Αριθμός 2096/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ε. Νίκα, Σ. Βιτάλη, Κ. Νικολάου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 14 Σεπτεμβρίου 2016 έφεση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ''..................'' και τον διακριτικό τίτλο «......................», που έδρευε στην .............. Αττικής (οδός ................, θέση .................) και τελεί σε πτώχευση, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ............. (Α.Μ. .......), ως οριστικό σύνδικο της πτωχεύσεως και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του, κατά της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η οποία παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και κατά της υπ' αριθμ. 17314/2015 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η πιο πάνω έφεση εισάγεται στο Β΄ Τμήμα του Δικαστηρίου κατόπιν της από 24 Απριλίου 2018 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Λαζαράκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο της Αρχής, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την υπό κρίση έφεση, όπως συμπληρώνεται με το από 16-11-2017 δικόγραφο πρόσθετων λόγων, ζητείται η εξαφάνιση της 17314/2015 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της εταιρείας “........................”, η οποία κηρύχθηκε, μετά την άσκηση της προσφυγής, σε πτώχευση και εκπροσωπήθηκε από τον σύνδικο αυτής, κατά της 261/16-11-2009 απόφασης του Προϊσταμένου του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (ΔΕΚ) Αθηνών περί επιβολής σε βάρος της προστίμου για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων κατά τη διαχειριστική περίοδο 2003.
2. Επειδή, η έφεση αυτή εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 του ν. 4055/2012 (Α' 51) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 4 του ν. 4446/2016 (Α' 240), κατόπιν της 14/24-4-2018 πράξης της οικείας Επιτροπής του Δικαστηρίου, η οποία δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες «ΕΣΤΙΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» στις 27-4-2018, καθώς και της από 8-5-2018 πράξης της Προέδρου του Β’ Τμήματος περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου ενώπιον της επταμελούς σύνθεσης αυτού, λόγω σπουδαιότητας.
3. Επειδή, σύμφωνα με την ως άνω 14/2018 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 στην υπό κρίση έφεση τίθενται τα γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματα, τα οποία έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων: α) Κατά πόσον το άρθρο 93 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας περί υποχρεώσεως καταβολής παρά του εκκαλούντος ποσοστού της αμφισβητούμενης οφειλής, για να τυγχάνει παραδεκτή και να συζητηθεί η έφεσή του στο Διοικητικό Εφετείο, δύναται να εφαρμόζεται και σε περίπτωση φυσικού ή νομικού προσώπου που τελεί σε κατάσταση πτώχευσης. β) Κατά πόσον οι διατάξεις του άρθρου 277 παρ. 3 και 4 του αυτού Κώδικα, που προβλέπουν την καταβολή αναλογικού παραβόλου στις φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις, για να τυγχάνει παραδεκτή η άσκηση και συζήτηση της έφεσης, δύναται ομοίως να εφαρμόζονται σε περίπτωση φυσικού ή νομικού προσώπου που τελεί σε κατάσταση πτώχευσης.
4. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, καθώς και εκείνα που προσκομίσθηκαν από τον εκκαλούντα σύνδικο της πτώχευσης της προαναφερθείσας εταιρείας, η τελευταία κηρύχθηκε σε πτώχευση με την 865/29-9-2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ορίσθηκε σύνδικος της πτώχευσης ο ................, δικηγόρος Αθηνών. Η πτωχευτική διαδικασία συνεχίζεται με ρευστοποίηση των κατ΄ ιδίαν στοιχείων της οφειλέτιδος (βλ. 12603/22-5-2018 πιστοποιητικό Τμήματος Πτωχεύσεων Πρωτοδικείου Αθηνών). Στην πτωχευτική διαδικασία έχει αναγγελθεί το Δημόσιο για την ένδικη οφειλή (βλ. 30625/21-5-2018 βεβαίωση Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών). Σύμφωνα με την τελευταία αυτή βεβαίωση, το κατ' άρθρο 93 παρ. 3 Κ.Δ.Δ. ποσοστό της αμφισβητούμενης οφειλής, το οποίο πρέπει να καταβληθεί για να είναι παραδεκτή η έφεση, υπολογισθέν σε ποσοστό 20%, κατά τη Διοίκηση, ανέρχεται σε 68.031,46 ευρώ, δεν έχει δε καταβληθεί· η νομιμότητα ή μη της καταβολής του ποσού αυτού θα κριθεί, κατά τα αναφερόμενα στη βεβαίωση πάντοτε, από το Συμβούλιο της Επικρατείας στο πλαίσιο της (παρούσας) πρότυπης δίκης. Σύμφωνα, εξάλλου, με το 38937/13-9-2016 σημείωμα πληρωμής παραβόλου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, το παράβολο ανέρχεται σε 3.402 ευρώ συνολικά και το 1/3 αυτού σε 1.134 ευρώ. Περαιτέρω, κατά την άσκηση της υπό κρίση έφεσης (15-9-2016), κατετέθη παράβολο 1.134 ευρώ (βλ. πράξη κατάθεσης της έφεσης και Θ 1019216 α.α. 9179/14-9-2016 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α' Δ.Ο.Υ. Δ' Αθηνών). Στη συνέχεια, όμως, ο εκκαλών σύνδικος της πτώχευσης άσκησε το από 16-11-2017 δικόγραφο πρόσθετων λόγων, με το οποίο προέβαλε αφενός μεν ότι η κατ' άρθρο 93 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ. υποχρέωση προσώπου που τελεί σε πτώχευση, προς καταβολή ποσοστού 20% του ένδικου προστίμου (υπολαμβάνοντας προφανώς ως εφαρμοστέα τη διάταξη του άρθρου 37 παρ. 2 του ν. 4446/2016, βλ. επόμενη σκέψη) ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης αντίκειται στις ειδικές διατάξεις των άρθρων 17, 21, 25, 26 του Πτωχευτικού Κώδικα και στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 και 13 της Ε.Σ.Δ.Α., αφετέρου δε ότι η κατ' άρθρο 277 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ. υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου (υπολαμβάνοντας και πάλι ως εφαρμοστέα τη διάταξη του άρθρου 37 παρ. 5 του ν. 4446/2016, βλ. σκέψη 10) ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης αντίκειται στις αυτές διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα και των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ενώ η πτωχή εταιρεία στερείται, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 276 του Κ.Δ.Δ., τη δυνατότητα να τύχει ευεργετήματος πενίας. Τέλος, αίτηση αναστολής της εκκαλουμένης 17314/2015 απόφασης απορρίφθηκε, κατά τη διαδικασία των άρθρων 206-209 του Κ.Δ.Δ. με την 19/1-2-2018 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με τη στηριζόμενη σε σειρά σκέψεων αιτιολογία ότι η ήδη πτωχή εταιρεία δεν θα υποστεί ισχυρό οικονομικό κλονισμό από την εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης.
5. Επειδή, η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 93 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α' 97), η οποία προσετέθη με το άρθρο 22 του ν. 3900/2010 όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 37 παρ. 2 του ν. 4446/2016, το οποίο εφαρμόζεται σε ένδικα μέσα που κατατίθενται μετά την έναρξη ισχύος του, δηλαδή μετά την πάροδο μηνός από τη δημοσίευσή του στις 22-12-2016 (βλ. άρθρα 44 και 45 ν. 4446/2016, 40 παρ. 5 ν. 4465/2017, Α' 47), ορίζει ότι: “3. Προκειμένου για χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, ποσοστό 50% (μειωθέν σε 20% με το προαναφερθέν άρθρο 37 παρ. 2 του ν. 4446/2016) του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 209Α. Το καταβλητέο ποσό υπολογίζεται από την αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή, η οποία συντάσσει ατελώς, μετά από αίτηση του εκκαλούντος, ειδικό σημείωμα, με το οποίο βεβαιώνεται και η καταβολή του”.
6. Επειδή, ο Πτωχευτικός Κώδικας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 3588/2007 (Α΄ 153/10.7.2007), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζει στο άρθρο 1 [Σκοπός της πτώχευσης] ότι «Η πτώχευση αποσκοπεί στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του ή με άλλο τρόπο που προβλέπεται από σχέδιο αναδιοργάνωσης και ιδίως με τη διατήρηση της επιχείρησής του», στο άρθρο 7 [Απόφαση] ότι «1. Με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση το πτωχευτικό δικαστήριο διορίζει εισηγητή δικαστή και σύνδικο της πτώχευσης και διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. Ορίζει ημέρα, ώρα και τόπο όπου οι πιστωτές θα συνέλθουν ενώπιον του εισηγητή σε συνέλευση για σύνταξη πίνακα εικαζόμενων πιστωτών και εκλογή της επιτροπής πιστωτών και ορίζει τον τρόπο δημοσιότητας. Με την ίδια απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο ορίζει ημερομηνία σύγκλησης της συνέλευσης των πιστωτών για να αποφασίσει με βάση την έκθεση του συνδίκου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 70 […]», στο άρθρο 10 [Εξασφαλιστικά μέτρα. Προληπτικά μέτρα] ότι “1. Μετά την υποβολή της αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, ο πρόεδρος του αρμόδιου [...] δικαστηρίου, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. Κ.Πολ.Δ.), μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης. Ο πρόεδρος μπορεί, ιδίως, να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, να ορίσει μεσεγγυούχο. [...] 2. Τα διατασσόμενα μέτρα παύουν αυτοδικαίως με την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης.”, στο άρθρο 11 [Σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας] “1. Ο γραμματέας των πτωχεύσεων γνωστοποιεί αμέσως στον ειρηνοδίκη τη διάταξη της απόφασης για τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. [...] Αρμόδιος για τη σφράγιση είναι ο ειρηνοδίκης του τόπου όπου βρίσκονται τα πράγματα [...] 2. [...] 3. Ο ειρηνοδίκης θέτει τις σφραγίδες στις θύρες και τα παράθυρα του καταστήματος του οφειλέτη και των λοιπών ακινήτων του, καθώς και επί των κινητών του που βρίσκονται εκτός κλειστού χώρου, ώστε να μην είναι δυνατή η είσοδος στα ακίνητα ή η αφαίρεση κινητών, χωρίς την καταστροφή των σφραγίδων. 4. [...] [Ε]ξαιρούνται από τη σφράγιση και παραδίδονται αμέσως στον σύνδικο [...] τα εμπορικά βιβλία του οφειλέτη [...] Τα εμπορικά βιβλία θεωρούνται από τον ειρηνοδίκη και βεβαιώνεται με συνοπτική έκθεση η κατάσταση τους [....] 5. Για τη σφράγιση συντάσσεται [...] έκθεση [...]”, στο άρθρο 16 [Πτωχευτική περιουσία] ότι «1. Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται. 2. [...] 3. Στην πτωχευτική περιουσία ανήκουν τα εμπορικά βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη που αφορούν την επιχείρησή του. Η υποχρέωση διατήρησής τους, σύμφωνα με το νόμο, δεν θίγεται. 4. [...] 5. Στην πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνεται η περιουσία που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Κατ’ εξαίρεση, τόκοι και άλλες περιοδικές παροχές, καθώς και παρεπόμενες αξιώσεις ή δικαιώματα και αν ακόμη γεννώνται ή αναπτύσσονται μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, εφόσον προέρχονται από ενοχή ή κύριο δικαίωμα που υπήρχε πριν την κήρυξη της πτώχευσης.», στο άρθρο 17 [Πτωχευτική απαλλοτρίωση] ότι «1. Ο οφειλέτης από την κήρυξη της πτώχευσης στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης (διαχείρισης και διάθεσης) της περιουσίας του (πτωχευτική απαλλοτρίωση), την οποία ασκεί μόνος ο σύνδικος. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, πράξεις διαχείρισης ή διάθεσης στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, χωρίς τη σύμπραξη του συνδίκου, είναι ανενεργείς και απαγορεύεται να καταχωρηθούν σε δημόσια βιβλία οποιασδήποτε φύσεως, χωρίς τη γραπτή έγκριση του συνδίκου. 2. […] 3. Η πτωχευτική απαλλοτρίωση αίρεται σε όσες περιπτώσεις ο παρών κώδικας προβλέπει. 4. Ο οφειλέτης δεν νομιμοποιείται μετά την κήρυξη της πτώχευσης σε δίκες που αφορούν την πτωχευτική περιουσία. Μόνο σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου νομιμοποιείται, κατ’ εξαίρεση, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας. Σε κάθε περίπτωση, ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει προσθέτως στις δίκες που διεξάγει ο σύνδικος.», στο άρθρο 20 [Υποχρέωση ενημέρωσης και συνεργασίας] ”1. Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να ενημερώνει τον σύνδικο και να συνεργάζεται μαζί του για οποιοδήποτε θέμα σχετίζεται με την πτώχευση. […] 2. Ο οφειλέτης υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του συνδίκου τα τηρούμενα από αυτόν εμπορικά βιβλία και στοιχεία, υποχρεωτικά και μη, που αφορούν την επιχείρησή του.”, στο άρθρο 21 [Πτωχευτικός πιστωτής] ότι «1. Πτωχευτικοί πιστωτές είναι εκείνοι που κατά την κήρυξη της πτώχευσης έχουν κατά του οφειλέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχική απαίτηση και ειδικότερα εκείνοι των οποίων: α. η απαίτηση δεν διασφαλίζεται με προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια (ανέγγυοι πιστωτές)· β. η απαίτηση ικανοποιείται προνομιακά από το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας (γενικοί προνομιούχοι πιστωτές) δ. […]. 2. Ο πτωχευτικός πιστωτής μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεων του μόνο μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας, εκτός εάν στον παρόντα κώδικα ορίζεται διαφορετικά.», στο άρθρο 25 [Αναστολή των ατομικών καταδιώξεων] ότι «1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26 [που περιέχει ρυθμίσεις για τους ενέγγυους πιστωτές], από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες», στο άρθρο 52 [Τα όργανα της πτώχευσης] ότι «Τα όργανα της πτώχευσης είναι: το πτωχευτικό δικαστήριο, ο εισηγητής, ο σύνδικος, η συνέλευση των πιστωτών και η επιτροπή πιστωτών», στο άρθρο 60 [Διατάξεις του Εισηγητή] ότι “1. Ο εισηγητής με διάταξή του παρέχει τις προβλεπόμενες από τον παρόντα κώδικα άδειες και αποφασίζει [...] σε κάθε άλλη περίπτωση που έχει αρμοδιότητα κατά τον παρόντα κώδικα. 2 [...]”, στο άρθρο 66 [Συντηρητικά μέτρα] ότι “1. Ο σύνδικος είναι υποχρεωμένος να εγγράψει αμέσως τις υποθήκες και προσημειώσεις για τις οποίες υπάρχουν τίτλοι κατά οφειλετών της πτώχευσης και να ζητεί από το πτωχευτικό δικαστήριο τη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου προς εξασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας. 2. [...]”, στο άρθρο 67 [Εκποίηση πραγμάτων που υπόκεινται σε φθορά κ.λπ.] ότι “1. Ο σύνδικος μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή να επιτρέψει να εξαιρεθούν από τη σφράγιση και να παραδοθούν σ’ αυτόν, όσα πράγματα υπόκεινται σε άμεση φθορά ή υποτίμηση της αξίας τους ή η διατήρηση τους είναι δαπανηρή [...]”, στο άρθρο 68 [Αποσφράγιση - απογραφή] “1. Ο σύνδικος μέσα σε τρεις (3) ημέρες από το διορισμό του και εφόσον έχει ολοκληρωθεί η σφράγιση, ζητεί από τον ειρηνοδίκη την αποσφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας και προβαίνει στην απογραφή της. […] 3. Μόλις περατωθεί η απογραφή, τα βιβλία και τα λοιπά έγγραφα, τα χρεόγραφα, εμπορεύματα, τα χρήματα και όλα τα πράγματα γενικά της πτώχευσης παραδίδονται στον σύνδικο, ο οποίος βεβαιώνει την παράδοση επί του εγγράφου της εκθέσεως απογραφής, […]”, στο άρθρο 69 [Ενημέρωση εισηγητή] ότι “Ο σύνδικος, με βάση τα στοιχεία της απογραφής και όσα άλλα έχει στη διάθεσή του, υποβάλλει προς τον εισηγητή το συντομότερο ειδική αναφορά για την κατάσταση της πτωχευτικής περιουσίας και περί του τρόπου συνέχισης των εργασιών της πτώχευσης”, στο άρθρο 70 [Έκθεση του συνδίκου] ότι «1. Ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στη συνέλευση των πιστωτών έκθεση σχετικά με την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και των αιτίων της πτώχευσης, τις προοπτικές διατήρησης της επιχείρησης, εν όλω ή εν μέρει, τις δυνατότητες βιωσιμότητάς της και υπαγωγής του οφειλέτη σε σχέδιο αναδιοργάνωσης και τις κατά περίπτωση προβλεπόμενες συνέπειες ως προς την ικανοποίηση των πιστωτών. 2. […]», στο άρθρο 73 [Είσπραξη απαιτήσεων - κατάθεση και ανάληψη χρημάτων] ότι “1. Ο σύνδικος επιμελείται για την είσπραξη των απαιτήσεων της πτώχευσης. Ανοίγει ειδικό έντοκο λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα στο όνομα του τελούντος σε πτώχευση οφειλέτη και στον οποίο λογαριασμό γίνεται ρητή και εμφανής αναφορά ότι ο οφειλέτης τελεί σε κατάσταση πτώχευσης, όπου καταθέτει τα χρήματα που υπήρχαν στο ταμείο ή σε οποιονδήποτε λογαριασμό του οφειλέτη ή εισπράχθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του. [...] 2. [...] 3. Ο ειδικός λογαριασμός κινείται από τον σύνδικο μόνο μετά από άδεια του εισηγητή. [...]”, στο άρθρο 76 [Εξέταση εμπορικών βιβλίων - Ισολογισμός] «1. Ο σύνδικος εξετάζει τα εμπορικά βιβλία και λοιπά στοιχεία του οφειλέτη και προσκαλεί αυτόν να αναγνωρίσει το περιεχόμενό τους, να βεβαιώσει την κατάστασή τους, να δώσει οποιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία και να παρίσταται κατά το κλείσιμο βιβλίων. […]», στο άρθρο 84 [Τρόπος εξακολούθησης των εργασιών της πτώχευσης] ότι “1. Μετά το πέρας των επαληθεύσεων, ο εισηγητής, εντός είκοσι (20) ημερών, υποχρεούται να συγκαλέσει τη συνέλευση των πιστωτών που αποφασίζει αν πρέπει να συνεχιστεί από τον σύνδικο η άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας της επιχείρησης του οφειλέτη ή ορισμένων κλάδων της για ορισμένο χρονικό διάστημα, αν πρέπει να εκμισθωθεί σε τρίτο η επιχείρηση ως σύνολο ή αν πρέπει να εκποιηθεί η επιχείρηση ως σύνολο ή να γίνει ρευστοποίηση των κατ' ιδίαν στοιχείων της χωριστά [...] 3. Τη σχετική απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών επικυρώνει με πράξη του ο εισηγητής, εφόσον συμφωνεί [...]”, στο άρθρο 89 [Πρόσκληση για αναγγελία] ότι «1. Ο οφειλέτης υποχρεούται να παραδώσει στον σύνδικο κατάλογο των πιστωτών του και του ύψους των απαιτήσεων τους, με κάθε στοιχείο που έχει στη διάθεση του. 2. Ο σύνδικος οφείλει αμέσως να ενημερώσει εγγράφως όλους τους πιστωτές που είναι γνωστής διαμονής, κατοικίας ή έδρας από τα στοιχεία της πτώχευσης και τους καλεί να αναγγείλουν την απαίτησή τους και να καταθέσουν […] τα έγγραφά τους στον γραμματέα των πτωχεύσεων και τις προθεσμίες εντός των οποίων υποχρεούνται σε αναγγελία και επαλήθευση των απαιτήσεών τους, και επισημαίνει τις συνέπειες από την παράλειψη ή το εκπρόθεσμο της αναγγελίας της κατάθεσης των εγγράφων ή της επαλήθευσης των απαιτήσεων […]», στο άρθρο 90 [Προθεσμία αναγγελίας] ότι «1. […] 3. Ο σύνδικος, μετά την παρέλευση της προθεσμίας αναγγελίας, οφείλει να καταρτίσει πίνακα όλων των αναγγελθέντων πιστωτών, […] σημειώνοντας το ύψος της κάθε απαίτησης, αν αυτή συνοδεύεται από κάποιο προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια και τη σειρά κατάταξης της [...]», στο άρθρο 91 [Τύπος και περιεχόμενο της αναγγελίας] ότι «1. Η αναγγελία γίνεται εγγράφως στον γραμματέα των πτωχεύσεων. 2. [...]», στο άρθρο 93 [Πώς γίνεται η επαλήθευση] ότι «1. Η επαλήθευση των απαιτήσεων διενεργείται από τον σύνδικο ενώπιον του εισηγητή [...]», στο άρθρο 132 [Γενική διάταξη] ότι «1. Μετά την ολοκλήρωση της εξέλεγξης των πιστώσεων και εφόσον δεν επιτεύχθηκε η αποδοχή ή η επικύρωση σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης του οφειλέτη ή αυτή ακυρώθηκε για οποιονδήποτε λόγο, η πτώχευση βρίσκεται στο στάδιο της ένωσης των πιστωτών. 2. Κατά το στάδιο αυτό ο σύνδικος προβαίνει στη ρευστοποίηση του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη και στη διανομή του προϊόντος αυτής στους πιστωτές είτε με την εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου είτε με την εκποίηση των επί μέρους στοιχείων αυτής, καθενός χωριστά ή ομαδικά, σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις.», στο άρθρο 153 [Πίνακας διανομής] ότι «1. Ο σύνδικος συντάσσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση πίνακα διανομής [...]. Ο πίνακας συντάσσεται με βάση τις επαληθευθείσες απαιτήσεις […]», στο άρθρο 154 [Γενικά προνόμια] ότι «Μετά από την αφαίρεση των δικαστικών εξόδων, των εξόδων της διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας […] και των τυχόν ομαδικών πιστωμάτων, οι πιστωτές κατατάσσονται με την ακόλουθη σειρά: […] ε) Οι απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρους που ορίστηκαν από την αξία της προσόδου ή από το είδος των πραγμάτων που πλειστηριάστηκαν και που αφορούν το έτος που έγινε ο πλειστηριασμός και το προηγούμενο […]», στο άρθρο 164 [Γενικά] ότι «Η πτώχευση περατώνεται, με την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης (άρθρο 125 παράγραφος 2), με την εκποίηση όλων των στοιχείων του ενεργητικού της, καθώς και με την παύση των εργασιών της, είτε για έλλειψη ενεργητικού είτε λόγω της παρόδου του χρόνου που ορίζεται στο άρθρο 166 παράγραφος 3», στο άρθρο 166 [Παύση των εργασιών της πτωχεύσεως] ότι «1. Αν οι εργασίες της πτωχεύσεως δεν μπορούν να εξακολουθήσουν, λόγω έλλειψης των αναγκαίων χρημάτων ή ευχερώς ρευστοποιήσιμης περιουσίας, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από έκθεση του εισηγητή και αφού ακούσει τον σύνδικο και την επιτροπή πιστωτών, μπορεί, μετά από αίτηση του οφειλέτη, πιστωτή ή του συνδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να κηρύξει την παύση των εργασιών της πτωχεύσεως. 2. Στην περίπτωση της παραγράφου 1 περατώνεται η πτώχευση, αίρεται η πτωχευτική απαλλοτρίωση και ο οφειλέτης αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιουσίας του. Οι πιστωτές αναλαμβάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα και παύει το λειτούργημα του συνδίκου, καθώς και του εισηγητή. Τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται μετά πάροδο μηνός από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 1. 3. Μετά παρέλευση δέκα (10) ετών από την έναρξη της ένωσης των πιστωτών και σε κάθε περίπτωση μετά παρέλευση δεκαπέντε (15) ετών από την κήρυξη της πτώχευσης επέρχονται αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση τα αποτελέσματα της παραγράφου 2», στο άρθρο 181 [Καταργούμενες διατάξεις] ότι «Με την επιφύλαξη της διάταξης του επόμενου άρθρου, από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, καταργούνται: α) … στ) οι διατάξεις του ΚΕΔΕ περί αναγκαστικής εκτέλεσης επί της περιουσίας του οφειλέτη κατά τη διάρκεια της πτώχευσης, … και ι) κάθε άλλη διάταξη που αναφέρεται σε αντικείμενο που ρυθμίζεται από τον παρόντα κώδικα και αντιβαίνει στις διατάξεις αυτού». Εξάλλου, στην εισηγητική έκθεση επί του σχεδίου νόμου, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «[…] 2. Ο Πτωχευτικός Κώδικας εισάγει νέες ρυθμίσεις […]. Ως σύστημα ρυθμίσεων επιδιώκει : α) […] γ) την ισότιμη μεταχείριση των πιστωτών που έχουν την ίδια θέση […] 3. Δύο είναι οι βασικοί πυλώνες των ρυθμίσεων του νέου Πτωχευτικού Κώδικα: Πρώτος, η εισαγωγή ενός «ενιαίου συστήματος» εκκαθάρισης και αναδιοργάνωσης με υπαγωγή τους ενιαίως στον θεσμό της πτώχευσης […] Δεύτερος, η αυτορρύθμιση της πτώχευσης κατά το διαδικαστικό και ουσιαστικό της περιεχόμενο, με αναβάθμιση της αυτονομίας των πιστωτών και των άλλων εμπλεκομένων […] Η λεγόμενη συλλογικότητα της άσκησης και εφαρμογής των δικαιωμάτων στην πτώχευση από τους πιστωτές δεν περιορίζει, όμως, την εποπτεία, ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας, της δικαστικής αρχής. Ουσιαστικό και διαδικαστικό δίκαιο της πτώχευσης συνδέονται λειτουργικά. Και τα δύο δομούνται και διαμορφώνονται πάνω στην ίδια κατάσταση, την αδυναμία του οφειλέτη να ικανοποιήσει τους πιστωτές του. Και τα δύο κυριαρχούνται από την αρχή της “αυτονομίας των πιστωτών”. Η πτώχευση, ως θεσμός του εμπορικού δικαίου και όχι του δικονομικού δικαίου, με φύση αναγκαστικού δικαίου, αν και εποπτευόμενος από την Πολιτεία, λόγω των πολλαπλών εμπλεκόμενων συμφερόντων και της σημασίας του για την οικονομία καθόλου, χαρακτηρίζεται από συλλογικότητα δράσης των πιστωτών κατά την πραγμάτωση του δικαίου της πτώχευσης και την ικανοποίησή τους με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της σύμπραξής τους σε κοινωνία ζημίας [...]».
7. Επειδή, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, η πτώχευση οργανώνεται σε δύο βασικά διαδικαστικά στάδια: α) στο στάδιο της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, το οποίο αναφέρεται στην εξεύρεση, διασφάλιση και διοίκηση του ενεργητικού της πτώχευσης, και β) στο στάδιο που αναφέρεται στη διαπίστωση του παθητικού της κατά τη διαδικασία εξέλεγξης των πτωχευτικών απαιτήσεων. Η διενέργεια του εν λόγω οικονομικού έργου, δηλαδή της συγκέντρωσης, διαχείρισης, αξιοποίησης και διανομής της πτωχευτικής περιουσίας, ανατίθεται από τον νόμο σε ένα πρόσωπο, τον σύνδικο, οι ενέργειες του οποίου πλαισιώνονται και ελέγχονται από το πτωχευτικό δικαστήριο και τον εισηγητή δικαστή. Για την επίτευξη δε των σκοπών του πρώτου σταδίου, ο Πτωχευτικός Κώδικας περιέχει, μεταξύ άλλων, τις εξής ρυθμίσεις : 1. Προβλέπει ότι, από την κήρυξη της πτώχευσης (και μέχρι την άρση της σε όσες περιπτώσεις ο ίδιος ο Κώδικας προβλέπει), ο οφειλέτης στερείται αυτοδικαίως του δικαιώματος διαχείρισης και διάθεσης της (πτωχευτικής) περιουσίας του, η δε διοίκησή της περιέρχεται πλέον στον σύνδικο (πτωχευτική απαλλοτρίωση). Δικονομική συνέπεια της εν λόγω στέρησης είναι ότι ο οφειλέτης παύει πλέον να νομιμοποιείται τόσο ενεργητικά όσο και παθητικά σε δίκες που αφορούν την ως άνω περιουσία. 2. Θεσπίζει την αρχή της άρσης του δικαιώματος ατομικής δίωξης του οφειλέτη για όλους τους in abstracto (εν δυνάμει) πτωχευτικούς πιστωτές (εκτός από τους εμπραγμάτως ασφαλισμένους που ασκούν την εμπράγματη αξίωσή τους ή εκείνους που έχουν εμπράγματη αγωγή κατά του οφειλέτη), αυτούς, δηλαδή, που, κατά το χρονικό σημείο κήρυξης της πτώχευσης, έχουν κατά του οφειλέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχή, οι οποίοι, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ενώνονται αυτοδικαίως και οργανώνονται σε ομάδα (κοινωνία ιδιάζουσας νομικής σημασίας) και οι οποίοι, πλέον, ως μόνο τρόπο ικανοποίησης των ενοχικών αξιώσεών τους, έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στη διαδικασία εξέλεγξης των πιστώσεών τους. Ο κανόνας δε αυτός καταλαμβάνει το σύνολο των πτωχευτικών πιστωτών (πλην των ως άνω εξαιρέσεων), επομένως και το Δημόσιο, ως προς το οποίο όχι μόνο δεν διατηρήθηκε επιφύλαξη, αλλ΄ αντιθέτως, με τη διάταξη του άρθρου 181 του εν λόγω Κώδικα, καταργήθηκαν από την έναρξη της ισχύος του, οι διατάξεις του ΚΕΔΕ που προέβλεπαν τη δυνατότητα του Δημοσίου να προβαίνει μετά την κήρυξη της πτώχευσης “σε αναγκαστική εκτέλεση της περιουσίας του πτωχεύσαντος, της πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής, ανεξάρτητα από την ύπαρξη υπέρ αυτού γενικού ή ειδικού προνομίου επί της περιουσίας του οφειλέτη” [βλ. ειδικότερα τη διάταξη του άρθρου 62 παράγραφος 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974 Α΄ 90), όπως η παράγραφος αυτή είχε αντικατασταθεί με την παρ. 3 του άρθρου 37 του ν. 2214/1994, Α΄ 75]. 3. Προβλέπει, ως ρυθμιστικό μέτρο (όταν δηλ. διατάσσεται με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση), τη σφράγιση, αποσφράγιση και απογραφή της ευρισκόμενης στην κατοχή του οφειλέτη πτωχευτικής περιουσίας 4. Προβλέπει το δικαίωμα του συνδίκου -που αποτελεί ταυτόχρονα και υποχρέωσή του- να λάβει στη νομή και κατοχή του το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας (ή σε περίπτωση αρνήσεως παράδοσης αυτής από τον οφειλέτη, να προβεί και σε εκτέλεση, με βάση την απόφαση κήρυξης σε πτώχευση, κατά τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ.), να εισπράττει απαιτήσεις, να προβαίνει σε συντηρητικές πράξεις (π.χ. διακοπή παραγραφής) και δικαστικές ενέργειες, να εγγράφει υποθήκες εκ του νόμου υπέρ της ομάδας των πιστωτών, να προβαίνει σε συμβιβασμούς και εκποιήσεις αντικειμένων υποκείμενων σε φθορά. 5. Προβλέπει τη δυνατότητα λήψης, από τον Πρόεδρο του πτωχευτικού δικαστηρίου, κατόπιν αιτήσεως παντός έχοντος έννομο συμφέρον (επομένως και κάθε πτωχευτικού πιστωτή), οποιουδήποτε (κατά την κρίση αυτού) αναγκαίου προληπτικού μέτρου (όπως “ιδίως” την απαγόρευση διάθεσης περιουσιακών στοιχείων από τον οφειλέτη ή την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών ή τον ορισμό μεσεγγυούχου), προκειμένου να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη είτε με μείωση αυτής είτε με διασπορά της είτε με προνομιακή ικανοποίηση πιστωτή, καθ΄ όλο το διάστημα από την υποβολή της αιτήσεως για την κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση μέχρι την έκδοση απόφασης επ' αυτής και 6. Προβλέπει την υποχρέωση του συνδίκου να ζητήσει από το πτωχευτικό δικαστήριο τη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου προς εξασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας μέτρου. Για την επίτευξη, εξάλλου, των σκοπών του δεύτερου σταδίου (διαπίστωση του παθητικού της πτωχεύσεως), ο νόμος προβλέπει τη διαδικασία εξέλεγξης των πτωχευτικών απαιτήσεων, η οποία ανατίθεται στον σύνδικο και τον εισηγητή (έχει, δηλαδή, δικαστικό χαρακτήρα) και περιλαμβάνει δύο ειδικότερα υποστάδια, αυτό της αναγγελίας και αυτό της επαλήθευσης των πιστωτικών απαιτήσεων. Στη διαδικασία αυτή υπόκεινται οι πάσης φύσεως απαιτήσεις των πτωχευτικών πιστωτών (δηλαδή εκείνων το δικαίωμα των οποίων είχε γεννηθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης), όπως άλλωστε και του Δημοσίου (βλ. ειδικότερα τη διάταξη του άρθρου 62 του Κ.Ε.Δ.Ε.) για κάθε είδους απαιτήσεις του, επομένως και αυτών από φόρους (το οποίο, πάντως, κατατάσσεται στον Πίνακα Διανομής με γενικό προνόμιο) (ΣτΕ 1101/2017 7μ., πρβλ. ΣτΕ 2311/2017, ΣτΕ 2986/2017).
8. Επειδή, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, οι οποίες ως οργανωμένο και αυτοτελές σύστημα κανόνων δικαίου, ρυθμίζουν κατά τρόπο αυστηρό, λεπτομερειακό και εξαντλητικό τον τρόπο αντίδρασης της έννομης τάξης στο (νομικό) γεγονός της οικονομικής πτώσης του οφειλέτη, εν όψει όχι μόνο της σημασίας του για την οικονομία αλλά και των πολλαπλών εμπλεκομένων συμφερόντων, η προάσπιση του συλλογικού συμφέροντος των πτωχευτικών πιστωτών αναδεικνύεται από τον νόμο σε κεντρικής σημασίας στόχο του πτωχευτικού δικαίου, αυτόν δε, μεταξύ άλλων, υπηρετούν τόσο ο κανόνας του αποχωρισμού από τον οφειλέτη της πτωχευτικής του περιουσίας και η ανάθεση της εξεύρεσης, διαφύλαξης και διατήρησής της στον σύνδικο, ενεργούντος άλλοτε κατά την κρίση του και άλλοτε σύμφωνα προς όσα αποφασίσει η ομάδα των πιστωτών ή η δικαστική αρχή, προς όφελος του συνόλου των πτωχευτικών πιστωτών, όσο και η αρχή της στέρησης του δικαιώματος ασκήσεως ατομικής διώξεως κατά του οφειλέτη, που αφορά (πλην των ανωτέρω εξαιρέσεων) όλους τους πτωχευτικούς πιστωτές και, επομένως, και το Δημόσιο (ΣτΕ 1101/2017 7μ., ΣτΕ 2311/2017, ΣτΕ 2986/2017).
9. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., η οποία προβλέπει ότι επί φορολογικών και τελωνειακών εν γένει διαφορών ο εκκαλών οφείλει, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, ποσοστό 50% (ή 20%, σύμφωνα με τη νεότερη διάταξη του άρθρου 37 παρ. 2 του ν. 4446/2016) του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που την έφεση ασκεί σύνδικος πτώχευσης αναφορικά με φορολογική ενοχή του πτωχού περιλαμβανόμενη στην πτωχευτική του περιουσία. Και τούτο, διότι η σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη καταβολή από τον εκκαλούντα σύνδικο πτώχευσης ποσοστού 50% του κατά τα ανωτέρω οφειλομένου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, θα σήμαινε εν τοις πράγμασι, σε αντίθεση τόσο προς το προεκτεθέν πνεύμα όσο και προς το γράμμα των ειδικών διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα, ιδίως δε εκείνης της παραγράφου 2 του άρθρου 21 αυτού, (μερική) ικανοποίηση του Δημοσίου, πτωχευτικού πιστωτή για τις προαναφερόμενες αξιώσεις, που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, έξω από το πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Η διαδικασία, όμως, αυτή καταλείπεται ως μοναδική οδός για την ικανοποίηση του Δημοσίου για τις ανωτέρω απαιτήσεις (ΣτΕ 2311/2017, ΣτΕ 2986/2017). Αυτά, δε, ανεξαρτήτως του ότι πάντως η διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ. καθιερώνει ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης -είναι δε για τον λόγο αυτόν στενώς ερμηνευτέα- την καταβολή ποσοστού 50% του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, όχι όμως και του οφειλόμενου ποσού χρηματικής κύρωσης που επιβλήθηκε με την επίδικη καταλογιστική πράξη της φορολογικής ή τελωνειακής αρχής (ΣτΕ 752/2018 7μ.), όπως τα πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Συνεπώς, σε περίπτωση τέτοιου προστίμου, για την παραδεκτή άσκηση εφέσεως δεν απαιτείται η καταβολή ποσοστού του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, ποσού του εν λόγω προστίμου.
10. Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 277 του Κ.Δ.Δ. “1. [...] 2. [...] 3. [όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 3900/2010 και την τροποποίησή της με την παρ. 4 του άρθρου 65 του ν. 3994/2011 (Α´ 165) και πριν από την τροποποίησή της με τα άρθρα 29, το οποίο αντικατέστησε το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 277 και αφορά το αντικείμενο της διαφοράς επί προσβολής πλειόνων πράξεων με κοινή προσφυγή, και 37 παρ. 5 του ν. 4446/2016· τα διαμορφούμενα σύμφωνα με το τελευταίο αυτό άρθρο παράβολα ισχύουν για ένδικα μέσα που κατατίθενται μετά την έναρξη ισχύος του, δηλαδή μετά την πάροδο μηνός από τη δημοσίευσή του (βλ. άρθρα 44 και 45 ν. 4446/2016, 40 παρ. 5 ν. 4465/2017)]. Κατ’ εξαίρεση, στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, το παράβολο για την προσφυγή, την έφεση [...] ορίζεται σε ποσοστό ίσο προς το δύο τοις εκατό του αντικειμένου της διαφοράς και μέχρι του ποσού των δέκα χιλιάδων ευρώ. Αν το παράβολο υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ, καταβάλλεται το ποσό αυτό, το επιπλέον δε τυχόν οφειλόμενο και μέχρι του ορίου των δέκα χιλιάδων ευρώ, καταλογίζεται, αν συντρέχει περίπτωση, με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου επί της προσφυγής ή της έφεσης. Ως αντικείμενο της διαφοράς θεωρείται η διαφορά του κύριου φόρου, δασμού, τέλους ή προστίμου. Για την έφεση και την αντέφεση ως αντικείμενο της διαφοράς, όταν από το νόμο προβλέπεται η υποβολή δήλωσης του φορολογουμένου πριν από την έκδοση της σχετικής πράξης, θεωρείται η διαφορά του κύριου φόρου, που προκύπτει ανάμεσα σε εκείνον που αντιστοιχεί στη δήλωση και σε αυτόν που καθορίστηκε με την απόφαση. Στην περίπτωση που δεν προβλέπεται η υποβολή δήλωσης, ως αντικείμενο της διαφοράς θεωρείται το ποσό που καθορίστηκε στην πρωτόδικη απόφαση. 4. [όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 3900/2010 και την τροποποίησή της με το άρθρο 25 παρ. 9 του ν. 4509/2017 (Α' 201), το οποίο εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς δίκες, βλ. παρ. 10 αυτού] Κατά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων της παραγράφου 3 καταβάλλεται από τον υπόχρεο το 1/3 του κατά την προηγούμενη παράγραφο παραβόλου, έως δε την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης τα υπόλοιπα 2/3 αυτού, εφαρμοζομένης της διάταξης του άρθρου 139Α [...] 5. Αν τα ένδικα μέσα στρέφονται κατ’ αποφάσεων μονομελών δικαστηρίων, τα αντίστοιχα ποσά ή ποσοστά των παραβόλων μειώνονται στο μισό. 6. [...]”.
11. Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 276 του Κ.Δ.Δ., όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με τα άρθρα 44 του ν. 3900/2010 και 30 του ν. 4274/2014 (Α' 147), “1. Ο διάδικος μπορεί να απαλλαγεί από την προκαταβολή του τέλους του δικαστικού ενσήμου και του παράβολου, αν αποδεικνύεται ότι η προκαταβολή αυτή δημιουργεί κίνδυνο περιορισμού των απαραίτητων μέσων για τη διατροφή του ίδιου και της οικογένειάς του (ευεργέτημα πενίας). Η απαλλαγή αυτή μπορεί να χορηγηθεί και σε νομικά πρόσωπα που δεν επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό, καθώς και σε ενώσεις προσώπων που έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι αν αποδεικνύουν ότι με την προκαταβολή του πιο πάνω ποσού, καθίσταται αδύνατη ή ιδιαιτέρως προβληματική η εκπλήρωση του σκοπού τους. 2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο απαλλαγή χορηγείται για συγκεκριμένη δίκη, ισχύει δε χωριστά για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. 3. Η απαλλαγή παύει να ισχύει με το θάνατο του φυσικού προσώπου ή με τη διάλυση του νομικού προσώπου ή της ένωσης προσώπων. 4. Η απαλλαγή χορηγείται ύστερα από αίτηση του διαδίκου που υποβάλλεται είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Η αίτηση απαλλαγής σε κάθε περίπτωση πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία. 5. Για την παραδοχή ή την απόρριψη της κατά την προηγούμενη παράγραφο αίτησης αποφαίνεται ο πρόεδρος του συμβουλίου, ή ο δικαστής, που διευθύνει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου πρόκειται να εισαχθεί ή εκκρεμεί η υπόθεση, με πράξη του, η οποία και επιδίδεται στον αιτούντα δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση του ένδικου βοηθήματος ή μέσου. 5α. Η απαλλαγή μπορεί να ανακληθεί ή να περιοριστεί με απόφαση του αρμόδιου κατά την παράγραφο 5 οργάνου, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι προϋποθέσεις της είτε δεν συνέτρεχαν εξαρχής είτε έπαυσαν να συντρέχουν αργότερα είτε μεταβλήθηκαν. [...] 6. Αν η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αίτηση απορριφθεί, ο αιτών υποχρεούται να καταβάλει το προβλεπόμενο ποσό έως την πρώτη συζήτηση του ένδικου βοηθήματος ή μέσου. Αν γίνει δεκτή η αίτηση, ο διάδικος απαλλάσσεται από την προκαταβολή του πιο πάνω ποσού. Τούτο δεν επηρεάζει την τυχόν υποχρέωσή του προς καταβολή του, αν με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου καταλογιστούν σε αυτόν τα δικαστικά έξοδα της δίκης.". Στη συνέχεια, με το άρθρο 28 του ν. 4446/2016 αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 276 ως εξής: «4. Η απαλλαγή χορηγείται ύστερα από αίτηση του διαδίκου. Η υποβολή της αίτησης διακόπτει την προθεσμία για την άσκηση του οικείου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, η οποία αρχίζει από την επομένη της κοινοποίησης της επ' αυτής απόφασης στον αιτούντα. Σε περίπτωση ήδη εκκρεμούς ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, η αίτηση υποβάλλεται είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Η αίτηση πρέπει σε κάθε περίπτωση να συνοδεύεται από τα σχετικά έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία. 5. Για την αποδοχή ή την απόρριψη της κατά την προηγούμενη παράγραφο αίτησης, αποφαίνεται ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή ο αναπληρωτής του ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο οριζόμενος από αυτούς πρόεδρος του δικαστηρίου, στο οποίο πρόκειται να εισαχθεί ή εκκρεμεί η υπόθεση, με πράξη του, η οποία επιδίδεται στον αιτούντα δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Η διαδικασία διεξάγεται ατελώς και δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο. Προϋπόθεση για την αποδοχή της αίτησης είναι το οικείο ένδικο βοήθημα ή μέσο να μην κρίνεται προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως αβάσιμο. Για την ένδεια αρκεί η πιθανολόγηση. Η αποδοχή ή η απόρριψη της αίτησης πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μόνο μία φορά, σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών».
12. Επειδή, όπως έχει κριθεί, η κατά τις διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 277 του Κ.Δ.Δ. υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής και της έφεσης στις χρηματικού αντικειμένου φορολογικές εν γένει διαφορές, όπως η υπό κρίση, συνιστά περιορισμό του κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. δικαιώματος δικαστικής προστασίας, ο οποίος, όμως, αποβλέπει στην αποτροπή της άσκησης απερίσκεπτων και αστήρικτων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων και της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης επί φορολογικών διαφορών, δεν θίγει δε τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, είναι πρόσφορος για την επίτευξη του ως άνω επιδιωκόμενου σκοπού και δεν τελεί σε προφανή δυσαναλογία με τον σκοπό αυτό. Συνεπώς, οι διατάξεις αυτές του άρθρου 277 του Κ.Δ.Δ. συνιστούν θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος ένδικης προστασίας και δεν αντίκεινται στα άρθρα 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. ΣτΕ 3832, ΣτΕ 761/2014 7μ., ΣτΕ 1619/2012 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 752/2018 7μ., επίσης ΣτΕ 210/2015 σε συμβούλιο). Εξάλλου, οι εν λόγω διατάξεις δεν προβλέπουν εξαίρεση για την περίπτωση της άσκησης προσφυγής ή έφεσης από σύνδικο πτώχευσης αναφορικά με ενοχή πτωχού από την επιβολή σε βάρος του φόρων πάσης φύσεως ή κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας κατά τη λειτουργία της επιχείρησης του οφειλέτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ενοχή η οποία περιλαμβάνεται στην πτωχευτική του περιουσία. Αντιθέτως, ο Πτωχευτικός Κώδικας και ειδικότερα το άρθρο 154 αυτού προβλέπει την κατά προτεραιότητα ικανοποίηση, από το προϊόν της ρευστοποίησης του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας, απαιτήσεων από δικαστικά έξοδα, έξοδα διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας και ομαδικά πιστώματα, στο μέτρο που εξακολουθούν προφανώς να οφείλονται. Επομένως, η κατά τις διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 277 του Κ.Δ.Δ. υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής και της έφεσης στις χρηματικού αντικειμένου φορολογικές εν γένει διαφορές, καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις που το ένδικο βοήθημα ή μέσο ασκείται από σύνδικο πτώχευσης αναφορικά με ενοχή πτωχού από την επιβολή σε βάρος του φόρων πάσης φύσεως ή κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας κατά τη λειτουργία της επιχείρησης του οφειλέτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ενοχή η οποία περιλαμβάνεται στην πτωχευτική του περιουσία.
13. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 276 του Κ.Δ.Δ. προβλέπει τη δυνατότητα απαλλαγής από την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, προκαταβολής παραβόλου με τη χορήγηση ευεργετήματος πενίας. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία αποσκοπεί στο να διασφαλισθεί ότι η βοήθεια της Πολιτείας θα παρέχεται σε εκείνους που πραγματικά το έχουν ανάγκη, το ευεργέτημα της πενίας παρέχεται κατ' αρχήν σε εκείνους μόνο που δεν μπορούν να καταβάλουν το παράβολο χωρίς να στερηθούν τα απαραίτητα μέσα για τη διατροφή αυτών ή της οικογένειάς τους (πρβλ. 17, 202/2016, 1, 123/2017 πράξεις Προέδρου Β' Τμήματος ΣτΕ). Δεν προβλέπεται δε η χορήγηση ευεργετήματος πενίας για νομικό πρόσωπο που έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης. Ωστόσο, ακόμη και στις περιπτώσεις που η χορήγηση του ευεργετήματος της πενίας δεν προβλέπεται (πρβλ. ΣτΕ 1065/2002 7μ., ΣτΕ 4461/2012), δεν κωλύεται το δικαστήριο να απαλλάξει τον σύνδικο πτώχευσης, που ασκεί ένδικο μέσο αναφορικά με περιλαμβανόμενη στην πτωχευτική περιουσία ενοχή πτωχού νομικού προσώπου από την επιβολή σε βάρος του φόρων πάσης φύσεως ή κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας κατά τη λειτουργία της επιχείρησής του πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, από την υποχρέωση προκαταβολής παραβόλου, όταν η παροχή της εν λόγω νομικής συνδρομής ως στοιχείου μιας δίκαιης δίκης παρίσταται αναγκαία στο πλαίσιο των συγκεκριμένων περιστάσεων κάθε υπόθεσης (πρβλ. ΕΔΔΑ decision CMVMC O LIMO c. Espagne, no 33732/05, σκ. 22-26, απόφαση της 22-3-2012, GRANOS ORGANICOS NACIONALES SA c. Germany, no 19508/07, σκ. 46-51, απόφαση της 8-2-2017, URBSIENE AND URBSYS c. Lithuania, no 16580/09, σκ. 45-54 και ΔΕΕ, απόφαση της 22-12-2010, C-279/09, DEB κατά Γερμανίας, σκ. 46-54, 59-62, διάταξη της 13-6-2012, C-156/12, GREP GmbH κατά Freitstaat Bayern, σκ. 38-47) λόγω πιθανολογούμενης αδυναμίας εκπλήρωσης του σκοπού της πτώχευσης, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργία του θεσμού της πτώχευσης -θεσμού με ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία λόγω και των πολλών εμπλεκόμενων συμφερόντων- με την πρόοδο και ολοκλήρωση των εργασιών της, καθώς και με την εκπλήρωση του σκοπού της, ο οποίος δεν συνίσταται στη θεραπεία των οικονομικών συμφερόντων ενός νομικού προσώπου κεφαλαιουχικού χαρακτήρα, αλλά στην κατά το δυνατό σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη (ή ενδεχομένως και μέσω της επιβίωσής του). Υπό τα δεδομένα αυτά, σύνδικος πτώχευσης μπορεί να αιτηθεί, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 276 του Κ.Δ.Δ., να απαλλαγεί από την προκαταβολή παραβόλου για την άσκηση έφεσης επί διαφοράς σχετικά με περιλαμβανόμενη στην πτωχευτική περιουσία ενοχή του πτωχού νομικού προσώπου από την επιβολή σε βάρος του φόρων πάσης φύσεως ή κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας κατά τη λειτουργία της επιχείρησής του πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, με τήρηση των προϋποθέσεων που τίθενται στις διατάξεις του άρθρου 276 του Κ.Δ.Δ., ήτοι, μεταξύ άλλων, εφόσον επικαλεσθεί και υποβάλει με την αίτησή του αποδεικτικά στοιχεία αναφορικά με το ότι με την προκαταβολή του πιο πάνω ποσού στη συγκεκριμένη υπόθεση, ενόψει και του ενεργητικού της πτώχευσης (η ύπαρξη χρημάτων ή ευχερώς ρευστοποιήσιμης περιουσίας αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση των εργασιών αυτής, βλ. άρθρο 166 παρ. 1 Πτωχευτικού Κώδικα), αλλά και ενδεχομένως λοιπών οικονομικών υποχρεώσεων που πρέπει να εκπληρωθούν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, καθίσταται αδύνατη ή ιδιαιτέρως προβληματική η εκπλήρωση του σκοπού της πτώχευσης.
14. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση υπόκειται στο αναλογικό παράβολο των παραγράφων 3 έως 5 του άρθρου 277 του Κ.Δ.Δ., από το οποίο, όπως προαναφέρεται, έχει καταβληθεί ποσό 1.134 ευρώ κατά την άσκηση της έφεσης, δεν προκύπτει, όμως, ότι έχει καταβληθεί κατά τα λοιπά. Δοθέντος, ωστόσο, ότι η συζήτηση της έφεσης αυτής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τη διαδικασία του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 εχώρησε προκειμένου να κριθεί ειδικώς, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 277 παρ. 3 και 4 του Κ.Δ.Δ. που προβλέπουν στις φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις, ότι, για να τυγχάνει παραδεκτή η άσκηση και συζήτηση της έφεσης, σε περίπτωση φυσικού ή νομικού προσώπου που τελεί σε κατάσταση πτώχευσης, πρέπει να καταβληθεί αναλογικό παράβολο, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στον εκκαλούντα σύνδικο, σε περίπτωση απόρριψης τυχόν υποβληθησόμενου από αυτόν αιτήματος χορήγησης ευεργετήματος πενίας κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, να συμπληρώσει το καταβληθέν κατά την κατάθεση της κρινόμενης έφεσης παράβολο των 1.134 ευρώ έως την πρώτη συζήτηση αυτής ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, στο οποίο και παραπέμπεται η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 μετά την επίλυση των ζητημάτων που εισήχθησαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τη διαδικασία της πρότυπης δίκης (πρβλ. ΣτΕ 601/2012, ΣτΕ 1619/2012 Ολομ.).
Δ ι ά τ α ύ τ α
Επιλύει τα ζητήματα που ετέθησαν ενώπιόν του σύμφωνα με το σκεπτικό, ως εξής:
Η διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., η οποία προβλέπει ότι επί φορολογικών και τελωνειακών εν γένει διαφορών ο εκκαλών οφείλει, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, ποσοστό 50% (το οποίο μειώθηκε σε 20% με το άρθρο 37 παρ. 2 του ν. 4446/2016) του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που την έφεση ασκεί σύνδικος πτώχευσης αναφορικά με φορολογική ενοχή του πτωχού περιλαμβανόμενη στην πτωχευτική του περιουσία.
Η κατά τις διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 277 του Κ.Δ.Δ. υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής και της έφεσης στις χρηματικού αντικειμένου φορολογικές εν γένει διαφορές, καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις που το ένδικο βοήθημα ή μέσο ασκείται από σύνδικο πτώχευσης αναφορικά με ενοχή πτωχού από την επιβολή σε βάρος του φόρων πάσης φύσεως ή κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας κατά τη λειτουργία της επιχείρησης του οφειλέτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, περιλαμβανόμενη στην πτωχευτική του περιουσία, μπορεί, όμως, ο σύνδικος να ζητήσει τη χορήγηση ευεργετήματος πενίας υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 276 του Κ.Δ.Δ..
Παραπέμπει την υπό κρίση έφεση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Ιουνίου 2018 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Οκτωβρίου 2018.
Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος
Ε. Σάρπ
Η Γραμματέας
Α. Ζυγουρίτσα
ΣτΕ 2096/2018 Σύνδικος πτώχευσης - Καταβολή επί φορολογικών και τελωνειακών εν γένει διαφορών οφειλόμενου κύριου φόρου, δασμού ή τέλους σε ποσοστό 20% μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου
Α3/84726/8036/2018 Διαδικασία αντικατάστασης εντύπου άδειας οδήγησης στην περίπτωση απώλειας της κατεχόμενης άδειας σε χρόνο μεταγενέστερο της υποβολής της αιτήσεως για αντικατάσταση
Παπάγου, 05 - 11 - 2018
Αριθμ. Πρωτ. Α3/84726/8036
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΟΔΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Δ/ΝΣΗ ΟΔΙΚΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΑΔΕΙΩΝ ΟΔΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΟΔΗΓΩΝ
Ταχ. Δ/νση :Αναστάσεως 2 και Τσιγάντε
Τ.Κ.:10191, Παπάγου
Πληροφορίες :Χ. Μάστορας
Τηλέφωνο :213 130 8487, 210 650 8487
Fax :210 650 8518
E-mail:c.mastoras@yme.gov.gr
Σχετ.: H υ.α. 50984/7947/2013 (Β' 3056) «Άδεια οδήγησης, εκπαίδευση και εξέταση υποψηφίων οδηγών μοτοποδηλάτων, μοτοσικλετών και αυτοκινήτων»
Με αφορμή γραπτά και προφορικά ερωτήματα από Υπηρεσίες Μεταφορών & Επικοινωνιών και πολίτες, αναφορικά με το αντικείμενο του θέματος, επισημαίνονται τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω σχετική υ.α. και ειδικότερα:
■ Στην παρ. 3 του άρθρου 17, κατά την παραλαβή του νέου εντύπου άδειας οδήγησης, ο ενδιαφερόμενος παραδίδει υποχρεωτικά την (ισχύουσα) κατεχόμενη άδεια οδήγησης.
■ Στο άρθρο 5, για τη διοικητική διαδικασία αντικατάστασης εντύπου άδειας οδήγησης, με την αίτηση αντικατάστασης υποβάλλονται, μεταξύ άλλων, φωτοαντίγραφο ισχύουσας άδειας οδήγησης και παράβολο 30 € για την εκτύπωση.
■ Στο άρθρο 9, για τη διοικητική διαδικασία χορήγησης αντιγράφου εντύπου άδειας οδήγησης λόγω απώλειας, καταβάλλονται παράβολα 30 € για την εκτύπωση, 30 € για την απώλεια και 9,02 € για πάγιο τέλος χαρτοσήμου και εισφορά τρίτων, συνολικού αντιτίμου 69,02 €.
Στο πλαίσιο διασφάλισης της ορθής και ενιαίας συνδυασμένης εφαρμογής των ανωτέρω, στην περίπτωση, κατά την οποία, ενδιαφερόμενος έχει υποβάλλει αίτηση αντικατάστασης εντύπου άδειας οδήγησης με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και ακολούθως, σε χρόνο μεταγενέστερο της υποβολής της ιδίας αιτήσεως και των δικαιολογητικών, απολέσει την κατεχόμενη άδεια, επισημαίνονται τα ακόλουθα:
❖ Συνεχίζεται και ολοκληρώνεται η ίδια διοικητική διαδικασία (αντικατάστασης εντύπου) και χορηγείται νέο έντυπο άδειας οδήγησης στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας και όχι αντίγραφο εντύπου λόγω απώλειας, ανεξαρτήτως εάν, κατά το χρονικό σημείο δήλωσης της απώλειας της άδειας, έχει ήδη εκτυπωθεί ή όχι, το νέο έντυπο.
Στο νέο έντυπο δεν καταχωρίζεται ο κωδικός αριθμός 71, σε συμμόρφωση με τα οριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 9 της ανωτέρω σχετικής υ.α..
❖ Για την παραλαβή του νέου εντύπου, ο ενδιαφερόμενος:
> Υποβάλλει αίτηση - υπεύθυνη δήλωση, στην οποία δηλώνει ότι, η άδεια, για την οποία αιτείται αντικατάσταση εντύπου, χάθηκε και δεν κρατείται από οποιαδήποτε αρχή ελληνική ή κράτους - μέλους της Ε.Ε. για οποιοδήποτε λόγο.
> Πέραν του καταβληθέντος, με την αρχική αίτηση αντικατάστασης εντύπου, παραβόλου 30 € για την εκτύπωση, το οποίο δεν καταβάλλεται εκ νέου, καταβάλλει παράβολα (λόγω απώλειας) 30 € για την απώλεια και 9,02 € για πάγιο τέλος χαρτοσήμου και εισφορά τρίτων.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται κατά όμοιο τρόπο και στις λοιπές διοικητικές διαδικασίες της ανωτέρω σχετικής υ.α., στις οποίες, για την παραλαβή του νέου εντύπου άδειας οδήγησης, απαιτείται παράδοση της κατεχόμενης άδειας, εφόσον, η προς παράδοση κατεχόμενη άδεια περιλαμβάνει μία (1) τουλάχιστον κατηγορία σε ισχύ.
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΒΟΥΡΔΑΣ
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΓΙΑ ΤΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΗΣ Δ.Ο.Κ.Α.
Ν. ΛΑΣΚΑΡΗΣ
ΔΕΔ 4134/2018 Πρόστιμο διαφορών ΜΥΦ 2015 και 2016 με υπαιτιότητα αντισυμβαλλομένου
Καλλιθέα 18/09/2018
Αριθμός απόφασης: 4134
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ταχ. Δ/νση: Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κώδικας: 176 71 - Καλλιθέα
Τηλέφωνο: 2131604534
ΦΑΞ: 2131604567
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπ' όψη:
1. Τις διατάξεις :
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170), όπως ισχύει.
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036990 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε).»
γ. Της ΠΟΛ 1064/12.04.2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
2. Την ΠΟΛ 1069/4-3-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Την υπ' αριθμ. ΔΕΔ 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ 2759/ τ. Β'/ 01.09.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.
4. Την με ημερομηνία κατάθεσης 24/04/2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή του του , ΑΦΜ , κατοίκου Ν. ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ, οδός , Τ.Κ , κατά των : α) υπ' αριθμ /28-03-2018 πράξης επιβολής προστίμου άρθρ. 54 & 62 του Ν 4174/2013, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου φορολογικής περιόδου 01/01-31/12/2015 και β) υπ' αριθμ /28-03-2018 πράξης επιβολής προστίμου άρθρ. 54 & 62 του Ν 4174/2013, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου φορολογικής περιόδου 01/01-31/12/2016 και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.
5. Τις: α) υπ' αριθμ /28-03-2018 πράξη επιβολής προστίμου άρθρ. 54 & 62 του Ν 4174/2013, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου φορολογικής περιόδου 01/01-31/12/2015 και β) υπ' αριθμ /28-03-2018 πράξη επιβολής προστίμου άρθρ. 54 & 62 του Ν 4174/2013, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου φορολογικής περιόδου 01/01-31/12/2016 των οποίων ζητείται η ακύρωση, καθώς και την από 28/03/2018 οικεία έκθεση ελέγχου.
6. Τις απόψεις της Δ.Ο.Υ. Χολαργού.
7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α 1 όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.
Επί της με ημερομηνία κατάθεσης 24/04/2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής του του , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:
Με τις :
α) υπ' αριθμ /28-03-2018 πράξη επιβολής προστίμου άρθρ. 54 & 62 του ν. 4174/2013, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου φορολογικής περιόδου 01/01-31/12/2015, επιβλήθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος πρόστιμο συνολικού ποσού 100,00 €, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54 § 2 περ. α' του Ν 4174/2013, λόγω παράβασης των διατάξεων του άρθρου 54 § 1 περ. α' του ιδίου νόμου.
β) υπ' αριθμ /28-03-2018 πράξη επιβολής προστίμου άρθρ. 54 & 62 του Ν 4174/2013, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου φορολογικής περιόδου 01/01-31/12/2016, επιβλήθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος πρόστιμο συνολικού ποσού 100,00 €, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54 § 2 περ. α' Ν 4174/2013, λόγω παράβασης των διατάξεων του άρθρου 54 § 1 περ. α' του ιδίου νόμου.
Οι ως άνω παραβάσεις αφορούν την υποβολή από τον προσφεύγοντα ελλιπών δηλώσεων πληροφοριακού χαρακτήρα και συγκεκριμένα συγκεντρωτικών καταστάσεων πελατών - προμηθευτών χρήσεων 2015 και 2016 κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 14 §§ 3 και 4 του ν 4174/2013 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 54 § 1 περ. α' του ιδίου νόμου.
Ο προσφεύγων την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων προβάλλοντας τους παρακάτω λόγους :
Εκ παραδρομής βεβαιώθηκαν σε βάρος του οι προσβαλλόμενες πράξεις, καθόσον οι διαφορές που προέκυψαν στις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών - προμηθευτών στις χρήσεις 2015 και 2016 δεν αφορούν τον ίδιο, αλλά τους αντισυμβαλλόμενους, οι οποίοι προέβησαν στις σχετικές διορθώσεις.
Συγκεκριμένα: α) στη χρήση 2015 η διαφορά αφορά τον πελάτη του με ΑΦΜ , και πρόεκυψε διότι η αντισυμβαλλόμενη είχε καταχωρήσει την συνολική αξία του τιμολογίου και όχι την καθαρή (διαχωρισμός του αναλογούντος ΦΠΑ).
«3. Κάθε φυσικό πρόσωπο με εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, κάθε νομικό πρόσωπο και νομική οντότητα, καθώς και οι αγρότες που υπάγονται στο άρθρο 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000), υποβάλλουν καταστάσεις φορολογικών στοιχείων, προμηθευτών και πελατών, για τα εκδοθέντα και ληφθέντα φορολογικά στοιχεία αποκλειστικά με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας στο διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών, ανεξάρτητα από τον τρόπο έκδοσης αυτών (μηχανογραφικά ή χειρόγραφα). Οι καταστάσεις του προηγούμενου εδαφίου αφορούν φορολογικά στοιχεία που σχετίζονται αποκλειστικά με την επαγγελματική εξυπηρέτηση, καθώς και την εκπλήρωση του σκοπού των προσώπων του προηγούμενου εδαφίου. Για τις λιανικές συναλλαγές υποβάλλονται συγκεντρωτικά δεδομένα. 4. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα καθορίζονται ο χρόνος υποβολής των καταστάσεων, ο τρόπος, η διαδικασία, η έκταση εφαρμογής, το ύψος της αξίας των στοιχείων, ο τρόπος επιβεβαίωσης και κάθε άλλο θέμα σχετικά με την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου.» Οι παράγραφοι 3 και 4 προστέθηκαν με το άρθρο 42 παρ.5 Ν.4223/2013, ΦΕΚ Α 287/31.12.2013
Επειδή με τις διατάξεις του άρθρου 6 της ΠΟΛ. 1022 (ΦΕΚ Β 179 31.1.2014) ''Υποβολή καταστάσεων φορολογικών στοιχείων, για διασταύρωση πληροφοριών'', ορίζεται ότι: Άρθρο 6 Διασταυρώσεις και Εκκαθάριση
Κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, τα υποβληθέντα στοιχεία των καταστάσεων πελατών- προμηθευτών διασταυρώνονται από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και οι ασυμφωνίες και αποκλίσεις αναρτώνται στους «λογαριασμούς» των υπόχρεων προσώπων, που τηρούνται στο διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών, ώστε να έχουν τη δυνατότητα προσαρμογής και περαιτέρω διόρθωσης αυτών.
"Για τη διόρθωση των αποκλίσεων στα υποβληθέντα στοιχεία προμηθευτών, μπορεί να υποβάλλεται τροποποιητική δήλωση μέχρι το τέλος του Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους που αφορούν".
Το εντός " " δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6 προστέθηκε ως άνω με την παρ. 3 του άρθρου μόνου της Αποφ. ΓΓΔΕ ΠΟΛ. 1072/7-3-2014 (ΦΕΚ Β' 691/19/03/2014).
"Δεν απαιτείται η διόρθωση των αποκλίσεων, εφόσον η συνολική αξία αυτών, προ Φ.Π.Α. ανά αντισυμβαλλόμενο, δεν ξεπερνά τα εκατό (100) ευρώ."
Το εντός " " τρίτο εδάφιο του άρθρου 6, όπως προστέθηκε με την παρ.2 του άρθρου μόνου της Απόφ.ΓΓΔΕ ΠΟΛ 1053/27-2-2015 (ΦΕΚ Β' 376/18/03/2015) και η εντός " " φράση "τα εκατό (100) ευρώ" αντικαταστάθηκε με την ΥΑ ΠΟΛ. 1092/17-4-2015 (ΦΕΚ Β 780/4-5-2015), αντικαταστάθηκε εκ νέου ως άνω με την παρ.1 της αποφ. Γ.Γ. του Υπ.Οικ.ΠΟΛ 1051/2016 (ΦΕΚ Β' 1260/28.04.2016)
« "Ειδικά για τη διόρθωση των αποκλίσεων στα υποβληθέντα στοιχεία προμηθευτών για το ημερολογιακό έτος 2014, υποβάλλεται τροποποιητική δήλωση μέχρι και 22/02/2016". Για το ημερολογιακό έτος 2015, η τροποποιητική δήλωση για τη διόρθωση των αποκλίσεων υποβάλλεται μέχρι και 30/11/2016.»
Το εντός " " τελευταίο εδάφιο, όπως είχε αρχικά προστεθεί με την παρ.1 του άρθρου μόνου της ΠΟΛ.1017/2015 (ΦΕΚ Β 222/17-02-2015) και αντικατασταθεί με την παρ.3 του άρθρου μόνου της Απόφ.ΓΓΔΕ ΠΟΛ 1053/27-2-2015 (ΦΕΚ Β' 376/18/03/2015), αντικαταστάθηκε εκ νέου ως άνω με την παρ.2 της αποφ.ΓΓΔΕ του Υπ.Οικονομικών 1240/2015 (ΦΕΚ Β 2358/3.11.2015)
Το εντος "" προτελευταίο εδάφιο όπως αντικαταστάθηκε με την ΥΑ ΠΟΛ 1267/2015 (ΦΕΚ Β' 2802/22.12.2015), αντικαταστάθηκε εκ νέου ως άνω με το άρθρο μόνον της ΥΑ ΠΟΛ. 1011/2016 (ΦΕΚ Β 292/12.2.2016)
«"Για το ημερολογιακό έτος 2016", για τη διόρθωση των αποκλίσεων στα υποβληθέντα στοιχεία προμηθευτών μπορεί να υποβληθεί τροποποιητική δήλωση μέχρι το τέλος Απριλίου του επομένου έτους από το ημερολογιακό έτος που αφορούν.»
Το εντός «» εδάφιο, όπως είχε αρχικά προστεθεί με την παρ.3 της αποφ. Γ.Γ. του Υπ.Οικ.ΠΟΛ 1051/2016 (ΦΕΚ Β' 1260/28.04.2016), στη συνέχεια αντικαταστάθηκε ως προς τις εντός " " λέξεις αυτού με την παρ. του άρθρου μόνου της ΑΔΑΑΔΕ ΠΟΛ 1033 (ΦΕΚ Β' 685/27.02.2018). "Εξαιρετικά για το ημερολογιακό έτος 2016, για τη διόρθωση των αποκλίσεων στα υποβληθέντα στοιχεία προμηθευτών μπορεί να υποβληθεί τροποποιητική δήλωση μέχρι 8/5/2017." Το εντός "" τελ. εδάφιο προστέθηκε με την παρ. του άρθρου μόνου της απόφ. Δ.Α.Α.Δ.Ε. ΠΟΛ. 1051 (ΦΕΚ Β' 1148/03.04.2017).
«Για τα ημερολογιακά έτη 2017 και επόμενα, για τη διόρθωση των αποκλίσεων στα υποβληθέντα στοιχεία προμηθευτών μπορεί να υποβληθεί τροποποιητική δήλωση μέχρι τη 15η Μαΐου του επομένου έτους από το ημερολογιακό έτος που αφορούν».
Το εντός «» τελευτ. εδάφιο προστέθηκε με την παρ. του άρθρου μόνου της ΑΔΑΑΔΕ ΠΟΛ 1033 (ΦΕΚ Β' 685/27.02.2018).
Επειδή με τις διατάξεις του άρθρου 54 § 1 περ. α' και άρθρου 54 § 2 περ. α' του Ν. 4174/2013, ορίζεται ότι: Αρθρο 54
Διαδικαστικές παραβάσεις
1. Για καθεμία από τις παρακάτω παραβάσεις επιβάλλεται πρόστιμο στον φορολογούμενο ή οποιοδήποτε πρόσωπο, εφόσον υπέχει αντίστοιχη υποχρέωση από τον Κώδικα ή τη φορολογική νομοθεσία που αναφέρεται στο πεδίο εφαρμογής του:
α) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα «ή υποβάλει ελλιπή» δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα ή φορολογική δήλωση από την οποία δεν προκύπτει φορολογική υποχρέωση καταβολής φόρου.
Οι μέσα σε « » λέξεις της περίπτωσης α' προστέθηκαν με την υποπαρ.Δ.2 περ.9 άρθρου πρώτου Ν.4254/2014,ΦΕΚ Α 85/7.4.2014. Σύμφωνα δε με τη περ. 24 της αυτής υποπαραγράφου: "24. Οι διατάξεις των περιπτώσεων της παρούσας υποπαραγράφου, εφαρμόζονται και ισχύουν από την 1.1.2014, εκτός εάν διαφορετικά ορίζεται σε αυτές.
2. Τα πρόστιμα για τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζονται ως εξής: α) εκατό (100) ευρώ, σε περίπτωση μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής σχετικά με την περίπτωση α της παραγράφου 1.
Επειδή η Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου εξέδωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις, καθόσον ο προσφεύγων υπέβαλε ελλιπείς δηλώσεις πληροφοριακού χαρακτήρα και συγκεκριμένα συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών - προμηθευτών χρήσεων 2015 και 2016, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 14 §§ 3 και 4 του ν 4174/2013 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 54 § 1 περ. α' του ιδίου νόμου.
Επειδή ο προσφεύγων με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή ισχυρίζεται ότι οι διαφορές που προέκυψαν στις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών - προμηθευτών στις χρήσεις 2015 και 2016 δεν αφορούν τον ίδιο, αλλά τους αντισυμβαλλόμενους, οι οποίοι προέβησαν στις σχετικές διορθώσεις.
Επειδή στα πλαίσια της διαδικασίας επανεξέτασης της υπό κρίση υπόθεσης, η Υπηρεσία μας απέστειλε στη Δ.Ο.Υ. Χολαργού με κοινοποίηση στη Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου το αριθ. πρωτ. Δ.Ε.Δ ΕΞ 2018 ΕΜΠ/23/08/2018 έγγραφο, προκειμένου να μας γνωρίσουν τις απόψεις τους ως προς τους ως άνω ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, αν υφίστανται και άλλες ελλείψεις πλην των ανωτέρω, στις υποβληθείσες από τον προσφεύγοντα συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών - προμηθευτών χρήσεων 2015 και 2016, αν υποβλήθηκαν τροποποιητικές καταστάσεις πελατών - προμηθευτών χρήσεων 2015 και 2016 από τον προσφεύγοντα για τις εν λόγω χρήσεις.
Επειδή η Δ.Ο.Υ. Χολαργού μας απέστειλε την υπ' αριθ. πρωτ /31-08-2018 (ΔΕΔ ΕΙ2018/31.08/2018) σχετική απάντηση, στην οποία αναγράφονται τα ακόλουθα:
Σε συνέχεια του υπ' αριθμ. Πρωτ /23-08-2018 εγγράφου σας, με το οποίο αιτείσθε επιπλέον στοιχεία λόγω ελλείψεων στο υπ' αριθμ. Πρωτ /04-05-2018 έγγραφο της Υπηρεσίας μας, επί της υπ' αριθμ. Πρωτ /24-04-2018 ενδικοφανούς προσφυγής του του με την οποία ζητούσε την ακύρωση των προαναφερόμενων προστίμων, και κατόπιν σχετικής τηλεφωνικής επικοινωνίας με την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου, σας ενημερώνουμε τα κάτωθι: Η αρμόδια Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου μας επιβεβαίωσε ότι ο αντίδικος προσήλθε τον Μάρτιο του 2018 στην Υπηρεσία προκειμένου να προβεί σε μεταφορά της έδρας της ατομικής του επιχείρησης. Από τον διενεργηθέντα έλεγχο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. προέκυψαν διαφορές άνω των εκατό ευρώ (100€) μεταξύ των υποβληθεισών, από την εταιρεία του, ΜΥΦ ετών 2015 και 2016 και των καταστάσεων των προμηθευτών του.
Για το λόγο αυτό και προκειμένου για την ολοκλήρωση της μεταφοράς της έδρας της επιχείρησης του, η αρμόδια Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου προχώρησε στην έκδοση των υπ' αριθμ & /2018 Αποφάσεων Επιβολής Προστίμου φορολογικών ετών 2015 και 2016 του Προϊσταμένου της στον αντίδικο.
Κατόπιν, ο αντίδικος υπέβαλε την υπ' αριθμ. Πρωτ /29-03-2018 αίτησή του στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου αιτούμενος τη διαγραφή των εν λόγω προστίμων με την αιτιολογία ότι αφορούσαν, όχι την ίδια την επιχείρηση, αλλά προμηθευτές-αγοραστές του, την οποία η Υπηρεσία απέρριψε σιωπηρώς, ενημερώνοντάς τον ταυτόχρονα για τη δυνατότητα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής.
Ως προς τα λοιπά ζητούμενα στο έγγραφό σας θέματα, το αρμόδιο τμήμα της Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου μας γνώρισε ότι:
• δεν υφίστανται άλλες ελλείψεις στις υποβληθείσες από τον αντίδικο συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών -προμηθευτών χρήσεων 2015 και 2016, πλην εκείνων που οδήγησαν στη βεβαίωση των προσβαλλόμενων πράξεων
• δεν υποβλήθηκαν από τον αντίδικο τροποποιητικές καταστάσεις πελατών -προμηθευτών χρήσεων 2015 και 2016
• όσον αφορά στους ισχυρισμούς του αντιδίκου, προκύπτει το αληθές αυτών και δη ότι:
α) στη χρήση 2015, η προκύπτουσα διαφορά του πελάτη με ΑΦΜ , προέκυψε διότι η αντισυμβαλλόμενη είχε καταχωρήσει τη συνολική αξία του τιμολογίου και όχι την καθαρή και
β) στη χρήση 2016, η προκύπτουσα διαφορά αφορά του πελάτη με ΑΦΜ , προέκυψε διότι η αντισυμβαλλόμενη επιχείρηση λανθασμένα είχε καταχωρήσει απόδειξη λιανικής που αφορούσε συναλλαγή προς τον
Επειδή κατόπιν του ως άνω εγγράφου της Δ.Ο.Υ. Χολαργού οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος κρίνονται βάσιμοι.
Αποφασίζουμε
Την αποδοχή της με ημερομηνία κατάθεσης 24/04/2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής του του , ΑΦΜ
Οριστική φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου - καταλογιζόμενο ποσό με βάση την παρούσα απόφαση:
1) ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 01/01-31/12/2015 Πρόστιμο συνολικού ποσού: 0,00 € .
2) ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 01/01-31/12/2016 Πρόστιμο συνολικού ποσού: 0,00 € .
Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στον υπόχρεο.
Ακριβές Αντίγραφο
Η Υπάλληλος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης
ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΑΚΟΣ
Σ η μ ε ί ω σ η : Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.
Άρθρα Η νέα νομοθεσία (ν. 4548/2018) για τις Ανώνυμες Εταιρείες - 37 θέματα που πρέπει να γνωρίζουμε. [Επικαιροποίηση και εμπλουτισμένος με επιπλέον πληροφορίες και «πίνακες»]
Η νέα νομοθεσία (ν. 4548/2018) για τις Ανώνυμες Εταιρείες - 37 θέματα που πρέπει να γνωρίζουμε . [Επικαιροποίηση & Εμπλουτισμένος με επιπλέον πληροφορίες και «πίνακες» ]
Κωνσταντίνος Ιωαν. Νιφορόπουλος
Ορκωτός ελεγκτής λογιστής – «ΩΡΙΩΝ Α.Ε.Ο.Ε.Λ».
Επιστημονικός Συνεργάτης Taxheaven
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1) Περιεχόμενα του Νόμου
2) Πεδίο Εφαρμογής (Άρθρο 1)
3) Έναρξη ισχύος του Νέου Νόμου [ 1/1/2019] (Άρθρο 190)
4) Χρόνος Εναρμόνισης των Καταστατικών των Α.Ε (Έως 1/1/2020 ) (Άρθρο 183)
5) Παραπομπές - Διασύνδεση με άλλους Νόμους (Άρθρο 188)
6) Κατηγοριοποίηση των Α.Ε ανάλογα με το Μέγεθος (Άρθρο 2)
7) Διατάξεις που καταργούνται (Άρθρο 189 )
8) «Χρηματοοικονομικές» αντί «Οικονομικές» Καταστάσεις (Άρθρο 5)
9) Ελάχιστο Μετοχικό Κεφάλαιο (25.000 Ευρώ) και έλεγχος της επάρκειας των Ιδίων Κεφαλαίων.
10) Κατάργηση της Δυνατότητας Έκδοσης Ανωνύμων Μέτοχων και Υποχρεωτική Ονομαστικοποίηση έως 1/1/2020 ( Άρθρα 40 και 184 )
11) Μείωση της Κατωτάτης Τιμής κάθε Μετοχής και Εύρος αξίας κάθε μετοχής [ 0,04 έως 100 ευρώ ] ( Άρθρο 35)
12) Κανόνες Διανομής Κερδών ( Άρθρα 158-164)
13) Καταστατικό - Δυνατότητα Ίδρυσης Α.Ε με «Ιδιωτικό Συμφωνητικό » (Άρθρο 4)
14) Εταιρική Επωνυμία της Α.Ε (Άρθρο 6) και Στοιχεία εγγράφων της εταιρείας (άρθρο 14)
15) Διάρκεια της Α.Ε (Άρθρο 8)
16) Αποτίμηση των Εισφορών σε Είδος – Ορκωτοί Λογιστές (Άρθρο 17)
17) Καταβολή και Πιστοποίηση Μετοχικού Κεφαλαίου ( Άρθρο 20)
18) Μεταγενέστερη Απόκτηση Στοιχείων του Ενεργητικού (Άρθρο 19)
19) Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου (Άρθρα 23-28)
20) Μείωση Μετοχικού Κεφαλαίου – Δυνατότητα και Επιστροφής σε Είδος (Άρθρα 29-32)
21) Κατηγορίες μετοχών και άλλοι Τίτλοι Εκδιδόμενοι από την Ανώνυμη Εταιρεία (Άρθρα 33-55)
22) «Τίτλος Κτήσης ( Warrants )» (Άρθρα 56- 58)
23) «Ομολογιακά Δάνεια» (Άρθρα 59- 74)
24) «Ιδρυτικοί Τίτλοι» (Άρθρα 75- 76)
25) Διοικητικό Συμβούλιο (Άρθρα 77 – 115)
26) Μέλη Διοικητικού Συμβουλίου - Πράξεις Ανταγωνισμού ( Άρθρο 98 )
27) Συναλλαγές της Εταιρείας με Συνδεδεμένα Πρόσωπα ( Άρθρα 99 - 101 )
28) Αμοιβές Διοικητικού Συμβουλίου ( Άρθρα 109-114)
29) Μονομελές Διοικητικό Όργανο ( «Μονοπροσωπο Δ.Σ » ) - ( Άρθρο 115 )
30) «Εκτελεστική Επιτροπή» ( Άρθρο 87 )
31) Γενική Συνέλευση ( Άρθρα 116 - 140 )
32) Δικαιώματα Μειοψηφίας – Ενώσεις μετοχών ( Άρθρα 141- 144)
33) Λύση και Εκκαθάριση - Κατάργηση ως λόγου Λύσεως το γεγονός ότι : «Το Σύνολο των Ιδίων Κεφαλαίων καταστεί κατώτερο του 1/10 του Μετοχικού Κεφαλαίου» ( Άρθρα 164-171 )
34) Κρατική Εποπτεία
35) Δημοσιότητα ( Άρθρα 12-14)
36) Επίλυση Εταιρικών Διαφορών - Διαιτησία ( Άρθρο 3)
37) Ποινικές Διατάξεις ( Άρθρα 176-181 )
1) Περιεχόμενα του Νόμου
Ο Ν. 4548/2018, αποτελείται από 190 άρθρα τα οποία κατανέμονται σε 14 Τμήματα .
1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ( Άρθρα 1-3 )
2. ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ( Άρθρα 4-11 )
3. ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ( Άρθρα 12-14 )
4. ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ( Άρθρα 15-32 )
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ : ΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ : ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ : ΜΕΙΩΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΒΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
5. ΜΕΤΟΧΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ( Άρθρα 33-76 )
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΟΙ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΙ ΤΙΤΛΟΙ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ ΜΕΤΟΧΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ ΤΙΤΛΟΙ ΚΤΗΣΗΣ ΜΕΤΟΧΩΝ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ ΟΜΟΛΟΓΙΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ ΙΔΡΥΤΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ
6. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ( Άρθρα 77-115 )
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ, ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ ΑΜΟΙΒΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ
7. ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ( Άρθρα 116-140 )
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΛΗΨΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΓΚΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ
8. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ( Άρθρα 141-144 )
9. ΕΤΗΣΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΤΗΣΙΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ( Άρθρα 145-157 )
10. ΔΙΑΘΕΣΗ ΚΕΡΔΩΝ ( Άρθρα 158-163 )
11. ΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ( Άρθρα 164-171 )
12. ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ( Άρθρα 172-175 )
13. ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ( Άρθρα 176-181 )
14. ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ( Άρθρα 182-190 )
Συνοπτικά :
Συγκεντρώνονται κατά το δυνατόν στο νέο νόμο οι διατάξεις που αφορούν την ανώνυμη εταιρεία και βρίσκονται σε άλλα νομοθετήματα. Έτσι, π.χ.: Ο νέος νόμος περιλαμβάνει τα ομολογιακά δάνεια, με κατάργηση των αντίστοιχων διατάξεων του ν. 3156/2003, αφού πρόκειται για δυνατότητα που έχει επιφυλαχθεί στις ανώνυμες εταιρείες και μόνο. Μεταφέρονται στο νέο νόμο οι ρυθμίσεις του π.δ. 30/1988 για τα stock options. Τα ζητήματα του ελάχιστου μερίσματος ρυθμίζονται εξ ολοκλήρου στο νόμο με κατάργηση των διατάξεων του α.ν. 148/1967. Μεταφέρονται στο νέο νόμο οι ρυθμίσεις του ν. 4403/2016, που αφορούσαν ζητήματα (κυρίως) της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ, και που δεν είχαν ενσωματωθεί στον κ.ν. 2190/1920 με το ν. 4308/2014. Τα ζητήματα αυτά αφορούν την ετήσια έκθεση διαχείρισης του Δ.Σ., τη δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης, τις μη χρηματοοικονομικές καταστάσεις, την έκθεση πληρωμών σε κυβερνήσεις και την υποβολή των καταστάσεων αυτών σε δημοσιότητα. Όμως παρέμβαση στο ν. 3016/2002 για την εταιρική διακυβέρνηση δεν έχει γίνει. Πρόκειται κατά βάση για νομοθεσία εποπτευόμενη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η πρωτοβουλία για την τροποποίησή της ανήκει φυσιολογικά σ’ αυτήν. Ορισμένες όμως διατάξεις του νόμου αυτού έχουν ήδη ενσωματωθεί στην εταιρική νομοθεσία, όπως π.χ. οι διατάξεις για τη σύγκρουση συμφερόντων.
Ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία του Γ.Ε.ΜΗ. δεν αποτελούν αντικείμενο ειδικότερης ρύθμισης στο Ν. 4548/2018, και πρόκειται να αντιμετωπισθούν με ειδικό νομοθέτημα.
Γενικότερα ολόκληρο το λογιστικό δίκαιο, το ελεγκτικό δίκαιο, το σύστημα δημοσιότητας, προσεχώς δε και το δίκαιο των μετασχηματισμών έχει ήδη αποχωριστεί ή αποχωρίζεται από το νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες, με τη λογική ότι δεν αφορά μόνο αυτές, αλλά κι άλλες εταιρικές μορφές.
2) Πεδίο Εφαρμογής (Άρθρο 1)
Ο Ν. 4548/2018 «Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών» (ΦΕΚ Α' 104/13.06.2018) , εφαρμόζεται σε όλες τις ανώνυμες εταιρείες, με την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων για τις ανώνυμες εταιρείες με μετοχές ή άλλους τίτλους εισηγμένους σε ρυθμιζόμενη αγορά.
3) Έναρξη ισχύος του Νέου Νόμου [ 1/1/2019] (Άρθρο 190)
Από 1η Ιανουαρίου 2019, (εκτός αν ειδικώς ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις (*) ), θα ισχύει ο νέος νόμος για τις Ανώνυμες Εταιρείες ( Ν. 4548/2018) αντί του προηγούμενου (εμβληματικού) νόμου 2190/1920. [ (*) Μια τέτοια περίπτωση είναι εκείνη, κατά την οποία μετά την δημοσίευση του νέου νόμου (δηλ. όχι την 1.1.2019) απαγορεύεται η έκδοση νέων ανωνύμων μετοχών ]. Ο κ.ν. 2190/1920 θα συνεχίσει να υπάρχει πλέον οριακά, με σχετικά λίγες όμως διατάξεις, που αφορούν το δίκαιο των μετασχηματισμών (μετατροπές, συγχωνεύσεις, διασπάσεις κ.λπ..), και οι οποίες θα εξακολουθήσουν να ισχύουν μέχρις ότου με νεότερο νομοθέτημα, που θα ρυθμισθούν συνολικά (για όλες τις εταιρείες) τα ζητήματα των μετασχηματισμών.
4) Χρόνος Εναρμόνισης των Καταστατικών των Α.Ε (Έως 1/1/2020 ) (Άρθρο 183)
Οι υφιστάμενες ανώνυμες εταιρείες μπορούν να εναρμονίσουν τα καταστατικά τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Η απόφαση τροποποίησης του καταστατικού για το σκοπό αυτόν, μπορεί να ληφθεί με απλή απαρτία και πλειοψηφία, με την προϋπόθεση ότι η σχετική απόφαση της γενικής συνέλευσης θα ληφθεί μέσα σε ένα (1) έτος από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Μεταγενέστερη εναρμόνιση, καθώς και υιοθέτηση στο καταστατικό δυνητικών ρυθμίσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, γίνεται κατά τις γενικές διατάξεις του Ν. 4548/2018.
5) Παραπομπές - Διασύνδεση με άλλους Νόμους (Άρθρο 188)
Όπου διάταξη νόμου παραπέμπει σε διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 ή του ν. 3156/2003, οι οποίες καταργούνται δυνάμει του άρθρου 189, από 1/1/12019, η παραπομπή αυτή νοείται ότι αναφέρεται στις αντίστοιχες διατάξεις του νόμου 4548/2018.
6) Κατηγοριοποίηση των Α.Ε ανάλογα με το Μέγεθος (Άρθρο 2)
Σε διάφορα σημεία διαφοροποιούνται οι διατάξεις του Ν. 4548/2018 ανάλογα με το μέγεθος των επιχειρήσεων, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 2 του ν. 4308/2014 ( Ε.Λ.Π ).
(α) Κατάταξη μετά το πρώτο έτος λειτουργίας
Οι οντότητες ταξινομούνται στις κάτωθι κατηγορίες:
Κριτήρια μεγέθους (κάλυψη 2 από τα 3) |
|||
Κατηγορίες οντοτήτων |
Μέσος όρος προσωπικού |
Σύνολο ενεργητικό |
Καθαρός κύκλος εργασιών |
Πολύ μικρές άρθρου 1, παρ. 2γ (δηλαδή ΟΕ, ΕΕ, ατομική, κλπ) |
- |
- |
≤ 1.500.000 |
Μικρές άρθρου 1, παρ. 2γ, δηλαδή ΟΕ, ΕΕ, ατομική, κλπ) |
- |
- |
> 1.500.000 |
Πολύ μικρές άρθρου 1 παρ. 2α και 2β |
≤ 10 |
≤ 350.000 |
≤ 700.000 |
Μικρές άρθρου 1 παρ. 2α και 2β |
≤ 50 |
≤ 4.000.000 |
≤ 8.000.000 |
Μεσαίες (όλες) |
≤ 250 |
≤ 20.000.000 |
≤ 40.000.000 |
Μεγάλες (όλες) |
> 250 |
>20.000.000 |
> 40.000.000 |
Όταν η οντότητα υπερβαίνει ή παύει να υπερβαίνει τα όρια δύο εκ των τριών κριτηρίων ή το κριτήριο του τζίρου (ΟΕ, ΕΕ, ατομική, κλπ ), για δύο διαδοχικές περιόδους, για τους σκοπούς εφαρμογής των ρυθμίσεων αυτού του νόμου η αλλαγή κατηγορίας μεγέθους ενεργοποιείται από την περίοδο που έπεται των δύο εν λόγω διαδοχικών περιόδων.
(β) Κατάταξη «νεοϊδρυόμενων εταιρειών»
Για τις νεοϊδρυόμενες εταιρείες και μέχρι τη σύνταξη του πρώτου ισολογισμού, ως «πολύ μικρές», «μικρές» και «μεσαίες» εταιρείες νοούνται εκείνες των οποίων το κεφάλαιο δεν υπερβαίνει τα ποσά των 100.000, 500.000 και 1.000.000 ευρώ, αντίστοιχα, ενώ ως «μεγάλες» νοούνται εκείνες των οποίων το κεφάλαιο υπερβαίνει το ποσό των 1.000.000 ευρώ.
Μέγεθος Α.Ε |
Μετοχικό Κεφάλαιο |
Πολύ μικρή |
25.000-100.000 |
Μικρή |
100.001-500.000 |
Μεσαία |
500.001-1.000.000 |
Μεγάλη |
>1.000.000 |
Ο ν. 4548/2018 κατατάσσει τις «οντοτήτες» ανάλογα με το μέγεθος τους στις ανωτέρω τέσσερις κατηγορίες [στον Ν 2190/1920, το άρθρο 42α § 6 όριζε τις «μικρές επιχειρήσεις» (με δυνατότητα «συνοπτικού Ισολογισμού»)].
Ο Ν. 4548/2018 διαφοροποιείται ανάλογα με το μέγεθος των εταιριών, στις εξής περιπτώσεις:
α) για να καθορισθεί η έκταση του ασκούμενου κατά την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. ελέγχου (άρθρο 9 § 3), [3. Ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, ύστερα από έλεγχο νομιμότητας, εγκρίνει τη σύσταση και την τροποποίηση του καταστατικού των παρακάτω εταιρειών: α) των εταιρειών δημόσιου ενδιαφέροντος κατά την έννοια της περίπτωσης ιβ΄ του άρθρου 2 του παρόντος, β) των μεγάλων οντοτήτων της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), καθώς και κάθε άλλης ανώνυμης εταιρείας, εφόσον αυτό προβλέπεται ρητά από διάταξη νόμου, γ) των εταιρειών που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το Γ.Ε.ΜΗ. των παραπάνω εταιρειών και των υποκαταστημάτων αλλοδαπών εταιρειών της παραπάνω μορφής, τηρείται από την αρμόδια Διεύθυνση Εταιρειών της Γενικής Διεύθυνσης Αγοράς της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης].
β) η δυνατότητα διορισμού μονομελούς διοικητικού οργάνου (άρθρο 115 § 6),
γ) στην πιστοποίηση της καταβολής του κεφαλαίου (άρθρο 20 § 6) [Η πιστοποίηση γίνεται με έκθεση ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας, με μέριμνα του διοικητικού συμβουλίου μέσα στις παραπάνω προθεσμίες. Στην περίπτωση πολύ μικρών ή μικρών εταιρειών, μη εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά, η πιστοποίηση μπορεί να γίνει από το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο, που συνέρχεται σε συνεδρίαση μέσα στις παραπάνω προθεσμίες, με θέμα ημερήσιας διάταξης την πιστοποίηση της καταβολής ή μη του κεφαλαίου. Κατά τη σύσταση της εταιρείας η καταβολή πιστοποιείται είτε από ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία είτε από το διοικητικό συμβούλιο.]
δ) Έκθεση διαχείρισης: Οι πολύ μικρές ανώνυμες εταιρείες, εκτός από τις εταιρείες οι οποίες αποτελούν οντότητες δημόσιου ενδιαφέροντος κατά την έννοια του Παραρτήματος Α΄ του ν. 4308/2014, απαλλάσσονται από την υποχρέωση δημοσίευσης της έκθεσης διαχείρισης.
ε) Διανομή τίτλων αντί μετρητών: Δίδεται η δυνατότητα στις εταιρείες που υπόκεινται σε υποχρεωτικό ή σε προαιρετικό έλεγχο από ορκωτό ελεγκτή λογιστή, τα κέρδη, που είναι διανεμητέα ως ελάχιστο μέρισμα, να χορηγηθούν με μορφή τίτλων
(γ) Οντότητες «δημοσίου ενδιαφέροντος».
( άρθρο 2 ) «ιβ) «οντότητες δημοσίου (*) ενδιαφέροντος»: οι οντότητες του Παραρτήματος Α΄ του ν. 4308/2014, καθώς και οι εταιρείες του ν. 3429/2005 [Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (Δ.Ε.Κ.Ο.) - ως «δημόσια επιχείρηση» νοείται κάθε ανώνυμη εταιρεία, στην οποία το ελληνικό δημόσιο δύναται να ασκεί άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή, λόγω της συμμετοχής του στο μετοχικό της κεφάλαιο ή της χρηματοοικονομικής συμμετοχής του ή των κανόνων που τη διέπουν.]»
(*) [ Οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος (Public interest entities): Οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος είναι οντότητες που υπόκεινται στον Ελληνικό νόμο και περιλαμβάνουν: α) Τις οντότητες των οποίων μετοχές ή άλλες κινητές αξίες είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την έννοια της Οδηγίας 2004/39/ΕΟΚ και σύμφωνα με τις προβλέψεις του Κανονισμού 1606/2002 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. β) Τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις των περιπτώσεων 5 και 6 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (EE) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (EE) αριθ. 648/2012. γ) Τα πιστωτικά ιδρύματα όπως αυτά καθορίζονται από την περίπτωση 1 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (EE) αριθ. 575/2013. δ) Οντότητες που καθορίζονται από τη νομοθεσία ως δημοσίου ενδιαφέροντος οντότητες, με βάση τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, το μέγεθος ή τον αριθμό των απασχολούμενων.]
Υποχρεώσεις
Αφορούν Εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά
[ Άρθρο 110. Πολιτική αποδοχών (Άρθρο 9α της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, Οδηγία 2017/828/ΕΕ) , Άρθρο 111. Περιεχόμενο της πολιτικής αποδοχών (Άρθρο 9α της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, Οδηγία 2017/828/ΕΕ), Άρθρο 112. Έκθεση αποδοχών (Άρθρο 9β της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, Οδηγία 2017/828/ΕΕ) ]
7) Διατάξεις που καταργούνται (Άρθρο 189)
Από 1/1/2019 καταργούνται:
α) τα άρθρα 1 έως 63δ και 90 έως 146 του κ.ν. 2190/1920, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν. Δηλαδή : Δεν θα καταργηθούν (προς το παρόν) τα κεφάλαια του Ν. 2190/20, 11ον-Συγχώνευση Ανωνύμων Εταιρειών, 11α-Συγχώνευση με απορρόφηση, 11β-Συγχώνευση με σύσταση νέας ανώνυμης εταιρείας, 12ον Διάσπαση Ανωνύμων Εταιρειών, Κεφάλαιο 12α-Διάσπαση με απορρόφηση, Κεφάλαιο 12β-Διάσπαση με σύσταση νέων ανώνυμων εταιρειών και Κεφάλαιο 12γ-Διάσπαση με απορρόφηση και σύσταση νέων ανωνύμων εταιρειών. Γενικά το «δίκαιο των μετασχηματισμών» αποχωρίζεται από το νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες, με τη λογική ότι δεν αφορά μόνο αυτές, αλλά κι άλλες εταιρικές μορφές και θα ενσωματωθεί σε νέο Νομοθέτημα [ Ήδη έχει κατατεθεί για διαβούλευση].
β) το άρθρο 3 του α.ν. 148/1967 (Α΄ 173) [ Αφορά την Διανομή Κερδών],
γ) τα άρθρα 1 έως 9 και το άρθρο 12 του ν. 3156/2003 (Α΄ 157) [αφορά τα ομολογιακά δάνεια], με εξαίρεση την παράγραφο 4 του άρθρου 2 και τα λοιπά άρθρα του νόμου που παραμένουν σε ισχύ,
δ) το άρθρο 4 [ αφορά Προνομιούχες μετοχές ] και η παρ. 2 του άρθρου 9 [αφορά έκδοση ομολογιακών δανείων μη μετατρέψιμων σε μετοχές υπό Τραπεζών Επενδύσεων ] του ν. 876/1979 (Α΄ 48),
ε) το π.δ. 30/1988 (Α΄ 13) [ Αφορά τα stock options ].
8) «Χρηματοοικονομικές» αντί «Οικονομικές» Καταστάσεις (Άρθρο 5) και υπογραφή αυτών . (Άρθρο 147)
α) Στο νομοσχέδιο γίνεται χρήση του όρου «ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις» αντί «ετήσιες οικονομικές καταστάσεις», που χρησιμοποιεί ο κ.ν. 2190/1920, για ορολογική εναρμόνιση με το ν. 4308/2014, Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα.
Με τους Ν 4308/2014 και 4403/2016, είχε ρυθμιστεί συνολικά το ζήτημα των «χρηματοοικονομικών καταστάσεων» για όλες τις «οντότητες»/επιχειρήσεις.
β) « 1. Για να ληφθεί από τη γενική συνέλευση έγκυρη απόφαση επί των χρηματοοικονομικών καταστάσεων που έχουν καταρτιστεί από το διοικητικό συμβούλιο, πρέπει να έχουν υπογραφεί από τρία διαφορετικά πρόσωπα, και συγκεκριμένα από: α) τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου ή τον αναπληρωτή του, β) τον διευθύνοντα ή εντεταλμένο σύμβουλο και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει τέτοιος σύμβουλος ή η ιδιότητά του συμπίπτει με εκείνη των παραπάνω προσώπων, από ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου που ορίζεται από αυτό και γ) τον κατά νόμο υπεύθυνο λογιστή πιστοποιημένο από το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος κάτοχο άδειας Α΄ τάξης για τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων [ η προηγούμενη διατύπωση ήταν : «τον υπεύθυνο για τη διεύθυνση του λογιστηρίου» ]. 2. Τα παραπάνω πρόσωπα, σε περίπτωση διαφωνίας από πλευράς νομιμότητας του τρόπου κατάρτισης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, οφείλουν να εκθέτουν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους στη γενική συνέλευση. …. ( Άρθρο 147. Υπογραφή ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων)
9) Ελάχιστο Μετοχικό Κεφάλαιο (25.000 Ευρώ) και έλεγχος της επάρκειας των Ιδίων Κεφαλαίων.
Το ελάχιστο ύψος του κεφαλαίου της Α.Ε ορίζεται στο ποσό των 25.000 ευρώ [όπως προβλέπεται στο άρθρο 45 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 (αντί του προβλεπόμενου σήμερα ποσού των 24.000 ευρώ) , ολοσχερώς καταβεβλημένο κατά τη σύσταση της εταιρείας.
Οι ανώνυμες εταιρείες με μικρότερο κεφάλαιο θα πρέπει να το προσαρμόσουν στο νέο ελάχιστο κεφάλαιο, το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2019, άλλως υφίστανται ως κύρωση την αδυναμία νεότερων καταχωρίσεων στο Γ.Ε.ΜΗ. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται με απλή απαρτία και πλειοψηφία.
Δηλαδή κάθε Α.Ε οφείλει να εκδώσει τουλάχιστον 250 μετοχές. ( € 25.000 (ελάχιστο κεφάλαιο)/€100 ( μέγιστη ονομαστική αξία) ) .
Έλεγχος της επάρκειας των Ιδίων Κεφαλαίων γίνεται με τους εξής τρόπους :
(1) Μέσω των περιορισμών, που υπάρχουν στην Διάθεση Κερδών [ Δείτε κατωτέρω περ. 4 ]
(2) Μέσω του ελέγχου του συνόλου των «ιδίων κεφαλαίων» (παρ. 4 του άρθρου 119)
«4. Σε περίπτωση που το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας γίνει κατώτερο από το μισό (1/2) του κεφαλαίου, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να συγκαλέσει τη γενική συνέλευση, μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη λήξη της χρήσης, με θέμα τη λύση της εταιρείας ή την υιοθέτηση άλλου μέτρου» [ ίδιος περιορισμός ίσχυε και με το Κ.Ν 2190/1920, Άρθρο 47].
(3) Κατάργηση ως λόγου Λύσεως το γεγονός ότι : «Το Σύνολο των Ιδίων Κεφαλαίων καταστεί κατώτερο του 1/10 του Μετοχικού Κεφαλαίου» [ Δείτε κατωτέρω περ. 25]
10) Κατάργηση της Δυνατότητας Έκδοσης Ανωνύμων Μέτοχων και Υποχρεωτική Ονομαστικοποίηση έως 1/1/2020 ( Άρθρα 40 και 184)
Από τη δημοσίευση του Ν. 4548/2018 ( 13/06/2018) , οι ανώνυμες εταιρείες δεν μπορούν πλέον να εκδίδουν ανώνυμες μετοχές.
Οι Ανώνυμες μετοχές που έχουν εκδοθεί έως τις 13/06/2018, ονομαστικοποιούνται υποχρεωτικά την 1η Ιανουαρίου 2020 και μάλιστα αυτόματα, χωρίς δηλαδή να απαιτείται τροποποίηση του καταστατικού.
Διαδικασία εφαρμογής:
«Πρώτον, η εταιρεία που έχει εκδώσει ανώνυμες μετοχές οφείλει να αποκτήσει βιβλίο μετόχων, ή αντίστοιχη ηλεκτρονική υποδομή, που θα της επιτρέψει να καταγράψει τους μετόχους της και τα δικαιώματά τους.
Δεύτερον, θα πρέπει το αργότερο την 1η Ιουλίου 2019 να ανακοινώσει στους μετόχους τον τρόπο με τον οποίο οι τελευταίοι θα πρέπει να αναγγείλουν στην εταιρεία τα επί των μετοχών δικαιώματά τους, ώστε να εγγραφούν στο βιβλίο μετόχων και να τους παραδοθούν οι νέοι τίτλοι.
Μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, οι μετοχές για τις οποίες δεν θα έχει γίνει καταχώριση στο βιβλίο μετόχων, δεν θα παρέχουν πια μετοχικά δικαιώματα (η άσκηση των τελευταίων θα έχει τους περιορισμούς των ιδίων μετοχών, σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 1), ούτε και θα μπορούν να μεταβιβασθούν εγκύρως. Η εταιρεία δεν θα υποχρεούται να παραδώσει νέους τίτλους, αν εκδίδει τις μετοχές σε λογιστική μορφή, ή το καταστατικό προβλέπει ότι δεν έχει τέτοια υποχρέωση. Τρίτον, με δεδομένο ότι η διαδικασία αυτή βρίσκεται ουσιαστικά στα χέρια της εταιρείας, ο νόμος παρέχει στον μέτοχο τη δυνατότητα να επιδιώξει ατομικά την εγγραφή του στο βιβλίο μετόχων και την παράδοση σε αυτόν των ονομαστικών μετοχών, με την προϋπόθεση ότι το διοικητικό συμβούλιο δεν θα έχει προβεί στην παραπάνω διαδικασία μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2019.
Μπορεί δηλαδή ο μέτοχος να προσφύγει στο δικαστήριο και να ζητήσει να υποχρεωθεί η εταιρεία να εκδώσει και να παραδώσει στο μέτοχο τις νέες ονομαστικές μετοχές και βέβαια να εγγράψει το μέτοχο στο βιβλίο μετόχων… (Αιτιολογική του Νόμου).
Τρόπος μεταβίβασης μετοχών
α) Για τις υφιστάμενες ανώνυμες μετοχές η ονομαστικοποίηση τους, πρέπει να γίνει από 1/1/2020 και μέχρι τότε η μεταβίβαση τους γίνεται, με το άρθρο 184, παρ. 7 περ. γ, του Ν 4548/2018, «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων για τη μεταβίβαση των ανωνύμων μετοχών, οι μετοχές αυτές μεταβιβάζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη μεταβίβαση κινητών πραγμάτων.» [ Άρθρο 1034 - Αστικός Κώδικας - Κτήση κινητού με σύμβαση. Για τη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού απαιτείται παράδοση της νομής του από τον κύριο σ' αυτόν που την αποκτά και συμφωνία των δύο ότι μετατίθεται η κυριότητα ]
β) Για τις υπόλοιπες περιπτώσεις ισχύει : « 1. Κατά το χρόνο ισχύος της παρ. 7 του άρθρου 184 του ν. 4548/2018 (Α΄ 104), οι ανώνυμες μετοχές εταιρειών μη εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά ή Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης, καθώς και τα δικαιώματα αγοράς αυτών μεταβιβάζονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό έγγραφο βεβαίας χρονολογίας ταυτόχρονα με την παράδοση τίτλων, όπου απαιτείται.» ( Ν. 4557/2018, άρθρο 54 § 1 Τροποποιούμενες καταργούμενες διατάξεις (άρθρο 66 της Οδηγίας 2015/849) )
Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων
Σύμφωνα με το άρθρο 20 του νόμου 4557/2018 όλα τα νομικά πρόσωπα με έδρα στην Ελλάδα υποχρεούνται να συλλέγουν και να φυλάσσουν, σε ειδικό μητρώο [Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων] που τηρούν στην έδρα τους, επαρκείς, ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους τους.
Οι πληροφορίες αυτές θα τηρούνται σε ειδικό μητρώο στην έδρα των νομικών προσώπων και θα καταχωρίζονται (μέσω της πλατφόρμας taxisnet στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων, το οποίο θα δημιουργήσει η Γ.Γ.Π.Σ.) μέσα σε 60 ημέρες από την ημερομηνία που το Κεντρικό Μητρώο θα τεθεί σε λειτουργία. Το Κεντρικό Μητρώο θα πρέπει να τεθεί σε πλήρη λειτουργία έως τις 31.01.2019 [σ.σ. (6) μήνες από την έναρξη ισχύος του νόμου 4557/2018].
Η ΠΟΛ.1201/ 29-10-2018 «Εφαρμογή άρθρου 20 ν. 4557/2018 (ΦΕΚ 139 Α/30-7-2018)»ορίζει αναλυτικά ότι, η μη συμμόρφωση εκ μέρους των εταιρικών και άλλων οντοτήτων που έχουν έδρα στην Ελλάδα, με την υποχρέωση των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 20 του ν. 4557/2018 επισύρει τη δέσμευση χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας αυτών.
Η τήρηση του ειδικού μητρώου, γίνεται με επιμέλεια του υπευθύνου εταιρικής συμμόρφωσης για εισηγμένες εταιρείες σε οργανωμένη αγορά ή σε Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης ή του αρμόδιου ανώτατου στελέχους διοίκησης ανάλογου τμήματος σε κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή οντότητα, εφαρμοζομένων των διατάξεων του ν. 2472/1997 (Α΄50) για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 31. …
Το Κεντρικό Μητρώο μπορεί, επίσης, να συνδέεται με το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, από το οποίο διατίθενται τα απαραίτητα στοιχεία για το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα, καθώς και με τα Αποθετήρια Τίτλων, ή και κάθε άλλο φορέα όπου τηρούνται πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους των εταιρικών και λοιπών οντοτήτων που έχουν έδρα στην Ελλάδα. Οι δημόσιες υπηρεσίες Υπουργείων, Ανεξάρτητων Αρχών και οι υπηρεσίες κάθε άλλου φορέα υποχρεούνται να συνεργάζονται με τη Γ.Γ.Π.Σ. και να παρέχουν τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την τροφοδότηση του Κεντρικού Μητρώου. ..
Πρόσβαση στο Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων έχουν η Αρχή και οι αρμόδιες εισαγγελικές ή άλλες αρχές με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
11) Μείωση της Κατωτάτης Τιμής κάθε Μετοχής και Εύρος αξίας κάθε μετοχής [ 0,04 έως 100 ευρώ ] ( Άρθρο 35)
Η ονομαστική αξία κάθε μετοχής δεν μπορεί να ορισθεί σε ποσό κατώτερο των τεσσάρων λεπτών (0,04) του ευρώ ούτε ανώτερο των εκατό (100) ευρώ. Η μείωση της ελάχιστης ονομαστικής αξίας των μετοχών από 0,30 ευρώ σε 0,04 ευρώ αποσκοπεί στην ευχερέστερη κυκλοφορία της μετοχής.
12) Κανόνες Διανομής Κερδών ( Άρθρα 158-164)
Οι διατάξεις του για τις διανομές κερδών και για τη διανομή προσωρινού μερίσματος εφαρμόζονται στις διανομές που αποφασίζονται από γενικές συνελεύσεις που λαμβάνουν χώρα από την 1/1/2019 και μετά.
α) «Τακτικό Αποθεματικό »: Σε σχέση με την υποχρεωτική παρακράτηση τακτικού αποθεματικού αναπαράγεται χωρίς μεταβολές το άρθρο 44 του κ.ν. 2190/1920. Δηλαδή : (1/20) [ 5% ] τουλάχιστον των καθαρών κερδών για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού. Η αφαίρεση για σχηματισμό αποθεματικού παύει να είναι υποχρεωτική, μόλις τούτο φθάσει το ένα τρίτο (1/3) τουλάχιστον του κεφαλαίου.
β) Περιορισμοί στην διανομή κερδών ( άρθρο 159 ) :
β1) Σε σχέση με τις προϋποθέσεις και τον περιορισμό των διανομών αναπαράγεται κατά βάση το άρθρο 44α του κ.ν. 2190/1920. Η διαφοροποίηση ως προς την παράγραφο 1 του άρθρου 44α συνίσταται στο ότι προϋπόθεση για τη διανομή κερδών είναι, κατά την ημερομηνία λήξης της τελευταίας χρήσης, το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας (καθαρή θέση), όπως προσδιορίζονται στο νόμο, να μην είναι ή, μετά από τη διανομή αυτή, να μην γίνεται κατώτερο από το ποσό του κεφαλαίου, προσαυξημένου όχι μόνο με τα αποθεματικά των οποίων η διανομή απαγορεύεται από το νόμο ή το καταστατικό, αλλά και με τα λοιπά πιστωτικά κονδύλια της καθαρής θέσης, τα οποία δεν επιτρέπεται να διανεμηθούν, καθώς επίσης και με τα ποσά των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 προστέθηκε για καλύτερη εναρμόνιση με τη δεύτερη Οδηγία (ήδη Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132).
Δηλαδή :
Σύνολο Ιδίων Κεφαλαίων |
(μετά την διανομή) μεγαλύτερο > |
Άθροισμα των (α-δ) : |
α) Μετοχικό Κεφάλαιο |
β) Αποθεματικά, των οποίων η διανομή απαγορεύεται από το νόμο ή το καταστατικό |
γ) Τα λοιπά πιστωτικά κονδύλια της καθαρής θέσης, τα οποία δεν επιτρέπεται να διανεμηθούν |
δ) Τα ποσά των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη. |
β2) Αντίστοιχα, στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι το ποσό που διανέμεται στους μετόχους δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των αποτελεσμάτων της τελευταίας χρήσης που έχει λήξει, προσαυξημένο με τα κέρδη, τα οποία προέρχονται από προηγούμενες χρήσεις και δεν έχουν διατεθεί, και τα αποθεματικά για τα οποία επιτρέπεται και αποφασίστηκε από τη γενική συνέλευση η διανομή τους, και μειωμένο όχι μόνο κατά το ποσό των ζημιών προηγούμενων χρήσεων και κατά τα ποσά που επιβάλλεται να διατεθούν για το σχηματισμό αποθεματικών, σύμφωνα με το νόμο και το καταστατικό, αλλά και κατά το ποσό των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη.
Δηλαδή:
Ανώτατο ποσό διανεμομένων κερδών |
Αλγεβρικό Άθροισμα των (α-στ) : |
Συν : |
α) Αποτελέσματα Χρήσης |
β) Κέρδη, τα οποία προέρχονται από προηγούμενες χρήσεις |
γ) αποθεματικά για τα οποία επιτρέπεται και αποφασίστηκε από τη γενική συνέλευση η διανομή τους |
Μείον : |
δ) Πιστωτικά κονδύλια της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη |
ε) Ζημιές προηγούμενων χρήσεων |
στ) Ποσά που επιβάλλεται να διατεθούν για το σχηματισμό αποθεματικών, σύμφωνα με το νόμο και το καταστατικό. |
γ) Σειρά διάθεσης των Καθαρών Κερδών ( άρθρο 160 ) :
Τα καθαρά κέρδη, διατίθενται με απόφαση της γενικής συνέλευσης κατά την εξής σειρά:
α) Αφαιρούνται τα ποσά των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη. [ π.χ : Αποτιμήσεις στην «εύλογη αξία», αποτίμηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων σε ξένο νόμισμα, κ.λπ ]
β) Αφαιρείται η κατά τον παρόντα νόμο και το καταστατικό κράτηση για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού.
γ) Κρατείται το απαιτούμενο ποσό για την καταβολή του ελάχιστου μερίσματος, δ) Το υπόλοιπο των καθαρών κερδών, όπως και τα τυχόν λοιπά κέρδη, που μπορεί να προκύψουν και να διατεθούν, διατίθεται κατά τους ορισμούς του καταστατικού και τις αποφάσεις της γενικής συνέλευσης.
Αυτό το οποίο αλλάζει σε σχέση με τη διάθεση των καθαρών κερδών είναι ότι στην σειρά που προβλέπεται προηγείται η αφαίρεση των ποσών των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη (π.χ., υπεραξίες, κ.λπ).
δ) Ελάχιστο μέρισμα [ 0% έως 35% ] ( άρθρο 161 ):
(1) Εξακολουθεί να ανέρχεται σε 35% των καθαρών κερδών, ύστερα από αφαίρεση της κράτησης για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και των λοιπών πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν προέρχονται από πραγματοποιημένα κέρδη. η διανομή του ελάχιστου μερίσματος μπορεί να μη γίνει σε μετρητά αλλά σε είδος.
(2) Προβλέπεται όμως τόσο η κεφαλαιοποίηση των κερδών, όσο και η καταβολή του μερίσματος, αν το εγκρίνει η Γ.Σ. με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, σε μετοχές και άλλους τίτλους που ανήκουν στην εταιρεία ή, με ομόφωνη απόφαση όλων των μετόχων και όχι μόνο των εκπροσωπουμένων στη Γ.Σ., και σε άλλα περιουσιακά στοιχεία, που θα πρέπει να αποτιμηθούν.
(3) Προβλέπεται ακόμη η μείωση του μερίσματος από τη Γ.Σ., όχι όμως κάτω του 10% των καθαρών κερδών, επίσης με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, ενώ κατάργηση τούτου επιτρέπεται μόνο με ακόμη μεγαλύτερη πλειοψηφία 80% του εκπροσωπούμενου στη συνέλευση κεφαλαίου. Εννοείται ότι άρνηση της πλειοψηφίας αυτής να εγκρίνει μέρισμα, παρά την ύπαρξη ικανών κερδών, μπορεί κατά τις περιστάσεις να κριθεί καταχρηστική.
Δηλαδή:
ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΜΕΡΙΣΜΑ (*) |
ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ |
ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ |
35% |
Απλή απαρτία και πλειοψηφία. >50% των παρόντων στην Γ.Σ |
Απλή απαρτία και πλειοψηφία. >50% των παρόντων στην Γ.Σ |
10% |
>66,67% [ 2/3 ] |
.---- |
0% |
>80% |
>70% |
(*) ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ |
Κέρδη μετά φόρων |
Μείον: |
α) Τακτικό αποθεματικό |
β) Πιστωτικά κονδύλια της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη |
Σημειώσεις :
(1) [ Δυνατότητα κεφαλαιοποίησης των διανεμομένων κερδών ] Με απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία είναι δυνατόν τα κέρδη που είναι διανεμητέα ως ελάχιστο μέρισμα να κεφαλαιοποιηθούν και να διανεμηθούν σε όλους τους μετόχους με μορφή μετοχών, υπολογιζόμενων στην ονομαστική τους αξία.
(2) [ Δυνατότητα χορήγησης των διανεμομένων κερδών όχι σε μετρητά αλλά σε τίτλους ] Με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, είναι δυνατόν τα κέρδη, που είναι διανεμητέα ως ελάχιστο μέρισμα, να χορηγηθούν με μορφή τίτλων ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών, εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά, ή ιδίων τίτλων τους οποίους έχει στην κυριότητά της η εταιρεία, εφόσον είναι και αυτοί εισηγμένοι, με την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μετόχων και με την προϋπόθεση ότι οι ως άνω τίτλοι θα αποτελέσουν αντικείμενο αποτίμησης, σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 18.
(3) [ Δυνατότητα χορήγησης των διανεμομένων κερδών όχι σε μετρητά αλλά σε άλλα στοιχεία ( εκτός από ‘’τίτλους’’ ) ]
Διανομή άλλων περιουσιακών στοιχείων αντί μετρητών είναι επιτρεπτή με τις παραπάνω προϋποθέσεις μόνο ύστερα από ομόφωνη απόφαση όλων των μετόχων. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται στις εταιρείες που υπόκεινται σε υποχρεωτικό ή σε προαιρετικό έλεγχο από ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία.
ε) Προσωρινό μέρισμα ( άρθρο 162 ):
Αναδιαμορφώνεται για καλύτερη ενσωμάτωση της δεύτερης οδηγίας (άρθρο 17 παράγραφος 7 – ήδη Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132).
Το άρθρο 162 ρυθμίζει δυο ζητήματα, το προμέρισμα («προσωρινό μέρισμα») και τη μεταγενέστερη (μετά δηλ. την έγκριση του ισολογισμού) διανομή κερδών και προαιρετικών αποθεματικών.
(1) Δεν υπάρχει μεν ο περιορισμός του ημίσεος των κερδών, όπως κατά το άρθρο 46 του κ.ν. 2190/1920, τίθενται όμως αυστηρότερες προϋποθέσεις για τη διανομή τους, ώστε να αποφεύγεται η καταστρατήγηση της διάταξης του άρθρου 159 «Προϋποθέσεις και περιορισμός διανομής ποσών» .
Προϋποθέσεις: α) καταρτίζονται οικονομικές καταστάσεις από τις οποίες προκύπτει ότι υφίστανται τα προς τούτο αναγκαία ποσά, β) οι παραπάνω οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται στις διατυπώσεις δημοσιότητας δύο (2) μήνες πριν από τη διανομή (αντί 20 ημερών που απαιτούνταν ).
(2) Διευκρινίζεται επίσης ότι αρμόδιο για τη διανομή είναι το Δ.Σ..
(3) Πρέπει να σημειωθεί ότι η διανομή προσωρινού μερίσματος διακρίνεται από τη διανομή κερδών από το Δ.Σ. μετά την τακτική Γ.Σ., εφόσον έχει εξουσιοδοτηθεί από την τελευταία προς τούτο και εντός των ποσοτικών ορίων που η τελευταία έχει τάξει (άρθρο 117 παράγραφος 2στ΄) [στ) Η δυνατότητα διανομής προσωρινών μερισμάτων κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 162. ] , αφού στην τελευταία περίπτωση η διανομή γίνεται επί τη βάσει των χρηματοοικονομικών καταστάσεων που έχει ήδη εγκρίνει η Γ.Σ. χωρίς να απαιτείται να καταρτιστεί λογιστική κατάσταση.
(4) Προβλέπεται ακόμη ότι διανομή κερδών και προαιρετικών αποθεματικών μέσα στην τρέχουσα εταιρική χρήση είναι δυνατή και με απόφαση Γ.Σ. ή του Δ.Σ., υποκείμενη σε δημοσιότητα.
13) Καταστατικό - Δυνατότητα Ίδρυσης Α.Ε με «Ιδιωτικό Συμφωνητικό » (Άρθρο 4)
Η ανώνυμη εταιρεία συνιστάται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που περιέχει το καταστατικό, ή με ιδιωτικό έγγραφο, αν υιοθετείται πρότυπο καταστατικό, σύμφωνα με την 31637/2017 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης (Β΄ 928) και το άρθρο 9 του ν. 4441/2016 (Α΄ 227). Το έγγραφο είναι επίσης συμβολαιογραφικό, αν το επιβάλλει ειδική διάταξη νόμου, αν εισφέρονται στην εταιρεία περιουσιακά στοιχεία, για τη μεταβίβαση των οποίων απαιτείται ο τύπος αυτός, ή αν το συμβολαιογραφικό έγγραφο επιλέγεται από τα μέρη.
Αν η ανώνυμη εταιρεία συνιστάται με ιδιωτικό έγγραφο, ως Υπηρεσία Μιας Στάσης ορίζονται οι αρμόδιες Υπηρεσίες του Γ.Ε.ΜΗ., κατά παρέκκλιση του άρθρου 2 του ν. 4441/2016. Δηλαδή το καταρχήν απαιτούμενο συμβολαιογραφικό έγγραφο για τη σύσταση της εταιρείας μπορεί να αντικατασταθεί από ιδιωτικό, αν υιοθετείται πρότυπο καταστατικό χωρίς άλλες διατάξεις (άρθρο 9 του ν. 4441/2016). Δεν απαιτείται έγκριση του καταστατικού ή της τροποποίησής του από τη Διοίκηση, εκτός όπου το ορίζει ρητά ο νόμος (βλ. άρθρο 9, παράγραφοι 3 και 4).
Το καταστατικό της ανώνυμης εταιρείας πρέπει να περιέχει διατάξεις:
α) για την εταιρική επωνυμία και το σκοπό της εταιρείας,
β) για την έδρα της εταιρείας,
γ) για τη διάρκειά της, όταν αυτή δεν είναι αόριστη,
δ) για το ύψος και τον τρόπο καταβολής του κεφαλαίου,
ε) για το είδος των μετοχών, καθώς και για τον αριθμό, την ονομαστική αξία και την έκδοσή τους,
στ) για τον αριθμό των μετοχών κάθε κατηγορίας, αν υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες μετοχών,
ζ) για τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία μετατροπής ανωνύμων μετοχών σε ονομαστικές,
η) για τη σύγκληση, τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου,
θ) για τη σύγκληση, τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες των γενικών συνελεύσεων,
ι) για τους ελεγκτές,
ια) για τα δικαιώματα των μετόχων,
ιβ) για τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις και τη διάθεση των κερδών.
ιγ) για τη λύση της εταιρείας και την εκκαθάριση της περιουσίας της,
ιδ) το ύψος του καλυφθέντος κεφαλαίου, που είναι καταβλητέο κατά το χρόνο σύστασης.
Το καταστατικό δεν απαιτείται να περιέχει διατάξεις, έστω και αν αυτές αναφέρονται στα ανωτέρω θέματα, στο μέτρο που αποτελούν απλώς επανάληψη ισχυουσών διατάξεων του νόμου, εκτός αν εισάγεται επιτρεπτή παρέκκλιση από αυτές.
Το καταστατικό της ανώνυμης εταιρείας πρέπει να επίσης αναφέρει: α) Τα ατομικά στοιχεία των φυσικών ή νομικών προσώπων που υπέγραψαν το καταστατικό της εταιρείας ή στο όνομα και για λογαριασμό των οποίων έχει υπογραφεί το καταστατικό αυτό και β) Το συνολικό ποσό, τουλάχιστον κατά προσέγγιση, όλων των δαπανών που απαιτήθηκαν για τη σύσταση της εταιρείας και βαρύνουν αυτή.
14) Εταιρική Επωνυμία της Α.Ε (Άρθρο 6) και Στοιχεία εγγράφων της εταιρείας (άρθρο 14)
α) Διατηρείται η ουσία των προγενέστερων ρυθμίσεων για την επωνυμία. Προστίθεται όμως ότι η επωνυμία της Α.Ε. μπορεί να είναι φανταστική ή και να περιέχει ηλεκτρονική διεύθυνση (domain name, διεύθυνση e-mail κλπ.) ή άλλη ένδειξη (π.χ. συχνότητα ραδιοσταθμού, όνομα ξενοδοχείου κλπ.).
Πρέπει να περιέχονται σε κάθε περίπτωση ολογράφως οι λέξεις «Ανώνυμη Εταιρεία» ή το ακρωνύμιο «Α.Ε.». Για τις διεθνείς συναλλαγές, οι παραπάνω λέξεις εκφράζονται ως «Société Anonyme» ή το ακρωνύμιο «S.A.». Αν η ανώνυμη εταιρεία είναι μονοπρόσωπη, στην επωνυμία πρέπει να περιέχεται η ένδειξη «Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρεία» ή «Μονοπρόσωπη Α.Ε.»
β) Κάθε έγγραφο της εταιρείας, έντυπο ή μη, περιλαμβανομένων των επιστολών, των διαφημίσεων και των εγγράφων παραγγελίας, πρέπει να περιέχει τις εξής, τουλάχιστον, ενδείξεις:
(α) Τον αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. της εταιρείας και (β) Τη νομική μορφή της εταιρείας, την επωνυμία, την έδρα και, ενδεχομένως, το γεγονός ότι βρίσκεται σε εκκαθάριση ή έχει υποβληθεί σε συλλογική διαδικασία.
Αν στα έγγραφα της παραγράφου 1 γίνεται μνεία του κεφαλαίου της εταιρείας, πρέπει να αναφέρεται το καλυφθέν και το καταβεβλημένο κεφάλαιο.
Οι διαδικτυακοί τόποι της εταιρείας πρέπει να περιλαμβάνουν τις ανωτέρω ενδείξεις .
15) Διάρκεια της Α.Ε (Άρθρο 8)
Η διάρκεια της ανώνυμης εταιρείας είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Εισάγεται, δηλαδή (επιτρεπτά κατά το ενωσιακό δίκαιο) η «απεριόριστη» διάρκεια της εταιρείας, που απαλλάσσει τους μετόχους από τη μέριμνα παράτασης της ορισμένης διάρκειας κατά τη λήξη της.
16) Αποτίμηση των Εισφορών σε Είδος – Ορκωτοί Λογιστές (Άρθρο 17)
Επέρχεται ουσιώδης αλλαγή στο ισχύον καθεστώς, αφού στο πλαίσιο της απομείωσης της κρατικής εποπτείας της ανώνυμης εταιρείας καταργείται η επιτροπή του άρθρου 9 κ.ν. 2190/1920.
Η αποτίμηση των εισφορών σε είδος διενεργείται πλέον από ανεξάρτητους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές ή ελεγκτική εταιρεία ή, κατά περίπτωση, από πιστοποιημένους εκτιμητές κατά την έννοια της παραγράφου Γ΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών. Οι λεπτομέρειες της διαδικασίας αποτίμησης παραμένουν ως έχουν.
Η έκθεση αποτίμησης δεν υπόκειται σε αποδοχή από τη Διοίκηση, αφού αποστέλλεται κατευθείαν στο Γ.Ε.ΜΗ. με μέριμνα των ενδιαφερομένων.
Η έκθεση αποτίμησης πρέπει να περιέχει την περιγραφή κάθε εισφοράς σε είδος, να αναφέρει τις μεθόδους αποτίμησης που εφαρμόστηκαν και να εκφέρει άποψη για την αξία της κάθε εισφοράς.
Ειδικότερα, για την εκτίμηση των πάγιων περιουσιακών στοιχείων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η πραγματική και νομική κατάσταση αυτών και τα τυχόν βάρη, καθώς και: α) προκειμένου περί ακινήτων, η αξία και οι τίτλοι κτήσης, η εμπορικότητα της περιοχής, οι προοπτικές ανάπτυξης, οι πραγματικές τρέχουσες τιμές, η άδεια οικοδομής και αντίστοιχη τεχνική έκθεση μηχανικού, β) προκειμένου περί μηχανημάτων, μεταφορικών μέσων και επίπλων, η χρονολογία και η αξία κτήσης, ο βαθμός χρησιμοποίησης, συντήρησης και εμπορευσιμότητάς τους, η ενδεχόμενη τεχνολογική απαξίωσή τους και οι τρέχουσες τιμές για ίδια ή παρεμφερή πάγια στοιχεία. Η καταβολή των εισφορών σε είδος με βάση την έκθεση αποτίμησης δεν επιτρέπεται να λάβει χώρα μετά την πάροδο εξαμήνου από τη χρονολογία της έκθεσης αυτής.
17) Καταβολή και Πιστοποίηση Μετοχικού Κεφαλαίου ( Άρθρο 20)
Στο ζήτημα της καταβολής του κεφαλαίου το άρθρο 20 ακολουθεί κατά βάση το άρθρο 11 του κ.ν. 2190/1920. Κύριες διαφορές είναι οι ακόλουθες:
α) Αναγνωρίζεται η δυνατότητα καταβολής του κεφαλαίου με (συμβατικό) συμψηφισμό. Κυρίως αναγνωρίζει τη θετική συμβολή του συμψηφισμού (debt-equity swap) στην εξυγίανση της εταιρείας, στο πλαίσιο της οποίας βεβαίως δεν εισρέει στην εταιρεία «φρέσκο χρήμα» (άλλως δεν επαυξάνεται το ενεργητικό της), αλλά αυτή απελευθερώνεται από υποχρεώσεις. Προϋπόθεση είναι έκθεση ελεγκτή που βεβαιώνει ότι το χρέος της εταιρείας υπάρχει, είναι ληξιπρόθεσμο και είναι καταχωρισμένο στα βιβλία της. Εφόσον πρόκειται για μη ληξιπρόθεσμο χρέος, τότε είναι αναγκαία η αποτίμηση του χρέους της εταιρείας κατά το άρθρο 17 «Εισφορές σε είδος και αποτίμηση των εισφορών αυτών» .
β) Κατά παρέκλιση από το δίκαιο του κ.ν. 2190/1920 η πιστοποίηση της καταβολής του κεφαλαίου γίνεται από ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία, εκτός από τις «μικρές» και «πολύ μικρές εταιρείες» στις οποίες διατηρείται η αρμοδιότητα του Δ.Σ. Επίσης το Δ.Σ. ή ο ελεγκτής πρέπει να στηρίζονται σε απόσπασμα κίνησης του ειδικού τραπεζικού λογαριασμού, όταν η καταβολή γίνεται μέσω αυτού.
γ) Καταργείται η υφιστάμενη δυνατότητα μεταγενέστερης καταβολής του κεφαλαίου, «εάν αποδεικνύεται ότι το σχετικό ποσό υπάρχει και ότι κατατέθηκε εκ των υστέρων σε λογαριασμό της εταιρείας» (βλ. άρθρο 11 παρ. 6 του κ.ν. 2190/1920), [« … παράλειψη καταβολής σε λογαριασμό δεν επάγεται ακυρότητα, εάν αποδεικνύεται ότι το σχετικό ποσό υπάρχει ή ότι δαπανήθηκε για τους σκοπούς της εταιρείας. ] ώστε να αποτραπούν φαινόμενα καταχρήσεων.
δ) Διατηρείται η δυνατότητα χρήσης των ποσών του κεφαλαίου για δαπάνες για τους σκοπούς της εταιρείας, τίθεται όμως ως προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο μνημονεύεται στο καταστατικό ή την απόφαση της Γ.Σ. για αύξηση κεφαλαίου.
ε) Διευκρινίζεται ότι ο ορκωτός ελεγκτής που καλείται να πιστοποιήσει την καταβολή του κεφαλαίου πρέπει να είναι ανεξάρτητος, να μην διενεργεί δηλ. και τον τακτικό έλεγχο της εταιρείας, ούτε να ανήκει σε ελεγκτική εταιρεία που διενεργεί αυτή τον έλεγχο αυτόν.
στ) Επίσης συγχρονίζονται οι συνέπειες της μη καταβολής του κεφαλαίου με αυτές που επέρχονται όταν δεν καταβάλλεται το (μερικά καταβλητέο) κεφάλαιο, σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 5.
ζ) Η καταβολή σε μετρητά του αρχικού κεφαλαίου ή των τυχόν αυξήσεων αυτού, καθώς και οι καταθέσεις μετόχων με προορισμό τη μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου, πραγματοποιούνται υποχρεωτικά με κατάθεση σε ειδικό λογαριασμό της εταιρείας, που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα ή σε χώρα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) [Δηλαδή: όχι απαραίτητα στην Ελλάδα].
Η παράλειψη καταβολής σε λογαριασμό δεν επάγεται ακυρότητα, αν αποδεικνύεται ότι το σχετικό ποσό δαπανήθηκε για τους σκοπούς της εταιρείας, με την προϋπόθεση ότι αυτό έχει ειδικά προβλεφθεί στο καταστατικό ή στην απόφαση για την αύξηση του κεφαλαίου. (Δεν εφαρμόζεται σε εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά).
Προθεσμία καταβολής
Η προθεσμία καταβολής της αύξησης του κεφαλαίου ορίζεται από το όργανο που έλαβε τη σχετική απόφαση και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκατεσσάρων (14) ημερών ούτε μεγαλύτερη των τεσσάρων (4) μηνών από την ημέρα που καταχωρίσθηκε η απόφαση αυτή στο Γ.Ε.ΜΗ..
Πιστοποίηση καταβολής δεν απαιτείται, αν η αύξηση κεφαλαίου δεν γίνεται με νέες εισφορές.
18) Μεταγενέστερη Απόκτηση Στοιχείων του Ενεργητικού (Άρθρο 19)
Η διάταξη ακολουθεί το άρθρο 10 κ.ν. 2190/1920, με τη διαφορά όμως ότι δεν εφαρμόζεται πλέον στις αυξήσεις κεφαλαίου, όπως συμβαίνει και με το άρθρο 52 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 (θα εμπίπτει όμως στο άρθρο 99 «Διαφάνεια και εποπτεία των συναλλαγών με συνδεδεμένα μέρη (Άρθρο 9γ της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, Οδηγία 2017/828/ΕΕ)», αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του).
Επίσης ο κύκλος των προσώπων πλην των ιδρυτών, στα οποία εφαρμόζεται η διάταξη, αφενός μεν περιλαμβάνει πλέον και τα «στενά μέλη οικογένειας» του ιδρυτή της εταιρείας ή του μέλους του διοικητικού συμβουλίου, αφετέρου όμως εξαιρεί άλλα πρόσωπα, που κρίνεται υπερβολικό να περιληφθούν (όπως ενδεικτικά νομικό πρόσωπο στο οποίο μετέχει με μικρό ποσοστό συμμετοχής και χωρίς να ασκεί έλεγχο ένας ιδρυτής ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου). Πάντως συναλλαγές της εταιρείας και με άλλα πρόσωπα, πέραν εκείνων που αναγράφονται στην παράγραφο 1, μπορεί και αυτές να ελέγχονται, στο μέτρο που διαπιστώνεται ότι συνιστούν καλυμμένη επιστροφή εισφοράς (απαγορευόμενη κατά το άρθρο 22 παράγραφος 2 [απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση επιστροφή των εισφορών στους μετόχους, η καταβολή τόκων και η εκ μέρους της εταιρείας υπόσχεση εγγυημένης απόδοσης των μετοχών]).
19) Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου (Άρθρα 23-28)
Στο άρθρο 23 απαριθμούνται οι δύο βασικές μέθοδοι αύξησης του κεφαλαίου:
α) εκείνη με απόφαση της Γ.Σ., που αποφασίζει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (τακτική αύξηση), και
β) εκείνη που αποφασίζεται από το Δ.Σ. ή από τη Γ.Σ., αλλά με απλή απαρτία και πλειοψηφία (έκτακτη αύξηση).
Σε κάθε περίπτωση αύξησης η απόφαση του αρμόδιου οργάνου υποβάλλεται σε δημοσιότητα.
Το άρθρο 24 επαναλαμβάνει και αναμορφώνει τις ρυθμίσεις του άρθρου 13 του κ.ν. 2190/1920 για την έκτακτη αύξηση κεφαλαίου.
Διευρύνει τη δυνατότητα αυτή, αυξάνοντας το ύψος του κεφαλαίου στο τριπλάσιο αντί του διπλασίου, όταν η αύξηση γίνεται με απόφαση του Δ.Σ., ή στο οκταπλάσιο αντί του πενταπλασίου, όταν η αύξηση γίνεται με απόφαση της Γ.Σ.
Καταργείται η απαγόρευση έκτακτης αύξησης στην περίπτωση που υπάρχουν σημαντικά ποσά αποθεματικών, διότι μία τέτοια απαγόρευση αφενός μεν δεν είναι απαραίτητη για την προστασία του μετοχικού κεφαλαίου, αφετέρου δε η Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 δεν προβλέπει τέτοιο περιορισμό.
Επαναλαμβάνεται η δυνατότητα ανανέωσης της εξουσίας του Δ.Σ. για μια πενταετία εκάστοτε, οπότε και θα είναι δυνατή η αύξηση με βάση το υφιστάμενο κατά την ανανέωση κεφάλαιο.
Με την παράγραφο 4 καταργείται η ανορθόδοξη διατύπωση ότι η έκτακτη αύξηση κεφαλαίου δεν συνιστά τροποποίηση του καταστατικού. Πλέον, η έκτακτη αύξηση κεφαλαίου συνεπάγεται τέτοια τροποποίηση και, συνεπώς, το αποφασίζον όργανο θα πρέπει να τροποποιήσει τα σχετικά άρθρα του καταστατικού και να συντάξει το νέο κείμενο τούτου, η δε τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας έχει συστατικό χαρακτήρα.
Τέλος διευκρινίζεται προς αποφυγή αμφισβητήσεων ότι οι συνυπάρχουσες δυνατότητες αύξησης από το Δ.Σ. και τη Γ.Σ. μπορούν να ασκηθούν σωρευτικά.
Στο άρθρο 25 ρυθμίζονται το περιεχόμενο της απόφασης για αύξηση κεφαλαίου, η δυνατότητα παροχής στο Δ.Σ. της εξουσίας προσδιορισμού της τιμής διάθεσης των νέων μετοχών ή ενδεχομένως του επιτοκίου και η απόφαση της ιδιαίτερης συνέλευσης των μετόχων που θίγονται από την αύξηση κεφαλαίου.
Στο άρθρο 26, επαναλαμβάνονται κατά βάση οι ρυθμίσεις του άρθρου 13 του κ.ν. 2190/1920 για το δικαίωμα προτίμησης, εναρμονίζεται όμως η ρύθμιση με την οδηγία σε σχέση με το δικαίωμα προτίμησης των μετόχων και σε περίπτωση έκδοσης ομολογιών μετατρέψιμων σε μετοχές.
Παρέχεται επίσης δυνατότητα να ορίζεται ότι οι μέτοχοι που άσκησαν το δικαίωμα προτίμησης έχουν δικαίωμα προτίμησης «δευτέρου βαθμού» στις αδιάθετες μετοχές.
20) Μείωση Μετοχικού Κεφαλαίου – Δυνατότητα και Επιστροφής σε Είδος (Άρθρα 29-32)
α) Βάση των νέων ρυθμίσεων για τη μείωση κεφαλαίου είναι το άρθρο 4 παρ. 3 επ. του κ.ν. 2190/1920.
Με τη ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 29, διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση μείωσης του κεφαλαίου με ταυτόχρονη απόφαση για αύξησή του δεν αίρεται το δικαίωμα προτίμησης των παλαιών μετόχων, ακόμη και στην περίπτωση που μετά τη μείωση η συμμετοχή τους στο κεφάλαιο ενδεχομένως μηδενίστηκε. Το ζήτημα είχε δημιουργήσει αμφισβητήσεις, δεδομένου ότι στις περιπτώσεις αυτές η επακολουθούσα αύξηση μπορεί να προϋποθέτει μηδενισμένο κεφάλαιο.
β) Για την προστασία των δανειστών σε περίπτωση μείωσης κεφαλαίου επαναλαβάνονται οι ρυθμίσεις της παρ. 4 του άρθρου 4 κ.ν. 2190/1920, διευκρινίζονται όμως ορισμένα ερμηνευτικά ζητήματα που έχουν ανακύψει σε σχέση με τη θέση των δανειστών, ανάλογα με το αν έχουν απαιτήσεις ληξιπρόθεσμες ή όχι.
Συντέμνεται η προθεσμία των 60 ημερών για τις αντιρρήσεις των πιστωτών σε 40, ώστε να επιταχύνεται η διαδικασία (στην περίπτωση συγχώνευσης είναι η αντίστοιχη προθεσμία είναι 20 ημερών, βλ. άρθρο 70 παρ. 2 του κ.ν. 2190/1920).
γ) Προβλέπεται ρητά η δυνατότητα μείωσης κεφαλαίου σε είδος, υπό την προϋπόθεση της τήρησης των διατάξεων για την αποτίμηση των εταιρικών εισφορών και των διατάξεων του άρθρου 30 για την προστασία των δανειστών. Η διαδικασία αποτίμησης δεν είναι απαραίτητη, στο μέτρο που οι μέτοχοι αποφασίζουν ομοφώνως τη μείωση του κεφαλαίου και τον τρόπο υλοποίησής της. Με τη συγκεκριμένη ρύθμιση επιδιώκεται η αποφυγή του κινδύνου καταστρατήγησης της απαγόρευσης επιστροφής στους μετόχους των εισφορών τους και προστατεύονται τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και των λοιπών μετόχων. Η παράγραφος 2 αφορά τη μείωση κεφαλαίου με σχηματισμό αντίστοιχου αποθεματικού.
Οι νέες διατάξεις είναι εναρμονισμένες με το άρθρο 37 της «δεύτερης» εταιρικής οδηγίας (ήδη άρθρο 76 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132), προκειμένου να αποφευχθούν τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί από την προηγούμενη διατύπωση της ως άνω διάταξης (παρ. 4α του άρθρου 4 του κ.ν. 2190/1920).
δ) Άρθρο 30. Προστασία δανειστών σε περίπτωση μείωσης κεφαλαίου
« 1. Δεν γίνεται καμία καταβολή στους μετόχους από το αποδεσμευόμενο με τη μείωση ενεργητικό της εταιρείας, αν οι δανειστές της εταιρείας, των οποίων οι απαιτήσεις γεννήθηκαν πριν από τη δημοσιότητα της απόφασης για τη μείωση, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του προηγούμενου άρθρου και είναι ληξιπρόθεσμες, υποβάλουν στην εταιρεία αντιρρήσεις κατά της πραγματοποίησης των παραπάνω καταβολών μέσα σε προθεσμία σαράντα (40) ημερών από την παραπάνω δημοσιότητα και δεν ικανοποιηθούν πλήρως ή δεν διακανονίσουν με την εταιρεία τις απαιτήσεις τους.
2. Μέσα στην ίδια προθεσμία, οι δανειστές των μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, εφόσον θεωρούν ότι με τις παραπάνω καταβολές τίθεται σε κίνδυνο η ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, μπορούν να υποβάλουν στην εταιρεία αντιρρήσεις κατά της πραγματοποίησης των παραπάνω καταβολών.
3. Για το βάσιμο ή μη των αντιρρήσεων των δανειστών μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων κατά την παράγραφο 2, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την επάρκεια των προσφερόμενων από την εταιρεία ασφαλειών, αποφαίνεται το δικαστήριο, το οποίο κρίνει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μετά από αίτηση της εταιρείας. Αν υποβληθούν αντιρρήσεις από περισσότερους δανειστές μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, εκδίδεται μία απόφαση ως προς όλες. Αν οι δανειστές των μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων αποδείξουν, ότι η πραγματοποίηση των καταβολών ενόψει της εταιρικής περιουσίας, που θα απομείνει μετά την πραγματοποίηση της μείωσης, λαμβανομένων υπόψη και των τυχόν ασφαλειών, που ήδη διαθέτουν, θέτει σε κίνδυνο την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, το δικαστήριο επιτρέπει την καταβολή των αποδεσμευόμενων με τη μείωση ποσών μόνο με τον όρο της τήρησης όρων ή της παροχής επαρκών ασφαλειών, το είδος και την έκταση των οποίων καθορίζει το δικαστήριο. Καταβολές στους μετόχους που γίνονται κατά παράβαση των παραπάνω διατάξεων είναι άκυρες.
4. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται και όταν η μείωση του κεφαλαίου γίνεται με ολική ή μερική απαλλαγή των μετόχων από την υποχρέωση καταβολής καλυφθέντος και μη καταβληθέντος κεφαλαίου. »
«Μείωση μετοχικού κεφαλαίου με συμψηφισμό φορολογικών ζημιών
Ελλείψει ρητής διάταξης που ορίζει κάτι διαφορετικό, σε περίπτωση επιχείρησης με λογιστικές ζημίες στα βιβλία της η οποία επιθυμεί να μειώσει το μετοχικό/εταιρικό της κεφάλαιο με συμψηφισμό των ζημιών αυτών, οι υπόψη ζημίες κατά το μέρος που αναγνωρίζονται φορολογικά εξακολουθούν για φορολογικούς σκοπούς να μεταφέρονται προς συμψηφισμό με τα κέρδη των επόμενων φορολογικών ετών (σχετ. οι υπ' αριθ. ΣτΕ 3733/2008, ΣτΕ 2614/2008 και ΣτΕ 2523/1991 αποφάσεις του Σ.τ.Ε.).» (ΠΟΛ.1088/2016 Διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 1 - 4 του άρθρου 27 του ν.4172/2013 περί μεταφοράς ζημιών )
21) Κατηγορίες μετοχών και άλλοι Τίτλοι Εκδιδόμενοι από την Ανώνυμη Εταιρεία (Άρθρα 33-55)
Τα είδη των τίτλων που μπορούν να εκδοθούν από μια Α.Ε. είναι:
α) Μετοχές, β) Ομολογίες, γ) Τίτλοι κτήσης μετοχών (warrants), και δ) Ιδρυτικοί τίτλοι.
Ο κατάλογος είναι καταρχήν περιοριστικός (numerus clausus). Επιτρέπεται η έκδοση κάθε είδους τίτλου σε «κατηγορίες» (π.χ. κοινές, προνομιούχες μετοχές κλπ.), σύμφωνα με τους ορισμούς του νόμου και τις αποφάσεις του οργάνου που αποφασίζει για την έκδοση, ενώ επιτρέπεται (μια πρακτική γνωστή στις διεθνείς αγορές), η σύνδεση (stapling) περισσότερων τίτλων που εκδίδει η εταιρεία, ώστε να μπορούν να αποκτώνται ή και να διατίθενται μόνο από κοινού. Έτσι θα μπορούσαν να συνδεθούν π.χ. κοινές με προνομιούχες μετοχές, ομολογίες με τίτλους κτήσης μετοχών, μετοχές με ομολογίες και ούτω καθεξής. Ειδικά όμως ως προς τις μετοχές επιτρέπεται μόνον η χωριστή διάθεση του δικαιώματος απόληψης κερδών για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα 5 έτη. Σημειώνεται ότι, όταν υπάρχουν μετοχές διαφορετικών κατηγοριών, η αρχή της ισότητας αφορά τις μετοχές της ίδιας κατηγορίας. Ως «κατηγορίες» μετοχών είναι :
α) Οι κοινές: Εφόσον δεν ανήκουν σε ειδικά ρυθμιζόμενη στον παρόντα νόμο κατηγορία
β) Οι προνομιούχες: Το προνόμιο αυτό συνίσταται στη μερική ή ολική απόληψη, πριν από τις κοινές μετοχές, του διανεμόμενου μερίσματος, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του καταστατικού, και στην προνομιακή απόδοση του κεφαλαίου που καταβλήθηκε από τους κατόχους των προνομιούχων μετοχών από το προϊόν μείωσης του κεφαλαίου ή της εκκαθάρισης της εταιρικής περιουσίας, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής τούτων στα υπέρ το άρτιο ποσά, που είχαν τυχόν καταβληθεί. Επίσης, το καταστατικό επιτρέπεται να ορίζει ότι σε περίπτωση μη διανομής μερίσματος σε μια ή περισσότερες χρήσεις, το προνόμιο υπέρ των μετοχών αφορά την προνομιακή καταβολή μερισμάτων και για τις χρήσεις κατά τις οποίες δεν έγινε διανομή μερίσματος
γ) Οι εξαγοράσιμες μετοχές: Οι μετοχές αυτές μπορούν να εκδίδονται και ως προνομιούχες μετοχές με ή χωρίς δικαίωμα ψήφου. Η εξαγορά γίνεται με δήλωση της εταιρείας ή του μετόχου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο καταστατικό, και είναι έγκυρη μόνο με καταβολή του αντιτίμου της εξαγοράς κατά τα προβλεπόμενα στο καταστατικό. Διευκρινίζεται ότι είναι δυνατή η εξαγορά εξαγοράσιμων μετοχών και με το προϊόν μείωσης κεφαλαίου. Εισάγεται επίσης η δυνατότητα έκδοσης εξαγοράσιμων μετοχών που εξαγοράζονται με δήλωση του μετόχου. Κατά τούτο, στις εξαγοράσιμες μετοχές μπορεί να προβλέπεται δικαίωμα προαίρεσης αγοράς από την εταιρεία (callable shares) ή δικαίωμα προαίρεσης πώλησης του μετόχου (puttable shares) ή και τα δύο. Στην περίπτωση άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης πώλησης από τους μετόχους η εξαγορά είναι υποχρεωτική για την εταιρεία μόνον εφόσον υπάρχουν ποσά από την εταιρική περιουσία που μπορούν να διανεμηθούν, σύμφωνα με τα άρθρα 159 και 160, δεδομένου ότι η εταιρεία δεν μπορεί να υποχρεωθεί να αυξήσει ή να μειώσει το κεφάλαιό της, προκειμένου να ικανοποιήσει τους μετόχους των εξαγοράσιμων μετοχών. Οι εξαγοραζόμενες μετοχές υπόκεινται στο καθεστώς των ιδίων μετοχών και
δ) Οι αποσβεσμένες μετοχές: Η γενική συνέλευση μπορεί με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία να αποφασίσει την ολική ή μερική απόσβεση του κεφαλαίου. Η απόσβεση γίνεται με καταβολή στους μετόχους του συνόλου ή μέρους της ονομαστικής αξίας των μετοχών τους. Οι μέτοχοι, των οποίων οι μετοχές έχουν αποσβεστεί, διατηρούν τα δικαιώματά τους από τη μετοχική σχέση, με εξαίρεση το δικαίωμα επιστροφής της εισφοράς τους και το δικαίωμα συμμετοχής στη διανομή του ελάχιστου μερίσματος. (άρθρο 32)
22) «Τίτλος Κτήσης ( Warrants )» (Άρθρα 56- 58)
Εισάγεται στο ελληνικό δίκαιο ο γνωστός διεθνώς θεσμός των warrants με αντικείμενο μετοχές, που μπορεί να επιτρέψει την άντληση χρημάτων από επιχειρήσεις, ιδίως αναπτυσσόμενες. Οι νέοι τίτλοι παρέχουν το δικαίωμα στον κάτοχό τους να αποκτήσει μετοχές που εκδίδονται από την εταιρεία έναντι καταβολής ορισμένου ποσού κατά την άσκηση του δικαιώματος. Δεν αποκλείεται, η έκδοση τίτλων κτήσης μετοχών χωρίς (ή με συμβολικό) χρηματικό αντάλλαγμα, προκειμένου π.χ. να δοθεί κίνητρο σε ένα πρόσωπο να προβεί σε ορισμένη σημαντική συναλλαγή με την εταιρεία.
Η άσκηση του δικαιώματος κτήσης μετοχών γίνεται με μονομερή δήλωση του δικαιούχου προς την εταιρεία, έναντι καταβολής σε αυτήν ποσού, το ύψος ή ο τρόπος προσδιορισμού του οποίου έχει ορισθεί από το όργανο που αποφάσισε την έκδοση των τίτλων ή εξουσιοδοτήθηκε σχετικώς.
Για όσο χρονικό διάστημα παραμένουν σε ισχύ οι τίτλοι κτήσης μετοχών, σχηματίζεται αποθεματικό, μη δυνάμενο να διανεμηθεί, ίσο με το τυχόν ποσό του τιμήματος που καταβλήθηκε στην εταιρεία κατά την απόκτηση των τίτλων. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την άσκηση των δικαιωμάτων κτήσης μετοχών, το καταβληθέν τίμημα προσαυξάνει τον λογαριασμό από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο.
Σε περίπτωση απόκτησης ιδίων τίτλων, το τυχόν προκύπτον κέρδος ή ζημία της εταιρείας κατά τους εφαρμοστέους λογιστικούς κανόνες με βάση την αποτίμηση των τίτλων, καταχωρίζεται στο αποθεματικό από την αποτίμηση χρεογράφων.
23) «Ομολογιακά Δάνεια» (Άρθρα 59- 74)
Πρόκειται για ενσωμάτωση του ν. 3156/2003 στο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες, καθώς και η αναθεώρηση ορισμένων διατάξεων, ώστε οι ρυθμίσεις αφενός μεν να διευκολύνουν τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, αφετέρου δε να προσεγγίσουν τα κρατούντα στις διεθνείς αγορές.
Ομολογιακά είναι τα δάνεια που εκδίδονται μόνο από ανώνυμη εταιρία που εδρεύει στην Ελλάδα.
Το ομολογιακό δάνειο μπορεί να περιλαμβάνει ενδεικτικά επιτρέπονται και τους εξής όρους:
α) ότι αντί καταβολής τόκου θα αποδίδονται στους ομολογιούχους άλλες ομολογίες που εκδίδονται από την εκδότρια για το σκοπό αυτόν,
β) ότι το ομολογιακό δάνειο δεν έχει ρητή λήξη, οπότε η εκδότρια εξοφλεί το ομολογιακό δάνειο κατά το χρόνο της επιλογής της,
γ) ότι η υποχρέωση καταβολής τόκου ή επιστροφής του κεφαλαίου τελεί υπό αίρεση, ή ότι σε σχέση με τις μετατρέψιμες ομολογίες, ότι είναι δυνατή η κεφαλαιοποίηση και των δεδουλευμένων τόκων,
δ) ότι οι ομολογιούχοι δανειστές θα ικανοποιούνται ύστερα από τους υπόλοιπους πιστωτές της εκδότριας ή ύστερα από ορισμένη κατηγορία πιστωτών,
ε) ότι το ομολογιακό δάνειο είναι εξασφαλισμένο με εμπράγματες ή άλλες ασφάλειες,
Το επιτόκιο του ομολογιακού δανείου συμφωνείται ελεύθερα, χωρίς να εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις για το ανώτατο δικαιοπρακτικό επιτόκιο.
Οι μετατρέψιμες ομολογίες είναι ειδική κατηγορία ομολογιών που παρέχουν τη δυνατότητα μετατροπής τους σε μετοχές. Έτσι ο ομολογιούχος μετατρέπεται από δανειστής σε μέτοχο, γεγονός που αποτελεί για την ΑΕ μορφή κεφαλαιοποίησης χρεών.
Το όφελος για την Α.Ε από τη σύναψη ομολογιακού δανείου έγκειται στο γεγονός ότι δεν επιβαρύνεται με το κόστος διαμεσολάβησης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και συνεπώς καταβάλλει μικρότερο τόκο.
24) «Ιδρυτικοί Τίτλοι» (Άρθρα 75- 76)
Κατά τη σύσταση της εταιρείας μπορεί να προβλεφθεί στο καταστατικό, ότι όλοι ή μερικοί από τους ιδρυτές ή τρίτοι θα λάβουν ως ανταμοιβή για συγκεκριμένες ενέργειές τους κατά τη σύσταση της εταιρείας, αριθμό ιδρυτικών τίτλων που δεν μπορεί να υπερβεί το ένα δέκατο (1/10) του αριθμού των μετοχών που εκδίδονται.
Οι τίτλοι αυτοί δεν έχουν ονομαστική αξία και δεν παρέχουν δικαίωμα συμμετοχής στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας, ούτε στο προϊόν της εκκαθάρισης της περιουσίας της.
Η ρύθμιση για τους κοινούς ιδρυτικούς τίτλους ακολουθεί κατά βάση την παλαιά (άρθρο 15 του κ.ν. 2190/1920), με τις εξής διαφορές [ άρθρο 75 ]:
α) Για λόγους προστασίας του κεφαλαίου διευκρινίζεται ότι οποιαδήποτε καταβολή προς τους κατόχους ιδρυτικών τίτλων γίνεται υπό τους όρους του άρθρου 151.
β) Προβλέπεται ρητά στην παράγραφο 4 το δικαίωμα της εταιρείας να εξαγοράσει τους ιδρυτικούς τίτλους και πριν από την πάροδο της δεκαετίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο συντομότερος χρόνος προβλέπεται στο καταστατικό, κάτι το οποίο γίνεται ήδη δεκτό στη θεωρία.
γ) Τροποποιείται με την παράγραφο 4 το ανώτατο αντίτιμο έναντι του οποίου η εταιρεία δύναται να εξαγοράσει τους ιδρυτικούς τίτλους (δεκαπλάσιο, έναντι 15% του μέσου ετήσιου μερίσματος κατά την τελευταία πενταετία (έναντι τριετίας), σύμφωνα με το άρθρο 15 του κ.ν. 2190/1920).
δ) Με την παράγραφο 6 διευκρινίζεται ότι για την μεταβίβαση των ιδρυτικών τίτλων εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις για τη μεταβίβαση των μετοχών.
25) Διοικητικό Συμβούλιο (Άρθρα 77 – 115)
Τα άρθρα 77 επ. αφορούν το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας. Το νομοσχέδιο εμμένει στον παραδοσιακό τρόπο διακυβέρνησης της Α.Ε. μέσω Δ.Σ.. Δεν θεωρήθηκε απαραίτητο να εισαχθεί δυνατότητα υιοθέτησης εναλλακτικού συστήματος διοίκησης, ιδίως κατά τη γερμανική διάκριση «εποπτικού» και «διοικητικού» οργάνου, διότι αυτό θα ήταν αντίθετο με τις ελληνικές συνήθειες και μάλλον θα περιέπιπτε εξαρχής σε αχρησία, ακριβώς όπως έχει συμβεί και αλλού (π.χ. στη Γαλλία), όπου ο νόμος, με τίμημα τη μεγάλη διόγκωση των ρυθμίσεων, προέβλεψε κατ’ επιλογή το λεγόμενο «διώροφο» σύστημα. Ωστόσο, το νομοσχέδιο προβλέπει κάποιο υποκατάστατο, που είναι η δυνατότητα ορισμού «εκτελεστικής επιτροπής» (άρθρο 87 παράγραφος 4), που μπορεί να έχει ως αποστολή τη λήψη αποφάσεων για την καθημερινή διοίκηση της εταιρείας, ενώ το λοιπό Δ.Σ. μπορεί να περιορισθεί σε καθήκοντα εποπτείας. Άλλος σημαντικός νεωτερισμός είναι η πρόβλεψη μονομελούς Δ.Σ., με διορισμό ενός μόνο προσώπου για τη διοίκηση της εταιρείας.
Σε γενικές γραμμές οι ρυθμίσεις για το διοικητικό συμβούλιο ακολουθούν εκείνες του ΚΝ 2190/1920, με τις εξής τροποποιήσεις :
α) Εισάγεται ανώτατος αριθμός των μελών που μπορεί να απαρτίζουν το Δ.Σ. (15 μέλη) πέραν του κατώτατου αριθμού, που προβλέπεται ήδη (3 μέλη) [άρθρο 77].
β) Αποσαφηνίζεται το καθεστώς συνυπευθυνότητας του φυσικού προσώπου που ορίζει το νομικό πρόσωπο για την άσκηση των εξουσιών του ως μέλους του Δ.Σ., εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, με εκείνη του νομικού προσώπου που αποτελεί μέλος του Δ.Σ. [άρθρο 77].
γ) Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι ορισμένος μέτοχος ή μέτοχοι έχουν το δικαίωμα να διορίζουν απευθείας μέλη του διοικητικού συμβουλίου, όχι όμως πέραν των δύο πέμπτων (2/5) [από 1/3, που ήταν ] του προβλεπόμενου συνολικού αριθμού αυτών. [άρθρο 78].
δ) Ρυθμίζεται το ελλιπές διοικητικό συμβούλιο, εκείνο δηλ. που λόγω θανάτου, παραίτησης κλπ. μέλους του ή μελών του βρίσκεται με λιγότερα μέλη από τον κανονικό αριθμό. Παρέχονται οι δυνατότητες που παρέχει και ο κ.ν. 2190/1920, με την εξής όμως διαφορά: Ότι εφόσον η εκλογή μελών του Δ.Σ. σε αντικατάσταση παραιτηθέντων κλπ. αποτελεί καθολική πλέον πρακτική, οι δυνατότητες αναπλήρωσης κ.λπ. θα μπορούν να ισχύουν και χωρίς την προϋπόθεση πρόβλεψής τους από το καταστατικό. [άρθρο 82].
ε) Η μέγιστη διάρκεια θητείας των μελών του διοικητικού συμβουλίου ορίζεται στο καταστατικό, δεν μπορεί όμως να υπερβαίνει τα έξι (6) έτη. [άρθρο 85].
στ) Προβλέπει τη δυνατότητα της Γ.Σ. να αποφασίζει τμηματική ανανέωση του Δ.Σ. («staggered board»). Μπορεί για παράδειγμα να προβλέπεται στο καταστατικό ότι το Δ.Σ. ανανεώνεται κατά ένα ποσοστό ή κατά ένα αριθμό μελών ανά διετία. Εννοείται ότι η δυνατότητα αυτή δεν εμποδίζει τη Γ.Σ. να ανακαλεί, όποτε το επιθυμεί ή το κρίνει σκόπιμο, το Δ.Σ. εν όλω ή εν μέρει, στην περίπτωση αυτή όμως θα πρέπει ο αντικαταστάτης να εντάσσεται στο χρόνο θητείας του ανακληθέντος. [άρθρο 85].
ζ) Αποσαφηνίζονται οι προϋποθέσεις νομιμοποίησης των εκπροσώπων της εταιρείας. Η ουσία του άρθρου είναι η νομοθετική επανάληψη του άρθρου τρίτου παρ. 12 του ν. 4156/2013, για το μη αναγκαίο της εταιρικής σφραγίδας. Ο ν. 4156/2013 όμως στην πράξη δεν τηρείται πάντοτε και κρίνεται σκόπιμο η διάταξη να επαναληφθεί. [άρθρο 88].
η) Επαναλαμβάνει με επουσιώδεις διαφοροποιήσεις τις προϊσχύσασες ρυθμίσεις για τον τόπο συνεδρίασης του Δ.Σ. και τη δυνατότητα συνεδρίασης με τηλεδιάσκεψη. [άρθρο 90].
θ) Οι ρυθμίσεις που εισήχθησαν με τον ν. 3604/2007 αναφορικά με τη δυνατότητα πρακτικών «διά περιφοράς» ενισχύονται με το άρθρο 94, προκειμένου να είναι δυνατή η λήψη απόφασης και στην περίπτωση που όλα τα μέλη του Δ.Σ. ή οι αντιπρόσωποί τους συμφωνούν να αποτυπωθεί πλειοψηφική τους απόφαση σε πρακτικό χωρίς συνεδρίαση. Προβλέπεται επίσης η υποχρέωση καταχώρισης του εν λόγω πρακτικού στο βιβλίο πρακτικών. Η αντικατάσταση των υπογραφών με ηλεκτρονικά μέσα προϋποθέτει ειδική προς τούτο πρόβλεψη του καταστατικού. (άρθρο 94)].
ι) Το μέλος του Δ.Σ., θα οφείλει να αποκαλύπτει και συγκρούσεις συμφερόντων της εταιρείας με τα συμφέροντα της συζύγου του ή των τέκνων του ή εταιρείας που ελέγχει, εφόσον λαμβάνει γνώση αυτών και στερείται του δικαιώματος ψήφου επί θεμάτων, στα οποία υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων της εταιρείας με εκείνα του ιδίου ή των προσώπων με τα οποία συνδέεται με σχέση υπαγόμενη στην παράγραφο 2 του άρθρου 99 (συγγενείς, ελεγχόμενες εταιρείας κλπ.). Μη ουσιώδεις ή απόμακρες συγκρούσεις συμφερόντων δεν δικαιολογούν πάντως αποχή του από την ψηφοφορία. Ρυθμίζεται επίσης το ενδεχόμενο κάποια απόφαση να μην μπορεί να ληφθεί λόγω της υποχρέωσης αποχής περισσότερων μελών του Δ.Σ., ώστε τα υπόλοιπα να μην σχηματίζουν απαρτία, οπότε το ζήτημα πρέπει να παραπέμπεται στη Γ.Σ. μετά από πρωτοβουλία των λοιπών μελών. (άρθρο 97)
Δηλαδή : Η σύγκρουση συμφερόντων οδηγεί σε στέρηση του δικαιώματος ψήφου, και οι αποφάσεις του ΔΣ λαμβάνονται από τα υπόλοιπα μέλη (άρθρο 97 § 3).
26) Μέλη Διοικητικού Συμβουλίου - Πράξεις Ανταγωνισμού ( Άρθρο 98 )
Με την παράγραφο 1 του άρθρου 98 διευρύνθηκε η δυνατότητα να επιτρέπονται πράξεις ανταγωνισμού όχι μόνο με απόφαση της γενικής συνέλευσης, αλλά και με το καταστατικό. Κατά τα λοιπά, το άρθρο αυτό δεν επιφέρει αλλαγές σε σχέση με το άρθρο 23 του κ.ν. 2190/1920.
27) Συναλλαγές της Εταιρείας με Συνδεδεμένα Πρόσωπα ( Άρθρα 99 - 101 )
α) Απαγορεύεται και είναι άκυρη η σύναψη οποιωνδήποτε συμβάσεων της εταιρείας με τα κατωτέρω πρόσωπα, καθώς και η παροχή ασφαλειών και εγγυήσεων προς τρίτους υπέρ των προσώπων αυτών, χωρίς ειδική άδεια παρεχόμενη με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ή, με τους όρους του άρθρου 100 [Χορήγηση άδειας για την κατάρτιση συναλλαγής με συνδεδεμένο μέρος (Άρθρο 9γ της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, Οδηγία 2017/828/ΕΕ)] , της γενικής συνέλευσης των μετόχων:
(α) Επί εταιρειών με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, τα πρόσωπα που ορίζονται ως συνδεδεμένα με αυτήν κατά το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 24, καθώς και τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από αυτά, σύμφωνα με το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 27.
(β) Ως προς τις λοιπές εταιρείες,
[1] τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου,
[2] τα πρόσωπα που ελέγχουν την εταιρεία,
[3] τα στενά μέλη οικογένειας των προσώπων αυτών, όπως αυτά ορίζονται στο Παράρτημα Α΄ του ν. 4308/2014, [Στενό μέλος οικογένειας (close family member): Στενό μέλος οικογένειας ενός προσώπου είναι εκείνο το μέλος της οικογένειάς του, που μπορεί να αναμένεται ότι επηρεάζει, ή επηρεάζεται από το πρόσωπο αυτό κατά την ενασχόλησή τους με την οντότητα. Στην έννοια του στενού μέλους οικογένειας περιλαμβάνονται: α) Ο(η) σύζυγος ή ο(η) σύντροφος με τον(την) οποίο(α) συγκατοικεί το πρόσωπο. β) Τα εξαρτώμενα μέλη, συμπεριλαμβανομένων ανιόντων ή κατιόντων συγγενών, του προσώπου ή του(της) συζύγου του(της) ή του(της) συντρόφου του(της), με τον(την) οποίο(α) συγκατοικεί το πρόσωπο.] καθώς και τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τους παραπάνω.
Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι ελέγχει την εταιρεία, αν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 32 «Προϋποθέσεις υποχρεωτικής ενοποίησης» του ν. 4308/2014.
(γ) Τα πρόσωπα, ως προς τα οποία έχει επεκταθεί με καταστατική πρόβλεψη η εφαρμογή του παρόντος άρθρου και των άρθρων 100 και 101 και, ιδίως, τους γενικούς διευθυντές και τους διευθυντές της εταιρείας., καθώς και η παροχή ασφαλειών και εγγυήσεων προς τρίτους υπέρ των προσώπων αυτών, χωρίς ειδική άδεια παρεχόμενη με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ή, με τους όρους του άρθρου 100, της γενικής συνέλευσης των μετόχων.
β) Το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων διαλαμβάνει κατ’ αρχήν το σύνολο των συναλλακτικών σχέσεων μεταξύ της εταιρείας και των συνδεδεμένων με αυτήν προσώπων.
Με τη νέα ρύθμιση δεν υπάρχει πλέον η διάκριση μεταξύ δανειακών και πιστωτικών συμβάσεων, από τη μία μεριά, και «άλλων συμβάσεων», από την άλλη, αλλά όλες οι συμβάσεις υπάγονται σε ενιαίο καθεστώς, όπως επιτάσσει και η Οδηγία.
Από το πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων εξαιρούνται (παρ. 3), μεταξύ άλλων, οι γνωστές υπό το προηγούμενο καθεστώς του άρθρου 23α του κ.ν. 2190/1920 «τρέχουσες συναλλαγές» της εταιρείας, οι συμβάσεις που συνήφθησαν από πιστωτικά ιδρύματα βάσει μέτρων που αποσκοπούν στη διαφύλαξη της σταθερότητάς τους, κατόπιν έγκρισης της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την προληπτική εποπτεία, οι συμβάσεις της εταιρείας με 100% θυγατρική της ή θυγατρική, στην οποία δεν μετέχει κανένα πρόσωπο συνδεδεμένο, σύμφωνα με την παράγραφο 2, και συμβάσεις της εταιρείας με άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενη από αυτήν εταιρεία, οι οποίες συνάπτονται προς το συμφέρον και προς όφελος της εταιρείας αυτής ή από την οποία δεν κινδυνεύουν τα συμφέροντα της τελευταίας και τα συμφέροντα των μετόχων μειοψηφίας.
Εξαιρούνται επίσης και οι συμβάσεις που αφορούν τις αποδοχές των μελών του Δ.Σ. της εταιρείας και των διοικητικών στελεχών της, αφού ως προς τα πρόσωπα αυτά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 109 έως 114 για τις αμοιβές [ Δείτε κατωτέρω ] .
γ) Προϋποθέσεις για την έγκυρη χορήγηση άδειας από την εταιρεία προς κατάρτιση συναλλαγών με συνδεδεμένα πρόσωπα ( άρθρο 100 ). Αυτές συνίστανται (σωρευτικώς): (α) στη χορήγηση άδειας από το αρμόδιο εταιρικό όργανο, ( β) στην κατάρτιση έκθεσης αξιολόγησης (fairness opinion) προκειμένου για εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά και γ) στην τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας. [Η ανακοίνωση περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον πληροφορίες: (α) ως προς τη φύση της σχέσης της εταιρείας με το συνδεδεμένο μέρος, (β) την ημερομηνία και την αξία της συναλλαγής, (γ) κάθε άλλη πληροφορία που είναι αναγκαία για να αξιολογηθεί κατά πόσον η συναλλαγή είναι δίκαιη και εύλογη για την εταιρεία και τα πρόσωπα που δεν αποτελούν συνδεδεμένο μέρος, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων μειοψηφίας.]
Ως προς το αρμόδιο εταιρικό όργανο, η παράγραφος 1 προβλέπει ότι η σχετική άδεια χορηγείται κατ’ αρχήν από το Δ.Σ. και έχει διάρκεια ισχύος έξι (6) μήνες ή ένα (1) έτος, επί επαναλαμβανόμενων συμβάσεων με το ίδιο πρόσωπο. Η νέα ρύθμιση διαφοροποιείται από το προϊσχύσαν άρθρο 23α του κ.ν. 2190/1920, σύμφωνα με το οποίο η χορήγηση άδειας επαφίετο αποκλειστικά στη γενική συνέλευση. Αυτό δεν σημαίνει εντούτοις ότι αποκλείεται οποιαδήποτε συμμετοχή της γενικής συνέλευσης στην διαδικασία αδειοδότησης της συναλλαγής της εταιρείας με συνδεδεμένα πρόσωπα.
[Δικαίωμα μειοψηφίας]
Η παράγραφος 3 διαφυλάσσει συναφώς τη δυνατότητα να παραπεμφθεί το θέμα στη Γ.Σ., αν ζητήσει αυτό μειοψηφία του 5% του μετοχικού κεφαλαίου εντός δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης της χορήγησης άδειας από το Δ.Σ. ή όταν η λήψη απόφασης από το τελευταίο είναι αδύνατη, π.χ. λόγω σύγκρουσης συμφερόντων των περισσότερων μελών του (παράγραφος 3 του άρθρου 97). Παρέχεται μάλιστα η δυνατότητα καταστατικής πρόβλεψης ότι το δικαίωμα αυτό το έχει μικρότερη μειοψηφία, όχι κατώτερη του 1%.
Η παράγραφος 4 συμπληρώνει με τη σειρά της το περιεχόμενο της παραγράφου 3 ρυθμίζοντας την περίπτωση κατά την οποία το Δ.Σ. προέβη στη σύναψη της σύμβασης με συνδεδεμένο πρόσωπο χωρίς να λάβει προηγουμένως την άδεια της Γ.Σ. για τη συγκεκριμένη συναλλαγή (π.χ. πριν από την παρέλευση της δεκαήμερης προθεσμίας της παραγράφου 3 ή μετά την παρέλευση της δεκαήμερης προθεσμίας και πριν από τη συνεδρίαση της Γ.Σ.). Στην περίπτωση αυτή, η χορήγηση της άδειας με μεταγενέστερη απόφαση της γενικής συνέλευσης ματαιώνεται, εάν αντιταχθεί σε αυτήν το 1/20 του εκπροσωπούμενου στη σχετική συνέλευση μετοχικού κεφαλαίου (και εδώ το καταστατικό μπορεί να μειώσει το ποσοστό μέχρι το 1%). Η παράγραφος 5 αναφέρεται στη διαδικασία χορήγησης της άδειας από τη γενική συνέλευση και εισάγει τον περιορισμό ότι η απόφαση για την χορήγηση άδειας λαμβάνεται άνευ συμμετοχής του ενδιαφερόμενου μετόχου, δηλαδή του μετόχου τον οποίον αφορά η συναλλαγή. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη συνάδει με το άρθρο 9γ παρ. 4 ης Οδηγίας 2007/36/EK, όπως αυτό εισήχθη δυνάμει της Οδηγίας 2017/828/ΕΕ. Τέλος, η παράγραφος 6 αναφέρεται στο ενδεχόμενο της τροποποίησης της καταρτισθείσας συναλλαγής με το συνδεδεμένο πρόσωπο και καθορίζει συναφώς το αρμόδιο για τη χορήγηση άδειας στην περίπτωση αυτή εταιρικό όργανο.
δ) Η διάταξη του άρθρου 101 αναφέρεται στην έκθεση αξιολόγησης (fairness opinion) ) με αντικείμενο τον δίκαιο και εύλογο χαρακτήρα της συναλλαγής της εταιρείας με το συνδεδεμένο πρόσωπο και στη δημοσιότητα των συναλλαγών αυτών της εταιρείας. Η νέα ρύθμιση διαφοροποιείται από εκείνη του άρθρου 23α του κ.ν. 2190/1920, υπό την έννοια ότι: α) καθιστά (για τις εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά) υποχρεωτική την λήψη έκθεσης αξιολόγησης και β) προβλέπει γενικευμένη δημοσιότητα της απόφασης του Δ.Σ. ή, κατά περίπτωση, της γενικής συνέλευσης που χορηγεί άδεια για την κατάρτιση μίας τέτοιας συναλλαγής.
Προσοχή:
Σύμφωνα με το άρθρο 100, παρ. 5, «Στην περίπτωση που η συναλλαγή αφορά μέτοχο της εταιρείας, ο συγκεκριμένος μέτοχος δεν μετέχει στην ψηφοφορία της γενικής συνέλευσης και δεν υπολογίζεται για το σχηματισμό της απαρτίας και της πλειοψηφίας. Ομοίως δεν μετέχουν στην ψηφοφορία άλλοι μέτοχοι, με τους οποίους ο αντισυμβαλλόμενος συνδέεται με σχέση υπαγόμενη στην παράγραφο 2 του άρθρου 99 », στην περίπτωση που η συναλλαγή αφορά μέτοχο της εταιρίας και το ζήτημα έχει αχθεί ενώπιον της ΓΣ, ο συγκεκριμένος μέτοχος δεν μπορεί να μετάσχει στην ψηφοφορία, έτσι ώστε να μη ματαιωθεί ο σκοπός του νόμου και ο ενδιαφερόμενος μέτοχος εγκρίνει την (ύποπτη) συναλλαγή με τη δική του ψήφο.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 23α ΚΝ 2190/1920 δεν περιείχε απαγόρευση συμμετοχής στην ψηφοφορία της ΓΣ του ενδιαφερόμενου μετόχου.
Σημειώνεται ότι : το άρθρο 23α Κ.Ν 2190/1920 δεν περιείχε απαγόρευση συμμετοχής στην ψηφοφορία της ΓΣ του ενδιαφερόμενου μετόχου.
[«Η απαγόρευση αυτή, συνδυαζόμενη και με τη ρητή θέσπιση αντίστοιχης απαγόρευσης να ψηφίζουν τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου στις συνεδριάσεις του, όταν αυτά έχουν "σύγκρουση συμφερόντων", αναμένεται να επιφέρει τεράστια προβλήματα στη μεγάλη πλειονότητα των εταιριών. Τούτο, διότι η απαγόρευση ψήφου αφορά εξ ορισμού όχι τους μετόχους της μειοψηφίας – η ψήφος των οποίων μικρή αξία είχε έως τώρα, ιδίως όταν υπάρχει μέτοχος πλειοψηφίας με 50,01% ή δύο τρίτα των ψήφων – αλλά κατεξοχήν τους μετόχους της πλειοψηφίας, η ψήφος των οποίων καθόριζε έως σήμερα την κατεύθυνση των εταιρικών πραγμάτων…..( « Σε επικίνδυνες ατραπούς η ανώνυμη εταιρία » , άρθρο του Γεώργιου Μάτσου) - http://www.capital.gr/me-apopsi/3318377/se-epikindunes-atrapous-i-anonumi-etairia ]
Επίσης:
«Φυσικό πρόσωπο το οποίο κατέχει μέρος του μετοχικού κεφαλαίου εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αθηνών ανώνυμης εταιρείας και το οποίο συμμετέχει ως μέλος στο διοικητικό συμβούλιο (ΔΣ), της εν λόγω ανώνυμης εταιρείας δεν μπορεί να έχει δικαίωμα ψήφου στη Γενική Συνέλευση των μετόχων για την ανάθεση του ελέγχου των χρηματοοικονομικών καταστάσεων σε νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο.» ( άρθρο 124, παρ. 8 )
Υπενθύμιση υποχρεώσεων σχετικά με τις Ενδοομιλικές Συναλλαγές
« Ν. 4174/2013, Άρθρο 21. Φάκελος Τεκμηρίωσης : 1. Για τις μεταξύ τους συναλλαγές που εμπίπτουν στο άρθρο 50 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος [1. Νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες όταν πραγματοποιούν συναλλαγές, μία ή περισσότερες, διεθνείς ή και εγχώριες, με συνδεδεμένα πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε. με οικονομικούς ή εμπορικούς όρους διαφορετικούς από εκείνους που θα ίσχυαν μεταξύ μη συνδεδεμένων προσώπων (ανεξάρτητων επιχειρήσεων) ή μεταξύ συνδεδεμένων προσώπων και τρίτων, οποιαδήποτε κέρδη τα οποία χωρίς τους όρους αυτούς θα είχαν πραγματοποιηθεί από το νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, αλλά τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω των διαφορετικών όρων (αρχή των ίσων αποστάσεων) περιλαμβάνονται στα κέρδη του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας μόνον στο βαθμό που δεν μειώνουν το ποσό του καταβλητέου φόρου. ] , καθώς και τη μεταξύ τους μεταφορά λειτουργιών του άρθρου 51 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, τα συνδεδεμένα πρόσωπα κατά την έννοια της περίπτωσης ζ' του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, υποχρεούνται να τηρούν Φάκελο Τεκμηρίωσης. Φάκελο Τεκμηρίωσης υποχρεούνται να τηρούν και οι μόνιμες εγκαταστάσεις αλλοδαπών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, για τις παραπάνω συναλλαγές τους με το κεντρικό ή με τα συνδεδεμένα πρόσωπα του κεντρικού τους στην αλλοδαπή, καθώς και τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες για τις παραπάνω συναλλαγές τους με μόνιμες εγκαταστάσεις που διατηρούν στην αλλοδαπή.
2. Οι υπόχρεοι της παραγράφου 1 απαλλάσσονται από την υποχρέωση τήρησης Φακέλου Τεκμηρίωσης, εφόσον: α) οι παραπάνω συναλλαγές ή μεταφορά λειτουργιών ανέρχονται μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά φορολογικό έτος και αθροιστικώς, όταν ο κύκλος εργασιών του υπόχρεου δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) εκατομμύρια ευρώ ανά φορολογικό έτος, ή β) οι παραπάνω συναλλαγές ή μεταφορά λειτουργιών ανέρχονται μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ ανά φορολογικό έτος και αθροιστικώς, όταν ο κύκλος εργασιών του υπόχρεου υπερβαίνει τα πέντε (5) εκατομμύρια ευρώ ανά φορολογικό έτος. 3. Ο Φάκελος Τεκμηρίωσης, που αποτελείται κατά περίπτωση από το Βασικό Φάκελο Τεκμηρίωσης και τον Ελληνικό Φάκελο Τεκμηρίωσης, καταρτίζεται έως τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και συνοδεύεται από Συνοπτικό Πίνακα Πληροφοριών, ο οποίος υποβάλλεται ηλεκτρονικά στη Φορολογική Διοίκηση μέσα στην ίδια προθεσμία. ……»
28) Αμοιβές Διοικητικού Συμβουλίου ( Άρθρα 109-114)
Με τα άρθρα 109 επ. αναμορφώνεται το καθεστώς αμοιβών του Δ.Σ.
Προσοχή : Το άρθρο 109 περιέχει διατάξεις που αφορούν όλες τις εταιρίες, εισηγμένες ή μη, ενώ τα άρθρα 110-112 αφορούν μόνο τις εισηγμένες.
Άρθρο 110. Πολιτική αποδοχών (Άρθρο 9α της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, Οδηγία 2017/828/ΕΕ)
Αρθρο 111. Περιεχόμενο της πολιτικής αποδοχών (Άρθρο 9α της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, Οδηγία 2017/828/ΕΕ)
Άρθρο 112. Έκθεση αποδοχών (Άρθρο 9β της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ, Οδηγία 2017/828/ΕΕ)
Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δικαιούνται να λάβουν αμοιβή ή άλλες παροχές, σύμφωνα με το νόμο και τα οριζόμενα στο καταστατικό και, κατά περίπτωση, την πολιτική αποδοχών της εταιρείας.
Αμοιβή ή παροχή που χορηγείται σε μέλος του διοικητικού συμβουλίου και δεν ρυθμίζεται στο νόμο και το καταστατικό βαρύνει την εταιρεία, μόνο αν εγκριθεί με ειδική απόφαση της γενικής συνέλευσης.
Αμοιβή συνιστάμενη σε συμμετοχή στα κέρδη της χρήσεως παρέχεται μόνον αν αυτό προβλέπεται στο καταστατικό. Το ύψος της ανωτέρω αμοιβής προσδιορίζεται με απόφαση της γενικής συνέλευσης, η οποία αποφασίζει με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Αμοιβή χορηγούμενη από τα κέρδη της χρήσεως λαμβάνεται από το υπόλοιπο των καθαρών κερδών που απομένει μετά την αφαίρεση των νόμιμων κρατήσεων για τακτικό αποθεματικό και τη διανομή του ελάχιστου μερίσματος υπέρ των μετόχων. Επί εταιρειών με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά η παρούσα παράγραφος ισχύει με την επιφύλαξη των οριζομένων στα άρθρα 110 και 111.
Αμοιβή σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου για υπηρεσίες προς την εταιρεία βάσει ειδικής σχέσης, όπως ενδεικτικώς, από σύμβαση εργασίας, έργου ή εντολής καταβάλλεται με τις προϋποθέσεις των άρθρων 99 έως 101.
Η γενική συνέλευση μπορεί να επιτρέψει προκαταβολή αμοιβής για το χρονικό διάστημα μέχρι την επόμενη τακτική γενική συνέλευση. Η προκαταβολή της αμοιβής τελεί υπό την αίρεση της έγκρισής της από την επόμενη τακτική γενική συνέλευση.
Η παράγραφος 1 του άρθρου 109 ορίζει το γενικό πλαίσιο χορήγησης αμοιβών ή άλλων παροχών στα μέλη του Δ.Σ. Η παράγραφος 2 ορίζει τις προϋποθέσεις για την χορήγηση αμοιβής στα μέλη του Δ.Σ., συνιστάμενης σε συμμετοχή στα κέρδη της χρήσης. Η παράγραφος 3 αναφέρεται σε αμοιβές σε μέλη του Δ.Σ. για υπηρεσίες προς την εταιρεία βάσει ειδικής σχέσεως. Τέτοιου είδους αμοιβές καταβάλλονται υπό τους όρους του άρθρου 99. Οι διατάξεις των άρθρων 109 επ. (όπως άλλωστε και εκείνες του άρθρου 99) δεν ισχύουν προκειμένου περί αποζημιώσεων και δαπανών που καταβάλλονται δυνάμει κατά νόμο εγκεκριμένης, όπου απαιτείται, έννομης σχέσης (π.χ. δαπάνες στο πλαίσιο εργασίας ή εντολής) ή/και προβλέπονται εκ του νόμου (π.χ. ΑΚ 723), όπως άλλωστε ισχύει και σήμερα, κατά πάγια θέση της νομολογίας. Η παράγραφος 4 ρυθμίζει το ζήτημα της προκαταβολής αμοιβών στα μέλη του Δ.Σ. Τέλος, η παράγραφος 5 ρυθμίζει τη διαδικασία του δικαστικού ελέγχου του υπέρογκου της αμοιβής ή παροχής που καταβλήθηκε ή αποφασίσθηκε να καταβληθεί σε συγκεκριμένο μέλος του Δ.Σ. «αμοιβή ή παροχή που καταβλήθηκε ή αποφασίστηκε να καταβληθεί σε συγκεκριμένο μέλος του διοικητικού συμβουλίου κατά τα ανωτέρω, μπορεί να μειωθεί από το δικαστήριο αν, με τις υφιστάμενες συνθήκες, είναι κατά εύλογη κρίση υπέρογκη και αντιτάχθηκαν στην απόφαση αυτή μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα δέκατο (1/10) του κεφαλαίου. Η αίτηση προς το δικαστήριο υποβάλλεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έγκριση της γενικής συνέλευσης από μετόχους που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του μετοχικού κεφαλαίου και αντιτάχθηκαν στην απόφαση αυτή. Το δικαστήριο εκδικάζει την ανωτέρω αίτηση κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και αποφαίνεται λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, τις αρμοδιότητες και τις ευθύνες του συμβούλου, τις προσπάθειες που έχει καταβάλει, το επίπεδο αντίστοιχων αμοιβών των συμβούλων σε άλλες παρόμοιες εταιρείες, και την κατάσταση, την απόδοση και τις προοπτικές της εταιρείας.»
Δηλαδή:
ΕΙΔΟΣ ΑΜΟΙΒΗΣ Ή ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΜΕΛΩΝ Δ.Σ και ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΜΕ "ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ'' |
ΑΡΜΟΔΙΟ ΟΡΓΑΝΟ |
Αμοιβή ή άλλες παροχές, σύμφωνα με το νόμο και τα οριζόμενα στο καταστατικό και, κατά περίπτωση, την πολιτική αποδοχών της εταιρείας |
Αποκλειστική αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης ( Άρθρο 117) |
Αμοιβή ή παροχή που χορηγείται σε μέλος του διοικητικού συμβουλίου και δεν ρυθμίζεται στο νόμο και το καταστατικό |
Αποκλειστική αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης ( Άρθρο 117) |
Αμοιβή συνιστάμενη σε συμμετοχή στα κέρδη της χρήσεως |
Αποκλειστική αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης ( Άρθρο 117) - Μόνο αν αυτό προβλέπεται στο καταστατικό |
Αμοιβή σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου για υπηρεσίες προς την εταιρεία βάσει ειδικής σχέσης, όπως ενδεικτικώς, από σύμβαση εργασίας, έργου ή εντολής |
Αποκλειστική αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης ( Άρθρο 117) -Καταβάλλεται με τις προϋποθέσεις των άρθρων 99 έως 101. |
Προκαταβολή αμοιβής για το χρονικό διάστημα μέχρι την επόμενη τακτική γενική συνέλευση |
Αποκλειστική αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης ( Άρθρο 117) |
Αποζημιώσεις και δαπάνες που καταβάλλονται δυνάμει κατά νόμο εγκεκριμένης, όπου απαιτείται, έννομης σχέσης (π.χ. δαπάνες στο πλαίσιο εργασίας ή εντολής) ή/και προβλέπονται εκ του νόμου (π.χ. ΑΚ 723), |
Οι διατάξεις των άρθρων 109 επ. (όπως άλλωστε και εκείνες του άρθρου 99) δεν ισχύουν όπως άλλωστε ισχύει και σήμερα, κατά πάγια θέση της νομολογίας. (Αιτιολογική ) |
Συμβάσεις της εταιρείας με ''Συνδεδεμένα πρόσωπα'' |
Ειδική άδεια παρεχόμενη με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ή, με τους όρους του άρθρου 100, της γενικής συνέλευσης των μετόχων. |
29) Μονομελές Διοικητικό Όργανο ( «Μονοπροσωπο Δ.Σ » ) - ( Άρθρο 115 )
Το Δ.Σ., που καταρχήν πρέπει να είναι τουλάχιστον τριμελές, μπορεί εφεξής για τις «μικρές» και «πολύ μικρές» εταιρείας να είναι και μονομελές.
Αντί διοικητικού συμβουλίου, το καταστατικό μπορεί να προβλέπει το διορισμό μονομελούς διοικητικού οργάνου (σύμβουλος-διαχειριστής), εκλεγόμενου από τη γενική συνέλευση. Ο σύμβουλος-διαχειριστής είναι πάντοτε φυσικό πρόσωπο. [δεν εφαρμόζεται στις μεγάλες και μεσαίες εταιρείες, ούτε σε εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά.]
Επισήμανση:
Η θέσπιση του μονομελούς διοικητικού συμβουλίου για τις μικρές και πολύ μικρές ανώνυμες εταιρείες, μπορεί να επιφέρει σημαντική μείωση των ασφαλιστικών επιβαρύνσεων για τις «οικογενειακές» Α.Ε., καθώς υπόχρεοι σε ασφάλιση είναι τα μέλη του Δ.Σ. οι οποίοι είναι μέτοχοι κατά ποσοστό 3% τουλάχιστον .
30) «Εκτελεστική Επιτροπή» ( Άρθρο 87 )
Με διάταξη του καταστατικού ή με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, εφόσον το καταστατικό το επιτρέπει, μπορεί επίσης να συγκροτείται εκτελεστική επιτροπή και να ανατίθενται σ’ αυτήν ορισμένες εξουσίες ή καθήκοντα του διοικητικού συμβουλίου.
31) Γενική Συνέλευση ( Άρθρα 116 - 140 )
Η Γ.Σ είναι «το ανώτατο όργανο της εταιρίας».
α) Τρόποι Διενέργειας Γ.Σ
Το άρθρο 118 παρουσιάζει τους τρόπους με τους οποίους οι μέτοχοι λαμβάνουν αποφάσεις. Εκτός από την απόφαση σε συνεδρίαση της Γ.Σ. και το πρακτικό «διά περιφοράς», εισάγεται τρίτη δυνατότητα λήψης αποφάσεων από τη γενική συνέλευση, δηλ. η διαδικασία Γ.Σ. χωρίς συνεδρίαση. Δηλαδή :
(1 ) Η «κλασική » ΓΣ,
(2) πρακτικό «δια περιφοράς», που συντάσσεται και υπογράφεται σύμφωνα με το άρθρο 136. [Διατηρείται η δυνατότητα που προβλεπόταν για τη σύνταξη πρακτικού «διά περιφοράς» με ισχύ απόφασης. Προστίθεται όμως ότι δεν απαιτείται ομόφωνη απόφαση, αλλά σύμπραξη όλων των μετόχων, που συμφωνούν να ληφθεί η απόφαση με τον τρόπο αυτό, ενώ επιτρέπεται ρητά οι υπογραφές των μετόχων ή των αντιπροσώπων τους να αντικαθίστανται με ανταλλαγή μηνυμάτων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e mail) ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα, αν τούτο προβλέπεται στο καταστατικό.]
(3) Ψηφοφορία που λαμβάνει χώρα χωρίς συνεδρίαση, σύμφωνα με το άρθρο 135.
[ Το Δ.Σ. προτείνει τη λήψη μιας απόφασης και οι μέτοχοι απαντούν ηλεκτρονικά. Ζήτημα απαρτίας δεν υπάρχει, διότι η πρόταση απευθύνεται σε όλους τους μετόχους. Ο νέος τρόπος λήψης αποφάσεων εφαρμόζεται μόνο στις μη εισηγμένες εταιρείες και μόνο αν το καταστατικό την προβλέπει, ενώ μειοψηφία του 1/5 του κεφαλαίου μπορεί να αντιταχθεί στη λήψη απόφασης με τη διαδικασία αυτή.]
β) Τόπος όπου λαμβάνει χώρα η Γ.Σ.
Με τη ρύθμιση της παραγράφου 3 του άρθρου 120, εισάγεται για μη εισηγμένες εταιρείες η δυνατότητα εξ ολοκλήρου διεξαγωγής της συνέλευσης με ηλεκτρονικά μέσα (virtual meeting) και όχι σε ορισμένο τόπο.
γ) Δημοσίευση της πρόσκλησης της Γ.Σ. και Δικαίωμα ατομικής πληροφόρησης
Το άρθρο 122 αφορά τη δημοσίευση της πρόσκλησης της Γ.Σ. Ορίζονται η προθεσμία (20ήμερη, παράγραφος 1) και ο τρόπος δημοσιότητας (διά του Γ.Ε.ΜΗ., παράγραφοι 2 και 3), ανάλογα με το αν πρόκειται για εταιρείες εισηγμένες ή μη και υπό την επιφύλαξη ειδικότερης διάταξης.
Με την παράγραφο 4 εισάγεται δικαίωμα κάθε μετόχου σε εταιρείες με μετοχές μη εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά να ζητεί από την εταιρεία ατομική πληροφόρηση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) για επικείμενες γενικές συνελεύσεις και μάλιστα να τη λαμβάνει τουλάχιστον 10 ημέρες πριν από την ημέρα της συνεδρίασης. Καταργείται επίσης η υποβολή του πρακτικού της Γ.Σ. στην Διοίκηση. Και αν μεν πρόκειται για σημαντικές αποφάσεις, οι οποίες υπόκεινται σε καταχώριση, η τελευταία θα πρέπει να γίνει ούτως ή άλλως με υποβολή της απόφασης στο Γ.Ε.ΜΗ.
δ) Ενημέρωση των μετόχων πριν από τη Γ.Σ.
Με το άρθρο 123 ρυθμίζεται ειδικώς το ζήτημα της ενημέρωσης των μετόχων πριν από τη Γ.Σ..[ Δέκα (10) ημέρες πριν από την τακτική γενική συνέλευση, η εταιρεία θέτει στη διάθεση των μετόχων της τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της, καθώς και τις σχετικές εκθέσεις του διοικητικού συμβουλίου και των ελεγκτών.] Επεκτείνονται οι υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών στους μετόχους από τη δημοσίευση της πρόσκλησης και για τις μη εισηγμένες εταιρείες, πλην της υποχρέωσης ανάρτησης σχεδίων αποφάσεων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών δημιουργεί ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου και μάλιστα άμεση, έναντι των μετόχων, στο μέτρο που προέκυψε ζημία για τους τελευταίους, δεν επηρεάζεται όμως το κύρος των αποφάσεων που έλαβε η Γ.Σ.
ε) Δικαιούμενοι συμμετοχής στη γενική συνέλευση
Με το άρθρο 124 καταργείται ο θεσμός της δέσμευσης μετοχών και η διαδικασία προηγούμενης ενημέρωσης της εταιρείας για τη συμμετοχή μετόχου στη γενική συνέλευση συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης κατάρτισης πίνακα μετόχων δικαιούμενων συμμετοχής στη Γ.Σ. από το Δ.Σ.. Πλέον κανόνες προηγούμενης κατάθεσης μετοχών, δέσμευσης ή προηγούμενης κατάθεσης εγγράφων αντιπροσώπευσης και κατάρτισης πίνακα μετόχων δύνανται να προβλέπονται μόνο ως καταστατικές επιλογές. Αντ’ αυτού η νομιμοποίηση των μετόχων γίνεται με κάθε πρόσφορο μέσο κατά την ημέρα διεξαγωγής της Γ.Σ., καθώς η τεχνολογική εξέλιξη επιτρέπει την ταχύτερη και αμεσότερη ταυτοποίηση των μετόχων.
στ) Συμμετοχή στην Γ.Σ από απόσταση
Με τα άρθρα 125 «Συμμετοχή στη γενική συνέλευση από απόσταση σε πραγματικό χρόνο» και 126 «Συμμετοχή στη γενική συνέλευση με επιστολική ψήφο» συστηματοποιούνται οι διατάξεις περί συμμετοχής στη γενικής συνέλευση από απόσταση τόσο για τις εισηγμένες όσο και για τις μη εισηγμένες εταιρείες. Η συμμετοχή από απόσταση διακρίνεται σε συμμετοχή από απόσταση πριν από τη Γ.Σ. (επιστολική ψήφος) η οποία μπορεί να είναι και ηλεκτρονική, και κατά τη διάρκεια αυτής (τηλεδιάσκεψη).
ζ) Είδη Γενικής Συνέλευσης – Προθεσμίες ( Άρθρο 119)
Η τακτική Γ.Σ ( λαμβάνει αποφάσεις για την έγκριση των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων και την εκλογή ελεγκτών) πρέπει να συνέλθει υποχρεωτικά μια φορά το χρόνο το αργότερο έως την 10η ημέρα του ενάτου μήνα μετά τη λήξη της εταιρικής χρήσης (μέχρι την 10η Σεπτεμβρίου, για τις Α.Ε, που η Χρήση λήγει 31 Δεκεμβρίου).
Υπόψη πάντως και ότι κατά την παράλληλη διάταξη του άρθρου 6 § 3 Ν. 4308/2014 « 3. Η κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της περιόδου ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρόνο από:
α) έξι μήνες από τη λήξη της περιόδου ή
β) το χρονικό όριο που επιτρέπει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που τίθενται από τη φορολογική ή άλλη νομοθεσία της χώρας»
Έκτακτη ΓΣ είναι κάθε συνέλευση που δεν είναι τακτική.
Η γενική συνέλευση που συγκαλείται για να τροποποιήσει το καταστατικό ή να λάβει αποφάσεις, για τις οποίες απαιτείται αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (καταστατική γενική συνέλευση), μπορεί να είναι τακτική ή έκτακτη.
η) Παράσταση στην Γενική Συνέλευση
Στη γενική συνέλευση δικαιούνται να παρίστανται και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και οι ελεγκτές της εταιρείας.
Ο πρόεδρος της γενικής συνέλευσης μπορεί με ευθύνη του να επιτρέψει την παρουσία στη συνέλευση και άλλων προσώπων, που δεν έχουν μετοχική ιδιότητα ή δεν είναι εκπρόσωποι μετόχων, στο μέτρο που τούτο δεν αντιτίθεται στο εταιρικό συμφέρον. Τα πρόσωπα αυτά δεν θεωρείται ότι μετέχουν στη συνέλευση για μόνο το λόγο ότι έλαβαν το λόγο για λογαριασμό παριστάμενου μετόχου ή ύστερα από πρόσκληση του προέδρου.
θ) Πρακτικά συνεδριάσεων της γενικής συνέλευσης (Άρθρο 134. )
Οι συζητήσεις και αποφάσεις που λαμβάνονται κατά τη γενική συνέλευση καταχωρίζονται σε περίληψη σε ειδικό βιβλίο πρακτικών. Στο ίδιο βιβλίο καταχωρίζεται και κατάλογος των μετόχων που παραστάθηκαν ή αντιπροσωπεύθηκαν στη γενική συνέλευση.
Με αίτηση μετόχου ο πρόεδρος της γενικής συνέλευσης υποχρεούται να καταχωρίσει στα πρακτικά περίληψη της γνώμης του. Ο πρόεδρος της γενικής συνέλευσης δικαιούται να αρνηθεί την καταχώριση γνώμης, αν αυτή αναφέρεται σε ζητήματα προφανώς εκτός ημερήσιας διάταξης ή το περιεχόμενό της αντίκειται καταφανώς στα χρηστά ήθη ή το νόμο.
Αντίγραφα πρακτικών συνεδριάσεων της γενικής συνέλευσης υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 93.
Η εταιρεία υποχρεούται να χορηγεί στους μετόχους της αντίγραφα πρακτικών γενικών συνελεύσεων ύστερα από αίτησή τους. Οι μέτοχοι στους οποίους η εταιρεία αρνείται να χορηγήσει αντίγραφα των πρακτικών γενικής συνέλευσης, στην οποία παρέστησαν αυτοπροσώπως ή με νόμιμα εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, μπορούν να απευθυνθούν στην αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ., όπου τηρείται ο φάκελος της εταιρείας, η οποία υποχρεούται να τους χορηγήσει τα αντίγραφα αυτά, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3419/2005, εφόσον πρόκειται για πράξεις που καταχωρούνται στο Γ.Ε.ΜΗ.. Οι τρίτοι που έχουν έννομο συμφέρον και οι μη παραστάντες στη γενική συνέλευση μέτοχοι μπορούν να λάβουν αντίγραφα των πρακτικών της γενικής συνέλευσης από το Γ.Ε.ΜΗ., σε περίπτωση δε άρνησης αυτού, να χορηγήσει το πρακτικό ύστερα από σχετική εισαγγελική παραγγελία.
ι) Αποκλειστική αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης
Η γενική συνέλευση είναι μόνη αρμόδια να αποφασίζει για:
(α) Τροποποιήσεις του καταστατικού. Ως τροποποιήσεις θεωρούνται και οι αυξήσεις, τακτικές ή έκτακτες, και οι μειώσεις του κεφαλαίου. [ Εξαιρούνται : Αυξήσεις κεφαλαίου ή πράξεις αναπροσαρμογής του κεφαλαίου που ρητά ανατίθενται από το νόμο ή το καταστατικό στο διοικητικό συμβούλιο, καθώς και αυξήσεις που επιβάλλονται από διατάξεις άλλων νόμων και Η τροποποίηση ή η προσαρμογή διατάξεων του καταστατικού από το διοικητικό συμβούλιο στις περιπτώσεις που ορίζει τούτο ρητά ο νόμος.]
(β) Εκλογή μελών του διοικητικού συμβουλίου και ελεγκτών. [Εξαιρούνται : Ο διορισμός με το καταστατικό του πρώτου διοικητικού συμβουλίου και η εκλογή κατά το καταστατικό, σύμφωνα με το άρθρο 82, συμβούλων σε αντικατάσταση παραιτηθέντων, αποθανόντων ή απωλεσάντων την ιδιότητά τους με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. ]
(γ) Την έγκριση της συνολικής διαχείρισης κατά το άρθρο 108 και την απαλλαγή των ελεγκτών.
(δ) Έγκριση των ετήσιων και των τυχόν ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
(ε) Διάθεση των ετήσιων κερδών. [Εξαιρούνται : Η δυνατότητα διανομής προσωρινών μερισμάτων κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 162 και Η δυνατότητα διανομής κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 162 κερδών ή προαιρετικών αποθεματικών μέσα στην τρέχουσα εταιρική χρήση με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, υποκείμενη σε δημοσίευση.]
(στ) Την έγκριση παροχής αμοιβών ή προκαταβολής αμοιβών κατά το άρθρο 109.
(ζ) Επί εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά εταιρειών, την έγκριση της πολιτικής αποδοχών του άρθρου 110 και της έκθεσης αποδοχών του άρθρου 112,
(η) Συγχώνευση, διάσπαση, μετατροπή, αναβίωση, παράταση της διάρκειας ή λύση της εταιρείας [ Εξαιρείται : Η απορρόφηση κατά τα άρθρα 78 και 78α του κ.ν. 2190/1920 ανώνυμης εταιρείας από άλλη ανώνυμη εταιρεία που κατέχει το εκατό τοις εκατό (100%) ή το ενενήντα τοις εκατό (90%) ή περισσότερο των μετοχών της. ] και
(θ) Διορισμό εκκαθαριστών.
ια) Απαρτία και πλειοψηφία
«Απλή» απαρτία
Η γενική συνέλευση βρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα επί των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης, όταν παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται σε αυτήν μέτοχοι εκπροσωπούντες το ένα πέμπτο (1/5) τουλάχιστον του καταβεβλημένου κεφαλαίου.
Αν δεν επιτευχθεί η απαρτία αυτή, η γενική συνέλευση συνέρχεται εκ νέου μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη χρονολογία της ματαιωθείσας συνεδρίασης, ύστερα από πρόσκληση προ δέκα (10) τουλάχιστον πλήρων ημερών. Στην επαναληπτική αυτή συνεδρίαση η γενική συνέλευση βρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα επί των θεμάτων της αρχικής ημερησίας διάταξης, οσοδήποτε και αν είναι το εκπροσωπούμενο σε αυτήν τμήμα του καταβεβλημένου κεφαλαίου.
«Ενισχυμένη » απαρτία
Κατ’ εξαίρεση, προκειμένου για αποφάσεις που αφορούν τη μεταβολή της εθνικότητας της εταιρείας, τη μεταβολή του αντικειμένου της επιχείρησης αυτής, την επαύξηση των υποχρεώσεων των μετόχων, την τακτική αύξηση του κεφαλαίου, εκτός αν επιβάλλεται από το νόμο ή γίνεται με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών, τη μείωση του κεφαλαίου, εκτός αν γίνεται, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 21 ή την παράγραφο 6 του άρθρου 49, τη μεταβολή του τρόπου διάθεσης των κερδών, τη συγχώνευση, διάσπαση, μετατροπή, αναβίωση, παράταση της διάρκειας ή διάλυση της εταιρείας, την παροχή ή ανανέωση εξουσίας προς το διοικητικό συμβούλιο για αύξηση του κεφαλαίου, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 24, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση που ορίζεται στο νόμο ότι η γενική συνέλευση αποφασίζει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, η συνέλευση βρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα επί των θεμάτων της αρχικής ημερήσιας διάταξης, όταν παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται σε αυτήν μέτοχοι εκπροσωπούντες το ήμισυ (1/2) του καταβεβλημένου κεφαλαίου.
Στην περίππτωση της προηγούμενης παραγράφου, αν δεν επιτευχθεί η απαρτία του τελευταίου εδαφίου, η γενική συνέλευση προσκαλείται και συνέρχεται εκ νέου, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, βρίσκεται δε σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα επί των θεμάτων της αρχικής ημερήσιας διάταξης, όταν παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται σε αυτήν μέτοχοι εκπροσωπούντες το ένα τρίτο (1/3) τουλάχιστον του καταβεβλημένου κεφαλαίου.
ΠΡΟΣΟΧΗ
Το καταστατικό μπορεί να ορίζει για όλα ή συγκεκριμένα θέματα μεγαλύτερα ποσοστά απαρτίας από τα προβλεπόμενα. Η προβλεπόμενη από το καταστατικό απαρτία για τα θέματα της «Απλής» απαρτίας, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο τρίτα (2/3) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου.
«Απλή» Πλειοψηφία
Οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των εκπροσωπούμενων σε αυτή ψήφων.
«Ενισχυμένη » Πλειοψηφία
Κατ’ εξαίρεση, οι αποφάσεις που προβλέπονται «Ενισχυμένη » απαρτία, λαμβάνονται με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των ψήφων που εκπροσωπούνται στη συνέλευση.
ΠΡΟΣΟΧΗ
Το καταστατικό μπορεί να ορίζει ότι για όλες ή συγκεκριμένες αποφάσεις να απαιτούνται μεγαλύτερα ποσοστά από αυτά που προβλέπονται στο Νόμο.
Στον επόμενο πίνακα εμφανίζονται συνοπτικά τα ανωτέρω:
Απαρτία |
Πρώτη Γ.Σ |
Επαναληπτική Γ.Σ |
«Απλή» απαρτία - Ελάχιστη |
20,00% |
Μία μετοχή |
«Ενισχυμένη » απαρτία - Ελάχιστη (*) |
50,00% |
33,33% |
(*)Εταιρείες με εισηγμένες μετοχές, ή όταν πρόκειται να ληφθεί απόφαση για αύξηση κεφαλαίου |
|
20,00% |
Πλειοψηφία |
Πρώτη Γ.Σ |
Επαναληπτική Γ.Σ |
«Απλή» Πλειοψηφία - Επί των παρόντων |
50,00% |
50,00% |
«Ενισχυμένη »Πλειοψηφία - Επί των παρόντων |
66,67% |
66,67% |
32) Δικαιώματα Μειοψηφίας – Ενώσεις μετοχών ( Άρθρα 141- 144)
α) Το άρθρο 141 για τα δικαιώματα μειοψηφίας (συλλογικά και ατομικά) ακολουθεί καταρχήν το άρθρο 39 του κ.ν. 2190/1920, με ορισμένες όμως τροποποιήσεις.
Η παράγραφος 1 προβλέπει το δικαίωμα της μειοψηφίας να ζητήσει τη σύγκληση έκτακτης Γ.Σ.. Η διάταξη ακολουθεί την προηγούμενη διαδικασία με δύο τροποποιήσεις: Ορίζεται ρητά αφενός ότι η τυχόν απόφαση του δικαστηρίου που παρέχει την άδεια σύγκλησης δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, ώστε να αποφευχθεί η άποψη που διατυπώθηκε ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν, οπότε το δικαίωμα της μειοψηφίας πρακτικά ματαιώνεται, και αφετέρου ότι το Δ.Σ. μπορεί να επιλέξει να ακολουθήσει τη διαδικασία του άρθρου 135, εκτός αν οι αιτούντες μέτοχοι έχουν ζητήσει τη σύγκληση Γ.Σ. κατά τις γενικές διατάξεις.
Στην παράγραφο 7 τίθεται ποσοστό 1/10 αντί 1/5 για την πληροφόρηση για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων.
Με την παράγραφο 10 προστίθεται ένα νέο ατομικό μετοχικό δικαίωμα πληροφόρησης (για μη εισηγμένες εταιρείες), που θα είναι χρήσιμο προκειμένου ο μέτοχος να γνωρίζει ποια είναι ακριβώς η θέση του στην εταιρεία. Η πληροφορία αυτή μπορεί να είναι απαραίτητη όχι μόνο για την άσκηση των δικαιωμάτων του, αλλά και σε περίπτωση εκποίησης των μετοχών του, ώστε ο αγοραστής να μπορεί ευχερώς να διαπιστώσει τι αγοράζει. Ακόμη, με την παράγραφο 11 εισάγεται καταστατική δυνατότητα για την πρόβλεψη ατομικού δικαιώματος πληροφόρησης των μετόχων, όσον αφορά τα πρόσωπα που συμμετέχουν στο κεφάλαιο της Α.Ε., με παράλληλη ευχέρεια της τελευταίας να μη συμπεριλάβει στο σχετικό πίνακα μετόχους που κατέχουν λιγότερο από 1% του κεφαλαίου.
β) Άρθρα 142 και 143 (έκτακτος έλεγχος): Η βασική ρυθμιστική δομή και λειτουργία του έκτακτου ελέγχου διατηρείται. Λόγω της κατάργησης της διοικητικής εποπτείας δεν επαναλαμβάνεται ότι ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης μπορεί να ζητήσει τον έκτακτο έλεγχο, ενώ παραμένει η αρμοδιότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τις εισηγμένες εταιρείες.
Δικαίωμα να ζητήσουν έκτακτο έλεγχο της εταιρείας από το δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχουν: α) Μέτοχοι της εταιρείας που αντιπροσωπεύουν το ένα εικοστό (1/20) τουλάχιστον του καταβεβλημένου κεφαλαίου. β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, Ο έλεγχος αυτός διατάσσεται, αν πιθανολογούνται πράξεις που παραβιάζουν διατάξεις του νόμου ή του καταστατικού της εταιρείας ή αποφάσεις της γενικής συνέλευσης. Σε κάθε περίπτωση, η αίτηση ελέγχου πρέπει να υποβάλλεται μέσα σε τρία (3) έτη από την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της χρήσης, εντός της οποίας τελέστηκαν οι καταγγελλόμενες πράξεις.
Μέτοχοι της εταιρείας, που εκπροσωπούν το ένα πέμπτο (1/5) του καταβεβλημένου κεφαλαίου, δικαιούνται να ζητήσουν από το δικαστήριο τον έλεγχο της εταιρείας, εφόσον από την όλη πορεία αυτής, αλλά και με βάση συγκεκριμένες ενδείξεις, καθίσταται πιστευτό ότι η διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διαχείριση. Το καταστατικό μπορεί να μειώσει, όχι όμως πέραν του μισού, το ποσοστό του καταβεβλημένου κεφαλαίου που απαιτείται για την άσκηση του δικαιώματος της παρούσας παραγράφου.
γ) [ ΕΝΩΣΕΙΣ ΜΕΤΟΧΩΝ ] Με τις διατάξεις του άρθρου 144 εισάγεται στο ελληνικό δίκαιο η δυνατότητα σύστασης ενώσεων μετόχων, που, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, μπορούν να ασκήσουν, στο δικό τους όνομα αλλά για λογαριασμό των μελών τους, τα δικαιώματα μειοψηφίας τούτων. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται η άσκηση των μετοχικών δικαιωμάτων και ο έλεγχος της εταιρικής διοίκησης. Μια παραπέρα διευκόλυνση μπορεί να είναι η οργάνωση διαδικτυακού forum μετόχων (Aktionärsforum), ώστε οι μέτοχοι να μπορούν μέσω αυτού να συνεννοούνται επωνύμως για την άσκηση των δικαιωμάτων τους στην προσεχή Γ.Σ. (έτσι π.χ. και στη Γερμανία, παράγραφος 127α AktG). Οι λεπτομέρειες της ρύθμισης πρέπει να ορίζονται στο καταστατικό της ένωσης, ενώ προβλέπεται η έκδοση σχετικού προεδρικού διατάγματος για τον τρόπο λειτουργίας των ενώσεων αυτών.
●●●
« Αριθμ. πρωτ.: 66341/20-6-2018. Δικαιώματα μειοψηφίας με τον νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρίες - ΘΕΜΑ: «Η με αριθ. πρωτ. 6312/30-05-2018 Ερώτηση του Βουλευτή κου Νικολόπουλου Νικόλαου»
…Συγκεκριμένα, στο όγδοο κεφάλαιο του ν.4548/2018 προσδιορίζοντα τα δικαιώματα μειοψηφίας με σαφή τρόπο. Από την αιτιολογική έκθεση του νόμου προκύπτουν τα εξής:
Το άρθρο 141 για τα δικαιώματα μειοψηφίας ακολουθεί καταρχήν το άρθρο 39 του κ.ν. 2190/1920, με ορισμένες τροποποιήσεις. Προβλέπεται το δικαίωμα της μειοψηφίας να ζητήσει τη σύγκληση έκτακτης Γ.Σ .. Η διάταξη ακολουθεί την υφιστάμενη διαδικασία με δύο τροποποιήσεις: Ορίζεται, αφενός, ότι η τυχόν απόφαση του δικαστηρίου που παρέχει την άδεια σύγκλησης δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, ώστε να μη ματαιώνεται πρακτικά το δικαίωμα της μειοψηφίας πρακτικά ματαιώνεται και, αφετέρου, ότι το Δ.Σ. μπορεί να επιλέξει να ακολουθήσει τη διαδικασία του άρθρου 135 (λήψη αποφάσεων με ψηφοφορία χωρίς συνεδρίαση), εκτός αν οι αιτούντες μέτοχοι έχουν ζητήσει τη σύγκληση Γ.Σ. κατά τις γενικές διατάξεις.
Επαναφέρεται η δυνατότητα αναβολής της συνέλευσης, αν η προσθήκη των νέων θεμάτων δε δημοσιευθεί νομίμως. Το δικαίωμα υποβολής σχεδίου αποφάσεων αναμορφώνεται, ώστε να αποδίδει καλύτερα τις διατάξεις της οδηγίας 2007/36/ΕΚ. Στην παράγραφο 6 η προϋπόθεση της «χρησιμότητας» των αιτούμενων πληροφοριών αντικαταστάθηκε με τη «σχετικότητα», για ορθότερη ενσωμάτωση της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ ( άρθρο 9 παράγραφος 1 ), αλλά και διότι έτσι διευρύνεται το εύρος των πληροφοριών που μπορούν να παρασχεθούν.
Ορίζεται ότι η Γ.Σ. συνέρχεται το αργότερο 20 (αντί των 30 ημερών) μετά την αναβολή, καθώς και ότι η μετά από αναβολή συνεδρίαση της Γ.Σ. αποτελεί συνέχιση της προηγούμενης Γ.Σ. και δεν απαιτείται νέα πρόσκληση.
Είναι, πλέον, δυνατή η συμμετοχή και νέων μετόχων. Ορίζεται για τον ίδιο λόγο, όπως και παραπάνω, για το δικαίωμα σύγκλησης Γ.Σ., ότι η απόφαση που διατάσσει την παροχή πληροφοριών δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Ορίζεται ότι αν σε κάποια περίπτωση η ψηφοφορία πρόκειται να είναι μυστική, μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου μπορούν να ζητήσουν ονομαστική ψηφοφορία. Προστίθεται ένα νέο ατομικό μετοχικό δικαίωμα πληροφόρησης (για μη εισηγμένες εταιρείες), που θα είναι χρήσιμο ώστε ο μέτοχος να γνωρίζει ποια είναι ακριβώς η θέση του στην εταιρεία.
Η πληροφορία αυτή μπορεί να είναι απαραίτητη όχι μόνο για την άσκηση των δικαιωμάτων του, αλλά και σε περίπτωση εκποίησης των μετοχών του, ώστε ο αγοραστής να μπορεί ευχερώς να διαπιστώσει τι αγοράζει.
Τέλος, εισάγεται καταστατική δυνατότητα για την πρόβλεψη ατομικού δικαιώματος πληροφόρησης των μετόχων, όσον αφορά τα πρόσωπα που συμμετέχουν στο κεφάλαιο της Α.Ε., με παράλληλη ευχέρεια της τελευταίας να μη συμπεριλάβει στο σχετικό πίνακα μετόχους που κατέχουν λιγότερο από 1 % του κεφαλαίου.
Η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να παραβιάζει τις διατάξεις για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η βασική ρυθμιστική δομή και λειτουργία του έκτακτου ελέγχου διατηρείται στα άρθρα 142 και 143. Προβλέπεται ό,τι οι οριζόμενοι ελεγκτές έχουν τα δικαιώματα πληροφόρησης και την υποχρέωση εχεμύθειας που έχουν και οι τακτικοί ελεγκτές, και ορίζεται ότι, μετά την κατάρτισή του, η έκθεση του ελέγχου τίθεται υπόψη των μετόχων στην αμέσως επόμενη Γ.Σ.
Με τις διατάξεις του άρθρου 144 εισάγεται στο ελληνικό δίκαιο η δυνατότητα σύστασης ενώσεων μετόχων, που, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, μπορούν να ασκήσουν, στο δικό τους όνομα αλλά για λογαριασμό των μελών τους, τα δικαιώματα μειοψηφίας τούτων. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται η άσκηση των μετοχικών δικαιωμάτων και ο έλεγχος της εταιρικής διοίκησης. Μια ακόμα διευκόλυνση είναι η οργάνωση διαδικτυακού forum μετόχων (Aktionarsforum), ώστε οι μέτοχοι να μπορούν μέσω αυτού να συνεννοούνται επωνύμως για την άσκηση των δικαιωμάτων τους στην προσεχή Γ.Σ ..
Επιπλέον, όσον αφορά στα άρθρα 45 επ. ρυθμίζεται η δυνατότητα εξαγοράς από τη μειοψηφία και υπογραμμίζεται στις περιπτώσεις αυτές διατηρήθηκαν οι παλιές ρυθμίσεις με ελάχιστες φραστικές μεταβολές και ερμηνευτικές διασαφηνίσεις. Αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, που στις περιπτώσεις των άρθρων 45 και 46 κρίνει κατά την τακτική διαδικασία, ενώ στην περίπτωση του άρθρου 47 με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή στη δικαιοσύνη για την διενέργεια της εν λόγω εξαγοράς μάλλον διασφαλίζει την μειοψηφία των προτιθέμενων να πουλήσουν μετόχων παρά παρακωλύει τις διαδικασίες.
Συμπερασματικά και σε συνδυασμό των ανωτέρω, ο νέος νόμος φαίνεται ότι ενισχύει τα δικαιώματα μειοψηφίας, παρέχοντας περισσότερα εργαλεία για την άσκηση αυτών.»
Στον κατωτέρω πίνακα εμφανίζονται όλα τα δικαιώματα των μετόχων « μειοψηφίας» :
Α/Α |
Είδος δικαιώματος |
Σχετική διάταξη |
Απαιτούμενο ποσοστό |
1 |
Δυνατότητα αντίδρασης σε :Τροποποιήσεις καταστατικού ή λήψη αποφάσεων , για τις οποίες απαιτείται αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (καταστατική γενική συνέλευση) [Το καταστατικό μπορεί να ορίζει ότι για όλες ή συγκεκριμένες αποφάσεις απαιτούνται μεγαλύτερα ποσοστά από αυτά που προβλέπονται από το Νόμο. ] |
Άρθρο 132 |
33,33% |
2 |
Δυνατότητα αντίδρασης σε : Αποφάσεις της γενικής συνέλευσης που λαμβάνονται χωρίς συνεδρίαση. Προϋπόθεση :Μειοψηφία του ενός πέμπτου (1/5) του κεφαλαίου δεν αντιτίθεται στη λήψη απόφασης με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου |
Άρθρο 135 |
20,00% |
3 |
Δυνατότητα αντίδρασης σε : Απόφαση της γενικής συνέλευσης που λήφθηκε με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό, ακυρώνεται από το δικαστήριο. Η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί με αγωγή από οποιονδήποτε μέτοχο, κάτοχο μετοχών που εκπροσωπούν τα 2/100 του κεφαλαίου, αν δεν παρέστη στη συνέλευση ή αντιτάχθηκε στην απόφαση |
Άρθρο 137, παρ. 3 |
2,00% |
4 |
Σε περίπτωση που δεν υπήρξε σύγκληση της γενικής συνέλευσης ή το περιεχόμενο της απόφασής της είναι αντίθετο στο νόμο ή το καταστατικό, η απόφαση είναι άκυρη.Η ακυρότητα μπορεί να προβληθεί από κάθε πρόσωπο, μέτοχο ή τρίτο, που έχει έννομο συμφέρον |
Άρθρο 138, παρ. 4 |
Μία Μετοχή |
5 |
Με αίτηση μετόχων, που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να συγκαλεί έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων. |
Άρθρο 141 παρ. 1 |
5,00% |
6 |
Με αίτηση μετόχων, που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να εγγράψει στην ημερήσια διάταξη γενικής συνέλευσης, που έχει ήδη συγκληθεί, πρόσθετα θέματα |
Άρθρο 141 παρ. 2 |
5,00% |
7 |
Σε εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν σχέδια αποφάσεων για θέματα που περιλαμβάνονται στην αρχική ή την τυχόν αναθεωρημένη ημερήσια διάταξη γενικής συνέλευσης. |
Άρθρο 141 παρ. 3 |
5,00% |
8 |
Με αίτηση μετόχου ή μετόχων που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου, ο πρόεδρος της συνέλευσης υποχρεούται να αναβάλει μία μόνο φορά τη λήψη αποφάσεων από τη γενική συνέλευση, για όλα ή ορισμένα θέματα, ορίζοντας ημέρα συνέχισης της συνεδρίασης, |
Άρθρο 141 παρ. 5 |
5,00% |
9 |
Ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε μετόχου, που υποβάλλεται στην εταιρεία πέντε (5) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη γενική συνέλευση, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να παρέχει στη γενική συνέλευση τις αιτούμενες συγκεκριμένες πληροφορίες για τις υποθέσεις της εταιρείας, στο μέτρο που αυτές είναι σχετικές με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. |
Άρθρο 141 παρ. 6 , περ. 1 |
Μία Μετοχή |
10 |
Με αίτηση μετόχων, που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να ανακοινώνει στη γενική συνέλευση, εφόσον είναι τακτική, τα ποσά που, κατά την τελευταία διετία, καταβλήθηκαν σε κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή τους διευθυντές της εταιρείας, καθώς και κάθε παροχή προς τα πρόσωπα αυτά από οποιαδήποτε αιτία ή σύμβαση της εταιρείας με αυτούς. |
Άρθρο 141 παρ. 6 , περ. 2 |
5,00% |
11 |
Υστερα από αίτηση μετόχων, που εκπροσωπούν το 1/10 του καταβεβλημένου κεφαλαίου , το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να παρέχει στη γενική συνέλευση πληροφορίες για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων και την περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας. |
Άρθρο 141 παρ. 7 |
10,00% |
12 |
Ύστερα από αίτηση μετόχων, που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου κεφαλαίου, η ψηφοφορία σε κάποιο θέμα ή θέματα της ημερήσιας διάταξης ενεργείται με φανερή ψηφοφορία. |
Άρθρο 141 παρ. 6 , περ. 9 |
5,00% |
13 |
Ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε μετόχου, υποβαλλόμενη κατά πάντα χρόνο, το διοικητικό συμβούλιο οφείλει να πληροφορήσει το μέτοχο για το ύψος του κεφαλαίου της εταιρείας, τις κατηγορίες των μετοχών που έχουν εκδοθεί και τον αριθμό των μετοχών κάθε κατηγορίας, |
Άρθρο 141 παρ.10 |
Μία Μετοχή |
14 |
Με την επιφύλαξη των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και με την προϋπόθεση ότι το προβλέπει το καταστατικό, κάθε μέτοχος μπορεί να ζητήσει να του χορηγηθεί πίνακας των μετόχων της εταιρείας, με ένδειξη του ονοματεπωνύμου, της διεύθυνσης και του αριθμού μετοχών κάθε μετόχου. |
Άρθρο 141 παρ.11 |
Μία Μετοχή |
15 |
Δικαίωμα να ζητήσουν έκτακτο έλεγχο της εταιρείας από το δικαστήριο, έχουν: Μέτοχοι της εταιρείας που αντιπροσωπεύουν το (1/20) τουλάχιστον του καταβεβλημένου κεφαλαίου. (αν πιθανολογούνται πράξεις που παραβιάζουν διατάξεις του νόμου ή του καταστατικού της εταιρείας ή αποφάσεις της γενικής συνέλευσης.) |
Άρθρο 142 παρ.1 |
5,00% |
16 |
Μέτοχοι της εταιρείας, που εκπροσωπούν το 1/5 του καταβεβλημένου κεφαλαίου, δικαιούνται να ζητήσουν από το δικαστήριο τον έλεγχο της εταιρείας, εφόσον με βάση συγκεκριμένες ενδείξεις, καθίσταται πιστευτό ότι η διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διαχείριση. |
Άρθρο 142 παρ.3 |
20,00% |
17 |
Ένας ή περισσότεροι μέτοχοι μπορούν, να ζητήσουν με αγωγή από το δικαστήριο την εξαγορά των μετοχών τους από την εταιρεία, αν για τους λόγους αυτούς η παραμονή τους σε αυτήν καθίσταται, κατά τρόπο προφανή, ιδιαίτερα ασύμφορη. |
Άρθρο 45 |
Μία Μετοχή |
18 |
Αν ένας μέτοχος απέκτησε μετά την ίδρυση της εταιρείας και διατηρεί τουλάχιστον το 95% του κεφαλαίου της [ μαζί με τα "Συνδεδεμένα μέρη" ], ένας ή περισσότεροι από τους λοιπούς μετόχους μπορούν να ζητήσουν από το δικαστήριο, την εξαγορά της συμμετοχής τους από τον μέτοχο αυτόν. |
Άρθρο 46 |
Μία Μετοχή |
19 |
Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι ορισμένος μέτοχος ή μέτοχοι έχουν το δικαίωμα να διορίζουν απευθείας μέλη του διοικητικού συμβουλίου, όχι όμως πέραν των δύο πέμπτων (2/5) του προβλεπόμενου συνολικού αριθμού αυτών. |
Άρθρο 79 |
Βάσει καταστατικού |
20 | Εντός δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης της χορήγησης άδειας για συμβάσεις με ''Συνδεδεμένα μέρη''από το διοικητικό συμβούλιο , μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/20 του κεφαλαίου, μπορούν να ζητήσουν τη σύγκληση γενικής συνέλευσης για να αποφασίσει αυτή για το ζήτημα της παροχής της άδειας. | Άρθρο 100, παρ. 3 | 5,00% |
21 | Αν μέχρι να χορηγηθεί άδεια από τη γενική συνέλευση, έχει ήδη συναφθεί η σύμβαση της παραγράφου 1 του άρθρου 99 ή έχει παρασχεθεί η εγγύηση ή η ασφάλεια, τότε η χορήγηση της άδειας από την γενική συνέλευση ματαιώνεται, αν αντιταχθούν σε αυτήν μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του εκπροσωπούμενου στη συνέλευση κεφαλαίου. | Άρθρο 100, παρ. 4 | 5,00% |
Στην περίπτωση που η συναλλαγή αφορά μέτοχο της εταιρείας, ο συγκεκριμένος μέτοχος δεν μετέχει στην ψηφοφορία της γενικής συνέλευσης και δεν υπολογίζεται για το σχηματισμό της απαρτίας και της πλειοψηφίας. Ομοίως δεν μετέχουν στην ψηφοφορία άλλοι μέτοχοι, με τους οποίους ο αντισυμβαλλόμενος συνδέεται με σχέση υπαγόμενη στην παράγραφο 2 του άρθρου 99. | Άρθρο 100, παρ. 5 | ||
22 | Mέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου έχουν δικαίωμα να υποβάλουν εγγράφως προς το διοικητικό συμβούλιο αίτηση με αντικείμενο την άσκηση των αξιώσεων της εταιρείας κατά το άρθρο 103. | Άρθρο 104 | 5,00% |
23 | Αμοιβή ή παροχή που καταβλήθηκε ή αποφασίστηκε να καταβληθεί σε συγκεκριμένο μέλος του διοικητικού συμβουλίου, μπορεί να μειωθεί από το δικαστήριο αν, κριθεί υπέρογκη και αντιτάχθηκαν στην απόφαση αυτή μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/10 του κεφαλαίου. Η αίτηση προς το δικαστήριο υποβάλλεται από μετόχους που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του μετοχικού κεφαλαίου και αντιτάχθηκαν στην απόφαση αυτή. | Άρθρο 109 | 5,00% |
24 | Απαίτηση για ελάχιστο μέρισμα 35%. | Άρθρο 161, παρ. 2 | 33,33% |
25 | Απαίτηση για ελάχιστο μέρισμα 10%. | Άρθρο 161, παρ. 2 | 20%+1 |
26 | Απαίτηση για καταβολή και όχι κεφαλαιοποίση του ελάχιστου μέρισματος | Άρθρο 161, παρ. 3 | 33,33% |
27 | Χορήγηση του μέρισματος σε μετρητά και όχι σε εισηγμένους σε αγορά τίτλους. [Εφαρμόζεται στις εταιρείες που υπόκεινται σε υποχρεωτικό ή σε προαιρετικό έλεγχο από ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία]. | Άρθρο 161, παρ. 4 | 33,33% |
28 | Απαίτηση για Χορήγηση του μέρισματος σε μετρητά και όχι σε είδος ( εκτός εισηγμένους σε αγορά τίτλους). [Εφαρμόζεται στις εταιρείες που υπόκεινται σε υποχρεωτικό ή σε προαιρετικό έλεγχο από ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία.] | Άρθρο 161, παρ. 4 | Μία Μετοχή |
29 | Η εταιρεία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον αν: α) κατά τη σύσταση της εταιρείας δεν καταβλήθηκε το κεφάλαιο, ή β) η εταιρεία δεν έχει το ελάχιστο κεφάλαιο που ορίζεται κάθε φορά από το νόμο, ή γ) η εταιρεία δεν έχει υποβάλλει προς καταχώριση χρηματοοικονομικές καταστάσεις δύο (2) τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων, εγκεκριμένες από τη γενική συνέλευση. | Άρθρο 165 | Μία Μετοχή |
30 | Η εταιρεία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση μετόχου ή μετόχων που εκπροσωπούν το ένα τρίτο (1/3) τουλάχιστον του καταβεβλημένου κεφαλαίου, αν υφίσταται προς τούτο σπουδαίος λόγος, που, κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη. | Άρθρο 166 | 33,33% |
31 | Το δικαστήριο ύστερα από αίτηση μετόχου που εκπροσωπεί το 10% του κεφαλαίου, μπορεί να διατάξει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας την παράλειψη ή τη διακοπή του σταδίου της εκκαθάρισης και την άμεση διαγραφή της εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ., αν η περιουσία της εταιρείας δεν αναμένεται να επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της εκκαθάρισης. | Άρθρο 167 | 10,00% |
32 | Σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης . Αν το σχέδιο δεν εγκριθεί, ο εκκαθαριστής ή μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου κεφαλαίου μπορούν να ζητήσουν την έγκριση του σχεδίου ή τον ορισμό άλλων κατάλληλων μέτρων από το δικαστήριο | Άρθρο 169 | 5,00% |
33 | Αν το διοικητικό συμβούλιο δεν προβεί στις ενέργειες Ονομαστικοποίησης των μετοχών, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2019, κάθε μέτοχος που έχει ανώνυμες μετοχές μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων να υποχρεωθεί η εταιρεία να εγγράψει τον αιτούντα στο βιβλίο μετόχων και να εκδώσει και να παραδώσει σε αυτόν νέες ονομαστικές μετοχές. | Άρθρο 184 | Μία Μετοχή |
33) Λύση και Εκκαθάριση - Κατάργηση ως λόγου Λύσεως το γεγονός ότι: «Το Σύνολο των Ιδίων Κεφαλαίων καταστεί κατώτερο του 1/10 του Μετοχικού Κεφαλαίου» (Άρθρα 164-171)
α) Το άρθρο 164 βασίζεται στις διατάξεις του ισχύοντος δικαίου (παρ. 1 και 2 άρθρου 47α του κ.ν. 2190/1920).
Ως λόγος λύσης προστίθεται η περίπτωση απόρριψης της αίτησης πτώχευσης λόγω ανεπάρκειας της περιουσίας του οφειλέτη, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του Πτωχευτικού Κώδικα, δεδομένου ότι εν προκειμένω έχει διαγνωσθεί δικαστικά ότι, ενώ πληρούνται οι προϋποθέσεις της πτώχευσης, αυτή δεν μπορεί να κηρυχθεί λόγω έλλειψης ενεργητικού. Εξάλλου, αντίστοιχη είναι η πρόβλεψη της παραγράφου 1 του άρθρου 167, σύμφωνα με την οποία η περάτωση της πτώχευσης (που μπορεί να οφείλεται και σε έλλειψη ενεργητικού) οδηγεί σε εκκαθάριση της εταιρείας.
β) Το άρθρο 165 μεταφέρει τις διατάξεις του ισχύοντος δικαίου (άρθρο 48 του κ.ν. 2190/1920).
Στην περίπτωση α΄της παραγράφου 1 διευκρινίζεται ότι η αίτηση λύσης προϋποθέτει ότι το κεφάλαιο εξακολουθεί να είναι μη καταβεβλημένο μέχρι και την ημέρα υποβολής της αίτησης. Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του ισχύοντος άρθρου, η οποία προέβλεπε λύση της εταιρείας με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όταν το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων καταστεί κατώτερο του 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου, δεν επαναλαμβάνεται, αφού είναι σκοπιμότερο και ασφαλέστερο να λειτουργήσει σε τέτοιες περιπτώσεις το πτωχευτικό δίκαιο (αντί της κοινής εταιρικής εκκαθάρισης), με τις δικές του προϋποθέσεις και τα δικά του αποτελέσματα. Επίσης, τροποποιείται η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του ισχύοντος άρθρου (νυν περίπτωση γ΄), καθώς ορίζεται ότι αρκεί η μη υποβολή χρηματοοικονομικών καταστάσεων δύο διαχειριστικών χρήσεων για την υποβολή αίτησης λύσης (αντί τριών).
γ) Στο άρθρο 166 (λύση με αίτηση των μετόχων) επέρχονται οι ακόλουθες αλλαγές σε σχέση με το ισχύον δίκαιο (άρθρο 48α του κ.ν. 2190/1920): Ορίζεται ως αρμόδιο δικαστήριο για την εξέταση της εν λόγω αίτησης το μονομελές πρωτοδικείο, το οποίο δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Στην παράγραφο 4, καταργείται η δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας για την άρση των λόγων λύσης, καθώς κρίθηκε ότι αρκεί το διάστημα των δύο ως τεσσάρων μηνών. Επιπλέον, επαυξάνεται το απαιτούμενο ποσοστό των μετόχων που δικαιούνται να ασκήσουν παρέμβαση, και συγκεκριμένα από 1/5 (όπως ορίζεται στην παρ. 3 του ισχύοντος δικαίου) σε 1/3 (όπως ορίζεται στην παρ. 5 του νομοσχεδίου). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στους παρεμβαίνοντες μετόχους επιφυλάσσεται ένα σημαντικότατο δικαίωμα, ήτοι της εξαγοράς των μετοχών του αιτούντος.
δ) Το άρθρο 169 μεταφέρει τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920 με ορισμένες τροποποιήσεις. Ορίζεται ότι το σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης υποβάλλεται 3 χρόνια μετά την έναρξη της εκκαθάρισης (αντί για 5). Στην παράγραφο 2 επαναλαμβάνεται η δυνατότητα του εκκαθαριστή ή μετόχων που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου κεφαλαίου να ζητούν από το δικαστήριο την έγκριση του σχεδίου, σε περίπτωση που η Γ.Σ. δεν έδωσε την έγκριση αυτή. Προστίθεται η δυνατότητα των αιτούντων να προτείνουν άλλα μέτρα στην αίτηση προς το δικαστήριο, όπως και η αντίστοιχη δυνατότητα του δικαστηρίου να αποκλίνει από το αρχικό σχέδιο, ακόμα και προσθέτοντας νέα μέτρα. Έτσι, παρέχεται διέξοδος στο δικαστήριο στην περίπτωση που τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι ρεαλιστικά.
34) Κρατική Εποπτεία
Το Κεφάλαιο 8ο του κ.ν. 2190/1920 δεν επαναλαμβάνεται στο νέο νόμο. Η κρατική εποπτεία, που δεν υπάρχει σε καμιά άλλη εταιρική μορφή, είχε απομειωθεί ήδη με το ν. 3604/2007, η πείρα όμως έχει δείξει ότι, ακόμη και μειωμένη, δεν έχει να παρουσιάσει κάποιο χειροπιαστό όφελος και περισσότερο δημιουργεί γραφειοκρατικά εμπόδια, επιπλέον δε, ζητήματα ίσης μεταχείρισης των επιχειρήσεων.
35) Δημοσιότητα ( Άρθρα 12-14)
Τι είναι: Η υποβολή εταιρικής πράξης ή άλλου στοιχείου «σε δημοσιότητα» του άρθρου 13 του ν. 4548/2018,
Πως πραγματοποιείται : Η δημοσιότητα στο Γ.Ε.ΜΗ. πραγματοποιείται με εγγραφή της εταιρείας και με καταχώριση των δημοσιευτέων πράξεων και στοιχείων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3419/2005, του άρθρου 232 του ν. 4072/2012 (Α΄86) και του άρθρου 2 του ν. 4250/2014 (Α΄ 74).
Σε δημοσιότητα υποβάλλονται οι εξής πράξεις και στοιχεία:
α) Οι ιδρυτικές πράξεις των ανωνύμων εταιρειών με το καταστατικό και, όπου τυχόν απαιτείται, με την εγκριτική απόφαση της Διοίκησης.
β) Οι αποφάσεις για τροποποίηση του καταστατικού με την εγκριτική απόφαση της Διοίκησης, όπου τυχόν απαιτείται, καθώς και ολόκληρο το νέο κείμενο του καταστατικού μαζί με τις γενόμενες τροποποιήσεις.
γ) Ο διορισμός και η για οποιοδήποτε λόγο παύση, με τα στοιχεία ταυτότητας, των προσώπων που: αα) ασκούν τη διαχείριση της εταιρείας, ββ) έχουν την εξουσία να την εκπροσωπούν από κοινού ή μεμονωμένα, γγ) είναι αρμόδια να ασκούν τον τακτικό της έλεγχο.
δ) Κάθε απόφαση για τακτική ή έκτακτη αύξηση ή μείωση του κεφαλαίου της εταιρείας. Στην απόφαση για αύξηση του κεφαλαίου πρέπει να αναγράφεται το νέο κεφάλαιο, ο αριθμός και το είδος των μετοχών που εκδίδονται, η ονομαστική τους αξία και γενικά οι όροι έκδοσής τους, καθώς και ο συνολικός αριθμός των μετοχών της εταιρείας.
ε) Η πιστοποίηση της καταβολής του κεφαλαίου, είτε κατά τη σύσταση της εταιρείας είτε ύστερα από κάθε αύξησή του, σύμφωνα με το άρθρο 20.
στ) Οι εγκεκριμένες ετήσιες και ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις και οι σχετικές εκθέσεις του διοικητικού συμβουλίου και των ελεγκτών της ανώνυμης εταιρείας. Οι ετήσιες και ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις πρέπει να περιέχουν τα ατομικά στοιχεία των προσώπων που, κατά νόμο, τις υπογράφουν και τις πιστοποιούν.
ζ) Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται, σύμφωνα με το άρθρο 162 για τη διανομή προσωρινού μερίσματος.
η) Η λύση της εταιρείας.
θ) Η δικαστική απόφαση παντός βαθμού, που κηρύσσει άκυρη την εταιρεία ή σε κατάσταση πτώχευσης ή την υποβάλλει σε άλλη συλλογική διαδικασία, καθώς και οι δικαστικές αποφάσεις παντός βαθμού που αναγνωρίζουν ως άκυρες ή ακυρώνουν αποφάσεις γενικών συνελεύσεων. Σε δημοσιότητα υποβάλλονται και οι δικαστικές αποφάσεις που ανατρέπουν τις παραπάνω αποφάσεις.
ι) Ο διορισμός και η αντικατάσταση των εκκαθαριστών με τα στοιχεία της ταυτότητάς τους.
ια) Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εκκαθάρισης, καθώς και οι τελικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις.
ιβ) Η διαγραφή της εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 170.
ιγ) Κάθε άλλη πράξη ή στοιχείο, του οποίου η δημοσιότητα επιβάλλεται από κατ’ ιδίαν διατάξεις.
●●●
Επαναλαμβάνονται διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 (άρθρο 7α παράγραφος 1), ενώ οι διατάξεις για τη δημοσιότητα των αλλοδαπών εταιρειών περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο για τις αλλοδαπές εταιρείες.
Το άρθρο 13, αναφέρεται στη υποβολή των εταιρικών στοιχείων και πράξεων σε δημοσιότητα με παραπομπή στα ισχύοντα στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), όπως σήμερα ρυθμίζεται. Προς τούτο πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι ρυθμίσεις των νόμων 4072/2012, 4281/2014 και 4250/2014 σε σχέση με την καταργηθείσα δημοσιότητα διά του τύπου, του ΦΕΚ και του διαδικτυακού τόπου της εταιρείας, καθώς και οι ρυθμίσεις του νόμου 4281/2014 (άρθρα 203 επ.) για την (προαιρετική) ηλεκτρονική υποβολή εγγράφων και στοιχείων στο Γ.Ε.ΜΗ..
Με το άρθρου 14 επαναλαμβάνονται διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 (άρθρο 7γ).
36) Επίλυση Εταιρικών Διαφορών - Διαιτησία ( Άρθρο 3)
Το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας αποκτά γενική αρμοδιότητα για τις εταιρικές διαφορές, που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του νόμου. Επιπλέον το άρθρο αυτό αποσκοπεί στην επιτάχυνση μέσω διαιτησίας της επίλυσης των διαφορών αυτών για Α.Ε. που δεν είναι εισηγμένες, με πρότυπο το άρθρο 48 ν. 4072/2012 για την Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία (Ι.Κ.Ε.), που προβλέπει επίσης διαδικασίες διαιτησίας. Η διαιτησία μπορεί να καλύπτει το σύνολο ή μέρος των εταιρικών διαφορών, ανάλογα με τη διατύπωση της διαιτητικής ρήτρας. Ακόμη και υποθέσεις που κρίνονται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας μπορεί να υπάγονται σε διαιτησία, αν (όπως ορίζει το άρθρο 867 Κ.Πολ.Δ.) τα μέρη «έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς» (θα πρόκειται συνήθως για «μη γνήσιες» υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας).
37) Ποινικές Διατάξεις ( Άρθρα 176-181 )
Οι ποινικές διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, πού μέχρι σήμερα έχουν τύχει ελάχιστης εφαρμογής, έχουν ελαφρά αναμορφωθεί. Πρέπει βέβαια να ληφθεί υπόψη ότι υπάρχουν παράλληλες ποινικές διατάξεις σε άλλους νόμους (π.χ. για την κατάχρηση αγοράς), που, στο μέτρο που εφαρμόζονται, καθιστούν περιττή την ύπαρξη συναφών ποινικών διατάξεων και στο νόμο για τις Α.Ε.. Επίσης υπάρχουν συμπεριφορές που τιμωρούνται ήδη με βάση τις γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, ώστε να μην απαιτείται η κατάστρωση ειδικής ποινικής μεταχείρισης για τις ανώνυμες εταιρείες. Τέλος, ορισμένες ποινικές διατάξεις συνδεόμενες με την κρατική εποπτεία έχουν εκ των πραγμάτων απαλειφθεί, λόγω της ουσιαστικής κατάργησης της εποπτείας αυτής (π.χ. άρθρο 57 περίπτωση ε΄ του κ.ν. 2190/1920). Καταργήθηκαν εξάλλου και οι διοικητικές κυρώσεις που είχαν εισαχθεί με το άρθρο 63δ του κ.ν. 2190/1920, δεδομένου ότι ανάλογες κυρώσεις προβλέπονται από το άρθρο 17 του ν. 3419/2005 για το Γ.Ε.ΜΗ.. Άλλωστε η αρμοδιότητα εποπτείας για τις παραβάσεις του εταιρικού δικαίου, που θα δικαιολογούσε την επιβολή προστίμου, έχει ουσιαστικά καταργηθεί. Από την άλλη πλευρά προστέθηκαν ποινικές διατάξεις π.χ. για την παρά το νόμο κτήση ιδίων μετοχών από την εταιρεία και την παρά τον νόμο παροχή πιστώσεων, εγγυήσεων κλπ. για την απόκτηση ιδίων μετοχών (άρθρο 177 περιπτώσεις 3 και 4), επειδή οι πράξεις αυτές αντιβαίνουν στην προστασία του κεφαλαίου και θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα των πιστωτών, όπως και η ήδη τιμωρούμενη παρά τον νόμο διανομή κερδών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε καμιά περίπτωση (αντίθετα προς το ποινικό δίκαιο του κ.ν. 2190/1920) η παράβαση του καταστατικού δεν συνιστά αξιόποινη πράξη.
Ειδικότερα προβλέπονται:
α) Άρθρο 176. Ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις προς το κοινό
Τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή από 10.000 μέχρι 100.000 ευρώ ο ιδρυτής, το μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή ο διευθυντής της εταιρείας, ο οποίος εν γνώσει του προβαίνει σε ψευδή ή παραπλανητική δήλωση προς το κοινό,
α) που αφορά την κάλυψη ή την καταβολή του κεφαλαίου, ή
β) με σκοπό την εγγραφή σε τίτλους που εκδίδει η εταιρεία και αφορά στοιχεία αυτής, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή επί των εταιρικών υποθέσεων.
β) Άρθρο 177. Παραβάσεις μελών διοικητικού συμβουλίου
Τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή από 10.000 μέχρι 100.000 ευρώ το μέλος του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο:
1. Εν γνώσει του συντάσσει ή εγκρίνει ανακριβείς ή παραπλανητικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας ή τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, που οφείλει να συντάξει, ή τις συντάσσει κατά παράβαση του νόμου ως προς το περιεχόμενό τους. Ποινή δεν επιβάλλεται σε περίπτωση επουσιωδών ελλείψεων, που δεν επηρεάζουν τη συνολική εικόνα των καταστάσεων.
2. Προβαίνει σε διανομή κερδών ή άλλων ωφελημάτων σε μετόχους της εταιρείας ή τρίτο πρόσωπο, που δεν προκύπτουν από τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας ή χωρίς να έχουν συνταχθεί χρηματοοικονομικές καταστάσεις ή με βάση χρηματοοικονομικές καταστάσεις που εν γνώσει του είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές ή συντάχθηκαν κατά παράβαση του νόμου.
3. Εν γνώσει του εξαγοράζει εξαγοράσιμες μετοχές, κατά παράβαση του άρθρου 39 ή προκαλεί την απόκτηση από την εταιρεία ιδίων μετοχών της ή τίτλων κτήσης μετοχών της ή μετοχών της μητρικής της ή τίτλων κτήσης μετοχών της μητρικής της, κατά παράβαση των άρθρων
48, 49, 52 ή 57 του παρόντος.
4. Χορηγεί προκαταβολή, δάνειο ή εγγύηση είτε επιβαρύνοντας την εταιρεία, με σκοπό να αποκτήσει τρίτος μετοχές αυτής, είτε επιβαρύνοντας θυγατρική της με σκοπό να αποκτήσει τρίτος μετοχές της μητρικής της, κατά παράβαση του άρθρου 51.
5. Εν γνώσει του συντάσσει αναληθή ή ελλιπή έκθεση διαχείρισης ή άλλη υποχρεωτική κατά το νόμο ετήσια έκθεση.
γ) Άρθρο 178. Παραβάσεις ελεγκτών
Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών (3) ετών ή με χρηματική ποινή από 10.000 μέχρι 100.000 ευρώ ή και με τις δύο ποινές:
1. Ο τακτικός ελεγκτής ανώνυμης εταιρείας, ο οποίος θεωρεί οικονομική κατάσταση αυτή που εν γνώσει του έχει καταρτισθεί κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου ως προς το περιεχόμενό τους.
2. Ο τακτικός ελεγκτής ανώνυμης εταιρείας ή ο διενεργών έκτακτο έλεγχο, ο οποίος παραβιάζει το καθήκον εχεμύθειας που έχει από το νόμο. Η ποινική δίωξη στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου ασκείται μόνο με έγκληση της εταιρείας.
δ) Άρθρο 179. Παραβάσεις σχετικές με την εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας
Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών (3) ετών ή με χρηματική ποινή από 5.000 μέχρι 50.000 ευρώ:
1. Όποιος συνάπτει για λογαριασμό της εταιρείας σύμβαση, για την οποία απαιτείται προηγούμενη άδεια κατά το άρθρο 100, αν η άδεια δεν δόθηκε. Το αξιόποινο εξαλείφεται αν η άδεια δοθεί κατά το άρθρο 100 μετά τη σύναψη της σύμβασης.
2. Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου το οποίο παραβιάζει την υποχρέωση πιστοποίησης καταβολής του κεφαλαίου μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 20 ή προβαίνει σε ψευδή πιστοποίηση της εν λόγω καταβολής. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο ορκωτός ελεγκτής ο οποίος προβαίνει σε ψευδή πιστοποίηση της εν λόγω καταβολής.
3. Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου που παραλείπει να συντάξει ή συντάσσει εκπρόθεσμα τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας ή τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις ή την ετήσια έκθεση διαχείρισης του διοικητικού συμβουλίου ή την ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης ή την πολιτική αποδοχών ή την έκθεση αποδοχών, που οφείλει να συντάξει, ή άλλη κατά το νόμο ετήσια έκθεση, που οφείλει να συντάξει.
4. Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου που παραβιάζει την υποχρέωση αναπροσαρμογής του κεφαλαίου της εταιρείας, όταν τούτο επιβάλλεται από τον νόμο.
5. Όποιος παρακωλύει τη διενέργεια ελέγχου της εταιρείας από τους τακτικούς ελεγκτές ή τους ελεγκτές που έχουν ορισθεί για τη διενέργεια εκτάκτου ελέγχου ή δεν παρέχει σε αυτούς τις πληροφορίες που οφείλει να παράσχει και οι οποίες του ζητούνται νομίμως.
ε) Άρθρο 180. Παραβάσεις σχετικές με τις συνελεύσεις μετόχων και ομολογιούχων
Τιμωρείται με χρηματική ποινή από 5.000 μέχρι 15.000 ευρώ:
1. Όποιος παραλείπει να συγκαλέσει γενική συνέλευση των μετόχων ή ομολογιούχων ή να συμπεριλάβει ορισμένο θέμα στην ημερήσια διάταξη κατά παράβαση του παρόντος νόμου ή του προγράμματος έκδοσης ομολογιών. Αν η υποχρέωση σύγκλησης γενικής συνέλευσης ή προσθήκης θέματος στην ημερήσια διάταξη ανακύψει ύστερα από αίτηση μετόχου ή ομολογιούχου, η ποινική δίωξη ασκείται μόνο με έγκληση αυτού.
2. Όποιος εν γνώσει του μετέχει σε γενική συνέλευση μετόχων ή ομολογιούχων ή ψηφίζει χωρίς να έχει το δικαίωμα αυτό.
3. Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου που παραβιάζει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών σε μετόχους, σύμφωνα με το άρθρο 141. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο με έγκληση εκείνου που υπέβαλε το αίτημα παροχής πληροφοριών.
Προσοχή:
Δεν αποκλείονται διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται από ειδικότερες διατάξεις. (άρθρο 181)
ΠΟΛ.1207/2018 Αντιμετώπιση υποθέσεων μεταβίβασης ακινήτου με ΦΠΑ μετά την αναδρομική αναπροσαρμογή των τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας ακινήτων
Αθήνα, 5/11/2018
ΠΟΛ.1207/05-11-2018
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Ταχ. Δ/νση : Σίνα 2-4
Ταχ. Κώδικας : 106 72 ΑΘΗΝΑ
Τηλέφωνο : 213 212 2400
Fax : 210-3645413
E-Mail : dfpa.a1@1992.syzefxis.gov.gr
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΩΣ ΕΠΕΙΓΟΝ
ΠΟΛ 1207/2018
Θέμα: Αντιμετώπιση υποθέσεων μεταβίβασης ακινήτου με ΦΠΑ μετά την αναδρομική αναπροσαρμογή των τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας ακινήτων.
Α. Με την με αρ. 4446/2015 απόφαση της Ολομέλειάς του, το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), ακύρωσε την παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας, κατά το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982. Επιπλέον όρισε χρόνο έναρξης της ουσιαστικής ισχύος της απόφασης που υποχρεούται να εκδώσει η Διοίκηση την 21η Μαΐου 2015.
Συγκεκριμένα το ΣτΕ έκρινε ότι «Κατ’ εξαίρεση, στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενεργείας είτε όταν η νομοθετική εξουσιοδότηση επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να εκδώσει κανονιστική πράξη, εφ’ όσον συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις ή εφ’ όσον τίθεται ορισμένη προθεσμία, είτε όταν η υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε κανονιστική ρύθμιση προκύπτει ευθέως από το Σύνταγμα. Στις περιπτώσεις αυτές, η άσκηση της αρμοδιότητας προς κανονιστική ρύθμιση καθίσταται δέσμια, η παράλειψη δε της Διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική αρμοδιότητά της δεν είναι νόμιμη (ΣτΕ 1849/2009 Ολομ., 3749/2013 Ολομ.).».
Το ΣτΕ έκρινε, επίσης, ότι η Διοίκηση όφειλε εντός της προθεσμίας που όριζε ο νόμος ή, πάντως, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την πάροδο αυτής, να επανελέγξει τις υφιστάμενες αντικειμενικές αξίες, σύμφωνα με τα πορίσματα των κατά το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982 επιτροπών, και να τις αναπροσαρμόζει, όπου συντρέχει λόγος. Σε διαφορετική περίπτωση, παραλείπει οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982. Η ως άνω υποχρέωση της Διοίκησης υφίσταται ανεξαρτήτως του δικαιώματος του φορολογουμένου να αμφισβητήσει δικαστικώς την αντικειμενική αξία συγκεκριμένου ακινήτου κατά το στάδιο επιβολής του φόρου, αν θεωρεί, είτε ότι εξ αρχής αυτή δεν καθορίστηκε ορθώς, είτε ότι η αγοραία αξία του ακινήτου μειώθηκε λόγω μεταβολής των συνθηκών της αγοράς.
Σε εκτέλεση της αριθμ. 4446/2015 ακυρωτικής απόφασης της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε., εξεδόθη η ΠΟΛ.1009/18.1.2016 (48 Β΄/20-1-2016) απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με την οποία αναπροσαρμόστηκαν αναδρομικά από 21-5-2015 οι τιμές ζώνης και οι συντελεστές εμπορικότητας για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των εντός σχεδίου πόλης ή ορίου οικισμού ακινήτων που μεταβιβάζονται με επαχθή αιτία ή αιτία θανάτου, δωρεά ή γονική παροχή, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στην απόφαση αυτή.
Β. Κατόπιν των ανωτέρω, προς συμμόρφωση με την ανωτέρω απόφαση του ΣτΕ και για την ορθή αντιμετώπιση των υποθέσεων μεταβίβασης ακινήτων με ΦΠΑ και ειδικότερα για ειδικές δηλώσεις που παραλήφθηκαν και ο φόρος καταβλήθηκε από 21-5-15 και μέχρι τη συμμόρφωση της Διοίκησης με την έκδοση της ως άνω απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες:
1. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 6 και 16 του Κώδικα ΦΠΑ (ν.2859/2000) ο χρόνος κατά τον οποίο ο φόρος καθίσταται απαιτητός από τον υποκείμενο στο φόρο κατασκευαστή είναι κατά κανόνα ο χρόνος της υπογραφής του συμβολαίου. Κατά τον ίδιο χρόνο η δήλωση ελέγχεται βάσει των άρθρων 48, 36 και 49 του ίδιου ως άνω νόμου και καταβάλλεται ο βάσει δήλωσης και ο τυχόν βάσει ελέγχου φόρος. Στην περίπτωση που η αξία βάσει δήλωσης (τίμημα) υπολείπεται της αξίας που λαμβάνεται υπόψη στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων και του δηλούμενου απολογιστικού ή προϋπολογιστικού κόστους, καταβάλλεται εφάπαξ, μετά τη σύνταξη της σχετικής πράξης, τόσο ο βάσει δήλωσης όσο και ο βάσει ελέγχου φόρος. Επομένως μια από τις αξίες που λαμβάνονται υπόψη για τον έλεγχο της ειδικής δήλωσης και τον προσδιορισμό του τυχόν βάσει ελέγχου φόρου είναι η αντικειμενική αξία του ακινήτου κατά το χρόνο αυτό.
2. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που έχει καταβληθεί φόρος βάσει ελέγχου επειδή η αντικειμενική αξία ήταν μεγαλύτερη του δηλούμενου τιμήματος ή του κόστους, τότε, σύμφωνα με την αναδρομική μείωση των τιμών, πρέπει να επιστραφεί το ποσό της διαφοράς μεταξύ της παλαιάς και της πλέον αναπροσαρμοσμένης αντικειμενικής αξίας (εφόσον βέβαια, η αναπροσαρμοσμένη αντικειμενική εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερη του δηλούμενου τιμήματος ή του κόστους) και συνεπώς προκύπτει φόρος βάσει ελέγχου. Σε περίπτωση που η αναπροσαρμοσμένη αντικειμενική αξία είναι μικρότερη του τιμήματος ή του κόστους τότε στον υποκείμενο επιστρέφεται η διαφορά μεταξύ της παλαιάς αντικειμενικής αξίας και της μεγαλύτερης αξίας μεταξύ του κόστους ή του δηλούμενου τιμήματος, όπως παρατίθεται παρακάτω στο παράδειγμα της παραγράφου 3.
3. Για τον σκοπό αυτό υποβάλλεται μέχρι 30/4/2019 από τον υποκείμενο στον φόρο κατασκευαστή, καθώς αυτός είναι ο υπόχρεος στον ΦΠΑ, αίτηση στη ΔΟΥ του ακινήτου, που είχε υποβληθεί η ειδική δήλωση ΦΠΑ, με την οποία γνωστοποιείται η αναδρομική μείωση της αντικειμενικής αξίας του συγκεκριμένου ακινήτου σύμφωνα με την Απόφαση ΠΟΛ.1009/18.1.2016, το οποίο είχε φορολογηθεί στην αντικειμενική αξία ως μεγαλύτερη και ζητείται η επιστροφή του υπερβάλλοντος ποσού. Συνημμένα στην ανωτέρω αίτηση υποβάλλονται από τον υποκείμενο στον φόρο κατασκευαστή δύο υπεύθυνες δηλώσεις:
i) υπεύθυνη δήλωση στην οποία δηλώνει είτε α) ότι το υπερβάλλον ποσό του φόρου για το οποίο ζητάει την επιστροφή επιβάρυνε τον ίδιο είτε β) ότι το ποσό του φόρου για το οποίο ζητάει την επιστροφή επιβάρυνε τον αγοραστή στον οποίο και θα το καταβάλει όπως οφείλει.
Η παραπάνω υπό στοιχείο β’ υπεύθυνη δήλωση υποβάλλεται γιατί στην περίπτωση που το ποσό αυτό, το οποίο έχει προκύψει βάσει ελέγχου, όπως περιγράφηκε παραπάνω στην παρ. 2, έχει επιβαρύνει τον αγοραστή, ο κατασκευαστής οφείλει να του το επιστρέψει, καθώς σε διαφορετική περίπτωση ο κατασκευαστής αποκτά αδικαιολόγητο πλουτισμό, ενώ δεν μπορεί να επιστραφεί απευθείας στον αγοραστή, ο οποίος τυχόν επιβαρύνθηκε με το φόρο, καθώς αυτός δεν έχει αυτοτελώς δικαίωμα έναντι του δημοσίου να επιδιώξει την επιστροφή του φόρου (ΣτΕ 10/1992).
ii) υπεύθυνη δήλωση με την οποία ο υποκείμενος/κατασκευαστής θα βεβαιώνει ότι δεν έχει ασκηθεί ενδικοφανής ή δικαστική προσφυγή. Ως προς την αντιμετώπιση εκκρεμών υποθέσεων, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) Αν έχει ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή που εκκρεμεί, η Δ.Ο.Υ. ακολουθεί την παραπάνω διαδικασία, εφόσον υποβληθεί από τον φορολογούμενο δήλωση παραίτησης από την ασκηθείσα ενδικοφανή προσφυγή.
β) Αν έχει ασκηθεί δικαστική προσφυγή που εκκρεμεί, η Δ.Ο.Υ. επίσης ακολουθεί την παραπάνω διαδικασία, εφόσον ο φορολογούμενος προσκομίσει δήλωση παραίτησης από το δικόγραφο και από το δικαίωμα της εκκρεμούς δικαστικής προσφυγής του ως προς όλα τα κεφάλαια και αιτήματά της, η οποία κατατέθηκε στο δικαστήριο.
4. Κατόπιν της ανωτέρω γνωστοποίησης, η φορολογική αρχή, συμμορφούμενη με την απόφαση του ΣτΕ, οφείλει να προβεί σε εκ νέου έλεγχο της ειδικής δήλωσης ΦΠΑ βάσει της ανωτέρω γνωστοποίησης και να εκδώσει συμπληρωματική πράξη προσδιορισμού ΦΠΑ, λαμβάνοντας υπόψη πλέον ως βάση επιβολής του φόρου την μεγαλύτερη αξία μεταξύ του κόστους, της αναπροσαρμοσμένης αντικειμενικής ή του δηλούμενου τιμήματος. Δεδομένης της αναδρομικής μείωσης της αντικειμενικής αξίας που είχε ληφθεί υπόψη στην αρχική δήλωση, μπορεί να προκύπτει μείωση της φορολογητέας ύλης ως και του αντίστοιχου φόρου. Η διαφορά μεταξύ της παλαιάς αντικειμενικής αξίας και της μεγαλύτερης αξίας μεταξύ του κόστους, της αναπροσαρμοσμένης αντικειμενικής ή του δηλούμενου τιμήματος, επιστρέφεται στον υποκείμενο στο φόρο κατασκευαστή-πωλητή (είτε πρόκειται για πώληση από εργολαβικό αντάλλαγμα αντιπαροχής είτε από ιδιόκτητο ακίνητο) που είναι και ο υπόχρεος στο φόρο έναντι του Δημοσίου.
Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω παρατίθεται το ακόλουθο παράδειγμα:
Παράδειγμα:
Πωλήθηκε ακίνητο στις 5/6/2015 με τίμημα 100.000 €, αντικειμενική 150.000 €, και κόστος 140.000 €. Έστω ότι ο φόρος εισροών προς έκπτωση ανέρχεται στα 5.000 €. Ο φόρος καταβλήθηκε με δύο διπλότυπα, βάσει δήλωσης [επί της αξίας των 100.000€ Χ23% = 23.000 – 5.000 (φόρος εισροών προς έκπτωση) = 18.000 €] και βάσει ελέγχου [επί της αξίας των 150.000 Χ23%=34.500 (αναλογών φόρος) – 23.000 (αναλογών φόρος βάσει δήλωσης) =11.500 €]. Η αντικειμενική αξία μειώθηκε αναδρομικά βάσει της ΑΥΟ ΠΟΛ.1009/18.1.2016 και διαμορφώθηκε για το εν λόγω ακίνητο στις 130.000 €. Ο υπόχρεος στο φόρο κατασκευαστής υποβάλλει αίτηση με την οποία γνωστοποιεί την αλλαγή της αντικειμενικής αξίας στη ΔΟΥ του ακινήτου και ζητά την επιστροφή του υπερβάλλοντος ποσού. Η ΔΟΥ ελέγχει εκ νέου την αρχική ειδική δήλωση λαμβάνοντας υπόψη α) την Απόφαση 4446/2015 του ΣτΕ, β) την αρχική ειδική δήλωση που έχει υποβληθεί για το ακίνητο, γ) την αίτηση του υποκειμένου/κατασκευαστή με την οποία γνωστοποιείται η αναδρομική μείωση της αντικειμενικής αξίας και ζητείται η επιστροφή του υπερβάλλοντος ποσού. Βάσει των ανωτέρω, συντάσσει νέα έκθεση ελέγχου και εκδίδει πράξη υπολογίζοντας τη μείωση της φορολογητέας ύλης ως εξής:
Αξία βάσει ελέγχου ακινήτου αρχικής δήλωσης: 150.000 ΦΠΑ: 34.500
ΦΠΑ για καταβολή βάσει ελέγχου αρχικής δήλωσης: [αναλογών βάσει ελέγχου φόρος: 34.500 – αναλογών βάσει δήλωσης φόρος: 23.000] ΦΠΑ:11.500
Αξία βάσει εκ νέου ελέγχου (κατόπιν της αναδρομικής μείωσης)1:140.000 ΦΠΑ: 32.200
ΦΠΑ κατόπιν εκ νέου ελέγχου [αναλογών βάσει ελέγχου φόρος 32.200 - αναλογών βάσει δήλωσης φόρος: 23.000] ΦΠΑ: 9.200
Διαφορά φόρου βάσει ελέγχου που πρέπει να επιστραφεί: 11.500 - 9.200 = 2.300
Επομένως, το ποσό που θα επιστραφεί στον κατασκευαστή δεν είναι το σύνολο της διαφοράς μεταξύ της παλαιάς και της αναδρομικά αναπροσαρμοσμένης αντικειμενικής αξίας, καθώς στη συγκεκριμένη περίπτωση η μεγαλύτερη αξία, η οποία πρέπει να υπολογιστεί ως αξία βάσει ελέγχου δεν είναι πλέον η αναπροσαρμοσμένη αντικειμενική αξία αλλά το κόστος. Συνεπώς το ποσό που θα επιστραφεί θα είναι η διαφορά μεταξύ της παλαιάς αντικειμενικής και του κόστους, ως βάσει ελέγχου αξίας (δηλ. 2.300 ΕΥΡΩ).
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ
1Η αξία βάσει ελέγχου υπολογίζεται στο κόστος = 140.000, ως υψηλότερη αξία κατόπιν της αναδρομικής μείωσης της αντικειμενικής που διαμορφώθηκε στις 130.000.
77103/707/2018 Κατάρτιση Μητρώου Ελεγκτών Δόμησης
Αριθμ. ΥΠΕΝ/ΔΕΣΕΔΠ/77103/707/02-11-2018
(ΦΕΚ Β' 4968/07-11-2018)
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Το ν. 4495/2017 «Έλεγχος και προστασία του Δομημένου Περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 167) ως ισχύει.
2. Το άρθρο 19 του ν. 4030/2011 «Νέος τρόπος έκδοσης αδειών δόμησης, ελέγχου κατασκευών και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 249).
3. Την παρ. H1 του άρθρου 156 του ν. 4389/2016 «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 94).
4. Το ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 45).
5. Το π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (ΦΕΚ Α'98) και ειδικότερα το άρθρο 90 αυτού.
6. Το π.δ. 70/2015 «Ανασύσταση των Υπουργείων ... Μετονομασία του Υπουργείου... και του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας...» (ΦΕΚ Α' 114).
7. Το π.δ. 125/2016 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (ΦΕΚ Α’125).
8. Το π.δ. 132/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας» (ΦΕΚ Α' 160).
9. Την αριθμ. ΥΑΠ/Φ.40.4/1/989/10.4.2012 υπουργική απόφαση «Κύρωση Πλαισίου Παροχής Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης» (ΦΕΚ Β' 1301).
10. Την αριθμ. ΥΠΕΝ/ΔΕΣΕΔΠ/54336/486/13.8.2018 υπουργική απόφαση «Ηλεκτρονικό Μητρώο Ελεγκτών Δόμησης» (3584 Β’/2018) του Υπουργού περιβάλλοντος και Ενέργειας.
11. Το από 25/10/2018 ηλεκτρονικό μήνυμα του TEE (ΥΠΕΝ/ΔΕΣΕΔΠ/74808/678) σε συνέχεια του αριθμ. 22506/26.9.2018 εγγράφου του TEE (ΥΠΕΝ/ΔΕ- ΣΕΔΠ/66126/602/2.10.2018), με συνημμένους τους καταλόγους των αυτοδίκαια εγγραφόμενων μηχανικών, καθώς και των δικαιούχων προς ενσωμάτωση στο Μητρώο Ελεγκτών Δόμησης της αριθμ. 54336/486 απόφασης «Ηλεκτρονικό Μητρώο Ελεγκτών Δόμησης» (3584 Β’/2018) του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Άρθρο 1
Κατάρτιση νέου ηλεκτρονικού μητρώου ελεγκτών δόμησης
1. Καταρτίζεται νέο ηλεκτρονικό μητρώο ελεγκτών δόμησης της αριθμ. ΥΠΕΝ/ΔΕΣΕΔΠ/54336/486/13.8.2018 απόφασης «Ηλεκτρονικό Μητρώο Ελεγκτών Δόμησης» (3584 Β’/2018) του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, για τη διενέργεια των περιγραφόμενων στην ως άνω υπ. απόφαση ελέγχων, σύμφωνα με τον συνημμένο πίνακα του Παραρτήματος που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης.
Άρθρο 2
Έναρξη ισχύος
2. Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει από τη δημοσίευσή της στη ΔΙΑΥΓΕΙΑ.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 2 Νοεμβρίου 2018
Ο Υπουργός
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ
ΔΕΔ 3927/2018 Πρόστιμο μη υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για την χρήση 2012 με τον ν. 2523/1997
Καλλιθέα, 07/09/2018
Αριθμός απόφασης: 3927
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Α6
Ταχ. Δ/νση: Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κώδικας: 176 71 - Καλλιθέα
Τηλέφωνο: 2131604568
ΦΑΞ: 2131604567
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπ' όψη:
1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170), όπως ισχύει.
β. Της παρ. 3 του άρθρου 47 του ν. 4331/2015 (ΦΕΚ Α' 69).
γ. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)»
δ. Της ΠΟΛ 1064/12.04.2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ 1440/τ. Β'/27.04.2017).
2. Την ΠΟΛ 1069/4-3-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Την αριθμ. Δ.Ε.Δ. 001126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ 2759 / τ. Β' / 01.09.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.
4. Την με ημερομηνία κατάθεσης 23/04/2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή της εταιρείας , ΑΦΜ , εδρευούσης στην , κατά της υπ' αριθ /2018 Πράξεως Επιβολής Προστίμου Εισοδήματος και των από 16.3.2018 Εκθέσεων Μερικού Φορολογικού Ελέγχου Φορολογίας Εισοδήματος και ΦΠΑ του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χαλκίδας και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.
5. Την υπ' αριθ /08-03-2018 Πράξη Επιβολής Προστίμου (άρθρου 4 του ν. 2523/1997) διαχειριστικής περιόδου 01/01/2011-31/12/2011 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χαλκίδας του οποίου ζητείται η ακύρωση, καθώς και την από 16/03/2018 οικεία έκθεση ελέγχου προστίμων εισοδήματος.
6. Τις απόψεις της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Χαλκίδας.
7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α6 όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.
Επί της με ημερομηνία κατάθεσης 23/04/2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής της εταιρείας με την επωνυμία , ΑΦΜ , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:
Με την υπ' αριθ /08-03-2018 Πράξη Επιβολής Προστίμου Εισοδήματος του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χαλκίδας διαχειριστικής περιόδου 01/01/2011-31/12/2011, επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας πρόστιμο ποσού 300,00 €, λόγω μη υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 64 και 107 του ν. 2238/1994 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2523/1997.
Η ανωτέρω πράξη προέκυψε κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε από την Δ.Ο.Υ. Χαλκίδας, για την περίοδο 01/01/2009-31/12/2012, δυνάμει της υπ' αριθ /30-12-2014 εντολής του Προϊσταμένου της, η οποία εκδόθηκε συνεπεία της με αρ. πρωτ /20-11-2013 «Αίτησης Διενέργειας Τακτικού Ελέγχου» που υπέβαλε η προσφεύγουσα προς τη Δ.Ο.Υ. Χαλκίδας.
Ειδικότερα, με την υπ' αριθ /20-03-2012 εντολή του ίδιου ως άνω Προϊσταμένου, είχε διενεργηθεί προσωρινός έλεγχος φορολογίας εισοδήματος στην προσφεύγουσα εταιρεία λόγω μη υποβολής δηλώσεων για τα οικονομικά έτη 2010 και 2011. Από τον διενεργηθέντα έλεγχο προέκυψαν λογιστικές διαφορές ύψους 90.264,38 € για τη χρήση 2009 και ποσού 32.380,31 € για τη χρήση 2010. Βάσει των ανωτέρω και λαμβάνοντας υπ' όψιν τη μη υποβολή δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος για τις ανωτέρω χρήσεις, προσδιορίστηκαν τα φορολογητέα κέρδη και εκδόθηκαν οι υπ' αριθ /2012 και /2012 Πράξεις Φορολογίας Εισοδήματος. Παράλληλα, δυνάμει της ίδιας εντολής διενεργήθηκε έλεγχος και στη φορολογία ΦΠΑ και επαναπροσδιορίσθηκαν οι φορολογητέες εισροές και εκροές της επιχείρησης και εκδόθηκαν οι υπ' αριθ , , και /2012 Πράξεις για τις χρήσεις 2009 έως και 2012.
Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα υπέβαλε την υπ' αριθ. πρωτ /20-11-2013 αίτηση προς τη Δ.Ο.Υ. Χαλκίδας, προκειμένου να διενεργηθεί τακτικός έλεγχος, διότι δεν συμφωνούσε με τα καταλογισθέντα και βεβαιωθέντα ποσά φόρων του ως άνω προσωρινού ελέγχου με αποτέλεσμα να εκδοθεί η υπ' αριθ /21-05-2014 εντολή.
Ο νεότερος διενεργηθείς έλεγχος, για τους λόγους που αναλυτικά αναφέρονται στις οικείες εκθέσεις ελέγχου, περιορίστηκε μόνο στην επιβολή προστίμου ύψους 300,00 € σε βάρος της προσφεύγουσας λόγω μη υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για το οικονομικό έτος 2012 (χρήση 2011), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2523/1997 και 62 & 72 του ν. 4174/2013.
Η προσφεύγουσα εταιρεία στρέφεται κατά της ως άνω προσβαλλόμενης πράξης και κατά των οικείων εκθέσεων ελέγχου, ζητώντας την ακύρωση αυτών και παράλληλα την εξεύρεση και καταγραφή του πραγματικού ύψους εισοδημάτων και του αναλογούντος ΦΠΑ προβάλλοντας ειδικότερους ισχυρισμούς σχετικά με τις διαπιστωθείσες από τον έλεγχο λογιστικές διαφορές.
Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 2238/1994 όπως ίσχυε κατά την κρινόμενη χρήση 2011: «Σε φόρο υπόκεινται επίσης, οι ομόρρυθμες και οι ετερόρρυθμες εταιρίες, οι κοινωνίες αστικού δικαίου, που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, οι αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρίες, οι συμμετοχικές ή αφανείς, καθώς και οι κοινοπραξίες της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992, ΦEK A' 84).»
Επειδή με τις διατάξεις του άρθρου 64 του ν. 2238/1994: «1. Οι υπόχρεοι της παραγράφου 4 του άρθρου 2 υποβάλλουν δήλωση φόρου εισοδήματος στον Προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ως εξής:
α) Μέχρι την 1η Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, αν η εταιρία ή η κοινοπραξία ή η κοινωνία δεν τηρεί βιβλία ή τηρεί βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. H υποβολή της δήλωσης πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού φορολογικού μητρώου (A.ΦM.) του φορολογουμένου με αρχή το ψηφίο 1 και ολοκληρώνεται μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες.
β) Μέχρι τις 15 Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, αν η εταιρία έχει ως αντικείμενο εργασιών την αντιπροσώπευση ή πρακτόρευση ασφαλιστικών εταιριών ή τη μεσιτεία ασφαλειών, καθώς και την πρακτόρευση ή αντιπροσώπευση τραπεζών ή αν αυτή συμμετέχει σε εταιρία ή κοινοπραξία που τηρεί βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και εφόσον η διαχειριστική περίοδος αυτής λήγει μέσα στους μήνες Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του προηγούμενου ημερολογιακού έτους »
Επειδή περαιτέρω στο άρθρο 101 του ίδιου ως άνω νόμου οριζόταν για τη χρήση 2011 ότι: «1. Στο φόρο υπόκεινται: α) Οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, β) Οι δημόσιες, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα ανεξάρτητα αν αποτελούν ή όχι ίδια νομικά πρόσωπα, γ) Οι συνεταιρισμοί που έχουν συσταθεί νόμιμα και οι ενώσεις τους, δ) Οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που λειτουργούν με οποιοδήποτε τύπο εταιρίας, καθώς και οι κάθε είδους αλλοδαποί οργανισμοί που αποβλέπουν στην απόκτηση οικονομικών ωφελημάτων, ε) Οι ημεδαπές εταιρίες περιορισμένης ευθύνης....»
Επειδή επιπροσθέτως στο άρθρο 107 του Κ.Φ.Ε. ορίζεται ότι: «1. Κάθε νομικό πρόσωπο του άρθρου 101 υποχρεούται να υποβάλλει δήλωση φόρου εισοδήματος στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Επίσης σε υποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος υποχρεούνται και τα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα που έχουν στην κυριότητά τους ακίνητο στην Ελλάδα, ανεξάρτητα αν προκύπτει ή όχι εισόδημα από αυτό.»
Επειδή με την παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2523/1997: «Τα πρόσωπα που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από την κείμενη φορολογική νομοθεσία υπόκεινται για κάθε παράβαση σε πρόστιμο που ορίζεται από "εκατόν δεκαεπτά (117) ευρώ μέχρι χίλια εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ ". Το πρόστιμο αυτό επιβάλλεται στις περιπτώσεις που δεν προβλέπεται η επιβολή πρόσθετου φόρου ή δεν προκύπτει ποσό φόρου για καταβολή.»
Επειδή με τις διατάξεις της παρ. 48 του άρθρου 72 (πρώην άρθρο 66) του ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.) ορίζεται ότι: «Για παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι τις 31.12.2013, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσης τους, και το σχετικό πρόστιμο υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4, 5 και 6 του ν. 2523/1997, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 6 του ίδιου νόμου, εφόσον ο φορολογούμενος, με δήλωσή του προς τον Προϊστάμενο της αρχής που εξέδωσε την πράξη επιβολής προστίμου, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της, αποδεχθεί ανεπιφύλακτα το σύνολο των παραβάσεων που αναφέρονται σε αυτή και καταβάλει, ταυτόχρονα, τουλάχιστον ποσοστό 40% της συνολικής οφειλής, ενώ το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα της αποδοχής.»
Επειδή σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην οικεία Έκθεση Ελέγχου Προστίμων Εισοδήματος της Δ.Ο.Υ. Χαλκίδας, η προσφεύγουσα εταιρεία δεν υπέβαλε, ως είχε την υποχρέωση, δήλωση φορολογίας εισοδήματος για το οικονομικό έτος 2012 (χρήση 2011), ορθώς επιβλήθηκε το σχετικό πρόστιμο του άρθρου 4 του ν. 2523/1997 από τη φορολογική αρχή και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την παρούσα ενδικοφανή προσφυγή πράξη.
Επειδή, η προσφεύγουσα επιχείρηση με την κρινόμενη ενδικοφανή προσφυγή στρέφεται κατά της υπ' αριθ /2018 Πράξης Επιβολής Προστίμου. Ωστόσο, στην εν λόγω προσφυγή προβάλλονται ισχυρισμοί οι οποίοι αφορούν τις λογιστικές διαφορές του αρχικού αλλά και του μετέπειτα διενεργηθέντος ελέγχου, για τις οποίες όμως δεν εκδόθηκε πράξη προσδιορισμού φόρου. Συνεπώς, οι ανωτέρω λόγοι, δεν άπτονται της παρούσας ενδικοφανούς προσφυγής καθόσον δεν αφορούν την προσβαλλόμενη και κρινόμενη πράξη. Ως εκ τούτου, είναι ανεπίδεκτοι εκτίμησης, θεωρούνται αλυσιτελώς προβαλλόμενοι και παρέλκει η εξέταση αυτών.
Επειδή σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 63 του Ν.4174/2013 ορίζεται ότι: «Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης. Η αίτηση υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη ή παρέλειψε την έκδοσή της και πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημά του...»
Επειδή στο άρθρο 2 της ΠΟΛ.1064/2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Η ενδικοφανής προσφυγή ασκείται κατά πράξεων των φορολογικών αρχών, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών που αρχίζει από την κοινοποίηση της πράξεως ή τη συντέλεση της παράλειψης. Η εν λόγω προθεσμία αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου. Ειδικά για τους κατοίκους εξωτερικού η σχετική προθεσμία ορίζεται σε εξήντα (60) ημέρες (άρ. 63 παρ. 1 εδ. γ',δ',ε'Κ.Φ.Δ.).
2. Η ενδικοφανής προσφυγή υποβάλλεται από τον υπόχρεο στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ή παρέλειψε την έκδοσή της και πρέπει να αναφέρει τους λόγους, τους ισχυρισμούς και τα έγγραφα στα οποία βασίζει το αίτημά του, να περιέχει τα ακριβή του στοιχεία, την προσβαλλόμενη πράξη, τη διεύθυνση στην οποία θα συντελούνται οι κοινοποιήσεις των αποφάσεων, των πράξεων και των λοιπών εγγράφων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, τη διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τα εν γένει στοιχεία επικοινωνίας του υπόχρεου. Σε κάθε περίπτωση μεταβολής των στοιχείων επικοινωνίας που επήλθε μετά την υποβολή του αιτήματος της ενδικοφανούς προσφυγής, ο υπόχρεος οφείλει να γνωστοποιεί εγγράφως αυτά στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, διαφορετικά οι κοινοποιήσεις γίνονται νομίμως βάσει των αρχικά δηλωθέντων στοιχείων. ».
Επειδή στην έννοια «οποιαδήποτε πράξης» έχει εκδοθεί σε βάρος υπόχρεου, εντάσσονται οι πράξεις προσδιορισμού κύριου ή πρόσθετου φόρου, προστίμου, προσαυξήσεων, ή και τελών ή πράξη επιβολής οποιασδήποτε κυρώσεως για παράβαση της φορολογικής εν γένει νομοθεσίας που έχει εκδοθεί σε βάρος του ακόμα και η απόρριψη εν όλω ή εν μέρει συγκεκριμένου αιτήματός του από τη Φορολογική Αρχή που αναφέρεται σε φορολογική διαφορά.
Επειδή με την υπό κρίση προσφυγή, εκτός από την υπ' αριθ /2018 Πράξη Επιβολής Προστίμου, προσβάλλονται και οι από 16/03/2018 Εκθέσεις Μερικού Ελέγχου Φορολογίας Εισοδήματος και ΦΠΑ μερικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος της Δ.Ο.Υ. Χαλκίδας.
Επειδή οι ως άνω εκθέσεις ελέγχου προσβάλλονται απαραδέκτως, καθόσον σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, αποτελούν έγγραφα πληροφοριακού χαρακτήρα. Ως εκ τούτου δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και δεν δύναται να προσβληθούν.
Αποφασίζουμε
Την απόρριψη της με ημερομηνία κατάθεσης 23/04/2018 και με αριθ. πρωτ ενδικοφανούς προσφυγής της εταιρείας , ΑΦΜ και την επικύρωση της υπ' αριθ. /08-03-2018 Πράξης Επιβολής Προστίμου Εισοδήματος (άρθρου 4 ν. 2523/1997) διαχειριστικής περιόδου 01/01/2011-31/12/2011 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χαλκίδας.
Οριστική φορολογική υποχρέωση της υπόχρεης - καταλογιζόμενο ποσό με βάση την παρούσα απόφαση:
Πρόστιμο άρθρου 4 ν. 2523/1997: 300,00 €
Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί από αρμόδιο όργανο με τη νόμιμη διαδικασία στην υπόχρεη.
Ακριβές Αντίγραφο
Η Υπάλληλος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης
Με εντολή του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών
Ο Προϊστάμενος της Υποδιεύθυνσης Επανεξέτασης
ΦΑΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Σ η μ ε ί ω σ η : Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.
116103/ΕΥΘΥ878/2018 Συμπλήρωση κατηγοριών μη επιλέξιμων δαπανών που αυξάνουν την εθνική συμμετοχή
(ΦΕΚ Β' 4986)
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Το άρθρο 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.Δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98/τ.Α΄/22-04-2005).
2. Το ν. 4314/2014 (ΦΕΚ 265/τ.Α΄/23-12-2014) «Α) Για τη διαχείριση, τονέλεγχο και την εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2014-2020, Β) Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2012/17 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2012 (ΕΕ L 156/16-06-2012) στο ελληνικό δίκαιο, τροποποίηση του ν. 3419/2005 (ΦΕΚ 297/τ.Α΄) και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει και ειδικότερα το άρθρο 33 παρ. 2 αυτού.
3. Το Π.Δ. 147/2017 (ΦΕΚ Α΄ 192) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης».
4. Το Π.Δ. 88/2018 (ΦΕΚ 160/τ.Α΄/29-08-2018) περί Διορισμού Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών.
5. Την αριθμ. 91589/03-09-2018 απόφαση ανάθεσης αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης, Ευστάθιο Γιαννακίδη (ΦΕΚ 3814/Β΄/04-09-2018).
6. Το γεγονός ότι η παρούσα αφορά σε έργα βαρύνουσας κοινωνικής σημασίας.
7. Το γεγονός ότι η επιβάρυνση του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων που προκαλείται από την παρούσα απόφαση θα προσδιορισθεί από τις αποφάσεις ένταξης των πράξεων «Λειτουργία Τοπικών Ομάδων Υγείας (ΤΟΜΥ)» στα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα για την Προγραμματική Περίοδο 2014-2020, τηρουμένων των εκάστοτε ετησίων ορίων του ΠΔΕ,
αποφασίζουμε:
Στις κατηγορίες των μη επιλέξιμων δαπανών, που δύνανται να αυξάνουν την εθνική συμμετοχή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, της παρ. 2 του άρθρου 33 του ν. 4314/2014, όπως ισχύει, προστίθεται σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της ιδίας παραγράφου και η ακόλουθη:
Ειδικότερα οι μη επιλέξιμες για συγχρηματοδότηση δαπάνες που περιλαμβάνονται στις οικείες αποφάσεις ένταξης των πράξεων που εκδίδονται για τη δράση «Λειτουργία Τοπικών Ομάδων Υγείας (ΤΟΜΥ)» για την ΠΠ 2014-2020 στο πλαίσιο των Περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων, θα καλυφθούν με αύξηση της εθνικής συμμετοχής».
Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευσή της. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 1 Νοεμβρίου 2018
Ο Υφυπουργός
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΙΔΗΣ
50994/Δ1/17543/2018 Σύσταση Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης του άρθρου 21 του ν. 4369/2016 του Οργανισμού Προνοιακών Επιδομάτων Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ)
(ΦΕΚ Β' 4986/08.11.2018)
Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) του άρθρου 21 του ν. 4369/2016, «Εθνικό Μητρώο Επιτελικών Στελεχών Δημόσιας Διοίκησης, βαθμολογική διάρθρωση θέσεων, συστήματα αξιολόγησης, προαγωγών και επιλογής προϊσταμένων (διαφάνεια-αξιοκρατία και αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης) και άλλες διατάξεις» (Α΄ 33),
β) του ν. 3528/2007 (Α΄ 26) «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.», όπως ισχύουν,
γ) των άρθρων 13, 14 και 15 του ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 45),
δ) του ν. 4520/2018 «Μετεξέλιξη του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων σε Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ) και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 30),
ε) του Π.Δ. 134/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» (Α΄ 168),
στ) του Π.Δ. 125/2016 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 210).
2. Την αριθμ. ΔΙΔΑΔ/Φ.32.14/753/οικ.7513/3.3.2017 εγκύκλιο του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης «ν. 4369/2016 (ΦΕΚ Α΄ 33) ΜΕΡΟΣ Β΄ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ-Αξιολόγηση, Στοχοθεσία, Κοινωνική λογοδοσία και συμμετοχή» (ΑΔΑ ΨΩ5Κ465ΧΘΨ-ΠΥΒ).
3. Το αριθμ. Φ.3/3/4725/02-04-2018 έγγραφο του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης.
4. Το αριθμ. 558/Ζ2/24-09-2018 έγγραφο του ΟΠΕΚΑ.
5. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού ούτε του προϋπολογισμού του ΟΠΕΚΑ,
αποφασίζουμε:
Τη σύσταση στον Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ) Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης του άρθρου 21 του ν. 4369/2016 για το τακτικό και ιδιωτικού δικαίου διοικητικό προσωπικό, η οποία αποτελείται από:
1. Τον προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οικονομικής Υποστήριξης, και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του ΟΠΕΚΑ, ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης που προέρχεται από άλλο Υπουργείο ή Φορέα.
2. Έναν προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης του ΟΠΕΚΑ, ως τακτικό μέλος, με αναπληρωτή προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης που προέρχεται από άλλο Υπουργείο ή Φορέα.
3. Έναν προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης που προέρχεται από άλλο Υπουργείο ή Φορέα ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του που προέρχεται από άλλο Υπουργείο ή Φορέα.
Για την επιλογή των μελών που προέρχονται από άλλο Υπουργείο ή φορέα διενεργείται υποχρεωτικά δημόσια κλήρωση μεταξύ τουλάχιστον πέντε (5) υποψηφίων που προέρχονται από πέντε (5) διαφορετικούς φορείς.
Στην Επιτροπή μετέχουν χωρίς δικαίωμα ψήφου:
Α. δύο (2) αιρετοί εκπρόσωποι των μονίμων υπαλλήλων ή των υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) του οικείου φορέα.
Β. Ένας εκπρόσωπος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου ή Συλλόγου ή Σωματείου, του οποίου ο αξιολογούμενος είναι μέλος, ύστερα από αίτηση του τελευταίου. Γραμματέας της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης ορίζεται υπάλληλος της Διεύθυνσης Διοικητικού.
2. Έργο της Επιτροπής είναι η αξιολόγηση των ενστάσεων του άρθρου 20 του ν. 4369/2016, καθώς και των εξαιρετικών επιδόσεων κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 5 και 12 του άρθρου 17, στις παραγράφους 5 και 11 του άρθρου 18 και στην παράγραφο 4 του άρθρου 16 του ίδιου νόμου.
3. Αν η Επιτροπή κληθεί να αξιολογήσει ενστάσεις ή τις εξαιρετικές επιδόσεις υπαλλήλων ή προϊσταμένων που έχουν αξιολογηθεί από μέλος της Επιτροπής, το συγκεκριμένο μέλος κωλύεται να συμμετάσχει στην εξέταση του εν λόγω θέματος από την Επιτροπή και τη θέση του παίρνει ο αναπληρωτής του.
Η θητεία των μελών της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης είναι διετής.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 30 Οκτωβρίου 2018
Η Υπουργός
ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ
2242.5-1.11/81295/2018 Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πλοιάρχων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2018
Αριθμ. 2242.5-1.11/81295/ 2018
(ΦΕΚ Β' 4986/08.11.2018)
Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΝΗΣΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 και του άρθρου 5 παρ. 1 εδάφιο πρώτο του α.ν. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία» (Α΄ 24), όπως τροποποιήθηκε συμπληρώθηκε και ισχύει σήμερα,
β) του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου, που κυρώθηκε με το ν.δ. 187/1973 (Α΄ 261), όπως ισχύει.
γ) του Π.Δ. 152/2003 «Περί οργάνωσης του χρόνου εργασίας των ναυτικών, σε συμμόρφωση προς τις Οδηγίες 1999/63/ΕΚ και 1999/95/ΕΚ» (Α΄ 124), όπως τροποποιήθηκε με το Π.Δ. 171/2014 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις Οδηγίες 2009/13/ΕΚ (L 124) και 2013/54/ΕΕ (L 329)» (Α΄ 268),
δ) των άρθρων 1, 4 και 5 του ν. 4150/2013 «Ανασυγκρότηση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και άλλες διατάξεις» (Α΄ 102),
ε) του Π.Δ. 70/2015 «Ανασύσταση των Υπουργείων Πολιτισμού και Αθλητισμού, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Ανασύσταση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και μετονομασία του σε Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής...... Μεταφορά Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας στο Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού» (Α΄ 114),
στ) του Π.Δ. 13/2018 «Οργανισμός Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής» (Α΄ 26),
ζ) του Π.Δ. 88/2018 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 160),
η) της αριθμ. Υ 64/2018 απόφασης Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Νεκτάριο Σαντορινιό» (Β΄ 3986).
2. Την αριθμ. 3522.2/09/2014/29.4.2014 εγκύκλιο Δ.Ν.ΕΡ. 2ο (ΑΔΑ: ΒΙΦΘΟΠ-2ΒΨ).
3. Το αριθμ. 386-99/10-10-2018 κοινό έγγραφο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας και της Πανελλήνιας Ένωσης Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού Πάσης Τάξεως, με το οποίο υποβλήθηκε για κύρωση η από 04-09-2018 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πλοιάρχων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2018.
4. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
1. Την κύρωση της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πλοιάρχων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2018, το κείμενο της οποίας υπογράφηκε την 04-09-2018 από τους νόμιμους εκπροσώπους του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας και της Πανελλήνιας Ένωσης Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού Πάσης Τάξεως, έτους 2018, εκτός από το άρθρο 15 αυτής (Δικαίωμα επιλογής Πλοιάρχου), το οποίο αντίκειται στην κείμενη νομοθεσία. Επιπρόσθετα, κυρώνονται ως εξής:
α. το άρθρο 12 β (Επιβατηγά Οχηματαγωγά πλοία γραμμής Ελλάδας Ιταλίας), υπό τον όρο της κατάλληλης ρύθμισης για την εφαρμογή αυτού θεμάτων ασφαλιστικής φύσης,
β. οι όροι της Συλλογικής Σύμβασης που αναφέρονται σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης στο μέτρο που δεν αντίκεινται στις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας που διέπει τα θέματα αυτά.
2. Η ισχύς της Συλλογικής Σύμβασης, η οποία κυρώνεται με την απόφαση αυτή αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2018 και λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2018.
ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΛΟΙΑΡΧΩΝ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΒΑΤΗΓΩΝ ΠΛΟΙΩΝ
Εν Πειραιεί σήμερον την 04-09-2018, οι υπογεγραμμένοι αφενός Μιχάλης Σακέλλης Πρόεδρος και Αδαμάντιος Κρασανάκης Γενικός Γραμματέας της ενταύθα εδρευούσης Επαγγελματικής Οργάνωσης «Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ)» ειδικώς εξουσιοδοτημένος προς τούτο και αφετέρου ο Εμμανουήλ Τσικαλάκης εκπροσωπών νομίμως εν προκειμένω την εν Πειραιεί εδρεύουσα αναγνωρισμένη Επαγγελματική οργάνωση «Πανελλήνιος Ένωσις Πλοιάρχων Ε.Ν. Πάσης Τάξεως» και ειδικώς εξουσιοδοτημένος προς τούτο, συνελθόντες σήμερον είς Πειραιά για να ορίσουμε τον μισθό τις ειδικές αμοιβές και λοιπούς όρους εργασίας των Πλοιάρχων των Μεσογειακών Επιβατηγών Τουριστικών Πλοίων, απεφασίσαμεν κοινή αμφοτέρων συμφωνία τα επόμενα.
Άρθρο 1
1. Η παρούσα Συλλογική Σύμβαση ισχύει επί των:
α. Επιβατηγών Μεσογειακών Πλοίων τα οποία εκτελούν πλόες στον Μεσογειακό χώρο, περιλαμβανομένου εις τούτον και του Ευξείνου Πόντου και μη δρομολογημένων κατά τας περί ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών διατάξεις και
β. Επιβατηγών Τουριστικών Πλοίων τα οποία εκτελούν τουριστικούς πλόες εντός και εκτός του Μεσογειακού χώρου
2. Το μισθολόγιο καθώς και οι πάσης φύσεως αποδοχές των επί των ανωτέρω επιβατηγών πλοίων εργαζομένων Πλοιάρχων καθορίζονται σε ευρώ.
3. Οι πάσης φύσεως καταβολές προς τους Πλοιάρχους θα καλύπτονται εκ μέρους της εφοπλιστικής επιχειρήσεως δι’αντιστοιχων βεβαιώσεων εκχωρήσεως του ισόποσου συναλλάγματος, διατηρουμένων εκ παραλλήλου όλων των υπέρ των Πλοιάρχων εκ μέρους της πολιτείας υφισταμένων μέχρι σήμερον συναλλαγματικών διευκολύνσεων.
Άρθρο 2
Μισθός Ενεργείας
1. α) Ομηνιαίοςμισθόςενεργείαςκαιπάσηςφύσεωςεπιδόματα που προβλέπονται από την προηγούμενη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας με το αριθμ. 2242.5-1.1177057/ 2017, ΦΕΚ 3919/Β/07-11-2017 αυξήθηκαν κατά ποσοστό 2% για την χρονική περίοδο από 01-01-2018 μέχρι 31-12-2018 στο ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (2.964,33).
β. Ο Ύπαρχος, κάτοχος διπλώματος Α΄ τάξεως, που υπηρετεί στην κατηγορία των εν λόγω πλοίων λαμβάνει μηνιαίο επίδομα από 01-01-2018 έως 31-12-2018 το ποσό των εκατόν σαράντα πέντε ευρώ και δέκα λεπτών (145,11) πλέον του επιδόματος Υπάρχου του αναφερομένου εις το άρθρο 5 παρ. 2 της Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Τουριστικών Μεσογειακών Πλοίων, που υπεγράφη μεταξύ του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας και της ΠΝΟ.
γ .Οι συνολικές αποδοχές του Πλοιάρχου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις συνολικές αποδοχές των λοιπών μελών του πληρώματος που προβλέπονται από την παρούσα Συλλογική Σύμβαση και την γενική Συλλογική Σύμβαση που υπεγράφη μεταξύ του Σ.Ε.Ε.Ν. και της Π.Ν.Ο. αλλ’ ανώτερες τούτων τουλάχιστον κατά τέσσερα ευρώ και δύο λεπτά (4,02) μηνιαίως της διαφοράς αυτής λογιζομένης ως ειδικού επιδόματος.
δ. Οι συνολικές αποδοχές του Υπάρχου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις συνολικές αποδοχές των Προϊσταμένων των λοιπών ειδικοτήτων.
Άρθρο 3
α. Διά τις τυχόν διανυόμενες εν πλω και εν λιμένι Κυριακές καταβάλλεται στον Πλοίαρχο ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος, ανερχόμενη σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παρ. 1α της παρούσης.
β. Στον Πλοίαρχο καταβάλλεται δι’έκαστον διανυόμενον εν πλω και εν λιμένι Σάββατον ένα πλήρες ημερομίσθιον ίσον προς το 1/22 του μηνιαίου μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1α της παρούσης.
γ. Στο Πλοίαρχο καταβάλλεται ένα πλήρες ημερομίσθιο δι’ εκάστη αργία διανυομένην εν πλώ ή εν λιμένι ίσον προς το 1/22 του μηνιαίου μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1α της παρούσης.
δ. Στον Πλοίαρχο παρέχεται σαν επίδομα παραστάσεως από 01-012018 έως 31-12-2018 το ποσό των διακοσίων ενενήντα ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (290,51). ε. Οι ημέρες αργιών εν πλω και εν λιμένι που ορίζονται από την Γενική Συλλογική Σύμβαση εργασίας μεταξύ της ΠΝΟ και του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας ισχύουν και για τους Πλοιάρχους.
Άρθρο 4
Χαρακτηρισμός του ναυτικού επαγγέλματος
Συμφωνείται ο χαρακτηρισμός του ναυτικού επαγγέλματος ως βαρέως και ανθυγιεινού υπό τη προϋπόθεση ότι ο χαρακτηρισμός αυτός δεν θα έχει ουδεμία οικονομική επιβάρυνση για την εργοδοσία, πλην μηνιαίου επιδόματος από 01-01-2018 έως 31-12-2018 το ποσόν των είκοσι ενός ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (21.65) χορηγουμένων στον Πλοίαρχο.
Άρθρο 5
α. Σε περίπτωση ναυαγίου, ασχέτως των άλλων αποζημιώσεων των οποίων δικαιούται συμφώνως προς τους κείμενους νόμους, παρέχεται στον Πλοίαρχο και ειδική αποζημίωση καθοριζόμενη από 01-012018 έως 31-12-2018 στο ποσόν των χιλίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (1084,85).
β. Στον Πλοίαρχο παρέχονται επίσης έξοδα λιμένος για όσες ημέρες το πλοίο παραμένει στο λιμάνι, προς κάλυψη δαπανών που αφορούν το πλοίο, καθώς και τα μικροέξοδα τα σχετικά με την εξυπηρέτηση του πλοίου επί αποδόσει λογαριασμού.
γ. Στον Πλοίαρχο Ε/Γ-Ο/Γ (εφόσον το πλοίο μεταφέρει οχήματα), καταβάλλεται μηνιαίως (ως επίδομα) από 01-01-2018 έως 31-12-2018 το ποσόν των εκατόν σαράντα πέντε ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (145,77).
Άρθρο 6
α. Ο μισθός ασθενείας ορίζεται σε κάθε περίπτωση ίσος με τον κατά το άρθρο 2 παραγρ. 1α της παρούσης μισθό ενεργείας, σε περίπτωση δε νοσηλείας εκτός νοσοκομείου ή κλινικής καταβάλλεται και το αντίτιμο τροφής.
β. Στον Πλοίαρχο ο οποίος υφίσταται χειρουργική επέμβαση ή τραυματισμό στο πλοίο και δεν καθίσταται ανίκανος προς εργασία και του οποίου η θεραπεία δεν παρατείνεται πέραν των τεσσάρων μηνών καταβάλλεται ολόκληρος ο μισθός ενεργείας του άρθρου 2 παρ. 1α της παρούσης.
γ. Ο μεταβαίνων να συναντήσει το πλοίο προς ανάληψη της διοικήσεώς του ως Πλοίαρχος, εάν υποστεί ατύχημα τυγχάνει της αυτής προστασίας της οποίας τυγχάνει και εν τη υπηρεσία του πλοίου.
δ. Ο Πλοίαρχος δικαιούται νοσηλείας στη Α΄ θέση νοσοκομείου ή κλινικής.
Άρθρο 7
Στον Πλοίαρχο παρέχεται για κάθε τουριστική περίοδο μια χειμερινή και δύο θερινές στολές. Οι στολές αυτές θα ανήκουν κατά κυριότητα στον Πλοίαρχο μετά τη λήξη της τουριστικής περιόδου.
Άρθρο 8
Μισθός παροπλισμού
Σε περίπτωση παροπλισμού του πλοίου, ο μηνιαίος μισθός του Πλοιάρχου από της ημέρας του παροπλισμού και μέχρι συμπληρώσεως εννεαμήνου κατ’ ανώτατον όριον χρονικού διαστήματος εντός του αυτού ημερολογιακού έτους ορίζεται είς 80% επί του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1α της παρούσης.
Σε περίπτωση που συμφωνηθεί μεταξύ ΠΝΟ και ΣΕΕΝ κάτι το καλύτερο σχετικώς με την υποχρέωση εννεαμήνου επανδρώσεως του πλοίου, τούτο θα ισχύει και για τον Πλοίαρχο.
Άρθρο 9
Αντίτιμο Τροφής
Το ημερήσιο αντίτιμον τροφής του Πλοιάρχου και εις όσας περιπτώσεις δικαιούται τούτο καθορίζεται από 01-01-2018 έως 31-12-2018 στο ποσό των δεκαέξι ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (16,25).
Άρθρο 10
Αποζημίωση
Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ο ναυτικός δικαιούται αποζημιώσεως θα καταβάλλεται τοιαύτη και στον Πλοίαρχο.
Άρθρο 11
Δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα
Τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, αντιπροσωπεύοντα αποδοχές τεσσαράκοντα πέντε (45) ημερών, καταργήθηκαν από 01-01-1982, ενσωματωθέντα στην κανονική άδεια, η οποία πλέον συνίσταται είς ενενήντα έξι (96) ημέρας ετησίως και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερον καθοριζόμενα στο άρθρο 8 της μεταξύ ΠΝΟ και Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας Συλλογικής Συμβάσεως.
Άρθρο 12
Άδεια
1. Ο Πλοίαρχος δικαιούται πέραν των μέχρι σήμερον χορηγουμένων (50) πενήντα ημερών ετησίας άδειας και ετέρων (46) σαράντα έξι ημερών προς τις οποίες συμψηφίσθηκαν από 01-01-1982 και εφεξής τα υπό του άρθρου 11 της από 01-01-1982 Σ.Σ. προβλεπόμενα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα της ετήσιας αδείας ανερχομένης ούτω εις (96) ενενήντα έξι ημέρας, υπολογιζομένης εις (8) οκτώ ημέρας διά κάθε μήνα υπηρεσίας, διά δε τις τυχόν ολιγότερες του μηνός ημέρες το αντίστοιχον κλάσμα.
Η άδεια αυτή λογίζεται ως συντάξιμος χρόνος.
2. Κατά τις ημέρες της αδείας του ο Πλοίαρχος δικαιούται του αναλογούντος σ’ αυτές μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1α της παρούσης, προσαυξημένου με το εξ 22% επίδομα Κυριακών και το αντίτιμον τροφής είς πάσαν περίπτωσιν ως και τα ειδικά επιδόματα του άρθρου 3 της παρούσης Συλλογικής Σύμβασης. Ο τρόπος υπολογισμού των εν λόγω επιδoμάτων του άρθρου 3 θα γίνεται σύμφωνα με την διαδικασία που ορίζει η παράγραφος 2 του άρθρου 8 περί αδειών της Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων. Το ημερομίσθιο για τον υπολογισμό της αδείας καθορίζεται στο 1/22 του μηνιαίου μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1α της παρούσης.
3. Η άδεια αυτή παρέχεται στον Πλοίαρχο εφ’ όσον το επιτρέπουν οι ανάγκες του πλοίου κατ’ αμοιβαία συνεννόησιν μετά του πλοιοκτήτου, δύναται δε να χορηγείται και κατά την παραμονή του πλοίου στο λιμάνι επί επταήμερον, όπως και δι‘ επισκευάς, ετησίαν επιθεώρησιν κ.λπ. Αι ημέραι κατάπλου και απόπλου δεν λογίζονται ως ημέρες αδείας αλλά ως ημέρες εργασίας.
Σε κάθε άλλη περίπτωση η χορηγουμένη άδεια δεν είναι δυνατόν να δοθεί διά χρονικόν διάστημα μικρότερον των επτά ημερών.
Για κάθε άλλη περίπτωση που δεν καλύπτεται από τα προαναφερόμενα θα ισχύσουν τα προβλεπόμενα από τη Γενική Συλλογική Σύμβαση μεταξύ ΣΕΕΝ και ΠΝΟ.
Άρθρο 12 β
Eπιβατηγά - Οχηματαγωγά πλοία γραμμής Ελλάδας Ιταλίας
Στις δρομολογιακές γραμμές όλων των Ε/Γ πλοίων Ελλάδας Ιταλίας, θα χορηγείται στον Πλοίαρχο μια επιπλέον μέρα ασφάλισης ανά μήνα σαν αντιστάθμισμα για την μη χορηγηθείσα διανυκτέρευση μιας μέρας κάθε μήνα και μέχρι του συνόλου των δέκα (10) ανά έτος.
Άρθρο 13
Έναρξη καταβολής μισθού
1. Σε περίπτωση που ο Πλοίαρχος θα ταξιδεύσει για να συναντήσει το πλοίο για την διακυβέρνηση του οποίου προσελήφθη, δικαιούται τον μισθό ενεργείας της παρ. 1α του άρθρου 2 της παρούσης από της ημέρας αναχωρήσεως για το ταξίδι αυτό.
2. Τα υπό των άρθρων 3 και 4 της παρούσης προβλεπόμενα επιδόματα παρέχονται από της ημέρας ναυτολογήσεως του Πλοιάρχου.
Άρθρο 14
Επίλυση Διαφορών
Κάθε διαφορά που προκύπτει περί την εφαρμογή και ερμηνεία των όρων της παρούσης Συλλογικής Συμβάσεως επιλύεται διαιτητικώς σύμφωνα προς τα καθοριζόμενα στο άρθρο 30 της Συλλογικής Συμβάσεως της υπογραφείσης μεταξύ του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας και της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας.
Άρθρο 15
Δικαίωμα επιλογής Πλοιάρχου
Οι Πλοίαρχοι που αφορά η παρούσα Συλλογική Σύμβαση προσλαμβάνονται εκ των τακτικών μελών της Πανελλήνιας Ένωσης Πλοιάρχων Ε.Ν. πάσης τάξεως κατ’ απόλυτον εκλογήν του πλοιοκτήτου.
Άρθρο 16
Τα δύο συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούμε να επιτρέπεται η πρόσληψη σπουδαστών κυρίως της ναυτικής εκπαίδευσης (ΑΕΝ, ΤΕΧΝ. ΛΥΚΕΙΑ, ΛΥΚΕΙΑ ΓΥΜΝΑΣΙΑ και αντίστοιχες Ναυτικές Σχολές του εξωτερικού) ανεξάρτητα περιορισμού (υφισταμένης νομοθεσίας) ως προς τον αριθμό των σπουδαστών.
Η πρόσληψη από τον πλοιοκτήτη θα γίνεται με την ειδικότητα του εκπαιδευόμενου και θα είναι υποχρεωμένος ( ο πλοιοκτήτης) να καταβάλλει τα έξοδα μετάβασης και παλιννόστησης, την ενδιαίτηση γενικά καθώς και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη του εκπαιδευόμενου κατά το διάστημα της υπηρεσίας του στο πλοίο μόνο.
Ο μισθός του εκπαιδευόμενου θα συμφωνείται κατά ελευθέραν συμφωνίαν και δεν θα υπερβαίνει οπωσδήποτε το μισθό του Δοκ. Πλοιάρχου.
Άρθρο 17
Στον Πλοίαρχο καταβάλλεται ειδικόν επίδομα από 01-01-2018 έως 31-12-2018 το ποσόν των εβδομήντα ενός ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (71,96) όταν το πλοίο διέλθει τις Μεγάλες Λίμνες Καναδά, την Διώρυγα του Σουέζ και την Διώρυγα του Παναμά (PANAMA CANAL). Το εν λόγω επίδομα καταβάλλεται άπαξ και για την πρώτη και μόνο διέλευση ανεξαρτήτως των τυχόν επακολουθησομένων εντός τριάκοντα ημερών, άλλων διελεύσεων.
Άρθρο 18
Εισφορές υπέρ της Εστίας Ναυτικών
1. Η μηνιαία εισφορά των πλοιοκτητών και των ναυτικών υπέρ της Εστίας Ναυτικών καθορίζονται από τις διατάξεις των εδαφίων α’ και β’ παρ. 1 του άρθρου 7 του ν.δ. 92 (ΦΕΚ 169/1973) ως ετροποποιήθησαν με το άρθρο 22 του ν. 1085/1980.
2. Οι ανωτέρω εισφορές υπολογίζονται επί του υπό των Συλλογικών Συμβάσεων καθοριζομένου μηνιαίου μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1α της παρούσης και δεν επεκτείνονται στα πάσης φύσεως επιδόματα, στην αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως ναυτολογήσεως, ναυαγίου, αδείας, ασθενείας ή εργατικών ατυχημάτων.
Άρθρο 19
Οικογενειακά Επιδόματα
Οι πλοιοκτήτες περί ών η παρούσα συλλογική σύμβαση, καταβάλλουν ποσοστό 2% μη δυνάμενο να αυξηθεί περαιτέρω, συμφώνως προς το άρθρο 25 του ν. 1085/ 1980, εισπραττόμενον υπό του ΝΑΤ, με σκοπό τη χορήγηση οικογενειακών επιδομάτων στους Έλληνες ναυτικούς. Το ανωτέρω ποσοστό ομού μετά του εξ ενός επί τοις εκατόν (1%) ποσοστού συμμετοχής του ναυτικού υπολογίζεται επί των υποκειμένων εις εισφοράν υπέρ του ΝΑΤ αποδοχών των ναυτικών.
Άρθρο 20
Επικουρική Ασφάλιση
Οι πλοιοκτήτες περί των οποίων η παρούσα Συλλογική Σύμβαση καταβάλλουν ποσοστό εκ δύο τοις εκατό (2%) και ήδη μετά την ψήφιση των ν. 4052/2012, ν. 4336/2015, ν. 4387/2016, ποσοστό εκ τρία και μισό τοις εκατό (3,5%), όπως εξειδικεύεται χρονικά στο άρθρο 97 του ν. 4387/ 2016, μη δυνάμενο ν’ αυξηθεί περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρον 28 του ν. 1220/1981, εισπραττόμενο υπό του ΝΑΤ με σκοπό την παροχή στους Έλληνες Ναυτικούς επικουρικής σύνταξης. Το ανωτέρω ποσοστό μαζί με το ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) και ήδη μετά την ψήφιση των ν. 4052/2012, ν. 4336/2015, ν. 4387/2016, τρία και μισό τοις εκατό (3,5%) όπως εξειδικεύεται χρονικά στο άρθρο 97 του ν. 4387/2016 ποσοστό συμμετοχής του ναυτικού υπολογίζεται επί των υποκειμένων σε εισφορά υπέρ του ΝΑΤ αποδοχών των ναυτικών.
Άρθρο 21
Έναρξης Λήξις ισχύος
α. Η ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της παρούσης συλλογικής συμβάσεως ορίζεται η 1η Ιανουαρίου 2018 και λήξεως η 31η Δεκεμβρίου 2018.
β Κατά το διάστημα της ισχύος της Σ.Σ. δύναται να τροποποιηθεί αυτή μόνο κατόπιν κοινής εγγράφου συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών. Πέραν των ανωτέρω, κατά τα λοιπά μη προβλεπόμενα υπό της παρούσης ισχύει ότι και στη Γενική Συλλογική Σύμβαση εργασίας στα Επιβατηγά-Μεσογειακά Τουριστικά πλοία μεταξύ ΣΕΕΝ και ΠΝΟ.
γ. Η παρούσα Συλλογική Σύμβαση συντάχθηκε σε τρία πρωτότυπα εκ των οποίων από ένα αντίτυπο έλαβαν τα συμβαλλόμενα μέρη, το δε τρίτο θέλει κατατεθεί στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής προς κύρωση, υπογράφεται δε ως έπεται.
Οι Συμβαλλόμενοι
Για τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας
Ο Πρόεδρος
ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΑΚΕΛΛΗΣ
Ο Γενικός Γραμματέας
ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΡΑΣΑΝΑΚΗΣ
Για την Πανελλήνια Ένωση Πλοιάρχων Ε.Ν. Πάσης Τάξεως
Ο Πρόεδρος
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΤΣΙΚΑΛΑΚΗΣ
Η απόφαση αυτή με το κείμενο της κυρούμενης Συλλογικής Σύμβασης να δημοσιευθούν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Πειραιάς, 2 Νοεμβρίου 2018
Ο Αναπληρωτής Υπουργός
ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΙΟΣ
10087/Α36/2018 Παράταση της επιδότησης ενοικίου ή συγκατοίκησης για την κάλυψη δαπανών στέγασης κατοίκων περιοχών των Περιφερειακών Ενοτήτων Κεφαλληνίας και Ιθάκης που επλήγησαν από το σεισμό της 26ης Ιανουαρίου 2014
(ΦΕΚ Β' 4982/08-11-2018)
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της από 28.07.1978 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας «περί αποκαταστάσεως ζημιών εκ των σεισμών 1978 εις περιοχή Βορείου Ελλάδος κ.λπ. και ρυθμίσεως ετέρων συναφών θεμάτων» που κυρώθηκε, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τους νόμους 867/1979 (ΦΕΚ 24/ Α΄/07.02.1979), 1048/1980 (ΦΕΚ 101/Α΄/02.05.1980), 1133/1981 (ΦΕΚ 54/Α΄/04.03.1981) και 1190/1981 (ΦΕΚ 203/Α΄/30.07.1981).
2. Τις διατάξεις του άρθρου 2 της από 26.03.1981 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας «περί αποκαταστάσεως ζημιών εκ των σεισμών 1981» που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1190/1981 (ΦΕΚ 203/Α΄/30.07.1981) καθώς και τις διατάξεις του άρθρου πέμπτου του ν. 1190/1981 (ΦΕΚ 203/ Α΄/30.07.1981) όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 1, παρ. 42 και 43 του ν. 2412/1996 «Μεταφορά αρμοδιοτήτων από το Υπουργικό Συμβούλιο σε άλλα Κυβερνητικά όργανα και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 123/Α΄/17.06.1996).
3.Τις διατάξεις του ν. 128/1975 (ΦΕΚ 178/Α΄/28.08.1975) «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών αναφερομένων εις την λειτουργία του χρηματοδοτικού συστήματος», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει.
4. Τις διατάξεις του άρθρου 3, παρ. 3, τελευταίο εδάφιο του ν. 1266/1982 (ΦΕΚ 81/Α΄/32.07.1982) «Περί οργάνων ασκήσεως της νομισματικής, πιστωτικής και συναλλαγματικής πολιτικής και άλλες διατάξεις» όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 25, παρ. 6 του ν. 1418/1984 (ΦΕΚ 23/Α΄/29.02.1984) «Περί Δημοσίων Έργων και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων».
5. Τις διατάξεις των άρθρων 20, 23, 77, 79 και 80 του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 143/Α΄/ 28.06.2014).
6.Τις διατάξεις του ν.3861/2010 (ΦΕΚ112/Α΄/13.07.2010) «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο Διαδίκτυο "Πρόγραμμα Διαύγεια" και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει.
7. Τις διατάξεις του άρθρου 129 του ν. 4199/2013 (ΦΕΚ 216/Α΄/11.10.2013) «Δημόσιες υπεραστικές οδικές μεταφορές επιβατών-ρυθμιστική αρχή επιβατικών μεταφορών και άλλες διατάξεις».
8. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98/Α΄/22.04.2005) και το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού και συγκεκριμένα του ΠΔΕ, που θα καλυφθεί από τις πιστώσεις της ΣΑΕ 069.
9. Τις διατάξεις του Π.Δ. 80/2016 «Ανάληψη υποχρεώσεων από τους Διατάκτες» (ΦΕΚ 145/Α΄/22.11.2010).
10. Τις διατάξεις του Π.Δ. 142/2017 (ΦΕΚ 181/Α΄/ 23.11.2017) «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών».
11. Τις διατάξεις του π.δ/τος 73/2015 (ΦΕΚ 116/Α΄/ 23.09.2015) «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
12. Τις διατάξεις του π.δ/τος 123/2016 (ΦΕΚ 208/A΄/ 04.11.2016) που αφορά στη μετονομασία των Υπουργείων «Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων», «Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης», «Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού».
13. Τις διατάξεις του π.δ/τος 87/2018 (ΦΕΚ 160/Α΄/ 29.08.2018) «Αποδοχή παραίτησης Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
14. Τις διατάξεις του π.δ/τος 88/2018 (ΦΕΚ 160/Α΄/ 29.08.2018) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών ΥπουργώνκαιΥφυπουργών».
15. Την με αριθμ. οικ. 20699/30.3.2015 (ΦΕΚ 204/ Υ.Ο.Δ.Δ./31.4.2015) απόφαση διορισμού του Γενικού Γραμματέα Υποδομών του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού.
16. Τις διατάξεις του π.δ/τος 147/2017 (ΦΕΚ 192/Α΄/ 13.12.2017) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης».
17. Τις διατάξεις της αριθμ. Y29/08.10.2015 απόφασης του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αν. Υπ. Οικ. Γ. Χουλιαράκη» (ΦΕΚ 2168/Β΄/09.10.2015).
18. Την αριθμ. 91589/34.09.2018 (ΦΕΚ 3814/B΄/04.09.2018) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης με θέμα «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης Ευστάθιο Γιαννακίδη».
19. Την αριθμ. οικ. 78967/03.11.2017 απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών με θέμα «Τοποθέτηση Προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών».
20. Την αριθμ. οικ. 86844/05.12.2017 (ΑΔΑ: ΩΒΒ9465 ΧΘΞ 8Ε5) απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών με θέμα «Τοποθέτηση Προϊσταμένων Διευθύνσεων του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών».
21. Του π.δ. 123/2017 (ΦΕΚ 151/Α΄/12.10.2017) «Οργανισμός του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών».
22. Τη ΣΑΕ 069 και συγκεκριμένα το ενάριθμο έργο 2014ΣΕ06900001 από το οποίο θα καλυφθεί η δαπάνη της επιδότησης ενοικίου ή συγκατοίκησης.
23. Την αριθμ. Υ.Α.Σ. οικ. 987/A36/07.02.2014 (ΦΕΚ 257/Β΄/07.02.2014) (ΑΔΑ: ΒΙΡΜ1-ΓΓ8) απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και των Υπουργών Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων με θέμα: «Επιδότηση ενοικίου ή συγκατοίκησης για την κάλυψη δαπανών στέγασης κατοίκων περιοχών των Περιφερειακών Ενοτήτων Κεφαλληνίας και Ιθάκης που επλήγησαν από το σεισμό της 26ης Ιανουαρίου 2014».
24. Την αριθμ. Υ.Α.Σ. οικ 8115/A36/08.10.2014 (ΦΕΚ 2841/Β΄/22.10.2014) (ΑΔΑ:Ψ7Ρ11-53Φ) απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων με θέμα: «Συμπλήρωση της με αριθμ. Υ.Α.Σ. οικ. 987/ Α36/07.02.2014 Απόφασης που αφορά στην επιδότηση ενοικίου ή συγκατοίκησης για την κάλυψη δαπανών στέγασης κατοίκων περιοχών των Περιφερειακών Ενοτήτων Κεφαλληνίας και Ιθάκης που επλήγησαν από το σεισμό της 26ης Ιανουαρίου 2014».
25. Την αριθμ. ΔΑΕΦΚ/οικ. 1212/Α36/9.3.2016 (ΦΕΚ 729/Β΄/18.3.2016) (ΑΔΑ:ΩΘ014653ΟΞ-ΠΟΩ) απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων με θέμα: «Επιδότηση ενοικίου ή συγκατοίκησης για την κάλυψη δαπανών στέγασης κατοίκων περιοχών των Περιφερειακών Ενοτήτων Κεφαλληνίας και Ιθάκης που επλήγησαν από το σεισμό της 26ης Ιανουαρίου 2014».
26. Την αριθμ. ΔΑΕΦΚ/1732/Α36/11.09.2017 (ΦΕΚ 3346/Β΄/22.09.2017) (ΑΔΑ:67ΤΡ465ΧΘΞ-ΚΣ0) απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών και και Υποδομών και Μεταφορών με θέμα: «Επιδότηση ενοικίου ή συγκατοίκησης για την κάλυψη δαπανών στέγασης κατοίκων περιοχών των Περιφερειακών Ενοτήτων Κεφαλληνίας και Ιθάκης που επλήγησαν από το σεισμό της 26ης Ιανουαρίου 2014».
27. Την αριθμ. 32395/1570/02.05.2018 (αρ. εισ. ΔΑΕΦΚ-ΚΕ/5149/10.05.2018 και 5313/16.05.2018) εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.
28. Το με αριθμ. ΔΝΣα/30927/ΦΝ 456ε/25.04.2018 (αρ. εισ. ΔΑΕΦΚ-ΚΕ/4761/02.05.2018) της Διεύθυνσης Νομοθετικού Συντονισμού του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.
29. Την αριθμ. οικ. 268/29.05.2017 (1911 Β΄) απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών «Μεταβίβαση δικαιώματος υπογραφής με εντολή Υπουργού ή Υφυπουργού».
Και επειδή
1. Ο Δήμος Κεφαλλονιάς δεν έχει ολοκληρώσει την κατεδάφιση των επικίνδυνων κτιρίων.
2. Η διαδικασία επισκευής των εργατικών κατοικιών στον οικισμό «Ληξούρι Ι» που επλήγησαν από το σεισμό της 26ης Ιανουαρίου 2014 που έχει αναλάβει η Δ.Α.Ε.Φ.Κ. ΚΕ (πρώην Υ.Α.Σ.), σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 43 του ν. 4305/2014 (ΦΕΚ 237/Α΄/ 31.10.2014) είναι σε εξέλιξη,
αποφασίζουμε:
Παρατείνουμε το χρονικό διάστημα της επιδότησης ενοικίου ή συγκατοίκησης που παρατάθηκε με την αριθμ. ΔΑΕΦΚ/1732/Α36/11.09.2017 (ΑΔΑ: 67ΤΡ465ΧΘΞ-ΚΣ0) κοινή υπουργική απόφαση κατά ένα (1) χρόνο για τους ιδιοκτήτες:
Α. κατοικιών για τις οποίες εκδόθηκαν Πρωτόκολλα Αυτοψίας Επικινδύνως Ετοιμόρροπων Κτιρίων και οι οποίες μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δεν έχουν κατεδαφιστεί από το Δήμο Κεφαλονιάς και
Β. των εργατικών κατοικιών στον οικισμό «Ληξούρι Ι» για τις οποίες την ευθύνη ανακατασκευής και επισκευής τους έχει αναλάβει η Δ.Α.Ε.Φ.Κ. Κ.Ε. (πρώην Υ.Α.Σ.).
ΚΑΛΥΨΗ ΔΑΠΑΝΗΣ
Από τις διατάξεις της απόφασης αυτής προκαλείται δαπάνη περίπου € 159.600,00 και θα καλυφθεί από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και συγκεκριμένα από το ενάριθμο έργο 2014ΣΕ06900001 της ΣΑΕ 069.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 5 Νοεμβρίου 2018
Οι Υπουργοί
Υφυπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΙΔΗΣ
Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
Υποδομών και Μεταφορών
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΠΙΡΤΖΗΣ
1160682 ΕΞ 2018 Τροποποίηση της αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1115805ΕΞ2017/ 31.7.2017 (Β΄ 2743) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότησης υπογραφής “Με εντολή Διοικητή” σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, όπως ισχύει
ΑΡΙΘ. ΠΡΩΤ.:Δ.ΟΡΓ.Α 1160682 ΕΞ2018/29-10-2018
(ΦΕΚ Β' 4970/07-11-2018)
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ (Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ.)
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ (Δ.ΟΡΓ.)
ΤΜΗΜΑ Α΄-ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
Ταχ. Δ/νση : Λεωχάρους 2
Ταχ. Κώδικας : 10184 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες : Σοφία Σωμαρακάκη
Ευαγγελία Καινούργιου
Τηλέφωνο : 213-2112912,
213-2112902
Fax : 210-3230829
E-mail:s.somarakaki@aade.gr
Url: www.aade.gr
ΘΕΜΑ: «Τροποποίηση της αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1115805ΕΞ2017/31-7-2017 (Β΄ 2743) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότησης υπογραφής “Με εντολή Διοικητή” σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, όπως ισχύει»
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
1. Τις διατάξεις:
α) του Κεφαλαίου Α΄ «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του ν. 4389/2016 (Α΄ 94) και ειδικότερα των υποπαραγράφων β΄ και γ΄ της παραγράφου 6, των παραγράφων 1 και 5, καθώς και της περίπτωσης ββ΄ της υποπαραγράφου θ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 14, των άρθρων 2, 7, 37 και των παραγράφων 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 41 αυτού,
β) του ν. 4174/2013 (Α΄ 170) «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει και ειδικότερα των άρθρων 4 και 28Α αυτού,
γ) του ν.δ. 356/1974 (Α΄ 90) «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων», όπως ισχύει και ειδικότερα της παρ. 1 του άρθρου 2 αυτού, σε συνδυασμό με τις παρ. 8 και 9 του άρθρου 8 του ν. 4224/2013 (Α΄ 288) «Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο Αξιοποίησης Περιουσίας του Δημοσίου και άλλες επείγουσες διατάξεις»,
δ) του άρθρου 39 του ν. 1914/1990 (Α΄ 178) «Εκσυγχρονισμός και ανάπτυξη του δημοσίου τομέα και της κεφαλαιαγοράς, φορολογικές ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις»,
ε) του άρθρου 81 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101) «Για τον εκσυγχρονισμό και την Ανάπτυξη και άλλες διατάξεις».
2. Την αριθμ. Δ. ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017 (Β΄ 968 και 1238) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει.
3. Την αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α 1115805 ΕΞ 2017 (Β΄ 2743) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Mεταβίβαση αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότηση υπογραφής “Με εντολή Διοικητή” σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης.», όπως τροποποιήθηκε με τις αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α 1191978 ΕΞ 2017/22.12.2017 (Β΄ 4750), Δ.ΟΡΓ.Α 1004403 ΕΞ 2018 (Β΄ 119), Δ. ΟΡΓ. Α 1009670 ΕΞ 2018/19.1.2018 (Β΄ 183) και Δ. ΟΡΓ. Α 1125477 ΕΞ 2018/22.8.2018 (Β΄ 3718) όμοιες.
4. Την αριθμ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β΄ 130 και Β΄ 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαραγράφου α΄ της παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.
5. Την αριθμ. 1 της 20.1.2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016 και την αριθμ. 39/3/30.11.2017 (Υ.Ο.Δ.Δ. 689) απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε. «Ανανέωση της θητείας του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων».
6. Τα από 22, 23, 24 και 25.10.2018 μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης (Γ.Δ.Φ.Δ.) και το οποίο από 18.10.2018 (σε ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ) όμοιο της Διεύθυνσης Ελέγχων της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης.
7. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της απόφασης αυτής, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων,
αποφασίζουμε:
I.Τροποποιούμε τις κατωτέρω περιπτώσεις του Πίνακα της αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α 1115805 ΕΞ 2017 (Β΄ 2743) απόφασης, με θέμα «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότηση υπογραφής “Με Εντολή Διοικητή” σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ως εξής:
1) Προσθέτουμε στη στήλη 4 των περιπτώσεων 1, 2, 3, 20, 21 και 23 μετά από το άρθρο «28» του ν. 4174/2013 (Α΄ 170) Κ.Φ.Δ. τον αριθμό «28Α».
2) Στη στήλη 5 της περίπτωσης 12 τροποποιούμε τα κατωτέρω:
α) Αντικαθιστούμε το στοιχείο γ΄ της υποπερίπτωσης Α.2, ως εξής:
«(γ) για φορολογουμένους, ανεξαρτήτως ετήσιων ακαθάριστων εσόδων, οι οποίοι διενεργούν διασυνοριακές συναλλαγές με συνδεδεμένες επιχειρήσεις, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του ν. 2238/1994 (Α΄ 151) ή με συνδεδεμένα πρόσωπα, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου ζ’ του άρθρου 2 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167) και έχουν υποχρέωση κατάρτισης φακέλου τεκμηρίωσης τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών και μόνο για τον έλεγχο ορθής τήρησης της αρχής των ίσων αποστάσεων στις διασυνοριακές ενδοομιλικές συναλλαγές τους».
β) Προσθέτουμε:
αα) στην υποπερίπτωση Α.2, νέο στοιχείο δ΄, το οποίο έπεται του στοιχείου γ΄, ως εξής:
«(δ) Tις εταιρείες παροχής υπηρεσιών στοιχημάτων και τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου, οι οποίες διέπονται από τις διατάξεις της παρ. 12 του άρθρου 50 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180).»,
ββ) στην υποπερίπτωση Α.3, νέα στοιχεία ε΄ και στ΄, τα οποία έπονται του στοιχείου δ΄, ως εξής:
«(ε) Δυνητικά και με ειδική αιτιολογία, τα συνδεδεμένα πρόσωπα, κατά την έννοια της περιπτ. ζ΄ του άρθρου 2 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167), με ελεγχόμενο φυσικό πρόσωπο, το οποίο εμπίπτει στα υποστοιχεία αα΄ έως δδ΄ του στοιχείου α΄ ή με νομικό πρόσωπο ή με νομική οντότητα του στοιχείου γ΄, εφόσον τα πρόσωπα αυτά δεν υπάγονται στους φορολογουμένους της υποπερίπτωσης Α.2 και δεν έχει κοινοποιηθεί αίτημα παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του Κ.Φ.Δ., στα πλαίσια εκδοθείσας εντολής ελέγχου ή δεν έχει εκδοθεί προσωρινός διορθωτικός προσδιορισμός φόρου για την ίδια χρήση/φορολογικό έτος και για το ίδιο είδος φορολογίας από άλλη ελεγκτική υπηρεσία.
(στ) Τις υποθέσεις για τις οποίες διαβιβάζεται στη Φορολογική Διοίκηση πορισματική έκθεση από τη Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος του Υπουργείου Οικονομικών.».
γ) Διαγράφουμε την υποπερίπτωση Α.8 και αναριθμούμε την υφιστάμενη υποπερίπτωση Α.9 σε Α.8.
II. Η παρούσα απόφαση ισχύει από της δημοσιεύσεώς της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
III. Κατά τα λοιπά ισχύει η αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α 1115805 ΕΞ 2017 (Β΄ 2743) απόφαση, όπως τροποποιήθηκε με τις αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α 1191978 ΕΞ 2017/22.12.2017 (Β΄ 4750), Δ.ΟΡΓ.Α 1004403 ΕΞ 2018 (Β΄ 119), Δ. ΟΡΓ. Α 1009670 ΕΞ 2018/19.1.2018 (Β΄ 183) και Δ. ΟΡΓ. Α 1125477 ΕΞ 2018/22.8.2018 (Β΄ 3718) όμοιες.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
3915/144646/2018 Ειδικοί όροι εμφιάλωσης οίνων
Αριθμ. 3915/144646/23-10-2018
(ΦΕΚ Β' 4976/08-11-2018)
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) Του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την κυβέρνηση και τα κυβερνητικά Όργανα» (Α΄ 98).
β) Της παρ. 2 του άρθρου 62, της παρ. 46, και του προτελευταίου εδαφίου του άρθρου 64 του ν. 4235/2014 «Διοικητικά μέτρα, διαδικασίες και κυρώσεις στην εφαρμογή της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας στους τομείς των τροφίμων, των ζωοτροφών και της υγείας και προστασίας των ζώων και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων» (Α΄ 32), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
γ) Της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 4337/2015 «Μέτρα για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» (Α΄ 129).
δ) Το π.δ. 88/2018 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 160)
2. Τους Κανονισμούς όπως ισχύουν:
α) Τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2013 «για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθμ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθμ. 234/79, (ΕΚ) αριθμ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθμ. 1234/2007 του Συμβουλίου» (ΕΕ L 347).
β)Τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 607/2009 της Επιτροπής της 14ης Ιουλίου 2009 «για τον καθορισμό ορισμένων λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 479/2008 του Συμβουλίου όσον αφορά τις προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης και τις προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις, τις παραδοσιακές ενδείξεις, την επισήμανση και την παρουσίαση ορισμένων προϊόντων του αμπελοοινικού τομέα» (ΕΚ L193).
γ) Τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 251/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 για τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθμ. 1601/91 του Συμβουλίου (EE L 84).
3. Την αριθμ. 263/76526/30-5-2018 εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, σύμφωνα με την περιπτ. ε΄ της παρ. 5 του άρθρου 24 του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (Α΄ 143), όπως ισχύει.
4. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά σε βάρος των πιστώσεων του ΚΑΕ 0891 του Φ. 110 του προϋπολογισμού του Ταμείου Γεωργίας και Κτηνοτροφίας (ΤΓΚ), Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου εποπτευόμενου από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, η οποία για το οικονομικό έτος 2018 και κάθε επόμενου έτους του ισχύοντος Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) ανέρχεται σε 22.000 ευρώ και καλύπτεται από τα έσοδα του παραβόλου που καταβάλουν οι επιχειρήσεις με την υποβολή αίτησης για τη χορήγηση ταινιών ελέγχου οίνων με Προστατευόμενη Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), τα οποία εισπράττονται υπέρ του ΤΓΚ (ΚΑΕ 82261).
5. Την αριθμ. 1819/4569/15.01.2018 απόφαση έγκρισης δέσμευσης πίστωσης για την προκαλούμενη δαπάνη οικονομικού έτους 2018 ύψους 22.000 €, η οποία καταχωρήθηκε με α/α 31 στο Βιβλίο Εγκρίσεων και Εντολών Πληρωμής της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπ.Α.Α.Τ. (ΑΔΑ ΩΒΩ74653ΠΓ-ΥΒ5).
6. Την αριθμ. 2429/119958/7-9-2018 απόφαση «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Ολυμπία Τελιγιορίδου». (Β΄ 3901),
αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Σκοπός-Πεδίο Εφαρμογής
Με την παρούσα απόφαση καθορίζονται:
α) Οι ειδικοί όροι εμφιάλωσης:
αα) των οίνων του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος VII του Καν. (ΕΕ) αριθμ. 1308/2013 (ΕΕ L 347) εκτός των νεαρών οίνων και
ββ) των αρωματισμένων οίνων του Καν. (ΕΕ) αριθμ. 251/2014 (ΕΕ L 084).
β) Οι προδιαγραφές των ταινιών ελέγχου για τους οίνους με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης εφεξής ΠΟΠ (Ονομασία Προέλευσης Ελεγχόμενη ΟΠΕ και Ονομασία Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητας – ΟΠΑΠ) του β.δ. 423/1970, Α΄ 136), καθώς και η διαδικασία χορήγησης αυτών στους δικαιούχους.
Άρθρο 2
Χώροι εμφιαλωτηρίων οίνων, εξοπλισμός αυτών και υλικά εμφιάλωσης
1. Οι χώροι των εμφιαλωτηρίων οίνων διακρίνονται σε:
α) κύριους, όπου πραγματοποιείται η εμφιάλωση των οίνων και αν χρησιμοποιούνται γυάλινες φιάλες, το πλύσιμο αυτών,
β) βοηθητικούς, στους οποίους περιλαμβάνονται οι αποθήκες των υλικών συσκευασίας, όπως περιέκτες, χαρτοκιβώτια, φελλοί/πώματα και καψύλλια κ.ά και
γ) οποιονδήποτε άλλο χώρο αναγκαίο για την εμφιάλωση.
2. Οι χώροι της παρ. 1 πρέπει να πληρούν όλες τις απαιτήσεις της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας για την υγιεινή και την ασφάλεια των τροφίμων.
3. Τα εμφιαλωτήρια οίνων πρέπει να διαθέτουν τουλάχιστον τον ακόλουθο εξοπλισμό:
α) Μηχάνημα πλήρωσης περιεκτών
β) Μηχάνημα πωματισμού περιεκτών
γ) Μηχάνημα τοποθέτησης ετικετών (ετικετέζα)
δ) Αντλίες
ε) Φίλτρα διήθησης οίνων
στ) Δεξαμενές αποθήκευσης οίνων
ζ) Πλυντήριο φιαλών στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται γυάλινες φιάλες.
4. Ο εξοπλισμός της παρ. 3 καθώς και κάθε υλικό που έρχεται σε επαφή με τους οίνους, πρέπει να είναι κατασκευασμένα από υλικά ασφαλή για τρόφιμα και να υπόκεινται σε τακτικό πρόγραμμα καθαρισμού και συντήρησης, σύμφωνα με την κείμενη ενωσιακή νομοθεσία.
5. Απαγορεύεται η χρήση καψυλλίων ή φύλλων από μόλυβδο για την κάλυψη του πώματος των φιαλών των οίνων.
6. Ειδικά, για την εμφιάλωση του αφρώδους οίνου, του αφρώδους οίνου ποιότητας και του αφρώδους οίνου ποιότητας αρωματικού τύπου χρησιμοποιούνται γυάλινες φιάλες τύπου «αφρωδών οίνων» με σύστημα πωματισμού, σύμφωνα με το άρθρο 69 του Καν. (ΕΚ) αριθμ. 607/2009 (ΕΕ L 193).
Άρθρο 3
Υποχρεώσεις εμφιαλωτηρίων οίνων
Τα εμφιαλωτήρια οίνων υποχρεούνται:
α) Να τηρούν βιβλία, σύμφωνα με τα άρθρα 28 έως και 30 του Καν. (ΕΕ) 2018/273 (ΕΕ L 58). Ειδικά, για τους οίνους ΠΟΠ και τους οίνους με Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη (ΠΓΕ) καθώς και για τους ποικιλιακούς οίνους της παρ. 2 του άρθρου 2 της αριθμ. 5833/155045/ 1212-2013 (Β΄3324) κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών, Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στα βιβλία καταγράφεται και ο αριθμός πιστοποίησης αυτών, ενώ επιπλέον μόνο για τους οίνους ΠΟΠ και ΠΓΕ απαιτείται και η καταγραφή του αριθμού των ταινιών ή των ειδικών κωδικών αριθμών, αντίστοιχα, που χρησιμοποιήθηκαν για τους εν λόγω οίνους.
Τα ανωτέρω βιβλία θεωρούνται σε κάθε έλεγχο που γίνεται από τη Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής (ΔΑΟΚ) της κατά τόπο αρμόδιας Περιφερειακής Ενότητας της Χώρας, σύμφωνα με το άρθρο 8.
β) Να πραγματοποιούν τη μεταφορά των χύμα οίνων προς την επιχείρηση, όταν αυτή δραστηριοποιείται αποκλειστικά στην εμφιάλωση, καθώς και να διακινούν τους εμφιαλωμένους οίνους στην αγορά, βάσει συνοδευτικών εγγράφων, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Καν. (ΕΕ) 2018/273.
γ) Να υποβάλουν δήλωση αποθεμάτων του αμπελοοινικού τομέα, σύμφωνα με το άρθρο 32 του Καν. (ΕΕ) 2018/273.
δ) Αν πρόκειται για εμφιαλωτήρια οίνων ΠΟΠ, ΠΓΕ και ποικιλιακών, πρέπει επιπλέον να είναι καταχωρισμένα στο Μητρώο Εγκεκριμένων Επιχειρήσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8 και 9 της αριθμ. 5833/155045/12-12-2013 (Β’ 3324) κοινής υπουργικής απόφασης, όπως ισχύουν.
Άρθρο 4
Ειδικοί όροι εμφιάλωσης οίνων
1. Όταν οι όγκοι των προσυσκευασιών, στους οποίους τοποθετούνται οι οίνοι, εμπίπτουν στα διαστήματα ποσοτήτων που αναφέρονται στον πίνακα 1 του άρθρου 10 της αριθμ. Φ21750/7-8-2008 (Β΄ 1657) κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, τότε επιτρέπεται να διατίθενται στην αγορά μόνο εάν είναι προσυσκευασμένοι στις ονομαστικές ποσότητες που αναγράφονται στον εν λόγω πίνακα, εκφρασμένες σε μονάδες όγκου.
Προσυσκευασίες οίνων, των οποίων το ονομαστικό περιεχόμενο βρίσκεται εκτός των ανωτέρω διαστημάτων, δεν υπόκεινται σε περιορισμούς ως προς τις ονομαστικές ποσότητες του περιεχομένου τους.
2. Για τους οίνους ΠΟΠ και ΠΓΕ εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, επιπλέον τα παρακάτω:
α) Η εμφιάλωση των οίνων ΠΟΠ πραγματοποιείται μόνο σε γυάλινες φιάλες και με πώμα αποκλειστικά από φελλό.
β) Οι οίνοι ΠΟΠ που διακινούνται εμφιαλωμένοι φέρουν ταινία ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 5 του β.δ. 423/1970 και το άρθρο 5 της παρούσας. Οι ταινίες ελέγχου διανέμονται στους ενδιαφερόμενους οινοποιούς ή/και εμφιαλωτές εφόσον έχουν καταβάλει το αντίτιμο των αιτούμενων ταινιών, σύμφωνα με το άρθρο 7, προς κάλυψη της δαπάνης έκδοσής τους για οίνους που έχουν παραχθεί σύμφωνα με την προδιαγραφή του προϊόντος και έχουν πιστοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της αριθμ. 5833/155045/12-12-2013 κοινής υπουργικής απόφασης, όπως ισχύει. Η χρησιμοποίηση ανάλογων ταινιών για άλλη κατηγορία οίνων, έστω και διαφορετικού χρώματος, δεν επιτρέπεται.
γ) Οι οίνοι ΠΓΕ που διατίθενται εμφιαλωμένοι στην κατανάλωση φέρουν υποχρεωτικά τυπωμένο επί της ετικέτας, με ευθύνη του εμφιαλωτή, ειδικό κωδικό αριθμό, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 10 και της παρ. 6 του άρθρου 13 της αριθμ. 5833/155045/12-12-2013 κοινής υπουργικής απόφασης, όπως ισχύουν.
Άρθρο 5
Προδιαγραφές ταινιών ελέγχου οίνων ΠΟΠ
1. Οι ταινίες ελέγχου, οι οποίες επικολλώνται επί των φιαλών των οίνων ΠΟΠ πρέπει να έχουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
α) Να είναι διαστάσεων μήκους 0,16 μέτρων και πλάτους 0,015 μέτρων και εκτυπωμένες επί ειδικού χαρτιού χρωμοϊλουστρασιόν βάρους 80 γραμ./τετρ. μέτρο. Το χαρτί να έχει υδατογράφημα ορατό μόνο στο υπεριώδες φως, το σχέδιο του οποίου επιλέγεται από τη Διεύθυνση Αξιοποίησης και Τεχνολογίας Τροφίμων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
β) Η πίσω επιφάνεια των ταινιών να είναι τέτοια ώστε να εξασφαλίζεται η καλή επικάλυψη αυτής με κόλλα και η πλήρης επικόλλησή της στη λεία επιφάνεια του στομίου της φιάλης.
γ) Η διεύθυνση των ινών (νερών) των ταινιών να είναι παράλληλη προς τη μεγάλη διάσταση αυτών, ώστε οι ταινίες διαβρεχόμενες με κόλλα να επικολλώνται ομαλά.
δ) Οι τομές των τεσσάρων πλευρών της ταινίας να ισαπέχουν από τις εξωτερικές πλευρές του σχεδίου του ασφαλιστικού δαπέδου.
ε) Να φέρουν στην επιφάνειά τους και περιμετρικά ασφαλιστικά κοσμήματα και στα δύο άκρα τους αντιγραφή της παράστασης «του πλου του Διονύσου», το οποίο αποτελεί αντίγραφο έργου του αγγειοπλάστη και αγγειογράφου Εξηκία. Η ανωτέρω παράσταση να περικλείεται σε κύκλο.
Στην άνω πλευρά αυτών και από αριστερά προς τα δεξιά στην ίδια γραμμή, να αναγράφονται με κεφαλαία γράμματα, ύψους 0,001 μέτρων, τα ακόλουθα: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ.
Στην κάτω πλευρά αυτών και από αριστερά προς τα δεξιά στην ίδια γραμμή να αναγράφονται με κεφαλαία γράμματα, ύψους 0,001 μέτρων, τα ακόλουθα: ΤΑΙΝΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΟΙΝΩΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ν.δ. 243/1969.
Οι ενδείξεις αυτές, συμπεριλαμβανομένης της ανωτέρω παράστασης, να είναι σκούρου κυανού χρώματος για τους οίνους ΠΟΠ (οίνοι με Ονομασία Προέλευσης Ελεγχόμενη ΟΠΕ), για τους οποίους χρησιμοποιούνται ταινίες με ασφαλιστικό δάπεδο (φόντο) χρώματος ανοικτού κυανού, και σκούρου ερυθρού χρώματος για τους οίνους ΠΟΠ (οίνοι με Ονομασία Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητας ΟΠΑΠ), για τους οποίους χρησιμοποιούνται ταινίες με ασφαλιστικό δάπεδο (φόντο) χρώματος ανοικτού ερυθρού.
Για τους οίνους ΠΟΠ (οίνοι με Ονομασία Προέλευσης Ελεγχόμενη ΟΠΕ) για τους οποίους χρησιμοποιούνται ταινίες με ασφαλιστικό δάπεδο (φόντο) χρώματος ανοικτού κυανού, τα γράμματα που αντιστοιχούν στις ονομασίες προέλευσης είναι: ΣΑΜΟΣ=ΣΜ, ΜΑΥΡΟΔΑΦΝΗ ΠΑΤΡΩΝ=ΜΠ, ΜΟΣΧΑΤΟΣ ΠΑΤΡΩΝ=ΜΤ, ΜΟΣΧΑΤΟΣ ΛΗΜΝΟΥ=ΜΛ, ΜΟΣΧΑΤΟΣ ΡΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ=ΜΡ, ΜΟΣΧΑΤΟΣ ΡΟΔΟΥ=ΜΔ, ΜΑΥΡΟΔΑΦΝΗ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ=ΜΚ, ΜΟΣΧΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ=ΜΦ.
Για τους οίνους ΠΟΠ (οίνοι με Ονομασία Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητας ΟΠΑΠ), για τους οποίους χρησιμοποιούνται ταινίες με ασφαλιστικό δάπεδο (φόντο) χρώματος ανοικτού ερυθρού τα γράμματα που αντιστοιχούν στις ονομασίες προέλευσης είναι: ΡΑΨΑΝΗ=ΡΨ, ΖΙΤΣΑ=ΖΤ, ΑΝΥΝΤΑΙΟ=ΑΜ, ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ=ΜΝ, ΝΑΟΥΣΑ=ΝΣ, ΡΟΔΟΣ=ΡΔ, ΠΑΤΡΑ=ΠΤ, ΠΕΖΑ=ΠΖ, ΝΕΜΕΑ=ΝΜ, ΡΟΜΠΟΛΑ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ=ΡΚ, ΑΡΧΑΝΕΣ=ΑΡ, ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑ=ΓΣ, ΠΑΡΟΣ=ΠΡ, ΑΓΧΙΑΛΟΣ=ΑΓ, ΛΗΜΝΟΣ=ΛM, ΣΗΤΕΙΑ=ΣΤ, ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ=ΣΝ, ΔΑΦΝΕΣ=ΔΦ, ΠΛΑΓΙΕΣ ΜΕΛΙΤΩΝΑ=ΠΜ, ΜΕΣΕΝΙΚΟΛΑ=ΜΚ, ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ MALVASIA=ΜΜ, ΧΑΝΔΑΚΑΣ CANDIA=ΧΝ.
Παράδειγμα των ανωτέρω αποτελεί η εξής αναγραφή: AM/18/0000001.
Επιπλέον, στα δυο άκρα των ταινιών και κάθετα προς τη μεγάλη διάστασή τους, αναγράφονται τα γράμματα της ονομασίας προέλευσης και οι δυο τελευταίοι αριθμοί του έτους χρησιμοποίησης των ταινιών με μέγεθος γραμμάτων και αριθμών 0,004 μέτρα και χρώμα μαύρο, όπως για παράδειγμα: AM/18.
στ) Η αρίθμηση των ταινιών να αρχίζει με τον αριθμό 0000001.
ζ) Στον κενό χώρο, στο κέντρο των ταινιών να αναγράφονται με κεφαλαία γράμματα χρώματος μαύρου και ύψους 0,004 μέτρων τα ακόλουθα: Τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου που αντιστοιχούν στην ονομασία προέλευσης, διψήφιος αριθμός που αντιστοιχεί στα δύο τελευταία ψηφία του έτους χρησιμοποίησης των ταινιών και ο αύξων αριθμός της ταινίας.
2. Η ταινία ελέγχου τοποθετείται ιππαστί επί του πώματος και του λαιμού της φιάλης, κατά τρόπο σταθερό, ώστε με την εκπωμάτιση της φιάλης να προκαλείται η καταστροφή της.
Άρθρο 6
Όροι και προϋποθέσεις εκτύπωσης των ταινιών ελέγχου οίνων ΠΟΠ
1. Το έργο της «Εκτύπωσης των ταινιών ελέγχου οίνων με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης» ανατίθεται σε ανάδοχο, κατόπιν διενέργειας σχετικού διαγωνισμού από τη Διεύθυνση Προμηθειών, Διαχείρισης Υλικού και Υποδομών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μετά από εισήγηση της Διεύθυνσης Αξιοποίησης και Τεχνολογίας Τροφίμων.
2. Μετά την ολοκλήρωση του έργου, η μόνιμη επιτροπή διενέργειας παραλαβής προμηθειών και ανάθεσης εργασιών της ως άνω Διεύθυνσης Αξιοποίησης και Τεχνολογίας Τροφίμων ελέγχει ποσοτικά και ποιοτικά τα χαρακτηριστικά των ταινιών, σύμφωνα με τις προδιαγραφές τους και παραλαμβάνει τις ταινίες.
Το υλικό προεκτύπωσης (μακέτες και μήτρα) των ταινιών που κατασκευάστηκαν από τον ανάδοχο καθώς και η εργασία αυτή σε ηλεκτρονική μορφή, παραδίδονται, με ευθύνη του ανάδοχου στην ανωτέρω επιτροπή. Η παράδοση συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση του αναδόχου ότι διέγραψε τα ηλεκτρονικά αρχεία που χρησιμοποιήθηκαν για την εργασία της εκτύπωσης.
Το ανωτέρω υλικό αποτελεί περιουσιακό στοιχείο του Ταμείου Γεωργίας και Κτηνοτροφίας.
3. Οι συνολικές δαπάνες για την κατ’ έτος εκτύπωση των ταινιών ελέγχου οίνων ΠΟΠ, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι δαπάνες φιλοτέχνησης των μακετών και κατασκευής της μήτρας των μη μεταβαλλόμενων στοιχείων των ταινιών, βαρύνουν τις πιστώσεις του Ταμείου Γεωργίας και Κτηνοτροφίας Φ. 110 Κ.Α.Ε. 0891.
4. Οι δικαιούχοι των ταινιών ελέγχου υποβάλλουν κάθε έτος, στις αρμόδιες ΔΑΟΚ αίτηση, στην οποία αναφέρεται ο αριθμός των ταινιών που πρόκειται να χρησιμοποιήσουν κατά το προσεχές έτος, ανά ονομασία προέλευσης. Οι αρμόδιες ΔΑΟΚ ενημερώνουν μέχρι την 20η Σεπτεμβρίου έκαστου έτους τη Διεύθυνση Αξιοποίησης και Τεχνολογίας Τροφίμων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για τις ανάγκες τους σε ταινίες.
Άρθρο 7
Διαδικασία χορήγησης των ταινιών ελέγχου οίνων ΠΟΠ
1. Η Διεύθυνση Αξιοποίησης και Τεχνολογίας Τροφίμων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μεριμνά ώστε να παραλάβουν οι κατά τόπους ΔΑΟΚ τις ταινίες ελέγχου, ανάλογα με τις ανάγκες τους. Για τη διαχείρισή τους, ως υπεύθυνος στις ΔΑΟΚ, ορίζεται γεωπόνος αρμόδιος για τα αμπελοοινικά θέματα.
2. Οι επιχειρήσεις, πριν τη διάθεση στην αγορά των εμφιαλωμένων οίνων ΠΟΠ, υποβάλουν στην αρμόδια ΔΑΟΚ αίτηση για χορήγηση ταινιών ελέγχου, σύμφωνα με το Υπόδειγμα Ι του άρθρου 10, ενημερώνοντας για τον αριθμό και τον όγκο των φιαλών που απαιτούνται για την εμφιάλωση των οίνων. Η αίτηση, η οποία υποβάλλεται με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και τηλεομοιοτυπία, συνοδεύεται από το αποδεικτικό καταβολής του ποσού που αντιστοιχεί στην αξία των προς παράδοση ταινιών. Η καταβολή του ποσού αυτού γίνεται αποκλειστικά μέσω της εφαρμογής του ηλεκτρονικού παράβολου, σύμφωνα με την αριθμ. ΠΟΛ.1163/3.7.2013 (Β΄ 1675) απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών, όπως ισχύει.
3. Η αρμόδια ΔΑΟΚ χορηγεί τις ταινίες με βάση την ποσότητα οίνου ΠΟΠ που έχει πιστοποιηθεί καθώς και τον αριθμό και τον όγκο των φιαλών στις οποίες η επιχείρηση προτίθεται να εμφιαλώσει τον οίνο, σύμφωνα με το Υπόδειγμα ΙΙ του άρθρου 10. Η αποστολή των ταινιών ελέγχου από την ΔΑΟΚ προς τους αιτούντες είναι δυνατή, εφόσον πραγματοποιηθεί σχετικός έλεγχος της αίτησης και του αποδεικτικού καταβολής του ποσού. Στην περίπτωση αυτή, οι δαπάνες μεταφοράς των ταινιών βαρύνουν τον αιτούντα.
4. Για τη χορήγηση των ταινιών δύναται να λαμβάνονται υπόψη φύρες κατά την διαδικασία της επισήμανσης (απώλεια ταινιών) που δεν υπερβαίνουν το 2%.
Μπορεί να γίνει αντικατάσταση κατεστραμμένων ταινιών μετά από αίτηση της επιχείρησης προς την αρμόδια για χορήγηση των ταινιών ΔΑΟΚ. Στην αίτηση αναγράφονται ο αριθμός των κατεστραμμένων ταινιών, ο αύξων αριθμός αυτών, ο αιτούμενος αριθμός προς αντικατάσταση αυτών καθώς και τα αιτιολογικά στοιχεία καταστροφής.
Ο αρμόδιος για τα αμπελοοινικά θέματα γεωπόνος ελεγκτής αποφασίζει αιτιολογημένα για τον προς αντικατάσταση αριθμό ταινιών με τη σύνταξη σχετικού πρακτικού. Αντίγραφο του εν λόγω πρακτικού κοινοποιείται στη Διεύθυνση Αξιοποίησης και Τεχνολογίας Τροφίμων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
5. Τα έσοδα από τη διάθεση των ταινιών στους δικαιούχους περιέρχονται στον αριθμ. 24/26670 λογαριασμό του Ταμείου Γεωργίας και Κτηνοτροφίας που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδας.
Άρθρο 8
Έλεγχοι-Κυρώσεις
1. Αρμόδιες αρχές για τον έλεγχο εφαρμογής της παρούσας απόφασης είναι οι ΔΑΟΚ των Περιφερειακών Ενοτήτων της Χώρας, οι οποίες παρακολουθούν τη λειτουργία των εμφιαλωτηρίων οίνων με τη διενέργεια αυτεπάγγελτων, ή κατόπιν καταγγελίας, δειγματοληπτικών, διοικητικών και επιτόπιων ελέγχων, με ή χωρίς προειδοποίηση. Για κάθε έλεγχο συντάσσεται σχετική έκθεση ελέγχου.
2. Στους παραβάτες των διατάξεων της παρούσας απόφασης επιβάλλονται, κατά περίπτωση, τα διοικητικά μέτρα και οι κυρώσεις του Μέρους Α΄ του ν. 4235/2014 (Α΄ 32), σύμφωνα με τη διαδικασία και τα όργανα που προβλέπονται στις ως άνω διατάξεις.
3. Σε κάθε περίπτωση επιβολής διοικητικού μέτρου ή κύρωσης, η αρμόδια για τον έλεγχο ΔΑΟΚ ενημερώνει άμεσα τη Διεύθυνση Αξιοποίησης και Τεχνολογίας Τροφίμων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Σε περίπτωση επιβολής του διοικητικού μέτρου της αναστολής λειτουργίας εμφιαλωτηρίου οίνου, η αρμόδια για τον έλεγχο ΔΑΟΚ ενημερώνει άμεσα και τον ΕΦΕΤ.
Άρθρο 9
Μεταβατικές και καταργούμενες διατάξεις
1. Για τους οίνους ΠΟΠ που έχουν εμφιαλωθεί μέχρι 31 Ιουλίου 2017 και μέχρι 30 Απριλίου 2018 μπορεί να χρησιμοποιούνται ταινίες ελέγχου που φέρουν, μεταξύ των λοιπών προβλεπόμενων στοιχείων, τα δύο τελευταία ψηφία του έτους 2016 και 2017, αντίστοιχα.
2. Από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης καταργούνται, όπως ισχύουν:
α) η αριθμ. 5042/116548/26-10.2015 απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Καθορισμός των ειδικών όρων εμφιαλώσεως των οίνων» (Β΄ 2323) και
β) η αριθμ. 6141/148160/30.12.2015 απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Περί ταινιών ελέγχου οίνων με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης» (Β΄ 2904). Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται παραπομπή στις ως άνω καταργούμενες διατάξεις, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρούσας απόφασης.
Άρθρο 10
Υποδείγματα
Στην παρούσα απόφαση προσαρτώνται Υποδείγματα Ι και ΙΙ, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής και έχουν ως εξής:
(Βλέπε συνημμένα υποδείγματα)
Άρθρο 11
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 23 Οκτωβρίου 2018
Ο Υπουργός
ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΡΑΧΩΒΙΤΗΣ
Η Υφυπουργός
ΟΛΥΜΠΙΑ ΤΕΛΙΓΙΟΡΙΔΟΥ
586/1343765/2018 Στήριξη επιχειρήσεων, εργοδοτών ή ασφαλισμένων από το σεισμό την 26/10/2018 που έπληξε το Νομό Ζακύνθου της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων
Αθήνα 9/11/2018
Αριθμ. Πρωτ.: Δ.ΕΙΣΦ.Μ./586/1343765
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Η Υ Π Η Ρ Ε Σ Ι Α
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Ταχ. Διεύθ. : Σατωβριάνδου 18
104 32 - Αθήνα
Aριθμ. Τηλ. : 210 52 85 536 - 598
Aριθμ. Φαξ : 210 52 36 558 - 599
E – Mail : d.eisf.misth@efka.gov.gr
d.eisf.mmisth@efka.gov.gr
ΚΕΝΤΡΟ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΟΦΕΙΛΩΝ
ΤΜΗΜΑ : ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑΤ. ΠΑΡΑΚ/ΣΗΣ
Ταχ. Διεύθυνση : Πατησίων 12,
106 77 - Αθήνα
Αριθμ. Τηλ: 210 52 91 767 - 770
Aριθμ. Φαξ : 210 52 91 735
E – Mail : diakanonismos@keao.gov.gr
ΓΕΝΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ
ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
ΘΕΜΑ: «Στήριξη επιχειρήσεων, εργοδοτών ή ασφαλισμένων από το σεισμό την 26/10/2018 που έπληξε το Νομό Ζακύνθου της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων».
Σας γνωρίζουμε ότι με το υπ΄αρ. πρωτ: οικ.56742/552/2018 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στα πλαίσια στήριξης, ανακούφισης και διευκόλυνσης των πληγέντων από το σεισμό επαγγελματιών και εργοδοτών του Ν. Ζακύνθου, η Πολιτεία ενεργοποιεί σχετικές πάγιες διατάξεις περί ρύθμισης τρεχουσών και καθυστερούμενων εισφορών εργοδοτών ή ασφαλισμένων που δραστηριοποιούνται σε περιοχές που πλήττονται από φυσικές καταστροφές.
Ειδικότερα, σε ότι αφορά την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών στους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς, το Υπουργείο Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης είχε εκδώσει την Υ.Α. Φ14/οικ.333/6-3-1998, (ΦΕΚ Β’ 272) κατ΄ εξουσιοδότηση της διάταξης του αρ. 8 παρ. 1 του Ν.2256/1994, (ΦΕΚ Α΄196) όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του αρ. 4 του Ν.2556/1997, (ΦΕΚ Α΄270) όπως ισχύει.
Σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις για τις αποδεδειγμένα πληγείσες επιχειρήσεις , εργοδότες ή ασφαλισμένους που έχουν επαγγελματική εγκατάσταση ή δραστηριότητα σε περιοχές που πλήττονται από θεομηνίες ή άλλες φυσικές καταστροφές και αποδεδειγμένα έχουν υποστεί ζημιές, προβλέπονται οι εξής διευκολύνσεις:
1. Κεφαλαιοποίηση των καθυστερούμενων μέχρι το τέλος του προηγούμενου της φυσικής καταστροφής μήνα ασφαλιστικών εισφορών (μετά των προσθέτων τελών, τόκων προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων).
2. Αναστολή καταβολής τρεχουσών εισφορών για 6 μήνες αρχής γενομένης από την 1η του μήνα κατά τον οποίο συνέβη η φυσική καταστροφή (χωρίς υπολογισμό κατά το διάστημα αυτό πρόσθετων τελών ή άλλων προσαυξήσεων).
3. Οι ανωτέρω εισφορές εξοφλούνται σε 12-24 ισόποσες μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από την 1η του επομένου μήνα εκείνου κατά τον οποίο έληξε η εξάμήνη αναστολή.
Μετά τα ανωτέρω παρακαλούμε για την ενημέρωση των ενδιαφερόμενων και εφαρμογή των οδηγιών των Γενικών Εγγράφων Γ.Ε. Ε33/76/ 06-05-1998, Γ.Ε. Ε33/1134/1.7.2016 (τ. Ι.ΚΑ. – Ε.Τ.Α.Μ.) & ΔΙΕΣΦΜΜ/1033/1267173/2017 (Intranet ΕΦΚΑ ).
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ Ε.Φ.Κ.Α.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΣΕΜΠΟΣ
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΕΛΕΝΗ ΤΣΙΟΥΤΣΙΑ
119966/2018 Απόφαση ένταξης ενδιαφερομένων για εγγραφή στο Μητρώο Εμπειρογνωμόνων
Αθήνα, 09/11/2018
Αριθ. Πρωτ. : 119966 - 09/11/2018
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ IΔΙΩΤΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ
Ταχ. Δ/νση:Λ. Θηβών 196-198, Αγ. Ι. Ρέντης
Ταχ. Κώδικας:18233
Πληροφορίες:Α. Σισμανίδου
Τηλέφωνο:2132125657
Fax:2132125701
Email:a.sismanidou@keyd.gov.gr
ΘΕΜΑ: Απόφαση ένταξης ενδιαφερομένων για εγγραφή στο Μητρώο Εμπειρογνωμόνων
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) της παραγράφου 5 του άρθρου 11 του ν. 4469/2017 «Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 62), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 53 παρ. 5 του ν. 4549/2018 (Α’ 105).
β) των άρθρων 78 έως 99 του ν. 4389/2016 «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 94), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 102 του ν. 4497/2017 «Άσκηση υπαίθριων εμπορικών δραστηριοτήτων, εκσυγχρονισμός της επιμελητηριακής νομοθεσίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 171).
γ) του π.δ. 123/2016 «Ανασύσταση και μετονομασία του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης...». (Α΄ 208)
δ) του π.δ. 134/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» (Α’ 68).
ε) του π.δ. 142/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α΄ 181).
στ) του π.δ. 147/2017 «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης» (Α΄ 192).
ζ) του π.δ. 73/2015 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 116).
η) του π.δ. 22/2018 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτή Υπουργού και Υφυπουργών» (Α΄ 37).
θ) του άρθρου 90 του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (Α΄ 98).
2. Την υπ’ αριθμ. 83588/2.8.2018 (Β΄ 3252) Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Σύσταση Μητρώου Εμπειρογνωμόνων του άρθρου 11 του ν. 4469/2017».
3. Την υπ’ αριθμ. Οικ. 44549/Δ9.12193/8.10.2015 (Β’ 2169) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Αναστάσιο Πετρόπουλο» όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 54051/Δ9.14200/22.11.2016 όμοια (Β 3801) και την υπ’ αριθμ. 59285/18416/12.12.2017 όμοια (Β’ 4503).
4. Τη σύσταση μητρώου εμπειρογνωμόνων για την επιλογή και πρόταση διορισμού εμπειρογνώμονα στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 11 ν. 4469/2017, όταν την επιλογή σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου αυτού την κάνει το Δημόσιο ή ο Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης που συμμετέχει ως πιστωτής, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 83588/2.8.2018 (ΦΕΚ 2352/Β’) απόφασης.
5. Την υπ’ αριθμ. Πρωτ. 86977-14/8/2018 απόφαση με θέμα: «Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος για εγγραφή στο Μητρώο Εμπειρογνωμόνων της παραγράφου 5 του άρθρου 11 ν. 4469/2017 «Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 62 Α’)» (ΑΔΑ: ΩΦΚ7465ΧΙ8-ΟΞΣ)
6. Την εκδήλωση ενδιαφέροντος για εγγραφή στο Μητρώο που έλαβε χώρα ηλεκτρονικά από δικαιούμενους συμμετοχής, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις της υπ’ αριθμ. 86977-14/8/2018 πρόσκλησης.
7. Τη με αρ. πρωτ. 94004/10.9.2018 ανακοίνωση του Ειδικού Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους για την έναρξη του Μητρώου Εμπειρογνωμόνων και απόφασή του για την ένταξη των ενδιαφερομένων να εγγραφούν.
8. Το γεγονός ότι με νεότερες αποφάσεις του Ειδικού Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους που θα εκδίδονται σε μηνιαία βάση, θα συμπληρώνεται ο αριθμός των Μελών του Μητρώου, σύμφωνα με τη σχετική εκδήλωση ενδιαφέροντος στο σύνδεσμο https://www1.gsis.gr/dsae/egdixexpertsregistry
9. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ
Προστίθενται ως μέλη του Μητρώου Εμπειρογνωμόνων Εξωδικαστικού Μηχανισμού τα αναφερόμενα στο Παράρτημα 1 της παρούσας, τα οποία εκδήλωσαν ενδιαφέρον και πληρούν όλες τις προϋποθέσεις εγγραφής στο εν λόγω Μητρώο, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της υπ’ αριθμ. 83588/2.8.2018 (Β΄ 3252) Κοινής Υπουργικής Απόφασης και της υπ’ αριθμ. 86977-14/8/2018 απόφαση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος.
Ο Ειδικός Τομεακός Γραμματέας
Φώτης Κουρμούσης
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Ο προϊστάμενος του τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης, Οργάνωσης και Τεχνικών Υπηρεσιών Τομέα Ανάπτυξης
κ.α.α.
ΖΑΝΤΟΥΛΙΑΔΟΥ ΜΕΤΑΞΙΑ
ΔΕΔ 4128/2018 Φορολόγηση αυτοεκδότη - Συγγραφέας με απαλλαγή από την τήρηση βιβλίων ο οποίος συγγράφει, τυπώνει, εκδίδει και πουλάει μόνος του τα βιβλία του.
Καλλιθέα, 18-9-2018
Αριθμός απόφασης: 4128
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α5
Ταχ. Δ/νση: Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κώδικας: 176 71 - Καλλιθέα
Τηλέφωνο: 213-1604538
ΦΑΞ: 213-1604567
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπ' όψη:
1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν.4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170), όπως ισχύει.
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10-03-2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22-03-2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».
γ. Της ΠΟΛ 1064/2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ Β' 1440/27-4-2017).
2. Την ΠΟΛ 1069/4-3-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Την υπ' αριθμόν Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30-8-2016 (ΦΕΚ 2759/τ.Β'/01-09-2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.
4. Την από 25-4-2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή του του , ΑΦΜ , κατοίκου ΚΑΠΑΝΔΡΙΤΙΟΥ, οδός / κατά της τεκμαιρόμενης αρνητικής απάντησης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΚΗΦΙΣΙΑΣ στην από 27-12¬2017 αίτηση ανάκλησης της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 2014-2016 και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.
5. Τις απόψεις της ανωτέρω φορολογικής αρχής.
6. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α5 όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.
Επί της από 25-4-2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής του , ΑΦΜ , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:
Ο προσφεύγων με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή ζητά να ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΚΗΦΙΣΙΑΣ επί της από 27-12-2017 δήλωσης ανάκλησης - τροποποίησης της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος που υπέβαλε για τα φορολογικά έτη 2014-2016, να γίνει δεκτή η αίτηση ανάκλησης των εν λόγω δηλώσεων, να διαταχθεί εκκαθάριση του οφειλομένου για τα ανωτέρω έτη φόρου εισοδήματος, με τροποποίηση των ποσών που έλαβε από την έκδοση των βιβλίων του από 40.074,17€, 37.508,07€ και 21.377,45€ για τα φορολογικά έτη 2014-2016, αντίστοιχα, σε 8.816,32€, 8.251,78€ και 4.703,04€, αντίστοιχα. Τα ποσά αυτά αποτελούν το 22% των ακαθάριστων ποσών που έλαβε και δήλωσε, βάσει των διατάξεων της ΑΥΟ 1110210/15080 ΠΟΛ.1276/24-8-1993 που αφορούν συγγραφέα-εκδότη δημόσιο υπάλληλο που εκδίδει βιβλία με δικά του έξοδα και την ΠΟΛ.1004/ 19-1¬2016 που όρισε το συντελεστή καθαρού κέρδους για τη συγκεκριμένη περίπτωση σε 22%. Οι διατάξεις του ν.4172/2013 δεν ρυθμίζουν τη συγκεκριμένη περίπτωση της αυτοέκδοσης βιβλίων από δημόσιο υπάλληλο (που δεν μπορεί να τηρεί βιβλία) και γι' αυτό το λόγο πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις του ν.2238/1994.
Επειδή, όπως ορίζει το άρθρο 72 «Μεταβατικές διατάξεις» του ν.4172/2013 (ΦΕΚ Α' 167/ 23-07¬2013), με τις τροποποιήσεις του άρθρου 26 του ν.4223/2013 (ΦΕΚ Α' 287/ 31-12-2013): «25. Από την έναρξη ισχύος του ν. 4172/2013 παύουν να ισχύουν οι διατάξεις του ν. 2238/1994 (Α' 151), συμπεριλαμβανομένων και όλων των κανονιστικών πράξεων και εγκυκλίων που έχουν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση αυτού του νόμου.»
Επειδή, όπως ορίζει το άρθρο 7 «Φορολογητέο εισόδημα» του ν.4172/2013 (ΦΕΚ Α' 167/ 23-07-2013):
«2. Ο Κ.Φ.Ε. διακρίνει τις ακόλουθες κατηγορίες ακαθάριστων εισοδημάτων:
α) εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις,
β) εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα,
γ) εισόδημα από κεφάλαιο και
δ) εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου.»
Επειδή, όπως ορίζει το άρθρο 64 «Συντελεστές παρακράτησης φόρου» του ν.4172/2013 (ΦΕΚ Α' 167/ 23-07-2013):
«1. Οι συντελεστές παρακράτησης φόρου είναι οι εξής:
α) για μερίσματα δεκαπέντε τοις εκατό (15%),
β) για τόκους δεκαπέντε τοις εκατό (15%),
γ) για δικαιώματα (royalties) και λοιπές πληρωμές είκοσι τοις εκατό (20%)...
2. Οι Φορείς γενικής κυβέρνησης εκτός από τις κεφαλαιουχικές εταιρείες κατά την προμήθεια κάθε είδους αγαθών ή υπηρεσιών από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, υποχρεούνται, κατά την καταβολή ή την έκδοση της σχετικής εντολής πληρωμής της αξίας αυτών, να παρακρατούν φόρο εισοδήματος, ο οποίος υπολογίζεται στο καθαρό ποσό της αξίας των αγαθών ή υπηρεσιών με συντελεστή ως ακολούθως: αα) ποσοστό ένα τοις εκατό (1%ο) για τα υγρά καύσιμα και τα προϊόντα καπνοβιομηχανίας, ββ) ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%>) για τα λοιπά αγαθά και γγ) ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%ο) για την παροχή υπηρεσιών.
Εξαιρούνται από την παρακράτηση φόρου οι υπόχρεοι του πρώτου εδαφίου: αα) όταν προμηθεύονται αγαθά ή τους παρέχονται υπηρεσίες και δεν απαιτείται σύμβαση, εφόσον η καθαρή αξία αυτών, κατά συναλλαγή, δεν υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ,
ββ) όταν λαμβάνουν υπηρεσίες ή προμηθεύονται ηλεκτρικό ρεύμα, τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, τηλεγραφήματα, γραμματόσημα, φωταέριο, νερό και εισιτήρια γενικά,
γγ) όπου προβλέπεται παρακράτηση ή προκαταβολή φόρου από άλλη διάταξη για το ίδιο έσοδο και δδ) όταν προμηθεύονται αγαθά ή τους παρέχονται υπηρεσίες από τις πολεμικές βιομηχανίες ΕΑΒ, ΕΒΟ, ΠΥΡΚΑΛ και ΕΛΘΟ, καθώς και από το Κέντρο Επιχειρηματικής Πολιτιστικής Ανάπτυξης (Κ.Ε.Π.Α.) και την Αναπτυξιακή Ένωση Μακεδονίας (ΑΝ.Ε.Μ.).»
Επειδή, σύμφωνα με τις οδηγίες της ΠΟΛ.1088/ 17-4-2015 «1. Υποβολή δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων φορολογικού έτους 2014, με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτύου και καταβολή του φόρου. 2. Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, φορολογικού έτους 2014, των λοιπών εντύπων και των δικαιολογητικών εγγράφων που υποβάλλονται με αυτή»:
«Πίνακας 4Γ2 (εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα)
α. Περιλαμβάνονται και οι πρώην ελεύθεροι επαγγελματίες (πρώην Ζ' πηγή). Πλέον θεωρούνται ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά μη έχοντες την εμπορική ιδιότητα
β . Στον υποπίνακα Γ2 του ΠΙΝΑΚΑ 4, δηλώνονται τα ακαθάριστα έσοδα, καθαρά κέρδη/ ζημίες και οι παρακρατηθέντες - προκαταβλητέοι φόροι των εισοδημάτων από επιχειρηματική δραστηριότητα για τους επιτηδευματίες που είτε τηρούν βιβλία του Κ.Φ.Α.Σ. είτε είναι απαλλασσόμενοι/μη υπόχρεοι σε Βιβλία του Κ.Φ.Α.Σ. (κωδ.: 401. 402-425. 426-413. 414-415. 416-601. 602-605-606)
γ. Περιλαμβάνονται τα εισοδήματα ημεδαπής (κωδ. 401, 402) και αλλοδαπής προέλευσης, (κωδ.: 411, 412)
δ. Γίνεται διάκριση του εισοδήματος που δηλώνεται από τους μη επιτηδευματίες και μη υποβάλλοντεςΕ3. (κωδ.: 403,404)
ε. Περαιτέρω, προβλέπεται η δήλωση του εισοδήματος όταν ο καταβάλλων τις αμοιβές δεν αποστέλλει ηλεκτρονικά την πληροφορία για το δικαιούχο του ανάλογου εισοδήματος, (κωδ.: 409,410), και του παρακρατηθέντος φόρου (κωδ.: 611,612)
στ . Το καθαρό εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα όσων έχουν την ιδιότητα του επιτηδευματία, ανεξάρτητα της τήρησης απλογραφικών/διπλογραφικών βιβλίων προκύπτει με λογιστικό προσδιορισμό (έντυπο Ε3) ενώ για τους μη επιτηδευματίες φορολογείται εξ' ολοκλήρου,, καθόσον δεν αναγνωρίζονται δαπάνες.»
Επειδή, σύμφωνα με τις οδηγίες της ΠΟΛ.1041/ 5-4-2016 «Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, φορολογικού έτους 2015, των λοιπών εντύπων και των δικαιολογητικών εγγράφων που υποβάλλονται με αυτή.»:
«Πίνακας 4Γ2 (εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα)
α. Στον υποπίνακα Γ2 του ΠΙΝΑΚΑ 4, δηλώνονται τα ακαθάριστα έσοδα, καθαρά κέρδη/ζημίες και οι παρακρατηθέντες προκαταβλητέοι φόροι των εισοδημάτων από επιχειρηματική δραστηριότητα για τους επιτηδευματίες που είτε τηρούν βιβλία με βάση τα Ε.Λ.Π. είτε είναι απαλλασσόμενοι/μη υπόχρεοι σε βιβλία με βάση τα Ε.Λ.Π. (κωδ.: 401-402,425-426,413-414,415-416,601-602,605-606).
Περιλαμβάνονται και οι πρώην ελεύθεροι επαγγελματίες (πρώην Ζ' πηγή άρθρου 48 του ν.2238/1994), οι οποίοι πλέον θεωρούνται ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά μη έχοντες την εμπορική ιδιότητα.
β. Περιλαμβάνονται τα εισοδήματα ημεδαπής (κωδ.401-402) και αλλοδαπής προέλευσης, (κωδ.: 411-412).
γ. Γίνεται διάκριση του εισοδήματος που δηλώνεται από τους μη επιτηδευματίες και μη υποβάλλοντεςΕ3. (κωδ.: 403-404).
δ. Περαιτέρω, προβλέπεται η δήλωση του εισοδήματος όταν ο καταβάλλων τις αμοιβές δεν αποστέλλει ηλεκτρονικά την πληροφορία για το δικαιούχο του ανάλογου εισοδήματος.(κωδ.: 409,410), και του παρακρατηθέντος φόρου (κωδ.: 611-612).
ε. Το καθαρό εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα όσων έχουν την ιδιότητα του επιτηδευματία, ανεξάρτητα της τήρησης απλογραφικών/διπλογραφικών βιβλίων προκύπτει με λογιστικό προσδιορισμό (έντυπο Ε3) ενώ για τους μη επιτηδευματίες φορολογείται εξ' ολοκλήρου, καθόσον δεν αναγνωρίζονται δαπάνες.
στ. Γα τις περιπτώσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 21 του ΚΦΕ συμπληρώνονται οι κωδ. 427-428.»
Επειδή, σύμφωνα με τις οδηγίες της ΠΟΛ.1034/ 7-3-2017 «Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, φορολογικού έτους 2016, των λοιπών εντύπων και των δικαιολογητικών εγγράφων που υποβάλλονται με αυτή»:
«Πίνακας 4Γ2 (εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα)
Τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα φορολογούνται με την κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 15, αφού προστεθούν σε τυχόν εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις. Γα τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα δεν εφαρμόζονται οι μειώσεις του άρθρου 16. Εάν δηλώνεται εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και από μισθωτή εργασία/συντάξεις, η προκαταβολή φόρου υπολογίζεται στο φόρο κλίμακας που προκύπτει μόνο από το εισόδημα της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
α. Στον υποπίνακα Γ2 του ΠΙΝΑΚΑ 4, δηλώνονται τα ακαθάριστα έσοδα, καθαρά κέρδη/ ζημίες και οι παρακρατηθέντες προκαταβλητέοι φόροι των εισοδημάτων από επιχειρηματική δραστηριότητα για τους επιτηδευματίες είτε τηρούν βιβλία με βάση τα Ε.Λ.Π., είτε είναι απαλλασσόμενοι/μη υπόχρεοι σε βιβλία με βάση τα Ε.Λ.Π. (κωδ.: 401-402, 425-426, 413-414, 415-416, 601-602, 605-606).
Περιλαμβάνονται και οι πρώην ελεύθεροι επαγγελματίες (πρώην Ζ' πηγή άρθρου 48 του ν. 2238/1994), οι οποίοι πλέον θεωρούνται ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά μη έχοντες την εμπορική ιδιότητα.
β. Περιλαμβάνονται τα εισοδήματα ημεδαπής (κωδ. 401-402) και αλλοδαπής προέλευσης, (κωδ.: 411-412).
γ. Γίνεται διάκριση του εισοδήματος που δηλώνεται από τους μη επιτηδευματίες και μη υποβάλλοντεςΕ3. (κωδ.: 403-404).
δ. Περαιτέρω, προβλέπεται η δήλωση του εισοδήματος όταν ο καταβάλλων τις αμοιβές δεν αποστέλλει ηλεκτρονικά την πληροφορία για το δικαιούχο του ανάλογου εισοδήματος (κωδ.: 409,410), και του παρακρατηθέντος φόρου (κωδ.: 611-612).
ε. Το καθαρό εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα όσων έχουν την ιδιότητα του επιτηδευματία, ανεξάρτητα της τήρησης απλογραφικών/διπλογραφικών βιβλίων προκύπτει με λογιστικό προσδιορισμό (έντυπο Ε3), ενώ για τους μη επιτηδευματίες φορολογείται εξ' ολοκλήρου, καθόσον δεν αναγνωρίζονται δαπάνες.
στ. Γα τις περιπτώσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 21 του ΚΦΕ συμπληρώνονται οι κωδ. 427-428.»
Επειδή, σύμφωνα με τις οδηγίες της ΔΕΑΦ Α 1084342 ΕΞ 2015/ 18-6-2015 «1. Εφαρμογή του αφορολόγητου στο επίδομα βιβλιοθήκης. 2. Συγγραφικά δικαιώματα συγγραφέων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι και εισοδήματα από συμμετοχή σε σεμινάρια» της Διεύθυνσης Εφαρμογής Άμεσης Φορολογίας - Τμήμα Α: «4. Τα εισοδήματα από τα πνευματικά δικαιώματα που αποκτώνται από φυσικά πρόσωπα που δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, φορολογούνται από την 01/01/2014 και εφεξής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 του ΚΦΕ και υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), με την οποία εξαντλείται η φορολογική τους υποχρέωση. Για την φορολογική μεταχείριση των δικαιωμάτων έχει εκδοθεί η ΠΟΛ.1042/26.1.2015 εγκύκλιος. Οι φορείς που καταβάλλουν τα δικαιώματα εκδίδουν χειρόγραφη βεβαίωση αμοιβών για φορολογική χρήση, χωρίς να αποστείλουν ηλεκτρονικά αρχεία. Τα συγγραφικά δικαιώματα αναγράφονται στους κωδικούς 671-672 και φόρος που παρακρατήθηκε στους κωδικούς 679-680.»
Επειδή, σύμφωνα με το έγγραφο 1030679/ 26-2-2016 «Φορολογική μεταχείριση συγγραφέα δημοσίου ή ιδιωτικού υπαλλήλου μη υπόχρεου σε τήρηση βιβλίων που εκδίδει ο ίδιος με δικά του έξοδα βιβλία και στη συνέχεια τα διαθέτει έναντι αμοιβής.» της Διεύθυνσης Εφαρμογής Άμεσης Φορολογίας - Τμήμα Α προς το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων:
«Σε συνέχεια του ανωτέρω σχετικού, αναφορικά με το παραπάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα εξής: 1.Με τις διατάξεις των δύο πρώτων εδαφίων της παρ.3 του άρθρου 21 του ν.4172/2013 ορίζεται, ότι για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως «επιχειρηματική συναλλαγή» θεωρείται κάθε μεμονωμένη ή συμπτωματική πράξη με την οποία πραγματοποιείται συναλλαγή ή και η συστηματική διενέργεια πράξεων στην οικονομική αγορά με σκοπό την επίτευξη κέρδους. Κάθε τρεις ομοειδείς συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα εντός ενός εξαμήνου θεωρούνται συστηματική διενέργεια πράξεων.
2. Με το ανωτέρω σχετικό, ερωτάται η φορολογική μεταχείριση εσόδων από την πώληση βιβλίων συγγραφέα δημοσίου ή ιδιωτικού υπαλλήλου, μη υπόχρεου σε τήρηση βιβλίων, ο οποίος εκδίδει με δικά του έξοδα βιβλία και στη συνέχεια τα διαθέτει έναντι αμοιβής.
3. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι τα έσοδα από την ως άνω δραστηριότητα των παραπάνω προσώπων αποτελούν εισόδημα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας. Κατά την καταβολή ή την έκδοση της σχετικής εντολής πληρωμής η υπηρεσία σας υποχρεούται να παρακρατήσει φόρο με συντελεστή 4% σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην περ.ββ' τηςπαρ.2 του άρθρου 64 του ν.4172/2013. Τέλος, κατά την υποβολή του αρχείου βεβαιώσεων για το φορολογικό έτος 2015 (ΠΟΛ.1274/30.12.2015), η υπηρεσία σας αποστέλλει τις αμοιβές αυτές ως αμοιβές από επιχειρηματική δραστηριότητα με τον κωδικό 6 (ακαθάριστα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα απαλλασσομένων, μη υπόχρεων σε τήρηση βιβλίων).»
Επειδή, σύμφωνα με τις οδηγίες της ΔΕΑΦ Α 1118624 ΕΞ 2016/ 25-7-2016 «Φορολογική αντιμετώπιση εισοδημάτων συγγραφέων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι - καθηγητές Πανεπιστημίων και ΤΕΙ» της Διεύθυνσης Εφαρμογής Άμεσης Φορολογίας - Τμήμα Α:
«Σε απάντηση του αιτήματός σας, σας γνωρίζουμε ότι τον τρόπο φορολόγησης των συγγραφικών δικαιωμάτων, σας τον έχουμε ήδη γνωρίσει με προηγούμενο έγγραφό μας (ΔΕΑΦ Α 1084342 ΕΞ 2015/18.6.2015) Περαιτέρω, σας υπενθυμίζουμε τα κατωτέρω:
1. Ο εξωλογιστικός προσδιορισμός εισοδήματος με βάση τους μοναδικούς συντελεστές καθαρού κέρδους, ο οποίος εφαρμόζεται στα ακαθάριστα έσοδα, δεν ισχύει πλέον μετά την κατάργηση του ν. 2238/1994.
2. Σε όσες περιπτώσεις η εκμετάλλευση των βιβλίων έχει ανατεθεί σε εκδοτικούς οίκους και οι συγγραφείς - καθηγητές, που δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, εισπράττουν πνευματικά δικαιώματα, το εισόδημα αυτό από την 01/01/2014 και εξής θεωρείται εισόδημα του άρθρου 38 του ΚΦΕ, φορολογείται με τις διατάξεις του άρθρου 40 και υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), με την οποία εξαντλείται η φορολογική τους υποχρέωση.
3. Στις περιπτώσεις που ο συγγραφέας, ακόμη κι αν είναι δημόσιος υπάλληλος που έχει απαλλαχτεί από την τήρηση βιβλίων, συγγράφει, τυπώνει, εκδίδει και πουλάει μόνος του τα βιβλία του, δηλαδή τα εκμεταλλεύεται ο ίδιος (αυτοεκδότης), τότε αποκτά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα (από μη επιτηδευματία), που από την 01/01/2014 θεωρείται εισόδημα του άρθρου 21 του ΚΦΕ (ν. 4172/2013) και φορολογείται στο σύνολό του με την κλίμακα του άρθρου 29. Οι υπόχρεοι αυτοί δεν είναι επιτηδευματίες, δεν είναι υπόχρεοι τήρησης βιβλίων και ως εκ τούτου δεν συμπληρώνουν έντυπο Ε3 και δεν δύνανται να εκπέσουν δαπάνες.»
Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι βεβαιώσεις αποδοχών του προσφεύγοντα για τη διάθεση διδακτικών συγγραμμάτων του σε φοιτητές των ΑΕΙ αναφέρουν:
Φορ.Έτος | Ακαθάριστα | Σύνολο κρατήσεων | Καθαρό ποσό | Συντ. φόρου | Ποσό φόρου |
2014 | 40.074,17€ | 1.202,23€ | 38.871,94€ | 20% | 8.014,83€ |
2015 | 37.508,07€ | 1.350,28€ | 37.508,07€ | 20% | 7.501,62€ |
2016 | 21.377,45€ | 769,6€ | 20.607,85€ | 4% | 855,10€ |
Επειδή ο προσφεύγων είναι αυτοεκδότης των βιβλίων του.
Επειδή ο προσφεύγων δεν είναι επιτηδευματίας και δεν είναι υπόχρεος σε τήρηση βιβλίων και στοιχείων και δεν δικαιούται να εκπέσει τυχόν δαπάνες (ΔΕΑΦ Α 1118624/ 25-7-2016).
Επειδή, βάσει των ανωτέρω εγγράφων, οι κωδικοί στο έντυπο Ε1 των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος που πρέπει να συμπληρωθούν είναι ο κωδικός 403 «Ακαθάριστα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα για μη επιτηδευματίες» και ο κωδικός 605 «Φόροι 1%,3%,4%,8%,15% και 20% που παρακρατήθηκαν (παρ. 1δ,2 άρθ. 64 και 5γ άρθ.69 Κ.Φ.Ε.)».
Επειδή ο προσφεύγων έχει δηλώσει για το φορολογικό έτος 2014 στον κωδικό 671 ποσό 40.074,17€ και στον κωδικό 679 ποσό 8.014,83€.
Βάσει των ανωτέρω διατάξεων και οδηγιών, λανθασμένα έχουν δηλωθεί το ποσό που έλαβε ο προσφεύγων και το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε. Έπρεπε να δηλωθεί το ποσό των 40.074,17€ στον κωδικό 403 «Ακαθάριστα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα για μη επιτηδευματίες» και το ποσό των 8.014,83€ στον κωδικό 605 «Φόροι 1%,3%,4%,8%,15% και 20% που παρακρατήθηκαν (παρ. 1δ,2 άρθ. 64 και 5γ άρθ.69 Κ.Φ.Ε.)».
Επειδή ο προσφεύγων έχει δηλώσει για το φορολογικό έτος 2015 στον κωδικό 403 «Ακαθάριστα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα για μη επιτηδευματίες» ποσό 37.508,07€ και στον κωδικό 605 «Φόροι 1%,3%,4%,8%, 15% και 20% που παρακρατήθηκαν (παρ. 1δ,2 άρθ. 64 και 5γ άρθ.69 Κ.Φ.Ε.)» ποσό 7.501,62€. Βάσει των ανωτέρω διατάξεων και οδηγιών, ορθά έχουν δηλωθεί τα ποσά.
Επειδή ο προσφεύγων έχει δηλώσει για το φορολογικό έτος 2016 στον κωδικό 403 «Ακαθάριστα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα για μη επιτηδευματίες» ποσό 21.377,45€ και στον κωδικό 605 «Φόροι 1%,3%,4%,8%, 15% και 20% που παρακρατήθηκαν (παρ. 1δ,2 άρθ. 64 και 5γ άρθ.69 Κ.Φ.Ε.)» ποσό 855,10€. Βάσει των ανωτέρω διατάξεων και οδηγιών, ορθά έχουν δηλωθεί τα ποσά.
Αποφασίζουμε
Την μερική αποδοχή της με αριθμό / 25-4-2018 ενδικοφανούς προσφυγής του με ΑΦΜ και συγκεκριμένα:
Α. την αποδοχή αυτής ως προς τη δήλωση των ποσών που έλαβε το φορολογικό έτος 2014 σε διαφορετικούς κωδικούς του εντύπου Ε1 των οικείων ετών και τη διενέργεια από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΚΗΦΙΣΙΑΣ νέας εκκαθάρισης σύμφωνα με τα ανωτέρω.
Β. την απόρριψη αυτής ως προς την τροποποίηση της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 2015-2016.
Γ. την απόρριψη αυτής ως προς την εφαρμογή διατάξεων που έχουν καταργηθεί και την υπαγωγή σε φορολόγηση του 22% των ποσών που εισέπραξε.
Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί από αρμόδιο όργανο με τη νόμιμη διαδικασία, στον υπόχρεο.
Ακριβές Αντίγραφο
Υπάλληλος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης
ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Α5
ΕΛΠΙΔΑ ΝΙΝΟΥ
Σ η μ ε ί ω σ η : Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.
ΣτΕ 2218/2018 Μη ανακτήσιμη η ενίσχυση υπό μορφή φορολογικής απαλλαγής του ν. 3220/2004 εφόσον οι σχετικές επενδυτικές δαπάνες ήταν δυνατόν να υπαχθούν στον ν. 2601/1998 ακόμα και εάν είχαν διενεργηθεί το έτος 2003
Αριθμός 2218/2018
Περίληψη
Επειδή, (α) οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3220/2004 αφορούν και σε
ενίσχυση για επενδυτικές δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν εντός της χρήσης
του 2003 (βλ. παρ. 11 του άρθρου αυτού), (β) ούτε από το σκεπτικό
[σημεία (1) - (165)] ούτε από το διατακτικό (άρθρα 1 - 6) της απόφασης
2008/723/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προκύπτει ότι οι ενισχύσεις που
μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά και να εξαιρεθούν από
την υποχρέωση ανάκτησης περιορίζονται σε όσες αντιστοιχούν σε
επενδυτικές δαπάνες πραγματοποιηθείσες μετά από τη δημοσίευση του ν.
3220/2004, αλλά, αντίθετα, το άρθρο 3 της εν λόγω απόφασης ορίζει ότι
«Οι μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του [άρθρου 2 του ν.
3220/2004] οι οποίες, κατά το χρόνο της χορήγησής τους, πληρούσαν τις
προϋποθέσεις που ορίζονται [...] από άλλο εγκριθέν καθεστώς ενισχύσεων
[όπως εκείνο του ν. 2601/1998], είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά
μέχρι του ανωτάτου ορίου έντασης ενίσχυσης που εφαρμόζεται γι’ αυτό το
είδος ενισχύσεων», χωρίς να θέτει περαιτέρω προϋποθέσεις, αναγόμενες στο
χρόνο πραγματοποίησης της επενδυτικής δαπάνης, (γ) τέτοιος περιορισμός
δεν προβλέπεται ούτε στο άρθρο 47 του ν. 3614/2007 ούτε στο άρθρο 169
του ν. 4099/2012, αμφότερα εκ των οποίων αναφέρονται στα αφορολόγητα
αποθεματικά επενδύσεων που σχηματίσθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 2 του ν. 3220/2004 και, επομένως, καταλαμβάνουν και τις
περιπτώσεις αποθεματικών που σχηματίσθηκαν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων
της παραγράφου 11 του τελευταίου αυτού άρθρου και (δ) η προσφυγή της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας για παράβαση, η
οποία έγινε δεκτή με την προαναφερόμενη από 1.3.2012 απόφαση του ΔΕΕ δεν
αφορούσε και σε παράβαση του άρθρου 87 ΣυνθΕΚ ή του 107 ΣΛΕΕ, λόγω
παράλειψης θέσπισης σχετικής περιοριστικής προϋπόθεσης στο άρθρο 47 του
ν. 3614/2007.
Από το συνδυασμό των προηγουμένων συνάγεται ότι τα άρθρα 47 του ν. 3614/2007 και 169 του ν. 4099/2012 εξαιρούν από την υποχρέωση ανάκτησης και τις χορηγηθείσες (βάσει του ν. 3220/2004) ενισχύσεις για επενδυτικές δαπάνες οι
οποίες εμπίπτουν στις διατάξεις του ν. 2601/1998 και πραγματοποιήθηκαν
κατά τη χρήση του έτους 2003, ενώ δεν ασκούν επιρροή επί του ανωτέρω
ζητήματος όσα διαλαμβάνονται σχετικώς στην εγκύκλιο του Γενικού
Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ΠΟΛ.1231/10.10.2013 (περί χορήγησης οδηγιών
για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 169 παρ. 1 του ν. 4099/2012).
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄(Επταμελές)
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Οκτωβρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ε. Νίκα, Σ. Βιτάλη, Κ. Νικολάου, Ι. Σύμπλης, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 4 Μαΐου 2017 αίτηση:
της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η οποία παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία " ……………………………….. Α.Β.Ε.Ε.", που εδρεύει στο ………………………. Αττικής (οδός ………………… αρ. ..), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ιωάννη Σταυρόπουλο (Α.Μ. 11982), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα Αρχή επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 3996/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την εκπρόσωπο της Αρχής, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά το νόμο η καταβολή παραβόλου και η οποία έχει εισαχθεί στην επταμελή σύνθεση του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου με την από 1.3.2018 πράξη της Προέδρου του, ζητείται η αναίρεση της 3996/2016 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία (α) έγινε δεκτή προσφυγή της ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας κατά της υπ’ αριθμ. ……/21-2-2015 πράξης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, (β) ακυρώθηκε η ως άνω πράξη, με την οποία είχε απορριφθεί η υπ’ αριθμ. πρωτ. …………../27-11-2015 ενδικοφανής προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρείας κατά του υπ’ αριθμ. ………………/29-10-2015 φύλλου ελέγχου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, διαχειριστικής περιόδου από 1.1.2003 έως 31.12.2003, περί καταλογισμού σε βάρος της φόρου εισοδήματος συνολικού ποσού 4.205.321,45 ευρώ, στο πλαίσιο της ανάκτησης κρατικών ενισχύσεων, που είχαν χορηγηθεί με τη σύσταση ειδικών αφορολόγητων αποθεματικών των άρθρων 2 και 3 του Ν. 3220/2004, (γ) κρίθηκε ότι από το συνολικό ποσό του ειδικού αποθεματικού που σχημάτισε η αναιρεσίβλητη εταιρεία κατά την ένδικη χρήση (2003), ύψους 18.115.316 ευρώ, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, καθώς και σε τόκους, ποσό δαπανών ύψους 8.210.106,92 ευρώ και (δ) διατάχθηκε ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών να προβεί σε νέα εκκαθάριση του οφειλόμενου φόρου και να επιστραφεί νομιμοτόκως στην αναιρεσίβλητη εταιρεία το ποσό φόρου που τυχόν είχε αχρεωστήτως καταβάλει.
2. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και, περαιτέρω, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016 - έναρξη ισχύος του άρθρου 15 από τη δημοσίευση του νόμου 4446/2016 στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού), ορίζει, στο εδάφιο α΄, ότι «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. […]» (η ως άνω διάταξη τέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 και επαναλήφθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016). Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ [...]». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων αμφοτέρων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (βλ. ΣτΕ 1873/2012 επταμ., ΣτΕ 435/2017, ΣτΕ 2934/2017 επταμ., ΣτΕ 172/2018 επταμ. κ.ά.). Ειδικότερα, κατά την έννοια της πρώτης των ανωτέρω παραγράφων, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, ως τέτοια δε νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου (βλ. ΣτΕ 4163/2012 επταμ., ΣτΕ 1365/2017 επταμ., ΣτΕ 2934/2017 επταμ. κ.ά.).
3. Επειδή, το ποσό της διαφοράς, που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου με την παρούσα αίτηση, είναι ανώτερο των 40.000 ευρώ.
4. Επειδή, η Συνθήκη περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣυνθΕΚ) ορίζει, στο άρθρο 87 [πρώην άρθρο 92 της Συνθήκης - νυν άρθρο 107 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)], ότι «1. Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως. 2. Συμβιβάζονται με την κοινή αγορά: α) οι ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρος προς μεμονωμένους καταναλωτές, υπό τον όρο ότι χορηγούνται χωρίς διάκριση προελεύσεως των προϊόντων· β) οι ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα· γ) οι ενισχύσεις προς την οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής ∆ημοκρατίας της Γερμανίας, οι οποίες θίγονται από τη διαίρεση της Γερμανίας […]. 3. Δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά: α) οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση· β) οι ενισχύσεις για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους· γ) οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον· δ) οι ενισχύσεις για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους συναλλαγών και ανταγωνισμού στην Κοινότητα σε βαθμό αντίθετο με το κοινό συμφέρον· ε) άλλες κατηγορίες ενισχύσεων που καθορίζονται από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, προτάσει της Επιτροπής.» και, στο άρθρο 88 (πρώην άρθρο 93 - νυν άρθρο 108 ΣΛΕΕ), ότι «1. Η Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη εξετάζει διαρκώς τα καθεστώτα ενισχύσεων που υφίστανται στα κράτη αυτά. Τους προτείνει τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη και η λειτουργία της κοινής αγοράς. 2. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 87, ή ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει. Αν το εν λόγω κράτος δεν συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή εντός της ταχθείσης προθεσμίας, η Επιτροπή ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο κράτος δύναται να προσφύγει απευθείας στο Δικαστήριο, κατά παρέκκλιση των άρθρων 226 και 227. [...] 3. Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 87, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση.».
Συναφώς, ο Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22.3.1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 (που στη συνέχεια αναριθμήθηκε σε άρθρο 88) ΣυνθΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), ορίζει, στο άρθρο 1, ότι «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως: α) [...]· στ) “παράνομη ενίσχυση”: νέα ενίσχυση η οποία εφαρμόζεται κατά παράβαση του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης [...]», στο άρθρο 7 παρ. 5, ότι «Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η κοινοποιηθείσα ενίσχυση δεν είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, αποφασίζει να μην τεθεί σε εφαρμογή (εφεξής αποκαλούμενη “αρνητική απόφαση”).», στο άρθρο 14, ότι «1. Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση ανάκτησης”). Η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου. 2. Το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί δυνάμει απόφασης ανάκτησης περιλαμβάνει και τους σχετικούς τόκους, υπολογιζόμενους με το δέον επιτόκιο που ορίζει η Επιτροπή. Οι τόκοι πρέπει να καταβληθούν από την ημερομηνία κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση ετέθη στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της ανάκτησής της. [το σχετικό επιτόκιο ρυθμίζεται από τα άρθρα 9 και 11 του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 (ΕΕ L 140, σελ. 1)] 3. Με την επιφύλαξη απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατ' εφαρμογή του άρθρου 185 της συνθήκης, η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτό και σε περίπτωση κινήσεως διαδικασίας ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που διαθέτουν στα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών μέτρων, με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας.» και, στο άρθρο 15, ότι «1. Οι εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση της ενίσχυσης υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής. 2. Η προθεσμία αυτή αρχίζει να προσμετράται από την ημέρα κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση χορηγείται στον δικαιούχο είτε ως ατομική ενίσχυση είτε ως ενίσχυση βάσει ενός καθεστώτος ενισχύσεων. [...]».
5. Επειδή, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όταν διαπιστώνει ότι ορισμένες χορηγηθείσες κρατικές ενισχύσεις είναι ασύμβατες με την κοινή αγορά, έχει εξουσία να υποχρεώσει το κράτος μέλος να αναζητήσει τις ενισχύσεις αυτές από τους εξ αυτών ωφεληθέντες, ώστε να επαναφερθούν τα πράγματα στην πρότερη κατάσταση, σκοπός που επιτυγχάνεται εφόσον οι επίμαχες ενισχύσεις (αυξημένες ενδεχομένως με τόκους υπερημερίας) επιστραφούν από τις επιχειρήσεις που τις έλαβαν (βλ. λ.χ. ΔΕΚ 29.4.2004, C-277/00, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψεις 73-75). Ειδικότερα, όσον αφορά παράνομη ενίσχυση χορηγηθείσα υπό τη μορφή φορολογικής απαλλαγής εισοδημάτων, η ανάκτηση της ενίσχυσης συνεπάγεται την υπαγωγή της οικείων εισοδημάτων στη φορολογική μεταχείριση της οποίας θα ετύγχαναν ελλείψει της παράνομης ενίσχυσης. Η ανάκτηση ποσού ίσου προς τη διαφορά μεταξύ του φόρου που οφειλόταν ελλείψει της κρατικής ενίσχυσης και του μικρότερου ποσού που καταβλήθηκε κατ’ εφαρμογή αυτού του μέτρου δεν συνιστά νέο, αναδρομικώς επιβαλλόμενο φόρο (βλ. ΔΕΕ 21.12.2016, C-164/15 P & C-165/15 P, Επιτροπή κατά Aer Lingus και κατά Ryanair, σκέψη 114 και ΔΕΚ 10.6.1993, C-183/91, Επιτροπή κατά Ελλάδος, σκέψη 17), αλλά πρόκειται για καταλογισμό του τμήματος του αρχικού (οφειλόμενου, εάν δεν είχε θεσπιστεί το μέτρο ενίσχυσης) φόρου το οποίο δεν καταβλήθηκε κατ’ εφαρμογήν της παράνομης απαλλαγής (βλ. ΔΕΕ 21.12.2016, C-164/15 P & C-165/15 P, Επιτροπή κατά Aer Lingus και κατά Ryanair, σκέψη 114). Γι’ αυτό και δεν ανακύπτει ζήτημα αντίθεσης προς το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος διατάξεων νόμου με τις οποίες προβλέπεται η αναζήτηση του ποσού της ενίσχυσης, μέσω της επιβολής στις ωφεληθείσες επιχειρήσεις του φόρου (προσαυξημένου με τους σχετικούς τόκους υπερημερίας) από τον οποίο αυτές απαλλάχθηκαν, δυνάμει του παράνομου μέτρου ενίσχυσης (βλ. ΣτΕ 3157/2007, 1861/2004, 1333-1335/2002 επταμ.). Δεδομένου ότι η κατάργηση τέτοιων ενισχύσεων, μέσω της ανάκτησής τους, αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπίστωσης του παράνομου χαρακτήρα της, το παραπάνω μέτρο δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί δυσανάλογο προς τους σκοπούς των διατάξεων της ΣυνθΕΚ ή της ΣΛΕΕ που διέπουν τον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (βλ. λ.χ. ΔΕΕ 21.12.2016, C-164/15 P & C-165/15 P, Επιτροπή κατά Aer Lingus και κατά Ryanair, σκέψη 116, ΔΕΚ 21.3.1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 66). Τούτο ισχύει και όσον αφορά την επιβολή υποχρέωσης πληρωμής τόκων για το διάστημα από την ημερομηνία καταβολής των παράνομων ενισχύσεων μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής επιστροφής τους (βλ. λ.χ. ΔΕΚ 14.1.1997, C-169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 47). Εξάλλου, το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης απόφασης της Επιτροπής η οποία (έχει καταστεί απρόσβλητη και) το υποχρεώνει να ανακτήσει παράνομες και ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά ενισχύσεις οφείλει, κατά το άρθρο 288 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 249 ΣυνθΕΚ), να λάβει όλα τα πρόσφορα μέτρα για να εξασφαλίσει την εκτέλεση της εν λόγω απόφασης (βλ. λ.χ. ΔΕΕ 13.2.2014, C-69/13, Mediaset SpA, σκέψη 23 και ΔΕΚ 12.12.2002, C-209/00, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 31). Ο υποχρεωτικός αυτός χαρακτήρας ισχύει έναντι όλων των οργάνων του κράτους αποδέκτη, περιλαμβανομένων και των δικαιοδοτικών οργάνων του, τα οποία οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα γενικά ή ειδικά μέτρα που είναι πρόσφορα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης (βλ. ΔΕΕ 13.2.2014, C-69/13, Mediaset SpA, σκέψεις 23 και 29). Ελλείψει σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, η ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης που έχει κηρυχθεί ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, εφόσον αυτές δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη την αναζήτηση που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης και δεν προσβάλλουν την αρχή της ισοδυναμίας σε σχέση με τις διαδικασίες που σκοπούν στην επίλυση αμιγώς εσωτερικών διαφορών του ίδιου είδους (βλ. λ.χ. ΔΕΚ 13.6.2002, C-382/99, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 90). Οι ένδικες διαφορές που αφορούν την ανάκτηση αυτή εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (βλ. ΔΕΕ 13.2.2014, C-69/13, Mediaset SpA, σκέψη 34). Εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν προσδιόρισε, με την απόφασή της, τους κατ’ ιδίαν λήπτες της επίμαχης ενίσχυσης ούτε το ακριβές ποσό της προς ανάκτηση ενίσχυσης, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται, αν επιληφθεί της υπόθεσης, να αποφανθεί επί των σχετικών ζητημάτων, έχοντας, πάντως, τη δυνατότητα, σε περίπτωση δυσχερειών, να απευθυνθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου αυτή να του παράσχει τη συνδρομή της (με διατύπωση γνωμοδότησης), σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ και την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων από τα εθνικά δικαστήρια (ΕΕ C 85/9.4.2009, σελ. 1, σημεία 89-96) (βλ. ΔΕΕ 13.2.2014, C-69/13, Mediaset SpA, σκέψεις 30 και 35).
6. Επειδή, με την από 15.4.2008 απόφαση της μείζονας σύνθεσης του ΔΕΚ στην υπόθεση C-390/06, Nuova Agricast (προδικαστικό ερώτημα για το κύρος απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί μη διατύπωσης αντιρρήσεων έναντι καθεστώτος επενδυτικών ενισχύσεων σε μειονεκτούσες περιοχές της Ιταλίας), κρίθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής (σκέψεις 68 - 69): «68. Από την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, 730/79, Philip Morris Holland κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980/III, σ. 13, σκέψη 17), προκύπτει ότι μια ενίσχυση η οποία συνεπάγεται βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως της ωφελούμενης επιχειρήσεως χωρίς να είναι αναγκαία για την επίτευξη των προβλεπομένων από το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ σκοπών δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά […] 69. Η διαπίστωση της μη αναγκαιότητας μιας ενισχύσεως μπορεί, ιδίως, να απορρέει από το γεγονός ότι η υλοποίηση του προς ενίσχυση σχεδίου άρχισε, αν όχι δεν ολοκληρώθηκε, από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση προτού η αίτηση για τη λήψη ενισχύσεως διαβιβασθεί στις αρμόδιες αρχές, πράγμα που αποκλείει το ενδεχόμενο να διαδραματίσει η οικεία ενίσχυση παρακινητικό ρόλο.». Περαιτέρω, το ΔΕΕ διατύπωσε τις ακόλουθες κρίσεις στην 13.6.2013 απόφασή του, επί των υποθέσεων C-630/11 P έως C-633/11 P, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, σχετικών με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είχε κηρύξει ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά ορισμένες ενισχύσεις χορηγηθείσες από τη Regione autonoma della Sardegna υπέρ αρχικών επενδύσεων στον ξενοδοχειακό κλάδο στη Σαρδηνία και είχε διατάξει την ανάκτηση των ενισχύσεων αυτών (σκέψεις 103 - 109): «103. Το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΣΛΕΕ ορίζει ότι οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση είναι δυνατό να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά. 104. Συνεπώς, η Επιτροπή δικαιούται να αρνηθεί τη χορήγηση ενισχύσεως, εφόσον η ενίσχυση αυτή δεν αποτελεί κίνητρο προκειμένου οι δικαιούχοι επιχειρήσεις να υιοθετήσουν συμπεριφορά ικανή να συμβάλει στην υλοποίηση ενός από τους σκοπούς του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Μια τέτοια ενίσχυση πρέπει ως εκ τούτου να είναι αναγκαία για την επίτευξη των προβλεπομένων από τη διάταξη αυτή σκοπών, ώστε, χωρίς αυτήν, οι νόμοι της αγοράς δεν θα αρκούσαν αφ’ εαυτών για να επιτευχθεί η εκ μέρους των δικαιούχων επιχειρήσεων υιοθέτηση συμπεριφοράς ικανής να συμβάλει στην υλοποίηση των σκοπών αυτών (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, 730/79, Philip Morris Holland κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/III, σ. 13, σκέψεις 16 και 17). Πράγματι, μια ενίσχυση η οποία συνεπάγεται βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως της δικαιούχου επιχειρήσεως, χωρίς να είναι αναγκαία για την υλοποίηση των σκοπών του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμβατή προς την εσωτερική αγορά (βλ. απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, C-390/06, Nuova Agricast, Συλλογή 2008. σ. I-2577, σκέψη 68). 105. Από τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΣΛΕΕ, προκειμένου η σχεδιαζόμενη ενίσχυση να είναι σύμφωνη προς την εσωτερική αγορά, πρέπει να είναι αναγκαία για την ανάπτυξη των περιοχών που μειονεκτούν. Προς τούτο, πρέπει να αποδειχθεί ότι, χωρίς τη σχεδιαζόμενη ενίσχυση, η επένδυση που έχει ως προορισμό να υποστηρίξει την ανάπτυξη της οικείας περιοχής δεν θα πραγματοποιούνταν. Αντιθέτως, αν προκύψει ότι η επένδυση αυτή θα πραγματοποιούνταν ακόμη και χωρίς την σχεδιαζόμενη ενίσχυση, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ενίσχυση αυτή θα είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα τη βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως των ληπτριών επιχειρήσεων, χωρίς ωστόσο να ανταποκρίνεται στην προϋπόθεση του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΣΛΕΕ, δηλαδή να είναι αναγκαία για την ανάπτυξη των μειονεκτουσών περιοχών. 106. Όσον αφορά τα κριτήρια υπό το πρίσμα των οποίων πρέπει να εκτιμάται η αναγκαιότητα μιας ενισχύσεως περιφερειακού χαρακτήρα, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, στη σκέψη 215 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η χρονική προτεραιότητα της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως σε σχέση με την έναρξη εκτελέσεως του επενδυτικού σχεδίου συνιστά ένα απλό, λυσιτελές και κατάλληλο κριτήριο, που παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να κρίνει ότι τεκμαίρεται η αναγκαιότητα της σχεδιαζόμενης ενισχύσεως. 107. Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση στην παρούσα αναιρετική δίκη. 108. Εξάλλου, στη σκέψη 226 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να εξετασθεί αν οι νυν αναιρεσείουσες απέδειξαν την ύπαρξη περιστάσεων οι οποίες αποδεικνύουν ότι το επίδικο καθεστώς είχε αναγκαίο χαρακτήρα, έστω και αν δεν είχε υποβληθεί αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεως πριν από την έναρξη της εκτελέσεως των επιμάχων σχεδίων. 109. Συνεπώς, [...] η αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο ανήγαγε το κριτήριο της χρονικής προτεραιότητας της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως σε αμάχητο τεκμήριο για την εκτίμηση της αναγκαιότητας της ενισχύσεως στηρίζεται σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ρητώς ότι η εν λόγω αναγκαιότητα μπορούσε να αποδειχθεί με βάση και άλλα κριτήρια πλην του προαναφερθέντος.».
7. Επειδή, ο ν. 2601/1998 “Ενισχύσεις ιδιωτικών επενδύσεων για την οικονομική και περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας και άλλες διατάξεις” (Α΄ 81) ορίζει, στο άρθρο 1, ότι «Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η ανάπτυξη των ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα και μέσω αυτών: - Η συμβολή στην επίτευξη των στόχων της περιφερειακής ανάπτυξης. - Η αύξηση των θέσεων απασχόλησης. [...] Για την πραγματοποίηση των υπαγόμενων στις διατάξεις του παρόντος νόμου επενδύσεων, προγραμμάτων και επιχειρηματικών σχεδίων, παρέχονται τα ακόλουθα είδη ενισχύσεων: (α) Επιχορήγηση που συνίσταται στη δωρεάν παροχή από το Δημόσιο χρηματικού ποσού για την κάλυψη τμήματος της ενισχυόμενης δαπάνης της επένδυσης ή του επιχειρηματικού σχεδίου. (β) Επιδότηση των τόκων που συνίσταται στην κάλυψη από το Δημόσιο τμήματος των καταβαλλόμενων τόκων των μεσομακροπρόθεσμων δανείων τετραετούς τουλάχιστον διάρκειας, που λαμβάνονται για την υλοποίηση της ενισχυόμενης δαπάνης της επένδυσης. γ) Επιδότηση χρηματοδοτικής μίσθωσης [...] (δ) Φορολογική απαλλαγή ύψους μέχρι ενός ποσοστού ή του συνόλου της αξίας της πραγματοποιούμενης και ενισχυόμενης δαπάνης της επένδυσης ή και της αξίας της χρηματοδοτικής μίσθωσης καινούργιου μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού του οποίου αποκτάται η χρήση. Η ενίσχυση αυτή συνίσταται στην απαλλαγή από την καταβολή φόρου εισοδήματος μη διανεμόμενων κερδών της πρώτης δεκαετίας από την πραγματοποίηση της επένδυσης ή του προγράμματος, με το σχηματισμό ισόποσου αφορολόγητου αποθεματικού. [οι παρεχόμενες ενισχύσεις εξειδικεύονται στο άρθρο 5 του ν. 2601/1998]», στο άρθρο 3, ότι «1. Στο καθεστώς των ενισχύσεων του νόμου αυτού υπάγονται οι ακόλουθες κατηγορίες επιχειρηματικών δραστηριοτήτων για την επενδυτικές και λοιπές δαπάνες τους, όπως αυτές προσδιορίζονται για καθεμία κατηγορία δραστηριότητας: α. Οι μεταποιητικές επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητες οι οποίες περιλαμβάνονται στο άρθρο 15 του παρόντος νόμου [σε αυτές συγκαταλέγονται και οι επιχειρήσεις βιομηχανίας τροφίμων και ποτών]. Ενισχυόμενες δαπάνες: [...]», στο άρθρο 4, ότι «1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, η Επικράτεια κατανέμεται σε τέσσερις (4) περιοχές ως εξής: [...]», στο άρθρο 5, ότι «1. [...] οι ενισχύσεις που παρέχονται στους νέους φορείς, εναλλακτικά, είναι : α. [...] β. Επιδότηση των τόκων των μεσομακροπρόθεσμων επενδυτικών δανείων και φορολογική απαλλαγή επί της αξίας των ενισχυομένων δαπανών και της αξίας του καινούργιου μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού του οποίου αποκτάται η χρήση με χρηματοδοτική μίσθωση, από την έναρξη ισχύος του παρόντος, ως εξής : [...] 2. Ενισχύσεις που, με την επιφύλαξη της παρ. 3 πιο κάτω, παρέχονται στους παλαιούς φορείς: Στους παλαιούς φορείς παρέχονται οι ενισχύσεις της επιδότησης των τόκων των μεσομακροπροθέσμων τετραετούς τουλάχιστον διάρκειας επενδυτικών δανείων και φορολογική απαλλαγή επί της αξίας των ενισχυόμενων δαπανών που πραγματοποιούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος ή και επί του συνολικού μισθώματος της χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού, του οποίου η χρήση αποκτάται από την έναρξη ισχύος του παρόντος, ως εξής: [...]», στο άρθρο 6, ότι «1. [...] 27. Προϋποθέσεις, περιορισμοί και όροι για την εφαρμογή της ενίσχυσης της φορολογικής απαλλαγής σε επένδυση ή/και πρόγραμμα χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού: (α) Το αφορολόγητο αποθεματικό της απαλλαγής υπολογίζεται με βάση τα καθαρά κέρδη, που δηλώνονται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, προκύπτουν από τα τηρούμενα βιβλία και εμφανίζονται στον ισολογισμό και τα οποία προέρχονται από το σύνολο των δραστηριοτήτων του φορέα, είτε αυτές περιλαμβάνονται στις υπαγόμενες στον παρόντα νόμο δραστηριότητες είτε όχι και ανεξάρτητα από την περιοχή στην οποία αυτές ασκούνται, μετά την αφαίρεση των κρατήσεων για το σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και των κερδών της χρήσης που διανέμονται πραγματικά ή αναλαμβάνονται από τους εταίρους ή τον επιχειρηματία. [...] (β) Σχηματίζεται από τα κέρδη της διαχειριστικής χρήσης που έγινε η επένδυση ή η χρηματοδοτική μίσθωση εξοπλισμού. Σε περίπτωση που έχει υποβληθεί αίτηση για ένταξη της επένδυσης στο καθεστώς ενισχύσεων της φορολογικής απαλλαγής και επιδότησης τόκων σύμφωνα με την παρ. 24 του άρθρου 8, το αφορολόγητο αποθεματικό σχηματίζεται επίσης από τα κέρδη της διαχειριστικής χρήσης που έγινε η επένδυση, υπό την προϋπόθεση ότι έχει εκδοθεί η σχετική διαπιστωτική πράξη ένταξης που προβλέπεται στην περίπτωση (β) της παρ. 24 του άρθρου 8. Αν δεν πραγματοποιηθούν κέρδη κατά τη διαχειριστική αυτή χρήση ή αν αυτά που πραγματοποιούνται δεν επαρκούν, το αφορολόγητο αποθεματικό σχηματίζεται από τα κέρδη των αμέσως επόμενων διαχειριστικών χρήσεων μέχρι να καλυφθούν τα ποσοστά της αξίας της ενισχυόμενης επένδυσης ή της αξίας του εξοπλισμού που η χρήση του αποκτάται με χρηματοδοτική μίσθωση, οι οποίες δεν μπορούν να υπερβούν τις δέκα διαχειριστικές χρήσεις. [...] (στ) Η επιχείρηση υποχρεούται μετά την ολοκλήρωση της επένδυσης να υποβάλει στην αρμόδια για τη φορολογική της Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) αίτηση με την οποία θα ζητά τον έλεγχο της πραγματοποιηθείσας παραγωγικής επένδυσης και τα στοιχεία των αντίστοιχων φορολογικών στοιχείων που εκδόθηκαν. Τα ανωτέρω δικαιολογητικά υποβάλλονται μέσα στις προθεσμίες υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 62, 64 και 107 του ν. 2238/1994 κατά περίπτωση. Μετά την υποβολή των πιο πάνω δικαιολογητικών και το αργότερο μέχρι τέλους του οικείου οικονομικού έτους, ο προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας υποχρεούται να προβεί στον έλεγχο των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων. [...]», στο άρθρο 8, ότι «1. Υποβολή αιτήσεων υπαγωγής στο καθεστώς ενίσχυσης της επιχορήγησης και επιδότησης τόκων ή και επιδότησης χρηματοδοτικής μίσθωσης. (α) Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων (γ) και (δ) πιο κάτω, οι αιτήσεις υπαγωγής επενδύσεων, ή/και προγραμμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού ή επιχειρηματικών σχεδίων διάσωσης και αναδιάρθρωσης υποβάλλονται από 1 Ιανουαρίου μέχρι και 15 Σεπτεμβρίου ως εξής : [...] 2. Οι αιτήσεις υπαγωγής και ο φάκελλος με τα δικαιολογητικά που τις συνοδεύει υποβάλλονται εις τριπλούν [...] 3. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας καθορίζονται τα τεχνικοοικονομικά στοιχεία και δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση υπαγωγής. [...] 4. [...] 5. Αιτήσεις που δεν συνοδεύονται από όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και στοιχεία δεν συνιστούν αίτηση υπαγωγής στις διατάξεις του παρόντος, δεν εξετάζονται και τίθενται στο αρχείο της αρμόδιας υπηρεσίας [...] Το ίδιο ισχύει και σε περιπτώσεις αιτήσεων υπαγωγής που περιλαμβάνουν τα κατά τα ανωτέρω απαιτούμενα δικαιολογητικά και στοιχεία, πλην όμως κατά τον έλεγχο και την εξέταση του φακέλου διαπιστώνεται, μετά από γνώμη της αρμόδιας γνωμοδοτικής επιτροπής, ότι η οικονομοτεχνική μελέτη εμφανίζει σοβαρές ελλείψεις, οι οποίες καθιστούν αδύνατη την αξιολόγηση της υποβληθείσας επένδυσης ή/και προγράμματος χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού ή επιχειρηματικού σχεδίου. [...] 6. [...] 7. Οι αιτήσεις υπαγωγής εξετάζονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες και φορείς στους οποίους υποβάλλονται [...] 14. Οι αποφάσεις υπαγωγής των επενδύσεων ή/και των προγραμμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού ή των επιχειρηματικών σχεδίων στο καθεστώς ενισχύσεων της επιχορήγησης ή και επιδότησης τόκων ή επιδότησης χρηματοδοτικής μίσθωσης εκδίδονται [...] 24. Διαδικασίες και αρμοδιότητες για την ένταξη επενδύσεων στο καθεστώς ενισχύσεων της φορολογικής απαλλαγής ή/και επιδότησης τόκων, καθώς και για την ένταξη προγραμμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης στο καθεστώς ενίσχυσης της φορολογικής απαλλαγής. α. Για την ένταξη στο καθεστώς ενίσχυσης της φορολογικής απαλλαγής και επιδότησης τόκων υποβάλλεται σχετική αίτηση. Οι αιτήσεις υποβάλλονται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους [...] β. Η ένταξη στο καθεστώς της φορολογικής απαλλαγής και επιδότησης τόκων γίνεται με έκδοση σχετικής πράξης ένταξης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ή του αρμοδίου Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας [...] γ. Η αίτηση ένταξης μπορεί να υποβληθεί και μετά την έναρξη πραγματοποίησης της επένδυσης υπό την προϋπόθεση ότι η υποβολή της θα γίνει κατά τη διάρκεια της εταιρικής χρήσης στην οποία έγινε η έναρξη. [...] στ. Η ενίσχυση της φορολογικής απαλλαγής για επένδυση για την υλοποίηση της οποίας δεν ζητείται και επιδότηση τόκων, καθώς επίσης και για τα προγράμματα χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού, εφαρμόζεται χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη υποβολή αίτησης και η έκδοση πράξης ένταξης οποιουδήποτε οργάνου. [...]». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεώρησε το ν. 2601/1998 ως καθεστώς ενισχύσεων, το οποίο, όμως, έκρινε συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά (με απόφαση της 3.2.1999, ΕΕ C 84/26.3.1999, σελ. 7), κατ' εφαρμογή του άρθρου 92 παρ. 3 ΣυνθΕΚ, ως εθνικό σύστημα περιφερειακής ανάπτυξης, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της για τις εθνικές περιφερειακές ενισχύσεις (ΕΕ C 74/10.3.1998, σελ. 9.). Τα άρθρα 1 έως 11 του ν. 2601/1998 καταργήθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 3 του ν. 3299/2004 (Α΄ 261/23.12.2004), από την έναρξη ισχύος του τελευταίου αυτού νόμου, ήτοι από 23.12.2004, σύμφωνα με το άρθρο 13 αυτού. Επομένως, τα ως άνω άρθρα του ν. 2601/1998 ίσχυαν κατά την ένδικη χρήση (2003).
8. Επειδή, το άρθρο 2 του ν. 3220/2004 “Μέτρα αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής - αντικειμενικοποίηση του φορολογικού ελέγχου και άλλες διατάξεις” (Α΄ 15/28.1.2004) ορίζει τα εξής: «1. Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 του Ν. 2601/1998, ανεξάρτητα από την κατηγορία των βιβλίων που τηρούν και τον τόπο εγκατάστασής τους, δικαιούνται να σχηματίζουν από τα κέρδη των χρήσεων 2004 έως και 2008 (οικονομικά έτη 2005 έως και 2009) ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων μέχρι τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) των συνολικών αδιανέμητων κερδών τους που δηλώνονται με την εμπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους. 2. Το αποθεματικό αυτό σχηματίζεται για να χρησιμοποιηθεί για την πραγματοποίηση επενδύσεων ισόποσης τουλάχιστον αξίας μέσα στην επόμενη τριετία από το χρόνο σχηματισμού του. Ως επενδύσεις, για την κάλυψη του πιο πάνω αποθεματικού, νοούνται οι επενδυτικές και λοιπές δαπάνες που αναφέρονται για κάθε κατηγορία δραστηριότητας στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Ν. 2601/1998. Ειδικά για τις εμπορικές επιχειρήσεις, ως επενδύσεις, για την κάλυψη του πιο πάνω αποθεματικού, θεωρούνται: α. Η αγορά καινούργιου μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού που αφορά τη διαλογή, συσκευασία, αποθήκευση των προϊόντων και συστημάτων οργάνωσης της αποθήκης της επιχείρησης. β. Η αγορά καινούργιων ηλεκτρονικών υπολογιστών, του αναγκαίου λογισμικού και λοιπών συστημάτων μηχανοργάνωσης ή αυτοματοποίησης των σχετικών διαδικασιών. 3. Οι πιο πάνω επιχειρήσεις υποχρεούνται μέσα στον πρώτο χρόνο της τριετίας να δαπανήσουν για την πραγματοποίηση της επένδυσης ποσό ίσο τουλάχιστον με το ένα τρίτο (1/3) του σχηματισθέντος ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού. [...] 6. Το συνολικό ποσό του αφορολόγητου αποθεματικού που χρησιμοποιήθηκε για την πραγματοποίηση επενδύσεων σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2, μεταφέρεται, μετά την παρέλευση τριετίας από το χρόνο σχηματισμού του αποθεματικού, σε αύξηση του κεφαλαίου της επιχείρησης και απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος. [...] 7. Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζουν για την ίδια επένδυση είτε τις διατάξεις του άρθρου αυτού είτε τις διατάξεις του Ν. 2601/1998. [...] 11. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για τα κέρδη της χρήσης 2003 (οικονομικού έτους 2004). Στην περίπτωση αυτή, το αποθεματικό υπολογίζεται με συντελεστή μέχρι πενήντα τοις εκατό (50%) στο υπόλοιπο των κερδών που προκύπτει μετά την αφαίρεση των κερδών που προκύπτουν από τα βιβλία της χρήσης 2002 (οικονομικού έτους 2003) από τα αντίστοιχα κέρδη της χρήσης 2003 (οικονομικού έτους 2004). Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίες μέσα στη χρήση 2003 έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, δικαιούνται για τις επενδύσεις αυτές να σχηματίσουν ισόποσο αφορολόγητο αποθεματικό, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) των συνολικών αδιανέμητων κερδών της χρήσης 2003.». Το ως άνω άρθρο 2 του ν. 3220/2004 καταργήθηκε με το άρθρο 39 του ν. 3427/2005 (Α΄ 312/27.12.2005), σύμφωνα με το οποίο «Τα άρθρα 2 και 3 του ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α΄), που προβλέπουν το σχηματισμό ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού επενδύσεων, καταργούνται για εισοδήματα που προκύπτουν από την 1η Ιανουαρίου 2005 και μετά, καθώς και για κέρδη που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν από την ίδια ημερομηνία και μετά.».
9. Επειδή, με την απόφαση 2008/723/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 18.7.2007, κοινοποιηθείσα στην Ελληνική Δημοκρατία υπό τον αριθμό Ε (2008) 3251 (ΕΕ L 244/2008, σελ. 11), διαπιστώθηκε ότι το προβλεπόμενο από το άρθρο 2 του ν. 3220/2004 μέτρο πληρούσε τις προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθεί ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 87 παρ. 1 ΣυνθΕΚ (νυν άρθρο 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ) και ότι δεν είχε κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατά παράβαση του άρθρου 88 παρ. 3 ΣυνθΕΚ (νυν άρθρου 108 παρ. 3 ΣΛΕΕ). Στο πλαίσιο της παραπάνω διαπίστωσης, διατυπώθηκαν, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες σκέψεις: [σημεία (58) - (79)]: «(58) Σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, “παράνομη ενίσχυση” είναι μια νέα ενίσχυση η οποία εφαρμόζεται κατά παράβαση του άρθρου 93 παράγραφος 3 [...] της συνθήκης. Σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο γ) του ιδίου κανονισμού “νέα ενίσχυση” είναι κάθε ενίσχυση, η οποία δεν αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων. (59) [...] (60) Το υπό εξέταση μέτρο, ωστόσο, παρουσιάζει αρκετές σημαντικές διαδικαστικές και ουσιώδεις διαφορές [σε σχέση με το προβλεπόμενο στο ν. 2601/1998 μέτρο ενίσχυσης]. [...] (61) Πρώτον, το υπό εξέταση μέτρο δεν αποτελούσε απλή αντικατάσταση των υφιστάμενων μέτρων αλλά νέο αυτοτελές μέτρο, διότι δεν καταργούσε ούτε αντικαθιστούσε κάποιο προηγούμενο μέτρο. Επιπλέον, οι περίοδοι ισχύος των μέτρων δεν διαδέχονταν η μια την άλλη. (62) Οι ελληνικές αρχές επιβεβαίωσαν, όπως προαναφέρθηκε, ότι οι διατάξεις του άρθρου 2 του νόμου 3220/2004 συμπληρώνουν κατά βάση τον νόμο 2601/1998, ο οποίος το 1999, στο πλαίσιο της υπόθεσης NN 59/A/1998, είχε εγκριθεί από την Επιτροπή ως εθνικό σύστημα περιφερειακής ανάπτυξης, σύμφωνα με τις ΚΓΠΕ [...]. Επισημαίνεται ότι ο νόμος 2601/1998 καταργήθηκε τον Φεβρουάριο του 2005. Παρόλα αυτά, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το παρόν μέτρο αποτελεί νέα ενίσχυση. (63) Καταρχάς, ο νόμος 3220/2004 αφορά μια σειρά σχεδίων σε διαφόρους τομείς. Αναφέρεται στον κατάλογο επιλέξιμων τομέων και σχεδίων του άρθρου 3 του νόμου 2601/1998. Ωστόσο, δεν δηλώνει ρητά ότι τροποποιεί τον νόμο αυτόν. Εκτός αυτού, οι δύο διατάξεις ίσχυαν εκ παραλλήλου δεδομένου ότι ο νόμος 3220/2004 τέθηκε σε ισχύ στις 28.1.2004, ενώ η ισχύς του μέτρου ενίσχυσης δυνάμει του νόμου 2601/1998 έληγε στις 23.12.2004, ο δε νόμος 2601/1998 καταργήθηκε από τον Φεβρουάριο του 2005. Τέλος, μολονότι δεν υπήρχε αλληλοεπικάλυψη ως προς την περίοδο σύστασης αποθεματικών βάσει των δύο καθεστώτων, υπήρχε αλληλοεπικάλυψη ως προς τις περιόδους ισχύος των μέτρων, καθώς αμφότεροι οι νόμοι ίσχυαν για τα κέρδη των ετών 2003 και 2004. Το γεγονός ότι τα δύο μέτρα ίσχυαν εκ παραλλήλου αποδεικνύει ότι το ένα δεν τροποποιούσε ή αντικαθιστούσε το άλλο. Συνεπώς, προσωρινά το υπό εξέταση μέτρο δεν αποτελεί καθαρή αντικατάσταση ή συνέχιση του μέτρου που εγκρίθηκε στην υπόθεση NN 59/A/1998 (94), αλλά αποτελεί διακριτό καθεστώς ενίσχυσης. (64) Δεύτερον, η διαδικασία χορήγησης της ενίσχυσης έχει αλλάξει, πράγμα το οποίο έχει συνέπειες όσον αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι εταιρείες προκειμένου να λάβουν την ενίσχυση. [...] (68) Όσον αφορά το επιχείρημα που επικαλέσθηκαν οι ελληνικές αρχές ότι τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις η ενίσχυση θα μπορούσε να χορηγηθεί βάσει του νόμου 2601/1998, πρέπει να σημειωθεί ότι το επιχείρημα αυτό δεν έχει σχέση με την υπόθεση δεδομένου ότι η διαδικασία του νέου μέτρου είναι διαφορετική και απλούστερη, ενώ τα κριτήρια για τη λήψη ενίσχυσης καθώς και τα πλεονεκτήματα από αυτήν για όλους τους δυνητικούς δικαιούχους είχαν διευρυνθεί. [...] (76) Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ανωτέρω ανάλυση εντοπίζει διάφορα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι το καθεστώς που θεσπίζεται με τον νόμο 3220/2004 πρέπει να θεωρηθεί νέο καθεστώς ενίσχυσης. Συγκεκριμένα, το καθεστώς που θεσπίζει ο εν λόγω νόμος συνυπήρξε για ένα χρονικό διάστημα με το καθεστώς που θεσπίσθηκε με τον νόμο 2601/1998 και περιλαμβάνει διαφορετικούς όρους και διαφορετική διαδικασία χορήγησης ενισχύσεων. (77) Ωστόσο, ακόμη και αν ο νόμος 3220/2004 μπορούσε να θεωρηθεί ως τροποποίηση υφιστάμενου καθεστώτος, είναι σαφές ότι οι τροποποιήσεις που εισήγαγε ο νόμος είναι ουσιώδεις καθώς επηρεάζουν την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου του μέτρου ενίσχυσης με την κοινή αγορά [...] και δεν είναι καθαρά τυπικές ή διοικητικές. Επιπλέον, οι τροποποιήσεις ισχύουν για όλους τους δικαιούχους και όλες τις επιλέξιμες δραστηριότητες. Ως εκ τούτου, το νέο καθεστώς τροποποίησε το μέσο ενίσχυσης στο σύνολό του [...]. (78) Αντίθετα με τους ισχυρισμούς των ελληνικών αρχών, λοιπόν, το μέτρο, για τους ανωτέρω λόγους, συνιστά, στο σύνολό του, νέα ενίσχυση. [...] (79) Οι ελληνικές αρχές δεν κοινοποίησαν το μέτρο προτού τεθεί σε εφαρμογή και το έθεσαν σε ισχύ κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ. Ως εκ τούτου, το μέτρο συνιστά παράνομη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.». Aκολούθως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέτασε τη συμβατότητα του επίμαχου μέτρου του ν. 3220/2004 προς το άρθρο 87 παρ. 2 και 3 ΣυνθΕΚ (νυν άρθρο 107 παρ. 2 και 3 ΣΛΕΕ) και κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα [σημεία (149) - (156) της απόφασης 2008/723/ΕΚ]: «(149) Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής καμία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 87 παράγραφος 2 της συνθήκης, δεδομένου ότι το μέτρο δεν επιδιώκει κανέναν από τους στόχους που απαριθμούνται στις διατάξεις αυτές. (150) Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ, μία ενίσχυση θεωρείται συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά όταν αποσκοπεί στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση. Τα κριτήρια για την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου δυνάμει της διάταξης αυτής περιέχονται στους σχετικούς κανόνες που αναλύθηκαν παραπάνω. (151) Όσον αφορά το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης, οι εν λόγω ενισχύσεις δεν προορίζονται για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ούτε για την άρση σοβαρής διαταραχής της ελληνικής οικονομίας, ούτε για την προώθηση του πολιτισμού ή τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς. (152) Το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της συνθήκης ΕΚ αφορά την προώθηση του πολιτισμού και τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς υπό τον όρο ότι δεν αλλοιώνονται οι όροι των συναλλαγών και του ανταγωνισμού στην Κοινότητα σε βαθμό αντίθετο με το κοινό συμφέρον. Αυτή θα μπορούσε να είναι η περίπτωση των ενισχύσεων σε ιερές μονές για την ανέγερση ξενώνων και πολιτιστικών κέντρων καθώς και σε επιχειρήσεις που στεγάζονται σε παραδοσιακά ή διατηρητέα κτίρια ή που παράγουν παραδοσιακά προϊόντα ή προϊόντα με ονομασία προέλευσης για την επισκευή και αποκατάσταση των διατηρητέων κτιρίων, για επενδύσεις σε μηχανήματα παραδοσιακού τύπου ή για πιστοποίηση παραδοσιακών προϊόντων ή μεθόδων που θεωρούνται ως φυσική κληρονομιά. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν διαθέτει πληροφορίες σχετικά με τη φύση αυτών των δραστηριοτήτων ως πολιτιστική κληρονομιά, την έκταση της ενίσχυσης και τις επιπτώσεις της στους όρους των συναλλαγών. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να καταλήξει σε συμπέρασμα ως προς το συμβιβάσιμο των μέτρων αυτών βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της συνθήκης ΕΚ. (153) Τέλος, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η ενίσχυση πληροί τις προϋποθέσεις για την εξαίρεση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ, που ορίζει ότι μπορεί να θεωρηθούν συμβιβάσιμες ενισχύσεις για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον. Τα κριτήρια για την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου δυνάμει της διάταξης αυτής περιέχονται στους σχετικούς κανόνες που αναλύθηκαν παραπάνω. Κάθε ενίσχυση που δεν είναι σύμφωνη με τους όρους των ειδικών αυτών κανόνων απαιτεί εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση στην οποία δεν προέβησαν οι ελληνικές αρχές. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να καταλήξει σε συμπέρασμα σχετικά με το συμβιβάσιμο αυτών των μέτρων κατά τρόπο άμεσο βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ. (154) Δεδομένου ότι το καθεστώς ενίσχυσης, ως σύνολο και ως προς όλα τα μέρη του, εκτός από την περίπτωση μεταφοράς αγροτικών κτιρίων στον γεωργικό τομέα, δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή κάποιας από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στη συνθήκη, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς ενισχύσεων είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά, εκτός από την περίπτωση μεταφοράς αγροτικών κτιρίων στον γεωργικό τομέα [...]. (155) Οι μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του καθεστώτος μπορεί να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά: βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 69/2001 μόνο εάν το συνολικό ποσό της ενίσχυσης που χορηγήθηκε βάσει του καθεστώτος σε συνδυασμό με όλες τις λοιπές ενισχύσεις de minimis που λήφθηκαν από τον δικαιούχο κατά τη διάρκεια της προηγούμενης τριετίας δεν υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ και τηρούνται όλες οι ουσιώδεις προϋποθέσεις του κανονισμού· βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1860/2004 μόνο εάν το συνολικό ποσό ενίσχυσης που χορηγείται βάσει του καθεστώτος σε συνδυασμό με όλες τις ενισχύσεις de minimis που έχουν ληφθεί από τον δικαιούχο κατά τη διάρκεια της προηγούμενης τριετίας δεν υπερβαίνουν το ποσό των 3.000 ευρώ και τηρούνται όλες οι ουσιώδεις προϋποθέσεις του κανονισμού· βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 μόνο εάν το συνολικό ποσό ενίσχυσης για επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στον τομέα των μεταφορών και σε επιχειρήσεις που ασχολούνται με τη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων βάσει του καθεστώτος σε συνδυασμό με όλες τις ενισχύσεις de minimis που έχουν ληφθεί από τον δικαιούχο κατά τη διάρκεια της προηγούμενης τριετίας δεν υπερβαίνουν το ποσό των 100.000 ευρώ, για επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα των μεταφορών, και 200.000 ευρώ, για επιχειρήσεις που ασχολούνται με τη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, και τηρούνται όλες οι ουσιώδεις προϋποθέσεις των άρθρων 1 και 2 του κανονισμού· βάσει οποιουδήποτε άλλου κανονισμού για κρατικές ενισχύσεις, ή εγκριθέντος καθεστώτος ενισχύσεων μόνο εάν οι μεμονωμένες ενισχύσεις πληρούσαν όλες τις ουσιώδεις προϋποθέσεις του σχετικού κανονισμού ή καθεστώτος κατά το χρόνο της χορήγησής τους. (156) Όλες οι άλλες μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του καθεστώτος πρέπει να θεωρηθούν ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.». Στη συνέχεια της ως άνω απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρονται τα ακόλουθα όσον αφορά την υποχρέωση ανάκτησης [σημεία (157) έως (165) της απόφασης]: «(157) Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (EK) 659/1999, σε περίπτωση αρνητικής αποφάσεως επί υποθέσεως παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενισχύσεως από τον δικαιούχο. (158) Μόνον οι ασυμβίβαστες ενισχύσεις μπορούν να ανακτηθούν. Το συμβιβάσιμο διαπιστώνεται στο επίπεδο του ενισχυόμενου σχεδίου. Θα διαπιστωθεί περαιτέρω κατά πόσον η ενίσχυση ήταν συμβιβάσιμη βάσει τυχόν κοινοτικών κανόνων κρατικών ενισχύσεων ή υφιστάμενων καθεστώτων ενισχύσεων κατά τον χρόνο χορηγήσεως της ενισχύσεως σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες κατά τον χρόνο χορηγήσεώς της. [...] (161) Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της Ελλάδας ότι η Επιτροπή θα πρέπει να περιορίσει την έκταση της ανάκτησης λόγω των δυσβάστακτων δημοσιονομικών συνεπειών για την Ελλάδα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου [...], ένα κράτος μέλος μπορεί να επικαλεστεί την απόλυτη αδυναμία ως αμυντικό επιχείρημα για τη μη ανάκτηση της ενίσχυσης. Ωστόσο, οι οικονομικές δυσχέρειες δεν συνιστούν απόλυτη αδυναμία. (162) Οι αποφάσεις στις υποθέσεις στις οποίες αναφέρεται η Ελλάδα [...], αναφέρονται στην πιθανότητα ενός δυνητικού περιορισμού της αναδρομικής ισχύος μιας απόφασης Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, περιορίζοντας τα χρονικά αποτελέσματα μιας απόφασης, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εάν η απόφαση οδηγεί σε σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις λόγω του μεγάλου αριθμού των νομικών σχέσεων που είχαν συναφθεί καλή τη πίστει και όταν οι πρακτικές αυτές θεσπίστηκαν λόγω της αβεβαιότητας των κοινοτικών διατάξεων. (163) Οι ισχυρισμοί της Ελλάδας είναι αβάσιμοι όσον αφορά το επίμαχο μέτρο δεδομένου ότι πρόκειται για μη κοινοποιηθέν, και συνεπώς, μη εγκριθέν μέτρο κρατικής ενίσχυσης. Κατά συνέπεια, οι ελαφρυντικές περιστάσεις, στη νομολογία των υποθέσεων στις οποίες αναφέρεται η Ελλάδα [...], για σχέσεις που πραγματοποιήθηκαν καλή τη πίστει και λόγω αβεβαιότητας όσον αφορά τις κοινοτικές διατάξεις, δεν ευσταθούν ευλόγως. (164) Όσον αφορά το στοιχείο της ενδεχόμενης καλής πίστης, οι δικαιούχοι δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι ενεργούσαν καλή τη πίστει χωρίς την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όσον αφορά τη χορήγηση της ενίσχυσης. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία [...], δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της ενίσχυσης μπορεί να δημιουργηθεί από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα, είτε με την έγκριση απόφασης είτε με τη μη προσβολή ασυμβίβαστου μέτρου όταν το μέτρο αυτό θα έπρεπε να είχε προσβληθεί. Όπως ωστόσο προκύπτει από τη διαδικασία, η Επιτροπή επισήμανε στις ελληνικές αρχές τις επιφυλάξεις της σχετικά με το συμβιβάσιμο του μέτρου αμέσως μόλις πληροφορήθηκε την ύπαρξή του, λίγους μόνο μήνες αφού τέθηκε σε εφαρμογή. Στη συνέχεια, ξεκίνησε η διαδικασία έρευνας της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά μιας πιθανής ανάκτησης. Επιπλέον, οι κοινοτικές διατάξεις σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι είναι αβέβαιες. (165) Συνεπώς, η Επιτροπή απορρίπτει τη δυνατότητα η Ελλάδα να επικαλεστεί περιορισμούς ή εξαιρέσεις για την ανάκτηση της παράνομης ενίσχυσης.». Κατόπιν τούτων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατύπωσε τις ακόλουθες κρίσεις (άρθρα 1 έως 6 της απόφασης 2008/723/ΕΚ): «Άρθρο 1 1. Το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που εφαρμόστηκε από την Ελλάδα βάσει του άρθρου 2 του νόμου […] 3220/2004 είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά. [...] Άρθρο 2 Οι μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της παρούσας αποφάσεως δεν συνιστούν ενίσχυση εάν, κατά τον χρόνο της χορηγήσεώς τους, πληρούσαν τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε κανονισμό που έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου και που ήταν εφαρμοστέος κατά τον χρόνο χορηγήσεως της ενισχύσεως. Άρθρο 3 Οι μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της παρούσας αποφάσεως οι οποίες, κατά τον χρόνο της χορηγήσεώς της, πληρούσαν τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε κανονισμό που έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 1 του κανονισμού […] 994/98 ή από άλλο εγκριθέν καθεστώς ενισχύσεων είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά μέχρι του ανωτάτου ορίου εντάσεως ενισχύσεως που εφαρμόζεται γι’ αυτό το είδος ενισχύσεων. Άρθρο 4 1. Η Ελλάδα οφείλει να ανακτήσει από τους δικαιούχους τις ασυμβίβαστες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της παρούσας αποφάσεως. 2. Επί των ποσών των ενισχύσεων που πρέπει να ανακτηθούν οφείλονται τόκοι από την ημερομηνία που τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι τον χρόνο της πραγματικής ανακτήσεως. [...] 4. Η Ελλάδα καταργεί τη χορήγηση οποιασδήποτε εκκρεμούσας πληρωμής ενισχύσεως βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της παρούσας αποφάσεως. Άρθρο 5 1. Η ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, είναι άμεση και αποτελεσματική. 2. Η Ελλάδα πρέπει να διασφαλίσει την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποιήσεώς της. Άρθρο 6 1. Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ελλάδα υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες: α) κατάλογο των δικαιούχων που έχουν λάβει ενίσχυση βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και το συνολικό ποσό της ενίσχυσης που έχει ληφθεί από κάθε ένα από αυτούς βάσει του καθεστώτος· β) το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκοι ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο· γ) λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει ή προγραμματίσει προκειμένου να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση· και δ) έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στους δικαιούχους να επιστρέψουν την ενίσχυση. Η Ελλάδα υποβάλλει τις πληροφορίες χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα. 2. Η Ελλάδα τηρεί ενήμερη την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης μέχρις ότου ολοκληρωθεί η ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1. Υποβάλλει αμέσως, κατόπιν απλού αιτήματος της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί προς την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τους δικαιούχους.». Η ανωτέρω απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν προκύπτει ότι έχει ανακληθεί ή τροποποιηθεί από αυτήν ή ότι έχει ακυρωθεί, εν όλω ή εν μέρει, από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώπιον του οποίου δεν προκύπτει ότι προσβλήθηκε με προσφυγή ακύρωσης.
10. Επειδή, στο πλαίσιο της συμμόρφωσής της προς την απόφαση 2008/723/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελληνική Δημοκρατία θέσπισε το άρθρο 47 του ν. 3614/2007 (Α΄ 267/3.12.2007), στο οποίο ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων, που έχει σχηματιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α΄) από τα αδιανέμητα κέρδη των επιχειρήσεων κατά τα οικονομικά έτη 2004 και 2005, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 της Συνθήκης της Ε.Κ. και φορολογείται με τους συντελεστές φορολογίας εισοδήματος που ίσχυαν κατά το οικονομικό έτος από τα κέρδη του οποίου σχηματίσθηκε. 2. Το ύψος της ενίσχυσης ανέρχεται στο ισόποσο του φόρου εισοδήματος από τον οποίο απαλλάχθηκε η επιχείρηση που προέβη στο σχηματισμό του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού με σκοπό την πραγματοποίηση επενδύσεων σύμφωνα με τους όρους των ως άνω διατάξεων. Δεν υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου: α) οι επιχειρήσεις, οι οποίες, λόγω σχηματισμού αφορολόγητου αποθεματικού, έχουν τύχει απαλλαγής (ενίσχυσης) μέχρι του ποσού των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ φόρου εισοδήματος για καθένα από τα οικονομικά έτη 2004 και 2005 [...] β) οι επιχειρήσεις που έχουν τύχει απαλλαγής (ενίσχυσης) για ποσό φόρου εισοδήματος άνω των 100.000 ευρώ και πραγματοποίησαν δαπάνες οι οποίες εμπίπτουν κατ’ επιλογήν ή σωρευτικά στις ακόλουθες περιπτώσεις: - στις διατάξεις του ν. 2601/1998 (ΦΕΚ 81 Α΄) ή του Ν. 3299/2004 (ΦΕΚ 261 Α΄) [...]. 3. Για την εφαρμογή των ανωτέρω, από το ποσό του σχηματισθέντος ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού αφαιρούνται οι πραγματοποιηθείσες δαπάνες επενδύσεων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο και το προκύπτον υπόλοιπο υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος με το συντελεστή που ίσχυε κατά το οικονομικό έτος, από τα κέρδη του οποίου σχηματίσθηκε το αποθεματικό. 4. Οι επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου αυτού υποχρεούνται να υποβάλουν ειδική συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου 2007. Με τη δήλωση αυτή δηλώνεται το ποσό του αποθεματικού που υπόκειται σε φορολογία, το ποσό φόρου εισοδήματος που προκύπτει, καθώς και το ποσό των τόκων που υπολογίζονται επί του προκύπτοντος φόρου εισοδήματος με τη μέθοδο του ανατοκισμού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο κεφάλαιο V του Κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 140, 30.4.2004) για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους, από τα κέρδη του οποίου σχηματίσθηκε το αποθεματικό, μέχρι το χρόνο της πραγματικής ανάκτησης αυτού (14 Δεκεμβρίου 2007). Το επιτόκιο που εφαρμόζεται είναι το επιτόκιο αναφοράς που ορίζεται, για κάθε ημερολογιακό έτος, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ελλάδα και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄) κυρώσεις δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή. Το συνολικό ποσό φόρου και τόκων που οφείλεται με βάση τη δήλωση της παραγράφου αυτής βεβαιώνεται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. και καταβάλλεται σε τέσσερις ισόποσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της δήλωσης και οι υπόλοιπες τρεις μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου και Μαρτίου του έτους 2008. [...]. 5. Οι πιο πάνω δηλώσεις ελέγχονται υποχρεωτικά από τις αρμόδιες για τον έλεγχο φορολογικές αρχές εντός δύο μηνών από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης. Επί της διαφοράς του φόρου που προκύπτει οφείλονται και οι τόκοι που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους μέχρι το χρόνο έκδοσης του φύλλου ελέγχου. Το συνολικό ποσό που προκύπτει για καταβολή βεβαιώνεται και καταβάλλεται εφάπαξ εντός του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα. 6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στις υποθέσεις που έχουν ελεγχθεί και τα εκδοθέντα φύλλα ελέγχου έχουν καταστεί οριστικά, εφόσον οι πραγματοποιηθείσες επενδύσεις δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του ν. 2601/1998. [...]». Στην αιτιολογική έκθεση της αντίστοιχης τροπολογίας (που κατέστη άρθρο 47 του ν. 3614/2007) αναφέρονται τα ακόλουθα: «Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού ανακτάται το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων το οποίο σχημάτισαν οι επιχειρήσεις κατά τα οικονομικά έτη 2004 και 2005 με τις διατάξεις του άρθρου 2 και 3 του ν. 3220/2004. Η ανάκτηση λαμβάνει χώρα σε εκτέλεση της Απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 18.VII.2007 [...]. [Μ]ε την παράγραφο 2 ορίζονται οι εξαιρέσεις από την ανάκτηση του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού σύμφωνα με την προαναφερθείσα Απόφαση. [...] Οι επιχειρήσεις που έχουν τύχει απαλλαγής ποσού φόρου εισοδήματος άνω των 100.000 [ευρώ], εξαιρούνται όταν οι δαπάνες για την κάλυψη του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού υπάγονται στις διατάξεις του ν. 2601/1998 ή του ν. 3299/2004, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένοι αναπτυξιακοί νόμοι έχουν τύχει της εγκρίσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και όταν αυτές εμπίπτουν στο καθεστώς των κρατικών ενισχύσεων βάσει της υπόψη Απόφασης [...]».
11. Επειδή, ακολούθως, κατ’ αποδοχή σχετικής προσφυγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) διαπίστωσε με την από 1.3.2012 απόφασή του στην υπόθεση C-354/10 ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπείχε από τα άρθρα 4 έως 6 της ανωτέρω απόφασης 2008/723/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθόσον παρέλειψε να λάβει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, όλα τα αναγκαία μέτρα προς ανάκτηση, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης, των κριθεισών ως παράνομων και ασυμβίβαστων προς την κοινή αγορά ενισχύσεων, με εξαίρεση τις αναφερόμενες στα άρθρα 1 (παρ. 2), 2 και 3 της ίδιας απόφασης. Προκειμένου να καταλήξει στην ως άνω διαπίστωση, το ΔΕΕ δέχθηκε και έκρινε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα (σκέψεις 56 - 76): «56. [Η] κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως διά της αναζητήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της και η συνέπεια αυτή δεν μπορεί να εξαρτάται από τη μορφή υπό την οποία χορηγήθηκε η ενίσχυση [...]. 57. Επομένως, [...] το κράτος μέλος ως αποδέκτης αποφάσεως η οποία το υποχρεώνει να ανακτήσει παράνομες ενισχύσεις οφείλει, βάσει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής. Οφείλει να επιτύχει την πραγματική είσπραξη των οφειλόμενων ποσών [...]. 58. Σε περίπτωση αποφάσεως διαπιστώνουσας τον παράνομο και ασυμβίβαστο χαρακτήρα μιας ενισχύσεως, η ανάκτησή της λαμβάνει χώρα, κατόπιν εντολής της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 [...]. 59. Δυνάμει της ανωτέρω διατάξεως, η ανάκτηση μιας τέτοιας παράνομης ενισχύσεως πρέπει να πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους διαδικασίες, [...] εφόσον οι διαδικασίες αυτές καθιστούν δυνατή την άμεση και πραγματική εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής [...]. 60. [Ο]ποιαδήποτε καθυστερημένη ανάκτηση, ήτοι κατόπιν της λήξεως της ταχθείσας προθεσμίας, δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές της Συνθήκης [...]. 61. [Η]μερομηνία αναφοράς για την εφαρμογή του άρθρου 108, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι εκείνη που προβλέπεται στην απόφαση της οποίας αμφισβητείται η μη εκτέλεση ή, εν ανάγκη, εκείνη την οποία η Επιτροπή καθόρισε στη συνέχεια [...]. 62. Εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2008/723, η Ελληνική Δημοκρατία όφειλε να διασφαλίσει την “άμεση” και “αποτελεσματική” ανάκτηση των επίδικων παράνομων ενισχύσεων. Δυνάμει της παραγράφου 2 της ανωτέρω διατάξεως, το οικείο κράτος μέλος διέθετε προς τον σκοπό αυτό προθεσμία τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποιήσεώς της. 63. Δοθέντος ότι η απόφαση 2008/723 κοινοποιήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία στις 19 Ιουλίου 2007, το συγκεκριμένο δε κράτος μέλος δεν ζήτησε παρέκταση της προβλεπόμενης στο άρθρο 5, παράγραφος 2, της ίδιας αποφάσεως προθεσμίας, έπεται ότι η ταχθείσα προς ανάκτηση των παρανόμως εισπραχθεισών από τους δικαιούχους ενισχύσεων προθεσμία έληγε στις 19 Νοεμβρίου 2007. 64. [Δ]εν αμφισβητείται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε εκδώσει κατά την ως άνω ημερομηνία κανένα μέτρο προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση της αποφάσεως 2008/723, με αποτέλεσμα να μην έχει ανακτηθεί κατά την ως άνω ημερομηνία το σύνολο των επίδικων ενισχύσεων εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους. Πράγματι, καίτοι το εν λόγω κράτος μέλος υποστηρίζει ότι ο νόμος 3614/2007 διασφαλίζει ορθή και αποτελεσματική εκτέλεση της αποφάσεως 2008/723, επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι ο εν λόγω νόμος εκδόθηκε μετά την εκπνοή της οριζόμενης στο άρθρο 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως προθεσμίας και ότι, δυνάμει των διατάξεων του ίδιου νόμου, οι επίδικες ενισχύσεις έπρεπε να επιστραφούν καταβαλλόμενες σε χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών το οποίο έληγε κατά τον μήνα Μάρτιο 2008. [...] 68. [Ο] μοναδικός αμυντικός ισχυρισμός τον οποίο μπορεί να επικαλεστεί ένα κράτος μέλος κατά προσφυγής λόγω παραβάσεως, την οποία έχει ασκήσει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, είναι αυτός που βασίζεται σε απόλυτη αδυναμία ορθής εκτελέσεως της οικείας αποφάσεως [...]. 69. Η αναγόμενη στην απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως προϋπόθεση δεν πληρούται οσάκις το καθού κράτος μέλος περιορίζεται να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τις δυσχέρειες νομικής, πολιτικής και πρακτικής φύσεως που παρουσιάζει η εκτέλεση της αποφάσεως, χωρίς να προβεί σε καμία ουσιαστική ενέργεια προς τις οικείες επιχειρήσεις, προκειμένου να ανακτήσει την ενίσχυση, και χωρίς να προτείνει στην Επιτροπή εναλλακτικούς τρόπους εκτελέσεως της οικείας αποφάσεως που θα καθιστούσαν εφικτή την υπέρβαση των δυσχερειών αυτών [...]. 72. [Η] Ελληνική Δημοκρατία περιορίστηκε στο να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή νομικές ή πρακτικές δυσχέρειες τις οποίες ενείχε η εφαρμογή της ανωτέρω αποφάσεως, υπογραμμίζοντας τις δυσχέρειες οι οποίες ανάγονται στην ανάγκη υπολογισμού των οφειλομένων ποσών και του αποκλεισμού από την επίδικη ανάκτηση των δικαιούχων για τους οποίους η ενίσχυση έπρεπε να εκληφθεί ως de minimis ή ως συμβατή προς την κοινή αγορά, σύμφωνα με κανονισμό περί απαλλαγής ή με εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεως. 73. Το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος εκτιμά ότι καθίσταται αναγκαίο να ελέγξει την ατομική κατάσταση καθεμίας από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, ως προκριματική εξέταση για τον προσδιορισμό των προσώπων που είναι δικαιούχοι των πλεονεκτημάτων στα οποία αναφέρεται η απόφαση 2008/723, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη εκτέλεση της αποφάσεως αυτής [...]. 74 Γεγονός είναι ότι, κατά τη διαδικασία ανακτήσεως των ενισχύσεων, ο Έλληνας νομοθέτης ανέλαβε σημαντική πρωτοβουλία, προκειμένου να κατοχυρωθεί η αποτελεσματικότητα της ανακτήσεως αυτής, εκδίδοντας τον νόμο 3614/2007. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο νόμος αυτός προέβλεπε τη διακοπή της εφαρμογής του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, καθώς και τις λεπτομέρειες για τον εντοπισμό, τον προσδιορισμό και την ανάκτηση των ενισχύσεων που εισπράχθηκαν παρανόμως. 75. Συναφώς, η Επιτροπή επιχειρηματολογεί αδίκως ότι η έκδοση νόμου με σκοπό την ανάκτηση παρανόμων και ασυμβιβάστων ενισχύσεων δεν θα μπορούσε ως εκ της φύσεώς της να συγκεραστεί με την άμεση εφαρμογή μιας αποφάσεως διατάσσουσας μια τέτοια ανάκτηση. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 και όπως διευκρινίστηκε ήδη στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, η ανάκτηση των παρανόμων και ασυμβιβάστων ενισχύσεων πραγματοποιείται σύμφωνα με τις οριζόμενες από το εθνικό δίκαιο του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους διαδικασίες. Επομένως, δεν είναι δυνατό να αποκλείεται εκ προοιμίου η περίπτωση της ανακτήσεως διά της νομοθετικής οδού. Αντιθέτως, σύμφωνα με την ίδια πάντοτε διάταξη, πρέπει η εν λόγω ανάκτηση, ανεξάρτητα από την επιλεγείσα συναφώς διαδικασία του εθνικού δικαίου, να επιτρέπει την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της διατάσσουσας την ανάκτηση αποφάσεως. 76. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η έκδοση του νόμου 3614/2007 δεν επέτρεψε τη θεραπεία της καθυστερήσεως στην ανάκτηση των ενισχύσεων οι οποίες αποτελούν αντικείμενο της αποφάσεως 2008/723. Πράγματι, τα μέτρα αυτά άρχισαν να ισχύουν μετά το πέρας των προθεσμιών που είχαν ταχθεί με την εν λόγω απόφαση προς τον σκοπό της ενισχύσεως και η μεσολάβησή τους αποδείχθηκε αναποτελεσματική, καθόσον, πλείονα έτη μετά την κοινοποίηση της αποφάσεως 2008/723, εξακολουθούσε πάντα να μην έχει ανακτηθεί από την Ελληνική Δημοκρατία ένα τμήμα των παρανόμων ενισχύσεων. Πέραν τούτου, δεν αμφισβητείται ότι τα εκδοθέντα από τις ελληνικές αρχές μέτρα προς ανάκτηση των επιδίκων ενισχύσεων δεν παρέχουν τη δυνατότητα σαφούς καθορισμού, όσον αφορά ένα έκαστον των δικαιούχων, του ποσού της προς ανάκτηση από αυτούς ενισχύσεως, λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη του de minimis κανόνα, των κανονισμών απαλλαγής καθώς και των εφαρμοστέων εγκεκριμένων καθεστώτων ενισχύσεων και, ως εκ τούτου, των προβλεπομένων με αυτά και αποδεκτών κατωτάτων ορίων εντάσεως των ενισχύσεων. [...]».
12. Επειδή, κατόπιν της προαναφερόμενης απόφασης του ΔΕΕ, θεσπίστηκε ο ν. 4099/2012 (Α΄ 250/20.12.2012), στο άρθρο 169 του οποίου (όπως η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 67 παρ. 2 του ν. 4170/2013, Α΄ 163) ορίζονται τα εξής: «1. Ανάκτηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 3220/2004. α) Το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων, που έχει σχηματισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 3220/2004 (Α΄ 15) από τα αδιανέμητα κέρδη των επιχειρήσεων κατά τα οικονομικά έτη 2004 και 2005, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ύψος της ενίσχυσης ανέρχεται στο ισόποσο του φόρου εισοδήματος από τον οποίο απαλλάχθηκε η επιχείρηση που προέβη στο σχηματισμό του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού με σκοπό την πραγματοποίηση επενδύσεων σύμφωνα με τους όρους των ως άνω διατάξεων. β) Η ενίσχυση της περίπτωσης α΄ κατά το μέρος που δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά, σύμφωνα με τα άρθρα 1 έως 3 της Απόφασης 2008/723/ΕΚ της Επιτροπής, ανακτάται από το Ελληνικό Δημόσιο με την έκδοση από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. σχετικών φύλλων ελέγχου με τα οποία καταλογίζονται στις οικείες επιχειρήσεις το ποσό της ενίσχυσης και το ποσό των τόκων που οφείλονται με βάση τη μέθοδο ανατοκισμού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Κεφάλαιο V του Κανονισμού 794/2004/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 140, 30.4.2004), όπως έχει τροποποιηθεί από τον Κανονισμό 271/2008/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 82, 25.3.2008), για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους από τα κέρδη του οποίου σχηματίσθηκε το αποθεματικό μέχρι του χρόνου πραγματικής ανάκτησης του συνολικού ποσού της ενίσχυσης. Το επιτόκιο που εφαρμόζεται είναι το επιτόκιο αναφοράς που ορίζεται, για κάθε ημερολογιακό έτος, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. γ) Είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά και εξαιρούνται της ανάκτησης οι ενισχύσεις ήσσονος σημασίας βάσει του Κανονισμού 69/2001/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 10, 13.1.2001), λαμβανομένων υπόψη των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 5 του Κανονισμού 1998/2006/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 379, 28.12.2006). δ) Είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά και εξαιρούνται της ανάκτησης ενισχύσεις σε επιχειρήσεις κατά το μέρος που οι επιχειρήσεις, για κάλυψη του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού, πραγματοποίησαν δαπάνες οι οποίες εμπίπτουν σε μία τουλάχιστον από τις ακόλουθες περιπτώσεις και το ποσό της ανάκτησης στις περιπτώσεις αυτές, υπολογίζεται σύμφωνα με την περίπτωση ε΄ του παρόντος. - Στις διατάξεις του ν. 2601/1998 (Α΄ 81) ή του ν. 3299/2004 (Α΄ 261). [...] ε) Το ποσό της ανάκτησης στην περίπτωση της ως άνω περίπτωσης δ΄ υπολογίζεται ως η θετική διαφορά που προκύπτει αν από το φόρο εισοδήματος από τον οποίο απαλλάχθηκε η επιχείρηση που προέβη στο σχηματισμό του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού αφαιρεθεί το ποσό που αναλογεί με βάση την ένσταση της επιτρεπόμενης ενίσχυσης ανά κατηγορία δαπάνης επί των δαπανών που εμπίπτουν στις περιπτώσεις της περίπτωσης δ΄. στ) Επί επιχειρήσεων που έχουν προβεί σε ανάκτηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του ν. 3614/2007 (Α΄ 267) για τον υπολογισμό του τελικού ποσού της ανάκτησης αφαιρούνται τα ποσά που έχουν τυχόν ήδη καταβληθεί η καταλογιστεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού, λαμβανομένου υπ’ όψιν του χρόνου καταβολής τους. Τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο επιστρέφεται. Το συνολικό ποσό που προκύπτει για καταβολή βεβαιώνεται και καταβάλλεται σε μια δόση, χωρίς καμία έκπτωση, μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για το Δημόσιο του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα. Οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις του ν. 2523/1997 (Α΄ 179) κυρώσεις δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή. ζ) Το ποσό των τόκων στην περίπτωση της παραγράφου 4 του άρθρου 47 του ν. 3614/2007 υπολογίζεται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Κεφάλαιο V του Κανονισμού 794/2004/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 140), όπως έχει τροποποιηθεί από τον Κανονισμού 271/2008/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 82, 25.3.2008), για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους από τα κέρδη του οποίου σχηματίσθηκε το αποθεματικό μέχρι του χρόνου πραγματικής ανάκτησης του συνολικού ποσού της ενίσχυσης. η) Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη ειδική ή γενική διάταξη εφαρμόζονται και στις υποθέσεις που έχουν ελεγχθεί και έχουν εκδοθεί φύλλα ελέγχου, εκτός των αναφερομένων στην περίπτωση β΄, τα οποία έχουν καταστεί ή θα καταστούν οριστικά καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ακόμη και με δικαστική απόφαση.».
13. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά και κρίθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «9. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Σύμφωνα με την από 22-10-2015 έκθεση ελέγχου των υπαλλήλων της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών [...] που διενεργήθηκε κατόπιν της υπ’ αριθμ. ……../30-3-2015 εντολής ελέγχου του Προϊσταμένου της ως άνω Δ.Ο.Υ. στην προσφεύγουσα [ήδη αναιρεσίβλητη] εταιρεία, σχετικά με την ανάκτηση των αφορολόγητων αποθεματικών των άρθρων 2 και 3 του Ν. 3220/2004 και 169 του Ν. 4099/2012, διαπιστώθηκαν τα κάτωθι: Η προσφεύγουσα είναι μέλος του ομίλου “………………………………..”, με έδρα την ……………... H εταιρεία συστάθηκε με την επωνυμία………………………………. [...] Κατά τη χρήση 2003, η ελεγχόμενη επιχείρηση σχημάτισε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 11 του Ν. 3220/2004, αφορολόγητο αποθεματικό, ύψους 18.115.316 ευρώ, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για την πραγματοποίηση παραγωγικών επενδύσεων ισόποσης τουλάχιστον αξίας. Το ως άνω αποθεματικό το εμφάνισε στη δεύτερη σελίδα της εμπρόθεσμης δήλωσης, με αριθμ. ……………../6-5-2004, φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2004 (χρήση 2003), που υπέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών. Η επιχείρηση πραγματοποίησε, ως όφειλε, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3220/2004, αντίστοιχης αξίας παραγωγικές επενδύσεις του άρθρου 3 του Ν. 2601/1998, μέσω αγοράς καινούργιου μηχανισμού και λοιπού εξοπλισμού, με την πρόσθετη υποχρέωση πραγματοποίησης, κατά τον πρώτο χρόνο της τριετίας, του 1/3 των επενδυτικών δαπανών. Η ελεγχόμενη επιχείρηση ελέγχθηκε με την αρ. εντολής ………/2007 από το ΔΕΚ Αθηνών στα πλαίσια τακτικού ελέγχου για τις χρήσεις 2003 έως 2006. Στη συνταχθείσα από το ΔΕΚ Αθηνών έκθεση τακτικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η ελεγχόμενη επιχείρηση στη χρήση 2003, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 11 του Ν. 3220/2004, σχημάτισε αφορολόγητο αποθεματικό, ύψους 18.115.316 ευρώ. Το αποθεματικό αυτό σχηματίστηκε στο υπόλοιπο των κερδών που απέμεινε (………………………. ευρώ) μετά την αφαίρεση των κερδών που προέκυψαν από τα βιβλία χρήσης 2002 (……………………. ευρώ), από τα αντίστοιχα κέρδη (………………………………. ευρώ) της χρήσης 2003. Ήτοι ……………………….. ευρώ Χ =18.115.316 ευρώ. Το ποσό αυτό των 18.115.316 ευρώ στις 31-12-2003 καταχωρήθηκε στο λογαριασμό του παθητικού “αφορολόγητα αποθεματικά ειδικών διατάξεων”, αφαιρέθηκε από τα φορολογητέα κέρδη της επιχείρησης και εμφανίζεται επίσης στον Πίνακα διάθεσης των αποτελεσμάτων της χρήσης 2003 ως “αφορολόγητο αποθεματικό του Ν. 3220/2004” και δεν διανεμήθηκε στους μετόχους της εταιρείας τα επόμενα έτη. Για να καλύψει το αποθεματικό αυτό η ως άνω επιχείρηση πραγματοποίησε παραγωγικές επενδύσεις ανά έτος που αφορούσαν μηχανήματα, λοιπά πάγια και κτίρια ύψους 19.106.868,08 ευρώ, υπερκαλύπτοντας το σχηματισθέν αφορολόγητο αποθεματικό. Ακολούθως, στις 14-12-2007 η ελεγχόμενη επιχείρηση υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών “συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος για την ανάκτηση του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού του ν. 3220/2004”, βάσει των διατάξεων του άρθρου 47 του Ν. 3614/2007 και δήλωσε τα εξής: Σχηματισθέν αφορολόγητο αποθεματικό 18.115.316 ευρώ, μείον (-) σύνολο εξαιρούμενων δαπανών επενδύσεων, ποσού 8.210.106,92 ευρώ = 9.905.209,08 ευρώ Χ 35% (οφειλόμενος φόρος) = 3.466.823,18 ευρώ + τόκοι 581.666,04 ευρώ = 4.048.489,22 ευρώ. Σύμφωνα με την ανωτέρω δήλωση από την ανακτώμενη ενίσχυση εξαιρέθηκαν οι δαπάνες για επενδύσεις που έγιναν σε περιοχές εκτός της Α΄, ήτοι στη Β΄ περιοχή (…………………………….) και στη Δ΄ περιοχή (…………………………..) και περιλαμβάνονται στις διατάξεις του Ν. 2601/1998. Από το συνολικό ποσό των 4.048.489,22 ευρώ καταβλήθηκε το ¼ του συνολικού ποσού, ήτοι 1.012.122,31 ευρώ και το υπόλοιπο ποσό βεβαιώθηκε με τον Α.Τ.Β. …………………./14-12-2007. Περαιτέρω, η Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών προχώρησε στον επανυπολογισμό των τόκων που οφείλονται μέχρι σήμερα για τη χρήση 2003 για το ποσό των 9.905.209,08 ευρώ ως μέρος του συνολικού σχηματισθέντος αποθεματικού των 18.115.316 ευρώ, βάσει της ως άνω συμπληρωματικής δήλωσης που υπέβαλε η ελεγχόμενη. Για το υπόλοιπο δε ποσό της κρατικής ενίσχυσης που χορηγήθηκε στην ελεγχόμενη κατά τη χρήση 2003 και αντιστοιχούσε στο υπόλοιπο ποσό του σχηματισθέντος αφορολόγητου αποθεματικού ύψους 8.210.106,92 ευρώ, (που δηλώθηκε ως σύνολο εξαιρούμενων δαπανών επενδύσεων, υπαγόμενο στις διατάξεις του Ν. 2601/1998), κρίθηκε από τα ελεγκτικά όργανα ότι πρέπει να ελεγχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 169 του Ν. 4099/2012, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 67 του Ν. 4170/2013, αν είναι όλες οι δαπάνες μη επιλέξιμες. Από τον έλεγχο δε που διενεργήθηκε για την ανάκτηση του αφορολόγητου αποθεματικού του Ν. 3220/2004 προέκυψαν τα ακόλουθα: α) Δεν έγινε ανάκτηση βάσει του Ν. 3220/2004 για το υπόλοιπο ποσό των 8.210.106,92 ευρώ, το οποίο εξαιρέθηκε από την υποβληθείσα από την επιχείρηση “συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος για την ανάκτηση του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού του Ν. 3220/2004”. β) Η επιχείρηση είναι μεγάλη, με έδρα εγκατεστημένη στην περιοχή Α΄ της επικράτειας και λοιπά υποκαταστήματα και αποθήκες σε λοιπά σημεία της επικράτειας. γ) Η εν λόγω επιχείρηση υπέβαλε στην ως άνω Δ.Ο.Υ. το υπ’ αριθμ. πρωτοκ. …………./29-9-2015 έγγραφο για παραγωγικές επενδύσεις ύψους 8.210.106,92 ευρώ, που αρχικά είχαν υπαχθεί στις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Ν. 3220/2004 και κατόπιν στις διατάξεις του Ν. 2601/1998 (άρθρο 47 παρ. 2 περ. β΄ του Ν. 3614/2007). Αναφέρονται δε σ’ αυτό δύο διακριτά επενδυτικά σχέδια στα πλαίσια των οποίων εντάσσονται οι δαπάνες που αυτή πραγματοποίησε για την κάλυψη του αποθεματικού του Ν. 3220/2004 για τη χρήση 2003. Ειδικότερα, τα διακριτά επενδυτικά σχέδια για το έτος σχηματισμού 2003 (οικ. έτος 2004), στα οποία εντάσσονται οι δαπάνες της είναι τα ακόλουθα: 1) Σχέδιο 1ο : Εργοστάσιο ……………….. (παραγωγή ……………………….). Εκσυγχρονισμός εργοστασίου………………., ποσού 7.887.947,95 ευρώ. Σχέδιο 2ο : Εργοστάσιο ………………………... Αγορά ………………….., ποσού 322.158,97 ευρώ. Σύνολο πραγματοποιηθεισών δαπανών βάσει των ανωτέρω σχεδίων 8.210.106,92 ευρώ. Για το ποσό των δαπανών ύψους 9.905.209,08 ευρώ, το οποίο ανέκτησε η επιχείρηση, δεν υπέβαλε αυτή επενδυτικό σχέδιο, προκειμένου να ενταχθεί σε κάποιο από τα συγκεκριμένα πλαίσια χορήγησης συμβατών με την εσωτερική αγορά κρατικών ενισχύσεων, ενόψει του ότι σύμφωνα με διευκρινιστική εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών θα πρέπει να γίνεται έλεγχος ανάκτησης του συνόλου της ενίσχυσης που έλαβε η επιχείρηση με τον σχηματισμό των ειδικών αφορολόγητων αποθεματικών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 169 του Ν. 4099/2012, όπως ισχύει. Κατόπιν των παραπάνω και βάσει της ΠΟΛ.1231/10.10.2013, κεφάλαιο Β.4.2. “Περί Επιλεξιμότητας Επενδυτικού Σχεδίου» που ορίζει ότι “… Η έναρξη του Επενδυτικού Σχεδίου δεν πρέπει να είναι προγενέστερη της δημοσίευσης του νόμου 3220/2004, ήτοι την 28-1-2004 ...”, ο έλεγχος απέρριψε εξαρχής το σύνολο των δαπανών ύψους 8.210.106,92 ευρώ (που είχαν αρχικά αφαιρεθεί ως εξαιρούμενες δαπάνες επενδύσεων από το σχηματισθέν αφορολόγητο αποθεματικό, υπαγόμενες στο Ν. 2160/1998), με την αιτιολογία ότι όλα τα φορολογικά παραστατικά που αφορούν την επένδυση είναι εκδόσεως χρήσεων 2002 και 2003, και ως εκ τούτου είναι προγενέστερα της 28-1-2004 που είναι η ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου 3220/2004. Κατόπιν των παραπάνω η φορολογική αρχή προχώρησε 1) στον επανυπολογισμό των τόκων που οφείλονται μέχρι σήμερα για τη χρήση 2003 για το ποσό των 9.905.209,08 ευρώ, το οποίο ανακτήθηκε από την επιχείρηση και 2) στην εξ ολοκλήρου ανάκτηση των δαπανών ύψους 8.210.106,92 ευρώ και στον καταλογισμό του αναλογούντος φόρου και των σχετικών τόκων, διότι η έναρξη του επενδυτικού σχεδίου δεν θα έπρεπε να είναι προγενέστερη της δημοσίευσης του ν. 3220/2004, ήτοι την 28-1-2004. Το συνολικό δε ποσό των τόκων για καταβολή μέχρι 30-11-2015, που προέκυψε σύμφωνα με τον πίνακα υπολογισμού του Υπουργείου Ανάπτυξης ανέρχεται στο ποσό των 1.331.784,03 ευρώ. Κατόπιν αυτών, εκδόθηκε από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, σε βάρος της προσφεύγουσας, το υπ΄ αριθμ. /29-10-2015 φύλλο ελέγχου “για ανάκτηση Κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν με τη σύσταση ειδικών αφορολόγητων αποθεματικών των άρθρων 2 και 3 του ν. 3220/2004 (Άρθρο 169 παρ. 1 του ν. 4099/2013)”, διαχειριστικής περιόδου από 1-1 έως 31-12-2003, με το οποίο έγινε υπολογισμός των ποσών της ανάκτησης ως εξής: Σχηματισθέν αποθεματικό: 18.115.316 ευρώ. Συντελεστής φορολογίας εισοδήματος: 0,35. Χορηγηθείσα ενίσχυση 6.340.360,60 ευρώ. (ήτοι 18.115.316 ευρώ Χ 35%). Ενίσχυση προς ανάκτηση: 6.340.360 ευρώ. Μείον ποσό που ανακτήθηκε βάσει του άρθρου 47 του ν. 3614/2007: 3.466.823,18 ευρώ (ήτοι 9.905.209,08 ευρώ Χ 35%, που είχε ανακτηθεί βάσει της δήλωσης που είχε υποβληθεί με βάση τις διατάξεις του ως άνω νόμου). Τελικό ποσό ενίσχυσης για ανάκτηση 2.873.537,42 ευρώ. Αναλογούντες τόκοι: 1.913.444,07 ευρώ. Μείον ποσό τόκων που ανακτήθηκε βάσει άρθρου 47 Ν. 3614/2007: 581.660,04 ευρώ. Διαφορά από υπολογισμό τόκων προς ανάκτηση 1.331.184,03 ευρώ. Συνολικό ποσό για καταβολή: 4.205.321,45 ευρώ (ήτοι 2.873.537,42 ευρώ το τελικό ποσό ενίσχυσης για ανάκτηση + 1.331.784,03 ευρώ η διαφορά από υπολογισμό τόκων προς ανάκτηση). Κατά του ως άνω φύλλου ελέγχου η προσφεύγουσα εταιρεία άσκησε την υπ΄ αριθμ. πρωτοκ. ……………./27-11-2015 ενδικοφανή προσφυγή η οποία απορρίφθηκε με την ………………./21-12-2015 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών. 10. [...] 11. [...] 12. Επειδή, επίσης, η προσφεύγουσα εταιρεία ισχυρίζεται ότι το προσβαλλόμενο φύλλο ελέγχου είναι μη νόμιμο και ακυρωτέο, καθ’ όσον μη νόμιμα με αυτό έγινε ανάκτηση του νομίμως εξαιρούμενου τμήματος του αφορολόγητου αποθεματικού της εταιρείας κατά την ένδικη χρήση. Ειδικότερα, στην περίπτωση δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 169 του Ν. 4099/2012 προβλέπεται ότι είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά και εξαιρούνται της ανάκτησης οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν με τη σύσταση ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού, όταν για την κάλυψή του οι υπαγόμενες επιχειρήσεις πραγματοποίησαν δαπάνες, που εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις του ν. 2601/1998. Στην προκειμένη δε περίπτωση, νόμιμα η εταιρεία υπήγαγε τις προαναφερόμενες δαπάνες που πραγματοποίησε, κατά τη χρήση 2003, ποσού 8.210.106,92 ευρώ, στις διατάξεις του ν. 2601/1998, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 47 του Ν. 3614/2007, καθώς πληρούσε τις ειδικότερες προϋποθέσεις υπαγωγής στον εν λόγω προγενέστερο επενδυτικό νόμο, οι οποίες εν πολλοίς ταυτίζονταν με τις αντίστοιχες προϋποθέσεις του Ν. 3220/2004 και συγκεκριμένα: α) η εταιρεία, ως βιομηχανία τροφίμων και ποτών, υπάγεται στον κλάδο της μεταποίησης και άρα εμπίπτει στο καθεστώς ενισχύσεων του Ν. 2601/1998 (άρθρο 3 παρ. 1 περ. α΄ σε συνδυασμό με το άρθρο 15 του νόμου αυτού). β) οι δαπάνες που πραγματοποίησε αφορούσαν αγορά και εγκατάσταση καινούριου σύγχρονου μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού που εμπίπτουν στις δαπάνες τις προβλεπόμενες στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2601/1998 και γ) οι εγκαταστάσεις της εταιρείας στην περιοχή ………………….. και στη ………………….. εντάσσονται στις προβλεπόμενες περιοχές του άρθρου 4 του ν. 2601/1998. Ωστόσο, ουδόλως, όπως ισχυρίζεται, αμφισβητήθηκε από τη φορολογική αρχή η ορθή ή μη υπαγωγή των εν λόγω δαπανών στις επιμέρους διατάξεις του Ν. 2601/1998, αλλά ως αιτιολογία για την ανάκτηση της ενίσχυσης αυτής ήταν η πραγματοποίηση των δαπανών σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης ισχύος του Ν. 3220/2004, ήτοι προ της 28-1-2004. Η αιτιολογία όμως αυτή είναι πλημμελής και νόμω αβάσιμη, καθόσον αφενός μεν ο Ν. 2601/1998, στις διατάξεις του οποίου υπήγαγε την εν λόγω επένδυση η εταιρεία και οι διατάξεις του οποίου τυγχάνουν εφαρμογής, αφ’ ης στιγμής οι διατάξεις του Ν. 3220/2004 κρίθηκαν παράνομες, ως μη συμβατές με την εσωτερική αγορά, εξακολουθούσε να ισχύει κατά το έτος 2003, αφετέρου δε ακόμη και με τις διατάξεις του Ν. 3220/2004 ήταν επιτρεπτός τόσο ο σχηματισμός του αφορολόγητου αποθεματικού από τα κέρδη της χρήσης 2003, όσο και η υπαγωγή στις διατάξεις του, των επενδύσεων που είχαν πραγματοποιηθεί μέσα στη χρήση 2003 (άρθρο 2 παρ. 11 του Ν. 3220/2004). Από τα παραπάνω, συνεπώς, προκύπτει ότι κρίσιμος παράγοντας για τον χαρακτηρισμό μιας κρατικής ενίσχυσης που είχε χορηγηθεί υπό το Ν. 3220/2004 ως ανακτήσιμης ή ως εξαιρούμενης από την ανάκτηση, κατά περίπτωση, είναι η πλήρωση ή μη των προϋποθέσεων ένταξής της σε άλλο καθεστώς κρατικών ενισχύσεων, που είχε κριθεί ως συμβατό με την εσωτερική αγορά, όπως οι προϋποθέσεις αυτές καθορίζονταν ειδικότερα από το καθεστώς αυτό κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση του ανακτήσιμου ή μη χαρακτήρα κρίνεται αποκλειστικά με βάση τις διατάξεις του ν. 2601/1998, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο σχηματισμού του αφορολόγητου αποθεματικού. Ενόψει των ανωτέρω, η πρόσθετη προϋπόθεση που εισάγει η εγκύκλιος ΠΟΛ.1231/10.10.2013 στην παρ. Β.5.2. αυτής, (η οποία φέρει απλώς ερμηνευτικό χαρακτήρα, μη εισάγοντας δεσμευτικούς και εφαρμοστέους κανόνες δικαίου), στο πλαίσιο ελέγχου της συμβατότητας της χορηγηθείσας ενίσχυσης του αφορολόγητου αποθεματικού με το καθεστώς του επενδυτικού νόμου 2601/1998, ως προς την ημερομηνία έναρξης του επενδυτικού σχεδίου, μέσω άμεσης εξάρτησης της έναρξης αυτής από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 3220/2004, δεν βρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του άρθρου 169 παρ. 1 του Ν. 4099/2012 περί ανάκτησης, ούτε όμως και στις διατάξεις του Ν. 2601/1998. Εξάλλου, τέτοιος περιορισμός ως προς το χρόνο πραγματοποίησης της επένδυσης, προκειμένου να χαρακτηριστεί ως ανακτήσιμη ή μη, δεν προκύπτει ούτε από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ούτε και από την σε εκτέλεση αυτής θεσπισθείσα διάταξη του άρθρου 169 παρ. 1 του ν. 4099/2012. Εξάλλου, ως προς τον ισχυρισμό αυτό της προσφεύγουσας εταιρείας το Ελληνικό Δημόσιο με την έκθεση των απόψεών του προβάλλει ότι ορθώς με το προσβαλλόμενο φύλλο ελέγχου έγινε ανάκτηση του αφορολόγητου αποθεματικού ύψους 8.210.106,92 ευρώ, καθ’ όσον αυτό αφορά δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στη χρήση 2003 και δεν είναι εξ αρχής επιλέξιμες σε κανένα πλαίσιο χορήγησης κρατικών ενισχύσεων (Πλαίσιο Κανονισμού 70/2001, πλαίσιο επενδυτικού νόμου 2601/1998 και ν. 3299/2004). Τούτο δε, διότι οι δαπάνες αυτές πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3220/2004, ήτοι στις 28-1-2004, γεγονός που αποδεικνύει ότι μπορούσε να επιτευχθεί η επένδυση και χωρίς την κρατική οικονομική ενίσχυση και έτσι δεν διασφαλίζεται η αναγκαιότητα της ενίσχυσης και ο χαρακτήρας κινήτρου αυτής, όπως ορίζεται στο άρθρο 107 της Συνθήκης, στην απόφαση 2008/723/ΕΚ και στις σχετικές διατάξεις του άρθρου 169 του ν. 4099/2012 και της ΠΟΛ.1231/2013. Όπως ρητά εξάλλου αναφέρεται στο διατακτικό της 2008/723/ΕΚ απόφασης της Επιτροπής, το καθεστώς των ενισχύσεων είναι ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά και πρέπει να ανακτηθεί, πλην όμως είναι δυνατό μεμονωμένες ενισχύσεις που είχαν παρασχεθεί βάσει του καθεστώτος αυτού (δηλαδή του νόμου 3220/2004) να κριθούν συμβατές, εφόσον χορηγήθηκαν βάσει άλλου καθεστώτος το οποίο έχει εγκριθεί. Με βάση τα ανωτέρω, μία ενίσχυση δεν ανακαλείται μόνο εφόσον διατηρεί όλες εκείνες τις προϋποθέσεις οι οποίες την καθιστούν συμβατή με την κοινοτική νομοθεσία. Εν προκειμένω, η ένδικη επένδυση πραγματοποιήθηκε βάσει του ν. 3220/2004 και όχι βάσει του ν. 2601/1998, ώστε να δύναται να κριθεί επιλέξιμη σύμφωνα με το νόμο αυτό, όπως εσφαλμένα αντιλαμβάνεται η προσφεύγουσα. Με βάση τα παραπάνω ορθώς η φορολογική αρχή διαπίστωσε ότι οι ένδικες δαπάνες και ο σχηματισμός αποθεματικού χρήσης 2003 δεν είναι συμβατός με την εσωτερική αγορά, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν υπήρχε αντίστοιχο καθεστώς κατά την περίοδο πραγματοποίησής του. Μάλιστα, όπως προκύπτει και από την οικεία έκθεση ελέγχου που συντάχθηκε μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε από το ΔΕΚ Αθηνών, η προσφεύγουσα είχε ήδη προβεί σε δημιουργία αφορολόγητου αποθεματικού από τα κέρδη της χρήσεως 2003, σύμφωνα με το ν. 2601/1998 (σελ. 52). Εσφαλμένα λοιπόν διατείνεται η προσφεύγουσα ότι δύναται να υπαχθεί το επίδικο αποθεματικό σε συμβατό καθεστώς ενίσχυσης πέραν του ν. 3220/2004, καθόσον, προκειμένου να κριθεί ότι μία επενδυτική δαπάνη είναι επιλέξιμη, θα πρέπει να είναι συμβατή με κάποιο καθεστώς ενισχύσεων εγκεκριμένο κατά τη στιγμή της χορήγησής της. Άρα οι νόμιμες εξαιρέσεις από την ανάκτηση δεν παρέχονται άνευ ετέρου λόγω εν γένει υπαγωγής μιας επιχείρησης σε κάποιο νομοθετικό καθεστώς, αλλά σε συνδυασμό της συμβατότητας του καθεστώτος αυτού με την εσωτερική αγορά κατά το χρόνο χορήγησης και μέχρι του ποσού της εγκεκριμένης ενίσχυσης. 13. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι α) η διάταξη του άρθρου 169 παρ. 1 του ν. 4099/2012, (για την ανάκτηση των παράνομων κρατικών ενισχύσεων), που εκδόθηκε σε συμμόρφωση με την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και βάσει του οποίου εκδόθηκε το ένδικο φύλλο ελέγχου, ορίζει στην περ. β΄ ότι η ενίσχυση της περίπτωσης α΄ (ήτοι το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων που έχει σχηματιστεί βάσει των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 του ν. 3220/2004) ανακτάται από το Ελληνικό Δημόσιο κατά το μέρος που δεν είναι συμβατή (η ενίσχυση) με την εσωτερική αγορά, ενώ στην περ. δ΄ ορίζει ότι είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά και εξαιρούνται της ανάκτησης ενισχύσεις σε επιχειρήσεις κατά το μέρος που οι επιχειρήσεις, για κάλυψη του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού πραγματοποίησαν δαπάνες οι οποίες εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις του ν. 2601/1998, β) οι ένδικες δαπάνες, ποσού 8.210.106,92 ευρώ, που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα εταιρεία κατά τη χρήση 2003, ναι μεν σχηματίστηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Ν. 3220/2004, δεδομένου όμως ότι έγιναν σε περιοχές εκτός της Α, ήτοι στην περιοχή Β’ (………………………) και Δ΄ (………………………..) και αφορούν μηχανήματα και λοιπό εξοπλισμό, θα μπορούσαν να ενταχθούν στις διατάξεις του Ν. 2601/1998, ο οποίος εξάλλου εξακολουθούσε να ισχύει κατά το χρόνο πραγματοποίησης των ως άνω επενδυτικών δαπανών, αφού τούτος έπαυσε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 3 του Ν. 3299/2004, από την έναρξη ισχύος του τελευταίου αυτού νόμου, ήτοι, σύμφωνα με το άρθρο 13 αυτού, από 23-2-2004, δ) με τη συμπληρωματική δήλωση που υπέβαλε η προσφεύγουσα εταιρεία στις 14-12-2007 με βάση τις διατάξεις του άρθρου 47 του ν. 3614/2007, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την προαναφερθείσα απόφαση της Επιτροπής, δήλωσε τις ως άνω δαπάνες ως υπαγόμενες στο ν. 2601/1998, γεγονός που είχε γίνει δεκτό από τη φορολογική αρχή, σύμφωνα με την έκθεση τακτικού ελέγχου του ΔΕΚ Αθηνών (σελ. 71) και συνεπώς δεν αμφισβητούνται οι επιμέρους προϋποθέσεις ένταξης των δαπανών αυτών στις διατάξεις του Ν. 2160/1998, ε) δεν προκύπτει από κάποια διάταξη νόμου ότι είναι ανακτήσιμες οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν πριν την ισχύ του ν. 3220/2004, ο οποίος εξάλλου περιλαμβάνει στις διατάξεις του και τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη χρήση 2003, κατά τα προαναφερθέντα, ενώ η ΠΟΛ 1231/2013 που όρισε το αντίθετο, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά απλή εγκύκλιο προς τη Διοίκηση και δεν θεσπίζει δεσμευτικούς κανόνες δικαίου και στ) ούτε επίσης προκύπτει από κάποια διάταξη νόμου ότι είναι ανακτήσιμες όλες οι επενδυτικές δαπάνες που μπορούσαν να επιτευχθούν χωρίς την κρατική ενίσχυση, αφού η τελευταία χορηγείται υπό τη μορφή φορολογικής απαλλαγής και όχι υπό τη μορφή οικονομικής επιχορήγησης προγενέστερης της πραγματοποίησης της επένδυσης, κρίνει ότι μη νόμιμα, με το προσβαλλόμενο φύλλο ελέγχου έγινε ανάκτηση των δαπανών ποσού 8.210.1066,92 ευρώ, που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα κατά την ένδικη χρήση και επιβλήθηκε φόρος εισοδήματος και τόκοι επί του ποσού αυτού. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. …………………../21-12-2015 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, που έκρινε αντίθετα και απέρριψε την ενδικοφανή προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα εταιρεία κατά του ως άνω φύλλου ελέγχου, πρέπει να ακυρωθεί, κατά το βάσιμο σχετικό λόγο της προσφυγής.».
14. Επειδή, με το μοναδικό λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 47 του ν. 3614/2007 και 169 του ν. 4099/2012, σε συνδυασμό με τις αρχές της υπεροχής και της αποτελεσματικότητας του ενωσιακού δικαίου και τις διατάξεις του άρθρου 87 (παρ. 1 και 3) ΣυνθΕΚ (νυν άρθρου 107 παρ. 1 και 3 ΣΛΕΕ), έκρινε κατ’ ουσίαν ότι οι ανωτέρω διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας εξαιρούν από την υποχρέωση ανάκτησης και τις επίμαχες (χορηγηθείσες βάσει του ν. 3220/2004) ενισχύσεις για επενδυτικές δαπάνες, όπως η επίδικη, οι οποίες (ναι μεν εμπίπτουν στις διατάξεις του ν. 2601/1998, αλλά) πραγματοποιήθηκαν κατά τη χρήση του έτους 2003, ήτοι πριν από τη δημοσίευση του ν. 3220/2004. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου, ενόψει του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του ανωτέρω νομικού ζητήματος. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος και, συνεπώς, ο παραπάνω λόγος προβάλλεται παραδεκτώς.
15. Επειδή, (α) οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3220/2004 αφορούν και σε ενίσχυση για επενδυτικές δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν εντός της χρήσης του 2003 (βλ. παρ. 11 του άρθρου αυτού), (β) ούτε από το σκεπτικό [σημεία (1) - (165)] ούτε από το διατακτικό (άρθρα 1 - 6) της απόφασης 2008/723/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προκύπτει ότι οι ενισχύσεις που μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά και να εξαιρεθούν από την υποχρέωση ανάκτησης περιορίζονται σε όσες αντιστοιχούν σε επενδυτικές δαπάνες πραγματοποιηθείσες μετά από τη δημοσίευση του ν. 3220/2004, αλλά, αντίθετα, το άρθρο 3 της εν λόγω απόφασης ορίζει ότι «Οι μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του [άρθρου 2 του ν. 3220/2004] οι οποίες, κατά το χρόνο της χορήγησής τους, πληρούσαν τις προϋποθέσεις που ορίζονται [...] από άλλο εγκριθέν καθεστώς ενισχύσεων [όπως εκείνο του ν. 2601/1998], είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά μέχρι του ανωτάτου ορίου έντασης ενίσχυσης που εφαρμόζεται γι’ αυτό το είδος ενισχύσεων», χωρίς να θέτει περαιτέρω προϋποθέσεις, αναγόμενες στο χρόνο πραγματοποίησης της επενδυτικής δαπάνης, (γ) τέτοιος περιορισμός δεν προβλέπεται ούτε στο άρθρο 47 του ν. 3614/2007 ούτε στο άρθρο 169 του ν. 4099/2012, αμφότερα εκ των οποίων αναφέρονται στα αφορολόγητα αποθεματικά επενδύσεων που σχηματίσθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3220/2004 και, επομένως, καταλαμβάνουν και τις περιπτώσεις αποθεματικών που σχηματίσθηκαν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 11 του τελευταίου αυτού άρθρου και (δ) η προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας για παράβαση, η οποία έγινε δεκτή με την προαναφερόμενη από 1.3.2012 απόφαση του ΔΕΕ δεν αφορούσε και σε παράβαση του άρθρου 87 ΣυνθΕΚ ή του 107 ΣΛΕΕ, λόγω παράλειψης θέσπισης σχετικής περιοριστικής προϋπόθεσης στο άρθρο 47 του ν. 3614/2007.
Από το συνδυασμό των προηγουμένων συνάγεται ότι τα άρθρα 47 του ν. 3614/2007 και 169 του ν. 4099/2012 εξαιρούν από την υποχρέωση ανάκτησης και τις χορηγηθείσες (βάσει του ν. 3220/2004) ενισχύσεις για επενδυτικές δαπάνες οι οποίες εμπίπτουν στις διατάξεις του ν. 2601/1998 και πραγματοποιήθηκαν κατά τη χρήση του έτους 2003, ενώ δεν ασκούν επιρροή επί του ανωτέρω ζητήματος όσα διαλαμβάνονται σχετικώς στην εγκύκλιο του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ΠΟΛ.1231/10.10.2013 (περί χορήγησης οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 169 παρ. 1 του ν. 4099/2012).
Και ναι μεν το αναιρεσείον Δημόσιο ισχυρίζεται ότι η ανωτέρω (κατ’ ουσίαν υιοθετηθείσα και στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) ερμηνεία των άρθρων 47 του ν. 3614/2007 και 169 του ν. 4099/2012 θα ήταν ασύμβατη προς τα κριθέντα από το ΔΕΚ/ΔΕΕ στις υποθέσεις C-390/06 και C-630/11 P έως C-633/11 P (βλ. ανωτέρω σκέψη 6), αλλά ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι (i) οι εν λόγω ερμηνευτικές κρίσεις του ΔΕΚ/ΔΕΕ αφορούν στο συμβιβάσιμο προς την κοινή αγορά εθνικού καθεστώτος ενισχύσεων και όχι στο τιθέμενο, εν προκειμένω, διακριτό ζήτημα της εξαίρεσης από την υποχρέωση ανάκτησης μεμονωμένων ενισχύσεων, που ναι μεν χορηγήθηκαν κατ’ εφαρμογή ασύμβατου προς το ενωσιακό δίκαιο εθνικού καθεστώτος (εν προκειμένω, του ν. 3220/2004), αλλά θα μπορούσαν να υπαχθούν σε άλλο, νόμιμο καθεστώς ενισχύσεων (εν προκειμένω, του ν. 2601/1998) και (ii) στην παρούσα υπόθεση, πρόκειται για εξαίρεση από την ανάκτηση μεμονωμένων ενισχύσεων, με βάση το (εγκριθέν το 1999 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) καθεστώς ενισχύσεων του ν. 2601/1998, το οποίο ίσχυε κατά τη χρήση του έτους 2003 (αλλά και κατά τη χορήγηση της επίμαχης ενίσχυσης, που έλαβε χώρα πριν από την 23.12.2004, διαμέσου της υποβολής και της αποδοχής/εκκαθάρισης της αντίστοιχης φορολογικής δήλωσης της αναιρεσίβλητης) και, επομένως, παρείχε σε επιχειρήσεις, όπως η αναιρεσίβλητη, κίνητρο για πραγματοποίηση επενδυτικών δαπανών κατά τη χρήση αυτή, δυνάμενων να τύχουν ενίσχυσης, μέσω της δημιουργίας αντίστοιχου αφορολόγητου αποθεματικού (που, τελικά, όμως, σχηματίσθηκε βάσει του παράνομου καθεστώτος του άρθρου 2 του ν. 3220/2004, το οποίο προέβλεπε ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις μπορούσαν να εφαρμόσουν για την ίδια επένδυση είτε τις διατάξεις του άρθρου αυτού είτε τις διατάξεις του ν. 2601/1998). Τούτων έπεται ότι ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης εταιρείας, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Οκτωβρίου 2018 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Οκτωβρίου 2018.
Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα
56516/1324/2018 Τροποποίηση της 37348/619/6.11.2017 κοινής υπουργικής απόφασης με θέμα «Πρόγραμμα επιχορήγησης επιχειρήσεων για την απασχόληση 15.000 ανέργων, ηλικίας 30-49 ετών» (Β' 3997), όπως έχει τροποποιηθεί με τη με αριθμ. 32874/744/13.6.2018 υπουργική απόφαση (Β' 2363)
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Το άρθρο 29 του ν. 1262/1982 «Για την παροχή κινήτρων ενίσχυσης της Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης της Χώρας και τροποποίηση συναφών διατάξεων» (Α' 70),
2. το άρθρο 2 του ν. 2956/2001 «Αναδιάρθρωση Ο.Α.Ε.Δ. και άλλες διατάξεις» (Α' 258),
3. τον ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ ΕΕ) δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (A' 143),
4. τον ν. 4430/2016 «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία και ανάπτυξη των φορέων της και άλλες διατάξεις» (Α' 205),
5. το άρθρο 90 του κώδικα νομοθεσίας για την κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα» (Α' 98),
6. τον Κανονισμό ΕΕ αριθ. 1407/2013 της Επιτροπής της 18ης Δεκεμβρίου 2013 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 352 της 24.10.2013 σελ. 1 έως 8),
7. τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Δεδομένων) (ΕΕ L 119/4.5.2016, σελ. 1-88), ως τέθηκε σε εφαρμογή την 25η Μαΐου 2018,
8. την παρ. 2 του άρθρου 12 του Π.Δ. 80/2016 «Ανάληψη υποχρεώσεων από τους διατάκτες» (Α΄ 145),
9. το Π.Δ.134/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» (Α' 168),
10. το π.δ. 22/2018 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτή Υπουργού και Υφυπουργών» (Α' 37),
11. τη με αριθμ. οικ. 13471/4878/2-3-2018 απόφαση του Πρωθυπουργού και της Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Αθανάσιο Ηλιόπουλο» (Β' 814),
12. τη με αριθμ. 37348/619/6.11.2017 κοινή υπουργική απόφαση (Β' 3997) με θέμα «Πρόγραμμα επιχορήγησης επιχειρήσεων για την απασχόληση 15.000 ανέργων ηλικίας 30-49 ετών» (Β' 3997), όπως έχει τροποποιηθεί με τη με αριθμ. 32874/744/2018 υπουργική απόφαση (Β' 2363),
13. το με αριθμ. 59873/6-9-2018 έγγραφο του ΟΑΕΔ με το οποίο μας διαβιβάστηκε η με αριθμ. 2837/67/ 4-9-2018 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού,
14. τη με αριθμ. οικ. 55490/4775/24-10-2018 εισήγηση της Προϊσταμένης Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,
15. την ανάγκη απλούστευσης των διαδικασιών και συγκεκριμένα της εφαρμογής ενιαίας διαδικασίας καταβολής επιχορήγησης και διενέργειας επαληθεύσεων τήρησης των όρων των προγραμμάτων, με στόχο την αποτελεσματικότερη υλοποίηση των προγραμμάτων απασχόλησης,
16. το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται επιπλέον δαπάνη πέραν αυτής που έχει προκληθεί από τη με αριθμ. 37348/619/6.11.2017 κοινή υπουργική απόφαση, όπως ισχύει,
αποφασίζουμε:
Την τροποποίηση της με αριθμ. 37348/619/6.11.2017 κοινής υπουργικής απόφασης με θέμα «Πρόγραμμα επιχορήγησης επιχειρήσεων για την απασχόληση 15.000 ανέργων ηλικίας 30-49 ετών» (Β' 3997), όπως έχει τροποποιηθεί με τη με αριθμ. 32874/744/2018 υπουργική απόφαση (Β' 2363), ως εξής:
Το άρθρο 8 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 8
Διαδικασία καταβολής επιχορήγησης επαληθεύσεις υποβολή αντιρρήσεων
1. Μετά τη λήξη κάθε διμήνου απασχόλησης, η επιχείρηση υποβάλλει εντός ενενήντα (90) ημερών αίτηση με τα σχετικά δικαιολογητικά για καταβολή της επιχορήγησης, στο Γραφείο Απασχόλησης του ΚΠΑ2 της έδρας ή του υποκαταστήματος όπου απασχολείται ο επιχορηγούμενος εργαζόμενος.
2. Είναι δυνατή η επιμήκυνση της ως άνω προθεσμίας κατά τριάντα (30) ημέρες, ύστερα από αίτηση της επιχείρησης και έκδοση σχετικής απόφασης του προϊσταμένου του ΚΠΑ2.
3. Τα δικαιολογητικά που υποβάλλει η επιχείρηση είναι τα εξής:
α. έντυπη κατάσταση (έντυπο Β) η οποία περιλαμβάνει τις τρέχουσες μισθολογικές καταστάσεις και την ανάλυση των εργοδοτικών εισφορών με τα ακόλουθα στοιχεία:
αα. το ονοματεπώνυμο των επιχορηγουμένων βάσει του προγράμματος,
αβ. τον Αριθμό Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (Α.Μ.Κ.Α) και Α.Μ.Ε.Φ.Κ.Α. επιχορηγουμένων,
αγ. την ημερομηνία πρόσληψής τους,
αδ. την ημερομηνία γέννησής τους,
αε. τα ημερομίσθια που πραγματοποιήθηκαν κατά μήνα,
αστ. το συνολικό μηνιαίο ακαθάριστο ποσό που δικαιούνται οι εργαζόμενοι το οποίο δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από τον κατώτατο νομοθετημένο μισθό ή ημερομίσθιο, και
αζ. στήλη της υπεύθυνης δήλωσης με τις υπογραφές των επιχορηγουμένων ότι απασχολήθηκαν το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται η επιχορήγηση,
β. παραστατικά/αποδεικτικά πληρωμής μισθοδοσίας των επιχορηγουμένων για το αιτούμενο χρονικό διάστημα σύμφωνα με την παρ. 10 του αρθρ. 38 του ν. 4387/2016 (A' 85) και τη με αριθ. οικ. 22528/430/2017 (Β΄ 1721) υπουργική απόφαση.
γ. Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις (Α.Π.Δ.), οι οποίες μπορούν να υποβληθούν και σε ηλεκτρονική μορφή, με συνημμένη υπεύθυνη δήλωση στην οποία αναφέρεται ότι τα στοιχεία που εμπεριέχονται είναι αληθή. Ειδικότερα στην πρώτη υποβολή των Α.Π.Δ. υποβάλλονται και οι Α.Π.Δ του τριμήνου που προηγείται της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στο πρόγραμμα,
δ. παραστατικά καταβολής ασφαλιστικών εισφορών για το ελεγχόμενο χρονικό διάστημα. Σε περίπτωση ρύθμισης οφειλών προς τον ΕΦΚΑ ή το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ), η επιχείρηση προσκομίζει τη ρύθμιση, η οποία πρέπει να συμπεριλαμβάνει το ελεγχόμενο χρονικό διάστημα, και οι δόσεις να καταβάλλονται κανονικά. Εάν κριθεί απαραίτητο, τα ανωτέρω στοιχεία διασταυρώνονται με τον ΕΦΚΑ ή το ΕΤΕΑΕΠ,
ε. αντίγραφο της πρώτης σελίδας του βιβλιαρίου τραπέζης με λογαριασμό ΙΒΑΝ, στο οποίο εμφανίζεται η επωνυμία/ονοματεπώνυμο της επιχείρησης εργοδότη (μόνο κατά την πρώτη αίτηση καταβολής της επιχορήγησης), και
στ. υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 σχετικά με τη σώρευση των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας (μόνο κατά την πρώτη αίτηση καταβολής της επιχορήγησης).
4. Τα ανωτέρω υποβάλλονται και για το χρονικό διάστημα της δέσμευσης πλην της έντυπης κατάστασης (έντυπο Β).
5. Τα έντυπα Ε3 Ενιαίο Έντυπο Αναγγελίας Πρόσληψης (Ε3 Αναγγελία Πρόσληψης και Ε4 Συμπληρωματικός Πίνακας Προσωπικού Νέας Πρόσληψης) και Ε4 (Πίνακας Προσωπικού) αναζητούνται αυτεπαγγέλτως από το ΚΠΑ2 μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος (ΠΣ) ΕΡΓΑΝΗ.
6. Μετά την υποβολή της αίτησης για καταβολή της επιχορήγησης, το Γραφείο Απασχόλησης του ΚΠΑ2 προβαίνει αμελλητί σε διοικητική επαλήθευση των δικαιολογητικών που έχουν υποβληθεί με το αίτημα της δικαιούχου επιχείρησης. Μετά το πέρας της επαλήθευσης συντάσσεται έκθεση διοικητικής επαλήθευσης και ενημερώνεται σχετικά η επιχείρηση. Στη συνέχεια ο προϊστάμενος του ΚΠΑ2 προβαίνει στην έκδοση σχετικής απόφασης (έγκρισης ή απόρριψης καταβολής επιχορήγησης).
7. Εάν απορριφθεί η αξίωση για το αιτούμενο χρονικό διάστημα, λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της αίτησης ή και των δικαιολογητικών, ο προϊστάμενος του ΚΠΑ2 με απόφαση του προβαίνει στη μη καταβολή του συγκεκριμένου ποσού.
8. Για την αποτελεσματική παρακολούθηση της υλοποίησης του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου, διενεργούνται τουλάχιστον δύο επιτόπιες επαληθεύσεις.
9. Οι επιτόπιες επαληθεύσεις διενεργούνται από ελεγκτές υπαλλήλους του ΟΑΕΔ στην έδρα ή στο υποκατάστημα της επιχείρησης όπου απασχολείται ο επιχορηγούμενος εργαζόμενος καθ' όλη τη διάρκεια του προγράμματος και σε οποιαδήποτε στάδιο υλοποίησης του. Επιτόπιες επαληθεύσεις διενεργούνται και για το δεσμευόμενο, μη επιχορηγούμενο προσωπικό της επιχείρησης.
10. Επιπλέον επιτόπιες επαληθεύσεις (πέραν των δύο) δύνανται να διενεργηθούν κατά τη διάρκεια του προγράμματος (επιχορήγηση και δέσμευση), όταν κρίνεται αναγκαίο, προκειμένου να διαπιστωθεί η τήρηση των όρων του προγράμματος.
11. Για τις επαληθεύσεις λαμβάνονται υπόψη το ισχύον, εθνικό και ενωσιακό, πλαίσιο καθώς και η πρόσκληση.
12. Μετά το πέρας της κάθε επαλήθευσης συντάσσεται έκθεση επιτόπιας επαλήθευσης και ενημερώνεται σχετικά η επιχείρηση.
13. Τα αρμόδια τμήματα διοικητικών υπηρεσιών των οικείων Περιφερειακών Διευθύνσεων αναθέτουν τους ελέγχους, σύμφωνα με τη με αριθμ. 1952/39/15.07.2016 απόφαση του Δ.Σ. όπως ισχύει, σε ελεγκτές υπαλλήλους προκειμένου να διαπιστωθεί αν η επιχείρηση τηρεί τους όρους του προγράμματος (ενδεικτικά: λειτουργία της επιχείρησης, απασχόληση του επιχορηγούμενου και μη προσωπικού).
14. Οι επαληθεύσεις του προγράμματος διενεργούνται από ελεγκτές υπαλλήλους του ΟΑΕΔ σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
15. Οι ελεγχόμενες επιχειρήσεις υποχρεούνται:
α. να διατηρούν τα σχετικά παραστατικά σε διακριτό φάκελο προκειμένου να ελέγχονται από τους ελεγκτές υπαλλήλους και να διαπιστώνεται η τήρηση ή μη των όρων του προγράμματος,
β. να παρέχουν κάθε δυνατή βοήθεια, κατά τον έλεγχο, στους ελεγκτές υπαλλήλους του ΟΑΕΔ σύμφωνα με το άρθρο 29 του ν. 4144/2013,
γ. να αποδέχονται όλους τους προβλεπόμενους από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την παροχή σε αυτά όλων των δικαιολογητικών στοιχείων που ζητούνται, και
δ. να τηρούν τα αποδεικτικά στοιχεία και έγγραφα που αναφέρονται στην παρούσα για τουλάχιστον δέκα
(10) έτη από την ημερομηνία χορήγησης της τελευταίας ενίσχυσης δυνάμει του καθεστώτος de minimis (Καν. 1407/2013).
16. Όταν κατά την επαλήθευση (επιτόπια ή διοικητική) διαπιστώνεται παρατυπία, αυτή καταγράφεται στη σχετική έκθεση επαλήθευσης που συντάσσεται από τους ελεγκτές υπαλλήλους του ΟΑΕΔ με κατάλληλη τεκμηρίωση και αναφορά των διατάξεων που παραβιάστηκαν.
17. Η επιχείρηση δύναται να υποβάλει αντιρρήσεις επί της έκθεσης επιτόπιας ή διοικητικής επαλήθευσης εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την παραλαβή. Οι αντιρρήσεις εξετάζονται αμελλητί από τον προϊστάμενο του ΚΠΑ2 ο οποίος εκδίδει σχετική απόφαση.
18. Εάν γίνουν δεκτές οι αντιρρήσεις, ο προϊστάμενος του ΚΠΑ2 εκδίδει σχετική απόφαση αποδοχής των αντιρρήσεων. Εάν η επιχείρηση δεν υποβάλει εμπρόθεσμα αντιρρήσεις ή δεν γίνουν αποδεκτές, ο προϊστάμενος του ΚΠΑ2 εκδίδει σχετική απόφαση (ενδεικτικά: ανάκληση, διακοπή με αναζήτηση, απόρριψη αξίωσης για καταβολή της επιχορήγησης, κτλ), η οποία κοινοποιείται στην επιχείρηση. Κατά της απόφασης, η επιχείρηση δύναται να υποβάλει ένσταση εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της ενώπιον της Επιτροπής Εκδίκασης Ενδικοφανών Προσφυγών (απόφαση ΔΣ: 635/8.3.2016, Β' 1708, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει).
Κατά τα λοιπά ισχύει η με αριθμ. 37348/619/6.11.2017 κοινή υπουργική απόφαση (Β' 3997), όπως έχει τροποποιηθεί με τη με αριθμ. 32874/744/2018 υπουργική απόφαση (Β' 2363).
Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει από τη δημοσίευση της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 29 Oκτωβρίου 2018
Ο Υφυπουργός
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Μείωση ασφαλιστικών εισφορών και άλλες διατάξεις»
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
με τίτλο «Μείωση ασφαλιστικών εισφορών και άλλες διατάξεις»
ΜΕΡΟΣ Α'
Ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές διατάξεις
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Μείωση ασφαλιστικών εισφορών ελεύθερων επαγγελματιών,
αυτοαπασχολούμενων και αγροτών
Άρθρο 1
Αντικατάσταση του άρθρου 39 του ν. 4387/2016
Με την προτεινόμενη διάταξη καθορίζονται τα ποσοστά της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης που καταβάλουν οι αυτοαπασχολούμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες, παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι κατά τη διάκριση του ν. 2084/1992.
Ειδικότερα, προβλέπεται ότι το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης των ασφαλισμένων που προέρχονται από τον τ. ΟΑΕΕ και τον τ. ΕΤΑΑ (άνω πενταετίας), μειώνεται από 1.1.2019 έναντι του αρχικώς προβλεφθέντος ποσοστού 20% σε ποσοστό 13,33%. Το ποσοστό αυτό εξακολουθεί να υπολογίζεται επί του μηνιαίου εισοδήματος τους, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση δραστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, πλην όμως τελεί υπό την επιφύλαξη της υποχρεωτικής ελάχιστης μηνιαίας εισφοράς.
Σύμφωνα με την προτεινόμενη διάταξη, η κατά τα ανωτέρω υποχρεωτική ελάχιστη μηνιαία εισφορά για τον κλάδο κύριας σύνταξης των παραπάνω ασφαλισμένων δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 20% επί του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
Άρθρο 2
Προσθήκη άρθρου 39Α στον ν. 4387/2016
Με την προτεινόμενη διάταξη συγκεντρώνονται όλες οι ειδικότερες διατάξεις που αφορούν τα ποσοστά μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς που καταβάλουν οι ασφαλισμένοι που προέρχονται από το τ. ΕΤΑΑ και οι αυτοαπασχολούμενοι απόφοιτοι σχολών ανώτατης εκπαίδευσης, που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά την πρώτη 5ετία από την υπαγωγή τους στην ασφάλιση. Ειδικότερα, για τα ανωτέρω πρόσωπα προβλέπεται ότι από 1.1.2019 το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης ανέρχεται σε ποσοστό 13,33%.
Επιπροσθέτως, για τα ανωτέρω πρόσωπα ορίζεται ότι η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού τόσο για το διάστημα από 1.1.2017 έως 31.12.2018 όσο και για το διάστημα από 1.1.2019 και εντεύθεν αντιστοιχεί στο 70% επί του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
Επειδή ο ΕΦΚΑ αποτελεί ενιαίο φορέα ασφαλισμένων, ευμενέστερη μεταχείριση σε μία κατηγορία
ασφαλισμένων θα συνεπαγόταν μεταφορά πόρων προς αυτή από τις υπόλοιπες κατηγορίες, με συνέπεια την παραβίαση των αρχών της ισονομίας του συστήματος. Για το λόγο αυτό, προβλέπεται η επιστροφή της ανωτέρω ασφαλιστικής ελάφρυνσης των ανωτέρω νέων ασφαλισμένων. Ειδικότερα, με την προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ότι το υπόλοιπο της διαφοράς που προκύπτει από την καταβολή της κατά τα ανωτέρω μειωμένης μηνιαίας εισφοράς σε σχέση με την αναφερόμενη στο άρθρο 39 υποχρεωτική ελάχιστη μηνιαία εισφορά που θα ισχύει από 1.1.2019 (ποσοστού 20% επί του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών) συνιστά ασφαλιστική οφειλή.
Επιπροσθέτως, με την προτεινόμενη διάταξη ορίζονται αναδρομικά από 1.1.2017 τα ποσά της μηνιαίας εισφοράς που οφείλουν τα ανωτέρω πρόσωπα στον Κλάδο Εφάπαξ Παροχών και στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του ΕΤΕΑΕΠ, ανεξαρτήτως εισοδήματος.
Ειδικότερα, προβλέπεται ότι από 1.1.2017 το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στον Κλάδο Εφάπαξ Παροχών των ανωτέρω προσώπων ορίζεται σε ποσοστό 4% υπολογιζόμενο επί του 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
Επίσης, προβλέπεται ότι το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του ΕΤΕΑΕΠ, ορίζεται από 1.1.2017 έως 31.5.2019, σε ποσοστό 7%, από 1.6.2019 έως 31.5.2022 σε ποσοστό 6,5% και από 1.6.2022 σε ποσοστό 6%, υπολογιζόμενων όλων των ανωτέρω ποσοστών επί της ίδιας ως άνω μειωμένης βάσης υπολογισμού.
Άρθρο 3
Αντικατάσταση του άρθρου 40 του ν. 4387/2016
Με την προτεινόμενη διάταξη επαναπροσδιορίζεται το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τους ασφαλισμένους που ασφαλίζονταν ως αυτοαπασχολούμενοι στην ασφάλιση του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του πρώην ΟΓΑ από 1.1.2019 και εντεύθεν. Ειδικότερα, στην παρ. 2 της προτεινόμενης διάταξης προβλέπεται πως το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς, όπως διαμορφώνεται τελικά από την 1.1.2022 και εντεύθεν, μειώνεται από ποσοστό 20% σε ποσοστό 13,33% επί του εισοδήματος τους, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο εισόδημα από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος.
Παράλληλα, και υπό το πρίσμα της ανωτέρω μείωσης, στη μεταβατική περίοδο που έχει ήδη προβλεφθεί από την 1.1.2017 και μέχρι την 1.1.2022, οπότε και διαμορφώνεται τελικά το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς στο νέο αυτό, μειωμένο, ποσοστό, το ύψος της μηνιαίας εισφοράς ανακαθορίζεται και διαμορφώνεται ως εξής:
α. από 1.7.2015 έως 31.12.2016 το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης ορίζεται σε ποσοστό 10%, επί των υφισταμένων κατά την δημοσίευση του νόμου ασφαλιστικών κατηγοριών.
β. Από 1.1.2017 και εφεξής οι υφιστάμενες ασφαλιστικές κατηγορίες καταργούνται και το ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς υπολογίζεται ως ποσοστό επί του φορολογητέου εισοδήματος, αναγόμενο σε μηνιαία βάση, όπως ορίζεται στην παρ. 1. Το κατώτατο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα ορίζεται ως το ποσό που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς αποτελεί το ποσό της παρ. 2 του άρθρου 38.
γ. Από 1.1.2017 και έως 31.12.2017 το άνω ποσοστό των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών διαμορφώνεται σε 14%.
δ. Από 1.1.2018 έως 31.12.2018 το ως άνω ποσοστό διαμορφώνεται σε ποσοστό 16%.
ε. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 της προτεινόμενης διάταξης, το ως άνω ποσοστό διαμορφώνεται σε 12% από 1.1.2019 έως 31.12.2019, σε ποσοστό 12,67% από 1.1.2020 έως 31.12.2020, σε ποσοστό 13% από 1.1.2021 έως 31.12.2021 και σε ποσοστό 13,33%, από 1.1.2022 και εντεύθεν.
Η πάγια ρύθμιση με την οποία ορίζεται πως το κατώτατο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα για τους αγρότες θα είναι το ποσό που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25%, εξακολουθεί και ισχύει.
Περαιτέρω, με την παρ. 3 της προτεινόμενης διάταξης ορίζεται ότι η ελάχιστη μηνιαία εισφορά από 1.1.2019 και έως 31.12.2019 δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 18% επί του ανωτέρω ορισθέντος κατώτατου ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος, από 1.1.2020 και έως 31.12.2020 δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 19% επί του ανωτέρω ορισθέντος κατώτατου ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος, από 1.1.2021 και έως 31.12.2021 δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 19,5% επί του ανωτέρω ορισθέντος κατώτατου ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος και από 1.1.2022 και εντεύθεν δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 20% επί του ανωτέρω ορισθέντος κατώτατου ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος.
Οι ασφαλισμένοι διατηρούν τη δυνατότητα για προαιρετική καταβολή υψηλότερης εισφοράς από την κατά τα ανωτέρω οριζόμενη. Ειδικότερα, δύνανται με αίτησή τους, που υποβάλλεται στον ΕΦΚΑ οποτεδήποτε, να μπορούν να επιλέξουν τα ως άνω ποσοστά να υπολογίζονται επί ανώτερης βάσης υπολογισμού από εκείνη που προκύπτει βάσει του μηνιαίου εισοδήματος τους, όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις παρ. 1.
Άρθρο 4
Τροποποίηση του άρθρου 97 του ν. 4387/2016
Με την προτεινόμενη ρύθμιση τροποποιείται η βάση υπολογισμού της εισφοράς υπέρ επικουρικής ασφάλισης και συγκεκριμένα πλέον όλοι οι αυτοαπασχολούμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες θα καταβάλουν τα αναφερόμενα ποσοστά ανά περίοδο αναφοράς επί του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, ανεξαρτήτως δηλαδή εισοδήματος. Περαιτέρω, ειδικά για τους ασφαλισμένους στον τ. Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Πρατηριούχων Υγρών Καυσίμων και του τ. Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Αρτοποιών του τ. ΟΑΕΕ του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του ΕΤΕΑΕΠ, το συγκεκριμένο ποσό εισφοράς ισχύει από 1.12.2012 και από 1.1.2015 αντίστοιχα. Η ρύθμιση των περιπτώσεων του προηγούμενου εδαφίου αναδρομικά από τις παραπάνω ημερομηνίες κρίθηκε αναγκαία, καθώς οι προβλεπόμενες από το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς διαδικασίες θέσπισης της εισφοράς αυτών των κατηγοριών δεν είχαν ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα να μην είναι ορισμένο το ποσό εισφοράς που όφειλαν οι ασφαλισμένοι.
Προβλέπεται, επιπλέον, η δυνατότητα για όποιον από τους ασφαλισμένους το επιθυμεί να υποβάλει αίτηση στο ΕΤΕΑΕΠ οποτεδήποτε και να επιλέξει τα παραπάνω ποσοστά να υπολογίζονται επί ανώτερης βάσης υπολογισμού από εκείνη που προκύπτει βάσει του εκάστοτε ισχύοντος κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, προσβλέποντας σε μεγαλύτερη παροχή επικουρικής σύνταξης. Στην περίπτωση αυτή το ύψος της βάσης υπολογισμού και το χρονικό διάστημα εφαρμογής της επιλέγεται από τους ασφαλισμένους με την ως άνω αίτησή τους. Με την προτεινόμενη διάταξη δίνεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με απόφασή του να
καθορίσει κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της προαιρετικής καταβολής εισφοράς επί μεγαλύτερης βάσης υπολογισμού.
Άρθρο 5
Τροποποίηση του άρθρου 35 του ν. 4387/2016
Με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται ότι για τους αυτοτελώς απασχολούμενους το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στον Κλάδο Εφάπαξ Παροχών του ΕΤΕΑΕΠ θα υπολογίζεται αναδρομικά από την 1.1.2017 στην ελάχιστη βάση υπολογισμού, δηλαδή επί του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, όπως εκάστοτε ισχύει. Ορίζεται ως μηνιαία εισφορά ποσοστό 4%, επί της παραπάνω ελάχιστης βάσης υπολογισμού, ανεξαρτήτως εισοδήματος.
Προβλέπεται, επιπλέον, η δυνατότητα για όποιον από τους ασφαλισμένους το επιθυμεί να υποβάλει αίτηση στο ΕΤΕΑΕΠ οποτεδήποτε και να επιλέξει τα παραπάνω ποσοστά να υπολογίζονται επί ανώτερης βάσης υπολογισμού από εκείνη που προκύπτει βάσει του εκάστοτε ισχύοντος κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, προσβλέποντας σε μεγαλύτερη εφάπαξ παροχή. Στην περίπτωση αυτή το ύψος της βάσης υπολογισμού και το χρονικό διάστημα εφαρμογής της επιλέγεται από τους ασφαλισμένους με την ως άνω αίτησή τους. Με την προτεινόμενη διάταξη δίνεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με απόφασή του να καθορίσει κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της προαιρετικής καταβολής εισφοράς επί μεγαλύτερης βάσης υπολογισμού.
Άρθρο 6
Τροποποίηση του άρθρου 98 του ν. 4387/2016
Με την διάταξη του άρθρου 98 του ν. 4387/2016 είχε εισαχθεί μεταβατική ρύθμιση για μειωμένες εισφορές αυτοαπασχολούμενων προερχόμενων από το ΕΤΑΑ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως και 31.12.2020. Δεδομένου ότι με νεότερη ρύθμιση από 1.1.2017 οι εισφορές υπέρ επικουρικής σύνταξης και εφάπαξ παροχής είναι ποσοστά επί σταθερής βάσης υπολογισμού και συγκριμένα επί του εκάστοτε ισχύοντος κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, οι αναφερόμενες στο άρθρο προσαρμογές δεν ισχύουν για τις εισφορές υπέρ επικουρικής σύνταξης και εφάπαξ παροχής.
Άρθρο 7
Τροποποίηση του άρθρου 28 του ν. 4387/2016
Με την προτεινόμενη διάταξη προσαρμόζεται ο ορισμός των συντάξιμων αποδοχών στην νέα μεταρρύθμιση σχετικά με τις εισφορές αυτοαπασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών και ασφαλισμένων του άρθρου 40. Ορίζεται ότι συντάξιμες αποδοχές αποτελεί το ποσό που αντιστοιχεί στο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα αν εκλαμβανόταν η καταβεβλημένη μηνιαία εισφορά ως εισφορά ύψους 20%. Αντίστοιχα ρυθμίζονται και οι συντάξιμες αποδοχές που προκύπτουν έπειτα από εξαγορά πλασματικού χρόνου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
Λοιπές ασφαλιστικές και συυταξιοδοτικές διατάξεις
Άρθρο 8
Έναρξη και λήξη συυταξιοδοτικού δικαιώματος στο ΕΤΕΑΕΠ
Η έναρξη του δικαιώματος της επικουρικής σύνταξης, μέχρι σήμερα, καθορίζεται από τις καταστατικές διατάξεις κάθε ενταχθέντος στον ΕΤΕΑΕΠ τομέα ή κλάδου, με αποτέλεσμα να υπάρχει διαφορετική έναρξη του δικαιώματος σύνταξης ανά τομέα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το τ. ΤΕΑΔΥ η ημερομηνία έναρξης ακολουθεί την ημέρα συνταξιοδότησης στον κύριο φορέα, στο τ. ΤΕΑΠΟΚΑ η σύνταξη καταβάλλεται από την ημέρα παύσης της μισθοδοσίας του Δημοσίου Ταμείου, ενώ στο τ. ΤΕΑΠΑΠ-ΔΕΗ η επικουρική σύνταξη άρχεται την πρώτη του επομένου μηνάς από το μήνα που επήλθε η αποχώρηση του ασφαλισμένου από την υπηρεσία. Το ισχύον πλαίσιο με τις πολλές και διαφορετικές ημερομηνίες έναρξης του δικαιώματος σύνταξης γήρατος δεν δικαιολογείται μετά την ένταξη όλων των φορέων στο ΕΤΕΑΕΠ, γιατί αφενός μεν η έναρξη καταβολής της σύνταξης δεν αντιμετωπίζεται με ενιαίο τρόπο για όλους τους ασφαλισμένους, αφετέρου δε, δημιουργούνται διοικητικές δυσλειτουργίες κατά τη διαδικασία έκδοσης των συνταξιοδοτικών αποφάσεων. Ακόμη, η ενοποίηση των αντίστοιχων κανόνων στον ΕΦΚΑ με το ν. 4554/2018 (Α' 130) καθιστά αναγκαία την αντίστοιχη ρύθμιση των επικουρικών συντάξεων.
Στο πλαίσιο των ενιαίων κανόνων που θέτει ο ν. 4387/2016 (Α' 85) για το σύνολο των ασφαλισμένων και συνταξιούχων όλων των φορέων που εντάχθηκαν στον ΕΤΕΑΕΠ, στους οποίους κανόνες συμπεριλαμβάνεται και ο κοινός τρόπος υπολογισμού της σύνταξης, κρίνεται σκόπιμη η καθιέρωση ενιαίας ρύθμισης έναρξης του δικαιώματος σύνταξης.
Συγκεκριμένα και προκειμένου για την άσκηση του δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου από τους ασφαλισμένους των ενταχθέντων στο ΕΤΕΑΕΠ τομέων, ορίζεται ως προϋπόθεση η υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης στον ΕΤΕΑΕΠ. Το δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος αρχίζει από την πρώτη του επόμενου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης μήνα, υπό την προϋπόθεση ότι κατά την ημερομηνία αυτή πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, σε αντίθετη δε περίπτωση, από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις. Περαιτέρω, τα δικαιολογητικά που απαιτούνται κατά περίπτωση για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος υποβάλλονται μέχρι την τελευταία ημέρα του έκτου μήνα που έπεται του μήνα υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης.
Σημαντική διαφοροποίηση που επέρχεται με τη νέα ρύθμιση είναι ότι πλέον δεν απαιτείται η διακοπή της επαγγελματικής δραστηριότητας, προκειμένου να αρχίσει η συνταξιοδότηση. Έτσι, σε όσες περιπτώσεις ο ασφαλισμένος επιθυμεί να συνεχίσει τη μισθωτή δραστηριότητά του ή την αυτοαπασχόληση, αρκεί να το δηλώσει στην αίτηση συνταξιοδότησής του, χωρίς πλέον να απαιτείται διακοπή δραστηριότητας από την οικεία Δ.Ο.Υ., προκειμένου για ελεύθερους επαγγελματίες ή αυτοαπασχολούμενους.
Κοινή ημερομηνία έναρξης του δικαιώματος σύνταξης ορίζεται και για τα πρόσωπα που έχουν δικαίωμα συνταξιοδότησης λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου. Ομοίως, ορίζεται και το χρονικό σημείο λήξης σε συντάξεις γήρατος και λόγω θανάτου.
Η νέα ρύθμιση για την ενιαία έναρξη του δικαιώματος σύνταξης αρχίζει να εφαρμόζεται από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, καταργούμενων από την ίδια ανωτέρω ημερομηνία όλων των ειδικών ή γενικών διατάξεων των ενταχθέντων στον ΕΤΕΑΕΠ τομέων που ρυθμίζουν διαφορετικά το θέμα της έναρξης και λήξης συνταξιοδότησης λόγω γήρατος και θανάτου.
Με τη διάταξη αυτή ενοποιείται και απλοποιείται η αντιμετώπιση των περιπτώσεων έναρξης και λήξης του δικαιώματος σύνταξης από το ΕΤΕΑΕΠ, κατ' αναλογία της διάταξης του ΕΦΚΑ, με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ισότιμη αντιμετώπιση όλων των ασφαλισμένων.
Άρθρο 9
Τεχνικό ζήτημα για την απονομή επικουρικών συντάξεων και εφάπαξ παροχών στο ΕΤΕΑΕΠ
Με την προτεινόμενη ρύθμιση προβλέπεται ότι σε περίπτωση υποβολής δήλωσης των ασφαλισμένων του ΕΤΕΑΕΠ που υπάγονταν στην ασφάλιση του τ. ΕΤΑΑ, περί εξόφλησης των εισφορών των συνεισπραττόμενων κλάδων επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ παροχών, για το χρονικό διάστημα μέχρι 31.12.2016 για το οποίο έχουν εξοφληθεί οι εισφορές για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και έχει διενεργηθεί έλεγχος του χρόνου ασφάλισης, η επικουρική σύνταξη και εφάπαξ παροχή απονέμεται, επικουρικά ως προς τα στοιχεία του ταμείου, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του προτεινόμενου άρθρου. Σύμφωνα με την παρ. 2, το ΕΤΕΑΕΠ ελέγχει τα στοιχεία της παρ. 1 εντός δύο (2) ετών από την έκδοση των σχετικών αποφάσεων. Σε περίπτωση που η διαδικασία της παρ. 1 δεν συμπίπτει με τα επαληθευμένα στοιχεία, εκτός από τις άλλες έννομες συνέπειες, αναζητούνται από το ΕΤΕΑΕΠ οι αχρεωστήτως καταβληθείσες συντάξεις και παροχές.
Άρθρο 10
Αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές από το τ. ΤΑΔΚΥ και το τ. ΤΠΔΚΥ
Με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται κατά τις γενικές αρχές του δικαίου, ιδίως της χρηστής διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη στη Διοίκηση καθώς και της αρχής της επιείκειας προς τον διοικούμενο, η μη αναζήτηση από το τ. ΤΑΔΚΥ και τ. ΤΠΔΚΥ, ήδη ΕΤΕΑΕΠ, ως αχρεωστήτως καταβληθέντων των επικουρικών συντάξεων και εφάπαξ παροχών, οι οποίες καταβλήθηκαν στους ασφαλισμένους του τ. ΤΑΔΚΥ και τ. ΤΠΔΚΥ χωρίς υπαιτιότητά τους.
Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3232/2004 προβλεπόταν ότι:
«3. Ασφαλισμένοι επικουρικών ταμείων που συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο ή συνταξιοδοτούνται με καθεστώς κύριας ασφάλισης ίδιο ή εξομοιούμενο με αυτό του Δημοσίου βάσει ιδιαίτερων νομοθετημάτων μπορούν να αναγνωρίσουν κάθε προϋπηρεσία τους που συμπίπτει με συντάξιμο χρόνο στο Δημόσιο ή το φορέα κύριας ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένης και της στρατιωτικής υπηρεσίας, εφόσον για τον χρόνο αυτόν ο ασφαλισμένος δεν είχε άλλη επικουρική ασφάλιση με εξαίρεση το Μ.Τ.Π.Υ. Η αναγνώριση γίνεται με απόφαση του Ταμείου μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου...»
Πολλοί, αξιοποιώντας την ανωτέρω διάταξη, εξαγόρασαν στο επικουρικό ταμείο χρόνο ασφάλισης και έτσι θεμελίωσαν δικαίωμα και έλαβαν από το τ. ΤΑΔΚΥ, ήδη ΕΤΕΑΕΠ, επικουρικό βοήθημα και από το τ. ΤΠΔΚΥ εφάπαξ παροχή. Εκ των υστέρων, όμως, διαπιστώθηκε από το Ταμείο η λάθος ερμηνεία της παραπάνω διάταξης και πλέον το ΕΤΕΑΕΠ ανακαλεί τις αποφάσεις απονομής επικουρικών συντάξεων και εφάπαξ παροχών σε όσους έκαναν εξαγορά χρόνου σύμφωνα με τα παραπάνω. Περαιτέρω το τ. ΤΑΔΚΥ και το τ. ΤΠΔΚΥ, ήδη ΕΤΕΑΕΠ ανακαλεί πράξεις απονομής επικουρικών συντάξεων και εφάπαξ παροχών λόγω μεταγενέστερης της χορήγησής τους ανάκλησης της απόφασης του Φορέα κύριας ασφάλισης αλλά και λόγω μεταγενέστερης της χορήγησής τους απορριπτικής απόφασης του Φορέα κύριας ασφάλισης.
Λόγω της παραπάνω δύσκολης ερμηνείας των διατάξεων του νόμου και της παντελούς έλλειψης υπαιτιότητας του ασφαλισμένου, στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη Διοίκηση, κρίνεται σκόπιμη η προτεινόμενη διάταξη προκειμένου να μην αναζητηθούν τα ποσά ως αχρεωστήτως καταβληθέντα και να αποφευχθεί η ανατροπή του οικονομικού προγραμματισμού των ασφαλισμένων σε βάρος τους.
Άρθρο 11
Αναγνώριση πλασματικών χρόνων πριν την 1.1.2017 και αύξηση των συνταξίμων αποδοχών
Σύμφωνα με το προϊσχύσαν καθεστώς οι ασφαλισμένοι εξαγόραζαν πλασματικό χρόνο ασφάλισης με εισφορά υπολογιζόμενη επί της κατώτατης βάσης υπολογισμού χωρίς αυτό να επηρεάζει το ποσό της οριστικής τους σύνταξης. Ωστόσο, σύμφωνα με το νέο νομοθετικό πλαίσιο ο πλασματικός χρόνος εξαγοράζεται με εισφορά υπολογιζόμενη επί του τελευταίου μηνιαίου εισοδήματος. Ανάλογα το ποσό της καταβαλλόμενης εισφοράς επηρεάζονται και οι συντάξιμες αποδοχές. Επειδή οι αναγνωριζόμενοι μήνες ασφάλισης στο νέο σύστημα υπολογισμού της σύνταξης στα πλαίσια της ανταποδοτικότητας των εισφορών έχουν αντίκτυπο στο τελικό ποσό της σύνταξης και επειδή όσοι εξαγόρασαν με το προϊσχύον καθεστώς χωρίς να έχουν αξιοποιήσει ακόμη αυτό το χρόνο θα μπορούσαν να θίγονται λόγω μεταγενέστερης μεταβολής του νομοθετικού πλαισίου, κρίνεται σκόπιμο να δοθεί η δυνατότητα σε αυτούς να υπαχθούν στο ευνοϊκότερο καθεστώς του ν. 4387/2016, καταβάλλοντας τη διαφορά.
Άρθρο 12
Εκκαθάριση και πληρωμή ληξιπροθέσμων υποχρεώσεων του κλάδου υγείας των ΦΚΑ που
εντάχθηκαν στον ΕΟΠΥΥ
Με την προτεινόμενη διάταξη ορίζεται η διαδικασία εκκαθάρισης και πληρωμής από τον ΕΦΚΑ των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του κλάδου υγείας των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που εντάχθηκαν στον ΕΟΠΥΥ -ήτοι εκείνων που αφορούν τα έτη από το 2006 και εντεύθεν για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα προβλεπόμενα κατά περίπτωση παραστατικά- προς τα φαρμακεία, λοιπούς συμβεβλημένους ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας, φαρμακευτικές εταιρείες, προμηθευτές υγειονομικού και λοιπού υλικού κλπ., καθώς και προς ασφαλισμένους των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.
Στην παρ. 2 της προτεινόμενης διάταξης προβλέπονται κάποια ποσοστά εκπτώσεων αναφορικά με τις οφειλές προς ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας, ενώ αναφορικά με τις οφειλές προς ασθενείς ασφαλισμένους ορίζεται ότι θα εξοφληθούν σε ποσοστό 100%.
Μέσω του προβλεπόμενου πρόχειρου λογιστικού ελέγχου που διενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ για την έκδοση των σχετικών χρηματικών ενταλμάτων επιταχύνεται η διαδικασία εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων ως άνω υποχρεώσεων. Ομοίως, για την επιτάχυνση της ανωτέρω διαδικασίας, ορίζεται ότι εξαιρετικώς, για την οριστικοποίηση των ληξιπροθέσμων υποχρεώσεων, τη δέσμευση, τη μεταφορά πιστώσεων και κεφαλαίων απαιτείται και αρκεί, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, σύνταξη και υποβολή εντύπου συγκεντρωτικής κατάστασης ανά παραστατικό ή προμηθευτή ή πάροχο ή κατηγορία δαπάνης.
Η παρ. 5 της προτεινόμενης διάταξης αποσαφηνίζει ζητήματα αρμοδιοτήτων των οργανικών μονάδων της Γενικής Διεύθυνσης Καταβολής Παροχών Υγείας του ΕΦΚΑ καθώς επίσης και των τμημάτων Οικονομικού των Περιφερειακών Διευθύνσεων του ΕΦΚΑ στη διενέργεια της διαδικασίας εκκαθάρισης και πληρωμής των ληξιπρόθεσμων δαπανών υγείας του τ. ΕΤΑΑ. Ομοίως στην παρ. 6 της προτεινόμενης διάταξης καθορίζεται η αρμοδιότητα των οργανικών μονάδων των Διευθύνσεων Ασφάλισης Παροχών ΟΠΑΔ, αναφορικά με την εκκαθάριση και εξόφληση των ληξιπρόθεσμων δαπανών υγείας του τ. ΤΥΔΚΥ.
Επιπλέον, με την προτεινόμενη διάταξη ορίζεται η διαδικασία εκκαθάρισης και πληρωμής και των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης εκτός συμβατικής σχέσης, εφόσον αποδεικνύεται η παροχή των υπηρεσιών ή η παραλαβή προϊόντων από τους τελευταίους.
Επιπροσθέτως, με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται ότι η εκκαθάριση και πληρωμή των ως άνω ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων θα γίνεται κατά παρέκκλιση των περί παραγραφής διατάξεων.
Τέλος, με την προτεινόμενη διάταξη χορηγείται εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών να καθορίζουν με Κοινή Απόφασής τους κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
Άρθρο 13
Νομική παράσταση ΕΦΚΑ υπέρ ΕΟΠΥΥ
Η προτεινόμενη ρύθμιση ορίζει ότι ο ΕΦΚΑ παρίσταται νόμιμα σε δίκες που αφορούν τους Κλάδους Υγείας που μεταφέρθηκαν στον ΕΟΠΥΥ. Οι αποφάσεις επ' αυτών των δικών εκτελούνται υπέρ και σε βάρος του ΕΟΠΥΥ. Η διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος δίκες.
Άρθρο 14
Αποδεικτικό ηλικίας ασφαλισμένων του πρώην ΟΓΑ
Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 4169/1961 (Α' 81), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 9 του ν.δ. 1390/1973 (Α' 103) και την παρ. 3 του άρθρου 8 του ν. 1140/1981 (Α' 123), η ηλικία των ασφαλισμένων του τ. ΟΓΑ και των μελών της οικογένειάς τους αποδεικνύεται με ληξιαρχική πράξης γέννησης, η οποία έχει συνταχθεί ή διορθωθεί εντός 90 ημερών από την γέννηση. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ληξιαρχική πράξη γέννησης η ηλικία αποδεικνύεται για τους μεν άντρες από την εγγραφή τους στα Μητρώα Αρένων και σε περίπτωση που αυτό λείπει από την εγγραφή στα Δημοτολόγια, για δε τις γυναίκες από την εγγραφή στα Δημοτολόγια. Περαιτέρω, σε περίπτωση που έχει επισυμβεί με οποιονδήποτε τρόπο διόρθωση ή μεταβολή του έτους γεννήσεως που αναγράφεται στα Μητρώα Αρένων ή τα δημοτολόγια , λαμβάνεται υπόψη το προ της διόρθωσης αναγραφόμενο έτος γεννήσεως.
Σε περίπτωση αμφισβήτησης από τους ασφαλισμένους της ορθότητας της εγγραφής του έτους γεννήσεως αυτών ή των μελών της οικογένειάς τους στα Δημοτολόγια, αυτό καθορίζεται μετά από αίτηση των ασφαλισμένων με απόφαση των αρμόδιων Επιτροπών Καθορισμού Ηλικίας του τ. ΙΚΑ.
Τέλος, με τον νόμο 1599/1986 (Α' 75) καθιερώνεται νέος τύπος δελτίου αστυνομικής ταυτότητας και στην παρ. 1 του άρθρου 6 ορίζεται ότι η ταυτότητα των ελλήνων πολιτών έναντι πάντων αποδεικνύεται από τα δελτία ταυτότητα που εκδίδονται σύμφωνα με τον νόμο.
Μέχρι σήμερα ο πρώην ΟΓΑ ακολουθούσε την παραπάνω πρακτική του ν. 4169/1961 σε αντίθεση με του λοιπούς εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, στους οποίους η ηλικία των ασφαλισμένων αποδεικνύεται πλήρως μόνο από το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας.
Στα πλαίσια, λοιπόν, της ενιαίας για όλους τους ασφαλισμένους του ΕΦΚΑ αντιμετώπιση και προς αποφυγή της χρονοβόρου διαδικασίας των αρμόδιων Επιτροπών του τ. ΙΚΑ που επιλύουν τις σχετικές με το έτος γεννήσεως αμφισβητήσεις, κρίνεται σκόπιμη η κατάργηση της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 4169/1961 και προτείνεται πλέον η ηλικία των ασφαλισμένων του τ. ΟΓΑ να αποδεικνύεται από το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, όπως και συνέβαινε και στους λοιπούς στον ΕΦΚΑ εντασσόμενους φορείς.
Άρθρο 15
Μηχανογραφικό σύστημα ΕΦΚΑ και ΓΓΠΣ του Υπουργείου Οικονομικών
Με την προτεινόμενη διάταξη θεσμοθετείται αναδρομικά ένα μεταβατικό μέχρι την πλήρη ένταξη του πληροφοριακού συστήματος της ΓΓΠΣ στον ΕΦΚΑ στάδιο συνεργασίας μεταξύ τους προκειμένου να προωθούνται με κάθε νόμιμο τρόπο όλες οι διαδικασίες μηχανογράφησης και πληροφορικής με στόχο την απρόσκοπτη χορήγηση των συντάξεων του Δημοσίου Τομέα. Το δε πρωτόκολλο συνεργασίας αναφέρει ενδεικτικά τις αμοιβαίες υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, την υποστήριξη της παραγωγικής λειτουργίας, θέματα διαχείρισης δεδομένων, προκειμένου να διασφαλίζεται η ασφάλεια των συστημάτων και των δεδομένων και την διάρκεια ισχύος του.
Άρθρο 16
Τρόπος υπολογισμού σύνταξης των μονοσυνταξιούχων ασφαλισμένων του πρώην ΤΣΑΥ για
αιτήσεις προ του ν. 4387/2016
Μέχρι την ισχύ του ν. 4387/2016 (12.5.2016), σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του πρώην ΕΤΑΑ- ΤΣΑΥ, οι συνταξιούχοι του πρώην Ταμείου που ήταν ασφαλισμένοι και στον κλάδο των Μονοσυνταξιούχων ελάμβαναν, για το χρόνο ασφάλισης στον κλάδο, προσαύξηση στο ποσό της σύνταξής τους ίση με το 50% του ποσού της κύριας σύνταξης, εφόσον ο χρόνος ασφάλισης στον κλάδο κύριας σύνταξης του πρώην ΕΤΑΑ-ΤΣΑΥ ταυτιζόταν με το χρόνο ασφάλισης στον κλάδο των Μονοσυνταξιούχων, ενώ εάν υπήρχαν οφειλές από ασφαλιστικές εισφορές στον Κλάδο, δεν καταβαλλόταν συνταξιοδοτική παροχή από τον Κλάδο αυτό.
Κατόπιν αυτού, κρίθηκε αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα και ο τρόπος χορήγησης συνταξιοδοτικής παροχής από τον κλάδο των Μονοσυνταξιούχων αφενός στις περιπτώσεις ασφαλισμένων που ο χρόνος ασφάλισης στον κλάδο κύριας σύνταξης του πρώην ΕΤΑΑ-ΤΣΑΥ δεν ταυτίζεται με το χρόνο ασφάλισης στον κλάδο Μονοσυνταξιούχων του Ταμείου και αφετέρου στις περιπτώσεις συνταξιούχων που κατά τη συνταξιοδότησή τους δεν έλαβαν συνταξιοδοτική παροχή από τον Κλάδο των Μονοσυνταξιούχων λόγω οφειλών από ασφαλιστικές εισφορές στον Κλάδο.
Έτσι, με την παρούσα διάταξη προτείνεται στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ- πρώην ΕΤΑΑ-ΤΣΑΥ που ως προς τον υπολογισμό της σύνταξής τους έχουν εφαρμογή οι προγενέστερες του ν. 4387/2016 διατάξεις, όταν ο χρόνος ασφάλισης στον κλάδο κύριας σύνταξης του πρώην ΕΤΑΑ-ΤΣΑΥ δεν ταυτίζεται με το χρόνο ασφάλισης στον κλάδο Μονοσυνταξιούχων του Ταμείου αυτού, οι συνταξιούχοι να λαμβάνουν ως σύνταξη για τα έτη ασφάλισης στον κλάδο κύριας σύνταξης το προβλεπόμενο από τις καταστατικές διατάξεις του πρώην Ταμείου ποσό και για κάθε έτος ασφάλισης στον κλάδο Μονοσυνταξιούχων επιπλέον ποσό ίσο με το 1/25 του ποσού της προσαύξησης που προβλέπεται από τις καταστατικές διατάξεις του πρώην Ταμείου για 25 έτη ασφάλισης στον κλάδο Μονοσυνταξιούχων .
Επίσης, προτείνεται στις περιπτώσεις ασφαλισμένων του πρώην ΕΤΑΑ-ΤΣΑΥ που έχουν υποβάλλει αίτηση συνταξιοδότησης μέχρι 12.5.2016, η οποία βρίσκεται σε εκκρεμότητα, και συνταξιούχων μέχρι την ίδια ως άνω ημερομηνία του Ταμείου αυτού, οι οποίοι κατά τη συνταξιοδότησή τους δεν έλαβαν συνταξιοδοτική παροχή από τον Κλάδο των Μονοσυνταξιούχων λόγω οφειλών από ασφαλιστικές εισφορές στον Κλάδο, να λαμβάνουν προσαύξηση σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο μόνο για τα έτη που έχουν καταβάλει εισφορές στον Κλάδο Μονοσυνταξιούχων.
Άρθρο 17
Αντιμετώπιση αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών
Η προτεινόμενη διάταξη αποσκοπεί στην αντιμετώπιση και επίλυση ερμηνευτικών αλλά και πρακτικών ζητημάτων που έχουν ανακύψει κατά την αναζήτηση από τον ΕΦΚΑ, ως αχρεωστήτως καταβληθεισών, παροχών της παρ. 3 του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951 (Α' 179), οι οποίες χροηγήθηκαν κατόπιν θετικής απόφασης Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του τ. ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. Για λόγους ισότιμης μεταχείρισης όλων των σχετικών περιπτώσεων, για τις οποίες άλλωστε συντρέχουν οι ίδιες συνθήκες που οδήγησαν στην αρχική χορήγησή τους και στην τελική αναζήτησή τους ως αχρεωστήτως καταβληθεισών, προτείνεται η ενιαία εφαρμογή, σε όλες τις περιπτώσεις, της οικείας διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 103 του ν. 4387/2016 (Α' 85).
Περαιτέρω, δεδομένου ότι οι σχετικές παροχές χορηγήθηκαν κατόπιν θετικής απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, χορηγήθηκαν άνευ υπαιτιότητας του λαβόντος και επιστρέφονται άτοκα.
Άρθρο 18
Παρακράτηση και συμψηφισμός με οφειλές προς ΦΚΑ που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 72 του ν. 2084/1992 (Α' 165), οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ) από ληξιπρόθεσμες εισφορές, πρόσθετα τέλη και επιβαρύνσεις, εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ). Κατά τη δε διάταξη του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ, σε περίπτωση χρηματικής απαίτησης του οφειλέτη κατά του ΦΚΑ, ο Φορέας παρακρατεί και συμψηφίζει το ποσό που αντιστοιχεί στην απαίτηση του οφειλέτη έναντι του Φορέα με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του.
Ειδικά για την περίπτωση οφειλών που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση, εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 4331/2015 (Α' 69), σύμφωνα με την οποία οι ΦΚΑ προβαίνουν σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη έναντι του φορέα, μέχρι του ύψους των οφειλών του, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ, τα δε παρακρατούμενα ποσά συμψηφίζονται με τις τελευταίες δόσεις της ρύθμισης.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση, ορίζεται ότι, στις περιπτώσεις οφειλών που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση, οι ΦΚΑ παρακρατούν πλέον ποσοστό της απαίτησης του οφειλέτη, το οποίο συμψηφίζουν με τις οφειλές, ενώ διατηρείται η πρόβλεψη ότι τα παρακρατούμενα ποσά συμψηφίζονται με τις τελευταίες δόσεις της ρύθμισης. Με τον τρόπο αυτό, εξασφαλίζεται μια εύλογη ισορροπία μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και των συμφερόντων των προσώπων με οφειλές που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση, οι όροι της οποίας τηρούνται κανονικά, τα οποία έχουν χρηματική απαίτηση κατά των ΦΚΑ. Τα ποσοστά της παρακράτησης θα οριστούν με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με κριτήρια που θα εξασφαλίζουν την εύλογη αυτή ισορροπία.
Παρεμφερής εύλογη ισορροπία προβλέπεται και εφαρμόζεται ήδη σε περιπτώσεις χορήγησης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας για την είσπραξη χρημάτων από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 12 του ν. 4174/2013 (Α' 170) και της κατ' εξουσιοδότηση εκδοθείσας ΠΟΑ 1274/2013 (Β' 3398), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
Άρθρο 19
Παράταση ισχύος της παρ. 7 της υποπαρ. ΙΑ.1 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α' 107)
Με την περ. 1 της υποπαρ. Ε1 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α' 94) τροποποιήθηκε η υποπαρ. ΙΑ.1 του ν.
4152/2013 (Α' 107) που προβλέπει την πάγια ρύθμιση των οφειλομένων εισφορών στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Ο ν. 4336/2015, λαμβάνοντας υπόψη το εν γένει οικονομικό περιβάλλον για τους οφειλέτες που επρόκειτο να ενταχθούν στην πάγια ρύθμιση, καθώς αυτή αποτελούσε τότε το μόνο σχήμα ρύθμισης ληξιπροθέσμων οφειλών και προκειμένου να διευκολύνει την υπαγωγή τους σε αυτό, προέβλεψε διετή αναστολή για την παροχή εγγυήσεων, διασφαλίσεων ή εμπράγματων βαρών. Με την προτεινόμενη διάταξη παρατείνεται η αναστολή των υποπερ. ββ' και γγ' της παρ. 2 της υποπαρ. ΙΑ.1 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013. Η θέσπιση της προτεινόμενης διάταξης κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να αρθούν τα εμπόδια υπαγωγής στην πάγια ρύθμιση και να διευκολυνθούν οι οφειλέτες να εξοφλήσουν ή να τακτοποιήσουν με νόμιμο τρόπο τις οφειλές τους προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
Άρθρο 20
Τροποποίηση του άρθρου 22 του υ. 4529/2018
Με την παρ 2 του άρθρου 22 του ν. 4529/2018 (Α' 56) προσδιορίσθηκαν τα πρόσωπα που θεωρούνται μέλη οικογένειας των άμεσα ασφαλισμένων, των συνταξιούχων λόγω αναπηρίας ή γήρατος και των δικαιούχων εξωιδρυματικού επιδόματος, τα οποία υπάγονται για παροχές υγειονομικής περίθαλψης στον ΕΦΚΑ.
Με την προτεινόμενη προσθήκη στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 και στο πρώτο εδάφιο της περ. β' της παρ. 2 του άρθρου 22 του ν. 4529/2018 ως μέλη οικογένειας, εκτός του συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος και των δικαιούχων εξωιδρυματικού επιδόματος που υπάγονται για παροχές υγειονομικής περίθαλψης στον ΕΦΚΑ, θα θεωρούνται πλέον και τα μέλη οικογένειας συνταξιούχου λόγω θανάτου.
Ειδικότερα, δεδομένου ότι τα άγαμα τέκνα του θανόντος (και μέχρι το 18ο έτος της ηλικίας τους ή το 24ο εφόσον σπουδάζουν) είναι (συν)δικαιούχοι της σύνταξης λόγω θανάτου και, επομένως, καλύπτονται για υγειονομική περίθαλψη ως συνταξιούχοι, με την προτεινόμενη προσθήκη υπάγονται στον ΕΦΚΑ για υγειονομική περίθαλψη από τον ΕΟΠΥΥ μεμονωμένες περιπτώσεις προσώπων, όπως τα ανάπηρα τέκνα που ο γονέας (πατέρας ή μητέρα) είναι συνταξιούχος λόγω θανάτου και τα ίδια δεν λαμβάνουν σύνταξη αλλά προνοιακό επίδομα ,με αποτέλεσμα να μην υπάγονται στον ΕΦΚΑ για υγειονομική περίθαλψη από τον ΕΟΠΠΥ αλλά έχουν περίθαλψη μέσω του ΕΟΠΠΥ από τις δημόσιες δομές υγείας ως ανασφάλιστοι.
Άρθρο 21
Νομοτεχνική βελτίωση για τίτλους κτήσης
Ενόψει της αντικατάστασης της διάταξης του άρθρου 39 του ν. 4387/2016, η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 55 του ν. 4509/2017 (Α' 201) περί της καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στον ΕΦΚΑ αμειβόμενων με παραστατικά παρεχόμενων υπηρεσιών, η οποία παραπέμπει στο ανωτέρω άρθρο, χρήζει μικρής νομοτεχνικής βελτίωσης.
Άρθρο 22
Σύνταξη λόγω θανάτου από φυσικές καταστροφές
Σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών κρίνεται απαραίτητη η άμεση ευαισθητοποίηση του Κράτους και η συνδρομή του σε όσους επλήγησαν περισσότερο από αυτές. Στο γενικότερο πλαίσιο συνεπικούρησης και προστασίας των ατόμων αυτών κρίνεται σκόπιμο να δίνεται η σύνταξη του θανόντα ολόκληρη στους δικαιούχους. Σε περίπτωση που η σύνταξη του θανόντα υπολείπεται των κατώτατων ορίων της περ. β' της
παρ. 4 του άρθρου 12 του ν. 4387/2016 αυξάνεται μέχρι το ποσό του προβλεπομένου κατώτατου. Η ρύθμιση ισχύει αναδρομικά, από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 και αποτελεί ειδική διάταξη.
ΜΕΡΟΣ Β'
Ρύθμιση θεμάτων εργαζομένων, ανέργων, ΣΕΠΕ και ΟΑΕΔ και λοιπές διατάξεις
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Ρύθμιση θεμάτων εργαζομένων, ανέργων, ΣΕΠΕ και ΟΑΕΔ
Άρθρο 23
Παράσταση πολιτικής αγωγής για δεδουλευμένες αποδοχές και αποζημίωση απόλυσης
Όπως παγ(ως γίνεται δεκτό νομολογιακά, οι παραβάσεις των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου μόνον του α.ν. 690/1945 (Α' 292) δεν γεννούν υπέρ των εργαζομένων αξίωση αποζημίωσης για την πληρωμή των ίδιων των οφειλόμενων αποδοχών, έστω και αν ζητούνται ως αποζημίωση, αφού μόνη η παράλειψη του εργοδότη να καταβάλει εμπρόθεσμα τις αποδοχές δεν συνεπάγεται την απώλεια αυτών, ώστε να προκαλείται στον εργαζόμενο ισόποση με τις αποδοχές του ζημία, που να έχει ως αιτία το θεσπιζόμενο με τις διατάξεις του α.ν. 690/1945 αδίκημα και, συνεπώς, ο εργαζόμενος δεν δύναται να διεκδικήσει από την καθυστέρηση αυτή χρηματική ικανοποίηση για προκληθείσα εξ αυτής ηθική βλάβη. Συνεπεία των ανωτέρω, γίνεται δεκτό ότι, υπό την ισχύ του άρθρου 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), σε περίπτωση υπαίτιας μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών ή μη καταβολής της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης, οι εργαζόμενοι δεν νομιμοποιούνται να παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες στις σχετικές ποινικές δίκες κατά των εργοδοτών.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση καθιερώνεται το δικαίωμα δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, ανεξάρτητα από τους όρους του άρθρου 63 του ΚΠΔ, μόνο για την υποστήριξη της κατηγορίας, σε εργαζόμενους στους οποίους οφείλονται δεδουλευμένοι μισθοί καθώς και η προβλεπόμενη αποζημίωση απόλυσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945 και του άρθρου 28 του ν. 3996/2011 (Α' 170). Η ρύθμιση αυτή αφορά εργαζομένους οι οποίοι είναι οι ουσιαστικά αδικηθέντες από την παράνομη και ποινικά κολάσιμη πράξη του εργοδότη και οι οποίοι μπορούν, με την παράστασή τους στη δίκη, να συμβάλουν σημαντικά στη διάγνωση της υπόθεσης και στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας.
Άρθρο 24
Αύξηση Τμημάτων Επιθεώρησης του ΣΕΠΕ
Έργο του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) αποτελεί, μεταξύ άλλων, η επίβλεψη και ο έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, ιδίως σε σχέση με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας, τα χρονικά όρια εργασίας, την αμοιβή ή άλλες παροχές, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, η έρευνα της ασφαλιστικής κάλυψης και παράνομης απασχόλησης των εργαζομένων, η συμφιλίωση και επίλυση των εργατικών διαφορών, καθώς και η παροχή πληροφοριών σε εργαζόμενους και εργοδότες σχετικά με τα πλέον αποτελεσματικά μέσα για την τήρηση των κείμενων διατάξεων.
Η αποτελεσματική καταπολέμηση της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας επιτάσσει την ενίσχυση της γεωγραφικής κάλυψης της δομής του ΣΕΠΕ. Προς το σκοπό αυτό, η ίδρυση των Τμημάτων Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Γρεβενών και Ορεστιάδας καθίσταται σκόπιμη, βάσει των ιδιαίτερων συνθηκών των συγκεκριμένων περιοχών όσον αφορά στον τομέα της οικονομίας και ειδικότερα της αγοράς εργασίας, συνεκτιμώντας επιμέρους παραμέτρους, όπως το μέγεθος του εργατικού δυναμικού, τα στατιστικά στοιχεία των ελέγχων, τους οικονομικούς κλάδους που αναπτύσσουν επιχειρηματική δραστηριότητα στις εν λόγω περιοχές.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η μείωση της χιλιομετρικής απόστασης μεταξύ της έδρας των υφιστάμενων Τμημάτων Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων και των περιοχών χωρικής αρμοδιότητας τους, γεγονός που εξυπηρετεί την εύρυθμη λειτουργία των Περιφερειακών Υπηρεσιών και την αποτελεσματικότερη επίτευξη του επιχειρησιακού στόχου του ΣΕΠΕ, με έμφαση στην άμεση εξέταση των καταγγελιών που αφορούν την καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας.
Για τη λειτουργία των νέων Τμημάτων Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Γρεβενών και Ορεστιάδας προβλέπεται αφενός η δυνατότητα μετάταξης σε αυτά προσωπικού εποπτευόμενων φορέων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και αφετέρου η έναρξη της λειτουργίας τους μόλις αυτά στελεχωθούν επαρκώς.
Άρθρο 25
Νομική εκπροσώπηση του Ειδικού Γραμματέα, των Επιθεωρητών και λοιπών υπαλλήλων
Για την πληρέστερη και αποτελεσματικότερη εκτέλεση των καθηκόντων του Ειδικού Γραμματέα και των Επιθεωρητών του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), το άρθρο 20 του ν. 3996/2011 (Α' 170) προβλέπει ότι, σε δικαστικές υποθέσεις που σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων τους, εκπροσωπούνται από μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ), ύστερα από έγκριση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση, καθορίζεται το σύνολο των ζητημάτων σχετικά με τη νομική εκπροσώπηση των ανωτέρω προσώπων από το ΝΣΚ, ώστε να είναι σαφές το πλαίσιο χορήγησης της εν λόγω δυνατότητας.
Ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της διάταξης, στα πρόσωπα που δικαιούνται νομικής εκπροσώπησης από μέλος του ΝΣΚ προστίθενται και λοιποί υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του ΣΕΠΕ, οι οποίοι συνδράμουν κατά τη διενέργεια ελέγχων, καθώς και κατά τη συμφιλιωτική διαδικασία ή/και τη διαδικασία επίλυσης εργατικών διαφορών. Η ένταξη και των προσώπων αυτών κρίνεται προσήκουσα, καθώς και στις περιπτώσεις αυτές συντρέχουν οι ίδιες συνθήκες και περιστάσεις με αυτές των Επιθεωρητών του ΣΕΠΕ.
Όσον αφορά το διαδικαστικό πλαίσιο, ορίζεται ότι απαιτείται έγγραφο αίτημα του Ειδικού Γραμματέα του ΣΕΠΕ προς το ΝΣΚ. Για τους Επιθεωρητές και τους λοιπούς συνδράμοντες υπαλλήλους του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του ΣΕΠΕ απαιτείται θετική εισήγηση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης στην οποία υπάγεται η υπηρεσία που υπηρετούν. Για υποθέσεις που αφορούν τους Ειδικούς Επιθεωρητές, οι οποίοι υπάγονται απευθείας στον Ειδικό Γραμματέα (άρθρο 9 του ν. 3996/2011), το έγγραφο αίτημα συνοδεύεται από θετική εισήγηση του Ειδικού Γραμματέα. Τέλος, για υποθέσεις που αφορούν τον Ειδικό Γραμματέα του ΣΕΠΕ, το έγγραφο αίτημα υποβάλλεται από τον ίδιο, αλλά πρέπει να συνοδεύεται από σχετικό αναλυτικό ενημερωτικό σημείωμα και να έχει εγκριθεί προηγουμένως από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η ύπαρξη θετικής εισήγησης ή έγκρισης κρίνεται σκόπιμη και αναγκαία, ώστε να αποκλειστούν περιπτώσεις αντικρουόμενων συμφερόντων μεταξύ της εκπροσώπησης των προσώπων αυτών και της εξυπηρέτησης των δικαιωμάτων και συμφερόντων του ΣΕΠΕ, του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Δημοσίου εν γένει, τα οποία καλείται πρωτίστως να υπερασπιστεί το ΝΣΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 100Α του Συντάγματος.
Εναλλακτικά προς τη δυνατότητα ορισμού μέλους του ΝΣΚ, για την εκπροσώπηση των προσώπων αυτών προβλέπεται η δυνατότητα να αναθέσουν την εκπροσώπησή τους σε δικηγόρο της επιλογής τους. Στην περίπτωση αυτή, αποκλείεται η παράσταση εκπροσώπου από το ΝΣΚ, ενώ τυχόν καταβληθέντα από αυτούς έξοδα καλύπτονται εφόσον υπάρξει θετική προς τούτο εισήγηση. Εάν δεν υπάρξει, δικαιούνται να αιτηθούν και να λάβουν τα έξοδα στα οποία προέβησαν εφόσον επιλυθεί αμετάκλητα η υπόθεση υπέρ τους. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το σχετικό αίτημα εγκρίνεται από ειδική τριμελή επιτροπή, εφόσον προσκομιστούν τα νόμιμα παραστατικά, ενώ ως ανώτατο όριο κάλυψης της σχετικής δαπάνης ορίζεται το τριπλάσιο του ποσού αναφοράς κάθε διαδικαστικής πράξης ή υπηρεσίας, όπως προσδιορίζεται στους πίνακες του Κώδικα Δικηγόρων και στα Παραρτήματα αυτού, όπως εκάστοτε ισχύουν.
Τέλος, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ζημίας του Δημοσίου, προβλέπεται ότι, εάν η διαφορά επιλυθεί αμετάκλητα σε βάρος τους, τότε οφείλουν να επιστρέφουν στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης το σύνολο των δαπανών στις οποίες προέβη.
Άρθρο 26
Ποινικά αδικήματα σε βάρος του Ειδικού Γραμματέα, των Επιθεωρητών και λοιπών υπαλλήλων
Έργο του ΣΕΠΕ αποτελεί, μεταξύ άλλων, η επίβλεψη και ο έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, ιδίως σε σχέση με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας, τα χρονικά όρια εργασίας, την αμοιβή ή άΆλες παροχές, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, η έρευνα της ασφαλιστικής κάλυψης και παράνομης απασχόλησης των εργαζομένων, η συμφιλίωση και επίλυση των εργατικών διαφορών, καθώς και η παροχή πληροφοριών σε εργαζόμενους και εργοδότες σχετικά με τα πλέον αποτελεσματικά μέσα για την τήρηση των κείμενων διατάξεων. Του Σώματος αυτού, που υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, προΐσταται ο Ειδικός Γραμματέας του ΣΕΠΕ, ο οποίος έχει την ευθύνη και τον έλεγχο για την εύρυθμη, αποτελεσματική και συντονισμένη δράση όλων των υπηρεσιών του.
Κατά την επιτέλεση του έργου τους, και ιδιαίτερα κατά τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων, αλλά και κατά τη συμφιλιωτική διαδικασία ή/και τη διαδικασία επίλυσης εργατικών διαφορών, έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα (σωματικών και λεκτικών) επιθέσεων αλλά και προσχηματικών ποινικών ενεργειών σε βάρος Επιθεωρητών και λοιπών υπαλλήλων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του ΣΕΠΕ που τους συνδράμουν.
Οι πράξεις αυτές, ευ γένει, τυποποιούνται ως ποινικά αδικήματα στις διατάξεις των άρθρων 229, 308 έως 311, 333, 361 και 361Α του Ποινικού Κώδικα. Ωστόσο, λόγω της ιδιαίτερης ηθικοκοινωνικής απαξίας που ενέχει η διάπραξη των ευ λόγω αδικημάτων σε βάρος Επιθεωρητών και υπαλλήλων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του ΣΕΠΕ που τους συνδράμουν, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με το ύψιστου δημοσίου συμφέροντος καθήκον της επίβλεψης και του ελέγχου της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, κρίνεται σκόπιμο οι δράστες των πράξεων αυτών σε βάρος των συγκεκριμένων προσώπων να αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη αυστηρότητα από την Πολιτεία.
Άλλωστε, με το ίδιο δικαιοπολιτικό θεμέλιο, προβλέπονται ήδη στον Ποινικό Κώδικα αντίστοιχες διατάξεις για την προστασία των αστυνομικών, λιμενικών, πυροσβεστικών και υγειονομικών υπαλλήλων (άρθρο 315Α του Ποινικού Κώδικα), ενώ πρόσφατα θεσμοθετήθηκε ομοίου περιεχομένου αντιμετώπιση των αδικημάτων αυτών σε βάρος υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών και της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (άρθρο 66 του ν. 4557/2018, Α' 139).
Ενόψει των ανωτέρω, με την προτεινόμενη ρύθμιση ορίζεται πλέον ως ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση η τέλεση των εγκλημάτων των άρθρων 229, 308 έως 311, 333, 361 και 361Α του Ποινικού Κώδικα σε βάρος του Ειδικού Γραμματέα, των Επιθεωρητών και των λοιπών υπαλλήλων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του ΣΕΠΕ που τους συνδράμουν που τους συνδράμουν, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους ή για λόγους σχετικούς με την εκτέλεσή της.
Άρθρο 27
Δωρεάν μετακίνηση ανέργων
Η διευκόλυνση της ένταξης των ανέργων της χώρας στην αγορά εργασίας αποτελεί έναν από τους πρωταρχικούς στόχους της δράσης του ΟΑΕΔ. Η προσπάθεια επίτευξης του σκοπού αυτού πραγματοποιείται, μεταξύ άλλων, με τη λήψη μέτρων προς εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για τους ανέργους, καθώς και με την εφαρμογή πολιτικών για τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου.
Στο ανωτέρω πλαίσιο, προβλέφθηκε ήδη με την υπ' αριθμ. οικ. Α-40580/3128/29.6.2015 κοινή υπουργική απόφαση «Δωρεάν μετακίνηση και διαγραφή διοικητικών προστίμων ανέργων με τα μέσα μαζικής μεταφοράς» (Β' 1293), η οποία κυρώθηκε και απέκτησε ισχύ νόμου με το άρθρο 77 του ν. 4331/2015 (Α' 69), η δωρεάν μετακίνηση των ανέργων εγγεγραμμένων στα μητρώα του ΟΑΕΔ στα δημόσια μέσα μαζικής μεταφοράς.
Με την προτεινόμενη διάταξη, παρέχεται στον ΟΑΕΔ η δυνατότητα να μεριμνά και ο ίδιος για την εξασφάλιση της δωρεάν μετακίνησης των ανέργων εγγεγραμμένων στα μητρώα του. Προς τον σκοπό αυτό χορηγείται αφενός η δυνατότητα κάλυψης του κόστους της δωρεάν μετακίνησης των ανέργων, σε περίπτωση έκδοσης κοινών υπουργικών αποφάσεων που επέχουν θέση συμβάσεων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 86 του ν. 4530/2018 (Α' 59), και αφετέρου η δυνατότητα υλοποίησης ειδικών προγραμμάτων για την εξασφάλιση της δωρεάν μετακίνησης των ανέργων με τα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Άρθρο 28
Συμμετοχή ΣΒΒΕ στο ΔΣ του ΟΑΕΔ και στην Επιτροπή του ΕΛΕΚΠ
Με το άρθρο 41 του ν. 4554/2018 (Α' 130) ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ) αναγνωρίστηκε ως ισότιμος κοινωνικός εταίρος και προβλέφθηκε η συμμετοχή του στα διοικητικά συμβούλια, στα συλλογικά όργανα και στις εκπροσωπήσεις της χώρας, όπου προβλέπεται συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων.
Με την προτεινόμενη διάταξη, αποκτούν εφαρμογή τα οριζόμενα στο ως άνω άρθρο όσον αφορά δύο συλλογικά όργανα του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΑΕΔ και την Επιτροπή του άρθρου 34 του ν. 4144/2013 (Α' 88) για τη λειτουργία του Ενιαίου Λογαριασμού για την Εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών (ΕΛΕΚΠ). Ειδικότερα:
Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 2956/2001 (Α' 258), στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΑΕΔ συμμετέχουν τέσσερις (4) εκπρόσωποι των εργαζομένων, υποδεικνυόμενοι από την ΓΣΕΕ, και πέντε (5) εκπρόσωποι των εργοδοτών, εκ των οποίων δύο (2) υποδεικνύονται από τον ΣΕΒ, ένας (1) από τη ΓΣΕΒΕΕ, ένας (1) από την ΕΣΕΕ και ένας (1) από τον ΣΕΤΕ. Επιπλέον, ένας εκ των εκπροσώπων των εργαζομένων και ένας εκ των εκπροσώπων των εργοδοτών υποδεικνύονται ως Αντιπρόεδροι του Διοικητικού Συμβουλίου.
Με την παρ. 1 του άρθρου προβλέπεται ότι η μία (1) εκ των δύο (2) θέσεων συμμετοχής εκπροσώπων του ΣΕΒ, θα καλύπτεται εφεξής από έναν εκπρόσωπο του ΣΒΒΕ, έτσι ώστε οι πέντε (5) θέσεις εκπροσώπων των εργοδοτών να κατανέμονται πλέον ισάριθμα και ισότιμα μεταξύ των εργοδοτικών κοινωνικών εταίρων.
Συγχρόνως, με σκοπό την ενίσχυση της αντιπροσωπευτίκότητας στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΑΕΔ, καθιερώνεται ένα διαδοχικό σύστημα ανάληψης καθηκόντων Αντιπροέδρου καθ' υπόδειξη των εργοδοτών, με την κατά σειρά ορισμού ως Αντιπροέδρου του εκπροσώπου της κάθε μίας εργοδοτικής οργάνωσης για διάρκεια ενός (1) έτους. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα ρύθμιση, ο οριζόμενος από την πλευρά των εργοδοτικών κοινωνικών εταίρων Αντιπρόεδρος υποδεικνύεται από κοινού, ενώ σε περίπτωση ασυμφωνίας, ο Αντιπρόεδρος προτείνεται από τον ΣΕΒ.
Περαιτέρω, με την παρ. 2 της προτεινόμενης ρύθμισης αυξάνεται ο αριθμός των εκπροσώπων των εργοδοτών στην Επιτροπή για τη λειτουργία του ΕΛΕΚΠ, που προβλέπεται στην παρ. 8 του άρθρου 34 του ν. 4144/2013, από τέσσερις (4) σε πέντε (5), με την προσθήκη και εκπροσώπου του ΣΒΒΕ, με αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των εκπροσώπων των εργαζομένων.
Άρθρο 29
Ειδικά προγράμματα απασχόλησης ανέργων
Με την προτεινόμενη τροποποίηση επικαιροποιείται η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 64 του ν. 4430/2016 (Α' 205), προκειμένου να προβλεφθεί ότι την κοινή απόφαση της προαναφερόμενης διάταξης υπογράφει αφενός ο Υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης, δεδομένου ότι τα ειδικά προγράμματα αφορούν απασχόληση στο δημόσιο τομέα, και όχι ο Υπουργός Εσωτερικών, και αφετέρου ο κατά περίπτωση συναρμόδιος Υπουργός, εάν υπάρχει, λαμβάνοντας υπόψη τους φορείς στους οποίους θα απασχοληθούν οι ωφελούμενοι (ενδεικτικά: ΟΤΑ, σχολεία, νοσοκομεία).
Επίσης, επανακαθορίζεται ο καταμερισμός των ζητημάτων που εξειδικεύονται αφενός στην κοινή υπουργική απόφαση της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου και αφετέρου στη δημόσια πρόσκληση που εκδίδει ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) για κάθε πρόγραμμα, βάσει της παρ. 3 του άρθρου 64 του ν. 4430/2016.
Τέλος, με την παρ. 3 της προτεινόμενης ρύθμισης προβλέπεται ότι οι επερχόμενες αλλαγές έχουν εφαρμογή για προγράμματα που θα προκηρυχθούν μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Επισημαίνεται ότι τα προγράμματα προκηρύσσονται με τη δημοσίευση κοινής υπουργικής απόφασης και στη συνέχεια, βάσει αυτής της απόφασης, εκδίδεται η δημόσια πρόσκληση, στην οποία εξειδικεύονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
Λοιπές διατάξεις
Άρθρο 30
Αποζημίωση δικαστικών αντιπροσώπων στις εκλογές συνδικαλιστικών οργανώσεων
Με την παρ. 1 του άρθρου 52 του ν. 4446/2016 (Α' 240) αντικαταστάθηκαν οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 11 του ν. 1264/1982 (Α' 79) και ορίστηκε ότι ως δικαστικοί αντιπρόσωποι στις εκλογές των συνδικαλιστικών οργανώσεων ορίζονται πλέον δικηγόροι, κατόπιν αίτησης της οργάνωσης στον Δικηγορικό Σύλλογο της έδρας της. Σύμφωνα δε με την παρ. 3 του άρθρου 29 του ν. 1264/1982, η αμοιβή των δικαστικών αντιπροσώπων ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Πέραν των ανωτέρω, δικηγόροι ορίζονται ως αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής και στις βουλευτικές εκλογές, σύμφωνα με την περ. θ' της παρ. 3 του άρθρου 68 του π.δ. 26/2012 (Α' 57). Ειδικά για τις εκλογές αυτές, ορίζεται ρητά στην παρ. 3 του άρθρου 108 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, ότι η αποζημίωση που λαμβάνουν δεν υπόκειται σε οποιοδήποτε φόρο, εισφορά ή κράτηση υπέρ τρίτων, είναι ακατάσχετη, δεν υπόκειται σε κανενός είδους παρακράτηση και δεν συμψηφίζεται με οφειλές των δικαιούχων προς το Ελληνικό Δημόσιο ή τα ασφαλιστικά ταμεία από οποιαδήποτε αιτία.
Δεδομένης της νομοθετικής αλλαγής που επήλθε με την παρ. 1 του άρθρου 52 του ν. 4446/2016, της πρόνοιας που πρέπει να λαμβάνει η Πολιτεία για την απρόσκοπτη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, μέρος της οποίας αποτελεί και η προώθηση της μικρότερης δυνατής επιβάρυνσής τους για τη διενέργεια των εκλογικών τους διαδικασιών, αλλά και για λόγους ισότητας προς τα ήδη ισχύοντα για τις αποζημιώσεις των αυτών προσώπων όταν ορίζονται ως αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής στις βουλευτικές εκλογές, κρίνεται σκόπιμη η εναρμόνιση των ισχυόντων κανόνων για αμφότερες τις περιπτώσεις.
Προς τον σκοπό αυτό, με την προκειμένη διάταξη ορίζεται αφενός ότι το ποσό που λαμβάνουν οι δικαστικοί αντιπρόσωποι που διορίζονται στις εκλογές των συνδικαλιστικών οργανώσεων συνιστά αποζημίωση και αφετέρου ότι οι προβλέψεις της παρ. 3 του άρθρου 108 του π.δ. 26/2012 ισχύουν και για τις αμοιβές των δικηγόρων ως δικαστικών αντιπροσώπων στις εκλογές των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Άρθρο 31
Συντήρηση του ΟΠΣ-ΣΕΠΕ
Το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΟΠΣ-ΣΕΠΕ) παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών προς εργαζόμενους και εργοδότες, ενώ συγχρόνως αποτελεί το μέσο για την υλοποίηση υποχρεώσεων των εργοδοτών βάσει της προϊούσας ενίσχυσης της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Μεταξύ άλλων, στο ΟΠΣ-ΣΕΠΕ δημιουργούνται και τηρούνται υποχρεωτικά ηλεκτρονικοί λογαριασμοί των εργοδοτών, υποβάλλονται οι καταστάσεις συμβάσεων εργασίας που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβηση των Ιδιωτικών Γραφείων Ευρέσεως Εργασίας, τηρείται η βάση καταχώρισης δεδομένων των προσώπων που πληρούν τις προϋποθέσεις για την ανάληψη καθηκόντων Τεχνικού Ασφαλείας, ενώ μέσω του ΟΠΣ-ΣΕΠΕ κοινοποιούνται κάθε είδους διοικητικές πράξεις και έγγραφα που εκδίδονται από όλα τα όργανα και τις Υπηρεσίες του ΣΕΠΕ.
Ενόψει των πολλαπλών λειτουργιών και υπηρεσιών του ΟΠΣ-ΣΕΠΕ, αποφασιστικό παράγοντα για την απρόσκοπτη και αποτελεσματική παροχή τους αποτελεί η κατάλληλη συντήρησή του, μέσω σχετικών συμβάσεων που συνάπτονται κατά τις κείμενες διατάξεις. Εντούτοις, η ισχύουσα σύμβαση για την συντήρηση του ΟΠΣ-ΣΕΠΕ λήγει στις 31.12.2018, ενώ, παρά το προχωρημένο στάδιο της διοικητικής προεργασίας για την προκήρυξη του νέου διαγωνισμού, βάσει των διατάξεων του ν. 4412/2016 (Α' 147), δεν είναι δυνατή η ολοκλήρωση της διαδικασίας και η σύναψη νέας σύμβασης έως τη λήξη της υφιστάμενης.
Ειδικότερα, δεδομένου του αντικειμένου της σύμβασης, για την σύναψη νέας σύμβασης απαιτείται η προκήρυξη δημόσιου διεθνούς ανοικτού διαγωνισμού, με την τήρηση νομοθετικά καθορισμένων χρονοδιαγραμμάτων, προθεσμιών και διαδικασιών. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105
του ν. 4412/2016, τα έννομα αποτελέσματα της απόφασης κατακύρωσης επέρχονται εφόσον, σωρευτικά, παρέλθει άπρακτη η προθεσμία άσκησης των προβλεπόμενων ένδικων βοηθημάτων και μέσων, ολοκληρωθεί ο προσυμβατικόες έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο, σύμφωνα με τα άρθρα 35 και 36 του ν. 4129/2013 (Α' 52), όπου απαιτείται, και κοινοποιηθεί η απόφαση κατακύρωσης στον προσωρινό ανάδοχο. Μόνο μετά την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της απόφασης κατακύρωσης, κατά τα ανωτέρω, είναι δυνατή η πρόσκληση του αναδόχου για τη σύναψη σύμβασης, από την υπογραφή της οποίας θα είναι πλέον δυνατή η παροχή των υπηρεσιών συντήρησης.
Δεδομένων των ανωτέρω, με την προτεινόμενη ρύθμιση παρατείνεται αυτοδικαίως η υφιστάμενη σύμβαση συντήρησης του ΟΠΣ-ΣΕΠΕ μέχρι 31.12.2019. Έως τότε θα έχει μετά βεβαιότητας συναφθεί η νέα σύμβαση. Συγχρόνως, προβλέπεται ότι η προκήρυξη του σχετικού διαγωνισμού για την ανάθεση θα λάβει χώρα μέχρι 31.12.2018, ενώ με την ολοκλήρωση των διαδικασιών ανάθεσης και την υπογραφή της σχετικής σύμβασης η παρατεινόμενη σύμβαση θα λυθεί αυτοδικαίως. Με τον τρόπο αυτό, παρέχεται το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση των διαγωνιστικών διαδικασιών και την υπογραφή της νέας σύμβασης, βάσει των διατάξεων του ν. 4412/2016, έτσι ώστε να μην υπάρξει χρονικό κενό στη συντήρηση του ΟΠΣ-ΣΕΠΕ, εξασφαλιζόμενης, συνακόλουθα, της ομαλής συνέχισης της λειτουργίας του.
Άρθρο 32
Εκκαθάριση Δαπανών ΕΦΚΑ
Με την έναρξη λειτουργίας του ΕΦΚΑ από 1.1.2017 και την ένταξη σε αυτόν των φορέων που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 53 του ν. 4387/2016 (Α' 85), κατά το πρώτο διάστημα λειτουργίας του ΕΦΚΑ, δεν κατέστη δυνατό να καταγραφούν και να εξοφληθούν όλες οι πραγματοποιηθείσες δαπάνες. Με την προτεινόμενη διάταξη επέρχεται η διευθέτηση των εν λόγω δαπανών, η οποία είναι αναγκαία, δεδομένου ότι οι δαπάνες αυτές αφορούν την καθαριότητα, τα ταχυδρομικά τέλη, τα τηλεφωνικά τέλη, τον φωτισμό και την κίνηση, την επισκευή και τη συντήρηση ηλεκτρονικών υπολογιστών, τη συντήρηση και τη τεχνική υποστήριξη συστημάτων πληροφορικής, τις λοιπές αμοιβές νομικών προσώπων και ελεύθερων επαγγελματιών που εκτελούν ειδικές υπηρεσίες, την επισκευή και συντήρηση μόνιμου και λοιπού εξοπλισμού, διαφημίσεις, δημοσιεύσεις και συνδρομές σε εφημερίδες και περιοδικά, μισθώματα, κοινόχρηστα, τη μηχανογραφική επεξεργασία στοιχείων, μεταφορές, προμήθειες μηχανημάτων και δικαστικά έξοδα και οι οποίες μέχρι σήμερα δεν κατέστη δυνατόν να εξοφληθούν. Το ποσό για την κάλυψη των παραπάνω δαπανών υπολογίζεται σε 945.622 ευρώ.
Με την έναρξη λειτουργίας του ΕΦΚΑ από 1.1.2017 και την ένταξη σε αυτόν των φορέων που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 53 του ν. 4387/2016 (Α' 85), κατά το πρώτο διάστημα λειτουργίας του ΕΦΚΑ, δεν κατέστη δυνατό να καταγραφούν και να εξοφληθούν όλες οι πραγματοποιηθείσες από τους ενταγμένους φορείς και τον ΕΦΚΑ δαπάνες. Με την προτεινόμενη διάταξη επέρχεται η διευθέτηση των εν λόγω δαπανών, η οποία είναι αναγκαία δεδομένου ότι οι δαπάνες αυτές αφορούν μισθώματα, κοινόχρηστα και καθαρισμό κτιρίων εντασσόμενων φορέων, ταχυδρομικά τέλη, τηλεφωνικά τέλη και λοιπές δαπάνες ΕΦΚΑ, συντήρηση και τροποποίηση συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών και οι οποίες μέχρι σήμερα δεν κατέστη δυνατόν να εξοφληθούν, και βαρύνουν τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του ΕΦΚΑ.
Άρθρο 33
Ελεγκτές ΠΕΚΑ
Με τις προκείμενες διατάξεις επιχειρείται η αποκατάσταση της θεσμικής εξομοίωσης των δύο βασικών ελεγκτικών σωμάτων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, δηλαδή του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και των Περιφερειακών Ελεγκτικών Κέντρων Ασφάλισης (ΠΕΚΑ), που συστάθηκαν με τον ν. 4387/2016, και παράγουν της ίδιας βαρύτητας και βαθμού δυσκολίας ελεγκτικό έργο. Το άνω έργο μετά και τον νόμο σύστασης του ΕΦΚΑ και τον ν. 4554/2018 (Α' 130) παρουσιάζεται ενισχυμένο, εντατικοποιείται σε επίπεδο ποσότητας και ποιότητας ελέγχων και βελτιστοποιείται οργανωτικά σε όλα τα επίπεδα και ακολουθούμενα στάδια εκ μέρους των ελεγκτικών μηχανισμών.
Τα άνω σώματα, άλλωστε, ενεργούν πλέον υπό το αυτό νομοθετικό πλαίσιο, από κοινού και εν πλήρη συνεργασία, με κοινή ηλεκτρονική πλατφόρμα (ΕΡΓΑΝΗ) και σκοπό την επίτευξη του καλύτερου δυνατού και συντονισμένου αποτελέσματος για την καταπολέμηση παραβάσεων της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας ειδικότερα δε σε σχέση με την αδήλωτη εργασία. Καθίσταται, κατ' ακολουθία, αδήριτη η ανάγκη ευθυγράμμισης των προβλεπόμενων μεθόδων και διαδικασιών των δύο σωμάτων, που εμφορούνται από κοινούς στόχους, αρχές και σκοπούς, ανεξάρτητα από ποιο από αυτά καλείται κάθε φορά να τους επιτελέσει.
Στα πλαίσια, κατά συνέπεια, του συντονισμού των ενεργειών των άνω σωμάτων, ως αυτές προβλέπονται και από τη νεότερη νομοθεσία, καθώς και των κοινών αρχών και στόχων, κρίνεται σκόπιμο να μην υφίστανται διαφοροποιήσεις σε σχέση με τη θεσμική προστασία του ελεγκτικού έργου και την εν γένει αντιμετώπιση των υπαλλήλων των άνω σωμάτων προς επιτέλεση του εξεχόντως απαιτητικού έργου τους. Ως εκ τούτου, θα πρέπει μέσω των σχετικών προβλέψεων να διευκολύνονται σε αυτό άπαντες ανεξαιρέτως οι ελεγκτές του Υπουργείου, ανεξάρτητα αν ανήκουν στο ΣΕΠΕ ή στα ΠΕΚΑ.
Προς τούτο, και για λόγους ισότητας στην πρόσβαση και στην ουσιαστική λειτουργία των δομών και υπηρεσιών του ΣΕΠΕ και των ΠΕΚΑ κατά την παραγωγή του ελεγκτικού έργου εκ μέρους των υπαλλήλων τους, ανεμπόδιστης και από κοινού αξιοποίησης της υπάρχουσας υλικοτεχνικής υποδομής και του προβλεπόμενου προστατευτικού νομικού πλαισίου, συντονισμού και αποτελεσματικότητας των μικτών κλιμακίων ΣΕΠΕ και ΠΕΚΑ, μετά και την κατάργηση της ΕΥΠΕΑ, προβλέπεται ότι οι εφαρμοζόμενες στους Επιθεωρητές Εργασίας του ΣΕΠΕ διατάξεις εφαρμόζονται αναλογικά και στους υπαλλήλους των ΠΕΚΑ, η περαιτέρω λειτουργία των οποίων, οι επιμέρους αρμοδιότητες, ευθύνες και καθήκοντα των διοικητικών μονάδων των οποίων, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των υπαλλήλων που υπηρετούν σε αυτά, θα προσδιορίζονται ειδικότερα από τον Κανονισμό Λειτουργίας τους.
Ενδεικτικό του προπεριγραφέντος πνεύματος της ενοποίησης των ελεγκτικών μηχανισμών του Υπουργείου, είναι πως στις ανωτέρω διατάξεις προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η κάλυψη δαπανών στις οποίες υποβάλλονται οι υπάλληλοι των άνω υπηρεσιών ή οι οικογένειές τους, προς υπεράσπισή τους ενώπιον των Δικαστηρίων, για ενέργειές τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όταν παρίστανται ενώπιον των Δικαστηρίων, ως πολιτικώς ενάγοντες, από έγκλημα που διαπράχθηκε σε βάρος τους, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή εξαιτίας αυτών από τον Τακτικό Προϋπολογισμό του ΕΦΚΑ, η συνδρομή των διοικητικών αρχών, των αρχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, των δικαστικών υπηρεσιών, των δημοσίων υπηρεσιών καθώς και των υπηρεσιών της τοπικής αυτοδιοίκησης για τη διευκόλυνση της άσκησης αμφότερων των αρμοδιοτήτων τους, η κατοχύρωση του ακαταδίωκτου των άνω υπαλλήλων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, η προστασία της κινητής περιουσίας των
ελεγκτών από ζημιές ή καταστροφές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η παροχή αποζημίωσης, εν τοιαύτη περιπτώσει, στους δικαιούχους από το Ελληνικό Δημόσιο.
Άρθρο 34
Σύσταση οργανικών θέσεων εποπτευόμενων φορέων
Δεδομένης της αναστολής προσλήψεων προσωπικού κατά τα έτη της κρίσης και εν συνεχεία, λόγω των περιορισμών και των ανώτατων ορίων που τέθηκαν στις προσλήψεις, τα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας του άρθρου 9 του ν. 4109/2013 (Α' 16),το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), το Κέντρο Εκπαίδευσης και Αποκατάστασης Τυφλών (ΚΕΑΤ), το Εθνικό Ίδρυμα Κωφών (ΕΙΚ), το Θεραπευτήριο Χρονιών Παθήσεων Ευρυτανίας, καθώς και τα παραρτήματά τους, απώλεσαν μεγάλο τμήμα του μόνιμου και έμπειρου προσωπικού τους. Επιπλέον, λόγω της έλλειψης κενών θέσεων προσωπικού και προκειμένου να καλυφθούν όλως επείγουσες ανάγκες, οι οποίες συνίστανται στην παροχή υψηλής προστιθέμενης αξίας προνοιακών υπηρεσιών σε κοινωνικά ευαίσθητες ομάδες, οι ως άνω φορείς προχώρησαν κατά διαστήματα στην πρόσληψη προσωπικού με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Με σκοπό την αποτελεσματικότερη και καταλληλότερη διαχείριση των ανθρώπινων πόρων για την κάλυψη των ανωτέρω, εξόχως σημαντικών για το κοινωνικό σύνολο, αναγκών και λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη ταχείας ενίσχυσης των προαναφερομένων φορέων με μόνιμο προσωπικό, με τις προτεινόμενες διατάξεις προβλέπεται η σύσταση οργανικών θέσεων μονίμου προσωπικού στους ως άνω φορείς.
Άρθρο 35
Κάλυψη θέσεων εποπτευόμενων φορέων
Με την παρ. 1 της προτεινόμενης ρύθμισης προβλέπεται ότι η κάλυψη των θέσεων, που συστήνονται με το άρθρου 34, θα διενεργηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994 (Α’ 28), ενώ οι αντίστοιχες προκηρύξεις θέσεων θα εκδοθούν το αργότερο μέχρι 28.2.2019. Με γνώμονα την εξυπηρέτηση εξαιρετικών λόγων δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνίστανται στην παροχή υπηρεσιών κοινωνικής υποστήριξης σε ευπαθείς ομάδες, όπως είναι τα άτομα με αναπηρία, τα παιδιά, οι υπερήλικες, οι χρονίως πάσχοντες και οι άστεγοι, και με σκοπό τη συνέχιση της εύρυθμης λειτουργίας των φορέων του άρθρου 34, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι συντρέχουν εξαιρετικές ανάγκες που επιβάλλουν την κατεπείγουσα και αδιάλειπτη, έως την πλήρωση των θέσεων με μόνιμο προσωπικό, λειτουργία των φορέων, με την παρ. 2 της ρύθμισης προβλέπεται η δυνατότητα απασχόλησης του υπηρετούντος κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος σε αυτά έκτακτου προσωπικού, κατόπιν αιτιολογημένης απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου τους. Η δυνατότητα παράτασης προβλέπεται για χρονικό διάστημα μέχρι την κατάρτιση των προσωρινών πινάκων για το διοριστέο τακτικό προσωπικό και σε κάθε περίπτωση όχι πέραν της 31.12.2019. Με την προτεινόμενη διάταξη της παρ. 3 προβλέπεται ότι η απασχόληση του προσωπικού αυτού δεν εμπίπτει στους περιορισμούς των άρθρων 5 και 6 του π.δ. 164/2004 (Α' 134) και δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της σχέσης, με βάση την οποία προσλήφθηκαν.
Άρθρο 36
Διοικητικά Συμβούλια Κέντρων Κοινωνικής Πρόνοιας
Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 4109/2013 (Α' 16), τα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας (ΚΚΠ) διοικούνται από επταμελή Διοικητικά Συμβούλια. Κατά την ίδια διάταξη, ο ορισμός των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων γίνεται, μεταξύ άλλων, και με κριτήριο την εκπροσώπηση σε αυτό τουλάχιστον ενός μέλους προερχόμενου από κάθε αντίστοιχο νομό, στον οποίο υπήρχε δομή συγχωνευόμενου ΝΠΔΔ, την εκπροσώπηση του τομέα παιδικής προστασίας από επιστήμονες με σχετική ειδίκευση στο αντικείμενο αυτό, την εκπροσώπηση των εργαζομένων του ΚΚΠ, καθώς και την εκπροσώπηση της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία.
Με τις ρυθμίσεις της προτεινόμενης διάταξης, προβλέπεται ότι τα Διοικητικά Συμβούλια αποτελούνται από επτά έως έντεκα μέλη, ενώ ο ακριβής αριθμός των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου εκάστου ΚΚΠ θα καθοριστεί με τον Οργανισμό Λειτουργίας του, που εγκρίνεται, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 4109/2013, με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, κατόπιν εισήγησης του Διοικητικού Συμβουλίου εκάστου ΚΚΠ. Με τον τρόπο αυτό σταθμίζονται τα επιμέρους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ΚΚΠ, όπως ο αριθμός των παραρτημάτων, των ωφελούμενων και των εργαζομένων του, καθώς και η χωρικής έκταση και ο πληθυσμός της περιφέρειας αρμοδιότητάς του, διασφαλιζόμενης έτσι της ευρύτερης δυνατής αντιπροσωπευτικότητά εκάστου ΚΚΠ, καθώς και της πλέον αποτελεσματικής λειτουργίας του. Τέλος, μέχρι την έκδοση των οικείων Οργανισμών Λειτουργία, προβλέπεται ότι τα Διοικητικά Συμβούλια των ΚΚΠ λειτουργούν με επταμελή σύνθεση.
Άρθρο 37
Προσωπικό περιφερειακών γραφείων ΕΙΕΑΔ
Το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ) είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και εποπτεύεται από το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Το ΕΙΕΑΔ προέκυψε από τη συνένωση των ανώνυμων εταιρειών «Επαγγελματική Κατάρτιση Α.Ε. (ΕΚΑΕ)» και «Παρατηρητήριο Απασχόλησης Ερευνητική - Πληροφορική (ΠΑΕΠ) Α.Ε.», και κατέστη καθολικός διάδοχος όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των δύο αυτών καταργηθεισών εταιρειών. Αποστολή του ΕΙΕΑΔ, ως κύριου επιστημονικού και ερευνητικού βραχίονα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, είναι η υποστήριξη των δράσεων και πολιτικών απασχόλησης.
Πλέον, το ΕΙΕΑΔ καλείται να υλοποιήσει καίριας σημασίας έργα, όπως τον Μηχανισμό Διάγνωσης των Αναγκών της Αγοράς Εργασίας, και να αποκτήσει έναν ρόλο περισσότερο συντονιστικό (και λιγότερο διαχειριστικό) σε ό,τι αφορά την υλοποίηση έργων σχετικών με τους σκοπούς του, όπως αυτοί αποτυπώνονται στην παρ. 3 του άρθρου 88 του ν. 3996/2011 (Α' 170). Ιδιαίτερα δε στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης και της δια βίου μάθησης, το ΕΙΕΑΔ συμβάλλει περισσότερο ερευνητικά, καθώς πλέον οι δράσεις, οι οποίες εμπεριέχουν και προγράμματα κατάρτισης, υλοποιούνται κατά κύριο λόγο από τον ΟΑΕΔ.
Για το λόγο αυτό, στο πλαίσιο της θεσμικής αναδιοργάνωσης του φορέα και επανεστίασης της δράσης του, καταργούνται από 1.1.2019 τα περιφερειακά γραφεία/ενότητες του ΕΙΕΑΔ και ρυθμίζονται μία σειρά ζητημάτων σχετικά με την ομαλή μεταφορά του προσωπικού σε υπηρεσίες κατά κύριο λόγο του ΟΑΕΔ και του ΣΕΠΕ ή σε άλλους εποπτευόμενους από το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης φορείς. Το προσωπικό, προερχόμενο από τον συγκεκριμένο φορέα και με βάση τα τυπικά του προσόντα, μεταφέρεται κατόπιν πλήρους ενημέρωσής του επί της αναδιοργάνωσης αυτής και έχοντας εξασφαλιστεί μέσω διαβουλεύσεων η διαθεσιμότητά του για επικείμενες μετακινήσεις, και αναμένεται να ενισχύσει σημαντικά υπηρεσίες, όπως ιδίως οι προαναφερθείσες του ΟΑΕΔ και του ΣΕΠΕ.
Ειδικότερα, προβλέπονται οι υπηρεσίες υποδοχής η διαδικασία υποβολής των αιτήσεων και έκδοσης της σχετικής απόφασης, καθώς και οι όροι μεταφοράς του προσωπικού. Για λόγους χρηστής διοίκησης ρητώς προβλέπεται ότι, εάν μεσολαβήσει χρονικό διάστημα από την κατάργηση των γραφείων/ενοτήτων έως την ανάληψη υπηρεσίας του μεταφερόμενου προσωπικού, αυτό θα θεωρηθεί, για κάθε συνέπεια, ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας και οι αντίστοιχες αποδοχές θα καταβληθούν από το ΕΙΕΑΔ.
Άρθρο 38
Έναρξη ισχύος
Με την παρούσα διάταξη καθορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος νόμου.
Αθήνα, 1^/11/2018
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΜΑΡΙΑ-ΕΛΙΖΑ ΞΕΝΟΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
01 ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΕΣ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
με τίτλο «Μείωση ασφαλιστικών εισφορών και άλλες διατάξεις»
ΜΕΡΟΣ Α'
Ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές διατάξεις
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Μείωση ασφαλιστικών εισφορών ελεύθερων επαγγελματιών,
αυτοαπασχολούμενων και αγροτών
Άρθρο 1
Αντικατάσταση του άρθρου 39 του ν. 4387/2016
1. Το άρθρο 39 του ν. 4387/2016 (Α' 85) αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
«1. Από 1.1.2017, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης, που καταβάλλουν τα πρόσωπα, παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι, κατά τη διάκριση του ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ και του ΕΤΑΑ, ανέρχεται σε ποσοστό 20%.
Από 1.1.2019, το ποσοστό του προηγούμενου εδαφίου διαμορφώνεται σε 13,33%, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 3.
2. α. Τα ως άνω ποσοστά υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση δραστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος.
Από 1.1.2018 και εντεύθεν, τα ως άνω ποσοστά υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση της δραστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος όπως εκάστοτε ισχύει, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές. Ειδικά, για το έτος 2018, η ασφαλιστική εισφορά υπολογίζεται επί του 85% του ως άνω φορολογητέου αποτελέσματος.
Ως ετήσιο εισόδημα των προσώπων που είναι μέλη προσωπικών εταιριών νοείται, για τη δραστηριότητά τους αυτή και για την εφαρμογή του παρόντος, το γινόμενο του πολλαπλασιασμού των συνολικών κερδών της εταιρίας επί του ποσοστού συμμετοχής εκάστοτε μέλους σε αυτή. Σε περίπτωση ζημιών ή μηδενικών κερδών τα μέλη των προσωπικών εταιριών καταβάλλουν εισφορές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εξειδικεύονται τα ειδικότερα θέματα των κανόνων προσδιορισμού της βάσης υπολογισμού εισφορών ανά επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς και ο τρόπος είσπραξης.
β. Οι ασφαλισμένοι με αίτησή τους, που υποβάλλεται στον ΕΦΚΑ οποτεδήποτε, μπορούν να επιλέξουν τα ως άνω ποσοστά να υπολογίζονται επί ανώτερης βάσης υπολογισμού από εκείνη που προκύπτει βάσει του μηνιαίου εισοδήματος τους, όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου.
Το ύψος της βάσης υπολογισμού, ο κλάδος υπέρ του οποίου θα εισφέρει και το χρονικό διάστημα εφαρμογής της επιλέγονται από τους ασφαλισμένους με την ως άνω αίτησή τους, με την επιφύλαξη για το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος.
Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η ρύθμιση του άρθρου 98.
Η νέα βάση υπολογισμού αρχίζει να εφαρμόζεται από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα υποβολής της αίτησης και παύει να ισχύει είτε από τον επόμενο μήνα από την ανάκληση της αίτησης ή την υποβολή νέας αίτησης εκ μέρους του ασφαλισμένου είτε αυτοδικαίως και πριν από την παρέλευση του επιλεγέντος σύμφωνα με τα ανωτέρω χρονικού διαστήματος εφόσον προκόψει ανώτερη βάση υπολογισμού βάσει του μηνιαίου εισοδήματος σε σχέση με την επιλεγείσα. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.
3. Από 1.1.2017 η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το εκάστοτε προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς καθορίζεται με βάση το ποσό που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
Από 1.1.2019 η ελάχιστη μηνιαία εισφορά για τον κλάδο κύριας σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 20% επί του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
Στις περιπτώσεις ελεύθερου επαγγελματία ή αυτοαπασχολούμενου που απασχολείται παράλληλα ως μισθωτός σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, η κατά το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου μηνιαία ελάχιστη βάση υπολογισμού διαμορφώνεται αφού αφαιρεθούν οι αποδοχές της μερικής απασχόλησης.
Ως προς το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 38.
4. Διατάξεις νόμου που προβλέπουν την καταβολή μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών για τους ασφαλισμένους που προέρχονται από το ΕΤΑΑ, κατά την πρώτη πενταετία υπαγωγής στην ασφάλιση, καταργούνται από 1.1.2017.
5. Οι παρ. 1 έως 4 εφαρμόζονται: α) για τους υγειονομικούς που αμείβονται κατά πράξη και περίπτωση, και β) για τους δικηγόρους που βρίσκονται σε αναστολή άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, Οι δικηγόροι αυτοί καταβάλλουν την εισφορά του πρώτου εδαφίου της παρ. 3.
6. Από 1.1.2017 οι ασφαλισμένοι για τους οποίους, βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων που ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, προέκυπτε υποχρέωση υπαγωγής στον Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών Πρακτόρων και Υπαλλήλων του ΟΑΕΕ και ασκούν ελεύθερο επάγγελμα, καταβάλλουν, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, τις ασφαλιστικές εισφορές των παρ. 1, 2 και 3.
7. Υποχρέωση εισφοράς, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, έχουν και τα εξής πρόσωπα:
α. Τα μέλη ή μέτοχοι Οργανισμών, Κοινοπραξιών ή κάθε μορφής Εταιρειών, πλην των Ανωνύμων και των Ιδιωτικών Κεφαλαιουχικών, των οποίων ο σκοπός συνιστά δραστηριότητα, για την οποία τα ασκούντα αυτή πρόσωπα υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ (επαγγελματική, βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα).
β. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου των Ανωνύμων Εταιρειών με επαγγελματική, βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα σε όλη την Επικράτεια, εφόσον είναι μέτοχοι κατά ποσοστό τουλάχιστον 3%.
γ. Οι μέτοχοι των Ανωνύμων Εταιρειών, των οποίων ο σκοπός είναι η μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων επί κομίστρω με αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης., εφόσον είναι κάτοχοι ονομαστικών μετοχών.
δ. Οι διαχειριστές Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας που ορίστηκαν με το καταστατικό ή με απόφαση των εταίρων.
ε. Ο μοναδικός εταίρος Μονοπρόσωπης Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας.
8. Υψηλότερα ή χαμηλότερα των οριζομένων στην παρ. 1 ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών Κλάδου Σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη που τυχόν προβλέπονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, αναπροσαρμόζονται ισόποσα και σταδιακά ετησίως από 1.1.2017 και εφεξής, ούτως ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθούν στο ύψος που ορίζεται στην παρ. 1.
9. Στους ασφαλισμένους της παρ. 1 που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε έως δύο φυσικά ή νομικά πρόσωπα εφαρμόζονται αναλογικά ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις του άρθρου 38.
Αν η υπαγωγή του ασφαλισμένου στη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου αμφισβητείται, μπορούν να υποβληθούν αντιρρήσεις ενώπιον του ΕΦΚΑ από οποιονδήποτε συμβαλλόμενο. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται η διαδικασία των αντιρρήσεων και ο τρόπος έκδοσης των σχετικών αποφάσεων.
10. α. Από 1.7.2016 καταργούνται διατάξεις των άρθρων 10 του ν. 4114/1960 «Περί Κώδικος Ταμείου Νομικών» (Α' 164), 6 του Οργανισμού Ταμείου Ασφάλισης Συμβολαιογράφων (136/167/16.2/7.3.1988 απόφαση Υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Β' 131), 4 του Κανονισμού του Κλάδου Υγείας του ΤΑΣ (π.δ. 113/1987, Α' 65), 4 του β.δ. της 6/22.9.1956 (Α' 209), 4 του α.ν. 2682/1940 (Α' 411), 37 του ν. 4507/1966 (Α' 71), 4 του π.δ. 73 της 18/29.2.1984 (Α' 24), 7 παρ. Ζ' του ν. 4043/2012 (Α' 25) και το π.δ. 197 της 6/14.4.1989 (Α' 93) που προβλέπουν ένσημα υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης για τους δικηγόρους, συμβολαιογράφους, δικαστικούς επιμελητές και υποθηκοφύλακες . Ομοίως, καταργούνται οι πάσης φύσεως εισφορές των Συμβολαιογράφων υπέρ των Τομέων Ασφάλισης Νομικών, Ασφάλισης, Πρόνοιας και Υγείας Συμβολαιογράφων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ) επί των δικαιωμάτων τους από τη σύνταξη συμβολαίων και πράξεων. Ειδικώς, τα καταργούμενα ποσοστά επί των αναλογικών δικαιωμάτων στα κρατικά - τραπεζικά συμβόλαια των άρθρων προσαυξάνουν αντιστοίχως τα ποσοστά υπέρ του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, προς τον οποίο αποδίδονται, προκειμένου να διανεμηθούν σύμφωνα, με όσα ορίζονται στο άρθρο 120 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 2830/2000, Α' 96).
β. Από 1.1.2017 καταργείται η εισφορά υπέρ του πρώην ΤΕΑΔ (νυν ΕΤΕΑΕΠ) επί του ενσήμου επικύρωσης της περ. δ' της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν.δ. 4114/1960 (Α' 164) όπως προστέθηκε με την περ. α' της παρ. 8 του άρθρου 22 του ν. 1868/1989 (Α' 230).
11. α. Ειδικά για τους δικηγόρους, καταβάλλεται υπέρ του ΕΦΚΑ ποσοστό 20% επί της ελάχιστης αμοιβής ανά δικηγορική πράξη ή παράσταση, για την οποία προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία έκδοση γραμματίου προείσπραξης. Ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος αποστέλλει στον ΕΦΚΑ τη σχετική συγκεντρωτική κατάσταση ανά δικηγόρο. Τα ποσά που έχουν καταβληθεί μέσω ενσήμων ή της ανωτέρω διαδικασίας που τα αντικαθιστά, αφαιρούνται από την εισφορά που οφείλει ο δικηγόρος. Ειδικά για τους
δικηγόρους που απασχολούνται με έμμισθη εντολή, τα ποσά αυτά αφαιρούνται από την εισφορά του ασφαλισμένου.
β. Αν τα ποσά που καταβάλλονται βάσει των ανωτέρω ρυθμίσεων υπολείπονται της εισφοράς, ο ασφαλισμένος καταβάλλει τη διαφορά σε χρήμα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 2042/1992.
γ. Αν τα ποσά που καταβλήθηκαν υπερβαίνουν την μηνιαία εισφορά που οφείλεται, δεν επιστρέφονται, αλλά συμψηφίζονται με την ετήσια ασφαλιστική οφειλή του αντίστοιχου έτους.
12. Από 1.1.2017 ο ΕΦΚΑ συνεισπράττει με τις ασφαλιστικές εισφορές και την εισφορά που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Ανεργίας υπέρ των Αυτοτελώς και Ανεξάρτητα Απασχολούμενων - Κλάδος ασφαλισμένων ΟΑΕΕ και ΕΤΑΠ - ΜΜΕ, και υπέρ των Αυτοτελώς και Ανεξάρτητα Απασχολούμενων - Κλάδος ασφαλισμένων ΕΤΑΑ, την οποία αποδίδει στον ΟΑΕΔ. Επί εμμίσθων ασφαλισμένων που εκ της ιδιότητάς τους ασκούν και ελευθέριο επάγγελμα οι ως άνω εισφορές επιβάλλονται μόνον επί των μηνιαίων αποδοχών τους.
13. Οι ασφαλισμένοι που συμπληρώνουν 40 χρόνια ασφάλισης, μπορούν με αίτησή τους να καταβάλλουν μειωμένη κατά ποσοστό 50%, ασφαλιστική εισφορά, παραιτούμενοι από την προσαύξηση της σύνταξής τους ως προς τα επόμενα έτη ασφάλισης.
14. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται οι πόροι που προβλέπονται στις διατάξεις των περ. β', ε', ιγ' και ιη' της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2326/1940 (Α' 145), των άρθρων 9,10, 11 και 14 του ν. 915/1979 (Α' 103), της παρ. 34 του άρθρου 27 του ν. 2166/1993 (Α' 137), της παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3232/2004 (Α' 48) και της παρ. 1 του άρθρου 150 του ν. 3655/2008 (Α' 58).
15. Το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς και οι ασφαλιστικές κατηγορίες ή κλάσεις ή αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζεται η μηνιαία εισφορά των ασφαλισμένων για τους οποίους, βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων που ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, προέκυπτε υποχρέωση υπαγωγής στον ΟΑΕΕ, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλισμένων που υπάγονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος στον Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών και Τουριστικών Πρακτόρων, όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι 31.12.2015, παραμένουν αμετάβλητες μέχρι 31.12.2016.
16. Η σταθερή μηνιαία εισφορά, το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς και οι ασφαλιστικές κατηγορίες ή αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζεται η μηνιαία εισφορά των ασφαλισμένων για τους οποίους, βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, προέκυπτε υποχρέωση υπαγωγής στους Τομείς του κλάδου κύριας ασφάλισης του ΕΤΑΑ (Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, Τομέας Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών, Τομέας Ασφάλισης Νομικών), όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι 31.12.2015 παραμένουν αμετάβλητες μέχρι 31.12.2016. Η εισφορά για την ειδική προσαύξηση ΤΣΜΕΔΕ και για τον κλάδο μονοσυνταξιούχων του ΤΣΑΥ καταργείται από την 1.1.2016.
17. Μέχρι 31.12.2016 οι ασφαλιστικές εισφορές του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να εισπράττονται από τους υφιστάμενους κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος ασφαλιστικούς φορείς.
18. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από γνώμη του ΔΣ του ΕΦΚΑ, εξειδικεύεται η εφαρμογή των κανόνων του παρόντος νόμου σχετικά με τις εισφορές κατηγοριών αυτοαπασχολούμενων και ελευθέρων επαγγελματιών, οι οποίοι μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση άλλων Φορέων Κύριας Ασφάλισης, πλην ΟΑΕΕ και ΕΤΑΑ.
Μέχρι την έκδοση της απόφασης του προηγούμενου εδαφίου η ασφάλιση και η καταβολή των εισφορών συνεχίζει με το καθεστώς που ίσχυε έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.»
2. Οι ήδη εκδοθείσες, μέχρι τη έναρξη ισχύος του παρόντος, υπουργικές αποφάσεις διατηρούνται σε ισχύ.
Άρθρο 2
Προσθήκη άρθρου 39Α στον ν. 4387/2016
Μετά το άρθρο 39 του ν. 4387/2016 προστίθεται, από τότε που ίσχυσε, άρθρο 39Α ως εξής:
«Άρθρο 39Α
1. Από 1.1.2017 έως 31.12.2018, ειδικά για τους παλαιούς και νέους ασφαλισμένους, κατά τη διάκριση του ν. 2084/1992, που υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος, στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ, καθώς και για τους αυτοαπασχολούμενους αποφοίτους σχολών ανώτατης εκπαίδευσης, που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης ανέρχεται σε ποσοστό 14% για τα πρώτα δύο (2) έτη από την πρώτη τους υπαγωγή στην ασφάλιση, σε ποσοστό 17% για τα επόμενα τρία (3) έτη και σε ποσοστό 20% για το διάστημα μετά το πέμπτο (5ο) έτος της υπαγωγής τους στην ασφάλιση.
Από 1.1.2019, τα ανωτέρω ποσοστά διαμορφώνονται σε 13,33%.
2. Η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζονται τα ποσοστά εισφοράς της παρ. 1 αντιστοιχεί στο 70% επί του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Η περ. β' της παρ. 2 του άρθρου 39 εφαρμόζεται αναλόγως στην παρούσα περίπτωση.
3. α. Από 1.1.2017 έως 31.12.2018: αα) το συνολικό ποσό που υπολείπεται του ποσοστού είκοσι τοις εκατό (20%) της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κατά τα πέντε (5) πρώτα έτη ασφάλισης αποτελεί ασφαλιστική οφειλή υπολογιζόμενη επί του μηνιαίου εισοδήματος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 39, προσαυξανόμενου κατά τον τρόπο που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 8 και ββ) Το υπόλοιπο της διαφοράς που προκύπτει από την καταβολή της μειωμένης κατά την παρ. 2 εισφοράς σε σχέση με την προβλεπόμενη στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 39 αποτελεί ασφαλιστική οφειλή.
β. Από 1.1.2019, το υπόλοιπο της διαφοράς που προκύπτει από την καταβολή της εισφοράς του παρόντος σε σχέση με την υποχρεωτική ελάχιστη μηνιαία εισφορά που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 39, αποτελεί ασφαλιστική οφειλή.
Η κατά τα ανωτέρω ασφαλιστική οφειλή εξοφλείται κατά 1/5 κατ' έτος για τα έτη κατά τα οποία το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση δραστηριότητας του ασφαλισμένου κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, υπερβαίνει το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων (18.000) ευρώ. Σε κάθε περίπτωση η οφειλή εξοφλείται εξ ολοκλήρου μέχρι και τη συμπλήρωση δεκαπέντε (15) ετών ασφάλισης.
4. Από 1.1.2017 το ποσό της μηνιαίας εισφοράς που οφείλουν τα πρόσωπα του παρόντος άρθρου στον Κλάδο Εφάπαξ Παροχών του ΕΤΕΑΕΠ ορίζεται σε ποσοστό 4% υπολογιζόμενο επί του 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
5. Το ποσό της μηνιαίας εισφοράς που οφείλουν τα πρόσωπα του παρόντος άρθρου στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του ΕΤΕΑΕΠ ορίζεται ως εξής:
α) Από 1.1.2017 έως 31.5.2019 σε ποσοστό 7% υπολογιζόμενο επί του 70% του εκάστοτε προβλεπόμευου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
β) Από 1.6.2019 έως 31.5.2022, σε ποσοστό 6,5% υπολογιζόμενο επί του 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
γ) Από 1.6.2022 και εφεξής σε ποσοστό 6% υπολογιζόμενο επί του 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.»
Άρθρο 3
Αντικατάσταση του άρθρου 40 του ν. 4387/2016
1. Το άρθρο 40 του ν. 4387/2016 αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
«Άρθρο 40
Εισφορές ασφαλισμένων στον ΟΓΑ
1. Οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων του ΟΓΑ, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, ασφαλίζονταν ως αυτοαπασχολούμενοι στην ασφάλιση του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ, καταβάλλουν από 1.1.2017, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, ασφαλιστική εισφορά στον κλάδο κύριας σύνταξης επί του εισοδήματος τους, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο εισόδημα από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα και κάθε άλλη δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του ΟΓΑ κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος.
Από 1.1.2018 και εντεύθεν, η ασφαλιστική εισφορά υπολογίζεται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το φορολογητέο αποτέλεσμα από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα και κάθε άλλη δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του ΟΓΑ κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές. Ειδικά, για το έτος 2018, η ασφαλιστική εισφορά υπολογίζεται επί του 85% του ως άνω φορολογητέου αποτελέσματος.
Ως φορολογητέο εισόδημα καθενός εκ των συζύγων και των ενήλικων τέκνων που απασχολούνται σε οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση λαμβάνεται το κατώτατο ασφαλιστέο εισόδημα, όπως αυτό ορίζεται στην περ. β' της παρ. 2. Αν το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα είναι ανώτερο από το γινόμενο των μελών της εκμετάλλευσης επί της ελάχιστης βάσης υπολογισμού της εισφοράς αναγόμενη σε ετήσια βάση, ως εισόδημα για κάθε μέλος της εκμετάλλευσης νοείται το πηλίκο της διαίρεσης του εισοδήματος προς τον αριθμό των μελών της.
2. Το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τους ασφαλισμένους της παρ. 1 και τους μελλοντικούς ασφαλισμένους της ίδιας κατηγορίας κατ' επάγγελμα αγρότες, ορίζεται ως εξής:
α. Από 1.7.2015 έως 31.12.2016 το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης ορίζεται σε ποσοστό 10%, επί των υφισταμένων, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ασφαλιστικών κατηγοριών.
β. Από 1.1.2017 και εφεξής οι υφιστάμενες ασφαλιστικές κατηγορίες καταργούνται και το ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς υπολογίζεται ως ποσοστό επί του φορολογητέου εισοδήματος, αναγόμενο σε μηνιαία βάση, όπως ορίζεται στην παρ. 1. Το κατώτατο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα ορίζεται ως το ποσό που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού
άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς αποτελεί το ποσό της παρ. 2 του άρθρου 38.
γ. Από 1.1.2017 και έως 31.12.2017 το ποσοστό των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών διαμορφώνεται σε 14%.
δ. Από 1.1.2018 έως 31.12.2018 το ποσοστό των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών διαμορφώνεται σε ποσοστό 16%.
ε. Με την επιφύλαξη της παρ. 3, το ως άνω ποσοστό διαμορφώνεται σε 12% από 1.1.2019 έως 31.12.2019, σε ποσοστό 12,67% από 1.1.2020 έως 31.12.2020, σε ποσοστό 13% από 1.1.2021 έως 31.12.2021 και σε ποσοστό 13,33%, από 1.1.2022 και εντεύθεν.
3. Από 1.1.2019 και εντεύθεν η ελάχιστη μηνιαία εισφορά δεν μπορεί να υπολείπεται:
α. από 1.1.2019 έως 31.12.2019 του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 18% επί του ποσού που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών,
β. από 1.1.2020 και έως 31.12.2020 του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 19% επί του ποσού που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών,
γ. από 1.1.2021 και έως 31.12.2021 του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 19,5% επί του ποσού που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, και
δ. από 1.1.2022 και εντεύθεν του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 20% επί του ποσού που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
4. Οι ασφαλισμένοι με αίτησή τους, που υποβάλλεται στον ΕΦΚΑ οποτεδήποτε, μπορούν να επιλέξουν τα ως άνω ποσοστά να υπολογίζονται επί ανώτερης βάσης υπολογισμού από εκείνη που προκύπτει βάσει του μηνιαίου εισοδήματος τους, όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1. Το ύψος της βάσης υπολογισμού, ο κλάδος υπέρ του οποίου θα εισφέρει και το χρονικό διάστημα εφαρμογής της επιλέγονται από τους ασφαλισμένους με την ως άνω αίτησή τους, με την επιφύλαξη για το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος.
Η νέα βάση υπολογισμού αρχίζει να εφαρμόζεται από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα υποβολής της αίτησης και παύει να ισχύει είτε από τον επόμενο μήνα από την ανάκληση της αίτησης ή την υποβολή νέας αίτησης εκ μέρους του ασφαλισμένου, είτε αυτοδικαίως και πριν τη παρέλευση του επιλεγέντος σύμφωνα με τα ανωτέρω χρονικού διαστήματος, εφόσον προκόψει ανώτερη βάση υπολογισμού βάσει του μηνιαίου εισοδήματος σε σχέση με την επιλεγείσα. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.
5. Οι ρυθμίσεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται αναλογικά και στις εξής κατηγορίες ασφαλισμένων:
α) Στους ασφαλισμένους, που ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής τους στην κοινωνική ασφάλιση, υπάγονταν ή θα υπάγονται, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων του ΟΓΑ, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, στην ασφάλιση του ΟΓΑ με εισοδηματικά ή πληθυσμιακά κριτήρια, ως προς τον τρόπο υπολογισμού της μηνιαίας ασφαλιστικής τους εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης.
β) Στους κατά κύριο επάγγελμα, τουλάχιστον για μία πενταετία, αγρότες, όπως ορίζονται από το Μητρώο Αγροτών, καθώς και στα φυσικά πρόσωπα που εντάσσονται σε επιδοτούμενα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης νέων γεωργών, που εγκαθιστούν φωτοβολταϊκά συστήματα συνολικής ισχύος μέχρι 100kW.
γ) Στους απασχολούμενους στην αγροτική οικονομία πρώην ασφαλισμένων στον ΟΓΑ, που έχουν ενταχθεί στα επενδυτικά προγράμματα για την αγροτική ανάπτυξη, όπως αυτά του αγροτουρισμού και την αγροβιοτεχνίας, στο πλαίσιο των σχετικών Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και χρηματοδοτούνται για το σκοπό αυτόν.
δ) Στους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και αγρότισσες που είναι παράλληλα και μέλη Αγροτικών Συνεταιρισμών, όπως και οι αγρεργάτες που απασχολούνται σε παραγωγούς αγροτικών προϊόντων και ως λιανοπωλητές σε λαϊκές αγορές.
ε) Στους ασφαλισμένους οι οποίοι, σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, υπάγονταν ή θα υπάγονται στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ και οι οποίοι απασχολούνται εποχικά για χρονικό διάστημα μέχρι 150 ημερών ετησίως σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, οι οποίες μεταποιούν, τυποποιούν και διακινούν προϊόντα εδάφους, κτηνοτροφίας, αλιείας, δασοπονίας, θηραματοπονίας και κάθε είδους εκτροφών, οι οποίοι συνεχίζουν να ασφαλίζονται ως αυτοτελώς απασχολούμενοι αγρότες, και άρα εξαιρούνται της ασφάλισης ως μισθωτοί για την απασχόλησή τους αυτή. Το συνολικό χρονικό διάστημα των 150 ημερών μπορεί να κατανεμηθεί κατά τη διάρκεια του έτους, σύμφωνα με τις ανάγκες τις επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.
6. Οι ασφαλισμένοι που έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΓΑ ως μισθωτοί - ανειδίκευτοι εργάτες, μετακλητοί πολίτες τρίτων χωρών, καταβάλλουν, από 1.1.2017, μηνιαία ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ως μισθωτοί, οπότε και εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις για τους ασφαλισμένους μισθωτούς που προέρχονται από το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. Το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς εργοδότη - ασφαλισμένου για τους άνω ασφαλισμένους διαμορφώνεται ισόποσα και σταδιακά από 1.1.2017 και έως 31.12.2019, ώστε την 1.1.2020 να διαμορφωθεί στο ύψος του άρθρου 38.
7. Η πρώιμη παύση της γεωργικής δραστηριότητας σε εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1096/88 του Συμβουλίου της 25ης Απριλίου 1988 σχετικά με την καθιέρωση κοινοτικού καθεστώτος για την ενθάρρυνση της παύσης της γεωργικής δραστηριότητας δεν αποτελεί λόγο διακοπής της ασφάλισης των αγροτών στον ΕΦΚΑ, τόσο για τους δικαιούχους όσο και τις συζύγους τους. Κατά τη διάρκεια εφαρμογής του μέτρου, και μέχρι συμπλήρωσης του 67ου έτους της ηλικίας τους, οι εντασσόμενοι σε αυτό αγρότες και οι σύζυγοί τους, λογίζονται ως ενεργοί αγρότες σε ό’τι αφορά στα ασφαλιστικά τους δικαιώματα και την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη. Τα ανωτέρω ισχύουν ακόμα και σε περίπτωση που το μέτρο λήξει πριν τη συμπλήρωση του 67ου έτους ηλικίας των εντασσομένων σε αυτό. Οι ασφαλισμένοι αυτοί υπάγονται στις ρυθμίσεις των παρ. 1 και 2, που εφαρμόζονται αναλογικά.
8. Από 1.1.2017 οι ασφαλισμένοι του παρόντος άρθρου στο Λογαριασμό Αγροτικής Εστίας του ΟΓΑ, καταβάλλουν ποσοστό συμμετοχής υπέρ αυτού και η κρατική επιχορήγηση καταργείται. Η συμμετοχή βαρύνει τον ασφαλισμένο και συνεισπράττεται με τις εισφορές για τον κλάδο σύνταξης. Το ποσοστό συμμετοχής ορίζεται στο 0,25% επί του ασφαλιστέου εισοδήματος, σύμφωνα με την παρ. 2.
9. Οι διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 1140/1981 (Α' 68), του άρθρου 2 του ν. 2458/1997 (Α' 15), καθώς και της παρ. 7 της υποπαρ. ΙΑ.6 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α' 222), σε ό,τι αφορά στο ανώτατο όριο ηλικίας καταργούνται.
10. Με απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών προσδιορίζεται το ασφαλιστέο εισόδημα και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.»
2. Οι υπουργικές αποφάσεις που έχουν ήδη εκδοθεί μέχρι την ψήφιση του παρόντος διατηρούνται σε ισχύ.
Άρθρο 4
Τροποποίηση του άρθρου 97 του ν. 4387/2016
Η παρ. 2 του άρθρου 97 του ν. 4387/2016 αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσαν, ως εξής:
«2. α. Από 1.1.2017 και μέχρι τις 31.5.2019, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς όλων των αυτοαπασχολούμενων και ελευθέρων επαγγελματιών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993, στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του ΕΤΕΑΕΠ, διαμορφώνεται σε ποσοστό 7% υπολογιζόμενο επί του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, όπως εκάστοτε ισχύει. Ειδικά για τους ασφαλισμένους στον τ. Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Πρατηριούχων Υγρών Καυσίμων και του τ. Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Αρτοποιών του τ. ΟΑΕΕ του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του ΕΤΕΑΕΠ το ποσό της μηνιαίας εισφοράς του προηγούμενου εδαφίου ισχύει από 1.12.2012 και από 1.1.2015 αντίστοιχα.
β. Από 1.6.2019 και μέχρι τις 31.5.2022, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς των αυτοαπασχολούμενων και ελευθέρων επαγγελματιών διαμορφώνεται σε 6,5%, υπολογιζόμενο επί του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, όπως εκάστοτε ισχύει.
γ. Από 1.6.2022 και εφεξής το ποσό της μηνιαίας εισφοράς των αυτοαπασχολούμενων και ελευθέρων επαγγελματιών διαμορφώνεται σε 6% υπολογιζόμενο επί του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, όπως εκάστοτε ισχύει.
δ. Οι ασφαλισμένοι της παρούσας παραγράφου, με αίτησή τους, που υποβάλλεται στο ΕΤΕΑΕΠ οποτεδήποτε, μπορούν να επιλέξουν τα ως άνω ποσοστά να υπολογίζονται επί ανώτερης βάσης υπολογισμού από εκείνη που προκύπτει βάσει του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Το ύψος της βάσης υπολογισμού και το χρονικό διάστημα εφαρμογής της επιλέγονται από τους ασφαλισμένους με την αίτησή τους.
ε. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται ο τρόπος επιλογής της ανώτερης βάσης υπολογισμού, ο τρόπος εξόφλησης των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.»
Άρθρο 5
Τροποποίηση του άρθρου 35 του ν. 4387/2016
Η περ. β' της παρ. 2 του άρθρου 35 του ν. 4387/2016 αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
«β. Τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων και των εργοδοτών, όπου προβλέπεται εργοδοτική εισφορά για τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους μισθωτούς.
Το ύψος και ο τρόπος υπολογισμού των εισφορών των μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένων μισθωτών, προσδιορίζονται σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις των εντασσόμενων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών προνοίας στο ΕΤΕΑΕΠ, με εξαίρεση τους μισθωτούς ασφαλισμένους στους τομείς προνοίας του πρώην ΕΤΑΠ - ΜΜΕ, των οποίων τα ποσοστά εισφορών υπολογίζονται επί των ασφαλιστέων αποδοχών τους για κύρια σύνταξη, όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 38.
Από 1.1.2017 το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στον Κλάδο Εφάπαξ Παροχών του ΕΤΕΑΕΠ των ασφαλισμένων από 1.1.1993 και εφεξής μισθωτών ορίζεται σε ποσοστό 4%, υπολογιζόμενο επί των ασφαλιστέων αποδοχών τους για κύρια σύνταξη, όπως αυτές προσδιορίζονται στα άρθρα 5 και 38.
Από 1.1.2017 το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στον Κλάδο Εφάπαξ Παροχών του ΕΤΕΑΕΠ όλων των πριν και μετά την 1.1.1993 ασφαλισμένων αυτοτελώς απασχολούμενων, ορίζεται σε ποσοστό 4%, υπολογιζόμενο επί του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, όπως εκάστοτε ισχύει.
Οι ασφαλισμένοι με αίτησή τους, που υποβάλλεται στο ΕΤΕΑΕΠ οποτεδήποτε, μπορούν να επιλέξουν τα ποσοστά της περ. β' της παρ. 2 να υπολογίζονται επί ανώτερης βάσης υπολογισμού από εκείνη που προκύπτει βάσει του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
Στην περίπτωση αυτή το ύψος της βάσης υπολογισμού και το χρονικό διάστημα εφαρμογής της επιλέγεται από τους ασφαλισμένους με την ως άνω αίτησή τους.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται ο τρόπος επιλογής της ανώτερης βάσης υπολογισμού της μηνιαίας εισφοράς καθώς και κάθε αναγκαίο θέμα που προκύπτει για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.»
Άρθρο 6
Τροποποίηση του άρθρου 98 του υ. 4387/2016
Στις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 98 του ν. 4387/2016 η φράση «και επικουρικής σύνταξης, εφάπαξ» αντικαθίσταται από τη λέξη «σύνταξης».
Άρθρο 7
Τροποποίηση του άρθρου 28 του υ. 4387/2016
1. Στο τέλος της περ. β' της παρ. 2 του άρθρου 28 του ν. 4387/2016 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Από 1.1.2019 για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους του άρθρου 40, ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που αντιστοιχεί στο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα που προκύπτει αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά ύψους 20% το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε μήνα ασφάλισης.»
2. Η περ. δ' της παρ. 2 του άρθρου 28 του ν. 4387/2016 αντικαθίσταται ως εξής:
«Για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, ύστερα από την καταβολή του ποσού εξαγοράς που προβλέπεται, ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό - εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά ύψους 20% το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για την εξαγορά κάθε μήνα ασφάλισης. Οι πλασματικοί χρόνοι που αναγνωρίστηκαν χωρίς εξαγορά δεν συνυπολογίζονται για τον υπολογισμό του ποσού της ανταποδοτικής σύνταξης.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
Λοιπές ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές διατάξεις
Άρθρο 8
Έναρξη και λήξη συνταξιοδοτικού δικαιώματος στο ΕΤΕΑΕΠ
1. To άρθρο 1 του ν. 4554/2018 (A' 130) εφαρμόζεται αναλόγως για την έναρξη και λήξη του δικαιώματος επικουρικής σύνταξης από το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ). Προϋπόθεση για την έναρξη καταβολής της επικουρικής σύνταξης είναι η προηγούμενη συνταξιοδότηση από το φορέα κύριας ασφάλισης.
2. Κατ' εξαίρεση, η καταβολή της επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, θανάτου ή αναπηρίας από το ΕΤΕΑΕΠ αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης καταβολής της κύριας σύνταξης, εφόσον κατά την ημερομηνία αυτή πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση επικουρικής σύνταξης και η αίτηση υποβληθεί μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης για την απονομή της κύριας σύνταξης.
Άρθρο 9
Τεχνικό ζήτημα για την απονομή επικουρικών συντάξεων και εφάπαξ παροχών στο ΕΤΕΑΕΠ
1. Σε περίπτωση υποβολής δήλωσης των ασφαλισμένων του ΕΤΕΑΕΠ που υπάγονταν στην ασφάλιση του τ. ΕΤΑΑ, περί εξόφλησης των εισφορών των συνεισπραττόμενων κλάδων επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ παροχών, για το χρονικό διάστημα μέχρι 31.12.2016, για το οποίο έχουν εξοφληθεί οι εισφορές για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και έχει διενεργηθεί έλεγχος του χρόνου ασφάλισης, η επικουρική σύνταξη και η εφάπαξ παροχή απονέμεται με την επιφύλαξη της παρ. 2.
2. Το ΕΤΕΑΕΠ ελέγχει την ακρίβεια των στοιχείων που υποβάλλονται σύμφωνα με την παρ. 1 εντός δύο (2) ετών από την έκδοση των σχετικών αποφάσεων. Σε περίπτωση που μετά τον έλεγχο προκύπτει ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι ακριβή, εκτός από τις άλλες έννομες συνέπειες, αναζητούνται άτοκα από το ΕΤΕΑΕΠ οι αχρεωστήτως καταβληθείσες συντάξεις και παροχές.
Άρθρο 10
Αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές από το τ. ΤΑΔΚΥ και το τ. ΤΠΔΚΥ
Αχρεωστήτως καταβληθείσες επικουρικές συντάξεις από το τ. ΤΑΔΚΥ, ήδη ΕΤΕΑΕΠ, και εφάπαξ παροχές από το τ. ΤΠΔΚΥ, ήδη ΕΤΕΑΕΠ, που προέκυψαν από ανάκληση των σχετικών πράξεων απονομής για λόγους που δεν ανάγονται σε υπαιτιότητα των ασφαλισμένων δεν αναζητούνται από το ΕΤΕΑΕΠ. Τυχόν καταβληθέντα από τους ασφαλισμένους του τ. ΤΑΔΚΥ και τ. ΤΠΔΚΥ ποσά λόγω ανάκλησης των σχετικών πράξεων απονομής επικουρικής σύνταξης και εφάπαξ παροχής επιστρέφονται άτοκα, ενώ τυχόν καταβληθείσες από τους ασφαλισμένους εισφορές εξαγοράς χρόνου ασφάλισης δεν επιστρέφονται.
Άρθρο 11
Αναγνώριση πλασματικών χρόνων πριν την 1.1.2017 και αύξηση των συνταξίμων αποδοχών
Όποιος έχει εξαγοράσει πλασματικό χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 (Α' 85) και δεν έχει υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, δύναται να υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 4387/2016 καταβάλλοντας τη διαφορά της ήδη καταβληθείσας εισφοράς με αυτή που είναι καταβλητέα, σύμφωνα με τον ν. 4387/2016.
Άρθρο 12
Εκκαθάριση και πληρωμή ληξιπροθέσμων υποχρεώσεων του κλάδου υγείας των ΦΚΑ που
εντάχθηκαν στον ΕΟΠΥΥ
1. α) Ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του κλάδου υγείας των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ), που εντάχθηκαν στον ΕΟΠΥΥ προς τα φαρμακεία, λοιπούς συμβεβλημένους ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας (ιατρούς, κλινικές, διαγνωστικά κέντρα, εργαστήρια κλπ.), φαρμακευτικές εταιρείες, προμηθευτές υγειονομικού και λοιπού υλικού κλπ., και προς ασφαλισμένους των ΦΚΑ, εκκαθαρίζονται και πληρώνονται από τον ΕΦΚΑ μέχρι 31.12.2019.
β) Ως ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις νοούνται εκείνες που αφορούν τα έτη από 1.1.2006 και εντεύθεν, για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα προβλεπόμενα, κατά περίπτωση, παραστατικά ή αποδεικνύεται η παροχή των υπηρεσιών ή η παραλαβή των προϊόντων και οι οποίες δεν έχουν εξοφληθεί έως την έναρξη ισχύος του παρόντος.
2. Το ποσοστό έκπτωσης που αφορά τις οφειλές, προ ΦΠΑ, προς τους ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας καθορίζεται ως ακολούθως:
α. Διαγνωστικά Κέντρα - Εργαστήρια:
αα) Για ποσό μηνιαίας οφειλής μέχρι 15.000 ευρώ ποσοστό έκπτωσης 5%.
ββ) Για ποσό μηνιαίας οφειλής πάνω από 15.000 ευρώ ποσοστό έκπτωσης 10%.
β. Ιδιωτικές Κλινικές, Κέντρα Αποθεραπείας και Αποκατάστασης, Μονάδες Χρόνιας Αιμοκάθαρσης για δαπάνες Νοσηλείας ποσοστό έκπτωσης 10%. γ. Συμβεβλημένοι Ιδιώτες Ιατροί:
αα) Για ποσό μηνιαίας οφειλής μέχρι 4.000 ευρώ ποσοστό έκπτωσης 5%.
ββ) Για ποσό μηνιαίας οφειλής πάνω από 4.000 ευρώ ποσοστό έκπτωσης 10%.
δ. Προμηθευτές Υγειονομικού και λοιπού υλικού ποσοστό έκπτωσης 25%, για δαπάνες ειδικών νοσοκομειακών υλικών (υλικά λαπαροτομίας, ορθοπεδικά υλικά, καρδιοεπεμβατικά, ενδοφακοί, επιθέματα μαστού, υλικά αγγειοπλαστικής κ.ά.).
ε. Συμβεβλημένοι λοιποί πάροχοι υπηρεσιών υγείας (φυσιοθεραπευτές, λογοθεραπευτές κ,λπ.) ποσοστό έκπτωσης 5%.
στ. Φαρμακευτικές εταιρείες ποσοστό έκπτωσης 8%.
ζ. Φαρμακεία ποσοστό 3,5%.
Οι λοιπές ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις που προκύπτουν από τυχόν υπόλοιπο λόγω πληρωμής προκαταβολής, εξοφλούνται για οφειλές μέχρι 15.000 ευρώ με έκπτωση 20% και για οφειλές πάνω από 15.000 ευρώ με έκπτωση 45% επί της συναλλακτικής αξίας (αξίας του παραστατικού προ Φ.Π.Α.), του απομένοντος, μετά την αφαίρεση της προκαταβολής, υπολοίπου.
Οι οφειλές προς ασθενείς ασφαλισμένους και προς τους ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας που έχουν εκκαθαριστεί εξοφλούνται ολοσχερώς.
3. Για την αποπληρωμή των ληξιπροθέσμων υποχρεώσεων του παρόντος ο ΕΦΚΑ δύναται να επιχορηγείται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 4281/2014 (Α' 160). Εξαιρετικώς, για την οριστικοποίηση των ληξιπροθέσμων υποχρεώσεων, τη δέσμευση και τη μεταφορά πιστώσεων και κεφαλαίων απαιτείται, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων, η σύνταξη και η υποβολή εντύπου συγκεντρωτικής κατάστασης ανά παραστατικό ή προμηθευτή ή πάροχο ή κατηγορία δαπάνης. Το έντυπο της συγκεντρωτικής κατάστασης, η ενταλματοποίηση και η πληρωμή πραγματοποιείται κατά παρέκκλιση της χρονολογικής σειράς. Το ως άνω έντυπο αρκεί για την ενταλματοποίηση δαπανών από τις υφιστάμενες πιστώσεις και μεταφορές κεφαλαίων, που πραγματοποιήθηκαν για το σκοπό αυτό.
4. Οι οφειλές εξοφλούνται άμεσα με την έκδοση χρηματικού εντάλματος ύστερα από πρόχειρο λογιστικό έλεγχο που διενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ, εφόσον:
α) παρασχεθεί η κατά περίπτωση αναφερόμενη έκπτωση εκ μέρους του δικαιούχου - παρόχου με την προσκόμιση στον ΕΦΚΑ πιστωτικού τιμολογίου,
β) υποβληθεί υπεύθυνη δήλωση εκ μέρους του δικαιούχου - παρόχου, στην οποία ρητά αναφέρεται ότι αποδέχεται τη ρύθμιση αυτή για όλες τις απαιτήσεις του, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας και παραιτείται χωρίς επιφύλαξη από οποιαδήποτε άλλη αξίωση που πηγάζει από την ίδια αιτία, συμπεριλαμβανομένης της αξίωσης τόκων, μέχρι και την εξόφληση των οφειλών, και από τα ένδικα μέσα και βοηθήματα.
γ) προσκομισθεί στην αρμόδια Οικονομική Υπηρεσία φορολογική ενημερότητα ή βεβαίωση οφειλής. Όταν προσκομίζεται από τον πάροχο βεβαίωση οφειλής, παρακρατείται από την αρμόδια υπηρεσία το ποσό αυτής και αποδίδεται στο Δημόσιο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
5. Στην εκκαθάριση και πληρωμή των ληξιπρόθεσμων δαπανών υγείας του πρώην ΕΤΑΑ, ειδικώς για την εφαρμογή του παρόντος:
α) Αρμόδιες για τη συγκέντρωση του συνόλου των παραστατικών των δαπανών υγείας ανά τομέα είναι οι υπάρχουσες οργανικές μονάδες της Γενικής Διεύθυνσης Καταβολής Παροχών Υγείας του ΕΦΚΑ, ως εξής:
αα) Το Τμήμα Ασφάλισης Κλάδου Υγείας και Πρόνοιας της Διεύθυνσης Υγείας και Πρόνοιας του Τομέα Μηχανικών, για τις ληξιπρόθεσμες δαπάνες υγείας προς παρόχους και ασφαλισμένους των τομέων Μηχανικών.
ββ) Το Τμήμα Παροχών Ανοιχτής Περίθαλψης της Διεύθυνσης Ασθένειας των Τομέων Υγειονομικών και το Τμήμα Πληρωμής Συντάξεων και Παροχών Ασθένειας της Διεύθυνσης Υγειονομικών Θεσσαλονίκης, που υπάγεται απευθείας στον Διοικητή του ΕΦΚΑ, για τις ληξιπρόθεσμες δαπάνες υγείας προς παρόχους και ασφαλισμένους των τομέων Υγειονομικών.
γγ) Το Τμήμα Εσόδων - Παροχών της Διεύθυνσης Ασφάλισης - Παροχών των Τομέων Συμβολαιογράφων, για τις ληξιπρόθεσμες δαπάνες υγείας προς παρόχους και ασφαλισμένους των τομέων Συμβολαιογράφων.
δδ) Το Τμήμα Εσόδων - Παροχών της Διεύθυνσης Ασφάλισης - Παροχών των Τομέων Δικηγόρων Αθηνών, για τις ληξιπρόθεσμες δαπάνες υγείας προς παρόχους και ασφαλισμένους των τομέων Δικηγόρων Αθηνών.
εε) Το Τμήμα Εσόδων - Παροχών της Διεύθυνσης Ασφάλισης - Παροχών του Τομέα Υγείας Δικηγόρων Πειραιά, για τις ληξιπρόθεσμες δαπάνες υγείας προς παρόχους και ασφαλισμένους των τομέων Δικηγόρων Πειραιά.
στστ) Το Τμήμα Εσόδων - Παροχών της Διεύθυνσης Ασφάλισης - Παροχών του Τομέα Υγείας Δικηγόρων Επαρχιών, για τις ληξιπρόθεσμες δαπάνες υγείας προς παρόχους και ασφαλισμένους των τομέων Δικηγόρων επαρχιών.
ζζ) Το Περιφερειακό Τμήμα Υγείας Δικηγόρων Θεσσαλονίκης, για τις ληξιπρόθεσμες δαπάνες υγείας προς παρόχους και ασφαλισμένους των τομέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης.
Οι ανωτέρω οργανικές μονάδες είναι αρμόδιες και για τη σύνταξη της κατάστασης πληρωμής δαπάνης, για κάθε δικαιούχο, πάροχο ή ασφαλισμένο, η οποία, αφού υπογράφει από τον αρμόδιο διατάκτη, διαβιβάζεται μαζί με όλα τα δικαιολογητικά με έγγραφο για οικονομικό έλεγχο, ενταλματοποίηση και πληρωμή στην αρμόδια Οικονομική Υπηρεσία. Οι προϊστάμενοι των ανωτέρω τμημάτων ορίζονται διατάκτες των οικείων δαπανών υγείας, με αρμοδιότητα να υπογράφουν την κατάσταση πληρωμής δαπάνης για κάθε δικαιούχο, πάροχο ή ασφαλισμένο, και την απόφαση ανάληψης υποχρέωσης. Ειδικά για το Τμήμα Πληρωμής Συντάξεων και Παροχών Ασθένειας της Διεύθυνσης Υγειονομικών Θεσσαλονίκης, ως διατάκτης ορίζεται ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης. Η απόφαση ανάληψης υποχρέωσης εκδίδεται με μέριμνα του αρμοδίου για την πληρωμή Τμήματος Οικονομικού της Περιφερειακής Διεύθυνσης, ως αυτές ορίζονται ακολούθως, αφού βεβαιωθεί η ύπαρξη πίστωσης από τον Προϊστάμενο του Τμήματος Οικονομικού της Περιφερειακής Διεύθυνσης.
β) Αρμόδια για τον οικονομικό έλεγχο, την οικονομική εκκαθάριση, την ενταλματοποίηση και την εξόφληση των ανωτέρω ληξιπρόθεσμων δαπανών είναι τα Τμήματα Οικονομικού των Περιφερειακών Διευθύνσεων του ΕΦΚΑ του άρθρου 48 του ν. 4445/2016 (Α' 236), ως εξής:
αα) Το Τμήμα Οικονομικού της Περιφερειακής Διεύθυνσης Συντάξεων και Ασφάλισης του Τομέα Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, για τις ληξιπρόθεσμες δαπάνες υγείας προς παρόχους και ασφαλισμένους των Τομέων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων.
ββ) Το τμήμα Οικονομικού της Περιφερειακής Διεύθυνσης Συντάξεων και Ασφάλισης του Τομέα Υγειονομικών, για τις ληξιπρόθεσμες δαπάνες υγείας προς παρόχους και ασφαλισμένους των Τομέων Υγειονομικών.
γγ) Το Τμήμα Οικονομικού της Περιφερειακής Διεύθυνσης Παροχών του Τομέα Ασφάλισης Νομικών, για τις ληξιπρόθεσμες δαπάνες υγείας προς παρόχους και ασφαλισμένους των Τομέων Συμβολαιογράφων, του Τομέα Υγείας Δικηγόρων Αθηνών, του Τομέα Υγείας Δικηγόρων Πειραιά, του Τομέα Υγείας Δικηγόρων επαρχιών και του Τομέα Υγείας Δικηγόρων Θεσσαλονίκης.
Τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής εκδίδονται ύστερα από πρόχειρο λογιστικό έλεγχο, υπογράφονται από τον συντάκτη τους, από τον προϊστάμενο του οικείου τμήματος Οικονομικού και από τον Διευθυντή της περιφερειακής Διεύθυνσης σύμφωνα με το άρθρο 16 του Κανονισμού Οικονομικής Οργάνωσης και Λειτουργίας του ΕΦΚΑ (Φ.ΕΦΚΑ/οικ.22424/861/16.5.2017, Β' 1720). Η εξόφληση των Χρηματικών Ενταλμάτων Πληρωμής διενεργείται οίκοθεν από τα ανωτέρω Τμήματα Οικονομικού.
6. Στην εκκαθάριση και πληρωμή των ληξιπρόθεσμων δαπανών υγείας του πρώην ΤΎΔΚΥ, ειδικά για την εφαρμογή του παρόντος:
α) Αρμόδια για την εκκαθάριση και εξόφληση των ληξιπρόθεσμων δαπανών υγείας του τ. ΤΥΔΚΥ Νομού Αττικής είναι η υπάρχουσα οργανική μονάδα της Διεύθυνσης Ασφάλισης Παροχών ΟΠΑΔ, ως εξής:
αα) Το Τμήμα Παροχών της Διεύθυνσης Ασφάλισης Παροχών ΟΠΑΔ είναι αρμόδιο για τον έλεγχο και την εκκαθάριση της δαπάνης. Μετά τον έλεγχο διενεργείται επί των δικαιολογητικών πράξη εκκαθάρισης με το εκκαθαριζόμενο υπέρ του δικαιούχου χρηματικό ποσό, η οποία υπογράφεται από του υπάλληλο που διενήργησε τον έλεγχο. Με βάση την πράξη εκκαθάρισης συυτάσσεται κατάσταση δαπάνης, στην οποία καταχωρίζεται αριθμητικά και ολογράφως το χρηματικό ποσό που εκκαθαρίζεται με πρόχειρο λογιστικό έλεγχο, η οποία υπογράφεται από τα υπηρεσιακά όργανα που διευήργησαυ του έλεγχο και από του Προϊστάμενο της υπηρεσίας που εκκαθαρίζεται η δαπάνη ή του νόμιμο αναπληρωτή του. Η κατάσταση δαπάνης διαβιβάζεται στο Τμήμα Λογιστηρίου για την έκδοση εντάλματος.
ββ) To Τμήμα Λογιστηρίου της Διεύθυνσης Ασφάλισης Παροχών ΟΠΑΔ είναι αρμόδιο για την ενταλματοιτοίηση και εξόφληση των ως άνω ληξιπρόθεσμων δαπανών. Τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής υπογράφονται από τον συντάκτη τους, από τον Προϊστάμενο του Λογιστηρίου και από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους. Η εξόφληση των Χρηματικών Ενταλμάτων Πληρωμής διενεργείται οίκοθεν από το ανωτέρω Τμήμα Λογιστηρίου.
β) Αρμόδια για την εκκαθάριση και εξόφληση των ληξιπρόθεσμων δαπανών υγείας της Περιφέρειας, είναι τα κατά τόπους Υποκαταστήματα του ΕΦΚΑ (πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), στα οποία μεταφέρθηκαν ως προσωπικό και αρμοδιότητες οι τέως Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΟΠΑΔ, μετά τη κατάργησή του και ειδικότερα τα αρμόδια τμήματα των υπηρεσιών αυτών.
7. Οφειλές προς παρόχους υπηρεσιών υγείας που εκκαθαρίζονται με τις διατάξεις του παρόντος συμψηφίζονται με τυχόν ληξιπρόθεσμες κάθε είδους οφειλές αυτών προς τον ΕΦΚΑ, πλην των ρυθμισμένων. Ο συμψηφισμός πραγματοποιείται από τις ανωτέρω αρμόδιες υπηρεσίες.
8. Η καταβολή του κεφαλαίου της ληξιπρόθεσμης οφειλής προς τους δικαιούχους επιφέρει την απόσβεση της οφειλής ως προς τα έξοδα, τους τόκους και το κεφάλαιο. Μετά την κατά τα ανωτέρω εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, αποσβένεται κάθε απαίτηση των δικαιούχων κατά του ΕΦΚΑ από την αιτία αυτή. Η αποδοχή της εξόφλησης της απαίτησης από τους δικαιούχους πραγματοποιείται με την υποβολή υπεύθυνης δήλωσης εκ μέρους του δικαιούχου - παρόχου που κατατίθεται στις αρμόδιες για την πληρωμή υπηρεσίες.
9. Με τις διατάξεις του παρόντος εκκαθαρίζονται και πληρώνονται και οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις κατά την έννοια της περ. β' της παρ. 1, εκτός συμβατικής σχέσης, εφόσον αποδεικνύεται η παροχή των υπηρεσιών ή η παραλαβή των προϊόντων από τους ΦΚΑ.
Η παραλαβή προϊόντων από τους ΦΚΑ τόσο για τις περιπτώσεις συναφθεισών συμβάσεων όσο και για αυτές που έλαβαν χώρα εκτός αυτών, θεωρείται προσηκόντως αποδεδειγμένη και με την υπογραφή του οικείου πρωτοκόλλου έστω και από έναν αρμόδιο προς τούτο υπάλληλο, καθώς και με την ύπαρξη αντιγράφου παραλαβής ταχυμεταφορέα ή δελτίου αποστολής. Ειδικά για την εκκαθάριση παροχών προς ασφαλισμένους δεν απαιτούνται οι υπογραφές των ελεγκτών ιατρών στα αντίστοιχα παραστατικά.
10. Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του παρόντος εκκαθαρίζονται και πληρώνονται εξαιρετικά κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί παραγραφής.
11. Εκκαθαρίσεις και πληρωμές ληξιπροθέσμων υποχρεώσεων, κατά την έννοια της περ. β' της παρ. 1, που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί θεωρούνται νόμιμες.
12. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται κάθε άλλη αντίθετη διάταξη.
13. Με απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών δύναται να καθορίζεται και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της εκκαθάρισης και πληρωμής ληξιπροθέσμων υποχρεώσεων του κλάδου υγείας των ΦΚΑ που εντάχθηκαν στον ΕΟΠΥΥ.
Άρθρο 13
Νομική παράσταση ΕΦΚΑ υπέρ ΕΟΠΥΥ
1. Σε δίκες που αφορούν αξιώσεις ή υποχρεώσεις των κλάδων υγείας που μεταφέρθηκαν στον ΕΟΠΥΥ, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 3918/2011 (Α' 31), την παρ. 17 του άρθρου 13 του ν. 4052/2012 (Α' 41) και το εδάφιο 1β της υποπαρ. ΙΒ.1 της παρ. IB του άρθρου μόνου του ν. 4093/2012 (Α' 222), στις οποίες διάδικος είναι το πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, νυν ΕΦΚΑ, ή/και ο ΕΟΠΥΥ, ο ΕΦΚΑ εξακολουθεί να νομιμοποιείται στη διεξαγωγή των δικών αυτών και η νομιμοποίηση αυτή περιλαμβάνει και την άσκηση ένδικων μέσων, μέχρι και την αμετάκλητη περάτωσή τους. Η νομική θέση του ΕΟΠΥΥ στις δίκες αυτές δεν θίγεται. Οι αποφάσεις δεσμεύουν τον ΕΟΠΥΥ και εκτελούνται υπέρ και εις βάρος του.
2. Οι διατάξεις του παρόντος καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, δίκες.
Άρθρο 14
Αποδεικτικό ηλικίας ασφαλισμένων του πρώην ΟΓΑ
1. Η ηλικία των ασφαλισμένων του πρώην ΟΓΑ και των μελών οικογένειας τους αποδεικνύεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του ν. 1846/1951 (Α' 179).
2. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου καταλαμβάνουν και τις αιτήσεις που εκκρεμούν, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος ενώπιον της διοίκησης, σε οποιοδήποτε στάδιο .
3. Η παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 4169/1961 (Α' 81) καταργείται.
Άρθρο 15
Μηχανογραφικό σύστημα ΕΦΚΑ και ΓΓΠΣ του Υπουργείου Οικονομικών
Στο τέλος της παρ. 12 του άρθρου 395 του ν. 4512/2018 (Α' 5) προστίθενται, από τότε που ίσχυσε, εδάφια ως εξής:
«Μέχρι την πλήρη ένταξη του προηγούμενου εδαφίου, η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών λειτουργεί και υποστηρίζει το πληροφοριακό σύστημα του ΕΦΚΑ για τη χορήγηση των συντάξεων του Δημόσιου Τομέα. Οι λεπτομέρειες της συνεργασίας αυτής καθορίζονται σε σχετικό πρωτόκολλο συνεργασίας μεταξύ του Διοικητή του ΕΦΚΑ και του Γενικού Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών.»
Άρθρο 16
Τρόπος υπολογισμού σύνταξης των μονοσυνταξιούχων ασφαλισμένων του πρώην ΤΣΑΥ για
αιτήσεις προ του ν. 4387/2016
1. Για αιτήσεις συνταξιοδότησης στο τ. ΕΤΑΑ-ΤΣΑΥ, για τις οποίες εφαρμόζονται οι προγενέστερες του ν. 4387/2016 διατάξεις, αν ο χρόνος ασφάλισης στον κλάδο κύριας σύνταξης του τ. ΕΤΑΑ-ΤΣΑΥ δεν ταυτίζεται με το χρόνο ασφάλισης στον κλάδο Μονοσυνταξιούχων του ίδιου Ταμείου, ο οποίος είναι λιγότερος από είκοσι πέντε (25) έτη, η σύνταξη υπολογίζεται ως εξής:
α) Για τα έτη ασφάλισης στον κλάδο κύριας σύνταξης το ποσό που προβλέπεται από τις καταστατικές διατάξεις του πρώην Ταμείου, και
β) Για κάθε έτος ασφάλισης στον κλάδο Μονοσυνταξιούχων επιπλέον ποσό ίσο με το 1/25 του ποσού της προσαύξησης που προβλέπεται από τις καταστατικές διατάξεις του πρώην Ταμείου για είκοσι πέντε (25) έτη ασφάλισης στον κλάδο Μονοσυνταξιούχων.
Οι εισφορές που έχουν καταβληθεί στον κλάδο Μονοσυνταξιούχων για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι (6) μηνών και μικρότερο του ενός (1) έτους λογίζονται ως εισφορές ενός (1) έτους.
2. Ασφαλισμένοι του τ. ΕΤΑΑ-ΤΣΑΥ που έχουν υποβάλλει αίτηση συνταξιοδότησης μέχρι 12.5.2016, η οποία βρίσκεται σε εκκρεμότητα, καθώς και συνταξιούχοι του ίδιου Ταμείου μέχρι την ίδια ως άνω ημερομηνία, οι οποίοι κατά τη συνταξιοδότησή τους δεν έλαβαν συνταξιοδοτική παροχή από τον Κλάδο των Μονοσυνταξιούχων λόγω οφειλών από ασφαλιστικές εισφορές στον Κλάδο, λαμβάνουν προσαύξηση σύμφωνα με την παρ. 1 μόνο για τα έτη που έχουν καταβάλει εισφορές στον Κλάδο Μονοσυνταξιούχων. Κατά τον επανυπολογισμό των ήδη καταβεβλημένων μέχρι 12.5.2016 συντάξεων του προηγούμενου εδαφίου, λαμβάνουν προσαύξηση μόνο για τα έτη που κατέβαλαν επιπλέον εισφορά στον Κλάδο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 30 του ν. 4387/2016 (Α' 85).
Άρθρο 17
Αντιμετώπιση αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών
Για τις παροχές της παρ. 3 του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951 (Α' 179), οι οποίες χορηγήθηκαν χωρίς υπαιτιότητά των λαβόντων μετά από απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και αναζητούνται ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 103 του ν. 4387/2016 (Α' 85) και επιστρέφονται άτοκα, ανεξάρτητα από το χρόνο χορήγησής τους και έκδοσης των καταλογιστικών πράξεων. Τυχόν ήδη επιστραφέντα ποσά από τους συνταξιούχους ως αχρεωστήτως καταβληθέντα, δεν αναζητούνται από αυτούς.
Άρθρο 18
Παρακράτηση και συμψηφισμός με οφειλές προς ΦΚΑ που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση
1. Η παρ 2 του άρθρου 18 του ν. 4331/2015 (Α' 69) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης προβαίνουν σε παρακράτηση ποσοστού των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του φορέα, μέχρι του ύψους των οφειλών, κατά αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ. Στην περίπτωση αυτή, τα παρακρατούμενα ποσά συμψηφίζονται με τις τελευταίες δόσεις της ρύθμισης, όπως αυτές ορίζονται στην απόφαση του αρμόδιου οργάνου του ασφαλιστικού φορέα. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται τα ποσοστά παρακράτησης, τα αρμόδια όργανα, η τηρητέα διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.»
2. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης της παρ. 1.
Άρθρο 19
Παράταση ισχύος της παρ. 7 της υποπαρ. ΙΑ.1 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α'
107)
Η ισχύς της παρ. 7 της υποπαρ. ΙΑ.1 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α' 107) παρατείνεται για τρία (3) έτη από τη λήξη της. Σε περιπτώσεις επαναλαμβανόμενης υπαγωγής στη ρύθμιση με δημιουργία νέων οφειλών, ο φορέας διατηρεί το δικαίωμα να απαιτήσει την προσκόμιση του συνόλου ή μέρους των προβλεπόμενων στοιχείων και διασφαλίσεων.
Άρθρο 20
Τροποποίηση του άρθρου 22 του ν. 4529/2018 (Α' 56)
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 και στο πρώτο εδάφιο της περ. β' της παρ. 2 του άρθρου 22 του ν. 4529/2018 (Α' 56) μετά από τις λέξεις «αναπηρίας ή γήρατος» προστίθενται οι λέξεις «ή θανάτου».
Άρθρο 21
Νομοτεχνική βελτίωση για τίτλους κτήσης
Στην παρ. 1 του άρθρου 55 του ν. 4509/2017 (Α' 201) διαγράφονται οι λέξεις «περίπτωση α'».
Άρθρο 22
Σύνταξη λόγω θανάτου οπτό φυσικές καταστροφές
1. Σε περίπτωση θανάτου λόγω πλημμυρικών φαινομένων, πυρκαγιών, σεισμών και λοιπών θεομηνιών σε πληγείσες περιοχές, όπως αυτές οριοθετούνται από την εκάστοτε απόφαση των αρμόδιων Υπουργών, στον επιζώντα σύζυγο και στα τέκνα του θανόντα καταβάλλεται, κατά παρέκκλιση του άρθρου 12 του ν. 4387/2016 (Α' 85), σύνταξη ποσού ίσου με το ποσό της σύνταξης που δικαιούται ή έχει δικαιωθεί ο θανών. Το ποσό αυτό καταβάλλεται από τον ΕΦΚΑ αντί της σύνταξης λόγω θανάτου του άρθρου 12 του ν. 4387/2016.
2. Τέκνα για την εφαρμογή του παρόντος είναι αυτά που ορίζονται στο άρθρο 12 του ν. 4387/2016.
3. Το ποσό της σύνταξης της παρ. 1 επιμερίζεται ως εξής:
α) Ο επιζών σύζυγος δικαιούται το 50% του ποσού και τα τέκνα το υπόλοιπο 50% του ποσού κατ' ισομοιρία.
β) Αν δεν υπάρχουν τέκνα, ο επιζών σύζυγος δικαιούται όλο το ποσό.
γ) Αν δεν υπάρχει επιζών σύζυγος, τα τέκνα δικαιούνται όλο το ποσό κατ' ισομοιρία.
4. Ως προς τα κατώτατα όρια του καταβαλλόμενου ποσού, ισχύουν αναλογικά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ν. 4387/2016.
5. Οι διατάξεις του παρόντος ισχύουν για θανάτους που επέρχονται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016.
ΜΕΡΟΣ Β'
Ρύθμιση θεμάτων εργαζομένων, ανέργων, ΣΕΠΕ και ΟΑΕΔ και λοιπές διατάξεις
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Ρύθμιση θεμάτων εργαζομένων, ανέργων, ΣΕΠΕ και ΟΑΕΔ
Άρθρο 23
Παράσταση πολιτικής αγωγής για δεδουλευμένες αποδοχές και αποζημίωση απόλυσης
1. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945 (Α' 292) προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Στις παραπάνω υποθέσεις, οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής για την υποστήριξη της κατηγορίας, ανεξάρτητα αν έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη. Έγγραφη προδικασία δεν απαιτείται.»
2. Στο άρθρο 28 του ν. 3996/2011 (Α' 170) προστίθεται παρ. 3 ως εξής:
«3. Στις υποθέσεις της παρ. 1, όταν ο εργοδότης παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών και την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής για την υποστήριξη της κατηγορίας, ανεξάρτητα αν έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη. Έγγραφη προδικασία δεν απαιτείται.»
Άρθρο 24
Αύξηση Τμημάτων Επιθεώρησης του ΣΕΠΕ
1. Η υποπερ. δδ' της περ. στ' της παρ. 2 του άρθρου 47 του π.δ. 134/2017 (Α' 168) αντικαθίσταται ως εξής: «δδ) Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Κοζάνης, με έδρα την Κοζάνη.»
2. Στην περ. στ' της παρ. 2 του άρθρου 47 του π.δ. 134/2017 προστίθεται υποπερ. ιΓ ως εξής:
«ιι) Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Γρεβενών, με έδρα τα Γρεβενά.»
3. Στην περ. ια' της παρ. 2 του άρθρου 47 του π.δ. 134/2017 προστίθεται υποπερ. ζζ' ως εξής:
«ζζ) Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Ορεστιάδας, με έδρα την Ορεστιάδα.»
4. Η περ. δ' της παρ. 6 της υποπαρ. Α του άρθρου 49 του π.δ. 134/2017 αντικαθιστάται ως εξής:
«δ) Του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Κοζάνης, στα όρια του Νομού Κοζάνης.»
5. Στην παρ. 6 της υποπαρ. Α του άρθρου 49 του π.δ. 134/2017 προστίθεται υποπερ. Γ ως εξής:
«ι) Του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Γρεβενών, στα όρια του Νομού Γρεβενών.»
6. Η περ. γ' της παρ. 11 της υποπαρ. Α του άρθρου 49 του π.δ. 134/2017 αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Έβρου, στα όρια των Δήμων Αλεξανδρούπολης- Σαμοθράκης.»
7. Στην παρ. 11 της υποπαρ. Α του άρθρου 49 του π.δ. 134/2017 προστίθεται υποπερ. ζ' ως εξής:
«ζ) Του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Ορεστιάδας, στα όρια των Δήμων Ορεστιάδας - Σουφλίου- Διδυμοτείχου.»
8. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 54 του ν. 4178/2013 (Α' 174), κατανέμονται από τις υφιστάμενες κενές θέσεις προσωπικού του ΣΕΠΕ, οι θέσεις προσωπικού των Τμημάτων Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Γρεβενών και Ορεστιάδας.
9. Για την έγκαιρη κάλυψη των θέσεων της παρ. 8, επιτρέπεται η διενέργεια μετατάξεων τακτικών υπαλλήλων φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων. Οι μετατάξεις του προηγούμενου εδαφίου διενεργούνται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, χωρίς τη γνώμη Υπηρεσιακού Συμβουλίου, κατόπιν αίτησης του υπαλλήλου που υποβάλλεται εντός ενός (1) μήνα από τη δημοσίευση της απόφασης της παρ. 8.
10. Μέχρι την επαρκή στελέχωση των Τμημάτων, η οποία διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, οι αρμοδιότητες των Τμημάτων Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Γρεβενών και Ορεσπάδας ασκούνται από τα Τμήματα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Κοζάνης και Έβρου αντίστοιχα.
Άρθρο 25
Νομική εκπροσώπηση του Ειδικού Γραμματέα, των Επιθεωρητών και λοιπών υπαλλήλων
Το άρθρο 20 του ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 20
Νομική εκπροσώπηση του Ειδικού Γραμματέα, των Επιθεωρητών και λοιπών υπαλλήλων
1. Ο Ειδικός Γραμματέας, οι Ειδικοί Επιθεωρητές, οι λοιποί Επιθεωρητές και οι υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του ΣΕΠΕ που συνδράμουν τη διενέργεια ελέγχων, τη συμφιλιωτική διαδικασία ή τη διαδικασία επίλυσης εργατικών διαφορών, εν ενεργεία και διατελέσαντες, εφόσον εξετάζονται, διώκονται ή ενάγονται για πράξεις ή παραλείψεις κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση των καθηκόντων τους, παρίστανται και εκπροσωπούνται από μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ).
2. Το μέλος του ΝΣΚ ορίζεται με απόφαση του Προέδρου του ΝΣΚ, μετά από έγγραφο αίτημα του Ειδικού Γραμματέα του ΣΕΠΕ προς το ΝΣΚ, εφόσον περιέλθει σε αυτόν έγγραφη αίτηση του εξεταζόμενου, διωκόμενου ή εναγόμενου. Σε υποθέσεις που αφορούν λοιπούς Επιθεωρητές και υπαλλήλους του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του ΣΕΠΕ, η αίτησή τους προς τον Ειδικό Γραμματέα συνοδεύεται από θετική εισήγηση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης στην οποία υπάγεται η υπηρεσία που υπηρετούν. Σε υποθέσεις που αφορούν Ειδικούς Επιθεωρητές, το αίτημα προς το ΝΣΚ συνοδεύεται από θετική εισήγηση του Ειδικού Γραμματέα. Σε υποθέσεις που αφορούν τον Ειδικό Γραμματέα, το αίτημα προς το ΝΣΚ συνοδεύεται από αναλυτικό ενημερωτικό έγγραφό του και εγκρίνεται προηγουμένως από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
3. Η εκπροσώπηση των προσώπων της παρ. 1 από μέλος του ΝΣΚ δεν αποκλείει την εκπροσώπησή τους από πληρεξούσιο δικηγόρο της επιλογής τους σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Η εκπροσώπησή τους από πληρεξούσιο δικηγόρο αποκλείει την εκπροσώπησή τους παράλληλα και από μέλος του ΝΣΚ.
4. Σε περίπτωση εκπροσώπησης από πληρεξούσιο δικηγόρο της επιλογής τους, το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καλύπτει τις δαπάνες, στις οποίες υποβάλλονται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας κατά την προκαταρκτική διαδικασία ή με την ιδιότητα του κατηγορουμένου ή του εναγομένου ή του πολιτικώς ενάγοντος, και μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων, κατόπιν υποβολής αίτησης, σύμφωνα με την παρ. 6. Σε υποθέσεις που αφορούν λοιπούς Επιθεωρητές και υπαλλήλους του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του ΣΕΠΕ, η αίτηση συνοδεύεται από θετική εισήγηση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης στην οποία υπάγεται η υπηρεσία που υπηρετούν. Σε υποθέσεις που αφορούν Ειδικούς Επιθεωρητές, η αίτηση συνοδεύεται από θετική εισήγηση του Ειδικού Γραμματέα. Σε υποθέσεις που αφορούν τον Ειδικό Γραμματέα, η αίτηση υποβάλλεται από του Ειδικό Γραμματέα, μετά από έγκριση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
5. Εάν δεν υπάρξει θετική εισήγηση ή έγκριση, οι ως άνω δαπάνες καταβάλλονται, κατόπιν υποβολής αίτησης, σύμφωνα με την παρ. 6, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Για τις ποινικές υποθέσεις, εφόσον εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση με την οποία τα ως άνω πρόσωπα κηρύσσονται αθώα ή απαλλάσσονται των κατηγοριών, ή αμετάκλητο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου με το οποίο παύει οριστικά η ποινική δίωξη εναντίον τους ή τίθεται η υπόθεση στο αρχείο.
β) Για όσους φέρουν την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, εφόσον εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση από την οποία να προκύπτει η διάπραξη του σε βάρος τους εγκλήματος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή εξαιτίας αυτών.
γ) Για τις αστικές υποθέσεις, εφόσον εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, με την οποία απορρίπτεται η σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή.
6. Η αίτηση για την κάλυψη των δαπανών των παρ. 4 και 5 υποβάλλεται ενώπιον τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Νομικό Σύμβουλο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Υποστήριξης ΣΕΠΕ. Η πληρωμή των δαπανών εγκρίνεται με απόφαση της Επιτροπής, εφόσον προσκομιστούν τα νόμιμα παραστατικά και μέχρι το τριπλάσιο του ποσού αναφοράς κάθε διαδικαστικής πράξης ή υπηρεσίας, όπως προσδιορίζεται στους πίνακες του Κώδικα Δικηγόρων και στα Παραρτήματα αυτού, όπως εκάστοτε ισχύουν.
7. Οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στον οποίο εγγράφονται οι σχετικές πιστώσεις.
8. Τα πρόσωπα της παρ. 1 υποχρεούνται να επιστρέφουν στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης τις ως άνω δαπάνες εάν:
α) καταδικασθούν αμετάκλητα ή γίνει αμετάκλητα δεκτή αγωγή εναντίον τους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή απορριφθεί αμετάκλητα αγωγή ή πολιτική αγωγή που άσκησαν για αδικήματα και πράξεις ή παραλείψεις που έλαβαν χώρα σε βάρος τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή εξ αφορμής αυτών,
β) αθωωθεί αμετάκλητα ο καθ' ου η πολιτική αγωγή,
γ) επιβληθεί σε βάρος τους οποιαδήποτε εκ των ποινών των περ. β' έως η' της παρ. 1 του άρθρου 109 του ν. 3528/2007 (Α' 26) για πειθαρχικό παράπτωμα συναφές με την υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή, δεν δικαιούνται να υποβάλουν νέα αίτηση για την κάλυψη μεταγενέστερων δαπανών πληρεξούσιου δικηγόρου. Αν η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή ακυρωθεί αμετάκλητα, εφαρμόζονται αναλογικά η διαδικασία και οι προϋποθέσεις των παρ. 5 και 6.
9. Στις δίκες και διαδικασίες της παρ. 1, καθώς και σε εκείνες στις οποίες τα πρόσωπα αυτά έχουν την ιδιότητα του ενάγοντος και αφορούν την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή υποθέσεις εξ αφορμής αυτών, έχουν εφαρμογή οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί ατελειών του ΝΣΚ.
10. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών ορίζονται τυχόν ειδικότερες προϋποθέσεις και ειδικότερα διαδικαστικά ζητήματα, προθεσμίες για την υποβολή του αιτήματος πληρωμής των δαπανών, η διαδικασία επιστροφής των δαπανών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
11. Οι διατάξεις του παρόντος υπερισχύουν έναντι κάθε άλλης αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης.»
12. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υποθέσεις.
Άρθρο 26
Ποινικά αδικήματα σε βάρος του Ειδικού Γραμματέα, των Επιθεωρητών και λοιπών υπαλλήλων
Στον ν. 3996/2011 προστίθεται νέο άρθρο 20Α ως εξής:
«Άρθρο 20A
Ποινικά αδικήματα σε βάρος του Ειδικού Γραμματέα, των Επιθεωρητών και λοιπών υπαλλήλων
Η τέλεση των εγκλημάτων των άρθρων 229, 308 έως και 311, 333, 361 και 361Α του Ποινικού Κώδικα σε βάρος του Ειδικού Γραμματέα, των Ειδικών Επιθεωρητών, των λοιπών Επιθεωρητών και των υπαλλήλων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του ΣΕΠΕ που συνδράμουν τη διενέργεια ελέγχων, τη συμφιλιωτική διαδικασία ή τη διαδικασία επίλυσης εργατικών διαφορών, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους ή για λόγους σχετικούς με την εκτέλεσή της, συνιστά ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση.»
Άρθρο 27
Δωρεάν μετακίνηση ανέργων
1. Στην παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 2956/2001 (Α' 258) προστίθεται περ. ιζ' ως εξής:
«ιζ) για την εξασφάλιση της δωρεάν μετακίνησης των ανέργων εγγεγραμμένων στα μητρώα του με τα μέσα μαζικής μεταφοράς»
2. Το δεύτερο εδάφιο της υπ' αριθμ. οικ. Α-40580/3128/29.6.2015 κοινής υπουργικής απόφασης (Β' 1293), η οποία κυρώθηκε και απέκτησε ισχύ νόμου με το άρθρο 77 του ν. 4331/2015 (Α' 69), αντικαθίσταται ως εξής:
«Για τη χορήγηση της δωρεάν αυτής μεταφοράς, εφαρμόζεται η παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 3920/2011 (Α' 33), το άρθρο 10 του ν. 2963/2001 (Α' 268), η παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 4313/2014 (Α' 261) και το άρθρο 86 του ν. 4530/2018 (Α' 59).»
3. Το μόνο εδάφιο του άρθρου 45 του ν. 4554/2018 (Α' 130) αριθμείται σε παρ. 1 και προστίθεται παρ. 2 ως εξής:
«2. Οι δαπάνες που προκύπτουν από την εκτέλεση των κοινών υπουργικών αποφάσεων που επέχουν θέση συμβάσεων δυνάμει του άρθρου 86 του ν. 4530/2018 (Α' 59), για τη δωρεάν μετακίνηση ανέργων εγγεγραμμένων στα μητρώα του ΟΑΕΔ, δύναται να καλύπτονται από τον ΟΑΕΔ. Οι δαπάνες αφορούν το σύνολο του έτους αναφοράς, σύμφωνα με την παρ. 1, και καλύπτονται από τις πιστώσεις της ετήσιας επιχορήγησης του ΟΑΕΔ από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Με τις αποφάσεις του πρώτου εδαφίου ή όμοιες, μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΑΕΔ, καθορίζονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.»
4. Με απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών και Υποδομών και Μεταφορών, μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΑΕΔ, δύναται να καταρτίζονται και να υλοποιούνται ειδικά προγράμματα για τη δωρεάν μετακίνηση των ανέργων εγγεγραμμένων στα μητρώα του ΟΑΕΔ. Με την απόφαση του προηγούμενου εδαφίου καθορίζονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την υλοποίηση των προγραμμάτων αυτών.
Άρθρο 28
Συμμετοχή ΣΒΒΕ στο ΔΣ του ΟΑΕΔ και στην Επιτροπή του ΕΛΕΚΠ
1. Η περ. ζ' της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 2956/2001 (Α' 258) αντικαθίσταται ως εξής:
«ζ) Πέντε (5) εκπροσώπους των εργοδοτών με τους αναπληρωτές τους, που υποδεικνύονται ως εξής: Ένας (1) από τον Σ.Ε.Β., ένας (1) από τη Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε., ένας (1) από την Ε.Σ.Ε.Ε., ένας (1) από τον Σ.Ε.Τ.Ε. και ένας (1) από το Σ.Β.Β.Ε. Καθένας από τους ανωτέρω εκπροσώπους αναλαμβάνει καθήκοντα Αντιπροέδρου του Δ.Σ. του ΟΑΕΔ διαδοχικά για ένα (1) έτος, με σειρά που καθορίζεται από κοινού.»
2. Οι περ. β' και γ' της παρ. 8 του άρθρου 34 του ν. 4144/2013 (Α' 88) αντικαθίστανται ως εξής:
«β) Πέντε (5) εκπροσώπους με ισάριθμους αναπληρωτές που ορίζει η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ).
γ) Πέντε (5) εκπροσώπους με ισάριθμους αναπληρωτές που ορίζονται ως εξής: ένας (1) από τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), ένας (1) από τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ), ένας (1) από την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), ένας (1) από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) και ένας (1) από τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ).»
3. Μέχρι τη διαμόρφωση των συνθέσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΑΕΔ και της Επιτροπής του ΕΛΕΚΠ, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των παρ. 1 και 2, τα συλλογικά αυτά όργανα εξακολουθούν να λειτουργούν νόμιμα ως έχουν.
Άρθρο 29
Ειδικά προγράμματα απασχόλησης ανέργων
1. Η παρ. 1 του άρθρου 64 του ν. 4430/2016 (Α' 205) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύη, Οικονομικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης καθώς και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μετά από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), είναι δυνατή η ένταξη ομάδων ανέργων εγγεγραμμένων στα μητρώα του Ο.Α.Ε.Δ., με προτεραιότητα στους μακροχρόνια ανέργους και τις ευπαθείς ομάδες ανέργων, σε ειδικά προγράμματα απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από το άρθρο 51 του ν. 1892/1990 (Α' 101).
Με την ίδια απόφαση καθορίζονται:
α) οι φορείς υποδοχής και οι υποχρεώσεις τους,
β) οι προϋποθέσεις συμμετοχής των δυνητικά ωφελουμένων,
γ) τα κριτήρια επιλογής και κατάταξης των δυνητικά ωφελουμένων και η μοριοδότηση των κριτηρίων, δ) η διαδικασία ένταξης, η διάρκεια και οι όροι απασχόλησης,
ε) η χρηματοδότηση των προγραμμάτων, οι αμοιβές των ωφελουμένων και η διαδικασία καταβολής των αποδοχών και των ασφαλιστικών εισφορών,
στ) η διαδικασία για την αναστολή ή τη διακοπή της απασχόλησης ανέργου ή/και του προγράμματος,
ζ) ο έλεγχος και η παρακολούθηση του προγράμματος και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την υλοποίησή του.»
2. Η παρ. 3 του άρθρου 64 του ν. 4430/2016 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Αρμόδιος φορέας για την υλοποίηση των προγραμμάτων του παρόντος είναι ο Ο.Α.Ε.Δ., ο οποίος εκδίδει δημόσια πρόσκληση για κάθε πρόγραμμα. Στην πρόσκληση εξειδικεύονται τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η διαδικασία υποβολής των αιτήσεων και των δικαιολογητικών, η υποβολή και εξέταση ενστάσεων, η κατάρτιση προσωρινών Kat οριστικών πινάκων κατάταξης, η διαδικασία υπόδειξης των ωφελουμένων σύμφωνα με τον οριστικό πίνακα κατάταξης, η διαδικασία για την τοποθέτηση στους φορείς υποδοχής και λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής κάθε προγράμματος.»
3. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 ισχύουν για προγράμματα που θα προκηρυχθούν μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
Λοιπές διατάξεις
Άρθρο 30
Αποζημίωση δικαστικών αντιπροσώπων στις εκλογές συνδικαλιστικών οργανώσεων
1. Στην παρ. 3 του άρθρου 29 του ν. 1264/1982 (Α' 79) η λέξη «αμοιβής» αντικαθίσταται από τη λέξη «αποζημίωσης».
2. Στην παρ. 3 του άρθρου 29 του ν. 1264/1982 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Για την αποζημίωση των δικαστικών αντιπροσώπων εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 108 του π.δ. 26/2012 (Α' 57).»
Αρθρο 31
Συντήρηση του ΟΠΣ-ΣΕΠΕ
Η υπ' αριθμ. 6537/494 «Σύμβαση Συντήρησης του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας ΟΠΣ-ΣΕΠΕ» παρατείνεται αυτοδικαίως από τη λήξη της έως 31.12.2019. Μέχρι 31.12.2018 προκηρύσσεται διαγωνισμός για την ανάθεση των υπηρεσιών αυτών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Η σύμβαση του πρώτου εδαφίου λύεται αυτοδικαίως και πριν το πέρας της προθεσμίας που προβλέπεται σε αυτό, εφόσον ολοκληρωθούν οι διαδικασίες ανάθεσης στο πλαίσιο της διαγωνιστικής διαδικασίας του δεύτερου εδαφίου και υπογράφει η σχετική σύμβαση.
Άρθρο 32
Εκκαθάριση δαπανών ΕΦΚΑ
Δαπάνες του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 2017 και αφορούν τις λειτουργικές και λοιπές ανάγκες του φορέα, όπως την καθαριότητα, τα ταχυδρομικά τέλη, τα τηλεφωνικά τέλη, τον φωτισμό και την κίνηση, την επισκευή και τη συντήρηση ηλεκτρονικών υπολογιστών, τη συντήρηση και τη τεχνική υποστήριξη συστημάτων πληροφορικής, τις λοιπές αμοιβές νομικών προσώπων και ελεύθερων επαγγελματιών που εκτελούν ειδικές υπηρεσίες, την επισκευή και συντήρηση μόνιμου και λοιπού εξοπλισμού, διαφημίσεις, δημοσιεύσεις και συνδρομές σε εφημερίδες και περιοδικά, μισθώματα, κοινόχρηστα, τη μηχανογραφική επεξεργασία στοιχείων, μεταφορές, προμήθειες μηχανημάτων και δικαστικά έξοδα, θεωρούνται σύννομες, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, και, εφόσον δεν έχουν εξοφληθεί, δύναται να πληρώνονται από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του ΕΦΚΑ έτους 2018 και 2019.
Άρθρο 33
Ελεγκτές ΠΕΚΑ
1. Οι ελεγκτές των Περιφερειακών Ελεγκτικών Κέντρων Ασφάλισης (ΠΕΚΑ) του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), εν ενεργεία και διατελέσαντες, εφόσον εξετάζονται, διώκονται ή ενάγονται για πράξεις ή παραλείψεις κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση των καθηκόντων τους, παρίστανται και εκπροσωπούνται από δικηγόρο της Νομικής Υπηρεσίας του ΕΦΚΑ.
2. Η εκπροσώπηση των προσώπων της παρ. 1 από δικηγόρο της Νομικής Υπηρεσίας του ΕΦΚΑ δεν αποκλείει την εκπροσώπησή τους από πληρεξούσιο δικηγόρο της επιλογής τους σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Η εκπροσώπησή τους από πληρεξούσιο δικηγόρο αποκλείει την εκπροσώπησή τους παράλληλα και από δικηγόρο της Νομικής Υπηρεσίας του ΕΦΚΑ.
3. Σε περίπτωση εκπροσώπησης από πληρεξούσιο δικηγόρο της επιλογής τους, ο ΕΦΚΑ καλύπτει τις δαπάνες, στις οποίες υποβάλλονται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας κατά την προκαταρκτική διαδικασία ή με την ιδιότητα του κατηγορουμένου ή του εναγομένου ή του πολιτικώς ενάγοντα, και μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων, κατόπιν υποβολής αίτησης σύμφωνα με την παρ. 5, η οποία συνοδεύεται από θετική εισήγηση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης στην οποία υπάγεται η υπηρεσία που υπηρετούν.
4. Εάν δεν υπάρξει θετική εισήγηση, οι ως άνω δαπάνες καταβάλλονται, κατόπιν υποβολής αίτησης σύμφωνα με την παρ. 5, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Για τις ποινικές υποθέσεις, εφόσον εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση με την οποία τα ως άνω πρόσωπα κηρύσσονται αθώα ή απαλλάσσονται των κατηγοριών, ή αμετάκλητο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου με το οποίο παύει οριστικά η ποινική δίωξη εναντίον τους ή τίθεται η υπόθεση στο αρχείο.
β) Για όσους φέρουν την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, εφόσον εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση από την οποία να προκύπτει η διάπραξη του σε βάρος τους εγκλήματος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή εξαιτίας αυτών.
γ) Για τις αστικές υποθέσεις, εφόσον εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, με την οποία απορρίπτεται η σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή.
5. Η αίτηση για την κάλυψη των δαπανών των παρ. 3 και 4 υποβάλλεται ενώπιον τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Διοικητή του ΕΦΚΑ, τον Νομικό Σύμβουλο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου του ΕΦΚΑ και τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του ΕΦΚΑ.
Η πληρωμή των δαπανών εγκρίνεται με απόφαση της Επιτροπής, εφόσον προσκομιστούν τα νόμιμα παραστατικά και μέχρι το τριπλάσιο του ποσού αναφοράς κάθε διαδικαστικής πράξης ή υπηρεσίας, όπως προσδιορίζεται στους πίνακες του Κώδικα Δικηγόρων και στα Παραρτήματα αυτού, όπως εκάστοτε ισχύουν.
6. Οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν τον προϋπολογισμό του ΕΦΚΑ, στον οποίο εγγράφονται οι σχετικές πιστώσεις.
7. Τα πρόσωπα της παρ. 1 υποχρεούνται να επιστρέφουν στον ΕΦΚΑ τις ως άνω δαπάνες εάν:
α) καταδικασθούν αμετάκλητα ή γίνει αμετάκλητα δεκτή αγωγή εναντίον τους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή απορριφθεί αμετάκλητα αγωγή ή πολιτική αγωγή που άσκησαν για αδικήματα και πράξεις ή παραλείψεις που έλαβαν χώρα σε βάρος τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή εξ αφορμής αυτών,
β) αθωωθεί αμετάκλητα ο καθ' ου η πολιτική αγωγή,
γ) επιβληθεί σε βάρος τους οποιαδήποτε εκ των ποινών των περ. β' έως η' της παρ. 1 του άρθρου 109 του ν. 3528/2007 (Α' 26) για πειθαρχικό παράπτωμα συναφές με την υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή, δεν δικαιούνται να υποβάλουν νέα αίτηση για την κάλυψη μεταγενέστερων δαπανών πληρεξούσιου δικηγόρου. Αν η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή ακυρωθεί αμετάκλητα, εφαρμόζονται αναλογικά η διαδικασία και οι προϋποθέσεις των παρ. 4 και 5.
8. Στις δίκες και διαδικασίες της παρ. 1, καθώς και σε εκείνες στις οποίες τα πρόσωπα αυτά έχουν την ιδιότητα του ενάγοντος και αφορούν την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή υποθέσεις εξ αφορμής αυτών, έχουν εφαρμογή οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί ατελειών του ΝΣΚ.
9. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών ορίζονται τυχόν ειδικότερες προϋποθέσεις και ειδικότερα διαδικαστικά ζητήματα, προθεσμίες για την υποβολή του αιτήματος πληρωμής των δαπανών, η διαδικασία επιστροφής των δαπανών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των παρ. 1 έως 8.
10. Οι διατάξεις των παρ. 1 έως 9 εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υποθέσεις και υπερισχύουν έναντι κάθε άλλης αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης.
11. Οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 14, των παρ. 2, 4 έως 8 και 15 του άρθρου 17 και του άρθρου 20Α του ν. 3996/2011 (Α' 170) εφαρμόζονται αναλογικά και για τους ελεγκτές των ΠΕΚΑ.
12. Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 15 του άρθρου 17 του ν. 3996/2011 η φράση «του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ» αντικαθίσταται από τη φράση «του ΕΦΚΑ».
13. Η παρ. 4 του άρθρου 63 του ν. 3996/2011 καταργείται.
Άρθρο 34
Σύσταση οργανικών θέσεων εποπτευόμενων φορέων
1. Στα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας του άρθρου 9 του ν. 4109/2013 (Α' 16), στο Θεραπευτήριο Χρονιών Παθήσεων Ευρυτανίας, στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), στο Κέντρο Εκπαίδευσης και Αποκατάστασης Τυφλών (ΚΕΑΤ), στο Εθνικό Ίδρυμα Κωφών (ΕΙΚ) καθώς και στα παραρτήματά τους, συστήνονται οργανικές θέσεις προσωπικού, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων.
2. Στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης συστήνονται τριάντα πέντε (35) θέσεις μόνιμου προσωπικού, που κατατάσσονται, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, ως εξής: α) Κατηγορία Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), θέσεις επτά (7):
αα) Κλάδου Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού, θέση μία (1).
ββ) Κλάδου Παιδαγωγών Ειδικής Αγωγής, θέση μία (1).
γγ) Κλάδου Κοινωνικών Λειτουργών/Κοινωνίκής Εργασίας, θέσεις δύο (2).
δδ) Κλάδου Νηπιαγωγών, θέση μία (1).
εε) Κλάδου Ψυχολόγων, θέσεις δύο (2).
β) Κατηγορία Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), θέσεις πέντε (5):
αα) Κλάδου Διοικητικού-Λογιστικού, θέση μία (1).
ββ) Κλάδου Εργοθεραπευτών, θέση μία (1).
yy) Κλάδου Κοινωνικών Λειτουργών/Κοινωνικής Εργασίας, θέσεις δύο (2).
δδ) Κλάδου Λογοθεραπευτών, θέσεις μία (1).
γ) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), θέσεις είκοσι μία (21):
αα) Κλάδου Βοηθών Νοσοκόμων/Βοηθών Νοσηλευτών, θέσεις δέκα (10).
ββ) Κλάδου Κοινωνικών Επιμελητών/Φροντιστών Παιδιών, θέσεις τρεις (3).
γγ) Κλάδου Μαγείρων, θέσεις δύο (2).
δδ) Κλάδου Οδηγών, θέσεις τρεις (3).
εε) Κλάδου Προσχολικής Αγωγής Ημερήσιας Φροντίδας ΑμεΑ, θέσεις δύο (2).
στστ) Κλάδου Τεχνικών Ειδικοτήτων (Ηλεκτρολόγων), θέση μία (1).
δ) Κατηγορία Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ), θέσεις δύο (2):
αα) Κλάδου Βοηθητικού Υγειονομικού Προσωπικού, θέσεις δύο (2).
3. Στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής συστήνονται ογδόντα (80) θέσεις μόνιμου προσωπικού, που κατατάσσονται, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, ως εξής:
α) Κατηγορία Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), θέσεις τρεις (3):
αα) Κλάδου Λογοθεραπευτών, θέσεις τρεις (3).
β) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), θέσεις εξήντα τρεις (63):
αα) Κλάδου Βοηθών Νοσοκόμων/Βοηθών Νοσηλευτών, θέσεις είκοσι πέντε (25).
ββ) Κλάδου Βοηθών Βρεφοκόμων, θέσεις δεκαεννέα (19).
γγ) Κλάδου Μαγείρων, θέσεις πέντε (5).
δδ) Κλάδου Κοινωνικών Επιμελητών, θέσεις έντεκα (11).
εε) Κλάδου Διοικητικών Γραμματέων, θέση μία (1).
στστ) Κλάδου Τεχνικών Ειδικοτήτων, θέσεις δύο (2).
γ) Κατηγορία Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ), θέσεις δεκατέσσερις (14):
αα) Κλάδου Βοηθητικού Υγειονομικού Προσωπικού, θέσεις έντεκα (11).
ββ) Κλάδου Βοηθητικού Προσωπικού Εστίασης, θέσεις τρεις (3).
4. Στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου συστήνονται πέντε (5) θέσεις μόνιμου προσωπικού, που κατατάσσονται, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, ως εξής:
α) Κατηγορία Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), θέση μία (1):
αα) Κλάδου Διοικητικού-Λογιστικού, θέση μία (1).
β) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), θέσεις δύο (2):
αα) Κλάδου Μαγείρων, θέση μία (1).
ββ) Κλάδου Τεχνικών (Οδηγών), θέση μία (1).
γ) Κατηγορία Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ), θέσεις δύο (2):
αα) Κλάδου Βοηθητικού Υγειονομικού Προσωπικού, θέσεις δύο (2).
5. Στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας συστήνονται δεκαπέντε (15) θέσεις μόνιμου προσωπικού, που κατατάσσονται, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, ως εξής:
α) Κατηγορία Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), θέσεις δύο (2):
αα) Κλάδου Κοινωνικών Λειτουργών/Κοινωνικής Εργασίας, θέση μία (1).
ββ) Κλάδου Νοσηλευτικής, θέση μία (1).
β) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), θέσεις δέκα (10):
αα) Κλάδου Βοηθών Νοσοκόμων/Βοηθών Νοσηλευτών, θέσεις πέντε (5).
ββ) Κλάδου Επιμελητών Κοινωνικής Πρόνοιας, θέσεις πέντε (5).
γ) Κατηγορία Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ), θέσεις τρεις (3):
αα) Κλάδου Βοηθητικού Υγειονομικού Προσωπικού, θέσεις τρεις (3).
6. Στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας συστήνονται τέσσερις (4) θέσεις μόνιμου προσωπικού, που κατατάσσονται, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, ως εξής:
α) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), θέσεις τέσσερις (4):
αα) Κλάδου Επιμελητών Κοινωνικής Πρόνοιας, θέσεις τέσσερις (4).
7. Στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ηπείρου συστήνονται πέντε (5) θέσεις μόνιμου προσωπικού, που κατατάσσονται, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, ως εξής:
α) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), θέσεις πέντε (5):
αα) Κλάδου Βοηθών Νοσοκόμων/Βοηθών Νοσηλευτών, θέσεις τέσσερις (4).
ββ) Διοικητικός Επιμελητών Παιδιών, θέση μία (1).
8. Στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Θεσσαλίας συστήνονται δέκα (10) θέσεις μόνιμου προσωπικού, που κατατάσσονται, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, ως εξής:
α) Κατηγορία Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), θέσεις δύο (2):
αα) Κλάδου Κοινωνικών Λειτουργών/Κοινωνικής Εργασίας, θέση μία (1).
ββ) Κλάδου Διαιτολόγων, θέση μία (1).
β) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), θέσεις οκτώ (8):
αα) Κλάδου Βοηθών Νοσοκόμων/Βοηθών Νοσηλευτών, θέσεις οκτώ (8).
9. Στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων Νήσων συστήνονται δεκατρείς (13) θέσεις μόνιμου προσωπικού, που κατατάσσονται, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, ως εξής:
α) Κατηγορία Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), θέσεις τρεις (3):
αα) Κλάδου Ιατρών/Ιατρών Ειδικοτήτων, θέσεις δύο (2).
ββ) Κλάδου Διοικητικού-Οικονομικού, θέση μία (1).
β) Κατηγορία Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), θέσεις δύο (2):
αα) Κλάδου Διοικητικού-Λογιστικού, θέσεις δύο (2).
γ) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), θέσεις οκτώ (8):
αα) Κλάδου Βοηθών Νοσοκόμων/Βοηθών Νοσηλευτών, θέσεις οκτώ (8).
10. Στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας συστήνονται πενήντα μία (51) θέσεις μόνιμου προσωπικού, που κατατάσσονται, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, ως εξής:
α) Κατηγορία Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), θέσεις δύο (2):
αα) Κλάδου Κοινωνικών Λειτουργών/Κοινωνικής Εργασίας, θέση μία (1).
ββ) Κλάδου Μηχανολόγων Μηχανικών, θέση μία (1).
β) Κατηγορία Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), θέσεις τρεις (3):
αα) Κλάδου Κοινωνικών Λειτουργών/Κοινωνικής Εργασίας, θέση μία (1).
ββ) Κλάδου Νοσηλευτικής, θέσεις δύο (2).
γ) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), θέσεις σαράντα έξι (46):
αα) Κλάδου Βοηθών Νοσοκόμων/Βοηθών Νοσηλευτών, θέσεις σαράντα δύο (42).
ββ) Κλάδου Επιμελητών Κοινωνικής Πρόνοιας, θέσεις τρεις (3).
γγ) Κλάδου Βοηθών Παιδαγωγών, θέση μία (1).
11. Στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Κρήτης συστήνονται πενήντα (50) θέσεις μόνιμου προσωπικού που κατατάσσονται, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, ως εξής:
α) Κατηγορία Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), θέση μία (1):
αα) Κλάδου Ιατρών/Ιατρών Ειδικοτήτων, θέση μία (1).
β) Κατηγορία Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), θέσεις τέσσερις (4):
αα) Κλάδου Κοινωνικών Λειτουργών/Κοινωνικής Εργασίας, θέσεις δύο (2).
ββ) Κλάδου Νοσηλευτικής, θέση μία (1).
γγ) Κλάδου Πληροφορικής, θέση μία (1).
γ) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), θέσεις τριάντα τρεις (33):
αα) Κλάδου Βοηθών Νοσοκόμων/Βοηθών Νοσηλευτών, θέσεις είκοσι επτά (27).
ββ) Κλάδου Επιμελητών, θέσεις έξι (6).
δ) Κατηγορία Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ), θέσεις δώδεκα (12):
αα) Κλάδου Βοηθητικού Υγειονομικού Προσωπικού, θέσεις δώδεκα (12).
12. Στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου συστήνονται επτά (7) θέσεις μόνιμου προσωπικού, που κατατάσσονται, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, ως εξής:
α) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), θέσεις τέσσερις (4):
αα) Κλάδου Βοηθών Νοσοκόμων/Βοηθών Νοσηλευτών, θέσεις τρεις (3).
ββ) Κλάδου Βοηθών Βρεφοκόμων, θέση μία (1).
β) Κατηγορία Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ), θέσεις τρεις (3):
αα) Κλάδου Βοηθητικού Υγειονομικού Προσωπικού, θέσεις τρεις (3).
13. Στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Στερεός Ελλάδας συστήνονται έντεκα (11) θέσεις μόνιμου προσωπικού, που κατατάσσονται, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, ως εξής:
α) Κατηγορία Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), θέσεις έξι (6):
αα) Κλάδου Διοικητικού-Αογιστικού, θέση μία (1).
ββ) Κλάδου Νοσηλευτικής θέσεις δύο (2).
γγ) Κλάδου Πληροφορικής, θέσεις τρεις (3).
β) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), θέσεις πέντε (5):
αα) Κλάδου Βοηθών Νοσοκόμων/Βοηθών Νοσηλευτών, θέσεις τέσσερις (4).
ββ) Κλάδου Μαγείρων, θέση μία (1).
14. Στο Θεραπευτήριο Χρονιών Παθήσεων Ευρυτανίας συστήνονται έξι (6) θέσεις μόνιμου προσωπικού, που κατατάσσονται, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, ως εξής:
α) Κατηγορία Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), θέση μία (1):
αα) Κλάδου Διοικητικού-Οικονομικού, θέση μία (1).
β) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), θέσεις τέσσερις (4):
αα) Κλάδου Βοηθών Νοσοκόμων/Βοηθών Νοσηλευτών, θέσεις τέσσερις (4).
γ) Κατηγορία Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ), θέση μία (1):
αα) Κλάδου Βοηθητικού Υγειονομικού Προσωπικού, θέση μία (1).
15. Στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ) συστήνονται δεκαπέντε (15) θέσεις μόνιμου προσωπικού, που κατατάσσονται, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, ως εξής:
α) Κατηγορία Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), θέσεις πέντε (5):
αα) Κλάδου Κοινωνικών Λειτουργών/Κοινωνικής Εργασίας, θέση μία (1).
ββ) Κλάδου Μηχανικών, θέση μία (1).
γγ) Κλάδου Ψυχολόγων, θέσεις τρεις (3).
β) Κατηγορία Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), θέσεις έξι (6):
αα) Κλάδου Κοινωνικών Λειτουργών/Κοινωνικής Εργασίας, θέσεις έξι (6).
γ) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), θέσεις τέσσερις (4):
αα) Κλάδου Κοινωνικών Φροντιστών, θέσεις τέσσερις (4).
16. Στο Κέντρο Εκπαίδευσης και Αποκατάστασης Τυφλών (ΚΕΑΤ) συστήνονται είκοσι τέσσερις (24) θέσεις μόνιμου προσωπικού που κατατάσσονται, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, ως εξής:
α) Κατηγορία Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), θέσεις έξι (6):
αα) Κλάδου Διοικητικού-Οικονομικού, θέσεις δύο (2).
ββ) Κλάδου Παιδαγωγών Ειδικής Αγωγής, θέση μία (1).
γγ) Κλάδου Ψυχολόγων, θέση μία (1).
δδ) Κλάδου Ελληνικής Φιλολογίας, θέση μία (1).
εε) Κλάδου Πληροφορικής, θέση μία (1).
β) Κατηγορία Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), θέση μία (1):
αα) Κλάδου Διοικητικού-Λογιστικού, θέση μία (1).
γ) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), θέσεις δεκαεπτά (17):
αα) Κλάδου Βοηθών Βρεφοκόμων, θέση μία (1).
ββ) Κλάδου Διοικητικών Γραμματέων, θέσεις δύο (2).
γγ) Κλάδου Επιμελητών Πρόνοιας, θέσεις έξι (6).
δδ) Κλάδου Μαγείρων, θέσεις τρεις (3).
εε) Κλάδου Τεχνικών-Οδηγών, θέσεις τέσσερις (4).
στστ) Κλάδου Τεχνικών Ειδικοτήτων (Συντηρητής Κτιρίων), θέση μία (1).
17. Στο Εθνικό Ίδρυμα Κωφών (ΕΙΚ) συστήνονται δέκα (10) θέσεις μόνιμου προσωπικού που
κατατάσσονται, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, ως εξής:
α) Κατηγορία Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), θέσεις έξι (6):
αα) Κλάδου Παιδαγωγών Ειδικής Αγωγής, θέσεις τέσσερις (4).
ββ) Κλάδου Ψυχολόγων, θέση μία (1).
γγ) Κλάδου Κοινωνικών Λειτουργών/Κοινωνικής Εργασίας, θέση μία (1).
β) Κατηγορία Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), θέσεις τέσσερις (4):
αα) Κλάδου Κοινωνικών Λειτουργών/Κοινωνικής Εργασίας, θέσεις δύο (2).
ββ) Κλάδου Λογιστικής, θέση μία (1).
γγ) Κλάδου Διοικητικού-Λογιστικού, θέση μία (1).
Άρθρο 35
Κάλυψη θέσεων εποπτευόμενων φορέων
1. Η κάλυψη των θέσεων του άρθρου 34 διενεργείται με πρόσληψη τακτικού προσωπικού, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994 (Λ' 28). Προκηρύξεις για την πρόσληψη του προσωπικού αυτού εκδίδονται το αργότερο μέχρι 28.2.2019.
2. Μέχρι την κατάρτιση των οικείων προσωρινών πινάκων διοριστέων για τις προσλήψεις της παρ. 1 και σε κάθε περίπτωση όχι πέραν της 31.12.2019, επιτρέπεται, κατόπιν αιτιολογημένης απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου των φορέων του άρθρου 34, η απασχόληση του έκτακτου προσωπικού που, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, παρέχει τις υπηρεσίες του σε αυτούς, εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που συνίστανται στην ανάγκη αδιάλειπτης παροχής υπηρεσιών φροντίδας και πρόνοιας σε ευάλωτες και ευπαθείς ομάδες.
3. Η παροχή των υπηρεσιών από το προσωπικό της παρ. 2, σύμφωνα με τις ανωτέρω εξαιρετικές προϋποθέσεις, δεν εμπίπτει στους περιορισμούς των άρθρων 5 και 6 του π.δ. 164/2004 (Λ' 134) καί δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της σχέσης εργασίας, βάσει της οποίας προσλήφθηκαν οι απασχολούμενοι στις θέσεις αυτές.
Άρθρο 36
Διοικητικά Συμβούλια Κέντρων Κοινωνικής Πρόνοιας
1. Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 4109/2013 (Α' 16) αντικαθίστανται ως εξής:
«Τα Ν.Π.Δ.Δ. που συνιστώνται με την παρ. 1, διοικούνται από Διοικητικά Συμβούλια επτά έως έντεκα μελών με τριετή θητεία. Μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων είναι οι εξής: Πρόεδρος, Α' Αντιπρόεδρος, Β' Αντιπρόεδρος και τέσσερα έως οκτώ μέλη, ο ακριβής αριθμός των οποίων προσδιορίζεται από τον οικείο Οργανισμό Λειτουργίας, σύμφωνα με την παρ. 5. Μέχρι τη δημοσίευση των Οργανισμών Λειτουργίας τους, σύμφωνα με την παρ. 5, τα Ν.Π.Δ.Δ. που συνιστώνται με την παρ. 1 διοικούνται από επταμελή Διοικητικά Συμβούλια με τριετή θητεία, μέλη των οποίων είναι οι εξής: Πρόεδρος, Α' Αντιπρόεδρος, Β' Αντιπρόεδρος και τέσσερα μέλη.»
2. Οι ήδη εκδοθείσες, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, υπουργικές αποφάσεις για τον ορισμό μελών Διοικητικών Συμβουλίων εξακολουθούν να ισχύουν.
Άρθρο 37
Προσωπικό περιφερειακών γραφείων ΕΙΕΑΔ
1. Τα περιφερειακά γραφεία/ενότητες του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ), που προβλέπονται στο άρθρο 8 της υπ' αριθμ. 16905/4347/10.5.2016 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β' 1362), καταργούνται από 1.1.2019.
2. Το τακτικό προσωπικό που υπηρετεί στα γραφεία/ενότητες της παρ. 1, μεταφέρεται με τη θέση που κατέχει στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) ή σε άλλους φορείς που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
3. Το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εκδίδει πίνακα με τις υπηρεσίες υποδοχής των φορέων της παρ. 2, ο οποίος αναρτάται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου και του ΕΙΕΑΔ. Οι αιτήσεις προτίμησης του προσωπικού που υπηρετεί στα γραφεία/ενότητες της παρ. 1, υποβάλλονται στη Διεύθυνση Υποστήριξης Ανθρώπινου Δυναμικού και Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ανάρτηση του πίνακα.
4. Για τη μεταφορά του προσωπικού λαμβάνεται υπόψη η σειρά προτίμησης των αιτούντων και, εφόσον υπάρχουν αιτήσεις υπαλλήλων του ίδιου κλάδου για την ίδια υπηρεσία υποδοχής, προηγείται ο υπάλληλος με τον περισσότερο χρόνο υπηρεσίας. Σε περίπτωση υπαλλήλων με τον ίδιο χρόνο υπηρεσίας, προηγείται ο μεγαλύτερος σε ηλικία.
5. Το προσωπικό μεταφέρεται στις υπηρεσίες υποδοχής με απόφαση του Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η μεταφορά του προσωπικού διενεργείται με την ίδια εργασιακή σχέση και στον ίδιο κλάδο ή ειδικότητα της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας. Το προσωπικό κατατάσσεται σε βαθμό και μισθολογικό κλιμάκιο σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις περί χρόνου που αναγνωρίζεται στο Δημόσιο.
6. Το χρονικό διάστημα, που τυχόν μεσολαβεί, από την κατάργηση των γραφείων/ενοτήτων της παρ. 1 έως τη δημοσίευση της απόφασης της παρ. 5 και την ανάληψη υπηρεσίας θεωρείται, για κάθε συνέπεια, ως
χρόνος πραγματικής υπηρεσίας και οι αντίστοιχες αποδοχές καταβάλλονται από την υπηρεσία προέλευσης (ΕΙΕΑΔ).
Άρθρο 38
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.
Αθήνα, 4L/11/2018
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΜΑΡΙΑ-ΕΛΙΖΑ ΞΕΝΟΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΟΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΕΣ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
Άρθρα Συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης που έχουν συναφθεί πριν την 01.01.2014 (έναρξη εφαρμογής του Ν.4172/2013): Λογιστικός και φορολογικός χειρισμός για τον μισθωτή που εφαρμόζει ΕΛΠ, από 01.01.2019
Βλάχος Θεόδωρος
Λογιστής-Φοροτεχνικός
Περιεχόμενα
1.Εισαγωγή
2. Λογιστικός και φορολογικός χειρισμός έως 31.12.2018
3. Λογιστικός χειρισμός από 01.01.2019
4. Φορολογικός χειρισμός από 01.01.2019
5. Πρακτικές εφαρμογές
5.1 Πρακτική εφαρμογή χρηματοδοτικής μίσθωσης μηχανήματος
5.2 Πρακτική εφαρμογή χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτου
5.3 Πρακτική εφαρμογή χρηματοδοτικής μίσθωσης sale and lease back
6. Επίλογος
1. Εισαγωγή
Σε προηγούμενο άρθρο με τίτλο “Συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης: Λογιστικό και φορολογικό πλαίσιο από την πλευρά του μισθωτή που εφαρμόζει Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα” είχε διατυπωθεί ο προβληματισμός αναφορικά με τον τρόπο που θα εφαρμοστούν οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 72 (παράγραφος 18) του Ν.4172/2013, σύμφωνα με τις οποίες οι συναφθείσες προ της θέσης σε ισχύ του Ν.4172/2013 (2013) συμβάσεις θα αντιμετωπιστούν ως χρηματοδοτικές για φορολογικούς σκοπούς, από την 01.01.2019 και μετά. Είναι προφανές πως δεν γεννάται κανένα ζήτημα για τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης που είχαν συναφθεί πριν την 01.01.2014, η χρονική διάρκεια των οποίων όμως δεν εκτείνεται μετά την 01.01.2019.
Με δεδομένο πως στην παρούσα χρονική στιγμή δεν έχουν δοθεί οδηγίες από την φορολογική διοίκηση αναφορικά με τον τρόπο υλοποίησης της μετάβασης των συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης στο νέο καθεστώς από 01.01.2019 για φορολογικούς σκοπούς, το παρόν άρθρο αποτελεί μία προσπάθεια προσέγγισης της λογιστικής και φορολογικής αντιμετώπισης των συγκεκριμένων συμβάσεων από 01.01.2019, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες διατάξεις και εστιάζοντας α) στις αξίες στις οποίες θα αναγνωριστούν τα μισθωμένα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης από την 01.01.2019, β) στις αποσβέσεις και το χρηματοοικονομικό κόστος που θα βαρύνουν ετησίως τα αποτελέσματα των εναπομείναντων ετών έως και την λήξη της μίσθωσης και γ) στην φορολογική αντιμετώπιση των μεταβολών της καθαρής θέσης που θα προκύψουν κατά την ανωτέρω μετάβαση.
Αξίζει να αναφερθεί ότι από την 01.01.2019 τίθεται σε εφαρμογή για τις οντότητες που εφαρμόζουν Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα το ΔΠΧΑ 16 “Μισθώσεις”, το οποίο θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στις οικονομικές καταστάσεις των συγκεκριμένων οντοτήτων καθώς α) δεν θα υφίσταται πλέον ο διαχωρισμός των μισθώσεων σε χρηματοδοτικές και λειτουργικές και β) η πλειοψηφία των μισθώσεων θα κεφαλαιοποιούνται, με την αναγνώριση στον ισολογισμό του δικαιώματος χρήσης του μισθωμένου περιουσιακού στοιχείου και ισόποσης υποχρέωσης. Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να πούμε ότι εγκαταλείπεται το μοντέλο “κίνδυνοι και οφέλη του μισθωμένου περιουσιακού στοιχείου” και υιοθετείται το μοντέλο “δικαίωμα χρήσης του μισθωμένου περιουσιακού στοιχείου”. Σε ότι αφορά την επίπτωση του ΔΠΧΑ 16 στα ΕΛΠ και σύμφωνα με το υπ’ αριθμό 412/2018 έγγραφο του ΣΛΟΤ, οι μεταβολές των ΔΠΧΑ δεν επηρεάζουν τα ΕΛΠ. Οι οντότητες μπορούν να αναζητούν ερμηνευτική καθοδήγηση από τα σχετικά ΔΠΧΑ, στο βαθμό που οι ρυθμίσεις των προτύπων αυτών είναι συμβατές με τον Ν.4308/2014. Αν και με την εφαρμογή των διατάξεων του Ν.4308/2014 από 01.01.2015 υπήρξε σε μεγάλο βαθμό σύγκλιση της ελληνικής λογιστικής νομοθεσίας με τις ρυθμίσεις των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων για τις μισθώσεις, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η σύγκλιση αυτή θα συνεχίσει να υφίσταται και μετά την 01.01.2019. Τέλος, το ΔΠΧΑ 16 “Μισθώσεις” για την μετάβαση από 01.01.2019, παρέχει στις οντότητες που εφαρμόζουν ΔΛΠ την δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ της πλήρους αναδρομικής εφαρμογής στα πλαίσια αλλαγής λογιστικής πολιτικής και της τροποποιημένης αναδρομικής εφαρμογής κατά την οποία δεν απαιτείται η αναμόρφωση των συγκριτικών οικονομικών καταστάσεων.
2. Λογιστικός και φορολογικός χειρισμός έως 31.12.2018
Για τις συναφθείσες έως τις 31.12.2013 συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης περιουσιακών στοιχείων, οι οντότητες με την θέση σε ισχύ του Ν.4308/2014 (ΕΛΠ), είχαν την δυνατότητα (βλέπε παράγραφο 37.5.2 της λογιστικής οδηγίας εφαρμογής των ΕΛΠ) να επιλέξουν μεταξύ της αναδρομικής εφαρμογής της λογιστικής πολιτικής που προβλέπεται για τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης περιουσιακών στοιχείων από τα ΕΛΠ, και της διατήρησης για λογιστικούς σκοπούς και μετά τις 31.12.2013 του υφιστάμενου έως τότε και προβλεπόμενου από τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας (Ν.4172/2013) χειρισμού έως και τις 31.12.2018 (όπως ορίζεται η συγκεκριμένη ημερομηνία στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 72 του Ν.4172/2013). Από τα ανωτέρω μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι κατά το μεταβατικό χρονικό διάστημα (όπως αυτό ορίστηκε από την φορολογική νομοθεσία) από 01.01.2014 έως και 31.12.2018 και εφόσον η οντότητα δεν επέλεξε διαφορετικά, δεν υφίσταται διάσταση μεταξύ του λογιστικού και του φορολογικού χειρισμού των “παλαιών” (προ της 01.01.2014) συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης με την επιφύλαξη του περιορισμού στο δικαίωμα φορολογικής έκπτωσης των μισθωμάτων ακινήτων κατά το μέρος που αφορά το οικόπεδο, επισημαίνοντας ωστόσο ότι ο ανωτέρω περιορισμός δεν βρίσκει έρεισμα στον φορολογικό νόμο. H οντότητα θα συνεχίσει να αναγνωρίζει (λογιστικά και φορολογικά) έως τις 31.12.2018 τα καταβαλλόμενα μισθώματα ως έξοδα στην κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης, ενώ δεν θα αναγνωρίζει στον ισολογισμό το μισθωμένο περιουσιακό στοιχείο και την υποχρέωση της χρηματοδοτικής μίσθωσης.
3. Λογιστικός χειρισμός από 01.01.2019
Σύμφωνα με το ισχύον λογιστικό πλαίσιο, οι παλαιές (προ της 01.01.2014) συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, θα αντιμετωπιστούν από την 01.01.2019 στα πλαίσια αλλαγής λογιστικής πολιτικής σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν.4308/2014, με την αναδρομική διόρθωση α) των λογιστικών αξιών των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων και της καθαρής θέσης, για την σωρευτική επίδραση της μεταβολής κατά την έναρξη και την λήξη της συγκριτικής περιόδου, ως εάν η νέα λογιστική πολιτική να ήταν ανέκαθεν σε ισχύ και β) των εσόδων, κερδών, εξόδων και ζημιών, όσον αφορά την επίδραση επί των λογιστικών μεγεθών της συγκριτικής περιόδου.
Σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 18 του Ν.4308/2014 (ΕΛΠ) “Ένα περιουσιακό στοιχείο που περιέρχεται στην οντότητα (μισθωτής) με χρηματοδοτική μίσθωση αναγνωρίζεται ως περιουσιακό στοιχείο της οντότητας με το κόστος κτήσης που θα είχε προκύψει εάν το στοιχείο αυτό είχε αγοραστεί, με ταυτόχρονη αναγνώριση αντίστοιχης υποχρέωσης προς την εκμισθώτρια οντότητα (υποχρέωση χρηματοδοτικής μίσθωσης). Μεταγενέστερα, τα εν λόγω πάγια αντιμετωπίζονται λογιστικά βάση των προβλέψεων του παρόντος νόμου για τα αντίστοιχα ιδιόκτητα στοιχεία. Η υποχρέωση χρηματοδοτικής μίσθωσης αντιμετωπίζεται ως δάνειο, το δε μίσθωμα διαχωρίζεται σε χρεολύσιο, το οποίο μειώνει το δάνειο και σε τόκο που αναγνωρίζεται ως χρηματοοικονομικό έξοδο”.
Ειδικά για τις συμβάσεις sale and lease back ισχύουν τα αναφερόμενα στην παράγραφο 5γ του άρθρου 18 του Ν.4308/2014 σύμφωνα με την οποία “πώληση περιουσιακών στοιχείων τα οποία στην συνέχεια επαναμισθώνονται με χρηματοδοτική μίσθωση, λογιστικά αντιμετωπίζονται από τον μισθωτή ως εγγυημένος δανεισμός. Το εισπραττόμενο από την πώληση ποσό αναγνωρίζεται ως υποχρέωση η οποία μειώνεται με τα καταβαλλόμενα χρεολύσια, ενώ οι σχετικοί τόκοι αναγνωρίζονται ως χρηματοοικονομικό έξοδο. Τα πωληθέντα στοιχεία συνεχίζουν να αναγνωρίζονται στον ισολογισμό ως περιουσιακά στοιχεία”.
Τέλος, αξίζει να επισημανθεί ότι στην παράγραφο 37.5.2 της λογιστικής οδηγίας εφαρμογής του Ν.4308/2014 αναφέρεται ότι “παρέχεται η δυνατότητα για περιουσιακά στοιχεία οι συναλλαγές των οποίων έχουν πραγματοποιηθεί πριν την ημερομηνία έναρξης της περιόδου πρώτης εφαρμογής και πληρούν τα κριτήρια αναγνώρισης του παρόντος νόμου, αλλά δεν αναγνωρίζονταν με το προηγούμενο λογιστικό πλαίσιο, να λογιστικοποιούνται εφεξής βάσει των προβλέψεων της φορολογικής νομοθεσίας, για το χρονικό διάστημα που προβλέπεται από αυτή τη νομοθεσία”. Συμπερασματικά, στις 31.12.2018 εκπνέει η προθεσμία εντός της οποίας παρείχετο η δυνατότητα των οντοτήτων να λογιστικοποιούν της συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης σύμφωνα με την φορολογική νομοθεσία, δηλαδή ως λειτουργικές.
4. Φορολογικός χειρισμός από 01.01.2019
Όπως προαναφέρθηκε, η παράγραφος 24 του Ν.4172/2013 (ΚΦΕ) σύμφωνα με την οποία οι αποσβέσεις διενεργούνται από τον μισθωτή σε περίπτωση χρηματοδοτικής μίσθωσης κατά την έννοια του Ν.4308/2014, τίθεται σε ισχύ από την 01.01.2019 για τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί έως 31.12.2013. Επισημαίνεται ότι με την παράγραφο 5α του άρθρου 115 του Ν.4549/2018 η οποία ισχύει για φορολογικές περιόδους που αρχίζουν από 01.01.2018, τροποποιήθηκε το άρθρο 24 του Ν.4172/2013 προκειμένου να αντιμετωπιστούν ζητήματα ερμηνείας που προέκυπταν λόγω της διάστασης μεταξύ λογιστικού και φορολογικού πλαισίου αναφορικά με τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να πληρεί μια μίσθωση προκειμένου να χαρακτηριστεί ως χρηματοδοτική. Μετά την ανωτέρω τροποποίηση υπάρχει ταύτιση της έννοιας της χρηματοδοτικής μίσθωσης για λογιστικούς και φορολογικούς σκοπούς.
Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 21 του Ν.4172/2013 “το κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα προσδιορίζεται για κάθε φορολογικό έτος με βάση τον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης, ο οποίος συντάσσεται σύμφωνα με τα λογιστικά πρότυπα που προβλέπονται στην ελληνική νομοθεσία”.
Από τα ανωτέρω, μπορούμε αρχικά να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι η φορολογική μετάβαση των συγκεκριμένων συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης από την 01.01.2019, θα “συμβαδίζει” με την μετάβαση που θα γίνει για λογιστικούς σκοπούς στα πλαίσια της αλλαγής λογιστικής πολιτικής και της αναδρομικής εφαρμογής των κανόνων αναγνώρισης και επιμέτρησης του Ν.4308/2014 αναφορικά με τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης. Η οντότητα θα αναγνωρίσει στα λογιστικά της αρχεία το μισθωμένο περιουσιακό στοιχείο και την υποχρέωση της χρηματοδοτικής μίσθωσης. Επίσης, θα διενεργεί αποσβέσεις βάση των συντελεστών απόσβεσης του άρθρου 24 του Ν.4172/2013, ενώ από το ετήσιο καταβαλλόμενο μίσθωμα θα αναγνωρίζει ως έξοδο το μέρος που αφορά το χρηματοοικονομικό έξοδο. Ειδικά, για τις συμβάσεις sale and lease back πρέπει να αναφερθεί ότι οι οντότητες θα συνεχίσουν να εμφανίζουν σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού την υπεραξία που είχε προκύψει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 του Ν.2238/1994, προκειμένου να τυγχάνουν της εξαίρεσης από την αυτοτελή φορολόγηση για ισολογισμούς που κλείνουν από 31.12.2014, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 72 του Ν.4172/2013.
5. Πρακτικές εφαρμογές
Ακολουθούν τρεις πρακτικές εφαρμογές μέσα από τις οποίες επιχειρείται να αποσαφηνιστεί η λογιστική και φορολογική αντιμετώπιση των συναφθέντων έως 31.12.2013 συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης περιουσιακών στοιχείων από την 01.01.2019 και ειδικότερα:
- Ο προσδιορισμός της αξίας στην οποία θα αναγνωριστούν τα μισθωμένα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις χρηματοδοτικών μισθώσεων, στις οικονομικές καταστάσεις κατά την έναρξη (31.12.2017) και την λήξη της συγκριτικής περιόδου (31.12.2018),
- Ο προσδιορισμός των μεταβολών της καθαρής θέσης κατά την έναρξη της συγκριτικής περιόδου (31.12.2017) και κατά την λήξη της συγκριτικής περιόδου (31.12.2018),
- Ο προσδιορισμός των μεταβολών στην κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσεως της συγκριτικής λογιστικής περιόδου (01.01.2018-31.12.2018) και ο τρόπος που θα απεικονιστούν οι αλλαγές στην κατάσταση μεταβολών καθαρής θέσης,
- Ο προσδιορισμός των ποσών που θα αναγνωριστούν ως ετήσια έξοδα από την 01.01.2019, με την μορφή αποσβέσεων και τόκων
- Ο φορολογικός χειρισμός των διαφορών που θα προκύψουν στην καθαρή θέση λόγω των ως άνω προσαρμογών
Σε γενικές γραμμές τα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν είναι τα κάτωθι:
- Κατάρτιση του πίνακα χρηματοδοτικής μίσθωσης
- Κατάρτιση του πίνακα υπολογισμού των αποσβέσεων του μισθωμένου περιουσιακού στοιχείου που θα είχαν βαρύνει τα αποτελέσματα εάν η οντότητα αντιμετώπιζε εξ’ αρχής την μίσθωση ως χρηματοδοτική
- Κατάρτιση πίνακα με παράθεση των διαφορών μεταξύ της εφαρμοζόμενης έως 31.12.2018 λογιστικής πολιτικής και της νέας λογιστικής πολιτικής
- Προσδιορισμός των απαιτούμενων προσαρμογών και των λογιστικών εγγραφών
Στις πρακτικές εφαρμογές υιοθετούνται ορισμένες παραδοχές απλοποίησης και ειδικότερα υποθέτουμε ότι:
- η οντότητα έχει επιλέξει τους φορολογικούς συντελεστές απόσβεσης και για λογιστικούς σκοπούς, δυνατότητα η οποία παρέχεται από το ισχύον λογιστικό πλαίσιο. Σε διαφορετική περίπτωση, θα προέκυπταν διαφορές λογιστικής και φορολογικής βάσης.
- Επίσης, υποθέτουμε πως οι φορολογικοί συντελεστές απόσβεσης είναι 4% για τα κτίρια και 10% για τα μηχανήματα καθ’ όλη την διάρκεια των μισθώσεων. Ένα ερώτημα γεννάται σχετικά με τον φορολογικό συντελεστή απόσβεσης που θα ληφθεί υπόψη και ειδικότερα αν θα είναι αυτός που ισχύει βάση του Ν.4172/2013 ή αν θα πρέπει να αναζητηθεί ο φορολογικός συντελεστής που ίσχυε στο εκάστοτε έτος.
5. 1 Πρακτική εφαρμογή σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης μηχανήματος
Δεδομένα πρακτικής εφαρμογής |
|
Μίσθιο |
Μηχάνημα |
Ωφέλιμη ζωή μηχανήματος |
10 Έτη |
Φορολογικός συντελεστής απόσβεσης (10 έτη) |
10% |
Λογιστικός συντελεστής απόσβεσης (10 έτη) |
10% |
Ημερομηνία σύναψης της σύμβασης ΧΜ |
01.01.2012 |
Ημερομηνία λήξης σύμβασης ΧΜ |
31.12.2021 |
Τρέχουσα αξία μισθίου που ισούται με την παρούσα αξία των μισθωμάτων |
100.000,00 |
Υπολειμματική αξία μηχανήματος |
0,00 |
Τιμολογιακή αξία μισθίου τοις μετρητοίς |
100.000,00 |
Λοιπά έξοδα κατά την σύναψη της μίσθωσης |
0,00 |
Διάρκεια σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης |
10 Έτη |
Επιτόκιο σύμβασης |
5,00% |
Ετήσιο μίσθωμα |
12.950,46 |
Βάση καταβολής μισθώματος |
Ετήσια στο τέλος της περιόδου |
Δικαίωμα εξαγοράς μισθίου στην λήξη |
Ναι |
Τίμημα εξαγοράς στην λήξη |
0,00 |
Αρχικά θα πρέπει να καταρτιστεί ο πίνακας της χρηματοδοτικής μίσθωσης ως κάτωθι:
Πίνακας χρηματοδοτικής μίσθωσης |
|||||
Α/Α Μισθώματος |
Ημερομηνία καταβολής μισθώματος |
Μίσθωμα (συνάρτηση Excel PMT) |
Τόκος (συνάρτηση Excel IPMT) |
Κεφάλαιο |
Υπολειπόμενο κεφάλαιο |
1 |
31.12.2012 |
12.950,46 |
5.000,00 |
7.950,46 |
92.049,54 |
2 |
31.12.2013 |
12.950,46 |
4.602,48 |
8.347,98 |
83.701,56 |
3 |
31.12.2014 |
12.950,46 |
4.185,08 |
8.765,38 |
74.936,18 |
4 |
31.12.2015 |
12.950,46 |
3.746,81 |
9.203,65 |
65.732,53 |
5 |
31.12.2016 |
12.950,46 |
3.286,63 |
9.663,83 |
56.068,70 |
6 |
31.12.2017 |
12.950,46 |
2.803,44 |
10.147,02 |
45.921,68 |
7 |
31.12.2018 |
12.950,46 |
2.296,08 |
10.654,38 |
35.267,30 |
8 |
31.12.2019 |
12.950,46 |
1.763,37 |
11.187,09 |
24.080,21 |
9 |
31.12.2020 |
12.950,46 |
1.204,01 |
11.746,45 |
12.333,76 |
10 |
31.12.2021 |
12.950,45 |
616,69 |
12.333,76 |
0,00 |
|
|
129.504,59 |
29.504,59 |
100.000,00 |
|
Στην συνέχεια θα πρέπει να καταρτιστεί ο πίνακας υπολογισμού των αποσβέσεων του μηχανήματος από την ημερομηνία σύναψης της μίσθωσης:
Πίνακας υπολογισμού αποσβέσεων μηχανήματος |
||||
Λογιστική περίοδος |
Αξία κτήσης |
Ετήσια απόσβεση μηχανήματος 10% |
Σωρευμένες αποσβέσεις |
Λογιστική αξία μηχανήματος |
31.12.2012 |
100.000,00 |
10.000,00 |
10.000,00 |
90.000,00 |
31.12.2013 |
100.000,00 |
10.000,00 |
20.000,00 |
80.000,00 |
31.12.2014 |
100.000,00 |
10.000,00 |
30.000,00 |
70.000,00 |
31.12.2015 |
100.000,00 |
10.000,00 |
40.000,00 |
60.000,00 |
31.12.2016 |
100.000,00 |
10.000,00 |
50.000,00 |
50.000,00 |
31.12.2017 |
100.000,00 |
10.000,00 |
60.000,00 |
40.000,00 |
31.12.2018 |
100.000,00 |
10.000,00 |
70.000,00 |
30.000,00 |
31.12.2019 |
100.000,00 |
10.000,00 |
80.000,00 |
20.000,00 |
31.12.2020 |
100.000,00 |
10.000,00 |
90.000,00 |
10.000,00 |
31.12.2021 |
100.000,00 |
10.000,00 |
100.000,00 |
0,00 |
Τέλος, ακολουθεί ο πίνακας με τις διαφορές μεταξύ των 2 λογιστικών πολιτικών:
|
Έξοδα βάση της έως 31.12.2018 λογιστικής πολιτικής |
Έξοδα πρέπει να αναγνωριστούν λόγω αναδρομικής εφαρμογής της νέας λογιστικής πολιτικής |
|
|
||
Λογιστική περίοδος |
Ετήσια μισθώματα |
Ετήσια απόσβεση μηχανήματος |
Τόκοι |
Σύνολο |
Διαφορές |
Διαφορές σωρευτικά |
2012 |
12.950,46 |
10.000,00 |
5.000,00 |
15.000,00 |
-2.049,54 |
-2.049,54 |
2013 |
12.950,46 |
10.000,00 |
4.602,48 |
14.602,48 |
-1.652,02 |
-3.701,56 |
2014 |
12.950,46 |
10.000,00 |
4.185,08 |
14.185,08 |
-1.234,62 |
-4.936,18 |
2015 |
12.950,46 |
10.000,00 |
3.746,81 |
13.746,81 |
-796,35 |
-5.732,53 |
2016 |
12.950,46 |
10.000,00 |
3.286,63 |
13.286,63 |
-336,17 |
-6.068,70 |
2017 |
12.950,46 |
10.000,00 |
2.803,44 |
12.803,44 |
147,02 |
-5.921,68 |
2018 |
12.950,46 |
10.000,00 |
2.296,08 |
12.296,08 |
654,38 |
-5.267,30 |
2019 |
12.950,46 |
10.000,00 |
1.763,37 |
11.763,37 |
1.187,09 |
-4.080,21 |
2020 |
12.950,46 |
10.000,00 |
1.204,01 |
11.204,01 |
1.746,45 |
-2.333,76 |
2021 |
12.950,45 |
10.000,00 |
616,69 |
10.616,69 |
2.333,76 |
0,00 |
Σύνολα |
129.504,59 |
100.000,00 |
29.504,59 |
129.504,59 |
0,00 |
0,00 |
Όπως μπορεί να διαπιστωθεί, η συνολική αρνητική επίπτωση στην καθαρή θέση στις 31.12.2018 λόγω της αναδρομικής εφαρμογής ανέρχεται στο ποσό των 5.267,30€. Ποσό 5.921,68€ αφορά την αρνητική επίπτωση στην καθαρή θέση λόγω της αναπροσαρμογής των κονδυλίων του ισολογισμού κατά την ημερομηνία έναρξης της συγκριτικής περιόδου (31.12.2017), ενώ ποσό 654,38€ αφορά την θετική επίπτωση λόγω της αναπροσαρμογής των κονδυλίων των συγκριτικών οικονομικών καταστάσεων της περιόδου 2018. Επισημαίνεται ότι στην λήξη της μίσθωσης η σωρευτική διαφορά στην καθαρή θέση μεταξύ των δύο μεθόδων είναι μηδενική, κάτι το οποίο σημαίνει ότι τα αποτελέσματα της χρήσης, έχουν επιβαρυνθεί με το ίδιο ποσό και με τις δύο μεθόδους. Κατά την αναδρομική εφαρμογή της λογιστικής πολιτικής του 4308/2014 (ΕΛΠ) για τις χρηματοδοτικές μισθώσεις, απαιτείται:
- Προσαρμογή των κονδυλίων του ισολογισμού της ημερομηνίας έναρξης της συγκριτικής περιόδου (31.12.2017) ως εάν η νέα λογιστική πολιτική να ήταν ανέκαθεν σε εφαρμογή
- Αναμόρφωση των οικονομικών καταστάσεων της συγκριτικής περιόδου (2018)
Οι απαιτούμενες προσαρμογές παρουσιάζονται στον πίνακα που ακολουθεί:
Κονδύλι ισολογισμού | Ισολογισμός 31.12.2017 | Ισολογισμός 31.12.2018 |
Μηχανήματα (Αξία κτήσης) | 100.000,00 | 100.000,00 |
Μηχανήματα (Αποσβέσεις) (Αντίθετος λογ/μος) | -60.000,00 | -70.000,00 |
Υποχρεώσεις leasing | -45.921,68 | -35.267,30 |
Σύνολο (Σωρευτική μεταβολή της καθαρής θέσης) | -5.921,68 | -5.267,30 |
Κονδύλι ΚΑΧ | Κατάσταση αποτελεσμάτων 2017 | Κατάσταση αποτελεσμάτων 2018 |
Μισθώματα leasing | Δεν απαιτείται προσαρμογή | -12.950,46 |
Αποσβέσεις μηχανημάτων (Έξοδο) | Δεν απαιτείται προσαρμογή | 10.000,00 |
Χρηματοοικονομικό κόστος-τόκοι (Έξοδο) | Δεν απαιτείται προσαρμογή | 2.296,08 |
Σύνολα | -654,38 |
Στην κατάσταση μεταβολών καθαρής θέσης, η σωρευτική αρνητική επίδραση στην καθαρή θέση του ισολογισμού της ημερομηνίας έναρξης της συγκριτικής λογιστικής περιόδου (31.12.2017) λόγω της αναδρομικής εφαρμογής η οποία ανέρχεται στο ποσό των 5.921,68€, θα παρουσιαστεί στο κονδύλι της κατάστασης μεταβολών καθαρής θέσης “Μεταβολές λογιστικών πολιτικών και διορθώσεις λαθών”. Αναμόρφωση θα πρέπει επίσης να γίνει και για το κονδύλι “Αποτελέσματα περιόδου” της κατάστασης μεταβολών καθαρής θέσης της συγκριτικής λογιστικής περιόδου (2018), προκειμένου να αποτυπωθούν οι θετικές προσαρμογές ύψους 654,38€. Τέλος, θα πρέπει να αναμορφωθεί και η κατάσταση ταμειακών της συγκριτικής λογιστικής περιόδου με τρόπο που το μέρος του μισθώματος που αφορά χρηματοοικονομικό κόστος (τόκο) να παρουσιάζεται στις χρηματοροές από λειτουργικές δραστηριότητες ενώ το μέρος του μισθώματος που αφορά κεφάλαιο, να παρουσιάζεται στις χρηματοροές από χρηματοδοτικές δραστηριότητες.
Οι λογιστικές εγγραφές που θα διενεργηθούν την 01.01.2019 προκειμένου να αποτυπωθούν στα λογιστικά αρχεία οι ως άνω προσαρμογές θα έχουν ως κάτωθι:
Λογιστικές εγγραφές την 01.01.2019 |
|||
Λογαριασμός |
Αιτιολογία |
Χρέωση |
Πίστωση |
Μηχανήματα (Αξία κτήσης) |
Αναγνώριση αξίας κτήσης μισθωμένου μηχανήματος |
100.000,00 |
|
Μηχανήματα (Αποσβέσεις) (Αντίθετος λογ/μος) |
Αναγνώριση σωρευμένων αποσβέσεων μηχανήματος έως 31.12.2018 |
|
70.000,00 |
Υποχρεώσεις leasing |
Αναγνώριση υποχρέωσης leasing |
|
35.267,30 |
Καθαρή θέση |
Διαφορά (αρνητική) αναδρομικής εφαρμογής στην καθαρή θέση |
5.267,30 |
|
|
Σύνολα |
105.267,30 |
105.267,30 |
- Από τον πίνακα της χρηματοδοτικής μίσθωσης και από τον πίνακα υπολογισμού των αποσβέσεων του μηχανήματος θα προκύψουν τα ποσά των τόκων και των αποσβέσεων αντίστοιχα που θα βαρύνουν ετησίως τα αποτελέσματα της χρήσεως χωρίς κανένα περιορισμό στο δικαίωμα φορολογικής έκπτωσης, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές γενικές προϋποθέσεις που ορίζει ο φορολογικός νόμος.
- Από τον πίνακα της χρηματοδοτικής μίσθωσης επίσης, θα προκύψει το μέρος του μισθώματος που αφορά το χρεολύσιο και το οποίο θα μειώνει, όταν καταβάλλεται, την υποχρέωση της χρηματοδοτικής μίσθωσης
- Οι επιπτώσεις στην καθαρή θέση λόγω των προσαρμογών κατά την αναδρομική εφαρμογή, επηρεάζουν τον ισολογισμό κατά την ημερομηνία έναρξης της συγκριτικής λογιστικής περιόδου (31.12.2017) και τις οικονομικές καταστάσεις της συγκριτικής λογιστικής περιόδου (01.01.2018-31.12.2018). Καμία επίδραση δεν ασκούν στα λογιστικά κέρδη του 2019. Εκτίμησή μου είναι ότι οι σωρευτικές μεταβολές της καθαρής θέσης στις 31.12.2018, θα ληφθούν υπόψη μόνο για λογιστικούς σκοπούς και δεν θα έχουν καμία επίπτωση στα φορολογητέα αποτελέσματα οποιασδήποτε περιόδου.
5.2 Πρακτική εφαρμογή σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτου
Δεδομένα πρακτικής εφαρμογής |
|
Μίσθιο |
Ακίνητο |
Ωφέλιμη ζωή κτιρίου |
25 Έτη |
Ωφέλιμη ζωή γηπέδου |
Απεριόριστη |
Φορολογικός συντελεστής απόσβεσης (25 έτη) |
4% |
Λογιστικός συντελεστής απόσβεσης (25 έτη) |
4% |
Αντικειμενική αξία κτιρίου |
300.000,00 |
Αντικειμενική αξία οικοπέδου |
200.000,00 |
Ημερομηνία σύναψης της σύμβασης ΧΜ |
01.01.2012 |
Ημερομηνία λήξης σύμβασης ΧΜ |
31.12.2031 |
Τρέχουσα αξία μισθίου που ισούται με την παρούσα αξία των μισθωμάτων |
950.000,00 |
Υπολειμματική αξία κτιρίου |
0,00 |
Τιμολογιακή αξία μισθίου τοις μετρητοίς |
950.000,00 |
Λοιπά έξοδα κατά την σύναψη της μίσθωσης |
0 |
Διάρκεια σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης |
20 Έτη |
Επιτόκιο σύμβασης |
5,00% |
Ετήσιο μίσθωμα |
76.230,46 |
Βάση καταβολής μισθώματος |
Ετήσια στο τέλος της περιόδου |
Δικαίωμα εξαγοράς μισθίου στην λήξη |
Ναι |
Τίμημα εξαγοράς στην λήξη |
0 |
Αρχικά θα πρέπει να καταρτιστεί ο πίνακας της χρηματοδοτικής μίσθωσης ως κάτωθι:
Πίνακας χρηματοδοτικής μίσθωσης |
|||||
Α/Α Μισθώματος |
Ημερομηνία καταβολής μισθώματος |
Μίσθωμα (συνάρτηση Excel PMT) |
Τόκος (συνάρτηση Excel IPMT) |
Κεφάλαιο |
Υπολειπόμενο κεφάλαιο |
1 |
31.12.2012 |
76.230,46 |
47.500,00 |
28.730,46 |
921.269,54 |
2 |
31.12.2013 |
76.230,46 |
46.063,48 |
30.166,98 |
891.102,56 |
3 |
31.12.2014 |
76.230,46 |
44.555,13 |
31.675,33 |
859.427,23 |
4 |
31.12.2015 |
76.230,46 |
42.971,36 |
33.259,10 |
826.168,14 |
5 |
31.12.2016 |
76.230,46 |
41.308,41 |
34.922,05 |
791.246,08 |
6 |
31.12.2017 |
76.230,46 |
39.562,30 |
36.668,15 |
754.577,93 |
7 |
31.12.2018 |
76.230,46 |
37.728,90 |
38.501,56 |
716.076,37 |
8 |
31.12.2019 |
76.230,46 |
35.803,82 |
40.426,64 |
675.649,73 |
9 |
31.12.2020 |
76.230,46 |
33.782,49 |
42.447,97 |
633.201,76 |
10 |
31.12.2021 |
76.230,46 |
31.660,09 |
44.570,37 |
588.631,39 |
11 |
31.12.2022 |
76.230,46 |
29.431,57 |
46.798,89 |
541.832,50 |
12 |
31.12.2023 |
76.230,46 |
27.091,63 |
49.138,83 |
492.693,67 |
13 |
31.12.2024 |
76.230,46 |
24.634,68 |
51.595,77 |
441.097,89 |
14 |
31.12.2025 |
76.230,46 |
22.054,89 |
54.175,56 |
386.922,33 |
15 |
31.12.2026 |
76.230,46 |
19.346,12 |
56.884,34 |
330.037,99 |
16 |
31.12.2027 |
76.230,46 |
16.501,90 |
59.728,56 |
270.309,43 |
17 |
31.12.2028 |
76.230,46 |
13.515,47 |
62.714,99 |
207.594,44 |
18 |
31.12.2029 |
76.230,46 |
10.379,72 |
65.850,74 |
141.743,71 |
19 |
31.12.2030 |
76.230,46 |
7.087,19 |
69.143,27 |
72.600,44 |
20 |
31.12.2031 |
76.230,46 |
3.630,02 |
72.600,44 |
0,00 |
|
|
1.524.609,20 |
574.609,20 |
950.000,00 |
|
Στην συνέχεια θα πρέπει να καταρτιστεί ο πίνακας υπολογισμού των αποσβέσεων του ακινήτου (του κτιρίου μόνο, καθώς το οικόπεδο δεν αποσβένεται) από την ημερομηνία σύναψης της μίσθωσης:
Πίνακας υπολογισμού αποσβέσεων κτιρίου |
||||
Λογιστική περίοδος |
Αξία κτήσης κτιρίου (950.000,00*300.000,00/500.000,00) |
Ετήσια απόσβεση κτιρίου 4% |
Σωρευμένες αποσβέσεις |
Λογιστική αξία κτιρίου |
2012 |
570.000,00 |
22.800,00 |
22.800,00 |
547.200,00 |
2013 |
570.000,00 |
22.800,00 |
45.600,00 |
524.400,00 |
2014 |
570.000,00 |
22.800,00 |
68.400,00 |
501.600,00 |
2015 |
570.000,00 |
22.800,00 |
91.200,00 |
478.800,00 |
2016 |
570.000,00 |
22.800,00 |
114.000,00 |
456.000,00 |
2017 |
570.000,00 |
22.800,00 |
136.800,00 |
433.200,00 |
2018 |
570.000,00 |
22.800,00 |
159.600,00 |
410.400,00 |
2019 |
570.000,00 |
22.800,00 |
182.400,00 |
387.600,00 |
2020 |
570.000,00 |
22.800,00 |
205.200,00 |
364.800,00 |
2021 |
570.000,00 |
22.800,00 |
228.000,00 |
342.000,00 |
2022 |
570.000,00 |
22.800,00 |
250.800,00 |
319.200,00 |
2023 |
570.000,00 |
22.800,00 |
273.600,00 |
296.400,00 |
2024 |
570.000,00 |
22.800,00 |
296.400,00 |
273.600,00 |
2025 |
570.000,00 |
22.800,00 |
319.200,00 |
250.800,00 |
2026 |
570.000,00 |
22.800,00 |
342.000,00 |
228.000,00 |
2027 |
570.000,00 |
22.800,00 |
364.800,00 |
205.200,00 |
2028 |
570.000,00 |
22.800,00 |
387.600,00 |
182.400,00 |
2029 |
570.000,00 |
22.800,00 |
410.400,00 |
159.600,00 |
2030 |
570.000,00 |
22.800,00 |
433.200,00 |
136.800,00 |
2031 |
570.000,00 |
22.800,00 |
456.000,00 |
114.000,00 |
2032 |
570.000,00 |
22.800,00 |
478.800,00 |
91.200,00 |
2033 |
570.000,00 |
22.800,00 |
501.600,00 |
68.400,00 |
2034 |
570.000,00 |
22.800,00 |
524.400,00 |
45.600,00 |
2035 |
570.000,00 |
22.800,00 |
547.200,00 |
22.800,00 |
2036 |
570.000,00 |
22.800,00 |
570.000,00 |
0,00 |
|
Σύνολα |
570.000,00 |
|
|
Επισημαίνεται ότι ο διαχωρισμός της αξίας του ακινήτου σε αξία κτιρίου και οικοπέδου για φορολογικούς σκοπούς γίνεται με κριτήριο τις αντικειμενικές αξίες.
Τέλος, ακολουθεί ο πίνακας με τις διαφορές μεταξύ των 2 λογιστικών πολιτικών:
|
Έξοδα βάση της έως 31.12.2018 εφαρμοζόμενης λογιστικής πολιτικής |
Έξοδα πρέπει να αναγνωριστούν λόγω αναδρομικής εφαρμογής της νέας λογιστικής πολιτικής |
|
|
||
Λογιστική περίοδος |
Ετήσια μισθώματα |
Ετήσια απόσβεση μηχανήματος |
Τόκοι |
Σύνολο |
Διαφορές |
Διαφορές σωρευτικά |
2012 |
76.230,46 |
22.800,00 |
47.500,00 |
70.300,00 |
5.930,46 |
5.930,46 |
2013 |
76.230,46 |
22.800,00 |
46.063,48 |
68.863,48 |
7.366,98 |
13.297,44 |
2014 |
76.230,46 |
22.800,00 |
44.555,13 |
67.355,13 |
8.875,33 |
22.172,77 |
2015 |
76.230,46 |
22.800,00 |
42.971,36 |
65.771,36 |
10.459,10 |
32.631,87 |
2016 |
76.230,46 |
22.800,00 |
41.308,41 |
64.108,41 |
12.122,05 |
44.753,92 |
2017 |
76.230,46 |
22.800,00 |
39.562,30 |
62.362,30 |
13.868,16 |
58.622,07 |
2018 |
76.230,46 |
22.800,00 |
37.728,90 |
60.528,90 |
15.701,56 |
74.323,63 |
2019 |
76.230,46 |
22.800,00 |
35.803,82 |
58.603,82 |
17.626,64 |
91.950,27 |
2020 |
76.230,46 |
22.800,00 |
33.782,49 |
56.582,49 |
19.647,97 |
111.598,24 |
2021 |
76.230,46 |
22.800,00 |
31.660,09 |
54.460,09 |
21.770,37 |
133.368,61 |
2022 |
76.230,46 |
22.800,00 |
29.431,57 |
52.231,57 |
23.998,89 |
157.367,50 |
2023 |
76.230,46 |
22.800,00 |
27.091,63 |
49.891,63 |
26.338,83 |
183.706,33 |
2024 |
76.230,46 |
22.800,00 |
24.634,68 |
47.434,68 |
28.795,78 |
212.502,11 |
2025 |
76.230,46 |
22.800,00 |
22.054,89 |
44.854,89 |
31.375,57 |
243.877,68 |
2026 |
76.230,46 |
22.800,00 |
19.346,12 |
42.146,12 |
34.084,34 |
277.962,02 |
2027 |
76.230,46 |
22.800,00 |
16.501,90 |
39.301,90 |
36.928,56 |
314.890,58 |
2028 |
76.230,46 |
22.800,00 |
13.515,47 |
36.315,47 |
39.914,99 |
354.805,57 |
2029 |
76.230,46 |
22.800,00 |
10.379,72 |
33.179,72 |
43.050,74 |
397.856,31 |
2030 |
76.230,46 |
22.800,00 |
7.087,19 |
29.887,19 |
46.343,27 |
444.199,58 |
2031 |
76.230,46 |
22.800,00 |
3.630,02 |
26.430,02 |
49.800,44 |
494.000,00 |
2032 |
0,00 |
22.800,00 |
0,00 |
22.800,00 |
-22.800,00 |
471.200,00 |
2033 |
0,00 |
22.800,00 |
0,00 |
22.800,00 |
-22.800,00 |
448.400,00 |
2034 |
0,00 |
22.800,00 |
0,00 |
22.800,00 |
-22.800,00 |
425.600,00 |
2035 |
0,00 |
22.800,00 |
0,00 |
22.800,00 |
-22.800,00 |
402.800,00 |
2036 |
0,00 |
22.800,00 |
0,00 |
22.800,00 |
-22.800,00 |
380.000,00 |
Σύνολα |
1.524.609,20 |
570.000,00 |
574.609,20 |
1.144.609,20 |
380.000,00 |
380.000,00 |
Όπως μπορεί να διαπιστωθεί, η συνολική θετική επίπτωση στην καθαρή θέση στις 31.12.2018 λόγω της αναδρομικής εφαρμογής ανέρχεται στο ποσό των 74.323,63€. Ποσό 58.622,07€ αφορά την θετική επίπτωση στην καθαρή θέση λόγω της αναπροσαρμογής των κονδυλίων του ισολογισμού κατά την ημερομηνία έναρξης της συγκριτικής λογιστικής περιόδου (31.12.2017), ενώ ποσό 15.701,56€ αφορά την θετική επίπτωση λόγω της αναπροσαρμογής των κονδυλίων των συγκριτικών οικονομικών καταστάσεων της περιόδου 2018. Επισημαίνεται ότι η σωρευτική διαφορά μεταξύ των δύο μεθόδων στην λήξη της μίσθωσης ισούται με την αξία του οικοπέδου, το οποίο δεν αποσβένεται σύμφωνα με την υιοθετούμενη από τον Ν.4308/2014 λογιστική πολιτική Κατά την αναδρομική εφαρμογή της λογιστικής πολιτικής του 4308/2014 (ΕΛΠ) για τις χρηματοδοτικές μισθώσεις, απαιτείται:
- Προσαρμογή των κονδυλίων του ισολογισμού της ημερομηνίας έναρξης της συγκριτικής λογιστικής περιόδου (31.12.2017) ως εάν η νέα λογιστική πολιτική να ήταν ανέκαθεν σε εφαρμογή
- Αναμόρφωση των οικονομικών καταστάσεων της συγκριτικής περιόδου (2018)
Οι απαιτούμενες προσαρμογές παρουσιάζονται στον πίνακα που ακολουθεί:
Κονδύλι ισολογισμού | Ισολογισμός 31.12.2017 | Ισολογισμός 31.12.2018 |
Κτίρια (Αξία κτήσης) | 570.000,00 | 570.000,00 |
Κτίρια (Αποσβέσεις) (Αντίθετος λογαριασμός) | -136.800,00 | -159.600,00 |
Οικόπεδα | 380.000,00 | 380.000,00 |
Υποχρεώσεις leasing | -754.577,93 | -716.076,37 |
Σωρευτική μεταβολή της καθαρής θέσης | 58.622,07 | 74.323,63 |
Κονδύλι ΚΑΧ | Κατάσταση αποτελεσμάτων 2017 | Κατάσταση αποτελεσμάτων 2018 |
Μισθώματα leasing | Δεν απαιτείται προσαρμογή | -76.230,46 |
Αποσβέσεις κτιρίων (Έξοδο) | Δεν απαιτείται προσαρμογή | 22.800,00 |
Χρηματοοικονομικό κόστος-τόκοι (Έξοδο) | Δεν απαιτείται προσαρμογή | 37.728,90 |
Σύνολα | -15.701,56 |
Στην κατάσταση μεταβολών καθαρής θέσης, η σωρευτική θετική επίδραση στην καθαρή θέση του ισολογισμού της ημερομηνίας ημερομηνία έναρξης της συγκριτικής λογιστικής περιόδου λόγω της αναδρομικής εφαρμογής η οποία ανέρχεται στο ποσό των 58.622,07€, θα παρουσιαστεί στο κονδύλι της κατάστασης μεταβολών καθαρής θέσης “Μεταβολές λογιστικών πολιτικών και διορθώσεις λαθών”. Αναμόρφωση θα πρέπει επίσης να γίνει και για το κονδύλι “Αποτελέσματα περιόδου” της κατάστασης μεταβολών καθαρής θέσης της συγκριτικής λογιστικής περιόδου (2018), προκειμένου να αποτυπωθούν οι θετικές προσαρμογές ύψους 15.701,56€. Τέλος, θα πρέπει να αναμορφωθεί και η κατάσταση ταμειακών της συγκριτικής λογιστικής περιόδου με τρόπο που το μέρος του μισθώματος που αφορά χρηματοοικονομικό κόστος (τόκο) να παρουσιάζεται στις χρηματοροές από λειτουργικές δραστηριότητες ενώ το μέρος του μισθώματος που αφορά κεφάλαιο, να παρουσιάζεται στις χρηματοροές από χρηματοδοτικές δραστηριότητες.
Οι λογιστικές εγγραφές που θα διενεργηθούν την 01.01.2019 προκειμένου να αποτυπωθούν στα λογιστικά αρχεία οι ως άνω προσαρμογές θα έχουν ως κάτωθι:
Λογιστικές εγγραφές την 01.01.2019 |
|||
Λογαριασμός |
Αιτιολογία |
Χρέωση |
Πίστωση |
Κτίριο (Αξία κτήσης) |
Αναγνώριση μισθωμένου κτιρίου |
570.000,00 |
|
Κτίριο (Αποσβέσεις) (Αντίθετος λογαριασμός) |
Αναγνώριση σωρευμένων αποσβέσεων κτιρίου έως 31.12.2018 |
|
159.600,00 |
Οικόπεδο |
Αναγνώριση μισθωμένου οικοπέδου |
380.000,00 |
|
Υποχρεώσεις leasing |
Αναγνώριση υποχρέωσης leasing |
|
716.076,37 |
Καθαρή θέση |
Διαφορά (θετική) αναδρομικής εφαρμογής στην καθαρή θέση |
|
74.323,63 |
|
Σύνολα |
950.000,00 |
950.000,00 |
- Από τον πίνακα της χρηματοδοτικής μίσθωσης και από τον πίνακα υπολογισμού των αποσβέσεων του κτιρίου θα προκύψουν τα ποσά των τόκων και των αποσβέσεων αντίστοιχα που θα βαρύνουν ετησίως τα αποτελέσματα της χρήσεως χωρίς κανένα περιορισμό στο δικαίωμα φορολογικής έκπτωσης, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές γενικές προϋποθέσεις που ορίζει ο φορολογικός νόμος.
- Από τον πίνακα της χρηματοδοτικής μίσθωσης επίσης, θα προκύψει το μέρος του μισθώματος που αφορά το χρεολύσιο και το οποίο θα μειώνει, όταν καταβάλλεται, την υποχρέωση της χρηματοδοτικής μίσθωσης
- Οι επιπτώσεις στην καθαρή θέση λόγω των προσαρμογών κατά την αναδρομική εφαρμογή, επηρεάζουν τον ισολογισμό κατά την ημερομηνία έναρξης της συγκριτικής λογιστικής περιόδου (31.12.2017) και τις οικονομικές καταστάσεις της συγκριτικής λογιστικής περιόδου (01.01.2018-31.12.2018). Καμία επίδραση δεν ασκούν στα λογιστικά κέρδη του 2019. Εκτίμησή μου είναι ότι οι σωρευτικές μεταβολές της καθαρής θέσης στις 31.12.2018, θα ληφθούν υπόψη μόνο για λογιστικούς σκοπούς και δεν θα έχουν καμία επίπτωση στα φορολογητέα αποτελέσματα οποιασδήποτε περιόδου.
5.3 Πρακτική εφαρμογή σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτου sale and lease back
Η ανώνυμη εταιρία Α η οποία κατείχε στις 31.12.2011 ένα ακίνητο (γήπεδο με κτίριο), σύναψε την 01.01.2012 σύμβαση πώλησης και επαναμίσθωσης του συγκεκριμένου ακινήτου με εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης. Η λογιστική αξία του συγκεκριμένου ακινήτου στις 31.12.2013 ανερχόταν σε 300.000,00€ (με αξία κτήσης 500.000,00€ και σωρευμένες αποσβέσεις 200.000,00€) για το κτίριο και σε 200.000,00€ για το γήπεδο. Το τίμημα της πώλησης του ακινήτου στην εταιρία leasing ανήλθε σε 950.000,00€ και κατά επέκταση το κέρδος που προέκυψε από την πώληση ανήλθε στο ποσό των 450.000,00€. Στην συνέχεια για το συγκεκριμένο ακίνητο συνάφθηκε σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης με τα παρακάτω δεδομένα:
Δεδομένα πρακτικής εφαρμογής |
|
Μίσθιο |
Ακίνητο |
Ωφέλιμη ζωή κτιρίου |
25 Έτη |
Ωφέλιμη ζωή γηπέδου |
Απεριόριστη |
Φορολογικός συντελεστής απόσβεσης (4%) |
25 έτη |
Λογιστικός συντελεστής απόσβεσης (4%) |
Απεριόριστη |
Αντικειμενική αξία κτιρίου |
300.000,00 |
Αντικειμενική αξία οικοπέδου |
200.000,00 |
Ημερομηνία σύναψης της σύμβασης ΧΜ |
01.01.2012 |
Ημερομηνία λήξης σύμβασης ΧΜ |
31.12.2031 |
Τρέχουσα αξία μισθίου που ισούται με την παρούσα αξία των μισθωμάτων |
950.000,00 |
Υπολειμματική αξία κτιρίου |
0,00 |
Τιμολογιακή αξία μισθίου τοις μετρητοίς |
950.000,00 |
Λοιπά έξοδα κατά την σύναψη της μίσθωσης |
0 |
Διάρκεια σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης |
20 Έτη |
Επιτόκιο σύμβασης |
5,00% |
Ετήσιο μίσθωμα |
76.230,46 |
Βάση καταβολής μισθώματος |
Ετήσια στο τέλος της περιόδου |
Δικαίωμα εξαγοράς μισθίου στην λήξη |
Ναι |
Τίμημα εξαγοράς στην λήξη |
0 |
Αρχικά θα πρέπει να καταρτιστεί ο πίνακας της χρηματοδοτικής μίσθωσης ως κάτωθι:
Πίνακας χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτου |
|||||
Α/Α Μισθώματος |
Ημερομηνία καταβολής μισθώματος |
Μίσθωμα (συνάρτηση Excel PMT) |
Τόκος (συνάρτηση Excel IPMT) |
Κεφάλαιο |
Υπολειπόμενο κεφάλαιο |
1 |
31.12.2012 |
76.230,46 |
47.500,00 |
28.730,46 |
921.269,54 |
2 |
31.12.2013 |
76.230,46 |
46.063,48 |
30.166,98 |
891.102,56 |
3 |
31.12.2014 |
76.230,46 |
44.555,13 |
31.675,33 |
859.427,23 |
4 |
31.12.2015 |
76.230,46 |
42.971,36 |
33.259,10 |
826.168,14 |
5 |
31.12.2016 |
76.230,46 |
41.308,41 |
34.922,05 |
791.246,08 |
6 |
31.12.2017 |
76.230,46 |
39.562,30 |
36.668,15 |
754.577,93 |
7 |
31.12.2018 |
76.230,46 |
37.728,90 |
38.501,56 |
716.076,36 |
8 |
31.12.2019 |
76.230,46 |
35.803,82 |
40.426,64 |
675.649,73 |
9 |
31.12.2020 |
76.230,46 |
33.782,49 |
42.447,97 |
633.201,76 |
10 |
31.12.2021 |
76.230,46 |
31.660,09 |
44.570,37 |
588.631,39 |
11 |
31.12.2022 |
76.230,46 |
29.431,57 |
46.798,89 |
541.832,50 |
12 |
31.12.2023 |
76.230,46 |
27.091,63 |
49.138,83 |
492.693,67 |
13 |
31.12.2024 |
76.230,46 |
24.634,68 |
51.595,77 |
441.097,89 |
14 |
31.12.2025 |
76.230,46 |
22.054,89 |
54.175,56 |
386.922,33 |
15 |
31.12.2026 |
76.230,46 |
19.346,12 |
56.884,34 |
330.037,99 |
16 |
31.12.2027 |
76.230,46 |
16.501,90 |
59.728,56 |
270.309,43 |
17 |
31.12.2028 |
76.230,46 |
13.515,47 |
62.714,99 |
207.594,44 |
18 |
31.12.2029 |
76.230,46 |
10.379,72 |
65.850,74 |
141.743,71 |
19 |
31.12.2030 |
76.230,46 |
7.087,19 |
69.143,27 |
72.600,44 |
20 |
31.12.2031 |
76.230,46 |
3.630,02 |
72.600,44 |
0,00 |
|
|
1.524.609,20 |
574.609,20 |
950.000,00 |
|
Στην συνέχεια θα πρέπει να καταρτιστεί ο πίνακας υπολογισμού των αποσβέσεων του ακινήτου (του κτιρίου μόνο, καθώς το οικόπεδο δεν αποσβένεται) από την ημερομηνία σύναψης της μίσθωσης:
Πίνακας υπολογισμού αποσβέσεων κτιρίου |
||||
Λογιστική περίοδος |
Αξία κτήσης κτιρίου |
Ετήσια απόσβεση κτιρίου 4% |
Σωρευμένες αποσβέσεις |
Λογιστική αξία κτιρίου |
2012 |
500.000,00 |
20.000,00 |
220.000,00 |
280.000,00 |
2013 |
500.000,00 |
20.000,00 |
240.000,00 |
260.000,00 |
2014 |
500.000,00 |
20.000,00 |
260.000,00 |
240.000,00 |
2015 |
500.000,00 |
20.000,00 |
280.000,00 |
220.000,00 |
2016 |
500.000,00 |
20.000,00 |
300.000,00 |
200.000,00 |
2017 |
500.000,00 |
20.000,00 |
320.000,00 |
180.000,00 |
2018 |
500.000,00 |
20.000,00 |
340.000,00 |
160.000,00 |
2019 |
500.000,00 |
20.000,00 |
360.000,00 |
140.000,00 |
2020 |
500.000,00 |
20.000,00 |
380.000,00 |
120.000,00 |
2021 |
500.000,00 |
20.000,00 |
400.000,00 |
100.000,00 |
2022 |
500.000,00 |
20.000,00 |
420.000,00 |
80.000,00 |
2023 |
500.000,00 |
20.000,00 |
440.000,00 |
60.000,00 |
2024 |
500.000,00 |
20.000,00 |
460.000,00 |
40.000,00 |
2025 |
500.000,00 |
20.000,00 |
480.000,00 |
20.000,00 |
2026 |
500.000,00 |
20.000,00 |
500.000,00 |
0,00 |
|
Σύνολα |
300.000,00 |
|
|
Τέλος, ακολουθεί ο πίνακας με τις διαφορές μεταξύ των 2 λογιστικών πολιτικών:
|
Έξοδα βάση της έως 31.12.2018 εφαρμοζόμενης λογιστικής πολιτικής |
Έξοδα που πρέπει να αναγνωριστούν λόγω αναδρομικής εφαρμογής της νέας λογιστικής πολιτικής |
|
|
|||
Λογιστική περίοδος |
Κέρδος από την πώληση του ακινήτου |
Ετήσια μισθώματα |
Ετήσια απόσβεση μηχανήματος |
Τόκοι |
Σύνολο |
Διαφορές |
Διαφορές σωρευτικά |
2012 |
450.000,00 |
76.230,46 |
20.000,00 |
47.500,00 |
67.500,00 |
-441.269,54 |
-441.269,54 |
2013 |
0,00 |
76.230,46 |
20.000,00 |
46.063,48 |
66.063,48 |
10.166,98 |
-431.102,56 |
2014 |
0,00 |
76.230,46 |
20.000,00 |
44.555,13 |
64.555,13 |
11.675,33 |
-419.427,23 |
2015 |
0,00 |
76.230,46 |
20.000,00 |
42.971,36 |
62.971,36 |
13.259,10 |
-406.168,13 |
2016 |
0,00 |
76.230,46 |
20.000,00 |
41.308,41 |
61.308,41 |
14.922,05 |
-391.246,08 |
2017 |
0,00 |
76.230,46 |
20.000,00 |
39.562,30 |
59.562,30 |
16.668,16 |
-374.577,93 |
2018 |
0,00 |
76.230,46 |
20.000,00 |
37.728,90 |
57.728,90 |
18.501,56 |
-356.076,36 |
2019 |
0,00 |
76.230,46 |
20.000,00 |
35.803,82 |
55.803,82 |
20.426,64 |
-335.649,72 |
2020 |
0,00 |
76.230,46 |
20.000,00 |
33.782,49 |
53.782,49 |
22.447,97 |
-313.201,75 |
2021 |
0,00 |
76.230,46 |
20.000,00 |
31.660,09 |
51.660,09 |
24.570,37 |
-288.631,38 |
2022 |
0,00 |
76.230,46 |
20.000,00 |
29.431,57 |
49.431,57 |
26.798,89 |
-261.832,49 |
2023 |
0,00 |
76.230,46 |
20.000,00 |
27.091,63 |
47.091,63 |
29.138,83 |
-232.693,66 |
2024 |
0,00 |
76.230,46 |
20.000,00 |
24.634,68 |
44.634,68 |
31.595,78 |
-201.097,88 |
2025 |
0,00 |
76.230,46 |
20.000,00 |
22.054,89 |
42.054,89 |
34.175,57 |
-166.922,31 |
2026 |
0,00 |
76.230,46 |
20.000,00 |
19.346,12 |
39.346,12 |
36.884,34 |
-130.037,97 |
2027 |
0,00 |
76.230,46 |
0,00 |
16.501,90 |
16.501,90 |
59.728,56 |
-70.309,41 |
2028 |
0,00 |
76.230,46 |
0,00 |
13.515,47 |
13.515,47 |
62.714,99 |
-7.594,42 |
2029 |
0,00 |
76.230,46 |
0,00 |
10.379,72 |
10.379,72 |
65.850,74 |
58.256,32 |
2030 |
0,00 |
76.230,46 |
0,00 |
7.087,19 |
7.087,19 |
69.143,27 |
127.399,59 |
2031 |
0,00 |
76.230,46 |
0,00 |
3.630,02 |
3.630,02 |
72.600,41 |
200.000,00 |
Σύνολα |
450.000,00 |
1.524.609,20 |
300.000,00 |
574.609,20 |
874.609,20 |
200.000,00 |
200.000,00 |
Όπως μπορεί να διαπιστωθεί, η συνολική αρνητική επίπτωση στην καθαρή θέση στις 31.12.2018 λόγω της αναδρομικής εφαρμογής ανέρχεται στο ποσό των 356.076,36€. Ποσό 374.577,93€ αφορά την αρνητική επίπτωση στην καθαρή θέση λόγω της αναπροσαρμογής των κονδυλίων του ισολογισμού κατά την ημερομηνία έναρξης της συγκριτικής λογιστικής περιόδου (31.12.2017), ενώ ποσό 18.501,56€ αφορά την θετική επίπτωση λόγω της αναπροσαρμογής των κονδυλίων των συγκριτικών οικονομικών καταστάσεων της περιόδου 2018. Επισημαίνεται ότι η σωρευτική διαφορά μεταξύ των δύο μεθόδων στην λήξη της μίσθωσης ισούται με την αξία του οικοπέδου, το οποίο δεν αποσβένεται σύμφωνα με την υιοθετούμενη από τον Ν.4308/2014 λογιστική πολιτική. Κατά την αναδρομική εφαρμογή της λογιστικής πολιτικής του 4308/2014 (ΕΛΠ) για τις χρηματοδοτικές μισθώσεις, απαιτείται:
- Προσαρμογή των κονδυλίων του ισολογισμού της ημερομηνία έναρξης της συγκριτικής λογιστικής περιόδου (31.12.2017) ως εάν η νέα λογιστική πολιτική να ήταν ανέκαθεν σε εφαρμογή
- Αναμόρφωση των οικονομικών καταστάσεων της συγκριτικής περιόδου (2018)
Οι απαιτούμενες προσαρμογές παρουσιάζονται στον πίνακα που ακολουθεί:
Κονδύλι ισολογισμού | Ισολογισμός 31.12.2017 | Ισολογισμός 31.12.2018 |
Κτίρια (Αξία κτήσης) | 500.000,00 | 500.000,00 |
Κτίρια (Αποσβέσεις) (Αντίθετος λογαριασμός) | -320.000,00 | -340.000,00 |
Οικόπεδα | 200.000,00 | 200.000,00 |
Υποχρεώσεις leasing | -754.577,93 | -716.076,36 |
Σωρευτική μεταβολή της καθαρής θέσης | -374.577,93 | -356.076,36 |
Κονδύλι ΚΑΧ | Κατάσταση αποτελεσμάτων 2017 | Κατάσταση αποτελεσμάτων 2018 |
Μισθώματα leasing | Δεν απαιτείται προσαρμογή | -76.230,46 |
Αποσβέσεις κτιρίων (Έξοδο) | Δεν απαιτείται προσαρμογή | 20.000,00 |
Χρηματοοικονομικό κόστος-τόκοι (Έξοδο) | Δεν απαιτείται προσαρμογή | 37.728,90 |
Σύνολα | -18.501,56 |
Στην κατάσταση μεταβολών καθαρής θέσης, η σωρευτική αρνητική επίδραση στην καθαρή θέση του ισολογισμού της ημερομηνία έναρξης της συγκριτικής λογιστικής περιόδου λόγω της αναδρομικής εφαρμογής η οποία ανέρχεται στο ποσό των 374.577,93€, θα παρουσιαστεί στο κονδύλι της κατάστασης μεταβολών καθαρής θέσης “Μεταβολές λογιστικών πολιτικών και διορθώσεις λαθών”. Αναμόρφωση θα πρέπει επίσης να γίνει και για το κονδύλι “Αποτελέσματα περιόδου” της κατάστασης μεταβολών καθαρής θέσης της συγκριτικής λογιστικής περιόδου (2018), προκειμένου να αποτυπωθούν οι θετικές προσαρμογές ύψους 18.501,56€. Τέλος, θα πρέπει να αναμορφωθεί και η κατάσταση ταμειακών της συγκριτικής λογιστικής περιόδου με τρόπο που το μέρος του μισθώματος που αφορά χρηματοοικονομικό κόστος (τόκο) να παρουσιάζεται στις χρηματοροές από λειτουργικές δραστηριότητες ενώ το μέρος του μισθώματος που αφορά κεφάλαιο, να παρουσιάζεται στις χρηματοροές από χρηματοδοτικές δραστηριότητες.
Οι λογιστικές εγγραφές που θα διενεργηθούν την 01.01.2019 προκειμένου να αποτυπωθούν στα λογιστικά αρχεία οι ως άνω προσαρμογές θα έχουν ως κάτωθι:
Λογιστικές εγγραφές την 01.01.2019 |
|||
Λογαριασμός |
Αιτιολογία |
Χρέωση |
Πίστωση |
Κτίριο (αξία κτήσης) |
Αναγνώριση μισθωμένου κτιρίου |
500.000,00 |
|
Κτίριο (Αποσβέσεις) (Αντίθετος λογαριασμός) |
Αναγνώριση σωρευμένων αποσβέσεων κτιρίου έως 31.12.2018 |
|
340.000,00 |
Οικόπεδο |
Αναγνώριση μισθωμένου οικοπέδου |
200.000,00 |
|
Υποχρεώσεις leasing |
Αναγνώριση υποχρέωσης leasing |
|
716.076,36 |
Καθαρή θέση |
Διαφορά (αρνητική) αναδρομικής εφαρμογής στην καθαρή θέση |
356.076,36 |
|
|
Σύνολα |
1.056.076,36 |
1.056.076,36 |
- Από τον πίνακα της χρηματοδοτικής μίσθωσης και από τον πίνακα υπολογισμού των αποσβέσεων του κτιρίου θα προκύψουν τα ποσά των τόκων και των αποσβέσεων αντίστοιχα που θα βαρύνουν ετησίως τα αποτελέσματα της χρήσεως χωρίς κανένα περιορισμό στο δικαίωμα φορολογικής έκπτωσης εφόσον πληρούνται και οι λοιπές γενικές προϋποθέσεις που ορίζει ο φορολογικός νόμος.
- Από τον πίνακα της χρηματοδοτικής μίσθωσης επίσης, θα προκύψει το μέρος του μισθώματος που αφορά το χρεολύσιο και το οποίο θα μειώνει όταν καταβάλλεται την υποχρέωση της χρηματοδοτικής μίσθωσης
- Οι επιπτώσεις στην καθαρή θέση λόγω των προσαρμογών κατά την αναδρομική εφαρμογή, επηρεάζουν τον ισολογισμό κατά την ημερομηνία έναρξης της συγκριτικής λογιστικής περιόδου (31.12.2017) και τις οικονομικές καταστάσεις της συγκριτικής λογιστικής περιόδου (01.01.2018-31.12.2018). Καμία επίδραση δεν ασκούν στα λογιστικά κέρδη του 2019. Εκτίμησή μου είναι ότι οι σωρευτικές μεταβολές της καθαρής θέσης έως τις 31.12.2018, θα ληφθούν υπόψη μόνο για λογιστικούς σκοπούς και δεν θα έχουν καμία επίπτωση στα φορολογητέα αποτελέσματα οποιασδήποτε περιόδου.
- Η οντότητα θα συνεχίσει να παρουσιάζει για φορολογικούς λόγους στην καθαρή της θέση, το αφορολόγητο αποθεματικό του Ν.2238/1994, το οποίο αφορά την υπεραξία που προέκυψε κατά την πώληση του περιουσιακού στοιχείου.
6. Επίλογος
Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, στην δεδομένη χρονική στιγμή δεν έχουν δοθεί διευκρινήσεις από την φορολογική διοίκηση, σχετικά με τον τρόπο που θα γίνει η φορολογική μετάβαση των “παλαιών” συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης από 01.01.2019. Ωστόσο, η ισχύουσα λογιστική νομοθεσία ορίζει το πλαίσιο εντός του οποίου θα υιοθετηθεί από την 01.01.2019 η νέα λογιστική πολιτική και η παρούσα ανάλυση έχει καταρτιστεί με γνώμονα το συγκεκριμένο πλαίσιο. Άλλωστε, “το κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα προσδιορίζεται για κάθε φορολογικό έτος με βάση τον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης, ο οποίος συντάσσεται σύμφωνα με τα λογιστικά πρότυπα που προβλέπονται στην ελληνική νομοθεσία”, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 21 του Ν.4172/2013 (ΚΦΕ) .
Επίσης, μια ειδική αναφορά αξίζει να γίνει στην αντιμετώπιση των διαφορών που προκύπτουν στην καθαρή θέση κατά την αναδρομική εφαρμογή της νέας λογιστικής πολιτικής. Όπως προαναφέρθηκε οι ανωτέρω διαφορές, δεν θα έχουν καμία επίπτωση στην κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσεως της λογιστικής περιόδου 01.01.2019-31.12.2019 βάση της οποίας προκύπτει το κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα. Με δεδομένο πως δεν υπάρχουν σήμερα φορολογικές διατάξεις που να ορίζουν διαφορετικά, έχω την άποψη ότι δεν θα απαιτηθεί καμία φορολογική προσαρμογή και σε κάθε περίπτωση δεν θα υπάρχει καμία φορολογική επίπτωση σχετικά με τις διαφορές που θα προκύψουν σωρευτικά έως τις 31.12.2018 και αφορούν τις προσαρμογές περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στα πλαίσια της αναδρομικής εφαρμογής της νέας λογιστικής πολιτικής για τις χρηματοδοτικές μισθώσεις.
Τέλος, ένα άλλο ζήτημα το οποίο πρέπει να μνημονευτεί είναι ότι με την εφαρμογή της νέας λογιστικής πολιτικής θα επηρεαστούν σημαντικά οι χρηματοοικονομικοί δείκτες των οντοτήτων.