης παροχής υπηρεσιών προς όφελος ανταγωνιστή δεν αποδεικνύει, αυτή καθαυτήν, την ύπαρξη μεταβίβασης επιχείρησης ή εγκατάστασης κατά την έννοια της οδηγίας 2001/23 (απόφαση της 11ης Μαρτίου 1997, Süzen, C‑13/95, EU:C:1997:141, σκέψη 16). Εντούτοις, εθνική διάταξη η οποία εξαιρεί κατά τρόπο γενικό από το πεδίο εφαρμογής της έννοιας αυτής την απώλεια πελάτη εκ μέρους οικονομικού φορέα λόγω της ανάθεσης της σύμβασης παροχής υπηρεσιών σε άλλον οικονομικό φορέα δεν καθιστά δυνατή τη συνεκτίμηση του συνόλου των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη.

37      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου που υπενθυμίζεται με τις σκέψεις 26 και 27 της παρούσας απόφασης και, αφετέρου, του σκοπού της οδηγίας 2001/23 ο οποίος, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας αυτής, έγκειται στην προστασία των εργαζομένων μέσω εξασφάλισης της διατήρησης των δικαιωμάτων τους σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας έχει την έννοια ότι αντιτίθεται προς τέτοια εθνική διάταξη.

38      Υπό τις συνθήκες αυτές, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο τρίτο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι δεν εμπίπτει στην έννοια της «μεταβίβασης επιχείρησης [ή] εγκατάστασης» του άρθρου 1, παράγραφος 1, η απώλεια πελάτη εκ μέρους οικονομικού φορέα λόγω της ανάθεσης της σύμβασης παροχής υπηρεσιών σε άλλον οικονομικό φορέα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

39      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, έχει την έννοια ότι εμπίπτει στην περιλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή έννοια της «μεταβίβασης επιχείρησης [ή] εγκατάστασης» η περίπτωση κατά την οποία αναθέτων φορέας καταγγέλλει τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών επιτήρησης και φύλαξης των εγκαταστάσεών του την οποία είχε συνάψει με συγκεκριμένη επιχείρηση, εν συνεχεία δε συνάπτει νέα σύμβαση για την εκπλήρωση της ίδιας παροχής με άλλη επιχείρηση η οποία αρνείται να αναλάβει τους μισθωτούς εργαζομένους της πρώτης, υπό τον όρο ότι η δεύτερη επιχείρηση έχει αναλάβει τον εξοπλισμό που είναι απαραίτητος για την εκπλήρωση της οικείας παροχής.

2)      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι δεν εμπίπτει στην έννοια της «μεταβίβασης επιχείρησης [ή] εγκατάστασης» του άρθρου 1, παράγραφος 1, η απώλεια πελάτη εκ μέρους οικονομικού φορέα λόγω της ανάθεσης της σύμβασης παροχής υπηρεσιών σε άλλον οικονομικό φορέα.

Άρθρα Παραγραφή φορολογικών υποθέσεων - Διατήρηση βιβλίων - Οικειοθελής αποκάλυψη εισοδημάτων (ν. 4446/2016)

Previous: Yπόθεση C‑200/16 Μεταβιβάσεις επιχείρησης ή εγκατάστασης – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων – Υποχρέωση ανάληψης των εργαζομένων από τον διάδοχο – Παροχή υπηρεσιών φύλαξης και ασφάλειας από επιχείρηση – Πρόσκληση για υποβολή προσφορών – Ανάθεση της σύμβασης σε άλλη επιχείρηση – Μη ανάληψη του προσωπικού – Εθνική διάταξη η οποία εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της έννοιας της “μεταβίβασης επιχείρησης ή εγκατάστασης” την απώλεια πελάτη εκ μέρους οικονομικού φορέα λόγω της ανάθεσης της σύμβασης παροχής υπηρεσιών σε άλλον οικονομικό φορέα
$
0
0
Του Γιώργου Δαλιάνη, με τη συνεργασία του Φίλιππου Ζήρα (δικηγόρου της Artion A.E.)*
www.artion.gr

Από την ψήφιση του νόμου για την οικειοθελή αποκάλυψη εισοδημάτων (ν.4446/2016) οι φορολογούμενοι που ενδιαφέρονται να κάνουν χρήση του προβληματίζονταν από δύο βασικά ζητήματα. Αυτά της α) παραγραφής των φορολογικών υποθέσεών τους και της υποχρέωσης διαφύλαξης των φορολογικών τους βιβλίων και β) του ελέγχου των τραπεζικών τους καταθέσεων. Για όλα αυτά οι ενδιαφερόμενοι, όπως είναι επόμενο, χρειάζονται οριστικές απαντήσεις πριν προχωρήσουν σε κάποια ενέργεια. Στόχος είναι η εξασφάλιση επιεικέστερων ποινών σε σύγκριση με αυτές ενός ενδεχόμενου ή και ήδη εκκρεμούς φορολογικού ελέγχου.

Επειδή όμως κανείς δεν επιθυμεί να προχωρήσει σε οικειοθελή αποκάλυψη εισοδημάτων και να καταβάλει περισσότερα από αυτά που με βάση τον νόμο οφείλει εκείνη την στιγμή, πρέπει να γνωρίζει τι ισχύει με την παραγραφή των χρήσεων. Εξίσου σημαντική είναι η σύγχυση που επικρατεί με την υποχρέωση διαφύλαξης των φορολογικών βιβλίων και στοιχείων. Όσον αφορά το ιστορικό των τραπεζικών καταθέσεων στην Ελλάδα, περιμένουμε το ΣτΕ να αποφανθεί οριστικά.

Πρώτον ζήτημα: Παραγραφή Φορολογικών χρήσεων

Η μετάβαση από τον νόμο 2238/1994 στον νόμο 4174/2013 ο οποίος έθεσε νέα χρονικά όρια και κανόνες στα όσα γνωρίζαμε για την παραγραφή, σε συνδυασμό με την ελληνική πατέντα διαρκών παρατάσεων παραγραφής των φορολογικών ετών, προκάλεσε έντονη σύγχυση στον επιχειρηματικό κόσμο αλλά και τους λοιπούς φορολογούμενους. Απόδειξη πως το ζήτημα της παραγραφής απασχόλησε τόσο πολύ τις φορολογικές αρχές αποτελεί η έλλειψη των κατάλληλων εργαλείων εκ μέρους της διοίκησης για να προχωρούν σε απολύτως τυπικά νόμιμους ελέγχους, οι οποίοι λόγω της έλλειψης αυτής σε επόμενη φάση κατέπιπταν λόγω παραγραφής στις δικαστικές αίθουσες που κατακλύζονταν από προσφυγές κατά φορολογικών προστίμων και προσαυξήσεων. Σημαντικότερη όλων μέχρι σήμερα είναι η απόφαση 1738/2017 του ΣτΕ στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί διεξοδικά. Με δύο πρόσφατες αποφάσεις της, η ΑΑΔΕ προσπαθεί να βάλει για πρώτη φορά τάξη στο ποιες χρήσεις πρέπει να ελέγχονται και ποιες όχι (εκκρεμεί όπως θα δούμε παρακάτω το λεγόμενο ζήτημα των συμπληρωματικών στοιχείων).

Η σωρεία των δικαστικών αποφάσεων του ΣτΕ αλλά και των λοιπών Διοικητικών Δικαστηρίων, οι οποίες καταδίκαζαν τις πρακτικές της Διοίκησης με τις οποίες αυτή προέβαινε σε έλεγχο συχνά παραγεγραμμένων χρήσεων, οδήγησε στην έκδοση τόσο της υπ’αριθμ. ΔΙΠΑΕΕ 1466/19.9.2017 απόφασης της ΑΑΔΕ όσο και της ΔΙ.Π.Α.Ε.Ε. με αριθμό πρωτ.: 1752/18.10.2017, με τις οποίες έμμεσα έγιναν δεκτές οι αποφάσεις των δικαστηρίων.

Μάλιστα, οι αποφάσεις αυτές της ΑΑΔΕ καλύπτουν τις εκκρεμείς υποθέσεις μέχρι και τις 21-9-2017 (ημέρα δημοσίευσης της απόφασης ΔΙΠΑΕΕ 1466/19.9.2017) ενώ δίνονται οδηγίες και για τις μη εκκρεμείς υποθέσεις.

Εκκρεμείς θεωρούνται οι υποθέσεις για τις οποίες δεν έχουν θεωρηθεί (οριστικοποιηθεί) οι σχετικές με την υπόθεση εκθέσεις ελέγχου ή δεν έχουν υπογραφεί οι πληροφοριακές εκθέσεις από τον αρμόδιο κατά περίπτωση προϊστάμενο των ΥΕΔΔΕ.

Με την αριθμ. ΔΙΠΑΕΕ 1466/19.9.2017 Απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. ορίστηκε ότι για τη φορολογία εισοδήματος, καθώς και για τις φορολογίες για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις της φορολογίας αυτής, ελέγχονται ή ερευνώνται κατά προτεραιότητα και συντάσσονται εκθέσεις ελέγχου ή πληροφοριακές εκθέσεις, ως κατωτέρω: 

Χρήσεις για τις οποίες ολοκληρώνεται η διενέργεια ελέγχων ή ερευνών και η σύνταξη εκθέσεων ελέγχου ή πληροφοριακών εκθέσεων, σύμφωνα με την ΔΙΠΑΕΕ 1466/19.9.2017 Απόφαση Διοικητή

Α.Α.Δ.Ε.

ΧΡΗΣΕΙΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΛΕΓΧΘΟΥΝ

ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

2011 και μετά

Άρθρο 84 § 1 του ν.2238/1994 (σε συνδυασμό με άρθρο 72 § 11, εδ. α', του ν.4174/2013, όπως ισχύουν) και άρθρο 36 § 1 του ν.4174/2013.

Κανόνας πενταετούς παραγραφής

2008 και μετά

Άρθρο 36 § 3 του ν.4174/2013, σε συνδυασμό με άρθρο 72 § 11, εδ. β', του ν.4174/2013.

Η εφαρμογή της διάταξης προϋποθέτει φοροδιαφυγή

2006 και μετά

Άρθρο 84 § 4 του ν.2238/1994 και 68 § 2α' του ν.2238/1994 (σε συνδυασμό με άρθρο 72 § 11, εδ. α' του ν.4174/2013).

Η εφαρμογή των διατάξεων προϋποθέτει συμπληρωματικά στοιχεία (βλέπε ανωτέρω εκκρεμή απόφαση για καταθέσεις εσωτερικού)

2001 και μετά

Άρθρο 84 § 5 του ν.2238/1994 (σε συνδυασμό με άρθρο 72 § 11, εδ. α', του ν.4174/2013 ).

Αφορά αποκλειστικά την περίπτωση μη υποβολής δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος


Φυσικά, για τη φορολογία κεφαλαίου (Φόρος μεταβίβασης ακινήτων κλπ) και τελών χαρτοσήμου ισχύει η παραγραφή που προβλέπεται αυτοτελώς για την κάθε περίπτωση και θα πρέπει να εξεταστεί ειδικά.

Δεύτερο ζήτημα: Διάρκεια υποχρέωσης διαφύλαξης λογιστικών βιβλίων

Στον ίδιο άξονα της παραγραφής, εξίσου σημαντικό ζήτημα με το δικαίωμα ελέγχου μιας φορολογικής χρήσης είναι η υποχρέωση διαφύλαξης των φορολογικών βιβλίων. Η μη διαφύλαξη των βιβλίων και η μη προσκόμισή τους στον έλεγχο τιμωρούνται με βάση διαφορετικές διατάξεις ανάλογα με το ποια χρήση αφορούν τα βιβλία αυτά. Για βιβλία που αφορούν χρήσεις μέχρι και τις 31/12/2012 ισχύουν οι διατάξεις του Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/1992), από την 1/1/2013 έως και τις 31/12/2013 ισχύουν οι διατάξεις του Κ.Φ.Α.Σ. (νόμος 4093/2012 υποπαράγραφος Ε.1), ενώ από 1/1/2014 και εφεξής ισχύουν οι διατάξεις του Κ.Φ.Δ. (ν.4174/2013).

Ποια όμως βιβλία θεωρούνται ανεπαρκή ή ανακριβή; Το άρθρο 30 του Κ.Β.Σ. ορίζει ότι «…Τα  βιβλία και στοιχεία της τρίτης κατηγορίας κρίνονται ανεπαρκή όταν ο υπόχρεος διαζευκτικά ή  αθροιστικά: α) δεν τηρεί ή δεν διαφυλάσσει το ή τα ημερολόγια, όπου καταχωρούνται  πρωτογενώς οι συναλλαγές, το γενικό καθολικό, το βιβλίο αποθήκης, το βιβλίο απογραφών, καθώς και πρόσφατα βιβλία που ορίζονται από την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του Κώδικα αυτού  …, β) δεν διαφυλάσσει τα συνοδευτικά στοιχεία των αγαθών, καθώς και τα  προβλεπόμενα από τον Κώδικα αυτό παραστατικά, … Η ανεπάρκεια πρέπει να αναφέρεται σε αδυναμία διενέργειας συγκεκριμένων  ελεγκτικών επαληθεύσεων για οικονομικά μεγέθη μεγάλης έκτασης σε σχέση με τα μεγέθη των βιβλίων και στοιχείων και να είναι αιτιολογημένη.
«Τα βιβλία και στοιχεία της τρίτης κατηγορίας κρίνονται ανακριβή όταν ο υπόχρεος διαζευκτικά ή αθροιστικά: α) δεν εμφανίζει στα βιβλία του έσοδα ή έξοδα ή εμφανίζει αυτά ανακριβώς, β) …, γ) δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβή ή εικονικά ή πλαστά ως προς την ποσότητα ή την αξία ή τον αντισυμβαλλόμενο φορολογικά στοιχεία διακίνησης ή αξίας, ή λαμβάνει ανακριβή ή εικονικά τέτοια στοιχεία, δ) δεν εμφανίζει την πραγματική κατάσταση της επιχείρησής του, ε) … Οι πράξεις ή οι παραλείψεις της παραγράφου αυτής, για να συνεπάγονται εξωλογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων, πρέπει να είναι μεγάλης έκτασης σε σχέση με τα οικονομικά μεγέθη των βιβλίων, ώστε να τα επηρεάζουν σημαντικά ή να οφείλονται σε πρόθεση του υπόχρεου για απόκρυψη φορολογητέας ύλης …»

Βλέπουμε λοιπόν πως εάν δεν είναι διαθέσιμα τα βιβλία για προσκόμιση σε έλεγχο, αυτό μπορεί να οδηγήσει αφενός σε εξωλογιστικό προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης και αφετέρου σε αδυναμία αντίκρουσης κατηγοριών του ελέγχου πως ορισμένα φορολογικά στοιχεία είναι π.χ. εικονικά. Εν ολίγοις είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντικρούσεις επιχειρήματα περί ανακρίβειας ή ανεπάρκειας χωρίς τα ίδια τα βιβλία και στοιχεία.

Η διάρκεια νόμιμης υποχρέωσης διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων μιας επιχείρησης προσδιορίζεται στο άρθρο 21 του Κ.Β.Σ. (χρήσεις έως και 31/12/2012) «…Τα βιβλία, οι οπτικοί δίσκοι και γενικά όλα τα ηλεκτρομαγνητικά μέσα στα οποία αποθηκεύονται δεδομένα βιβλίων, για τα οποία δεν υπάρχει υποχρέωση εκτύπωσης τους, τα στοιχεία που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό, καθώς και τα λοιπά δικαιολογητικά των εγγραφών στα βιβλία διατηρούνται στον εκάστοτε οριζόμενο από τις σχετικές φορολογικές διατάξεις χρόνο παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρου. Τα βιβλία και τα στοιχεία αυτά διατηρούνται οπωσδήποτε όσο χρόνο εκκρεμεί σχετική υπόθεση ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων ή του Συμβουλίου της Επικρατείας….». Αντίστοιχη είναι η πρόβλεψη και για τον Κ.Φ.Α.Σ. (1/1/2013 έως 31/12/2013).

Ο νόμος 4174/2013 (χρήσεις από 1/1/2014 και μετά) αναφέρει ότι «Τα λογιστικά αρχεία, φορολογικοί ηλεκτρονικοί μηχανισμοί, φορολογικές μνήμες και αρχεία που δημιουργούν οι φορολογικοί ηλεκτρονικοί μηχανισμοί πρέπει να διαφυλάσσονται κατ' ελάχιστον:
α) για διάστημα πέντε (5) ετών από τη λήξη του αντίστοιχου φορολογικού έτους εντός του οποίου υπάρχει η υποχρέωση υποβολής δήλωσης ή
β) εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του Κώδικα, έως ότου παραγραφεί το δικαίωμα έκδοσης από τη Φορολογική Διοίκηση πράξης προσδιορισμού του φόρου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο αυτή ή
γ) έως ότου τελεσιδικήσει η απαίτηση της Φορολογικής Διοίκησης σε συνέχεια διενέργειας φορολογικού ελέγχου ή έως ότου αποσβεστεί ολοσχερώς η απαίτηση λόγω εξόφλησης.»

Άρα ο νόμιμος ελάχιστος χρόνος διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων μιας επιχείρησης είναι η πενταετία (χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου το Δημόσιο μπορεί να κοινοποιήσει την εντολή ελέγχου στον φορολογούμενο). Επειδή ορισμένες φορές επικρατεί σύγχυση με τον υπολογισμό της πενταετίας εντός της οποίας δικαιούται το Δημόσιο να ελέγξει μια χρήση, ο ευκολότερος τρόπος υπολογισμού του έτους παραγραφής είναι το 5+1. Αν π.χ. ελέγχεται η χρήση 2009, τότε έτος παραγραφής διακράτησης των βιβλίων (αλλά και ελάχιστης πενταετίας π.χ. για φόρο εισοδήματος) είναι το 2015 (έναρξη παραγραφής την πρώτη Ιανουαρίου 2011 και υποχρέωση διακράτησης των βιβλίων έως και 31 Δεκεμβρίου 2015). Άποψή μας σε κάθε περίπτωση είναι να επιδιώκεται η διαφύλαξή τους τουλάχιστον για δέκα έτη καθώς όπως προαναφέραμε αποτελούν όπλο αντίκρουσης κατά του ελέγχου σε περίπτωση π.χ. νέου ελέγχου λόγω συμπληρωματικών στοιχείων.

Παράδειγμα: Ο Α ελέγχεται για τη χρήση 2010 εντός της νόμιμης αρχικής πενταετίας και ο έλεγχος καταλήγει σε ένα ορισμένο πόρισμα. Ο Α εξοφλεί στο 2015 το ποσό που του προσδιόρισε ο έλεγχος αυτός. Μετά το πέρας της πενταετίας, το έτος 2017, ο Α αποφασίζει με δεδομένο πως έχει ελεγχθεί, να πετάξει τα βιβλία του καθώς δεν έχει και κάποια ένδειξη πως επίκειται επανέλεγχος λόγω συμπληρωματικού στοιχείου. Αν ο έλεγχος λόγω συμπληρωματικού στοιχείου χρήσης 2010, τον καλέσει για επανέλεγχο το 2018 (εντός νέας πενταετούς παράτασης αφού το 2018 ήρθε στα χέρια του ελέγχου το νέο στοιχείο από διασταύρωση με άλλο έλεγχο άλλου φορολογούμενου) και δεν προσκομίσει τα βιβλία αυτά επειδή τα πέταξε, τότε δεν θα του επιβληθεί πρόστιμο μη διατήρησης βιβλίων. Τίθεται όμως ζήτημα για το πώς θα αντικρούσει όποιες κατηγορίες του ελέγχου περί εικονικότητας.

Σημαντικές σημειώσεις:

- Όσο εκκρεμεί έλεγχος (μας έχει κοινοποιηθεί σημείωμα ή πρόσκληση) απαγορεύεται η οποιαδήποτε καταστροφή βιβλίων και στοιχείων
- Εάν έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος, η καταστροφή των βιβλίων γίνεται με την εξόφληση όποιου ποσού προσδιορίσει ο έλεγχος αυτός.
- Όσο εκκρεμεί δικαστική διένεξη φορολογικού ενδιαφέροντος ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων ή του ΣτΕ.
- Αν δε η περίπτωσή μας υπάγεται σε ειδική προθεσμία παραγραφής (π.χ. 20 έτη λόγω υπαγωγής στις διατάξεις περί φοροδιαφυγής) τότε είναι αντίστοιχη η διάρκεια υποχρέωσης διατήρησης των βιβλίων και στοιχείων.

Τρίτον ζήτημα: Ημεδαπές τραπεζικές καταθέσεις ως συμπληρωματικά στοιχεία

Πριν από 2 εβδομάδες, η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας συνεδρίασε με κεντρικό αντικείμενο την έκδοση απόφασης με θέμα το αν οι καταθέσεις που βρίσκονταν όλα αυτά τα χρόνια στις εν Ελλάδι εγκατεστημένες τράπεζες, ήταν ή όχι συμπληρωματικά στοιχεία (στοιχεία διαθέσιμα και άρα προσβάσιμα στους ελεγκτές κατά το χρονικό διάστημα μετά την αρχική παραγραφή της υπόθεσης), για τις ελεγκτικές αρχές.

Επί του ζητήματος αυτού σε προγενέστερο χρόνο, το Διοικητικό Εφετείο με την απόφαση ΔΕφ.Αθ 3820/2016 έκρινε ότι στοιχεία των ελληνικών τραπεζικών καταθέσεων, ανεξαρτήτως του αν στοιχειοθετούν την απόκτηση εισοδήματος, δεν μπορούν να θεωρηθούν «συμπληρωματικά» φορολογικά στοιχεία. Θυμίζουμε ότι με βάση τον ν.2238/1994 στην περίπτωση νέων στοιχείων, δίδεται η δυνατότητα παράτασης για άλλη μια 5ετία της περιόδου παραγραφής της ελεγχόμενης χρήσης. Το Διοικητικό Εφετείο εν προκειμένω έκρινε πως τα στοιχεία των τραπεζικών καταθέσεων του φορολογουμένου στις ημεδαπές τράπεζες ευρίσκονταν ανά πάσα στιγμή στη διάθεση του φορολογικού ελέγχου ή, τουλάχιστον, ο φορολογικός έλεγχος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να λάβει γνώση αυτών. Στην πρόσφατη ακροαματική διαδικασία, σύμφωνα με πληροφορίες μας, το Δημόσιο υποστήριξε πως οι τραπεζικές καταθέσεις εσωτερικού αποτελούν νέα στοιχεία για τις ελεγκτικές υπηρεσίες γιατί το Δημόσιο δεν διέθετε τα προηγούμενα χρόνια σύστημα άμεσης πρόσβασης στις πληροφορίες αυτές. Οι εισηγητές δικαστές της υπόθεσης ενώπιον του ΣτΕ ήταν θετικά διακείμενοι για τη δυνατότητα της Διοίκησης να έχει πρόσβαση όλα αυτά τα χρόνια στα τραπεζικά στοιχεία ημεδαπών καταστημάτων.

Γνωρίζουμε από το παρελθόν πως σπάνια η οριστική απόφαση εκφεύγει της κατεύθυνσης που έχει χαραχθεί ήδη με τις εισηγητικές εκθέσεις. Σε κάθε όμως περίπτωση είμαστε σε αναμονή της εν λόγω απόφασης.

Η απόφαση αυτή που αναμένεται να εκδώσει το Συμβούλιο της επικρατείας είναι εξαιρετικά σημαντική αφού όχι μόνο θα διαμορφώσει οριστικά ένα πλαίσιο ισχύος για τα παραγεγραμμένα φορολογικά έτη, αλλά θα καθορίσει και την τελική χρησιμότητα εργαλείων οικειοθελούς αποκάλυψης και φορολογικής συμμόρφωσης, όπως αυτό του νόμου 4446/2016 (οικειοθελής αποκάλυψη φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών). Η ανασφάλεια δικαίου που δημιουργούταν λόγω της αβεβαιότητας προσδιορισμού των οριστικά παραγεγραμμένων φορολογικών ετών ήταν σημαντική τροχοπέδη στην υιοθέτηση των κατά τα άλλα πραγματικά ευεργετικών ρυθμίσεων όπως του νόμου 4446/2016.

Θεωρούμε πως ο νόμος 4446/2016 για την οικειοθελή αποκάλυψη εισοδημάτων ψηφίσθηκε διότι η πρόθεση της Διοίκησης για την αξιοποίησή του από τους φορολογούμενους ήταν ειλικρινής. Στη βάση αυτή, οφείλουμε να πούμε ότι η πραγματική χρησιμότητα του νόμου θα φανεί με την οριστικοποίηση του χρονικού πλαισίου παραγραφής. Το ενδιαφέρον της πλειονότητας των προσώπων κατά την πρώτη δημοσίευση του νόμου ήταν να γνωρίζουν επακριβώς ποια είναι τα ελεγχόμενα φορολογικά έτη ώστε με αυτόν τον γνώμονα να προχωρήσουν στη χρήση του.

Το αλληλένδετο μεταξύ οικειοθελούς αποκάλυψης εισοδήματος και πλαισίου παραγραφής – χρόνου διαφύλαξης των βιβλίων - απόφασης ΣτΕ για καταθέσεις σε τράπεζες εσωτερικού, είναι παραπάνω από προφανές. Από τη μία έχουμε έναν επαρκή νόμο πλαίσιο ο οποίος μπορεί να εξασφαλίσει εξαιρετικά ελαφριά επιβάρυνση για τροποποιητικές/συμπληρωματικές δηλώσεις παρελθόντων ετών σε σύγκριση με τις συνήθεις προσαυξήσεις και πρόστιμα, και από την άλλη έχουμε τις αποφάσεις ΔΙΠΑΕΕ 1466/19.9.2017 και 1752/18.10.2017 οι οποίες δίνουν εντολή στις ελεγκτικές αρχές έμμεσα να αρχειοθετήσουν ορισμένες εξεταζόμενες χρήσεις σύμφωνα με τον ανωτέρω πίνακα. Η συζητηθείσα και αναμενόμενη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ για το αν θεωρούνται νέα στοιχεία οι τραπεζικές καταθέσεις εσωτερικού θα είναι ο τρίτος ακρογωνιαίος λίθος ο οποίος θα λύσει επιτέλους τα χέρια πολλών ενδιαφερομένων ώστε να συμμετάσχουν στη διαδικασία της οικειοθελούς αποκάλυψης εισοδημάτων.

Δυστυχώς μέχρι σήμερα, ενώ το κράτος αναγνωρίζει την αναγκαιότητα παράτασης των προθεσμιών ένταξης των φορολογουμένων στις ρυθμίσεις του νόμου, εν τούτοις φαίνεται πως δεν υπολογίζει ορθά τους υπόλοιπους παράγοντες οι οποίοι είναι καθοριστικής σημασίας για την ευρεία αποδοχή του. Με την ψήφιση του νόμου, η πρώτη ορισθείσα προθεσμία ένταξης ήταν στις 31.05.2017 και στη συνέχεια κατόπιν διαδοχικών παρατάσεων πήγε στις 30.09.2017 και τώρα στις 31.10.2017 (με τον νόμο 4490/2017). Καμία όμως απόφαση παράτασης δεν έλαβε υπόψη τους παραπάνω λοιπούς ακρογωνιαίους λίθους με βάση τους οποίους οι φορολογούμενοι θα λάμβαναν την απόφαση χρήσης του νόμου 4446/2016. Τόσο οι αποφάσεις ΔΙΠΑΕΕ 1466/19.9.2017 και 1752/18.10.2017 όσο και η αναμενόμενη απόφαση του ΣτΕ για τις τραπεζικές καταθέσεις ως συμπληρωματικά στοιχεία, έπρεπε να έχουν ήδη εκδοθεί κατά την πρώτη δημοσίευση του νόμου ώστε να μπορούν οι φορολογούμενοι να λάβουν ζυγισμένες αποφάσεις και να μην εξωθούνται σε βεβιασμένες κινήσεις ένταξης ή απόρριψης του πλαισίου οικειοθελούς αποκάλυψης παρελθόντων εισοδημάτων. Η τελευταία παράταση που δόθηκε με τον νόμο 4490/2017, εξασφαλίζοντας ουσιαστικά ακόμη 19 μέρες (αφού υπήρχε ένα κενό μεταξύ 1-10-2017 και 10-10-2017), ελάχιστη ουσιαστική αξία είχε. Άποψή μας είναι πως πρέπει να δοθεί μία παράταση τέτοια η οποία θα εξασφαλίζει στους φορολογούμενους τουλάχιστον 1-2 μήνες διαθέσιμους προς υποβολή μετά την αναμενόμενη έκδοση της απόφασης του ΣτΕ για τις τραπεζικές καταθέσεις ως συμπληρωματικά στοιχεία. Ανάλογα με το πότε θα εκδοθεί η απόφαση ΣτΕ, ενδεχομένως η παράταση ως τις 31/12/2017 ή και αργότερα να κρίνεται επιβεβλημένη.

*O κ. Γιώργος Δαλιάνης είναι ιδρυτής του Ομίλου Artion Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός και ο κ. Φίλιππος Ζήρας είναι συνεργάτης δικηγόρος-διαμεσολαβητής της Artion και Συντονιστής του νόμου 4469/2017 για την Εξωδικαστική Ρύθμιση Οφειλών Επιχειρήσεων.

ΔΕΔ Αθήνας αποφ. 3950/2017 Φορολογική κατοικία - Μεταφορά φορολογικής κατοικίας και υποβολή ξεχωριστής δήλωσης με την σύζυγο.

$
0
0


Αριθμός απόφασης: 3950
Καλλιθέα, 17/07/2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΑΑΕ
Ανεξάρτητη Αρχή
Δημοσίων Εσόδων
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α1
Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα
Τηλέφωνο    : 213 1604 534
ΦΑΞ    : 213 1604 567

ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπ' όψη:
1.    Τις διατάξεις :
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170).
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».
γ. Της ΠΟΛ.1064/12.4.2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
2. Την ΠΟΛ.1069/4.3.2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Την αριθμ. Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.8.2016 (ΦΕΚ Β' 2759/1.9.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών «Παροχή εξουσιοδότησης υπογραφής».
4.    Τη με ημερομηνία κατάθεσης 29.03.2017 και αριθμό πρωτοκόλλου      ενδικοφανή προσφυγή του     , ΑΦΜ     , κατοίκου     , κατά των από 22.02.2017 και με αριθ. ειδοπ.      (ΑΧΚ    /    ) και     (ΑΧΚ    /....) Πράξεων Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος οικονομικού έτους 2014 και φορολογικού έτους 2014, αντιστοίχως, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ, και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.
5.    Τις από 22.02.2017 και με αριθ. ειδοπ     (ΑΧΚ ..../....) και      (ΑΧΚ ..../    ) Πράξεις Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος οικονομικού έτους 2014 και
φορολογικού έτους 2014, αντιστοίχως, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ, των οποίων ζητείται η ακύρωση.
6.    Τ ις απόψεις της Δ.Ο.Υ. ΧΟΛΑΡΓΟΥ.
7.    Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α1 όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.
Επί της από 29.03.2017 και με αριθμό πρωτοκόλλου    ενδικοφανούς προσφυγής του , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Ο προσφεύγων με τις υπ’ αριθ     και      δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2014 (χρήσης 01/01 - 31/12/2013) και φορολογικού έτους 2014 (χρήσης 01/01 - 31/12/2014) αντιστοίχως, δήλωσε ως κάτοικος Ελλάδος, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Για το οικονομικό έτος 2014: Κωδ. 517 («Ακαθάριστα έσοδα από ατομική άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος»): 3.100,00 €, Κωδ. 501 («Καθαρό εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα»): 158,00 €,  Κωδ. 389 («Καθαρό ποσό από μισθούς αλλοδαπής προέλευσης»): 60.888,75 €, Κωδ. 651 («Φόρος που καταβλήθηκε στο εξωτερικό»): 12.364,16 €, Κωδ. 727 («Δαπάνη για τοκοχρεολυτική απόσβεση δανείου»): 9.229,36 €, Κωδ. 787 («Ανάλωση κεφαλαίου προηγ. ετών»): 6.000,00 €.

Για το φορολογικό έτος 2014: Κωδ. 403 («Ακαθάριστα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα για μη επιτηδευματίες»): 689,45 €, Κωδ. 389 («Καθαρό ποσό από μισθούς
αλλοδαπής προέλευσης όπου η Ελλάδα έχει δικαίωμα φορολόγησης»): 103.235,28 €, Κωδ. 651 («Φόρος που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή»): 28.427,56 €, Κωδ. 735 («Δαπάνη για αγορά/ανέγερση οικοδομών κλπ»): 3.500,00, Κωδ. 727 («Δαπάνη για τοκοχρεολυτική απόσβεση δανείου»): 1.570,44 €, Κωδ. 787 («Ανάλωση κεφαλαίου προηγ. ετών»): 7.400,00 €.

Βάσει των ως άνω δηλώσεων, εκδόθηκαν οι από 22.02.2017 και με αριθ. ειδοπ  και   Πράξεις Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος οικονομικού έτους 2014 και φορολογικού έτους 2014 αντιστοίχως.

Ο προσφεύγων, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά να ακυρωθούν οι ως άνω πράξεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ προβάλλοντας τους παρακάτω λόγους:

-    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι κατά το έτος 2013 η παραμονή του στην Ελλάδα δεν υπερέβη τις 183 ημέρες, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια του 2014 εργαζόταν αποκλειστικά στο Ηνωμένο Βασίλειο προσκομίζοντας ορισμένα δικαιολογητικά, συνεπώς για τα δύο αυτά έτη το κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο όπου κατοικεί και εργάζεται μέχρι σήμερα με τη σύζυγό του, η οποία τότε παρέμεινε στην Ελλάδα για να φροντίζει τους υπερήλικες γονείς της.
-    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ως κάτοικος εξωτερικού κατά τα έτη 2013 και 2014 δύναται να φορολογηθεί μόνο για το εισόδημα που απέκτησε στην Ελλάδα ήτοι 158,00 € για το έτος 2013 και 689,45 € για το έτος 2014.
-    Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 1445/2016 απόφαση του ΣτΕ έχουν ήδη κριθεί παρόμοια περιστατικά.


Για το οικονομικό έτος 2014 (χρήση 01/01 - 31/12/2013):

Επειδή, με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 2238/1994 οριζόταν:
«1.Σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημα του υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο έχει την  κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα. Σε φόρο για το εισόδημα που προκύπτει στην  Ελλάδα υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας του ή της συνήθους  διαμονής του. Ως συνήθης θεωρείται η διαμονή στην Ελλάδα η οποία υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα τρεις ημέρες συνολικά μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Η διαμονή τεκμαίρεται ως  συνήθης, εκτός αν ο φορολογούμενος αποδείξει διαφορετικά.
2.Κάθε φυσικό πρόσωπο που υπηρετεί στην αλλοδαπή, αν: α) είναι λειτουργός ή συνδέεται με  οποιαδήποτε σχέση εργασίας δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου με φορέα της Γενικής Κυβέρνησης,  όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1Β του ν. 2362/1995, που έχει προστεθεί με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 ή β) συνδέεται με οποιαδήποτε σχέση εργασίας δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου με θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Διεθνή Οργανισμό και είχε κατά το χρόνο της εισόδου του στην  υπηρεσία του θεσμικού οργάνου της Ε.Ε. ή του Διεθνούς Οργανισμού την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα, θεωρείται ότι συνεχίζει να έχει την κατοικία του στην Ελλάδα. Ομοίως, θεωρούνται ότι έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα και τα μέλη της οικογένειας που το βαρύνουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7, εκτός αν έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους σε κράτος στο οποίο υπόκεινται σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημα τους και το κράτος αυτό δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των κρατών που περιέχεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 51 Α.»

 Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 61 του ίδιου ως άνω νόμου οριζόταν:
 «1. Κάθε φυσικό πρόσωπο για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, ανεξάρτητα  από το αν υπόκειται ή όχι σε φόρο, έχει υποχρέωση να υποβάλει δήλωση εφόσον έχει  συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 5. και εφόσον δεν εμπίπτει στις διατάξεις περί προσώπων που βαρύνουν τους φορολογούμενους του άρθρου 7. Εξαιρετικά, υποχρέωση υποβολής δήλωσης έχει οποιοσδήποτε,  εφόσον προσκληθεί γι' αυτό εγγράφως από τον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή ο καλούμενος υποχρεούται να υποβάλει τις οικείες δηλώσεις μέσα στην προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία της επίδοσης σε αυτόν της οικείας πρόσκλησης. Υπόχρεοι για υποβολή δήλωσης είναι όσοι δηλώνουν κάτοικοι εξωτερικού για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα ή υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του Κ.Φ.Ε., ανεξάρτητα αν εμπίπτουν στην απαλλαγή της περίπτωσης η' του άρθρου 18 του Κ.Φ.Ε..
 [...] Αν ο φορολογούμενος κατοικεί στην αλλοδαπή, υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης είναι αλληλεγγύως με αυτόν, οι αντιπρόσωποι ή οι πράκτορες του στην Ελλάδα.
2. Για τους εγγάμους, για τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της  παρ. 1 του άρθρου 5, υπόχρεος σε επίδοση δήλωσης είναι ο σύζυγος και για τα εισοδήματα της συζύγου του. Ειδικά, υποχρεούνται να επιδώσουν φορολογική δήλωση ο καθένας χωριστά για το συνολικό εισόδημά του οι σύζυγοι όταν:
α) Έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το βάρος της απόδειξης για τη διακοπή φέρει ο φορολογούμενος.
β) Ο ένας από τους δύο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης.
γ) Ο ένας από τους δύο συζύγους έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση.
7. Το φυσικό πρόσωπο που δηλώνει κάτοικος εξωτερικού και αποκτά πραγματικό εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα, υποχρεούται να υποβάλει μαζί με τη δήλωση φορολογίας του εισοδήματος του, βεβαίωση από την αρμόδια φορολογική αρχή του κράτους στο οποίο δηλώνει κάτοικος από την οποία να προκύπτει ότι είναι φορολογικός κάτοικος αυτού του άλλου κράτους ή αντίγραφο της εκκαθάρισης της φορολογίας εισοδήματος ή, ελλείψει εκκαθάρισης, αντίγραφο της δήλωσης που υπέβαλε στο άλλο κράτος. Η βεβαίωση αυτή χορηγείται από τη φορολογική αρχή ή από οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική ή άλλη αναγνωρισμένη αρχή. [...]
8α.Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου.
8β. Όσοι έχουν δηλώσει τόπο κατοικίας ή συνήθους διαμονής στην αλλοδαπή και υπόκεινται, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, σε φόρο μόνο για το εισόδημα τους που προκύπτει στην Ελλάδα, υποχρεούνται να προσκομίσουν τα δικαιολογητικά που προβλέπονται στην παράγραφο 7 του άρθρου αυτού, μέσα σε προθεσμία που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Αν  δεν προσκομισθούν ή δεν προσκομισθούν εμπρόθεσμα τα δικαιολογητικά αυτά, οι υπόχρεοι θεωρούνται ότι έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα και υπόκεινται σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημα τους. Με την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος κλήσης των φορολογουμένων, η διαδικασία υποβολής των δικαιολογητικών και κάθε άλλο σχετικό θέμα.».


Επειδή, με την ΠΟΛ.1260/19.12.2014 «Σχετικά με τη φορολογική κατοικία» διευκρινίσθηκε ότι:
«[...] 2. Οι ελεγχόμενοι φορολογούμενοι, οι οποίοι έχουν ήδη υποβάλει μέρος των δικαιολογητικών ή δεν τα έχουν υποβάλει καθόλου, υποχρεούνται σε κάθε περίπτωση, να προσκομίσουν τα ακόλουθα δικαιολογητικά, από τα οποία θα προκύπτει ότι όντως είχαν μεταφέρει το κέντρο του οικογενειακού τους βίου (οικογενειακή εστία) ή το κέντρο του επαγγελματικού τους βίου, της ύπαρξής τους και των βιοτικών τους σχέσεων (κέντρο ζωτικών συμφερόντων), στην αλλοδαπή:
(α) Στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι φορολογούμενοι και τα μέλη της οικογένειάς τους (σύζυγος/τέκνα), εάν αυτά υφίστανται, διαμένουν σε μόνιμη και σταθερή βάση στην αλλοδαπή (π.χ. βεβαίωση από δημοτική/δημόσια/άλλη αναγνωρισμένη αρχή, αποδεικτικά εκπαίδευσης/φοίτησης τέκνων ή μισθωτήριο συμφωνητικό κατοικίας ή αποδεικτικό ιδιόκτητης κατοικίας στην αλλοδαπή, εφόσον αυτή υφίσταται).
(β. 1.) Πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας που εκδίδεται από την αλλοδαπή φορολογική αρχή, από το οποίο θα προκύπτει ότι είναι φορολογικοί κάτοικοι αυτού του άλλου κράτους. Εάν οι φορολογούμενοι έχουν εγκατασταθεί σε κράτος με το οποίο υφίσταται Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Εισοδήματος (ΣΑΔΦΕ) και εφόσον αποκτούσαν εισόδημα στη χώρα μας, μπορούν
 να προσκομίσουν, αντί του πιστοποιητικού, την προβλεπόμενη Αίτηση για την Εφαρμογή της Σύμβασης Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Εισοδήματος όπου είναι ενσωματωμένο το πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας (δίγλωσσα έντυπα) και για την οποία δεν απαιτείται η επισημείωση της Χάγης. Επίσης, δεν απαιτείται η επισημείωση της Χάγης για τα πιστοποιητικά φορολογικής κατοικίας που εκδίδουν οι φορολογικές αρχές των ΗΠΑ και της Τουρκίας, στο πλαίσιο της ΣΑΔΦΕ που έχει συναφθείμε τη χώρα μας.
(β.2.) Σε περίπτωση που οι φορολογούμενοι έχουν εγκατασταθεί σε κράτος με το οποίο δεν υφίσταται Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Εισοδήματος, οφείλουν να προσκομίσουν πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας, εφόσον προβλέπεται η έκδοσή του από την αλλοδαπή φορολογική αρχή, ή σε περίπτωση που δεν προβλέπεται η έκδοσή του, αντίγραφο της εκκαθάρισης της δήλωσης φορολογίας εισοδήματός τους, που υπέβαλαν στο άλλο κράτος ή ελλείψει εκκαθάρισης, αντίγραφο της σχετικής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος
(γ) Στοιχεία σχετικά με τον επαγγελματικό βίο [π.χ. σύμβαση εξηρτημένης εργασίας με αλλοδαπό εργοδότη ή βεβαίωση εργασίας από τον εν λόγω εργοδότη. Σε περίπτωση μη εξηρτημένης απασχόλησης, αποδεικτικό της επαγγελματικής δραστηριότητας στην αλλοδαπή (π.χ. έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας, συμμετοχή σε αλλοδαπές εταιρείες)].
Τονίζεται ότι, η προσκόμιση των ως άνω δικαιολογητικών τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η έκδοσή τους προβλέπεται από τις εσωτερικές διατάξεις του άλλου κράτους (π.χ. σε ορισμένα κράτη μπορεί να μην υφίστανται δήμοι ή να μην υπάρχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης κ.λπ.). Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, εάν ο φορολογούμενος προσκομίσει τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και β(1)/β(2), τότε δεν απαιτείται η προσκόμιση των δικαιολογητικών της παραγράφου (γ), ούτε κρίνεται αναγκαία η προσκόμιση άλλων στοιχείων ή δικαιολογητικών για την τεκμηρίωση της φορολογικής του κατοικίας στην αλλοδαπή. Αν συντρέχουν τα υπό στοιχεία (α) και β(1)/β(2), τότε γεγονότα όπως η κατοχή ακινήτου στην Ελλάδα, η διατήρηση στην Ελλάδα
τραπεζικών λογαριασμών, η συμμετοχή στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση ημεδαπών εταιρειών στην Ελλάδα, από μόνα τους δεν μπορούν να αποτελέσουν στοιχεία ώστε να χαρακτηρισθεί το φυσικό πρόσωπο ως φορολογικός κάτοικος Ελλάδος (εκτός αν ελλείψει οικογένειας, διαπιστώνεται ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα). Σε περίπτωση μη υποβολής κάποιων εκ των παραπάνω δικαιολογητικών και αν λόγω της μη υποβολής τους οι ελεγκτικές υπηρεσίες αδυνατούν να αποφανθούν για τη φορολογική κατοικία βάσει των προσκομισθέντων δικαιολογητικών, τότε οι φορολογούμενοι οφείλουν να προσκομίσουν πρόσθετα δικαιολογητικά (π.χ. βεβαίωση ασφαλιστικού φορέα, βεβαίωση από επαγγελματικές ενώσεις-επιμελητήρια- συλλόγους, δικαιολογητικά για την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων), με τα οποία θα αποδεικνύουν τον ισχυρό δεσμό τους με το άλλο κράτος, δεσμός που τους δημιουργεί μόνιμη φορολογική κατοικία στο άλλο κράτος.
3. Επισημαίνεται ότι, όσον αφορά στη γνησιότητα των αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων, τα οποία έχουν συνταχθεί στο έδαφος του αλλοδαπού κράτους και περιγράφονται στην παρ. 2 του παρόντος σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τη Σύμβαση της Χάγης (Apostille) ή κατά τα διεθνή νόμιμα (προξενική διαδικασία), έχουν δοθεί οδηγίες με το με αριθμό Δ6Δ 1095210
ΕΞ2014/25.06.2014 έγγραφο της Δ/νσης Οργάνωσης. Επίσης, τα προβλεπόμενα έγγραφα υποβάλλονται πρωτότυπα και απαιτείται η επίσημη μετάφρασή τους στην Ελληνική γλώσσα.
4. Τέλος, εφόσον κατά τα ανωτέρω αποδειχθεί ότι ο φορολογούμενος είναι πραγματικά φορολογικός κάτοικος κράτους με το οποίο δεν υφίσταται ΣΑΔΦΕ, θα έχουν εφαρμογή, σε κάθε περίπτωση, ως προς τη φορολόγηση του εισοδήματος που αποκτά από πηγές Ελλάδας, οι διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας.
Εάν ο φορολογούμενος είναι πραγματικά φορολογικός κάτοικος κράτους με το οποίο υφίσταται  ΣΑΔΦΕ, τότε θα έχουν εφαρμογή, ως προς τη φορολόγηση του εισοδήματος που αποκτά από  πηγές Ελλάδας, οι διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας, υπό την επιφύλαξη, όμως, των διατάξεων  των ΣΑΔΦΕ (π.χ. η προσαύξηση περιουσίας φορολογείται στην Ελλάδα στην πρώτη περίπτωση
(μη ύπαρξη ΣΑΔΦΕ) ενώ στην δεύτερη φορολογείται εφόσον αυτό επιτρέπεται από τις διατάξεις της  οικείας ΣΑΔΦΕ).
Σημειώνεται ότι, και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις ο φορολογούμενος δεν θα υπόκειται σε  φορολογία εισοδήματος στη χώρα μας για το εισόδημα που αποκτά στην αλλοδαπή.».



 Γ ια το φορολογικό έτος 2014 (χρήση 01/01 - 31/12/2014):

Επειδή, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 του ν. 4172/2013 ορίζεται:
«1. Ο φορολογούμενος που έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα υπόκειται σε φόρο για  το φορολογητέο εισόδημα του που προκύπτει στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, ήτοι το παγκόσμιο  εισόδημα του που αποκτάται μέσα σε ορισμένο φορολογικό έτος. Κατ' εξαίρεση ο φορολογούμενος  που είναι αλλοδαπό προσωπικό των εγκατεστημένων στην Ελλάδα γραφείων, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967 (Α' 132), όπως ισχύει, υπόκειται σε φόρο στην Ελλάδα μόνο για το  εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα.
2. Ο φορολογούμενος που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα υπόκειται σε φόρο  για το φορολογητέο εισόδημα του που προκύπτει στην Ελλάδα και αποκτάται μέσα σε ορισμένο  φορολογικό έτος.»


Επειδή, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 του ν. 4172/2013 ορίζεται:
«1. Ένα φυσικό πρόσωπο είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, εφόσον:
α) έχει στην Ελλάδα τη μόνιμη ή κύρια κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων ήτοι τους προσωπικούς ή οικονομικούς ή κοινωνικούς δεσμούς του ή
β) είναι προξενικός, διπλωματικός ή δημόσιος λειτουργός παρόμοιου καθεστώτος ή δημόσιος  υπάλληλος που έχει την ελληνική ιθαγένεια και υπηρετεί στην αλλοδαπή.
2. Ένα φυσικό πρόσωπο που βρίσκεται στην Ελλάδα συνεχώς για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα τρεις (183) ημέρες, συμπεριλαμβανομένων και σύντομων διαστημάτων παραμονής στο εξωτερικό, είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδος από την πρώτη ημέρα παρουσίας του στην Ελλάδα. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση φυσικών προσώπων που βρίσκονται στην Ελλάδα αποκλειστικά για τουριστικούς, ιατρικούς, θεραπευτικούς ή παρόμοιους ιδιωτικούς σκοπούς και η παραμονή τους δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες εξήντα πέντε (365) ημέρες, συμπεριλαμβανομένων και σύντομων διαστημάτων  παραμονής στο εξωτερικό. Η παρούσα παράγραφος δεν αποκλείει την εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.»


Επειδή, με την παρ. 4 του άρθρου 67 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι:
«4. Οι σύζυγοι, κατά τη διάρκεια του γάμου, υποχρεούνται να υποβάλουν κοινή δήλωση για τα  εισοδήματά τους στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται  χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου. Κοινή δήλωση δύνανται να υποβάλουν και τα πρόσωπα  που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Στην περίπτωση αυτή έχουν την ίδια φορολογική αντιμετώπιση με τους έγγαμους.
Οι τυχόν ζημίες του εισοδήματος του ενός συζύγου ή μέρους συμφώνου συμβίωσης, δεν συμψηφίζονται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου ή του άλλου μέρους συμφώνου συμβίωσης.
Υπόχρεος υποβολής δήλωσης είναι ο σύζυγος ή το μέρος συμφώνου συμβίωσης, το οποίο  δηλώνεται ως υπόχρεος, και για τα εισοδήματα της συζύγου του ή του άλλου μέρους συμφώνου συμβίωσης, αντίστοιχα.
Ειδικότερα, οι σύζυγοι ή τα μέρη συμφώνου συμβίωσης, υποβάλλουν χωριστή φορολογική δήλωση, ο καθένας για τα εισοδήματά του, εφόσον:
α. Έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση ή έχει λυθεί το σύμφωνο συμβίωσης κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το βάρος της απόδειξης για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης φέρει ο φορολογούμενος,
β. Ο ένας από τους δύο συζύγους ή ένα από τα δύο μέρη συμφώνου συμβίωσης είναι σε  κατάσταση πτώχευσης ή έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση. Για τα εισοδήματα των ανήλικων τέκνων, υπόχρεος για την υποβολή της δήλωσης είναι ο γονέας ή το μέρος συμφώνου συμβίωσης που ασκεί τη γονική μέριμνα, με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 4 του άρθρου 11.»


Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 της ΠΟΛ.1058/18.3.2015 Απόφασης της  Γ.Γ.Δ.Ε., «Διαδικασία μεταβολής της φορολογικής κατοικίας κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του  Ν.4172/2013 και του Ν.4174/2013» Απόφασης της Γ.Γ.Δ.Ε.:
«2. Τα προαναφερθέντα φυσικά πρόσωπα οφείλουν να προσκομίσουν, το αργότερο έως την  τελευταία εργάσιμη ημέρα του πρώτου δεκαήμερου του μηνός Σεπτεμβρίου του φορολογικού έτους  που ακολουθεί το φορολογικό έτος αναχώρησης, στο ως άνω Τμήμα ή Γραφείο της Δ.Ο.Υ.:
(α) Βεβαίωση φορολογικής κατοικίας από την αρμόδια φορολογική αρχή του κράτους όπου  δηλώνουν φορολογικοί κάτοικοι, από την οποία να προκύπτει ότι είναι φορολογικοί κάτοικοι αυτού  του κράτους. Εάν οι φορολογούμενοι έχουν εγκατασταθεί σε κράτος με το οποίο υφίσταται Σύμβαση  Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Εισοδήματος (στο εξής ΣΑΔΦΕ) και εφόσον αποκτούν εισόδημα στη χώρα μας, μπορούν να προσκομίσουν, αντί της βεβαίωσης, την προβλεπόμενη Αίτηση για την  Εφαρμογή της ΣΑΔΦΕ όπου είναι ενσωματωμένο το πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας  (δίγλωσσα έντυπα) ή (β) αντίγραφο της εκκαθάρισης της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος που υπέβαλαν στο άλλο κράτος ή (γ) ελλείψει εκκαθάρισης, αντίγραφο της σχετικής δήλωσης  φορολογίας εισοδήματός τους.
Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η προσκόμιση κάποιων από τα ανωτέρω δικαιολογητικά  από την αρμόδια φορολογική αρχή, τότε απαιτείται βεβαίωση από οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή  δημοτική ή άλλη αναγνωρισμένη αρχή με την οποία θα αποδεικνύεται ο ισχυρός δεσμός (κέντρο ζωτικών συμφερόντων) του φυσικού προσώπου με το άλλο κράτος.
3. Για τη γνησιότητα των αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων, τα οποία έχουν συνταχθεί στο  έδαφος του αλλοδαπού κράτους και περιγράφονται στην παρ. 2 της παρούσης, σύμφωνα με τα  προβλεπόμενα από τη Σύμβαση της Χάγης (Apostille) ή κατά τα διεθνή νόμιμα (προξενική  διαδικασία), εφαρμόζονται οι οδηγίες της Δ/νσης Οργάνωσης (σχετ. το με αριθ. πρωτ. Δ6Δ 1095210 ΕΞ2014/25.6.2014 έγγραφό της). Επίσης, για τα προβλεπόμενα έγγραφα απαιτείται  επίσημη μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα.».


Επειδή, με την υπ’ αριθ. ΣτΕ 1445/2016 απόφαση του ΣτΕ:
«Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του  άρθρου 4 καθορίζονται τα κριτήρια βάσει των οποίων ένα φυσικό πρόσωπο θεωρείται κάτοικος  Ελλάδας. Τα κριτήρια αυτά είναι η μόνιμη ή κύρια κατοικία, η συνήθης διαμονή και το κέντρο των  προσωπικών, οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων [...].». Κατά την έννοια, λοιπόν, σύμφωνα  με όλα τα προεκτιθέμενα, των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 παρ. 1 του ν. 4172/2013, σε φόρο  εισοδήματος στην Ελλάδα για το παγκόσμιο εισόδημά του, ήτοι για εκείνο που προκύπτει τόσο στην  ημεδαπή όσο και στην αλλοδαπή, υπόκειται, μεταξύ άλλων, το φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει την  κατοικία του στην Ελλάδα, έχει δηλαδή σ' αυτήν μόνιμη και κύρια πραγματική εγκατάσταση, την  οποία έχει καταστήσει, σύμφωνα με τη βούληση του, το κέντρο των εν γένει βιοτικών του σχέσεων και ζωτικών συμφερόντων (πρβλ. καθ' ερμηνεία του άρθρου 51 ΑΚ, ΣτΕ 259/2011, ΣτΕ 3254/2011, ΣτΕ 1113/2008 κ.ά., ΑΠ 660/2015, ΑΠ 1730/2009 κ.ά.), το οποίο αποτελεί στοιχείο προσδιοριστικό της  έννοιας της κατοικίας.
Ως τέτοιο δε (δηλαδή ως στοιχείο προσδιοριστικό της έννοιας της κατοικίας) νοούμενο στην παρ.1 του άρθρου 4 του ν. 4172/2013 και όχι ως αυτοτελές κριτήριο προσδιορισμού της φορολογικής  κατοικίας, το κέντρο των βιοτικών σχέσεων και ζωτικών συμφερόντων ενός φυσικού προσώπου  υφίσταται εκεί όπου το πρόσωπο αυτό αναπτύσσει τους προσωπικούς, οικονομικούς και  κοινωνικούς δεσμούς του (βλ. άλλωστε τα διαλαμβανόμενα στην αιτιολογική έκθεση για το «κέντρο  των προσωπικών, οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων» - δίχως τη διάζευξη που έχει τεθεί  στο κείμενο του νόμου- καθώς και για την κατά τα διεθνή πρότυπα και κατευθυντήριες οδηγίες του  ΟΟΣΑ, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έννοια αυτού).
Εξάλλου, προκειμένου να κριθεί εάν ένα φυσικό πρόσωπο έχει (ή πολλώ μάλλον μεταβάλλει την  επί μακρόν διατηρούμενη από αυτό) κατοικία, πρέπει να συνεκτιμώνται όλα τα πρόσφορα στοιχεία  (πρβλ. ΣτΕ 1948/1956, ΣτΕ 3870/2002, ΣτΕ 3973/2005, ΣτΕ 1113/2008, ΣτΕ 259/2011 κ.ά.), όπως  ιδίως η ύπαρξη στέγης, η φυσική παρουσία του ίδιου, των μελών της οικογένειάς του (στην οποία δεν περιλαμβάνονται μόνον ο ή η σύζυγος και τα τέκνα αυτού), ο τόπος άσκησης των  επαγγελματικών δραστηριοτήτων, ο τόπος των περιουσιακών συμφερόντων, ο τόπος των  διοικητικών δεσμών με τις δημόσιες αρχές και φορείς (ασφαλιστικούς, επαγγελματικούς,  κοινωνικούς), ο τόπος ανάπτυξης πολιτικών, πολιτισμικών ή άλλων δραστηριοτήτων. Συνεπώς, για  τη θεμελίωση της προαναφερόμενης φορολογικής υποχρέωσης ενός φυσικού προσώπου, η  φορολογική αρχή πρέπει να προβαίνει σε ειδικώς αιτιολογημένη κρίση αναφορικά με το  εάν το πρόσωπο αυτό έχει κατοικία στην Ελλάδα, φέρουσα κατ' αρχήν και το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που τεκμηριώνουν, επαρκώς, ενόψει των  συνθηκών, την ύπαρξή της. Συναφώς, το δικαστήριο της ουσίας, όταν εκδικάζει προσφυγή κατά  πράξης περί της εν λόγω φορολογικής υποχρέωσης φυσικού προσώπου, οφείλει να ερευνήσει το  ίδιο, κατ' ενάσκηση πλήρους δικαιοδοσίας, αν συντρέχει η αμφισβητούμενη πραγματική βάση της, δηλαδή η ύπαρξη ή μη κατοικίας αυτού στην Ελλάδα, και να κρίνει το ζήτημα, στο πλαίσιο δε αυτό,  έχει την εξουσία, κατ' άρθρο 152 επ. του Κ.Δ.Δ., να διατάξει συμπλήρωση των αποδείξεων και,  τελικώς, αν δεν βεβαιώνεται στον αναγκαίο βαθμό για τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, να  αποφανθεί, αφού κατανείμει το βάρος αποδείξεως μεταξύ των διαδίκων.
Περαιτέρω, και ενόψει του ότι, βάσει των γενικότερων κοινωνικών και ηθικών αντιλήψεων  της εποχής αλλά και ανάλογα με τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα των συζύγων, είναι  νοητή η χωριστή κατοικία αυτών (πρβλ. ήδη πριν από την κατάργηση με το άρθρο 2 του ν.  1329/1983, Α' 25, της κατ' άρθρο 55 ΑΚ νόμιμης κατοικίας της συζύγου, ΑΠ 163/1975 ΝοΒ11,1056,  ΑΠ 229/1964, ΝοΒ 12,803, ΑΠ 835/1978, ΝοΒ 27,737, πρβλ. ομοίως ΔΕΚ, αποφάσεις της  16.5.2000, C-87/99, Zurstrassen, σκ. 19, 25.1.2007, C-329/05, Gerold Meindl, σκ. 28), σε  περίπτωση που έγγαμο φυσικό πρόσωπο δεν είναι υπόχρεο σε υποβολή δήλωσης φόρου
 εισοδήματος στην Ελλάδα, για τον λόγο ότι το ίδιο δεν έχει τη φορολογική κατοικία του σ'  αυτήν, δεν τίθεται εν πάση περιπτώσει ζήτημα υποβολής κοινής δήλωσης φόρου  εισοδήματος, κατ' άρθρο 67 παρ. 4 του ν. 4172/2013, με τον ή τη σύζυγο του, αποκλειστικώς  και μόνον επειδή ο ή η σύζυγος πληροί τα κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του εν λόγω νόμου  κριτήρια για να χαρακτηρισθεί φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, και τούτο ανεξαρτήτως αν η  υποχρέωση υποβολής κοινής δήλωσης είναι ή όχι σύμφωνη με διατάξεις υπερνομοθετικής  ισχύος.
Εξάλλου, από την εξεταζόμενη άποψη δεν ασκούν επιρροή -υπό την έννοια ότι δεν  συνεπάγονται υποχρέωση υποβολής κοινής δήλωσης- περιορισμοί τυχόν ανακύπτοντες από τις  τεχνικές ρυθμίσεις και δυνατότητες του συστήματος της κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου 67  ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος (μη πρόβλεψη στο εν λόγω σύστημα  της δυνατότητας υποβολής δήλωσης από τον ένα μόνο σύζυγο, όταν ο άλλος δεν είναι  φορολογικός κάτοικος Ελλάδας), διότι το σύστημα αυτό θα πρέπει αντιθέτως να προσαρμόζεται  στους κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας και να εξυπηρετεί τις ανάγκες της ορθής εφαρμογής  της και όχι η εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας να προσαρμόζεται στις δυνατότητες του  συστήματος.[...]».


Επειδή, η Φορολογική Διοίκηση προσέθεσε τον κωδικό 320 στην ηλεκτρονική δήλωση  φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2016 ώστε να συμπληρώνεται από τη σύζυγο ή το  μέρος συμφώνου συμβίωσης όταν είναι φορολογικός κάτοικος αλλοδαπής (καθώς υπήρχε μόνο ο  αντίστοιχος κωδικός 319 για τον υπόχρεο της δήλωσης) βάσει των στοιχείων που τηρεί η  φορολογική αρχή στο Μητρώο της. 


Επειδή, εν προκειμένω, ο προσφεύγων έχει προσκομίσει:
 - Την από 18.11.2016 Επιστολή Επιβεβαίωσης Κατοικίας («Letter of confirmation of residence») της Βασιλικής Υπηρεσίας Δημοσίων Εσόδων & Τελωνείων («HM Revenue  & Customs - HMRC») με τη σχετική επικύρωση APOSTILLE, επί της οποίας  αναγράφονται: «Αυτό δεν είναι πιστοποιητικό κατοικίας για τους σκοπούς της αίτησης  απαλλαγών κατά τη συμφωνία Διπλής Φορολόγησης με το Ηνωμ. Βασίλειο.  Επιβεβαιώνω ότι εξ όσων άριστα γνωρίζει η Α.Μ. Υπηρεσία Εισοδήματος και Τελών, ο
 κος     , για τους σκοπούς της φορολόγησης, είναι κάτοικος  Ηνωμένου Βασιλείου,     , από 21 Ιουλίου 2013 μέχρι 18  Νοεμβρίου 2016».
 - Την από 14.03.2017 επιστολή της Βασιλικής Υπηρεσίας Δημοσίων Εσόδων &  Τελωνείων («HM Revenue & Customs - HMRC») επί της αναγράφονται τα εξής: «[...]
Για τα έτη 2013 έως 2014 και 2014 έως 2015 τα αρχεία μας έχουν ως εξής:  Πηγές εισοδήματος για το φορολογικό έτος που έληξε στις 5 Απριλίου 2014.......................

 Η παρούσα επιστολή παρέχει λεπτομέρειες σχετικά με τις πληρωμές και τα φορολογικά  στοιχεία που διατηρούμε στο αρχείο μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτό ήταν το συνολικό  φορολογητέο εισόδημά σας. [...]».

 -    Την    από    13.12.2016 επιστολή του    πανεπιστημιακού    νοσοκομείου  με την οποία βεβαιώνεται    ότι ο προσφεύγων    διέμενε κατά την  περίοδο 31/6/2013 έως 31/10/2014 στους κοιτώνες προσωπικού του νοσοκομείου.

-    Την    από    17.12.2015 επιστολή του    πανεπιστημιακού    νοσοκομείου  όπου αναγράφονται τα εξής: «Ο κύριος    
      εργάζεται στο Ίδρυμα, με μόνιμη σύμβαση, από τις 21 Ιουλίου 2013 και έχει ετήσιο μισθό, πλήρους απασχόλησης, ποσού 90.263,00 λιρών Αγγλίας, απασχολούμενος 10 βάρδιες ανά εβδομάδα.».


 Επειδή, λαμβάνοντας υπόψιν ότι:
-    για το ημερολογιακό έτος 2013, ο προσφεύγων, σύμφωνα με τα στοιχεία του  υποσυστήματος Μητρώου του συστήματος TAXIS προκύπτει ότι προέβη σε διακοπή  εργασιών στην Ελλάδα στις 31.03.2013 και σύμφωνα με τα ως άνω προσκομισθέντα  στοιχεία ξεκίνησε να εργάζεται στο ως άνω πανεπιστημιακό νοσοκομείο στο Ηνωμένο  Βασίλειο στις 21/07/2013, συνεπώς το χρονικό διάστημα όπου διέμενε και εργαζόταν  στο εξωτερικό για το 2013 υπολείπεται των 183 ημερών, ενώ και η φορολογική αρχή του Η.Β. αναγνωρίζει ότι είναι κάτοικος Η.Β. για φορολογικούς σκοπούς από  21.07.2013 και εντεύθεν,

-   για το ημερολογιακό έτος 2014, ο προσφεύγων εργαζόταν με μόνιμη, πλήρους  απασχόλησης σύμβαση στο ως άνω νοσοκομείο, προσκόμισε δικαιολογητικά βάσει των  οποίων προκύπτει το εισόδημα που έλαβε και το φόρο εισοδήματος που πλήρωσε στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ μόνο το γεγονός ότι η σύζυγός του διέμενε ακόμη στην Ελλάδα  και εργαζόταν ως μισθωτή σε δημόσιο νοσοκομείο (χωρίς να προκύπτει ότι είχαν  ανήλικα τέκνα να διαμένουν μαζί της) σύμφωνα με την ως άνω απόφαση 1445/2016 του ΣτΕ, προκύπτει ότι δύναται ο σύζυγος να έχει διαφορετική φορολογική κατοικία από τη  σύζυγο και άρα να υποβάλουν χωριστές φορολογικές δηλώσεις, και

-    σύμφωνα με τα στοιχεία του υποσυστήματος Μητρώου του συστήματος TAXIS, από  01/01/2015 και ο προσφεύγων και η σύζυγός του, η οποία μετέβη κι αυτή στο Ηνωμένο  Βασίλειο, μεταφέρθηκαν από τη Δ.Ο.Υ. ΧΟΛΑΡΓΟΥ στη Δ.Ο.Υ. ΚΑΤΟΙΚΩΝ  ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ με χώρα κατοικίας το Ηνωμένο Βασίλειο όπου διαμένουν μέχρι και  σήμερα.

την μερική αποδοχή της με ημερομηνία κατάθεσης 29.03.2017 και αριθμό πρωτοκόλλου .. ενδικοφανούς προσφυγής του.... (ΑΦΜ..) και συγκεκριμένα:

α) την αποδοχή αυτής ως προς την μεταφορά της φορολογικής του κατοικίας στο εξωτερικό  (Ηνωμένο Βασίλειο) από την 01.01.2014 και άρα τη δυνατότητα υποβολής χωριστής δήλωσης  φορολογίας εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2014 (01/01 - 31/12/2014) ως κάτοικος  εξωτερικού, και

β) την απόρριψη αυτής ως προς το ίδιο αίτημά του για το οικονομικό έτος 2014 (01/01 -  31/12/2013), καθώς δεν πληροί τα κριτήρια ώστε να θεωρείται κάτοικος εξωτερικού για το εν λόγω  έτος.
Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση
στον υπόχρεο.
Η Υπάλληλος του Τμήματος
Διοικητικής Υποστήριξης
Ακριβές Αντίγραφο
ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ
ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Α1
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ

Αριθ. πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Β 1160832 ΕΞ2017 Αποστολή κατευθυντήριων οδηγιών προς τους φορείς και τελωνειακούς υπαλλήλους για την εφαρμογή του Συστήματος Εγγεγραμμένων Εξαγωγέων REX

$
0
0
Αθήνα, 27/10/2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Β 1160832 ΕΞ 2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ και Ε.Φ.Κ.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ και ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ
ΤΜΗΜΑ Β΄

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 101 84 Αθήνα
Πληροφορίες: Γ. Μπουργανού
Τηλέφωνο: 210 69 87 493
Fax: 210 69 87 506
E-Mail: d17-c@2001.syzefxis.gov.gr

ΘΕΜΑ: «Αποστολή κατευθυντήριων οδηγιών προς τους φορείς και τελωνειακούς υπαλλήλους για την εφαρμογή του Συστήματος Εγγεγραμμένων Εξαγωγέων REX»

ΣΧΕΤ.: 1) Η υπ' αριθμ. ΔΔΘΤΟΚ Β' 1176336 ΕΞ2016/1.12.2016 Α.Υ.Ο. (Σύστημα Εγγεγραμμένων Εξαγωγέων REX)

2) Η υπ' αριθ. ΔΔΘΤΟΚ Β' 1032953 ΕΞ2017/1.3.2017 εγκύκλιος (Παροχή οδηγιών σχετικά με την υπ' αριθ. ΔΔΘΤΟΚ Β' 1176336 ΕΞ2016/1.12.2016 Α.Υ.Ο.- Σύστημα Εγγεγραμμένων Εξαγωγέων REX).

3) Η υπ' αριθ. ΔΔΘΕΚΑ Β' 1053187 ΕΞ2017/6.4.2017 εγκύκλιος (Συμπληρωματικές οδηγίες για την εξαγωγή εμπορευμάτων στο πλαίσιο του Συστήματος Εγγεγραμμένων Εξαγωγέων REX )

Σε συνέχεια των ανωτέρω σχετικών και λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος που εκδηλώνεται από τους εξαγωγείς, για την εγγραφή τους στο Σύστημα Εγγεγραμμένων Εξαγωγέων REX, σε συνδυασμό και με την εφαρμογή της συνολικής οικονομικής και εμπορικής συμφωνίας (CETA) μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Καναδά, σας κοινοποιούμε τις κατευθυντήριες οδηγίες της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας και Τελωνειακής Ένωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (TAXUD).

Το κείμενο περιέχει συστάσεις που θα μπορούσαν να διευκολύνουν τόσο τα καθήκοντα των τελωνειακών αρχών που καλούνται να εγγράψουν εξαγωγείς και να διασφαλίσουν την παρακολούθηση των εγγραφών, όσο και τα καθήκοντα των εξαγωγέων που συντάσσουν βεβαιώσεις καταγωγής.

Επισημαίνεται ότι, κατά την υποβολή της αίτησης για την εγγραφή στο Σύστημα Εγγεγραμμένων Εξαγωγέων REX, δεν θα χρησιμοποιούνται τα παραρτήματα του εν λόγω εγγράφου, αλλά τα υποδείγματα των αιτήσεων που έχουν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του ICISnet, στην ακόλουθη 
διαδρομή : Αρχική σελίδα - Οικονομικοί Φορείς - Προτιμησιακά Καθεστώτα - Προτιμησιακά Καθεστώτα - Σύστημα Εγγεγραμμένων Εξαγωγέων - REX (Registered Exporters).

Επιπροσθέτως σας γνωρίζουμε ότι, η συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών με το Βιετνάμ που αναφέρεται στο εν λόγω κείμενο καθώς και στο Παράρτημα 6 αυτού, είναι ακόμα υπό διαπραγμάτευση.

Οι επαγγελματικοί ή συνδικαλιστικοί φορείς, προς τους οποίους κοινοποιείται η παρούσα με τα συνημμένα της, παρακαλούνται για τη ενημέρωση των μελών τους.


Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΔΙΚΗΜΕΝΑΚΗ

Ε.Φ.Κ.Α. αρ. πρωτ.: Δ.ΕΙΣΦ.Μ./630/1414204 Οριοθέτηση περιοχών και χορήγηση στεγαστικής συνδρομής για την αποκατάσταση των ζημιών σε κτίρια των νησιών Κώ και Καλύμνου της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου από το σεισμό της 21ης Ιουλίου 2017

$
0
0

Αθήνα 30/10/2017
Αριθμ. Πρωτ.: Δ.ΕΙΣΦ.Μ./630/1414204

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Η Υ Π Η Ρ Ε Σ Ι Α
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ & ΕΛΕΓΧΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Πληροφορίες : Βασιλική Οικονόμου
Aριθμ. Τηλ. : 210 5285 536
E – Mail : d.eisf.misth@efka.gov.gr
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
Πληροφορίες : Μαντώ Καλιαβού
Aριθμ. Τηλ. : 210 5285 598
E – Mail : d.eisf.mmisth@efka.gov.gr
Ταχ. Διεύθ. : Σατωβριάνδου 18
104 32 - Αθήνα
ΚΕΝΤΡΟ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΟΦΕΙΛΩΝ
ΤΜΗΜΑ : ΕΛΕΓΧΟΥ & ΣΤΑΤ. ΠΑΡΑΚ/ΣΗΣ
Πληροφορίες : Ελένη Σγαρδέλη
Αριθμ. Τηλ : 210 52 91 767
Aριθμ. Φαξ : 210 52 91 735
E – Mail : diakanonismos@keao.gov.gr
Ταχ. Διεύθυνση : Πειραιώς 28,
104 37 - Αθήνα

ΘΕΜΑ: «Οριοθέτηση περιοχών και χορήγηση στεγαστικής συνδρομής για την αποκατάσταση των ζημιών σε κτίρια των νησιών Κώ και Καλύμνου της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου από το σεισμό της 21ης Ιουλίου 2017.

Στα πλαίσια στήριξης, ανακούφισης και διευκόλυνσης των επιχειρήσεων, εργοδοτών ή ασφαλισμένων που έχουν επαγγελματική εγκατάσταση ή ασκούν δραστηριότητα σε περιοχές που πλήττονται από θεομηνίες ή άλλες φυσικές καταστροφές το Υπουργείο Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εξέδωσε την Υ.Α. Φ14/οικ.333/6.3.1998, ΦΕΚ 272Β/18-3-1998 κατ'εξουσιοδότηση της διάταξης του αρ. 8 παρ. 1 του Ν .2556/1994 (ΦΕΚ Α'196) όπως αντικαταστάθηκε από την παρ.2 του αρ. 4 του Ν.2556/1997 (ΦΕΚ Α'270) όπως ισχύει.

Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, για τις αποδεδειγμένα πληγείσες επιχειρήσεις, εργοδοτες ή ασφαλισμένους που έχουν επαγγελματική εγκατάσταση ή ασκούν δραστηριότητα σε περιοχές που πλήττονται από θεομηνίες ή άλλες φυσικές καταστροφές και αποδεδειγμένα έχουν υποστεί ζημιές, προβλέπονται οι εξής διευκολύνσεις σε ότι αφορά την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών στους φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης:

1. Κεφαλαιοποίηση, των καθυστερούμενων μέχρι το τέλος του προηγούμενου της φυσικής καταστροφής μήνα, ασφαλιστικών εισφορών (μετά των προσθέτων τελών, τόκων προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων).

2. Αναστολή καταβολής τρεχουσών εισφορών για 6 μήνες αρχής γενομένης από την 1η του μήνα κατά τον οποίο συνέβη η φυσική καταστροφή (χωρίς υπολογισμό κατά το διάστημα αυτό πρόσθετων τελών ή άλλων προσαυξήσεων).

3. Οι ανωτέρω εισφορές εξοφλούνται σε 12-24 ισόποσες μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από την 1η του επομένου μήνα εκείνου κατά τον οποίο έληξε η εξάμηνη αναστολή.

Επίσης με την υπ'αρ. πρωτ: ΔΑΕΦΚ/3227/Α325/1.9.2017 (ΑΔΑ: ΨΨ1Ν465ΧΘΞ-4ΩΤ) απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών, Υποδομών και Μεταφορών, οριοθετήθηκαν περιοχές και χορηγήθηκε στεγαστική συνδρομή για την αποκατάσταση των ζημιών σε κτίρια των νησιών Κω και Καλύμνου της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου από το σεισμό της 21ης Ιουλίου 2017.

Μετά τα ανωτέρω παρακαλούμε για την ενημέρωση των ενδιαφερόμενων και εφαρμογή των οδηγιών των Γενικών Εγγράφων Γ.Ε. Ε33/76/6.5.1998, Γ.Ε. Ε33/1134/1.7.2016 (τ. Ι.ΚΑ. - Ε.Τ.Α.Μ.) και ΔΙΕΣΦΜΜ/1033/1267173/2017 (Intranet ΕΦΚΑ ).


Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ Ε.Φ.Κ.Α
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΜΠΑΚΑΛΕΞΗΣ

ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ


Αριθ. Πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Α 1161113 ΕΞ 2017 Τιμές συναλλάγματος για τον καθορισμό της δασμολογητέας και της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης και του Φ.Π.Α

$
0
0

Αθήνα, 23 Οκτωβρίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Α 1161113 ΕΞ2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ και ΕΦΚ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ και ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α' ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΟ και ΔΑΣΜΟΛ. ΑΞΙΑΣ

Ταχ. Δ/νση: Κ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 101 84
Πληροφορίες: Μ.Λύτρα
Τηλέφωνο: 210-69.87.480
Fax: 210-69.87.506
E-Mail: m.lytra@2001.syzefxis.gov.gr
Url: www.publicrevenue.gr

ΘΕΜΑ: Τιμές συναλλάγματος για τον καθορισμό της δασμολογητέας και της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης και του Φ.Π.Α

ΣΧΕΤ.: α. Άρθρο 53, παρ.1 στ. α του καν. (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρ.Κοιν. και του Συμβουλίου

β. Άρθρο 146, του καν. (ΕΕ) αριθ. 2015/2447 της Επιτροπής

γ. Άρθρο 126 ,παράγραφος 3 του Ν. 2960/2001 ( Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας )

δ. Άρθρα 19 και 20 , παράγραφος 3 του Ν. 2859/2000 ( Κύρωση Κώδικα Φ.Π.Α)

Σε συνέχεια των ανωτέρω σχετικών, σας διαβιβάζουμε, συνημμένα, πίνακα με τις "Τιμές αναφοράς συναλλάγματος εξωτερικού έναντι Ευρώ" της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τις βεβαιωθείσες τιμές της 18ης Οκτωβρίου 2017, προτελευταίας Τετάρτης μηνός Οκτωβρίου, που θα πρέπει να εφαρμόζονται για τον καθορισμό της δασμολογητέας και της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης και του Φ.Π.Α τον Νοέμβριο 2017.

Επομένως ο πίνακας των τιμών συναλλάγματος σύμφωνα με τις τελευταίες βεβαιωθείσες τιμές της ΕΚΤ για το μήνα Νοέμβριο 2017 , είναι ο επισυναπτόμενος.

Οι Προϊστάμενοι των Τελωνειακών Περιφερειών παρακαλούνται για την άμεση ενημέρωση των Τελωνείων δικαιοδοσίας τους.


H ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΔΙΚΗΜΕΝΑΚΗ

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2017
 

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ ΝΟΜΙΣΜΑ ΚΩΔΙΚΟΣ ΙΣΟΤΙΜΙΑ
Δολάριο Η.Π.Α USD 1,1749
Γιεν Ιαπωνίας JPY 132,62
Κορώνα Δανίας DKK 7,4438
Λίρα Η.Β. GBP 0,89283
Κορώνα Σουηδίας SEK 9,5945
Φράγκο Ελβετίας CHF 1,1551
Κορώνα Νορβηγίας NOK 9,3575
Λεβ Βουλγαρίας BGN 1,9558
Κορώνα Τσεχίας CZK 25,705
Φιορίνι Ουγγαρίας HUF 308,27
Ζλότυ Πολωνίας PLN 4,2277
Λεϋ Ρουμανίας RON 4,588
Λίρα Τουρκίας TRY 4,3225
Δολλάριο Αυστραλίας AUD 1,5009
Δολλάριο Καναδά CAD 1,472
Δολλάριο Χονγκ Κονγκ HKD 9,1737
Δολλάριο Ν. Ζηλανδίας NZD 1,6488
Δολλάριο Σιγκαπούρης SGD 1,5962
Γουόν Νοτίου Κορέας KRW 1329,28
Ραντ Ν. Αφρικής ZAR 15,8999
Γουάν Κίνας CNY 7,7867
Κούνα Κροατίας HRK 7,5075
Ρουπία Ινδονησίας IDR 15879,95
Ρίγκιτ Μαλαισίας MYR 4,9622
Πέσο Φιλιππίνων PHP 60,479
Ρούβλι Ρωσίας RUB 67,4559
Μπατ Ταϋλάνδης THB 38,96
Ρεάλ Βραζιλίας BRL 3,7199
Πέσο Μεξικού MXN 22,1311
Ρουπία Ινδίας INR 76,4305
Ντίρχαμ Ην.Αραβ.Εμιράτων. AED 4,3265
Λεκ Αλβανίας ALL 133,587
Γκίλντερ Ολλανδικών Αντιλλών ANG 2,1075
Πέσο Αργεντινής ARS 20,3948
Μάρκο Βοσνίας-Ερζεγοβίνης BAM 1,9558
Δηνάριο Μπαχρέιν BHD 0,4439
Πέσο Χιλής CLP 738,0966
Λίρα Αιγύπτου EGP 20,7735
Λάρι Γεωργίας GEL 2,9199
Σέκελ Ισραήλ ILS 4,1281
Δηνάριο Ιορδανίας JOD 0,8331
Δηνάριο Κουβέιτ KWD 0,3563
Λίρα Λιβάνου LBP 1775,5215
Ρουπία Σρι Λάνκα LKR 180,9132
Ντίρχαμ Μαρόκου MAD 11,1062
Ρουπία Μαυρίκιου MUR 40,0736
Νάιρα Νιγηρίας NGN 420,019
Ριγιαλ Ομάν OMR 0,4526
Μπαλμπόα Παναμά PAB 1,1774
Ρουπία Πακιστάν PKR 124,131
Ριγιαλ Κατάρ QAR 4,2853
Δηνάριο Σερβίας RSD 119,0513
Ριγιαλ Σαουδ. Αραβίας SAR 4,4157
Λίρα Συρίας SYP 611,1615
Δηνάριο Τυνησίας TND 2,9135
Δολλάριο Ταϊβάν TWD 35,5909
Χρίβνα Ουκρανίας UAH 31,1673
Μπόλιβαρ Βενεζουέλας VEF 11,9215
Φράγκο Ακτής Ελεφαντοστούν XOF 655,957

Αριθμ. πρωτ.: ΔΙΔΑΔ/Φ.32.15/815/οικ.36099/2017 Ολοκλήρωση διαδικασίας αξιολόγησης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4369/2016, όπως ισχύει

$
0
0

Αθήνα, 26 Οκτωβρίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΙΔΑΔ/Φ.32.15/815/οικ.36099/26-10-2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΤΜΗΜΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Ταχυδρομική Δ/νση : Βασ. Σοφίας 15,
106 74 Αθήνα
Τηλ. : 213-131-3373,-3240,-3378,-3215,-3212,-3394
Fax : 213-131-3389

ΕΠΕΙΓΟΝ

Θέμα: Ολοκλήρωση διαδικασίας αξιολόγησης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4369/2016, όπως ισχύει.


Σε συνέχεια της αριθ. ΔΙΔΑΔ/Φ.32.14/793/οικ.31809/27-9-2017 (ΑΔΑ: 66ΗΘ465ΧΘΨ-ΖΒΧ) εγκυκλίου που εκδόθηκε από την Υπηρεσία μας, με την οποία δόθηκαν οδηγίες αναφορικά με την ορθή και ενιαία εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 36 του ν. 4489/2017, που τροποποιούν και συμπληρώνουν τις διατάξεις του ΜΕΡΟΥΣ Β’-«ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ» του ν. 4369/2016 (Α’ 33), παρακαλούμε για τα εξής:

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3β του άρθρου 24α του ν. 4369/2016, όπως ισχύει, «Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτων των προθεσμιών της παρ. 2 η διαδικασία δεν αναστέλλεται, η έκθεση αξιολόγησης συντάσσεται απευθείας από το Β΄ αξιολογητή και υποβάλλεται στην οικεία Διεύθυνση Προσωπικού ή Διοικητικού εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από το πέρας των προθεσμιών της παραγράφου 2 κατά περίπτωση και πάντως εντός ενός (1) μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος».

Δεδομένου ότι παρήλθαν οι ως άνω προθεσμίες, παρακαλούνται οι Διευθύνσεις Διοικητικού-Προσωπικού να αποστείλουν στην Υπηρεσία μας συγκεντρωτικά στοιχεία αναφορικά με την εφαρμογή των ανωτέρω διαδικασιών της αξιολόγησης των υπαλλήλων τους, το αργότερο έως 1/11/2017.

Επισημαίνεται ότι τα ως άνω στοιχεία θα αποστέλλονται από όλους τους φορείς αποκλειστικά στο Υπουργείο που τους εποπτεύει, το οποίο ακολούθως θα αποστείλει στην Υπηρεσία μας συγκεντρωτικά τα ανωτέρω στοιχεία. Οι Διευθύνσεις Διοικητικού/Προσωπικού παρακαλούνται να κοινοποιήσουν, με κάθε πρόσφορο τρόπο, την παρούσα στους φορείς που εποπτεύουν. Η Γενική Διεύθυνση Αποκέντρωσης και Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Υπουργείου Εσωτερικών παρακαλείται να μεριμνήσει για τη συγκέντρωση και αποστολή των στοιχείων από τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις και τους ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού.

Η παρούσα εγκύκλιος έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης (www.minadmin.gov.gr), στη διαδρομή «Διοικητική Ανασυγκρότηση / Ανθρώπινο Δυναμικό / Αξιολόγηση».



Ο Γενικός Γραμματέας
Γρηγόρης Θεοδωράκης

Αριθμ. πρωτ.: 2128/2017 Οδηγίες χορήγησης βεβαίωσης ασφαλιστικής ενημερότητα

$
0
0

Αθήνα, 30/10/2017
Αρ.Πρωτ.: 2128/30-10-2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ

TAX. Δ/ΝΣΗ : Σταδίου 29
TAX. ΚΩΔ. : 10110
ΤΗΛ: 210. 3368322
FAX: 210.3368131
e-mail: protokollo@yeka.gr

ΘΕΜΑ: «Οδηγίες χορήγησης βεβαίωσης ασφαλιστικής ενημερότητας»

Σε συνέχεια της με αριθμό πρωτ. Φ.80000/οικ.61691/2216/30.12.2016 εγκυκλίου σχετικά με τη χορήγηση βεβαίωσης ασφαλιστικής ενημερότητας, και εν όψει της ολοκλήρωσης της επεξεργασίας της ενιαίας ενημερότητας από τις υπηρεσίες του ΕΦΚΑ, σας ενημερώνουμε για τα εξής:

Ανάλογα με την ιδιότητα (εργοδότη ή ασφαλισμένου) του αιτούντος βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας ισχύουν τα κάτωθι:

Α. Σε περίπτωση φυσικών ή νομικών προσώπων, που αιτούνται βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας ως εργοδότες, θα ακολουθείται η μέχρι σήμερα ισχύουσα διαδικασία. Ως εκ τούτου, οι συγκεκριμένες βεβαιώσεις εξακολουθούν να χορηγούνται είτε ηλεκτρονικά είτε από τις αρμόδιες υπηρεσίες μισθωτών του ΕΦΚΑ, σύμφωνα με τη νομοθεσία που τις διέπει και τις οδηγίες που έχουν ήδη εκδοθεί.

Β. Σε περίπτωση φυσικών προσώπων, τα οποία αιτούνται βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας για την ιδιότητά τους ως μη μισθωτοί ασφαλισμένοι, χορηγείται η σχετική βεβαίωση, εξάμηνης διάρκειας, από τις αρμόδιες υπηρεσίες μη μισθωτών του ΕΦΚΑ, εφόσον έχουν καταβληθεί οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές για όλο το χρονικό διάστημα που προηγείται της χορήγησης της βεβαίωσης. Διευκρινίζεται ότι ειδικά για το διάστημα από 1-1-2017 και μέχρι την εκκαθάριση των ασφαλιστικών εισφορών βάσει των εισοδημάτων του 2016, ο ασφαλισμένος θεωρείται ενήμερος εφόσον έχει καταβάλει, κατ' ελάχιστον, το ποσό που αντιστοιχεί στην κατά περίπτωση κατώτατη μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για όλους τους μήνες που προηγούνται της χορήγησης της βεβαίωσης. Στην περίπτωση αυτή, η χορηγούμενη βεβαίωση δεν θα ισχύει για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος, για την οποία απαιτείται η καταβολή του πλήρους ποσού, όπως αυτό έχει υπολογιστεί στα οικεία ειδοποιητήρια.

Είναι ευνόητο ότι μετά την οριστικοποίηση της ετήσιας ασφαλιστικής οφειλής βάσει των εισοδημάτων του 2016, και εφόσον προκύπτει υποχρέωση καταβολής εισφορών, για την χορήγηση της σχετικής ενημερότητας απαιτείται η καταβολή του πλήρους ποσού της μηνιαίας δόσης.

Γ. Τέλος, οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι που κατά το έτος 2017 απασχολούνται παράλληλα και ως μισθωτοί, θα λαμβάνουν βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας για την μη μισθωτή τους δραστηριότητα, εφόσον δεν βαρύνονται με οφειλές προηγούμενων ετών, χωρίς τον έλεγχο των επιπρόσθετων προϋποθέσεων της παρ. Β, δεδομένου ότι καταβάλουν ήδη την ελάχιστη ασφαλιστική εισφορά από την μισθωτή απασχόληση. Προκειμένου δε να είναι ο δυνατός ο έλεγχος διατήρησης της μισθωτής απασχόλησης και επομένως της κατ' ελάχιστον καταβολής της κατώτατης μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς, η χορηγούμενη στα πρόσωπα αυτά βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας θα είναι μηνιαίας διάρκειας.

Παρακαλούνται οι υπηρεσίες των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων για την εφαρμογή των ανωτέρω και την συνέχιση της διαδικασίας έκδοσης Βεβαίωσης Ασφαλιστικής Ενημερότητας σύμφωνα με τα ανωτέρω. Κατά τα λοιπά αναφερόμαστε στην ως άνω αναφερόμενη εγκύκλιο μας.

Δ. Ρυθμίσεις

Είναι ευνόητο ότι στις περιπτώσεις που ο αιτών βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας έχει υπαχθεί και σε ρύθμιση οφειλών, η βεβαίωση θα χορηγείται μόνο εφόσον τηρείται η οικεία ρύθμιση.

Ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως αν ο αιτών τη βεβαίωση έχει υπαχθεί σε ρύθμιση ως εργοδότης ή ως μη μισθωτός ασφαλισμένος, θα λαμβάνει ασφαλιστική ενημερότητα μηνιαίας διάρκειας, προκειμένου να διασφαλίζεται τήρηση της οικείας ρύθμισης.



Ο Υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
Α. Πετρόπουλος

ΔΦΠ 0001606 ΕΞ 2017 Καθορισμός στόχων εσόδων για είσπραξη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) για το έτος 2017.

$
0
0


Αριθμ. ΔΦΠ 0001606 ΕΞ 2017
 
Καθορισμός στόχων εσόδων για είσπραξη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) για το έτος 2017.

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1.    Τις διατάξεις:

α) του άρθρου 18 του ν. 4389/2016 «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 94), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει,
β) του π.δ. 111/2014 «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών» (Α΄ 178), όπως ισχύει,
γ) του άρθρου 90 του π.δ. 63/2005, «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (Α΄ 98),
δ) του π.δ. 73/2015 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 116),
ε) του ν. 4444/2016 «Κύρωση του Κρατικού Προϋπολογισμού οικονομικού έτους 2017» (Α΄ 234).
2.    Το γεγονός ότι από την παρούσα δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:
1.    Καθορίζονται οι ποσοτικοί στόχοι εσόδων για είσπραξη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) για το έτος 2017, όπως αυτοί έχουν αποτυπωθεί στον πίνακα 3.4 της εισηγητικής έκθεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού έτους 2017 με τίτλο «ΕΣΟΔΑ ΚΡΑΤΙ- ΚΟΥ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ» (σελ. 60) και οι οποίοι στόχοι θα πρέπει να υλοποιηθούν σωρευτικά και στο ακέραιο (ποσοστό επίτευξης 100%) για την είσπραξη και την επιστροφή των εσόδων, σύμφωνα με τις αρμοδιότητες της ΑΑΔΕ. Αναλυτικά οι στόχοι είναι οι εξής:

Πίνακας 1 Ποσοτικοί Στόχοι Εσόδων Προϋπολογισμού

  ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΣΟΔΟΥ Ετήσιοι Στόχοι 2017 (εκ.ευρώ)
Ι ΑΜΕΣΟΙ ΦΟΡΟΙ 20.415
1 Φόρος εισοδήματος 13.659
  Φυσικών προσώπων 9.172
  Νομικών προσώπων 3.236
  Ειδικών κατηγοριών 1.251
2 Φόροι στην περιουσία 3.132
3 Άμεσοι φόροι Π.Ο.Ε. 1.291
4 Λοιποί άμεσοι φόροι 2.333
ΙΙ ΕΜΜΕΣΟΙ ΦΟΡΟΙ 26.443
1 Φόροι συναλλαγών 15.985
1 Φ.Π.Α. 15.476
  πετρελαιοειδών 1.879
  καπνού 663
  λοιπών 12.934
1 Λοιποί φόροι συναλλαγών, από τους οποίους 509
  Μεταβιβάσεις κεφαλαίων 225
  Χαρτόσημο 281
2 Φόροι κατανάλωσης 9.547
2 Φόρος ασφαλίστρων 384
2 Τέλος ταξινόμησης οχημάτων 165
2 Ε.Φ.Κ. ενεργειακών προϊόντων 4.510
2 Λοιποί Ε.Φ.Κ. (καπνού, κ.λπ) 3.013
3 Τέλη κυκλοφορίας οχημάτων 1.106
3 Λοιποί φόροι κατανάλωσης 369
3 Έμμεσοι φόροι Π.Ο.Ε. 549
4 Λοιποί έμμεσοι 362
  ΣΥΝΟΛΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΣΟΔΩΝ (I+II) 46.858


Πέραν των ανωτέρω εσόδων, στόχος της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων αποτελεί και η 100% πλήρωση των προϋπολογισθεισών επιστροφών εσόδων από την κανονική ροή και όχι από το πρόγραμμα εξόφλησης ληξιπροθέσμων.

  Περιγραφή (Ποσά Σε Εκατομμύρια Ευρώ)     Ποσό Στόχου (εκ.ευρώ)
  Ε. Επιστροφές Εσόδων 3.289


2.    Ως βάση υπολογισμού επί του οποίου θα εξεταστεί η επίτευξη ή όχι των στόχων είσπραξης Δημοσίων Εσόδων από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων είναι το καθαρό ποσό που προκύπτει με βάση τον παρακάτω τύπο (ποσά σε εκ. ευρώ):
Σύνολο Εσόδων Τακτικού Προϋπολογισμού Προ Επιστροφών 53.663 - Επιστροφές Εσόδων 3.289 = Έσοδα Τακτικού Προϋπολογισμού μετά επιστροφών 50.374 - Μή τακτικά έσοδα 618 - Έσοδα Αποκρατικοποιήσεων 2,044+Επιστροφές φόρων 3.289- Απολήψεις από ΕΕ 523- Λοιπά μη φορολογικά Έσοδα 3.620 = Βάση υπολογισμού Στόχου (46.858)
Τυχόν υπέρβαση του στόχου για τις επιστροφές δεν επηρεάζει το καθαρό ποσό του στόχου, καθώς αυτό θα υπολογίζεται με βάση το ποσό των επιστροφών που αναγράφεται στον προϋπολογισμό.

3.    Κατά τη διαδικασία αξιολόγησης της επίτευξης των παραπάνω στόχων δεν λαμβάνονται υπόψη τυχόν ποσά τα οποία προήλθαν από την λήψη παρεμβάσεων που δεν έχουν συνυπολογισθεί στον ανωτέρω Πίνακα 1 και θα υιοθετηθούν και εφαρμοστούν εντός του έτους 2017. Ως ποσό εσόδων των εν λόγω παρεμβάσεων, το οποίο αφαιρείται από το ποσό των εισπραχθέντων εσόδων (σε περίπτωση παρεμβάσεων αύξησης των εσόδων) ή προστίθεται σε αυτό (σε περίπτωση παρεμβάσεων μείωσης των εσόδων), θα λαμβάνεται υπόψη το ποσό των ποσοτικοποιήσεων που θα εκτιμάται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών. Συγκεκριμένα: (α) σε περίπτωση παρεμβάσεων αύξησης των εσόδων από τα εισπραχθέντα έσοδα θα αφαιρείται κατά περίπτωση το χαμηλότερο ποσό μεταξύ της αρχικής εκτίμησης και της τελικής ποσοτικοποίησης της απόδοσης των παρεμβάσεων που ελήφθησαν μετά την κατάρτιση του Προϋπολογισμού, δεδομένου ότι τυχόν υπεραπόδοση αυτών οφείλεται σε ενέργειες και δράσεις της ΑΑΔΕ, ενώ τυχόν αστοχίες και υποεκτέλεση της πραγματικής απόδοσης έναντι των αρχικών εκτιμήσεων δεν αποδίδεται στην ΑΑΔΕ, (β) σε περίπτωση παρεμβάσεων μείωσης των εσόδων σε σχέση με τα προϋπολογισθέντα έσοδα θα προστίθεται κατά περίπτωση το υψηλότερο ποσό μεταξύ της αρχικής εκτίμησης και της τελικής ποσοτικοποίησης της απόδοσης των παρεμβάσεων που ελήφθησαν μετά την κατάρτιση του προϋπολογισμού.

4.    Μέτρο σύγκρισης για την επίτευξη των παραπάνω συμφωνείται ότι αποτελούν τα μεγέθη που θα περιληφθούν στο Οριστικό Δελτίο Εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού που εκδίδεται από την Διεύθυνση Προϋπολογισμού Γενικής Κυβέρνησης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονομικών.

5.    Τα παραπάνω μεγέθη επικυρώνονται και καθίστανται οριστικά σε συγκεντρωτικό επίπεδο με την προσωρινή ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της χώρας από την Eurostat, τον Απρίλιο του επόμενου έτους. Τυχόν αναπροσαρμογές που δύναται να προκύψουν με την οριστική ανακοίνωση των αποτελεσμάτων τον Οκτώβριο του επόμενου έτους για το έτος αναφοράς, τακτοποιούνται συμψηφιστικά με τους στόχους του επόμενου έτους. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 19 Oκτωβρίου 2017
Ο Υπουργός
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

Ε.Ε. ΤτΕ αριθμ. 123/16.10.2017 Υιοθέτηση των κατευθυντήριων γραμμών της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών σχετικά με τον καθορισμό ορίων για ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που εκτελούν τραπεζικές δραστηριότητες εκτός ρυθμιζόμενου πλαισίου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 395 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 (EBA/GL/2015/20)

$
0
0

Αριθμ. 123/16-10-2017

(ΦΕΚ Β' 3777/27-10-2017)

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Έχοντας υπόψη:

α) Το άρθρο 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος.

β) Τις διατάξεις του ν. 4261/2014 «Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 107), και ιδίως τα άρθρα 4, 65, 68, 66, 73, 80, 89, 95 και 103 αυτού.

γ) Τον κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθμ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής, (ΕΕ L 331/12 15.12.2010), και ιδίως το άρθρο 16 αυτού.

δ) Τον κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (ΕΕ L 176/1 27.6.2013), και ιδίως την παράγραφο 2 του άρθρου 395 αυτού.

ε) Τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EAT) σχετικά με τα όρια για ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που εκτελούν τραπεζικές δραστηριότητες εκτός ρυθμιζόμενου πλαισίου σύμφωνα με το άρθρο 395 παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 (EBA/GL/ 2015/20).

στ) Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκύπτει δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφάσισε τα ακόλουθα:

Να υιοθετήσει τις Κατευθυντήριες γραμμές της EAT σχετικά με τον καθορισμό ορίων για ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που εκτελούν τραπεζικές δραστηριότητες εκτός ρυθμιζόμενου πλαισίου (EBA/GL/2015/20), σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 395 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.

Να καθορίσει ειδικό πλαίσιο υποχρεώσεων για τη μεθοδολογία που θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα πιστωτικά ιδρύματα, στο πλαίσιο των εσωτερικών τους διαδικασιών και πολιτικών, με σκοπό την αντιμετώπιση και τη διαχείριση του κινδύνου συγκέντρωσης που απορρέει από τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος και να προσδιορίσει τα κριτήρια για τον καθορισμό των κατάλληλων συνολικών ορίων, καθώς και επιμέρους ορίων για τα ανοίγματα έναντι τέτοιων οντοτήτων.

Ι. Πεδίο Εφαρμογής

Οι διατάξεις της παρούσας πράξης εφαρμόζονται:

α) από τα πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, στα οποία έχει εφαρμογή το τέταρτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 (Μεγάλα Ανοίγματα), σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής που προβλέπεται στο μέρος Ι, τίτλος II του εν λόγω Κανονισμού, καθώς και

β) από τα υποκαταστήματα στην Ελλάδα των πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε χώρα εκτός του Ε.Ο.Χ.

II. Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας πράξης ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1. Δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης
Δραστηριότητες που προσομοιάζουν τις τραπεζικές και περιλαμβάνουν μετασχηματισμό ληκτότητας, μετασχηματισμό ρευστότητας, μόχλευση, μεταβίβαση πιστωτικού κινδύνου ή παρόμοιες δραστηριότητες.
Σε αυτές τις δραστηριότητες περιλαμβάνονται τουλάχιστον οι δραστηριότητες που παρατίθενται στα στοιχεία α) έως γ), στ) έως η) και ι) της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. 4261/2014.

2. Ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος.
Ανοίγματα έναντι μεμονωμένων οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος σύμφωνα με το τέταρτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 με αξία ανοίγματος, αφού ληφθεί υπόψη η επίπτωση της μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403 και οι εξαιρέσεις σύμφωνα με το άρθρο 400 και την παράγραφο 3 του άρθρου 493 του εν λόγω Κανονισμού, ίση ή μεγαλύτερη από το 0,25% του αποδεκτού κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος όπως ορίζεται στο σημείο 71 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.

3. Οντότητες του σκιώδους τραπεζικού συστήματος Επιχειρήσεις οι οποίες ασκούν μία ή περισσότερες δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης και οι οποίες δεν αποτελούν εξαιρούμενες επιχειρήσεις.

4. Εξαιρούμενες επιχειρήσεις

α) Επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη εποπτεία στη βάση της ενοποιημένης κατάστασης ενός πιστωτικού ιδρύματος, όπως ορίζεται στο σημείο 47 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.

β) Επιχειρήσεις που εποπτεύονται σε ενοποιημένη βάση από την αρμόδια αρχή τρίτης χώρας δυνάμει του δικαίου της τρίτης χώρας που εφαρμόζει προληπτικές εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στην Ένωση.

γ) Επιχειρήσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των σημείων α) και β), αλλά είναι:
γα) πιστωτικά ιδρύματα,
γβ) επιχειρήσεις επενδύσεων,
γγ) πιστωτικά ιδρύματα τρίτων χωρών εφόσον η τρίτη χώρα εφαρμόζει προληπτικές εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις στα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα οι οποίες είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στην Ένωση,
γδ) αναγνωρισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων τρίτων χωρών,
γε) οντότητες οι οποίες αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών της Ε.Ε. ή από τις αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας και τα οποία υπόκεινται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στα ιδρύματα όσον αφορά την ευρωστία, όταν το άνοιγμα ή τα ανοίγματα του ιδρύματος έναντι της σχετικής οντότητας αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων δυνάμει της παραγράφου 5 του άρθρου 119 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
γστ) οντότητες οι οποίες αναφέρονται στα στοιχεία β) έως δ) της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014,
γζ) οντότητες οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 9 του ν. 4261/2014,
γη) ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, και ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών όταν το εποπτικό καθεστώς της σχετικής τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμο,
γθ) επιχειρήσεις που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 4364/2016 σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 7 του άρθρου 7 του εν λόγω νόμου,
γι) ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών κατά την έννοια του άρθρου 7 του ν. 3029/2002 ή τα οποία υπόκεινται σε προληπτικές εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στα ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 7 του ν. 3029/2002 όσον αφορά την ευρωστία,
για) οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων:
i. κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 4099/2012,
ii. οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες όπου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει δικαίου το οποίο προβλέπει ότι υπόκεινται σε εποπτεία η οποία θεωρείται ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπεται στο ν. 4099/2012,
iii. κατά την έννοια του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013 με εξαίρεση:
- επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν μόχλευση σε σημαντικό βαθμό σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 111 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 231/2013 της Επιτροπής, και/ή
- επιχειρήσεις που επιτρέπεται να χορηγούν δάνεια ή να αγοράζουν ανοίγματα δανεισμού τρίτων και να τα εμφανίζουν στον ισολογισμό τους δυνάμει των σχετικών κανονισμών του κεφαλαίου ή των καταστατικών τους εγγράφων,
iv. οι οποίοι έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως «ευρωπαϊκά μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια» σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/760,
v. κατά την έννοια του στοιχείου β) Της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 346/2013 («ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας που πληρούν τις προϋποθέσεις»),
vi. κατά την έννοια του στοιχείου β) Του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 345/2013 («εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου που πληρούν τις προϋποθέσεις»), εξαιρουμένων των επιχειρήσεων που επενδύουν σε χρηματοπιστωτικά στοιχεία ενεργητικού με εναπομένουσα διάρκεια η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη (βραχυπρόθεσμα στοιχεία ενεργητικού) και των οποίων οι στόχοι, διακριτοί ή σωρευτικοί, αφορούν την προσφορά αποδόσεων σύμφωνα με τα επιτόκια της χρηματαγοράς ή τη διατήρηση της αξίας της επένδυσης (κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων),
γιβ) κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι (CCP) όπως ορίζονται στο σημείο 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 που εδρεύουν στην ΕΕ και κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι τρίτων χωρών οι οποίοι αναγνωρίζονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) δυνάμει του άρθρου 25 του εν λόγω Κανονισμού,
γιγ) εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος, όπως ορίζονται σημείο 2 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011, 
γιδ) ιδρύματα πληρωμών, όπως ορίζονται σημείο 4 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010,
γιε) οντότητες των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην εκτέλεση δραστηριοτήτων πιστωτικής διαμεσολάβησης για τις μητρικές επιχειρήσεις τους, τις θυγατρικές τους ή άλλες θυγατρικές των μητρικών τους επιχειρήσεων,
γιστ) αρχές εξυγίανσης, εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και μεταβατικά ιδρύματα όπως ορίζονται στα σημεία 8, 38 και 58 της παραγράφου 1 του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 και οντότητες οι οποίες ανήκουν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές και έχουν ιδρυθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016 με σκοπό την απόκτηση και την κατοχή ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ή περισσότερων ιδρυμάτων με σκοπό να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, η ρευστότητα ή η φερεγγυότητα ενός ιδρύματος ή να σταθεροποιηθεί η χρηματοπιστωτική αγορά.

III. Διαδικασίες και μηχανισμοί ελέγχου

Τα πιστωτικά ιδρύματα:

1. Προσδιορίζουν τα μεμονωμένα ανοίγματα τους έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος καθώς και όλους τους δυνητικούς κινδύνους που απορρέουν από τα εν λόγω ανοίγματα και τον δυνητικό αντίκτυπο αυτών των κινδύνων

2. Θεσπίζουν ένα εσωτερικό πλαίσιο για τον εντοπισμό, τη διαχείριση, τον έλεγχο και τη μείωση των κινδύνων που περιγράφονται στην παράγραφο 1 της παρούσας ενότητας. Αυτό το πλαίσιο περιλαμβάνει σαφώς καθορισμένες αναλύσεις οι οποίες διενεργούνται από πρόσωπα υπεύθυνα για τη διαχείριση κινδύνου και αφορούν τις δραστηριότητες της οντότητας του σκιώδους τραπεζικού συστήματος έναντι της οποίας υπάρχει άνοιγμα, τους δυνητικούς κινδύνους για το ίδρυμα και την πιθανότητα μετάδοσης που απορρέει από αυτούς τους κινδύνους έναντι της οντότητας. Οι εν λόγω αναλύσεις διενεργούνται υπό την εποπτεία της επιτροπής διαχείρισης κινδύνου, η οποία ενημερώνεται δεόντως σχετικά με τα αποτελέσματα.

3. Διασφαλίζουν ότι οι κίνδυνοι που περιγράφονται στην παράγραφο 1 της παρούσας ενότητας λαμβάνονται επαρκώς υπόψη κατά τη διαδικασία αξιολόγησης της επάρκειας του εσωτερικού κεφαλαίου (ΔΑΕΕΚ) και κατά τον κεφαλαιακό προγραμματισμό του πιστωτικού ιδρύματος.

4. Με βάση την αξιολόγηση που διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 της παρούσας ενότητας, ορίζουν την ανοχή κινδύνου / τη διάθεση ανάληψης κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος.

5. Εφαρμόζουν διαδικασία προσδιορισμού της σύνδεσης μεταξύ των οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, καθώς και μεταξύ των οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος και του πιστωτικού ιδρύματος. Αυτή η διαδικασία αντιμετωπίζει ειδικότερα καταστάσεις όπου η σύνδεση δεν μπορεί να προσδιοριστεί και καθορίζει κατάλληλες τεχνικές μείωσης του κινδύνου για την αντιμετώπιση των δυνητικών κινδύνων που απορρέουν από αυτή την αβεβαιότητα.

6. Διαθέτουν αποτελεσματικές διαδικασίες και γραμμές αναφοράς στο Διοικητικό Συμβούλιο, όσον αφορά τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, εντός του συνολικού πλαισίου διαχείρισης κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος.

7. Εφαρμόζουν τα κατάλληλα σχέδια δράσης σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων που έχουν καθοριστεί από το ίδρυμα σύμφωνα με τις ενότητες V και VI.

IV. Απαιτήσεις για τα Διοικητικά Συμβούλια των Ιδρυμάτων

1. Το Διοικητικό Συμβούλιο κάθε πιστωτικού ιδρύματος σε τακτική προκαθορισμένη βάση:
α) Eπανεξετάζει και εγκρίνει τη διάθεση ανάληψης κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος για ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, καθώς και τα συνολικά και επιμέρους όρια που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τις ενότητες V και VI,
β) επανεξετάζει και εγκρίνει τη διαδικασία διαχείρισης κινδύνου για τη διαχείριση ανοιγμάτων έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων της ανάλυσης των κινδύνων που απορρέουν από τα εν λόγω ανοίγματα, των τεχνικών μείωσης των κινδύνων, καθώς και του δυνητικού αντίκτυπου στο ίδρυμα βάσει σεναρίων ακραίων καταστάσεων,
γ) επανεξετάζει τα ανοίγματα του πιστωτικού ιδρύματος έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος (συνολικά και μεμονωμένα) ως ποσοστό των συνολικών ανοιγμάτων και των αναμενόμενων και πραγματοποιηθεισών ζημιών,
δ) διασφαλίζει την τεκμηρίωση του καθορισμού των ορίων που αναφέρονται στις ενότητες V και VI, συμπεριλαμβανομένων και τυχόν μεταβολών τους.

2. Το Διοικητικό Συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος μπορεί να αναθέσει τους ως άνω ελέγχους στα ανώτερα διοικητικά στελέχη.

V. Κύρια προσέγγιση για τον καθορισμό ορίων για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος

1. Καθορισμός συνολικού ορίου για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος
α) Τα πιστωτικά ιδρύματα καθορίζουν ένα συνολικό όριο για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος ανάλογα με το αποδεκτό κεφάλαιό τους.
β) Κατά τον καθορισμό του συνολικού ορίου για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, κάθε ίδρυμα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη:
i. το επιχειρηματικό του μοντέλο, το πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου όπως περιγράφεται στην παράγραφο 2 της ενότητας III της παρούσας και τη διάθεση ανάληψης κινδύνου όπως περιγράφεται στην παράγραφο 4 της ενότητας III της παρούσας,
ii. μέγεθος των υφιστάμενων ανοιγμάτων του πιστωτικού ιδρύματος έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος σε σχέση με τα συνολικά ανοίγματα του και σε σχέση με το συνολικό άνοιγμα του έναντι εποπτευόμενων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, 
iii. τις συνδέσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 5 της ενότητας III της παρούσας.

2. Καθορισμός ειδικών ορίων για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος
Ανεξάρτητα από το συνολικό όριο, και επιπλέον αυτού, τα πιστωτικά ιδρύματα καθορίζουν αυστηρότερα όρια για τα επιμέρους ανοίγματα τους έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος. Κατά τον καθορισμό των εν λόγω ορίων, στο πλαίσιο της διαδικασίας εσωτερικής αξιολόγησης, τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη:
α) Το κανονιστικό καθεστώς της οντότητας του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, ειδικότερα κατά πόσον υπόκειται σε οποιασδήποτε μορφής προληπτική ή εποπτική απαίτηση,
β) Τη χρηματοοικονομική κατάσταση της οντότητας του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, μεταξύ άλλων, αλλά όχι περιοριστικά, της κεφαλαιακής της θέσης, της μόχλευσης και της θέσης ρευστότητας,
γ) Τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με το χαρτοφυλάκιο της οντότητας του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, ειδικότερα σχετικά με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια,
δ) Τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με την επάρκεια της πιστωτικής ανάλυσης την οποία διενεργεί η οντότητα του σκιώδους τραπεζικού συστήματος στο χαρτοφυλάκιό της, κατά περίπτωση,
ε) κατά πόσον η οντότητα του σκιώδους τραπεζικού συστήματος θα είναι ευάλωτη σε τυχόν μεταβλητότητα των τιμών των στοιχείων του ενεργητικού ή της πιστωτικής ποιότητας,
στ) Τη συγκέντρωση σε δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης σε σχέση με τις λοιπές επιχειρηματικές δραστηριότητες της οντότητας του σκιώδους τραπεζικού συστήματος,
ζ) Τις συνδέσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 5 της ενότητας III της παρούσας,
η) Τυχόν άλλους σχετικούς παράγοντες που έχει προσδιορίσει το ίδρυμα σύμφωνα με την παράγραφο 1 της ενότητας III της παρούσας.

VI. Εναλλακτική προσέγγιση

1. Σε περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι σε θέση να εφαρμόσουν την κύρια προσέγγιση όπως προβλέπεται στην ενότητα V, τα συνολικά τους ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος θα πρέπει να υπόκεινται στα όρια για μεγάλα ανοίγματα σύμφωνα με το άρθρο 395 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.

2. Η εναλλακτική προσέγγιση θα πρέπει να εφαρμόζεται με τον ακόλουθο τρόπο:
α) Εάν τα πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις σχετικά με τις αποτελεσματικές διαδικασίες και τους μηχανισμούς ελέγχου ή την εποπτεία από το Διοικητικό Συμβούλιο όπως προβλέπεται στις ενότητες III και IV, εφαρμόζουν την εναλλακτική μέθοδο σε όλα τα ανοίγματά τους έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος (δηλαδή, στο άθροισμα του συνόλου των ανοιγμάτων τους έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος).
β) Εάν τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις σχετικά με τις αποτελεσματικές διαδικασίες και τους μηχανισμούς ελέγχου ή την εποπτεία από το Διοικητικό Συμβούλιο όπως προβλέπεται στις ενότητες III και IV, αλλά δεν μπορούν να συγκεντρώσουν επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να είναι σε θέση να καθορίσουν κατάλληλα όρια όπως προβλέπεται στην ενότητα V, εφαρμόζουν την εναλλακτική μέθοδο μόνο στα ανοίγματά τους έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος για τις οποίες δεν μπορούν να συγκεντρώσουν επαρκείς πληροφορίες. Η κύρια προσέγγιση, όπως καθορίζεται στην ενότητα V, εφαρμόζεται στα υπόλοιπα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος.

VII. Λοιπές Διατάξεις

Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος να παρέχει οδηγίες και διευκρινίσεις για την εφαρμογή της παρούσας.

Η παρούσα τίθεται σε εφαρμογή από 1.1.2018.

Η πράξη αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να αναρτηθεί στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.

Ο Διοικητής
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ

Αριθ. Δ3(α)/74015/2017 Αναθεώρηση των καταλόγων για τη θεραπεία σοβαρών ασθενειών της παρ. 2 του άρθρου 12 ν. 3816/2010 (ΦΕΚ 6/Α΄/2010)

$
0
0
Αριθ. Δ3(α)/74015/24-10-2017

(ΦΕΚ Β' 3805/27-10-2017)

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:

Α. Της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 3816/2010 (ΦΕΚ 6/Α΄/26-01-2010), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

Β. Του άρθρου 35 του ν. 3918/2011 (ΦΕΚ 31/Α΄/02-03-2011), «Διαρθρωτικές αλλαγές στο σύστημα υγείας και άλλες διατάξεις», όπως ισχύουν.

Γ. Του ν. 4052/2012 (ΦΕΚ 41/Α΄/01-03-2012), ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ «Ρύθμιση θεμάτων Εθνικού Συστήματος Υγείας και εποπτευόμενων φορέων».

Δ. Του ν. 4213/2013 (ΦΕΚ 261/Α΄/09-12-2013). «Προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2011/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 2011 περί εφαρμογής των δικαιωμάτων των ασθενών στο πλαίσιο της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης (L88/45/4.4.2011) και άλλες διατάξεις».

Ε. Του άρθρου 27 του ν. 4320/2015 (ΦΕΚ 29/Α΄/19-03-2015), «Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών οργάνων και λοιπές διατάξεις».

ΣΤ. Του άρθρου 90 του «Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98/Α΄/22-04-2005).

Ζ. Του π.δ. 121/2017 (ΦΕΚ 148/Α΄/2017), «Οργανισμός του Υπουργείου Υγείας».

Η. Του π.δ. 73/2015 (ΦΕΚ 116/Α΄/2015), «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».

Θ. Του π.δ. 24/2015 (ΦΕΚ 20/Α΄/27-01-2015), «Σύσταση και μετονομασία Υπουργείων, μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων» 24/2015 (ΦΕΚ 20/Α΄/27-01-2015).

2. Τη με αριθ. Α1β/Γ.Π.οικ.3899 (ΦΕΚ 94/Β΄/23-01-2017), υπουργική απόφαση «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και του δικαιώματος υπογραφής εγγράφων «Με εντολή Υπουργού» στο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας».

3. Την αριθ. ΔΥΓ3(α)/οικ. 104744/2012 υπουργική απόφαση (ΦΕΚ 2912/Β΄/30-10-2012), όπως τροποποιήθηκε με την αριθ. ΔΥΓ3(α)/οικ. 19389/2012 (ΦΕΚ 3356/ Β΄/17-12-2012) και την αριθ. 82961/2013 υπουργική απόφαση (ΦΕΚ 2219/Β΄/09-09-2013).

4. Την αριθ. οικ. 79510 (ΦΕΚ 2516/Β΄/22-09-2014), υπουργική απόφαση «κατάργηση της με αριθ. οικ. 43065 (ΦΕΚ 1276/Β΄/20-05-2014), ...».

5. Την αριθ. οικ. 45001/2014 (ΦΕΚ 1435/Β΄/ 04-06-2014) υπουργική απόφαση, «Ρυθμίσεις διάθεσης και χορήγησης των φαρμακευτικών προϊόντων της παρ. 2 άρθρου 12 του ν. 3816/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει».

6. Την αριθ. οικ. 49516/2014 (ΦΕΚ 1511/Β΄/06-06-2014) υπουργική απόφαση, «Διατάξεις Συνταγογράφησης και Αποζημίωσης Ογκολογικών Φαρμάκων».

7. Την αριθ. οικ. 66790/2014 (ΦΕΚ 2084/Β΄/ 30-07-2014) υπουργική απόφαση, «Τροποποίηση της αριθ. ΔΥΓ3(α)/οικ. 104744 υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ 2912/Β΄/30-10-2012) «Διαδικασία εφαρμογής συστήματος τιμών αναφοράς για την κατάρτιση, αναθεώρηση και συμπλήρωση του καταλόγου συνταγογραφούμενων φαρμάκων» ως προς το άρθρο 5 παράγραφος 2».

8. Την αριθ. Γ5/οικ. 38937/2015 (ΦΕΚ 946/Β΄/26-05-2015) υπουργική απόφαση, «Τροποποίηση της με αριθ. Γ5/οικ.6931/2014 (ΦΕΚ 3676/Β΄/31-12-2014) υπουργικής απόφασης, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει».

9. Τη Γ5(α)/οικ. 90552/02-12-2016 ( 3890/Β΄) υπουργική απόφαση « Διατάξεις τιμολόγησης Φαρμάκων», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

10. Την αριθ. Γ.Π./οικ. 12449 (ΦΕΚ/Β΄/07-02-2014), υπουργική απόφαση «Συμπλήρωση - Τροποποίηση της υπουργικής απόφασης αριθ. οικ. 3457 (ΦΕΚ 64/Β΄/16-01-2014), «Ρύθμιση θεμάτων τιμολόγησης Φαρμάκων».

11. Την αριθ. Α1β/Γ.Π.οικ 19599/2015 (ΦΕΚ 197/ΥΟΔΔ/31-03-2015), «Συγκρότηση Ειδικής Επιτροπής κατάρτισης καταλόγου συνταγογραφούμενων φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων και εξορθολογισμού πλαισίου χορήγησης ιδιοσκευασμάτων για σοβαρές ασθένειες».

12. Την αριθ. Γ5/27617 (ΦΕΚ 1469/Β΄/28-04-2017), υπουργική απόφαση «Αναθεώρηση των καταλόγων για τη θεραπεία σοβαρών ασθενειών της παρ. 2 του άρθρου 12 ν. 3816/2010 (ΦΕΚ 6/Α΄/2010)».

13. Τη Γ5(α)/65623/01-09-2017 (ΦΕΚ Β΄ 3028/01-09-2017) απόφαση με θέμα: «Έγκριση του θετικού καταλόγου της παραγράφου 1, περίπτωσης α, του άρθρου 12 του ν. 3816/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει».

14. Το με αριθ. πρωτ. 83024/29-09-2017 (αρ. πρ. ΥΥ 74015/04-10-2017), έγγραφο της Ειδικής Επιτροπής Κατάρτισης Καταλόγου Συνταγογραφούμενων Φαρμακευτικών Ιδιοσκευασμάτων, «Σχετικά με την πρόταση αναθεωρημένου καταλόγου φαρμάκων της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3816/2010 (φάρμακα υψηλού κόστους)».

15. Το με αριθ. πρωτ. Β2β/Γ.Π.οικ.77098/13-10-2017 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών, σύμφωνα με το οποίο από την εφαρμογή της εν λόγω υπουργικής απόφασης δεν επιβαρύνεται πρόσθετα ο προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ, καθότι εφαρμόζεται ο μηχανισμός αυτόματης επιστροφής (clawback) στο πεδίο πληρωμών της φαρμακευτικής δαπάνης αυτού. Επιπρόσθετα, επισημαίνεται ότι δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Οι κατάλογοι των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων για τη θεραπεία σοβαρών ασθενειών της παρ. 2 του άρθρου 12 ν. 3816/2010 (ΦΕΚ 6/Α΄/2010), που περιλαμβάνονται στην αριθ. Γ5/27617/17 (ΦΕΚ 1469/Β΄/ 28-04-2017), υπουργική απόφαση αναθεωρούνται ως εξής:

O browser δεν υποστηρίζει pdf viewεr. Κατεβάστε την απόφαση από εδώ: Download PDF.



Η παρούσα έχει ισχύ από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 24 Οκτωβρίου 2017

Ο Υπουργός
ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ

Αριθμ. πρωτ.: Α.Τ.Δ. Α 1161475 ΕΞ 2017 Καθορισμός ωρών εισόδου κοινού στο Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.)

Next: Αριθμ. πρωτ.: Δ.Π.Δ.Α. Α.Α.Δ.Ε. Α 1161685 ΕΞ 2017 Συμπλήρωση της υπ' αριθμ. ΔΠΔΑΑΑΔΕ1014356/31-1-2017: Καθορισμός μισθωμάτων για τα κτίρια στα οποία στεγάζονται διάφορες υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, κτίρια, γραφεία και χώροι αποθήκευσης, για το χρονικό διάστημα 01/01/2017-31/12/2017, για την κάλυψη των μισθωμάτων υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε λόγω αναστολής λειτουργίας οργανικών μονάδων της Ειδικής Γραμματείας Σ.Δ.Ο.Ε. του Υπουργείου Οικονομικών
$
0
0
Αθήνα, 31-10-2017
Αριθ. Πρωτ.: Α.Τ.Δ. Α 1161475 ΕΞ2017/31-10-2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ Α΄.

Ταχ. Δ/νση : Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας : 101 84
Πληροφορίες : Βελ.Ράμμος
Τηλέφωνο : 210 3375110
Fax : 210 3375004
E-Mail : v.rammos@aade.gr
Url : www.aade.gr

ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ-ΕΠΕΙΓΟΝ

ΘΕΜΑ: Καθορισμός ωρών εισόδου κοινού στο Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.).


ΣΧΕΤ.: Το με αριθμ. πρωτ. 80101/19-10-2017 έγγραφο της Δ/νσης Διοικητικού-Οικονομικού του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων(Μ.Τ.Π.Υ.).

Σας ενημερώνουμε ότι με το ανωτέρω σχετικό έγγραφο και με την αριθμ. ΔΙΔΑΔ/Φ.70Α/15/26473/2017 Απόφαση της Υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. 3383/Β΄/27-9-2017, καθορίζονται οι ώρες εισόδου κοινού στο Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων(Μ.Τ.Π.Υ.).

Η ισχύς του ωραρίου θα αρχίσει την 01-11-2017

Για περισσότερες πληροφορίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται στο τηλέφωνο 2131500061,062 κ. Κονταξή.



Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΕΥΘΑΛΙΑ ΧΑΤΖΗΪΩΑΝΝΙΔΟΥ

Αριθμ. πρωτ.: Δ.Π.Δ.Α. Α.Α.Δ.Ε. Α 1161685 ΕΞ 2017 Συμπλήρωση της υπ' αριθμ. ΔΠΔΑΑΑΔΕ1014356/31-1-2017: Καθορισμός μισθωμάτων για τα κτίρια στα οποία στεγάζονται διάφορες υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, κτίρια, γραφεία και χώροι αποθήκευσης, για το χρονικό διάστημα 01/01/2017-31/12/2017, για την κάλυψη των μισθωμάτων υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε λόγω αναστολής λειτουργίας οργανικών μονάδων της Ειδικής Γραμματείας Σ.Δ.Ο.Ε. του Υπουργείου Οικονομικών

$
0
0

Αθήνα, 30/10/2017
Αριθ. Πρωτ.: Δ.Π.Δ.Α. Α.Α.Δ.Ε. Α 1161685 ΕΞ2017/30-10-2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ και ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΑΝΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α’-ΤΑΚΤΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ και Μ.Π.Δ.Σ.

Ταχ. Δ/νση: Ερμού 23-25
Ταχ. Κώδικας: 10563
Πληροφορίες: Μ.Κολοκύθα
Τηλέφωνο: 213-1624207
Fax:213-1624213
E-Mail: m.kolokytha@aade.gr
Url: www.aade.gr

ΘΕΜΑ: «Συμπλήρωση της υπ' αριθμ. ΔΠΔΑΑΑΔΕ1014356/31.1.2017: Καθορισμός μισθωμάτων για τα κτίρια στα οποία στεγάζονται διάφορες υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, κτίρια, γραφεία και χώροι αποθήκευσης, για το χρονικό διάστημα 01/01/2017-31/12/2017, για την κάλυψη των μισθωμάτων υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε λόγω αναστολής λειτουργίας οργανικών μονάδων της Ειδικής Γραμματείας Σ.Δ.Ο.Ε. του Υπουργείου Οικονομικών»

ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
 
Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του Ν. 4444/2016 (ΦΕΚ 234/Α/14.12.2016) «Κύρωση του Κρατικού Προϋπολογισμού οικονομικού έτους 2017»

2. Τις διατάξεις του Ν. 4270/2014 (Φ.Ε.Κ. 143/Α/28.06.2014) «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) - δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει.
 
3. Τις διατάξεις του Ν. 4389/2016 (Φ.Ε.Κ. 94/Α/27.5.2016) «Επείγουσες Διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις», Κεφάλαιο Α' - Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
 
4. Το Π.Δ. 80/2016 (ΦΕΚ 145/Α/5.8.2016), «Ανάληψη Υποχρεώσεων από τους Διατάκτες»
 
5. Την αριθμ. πρωτ. Δ. ΟΡΓ. Α 1036960/10.3.2017 (ΦΕΚ 968/Β/22.3.2017) απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».
 
6. Την υπ. αριθμ. Δ. ΟΡΓ.Α. 1172299 ΕΞ 2016 (Φ.Ε.Κ. 3852/Β'/30.11.2016) απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών «Σύσταση των Υπηρεσιών που συγκροτούν τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών (Γ.Δ.Ο.Υ.) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), καθορισμός της δομής και των αρμοδιοτήτων τους, καθώς και της ημερομηνίας έναρξης λειτουργίας της Γ.Δ.Ο.Υ. και των Υπηρεσιών της». 
 
7. Την αριθμ. 2/81691/ΔΠΓΚ/22.12.2015 (ΦΕΚ 2876/Β/29.12.2015) Υπουργική Απόφαση «Καθορισμός των μειζόνων κατηγοριών δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού - Διαδικασία κατανομής πιστώσεων του Κρατικού Προϋπολογισμού σε αναλυτικό επίπεδο», όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
 
8. Την με αρ. πρωτ. ΔΣΣΟΔ Ε 1178964 ΕΞ2016/12.12.2016 (ΑΔΑ: 7ΣΛΜΗ-Ξ9Γ) Απόφαση με θέμα: «Κατανομή των πιστώσεων του προϋπολογισμού οικονομικού έτους 2017 σε επιμέρους Κωδικούς Αριθμούς Εξόδων (Κ.Α.Ε.)», Προϋπολογισμός Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, Ειδ. Φορέας 23-180.
 
9. Την υπ' αρ. 2/96747/ΔΠΔΚ/15.12.2016 Υπουργική Απόφαση (ΩΜΚΧΗ-773) διάθεσης των πιστώσεων του προϋπολογισμού οικονομικού έτους 2017.

10. Την υπ.αρ.πρωτ.2/5091/0026/25.5.2012 (ΑΔΑ Β4ΡΟΗ-ΡΒΖ) Υπουργική Απόφαση «Καθορισμός διαδικασίας και δικαιολογητικών για την πληρωμή δαπανών πάγιων κατ' αποκοπή χορηγημάτων και μισθωμάτων κτιρίων δημοσίων υπηρεσιών».
 
11. Την υπ.αρ.πρωτ. ΔΠΔΑ ΑΑΔΕ 1014356/31.1.2017 απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων περί καθορισμού μισθωμάτων για τα κτίρια στα οποία στεγάζονται διάφορες υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, κτίρια, γραφεία και χώροι αποθήκευσης, για το χρονικό διάστημα 01/01/2017-31/12/2017.
 
12. Την απόφαση με αριθ. Φ.Ε.Κ 3212 Β'/ 13/9/2017 σχετικά με την Αναστολή Λειτουργίας Οργανικών Μονάδων της Ε.Γ.Σ.Δ.Ο.Ε.
 
13. Το αριθ. πρωτ. ΥΠΟΙΚ 0007095 ΕΞ2017/27.6.2017 έγγραφο του Υπουργού Οικονομικών, σχετικά με την έγκριση εισήγησης της Α.Α.Δ.Ε. για προσωρινή συστέγαση των υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε στις Π.Δ. Σ.Δ.Ο.Ε.
 
14. Το γεγονός ότι το ποσό της δεσμευόμενης με την παρούσα πίστωσης είναι εντός του εγκεκριμένου ποσοστού διάθεσης.
 
Αποφασίζουμε
 
1. Καθορίζουμε τα χρηματικά ποσά των μισθωμάτων των κτιρίων όπου στεγάζονται υπηρεσίες του ΦΟΡΕΑ 23-180 για το οικ. έτος 2017 (Από 28/09/2017-31/12/2017) ως εξής:

 

ΣΤΕΓΑΖΟΜΕΝΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΡΙΘΜ. ΜΙΣΘΩΤ. ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ Δ/ΝΣΗ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΧΡΟΝΙΚΟ ΟΝΟΜΑ, Δ/ΝΣΗ ΜΗΝΙΑΙΟ ΜΙΣΘΩΜΑ (σε ευρώ) ΠΟΣΟ ΠΟΥ ΑΝΑΛΟΓΕΙ (σε ευρώ) ΑΠΟ 28/09/2017­31/12/2017
ΔΙΑΣΤΗΜΑ
ΜΙΣΘΩΣΗΣ
Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. ΠΑΤΡΑΣ & ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΑΤΡΑΣ ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1084667/3697/7­11-2002 ΑΚΤΗ 28/9/2017 έως ...... & 7.867,00 24.387,70
ΔΥΜΑΙΩΝ18, ΠΑΤΡΑ 31/12/2017 ....
    ....
Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. ΠΑΤΡΑΣ- ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ Α.Π.94/19-1-2000 7Ο ΧΛΜ Ε.Ο 28/9/2017 έως .... & .... .... 3.870,00 11.997,00
ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ- 31/12/2017
ΑΡΤΑΣ  
Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 01/23-01-2012 ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ 28/9/2017 έως .... & .... ..... 4.500,00 13.950,00
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΛΑΡΙΣΑΣ ΦΡΑΓΚΟΥ 40 & 31/12/2017
  ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ, ΛΑΡΙΣΑ  
        ΣΥΝΟΛΟ 16.237,00 50.334,70


2. Η απόφαση αυτή προκαλεί δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού ύψους 50.334,70 ευρώ που βαρύνει τις πιστώσεις του Ειδικού Φορέα 23-180 και ΚΑΕ 0813 του προϋπολογισμού εξόδων της Α.Α.Δ.Ε 2017 (01/01/2017-31/12/2017).



Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ


ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΤΗΝ Α.Α.Δ.Ε.

Ελέγχθηκε και βεβαιώνεται ότι: α) η ανωτέρω δαπάνη 50.334,70 € (πενήντα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα λεπτών) είναι εντός του διαθέσιμου ποσοστού της υπό Φορέα 23 Ειδικό Φορέα 180 και ΚΑΕ 0813 πίστωσης και β) η συνδρομή των προϋποθέσεων της παρ. 1α του άρθρ. 4 του ΠΔ 80/2016.

Η Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης της Γενικής Δ/νσης Οικονομικών Υπηρεσιών της ΑΑΔΕ βεβαιώνει την ύπαρξη πίστωσης με αρ. υποχρ. 84075

ΚΥΡΙΑ ΑΝΑΛΗΨΗ Αρ. Δ/νσης Οικ. Διαχείρισης του Υπ. Οικ. 9418
Υπόλοιπο προς ανάληψη: 1.025.556,89

Αθήνα, 25/10/2017

Ο Προϊστάμενος της Γ.Δ.Ο.Υ. της Α.Α.Δ.Ε.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΒΒΑΔΑΣ

Αριθμ. πρωτ.: Δ24α/Φ.32/ΓΠ.οικ.50771/1173/2017 Χορήγηση προνοιακού επιδόματος σε συνταξιούχους Δημοσίου που πάσχουν από παραπληγία - τετραπληγία και λαμβάνουν παράλληλα και το Επίδομα Ανικανότητας του ΠΔ 169/2007

Previous: Αριθμ. πρωτ.: Δ.Π.Δ.Α. Α.Α.Δ.Ε. Α 1161685 ΕΞ 2017 Συμπλήρωση της υπ' αριθμ. ΔΠΔΑΑΑΔΕ1014356/31-1-2017: Καθορισμός μισθωμάτων για τα κτίρια στα οποία στεγάζονται διάφορες υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, κτίρια, γραφεία και χώροι αποθήκευσης, για το χρονικό διάστημα 01/01/2017-31/12/2017, για την κάλυψη των μισθωμάτων υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε λόγω αναστολής λειτουργίας οργανικών μονάδων της Ειδικής Γραμματείας Σ.Δ.Ο.Ε. του Υπουργείου Οικονομικών
$
0
0

Αθήνα, 31-10-2017
Αρ. Πρωτ.: Δ24α/Φ.32/ΓΠ.οικ.50771/1173
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ   
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Α.μεΑ.
ΤΜΗΜΑ Α'

Ταχ. Δ/νση : Σταδίου 29
Ταχ. Κώδικας : 10110
Πληροφορίες : Σ. Γουλίδης
Τηλέφωνο : 210-5281105
Fax : 210-5281113
Email : sgoulidis@veka.gr

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΘΕΜΑ: Χορήγηση προνοιακού επιδόματος σε συνταξιούχους Δημοσίου που πάσχουν από παραπληγία - τετραπληγία και λαμβάνουν παράλληλα και το Επίδομα Ανικανότητας του ΠΔ 169/2007

Σχετ.: Η υπ' αρ. 158/2017 γνωμοδότηση του Στ' Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους

Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με την υπ' αρ. 158/2017 γνωμοδότηση του Στ' Τμήματος σε ερώτημα της υπηρεσίας μας αν οι πάσχοντες από παραπληγία - τετραπληγία συνταξιούχοι Δημοσίου πρέπει να λαμβάνουν ολόκληρο το προνοιακό επίδομα της παραγράφου 1 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (σχετικές ΚΥΑ οι υπ' αρ. Π3α/Φ.27/Γ.Π.οικ.124095/17-12-2002, ΦΕΚ 1594, Β', 2002 και Π3α/Φ. 18/Γ.Π.οικ.63731 /09-05-2008, ΦΕΚ 931, Β', 2008) ή μειωμένο κατά το ήμισυ όταν λαμβάνουν παράλληλα και το Επίδομα Ανικανότητας του άρθρου 54 του ΠΔ 169/2007, ομόφωνα αποφάνθηκε ότι:
«...οι ασφαλισμένοι του Δημοσίου που πάσχουν από παραπληγία - τετραπληγία θα πρέπει να λαμβάνουν το επίδομα του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 1140/1981 μειωμένο κατά το ήμισυ, όταν λαμβάνουν παράλληλα και οικονομική ενίσχυση - επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του ΠΔ 169/2007, υπό την προϋπόθεση ότι η ενίσχυση αυτή είναι μικρότερη από το εξωιδρυματικό επίδομα.».

Παρακαλούμε για την πιστή εφαρμογή των ανωτέρω.



Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΘΕΑΝΩ ΦΩΤΙΟΥ

Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 158/2017 Δυνατότητα των συνταξιούχων του Δημοσίου που πάσχουν από παραπληγία - τετραπληγία να λαμβάνουν το προνοιακό επίδομα του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 1140/1981 μειωμένο κατά το ήμισυ, όταν λαμβάνουν παράλληλα και το επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 (Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων)

$
0
0

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Αριθμός Γνωμοδότησης: 158/2017

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΤΜΗΜΑ ΣΤ'
Συνεδρίαση της 21ης-6-2017

Σύνθεση:

Πρόεδρος: Ιωάννης - Κωνσταντίνος Χαλκιάς, Αντιπρόεδρος Ν.Σ.Κ. Μέλη: Ιωάννης Διονυσόπουλος, Παρασκευάς Βαρελάς, Θεόδωρος Ψυχογυιός, Γεώργιος Κανελλόπουλος, Βασιλική Τύρου, Νικόλαος Δασκαλαντωνάκης, Γεώργιος Ανδρέου, Ευαγγελία Σκαλτσά, Χαράλαμπος Μπρισκόλας και Νικόλαος Καραγιώργης, Νομικοί Σύμβουλοι του Κράτους.

Εισηγητής: Κωνσταντίνος Ζαμπάρας, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ. (γνώμη χωρίς ψήφο)

Αριθμός Ερωτήματος: Το έγγραφο με αριθμό Δ24Α/Φ.27/Γ.Π.9644/201) 10- 4-2017 της Διεύθυνσης Προστασίας Α.Μ.Ε.Α. (Τμήμα Α') της Γενικής Διεύθυνσης Πρόνοιας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.

Ερώτημα: Αν οι συνταξιούχοι ασφαλισμένοι του Δημοσίου που πάσχουν από παραπληγία - τετραπληγία θα πρέπει να λαμβάνουν το προνοιακό επίδομα του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 1140/1981 μειωμένο κατά το ήμισυ ή όχι, όταν λαμβάνουν παράλληλα και το επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 (Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων).

Για το πιο πάνω ερώτημα το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Στ' Τμήμα) γνωμοδότησε ως εξής:

1. Από το έγγραφο του ερωτήματος με αριθμό Δ24Α/Φ.27/Γ.Π.9644/201) 10- 4-2017 της Διεύθυνσης Προστασίας Α.Μ.Ε.Α. (Τμήμα Α') της Γενικής Διεύθυνσης Πρόνοιας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η αρμόδια υπηρεσία προβληματίζεται γενικά αν οι συνταξιούχοι ασφαλισμένοι του Δημοσίου που πάσχουν από παραπληγία - τετραπληγία θα πρέπει να λαμβάνουν το προνοιακό επίδομα του άρθρου 42 παρ. 1 του ν.1140/1981 μειωμένο κατά το ήμισυ ή όχι, όταν λαμβάνουν παράλληλα και το επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 (Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων),μετά από έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γενική Διεύθυνση Χορήγησης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα) που χαρακτήρισε το δεύτερο (άρθρου 54) «παρακαλούθημα της σύνταξης που ουδέποτε του δόθηκε ο όρος της οικονομικής ενίσχυσης».

Νομοθετικό καθεστώς

2. Σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ν.4169/1961 «περί Γεωργικών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και άλλων τινών διατάξεων» (Α' 68): «Άρθρον 42. 1. Ασφαλισμένοι φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κρινόμενοι από Ειδική Επιτροπή, ως πάσχοντες εκ τετραπληγίας-παραπληγίας με ποσοστό ιατρικής αναπηρίας 67% και άνω δικαιούνται μηνιαίου εξωϊδρυματικού επιδόματος. Του αυτού επιδόματος δικαιούνται και τα μέλη οικογενείας των ησφαλισμένων τα πάσχοντα εκ της αυτής νόσου. Το επίδομα τούτο καταβάλλεται εκ μιας μόνον πηγής. Το ύψος του ως άνω επιδόματος, αι κατηγορίαι δικαιούχων, αι προϋποθέσεις και η διαδικασία χορηγήσεως και αναστολής καταβολής τούτου, ως και πάσα άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, ρυθμίζονται δι αποφάσεων του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, μετά γνώμην του Δ.Σ. εκάστου φορέως κυρίας ασφαλίσεως».

3. Η παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 1284/1982 «Ρύθμιση ορισμένων μισθολογικών, φορολογικών, δασμολογικών και δημοσιολογιστικών θεμάτων» (Α' 114) ορίζει: «Άρθρο 3 (Επίδομα τετραπληγικών και παραπληγικών δημοσίων υπαλλήλων πολιτικών και στρατιωτικών). 1.0ι ρυθμίσεις του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ν. 4169/1961 "περί Γεωργικών Κοινωνικών Ασφαλίσεων" και άλλων τινών διατάξεων" καθώς και των Π.Δ/των κα αποφάσεων που εκδίδονται, με την εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού μπορούν να εφαρμόζονται, και στους πάσχοντες από τετραπληγία ή παραπληγία δημοσίους υπαλλήλους πολιτικούς και στρατιωτικούς εν ενεργεία και συνταξιούχους καθώς και στα πάσχοντα από τις αυτές νόσους μέλη των οικογενειών τους... 2. Η εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων θα γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας προκειμένου για πολιτικούς δημόσιους υπαλλήλους εν ενεργεία και συνταξιούχους καθώς και για τα μέλη των οικογενειών τους...».

4. Στο άρθρο 22 του ν.2646/1998 «Ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Φροντίδας και άλλες διατάξεις» (Α' 236) ορίζεται: «Άρθρο 22 (Προγράμματα εισοδηματικών ενισχύσεων) 1. Τα Προγράμματα εισοδηματικών ενισχύσεων που αφορούν την οικογένεια, τη μητρότητα, το παιδί, τα Άτομα με Ειδικές Ανάγκες, τους παλιννοστούντες ομογενείς και επαναπατριζόμενους και τους οικονομικά αδυνάτους, όπως επίσης οι όροι, οι προϋποθέσεις χορήγησης και το ύψος των ενισχύσεων αυτών καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας. ...
5. Το επίδομα τετραπληγίας-παραπληγίας, που χορηγείται σύμφωνα με την υπ' αριθ. 115750/3006/81 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών, όπως ήδη ισχύει, και τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 1284/1982 (ΦΕΚ 114 Α'), επεκτείνεται και στους υπαγόμενους στις άνω διατάξεις που πάσχουν από ασθένειες που έχουν επιφέρει αναπηρία του ίδιου βαθμού και της ίδιας μορφής λόγω μη αναστρέψιμης βλάβης των νωτιαίου μυελού ή των ριζών ή των νεύρων ή των μυών. Η διαδικασία, ο τρόπος διαπίστωσης των ασθενειών, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια της διάταξης αυτής ρυθμίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας».

5. Στην Κοινή Υπουργική Απόφαση Αριθ. Π3α/Φ.27/Γ.Π. οικ. 124095/17.12.2002 «Επέκταση και τροποποίηση επιδόματος Τετραπληγίας Παραπληγίας (ν. 2646/98, άρθρο 22, παρ. 1 και 5), σε ασφαλισμένους του Δημοσίου και ανασφαλίστους» (Β' 1594) ορίζεται ότι .«Άρθρο 1. Οι Υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας αποφασίζουν: 1. Την αντικατάσταση και τροποποίηση των διατάξεων των κοινών υπουργικών αποφάσεων (ΚΥΑ) που καθιερώνουν και ρυθμίζουν τα προγράμματα οικονομικής ενίσχυσης που αφορούν: ... και β) τους τετραπληγικούς παραπληγικούς του Δημοσίου (η 61384/ 1638/ΦΕΚ 324. τ.Β, 1983 (εκτός της παρ. 6), και των παραγράφων 3, 4, 5, 6 της 59015/1578/1984ΦΕΚ 460, τ.Β') όπως αυτή αναφέρεται στα άρθρα που ακολουθούν. 2. Την επέκταση των ανωτέρω προγραμμάτων οικονομικής ενίσχυσης όπως αυτά αντικαταστάθηκαν και τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα αλλά και με την παρούσα κοινή υπουργική απόφαση στις κατηγορίες δικαιούχων όπως αυτές προβλέπονται από την παρ. 5 του άρθρου 22 του ν. 2646/98 (ΦΕΚ 236, τ.Α).
«Άρθρο 2 (ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ). Δικαιούχοι οικονομικής ενίσχυσης είναι: 1. α) Τετραπληγικοί Παραπληγικοί εφόσον έχουν ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω. β) Άτομα που πάσχουν από ασθένειες που έχουν επιφέρει αναπηρία του ίδιου βαθμού 67% και άνω και της ίδιας μορφής τετραπληγία, παραπληγία λόγω μη αναστρέψιμης βλάβης του νωτιαίου μυελού ή των ριζών ή των νεύρων ή των μυών (ν. 2646/98 άρθρο 22, παρ. 5). 2. ...β) Δημόσιοι υπάλληλοι, δικαστικοί λειτουργοί, στρατιωτικοί, όργανα Σωμάτων Ασφαλείας, υπάλληλοι Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), υπάλληλοι των ΝΠΔΔ (εφόσον είναι ασφαλισμένοι Δημοσίου), εν ενεργεία και συνταξιούχοι καθώς και τα μέλη των οικογενειών των ανωτέρω κατηγοριών. Ως μέλη της οικογένειας των υπαλλήλων και συνταξιούχων θεωρούνται η σύζυγος ή ο σύζυγος και τα τέκνα αυτών (οικογένεια σε στενή έννοια), όπως ορίζεται απ' την παρ. 7 της 59015/1578/1984 (ΦΕΚ 460, τ.Β') 3. α) Το εξωϊδρυματικό επίδομα τετραπληγίας παραπληγίας συνίσταται στη χορήγηση μηνιαίας οικονομικής ενίσχυσης για την αντιμετώπιση των δαπανών συντήρησης και περίθαλψης των ανασφάλιστων και ασφαλισμένων του Δημοσίου, β) Το ύψος της οικονομικής ενισχύσεως για τους δικαιούχους της παρούσας κοινή υπουργική απόφαση ορίζεται στο 20πλάσιο ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό καθορίζεται απ' την εκάστοτε ισχύουσα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, γ) Οι ενδιαφερόμενοι προς ένταξη στα σχετικά προγράμματα να μην λαμβάνουν λόγω της τετραπληγίας ή της παραπληγίας τους άλλου είδους οικονομική ενίσχυση απ' το Δημόσιο Ταμείο ή από άλλη οποιαδήποτε πηγή της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, μεγαλύτερη ή ίση της προβλεπόμενης με την κοινή υπουργική απόφαση αυτή οικονομικής ενισχύσεως. Σε περίπτωση που συντρέχει υπέρ των δικαιούχων οικονομική ενίσχυση μικρότερη της ανωτέρω, θα παρέχεται σε αυτόν το ήμισυ του επιδόματος (10 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη)».
«Άρθρο 3 (ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ). 1. Για την αναγνώριση των ατόμων όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 2 ως δικαιούχων οικονομικής ενισχύσεως απ' το εν λόγω πρόγραμμα, πρέπει να προσκομίζονται στη Δ/νση ή Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ή Διαμερίσματος, τα ακόλουθα δικαιολογητικά:... ΣΤ) Υπεύθυνη Δήλωση στην οποία θα δηλώνονται τα ακόλουθα: 1. Ότι θα χρησιμοποιηθεί η παρεχόμενη οικονομική ενίσχυση για τις ανάγκες του δικαιούχου. 2... β) Ότι δεν λαμβάνει για την ίδια αιτία οικονομική ενίσχυση από οποιαδήποτε άλλη πηγή της ημεδαπής ή αλλοδαπής (για ασφαλισμένους Δημοσίου). Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος ασφαλισμένος του δημοσίου λαμβάνει οποιαδήποτε μορφή οικονομικής ενίσχυσης (όχι σύνταξη) μικρότερη του ποσού της οικονομικής ενίσχυσης και για τις ανάλογες παθήσεις, όπως αυτά ορίζονται στο Άρθρο 2 της παρούσης Απόφασης, στο εδάφιο 2 της Υπεύθυνης Δήλωσης θα πρέπει να αναγράφεται ότι λαμβάνει για την ίδια αιτία οικονομική ενίσχυση, τον φορέα απ' τον οποίο προκύπτει αυτή η παροχή, καθώς και το ύψος αυτής»...

6. Ακολούθως με την Αριθ. Π3α/Φ. 18/Γ.Π.οικ. 63731/9-5-2008 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Αύξηση Προνοιακών Επιδομάτων που χορηγούνται σε άτομα με αναπηρίες για τα έτη 2008, 2009, 2010 και 2011» (Β' 931) ορίσθηκε: «2.7'ο εδ. β' της παρ. 3 του άρθρου 2 της υπ' αριθμ. Π3α/Φ27/Γ.Π.οικ. 124095 (ΦΕΚ 1594/T.B/2002) κοινής υπουργικής απόφασης καταργείται. 3. Το εδ. γ' της παρ. 3 του άρθρου 2 της υπ' αριθμ. Π3α/Φ27/Γ.Π. οικ. 124095 (ΦΕΚ 1594/T.BV2002) κοινής υπουργικής απόφασης τροποποιείται ως ακολούθως: Οι ενδιαφερόμενοι προς ένταξη στα σχετικά προγράμματα να μη λαμβάνουν λόγω της τετραπληγίας ή της παραπληγίας τους άλλου είδους οικονομική ενίσχυση απ' το Δημόσιο Ταμείο ή από άλλη οποιαδήποτε πηγή της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, μεγαλύτερη ή ίση της εκάστοτε προβλεπόμενης. Σε περίπτωση που συντρέχει υπέρ των δικαιούχων οικονομική ενίσχυση μικρότερη της εκάστοτε προβλεπόμενης, θα παρέχεται σε αυτούς το ήμισυ του επιδόματος».

7. Σύμφωνα με το άρθρο 54 του π.δ. 169/2007 «Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων» (Α' 210): (Άρθρο 54 παρ. 1-3 α.ν. 1854/51,όπως τελικά οι παράγραφοι 1-10 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκαν και αριθμήθηκαν με το άρθρο 3 παρ. 1 ν.2592/98, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5, παρ. 2 και 3, ν. 3408/05). «Άρθρο 54 (Επίδομα νόσου και ανικανότητας) 1. Στους πολιτικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς γενικά που δικαιούνται σύνταξη από πάθημα το οποίο προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας, παρέχεται μαζί με τη σύνταξη μηνιαίο προσωπικό και αμεταβίβαστο επίδομα ανάλογα με τον οπό το πάθημα βαθμό μείωσης της ικανότητας για εργασία, το οποίο υπολογίζεται στο μηνιαίο βασικό μισθό του λοχαγού, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, σύμφωνα με τα παρακάτω:...
(Παρατήρηση: Οι διατάξεις αυτές ερμηνεύθηκαν αυθεντικά, σε συνδυασμό και με τις όμοιες των άρθρων 15 και 42, με την παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 2227/94, το κείμενο της οποίας έχει ως εξής: Ή αληθής έννοια των διατάξεων των παρ. 7 του άρθρου 15, 6 του άρθρου 42 και 10 του άρθρου 54 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων είναι ότι η καταβολή, στους αναφερόμενους σε αυτές πολιτικούς και στρατιωτικούς της αυξημένης σύνταξης, επηρεάζει μόνο τη χορήγηση των τυχόν δικαιουμένων επιδομάτων ανικανότητας, που προβλέπονται από το άρθρο 54 του ως άνω Κώδικα, τα οποία κανονίζονται μαζί με τη σύνταξη και όχι τα επιδόματα, που προβλέπονται από ειδικές διατάξεις, είτε αυτά βαρύνουν τα κοινωνικά προγράμματα του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων είτε τους φορείς συνταξιοδότησης τους, προκειμένου για υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ.»).

8. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν.3408/2.005 «Αύξηση συντάξεων Δημοσίου και άλλες διατάξεις» (Α' 272):«Άρθρο 5 (Συνταξιοδότηση ανικάνων)... 2.Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 54 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων τροποποιούνται ως εξής: "5. Σε αυτούς που συνταξιοδοτούνται γιατί έπαθαν εξαιτίας της υπηρεσίας: α) σπαστική ή υστερική παραπληγία, β) αχρηστία των δύο χεριών, γ) τραύμα του κρανίου που συνεπάγεται ανικανότητα 100% και δ) πολλαπλή αναπηρία από τις οποίες η μια 100% και οι υπόλοιπες τουλάχιστον 10%, καθώς και σε όσους έχουν δύο ή περισσότερες παθήσεις, καθεμία από τις οποίες συνεπάγεται αναπηρία 100%, παρέχεται και επίδομα που υπολογίζεται σε ποσοστό 40% στο μηνιαίο βασικό μισθό του λοχαγού, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά."... 4. Στο τέλος του άρθρου 54 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής: «Το επίδομα της παραπάνω παραγράφου 5 δικαιούνται και τα πρόσωπα του προτελευταίου εδαφίου της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 1, καθώς και αυτά του τετάρτου εδαφίου της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 26»

9. Οι αμέσως ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων ορίζουν: Η πρώτη (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α): «Για τους υπαλλήλους, οι οποίοι είναι παντελώς τυφλοί, παραπληγικοί ή τετραπληγικοί... εφόσον για τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, αρκεί δεκαπενταετής πλήρης πραγματική συντάξιμη υπηρεσία». Η δεύτερη (άρθρο 26 παρ.1 περ. α): «Για τους στρατιωτικούς που είναι παντελώς τυφλοί, παραπληγικοί ή τετραπληγικοί... εφόσον για τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει ποσοστό αναπηρίας 67%, αρκεί δεκαπενταετής πλήρης πραγματική συντάξιμη υπηρεσία».

Ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων

Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, ερμηνευόμενες αυτοτελώς και σε συνδυασμό μεταξύ τους, ενόψει και του όλου νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

10. Τα δίκαια της κοινωνικής ασφάλισης, της κοινωνικής πρόνοιας, της υγείας και των κοινωνικών αποζημιώσεων, αποτελούν διακριτές εκφάνσεις του συστήματος κοινωνικής προστασίας, αντιστοιχούν σε διαφορετικές τεχνικές αντιμετώπισης των κοινωνικών κινδύνων και είναι συγγενείς κλάδοι του δικαίου της κοινωνικής προστασίας. Το δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί αυτοτελή κλάδο του δικαίου της κοινωνικής προστασίας, ο οποίος σταδιακά αυτονομήθηκε από το εργατικό και το ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο: Στο δίκαιο της κοινωνικής προστασίας εντάσσεται συστηματικά και το δίκαιο της πρόνοιας. Η κοινωνική πρόνοια προστατεύει άτομα ή συγκεκριμένες ομάδες (ΑμΕΑ, πολύτεκνους, υπερήλικες κ.ά.) με τη χορήγηση παροχών ή τη θέσπιση ειδικών νομοθετικών ρυθμίσεων, ώστε να εξασφαλισθεί η αξιοπρεπής διαβίωσή τους, καθώς και η ένταξη και η συμμετοχή τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Μία από τις ουσιώδεις διαφορές της κοινωνικής πρόνοιας από την κοινωνική ασφάλιση είναι και ο επικουρικός χαρακτήρας της προνοιακής προστασίας, που σημαίνει ότι η πρόνοια καλύπτει όσους δεν έχουν άλλη προστασία, όπως από την κοινωνική ασφάλιση .(Πατρ. Παπαρρηγοπούλου - Πεχλιβανίδη «Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης» 2η έκδοση, σελ. 26 επ.)

11. Οι συντάξεις αποτελούν περιοδικές χρηματικές παροχές που συμπληρώνουν ή αναπληρώνουν για μεγάλο διαστήματα την μερική ή πλήρη απώλεια εισοδήματος. Τέτοιες παροχές απαντώνται και με άλλες ονομασίες, λ.χ. χορηγίες, βοηθήματα, επιδόματα κτλ., χωρίς η διαφορά στην ορολογία να δικαιολογείται από κάποια μορφολογική ή νοηματική απόκλιση. Οι περιοδικές χρηματικές παροχές με μορφή επιδομάτων επιδιώκουν την αναπλήρωση της απώλειας εισοδήματος από ανικανότητα εργασίας και την συνδρομή στην άρση της ανικανότητας αυτής (βλ. Κ. Κρεμαλή «Δίκαιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, έκδοση 1985, σελ. 316, 329 Γ. Κατρούγκαλου «Η (πολιτική) σύνταξη ως κοινοτικό δικαίωμα» σε τιμητικό τόμο ΝΣΚ για τα 125 χρόνια, 2008). Τα πάσης φύσεως επιδόματα καταβάλλονται βεβαίως εφ' όσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για την καταβολή τους που προβλέπονται στις ειδικές διατάξεις που τα θεσπίζουν.

12. Το επίδομα ανικανότητας για εργασία του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 (Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων) δόθηκε το πρώτον στους δικαιούχους με το άρθρο 54 του α.ν. 1854/1951. Ειδικότερα το επίδομα αυτό δόθηκε εξ αρχής στους πολιτικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς γενικά που δικαιούνται σύνταξη από πάθημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας.

13. Το επίδομα αυτό από τότε μέχρι σήμερα παρέχεται μαζί με την σύνταξη μηνιαίως, είναι προσωπικό και αμεταβίβαστο, είναι ανάλογο με το είδος της πάθησης και τον βαθμό μείωσης της ικανότητας για εργασία από το πάθημα και υπολογίζεται σε ποσοοτό επί του εκάστοτε ισχύοντος μηνιαίου βασικού μισθού του λοχαγού. Επομένως, το επίδομα αυτό είναι παρεπόμενο της σύνταξης, καθόσον αυτή εννοείται μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων και στην πραγματικότητα είναι μορφή οικονομικής ενίσχυσης, αδιαφόρως του ότι δεν αναγράφεται ρητά στον νόμο με αυτή την ορολογία, κατά τα προεκτεθέντα (παρ. 11).

14. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 3408/2005, σκοπός των ρυθμίσεών του είναι η αλλαγή προς το ευνοϊκότερο του τρόπου υπολογισμού της σύνταξης των ανίκανων προς εργασία, στα πλαίσια δε αυτά, με το άρθρο 5 του νόμου, με τροποποίηση των υφισταμένων ρυθμιστικών διατάξεων, ορίστηκε να λαμβάνουν πλήρη σύνταξη με την συμπλήρωση 1 δετούς συντάξιμης υπηρεσίας και οι υπάλληλοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, με ταυτόχρονη καταβολή του επιδόματος των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 54 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, εξομοιουμένοι με τους παθόντες κατά την υπηρεσία, με όμοιο ποσοστό αναπηρίας.

15. Με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 3408/2005 πρώτον μεν αναπροσαρμόσθηκε το χορηγούμενο στους παθόντες κατά την διάρκεια της υπηρεσίας σπαστική ή υστερική τετραπληγία επίδομα σε ποσοστό 40% επί του εκάστοτε ισχύοντος μηνιαίου βασικού μισθού του λοχαγού (παράγραφος 2), στη συνέχεια δε, δόθηκε το επίδομα αυτό και στους υπαλλήλους και στρατιωτικούς, οι οποίοι είναι παντελώς παραπληγικοί ή τετραπληγικοί, εφόσον συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, δόθηκε δηλαδή το επίδομα αυτό και για ανικανότητα από πάθημα που δεν οφείλεται στην υπηρεσία.

16. Σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 1140/1981, οι ασφαλισμένοι των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ήδη Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης), κρινόμενοι από Ειδική Επιτροπή ότι πάσχουν από τετραπληγία - παραπληγία, με ποσοστό ιατρικής αναπηρίας 67% και άνω, δικαιούνται μηνιαίου εξωϊδρυματικού επιδόματος, το οποίο καταβάλλεται και στα μέλη της οικογένειας τούτων εφόσον και αυτά πάσχουν από την ίδια νόσο.

17. Η εξωϊδρυματική παροχή στους πάσχοντες από τετραπληγία ή παραπληγία ασφαλισμένους του Δημοσίου, σύμφωνα με τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 1140/1981 και του άρθρου 3 του ν. 1284/1982, χορηγήθηκε το πρώτον με την Κοινή Απόφαση ,με αριθμό 61384/1638/19-5-1983 (Β' 324) των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Οικονομικών, Υγείας και Πρόνοιας και Δημόσιας Τάξης και συμπληρώθηκε με την Κοινή Απόφαση με αριθμό 59015/1578/21 - 6-1984 (Β' 460) των ιδίων Υπουργών. Κατά την αιτιολογική έκθεση στο άρθρο 3 του ν. 1284/1982 αναφέρεται ότι «σε όσους από τους δημοσίους υπαλλήλους καταβάλλεται και επίδομα ανικανότητας λόγω τετραπληγίας ή παραπληγίας εξαιτίας της υπηρεσίας, παρέχεται η ευχέρεια, δεδομένου ότι δεν απαγορεύεται ρητώς από την προτεινόμενη διάταξη, το τελικό ποσό της παροχής που θα καθορίζεται με την προβλεπόμενη από την υπόψη διάταξη κοινή απόφαση, να είναι μειωμένο κατά το ποσό του καταβαλλόμενου επιδόματος ανικανότητας».

18. Οι παραπάνω αποφάσεις αντικαταστάθηκαν και τροποποιήθηκαν με την Κοινή Απόφαση Αριθ. Π3α/Φ.27/Γ.Π.οικ. 124095/17.12.2002 (Β' 1594) των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας, εκδοθείσα κατά ρητή εξουσιοδότηση του άρθρου 3 του ν. 1284/1982 (που παραπέμπει ευθέως στις ρυθμίσεις του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, σύμφωνα με τις οποίες το ύψος του επιδόματος, οι κατηγορίες δικαιούχων και οι προϋποθέσεις χορήγησης και αναστολής αυτού ρυθμίζονται με Υπουργική Απόφαση) και του άρθρου 22 παρ. 1 και 5 του ν. 2646/1998, αυτή δε τροποποιήθηκε μερικά με την Απόφαση Αριθ. Π3α/Φ.27/Γ.Π.οικ. 63731/9.5.2008 (Β' 931) των ιδίων Υπουργών. Με την παρ. 3 του άρθρου 2 της πρώτης ως άνω απόφασης ορίζεται: α) ότι το εξωίδρυματικό επίδομα τετραπληγίας - παραπληγίας είναι μηνιαία οικονομική ενίσχυση για την αντιμετώπιση των δαπανών συντήρησης και περίθαλψης των ασφαλισμένων του Δημοσίου και β) οι ενδιαφερόμενοι για ένταξη στα σχετικά προγράμματα πρέπει να μην λαμβάνουν λόγω της τετραπληγίας ή παραπληγίας τους άλλου είδους οικονομική ενίσχυση από οποιαδήποτε πηγή της ημεδαπής ή της αλλοδαπής μεγαλύτερη ή ίση της προβλεπομένης με την Κ.Υ.Α. αυτή οικονομικής ενίσχυσης. Σε περίπτωση που συντρέχει υπέρ κάποιου δικαιούχου οικονομική ενίσχυση μικρότερη της ανοπέρω καθοριζομένης, θα παρέχεται σε αυτόν το ήμισυ του επιδόματος.

19. Στο γνωμοδοτικό έγγραφο 2.8/09/15-10-2009 του Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης διατυπώθηκε η γνώμη ότι «οι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούχοι του προνοιακού επιδόματος παραπληγίας-τετραπληγίας, θα πρέπει να λαμβάνουν το επίδομα αυτό μειωμένο όταν λαμβάνουν και το επίδομα του ν. 3408/2005 άρθρου 5 παρ. 2 εδ. α) σπαστική ή υστερική παραπληγία.» Βάσει της απάντησης αυτής εκδόθηκε η εγκύκλιος με αριθμό Π3α/Φ32/Γ.Π.οικ.21180/19-2-2010 της Διεύθυνσης Προστασίας Α.Μ.Ε.Α. της Γ ενικής Διεύθυνσης Πρόνοιας (είναι η ερωτώσα υπηρεσία που τότε υπαγόταν στο Υπουργείο Υγείας) με την οποία ορίσθηκαν ακριβώς τα ίδια.

20. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, με την Γνωμοδότηση ,,με αριθμό 242/2010, υιοθέτησε την άποψη, ότι ο χαρακτηρισμός, του ως άνω εξωϊδρυματικού επιδόματος παρατετραπληγίας, ως "επιδόματος τύπου σύνταξης", (γνωμοδοτήσεις ΝΣΚ 122/1990 και 691/1996) δεν μεταβάλλει το επίδομα αυτό σε "συνταξιοδοτική" παροχή, δεδομένου ότι χορηγείται όχι μόνο σε συνταξιούχους, αλλά και σε αμέσως ή εμμέσως ασφαλισμένους, συνδέεται δε με τις ειδικότερες βιοτικές ανάγκες του πάσχοντος από συγκεκριμένες παθήσεις δικαιούχου και όχι με την ανικανότητα αυτού προς εργασία και συνεπώς αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σύνταξη (όμοια ΣτΕ 4718/2012).

21. Η επί του θέματος υφισταμένη νομολογία έχει δεχθεί, όσον αφορά την φύση του επιδόματος αυτού, ότι πρόκειται για μια, ιδιόμορφου χαρακτήρα, περιοδική παροχή κοινωνικής ασφάλισης (ΣτΕ 291/2004), η οποία χορηγείται και σε συνταξιούχους (Ολομ. ΣτΕ 151/1990, 4718/2012, ΕΣ 142/2011, 1279/2016 ), ενώ, εξάλλου, με την άποψη αυτή συμφωνούν, κατά βάση, και συγγραφείς του κοινωνικοασφαλιστικού χώρου Φ. Χατζηδημητρίου - Γ. Ψηλό, "Ασφαλιστική Νομοθεσία», 2η έκδοση 1991, σελ. 650 επ., Ε. Γαληνού - Χ.Πόνη, «Κοινωνική Ασφάλιση» έκδοση 2016, σελ. 47, Πατρ. Παπαρρηγοπούλου-ΓΊεχλιβανίδη ο.π. σελ. 473), οι οποίοι επίσης δέχονται, ότι αυτό συνιστά πράγματι, μία προσωποπαγή, μη ανταποδοτικού χαρακτήρα, παροχή (απονεμόμενη, δηλαδή, χωρίς την προηγούμενη καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς στους οικείους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς), η οποία όμως δεν ακολουθεί με συνέπεια τη λογική των κοινωνικών παροχών της κατηγορίας αυτής (ήτοι των μη ανταποδοτικών), γι αυτό άλλωστε και χαρακτηρίζεται "τύπου σύνταξης"

22. Το επίδομα αυτό λοιπόν δεν συνιστά μισθολογική παροχή, (κατά την προαναφερθείσα σχετική αιτιολογική έκθεση στο άρθρο 3 του ν. 1284/1982 «δεν εντάσσεται σε συνταξιοδοτικά πλαίσια») αλλά οικονομική ενίσχυση- κοινωνική παροχή που χορηγείται προκειμένου οι πάσχοντες από τετραπληγία - παραπληγία δημόσιοι υπάλληλοι να αντιμετωπίσουν τις προκληθείσες από την πάθηση τους αυτή δαπάνες συντήρησης και περίθαλψης, στις οποίες υποβάλλονται (ΑπΕΣ 1279/2016). Σύμφωνα δε με την απόφαση με αριθμό 1088/2016 του ΣτΕ το εξωϊδρυματικό επίδομα του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 έχει κοινωνικοασφαλιστικό και όχι προνοιακό χαρακτήρα. Τούτο διότι η παροχή αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη ασφαλιστικής σχέσης, δεδομένου ότι το επίδομα αυτό χορηγείται σε πρόσωπα αμέσως ή εμμέσως ασφαλισμένα.

23. Όλα τα ανωτέρω ενισχύονται σημαντικά από την γενομένη με την παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 2227/1994 αυθεντική ερμηνεία (άρθρο 77 παρ.1 του Συντάγματος) της παρ. 10 (πριν 11) του άρθρου 54 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, σύμφωνα με την οποία η αληθής έννοια της διάταξης αυτής είναι ότι η καταβολή στους αναφερόμενους σε αυτή (πολιτικούς και στρατιωτικούς) αυξημένης σύνταξης επηρεάζει μόνο την χορήγηση των επιδομάτων ανικανότητας που τυχόν δικαιούνται αυτοί και προβλέπονται στο ως άνω άρθρο 54 του κώδικα, τα οποία κανονίζονται μαζί με την σύνταξη και όχι τα επιδόματα που προβλέπονται από ειδικές διατάξεις και βαρύνουν τα κοινωνικά προγράμματα του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Σαφώς δηλαδή αντιδιαστέλλεται το χορηγούμενο από το άρθρο 54 του π.δ. 169/2007 παρεπόμενο της σύνταξης επίδομα ανικανότητας από το εξωϊδρυματικό επίδομα του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 1140/1981.

24. Βάσει των προαναφερθέντων, δικαιολογητικός λόγος της παροχής και των δύο ανωτέρω επιδομάτων στους τετραπληγικούς-παραπληγικούς, ήτοι τόσο του επιδόματος «λοχαγού» του άρθρου 54 του Κώδικα Συντάξεων, όσο και του εξωϊδρυματικού επιδόματος του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 1140/1981, είναι η κάλυψη των ειδικών προσθέτων δαπανών που αντιμετωπίζουν τα άτομα αυτά από την αναπηρία τους και την εξέλιξή της.

25. Περαιτέρω, η χορήγηση του επιδόματος του άρθρου 54 του Κώδικα Συντάξεων, αποτελεί οικονομική παροχή, η οποία είναι παρακολουθηματική της σύνταξης (βλ. παρ. 13). Τυχόν χορήγηση ολόκληρου του επιδόματος αυτού ή άλλης οικονομικής ενίσχυσης από οποιαδήποτε πηγή της ημεδαπής ή της αλλοδαπής και του εξωϊδρυματικού επιδόματος σωρευτικά στους συνταξιούχους ασφαλισμένους του Δημοσίου και μάλιστα χωρίς να συνεκτιμηθεί το ύψος της οικονομικής ενίσχυσης που λαμβάνει ανά περίπτωση καθένας; ανάπηρος με παραπληγία-τετραπληγία, θα ήταν αντίθετη στην αρχή της ισότητας έναντι των συνταξιούχων ασφαλισμένων των λοιπών Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που δεν λαμβάνουν το επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54.

26. Προκειμένου λοιπόν να μην υπάρχουν ανισότητες μεταξύ των ασφαλισμένων σε επίπεδο ελάχιστης ασφαλιστικής προστασίας, προβλέφθηκε (βλ. παρ. 5.6,17,18) ότι ο τετραπληγικός ή παραπληγικός που λαμβάνει οικονομική ενίσχυση ( άρα και επίδομα του άρθρου 54 του Κώδικα Συντάξεων) μικρότερη από αυτήν που προβλέπει η διάταξη αυτή, δικαιούται να λάβει και το ήμισυ του εξωϊδρυματικού επιδόματος του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 1140/1982.

Απάντηση

27. Με βάση τα προεκτεθέντα στο τεθέν ερώτημα, το Στ' Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδότησε ομόφωνα ότι οι ασφαλισμένοι του Δημοσίου που πάσχουν από παραπληγία-τετραπληγία θα πρέπει να λαμβάνουν το επίδομα του άρθρου 42. παρ. 1 του ν. 1140/1981 μειωμένο κατά το ήμισυ, όταν λαμβάνουν παράλληλα και οικονομική ενίσχυση-επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007, υπό την προϋπόθεση ότι η ενίσχυση αυτή είναι μικρότερη από το εξωϊδρυματικό επίδομα.


ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ

Αθήνα 28-6-2017

Ο Πρόεδρος του Στ' Τμήματος
Ιωάννης-Κωνσταντίνος Χαλκιάς
Αντιπρόεδρος Ν.Σ.Κ.

Ο Εισηγητής
Κωνσταντίνος Ζαμπάρας
Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.

Αριθμ. 0 ΑΤ10/Φ.51020/48217/755 Έγκριση Τροποποίησης Καταστατικού του Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης Επικούρησης Ασφαλιστών και Προσωπικού Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων (ΤΕΑ-ΕΑΠΑΕ)

$
0
0
Αριθμ. 0 ΑΤ10/Φ.51020/48217/755

(ΦΕΚ Β' 3810/30-10-2017)

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 3029/2002 «Μεταρρύθμιση Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης», (ΦΕΚ Α΄ 160/11.07.2002), όπως ισχύει.

2. Τις διατάξεις του π.δ/τος 113/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας», (ΦΕΚ Α΄ 180/29.08.2014).

3. Τις διατάξεις του π.δ/τος 125/2016 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών», (ΦΕΚ Α΄ 210/05.11.2016).

4. Τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της υπουργικής απόφασης αριθμ. οικ. 44549/Δ9.12193 «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Αναστάσιο Πετρόπουλο», (ΦΕΚ Β΄ 2169/09.10.2015).

5. Τις διατάξεις του άρθρου 1 της υπουργικής απόφασης αριθμ. 54051/Δ9.14200/22.11.2016 (ΦΕΚ Β΄3801/ 25.11.2016).

6. Την αρ. οικ.672/13.10.2017 και την αρ. οικ 635/ 26.09.2017 Σύμφωνη Γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.

7. Το αρ. 3445/17.10.2017 και το αρ. 2705/03.08.2017 έγγραφα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

8. Το υπ’ αριθμ. 2616/02.10.2017 συμβολαιογραφικό έγγραφο.

9. Την εκπονηθείσα αναλογιστική μελέτη βιωσιμότητας.

10. Το γεγονός ότι από την Απόφαση αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Την έγκριση τροποποίησης του Καταστατικού του Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης: ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΗΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (ΤΕΑ ΕΑΠΑΕ), το οποίο καταρτίσθηκε με το υπ’ αριθμ. 2616/02.10.2017 συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο συνέταξε και υπέγραψε η Συμβολαιογράφος Αθηνών Κλεοπάτρα-Μαρία Παπαρρηγοπούλου.

ΑΡΙΘΜΟΣ 2616
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΤAMEIOΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΗΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (ΤΕΑ-ΕΑΠΑΕ)

ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ
-------------------------------
Στην Αθήνα σήμερα στις δύο (2) του μηνός Οκτωβρίου του δύο χιλιάδες δέκα επτά (2017) έτους, ημέρα της εβδομάδας Δευτέρα, στον τρίτο όροφο των γραφείων του «ΤAMEIOΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΗΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (ΤΕΑ-ΕΑΠΑΕ)» που βρίσκονται στην οδό Πατησίων αριθμός 48, όπου με κάλεσαν για τη σύνταξη του παρόντος, παρουσιάστηκαν σ’ εμένα τη Συμβολαιογράφο ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ σύζυγο Ιωάννη Αμανατίδη (Α.Φ.Μ. 026510364, Δ.Ο.Υ. Α’ Αθηνών), η οποία κατοικώ στη Βούλα και εδρεύω στην Αθήνα (Αιόλου αρ. 102), oι μη εξαιρούμενoι από το νόμο:

1) ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗΣ του Παναγιώτη και της Αναστασίας, πολιτικός μηχανικός, που γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1965 και κατοικεί κατά δήλωσή του στην Αθήνα, οδός Βησσαρίωνος αριθμός 9, κάτοχος Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας του Τ.Α. Πατησίων με αριθμό ΑΕ 155663, που εκδόθηκε την 5/4/2007, με Α.Φ.Μ. 033489930, Δ.Ο.Υ. Γαλατσίου,

2) ΧΑΤΖΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ του Νικολάου και της Ευαγγελίας, ιδιωτικός υπάλληλος, που γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1957 και κατοικεί κατά δήλωσή του στα Βριλήσσια, οδός Δωδεκανήσου αριθμός 32, κάτοχος Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας του Τ.Α. Βριλησσίων με αριθμό ΑΗ 105066, που εκδόθηκε την 26/8/2008, με Α.Φ.Μ. 027065016, Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου,

3) ΠΕΤΣΑΛΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ του Σταύρου και της Άννας, ιδιωτικός υπάλληλος, που γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1960 και κατοικεί κατά δήλωσή του στο παλαιό Φάληρο, οδός Τσαμαδού αριθμός 13, κάτοχος Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας του Τ.Α. Ομονοίας με αριθμό Χ 696233, που εκδόθηκε την 26/1/2005, με Α.Φ.Μ. 025124990, Δ.Ο.Υ Α Αθηνών,

4) ΚΥΔΩΝΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ του Αρσεν και της Ευγενίας σύζυγος Ιωάννη ΑΝΤΩΝΑΚΗ, ιδιωτικός υπάλληλος, που γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1950 και κατοικεί κατά δήλωσή της στην Αγία Παρασκευή οδός Ξάνθου αριθμός 4, κάτοχος Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας του Τ.Α. Αγίας Παρασκευής με αριθμό ΑΚ 783761, που εκδόθηκε την 11/10/2013, με Α.Φ.Μ. 068079640, Δ.Ο.Υ Αγίας Παρασκευής,

5) ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ του Παναγιώτη και της Ελένης, συνταξιούχος, που γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1955 και κατοικεί κατά δήλωσή του στο Ίλιον οδός Πηλέως αριθμός 3, κάτοχος Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας του Τ.Α. Ιλίου με αριθμό ΑΚ 244271, που εκδόθηκε την 7/2/2012, με Α.Φ.Μ. 020273620, Δ.Ο.Υ Αγίων Αναργύρων,

6) ΚΟΛΑΪΤΗΣ ΣΠΥΡΟΣ του Γεωργίου και της Ευαγγελίας, ασφαλιστικός υπάλληλος, που γεννήθηκε στο Αμαρούσιο το έτος 1977και κατοικεί στο Ν. Κόσμο οδός Αφών Εμμανουήλ αριθμός 7-9, κάτοχος Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας του Τ.Ν. Νέου Κόσμου με αριθμό ΑΙ 057172 που εκδόθηκε την 26/8/2009, με Α.Φ.Μ. 074252906, Δ.Ο.Υ ΤΖ Αθηνών,

7) ΞΗΡΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ του Θεόκλητου και της Δέσποινας, ιδιωτικός υπάλληλος, που γεννήθηκε στο Σίδνεϋ Αυστραλίας το έτος 1967 και κατοικεί κατά δήλωσή του στην Πετρούπολη οδός Μουσών αριθμός 10, κάτοχος Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας του Τ.Α. Πετρούπολης με αριθμό ΑΖ 082347, που εκδόθηκε την 28/9/2007, με Α.Φ.Μ. 037265440, Δ.Ο.Υ Περιστερίου (Β),

8) ΠΟΛΙΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ του Νικολάου και της Ελένης, συνταξιούχος, που γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1951 και κατοικεί στο Χολαργό οδός Αετιδέων, αριθμός 31, κάτοχος Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας του Τ.Α. Χολαργού με αριθμό ΑΙ 415689 που εκδόθηκε την 26/8/2013, με Α.Φ.Μ. 021594474, Δ.Ο.Υ. Χολαργού και

9) ΤΑΒΛΑΡΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ του Σίμου και της Καλλιόπης, ιδιωτικός υπάλληλος, που γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1951 και κατοικεί κατά δήλωσή του στο Παλαιό Φάληρο οδός Μενελάου αριθμός 2-4, κάτοχος Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας του Τ.Α. Αμφιθέας με αριθμό Ρ 536622, που εκδόθηκε την 12/7/1994, με Α.Φ.Μ. 015382307, Δ.Ο.Υ. Παλαιού Φαλήρου, οι οποίοι δήλωσαν ότι ενεργούν στον παρόν με την ιδιότητά τους ο πρώτος ως Πρόεδρος, η τέταρτη ως Αντιπρόεδρος και ο δεύτερος ως Γενικός Γραμματέας και οι υπόλοιποι ως Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του «ΤAMEIOΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΗΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (ΤΕΑ-ΕΑΠΑΕ)», με Αριθμό Φορολογικού Μητρώου 997419018, Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Δ’ Αθηνών, που εδρεύει στην Αθήνα (Πατησίων αριθμός 48) και έχει συσταθεί με το με αριθμό 2071/13-2-2013 συμβόλαιό μου το οποίο δημοσιεύθηκε στο με αριθμό 411/22-2-2013 Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (τ.Β΄) φωτοαντίγραφο του οποίου προσαρτάται στη με αριθμό 2098/17-4-2013 πράξη μου.

Το παραπάνω Διοικητικό Συμβούλιο συγκροτήθηκε σε σώμα την 2/9/2016, σύμφωνα με το προσαρτώμενο στο παρόν απόσπασμα πρακτικών συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου (Αριθ. Συνεδρίασης: 117).

Το παραπάνω αρχικό Καταστατικό του ΤΕΑΕΑΠΑΕ τροποποιήθηκε με το με αριθμό 2285/ 17-6-2015 πράξη μου που εγκρίθηκε με την με αριθμ. Φ.51020/34253/383/1.10.2015 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και δημοσιεύθηκε νόμιμα στο ΦΕΚ Β 2152 αντίγραφα των οποίων προσαρτώνται στο παρόν.

Το καταστατικό του εν λόγω Ταμείου δεν τροποποιήθηκε κατ’ άλλον τρόπο μέχρι σήμερα, το δε ταμείο δεν έχει λυθεί και δεν τελεί υπό εκκαθάριση ούτε έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως ή αναγκαστικής διαχειρίσεως κατά ρητή δήλωση των εδώ εμφανισθέντων. Οι άνω εμφανισθέντες και υπό τις εκτεθείσες ιδιότητές τους και σύμφωνα με το καταστατικό αυτού ζήτησαν τη σύνταξη του παρόντος, με το οποίο δήλωσαν ότι δυνάμει των α) από 29 Ιανουαρίου 2015 (αριθμός πρακτικού 36),

β) από 4 Φεβρουαρίου 2015 (αριθμός πρακτικού 37),

γ) 24 Φεβρουαρίου 2015 (αριθμός πρακτικού 40),

δ) 12 Μαρτίου 2015 (αριθμός πρακτικού 42),

ε) από 25 Ιανουαρίου 2017 (αριθμός πρακτικού 141),

στ) από 15 Φεβρουαρίου 2017 (αριθμός πρακτικού 144) και

ζ) από 22 Ιουνίου 2017 (αριθμός πρακτικού 162) αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του παραπάνω Ταμείου, που εγκρίθηκαν δυνάμει των α) από 17 Σεπτεμβρίου 2015, β) από 30 Μαρτίου 2015, γ) από 28 Ιουνίου 2016, δ) από 2 Φεβρουαρίου 2017, ε) από 13 Μαρτίου 2017 και στ) από 29 Ιουνίου 2017, αποφάσεων του Γενικού Συμβουλίου του άνω Ταμείου προτάθηκαν και ψηφίστηκαν τροποποιήσεις άρθρων του καταστατικού του Ταμείου. Οι αποφάσεις των Συνεδριάσεων αυτών καταχωρίστηκαν στα πρακτικά Διοικητικών και Γενικών Συμβουλίων αντίστοιχα, επίσημα αντίγραφα των οποίων προσαρτώνται στην παρούσα. Με βάση τις αποφάσεις αυτές, όπως διορθώθηκαν και συμπληρώθηκαν σύμφωνα με τις υποδείξεις του Υπουργείου Απασχόλησης, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στα θέματα της αρμοδιότητάς τους, το Ταμείο τροποποιεί το καταστατικό του. Οι τροποποιήσεις αυτές έχουν εγκριθεί με την με αριθμ. ΑΤ 10/Φ 51020/591 από 27/9/2017 έγκριση της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων (αυτο. Τμήμα Επαγγελματικής Ασφάλισης), με την με αριθμ. 2705/3-8-2017 επιστολή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και την με αριθμ. 635/26.9.2017 σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής αντίγραφα των οποίων προσαρτώνται στο παρόν.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα παραπάνω: Τροποποιείται το άρθρο 2 του καταστατικού του Ταμείου.

1. Σκοπός του Ταμείου είναι:

1.1 H υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση των αναφερόμενων στο άρθρο 3 του παρόντος προσώπων κατά των κινδύνων της αναπηρίας και του γήρατος και των μελών της οικογένειάς τους στην περίπτωση θανάτου του προστάτη ασφαλισμένου ή συνταξιούχου και προς τον σκοπό αυτό συνιστάται στο ταμείο κλάδος επικουρικής σύνταξης.

1.2. Η παροχή παιδικών κατασκηνώσεων και προς τον σκοπό αυτό συνιστάται κλάδος πρόνοιας.

2. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου που λαμβάνεται με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του, το Ταμείο μπορεί να ιδρύσει και άλλους κλάδους ασφαλιστικής προστασίας.

3. Κάθε κλάδος έχει οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια.

Tο άρθρο 3 παρ. 1.2.ε αντικαθίσταται ως εξής:

1.2.ε. Στους ασφαλιστικούς πράκτορες, στις εταιρείες ασφαλιστικής πρακτόρευσης, στους μεσίτες ασφαλίσεων, στις εταιρείες μεσιτείας ασφαλίσεων, στους ασφαλιστικούς συμβούλους, στους συντονιστές ασφαλιστικών συμβούλων, στους πραγματογνώμονες που διενεργούν εκτιμήσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και στους νομίμους αντιπροσώπους αλλοδαπών ασφαλιστικών εταιρειών.
To άρθρο 3.2.5. αντικαθίσταται ως εξής:

2.5. Οι μη έμμισθοι ασφαλισμένοι για την υπαγωγή τους στην ασφάλιση του Ταμείου υποβάλλουν τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό Παροχών.

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται ως εξής:

Η ιδιότητα του ασφαλισμένου χάνεται στις περιπτώσεις: παραίτησης, απόλυσης ή συνταξιοδότησης. Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος μετά την τυχόν απώλεια της ιδιότητας του ασφαλισμένου έχει δικαίωμα προαιρετικής ασφάλισης και ασφαλισθεί προαιρετικά, η ιδιότητα του ασφαλισμένου διατηρείται.

Το άρθρο 6 παρ.3 εδ. IV αντικαθίσταται ως εξής:

IV. Οι εργοδότες υποχρεούνται προς εξακρίβωση των εισφορών που οφείλουν προς το Ταμείο να επιτρέπουν σε εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους του Ταμείου (στους οποίους περιλαμβάνονται και ορκωτοί ελεγκτές) την εξέταση των μισθοδοτικών καταστάσεων, των οικονομικών τους στοιχείων (ισολογισμοί, κ.λπ.), τη χορήγηση αντιγράφων των στοιχείων αυτών προς το Ταμείο καθώς και την επιτόπιο έρευνα προς διαπίστωση της συμμόρφωσης με την υποχρέωση τους για καταβολή εισφορών. Επίσης υποχρεούνται να παρέχουν κάθε πληροφορία που μπορεί να καταστήσει ευχερή και αποτελεσματική την άσκηση του ελέγχου και την εξασφάλιση της καλής εφαρμογής του παρόντος καταστατικού των αποφάσεων της Διοίκησης του Ταμείου και των Κανονισμών που εκδίδονται σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία και το παρόν. Εάν ο εργοδότης δεν συμμορφώνεται σε όσα ορίζονται στην παρούσα παράγραφο οι εισφορές καθορίζονται με βάση τα πλέον πρόσφορα πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία (ιδίως με βάση τις μισθοδοτικές καταστάσεις, τα οικονομικά στοιχεία που τηρεί ο εργοδότης, τα στοιχεία που αφορούν στην ασφαλιστική παραγωγή, στοιχεία που προκύπτουν από διασταυρώσεις με φορείς κοινωνικής ασφάλισης, την ΗΔΙΚΑ, το ΣΕΠΕ και άλλες δημόσιες αρχές, κ.λπ.) κατά την κρίση της Διοίκησης του Ταμείου. Στην περίπτωση αυτή το Ταμείο καλεί με εξώδικη δήλωση κοινοποιούμενη με δικαστικό επιμελητή τον εργοδότη να προσκομίσει τα στοιχεία και να δώσει εξηγήσεις εντός προθεσμίας τουλάχιστον 5 εργασίμων ημερών από την επίδοση της πρόσκλησης. Η απόφαση του ελέγχου κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή στον εργοδότη. Με τον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας ρυθμίζονται τα αναγκαία θέματα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται και σε ελέγχους που δεν έχουν ολοκληρωθεί.

Το άρθρο 8 παρ.1, όπως είχε τροποποιηθεί με το ν. 4254/2014, αντικαθίσταται ως εξής:

Άρθρο 8
Πόροι του Ταμείου

Πόροι του Ταμείου είναι οι εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων, οι εισφορές αναγνώρισης γάμου, οι εισφορές όσων συνεχίζουν προαιρετικά την ασφάλιση, κάθε είδους πρόσοδοι της περιουσίας του Ταμείου, χαριστικές ή μη καταβολές προς το Ταμείο και εν γένει κάθε άλλο νόμιμο έσοδο.

Οι εισφορές (εργοδοτικές και εργαζομένων) επί των αποδοχών έμμισθων ασφαλισμένων καταβάλλονται για αποδοχές 14 μηνών κατ’ έτος, ενώ οι εισφορές των μη έμμισθων καταβάλλονται για αποδοχές 12 μηνών κατ’ έτος. Αναλυτικότερα:

1. Οι εισφορές των εργοδοτών, όπως παρακάτω προσδιορίζονται:

1.1. Οι εισφορές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε τρίτη χώρα που λειτουργούν στην Ελλάδα, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε κράτος-μέλος της Ε.Ε. που λειτουργούν στην Ελλάδα είτε με υποκατάστημα είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς επίσης και οι εισφορές των οργανισμών δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή κοινωφελούς χαρακτήρα, οι οποίοι ασκούν δυνάμει ειδικών νόμων ή διατάξεων νόμων ή καταστατικών διατάξεων ιδιωτική επιχείρηση ασφάλισης ή αντασφάλισης ή απλώς ιδιωτική ασφάλιση καθορίζονται ως εξής:

1.1.1. Οι εισφορές των προαναφερόμενων εργοδοτών για το σύνολο των εργαζομένων, οι οποίοι υπάγονται υποχρεωτικά στο Ταμείο, υπολογίζονται από 1.1.2016 επί διπλής βάσης ως ακολούθως:

α. 6% επί της μισθοδοσίας κάθε εργαζόμενου, με όριο ανωτάτου μηνιαίου μισθού το ποσό των 1.750€,

β. ποσοστό επί της παραγωγής ασφαλίστρων για κάθε ασφαλιστικό κλάδο τον οποίο ασκούν και συγκεκριμένα: β.1. Το ισόποσο του 0,8% επί των ασφαλίστρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων των κλάδων πυρός, ατυχημάτων εν γένει και αυτοκινήτων. Στο βασικό κλάδο
«ατυχημάτων εν γένει» περιλαμβάνονται τα εργατικά ατυχήματα, τα προσωπικά ατυχήματα, η γενική αστική ευθύνη, η εμπιστοσύνη υπαλλήλων, η θραύση κρυστάλλων, η ληστεία και η ευθύνη εργολάβων.

β.2. Το ισόποσο του 0,4% επί των ασφαλίστρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων των κλάδων Μεταφορών, Θαλάσσης, Ευθύνης, Αποζημιώσεως χαλάζης, κλοπής, κτηνών, πίστεως, θραύσεως, μηχανών πλοίων και αεροσκαφών, νομικής προστασίας και ειδικών κινδύνων.
β.3. Το ισόποσο του δύο επί τοις εκατό (2%) επί των ασφαλίστρων του πρώτου μόνο έτους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής και κεφαλαιοποίησης και πρόσθετων καλύψεων επί του αυτού ασφαλιστηρίου καθοριζομένου ανωτάτου ορίου ασφαλίστρων για τον υπολογισμό του εν λόγω ποσοστού ίσου προς έξι επί τοις εκατό (6%) επί του ασφαλιζομένου κεφαλαίου.

β.4. Το ισόποσο του 0,1% της παραγωγής των ασφαλιστηρίων συμβολαίων κλάδων ασφαλίσεων ζωής για το ποσό των ασφαλίστρων που είναι συνδεδεμένα με επενδύσεις, είτε αφορούν συμβόλαια συνδεδεμένα με επενδύσεις (unit-linked) είτε συμβόλαια του κλάδου διαχείρισης συλλογικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ή οργανισμών (DAF).

β.5. Το ισόποσο του 0,4% επί των ασφαλίστρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων παντός κλάδου μη κατονομαζομένου στα εδάφια β.1. έως β.4.

1.1.2. Για τον προσδιορισμό της εργοδοτικής εισφοράς όσον αφορά τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε τρίτη χώρα που λειτουργούν στην Ελλάδα καθώς και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε κράτος – μέλος της Ε.Ε. που λειτουργούν με υποκατάστημα στην Ελλάδα καθώς επίσης και οι εισφορές των οργανισμών δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή κοινωφελούς χαρακτήρα, οι οποίοι ασκούν δυνάμει ειδικών νόμων ή διατάξεων νόμων ή καταστατικών διατάξεων ιδιωτική επιχείρηση ασφάλισης ή αντασφάλισης ή απλώς ιδιωτική ασφάλιση ισχύουν επιπλέον τα ακόλουθα:

Το συνολικό ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό των εισφορών των ως άνω ασφαλιστικών επιχειρήσεων επί των δύο βάσεων που αναφέρονται στα παραπάνω δύο εδάφια α και β της παρ. 1.1.1. του παρόντος άρθρου, αθροίζεται και διαιρείται δια του ποσού της συνολικής ετήσιας μισθοδοσίας των εργαζομένων αυτών των επιχειρήσεων, οι οποίοι υπάγονται υποχρεωτικά στο Ταμείο. Το ποσοστό που προκύπτει, ως ποσοστό επί της συνολικής μισθοδοσίας των ως άνω ασφαλιστικών επιχειρήσεων, όπως προηγουμένως προσδιορίζεται, (ενιαίο ποσοστό) χρησιμοποιείται προκειμένου να υπολογίζει καθεμία από αυτές τις εργοδοτικές επιχειρήσεις τις εισφορές που οφείλει υπέρ του ΤΕΑ-ΕΑΠΑΕ. Οι ετήσιες εισφορές καθεμίας ασφαλιστικής επιχείρησης ισούνται με το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του ενιαίου ποσοστού επί της συνολικής ετήσιας μισθοδοσίας των εργαζομένων της, οι οποίοι υπάγονται υποχρεωτικά στο Ταμείο.

Η τιμή του παραπάνω ποσοστού δεν μπορεί να υπερβαίνει τα παρακάτω όρια:

1. Για τα έτη 2016-2020 την τιμή του 12%.

2. Για τα έτη 2021-2025 την τιμή του 11%.

3. Για τα έτη 2026 και μετά την τιμή του 8%.

Οι εκπρόσωποι των εργοδοτών και των εργαζομένων διατηρούν το δικαίωμα να θέσουν σε επαναδιαπραγμάτευση την τιμή του 8% για την περίοδο από 1.1.2026 και μετά ανάλογα με τις τότε συνθήκες. Η αλλαγή του ποσοστού θα γίνει με κοινή συμφωνία εργοδοτών και εργαζομένων.

1.1.3 Ο υπολογισμός των εισφορών των εργοδοτών, όπως αναλύεται στα παραπάνω εδάφια α και β της παρ. 1.1.1. του παρόντος άρθρου γίνεται από το Ταμείο σε ετήσια βάση με στοιχεία μισθοδοσίας και παραγωγής του έτους για το οποίο καταβάλλονται.

Ο τρόπος υπολογισμού των μηνιαίων καταβολών και της τελικής ετήσιας οφειλόμενης εργοδοτικής εισφοράς περιγράφεται στο άρθρο 10 του παρόντος.

1.1.4. Η σύμφωνα με τα εδάφια της παραγράφου 1.1. του παρόντος άρθρου οριζόμενη, εργοδοτική εισφορά, δεν δύναται να είναι μικρότερη από αυτήν των έμμισθων εργαζομένων.

1.2. Η ποσοστιαία εργοδοτική εισφορά των ημεδαπών ασφαλιστικών εταιρειών που διατηρούν υποκαταστήματα ή πρακτορεία στην αλλοδαπή ορίζεται ίση με 6% επί του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών των υπαλλήλων τους που έχουν την ελληνική ιθαγένεια και υπηρετούν στα υποκαταστήματα ή πρακτορεία αυτών στην αλλοδαπή, εφόσον έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση μέχρι την 31.12.1992 (παλαιοί ασφαλισμένοι). Οι εταιρείες αυτές απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής ποσοστιαίας επί των ασφαλίστρων εργοδοτικής εισφοράς επί της ασφαλιστικής παραγωγής τους την οποία πραγματοποιούν στα Υποκαταστήματα ή Πρακτορεία τους στην αλλοδαπή.

1.3. Η εργοδοτική εισφορά των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα ορίζεται ίση με 6% των μηνιαίων αποδοχών των εμμίσθων υπαλλήλων αυτών που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση μέχρι την 31.12.1992 (παλαιοί ασφαλισμένοι).

1.4. Η εργοδοτική εισφορά των υπαλλήλων ασφαλιστικών πρακτόρων, ασφαλιστικών συμβούλων, μεσιτών ασφαλίσεων, συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων και πραγματογνωμόνων ορίζεται ίση με 4% των μηνιαίων αποδοχών των έμμισθων υπαλλήλων τους που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση μέχρι την 31.12.1992 (παλαιοί ασφαλισμένοι).

1.5. Η εργοδοτική εισφορά, των υπό 1.2, 1.3 και 1.4 εργοδοτών, για τους νέους ασφαλισμένους (μετά την 1.1.1993) αντιστοιχεί στο 3% επί των πάσης φύσεως αποδοχών τους, χωρίς αυτές να υπερβαίνουν το ποσόν των 5.860,80 ευρώ. Το ποσό αυτό αναπροσαρμόζεται με απόφαση του ΔΣ του Ταμείου με βάση αναλογιστική μελέτη και κατόπιν σύμφωνης γνώμης της ΕΑΑ.

2. Μηνιαία εισφορά των ασφαλισμένων που έχει ως εξής:

2.1. Μηνιαία εισφορά του έμμισθου παλαιού ασφαλισμένου (έως την 31.12.1992) ίση με το 4% επί των πάσης φύσεως αποδοχών υπό τον περιορισμό του ανωτάτου ορίου (πλαφόν),όπως αυτό περιγράφεται στο άρθρο 9 παρ. Α.1.

2.2. Μηνιαία εισφορά του έμμισθου νέου ασφαλισμένου (μετά την 1.1.1993) ίση με 3% επί των πάσης φύσεως αποδοχών του, χωρίς αυτές να υπερβαίνουν το ποσόν των 5.860,80 ευρώ. Το ποσό αυτό αναπροσαρμόζεται με απόφαση του ΔΣ του Ταμείου με βάση αναλογιστική μελέτη και κατόπιν σύμφωνης γνώμης της ΕΑΑ.

2.3. Μηνιαία εισφορά του μη έμμισθου παλαιού ασφαλισμένου (έως την 31.12.1992) ίση με 6% επί του μέσου όρου των μηνιαίων ακαθάριστων εσόδων της τελευταίας διετίας, υπό τον περιορισμό του ανωτάτου ορίου (πλαφόν) που αναλύεται στο άρθρο 9 παρ. Α 1 του παρόντος.

Μετά τη συμπλήρωση της διετίας και ανά διετία με απόφαση του Ταμείου σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα από τον ασφαλισμένο στοιχεία καθορίζεται το ποσό επί του οποίου υπολογίζονται οι εισφορές της επόμενης διετίας.

2.4. Μηνιαία εισφορά του μη έμμισθου νέου ασφαλισμένου (μετά την 1.1.1993) ίση με 6% επί των ασφαλιστικών κατηγοριών του παρακάτω Πίνακα.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ Ποσό σε ΕΥΡΩ Εισφορά σε ΕΥΡΩ
693,35 41,60
852,63 51,16
1.010,86 60,65
1.168,60 70,12
1.319,65 79,18
1.435,66 86,14
1.547,81 92,87
1.659,99 99,60
1.772,15 106,33
10η 1.884,34 113,06
11η 1.996,51 119,79
12η 2.108,67 126,52
13η 2.220,85 133,25
14η 2.333,02 139,98


Ο υπολογισμός γίνεται επί της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας και ο ασφαλισμένος δικαιούται να επιλέξει υψηλότερη.

3. Εισφορά όσων συνεχίζουν προαιρετικά την ασφάλιση και αναλυτικά:

3.1. Όσοι νέοι ασφαλισμένοι συνεχίζουν προαιρετικά την ασφάλισή τους στο Ταμείο καταβάλλουν κατά μήνα εισφορά ύψους 6% οι μεν έμμισθοι επί του μέσου όρου του μισθού του τελευταίου έτους πριν από τη διακοπή της υποχρεωτικής τους ασφάλισης, οι δε μη έμμισθοι 6% επί του ποσού της ασφαλιστικής κατηγορίας επί της οποίας κατέβαλε ασφαλιστικές εισφορές ο ασφαλισμένος κατά την διακοπή της ασφάλισης..

3.2 Όσοι παλαιοί ασφαλισμένοι συνεχίζουν προαιρετικά την ασφάλισή τους στο Ταμείο καταβάλλουν οι μεν έμμισθοι εισφορά ύψους 8% επί των αποδοχών τους κατά την ημερομηνία διακοπής της ασφάλισης, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να υπολείπονται από τις εισφορές που καθορίζονται με την οικεία ΣΣΕ με τα αυτά προσόντα και έτη υπηρεσίας ούτε να υπερβαίνουν το ανώτατο όριο (πλαφόν) όπως αναλύεται στο άρθρο 9 παρ. Α 1 του παρόντος, οι δε μη έμμισθοι καταβάλλουν το 6% επί του ποσού επί του οποίου υπολογίζεται η ασφαλιστική εισφορά κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Οι εισφορές αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τη μεταβολή του οριζόμενου ανωτάτου ορίου αποδοχών για τον υπολογισμό των εισφορών.

4. Η εισφορά αναγνώρισης γάμου/συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης, η οποία είναι ίση με την κράτηση των τακτικών αποδοχών ενός μηνός κάθε έγγαμου ασφαλισμένου, κατά την ημερομηνία δήλωσης του γάμου/ συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης στο Ταμείο, με τους περιορισμούς του άρθρο 9 παρ. Α του παρόντος. Προκειμένου περί μη έμμισθου ασφαλισμένου η κράτηση είναι ίση με το ποσό της κλάσης στην οποία υπάγεται, κατά την ημερομηνία δήλωσης του γάμου/συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης στο Ταμείο. Εφόσον και ο σύζυγος και η σύζυγος ή οι συμβαλλόμενοι στο σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης τυγχάνουν ασφαλισμένοι του Ταμείου, η ως άνω εισφορά καταβάλλεται εξ ημισείας από τον καθένα από αυτούς, με βάση τις μεγαλύτερες τακτικές αποδοχές, του ή της συζύγου. Στην περίπτωση επόμενου γάμου/συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης παρακρατείται το μισό της εισφοράς. Η εισφορά αναγνώρισης γάμου καταβάλλεται είτε εφάπαξ είτε σε 50 ισόποσες δόσεις.

5. Κάθε είδους πρόσοδοι της περιουσίας του Ταμείου 6 Κάθε είδους χαριστικές ή μη καταβολές προς το Ταμείο.

7. Κάθε άλλο νόμιμο έσοδο, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η καταβολή πρόσθετων εργοδοτικών εισφορών.

Στο άρθρο 9 αναδιατυπώνεται η παρ. 2 ως κατωτέρω Β. Των μη έμμισθων
……….

2. Για τον υπολογισμό των μηνιαίων εισφορών των μη έμμισθων νέων ασφαλισμένων (μετά την 1.1.1993) λαμβάνονται υπόψη οι ασφαλιστικές κατηγορίες του άρθρoυ 8 παρ. 2.4. Τα ποσά αυτά μπορεί να αναπροσαρμόζονται με απόφαση του ΔΣ μετά από αναλογιστική μελέτη και τη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής. Ο υπολογισμός γίνεται επί της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας και ο ασφαλισμένος δικαιούται να επιλέξει την υψηλότερη.

Το άρθρο 10 παρ.1 αντικαθίσταται ως εξής:

Άρθρο 10
Καταβολή των εργοδοτικών εισφορών και των εισφορών των εμμίσθων

1. Το προϊόν εκάστου μηνός των υπό το άρθρο 8 του παρόντος καταστατικού οριζομένων εργοδοτικών εισφορών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων της παρ. 1.1 του ιδίου άρθρου καταβάλλεται στο Ταμείο ως εξής:

1.1. Η προσδιοριζόμενη στο άρθρο 8 παρ. 1.1.1. εδ. α (6% επί της μισθοδοσίας με όριο ανώτατου μηνιαίου μισθού το ποσό των € 1.750) καταβάλλεται, μαζί με την εργατική εισφορά, μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα, από τον μήνα επί της μισθοδοσίας του οποίου υπολογίζεται.

1.2. Η προσδιοριζόμενη στο άρθρο 8 παρ. 1.1.1. εδ. β εισφορά επί παραγωγής καταβάλλεται το αργότερο εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη λήξη εκάστου μηνός από τις ως άνω επιχειρήσεις και οργανισμούς. Οι παραπάνω επιχειρήσεις και οργανισμοί υποβάλλουν στο Ταμείο, το αργότερο εντός σαράντα (40) ημερών από τη λήξη κάθε μήνα, κατάσταση που περιέχει τα ασφάλιστρα και αντασφάλιστρα (εσωτερικού/εξωτερικού), που πραγματοποιήθηκαν μέσα στο μήνα, καθαρά από τις εν τω μεταξύ ακυρώσεις, ξεχωριστά κατά κλάδο ασφάλισης (σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1.1.1. του παρόντος).

2. Ειδικότερα για τους εργοδότες που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1.1.2 ισχύουν τα ακόλουθα:

2.1 Οι υπόχρεοι εργοδότες αποστέλλουν μέχρι το τέλος Ιανουαρίου κάθε έτους τα συνολικά ετήσια στοιχεία μισθοδοσίας και παραγωγής του προηγούμενου έτους σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1.1.1. του παρόντος. Το Ταμείο υπολογίζει βάσει αυτών των στοιχείων και σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1.1.2 του παρόντος, το ποσοστό επί της ετήσιας συνολικής μισθοδοσίας των υπαγόμενων στο Ταμείο εργαζομένων, το οποίο χρησιμοποιείται για τον προκαταρκτικό υπολογισμό των εργοδοτικών εισφορών τρέχοντος έτους, τις οποίες οφείλουν να καταβάλουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παρ. 1.1.2 του παρόντος.

Επίσης, κάθε μήνα αποστέλλουν τα στοιχεία της συνολικής μισθοδοσίας του προηγούμενου μήνα, των υπαγομένων στην ασφάλιση του Ταμείου εργαζομένων. Η συνολική μισθοδοσία αποτελείται από τις μικτές τακτικές και έκτακτες αμοιβές.

Για τον υπολογισμό των εργοδοτικών εισφορών τρέχοντος έτους αφαιρούνται έξι (6) μονάδες από το ποσοστό που έχει υπολογίσει το Ταμείο σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο και το υπόλοιπο ποσοστό πολλαπλασιάζεται επί τη συνολική μηνιαία μισθοδοσία των υπαγομένων στο Ταμείο εργαζομένων κάθε ασφαλιστικής επιχείρησης. Το ποσό που προκύπτει από αυτόν τον υπολογισμό καταβάλλεται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα, μαζί με το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του εδ. α του άρθρου 8 παρ.
1.1.1. του παρόντος.

2.2 Οι υπόχρεοι εργοδότες υποβάλλουν στο Ταμείο τα τριμηνιαία και ετήσια στοιχεία παραγωγής, από τις καταστάσεις που υποβάλλουν στην αρμόδια εποπτική αρχή των ασφαλιστικών εταιριών. Η υποβολή αυτών προς το Ταμείο γίνεται ταυτόχρονα με την υποβολή αυτών στην αρμόδια εποπτική αρχή. Επιπλέον και στους ίδιους χρόνους υποβάλλουν αναλυτικά στοιχεία παραγωγής για όλους τους κλάδους, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.1.1.1. Το Ταμείο, άμεσα μετά την λήψη των παραπάνω στοιχείων, υπολογίζει βάσει των στοιχείων, παραγωγής και μισθοδοσίας, το τελικό ενιαίο ποσοστό σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παρ. 1.1.2 του παρόντος. Με βάση αυτό οριστικοποιεί τις οφειλόμενες εργοδοτικές εισφορές του προηγούμενου έτους σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8 του παρόντος. Εφόσον το ποσό των οφειλομένων, για το προηγούμενο έτος, εργοδοτικών εισφορών είναι μεγαλύτερο αυτού που έχουν ήδη καταβάλει οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τότε καταβάλλουν τη διαφορά εντός ενός μηνός από τη σχετική ειδοποίηση του Ταμείου. Εάν είναι μικρότερο, το Ταμείο επιστρέφει εντός μηνός το επιπλέον ποσό στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

2.3 Στην περίπτωση που εργοδότης ή εργοδότες δεν αποστέλλουν ή καθυστερούν να αποστείλουν τα απαραίτητα στοιχεία παραγωγής και μισθοδοσίας, το Ταμείο δικαιούται να ζητήσει από την Εποπτική Αρχή τα στοιχεία παραγωγής και παράλληλα να προβεί σε έλεγχο στην/ ις εταιρία/ες, ασκώντας τα νόμιμα δικαιώματά του. Επιπλέον, το Ταμείο υπολογίζει το προσδιοριζόμενο στο άρθρο 8 παρ. 1.1.2 ενιαίο ποσοστό με βάση τα στοιχεία που διαθέτει από τους εργοδότες που έχουν αποστείλει τα απαραίτητα στοιχεία και εφαρμόζει αυτό το ενιαίο ποσοστό που έχει προκύψει και για την/τις εταιρία/ες που δεν έχει/ουν αποστείλει εγκαίρως ή καθόλου στοιχεία. Εφόσον αποσταλούν εκ των υστέρων τα στοιχεία αυτά, το εν λόγω ποσοστό επαναπροσδιορίζεται το αργότερο εντός πενταετίας κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης στις αρχές του επομένου έτους.

3. Διευκρινίζεται ότι τα υποβαλλόμενα από τις εργοδότριες εταιρίες στοιχεία παραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1.1.1. περιλαμβάνουν ανάλυση των στοιχείων παραγωγής κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το Ταμείο να ελέγχει την ορθή εφαρμογή των διαφορετικών συντελεστών υπολογισμού των εργοδοτικών εισφορών ανά κατηγορία ασφαλίστρων.

Το άρθρο 10 παρ. 6 αντικαθίσταται ως εξής:

6. Οι εργοδότες υποχρεούνται να παρέχουν αμέσως στο Ταμείο κάθε πληροφορία που τους ζητείται από το Ταμείο προκειμένου να είναι ευχερής και αποτελεσματικός ο έλεγχος του Ταμείου όσον αφορά στην υπαγωγή στην ασφάλιση, στην κανονική πληρωμή των εισφορών και συνεισφορών. Στην περίπτωση άρνησής τους ή καθυστέρησης της συμμόρφωσής τους εφαρμόζονται τα αναφερόμενα στο άρθρο 6 παρ. 3 περ. ΙV του παρόντος Στο τέλος του άρθρου 14 προστίθεται εδάφιο 5 ως εξής:
«Σε περίπτωση που κενωθεί στη διάρκεια της θητείας του Δ.Σ. θέση αξιωματούχου, η κενή θέση συμπληρώνεται με την ίδια ως άνω διαδικασία».

Το άρθρο 16 παρ. 3.2 αντικαθίσταται ως εξής:

Άρθρο 16
[Προστίθεται δεύτερο εδάφιο στο τέλος της παρ. 3.2]

3.2 Καθορίζει την επενδυτική πολιτική για τα κεφάλαια του Ταμείου, σύμφωνα με τις διατάξεις της υπουργικής απόφασης 51010/ΟΙΚ1893-15/23-1-2015 (ΦΕΚ 178 Β΄), αποφασίζει για τον Κανονισμό Επενδύσεων του Ταμείου και φροντίζει για την τήρησή του καθώς και για την σύσταση Επενδυτικής Επιτροπής που θα απαρτίζεται από εξειδικευμένους έμπειρους επαγγελματίες στον τομέα των επενδύσεων, η οποία έχει όλες τις αρμοδιότητες που προβλέπει η παραπάνω υπουργική απόφαση. Για αποφάσεις που αφορούν μη συνήθεις επενδύσεις, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό Επενδύσεων του ταμείου, και για τον καθορισμό της έννοιας των μη συνήθων επενδύσεων απαιτείται η θετική ψήφος των εκπροσώπων της ΕΑΕΕ. Κατ’ εξαίρεση δεν απαιτείται η θετική ψήφος των εκπροσώπων της ΕΑΕΕ για τις αποφάσεις που αφορούν στη συμμετοχή του Ταμείου στη Συνεταιριστική Τράπεζα Ηπείρου.
Στο άρθρο 16 παρ. 3.2. στο τέλος προστίθεται η φράση «Οι αποφάσεις αυτές κοινοποιούνται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς».
Στο άρθρο 16 παρ. 3.3. Μετά τη λέξη ορίζει προστίθενται οι λέξεις «και παύει» και προστίθεται στο τέλος η φράση.» Οι αποφάσεις αυτές κοινοποιούνται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή».
Στο άρθρο 16 παρ. 3.4. προστίθεται στο τέλος η φράση «Οι αποφάσεις αυτές κοινοποιούνται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς».
Στο άρθρο 16 παρ. 3.5. προστίθεται στο τέλος η φράση «μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής».
Στο άρθρο 16 παρ. 3.11. προστίθεται στο τέλος η φράση «την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία»
Στο άρθρο 16 παρ. 3.14 προστίθεται στο τέλος η φράση μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
Στο άρθρο 16 παρ. 3.23 ο αριθμός 20 αντικαθίσταται από τον αριθμό «15 παρ. 9»
Στο άρθρο 16 παρ. 3.31 ο αριθμός 39 αντικαθίσταται από τον αριθμό 40.
Στο άρθρο 16 παρ. 3.32 ο αριθμός 40 αντικαθίσταται από τον αριθμό 41.
Στο άρθρο 16 παρ. 3.33 ο αριθμός 41 αντικαθίσταται από τον αριθμό 42.
Στο άρθρο 18 παρ. 2 διαγράφονται οι λέξεις: «Συνυπογράφει ….μέχρι …..Ταμείου».
Στο άρθρο 19 παρ. 1 α μετά τις λέξεις «οποιοδήποτε συναφές προς τα προηγούμενα αδίκημα προστίθενται οι λέξεις: «και για παράβαση ασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας».
Στο άρθρο 20 παρ. 2 oι λέξεις «εντός διμήνου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «εντός εξαμήνου».
Στην παρ.4 ο αριθμός 38 αντικαθίσταται από τον αριθμό 39
Στo άρθρο 21 μετά τις λέξεις «…στη λειτουργία του Ταμείου» προστίθενται οι λέξεις: «Τα καθήκοντα του Διευθυντή και του Διευθύνοντα Συμβούλου μπορούν να ασκούνται από ένα πρόσωπο».

To άρθρο 22 στοιχείο Α και Β αναδιατυπώνεται ως εξής:

ΑΡΘΡΟ 22
Προϋποθέσεις θεμελίωσης δικαιώματος συνταξιοδότησης

Οι ασφαλισμένοι στο Ταμείο δικαιούνται να συνταξιοδοτηθούν, εφόσον θεμελιώνουν αντίστοιχο δικαίωμα συνταξιοδότησης στον φορέα κύριας ασφάλισής τους για την αυτή αιτία και έχουν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις ηλικίας και χρόνου ασφάλισης που προβλέπει η νομοθεσία αυτού. Ειδικότερα:

Α. Συνταξιοδότηση λόγω γήρατος

1. Οι ασφαλισμένοι του Ταμείου δικαιούνται πλήρη σύνταξη λόγω γήρατος, εφόσον συνταξιοδοτηθούν από τον φορέα κύριας ασφάλισης, έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 4.500 ημέρες ασφάλισης (ΗΑ) στο Ταμείο ή σε οποιοδήποτε φορέα υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης και έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας για πλήρη σύνταξη στον φορέα κύριας ασφάλισης, εκτός αν ο οργανισμός κύριας ασφάλισης χορηγεί τη σύνταξη άνευ ορίου ηλικίας ή με μειωμένο όριο ηλικίας ή ο ασφαλισμένος έχει θεμελιώσει το δικαίωμα στην κύρια σύνταξη με τις προϋποθέσεις που ίσχυαν μέχρι την 31.12.2012. Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος έχει λάβει μειωμένη σύνταξη από τον φορέα κύριας ασφάλισης πρέπει να έχει συμπληρώσει το 62ο έτος της ηλικίας του, εκτός αν η κύρια σύνταξη του χορηγήθηκε ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας ή με μειωμένο όριο ηλικίας ή με προϋποθέσεις που ίσχυαν μέχρι την 31.12.2012. Η σύνταξη μειώνεται κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται μέχρι και το όριο ηλικίας για πλήρη σύνταξη.

Για τη χορήγηση μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος απαιτείται ενεργός ασφαλιστικός δεσμός, ο οποίος ορίζεται σε 100 ΗΑ ανά έτος την τελευταία πενταετία πριν από την αίτηση ή πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας που προβλέπεται.

Β. Συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας

Οι ασφαλισμένοι του Ταμείου δικαιούνται σύνταξη λόγω αναπηρίας, εφόσον συνταξιοδοτηθούν από τον φορέα κύριας ασφάλισης λόγω αναπηρίας και υπό τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

1. Από κοινή νόσο

Ο ασφαλισμένος στο Ταμείο μετά τη διακοπή του επαγγέλματος λόγω κοινής νόσου δικαιούται να συνταξιοδοτηθεί λόγω αναπηρίας εάν έγινε ανάπηρος και έχει πραγματοποιήσει 4.500 ΗΑ οποτεδήποτε ή 1500 από τις οποίες οι 600 την τελευταία 5ετία πριν από την επέλευση της αναπηρίας.

2. Από εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική νόσο

Οι ανωτέρω χρονικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας δεν απαιτείται να συντρέχουν αν η αναπηρία επήλθε λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου. Εφόσον όμως η αναπηρία προήλθε από ατύχημα εκτός εργασίας οι χρονικές προϋποθέσεις που ορίζονται για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο μειώνονται στο ήμισυ.

Δεν δικαιούται σύνταξη αναπηρίας ο ασφαλισμένος που κατέστη ανάπηρος από πρόθεση ή διέπραξε κακούργημα (σε σχέση με την αναπηρία του) και αποδεικνύεται η ενοχή του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Το στοιχείο Γ του άρθρου 22 αντικαθίσταται ως εξής:

Γ. Συνταξιοδότηση επιζώντων

Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ταμείου δικαιούνται σύνταξη τα μέλη της οικογένειάς του με την προυπόθεση ότι αυτά συνταξιοδοτούνται για την αιτία αυτή από τον φορέα κύριας κοινωνικής ασφάλισης. Επί θανάτου ασφαλισμένου για τη χορήγηση της σύνταξης απαιτούνται 1500 ημέρες ασφάλισης στο Ταμείο ή σε οργανισμό επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης εκ των οποίων οι 300 κατά την τελευταία πενταετία πριν από το θάνατο.

Το ποσό της σύνταξης των δικαιούχων λόγω θανάτου υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή θα εδικαιούτο ο θανών ασφαλισμένος και επί αναπηρίας αν κατά την ημερομηνία θανάτου του είχε καταστεί ανάπηρος σε ποσοστό 80%, και ορίζεται ως ποσοστό αυτής ως εξής: για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 60% της βασικής σύνταξης για κάθε τέκνο ποσοστό 20% της βασικής σύνταξης.

Το σύνολο των συντάξεων του χήρου ή της χήρας και των τέκνων δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντα, εάν συμβαίνει αυτό η σύνταξη κάθε δικαιοδόχου μειώνεται αναλόγως.

Το άρθρο 25 παρ. 7 αναδιατυπώνεται ως εξής: Η καταβολή της σύνταξης γήρατος:

7.1 Αναστέλλεται εάν ο συνταξιούχος απασχολείται σε εργασία ασφαλιστέα στο Ταμείο.

7.2 Αναστέλλεται εάν ο συνταξιούχος εργάζεται χωρίς τούτο να προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία με παράλληλη απόληψη όλης ή τμήματος της σύνταξής του.

7.3 Διακόπτεται σε όποια ανάλογη περίπτωση διακόπτεται η σύνταξη από τον Κύριο Φορέα Ασφάλισης.

Το άρθρο 25 παρ. 8 αναδιατυπώνεται ως εξής: Η καταβολή της σύνταξης αναπηρίας:

8.1 Αναστέλλεται εφόσον ο συνταξιούχος απασχολείται σε εργασία ασφαλιστέα στο Ταμείο.

8.2 Αναστέλλεται εφόσον ο συνταξιούχος παρέχει οποιαδήποτε άλλη εργασία και κρίνεται ασφαλιστικά ικανός, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

8.3 Διακόπτεται σε όποια ανάλογη περίπτωση διακόπτεται η σύνταξη από τον Κύριο Φορέα Ασφάλισης.

Στο άρθρο 27 παρ. 2.3. στην 1η περίοδο, διαγράφονται οι φράσεις: «για κάθε αναγνωριζόμενο μήνα εισφοράς….. μέχρι …. υποβολής της αίτησης» και αντικαθίστανται με τη φράση: «του αναλογιστικά ισοδύναμου για κάθε αναγνωριζόμενο μήνα ποσού», όπως αυτό καθορίζεται από τον αναλογιστή του Ταμείου και αναδιατυπώνεται ως εξής:

«2.3. Η εξαγορά της αναγνωριζομένης προϋπηρεσίας της παρ. 2.1.1. του παρόντος άρθρου και κάθε άλλου χρόνου στην περίπτωση που δεν ορίζεται διαφορετικά από γενικές διατάξεις, γίνεται με την καταβολή του αναλογιστικού ισοδύναμου για κάθε αναγνωριζόμενο μήνα ποσού, όπως αυτό καθορίζεται με βάση τεχνικό σημείωμα του αναλογιστή του Ταμείου».

Στο άρθρο 28 παρ. 1.2. πρώτη περίπτωση (bullet) προστίθενται οι λέξεις:
«επί των οποίων βεβαιώθηκαν ασφαλιστικές εισφορές».

Στο άρθρο 28 παρ. 1.3. πρώτη περίπτωση (bullet) αντικαθίσταται η λέξη καταβλήθηκαν από τη λέξη «βεβαιώθηκαν».

Στο άρθρο 28 παρ. 1.3. δεύτερη περίπτωση (bullet) αντικαθίσταται η λέξη π.δ. 169/1993 από τις λέξεις «παρόν καταστατικό».

Το άρθρο 28 παρ. 5 προστίθεται δεύτερο εδάφιο στο τέλος της παρ. 5 και αντικαθίσταται ως εξής:

5. Τα ποσά των συντάξεων που προκύπτουν από τις παραπάνω διατάξεις δεν είναι εγγυημένα αλλά αποτελούν στόχο του Ταμείου. Οι καταβαλλόμενες συντάξεις αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ετήσιας αναλογιστικής μελέτης μετά τη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής. Οι αναπροσαρμογές των συντάξεων και των αντιστοίχων προβλέψεων εφαρμόζονται οριζόντια και κατά το αυτό ποσοστό σε όλους τους ασφαλισμένους του Ταμείου (παλιούς και νέους). Η οριζόντια αναπροσαρμογή εφαρμόζεται από την 1.2.2017, όπως προβλέπεται στην από 6.9.2016 αναλογιστική μελέτη του Ταμείου (και με τη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής η οποία κοινοποιήθηκε στο Ταμείο την 12.1.2017) και εφεξής, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εκάστοτε ετήσιας αναλογιστικής μελέτης, τις αποφάσεις του Δ.Σ. και τη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.

Στο άρθρο 32 δεύτερη σειρά προστίθεται η φράση:

«σύμφωνα με τις διατάξεις της υπουργικής απόφασης 51010/ΟΙΚ1893/ 15/23/1/2015 (ΦΕΚ 178 Β΄)» και αναδιατυπώνεται ως εξής:

ΑΡΘΡΟ 32
Τρόπος επένδυσης Μαθηματικού Αποθέματος

1. Για την κάλυψη του μαθηματικού αποθέματος με ασφαλιστική τοποθέτηση, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου αποφασίζει σύμφωνα με τις διατάξεις της υπουργικής απόφασης 51010/ΟΙΚ1893/15/23-1-2015 (ΦΕΚ 178 Β΄) για τη διαχείριση των επενδύσεων του Κλάδου επικουρικής σύνταξης την οποία μπορεί είτε να αναλάβει το ίδιο, είτε να αναθέσει σε διαχειριστές επενδύσεων και θεματοφύλακες, οι οποίοι κατέχουν τις απαιτούμενες από τη νομοθεσία άδειες, σε κάθε όμως περίπτωση στο πλαίσιο των προβλεπομένων από τον Κανονισμό Επενδύσεων του Ταμείου.

Στο άρθρο 32 παρ. 3 ο αριθμός 34 αντικαθίσταται από τον αριθμό 35.

Προστίθεται κεφάλαιο πέμπτο με τίτλο «Κλάδος Πρόνοιας» και άρθρο 34 που έχει ως εξής:

Άρθρο 34
Παιδικές κατασκηνώσεις

1. Σκοπός του κλάδου πρόνοιας είναι η αποστολή παιδιών των ασφαλισμένων, των συνταξιούχων και των υπαλλήλων του Ταμείου σε παιδικές κατασκηνώσεις του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή Οργανισμών Κοινωφελούς Χαρακτήρα ή ιδιωτών κατά τη θερινή περίοδο.

2. Το Δ.Σ. αποφασίζει για τον αριθμό και την ηλικία των παιδιών που θα σταλούν σε παιδικές κατασκηνώσεις, τη διάρκεια παραμονής τους, τον τρόπο επιλογής τους καθώς και για λοιπές αναγκαίες λεπτομέρειες. Επίσης αποφασίζει για τον τρόπο και το κόστος συνεργασίας και την επιλογή των κατασκηνώσεων, μέσω μειοδοτικού διαγωνισμού στην περίπτωση των ιδιωτικών κατασκηνώσεων, λαμβάνοντας υπόψη τους Κανονισμούς του Ταμείου και παράλληλα επιδιώκοντας την ποιοτική και ποσοτική ικανοποίηση των αναγκών.

3. Τα έσοδα του κλάδου πρόνοιας αντιστοιχούν στο 1,5% των ετησίων εισφορών του Ταμείου με ανώτατο όριο το ποσό των 200.000 ευρώ.
Δύναται η παροχή παιδικών κατασκηνώσεων να χρηματοδοτείται με πρόσθετες εισφορές εργαζομένων ή άλλους πόρους.
Οι παροχές του κλάδου και τα πιθανά έξοδά του δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τα συνολικά του έσοδα.
[Ακολουθεί αναρίθμηση των κεφαλαίων και των άρθρων μετά το πέμπτο κεφάλαιο και το άρθρο 34]

Το άρθρο 35 (παλαιό άρθρο 34) αντικαθίσταται ως εξής:

Άρθρο 35
Δαπάνες λειτουργίας

1. Μέχρι και το 2016 το Ταμείο καλύπτει τις δαπάνες λειτουργίας του από τον τροφοδότη λογαριασμό. Τα λειτουργικά έξοδα του Ταμείου τηρούνται σε χωριστό λογαριασμό στο λογιστήριο. Το ύψος των δαπανών λειτουργίας ορίζεται ετησίως και αναπροσαρμόζεται με απόφαση του ΔΣ, σύμφωνα με τα πορίσματα της ετήσιας αναλογιστικής μελέτης. Σε κάθε περίπτωση οι δαπάνες λειτουργίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το 1,5% επί των ετησίων συνολικών εισφορών. Ειδικότερα όμως: α) Για τα δύο πρώτα έτη της λειτουργίας του Ταμείου οι δαπάνες δύνανται να ανέλθουν μέχρι το 1,8% επί των ετησίων συνολικών εισφορών. β) Για τα έτη 2015 και 2016 οι δαπάνες λειτουργίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το ποσό των οκτακοσίων εξήντα πέντε χιλιάδων (865.000) ευρώ. Εφόσον το παραπάνω ποσό δεν επαρκεί για την κάλυψη των δαπανών επιτρέπεται η υπέρβασή του με αιτιολογημένη απόφαση του Δ.Σ. και κατόπιν έγκρισης της ΕΑΑ.

Από την 1/1/2017 οι δαπάνες λειτουργίας του Ταμείου καλύπτονται από ειδικό λογαριασμό που τηρεί το Ταμείο για τον σκοπό αυτό και δημιουργείται αποθεματικός λογαριασμός εξόδων. Τα έσοδα αυτού του λογαριασμού αντιστοιχούν σε ποσοστό 3,1% επί των εισφορών που θα εισπράττει το Ταμείο μετά την 1/1/2017. Οποιαδήποτε έκτακτη αναπροσαρμογή επί των εσόδων του λογαριασμού δαπανών αποφασίζεται από το Δ.Σ., μετά από αναλογιστική μελέτη και με τη σύμφωνη γνώμη της ΕΑΑ. Τα έξοδα επενδύσεων της περιουσίας του Ταμείου δεν περιλαμβάνονται στις ως άνω δαπάνες λειτουργίας και βαρύνουν τις αποδόσεις της.

2. Οι δαπάνες λειτουργίας περιλαμβάνουν κυρίως τα εξής:

2.1. Τα έξοδα, τις αμοιβές και τις αποζημιώσεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.
2.2. Τις αμοιβές του προσωπικού του Ταμείου.
2.3. Τις αμοιβές αναλογιστών, νομικών και λοιπών συμβούλων.
2.4. Τη δημιουργία και συντήρηση μητρώου ασφαλισμένων.
2.5. Το κόστος ενημέρωσης των ασφαλισμένων.
2.6. Τη λογιστική και ηλεκτρονική οργάνωση του Ταμείου.
2.7.Το κόστος συντήρησης και λειτουργίας των γραφείων στα οποία στεγάζονται οι υπηρεσίες του Ταμείου.

Το άρθρο 37 (πρώην άρθρο 36) αντικαθίσταται ως εξής:

Λογιστική Οργάνωση

1. Η λογιστική οργάνωση του Ταμείου γίνεται με βάση την ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία, σε συνδυασμό με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα.

2. Κάθε οικονομική χρήση του Ταμείου συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος. Κατ’ εξαίρεση η πρώτη οικονομική χρήση παρατείνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου έτους από της ισχύος του παρόντος.

Ο ισολογισμός συντάσσεται στο πρώτο εξάμηνο της επόμενης οικονομικής χρήσης.

Στο άρθρο 39 (πρώην άρθρο 38) αντικαθίσταται η τελευταία πρόταση της δεύτερης παραγράφου «Ο Κανονισμός Επενδύσεων κοινοποιείται και στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή και αναδιατυπώνεται ως εξής:

«Ο Κανονισμός Επενδύσεων και ο Κανονισμός Λειτουργίας της Επενδυτικής Επιτροπής κοινοποιούνται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή».

Προστίθεται νέο άρθρο 45 (μεταβατική διάταξη) που έχει ως εξής:

Άρθρο 45

Οι προκαταρκτικές εργοδοτικές εισφορές του έτους 2016, όπως επαναπροσδιορίζονται από 1.1.2016 με βάση τις τροποποιήσεις της παρ. 1 του άρθρου 8 του παρόντος, θα αποδοθούν από τις υπόχρεες ασφαλιστικές επιχειρήσεις εντός προθεσμίας 1 μηνός από την πρόσκλησή τους από το Ταμείο και εφόσον προηγουμένως εγκριθούν οι παρούσες τροποποιήσεις του Καταστατικού από τον αρμόδιο Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και το Ταμείο έχει υπολογίσει τις οφειλόμενες εργοδοτικές εισφορές του έτους 2016 σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του παρόντος. Οι υπόχρεες επιχειρήσεις υποχρεούνται να αποστείλουν τα στοιχεία παραγωγής και μισθοδοσίας των υπαγομένων στο Ταμείο εργαζομένων του έτους 2016 στο Ταμείο εντός προθεσμίας 10 ημερών από την σχετική πρόσκληση του Ταμείου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το άρθρο 10 παρ. 2 του Καταστατικού, ιδίως όσον αφορά στην καθυστέρηση ή παράλειψη αποστολής των στοιχείων και την οριστικοποίηση των οφειλομένων εργοδοτικών εισφορών έτους 2016.

Οι άνω τροποποιήσεις ενσωματώθηκαν και κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο Καταστατικού του Ταμείου, το οποίο έχει ως κάτωθι:
ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ του ΤAMEIOΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΗΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (ΤΕΑ-ΕΑΠΑΕ)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΣΚΟΠΟΣ – ΕΓΓΡΑΦΗ – ΔΙΑΓΡΑΦΗ – ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ
Άρθρο 1: Αυτοδίκαιη μετατροπήΕπωνυμία Έδρα Σφραγίδα
Άρθρο 2: Σκοπός –Ασφαλιζόμενοι Κίνδυνοι
Άρθρο 3: Ασφαλισμένοι του Ταμείου Όροι εγγραφής
Άρθρο 4: Μητρώο ασφαλισμένων
Άρθρο 5: Απώλεια ιδιότητας ασφαλισμένου
Άρθρο 6: Δικαιώματα και Υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και των εργοδοτών
Άρθρο 7: Βεβαίωση εισφορών-παροχών – Ενημερωτικό δελτίο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΟΡΟΙ – ΕΙΣΦΟΡΕΣ
Άρθρο 8: Πόροι του Ταμείου
Άρθρο 9: Υπολογισμός των εισφορών
Άρθρο 10: Καταβολή των εργοδοτικών εισφορών και των εισφορών των εμμίσθων
Άρθρο 11: Καταβολή των εισφορών των μη εμμίσθων
Άρθρο 12: Βεβαίωση των εισφορών
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ
Άρθρο 13: Διοικητικό Συμβούλιο, Σύνθεση, Θητεία, Ορισμός
Άρθρο 14: Συγκρότηση σε σώμα – Παράδοση – Παραλαβή
Άρθρο 15: Λειτουργία Διοικητικού Συμβουλίου
Άρθρο 16: Αρμοδιότητες Διοικητικού Συμβουλίου
Άρθρο 17: Αρμοδιότητες και εξουσίες Προέδρου Δ.Σ..
Άρθρο 18: Αρμοδιότητες Αντιπροέδρου και Γραμματέα του Δ.Σ.
Άρθρο 19: Κωλύματα ορισμού μέλους του Δ.Σ. Ασυμβίβαστα και ευθύνη των μελών του Δ.Σ. του ταμείου
Άρθρο 20: Γενικό Συμβούλιο – Σύνθεση – Αρμοδιότητες – Θητεία
Άρθρο 21: Πρόσληψη Διευθυντή
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΛΑΔΟΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
Άρθρο 22: Προϋποθέσεις θεμελίωσης δικαιώματος συνταξιοδότησης
Άρθρο 23: Προστατευόμενα μέλη της οικογένειας
Άρθρο 24: Τρόπος, χρόνος και διαδικασία καταβολής της σύνταξης
Άρθρο 25: Έναρξη, λήξη, διακοπή και απώλεια του δικαιώματος
Άρθρο 26: Παραγραφή, Εκχώρηση, Κατάσχεση, Συμψηφισμός
Άρθρο 27: Συντάξιμη υπηρεσία
Άρθρο 28: Ποσό επικουρικής σύνταξης ασφαλισμένων
Άρθρο 29: Ποσό σύνταξης μελών οικογένειας
Άρθρο 30: Ατομικές Μερίδες των ασφαλισμένων και Τροφοδότης Λογαριασμός
Άρθρο 31: Μαθηματικό Απόθεμα
Άρθρο 32: Τρόπος επένδυσης Μαθηματικού Αποθέματος
Άρθρο 33: Δάνεια
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΛΑΔΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
Άρθρο 34: Παιδικές κατασκηνώσεις
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΔΑΠΑΝΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Άρθρο 35: Δαπάνες λειτουργίας
Άρθρο 36: Κανόνες επενδύσεων
Άρθρο 37: Λογιστική Οργάνωση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΜΕΤΑΦΟΡΑ/ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑ-ΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
Άρθρο 38: Μεταφορά/καταβολή ασφαλιστικών δικαιωμάτων – διαδοχική ασφάλιση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ
Άρθρο 39: Τροποποίηση Καταστατικού – Θέσπιση Κανονισμών
Άρθρο 40: Ενοποίηση
Άρθρο 41: Διάσπαση
Άρθρο 42: Συνεργασία ή συμμετοχή σε Ομοσπονδίες
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 43: μεταβατικές διατάξεις
Άρθρο 44: μεταβατικές διατάξεις
Άρθρο 45: μεταβατικές διατάξεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΣΚΟΠΟΣ – ΕΓΓΡΑΦΗ – ΔΙΑΓΡΑΦΗ – ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

Άρθρο 1
Αυτοδίκαιη μετατροπή – Επωνυμία – Έδρα Σφραγίδα

Ο «Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Ασφαλιστών και Προσωπικού Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων» του ΝΠΔΔ «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα (ΤΕΑΙΤ)», ο οποίος κατά τον ν. 3655/2008 αποτελεί καθολικό διάδοχο του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως Ασφαλιστών και Προσωπικού Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων» μετατρέπεται αυτοδικαίως σε ΝΠΙΔ υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης και θα λειτουργεί βάσει των άρθρων 7 και 8 του ν. 3029/2012, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 4052/2012.
Ο προαναφερθείς Τομέας μετατρέπεται σε Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης και θα λειτουργεί βάσει των άρθρων 7 και 8 του ν. 3029/2002 με την επωνυμία «ΤAMEIO ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΗΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (ΤΕΑ-ΕΑΠΑΕ)». Για τη σχέση του Ταμείου με την αλλοδαπή, η επωνυμία του μεταφράζεται και στη γλώσσα της αλλοδαπής χώρας, με την οποία αυτό συναλλάσσεται. Στην Αγγλική γλώσσα, η επωνυμία του Ταμείου είναι «OCCUPATIONAL INSURANCE FUND OF INSURERS AND PERSSONEL OF INSURERS COMPANIES». Στη συνέχεια του παρόντος και χάριν συντομίας το ΤΕΑ-ΕΑΠΑΕ θα καλείται «το Ταμείο».

2. Χρόνος έναρξης της λειτουργίας του Ταμείου ορίζεται η 1η Μαρτίου 2013 και πάντως όχι πριν τη δημοσίευση στο ΦΕΚ της απόφασης του αρμόδιου Υπουργού για την έγκριση του παρόντος και έδρα του Ταμείου ο Δήμος Αθηναίων.

3. Στο Ταμείο μεταφέρονται όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Ασφαλιστών και Προσωπικού Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων» του ΝΠΔΔ ΤΕΑΙΤ ανεξάρτητα από τη χρονική περίοδο ασφάλισης τους. Οι παραπάνω ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος καταστατικού.

Το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού του μετατρεπόμενου Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Ασφαλιστών και Προσωπικού Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων του ΝΠΔΔ ΤΕΑΙΤ, η κινητή και ακίνητη περιουσία του, οι πόροι που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις υπέρ αυτού, μεταφέρονται αυτοδικαίως, εκ του νόμου από την έγκριση του παρόντος καταστατικού και την έναρξη της λειτουργίας του. Το Ταμείο αποτελεί τον καθολικό διάδοχο του μετατρεπόμενου Τομέα και υπεισέρχεται στα πάσης φύσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις του μετατρεπόμενου Τομέα.

Οι εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του μετατρεπόμενου Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Ασφαλιστών και Προσωπικού Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων του ΝΠΔΔ ΤΕΑΙΤ συνεχίζονται από το Ταμείο χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης.

Το Διοικητικό Συμβούλιο με απόφασή του μπορεί να ιδρύει υποκαταστήματα ή άλλα γραφεία και εγκαταστάσεις και να διορίζει αντιπροσώπους του σε πόλεις της Ελλάδος ή της αλλοδαπής. Οι σχετικές αποφάσεις κοινοποιούνται στο Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.

4. Η σφραγίδα του Ταμείου φέρει την επωνυμία αυτού, το έτος ίδρυσής του (2013) και αναγράφει ότι το Ταμείο αποτελεί καθολικό διάδοχο του πρώην ΝΠΔΔ «Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως Ασφαλιστών και Προσωπικού Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων (ΤΕΑAΠΑΕ) και το έτος ίδρυσης του ΤΕΑAΠΑΕ.

Άρθρο 2
Σκοπός Ασφαλιζόμενοι Κίνδυνοι

1. Σκοπός του Ταμείου είναι:

1.1 H υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση των αναφερόμενων στο άρθρο 3 του παρόντος προσώπων κατά των κινδύνων της αναπηρίας και του γήρατος και των μελών της οικογένειάς τους στην περίπτωση θανάτου του προστάτη ασφαλισμένου ή συνταξιούχου και προς τον σκοπό αυτό συνιστάται στο ταμείο κλάδος επικουρικής σύνταξης.

1.2. Η παροχή παιδικών κατασκηνώσεων και προς τον σκοπό αυτό συνιστάται κλάδος πρόνοιας.

2. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου που λαμβάνεται με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του, το Ταμείο μπορεί να ιδρύσει και άλλους κλάδους ασφαλιστικής προστασίας.

3. Κάθε κλάδος έχει οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια.

Άρθρο 3
Ασφαλισμένοι του Ταμείου Όροι εγγραφής

1. Στην ασφάλιση του Ταμείου υπάγονται υποχρεωτικά:

1.1. Οι υποχρεωτικά ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του «Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Ασφαλιστών και Προσωπικού Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων» του ΝΠΔΔ «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα (ΤΕΑΙΤ)» κατά την ημέρα ίδρυσης του Ταμείου.

1.2. Τα πρόσωπα τα οποία απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας κατά κύριο επάγγελμα, εφόσον για την απασχόλησή τους αυτή υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή άλλου φορέα κύριας ασφάλισης.

1.2.α. Στις έδρες, διευθύνσεις, υποκαταστήματα ημεδαπών επιχειρήσεων ασφάλισης και αντασφάλισης, που λειτουργούν στην Ελλάδα. Επίσης οι απασχολούμενοι στα υποκαταστήματα ή πρακτορεία των ημεδαπών επιχειρήσεων ασφάλισης, τα οποία λειτουργούν στην αλλοδαπή, εφόσον για την απασχόλησή τους αυτή συνεχίζουν την ασφάλισή τους στον ελληνικό φορέα κύριας ασφάλισης.

1.2.β. Στις διευθύνσεις και υποκαταστήματα των ημεδαπών και αλλοδαπών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εταιρειών, οι οποίες λειτουργούν στην Ελλάδα νομίμως, καθώς και σε οποιοδήποτε άλλο Οργανισμό ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου που ασκεί επιχείρηση ιδιωτικής ασφάλισης στην Ελλάδα.

1.2.γ. Στα επαγγελματικά Σωματεία των ημεδαπών και αλλοδαπών ασφαλιστικών εταιρειών κάθε κλάδου, που λειτουργούν στην Ελλάδα καθώς επίσης και στα επαγγελματικά Σωματεία των ασφαλιστικών υπαλλήλων.

1.2.δ. Στο Επικουρικό Κεφάλαιο Αστικής Ευθύνης από ατυχήματα Αυτοκινήτων, στο Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης (πράσινων καρτών), στο Ελληνικό Ινστιτούτο Ασφαλιστικών Σπουδών (ΕΙΑΣ), καθώς και σε κάθε άλλο νομικό ή φυσικό πρόσωπο που δραστηριοποιείται στα πλαίσια λειτουργίας του κλάδου της Ιδιωτικής Ασφάλισης.

1.2.ε. Στους ασφαλιστικούς πράκτορες, στις εταιρείες ασφαλιστικής πρακτόρευσης, στους μεσίτες ασφαλίσεων, στις εταιρείες μεσιτείας ασφαλίσεων, στους ασφαλιστικούς συμβούλους, στους συντονιστές ασφαλιστικών συμβούλων, στους πραγματογνώμονες που διενεργούν εκτιμήσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και στους νομίμους αντιπροσώπους αλλοδαπών ασφαλιστικών εταιρειών.

1.2 στ. Στο Ταμείο (ΤΕΑ-ΕΑΠΑΕ)

2. Στην ασφάλιση του Ταμείου υπάγονται προαιρετικά:

2.1. Οι προαιρετικά ασφαλισμένοι του «Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Ασφαλιστών και Προσωπικού Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων» του ΝΠΔΔ «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα (ΤΕΑΙΤ)» κατά την ημέρα ίδρυσης του Ταμείου.

2.2. Όσοι κατά νόμο και κατά κύριο επάγγελμα ασκούν:

2.2.1. Το επάγγελμα του ασφαλιστικού πράκτορα, εφόσον το 100 % των ετησίων ακαθαρίστων εισοδημάτων από την εργασία τους προέρχεται από την αποκλειστική άσκηση του επαγγέλματός τους.

2.2.2. Το επάγγελμα του μεσίτη ασφαλίσεων, εφόσον το 100 % των ετησίων ακαθαρίστων εισοδημάτων από την εργασία τους προέρχεται από την αποκλειστική άσκηση του επαγγέλματός τους.

2.2.3. Το επάγγελμα του ασφαλιστικού συμβούλου, εφόσον το 75 % των ετησίων ακαθαρίστων εισοδημάτων από την εργασία τους προέρχεται από ασφαλιστικές εργασίες.

2.2.4. Το επάγγελμα του συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων, εφόσον το 75 % των ετησίων ακαθαρίστων εισοδημάτων από την εργασία τους προέρχεται από ασφαλιστικές εργασίες. Εάν ο συντονιστής ασφαλιστικών συμβούλων έχει και την ιδιότητα του Διευθυντού γραφείου πωλήσεων ασφαλίσεων, υπάγεται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Ταμείου με την ιδιότητα του εμμίσθου.

2.2.5. Tο επάγγελμα του πραγματογνώμονα που διενεργεί εκτιμήσεις ζημιών για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων, εφόσον το 75 % των ετησίων ακαθαρίστων εισοδημάτων από την εργασία τους προέρχεται από ασφαλιστικές εργασίες.

2.3. Οι νόμιμοι αντιπρόσωποι αλλοδαπών ασφαλιστικών εταιρειών, εφόσον το 75 % των ετησίων ακαθαρίστων εισοδημάτων από την εργασία τους προέρχεται από ασφαλιστικές εργασίες.

2.4. Το μέσο μηνιαίο εισόδημα από ασφαλιστικές εργασίες του ασφαλιστικού πράκτορα, του μεσίτη ασφαλίσεων, του ασφαλιστικού συμβούλου, του συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων και του πραγματογνώμονα δεν επιτρέπεται να υπολείπεται του βασικού μισθού του ασφαλιστικού υπαλλήλου κατηγορίας κύριου προσωπικού με 11-12 χρόνια προϋπηρεσίας, όπως αυτός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ ιδιωτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων της πλέον αντιπροσωπευτικής δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης εργαζομένων του κλάδου. Αν έχει λήξει η ισχύς της Συλλογικής αυτής Σύμβασης Εργασίας, λαμβάνεται ως βάση ο αντίστοιχος βασικός μισθός που προβλέπεται στην τελευταία που ίσχυσε και αναπροσαρμόζεται κάθε τριετία από τη λήξη της με απόφαση του Δ.Σ. μετά από αναλογιστική μελέτη και τη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.

2.5. Οι μη έμμισθοι ασφαλισμένοι για την υπαγωγή τους στην ασφάλιση του Ταμείου υποβάλλουν τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό Παροχών.

2.6. Η ιδιότητα του ασφαλιστικού πράκτορα, του μεσίτη ασφαλίσεων, του ασφαλιστικού συμβούλου και του συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του γενικού διευθυντή ή διευθυντή ή εκπροσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης.

2.7. Οι απασχολούμενοι σε ασφαλιστικές εργασίες και με τις δύο ιδιότητες του εμμίσθου και του μη εμμίσθου, υπάγονται στην ασφάλιση του Ταμείου με την ιδιότητα από την οποία αποκτούν μεγαλύτερο εισόδημα.

2.8. Η ασφάλιση στο Ταμείο είναι υποχρεωτική εκτός από όσους μη έμμισθους ασφαλίζονται προαιρετικά και η ιδιότητα του ασφαλισμένου δεν εξαρτάται και δεν συνδέεται σε καμία περίπτωση με τη συμμετοχή του ασφαλισμένου σε συνδικαλιστική οργάνωση ή σε επαγγελματική ένωση εργαζομένων.

2.9. Η ασφάλιση στο Ταμείο αρχίζει από την ημερομηνία που ο ασφαλισμένος αναλαμβάνει ασφαλιστέα επαγγελματική απασχόληση. Η αναδρομική ασφάλιση δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει για μεν τους έμμισθους ασφαλισμένους την πενταετία για δε τους μη έμμισθους την διετία. Στην περίπτωση της αναδρομικής ασφάλισης των έμμισθων καταβάλλονται από τον εργοδότη οι εισφορές με τα τρέχοντα κατά την χρόνο της πληρωμής ποσά.

3. Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης

3.1. Παλαιοί ασφαλισμένοι (έως την 31.12.1992) που χάνουν για οποιοδήποτε λόγο την ασφαλιστική τους ιδιότητα για την οποία ασφαλίστηκαν στο Ταμείο και δεν ασφαλίζονται σε άλλον φορέα υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης δικαιούνται να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στο Ταμείο εφόσον:

3.1.1. Έχουν 500 ΗΕ στην ασφάλιση του Ταμείου κατά την αμέσως προηγούμενη από τη διακοπή της ασφάλισής τους πενταετία και υποβάλλουν αίτηση εντός 12 μηνών από την τελευταία ημέρα ασφάλισής τους στο Ταμείο.
3.1.2. Έχουν 3000 ΗΕ στην ασφάλιση του Ταμείου οποτεδήποτε, ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο θα υποβληθεί η αίτηση για προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης.

3.2. Νέοι ασφαλισμένοι (μετά την 1.1.1993) που χάνουν για οποιοδήποτε λόγο την ασφαλιστική τους ιδιότητα για την οποία ασφαλίστηκαν στο Ταμείο και δεν ασφαλίζονται σε άλλον φορέα υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης δικαιούνται να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στο Ταμείο, εφόσον έχουν 1500 ΗΕ στην ασφάλιση του Ταμείου από τις οποίες 300 ΗΕ κατά την αμέσως προηγούμενη από την υποβολή της αίτησής τους πενταετία και υποβάλλουν αίτηση εντός 12 μηνών από την τελευταία ημέρα ασφάλισής τους στο Ταμείο.

4. Για τη συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων προαιρετικής ασφάλισης συνυπολογίζεται ο χρόνος ασφάλισης του ασφαλισμένου σε ταμείο υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης.

5. Ασφαλισμένος με ποσοστό αναπηρίας μεγαλύτερο του 66,6% δεν δικαιούται προαιρετικής ασφάλισης.

6. Η υποβολή της αίτησης υπαγωγής και η εν πάση περιπτώσει υπαγωγή στην ασφάλιση συνεπάγεται την εκ μέρους του ασφαλισμένου ανεπιφύλακτη αποδοχή του παρόντος Καταστατικού καθώς και των Κανονισμών και αποφάσεων των αρμοδίων οργάνων του Ταμείου.

Άρθρο 4
Μητρώο ασφαλισμένων

1. Το Ταμείο τηρεί Μητρώο Ασφαλισμένων σύμφωνα με τον ενιαίο τύπο μητρώου που καθορίζεται για τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης από την Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Το Μητρώο τηρείται σε μηχανογραφικό αρχείο και σε ηλεκτρονική μορφή.

2. Στο Μητρώο Ασφαλισμένων καταχωρούνται όλα τα απαραίτητα στοιχεία που αφορούν τους ασφαλισμένους και ιδίως τα ακόλουθα:
α) Τα στοιχεία ταυτότητας κάθε ασφαλισμένου (Όνομα, Επώνυμο, Πατρώνυμο, Μητρώνυμο, ΑΔΤ διεύθυνση επικοινωνίας, τηλέφωνο, φαξ, mail, αριθμός φορολογικού μητρώου, ΔΟΥ κ.λπ.).
β) Ο Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης του ασφαλισμένου και ο αριθμός μητρώου του (ΑΜΚΑ).
γ) Τα ποσά ή ποσοστά των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε ασφαλισμένο και ο χρόνος καταβολής τους.
δ) Το ύψος της ατομικής μερίδας.
ε) Αν έχει ασφαλισθεί πριν από την 1.1.1993 (παλαιός ασφαλισμένος) ή μετά (νέος ασφαλισμένος).

3. Για κάθε ασφαλισμένο υποβάλλεται στο Ταμείο μαζί με την αίτηση υπαγωγής και συμπληρωμένο απογραφικό δελτίο, ο τύπος του οποίου καθορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου.

4. Οι νέοι ασφαλισμένοι κάθε φορά, παίρνουν τον επόμενο αριθμό μητρώου, ανεξάρτητα εάν μέχρι αυτόν αριθμούνται και διαγραφέντες ή αποβιώσαντες. Εκτός των παραπάνω το Δ.Σ. μπορεί να προβεί και σε χρήση Αλφαβητικού Μητρώου των Μελών, ως βοηθητικού.

5. Στο Ταμείο τηρείται Ατομικός Φάκελος Ασφαλισμένου με αύξοντα αριθμό εκείνο του Μητρώου Ασφαλισμένων που αντιστοιχεί στον ασφαλισμένο. Στον Ατομικό Φάκελο προβλέπεται η τοποθέτηση όλων των σχετικών εγγράφων που κατατίθενται για τον ασφαλισμένο τόσο κατά την εγγραφή του όσο και μετέπειτα, καθώς και αντιγράφων των εγγράφων που εκδίδονται από το Ταμείο για λογαριασμό του.

Άρθρο 5
Απώλεια ιδιότητας ασφαλισμένου

Η ιδιότητα του ασφαλισμένου χάνεται στις περιπτώσεις: παραίτησης, απόλυσης ή συνταξιοδότησης. Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος μετά την τυχόν απώλεια της ιδιότητας του ασφαλισμένου έχει δικαίωμα προαιρετικής ασφάλισης και ασφαλισθεί προαιρετικά, η ιδιότητα του ασφαλισμένου διατηρείται.

Άρθρο 6
Δικαιώματα και Υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και των εργοδοτών

1. Οι ασφαλισμένοι του Ταμείου έχουν τα ακόλουθα δικαιώματα σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Φ.Επαγγ.Ασφ./ οικ16/09-04-2003 ΦΕΚ 462Β/17-4-2003 για τους όρους λειτουργίας των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης.

Ι. Δικαίωμα ίσης μεταχείρισης

Οι ασφαλισμένοι του Ταμείου έχουν δικαίωμα ίσης μεταχείρισης.

ΙΙ. Δικαίωμα ενημέρωσης
Κάθε ασφαλισμένος έχει έναντι του Ταμείου δικαίωμα ενημέρωσης:

α) για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του έναντι του Ταμείου

β) για τις οικονομικές, τεχνικές και λοιπές παραμέτρους της ασφαλιστικής του σχέσης.

γ) για τις αλλαγές στους κανόνες που διέπουν το καθεστώς ασφάλισης του στο Ταμείο.

δ) για το επίπεδο των παροχών σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησής του ή αλλαγής της επαγγελματικής του δραστηριότητας ή διαγραφής του από το Ταμείο.

ε) για τη χρηματοοικονομική κατάσταση του Ταμείου.

στ) για τις ρυθμίσεις περί της μεταφοράς των δικαιωμάτων του σε άλλο ταμείο επαγγελματικής ασφάλισης

ΙΙΙ. Δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα. Κάθε ασφαλισμένος δικαιούται να λαμβάνει με δαπάνες του αντίγραφα των ακόλουθων εγγράφων:

α) του Ισολογισμού

β) του Λογαριασμού Αποτελεσμάτων Χρήσεως γ) της Ετήσιας Έκθεσης Διοικήσεως

δ) της Αναλογιστικής Μελέτης,

ε) της Έκθεσης Ορκωτών Ελεγκτών.

Το ως άνω δικαίωμα ασκείται με υποβολή έγγραφης αίτησης προς το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου.

ΙV. Δικαίωμα διαγραφής λόγω αλλαγής επαγγελματικής δραστηριότητας.

Ο ασφαλισμένος του Ταμείου, κατόπιν αιτήσεώς του, στην περίπτωση αλλαγής της επαγγελματικής του δραστηριότητας διαγράφεται από το Ταμείο χωρίς τον χρονικό περιορισμό παραμονής στην ασφάλιση του Ταμείου επί ένα έτος και χωρίς την προϋπόθεση της προειδοποίησης του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου ένα μήνα πριν.

2. Οι ασφαλισμένοι του Ταμείου έχουν τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

Ι. Να συμμορφώνονται με τις διατάξεις της σχετικής Νομοθεσίας, του Καταστατικού του Ταμείου, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.

ΙΙ. Να φροντίζουν για την έγκαιρη τακτοποίηση των οικονομικών τους υποχρεώσεων προς το Ταμείο.

ΙΙΙ. Να σέβονται και να εφαρμόζουν τις αποφάσεις της Διοίκησης του Ταμείου και των Κανονισμών του Ταμείου, εφόσον αυτές λαμβάνονται σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία και το Καταστατικό.

ΙV. Να ενημερώνουν το Ταμείο και να του παρέχουν κάθε πληροφορία που μπορεί να καταστήσει ευχερή και αποτελεσματική την άσκηση του ελέγχου για την υπαγωγή στην ασφάλιση και την κανονική πληρωμή των εισφορών των ασφαλισμένων του και των εν γένει πόρων του.

3. Δικαιώματα και υποχρεώσεις των εργοδοτών

Ι. Οι εργοδότες δικαιούνται να ενημερώνονται από το Ταμείο για κάθε απόφαση σχετικά με τις εισφορές που οφείλουν, τα πρόσωπα που ασφαλίζονται υποχρεωτικά στο Ταμείο, τη διαδικασία υπαγωγής και για κάθε άλλο θέμα το οποίο τους αφορά.

ΙΙ. Δικαιούνται επίσης να υποβάλλουν στο Δ.Σ. του Ταμείου, ή σε άλλο όργανο που το Δ.Σ. θα ορίσει αίτηση για την επανεξέταση απόφασης που τους αφορά εντός προθεσμίας 60 ημερών από τότε που τους κοινοποιήθηκε ή έλαβαν γνώση.

ΙΙΙ. Οι εργοδότες υποχρεούνται να τηρούν όλες τις αναφερόμενες στο παρόν καταστατικό και στην ισχύουσα νομοθεσία υποχρεώσεις σχετικά με την ασφάλιση του προσωπικού τους στο Ταμείο, να φροντίζουν για την έγκαιρη τακτοποίηση των οικονομικών τους υποχρεώσεων προς το Ταμείο και να χορηγούν εγκαίρως κάθε στοιχείο σχετικό με την ασφάλιση του προσωπικού αυτού που το Ταμείου τους ζητεί.

IV. Οι εργοδότες υποχρεούνται προς εξακρίβωση των εισφορών που οφείλουν προς το Ταμείο να επιτρέπουν σε εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους του Ταμείου (στους οποίους περιλαμβάνονται και ορκωτοί ελεγκτές) την εξέταση των μισθοδοτικών καταστάσεων, των οικονομικών τους στοιχείων (ισολογισμοί, κ.λπ.), τη χορήγηση αντιγράφων των στοιχείων αυτών προς το Ταμείο καθώς και την επιτόπιο έρευνα προς διαπίστωση της συμμόρφωσης με την υποχρέωση τους για καταβολή εισφορών. Επίσης υποχρεούνται να παρέχουν κάθε πληροφορία που μπορεί να καταστήσει ευχερή και αποτελεσματική την άσκηση του ελέγχου και την εξασφάλιση της καλής εφαρμογής του παρόντος καταστατικού των αποφάσεων της Διοίκησης του Ταμείου και των Κανονισμών που εκδίδονται σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία και το παρόν. Εάν ο εργοδότης δεν συμμορφώνεται σε όσα ορίζονται στην παρούσα παράγραφο οι εισφορές καθορίζονται με βάση τα πλέον πρόσφορα πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία (ιδίως με βάση τις μισθοδοτικές καταστάσεις, τα οικονομικά στοιχεία που τηρεί ο εργοδότης, τα στοιχεία που αφορούν στην ασφαλιστική παραγωγή, στοιχεία που προκύπτουν από διασταυρώσεις με φορείς κοινωνικής ασφάλισης, την ΗΔΙΚΑ, το ΣΕΠΕ και άλλες δημόσιες αρχές, κ.λπ.) κατά την κρίση της Διοίκησης του Ταμείου. Στην περίπτωση αυτή το Ταμείο καλεί με εξώδικη δήλωση κοινοποιούμενη με δικαστικό επιμελητή τον εργοδότη να προσκομίσει τα στοιχεία και να δώσει εξηγήσεις εντός προθεσμίας τουλάχιστον 5 εργασίμων ημερών από την επίδοση της πρόσκλησης. Η απόφαση του ελέγχου κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή στον εργοδότη. Με τον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας ρυθμίζονται τα αναγκαία θέματα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται και σε ελέγχους που δεν έχουν ολοκληρωθεί.

Άρθρο 7
Βεβαίωση εισφορών παροχών – Ενημερωτικό δελτίο

1. Για την ικανοποίηση του δικαιώματος ενημέρωσης των ασφαλισμένων του, το Ταμείο υποχρεούται μετά το κλείσιμο κάθε οικονομικής χρήσης να αποστέλλει με δαπάνες του σε κάθε ασφαλισμένο ειδικό ενημερωτικό δελτίο.

2. Το Ταμείο υποχρεούται μετά το κλείσιμο κάθε οικονομικής χρήσης να αποστέλλει σε κάθε μη έμμισθο ασφαλισμένο βεβαίωση για τις εισφορές που έχει καταβάλει για φορολογική χρήση.

3. Το Ταμείο υποχρεούται μετά το κλείσιμο κάθε οικονομικής χρήσης να αποστέλλει σε όλους τους ασφαλισμένους ενημερωτικό σημείωμα για το χρόνο ασφάλισης του και την αξία της παροχής του, όπως αυτή προκύπτει από την τηρούμενη ατομική του μερίδα κατά το άρθρο 30 παρ. 3 του παρόντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΟΡΟΙ – ΕΙΣΦΟΡΕΣ

Άρθρο 8
Πόροι του Ταμείου

Πόροι του Ταμείου είναι οι εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων, οι εισφορές αναγνώρισης γάμου, οι εισφορές όσων συνεχίζουν προαιρετικά την ασφάλιση, κάθε είδους πρόσοδοι της περιουσίας του Ταμείου, χαριστικές ή μη καταβολές προς το Ταμείο και εν γένει κάθε άλλο νόμιμο έσοδο.

Οι εισφορές (εργοδοτικές και εργαζομένων) επί των αποδοχών έμμισθων ασφαλισμένων καταβάλλονται για αποδοχές 14 μηνών κατ’ έτος, ενώ οι εισφορές των μη έμμισθων καταβάλλονται για αποδοχές 12 μηνών κατ’ έτος. Αναλυτικότερα:

1. Οι εισφορές των εργοδοτών, όπως παρακάτω προσδιορίζονται:

1.1. Οι εισφορές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε τρίτη χώρα που λειτουργούν στην Ελλάδα, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε κράτος-μέλος της Ε.Ε. που λειτουργούν στην Ελλάδα είτε με υποκατάστημα είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς επίσης και οι εισφορές των οργανισμών δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή κοινωφελούς χαρακτήρα, οι οποίοι ασκούν δυνάμει ειδικών νόμων ή διατάξεων νόμων ή καταστατικών διατάξεων ιδιωτική επιχείρηση ασφάλισης ή αντασφάλισης ή απλώς ιδιωτική ασφάλιση καθορίζονται ως εξής:

1.1.1. Οι εισφορές των προαναφερόμενων εργοδοτών για το σύνολο των εργαζομένων, οι οποίοι υπάγονται υποχρεωτικά στο Ταμείο, υπολογίζονται από 1.1.2016 επί διπλής βάσης ως ακολούθως:

α. 6% επί της μισθοδοσίας κάθε εργαζόμενου, με όριο ανωτάτου μηνιαίου μισθού το ποσό των 1.750€,

β. ποσοστό επί της παραγωγής ασφαλίστρων για κάθε ασφαλιστικό κλάδο τον οποίο ασκούν και συγκεκριμένα:

β.1. Το ισόποσο του 0,8% επί των ασφαλίστρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων των κλάδων πυρός, ατυχημάτων εν γένει και αυτοκινήτων.
Στο βασικό κλάδο «ατυχημάτων εν γένει» περιλαμβάνονται τα εργατικά ατυχήματα, τα προσωπικά ατυχήματα, η γενική αστική ευθύνη, η εμπιστοσύνη υπαλλήλων, η θραύση κρυστάλλων, η ληστεία και η ευθύνη εργολάβων.

β.2 Το ισόποσο του 0,4% επί των ασφαλίστρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων των κλάδων Μεταφορών, Θαλάσσης, Ευθύνης, Αποζημιώσεως χαλάζης, κλοπής, κτηνών, πίστεως, θραύσεως, μηχανών πλοίων και αεροσκαφών, νομικής προστασίας και ειδικών κινδύνων.
β.3 Το ισόποσο του δύο επί τοις εκατό (2%) επί των ασφαλίστρων του πρώτου μόνο έτους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής και κεφαλαιοποίησης και πρόσθετων καλύψεων επί του αυτού ασφαλιστηρίου καθοριζομένου ανωτάτου ορίου ασφαλίστρων για τον υπολογισμό του εν λόγω ποσοστού ίσου προς έξι επί τοις εκατό (6%) επί του ασφαλιζομένου κεφαλαίου.

β.4 Το ισόποσο του 0,1% της παραγωγής των ασφαλιστηρίων συμβολαίων κλάδων ασφαλίσεων ζωής για το ποσό των ασφαλίστρων που είναι συνδεδεμένα με επενδύσεις, είτε αφορούν συμβόλαια συνδεδεμένα με επενδύσεις (unit-linked) είτε συμβόλαια του κλάδου διαχείρισης συλλογικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ή οργανισμών (DAF).

β.5 Το ισόποσο του 0,4% επί των ασφαλίστρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων παντός κλάδου μη κατονομαζομένου στα εδάφια β.1. έως β.4.

1.1.2. Για τον προσδιορισμό της εργοδοτικής εισφοράς όσον αφορά τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε τρίτη χώρα που λειτουργούν στην Ελλάδα καθώς και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε κράτος – μέλος της Ε.Ε. που λειτουργούν με υποκατάστημα στην Ελλάδα καθώς επίσης και οι εισφορές των οργανισμών δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή κοινωφελούς χαρακτήρα, οι οποίοι ασκούν δυνάμει ειδικών νόμων ή διατάξεων νόμων ή καταστατικών διατάξεων ιδιωτική επιχείρηση ασφάλισης ή αντασφάλισης ή απλώς ιδιωτική ασφάλιση ισχύουν επιπλέον τα ακόλουθα:

Το συνολικό ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό των εισφορών των ως άνω ασφαλιστικών επιχειρήσεων επί των δύο βάσεων που αναφέρονται στα παραπάνω δύο εδάφια α και β της παρ. 1.1.1. του παρόντος άρθρου, αθροίζεται και διαιρείται δια του ποσού της συνολικής ετήσιας μισθοδοσίας των εργαζομένων αυτών των επιχειρήσεων, οι οποίοι υπάγονται υποχρεωτικά στο Ταμείο. Το ποσοστό που προκύπτει, ως ποσοστό επί της συνολικής μισθοδοσίας των ως άνω ασφαλιστικών επιχειρήσεων, όπως προηγουμένως προσδιορίζεται, (ενιαίο ποσοστό) χρησιμοποιείται προκειμένου να υπολογίζει καθεμία από αυτές τις εργοδοτικές επιχειρήσεις τις εισφορές που οφείλει υπέρ του ΤΕΑ-ΕΑΠΑΕ. Οι ετήσιες εισφορές καθεμίας ασφαλιστικής επιχείρησης ισούνται με το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του ενιαίου ποσοστού επί της συνολικής ετήσιας μισθοδοσίας των εργαζομένων της, οι οποίοι υπάγονται υποχρεωτικά στο Ταμείο.

Η τιμή του παραπάνω ποσοστού δεν μπορεί να υπερβαίνει τα παρακάτω όρια:

1. Για τα έτη 2016-2020 την τιμή του 12%.

2. Για τα έτη 2021-2025 την τιμή του 11%.

3. Για τα έτη 2026 και μετά την τιμή του 8%.

Οι εκπρόσωποι των εργοδοτών και των εργαζομένων διατηρούν το δικαίωμα να θέσουν σε επαναδιαπραγμάτευση την τιμή του 8% για την περίοδο από 1.1.2026 και μετά ανάλογα με τις τότε συνθήκες. Η αλλαγή του ποσοστού θα γίνει με κοινή συμφωνία εργοδοτών και εργαζομένων.

1.1.3 Ο υπολογισμός των εισφορών των εργοδοτών, όπως αναλύεται στα παραπάνω εδάφια α και β της παρ. 1.1.1. του παρόντος άρθρου γίνεται από το Ταμείο σε ετήσια βάση με στοιχεία μισθοδοσίας και παραγωγής του έτους για το οποίο καταβάλλονται.

Ο τρόπος υπολογισμού των μηνιαίων καταβολών και της τελικής ετήσιας οφειλόμενης εργοδοτικής εισφοράς περιγράφεται στο άρθρο 10 του παρόντος.

1.1.4. Η σύμφωνα με τα εδάφια της παραγράφου 1.1. του παρόντος άρθρου οριζόμενη, εργοδοτική εισφορά, δεν δύναται να είναι μικρότερη από αυτήν των έμμισθων εργαζομένων.

1.2. Η ποσοστιαία εργοδοτική εισφορά των ημεδαπών ασφαλιστικών εταιρειών που διατηρούν υποκαταστήματα ή πρακτορεία στην αλλοδαπή ορίζεται ίση με 6% επί του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών των υπαλλήλων τους που έχουν την ελληνική ιθαγένεια και υπηρετούν στα υποκαταστήματα ή πρακτορεία αυτών στην αλλοδαπή, εφόσον έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση μέχρι την 31.12.1992 (παλαιοί ασφαλισμένοι). Οι εταιρείες αυτές απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής ποσοστιαίας επί των ασφαλίστρων εργοδοτικής εισφοράς επί της ασφαλιστικής παραγωγής τους την οποία πραγματοποιούν στα Υποκαταστήματα ή Πρακτορεία τους στην αλλοδαπή.

1.3. Η εργοδοτική εισφορά των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα ορίζεται ίση με 6% των μηνιαίων αποδοχών των εμμίσθων υπαλλήλων αυτών που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση μέχρι την 31.12.1992 (παλαιοί ασφαλισμένοι).

1.4. Η εργοδοτική εισφορά των υπαλλήλων ασφαλιστικών πρακτόρων, ασφαλιστικών συμβούλων, μεσιτών ασφαλίσεων, συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων και πραγματογνωμόνων ορίζεται ίση με 4% των μηνιαίων αποδοχών των έμμισθων υπαλλήλων τους που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση μέχρι την 31.12.1992 (παλαιοί ασφαλισμένοι).

1.5. Η εργοδοτική εισφορά, των υπό 1.2, 1.3 και 1.4 εργοδοτών, για τους νέους ασφαλισμένους (μετά την 1.1.1993) αντιστοιχεί στο 3% επί των πάσης φύσεως αποδοχών τους, χωρίς αυτές να υπερβαίνουν το ποσόν των 5.860,80 ευρώ. Το ποσό αυτό αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου με βάση αναλογιστική μελέτη και κατόπιν σύμφωνης γνώμης της ΕΑΑ.

2. Μηνιαία εισφορά των ασφαλισμένων που έχει ως εξής:

2.1. Μηνιαία εισφορά του έμμισθου παλαιού ασφαλισμένου (έως την 31.12.1992) ίση με το 4% επί των πάσης φύσεως αποδοχών υπό τον περιορισμό του ανωτάτου ορίου (πλαφόν), όπως αυτό περιγράφεται στο άρθρο 9 παρ. Α.1.

2.2. Μηνιαία εισφορά του έμμισθου νέου ασφαλισμένου (μετά την 1.1.1993) ίση με 3% επί των πάσης φύσεως αποδοχών του, χωρίς αυτές να υπερβαίνουν το ποσόν των 5.860,80 ευρώ. Το ποσό αυτό αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου με βάση αναλογιστική μελέτη και κατόπιν σύμφωνης γνώμης της ΕΑΑ.

2.3. Μηνιαία εισφορά του μη έμμισθου παλαιού ασφαλισμένου (έως την 31.12.1992) ίση με 6% επί του μέσου όρου των μηνιαίων ακαθάριστων εσόδων της τελευταίας διετίας, υπό τον περιορισμό του ανωτάτου ορίου (πλαφόν) που αναλύεται στο άρθρο 9 παρ. Α 1 του παρόντος. Μετά τη συμπλήρωση της διετίας και ανά διετία με απόφαση του Ταμείου σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα από τον ασφαλισμένο στοιχεία καθορίζεται το ποσό επί του οποίου υπολογίζονται οι εισφορές της επόμενης διετίας.

2.4. Μηνιαία εισφορά του μη έμμισθου νέου ασφαλισμένου (μετά την 1.1.1993) ίση με 6% επί των ασφαλιστικών κατηγοριών του παρακάτω Πίνακα.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ Ποσό σε ΕΥΡΩ Εισφορά σε ΕΥΡΩ
693,35 41,60
852,63 51,16
1.010,86 60,65
1.168,60 70,12
1.319,65 79,18
1.435,66 86,14
1.547,81 92,87
1.659,99 99,60
1.772,15 106,33
10η 1.884,34 113,06
11η 1.996,51 119,79
12η 2.108,67 126,52
13η 2.220,85 133,25
14η 2.333,02 139,98


Ο υπολογισμός γίνεται επί της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας και ο ασφαλισμένος δικαιούται να επιλέξει υψηλότερη.

3. Εισφορά όσων συνεχίζουν προαιρετικά την ασφάλιση και αναλυτικά:

3.1. Όσοι νέοι ασφαλισμένοι συνεχίζουν προαιρετικά την ασφάλισή τους στο Ταμείο καταβάλλουν κατά μήνα εισφορά ύψους 6% οι μεν έμμισθοι επί του μέσου όρου του μισθού του τελευταίου έτους πριν από τη διακοπή της υποχρεωτικής τους ασφάλισης, οι δε μη έμμισθοι 6% επί του ποσού της ασφαλιστικής κατηγορίας επί της οποίας κατέβαλε ασφαλιστικές εισφορές ο ασφαλισμένος κατά την διακοπή της ασφάλισης.

3.2 Όσοι παλαιοί ασφαλισμένοι συνεχίζουν προαιρετικά την ασφάλισή τους στο Ταμείο καταβάλλουν οι μεν έμμισθοι εισφορά ύψους 8% επί των αποδοχών τους κατά την ημερομηνία διακοπής της ασφάλισης, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να υπολείπονται από τις εισφορές που καθορίζονται με την οικεία ΣΣΕ με τα αυτά προσόντα και έτη υπηρεσίας ούτε να υπερβαίνουν το ανώτατο όριο (πλαφόν) όπως αναλύεται στο άρθρο 9 παρ. Α 1 του παρόντος, οι δε μη έμμισθοι καταβάλλουν το 6% επί του ποσού επί του οποίου υπολογίζεται η ασφαλιστική εισφορά κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Οι εισφορές αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τη μεταβολή του οριζόμενου ανωτάτου ορίου αποδοχών για τον υπολογισμό των εισφορών.

4. Η εισφορά αναγνώρισης γάμου/συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης, η οποία είναι ίση με την κράτηση των τακτικών αποδοχών ενός μηνός κάθε έγγαμου ασφαλισμένου, κατά την ημερομηνία δήλωσης του γάμου/ συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης στο Ταμείο, με τους περιορισμούς του άρθρου 9 παρ. Α του παρόντος. Προκειμένου περί μη έμμισθου ασφαλισμένου η κράτηση είναι ίση με το ποσό της κλάσης στην οποία υπάγεται, κατά την ημερομηνία δήλωσης του γάμου/συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης στο Ταμείο. Εφόσον και ο σύζυγος και η σύζυγος ή οι συμβαλλόμενοι στο σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης τυγχάνουν ασφαλισμένοι του Ταμείου, η ως άνω εισφορά καταβάλλεται εξ ημισείας από τον καθένα από αυτούς, με βάση τις μεγαλύτερες τακτικές αποδοχές, του ή της συζύγου. Στην περίπτωση επόμενου γάμου/συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης παρακρατείται το μισό της εισφοράς. Η εισφορά αναγνώρισης γάμου καταβάλλεται είτε εφάπαξ είτε σε 50 ισόποσες δόσεις.

5. Κάθε είδους πρόσοδοι της περιουσίας του Ταμείου.

6. Κάθε είδους χαριστικές ή μη καταβολές προς το Ταμείο.

7. Κάθε άλλο νόμιμο έσοδο, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η καταβολή πρόσθετων εργοδοτικών εισφορών.

Άρθρο 9
Υπολογισμός των εισφορών

Α. Των εμμίσθων

Ορίζεται ως ανώτατο όριο αποδοχών επί των οποίων θα καταβάλλονται οι εισφορές των εμμίσθων παλαιών ασφαλισμένων (μέχρι 31/12/1992) του Ταμείου ο βασικός μισθός του ασφαλιστικού υπαλλήλου κατηγορίας κύριου προσωπικού με 11-12 χρόνια προϋπηρεσίας, όπως αυτός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ ιδιωτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων της πλέον αντιπροσωπευτικής δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης εργαζομένων του κλάδου. Αν έχει λήξει η ισχύς της Συλλογικής αυτής Σύμβασης Εργασίας, λαμβάνεται ως βάση ο βασικός μισθός που προβλέπεται στην τελευταία που ίσχυσε και αναπροσαρμόζεται κάθε τριετία από τη λήξη της με απόφαση του Δ.Σ. και μετά από αναλογιστική μελέτη και τη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.

Οι επιπλέον του ανωτέρω ποσού αποδοχές δεν υπόκεινται σε κρατήσεις εκτός από τα Δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας οι οποίες υπολογίζονται στις καταβαλλόμενες μεικτές αποδοχές με τον περιορισμό του ανωτάτου ορίου αποδοχών που ορίζεται παραπάνω.

2. Για τους έμμισθους νέους ασφαλισμένους (μετά την 1/1/1993) του Ταμείου ο υπολογισμός των εισφορών γίνεται επί των αποδοχών τους, όπως περιγράφεται στο άρθρο 8 παρ. 2.2

Β. Των μη έμμισθων

1. Για τον υπολογισμό των μηνιαίων εισφορών των μη έμμισθων παλαιών ασφαλισμένων (έως την 31.12.1992) λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων ακαθάριστων εσόδων των δύο τελευταίων ημερολογιακών ετών, υπό τον περιορισμό του ανωτάτου ορίου (πλαφόν) που αναφέρεται στο άρθρο 9 παρ. Α 1 του παρόντος.

2. Για τον υπολογισμό των μηνιαίων εισφορών των μη έμμισθων νέων ασφαλισμένων (μετά την 1.1.1993) λαμβάνονται υπόψη οι ασφαλιστικές κατηγορίες του άρθρου 8 παρ. 2.4. Τα ποσά αυτά μπορεί να αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Δ.Σ. μετά από αναλογιστική μελέτη και τη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής. Ο υπολογισμός γίνεται επί της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας και ο ασφαλισμένος δικαιούται να επιλέξει την υψηλότερη.

3. Μετά τη συμπλήρωση της διετίας για την υπαγωγή στην ασφάλιση και μετά την παρέλευση κάθε διετίας με βάση τα οικονομικά στοιχεία που προσκομίζονται καθορίζεται με απόφαση του Ταμείου το ποσό πάνω στο οποίο θα γίνεται ο υπολογισμός των εισφορών για την επόμενη διετία.
Σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος δεν προσκομίσει τα απαιτούμενα από το άρθρο 3 δικαιολογητικά το Ταμείο μπορεί μέσα σε ένα έτος από τη λήξη της διετίας να αποφασίσει τη διακοπή της ασφάλισής του, αφού ενημερώσει τον ασφαλισμένο ένα μήνα πριν από την επικείμενη διαγραφή του.

4. Η ασφάλιση διακόπτεται με απόφαση του Ταμείου, εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα του ασφαλισμένου δεν ανέρχονται τουλάχιστον στο ελάχιστο εκάστοτε προβλεπόμενο ποσό, αφού ενημερώσει τον ασφαλισμένο ένα μήνα πριν από την επικείμενη διαγραφή του.

Άρθρο 10
Καταβολή των εργοδοτικών εισφορών και των εισφορών των εμμίσθων

1. Το προϊόν εκάστου μηνός των υπό το άρθρο 8 του παρόντος καταστατικού οριζομένων εργοδοτικών εισφορών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων της παρ. 1.1 του ιδίου άρθρου καταβάλλεται στο Ταμείο ως εξής:

1.1. Η προσδιοριζόμενη στο άρθρο 8 παρ. 1.1.1. εδ. α (6% επί της μισθοδοσίας με όριο ανώτατου μηνιαίου μισθού το ποσό των € 1.750) καταβάλλεται, μαζί με την εργατική εισφορά, μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα, από τον μήνα επί της μισθοδοσίας του οποίου υπολογίζεται.

1.2. Η προσδιοριζόμενη στο άρθρο 8 παρ. 1.1.1. εδ. β εισφορά επί παραγωγής καταβάλλεται το αργότερο εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη λήξη εκάστου μηνός από τις ως άνω επιχειρήσεις και οργανισμούς. Οι παραπάνω επιχειρήσεις και οργανισμοί υποβάλλουν στο Ταμείο, το αργότερο εντός σαράντα (40) ημερών από τη λήξη κάθε μήνα, κατάσταση που περιέχει τα ασφάλιστρα και αντασφάλιστρα (εσωτερικού/εξωτερικού), που πραγματοποιήθηκαν μέσα στο μήνα, καθαρά από τις εν τω μεταξύ ακυρώσεις, ξεχωριστά κατά κλάδο ασφάλισης (σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1.1.1. του παρόντος).

2. Ειδικότερα για τους εργοδότες που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1.1.2 ισχύουν τα ακόλουθα:

2.1. Οι υπόχρεοι εργοδότες αποστέλλουν μέχρι το τέλος Ιανουαρίου κάθε έτους τα συνολικά ετήσια στοιχεία μισθοδοσίας και παραγωγής του προηγούμενου έτους σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1.1.1. του παρόντος. Το Ταμείο υπολογίζει βάσει αυτών των στοιχείων και σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1.1.2 του παρόντος, το ποσοστό επί της ετήσιας συνολικής μισθοδοσίας των υπαγόμενων στο Ταμείο εργαζομένων, το οποίο χρησιμοποιείται για τον προκαταρκτικό υπολογισμό των εργοδοτικών εισφορών τρέχοντος έτους, τις οποίες οφείλουν να καταβάλουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παρ. 1.1.2 του παρόντος.
Επίσης, κάθε μήνα αποστέλλουν τα στοιχεία της συνολικής μισθοδοσίας του προηγούμενου μήνα, των υπαγομένων στην ασφάλιση του Ταμείου εργαζομένων. Η συνολική μισθοδοσία αποτελείται από τις μικτές τακτικές και έκτακτες αμοιβές.
Για τον υπολογισμό των εργοδοτικών εισφορών τρέχοντος έτους αφαιρούνται έξι (6) μονάδες από το ποσοστό που έχει υπολογίσει το Ταμείο σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο και το υπόλοιπο ποσοστό πολλαπλασιάζεται επί τη συνολική μηνιαία μισθοδοσία των υπαγομένων στο Ταμείο εργαζομένων κάθε ασφαλιστικής επιχείρησης. Το ποσό που προκύπτει από αυτόν τον υπολογισμό καταβάλλεται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα, μαζί με το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του εδ. α του άρθρου 8 παρ.
1.1.1. του παρόντος.

2.2. Οι υπόχρεοι εργοδότες υποβάλλουν στο Ταμείο τα τριμηνιαία και ετήσια στοιχεία παραγωγής, από τις καταστάσεις που υποβάλλουν στην αρμόδια εποπτική αρχή των ασφαλιστικών εταιριών. Η υποβολή αυτών προς το Ταμείο γίνεται ταυτόχρονα με την υποβολή αυτών στην αρμόδια εποπτική αρχή. Επιπλέον και στους ίδιους χρόνους υποβάλλουν αναλυτικά στοιχεία παραγωγής για όλους τους κλάδους, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.1.1.1. Το Ταμείο, άμεσα μετά την λήψη των παραπάνω στοιχείων, υπολογίζει βάσει των στοιχείων, παραγωγής και μισθοδοσίας, το τελικό ενιαίο ποσοστό σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παρ. 1.1.2 του παρόντος. Με βάση αυτό οριστικοποιεί τις οφειλόμενες εργοδοτικές εισφορές του προηγούμενου έτους σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8 του παρόντος. Εφόσον το ποσό των οφειλομένων, για το προηγούμενο έτος, εργοδοτικών εισφορών είναι μεγαλύτερο αυτού που έχουν ήδη καταβάλει οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τότε καταβάλλουν τη διαφορά εντός ενός μηνός από τη σχετική ειδοποίηση του Ταμείου. Εάν είναι μικρότερο, το Ταμείο επιστρέφει εντός μηνός το επιπλέον ποσό στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

2.3. Στην περίπτωση που εργοδότης ή εργοδότες δεν αποστέλλουν ή καθυστερούν να αποστείλουν τα απαραίτητα στοιχεία παραγωγής και μισθοδοσίας, το Ταμείο δικαιούται να ζητήσει από την Εποπτική Αρχή τα στοιχεία παραγωγής και παράλληλα να προβεί σε έλεγχο στην/ ις εταιρία/ες, ασκώντας τα νόμιμα δικαιώματά του. Επιπλέον, το Ταμείο υπολογίζει το προσδιοριζόμενο στο άρθρο 8 παρ. 1.1.2 ενιαίο ποσοστό με βάση τα στοιχεία που διαθέτει από τους εργοδότες που έχουν αποστείλει τα απαραίτητα στοιχεία και εφαρμόζει αυτό το ενιαίο ποσοστό που έχει προκύψει και για την/τις εταιρία/ες που δεν έχει/ουν αποστείλει εγκαίρως ή καθόλου στοιχεία. Εφόσον αποσταλούν εκ των υστέρων τα στοιχεία αυτά, το εν λόγω ποσοστό επαναπροσδιορίζεται το αργότερο εντός πενταετίας κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης στις αρχές του επομένου έτους.

3. Διευκρινίζεται ότι τα υποβαλλόμενα από τις εργοδότριες εταιρίες στοιχεία παραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1.1.1. περιλαμβάνουν ανάλυση των στοιχείων παραγωγής κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το Ταμείο να ελέγχει την ορθή εφαρμογή των διαφορετικών συντελεστών υπολογισμού των εργοδοτικών εισφορών ανά κατηγορία ασφαλίστρων.

4. Η εργοδοτική εισφορά των υπαλλήλων ασφαλιστικών πρακτόρων, ασφαλιστικών συμβούλων, μεσιτών ασφαλίσεων, συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων και πραγματογνωμόνων καταβάλλεται εντός μηνός από τη λήξη του μήνα στον οποίο αντιστοιχούν οι αποδοχές.

5. Την εισφορά των εμμίσθων ασφαλισμένων με τη σχετική κατάσταση υποχρεούται να καταθέτει ο εργοδότης τους στο Ταμείο εντός μηνός από τη λήξη του μήνα στον οποίο αντιστοιχούν οι αποδοχές.

6. Οι εργοδότες υποχρεούνται να παρέχουν αμέσως στο Ταμείο κάθε πληροφορία που τους ζητείται από το Ταμείο προκειμένου να είναι ευχερής και αποτελεσματικός ο έλεγχος του Ταμείου όσον αφορά στην υπαγωγή στην ασφάλιση, στην κανονική πληρωμή των εισφορών και συνεισφορών. Στην περίπτωση άρνησής τους ή καθυστέρησης της συμμόρφωσής τους εφαρμόζονται τα αναφερόμενα στο άρθρο 6 παρ. 3 περ. ΙV του παρόντος.

7. Εισφορές που καταβάλλονται εκπρόθεσμα στο Ταμείο επιβαρύνονται με τόκους υπερημερίας από τον χρόνο κατά τον οποίο κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή τους.

Άρθρο 11
Καταβολή των εισφορών των μη εμμίσθων

Η προβλεπόμενη από το άρθρο 8 παρ. 2.3 και 2.4 μηνιαία εισφορά, ύψους 6% επί της ασφαλιστικής κλάσης στην οποία έχει καταταγεί ο μη έμμισθος ασφαλισμένος (υποχρεωτικά ή προαιρετικά), καταβάλλεται κάθε μήνα και το αργότερο εντός του επομένου μηνός απ’ ευθείας από τον ασφαλισμένο προς το Ταμείο σε τραπεζικό λογαριασμό που ορίζει το Δ.Σ. του Ταμείου.

Η εξόφληση των εισφορών των ασφαλισμένων που για πρώτη φορά υπάγονται στην ασφάλιση του Ταμείου μπορεί να γίνει και τμηματικά με μηνιαίες δόσεις τις οποίες καθορίζει το Δ.Σ. του Ταμείου και όχι πάντως περισσότερες από 12 για κάθε έτος αναδρομικής ασφάλισης.

Άρθρο 12
Βεβαίωση των εισφορών

Οι οφειλόμενες εισφορές και κάθε ποσό που οφείλεται στο Ταμείο βεβαιώνονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου στην οποία καθορίζεται επακριβώς το εισπρακτέο ποσό, οι τυχόν τόκοι υπερημερίας, το είδος της εισφοράς και η χρονική περίοδος στην οποία αναφέρεται. Η αναγκαστική είσπραξη των εσόδων του Ταμείου γίνεται με βάση τις διατάξεις που ισχύουν για τα ΝΠΙΔ. Εφόσον ρυθμισθεί η είσπραξη των εσόδων του Ταμείου κατά τον Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αποτελεί τον νόμιμο τίτλο για την αναγκαστική τους είσπραξη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ

Άρθρο 13
Διοικητικό Συμβούλιο, Σύνθεση, Θητεία, Ορισμός

1. Το Ταμείο διοικείται από 9μελές Δ.Σ., το οποίο απαρτίζεται από:
α) Τέσσερις (4) εκπροσώπους τους οποίους ορίζει η πλέον αντιπροσωπευτική δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των ασφαλισμένων ασφαλιστικών υπαλλήλων.
β) Έναν (1) εκπρόσωπο τον οποίο ορίζουν από κοινού οι πλέον αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις των μεσιτών ασφαλίσεων των πρακτόρων ασφαλειών και η πλέον αντιπροσωπευτική δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των ασφαλισμένων ασφαλιστικών υπαλλήλων. Σε περίπτωση διαφωνίας των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων υπερισχύει η απόφαση της περισσότερο αντιπροσωπευτικής σε αριθμό ασφαλισμένων.
γ) Δύο (2) εκπροσώπους τους οποίους ορίζει η πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση εργοδοτών ασφαλιστικών εταιρειών που νόμιμα λειτουργούν στην Ελλάδα.
δ) Δύο (2) εκπροσώπους τους οποίους ορίζει η πλέον αντιπροσωπευτική ένωση συνταξιούχων ασφαλισμένων του Ταμείου.
Ο τρόπος, η διαδικασία και τα προσόντα των μελών του Δ.Σ. θα εξειδικευθούν στον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας του ταμείου.
Συμμετέχει στο Δ.Σ. χωρίς δικαίωμα ψήφου και ένας (1) εκπρόσωπος των εργαζομένων στο Ταμείο όταν συζητούνται υπηρεσιακά θέματα σχετικά με το προσωπικό του Ταμείου.

2. Τα μέλη του Δ.Σ. ορίζονται με απόφαση του αρμοδίου οργάνου κάθε μίας από τις παραπάνω αντιπροσωπευτικές οργανώσεις. Με τον ίδιο τρόπο που ορίζονται τα μέλη του Δ.Σ. του Ταμείου ορίζονται και οι ισάριθμοι αναπληρωτές τους.

3. Η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου είναι τετραετής (4) και παρατείνεται αυτόματα μέχρι 6 μήνες μετά τη λήξη της.

4. Σε περίπτωση προσωρινού κωλύματος, η θέση τακτικού μέλους καλύπτεται από το αναπληρωματικό του. Σε περίπτωση μόνιμου κωλύματος ή παραίτησης τακτικού μέλους η οικεία αντιπροσωπευτική οργάνωση οφείλει να ορίσει μέλος για το υπόλοιπο της θητείας.

5.Τα μέλη του Δ.Σ. ανακαλούνται από την οργάνωση που τα υπέδειξε μόνον εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος.

6. Τα μέλη του Δ.Σ. καθώς και οι υπάλληλοι του Ταμείου υποχρεούνται σε αυστηρή τήρηση εχεμύθειας ως προς τα απόρρητα του Ταμείου, τα οποία κατέστησαν σε αυτά γνωστά εξ οιουδήποτε λόγου. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά λόγο παύσης του παραβάτη από μέλος του οργάνου ή λόγο λύσης της υπαλληλικής σχέσης.

Άρθρο 14
Συγκρότηση σε σώμα – Παράδοση – Παραλαβή

1. Με έγγραφη πρόσκληση του απερχόμενου Προέδρου του Δ.Σ. στην οποία αναγράφεται η ημερομηνία, η ώρα, ο τόπος και το θέμα της συνεδρίασης, το Δ.Σ. του Ταμείου συνέρχεται σε πρώτη συνεδρίαση εντός 20 ημερών από την συγκρότησή του και εκλέγει με μυστική ψηφοφορία και απλή πλειοψηφία του συνόλου των μελών του τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τον Γενικό Γραμματέα αυτού.
Εφόσον κατά την εκλογή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου για την κατάληψη των ως άνω αξιωμάτων, δεν επιτευχθεί η απαιτούμενη απλή πλειοψηφία, ο σύμβουλος που έλαβε τους λιγότερους ψήφους αποσύρει την υποψηφιότητα του και η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται μεταξύ των υπόλοιπων υποψηφίων.
Η ως άνω διαδικασία επαναλαμβάνεται μέχρι να επιτευχθεί η απαιτούμενη απλή πλειοψηφία και ολοκληρώνεται σε μία συνεδρίαση
Τα ειδικότερα καθήκοντα των μελών του Δ.Σ. καθορίζονται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Ταμείου.

2. Δεν επιτρέπεται να συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο περισσότερα του ενός από τα ανωτέρω αξιώματα των μελών Δ.Σ. του Ταμείου.

3. Το νέο Δ.Σ. του Ταμείου παραλαμβάνει από το προηγούμενο Δ.Σ., μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη συγκρότησή του σε σώμα, τα βιβλία, τη διοίκηση και τη διαχείριση του Ταμείου και συντάσσεται πρωτόκολλο παράδοσης παραλαβής.

4. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, μέχρι τη συγκρότηση του νέου Δ.Σ. του Ταμείου σε σώμα και την παράδοση σε αυτό της διοίκησης και της διαχείρισης, παρατείνεται αυτοδίκαια η θητεία του απερχόμενου Δ.Σ. όχι πάντως για περισσότερο από δέκα (10) ημέρες.

5. Σε περίπτωση που κενωθεί στη διάρκεια της θητείας του Δ.Σ. θέση αξιωματούχου, η κενή θέση συμπληρώνεται με την ίδια ως άνω διαδικασία.

Άρθρο 15
Λειτουργία Διοικητικού Συμβουλίου

1. Το Διοικητικό Συμβούλιο συνεδριάζει τακτικά, μετά από έγγραφη πρόσκληση του Προέδρου ή, εάν αυτός κωλύεται, του Αντιπροέδρου, μια φορά την εβδομάδα. Επίσης συνεδριάζει εκτάκτως όταν υπάρχει ανάγκη, κατά την κρίση του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου που τον αναπληρώνει ή όταν το ζητήσουν εγγράφως πέντε (5) τουλάχιστον μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου με αίτησή τους προς τον Πρόεδρο, στην οποία πρέπει να αναφέρονται επί ποινή απαραδέκτου τα θέματα που θα συζητηθούν στη συνεδρίαση. Στην περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος υποχρεούται μέσα σε προθεσμία πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αίτησης να ορίσει συνεδρίαση Διοικητικού Συμβουλίου με τα θέματα που αναγράφονται σε αυτήν. Εάν δεν υπάρχει απαρτία, τα θέματα αυτά αναγράφονται πρώτα στην ημερήσια διάταξη της επόμενης τακτικής συνεδρίασης.

2. Το Διοικητικό Συμβούλιο, με απόφασή του, μπορεί να ορίζει συγκεκριμένες ημέρες για τις τακτικές συνεδριάσεις του.

3. Η πρόσκληση κοινοποιείται στα μέλη δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίαση. Σύντμηση της προθεσμίας αυτής επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, η οποία αιτιολογείται από τον Πρόεδρο ή τον Αντιπρόεδρο που τον αναπληρώνει. Στην πρόσκληση σε συνεδρίαση αναγράφονται ο τόπος, η ημερομηνία και η ώρα της συνεδρίασης καθώς και τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Λήψη αποφάσεων για θέματα που δεν περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη επιτρέπεται μόνον εφόσον παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και κανένα δεν αντιλέγει.

4. Αν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου κωλύεται να παραστεί σε συνεδρίαση, οφείλει να ειδοποιεί εγγράφως τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, διαφορετικά θεωρείται αδικαιολογήτως απών. Το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που απουσιάζει αδικαιολόγητα από τρεις (3) ή δικαιολογημένα από επτά (7) διαδοχικές τακτικές συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, και συνολικά αδικαιολόγητα από οκτώ (8) και δικαιολογημένα από δεκαπέντε(15) κατ’ έκαστο ημερολογιακό έτος τακτικές συνεδριάσεις του Δ.Σ. του Ταμείου εκπίπτει αυτοδικαίως από την ιδιότητα του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου. Το μέλος αυτό αντικαθίσταται με απόφαση της οικείας αντιπροσωπευτικής οργάνωσης που το ορίζει.

5. Το Διοικητικό Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία, εφόσον παρευρίσκονται σε αυτό πάνω από τα μισά μέλη του, και αποφασίζει με απλή πλειοψηφία των παρόντων μελών του, εκτός από τις αποφάσεις που προβλέπεται το παρόν καταστατικό αυξημένη πλειοψηφία.

6. Οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου λαμβάνονται με φανερή ψηφοφορία, εκτός αν πρόκειται για προσωπικά ζητήματα ή αν, εκ των προτέρων, το Διοικητικό Συμβούλιο καθορίζει ότι η ψηφοφορία είναι μυστική, κατά πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.

7. Οι συζητήσεις και οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου καταχωρούνται περιληπτικά σε ειδικό βιβλίο πρακτικών Διοικητικού Συμβουλίου που μπορεί να τηρείται και κατά το μηχανογραφικό σύστημα. Ύστερα από αίτηση μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, ο Πρόεδρος υποχρεούται να καταχωρήσει στα πρακτικά ακριβή περίληψη της γνώμης του. Στο βιβλίο αυτό καταχωρείται επίσης κατάλογος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που παραστάθηκαν ή αντιπροσωπεύθηκαν. Τα πρακτικά υπογράφονται από όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που παραστάθηκαν στη συνεδρίαση. Αν κάποιο από τα μέλη αρνηθεί να υπογράψει τα πρακτικά, γίνεται σχετική μνεία σ’ αυτά. Πάντως για την απόφαση που λήφθηκε νομίμως, δε δημιουργεί ακυρότητα η άρνηση υπογραφής του πρακτικού από το σύμβουλο ο οποίος παραβρέθηκε στη συνεδρίαση.

Με ευθύνη του Προέδρου του Δ.Σ. υπάρχει η δυνατότητα μαγνητοφώνησης των συζητήσεων του Δ.Σ.

Τα αντίγραφα και τα αποσπάσματα των πρακτικών του διοικητικού συμβουλίου, τα οποία πρόκειται να προσαχθούν στο δικαστήριο ή σ’ άλλη αρχή ή και προς τράπεζες ή άλλα πρόσωπα, επικυρώνονται από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου, ή από το νόμιμο αναπληρωτή του ή από εντεταλμένο, με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, για το σκοπό αυτό, σύμβουλο.

8. Οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου δεν εκτελούνται πριν από την επικύρωση των πρακτικών, τουλάχιστον από την πλειοψηφία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, το αργότερο μέχρι την επόμενη συνεδρίαση.

Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί επί επείγουσας, κατά τη κρίση του, ανάγκης, να αποφασίζει την άμεση επικύρωση των πρακτικών.

9. Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και ο Γενικός Γραμματέας μπορεί να είναι πλήρους ή μερικής απασχόλησης στο Ταμείο και στην περίπτωση αυτή δικαιούνται αμοιβής που καθορίζεται με απόφαση του Δ.Σ. και δεν μπορεί να υπερβαίνει το τριπλάσιο για τον Πρόεδρο και το διπλάσιο για τον Αντιπρόεδρο και τον Γενικό Γραμματέα αντίστοιχα, του εκάστοτε προβλεπομένου, από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Ασφαλιστικών Υπαλλήλων Ιδιωτικής Ασφάλισης της αντιπροσωπευτικότερης δευτεροβάθμιας οργάνωσης αυτών, βασικού μισθού υπαλλήλου κατηγορίας κύριου προσωπικού με 11-12 χρόνια προϋπηρεσίας. Στην περίπτωση που δεν ισχύει ΣΣΕ εφαρμόζονται όσα ανωτέρω στο άρθρο 9 υπό Α.1 αναφέρονται.

Τα υπόλοιπα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν δικαιούνται αμοιβής. Με απόφαση του Δ.Σ. δύναται να καθορίζεται το ύψος της αποζημίωσης των μελών του Δ.Σ. (συμπεριλαμβανομένου και των Προέδρου, Αντιπροέδρου και Γενικού Γραμματέα), η οποία περιλαμβάνει και τυχόν έξοδα μετακίνησης, διατροφής και διαμονής. Η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει ανά συνεδρίαση το 10% για το απλό μέλος, το 15% για τον Αντιπρόεδρο και Γενικό Γραμματέα και το 20% για τον Πρόεδρο του εκάστοτε προβλεπομένου από την ισχύουσα Σύμβαση Εργασίας Ασφαλιστικών Υπαλλήλων Ιδιωτικής Ασφάλισης βασικού μισθού υπαλλήλου κατηγορίας κύριου προσωπικού με 11-12 χρόνια προϋπηρεσίας. Στην περίπτωση που δεν ισχύει ΣΣΕ εφαρμόζονται όσα ανωτέρω στο άρθρο 9 υπό Α παρ. 1 αναφέρονται.

10. Κατά τις συνεδριάσεις του Δ.Σ. επιτρέπεται να παρευρίσκονται, με δικαίωμα λόγου, αλλά όχι δικαίωμα ψήφου ως ειδικοί επιστημονικοί σύμβουλοι, πρόσωπα ευρείας αποδοχής, με επιστημονική αρτιότητα, ειδίκευση και εμπειρία σε επιστημονικά και τεχνικά θέματα, όπως για παράδειγμα στα χρηματοοικονομικά προϊόντα, σε θέματα μηχανοργάνωσης και πληροφορικής, σε αναλογιστικές μελέτες, σε θέματα κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου κ.λπ.

11. Λοιπά θέματα διοίκησης του Ταμείου, που αφορούν στις συνεδριάσεις, αποφάσεις, πρακτικά ή στην εκπροσώπησή του, στις αρμοδιότητες για την εσωτερική του λειτουργία, στη μεταβίβαση εξουσιών, στα σχετικά με τη διοίκηση λειτουργικά έξοδα, στις άδειες διευκολύνσεων των μελών της διοίκησης κ.λπ., καθορίζονται περαιτέρω στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Ταμείου.

Άρθρο 16
Αρμοδιότητες Διοικητικού Συμβουλίου

1. Το διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου είναι αρμόδιο να αποφασίζει κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση, τη διαχείριση, την εποπτεία και τον έλεγχο του Ταμείου και στην εν γένει επιδίωξη του σκοπού του είτε ρητά αναφέρεται στον νόμο, είτε όχι, εκτός εκείνων των θεμάτων που έχουν ανατεθεί στην ειδική αρμοδιότητα άλλου οργάνου από τη σχετική νομοθεσία, το παρόν καταστατικό ή τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Ταμείου.
Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του υπόκειται στην ισχύουσα νομοθεσία συμπεριλαμβανομένης και της απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με αριθμό Φ.51010/1821/16/2/2004 ΦΕΚ 370Β/24-2-2004 για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων

2. Η διοίκηση του Ταμείου γίνεται από το Δ.Σ., στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και εξουσιών που ορίζονται από το Καταστατικό και τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας. Το Δ.Σ. είναι επίσης αρμόδιο για τη διαχείριση των προσόδων και της περιουσίας του Ταμείου, σύμφωνα με το Καταστατικό και τον Κανονισμό Επενδύσεων.

3. Το Δ.Σ. έχει, επίσης, τις εξής ειδικές αρμοδιότητες:

3.1. Μεριμνά για τον σχηματισμό του Μαθηματικού Αποθέματος του Ταμείου και την κάλυψή τους με ασφαλιστική τοποθέτηση.

3.2. Καθορίζει την επενδυτική πολιτική για τα κεφάλαια του Ταμείου, σύμφωνα με τις διατάξεις της υπουργικής απόφασης 51010/ΟΙΚ1893-15/23/1/2015 (ΦΕΚ 178 Β΄), αποφασίζει για τον Κανονισμό Επενδύσεων του Ταμείου και φροντίζει για την τήρησή του καθώς και για την σύσταση Επενδυτικής Επιτροπής που θα απαρτίζεται από εξειδικευμένους έμπειρους επαγγελματίες στον τομέα των επενδύσεων, η οποία έχει όλες τις αρμοδιότητες που προβλέπει η παραπάνω Υπουργική απόφαση. Για αποφάσεις που αφορούν μη συνήθεις επενδύσεις, όπως καθορίζονται από τον Κανονισμό Επενδύσεων του ταμείου και για τον καθορισμό της έννοιας των μη συνήθων επενδύσεων απαιτείται η θετική ψήφος των εκπροσώπων της ΕΑΕΕ. Κατ’ εξαίρεση δεν απαιτείται η θετική ψήφος των εκπροσώπων της ΕΑΕΕ για τις αποφάσεις που αφορούν στη συμμετοχή του Ταμείου στην Συνεταιριστική Τράπεζα Ηπείρου. Οι αποφάσεις αυτές κοινοποιούνται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

3.3. Ορίζει και παύει διαχειριστές επενδύσεων και θεματοφύλακες καθώς και φορείς που παρέχουν εξωτερικές υπηρεσίες στο Ταμείο (outsourcing), σύμφωνα με διαδικασία που προβλέπεται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Ταμείου. Οι αποφάσεις αυτές κοινοποιούνται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή.

3.4. Αποφασίζει για την ίδρυση επενδυτικού φορέα ή συμμετοχή σε ήδη υφιστάμενο. Οι αποφάσεις αυτές κοινοποιούνται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

3.5. Αποφασίζει για την αναπροσαρμογή των εισφορών και την τυχόν επιβολή εκτάκτων εισφορών με πλειοψηφία των 8/9 του Δ.Σ. μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.

3.6. Κρίνει για την τυχόν αδυναμία καταβολής εισφορών και αποφασίζει για την παροχή διευκολύνσεων καταβολής (π.χ. καταβολή οφειλόμενων εισφορών σε δόσεις) σύμφωνα με όσα σχετικώς ορίζονται τον Κανονισμό Παροχών.

3.7. Φροντίζει για την κανονική είσπραξη των πόρων του Ταμείου και προβαίνει σε όχληση των εργοδοτών και των ασφαλισμένων που δεν καταβάλλουν τις εισφορές, ενημερώνοντάς τους για τις συνέπειες της μη καταβολής αυτής.

3.8. Εγκρίνει τον Προϋπολογισμό της νέας οικονομικής χρήσης, αναφέροντας αναλυτικά κατ’είδος τα έσοδα και τις δαπάνες, σύμφωνα με το άρθρο 20 του παρόντος.

3.9. Εγκρίνει τον Ισολογισμό και τους λογαριασμούς αποτελεσμάτων χρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 20 του παρόντος.

3.10. Δημοσιεύει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθώς και σε μια ημερήσια εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας και σε μια οικονομική εφημερίδα τις οικονομικές καταστάσεις, τα πιστοποιητικά ελέγχου των ορκωτών ελεγκτών και τα πορίσματα ελέγχου της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.

3.11. Υποβάλλει ετήσια στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή τα έγγραφα και τα στοιχεία που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.

3.12. Αποφασίζει για την εγγραφή και τη διαγραφή των ασφαλισμένων του Ταμείου

3.13. Απονέμει τις προβλεπόμενες παροχές στους ασφαλισμένους του Ταμείου. Με απόφασή του μπορεί να εξουσιοδοτεί τον Διευθυντή του Ταμείου ή /και άλλους υπαλλήλους του Ταμείου να εκδίδουν αποφάσεις σχετικά με τη χορήγηση των παροχών.

3.14. Αποφασίζει για την αναπροσαρμογή (μείωση ή αύξηση) των παροχών με βάση τα πορίσματα της αναλογιστικής μελέτης και την ισχύουσα νομοθεσία μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.

3.15. Αποφασίζει τη μεταφορά των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων του Ταμείου σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.

3.16. Χορηγεί μια φορά τουλάχιστο κάθε έτος, με δαπάνη του Ταμείου, βεβαίωση στους ασφαλισμένους του για τις καταβληθείσες εισφορές και τα δικαιώματά τους για παροχές.

3.17. Ασκεί τις αξιώσεις του Ταμείου κατά του μέλους του Δ.Σ. ή τρίτου που το ζημίωσε.

3.18. Διορίζει ορκωτούς ελεγκτές, στους οποίους αναθέτει τον έλεγχο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του Ταμείου.

3.19. Προσλαμβάνει και απολύει τον Διευθυντή του Ταμείου, προσλαμβάνει και απολύει το υπαλληλικό και εργατοτεχνικό προσωπικό του Ταμείου, τους αναλογιστές, τους οικονομικούς και νομικούς συμβούλους, τους λογιστές κ.λπ. Προσδιορίζει τα καθήκοντα και τις αποδοχές τους και τους αναθέτει ειδικότερα καθήκοντα.

3.20. Αναθέτει την εκτέλεση έργων, εκπόνηση μελετών και παροχή υπηρεσιών σε τρίτους, σύμφωνα με διαδικασία που προβλέπεται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Ταμείου.

3.21. Αποφασίζει επί ενστάσεων που υποβάλλονται κατά αποφάσεων του Διευθυντή του Ταμείου.

3.22. Συγκροτεί ειδικές επιτροπές από μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου ή και τρίτους για τη μελέτη, προώθηση και αντιμετώπιση των θεμάτων που αφορούν τη λειτουργία του, καθορίζει τις ειδικότερες αρμοδιότητες των Επιτροπών αυτών και αποφασίζει επί των εισηγήσεών τους.

3.23. Αποφασίζει τα ποσά αποζημίωσης των μελών του Δ.Σ., τα έξοδα μετακίνησης, καθώς και τις αμοιβές των μελών του Δ.Σ. (όπου προβλέπονται), όπως προβλέπει το άρθρο 15 παρ. 9 του παρόντος.

3.24. Καθορίζει με απόφασή του τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την εγγραφή των ασφαλισμένων στο Ταμείο, τον τύπο του απογραφικού δελτίου και τα δικαιολογητικά για την απονομή των παροχών.

3.25. Αποφασίζει την τροποποίηση ή τη συμπλήρωση των διατάξεων του Καταστατικού και του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του Ταμείου, του Κανονισμού Επενδύσεων και του Κανονισμού Παροχών, σύμφωνα με το άρθρο 38 του παρόντος.

3.26. Αποφασίζει και λαμβάνει κάθε μέτρο για την καλύτερη εκπλήρωση των σκοπών του Ταμείου.

3.27. Αποφασίζει για κάθε αμφισβήτηση ως προς την ερμηνεία του παρόντος και του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του Ταμείου, καθώς και για κάθε αναγκαία λεπτομέρεια εσωτερικής φύσης, που δεν προβλέπεται από αυτά.

3.28. Αποφασίζει την αγορά, εκποίηση, υποθήκευση και ενεχυρίαση περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου.

3.29. Αποφασίζει για δικαστικό ή εξώδικο συμβιβασμό και παραίτηση από δικόγραφο ή δικαίωμα.

3.30. Διορίζει το νομικό σύμβουλο του Ταμείου και πληρεξούσιους δικηγόρους, εφόσον τούτο απαιτείται κατά περίπτωση.

3.31. Αποφασίζει για την ενοποίηση του Ταμείου με άλλα ομοειδή Ταμεία, σύμφωνα με το άρθρο 40 του παρόντος.

3.32. Αποφασίζει για τη διάσπαση του Ταμείου σε περισσότερα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης, σύμφωνα με το άρθρο 41 του παρόντος.

3.33. Αποφασίζει για τη συνεργασία του Ταμείου με άλλα ομοειδή Ταμεία ή και ομοσπονδίες ομοειδών Ταμείων, σε επιχειρησιακό, κλαδικό ή άλλο επίπεδο, καθώς και για τη συμμετοχή του Ταμείου σε ομοσπονδίες ομοειδών Ταμείων, σύμφωνα με το άρθρο 42 του παρόντος.

3.34. Αποφασίζει για τη μεταφορά της άσκησης μέρους των αρμοδιοτήτων του σε Επιτροπές, σε μέλη του Δ.Σ., στον Διευθυντή του Ταμείου ή σε υπαλλήλους αυτού.

Άρθρο 17
Αρμοδιότητες και εξουσίες Προέδρου Δ.Σ.

Ο Πρόεδρος του Δ.Σ. έχει τις κάτωθι αρμοδιότητες:

1. Μεριμνά για την εφαρμογή του παρόντος Καταστατικού, των Κανονισμών του Ταμείου και των αποφάσεών του.

2. Προΐσταται των υπηρεσιών του Ταμείου και έχει την ευθύνη της δράσης και της εν γένει εύρυθμης λειτουργίας του.

3. Εκπροσωπεί το Ταμείο δικαστικά και εξώδικα έναντι παντός και μπορεί με απόφασή του να αναθέτει την εκπροσώπηση επί συγκεκριμένων υποθέσεων σε μέλος του Δ.Σ. σε δικηγόρο του Ταμείου ή στον Διευθυντή του Ταμείου. Ειδικά όμως, για την κατάθεση αίτησης ακυρώσεως στο ΣτΕ ή αγωγής στα Πολιτικά Δικαστήρια ή μήνυσης – μηνυτήριας αναφοράς στα Ποινικά Δικαστήρια, καθώς επίσης και για παραίτηση από τα σχετικά δικόγραφα ή δικαιώματα, απαιτείται προηγούμενη έγκριση του Δ.Σ. Ο παραπάνω περιορισμός της έγκρισης του Δ.Σ. κάμπτεται σε επείγουσες κατά την κρίση του Προέδρου περιπτώσεις, καθώς και ο διορισμός δικηγόρου, του Δ.Σ. που επικυρώνει εκ των υστέρων τις παραπάνω πράξεις του Προέδρου.

4. Καταρτίζει την ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν θέματα που διατυπώνουν τα μέλη του Δ.Σ. καθορίζει την ημέρα, την ώρα και τον τόπο των συνεδριάσεων, καλεί τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη να συμμετάσχουν και διευθύνει τις συνεδριάσεις του.

5. Υπογράφει κατ’εξουσιοδότηση του Δ.Σ. του Ταμείου τις διάφορες συμβάσεις του Ταμείου και τα αποφασιστικής σημασίας θέματα.

6. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατ’ εξουσιοδότηση του Δ.Σ. μεριμνά για τη διενέργεια διαγωνισμών για την προμήθεια αγαθών, υπηρεσιών και εκτέλεση εργασιών σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

Άρθρο 18
Αρμοδιότητες Αντιπροέδρου και Γενικού Γραμματέα του Δ.Σ.

1. Ο Αντιπρόεδρος αναπληρώνει τον Πρόεδρο όταν κωλύεται ή απουσιάζει ο Πρόεδρος και τον αντιπρόεδρο ένας (1) σύμβουλος, ο οποίος ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Εκτός από την αναπλήρωση του Προέδρου, μελετά και καταρτίζει τα προγράμματα δράσεως του Ταμείου περί των οποίων συντάσσει σχετικές εισηγήσεις και προτάσεις.

2. Ο Γενικός Γραμματέας τηρεί τα βιβλία πρακτικών του Διοικητικού Συμβουλίου, του μητρώου ασφαλισμένων κλπ. Συνεργάζεται με τον Πρόεδρο στην σύνταξη της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και συντάσσει τα πρακτικά του. Κρατάει τη σφραγίδα του Ταμείου, τηρεί το αρχείο του και είναι υπεύθυνος για την ομαλή διεξαγωγή και διεκπεραίωση της εργασίας στα Γραφεία του Ταμείου.

Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί με απόφαση του να ορίζει ένα από μέλη του ως αναπληρωτή του Γεν. Γραμματέα για τις περιπτώσεις που αυτός θα απουσιάζει ή θα κωλύεται.

Άρθρο 19
Κωλύματα ορισμού μέλους του Δ.Σ. – Ασυμβίβαστα και ευθύνη των μελών του Δ.Σ. του ταμείου

1. Δεν επιτρέπεται να ορισθούν μέλη του Δ.Σ.:

α) Όσοι έχουν καταδικασθεί για κακούργημα και σε οιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία περί την υπηρεσία, δωροδοκία ή δωροληψία, καταπίεση, παράβαση καθήκοντος, απιστία δικηγόρου, καθ’υποτροπή συκοφαντική δυσφήμιση καθώς και για οιοδήποτε συναφές προς τα προηγούμενα αδίκημα και για παράβαση της ασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας. Επίσης, όσοι έχουν παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα για κακούργημα ή πλημμέλημα για τα παραπάνω αδικήματα, ακόμη και αν το αδίκημα έχει παραγραφεί.

β. Όσοι τελούν υπό δικαστική συμπαράσταση.

γ. Όσοι λόγω καταδίκης έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα και για όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή.

2. Αποτελεί ασυμβίβαστο με την ιδιότητα μέλους του Δ.Σ. του Ταμείου:

α. Η οποιασδήποτε φύσης εργασιακή σχέση με το Ταμείο, με εξαίρεση του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και του Γενικού Γραμματέα, οι οποίοι επιτρέπεται να είναι πλήρους ή μερικής απασχόλησης.

β. Κάθε συμμετοχή σε όργανα διοίκησης, του μέλους του Δ.Σ. ή του συζύγου του ή συγγενούς του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του β βαθμού με το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαχειρίζεται την περιουσία του Ταμείου, ή αναλαμβάνει ή εκτελεί έργα, υπηρεσίες και προμήθειες του Ταμείου.

3. Τα μέλη του Δ.Σ. του Ταμείου υποχρεούνται να επιδεικνύουν κάθε επιμέλεια και εντιμότητα. Ευθύνονται έναντι του Ταμείου για κάθε πταίσμα τους κατά τη διοίκηση των υποθέσεών του. Κατ’ εξαίρεση τα μέλη του Δ.Σ. δεν αναλαμβάνουν ευθύνη για αποφάσεις που λήφθηκαν σε συνεδρίαση που δεν παραστάθηκαν ή δεν αντιπροσωπεύθηκαν ή παραστάθηκαν και διαφώνησαν, εφόσον η διαφωνία τους καταγράφηκε στα σχετικά πρακτικά συνεδρίασης του Δ.Σ.

4. Οι εξωσυμβατικές αξιώσεις του Ταμείου υπόκεινται σε πενταετή (5ετή) παραγραφή από την τέλεση της ζημιογόνου πράξης (ΑΚ 937). Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης.

5. Αν μέλος οργάνου του Ταμείου ζημίωσε το Ταμείο με δόλο, το Δ.Σ. υποχρεούται να ασκήσει τις αξιώσεις του Ταμείου κατά τούτου. Αν μέλος οργάνου ζημίωσε το Ταμείο από αμέλεια, το Δ.Σ. δύναται να ασκήσει τις αξιώσεις του Ταμείου κατά τούτου, υποχρεούται δε εφόσον το ζητήσουν εγγράφως, με αίτησή τους προς τον Πρόεδρο τρία (3) τουλάχιστον μέλη του Δ.Σ.

6. Με απόφαση του Δ.Σ. δύναται να ανατεθεί σε δικηγόρο η νομική εκπροσώπηση των διωκόμενων ή εναγόμενων μελών του Δ.Σ. για πράξεις που έχουν εκτελέσει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και να καταβληθούν οι αμοιβές και τα έξοδά του με δαπάνες του Ταμείου.

Άρθρο 20
Γενικό Συμβούλιο – Σύνθεση – Αρμοδιότητες – Θητεία

Στο Ταμείο συγκροτείται Γενικό Συμβούλιο για θητεία πενταετή, αποτελούμενο από δεκαπλάσιο αριθμό μελών από τα μέλη του Δ.Σ. Τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου ορίζονται με τον ίδιο τρόπο, αναλογία και διαδικασία με τα μέλη του Δ.Σ. Το Γενικό Συμβούλιο συγκροτείται με επιμέλεια του Διοικητικού Συμβουλίου. Το πρώτο Γενικό Συμβούλιο θα συγκροτηθεί με επιμέλεια του Διοικούσας Επιτροπής το αργότερο εντός του πρώτου εξαμήνου από την έναρξη της λειτουργίας του Ταμείου.

Το Γενικό Συμβούλιο εκλέγει τον Πρόεδρό του και τον αναπληρωτή του και συγκαλείται τακτικά άπαξ του έτους και συγκεκριμένα εντός εξαμήνου από τη λήξη του οικονομικού έτους, προκειμένου να διαπιστώσει, αν η πορεία του Ταμείου είναι καλή και να συζητήσει κάθε πρόσφορο μέτρο για τη βελτίωση της θέσης του και της λειτουργίας του. Το Γενικό Συμβούλιο μπορεί να καλέσει στη συνεδρίασή του τον Διευθυντή του Ταμείου, για να μορφώσει καλύτερη εικόνα για τα πράγματα του Ταμείου. Τις συνεδριάσεις του Γενικού Συμβουλίου δικαιούνται να παρακολουθούν και τα μέλη του Δ.Σ.

Το Γενικό Συμβούλιο συγκαλείται επίσης έκτακτα από τον Πρόεδρό του, εφόσον το ζητήσει εγγράφως το 1/3 των μελών του. Ο Πρόεδρος στην περίπτωση αυτή οφείλει να ορίσει συνεδρίαση εντός 15 ημερών από την υποβολή του σχετικού αιτήματος.

Το Γενικό Συμβούλιο εγκρίνει τροποποιήσεις του παρόντος καταστατικού του Κανονισμού Εσωτερικής Λειτουργίας, του Κανονισμού Παροχών και του Κανονισμού Επενδύσεων, όπως κατωτέρω στο άρθρο 39 αναφέρεται. Επίσης εγκρίνει τον Προϋπολογισμό και Ισολογισμό του Ταμείου και τις αμοιβές των μελών του Δ.Σ. Απόφαση του Γενικού Συμβουλίου περί μη έγκρισης τους Ισολογισμού αποτελεί κατά το παρόν σπουδαίο λόγο για την παύση του Δ.Σ. και τον ορισμό νέου.

Ο Πρόεδρος του Γενικού Συμβουλίου συνεργάζεται με τον Αντιπρόεδρο του Δ.Σ. για την υποβολή σχετικών προτάσεων καθώς και συστάσεων του Γ.Σ. προς το Δ.Σ. και έχει πρόσβαση στα στοιχεία που αφορούν στην οργάνωση και λειτουργία του Ταμείου.

Τα μέλη του υποχρεούνται να τηρούν εχεμύθεια για τα απόρρητα του Ταμείου.

Οι αποφάσεις, προτάσεις και συστάσεις του Γ.Σ. αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Ταμείου, τηρούνται σε ειδικό βιβλίο και ηλεκτρονικά και κοινοποιούνται στις οργανώσεις που εκπροσωπούν.

Άρθρο 21
Πρόσληψη Διευθυντή

Το Δ.Σ. προσλαμβάνει Διευθυντή του Ταμείου, ο οποίος υλοποιεί τις αποφάσεις του Δ.Σ. και του Γ.Σ. που του κοινοποιούνται και παρακολουθεί, κατευθύνει, επιβλέπει, εποπτεύει τη λειτουργία του Ταμείου και γενικά προΐσταται των υπαλλήλων του. Τα αναγκαία προσόντα του καθώς και οι ειδικότερες αρμοδιότητές του, ορίζονται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Ταμείου. Ο Διευθυντής εισηγείται μαζί με τον Πρόεδρο στο Δ.Σ. τα θέματα που αφορούν στη λειτουργία του Ταμείου. Τα καθήκοντα του Διευθυντή και του Διευθύνοντα Συμβούλου μπορούν να ασκούνται από ένα πρόσωπο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΚΛΑΔΟΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ

Άρθρο 22
Προϋποθέσεις θεμελίωσης δικαιώματος συνταξιοδότησης

Οι ασφαλισμένοι στο Ταμείο δικαιούνται να συνταξιοδοτηθούν, εφόσον θεμελιώνουν αντίστοιχο δικαίωμα συνταξιοδότησης στον φορέα κύριας ασφάλισής τους για την αυτή αιτία και έχουν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις ηλικίας και χρόνου ασφάλισης που προβλέπει η νομοθεσία αυτού. Ειδικότερα:

Α. Συνταξιοδότηση λόγω γήρατος

1. Οι ασφαλισμένοι του Ταμείου δικαιούνται πλήρη σύνταξη λόγω γήρατος, εφόσον συνταξιοδοτηθούν από τον φορέα κύριας ασφάλισης, έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 4.500 ημέρες ασφάλισης (ΗΑ) στο Ταμείο ή σε οποιοδήποτε φορέα υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης και έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας για πλήρη σύνταξη στον φορέα κύριας ασφάλισης, εκτός αν ο οργανισμός κύριας ασφάλισης χορηγεί τη σύνταξη άνευ ορίου ηλικίας ή με μειωμένο όριο ηλικίας ή ο ασφαλισμένος έχει θεμελιώσει το δικαίωμα στην κύρια σύνταξη με τις προϋποθέσεις που ίσχυαν μέχρι την 31.12.2012. Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος έχει λάβει μειωμένη σύνταξη από τον φορέα κύριας ασφάλισης πρέπει να έχει συμπληρώσει το 62ο έτος της ηλικίας του, εκτός αν η κύρια σύνταξη του χορηγήθηκε ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας ή με μειωμένο όριο ηλικίας ή με προϋποθέσεις που ίσχυαν μέχρι την 31.12.2012. Η σύνταξη μειώνεται κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται μέχρι και το όριο ηλικίας για πλήρη σύνταξη.

Για τη χορήγηση μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος απαιτείται ενεργός ασφαλιστικός δεσμός, ο οποίος ορίζεται σε 100 ΗΑ ανά έτος την τελευταία πενταετία πριν από την αίτηση ή πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας που προβλέπεται.

Β. Συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας

Οι ασφαλισμένοι του Ταμείου δικαιούνται σύνταξη λόγω αναπηρίας, εφόσον συνταξιοδοτηθούν από τον φορέα κύριας ασφάλισης λόγω αναπηρίας και υπό τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

1. Από κοινή νόσο

Ο ασφαλισμένος στο Ταμείο μετά τη διακοπή του επαγγέλματος λόγω κοινής νόσου δικαιούται να συνταξιοδοτηθεί λόγω αναπηρίας εάν έγινε ανάπηρος και έχει πραγματοποιήσει 4.500 ΗΑ οποτεδήποτε ή 1500 από τις οποίες οι 600 την τελευταία 5ετία πριν από την επέλευση της αναπηρίας.

2. Από εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική νόσο

Οι ανωτέρω χρονικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας δεν απαιτείται να συντρέχουν αν η αναπηρία επήλθε λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου. Εφόσον όμως η αναπηρία προήλθε από ατύχημα εκτός εργασίας οι χρονικές προϋποθέσεις που ορίζονται για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο μειώνονται στο ήμισυ.

Δεν δικαιούται σύνταξη αναπηρίας ο ασφαλισμένος που κατέστη ανάπηρος από πρόθεση ή διέπραξε κακούργημα (σε σχέση με την αναπηρία του) και αποδεικνύεται η ενοχή του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.

Γ. Συνταξιοδότηση επιζώντων

Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ταμείου δικαιούνται σύνταξη τα μέλη της οικογένειάς του με την προϋπόθεση ότι αυτά συνταξιοδοτούνται για την αιτία αυτή από τον φορέα κύριας κοινωνικής ασφάλισης. Επί θανάτου ασφαλισμένου, για τη χορήγηση της σύνταξης απαιτούνται 1500 ημέρες ασφάλισης στο Ταμείο ή σε οργανισμό επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης εκ των οποίων οι 300 κατά την τελευταία πενταετία πριν από τον θάνατο.

Το ποσό της σύνταξης των δικαιούχων λόγω θανάτου υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή θα εδικαιούτο ο θανών ασφαλισμένος, και επί αναπηρίας αν κατά την ημερομηνία θανάτου του είχε καταστεί ανάπηρος σε ποσοστό 80% και ορίζεται ως ποσοστό αυτής ως εξής: για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 60% της βασικής σύνταξης για κάθε τέκνο ποσοστό 20% της βασικής σύνταξης.

Το σύνολο των συντάξεων του χήρου ή της χήρας και των τέκνων δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντα, εάν συμβαίνει αυτό η σύνταξη κάθε δικαιοδόχου μειώνεται αναλόγως.

Άρθρο 23
Προστατευόμενα μέλη της οικογένειας Τα προστατευόμενα μέλη είναι:

O/η σύζυγος.

Tα ανήλικα τέκνα μέχρι το 18ο έτος της ηλικίας τους ή το 19ο έτος, εφόσον δεν έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή το 24ο εφόσον σπουδάζουν σε αναγνωρισμένες σχολές της ημεδαπής ή της αλλοδαπής.

Tα ενήλικα τέκνα, εφόσον είναι ανίκανα προς εργασία και δεν έχουν άλλους πόρους για βιοπορισμό, για όσο χρόνο διαρκεί η ανικανότητα αυτή και εφόσον η ανικανότητα έχει εμφανισθεί πριν από την ενηλικίωσή τους ή κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.

Ο επιμερισμός της σύνταξης θανάτου μεταξύ των περισσότερων δικαιούχων έμμεσα ασφαλισμένων γίνεται σύμφωνα με όσα ισχύουν για την κύρια σύνταξη.

Άρθρο 24
Τρόπος, χρόνος και διαδικασία καταβολής της σύνταξης

Η σύνταξη καταβάλλεται στον δικαιούχο ή στον πληρεξούσιό του την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα.

Συντάξεις που οφείλονται σε αποβιώσαντα συνταξιούχο καταβάλλονται στους νόμιμους κληρονόμους του σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.

Η σύνταξη καταβάλλεται στον ασφαλισμένο με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, κατόπιν αιτήσεώς του.

Άρθρο 25
Έναρξη, λήξη, διακοπή και απώλεια του δικαιώματος

1. Το δικαίωμα στη σύνταξη γεννάται από την 1η του μηνός του επόμενου της εξόδου από την υπηρεσία και για τα μέλη της οικογένειας του θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου από την 1η του μηνός του επομένου του θανάτου του.

2. Το δικαίωμα λήγει για όλους στο τέλος του μηνός του θανάτου ή του γεγονότος που συνεπάγεται την παύση της καταβολής της σύνταξης ή από την ημέρα κατά την οποία ο ασφαλισμένος υπαχθεί εκ νέου στην ασφάλιση του Ταμείου.

3. Αν κάποιος ασφαλισμένος ή συνταξιούχος κηρυχθεί άφαντος το δικαίωμα των μελών της οικογένειάς τους σε απόληψη της σύνταξης αρχίζει από την επομένη της ημέρας που ορίζει η οικεία τελεσίδικη δικαστική απόφαση ως τεκμαιρόμενη ημέρα επέλευσης του θανάτου του άφαντου.

4. Το δικαίωμα για απόληψη της σύνταξης απόλλυται εάν η σύνταξη έχει αποκτηθεί με απατηλά μέσα ή με βάση ψευδή δικαιολογητικά ή πεπλανημένα κατόπιν αποφάσεως του Δ.Σ. του Ταμείου. Ο λαβών υποχρεούται να επιστρέψει τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά με το επιτόκιο υπερημερίας.

5. Καθυστέρηση καταβολής εισφορών για την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης των νέων ασφαλισμένων (μετά την 1.1.1993) πέραν του έτους από τη λήξη της περιόδου στην οποία ανάγονται, συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος για συνέχιση της προαιρετικής ασφάλισης.

6. Καθυστέρηση καταβολής εισφορών για την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης των παλαιών ασφαλισμένων (μέχρι την 31.12.1992) πέραν των 24 μηνών από τη λήξη της περιόδου στην οποία ανάγονται, συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος για συνέχιση της προαιρετικής ασφάλισης.

7. Η καταβολή της σύνταξης γήρατος:

7.1 Αναστέλλεται εάν ο συνταξιούχος απασχολείται σε εργασία ασφαλιστέα στο Ταμείο.

7.2 Αναστέλλεται εάν ο συνταξιούχος εργάζεται χωρίς τούτο να προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία με παράλληλη απόληψη όλης ή τμήματος της σύνταξής του.

7.3 Διακόπτεται σε όποια ανάλογη περίπτωση διακόπτεται σύνταξη από τον Κύριο Φορέα Ασφάλισης.

8. Η καταβολή της σύνταξης αναπηρίας:

8.1 Αναστέλλεται εφόσον ο συνταξιούχος απασχολείται σε εργασία ασφαλιστέα στο Ταμείο.

8.2 Αναστέλλεται εφόσον ο συνταξιούχος παρέχει οποιαδήποτε άλλη εργασία και κρίνεται ασφαλιστικά ικανός, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

8.3 Διακόπτεται σε όποια ανάλογη περίπτωση διακόπτεται η σύνταξη από τον Κύριο Φορέα Ασφάλισης.

Άρθρο 26
Παραγραφή, Εκχώρηση, Κατάσχεση, Συμψηφισμός

1. Το δικαίωμα στην επικουρική σύνταξη είναι απαράγραπτο.

2. Δεν χορηγείται σύνταξη αναδρομικά για χρόνο που υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες από την υποβολή αίτησης προς το Ταμείο για την απονομή σύνταξης και πάντως όχι πριν από την ημερομηνία συνταξιοδότησης από τον φορέα κύριας ασφάλισης.

3. Σύνταξη που δεν έχει εισπραχθεί εντός δύο ετών από τότε που κατέστη απαιτητή παραγράφεται.

4. Η επικουρική σύνταξη δεν εκχωρείται και δεν κατάσχεται, είναι δε αυτοδικαίως άκυρη κάθε εκχώρηση ή κατάσχεσή της, με την επιφύλαξη των διατάξεων υπέρ του Δημοσίου και των διατάξεων περί διατροφής. Ειδικότερα επιτρέπεται η κατάσχεση μέχρι του 1/4 της σύνταξης υπέρ του δικαιούχου διατροφής.

5. Συμψηφισμός με τις συντάξεις που χορηγούνται επιτρέπεται μόνο για απόσβεση οφειλών του συνταξιούχου γήρατος ή αναπηρίας από εισφορές, πρόσθετα τέλη, τόκους, εξαγορές αναγνώρισης χρόνου υπηρεσίας, ή από παροχές που έχει λάβει αχρεωστήτως. Ο συμψηφισμός ενεργείται σε ίσα μέρη και στη σύνταξη των μελών οικογενείας για απόσβεση, είτε τυχόν δικής τους οφειλής, είτε οφειλής του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου που πέθανε. Κάθε μέλος της οικογενείας, που δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, ευθύνεται για την επιστροφή ολόκληρου του ποσού των μηνιαίων συντάξεων που έχουν εισπραχθεί αχρεωστήτως από τον θανόντα. Ο συμψηφισμός απαιτήσεων του Ταμείου με τη σύνταξη ενεργείται σε δόσεις, που ορίζονται με απόφαση της αρμόδιας Υπηρεσίας και μέχρι του 1/4 του ποσού της σύνταξης.

Άρθρο 27 Συντάξιμη υπηρεσία

Ως συντάξιμη υπηρεσία λογίζεται:

1. Ο χρόνος υποχρεωτικής ή προαιρετικής ασφάλισης, ο οποίος υπολογίζεται σε έτη μήνες και ημέρες. Όπου απαιτείται κατά νόμο η μετατροπή του συντάξιμου χρόνου σε ημέρες, υπολογίζονται 25 ημέρες ασφάλισης για κάθε μήνα και 300 ημέρες για κάθε έτος.

2. Ο χρόνος που αναγνωρίσθηκε και όπου προβλέπεται εξαγορά του, εξαγοράσθηκε. Ειδικότερα,

2.1. Αναγνωρίζεται:

2.1.1. Προκειμένου για τους έμμισθους ασφαλισμένους, ο χρόνος απασχόλησης κατά κύριο επάγγελμα σε τοπικούς πράκτορες, σε μεσίτες ασφαλίσεων, συντονιστές ασφαλίσεων και ασφαλιστικούς συμβούλους και πραγματογνώμονες καθώς και σε νόμιμους αντιπροσώπους αλλοδαπών ασφαλιστικών εταιριών μέχρι την 26.4.1985. Ο ανωτέρω αναγνωριζόμενος χρόνος δεν είναι δυνατόν να υπερβεί την πενταετία και αναγνωρίζεται μόνο για να θεμελιωθεί συνταξιοδοτικό δικαίωμα.

2.1.2. Κάθε χρόνος που προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία ότι αναγνωρίζεται από τους οργανισμούς υποχρεωτικής ασφάλισης και με τον τρόπο και τη διαδικασία εξαγοράς που τυχόν προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις.

2.2. Η ανωτέρω συντάξιμη υπηρεσία αναγνωρίζεται με απόφαση του Ταμείου, που πρέπει να εκδοθεί μέσα σε έξι μήνες από την αίτησή του ασφαλισμένου με πλήρη τα σχετικά δικαιολογητικά.

2.3. Η εξαγορά της αναγνωριζομένης προϋπηρεσίας της παρ. 2.1.1. του παρόντος άρθρου και κάθε άλλου χρόνου στην περίπτωση που δεν ορίζεται διαφορετικά από γενικές διατάξεις, γίνεται με την καταβολή του αναλογιστικού ισοδύναμου ποσού για κάθε αναγνωριζόμενο μήνα, όπως αυτό καθορίζεται με βάση τεχνικό σημείωμα του αναλογιστή του Ταμείου.

Η εξόφληση του ποσού της οφειλής που προκύπτει από την πιο πάνω εξαγορά του αναγνωριζόμενου χρόνου, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από γενικές διατάξεις, γίνεται είτε εφάπαξ μέσα στον μεθεπόμενο μήνα από εκείνον της κοινοποίησης και παραλαβής της σχετικής απόφασης, είτε σε 12 μηνιαίες δόσεις που η πρώτη πρέπει να καταβληθεί μέσα στην πιο πάνω προθεσμία.

Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης της συνολικής οφειλής ή καθυστέρησης, τριών συνεχόμενων δόσεων, χάνεται το δικαίωμα τμηματικής καταβολής, η συνολική δε οφειλή ή το υπόλοιπο αυτής βαρύνεται με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας.

Σε περίπτωση που η καθυστέρηση καταβολής της οφειλής ή του υπολοίπου αυτής, συνεχίζεται πέρα από τη διετία από τότε που έπρεπε να είχε αποδοθεί στο Ταμείο, γίνεται επανυπολογισμός του ποσού της εξαγοράς με βάση τις εισφορές που ισχύουν κατά το χρόνο της εξόφλησης και τις αποδοχές που έχει ο ασφαλισμένος κατά το χρόνο αυτό.

Σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου και προκειμένης της συνταξιοδότησης καταβάλλεται η οφειλή ή το υπόλοιπο των δόσεων της τμηματικής καταβολής, μετά των τυχόν τόκων υπερημερίας.

2.4. Το σύνολο της αναγνωριζομένης προϋπηρεσίας δεν μπορεί να υπερβεί το σύνολο της πραγματικής, σε καμία δε περίπτωση τα 10 έτη.

2.5. Κάθε μία από τις προϋπηρεσίες του άρθρου αυτού αναγνωρίζεται, εφόσον δεν συμπίπτει με χρόνο άλλης συντάξιμης υπηρεσίας και εφόσον δεν λήφθηκε υπόψη για την απονομή σύνταξης από άλλο φορέα επικουρικής ασφάλισης.

3. Ο χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε σε φορείς υποχρεωτικής επικουρικής – επαγγελματικής ασφάλισης (ΝΠΙΔ).

4. Ο χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε σε φορείς επικουρικής ασφάλισης (ΝΠΔΔ).

Άρθρο 28
Ποσό επικουρικής σύνταξης ασφαλισμένων

1. Το Ταμείο καταβάλλει στους ασφαλισμένους του επικουρική σύνταξη (14 μηνιαίες συντάξεις κατ’ έτος) που αποτελείται από τόσα τριακοστά πέμπτα του συνταξίμου μισθού, όσα τα έτη της συντάξιμης υπηρεσίας τους.

1.1 Για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας πέραν των 35 ετών η σύνταξη προσαυξάνεται με 0,5% του ποσού της σύνταξης των 35 ετών. Η προσαύξηση αυτή χορηγείται για χρόνο ασφάλισης μέχρι και 40 ετών κατ` ανώτατο όριο.

1.2. Ως συντάξιμες αποδοχές των παλαιών ασφαλισμένων θεωρούνται:

Προκειμένου για έμμισθους παλαιούς ασφαλισμένους (μέχρι 31.12.1992), ο μέσος όρος των τελευταίων 12 μηνιαίων αποδοχών που προηγούνται του μήνα αποχώρησής τους από την ενεργό υπηρεσία, εξαιρουμένων των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας. Η σύνταξη υπολογίζεται στο 80% του μέσου όρου των συντάξιμων αποδοχών επί τόσα τριακοστά πέμπτα όσα τα έτη της ασφάλισης επί των οποίων βεβαιώθηκαν ασφαλιστικές εισφορές.

Προκειμένου για μη έμμισθους παλαιούς ασφαλισμένους (έως την 1.1.1993) ο μέσος όρος των μηνιαίων ακαθαρίστων εσόδων της τελευταίας διετίας, πάνω στα οποία και υπολογίσθηκαν οι εισφορές προς το Ταμείο. Η σύνταξη υπολογίζεται επί τόσα τριακοστά πέμπτα επί των συντάξιμων αποδοχών όσα τα έτη ασφάλισης.

Ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών των τελευταίων 12 μηνών των εμμίσθων και των μηνιαίων ακαθαρίστων εσόδων της τελευταίας διετίας των μη εμμίσθων δεν μπορεί να υπερβαίνει το εκάστοτε ανώτατο όριο επί του οποίου καταβάλλονται εισφορές ούτε να υπολείπεται του εκάστοτε προβλεπομένου από τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας Ασφαλιστικών Υπαλλήλων Ιδιωτικής Ασφάλισης βασικού μισθού, όπως ορίζονται στο άρθρο 9 του παρόντος.

1.3. Ως συντάξιμες αποδοχές των νέων ασφαλισμένων (μετά την 1.1.1993) λογίζεται

Προκειμένου για έμμισθους ασφαλισμένους το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος κατά τα πέντε ημερολογιακά έτη που προηγούνται εκείνου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης και επί των οποίων βεβαιώθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς τον υπολογισμό των δώρων εορτών και επιδόματος αδείας, δια του αριθμού των μηνών απασχόλησης που έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος εντός αυτής της χρονικής περιόδου. Αν ο ασφαλισμένος στην ίδια χρονική περίοδο των πέντε ετών δεν έχει πραγματοποιήσει 1000 ημέρες απασχόλησης, για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών συνυπολογίζονται και οι αποδοχές μηνών εργασίας της αμέσως προηγούμενης χρονικής περιόδου μέχρι τη συμπλήρωση του αριθμού των 1000 ημερών. Για τον προσδιορισμό των παραπάνω συνολικών αποδοχών, οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος πλην του τελευταίου προ της υποβολής της αίτησης, λαμβάνονται υπόψη αυξημένες κατά το ποσοστό αύξησης των συντάξεων του Τομέα.

Προκειμένου για μη έμμισθους ασφαλισμένους οι συντάξιμες αποδοχές υπολογίζονται με βάση τις ασφαλιστικές κατηγορίες που προβλέπει το παρόν καταστατικό με τις οποίες πληρώθηκαν εισφορές ολόκληρο τον χρόνο της ασφάλισης του ασφαλισμένου και οι οποίες ισχύουν την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδοτήσεως έτους.

Το ποσό της επικουρικής σύνταξης των νέων ασφαλισμένων για χρόνο ασφάλισης 35 ετών ή 10.500 ημερών εργασίας αντιστοιχεί στο 20% των συντάξιμών αποδοχών. Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο ή μεγαλύτερο των 35 ετών ή 10.500 ημερών εργασίας το ποσοστό του 20% μειώνεται ή αυξάνεται κατά 1/35 για κάθε έλαττον ή επιπλέον έτος ασφάλισης ή 300 ημέρες εργασίας. Στην περίπτωση της σύνταξης με βάση τα ΒΑΕ το ποσό της σύνταξης για το οποίο έχουν καταβληθεί οι πρόσθετες λόγω ΒΑΕ εισφορές αυξάνεται κατά 20%.

2. Σε περίπτωση, που έμμισθος ασφαλισμένος κατέχει ταυτόχρονα περισσότερες από μία θέσεις σε υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρ. 3 του Καταστατικού, για τον καθορισμό του ύψους των συνταξίμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των αποδοχών του από κάθε έμμισθη θέση, εφόσον αποδόθηκαν στο Ταμείο οι σχετικές ασφαλιστικές εισφορές που σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορεί να ξεπερνά το ανώτατο όριο αποδοχών που ορίζεται στην πιο πάνω παράγραφο.

3. Αν ο συνταξιούχος επανέλθει στην ενεργό ασφάλιση για να γίνει επανυπολογισμός της σύνταξής του σύμφωνα με όσα προβλέπονται από το άρθρο αυτό, θα πρέπει να συμπληρώσει συνεχή εν ασφαλίσει υπηρεσία στο Ταμείο τουλάχιστον όση προβλέπεται και από τον φορέα κύριας ασφάλισης για την ίδια περίπτωση. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να έχει κάνει διακοπή της συνταξιοδότησής του και να έχει εξοφλήσει τις εισφορές του στο Ταμείο για το διάστημα της επαναφοράς του στην ενεργό ασφάλισή.

4. Το ύψος της σύνταξης αναπηρίας διαμορφώνεται σύμφωνα με την ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία. Το ποσό της σύνταξης λόγω αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο της σύνταξης με χρόνο ασφάλισης 15 ετών. Εάν η αναπηρία οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική νόσο, το ποσό της σύνταξης δεν μπορεί να είναι κατώτερο της σύνταξης που αντιστοιχεί σε χρόνο ασφάλισης 20 ετών.

5. Τα ποσά των συντάξεων που προκύπτουν από τις παραπάνω διατάξεις δεν είναι εγγυημένα αλλά αποτελούν στόχο του Ταμείου. Οι καταβαλλόμενες συντάξεις αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ετήσιας αναλογιστικής μελέτης μετά τη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής. Οι αναπροσαρμογές των συντάξεων και των αντιστοίχων προβλέψεων εφαρμόζονται οριζόντια και κατά το αυτό ποσοστό σε όλους τους ασφαλισμένους του Ταμείου (παλιούς και νέους). Η οριζόντια αναπροσαρμογή εφαρμόζεται από την 1.2.2017, όπως προβλέπεται στην από 6.9.2016 αναλογιστική μελέτη του Ταμείου (και με τη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής η οποία κοινοποιήθηκε στο Ταμείο την 12.1.2017) και εφεξής, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εκάστοτε ετήσιας αναλογιστικής μελέτης, τις αποφάσεις του Δ.Σ. και τη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.

Άρθρο 29
Ποσό σύνταξης μελών οικογένειας

Το ποσόν της σύνταξης των προστατευόμενων μελών οικογένειας ορίζεται ως εξής:

1. Για τα πρόσωπα της πρώτης τάξης στα 60/100 της σύνταξης την οποία θα έπαιρνε ο θανών, εφόσον το δικαιούμενο πρόσωπο είναι ένα. Για περισσότερα από ένα άτομο, προστίθεται 20/100 στη σύνταξη την οποία θα έπαιρνε ο θανών για το πρώτο επί πλέον δικαιούχο πρόσωπο και ανά 10/100 για κάθε ένα των επί πλέον δικαιούχων και μέχρι συμπλήρωσης των 100/100 της σύνταξης του θανόντα.

Το σύνολο της σύνταξης αυτής καταβάλλεται στη χήρα ή στον χήρο και αν δεν υπάρχουν αυτοί στον επίτροπο των ανηλίκων παιδιών.

Σε περίπτωση που προστατευόμενο μέλος οικογένειας προβάλλει εύλογο αιτία, η οποία κρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο, για χωριστή λήψη της σύνταξης που του αναλογεί μπορεί να την απαιτήσει, οπότε οι ασφαλιστικές παροχές, λογίζονται ότι ανήκουν, τα 40/100 της σύνταξης την οποία θα έπαιρνε ο θανών, στη χήρα του και το υπόλοιπο σε ίσα μέρη μεταξύ των υπολοίπων δικαιούχων προσώπων. Σ` αυτήν την περίπτωση η χήρα μητέρα του θανόντα ή της θανούσης δεν μπορεί να πάρει ποσοστό που να υπερβαίνει τα 20/100 της όλης σύνταξης.

2. Για τα πρόσωπα της δεύτερης κατηγορίας στα 60/100 της σύνταξης, την οποία θα δικαιούνταν ή θα λάμβανε ο θανών εφόσον ο δικαιούχος είναι ένας. Στο ποσοστό αυτό προστίθενται έτερα 20/100 επί της συντάξεως, ης θα εδικαιούτο ή έτυχεν ο θανών, εφόσον υπάρχουν αμφότερα τα πρόσωπα της τάξεως αυτής.

3. Για τα πρόσωπα της τρίτης κατηγορίας στα 40/100 της σύνταξης την οποία θα δικαιούνταν ή λάμβανε ο θανών, εφόσον ο δικαιούχος είναι ένας. Στο ποσό αυτό προστίθεται εκάστοτε έτερα 10/100 επί της σύνταξης την οποία θα δικαιούνταν ή λάμβανε ο θανών για κάθε επί πλέον συντρέχον πρόσωπον της κατηγορίας ταύτης και μέχρι συμπληρώσεως των 70/100 της σύνταξης του θανόντος.

Το σύνολον της σύνταξης αυτής καταβάλλεται στον επίτροπο των ανηλίκων αδελφών.

Στην περίπτωση κατά την οποία το προστατευόμενο μέλος των δύο τελευταίων κατηγοριών προβάλλει εύλογο αιτία, η οποία κρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο, για χωριστή λήψη της σύνταξης που του αναλογεί μπορεί να την απαιτήσει, οπότε οι ασφαλιστικές παροχές, λογίζονται ότι ανήκουν, κατ’ ίσας μερίδας στα μέλη της οικογένειας.

4. Σε κάθε περίπτωση τα καταβαλλόμενα ποσά των συντάξεων αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ετήσιας αναλογιστικής μελέτης μετά τη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.

Άρθρο 30
Ατομικές Μερίδες των ασφαλισμένων και Τροφοδότης Λογαριασμός

1. Το Ταμείο εφαρμόζει το κεφαλαιοποιητικό σύστημα προκαθορισμένων, μη εγγυημένων παροχών. Σε κάθε ασφαλισμένο, που πληροί τις προϋποθέσεις, που αναφέρονται στο παρόν καταστατικό απονέμεται επικουρική σύνταξη.

2. «Τροφοδότης λογαριασμός» καλείται ο λογαριασμός στον οποίο κατατίθενται οι πόροι του Ταμείου και από τον οποίο χρηματοδοτούνται οι παροχές που λειτουργεί και οι δαπάνες λειτουργίας του.

Ο τροφοδότης λογαριασμός αφαιρουμένων των δαπανών λειτουργίας του ταμείου επιμερίζεται ετησίως σε ποσά ευθέως ανάλογα με τα ποσά των συσσωρευμένων δικαιωμάτων παροχών: α) των ενεργών ασφαλισμένων, β) των ανενεργών ασφαλισμένων και γ) των συνταξιούχων.

3. «Ατομικές Μερίδες» καλούνται οι τηρούμενοι ανά ενεργό ασφαλισμένο και συνταξιούχο πίνακες που απεικονίζουν σε χρηματικό ποσό το εκάστοτε αναλογιστικό συσσωρευμένο δικαίωμα εκάστου εξ αυτών με βάση το εκάστοτε ύψος της περιουσίας του Ταμείου που προορίζεται για την κάλυψη των τρεχουσών υποχρεώσεων προς αυτούς.

Άρθρο 31 Μαθηματικό Απόθεμα

1. Το Ταμείο δημιουργεί μαθηματικό απόθεμα, το ύψος του οποίου είναι ίσο με τις συσσωρευμένες υποχρεώσεις του Ταμείου προς τους ενεργούς ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους. Για την κάλυψη του μαθηματικού αποθέματος χρησιμοποιείται ο Τροφοδότης Λογαριασμός, ο οποίος επιμερίζεται σε ποσά τα οποία είναι ευθέως ανάλογα με τα ποσά των παραπάνω συσσωρευμένων δικαιωμάτων και των δαπανών λειτουργίας του Ταμείου.

2. Ο υπολογισμός και η κάλυψη με ασφαλιστική τοποθέτηση του μαθηματικού αποθέματος γίνονται κατ’εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7 παρ. 15 και 16 του ν. 3029/2002 (όπως η παρ. 15 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3385/2005) και όπως αυτές εκάστοτε ισχύουν, κατ’ εφαρμογή της Φ.Επαγγ.Ασφ./οικ.16/9-4-2003 απόφασης του Υφυπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και του Κοινοτικού Δικαίου, όπως ενσωματώνεται στην Εθνική Νομοθεσία.

Άρθρο 32
Τρόπος επένδυσης Μαθηματικού Αποθέματος

1. Για την κάλυψη του μαθηματικού αποθέματος με ασφαλιστική τοποθέτηση, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου αποφασίζει σύμφωνα με τις διατάξεις της υπουργικής απόφασης 51010/ΟΙΚ1893/15/23-1-2015 (ΦΕΚ 178 Β΄) για τη διαχείριση των επενδύσεων του Κλάδου επικουρικής σύνταξης την οποία μπορεί είτε να αναλάβει το ίδιο, είτε να αναθέσει σε διαχειριστές επενδύσεων και θεματοφύλακες, οι οποίοι κατέχουν τις απαιτούμενες από τη νομοθεσία άδειες, σε κάθε όμως περίπτωση στο πλαίσιο των προβλεπομένων από τον Κανονισμό Επενδύσεων του Ταμείου.

2. Οι τοποθετήσεις του ενεργητικού του Ταμείου ακολουθούν τους ποιοτικούς και ποσοτικούς επενδυτικούς περιορισμούς που προβλέπονται από το άρθρο 7 παρ. 15 του ν. 3029/02, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3385/2005 και όπως εκάστοτε ισχύει, κατ΄ εφαρμογήν της Φ.Επαγγ.Ασφ./οικ.16/9-4-2003 απόφασης του Υφυπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, του Κοινοτικού Δικαίου, όπως ενσωματώνεται στην Εθνική Νομοθεσία και του κανονισμού επενδύσεων του Ταμείου.

3. Από τις μηνιαίες εισφορές που καταβάλλονται για τους ασφαλισμένους στο Ταμείο, αφαιρουμένων πρώτα των απαιτούμενων ποσών για τις δαπάνες λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 1, το υπόλοιπο ποσό διατίθεται προς επένδυση.

4. Απαγορεύεται και είναι απολύτως άκυρη η απόκτηση από το Ταμείο οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, εφόσον πωλητές είναι μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ή σύζυγοι ή συγγενείς μέχρι και του δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας των προσώπων αυτών, καθώς και εταιρείες, στις οποίες τα ως άνω πρόσωπα είναι ιδρυτές, μέτοχοι ή εταίροι που εκπροσωπούν το 1/20 του κεφαλαίου των εν λόγω εταιριών. Το ίδιο ισχύει αν ο πωλητής απέκτησε το στοιχείο που μεταβιβάζεται από κάποιο από τα ως άνω πρόσωπα εντός των προηγούμενων δώδεκα
(12) μηνών από τη μεταβίβαση.

Άρθρο 33 ΔΑΝΕΙΑ

Επιτρέπεται ποσό, μέχρι 6% των διαθέσιμων κεφαλαίων του Ταμείου, να διατίθεται σε προσωρινά τοκοχρεωλυτικά δάνεια προς τους συνταξιούχους του Ταμείου με απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου. Το ποσό των δανείων δεν μπορεί να υπερβεί τη τρεις μηνιαίες συντάξεις. Η απόδοση των χορηγούμενων δανείων προς το Ταμείο γίνεται με μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις που καθορίζονται από το Δ.Σ. και το ύψος τους δεν μπορεί να υπερβεί τις 24. Μπορεί επίσης να παρακρατηθούν οι δόσεις από τις συντάξεις που χορηγούνται στον δανειζόμενο. Σε περίπτωση θανάτου, όσοι έλκουν δικαιώματα από τον αποβιώσαντα υποχρεούνται να καταβάλλουν τις καθορισθείσες από τη σύμβαση του δανείου δόσεις μέχρι την εξόφλησή τους. Στην περίπτωση που δικαιούνται σύνταξη, οι δόσεις μπορεί να παρακρατηθούν από τις συντάξεις αιτία θανάτου. Το επιτόκιο καθορίζεται με απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου και δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο ταμιευτηρίου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων Αθηνών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΚΛΑΔΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

Άρθρο 34
Παιδικές κατασκηνώσεις

1. Σκοπός του κλάδου πρόνοιας είναι η αποστολή παιδιών των ασφαλισμένων, των συνταξιούχων και των υπαλλήλων του Ταμείου σε παιδικές κατασκηνώσεις του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή Οργανισμών Κοινωφελούς Χαρακτήρα ή ιδιωτών κατά τη θερινή περίοδο.

2. Το Δ.Σ. αποφασίζει για τον αριθμό και την ηλικία των παιδιών που θα σταλούν σε παιδικές κατασκηνώσεις, τη διάρκεια παραμονής τους, τον τρόπο επιλογής τους καθώς και για λοιπές αναγκαίες λεπτομέρειες. Επίσης αποφασίζει για τον τρόπο και το κόστος συνεργασίας και την επιλογή των κατασκηνώσεων, μέσω μειοδοτικού διαγωνισμού στην περίπτωση των ιδιωτικών κατασκηνώσεων, λαμβάνοντας υπόψη τους Κανονισμούς του Ταμείου και παράλληλα επιδιώκοντας την ποιοτική και ποσοτική ικανοποίηση των αναγκών.

3. Τα έσοδα του κλάδου πρόνοιας αντιστοιχούν στο 1,5% των ετησίων εισφορών του Ταμείου με ανώτατο όριο το ποσό των 200.000 ευρώ.
Δύναται η παροχή παιδικών κατασκηνώσεων να χρηματοδοτείται με πρόσθετες εισφορές εργαζομένων ή άλλους πόρους.

Οι παροχές του κλάδου και τα πιθανά έξοδά του δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τα συνολικά του έσοδα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΔΑΠΑΝΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Άρθρο 35
Δαπάνες λειτουργίας

1. Μέχρι και το 2016 το Ταμείο καλύπτει τις δαπάνες λειτουργίας του από τον τροφοδότη λογαριασμό. Τα λειτουργικά έξοδα του Ταμείου τηρούνται σε χωριστό λογαριασμό στο λογιστήριο. Το ύψος των δαπανών λειτουργίας ορίζεται ετησίως και αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Δ.Σ., σύμφωνα με τα πορίσματα της ετήσιας αναλογιστικής μελέτης. Σε κάθε περίπτωση οι δαπάνες λειτουργίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το 1,5% επί των ετησίων συνολικών εισφορών. Ειδικότερα όμως: α) Για τα δύο πρώτα έτη της λειτουργίας του Ταμείου οι δαπάνες δύνανται να ανέλθουν μέχρι το 1,8% επί των ετησίων συνολικών εισφορών. β) Για τα έτη 2015 και 2016 οι δαπάνες λειτουργίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το ποσό των οκτακοσίων εξήντα πέντε χιλιάδων (865.000) ευρώ. Εφόσον το παραπάνω ποσό δεν επαρκεί για την κάλυψη των δαπανών επιτρέπεται η υπέρβασή του με αιτιολογημένη απόφαση του Δ.Σ. και κατόπιν έγκρισης της ΕΑΑ.

Από την 1/1/2017 οι δαπάνες λειτουργίας του Ταμείου καλύπτονται από ειδικό λογαριασμό που τηρεί το Ταμείο για τον σκοπό αυτό και δημιουργείται αποθεματικός λογαριασμός εξόδων. Τα έσοδα αυτού του λογαριασμού αντιστοιχούν σε ποσοστό 3,1% επί των εισφορών που θα εισπράττει το Ταμείο μετά την 1/1/2017. Οποιαδήποτε έκτακτη αναπροσαρμογή επί των εσόδων του λογαριασμού δαπανών αποφασίζεται από το Δ.Σ., μετά από αναλογιστική μελέτη και με τη σύμφωνη γνώμη της ΕΑΑ. Τα έξοδα επενδύσεων της περιουσίας του Ταμείου δεν περιλαμβάνονται στις ως άνω δαπάνες λειτουργίας και βαρύνουν τις αποδόσεις της.

2. Οι δαπάνες λειτουργίας περιλαμβάνουν κυρίως τα εξής:

2.1. Τα έξοδα, τις αμοιβές και τις αποζημιώσεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.

2.2. Τις αμοιβές του προσωπικού του Ταμείου.

2.3. Τις αμοιβές αναλογιστών, νομικών και λοιπών συμβούλων.

2.4. Τη δημιουργία και συντήρηση μητρώου ασφαλισμένων.

2.5. Το κόστος ενημέρωσης των ασφαλισμένων.

2.6. Τη λογιστική και ηλεκτρονική οργάνωση του Ταμείου.

2.7.Το κόστος συντήρησης και λειτουργίας των γραφείων στα οποία στεγάζονται οι υπηρεσίες του Ταμείου.

Άρθρο 36
Κανόνες επενδύσεων

Το Ταμείο ως προς τους επενδυτικούς κανόνες θα λειτουργεί με βάση τα οριζόμενα στην παρ. 15 του άρθρου 7 του ν. 3029/2002 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3385/2005) και τις εκάστοτε σχετικές ισχύουσες διατάξεις, καθώς επίσης και της υπουργικής απόφασης Φ.Επαγγ.ασφ./ οικ.16/9-4-2003 και το δίκαιο της ΕΕ. Οι επενδύσεις των κεφαλαίων διέπονται από τις αρχές της συνετήςσυντηρητικής διαχείρισης, της διασποράς και της ποιότητας των επενδυτικών επιλογών, ώστε να επιτυγχάνεται η ασφάλεια, η αποδοτικότητα και η ευκολία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου. Ο βαθμός επικινδυνότητας του επενδυτικού χαρτοφυλακίου παρακολουθείται από το Διοικητικό Συμβούλιο και τον Αναλογιστή του Ταμείου και διατηρείται σε επίπεδα που αντισταθμίζουν την επικινδυνότητα των υποχρεώσεων.

Άρθρο 37
Λογιστική Οργάνωση

1. Η λογιστική οργάνωση του Ταμείου γίνεται με βάση την ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία, σε συνδυασμό με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα.

2. Κάθε οικονομική χρήση του Ταμείου συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος. Κατ’ εξαίρεση η πρώτη οικονομική χρήση παρατείνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου έτους από της ισχύος του παρόντος.

Ο ισολογισμός συντάσσεται στο πρώτο εξάμηνο της επόμενης οικονομικής χρήσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΜΕΤΑΦΟΡΑ/ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ – ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

Άρθρο 38 Μεταφορά/καταβολή ασφαλιστικών δικαιωμάτων – διαδοχική ασφάλιση

Σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος αλλάζει επαγγελματική δραστηριότητα ή διακόπτει την εργασία του και διαγράφεται από το Ταμείο δικαιούται διαζευκτικά: α) να μεταφέρει τα ασφαλιστικά του δικαιώματα του σε άλλο ταμείο υποχρεωτικής επικουρικής επαγγελματικής ασφάλισης ή σε άλλο φορέα επικουρικής ασφάλισης που λειτουργεί στο χώρο της απασχόλησής του, κατ’εφαρμογήν της ισχύουσας νομοθεσίας. β) Να λάβει την παροχή που του αναλογεί σε σχέση με το χρόνο παραμονής του στο Ταμείο, όταν συμπληρώσει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη θεμελίωση του δικαιώματος σε παροχή κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7 παρ. 10 και 11 του ν. 3029/2002 και της υπουργικής απόφασης ΦΕπαγ. Ασφ.43/13-11-2003 (ΦΕΚ1703Β/19.11.2003)
όπως εκάστοτε ισχύουν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ

Άρθρο 39
Τροποποίηση Καταστατικού – Θέσπιση Κανονισμών

Η τροποποίηση του παρόντος Καταστατικού επιτρέπεται με απόφαση του Δ.Σ. που λαμβάνεται κατά πλειοψηφία 2/3 του συνόλου των μελών αυτού ή με άλλη πλειοψηφία εφόσον προβλέπεται στο παρόν. Οι τροποποιήσεις που αφορούν στους πόρους και στη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες των οργάνων διοίκησης του Ταμείου κοινοποιούνται στο Γενικό Συμβούλιο εντός 10 ημερών και για να ισχύσουν πρέπει να εγκριθούν με απόφαση των 2/3 του συνόλου των μελών του Γενικού Συμβουλίου. Η τροποποίηση κατά τα λοιπά γίνεται με την κατάρτιση σχετικού συμβολαιογραφικού εγγράφου, τηρουμένων και των λοιπών διαδικαστικών προϋποθέσεων, που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία.
Με την διαδικασία που ακολουθείται για την τροποποίηση του παρόντος θεσπίζονται/τροποποιούνται ο Κανονισμός Εσωτερικής Λειτουργίας, ο Κανονισμός Παροχών και ο Κανονισμός Επενδύσεων. Οι Κανονισμοί αυτοί κοινοποιούνται στην εποπτεύουσα το Ταμείο Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων του ΥΕΚΑ. Ο Κανονισμός Επενδύσεων και ο Κανονισμός Λειτουργίας της Επενδυτικής Επιτροπής κοινοποιούνται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή.

Άρθρο 40 Ενοποίηση

1. Με απόφαση του Δ.Σ., που λαμβάνεται κατά πλειοψηφία 2/3 των μελών αυτού και με κατάρτιση σχετικού συμβολαιογραφικού εγγράφου, επιτρέπεται η ενοποίηση του Ταμείου με άλλα ομοειδή Ταμεία που λειτουργούν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος και εφόσον τούτο κρίνεται σκόπιμο για την προάσπιση και επίτευξη των στόχων του και την καλύτερη απόδοση της επενδυτικής του πολιτικής, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων που προβλέπει ο νόμος.

2. Η ενοποίηση συντελείται με τη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, την έγκριση της τροποποίησης του καταστατικού από το αρμόδιο Υπουργείο, όπως ο νόμος ορίζει. Από την καταχώριση αυτή το νέο Ταμείο υπεισέρχεται σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των Ταμείων που συγχωνεύτηκαν. Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από το νέο Ταμείο χωρίς διακοπή.

Άρθρο 41 Διάσπαση

Με τους όρους και τις διαδικασίες του προηγούμενου άρθρου είναι δυνατή η διάσπαση του Ταμείου σε περισσότερα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΝΠΙΔ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα), εφόσον πληρούνται οι σχετικές νόμιμες προϋποθέσεις.

Άρθρο 42
Συνεργασία ή συμμετοχή σε Ομοσπονδίες

1. Με απόφαση του Δ.Σ., που λαμβάνεται κατά πλειοψηφία 2/3 των μελών του, επιτρέπεται η συνεργασία του Ταμείου με άλλα ομοειδή Ταμεία ή και Ομοσπονδίες ομοειδών Ταμείων, σε επιχειρησιακό, κλαδικό ή άλλο επίπεδο της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, εφόσον τούτο κρίνεται σκόπιμο για την επίτευξη των στόχων του Ταμείου και την καλύτερη απόδοση της επενδυτικής του πολιτικής.

2. Με τους ίδιους όρους είναι δυνατή η συμμετοχή του Ταμείου σε Ομοσπονδίες ομοειδών Ταμείων, στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, ως και η πρωτοβουλία σύστασης αντίστοιχης Ομοσπονδίας Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 43 Μεταβατικές διατάξεις

1. Κατά την έναρξη λειτουργίας του Ταμείου και μέχρι την ανάδειξη του πρώτου Δ.Σ., το Ταμείο διοικείται από εξαμελή Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή, η θητεία της οποίας δεν μπορεί να ξεπεράσει τους 18 μήνες. Τακτικά μέλη της και αναπληρωματικά μέλη της ορίζονται οι εξής:

ΔΙΟΙΚΟΥΣΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΑΚΤΙΚΑ ΜΕΛΗ ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑ- ΤΙΚΑ ΜΕΛΗ
1. Πρόεδρος Παπαδόγιαννης Χρήστος Μπουλουγούρης Βασίλειος
2. Αντιπρόεδρος Αντωνάκη– Κυδώνη Μαργαρίτα Βαρουχάκη Ευαγγελία
3. Γενικός Γραμματέας Χατζάκης Εμμανουήλ Χρηστίδης Αριστοτέλης
4. Μέλος Πετσαλάκης Ιωάν- νης Συκαμιάς Γεώργιος
5. Μέλος Παπαμιχαλόπουλος Κωνσταντίνος Χατζηιωσήφ Ιορδάνης
6. Μέλος Πολίτης Ιωάννης Αγιασματζής Παναγιώτης


2. Η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή συγκροτείται σε σώμα κατόπιν πρόσκλησης των μελών της από τον Πρόεδρο αυτής αμέσως μετά την έγκριση και δημοσίευση του Καταστατικού του Ταμείου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Σε περίπτωση ισοψηφίας η ψήφος του Προέδρου υπολογίζεται διπλή.

3. Η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή:

α) Θα μεριμνήσει για τη σύσταση του Ταμείου και εξουσιοδοτείται να αποδεχθεί τροποποιήσεις ή προσθήκες των διατάξεων του παρόντος, οι οποίες θα υποδειχθούν από την αρμόδια διοικητική αρχή, κατά τη διαδικασία της έγκρισής του.

β) Θα πράξει ότι απαιτείται για τη λειτουργία του Ταμείου κατά το χρονικό διάστημα από την έγκριση και δημοσίευση του Καταστατικού στο ΦΕΚ.

γ) Θα πράξει ότι απαιτείται για την επίτευξη των στόχων του Ταμείου από την έναρξη της λειτουργίας του και μέχρι τη συγκρότηση του πρώτου Δ.Σ. του Ταμείου, όπως στο παρόν ορίζεται. Ενδεικτικά μπορεί να συνάπτει συμβάσεις μίσθωσης εργασίας με το προσωπικό που θα απασχοληθεί στο Ταμείο, να καθορίζει αμοιβή ή αποζημίωση για τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής ανάλογη με αυτήν που προβλέπεται για τα μέλη του Δ.Σ., να εκμισθώνει χώρους, να προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για την χρήση των ίδιων ακινήτων, να προβαίνει στις απαραίτητης ενέργειες για το άνοιγμα λογαριασμών στις Τράπεζες, για τη μεταγραφή της ακίνητης περιουσίας στο όνομα του Ταμείου, για τη μεταφορά των τραπεζικών λογαριασμών του Τομέα «Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Ασφαλιστών και Προσωπικού Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων (ΤΕΑΑΠΑΕ)» του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα (ΤΕΑΙΤ)» στο όνομα του Ταμείου, στην πληρωμή των συντάξεων των συνταξιούχων, στην τήρηση των απαιτούμενων βιβλίων, στοιχείων, μητρώων κ.λπ.
δ) Θα μεριμνήσει για τη σύνταξη των ισολογισμών του ως άνω μετατρεπόμενου τομέα που δεν έχουν συνταχθεί. ε) Θα επιμεληθεί, προκειμένου να συγκροτηθεί το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο εντός εύλογου χρόνου από τη δημοσίευση του παρόντος, ο οποίος σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από ενάμιση έτος. στ) Θα εκδώσει τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας και τον Κανονισμό Επενδύσεων, εντός ευλόγου χρόνου από τη συγκρότησή της. Ο Κανονισμός Εσωτερικής Λειτουργίας θα ρυθμίζει κάθε θέμα που αφορά στη διοικητική και οικονομική οργάνωση του Ταμείου και τη λογιστική λειτουργία του. Ο Κανονισμός Επενδύσεων θα συνταχθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 35 και 36 του παρόντος. Μέχρις ότου συνταχθούν ο Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας και ο Κανονισμός Επενδύσεων τα σχετικά θέματα ρυθμίζονται με αποφάσεις της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής και στη συνέχεια του Δ.Σ.

ζ) Δύναται να εκδώσει τον Κανονισμό Παροχών που θα εξειδικεύει τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, τις ασφαλιστικές εισφορές και τους πόρους, τον χρόνο ασφάλισης, την αναγνώριση συντάξιμου χρόνου και τον τρόπο εξαγοράς του, τα δικαιούμενα σύνταξης πρόσωπα, τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, την έναρξη και λήξη των παροχών καθώς και κάθε άλλη αναγκαία ρύθμιση. Μέχρις ότου συνταχθεί ο Κανονισμός Παροχών τα σχετικά θέματα ρυθμίζονται με αποφάσεις της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής και στη συνέχεια του Δ.Σ. κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος και της ασφαλιστικής νομοθεσίας του μετατρεπόμενου Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Ασφαλιστών και Προσωπικού Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων (ΤΕΑΑΠΑΕ) του ΤΕΑΙΤ, εφόσον συνάδουν με το παρόν καταστατικό.

4. Κατά το πρώτο έτος λειτουργίας του Ταμείου η σύνταξη μπορεί να μην καταβάλλεται την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα στον δικαιούχο ή τον πληρεξούσιό του αλλά σε άλλη ημέρα του μήνα που θα καθορίσει η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή.

Άρθρο 44
Μεταβατική διάταξη προσωρινού καθορισμού εργοδοτικών εισφορών

«Από την 1/1/2015 οι εργοδοτικές εισφορές των ιδιωτικών εταιρειών ασφάλισης και των οργανισμών δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή κοινωφελούς χαρακτήρα, οι οποίοι ασκούν δυνάμει ειδικών νόμων ή διατάξεων νόμων ή καταστατικών διατάξεων ιδιωτική επιχείρηση ασφάλισης ή αντασφάλισης ή απλώς ιδιωτική ασφάλιση, υπολογίζονται επί τη βάσει του τού άρθρου 8.1.1 του καταστατικού του Ταμείου (ΦΕΚ 411, τ. Β’), όπως αυτό ίσχυε πριν από την κατάργηση του, με το άρθρο πρώτο, Παράγραφος 1Α, Υποπαράγραφος ΙΑ.3, 2.Α περ. κε’ του ν. 4254/2014 (ΦΕΚ 85, τ. Α’), εφαρμοζομένων επί αυτών μειωτικού συντελεστή 40% και καταβάλλονται από τους παραπάνω εργοδότες. Η ανωτέρω εργοδοτική εισφορά δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής των εργαζομένων. Η ισχύς του παρόντος άρθρου λήγει το αργότερο την 31/12/2015, εκτός αν ενωρίτερα υπάρξει διαφορετική ρύθμιση για τον υπολογισμό των ως άνω εργοδοτικών εισφορών με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ή με νομοθετική ρύθμιση που θα εκδοθεί είτε αυτοτελώς είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση η παρούσα ρύθμιση θεσπίζεται για λόγους συγκυριακούς και δεν προδικάζει μεταγενέστερες αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου».

Άρθρο 45
ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΕΤΟΥΣ 2016

Οι προκαταρκτικές εργοδοτικές εισφορές του έτους 2016, όπως επαναπροσδιορίζονται από 1.1.2016 με βάση τις τροποποιήσεις της παρ. 1 του άρθρου 8 του παρόντος, θα αποδοθούν από τις υπόχρεες ασφαλιστικές επιχειρήσεις εντός προθεσμίας 1 μηνός από την πρόσκλησή τους από το Ταμείο και εφόσον προηγουμένως εγκριθούν οι παρούσες τροποποιήσεις του Καταστατικού από τον αρμόδιο Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και το Ταμείο έχει υπολογίσει τις οφειλόμενες εργοδοτικές εισφορές του έτους 2016 σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του παρόντος. Οι υπόχρεες επιχειρήσεις υποχρεούνται να αποστείλουν τα στοιχεία παραγωγής και μισθοδοσίας των υπαγομένων στο Ταμείο εργαζομένων του έτους 2016 στο Ταμείο εντός προθεσμίας 10 ημερών από την σχετική πρόσκληση του Ταμείου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το άρθρο 10 παρ. 2 του Καταστατικού, ιδίως όσον αφορά στην καθυστέρηση ή παράλειψη αποστολής των στοιχείων και την οριστικοποίηση των οφειλομένων εργοδοτικών εισφορών έτους 2016.

Το καταστατικό αυτό αποτελείται από 45 άρθρα, ανεγνώσθη, συζητήθηκε και εγκρίθηκε κατ’ άρθρο και στο σύνολο του από τα ιδρυτικά μέλη του Ταμείου κατά τη συνεδρίαση τους και θα ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τεύχος δεύτερο (τ.Β΄) Υπέμνησα στους εμφανισθέντες τις διατάξεις του ν. 3029/2002 περί «Μεταρρύθμισης Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης».

Σε βεβαίωση των παραπάνω συντάχθηκε το παρόν σε εξήντα τρία (63) φύλλα και αφού διαβάστηκε καθαρά και μεγαλόφωνα στην εμφανισθείσα και βεβαιώθηκε υπογράφεται από αυτήν και από εμένα νόμιμα.

Επικολλήθηκε τέλος μεγαρόσημου 1,00 € για το πρωτότυπο και 8,00 € για τα αντίγραφα. Για δικαιώματα του παρόντος καθώς και για δικαιώματα έκδοσης αντιγράφων εισπράχτηκαν 1779,72 €. Επί των εισπραχθέντων δικαιωμάτων (1428,00 €) εισπράχθηκε Φ.Π.Α. 342,72. €. Παρακράτηση 20% ήτοι 285,60 ε.

Το συμβόλαιο αυτό διάβασα καθαρά και μεγαλόφωνα, για να το ακούσουν οι συμβαλλόμενοι, οι οποίοι βεβαίωσαν ολόκληρο το περιεχόμενό του και το υπέγραψαν, καθώς και εγώ η συμβολαιογράφος, όπως ο νόμος ορίζει.


ΟΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ

Χ. ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗΣ
Ε. ΧΑΤΖΑΚΗΣ
Ι. ΠΕΤΣΑΛΑΚΗΣ
Μ. ΚΥΔΩΝΗ
Ε. ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ
Σ. ΚΟΛΑΙΤΗΣ
Σ. ΞΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ι. ΠΟΛΙΤΗΣ
Ι. ΤΑΒΛΑΡΙΔΗΣ

Η ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ

Η παρούσα ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή και το επισυναπτόμενο Καταστατικό να δημοσιευθούν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.


Αθήνα, 25 Οκτωβρίου 2017

Ο Υφυπουργός
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΕΕ - Υπόθεση C-262/16 Κοινό κατ' αποκοπήν καθεστώς αγροτών – Εξαίρεση από το κοινό καθεστώς – Προϋποθέσεις – Έννοια του όρου κατηγορία αγροτών

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 12ης Οκτωβρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος προστιθεμένης αξίας – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 296, παράγραφος 2 – Άρθρο 299 – Κοινό κατ’ αποκοπήν καθεστώς αγροτών – Εξαίρεση από το κοινό καθεστώς – Προϋποθέσεις – Έννοια του όρου “κατηγορία αγροτώνˮ»

Στην υπόθεση C-262/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Upper Tribunal (Tax and Chancery Chamber) [εφετείο διοικητικών διαφορών (τμήμα φορολογίας και κτηματολογίου), Ηνωμένο Βασίλειο] με απόφαση της 10ης Μαΐου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Μαΐου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Shields & Sons Partnership

κατά

Commissioners of Her Majesty’s Revenue and Customs,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský, M. Safjan, D. Šváby και M. Βηλαρά (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Μαρτίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Shields & Sons Partnership, εκπροσωπούμενη από τον G. Edwards επικουρούμενο από τον M. C. P. Thomas, barrister,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τις G. Brown και J. Kraehling, επικουρούμενες από τον R. Chapman, barrister,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Colas και την S. Ghiandoni,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Owsiany-Hornung καθώς και από τους R. Lyal και M. Wilderspin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιουνίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 296, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία ΦΠΑ).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Shields & Sons Partnership και των Commissioners for Her Majesty’s Revenue and Customs (φορολογική και τελωνειακή αρχή, Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας, στο εξής: φορολογική αρχή), σχετικά με την ακύρωση εκ μέρους της τελευταίας του πιστοποιητικού περί υπαγωγής της προσφεύγουσας της κύριας δίκης στο κοινό κατ’ αποκοπήν καθεστώς για τους αγρότες (στο εξής: κατ’ αποκοπήν καθεστώς).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Ο τίτλος XII της οδηγίας ΦΠΑ καθορίζει τα ειδικά καθεστώτα για την επιβολή φόρου προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ). Το κεφάλαιο 2 του τίτλου αυτού, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 295 έως 305 της εν λόγω οδηγίας, αφορά το κατ’ αποκοπήν καθεστώς.

4        Το άρθρο 296 της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν για τους αγρότες, η υπαγωγή των οποίων στο κανονικό καθεστώς του ΦΠΑ ή, ενδεχομένως, στο ειδικό καθεστώς που προβλέπεται στο κεφάλαιο 1 θα προσέκρουε σε δυσχέρειες, ένα κατ’ αποκοπήν καθεστώς, το οποίο αποσκοπεί στο συμψηφισμό της επιβάρυνσης με ΦΠΑ, ο οποίος καταβάλλεται για τις αγορές αγαθών και υπηρεσιών των αγροτών του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.

2.      Κάθε κράτος μέλος μπορεί να εξαιρεί από το κατ’ αποκοπήν καθεστώς ορισμένες κατηγορίες αγροτών καθώς και τους αγρότες, για τους οποίους η εφαρμογή του κανονικού καθεστώτος του ΦΠΑ ή, ενδεχομένως, των απλοποιημένων μεθόδων που προβλέπονται στο άρθρο 281 δεν παρουσιάζει δυσχέρειες διοικητικής φύσης.

3.      Κάθε αγρότης του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος έχει το δικαίωμα να επιλέγει την υπαγωγή στο κανονικό καθεστώς του ΦΠΑ ή, ενδεχομένως, στο προβλεπόμενο στο άρθρο 281 απλουστευμένο καθεστώς, σύμφωνα με τους όρους και διαδικασίες που καθορίζονται από κάθε κράτος μέλος.»

5        Το άρθρο 297 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη καθορίζουν, εφόσον παρίσταται ανάγκη, κατ’ αποκοπήν ποσοστά συμψηφισμού. Μπορούν να καθορίζουν διαφορετικά κατ’ αποκοπήν ποσοστά συμψηφισμού για τη δασοκομία, τους διάφορους αγροτικούς κλάδους και την αλιεία.

Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τα κατ’ αποκοπήν ποσοστά συμψηφισμού που προσδιορίζονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο πριν από την έναρξη εφαρμογής τους.»

6        Το άρθρο 298 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κατ’ αποκοπήν ποσοστά συμψηφισμού καθορίζονται με βάση τα μακροοικονομικά δεδομένα των τριών τελευταίων ετών, που αναφέρονται μόνο στους αγρότες του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος.

Τα ποσοστά είναι δυνατόν να στρογγυλοποιούνται κατά μισή μονάδα προς τα κάτω ή προς τα πάνω. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να μειώνουν τα ποσοστά αυτά μέχρι μηδενισμού τους.»

7        Το άρθρο 299 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Τα κατ’ αποκοπήν ποσοστά συμψηφισμού δεν επιτρέπεται να έχουν ως αποτέλεσμα την επιστροφή στο σύνολο των αγροτών του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος ποσών που υπερβαίνουν τις επιβαρύνσεις με τον ΦΠΑ εισροών.»

 Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

8        Υπό τον τίτλο «Αγρότες κ.λπ.», το άρθρο 54 του Value Added Tax Act 1994 (νόμου περί φόρου προστιθέμενης αξίας του 1994, στο εξής: νόμος του 1994) ορίζει τα εξής:

«1)      Η [φορολογική αρχή] μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στις κανονιστικές πράξεις που η ίδια εκδίδει, να χορηγεί πιστοποιητικό, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, σε οποιοδήποτε πρόσωπο αποδεικνύει ότι:

a)      ασκεί μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος·

b)      ανταποκρίνεται στη σχετική περιγραφή και πληροί τις οριζόμενες προϋποθέσεις [...]

[...]

3)      Η [φορολογική αρχή] μπορεί, με κανονιστικές αποφάσεις, να καθορίζει ένα ποσό το οποίο περιλαμβάνεται στο αντάλλαγμα που καταβάλλεται για κάθε φορολογητέα παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών η οποία λαμβάνει χώρα

a)      στο πλαίσιο ή για τους σκοπούς της εμπορικής δραστηριότητας προσώπου το οποίο, τη δεδομένη χρονική στιγμή, κατέχει πιστοποιητικό χορηγηθέν δυνάμει του παρόντος άρθρου·

b)      σε χρονικό σημείο κατά το οποίο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν είναι υποκείμενος σε φόρο· και

c)       σε πρόσωπα υποκείμενα σε φόρο,

το ποσό δε αυτό θεωρείται, για τους σκοπούς καθορισμού του δικαιώματος του προσώπου το οποίο δικαιούται επιστροφής φόρου κατά τα άρθρα 25 και 26, ότι συνιστά ΦΠΑ που οφείλεται για παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε αυτό το πρόσωπο.

4)      Το ποσό το οποίο, για τους σκοπούς οποιασδήποτε από τις παροχές που προβλέπονται στην ως άνω παράγραφο 3, μπορεί να περιληφθεί στο αντάλλαγμα που καταβάλλεται για οποιαδήποτε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών, πρέπει να είναι ίσο με ένα ποσοστό του συνολικού ποσού, το οποίο καθορίζεται δυνάμει διατάγματος που εκδίδει το Υπουργείο Οικονομικών, και, προστιθέμενο σε αυτό το ποσό, να ισούται με την αντιπαροχή που οφείλεται έναντι της παραδόσεως.

5)      Η εξουσία που παρέχεται στη [φορολογική αρχή] να προβαίνει, με τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδει δυνάμει του άρθρου 39, σε επιστροφή στα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται το παρόν άρθρο του ΦΠΑ ο οποίος θα συνιστούσε για τα εν λόγω πρόσωπα φόρο επί των εισροών εάν ήταν υποκείμενοι στον φόρο στο Ηνωμένο Βασίλειο, περιλαμβάνει την εξουσία να προβαίνει σε επιστροφή προς τα πρόσωπα επί των οποίων έχει εφαρμογή το παρόν άρθρο ποσών ίσων με αυτά τα οποία θα συνιστούσαν για τα εν λόγω πρόσωπα, εάν ήταν υποκείμενοι στον φόρο στο Ηνωμένο Βασίλειο, φόρο επί των εισροών δυνάμει των κανονιστικών αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε δε αναφορά στην επιστροφή του ΦΠΑ περιέχεται στο [39] άρθρο ή σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω.

6)      Οι κανονιστικές αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου μπορούν να ρυθμίζουν:

[...]

b)      τις περιπτώσεις και τον τρόπο με τον οποίο [η φορολογική αρχή] μπορεί να ακυρώνει το χορηγηθέν σε κάποιο πρόσωπο πιστοποιητικό·

[...]

8)      Κατά την έννοια του παρόντος άρθρου ο όρος «δραστηριότητες του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος» αναφέρεται στις δραστηριότητες οι οποίες καθορίζονται με διάταγμα του Υπουργείου Οικονομικών και τις οποίες ασκεί ένα πρόσωπο το οποίο, ως εκ της ασκήσεώς τους, θεωρείται γεωργός υπό την έννοια του άρθρου 25 της [έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977 περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49] (κοινό κατ’ αποκοπήν καθεστώς αγροτών)».

9        Το σημείο 1 του τμήματος ΙΙ του παραρτήματος του Value Added Tax (Flat-rate Scheme for Farmers) (Designated Activities) Order 1992 [διατάγματος του 1992 περί φόρου προστιθέμενης αξίας (κατ’ αποκοπήν καθεστώς για αγρότες) (δραστηριότητες του ειδικού φορολογικού καθεστώτος)] περιλαμβάνει την κτηνοτροφία μεταξύ των δραστηριοτήτων βάσει των οποίων ένα πρόσωπο μπορεί να υπαχθεί στο κατ’ αποκοπήν καθεστώς.

10      Το Value Added Tax (Flat-rate Scheme for Farmers) (Percentage Addition) Order 1992 [διάταγμα του 1992 περί φόρου προστιθέμενης αξίας (κατ’ αποκοπήν καθεστώς για αγρότες) (πρόσθετο ποσοστό)] καθορίζει σε 4 % το κατ’ αποκοπήν ποσοστό συμψηφισμού το οποίο ισχύει για όλους τους αγρότες που υπάγονται στο εν λόγω καθεστώς.

11      Η Value Added Tax Regulations 1995 (κανονιστική απόφαση του 1995 περί φόρου προστιθέμενης αξίας) περιλαμβάνει τίτλο XXIV, που εισήχθη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 54 του νόμου του 1994 και στον οποίο περιλαμβάνονται τα άρθρα 202 έως 211.

12      Υπό τον τίτλο «Κατ’ αποκοπήν καθεστώς», το άρθρο 203 της κανονιστικής αποφάσεως του 1995 περί φόρου προστιθέμενης αξίας ορίζει τα εξής:

«1)       [Η φορολογική αρχή] εκδίδει, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 204, το πιστοποιητικό αγρότη του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος για τους σκοπούς του παρόντος κατ’ αποκοπήν καθεστώτος [...]

2)      Οσάκις ορισμένο πρόσωπο κατέχει, για την οικεία περίοδο, πιστοποιητικό που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος άρθρου (ανεξαρτήτως του αν υπόκειται ή όχι στον φόρο), οποιαδήποτε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στην οποία προβαίνει στο πλαίσιο ή για τους σκοπούς του σχετικού τμήματος της δραστηριότητάς του πρέπει να παραλείπεται για τον προσδιορισμό του κατά πόσον καταχωρίζεται, έχει καταχωριστεί ή δεν μπορεί πλέον να καταχωριστεί σύμφωνα με το εν λόγω παράρτημα 1 του [νόμου του 1994] ή αν έχει, έχει αποκτήσει ή δεν έχει πλέον δικαίωμα να καταχωριστεί.»

13      Το άρθρο 204 της κανονιστικής αυτής αποφάσεως, το οποίο τιτλοφορείται «Επιλεξιμότητα για υπαγωγή στο καθεστώς», προβλέπει τα εξής:

«Οι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 203 είναι οι ακόλουθοι:

a)      ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει στη [φορολογική αρχή] ότι ασκεί μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες του ειδικού φορολογικού καθεστώτος·

b)      στη διάρκεια των τριών χρήσεων που προηγούνται της αιτήσεως υπαγωγής στο καθεστώς, ο ενδιαφερόμενος δεν έχει:

i)       καταδικαστεί για αδίκημα σχετικό με τον ΦΠΑ·

ii)      προβεί σε οικονομική διευθέτηση σχετικά με τον ΦΠΑ προκειμένου να αποφύγει δίωξη βάσει του άρθρου 152 του Customs and Excise Management Act 1979 [νόμου περί τελωνείων και ειδικών φόρων καταναλώσεως του 1979], όπως αυτό εφαρμόζεται από το άρθρο 72, παράγραφος 12, του [νόμου του 1994]·

iii)      υποστεί κυρώσεις δυνάμει του άρθρου 60 του [νόμου του 1994].

c)      ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει την αίτησή του περί υπαγωγής με το έντυπο αριθ. 14 που προβλέπεται στο παράρτημα 1 της παρούσας κανονιστικής αποφάσεως, και

d)      ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει [στη φορολογική αρχή] ότι τα συνολικά ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 209 για τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσίες στις οποίες αυτός προέβη κατά τη διάρκεια της οικονομικής χρήσης που έπεται της ημερομηνίας υπαγωγής του στο καθεστώς δεν υπερβαίνουν κατά 3 000 [GBP] (περίπου 3 410 ευρώ)] ή περισσότερο το ποσό του φόρου εισροών που ενδεχομένως έχει πιστωθεί υπέρ αυτού για το εν λόγω οικονομικό έτος.

[...]»

14      Κατά το άρθρο 206, παράγραφος 1, στοιχείο i, της κανονιστικής αποφάσεως του 1995 περί φόρου προστιθέμενης αξίας, η φορολογική αρχή δύναται να ακυρώσει το πιστοποιητικό υπαγωγής ορισμένου προσώπου στο κατ’ αποκοπήν καθεστώς εφόσον το κρίνει αναγκαίο για την προστασία των εσόδων.

15      Το σημείο 7.2 της VAT Notice 700/46/12 (εγκυκλίου περί ΦΠΑ 700/46/12), έγγραφο το οποίο το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι δεν έχει ισχύ νόμου, αλλά το οποίο η φορολογική αρχή θεωρεί ότι καθορίζει μια κατηγορία αγροτών η οποία εξαιρείται από το κατ’ αποκοπήν καθεστώς, ορίζει τα εξής:

«Δεν είναι δυνατή η συνέχιση της υπαγωγής σας στο καθεστώς [...] σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι το ποσό το οποίο εισπράττετε υπό την ιδιότητα αγρότη του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με το ποσό το οποίο θα είχατε εισπράξει αν είχατε υπαχθεί στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16      Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης είναι οικογενειακή γεωργική επιχείρηση, υπό μορφή προσωπικής εταιρίας, η οποία ασκεί γεωργική δραστηριότητα στη Βόρεια Ιρλανδία (Ηνωμένο Βασίλειο). Ασχολείται με την εκτροφή βοοειδών τα οποία αγοράζει από μια συνδεδεμένη εταιρία, τη Shield Livestock Limited, τα οποία μετά την πάχυνσή τους μεταπωλεί σε εταιρία με την επωνυμία Anglo Beef Processors, που εκμεταλλεύεται σφαγείο.

17      Κατόπιν συμβουλής της τελευταίας, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υπέβαλε αίτηση υπαγωγής στο κατ’ αποκοπήν καθεστώς, η οποία έγινε δεκτή την 1η Μαΐου 2004. Με τον τρόπο αυτό η εν λόγω εταιρία είχε τη δυνατότητα να αυξάνει την τιμή πωλήσεως των βοοειδών με την επιβολή ενός κατ’ αποκοπήν ποσοστού 4 %, το οποίο παρείχε στους πελάτες της δικαίωμα εκπτώσεως. Στην αίτησή της περί υπαγωγής, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης είχε υπολογίσει τον κύκλο εργασιών της για το πρώτο έτος υπαγωγής στο καθεστώς σε 700 000 λίρες στερλίνες (GBP) (περίπου 795 760 ευρώ). Κατά την χρήση που περατώθηκε στις 30 Ιουνίου 2003 η αξία των πωλήσεων διαμορφώθηκε σε 633 718 GBP (περίπου 720 410 ευρώ).

18      Στις 27 Ιουνίου 2012, υπάλληλοι της φορολογικής αρχής συναντήθηκαν με τον ορκωτό λογιστή της προσφεύγουσας της κύριας δίκης προκειμένου να διαπιστώσουν αν αυτή μπορούσε να εξακολουθήσει να υπάγεται στο κατ’ αποκοπήν καθεστώς. Στη διάρκεια της συναντήσεως αυτής εξετάστηκαν διάφορες οικονομικές καταστάσεις, ιδίως οι λογαριασμοί αποτελεσμάτων και οι ισολογισμοί της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, καθώς και ένας πίνακας στον οποίο συγκρίνονται τα ποσά τα οποία αυτή είχε λάβει κατ’ εφαρμογή του κατ’ αποκοπήν ποσοστού 4 % και τα ποσά τα οποία θα μπορούσε να εκπέσει ως φόρο εισροών αν είχε υπαχθεί στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ.

19      Στο πλαίσιο αυτό, οι υπάλληλοι της φορολογικής αρχής διαπίστωσαν ότι, για τις λογιστικές χρήσεις 2004/2005 έως 2011/2012, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης είχε αντλήσει από την υπαγωγή της στο κατ’ αποκοπήν καθεστώς οικονομικό όφελος που ανερχόταν σε 374 884,23 GBP (περίπου 426 170 ευρώ).

20      Με απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2012, η φορολογική αρχή προέβη σε ακύρωση του πιστοποιητικού υπαγωγής της προσφεύγουσας της κύριας δίκης στο κατ’ αποκοπήν καθεστώς, με την αιτιολογία ότι το κέρδος που αποκόμιζε από την εφαρμογή του κατ’ αποκοπήν ποσοστού συμψηφισμού ήταν σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με το ποσό το οποίο αυτή θα εισέπραττε αν είχε υπαχθεί στο κανονικό καθεστώς του ΦΠΑ.

21      Κατόπιν υποβολής διοικητικής ενστάσεως εκ μέρους της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, η φορολογική αρχή επιβεβαίωσε την απόφαση αυτή.

22      Με απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2014, το First-tier Tribunal (Tax chamber) [πρωτοδικείο διοικητικών διαφορών (φορολογικό τμήμα), Ηνωμένο Βασίλειο] απέρριψε την προσφυγή της προσφεύγουσας της κύριας δίκης η οποία άσκησε έφεση ενώπιον του Upper Tribunal (Tax and Chancery Chamber) [εφετείου διοικητικών διαφορών (τμήμα φορολογίας και κτηματολογίου), Ηνωμένο Βασίλειο].

23      Το τελευταίο αυτό δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης διαφωνούν, στο πλαίσιο αυτής, ως προς δύο ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας ΦΠΑ.

24      Το πρώτο ζήτημα αφορά το κατά πόσον οι μόνες περιπτώσεις στις οποίες ένας αγρότης μπορεί να εξαιρεθεί από το κατ’ αποκοπήν καθεστώς είναι εκείνες οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 296, παράγραφος 2.

25      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, το άρθρο αυτό θεσπίζει εξαντλητικό κατάλογο των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ένα κράτος μέλος δύναται να εξαιρεί τους αγρότες από το κατ’ αποκοπήν καθεστώς, δεδομένου ότι η οδηγία ΦΠΑ ουδεμία διακριτική ευχέρεια παρέχει στα κράτη μέλη για την εξαίρεση μεμονωμένου προσώπου. Κατά την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, το κατ’ αποκοπήν καθεστώς πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται φορολογική ουδετερότητα του ΦΠΑ σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας ΦΠΑ. Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης επισημαίνει ότι, μεταξύ των διατάξεων αυτών, το άρθρο 296, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει τη δυνατότητα εξαιρέσεως όχι μεμονωμένων παραγωγών αλλά κατηγοριών αγροτών καθώς και των αγροτών για τους οποίους η εφαρμογή του κανονικού καθεστώτος του ΦΠΑ δεν παρουσιάζει δυσχέρειες διοικητικής φύσης. Τέλος, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης τονίζει ότι το άρθρο 299 της οδηγίας ΦΠΑ αφορά μόνον τον καθορισμό των κατ’ αποκοπήν ποσοστών συμψηφισμού προκειμένου να διασφαλιστεί, συνολικά, η φορολογική ουδετερότητα του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος και ότι το εν λόγω άρθρο δεν επιτρέπει την εξαίρεση από το καθεστώς αυτό ενός μεμονωμένου παραγωγού.

26      Η διοικητική αρχή φρονεί ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η φορολογική ουδετερότητα, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαρτούν την υπαγωγή στο κατ’ αποκοπήν καθεστώς από προϋποθέσεις άλλες από εκείνες στις οποίες αναφέρεται η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, υπό τον όρο ότι καμία διάταξη της οδηγίας ΦΠΑ δεν παραβιάζεται. Κατά τη φορολογική αρχή, σκοπός του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος είναι να προάγει, στο μέτρο του δυνατού, τη φορολογική ουδετερότητα τόσο σε μεμονωμένες περιπτώσεις όσο και συνολικότερα. Η φορολογική αρχή εκτιμά ότι η παροχή της δυνατότητας σε μεμονωμένους παραγωγούς να συνεχίσουν να υπάγονται στο εν λόγω καθεστώς, παρά το γεγονός ότι το πλεονέκτημα που αντλούν από την υπαγωγή αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντικό, θα έθιγε, για τους παραγωγούς στο σύνολό τους, τη φορολογική ουδετερότητα του ΦΠΑ.

27      Το δεύτερο ζήτημα που εντοπίζει το αιτούν δικαστήριο και ως προς το οποίο διαφωνούν οι διάδικοι της κύριας δίκης αφορά την ερμηνεία της κατά το άρθρο 296, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ έννοιας «κατηγορίες αγροτών».

28      Κατά την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η διοικητική αρχή ανακάλεσε την υπαγωγή της στο κατ’ αποκοπήν καθεστώς λαμβάνοντας υπόψη την ατομική της κατάσταση και όχι λόγω του ότι ανήκε σε μια κατηγορία αγροτών που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 296, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ. Πλην όμως, ο όρος «κατηγορία» αναφέρεται σε μία ομάδα δυνάμενη να προσδιορισθεί βάσει αντικειμενικών χαρακτηριστικών, γεγονός το οποίο επιτρέπει σε κάθε αγρότη να προβλέψει με σχετική βεβαιότητα αν υπάγεται ή όχι στην ομάδα αυτή. Εν προκειμένω, η φορολογική αρχή δεν προσδιόρισε καμία ομάδα παραγωγών κατά τρόπο αρκούντως βέβαιο. Το να θεωρηθεί ως κατηγορία αγροτών, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 296, παράγραφος 2, αυτή στην οποία αναφέρεται η φορολογική αρχή θα παρείχε στην τελευταία διακριτική ευχέρεια, δεδομένου ότι η εν λόγω κατηγορία καθορίζεται με όρους που είναι ασαφείς ή καταλείπουν μεγάλη ελευθερία στην εν λόγω αρχή να λάβει την απόφασή της βάσει υποκειμενικών παραγόντων.

29      Η φορολογική αρχή φρονεί ότι η κατηγορία στην οποία αναφέρεται είναι αρκούντως ακριβής ώστε να συνιστά κατηγορία αγροτών κατά την έννοια του άρθρου 296, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ και ότι προσδιορίζεται στο σημείο 7.2 της εγκυκλίου περί ΦΠΑ 700/46/12, κατά το οποίο είναι δυνατό να αποκλεισθούν από το κατ’ αποκοπήν καθεστώς οι αγρότες για τους οποίους διαπιστώνεται ότι το ποσό το οποίο εισπράττουν λόγω της ιδιότητάς τους ως αγρότες του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με το ποσό το οποίο θα εισέπρατταν αν είχαν υπαχθεί στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ. Το άρθρο 206, παράγραφος 1, στοιχείο i, της κανονιστικής αποφάσεως του 1995 περί φόρου προστιθέμενης αξίας έχει, εξάλλου, την ίδια έννοια.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Upper Tribunal (Tax and Chancery Chamber) [εφετείο διοικητικών διαφορών (τμήμα φορολογίας και κτηματολογίου)] αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Όσον αφορά το κοινό κατ’ αποκοπήν καθεστώς για τους αγρότες το οποίο προβλέπεται στο κεφάλαιο 2 του τίτλου XII της [οδηγίας ΦΠΑ], έχει το άρθρο 296, παράγραφος 2, [αυτής] την έννοια ότι το θεσπιζόμενο με αυτό καθεστώς προβλέπει εξαντλητικά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν έναν αγρότη από το [κατ’ αποκοπήν καθεστώς]; Ειδικότερα:

α)      Μπορούν τα κράτη μέλη να εξαιρούν αγρότες από το [κατ’ αποκοπήν καθεστώς] για τους αγρότες αποκλειστικά και μόνο βάσει του [εν λόγω] άρθρου 296, παράγραφος 2;

β)      Μπορούν τα κράτη μέλη να εξαιρούν αγρότες από το [κατ’ αποκοπήν καθεστώς] για τους αγρότες και επί τη βάσει του άρθρου 299 της [οδηγίας ΦΠΑ];

γ)      Παρέχει η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας στα κράτη μέλη το δικαίωμα να εξαιρούν έναν αγρότη από το [κατ’ αποκοπήν καθεστώς] για τους αγρότες;

δ)      Έχουν τα κράτη μέλη το δικαίωμα να εξαιρούν αγρότες από το [κατ’ αποκοπήν καθεστώς] για τους αγρότες για άλλους λόγους;

2)      Πως πρέπει να ερμηνεύεται η φράση “κατηγορίες αγροτώνˮ που περιλαμβάνεται στο άρθρο 296, παράγραφος 2, της [οδηγίας ΦΠΑ]; Συγκεκριμένα:

α)      Πρέπει η σχετική κατηγορία αγροτών να μπορεί να προσδιορισθεί βάσει αντικειμενικών χαρακτηριστικών;

β)      Μπορεί η σχετική κατηγορία αγροτών να προσδιορίζεται βάσει εκτιμήσεων οικονομικού χαρακτήρα;

γ)      Πόσο ακριβής απαιτείται να είναι ο προσδιορισμός της κατηγορίας αγροτών την οποία το κράτος μέλος προτίθεται να εξαιρέσει;

δ)       Παρέχει η έννοια αυτή σε κράτος μέλος το δικαίωμα να θεωρεί ως κατηγορία υπό την έννοια της ανωτέρω διατάξεως τους “αγρότες ως προς τους οποίους διαπιστώθηκε ότι το ποσό το οποίο εισπράττουν λόγω της υπαγωγής τους στο κατ’ αποκοπήν καθεστώς είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με το ποσό το οποίο θα εισέπρατταν αν είχαν υπαχθεί στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ”;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

31      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 296, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ έχει την έννοια ότι προβλέπει εξαντλητικά όλες τις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν από το κοινό κατ’ αποκοπήν καθεστώς έναν αγρότη ή αν το άρθρο 299 της εν λόγω οδηγίας, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας ή άλλοι λόγοι μπορούν να δικαιολογήσουν μια τέτοια εξαίρεση.

32      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης η φορολογική αρχή προέβη στην ακύρωση, μεμονωμένα, του πιστοποιητικού υπαγωγής της προσφεύγουσας της κύριας δίκης στο κατ’ αποκοπήν καθεστώς, με την αιτιολογία ότι το κέρδος που αυτή αποκόμιζε από την εφαρμογή του κατ’ αποκοπήν ποσοστού συμψηφισμού ήταν σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με το ποσό το οποίο θα εισέπραττε αν είχε υπαχθεί στο κανονικό καθεστώς του ΦΠΑ.

33      Υπενθυμίζεται ότι το κατ’ αποκοπήν καθεστώς αγροτών συνιστά κατά παρέκκλιση καθεστώς που εισάγει εξαίρεση από το γενικό καθεστώς της οδηγίας ΦΠΑ και το οποίο πρέπει, ως εκ τούτου, να εφαρμόζεται μόνον κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2004, Harbs, C-321/02, EU:C:2004:447, σκέψη 27, της 8ης Μαρτίου 2012, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C-524/10, EU:C:2012:129, σκέψη 49, καθώς και της 12ης Οκτωβρίου 2016, Nigl κ.λπ., C-340/15, EU:C:2016:764, σκέψη 37).

34      Μεταξύ των δύο σκοπών του εν λόγω καθεστώτος περιλαμβάνεται και ο ανταποκρινόμενος στην ανάγκη απλούστευσης των διοικητικών διαδικασιών προς όφελος των αγροτών, ο οποίος πρέπει να συμβιβάζεται με τον σκοπό της αντιστάθμισης της επιβάρυνσης του ΦΠΑ εισροών που καταβάλλουν οι αγρότες (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 2012, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C-524/10, EU:C:2012:129, σκέψη 50, καθώς και της 12ης Οκτωβρίου 2016, Nigl κ.λπ., C-340/15, EU:C:2016:764, σκέψη 38).

35      Υπό το πρίσμα αυτών των στοιχείων πρέπει να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα.

36      Συναφώς επισημαίνεται ότι το άρθρο 296, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ αναφέρεται μόνο στη δυνατότητα εξαιρέσεως από το κατ’ αποκοπήν καθεστώς ορισμένων κατηγοριών αγροτών καθώς και των αγροτών για τους οποίους η εφαρμογή του κανονικού καθεστώτος του ΦΠΑ ή, ενδεχομένως, των απλοποιημένων μεθόδων που προβλέπονται στο άρθρο 281 της οδηγίας αυτής δεν παρουσιάζει δυσχέρειες διοικητικής φύσης.

37      Ωστόσο, ούτε οι σκοποί του εν λόγω κατ’ αποκοπήν καθεστώτος ούτε το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 296, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ επιβάλλουν να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης θέλησε να αναγνωρίσει και άλλους λόγους εξαιρέσεως.

38      Ασφαλώς, ένας από τους σκοπούς που επιδιώκει το κατ’ αποκοπήν καθεστώς είναι η παροχή στους αγρότες που υπάγονται σε αυτό της δυνατότητας συμψηφισμού των δαπανών ΦΠΑ στις οποίες υποβλήθηκαν λόγω της δραστηριότητάς τους. Εντούτοις, ο κίνδυνος υπερσυμψηφισμού του ΦΠΑ ελήφθη υπόψη από το άρθρο 299 της εν λόγω οδηγίας με αναφορά στο σύνολο των αγροτών του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος. Προς τούτο, το εν λόγω άρθρο 299 απαγορεύει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν κατ’ αποκοπήν ποσοστά συμψηφισμού τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα να επιστρέφονται στο «σύνολο των αγροτών του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος» ποσά που υπερβαίνουν τις επιβαρύνσεις με τον ΦΠΑ εισροών.

39      Εξάλλου, τα άρθρα 297 έως 299 της εν λόγω οδηγίας προβλέπουν ότι ο καθορισμός των ποσοστών αυτών πραγματοποιείται συνολικά από κάθε κράτος μέλος με βάση τα μακροοικονομικά δεδομένα των τριών τελευταίων ετών που αναφέρονται μόνο στους αγρότες του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος. Επομένως, το άρθρο 299 της οδηγίας αυτής δεν μπορεί να δικαιολογήσει την έκδοση αποφάσεως περί εξαιρέσεως, μεμονωμένως, ενός αγρότη του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος λαμβάνοντας υπόψη τις επιστροφές που πραγματοποιήθηκαν προς αυτόν βάσει των εν λόγω ποσοστών.

40      Τέλος, καίτοι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στη δυνατότητα ακυρώσεως πιστοποιητικού υπαγωγής στο κατ’ αποκοπήν καθεστώς με την αιτιολογία ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, η υπαγωγή στο εν λόγω καθεστώς θα έθιγε την αρχή της ουδετερότητας του ΦΠΑ, εντούτοις πρέπει να τονισθεί, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 26 των προτάσεών του, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης σκόπιμα βάσισε το καθεστώς αυτό σε μια ορισμένη γενίκευση, εισάγοντας παρεκκλίσεις από την εν λόγω αρχή, όπως θεμιτά μπορούσε να πράξει, κατά το μέτρο που η φορολογική ουδετερότητα, υπό την έννοια που αυτή έχει στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, συνιστά όχι αυτοτελή νομική αρχή αλλά έναν από τους επιδιωκόμενους με την οδηγία ΦΠΑ σκοπούς, ο οποίος συγκεκριμενοποιείται ιδίως με τα άρθρα 167 επ. της εν λόγω οδηγίας που θεσπίζουν την αρχή του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ εισροών.

41      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το κατ’ αποκοπήν καθεστώς δεν οδηγεί, εξ ορισμού, στη διασφάλιση απόλυτης ουδετερότητας του ΦΠΑ, τούτο δε στο μέτρο που το καθεστώς αυτό σκοπεί ακριβώς να συμβιβάσει τον ανωτέρω σκοπό με τον σκοπό απλούστευσης των κανόνων στους οποίους υπάγονται οι αγρότες του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2012, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C-524/10, EU:C:2012:129, σκέψη 53).

42      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετος προς το δίκαιο της Ένωσης ο συμψηφισμός, όπως εν προκειμένω, προς όφελος αγρότη του κατ’ αποκοπήν καθεστώτος, ποσού ΦΠΑ που υπερβαίνει το ποσό του ΦΠΑ εισροών το οποίο αυτός θα μπορούσε να εκπέσει αν είχε υπαχθεί στο κανονικό καθεστώς ή στο απλουστευμένο καθεστώς επιβολής.

43      Επομένως, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας δεν μπορεί να δικαιολογήσει μέτρο εξαιρέσεως από το κατ’ αποκοπήν καθεστώς, όπως η ακύρωση του πιστοποιητικού υπαγωγής στο εν λόγω καθεστώς.

44      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 296, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ έχει την έννοια ότι προβλέπει εξαντλητικά τις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν έναν αγρότη από το κατ’ αποκοπήν καθεστώς.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

45      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 296, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ έχει την έννοια ότι οι αγρότες ως προς τους οποίους διαπιστώθηκε ότι το ποσό το οποίο εισπράττουν λόγω της υπαγωγής τους στο κατ’ αποκοπήν καθεστώς είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με το ποσό το οποίο θα εισέπρατταν αν είχαν υπαχθεί στο κανονικό καθεστώς ή στο απλουστευμένο καθεστώς του ΦΠΑ είναι δυνατό να συνιστούν κατηγορία αγροτών υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

46      Συναφώς, το άρθρο 296, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ προβλέπει τις περιπτώσεις εξαιρέσεως των αγροτών από το κατ’ αποκοπήν καθεστώς, διευκρινίζοντας ότι η εξαίρεση αυτή μπορεί ιδίως να αφορά κατηγορίες αγροτών, χωρίς ωστόσο να δίνει τον ορισμό της έννοιας «κατηγορίες αγροτών».

47      Ασφαλώς, η έννοια αυτή παραπέμπει στη δραστηριότητα την οποία ασκούν οι οικείοι αγρότες οι οποίοι, προκειμένου να αποτελούν κατηγορία, πρέπει να έχουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά.

48      Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ασφάλειας δικαίου, οι κατηγορίες αγροτών στις οποίες αναφέρεται το εν λόγω άρθρο 296, παράγραφος 2, πρέπει να καθορίζονται με βάση σαφή, ακριβή και αντικειμενικά κριτήρια από την εθνική νομοθεσία ή, ενδεχομένως, από την εκτελεστική εξουσία, εξουσιοδοτούμενη προς τούτο από τον εθνικό νομοθέτη. Επιπροσθέτως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 36 των προτάσεών του, τα κριτήρια αυτά πρέπει να καθορίζονται εκ των προτέρων, υπό την έννοια ότι η κατηγορία που εξαιρείται πρέπει να προσδιορίζεται εκ των προτέρων και in abstracto, προκειμένου ένας αγρότης, κατά την τυχόν απόφασή του περί υπαγωγής στο καθεστώς, να είναι σε θέση να εκτιμήσει αν εμπίπτει στην κατηγορία που εξαιρείται και αν, στη συνέχεια, θα εξακολουθήσει να εμπίπτει στην κατηγορία αυτή.

49      Επομένως, ένας αγρότης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προβεί ex ante σε μια εξατομικευμένη ανάλυση της καταστάσεώς του, προκειμένου να προσδιορίσει αν, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, καθοριζόμενων από την εν λόγω νομοθεσία, εμπίπτει σε κατηγορία αγροτών εξαιρούμενη από το κατ’ αποκοπήν καθεστώς. Αντιθέτως, μια κατηγορία αγροτών, κατά την έννοια του άρθρου 296, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ, δεν μπορεί να προσδιοριστεί με αναφορά σε ένα κριτήριο το οποίο δεν επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να προβούν σε μια τέτοια εξατομικευμένη ανάλυση, διότι τούτο θα ήταν αντίθετο προς τις απαιτήσεις της σαφήνειας και της ασφάλειας των εννόμων καταστάσεων.

50      Εν προκειμένω, τούτο ακριβώς ισχύει όσον αφορά την περίπτωση του κριτηρίου εξαιρέσεως που στηρίζεται στην έννοια του «σημαντικά υψηλότερου» ποσού.

51      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το άρθρο 296, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ έχει την έννοια ότι οι αγρότες ως προς τους οποίους διαπιστώθηκε ότι το ποσό το οποίο εισπράττουν λόγω της υπαγωγής τους στο κατ’ αποκοπήν καθεστώς είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με το ποσό το οποίο θα εισέπρατταν αν είχαν υπαχθεί στο κανονικό καθεστώς ή στο απλουστευμένο καθεστώς του ΦΠΑ δεν είναι δυνατό να συνιστούν κατηγορία αγροτών υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

52      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 296, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι προβλέπει εξαντλητικά τις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν έναν αγρότη από το κοινό κατ’ αποκοπήν καθεστώς.

2)      Το άρθρο 296, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ έχει την έννοια ότι οι αγρότες ως προς τους οποίους διαπιστώθηκε ότι το ποσό το οποίο εισπράττουν λόγω της υπαγωγής τους στο κοινό κατ’ αποκοπήν καθεστώς είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με το ποσό το οποίο θα εισέπρατταν αν είχαν υπαχθεί στο κανονικό καθεστώς ή στο απλουστευμένο καθεστώς του φόρου προστιθέμενης αξίας δεν είναι δυνατό να συνιστούν κατηγορία αγροτών υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

Viewing all 7448 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>