Πράξη 25 της 20-12-2017
(ΦΕΚ Α' 199/21-12-2017)
ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) του άρθρου 16 του ν. 1232/1982 «Επαναφορά σε ισχύ, τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων του ν.δ. 4352/1964 και άλλες διατάξεις» (Α’/22),
β) του άρθρου 10 του ν. 3812/2009 «Αναμόρφωση συστήματος προσλήψεων στο δημόσιο τομέα και άλλες διατάξεις» (Α’/234),
γ) των άρθρων 15 παρ. 2 περ. γ' και 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα (π.δ. 63/2005, Α’/98),
δ) της παρ. 2 του άρθρου 11 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007 (Α’/26),
ε) της παρ. 8 του άρθρου 49 του ν. 3943/2011 «Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, στελέχωση των ελεγκτικών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών» (Α’/66),
στ) της 33/2006 πράξης Υπουργικού Συμβουλίου «Αναστολή διορισμών και προσλήψεων στο Δημόσιο Τομέα» (Α’/280), όπως ισχύει,
2. την ανάγκη περιστολής, λόγω των δημοσιονομικών συνθηκών, των δαπανών στο Δημόσιο, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα,
3. το γεγονός ότι από την πράξη αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,
4. τη σχετική πρόταση του Πρωθυπουργού,
αποφασίζει:
Παρατείνεται από την ημερομηνία λήξης της και έως την 31η Δεκεμβρίου 2018 η ισχύς της 33/2006 πράξης Υπουργικού Συμβουλίου, όπως ισχύει.
Η πράξη αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ο Πρωθυπουργός
Τα Μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου
Ακριβές Αντίγραφο
Ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης
ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ
Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 25 της 20.12.2017 Παράταση της ισχύος της 33/2006 Π.Υ.Σ. «Αναστολή διορισμών και προσλήψεων στο Δημόσιο Τομέα»
Κ.Υ.Α. αριθμ. Φ.11321/οικ.58524/71/2017 Αναπροσαρμογή ποσού και εισοδηματικών κριτηρίων χορήγησης Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (Ε.Κ.Α.Σ.) έτους 2018
(ΦΕΚ Β' 4553/21-12-2017)
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 92 του ν. 4387/2016 (Α' 85) όπως έχει τροποποιηθεί με την παρ. 9 του άρθρου δεύτερου του ν. 4393/2016 (Α' 106) και ισχύει.
2. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα» που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ/τος 63/2005 (Α' 98) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα».
3. Τις διατάξεις του π. δ/τος 134/2017 (Α' 168) «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης».
4. Τις διατάξεις του άρθρου 5 του π. δ/τος 24/2015 (Α' 20) «Σύσταση και μετονομασία Υπουργείων, μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων» και του άρθρου 27 του ν. 4320/2015 (Α' 29) «Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, και την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών Οργάνων και λοιπές διατάξεις».
5. Τις διατάξεις του π. δ/τος 73/2015 (Α' 116) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
6. Τις διατάξεις του π.δ/τος 125/2016 (Α' 210) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
7. Την αριθμ. οικ. 44549/Δ9.12193/09-10-2015 (Β' 2169) υπουργική απόφαση «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Αναστάσιο Πετρόπουλο» όπως έχει τροποποιηθεί με την αριθμ. οικ.54051/Δ9.14200/ 22-11-2016 (Β' 3801) υπουργική απόφαση και ισχύει.
8. Τις διατάξεις της αριθ. Υ29/9.10.2015 απόφασης του Πρωθυπουργού (Β' 2168) «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Χουλιαράκη».
9. Το αριθμ. οικ.57915/655/6-12-2017 έγγραφο της Δ/νσης Οικονομικής Εποπτείας και επιθεώρησης Ν.Π.Δ.Δ. της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με θέμα «Εισηγητική έκθεση της παρ. 5 του άρθρου 24 του ν. 4270/2014 (ΦΕΚ 143/Α') σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις της προτεινόμενης κοινής υπουργικής απόφασης», σύμφωνα με την οποία προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) ύψους εκατόν οκτώ εκατομμυρίων ευρώ (108 εκατ. ευρώ) η οποία θα καλυφθεί από τον Προϋπολογισμό του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και συγκεκριμένα από τις πιστώσεις του Ειδικού Φορέα 33_210 και ειδικότερα από τον ΚΑΕ 2737, κατά το ύψος των 80 εκ. ευρώ και από τον ΚΑΕ 2366 κατά το ύψος των 28 εκ. ευρώ.
10. Την αριθ. πρωτ. Δ6/Φ1/οικ.57984/3632/ 06.12.2017 βεβαίωση εγγραφής πίστωσης της Γενικής Δ/νσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,
αποφασίζουμε:
Από 1.1.2018 έως 31.12.2018, το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (Ε.Κ.Α.Σ.), καταβάλλεται αποκλειστικά σε ήδη συνταξιούχους, καθώς και σε δικαιούχους σύνταξης γήρατος, αναπηρίας και θανάτου των εντασσόμενων - πλήν ΟΓΑ - στον Ε.Φ.Κ.Α. κατ' άρθρο 53 του ν. 4387/2016 οργανισμών κύριας ασφάλισης, καθώς και της Τράπεζας της Ελλάδος, των οποίων η συνταξιοδότηση αρχίζει πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ως εξής:
Άρθρο 1
Προϋποθέσεις χορήγησης Ε.Κ.Α.Σ.
1. Για την καταβολή του επιδόματος πρέπει να πληρούνται αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. Να έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους. Για τους συνταξιούχους λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, καθώς και για τα τέκνα που λαμβάνουν σύνταξη λόγω θανάτου του γονέα τους, δεν απαιτείται η συμπλήρωση ορίου ηλικίας. Σε περίπτωση συμπλήρωσης του 65ου έτους ηλικίας εντός του 2018, το επίδομα καταβάλλεται από την πρώτη του επόμενου της συμπλήρωσης του 65ου έτους της ηλικίας μήνα.
β. Το συνολικό καθαρό ετήσιο εισόδημά τους από συντάξεις (κύριες, επικουρικές και βοηθήματα καταβαλλόμενα σε χρήμα), μισθούς, ημερομίσθια και λοιπά επιδόματα, να μην υπερβαίνει το ποσό των επτά χιλιάδων επτακοσίων είκοσι (7.720,00) ευρώ. Για τον προσδιορισμό του εισοδήματος αυτού δεν λαμβάνονται υπόψη τα ποσά που αντιστοιχούν στη σύνταξη αναπήρων, θυμάτων πολεμικής περιόδου και κατά την εκτέλεση της στρατιωτικής υπηρεσίας, θυμάτων τρομοκρατίας, καθώς και στα προνοιακά βοηθήματα.
γ. Το συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα του συνταξιούχου να μην υπερβαίνει το ποσό των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα τεσσάρων (8.884,00) ευρώ.
δ. Το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα να μην υπερβαίνει το ποσό των έντεκα χιλιάδων (11.000,00) ευρώ.
ε. Το συνολικό ακαθάριστο ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης που καταβάλλεται κατά το μήνα έκδοσης της παρούσας υπουργικής απόφασης, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και τα πάσης φύσεως επιδόματα, να μην υπερβαίνει τα εξακόσια σαράντα τρία (643,00) ευρώ.
στ. Τα παραπάνω ποσά, των περιπτώσεων β, γ και δ, αφορούν σε εισοδήματα που αποκτήθηκαν το έτος 2016 και για το λόγο αυτό για τη χορήγηση του Ε.Κ.Α.Σ. για το έτος 2018 εξετάζεται η δήλωση φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους 2016.
Άρθρο 2
Ποσά Επιδόματος Ε.Κ.Α.Σ.
Για συνολικά ποσά εισοδήματος από συντάξεις (κύριες και επικουρικές) μισθούς, ημερομίσθια και λοιπά επιδόματα ή βοηθήματα και μέχρι του ποσού των επτά χιλιάδων επτακοσίων είκοσι (7.720,00) ευρώ, καταβάλλεται επίδομα ποσού τριάντα πέντε (35,00) ευρώ μηνιαίως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 18 Δεκεμβρίου 2017
Οι Υπουργοί
Υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. αρ. 48/2017 Ένταξη και απεικόνιση της ασφάλισης των Ναυτικών στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση ( ΑΠΔ) κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 4387/2016
Αθήνα 22/12/2017
Αρ. Πρωτ.: Δ.ΕΙΣΦ.Μ./760/1660637
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Ταχ. Δ/νση: Σατωβριάνδου 18
Τ.Κ 104 32 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Αρ. Κοντός Ξ. Καρρά
Αρ. Τηλεφώνου: 2104149211 : 2105285684
e-mail: poroi.pont@nat.gr
d.eisf.misth@efka.gov.gr
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 48
ΘΕΜΑ : «Ένταξη και απεικόνιση της ασφάλισης των Ναυτικών στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση ( ΑΠΔ) κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 4387/2016 »
Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 38 παρ. 6 και 7 , 51 παρ. 1, 53 παρ. 1 εδαφ. ΣΤ' και 100Α του Ν.4387/2016 (ΦΕΚ 85/τ.Α712-5-2016) «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας- Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού συστήματος - Ρυθμίσεις φορολογία εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις» καθώς και την υπ' αριθμ.Φ.80000/οικ.46214/1903/6.10.2017 Υ.Α (ΦΕΚ 3677/τ.Β'/19-10-2017) «Αναλυτική Περιοδική Δήλωση και καταβολή εισφορών Ναυτικών» και σας παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την εφαρμογή τους:
I. ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΝΑΤ ΣΤΟΝ Ε.Φ.Κ.Α. (άρθρα 51 και 53 Ν.4387/2016)
Με τις διατάξεις του άρθρoυ 53 παρ. 1 εδαφ. ΣΤ' του Ν.4387/2016, το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.), συμπεριλαμβανομένου του Κεφαλαίου Δυτών και του Κεφαλαίου Ανεργίας - Ασθενείας Ναυτικών (ΚΑΑΝ), εντάχθηκε από 1/1/2017 στον Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 του ίδιου νόμου το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.) διατήρησε και μετά την ένταξή του, αυτοτελή νομική προσωπικότητα για την άσκηση των μη ασφαλιστικών του αρμοδιοτήτων.
II. ΠΟΣΟΣΤΑ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΑΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΕΙΣΦΟΡΩΝ - ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΝΑΤ
Όπως ρητά αναφέρεται στις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 6 του Ν.4387/2016, τα ποσοστά εισφορών των ασφαλισμένων που υπάγονται ή θα υπάγονταν βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων , όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου , στο ΝΑΤ , υπολογίζονται μηνιαίως επί του βασικού μισθού που δεν μπορεί να είναι κατώτερος από τον προβλεπόμενο στην ισχύουσα ή την τελευταία ισχύσασα ΣΣΕ του κλάδου, πλέον των επιδομάτων που προβλέπονται στα άρθρα 84 και 85 του Ν.913/1978. Οι εισφορές καταβάλλονται ανά τρίμηνο.
Κατά συνέπεια, τα ισχύοντα ποσοστά εισφορών σύμφωνα με τις κείμενες περί ΝΑΤ διατάξεις υπέρ Κύριας Ασφάλισης, Κεφαλαίου Ανεργίας - Ασθένειας Ναυτικών (ΚΑΑΝ), πρώην Κεφαλαίου Επικουρικής Ασφάλισης Ναυτικών (ΚΕΑΝ) και πρώην Ταμείων Προνοίας Εμπορικού Ναυτικού (ΤΠΑΕΝ, ΤΠΚΠΕΝ) του ΕΤΕΑΕΠ, Ειδικού Λογαριασμού Οικογενειακών Επιδομάτων Ναυτικών (ΕΛΟΕΝ), Εστίας Ναυτικών (ΕΝ), Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης (ΚΝΕ), Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΝΕΕ), κατά ποσοστά όπως αυτά ισχύουν σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 792/1978 (Α',220) όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει και σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4387/2016 όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει, περιλαμβάνονται στον παρακάτω πίνακα:
III. ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ( ΑΠΔ) ΝΑΥΤΙΚΩΝ
Με τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 7 του Ν.4387/2016 ορίζεται ότι, οι εισφορές των Ναυτικών δηλώνονται από τον εργοδότη στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (Α.Π.Δ.), σύμφωνα με την ισχύουσα στο τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ νομοθεσία αναλόγως εφαρμοζόμενης.
Κατ' εφαρμογή των ανωτέρω, εξεδόθη η υπ'αριθμ. Φ.80000/οικ.46214/1903/6.10.2017 Υ.Α « Αναλυτική Περιοδική Δήλωση και καταβολή εισφορών Ναυτικών», σύμφωνα με την οποία προβλέπονται τα κάτωθι:
1. ΥΠΟΧΡΕΟΙ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΠΔ ΝΑΥΤΙΚΩΝ
H Αναλυτική Περιοδική Δήλωση Ναυτικών (ΑΠΔΝ) συμπληρώνεται και υποβάλλεται από κάθε εργοδότη - πλοίο που απασχολεί πρόσωπα (απογεγραμμένους ναυτικούς) υποκείμενα στην κύρια ασφάλιση του ΕΦΚΑ και των φορέων (ΕΤΕΑΕΠ, ΕΛΟΕΝ, ΕΝ, ΚΝΕ, ΝΕΕ, όπως αναφέρονται κατωτέρω Κεφάλαιο 10 της παρούσης) τις εισφορές των οποίων εισπράττει ή συνεισπράττει το ΝΑΤ.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 της εν λόγω Υ.Α. ως υπόχρεοι υποβολής ΑΠΔ Ναυτικών ορίζονται:
α. Κάθε Πλοιοκτήτης ή Εφοπλιστής ή Εκπρόσωπος ή Διαχειριστής ή Διευθυντής ή Πράκτορας ή Εκκαθαριστής, που εκμεταλλεύεται πλοίο με ελληνική σημαία ή σημαία χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δραστηριοποιείται εντός των ορίων του Ελληνικού θαλάσσιου χώρου, καθώς και των πλοίων με ξένη σημαία που συμβάλλονται με το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (NAT), για το προσωπικό που υπάγεται, σύμφωνα με τις καταστατικές του διατάξεις, στην ασφάλιση του πρώην NAT,
β. οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τω ν ναυτικών και οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους,
γ. οι ναυτιλιακές εταιρείες και οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους, για το προσωπικό που υπάγεται, σύμφωνα με τις καταστατικές του διατάξεις, στην ασφάλιση του πρώην NAT,
δ. η Πλοηγική Υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής,
ε. οι Ανώτατες Σχολές Εμπορικού Ναυτικού και τα Κέντρα Επιμόρφωσης Στελεχών Εμπορικού Ναυτικού, για το προσωπικό που υπάγεται, σύμφωνα με τις καταστατικές του διατάξεις, στην ασφάλιση του πρώην NAT.
2. ΥΠΑΓΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΡΟΣΩΠΑ ( άρθρο2 Υ.Α.)
Οι διατάξεις κοινοποιούμενης Υπουργικής απόφασης εφαρμόζονται για τους ναυτικούς, δηλαδή τους απογεγραμμένους από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής ναυτικούς ή τους κατέχοντες πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας αντίστοιχης υπηρεσίας των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
1. Έλληνες ή και υπηκόους χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελούν μέλη συγκροτημένου πληρώματος πλοίου με Ελληνική σημαία ή σημαία χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δραστηριοποιούνται εντός των ορίων του Ελληνικού θαλάσσιου χώρου, καθώς και των πλοίων με ξένη σημαία που συμβάλλονται με το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (NAT).
2. Προέδρους, Γραμματείς και Ταμίες των νομίμως αναγνωρισμένων οργανώσεων των ναυτικών και τους νόμιμους αναπληρωτές τους καθώς και τους εκπροσώπους την Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό.
3. Αρχιπλοιάρχους και Αρχιμηχανικούς ναυτιλιακών επιχειρήσεων.
4. Αρχιπλοηγούς, πλοηγούς και το βοηθητικό προσωπικό των πλοηγικών σταθμών.
5. Καθηγητές και Διευθυντές Σπουδών των Ανωτάτων Σχολών Εμπορικού Ναυτικού.
6. Που εργάζονται σε πλοία, μη εφοδιασμένα προσωρινά με ναυτολόγιο, που βρίσκονται σε παροπλισμό ή αργία.
7. Που απασχολούνται σε πλοία εφοδιασμένα με καταστάσεις του ν. 2575/1998 (Α', 23) που επέχουν θέση ναυτολογίου.
8. Κάθε άλλο πρόσωπο που υπάγεται στην ασφάλιση του πρώην NAT.
3. ΜΗΤΡΩΟ ΕΙΣΦΕΡΟΝΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ
Στο Μητρώο Εισφερόντων Εργοδοτών μέσω ΑΠΔ Ναυτικών περιλαμβάνονται :
α. Το Μητρώο Πλοίων.
β. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που απασχολούν ναυτικούς.
γ. Οι ναυτιλιακές εταιρείες.
δ. Η Πλοηγική Υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, οι Ανώτατες Σχολές Εμπορικού Ναυτικού και τα Κέντρα Επιμόρφωσης Στελεχών Εμπορικού Ναυτικού.
4. ΜΗΤΡΩΟ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ
Στο Μητρώο Ασφαλισμένων Ναυτικών καταχωρίζονται τα στοιχεία των προσώπων που υπάγονται στην ασφάλιση του πρώην NAT, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και περιλαμβάνει:
1. Μητρώο Εργάτου θαλάσσης (ΜΕΘ)
2. Αριθμός Μητρώου Ναυτικού (ΑΜΗΝΑ)
3. Αριθμός Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ)
4. Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ)
5. Επώνυμο
6. Όνομα
7. Ημερομηνία Γέννησης
8. Φύλο
9. Όνομα Πατρός
10. Εθνικότητα
11. Ημερομηνία Απογραφής Ναυτικού
12. Κωδικός Λιμενικής Αρχής έκδοσης Ναυτικού Φυλλαδίου
13. Στοιχεία Επικοινωνίας (διεύθυνση κατοικίας, τηλέφωνο, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο).
5. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΔ ΝΑΥΤΙΚΩΝ
Η ΑΠΔ Ναυτικών περιέχει :
1. Τον κωδικό τύπο ΑΠΔ Ναυτικών
2. Την περίοδο απασχόλησης - αναφοράς της ΑΠΔ
3. Τον αριθμό σήματος χορήγησης ναυτολογίου ή ελευθεροπλοΐας
4. Τα στοιχεία των εισφερόντων, δηλαδή:
> Κωδικός Αριθμός Πλοίου
> Είδος Πλοίου
> Αριθμό Νηολογίου ή ΙΜΟ ή Πιστοποιητικό ή Άδεια Κυριότητας
> Όνομα Πλοίου
> Ιδιότητα υπόχρεου στ. ΑΦΜ υπόχρεου
> Ονοματεπώνυμο
> Στοιχεία Υπόχρεου
5. Τα στοιχεία των ασφαλισμένων, δηλαδή:
> Μητρώο Εργάτου θαλάσσης (ΜΕΘ)
> Αριθμός Μητρώου Ναυτικού (ΑΜΗΝΑ)
> Αριθμός Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ)
> Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ)
> Επώνυμο
> Εθνικότητα
> Όνομα
> Όνομα Πατρός
> Ημερομηνία Γέννησης
> Φύλο
> Κωδικός εξαίρεσης
> Ειδικότητα βάσει προσόντων
> Ειδικότητα ναυτολόγησης
> Ημερομηνία πρόσληψης
> Ημερομηνία απόλυσης
> Αιτιολογία απόλυσης
6. ΤΡΟΠΟΣ - ΧΡΟΝΟΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΠΔ ΝΑΥΤΙΚΩΝ
α. Η ΑΠΔ Ναυτικών υποβάλλεται μέσω διαδικτύου, κάθε μήνα, στην ηλεκτρονική διεύθυνση WWW.nat.gr.
β. Η ΑΠΔ Ναυτικών συναρτάται με την χορήγηση ναυτολογίου από τις υπηρεσίες του NAT και δημιουργεί ημερολόγιο υποβολής των ΑΠΔ με βάση την ημερομηνία έναρξης και λήξης του εκάστοτε εξαμηνιαίου ναυτολογίου.
Κατά συνέπεια, η 1η έως και η 5η ΑΠΔ Ναυτικών υποβάλλονται από την 1η έως και την 10η ημέρα του επόμενου μήνα της απασχόλησης και η 6η ΑΠΔ Ναυτικών υποβάλλεται με την λήξη του ναυτολογίου.
Επισημαίνεται ότι , κατά την πρώτη εφαρμογή της παρούσης ΑΠΔΝ, ορίζεται ως καταληκτική προθεσμία υποβολής για τα ναυτολόγια που χορηγήθηκαν από 01/07/2017 μέχρι 30/11/2017, η 31/12/2017 χωρίς προσαυξήσεις εκπρόθεσμης υποβολής .
7. ΤΥΠΟΙ ΑΠΔ ΝΑΥΤΙΚΩΝ
Οι τύποι της ΑΠΔ Ναυτικών που προβλέπονται είναι οι εξής:
1. Κανονική (κωδ. 01): Περιλαμβάνει τα στοιχεία απασχόλησης της περιόδου αναφοράς και υποβάλλεται στις προθεσμίες του άρθρου 6 της παρούσης απόφασης.
2. Συμπληρωματική (κωδ. 04): Αφορά συμπλήρωση τυχόν ελλιπών στοιχείων του περιεχομένου της υποβληθείσης Κανονικής και υποβάλλεται στις προθεσμίες του άρθρου 6 της παρούσης.
3. Επανυποβολή (κωδ. 03): Υποβάλλεται για την διόρθωση των λαθών που εντοπίστηκαν κατά την επεξεργασία ή τον έλεγχο της ΑΠΔ Ναυτικών και γνωστοποιήθηκαν στον εισφέροντα.
8. ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΙΣ ΜΗ ΥΠΟΒΟΛΗΣ-ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗΣ, - ΑΝΑΚΡΙΒΟΥΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΠΔ ΝΑΥΤΙΚΩΝ
Στους Υπόχρεους υποβολής ΑΠΔ Ναυτικών που:
α. Δεν υποβάλλουν Α.Π.Δ Ναυτικών, επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 45% επί του ποσού των εισφορών που προκύπτουν από την Α.Π.Δ ή τις Α.Π.Δ που είχαν υποχρέωση να υποβάλουν.
β. Υποβάλλουν εκπρόθεσμα την ΑΠΔ Ναυτικών, επιβάλλεται επιβάρυνση εισφορών 3% επί του ποσού των εισφορών που προκύπτει από αυτή, πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις για την υποβολή της επόμενης κατά περίπτωση ΑΠΔ και προσαυξάνεται κατά 1% μηνιαίως μετά την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής της κάθε επόμενης κατά περίπτωση ΑΠΔ και μέχρι 30% συνολικά.
γ. Υποβάλλουν την ΑΠΔ Ναυτικών με ανακριβή στοιχεία απασχόλησης, ασφάλισης, επιβάλλεται επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 30% επί του ποσού της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των εισφορών που δηλώθηκαν και των εισφορών που υπολογίζονται μετά από τον έλεγχο.
δ. Για την μη εμπρόθεσμη καταβολή των εισφορών της ΑΠΔ Ναυτικών επιβάλλεται προσαύξηση επί του συνολικού ποσού καταβολής σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.
ε. Η μη υποβολή ΑΠΔ Ναυτικών επιφέρει την άρση της ελευθεροπλοΐας του πλοίου.
9. ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ- ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ
Α. Με την υποβολή και οριστικοποίηση της ΑΠΔ Ναυτικών, το ηλεκτρονικό σύστημα εκδίδει αυτόματα αποδεικτικό παραλαβής και ταυτότητα πληρωμής που περιέχει:
1. Την περίοδο υποβολής.
2. Τα στοιχεία του Εισφέροντος.
3. Τα στοιχεία των απασχολούμενων ναυτικών και το χρόνο απασχόλησης.
4. Ανάλυση ποσών εισφορών, κύριας και επικουρικής ασφάλισης, εφάπαξ παροχής, οικογενειακών επιδομάτων, Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης, Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και Εστίας Ναυτικών, εργαζομένων και εργοδοτών.
5. Το σύνολο των άνω εισφορών.
6. Το νόμισμα υπολογισμών.
7. Την συμμετοχή του κράτους στις εξαιρέσεις.
8. Τις συνολικές εισφορές εργοδότη και εργαζόμενου.
9. Τις τυχόν οφειλές ανεξόφλητων ΑΠΔ Ναυτικών ή πιστωτικών υπολοίπων.
10. Τα τυχόν πρόστιμα και προσαυξήσεις.
11. Το σύνολο καταβολής σε Ευρώ.
12. Την ημερομηνία συναλλαγματικής ισοτιμίας.
13. Την συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας υποβολής της ΑΠΔ.
14. Την μετατρεπόμενη αξία καταβολής σε αξία ξένου νομίσματος (Δολάριο ΗΠΑ ή Λίρα Αγγλίας).
15. Την καταληκτική ημερομηνία καταβολής των εισφορών.
16. Τον κωδικό εντολής Πληρωμής (RF).
Β. Η καταληκτική προθεσμία καταβολής των εισφορών της ΑΠΔ Ναυτικών ορίζεται ως παρακάτω:
1. Για την 1η, 2η, και 3η ΑΠΔ Ναυτικών, η καταληκτική προθεσμία καταβολής των εισφορών ταυτίζεται με την ημερομηνία υποβολής της αντίστοιχης 3ης ΑΠΔ Ναυτικών.
2. Για την 4η, 5η και 6η ΑΠΔ Ναυτικών, η καταληκτική προθεσμία καταβολής των εισφορών ταυτίζεται με την ημερομηνία υποβολής της 6ης ΑΠΔ Ναυτικών.
3. Στην περίπτωση καταβολής των εισφορών, όπως αυτές προκύπτουν από την ΑΠΔ Ναυτικών, σε ξένο νόμισμα (Δολάρια ΗΠΑ ή Λίρες Αγγλίας), η αξία του ξένου νομίσματος υπολογίζεται με την ισοτιμία του σε Ευρώ, όπως αυτή καθορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος κατά την ημερομηνία καταβολής των εισφορών.
Επισημαίνεται ότι για τα ναυτολόγια που χορηγήθηκαν από 01/07/2017 έως και 30/09/2017 ως καταληκτική ημερομηνία καταβολής των εισφορών μηνών Ιουλίου έως και Σεπτεμβρίου 2017 ορίζεται η 31/12/2017 χωρίς πρόσθετα τέλη εκπρόθεσμης καταβολής.
Για ναυτολόγια που χορηγήθηκαν από 01/10/2017 ως καταληκτική ημερομηνία καταβολής των εισφορών ορίζεται η 10/01/2018.
10. ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΠΟΥ ΔΗΛΩΝΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΔ ΝΑΥΤΙΚΩΝ - ΥΠΟΧΡΕΟΙ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
1. Στην ΑΠΔ Ναυτικών δηλώνονται εισφορές, όπως ανεφέρθη ανωτέρω υπέρ Κύριας Ασφάλισης, Κεφαλαίου Ανεργίας - Ασθένειας Ναυτικών (ΚΑΑΝ), πρώην Κεφαλαίου Επικουρικής Ασφάλισης Ναυτικών (ΚΕΑΝ) και πρώην Ταμείων Προνοίας Εμπορικού Ναυτικού (ΤΠΑΕΝ, ΤΠΚΠΕΝ) του ΕΤΕΑΕΠ, Ειδικού Λογαριασμού Οικογενειακών Επιδομάτων Ναυτικών (ΕΛΟΕΝ), Εστίας Ναυτικών (ΕΝ), Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης (ΚΝΕ) και Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΝΕΕ).
2. Υπόχρεοι παρακράτησης, απόδοσης και καταβολής των εισφορών είναι οι υπόχρεοι υποβολής της ΑΠΔ Ναυτικών, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 5 της κοινοποιούμενης Υ.Α .( Κεφάλαιο 1 της παρούσας).
Οι εισφορές υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 6 του ν. 4387/2016.
11. ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΠΔ ΝΑΥΤΙΚΩΝ
Εάν με την οριστικοποίηση της υποβολής της ΑΠΔ Ναυτικών και τον έλεγχο αυτής εντοπισθούν από το ηλεκτρονικό σύστημα λάθη ή παραλείψεις, το σύστημα δεν επιτρέπει την υποβολή της αλλά τη διόρθωσή της.
Με την κατάθεση, μετά τη λήξη του ναυτολογίου στο NAT, διενεργείται έλεγχος ταυτοποίησης των στοιχείων των υποβληθέντων ΑΠΔ Ναυτικών, με το περιεχόμενο του ναυτολογίου.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 100 Α του Ν.4445/2016 ορίστηκε ότι ,η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 38 εφαρμόζεται στα ναυτολόγια που χορηγούνται από 1/7/2017 και εφεξής.
Κατά συνέπεια, η υποχρέωση υποβολής ΑΠΔ Ναυτικών εφαρμόζεται στα ναυτολόγια που χορηγούνται από 1.7.2017 και εφεξής. Για τα ναυτολόγια που έχουν χορηγηθεί έως τις 30.06.2017 και μέχρι τη λήξη τους, καθώς και για τις εκκρεμείς μέχρι την ημερομηνία αυτή εκκαθαρίσεις ναυτολογιών, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι κείμενες περί πρώην NAT διατάξεις.
Για τη διευκόλυνσή σας, σας παραθέτουμε συνημμένο Παράρτημα με σχετικό παράδειγμα δημιουργίας ημερολογίου υποβολής ΑΠΔΝ και σας ενημερώνουμε ότι Εγχειρίδιο με οδηγίες για τη συμπλήρωση της ΑΠΔΝ είναι διαθέσιμο στην διεύθυνση http://www.nat.gr/site/categGries/YPoboIi apd.csp.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΕΦΚΑ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΜΠΑΚΑΛΕΞΗΣ
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
1. Δημιουργία ημερολογίου υποβολής ΑΠΔΝ.
Για παράδειγμα, χορηγείται Ναυτολόγιο την 4/12/2017. Στο σήμα που εκδίδεται για τη χορήγηση του ναυτολογίου υπάρχει ενσωματωμένο το ημερολόγιο που πρέπει να υποβληθούν και να πληρωθούν οι ΑΠΔΝ που το συνοδεύουν .
Η πρώτη (1η) ΑΠΔΝ (για το χρονικό διάστημα από 4/12/2017 έως 31/12/2017 ) υποβάλλεται από την 1/1/2018 έως 10/1/2018.
Η δεύτερη (2η) ΑΠΔΝ (για το χρονικό διάστημα από 1/1/2018 έως 31/1/2018 υποβάλλεται από 1/2/2018 έως 10/2/2018.
Η τρίτη (3η) ΑΠΔΝ (για το χρονικό διάστημα από 1/2/2018 έως 28/2/2018) υποβάλλεται από την 1/3/2018 έως 10/03/2018 , οπότε και πρέπει να καταβληθούν οι εισφορές του Α' τριμήνου.
Συγχρόνως με την υποβολή της κάθε ΑΠΔΝ εκδίδεται και αποδεικτικό υποβολής το οποίο παράλληλα περιλαμβάνει και το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών και επέχει θέση γραμματίου εφόσον καταβληθεί το ποσόν που αναγράφει.
Η τέταρτη ( 4η) ΑΠΔΝ (για το χρονικό διάστημα από 1/3/2018 έως 31/3/2018) υποβάλλεται από την 1/4/2018 έως 10/4/2018.
Η πέμπτη (5η) ΑΠΔΝ (για το χρονικό διάστημα από 1/4/2018 έως 30/4/2018) υποβάλλεται από την 1/5/2018 έως 10/5/2018.
Η έκτη (6η) ΑΠΔΝ (για το χρονικό διάστημα από 1/5/2018 έως 31/5/2018) υποβάλλεται την 3/06/2018 συμπίπτει με τη λήξη του ναυτολογίου και πρέπει να εξοφληθεί άμεσα προκειμένου να χορηγηθεί σήμα για νέο ναυτολόγιο ή να κλείσει το υπάρχον ( όπως ισχύει μέχρι σήμερα).
Η μη υποβολή ΑΠΔΝ επιφέρει απαγόρευση απόπλου, ή άρση της ελευθεροπλοΐας του πλοίου.
2. Υποβολή ΑΠΔΝ και καταβολή εισφορών.
Οι εργοδότες υποχρεούνται σε μηνιαία υποβολή ΑΠΔΝ (σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ.7 του Ν.4387/2016) και σε τριμηνιαία πληρωμή ( άρθρο 38 παρ. 6 του Ν.4387/2016).
Αριθ. πρωτ.: Φ. 80000/οικ.52666/2084/2017 Γνωστοποίηση διατάξεων του άρθρου 44 του ν.4488/2017 (Α'137)
ΑΘΗΝΑ, 22/12/2017
Αρ. Πρ. Φ. 80000/ οικ.52666/2084
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Δ/ΝΣΗ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ, ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
Δ/ΝΣΗ: Σταδίου 29
ΤΑΧ. ΚΩΔΙΚΑΣ: 10110 Αθήνα
ΤΗΛΕΦΩΝΟ: 2131516785
ΦΑΞ: 2103368166
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Ελ. Γεωργούντζου
E-MAIL: asfasth@ypakp.gr
ΘΕΜΑ: Γνωστοποίηση διατάξεων του άρθρου 44 του ν.4488/2017 (Α'137)
Σας γνωρίζουμε ότι στο ΦΕΚ 137/τ.Α/13-9-2017 δημοσιεύτηκε ο νόμος 4488/2017 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις Δημοσίου και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις, ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων, δικαιώματα ατόμων με αναπηρίες και άλλες διατάξεις», όπου στις διατάξεις του άρθρου 44 περιλαμβάνονται ρυθμίσεις σχετικά με την παρένθετη μητρότητα.
Ειδικότερα:
1. Με την παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου προστίθεται εδάφιο στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν.4097/2012 (Α'235) με το οποίο ορίζεται ότι το επίδομα μητρότητας που χορηγείται στις αυτοαπασχολούμενες εργαζόμενες γυναίκες επιτρέποντας την προσωρινή διακοπή του επαγγέλματός τους, λόγω εγκυμοσύνης ή μητρότητας, για χρονικό διάστημα 14 εβδομάδων επεκτείνεται στις κυοφορούσες αυτοαπασχολούμενες γυναίκες και στις τεκμαιρόμενες αυτοαπασχολούμενες μητέρες του άρθρου 1464 του Αστικού Κώδικα καθώς και στις αυτοαπασχολούμενες γυναίκες που υιοθετούν τέκνο ηλικίας έως δύο ετών.
2. Με την παρ. 2 του άρθρου 44 του ν.4488/2017 παρέχεται στην τεκμαιρόμενη μητέρα του άρθρου 1464 του Αστικού Κώδικα, που αποκτά τέκνο με τη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας, το δικαίωμα του μεταγενέθλιου τμήματος της άδειας μητρότητας (δηλαδή εννέα (9) εβδομάδες άδεια λοχείας), που ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 7 της ΕΓΣΣΕ 1993 και του άρθρου 7 της ΕΓΣΣΕ 2000-2001, το οποίο κυρώθηκε με το άρθρο 11 του ν. 2874/2000. Επίσης, ορίζεται ότι η ως άνω τεκμαιρόμενη μητέρα κατά το μεταγενέθλιο τμήμα της άδειας μητρότητας δικαιούται τις πάσης φύσεως αποδοχές και επιδόματα που συνδέονται με τη μητρότητα, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις επιμέρους καταστατικές διατάξεις του φορέα ασφάλισής της, όπως και οι φυσικές μητέρες.
3. Με την παρ. 3 του άρθρου 44 του ν.4488/2017 προστίθεται εδάφιο στο άρθρο 142 του ν.3655/2008 (Α'58) με το οποίο δίνεται το δικαίωμα της ειδικής παροχής προστασίας μητρότητας στην τεκμαιρόμενη μητέρα του άρθρου 1464 του Αστικού Κώδικα που αποκτά τέκνο με τη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας. Η ανωτέρω παροχή δίδεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 142 και την αριθ. 33891/606 (Β'833/2008) Υ.Α. που ισχύει για τις φυσικές μητέρες, ασφαλισμένες του τέως ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Κατά τη διάρκεια της ανωτέρω άδειας η μητέρα λαμβάνει αποδοχές από τον Ο.Α.Ε.Δ. σύμφωνα με το άρθρο 142 του ν.3655/2008, όπως ισχύει. Ο χρόνος της ειδικής άδειας προστασίας της μητρότητας λογίζεται ως χρόνος ασφάλισης στους κλάδους σύνταξης, ασθένειας του Ε.Φ.Κ.Α. και επικουρικής ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., συνεπώς επί των προαναφερόμενων αποδοχών παρακρατούνται οι προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές, όπως και για τη φυσική μητέρα ασφαλισμένη του τέως ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Παρακαλούμε για την ενημέρωση των αρμοδίων υπηρεσιών για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων.
Ο Υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Αριθ. πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Α 1191301 ΕΞ 2017 Τιμές συναλλάγματος για τον καθορισμό της δασμολογητέας και της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης και του Φ.Π.Α
Αθήνα, 22 Δεκεμβρίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Α 1191301 ΕΞ2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ και ΕΦΚ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ και ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α' ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΟ και ΔΑΣΜΟΛ. ΑΞΙΑΣ
Ταχ. Δ/νση: Κ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 101 84
Πληροφορίες: Μ.Λύτρα
Τηλέφωνο: 210-69.87.480
Fax: 210-69.87.506
E-Mail: m.lytra@2001.syzefxis.gov.gr
Url: www.publicrevenue.gr
ΘΕΜΑ: Τιμές συναλλάγματος για τον καθορισμό της δασμολογητέας και της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης και του Φ.Π.Α
ΣΧΕΤ.: α. Άρθρο 53, παρ.1 στ. α του καν. (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρ.Κοιν. και του Συμβουλίου
β. Άρθρο 146, του καν. (ΕΕ) αριθ. 2015/2447 της Επιτροπής
γ. Άρθρο 126, παράγραφος 3 του Ν. 2960/2001 (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας)
δ. Άρθρα 19 και 20, παράγραφος 3 του Ν. 2859/2000 (Κύρωση Κώδικα Φ.Π.Α)
Σε συνέχεια των ανωτέρω σχετικών, σας διαβιβάζουμε, συνημμένα, πίνακα με τις "Τιμές αναφοράς συναλλάγματος εξωτερικού έναντι Ευρώ" της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τις βεβαιωθείσες τιμές της 20ης Δεκεμβρίου 2017, προτελευταίας Τετάρτης μηνός Δεκεμβρίου, που θα πρέπει να εφαρμόζονται για τον καθορισμό της δασμολογητέας και της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης και του Φ.Π.Α τον Ιανουάριο 2018.
Επομένως ο πίνακας των τιμών συναλλάγματος σύμφωνα με τις τελευταίες βεβαιωθείσες τιμές της ΕΚΤ για το μήνα Ιανουάριο 2018, είναι ο επισυναπτόμενος.
Οι Προϊστάμενοι των Τελωνειακών Περιφερειών παρακαλούνται για την άμεση ενημέρωση των Τελωνείων δικαιοδοσίας τους.
H ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΔΙΚΗΜΕΝΑΚΗ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2018
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ | ΝΟΜΙΣΜΑ ΚΩΔΙΚΟΣ | ΙΣΟΤΙΜΙΑ |
Δολάριο Η.Π.Α | USD | 1,1845 |
Γιεν Ιαπωνίας | JPY | 134,16 |
Κορώνα Δανίας | DKK | 7,4443 |
Λίρα Η.Β. | GBP | 0,8832 |
Κορώνα Σουηδίας | SEK | 9,9128 |
Φράγκο Ελβετίας | CHF | 1,1702 |
Κορώνα Νορβηγίας | NOK | 9,8683 |
Λεβ Βουλγαρίας | BGN | 1,9558 |
Κορώνα Τσεχίας | CZK | 25,674 |
Φιορίνι Ουγγαρίας | HUF | 312,75 |
Ζλότυ Πολωνίας | PLN | 4,2041 |
Λεϋ Ρουμανίας | RON | 4,6284 |
Λίρα Τουρκίας | TRY | 4,5366 |
Δολλάριο Αυστραλίας | AUD | 1,5427 |
Δολλάριο Καναδά | CAD | 1,5221 |
Δολλάριο Χονγκ Κονγκ | HKD | 9,2677 |
Δολλάριο Ν. Ζηλανδίας | NZD | 1,697 |
Δολλάριο Σιγκαπούρης | SGD | 1,594 |
Γουόν Νοτίου Κορέας | KRW | 1281,59 |
Ραντ Ν. Αφρικής | ZAR | 15,0112 |
Γουάν Κίνας | CNY | 7,7926 |
Κούνα Κροατίας | HRK | 7,547 |
Ρουπία Ινδονησίας | IDR | 16083,14 |
Ρίγκιτ Μαλαισίας | MYR | 4,8257 |
Πέσο Φιλιππίνων | PHP | 59,502 |
Ρούβλι Ρωσίας | RUB | 69,5139 |
Μπατ Ταϋλάνδης | THB | 38,792 |
Ρεάλ Βραζιλίας | BRL | 3,8953 |
Πέσο Μεξικού | MXN | 22,7971 |
Ρουπία Ινδίας | INR | 75,9475 |
Ντίρχαμ Ην.Αραβ.Εμιράτων. | AED | 4,3628 |
Λεκ Αλβανίας | ALL | 133,0586 |
Γκίλντερ Ολλανδικών Αντιλλών | ANG | 2,1259 |
Πέσο Αργεντινής | ARS | 21,0641 |
Μάρκο Βοσνίας-Ερζεγοβίνης | BAM | 1,9558 |
Δηνάριο Μπαχρέιν | BHD | 0,4467 |
Πέσο Χιλής | CLP | 736,4659 |
Λίρα Αιγύπτου | EGP | 21,2369 |
Λάρι Γεωργίας | GEL | 3,0174 |
Σέκελ Ισραήλ | ILS | 4,152 |
Δηνάριο Ιορδανίας | JOD | 0,8423 |
Δηνάριο Κουβέιτ | KWD | 0,3587 |
Λίρα Λιβάνου | LBP | 1790,8646 |
Ρουπία Σρι Λάνκα | LKR | 181,8779 |
Ντίρχαμ Μαρόκου | MAD | 11,1743 |
Ρουπία Μαυρίκιου | MUR | 39,8377 |
Νάιρα Νιγηρίας | NGN | 427,6654 |
Ριγιαλ Ομάν | OMR | 0,4568 |
Μπαλμπόα Παναμά | PAB | 1,188 |
Ρουπία Πακιστάν | PKR | 131,3759 |
Ριγιαλ Κατάρ | QAR | 4,3242 |
Δηνάριο Σερβίας | RSD | 119,1244 |
Ριγιαλ Σαουδ. Αραβίας | SAR | 4,4549 |
Λίρα Συρίας | SYP | 611,814 |
Δηνάριο Τυνησίας | TND | 2,9343 |
Δολλάριο Ταϊβάν | TWD | 35,6083 |
Χρίβνα Ουκρανίας | UAH | 33,0505 |
Μπόλιβαρ Βενεζουέλας | VEF | 11,8648 |
Φράγκο Ακτής Ελεφαντοστούν | XOF | 655,957 |
ΠΟΛ.1212/2017 Θέση σε φορολογική ακινησία επιβατικού οχήματος αποβιώσαντος προσώπου
Αθήνα, 21/12/2017
ΠΟΛ.1212/21-12-2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β
Ταχ. Δ/νση: Σίνα 2-4
Ταχ. Κώδικας: 10672 Αθήνα
Τηλέφωνο: 2103644781,
2103642570 2103604308
ΠΟΛ 1212/2017
Θέμα: «Θέση σε φορολογική ακινησία επιβατικού οχήματος αποβιώσαντος προσώπου »
Κατόπιν γραπτών και προφορικών ερωτημάτων, σχετικά με τη δυνατότητα θέσης οχήματος αποβιώσαντος προσώπου σε ακινησία σας γνωρίζουμε τα εξής:
1. Σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 22 του ν. 2367/1953, όπως ισχύει, ο ιδιοκτήτης ή κάτοχος του οχήματος, δύναται να το θέσει σε εκούσια ακινησία, καταθέτοντας στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., εκτός από τη δήλωση ακινησίας και τα στοιχεία του οχήματος (άδεια και πινακίδες).
2. Περαιτέρω σύμφωνα με το με αρ. πρωτ. 1808/17-10-2000 γνωμοδοτικό έγγραφο του Ειδικού Νομικού Γραφείου Φορολογίας, η δήλωση ακινησίας ή διακοπής ακινησίας αυτοκινήτου, ως μονομερής υλική ενέργεια, σε περίπτωση συνιδιοκτησίας ή συγκατοχής του αυτοκινήτου, μπορεί να γίνει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. από οποιονδήποτε συνιδιοκτήτη ή συγκάτοχο, χωρίς τη συναίνεση του άλλου ή των άλλων συνιδιοκτητών ή συγκατόχων, αφού η ταυτόχρονη παράδοση των κρίσιμων στοιχείων κυκλοφορίας διασφαλίζει από φορολογικής απόψεως την επερχόμενη έννομη συνέπεια της ακινησίας.
Σημειώνεται, εξάλλου ότι εν προκειμένω δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 106 του ν. 2961/2001 (κώδικας φορολογίας κληρονομιών) ούτε απαιτείται η μεταβίβαση του οχήματος σε κληρονόμο, καθώς για τη θέση σε ακινησία δεν ελέγχεται το ιδιοκτησιακό καθεστώς του οχήματος, αλλά αρκεί η κατοχή αυτού.
3. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι, εφόσον έχει δηλωθεί ο θάνατος προσώπου στο αρμόδιο τμήμα της Δ.Ο.Υ., οποιοδήποτε πρόσωπο έχει την κατοχή του οχήματος δηλαδή έχει τη φυσική εξουσία επί αυτού, ανεξάρτητα αν το ίδιο πρόσωπο έχει και την κυριότητα αυτού, μπορεί να υποβάλει δήλωση ακινησίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 22 του ν. 2367/1953 με ταυτόχρονη κατάθεση υπεύθυνης δήλωσης περί της κατοχής του οχήματος.
4. Τα ανωτέρω ισχύουν μόνο για τη θέση του οχήματος σε ακινησία.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ Α.Α.Δ.Ε.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
ΠΟΛ.1213/2017 Παροχή διευκρινίσεων επί των ΠΟΛ 1133/2015, 1147/2015 και 1136/2017 για τη θέση σε αναγκαστική ακινησία οχημάτων για τα οποία δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της μεταβίβασης.
Αθήνα, 21/12/2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β
Ταχ. Δ/νση: Σίνα 2-4
Ταχ. Κώδικας:10672 Αθήνα
Τηλ.:2103644781, 2103642570, 2103604308
ΠΟΛ.1213
Θέμα: Παροχή διευκρινίσεων επί των ΠΟΛ 1133/2015, 1147/2015 και 1136/2017 για τη θέση σε αναγκαστική ακινησία οχημάτων για τα οποία δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της μεταβίβασης.
Με αφορμή ερωτήματα, που υποβλήθηκαν μετά την κοινοποίηση της ΠΟΛ.1136/2017, αναφορικά με το αν, με τις εν θέματι εγκυκλίους, δύνανται να τεθούν σε αναγκαστική ακινησία και Επιβατικές Ιδιωτικής Χρήσης δίκυκλες-τρίκυκλες μοτοσικλέτες για τις οποίες δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της μεταβίβασης, σας γνωρίζουμε τα εξής:
Σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 22 του ν. 2367/1953, δίνεται η δυνατότητα σε ιδιοκτήτες αυτοκινήτων οχημάτων, να θέσουν αυτά είτε σε εκούσια είτε σε αναγκαστική ακινησία στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., προκειμένου να εκπέσουν των τελών κυκλοφορίας . Στις εν λόγω διατάξεις, δεν υφίσταται διάκριση των οχημάτων τα οποία δύνανται να τεθούν σε ακινησία στη Δ.Ο.Υ.
Σημειώνεται ότι λόγοι αναγκαστικής ακινησίας, είναι η κλοπή ή υπεξαίρεση οχήματος , καθώς και η ανωτέρα βία, όπως στην περίπτωση της μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας μεταβίβασης, το οποίο έγινε δεκτό με την ΠΟΛ.1133/25.6.2015 , όπως τροποποιήθηκε και ισχύει μετά και την ΠΟΛ.1147/3.7.2015.
Συνεπώς με βάση τα ανωτέρω, οι εν θέματι εγκύκλιοι , καταλαμβάνουν όλα τα Επιβατικά Ιδιωτικής Χρήσης αυτοκίνητα οχήματα καθώς και τις δίκυκλες- τρίκυκλες μοτοσικλέτες.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΑΔΕ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
Αριθ. πρωτ.: ΔΕΑΦ 1191444 ΕΞ 2017 Φορολογική αντιμετώπιση ληφθέντος ασφαλίσματος στο πλαίσιο προγράμματος εθελούσιας εξόδου
Αθήνα , 21 Δεκεμβρίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ 1191444 ΕΞ2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛ. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α'
Ταχ. Δ/νση: Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 10184 Αθήνα
Πληροφορίες: Γ. Μπάρλας
Τηλέφωνο: 210 3375315
Fax: 210 3375001
E-Mail: d12.a@yo.syzefxis.gov.gr
Url: www.aade.gr
Θέμα: Φορολογική αντιμετώπιση ληφθέντος ασφαλίσματος στο πλαίσιο προγράμματος εθελούσιας εξόδου.
Απαντώντας σε σχετικά ερωτήματα αναφορικά με το πιο πάνω θέμα και σε ζητήματα δικής μας αρμοδιότητας, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
1. Με τις διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 15 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι το ασφάλισμα που καταβάλλεται στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων φορολογείται αυτοτελώς:
α) Με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για κάθε περιοδικά καταβαλλόμενη παροχή.
β) Με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) για εφάπαξ καταβαλλόμενη παροχή μέχρι σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ και με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) για εφάπαξ καταβαλλόμενη παροχή κατά το μέρος που υπερβαίνει τις σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ.
Οι συντελεστές των ανωτέρω περιπτώσεων αυξάνονται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) σε περίπτωση είσπραξης από τον δικαιούχο ποσού πρόωρης εξαγοράς. Δεν θεωρείται πρόωρη εξαγορά κάθε καταβολή που πραγματοποιείται σε εργαζόμενο ο οποίος έχει θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα ή έχει υπερβεί το 60ο έτος της ηλικίας του, καθώς και κάθε καταβολή που γίνεται χωρίς τη βούληση του εργαζομένου, όπως σε περίπτωση απόλυσης του εργαζομένου ή πτώχευσης του εργοδότη.
2. Όπως έχει γίνει δεκτό με το αριθ. ΔΕΑΦ 1160724 ΕΞ 2016/3.11.2016 έγγραφο μας στην περίπτωση ομαδικών συνταξιοδοτικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων, των οποίων η διάρκεια πληροί τις ελάχιστες προϋποθέσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος με βάση την κείμενη νομοθεσία (ενδεικτικά, ομαδικά συνταξιοδοτικά ασφαλιστήρια συμβόλαια με διάρκεια άνω των 15 ετών), έστω κι αν κατά τη λήξη του ομαδικού συνταξιοδοτικού ασφαλιστηρίου οι δικαιούχοι δεν συνταξιοδοτούνται πράγματι από τον ασφαλιστικό τους φορέα, η καταβολή του ασφαλίσματος δεν θεωρείται πρόωρη εξαγορά και συνεπώς εφαρμόζονται οι φορολογικοί συντελεστές των περιπτώσεων α' και β' της παρ. 4 του άρθρου 15 του ν.4172/2013 χωρίς την προσαύξηση του πενήντα τοις εκατό (50%).
3. Μετά από όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω και δεδομένου ότι στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου για τους εργαζόμενους μιας επιχείρησης, αυτοί συμμετέχουν στο εν λόγω πρόγραμμα με τη βούλησή τους, συνάγεται ότι η καταβολή του ασφαλίσματος στους εργαζομένους αυτούς στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστικών συμβολαίων θεωρείται πρόωρη εξαγορά και συνεπώς εφαρμόζονται οι φορολογικοί συντελεστές των περιπτώσεων α' και β' της παρ. 4 του άρθρου 15 του ν.4172/2013 με την προσαύξηση του πενήντα τοις εκατό (50%). Διευκρινίζεται ότι η ανωτέρω θέση, που έγινε δεκτή με το αριθ. ΔΕΑΦ 1160724 ΕΞ 2016/3.11.2016 έγγραφο μας, ισχύει για περιπτώσεις υποχρεωτικής λήξης συμβολαίων. Αφορά δηλαδή σε περιπτώσεις που η λήξη του ομαδικού ασφαλιστήριου συμβολαίου γίνεται υποχρεωτικά και ανεξαρτήτως από τη βούληση των ασφαλισμένων.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΑΔΕ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
ΟΑΕΔ αριθμ. πρωτ.: 92064/2017 Πρόγραμμα ΛΑΕΚ 0,24% έτους 2018
Αρ. πρωτ. 92064
ΟΑΕΔ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ (Α3)
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΟΙΚΗΣΗ
ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ (ΛΑΕΚ)
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΛΑΕΚ 0,24% ΕΤΟΥΣ 2018
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ (ΛΑΕΚ 0,24%) ΕΤΟΥΣ 2018
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η εργοδοτική εισφορά 0,45% που καθορίστηκε με το άρθρο 14 του Ν. 2224/94 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2336/95, καταβάλλονταν υπέρ του Λογαριασμού για την Απασχόληση και την Επαγγελματική Κατάρτιση (Λ.Α.Ε.Κ.) που συστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2434/96, όπως ίσχυε στο άρθρο 34 του Ν.4144/13.
Από 1.7.2014 οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του ν. 2434/1996 (Α'188) πόροι του ΛΑΕΚ, σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15 του ν. 2224/1994 (Α'112), οι οποίοι αποτελούν πόρους του Ενιαίου Λογαριασμού για την Εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών (ΕΛΕΚΠ) σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 4 του άρθρου 34 του ν. 4144/2013 (Α'88) διαμορφώνονται από ποσοστό 0,81% σε ποσοστό 0,46% με εργοδοτική εισφορά 0,24% υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Προγραμμάτων Επαγγελματικής Κατάρτισης και Εκπαίδευσης (Ε.Λ.Π.Ε.Κ.Ε), σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν.2224/1994 (Α'122).
Η ανωτέρω εισφορά καταβάλλεται υποχρεωτικά από όλους τους εργοδότες συμπεριλαμβανομένων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., για τους ασφαλισμένους που υπάγονται έστω και σε ένα κλάδο ασφάλισης του ΟΑΕΔ, συνεισπράττεται με τις υπέρ ΙΚΑ εισφορές και υπολογίζεται επί των αποδοχών επί των οποίων υπολογίζονται οι εισφορές του ΙΚΑ.
Οι πόροι του ΛΑΕΚ που αποδίδονται στις επιχειρήσεις και αφορούν στην επαγγελματική κατάρτιση είναι ακατάσχετοι, δε λογίζονται ως έσοδα και απαλλάσσονται από κάθε φορολογική επιβάρυνση (παρ.5 του αρθρ.1 του Ν.2434/96, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.5 του άρθρου 15 του Ν.3762/2009) όπως ισχύει στην παρ.5 του άρθρου 34 του Ν. 4144/13.
Δυνάμει της ως άνω διάταξης σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 464 ΑΚ που ορίζει ότι «απαιτήσεις ακατάσχετες είναι ανεκχώρητες», τυχόν εκχωρήσεις των προς επιστροφή ποσών από τις δικαιούχες επιχειρήσεις σε τρίτους είναι ά κ υ ρ ε ς.
Η Επιτροπή Διαχείρισης του ΕΛΕΚΠ με τη με αριθ 658/45/12.12.2017 διατύπωση γνώμης η οποία εγκρίθηκε με τη με αριθμ 3569/82/19.12.2017 απόφαση του ΔΣ του ΟΑΕΔ, κατήρτισε για το έτος 2018 ετήσιο πρόγραμμα διάθεσης και διαχείρισης των πόρων που αφορά στα προγράμματα κατάρτισης του προσωπικού των δικαιούχων φορέων με την ονομασία «ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ (ΛΑΕΚ 0,24%) ΕΤΟΥΣ 2018» και διακριτικό τίτλο «ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΛΑΕΚ 0,24% ΕΤΟΥΣ 2018».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ ΦΟΡΕΙΣ:
Στο πρόγραμμα μπορούν να λάβουν μέρος Ιδιωτικές Επιχειρήσεις και φορείς του Δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 51 παρ. 1 του Ν.1892/1990 (ΦΕκ Α' 101), όπως ισχύει.
Το προσωπικό το οποίο έχουν δικαίωμα να καταρτίσουν πρέπει να είναι ασφαλισμένο στο ΙΚΑ και να υπάγεται έστω και σε ένα Κλάδο Ασφάλισης του ΟΑΕΔ.
ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΝΤΑΞΗΣ:
- Η καταβολή στο ΙΚΑ της εργοδοτικής εισφοράς 0,24% από την επιχείρηση για τους εργαζόμενους σε αυτήν για το έτος 2018.
- Κατά τη διάρκεια ισχύος της παρούσης η μη συμμετοχή της επιχείρησης και οι εργαζόμενοι σε αυτή, σε πρόγραμμα κατάρτισης ΛΑΕΚ για εργαζόμενους σε μικρές επιχειρήσεις.
- ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ:
Τα προγράμματα κατάρτισης υλοποιούνται από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσης στην ιστοσελίδα του ΛΑΕΚ , έως και την 20/12/2018.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΟ ΠΟΣΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ:
Σύμφωνα με το άρθρο 42 του ν.3863 (ΦΕΚ με αριθμ.115/τ.Α'/15-7-2010) που αφορά στην Ανακατανομή των εισφορών μεταξύ Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.,ΟΑΕΔ, ΟΕΚ και Εργατικής Εστίας» προβλέπονται τα εξής:
«Από 1.1.2011 πόρο του κλάδου σύνταξης του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. αποτελεί ποσοστό των συνεισπραττόμενων εισφορών κλάδων και λογαριασμών του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού, Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας - Οργανισμού Εργατικής Εστίας. Το ύψος του ποσοστού ανέρχεται στο 10% των συνεισπραττόμενων εισφορών για το έτος 2011, 20% για το έτος 2012 και 30% για τα επόμενα έτη και για κάθε Οργανισμό. Τα ποσά των συνεισπραττόμενων αποδίδονται από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. στους παραπάνω Οργανισμούς μειωμένα κατά τα ανωτέρω ποσοστά.»
Ως εκ τούτου το ποσό που δικαιούται να λάβει κάθε επιχείρηση για προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης που θα υλοποιήσει το έτος 2018, διαμορφώνεται ως εξής:
- Το 70% της εισφοράς ΛΑΕΚ (0,24%) που θα καταβάλλει η επιχείρηση το έτος 2018, εφόσον οι δαπάνες κατάρτισης είναι μεγαλύτερες ή ίσες με το ποσό αυτό.
- Το 100% των δαπανών κατάρτισης εφόσον η επιχείρηση θα καταβάλλει δαπάνες για κατάρτιση μικρότερες ή ίσες του 70% του ποσού της εισφοράς ΛΑΕΚ (0,24%) που θα καταβάλλει το έτος 2018.
- Επιχειρήσεις που δεν υλοποίησαν προγράμματα κατάρτισης ΛΑΕΚ το έτος 2017, μπορούν να μεταφέρουν και να χρησιμοποιήσουν το 70% του ποσού της εισφοράς ΛΑΕΚ που έχουν καταβάλλει στο ΙΚΑ, στο έτος 2018.
- Επιχειρήσεις που δεν εξάντλησαν το 70% της εισφοράς ΛΑΕΚ που έχουν καταβάλλει, το έτος 2017, μπορούν να μεταφέρουν και να χρησιμοποιήσουν το υπόλοιπο ποσό μέχρι τη συμπλήρωση του παραπάνω ποσοστού, στο έτος 2018.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο
ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΙ ΟΡΟΙ
ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ
1. Κατά τη διάρκεια της κατάρτισης, οι συμμετέχοντες πρέπει να έχουν την ιδιότητα του εργαζόμενου στη συγκεκριμένη επιχείρηση.
Κατ' εξαίρεση οι εργαζόμενοι σε εποχικές επιχειρήσεις (άρθρο 24 του Ν.1836/89) μπορούν να καταρτίζονται και κατά το χρονικό διάστημα που οι επιχειρήσεις αυτές δεν λειτουργούν.
2. Η συμμετοχή των εργαζομένων της επιχείρησης στο πρόγραμμα κατάρτισης ταυτόχρονα αποτελεί και υπεύθυνη δήλωση της επιχείρησης ότι εργάζονται στην επιχείρηση κατά την χρονική διάρκεια της κατάρτισης και καταβάλλεται γι αυτούς η εισφορά ΛΑΕΚ 0,24% (εξαιρούνται οι εποχικές επιχειρήσεις, άρθρο 24 του Ν.1836/89).
2. Δε χρηματοδοτούνται από το Λ.Α.Ε.Κ. προγράμματα:
- δι' αλληλογραφίας
- που αποτελούν τμήμα προγράμματος δι' αλληλογραφίας
- που πραγματοποιούνται εντός μεταφορικών μέσων (είτε κινούνται είτε όχι)
- με μεθόδους εξ' αποστάσεως κατάρτισης με εξαίρεση τα e-learning προγράμματα κατάρτισης Χ που πραγματοποιούνται κατ' οίκον Χ των οποίων μέρος τους περιλαμβάνει εκπαιδευτικό ταξίδι Χ των οποίων η δομή δεν μπορεί να είναι συμβατή με τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρούσας απόφασης.
4. Ένας εργαζόμενος δύναται να καταρτισθεί μέχρι 100 ώρες συνολικά κατά τη διάρκεια ισχύος της παρούσης απόφασης. Δεν προσμετράται ως συμμετοχή εργαζομένου σε πρόγραμμα κατάρτισης η περίπτωση ακύρωσης προγράμματος από την επιχείρηση.
5. Ο εκπαιδευτής και οι καταρτιζόμενοι, καθόλη τη διάρκεια της κατάρτισης θα πρέπει να έχουν στη διάθεση των ελεγκτών/υπαλλήλων του ΟΑΕΔ το δελτίο αστυνομικής τους ταυτότητας ή διαβατήριο, ή άλλο επίσημο σχετικό έγγραφο.
6. Δεν επιτρέπονται αλλαγές - μέχρι πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία έναρξης -στα παρακάτω στοιχεία του προγράμματος:
- Στον τίτλο, το περιεχόμενο και το συνολικό αριθμό των ωρών κατάρτισης
- Στον τόπο υλοποίησης του προγράμματος
7. Επιτρέπονται αλλαγές:
- στους καταρτιζόμενους όπως αυτοί έχουν δηλωθεί αρχικά, εφόσον η αλλαγή τους καταχωρηθεί ηλεκτρονικά στο Πληροφοριακό Σύστημα του ΛΑΕΚ μέχρι δύο (2) εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία έναρξης του προγράμματος κατάρτισης.
- στους εκπαιδευτές
Παρέχεται η δυνατότητα στην επιχείρηση αντικατάστασης σε περίπτωση κωλύματος εκπαιδευτή/εισηγητή που έχει ήδη οριστεί στο Π. Σ. μέχρι είκοσι (20) λεπτά πριν και μετά την έναρξη του ημερήσιου προγράμματος κατάρτισης και κατά την διάρκεια των διαλειμμάτων όπως έχουν καταχωρηθεί στο πληροφοριακό σύστημα.
- στην ημερομηνία έναρξης του προγράμματος κατάρτισης και στη διαμόρφωση των ημερών και ωρών του ωρολογίου προγράμματος.
Παρέχεται η δυνατότητα στην επιχείρηση αλλαγής της ημερομηνίας έναρξης του προγράμματος κατάρτισης και στη διαμόρφωση των ημερών και ωρών του ωρολογίου προγράμματος οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια υλοποίησης του προγράμματος και μέχρι είκοσι (20) λεπτά μετά την έναρξη του ημερήσιου προγράμματος κατάρτισης. Δεν είναι δυνατή η αλλαγή μόνο των ωρών του ωρολογίου προγράμματος χωρίς την αλλαγή των αντίστοιχων ημερών. Οι παραπάνω αναφερόμενες αλλαγές, ορίζονται συγχρόνως με την ακύρωση και απέχουν τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες από την ημερομηνία αναβολής.
Οι επιχειρήσεις που υλοποιούν προγράμματα κατάρτισης ή έχουν αναθέσει την υλοποίησή τους σε Εκπαιδευτικούς Φορείς, υποχρεούνται να ενημερώνουν μ ό ν ο μέσω του Π.Σ. του ΛΑΕΚ, τον ΟΑΕΔ, για οποιαδήποτε από τις παραπάνω αναφερόμενες αλλαγές. Στην περίπτωση που υπάρχει αντικειμενική αδυναμία της επιχείρησης να ενημερώσει η ίδια (π.χ. επειδή το πρόγραμμα υλοποιείται εκτός ωραρίου λειτουργίας της), η ενημέρωση μπορεί να γίνεται από τον Εκπαιδευτικό Φορέα με τον ίδιο τρόπο.
Την ευθύνη για τις αλλαγές και για την ενημέρωση ή μη της αρμόδιας Υπηρεσίας του ΟΑΕΔ μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος του ΛΑΕΚ, φέρει η επιχείρηση.
8. Η επιχείρηση έχει δικαίωμα να ακυρώσει, όλο το πρόγραμμα κατάρτισης μέσω διαδικτύου οποτεδήποτε επιθυμεί με συνέπεια τη μη αποπληρωμή του.
9. Για προγράμματα κατάρτισης που υλοποιούνται εντός της επιχείρησης, δύναται να οριστεί ένας υπάλληλος της επιχείρησης ανά πρόγραμμα, ως γραμματειακή υποστήριξη για όσο διάστημα διαρκεί η υλοποίηση του συγκεκριμένου προγράμματος.
10. Το Μέσο Ωριαίο Κόστος (Μ.Ω.Κ.) ανά καταρτιζόμενο υπολογίζεται ως εξής:
Μ.Ω.Κ. = (Συνολικό κόστος προγράμματος κατάρτισης) / (αριθμός καταρτιζομένων * αριθμός πραγματοποιηθεισών εκπαιδευτικών ωρών κατάρτισης).
Το ποσό αυτό προσδιορίζεται ως εξής :
Α. Για τα προγράμματα κατάρτισης που υλοποιούνται μέσω εκπαιδευτικού φορέα ή με εξωτερικούς εκπαιδευτές το Μ.Ω.Κ δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τριάντα τρία (33) ευρώ.
Β. Για τα προγράμματα κατάρτισης που υλοποιούνται με εσωτερικούς εκπαιδευτές το κόστος διαμορφώνεται ως εξής :
ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΡΤΙΖΟΜΕΝΩΝ Μ.Ω.Κ (Ευρώ)
Έως 3 καταρτιζόμενοι στο τμήμα 33
Έως 6 καταρτιζόμενοι στο τμήμα 25
Έως 10 καταρτιζόμενοι στο τμήμα 19
Έως 15 καταρτιζόμενοι στο τμήμα 16
Έως 33 καταρτιζόμενοι στο τμήμα 12
11. Α. Σε ότι αφορά στους καταρτιζόμενους και στη γραμματειακή υποστήριξη, στην περίπτωση που η επιχείρηση κάνει χρήση εργαζόμενου ως γραμματειακή υποστήριξη, ισχύουν τα παρακάτω:
- Για προγράμματα κατάρτισης που υλοποιούνται εκτός ωραρίου εργασίας, εντός ή εκτός ορίων νομού που εργάζεται ο καταρτιζόμενος, η καταβολή ωριαίας αμοιβής είναι υποχρεωτική. (Εξαιρούνται τα προγράμματα κατάρτισης που υλοποιούνται στο εξωτερικό).Η αμοιβή αυτή ορίζεται στο ποσό των πέντε (5) Ευρώ ανά ώρα κατάρτισης. Στο ποσό των πέντε (5) Ευρώ συμπεριλαμβάνονται οι εισφορές των εργαζομένων.
- Για προγράμματα κατάρτισης που υλοποιούνται εντός ωραρίου εργασίας δικαιολογείται - εφόσον η επιχείρηση επιθυμεί - ως δαπάνη του προγράμματος ποσό ίσο με το ωρομίσθιο του καταρτιζόμενου, ανά ώρα κατάρτισης.
Β. Σε περίπτωση που η επιχείρηση κάνει χρήση εσωτερικού εκπαιδευτή για προγράμματα κατάρτισης που υλοποιούνται εντός ή εκτός ωραρίου εργασίας η καταβολή ωριαίας αμοιβής είναι προαιρετική και ορίζεται στο ποσό των δέκα πέντε (15) ευρώ ανά ώρα κατάρτισης.
Γ. Σε περίπτωση που η επιχείρηση καταρτίσει άτομα με ειδικές ανάγκες όπως ορίζονται από το Ν.2643/98 άρθρο 1 εδ.β ισχύουν τα εξής:
Για προγράμματα κατάρτισης που υλοποιούνται εντός ή εκτός ωραρίου εργασίας η καταβολή ωριαίας αμοιβής στους καταρτιζόμενους είναι υποχρεωτική. Η αμοιβή αυτή ορίζεται στο ποσό των επτά (7) ευρώ ανά ώρα κατάρτισης. Στο ποσό των
επτά (7) Ευρώ συμπεριλαμβάνονται οι εισφορές των εργαζομένων. Σε αυτή τη περίπτωση το Μ.Ω.Κ αυξάνεται κατά δύο (2) ευρώ.
Η καταβολή της ωριαίας αμοιβής είτε στους καταρτιζόμενους, είτε στους εσωτερικούς εκπαιδευτές, είτε στο άτομο που απασχολήθηκε ως γραμματειακή υποστήριξη, είτε στα άτομα με ειδικές ανάγκες, πρέπει να μπορεί να αποδειχθεί όταν ζητηθεί, μέσω των μισθοδοτικών τους καταστάσεων.
Η καταβολή της ωριαίας αμοιβής αποτελεί μέρος των συνολικών εξόδων του προγράμματος και πρέπει να γίνεται με την ολοκλήρωση της υλοποίησης του προγράμματος και οπωσδήποτε πριν την υποβολή της αίτησης αποπληρωμής στο Πληροφοριακό Σύστημα του ΛΑΕΚ.
Εάν αποδειχτεί ότι η επιχείρηση δεν κατέβαλε την παραπάνω δαπάνη, τότε ο ΟΑΕΔ σύμφωνα με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ.3 του άρθρου 1 του Ν.2434/1996, επιβάλλει ως ποινή την μη αποπληρωμή αυτού του προγράμματος κατάρτισης.
Εκτός από την παραπάνω υποχρεωτική ποινή η Επιτροπή ΕΛΕΚΠ, με απόφασή της και ανάλογα με τη βαρύτητα της διαπιστωθείσας παράβασης μπορεί να επιβάλει στην επιχείρηση:
- την μη αποπληρωμή όλων των προγραμμάτων κατάρτισης που υλοποίησε η επιχείρηση το έτος 2018.
- ποινή αποκλεισμού από τα προγράμματα κατάρτισης του ΛΑΕΚ από 1 έως 3 χρόνια
Πριν από την επιβολή των ως άνω ποινών, η Επιτροπή Διαχείρισης καλεί τις επιχειρήσεις σε ακρόαση, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999).
12. Οι επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να τηρούν φυσικό αρχείο με όλα τα προβλεπόμενα στη παρούσα απόφαση δικαιολογητικά. Στο φυσικό αρχείο τηρούνται επίσης εκτυπώσεις και δικαιολογητικά όλων των ηλεκτρονικά υποβληθέντων και καταχωρηθέντων στοιχείων. Το αρχείο αυτό τηρείται για χρονική περίοδο πέντε (5) ετών (παρ.2, άρθρο 15 του N.3762/2009) και είναι στη διάθεση του ΟΑΕΔ εφόσον ζητηθεί από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του για έλεγχο.
13. Σε περίπτωση που η επιχείρηση είναι εποχική (άρθρο 24 του νόμου 1836/89) και η κατάρτιση υλοποιείται κατά το χρονικό διάστημα που η επιχείρηση δε λειτουργεί, τότε:
- Δεν καταβάλλεται ωριαία αποζημίωση καταρτιζομένων ή εσωτερικών εκπαιδευτών
- πρέπει να διατηρεί στο φυσικό της αρχείο για καθένα από τους καταρτιζόμενους ή τους εσωτερικούς εκπαιδευτές, τη σύμβαση εργασίας για την περίοδο εργασίας που έπεται της περιόδου της υλοποίησης της κατάρτισης.
ΕΙΔΙΚΟΙ ΟΡΟΙ
Η όλη διαδικασία υποβολής, ελέγχου και αποπληρωμής των προγραμμάτων κατάρτισης, γίνεται αποκλειστικά μέσω διαδικτύου στην ιστοσελίδα του ΛΑΕΚ (http://laek.oaed.gr).
Η ηλεκτρονική υποβολή πρότασης υλοποίησης προγραμμάτων πρέπει να γίνεται τουλάχιστον πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία έναρξης του προγράμματος.
3. Η συμπλήρωση όλων των ηλεκτρονικών πεδίων θεωρείται ταυτόχρονα και υπεύθυνη δήλωση της επιχείρησης για το αληθές των στοιχείων που δηλώνει.
4. Σε περίπτωση καταχώρησης ηλεκτρονικά από την επιχείρηση ελλιπών ή ανακριβών στοιχείων και ειδικά στα στοιχεία που αφορούν στον τόπο υλοποίησης του προγράμματος κατάρτισης ή δήλωση διαφορετικού ταχυδρομικού κώδικα ή διαφορετικού αρμόδιου ΚΠΑ από αυτό που υπάγεται ο τόπος υλοποίησης του προγράμματος το συγκεκριμένο πρόγραμμα θεωρείται ΑΚΥΡΟ και δεν αποπληρώνεται.
5. Το ημερήσιο απουσιολόγιο κάθε προγράμματος κατάρτισης δημιουργείται αυτόματα από το σύστημα με βάση τα όσα έχει δηλώσει η επιχείρηση η οποία μέχρι και είκοσι (20) λεπτά μετά την προβλεπόμενη έναρξη του προγράμματος κατάρτισης, υποχρεούται να καταχωρήσει τις απουσίες των καταρτιζομένων. Επίσης δίνεται η δυνατότητα καταχώρησης απουσιών - των αποχωρησάντων καταρτιζομένων - κατά τη διάρκεια του κάθε δεκαπεντάλεπτου διαλείμματος.
Σε περίπτωση που κατά τον έλεγχο διαπιστωθούν απουσίες καταρτιζομένων που δεν έχουν δηλωθεί σχετικά, τότε θα θεωρηθεί ότι οι συγκεκριμένοι καταρτιζόμενοι απουσίαζαν και από όλες τις ημέρες κατάρτισης που έχουν προηγηθεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ
1. Τα προγράμματα κατάρτισης μπορούν να υλοποιούνται είτε από τις επιχειρήσεις σε κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους, είτε να ανατίθενται σε εκπαιδευτικούς φορείς.
Οι χώροι υλοποίησης των προγραμμάτων κατάρτισης πρέπει να πληρούν τις παρακάτω βασικές προϋποθέσεις:
• Να έχουν επαρκή επιφάνεια ανάλογη με τον αριθμό των καταρτιζομένων.
• Να μην είναι υπόγειοι.
• Να διαθέτουν καλό αερισμό.
• Να έχουν επαρκή χώρο διαλείμματος.
• Να διαθέτουν τον απαραίτητο εκπαιδευτικό εξοπλισμό κ.λ.π.
• Να διαθέτουν τις απαραίτητες προδιαγραφές υγιεινής και ασφάλειας.
Όταν το θεωρητικό μέρος ενός προγράμματος κατάρτισης υλοποιείται εντός της επιχείρησης, πρέπει να γίνεται σε χώρους ανεξάρτητους των εργασιακών θέσεων των καταρτιζομένων, οι οποίοι να πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις.
3. Η κατάρτιση μπορεί να πραγματοποιείται εντός ή εκτός ωραρίου εργασίας.
4. Κάθε πρόγραμμα κατάρτισης μπορεί να είναι εξ' ολοκλήρου θεωρητικό, ή θεωρητικό και πρακτικό μαζί.
Το θεωρητικό μέρος του προγράμματος που περιλαμβάνει και πρακτική άσκηση, πρέπει να αποτελεί το 60-80% του συνόλου των ωρών κατάρτισης και το πρακτικό μέρος από 20-40% του συνόλου των ωρών ( ΚΥΑ 15188/3.968, άρθρο 4, παρ.4.2.3, εν.3.) Επισημαίνεται ότι και τα δύο μέρη του προγράμματος υλοποιούνται στην ίδια ταχ.δ/νση.
Το πρόγραμμα κατάρτισης δεν μπορεί να περιλαμβάνει μόνο πρακτικό μέρος.
4. Η κατάρτιση σε ότι αφορά τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πρακτικό μέρος δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τις οκτώ (8) διδακτικές ώρες ημερησίως.
5. Όταν το πρόγραμμα κατάρτισης υλοποιείται εντός της επιχείρησης, το θεωρητικό μέρος δύναται να υλοποιείται εντός ή εκτός ωραρίου εργασίας των καταρτιζομένων, οι οποίοι πρέπει να είναι οπωσδήποτε απαλλαγμένοι από τα εργασιακά τους καθήκοντα.
6. Όταν στο πρόγραμμα κατάρτισης προβλέπεται πρακτική άσκηση, αυτή γίνεται εντός ή εκτός ωραρίου εργασίας των καταρτιζομένων και εντός ή εκτός παραγωγικής διαδικασίας πάντα με την παρουσία εκπαιδευτή.
7. Η ημερήσια κατάρτιση μπορεί να διεξαχθεί από τις 8.00 έως τις 22:00.
8. Δεν επιτρέπεται η υλοποίηση προγράμματος κατάρτισης κατά τις Κυριακές και τις επίσημες αργίες.
9. Για κάθε πρόγραμμα κατάρτισης δηλώνεται ένας μόνο τόπος υλοποίησης.
10. Μετά από κάθε εκπαιδευτική ώρα (45') ή μετά από κάθε δύο συνεχόμενες εκπαιδευτικές ώρες (90') πρέπει να γίνεται διάλειμμα δεκαπέντε λεπτών (15'). Όταν η ημερήσια διάρκεια της κατάρτισης ξεπερνά τις τέσσερις (4) εκπαιδευτικές ώρες, όπως αυτές ορίζονται παραπάνω, δίνεται η δυνατότητα ενός διαλείμματος μέχρι μία (1) ώρα.
11. Η θεματολογία των προγραμμάτων κατάρτισης και το περιεχόμενό τους, πρέπει να είναι σε άμεση σχέση με το αντικείμενο της απασχόλησης των εργαζομένων στις επιχειρήσεις, καθώς και με το επίπεδο των γνώσεών τους.
12. Ο αριθμός των καταρτιζομένων στην αίθουσα διδασκαλίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τριάντα τρεις (33). Αυτό ισχύει και για τα προγράμματα κατάρτισης που υλοποιούνται μέσω εκπαιδευτικού φορέα και συμμετέχουν σ'αυτά περισσότερες της μιας επιχειρήσεις (ενιαία προγράμματα).
Εξαίρεση αποτελεί μόνο η συμμετοχή εργαζομένων-καταρτιζομένων σε μεταπτυχιακά τμήματα σε εκπαιδευτικά ιδρύματα εσωτερικού, όπου ο αριθμός των καταρτιζομένων στην αίθουσα διδασκαλίας δεν θα υπερβαίνει τους σαράντα (40) καταρτιζόμενους αντί τους τριάντα τρεις(33) όπως ισχύει σε όλες τις λοιπές περιπτώσεις. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι όροι και οι προϋποθέσεις όπως αναφέρονται στην παρούσα εγκύκλιο.(βλέπε κεφάλαιο 4 - ειδικοί εκπαιδευτικοί όροι - παρ. 3)
13. Δεν υπάρχει περιορισμός σε ότι αφορά στο κατώτατο όριο των συμμετεχόντων σε κάθε πρόγραμμα κατάρτισης.
14. Για κάθε ημέρα κατάρτισης, ο αριθμός των συμμετεχόντων, δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 50% του αριθμού των ατόμων που έχει δηλωθεί στην αρχική πρόταση της επιχείρησης.
15. Οι απουσίες για κάθε καταρτιζόμενο δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 10% του συνόλου των ωρών κατάρτισης που έχουν δηλωθεί γι' αυτόν στην αίτηση υλοποίησης προγράμματος. Ειδικά για καταρτιζόμενους που είναι Άτομα με Ειδικές Ανάγκες το ποσοστό των απουσιών αυξάνεται στο 20%.
Ο παραπάνω αριθμός των απουσιών δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αιτιολογία για την περικοπή ή την ακύρωση ημερών της υλοποίησης του ωρολογίου προγράμματος εκτός της περίπτωσης συμμετοχής ενός (1) μόνο καταρτιζόμενου από μία επιχείρηση.
ΕΙΔΙΚΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ
1. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ E- LEARNING
Κατ' εξαίρεση δύνανται να χρηματοδοτηθούν μέσω του πόρου του ΛΑΕΚ προγράμματα κατάρτισης σύγχρονου e-learning εφόσον πληρούνται οι παρακάτω προϋποθέσεις:
1. Γίνονται δεκτές αιτήσεις επιχειρήσεων (σε συνεργασία ή όχι με εκπαιδευτικό φορέα) που έχουν στη διάθεσή τους υποδομές υλοποίησης προγραμμάτων κατάρτισης με τη μέθοδο του σύγχρονου e-learning.
2. Τα στοιχεία του συγκεκριμένου προγράμματος κατάρτισης καταχωρούνται στο Πληροφοριακό Σύστημα του ΛΑΕΚ είκοσι ημερολογιακές ημέρες πριν την ημερομηνία έναρξής του, σύμφωνα με τους όρους της παρούσας απόφασης. Τόπος υλοποίησης του προγράμματος θα ορίζεται η ταχ.δ/νση της επιχείρησης ή του εκπαιδευτικού φορέα που διαθέτει τις απαραίτητες υποδομές υλοποίησης του e- learning προγράμματος κατάρτισης.
3. Για την έγκριση υλοποίησης e-learning προγράμματος κατάρτισης, θα πρέπει η επιχείρηση να προσκομίσει εντός της ανωτέρω προθεσμίας στην αρμόδια Υπηρεσία του ΟΑΕΔ (Διοίκηση, Διεύθυνση Α3, Γραφείο ΛΑΕΚ) συνοδευτική επιστολή της επιχείρησης όπου θα αναφέρονται:
α. Η ηλεκτρονική δ/νση του ιστότοπου για την πρόσβαση στο e-learning πρόγραμμα
β. Κωδικό πρόσβασης στο σύστημα του e-learning
Διευκρινίζεται ότι: Οι ελεγκτές του ΟΑΕΔ θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στο e-learning πρόγραμμα κατά τις ώρες υλοποίησης του προγράμματος κατάρτισης και να έχουν απευθείας σύνδεση (on line) οπτικά και ακουστικά με τον εισηγητή, καθώς και με όλους τους καταρτιζόμενους μέσω του διαδικτύου.
Για τον έλεγχο του προγράμματος, ο ΟΑΕΔ δεν θα χρησιμοποιεί πρόσθετο υλικό ή λογισμικό πέραν ενός οποιουδήποτε φυλλομετρητή (browser).
γ. Απαραίτητες οδηγίες και ενημερωτικό υλικό που θα χρησιμοποιηθούν από τον ΟΑΕΔ για τη διενέργεια ελέγχου υλοποίησης του e-learning προγράμματος. Οι οδηγίες θα πρέπει να στέλνονται ΚΑΙ ηλεκτρονικά σε μορφή word στο e -mail nstefanis@oaed.gr
δ. Υπεύθυνη δήλωση της επιχείρησης όπου θα δηλώνεται ότι οι καταρτιζόμενοι είναι εργαζόμενοι στην επιχείρηση και ότι καταβάλλεται για αυτούς η εργοδοτική εισφορά ΛΑΕΚ (0,24%) στο ΙΚΑ για το έτος 2018.
ε. Καθορισμός εργάσιμης ημέρας και ώρας επίδειξης της λειτουργικότητας της πλατφόρμας e-learning αναφορικά με τον έλεγχο ο οποίος θα πρέπει να διενεργηθεί σε περιβάλλον εξομοίωσης του πραγματικού περιβάλλοντος κατάρτισης, μέχρι και 10 εργάσιμες ημέρες πριν από την επιθυμητή ημερομηνία έναρξης του προγράμματος.
Η ημερομηνία κατάθεσης των απαιτούμενων δικαιολογητικών αποδεικνύεται με τον Αριθμό Πρωτοκόλλου και την ημερομηνία εισόδου αυτών στην Υπηρεσία του ΟΑΕΔ, ή σε περίπτωση συστημένης ταχυδρομικής επιστολής με το αποδεικτικό κατάθεσης στο ταχυδρομείο.
Ο ΟΑΕΔ, μετά τον έλεγχο των παραπάνω δικαιολογητικών και τον έλεγχο της λειτουργίας της πλατφόρμας, εγκρίνει ή απορρίπτει την υλοποίηση του, ενημερώνοντας το Π. Σ. σχετικά.
Δεν είναι δυνατή η έναρξη υλοποίησης του προγράμματος κατάρτισης πριν την έγκριση από την αρμόδια Υπηρεσία του ΟΑΕΔ και την καταχώρηση αυτής στο Πληροφοριακό Σύστημα από το οποίο δύναται να ενημερωθεί η επιχείρηση. Σε αντίθετη περίπτωση το πρόγραμμα θεωρείται άκυρο και δεν αποπλη ρώνεται.
Μέσω της ιστοσελίδας του ΛΑΕΚ είναι υποχρεωτική η ηλεκτρονική καταχώρηση των απουσιών των καταρτιζομένων για κάθε ημέρα κατάρτισης (όπως ακριβώς και στα συμβατικά προγράμματα) και η τήρηση στο φυσικό αρχείο της επιχείρησης των αντίστοιχων εκτυπώσεων.
Σε περίπτωση καταχώρησης από την επιχείρηση ελλιπών ή ανακριβών στοιχείων ή σε περίπτωση που δεν παρέχεται η δυνατότητα ηλεκτρονικής πρόσβασης στους ελεγκτές για τη διενέργεια ελέγχου (οπτικά και ακουστικά) κατά τη διάρκεια υλοποίησης του προγράμματος, τότε το πρόγραμμα κατάρτισης απορρίπτεται και δεν αποπληρώνεται. Πιθανά προβλήματα στην ηλεκτρονική πρόσβαση που οφείλονται σε δυσλειτουργία του υλικού ή του λογισμικού της πλατφόρμας e- learning, θα πρέπει να γνωστοποιηθούν άμεσα στο ι-μέιλ nstefanis@oaed.gr.
Δεν γίνονται δεκτά τιμολόγια ή νόμιμες αποδείξεις ή Δελτία Παροχής Υπηρεσιών που αφορούν αποκλειστικά δαπάνες του προγράμματος κατάρτισης για έξοδα διατροφής, διαμονής και μετακίνησης. Επίσης δεν συμπεριλαμβάνονται ως γενικά έξοδα, δαπάνες για φωτοτυπίες, εκτυπώσεις, υλικά κατάρτισης, μίσθωση αιθουσών διδασκαλίας κ.λ.π.
2. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΠΟΥ ΥΛΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Για τα προγράμματα κατάρτισης που υλοποιούνται στο εξωτερικό επιπλέον των προβλεπόμενων στην παρούσα όρων υλοποίησης ισχύουν και τα παρακάτω:
1. Η ηλεκτρονική καταχώρηση προγράμματος κατάρτισης στο εξωτερικό καθώς και η υποβολή των παρακάτω αναφερομένων δικαιολογητικών γίνεται για χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) δέκα πέντε (15) ημερολογιακές ημέρες πριν την έναρξη του προγράμματος και για χώρες εκτός Ε.Ε. είκοσι πέντε (25) ημέρες αντίστοιχα.
2. Για την έγκριση υλοποίησης προγράμματος κατάρτισης στο εξωτερικό, θα πρέπει η επιχείρηση να προσκομίσει εντός της ανωτέρω προθεσμίας στην αρμόδια Υπηρεσία του ΟΑΕΔ (Διοίκηση, Γραφείο ΛΑΕΚ Εθνικής Αντίστασης 8, ΤΚ 17456 Άλιμος), μεταφρασμένα και νομίμως επικυρωμένα (από το νομικό τμήμα ή δικηγόρο της επιχείρησης) τα παρακάτω:
Eπιστολή του Φορέα Υλοποίησης του προγράμματος στο εξωτερικό στην οποία θα αναφέρονται:
- η χώρα, η πόλη και η ακριβής διεύθυνση υλοποίησης του προγράμματος κατάρτισης.
- η χρονική διάρκεια, ο συνολικός αριθμός των ημερών και των ωρών του προγράμματος κατάρτισης για κάθε ένα από τους καταρτιζόμενους.
- το ωρολόγιο πρόγραμμα
- η θεματολογία της κατάρτισης.
- το κόστος της κατάρτισης
Η επιστολή θα πρέπει να φέρει σφραγίδα και υπογραφή του φορέα υλοποίησης του προγράμματος.
Νόμιμο πιστοποιητικό ίδρυσης του εκπαιδευτικού φορέα του εξωτερικού που έχει αναλάβει την κατάρτιση. Εξαιρούνται τα πανεπιστήμια και τα αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα των χωρών μελών της Ε.Ε., τα κρατικά πανεπιστήμια των χωρών εκτός Ε.Ε και οι όμιλοι επιχειρήσεων που εδρεύουν στο εξωτερικό και διαθέτουν θυγατρικές στην Ελλάδα για τις οποίες και οργανώνουν πρόγραμμα κατάρτισης. Η τελευταία περίπτωση θα συνοδεύεται με επιστολή της μητρικής ή της θυγατρικής εταιρείας με την οποία θα τεκμηριώνεται η σχέση μητρικής με τη συγκεκριμένη θυγατρική που επιθυμεί να λάβει μέρος στο πρόγραμμα κατάρτισης. Για τις εταιρείες του εξωτερικού που διαθέτουν δικά τους εκπαιδευτικά κέντρα, καταστατικό από το οποίο αποδεικνύεται αυτό.
Για τις εταιρείες του εξωτερικού που έχουν αναλάβει την μετάδοση τεχνογνωσίας σε εργαζόμενους επιχείρησης η οποία έχει προμηθευτεί εξοπλισμό, θα πρέπει να προσκομίζεται η σχετική σύμβαση μεταξύ των δύο εταιρειών καθώς και αποδεικτικό αγοράς του εξοπλισμού για τη χρήση του οποίου κρίνεται αναγκαία η εκπαίδευση.
Τίτλους σπουδών ή βιογραφικά σημειώματα των εκπαιδευτών τα οποία θα συνοδεύονται και από μετάφραση στα ελληνικά.
Σε περίπτωση αδυναμίας της επιχείρησης να συμπεριλάβει στο αρχείο της τους τίτλους σπουδών ή τα βιογραφικά σημειώματα των εκπαιδευτών, θα πρέπει ο φορέας της χώρας όπου υλοποιείται το πρόγραμμα κατάρτισης με επιστολή του να αναφέρει το ονοματεπώνυμο τους και να βεβαιώνει ότι έχουν τίτλο σπουδών ανάλογο με το αντικείμενο της κατάρτισης.
Υπεύθυνη δήλωση της επιχείρησης όπου θα δηλώνεται ότι οι καταρτιζόμενοι είναι εργαζόμενοι στην επιχείρηση και ότι καταβάλλεται για αυτούς η εργοδοτική εισφορά ΛΑΕΚ (0,24%) στο ΙΚΑ για το έτος 2018.
Η ημερομηνία κατάθεσης των απαιτούμενων δικαιολογητικών αποδεικνύεται με τον Αριθμό Πρωτοκόλλου και την ημερομηνία εισόδου αυτών στην Υπηρεσία του ΟΑΕΔ, ή σε περίπτωση συστημένης ταχυδρομικής επιστολής με το αποδεικτικό κατάθεσης στο ταχυδρομείο.
Ο ΟΑΕΔ, μετά τον έλεγχο των παραπάνω δικαιολογητικών εγκρίνει ή απορρίπτει την υλοποίηση του προγράμματος ενημερώνοντας το Π.Σ. σχετικά.
Δεν είναι δυνατή η έναρξη υλοποίησης του προγράμματος κατάρτισης πριν την έγκριση από την αρμόδια Υπηρεσία του ΟΑΕΔ και την καταχώρηση αυτής στο Πληροφοριακό Σύστημα από το οποίο δύναται να ενημερωθεί η επιχείρηση. Σε αντίθετη περίπτωση το πρόγραμμα θεωρείται άκυρο και δεν αποπλη ρώνεται.
3. Η διάρκεια ενός προγράμματος κατάρτισης στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων των ημερών ταξιδιού δε μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) συνεχόμενες ημέρες. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις με απόφαση της Επιτροπής Διαχείρισης του ΕΛΕΚΠ δύναται να υπάρξει υπέρβαση του ορίου των δεκαπέντε (15) ημερών. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να υποβάλλει η επιχείρηση, εγγράφως τεκμηριωμένο αίτημα, τουλάχιστον είκοσι (20) ημερολογιακές ημέρες πριν την έναρξη υλοποίησης του προγράμματος.
4. Στα προγράμματα που υλοποιούνται στο εξωτερικό παρέχεται η δυνατότητα αλλαγής των καταρτιζομένων μέχρι και πέντε (5) ημέρες πριν την έναρξη των προγραμμάτων αυτών. Η αλλαγή γίνεται ηλεκτρονικά μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος Διαχείρισης των προγραμμάτων του ΛΑΕΚ.
5. Μέσω του ηλεκτρονικού κόμβου του ΛΑΕΚ είναι υποχρεωτική η ηλεκτρονική καταχώρηση των απουσιών των καταρτιζομένων για κάθε ημέρα κατάρτισης (όπως ακριβώς και στα προγράμματα εσωτερικού) και η τήρηση στο φυσικό αρχείο της επιχείρησης των αντίστοιχων εκτυπώσεων.
6. Μία επιχείρηση δύναται να υλοποιήσει προγράμματα κατάρτισης στο εξωτερικό, το συνολικό κόστος των οποίων δεν υπερβαίνει το 50% του συνολικού ποσού εισφοράς ΛΑΕΚ 0,24% του τρέχοντος έτους.
7. Για τα προγράμματα που υλοποιούνται στο εξωτερικό το Μέσο Ωριαίο Κόστος Μ.Ω.Κ διαμορφώνεται ως εξής :
Πλήθος καταρτιζομένων Μ.Ω.Κ (Ευρώ)
Έως 7 καταρτιζόμενοι στο τμήμα 110
Έως 14 καταρτιζόμενοι στο τμήμα 90
Έως 21 καταρτιζόμενοι στο τμήμα 80
Έως 33 καταρτιζόμενοι στο τμήμα 70
Το «πλήθος καταρτιζομένων» αφορά στο συνολικό αριθμό των καταρτιζομένων σ' ένα πρόγραμμα και όχι μόνο των συμμετεχόντων μέσω του πόρου ΛΑΕΚ 0,24%
8. Ο ΟΑΕΔ δύναται να ελέγξει τα προγράμματα εξωτερικού με αποστολή δικών του ελεγκτών.
9. Εάν ο έλεγχος σε προγράμματα κατάρτισης του εξωτερικού χαρακτηριστεί αρνητικός, τότε πέραν των προβλεπόμενων από την παρούσα ποινών:
- Η επιχείρηση καταβάλλει στο διπλάσιο τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής των ελεγκτών και σε κάθε περίπτωση ποσό όχι μικρότερο των 1.500,00 Ευρώ. Το ποσό αυτό αφαιρείται από το ποσό που δικαιούται να λάβει η επιχείρηση από την υλοποίηση προγραμμάτων κατάρτισης ΛΑΕΚ 0,24%
- Η επιχείρηση αποκλείεται από το δικαίωμα υλοποίησης προγραμμάτων κατάρτισης ΛΑΕΚ στο εξωτερικό για 2 έτη
- Αποκλείεται για δύο έτη, η συνεργασία των δικαιούχων του προγράμματος ΛΑΕΚ 0,24%, με τον Εκπαιδευτικό Φορέα που δέχτηκε αρνητικό έλεγχο σε πρόγραμμα του εξωτερικού , για την υλοποίηση προγραμμάτων κατάρτισης στο εξωτερικό.
Πριν από την επιβολή των ως άνω ποινών, η Επιτροπή Διαχείρισης καλεί τις επιχειρήσεις σε ακρόαση, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999).
10. Σε περίπτωση καταχώρησης από την επιχείρηση ελλιπών ή ανακριβών στοιχείων που αφορούν στον εντοπισμό του τόπου υλοποίησης του προγράμματος από τους ελεγκτές για τη διενέργεια ελέγχου, τότε το πρόγραμμα κατάρτισης απορρίπτεται και δεν αποπληρώνεται.
Η επιχείρηση έχει την υποχρέωση να τηρεί για πέντε (5) χρόνια (παρ.2, άρθρο 15 του N.3762/2009) για έλεγχο από τον ΟΑΕΔ, στο φυσικό της αρχείο, όλα τα αναφερόμενα στην παρ. 2 του Κεφαλαίου 5 της παρούσας εγκυκλίου και επιπλέον, εκτυπώσεις και δικαιολογητικά όλων των ηλεκτρονικά υποβληθέντων και καταχωρηθέντων στοιχείων που αφορούν τα προγράμματα που υλοποιήθηκαν στο εξωτερικό.
3. Μεταπτυχιακά προγράμματα σε εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ελλάδας
Σε ότι αφορά τη συμμετοχή εργαζομένων-καταρτιζομένων σε μεταπτυχιακά τμήματα σε εκπαιδευτικά ιδρύματα εσωτερικού, ο αριθμός των καταρτιζομένων στην αίθουσα διδασκαλίας δεν θα υπερβαίνει τους σαράντα (40) καταρτιζόμενους αντί τους τριάντα τρεις(33) όπως ισχύει σε όλες τις λοιπές περιπτώσεις. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι όροι και οι προϋποθέσεις όπως αναφέρονται στην παρούσα εγκύκλιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5°
ΕΙΣΗΓΗΤΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ
Όσοι επιθυμούν να διδάξουν σε προγράμματα κατάρτισης ΛΑΕΚ πρέπει να υποβάλουν ηλεκτρονικά αίτηση εγγραφής στο μητρώο των εισηγητών του ΟΑΕΔ και να προσκομίσουν τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά για έλεγχο στην αρμόδια Υπηρεσία του ΟΑΕΔ (Γραφείο ΛΑΕΚ, Εθνικής Αντίστασης 8 , ΤΚ 17456 Άλιμος) για να λάβουν αριθμό μητρώου εισηγητή (οδηγίες για την προσκόμιση του φυσικού αρχείου βρίσκονται στα εγχειρίδια χρήσης του πληροφοριακού συστήματος του ΛΑΕΚ).
Για να λάβουν αριθμό μητρώου εισηγητή οι εκπαιδευτές που έχουν ελληνική υπηκοότητα πρέπει να είναι κάτοχοι ενός τουλάχιστον τίτλου σπουδών από τους κάτωθι:
• Διδακτορικό τίτλο σπουδών
• Μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών
• Πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΑΕΙ - ΤΕΙ)
• Πτυχίο ΙΕΚ
• Πτυχίο ΤΕΕ Β'Κύκλου
• Πτυχίο ΤΕΕ Α' Κύκλου, ΤΕΛ ή ΤΕΣ ή ισότιμου τίτλου σπουδών που βεβαιώνεται από τον ΟΕΕΚ ή τον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων
• Πτυχίο Μέσων Τεχνικών Σχολών ή ισότιμου τίτλου σπουδών που βεβαιώνεται από τον ΟΕΕΚ ή τον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων
• Πτυχίο Κατώτερης Τεχνικής Σχολής ή ισότιμου τίτλου σπουδών που βεβαιώνεται από τον ΟΕΕΚ ή τον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων
Σε περίπτωση που το πρόγραμμα κατάρτισης απαιτεί εκπαιδευτές με ιδιαίτερη εξειδίκευση και ο τίτλος σπουδών τους (ΑΕΙ, ΤΕΙ) δεν είναι αντίστοιχος με το αντικείμενο της κατάρτισης, τότε πέραν του τίτλου σπουδών τους πρέπει να προσκομίσουν εναλλακτικά:
• βεβαίωση της σχολής όπου αναφέρεται ότι ο συγκεκριμένος πτυχιούχος έχει διδαχθεί αντίστοιχο μάθημα με αυτό που πρόκειται να διδάξει ως εκπαιδευτής ή
• βεβαίωση παρακολούθησης προγράμματος κατάρτισης τουλάχιστον εκατό (100) ωρών στο γνωστικό αντικείμενο που πρόκειται να διδάξει καθώς και βεβαίωση τριετούς τουλάχιστον επαγγελματικής ή διδακτικής εμπειρίας στο αντικείμενο αυτό.
Ειδικά:
• για τη διδασκαλία ξένης γλώσσας εκτός από τους πτυχιούχους αντίστοιχης ειδικότητας γίνονται δεκτά και πιστοποιητικά επάρκειας από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Εκπαιδευτές που έχουν πιστοποιηθεί στο αντικείμενο που πρόκειται να διδάξουν και είναι πιστοποιημένοι από τον ΕΟΠΠΕΠ, προσκομίζουν μόνο τη σχετική βεβαίωση πιστοποίησης στους τομείς στους οποίους έχουν πιστοποιηθεί.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, που κρίνεται αναγκαία η μετάκληση από το εξωτερικό εισηγητών με σπουδές σε αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού, για να διδάξουν σε προγράμματα κατάρτισης με εξειδικευμένες και υψηλού γνωστικού αντικειμένου απαιτήσεις θα προσκομίζονται είτε οι τίτλοι σπουδών είτε το βιογραφικό τους σημείωμα μαζί με συνοδευτικό έγγραφο της επιχείρησης ή του φορέα κατάρτισης που τους προσκαλεί, όπου θα αναφέρονται αναλυτικά τα ειδικά τους προσόντα και η αναγκαιότητα της πρόσκλησής τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο
ΕΛΕΓΧΟΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ
Με τη με αριθμ. 2/34255/0022/7-6-01 κοινή απόφαση Υπουργών Οικονομικών- Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων όπως τροποποιήθηκε και ισχύει κάθε φορά και με τη με αριθμ. Β118616/13-7-01 απόφαση του Διοικητή ΟΑΕΔ, καθορίζονται η διαδικασία, τα όργανα, και οι κατηγορίες των ελέγχων, σχετικά με την διενέργεια ελέγχων σε προγράμματα κατάρτισης και απασχόλησης.
Ο Ο.Α.Ε.Δ. μέσω των ελεγκτών υπαλλήλων του, διενεργεί επιτόπιους ελέγχους σχετικά με την ορθή υλοποίηση των προγραμμάτων κατάρτισης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα απόφαση.
1. Έλεγχος φυσικού αρχείου προγραμμάτων κατάρτισης
Ο Ο.Α.Ε.Δ. πραγματοποιεί ελέγχους στο φυσικό αρχείο των υλοποιούμενων προγραμμάτων, για την διαπίστωση της ορθής τήρησης των όρων της παρούσης. Ο έλεγχος διενεργείται οποιαδήποτε χρονική στιγμή κρίνει σκόπιμο ο ΟΑΕΔ και αφού προηγηθεί σχετική ενημέρωση προς την επιχείρηση ως προς τον χρόνο και τον τόπο διενέργειας.
Η επιχείρηση οφείλει να ορίσει Υπεύθυνο Υλοποίησης των προγραμμάτων ΛΑΕΚ το όνομα του οποίου καταχωρείται στην ηλεκτρονική καρτέλα με τα στοιχεία της επιχείρησης. Την ευθύνη της τήρησης του φυσικού αρχείου φέρει ο παραπάνω Υπεύθυνος, ο οποίος οφείλει να το τηρεί στο χώρο εργασίας του. Ο οριζόμενος ως Υπεύθυνος Υλοποίησης προγραμμάτων ΛΑΕΚ για κάθε επιχείρηση είναι εργαζόμενος της επιχείρησης.
Ο έλεγχος χαρακτηρίζεται αρνητικός και το πρόγραμμα κατάρτισης απορρίπτεται και δεν αποπληρώνεται, σε περίπτωση που η επιχείρηση κληθεί να προσκομίσει το φυσικό αρχείο και είτε δεν υπάρχει, είτε από τον έλεγχο προκύψει ότι έχουν υποβληθεί διαφορετικά στοιχεία μέσω του διαδικτύου, είτε είναι ελλιπές, ή δεν τηρούνται οι όροι της απόφασης με αριθμό 3569/82/19.12.2017 του Διοικητικού Συμβουλίου ΟΑΕΔ.
2. Επιτόπιος έλεγχος υλοποίησης προγραμμάτων κατάρτισης
Σε κάθε πρόγραμμα κατάρτισης πραγματοποιούνται επιτόπιοι έλεγχοι ανάλογα με τη διάρκεια του προγράμματος.
Με ευθύνη της επιχείρησης και του φορέα υλοποίησης πρέπει να παρέχεται κάθε διευκόλυνση προς τους ελεγκτές ώστε να έχουν μεταβεί στην αίθουσα υλοποίησης του προγράμματος εντός δέκα (10) λεπτών από την προσέλευσή τους.
Η διαδικασία του ελέγχου γίνεται ηλεκτρονικά από τους ελεγκτές του ΟΑΕΔ στον τόπο υλοποίησης του προγράμματος κατάρτισης.
Η επιχείρηση (ή ο φορέας) κατά τη διάρκεια της υλοποίησης προγράμματος υποχρεωτικά έχει στο χώρο διδασκαλίας ηλεκτρονικό υπολογιστή με σύνδεση στο διαδίκτυο και δυνατότητα εκτύπωσης εντός των δομών που γίνεται η κατάρτιση.
Σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις και εφόσον υπάρχει ηλεκτρονικός υπολογιστής με σύνδεση στο διαδίκτυο αλλά για τεχνικούς λόγους, ευθύνη του ΟΑΕΔ ή της ΔΕΗ ή της εταιρείας τηλεπικοινωνιών, δεν είναι διαθέσιμη η ιστοσελίδα του ΟΑΕΔ, τότε και μόνο τότε το αποτέλεσμα του επιτόπιου ελέγχου καταχωρείται στο Πληροφοριακό Σύστημα το αργότερο εντός τριών (3) ημερών με ευθύνη του ελεγκτή. Σε κάθε περίπτωση ελέγχου ενημερώνεται ηλεκτρονικά η καρτέλα του προγράμματος της επιχείρησης ως προς το αποτέλεσμα, την ημερομηνία και την ώρα του ελέγχου.
Σε περίπτωση που κατά τον έλεγχο διαπιστωθούν απουσίες καταρτιζομένων που δεν έχουν δηλωθεί σχετικά μέχρι και είκοσι (20) λεπτά μετά την προβλεπόμενη έναρξη του προγράμματος κατάρτισης ή στα διαλείμματα, τότε θεωρείται ότι οι συγκεκριμένοι καταρτιζόμενοι απουσίαζαν και από όλες τις ημέρες κατάρτισης που έχουν προηγηθεί.
Ο Επιτόπιος έλεγχος χαρακτηρίζεται αρνητικός και το πρόγραμμα κατάρτισης απορρίπτεται και δεν αποπληρώνεται όταν διαπιστωθεί ότι:
1. Απουσιάζουν όλοι οι καταρτιζόμενοι ή σε κάθε περίπτωση ποσοστό άνω του 50% του αριθμού αυτών που η επιχείρηση έχει δηλώσει.
2. Στη περίπτωση συμμετοχής στο πρόγραμμα κατάρτισης ενός (1) μόνο καταρτιζόμενου από μια επιχείρηση, ο έλεγχος είναι αρνητικός μόνο εάν δεν έχει καταχωρηθεί η απουσία του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη παρούσα.
3. Απουσιάζει ο εκπαιδευτής
4. Ο διδάσκων κατά τον έλεγχο εκπαιδευτής δεν έχει δηλωθεί στο πρόγραμμα.
5. Στην αίθουσα κατάρτισης υπάρχουν πάνω από τριάντα τρία (33) άτομα (εξαιρούνται τα μεταπτυχιακά προγράμματα στα οποία δύνανται να συμμετέχουν έως σαράντα (40) άτομα), εκτός του εκπαιδευτή.
6. Το πρακτικό μέρος του προγράμματος κατάρτισης γίνεται χωρίς τη παρουσία εκπαιδευτή.
7. Το θεωρητικό μέρος της κατάρτισης δεν γίνεται σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους που πληρούν τις προδιαγραφές της εγκυκλίου και εκτός των θέσεων εργασίας των καταρτιζομένων
8. Δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης ή δεν παρασχέθηκαν οι απαραίτητες διευκολύνσεις ώστε οι ελεγκτές να μεταβούν στο χώρο της κατάρτισης εντός δέκα (10) λεπτών από την προσέλευσή τους.
9. Έχει γίνει αλλαγή στο τίτλο ή το περιεχόμενο ή το συνολικό αριθμό των ωρών του προγράμματος κατάρτισης.
10. Έχει γίνει αλλαγή στις ώρες ή στις ημέρες υλοποίησης του προγράμματος χωρίς να έχει ενημερώσει η επιχείρηση ηλεκτρονικά το Π. Σ. του ΛΑΕΚ.
11. Στην αίθουσα παρίστανται ως καταρτιζόμενοι άτομα διαφορετικά των δηλωθέντων στο πρόγραμμα.
12. Δεν υπάρχει ηλεκτρονικός υπολογιστής με σύνδεση στο διαδίκτυο
13. Έχει δηλωθεί ηλεκτρονικά διαφορετικό ΚΠΑ από αυτό που ανήκει ο τόπος υλοποίησης του προγράμματος.
14. Δεν εντοπίστηκε ο χώρος υλοποίησης του προγράμματος κατάρτισης λόγω ελλιπών ή ανακριβών στοιχείων.
Μόνο σε περίπτωση αρνητικού ελέγχου (επιτόπιου ή φυσικού αρχείου), η
επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να υποβάλει ένσταση αποκλειστικά μέσω του διαδικτύου μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την ημερομηνία του ελέγχου. Η αρμόδια Υπηρεσία του ΟΑΕΔ με εισήγησή της θέτει υπόψη της Επιτροπής ΕΛΕΚΠ την ένσταση για τη λήψη σχετικής απόφασης και η επιχείρηση ενημερώνεται ηλεκτρονικά για το αποτέλεσμα της ένστασης.
Η Επιτροπή ΕΛΕΚΠ ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης μπορεί να επιβάλει στην επιχείρηση ως ποινή:
• την μη αποπληρωμή αυτού του προγράμματος κατάρτισης
• την μη αποπληρωμή όλων των προγραμμάτων κατάρτισης
• την επιστροφή ποσού αποπληρωμής που τυχόν έχει λάβει
• ποινή αποκλεισμού από τα προγράμματα κατάρτισης του ΛΑΕΚ από 1 έως 3 χρόνια
Επίσης η Επιτροπή Διαχείρισης του ΕΛΕΚΠ, σε περίπτωση παράβασης των περιπτώσεων 5,7,8και 12 μπορεί να επιβάλει, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, ποινή αποκλεισμού στο φορέα κατάρτισης από τα προγράμματα κατάρτισης από 1 έως 3 χρόνια.
Ποινή αποκλεισμού δύναται να επιβληθεί και σε περίπτωση που διαπιστωθεί παραπληροφόρηση ή χρήση λογότυπων ή εντύπων του ΟΑΕΔ, από εκπαιδευτικό φορέα σχετικά με τα προγράμματα κατάρτισης της παρούσης.
Πριν από την επιβολή των ως άνω ποινών, η Επιτροπή ΕΛΕΚΠ καλεί τις επιχειρήσεις σε ακρόαση, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999).
3. Έλεγχος φυσικού αρχείου εισηγητών
Ο ΟΑΕΔ πραγματοποιεί ελέγχους στο φυσικό αρχείο των εισηγητών για τη διαπίστωση τήρησης των προϋποθέσεων εγγραφής στο Μητρώο Εισηγητών του ΛΑΕΚ όπως ορίζεται στην παρούσα απόφαση.
Σε περίπτωση υποβολής ελλιπών ή λανθασμένων στοιχείων, ο εισηγητής διαγράφεται προσωρινά από το Μητρώο, μέχρι την προσκόμιση των απαραίτητων δικαιολογητικών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο
ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ
Το τελικό ποσό αποπληρωμής των προγραμμάτων κατάρτισης καταβάλλεται στην επιχείρηση μετά την πιστοποίηση ότι έχει καταβληθεί στο ΙΚΑ η εισφορά ΛΑΕΚ 0,24%.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ
Η επιχείρηση:
1. Καταχωρεί ηλεκτρονικά όλες τις δαπάνες που αφορούν τα προγράμματα κατάρτισης που υλοποίησε το έτος 2018.
2. Προσκομίζει ως φυσικό αρχείο, στην αρμόδια Υπηρεσία του ΟΑΕΔ, διαβιβαστικό έγγραφο-αίτηση αποπληρωμής της επιχείρησης με συνημμένα τα αντίγραφα των παραστατικών δαπανών όλων των προγραμμάτων κατάρτισης ανά κατηγορία δαπάνης και ανά πρόγραμμα καθώς και τα εξοφλητικά παραστατικά αυτών. Για δαπάνες που αφορούν ωριαία αποζημίωση καταρτιζομένων, ατόμων με ειδικές ανάγκες, ατόμου που απασχολήθηκε για την γραμματειακή υποστήριξη του προγράμματος και εσωτερικών εκπαιδευτών, η επιχείρηση προσκομίζει δήλωση του Ν.1599/86 στην οποία θα αναγράφεται ότι οι παραπάνω είναι εργαζόμενοι στην επιχείρηση, ολοκλήρωσαν το πρόγραμμα κατάρτισης και τους κατεβλήθη η προβλεπόμενη αμοιβή σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος. Επίσης θα αναγράφεται ότι οι φωτοτυπίες των τιμολογίων είναι γνήσια αντίγραφα των πρωτοτύπων.
Η επιχείρηση αποστέλλει το φυσικό αρχείο αποπληρωμής στο πρωτόκολλο της Διοίκησης ΟΑΕΔ, ( Οικονομικές Υπηρεσίες - Εθνικής Αντίστασης 8, ΤΚ 17456 - Άλιμος ΑΘΗΝΑ)
Η επιχείρηση πρέπει να έχει στη κατοχή της και να τηρεί στο φυσικό της αρχείο σε φωτοαντίγραφα όλα τα αναγκαία παραστατικά κόστους του προγράμματος τα οποία δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση άλλων προγραμμάτων κατάρτισης.
ΔΑΠΑΝΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΚΑΘΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ
• ΩΡΙΑΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΚΑΤΑΡΤΙΖΟΜΕΝΩΝ, ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΩΝ ΚΑΙ ΑΤΟΜΟΥ ΠΟΥ ΑΠΑΣΧΟΛΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ.
Στα προγράμματα κατάρτισης που υλοποιούνται εκτός ωραρίου εργασίας, εντός και εκτός των ορίων Νομού, το κόστος ανά ώρα κατάρτισης είναι υποχρεωτική δαπάνη και θα πρέπει να προσκομισθούν τα παραστατικά ωριαίας αποζημίωσης καθώς και τα εξοφλητικά παραστατικά (αποδείξεις δαπανών, καταθετήρια ή επιταγές extrait, απόδοση παρακρατηθέντος φόρου) .
Στα προγράμματα κατάρτισης που υλοποιούνται εντός ωραρίου εργασίας, εντός και εκτός των ορίων Νομού, το κόστος ανά ώρα κατάρτισης είναι επιλέξιμη δαπάνη.
• ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΑ ΚΟΣΤΟΥΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΩΝ Η ΦΟΡΕΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ
Για κάθε πρόγραμμα κατάρτισης, το κόστος του εκπαιδευτικού φορέα ή των εξωτερικών εκπαιδευτών, δικαιολογείται είτε με απόδειξη παροχής υπηρεσιών είτε με τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που αφορά αποκλειστικά την κατάρτιση.
Στις περιπτώσεις που η επιχείρηση χρησιμοποίησε εξωτερικούς εκπαιδευτές οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα να εκδώσουν δελτίο παροχής υπηρεσιών, η δαπάνη της αμοιβής τους γίνεται δεκτή εφ' όσον η επιχείρηση εκδώσει απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης γι' αυτούς και αποδώσει τον αναλογούντα φόρο.
Τα παραστατικά αυτής της δαπάνης, τόσο της επιχείρησης που παρασχέθηκε η υπηρεσία, όσο και του φορέα που παρείχε την κατάρτιση πρέπει να έχουν εκδοθεί μέχρι το τέλος της διαχειριστικής περιόδου που παρασχέθηκε η υπηρεσία (άρθρο 6 παρ 14 του Κ.Φ.Α.Σ)
Στο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών Εκπαιδευτή ή Εκπαιδευτικού Φορέα να αναγράφεται ο κωδικός του προγράμματος κατάρτισης για το οποίο έχει εκδοθεί. Ομοίως και για τις αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης.
Στο ποσό που δικαιούται να λάβει η επιχείρηση και αφορά το κόστος της κατάρτισης, δεν συμπεριλαμβάνεται ο Φ.Π.Α. που τυχόν αναγράφεται στο τιμολόγιο ή δελτίο παροχής υπηρεσιών. Εξαιρούνται οι επιχειρήσεις που απαλλάσσονται από την απόδοση Φ. Π. Α.
• ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΑ ΔΑΠΑΝΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Γίνονται δεκτά τιμολόγια που αφορούν αποκλειστικά δαπάνες του προγράμματος κατάρτισης για έξοδα διατροφής, διαμονής και μετακίνησης.
Οι ημερομηνίες των παραστατικών αυτών πρέπει να συμβαδίζουν με το χρονικό διάστημα του προγράμματος.
Στο ποσό που δικαιούται να λάβει η επιχείρηση και αφορά στις δαπάνες του προγράμματος, συμπεριλαμβάνεται ο Φ.Π.Α. που αναγράφεται στα τιμολόγια ή νόμιμες αποδείξεις ή δελτία παροχής υπηρεσιών.
• ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΕΞΟΔΩΝ
Στα γενικά έξοδα συμπεριλαμβάνονται δαπάνες για φωτοτυπίες, εκτυπώσεις, υλικά κατάρτισης, μίσθωση αιθουσών διδασκαλίας κ.λ.π. και το σύνολο της δαπάνης αυτής, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 15% του συνόλου των δαπανών της κατάρτισης. Δε γίνονται δεκτές δαπάνες για πάγια στοιχεία, που σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία υπάγονται σε απόσβεση (αγορά γραφείων, Η. Υ. κτλ).
Στο ποσό που δικαιούται να λάβει η επιχείρηση και αφορά στα γενικά έξοδα δεν συμπεριλαμβάνεται ο Φ.Π.Α. που αναγράφεται στα τιμολόγια ή νόμιμες αποδείξεις.
- ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΥΛΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΣΥΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΥΠΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ:
• Το τιμολόγιο του φορέα υλοποίησης της κατάρτισης του εξωτερικού με ανάλυση των δαπανών κατάρτισης.
• Η βεβαίωση αγοράς συναλλάγματος (μόνο για χώρες μη μέλη της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης).
• Η βεβαίωση του Φορέα Υλοποίησης Κατάρτισης, στην οποία αναφέρονται:
- η χρονική διάρκεια της κατάρτισης,
- το σύνολο των ημερών
- οι πραγματοποιηθείσες ώρες κατάρτισης και
- ο αριθμός των καταρτιζομένων που ολοκλήρωσαν το πρόγραμμα.
• Όλα τα παρακάτω δικαιολογητικά μετακίνησης, διαμονής, διατροφής
- εισιτήρια
- κάρτες επιβίβασης (σε περίπτωση αεροπορικής μετακίνησης)
- τιμολόγια ξενοδοχείων
- αποδείξεις διατροφής.
Τα παραπάνω δικαιολογητικά μεταφράζονται με ευθύνη της επιχείρησης. Η μετατροπή σε ευρώ της δαπάνης του προγράμματος γίνεται σύμφωνα με τη τιμή συναλλάγματος που ίσχυε κατά την ημερομηνία έκδοσης του κάθε δικαιολογητικού δαπάνης.
Όλα τα παραπάνω η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να τα τηρεί για πέντε (5) χρόνια για έλεγχο από τον ΟΑΕΔ.
ΤΕΛΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ:
Μετά τον έλεγχο των παραστατικών του φυσικού αρχείου που έχει αποστείλει η επιχείρηση στην αρμόδια Υπηρεσία του ΟΑΕΔ και τη διασταύρωση με τα στοιχεία που έχουν δηλωθεί στο πληροφοριακό σύστημα, η επιχείρηση προσκομίζει:
- διαβιβαστικό έγγραφο για τα προγράμματα που αιτείται την αποπληρωμή
- ασφαλιστική ενημερότητα για ποσά άνω των 3.000 ευρώ
- Απόφαση αποπληρωμής (εκτύπωση από το πληροφοριακό σύστημα)
Το δικαιούμενο ποσό επιστρέφεται στην επιχείρηση με κατάθεση στον Τραπεζικό Λογαριασμό της επιχείρησης. Το ποσό της προμήθειας της Τράπεζας βαρύνει το δικαιούχο.
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τη με αριθμ. 4963/51/25-11-2008 απόφαση του Δ.Σ. του ΟΑΕΔ, (ΦΕΚ Β'2396), για επιστροφή από τον ΟΑΕΔ του ποσού που αντιστοιχεί στην εισφορά 0,24%, την οποία καταβάλλουν οι εργοδότες υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Προγραμμάτων Επαγγελματικής Κατάρτισης και Εκπαίδευσης (Ε.Λ.Π.Ε.Κ.Ε), απαιτείται οι επιχειρήσεις που διαθέτουν το ως άνω ποσό για τη χρηματοδότηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη διαχείριση του Λογαριασμού για τη Απασχόληση και την Επαγγελματική κατάρτισης (ΛΑΕΚ), να μην οφείλουν εισφορές προς τον ΕΛΠΕΚΕ ή προς τον Ειδικό Λογαριασμό Ενίσχυσης Προγραμμάτων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (άρθρο 2 παρ.1 του Ν.1766/1988), τα ποσά του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 7 του Ν.2224/1994, πρέπει να παρακρατούνται υπέρ του ΟΑΕΔ.
Τα ως άνω οφειλόμενα ποσά μετά του νομίμου τόκου αυτών συμψηφίζονται με τα μη καταβληθέντα ποσά αποπληρωμής των επιχειρήσεων από τον ΟΑΕΔ μέχρι πλήρους εξοφλήσεως των οφειλών.
Δ.ΕΙΣΠΡ. Δ 1189361 ΕΞ 2017 Τροποποίηση και συμπλήρωση της αριθμ. 1027320/678/0006Β/24.2.1998 (Β΄ 196) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών «Τύπος και περι- εχόμενο των χρησιμοποιουμένων από τη Δ.Ο.Υ. Μοσχάτου εντύπων στα υποσυστήματα “Έσοδα - Έξοδα“ και “Δικαστικών Ενεργειών” του ολοκληρωμένου Πληροφορικού Συστήματος Φορολογίας (Ο.Π.Σ.Φ. ή TAXIS), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
Αριθμ. Δ.ΕΙΣΠΡ. Δ 1189361 ΕΞ 2017
Τροποποίηση και συμπλήρωση της αριθμ. 1027320/678/0006Β/24.2.1998 (Β΄ 196) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών «Τύπος και περι- εχόμενο των χρησιμοποιουμένων από τη Δ.Ο.Υ. Μοσχάτου εντύπων στα υποσυστήματα “Έσοδα - Έξοδα“ και “Δικαστικών Ενεργειών” του ολοκληρωμένου Πληροφορικού Συστήματος Φορολογίας (Ο.Π.Σ.Φ. ή TAXIS), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη: Ι. Τις διατάξεις:
1) Της παρ. 2 του άρθρου 49 του ν. 1591/1986 (Α΄/50), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 16 του ν. 2873/2000“Φορολογικές ελαφρύνσεις και απλουστεύ- σεις και άλλες διατάξεις” (Α΄/285).
2) Του π.δ. 111/2014 “Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών” (ΦΕΚ 178 Α΄/29.8.2014).
3) Την αριθμ. ΔΟΡΓΑ 1036960/10.3.2017 απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ Β΄ 968) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».
4) Τα άρθρα 98 και 99 του π.δ. 16/1989 “Κανονισμός λειτουργίας Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) και των Τοπικών Γραφείων και καθήκοντα υπαλλήλων αυτών” (Α΄/6).
5) Το π.δ. 125/2016 (210 Α΄), «Διορισμός Υπουργός, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
6) Τις διατάξεις του ν. 4174/2013 (Α΄ 170), «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις», όπως ισχύουν.
7) Την Α.Υ.Ο ΠΟΛ. 1202/8.9.2014 (ΦΕΚ 2531 Β΄) «Καθορισμός βιβλίων καταχώρισης εισπρακτέων και επι- στρεπτέων ποσών κατά τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 4174/2013, όπως ισχύει».
8) Την αριθμ. 1027320/678/0006Β/24.2.1998 (Β΄/196)
απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Τύπος και περιεχόμενο των χρησιμοποιούμενων από την Δ.Ο.Υ Μοσχάτου εντύπων στα Υποσυστήματα “Έσοδα - Έξοδα” και “Δικαστικών Ενεργειών” του Ολοκληρωμένου Πληροφορικού Συστήματος Φορολογίας (Ο.Π.Σ.Φ. ή TAXIS), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει».
9) Την υπ’αριθμ. ΥΠΟΙΚ 0010218 ΕΞ 2016 (ΦΕΚ 3696 Β΄) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικο- νομικών «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οι- κονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου».
10) Την ανάγκη μείωσης του υλικού και διαχειριστικού κόστους, την εξοικονόμηση χρόνου εργασίας και ανθρώπινου δυναμικού για όλες τις απαιτούμενες εργασίες που απαιτούνται από την διαχείριση των εκτυπώσεων των Α.Φ.ΕΚ..
II. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται πρόσθετη δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:
Ι. Τροποποιούμε την αριθμ. 1027320/678/0006Β/ 24.2.1998 (Β΄/196) απόφαση του Υπουργού Οικονομι- κών «Τύπος και περιεχόμενο των χρησιμοποιούμενων από την Δ.Ο.Υ. Μοσχάτου εντύπων στα Υποσυστήματα “Έσοδα - Έξοδα” και “Δικαστικών Ενεργειών” του Ολοκληρωμένου Πληροφορικού Συστήματος Φορολογίας (Ο.Π.Σ.Φ. ή TAXIS)», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, ως προς την προσθήκη νέου υποδείγματος του εντύπου «ΤΙΤΛΟΣ ΕΚΠΤΩΣΗΣ» (Α6), ως το συνημμένο στην παρούσα, το οποίο χρησιμοποιείται εκ παραλλήλου με το ήδη υπάρχον έντυπο μέχρι την οριστική εξάντληση των αποθεμάτων του τελευταίου.
II. Κατά τα λοιπά ισχύει η αριθμ. 1027320/678/0006Β/24.2.1998 (Β΄ 196) απόφαση, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.




Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 19 Δεκεμβρίου 2017
Η Υφυπουργός
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ
Yπόθεση C-434/15 Υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας – Υπηρεσία διαμεσολάβησης στο πλαίσιο της οποίας, μέσω μιας εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, διευκολύνεται έναντι αμοιβής η επικοινωνία μεταξύ μη επαγγελματιών οδηγών που χρησιμοποιούν δικό τους όχημα και ατόμων που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης – Απαίτηση κατοχής άδειας
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 20ής Δεκεμβρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 56 ΣΛΕΕ – Άρθρο 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Υπηρεσίες στον τομέα των μεταφορών –Οδηγία 2006/123/ΕΚ – Υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά – Οδηγία 2000/31/ΕΚ – Οδηγία 98/34/ΕΚ – Υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας – Υπηρεσία διαμεσολάβησης στο πλαίσιο της οποίας, μέσω μιας εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, διευκολύνεται έναντι αμοιβής η επικοινωνία μεταξύ μη επαγγελματιών οδηγών που χρησιμοποιούν δικό τους όχημα και ατόμων που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης – Απαίτηση κατοχής άδειας»
Στην υπόθεση C-434/15,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Juzgado de lo Mercantil n° 3 de Barcelona (3ο εμποροδικείο της Βαρκελώνης, Ισπανία) με απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Αυγούστου 2015, στο πλαίσιο της δίκης
Asociación Profesional Elite Taxi
κατά
Uber Systems SpainSL,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, Αντιπρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, M. Ilešič, J. L. da Cruz Vilaça, J. Malenovský και E. Levits, προέδρους τμήματος, E. Juhász, A. Borg Barthet, D. Šváby (εισηγητή), Κ. Λυκούργο, Μ. Βηλαρά και E. Regan, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar
γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 29ης Νοεμβρίου 2016,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Asociación Profesional Elite Taxi, εκπροσωπούμενη από τους M. Balagué Farré και D. Salmerón Porras, abogados, καθώς και από τον J. A. López-Jurado González, procurador,
– η Uber Systems Spain SL, εκπροσωπούμενη από τους B. Le Bret και D. Calciu, avocats, καθώς και από τους R. Allendesalazar Corcho, J. J. Montero Pascual, C. Fernández Vicién και I. Moreno-Tapia Rivas, abogados,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Sampol Pucurull και A. Rubio González,
– η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την N. Grünberg,
– η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τις E. Creedon και L. Williams καθώς και από τον A. Joyce, επικουρούμενους από την A. Carroll, barrister,
– η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη M. Μιχελογιαννάκη,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους D. Colas, G. de Bergues και R. Coesme,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις H. Stergiou και M. Bulterman,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,
– η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον S. Hartikainen,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους É. Gippini Fournier και F. Wilman, καθώς και από τις J. Hottiaux και Ε. Τσερέπα-Lacombe,
– η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενη από τους C. Zatschler και Ø. Bø, καθώς και από την C. Perrin,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Μαΐου 2017,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, του άρθρου 1 της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (ΕΕ 1998, L 204, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ 1998, L 217, σ. 18, στο εξής: οδηγία 98/34), του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ 2000, L 178, σ. 1), καθώς και των άρθρων 2 και 9 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36).
2 Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Asociación Profesional Elite Taxi (στο εξής: Elite Taxi), επαγγελματικής οργάνωσης οδηγών ταξί της πόλης της Βαρκελώνης (Ισπανία), και της Uber Systems Spain SL [στο εξής: Uber Systems Spain], εταιρίας συνδεδεμένης με την Uber Technologies Inc., με αντικείμενο την επ’ αμοιβή παροχή από την Uber Systems Spain, μέσω ειδικής εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, μιας υπηρεσίας η οποία συνίσταται στη διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ μη επαγγελματιών οδηγών που χρησιμοποιούν δικό τους όχημα και ατόμων που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης, χωρίς η πάροχος της υπηρεσίας να έχει στην κατοχή της διοικητικές εγκρίσεις και άδειες.
Τονομικόπλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 98/34
3 Το άρθρο 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34 ορίζει τα ακόλουθα:
«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νο[είται] ως:
[...]
2) “υπηρεσία”: οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών.
Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, νοείται με τον όρο:
– “εξ αποστάσεως”: υπηρεσία που παρέχεται χωρίς τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι ταυτόχρονα παρόντα,
– “με ηλεκτρονικά μέσα”: υπηρεσία που παρέχεται στην αφετηρία της και γίνεται αποδεκτή στον προορισμό της μέσω εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) ή αποθήκευσης δεδομένων και η οποία παρέχεται, διαβιβάζεται και λαμβάνεται εξ ολοκλήρου μέσω τηλεφωνικής γραμμής, ραδιοφωνικής μετάδοσης, οπτικής ίνας ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα,
– “κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών”: υπηρεσία που παρέχεται με μετάδοση δεδομένων κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας.
Στο παράρτημα V περιέχεται ενδεικτικός κατάλογος των υπηρεσιών που δεν καλύπτονται από αυτόν τον ορισμό.
[...]»
4 Δυνάμει των άρθρων 10 και 11 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 2015, L 241, σ. 1), η οδηγία 98/34 καταργήθηκε από τις 7 Οκτωβρίου 2015. Εντούτοις, εξακολουθεί να έχει εφαρμογή ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης.
Η οδηγία 2000/31
5 Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31 προβλέπει ότι, για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής, ως «υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας» νοούνται οι υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34.
6 Το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2000/31 προβλέπει τα εξής:
«2. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν, για λόγους που αφορούν τον συντονισμένο τομέα, να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας οι οποίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.
[...]
4. Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 σε σχέση με συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:
α) τα μέτρα πρέπει:
i) να είναι αναγκαία για έναν από τους ακόλουθους λόγους:
– δημόσια τάξη, ιδίως πρόληψη, έρευνα, διαπίστωση και δίωξη εγκλημάτων, στα οποία περιλαμβάνονται η προστασία των ανηλίκων και η καταπολέμηση της πρόκλησης μίσους λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας, καθώς και οι παραβιάσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που αφορούν μεμονωμένα πρόσωπα,
– προστασία της δημόσιας υγείας,
– δημόσια ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της προάσπισης της εθνικής ασφάλειας και άμυνας,
– προστασία του καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένου και του επενδυτή·
ii) να στρέφονται κατά μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία βλάπτει τους στόχους που αναφέρονται στο σημείο i) ή συνιστά σοβαρό κίνδυνο που απειλεί να βλάψει τους προαναφερόμενους στόχους·
iii) να είναι ανάλογα προς τους στόχους αυτούς·
β) πριν από τη λήψη των εν λόγω μέτρων και ανεξαρτήτως τυχόν δικαστικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων των προκαταρκτικών διαδικασιών και ενεργειών που αναλαμβάνονται στα πλαίσια ποινικών ερευνών, το κράτος μέλος:
– έχει ζητήσει από το κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να λάβει μέτρα και το τελευταίο δεν έλαβε μέτρα ή τα μέτρα ήταν ανεπαρκή,
– έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 την πρόθεσή του να λάβει τέτοια μέτρα.»
Η οδηγία 2006/123
7 Κατά την αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2006/123, «[ο]ι υπηρεσίες μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των αστικών συγκοινωνιών, των αγοραίων οχημάτων (ταξί) και των ασθενοφόρων καθώς και οι λιμενικές υπηρεσίες θα πρέπει να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας».
8 Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της ως άνω οδηγίας προβλέπει ότι η οδηγία αυτή δεν έχει εφαρμογή στις υπηρεσίες του τομέα των μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των λιμενικών υπηρεσιών, που εμπίπτουν στο πεδίο του τίτλου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΕΚ, νυν τίτλου VI του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ.
9 Το κεφάλαιο III της οδηγίας 2006/123, το οποίο επιγράφεται «Ελευθερία εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών», περιλαμβάνει το άρθρο 9 της οδηγίας, το οποίο ορίζει, στην παράγραφο 1, τα ακόλουθα:
«Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και την άσκησή τους από σύστημα χορήγησης άδειας, παρά μόνον εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) το σύστημα χορήγησης άδειας δεν εισάγει διακρίσεις εις βάρος του παρόχου της υπηρεσίας·
β) η ανάγκη ύπαρξης συστήματος χορήγησης άδειας δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος·
γ) ο επιδιωκόμενος στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικό μέτρο, ιδίως επειδή οι εκ των υστέρων έλεγχοι θα λάμβαναν χώρα με πολύ μεγάλη καθυστέρηση για να είναι πραγματικά αποτελεσματικοί.»
10 Το κεφάλαιο IV της ίδιας οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών», περιλαμβάνει το άρθρο 16, όπου ορίζεται με ποιον τρόπο διασφαλίζεται το δικαίωμα των παρόχων υπηρεσιών να παρέχουν υπηρεσίες εντός κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο εδρεύουν.
Το ισπανικό δίκαιο
11 Στη μητροπολιτική περιοχή της Βαρκελώνης, η παροχή υπηρεσιών ταξί διέπεται από τον Ley 19/2003 del Taxi (νόμο 19/2003 για τις υπηρεσίες ταξί), της 4ης Ιουλίου 2003 (DOGC αριθ. 3926, της 16ης Ιουλίου 2003, και BOE αριθ. 189, της 8ης Αυγούστου 2003), και από τη Reglamento Metropolitano del Taxi (κανονιστική πράξη για τις υπηρεσίες ταξί στη μητροπολιτική περιοχή της Βαρκελώνης), η οποία έχει εκδοθεί από το Consell Metropolitá του Entitat Metropolitana de Transport de Barcelona (διοικητικό συμβούλιο του οργανισμού διαχείρισης των μέσων δημόσιας μεταφοράς της μητροπολιτικής περιοχής της Βαρκελώνης, Ισπανία), της 22ας Ιουλίου 2004.
12 Το άρθρο 4 του νόμου 19/2003 έχει ως εξής:
«1. Για την παροχή υπηρεσιών αστικού ταξί απαιτείται προηγούμενη άδεια για καθένα από τα οχήματα τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για την άσκηση της δραστηριότητας αυτής.
2. Οι άδειες για την παροχή υπηρεσιών αστικού ταξί εκδίδονται από τους Δήμους ή τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης στην περιφέρεια των οποίων πρόκειται να ασκηθεί η δραστηριότητα.
3. Για την παροχή υπηρεσιών υπεραστικού ταξί απαιτείται αντίστοιχη άδεια, η οποία εκδίδεται από το Υπουργείο Μεταφορών της περιφερειακής κυβέρνησης.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
13 Στις 29 Οκτωβρίου 2014 η Elite Taxi άσκησε αγωγή ενώπιον του Juzgado de lo Mercantil n° 3 de Barcelona (3ου εμποροδικείου της Βαρκελώνης, Ισπανία), με αίτημα να αναγνωριστεί ότι οι δραστηριότητες της Uber Systems Spain αντιβαίνουν στην ισχύουσα νομοθεσία και συνιστούν παραπλανητικές πρακτικές και πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού, κατά την έννοια του Ley 3/1991 de Competencia Desleal (νόμου 3/1991 για τον αθέμιτο ανταγωνισμό), της 10ης Ιανουαρίου 1991. Η Elite Taxi ζήτησε επίσης να υποχρεωθεί η Uber Systems Spain να παύσει την αθέμιτη συμπεριφορά της που συνίσταται στη στήριξη άλλων εταιριών του ίδιου ομίλου διά της παροχής υπηρεσιών κράτησης κατά παραγγελία μέσω είτε συσκευών κινητού τηλεφώνου είτε διαδικτύου. Τέλος, ζήτησε να απαγορευθεί στην Uber Systems Spain να ασκεί τη δραστηριότητα αυτή στο μέλλον.
14 Το Juzgado de lo Mercantil n° 3 de Barcelona (3ο εμποροδικείο της Βαρκελώνης) διαπίστωσε κατ’ αρχάς ότι, μολονότι η Uber Systems Spain ασκεί τη δραστηριότητά της στην Ισπανία, η δραστηριότητα αυτή συνδέεται με μια διεθνή πλατφόρμα, οπότε δικαιολογείται να κριθεί η δράση της εταιρίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περαιτέρω, παρατηρεί ότι ούτε η Uber Systems Spain ούτε οι μη επαγγελματίες οδηγοί των οχημάτων διαθέτουν τις άδειες και τις εγκρίσεις που προβλέπονται από την κανονιστική πράξη της 22ας Ιουλίου 2004 για τις υπηρεσίες ταξί στη μητροπολιτική περιοχή της Βαρκελώνης.
15 Προκειμένου να αποφανθεί αν οι πρακτικές της Uber Systems Spain και των συνδεδεμένων με αυτήν εταιριών (στο εξής, από κοινού: Uber) μπορούν να χαρακτηριστούν αθέμιτες και να θεωρηθούν αντίθετες προς τους ισπανικούς κανόνες για τον ανταγωνισμό, το Juzgado de lo Mercantil n° 3 de Barcelona (3ο εμποροδικείο της Βαρκελώνης) έκρινε ότι πρέπει οπωσδήποτε να ελέγξει αν η Uber οφείλει, ή όχι, να διαθέτει προηγούμενη διοικητική άδεια. Προς τούτο, απαιτείται να διευκρινιστεί αν οι υπηρεσίες τις οποίες παρέχει η Uber πρέπει να λογίζονται ως υπηρεσίες μεταφοράς, ως υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας ή ως συνδυασμός αυτών των δύο ειδών υπηρεσιών. Πράγματι, το αν υφίσταται υποχρέωση κατοχής προηγούμενης διοικητικής άδειας εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό των υπηρεσιών. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, σε περίπτωση που η επίδικη υπηρεσία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής είτε της οδηγίας 2006/123 είτε της οδηγίας 98/34, οι πρακτικές της Uber δεν μπορούν να θεωρηθούν αθέμιτες.
16 Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η Uber έρχεται σε επαφή ή συνδέεται με μη επαγγελματίες οδηγούς στους οποίους παρέχει σειρά εργαλείων πληροφορικής –μια διεπαφή– για να μπορούν και αυτοί, με τη σειρά τους, να επικοινωνούν με άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και εξασφαλίζουν πρόσβαση στην υπηρεσία μέσω της ομώνυμης εφαρμογής. Η δραστηριότητα της Uber έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα.
17 Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει επίσης ότι η αίτηση προδικαστικής απόφασης δεν αφορά σε καμία περίπτωση τα πραγματικά αυτά περιστατικά, αλλά μόνον τον νομικό χαρακτηρισμό της επίδικης υπηρεσίας.
18 Κατά συνέπεια, το Juzgado de lo Mercantil n° 3 de Barcelona (3ο εμποροδικείο της Βαρκελώνης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«(1) Στο μέτρο που το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της [οδηγίας 2006/123], αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας τις δραστηριότητες μεταφορών, πρέπει η κερδοσκοπική δραστηριότητα που ασκεί η εναγομένη, η οποία συνίσταται στη διαμεσολάβηση μεταξύ του ιδιοκτήτη οχήματος και του προσώπου που επιθυμεί να μετακινηθεί εντός της πόλεως, μέσω της διαχειρίσεως των μέσων πληροφορικής –διεπαφή και εφαρμογή λογισμικού (“έξυπνων τηλεφώνων και τεχνολογικής πλατφόρμας, κατά την [Uber Systems Spain]”– που επιτρέπουν τη σύνδεσή τους, να θεωρηθεί απλή δραστηριότητα στον τομέα των μεταφορών ή πρέπει να θεωρηθεί ηλεκτρονική υπηρεσία διαμεσολαβήσεως ή υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, όπως ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, [της οδηγίας 98/34];
2) Στο πλαίσιο του προσδιορισμού του νομικού χαρακτήρα της εν λόγω δραστηριότητας, μπορεί αυτή να θεωρηθεί εν μέρει υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών και πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να καλύπτεται η ηλεκτρονική υπηρεσία διαμεσολαβήσεως από την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών όπως αυτή κατοχυρώνεται στην κοινοτική νομοθεσία [από το] άρθρο 56 ΣΛΕΕ και [τις] οδηγίες [2006/123] και [2000/31];
3) Εάν θεωρηθεί ότι η υπηρεσία που παρέχει η Uber Systems Spain δεν είναι υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στις περιπτώσεις που καλύπτονται από την οδηγία 2006/123, αντιβαίνει το περιεχόμενο του άρθρου 15 του νόμου 3/1991, της 10ης Ιανουαρίου 1991, περί αθέμιτου ανταγωνισμού –που αφορά την παράβαση των κανόνων που ρυθμίζουν την ανταγωνιστική δραστηριότητα– στην οδηγία 2006/123 και ειδικότερα στο άρθρο 9 περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως και των συστημάτων χορηγήσεως άδειας, όταν η παραπομπή σε εθνικούς νόμους ή νομικούς κανόνες δεν λαμβάνει υπόψη ότι το σύστημα χορηγήσεως αδειών ή εξουσιοδοτήσεων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι περιοριστικό ή δυσανάλογο, δηλαδή δεν μπορεί να εμποδίζει αδικαιολόγητα την ελευθερία εγκαταστάσεως;
4) Εάν επιβεβαιωθεί ότι η οδηγία [2000/31] εφαρμόζεται στην υπηρεσία που παρέχει η Uber Systems Spain, συνιστούν οι περιορισμοί που επιβάλλει κράτος μέλος στην ελεύθερη παροχή της ηλεκτρονικής υπηρεσίας διαμεσολαβήσεως από άλλο κράτος μέλος, με τη μορφή της εξαρτήσεως της παροχής της υπηρεσίας από τη χορήγηση άδειας ή με τη μορφή δικαστικής διαταγής παύσεως της παροχής της ηλεκτρονικής υπηρεσίας διαμεσολαβήσεως κατ’ εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας περί αθέμιτου ανταγωνισμού, έγκυρα μέτρα τα οποία αποτελούν εξαιρέσεις στο άρθρο 3, παράγραφος 2, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 4, της [οδηγίας 2000/31];»
Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου
19 Η Elite Taxi θεωρεί ότι ο νομικός χαρακτηρισμός της υπηρεσίας που παρέχει η Uber δεν άπτεται της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι αυτός ο χαρακτηρισμός προϋποθέτει κρίση επί πραγματικών ζητημάτων. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δεν είναι, κατά την άποψή της, αρμόδιο να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα.
20 Επ’ αυτού, υπενθυμίζεται ότι το αιτούν δικαστήριο έχει καταστήσει σαφές, όπως προκύπτει από τη σκέψη 17 της παρούσας απόφασης, ότι τα ερωτήματά του δεν αφορούν τη διαπίστωση ή την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, αλλά μόνον τον νομικό χαρακτηρισμό της επίδικης υπηρεσίας. Ο χαρακτηρισμός, όμως, από πλευράς δικαίου της Ένωσης των πραγματικών περιστατικών που έχει δεχθεί το αιτούν δικαστήριο προϋποθέτει ερμηνεία του δικαίου αυτού, για την οποία το Δικαστήριο είναι αρμόδιο στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2015, Banif Plus Bank, C‑312/14, EU:C:2015:794, σκέψεις 51 και 52).
21 Επομένως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των υποβληθέντων ερωτημάτων.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του παραδεκτού
22 Η Ισπανική, η Ελληνική, η Ολλανδική, η Πολωνική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ υποστηρίζουν ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει αρκούντως ακριβείς πληροφορίες ούτε ως προς τις εφαρμοστέες εθνικές ρυθμίσεις ούτε ως προς τη φύση των δραστηριοτήτων τις οποίες αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης.
23 Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι άρνηση του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C-74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 25).
24 Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, η ανάγκη να δοθεί χρήσιμη για το αιτούν δικαστήριο ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει, όπως προκύπτει από το άρθρο 94, στοιχεία αʹ και βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να ορίζει ο εθνικός δικαστής το πραγματικό και νομικό πλαίσιο των προδικαστικών ερωτημάτων ή, τουλάχιστον, να εκθέτει τις πραγματικές περιστάσεις στις οποίες στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά (βλ. απόφαση της 10ης Μαΐου 2017, de Lobkowicz, C-690/15, EU:C:2017:355, σκέψη 28).
25 Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχονται στις αποφάσεις περί παραπομπής πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα στο μεν Δικαστήριο να δώσει χρήσιμες απαντήσεις, στις δε κυβερνήσεις των κρατών μελών και στα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο οφείλει να μεριμνά για τη διασφάλιση της δυνατότητας αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι, βάσει του προαναφερθέντος άρθρου, στα ενδιαφερόμενα μέρη κοινοποιούνται μόνον οι αποφάσεις περί παραπομπής, συνοδευόμενες από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα του κάθε κράτους μέλους, και όχι η εθνική δικογραφία που τυχόν διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο από το αιτούν δικαστήριο (απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38, C-477/14, EU:C:2016:324, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
26 Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι είναι δυνατό με βάση την απόφαση περί παραπομπής, έστω και αν αυτή αναφέρεται συνοπτικά μόνον στις σχετικές εθνικές διατάξεις, να προσδιοριστούν οι διατάξεις εκείνες που είναι δυνατόν να τύχουν εφαρμογής στην παροχή της επίδικης υπηρεσίας και οι οποίες επιβάλλουν την κατοχή προηγούμενης έγκρισης ή διοικητικής άδειας.
27 Ομοίως, χαρακτηρίζεται από επαρκή βαθμό ακρίβειας και η περιγραφή, από το αιτούν δικαστήριο, της παρεχόμενης από την Uber υπηρεσίας, της οποίας το περιεχόμενο υπομνήσθηκε στη σκέψη 16 της παρούσας απόφασης.
28 Τέλος, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει με ακρίβεια τους λόγους για τους οποίους διερωτάται επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα από το άρθρο 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.
29 Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση περί παραπομπής περιέχει πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα στο μεν Δικαστήριο να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, στα δε ενδιαφερόμενα μέρη να διατυπώσουν λυσιτελώς την άποψή τους επί των υποβληθέντων ερωτημάτων, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 25 της παρούσας απόφασης.
30 Η Πολωνική Κυβέρνηση εκφράζει, εξάλλου, αμφιβολίες ιδίως ως προς το αν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι, κατά την άποψή της, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά αμιγώς εσωτερική κατάσταση.
31 Εντούτοις, από την απόφαση περί παραπομπής, και συγκεκριμένα από τα υπομνησθέντα στη σκέψη 14 της παρούσας απόφασης στοιχεία, καθώς και από άλλα έγγραφα της δικογραφίας που έχει υποβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου συνάγεται ότι η επίδικη υπηρεσία παρέχεται μέσω εταιρίας η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της έχοντας ως βάση άλλο κράτος μέλος, ήτοι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών.
32 Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η αίτηση προδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή.
Επί της ουσίας
33 Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, που ενδείκνυται να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2006/123 και το άρθρο 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι υπηρεσία διαμεσολάβησης όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας, μέσω μιας εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, διευκολύνεται έναντι αμοιβής η επικοινωνία μεταξύ μη επαγγελματιών οδηγών που χρησιμοποιούν δικό τους όχημα και ατόμων που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης, πρέπει να χαρακτηριστεί «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών», κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ότι αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, της οδηγίας 2006/123 και της οδηγίας 2000/31, ή, αντιθέτως, αν η υπηρεσία αυτή διέπεται από το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, από την οδηγία 2006/123 και από την οδηγία 2000/31.
34 Επισημαίνεται, συναφώς, ότι υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία συνίσταται στη διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ μη επαγγελματία οδηγού που χρησιμοποιεί το δικό του όχημα και ατόμου που επιθυμεί να μετακινηθεί εντός πόλης αποτελεί, κατ’ αρχήν, υπηρεσία χωριστή από την υπηρεσία μεταφοράς, η οποία συνίσταται στην υλική πράξη της μετακίνησης προσώπων ή πραγμάτων από ένα μέρος σε άλλο, με τη χρήση οχήματος. Πρέπει να προστεθεί ότι οι υπηρεσίες αυτές, αν ληφθούν μεμονωμένα, ενδέχεται να διέπονται από διαφορετικές οδηγίες ή διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, όπως ορθώς εκτιμά το αιτούν δικαστήριο.
35 Συνεπώς, υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία καθιστά δυνατή τη μετάδοση, μέσω μιας εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, πληροφοριών σχετικών με την κράτηση υπηρεσίας μεταφοράς, μεταξύ του επιβάτη και του μη επαγγελματία οδηγού που χρησιμοποιεί δικό του όχημα και ο οποίος θα πραγματοποιήσει τη μεταφορά πληροί, κατ’ αρχήν, τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31. Αυτή η υπηρεσία διαμεσολάβησης συνιστά όντως, όπως προβλέπει ο ορισμός στην εν λόγω διάταξη της οδηγίας 98/34, «υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών».
36 Αντιθέτως, μια υπηρεσία μη συλλογικής αστικής μεταφοράς, όπως η υπηρεσία ταξί, πρέπει να χαρακτηριστεί «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2006/123, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 21 της οδηγίας αυτής (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, Trijber και Harmsen, C-340/14 και C-341/14, EU:C:2015:641, σκέψη 49).
37 Επισημαίνεται εντούτοις ότι μια υπηρεσία όπως η επίδικη εν προκειμένω δεν περιορίζεται μόνον στην υπηρεσία διαμεσολάβησης, η οποία συνίσταται στη διευκόλυνση, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, της επικοινωνίας μεταξύ μη επαγγελματία οδηγού που χρησιμοποιεί δικό του όχημα και ατόμου που επιθυμεί να μετακινηθεί εντός πόλης.
38 Πράγματι, σε μια κατάσταση όπως αυτή στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, όπου η μεταφορά των επιβατών πραγματοποιείται από μη επαγγελματίες οδηγούς με δικό τους όχημα, ο πάροχος της υπηρεσίας διαμεσολάβησης δημιουργεί ταυτόχρονα μια προσφορά υπηρεσιών αστικής μεταφοράς, την οποία καθιστά προσβάσιμη ιδίως μέσω εργαλείων πληροφορικής, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εφαρμογή, και οργανώνει, ως προς τη γενική της λειτουργία, υπέρ των προσώπων που προτίθενται να κάνουν χρήση της εν λόγω προσφοράς προκειμένου να μετακινηθούν εντός πόλης.
39 Συγκεκριμένα, από τις πληροφορίες που διαθέτει το Δικαστήριο προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της υπηρεσίας διαμεσολάβησης, η Uber επιλέγει μη επαγγελματίες οδηγούς που χρησιμοποιούν δικό τους όχημα και τους παρέχει μια εφαρμογή χωρίς την οποία οι μεν οδηγοί δεν θα ήταν σε θέση να παράσχουν τις υπηρεσίες μεταφοράς, τα δε άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης δεν θα είχαν πρόσβαση στις υπηρεσίες των οδηγών. Επιπλέον, η Uber ασκεί αποφασιστική επιρροή επί των όρων παροχής της υπηρεσίας από τους οδηγούς. Ως προς το σημείο αυτό, γίνεται ειδικότερα δεκτό ότι η Uber καθορίζει, μέσω της ομώνυμης εφαρμογής, τουλάχιστον το ανώτατο κόμιστρο, ότι εισπράττει το κόμιστρο από τον πελάτη και εν συνεχεία αποδίδει τμήμα του στον μη επαγγελματία οδηγό του οχήματος, και ότι ελέγχει σε κάποιον βαθμό την ποιότητα των οχημάτων και των οδηγών τους, αλλά και τη συμπεριφορά των τελευταίων, επ’ απειλή ακόμη και αποκλεισμού τους.
40 Επομένως, αυτή η υπηρεσία διαμεσολάβησης πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας συνολικής υπηρεσίας της οποίας κύριο στοιχείο είναι η υπηρεσία μεταφοράς και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, αλλά «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2006/123.
41 Ο ως άνω χαρακτηρισμός επιβεβαιώνεται άλλωστε από τη νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η έννοια «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών» καλύπτει όχι μόνον αυτές καθαυτές τις υπηρεσίες μεταφοράς, αλλά και κάθε υπηρεσία που συνδέεται εγγενώς με την υλική πράξη της μετακίνησης προσώπων ή εμπορευμάτων από ένα μέρος σε άλλο χάρη σε μεταφορικό μέσο [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Grupo Itevelesa κ.λπ., C-168/14, EU:C:2015:685, σκέψεις 45 και 46, και γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με τη Σιγκαπούρη), της 16ης Μαΐου 2017, EU:C:2017:376, σκέψη 61].
42 Κατά συνέπεια, η οδηγία 2000/31 δεν έχει εφαρμογή επί υπηρεσίας διαμεσολάβησης όπως η επίδικη εν προκειμένω.
43 Μια τέτοια υπηρεσία, εφόσον πρέπει να χαρακτηριστεί «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών», δεν υπόκειται ούτε στις διατάξεις της οδηγίας 2006/123, δεδομένου ότι αυτό το είδος υπηρεσιών καταλέγεται, όπως ορίζει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας, μεταξύ των υπηρεσιών που αποκλείονται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της.
44 Εξάλλου, η επίδικη εν προκειμένω υπηρεσία διαμεσολάβησης, δεδομένου ότι πρέπει να χαρακτηριστεί «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών», δεν διέπεται από το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εν γένει, αλλά από την ειδική διάταξη του άρθρου 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει ότι «[η] ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών διέπεται από τις διατάξεις του τίτλου που αφορά τις μεταφορές» (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Yellow Cab Verkehrsbetrieb, C‑338/09, EU:C:2010:814, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
45 Ως εκ τούτου, η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών πρέπει να εφαρμόζεται, όπως επιβάλλει η Συνθήκη ΛΕΕ, μέσω της υλοποίησης της κοινής πολιτικής μεταφορών (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Yellow Cab Verkehrsbetrieb, C-338/09, EU:C:2010:814, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
46 Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δεν έχουν θεσπίσει κοινούς κανόνες ούτε έχουν λάβει άλλα μέτρα βάσει του άρθρου 91, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σε σχέση με τις υπηρεσίες μη συλλογικής αστικής μεταφοράς και τις υπηρεσίες που συνδέονται άρρηκτα με αυτές, όπως είναι η επίδικη εν προκειμένω υπηρεσία διαμεσολάβησης.
47 Επομένως, στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται στα κράτη μέλη να ρυθμίζουν τους όρους παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης όπως η επίδικη εν προκειμένω, τηρώντας τους γενικούς κανόνες της Συνθήκης ΛΕΕ.
48 Κατά συνέπεια, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2006/123 και το άρθρο 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, έχουν την έννοια ότι υπηρεσία διαμεσολάβησης όπως η επίδικη εν προκειμένω, στο πλαίσιο της οποίας, μέσω μιας εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, διευκολύνεται έναντι αμοιβής η επικοινωνία μεταξύ μη επαγγελματιών οδηγών που χρησιμοποιούν δικό τους όχημα και ατόμων που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με υπηρεσία μεταφοράς και, κατ’ επέκταση, να χαρακτηριστεί «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών» κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, μια τέτοια υπηρεσία αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, της οδηγίας 2006/123 και της οδηγίας 2000/31.
49 Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα, τα οποία υποβλήθηκαν μόνο για την περίπτωση που θα κρινόταν ότι έχουν εφαρμογή η οδηγία 2006/123 ή η οδηγία 2000/31.
Επί των δικαστικών εξόδων
50 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:
Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, και με το άρθρο 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο»), έχουν την έννοια ότι υπηρεσία διαμεσολάβησης όπως η επίδικη εν προκειμένω, στο πλαίσιο της οποίας, μέσω μιας εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, διευκολύνεται έναντι αμοιβής η επικοινωνία μεταξύ μη επαγγελματιών οδηγών που χρησιμοποιούν δικό τους όχημα και ατόμων που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με υπηρεσία μεταφοράς και, κατ’ επέκταση, να χαρακτηριστεί «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών» κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, μια τέτοια υπηρεσία αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, της οδηγίας 2006/123 και της οδηγίας 2000/31.
Yπόθεση C‑462/16 Μείωση της βάσης επιβολής του ΦΠΑ στις εκπτώσεις που παρέχουν βάσει εθνικού νόμου οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις στα ιδιωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 20ής Δεκεμβρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος προστιθεμένης αξίας – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 90, παράγραφος 1 – Μείωση του τιμήματος υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζουν τα κράτη μέλη – Μείωση της βάσης επιβολής του φόρου – Αρχές που συνάγονται από την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, Elida Gibbs (C‑317/94, EU:C:1996:400) – Εκπτώσεις παρεχόμενες στα ιδιωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας»
Στην υπόθεση C‑462/16,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακό φορολογικό δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 22ας Ιουνίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Αυγούστου 2016, στο πλαίσιο της δίκης
Finanzamt Bingen‑Alzey
κατά
Boehringer Ingelheim Pharma GmbH & Co. KG,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, E. Levits, A. Borg Barthet (εισηγητή), M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Boehringer Ingelheim Pharma GmbH & Co. KG, εκπροσωπούμενη από τους A. Funke, Steuerberater, και H.‑H. von Cölln, Rechtsanwalt,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και R. Kanitz,
– η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον D. Robertson, επικουρούμενο από τον P. Mantle, barrister,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B.‑R. Killmann και R. Lyal,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 2017,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 90, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία ΦΠΑ).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Finanzamt Bingen‑Alzey (φορολογικής αρχής του Bringen‑Alzey, Γερμανία) (στο εξής: φορολογική αρχή) και της φαρμακευτικής επιχειρήσεως Boehringer Ingelheim Pharma GmbH & Co. KG, όσον αφορά τον καθορισμό του οφειλόμενου από αυτήν ποσού φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) για το οικονομικό έτος 2011.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Κατά το άρθρο 73 της οδηγίας ΦΠΑ:
«Για τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών, εκτός αυτών που αναφέρονται στα άρθρα 74 έως 77, η βάση επιβολής του φόρου περιλαμβάνει οτιδήποτε αποτελεί την αντιπαροχή, την οποία έλαβε ή πρόκειται να λάβει για τις πράξεις αυτές ο προμηθευτής ή ο παρέχων τις υπηρεσίες από τον αποκτώντα, τον λήπτη ή τρίτο πρόσωπο, περιλαμβανομένων των επιδοτήσεων που συνδέονται άμεσα με την τιμή των πράξεων αυτών.»
4 Το άρθρο 78 της εν λόγω οδηγίας ορίζει:
«Στη βάση επιβολής του φόρου περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:
α) τα τέλη, δικαιώματα, εισφορές και φόροι, με εξαίρεση τον ΦΠΑ·
[...]».
5 Το άρθρο 79 της ίδιας οδηγίας προβλέπει:
«Δεν περιλαμβάνονται στη βάση επιβολής του φόρου τα ακόλουθα:
α) οι μειώσεις της τιμής με τη μορφή έκπτωσης για προκαταβολική πληρωμή·
β) οι εκπτώσεις και επιστροφές τιμήματος, που χορηγούνται στον αποκτώντα ή το λήπτη κατά το χρόνο πραγματοποίησης της πράξης·
γ) τα ποσά τα οποία λαμβάνει ο υποκείμενος στον φόρο από τον αποκτώντα ή το λήπτη, για κάλυψη εξόδων που γίνονται στο όνομα και για λογαριασμό τους, και τα οποία έχουν καταχωρισθεί σε μεταβατικούς λογαριασμούς των λογιστικών του βιβλίων.
Ο υποκείμενος στον φόρο οφείλει να δικαιολογήσει το πραγματικό ποσό των εξόδων που αναγράφονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ), και δεν δικαιούται να εκπέσει τον ΦΠΑ, στον οποίο ενδεχομένως έχουν υποβληθεί.»
6 Κατά το άρθρο 90 της οδηγίας αυτής:
«1. Σε περίπτωση ακύρωσης, καταγγελίας, λύσης, ολικής ή μερικής μη καταβολής, ή μείωσης της τιμής, που επέρχεται μετά την πραγματοποίηση της πράξης, η βάση επιβολής του φόρου μειώνεται ανάλογα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τα κράτη μέλη.
2. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής μη καταβολής της τιμής, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τη διάταξη της παραγράφου 1.»
Το γερμανικό δίκαιο
7 Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Umsatzsteuergesetz (νόμου περί φόρου κύκλου εργασιών), όπως δημοσιεύθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2005 (BGBl. 2005 I, σ. 386), ορίζει τα εξής:
«Για τις παραδόσεις αγαθών και τις λοιπές παροχές υπηρεσιών (άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 1, πρώτη περίοδος) και τις ενδοκοινοτικές αγορές (άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 5), ο κύκλος εργασιών υπολογίζεται σύμφωνα με την αντιπαροχή που εισπράττεται. Η αντιπαροχή περιλαμβάνει οτιδήποτε δαπανά ο λήπτης της παροχής για να λάβει την παροχή, αφαιρουμένου όμως του φόρου κύκλου εργασιών. Περιλαμβάνεται επίσης στην αντιπαροχή οτιδήποτε καταβάλλει στον επιχειρηματία για την παροχή άλλο πρόσωπο, εκτός του λήπτη της παροχής. [...]»
8 Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του γερμανικού νόμου περί του φόρου κύκλου εργασιών, με τίτλο «Μεταβολή της βάσεως επιβολής του φόρου», ορίζει τα εξής:
«Σε περίπτωση τροποποιήσεως της βάσεως επιβολής του φόρου για πράξη υποκείμενη στον φόρο, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, σημείο 1, ο επιχειρηματίας που διενήργησε την πράξη οφείλει να διορθώσει το ποσό του οφειλόμενου για την εν λόγω πράξη φόρου. [...]»
9 Όσον αφορά την κάλυψη ασφαλίσεως υγείας από τα υποχρεωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας, το άρθρο 2 του Fünftes Buch Sozialgesetzbuch (Πέμπτου Μέρους του Κώδικα Κοινωνικής Νομοθεσίας), όπως ίσχυε στις 22 Δεκεμβρίου 2010 (BGBl. 2010 I, σ. 2309, στο εξής: SGB V), προβλέπει τα εξής:
«1. Τα ταμεία ασφαλίσεως υγείας οφείλουν να θέτουν στη διάθεση των προσώπων που ασφαλίζουν τις προβλεπόμενες στο κεφάλαιο III παροχές τηρουμένης της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως (άρθρο 12), στον βαθμό που οι παροχές αυτές δεν εμπίπτουν στην ευθύνη των ασφαλισμένων. Δεν αποκλείονται οι μέθοδοι θεραπείας, τα φάρμακα και οι θεραπείες άλλων ιατρικών συστημάτων. Η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα των παροχών πρέπει να ανταποκρίνονται στη γενικώς αποδεκτή κατάσταση των ιατρικών γνώσεων και να λαμβάνουν υπόψη την πρόοδο της ιατρικής.
2. Οι ασφαλισμένοι λαμβάνουν τις παροχές είτε σε είδος είτε σε υπηρεσίες, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο παρόν βιβλίο V ή στο βιβλίο IX. Κατόπιν αιτήσεως, οι παροχές μπορούν επίσης να παρασχεθούν υπό τη μορφή συμμετοχής σε “πολυκλαδικό Προσωπικό Προϋπολογισμό”· οι διατάξεις του άρθρου 17, παράγραφοι 2 έως 4, του βιβλίου IX σε συνδυασμό με τις διατάξεις του κανονισμού περί του προϋπολογισμού, καθώς και του άρθρου 159 του βιβλίου IX, έχουν εφαρμογή. Η εκπλήρωση των παροχών σε είδος και των παροχών υπηρεσιών αποτελεί το αντικείμενο συμβάσεων τις οποίες συνάπτουν τα ταμεία ασφαλίσεως υγείας με τους παρόχους υπηρεσιών βάσει των διατάξεων του κεφαλαίου IV.»
10 Κατά το άρθρο 130a, παράγραφος 1, του SGB V:
«Τα φαρμακεία παρέχουν στα δημόσια ταμεία ασφαλίσεως υγείας, για τα φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία τα εν λόγω ταμεία παρέχουν με δαπάνη τους στους ασφαλισμένους τους από 1ης Ιανουαρίου 2003, έκπτωση 6 % στην προ ΦΠΑ τιμή πωλήσεως που εφαρμόζει η φαρμακευτική εταιρία. Οι φαρμακευτικές εταιρίες υποχρεούνται να καταβάλλουν στα φαρμακεία το ποσό της εν λόγω εκπτώσεως. Στον βαθμό που μεσολαβούν χονδρέμποροι σύμφωνα με την παράγραφο 5, οι φαρμακευτικές εταιρίες υποχρεούνται να καταβάλλουν την έκπτωση στους χονδρέμπορους. Η έκπτωση πρέπει να καταβάλλεται στα φαρμακεία και στους χονδρέμπορους εντός δέκα ημερών από την επομένη της υποβολής της αιτήσεως. [...]»
11 Όσον αφορά τους ασφαλισμένους σε ιδιωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας, το άρθρο 192 του Versicherungsvertragsgesetz (νόμου περί ασφαλιστικής συμβάσεως), όπως ίσχυε στις 23 Νοεμβρίου 2007 (BGBl. 2007 Ι, σ. 2631), με τίτλο «Παροχές συμβατικής φύσεως του ασφαλιστή», προβλέπει τα εξής:
«(1) Στην ασφάλιση των δαπανών ασθενείας, ο ασφαλιστής υποχρεούται, εντός των συμφωνηθέντων ορίων, να επιστρέψει τις δαπάνες ιατρικής περίθαλψης που ήταν αναγκαία λόγω της ασθένειας ή κατόπιν ατυχήματος και όλων των άλλων παροχών που συμφωνήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη και τον τοκετό, καθώς και των δαπανών για προληπτικούς προσυμπτωματικούς ιατρικούς ελέγχους βάσει προγραμμάτων που εφαρμόζονται εκ του νόμου.
[...]»
12 Όσον αφορά τα πρόσωπα που δικαιούνται επιστροφή των ιατρικών δαπανών τους βάσει του δικαίου περί δημοσίων υπαλλήλων, το άρθρο 80 του Bundesbeamtengesetz (γερμανικού νόμου περί ομοσπονδιακών υπαλλήλων), όπως ίσχυε στις 14 Νοεμβρίου 2011 (BGBl. 2011 Ι, σ. 2219), με τίτλο «Παροχές σε περίπτωση ασθενείας, ιατρικής περιθάλψεως και γεννήσεως», ορίζει τα εξής:
«(1) Δικαιούχοι των παροχών
1. οι υπάλληλοι που δικαιούνται μισθό ή έχουν λάβει γονική άδεια,
[...]
(2) Επιλέξιμες είναι, κατ’ αρχήν, μόνον οι αναγκαίες και εύλογες από οικονομικής απόψεως δαπάνες
1. σε περίπτωση ασθενείας και ιατρικής περιθάλψεως
[...]
(3) Οι παροχές χορηγούνται υπό τη μορφή επιστροφής του 50 % τουλάχιστον των επιλέξιμων δαπανών.
[...]»
13 Κατά το άρθρο 1 του Gesetz über Rabatte für Arzneimittel (νόμου περί εκπτώσεων για φαρμακευτικά προϊόντα), όπως ίσχυε στις 22 Δεκεμβρίου 2010 (BGBl. 2010 Ι, σ. 2262):
«Οι φαρμακευτικές εταιρίες υποχρεούνται να παρέχουν έκπτωση στα ιδιωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας και στους [οργανισμούς που αναλαμβάνουν τις δαπάνες αυτές βάσει της νομοθεσίας περί δημοσίων υπαλλήλων], όταν αυτά επιστρέφουν στους ασφαλισμένους βάσει ιδιωτικής ασφάλισης τη δαπάνη τους για συνταγογραφούμενα φάρμακα, είτε εν μέρει είτε εξ ολοκλήρου, αναλόγως του ποσοστού της επιστροφής, κατά το ίδιο ποσοστό με εκείνο που προβλέπεται στο άρθρο 130a, παράγραφοι 1, 1a, 2, 3, 3a και 3b του SGB V. […]»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
14 Η Boehringer Ingelheim Pharma παρασκευάζει φαρμακευτικά προϊόντα και τα διαθέτει, στο πλαίσιο φορολογητέων παραδόσεων, σε φαρμακεία μέσω χονδρεμπόρων.
15 Όσον αφορά το (δημόσιο) σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως υγείας, τα φαρμακεία παραδίδουν τα φαρμακευτικά προϊόντα στους ασφαλισμένους βάσει συμβάσεως‑πλαισίου που έχουν συνάψει με την εθνική ομοσπονδία δημοσίων ταμείων ασφαλίσεως υγείας. Τα φαρμακευτικά προϊόντα παραδίδονται στα ταμεία ασφαλίσεως υγείας, τα οποία τα διαθέτουν στους ασφαλισμένους τους. Τα φαρμακεία παρέχουν στα ταμεία ασφαλίσεως υγείας έκπτωση επί της τιμής των φαρμακευτικών προϊόντων. Η Boehringer Ingelheim Pharma, ως φαρμακευτική εταιρία, υποχρεούται να καταβάλλει την έκπτωση αυτή στα φαρμακεία ή στους χονδρεμπόρους, εφόσον μετέχουν στη διαδικασία. Για τους σκοπούς επιβολής του ΦΠΑ, η φορολογική αρχή θεωρεί την έκπτωση ως μείωση της αντιπαροχής.
16 Όσον αφορά, αντιθέτως, τα φαρμακευτικά προϊόντα που προορίζονται για ιδιωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας, τα φαρμακεία διαθέτουν τα φαρμακευτικά προϊόντα στα πρόσωπα αυτά βάσει ατομικών συμβάσεων. Τα ιδιωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας δεν αγοράζουν τα φαρμακευτικά προϊόντα, αλλά απλώς καταβάλλουν στους ασφαλισμένους τους, όταν το ζητήσουν, τη δαπάνη στην οποία αυτοί υποβάλλονται. Στην περίπτωση αυτή, η Boehringer Ingelheim Pharma υποχρεούται να παρέχει στα ιδιωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας έκπτωση επί της τιμής του φαρμακευτικού προϊόντος. Η φορολογική αρχή δεν αναγνωρίζει την έκπτωση αυτή ως μείωση της αντιπαροχής για τους σκοπούς επιβολής του ΦΠΑ.
17 Το 2012, η Boehringer Ingelheim Pharma υπέβαλε ετήσια δήλωση ΦΠΑ για το οικονομικό έτος 2011, παραθέτοντας, μεταξύ άλλων, τις φορολογητέες πράξεις και τις σχετικές βάσεις επιβολής του φόρου.
18 Με τη δήλωση αυτή, η Boehringer Ingelheim Pharma διόρθωσε, για τις πράξεις που αφορούσαν φαρμακευτικά προϊόντα που αγοράστηκαν από ασφαλισμένους σε ιδιωτικά ασφαλιστικά ταμεία υγείας, τη βάση επιβολής του φόρου αφαιρώντας τις επιστροφές που έπρεπε να καταβάλει η ίδια.
19 Η φορολογική αρχή θεώρησε ότι δεν δικαιολογείται μείωση της βάσης επιβολής του φόρου της Boehringer Ingelheim Pharma όσον αφορά τις επιστροφές στα ιδιωτικά ασφαλιστικά ταμεία. Καθόρισε, ως εκ τούτου, τον ΦΠΑ στο ποσό που οφειλόταν σύμφωνα με την προ της μειώσεως βάση επιβολής του φόρου.
20 Η Boehringer Ingelheim Pharma άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της φορολογικής αρχής, ενώπιον του Finanzgericht Rheinland-Pfalz (φορολογικού δικαστηρίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου, Γερμανία), όσον αφορά τις επιστροφές στα ιδιωτικά ταμεία ασφαλίσεως.
21 Υποστήριξε ότι το υποχρεωτικό ή το ιδιωτικό ταμείο ασφαλίσεως υγείας βρισκόταν στο τέλος μιας αλυσίδας συναλλαγών, οπότε η βάση επιβολής του φόρου έπρεπε να μειωθεί και στις δύο περιπτώσεις. Κατ’ αυτήν, δεν ασκεί επιρροή το αν πρόκειται για παρασχεθείσες επιστροφές ή μειώσεις τιμής, δεδομένου ότι αμφότερες έπρεπε να έχουν την ίδια μεταχείριση από πλευράς ΦΠΑ.
22 Το Finanzgericht Rheinland-Pfalz (φορολογικό δικαστήριο της Ρηνανίας-Παλατινάτου) δέχθηκε την προσφυγή της Boehringer Ingelheim Pharma, αποφαινόμενο ότι δεν έπρεπε να γίνει η διάκριση στην οποία προέβη η φορολογική αρχή μεταξύ των μειώσεων τιμής που χορηγήθηκαν στα υποχρεωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας για τα φαρμακευτικά προϊόντα που αγοράστηκαν και των επιστροφών που πραγματοποιήθηκαν κατά την αγορά των εν λόγω προϊόντων στο πλαίσιο του συστήματος ιδιωτικής ασφαλίσεως υγείας.
23 Η φορολογική αρχή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής του Finanzgericht Rheinland-Pfalz (φορολογικού δικαστηρίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου) ενώπιον του Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακού φορολογικού δικαστηρίου, Γερμανία).
24 Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι όταν ένας κατασκευαστής προϊόντος ο οποίος, μολονότι δεν συνδέεται συμβατικώς με τον τελικό καταναλωτή, αλλά αποτελεί τον πρώτο κρίκο μιας αλυσίδας συναλλαγών που καταλήγει στον τελικό καταναλωτή, του χορηγεί έκπτωση, η βάση επιβολής του φόρου για τους σκοπούς εφαρμογής του ΦΠΑ πρέπει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να μειώνεται αναλόγως της σχετικής εκπτώσεως (βλ. υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 1996, Elida Gibbs, C‑317/94, EU:C:1996:400, σκέψεις 28 και 31, καθώς και της 16ης Ιανουαρίου 2014, Ibero Tours, C‑300/12, EU:C:2014:8, σκέψη 29).
25 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το Δικαστήριο απέρριψε, ωστόσο, τη μείωση της βάσης επιβολής του φόρου σε περίπτωση κατά την οποία πρακτορείο ταξιδίων, ενεργώντας ως μεσάζων, χορήγησε στον τελικό καταναλωτή, με δική του πρωτοβουλία και με δική του επιβάρυνση, έκπτωση όσον αφορά την κύρια παροχή για την οποία υπεύθυνος ήταν ο διοργανωτής περιηγήσεων (απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2014, Ibero Tours, C‑300/12, EU:C:2014:8, σκέψη 33). Το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην απόφαση εκείνη ήταν ότι το πρακτορείο ταξιδίων δεν αποτελούσε μέρος της αλυσίδας παροχών που αρχίζει από τον διοργανωτή περιηγήσεων και καταλήγει στον τελικό καταναλωτή.
26 Κατά το αιτούν δικαστήριο, η νομολογία του Δικαστηρίου πρέπει να εκληφθεί υπό την έννοια ότι οι εκπτώσεις στην τιμή που χορηγεί ο επιχειρηματίας σε τρίτον με τον οποίο δεν συνδέεται συμβατικώς μειώνουν τη βάση υπολογισμού του ΦΠΑ που οφείλεται επί της παροχής του επιχειρηματία αυτού μόνον όταν ο επιχειρηματίας και ο τρίτος δικαιούχος της εκπτώσεως συνδέονται με μια αλυσίδα συναλλαγών. Εν προκειμένω, οι εκπτώσεις υπέρ των ιδιωτικών ταμείων ασφαλίσεως υγείας δεν μειώνουν τη βάση υπολογισμού του ΦΠΑ που οφείλεται για τις παραδόσεις που πραγματοποίησε η Boehringer Ingelheim Pharma, δεδομένου ότι τα ιδιωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας που δικαιούνται την έκπτωση δεν αποτελούν μέρος της αλυσίδας παροχών που αρχίζει από την εν λόγω επιχείρηση και καταλήγει στον τελικό καταναλωτή.
27 Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το να μη μειώνεται η βάση επιβολής του φόρου στην περίπτωση των εκπτώσεων που χορηγούνται σε ιδιωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των εκπτώσεων που χορηγούνται στον τομέα της υποχρεωτικής ασφαλίσεως υγείας, μολονότι η επιβάρυνση της φαρμακευτικής επιχείρησης είναι η ίδια και για τις δύο εκπτώσεις, δεν συνάδει με τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως του άρθρου 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για παρεμφερείς καταστάσεις και το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, επομένως, πώς δικαιολογείται αντικειμενικώς η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση.
28 Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι, ενώ η παραβίαση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας μπορεί να νοηθεί μόνο μεταξύ ανταγωνιστών επιχειρηματιών, η παραβίαση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μπορεί να χαρακτηρίζεται, στον φορολογικό τομέα, από άλλα είδη διακρίσεων που θίγουν επιχειρηματίες οι οποίοι δεν είναι κατ’ ανάγκην ανταγωνιστές, αλλά βρίσκονται πάντως σε παρεμφερή από άλλες απόψεις κατάσταση (αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2008, Marks & Spencer, C‑309/06, EU:C:2008:211, σκέψη 49, καθώς και της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Σουηδίας, C‑480/10, EU:C:2013:263, σκέψη 17). Εντεύθεν συνάγεται ότι, στον φορολογικό τομέα, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν συμπίπτει με την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας (απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Σουηδίας, C‑480/10, EU:C:2013:263, σκέψη 18).
29 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesfinanzhof (ομοσπονδιακό φορολογικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:
«Βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, Elida Gibbs, C‑317/94, EU:C:1996:400, σκέψεις 28 και 31) και λαμβανομένης υπόψη της αρχής του δικαίου της Ένωσης περί ίσης μεταχειρίσεως, έχει φαρμακευτική επιχείρηση, η οποία δραστηριοποιείται στη διάθεση φαρμάκων, δικαίωμα μειώσεως της βάσεως επιβολής του φόρου δυνάμει του άρθρου 90 της οδηγίας ΦΠΑ, εφόσον:
– διαθέτει τα φάρμακα αυτά σε φαρμακεία μέσω χονδρεμπόρων,
– τα φαρμακεία διαθέτουν τα φάρμακα, με πράξεις υποκείμενες στον φόρο, σε ασφαλισμένους σε προγράμματα ιδιωτικής ασφαλίσεως υγείας,
– ο ασφαλιστής που έχει αναλάβει την ασφαλιστική κάλυψη των δαπανών ασθενείας (ήτοι η επιχείρηση ιδιωτικής ασφαλίσεως υγείας) καταβάλλει στους ασφαλισμένους του τις δαπάνες για την προμήθεια των φαρμάκων, και
– η φαρμακευτική επιχείρηση υποχρεούται εκ του νόμου να χορηγεί “έκπτωση” στην επιχείρηση ιδιωτικής ασφαλίσεως υγείας;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
30 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν εάν, υπό το πρίσμα των αρχών που συνήγαγε το Δικαστήριο στην απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, Elida Gibbs (C‑317/94, EU:C:1996:400, σκέψεις 28 και 31), όσον αφορά τον προσδιορισμό της βάσεως επιβολής του ΦΠΑ, και λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως κατά το δίκαιο της Ένωσης, το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ έχει την έννοια ότι η έκπτωση που παρέχεται βάσει εθνικού νόμου από φαρμακευτική επιχείρηση σε ιδιωτικό ασφαλιστικό ταμείο συνεπάγεται, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, μείωση της βάσης επιβολής του φόρου υπέρ της εν λόγω φαρμακευτικής επιχειρήσεως, όταν πραγματοποιούνται παραδόσεις φαρμακευτικών προϊόντων μέσω χονδρεμπόρων σε φαρμακεία τα οποία πραγματοποιούν τις εν λόγω παραδόσεις σε ασφαλισμένους σε ιδιωτικό ταμείο ασφαλίσεως υγείας το οποίο επιστρέφει στους ασφαλισμένους του την τιμή της αγοράς των φαρμακευτικών προϊόντων.
31 Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει, πρώτον, να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 73 της οδηγίας ΦΠΑ, για τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών η βάση επιβολής του φόρου περιλαμβάνει οτιδήποτε αποτελεί την αντιπαροχή την οποία έλαβε ή πρόκειται να λάβει για τις πράξεις αυτές ο προμηθευτής ή ο παρέχων τις υπηρεσίες από τον αποκτώντα, τον λήπτη ή τρίτο πρόσωπο, περιλαμβανομένων των επιδοτήσεων που συνδέονται άμεσα με την τιμή των πράξεων αυτών.
32 Ακολούθως, πρέπει να υπενθυμιστεί επίσης ότι το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ, το οποίο αφορά τις περιπτώσεις ακυρώσεως, καταγγελίας, λύσεως, ολικής ή μερικής μη καταβολής ή μειώσεως της τιμής, επερχομένης μετά την πραγματοποίηση της πράξεως, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μειώσουν τη βάση επιβολής του φόρου, άρα και του ποσού του ΦΠΑ που οφείλει ο υποκείμενος στον φόρο, οσάκις, κατόπιν μιας πράξεως, ο υποκείμενος στον φόρο δεν λαμβάνει την αντιπαροχή ή λαμβάνει μόνο ένα μέρος της. Η διάταξη αυτή αποτελεί έκφραση μιας θεμελιώδους αρχής της οδηγίας ΦΠΑ, κατά την οποία η βάση επιβολής του φόρου συνίσταται στην πράγματι ληφθείσα αντιπαροχή, συνέπεια δε της αρχής αυτής είναι ότι η φορολογική αρχή δεν μπορεί να εισπράξει ως ΦΠΑ ποσό υψηλότερο εκείνου που εισέπραξε ο υποκείμενος στον φόρο (απόφαση της 15ης Μαΐου 2014, Almos Agrárkülkereskedelmi, C‑337/13, EU:C:2014:328, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
33 Τέλος, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μία από τις βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται το σύστημα του ΦΠΑ είναι η αρχή της ουδετερότητας, υπό την έννοια ότι σε παρόμοια προϊόντα, εντός κάθε χώρας, επιβάλλεται η ίδια φορολογική επιβάρυνση, ανεξαρτήτως του μήκους του κυκλώματος παραγωγής και διανομής (απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, Elida Gibbs, C‑317/94, EU:C:1996:400, σκέψη 20).
34 Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η φαρμακευτική επιχείρηση υποχρεούται, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, να παρέχει εκπτώσεις στα ιδιωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας, όταν αυτά επιστρέφουν στους ασφαλισμένους τη δαπάνη στην οποία υποβλήθηκαν για συνταγογραφούμενα φάρμακα, είτε εν μέρει είτε εξ ολοκλήρου, αναλόγως του ποσοστού επιστροφής, κατά το ίδιο ποσοστό με εκείνο που προβλέπεται για τα ταμεία του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως υγείας. Η φορολογική αρχή δεν αναγνωρίζει την έκπτωση αυτή ως μείωση της βάσης επιβολής του φόρου.
35 Επομένως, λόγω της νομοθεσίας αυτής, η Boehringer Ingelheim Pharma είχε στη διάθεσή της ποσό που αντιστοιχεί στην τιμή πωλήσεως των προϊόντων αυτών στα φαρμακεία μειωμένο κατά την εν λόγω έκπτωση. Συνεπώς, δεν συμβιβάζεται προς την οδηγία ΦΠΑ το να είναι η βάση επιβολής του φόρου επί της οποίας υπολογίζεται ο ΦΠΑ που οφείλει η φαρμακευτική επιχείρηση, ως υποκείμενη στον φόρο, ανώτερη του ποσού το οποίο αυτή εν τέλει εισέπραξε. Αν όντως ίσχυε αυτό, δεν θα τηρούνταν η αρχή της ουδετερότητας του ΦΠΑ έναντι των υποκειμένων στον φόρο, στους οποίους περιλαμβάνεται η φαρμακευτική επιχείρηση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, Elida Gibbs, C‑317/94, EU:C:1996:400, σκέψη 28).
36 Κατά συνέπεια, η βάση επιβολής του φόρου που ισχύει για την Boehringer Ingelheim Pharma ως υποκείμενης στον φόρο πρέπει να συνίσταται στο ποσό που αντιστοιχεί στην τιμή στην οποία πώλησε τα φαρμακευτικά προϊόντα στα φαρμακεία, μειωμένη κατά την αξία της εκπτώσεως που παρείχε στα ιδιωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας όταν τα εν λόγω ταμεία επέστρεψαν στους ασφαλισμένους τους τη δαπάνη στην οποία υποβλήθηκαν για την αγορά των εν λόγω προϊόντων.
37 Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει, στη σκέψη 31 της αποφάσεως της 24ης Οκτωβρίου 1996, Elida Gibbs (C‑317/94, EU:C:1996:400), ότι το άρθρο 11, Γ, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία), το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 90 της οδηγίας ΦΠΑ, αναφέρεται στη συνήθη περίπτωση των συμβατικών σχέσεων, οι οποίες συνάπτονται άμεσα μεταξύ δύο συμβαλλομένων και οι οποίες υφίστανται κατόπιν τροποποίηση.
38 Ωστόσο, επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση, πρώτον, ότι, στην ίδια σκέψη 31 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η διάταξη αυτή συνιστά την έκφραση της αρχής της ουδετερότητας και, επομένως, η εφαρμογή της δεν μπορεί να υπονομεύσει την υλοποίηση της εν λόγω αρχής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, Elida Gibbs, C‑317/94, EU:C:1996:400, σκέψη 31).
39 Δεύτερον, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ δεν προϋποθέτει, για να μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη αυτή, μεταγενέστερη τροποποίηση των συμβατικών σχέσεων. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή υποχρεώνει, κατ’ αρχήν, τα κράτη μέλη να μειώσουν τη βάση επιβολής του φόρου, οσάκις, κατόπιν μιας πράξεως, ο υποκείμενος στον φόρο δεν λαμβάνει την αντιπαροχή ή λαμβάνει μόνο ένα μέρος της. Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, Elida Gibbs (C‑317/94, EU:C:1996:400), θέλησε να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, Γ, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 90 της οδηγίας ΦΠΑ. Αντιθέτως, από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή προκύπτει ότι δεν είχε γίνει καμία τροποποίηση των συμβατικών σχέσεων. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 11, Γ, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας είχε εφαρμογή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 29ης Μαΐου 2001, Freemans, C‑86/99, EU:C:2001:291, σκέψη 33).
40 Εξάλλου, το γεγονός ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο άμεσος δικαιούχος των παραδόσεων των επίμαχων φαρμάκων δεν είναι το ιδιωτικό ασφαλιστικό ταμείο που προβαίνει σε επιστροφή στους ασφαλισμένους, αλλά οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι, δεν είναι ικανό να καταλύσει την άμεση σχέση που υφίσταται μεταξύ της πραγματοποιηθείσας παραδόσεως αγαθών και της εισπραχθείσας αντιπαροχής (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, Le Rayon d’Or, C‑151/13, EU:C:2014:185, σκέψη 35).
41 Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 44 και 45 των προτάσεών του, τα ποσά που καταβλήθηκαν τη στιγμή της αγοράς των φαρμακευτικών προϊόντων πρέπει να θεωρηθούν ως η αντιπαροχή που λαμβάνεται από τρίτο, κατά την έννοια του άρθρου 73 της οδηγίας ΦΠΑ, όταν οι τρίτοι αυτοί, δηλαδή οι ασφαλισμένοι, ζήτησαν από τα ιδιωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας την επιστροφή και τα εν λόγω ταμεία έλαβαν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, την έκπτωση που έπρεπε να τους παράσχει η φαρμακευτική επιχείρηση. Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των επίμαχων στην κύρια δίκη πραγματικών περιστατικών, τα ιδιωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας πρέπει να θεωρηθούν ως ο τελικός καταναλωτής της παραδόσεως που πραγματοποίησε φαρμακευτική επιχείρηση υποκείμενη σε ΦΠΑ, οπότε το ποσό που εισέπραξε η φορολογική αρχή δεν μπορεί να είναι υψηλότερο εκείνου που κατέβαλε ο τελικός καταναλωτής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, Elida Gibbs, C‑317/94, EU:C:1996:400, σκέψη 24).
42 Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι μέρος της αντιπαροχής δεν εισπράχθηκε από τον υποκείμενο στον φόρο λόγω της εκπτώσεως που παρέσχε αυτός στα ιδιωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας, υπήρξε όντως μείωση της τιμής τη στιγμή της διενέργειας της πράξεως, κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ.
43 Επιπλέον, όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη έκπτωση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η έκπτωση αυτή καθορίζεται από τον νόμο και ότι παρέχεται υποχρεωτικά από τη φαρμακευτική επιχείρηση στα ιδιωτικά ταμεία ασφαλίσεως υγείας τα οποία επιστρέφουν στους ασφαλισμένους τους τη δαπάνη στην οποία υποβλήθηκαν για την αγορά φαρμακευτικών προϊόντων. Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, υπό τις συνθήκες αυτές, η φαρμακευτική επιχείρηση δεν μπορούσε να διαθέσει κατά το δοκούν το σύνολο της τιμής που εισέπραξε κατά την πώληση των προϊόντων της στα φαρμακεία ή στους χονδρέμπορους (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, International Bingo Technology, C‑377/11, EU:C:2012:503, σκέψη 31).
44 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, στη σκέψη 28 της αποφάσεως της 19ης Ιουλίου 2012, International Bingo Technology (C‑377/11, EU:C:2012:503), όσον αφορά εκ του νόμου υποχρέωση σχετικά με διανεμόμενα κέρδη σε παιχνίδι μπίνγκο, ότι, στον βαθμό που το μέρος του αντιτίμου πωλήσεως των δελτίων που διανέμεται ως κέρδος στους παίκτες είναι εκ των προτέρων καθορισμένο από τον νόμο και υποχρεωτικό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τμήμα της αντιπαροχής που λαμβάνει ο διοργανωτής του παιχνιδιού για την υπηρεσία που παρέσχε.
45 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 42 των προτάσεών του, μολονότι το Δικαστήριο επικέντρωσε, στην εν λόγω απόφαση, την ανάλυσή του στην ερμηνεία του άρθρου 73 της οδηγίας ΦΠΑ, η ερμηνεία που παρέχεται στην ίδια απόφαση επί της εννοίας της «αντιπαροχής», που προβλέπεται στη διάταξη αυτή, μπορεί να εφαρμοστεί και στην έκφραση «σε περίπτωση […] μειώσεως της τιμής» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 90 της εν λόγω οδηγίας, στον βαθμό που τόσο η διάταξη αυτή όσο και το άρθρο 73 της οδηγίας αυτής προσδιορίζουν τα συστατικά της βάσης επιβολής του φόρου.
46 Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, υπό το πρίσμα των αρχών που συνήγαγε το Δικαστήριο με την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, Elida Gibbs (C‑317/94, EU:C:1996:400, σκέψεις 28 και 31), όσον αφορά τον προσδιορισμό της βάσης επιβολής του ΦΠΑ, και λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως κατά το δίκαιο της Ένωσης, το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ έχει την έννοια ότι η έκπτωση που παρέχεται, βάσει εθνικού νόμου, από φαρμακευτική επιχείρηση σε ιδιωτικό ταμείο ασφαλίσεως υγείας συνεπάγεται, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, μείωση της βάσης επιβολής του φόρου υπέρ της φαρμακευτικής αυτής επιχειρήσεως, όταν οι παραδόσεις φαρμακευτικών προϊόντων πραγματοποιούνται μέσω χονδρεμπόρων σε φαρμακεία τα οποία πραγματοποιούν τις εν λόγω παραδόσεις σε ασφαλισμένους σε ιδιωτικό ταμείο ασφαλίσεως υγείας, το οποίο επιστρέφει στους ασφαλισμένους του την τιμή της αγοράς των φαρμακευτικών προϊόντων.
Επί των δικαστικών εξόδων
47 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:
Με γνώμονα τις αρχές που συνήγαγε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, ElidaGibbs (C‑317/94, EU:C:1996:400, σκέψεις 28 και 31), όσον αφορά τον προσδιορισμό της βάσης επιβολής του φόρου προστιθέμενης αξίας, και λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως κατά το δίκαιο της Ένωσης, το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι η έκπτωση που παρέχεται, βάσει εθνικού νόμου, από φαρμακευτική επιχείρηση σε ιδιωτικό ταμείο ασφαλίσεως υγείας συνεπάγεται, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, μείωση της βάσης επιβολής του φόρου υπέρ της φαρμακευτικής αυτής επιχειρήσεως, όταν οι παραδόσεις φαρμακευτικών προϊόντων πραγματοποιούνται μέσω χονδρεμπόρων σε φαρμακεία τα οποία πραγματοποιούν τις εν λόγω παραδόσεις σε ασφαλισμένους σε ιδιωτικό ταμείο ασφαλίσεως υγείας το οποίο επιστρέφει στους ασφαλισμένους του την τιμή της αγοράς των φαρμακευτικών προϊόντων.
Άρθρα Φιλόδοξο σχέδιο για αυτοματοποιημένη είσπραξη οφειλών από το Δημόσιο
www.artion.gr
Η χρήση των αναγκαστικών μέτρων κατάσχεσης από το Δημόσιο για οφειλές ιδιωτών έχει γνωρίσει κατακόρυφη αύξηση μέσα στα χρόνια των μνημονίων. Από τη μείωση του ορίου κατάσχεσης στα 1.250 ευρώ ανά οφειλέτη έως την επανέναρξη των πλειστηριασμών κατοικίας με επισπεύδοντα το ίδιο το Δημόσιο, έχει δημιουργηθεί ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα φορολογικής βάσης και περιουσίας η οποία είναι δεκτική αναγκαστικών μέτρων είσπραξης. Από δημοσιευμένα στοιχεία προκύπτει πως μόνο τον Οκτώβριο του 2017 πραγματοποιήθηκαν 1.041 κατασχέσεις την ημέρα, κατά μέσο όρο, σε καταθέσεις, εισοδήματα, ακίνητα και κινητά περιουσιακά στοιχεία οφειλετών του Δημοσίου, κυρίως φορολογουμένων με μικρά ποσά χρεών (συνολικά 22.903 αναγκαστικά μέτρα είσπραξης). Γνωστά είναι άλλωστε τα συχνά λάθη διαδικαστικού τύπου (π.χ. εσφαλμένη διαδικασία επίδοσης έκθεσης ελέγχου, κατάσχεσης τραπεζικού λογαριασμού κτλ) που έχουν στοιχίσει την κατάπτωση ελεγχόμενων υποθέσεων στα Δικαστήρια για τυπικούς λόγους και όχι λόγους ουσίας.
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η διαχείριση ενός τέτοιου όγκου υποθέσεων τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον, θα απαιτεί πολύ μεγάλο αριθμό παρεχόμενων πόρων/ανθρώπινου δυναμικού για να διασφαλίζονται τα δικαιώματα του Δημοσίου.
Σε απάντηση των χρόνιων προβλημάτων και του τεράστιου όγκου εργασίας που περνά από τα χέρια των υπαλλήλων της Α.Α.Δ.Ε., εκδόθηκε η υπ αριθμ. ΔΠΔΥΚΥ ΑΑΔΕ Α 1179682 ΕΞ 2017 απόφαση της Α.Α.Δ.Ε. με την οποία προκηρύσσεται διαγωνισμός για δημιουργία πληροφοριακού συστήματος με το οποίο αυτοματοποιείται και ολοκληρώνεται ταχύτερα η διαδικασία είσπραξης ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο.
Μάλιστα, αν μελετήσει κανείς προσεκτικά την προκήρυξη, πρόκειται για μια προσπάθεια ενοποίησης όλων των φορέων του Δημοσίου (ΑΑΔΕ, ΕΦΚΑ, ΤΕΛΩΝΕΙΑ ΚΛΠ) αλλά και τραπεζών με στόχο τις συντονισμένες ενέργειες σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη φορολογούμενου. Σύμφωνα με την προκήρυξη, το σύστημα αυτό θα τεθεί σε εφαρμογή σε 20 μήνες από την ανάθεση του έργου. Το νέο σύστημα θα πρέπει να υποστηρίζει την παρακολούθηση και διαχείριση όλου του κύκλου ζωής των υποθέσεων οφειλών που διαχειρίζεται τόσο προς τη φορολογική και τελωνειακή διοίκηση, όσο και προς κάθε άλλο δημόσιο φορέα υπέρ του οποίου τις οφειλές διαχειρίζεται η Α.Α.Δ.Ε. Το νέο σύστημα θα είναι άμεσα προσβάσιμο τόσο από τους εσωτερικούς χρήστες της Α.Α.Δ.Ε. όσο και από τους φορολογούμενους και συναλλασσόμενους με αυτή.
Οι πληροφορίες που θα συλλέγονται από το σύστημα θα αφορούν τόσο συγκεκριμένες οφειλές όσο και το οικονομικό προφίλ των οφειλετών με σκοπό την παρακολούθηση - διαχείριση αυτών. Όλο το επιχειρησιακό δυναμικό της Α.Α.Δ.Ε. που εμπλέκεται στον μηχανισμό είσπραξης θα μπορεί να έχει πλήρη και ενιαία εικόνα των οφειλών και οφειλετών και των ενεργειών που έχουν γίνει από τη γένεσή της μέχρι και την εξόφληση ή διαγραφή της.
Με το σύστημα αυτό, οι ελεγκτικές-φορολογικές αρχές θα μπορούν να κατηγοριοποιούν αυτόματα τις υποθέσεις ανάλογα με κριτήρια επικινδυνότητας ή με βάση τις εκάστοτε οδηγίες της Διοίκησης (π.χ. με κριτήρια παραγραφής ή άλλα κριτήρια).
Οι φορολογούμενοι, τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα, θα έχουν πλήρη εικόνα των τρεχουσών οφειλών αλλά και του ιστορικού οφειλών τους, των πληρωμών και λοιπών ενεργειών που έχουν γίνει, πληροφοριών για τις ενέργειες που κάνει ή προβλέπεται να κάνει η Φορολογική και Τελωνειακή Διοίκηση για τις ενεργές οφειλές καθώς και θέματα συμψηφισμών και ρυθμίσεων. Οι διαδικασίες που θα έχουν τη δυνατότητα να γίνονται μαζικά ή/και αυτοματοποιημένα θα υποβάλλονται υπό τη μορφή πρότασης του συστήματος ενώ η αποδοχή της εν λόγω λειτουργικότητας θα επιβεβαιώνεται από την εκάστοτε μονάδα/στέλεχος στον οποίο είναι χρεωμένος/η ο/η εν λόγω οφειλέτης/οφειλή στο πλαίσιο του συστήματος.
Στον εν λόγω Μηχανισμό περιλαμβάνονται και οι ηλεκτρονικές και μη επιδόσεις και κοινοποιήσεις όπως ορίζει το άρθρο 5 του ν.4174/2013 (και το άρθρο 4 του ν.δ. 356/1974) καθώς και οι απαιτούμενες επιδόσεις στο πλαίσιο της αναγκαστικής είσπραξης εν γένει (συντηρητικών, αναγκαστικών και διασφαλιστικών μέτρων). Εκτός των άλλων, η πλατφόρμα αυτή θα είναι και το μέσο το οποίο οι φορολογούμενοι θα μπορούν να χρησιμοποιούν για την κατάθεση ενδικοφανούς προσφυγής.
Το πληροφοριακό σύστημα θα μπορεί να είναι ηλεκτρονικά διασυνδεδεμένο με:
- Εθνικό Ληξιαρχείο/Δημοτολόγιο
- Εθνικό Κτηματολόγιο (ΕΚΧΑΕ Α.Ε.)
- Δικαστικές Αρχές και Ταμείο Νομικών (ηλεκτρονικές αναρτήσεις πλειστηριασμών)
- Γενικό Εμπορικό Μητρώο Γ.Ε.ΜΗ
- Πιστωτικά ιδρύματα και ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος
- Συμβολαιογράφους
- Ελληνικά Χρηματιστήρια Α.Ε. και λοιπούς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς διαχείρισης αξιών
- Ασφαλιστικούς οργανισμούς, ΚΕΑΟ, ΕΦΚΑ και Σύστημα ΕΡΓΑΝΗ κ.α.
Συμπερασματικά, πέραν της δυνατότητας διασύνδεσης όλων των παραπάνω φορέων που θα οδηγεί σε αυτόματη κατάσχεση τραπεζικών ή άλλων καταθέσεων (π.χ.PayPal), προσημειώσεων σε ακίνητα, εταιρικών μεριδίων, θυρίδων κλπ. ιδιαίτερη αξία έχει να τονίσουμε πως φαίνεται ότι οι φορολογούμενοι θα μπορούν να γνωρίζουν σε τι κατηγορία επικινδυνότητας βρίσκονται οι φορολογικές τους εκκρεμότητες ώστε να μπορούν να επιχειρούν τη συμμόρφωσή τους πριν από τη λήψη μέτρων εκ μέρους του Δημοσίου.
e-Περιουσιολόγιο
Σκοπός όλων αυτών όμως δεν είναι μόνο η διευκόλυνση της διαδικασίας κατάσχεσης για τις οφειλές προς το Δημόσιο αλλά και η κατασκευή ενός συστήματος ελέγχου του συνόλου της περιουσίας ενός φορολογούμενου (κινητής και ακίνητης). Σύμφωνα λοιπόν με ξεχωριστή παράγραφο της προκήρυξης:
«αντικείμενο του έργου είναι η δημιουργία του κατάλληλου μηχανογραφικού περιβάλλοντος που αποσκοπεί στη συγκέντρωση του συνόλου των πληροφοριών, οι οποίες αφορούν την κάθε μορφής περιουσία των φυσικών και νομικών προσώπων καθώς και των νομικών οντοτήτων. Οι πληροφορίες αφορούν ενδεικτικά ακίνητα, οχήματα, μετρητά, επενδυτικό χρυσό, εναέρια μέσα μεταφοράς, σκάφη, μετοχές, εταιρικά μερίδια, εταιρικές μερίδες, συμμετοχές σε επιχειρήσεις οποιασδήποτε μορφής, τραπεζικούς λογαριασμούς, ομόλογα, έντοκα γραμμάτια, αμοιβαία κεφάλαια, παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα και λοιπά χρηματοοικονομικά προϊόντα και υπηρεσίες, δρόμωνες ίππους, κινητά μεγάλης αξίας κ.λπ. Με το έργο πραγματοποιείται πλήρης και ακριβής καταγραφή της περιουσιακής κατάστασης κάθε προσώπου, έτσι ώστε η φορολογική διοίκηση να είναι σε θέση να παρακολουθεί διαχρονικά την εξέλιξή της.»
Από τη μέγγενη του Δημοσίου δε θα γλιτώνουν ούτε και οι καταθέσεις ή επενδύσεις στο εξωτερικό. Σύμφωνα με την προκήρυξη: «Σε περίπτωση που εντοπισθούν περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη στην αλλοδαπή είναι δυνατή η υποβολή αίτησης είσπραξης (περίπτωση εξερχόμενων αιτημάτων αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής στην είσπραξη) με σκοπό την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής με τη συνδρομή του αλλοδαπού κράτους. Πριν την εν λόγω διαδικασία, μπορεί να πραγματοποιηθεί υποβολή αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων, αίτησης κοινοποίησης εγγράφων ή πράξεων ή αιτήματος παροχής πληροφοριών στα πλαίσια της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής.»
Φυσικά, τα παραπάνω θα πρέπει να τα δούμε να εφαρμόζονται στην πράξη, όμως σε κάθε περίπτωση η κατεύθυνση στην οποία κινείται το Δημόσιο για τη διασφάλιση των απαιτήσεών του στο μέλλον, είναι ξεκάθαρο πως θα περιλαμβάνει εξαιρετικά γρήγορες και αυτοματοποιημένες ενέργειες που θα έχουν επιπτώσεις σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων και της προσωπικής περιουσίας του οφειλέτη.
*O κ. Γιώργος Δαλιάνης είναι ιδρυτής του Ομίλου Artion Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός και ο κ. Φίλιππος Ζήρας είναι συνεργάτης δικηγόρος-διαμεσολαβητής της Artion και Συντονιστής του νόμου 4469/2017 για την Εξωδικαστική Ρύθμιση Οφειλών Επιχειρήσεων.
Αριθ. Πρωτ. : 138953 Η Πορεία του νέου Αναπτυξιακού Νόμου - Πόσες αιτήσεις έχουν υποβληθεί και πόσες έχουν εγγριθεί ανα καθεστώς
Αθήνα, 18/12/2017
Αριθ. Πρωτ. : 138953 - 18/12/2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ & ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Δ/ΝΣΗ ΕΓΚΡΙΣΗΣ & ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
Προς : ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
Υπόψη κ. Γ. Σταθούλη
Θέμα: Απάντηση σε Ερώτηση Βουλευτών
Για την απάντηση του Υπηρεσιακού Σημειώματός σας, με το οποίο κοινοποιείται η ανωτέρω σχετική Ερώτηση με θέμα «Τεράστιες καθυστερήσεις για την οριστική έγκριση επενδύσεων στο πλαίσιο του Νέου Αναπτυξιακού Νόμου», σας γνωρίζουμε, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Γενικής Διεύθυνσης Ιδιωτικών Επενδύσεων, τα εξής:
1. Το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, έχοντας ως βασική προτεραιότητα τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την στήριξη της επιχειρηματικότητας και γενικότερα την αναπτυξιακή κατεύθυνση της χώρας, κατέθεσε στη Βουλή των Ελλήνων το σχέδιο του νέου αναπτυξιακού νόμου, το οποίο ψηφίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, τεύχος Α'117, με αρ. 4399/2016 και τίτλο «Θεσμικό πλαίσιο για τη σύσταση καθεστώτων Ενισχύσεων Ιδιωτικών Επενδύσεων για την περιφερειακή και οικονομική ανάπτυξη της χώρας - Σύσταση Αναπτυξιακού Συμβουλίου και άλλες διατάξεις».
Βασικό χαρακτηριστικό του νέου αναπτυξιακού νόμου είναι η ενεργοποίησή του μέσω της δυνατότητας προκήρυξης οκτώ (8) ειδικών καθεστώτων, το περιεχόμενο και τα χαρακτηριστικά των οποίων προσδιορίζονται αλλά και οριοθετούνται από ένα σύνολο διατάξεων που περιλαμβάνονται στο Τμήμα Α', άρθρα 1 έως 69 του ν.4399/2016.
2. Ο νέος αναπτυξιακός νόμος έχει ενεργοποιηθεί, εφόσον, μέχρι και σήμερα, έχουν εκδοθεί τέσσερις (4) υπουργικές αποφάσεις με τις οποίες συστάθηκαν και προκηρύχθηκαν ισάριθμα καθεστώτα ενισχύσεων, και συγκεκριμένα τα καθεστώτα της Γενικής Επιχειρηματικότητας, των Ενισχύσεων Μηχανολογικού Εξοπλισμού, των Επενδύσεων Μείζονος Μεγέθους και των Νέων Ανεξάρτητων ΜΜΕ. Για τα καθεστώτα αυτά έχει ήδη ολοκληρωθεί η διαδικασία της υποβολής των αιτήσεων υπαγωγής.
Συνολικά έχουν κατατεθεί 772 αιτήσεις, εκ' των οποίων οι 427 αφορούν το καθεστώς Γενικής Επιχειρηματικότητας, οι 209 το καθεστώς Νέων Ανεξάρτητων ΜΜΕ και οι 136 το καθεστώς Ενισχύσεων Μηχανολογικού εξοπλισμού, συνολικού προϋπολογισμού 2.014.539.179,83€, όπως αναλυτικά παρουσιάζονται στον ακόλουθο πίνακα:
ΚΑΘΕΣΤΩΣ | ΠΛΗΘΟΣ | ΣΥΝΟΛΙΚΟ |
ΑΙΤΗΣΕΩΝ | ΚΟΣΤΟΣ (€) | |
Γενική Επιχειρηματικότητα | 427 | 1.268.713.651,32 |
Νέες Ανεξάρτητες ΜΜΕ | 209 | 380.878.787,92 |
Ενισχύσεις Μηχανολογικού Εξοπλισμού | 136 | 364.946.740,59 |
ΣΥΝΟΛΟ | 772 | 2.014.539.179,83 |
Για το σύνολο των επενδυτικών προτάσεων που έχουν υποβληθεί έχει εκκινήσει και η διαδικασία αξιολόγησης, διαδικασία η οποία προχωρά με ταχείς ρυθμούς και αναμένεται να ολοκληρωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα με την έκδοση των εγκριτικών πράξεων. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι έχουν ήδη συσταθεί και ξεκινήσει το έργο τους οι Επιτροπές Αξιολόγησης του άρθρου 14 του ν.4399/2016 ενώ συστηματικές προσπάθειες καταβάλλονται και για τη σταδιακή ολοκλήρωση των απαιτούμενων προδιαγραφών του Πληροφοριακού Συστήματος Κρατικών Ενισχύσεων (Π.Σ.Κ.Ε.), το οποίο ήδη βρίσκεται στην τελική φάση υλοποίησης όσον αφορά το α' στάδιο της υπαγωγής των επενδυτικών σχεδίων στα ενεργά καθεστώτα ενισχύσεων του νόμου 4399/2016 και εν συνεχεία και των λοιπών σταδίων υλοποίησής των (έλεγχοι, τροποποιήσεις, ολοκληρώσεις, εκταμιεύσεις, παρακολούθηση κ.λπ).
3. Περαιτέρω, στο αμέσως προσεχές διάστημα, αναμένεται δεύτερος κύκλος υποβολής αιτήσεων υπαγωγής για τα τέσσερα (4) ως άνω αναφερόμενα καθεστώτα ενισχύσεων, ενώ στις προτεραιότητες δράσης του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης εντάσσεται και η ενεργοποίηση των υπόλοιπων τεσσάρων (4) καθεστώτων (Ενισχύσεις Καινοτομικού Χαρακτήρα για ΜΜΕ, Συνέργειες και Δικτυώσεις, Ενδιάμεσοι Χρηματοπιστωτικοί Οργανισμοί - Ταμεία Συμμετοχών, Ολοκληρωμένα Χωρικά και Κλαδικά Σχέδια).
ΠΟΛ.1217/2017 Κατάργηση υποχρέωσης θεώρησης του ειδικού βιβλίου των μεταπωλητών του άρθρου 45 του Κώδικα Φ.Π.Α.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄ ΦΠΑ
Ταχ. Δ/νση: Σίνα 2 - 4
Ταχ. Κώδικας: 106 72 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Μ. Κακούνη
Τηλέφωνο: 210 3645848
Fax: 210 3645413
E-Mail: dfpa.b1@1992.syzefxis.gov.gr
Url: www.aade.gr
ΠΟΛ. 1217
Θέμα: Κατάργηση υποχρέωσης θεώρησης του ειδικού βιβλίου των μεταπωλητών του άρθρου 45 του Κώδικα ΦΠΑ.
Κατόπιν υποβολής γραπτών και προφορικών ερωτημάτων σχετικά με την υποχρέωση θεώρησης του ειδικού βιβλίου που υποχρεούνται να τηρούν οι υποκείμενοι στο φόρο μεταπωλητές και με σκοπό την ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000), όπως ισχύει, σάς γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
Με την παρούσα καταργείται η υποχρέωση θεώρησης του ειδικού βιβλίου μεταχειρισμένων το οποίο ορίζεται στην περίπτωση α΄, της παραγράφου 8, του άρθρου 45 του Κώδικα ΦΠΑ και του οποίου η υποχρέωση θεώρησης προβλέπεται στην εγκύκλιο 1043712/1633/468/ΠΟΛ.1104/10.4.1995 για τους υποκείμενους στο φόρο μεταπωλητές που εφαρμόζουν το ειδικό καθεστώς του άρθρου 45 του ανωτέρω Κώδικα.
Σημειώνεται ότι η μη θεώρηση του εν λόγω ειδικού βιβλίου αποτελεί συνέχεια της κατάργησης θεώρησης βιβλίων και στοιχείων που τηρούνται για σκοπούς ΦΠΑ που έγινε με τις αποφάσεις ΠΟΛ.1081/19.3.2014 (ΦΕΚ Β΄964/16.4.2014) και ΠΟΛ.1153/27.5.2014 (ΦΕΚ Β΄ 1432/4.6.2014).
Ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
Γ. Πιτσιλής
ΠΟΛ.1215/2017 Τροποποίηση της ΠΟΛ.1189/14.12.2016 (ΦΕΚ Β' 4076/2016) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και της Υφυπουργού Οικονομικών «Χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης και καθορισμός του ύψους, των δικαιούχων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας χορήγησης αυτού».
ΠΟΛ 1215/2017
Τροποποίηση της ΠΟΛ.1189/14.12.2016
(ΦΕΚ Β' 4076/2016) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, του Αναπληρωτή Υπουργού
Οικονομικών και της Υφυπουργού Οικονομικών «Χορήγηση επιδόματος πετρελαίου
θέρμανσης και καθορισμός του ύψους, των δικαιούχων, των προϋποθέσεων και της
διαδικασίας χορήγησης αυτού».
ΠΟΛ.1215/22.12.2017
(ΦΕΚ Β 4594/2017)
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ, Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα
Κυβερνητικά Όργανα», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α' 98).
2. Τις διατάξεις του π.δ. 142/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α΄ 181).
3. Τις διατάξεις του π.δ. 73/2015 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης,
Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 116).
4. Τις διατάξεις του π.δ. 125/2016 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και
Υφυπουργών» (Α' 210).
5. Τις διατάξεις του π.δ. 80/2016 «Ανάληψη υποχρεώσεων από τους Διατάκτες» (Α΄
145).
6. Την αριθ. Υ172/2016 απόφαση του Πρωθυπουργού
«Καθορισμός σειράς τάξης των Υπουργείων» (Β΄ 3610).
7. Την αριθ. Υ5/2015 απόφαση του Πρωθυπουργού
«Σύσταση θέσεων Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Β΄ 204).
8. Την αριθμ. ΥΠΟΙΚ 0010218 ΕΞ2016 απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού
Οικονομικών περί ανάθεσης αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οικονομικών, Αικατερίνη
Παπανάτσιου (Β΄ 3696).
9. Την αριθμ. Υ29/2015 απόφαση του Πρωθυπουργού περί ανάθεσης αρμοδιοτήτων στον
Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Χουλιαράκη (Β' 2168).
10. Την αριθμ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013 κοινή απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού
Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στο Γενικό Γραμματέα της Γενικής
Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών (Β΄ 130 και Β΄ 372), όπως
τροποποιήθηκε με τις αριθ. Δ6Α 1125239/ΕΞ
2013 (Β΄ 2003) και Δ6Α 1196756 ΕΞ 2013 (Β΄ 3317).
11. Τις διατάξεις του ν.δ.356/1974 (ΦΕΚ 90/τ.Α΄).
12. Τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43/τ.Α΄).
13. Τις διατάξεις του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και
εποπτείας (ενσωμάτωση της οδηγίας 2011/85/ΕΕ) δημόσιο λογιστικό και άλλες
διατάξεις, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει».
14. Την περιπτ. α της παρ.2 του άρθρου 73 και της παρ. 9 του άρθρου 147 του ν.
2960/2001 (ΦΕΚ 265/τ.Α΄), όπως ισχύει, καθώς και το άρθρο 36 παρ. 8β του ν.
3986/2011 (ΦΕΚ 152 Α’).
15. Το άρθρο 23 του ν. 3427/2005 (ΦΕΚ 312/τ.Α'), όπως ισχύει.
16. Τις διατάξεις του ν. 4472/2017 (74/τ.Α') περί, μεταξύ άλλων, «Μεσοπρόθεσμου
Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018 -2021».
17. Το άρθρο 1 του ν. 3852/2010 (ΦΕΚ 87/τ.Α΄), όπως ισχύει.
18. Τις διατάξεις του ν. 4172/2013 (ΦΕΚ 167/τ.Α').
19. Τις διατάξεις του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ 170/τ.Α').
20. Τις διατάξεις του ν. 4223/2013 (ΦΕΚ 287/τ.Α'), όπως ισχύουν.
21. Την υποπαράγραφο Α.1 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014
«Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του
ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις (Α΄ 85)».
22. Τις διατάξεις του μέρους Β, άρθρου 3, παρ. Γ, υποπαρ. 2.1, υποπερ. ια, του
ν. 4336/2015 (ΦΕΚ 94/τ.Β΄) «Συνταξιοδοτικές διατάξεις -
Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό
Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της συμφωνίας». 23.Τηναριθμ.
1019446/113/0015/ΠΟΛ.1034/14.2.2008
ΑΥΟ (ΦΕΚ 307/τ.Β΄) όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. 24. Την αριθμ. ΠΟΛ.1262/10.12.2015
(ΦΕΚ 2677/τ.Β')
Α.Υ.Ο.
25. Το γεγονός, ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής προκαλείται επιπλέον
δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, η οποία εκτιμάται στο ποσό των 15
εκατ. ευρώ που θα εγγραφεί για τον σκοπό αυτό στον τακτικό προϋπολογισμό έτους
2017 του ειδικού φορέα των Γενικών Κρατικών Δαπανών (Ε.Φ. 23-200/ ΚΑΕ 2732).
Δεδομένου ότι το ύψος της συνολικής δαπάνης εξαρτάται από πραγματικά γεγονότα
(δικαιούχους και καταναλώσεις πετρελαίου) τυχόν επιπλέον δαπάνη δύναται να
καλυφθεί με μεταφορά πιστώσεων στον ανωτέρω ΚΑΕ του τακτικού προϋπολογισμού των
Γενικών Κρατικών Δαπανών.
26. Την ανάγκη χορήγησης επιδόματος σε συγκεκριμένες κατηγορίες καταναλωτών
πετρελαίου θέρμανσης εσωτερικής καύσης (DIESEL).
27. Την αριθμ. Δ5Α 1167754 ΕΞ 2012/5.12.2012 Α.Υ.Ο. με θέμα «Ανάθεση πληρωμής του επιδόματος θέρμανσης προς τους
δικαιούχους-καταναλωτές πετρελαίου θέρμανσης εσωτερικής καύσης (DIESEL)» ΦΕΚ
3249 Β΄ 2012, αποφασίζουμε:
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 3 της ΠΟΛ.1189/14.12.2016 (ΦΕΚ Β' 4076/2016) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, του Αναπληρωτή Υπουργού
Οικονομικών και της Υφυπουργού Οικονομικών, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Στην Α' κλιματική ζώνη, για κάθε λίτρο κατανάλωσης πετρελαίου εσωτερικής
καύσης θέρμανσης χορηγείται ποσό επιδόματος 0,375 ευρώ και στις Β', Γ' και Δ'
κλιματικές ζώνες, για κάθε λίτρο κατανάλωσης πετρελαίου εσωτερικής καύσης
θέρμανσης χορηγείται ποσό επιδόματος 0,25 ευρώ.».
2. Τυχόν χρηματικά ποσά που θα προκύψουν από νέα εκκαθάριση καταβάλλονται έως
29-12-2017.
3. Οι διατάξεις της παρούσας ισχύουν από τη δημοσίευσή της.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 22 Δεκεμβρίου 2017
Ο Υπουργός Ο Αναπληρωτής Υπουργός
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
Η Υφυπουργός
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ
Yπόθεση C‑500/16 Απαλλαγές – Φόροι εισπραχθέντες κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης – Εμπόδια για την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ – Άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της καλόπιστης συνεργασίας – Δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών – Συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής της φορολογικής υποχρεώσεως – Αποτελέσματα αποφάσεως του Δικαστηρίου – Αρχή της ασφάλειας δικαίου
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 20ής Δεκεμβρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Απαλλαγές – Φόροι εισπραχθέντες κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης – Εμπόδια για την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ – Άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της καλόπιστης συνεργασίας – Δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών – Συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής της φορολογικής υποχρεώσεως – Αποτελέσματα αποφάσεως του Δικαστηρίου – Αρχή της ασφάλειας δικαίου»
Στην υπόθεση C‑500/16,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Πολωνία), με απόφαση της 19ης Μαΐου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Σεπτεμβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης
Caterpillar Financial Services sp. z o.o.
παρισταμένου του:
Dyrektor Izby Skarbowej w Warszawie,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, C. Toader (εισηγήτρια), A. Prechal και E. Jarašiūnas, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona
γραμματέας: K. Malacek
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Οκτωβρίου 2017,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
– η Caterpillar Financial Services sp. z o.o., εκπροσωπούμενη από την M. Szafarowska, radca prawny, και τον M. Sobońska, adwokat,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και την A. Kramarczyk-Szaładzińska,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις K. Herrmann και M. Owsiany-Hornung καθώς και από τον R. Lyal,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία καθιερώνεται με το άρθρο 4 παράγραφος 3, ΣΕΕ, καθώς και των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Caterpillar Financial Services sp. z o.o. (στο εξής: Caterpillar) και του Dyrektor Izby Skarbowej w Warszawie (προϊστάμενος της φορολογικής αρχής της Βαρσοβίας, Πολωνία) (στο εξής: προϊστάμενος της φορολογικής αρχής), σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να δεχθεί το αίτημα της Caterpillar περί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) που προέκυψε από φορολογική χρήση μη σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης.
Το νομικό πλαίσιο
To δίκαιο της Ένωσης
3 Το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία ΦΠΑ), που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 3, το οποίο επιγράφεται «Απαλλαγές άλλων δραστηριοτήτων», του τίτλου IX «Απαλλαγές» της οδηγίας αυτής, προβλέπει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις:
α) τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εργασίες, στις οποίες περιλαμβάνονται οι συναφείς με αυτές παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται από τους ασφαλιστές και ασφαλιστικούς πράκτορες».
Το πολωνικό δίκαιο
4 Ο ustawa ordynacja podatkowa (νόμος περί του φορολογικού κώδικα), της 29ης Αυγούστου 1997 (Dz. U. του 1997, αριθ. 137, σημείο 926, στο εξής: φορολογικός κώδικας), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ορίζει, στο άρθρο 70, τα εξής:
«1. Η φορολογική υποχρέωση παραγράφεται με τη συμπλήρωση πέντε ετών από τη λήξη του ημερολογιακού έτους εντός του οποίου κατέστη ληξιπρόθεσμη.
[...]
6. Η προθεσμία παραγραφής της φορολογικής υποχρεώσεως δεν αρχίζει –και, αν έχει ήδη αρχίσει, αναστέλλεται– όταν επέλθουν τα ακόλουθα γεγονότα:
[...]
2) άσκηση προσφυγής ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου κατά αποφάσεως που αφορά τέτοια υποχρέωση·
[...]»
5 Το άρθρο 72, παράγραφος 1, του φορολογικού κώδικα ορίζει τα εξής:
«Ως αχρεωστήτως καταβληθέν νοείται το ποσό φόρου:
1) που έχει καταβληθεί αχρεωστήτως ή χωρίς νόμιμη αιτία·
[...]»
6 Το άρθρο 74, σημείο 1, του κώδικα αυτού έχει ως εξής:
«Εάν από απόφαση του Trybunał Konstytucyjny [Συνταγματικό Δικαστήριο, Πολωνία] ή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι ποσό έχει καταβληθεί αχρεωστήτως και εφόσον ο υποκείμενος στον φόρο, του οποίου η φορολογική υποχρέωση γεννάται κατά τρόπο που προβλέπει το άρθρο 21, παράγραφος 1, σημείο 1 [...], έχει υποβάλει μία από τις δηλώσεις φόρου που ορίζει το άρθρο 73, παράγραφος 2, ή άλλη δήλωση φόρου, από την οποία προκύπτει το ύψος της φορολογικής υποχρεώσεως, ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο υπολογίζει το ύψος του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού με την αίτηση επιστροφής του ποσού αυτού και συνυποβάλλει διορθωτική δήλωση φόρου.»
7 Το άρθρο 75, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα προβλέπει τα εξής:
«Όταν υποκείμενος στον φόρο αμφισβητεί την εγκυρότητα της εισπράξεως από τον καταβαλόντα ή το ποσό του εισπραχθέντος φόρου, μπορεί να υποβάλει αίτηση ζητώντας να διαπιστωθεί το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό.»
8 Κατά το άρθρο 77, παράγραφος 1, του ίδιου κώδικα:
«Το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό πρέπει να επιστραφεί εντός της ακόλουθης προθεσμίας:
[...]
2) εντός 30 ημερών από την έκδοση της αποφάσεως περί διαπιστώσεως της αχρεώστητης καταβολής ή περί καθορισμού του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού·
[...]
4) εντός 30 ημερών από την υποβολή της αιτήσεως που προβλέπει το άρθρο 74·
[...]»
9 Το άρθρο 79, παράγραφος 2, του φορολογικού κώδικα προέβλεπε τα εξής:
«Το δικαίωμα υποβολής αιτήσεως για τη βεβαίωση αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού αποσβέννυται με τη συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής της φορολογικής υποχρεώσεως, εκτός αν η φορολογική νομοθεσία προβλέπει διαφορετική διαδικασία επιστροφής του φόρου.»
10 Το άρθρο 80, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού έχει ως εξής:
«Το δικαίωμα επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού φόρου αποσβέννυται με την πάροδο πέντε ετών από τη λήξη του ημερολογιακού έτους εντός του οποίου η απαίτηση επιστροφής κατέστη ληξιπρόθεσμη.»
11 Το άρθρο 81, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:
«Με την επιφύλαξη αντίθετων διατάξεων, οι υποκείμενοι στον φόρο, οι καταβαλόντες και οι εισπράξαντες τον φόρο μπορούν να προβούν σε διόρθωση προηγουμένως υποβληθείσας δηλώσεως.»
12 Το άρθρο 240, παράγραφος 1, σημείο 1, του ιδίου κώδικα ορίζει τα εξής:
«Μετά την έκδοση οριστικής αποφάσεως, η διαδικασία επαναλαμβάνεται εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
[...]
11) απόφαση εκδοθείσα από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επηρεάζει το περιεχόμενο της εκδοθείσας αποφάσεως.»
13 Το άρθρο 79, παράγραφος 2, του φορολογικού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε, με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2016, προβλέπει τα εξής:
«Το δικαίωμα υποβολής αιτήσεως για τη βεβαίωση αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού και αιτήσεως επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού αποσβέννυται με τη συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής της φορολογικής υποχρεώσεως, εκτός αν η φορολογική νομοθεσία προβλέπει διαφορετική διαδικασία επιστροφής του φόρου.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
14 Η Caterpillar, εταιρία του πολωνικού δικαίου η οποία, ως εκμισθώτρια, συνάπτει συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως στο πλαίσιο της οικονομικής της δραστηριότητας, παρέχει στους μισθωτές τη δυνατότητα παροχής ασφαλιστικής καλύψεως του αντικειμένου της χρηματοδοτικής μισθώσεως.
15 Μετά την εκδήλωση, εκ μέρους των μισθωτών, της επιθυμίας να κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής, η Caterpillar συνάπτει τις συμβάσεις ασφαλίσεως με ασφαλιστική εταιρία και αναλαμβάνει τα έξοδα που συνδέονται με τη σύναψη των συμβάσεων αυτών, αλλά χρεώνει, χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση, το κόστος των ασφαλίστρων στους μισθωτές. Στα τιμολόγια που εξέδιδε η Caterpillar προς τους μισθωτές, τα ασφάλιστρα αυτά απαλλάσσονταν του ΦΠΑ.
16 Κατόπιν αποφάσεως του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Πολωνία), της 8ης Νοεμβρίου 2010, με την οποία κρίθηκε ότι επιχειρηματίας που παρέχει υπηρεσίες χρηματοδοτικής μισθώσεως πρέπει να συνυπολογίζει, στη βάση υπολογισμού του φόρου για τις υπηρεσίες αυτές, το κόστος ασφαλιστικής καλύψεως του αντικειμένου της χρηματοδοτικής μισθώσεως, και ενημερωτικού σημειώματος του Dyrektor Urzędu Kontroli Skarbowej (προϊστάμενος της υπηρεσίας φορολογικών ελέγχων, Πολωνία) με το οποίο γνωστοποιήθηκε στην Caterpillar ότι επίκειται φορολογικός έλεγχος για την περίοδο μεταξύ των μηνών Δεκεμβρίου 2005 και Δεκεμβρίου 2006, η Caterpillar υπέβαλε διορθωμένα τιμολόγια, στα οποία αναφέρονταν τα ποσά των ληξιπρόθεσμων οφειλών από φόρους, προσαυξημένα με τόκους, και εξόφλησε, στις 30 Δεκεμβρίου 2010, τον ΦΠΑ που βάρυνε τα αντίστοιχα ασφάλιστρα.
17 Μετά την έκδοση της αποφάσεως της 17ης Ιανουαρίου 2013, BGŻ Leasing (C‑224/11, EU:C:2013:15), κατόπιν της υποβολής στο Δικαστήριο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως από το Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), στο πλαίσιο διαφοράς σχετικής με την άρνηση της πολωνικής φορολογικής αρχής να απαλλάξει από τον ΦΠΑ την πράξη παροχής ασφαλιστικής καλύψεως του αντικειμένου της χρηματοδοτικής μισθώσεως, η Caterpillar ζήτησε, στις 11 Μαρτίου 2013, από τον Naczelnik Drugiego Mazowieckiego Urzędu Skarbowego w Warszawie (προϊστάμενος της δεύτερης φορολογικής υπηρεσίας της περιφέρειας της Μαζοβίας στη Βαρσοβία, Πολωνία) την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ για την περίοδο μεταξύ των μηνών Δεκεμβρίου 2005 και Δεκεμβρίου 2011.
18 Ο προϊστάμενος της δεύτερης φορολογικής υπηρεσίας της περιφέρειας της Μαζοβίας στη Βαρσοβία αρνήθηκε, με απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, να προβεί στην κίνηση διαδικασίας περί επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ που αφορούσε ορισμένους μήνες της περιόδου μεταξύ των μηνών Δεκεμβρίου 2005 και Νοεμβρίου 2007, επικαλούμενος τη συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 1, του φορολογικού κώδικα. Αντιθέτως, προέβη στην επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ για την περίοδο μεταξύ των μηνών Δεκεμβρίου 2007 και Δεκεμβρίου 2011.
19 Ο προϊστάμενος της φορολογικής αρχής, ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε ένσταση κατά της αποφάσεως του προϊστάμενου της δεύτερης φορολογικής υπηρεσίας της περιφέρειας της Μαζοβίας στη Βαρσοβία, επιβεβαίωσε την απόφαση του τελευταίου. Στο σκεπτικό της αποφάσεώς του, ο προϊστάμενος της φορολογικής αρχής ανέφερε ότι η προθεσμία παραγραφής της οφειλής ΦΠΑ για τις περιόδους που αφορούσε η αίτηση της Caterpillar περί επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ είχε συμπληρωθεί στις 31 Δεκεμβρίου 2011 (ως προς τους μήνες Δεκέμβριο του 2005 και Φεβρουάριο του 2006 τους οποίους αφορούσε η αίτηση) και στις 31 Δεκεμβρίου 2012 (ως προς τους μήνες Ιανουάριο και Νοέμβριο του 2007 τους οποίους αφορούσε η αίτηση).
20 Με δικόγραφο προσφυγής που κατέθεσε κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Wojewódzki Sąd Administracyjny w Warszawie (διοικητικό δικαστήριο της περιφέρειας της Βαρσοβίας, Πολωνία), η Caterpillar επικαλέστηκε, κατ’ ουσίαν, εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 74 του φορολογικού κώδικα, του άρθρου 9 του πολωνικού Συντάγματος και του άρθρου 4 παράγραφος 3, ΣΕΕ.
21 Με απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, το δικαστήριο αυτό ακύρωσε την απόφαση του προϊσταμένου της φορολογικής αρχής με το σκεπτικό ότι οι φορολογικές αρχές έπρεπε να εκδώσουν όχι απόφαση περί μη κινήσεως της διαδικασίας αλλά απόφαση περί αρνήσεως επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ. Επί της ουσίας, το Wojewódzki Sąd Administracyjny w Warszawie (διοικητικό δικαστήριο της περιφέρειας της Βαρσοβίας) έκρινε ότι η Caterpillar δεν δικαιούτο να ζητήσει την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ βάσει του άρθρου 74 του φορολογικού κώδικα, μετά τη συμπλήρωση της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής της φορολογικής υποχρεώσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η εν λόγω προθεσμία παραγραφής δεν αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης.
22 Τόσο η Caterpillar όσο και ο προϊστάμενος της φορολογικής αρχής άσκησαν αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο).
23 Κατά την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, η πενταετής προθεσμία παραγραφής που ορίζει το άρθρο 70, παράγραφος 1, του φορολογικού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 79, παράγραφος 2, του κώδικα αυτού, για την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ δεν μπορεί, υπό το πρίσμα της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου, να θεωρηθεί, καταρχήν, ως αντίθετη προς την αρχή της αποτελεσματικότητας.
24 Ωστόσο, κατά το αιτούν δικαστήριο, το πολωνικό δίκαιο δεν προβλέπει νομική βάση παρέχουσα σε ιδιώτη, ο οποίος εμπιστεύθηκε τα κρατικά όργανα προκειμένου να θεωρήσει ότι οφείλεται φόρος, τη δυνατότητα να ανακτήσει τον φόρο αυτόν, ο οποίος εισπράχθηκε κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης από τις φορολογικές αρχές, μετά τη συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής του δικαιώματος υποβολής τέτοιας αιτήσεως επιστροφής.
25 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο διοικητικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Αποκλείουν οι αρχές της αποτελεσματικότητας, της καλόπιστης συνεργασίας και της ισοδυναμίας που κατοχυρώνονται με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ ή οποιαδήποτε άλλη σχετική αρχή του δικαίου της Ένωσης, λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας στην οποία προέβη το Δικαστήριο με την απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2013, BGŻ Leasing [(C‑224/11, EU:C:2013:15)], όσον αφορά τον τομέα του ΦΠΑ, εθνικές διατάξεις ή εθνική πρακτική που καθιστούν αδύνατη την επιστροφή ποσού αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ που εισπράχθηκε κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, στην περίπτωση που ο υποκείμενος στον φόρο μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του μόνο μετά τη συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής της φορολογικής οφειλής, λόγω της συμπεριφοράς των εθνικών αρχών;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
26 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί κατά πόσον οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, έχουν την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιτρέπει την απόρριψη αιτήσεως επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ, όταν η αίτηση αυτή έχει υποβληθεί από τον υποκείμενο στον φόρο μετά τη συμπλήρωση πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, μολονότι το Δικαστήριο έκρινε, μετά τη συμπλήρωση της εν λόγω προθεσμίας, ότι δεν υφίστατο οφειλή όσον αφορά την καταβολή του ΦΠΑ που αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω αιτήσεως επιστροφής.
27 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το ερώτημα αυτό υποβλήθηκε υπό το πρίσμα περιστάσεων, όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, κατά τις οποίες υποκείμενος στον φόρο υποστηρίζει ότι κατέβαλε το επίδικο αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό επειδή ακριβώς έλαβε υπόψη τη νομολογία που είχε αναπτύξει το αιτούν δικαστήριο, πριν από την έκδοση της αποφάσεως της 17ης Ιανουαρίου 2013, BGŻ Leasing (C‑224/11, EU:C:2013:15), και την προοπτική διενέργειας επικείμενου ελέγχου εκ μέρους της αρμόδιας φορολογικής αρχής.
28 Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι απόκειται σε έκαστο των κρατών μελών, ιδίως δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας η οποία αποτυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, να εξασφαλίζει, εντός του εδάφους του, την εφαρμογή και την τήρηση του δικαίου της Ένωσης και ότι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να εξασφαλίζει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, The Trustees of the BT Pension Scheme, C‑628/15, EU:C:2017:687, σκέψη 47).
29 Με την απόφασή του της 17ης Ιανουαρίου 2013, BGŻ Leasing (C‑224/11, EU:C:2013:15), το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας ΦΠΑ, αποφάνθηκε ότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν, βάσει των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, η υπηρεσία που συνίσταται στην ασφάλιση του αντικειμένου της χρηματοδοτικής μισθώσεως και η υπηρεσία που συνίσταται στη χρηματοδοτική μίσθωση συνδέονταν μεταξύ τους σε σημείο που να πρέπει να θεωρηθούν ως ενιαία παροχή ή αν, αντιθέτως, συνιστούσαν ανεξάρτητες μεταξύ τους παροχές. Σε περίπτωση που αυτές οι παρεχόμενες υπηρεσίες θεωρηθούν αυτοτελείς, το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας το άρθρο 28 και το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΦΠΑ, αποφάνθηκε ότι, στην περίπτωση που ο εκμισθωτής της χρηματοδοτικής μισθώσεως ασφαλίζει ο ίδιος το αντικείμενο αυτής και χρεώνει το ακριβές κόστος της ασφαλίσεως στον μισθωτή, μια τέτοια πράξη συνιστά, υπό περιστάσεις όπως αυτές της εν λόγω υποθέσεως, πράξη απαλλασσόμενη από τον ΦΠΑ.
30 Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, κατόπιν της εκδόσεως αυτής της αποφάσεως του Δικαστηρίου, η πολωνική φορολογική διοίκηση αρνήθηκε να κινήσει διαδικασία για την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ για την περίοδο μεταξύ των μηνών Δεκεμβρίου 2005 και Νοεμβρίου 2007, με την αιτιολογία ότι η πενταετής προθεσμία παραγραφής, που προβλέπει το άρθρο 70, παράγραφος 1, του φορολογικού κώδικα, είχε συμπληρωθεί. Μολονότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης αμφισβητεί τη δυνατότητα εφαρμογής αυτής της προθεσμίας παραγραφής στις αιτήσεις επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η εν λόγω προβλεπόμενη στο άρθρο 70, παράγραφος 1, του φορολογικού κώδικα προθεσμία πρέπει, κατά την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 79, παράγραφος 2, του κώδικα αυτού και, κατά συνέπεια, να εφαρμόζεται επί των εν λόγω αιτήσεων επιστροφής.
31 Όσον αφορά, πρώτον, τις συνέπειες αποφάσεως εκδοθείσας επί προδικαστικής παραπομπής, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία που δίδει το Δικαστήριο σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης, στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, διαφωτίζει και διευκρινίζει την έννοια και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται αφότου τέθηκε σε ισχύ. Επομένως, ο κατ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνευθείς κανόνας μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται επί εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως ερμηνείας, εφόσον συντρέχουν κατά τα λοιπά οι προϋποθέσεις υποβολής στην κρίση των αρμοδίων δικαστηρίων σχετικής με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα διαφοράς (απόφαση της 14ης Απριλίου 2015, Manea, C‑76/14, EU:C:2015:216, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
32 Συγκεκριμένα, μόνον όλως κατ’ εξαίρεση μπορεί το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν της εγγενούς στην έννομη τάξη της Ένωσης γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας επικλήσεως διατάξεως την οποία έχει ερμηνεύσει (απόφαση της 14ης Απριλίου 2015, Manea, C‑76/14, EU:C:2015:216, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
33 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο δεν περιόρισε τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεως της 17ης Ιανουαρίου 2013, BGŻ Leasing (C‑224/11, EU:C:2013:15).
34 Κατά συνέπεια, οι διατάξεις που ερμηνεύτηκαν από το Δικαστήριο με την εν λόγω απόφαση πρέπει, καταρχήν, να νοούνται και να εφαρμόζονται σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία από της θέσεώς τους σε ισχύ.
35 Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα για επιστροφή φόρων που εισπράχθηκαν σε κράτος μέλος κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης αποτελεί τη συνέπεια και το συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που απονέμονται στους ιδιώτες βάσει των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Το κράτος μέλος οφείλει, συνεπώς, καταρχήν να επιστρέψει τους εισπραχθέντες κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης φόρους (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Lady & Kid κ.λπ., C‑398/09, EU:C:2011:540, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
36 Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως επισημάνει ότι το πρόβλημα της επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών φορολογικών επιβαρύνσεων επιλύεται με διαφορετικούς τρόπους στα κράτη μέλη, ακόμη δε και εντός του ιδίου κράτους, ανάλογα με τα διάφορα είδη των επίμαχων φόρων και επιβαρύνσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αμφισβητήσεις ή οι αιτήσεις αυτού του είδους υπόκεινται κατά νόμο σε τυπικές προϋποθέσεις και προθεσμίες τόσο ως προς τις διοικητικές ενστάσεις που απευθύνονται στις φορολογικές αρχές όσο και ως προς τις ένδικες προσφυγές. Σε άλλες περιπτώσεις, τα ένδικα βοηθήματα περί επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιβαρύνσεων πρέπει να ασκούνται ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, ιδίως υπό μορφή αγωγών αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων, τα δε ένδικα αυτά βοηθήματα μπορούν να ασκηθούν εντός μικρότερης ή μεγαλύτερης προθεσμίας, σε ορισμένες δε περιπτώσεις εντός του χρόνου παραγραφής του κοινού δικαίου (απόφαση της 17ης Ιουνίου 2004, Recheio – Cash & Carry, C‑30/02, EU:C:2004:373, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
37 Συνεπώς, ελλείψει εναρμονισμένων κανόνων περί της επιστροφής φορολογικών επιβαρύνσεων που επιβλήθηκαν κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να εφαρμόζουν τους δικονομικούς κανόνες που περιέχονται στην εσωτερική τους έννομη τάξη, και μεταξύ άλλων εκείνους περί των αποκλειστικών προθεσμιών, με την επιφύλαξη της τηρήσεως των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Q-Beef και Bosschaert, C‑89/10 και C‑96/10, EU:C:2011:555, σκέψη 34).
38 Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον τηρείται η αρχή της ισοδυναμίας στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να εξεταστεί αν, πλην μιας διατάξεως περί παραγραφής, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία εφαρμόζεται επί των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση, στο εσωτερικό δίκαιο, της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, υφίσταται και διάταξη περί παραγραφής η οποία εφαρμόζεται στα ένδικα βοηθήματα του εσωτερικού δικαίου και αν, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και των ουσιωδών στοιχείων τους, οι δύο διατάξεις περί παραγραφής μπορούν να θεωρηθούν ως παρόμοιες (απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, Barth, C‑542/08, EU:C:2010:193, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
39 Όπως προκύπτει από τις γραπτές παρατηρήσεις της Πολωνικής Κυβερνήσεως και τις παρατηρήσεις του προϊσταμένου της φορολογικής αρχής που υποβλήθηκαν κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, οι οποίες δεν αντικρούσθηκαν από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, στην Πολωνία εφαρμόζονται με ομοιόμορφο τρόπο οι ίδιοι κανόνες στις αιτήσεις επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου που υποβάλλονται στο πλαίσιο ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση, στο εσωτερικό δίκαιο, της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ή ενδίκων βοηθημάτων εσωτερικής φύσεως. Στο μέτρο που ο φορολογικός κώδικας δεν προβλέπει ειδική διάταξη εφαρμοστέα στο ένα ή το άλλο είδος ενδίκου βοηθήματος, συνάγεται ότι ο κανόνας περί παραγραφής τον οποίο προβλέπει το άρθρο 70, παράγραφος 1, του φορολογικού κώδικα είναι εφαρμοστέος σε καθεμία από τις δύο αυτές μορφές ενδίκων βοηθημάτων.
40 Δεδομένου ότι αυτός ο κανόνας παραγραφής εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο τόσο στα ένδικα βοηθήματα εσωτερικής φύσεως όσο και στα ένδικα βοηθήματα που αποσκοπούν στη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετος προς την αρχή της ισοδυναμίας.
41 Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα να εξασφαλίζουν, σε κάθε περίπτωση, αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που απονέμονται από το δίκαιο της Ένωσης και ότι η αρχή αυτή επιτάσσει, μεταξύ άλλων, να μην καθιστούν οι φορολογικές αρχές των κρατών μελών πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Q-Beef και Bosschaert, C‑89/10 και C‑96/10, EU:C:2011:555, σκέψη 32, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, The Trustees of the BT Pension Scheme, C‑628/15, EU:C:2017:687, σκέψη 59).
42 Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι ο καθορισμός εύλογων αποκλειστικών προθεσμιών για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης, χάριν της ασφάλειας δικαίου η οποία προστατεύει τόσο τον ενδιαφερόμενο όσο και την οικεία διοικητική αρχή, έστω και αν εξ ορισμού η συμπλήρωση των εν λόγω προθεσμιών συνεπάγεται την απόρριψη, εν όλω ή εν μέρει, του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Q-Beef και Bosschaert, C‑89/10 και C‑96/10, EU:C:2011:555, σκέψη 36). Για παράδειγμα, προθεσμίες παραγραφής τριών ετών (απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, Barth, C‑542/08, EU:C:2010:193, σκέψη 28) ή δύο ετών (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Banca Antoniana Popolare Veneta, C‑427/10, EU:C:2011:844, σκέψη 25) κρίθηκαν σύμφωνες με την αρχή της αποτελεσματικότητας.
43 Κατά συνέπεια, η πενταετής προθεσμία παραγραφής, που προβλέπει το άρθρο 70, παράγραφος 1, του φορολογικού κώδικα, πρέπει να θεωρηθεί κατά μείζονα λόγο ως, καταρχήν, σύμφωνη προς την αρχή της αποτελεσματικότητας, στο μέτρο που είναι ικανή να παράσχει σε κάθε υποκείμενο στον φόρο που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια τη δυνατότητα να προβάλλει προσηκόντως τα δικαιώματα που έλκει από την έννομη τάξη της Ένωσης.
44 Όσον αφορά την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όταν κανόνας περί παραγραφής ο οποίος προβλέπεται σε εθνικό φορολογικό κώδικα συνάδει με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας. Συγκεκριμένα, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το οικείο κράτος μέλος, εφαρμόζοντας αυτόν τον κανόνα περί παραγραφής, θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων της Ένωσης.
45 Τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το Δικαστήριο, το δίκαιο της Ένωσης αποκλείει τη δυνατότητα μια εθνική αρχή να αντιτάξει τη συμπλήρωση εύλογης προθεσμίας παραγραφής μόνον αν η συμπεριφορά των εθνικών αρχών, σε συνδυασμό με την ύπαρξη αποκλειστικής προθεσμίας, καταλήγει στο να στερήσει παντελώς από ένα πρόσωπο τη δυνατότητα να επικαλεστεί τα δικαιώματά του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Q-Beef και Bosschaert, C‑89/10 και C‑96/10, EU:C:2011:555, σκέψη 51 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
46 Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί εάν, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, υποκείμενος στον φόρο θεωρείται ότι εμποδίστηκε να προβάλει τα δικαιώματά του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
47 Συναφώς, η Caterpillar, προκειμένου να υποστηρίξει ότι στερήθηκε τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά της, επικαλείται, αφενός, μια κρίση του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) επί υποθέσεως στην οποία δεν είχε την ιδιότητα του διαδίκου και, αφετέρου, ένα ενημερωτικό σημείωμα του προϊσταμένου της υπηρεσίας φορολογικών ελέγχων απευθυνόμενο στην Caterpillar, με το οποίο της δήλωσε την πρόθεσή του να ασκήσει φορολογικό έλεγχο για την περίοδο μεταξύ των μηνών Δεκεμβρίου 2005 και Δεκεμβρίου 2006.
48 Στο πλαίσιο της προφορικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, η Caterpillar υποστήριξε ότι το γεγονός ότι έλαβε γνώση μιας αποφάσεως του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της Πολωνίας, η οποία ήταν δυσμενής για αυτή, σε συνδυασμό με την αναγγελία επικείμενου φορολογικού ελέγχου, ήταν καθοριστικό για την απόφασή της να καταβάλει στη φορολογική αρχή ποσό που αντιστοιχούσε στις ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές. Η Caterpillar δήλωσε ότι, στο πλαίσιο αυτό, ήταν πεπεισμένη ότι «δεν είχε νόημα» να αμφισβητήσει τη συμφωνία προς το δίκαιο της Ένωσης της εισπράξεως του ΦΠΑ που αφορούσε το κόστος της ασφαλίσεως για τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως.
49 Εντούτοις, η –υποκειμενική– πεποίθηση ότι δεν δύναται να ενεργήσει με άλλο τρόπο πλην της καταβολής του ΦΠΑ που αφορούσε το κόστος της ασφαλίσεως για τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αντικειμενική αδυναμία να ενεργήσει διαφορετικά.
50 Εν προκειμένω, η Caterpillar είχε, όντως, τη δυνατότητα να αρνηθεί την καταβολή της ληξιπρόθεσμης φορολογικής οφειλής, καθόσον είχε αρχικώς θεωρήσει ότι αυτό το κόστος ασφαλίσεως απαλλασσόταν του ΦΠΑ, και να ασκήσει ανακοπή κατά πιθανής διαταγής πληρωμής, ή να καταβάλει τη ληξιπρόθεσμη φορολογική οφειλή και να προσφύγει ενώπιον εθνικού δικαστηρίου για να επιτύχει την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού εντός της εν λόγω προθεσμίας παραγραφής, χωρίς να περιμένει ενδεχόμενη ερμηνεία από το Δικαστήριο των διατάξεων της οδηγίας ΦΠΑ. Όπως διαπιστώνεται όμως, η Caterpillar δεν αξιοποίησε καμία από αυτές τις δυνατότητες.
51 Κατά συνέπεια, η έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 2013, BGŻ Leasing (C‑224/11, EU:C:2013:15), η οποία έλαβε χώρα μετά τη συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής, την οποία προβλέπει το άρθρο 70, παράγραφος 1, του φορολογικού κώδικα, δεν επιτρέπει τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν μπορούσε να επικαλεσθεί τα δικαιώματά της πριν από τη συμπλήρωση της προθεσμίας αυτής.
52 Λαμβανομένων υπόψη όσων προαναφέρθηκαν, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιτρέπει την απόρριψη αιτήσεως επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ, όταν η αίτηση αυτή έχει υποβληθεί από τον υποκείμενο στον φόρο μετά τη συμπλήρωση πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, μολονότι από απόφαση του Δικαστηρίου εκδοθείσα μετά τη συμπλήρωση της εν λόγω προθεσμίας συνάγεται ότι δεν υφίστατο οφειλή όσον αφορά την καταβολή του ΦΠΑ που αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω αιτήσεως επιστροφής.
Επί των δικαστικών εξόδων
53 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:
Οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιτρέπει την απόρριψη αιτήσεως επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), όταν η αίτηση αυτή έχει υποβληθεί από τον υποκείμενο στον φόρο μετά τη συμπλήρωση πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, μολονότι από απόφαση του Δικαστηρίου εκδοθείσα μετά τη συμπλήρωση της εν λόγω προθεσμίας συνάγεται ότι δεν υφίστατο οφειλή όσον αφορά την καταβολή του ΦΠΑ που αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω αιτήσεως επιστροφής.
Yποθέσεις C-504/16 και C-613/16 Μητρική εταιρία – Εταιρία χαρτοφυλακίου – Παρακράτηση στην πηγή των κερδών που διανέμονται σε εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία χαρτοφυλακίου – Απαλλαγή – Φορολογική απάτη, φοροδιαφυγή και φορολογική κατάχρηση – Τεκμήριο
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 20ής Δεκεμβρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Άμεση φορολογία – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Οδηγία 90/435/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 2 – Άρθρο 5 – Μητρική εταιρία – Εταιρία χαρτοφυλακίου – Παρακράτηση στην πηγή των κερδών που διανέμονται σε εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία χαρτοφυλακίου – Απαλλαγή – Φορολογική απάτη, φοροδιαφυγή και φορολογική κατάχρηση – Τεκμήριο»
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-504/16 και C-613/16,
με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Finanzgericht Köln (φορολογικό δικαστήριο της Κολωνίας, Γερμανία) με αποφάσεις της 8ης Ιουλίου και της 31ης Αυγούστου 2016, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 23 Σεπτεμβρίου και στις 28 Νοεμβρίου 2016, αντιστοίχως, στο πλαίσιο των δικών
Deister Holding AG, πρώην Traxx Investments NV (C-504/16),
Juhler Holding A/S (C-613/16)
κατά
Bundeszentralamt für Steuern,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους C. G. Fernlund (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J.‑C. Bonichot και E. Regan, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Deister Holding AG, εκπροσωπούμενη από τους J. Schönfeld και C. Süß, Rechtsanwälte,
– η Juhler Holding A/S, εκπροσωπούμενη από τον A. Stange, Rechtsanwalt,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και R. Kanitz,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Colas, καθώς και από τις E. de Moustier και S. Ghiandoni,
– η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Falk, C. Meyer-Seitz και H. Shev, καθώς και από τους F. Bergius και L. Swedenborg,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους W. Roels και M. Wasmeier,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 1, παράγραφος 2, και του άρθρου 5 της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ 1990, L 225, σ. 6), όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2006/98/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2006 (ΕΕ 2006, L 363, σ. 129) (στο εξής: οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες).
2 Τα προδικαστικά ερωτήματα ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ των Deister Holding AG, πρώην Traxx Investments NV (στο εξής: Traxx), και Juhler Holding A/S με την Bundeszentralamt für Steuern (κεντρική ομοσπονδιακή φορολογική υπηρεσία, Γερμανία), όσον αφορά την άρνηση της ως άνω υπηρεσίας να απαλλάξει από την παρακράτηση στην πηγή τα μερίσματα που οι εταιρίες αυτές εισέπραξαν από τις γερμανικές θυγατρικές τους.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η τρίτη και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες έχουν ως εξής:
«[Εκτιμώντας] ότι οι ισχύουσες φορολογικές διατάξεις που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιριών που ευρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη διαφέρουν αισθητά από ένα κράτος μέλος σε άλλο και είναι, γενικά, λιγότερο ευνοϊκές από τις εφαρμοζόμενες στις σχέσεις μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιριών ευρισκομένων στο ίδιο κράτος μέλος· ότι, συνεπεία του γεγονότος αυτού, η συνεργασία μεταξύ εταιριών που ευρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη τίθεται σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τη συνεργασία εταιριών του ιδίου κράτους μέλους· ότι πρέπει να εξαλειφθεί αυτή η δυσμενής μεταχείριση με τη θέσπιση ενός κοινού καθεστώτος και να διευκολυνθούν έτσι οι συνενώσεις εταιριών σε κοινοτική κλίμακα·
[...]
ότι πρέπει επίσης, προκειμένου να εξασφαλισθεί η φορολογική ουδετερότητα, να απαλλάσσονται από παρακράτηση στην πηγή τα διανεμηθέντα κέρδη μίας θυγατρικής εταιρίας προς τη μητρική της, εκτός από ορισμένες ειδικές περιπτώσεις [...]».
4 Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής προβλέπει:
«1. Κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει την παρούσα οδηγία:
– στις διανομές κερδών οι οποίες πραγματοποιούνται προς εταιρίες αυτού του κράτους και προέρχονται από θυγατρικές τους εταιρίες άλλων κρατών μελών,
– στις διανομές κερδών που πραγματοποιούνται από τις εταιρίες αυτού του κράτους προς εταιρίες άλλων κρατών μελών, των οποίων είναι θυγατρικές,
[...]
2. Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει την εφαρμογή εθνικών διατάξεων ή διατάξεων διεθνών συμβάσεων που είναι αναγκαίες για να αποφεύγονται φορολογικές απάτες και καταχρήσεις.»
5 Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ορίζει:
«Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, με τον όρο “εταιρία κράτους μέλους” νοείται κάθε εταιρία:
α) η οποία έχει περιβληθεί έναν από τους νομικούς τύπους τους απαριθμούμενους στο παράρτημα·
β) η οποία, βάσει της φορολογικής νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, θεωρείται ότι έχει φορολογική κατοικία στο κράτος αυτό και η οποία δεν θεωρείται ότι έχει φορολογική κατοικία εκτός Κοινότητας, δυνάμει συμβάσεως με τρίτο κράτος σχετικής με τη διπλή φορολογία·
γ) η οποία, επιπλέον, υπόκειται σε έναν από τους παρακάτω φόρους χωρίς δυνατότητα επιλογής και χωρίς να απαλλάσσεται η ίδια:
[...]
– selskabsskat στη Δανία,
– Körperschaftsteuer στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας,
[...]
– vennootschapsbelasting στις Κάτω Χώρες,
[...]».
6 Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας ορίζει:
«Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας:
α) η ιδιότητα εταιρίας ως μητρικής αναγνωρίζεται τουλάχιστον σε κάθε εταιρία κράτους μέλους η οποία πληροί τους όρους που τίθενται στο άρθρο 2 και συμμετέχει κατά 20 % τουλάχιστον στο κεφάλαιο εταιρίας άλλου κράτους μέλους που πληροί τους ίδιους όρους.
Η ιδιότητα αυτή αναγνωρίζεται επίσης, υπό τους ίδιους όρους, σε μία εταιρία κράτους μέλους η οποία συμμετέχει κατά 20 % τουλάχιστον στο κεφάλαιο μίας εταιρίας του ιδίου κράτους μέλους, που κατέχεται, εν όλω ή εν μέρει από μία μόνιμη εγκατάσταση της προηγούμενης εταιρίας που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος.
Από 1ης Ιανουαρίου 2007, το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής καθορίζεται σε 15 %.
Από 1ης Ιανουαρίου 2009, το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής καθορίζεται σε 10 %.
β) ως θυγατρική εταιρία νοείται η εταιρία στο κεφάλαιο της οποίας υφίσταται η κατά το στοιχείο α) συμμετοχή.
2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα:
– να αντικαθιστούν, με διμερή συμφωνία, το κριτήριο της συμμετοχής στο κεφάλαιο με το κριτήριο της κατοχής δικαιωμάτων ψήφου,
– να μην εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας στις εταιρίες τους που δεν διατηρούν επί δύο τουλάχιστον συνεχή έτη τη συμμετοχή την απαιτούμενη για το χαρακτηρισμό τους ως μητρικών εταιριών ή στις εταιρίες τους στις οποίες εταιρία άλλου κράτους μέλους δεν διατηρεί επί δύο τουλάχιστον συνεχή έτη συμμετοχή αυτού του είδους.»
7 Δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες:
«Τα κέρδη τα οποία η θυγατρική εταιρία καταβάλλει κατά τη διανομή στη μητρική εταιρία απαλλάσσονται από την παρακράτηση του φόρου στην πηγή.»
8 Το παράρτημα της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Πίνακας των εταιριών που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο A)», αναφέρει:
«α) οι εταιρίες που έχουν συσταθεί βάσει του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας (SE) [(ΕΕ 2001, L 294, σ. 1)], και της οδηγίας 2001/86/EΚ του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, για τη συμπλήρωση του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας όσον αφορά τον ρόλο των εργαζομένων [(ΕΕ 2001, L 294, σ. 22)], και οι συνεταιριστικές εταιρίες που έχουν συσταθεί βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρίας (SEC) [(ΕΕ 2003, L 207, σ. 1)], και της οδηγίας 2003/72/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, για τη συμπλήρωση του καταστατικού του ευρωπαϊκού συνεταιρισμού όσον αφορά τον ρόλο των εργαζομένων [(ΕΕ 2003, L 207, σ. 25)]·
[...]
ε) εταιρίες δανικού δικαίου που αποκαλούνται “aktieselskab” και “anpartsselskab”· άλλες εταιρίες υποκείμενες στο φόρο δυνάμει του νόμου περί της φορολογίας επιχειρήσεων, εφόσον το φορολογητέο εισόδημά τους υπολογίζεται και φορολογείται σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας που εφαρμόζονται σε “aktieselskaber”·
στ) εταιρίες γερμανικού δικαίου που αποκαλούνται “Aktiengesellschaft”, “Kommanditgesellschaft auf Aktien”, “Gesellschaft mit beschränkter Haftung”, “Versicherungsverein auf Gegenseitigkeit”, “Erwerbs- und Wirtschaftsgenossenschaft”, “Betriebe gewerblicher Art von juristischen Personen des öffentlichen Rechts”, καθώς και άλλες εταιρίες που έχουν συσταθεί βάσει του γερμανικού δικαίου και υπόκεινται σε φορολογία εταιριών στη Γερμανία·
[...]
ιθ) εταιρίες δικαίου Κάτω Χωρών που αποκαλούνται “naamloze vennnootschap”, “besloten vennootschap met beperkte aansprakelijkheid”, “Open commanditaire vennootschap”, “Coöperatie”, “onderlinge waarborgmaatschappij”, “Fonds voor gemene rekening”, “vereniging op coöperatieve grondslag” et “vereniging welke op onderlinge grondslag als verzekeraar of keredietinstelling optreed”, καθώς και άλλες εταιρίες που έχουν συσταθεί βάσει του ολλανδικού δικαίου και υπόκεινται σε φορολογία ανωνύμων εταιριών στην Ολλανδία·
[...]».
Το γερμανικό δίκαιο
9 Ο Einkommensteuergesetz (νόμος περί φόρου εισοδήματος), όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: EStG), ορίζει στο άρθρο 36:
«(1) Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, ο φόρος εισοδήματος καθίσταται απαιτητός κατά το πέρας του οικονομικού έτους.
(2) Συμψηφίζονται με τον φόρο εισοδήματος:
1. οι προκαταβολές του φόρου εισοδήματος που καταβλήθηκαν για το οικείο οικονομικό έτος (άρθρο 37)·
2. ο φόρος εισοδήματος που εισπράττεται με παρακράτηση φόρου, καθόσον αφορά τα εισοδήματα τα οποία λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του φόρου ή τα εισοδήματα τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 40, του παρόντος νόμου, ή με το άρθρο 8b, παράγραφοι 1 και 6, δεύτερη περίπτωση, του Körperschaftssteuergesetz [νόμου περί φορολογίας εταιριών], δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του εισοδήματος και για τα οποία δεν ζητήθηκε ούτε πραγματοποιήθηκε επιστροφή φόρου. Ο φόρος εισοδήματος που εισπράττεται με παρακράτηση δεν συμψηφίζεται αν δεν προσκομιστεί η βεβαίωση του άρθρου 45a, παράγραφοι 2 ή 3. Στις περιπτώσεις που αφορά το άρθρο 8b, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, του νόμου περί φορολογίας εταιριών, αρκεί για τον συμψηφισμό η προσκόμιση της βεβαιώσεως του άρθρου 45a, παράγραφοι 2 ή 3, που χορηγήθηκε στον πιστωτή των εισοδημάτων από κεφάλαια.
(3) Τα ποσά του φόρου που αναφέρονται στην παράγραφο 2, σημείο 2, στρογγυλοποιούνται στο ευρώ. Όσον αφορά τους φόρους που παρακρατούνται στην πηγή, στρογγυλοποιείται το σύνολο του ποσού μίας μόνο παρακρατήσεως.
(4) Εάν, κατόπιν της εκκαθαρίσεως, προκύπτει χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του φορολογουμένου, το πρόσωπο αυτό (ο υπόχρεος στην καταβολή του φόρου) οφείλει να το καταβάλει αμέσως, εφόσον το υπόλοιπο αυτό ισούται με την προκαταβολή φόρου που είναι ήδη απαιτητή, αλλά δεν έχει καταβληθεί ακόμη από αυτόν. Στις άλλες περιπτώσεις ο υπόχρεος στην καταβολή του φόρου πρέπει να τον καταβάλει εντός μηνός από την έκδοση του εκκαθαριστικού σημειώματος της εφορίας (τελική πληρωμή). Εάν, κατόπιν της εκκαθαρίσεως, προκύπτει πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ του φορολογουμένου, το υπόλοιπο αυτό καταβάλλεται στον φορολογούμενο μετά την κοινοποίηση του εκκαθαριστικού σημειώματος της εφορίας. [...]»
10 Το άρθρο 43, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 1, του EStG προβλέπει:
«Στις ακόλουθες κατηγορίες εισοδημάτων από κεφάλαια που έχουν πραγματοποιηθεί στην ημεδαπή και, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο σημείο 6, στο σημείο 7, στοιχείο αʹ, και στα σημεία 8 έως 12, καθώς και στη δεύτερη περίοδο, στην αλλοδαπή, επιβάλλεται φόρος με παρακράτηση:
1. εισοδήματα από κεφάλαια κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 1, σημεία 1 και 2. Το σημείο αυτό έχει εφαρμογή mutatis mutandis στα εισοδήματα από κεφάλαια, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, σημείο 2, στοιχείο αʹ, και σημείο 2, δεύτερη περίοδος·
[...]».
11 Δυνάμει του άρθρου 43b, παράγραφος 1, του EStG, κατόπιν αιτήσεως του φορολογουμένου, δεν καταβάλλεται ο φόρος για τα εισοδήματα από κεφάλαια, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 1, σημείο 1, του EStG, τα οποία εισέπραξε μητρική εταιρία η οποία δεν έχει στην ημεδαπή ούτε την έδρα ούτε τη διοίκησή της και τα οποία προέρχονται από διανομή κερδών θυγατρικής.
12 Κατά το άρθρο 43b, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του EStG, ως «μητρική εταιρία», κατά την έννοια της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου 43b, νοείται η εταιρία η οποία πληροί τις προϋποθέσεις που διαλαμβάνονται στο παράρτημα 2 του παρόντος νόμου και η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 90/435, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2006/98, κατά τον χρόνο γένεσης της οφειλής του φόρου επί των εισοδημάτων από κεφάλαια, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του EStG, μπορεί να αποδείξει ότι κατέχει άμεση συμμετοχή ύψους 15 % τουλάχιστον του κεφαλαίου της θυγατρικής.
13 Το άρθρο 43b, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, του EStG ορίζει ότι πρέπει περαιτέρω να αποδειχθεί ότι η συμμετοχή διήρκεσε αδιάλειπτα για δώδεκα μήνες.
14 Το άρθρο 50d, παράγραφος 3, του EStG ορίζει:
«Αλλοδαπή εταιρία δεν έχει δικαίωμα πλήρους ή μερικής απαλλαγής βάσει της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 2, εφόσον συμμετέχουν σε αυτήν πρόσωπα που δεν θα δικαιούνταν επιστροφή ή απαλλαγή εάν αποκτούσαν άμεσα τα εισοδήματα και
(1) δεν υφίστανται οικονομικοί ή άλλοι σοβαροί λόγοι για τη μεσολάβηση της αλλοδαπής μητρικής εταιρίας ή
(2) τα εισοδήματα της αλλοδαπής εταιρίας που προέρχονται από ιδία οικονομική δραστηριότητα δεν υπερβαίνουν το 10 % των συνολικών ακαθάριστων εσόδων της για το οικείο οικονομικό έτος ή
(3) η αλλοδαπή εταιρία δεν συμμετέχει στις εν γένει οικονομικές συναλλαγές με την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας προσαρμοσμένης στον εμπορικό της σκοπό.
Κρίσιμη είναι μόνον η κατάσταση της αλλοδαπής εταιρίας· οργανωτικά, οικονομικά ή άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων που συνδέονται με την αλλοδαπή εταιρία [άρθρο 1, παράγραφος 2, του Außensteuergesetz (νόμου περί φορολογικών σχέσεων με την αλλοδαπή)] δεν λαμβάνονται υπόψη. Η αλλοδαπή εταιρία στερείται ιδίας οικονομικής δραστηριότητας όταν τα ακαθάριστα έσοδά της προέρχονται από τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων ή όταν αναθέτει σε τρίτους την άσκηση των κύριων εμπορικών δραστηριοτήτων της. [...]»
15 Το άρθρο 42 του Abgabenordnung (φορολογικού κώδικα) ορίζει:
«(1) Δεν επιτρέπεται η καταστρατήγηση του φορολογικού νόμου με κατάχρηση των ρυθμίσεων που προβλέπει η νομοθεσία. Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζει μια φορολογική διάταξη για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής, οι νομικές συνέπειες καθορίζονται από την εν λόγω διάταξη. Στις λοιπές περιπτώσεις στις οποίες αποδεικνύεται κατάχρηση, κατά την έννοια της παραγράφου 2, ο φόρος οφείλεται με τους ίδιους όρους που ισχύουν για το καθεστώς νομικών ρυθμίσεων που εφαρμόζεται στις οικονομικές πράξεις.
(2) Η κατάχρηση αποδεικνύεται όταν έχει επιλεγεί ακατάλληλη νομική ρύθμιση, η οποία παρέχει σε φορολογούμενο ή σε τρίτο φορολογικό πλεονέκτημα το οποίο δεν προβλέπεται από τον νόμο σε σχέση με τις συνέπειες της κατάλληλης νομικής ρυθμίσεως. Ο κανόνας αυτός δεν έχει εφαρμογή εάν ο φορολογούμενος αποδείξει την ύπαρξη μη φορολογικών λόγων που δικαιολογούν την επιλογή της ρυθμίσεως, οι οποίοι πρέπει να ληφθούν υπόψη με γνώμονα τη συνολική κατάστασή του.»
Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
16 Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής στην υπόθεση C‑504/16, η Deister Holding είναι καθολική διάδοχος της Traxx, η οποία είχε την έδρα της στις Κάτω Χώρες. Η δραστηριότητα της Traxx συνίστατο κατά κύριο λόγο στην κατοχή μεριδίων συμμετοχής σε πολλές εταιρίες εγκατεστημένες σε διάφορα κράτη και στην εξασφάλιση της χρηματοδοτήσεώς τους, μεταξύ άλλων με τη χορήγηση δανείων στις εταιρίες του συγκεκριμένου ομίλου.
17 Από το 2005, η Traxx συμμετείχε με ποσοστό 26,5 % τουλάχιστον στην Deister electronik GmbH, εταιρία γερμανικού δικαίου. Από τον Μάρτιο του 2007, η Traxx διέθετε μισθωμένο γραφείο στις Κάτω Χώρες και απασχολούσε εκεί δύο συνεργάτες το 2007 και το 2008. Ο μοναδικός μέτοχος της Traxx, ο Α. Stobbe, ήταν κάτοικος Γερμανίας.
18 Στις 19 Νοεμβρίου 2007, η Deister electronik διένειμε μερίσματα στην Traxx, επί των οποίων η πρώτη παρακράτησε στην πηγή τον φόρο επί των εισοδημάτων από κεφάλαια και την εισφορά αλληλεγγύης και κατέβαλε τα ποσά στη φορολογική αρχή. Στις 16 Μαΐου 2008, η Traxx ζήτησε να απαλλαγεί η εν λόγω διανομή μερισμάτων από τον φόρο και από την εισφορά αλληλεγγύης.
19 Η φορολογική αρχή απέρριψε με απόφασή της την αίτηση αυτή καθώς και την ένσταση που υποβλήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής και η Deister Holding, ως νόμιμη διάδοχος της Traxx, άσκησε προσφυγή κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του Finanzgericht Köln (φορολογικού δικαστηρίου της Κολωνίας, Γερμανία), προβάλλοντας τη μη συμβατότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη νομοθεσίας με την ελευθερία εγκαταστάσεως και με την οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες.
20 Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής στην υπόθεση C‑613/16, η Juhler Holding είναι εταιρία χαρτοφυλακίου με έδρα στη Δανία. Το κεφάλαιό της κατέχει σε ποσοστό 100 % η Juhler Services Limited, εταιρία κυπριακού δικαίου. Μοναδικός μέτοχος της τελευταίας αυτής εταιρίας είναι ένα φυσικό πρόσωπο κάτοικος Σιγκαπούρης.
21 Η Juhler Holding κατέχει μερίδια συμμετοχής σε περισσότερες από 25 θυγατρικές, μερικές από τις οποίες έχουν επίσης την έδρα τους στη Δανία, κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη. Ο συγκεκριμένος όμιλος παρέχει υπηρεσίες διαθέσεως προσωπικού, το δε ένα τρίτο του συνολικού όγκου των υπηρεσιών παρέχεται εντός του κράτους μέλους αυτού. Από το 2003, η Juhler Holding κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της temp-team Personal GmbH, εταιρίας εγκατεστημένης στη Γερμανία.
22 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι η Juhler Holding κατέχει και ακίνητη περιουσία, ότι η εταιρία αυτή έχει την ευθύνη του χρηματοοικονομικού ελέγχου του ομίλου, προκειμένου να βελτιστοποιήσει τις δαπάνες για τόκους του ομίλου, ότι επιβλέπει και ελέγχει τα αποτελέσματα των διαφόρων θυγατρικών της και ότι διαθέτει τηλεφωνική γραμμή και ηλεκτρονική διεύθυνση. Στον ιστότοπο του ομίλου αυτού, η Juhler Holding περιλαμβάνεται στις επαφές του. Αντιθέτως, η εταιρία αυτή δεν διαθέτει δικά της γραφεία. Εάν χρειαστεί, η εταιρία χρησιμοποιεί τα γραφεία, τον εξοπλισμό και το προσωπικό των άλλων εταιριών του εν λόγω ομίλου. Τέλος, ο διευθυντής της Juhler Holding είναι επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου διαφόρων εταιριών του ίδιου ομίλου.
23 Κατά το 2011, η Juhler Holding εισέπραξε μερίσματα από την temp‑team Personal. Δεδομένου ότι στα μερίσματα αυτά επιβλήθηκε παρακράτηση στην πηγή καθώς και εισφορά αλληλεγγύης, η πρώτη από τις ως άνω εταιρίες ζήτησε την επιστροφή τους. Η φορολογική αρχή απέρριψε με απόφασή της την αίτηση αυτή, καθώς και την ένσταση που υποβλήθηκε κατά της εν λόγω αποφάσεως και η Juhler Holding άσκησε προσφυγή κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του Finanzgericht Köln (φορολογικού δικαστηρίου της Κολωνίας), προβάλλοντας τη μη συμβατότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη νομοθεσίας με την ελευθερία εγκαταστάσεως και με την οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες.
24 Όσον αφορά την εφαρμοστέα στις δύο υποθέσεις της κύριας δίκης νομοθεσία, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, πρώτον, ότι, αντίθετα προς την άποψη της φορολογικής αρχής, έχει εφαρμογή το άρθρο 50d, παράγραφος 3, του EStG, όπως τροποποιήθηκε με τον Jahressteuergesetz 2007 (ετήσιος φορολογικός νόμος για το 2007), της 13ης Δεκεμβρίου 2006 (BGBl. 2006 I, σ. 2878). Περαιτέρω, σε περίπτωση μη συμβατότητας του άρθρου αυτού με το δίκαιο της Ένωσης, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 42 του φορολογικού κώδικα, σχετικά με την καταπολέμηση των καταχρήσεων σε εθνικό επίπεδο, η επίμαχη στην κύρια δίκη παρακράτηση στην πηγή πρέπει να επιστραφεί.
25 Το εν λόγω δικαστήριο εκθέτει, δεύτερον, ότι, δυνάμει του εθνικού δικαίου, τα μερίσματα που διανέμονται από γερμανική θυγατρική προς τη μητρική εταιρία της που είναι εγκατεστημένη στην αλλοδαπή είτε απαλλάσσονται, κατόπιν αιτήσεως του φορολογουμένου, από τον φόρο εισοδήματος είτε υπόκεινται σε παρακράτηση στην πηγή, η οποία, κατόπιν αιτήσεως του φορολογουμένου, μπορεί να επιστραφεί.
26 Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 50d, παράγραφος 3, του EStG, το δικαίωμα απαλλαγής ή επιστροφής αποκλείεται, αφενός, όταν οι μέτοχοι της εγκατεστημένης στην αλλοδαπή μητρικής εταιρίας δεν θα δικαιούνταν επιστροφή ή απαλλαγή εάν αποκτούσαν άμεσα τα μερίσματα αυτά και, αφετέρου, όταν πληρούται μία από τις ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις, δηλαδή, εάν δεν υφίστανται οικονομικοί ή άλλοι σοβαροί λόγοι για τη μεσολάβηση της εγκατεστημένης στην αλλοδαπή μητρικής εταιρίας, εάν τα έσοδα της εγκατεστημένης στην αλλοδαπή μητρικής εταιρίας που προέρχονται από ιδία οικονομική δραστηριότητα δεν υπερβαίνουν το 10 % των συνολικών ακαθάριστων εσόδων της (τούτο δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, όταν τα ακαθάριστα εισοδήματα της αλλοδαπής εταιρίας προέρχονται από τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων) ή εάν η εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία δεν συμμετέχει στις εν γένει οικονομικές συναλλαγές με την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας προσαρμοσμένης στον εμπορικό της σκοπό.
27 Το ίδιο δικαστήριο διευκρινίζει ότι, για να εκτιμηθεί αν η εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία ασκεί ιδία οικονομική δραστηριότητα, η εν λόγω νομοθεσία λαμβάνει υπόψη μόνο την κατάσταση της εγκατεστημένης στην αλλοδαπή μητρικής εταιρίας. Τα οργανωτικά, οικονομικά ή άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων που συνδέονται με την εταιρία αυτή δεν λαμβάνονται υπόψη. Δεν λαμβάνεται, επομένως, υπόψη η διάρθρωση και η στρατηγική του ομίλου στον οποίο ανήκει η εταιρία αυτή. Συνεπώς, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 50d, παράγραφος 3, του EStG περιπτώσεις στις οποίες, στο εσωτερικό του ομίλου αυτού, τα μερίδια συμμετοχής έχουν αποσπαστεί μόνιμα σε εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία χαρτοφυλακίου και στις οποίες τούτο αντιστοιχεί σε πραγματική στρατηγική του συγκεκριμένου ομίλου.
28 Αντιθέτως, στην περίπτωση εγκατεστημένης στην ημεδαπή μητρικής εταιρίας χαρτοφυλακίου με μικρή δραστηριότητα, η ύπαρξη μόνιμης μεσολάβησης αρκεί για να χορηγηθεί στην εταιρία αυτή ο συμψηφισμός ή η επιστροφή του φόρου.
29 Περαιτέρω, πέραν της αμιγώς παθητικής διαχειρίσεως περιουσιακών στοιχείων, η ενεργή διαχείριση εταιρίας χρηματοδοτικής μίσθωσης, μίσθωσης, επενδύσεων και χρηματοδοτήσεως ή εταιρίας χαρτοφυλακίου δεν μπορεί επίσης να θεωρηθεί, στην περίπτωση εγκατεστημένης στην αλλοδαπή μητρικής εταιρίας, ότι συνιστά ιδία οικονομική δραστηριότητα, κατά την έννοια του άρθρου 50d, παράγραφος 3, του EStG.
30 Περαιτέρω, για να μη χορηγηθεί η απαλλαγή ή η επιστροφή του φόρου αρκεί, κατά το αιτούν δικαστήριο, η εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία να πληροί μία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 50d, παράγραφος 3, του EStG. Στην περίπτωση αυτή, ο Γερμανός νομοθέτης τεκμαίρει, χωρίς το τεκμήριο να είναι μαχητό, ότι πρόκειται για καταχρηστική μεθόδευση.
31 Το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται επί της συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας με τις ελευθερίες κυκλοφορίας και την οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμά ότι οι δύο υποθέσεις της κύριας δίκης αφορούν την ελευθερία εγκαταστάσεως, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες μητρικές εταιρίες κατέχουν συμμετοχή η οποία τους εξασφαλίζει βέβαιη επιρροή στις αποφάσεις της γερμανικής θυγατρικής τους.
32 Το ως άνω δικαστήριο θεωρεί ότι το άρθρο 50d, παράγραφος 3, του EStG συνιστά εμπόδιο στην ελευθερία εγκαταστάσεως και αμφιβάλλει κατά πόσον ο λόγος γενικού συμφέροντος που συναρτάται με την καταπολέμηση της φοροαποφυγής μπορεί να δικαιολογεί το εμπόδιο, καθόσον, αφενός, στο άρθρο αυτό εμπίπτει εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία η οποία δεν αποτελεί προϊόν αμιγώς τεχνητής μεθοδεύσεως χωρίς οικονομική υπόσταση και, αφετέρου, το εν λόγω άρθρο θεσπίζει αμάχητο τεκμήριο κατάχρησης ή απάτης.
33 Όσον αφορά την οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι υφίστανται αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, καθόσον το γράμμα του άρθρου αυτού, όπως έχει στα γερμανικά –αντίθετα προς τις γλωσσικές αποδόσεις του στα ισπανικά, στα αγγλικά, στα γαλλικά ή στα ιταλικά– δεν περιλαμβάνει τη λέξη «αναγκαίες». Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι, παρά την απόκλιση αυτή, η έννοια της κατάχρησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να ερμηνευθεί με γνώμονα το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης.
34 Υπό τις συνθήκες αυτές το Finanzgericht Köln (φορολογικό δικαστήριο της Κολωνίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπα στις δύο υποθέσεις:
«1) Αντιβαίνει στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 54 ΣΛΕΕ, εθνική φορολογική διάταξη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία δεν παρέχεται απαλλαγή από τον επιβαλλόμενο επί της διανομής κερδών φόρο εισοδημάτων από κεφάλαια σε αλλοδαπή μητρική εταιρία της οποίας ο μοναδικός μέτοχος έχει την κατοικία του στην ημεδαπή [υπόθεση C-504/16] (σε αλλοδαπή μητρική εταιρία που λειτουργεί σε μόνιμη βάση ως χωριστή εταιρία χαρτοφυλακίου εντός ενεργού ομίλου εγκατεστημένου στο κράτος στο οποίο η εν λόγω εταιρία έχει την έδρα της [υπόθεση C-613/16]), εφόσον κατέχουν μερίδια συμμετοχής σε αυτήν πρόσωπα που δεν θα δικαιούνταν επιστροφή ή απαλλαγή εάν αποκτούσαν άμεσα τα εισοδήματα και
– δεν υφίστανται οικονομικοί ή άλλοι σοβαροί λόγοι για τη μεσολάβηση της αλλοδαπής μητρικής εταιρίας ή
– τα εισοδήματα της αλλοδαπής μητρικής εταιρίας που προέρχονται από ιδία οικονομική δραστηριότητα δεν υπερβαίνουν το 10 % των συνολικών ακαθάριστων εσόδων της για το οικείο οικονομικό έτος (τούτο δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, όταν τα ακαθάριστα έσοδα της αλλοδαπής εταιρίας προέρχονται από τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων) ή
– η αλλοδαπή μητρική εταιρία δεν συμμετέχει στις εν γένει οικονομικές συναλλαγές με την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας προσαρμοσμένης στον εμπορικό της σκοπό,
ενώ οι ημεδαπές εταιρίες χαρτοφυλακίου απαλλάσσονται του φόρου εισοδημάτων από κεφάλαια χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ανωτέρω προϋποθέσεις;
2) Αντιβαίνει στο άρθρο 5, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ, εθνική φορολογική διάταξη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία δεν παρέχεται απαλλαγή από τον επιβαλλόμενο επί της διανομής κερδών φόρο εισοδημάτων από κεφάλαια σε αλλοδαπή μητρική εταιρία της οποίας ο μοναδικός μέτοχος έχει την κατοικία του στην ημεδαπή [υπόθεση C-504/16] (σε αλλοδαπή μητρική εταιρία που λειτουργεί σε μόνιμη βάση ως χωριστή εταιρία χαρτοφυλακίου εντός ενεργού ομίλου εγκατεστημένου στο κράτος στο οποίο η εν λόγω εταιρία έχει την έδρα της [υπόθεση 613/13]), εφόσον κατέχουν μερίδια συμμετοχής σε αυτήν πρόσωπα που δεν θα δικαιούνταν επιστροφής ή απαλλαγής εάν αποκτούσαν άμεσα τα εισοδήματα και
– δεν υφίστανται οικονομικοί ή άλλοι σοβαροί λόγοι για τη μεσολάβηση της αλλοδαπής μητρικής εταιρίας ή
– τα εισοδήματα της αλλοδαπής μητρικής εταιρίας που προέρχονται από ιδία οικονομική δραστηριότητα δεν υπερβαίνουν το 10 % των συνολικών ακαθάριστων εσόδων της για το οικείο οικονομικό έτος (τούτο δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, όταν τα ακαθάριστα εισοδήματα της αλλοδαπής εταιρίας προέρχονται από τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων) ή
– η αλλοδαπή μητρική εταιρία δεν συμμετέχει στις εν γένει οικονομικές συναλλαγές με την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας προσαρμοσμένης στον εμπορικό της σκοπό ενώ οι ημεδαπές εταιρίες χαρτοφυλακίου απαλλάσσονται του φόρου εισοδημάτων από κεφάλαια χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ανωτέρω προϋποθέσεις
ενώ οι ημεδαπές εταιρίες χαρτοφυλακίου απαλλάσσονται του φόρου εισοδημάτων από κεφάλαια χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ανωτέρω προϋποθέσεις;»
35 Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2017, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C-504/16 και C-613/16 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του παραδεκτού
36 Η Γερμανική Κυβέρνηση προβάλλει ότι τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στις δύο αυτές υποθέσεις, καθόσον αφορούν το σύνολο του άρθρου 50d, παράγραφος 3, του EStG, υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίλυση των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
37 Όσον αφορά την υπόθεση C-504/16, η εν λόγω κυβέρνηση θεωρεί ότι πρέπει να δοθεί απάντηση μόνο στο ερώτημα αν η ελευθερία εγκαταστάσεως και το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, αντιτίθενται σε «εθνική φορολογική διάταξη κατά την οποία δεν παρέχεται απαλλαγή από τον επιβαλλόμενο επί της διανομής κερδών φόρο εισοδημάτων από κεφάλαια σε αλλοδαπή μητρική εταιρία, και όχι σε ημεδαπές μητρικές εταιρίες, της οποίας ο μοναδικός μέτοχος έχει την κατοικία του στην ημεδαπή, με το αιτιολογικό ότι η αλλοδαπή μητρική εταιρία δεν ασκεί ιδία οικονομική δραστηριότητα πέραν της απλής κατοχής μεριδίων, και ότι, περαιτέρω, δεν υφίστανται οικονομικοί ή άλλοι σοβαροί λόγοι που δικαιολογούν τη μεσολάβησή της μεταξύ του εθνικού εταίρου και της εθνικής θυγατρικής».
38 Όσον αφορά την υπόθεση C-613/16, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, πρέπει να δοθεί απάντηση μόνο στο ερώτημα αν η ελευθερία εγκαταστάσεως και το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, αντιτίθενται σε «εθνική φορολογική διάταξη κατά την οποία δεν παρέχεται απαλλαγή από τον επιβαλλόμενο επί της διανομής κερδών φόρο εισοδημάτων από κεφάλαια σε αλλοδαπή μητρική εταιρία που λειτουργεί σε μόνιμη βάση ως χωριστή εταιρία χαρτοφυλακίου εντός ενεργού ομίλου εγκατεστημένου στο κράτος στο οποίο η εν λόγω εταιρία έχει την έδρα της, αντίθετα προς ότι ισχύει για ημεδαπές μητρικές εταιρίες, με το αιτιολογικό ότι η αλλοδαπή μητρική εταιρία δεν ασκεί ιδία οικονομική δραστηριότητα πέραν της απλής κατοχής μεριδίων συμμετοχής και δεν διαθέτει δικά της γραφεία και προσωπικό».
39 Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με το οποίο το Δικαστήριο τους παρέχει τα ερμηνευτικά στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2016, Eurosaneamientos κ.λπ., C-532/15 και C-538/15, EU:C:2016:932, σκέψη 26 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
40 Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς, και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί επ’ αυτών (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2016, Eurosaneamientos κ.λπ., C-532/15 και C-538/15, EU:C:2016:932, σκέψη 27 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
41 Κατά συνέπεια, για τα ερωτήματα που υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, ισχύει το τεκμήριο ότι είναι λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί αιτήσεως που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2016, Eurosaneamientos κ.λπ., C-532/15 και C-538/15, EU:C:2016:932, σκέψη 28 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
42 Επιβάλλεται η διαπίστωση, συναφώς, ότι, στις δύο υποθέσεις της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο εξήγησε λεπτομερώς τον λόγο για τον οποίο έκρινε αναγκαίο να δοθεί απάντηση στο ερώτημα της συμβατότητας του συνόλου των διατάξεων του άρθρου 50d, παράγραφος 3, του EStG, προκειμένου να μπορέσει να αποφανθεί επί των διαφορών των οποίων επιλήφθηκε. Επομένως, ουδόλως προκύπτει ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα στερούνται ενδιαφέροντος για την επίλυση των διαφορών αυτών.
43 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το Finanzgericht Köln (φορολογικό δικαστήριο της Κολωνίας).
Επί της ουσίας
44 Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, αφενός, και το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, αφετέρου, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε φορολογική νομοθεσία κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, με την οποία, όταν κατέχουν μερίδια συμμετοχής σε εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία πρόσωπα που δεν θα δικαιούνταν επιστροφή ή απαλλαγή της παρακρατήσεως στην πηγή εάν αποκτούσαν άμεσα τα προερχόμενα από εγκατεστημένη στην ημεδαπή θυγατρική μερίσματα, δεν παρέχεται στην εν λόγω μητρική εταιρία απαλλαγή από τον επιβαλλόμενο επί της διανομής κερδών φόρο εισοδημάτων από κεφάλαια στην περίπτωση που πληρούται μία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία αυτή.
Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ
45 Δεδομένου ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν τόσο τις διατάξεις της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες όσο και τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και ότι, κατά πάγια νομολογία, κάθε εθνικό μέτρο σε τομέα ο οποίος έχει αποτελέσει το αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις διατάξεις του μέτρου αυτού εναρμονίσεως και όχι εκείνες του πρωτογενούς δικαίου, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής δεν προβαίνει σε τέτοια εναρμόνιση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψεις 15 έως 17).
46 Συνεπώς, νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί να εκτιμηθεί όχι μόνον υπό το πρίσμα των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας, αλλά και υπό το πρίσμα των σχετικών διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου.
Επί του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής
47 Εισαγωγικά, πρέπει να διευκρινιστεί ότι εν προκειμένω δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι οι επίμαχες στις δύο υποθέσεις της κύριας δίκης εταιρίες εμπίπτουν στην οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες και, αφετέρου, ότι τα μερίσματα που διένειμε η Deister electronik στην Traxx και η temp-team Personal στην Juhler Holding εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.
48 Από την τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες προκύπτει ότι σκοπός της οδηγίας αυτής είναι να εξαλείψει, με τη θέσπιση κοινού φορολογικού καθεστώτος, κάθε δυσμενέστερη μεταχείριση της συνεργασίας μεταξύ εταιριών διαφορετικών κρατών μελών σε σχέση με τη συνεργασία μεταξύ εταιριών του ιδίου κράτους μέλους και να διευκολύνει επομένως τη συνένωση εταιριών σε κλίμακα Ένωσης. Η εν λόγω οδηγία αποβλέπει δηλαδή στο να εξασφαλίσει την ουδετερότητα, σε επίπεδο φορολογίας, της διανομής κερδών από μια εγκατεστημένη σε κράτος μέλος εταιρία στην εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος μητρική της εταιρία (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2017, Wereldhave Belgium κ.λπ., C‑448/15, EU:C:2017:180, σκέψη 25 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
49 Προς τούτο, η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας αναφέρει ότι, προκειμένου να εξασφαλισθεί η φορολογική ουδετερότητα, πρέπει να απαλλάσσονται από την παρακράτηση στην πηγή τα κέρδη που η θυγατρική εταιρία διανέμει στη μητρική της.
50 Με βάση τα ανωτέρω, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή φορολόγηση, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας εισάγει την αρχή της απαγορεύσεως των παρακρατήσεων στην πηγή επί των κερδών που διανέμει η εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος θυγατρική εταιρία στην εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος μητρική της εταιρία (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 22 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
51 Απαγορεύοντας στα κράτη μέλη να προβαίνουν σε παρακράτηση στην πηγή επί των κερδών που διανέμει η εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος θυγατρική εταιρία στην εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος μητρική της εταιρία, το άρθρο αυτό της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες περιορίζει την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά τη φορολόγηση των κερδών που διανέμουν οι εγκατεστημένες στο έδαφός τους εταιρίες σε εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος εταιρίες (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 23 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
52 Επομένως, δεδομένου ότι η οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες αποσκοπεί στην ελάφρυνση του φορολογικού καθεστώτος των διασυνοριακών συνεργασιών στο εσωτερικό της Ένωσης, τα κράτη μέλη δεν δύνανται να λαμβάνουν μονομερώς περιοριστικά μέτρα και να εξαρτούν από διάφορους όρους το δικαίωμα απαλλαγής από την παρακράτηση στην πηγή που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 1 (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1996, Denkavit κ.λπ., C-283/94, C-291/94 και C-292/94, EU:C:1996:387, σκέψη 26, καθώς και της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 24 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
53 Ωστόσο, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, παρέχοντας στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εφαρμόζουν εθνικές διατάξεις ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων προκειμένου να αποτραπούν φορολογικές απάτες και καταχρήσεις, θεσπίζει παρέκκλιση από τους φορολογικούς κανόνες που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.
54 Όσον αφορά το εν λόγω άρθρο 1, παράγραφος 2, πρέπει να τονιστεί ότι το αιτούν δικαστήριο επισήμανε την ύπαρξη αποκλίσεως μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεών του, καθόσον η απόδοση στα γερμανικά του άρθρου 1, παράγραφος 2, δεν χρησιμοποιεί, αντίθετα, μεταξύ άλλων, με τις αποδόσεις στα ισπανικά, αγγλικά, γαλλικά ή ιταλικά, τη λέξη «αναγκαίος».
55 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, για την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, μικρή σημασία έχει το ότι δεν περιλαμβάνεται ρητώς η λέξη «αναγκαίος» στην απόδοσή του στα γερμανικά. Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να ασκούν τη δυνατότητα που τους παρέχει το άρθρο αυτό μόνο τηρώντας τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, την αρχή της αναλογικότητας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, Leur-Bloem, C-28/95, EU:C:1997:369, σκέψεις 38 και 43).
56 Η τήρηση όμως της αρχής αυτής απαιτεί τα μέτρα που προβλέπουν τα κράτη μέλη για να αποφεύγονται φορολογικές απάτες και καταχρήσεις να είναι ικανά να διασφαλίσουν την επίτευξη του σκοπού τους και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο προς τούτο όριο (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 18ης Νοεμβρίου 1987, Maizena κ.λπ., 137/85, EU:C:1987:493, σκέψη 15, καθώς και της 30ής Ιουνίου 2011, Meilicke κ.λπ., C-262/09, EU:C:2011:438, σκέψη 42 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
57 Επομένως, παρά την επισημανθείσα ύπαρξη αποκλίσεως στη γλωσσική απόδοση, η δυνατότητα που παρέχεται στα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, μπορεί να καλύψει μόνο τις εθνικές διατάξεις ή τις διατάξεις διεθνών συμβάσεων που είναι αναγκαίες για τον σκοπό αυτόν.
58 Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται και από τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας ο οποίος, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 48 και 52 της παρούσας αποφάσεως, αποβλέπει, με την ελάφρυνση του φορολογικού καθεστώτος των διασυνοριακών συνεργασιών στο εσωτερικό της Ένωσης, στη διευκόλυνση της συνενώσεως εταιριών σε κλίμακα Ένωσης.
59 Όσον αφορά τα μέτρα για να αποφεύγονται φορολογικές απάτες και καταχρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, πρέπει να τονιστεί ότι, εφόσον η διάταξη αυτή προβλέπει παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα που θέτει η οδηγία αυτή, δηλαδή την υπαγωγή στο ευνοϊκό κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο εφαρμόζεται στις μητρικές και στις θυγατρικές εταιρίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, το άρθρο αυτό πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2010, P. Ferrero e C. και General Beverage Europe, C-338/08 και C-339/08, EU:C:2010:364, σκέψη 45, καθώς και της 8ης Μαρτίου 2017, Euro Park Service, C‑14/16, EU:C:2017:177, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
60 Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, για να εκληφθεί μια εθνική νομοθεσία ως αποβλέπουσα στην αποτροπή απάτης και καταχρήσεων, ο ειδικός της σκοπός θα πρέπει να είναι η παρεμπόδιση συμπεριφορών που συνίστανται στη δημιουργία αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων, οι οποίες δεν έχουν πραγματική οικονομική υπόσταση και αποσκοπούν στην απόσπαση αδικαιολόγητου φορολογικού πλεονεκτήματος (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 30 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
61 Επομένως, ένα γενικό τεκμήριο απάτης και καταχρήσεων δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσει φορολογικό μέτρο το οποίο διακυβεύει τους σκοπούς μιας οδηγίας, ούτε φορολογικό μέτρο που διακυβεύει την άσκηση θεμελιώδους ελευθερίας την οποία εγγυάται η Συνθήκη (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
62 Για να εξακριβώσουν κατά πόσο μια ενέργεια αποβλέπει σε απάτη και σε καταχρήσεις, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν είναι δυνατόν να περιορίζονται στη εφαρμογή προκαθορισμένων γενικών κριτηρίων, αλλά οφείλουν να προβαίνουν σε ατομική εξέταση συνολικώς της οικείας πράξεως. Η καθιέρωση φορολογικού μέτρου γενικής ισχύος που αποκλείει αυτομάτως ορισμένες κατηγορίες υποκειμένων στον φόρο από το φορολογικό πλεονέκτημα, χωρίς η φορολογική αρχή να υποχρεούται να προσκομίσει έστω και αρχή αποδείξεως ή ενδείξεως απάτης ή καταχρήσεων, θα έβαινε πέραν του αναγκαίου μέτρου για την αποτροπή απάτης ή καταχρήσεων (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C‑6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 32 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
63 Όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία, από τις δικογραφίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, στις περιπτώσεις στις οποίες κατέχουν μερίδια συμμετοχής σε εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία πρόσωπα που δεν θα δικαιούνταν επιστροφή ή απαλλαγή της παρακρατήσεως στην πηγή εάν αποκτούσαν άμεσα τα προερχόμενα από εγκατεστημένη στη Γερμανία θυγατρική μερίσματα, η νομοθεσία αυτή εξαρτά τη χορήγηση του φορολογικού πλεονεκτήματος που συνιστά η απαλλαγή από την παρακράτηση στην πηγή η οποία προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες από την απαίτηση να μην πληρούται καμία από τις τρεις προϋποθέσεις που προβλέπει η ίδια νομοθεσία, δηλαδή να μην υφίστανται οικονομικοί ή άλλοι σοβαροί λόγοι για τη μεσολάβηση της εγκατεστημένης στην αλλοδαπή μητρικής εταιρίας, τα εισοδήματα της εγκατεστημένης στην αλλοδαπή μητρικής εταιρίας που προέρχονται από ιδία οικονομική δραστηριότητα να μην υπερβαίνουν το 10 % των συνολικών ακαθάριστων εσόδων της για το οικείο οικονομικό έτος ή η εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία να μη συμμετέχει στις εν γένει οικονομικές συναλλαγές με την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας προσαρμοσμένης στον εμπορικό της σκοπό, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα οργανωτικά, οικονομικά ή άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων που συνδέονται με την εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία. Περαιτέρω, δεν θεωρείται ως ασκούσα ιδία οικονομική δραστηριότητα η εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία της οποίας τα ακαθάριστα έσοδα προέρχονται από τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων ή η οποία αναθέτει σε τρίτους την άσκηση των κύριων εμπορικών δραστηριοτήτων της.
64 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία δεν έχει ως ειδικό σκοπό να αποκλείσει από το φορολογικό πλεονέκτημα τις αμιγώς τεχνητές μεθοδεύσεις που αποβλέπουν στην αδικαιολόγητη χορήγηση του πλεονεκτήματος αυτού, αλλά αφορά, γενικώς, κάθε περίπτωση όπου σε μια εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία κατέχουν μερίδια συμμετοχής πρόσωπα που δεν θα δικαιούνταν την απαλλαγή αυτή εάν αποκτούσαν άμεσα τα μερίσματα.
65 Πλην όμως, το γεγονός και μόνον ότι τα πρόσωπα αυτά κατέχουν μερίδια συμμετοχής δεν συνεπάγεται, καθαυτό, την ύπαρξη αμιγώς τεχνητής μεθοδεύσεως η οποία δεν έχει πραγματική οικονομική υπόσταση και δημιουργήθηκε με αποκλειστικό σκοπό την παροχή αδικαιολογήτου φορολογικού πλεονεκτήματος.
66 Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ουδόλως προκύπτει από κάποια διάταξη της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες ότι η φορολογική μεταχείριση των προσώπων που κατέχουν μερίδια συμμετοχής σε εγκατεστημένες στην Ένωση μητρικές εταιρίες ή η καταγωγή των προσώπων αυτών έχει αντίκτυπο στο δικαίωμα των εταιριών αυτών να επωφελούνται από τα φορολογικά πλεονεκτήματα που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.
67 Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι η εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία υπόκειται, εν πάση περιπτώσει, στη φορολογική νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένη (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 35 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
68 Δεύτερον, η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία εξαρτά τη χορήγηση του πλεονεκτήματος της απαλλαγής από την παρακράτηση στην πηγή του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες από την απαίτηση να μην πληρούται καμία από τις τρεις προϋποθέσεις που προβλέπει η ίδια αυτή νομοθεσία, οι οποίες διαλαμβάνονται στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως.
69 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι η εν λόγω νομοθεσία, εξαρτώντας τη χορήγηση του πλεονεκτήματος της απαλλαγής αυτής από μια τέτοια απαίτηση, χωρίς να υποχρεούται η φορολογική αρχή να προσκομίσει αρχή αποδείξεως για το ότι δεν υφίστανται οικονομικοί λόγοι ή ενδείξεις απάτης ή καταχρήσεων, καθιερώνει, όπως προκύπτει από τη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως, γενικό τεκμήριο απάτης και καταχρήσεων και υπονομεύει έτσι τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, ειδικότερα στο άρθρο της 5, παράγραφος 1, δηλαδή την αποφυγή της διπλής φορολογήσεως των μερισμάτων που διανέμονται από εγκατεστημένη στην ημεδαπή θυγατρική εταιρία προς την εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική της από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εν λόγω θυγατρική, με σκοπό τη διευκόλυνση των συνεργασιών και της συνενώσεως εταιριών σε κλίμακα Ένωσης.
70 Δεύτερον, η εν λόγω νομοθεσία, στην περίπτωση που πληρούται μία από τις τρεις προϋποθέσεις που προβλέπονται σ’ αυτήν, καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο απάτης ή καταχρήσεων εφόσον δεν παρέχει στην εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία τη δυνατότητα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη οικονομικών λόγων.
71 Τρίτον, οι προϋποθέσεις αυτές, είτε εξεταστούν χωριστά είτε από κοινού, δεν μπορούν, καθαυτές, να συνεπάγονται την ύπαρξη απάτης ή καταχρήσεων.
72 Συγκεκριμένα, συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες δεν περιλαμβάνει καμία απαίτηση ως προς τη φύση της οικονομικής δραστηριότητας των εταιριών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ή προς το ύψος των εσόδων που προέρχονται από τη δική τους οικονομική δραστηριότητα.
73 Το γεγονός ότι η οικονομική δραστηριότητα της εγκατεστημένης στην αλλοδαπή μητρικής εταιρίας συνίσταται στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων των θυγατρικών της ή ότι τα έσοδα της εν λόγω μητρικής εταιρίας προέρχονται μόνον από τη διαχείριση αυτή δεν μπορεί, καθεαυτό, να συνεπάγεται την ύπαρξη αμιγώς τεχνητής μεθοδεύσεως, η οποία δεν έχει πραγματική οικονομική υπόσταση. Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων δεν θεωρείται ότι συνιστά οικονομική δραστηριότητα στο πλαίσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας είναι άνευ σημασίας, εφόσον ο επίμαχος στην κύρια δίκη φόρος και ο εν λόγω φόρος προστιθέμενης αξίας εντάσσονται σε διακριτά νομικά πλαίσια τα οποία επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς.
74 Περαιτέρω, αντίθετα προς όσα προβλέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία, η διαπίστωση μεθοδεύσεως προϋποθέτει ότι πραγματοποιήθηκε, κατά περίπτωση, συνολική εξέταση της συγκεκριμένης καταστάσεως, όσον αφορά στοιχεία όπως τα οργανωτικά, οικονομικά και λοιπά σημαντικά χαρακτηριστικά του ομίλου εταιριών στον οποίο ανήκει η συγκεκριμένη μητρική εταιρία, καθώς και η διάρθρωση και η στρατηγική του ομίλου αυτού.
75 Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική φορολογική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.
Επί της εφαρμοστέας ελευθερίας
76 Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το ζήτημα της φορολογικής μεταχειρίσεως των μερισμάτων ενδέχεται να άπτεται τόσο της ελευθερίας εγκαταστάσεως όσο και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 39 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
77 Ως προς το κατά πόσον μια εθνική νομοθεσία εμπίπτει στη μία ή στην άλλη ελευθερία κυκλοφορίας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αντικείμενο της κρίσιμης νομοθεσίας (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C‑6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 40 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
78 Το Δικαστήριο έχει κρίνει συναφώς ότι εθνική νομοθεσία η οποία εφαρμόζεται μόνο στα μερίδια συμμετοχής τα οποία επιτρέπουν την άσκηση αναμφισβήτητης επιρροής επί των αποφάσεων μιας εταιρίας και τον καθορισμό των δραστηριοτήτων της εμπίπτει στις σχετικές με την ελευθερία εγκαταστάσεως διατάξεις της Συνθήκης. Αντιθέτως, εθνικές διατάξεις που τυγχάνουν εφαρμογής επί μεριδίων συμμετοχής τα οποία αποκτώνται με μοναδικό σκοπό την πραγματοποίηση χρηματικής επένδυσης, χωρίς πρόθεση να ασκηθεί επιρροή στη διαχείριση και τον έλεγχο της επιχειρήσεως, πρέπει να εξετάζονται αποκλειστικώς υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C‑6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 41 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
79 Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η επίμαχη στην κύρια δίκη φορολογική νομοθεσία είχε εφαρμογή στις εταιρίες που κατείχαν τουλάχιστον το 15 % του κεφαλαίου των θυγατρικών τους. Αντιθέτως, η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει πληροφορίες ως προς τον σκοπό της νομοθεσίας αυτής.
80 Το εν λόγω μερίδιο συμμετοχής δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι η εταιρία που έχει το μερίδιο αυτό ασκεί αναμφισβήτητη επιρροή στις αποφάσεις της εταιρίας που διανέμει τα μερίσματα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 43 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
81 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως προκειμένου να καθορισθεί αν η περίπτωση την οποία αφορά η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει στη μία ή στην άλλη από τις εν λόγω ελευθερίες κυκλοφορίας (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 44 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
82 Όσον αφορά, πρώτον, την υπόθεση C-504/16, από τη δικογραφία που κατατέθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η Traxx κατείχε, κατά την επίμαχη στην κύρια δίκη ημερομηνία των πραγματικών περιστατικών, μερίδιο συμμετοχής τουλάχιστον 26,5 % στην Deister electronik. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το μερίδιο αυτό παρείχε στην πρώτη από τις εταιρίες αυτές αναμφισβήτητη επιρροή επί των αποφάσεων της δεύτερης εταιρίας, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να καθορίζει τις δραστηριότητές της. Επομένως, η επίμαχη στην κύρια δίκη εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα την ελευθερία εγκαταστάσεως.
83 Όσον αφορά, δεύτερον, την υπόθεση C-613/16, από τη δικογραφία που κατατέθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η Juhler Holding κατείχε, κατά την επίμαχη στην κύρια δίκη ημερομηνία των πραγματικών περιστατικών, το συνολικό κεφάλαιο της temp-team Personal. Διαπιστώνεται, ως εκ τούτου, ότι το μερίδιο αυτό συμμετοχής παρείχε στην πρώτη από τις εταιρίες αυτές αναμφισβήτητη επιρροή επί των αποφάσεων της δεύτερης εταιρίας, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να καθορίζει τις δραστηριότητές της. Επομένως, η επίμαχη στην κύρια δίκη εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία πρέπει να εξεταστεί και στην υπόθεση αυτή με γνώμονα την ελευθερία εγκαταστάσεως.
84 Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η καταγωγή των μετόχων των επίμαχων στην κύρια δίκη εταιριών δεν ασκεί επιρροή στο δικαίωμα των εταιριών αυτών να επικαλεσθούν την ελευθερία εγκαταστάσεως. Συναφώς, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, από καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν προκύπτει ότι η καταγωγή των μετόχων, φυσικών ή νομικών προσώπων, των εταιριών που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση ασκεί επιρροή στο δικαίωμα των εταιριών αυτών να επικαλεσθούν την εν λόγω ελευθερία (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C‑6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πάντως, στις υποθέσεις της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι οι συγκεκριμένες μητρικές εταιρίες είναι εταιρίες εγκατεστημένες στην Ένωση. Επομένως, οι εταιρίες αυτές μπορούν να επικαλεσθούν την εν λόγω ελευθερία.
85 Συνεπώς, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί απάντηση υπό το πρίσμα της ελευθερίας εγκαταστάσεως.
Επί της ελευθερίας εγκαταστάσεως
86 Η ελευθερία εγκαταστάσεως, την οποία αναγνωρίζει το άρθρο 49 ΣΛΕΕ στους πολίτες της Ένωσης, τους παρέχει τη δυνατότητα αναλήψεως και ασκήσεως μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και συστάσεως και διαχειρίσεως επιχειρήσεων υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που καθορίζει η νομοθεσία του κράτους μέλους εγκαταστάσεως για τους δικούς του πολίτες. Η ελευθερία αυτή περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 54 ΣΛΕΕ, για τις εταιρίες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Ένωσης το δικαίωμα να ασκούν τη δραστηριότητά τους στο οικείο κράτος μέλος μέσω θυγατρικής εταιρίας, υποκαταστήματος ή πρακτορείου (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 52 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
87 Όσον αφορά τη μεταχείριση εντός του κράτους μέλους υποδοχής, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 49, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ επιτρέπει ρητώς στις επιχειρήσεις να επιλέγουν ελεύθερα την κατάλληλη νομική μορφή για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους εντός άλλου κράτους μέλους, η ελεύθερη αυτή επιλογή δεν πρέπει να περιορίζεται από φορολογικές διατάξεις οι οποίες εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 53 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
88 Εξάλλου, πρέπει να χαρακτηρίζεται ως περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως οποιοδήποτε μέτρο απαγορεύει, παρακωλύει ή καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας αυτής (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 54 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
89 Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η παροχή του πλεονεκτήματος της απαλλαγής από την παρακράτηση στην πηγή που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες εξαρτάται από την προϋπόθεση που προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία μόνο στην περίπτωση κατά την οποία εγκατεστημένη στην ημεδαπή θυγατρική εταιρία διανέμει κέρδη σε εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία.
90 Η διαφορετική αυτή μεταχείριση είναι ικανή, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, να αποθαρρύνει μια εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία από το να ασκεί δραστηριότητα στη Γερμανία μέσω θυγατρικής εγκατεστημένης στο κράτος μέλος αυτό και συνιστά, ως εκ τούτου, περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως.
91 Ο περιορισμός αυτός μπορεί να επιτραπεί μόνον εφόσον αφορά περιπτώσεις που δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες ή εφόσον δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος τους οποίους αναγνωρίζει το δίκαιο της Ένωσης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο περιορισμός πρέπει, επίσης, να είναι ικανός να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μη βαίνει πέραν του αναγκαίου προς τούτο μέτρου (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 57 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
92 Όσον αφορά τον συγκρίσιμο χαρακτήρα της περιπτώσεως μιας εγκατεστημένης στην ημεδαπή εταιρίας και της περιπτώσεως μιας εγκατεστημένης στην αλλοδαπή εταιρίας που λαμβάνουν μερίσματα από μία εγκατεστημένη στην ημεδαπή θυγατρική εταιρία, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η απαλλαγή από την παρακράτηση στην πηγή των κερδών τα οποία η θυγατρική εταιρία διανέμει στη μητρική της αποσκοπεί, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως, στην αποφυγή της διπλής φορολογήσεως των κερδών αυτών.
93 Παρότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, σε σχέση με τα μέτρα που προβλέπει κράτος μέλος για την πρόληψη ή τη μείωση της αλλεπάλληλης ή της διπλής φορολογήσεως των διανεμόμενων από εγκατεστημένη στην ημεδαπή εταιρία κερδών, ότι οι ημεδαποί δικαιούχοι μέτοχοι δεν βρίσκονται κατ’ ανάγκην σε συγκρίσιμη κατάσταση με εκείνη των δικαιούχων μετόχων που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, έχει επίσης διευκρινίσει ότι, από τη στιγμή που ένα κράτος μέλος ασκεί τη φορολογική του αρμοδιότητα όχι μόνον επί του εισοδήματος των ημεδαπών μετόχων, αλλά και επί του εισοδήματος των αλλοδαπών μετόχων, για τα μερίσματα που λαμβάνουν από εγκατεστημένη στην ημεδαπή εταιρία, η κατάσταση των εν λόγω αλλοδαπών μετόχων προσεγγίζει την κατάσταση των ημεδαπών μετόχων (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C‑6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 59 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
94 Στις υποθέσεις της κύριας δίκης, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επέλεξε να ασκήσει τη φορολογική της αρμοδιότητα επί των κερδών που διανέμει η εγκατεστημένη στην ημεδαπή θυγατρική εταιρία στην εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία, οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία τελεί, όσον αφορά τα μερίσματα αυτά, σε συγκρίσιμη κατάσταση με εκείνη της εγκατεστημένης στην ημεδαπή μητρικής εταιρίας.
95 Όσον αφορά τη δικαιολόγηση και τον αναλογικό χαρακτήρα του περιορισμού, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει ότι ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται τόσο από τον σκοπό καταπολεμήσεως της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής όσο και από τον σκοπό που άπτεται της διασφαλίσεως της ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών.
96 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί, αφενός, ότι ο σκοπός καταπολεμήσεως της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής και ο σκοπός διαφυλάξεως της ισόρροπης κατανομής της εξουσίας φορολογήσεως μεταξύ των κρατών μελών είναι αλληλένδετοι και, αφετέρου, ότι είναι ικανοί να δικαιολογήσουν περιορισμό της ασκήσεως των ελευθεριών κυκλοφορίας τις οποίες κατοχυρώνει η Συνθήκη, καθότι αποτελούν επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 63 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
97 Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο σκοπός της καταπολεμήσεως της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής έχει το ίδιο περιεχόμενο, ανεξαρτήτως του αν γίνεται επίκλησή του κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες ή αν προβάλλεται προς δικαιολόγηση περιορισμού στο πρωτογενές δίκαιο (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C-6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 64). Ως εκ τούτου, τα όσα παρατέθηκαν στις σκέψεις 60 έως 74 έως της παρούσας αποφάσεως ισχύουν επίσης όσον αφορά την ελευθερία αυτή.
98 Εξάλλου, όσον αφορά την ισόρροπη κατανομή της εξουσίας φορολογήσεως μεταξύ των κρατών μελών, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, απαγορεύοντας στα κράτη μέλη να προβαίνουν σε παρακράτηση στην πηγή επί των κερδών που διανέμει η εγκατεστημένη στην ημεδαπή θυγατρική εταιρία στην εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία, η οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες ρυθμίζει το ζήτημα της κατανομής αυτής.
99 Επομένως, ο σκοπός καταπολεμήσεως της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής και ο σκοπός διαφυλάξεως της ισόρροπης κατανομής της εξουσίας φορολογήσεως μεταξύ των κρατών μελών δεν είναι δυνατόν, εν προκειμένω, να δικαιολογήσουν περιορισμό στην ελευθερία εγκαταστάσεως.
100 Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, αφενός, και το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, αφετέρου, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική φορολογική νομοθεσία κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, στην περίπτωση κατοχής μεριδίων συμμετοχής από πρόσωπα που δεν θα δικαιούνταν την επιστροφή ή την απαλλαγή από την παρακράτηση στην πηγή εάν αποκτούσαν άμεσα τα μερίσματα από εγκατεστημένη στην ημεδαπή θυγατρική, δεν παρέχει στην εν λόγω μητρική εταιρία, όταν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται με τη νομοθεσία αυτή, την απαλλαγή από τον επιβαλλόμενο επί της διανομής μερισμάτων φόρο εισοδημάτων από κεφάλαια.
Επί των δικαστικών εξόδων
101 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2006/98/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, αφενός, και το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, αφετέρου, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική φορολογική νομοθεσία κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, στην περίπτωση κατοχής μεριδίων συμμετοχής από πρόσωπα που δεν θα δικαιούνταν την επιστροφή ή την απαλλαγή από την παρακράτηση στην πηγή εάν αποκτούσαν άμεσα τα μερίσματα από εγκατεστημένη στην ημεδαπή θυγατρική, δεν παρέχει στην εν λόγω μητρική εταιρία, όταν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται με τη νομοθεσία αυτή, την απαλλαγή από τον επιβαλλόμενο επί της διανομής μερισμάτων φόρο εισοδημάτων από κεφάλαια.
Αριθ. πρωτ.: Δ. ΟΡΓ. Δ 1192277 ΕΞ 2017 Αποστολή του «Οδηγού για την ορθή κατάρτιση και έκδοση εγγράφων, σύμφωνα με τον «Κανονισμό Επικοινωνίας Δημοσίων Υπηρεσιών (Κ.Ε.Δ.Υ.)»», έκδοσης Δεκεμβρίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: Δ. ΟΡΓ. Δ 1192277 ΕΞ2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ (Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ.)
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ (Δ.ΟΡΓ.)
ΤΜΗΜΑ Δ’
Ταχ. Δ/νση: Λεωχάρους 2
10184 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Αικατερίνη Μπάκα
Τηλέφωνο: 210-3222516
Fax: 210-3230829
Url: www.aade.gr
ΘΕΜΑ: Αποστολή του «Οδηγού για την ορθή κατάρτιση και έκδοση εγγράφων, σύμφωνα με τον "Κανονισμό Επικοινωνίας Δημοσίων Υπηρεσιών (Κ.Ε.Δ.Υ.)"», έκδοσης Δεκεμβρίου 2017.
1. Σας στέλνουμε, συνημμένα, τον αναφερόμενο στο θέμα Οδηγό, για χρήση από τους υπαλλήλους των υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε. και υποστήριξη του έργου τους.
2. Επισημαίνεται ότι:
α) Ο παραπάνω Οδηγός εκδόθηκε με σκοπό να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για την καλύτερη και αποτελεσματικότερη επικοινωνία των υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε. με τους αποδέκτες των εγγράφων αυτών.
β) Στον ως άνω Οδηγό συγκεντρώνονται και καταγράφονται, με συνοπτικό τρόπο, οι κανόνες που αφορούν στην έννοια, στα είδη και στη δομή των εγγράφων, που εκδίδουν οι υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε., καθώς και οι νομοθετικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις, σχετικά με την κατάρτιση και την εμφάνιση αυτών.
γ) Η ύλη του προαναφερθέντος Οδηγού καταρτίστηκε από το Τμήμα Δ' - Υποθέσεων Πολιτών της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης & Ανθρώπινου Δυναμικού (Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ.), σύμφωνα με τις βασικές αρχές, που ορίζονται στον Κανονισμό Επικοινωνίας Δημοσίων Υπηρεσιών (Κ.Ε.Δ.Υ.), ο οποίος εκδόθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α.), τον Ιανουάριο 2003.
3. Οι Προϊστάμενοι των υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε. παρακαλούνται να μεριμνήσουν ώστε να λάβουν γνώση του Οδηγού, ενυπόγραφα, όλοι οι υπάλληλοι αυτών και να δοθούν σχετικές οδηγίες για την ορθή χρήση του περιεχομένου του.
4. Η Διεύθυνση Υποστήριξης Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών (Δ.ΥΠ.ΗΛ.Υ.) παρακαλείται, ύστερα από συνεργασία με το Αυτοτελές Τμήμα Συντονισμού Μεταρρυθμιστικών Δράσεων και Επικοινωνίας, για την καταχώριση του Οδηγού στην ιστοσελίδα www.aade.gr.
ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ Α.Α.Δ.Ε.
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Αριθ. πρωτ. : Φ.10043/οίκ. 62183/155 Οριοθέτηση περιοχών και χορήγηση στεγαστικής συνδρομής για την αποκατάσταση των ζημιών σε κτίρια α) από τις πλημμύρες της 26ης Ιανουαρίου 2015 σε περιοχές του Δήμου Χίου της Περιφερειακής Ενότητας Χίου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, β) από τις πλημμύρες της 28ης και 29ης Νοεμβρίου 2016 σε περιοχές του Δήμου Λέσβου της Περιφερειακής Ενότητας Λέσβου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου και γ) από τις πλημμύρες της 25ης και 26ης Σεπτεμβρίου 2017, σε περιοχές του Δήμου Σαμοθράκης της Περιφερειακής Ενότητας Έβρου της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης
Αριθ. Πρωτ. : Φ.10043/οίκ. 62183/155
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Δ/ΝΣΗ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ : Δ΄
Πληροφορίες : Γ. Βαγενάς
Τηλέφωνο : 210 – 3368115
FAX : 210 – 3368116
ΘΕΜΑ: «Οριοθέτηση περιοχών και χορήγηση στεγαστικής συνδρομής για την αποκατάσταση των ζημιών σε κτίρια α) από τις πλημμύρες της 26ης Ιανουαρίου 2015 σε περιοχές του Δήμου Χίου της Περιφερειακής Ενότητας Χίου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, β) από τις πλημμύρες της 28ης και 29ης Νοεμβρίου 2016 σε περιοχές του Δήμου Λέσβου της Περιφερειακής Ενότητας Λέσβου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου και γ) από τις πλημμύρες της 25ης και 26ης Σεπτεμβρίου 2017, σε περιοχές του Δήμου Σαμοθράκης της Περιφερειακής Ενότητας Έβρου της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης».
Σας γνωρίζουμε ότι με την αριθ. πρωτ. ΔΑΕΦΚ ΚΕ/854/Α325/14.11.2017 (ΑΔΑ: 6ΔΨΚ465ΧΘΞ-ΒΟΖ) Απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών και Υποδομών και Μεταφορών οριοθετήθηκαν περιοχές:
α) του Δήμου Χίου της Περιφερειακής Ενότητας Χίο της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου που επλήγησαν από τις πλημμύρες της 26ης Ιανουαρίου 2015,
β) του Δήμου Λέσβου της Περιφερειακής Ενότητας Λέσβου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου που επλήγησαν από τις πλημμύρες της 28ης και 29ης Νοεμβρίου 2016 και
γ) του Δήμου Σαμοθράκης της Περιφερειακής Ενότητας Έβρου της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης που επλήγησαν από τις πλημμύρες της 25ης και 26ης Σεπτεμβρίου 2017.
Στο πλαίσιο της ανακούφισης και στήριξης των πληγέντων, το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης έχει εκδώσει την Υ.Α. με αριθ. πρωτ. Φ14/οικ.333/6.3.1998 (ΦΕΚ Β΄ 272) που έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 1 του ν.2256/1994 (ΦΕΚ Α΄ 196), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.2556/1997 (ΦΕΚ Α΄ 270), για τις αποδεδειγμένα πληγείσες επιχειρήσεις, εργοδότες ή ασφαλισμένους, που έχουν επαγγελματική εγκατάσταση ή δραστηριότητα σε περιοχές που πλήττονται από θεομηνίες ή άλλες φυσικές καταστροφές και αποδεδειγμένα έχουν υποστεί ζημίες. Για τις ανωτέρω κατηγορίες προβλέπονται οι εξής διευκολύνσεις σε ό,τι αφορά στην καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών στους ασφαλιστικούς οργανισμούς:
α) Κεφαλαιοποίηση των καθυστερούμενων μέχρι το τέλος του προηγούμενου της φυσικής καταστροφής μήνα ασφαλιστικών εισφορών (μετά των προσθέτων τελών, τόκων, προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων).
β) Αναστολή καταβολής των τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών για 6 μήνες, αρχής γενομένης από την 1η του μήνα κατά τον οποίο συνέβη η φυσική καταστροφή (χωρίς υπολογισμό κατά το διάστημα αυτό προσθέτων τελών ή άλλων προσαυξήσεων).
γ) Οι ανωτέρω εισφορές εξοφλούνται σε 12 – 24 ισόποσες μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από την 1η του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίον έληξε η εξάμηνη αναστολή.
Κατόπιν των ανωτέρω παρακαλούμε για τις άμεσες ενέργειες στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς σας.
Ο Υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
Αναστάσιος Πετρόπουλος