Quantcast
Channel: Taxheaven - Νέες αποφάσεις
Viewing all 7448 articles
Browse latest View live

Αριθ. πρωτ.: ΑΤΚΕ 1108811 ΕΞ 2016/1796/18.7.2016 Απάντηση στην αριθ. 5995/7-6-16 ερώτηση - Θέσπιση ακατάσχετου της εισοδηματικής ενίσχυσης οικογενειών με τέκνα υποχρεωτικής εκπαίδευσης και χαμηλά εισοδήματα

$
0
0

Αθήνα 18/07/2016 -14:04,
Αριθ. Πρωτ:ΑΤΚΕ 1108811 ΕΞ 2016 / 1796

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

Ταχ. Δ/νση: Λεωχάρους 2
Ταχ. Κωδ.: 105 62 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Ε. Αυγερινού
Τηλέφωνο: 210.33.75.066
210.33.75.247
FAX: 210.32.35.135

ΘΕΜΑ: Απάντηση στην αριθ. 5995/7-6-16 ερώτηοη.

Σε απάντηση της με αριθ. πρωτ. 5995/7-6-16 ερώτησης που κατέθεσαν οι Βουλευτές του Πίνακα Διανομής, σας γνωρίζουμε τα εξής:

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 9 του ν.δ. 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων), όπως ισχύει και του άρθρου 48 παρ. 1 του ν. 4174/2013, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. έχει την υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξη των ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο καθώς και τη διακοπή της παραγραφής τους, ανεξάρτητα από την αιτία προέλευσης αυτών, λαμβάνοντας όλα τα προβλεπόμενα αναγκαστικά, ποινικά και λοιπά μέτρα κατά των οφειλετών, μεταξύ των οποίων και η κατάσχεση εις χείρας τρίτων.

Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. σε συνδυασμό με την αριθμ. Δ6Α 1054391 ΕΞ 2014/1.4.2014 Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, παρέχεται η ευχέρεια στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. μετά από σχετική αίτηση του οφειλέτη να περιορίσει με αιτιολογημένη Απόφαση του το ποσό ή ποσοστό της κατάσχεσης που του επιβλήθηκε υπό προϋποθέσεις που ορίζονται στην ΠΟΛ.1092/3.4.2014 εγκύκλιο της Διοίκησης.

Επιπρόσθετα, με τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ. 94Α/14-08-2015), ισχύει το ακατάσχετο καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα για έναν και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα για κάθε φυσικό πρόσωπο μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως. Σε περίπτωση που υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, θα πρέπει να γνωστοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο ο λογαριασμός αυτός. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής απαιτείται η υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, με την οποία γνωστοποιείται από το φυσικό πρόσωπο ο μοναδικός τραπεζικός λογαριασμός (σχετ. ΠΟΛ.1222/6.10.2015 και ΠΟΛ.1182/25.7.2014).

Σε κάθε περίπτωση επισημαίνεται ότι τα ακατάσχετα θα πρέπει να προβλέπονται από ρητή διάταξη νόμου, καθώς αποτελούν εξαίρεση από τον κανόνα, αφού δυσχεραίνουν ουσιαστικά ή ακόμα και αποκλείουν την παροχή έννομης προστασίας στον δανειστή στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Επιπλέον, εκτός των ανωτέρω, σημειώνουμε ότι αποδεικτικό ενημερότητας, χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν.4174/2013 (ΦΕΚ170Α') Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας - Κ.Φ.Δ. - και τα οριζόμενα στην κατ' εξουσιοδότηση εκδοθείσα Απόφαση Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ΠΟΛ.1274/27.12.2013 ΦΕΚ 3398 Β', όπως ισχύουν. Σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση εκδοθείσα ως άνω Απόφαση ΠΟΛ.1274/27.12.2013, (περ. ζ' της παρ. 1 του δεύτερου άρθρου αυτής) οι δικαιούχοι των κατά τις κείμενες διατάξεις ακατάσχετων χρηματικών απαιτήσεων, απαλλάσσονται από την υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικού ενημερότητας, με την επίκληση τυχόν ειδικών εν ισχύ διατάξεων, όπως αυτές προσδιορίζονται από την υπηρεσία που διενεργεί την εκκαθάριση. Οι κατά περίπτωση σχετικές απαλλαγές ή ο χαρακτηρισμός απαιτήσεων ως ακατάσχετων / ασυμψήφιστων έχουν προωθηθεί από τις αρμόδιες Υπηρεσίες/Υπουργεία που εποπτεύουν ή εκκαθαρίζουν τις σχετικές πληρωμές προς τα νομικά αυτά πρόσωπα, καθώς λόγους εξαίρεσης δύναται να εισηγηθούν / αξιολογήσουν αιτιολογημένα μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι φορείς, ώστε να διασφαλίζονται αφενός η εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίο χορηγείται η επιχορήγηση, αλλά και τα συμφέροντα του Δημοσίου αφετέρου.

Στις απαλλαγές - εξαιρέσεις από την υποχρεωτική προσκόμιση αποδεικτικού ενημερότητας (άρθρο 2 της Απόφασης ΓΓΔΕ ΠΟΛ.1274/27.12.2013, όπως ισχύει) έχουν οριστεί περιορισμένες εξαιρέσεις και έκτοτε έχουν εξαιρεθεί από την υποχρεωτική προσκόμιση αποδεικτικού ενημερότητας πρόσωπα ή κατηγορίες απαιτήσεων μόνο με ρητή διάταξη και μόνο για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος αρμοδιότητας των Υπηρεσιών/Φορέων που επισπεύδουν τις εν λόγω διατάξεις

Επιπλέον, επισημαίνεται ότι συμψηφισμός κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 του ν.δ. 356/1974 ΦΕΚ 90Α'(Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει, - στις οποίες παραπέμπει και το άρθρο 48 του ν.4174/2013 ΦΕΚ170Α'(Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας), όπως ισχύει, και συμπληρώνονται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρο 440 επόμενα) -δεν διενεργείται στις περιπτώσεις που τούτο ορίζεται ρητά σε ειδική διάταξη νόμου ή στην περίπτωση που μια απαίτηση χαρακτηρίζεται, ως ακατάσχετη, με ειδική διάταξη νόμου, αρμοδιότητας της κατά περίπτωσης εκκαθαρίζουσας υπηρεσίας, ή /και της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για το θεσμικό πλαίσιο που διέπει συγκεκριμένη πληρωμή ή επιχορήγηση.

Τέλος, κοινοποιούμε το παρόν με φωτοαντίγραφο της Ερώτησης στο Υπουργείο Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων, αρμόδιο για τη χορήγηση της εισοδηματικής ενίσχυσης οικογενειών με τέκνα υποχρεωτικής εκπαίδευσης και χαμηλά εισοδήματα, για τις δικές του περαιτέρω ενέργειες στα θέματα που το αφορούν.


Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΤΡΥΦΩΝ Ζ. ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ


Αρ. πρωτ.: ΔΔΘΤΟΚ Α 1114382 ΕΞ 2016/ 28.7.2016 Κωδικοποίηση Δεσμευτικών Δασμολογικών Πληροφοριών

$
0
0
Αθήνα, 28 Ιουλίου 2016
Αρ. Πρωτ.: ΔΔΘΤΟΚ Α 1114382 ΕΞ 2016 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ 
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜ. ΕΣΟΔΩΝ 
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ και Ε.Φ.Κ. 
Δ/ΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ και ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΟΙΚ. ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ 
ΤΜΗΜΑ A' ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΟ και ΔΑΣΜ.ΑΞΙΑΣ

Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
T. Κ:101 84 Αθήνα
Πληροφορίες: Ε. Μπίρμπιλα
Β. Τσαούσογλου 
Τηλέφωνο: 210-69.87.475, 496
FAX: 210-69.87.477
Email: ebirbila@2001.syzefxis.gov.gr
v.tsaousoglou@2001.syzefxis.gov.gr 

ΘΕΜΑ: «Κωδικοποίηση Δεσμευτικών Δασμολογικών Πληροφοριών»

Σας γνωρίζουμε ότι, έχει αναρτηθεί στη διαδικτυακή πύλη της Τελωνειακής Υπηρεσίας, κωδικοποιημένος πίνακας με συνοπτική περιγραφή των βασικών στοιχείων όλων των Δεσμευτικών Δασμολογικών Πληροφοριών που έχει εκδώσει η Διοίκησή μας κατά τα έτη 2010-2015, ανά κωδικό εμπορεύματος, ο οποίος θα επικαιροποιείται σε τακτά διαστήματα.

Η κωδικοποίηση αυτή έχει γίνει με σκοπό:

- Τη διευκόλυνση τόσο των τελωνειακών υπαλλήλων κατά τον έλεγχο αποδοχής μιας προσκομιζόμενης Δ.Δ.Π., της ορθής δήλωσης αυτής στη θέση 44.1 του ΕΔΕ καθώς και του δηλούμενου κωδικού εμπορεύματος στη θέση 33.

- Την πληρέστερη ενημέρωση των οικονομικών φορέων αναφορικά με τις Δ.Δ.Π. που έχουν εκδοθεί από την ελληνική Τελωνειακή Υπηρεσία, τα εμπορεύματα που αφορούν καθώς και τους κωδικούς στους οποίους αυτά κατατάσσονται.

Με τον τρόπο αυτό, επιδιώκεται η επιτάχυνση της διαδικασίας τελωνισμού όσον αφορά τον έλεγχο της ορθής δασμολογικής κατάταξης των εμπορευμάτων, η διάχυση και ελεύθερη πρόσβαση στην τελωνειακή πληροφόρηση σχετικά με τη δασμολογική κατάταξη και το Κοινό Δασμολόγιο, καθώς και η διευκόλυνση των συναλλασσόμενων κατά τη διαδικασία συμπλήρωσης της θέσης 33 του ΕΔΕ (κωδικός εμπορευμάτων).

Επισημαίνουμε ότι, λόγω της συμπερίληψης ορισμένων ευαίσθητων - εμπιστευτικών στοιχείων στις εκδιδόμενες Δ.Δ.Π. που αφορούν στο εμπορικό απόρρητο, όπως επωνυμία αιτούντος - δικαιούχου, λογότυπα, φωτογραφίες κλπ., η ανάρτηση έχει γίνει ως εξής:  

- Δεν αναγράφεται η επωνυμία και τα λοιπά στοιχεία του αιτούντος ή του δικαιούχου της Δ.Δ.Π.

- Αναγράφεται ο αριθμός της Δ.Δ.Π., η περίοδος ισχύος, ο κωδικός εμπορεύματος καθώς και η περιγραφή του.

- Για λόγους προστασίας του εμπορικού απορρήτου, η πληροφόρηση που περιέχεται στους πίνακες έχει διαφοροποιηθεί ανάλογα με το αν απευθύνεται σε τελωνειακούς υπαλλήλους ή σε οικονομικούς φορείς, ως ακολούθως:

→ Υπηρεσίες για Υπαλλήλους - EBTI:
https://portal.ggps.gsis/portal/page/portal/ICISnetintranet/services?serid=10520907&adreseeID=10001983
Στον ανωτέρω ιστότοπο που απευθύνεται αποκλειστικά στους τελωνειακούς υπαλλήλους - χρήστες της διαδικτυακής πύλης (intranet), έχει αναρτηθεί πίνακας κωδικοποίησης των Δ.Δ.Π. που περιλαμβάνει τις φωτογραφίες των προϊόντων καθώς και την εμπορική ονομασία αυτών. Για πλήρη πρόσβαση στα στοιχεία της αντίστοιχης Δ.Δ.Π., με βάση τον αριθμό αναφοράς της, θα πρέπει να γίνεται χρήση της εφαρμογής ΕΒΤΙ της Ε.Επιτροπής (Ευρωπαϊκό Σύστημα Δ.Δ.Π.) από τους εγκεκριμένους χρήστες, σύμφωνα με το αριθ. ΔΔΘΤΟΚ Α 11032 ΕΞ2016 ΕΜΠ έγγραφό μας.

→ Οικονομικοί Φορείς - EBTI:
https://portal.gsis.gr/portal/page/portal/ICISnet/services?serid=10382270&adreseeID=10001980
Στον ανωτέρω ιστότοπο που απευθύνεται στους οικονομικούς φορείς (internet), έχουν απαλειφθεί από τον πίνακα κωδικοποίησης των Δ.Δ.Π. οι φωτογραφίες των προϊόντων και η εμπορική τους ονομασία. Για πλήρη πρόσβαση στην αντίστοιχη Δ.Δ.Π. με εμφάνιση όλων των στοιχείων για δημόσια χρήση, με βάση τον αριθμό αναφοράς της, θα πρέπει να γίνεται χρήση της διαδικτυακής βάσης δεδομένων DDS2 της Ε.Επιτροπής - «Αναζήτηση Πληροφοριών για Δ.Δ.Π.». (http://ec.europa.eu/taxation_customs/dds2/ebti).

Τέλος, υπενθυμίζουμε ότι η Δ.Δ.Π. δηλώνεται στη θέση 44 του ΕΔΕ και εφαρμόζεται υποχρεωτικά, μόνο για το δικαιούχο πρόσωπο που αναγράφεται σε αυτήν και για εμπορεύματα πανομοιότυπα με αυτά που περιγράφονται στο αντίστοιχο πεδίο και με την ίδια εμπορική ονομασία. Σε κάθε άλλη περίπτωση, δηλαδή για μη δικαιούχα πρόσωπα ή/και για εμπορεύματα ομοειδή αλλά όχι πανομοιότυπα με αυτά που αναγράφονται σε μία Δ.Δ.Π., η εν λόγω Δ.Δ.Π. μπορεί να χρησιμοποιείται, κατά την κρίση του τελωνείου και ανάλογα με την περίπτωση, μόνο ως βοήθημα για την ορθή ερμηνεία του Δασμολογίου και τη δασμολογική κατάταξη των τελωνιζόμενων εμπορευμάτων.



Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ
Π. ΑΔΙΚΗΜΕΝΑΚΗ

Αριθ. πρωτ.: ΔΔΘΤΟΚ Α 1114580 ΕΞ 2016/28.7.2016 Διαμόρφωση δασμολογητέας αξίας ορισμένων ευπαθών εμπορευμάτων που εισάγονται με το εμπορικό καθεστώς της πώλησης επί παρακαταθήκη

$
0
0

Αθήνα, 28 Ιουλίου 2016
Αρ. Πρωτ: ΔΔΘΤΟΚ Α 1114580 ΕΞ 2016

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ και Ε.Φ.Κ.
Δ/ΝΣΗ ΔΑΣΜ. ΘΕΜΑΤΩΝ και ΤΕΛΩΝ.ΟΙΚΟΝΟΜ. ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α'

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10 101 84
Πληροφορίες: Αθήνα Μ. Λύτρα
Τηλέφωνο: 210 69.87.480
FAX: 210 69.87.489
Email: m.lytra@2001.syzefxis.gov.gr

ΘΕΜΑ: «Διαμόρφωση δασμολογητέας αξίας ορισμένων ευπαθών εμπορευμάτων που εισάγονται με το εμπορικό καθεστώς της πώλησης επί παρακαταθήκη»

ΣΧΕΤ.: Η αριθ. πρωτ. Δ.718/446/27.4.2006 Δ.Υ.Ο.Ο

Αναφορικά με το ανωτέρω θέμα και σύμφωνα με:

- το άρθρο 74 παράγραφος 2γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα ,

- το άρθρο 142 παράγραφος 6 του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2015/2447 της Επιτροπής για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 215/2006 της Επιτροπής , ο οποίος σας κοινοποιήθηκε με την παραπάνω σχετική Δ.Υ.Ο.Ο.,

σας γνωστοποιούμε τις κατά μονάδα αξίες για τη διαμόρφωση της δασμολογητέας αξίας, ορισμένων ευπαθών εμπορευμάτων, που εισάγονται αποκλειστικά με το εμπορικό καθεστώς της πώλησης επί παρακαταθήκη, (χωρίς συναλλακτική αξία και τιμολόγια), και ισχύουν για τη χρονική περίοδο από 29.07.2016 έως και 11.08.2016. Σημειώνεται ότι, οι κατά μονάδα αξίες δεν εφαρμόζονται για τις χρονικές περιόδους και για τα εμπορεύματα για τα οποία θεσπίζονται τιμές εισόδου βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 (άρθ. 136 παρ.2 και άρθ.137) της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε, με τον Καν. (ΕΕ) αριθ. 499/2014 της Επιτροπής, και ισχύει.

Για τα εμπορεύματα για τα οποία δεν καθορίζονται τιμές θα πρέπει να εφαρμόζεται η μέθοδος προσδιορισμού της δασμολογητέας αξίας του άρθρου 74 παράγραφος 2γ του Καν. (ΕΕ) αριθ. 952/2013.

Οι Προϊστάμενοι των Τελωνειακών Περιφερειών παρακαλούνται για την άμεση ενημέρωση των Τελωνείων δικαιοδοσίας τους.


ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΔΙΚΗΜΕΝΑΚΗ 

Κατάλογος εμπορευμάτων Παραρτήματος Ι του καν. (ΕΚ) αριθ. 215/2006 της Επιτροπής Απλοποιημένη διαδικασία για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ορισμένων ευπαθών εμπορευμάτων που εισάγονται με το εμπορικό καθεστώς της πώλησης επί παρακαταθήκη σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγραφος 2γ) του Τελωνειακού Κώδικα

Κωδικός ΣΟ (TARIC) Περιγραφή εμπορευμάτων Περίοδος ισχύος Κατά μονάδα
αξία (EUR/100Kg)
0701 90 50 Πατάτες πρώιμες 01/01 - 30/06 -
0703 10 19 Κρεμμύδια 01/01 - 31/12 34,18
0703 20 00 Σκόρδα 01/01 - 31/12 250,25
0708 20 00 Φασόλια 01/01 - 31/12 141,09
0709 20 00 10 Σπαράγγια : - πράσινα 01/01 - 31/12 737,34
0709 20 00 90 Σπαράγγια : - άλλα 01/01 - 31/12 575,82
0709 60 10 Γλυκοπιπεριές 01/01 - 31/12 245,03
0714 20 10 Γλυκοπατάτες, νωπές, ολόκληρες, προορισμένες για ανθρώπινη κατανάλωση 01/01 - 31/12 116,68
0804 30 00 90 Ανανάδες 01/01 - 31/12 72,18
0804 40 00 10 Αχλάδια της ποικιλίας avocats 01/01 - 31/12 267,65
0805 10 20 Πορτοκάλια γλυκά 01/06 - 30/11 70,41
0805 20 10 05 Κλημεντίνες ( Clementines ) 01/03 - 31/10 121,08
0805 20 30 05 Monreales και Satsumas 01/03 - 31/10 108,63
0805 20 50 07 0805 20 50 37 Μανταρίνια και Wilkings 01/03 - 31/10 119,79
0805 20 70 05 0805 20 90 05 0805 20 90 09 Tangerines και άλλα 01/03 - 31/10 107,08
0805 40 00 11 0805 40 00 31 Φράπες και γκρέϊπ - φρουτ : - λευκά 01/01 - 31/12 81,21
0805 40 00 19 0805 40 00 39 Φράπες και γκρέϊπ - φρουτ : -ροδόχροα 01/01 - 31/12 89,28
0805 50 90 11 0805 50 90 19 Γλυκολέμονα(Citrus aurantifolia, citrus latifolia) 01/01 - 31/12 184,15
0806 10 10 Επιτραπέζια σταφύλια 21/11 - 20/07 -
0807 11 00 Καρπούζια 01/01 - 31/12 30,51
0807 19 00 50 Amarillo, Cuper, Honey Dew (συμπεριλαμβανομένων Can- talene), Onteniente, Piel de Sapo (συμπεριλαμβανομένων Verde Liso), Rochet, Tendral, Futuro 01/01 - 31/12 98,04
0807 19 00 90 Άλλα πεπόνια 01/01 - 31/12 -
0808 30 90 10 Αχλάδια : 01/05 - 30/06 -
-         Nashi (Pyrus pyrifolia )
-          Ya (Pyrus bretscheideri)
0808 30 90 90 Αχλάδια : - άλλα 01/05 - 30/06 -
0809 10 00 Βερίκοκα 01/01 - 30/05 και -
01/08 - 31/12
0809 30 10 Νεκταρίνια 01/01 - 10/06 και -
01/10 - 31/12
0809 30 90 Ροδάκινα 01/01 - 10/06 και -
01/10 - 31/12
0809 40 05 Δαμάσκηνα 01/10 - 10/06 -
0810 10 00 Φράουλες 01/01 - 31/12 -
0810 20 10 Σμέουρα 01/01 - 31/12 168,32
0810 50 00 Ακτινίδια ( κίουι ) 01/01 - 31/12 113,93

Αριθ. πρωτ.: 2/58251/0004/ 28.7.2016 Τροποποίηση της αριθ. 2/47604/0004/ 15.7.2015 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών με θέμα «Ορισμός μελών Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών και ρύθμιση σχετικών με τη λειτουργία της θεμάτων» (ΑΔΑ: ΩΙΩΚΗ-ΣΧΠ), όπως ισχύει

$
0
0

Αθήνα, 28 Ιουλίου 2016
Αριθ.πρωτ.: 2/58251/0004

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΩΝ
ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ και ΔΙΟΙΚ.ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
Τμήμα Ε'- Οργάνωσης και Ποιότητας

Ταχ. Δ/νση: Πανεπιστημίου 37
Τ.Κ.101 65, Αθήνα
Πληροφορίες: Μ. Ματζοράκη
Τηλέφωνο: 210-33.38.283
fax: 210-33.38.202
e-mail: m.matzoraki@glk.gr

ΘΕΜΑ: «Τροποποίηση της αριθ. 2/47604/0004/15.7.2015 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών με θέμα «Ορισμός μελών Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών και ρύθμιση σχετικών με τη λειτουργία της θεμάτων» (ΑΔΑ: ΩΙΩΚΗ-ΣΧΠ), όπως ισχύει».

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:

α) της παρ. 4 του άρθρου πρώτου της από 28ης Ιουνίου 2015 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Τραπεζική αργία βραχείας διάρκειας» (Α' 65), όπως τροποποιήθηκε με την από 14ης Ιουλίου 2015 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (Α'79), κυρώθηκε με το ν.4350/2015 (Α'161), τροποποιήθηκε με το άρθρο 55 του ν.4370/2016 (Α'37) και ισχύει.

β) των άρθρων 13 έως 15 του ν.2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (Α' 45), όπως ισχύει.

γ) του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα» που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.Δ. 63/2005 (Α' 98).

δ) του Π.Δ. 111/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α' 178), όπως ισχύει.

ε) του Π.Δ. 73/2015 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α' 116).

2. Την αριθ. 2/47604/0004/15.7.2015 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών με θέμα «Ορισμός μελών Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών και ρύθμιση σχετικών με τη λειτουργία της θεμάτων» (ΑΔΑ: ΩΙΩΚΗ-ΣΧΠ), όπως τροποποιήθηκε με τις αριθ. 2/50723/0004/3.8.2015 (ΑΔΑ: Ψ6ΕΝΗ-8Ρ7), 2/51692/0004/11.8.2015 (ΑΔΑ: ΨΛΨΨΗ-ΠΙΒ), 2/53276/0004/24.8.2015 (ΑΔΑ: 78ΞΙΗ-Τ9Φ) 2/72914/0004/18.11.2015 (ΑΔΑ: ΩΔΕ7Η-ΤΗΟ) 2/25260/0004/9.5.2016 (ΑΔΑ: ΩΠ8ΠΗ-ΑΞΠ) και 2/53585/0004/29.6.2016 (ΑΔΑ: 7ΘΨΟΗ-ΦΝΤ) όμοιες. 

3. Το αριθ. 1144/24.6.2016 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, με το οποίο ζητείται η αντικατάσταση του Παναγιώτη Θεοδώρου, αναπληρωματικού μέλους της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών στην Επιτροπή Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών του Υπουργείου Οικονομικών.

4. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.

Α π ο φ α σ ί ζ ο υ μ ε

Ι. Τροποποιούμε την αριθ. 2/47604/0004/15.7.2015 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Ορισμός μελών Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών και ρύθμιση σχετικών με τη λειτουργία της θεμάτων» (ΑΔΑ: ΩΙΩΚΗ-ΣΧΠ), όπως ισχύει, και αντικαθιστούμε την περ.5 της παρ. Α του διατακτικού αυτής, ως εξής:

«5. Βασίλειο Παναγιωτίδη του Γεωργίου, Διευθυντή της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών με αναπληρωτή του το Γεώργιο Καμπουράκη του Σταματίου, ομοίως Διευθυντή της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών».

ΙΙ. Κατά τα λοιπά ισχύει η ανωτέρω τροποποιούμενη απόφαση.


Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

Εκτελεστική αποφ. (ΕΕ) 2016/1223 της Επιτροπής της 25ης Ιουλίου 2016 για την τροποποίηση της απόφασης 2011/30/ΕΕ σχετικά με την ισοδυναμία των συστημάτων δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης ποιότητας, ερευνών και κυρώσεων ορισμένων τρίτων χωρών για τους ελεγκτές και τις ελεγκτικές οντότητες, καθώς και για μεταβατική περίοδο για τις δραστηριότητες ελέγχου των ελεγκτών και των ελεγκτικών οντοτήτων ορισμένων τρίτων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Next: Αριθ. πρωτ.: ΑΤΚΕ 1109745 ΕΞ 2016/ 1723. 1759/ 19.7.2016 Απάντηση στις αριθ. 2113/26-5-2016 και 2137/3-6-16 αναφορές - Εκφράζει τη διαμαρτυρία της για την αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ), στα καύσιμα και παράλληλα αιτείται την άμεση εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων που εκκρεμούν τα τελευταία χρόνια και τη λήψη αυστηρών μέτρων για τον έλεγχο και την πάταξη της παράνομης διακίνησης καυσίμων, σε όλα τα στάδια παραγωγής εμπορίας και διακίνησης πετρελαιοειδών
$
0
0

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/1223 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 25ης Ιουλίου 2016
για την τροποποίηση της απόφασης 2011/30/ΕΕ σχετικά με την ισοδυναμία των συστημάτων δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης ποιότητας, ερευνών και κυρώσεων ορισμένων τρίτων χωρών για τους ελεγκτές και τις ελεγκτικές οντότητες, καθώς και για μεταβατική περίοδο για τις δραστηριότητες ελέγχου των ελεγκτών και των ελεγκτικών οντοτήτων ορισμένων τρίτων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2016) 4637]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 46 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Σύμφωνα με την απόφαση 2011/30/ΕΕ της Επιτροπής (2), οι ελεγκτές και οι ελεγκτικές οντότητες που υποβάλλουν έκθεση ελέγχου σχετικά με ετήσιους ή ενοποιημένους λογαριασμούς εταιρειών οι οποίες έχουν συσταθεί στις τρίτες χώρες που απαριθμούνται στο παράρτημα II της εν λόγω απόφασης και των οποίων οι μεταβιβάσιμοι τίτλοι είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κράτους μέλους, έχουν εξαιρεθεί από τις απαιτήσεις του άρθρου 45 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ για ορισμένα οικονομικά έτη, υπό τον όρο ότι θα παράσχουν στις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, ορισμένες πληροφορίες.

(2) Η Επιτροπή διενήργησε αξιολογήσεις των συστημάτων δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης ποιότητας, ερευνών και κυρώσεων για τους ελεγκτές και τις ελεγκτικές οντότητες των τρίτων χωρών που απαριθμούνται στο παράρτημα II της απόφασης 2011/30/ΕΕ. Οι αξιολογήσεις διενεργήθηκαν με τη συνδρομή της Ευρωπαϊκής Ομάδας Φορέων Εποπτείας Ελεγκτών με βάση τα κριτήρια που ορίζονται στα άρθρα 29, 30 και 32 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, η οποία διέπει τα συστήματα δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης ποιότητας, ερευνών και κυρώσεων για τους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία των κρατών μελών. Μετά από αυτές τις αξιολογήσεις, φαίνεται ότι οι χώρες Μαυρίκιος, Νέα Ζηλανδία και Τουρκία διαθέτουν συστήματα δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης ποιότητας, ερευνών και κυρώσεων για τους ελεγκτές και τις ελεγκτικές οντότητες τα οποία πληρούν παρόμοιες απαιτήσεις ισοδυναμίας με εκείνες που ορίζονται στα άρθρα 29, 30 και 32 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ. Κρίνεται, επομένως, σκόπιμο τα εν λόγω συστήματα να θεωρούνται ισοδύναμα με τα συστήματα δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης ποιότητας, ερευνών και κυρώσεων για τους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία των κρατών μελών.

(3) Ο απώτερος στόχος της συνεργασίας μεταξύ των συστημάτων δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης ποιότητας, ερευνών και κυρώσεων για τους ελεγκτές και τις ελεγκτικές οντότητες των κρατών μελών και των τρίτων χωρών θα πρέπει να είναι η εδραίωση αμοιβαίας εμπιστοσύνης στα εκατέρωθεν συστήματα εποπτείας βάσει της ισοδυναμίας των εν λόγω συστημάτων.

(4) Οι χώρες Βερμούδες, Νήσοι Κάιμαν, Αίγυπτος και Ρωσία έχουν συγκροτήσει ή βρίσκονται στο στάδιο της συγκρότησης συστημάτων δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης ποιότητας, ερευνών και κυρώσεων για τους ελεγκτές και τις ελεγκτικές οντότητες. Ωστόσο, λόγω της πρόσφατης δημιουργίας των συστημάτων αυτών, δεν έχουν ακόμη χορηγηθεί ορισμένες πληροφορίες, οι κανόνες δεν εφαρμόζονται πλήρως, δεν διενεργούνται επιθεωρήσεις ή δεν επιβάλλονται κυρώσεις. Για να διενεργηθεί περαιτέρω αξιολόγηση προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με την ισοδυναμία των εν λόγω συστημάτων, χρειάζονται πρόσθετες πληροφορίες από τις εν λόγω τρίτες χώρες ώστε να υπάρξει καλύτερη κατανόηση των συστημάτων αυτών. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να παραταθεί η μεταβατική περίοδος η οποία χορηγήθηκε με την απόφαση 2011/30/ΕΕ όσον αφορά τους ελεγκτές και τις ελεγκτικές οντότητες που υποβάλλουν έκθεση ελέγχου σχετικά με ετήσιους ή ενοποιημένους λογαριασμούς εταιρειών που έχουν συσταθεί στις εν λόγω τρίτες χώρες και των οποίων οι μεταβιβάσιμοι τίτλοι είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κράτους μέλους.

(5) Για την προστασία των επενδυτών, οι ελεγκτές και οι ελεγκτικές οντότητες που υποβάλλουν έκθεση ελέγχου σχετικά με ετήσιους ή ενοποιημένους λογαριασμούς εταιρειών που έχουν συσταθεί στις τρίτες χώρες που απαριθμούνται στο παράρτημα II της απόφαση 2011/30/ΕE και των οποίων οι μεταβιβάσιμοι τίτλοι είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κράτους μέλους θα πρέπει να είναι σε θέση να συνεχίσουν τις ελεγκτικές τους δραστηριότητες στην Ένωση χωρίς να καταχωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 45 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ κατά τη διάρκεια πρόσθετης περιόδου από την 1η Αυγούστου 2016 έως τις 31 Ιουλίου 2018, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχουν τις απαιτούμενες πληροφορίες. Στην περίπτωση αυτή, οι εν λόγω ελεγκτές και ελεγκτικές οντότητες θα πρέπει να είναι σε θέση να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις του οικείου κράτους μέλους σε σχέση με τις εκθέσεις ελέγχου που αφορούν τους ετήσιους ή τους ενοποιημένους λογαριασμούς για τα οικονομικά έτη που αρχίζουν κατά τη διάρκεια της περιόδου από την 1η Αυγούστου 2016 έως τις 31 Ιουλίου 2018. Η παρούσα απόφαση δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν τα οικεία συστήματα ερευνών και κυρώσεων στους εν λόγω ελεγκτές και τις ελεγκτικές οντότητες.

(6) Η Επιτροπή θα παρακολουθεί τις εξελίξεις στην εποπτική και κανονιστική συνεργασία με τρίτες χώρες σε τακτική βάση. Η απόφαση για τη χορήγηση ισοδυναμίας ή την παράταση της μεταβατικής περιόδου δεν θίγει τη δυνατότητα της Επιτροπής να προβεί σε επανεξέταση της απόφασης ανά πάσα στιγμή. Η εν λόγω επανεξέταση μπορεί να οδηγήσει στην ανάκληση της αναγνώρισης της ισοδυναμίας ή την πρόωρη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Συνεπώς, η απόφαση 2011/30/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(7) Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η απόφαση 2011/30/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1) Στο άρθρο 1, προστίθεται το ακόλουθο τρίτο εδάφιο:

«Για τους σκοπούς του άρθρου 46 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, τα συστήματα δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης ποιότητας, ερευνών και κυρώσεων για τους ελεγκτές και τις ελεγκτικές οντότητες των ακόλουθων τρίτων χωρών πληρούν απαιτήσεις οι οποίες θεωρούνται ισοδύναμες εκείνων στα άρθρα 29, 30 και 32 της εν λόγω οδηγίας αναφορικά με τις δραστηριότητες ελέγχου των ετήσιων ή ενοποιημένων λογαριασμών για τα οικονομικά έτη τα οποία αρχίζουν από την 1η Αυγούστου 2016:

1) Μαυρίκιος·

2) Νέα Ζηλανδία·

3) Τουρκία.».

2) Το άρθρο 2 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ένα κράτος μέλος δεν εφαρμόζει το άρθρο 45 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ σε σχέση με τους ελεγκτές και τις ελεγκτικές οντότητες που υποβάλλουν έκθεση ελέγχου αναφορικά με ετήσιους ή ενοποιημένους λογαριασμούς εταιρειών οι οποίες έχουν συσταθεί στις τρίτες χώρες που απαριθμούνται στο παράρτημα II της παρούσας απόφασης και των οποίων οι μεταβιβάσιμοι τίτλοι είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά του εν λόγω κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*), για τα οικονομικά έτη που αρχίζουν κατά τη διάρκεια της περιόδου από τις 2 Ιουλίου 2010 έως τις 31 Ιουλίου 2018, εφόσον ο οικείος ελεγκτής ή η οικεία ελεγκτική οντότητα παρέχει στις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α) το όνομα και τη διεύθυνση του σχετικού ελεγκτή ή της σχετικής ελεγκτικής οντότητας και πληροφορίες για τη νομική δομή του (της)·

β) αν ο ελεγκτής ή η ελεγκτική οντότητα ανήκει σε δίκτυο, περιγραφή του δικτύου·

γ) τα ελεγκτικά πρότυπα και τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας που έχουν εφαρμοστεί στον σχετικό έλεγχο·

δ) περιγραφή του εσωτερικού συστήματος ποιοτικού ελέγχου της ελεγκτικής οντότητας·

ε) ένδειξη του κατά πόσον και πότε διενεργήθηκε ο τελευταίος έλεγχος διασφάλισης ποιότητας του ελεγκτή ή της ελεγκτικής οντότητας και τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με το αποτέλεσμα του ελέγχου, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές παρέχονται από την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας. Αν οι αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με το αποτέλεσμα του τελευταίου ελέγχου διασφάλισης ποιότητας δεν είναι δημόσιες, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών χειρίζονται αυτές τις πληροφορίες ως εμπιστευτικές.

(*) Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).»."

3) Το παράρτημα II αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 25 Ιουλίου 2016.

Για την Επιτροπή

Valdis DOMBROVSKIS

Αντιπρόεδρος

(1)  ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87.

(2)  Απόφαση 2011/30/ΕΕ της Επιτροπής, της 19ης Ιανουαρίου 2011, σχετικά με την ισοδυναμία των συστημάτων δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης ποιότητας, ερευνών και κυρώσεων ορισμένων τρίτων χωρών για τους ελεγκτές και τις ελεγκτικές οντότητες, καθώς και για μεταβατική περίοδο για τις δραστηριότητες ελέγχου των ελεγκτών και των ελεγκτικών αρχών ορισμένων τρίτων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 15 της 20.1.2011, σ. 12).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ

Βερμούδες

Νήσοι Κάιμαν

Αίγυπτος

Ρωσία.»

Αριθ. πρωτ.: ΑΤΚΕ 1109745 ΕΞ 2016/ 1723. 1759/ 19.7.2016 Απάντηση στις αριθ. 2113/26-5-2016 και 2137/3-6-16 αναφορές - Εκφράζει τη διαμαρτυρία της για την αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ), στα καύσιμα και παράλληλα αιτείται την άμεση εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων που εκκρεμούν τα τελευταία χρόνια και τη λήψη αυστηρών μέτρων για τον έλεγχο και την πάταξη της παράνομης διακίνησης καυσίμων, σε όλα τα στάδια παραγωγής εμπορίας και διακίνησης πετρελαιοειδών

Previous: Εκτελεστική αποφ. (ΕΕ) 2016/1223 της Επιτροπής της 25ης Ιουλίου 2016 για την τροποποίηση της απόφασης 2011/30/ΕΕ σχετικά με την ισοδυναμία των συστημάτων δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης ποιότητας, ερευνών και κυρώσεων ορισμένων τρίτων χωρών για τους ελεγκτές και τις ελεγκτικές οντότητες, καθώς και για μεταβατική περίοδο για τις δραστηριότητες ελέγχου των ελεγκτών και των ελεγκτικών οντοτήτων ορισμένων τρίτων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση
$
0
0

Αθήνα, 19/07/2016 -14:35,
Αριθ. Πρωτ:ΑΤΚΕ 1109745 ΕΞ 2016 / 1723.1759

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

Ταχ. Δ/νση: Λεωχάρους 2
Ταχ. Κωδ.: 105 62 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Ε. Αυγερινού
Τηλέφωνο: 210.33.75.066
210.33.75.247
FAX: 210.32.35.135

ΘΕΜΑ: Απάντηση στις αριθ. 2113/26-5-2016 και 2137/3-6-16 αναφορές.

Σε απάντηση των με αριθ. πρωτ. 2113/26-5-16 και 2137/3-6-16 αναφορών που κατέθεσαν οι Βουλευτές κ. κ. Θεόδωρος Καράογλου και Νικόλαος Νικολόπουλος, σας γνωρίζουμε τα εξής:

Με τις διατάξεις του άρθρου 60, του ν. 4389/2016 (ΦΕΚ 94/Α'), με τίτλο «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις», αναπροσαρμόζονται οι συντελεστές ΕΦΚ ορισμένων ενεργειακών προϊόντων του άρθρου 73 του ν.2960/2001 (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας), στα πλαίσια επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων του κράτους και της ενίσχυσης των δημοσίων εσόδων.

Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παραγράφου 3, του άρθρου 60 του προαναφερόμενου νόμου, αυξάνονται από 01/01/2017 οι συντελεστές ΕΦΚ των περιπτώσεων β', γ', στ', ζ', η', ι', ια', ιβ', ιγ' και κστ', της παραγράφου 1, του άρθρου 73, του ν.2960/2001, που αφορούν στην βενζίνη, το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL), το φωτιστικό πετρέλαιο (κηροζίνη), τα υγραέρια (LPG) και το βιοντήζελ ως ακολούθως:

- Βενζίνη χωρίς μόλυβδο (περιπτώσεις β', γ') από 670 σε 700 ευρώ ανά 1000 λίτρα,
- Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (περιπτώσεις στ', ζ', η'), από 330 σε 410 ευρώ ανά 1000 λίτρα,
- Φωτιστικό πετρέλαιο (περιπτώσεις ι', ια', ιβ') από 330 σε 410 ευρώ ανά 1000 λίτρα,
- Υγραέριο κίνησης της περίπτωσης (ιγ'), από 330 σε 430 ευρώ ανά 1000 χιλιόγραμμα,
- Βιοντίζελ από μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων της περίπτωσης (κστ'), από 330 σε 410 ευρώ ανά 1000 λίτρα.

Επίσης οι συντελεστές του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης του πετρελαίου εσωτερικής καύσης (DIESEL) και του φωτιστικού πετρελαίου (κηροζίνη), των περιπτώσεων (ζ) και (ια), τα οποία χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης για τη χρονική περίοδο από τη 15η Οκτωβρίου μέχρι και την 30η Απριλίου, αυξάνονται από 230 σε 280 ευρώ ανά 1000 λίτρα.

Αναφορικά με τον έλεγχο και την πάταξη της παράνομης διακίνησης καυσίμων, σε όλα τα στάδια παραγωγής, εμπορίας και διακίνησης, σημειώνεται ότι πέραν της εγκατάστασης του συστήματος εισροών - εκροών στα πρατήρια πώλησης υγρών καυσίμων, εκδόθηκε η με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΕΦΚ Α 5010479 ΕΞ 30.4.2014 ΚΥΑ (ΦΕΚ 1156/Β'/07-05-2014) με θέμα «Διαδικασίες και προδιαγραφές εγκατάστασης και ελέγχου ολοκληρωμένων συστημάτων παρακολούθησης εισροών-εκροών στις φορολογικές αποθήκες και στις αποθήκες τελωνειακής αποταμίευσης ενεργειακών προϊόντων, τις απαιτήσεις συμμόρφωσης, λειτουργίας, καταγραφής και διασφάλισης των μετρήσεων και ηλεκτρονικής αποστολής δεδομένων καθώς και το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής και το είδος και περιεχόμενο των στοιχείων που παρέχονται από το σύστημα αυτό», όπως αυτή τροποποιήθηκε με την αριθμ. ΔΕΦΚΦ Α 5025506 ΕΞ 2015/8.12.2015 ΚΥΑ (ΦΕΚ 2692/Β'/11-12-2015).

Στις διατάξεις της ως άνω ΑΥΟ εμπίπτουν και οι εγκαταστάσεις των διυλιστηρίων και των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών, οι οποίες είναι φορολογικές αποθήκες.


Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΤΡΥΦΩΝ Ζ. ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

Άρθρα Το ζήτημα της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής

Next: Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1113103 ΕΞ 2016 Τροποποίηση της αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1147691 ΕΞ 2014/06-11-2014 (Β'3017) απόφασης της Γενικής Γραμματέως της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, quot;Κατανομή των οργανικών θέσεων προσωπικού, μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, μεταξύ των Γενικών Διευθύνσεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και των Υπηρεσιών που υπάγονται απευθείας στον Γενικό Γραμματέα αυτής, καθώς και μεταξύ των Υπηρεσιών που υπάγονται στις Γενικές Διευθύνσειςquot;»
Previous: Αριθ. πρωτ.: ΑΤΚΕ 1109745 ΕΞ 2016/ 1723. 1759/ 19.7.2016 Απάντηση στις αριθ. 2113/26-5-2016 και 2137/3-6-16 αναφορές - Εκφράζει τη διαμαρτυρία της για την αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ), στα καύσιμα και παράλληλα αιτείται την άμεση εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων που εκκρεμούν τα τελευταία χρόνια και τη λήψη αυστηρών μέτρων για τον έλεγχο και την πάταξη της παράνομης διακίνησης καυσίμων, σε όλα τα στάδια παραγωγής εμπορίας και διακίνησης πετρελαιοειδών
$
0
0

ΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ Α. ΑΝΤΩΝΙΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ – ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ
ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΣΤΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ ΤΟΥ «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΩΜΑΤΟΣ ΟΡΚΩΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΛΟΓΙΣΤΩΝ (Ι.Ε.Σ.Ο.Ε.Λ.)»


Ένα μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι αναμφησβήτητα η φοροδιαφυγή, αλλά και η φοροαποφυγή σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής δραστηριότητας,είτε αυτή προέρχεται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, είτε από φυσικά πρόσωπα που έχουν εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή εισόδημα από κεφάλαιο.

Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις, η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα εκτιμάται ότι κυμαίνεται από 6%-9% του ΑΕΠ, δηλαδή ως και 32% των δημοσίων εσόδων.

Αναφέρεται δε ότι, εξαιτίας της φοροδιαφυγής, το κράτος χάνει ως και 16 δισ. ευρώ το χρόνο, ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέγεθος αν σκεφθούμε ότι συγκριτικά, το κράτος δαπανά ετησίως:1

• 28 δισ. ευρώ για συντάξεις
• 15 δισ. ευρώ για μισθούς στο Δημόσιο
• 12 δισ. ευρώ το χρόνο κοστίζει η εξυπηρέτηση του χρέους

Λαμβάνοντας υπόψη επίσης ότι, η έκταση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής εκτιμάται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ένα τρισεκατομμύριο ευρώ ετησίως2, ενώ ο ΟΟΣΑ εκτιμά3:

• την απώλεια εσόδων σε παγκόσμιο επίπεδο σε 4% έως 10% των συνολικών εσόδων από τη φορολογία εισοδήματος εταιρειών, ποσό που αντιστοιχεί σε 75 έως 180 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, σύμφωνα με τα επίπεδα του 2014.
• ότι τα ποσά αυτά είναι μόνο συντηρητικές εκτιμήσεις και  οι αρνητικές συνέπειες των εν λόγω πρακτικών για τους προϋπολογισμούς των κρατών μελών και τους πολίτες είναι εμφανείς και θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στη δημοκρατία. 
• ότι η φορολογική απάτη, η φοροδιαφυγή και ο επιθετικός φορολογικός σχεδιασμός διαβρώνουν τη φορολογική βάση των κρατών μελών και οδηγούν έτσι σε απώλεια φορολογικών εσόδων, διαβρώνοντας τις οικονομίες και την ικανότητα των κυβερνήσεων να παρέχουν δημόσιες υπηρεσίες, επενδύσεις και κοινωνική ασφάλιση.4

Με την ψήφιση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος  Ν.4172/2013, εντάσσονται σηµαντικές διατάξεις για την καταπολέµηση της φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής που είχαν εισαχθεί τα τελευταία τρία έτη,όπως οι διατάξεις για την προσαύξηση της περιουσίας, καθώς και οι διατάξεις για τη µη αναγνώριση ως εκπιπτόµενων των δαπανών που κατευθύνονται σε µη συνεργάσιµα κράτη ή κράτη που έχουν προνοµιακό φορολογικό καθεστώς. Επίσης, λαµβάνονται υπόψη οι διατάξεις του δευτερογενούς  Ενωσιακού δικαίου για τις συγχωνεύσεις και διασπάσεις των εταιρειών, εισάγονται ειδικές διατάξεις για την καταπολέµηση της διεθνούς φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής στα επί µέρους εισοδήµατα (π.χ. διατάξεις για την υποκεφαλαιοδότηση, απαλλαγές ενδοοµιλικών µερισµάτων µε προϋποθέσεις, διατάξεις για τις ελεγχόµενες αλλοδαπές εταιρείες).

Ειδικότερα στα άρθρα 65 και 66, µεταφέρονται από το ισχύον νοµοθετικό πλαίσιο και µε την εφαρµογή των κανόνων που θέτουν ενισχύεται έµµεσα και η διοικητική συνεργασία, καθώς και η ανταλλαγή πληροφοριών µεταξύ των φορολογικών διοικήσεων.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 65 καθορίζεται η έννοια του κράτους για την εφαρμογή των οριζομένων στο κεφάλαιο αυτό.  
Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 καθορίζεται η έννοια της σύμβασης διοικητικής συνδρομής. 
Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 ορίζονται οι προϋποθέσεις για τον καθορισμό των μη συνεργάσιμων κρατών. 
Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών για τον καθορισμό των μη συνεργάσιμων κρατών, λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς πρακτικές σχετικά με τη διοικητική συνεργασία για την ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών κατά τα πρότυπα του ΟΟΣΑ. 
Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 ρυθμίζεται ο χρόνος έναρξης εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου αυτού. 
Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 καθορίζονται τα ειδικά προνομιακά καθεστώτα σε κράτη εκτός Ελλάδας, για την εφαρμογή των προβλέψεων του άρθρου αυτού, ακολουθώντας διεθνή πρότυπα για τη διαπίστωση της πραγματικής ή μη φορολόγησης.

Στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ, Ν. 4174/2013, Α΄ 170), που προστέθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015 και ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από 17-10-2015, σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου, ορίζονται, πλην άλλων, τα εξής:
«1. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: ............. 5. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται ................... (σημείωση: στη συνέχεια της διατάξεως ορίζονται οι ποινές)...................................................... 
Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: ................................................. (σημείωση: στη συνέχεια της διατάξεως ορίζονται οι ποινές) 
Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωριστεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώριση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. 
Θεωρείται επίσης ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. 
Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη που αναγράφονται στο στοιχείο είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση. 
Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. Δεν είναι εικονικό για τον λήπτη το φορολογικό στοιχείο το οποίο αφορά πραγματική συναλλαγή, αν το πρόσωπο του εκδότη είναι διαφορετικό από αυτό που αναγράφεται στο στοιχείο......5

Ας δούμε αναλυτικότερα τι ονομάζουμε φοροαποφυγή και τι φοροδιαφυγή

Φοροαποφυγή (tax avoidance)

Φοροαποφυγή (tax avoidance), χαρακτηρίζεται η συμπεριφορά εκείνη που εκμεταλλεύεται κενά ή ατέλειες της φορολογικής νομοθεσίας, χωρίς ωστόσο να παραβιάζει άμεσα τις σχετικές διατάξεις και αποσκοπεί στην ολική ή μερική αποφυγή της φορολογικής υποχρέωσης. 

Η φοροαποφυγή είναι επί της ουσίας μία συμπεριφορά η οποία αντίκειται στο πνεύμα και όχι στο γράμμα του νόμου.

Μία ενέργεια θεωρείται ως φοροαποφυγή, όταν έχει τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:

α) Να διέπεται από το στοιχείο της ανειλικρίνειας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας.
β) Να έχει συντελεστεί στο πλαίσιο της εκμετάλλευσης των κενών, των ασαφειών και της κακής διατύπωσης της φορολογικής νομοθεσίας, ή διαφορετικά εκμετάλλευση δυνατοτήτων («παράθυρα»), οι οποίες δεν ήταν στην πρόθεση του νομοθέτη να παρασχεθούν.
γ) Να χαρακτηρίζεται από μυστικότητα ώστε να αποτραπεί η λήψη μέτρων εκ μέρους του νομοθέτη, για την πάταξη της φοροαποφυγής.

Η φορολογική νομοθεσία χαρακτηρίζει την φοροαποφυγή ως παράνομη, γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των ενεργειών φοροαποφυγής στερούν σημαντικά έσοδα από το Ελληνικό κράτος.

Σύμφωνα όμως με το άρθρο 38 του Ν. 4174/2013 όπου γίνεται αναφορά στην φοροαποφυγή, δεν προβλέπεται καμίας μορφής ποινή ή άλλη κύρωση, εκτός από το γεγονός ότι η φορολογική διοίκηση δύναται να αγνοεί κάθε τεχνητή διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων που αποβλέπει σε αποφυγή της φορολόγησης και οδηγεί σε φορολογικό πλεονέκτημα. 

Ειδικότερα:

Με την παράγραφο 1 του άρθρου 38 εισάγεται για πρώτη φορά στο Ελληνικό φορολογικό δίκαιο, γενικός κανόνας κατά της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής με καταχρηστική χρήση της νομοθεσίας, προκειμένου να μην καταλύεται από τους φορολογούμενους το πνεύμα της φορολογικής νομοθεσίας. 
Ειδικότερα ορίζεται ότι η Φορολογική Διοίκηση δύναται να αγνοεί κάθε τεχνητή ρύθμιση ή η τεχνητή σειρά ρυθμίσεων που έχει δρομολογηθεί με βασικό σκοπό την αποφυγή της φορολόγησης και οδηγεί σε φορολογικό πλεονέκτημα. Διευκρινίζεται δε ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις αντιμετωπίζονται, για φορολογικούς σκοπούς, βάσει των χαρακτηριστικών της οικονομικής τους υπόστασης.
Με την παράγραφο 2 του άρθρου 38 ορίζεται η έννοια της ρύθμισης και ότι μια ρύθμιση μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από ένα στάδια ή μέρη.
Με την παράγραφο 3 του άρθρου 38 ορίζεται ότι μια ρύθμιση ή σειρά ρυθμίσεων είναι τεχνητή εφόσον στερείται εμπορικής ουσίας. Επίσης καθορίζεται με ποιο τρόπο η Φορολογική Διοίκηση θα εξετάζει για το τεχνητό ή μη χαρακτήρα μιας ρύθμισης ή σειράς ρυθμίσεων.
Με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 38 ορίζεται πως ο στόχος μιας ρύθμισης ή σειράς ρυθμίσεων συνίσταται στην αποφυγή της φορολόγησης, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης.
Με την παράγραφο 6 του άρθρου 38 ορίζεται ότι η Φορολογική Διοίκηση προκειμένου να καθορίσει εάν η ρύθμιση ή η σειρά ρυθμίσεων έχει οδηγήσει σε φορολογικό πλεονέκτημα, συγκρίνει το ύψος του οφειλόμενου φόρου από έναν υποκείμενο στο φόρο, λαμβάνοντας υπόψη την/τις εν λόγω ρύθμιση/ρυθμίσεις, με το ποσό που θα όφειλε ο ίδιος υποκείμενος στο φόρο.

Η Φοροαποφυγή (tax avoidance) ,λαμβάνει χώρα μέσω του φορολογικού σχεδιασμού(taxplanning). Η έννοια του φορολογικού σχεδιασμού(taxplanning), η οποία όπως συμβαίνει και με την έννοια της φοροδιαφυγής, συχνά παρουσιάζει δυσχέρειες ως προς την διάκρισή της από την φοροαποφυγή. Ως φορολογικός λοιπόν σχεδιασμός χαρακτηρίζεται η διαμόρφωση συγκεκριμένης, αναλόγως της περίπτωσης, φορολογικής συμπεριφοράς, ώστε να επιτυγχάνονται ευνοϊκότερες φορολογικές συνέπειες για τον φορολογούμενο, χωρίς ωστόσο η εν λόγω συμπεριφορά να αντίκειται, ούτε στo γράμμα, αλλά ούτε και στο πνεύμα των διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας.

Ο φορολογικός σχεδιασμός (taxplanning), σε πολλές περιπτώσεις είναι επιθετικός. Ως  επιθετικός φορολογικός σχεδιασμός ορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και συγκεκριμένα απο την αρμόδια  Επιτροπή για τις φορολογικές αποφάσεις (TAXE 2) ,ως η εκμετάλλευση τεχνικών πτυχών ενός φορολογικού συστήματος ή αναντιστοιχιών μεταξύ δύο ή περισσότερων φορολογικών συστημάτων με σκοπό τη μείωση της φορολογικής υποχρέωσης. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει πως ο επιθετικός φορολογικός σχεδιασμός μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, με συνέπεια η εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας να μην είναι εκείνη που είχαν προβλέψει οι νομοθέτες. 

Οι κύριες μορφές επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού περιλαμβάνουν τη μετατόπιση χρεών, τη γεωγραφική θέση ασώματων ακινητοποιήσεων και διανοητικής ιδιοκτησίας, τη στρατηγική μεταβιβαστική τιμολόγηση, υβριδικές αναντιστοιχίες και υπεράκτιες δανειακές δομές.6

Φοροδιαφυγή (tax evasion)

Φοροδιαφυγή (tax evasion), χαρακτηρίζεται η συμπεριφορά εκείνη, όπου αποσκοπεί είτε στην ολική είτε στην μερική αποφυγή της φορολογικής υποχρέωσης, παραβιάζοντας τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας.
Η φοροδιαφυγή εμφανίζεται με πολλούς τρόπους οι βασικότεροι των οποίων είναι οι εξής:

α) Απόκρυψη εισοδημάτων από διάφορες πηγές με σκοπό την πληρωμή μειωμένου φόρου.
β) Εμφάνιση υπερβολικών ή εικονικών δαπανών με σκοπό την αυξημένη έκπτωση φόρου.
γ) Η μη υποβολή ή η ανακριβής υποβολή φορολογικών δηλώσεων.  
δ) Η μη απόδοση του οφειλόμενου Φ.Π.Α. στο Δημόσιο.
ε) Η νόθευση φορολογικών στοιχείων και βιβλίων

Στο άρθρο 55 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ, Ν. 4174/2013, Α΄, 170), όπως οι παράγραφοι 1 και 2 αυτού ίσχυαν πριν από την κατάργησή τους με το άρθρο 3§4 περ. α΄ και β΄ του Ν. 4337/2015 (Α΄ 129), ορίζονταν, πλην άλλων, τα εξής:
«1. Για τους σκοπούς του Κώδικα, ως «φοροδιαφυγή νοείται: α)....δ) η έκδοση πλαστών φορολογικών στοιχείων, καθώς και η νόθευση φορολογικών στοιχείων. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωριστεί στα οικεία βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώριση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο και όταν οι αξίες που αναγράφονται στο πρωτότυπο και στο αντίτυπο αυτού, το οποίο χρησιμοποιείται για φορολογικούς σκοπούς είναι διαφορετικές, ε) Η έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων και η αποδοχή αυτών. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική διοίκηση. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρεία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας.... 2............ α).... γ) Σε περίπτωση έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευσης αυτών, καθώς και καταχώρησης στα βιβλία, αγορών ή εξόδων που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο ή λήψης εικονικών στοιχείων επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) της αξίας του στοιχείου. Αν η αξία του στοιχείου είναι μερικώς εικονική, το ως άνω πρόστιμο επιβάλλεται για το μέρος της εικονικής αξίας. Εξαιρετικά στις κατωτέρω περιπτώσεις το πρόστιμο της περίπτωσης γ΄ μειώνεται ως εξής: αα)................... δδ) Όταν η εικονικότητα του στοιχείου αφορά το χαρακτηρισμό της αναγραφείσας συναλλαγής, η οποία αποδεικνύεται ότι αφορά άλλη υποκρυπτόμενη πραγματική συναλλαγή και κατά συνέπεια η έκδοση του εικονικού στοιχείου δεν επιφέρει καμία απώλεια εσόδων σχετικά με φόρους, επιβάλλεται πρόστιμο για την έκδοση μη προσήκοντος στοιχείου, ύψους πεντακοσίων ευρώ ανά στοιχείο και με ανώτατο ύψος προστίμου πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ ανά ελεγχόμενο φορολογικό έτος. 
δ) Στο Φ.Π.Α. όταν μετά από έλεγχο αποδειχθεί ότι ο υποκείμενος στο φόρο, ως λήπτης εικονικού φορολογικού στοιχείου ή στοιχείου το οποίο νόθευσε αυτός ή άλλοι για λογαριασμό του, διενήργησε έκπτωση φόρου εισροών ή έλαβε επιστροφή φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί Φ.Π.Α., ή ως εκδότης δεν απέδωσε φόρο, με βάση πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, επιβάλλεται πρόστιμο ισόποσο με το πενήντα τοις εκατό (50%) του φόρου που εξέπεσε ή που επιστράφηκε ή δεν απέδωσε, ανεξάρτητα αν δεν προκύπτει τελικά ποσό φόρου για καταβολή».7

Ειδικότερα στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας» παρ.1, ορίζεται ότι:
α) Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση:
1) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη,
2) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές,
3) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο το φόρο αυτόν.

Συμπεράσματα –Επισημάνσεις

• Φοροαποφυγή είναι η χρήση νομίμων μεθόδων για να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η φορολογική υποχρέωση

• Για την φοροαποφυγή δεν προβλέπεται καμίας μορφής ποινή ή άλλη κύρωση, εκτός από το γεγονός ότι η φορολογική διοίκηση δύναται να αγνοεί κάθε τεχνητή διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων που αποβλέπει σε αποφυγή της φορολόγησης και οδηγεί σε φορολογικό πλεονέκτημα.

• Η φοροαποφυγή, χρησιμοποιεί νομικά μέσα με στόχο τη μείωση τη μείωση της φορολογητέας ύλης. Δεν πρέπει να συγχέεται με τη φοροδιαφυγή, που αφορά παράνομη και εσκεμμένη ενέργεια με στόχο να πληρωθούν λιγότεροι ή καθόλου φόροι.

• Ως φορολογικός σχεδιασμός χαρακτηρίζεται η διαμόρφωση συγκεκριμένης, αναλόγως της περίπτωσης, φορολογικής συμπεριφοράς, ώστε να επιτυγχάνονται ευνοϊκότερες φορολογικές συνέπειες για τον φορολογούμενο, χωρίς ωστόσο η εν λόγω συμπεριφορά να αντίκειται, ούτε στo γράμμα, αλλά ούτε και στο πνεύμα των διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας.

• Ως  επιθετικός φορολογικός σχεδιασμός ορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και συγκεκριμένα από την αρμόδια Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις φορολογικές αποφάσεις (TAXE 2) ως η εκμετάλλευση τεχνικών πτυχών ενός φορολογικού συστήματος ή αναντιστοιχιών μεταξύ δύο ή περισσότερων φορολογικών συστημάτων με σκοπό τη μείωση της φορολογικής υποχρέωσης.

• Φοροδιαφυγή είναι οι εσκεμμένες παρανομίες με στόχο την ελαχιστοποίηση ή και πλήρη αποφυγή της φορολογικής υποχρέωσης.

• Για την φοροαδιαφυγή προβλέπεται ποινές ή άλλες κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας».


1Ανάκτηση πληροφοριών από διαδυκτιακό τόπο http://www.dianeosis.org/research/tax-evasion/
3Μέτρηση και παρακολούθηση της BEPS, Δράση 11 - Τελική έκθεση για το 2015, Σχέδιο του ΟΟΣΑ και της G20 για τη διάβρωση της φορολογικής βάσης και τη μετατόπιση των κερδών.
5ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Αριθμός γνωμοδοτήσεως ΝΣΚ 134/2016 ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (Β΄ Τμήμα)Συνεδρίαση της 23ης Μαΐου 2016
6Έκθεση της ειδικής επιτροπής για τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» και άλλα μέτρα παρόμοιου χαρακτήρα ή αποτελέσματος (TAXE 2)
7ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Αριθμός γνωμοδοτήσεως ΝΣΚ 134/2016 ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (Β΄ Τμήμα)Συνεδρίαση της 23ης Μαΐου 2016


Πηγές:
• Εφηµερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, Νόµος υπ’ αριθµ. 4172,Φορολογία εισοδήµατος, επείγοντα µέτρα εφαρµογής του ν. 4046/2012, του ν. 4093/2012 και του ν. 4172/2013 και άλλες διατάξεις, Αριθµός φύλλου 167, 23 Ιουλίου 2013
• Αιτιολογική έκθεση στο Σχέδιο Νόµου «Φορολογία εισοδήµατος, επείγοντα µέτρα εφαρµογής του ν. 4046/2012, του ν. 4093/2012 και του ν. 4172/2013 και άλλες διατάξεις»
• ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Αριθμός γνωμοδοτήσεως ΝΣΚ 134/2016 
• ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4174 Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α' 170/26-07-2013), ΚΩΔΙΚΑΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
• Έκθεση της ειδικής επιτροπής για τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» και άλλα μέτρα παρόμοιου χαρακτήρα ή αποτελέσματος (TAXE 2)
• Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος Ν.4172/2013 /Ανάλυση - Ερμηνεία Ν. 4172/2013, Νασόπουλος Α. Αντωνιος, Αθήνα 2015.
• Ανάκτηση πληροφοριών από διαδικτυακό τόπο http://www.dianeosis.org/research/tax-evasion/

Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1113103 ΕΞ 2016 Τροποποίηση της αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1147691 ΕΞ 2014/06-11-2014 (Β'3017) απόφασης της Γενικής Γραμματέως της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, quot;Κατανομή των οργανικών θέσεων προσωπικού, μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, μεταξύ των Γενικών Διευθύνσεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και των Υπηρεσιών που υπάγονται απευθείας στον Γενικό Γραμματέα αυτής, καθώς και μεταξύ των Υπηρεσιών που υπάγονται στις Γενικές Διευθύνσειςquot;»

$
0
0

Αθήνα, 25 Ιουλίου 2016
Αρ. Πρωτ: Δ. ΟΡΓ. Α 1113103 ΕΞ2016

(ΦΕΚ Β' 2336/28-07-2016)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α' -ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ 

Ταχ. Δ/νση: Λεωχάρους 2
Ταχ. Κώδικας: 10184 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Στ. Ακαλίδης, Ε. Ρίζος
Τηλ.: 210 32.22.386, 210 33.10.432
Fax: 210 32.30.829
e-mail: ypoikd6a.er@1988.svzefxis.gov.gr

ΘΕΜΑ: «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΘΜ. Δ.ΟΡΓ.Α 1147691 ΕΞ2014/06-11-2014 (Β'3017) ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΩΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ, "ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ, ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ, ΚΛΑΔΟ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ, ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΩΝ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΑΥΤΗΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ"».

ΑΠΟΦΑΣΗ

O ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) Της αριθμ. Δ6Α 1143923 ΕΞ 2014/27.10.2014 (Β΄2891) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιότητας στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών».
β) Της υποπαραγράφου Ε.2. του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (Α΄222) «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016», όπως ισχύει και ειδικότερα του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου της υποπερίπτωσης β΄της περίπτωσης 4 αυτής και της υποπαραγράφου γ΄της παραγράφου 8 του άρθρου 34 του Ν. 4141/2013 (Α΄81) «Επενδυτικά εργαλεία ανάπτυξης, παροχή πιστώσεων και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις της περίπτωσης 8 της υποπαραγράφου Δ.1 της παραγράφου Δ΄του άρθρου πρώτου του Ν. 4152/2013 (Α΄107) «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής των νόμων 4046/2012, 4093/2012 και 4127/2013.».
γ) Του υποκεφαλαίου ΣΤ΄ του Κεφαλαίου Α΄του Πρώτου μέρους του Ν.4389/2016 (Α'94) «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις».
δ) Της αριθμ. Δ6Α 1058824 ΕΞ 2014/8.4.2014 (Β΄865, 1079 και 1846) απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών «Ανακαθορισμός της εσωτερικής διάρθρωσης και των αρμοδιοτήτων οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και μετονομασία ορισμένων από αυτές», όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει και ειδικότερα με την αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1098153 ΕΞ 2016/29.6.2016 (Β΄1989) όμοια.
ε) Του Π.Δ. 111/2014 (Α΄178) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών», όπως ισχύει.
στ) Της αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1147309 ΕΞ 2014/6.11.2014 (Β΄3013) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών «Κατανομή των οργανικών θέσεων προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών, μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα,
μεταξύ των Γενικών Γραμματειών, της Ειδικής Γραμματείας του Υπουργείου και των Υπηρεσιών που υπάγονται απευθείας στον Υπουργό», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
ζ) Της αριθμ. 2/71765/0004/10.11.2015 (Β΄2455) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών «Κατανομή οργανικών θέσεων της Ειδικής Γραμματείας του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΕΓ ΣΔΟΕ) που μεταφέρονται στην Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ) του Υπουργείου Οικονομικών».
η) Της αριθμ. Δ.ΟΡΓ. Α1147691 ΕΞ 2014/6.11.2014 (Β΄3017) απόφασης της Γενικής Γραμματέως της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών «Κατανομή των οργανικών θέσεων προσωπικού, μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, μεταξύ των Γενικών Διευθύνσεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και των Υπηρεσιών που υπάγονται απευθείας στον Γενικό Γραμματέα αυτής, καθώς και μεταξύ των Υπηρεσιών που υπάγονται στις Γενικές Διευθύνσεις», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
θ) Του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, ο οποίος κυρώθηκε με το «άρθρο πρώτο» του Π.δ. 63/2005 (Α'98) «Κωδικοποίηση της Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα».

2. Το αριθμ. ΔΦΣ 1078555 ΕΞ 2016/24.5.2016 έγγραφο της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Φορολογικής Συμμόρφωσης, με θέμα «Αλλαγή Οργανικών θέσεων».

3. Τα από 8/6 και 20/7/2016 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Γραφείου Υποστήριξης της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ε.Φ.Κ. της Γ.Γ.Δ.Ε.

4. Το από 20/7/2016 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του αναπληρωτή Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Γ.Γ.Δ.Ε.

5. Την αριθμ. 1 της 20-1-2016 πράξη του υπουργικού συμβουλίου (ΥΟΔΔ 18/2016) περί επιλογής και διορισμού Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

6. Την ανάγκη ανακατανομής των οργανικών θέσεων προσωπικού υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, λόγω αναδιοργάνωσης αυτών και προσαρμογής στις διαμορφούμενες συνθήκες, με στόχο την βελτίωση της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητάς της.

7. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

1. Τροποποιούμε την αριθμ. Δ.ΟΡΓ. Α1147691 ΕΞ 2014/6.11.2014 (Β΄ 3017) απόφαση «Κατανομή των οργανικών θέσεων προσωπικού, μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, μεταξύ των Γενικών Διευθύνσεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και των Υπηρεσιών που υπάγονται απευθείας στον Γενικό Γραμματέα αυτής, καθώς και μεταξύ των Υπηρεσιών που υπάγονται στις Γενικές Διευθύνσεις» και ανακατανέμουμε τις δέκα τρεις χιλιάδες τριακόσιες είκοσι μία (13.321) οργανικές θέσεις προσωπικού της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.), ως εξής:

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2. Κατά τα λοιπά ισχύει η αριθμ. Δ.ΟΡΓ. Α1147691 ΕΞ 2014/6.11.2014 (Β΄ 3017) απόφαση όπως τροποποιήθηκε.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ


Αριθ. πρωτ.: ΑΤΚΕ 1108748 ΕΞ 2016/1741/18.7.2016 Απάντηση στην αριθ. 5767/31-5-16 ερώτηση - Απαλλαγή φόρου κληρονομιάς ΜΟΝΟ για μόνιμους κατοίκους Ελλάδας

Previous: Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1113103 ΕΞ 2016 Τροποποίηση της αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1147691 ΕΞ 2014/06-11-2014 (Β'3017) απόφασης της Γενικής Γραμματέως της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, quot;Κατανομή των οργανικών θέσεων προσωπικού, μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, μεταξύ των Γενικών Διευθύνσεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και των Υπηρεσιών που υπάγονται απευθείας στον Γενικό Γραμματέα αυτής, καθώς και μεταξύ των Υπηρεσιών που υπάγονται στις Γενικές Διευθύνσειςquot;»
$
0
0

Αθήνα 18/07/2016 -13:39,
Αριθ. Πρωτ:ΑΤΚΕ 1108748 ΕΞ 2016 /1741

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

Ταχ. Δ/νση: Λεωχάρους 2
Ταχ. Κωδ.: 105 62 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Ε. Αυγερινού
Τηλέφωνο: 210.33.75.066
210.33.75.247
FAX: 210.32.35.135

ΘΕΜΑ: Απάντηση στην αριθ. 5767/31-5-16 ερώτηση.

Σε απάντηση της με αριθ. πρωτ. 5767/31-5-16 ερώτησης που κατέθεσαν οι παραπάνω Βουλευτές, σας γνωρίζουμε τα εξής:

Το άρθρο 26 ενότητα Α' παρ. 1 του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών και Κερδών από Τυχερά Παίγνια που κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266Α'), όπως ισχύει, το οποίο ρυθμίζει την απαλλαγή πρώτης κατοικίας αιτία θανάτου, θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγησή της, μεταξύ άλλων, τη μόνιμη κατοικία των δικαιούχων (είτε Ελλήνων πολιτών είτε πολιτών κρατών μελών της Ε.Ε.) στην Ελλάδα. Η προϋπόθεση αυτή συνάδει με το σκοπό θέσπισης της εν λόγω απαλλαγής, ως κοινωνικού βοηθήματος προς τις πλέον ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, που δεν διαθέτουν στέγη και αποκτούν την πρώτη τους κατοικία με το θάνατο του συζύγου ή γονέως.

Ωστόσο , ύστερα από προσφυγή που ασκήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (υπόθεση C-244/15, παράβαση 2012/2134), εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση σε βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας με ημερομηνία 26-5-2016, που ορίζει ότι η Ελλάδα, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ νομοθεσία προβλέπουσα απαλλαγή από το φόρο κληρονομιάς για την πρώτη κατοικία, η οποία εφαρμόζεται μόνο στους υπηκόους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοίκους Ελλάδας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) της 2ας Μαΐου 1992, που απαγορεύουν τον περιορισμό της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων.

Η Ελλάδα διαφωνεί με το σκεπτικό της ως άνω απόφασης, δεδομένου -κυρίως- ότι η συγκεκριμένη απαλλαγή θεσπίστηκε από το νόμο ως κοινωνική παροχή, άρρηκτα συνδεδεμένη με τον τόπο κατοικίας, στον οποίο αποκτά ο δοκιμαζόμενος από το θάνατο του συζύγου ή γονέως την πρώτη του κατοικία (για το λόγο αυτό άλλωστε όλες οι προϋποθέσεις χορήγησής της συνδέονται με τον τόπο μόνιμης κατοικίας). Λόγω δε και της αναγκαστικής αιτία θανάτου διαδοχής δεν τίθεται θέμα ελευθερίας επενδύσεων στον τομέα των κληρονομιών, οπότε δεν θεωρούμε ότι θίγεται η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων με τη μη χορήγηση απαλλαγής στους μη κατοίκους Ελλάδος (οι οποίοι στην πληθώρα των περιπτώσεων κληρονομούν εξοχικές κατοικίες στην Ελλάδα και όχι την πρώτη τους κατοικία, που βρίσκεται -προφανώς- στη χώρα της πραγματικής κατοικίας τους).

Μετά την έκδοση της απόφασης του Δ.Ε.Ε. ωστόσο και ενόψει των επαπειλούμενων κυρώσεων, η Ελλάδα εξετάζει την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 26, διευρύνοντάς τη αναγκαστικά, ώστε στους δικαιούχους της απαλλαγής να συμπεριληφθούν τόσο οι πολίτες κρατών μελών της Ε.Ε. που δεν κατοικούν στην Ελλάδα -συνεπώς και οι Έλληνες κάτοικοι άλλων κρατών μελών- όσο και οι πολίτες των κρατών μελών του Ε.Ο.Χ.


Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΤΡΥΦΩΝ Ζ. ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

Αριθ. πρωτ.: ΔΕΛ Ε 1114839 ΕΞ 2016/ 28.7.2016 Δημόσια Ανακοίνωση της FATF σχετικά με χώρες που εμφανίζουν στρατηγικές αδυναμίες στην αντιμετώπιση του Ξεπλύματος Χρήματος και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, κατόπιν της Ολομέλειας του Ιουνίου 2016

$
0
0

Αθήνα, 28 Ιουλίου 2016
Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΛ Ε 1114839 ΕΞ 2016

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΛΕΓΧΩΝ
ΤΜΗΜΑ Ε'

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κωδ.: 101 84 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Ε. Ταμβίσκου
Τηλέφωνο: 210-3375046
FAX: 210-3375354

ΘΕΜΑ: Δημόσια Ανακοίνωση της FATF σχετικά με χώρες που εμφανίζουν στρατηγικές αδυναμίες στην αντιμετώπιση του Ξεπλύματος Χρήματος και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, κατόπιν της Ολομέλειας του Ιουνίου 2016.

Με τις διατάξεις του άρθ. 6, παρ. 3, περ. ε' του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, ορίζεται η υποχρέωση της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης, ως αρμόδιας αρχής, να ενημερώνει τα εποπτευόμενα από αυτήν υπόχρεα πρόσωπα για πληροφορίες και καταστάσεις που αφορούν τη συμμόρφωση ή μη χωρών προς την κοινοτική νομοθεσία και τις συστάσεις της FATF (Ομάδα Χρηματοπιστωτικής Δράσης). Κατ' εφαρμογή των ανωτέρω, σας γνωρίζουμε τα εξής:

Η FATF, σε συνέχεια των πρωτοβουλιών της για την προστασία του διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος από τους κινδύνους που ελλοχεύει η χρησιμοποίησή του για σκοπούς ξεπλύματος χρήματος ή και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κατόπιν της Ολομέλειας που έλαβε χώρα στο Μπουσάν της Κορέας στις 22 - 24 Ιουνίου 2016, μεταξύ άλλων:

• εξέδωσε δύο έγγραφα σχετικά με τις χώρες που εμφανίζουν στρατηγικές αδυναμίες στην αντιμετώπιση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και ξεχωριστή ανακοίνωση σχετικά με τη Βραζιλία,

• εξέδωσε κείμενο με τα Ενοποιημένα Πρότυπα της FATF για την ανταλλαγή πληροφοριών και

• συζήτησε θέματα διαφάνειας και πρόσβασης σε στοιχεία πραγματικού δικαιούχου. 

Ειδικότερα:

Α. Το πρώτο έγγραφο αποτελεί τη Δημόσια Ανακοίνωση της FATF (FATF Public Statement - 24 Ιουνίου 2016) αναφορικά με τις χώρες που εμφανίζουν στρατηγικές αδυναμίες στην αντιμετώπιση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα της FATF (www.fatf-gafi.org), στη διαδρομή:
http://www.fatf-gafi.org/publications/high-riskandnon-cooperativejurisdictions/documents/public-statement-june-2016.html

Στη Δημόσια Ανακοίνωσή της, η FATF καλεί τα μέλη της να εφαρμόσουν αντίμετρα με σκοπό την προστασία του διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος από τους σημαντικούς κινδύνους ξεπλύματος χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που εμφανίζει η Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας. Συγκεκριμένα, η FATF παροτρύνει τα μέλη της να συμβουλεύουν τα χρηματοοικονομικά τους ιδρύματα να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικά σε επιχειρηματικές σχέσεις και συναλλαγές με την εν λόγω χώρα, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων, των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων της χώρας και όσων την εκπροσωπούν. Παράλληλα με τον λεπτομερή έλεγχο των συναλλαγών, η FATF καλεί τα μέλη της να επιβάλλουν στοχευμένες χρηματοοικονομικές κυρώσεις, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με σκοπό την προστασία του χρηματοοικονομικού τομέα από το ξέπλυμα χρήματος, τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και τον πολλαπλασιασμό των κινδύνων που προκύπτουν από τη χρηματοδότηση των όπλων μαζικής καταστροφής στην εν λόγω χώρα.

Επιπλέον, η FATF καλεί τα μέλη της να εφαρμόσουν αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας όσον αφορά το Ιράν. Ειδικότερα, η FATF χαιρετίζει την πολιτική δέσμευση της χώρας για υιοθέτηση ενός Σχεδίου Δράσης για την αντιμετώπιση των αδυναμιών αναφορικά με το ξέπλυμα χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και την αναζήτηση τεχνικής βοήθειας για την υλοποίησή του Σχεδίου αυτού. Για το λόγο αυτό, η FATF ανέβαλε την εφαρμογή αντίμετρων για δώδεκα μήνες, διάστημα κατά το οποίο θα παρακολουθήσει την πρόοδο του Ιράν στην εφαρμογή του Σχεδίου Δράσης. Ωστόσο, αν μετά τη λήξη της περιόδου αυτής η πρόοδος δεν είναι επαρκής θα εφαρμοστούν εκ νέου αντίμετρα.

Σε κάθε περίπτωση, μέχρι το Ιράν να λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για να αντιμετωπίσει της αδυναμίες που προσδιορίστηκαν στο Σχέδιο Δράσης, η FATF διατηρεί τους προβληματισμούς της για τους κινδύνους χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και την απειλή στο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα που προέρχονται από την εν λόγω χώρα και για το λόγο αυτό καλεί τα μέλη της να συμβουλεύουν τα χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα να εφαρμόζουν αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας κατά τις επιχειρηματικές σχέσεις και τις συναλλαγές τους με φυσικά ή νομικά πρόσωπα που προέρχονται από το Ιράν.

Β. Το δεύτερο έγγραφο αναφέρεται στη διαδικασία βελτίωσης της συμμόρφωσης με τα πρότυπα της FATF ως προς το ξέπλυμα χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σε παγκόσμιο επίπεδο (Improving Global ΑΜL/CΤF Compliance: on-going process - 24 Ιουνίου 2016) και είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα της FATF (www.fatf-gafi.org), στη διαδρομή:
http://www.fatf-gafi.org/publications/high-riskandnon-cooperativejurisdictions/documents/fatf-compliance-june-2016.html

Στο έγγραφο αυτό προσδιορίζονται οι χώρες που αποτελούν κίνδυνο για το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα, καθώς εμφανίζουν στρατηγικές αδυναμίες αναφορικά με το ξέπλυμα χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, αλλά έχουν δεσμευτεί επίσημα για την υλοποίηση ενός σχεδίου δράσης για την αντιμετώπιση των αδυναμιών αυτών σε συνεργασία με τη FATF. Οι χώρες αυτές είναι: Αφγανιστάν, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Γουιάνα, Ιράκ, Λαϊκή Δημοκρατία του Λάος, Συρία, Ουγκάντα, Βανουάτου και Υεμένη.

Η FATF προτρέπει τις ανωτέρω χώρες να εφαρμόσουν πιστά και εντός του καθορισμένου χρονοδιαγράμματος τα συμφωνηθέντα Σχέδια Δράσης, ενώ καλεί τα μέλη της να λάβουν υπόψη τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο έγγραφο για καθεμιά από αυτές.

Επιπλέον, στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ότι οι χώρες Μυανμάρ και Παπούα-Νέα Γουϊνέα δε θα υπόκεινται πλέον στη διαρκή διαδικασία παρακολούθησης συμμόρφωσης που εφαρμόζει η FATF, λόγω της σημαντικής προόδου που έχουν σημειώσει ως προς την υλοποίηση του Σχεδίου Δράσης τους για το ξέπλυμα χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

Γ. Με ανακοίνωσή της, η FATF εξέφρασε την ικανοποίησή της για την πρόοδο που έχει σημειώσει η Βραζιλία, από τον Φεβρουάριο 2016 και μετά, αναφορικά με τη λήψη μέτρων κατά της τρομοκρατίας θεσπίζοντας νόμο για την ποινικοποίηση της χρηματοδότησής της. Επισημαίνεται ωστόσο, ότι εξακολουθούν να υφίστανται αδυναμίες στον τομέα αυτό, οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν προκειμένου η Βραζιλία να φτάσει ένα ικανοποιητικό επίπεδο συμμόρφωσης με τα πρότυπα της FATF.

Δ. Η αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε πιθανές περιπτώσεις κατάχρησης του χρηματοοικονομικού συστήματος αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την εφαρμογή ενός αποτελεσματικού συστήματος αντιμετώπισης του ξεπλύματος χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό η FATF συγκέντρωσε όλα τα σημεία από τις συστάσεις της τι ου αφορούν στην ανταλλαγή πληροφοριών σε ένα ενοποιημένο κείμενο που είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα της FATF (www.fatf-gafi.org), στη διαδρομή:
http://www.fatf-gafi.org/media/fatf/documents/recommendations/pdfs/Consolidated-FATF-Standards-information-sharing.pdf

Η εν λόγω έκδοση διευκρινίζει θέματα σχετικά με το είδος των πληροφοριών που θα πρέπει να ανταλλάσσονται, το χρόνο ανταλλαγής και τις δικλείδες ασφαλείας που θα πρέπει να εφαρμόζονται. Η FATF Θα συνεχίσει να εργάζεται στην ανάπτυξη πρακτικών που θα διευκολύνουν την ανταλλαγή πληροφοριών στον ιδιωτικό τομέα αλλά και μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

Ε. Κατά τη διάρκεια της Ολομέλειας συζητήθηκαν θέματα διαφάνειας και πρόσβασης στα στοιχεία πραγματικού δικαιούχου των νομικών προσώπων και οι δυσκολίες που παρουσιάζονται κατά την εφαρμογή των σχετικών διαδικασιών. Ειδικότερα, για την αποτελεσματική εφαρμογή των προτύπου της FATF στον τομέα αυτό είναι απαραίτητα τα εξής:

1. οι πληροφορίες για τον πραγματικό δικαιούχο να είναι ακριβείς και ενημερωμένες.

2. οι πληροφορίες αυτές να είναι διαθέσιμες εγκαίρως στις αρμόδιες αρχές, ενώ θα πρέπει να ανταλλάσσονται άμεσα σε περιπτώσεις ερευνών και διώξεων για ξέπλυμα χρήματος, σχετικά βασικά αδικήματα και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

3. σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις ανωτέρω απαιτήσεις να εφαρμόζονται ανάλογες και αποτρεπτικές ποινές.

Η FATF θα συνεχίσει να εργάζεται για τη βελτίωση των διεθνών προτύπων για τη διαφάνεια, συμπεριλαμβανομένων και την διαθεσιμότητα πληροφοριών για τους πραγματικούς δικαιούχους και την ανταλλαγή τους σε διεθνές επίπεδο.

Κατόπιν των ανωτέρα) και δεδομένων των διατάξεων του άρθ. 19 του ν. 3691/2008 σχετικά με την υποχρέωση εφαρμογής από τα υπόχρεα πρόσωπα μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, θέτουμε υπόψη σας τα ανωτέρω έγγραφα της FATF και παρακαλούμε να ενημερώσετε σχετικά τα μέλη σας - υπόχρεα πρόσωπα αρμοδιότητας Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης (άρθ. 6, παρ. 2 του ν. 3691/2008), με τον πλέον πρόσφορο κατά την κρίση σας τρόπο, ώστε να εφαρμόζουν τις ως άνω διατάξεις. 

Τέλος, οι Δ.Ο Υ. που διαθέτουν Τμήμα Ελέγχου και τα Ελεγκτικά Κέντρα καλούνται να λαμβάνουν υπόψη τα ανωτέρω κατά τον έλεγχο συμμόρφωσης των υπόχρεων προσώπων αρμοδιότητάς τους προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν για αυτά από τον ν.3691/2008, όπως ισχύει. Ειδικότερα, σε περίπτωση που κατά τον έλεγχο διαπιστώνουν συναλλαγές του υπόχρεου προσώπου με κάποια από τις προαναφερθείσες χώρες, θα πρέπει να ελέγχουν εάν εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα μέτρα δέουσας επιμέλειας, ανάλογα με το βαθμό επικινδυνότητας της χώρας.



Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΣΑΪΤΗΣ

Αριθ. πρωτ.: ΑΤΚΕ 1092162 ΕΞ 2016 1293/10.6.2016 Σχετικά με την επιστροφή ΦΠΑ σε εταιρείες

$
0
0

Αθήνα, 10.6.2016
Αριθ. πρωτ.: ΑΤΚΕ 1092162 ΕΞ 2016 1293

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

Ταχ. Δ/νση : Λεωχάρους 2 Ταχ. Κωδ. : 105 62 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Μ.Λυμπέρη Τηλέφωνο : 210 33.75.247
FAX: 210.32.35.135
e-mail: mlyb@1988.syzefxis.gov.gr

Σχετικά με την επιστροφή ΦΠΑ σε εταιρείες

Σε απάντηση  ερώτησης, που κατατέθηκε από τον Βουλευτή κ. Η. Παναγιώταρο, σας γνωρίζουμε τα εξής:

Η διαδικασία επιστροφής ΦΠΑ σε επιχειρήσεις και επιτηδευματίες πραγματοποιείται σήμερα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις υπουργικές αποφάσεις ΠΟΛ.1090/2.4.2012 και ΠΟΛ.1067/3.4.2013. Σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή και με στόχο την επιτάχυνση των επιστροφών ΦΠΑ, μέσω της διενέργειας στοχευμένων ελέγχων, από 15.3.2013 εφαρμόζεται μέθοδος ανάλυσης κινδύνου σε κεντρικό επίπεδο και προσδιορίζονται οι αιτήσεις επιστροφής για τις οποίες η επιστροφή διενεργείται άμεσα χωρίς έλεγχο και αιτήσεων για τις οποίες η επιστροφή διενεργείται κατόπιν ελέγχου.

Με τη νέα αυτή διαδικασία έχει επιταχυνθεί η διαδικασία επιστροφής γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από το γεγονός της μείωσης των εκκρεμοτήτων επιστροφής από 1,120 δις περίπου το Μάρτιο του 2013 στα 0,86 δις σήμερα (στοιχεία Νοεμβρίου 2015). Το μεγαλύτερο ποσοστό των αιτήσεων που δεν έχουν διεκπεραιωθεί έχουν επιλεγεί προς έλεγχο, γεγονός που καθυστερεί την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας.

Με την απόφαση της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων με αριθ. ΠΟΛ.1212/26.9.2014 οι εξαγωγικές επιχειρήσεις που επιδεικνύουν σοβαρή συμμόρφωση προς τις φορολογικές τους υποχρεώσεις λαμβάνουν άμεσα την επιστροφή ΦΠΑ.

Οι υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών εξετάζουν σε συνεχή βάση την περαιτέρω βελτίωση του συστήματος με στόχο την ολοκλήρωση της επιστροφής το αργότερο εντός 90 ημερών από την υποβολής της σχετικής αίτησης.

Προκειμένου να περιορισθεί ο απαιτούμενος χρόνος για την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α., των υποθέσεων εκείνων των οποίων η επιστροφή διενεργείται μετά από έλεγχο, η Δ/νση Ελέγχων προέκρινε την διενέργεια μερικού επιτόπιου ελέγχου έναντι του πλήρους ελέγχου για την πλειονότητα των υποθέσεων.

Ταυτόχρονα, για την εκπλήρωση του στόχου της μείωσης του απαιτούμενου χρόνου για την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. αλλά και για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, εξέδωσε την με αριθμό πρωτ. ΔΕΛ A 1197280 ΕΞ 2013/24.12.2013 εγκύκλιο διαταγή, με την οποία παρείχε οδηγίες προς τις ελεγκτικές υπηρεσίες της για την ταχύτερη διεκπεραίωση των μερικών επιτόπιων ελέγχων επιστροφής Φ.Π.Α.
Τέλος επισημαίνεται ότι δεδομένου ότι οι ελεγκτικές Υπηρεσίες είναι επιφορτισμένες με πλήθος ελέγχων (εισαγγελικές παραγγελίες, λίστες, στοχευμένοι έλεγχοι κ.λ.π.) είναι φανερό ότι ενδέχεται να υπάρχει σχετική καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των ελέγχων.


Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΤΡΥΦΩΝ Ζ.ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

Αριθ. πρωτ.: ΑΤΚΕ 1109643 ΕΞ 2016 1903/19.7.2016 Σχετικά με το ακατάσχετο των αναπηρικών επιδομάτων

$
0
0

Αθήνα, 19/7/2016
Αριθ.Πρωτ:ΑΤΚΕ 1109643 ΕΞ 2016 1903

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

Ταχ. Δ/νση: Λεωχάρους 2
Ταχ. Κωδ.: 105 62 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Μ. Λιακοτιούλου
Τηλέφωνο: 2103234735
FAX: 2103235135



Σε απάντηση ερώτησης, που κατέθεσε ο Βουλευτής, κ. Ε.Ζαρούλια, σας γνωρίζουμε τα εξής.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 9 του ν.δ. 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων), όπως ισχύει και του άρθρου 48 παρ. 1 του ν. 4174/2013, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. έχει την υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξη των ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο καθώς και τη διακοπή της παραγραφής τους, ανεξάρτητα από την αιτία προέλευσης αυτών, λαμβάνοντας όλα τα προβλεπόμενα αναγκαστικά, ποινικά και λοιπά μέτρα κατά των οφειλετών, μεταξύ των οποίων και η κατάσχεση εις χείρας τρίτων. Με την ολοκλήρωση της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου επέρχεται αυτοδικαίως αναγκαστική εκχώρηση της κατασχεθείσης χρηματικής απαίτησης στο κατασχόν Δημόσιο, το οποίο πλέον καθίσταται δικαιούχος του συνόλου αυτής. Η κατάσχεση δεν αίρεται πριν την εξόφληση ή τη διαγραφή του χρέους, για το οποίο αυτή επιβλήθηκε.

Ωστόσο, με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. σε συνδυασμό με την αριθμ. Δ6Α 1054391 ΕΞ 2014/1.4.2014 Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, παρέχεται η ευχέρεια στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. μετά από σχετική αίτηση του οφειλέτη να περιορίσει με αιτιολογημένη Απόφασή του το ποσό ή ποσοστό της κατάσχεσης που του επιβλήθηκε υπό προϋποθέσεις που ορίζονται στην ΠΟΛ.1092/3.4.2014 εγκύκλιο της Διοίκησης.

Περαιτέρω, με τη ρητή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ. 94Α/14-08-2015), ορίζεται το ακατάσχετο καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα νια έναν και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα για κάθε φυσικό πρόσωπο μέχρι το ποσό των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως. Σε περίπτωση που υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, θα πρέπει να γνωστοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο ο λογαριασμός αυτός. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, όπως ακριβώς περιγράφεται στο νόμο, απαιτείται η υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, με την οποία γνωστοποιείται από το φυσικό πρόσωπο ο μοναδικός τραπεζικός λογαριασμός (σχετ. ΠΟΛ.1222/6.10.2015 και ΠΟΛ.1182/25.7.2014).

Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης προκειμένου να προστατευθούν οι καταθέσεις ενός μοναδικού λογαριασμού του οφειλέτη από κατάσχεση του Δημοσίου σε βάρος του στα χέρια Πιστωτικών Ιδρυμάτων έως του ποσού των 1.250 ευρώ μηνιαίως Επομένως, εάν δεν προβεί στη δήλωση αυτή ο φορολογούμενος, οι πάσης φύσεως καταθέσεις του δεν προστατεύονται έναντι του Δημοσίου.

Τέλος, επισημαίνεται ότι τα ακατάσχετα θα πρέπει να προβλέπονται από ρητή διάταξη νόμου καθώς δυσχεραίνουν ουσιαστικά ή ακόμα και αποκλείουν την παροχή έννομης προστασίας στον δανειστή στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Το παρόν με φωτ/φο της ερώτησης αποστέλλεται στο αρμόδιο για τα προνοιακά επιδόματα Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για τις δικές του περαιτέρω ενέργειες λόγω αρμοδιότητας, σχετικά με το κατασχετό ή μη των αναπηρικών επιδομάτων.


Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΤΡΥΦΩΝ Ζ.ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

Αριθ. πρωτ.: ΑΤΚΕ 1108756 ΕΞ 2016/1709/18.7.2016 Σχετικά με το αφορολόγητο των Βουλευτών

$
0
0

Αθήνα, 18/07/2016 - 13:40
Αριθ. Πρωτ:ΑΤΚΕ 1108756 ΕΞ 2016 /1709

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

Ταχ. Δ/νση: Λεωχάρους 2
Ταχ. Κωδ.: 105 62 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Δ. Δημητρόπουλος
Τηλέφωνο: 210 3224878
FAX: 210.32.35.135
e-mail: ddimitropoulos@1988.syzefxis.gov.gr

ΘΕΜΑ: Απάντηση σε ερώτηση.

Σε απάντηση  ερώτησης, που κατατέθηκε από τον Βουλευτή κ. Ιωάννη Λαγό, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Με τις διατάξεις της παρ. 12 του άρθρου 5 του ν.3842/2010 καταργήθηκαν οι διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 5 του Ζ' Ψηφίσματος του έτους 1975 (ΦΕΚ 23Α') της Ε' Αναθεωρητικής Βουλής, εκτός των δύο τελευταίων εδαφίων. Ειδικότερα, με τις διατάξεις των δύο ανωτέρω τελευταίων εδαφίων ορίζεται ότι κατά την εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος από την αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία, από το ποσό του πρώτου εδαφίου αφαιρείται ποσό ίσο με το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του ακαθάριστου ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης ως τεκμαρτό ποσό για την κάλυψη των δαπανών μίσθωσης πολιτικών γραφείων και λοιπών δαπανών άσκησης του λειτουργήματος.

2. Κατόπιν των ανωτέρω, με την ΠΟΛ.1135/4.10.2010 εγκύκλιο, με την οποία κοινοποιήθηκαν τα άρθρα του ν.3842/2010, διευκρινίστηκε ότι με τις διατάξεις της παρ. 12 του άρθρου 5 του ως άνω νόμου, από 1/1/2010 καταργήθηκε ο ειδικός τρόπος φορολόγησης, που οριζόταν από το άρθρο 5 του Ζ' Ψηφίσματος του έτους 1975 (ΦΕΚ 23Α') της Ε' Αναθεωρητικής Βουλής και ίσχυε για τους Βουλευτές-Δικαστές. Δεν καταργήθηκαν όμως τα δύο τελευταία εδάφια της παρ.1 του εν λόγω άρθρου, για τα οποία έγινε ήδη αναφορά στην προηγούμενη παράγραφο.


Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΤΡΥΦΩΝ Ζ. ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

Α.Π. Τ.Κ.Ε.: 146/05.07.2016/20.7.2016 Άμεσες ξένες επενδύσεις στον τουρισμό

$
0
0

Αθήνα, 20.07.2016
Α.Π. Τ.Κ.Ε.: 146/05.07.2016

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

Ταχ. Δ/νση: Λ. Αμαλίας 12
Τ.Κ. 105 57 - Αθήνα
Πληρ.: Βασίλης Λεβαντίδης
Τηλ.: 210 3736026
FAX: 210 3229558
Email: koinovouleytikos@mintour.gr

Θέμα: «Άμεσες ξένες επενδύσεις».

Ερώτηση του Βουλευτή κ. Ευάγγελου Μπασιάκου.

Σε απάντηση του ανωτέρω σχετικού εγγράφου που κατέθεσε στη Βουλή των Ελλήνων ο Βουλευτής κ. Ευάγγελος Μπασιάκος, σας γνωρίζουμε ότι στις βασικές κατευθύνσεις της Εθνικής Στρατηγικής Τουριστικής Ανάπτυξης που υλοποιεί το Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού περιλαμβάνεται η συντονισμένη και στοχευμένη προσέλκυση νέων επενδύσεων τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό, η ενθάρρυνση και διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας και η ανταγωνιστικότητα του εθνικού τουριστικού προϊόντος μέσα από την εφαρμογή ευέλικτου θεσμικού πλαισίου απλοποιημένων αδειοδοτικών διαδικασιών, το οποίο να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες της τουριστικής αγοράς.

Στο ως άνω πλαίσιο η Γενική Γραμματεία Τουριστικής Πολιτικής και Ανάπτυξης του Υπουργείου μας, προωθεί τις τουριστικές υποδομές και επενδύσεις και παράλληλα είναι υπεύθυνη για το σχεδιασμό, την παρακολούθηση και την επιτυχή ολοκλήρωση των έργων που εντάσσονται στα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Επιπροσθέτως, συμβάλλει στην ενθάρρυνση και διευκόλυνση της αδειοδότησης μεγάλων επενδύσεων μέσω της Ειδικής Υπηρεσίας Προώθησης και Αδειοδότησης Τουριστικών Επενδύσεων (Ε.Υ.Π.Α.Τ.Ε.), η οποία λειτουργεί ως Υπηρεσία Μιας Στάσης (One-Stop-Shop) προς υποψήφιους επενδυτές.

Σύμφωνα με τα σχέδια που έχουν υποβληθεί στην Ε.Υ.Π.Α.Τ.Ε., όπως γνωστοποιήθηκε στις 05.07.2016, πρόκειται να υλοποιηθούν 15 επενδύσεις σε Σύνθετα Τουριστικά Καταλύματα σε διάφορες περιοχές της Χώρας. Η Ε.Υ.Π.Α.Τ.Ε. χειρίζεται ακόμη και διεκπεραιώνει αδειοδοτήσεις για αιτήσεις/φακέλους για την ίδρυση, εκσυγχρονισμό, επέκταση και αναβάθμιση περίπου 100 ξενοδοχειακών μονάδων άνω των 300 κλινών τα δύο τελευταία έτη.

Στο πλαίσιο της στρατηγικής ανάπτυξης στον τομέα του τουρισμού από το Υπουργείο μας δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στους αμιγώς οικονομικούς παράγοντες αναγνωρίζοντας τον ουσιαστικό ρόλο των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ), ως βασικό μοχλό ανάπτυξης, σημαντικό για τους ξένους επενδυτές αλλά και στον ρόλο των θεσμών και της πολιτικής σταθερότητας για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Στη στρατηγική του Υπουργείου προσδιορίσαμε τις νέες αναπτυσσόμενες αγορές και με βάση τη γεωστρατηγική θέση της χώρας δημιουργήσαμε συνθήκες για την προσέλκυση επενδύσεων από μη παραδοσιακές αγορές - στόχους όπως το Ιράν, τη Ρωσία και τις Αραβικές χώρες. Αντικείμενο του σχεδίου κατευθύνσεων Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής 2014 -2020 στον τομέα Τουρισμού αποτέλεσε η ανάλυση ανισοτήτων, αναπτυξιακών αναγκών, δυνατοτήτων τουρισμού καθώς επίσης και η διατύπωση θέσεων στο πλαίσιο των εργαλείων ολοκληρωμένης χωρικής ανάπτυξης.

Επιπροσθέτως, το Υπουργείο μας προωθεί μέσω του νέου ΕΣΠΑ 2014-2020 σειρά έργων που αφορούν στην επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, την προώθηση των εναλλακτικών μορφών τουρισμού, τη δημιουργία εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής και την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, μέσω του προγράμματος ενίσχυσης των υφιστάμενων αλλά και ίδρυσης νέων μικρομεσαίων τουριστικών επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, οι επενδυτικές ευκαιρίες που προσφέρει η Ελλάδα έχουν παρουσιασθεί σε σειρά συναντήσεων στο εξωτερικό στο πλαίσιο Διεθνών Τουριστικών Εκθέσεων όπου συμμετέχει ο EOT.

Στο πλαίσιο της τρέχουσας Προγραμματικής Περιόδου 2014-2020 το Υπουργείο μας καταβάλει έντονη προσπάθεια, σε συνεργασία με τις Περιφέρειες και τους φορείς των υπόλοιπων τομεακών Προγραμμάτων, για την υλοποίηση σημαντικών έργων υποδομής ενώ για πρώτη φορά το Υπουργείο συμμετέχει ως εταίρος σε εταιρικά σχήματα μαζί με άλλους φορείς τουρισμού, Επιμελητήρια και την τοπική αυτοδιοίκηση από την Ελλάδα και το εξωτερικό με στόχο την υποβολή προτάσεων για έργα που αφορούν στη δημιουργία δικτύων καταδυτικών πάρκων, σε δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας σε μικρά τουριστικά καταλύματα, στη δημιουργία προσβάσιμων τουριστικών περιοχών σε άτομα με αναπηρία και στην ανάπτυξη τεχνολογικών εφαρμογών για κινητές συσκευές με πληροφορίες τουριστικού ενδιαφέροντος.

Στο πλαίσιο του νέου αναπτυξιακού νόμου σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες, το Υπουργείο μας χρηματοδοτεί ξενοδοχειακές μονάδες ή camping που ανήκουν ή που αναβαθμίζονται σε τουλάχιστον 3 αστέρια ή 2 αστέρια σε περίπτωση μονάδων εντός χαρακτηρισμένων παραδοσιακών ή διατηρητέων κτηρίων. Καινοτομία του νέου αναπτυξιακού νόμου αποτελεί η σταθεροποίηση του συντελεστή φορολογίας για 12 έτη για ορισμένες μεγάλες επενδύσεις όπως είναι τα Σύνθετα Τουριστικά Καταλύματα καθώς και η αύξηση του ποσοστού ενίσχυσης για δαπάνες κατασκευής των ξενοδοχείων σε 60%.

Σε ότι αφορά τέλος, στα στοιχεία του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών της Τράπεζας της Ελλάδας στα οποία γίνεται αναφορά στην ως άνω Ερώτηση, σας πληροφορούμε ότι σε συνέχεια της καθαρής εισροής ύφους 936 εκατ. ευρώ που εμφάνισαν οι ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2014, η αύξηση αυτή συνεχίζεται και κατά το β' εξάμηνο του 2014 στο οποίο σημειώθηκε εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων ύφους 1,6 δισεκ. Ευρώ καθώς και κατά το το α' εξάμηνο του επόμενου έτους 2015 κατά το οποίο οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα, σημειώνουν αύξηση κατά 84 εκατ. ευρώ. Μόνο κατά το κατά το β' εξάμηνο του ίδιου έτους σημειώνεται μια μείωση κατά 258 εκατ. ευρώ, εξέλιξη η οποία οφείλεται στους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls).

Σε κάθε περίπτωση, το Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού μέσω συνεργειών και συνεργασίας με τους εμπλεκόμενους φορείς καταβάλλει συντονισμένες προσπάθειες για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και την ανταγωνιστικότητα του εθνικού τουριστικού προϊόντος.


H Αναπληρώτρια Υπουργός
Έλενα Κουντουρά

Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουλ. 2016 στην υπόθεση C‑543/14 ΦΠΑ - Κύρος και ερμηνεία της οδηγίας – Παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους – Επιβολή ΦΠΑ – Δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή – Ισότητα των όπλων – Δικαστική αρωγή

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 28ης Ιουλίου 2016 Στην υπόθεση C‑543/14  «ΦΠΑ – Οδηγία 2006/112/EΚ – Κύρος και ερμηνεία της οδηγίας – Παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους – Επιβολή ΦΠΑ – Δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή – Ισότητα των όπλων – Δικαστική αρωγή»

Στην υπόθεση C‑543/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βέλγιο) με απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Νοεμβρίου 2014, στο πλαίσιο των διαδικασιών

Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ.,

Jimmy Tessens κ.λπ.,

Orde van Vlaamse Balies,

Ordre des avocats du barreau d’Arlon κ.λπ.

κατά

Conseil des ministres,

παρισταμένων των:

Association Syndicale des Magistrats ASBL,

Conseil des barreaux européens,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, Κ. Λυκούργο, E. Juhász, C. Vajda και K. Jürimäe, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2015,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τους V. Letellier, R. Leloup, E. Huisman, J. Buelens και C. T’Sjoen, avocats,

–        οι J. Tessens κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τους J. Toury και M. Denys, avocats,

–        ο Orde van Vlaamse Balies, εκπροσωπούμενος από τους D. Lindemans και E. Traversa, avocats,

–        οι Ordre des avocats du barreau d’Arlon κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον D. Lagasse, avocat,

–        η Association Syndicale des Magistrats ASBL, εκπροσωπούμενη από τον V. Letellier, avocat,

–        το Conseil des barreaux européens, εκπροσωπούμενο από τους M. Maus και M. Delanote, avocats,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Jacobs και τον J.‑C. Halleux,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον K. Γεωργιάδη και την Α. Δημητρακοπούλου,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους D. Colas και J.‑S. Pilczer,

–        το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τις E. Χατζηϊωακειμίδου και E. Moro καθώς και από τον M. Moore,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. Krämer και J.‑F. Brakeland καθώς και από την Μ. Owsiany-Hornung,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία και το κύρος της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ, αφενός, του Ordre des barreaux francophones et germanophone, του Jimmy Tessens, του Orde van Vlaamse Balies, του Ordre des avocats du barreau d’Arlon, καθώς και άλλων φυσικών και νομικών προσώπων και, αφετέρου, του Conseil des ministres (Υπουργικό Συμβούλιο, Βέλγιο), με αίτημα την ακύρωση του άρθρου 60 του νόμου της 30ής Ιουλίου 2013 περί διαφόρων διατάξεων (Moniteur belge της 1ης Αυγούστου 2013, σ. 48270, στο εξής: νόμος της 30ής Ιουλίου 2013), ο οποίος κατήργησε την απαλλαγή από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) για τις υπηρεσίες που παρέχουν οι δικηγόροι στο πλαίσιο της ασκήσεως της συνήθους δραστηριότητάς τους.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

 Η ΕΣΔΑ

3        Το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), ορίζει τα εξής:

«1.      Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. [...]

[...]

3.      Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα:

[...]

γ)      όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν ή δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώσει συνήγορον να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης,

[...]».

4        Το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ προβλέπει τα εξής:

«Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως.»

 Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα

5        Το άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 3, του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 16 Δεκεμβρίου 1966 και τέθηκε σε ισχύ στις 23 Μαρτίου 1976 (στο εξής: ΔΣΑΠΔ), έχει ως εξής:

«1.       Όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει συσταθεί με νόμο, το οποίο θα αποφασίσει για το βάσιμο κάθε κατηγορίας σχετικά με ποινικό αδίκημα, η οποία έχει απαγγελθεί εναντίον του, καθώς και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα. [...]

[...]

3.      Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει, σε πλήρη ισότητα τις ακόλουθες τουλάχιστον εγγυήσεις:

[...]

β)      να διαθέτει επαρκή χρόνο και ευκολίες για την προετοιμασία της υπερασπίσεώς του και για την επικοινωνία με το δικηγόρο της επιλογής του,

[...]

δ)      να παρίσταται στη δίκη και να υπερασπίζεται τον εαυτό του αυτοπροσώπως ή με τη βοήθεια του συνηγόρου της επιλογής του. Εάν δεν έχει συνήγορο, να ενημερωθεί για το δικαίωμά του αυτό και να διορισθεί συνήγορος αυτεπαγγέλτως σε κάθε περίπτωση που αυτό απαιτείται για το συμφέρον της δικαιοσύνης, χωρίς ο κατηγορούμενος να βαρύνεται με την αμοιβή του, εάν δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να τον πληρώσει,

[...]».

6        Το άρθρο 26 του ΔΣΑΠΔ προβλέπει τα ακόλουθα:

«Όλα τα πρόσωπα είναι ίσα ενώπιον του νόμου και έχουν δικαίωμα, χωρίς καμία διάκριση, σε ίση προστασία του νόμου. Ως προς αυτό το ζήτημα, ο νόμος πρέπει να απαγορεύει κάθε διάκριση και να εγγυάται σε όλα τα πρόσωπα ίση και αποτελεσματική προστασία έναντι κάθε διακρίσεως, ιδίως λόγω φυλής, χρώματος, γένους, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως.»

 Η Σύμβαση του Ώρχους

7        Το άρθρο 9 της Συμβάσεως για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος, η οποία υπεγράφη στο Ώρχους στις 25 Ιουνίου 1998 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1) (στο εξής: Σύμβαση του Ώρχους), ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε μέρος, στο πλαίσιο της εθνικής του νομοθεσίας, εξασφαλίζει ότι οποιοδήποτε άτομο θεωρεί ότι το αίτημά του για πληροφορίες κατά το άρθρο 4 έχει αγνοηθεί, απορριφθεί αδίκως, είτε εν μέρει, είτε εξ ολοκλήρου, έχει απαντηθεί ανεπαρκώς ή κατά τα άλλα δεν έχει αντιμετωπισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, διαθέτει πρόσβαση σε διαδικασία επανεξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου φορέα που καθορίζεται διά νόμου.

[...]

2.       Κάθε μέρος, στο πλαίσιο της εθνικής του νομοθεσίας, εξασφαλίζει ότι το ενδιαφερόμενο κοινό:

α)      το οποίο έχει επαρκές συμφέρον ή, εναλλακτικά,

β)      το οποίο ισχυρίζεται προσβολή δικαιώματος, σε περίπτωση που η διοικητική δικονομία ενός μέρους το απαιτεί ως προϋπόθεση,

διαθέτει πρόσβαση σε διαδικασία επανεξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή/και άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου φορέα που καθορίζεται δια νόμου, προκειμένου να προσβάλει την ουσιαστική και τυπική νομιμότητα οποιασδήποτε απόφασης, πράξης ή παράλειψης που υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 6 και, σε περίπτωση που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3, άλλων σχετικών διατάξεων της παρούσας σύμβασης.

Το επαρκές συμφέρον και η προσβολή δικαιώματος προσδιορίζονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εθνικού δικαίου και σύμφωνα με τον σκοπό να παρασχεθεί στο ενδιαφερόμενο κοινό ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης. Προς τούτο, κρίνεται επαρκές για τον σκοπό του ανωτέρω στοιχείου α) το συμφέρον οποιουδήποτε μη κυβερνητικού οργανισμού ο οποίος πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 5. Οι εν λόγω οργανισμοί θεωρείται επίσης ότι έχουν δικαιώματα που μπορούν να προσβληθούν για τον σκοπό του ανωτέρω στοιχείου β).

[...]

3.       Επιπλέον, και υπό την επιφύλαξη των διαδικασιών επανεξέτασης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, κάθε μέρος εξασφαλίζει ότι, σε περίπτωση που πληροί τα τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο, το κοινό διαθέτει πρόσβαση σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να προσβάλει πράξεις και παραλείψεις από ιδιώτες και δημόσιες αρχές, οι οποίες συνιστούν παράβαση διατάξεων του εθνικού του δικαίου σχετικά με το περιβάλλον.

4.       Επιπλέον, και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 προβλέπουν κατάλληλη και αποτελεσματική επανόρθωση, συμπεριλαμβανομένων προσωρινών μέτρων, όπως ενδείκνυται, και είναι αμερόληπτες, δίκαιες, έγκαιρες και μη απαγορευτικά δαπανηρές. Οι αποφάσεις κατά το παρόν άρθρο δίδονται εγγράφως ή καταγράφονται. Στις αποφάσεις των δικαστηρίων, και όποτε είναι δυνατόν των άλλων φορέων, έχει πρόσβαση το κοινό.

5.       Προκειμένου να προάγει την αποτελεσματικότητα των διατάξεων του παρόντος άρθρου, κάθε μέρος εξασφαλίζει την παροχή στο κοινό πληροφοριών σχετικά με την πρόσβαση σε διαδικασίες διοικητικής και δικαστικής επανεξέτασης και μελετά την καθιέρωση ενδεδειγμένων μηχανισμών αρωγής για την άρση ή τη μείωση οικονομικών και άλλων εμποδίων στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη.»

 Το δίκαιο της Ένωσης

8        Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/112 ορίζει τα εξής:

«Η βασική αρχή του κοινού συστήματος ΦΠΑ συνίσταται στην επιβολή επί των αγαθών και των υπηρεσιών ενός γενικού φόρου κατανάλωσης, ακριβώς ανάλογου με την τιμή των αγαθών και των υπηρεσιών, όποιος και αν είναι ο αριθμός των πράξεων που παρεμβάλλονται στη διαδικασία παραγωγής και διανομής πριν από το στάδιο επιβολής του φόρου.

Σε κάθε πράξη, ο ΦΠΑ, που υπολογίζεται στην τιμή του αγαθού ή της υπηρεσίας με τον συντελεστή που εφαρμόζεται στο αγαθό αυτό ή στην υπηρεσία αυτή, είναι απαιτητός μετά την αφαίρεση του ποσού του φόρου, ο οποίος επιβάρυνε άμεσα το κόστος των διαφόρων στοιχείων, τα οποία συνθέτουν την τιμή.

Το κοινό σύστημα ΦΠΑ εφαρμόζεται μέχρι και το στάδιο του λιανικού εμπορίου.»

9        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

«Στον ΦΠΑ υπόκεινται οι ακόλουθες πράξεις:

[...]

γ)      οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητά του αυτή·

[...]».

10      Κατά το άρθρο 96 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κανονικό συντελεστή ΦΠΑ που καθορίζεται από κάθε κράτος μέλος ως ποσοστό της βάσεως επιβολής του φόρου που είναι το ίδιο για τις παραδόσεις αγαθών και για τις παροχές υπηρεσιών.

11      Το άρθρο 98, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν έναν ή δύο μειωμένους συντελεστές.

2.      Οι μειωμένοι συντελεστές εφαρμόζονται μόνο στις παραδόσεις αγαθών και στις παροχές υπηρεσιών των κατηγοριών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙΙ.

[...]»

12      Το παράρτημα III της οδηγίας 2006/112, με τίτλο «Κατάλογος παραδόσεων αγαθών και παροχών υπηρεσιών δυναμένων να υπαχθούν στους μειωμένους συντελεστές ΦΠΑ που προβλέπονται στο άρθρο 98», αναφέρει, στο σημείο 15, ότι «η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών από οργανισμούς που αναγνωρίζονται από τα κράτη μέλη ως έχοντες [κοινωνικό] χαρακτήρα και ασχολούνται με την κοινωνική πρόνοια και τις κοινωνικές ασφαλίσεις, εφόσον δεν απαλλάσσονται βάσει των άρθρων 132, 135 και 136».

13      Το άρθρο 132 της οδηγίας αυτής, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 2 του τίτλου IX της οδηγίας, κεφάλαιο επιγραφόμενο «Απαλλαγές ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις:

[...]

ζ)      τις παροχές υπηρεσιών και τις παραδόσεις αγαθών, οι οποίες συνδέονται στενά με την κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση, περιλαμβανομένων και των παρεχομένων από οίκους ευγηρίας, και οι οποίες πραγματοποιούνται από οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή άλλους οργανισμούς που το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αναγνωρίζει ως κοινωνικού χαρακτήρος,

[...]».

14      Το άρθρο 168, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Στον βαθμό που τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες των φορολογούμενων πράξεών του, ο υποκείμενος στον φόρο έχει το δικαίωμα, στο κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιεί τις πράξεις του, να εκπίπτει από τον οφειλόμενο φόρο τα ακόλουθα ποσά:

α)       τον οφειλόμενο ή καταβληθέντα στο εν λόγω κράτος μέλος ΦΠΑ για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που του παραδόθηκαν ή πρόκειται να του παραδοθούν […] από άλλον υποκείμενο στον φόρο,

[...]».

15      Κατά το άρθρο 371 της ιδίας οδηγίας, «[τ]α κράτη μέλη, τα οποία την 1η Ιανουαρίου 1978 απήλλασσαν από τον φόρο τις πράξεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος Χ, μέρος Β, μπορούν να εξακολουθήσουν να τις απαλλάσσουν με τις προϋποθέσεις που ίσχυαν σε κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κατά την ίδια αυτή ημερομηνία». Στις πράξεις που απαριθμεί ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών.

 Το βελγικό δίκαιο

16      Το άρθρο 44, παράγραφος 1, του νόμου της 3ης Ιουλίου 1969 περί της συστάσεως κώδικος φόρου προστιθέμενης αξίας (Moniteur belge της 17ης Ιουλίου 1969, σ. 7046) όριζε, στην αρχική του μορφή πριν από τη θέση σε ισχύ του νόμου της 30ής Ιουλίου 2013, ότι:

«Απαλλάσσονται από τον φόρο οι υπηρεσίες που παρέχουν, στο πλαίσιο της ασκήσεως της συνήθους επαγγελματικής τους δραστηριότητας, τα ακόλουθα πρόσωπα:

1° οι δικηγόροι

[...]».

17      Το άρθρο 60 του νόμου της 30ής Ιουλίου 2013, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2014, έχει ως εξής:

«Στο άρθρο 44, [παράγραφος 1], του κώδικα φόρου προστιθέμενης αξίας, που αντικαταστάθηκε από τον νόμο της 28ης Δεκεμβρίου 1992 και τροποποιήθηκε με τον νόμο της 28ης Δεκεμβρίου 2011, το [σημείο] 1° καταργείται.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18      Στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βέλγιο) καλείται να αποφανθεί επί σειράς προσφυγών με τις οποίες ζητείται η ακύρωση του άρθρου 60 του νόμου της 30ής Ιουλίου 2013. Η διάταξη αυτή κατήργησε, από 1ης Ιανουαρίου 2014, την απαλλαγή από τον ΦΠΑ που ίσχυε για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, την οποία το Βασίλειο του Βελγίου είχε διατηρήσει βάσει της μεταβατικής διατάξεως του άρθρου 371 της οδηγίας 2006/112.

19      Στο Βέλγιο, ο κανονικός συντελεστής του ΦΠΑ που ισχύει για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών ανέρχεται σε 21 %.

20      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον η επιβολή ΦΠΑ επί της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών και η αύξηση των εξόδων για τις υπηρεσίες αυτές που συνεπάγεται η επιβολή αυτή συμβιβάζονται με το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και, ιδίως, με το δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο. Περαιτέρω, διερωτάται κατά πόσον η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης ρύθμιση συνάδει προς την αρχή της ισότητας των όπλων, δεδομένου ότι η αύξηση αυτή των εξόδων πλήττει μόνον τους μη υποκείμενους στον φόρο διαδίκους που δεν δικαιούνται δικαστική αρωγή, ενώ οι υποκείμενοι στον φόρο διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να εκπέσουν τον καταβαλλόμενο για τις υπηρεσίες αυτές ΦΠΑ.

21      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την εκδίκαση της υποθέσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1      α)      Είναι η οδηγία 2006/112 συμβατή με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 του ΔΣΑΠΔ και με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, στο μέτρο που υπάγει σε ΦΠΑ τις δικηγορικές υπηρεσίες, χωρίς να λαμβάνει υπόψη, από την άποψη του δικαιώματος συνδρομής από δικηγόρο και της αρχής της ισότητας των όπλων, αν ο αιτών έννομη προστασία που δεν δικαιούται το ευεργέτημα πενίας υπόκειται ή όχι σε ΦΠΑ, δεδομένου ότι το ως άνω άρθρο 47 του Χάρτη αναγνωρίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα δίκαιης δίκης, τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του, καθώς και το δικαίωμα δικαστικής αρωγής για όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, εφόσον η αρωγή αυτή είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη;

β)      Για τους ίδιους λόγους, είναι η οδηγία 2006/112 συμβατή με το άρθρο 9, παράγραφοι 4 και 5, της Συμβάσεως του Ώρχους, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές προβλέπουν δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη χωρίς το κόστος των σχετικών διαδικασιών να είναι απαγορευτικό και με την “καθιέρωση ενδεδειγμένων μηχανισμών αρωγής για την άρση ή τη μείωση οικονομικών και άλλων εμποδίων στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη”;

γ)      Μπορούν οι υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν οι δικηγόροι στο πλαίσιο εθνικού συστήματος δικαστικής αρωγής να περιληφθούν στις υπηρεσίες του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2006/112, οι οποίες συνδέονται στενά με την κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση, ή να απαλλαγούν δυνάμει άλλης διατάξεως της οδηγίας; Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, είναι η οδηγία 2006/112 συμβατή με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 του ΔΣΑΠΔ και με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αν ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει την απαλλαγή από τον ΦΠΑ των δικηγορικών υπηρεσιών που παρέχονται σε αιτούντες έννομη προστασία οι οποίοι δικαιούνται το ευεργέτημα πενίας στο πλαίσιο εθνικού καθεστώτος δικαστικής αρωγής;

2      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, είναι το άρθρο 98 της οδηγίας 2006/112 συμβατό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 του ΔΣΑΠΔ και με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, στο μέτρο που δεν προβλέπει τη δυνατότητα εφαρμογής μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, αναλόγως, ενδεχομένως, του αν ο αιτών έννομη προστασία ο οποίος δεν δικαιούται το ευεργέτημα πενίας υπόκειται ή όχι σε ΦΠΑ, δεδομένου ότι το ως άνω άρθρο 47 του Χάρτη αναγνωρίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του και το δικαίωμα δικαστικής αρωγής για όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, εφόσον η αρωγή αυτή είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη;

3      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, είναι το άρθρο 132 της οδηγίας 2006/112 συμβατό με τις αρχές της ισότητας και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, όπως καθιερώνονται τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 9 ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη αυτού, στο μέτρο που δεν προβλέπει την απαλλαγή από τον ΦΠΑ των δικηγορικών υπηρεσιών ως δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος, σε αντίθεση με άλλες παροχές υπηρεσιών που απαλλάσσονται ως δραστηριότητες γενικού συμφέροντος, όπως, για παράδειγμα, οι παροχές που πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες, διάφορες ιατρικές υπηρεσίες ή ακόμα παροχές που συνδέονται με την εκπαίδευση, τον αθλητισμό ή τον πολιτισμό, και καθόσον η διαφορετική αυτή μεταχείριση μεταξύ της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών και των κατά το άρθρο 132 της οδηγίας 2006/112 απαλλασσόμενων παροχών αμφισβητείται ευλόγως, δεδομένου ότι οι δικηγορικές υπηρεσίες συμβάλλουν στην τήρηση ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων;

4      α)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο και το τρίτο ερώτημα, μπορεί το άρθρο 371 της οδηγίας 2006/112 να ερμηνευθεί, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την έννοια ότι επιτρέπει σε κράτος μέλος της Ένωσης να διατηρήσει εν μέρει την απαλλαγή των δικηγορικών υπηρεσιών, όταν αυτές παρέχονται σε αιτούντες έννομη προστασία που δεν υπόκεινται σε ΦΠΑ;

β)      Μπορεί το άρθρο 371 της οδηγίας 2006/112 να ερμηνευθεί, επίσης σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την έννοια ότι επιτρέπει σε κράτος μέλος της Ένωσης να διατηρήσει εν μέρει την απαλλαγή των δικηγορικών υπηρεσιών, όταν αυτές παρέχονται σε αιτούντες έννομη προστασία που δικαιούνται το ευεργέτημα πενίας στο πλαίσιο εθνικού συστήματος δικαστικής αρωγής;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

22      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματός του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να εξετάσει το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2006/112 υπό το πρίσμα του δικαιώματος σε πραγματική προσφυγή και της αρχής της ισότητας των όπλων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), στον βαθμό που οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ότι υπόκειται σε ΦΠΑ η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών που παρέχονται στους διαδίκους που δεν δικαιούνται δικαστική αρωγή στο πλαίσιο εθνικού συστήματος δικαστικής αρωγής.

23      Καθώς το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει όχι μόνο στο άρθρο 47 του Χάρτη, αλλά και στο άρθρο 14 του ΔΣΑΠΔ και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, πρέπει να υπομνησθεί ότι, καίτοι, όπως επιβεβαιώνεται από το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα αναγνωρισμένα από την ΕΣΔΑ θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν τμήμα του δικαίου της Ένωσης ως γενικές αρχές και μολονότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη επιβάλλει να αναγνωρίζεται στα περιεχόμενα στον εν λόγω Χάρτη δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται από την ΕΣΔΑ η ίδια έννοια και η ίδια εμβέλεια με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση, η Σύμβαση αυτή δεν συνιστά, ενόσω η Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτή, νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης (αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 44, της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑398/13 P, EU:C:2015:535, σκέψη 45, καθώς και της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 45). Η τελευταία αυτή διαπίστωση ισχύει και για το ΔΣΑΠΔ. Έτσι, το κύρος της οδηγίας 2006/112 πρέπει να εξεταστεί μόνον υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

24      Όσον αφορά την έκταση του ελέγχου που απαιτεί το υποβληθέν ερώτημα, πρέπει να τονιστεί ότι αυτός περιορίζεται στην ιδιαίτερη δαπάνη που απορρέει από την επιβολή ΦΠΑ με συντελεστή 21 % επί της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών και δεν αφορά το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

25      Περαιτέρω, οι επιφυλάξεις που διατύπωσε το αιτούν δικαστήριο δεν αφορούν παρά μόνον την κατάσταση των διαδίκων που δεν δικαιούνται δικαστική αρωγή δυνάμει των συναφών διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας. Πράγματι, βάσει των στοιχείων που παρέθεσε το δικαστήριο αυτό, οι διάδικοι που δικαιούνται το ευεργέτημα αυτό δεν πλήττονται από ενδεχόμενη αύξηση των δικηγορικών εξόδων συνεπεία της επιβολής ΦΠΑ στην παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, καθώς η παροχή αυτών των υπηρεσιών καλύπτεται από το Βελγικό Δημόσιο.

26      Αντιθέτως, οι λοιποί διάδικοι πρέπει, κατ’ αρχήν, να φέρουν, δυνάμει των κανόνων που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, τα δικηγορικά έξοδα τα οποία περιλαμβάνουν τον ΦΠΑ, πράγμα που εγείρει, κατά το αιτούν δικαστήριο, ερωτηματικά σε σχέση με τη συμβατότητα μιας τέτοιας φορολογικής επιβαρύνσεως υπό το πρίσμα του δικαιώματος σε πραγματική προσφυγή το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 47 του Χάρτη. Περαιτέρω, το δικαστήριο αυτό διατηρεί επιφυλάξεις ως προς τη συμβατότητα αυτής της φορολογικής επιβαρύνσεως με την αρχή της ισότητας των όπλων, δεδομένου ότι μόνον οι διάδικοι που έχουν την ιδιότητα του υποκειμένου στον φόρο δικαιούνται εκπτώσεως του προκαταβληθέντος για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών ΦΠΑ, δυνάμει του άρθρου 168, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, και δεδομένου ότι η επιβολή ΦΠΑ επί της παροχής αυτών των υπηρεσιών πλήττει, έτσι, με διαφορετικό τρόπο τους διαδίκους αναλόγως του αν έχουν ή όχι την ιδιότητα του υποκειμένου στον φόρο.

 Επί του δικαιώματος σε πραγματική προσφυγή

27      Το άρθρο 47 του Χάρτη κατοχυρώνει το δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή το οποίο περιλαμβάνει, κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα κάθε προσώπου να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του. Το τρίτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου κατοχυρώνει το δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή διά της παροχής δικαστικής αρωγής στους διαδίκους που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους.

28      Συναφώς, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο συνάγεται ότι οι μη δικαιούμενοι δικαστική αρωγή διάδικοι, οι μόνοι στους οποίους αναφέρεται το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, θεωρείται ότι διαθέτουν, δυνάμει των συναφών διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, επαρκείς πόρους προσβάσεως στη δικαιοσύνη με εκπροσώπηση από δικηγόρο. Πάντως, όσον αφορά τους διαδίκους αυτούς, το δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή που κατοχυρώνεται από το άρθρο 47 του Χάρτη δεν διασφαλίζει, κατ’ αρχήν, το δικαίωμα απαλλαγής της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών από τον ΦΠΑ.

29      Το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, σε σχέση με το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2006/112 υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, εκτιμάται βάσει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών των διατάξεων αυτών και δεν μπορεί να εξαρτάται από τις ιδιάζουσες περιστάσεις μιας συγκεκριμένης περιπτώσεως.

30      Περαιτέρω, μολονότι η πρόσβαση στη δικαιοσύνη και η αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας εξαρτώνται από πλειάδα παραγόντων, εντούτοις και τα δικαστικά έξοδα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο ΦΠΑ που βαρύνει την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του διαδίκου να προβάλει τα δικαιώματά του διά της δικαστικής οδού εκπροσωπούμενος από δικηγόρο.

31      Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου σε πολλούς άλλους τομείς εκτός του δικαίου του ΦΠΑ συνάγεται ότι η επιβολή φόρου επί τέτοιων εξόδων δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω βάσει του δικαιώματος σε πραγματική προσφυγή το οποίο κατοχυρώνεται το άρθρο 47 του Χάρτη, παρά μόνον εάν τα έξοδα αυτά συνιστούν ανυπέρβλητο εμπόδιο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, DEB, C‑279/09, EU:C:2010:811, σκέψη 61, και διάταξη της 13ης Ιουνίου 2012, GREP, C‑156/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:342, σκέψη 46) ή εάν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η έννομη τάξη της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Orizzonte Salute, C-61/14, EU:C:2015:655, σκέψεις 48, 49 και 58).

32      Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης τόνισαν, βεβαίως, ότι η επιβολή ΦΠΑ με συντελεστή 21 % επί της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών συνεπάγεται για τους διαδίκους που δεν δικαιούνται δικαστική αρωγή, και που είναι οι μόνοι στους οποίους αναφέρεται το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, σημαντική αύξηση των δικαστικών εξόδων.

33      Ωστόσο, όπως επισήμανε, μεταξύ άλλων, η Βελγική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η επιβολή ΦΠΑ με συντελεστή 21 % επί της παροχής αυτών των υπηρεσιών δεν συνεπάγεται αύξηση κατά την αυτή αναλογία των δικηγόρων εξόδων, δεδομένου ότι, ως υποκείμενοι στον φόρο, αυτοί οι τελευταίοι έχουν δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ που βαρύνει την απόκτηση αγαθών ή υπηρεσιών στο πλαίσιο των υπηρεσιών που παρέχουν, συμφώνως προς το άρθρο 168, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112. Πάντως, δεδομένου ότι η άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως δύναται να μειώσει την επιβάρυνσή τους, είναι αβέβαιη η έκταση κατά την οποίαν οι δικηγόροι αναγκάζονται για οικονομικούς λόγους να ενσωματώσουν την απορρέουσα από τον ΦΠΑ επιβάρυνση στην αμοιβή τους.

34      Η έκταση της ενδεχόμενης αυξήσεως της αμοιβής αυτής είναι ακόμα περισσότερο αβέβαιη καθώς στο Βέλγιο εφαρμόζεται το σύστημα της ελεύθερης συμφωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη για το ύψος της αμοιβής. Στο πλαίσιο ενός τέτοιου συστήματος, που στηρίζεται στον ανταγωνισμό μεταξύ δικηγόρων, οι τελευταίοι αναγκάζονται να λαμβάνουν υπόψη τους την οικονομική κατάσταση των πελατών τους. Περαιτέρω, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 85 των προτάσεών της, κατά τη συναφή εθνική ρύθμιση, οι δικηγορικές αμοιβές οφείλουν να μην υπερβαίνουν τα όρια που θέτει η απαίτηση της λελογισμένης αυτοσυγκρατήσεως.

35      Συνεπώς, ουδεμία αυστηρή, πολλώ δε μάλλον αυτόματη, συσχέτιση μπορεί να διαπιστωθεί μεταξύ της επιβολής ΦΠΑ επί της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών και της αυξήσεως της τιμής των υπηρεσιών αυτών.

36      Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι το επίμαχο στο πλαίσιο της κύριας δίκης ποσό του ΦΠΑ δεν συνιστά, πολλού γε δει, το πλέον σημαντικό κονδύλιο των δικαστικών εξόδων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιβολή ΦΠΑ επί της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών συνιστά, αφεαυτής, ανυπέρβλητο πρόσκομμα για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη ή καθιστά την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης αδύνατη στην πράξη ή υπέρμετρα δυσχερή. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι η επιβολή αυτή μπορεί ενδεχομένως να έχει ως συνέπεια την αύξηση των εξόδων αυτών δεν δύναται να θέσει εν αμφιβόλω, υπό το πρίσμα του δικαιώματος σε πραγματική προσφυγή το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 47 του Χάρτη, την επιβολή ΦΠΑ.

37      Στην περίπτωση κατά την οποία οι ιδιάζουσες περιστάσεις μιας συγκεκριμένης περιπτώσεως θα είχαν ως συνέπεια η επιβολή ΦΠΑ επί της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών να συνιστά, αφεαυτής, ανυπέρβλητο πρόσκομμα για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη ή να καθιστά την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης αδύνατη στην πράξη ή υπέρμετρα δυσχερή, τούτο θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί με την κατάλληλη διαμόρφωση του δικαιώματος δικαστικής αρωγής, συμφώνως προς τα οριζόμενα στο άρθρο 47, τρίτο εδάφιο, του Χάρτη.

38      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παρεχόμενη από το δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή προστασία δεν εκτείνεται στην επιβολή ΦΠΑ επί της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών.

 Επί της αρχής της ισότητας των όπλων

39      Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης αμφισβητούν το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2006/112 και υπό το πρίσμα της αρχής της ισότητας των όπλων, για τον λόγο ότι η επιβολή ΦΠΑ με συντελεστή 21 % επί της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών θέτει σε δυσμενέστερη θέση τους μη υποκείμενους στον φόρο διαδίκους σε σχέση με τους διαδίκους που έχουν την ιδιότητα του υποκειμένου στο φόρο. Αυτή η δυσμενέστερη θέση οφείλεται στο γεγονός ότι αυτοί οι τελευταίοι, εν αντιθέσει προς τους πρώτους, δικαιούνται να εκπέσουν τον φόρο και δεν φέρουν το οικονομικό βάρος που απορρέει από αυτήν την εφαρμογή του ΦΠΑ.

40      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της ισότητας των όπλων αποτελεί συμπλήρωμα της εννοίας της δίκαιης δίκης και συνεπάγεται ότι πρέπει να παρέχεται σε καθέναν από τους διαδίκους η εύλογη δυνατότητα να εκθέτει την άποψή του, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων, υπό συνθήκες που δεν τον περιαγάγουν σε σαφώς μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου του (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ., C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψεις 71 και 72, της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής, C‑580/12 P, EU:C:2014:2363, σκέψη 31, και διάταξη της 16ης Ιουλίου 2015, Sánchez Morcillo και Abril García, C‑539/14, EU:C:2015:508, σκέψη 48).

41      Σκοπός αυτής της αρχής είναι η διασφάλιση της δικονομικής ισορροπίας μεταξύ των διαδίκων στην ένδικη διαδικασία, ώστε να εξασφαλίζεται η ισότητα των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των διαδίκων αυτών όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τους κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και την κατ’ αντιμωλίαν διαδικασία ενώπιον του δικαστή (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ., C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψεις 71 και 72), καθώς και τα δικαιώματα ασκήσεως ένδικων βοηθημάτων από τους εν λόγω διαδίκους (απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Sánchez Morcillo και Abril García, C‑169/14, EU:C:2014:2099, σκέψεις 44, 48 και 49).

42      Ωστόσο, η αρχή της ισότητας των όπλων δεν συνεπάγεται, όπως επισήμανε το Συμβούλιο με τις παρατηρήσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου, την υποχρέωση να εξασφαλίζεται στους διαδίκους ισότιμη βάση ως προς τα έξοδα στα οποία υποβάλλονται στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας.

43      Όσον αφορά την επιβολή ΦΠΑ με συντελεστή 21 % επί της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών πρέπει να τονιστεί ότι, μολονότι η επιβολή του φόρου αυτού και η άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως δύνανται, βεβαίως, να παράσχουν, για το ίδιο ποσό αμοιβής, κάποιο οικονομικό πλεονέκτημα στον διάδικο που έχει την ιδιότητα του υποκειμένου στον φόρο σε σχέση προς τον μη υποκείμενο στον φόρο διάδικο, εντούτοις αυτό το οικονομικό πλεονέκτημα δεν δύναται να επηρεάσει τη δικονομική ισορροπία των διαδίκων.

44      Πράγματι, στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως διαπιστώθηκε ότι οι διάδικοι αυτοί θεωρούνται όντως ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους, προκειμένου να καλύψουν τα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένης της δικηγορικής αμοιβής. Συνεπώς, παρά το ενδεχόμενο οικονομικό πλεονέκτημα που ενδέχεται να παρέχει σε κάποιον από τους διαδίκους αυτούς, η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης επιβολή ΦΠΑ επί της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών δεν είναι ικανή, όσον αφορά το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, να περιαγάγει τους μη υποκείμενους στον φόρο διαδίκους σε σαφώς μειονεκτική θέση έναντι των διαδίκων που έχουν την ιδιότητα του υποκειμένου στον φόρο.

45      Όπως τόνισε η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου, η δυνατότητα ενός διαδίκου να καταβάλει δικηγορική αμοιβή υψηλότερη από αυτήν του αντιδίκου του δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην καλύτερη νομική εκπροσώπηση. Πράγματι, κατά τη διαπίστωση που παρατίθεται στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, στο πλαίσιο ενός καθεστώτος δικηγορικών αμοιβών οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ελεύθερης συμφωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη, όπως είναι αυτό που ισχύει στο Βέλγιο, οι δικηγόροι ενδέχεται να υποχρεωθούν να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους την οικονομική κατάσταση των πελατών τους και να ζητούν από τους μη υποκείμενους στον φόρο πελάτες τους αμοιβή, περιλαμβάνουσα τον ΦΠΑ, χαμηλότερη από την αμοιβή που ζητούν από τους υποκείμενους στον φόρο πελάτες τους.

46      Επομένως, διαπιστώνεται ότι η εγγύηση που παρέχεται από την αρχή της ισότητας των όπλων δεν εκτείνεται στην επιβολή ΦΠΑ με συντελεστή 21 % επί της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών.

47      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι από την εξέταση του άρθρου 1, παράγραφος 2, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2006/112, υπό το πρίσμα του δικαιώματος σε πραγματική προσφυγή και της αρχής της ισότητας των όπλων, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος τους εκ του λόγου ότι οι διατάξεις αυτές προβλέπουν την επιβολή ΦΠΑ επί της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών προς τους μη δικαιούμενους δικαστική αρωγή διαδίκους στο πλαίσιο εθνικού συστήματος δικαστικής αρωγής.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

48      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να εξετάσει το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2006/112 υπό το πρίσμα του άρθρου 9, παράγραφοι 4 και 5, της Συμβάσεως του Ώρχους, στον βαθμό που προβλέπουν ότι η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών υπόκειται σε ΦΠΑ.

49      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μπορεί να γίνει επίκληση διατάξεων διεθνούς συμφωνίας στην οποία η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως πράξεως του παραγώγου δικαίου της Ένωσης ή ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας μιας τέτοιας πράξεως υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι τούτο δεν αποκλείεται από τη φύση και την οικονομία της συμφωνίας αυτής και, αφετέρου, ότι οι διατάξεις αυτές, από απόψεως περιεχομένου, δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι αρκούντως σαφείς (απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht, C‑401/12 P έως C‑403/12 P, EU:C:2015:4, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Σε σχέση προς το άρθρο 9, παράγραφος 4, της Συμβάσεως του Ώρχους, από την ίδια τη διατύπωση της διατάξεως αυτής συνάγεται ότι αυτή εφαρμόζεται μόνο στις διαδικασίες του άρθρου 9, παράγραφοι 1, 2 και 3, της Συμβάσεως αυτής. Πάντως, οι τελευταίες αυτές διατάξεις δεν περιλαμβάνουν καμία απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως σαφή υποχρέωση δυνάμενη να ρυθμίζει άμεσα τη νομική κατάσταση των ιδιωτών.

51      Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά το άρθρο 9, παράγραφος 3, της εν λόγω Συμβάσεως, ότι, εφόσον μόνον «τα μέλη του κοινού τα οποία πληρούν τα τυχόν προβλεπόμενα από [το] εθνικό δίκαιο κριτήρια» μπορούν να έχουν τα δικαιώματα που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, η διάταξη αυτή εξαρτάται, ως προς την εκτέλεση ή τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση μεταγενέστερης πράξεως (αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie, C‑240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 45, καθώς και της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht, C‑401/12 P έως C‑403/12 P, EU:C:2015:4, σκέψη 55).

52      Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 92 των προτάσεών της, το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, της Συμβάσεως του Ώρχους παραπέμπει επίσης σε κριτήρια που καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο. Πράγματι, κατά το γράμμα των διατάξεων αυτών, οι διαδικασίες επανεξετάσεως πρέπει να καθορίζονται «στο πλαίσιο της εθνικής […] νομοθεσίας» των συμβαλλομένων στη σύμβαση αυτή μερών, ο δε εθνικός νομοθέτης πρέπει, μεταξύ άλλων, να αποφασίσει εάν προτίθεται να προβλέψει τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής «ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου φορέα που καθορίζεται διά νόμου». Περαιτέρω, από το άρθρο 9, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω Συμβάσεως συνάγεται ότι «[τ]ο επαρκές συμφέρον και η προσβολή δικαιώματος» προσδιορίζονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εθνικού δικαίου.

53      Συνεπώς, η εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 4, της Συμβάσεως του Ώρχους αναφέρεται αποκλειστικώς σε διατάξεις της Συμβάσεως αυτής οι οποίες δεν πληρούν τις παρατιθέμενες στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως προϋποθέσεις ούτως ώστε να είναι δυνατή η επίκλησή τους προς στήριξη προσφυγής προς ακύρωση πράξεως του παραγώγου δικαίου της Ένωσης.

54      Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 9, παράγραφος 4, της εν λόγω Συμβάσεως προκειμένου να τεθεί εν αμφιβόλω το κύρος της οδηγίας 2006/112.

55      Από τη διάταξη του άρθρου 9, παράγραφος 5, της Συμβάσεως του Ώρχους, δυνάμει του οποίου κάθε συμβαλλόμενο μέρος οφείλει να «μελετ[ά]» την εφαρμογή «ενδεδειγμένων μηχανισμών αρωγής» για την άρση ή τη μείωση οικονομικών και άλλων εμποδίων στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη, προκύπτει ότι δεν προβλέπει ούτε απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβή υποχρέωση και ότι εξαρτάται, ως προς την εκτέλεση ή τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση μεταγενέστερης πράξεως.

56      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 9, παράγραφος 5, της εν λόγω Συμβάσεως, λόγω της ιδίας της φύσεώς του, προκειμένου να τεθεί εν αμφιβόλω το κύρος της οδηγίας 2006/112.

57      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι δεν χωρεί επίκληση του άρθρου 9, παράγραφοι 4 και 5, της Συμβάσεως του Ώρχους προκειμένου να εκτιμηθεί το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2006/112.

 Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

58      Με το τρίτο σκέλος του πρώτου ερωτήματός του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2006/112 ή «[άλλες] διατάξεις» της οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι παρεχόμενες από δικηγόρους υπηρεσίες προς όφελος διαδίκων οι οποίοι δικαιούνται δικαστική αρωγή στο πλαίσιο εθνικού συστήματος δικαστικής αρωγής, όπως το επίμαχο στο πλαίσιο της κύριας δίκης, απαλλάσσονται του ΦΠΑ. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο εν λόγω ερώτημα, το δικαστήριο αυτό ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να εξετάσει το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, στον βαθμό που οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ότι η παροχή των υπηρεσιών αυτών υπόκεινται σε ΦΠΑ.

59      Προκαταρκτικώς, πρέπει να τονιστεί ότι, μολονότι το κύριο ερώτημα παραπέμπει τόσο στο άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2006/112 όσο και σε ενδεχόμενες «[άλλες] διατάξεις» της οδηγίας αυτής, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν παρέχει τη δυνατότητα να προσδιοριστούν αυτές οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, πέραν του άρθρου της 132, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, βάσει των οποίων η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών στο πλαίσιο εθνικού συστήματος δικαστικής αρωγής θα μπορούσε να απαλλάσσεται του ΦΠΑ.

60      Όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 54 και 55 των προτάσεών της, μολονότι το Δικαστήριο δεν έχει ακόμα αποφανθεί επί της εφαρμογής της απαλλαγής που προβλέπει το άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2006/112 επί της παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους στο πλαίσιο εθνικού συστήματος δικαστικής αρωγής, εντούτοις έχει κρίνει ότι η παροχή αυτών των υπηρεσιών δεν μπορεί να υπόκειται σε μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 98, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, σε συνδυασμό με το σημείο 15 του παραρτήματος III αυτής της οδηγίας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑492/08, EU:C:2010:348, σκέψη 47).

61      Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι το σημείο 15 του παραρτήματος III της εν λόγω οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ όχι σε όλες τις παροχές υπηρεσιών κοινωνικού χαρακτήρα, αλλά αποκλειστικώς σε αυτές που παρέχουν οργανισμοί που πληρούν τη διττή προϋπόθεση να έχουν οι ίδιοι κοινωνικό χαρακτήρα και να ασχολούνται με την κοινωνική πρόνοια και τις κοινωνικές ασφαλίσεις, η βούληση αυτή του νομοθέτη της Ένωσης να παράσχει τη δυνατότητα της εφαρμογής μειωμένου συντελεστή μόνο σε σχέση με τις υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν οργανισμοί που πληρούν τη διττή αυτή προϋπόθεση θα υπονομευόταν αν τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να χαρακτηρίζουν ιδιωτικούς φορείς κερδοσκοπικού χαρακτήρα ως οργανισμούς κατά την έννοια του ως άνω σημείου 15 απλώς επειδή οι φορείς αυτοί παρέχουν επίσης υπηρεσίες κοινωνικού χαρακτήρα (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑492/08, EU:C:2010:348, σκέψεις 43 και 44).

62      Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι κράτος μέλος δεν μπορεί να εφαρμόσει μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ σε υπηρεσίες που παρέχουν ιδιωτικοί φορείς κερδοσκοπικού χαρακτήρα βάσει μόνον της αξιολογήσεως του χαρακτήρα των υπηρεσιών αυτών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι σκοποί που επιδιώκουν οι φορείς αυτοί, εξεταζόμενοι στο σύνολό τους, και η σταθερότητα της κοινωνικής στρατεύσεώς τους. Εξάλλου, δεδομένων των γενικών σκοπών τους και της ελλείψεως τυχόν σταθερής κοινωνικής στρατεύσεως, η επαγγελματική κατηγορία των δικηγόρων και των δικολάβων στο σύνολό της δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως έχουσα κοινωνικό χαρακτήρα (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑492/08, EU:C:2010:348, σκέψεις 45 και 46).

63      Αυτή η νομολογία εφαρμόζεται mutatis mutandis στην απαλλαγή που προβλέπει το άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2006/112, δεδομένου ότι η εφαρμογή του όχι μόνον εξαρτάται από την προϋπόθεση του κοινωνικού χαρακτήρα των υπηρεσιών, καθώς αυτές πρέπει να συνδέονται στενά με την κοινωνική πρόνοια και τις κοινωνικές ασφαλίσεις, αλλά, περαιτέρω, περιορίζεται στις υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν οργανισμοί οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί ως έχοντες κοινωνικό χαρακτήρα.

64      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο συνάγεται ότι δεν προβαίνουν όλοι οι δικηγόροι στην παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος δικαστικής αρωγής, αλλά μόνον αυτοί που έχουν προσφερθεί σε εθελοντική βάση να παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές κυρίως ή παρεμπιπτόντως και οι οποίοι, προς τούτο, είναι εγγεγραμμένοι σε κατάλογο που καταρτίζεται κατ’ έτος. Είναι συνεπώς προφανές ότι η παροχή υπηρεσιών υπό ένα τέτοιο καθεστώς συνιστά απλώς έναν μόνον μεταξύ άλλων σκοπών του δικηγορικού επαγγέλματος.

65      Συνεπώς, οι υπηρεσίες που παρέχουν οι δικηγόροι βάσει του επίμαχου στο πλαίσιο της κύριας δίκης εθνικού συστήματος δικαστικής αρωγής δεν απαλλάσσονται του ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2006/112.

66      Τέλος, στην περίπτωση κατά την οποία αυτές οι παροχές υπηρεσιών δεν απαλλάσσονται του ΦΠΑ, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, στον βαθμό που προβλέπουν ότι η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών υπόκειται σε ΦΠΑ με συντελεστή 21 %. Συναφώς, από τα στοιχεία του αιτούντος δικαστηρίου φαίνεται να συνάγεται ότι το επίμαχο στο πλαίσιο της κύριας δίκης εθνικό σύστημα δικαστικής αρωγής αναλαμβάνει το σύνολο των δικηγορικών εξόδων των διαδίκων που δικαιούνται το ευεργέτημα αυτό, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ που βαρύνει την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών.

67      Πάντως, ελλείψει συμπληρωματικών στοιχείων εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου σε σχέση με τα αποτελέσματά του, η επιβολή ΦΠΑ επί της παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους στο πλαίσιο αυτού του εθνικού συστήματος δικαστικής αρωγής δεν φαίνεται να θέτει εν αμφιβόλω το δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή των διαδίκων που δικαιούνται τέτοιο ευεργέτημα.

68      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο τρίτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2006/112 έχει την έννοια ότι οι παρεχόμενες από δικηγόρους υπηρεσίες προς όφελος διαδίκων οι οποίοι δικαιούνται δικαστική αρωγή στο πλαίσιο εθνικού συστήματος δικαστικής αρωγής, όπως το επίμαχο στη διαφορά της κύριας δίκης, δεν απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ.

 Επί του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος

69      Κατόπιν των απαντήσεων που δόθηκαν στο πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

70      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Από την εξέταση του άρθρου 1, παράγραφος 2, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας, υπό το πρίσμα του δικαιώματος σε πραγματική προσφυγή και της αρχής της ισότητας των όπλων, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος τους εκ του λόγου ότι οι διατάξεις αυτές προβλέπουν την επιβολή ΦΠΑ επί της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών προς τους μη δικαιούμενους δικαστική αρωγή διαδίκους στο πλαίσιο εθνικού συστήματος δικαστικής αρωγής.

2)      Δεν χωρεί επίκληση του άρθρου 9, παράγραφοι 4 και 5, της Συμβάσεως για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος, η οποία υπεγράφη στο Ώρχους στις 25 Ιουνίου 1998, προκειμένου να εκτιμηθεί το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2006/112.

3)      Το άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2006/112 έχει την έννοια ότι οι παρεχόμενες από δικηγόρους υπηρεσίες προς όφελος διαδίκων οι οποίοι δικαιούνται δικαστική αρωγή στο πλαίσιο εθνικού συστήματος δικαστικής αρωγής, όπως το επίμαχο στη διαφορά της κύριας δίκης, δεν απαλλάσσονται από τον φόρο προστιθέμενης αξίας.

(υπογραφές)


Αριθ. πρωτ.: ΑΤΚΕ 1109660 ΕΞ 2016 1912/ 7.7.2016 Συμπληρωματικός φόρος ακίνητης περιουσίας σε εντός σχεδίου πόλεως ακίνητα, στα οποία υφίσταται απαγόρευση οποιαδήποτε χρήσης

$
0
0

Αθήνα, 7/7/2016
Αριθ.Πρωτ: ΑΤΚΕ 1109660 ΕΞ 2016 1912

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

Ταχ. Κωδ.: 105 62 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Μ. Λιακοπούλου
Τηλέφωνο: 2103234735
FAX: 210.32.35.135

Σε απάντηση  ερώτησης, που κατέθεσε ο Βουλευτής κ. Σπ-Αδ.Γεωργιάδης, σας γνωρίζουμε τα εξής:

Με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του ν.4223/2013 (ΦΕΚ 287 Α') ορίζεται αναλυτικά ο τρόπος υπολογισμού του κυρίου και συμπληρωματικού ΕΝ.Φ.Ι.Α., αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, στο άρθρο 3 του ιδίου νόμου ορίζονται ρητά και περιοριστικά οι απαλλαγές από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α., οι οποίες χορηγούνται για το σύνολο αυτού, ήτοι κύριου και συμπληρωματικού ΕΝ.ΦΙ.Α..

Ειδικότερα στην περίπτωση α της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ανωτέρω νόμου ορίζεται μεταξύ άλλων ότι απαλλάσσονται από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. (κύριο και συμπληρωματικό) και τα δικαιώματα στα ακίνητα για τα οποία υφίσταται απαγόρευση οποιασδήποτε χρήσης, σύμφωνα με τον ισχύοντα Πολεοδομικό Σχεδιασμό, ιδίως ρυμοτομικό βάρος, ρυμοτομική απαλλοτρίωση, δέσμευση ακινήτου για κοινωφελή ή κοινόχρηστο σκοπό ή για λόγους προστασίας μνημείων και αρχαιοτήτων, ιδίως αρχαιολογική δέσμευση για ανασκαφές, κήρυξη αρχαιολογικού χώρου, καθώς και για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος, που έχει επιβληθεί από φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, αποκλειστικά κατά το μέρος για το οποίο υφίσταται η ως άνω απαγόρευση. Σε περίπτωση μερικής απαγόρευσης χρήσης ακινήτου εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. μειώνεται κατά τριάντα τοις εκατό (30%). Σε περίπτωση μερικής απαγόρευσης χρήσης ακινήτου εντός σχεδίου πόλης ή οικισμού ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. μειώνεται κατά εξήντα τις εκατό (60%).

Τέλος, στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, κατά την ηλεκτρονική συμπλήρωσή της, ανάλογα με το είδος και την κατηγορία του προσώπου, εμφανίζονται συγκεκριμένα πεδία στο εσωτερικό της δήλωσης, τα οποία δύνανται να συμπληρωθούν, προκειμένου να χορηγηθούν οι απαλλαγές ή οι μειώσεις του ΕΝ.Φ.Ι.Α..


Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΤΡΥΦΩΝ Ζ. ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

Περιοδικό ΣυνΕργασία Άδειες των εργαζομένων - Αυθαίρετες απουσίες εργαζομένων - Πίνακες ποσοστών εισφορών

Next: Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουλ. 2016 στην υπόθεση C‑423/15 Προδικαστική παραπομπή – Ίση μεταχείριση σε θέματα εργασίας και απασχόλησης – Ίσες ευκαιρίες και ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης –Έννοια της πρόσβασης στη μισθωτή εργασία, στο ελεύθερο επάγγελμα ή σε άλλα είδη απασχόλησης – Υποβολή υποψηφιότητας για θέση εργασίας αποβλέπουσα στην τυπική απόκτηση της ιδιότητας του υποψηφίου, με μοναδικό σκοπό να ζητηθεί αποζημίωση λόγω δυσμενούς διακρίσεως – Κατάχρηση δικαιώματος

Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουλ. 2016 στην υπόθεση C‑423/15 Προδικαστική παραπομπή – Ίση μεταχείριση σε θέματα εργασίας και απασχόλησης – Ίσες ευκαιρίες και ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης –Έννοια της πρόσβασης στη μισθωτή εργασία, στο ελεύθερο επάγγελμα ή σε άλλα είδη απασχόλησης – Υποβολή υποψηφιότητας για θέση εργασίας αποβλέπουσα στην τυπική απόκτηση της ιδιότητας του υποψηφίου, με μοναδικό σκοπό να ζητηθεί αποζημίωση λόγω δυσμενούς διακρίσεως – Κατάχρηση δικαιώματος

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 28ης Ιουλίου 2016 Στην υπόθεση C‑423/15  «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση σε θέματα εργασίας και απασχόλησης – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Οδηγία 2006/54/ΕΚ – Ίσες ευκαιρίες και ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης – Άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της “πρόσβασης στη μισθωτή εργασία, στο ελεύθερο επάγγελμα ή σε άλλα είδη απασχόλησης” – Υποβολή υποψηφιότητας για θέση εργασίας αποβλέπουσα στην τυπική απόκτηση της ιδιότητας του υποψηφίου, με μοναδικό σκοπό να ζητηθεί αποζημίωση λόγω δυσμενούς διακρίσεως – Κατάχρηση δικαιώματος»

Στην υπόθεση C‑423/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών, Γερμανία) με απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Ιουλίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Nils‑Johannes Kratzer

κατά

R+V Allgemeine Versicherung AG,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από την R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, και τους A. Arabadjiev, J.‑C. Bonichot, C. G. Fernlund και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο N.‑J. Kratzer, αυτοπροσώπως,

–        η R+V Allgemeine Versicherung AG, εκπροσωπούμενη από τον B. Göpfert, Rechtsanwalt,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και A. Lippstreu,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον M. Holt, επικουρούμενο από την K. Apps, barrister,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Kellerbauer και D. Martin,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16), και του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Nils‑Johannes Kratzer και της R+V Allgemeine Versicherung AG (στο εξής: R+V) όσον αφορά τις αξιώσεις του N.‑J. Kratzer για αποζημίωση, για αποκατάσταση της υλικής ζημίας και για παράλειψη στο μέλλον, οι οποίες προβλήθηκαν για τον λόγο ότι αυτός υπέστη, όπως υποστηρίζει, δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας και λόγω φύλου εξαιτίας της απορρίψεως, εκ μέρους της τελευταίας αυτής εταιρίας, της υποψηφιότητάς του για μια θέση που αποτέλεσε το αντικείμενο προσκλήσεως προς υποβολή υποψηφιοτήτων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2000/78

3        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 ορίζει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»

4        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

α)      τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών·

[...]».

5        Το άρθρο 17 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής τους. Οι κυρώσεις, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με την παράβαση και αποτρεπτικές. […]»

 Η οδηγία 2006/54

6        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2006/54 προβλέπει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να εξασφαλισθεί η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης.

Για το σκοπό αυτό, η παρούσα οδηγία περιέχει διατάξεις για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ως προς:

α)      την πρόσβαση στην απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής εξέλιξης, και στην επαγγελματική κατάρτιση·

[...]».

7        Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Δεν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων φορέων, όσον αφορά:

α)      τους όρους πρόσβασης στη μισθωτή εργασία, στο ελεύθερο επάγγελμα ή σε άλλα είδη απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ασχέτως του κλάδου δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, μεταξύ άλλων και ως προς τις προαγωγές·

[...]».

8        Το άρθρο 18 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη εισάγουν στην εθνική έννομη τάξη τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται πραγματική και αποτελεσματική αποζημίωση ή αντιστάθμιση, όπως καθορίζεται από τα κράτη μέλη, για την απώλεια και τη ζημία που υφίσταται ένα πρόσωπο ως αποτέλεσμα διάκρισης λόγω φύλου, κατά τρόπο αποτρεπτικό και ανάλογο προς την υποσθείσα ζημία.

[…]»

9        Το άρθρο 25 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα επιβολής τους. Οι κυρώσεις οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με την παράβαση και αποτρεπτικές. […]»

 Το γερμανικό δίκαιο

10      Το άρθρο 1 του Allgemeines Gleichbehandlungsgesetz (γενικού νόμου για την ίση μεταχείριση), της 14ης Αυγούστου 2006 (BGBl. 2006 I, σ. 1897), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: AGG), ορίζει τα εξής:

«Ο παρών νόμος αποσκοπεί στην αποτροπή ή στην εξάλειψη των δυσμενών διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, φύλου, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.»

11      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του AGG προβλέπει τα εξής:

«Δυνάμει του παρόντος νόμου, οι διακρίσεις που βασίζονται σε έναν από τους λόγους του άρθρου 1 είναι παράνομες όσον αφορά:

1.      τους όρους πρόσβασης στη μισθωτή εργασία, στο ελεύθερο επάγγελμα ή σε άλλα είδη απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών.

[...]»

12      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του AGG ορίζει τα ακόλουθα:

«Θεωρούνται ως απασχολούμενοι κατά την έννοια του παρόντος νόμου:

1.      οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι,

[...]

Θεωρούνται επίσης ως απασχολούμενοι, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, τα άτομα που είναι υποψήφιοι για θέση εργασίας, καθώς και εκείνα των οποίων η σχέση εργασίας έχει λυθεί.»

13      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του AGG έχει ως εξής:

«Οι εργαζόμενοι δεν επιτρέπεται να υφίστανται διακρίσεις για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1· η απαγόρευση αυτή ισχύει και όταν το πρόσωπο που προβαίνει στη δυσμενή διάκριση υποθέτει απλώς ότι για τη διάκριση συντρέχει ένας από τους λόγους του άρθρου 1.»

14      Το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, του AGG έχει ως εξής:

«1.      Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης των διακρίσεων, ο εργοδότης υποχρεούται να προχωρήσει σε αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας. Δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση, όταν ο εργοδότης δεν ευθύνεται για την παράβαση.

2.      Σε περίπτωση βλάβης που δεν συνίσταται σε περιουσιακή ζημία, ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Σε περίπτωση μη πρόσληψης, η χρηματική ικανοποίηση δεν μπορεί να υπερβαίνει τρεις μηνιαίους μισθούς, εφόσον ο εργαζόμενος δεν θα είχε προσληφθεί ακόμη και αν κατά την επιλογή δεν είχαν γίνει διακρίσεις.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Τον Μάρτιο του 2009, η R+V δημοσίευσε πρόσκληση προς υποβολή υποψηφιοτήτων για θέσεις ασκουμένων απευθυνόμενες σε πτυχιούχους στους τομείς των οικονομικών επιστημών, των μαθηματικών για οικονομολόγους, της πληροφορικής για οικονομολόγους και της νομικής.

16      Τα κριτήρια που απαιτούνταν βάσει της ως άνω προσκλήσεως προς υποβολή υποψηφιοτήτων συνίσταντο στην κατοχή πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με πολύ καλό βαθμό σε ένα από τα παραπάνω γνωστικά πεδία, πτυχίου που να έχει αποκτηθεί τους τελευταίους δώδεκα μήνες ή να πρόκειται να αποκτηθεί τους επόμενους μήνες, και επαγγελματική πείρα που να έχει αποκτηθεί στον σχετικό τομέα, παραδείγματος χάρη, κατόπιν επιμόρφωσης, πρακτικής άσκησης ή εργασίας παράλληλης προς τις σπουδές. Για τις υποψηφιότητες στον τομέα της νομικής, προβλέπονταν επίσης ως προϋποθέσεις η επιτυχία στις δύο κρατικές εξετάσεις νομικών και η επιλογή της κατεύθυνσης «εργατικό δίκαιο» ή η κατοχή γνώσεων στον τομέα της ιατρικής.

17      Ο N.‑J. Kratzer υπέβαλε την υποψηφιότητά του για μια θέση ασκουμένου στον τομέα του δικαίου, υπογραμμίζοντας ότι όχι μόνον πληρούσε όλα τα κριτήρια που διαλαμβάνονται στην πρόσκληση προς υποβολή υποψηφιοτήτων, αλλά και ότι, ως δικηγόρος και πρώην διοικητικό στέλεχος ασφαλιστικής εταιρίας, διέθετε πείρα όσον αφορά την άσκηση διευθυντικών καθηκόντων και ήταν εξοικειωμένος ως προς το να αναλαμβάνει ευθύνες και ως προς το να εργάζεται κατά ανεξάρτητο τρόπο. Ο N.‑J. Kratzer επισήμανε, επίσης, ότι παρακολουθούσε έναν εκπαιδευτικό κύκλο προκειμένου να γίνει δικηγόρος εξειδικευμένος στο εργατικό δίκαιο και ότι, λόγω του θανάτου του πατέρα του, είχε ασχοληθεί με έναν ογκώδη φάκελο σχετιζόμενο με θέματα ιατρικού δικαίου και ήταν, ως εκ τούτου, αρκετά έμπειρος στον τομέα αυτό.

18      Στις 19 Απριλίου 2009, η R+V απέρριψε την υποψηφιότητα του N.‑J. Kratzer, αναφέροντας ότι δεν ήταν, κατά το χρονικό αυτό σημείο, σε θέση να του προσφέρει δυνατότητα προσλήψεως.

19      Στις 11 Ιουνίου 2009, ο N.‑J. Kratzer υπέβαλε γραπτή διοικητική ένσταση προς την R+V, με την οποία ζήτησε από την εν λόγω εταιρία να του καταβάλει αποζημίωση ύψους 14 000 ευρώ εξαιτίας δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας.

20      Κατόπιν αυτού, η R+V κάλεσε τον N.‑J. Kratzer σε συνέντευξη, για τις αρχές Ιουλίου 2009, με τον προϊστάμενο του τμήματος προσωπικού, αποσαφηνίζοντας ότι η απόρριψη της υποψηφιότητάς του είχε γίνει με αυτόματο τρόπο και δεν αντιστοιχούσε στις προθέσεις της.

21      Ο N.‑J. Kratzer αρνήθηκε την πρόσκληση αυτή και πρότεινε να διεξαχθεί συζήτηση σχετικά με το μέλλον του εντός της εταιρίας R+V, όταν θα έχει ικανοποιηθεί η αξίωσή του για αποζημίωση.

22      Ο N.‑J. Kratzer άσκησε ενώπιον του Arbeitsgericht Wiesbaden (δικαστηρίου εργατικών διαφορών του Wiesbaden, Γερμανία) αγωγή με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως ύψους 14 000 ευρώ εξαιτίας δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας. Αφού έμαθε, στη συνέχεια, ότι η εταιρία R+V είχε πληρώσει τις τέσσερις επίμαχες θέσεις ασκουμένων μόνο με γυναίκες, ενώ τα δύο φύλα εκπροσωπούνταν σχεδόν ισομερώς στις περισσότερες από 60 αιτήσεις υποψηφιότητας για τις θέσεις αυτές, ο N.‑J. Kratzer ζήτησε να του καταβληθεί επιπλέον αποζημίωση 3 500 ευρώ εξαιτίας δυσμενούς διακρίσεως λόγω φύλου.

23      Το Arbeitsgericht Wiesbaden (δικαστήριο εργατικών διαφορών του Wiesbaden) απέρριψε την αγωγή του, οπότε ο N.‑J. Kratzer άσκησε έφεση κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως ενώπιον του Hessisches Landesarbeitsgericht (ανώτερου δικαστηρίου εργατικών διαφορών του ομόσπονδου κράτους της Έσσης, Γερμανία), το οποίο απέρριψε την έφεση του N.‑J. Kratzer.

24      Κατόπιν αυτού, ο N.‑J. Kratzer άσκησε «Revision» ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 και το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/54 την έννοια ότι επιζητεί “πρόσβαση στη μισθωτή εργασία ή σε άλλα είδη απασχόλησης” ακόμη και αυτός από την αίτηση υποψηφιότητας του οποίου προκύπτει ότι σκοπός του δεν είναι να προσληφθεί και να εργαστεί, αλλά να αποκτήσει την ιδιότητα του αιτούντος εργασία, ώστε να μπορεί να αξιώσει την καταβολή αποζημίωσης;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Μπορεί η περίπτωση κατά την οποία η ιδιότητα του αιτούντος εργασία αποκτήθηκε όχι με σκοπό την πρόσληψη και απασχόληση του αιτούντος, αλλά την προβολή αξιώσεων για αποζημίωση, να χαρακτηριστεί, κατά το δίκαιο της Ένωσης, ως κατάχρηση δικαιώματος;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

26      Με τα ερωτήματά του, που πρέπει να εξεταστούν μαζί, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 και το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/54 έχουν την έννοια ότι η περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο που, υποβάλλοντας την υποψηφιότητά του για μια θέση εργασίας, δεν αποβλέπει στην πρόσληψή του σε αυτή τη θέση εργασίας, αλλά μόνο στην απόκτηση της τυπικής ιδιότητας του υποψηφίου, με μοναδικό σκοπό να προβάλει αξίωση για αποζημίωση, εμπίπτει στην έννοια της «πρόσβασης στη μισθωτή εργασία ή σε άλλα είδη απασχόλησης», κατά το πνεύμα των διατάξεων αυτών, και αν, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, μια τέτοια περίπτωση μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάχρηση δικαιώματος.

27      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διάκριση των λειτουργιών των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, η διαπίστωση και η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2012, Rintisch, C‑553/11, EU:C:2012:671, σκέψη 15). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο αποκλειστικώς να αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή του κύρους του δικαίου της Ένωσης με βάση την έννομη κατάσταση και τα πραγματικά περιστατικά όπως τα περιγράφει το αιτούν δικαστήριο, προκειμένου να παράσχει στο δικαστήριο αυτό τα στοιχεία που είναι χρήσιμα για την επίλυση της διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση του (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2006, Chateignier, C‑346/05, EU:C:2006:711, σκέψη 22).

28      Κατά συνέπεια, ακριβώς βάσει των πραγματικών στοιχείων που παραθέτει το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών) στην απόφασή του περί παραπομπής πρέπει να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το δικαστήριο αυτό.

29      Συναφώς, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η διαφορά της κύριας δίκης χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο N.‑J. Kratzer υπέβαλε την υποψηφιότητά του για μια θέση ασκουμένου στην εταιρία R+V προκειμένου όχι να καταλάβει τη θέση αυτή, αλλά μόνο να αποκτήσει την τυπική ιδιότητα του υποψηφίου, με μοναδικό σκοπό να προβάλει αξίωση για αποζημίωση βάσει των οδηγιών 2000/78 και 2006/54.

30      Μια πραγματική κατάσταση που παρουσιάζει χαρακτηριστικά όπως αυτά που περιγράφονται στην εν λόγω απόφαση δεν εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 2000/78 και 2006/54.

31      Πράγματι, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το γράμμα του ίδιου του τίτλου αυτών των οδηγιών, οι οδηγίες αυτές αφορούν τον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας.

32      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο από τον τίτλο και το προοίμιο όσο και από το περιεχόμενο και τον σκοπό της οδηγίας 2000/78 προκύπτει ότι αυτή επιδιώκει να θεσπίσει γενικό πλαίσιο προκειμένου να εξασφαλίσει σε όλους την ίση μεταχείριση «σε θέματα εργασίας και απασχόλησης», προσφέροντάς τους αποτελεσματική προστασία έναντι των διακρίσεων για έναν από τους απαριθμούμενους στο άρθρο 1 αυτής λόγους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ηλικία (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2007, Palacios de la Villa, C‑411/05, EU:C:2007:604, σκέψη 42· της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ., C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 39, καθώς και της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez, C‑416/13, EU:C:2014:2371, σκέψη 28).

33      Εξάλλου, η οδηγία 2006/54 σκοπεί, σύμφωνα με το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης.

34      Ειδικότερα, από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, καθώς και από το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, και από το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/54 προκύπτει ότι οι οδηγίες αυτές έχουν εφαρμογή ως προς κάθε πρόσωπο το οποίο επιδιώκει να προσληφθεί σε θέση εργασίας, όσον αφορά και τα κριτήρια επιλογής και τους όρους προσλήψεως στη θέση αυτή (βλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Meister, C‑415/10, EU:C:2012:217, σκέψη 33).

35      Ένα πρόσωπο το οποίο υποβάλλει την υποψηφιότητά του για μια θέση εργασίας υπό συνθήκες όπως αυτές που περιγράφηκαν στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως προδήλως δεν επιδιώκει να καταλάβει τη θέση για την οποία τυπικά υποβάλλει υποψηφιότητα. Κατά συνέπεια, το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί να επικαλεστεί την προστασία που προσφέρεται δυνάμει των οδηγιών 2000/78 και 2006/54. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα ήταν ασύμβατη προς τον επιδιωκόμενο με τις εν λόγω οδηγίες σκοπό, ο οποίος συνίσταται στο να εξασφαλίζεται για κάθε πρόσωπο η ίση μεταχείριση «σε θέματα εργασίας και απασχόλησης», διά της παροχής αποτελεσματικής προστασίας έναντι ορισμένων διακρίσεων, ιδίως όσον αφορά την «πρόσβαση στην απασχόληση».

36      Επιπλέον, ένα τέτοιο πρόσωπο δεν μπορεί, υπό τις συνθήκες αυτές, να θεωρηθεί ότι αποτελεί «θύμα», κατά την έννοια των άρθρων 17 της οδηγίας 2000/78 και 25 της οδηγίας 2006/54, ούτε ότι αποτελεί «[πληγέν] πρόσωπο» που έχει υποστεί «απώλεια» ή «ζημία», κατά την έννοια του άρθρου 18 της οδηγίας 2006/54.

37      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται κανόνες του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταχρηστικά ή καταστρατηγώντας τους (βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, SICES κ.λπ., C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Προς διαπίστωση της υπάρξεως καταχρηστικής πρακτικής απαιτείται να πληρούται ένα αντικειμενικό και ένα υποκειμενικό στοιχείο (βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, SICES κ.λπ., C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψη 31).

39      Αφενός, ως προς το αντικειμενικό στοιχείο, θα πρέπει να προκύπτει από ένα σύνολο αντικειμενικών περιστάσεων ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει η ρύθμιση της Ένωσης, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με τη ρύθμιση αυτή σκοπός (βλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Emsland-Stärke, C‑110/99, EU:C:2000:695, σκέψη 52, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2014, SICES κ.λπ., C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψη 32).

40      Αφετέρου, μια τέτοια διαπίστωση προϋποθέτει την ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου, υπό την έννοια ότι από ένα σύνολο αντικειμενικών περιστάσεων πρέπει να προκύπτει ότι κύριος σκοπός των επίμαχων πράξεων είναι να αποκομίσει ο ενδιαφερόμενος αδικαιολόγητο όφελος. Πράγματι, η απαγόρευση των καταχρηστικών πρακτικών δεν ασκεί επιρροή οσάκις οι επίμαχες πράξεις μπορούν να έχουν άλλη δικαιολόγηση πλην της απλής αποκομίσεως οφέλους (βλ. αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Halifax κ.λπ., C‑255/02, EU:C:2006:121, σκέψη 75· της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Weald Leasing, C‑103/09, EU:C:2010:804, σκέψη 30, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2014, SICES κ.λπ., C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψη 33).

41      Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη αυτού του δεύτερου στοιχείου, που συνδέεται με την πρόθεση των ενδιαφερομένων, μπορεί να ληφθεί μεταξύ άλλων υπόψη ο αμιγώς τεχνητός χαρακτήρας των οικείων πράξεων (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Emsland-Stärke, C‑110/99, EU:C:2000:695, σκέψεις 53 και 58· της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Halifax κ.λπ.., C‑255/02, EU:C:2006:121, σκέψη 81· της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Part Service, C‑425/06, EU:C:2008:108, σκέψη 62, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2014, SICES κ.λπ., C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψη 33).

42      Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει, σύμφωνα με τους περί αποδείξεως κανόνες του εθνικού δικαίου και εφόσον δεν θίγεται η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, αν τυχόν συντρέχουν, στην περίπτωση της διαφοράς της κύριας δίκης, οι περιστάσεις οι οποίες στοιχειοθετούν καταχρηστική πρακτική (βλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Emsland-Stärke, C‑110/99, EU:C:2000:695, σκέψη 54· της 21ης Ιουλίου 2005, Eichsfelder Schlachtbetrieb, C‑515/03, EU:C:2005:491, σκέψη 40· της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Halifax κ.λπ., C‑255/02, EU:C:2006:121, σκέψη 76, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2014, SICES κ.λπ., C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψη 34).

43      Συναφώς, εάν καθίσταται αντικειμενικώς εμφανές, αφενός, ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπουν οι οδηγίες 2000/78 και 2006/54, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με τις εν λόγω οδηγίες σκοπός και, αφετέρου, ότι ο N.‑J. Kratzer υπέβαλε τεχνητώς υποψηφιότητα για μια θέση με κύριο σκοπό όχι να καταλάβει πράγματι τη θέση αυτή, αλλά να επικαλεσθεί την προστασία που προσφέρεται δυνάμει των οδηγιών αυτών προκειμένου να αποκομίσει αδικαιολόγητο όφελος, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, θα πρέπει τότε να γίνει δεκτό ότι ο N.‑J. Kratzer επικαλείται καταχρηστικά την εν λόγω προστασία.

44      Υπό τις συνθήκες αυτές, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 και το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/54 έχουν την έννοια ότι η περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο που, υποβάλλοντας την υποψηφιότητά του για θέση εργασίας, δεν αποβλέπει στην κατάληψη αυτής της θέσης εργασίας, αλλά μόνο στην απόκτηση της τυπικής ιδιότητας του υποψηφίου, με μοναδικό σκοπό να προβάλει αξίωση για αποζημίωση, δεν εμπίπτει στην έννοια της «πρόσβασης στη μισθωτή εργασία ή σε άλλα είδη απασχόλησης», κατά το πνεύμα των διατάξεων αυτών, και μπορεί, εάν συντρέχουν τα απαιτούμενα δυνάμει του δικαίου της Ένωσης στοιχεία, να χαρακτηριστεί ως κατάχρηση δικαιώματος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

45      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, και το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, έχουν την έννοια ότι η περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο που, υποβάλλοντας την υποψηφιότητά του για θέση εργασίας, δεν αποβλέπει στην κατάληψη αυτής της θέσης εργασίας, αλλά μόνο στην απόκτηση της τυπικής ιδιότητας του υποψηφίου, με μοναδικό σκοπό να προβάλει αξίωση για αποζημίωση, δεν εμπίπτει στην έννοια της «πρόσβασης στη μισθωτή εργασία ή σε άλλα είδη απασχόλησης», κατά το πνεύμα των διατάξεων αυτών, και μπορεί, εάν συντρέχουν τα απαιτούμενα δυνάμει του δικαίου της Ένωσης στοιχεία, να χαρακτηριστεί ως κατάχρηση δικαιώματος.

(υπογραφές)

Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουλ. 2016 στην υπόθεση C‑332/15 Δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ – Ουσιαστικές προϋποθέσεις – Τυπικές προϋποθέσεις – Αποκλειστική προθεσμία – Εθνικές διατάξεις οι οποίες αποκλείουν το δικαίωμα έκπτωσης σε περίπτωση μη τήρησης της πλειονότητας των τυπικών προϋποθέσεων – Φοροδιαφυγή - Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας - Άρθρα 167, 168, 178 έως 182, 193, 206, 242, 244, 250, 252 και 273

Previous: Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουλ. 2016 στην υπόθεση C‑423/15 Προδικαστική παραπομπή – Ίση μεταχείριση σε θέματα εργασίας και απασχόλησης – Ίσες ευκαιρίες και ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης –Έννοια της πρόσβασης στη μισθωτή εργασία, στο ελεύθερο επάγγελμα ή σε άλλα είδη απασχόλησης – Υποβολή υποψηφιότητας για θέση εργασίας αποβλέπουσα στην τυπική απόκτηση της ιδιότητας του υποψηφίου, με μοναδικό σκοπό να ζητηθεί αποζημίωση λόγω δυσμενούς διακρίσεως – Κατάχρηση δικαιώματος
$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα) της 28ης Ιουλίου 2016  Στην υπόθεση C‑332/15 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρα 167, 168, 178 έως 182, 193, 206, 242, 244, 250, 252 και 273 – Δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ – Ουσιαστικές προϋποθέσεις – Τυπικές προϋποθέσεις – Αποκλειστική προθεσμία – Εθνικές διατάξεις οι οποίες αποκλείουν το δικαίωμα έκπτωσης σε περίπτωση μη τήρησης της πλειονότητας των τυπικών προϋποθέσεων – Φοροδιαφυγή»

Στην υπόθεση C‑332/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale di Treviso (πρωτοδικείο Τρεβίζο, Ιταλία) με απόφαση της 17ης Απριλίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Ιουλίου 2015, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά

Giuseppe Astone,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Toader, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas και E. Jarašiūnas (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Galluzzo, avvocato dello Stato,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Κ. Νασοπούλου και Α. Δημητρακοπούλου,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις D. Recchia και C. Soulay,

κατόπιν της απόφασης που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία των άρθρων 167, 168, 178 έως 181, 244 και 250 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία ΦΠΑ).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά του Giuseppe Astone, υπό την ιδιότητά του ως νομικού εκπροσώπου της La Società Del Ferro Srl (στο εξής: Del Ferro), λόγω μη υποβολής δήλωσης φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) για το οικονομικό έτος 2010.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Ο τίτλος X της οδηγίας ΦΠΑ, ο οποίος επιγράφεται «Εκπτώσεις», περιλαμβάνει πέντε κεφάλαια. Στο κεφάλαιο 1 του τίτλου αυτού, το οποίο επιγράφεται «Γένεση και έκταση του δικαιώματος έκπτωσης», εντάσσονται μεταξύ άλλων και τα άρθρα 167 και 168 της εν λόγω οδηγίας, τα οποία έχουν ως εξής:

«Άρθρο 167

Το δικαίωμα έκπτωσης γεννάται κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο προς έκπτωση φόρος γίνεται απαιτητός.

Άρθρο 168

Στο βαθμό που τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες των φορολογούμενων πράξεών του, ο υποκείμενος στον φόρο έχει το δικαίωμα, στο κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιεί τις πράξεις του, να εκπίπτει από τον οφειλόμενο φόρο τα ακόλουθα ποσά:

α)      τον οφειλόμενο ή καταβληθέντα στο εν λόγω κράτος μέλος ΦΠΑ για τα αγαθά που του παραδόθηκαν ή πρόκειται να του παραδοθούν και για τις υπηρεσίες που του παρασχέθηκαν ή πρόκειται να του παρασχεθούν από άλλον υποκείμενο στον φόρο,

β)      τον ΦΠΑ που οφείλεται για τις πράξεις που εξομοιώνονται με παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών [...]

γ)      τον ΦΠΑ που οφείλεται για τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών [...]

δ)      τον ΦΠΑ που οφείλεται για τις πράξεις που εξομοιώνονται με ενδοκοινοτικές αποκτήσεις [...]

ε)      τον ΦΠΑ που οφείλεται ή καταβλήθηκε για τα εισαχθέντα στο εν λόγω κράτος μέλος αγαθά.»

4        Στο κεφάλαιο 4 του εν λόγω τίτλου Χ, το οποίο επιγράφεται «Τρόπος άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης», εντάσσονται μεταξύ άλλων και τα άρθρα 178 έως 182 της εν λόγω οδηγίας, τα οποία διευκρινίζουν τα ακόλουθα:

«Άρθρο 178

Για να έχει τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης, ο υποκείμενος στον φόρο οφείλει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      για την προβλεπόμενη στο άρθρο 168, στοιχείο α), έκπτωση, όσον αφορά τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών, να κατέχει τιμολόγιο, το οποίο έχει εκδοθεί σύμφωνα με τα άρθρα 220 έως 236 και τα άρθρα 238, 239 και 240,

β)      για την προβλεπόμενη στο άρθρο 168, στοιχείο β), έκπτωση, όσον αφορά τις πράξεις που εξομοιώνονται με παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών, να τηρεί τις καθοριζόμενες από κάθε κράτος μέλος διατυπώσεις,

γ)      για την προβλεπόμενη στο άρθρο 168, στοιχείο γ), έκπτωση, όσον αφορά τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών, να έχει συμπεριλάβει στη δήλωση ΦΠΑ, που προβλέπεται στο άρθρο 250, όλα τα αναγκαία στοιχεία για τον υπολογισμό του ποσού του ΦΠΑ που οφείλεται με βάση τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών που πραγματοποιεί και να κατέχει τιμολόγιο που εκδόθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 220 έως 236,

δ)      για την προβλεπόμενη στο άρθρο 168, στοιχείο δ), έκπτωση, όσον αφορά τις πράξεις που εξομοιώνονται με ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών, να τηρεί τις διατυπώσεις που καθορίζει κάθε κράτος μέλος,

ε)      για την προβλεπόμενη στο άρθρο 168, στοιχείο ε), έκπτωση, όσον αφορά τις εισαγωγές αγαθών, να κατέχει έγγραφο, με το οποίο να βεβαιώνεται η εισαγωγή και να χαρακτηρίζεται ο ίδιος ως αποκτών ή εισαγωγέας, το έγγραφο αυτό πρέπει ακόμη να αναγράφει το ποσό του οφειλόμενου ΦΠΑ ή να καθιστά δυνατό τον υπολογισμό του,

[...]

Άρθρο 179

Η έκπτωση ενεργείται από τον υποκείμενο στον φόρο με την αφαίρεση, από το συνολικό ποσό του φόρου που οφείλεται για μία φορολογική περίοδο, του συνολικού ποσού του ΦΠΑ, για τον οποίο γεννήθηκε και ασκείται, κατά το άρθρο 178, το δικαίωμα εκπτώσεως, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου.

[...]

Άρθρο 180

Τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν το δικαίωμα στον υποκείμενο στον φόρο να ενεργεί έκπτωση, την οποία δεν διενήργησε σύμφωνα με τα άρθρα 178 και 179.

Άρθρο 181

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε υποκείμενο στον φόρο, ο οποίος δεν διαθέτει τιμολόγιο που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τα άρθρα 220 έως 236, να προβαίνει στην έκπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 168, στοιχείο γ), όσον αφορά τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών που πραγματοποιεί.

Άρθρο 182

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους όρους και τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 180 και 181.»

5        Ο τίτλος XI της οδηγίας ΦΠΑ, ο οποίος επιγράφεται «Υποχρεώσεις των υποκείμενων στον φόρο και ορισμένων προσώπων μη υποκείμενων στον φόρο», περιλαμβάνει οκτώ κεφάλαια. Το κεφάλαιο 1 του τίτλου αυτού αφορά την «Υποχρέωση καταβολής». Στο τμήμα 1 του κεφαλαίου αυτού, που επιγράφεται «Υπόχρεοι του φόρου έναντι του δημοσίου», το άρθρο 193 της οδηγίας αυτής διευκρινίζει τα εξής:

«Ο ΦΠΑ οφείλεται από τον υποκείμενο στον φόρο ο οποίος πραγματοποιεί φορολογητέα παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών, εκτός των περιπτώσεων που ο φόρος οφείλεται από άλλο πρόσωπο [...]».

6        Στο τμήμα 2 του κεφαλαίου 1 του τίτλου ΧΙ της οδηγίας ΦΠΑ, το οποίο επιγράφεται «Διαδικασίες πληρωμής», το άρθρο 206 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Κάθε υποκείμενος στον ΦΠΑ υποχρεούται να καταβάλει το καθαρό ποσό του ΦΠΑ κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης ΦΠΑ που προβλέπεται στο άρθρο 250. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν διαφορετική καταληκτική ημερομηνία καταβολής του ποσού ή να ζητούν την πληρωμή προκαταβολών.»

7        Το κεφάλαιο 4 του τίτλου ΧΙ της οδηγίας ΦΠΑ, το οποίο επιγράφεται «Λογιστικές υποχρεώσεις», περιλαμβάνει τέσσερα τμήματα. Στο τμήμα 2 του κεφαλαίου αυτού, με τίτλο «Γενικές υποχρεώσεις», το άρθρο 242 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα κατωτέρω:

«Κάθε υποκείμενος στον φόρο οφείλει να τηρεί επαρκώς λεπτομερή λογιστική, που να επιτρέπει την εφαρμογή του ΦΠΑ και τον έλεγχό του από τις φορολογικές αρχές.»

8        Στο τμήμα 3 του ίδιου κεφαλαίου 4, με τίτλο «Ειδικές υποχρεώσεις σχετικά με τη διαφύλαξη όλων των τιμολογίων», το άρθρο 244 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Κάθε υποκείμενος στον φόρο οφείλει να φροντίζει για τη διαφύλαξη των αντιγράφων των τιμολογίων που εκδίδονται από τον ίδιο, από τον αποκτώντα τα αγαθά ή τον λήπτη των υπηρεσιών ή, στο όνομά του και για λογαριασμό του, από τρίτους καθώς και όλων των τιμολογίων που λαμβάνει.»

9        Στο κεφάλαιο 5 του τίτλου XI της οδηγίας ΦΠΑ, το οποίο επιγράφεται «Δηλώσεις», τα άρθρα 250 και 252 της οδηγίας αυτής διευκρινίζουν τα εξής:

«Άρθρο 250

1.      Κάθε υποκείμενος στον φόρο οφείλει να υποβάλλει δήλωση ΦΠΑ που να περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα δεδομένα για την εξακρίβωση του ποσού του φόρου που έχει καταστεί απαιτητός και του ποσού των εκπτώσεων που πρέπει να πραγματοποιηθούν, περιλαμβανομένου, κατά τον βαθμό που είναι αναγκαίος για τον προσδιορισμό της βάσης επιβολής του φόρου, του συνολικού ποσού των πράξεων των σχετικών με τον φόρο αυτό και με τις εν λόγω εκπτώσεις καθώς και του ποσού των απαλλασσόμενων πράξεων.

[...]

Άρθρο 252

1.      Η δήλωση ΦΠΑ πρέπει να υποβάλλεται μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται από τα κράτη μέλη. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά περισσότερο από δύο μήνες τη λήξη κάθε φορολογικής περιόδου.

2.      Τα κράτη μέλη καθορίζουν τη διάρκεια της φορολογικής περιόδου σε ένα, δύο ή τρεις μήνες.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν διαφορετική διάρκεια, με την προϋπόθεση ότι δεν υπερβαίνει το ένα έτος.»

10      Στο κεφάλαιο 7 του τίτλου XI της οδηγίας ΦΠΑ, το οποίο επιγράφεται «Διάφορες διατάξεις», το άρθρο 273, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής ορίζει τα κατωτέρω:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν και άλλες υποχρεώσεις που κρίνουν αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθής είσπραξης του ΦΠΑ και την αποφυγή της απάτης, με την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εσωτερικών πράξεων και των πράξεων που πραγματοποιούνται από υποκείμενους στον φόρο μεταξύ κρατών μελών και με την προϋπόθεση ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν οδηγούν, στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, σε διατυπώσεις που συνδέονται με τη διέλευση συνόρων.»

 Το ιταλικό δίκαιο

11      Το decreto del Presidente della Repubblica n. 633 – Istituzione e disciplina dell’imposta sul valore aggiunto (διάταγμα 633 του Προέδρου της Δημοκρατίας, για τη θέσπιση και ρύθμιση του φόρου προστιθέμενης αξίας), της 26ης Οκτωβρίου 1972 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 292, της 11ης Νοεμβρίου 1972), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: διάταγμα 633), περιλαμβάνει το άρθρο 19, το οποίο τιτλοφορείται «Έκπτωση». Η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου έχει ως εξής:

«Για τον καθορισμό του οφειλόμενου φόρου κατά το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, ή του υπερβάλλοντος φόρου κατά το άρθρο 30, δεύτερο εδάφιο, από το ποσό του φόρου επί των πράξεων που πραγματοποίησε ο υποκείμενος στον φόρο εκπίπτει το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε ή οφείλεται από τον υποκείμενο στον φόρο ή χρεώθηκε σε αυτόν έναντι του δικαιώματος να μετακυλίσει τον φόρο αυτό όσον αφορά αγαθά και υπηρεσίες που εισήχθησαν ή αγοράσθηκαν για τη λειτουργία της επιχείρησής του ή για την άσκηση της τέχνης ή του επαγγέλματός του. Το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου επί αγορασθέντων ή εισαχθέντων αγαθών και υπηρεσιών γεννάται κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο φόρος καθίσταται απαιτητός και δύναται να ασκηθεί το αργότερο με τη δήλωση σχετικά με το μεθεπόμενο έτος εκείνου κατά το οποίο γεννήθηκε το δικαίωμα έκπτωσης και υπό τις προϋποθέσεις που υπήρχαν κατά τον χρόνο γένεσης του δικαιώματος αυτού.»

12      Το άρθρο 25 του προεδρικού διατάγματος 633, που τιτλοφορείται «Καταχώριση των αγορών», προβλέπει τα εξής:

«Ο φορολογούμενος υποχρεούται να αριθμεί κατ’ αύξοντα αριθμό τα τιμολόγια και τα τελωνειακά δελτία που αφορούν τα αγαθά και τις υπηρεσίες που αγοράσθηκαν ή εισήχθησαν για τη λειτουργία της επιχείρησής του ή για την άσκηση της τέχνης ή του επαγγέλματός του, […] οφείλει δε να τα καταχωρίζει στο οικείο βιβλίο πριν από την περιοδική εκκαθάριση ή την ετήσια δήλωση με την οποία ασκεί το δικαίωμα έκπτωσης του συναφούς φόρου.

Από την καταχώριση πρέπει να προκύπτουν η ημερομηνία του τιμολογίου ή τελωνειακού δελτίου, ο αύξων αριθμός του, η εμπορική επωνυμία, ονομασία ή εταιρική επωνυμία του πωλητή ή του παρόχου υπηρεσίας ή το ονοματεπώνυμό του αν δεν πρόκειται για επιχείρηση, εταιρία ή φορέα, καθώς και το φορολογητέο ποσό και το ποσό του φόρου χωρισμένα με βάση τον εφαρμοστέο συντελεστή.

[...]»

13      Το άρθρο 39 του ίδιου διατάγματος, με τίτλο «Τήρηση και φύλαξη των βιβλίων και εγγράφων», διευκρινίζει τα εξής:

«Τα βιβλία που προβλέπονται από το παρόν διάταγμα […] πρέπει να τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 2219 του Αστικού Κώδικα και να αριθμούνται κατ’ αύξοντα αριθμό σε κάθε σελίδα, απαλλασσόμενα από το τέλος χαρτοσήμου. [...]

[...]

Τα βιβλία, τα μπλοκ διπλότυπων αποδείξεων, τα ευρετήρια και οι λογιστικοί πίνακες, καθώς και τα τιμολόγια, τα τελωνειακά δελτία και τα άλλα έγγραφα που προβλέπονται από το παρόν διάταγμα πρέπει να φυλάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 22 του προεδρικού διατάγματος 600, της 29ης Σεπτεμβρίου 1973. [...]»

14      Το decreto legislativo n. 74 – Nuova disciplina dei reati in materia di imposte sui redditi e sul valore aggiunto, a norma dell’articolo 9 della legge 25 giugno 1999, n. 205 (νομοθετικό διάταγμα 74, για τη νέα ρύθμιση των φορολογικών αδικημάτων στον τομέα του φόρου εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, σύμφωνα με το άρθρο 9 του νόμου 205, της 25ης Ιουνίου 1999), της 10ης Μαρτίου 2000 (GURI αριθ. 76, της 31ης Μαρτίου 2000, σ. 4), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 74), προβλέπει, στο άρθρο 5, που επιγράφεται «Μη υποβολή δήλωσης», τα εξής:

«1.      Τιμωρείται με ποινή φυλάκισης ενός έως τριών ετών όποιος με σκοπό να διαφύγει τον φόρο εισοδήματος ή τον [ΦΠΑ], δεν υποβάλλει, μολονότι έχει τη σχετική υποχρέωση, μια από τις ετήσιες δηλώσεις σχετικά με τους εν λόγω φόρους, εφόσον ο διαφυγών φόρος, είτε πρόκειται για φόρο εισοδήματος είτε πρόκειται για ΦΠΑ, υπερβαίνει το ποσό των 30 000 ευρώ.

[...]»

15      Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο f, του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος, ως «διαφυγών φόρος» νοείται η «διαφορά μεταξύ του φόρου που πράγματι οφείλεται και εκείνου που αναγράφεται στη δήλωση, ή ολόκληρος ο οφειλόμενος φόρος σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης, μετά την αφαίρεση των ποσών που καταβλήθηκαν από τον φορολογούμενο ή τρίτους, ως προκαταβολή, παρακράτηση ή εν πάση περιπτώσει για πληρωμή του φόρου πριν από την υποβολή της δήλωσης ή τη λήξη της σχετικής προθεσμίας».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16      Κατά τη διάρκεια φορολογικού ελέγχου ο οποίος άρχισε στις 4 Ιουλίου 2013, η Guardia di Finanza (υπηρεσία δίωξης οικονομικού εγκλήματος, Ιταλία) διαπίστωσε ότι, για τα οικονομικά έτη 2010, 2011, 2012 και 2013, ο G. Astone, υπό την ιδιότητά του ως νομικός εκπρόσωπος της εταιρίας Del Ferro, δεν ήταν σε θέση να επιδείξει τα λογιστικά βιβλία, περιλαμβανομένου του βιβλίου ΦΠΑ. Ο ίδιος αυτός έλεγχος αποκάλυψε ότι, για το οικονομικό έτος 2010, η εταιρία αυτή είχε εκδώσει τιμολόγια ποσού υποκείμενου σε ΦΠΑ ίσου με 320.205,00 ευρώ, αλλά, καθόσον δεν υπέβαλε τη σχετική δήλωση ΦΠΑ, απέφυγε την καταβολή ΦΠΑ ύψους 64.041,00 ευρώ, καθώς και ότι δεν υπέβαλε φορολογικές δηλώσεις ΦΠΑ για τα επόμενα οικονομικά έτη. Από τον έλεγχο αυτό προέκυψε επίσης ότι η Del Ferro δεν είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις καταχώρισης των εκδοθέντων τιμολογίων.

17      Σε σχέση με τη μη υποβολή δήλωσης ΦΠΑ για το οικονομικό έτος 2010, ο G. Astone, υπό την ιδιότητά του ως νομικός εκπρόσωπος της Del Ferro, διώκεται ποινικά ενώπιον του ποινικού τμήματος του Tribunale di Treviso λόγω παράβασης του άρθρου 5, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 74.

18      Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο G. Astone προσκόμισε τιμολόγια εκδοθέντα προς την Del Ferro από τρίτες επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους 2010, τα οποία εξοφλήθηκαν μεν, συμπεριλαμβανομένου και του ΦΠΑ, αλλά δεν καταχωρίστηκαν στα λογιστικά βιβλία της εν λόγω εταιρίας. Βάσει των τιμολογίων αυτών, το ποσό του δυνάμενου να εκπέσει ΦΠΑ υπολογίστηκε στο ύψος των 30 590 ευρώ. Ο G. Astone υποστηρίζει ότι τα τιμολόγια αυτά πρέπει να συνεκτιμηθούν, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ επί των εισροών τον οποίο έχει καταβάλει ο υποκείμενος στον φόρο. Λαμβανομένου υπόψη του ανωτέρω ποσού του δυνάμενου να εκπέσει ΦΠΑ και συνυπολογιζόμενης μιας προηγούμενης πίστωσης φόρου υπέρ του ενδιαφερομένου, το ποσό της φοροδιαφυγής δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 30 000 ευρώ που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 74 και, κατά συνέπεια, δεν συντρέχουν οι όροι του αξιόποινου της διάταξης αυτής. Ως εκ τούτου, ο G. Astone ζητεί την αθώωσή του. Ο εισαγγελέας επίσης ζητεί την αθώωση του G. Astone.

19      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η ιταλική κανονιστική ρύθμιση εξαρτά το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ από την πλήρωση τυπικών προϋποθέσεων όπως, μεταξύ άλλων, να έχουν υποβληθεί οι οικείες δηλώσεις κατά το χρονικό σημείο επίκλησης της πίστωσης φόρου από τον υποκείμενο στον φόρο και να έχουν καταχωριστεί τα σχετικά τιμολόγια στα προβλεπόμενα βιβλία, με συνέπεια, κατά το εν λόγω δικαστήριο, ο υποκείμενος στον φόρο να μην δικαιούται έκπτωση του –έστω και καταβληθέντος– ΦΠΑ επί των εισροών, εάν ο φόρος αυτός δεν έχει καταχωριστεί δεόντως.

20      Παραπέμποντας στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 74, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης ΦΠΑ, το ιταλικό δίκαιο προβλέπει ότι ο διαφυγών φόρος περιλαμβάνει το σύνολο του οφειλόμενου φόρου, χωρίς να μπορεί να συνεκτιμηθεί, όσον αφορά τον ΦΠΑ, ο φόρος που καταβλήθηκε στους προμηθευτές εάν δεν έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες στον νόμο τυπικές υποχρεώσεις. Επομένως, εν προκειμένω, κατά τη γνώμη του εν λόγω δικαστηρίου, ο φόρος που οφείλεται –μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο καθορισμού του ζητήματος αν χωρεί άσκηση ποινικών διώξεων δυνάμει της διάταξης αυτής– είναι αυτός που προκύπτει από τα εκδοθέντα τιμολόγια. Συγκεκριμένα, κατά το εν λόγω δικαστήριο, η δυνατότητα συνεκτίμησης του ΦΠΑ που καταβλήθηκε επί των εισροών προϋποθέτει ότι το δικαίωμα έκπτωσης ασκήθηκε με την υποβολή της ετήσιας δήλωσης και μπορεί να αφορά μόνον τα τιμολόγια που έχουν καταχωριστεί στο σχετικό βιβλίο.

21      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το δίκαιο της Ένωσης επίσης εξαρτά την άσκηση του δικαιώματος έκπτωσης από την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων και παραπέμπει συναφώς στα άρθρα 167, 168, 178 έως 181, 244 και 250 της οδηγίας ΦΠΑ.

Παρατηρεί εκτός αυτού ότι, κατά τις αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2008, Ecotrade (C‑95/07 και C‑96/07, EU:C:2008:267), και της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, Uszodaépítő (C‑392/09, EU:C:2010:569), η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας απαιτεί τη χορήγηση έκπτωσης του καταβληθέντος ΦΠΑ επί των εισροών εφόσον πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που διέπουν το δικαίωμα έκπτωσης, ακόμη και αν οι υποκείμενοι στον φόρο παρέλειψαν να εκπληρώσουν ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις. Οι αποφάσεις αυτές δεν διευκρινίζουν ωστόσο για ποιες προϋποθέσεις πρόκειται και, μεταξύ άλλων, ποιες είναι οι τυπικές υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλεται να τηρήσουν οπωσδήποτε οι υποκείμενοι στον φόρο προκειμένου να ασκήσουν το δικαίωμα έκπτωσης. Δεδομένου ότι ο G. Astone δεν τήρησε καμία τυπική προϋπόθεση, απαιτείται απάντηση του Δικαστηρίου προκειμένου να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου.

22      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Tribunale di Treviso (πρωτοδικείο Τρεβίζο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιτίθενται οι διατάξεις της οδηγίας ΦΠΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία της Ένωσης που παρατίθεται στο σκεπτικό [της απόφασης περί παραπομπής], σε εθνικές διατάξεις των κρατών μελών —όπως οι προπαρατεθείσες [με την απόφαση περί παραπομπής] και ισχύουσες στην Ιταλία (άρθρο 19 του προεδρικού διατάγματος 633)— οι οποίες αποκλείουν, επίσης από ποινική άποψη, τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης αν δεν υποβλήθηκαν οι δηλώσεις ΦΠΑ και, ειδικότερα, η δήλωση σχετικά με το μεθεπόμενο έτος εκείνου κατά το οποίο γεννήθηκε το δικαίωμα έκπτωσης;

2)      Αντιτίθενται οι διατάξεις της οδηγίας ΦΠΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία της Ένωσης που παρατίθεται στο σκεπτικό [της απόφασης περί παραπομπής], σε εθνικές διατάξεις των κρατών μελών —όπως οι προπαρατεθείσες [με την απόφαση περί παραπομπής] και ισχύουσες στην Ιταλία (άρθρα 25 και 39 του προεδρικού διατάγματος 633)— οι οποίες αποκλείουν, επίσης από ποινική άποψη, τη δυνατότητα να ληφθούν υπόψη για την έκπτωση του ΦΠΑ τιμολόγια εξοφληθέντα από τον υποκείμενο στον φόρο τα οποία ο υποκείμενος στον φόρο δεν έχει καταχωρίσει με οποιονδήποτε τρόπο;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού

23      Η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων για τον λόγο ότι αυτά στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του ιταλικού δικαίου, το οποίο ορίζει στην πραγματικότητα ότι οι εθνικές διατάξεις που διέπουν την έκταση του δικαιώματος προς έκπτωση του ΦΠΑ δεν λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση του ζητήματος αν επιτυγχάνεται το ανώτατο όριο ενεργοποίησης της ποινικής ευθύνης που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 74. Κατά συνέπεια, η απάντηση που καλείται το Δικαστήριο να δώσει στα υποβληθέντα ερωτήματα δεν είναι χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, δεδομένου ότι οι ιταλικές διατάξεις μεταφοράς της οδηγίας ΦΠΑ στο εθνικό δίκαιο δεν έχουν εφαρμογή στη διαφορά αυτή.

24      Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της απόφασης την οποία πρόκειται να εκδώσει να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής απόφασης για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, Stoß κ.λπ., C‑316/07, C‑358/07 έως C‑360/07, C‑409/07 και C‑410/07, EU:C:2010:504, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ομοίως, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Križan κ.λπ., C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, παρά τις αμφιβολίες που εκφράζει ως προς το ζήτημα αυτό η Ιταλική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το Δικαστήριο οφείλει να θεωρήσει αποδειχθέντα τα όσα εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, ότι δηλαδή το ιταλικό δίκαιο προβλέπει ότι το ανώτατο όριο ενεργοποίησης της ποινικής ευθύνης που θέτει το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 74 καθορίζεται κατ’ εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που διέπουν την έκταση του δικαιώματος προς έκπτωση του ΦΠΑ και, ως εκ τούτου, να διαπιστώσει ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι παραδεκτά.

 Επί της ουσίας

26      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τα άρθρα της 411 και 413, η οδηγία ΦΠΑ κατάργησε και αντικατέστησε, από 1ης Ιανουαρίου 2007, τη νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα του ΦΠΑ, ειδικότερα δε την έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49).

27      Σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 3 της οδηγίας ΦΠΑ, κρίθηκε σκόπιμη η αναδιατύπωση της έκτης οδηγίας προκειμένου να παρουσιαστούν όλες οι εφαρμοστέες διατάξεις κατά σαφή και ορθολογικό τρόπο, με νέα διάρθρωση και διατύπωση, χωρίς αυτό να συνεπάγεται καταρχήν ουσιώδεις αλλαγές. Πάντως, οι διατάξεις της οδηγίας ΦΠΑ που είναι λυσιτελείς στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπες με τις αντίστοιχες διατάξεις της έκτης οδηγίας 77/388. Υπό τις συνθήκες αυτές, η νομολογία που αφορά τις εν λόγω διατάξεις της έκτης οδηγίας 77/388 παραμένει κρίσιμη για την ερμηνεία των αντίστοιχων διατάξεων της οδηγίας ΦΠΑ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Ιουνίου 2012, Mahagében και Dávid, C‑80/11 και C‑142/11, EU:C:2012:373, σκέψη 35).

 Επί του πρώτου ερωτήματος

28      Από την αίτηση προδικαστικής απόφασης προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος της κύριας δίκης εξέφρασε την πρόθεση να ασκήσει το δικαίωμα έκπτωσης του καταβληθέντος ΦΠΑ επί των εισροών μόλις κατά το στάδιο της κινηθείσας ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασίας, ενώ, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, του διατάγματος 633, το δικαίωμα αυτό πρέπει να ασκείται το αργότερο με τη δήλωση σχετικά με το μεθεπόμενο έτος εκείνου κατά το οποίο γεννήθηκε το εν λόγω δικαίωμα. Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένων υπόψη των όσων εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο –τα οποία υπενθυμίζονται με τη σκέψη 25 της παρούσας απόφασης–, το πρώτο ερώτημα πρέπει να γίνει αντιληπτό υπό την έννοια ότι με αυτό ζητείται κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 167, 168, 178, το άρθρο 179, πρώτο εδάφιο, και τα άρθρα 180 και 182 της οδηγίας ΦΠΑ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει αποκλειστική προθεσμία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, για την άσκηση του δικαιώματος έκπτωσης.

29      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το προβλεπόμενο από την οδηγία ΦΠΑ καθεστώς εκπτώσεων αποβλέπει στην πλήρη απαλλαγή του επιχειρηματία από το βάρος του ΦΠΑ που οφείλεται ή καταβλήθηκε στο πλαίσιο όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων του. Κατά συνέπεια, το κοινό σύστημα ΦΠΑ επιδιώκει να εξασφαλίσει πλήρη ουδετερότητα ως προς τη φορολογική επιβάρυνση όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων, ανεξαρτήτως του σκοπού ή των αποτελεσμάτων τους, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω δραστηριότητες υπόκεινται, καταρχήν, αυτές οι ίδιες, στον ΦΠΑ (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, EMS-Bulgaria Transport, C‑284/11, EU:C:2012:458, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα έκπτωσης που προβλέπουν τα άρθρα 167 και 168 της οδηγίας ΦΠΑ αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του μηχανισμού του ΦΠΑ και δεν μπορεί καταρχήν να περιορίζεται (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2008, Ecotrade, C‑95/07 και C‑96/07, EU:C:2008:267, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και 12ης Ιουλίου 2012, EMS-Bulgaria Transport, C 284/11, EU:C:2012:458, σκέψη 44).

31      Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 167 και του άρθρου 179, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας ΦΠΑ, το δικαίωμα έκπτωσης ασκείται, καταρχήν, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου με αυτήν κατά την οποία γεννήθηκε το εν λόγω δικαίωμα, δηλαδή κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο φόρος καθίσταται απαιτητός.

32      Εντούτοις, δυνάμει των άρθρων 180 και 182 της ίδιας οδηγίας, μπορεί να επιτραπεί στον υποκείμενο στον φόρο να προβεί στην έκπτωση, ακόμα και αν δεν έχει ασκήσει το δικαίωμά του κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία γεννήθηκε το δικαίωμα αυτό, με την επιφύλαξη της τήρησης ορισμένων όρων και προϋποθέσεων που καθορίζουν οι εθνικές νομοθεσίες (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, EMS-Bulgaria Transport, C‑284/11, EU:C:2012:458, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Πάντως, η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης χωρίς χρονικό περιορισμό θα αντέβαινε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου η οποία επιτάσσει να μην υπόκειται επ’ αόριστον σε αμφισβήτηση η φορολογική κατάσταση του υποκειμένου στον φόρο σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του έναντι της φορολογικής αρχής (αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2008, Ecotrade, C‑95/07 και C‑96/07, EU:C:2008:267, σκέψη 44, καθώς και της 12ης Ιουλίου 2012, EMS-Bulgaria Transport, C‑284/11, EU:C:2012:458, σκέψη 48).

34      Υπό την έννοια αυτή, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του μηχανισμού αντιστροφής της επιβάρυνσης, η αποκλειστική προθεσμία της οποίας η παρέλευση συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος προς έκπτωση, ως κύρωση κατά όσων υποκείμενων στον φόρο δεν είναι αρκούντως επιμελείς και έχουν παραλείψει να ζητήσουν την έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών, δεν μπορεί να θεωρείται ασυμβίβαστη με το καθεστώς που θεσπίζει η οδηγία ΦΠΑ, εφόσον η προθεσμία αυτή, αφενός, εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο τόσο στα δικαιώματα που στηρίζονται στο εσωτερικό δίκαιο στον φορολογικό τομέα όσο και στα αντίστοιχα δικαιώματα που στηρίζονται στο δίκαιο της Ένωσης (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, δεν καθιστά στην πράξη αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος προς έκπτωση (αρχή της αποτελεσματικότητας) (αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2008, Ecotrade, C‑95/07 και C‑96/07, EU:C:2008:267, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 12ης Ιουλίου 2012, EMS-Bulgaria Transport, C‑284/11, EU:C:2012:458, σκέψη 49).

35      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει αν, στην υπόθεση της κύριας δίκης, εφαρμόζεται ή όχι ο μηχανισμός αντιστροφής της επιβάρυνσης. Τούτο ωστόσο είναι άνευ σημασίας για την απάντηση στο πρώτο από τα υποβληθέντα ερωτήματα, δεδομένου ότι οι διατάξεις της οδηγίας ΦΠΑ οι οποίες υπενθυμίζονται με τις σκέψεις 31 και 32 της παρούσας απόφασης δεν ορίζουν, όσον αφορά την αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος προς έκπτωση την οποία δύνανται να προβλέπουν τα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών, ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων όπου έχει εφαρμογή ο μηχανισμός αντιστροφής της επιβάρυνσης και περιπτώσεων όπου τούτο δεν ισχύει.

36      Όσον αφορά το ζήτημα αν μια διετής αποκλειστική προθεσμία, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, πληροί τις προϋποθέσεις της σκέψης 34 της παρούσας απόφασης, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει κατά πόσον τα εθνικά μέτρα είναι συμβατά με το δίκαιο της Ένωσης. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί να παράσχει στο δικαστήριο αυτό κάθε χρήσιμο στοιχείο για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, EMS‑Bulgaria Transport, C‑284/11, EU:C:2012:458, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Εν προκειμένω, όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, ακριβώς όπως διαπίστωσε και το Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ecotrade (C‑95/07 και C‑96/07, EU:C:2008:267, σκέψη 47), η οποία αφορούσε μεταξύ άλλων την ίδια αποκλειστική προθεσμία με την επίμαχη στην κύρια δίκη, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε προβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι η αποκλειστική προθεσμία του άρθρου 19, παράγραφος 1, του διατάγματος 633 δεν τηρεί την αρχή αυτή.

38      Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, το Δικαστήριο έχει επίσης διαπιστώσει ότι μια διετής αποκλειστική προθεσμία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη την οποία προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 1, του διατάγματος 633, δεν μπορεί αφ’ εαυτής να καθιστά στην πράξη αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος προς έκπτωση, δεδομένου ότι το άρθρο 167 και το άρθρο 179, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας ΦΠΑ επιτρέπουν στα κράτη μέλη να υποχρεώνουν τον υποκείμενο στον φόρο να ασκεί το δικαίωμα προς έκπτωση κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου με αυτήν κατά την οποία γεννήθηκε το εν λόγω δικαίωμα (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ecotrade, C‑95/07 και C‑96/07, EU:C:2008:267, σκέψη 48).

39      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 167, 168, 178, το άρθρο 179, πρώτο εδάφιο, και τα άρθρα 180 και 182 της οδηγίας ΦΠΑ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει αποκλειστική προθεσμία, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, για την άσκηση του δικαιώματος έκπτωσης, υπό τον όρο ότι τηρούνται οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

40      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται με το δεύτερο ερώτημά του στην εκ μέρους του κατηγορούμενου της κύριας δίκης παράβαση μιας και μοναδικής υποχρέωσης συνιστάμενης στην καταχώριση των τιμολογίων που εκδόθηκαν προς την εταιρία της οποίας αυτός είναι νόμιμος εκπρόσωπος και δυνάμει των οποίων γίνεται επίκληση του δικαιώματος προς έκπτωση, εντούτοις, το δικαστήριο αυτό επισημαίνει με το σκεπτικό της απόφασης περί παραπομπής ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος, υπό την ιδιότητά του ως νομικός εκπρόσωπος της εν λόγω εταιρίας, δεν τήρησε «καμία» από τις τυπικές υποχρεώσεις που υπείχε όσον αφορά τον ΦΠΑ.

41      Υπό την έννοια αυτή, από την αίτηση προδικαστικής απόφασης προκύπτει ότι, όσον αφορά το οικονομικό έτος 2010 ως προς το οποίο ο G. Astone διώκεται ποινικά ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο εν λόγω κατηγορούμενος δεν ήταν σε θέση να επιδείξει ούτε τα λογιστικά βιβλία αλλά ούτε και το βιβλίο ΦΠΑ της εταιρίας της οποίας είναι νόμιμος εκπρόσωπος. Προκύπτει επιπλέον ότι η εταιρία αυτή δεν υπέβαλε δήλωση ΦΠΑ, παρά το ότι είχε εκδώσει τιμολόγια για υποκείμενο σε ΦΠΑ ποσό ύψους 320 205 ευρώ, ότι δεν κατέβαλε τον ΦΠΑ που όφειλε και ότι δεν τήρησε την υποχρέωση καταχώρισης ούτε των τιμολογίων που η ίδια είχε εκδώσει ούτε των τιμολογίων που είχαν εκδώσει προς αυτήν τρίτες επιχειρήσεις και τα οποία αυτή είχε εξοφλήσει.

42      Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένων υπόψη των όσων εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο –τα οποία υπενθυμίζονται με τη σκέψη 25 της παρούσας απόφασης–, το δεύτερο ερώτημα πρέπει να γίνει αντιληπτό υπό την έννοια ότι με αυτό το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 168, 178, 179, 193, 206, 242, 244, 250, 252 και 273 της οδηγίας ΦΠΑ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, η οποία επιτρέπει στη φορολογική αρχή να μην αναγνωρίσει σε υποκείμενο στον φόρο το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ όταν αποδεικνύεται ότι αυτός παρέβη την πλειονότητα των τυπικών υποχρεώσεων που όφειλε να τηρήσει προκειμένου να του χορηγηθεί το δικαίωμα αυτό.

43      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι το δικαίωμα των υποκειμένων στον φόρο προσώπων να εκπίπτουν από τον οφειλόμενο ΦΠΑ τον ΦΠΑ επί των εισροών ο οποίος οφειλόταν ή καταβλήθηκε σε σχέση με τα αγαθά που απέκτησαν τα πρόσωπα αυτά ή τις υπηρεσίες που τους παρασχέθηκαν συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινού συστήματος ΦΠΑ που έχει θεσπιστεί με τη νομοθεσία της Ένωσης (αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Bonik, C‑285/11, EU:C:2012:774, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Maks Pen, C‑18/13, EU:C:2014:69, σκέψη 23).

44      Όπως εκτέθηκε, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 29 έως 31 της παρούσας απόφασης, το δικαίωμα έκπτωσης που προβλέπουν τα άρθρα 167 έως 192 της οδηγίας ΦΠΑ, η οποία επιδιώκει να εξασφαλίσει πλήρη ουδετερότητα ως προς τη φορολογική επιβάρυνση όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω δραστηριότητες υπόκεινται, καταρχήν, αυτές οι ίδιες, στον ΦΠΑ, δεν μπορεί καταρχήν να περιορίζεται και πρέπει να ασκείται πάραυτα για το σύνολο των φόρων που έχουν επιβληθεί στις πράξεις εισροών .

45      Επομένως, κατά πάγια νομολογία, η θεμελιώδης αρχή της ουδετερότητας του ΦΠΑ απαιτεί να εκπίπτει ο φόρος εισροών αν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, έστω και αν οι υποκείμενοι στον φόρο παρέλειψαν να τηρήσουν ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις (αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2012, EMS-Bulgaria Transport, C‑284/11, EU:C:2012:458, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 9ης Ιουλίου 2015, Salomie και Oltean, C‑183/14, EU:C:2015:454, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Αυτό ωστόσο ενδέχεται να μην ισχύει αν η μη τήρηση των τυπικών αυτών προϋποθέσεων έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζεται η μετά βεβαιότητας απόδειξη της πλήρωσης των ουσιαστικών προϋποθέσεων (αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2012, EMS-Bulgaria Transport, C‑284/11, EU:C:2012:458, σκέψη 71, καθώς και της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Idexx Laboratories Italia, C‑590/13, EU:C:2014:2429, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Συναφώς, διευκρινίζεται ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του δικαιώματος έκπτωσης, όπως οι προβλεπόμενες στο κεφάλαιο 1 του τίτλου X της οδηγίας ΦΠΑ, το οποίο επιγράφεται «Γένεση και έκταση του δικαιώματος έκπτωσης», είναι οι προϋποθέσεις που διέπουν την ίδια τη νομική βάση και την έκταση του δικαιώματος αυτού, ενώ οι τυπικές προϋποθέσεις του εν λόγω δικαιώματος, όπως οι σχετικές με την τήρηση λογιστικών βιβλίων, την τιμολόγηση και την υποβολή δήλωσης, είναι αυτές που ρυθμίζουν τον τρόπο και τον έλεγχο της άσκησης του δικαιώματος αυτού καθώς και την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος του ΦΠΑ (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Idexx Laboratories Italia, C‑590/13, EU:C:2014:2429, σκέψεις 41 και 42 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Επομένως, προς τον σκοπό της επιβολής του ΦΠΑ και του ελέγχου της επιβολής αυτής από τις φορολογικές αρχές, ο τίτλος ΧΙ της οδηγίας ΦΠΑ απαριθμεί ορισμένες υποχρεώσεις που υπέχουν μεταξύ άλλων οι υποκείμενοι στον εν λόγω φόρο. Ειδικότερα, πέραν της υποχρέωσης καταβολής του ΦΠΑ η οποία προκύπτει ιδίως από τα άρθρα 193 και 206 της οδηγίας αυτής, το άρθρο 242 της ίδιας οδηγίας επιβάλλει την ορθή λογιστική καταχώριση των φορολογητέων πράξεων, το δε άρθρο της 244 προβλέπει υποχρέωση διατήρησης όλων των τιμολογίων, ενώ τα άρθρα 250 και 252 της ίδιας οδηγίας επιβάλλουν την εμπρόθεσμη υποβολή δήλωσης.

49      Περαιτέρω, βάσει του άρθρου 273, της οδηγίας ΦΠΑ, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν και άλλες υποχρεώσεις τις οποίες κρίνουν αναγκαίες για την εξασφάλιση της ορθής είσπραξης του ΦΠΑ και την αποτροπή της απάτης. Εντούτοις, τα μέτρα που τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να θεσπίζουν δυνάμει της διάταξης αυτής δεν πρέπει να υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών. Κατά συνέπεια, τέτοια μέτρα δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται κατά τρόπον ώστε να θέτουν συστηματικά υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ και, ως εκ τούτου, την ουδετερότητα του ΦΠΑ (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2008, Ecotrade, C‑95/07 και C‑96/07, EU:C:2008:267, σκέψη 66, καθώς και της 21ης Ιουνίου 2012, Mahagében και Dávid, C‑80/11 και C‑142/11, EU:C:2012:373, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Τούτου δοθέντος, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και των ενδεχόμενων καταχρηστικών πρακτικών αποτελεί σκοπό τον οποίο αναγνωρίζει και ενθαρρύνει η οδηγία ΦΠΑ, το δε Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης δολίως ή καταχρηστικώς. Επομένως, εναπόκειται στις εθνικές αρχές και στα εθνικά δικαστήρια να μην επιτρέπουν την άσκηση του δικαιώματος προς έκπτωση οσάκις αποδεικνύεται, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι η επίκληση του δικαιώματος αυτού γίνεται δολίως ή καταχρηστικώς (αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Bonik, C‑285/11, EU:C:2012:774, σκέψεις 35 έως 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Schoenimport «Italmoda» Mariano Previti κ.λπ., C‑131/13, C‑163/13 και C‑164/13, EU:C:2014:2455, σκέψεις 42 έως 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση που ο ίδιος ο υποκείμενος στον φόρο φοροδιαφεύγει (αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Bonik, C‑285/11, EU:C:2012:774, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Maks Pen, C‑18/13, EU:C:2014:69, σκέψη 27).

52      Εφόσον ο αποκλεισμός του δικαιώματος προς έκπτωση αποτελεί εξαίρεση από την εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής που συνιστά το δικαίωμα αυτό, στις αρμόδιες φορολογικές αρχές εναπόκειται να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμον ότι συντρέχουν τα αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν απάτη ή καταχρηστική πρακτική. Εν συνεχεία εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εξακριβώσουν αν οι ενδιαφερόμενες φορολογικές αρχές απέδειξαν τη συνδρομή των εν λόγω αντικειμενικών στοιχείων (απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Maks Pen, C‑18/13, EU:C:2014:69, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53      Στο πλαίσιο της διαδικασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ελέγχει ούτε να εκτιμά τις πραγματικές περιστάσεις τις οποίες αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί, σύμφωνα με τους περί απόδειξης κανόνες του εθνικού δικαίου, στη σφαιρική εκτίμηση όλων των πραγματικών στοιχείων και περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης προκειμένου να εξακριβώσει, βάσει των παρασχεθέντων αντικειμενικών στοιχείων, αν ο κατηγορούμενος της κύριας δίκης διέπραξε τέτοια απάτη ή μετήλθε τέτοια καταχρηστική πρακτική (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Maks Pen, C‑18/13, EU:C:2014:69, σκέψη 30). Στο πνεύμα πάντως της συνεργασίας με τα εθνικά δικαστήρια, το Δικαστήριο μπορεί, προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, να του παράσχει όλες τις ενδείξεις τις οποίες κρίνει απαραίτητες (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, AES-3C Maritza East 1, C‑124/12, EU:C:2013:488, σκέψη 42, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, GMAC UK, C‑589/12, EU:C:2014:2131, σκέψη 46).

54      Εν προκειμένω, όπως ήδη διαπιστώθηκε με τη σκέψη 41 της παρούσας απόφασης, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος της κύριας δίκης, όσον αφορά το οικονομικό έτος 2010 ως προς το οποίο διώκεται ποινικά ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, όχι μόνον δεν τήρησε την υποχρέωση υποβολής δήλωσης ΦΠΑ και καταβολής του φόρου που όφειλε η εταιρία της οποίας ο ίδιος είναι νόμιμος εκπρόσωπος, αλλά δεν ήταν καν σε θέση να επιδείξει τα λογιστικά βιβλία και το βιβλίο ΦΠΑ της εν λόγω εταιρίας, επιπροσθέτως δε παρέβη και την προβλεπόμενη στο ιταλικό δίκαιο υποχρέωση της κατ’ αύξοντα αριθμό καταχώρισης των εκδιδόμενων και εξοφλούμενων από την εταιρία αυτή τιμολογίων.

55      Ακόμα όμως και αν υποτεθεί ότι η μη τήρηση των τυπικών αυτών υποχρεώσεων τις οποίες υπείχε ο κατηγορούμενος της κύριας δίκης ως νομικός εκπρόσωπος της Del Ferro δεν εμποδίζουν, προς τον σκοπό της επιβολής του ΦΠΑ και του ελέγχου της επιβολής αυτής από τις φορολογικές αρχές, τη μετά βεβαιότητας απόδειξη της τήρησης των ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση δικαιώματος προς έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, οι περιστάσεις αυτές είναι ικανές να αποδείξουν την απλούστερη περίπτωση φοροδιαφυγής, όπου ο υποκείμενος στον φόρο παραλείπει εσκεμμένα να τηρήσει τις τυπικές υποχρεώσεις που υπέχει προκειμένου να αποφύγει την καταβολή του σχετικού φόρου.

56      Ειδικότερα, η μη υποβολή δήλωσης ΦΠΑ, όπως ακριβώς η μη τήρηση λογιστικών βιβλίων –που θα καθιστούσαν εφικτή την επιβολή του ΦΠΑ και τον έλεγχό της από τις φορολογικές αρχές– καθώς και η μη καταχώριση των εκδιδόμενων και εξοφλούμενων τιμολογίων δύνανται να παρακωλύσουν την ορθή είσπραξη του φόρου και, ως εκ τούτου, να υπονομεύσουν την εύρυθμη λειτουργία του κοινού συστήματος ΦΠΑ. Ως εκ τούτου, το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεωρούν τις παραβάσεις αυτές ως φοροδιαφυγή και να μη χορηγούν, στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα έκπτωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2010, R., C‑285/09, EU:C:2010:742, σκέψεις 48 και 49).

57      Συναφώς, πρέπει ακόμα να επισημανθεί ότι, εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι ανάλογες παραβάσεις επαναλήφθηκαν κατά τη διάρκεια διαδοχικών οικονομικών ετών. Έστω και αν τα εν λόγω οικονομικά έτη προφανώς δεν αποτελούν αντικείμενο της διαδικασίας της κύριας δίκης, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για πραγματικά στοιχεία δυνάμενα να συνεκτιμηθούν από το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτίμησης την οποία αυτό οφείλει να πραγματοποιήσει σύμφωνα με τη νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 53 της παρούσας απόφασης.

58      Τέλος, υπογραμμίζεται ότι η μη αναγνώριση δικαιώματος προς έκπτωση υπό περιστάσεις που συνιστούν περίπτωση φοροδιαφυγής εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο ο οποίος αξιώνει να του χορηγηθεί το εν λόγω δικαίωμα δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη προς την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, δεδομένου ότι η αρχή αυτή δεν μπορεί να προβληθεί παραδεκτώς από υποκείμενο στον φόρο που εκ προθέσεως μετέσχε σε φοροδιαφυγή, διακυβεύοντας τη λειτουργία του κοινού συστήματος ΦΠΑ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2010, R., C‑285/09, EU:C:2010:742, σκέψεις 51 και 54, καθώς και, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Schoenimport «Italmoda» Mariano Previti κ.λπ., C‑131/13, C‑163/13 και C‑164/13, EU:C:2014:2455, σκέψη 48).

59      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 168, 178, 179, 193, 206, 242, 244, 250, 252 και 273 της οδηγίας ΦΠΑ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, η οποία επιτρέπει στη φορολογική αρχή να μη χορηγήσει σε υποκείμενο στον φόρο το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ όταν αποδεικνύεται ότι αυτός παρέβη δολίως την πλειονότητα των τυπικών υποχρεώσεων που όφειλε να τηρήσει προκειμένου να του αναγνωριστεί το δικαίωμα αυτό, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Τα άρθρα 167, 168, 178, το άρθρο 179, πρώτο εδάφιο, και τα άρθρα 180 και 182 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει αποκλειστική προθεσμία, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, για την άσκηση του δικαιώματος έκπτωσης, υπό τον όρο ότι τηρούνται οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

2)      Τα άρθρα 168, 178, 179, 193, 206, 242, 244, 250, 252 και 273 της οδηγίας 2006/112 έχουν την έννοια ότι δεν αντίκεινται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιτρέπει στη φορολογική αρχή να μη χορηγήσει σε υποκείμενο στον φόρο το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ όταν αποδεικνύεται ότι αυτός παρέβη δολίως την πλειονότητα των τυπικών υποχρεώσεων που όφειλε να τηρήσει προκειμένου να του αναγνωριστεί το δικαίωμα αυτό, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

(υπογραφές)

Ε.Ο.Π.Υ.Υ. αρ. πρωτ.: ΔΑ4Β/Φ 204/3/οικ. 29190/ 28.7.2016 Τήρηση οδηγιών για τη χορήγηση παροχών ασθενείας σε είδος στην Ελλάδα για την κατηγορία δικαιούχων ασφαλισμένων Ευρωπαϊκού Φορέα, κατόχων Ευρωπαϊκής Κάρτας Ασφάλισης Ασθένειας (ΕΚΑΑ)

$
0
0

ΜΑΡΟΥΣΙ, 28 /07 /2016
Αρ. Πρωτ.: ΔΑ4Β/Φ204/3/οικ. 29190

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ
Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΑΡΟΧΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΣΕ ΕΙΔΟΣ Ε.Ε.

Ταχ. Δ/νση:Απ. Παύλου 12, Μαρούσι
Ταχ. Κώδ.:151 23
Πληροφορίες:Μ. Κυρίμη
Τηλέφωνο:210 8110 916, 918, 919
FAX:210 8110 945
URL:www.eopyy.gov.gr
E-maild12.t2@eopyy.gov.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

ΘΕΜΑ: Τήρηση οδηγιών για τη χορήγηση παροχών ασθενείας σε είδος στην Ελλάδα για την κατηγορία δικαιούχων ασφαλισμένων Ευρωπαϊκού Φορέα, κατόχων Ευρωπαϊκής Κάρτας Ασφάλισης Ασθένειας (ΕΚΑΑ)

ΣΧΕΤ.: Η αρ. πρωτ, ΔΑ4Β/Φ204/1/οικ. 28857/22.7.2015 εγκύκλιος της Υπηρεσίας μας (ΑΔΑ: Β5Θ3ΟΞ7Μ-ΞΝ5)

Σε συνέχεια της ως άνω σχετικής εγκυκλίου με την οποία δίδονται αναλυτικές οδηγίες για τη χορήγηση περίθαλψης σε ασφαλισμένους κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη διάρκεια διαμονής στην Ελλάδα και κατόπιν διαπίστωσης από την Υπηρεσία μας περί μη τήρησης των προβλεπόμενων όρων και προϋποθέσεων όπως ορίζονται στην Ευρωπαϊκή Νομοθεσία σχετικά με τη χρήση της Ευρωπαϊκής Κάρτας Ασφάλισης Ασθένειας Ευρωπαίων ασφαλισμένων που επισκέπτονται προσωρινά τη χώρα μας, επανερχόμαστε και εφιστούμε την προσοχή αναφορικά με τα κάτωθι:

- Σύμφωνα με τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς η χρήση της Ευρωπαϊκής Κάρτας Ασφάλισης Ασθενείας (ΕΚΑΑ) επιτρέπεται για τη χορήγηση παροχών ασθενείας σε είδος που καθίστανται ιατρικά αναγκαίες κατά τη διάρκεια προσωρινής διαμονής ενός ασφαλισμένου σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο εφόσον πληρούνται οι όροι και προϋποθέσεις περί ιατρικώς αναγκαίου και λαμβάνοντας υπόψη ότι η χορηγούμενη περίθαλψη έχει σκοπό να επιτρέψει στο συγκεκριμένο άτομο να συνεχίσει την προσωρινή του διαμονή υπό ασφαλείς ιατρικές συνθήκες.

- Σε περιπτώσεις όπου ο αρμόδιος επαγγελματίας υγείας εκτιμά ότι η κατάσταση υγείας ενός ασθενή απαιτεί μακροχρόνια θεραπεία (νοσηλεία) που δεν επιτρέπει στον ασφαλισμένο να επιστρέψει σύντομα στο κράτος μέλος της κατοικίας του για να λάβει την απαιτούμενη θεραπεία, ο ασφαλισμένος ή το οικείο του περιβάλλον μπορεί να αιτηθεί την έκδοση του φορητού εντύπου S2 από τον αρμόδιο Φορέα του κράτους μέλους από το οποίο προέρχεται (το οποίο αφορά προγραμματισμένη νοσηλεία) ή άλλου φορητού εντύπου και να μην γίνεται χρήση της ΕΚΑΑ για τη χρέωση των παροχών ασθενείας σε είδος που λαμβάνει ο ασφαλισμένος.

- Σημειώνεται ότι για τις κατηγορίες ασφαλισμένων Ευρωπαϊκών Φορέων οι οποίοι κατοικούν μόνιμα στη χώρα μας και είναι κάτοχοι Βιβλιαρίου Ασθενείας ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ως απόρροια χρήσης του εκδοθέντος φορητού εντύπου S1 από τον αρμόδιο Φορέα του κράτους μέλους από το οποίο προέρχονται, αυτοί εξισώνονται στον τόπο κατοικίας τους σύμφωνα με τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς ως προς τις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας με τους ασφαλισμένους Ελληνικών Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και στην περίπτωση αυτή ισχύουν οι σχετικές οδηγίες που έχουν εκδοθεί από τον ΕΟΠΥΥ για την υποβολή των σχετικών δικαιολογητικών για την μετέπειτα αναζήτηση της δαπάνης.

Η υποβολή του εντύπου S1 από τον Ευρωπαϊκό Φορέα Ασφάλισης του ασφαλισμένου για την απόκτηση βιβλιαρίου ασθενείας ΙΚΑ – ΕΤΑΜ στην Ελλάδα, αποτελεί επίσης δυνατότητα που θα πρέπει να εξετάζεται στις περιπτώσεις όταν δεν προβλέπεται σύντομη επιστροφή του ασφαλισμένου στο κράτος μέλος προέλευσης, εξαιτίας της κατάστασης υγείας του.

- Οι κατηγορίες Παρόχων Υπηρεσιών Δευτεροβάθμιας Φροντίδας Υγείας και Αναπηρίας και ιδιαίτερα όλα τα Κέντρα Αποθεραπείας Αποκατάστασης και οι Ψυχιατρικές Κλινικές που δέχονται Ευρωπαίους ασφαλισμένους αρχικά με έντυπο δικαίωμα Ευρωπαϊκής Κάρτας Ασφάλισης Ασθενείας (ΕΚΑΑ) οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις υποβολές που αφορούν παρατεταμένες νοσηλείες άνω του ενός μηνός διότι αυτές δεν θα γίνονται δεκτές και δεν θα αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ εφόσον δεν θα είναι εφικτή η διεκδίκηση της δαπάνης από τον αντίστοιχο Οργανισμό Σύνδεσης της χώρας.

- Για το λόγο αυτό, οι ανωτέρω υπηρεσίες παρόχων θα πρέπει να αναζητούν από τον ασφαλισμένο ή το οικείο του περιβάλλον το κατάλληλο κατά περίπτωση έντυπο δικαίωμα κάλυψης του ασφαλισμένου και να το υποβάλουν στον Οργανισμό προκειμένου να είναι δυνατή η αποζημίωσή τους.

Κατόπιν των ανωτέρω, καλούνται όλοι οι Πάροχοι Υπηρεσιών Δευτεροβάθμιας Φροντίδας Υγείας να μεριμνήσουν για τη σχετική ενημέρωση όλων των εμπλεκομένων κατά την υποδοχή και εξυπηρέτηση των Ευρωπαίων ασφαλισμένων προκειμένου να διασφαλισθεί η εξυπηρέτηση των Ευρωπαίων ασφαλισμένων κατά τη διάρκεια παραμονής τους στη χώρα μας με την ταυτόχρονη διασφάλιση της αναζήτησης των δαπανών κατ’ εφαρμογή των Ευρωπαϊκών Κανονισμών.

Η διεκδίκηση της απόδοσης δαπανών από τον ΕΟΠΥΥ ως Οργανισμού Σύνδεσης έναντι των λοιπών Οργανισμών Σύνδεσης Ευρωπαϊκών Φορέων για παροχές σε είδος, συνδέεται άμεσα με την ορθή εφαρμογή και τήρηση όλων των διαδικασιών / οδηγιών που προβλέπονται κατά τη χορήγηση της περίθαλψης στη χώρα μας όπως έχουν περιγραφεί αναλυτικά στις σχετικές οδηγίες που έχουν αποσταλεί από την Διεύθυνση Διεθνών Ασφαλιστικών Σχέσεων και η συνδρομή όλων των εμπλεκομένων κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η απώλεια πόρων για τη χώρα μας.




Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΟΠΥΥ
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΜΠΕΡΣΙΜΗΣ
Επ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς

Ακριβές Αντίγραφο
Τμήμα Γραμματείας ΕΟΠΥΥ

Viewing all 7448 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>