Αριθμ. οίκ. 26707/1590
(ΦΕΚ B’ 2392/19.06.2019)
Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 11 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α΄) «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις».
2. Tις διατάξεις του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98 Α΄) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα».
3. Το άρθρο 27 του ν. 4320/2015 (ΦΕΚ 29 Α΄) «Ρυθμίσεις για τη λήψη έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρώπινης κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των κυβερνητικών οργάνων και λοιπές διατάξεις».
4. Το π.δ. 125/2016 (ΦΕΚ 210 Α΄) «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
5. Το άρθρο 20 του π.δ. 134/2017 (ΦΕΚ 168 Α΄) «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης».
6. Την αριθμ. οίκ. 32921/2175/13-6-2018 εγκύκλιο με θέμα «Έλεγχος συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 11 παρ. 2 του ν. 1876/1990» (Α.Δ.Α.: ΨΑΩΕ465Θ1Ω9ΚΩ).
7. Το αριθμ. ΕΞ-245470-2019/10001/7-6-2019 έγγραφο του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.).
8. Τη γνώμη που εξέφρασε το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας κατά τη συνεδρίασή του της 7-6-2019.
9. Τα στοιχεία του φακέλου, από τα οποία προκύπτει ότι συντρέχουν οι αριθμητικές προϋποθέσεις για την κήρυξη ως γενικώς υποχρεωτικής της πιο πάνω Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, δηλαδή ότι οι δεσμευόμενοι εργοδότες απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου.
10. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
Κηρύσσουμε ως γενικώς υποχρεωτική την από 10-4-2019 «Τοπική Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις Νομού Ηρακλείου», με πράξη κατάθεσης 7/11-4-2019, για όλους τους εργοδότες και εργαζόμενους στον κλάδο και στον τόπο, που αφορά αυτή.
Η απόφαση αυτή ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 12 Ιουνίου 2019
Η Υπουργός
ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ
26707/1590/2019 Κήρυξη ως γενικώς υποχρεωτικής της από 10-4-2019 Τοπικής Κλαδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις Νομού Ηρακλείου
26705/1588/2019 Κήρυξη ως γενικώς υποχρεωτικής της από 29-3-2019 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Καπνοβιομηχανίας όλης της χώρας
Αριθμ. οίκ. 26705/1588
(ΦΕΚ B’ 2392/19.06.2019)
Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 11 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α΄) «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις».
2. Tις διατάξεις του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98 Α΄) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα».
3. Το άρθρο 27 του ν. 4320/2015 (ΦΕΚ 29 Α΄) «Ρυθμίσεις για τη λήψη έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρώπινης κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των κυβερνητικών οργάνων και λοιπές διατάξεις».
4. Το π.δ. 125/2016 (ΦΕΚ 210 Α΄) «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών ΥπουργώνκαιΥφυπουργών».
5. Το άρθρο 20 του π.δ. 134/2017 (ΦΕΚ 168 Α΄) «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης».
6. Την αριθμ. οίκ. 32921/2175/13-6-2018 εγκύκλιο με θέμα «Έλεγχος συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 11 παρ. 2 του ν. 1876/1990» (Α.Δ.Α.: ΨΑΩΕ465Θ1Ω9ΚΩ).
7. Το αριθμ. ΕΞ-245470-2019/10001/7-6-2019 έγγραφο του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.).
8. Τη γνώμη που εξέφρασε το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας κατά τη συνεδρίασή του της 7-6-2019.
9. Τα στοιχεία του φακέλου, από τα οποία προκύπτει ότι συντρέχουν οι αριθμητικές προϋποθέσεις για την κήρυξη ως γενικώς υποχρεωτικής της πιο πάνω Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, δηλαδή ότι οι δεσμευόμενοι εργοδότες απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου.
10. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
Κηρύσσουμε ως γενικώς υποχρεωτική την από 29-3-2019 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Καπνοβιομηχανίας όλης της χώρας, με πράξη κατάθεσης 5/29-3-2019, για όλους τους εργοδότες και εργαζόμενους του κλάδου, που αφορά αυτή.
Η απόφαση αυτή ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 12 Ιουνίου 2019
Η Υπουργός
ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ
328/757159/2019 Προαιρετική ασφάλιση Ελλήνων υπηκόων και ομογενών εγκατεστημένων σε χώρες της αλλοδαπής, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 4 του ν. 1469/1984, όπως ισχύει
Αθήνα, 20/6 /2019
Αριθμ. Πρωτ. Δ.ΑΣΦ. 328/757159
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Πληροφορίες: Ν. Κατσιμπούρης
Ταχ. Δ/νση: Σατωβριάνδου 18
104 32 Αθήνα
Τηλ: 2105285582
E-mail: d.asfalisis@efka.gov.gr
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΕΙΓΟΝ
ΓΕΝΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ
ΘΕΜΑ: «Προαιρετική ασφάλιση Ελλήνων υπηκόων και ομογενών εγκατεστημένων σε χώρες της αλλοδαπής, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 4 του ν. 1469/1984, όπως ισχύει».
ΣΧΕΤ : 1.Η με αριθμ.215/1984 εγκύκλιος του τ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.
2.Το υπ’ αριθμ. Φ.10141/37823/1545(2017)/9-4-2019 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
Με αφορμή ερωτήματα σχετικά με την ισχύ των ανωτέρω διατάξεων περί προαιρετικής ασφάλισης Ελλήνων υπηκόων και ομογενών και σύμφωνα με το 2ο σχετικό έγγραφο του εποπτεύοντος Υπουργείου σας γνωρίζουμε ότι, οι ανωτέρω διατάξεις δεν επηρεάζονται από τον ν. 4387/2016, και ειδικότερα από τα άρθρα 18, 34 παρ. 2 και 37 αυτού, καθόσον αποτελούν ειδικές διατάξεις νόμου.
Επομένως οι ανωτέρω διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την ψήφιση του ν. 4387/2016, και να εφαρμόζονται όπως πριν την ψήφιση αυτού.
Γενικά
Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, Έλληνες υπήκοοι ως και ομογενείς εγκατεστημένοι σε χώρες της αλλοδαπής δικαιούνται να υπαχθούν προαιρετικά στην ασφάλιση ειδικού λογαριασμού συντάξεων, με την ονομασία "Ειδικός Λογαριασμός Ασφάλισης Ελλήνων Εξωτερικού", σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 4 του ν. 1469/1984, όπως ισχύει.
Διάρκεια-Προϋποθέσεις
Η ασφάλιση αρχίζει από την πρώτη του μήνα μέσα στον οποίο υποβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο η σχετική αίτηση, ανεξάρτητα από την επαγγελματική απασχόλησή του. Η ασφάλιση αυτή μπορεί να συνεχιστεί και μετά την εγκατάσταση στην Ελλάδα, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει συμπληρώσει χρόνο ασφάλισης τριακοσίων (300) ημερών από την έναρξή της και δεν απασχολείται σε εργασία για την οποία ασφαλίζεται υποχρεωτικά σε οποιοδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης.
Κλάδοι ασφάλισης – Υπολογισμός και καταβολή εισφορών
α. Ο ασφαλισμένος υποχρεούται να καταβάλλει το σύνολο της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη του κλάδου συντάξεων που ισχύει κάθε φορά.
Για τον υπολογισμό της εισφοράς αυτής ο ασφαλισμένος δικαιούται να επιλέξει μία από τις ασφαλιστικές κλάσεις του άρθρου 37 του Α.Ν. 1846/1951, όπως ισχύουν κάθε φορά, στις οποίες αντιστοιχεί το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη, όπως ισχύει την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, πολλαπλασιαζόμενο με συντελεστή 1 ή 1,5 ή 2 ή 2,5 ή 3 (ασφαλιστικές κλάσεις 1η, 2η, 3η, 4η και 5η αντίστοιχα).
Ο ασφαλισμένος μπορεί με έγγραφη δήλωσή του, να μεταβάλλει ασφαλιστική κλάση και να κατατάσσεται κάθε φορά στην αμέσως ανώτερη ή στην αμέσως κατώτερη ασφαλιστική κλάση. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκεί ο ασφαλισμένος μετά τη συμπλήρωση τριετίας σε κάθε ασφαλιστική κλάση. Η νέα κατάταξη θα ισχύει από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους από την υποβολή της σχετικής δήλωσης.
Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής της εισφοράς υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού, το ποσό αυτής επιβαρύνεται με τις ίδιες προσαυξήσεις που επιβάλλονται στις καθυστερούμενες εισφορές.
Καθυστέρηση καταβολής της εισφοράς μεγαλύτερο από 12 μήνες από τότε που είναι απαιτητή, συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος ασφάλισης για το χρόνο που δεν καταβλήθηκαν εισφορές.
β. Τα πρόσωπα που εντάσσονται προαιρετικά στην ασφάλιση κλάδου σύνταξης παράλληλα με τον Ειδικό Λογαριασμό Ασφάλισης Ελλήνων Εξωτερικού έχουν τη δυνατότητα προαιρετικής υπαγωγής στην ασφάλιση του κλάδου παροχών ασθένειας και μητρότητας σε είδος σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 9 του ν.1469/1984.
Οι εισφορές υπολογίζονται με βάση το τεκμαρτό ημερομίσθιο της 2ας ασφαλιστικής κλάσης του λογαριασμού για όλους τους ασφαλισμένους , ανεξάρτητα από την ασφαλιστική κλάση στην οποία έχουν καταταγεί για σύνταξη και το σύνολο της εισφοράς εργοδότη και ασφαλισμένου του κλάδου παροχών ασθένειας και μητρότητας σε είδος.
Η ανωτέρω διαδικασία παρακολουθείται μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος ΟΠΣ/τ.ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Κατόπιν τούτου, η προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις εξακολουθεί να εφαρμόζεται από τον Ε.Φ.Κ.Α. και τις Υπηρεσίες του.
Μετά τα ανωτέρω, παρακαλούνται οι Υπηρεσίες (Μισθωτών) του Ε.Φ.Κ.Α., οι οποίες δεν είχαν διεκπεραιώσει αντίστοιχα αιτήματα, αναμένοντας οδηγίες από την Διεύθυνσή μας, να προβούν στην διεκπεραίωση αυτών.
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΙΑΠΑΚΗΣ
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΤΣΙΟΥΤΣΙΑ ΕΛΕΝΗ
Yπόθεση C-664/17 Μεταβίβαση τμήματος επιχειρήσεως - Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων - Έννοια του όρου ‟μεταβίβαση” - Έννοια του όρου ‟οικονομική οντότητα” - Μεταβίβαση τμήματος της οικονομικής δραστηριότητας μητρικής εταιρίας σε νεοϊδρυθείσα θυγατρική - Ταυτότητα - Αυτονομία - Άσκηση οικονομικής δραστηριότητας - Κριτήριο της ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας επί μονίμου βάσεως - Αναζήτηση συντελεστών παραγωγής από τρίτους - Πρόθεση εκκαθαρίσεως της μεταβιβασθείσας οντότητας
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 13ης Ιουνίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2001/23/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Μεταβίβαση τμήματος επιχειρήσεως – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων – Έννοια του όρου ‟μεταβίβαση” – Έννοια του όρου ‟οικονομική οντότητα” – Μεταβίβαση τμήματος της οικονομικής δραστηριότητας μητρικής εταιρίας σε νεοϊδρυθείσα θυγατρική – Ταυτότητα – Αυτονομία – Άσκηση οικονομικής δραστηριότητας – Κριτήριο της ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας επί μονίμου βάσεως – Αναζήτηση συντελεστών παραγωγής από τρίτους – Πρόθεση εκκαθαρίσεως της μεταβιβασθείσας οντότητας»
Στην υπόθεση C‑664/17,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε ο Άρειος Πάγος (Ελλάδα) με απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Νοεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης
Ελληνικά Ναυπηγεία AE
κατά
Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου κ.λπ.,
παρισταμένων των:
Συλλόγου Εργαζομένων Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, Η ΤΡΙΑΙΝΑ,
Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου (ΠΟΕΜ),
Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, J. Malenovský (εισηγητή), C. G. Fernlund και L. S. Rossi, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar
γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Νοεμβρίου 2018,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Ελληνικά Ναυπηγεία AE, εκπροσωπούμενη από τους Σ. Ανδριόπουλο και Δ. Ζερδελή, δικηγόρους,
– ο Π. Αναγνωστόπουλος και 89 ακόμη εργαζόμενοι, ο Σύλλογος Εργαζομένων Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, Η ΤΡΙΑΙΝΑ, και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου (ΠΟΕΜ), εκπροσωπούμενοι από τον Β. Πήττα, δικηγόρο,
– ο Δ. Καραμπίνης, εκπροσωπούμενος από τον Μ. Μιχαλόπουλο, δικηγόρο,
– οι Κ. Πριόβολος και Κ. Κωστόπουλος, εκπροσωπούμενοι από τον Α. Τζέλλη, δικηγόρο,
– η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ), εκπροσωπούμενη από τη Σ. Καζάκου, δικηγόρο,
– η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Σ. Χαριτάκη, Σ. Παπαϊωάννου και Έ.‑Μ. Μαμούνα,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Μ. Κωνσταντινίδη και M. Kellerbauer,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Φεβρουαρίου 2019,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ 2001, L 82, σ. 16).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ελληνικά Ναυπηγεία AE, αφενός, και του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου και 89 ακόμη εργαζομένων (στο εξής: αναιρεσίβλητοι εργαζόμενοι), αφετέρου, με αντικείμενο την εκτέλεση των συμβάσεων εργασίας που είχαν αρχικώς συναφθεί μεταξύ των ως άνω διαδίκων.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η οδηγία 2001/23 κωδικοποίησε, από 11ης Απριλίου 2001, την οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171), όπως είχε τροποποιηθεί με την οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998 (ΕΕ 1998, L 201, σ. 88). Δεδομένου ότι όλα τα κρίσιμα περιστατικά σχετικά με την επίμαχη στην κύρια δίκη μεταβίβαση έχουν λάβει χώρα μετά την 11η Απριλίου 2001, η οδηγία 2001/23 είναι εφαρμοστέα ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης.
4 Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 και 8 της οδηγίας 2001/23 έχουν ως εξής:
«(3) Είναι απαραίτητη η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα, και ιδιαίτερα προς εξασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων τους.
[...]
(8) Η ασφάλεια και η διαφάνεια του δικαίου απαίτησαν να διευκρινιστεί η έννοια της μεταβίβασης με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου. Η διευκρίνιση αυτή δεν τροποποίησε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου.»
5 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«α) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης.
β) Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.»
6 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:
«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
α) “[μεταβιβάζων]”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λόγω μιας μεταβιβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης·
β) “[διάδοχος]” κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, λόγω μεταβιβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης».
7 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/23 ορίζει τα εξής:
«Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του [μεταβιβάζοντος], που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον [διάδοχο].»
8 Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«1. Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης, ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, δεν συνιστά αυτή καθ’ εαυτή λόγο απολύσεως για τον [μεταβιβάζοντα] ή τον [διάδοχο]. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού.
[...]
2. Αν η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση καταγγελθεί λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος του εργαζομένου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη.»
9 Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, τα άρθρα 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο [μεταβιβάζων] υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του [μεταβιβάζοντος] και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, εξουσιοδοτημένος από αρμόδια δημόσια αρχή).»
Το ελληνικό δίκαιο
10 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, του προεδρικού διατάγματος 178/2002, Μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου (ΦΕΚ Aʹ 162/12.7.2002, στο εξής: προεδρικό διάταγμα 178/2002), οι διατάξεις του προεδρικού αυτού διατάγματος εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, η οποία συνιστά μεταβολή του προσώπου του εργοδότη και δύναται να αφορά είτε δημόσιους είτε ιδιωτικούς φορείς, οι οποίοι ασκούν οικονομικές δραστηριότητες, που ενδέχεται να είναι είτε κερδοσκοπικές είτε μη κερδοσκοπικές.
11 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω διατάγματος, ως «μεταβίβαση» θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.
12 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του εν λόγω προεδρικού διατάγματος ορίζει την έννοια των όρων «μεταβιβάζων» και «διάδοχος», του μεν πρώτου νοουμένου ως κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο, λόγω μεταβιβάσεως υπό την προαναφερθείσα έννοια, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως, του δε δεύτερου ως κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο, λόγω μεταβιβάσεως κατά την ως άνω έννοια, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως.
13 Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του προεδρικού διατάγματος 178/2002, από την ημερομηνία της μεταβιβάσεως όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που είχε ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταβιβάζονται στον διάδοχο.
14 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω προεδρικού διατάγματος προβλέπει ότι ο μεταβιβάζων εξακολουθεί, και μετά τη μεταβίβαση, να ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διάδοχο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι τον χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος.
15 Από το άρθρο 4, παράγραφος 2, του εν λόγω διατάγματος συνάγεται ότι μετά τη μεταβίβαση ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας.
16 Το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του προεδρικού διατάγματος 178/2002 προβλέπει ότι η μεταβίβαση μιας επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος επιχειρήσεως δεν συνιστά, αυτή καθεαυτή, λόγο απολύσεως των εργαζομένων. Ωστόσο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω διατάγματος, τηρουμένων των σχετικών περί απολύσεων διατάξεων, επιτρέπονται απολύσεις που κρίνονται απαραίτητες για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανώσεως που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού. Εντούτοις, το άρθρο 5, παράγραφος 2, του εν λόγω διατάγματος προβλέπει ότι, αν η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση καταγγελθεί λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος των εργαζομένων, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη.
17 Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 178/2002, οι συνέπειες της μεταβιβάσεως που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 5 του διατάγματος αυτού δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που ο μεταβιβάζων βρίσκεται σε διαδικασία πτωχεύσεως ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
18 Οι αναιρεσίβλητοι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί, πριν από 30 περίπου έτη, με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου από την Ελληνικά Ναυπηγεία για να εργαστούν στις εγκαταστάσεις της εταιρίας αυτής στον Σκαραμαγκά (Ελλάδα).
19 Η εν λόγω εταιρία ήταν, από το 1985, επιχείρηση του ευρύτερου δημόσιου τομέα, η οποία ιδιωτικοποιήθηκε το 2002 και, μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2008, υπήρχε απαγόρευση μειώσεως του προσωπικού της.
20 Η Ελληνικά Ναυπηγεία ασκούσε, κατά την ιδιωτικοποίησή της, τέσσερις δραστηριότητες και συγκεκριμένα τη ναυπήγηση πολεμικών και εμπορικών πλοίων, την επισκευή πλοίων, τη ναυπήγηση και επισκευή υποβρυχίων και την κατασκευή και επισκευή σιδηροδρομικών οχημάτων. Οι δραστηριότητες αυτές ήταν οργανωμένες σε τέσσερις αντίστοιχες «διευθύνσεις», ήτοι τη διεύθυνση πλοίων επιφανείας, τη διεύθυνση επισκευών, τη διεύθυνση υποβρυχίων και τη διεύθυνση τροχαίου υλικού. Εκτός από τις διευθύνσεις αυτές, η οργανωτική δομή της Ελληνικά Ναυπηγεία περιλάμβανε και τέσσερα παραγωγικά «τμήματα», και συγκεκριμένα το ελασματουργείο, το σωληνουργείο, το ξυλουργείο και το μηχανουργείο. Καμία από τις ως άνω οργανωμένες σε «διευθύνσεις» δραστηριότητες δεν μπορούσε να εκτελέσει τα έργα που αναλάμβανε χωρίς τη συμμετοχή στην αντίστοιχη διαδικασία των προαναφερθέντων «παραγωγικών» τμημάτων.
21 Η Ελληνικά Ναυπηγεία, λίγο καιρό μετά την ιδιωτικοποίησή της, ίδρυσε μια θυγατρική στον τομέα του τροχαίου υλικού, την Εταιρεία Τροχαίου Υλικού Ελλάδος ΑΕ (στο εξής: ΕΤΥΕ), προκειμένου να μεταβιβασθούν σ’ αυτήν οι σε εξέλιξη προγραμματικές συμφωνίες που αφορούσαν την κατασκευή και παράδοση σιδηροδρομικών οχημάτων διαφόρων τύπων. Κατά την απόφαση περί παραπομπής, στις 28 Σεπτεμβρίου 2006, η Ελληνικά Ναυπηγεία και η ΕΤΥΕ συνήψαν σειρά συμβάσεων προκειμένου, από 1ης Οκτωβρίου 2006, να επιτευχθεί η λειτουργία της «διεύθυνσης τροχαίου υλικού» της Ελληνικά Ναυπηγεία ως αυτόνομης εταιρίας υπό την επωνυμία της ΕΤΥΕ.
22 Οι συμβάσεις αυτές είχαν ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τη μίσθωση επαγγελματικής στέγης με αντικείμενο ένα οικόπεδο της Ελληνικά Ναυπηγεία, την πώληση και την παράδοση, από την Ελληνικά Ναυπηγεία προς την ΕΤΥΕ, κινητών πραγμάτων, την παροχή, από την Ελληνικά Ναυπηγεία προς την ΕΤΥΕ, υπηρεσιών διοικητικής φύσεως, καθώς και την ανάθεση, εκ μέρους της Ελληνικά Ναυπηγεία στην ΕΤΥΕ, της εκτελέσεως εκκρεμών εργασιών από τρεις προγραμματικές συμβάσεις.
23 Κατά τη διάρκεια του 2007, η Ελληνικά Ναυπηγεία και η ΕΤΥΕ συνήψαν και άλλες συμβάσεις με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τον δανεισμό προσωπικού της ETYE στην Ελληνικά Ναυπηγεία, την ανάθεση, εκ μέρους της Ελληνικά Ναυπηγεία στην ETYE, της εκτελέσεως εκκρεμών εργασιών από προγραμματική σύμβαση, καθώς και την παροχή υπηρεσιών από την ETYE στην Ελληνικά Ναυπηγεία.
24 Στις 28 Σεπτεμβρίου 2007, η Ελληνικά Ναυπηγεία και η ΕΤΥΕ συνήψαν συμφωνία-πλαίσιο η οποία προέβλεπε την εκκαθάριση της δεύτερης την 30ή Σεπτεμβρίου 2008. Επιπλέον, συμφωνήθηκε ότι η Ελληνικά Ναυπηγεία θα αναλάμβανε τα έξοδα εκκαθαρίσεως τα οποία ισοδυναμούσαν με το προϋπολογισθέν κόστος για τις απολύσεις των 160 εργαζομένων της ΕΤΥΕ. Ωστόσο, η προβλεπόμενη ημερομηνία της εν λόγω εκκαθαρίσεως μετατέθηκε με την από 10 Σεπτεμβρίου 2008 τροποποίηση της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου.
25 Την 1η Οκτωβρίου 2007, το σύνολο των μετοχών της ΕΤΥΕ περιήλθε στην κυριότητα του ομίλου των γερμανικών εταιριών περιορισμένης ευθύνης ΙΝΤΕΙ Industriebeteiligungsgesellschaft mbH (ΙΝΤΕΙ) και Industriegesellschaft Waggonbau Ammendorf mbH (ΙGWA).
26 Με την από 8 Οκτωβρίου 2007 ανακοίνωση, οι αναιρεσίβλητοι εργαζόμενοι πληροφορήθηκαν τη μεταβίβαση της ΕΤΥΕ στον ως άνω όμιλο εταιριών. Στις 13 Μαΐου 2008, συνήφθη η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας όλων των εργαζομένων στην ETYE.
27 Το 2010, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Ελλάδα) κήρυξε την ΕΤΥΕ σε κατάσταση πτωχεύσεως.
28 Οι νυν αναιρεσίβλητοι εργαζόμενοι άσκησαν την από 1η Ιουνίου 2009 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ελλάδα), με αίτημα να αναγνωρισθεί ότι εξακολουθούσαν να συνδέονται με συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την Ελληνικά Ναυπηγεία, ότι η Ελληνικά Ναυπηγεία όφειλε να καταβάλει προς αυτούς τις νόμιμες αποδοχές συγκεκριμένα για όσο χρονικό διάστημα διατηρούνται οι συμβάσεις εργασίας και ότι, σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας, η Ελληνικά Ναυπηγεία όφειλε να καταβάλει προς έκαστο εξ αυτών τις νόμιμες αποζημιώσεις απολύσεως.
29 Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή την εν λόγω αγωγή και η Ελληνικά Ναυπηγεία άσκησε έφεση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών (Ελλάδα). Το εν λόγω δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας, ειδικότερα, ότι η ETYE ουδέποτε συνιστούσε αυθύπαρκτη οργανική ενότητα. Έκρινε ότι, πρώτον, η ETYE δεν συνιστούσε αυτόνομη παραγωγική μονάδα δεδομένου ότι για την παραγωγή και επισκευή του τροχαίου υλικού ήταν απαραίτητη η συμβολή απάντων των τεσσάρων παραγωγικών τμημάτων της Ελληνικά Ναυπηγεία και ότι, αν η Ελληνικά Ναυπηγεία έπαυε κάθε δραστηριότητα, θα ήταν αδύνατη η κατασκευή και επισκευή σιδηροδρομικού υλικού εκ μέρους της ΕΤΥΕ. Δεύτερον, η ETYE δεν διέθετε δική της διοικητική υποστήριξη, την οποία της παρείχε η Ελληνικά Ναυπηγεία, και, τρίτον, δεν διέθετε οικονομική αυτοτέλεια και την οικονομική της διαχείριση ασκούσε η Ελληνικά Ναυπηγεία. Από τα ανωτέρω το Εφετείο Αθηνών συνήγαγε ότι δεν μπορούσε να γίνει λόγος για μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμημάτων εγκαταστάσεως και ότι, ως εκ τούτου, εργοδότης των νυν αναιρεσιβλήτων εργαζομένων παρέμενε η Ελληνικά Ναυπηγεία.
30 Στις 29 Αυγούστου 2013, η Ελληνικά Ναυπηγεία άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ελλάδα). Στους κόλπους του δικάζοντος τμήματος του εν λόγω δικαστηρίου εμφιλοχώρησε διαφωνία ως προς την έννοια του όρου «οικονομική οντότητα» στο άρθρο 1 της οδηγίας 2001/23.
31 Συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη τριών μελών του δικάζοντος τμήματος, η ΕΤΥΕ δεν είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει την επιχειρηματική δραστηριότητα που ανέλαβε, καθόσον αυτή δεν διέθετε πριν από την επίμαχη μεταβίβαση την αναγκαία υλική ή τεχνική υποδομή ούτε η διεύθυνση τροχαίου υλικού που φέρεται ότι μεταβιβάσθηκε σ’ αυτήν μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς την υποστήριξη των παραγωγικών τμημάτων της Ελληνικά Ναυπηγεία, καθώς και των διοικητικών και οικονομικών υπηρεσιών αυτής. Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι το έργο που παρήγαγε η ΕΤΥΕ ήταν μηδαμινό και οδήγησε στην πτώχευσή της. Τα ανωτέρω ενισχύουν, εξάλλου, την άποψη των αναιρεσιβλήτων εργαζομένων ότι η επίμαχη μεταβίβαση απέβλεπε στην κατάργηση της δραστηριότητας κατασκευής και επισκευής σιδηροδρομικών οχημάτων της Ελληνικά Ναυπηγεία και στην απώλεια των θέσεων εργασίας που συνδέονταν με αυτήν, χωρίς αρνητικές οικονομικές συνέπειες για την Ελληνικά Ναυπηγεία.
32 Αντιθέτως, δύο μέλη του δικάζοντος τμήματος είναι της γνώμης ότι η μονάδα που μεταβιβάσθηκε είχε, τόσο πριν όσο και μετά την επίμαχη μεταβίβαση, επαρκή αυτοτέλεια για να ασκεί την οικονομική της δραστηριότητα. Ειδικότερα, σε περίπτωση μεταβιβάσεως μιας λιγότερο σημαντικής μονάδας, τα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια του όρου «οικονομική οντότητα» μπορούν να εξετάζονται με λιγότερο αυστηρό τρόπο σε σύγκριση με την περίπτωση μεταβιβάσεως μιας ολόκληρης επιχειρήσεως ή μίας κύριας δραστηριότητας. Το γεγονός ότι ο διάδοχος, ως θυγατρική εταιρία, υποστηριζόταν από τον μεταβιβάζοντα κατά την άσκηση της δραστηριότητας που απέκτησε δεν αποκλείει την κατάφαση της μεταβιβάσεως, διότι για την ερμηνεία της έννοιας του όρου «μεταβίβαση» πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι σύγχρονες μορφές του «επιχειρείν», ιδίως με τη χρήση μέσων και υπηρεσιών τρίτων. Τέλος, η πρόθεση του μεταβιβάζοντος και του διαδόχου να προχωρήσουν σε εκκαθάριση της εταιρίας αποτελεί όχι ενδείκτη που αποκλείει τη μεταβίβαση, αλλά στοιχείο από το οποίο μπορεί, ενδεχομένως, να συναχθεί, βάσει των κανόνων του εθνικού δικαίου, η ύπαρξη μονομερούς μεταβολής των όρων της συμβάσεως και η λύση της εκ μέρους του μεταβιβάζοντος εργοδότη.
33 Επομένως, ο Άρειος Πάγος αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Κατά την αληθινή έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας [2001/23] και προκειμένου να γίνει δεκτό ότι υφίσταται ή δεν υφίσταται μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως ή επιχειρήσεως, ως “οικονομική οντότητα” πρέπει να νοηθεί μια τελείως αυτοδύναμη παραγωγική μονάδα, η οποία έχει την ικανότητα να λειτουργήσει για την επίτευξη του οικονομικού σκοπού της χωρίς οποιαδήποτε αναζήτηση (με αγορά, δανεισμό, μίσθωση κ.λπ.) συντελεστών παραγωγής (πρώτων υλών, εργατικού δυναμικού, μηχανολογικού εξοπλισμού, εξαρτημάτων του τελικού προϊόντος, υπηρεσιών υποστήριξης, οικονομικών πόρων κ.λπ.) από τρίτους; Ή, αντιθέτως, για την κατάφαση της έννοιας “οικονομική οντότητα” είναι αρκετή η διακριτότητα του αντικειμένου της δραστηριότητας, η πραγματική δυνατότητα να αποτελέσει το αντικείμενο αυτό το σκοπό μιας οικονομικής προσπάθειας και το εφικτό της λυσιτελούς οργάνωσης των συντελεστών παραγωγής (πρώτων υλών, μηχανολογικού κ.λπ. εξοπλισμού, εργατικού δυναμικού και υπηρεσιών υποστήριξης) για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού, χωρίς να ασκεί επιρροή η εκ μέρους του νέου φορέα της δραστηριότητας αναζήτηση συντελεστών παραγωγής και έξω από αυτήν ή η αποτυχία του ως προς την επίτευξη του σκοπού σε συγκεκριμένη περίπτωση;
2) Κατά την αληθινή έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας [2001/23], η ύπαρξη μεταβίβασης αποκλείεται ή όχι στην περίπτωση κατά την οποία ως προοπτική του μεταβιβάζοντος ή του διαδόχου ή και αμφοτέρων δεν είναι μόνο η επιτυχής συνέχιση της δραστηριότητας υπό το νέο φορέα, αλλά και η μελλοντική κατάργησή της, προς εκκαθάριση της συγκεκριμένης επιχείρησης;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
34 Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2001/23, και ιδίως το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, εφαρμόζεται στη μεταβίβαση παραγωγικής μονάδας στην περίπτωση που, αφενός, ο μεταβιβάζων, ο διάδοχος ή και οι δύο από κοινού δεν έχουν ως προοπτική μόνο να συνεχίσει ο διάδοχος την οικονομική δραστηριότητα που ασκούσε ο μεταβιβάζων, αλλά επίσης να παύσει μελλοντικά ο ίδιος ο διάδοχος να υφίσταται, τιθέμενος σε εκκαθάριση, και, αφετέρου, η επίμαχη μονάδα δεν είναι πλήρως αυτόνομη, επειδή δεν μπορεί να επιτύχει τον οικονομικό σκοπό της χωρίς την αναζήτηση συντελεστών παραγωγής από τρίτους.
35 Επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, η οδηγία 2001/23 εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα συμβατικής μεταβιβάσεως ή συγχωνεύσεως.
36 Πέραν των ανωτέρω προϋποθέσεων, η μεταβίβαση πρέπει επίσης να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ως άνω οδηγίας, ήτοι να αφορά οικονομική οντότητα που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.
37 Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει, αρχικώς, να εξεταστεί αν η οδηγία 2001/23, και ιδίως το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, μπορεί να εφαρμοστεί σε περίπτωση κατά την οποία ο μεταβιβάζων, ο διάδοχος ή και οι δύο από κοινού δεν έχουν ως προοπτική μόνον τη συνέχιση από τον διάδοχο της δραστηριότητας της μεταβιβασθείσας οντότητας, αλλά και τη μελλοντική εκκαθάριση του ίδιου του διαδόχου. Πράγματι, μόνο σε καταφατική περίπτωση θα πρέπει, εν συνεχεία, να εξεταστεί αν μεταβιβασθείσα οντότητα όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2001/23.
38 Κατ’ αρχάς, μολονότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23 προβλέπει ότι η μεταβίβαση πρέπει να γίνεται «με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας», δεν προκύπτει εντούτοις από το γράμμα του ότι η δραστηριότητα αυτή πρέπει να ασκείται για απεριόριστο χρόνο ούτε ότι δεν θα μπορούσε να περιλαμβάνεται στις προθέσεις του μεταβιβάζοντος, του διαδόχου ή αμφοτέρων και το να παύσει, στο μέλλον και αφού θα έχει συνεχίσει την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας, να υφίσταται ο ίδιος ο διάδοχος.
39 Συνεπώς, δεν προκύπτει από καμία διάταξη της οδηγίας 2001/23 ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη πρόθεση να εξαρτήσει τη δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας από την προϋπόθεση ο διάδοχος να συνεχίσει να υφίσταται πέραν ενός συγκεκριμένου χρονικού ορίου.
40 Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι θα αντέβαινε στον πρωταρχικό σκοπό της οδηγίας 2001/23 μια ερμηνεία που θα απέκλειε από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής μια μεταβίβαση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.
41 Πράγματι, η οδηγία 2001/23 έχει σκοπό να διασφαλίσει τη συνέχεια των υφιστάμενων στο πλαίσιο οικονομικής οντότητας σχέσεων εργασίας, ανεξαρτήτως μεταβολής του εργοδότη (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2014, Amatori κ.λπ., C‑458/12, EU:C:2014:124, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
42 Πλην όμως, η επίμαχη στην κύρια δίκη μεταβίβαση φαίνεται πως έγινε με προοπτική, μεταξύ άλλων, τη συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας από τον νέο φορέα και, επομένως, πρέπει εν προκειμένω να διασφαλιστεί η συνέχεια των σχέσεων εργασίας την οποία εγγυάται η οδηγία 2001/23.
43 Τέλος, η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 που αποτελεί στοιχείο του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας.
44 Πράγματι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2001/23 κατ’ αρχήν δεν εφαρμόζονται όταν ο μεταβιβάζων υπόκειται σε διαδικασία πτωχεύσεως ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος.
45 Ως εκ τούτου, η προστασία που παρέχουν στους εργαζομένους τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2001/23 παύει μόνο στην περίπτωση που ο μεταβιβάζων είναι εκείνος ο οποίος υπόκειται σε τέτοια διαδικασία κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως.
46 Πλην όμως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι ο μεταβιβάζων δεν υπόκειται σε τέτοια διαδικασία και, αφετέρου, ότι η παύση της μεταβιβαζόμενης οικονομικής δραστηριότητας αποτελεί μελλοντική μόνον προοπτική, στο πλαίσιο της θέσεως του διαδόχου υπό εκκαθάριση.
47 Κατά συνέπεια, σε περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, οι εργαζόμενοι τους οποίους αφορά η μεταβίβαση δεν μπορούν να στερηθούν την προστασία που τους παρέχουν τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2001/23.
48 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η οδηγία 2001/23, και ιδίως το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, μπορεί κατ’ αρχήν να εφαρμοστεί σε περίπτωση κατά την οποία ο μεταβιβάζων, ο διάδοχος ή και οι δύο από κοινού δεν έχουν ως προοπτική μόνον τη συνέχιση από τον διάδοχο της δραστηριότητας της μεταβιβασθείσας οντότητας, αλλά και τη μελλοντική εκκαθάριση του ίδιου του διαδόχου.
49 Όπως όμως προκύπτει από τη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να τρέφει αμφιβολίες ως προς το αν στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του η μεταβίβαση αποτελεί αντικείμενο καταστρατηγήσεως εκ μέρους του μεταβιβάζοντος, του διαδόχου ή και των δύο από κοινού, με σκοπό να υποκρύψουν την αληθινή πρόθεσή τους, συνιστάμενη στη διευκόλυνση της εκκαθαρίσεως της μεταβιβασθείσας οντότητας χωρίς αρνητικές οικονομικές συνέπειες για αυτούς.
50 Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης κατά την οποία η εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης δεν μπορεί να επεκτείνεται μέχρι σημείου που να καλύπτει πράξεις που διενεργούνται με σκοπό τη δόλια ή καταχρηστική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, N Luxembourg 1 κ.λπ., C‑115/16, C‑118/16, C‑119/16 και C‑299/16, EU:C:2019:134, σκέψεις 96 έως 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
51 Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να γίνεται δεκτή η εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης όταν αυτές δεν προβάλλονται προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί τους, αλλά προκειμένου να αντληθεί κάποιο όφελος από το δίκαιο της Ένωσης, ενώ δεν πληρούνται τυπικώς οι προϋποθέσεις για την παροχή του οφέλους αυτού (πρβλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, N Luxembourg 1 κ.λπ., C‑115/16, C‑118/16, C‑119/16 και C‑299/16, EU:C:2019:134, σκέψη 98).
52 Στο Δικαστήριο απόκειται να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμες ενδείξεις προκειμένου αυτό να μπορέσει να εξακριβώσει αν ο μεταβιβάζων και ο διάδοχος τήρησαν την αρχή που υπενθυμίζεται στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως.
53 Ως προς το ζήτημα αυτό, μολονότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23 εξαρτά τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας από την προϋπόθεση της συνεχίσεως της οικονομικής δραστηριότητας της μεταβιβαζόμενης οντότητας μετά τη μεταβίβαση, το γεγονός και μόνον ότι η δραστηριότητα αυτή εξακολουθεί να ασκείται δεν αρκεί αφεαυτού για να διαπιστωθεί ότι συντρέχει η εν λόγω προϋπόθεση.
54 Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε ότι, για να εμπίπτει στην οδηγία 2001/23, η μεταβίβαση πρέπει να παρέχει στον διάδοχο τη δυνατότητα συνεχίσεως των δραστηριοτήτων ή ορισμένων δραστηριοτήτων του μεταβιβάζοντος επί μονίμου βάσεως (πρβλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1999, Allen κ.λπ., C‑234/98, EU:C:1999:594, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
55 Η ως άνω απαίτηση ασκήσεως της δραστηριότητας επί μονίμου βάσεως την οποία διατύπωσε το Δικαστήριο πρέπει να νοείται ως αναφορά σε ένα οργανωμένο σύνολο διαφόρων συντελεστών παραγωγής, ιδίως ενσώματων και άυλων στοιχείων, καθώς και του αναγκαίου προσωπικού, που παρέχουν στην οντότητα που μεταβιβάζεται τη δυνατότητα να συνεχίσει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, Rygaard, C‑48/94, EU:C:1995:290, σκέψη 21).
56 Πλην όμως, ένα σύνολο συντελεστών παραγωγής το οποίο, ήδη από τη μεταβίβαση, τείνει προς τη δημιουργία ανισορροπίας μεταξύ των εισροών και των εκροών στην παραγωγή, με κίνδυνο συνεπώς να οδηγήσει σε παραγωγική ασφυξία και σε προοδευτική αλλά αναπότρεπτη κατάργηση της μεταβιβασθείσας δραστηριότητας, όχι μόνο δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι συνάδει με την απαίτηση ασκήσεως της δραστηριότητας επί μονίμου βάσεως αλλά μπορεί συγκεκριμένα να φανερώνει πρόθεση καταστρατηγήσεως εκ μέρους των συγκεκριμένων οικονομικών φορέων με σκοπό την αποφυγή των αρνητικών οικονομικών συνεπειών της μελλοντικής εκκαθαρίσεως της μεταβιβασθείσας οντότητας τις οποίες κανονικά θα έπρεπε να επωμιστεί ο μεταβιβάζων και τις οποίες ο διάδοχος αδυνατεί να αντιμετωπίσει.
57 Αυτό ενδέχεται επίσης να ισχύει και στην περίπτωση που η δραστηριότητα της μεταβιβασθείσας οντότητας περιορίζεται στην εκπλήρωση ορισμένων συμβάσεων ή την ολοκλήρωση συγκεκριμένων προγραμμάτων, χωρίς να δημιουργείται, στο πλαίσιο της επιχειρήσεως του διαδόχου, ένα οργανωμένο σύνολο στοιχείων όπως τα εκτεθέντα στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, Rygaard, C‑48/94, EU:C:1995:290, σκέψεις 20 έως 22).
58 Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω κριτήρια, αν, σε κατάσταση όπως αυτή της κύριας δίκης, ο συγκεκριμένος μεταβιβάζων και ο διάδοχος τήρησαν την γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που αναφέρεται στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως και μπορούν, συνεπώς, να τύχουν των πλεονεκτημάτων που προβλέπει η οδηγία 2001/23 σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως.
59 Εν συνεχεία, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2001/23 μπορεί να εφαρμοστεί σε μεταβίβαση οντότητας όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.
60 Για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, η μεταβίβαση πρέπει να αφορά τμήμα της μεταβιβάζουσας επιχειρήσεως που αποτελεί οικονομική οντότητα νοούμενη ως οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστά δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας με την οποία επιδιώκεται η επίτευξη ιδίου σκοπού και που είναι επαρκώς οργανωμένο και αυτόνομο (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Jouini κ.λπ., C‑458/05, EU:C:2007:512, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
61 Για την εφαρμογή της οδηγίας, η επίμαχη οντότητα πρέπει επίσης να διατηρεί την ταυτότητά της κατόπιν της μεταβιβάσεως (πρβλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2009, Klarenberg, C‑466/07, EU:C:2009:85, σκέψη 39).
62 Κατά το μέτρο που η ταυτότητα της οικονομικής οντότητας συγκροτείται από διάφορα στοιχεία άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, όπως το προσωπικό της, η στελέχωσή της, η οργάνωση των εργασιών της, οι μέθοδοι της λειτουργίας ή και, ενδεχομένως, τα μέσα λειτουργίας που διαθέτει (απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Piscarreta Ricardo, C‑416/16, EU:C:2017:574, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), αναγκαία προϋπόθεση της ταυτότητας αυτής είναι, μεταξύ άλλων στοιχείων, η λειτουργική αυτονομία.
63 Συνεπώς, όντας συνυφασμένη με την ταυτότητα μιας τέτοιας οντότητας, η λειτουργική αυτονομία της πρέπει, όπως επιτάσσει το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23, να διατηρείται μετά τη μεταβίβαση.
64 Περαιτέρω, δεν είναι αναγκαίο η εν λόγω αυτονομία να είναι πλήρης. Πράγματι, όπως προκύπτει ρητώς από το γράμμα του άρθρου της 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, η οδηγία 2001/23 έχει εφαρμογή όχι μόνο στη μεταβίβαση επιχειρήσεως, αλλά και στην περίπτωση που μεταβιβάζεται τμήμα επιχειρήσεως.
65 Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ προοιμίου από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/23 μια παραγωγική μονάδα επιχειρήσεως, όπως η επίμαχη μονάδα στην κύρια δίκη, της οποίας η δραστηριότητα ασκούνταν πριν από τη μεταβίβαση στο πλαίσιο της επιχειρήσεως αυτής και της οποίας, ως εκ τούτου, η αυτονομία στο πλαίσιο της επιχειρήσεως ήταν περιορισμένη.
66 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η μεταβιβασθείσα παραγωγική μονάδα δεν είχε ενδεχομένως την ικανότητα να λειτουργήσει για την επίτευξη του οικονομικού σκοπού της χωρίς αναζήτηση συντελεστών παραγωγής από τρίτο.
67 Πράγματι, μολονότι τα τμήματα μιας ενιαίας επιχειρήσεως επωφελούνται από την αυτονομία της επιχειρήσεως ως συνόλου, τα επιμέρους αυτά τμήματα ενδεχομένως να μη διαθέτουν την αναγκαία αυτονομία για τις δικές τους σχέσεις προς τα έξω.
68 Σε παρεμφερές πλαίσιο, το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι μια ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23 που θα απέκλειε από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής κατάσταση στην οποία τα ενσώματα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την άσκηση της μεταβιβασθείσας δραστηριότητας δεν έπαυσαν ποτέ να ανήκουν στον μεταβιβάζοντα θα καθιστούσε την εν λόγω οδηγία μερικώς άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας (βλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Colino Sigüenza, C‑472/16, EU:C:2018:646, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
69 Εντούτοις, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, μια παραγωγική μονάδα όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, αποτελούμενη από τη «διεύθυνση τροχαίου υλικού» της Ελληνικά Ναυπηγεία, μεταβιβάστηκε στην ΕΤΥΕ, θυγατρική της πρώτης, δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι η μονάδα αυτή διαθέτει την αυτονομία της μητρικής εταιρίας. Προϋπόθεση για τη διατήρηση της αυτονομίας μιας αποσχισθείσας μονάδας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, είναι να διαθέτει αυτή, μετά τη μεταβίβαση, επαρκή εχέγγυα που να της διασφαλίζουν την πρόσβαση στους συντελεστές παραγωγής του συγκεκριμένου τρίτου προκειμένου να μην εξαρτάται από τις οικονομικές επιλογές στις οποίες ο τρίτος αυτός προβαίνει μονομερώς.
70 Τα εχέγγυα αυτά μπορούν να λάβουν, ειδικότερα, τη μορφή συμφωνιών ή συμβάσεων μεταξύ της μεταβιβασθείσας μονάδας και του εν λόγω τρίτου οι οποίες να ορίζουν τις συγκεκριμένες και δεσμευτικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα παρέχεται πρόσβαση στους συντελεστές παραγωγής του τελευταίου.
71 Εν τέλει, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, υπό το πρίσμα των στοιχείων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 69 και 70 της παρούσας αποφάσεως και λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την επίμαχη πράξη, ότι η μεταβιβασθείσα παραγωγική μονάδα διαθέτει επαρκή εχέγγυα που της διασφαλίζουν την πρόσβαση στους συντελεστές παραγωγής τρίτων.
72 Υπό τις συνθήκες αυτές, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2001/23, και ιδίως το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, εφαρμόζεται στη μεταβίβαση παραγωγικής μονάδας στην περίπτωση που, αφενός, ο μεταβιβάζων, ο διάδοχος ή και οι δύο από κοινού δεν έχουν ως προοπτική μόνο να συνεχίσει ο διάδοχος την οικονομική δραστηριότητα που ασκούσε ο μεταβιβάζων, αλλά επίσης να παύσει μελλοντικά ο ίδιος ο διάδοχος να υφίσταται, τιθέμενος σε εκκαθάριση, και, αφετέρου, η επίμαχη μονάδα δεν είναι πλήρως αυτόνομη, επειδή δεν μπορεί να επιτύχει τον οικονομικό σκοπό της χωρίς την αναζήτηση συντελεστών παραγωγής από τρίτους, υπό την προϋπόθεση, τη συνδρομή της οποίας απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ότι, αφενός, τηρείται η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν επιτρέπει στον μεταβιβάζοντα και στον διάδοχο να επιχειρήσουν δόλια ή καταχρηστική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που θα μπορούσαν να αντλήσουν από την οδηγία 2001/23 και ότι, αφετέρου, η επίμαχη παραγωγική μονάδα διαθέτει επαρκή εχέγγυα που της διασφαλίζουν την πρόσβαση στους συντελεστές παραγωγής τρίτου προκειμένου να μην εξαρτάται από τις οικονομικές επιλογές στις οποίες ο τρίτος αυτός προβαίνει μονομερώς.
Επί των δικαστικών εξόδων
73 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Η οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, και ιδίως το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, εφαρμόζεται στη μεταβίβαση παραγωγικής μονάδας στην περίπτωση που, αφενός, ο μεταβιβάζων, ο διάδοχος ή και οι δύο από κοινού δεν έχουν ως προοπτική μόνο να συνεχίσει ο διάδοχος την οικονομική δραστηριότητα που ασκούσε ο μεταβιβάζων, αλλά επίσης να παύσει μελλοντικά ο ίδιος ο διάδοχος να υφίσταται, τιθέμενος σε εκκαθάριση, και, αφετέρου, η επίμαχη μονάδα δεν είναι πλήρως αυτόνομη, επειδή δεν μπορεί να επιτύχει τον οικονομικό σκοπό της χωρίς την αναζήτηση συντελεστών παραγωγής από τρίτους, υπό την προϋπόθεση, τη συνδρομή της οποίας απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ότι, αφενός, τηρείται η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν επιτρέπει στον μεταβιβάζοντα και στον διάδοχο να επιχειρήσουν δόλια ή καταχρηστική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που θα μπορούσαν να αντλήσουν από την οδηγία 2001/23 και ότι, αφετέρου, η επίμαχη παραγωγική μονάδα διαθέτει επαρκή εχέγγυα που της διασφαλίζουν την πρόσβαση στους συντελεστές παραγωγής τρίτου προκειμένου να μην εξαρτάται από τις οικονομικές επιλογές στις οποίες ο τρίτος αυτός προβαίνει μονομερώς.
Yπόθεση C-317/18 Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων - Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων - Έννοια του “εργαζομένου” - Ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος του εργαζομένου
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα) της 13ης Ιουνίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2001/23/ΕΚ – Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων – Έννοια του “εργαζομένου” – Ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος του εργαζομένου»
Στην υπόθεση C-317/18,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Judicial da Comarca de Faro (πρωτοδικείο Faro, Πορτογαλία) με απόφαση της 23ης Απριλίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Μαΐου 2018, στο πλαίσιο της δίκης
Cátia Correia Moreira
κατά
Município de Portimão,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),
συγκείμενο από τους F. Biltgen, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský (εισηγητή) και C. G. Fernlund, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: G. Hogan
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η C. Correia Moreira, εκπροσωπούμενη από τον M. Ramirez Fernandes, advogado,
– ο Município de Portimão, εκπροσωπούμενος από τον J. Abreu Rodrigues, advogado,
– η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Inez Fernandes, τον T. Paixão, την A. Pimenta και την T. Nunes,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. França και M. Kellerbauer,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ και του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ 2001, L 82, σ. 16).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Cátia Correia Moreira και του Município de Portimão (Δήμος Portimão, Πορτογαλία) σχετικά με τη νομιμότητα της λύσεως της συμβάσεως εργασίας της πρώτης.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Με την οδηγία 2001/23 κωδικοποιήθηκε η οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171), όπως είχε τροποποιηθεί με την οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998 (ΕΕ 1998, L 201, σ. 88) (στο εξής: οδηγία 77/187).
4 Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 και 8 της οδηγίας 2001/23 έχουν ως εξής:
«(3) Είναι απαραίτητη η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα, και ιδιαίτερα προς εξασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων τους.
[...]
(8) Η ασφάλεια και η διαφάνεια του δικαίου απαίτησαν να διευκρινιστεί η έννοια της μεταβίβασης με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου. Η διευκρίνιση αυτή δεν τροποποίησε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας [77/187], σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου.»
5 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 ορίζει τα εξής:
«α) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης.
β) Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.
γ) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες ασκούν κερδοσκοπικές ή μη οικονομικές δραστηριότητες. Η διοικητική αναδιοργάνωση δημοσίων διοικητικών αρχών ή η μεταβίβαση διοικητικών καθηκόντων μεταξύ δημοσίων διοικητικών αρχών δεν θεωρείται ως μεταβίβαση κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.»
6 Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:
«1. Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
[...]
δ) “εργαζόμενος”: πρόσωπο το οποίο, στο οικείο κράτος μέλος, προστατεύεται ως εργαζόμενος δυνάμει της εθνικής εργατικής νομοθεσίας.
2. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εθνική νομοθεσία όσον αφορά τον ορισμό της σύμβασης εργασίας ή της εργασιακής σχέσης.
[...]»
7 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του [μεταβιβάζοντος], που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον [διάδοχο].»
8 Κατά το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας:
«1. Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης, ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, δεν συνιστά αυτή καθ’ εαυτή λόγο απολύσεως για τον [μεταβιβάζοντα] ή τον [διάδοχο]. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού.
Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε ορισμένες ειδικές κατηγορίες εργαζομένων που δεν καλύπτονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών ως προς την προστασία τους έναντι της απολύσεως.
2. Αν η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση καταγγελθεί λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος του εργαζομένου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη.»
9 Το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 ταυτίζεται, κατ’ ουσίαν, με το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187.
Το πορτογαλικό δίκαιο
10 Το άρθρο 8, παράγραφος 4, του Συντάγματος ορίζει τα εξής:
«Οι διατάξεις των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι κανόνες που θεσπίζουν τα θεσμικά όργανά της στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους έχουν εφαρμογή στην εσωτερική έννομη τάξη, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, τηρουμένων των θεμελιωδών αρχών του δημοκρατικού κράτους δικαίου.»
11 Το άρθρο 47, παράγραφος 2, του Συντάγματος προβλέπει τα εξής:
«Όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα προσβάσεως σε δημόσια θέση, υπό συνθήκες ισότητας και ελευθερίας, κατά κανόνα μέσω διαδικασίας διαγωνισμού.»
12 Το άρθρο 53 του Συντάγματος έχει ως εξής:
«Διασφαλίζεται η σταθερότητα των σχέσεων εργασίας. Οι απολύσεις άνευ ευλόγου αιτίας ή για λόγους πολιτικούς και ιδεολογικούς απαγορεύονται.»
13 Το άρθρο 11 του Código do Trabalho (Εργατικού Κώδικα) ορίζει τα εξής:
«Με τη σύμβαση εργασίας ένα φυσικό πρόσωπο αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει, έναντι αμοιβής, την εργασία του σε άλλο ή άλλα πρόσωπα, στο πλαίσιο της δικής τους οργανωτικής δομής και υπό τη διεύθυνσή τους.»
14 Κατά το άρθρο 161 του Εργατικού Κώδικα:
«Με τη σύναψη συμβάσεως για την κάλυψη θέσεως εμπιστοσύνης επιτρέπεται να καλύπτονται θέσεις μέλους της διοικήσεως ή αντίστοιχες θέσεις, διευθυντικές ή επιτελικές θέσεις υπαγόμενες άμεσα στο όργανο διοικήσεως ή στον γενικό διευθυντή ή αντίστοιχες θέσεις, να ανατίθενται καθήκοντα ιδιαίτερου γραμματέα του κατόχου οποιασδήποτε από τις ως άνω θέσεις ή ακόμη, εφόσον τούτο προβλέπεται από τις συλλογικές ρυθμίσεις εργασίας, καθήκοντα τα οποία λόγω της φύσεώς τους προϋποθέτουν επίσης σχέση εμπιστοσύνης με τον κάτοχο των ως άνω θέσεων ή διευθυντικών εξουσιών.»
15 Το άρθρο 162, παράγραφοι 1 , 2 και 5, του Εργατικού Κώδικα προβλέπει τα εξής:
«1. Θέση ή καθήκοντα στο πλαίσιο συμβάσεως για την κάλυψη θέσεως εμπιστοσύνης μπορεί να αναλάβει εργαζόμενος της επιχείρησης ή άλλο πρόσωπο που προσλαμβάνεται προς τον σκοπό αυτόν.
2. Εάν προσληφθεί εργαζόμενος για την άσκηση καθηκόντων με καθεστώς συμβάσεως για την κάλυψη θέσεως εμπιστοσύνης, επιτρέπεται η παραμονή του στην υπηρεσία μετά τη λήξη της συμβάσεως αυτής.
[...]
5. Ο χρόνος υπηρεσίας υπό καθεστώς συμβάσεως για την κάλυψη θέσεως εμπιστοσύνης λογίζεται, για τον υπολογισμό της προϋπηρεσίας του εργαζομένου, ως χρόνος υπηρεσίας στον βαθμό του.»
16 Το άρθρο 163, παράγραφοι 1 και 2, του Εργατικού Κώδικα προβλέπει τα εξής:
«1. Τα μέρη μπορούν να καταγγείλουν τη σύμβαση για την κάλυψη θέσεως εμπιστοσύνης τηρώντας προθεσμία προειδοποιήσεως τουλάχιστον 30 ή 60 ημερών, αναλόγως του αν η σύμβαση έχει διαρκέσει έως δύο έτη ή πάνω από δύο έτη, αντιστοίχως.
2. Εάν δεν τηρηθεί προθεσμία προειδοποιήσεως η σύμβαση για την κάλυψη θέσεως εμπιστοσύνης λύεται, πλην όμως ο καταγγέλλων οφείλει να αποζημιώσει τον αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 401.»
17 Το άρθρο 285 του Εργατικού Κώδικα ορίζει τα εξής:
«1. Σε περίπτωση μεταβιβάσεως, εξ οιασδήποτε αιτίας, της κυριότητας της επιχειρήσεως, της εγκαταστάσεως ή τμήματος της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως που αποτελεί οικονομική οντότητα, ο διάδοχος υποκαθίσταται στη θέση του εργοδότη στις συμβάσεις εργασίας των αντίστοιχων εργαζομένων και μεταβιβάζεται σε αυτόν η υποχρέωση καταβολής των προστίμων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παραβιάσεως του εργατικού δικαίου.
2. Κατά το έτος που έπεται της μεταβιβάσεως, ο μεταβιβάζων ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις που γεννώνται έως την ημερομηνία της μεταβιβάσεως.
3. Τα προβλεπόμενα στις προηγούμενες παραγράφους ισχύουν επίσης για τη μεταβίβαση, την εκχώρηση ή την ανάκτηση της εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως, της εγκαταστάσεως ή της οικονομικής οντότητας, το δε πρόσωπο που ασκούσε αμέσως πριν την εκμετάλλευση ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, σε περίπτωση μεταβιβάσεως ή ανακτήσεως.
4. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση εργαζομένου τον οποίον ο μεταβιβάζων είχε μετακινήσει σε άλλη εγκατάσταση ή οικονομική οντότητα πριν από τη μεταβίβαση, κατά την έννοια του άρθρου 194, διατηρώντας τον στην υπηρεσία του, εξαιρουμένων όσων αφορούν την ευθύνη του διαδόχου σε θέματα καταβολής των προστίμων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παραβιάσεως του εργατικού δικαίου.
5. Ως οικονομική οντότητα νοείται το σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.
6. Οι παραβάσεις των τιθεμένων στην παράγραφο 1 ανωτέρω και στο πρώτο τμήμα της παραγράφου 3 κανόνων συνιστούν πολύ σοβαρή παράβαση.»
18 Το άρθρο 62 του Lei n° 50/2012 aprova o regime jurídico da actividade empresarial local e das participações locais e revoga as Leis n°s 53-F/2006, de 29 de dezembro, e 55/2011, de 15 de novembro (νόμου 50/2012, περί εγκρίσεως του νομικού καθεστώτος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και εταιρικών συμμετοχών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, και καταργήσεως των νόμων 53-F/2006, της 29ης Δεκεμβρίου, και 55/2001, της 15ης Νοεμβρίου), της 31ης Αυγούστου 2012 (Diário da República, σειρά 1, αριθ. 169, της 31ης Αυγούστου 2012), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, προβλέπει σχετικά με τη λύση των επιχειρήσεων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως τα εξής:
«1. Υπό την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 35 του κώδικα εμπορικών εταιριών, λαμβάνεται υποχρεωτικώς απόφαση περί λύσεως των επιχειρήσεων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, εντός έξι μηνών, εφόσον έχει ανακύψει κάποια από τις κατωτέρω καταστάσεις:
[...]
5. Υπό την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου, στο προσωπικό που όντως παρέχει υπηρεσίες σε επιχειρήσεις των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως εμπίπτουσες σε κάποια από τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 περιπτώσεις και δεν εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής των προβλεπομένων από τον νόμο 12‑A/2008, της 27ης Φεβρουαρίου 2008, μέσων κινητικότητας, εφαρμόζεται το καθεστώς της συμβάσεως εργασίας.
6. Οι υπό εκκαθάριση επιχειρήσεις των τοπικών αυτοδιοικήσεων μπορούν να μεταβιβάζουν στους μετέχοντες στην εταιρική σύνθεσή τους δημοσίους φορείς εργαζομένους οι οποίοι έχουν προσληφθεί με σύμβαση εργασίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 58 του νόμου 12-A/2008, της 27ης Φεβρουαρίου 2008, μόνον κατά το μέτρο κατά το οποίο οι εργαζόμενοι αυτοί έχουν προσληφθεί για τις δραστηριότητες που αποτελούν το αντικείμενο της απορροφήσεως ή επαναφοράς και κρίνονται απαραίτητοι για την πραγματοποίησή τους.
[...]
11. Τα οριζόμενα στις παραγράφους 6 έως 10 έχουν εφαρμογή μόνο σε εργαζομένους με σύμβαση αορίστου χρόνου συναφθείσα τουλάχιστον ένα έτος πριν από την ημερομηνία της αποφάσεως περί λύσεως της επιχειρήσεως της τοπικής αυτοδιοικήσεως, και στους οποίους, σε περίπτωση συστάσεως σχέσεως εργασίας δημοσίου δικαίου αορίστου χρόνου, δεν καταβάλλεται κανενός είδους αποζημίωση λόγω καταργήσεως της προηγούμενης θέσεως εργασίας.
[...]»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
19 Στις 19 Απριλίου 2005, η C. Correia Moreira συνήψε με την Expo Arade, Animação e Gestão do Parque de Feiras e Exposições de Portimão EM σύμβαση επαγγελματικής κατάρτισης.
20 Στις 2 Ιανουαρίου 2006, η C. Correia Moreira συνήψε με την εν λόγω επιχείρηση σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας ενός έτους για την παροχή υπηρεσιών ειδικού στον τομέα των ανθρωπίνων πόρων.
21 Την 1η Νοεμβρίου 2008, η C. Correia Moreira συνήψε με την Portimão Urbis EM SA (στο εξής: Portimão Urbis) σύμβαση για την κάλυψη θέσεως εμπιστοσύνης με αντικείμενο την άσκηση καθηκόντων προϊσταμένου της μονάδας διοικητικής διαχειρίσεως και ανθρωπίνων πόρων. Η σύμβαση αυτή ίσχυσε ως τις 30 Ιουνίου 2010.
22 Την 1η Ιουλίου 2010, η C. Correia Moreira συνήψε με την Portimão Urbis νέα σύμβαση για την κάλυψη θέσεως εμπιστοσύνης, με αντικείμενο την άσκηση των ίδιων καθηκόντων. Την 1η Ιουλίου 2013, τα μέρη συμφώνησαν τη λύση της συμβάσεως αυτής.
23 Η C. Correia Moreira συνήψε αυθημερόν με την Portimão Urbis νέα σύμβαση για την κάλυψη θέσεως εμπιστοσύνης, με αντικείμενο την άσκηση καθηκόντων διαχειριστή της μονάδας διοικητικής διαχειρίσεως και ανθρωπίνων πόρων, αλλά με μειωμένες ακαθάριστες αποδοχές.
24 Στις 15 Οκτωβρίου 2014, ο Δήμος Portimão ενέκρινε τη λύση και την εκκαθάριση της Portimão Urbis στο πλαίσιο σχεδίου που προέβλεπε την επαναφορά ορισμένων δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως αυτής στον ίδιο τον δήμο και την εξωτερική ανάθεση των λοιπών δραστηριοτήτων της σε άλλη δημοτική επιχείρηση, την Empresa Municipal de Águas e Resíduos de Portimão EM SA (στο εξής: EMARP).
25 Ο Δήμος Portimão και η EMARP διατήρησαν σε ισχύ όλα τα δικαιώματα από τις συμβάσεις εργασίας που είχαν συναφθεί με την Portimão Urbis.
26 Η C. Correia Moreira περιλαμβανόταν στον κατάλογο των «επαναφερόμενων» εργαζομένων στον Δήμο Portimão οι οποίοι συνήψαν με αυτόν σύμβαση μεταφοράς προσωπικού για λόγους δημοσίου συμφέροντος και τοποθετήθηκε στις υπηρεσίες διοικητικής διαχειρίσεως και ανθρωπίνων πόρων. Μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2015 και της 20ής Απριλίου 2017, άσκησε καθήκοντα ανώτερου ειδικού στον τομέα της λειτουργικής δραστηριότητας των ανθρωπίνων πόρων στον Δήμο Portimão.
27 Τον Ιούλιο του 2015, οι εργαζόμενοι που ενέπιπταν στο σχέδιο επαναφοράς δραστηριοτήτων, μεταξύ των οποίων και η C. Correia Moreira, ενημερώθηκαν από τον Δήμο Portimão ότι η συμμετοχή τους στον προβλεπόμενο διαγωνισμό θα είχε ως συνέπεια, εφόσον περιλαμβάνονταν στους επιτυχόντες, την πρόσληψή τους με το εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο των δημοσίων υπαλλήλων με υποχρεωτική παραμονή σε αυτό για τουλάχιστον δέκα έτη. Οι εργαζόμενοι τους οποίους αφορούσε η «εξωτερική ανάθεση» προς την EMARP δεν υποβλήθηκαν σε τέτοια διαδικασία διαγωνισμού.
28 Προκηρύχθηκε διαγωνισμός στον οποίο η C. Correia Moreira υπέβαλε υποψηφιότητα. Μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού και μολονότι είχε καταταγεί στην πρώτη θέση στον κατάλογο των επιτυχόντων, της γνωστοποιήθηκε ότι οι αποδοχές της θα ήταν χαμηλότερες σε σχέση με τις αποδοχές που της κατέβαλλε η Portimão Urbis, πράγμα το οποίο δεν αποδέχθηκε.
29 Στις 26 Απριλίου 2017, η Portimão Urbis κοινοποίησε στην C. Correia Moreira καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της λόγω του κλεισίματος της επιχειρήσεως.
30 Στις 2 Ιανουαρίου 2018, καταχωρίστηκε στο εμπορικό μητρώο η λήξη της εκκαθαρίσεως της Portimão Urbis.
31 Η C. Correia Moreira ζήτησε από το Tribunal Judicial da Comarca de Faro (πρωτοδικείο Faro, Πορτογαλία) να διαπιστώσει ότι η σύμβαση εργασίας η οποία τη συνέδεε με την Portimão Urbis μεταφέρθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2015 στον Δήμο Portimão, στο πλαίσιο της μεταβιβάσεως της εγκαταστάσεως στην οποία παρείχε την εργασία της. Ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να κρίνει ότι, λόγω της μεταβιβάσεως αυτής, η επακολουθήσασα καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ήταν παράνομη και ότι η ίδια έπρεπε να είχε ενταχθεί από την 1η Ιανουαρίου 2015 στο προσωπικό του Δήμου Portimão με τους ίδιους όρους με εκείνους που ίσχυαν στην Portimão Urbis.
32 Περαιτέρω, ζήτησε να υποχρεωθεί ο Δήμος Portimão να της καταβάλει τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που δικαιούνταν να λαμβάνει από τον χρόνο της μεταβιβάσεως και εκείνων που όντως της καταβλήθηκαν. Τέλος, ζήτησε να υποχρεωθεί ο Δήμος Portimão να της καταβάλει χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη.
33 Ο Δήμος Portimão, απαντώντας στα αιτήματα της C. Correia Moreira, υποστηρίζει, πρώτον, ότι δεν συντρέχει μεταβίβαση επιχειρήσεως δεδομένου ότι η δημοτική επιχείρηση λύθηκε βάσει νόμου, ενώ ο ίδιος απλώς ανέλαβε εκ νέου τις αρχικές του αρμοδιότητες, δεύτερον, ότι η C. Correia Moreira ασκούσε καθήκοντα στο πλαίσιο συμβάσεως για την κάλυψη θέσης εμπιστοσύνης και, ως εκ τούτου, δεν είχε την ιδιότητα του εργαζομένου στην Portimão Urbis και, τρίτον, ότι ο Δήμος Portimão απλώς εφάρμοσε το νομικό καθεστώς που προβλέπει το άρθρο 62 του νόμου 50/2012, της 31ης Αυγούστου 2012, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι δημοτικοί υπάλληλοι πρέπει να προσλαμβάνονται με συγκεκριμένη διαδικασία, τηρουμένης της αρχής της ισότητας όσον αφορά τον διορισμό σε δημόσια θέση, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, παράγραφος 2, του Συντάγματος.
34 Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Tribunal Judicial da Comarca de Faro (πρωτοδικείο Faro) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Βάσει της παραδοχής ότι ως “εργαζόμενος” πρέπει να νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο, στο οικείο κράτος μέλος, προστατεύεται ως εργαζόμενος δυνάμει της εθνικής εργατικής νομοθεσίας, μπορεί να θεωρηθεί “εργαζόμενος” για τους σκοπούς του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/23 πρόσωπο το οποίο έχει συνάψει με τον μεταβιβάζοντα εργοδότη σύμβαση για την κάλυψη θέσεως εμπιστοσύνης και μπορεί, ως εκ τούτου, το εν λόγω πρόσωπο να απολαύει της προστασίας που παρέχει η επίμαχη νομοθεσία;
2) Αντιβαίνει στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως στην οδηγία 2001/23, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, ακόμη και σε περίπτωση μεταβιβάσεως εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, επιβάλλει ως προς τους εργαζομένους τη συμμετοχή σε δημόσιο διαγωνισμό και τη δημιουργία νέας έννομης σχέσεως με τον διάδοχο εργοδότη, επειδή αυτός είναι δήμος;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
35 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2001/23, και ιδίως το άρθρο της 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, έχει την έννοια ότι ένα πρόσωπο που έχει συνάψει με τον μεταβιβάζοντα σύμβαση για την κάλυψη θέσεως εμπιστοσύνης κατά την έννοια της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως μπορεί να θεωρηθεί «εργαζόμενος» και να τύχει της προστασίας που παρέχει η οδηγία αυτή.
36 Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται ρητώς, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, στην απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Piscarreta Ricardo (C-416/16, EU:C:2017:574, σκέψη 46), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής περίπτωση κατά την οποία οι δραστηριότητες δημοτικής επιχειρήσεως μεταβιβάζονται σε δήμο, υπό την προϋπόθεση ότι η ταυτότητα της επίμαχης επιχειρήσεως διατηρείται μετά τη μεταβίβαση, όπερ εναπέκειτο στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
37 Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το ίδιο δικαστήριο το οποίο είχε υποβάλει τα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη και αφορά πράξη ομοειδή εκείνης που ήταν αντικείμενο της εν λόγω υποθέσεως.
38 Κατά τα φαινόμενα, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι δεν υφίσταται κανένα ιδιαίτερο ζήτημα σχετικά με την προϋπόθεση της διατηρήσεως της ταυτότητας της μεταβιβασθείσας επιχειρήσεως, δεδομένου ότι εκκινεί από την παραδοχή ότι η επίμαχη πράξη στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/23.
39 Τούτου δοθέντος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, στο πλαίσιο μεταβιβάσεως όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, ένα πρόσωπο όπως η ενάγουσα της κύριας δίκης μπορεί να θεωρηθεί «εργαζόμενος» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/23, λαμβανομένης υπόψη της ειδικής φύσεως της συμβάσεως που το συνδέει με τον μεταβιβάζοντα.
40 Υπενθυμίζεται ως προς το ζήτημα αυτό ότι ως «εργαζόμενος», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/23, νοείται πρόσωπο το οποίο, εντός του οικείου κράτους μέλους, προστατεύεται ως εργαζόμενος δυνάμει της εθνικής εργατικής νομοθεσίας.
41 Περαιτέρω, το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι η οδηγία δεν θίγει την εθνική νομοθεσία όσον αφορά τον ορισμό της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως.
42 Από τις δύο αυτές διατάξεις προκύπτει ότι, μολονότι σκοπός της οδηγίας 2001/23 είναι η προστασία των εργαζομένων, εναπόκειται εντούτοις στα κράτη μέλη να ορίσουν, με τη δική τους νομοθεσία, την έννοια του εργαζομένου καθώς και τη σύμβαση εργασίας ή την εργασιακή σχέση.
43 Μολονότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο (διάταξη της 21ης Οκτωβρίου 2015, Kovozber, C-120/15, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:730, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) δεδομένου ότι αρμόδιο προς τούτο είναι το αιτούν δικαστήριο, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, το δικαστήριο αυτό παρατηρεί, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ότι η σύμβαση για την κάλυψη θέσεως εμπιστοσύνης η οποία συνάπτεται με πρόσωπο το οποίο είναι ήδη εργαζόμενος ή το οποίο δεν έχει καμία άλλη προηγούμενη εργασιακή σχέση χαρακτηρίζεται ως σύμβαση εργασίας.
44 Ως εκ τούτου, πρόσωπο όπως η ενάγουσα της κύριας δίκης μπορεί να θεωρηθεί «εργαζόμενος» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/23 και η σύμβαση για την κάλυψη θέσεως εμπιστοσύνης την οποία έχει συνάψει μπορεί να θεωρηθεί σύμβαση εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής.
45 Τούτου δοθέντος, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η προστασία που παρέχεται σε αυτή την κατηγορία εργαζομένων διαφέρει από την παρεχόμενη στους λοιπούς εργαζομένους, κατά το μέτρο που, σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία, επιτρέπεται η καταγγελία των συμβάσεων για την κάλυψη θέσεως εμπιστοσύνης με απλό έγγραφο, εφόσον τηρηθεί σχετικά σύντομη προθεσμία προειδοποιήσεως, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή εύλογης αιτίας.
46 Ως προς το ζήτημα αυτό, το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/23 απαιτεί απλώς το συγκεκριμένο πρόσωπο να προστατεύεται ως εργαζόμενος δυνάμει της οικείας εθνικής νομοθεσίας, χωρίς εντούτοις να προϋποθέτει ορισμένο περιεχόμενο ή επίπεδο για την προστασία αυτή.
47 Πράγματι, αν οι διαφορές μεταξύ των εργαζομένων, ανάλογα με το περιεχόμενο ή το επίπεδο της προστασίας που τους παρέχει η εθνική νομοθεσία, θεωρούνταν κρίσιμες, η οδηγία 2001/23 θα στερούνταν μέρος της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της.
48 Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η οδηγία 2001/23, όπως προκύπτει από την αιτιολογική της σκέψη 3, αποβλέπει στην εξασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα και όχι στην, κατά περίπτωση, επέκταση των δικαιωμάτων τους. Συνεπώς, η οδηγία αυτή εγγυάται μόνον ότι η προστασία της οποίας τυγχάνει ορισμένο πρόσωπο δυνάμει της οικείας εθνικής νομοθεσίας δεν θα υποβαθμίζεται απλώς και μόνο λόγω της μεταβιβάσεως.
49 Πράγματι, σκοπός της εν λόγω οδηγίας είναι να διασφαλίσει, κατά το μέτρο του δυνατού, τη χωρίς τροποποίηση συνέχιση των συμβάσεων ή των σχέσεων εργασίας με τον διάδοχο, κατά τρόπον ώστε οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι να μην περιέρχονται σε δυσμενέστερη θέση απλώς και μόνο λόγω της μεταβιβάσεως (απόφαση της 6ης Απριλίου 2017, Unionen, C-336/15, EU:C:2017:276, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
50 Κατά συνέπεια, η οδηγία 2001/23 διασφαλίζει τη διατήρηση της ειδικής προστασίας που προβλέπει η εθνική νομοθεσία χωρίς να επηρεάζει το περιεχόμενο ή το επίπεδό της.
51 Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστική ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2001/23, και ιδίως το άρθρο της 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, έχει την έννοια ότι ένα πρόσωπο που έχει συνάψει με τον μεταβιβάζοντα σύμβαση για την κάλυψη θέσεως εμπιστοσύνης, κατά την έννοια της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, μπορεί να θεωρηθεί «εργαζόμενος» και να τύχει της προστασίας που παρέχει η οδηγία αυτή υπό την προϋπόθεση εντούτοις ότι προστατεύεται ως εργαζόμενος από την κανονιστική αυτή ρύθμιση και ότι, κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, έχει σύμβαση εργασίας, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
52 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2001/23, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, σε περίπτωση μεταβιβάσεως, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, και εφόσον ο διάδοχος είναι δήμος, επιβάλλει ως προς τους εργαζομένους τους οποίους αφορά η μεταβίβαση, αφενός, τη συμμετοχή σε δημόσιο διαγωνισμό και, αφετέρου, τη δημιουργία νέας έννομης σχέσεως με τον διάδοχο.
53 Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι, κατά πάγια νομολογία, ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί η ύπαρξη μεταβιβάσεως εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/23 λόγω του ότι ο διάδοχος είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ανεξαρτήτως του αν το νομικό αυτό πρόσωπο είναι δημόσια επιχείρηση επιφορτισμένη με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας ή δήμος. Συνεπώς, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι το γεγονός ότι ο διάδοχος είναι δήμος δεν αποκλείει την εφαρμογή της οδηγίας αυτής σε μεταβίβαση των δραστηριοτήτων μιας επιχειρήσεως στον δήμο (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Piscarreta Ricardo, C-416/16, EU:C:2017:574, σκέψεις 30 έως 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
54 Το Δικαστήριο έχει εντούτοις διευκρινίσει ως προς το ζήτημα αυτό ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2001/23, για να έχει εφαρμογή η οδηγία αυτή, η μεταβίβαση πρέπει να αφορά οντότητα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, κερδοσκοπική ή μη, και ότι αποκλείονται κατ’ αρχήν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας οι δραστηριότητες που συνίστανται στην άσκηση δημόσιας εξουσίας (απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Piscarreta Ricardo, C-416/16, EU:C:2017:574, σκέψεις 33 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
55 Από το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να εκτιμά ότι η επίμαχη μεταβίβαση στην κύρια δίκη καλύπτεται από την οδηγία 2001/23 και ότι, κατά συνέπεια, οι δραστηριότητες που μεταβιβάστηκαν δεν αφορούν την άσκηση δημόσιας εξουσίας.
56 Το Δικαστήριο απαντά ως εκ τούτου στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα με βάση την παραδοχή αυτή, της οποίας η επαλήθευση εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο.
57 Ως προς το ζήτημα αυτό, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/23, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του μεταβιβάζοντος, που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον διάδοχο.
58 Πλην όμως, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως, σκοπός της οδηγίας 2001/23 είναι να εμποδίσει την περιέλευση των εργαζομένων τους οποίους αφορά η μεταβίβαση σε δυσμενέστερη θέση απλώς και μόνο λόγω της μεταβιβάσεως.
59 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, δυνάμει της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας, επιβάλλεται ως προς πρόσωπο όπως η ενάγουσα της κύριας δίκης, αφενός, η συμμετοχή σε διαγωνισμό και, αφετέρου, η δημιουργία νέας έννομης σχέσεως με τον διάδοχο. Εξάλλου, η ένταξη της ενάγουσας, κατόπιν της εν λόγω δημόσιας διαδικασίας επιλογής, στο προσωπικό της δημόσιας διοίκησης θα γινόταν με μείωση του μισθού για τουλάχιστον μία δεκαετία.
60 Πλην όμως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ως άνω απαιτήσεις οι οποίες, αφενός, μεταβάλλουν τους συμφωνηθέντες με τον μεταβιβάζοντα όρους εργασίας προσώπου όπως η ενάγουσα της κύριας δίκης και, αφετέρου, ενδέχεται να περιαγάγουν την εργαζόμενη σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με εκείνη στην οποία βρισκόταν πριν από τη μεταβίβαση αντιβαίνουν τόσο στο άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/23 όσο και στον σκοπό της οδηγίας αυτής.
61 Σε σχέση με την αναφορά του αιτούντος δικαστηρίου στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η Ένωση σέβεται, μεταξύ άλλων, την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών η οποία είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή.
62 Ως προς το ζήτημα αυτό, διαπιστώνεται ότι η διάταξη αυτή δεν έχει την έννοια ότι επιτρέπει, σε τομέα όπου τα κράτη μέλη έχουν μεταβιβάσει τις αρμοδιότητές τους στην Ένωση, όπως η διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων, να στερήσουν από εργαζόμενο την προστασία που του παρέχει το δίκαιο της Ένωσης που ισχύει στον τομέα αυτόν.
63 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2001/23, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, σε περίπτωση μεταβιβάσεως, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, και εφόσον ο διάδοχος είναι δήμος, επιβάλλει ως προς τους εργαζομένους τους οποίους αφορά η μεταβίβαση, αφενός, τη συμμετοχή σε δημόσιο διαγωνισμό και, αφετέρου, τη δημιουργία νέας έννομης σχέσεως με τον διάδοχο.
Επί των δικαστικών εξόδων
64 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Η οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, και ιδίως το άρθρο της 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, έχει την έννοια ότι ένα πρόσωπο που έχει συνάψει με τον μεταβιβάζοντα σύμβαση για την κάλυψη θέσεως εμπιστοσύνης, κατά την έννοια της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, μπορεί να θεωρηθεί «εργαζόμενος» και να τύχει της προστασίας που παρέχει η οδηγία αυτή υπό την προϋπόθεση εντούτοις ότι προστατεύεται ως εργαζόμενος από την κανονιστική αυτή ρύθμιση και ότι, κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, έχει σύμβαση εργασίας, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
2) Η οδηγία 2001/23, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, σε περίπτωση μεταβιβάσεως, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, και εφόσον ο διάδοχος είναι δήμος, επιβάλλει ως προς τους εργαζομένους τους οποίους αφορά η μεταβίβαση, αφενός, τη συμμετοχή σε δημόσιο διαγωνισμό και, αφετέρου, τη δημιουργία νέας έννομης σχέσεως με τον διάδοχο.
67343 ΕΞ 2019 Ρύθμιση ειδικών θεμάτων σχετικά με την τήρηση και τη διαδικασία καταχώρισης στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων του άρθρου 20 και 21 του ν. 4557/2018.
Αριθμ. 67343 ΕΞ 2019
Ρύθμιση ειδικών θεμάτων σχετικά με την τήρηση και τη διαδικασία καταχώρισης στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων του άρθρου 20 και 21 του ν. 4557/2018.
(ΦΕΚ B’ 2443/20.06.2019)
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) της παρ. 11 του άρθρου 20 του ν. 4557/2018 (Α’ 139/30.07.2018),όπως τροποποιήθηκε με το άρθρου 62 του ν. 4607/2019 (Α’ 65),
β) του π.δ. 142/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α’ 181),
γ) του π.δ. 73/2015 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών και Υφυπουργών» (Α’ 116),
δ) του άρθρου 90 του Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (Α’ 98).
2. Την ανάγκη ρύθμισης ειδικότερων θεμάτων τήρησης και διαδικασίας καταχώρισης στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων.
3. Την ανάγκη θέσπισης και περιγραφής των λειτουργικών προδιαγραφών της ηλεκτρονικής πλατφόρμας του Κεντρικού Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων του ν. 4557/2018, που τηρείται αρμοδίως στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.), σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 4 του νόμου αυτού.
4. Την ανάγκη χρονικής διαβάθμισης της διαδικασίας καταχώρισης των υπόχρεων στο Μητρώο λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των εταιρικών και λοιπών οντοτήτων και των επιχειρήσεων που έχουν έδρα ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.
5. Το γεγονός ότι από την έκδοση της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:
Άρθρο 1 Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) «πάροχος στοιχείων πραγματικού δικαιούχου»: ο νόμιμος εκπρόσωπος ή το ειδικώς εξουσιοδοτημένο πρόσωπο με απόφαση του αρμόδιου εταιρικού καταστατικού οργάνου που τηρεί το Μητρώο της παρ. 1 του άρθρου 20, ή ο καταπιστευματοδόχος ή διαχειριστής καταπιστεύματος που τηρεί το Μητρώο της παρ. 1 του άρθρου 21,
2) «αρμόδια Ελεγκτική Αρχή»:
α) η Αρχή καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 47 ν. 4557/2018) και
β) οι αρμόδιες εισαγγελικές ή άλλες αρχές με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας(παρ. 6 του άρθρου 20 του ν. 4557/2018),
3) «αρμόδια αρχή/αρμόδιες αρχές»: οι οριζόμενες στο άρθρο 6 του ν. 4557/2018,
4) «υπόχρεο πρόσωπο/υπόχρεα πρόσωπα»: τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του ν. 4557/2018,
5) «Κεντρικός Συντονιστικός Φορέας»: ο φορέας που ορίζεται στο άρθρο 7 του ν. 4557/2018,
6) «νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες»: τα οριζόμενα στο άρθρο 2 περιπτ. γ) και δ) του ν. 4172/2013,
7) «υπόχρεος καταχώρισης»: τα νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που υποχρεούνται να καταχωρίζουν στοιχεία των πραγματικών δικαιούχων τους στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21 του ν. 4557/2018.
Άρθρο 2
Υπόχρεοι καταχώρισης στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων
Α. Κάθε είδους νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που έχουν έδρα στην Ελλάδα ή ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα που φορολογείται στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως της έδρας ή τυχόν απαλλαγής τους από φορολογία δυνάμει ειδικών διατάξεων υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 4557/2018 και να τηρούν ειδικό Μητρώο πραγματικών δικαιούχων, το οποίο συνδέεται με το Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων που τηρείται στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Ειδικότερα, υπόχρεοι καταχώρισης είναι:
1. Εμπορικές επιχειρήσεις που δεν είναι εισηγμένες σε ρυθμισμένη αγορά ή Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης:
α) Ομόρρυθμες Εταιρείες.
β) Ετερόρρυθμες εταιρείες.
γ) Ετερόρρυθμες εταιρείες κατά μετοχές.
δ) Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης.
ε) Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης μονοπρόσωπες.
στ) Ανώνυμες Εταιρείες.
ζ) ΙΜΕ ΕΠΕ.
η) Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες.
θ) Θυγατρικές εταιρείες ή υποκαταστήματα ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών με πραγματικό δικαιούχο εισηγμένη εταιρεία στην Ελλάδα ή την αλλοδαπή.
2. Ναυτικές - ναυτιλιακές εταιρείες:
α) ναυτικές εταιρείες του ν. 959/1979 και ειδικές ναυτικές επιχειρήσεις (ΕΝΕ) εγκριτικών πράξεων του άρθρου 13 του ν.δ. 2687/1953 που έχουν καταχωρηθεί στο Μητρώο ΝΕ του ν. 959/1979,
β) τα εγκατεστημένα γραφεία στην Ελλάδα αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρειών του άρθρου 25 του ν. 27/1975 και οι ημεδαπές ναυτιλιακές εταιρείες υπαχθείσες στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975,
γ) οι ναυτιλιακές εταιρείες πλοίων αναψυχής του ν. 3182/2003 (ΝΕΠΑ),
δ) οι συμπλοιοκτησίες.
3. Αστικές επαγγελματικές εταιρείες:
α) αστικές επαγγελματικές εταιρείες δικηγόρων,
β) αστικές επαγγελματικές εταιρείες συμβολαιογράφων, γ) αστικές επαγγελματικές εταιρείες δικαστικών επι-
μελητών.
4. Οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα: α) σύλλογοι - σωματεία,
β) ιδρύματα,
γ) αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες,
δ) μη κερδοσκοπικές οργανώσεις κατά την έννοια του άρθρου 11 του ν. 2731/1999.
5. Καταπιστεύματα και παρεμφερή μορφώματα:
α) οι νομικές οντότητες της περιπτ. δ του άρθρου 2 του ν. 4172/2013,
β) τα αλλοδαπά εμπιστεύματα (trusts) του οποίου ο ιδρυτής, εμπιστευματούχος ή δικαιούχος είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδος,
γ) αλλοδαπά ιδρύματα (foundation).
6. Συνεταιρισμοί:
α) αστικοί συνεταιρισμοί,
β) οικοδομικοί συνεταιρισμοί, γ) αγροτικοί συνεταιρισμοί, δ) πιστωτικοί συνεταιρισμοί,
ε) πιστωτικοί συνεταιρισμοί που λειτουργούν με τη μορφή πιστωτικού ιδρύματος.
7. Εταιρείες που βρίσκονται σε πτώχευση, εκκαθάριση ή ειδική εκκαθάριση ή σε παρόμοιες διαδικασίες αφερεγγυότητας.
Ο σύνδικος της πτώχευσης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ή ο εκκαθαριστής ή ειδικός εκκαθαριστής καταχωρίζουν σε ειδική μερίδα του Κεντρικού Μητρώου τα στοιχεία των πραγματικών δικαιούχων.
Β. Οι εισηγμένες εταιρείες σε ρυθμισμένη αγορά ή Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης που λειτουργεί στην Ελλάδα καταχωρίζονται αυτόματα στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων, μέσω σύνδεσης του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών με τη ΓΓΠΣ. Τα στοιχεία καταχώρισης αφορούν τον Α.Φ.Μ. και τον κωδικό αναγνώρισης νομικού προσώπου (Legal Entity Identifier).
Άρθρο 3
Διαδικασία καταχώρισης στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων
Για την υποβολή στοιχείων στην εφαρμογή του Κεντρικού Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία:
α. Η εφαρμογή παρέχεται μέσω της ιστοσελίδας της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) www.gsis.gr και την επιλογή με τη σήμανση «Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων (ν. 4557/2018)».
β. Πρόσβαση στην εφαρμογή για την υποβολή των στοιχείων έχουν τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες με την έννοια των περιπτ. γ) και δ) του άρθρου 2 του ν. 4172/2013 διά των εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων τους με χρήση των διαπιστευτηρίων που έχουν λάβει από τη Φορολογική Διοίκηση. Ως εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο, πιστοποιημένο και ενεργοποιημένο με κλειδάριθμο, που έχει δηλωθεί στο TAXISnet στο σύστημα εξουσιοδοτήσεων της υπηρεσίας myTAXISnet της ιστοσελίδας www.gsis.gr ή www.aade.gr, από τον νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου.
γ. Με την επιτυχή εισαγωγή στο σύστημα, πραγματοποιούνται έλεγχοι για την διαπίστωση του ρόλου και των δικαιωμάτων πρόσβασης. Αναλόγως αποδίδονται οι ρόλοι «Πάροχος στοιχείων πραγματικού δικαιούχου Ν.Π.»
«Αρμόδια Ελεγκτική Αρχή», «Αρμόδια Αρχή», «Υπόχρεο Πρόσωπο», «Κεντρικός Συντονιστικός Φορέας».
Άρθρο 4
Στοιχεία καταχώρισης υπόχρεων Α. Ο πάροχος στοιχείων καταχωρίζει:
1. Για νομικά πρόσωπα
α) Για το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα που εκπροσωπεί:
ΑΦΜ, Επωνυμία, Διακριτικό τίτλο, ΑΡ.ΓΕΜΗ, μορφή νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας, στοιχεία επικοινωνίας (Χώρα, Οδός, Αριθμός, ΤΚ, Πόλη, Περιφερειακή Ενότητα, Περιφέρεια, τηλ. σταθερό, fax, email), κωδικό αναγνώρισης νομικού προσώπου (Legal Entity Identifier), όπου απαιτείται.
β) Για τον ίδιο:
ΑΦΜ, Όνομα, Επώνυμο, Πατρώνυμο, τύπος πιστοποιητικού ταυτοποίησης, αριθμός πιστοποιητικού, ημερομηνία γέννησης, διεύθυνση κατοικίας (Χώρα διαμονής, Οδός, αριθμός, ΤΚ, Πόλη, Περιφερειακή Ενότητα, Περιφέρεια, τηλ. σταθερό, τηλ. κινητό, fax, email).
γ) Για τους πραγματικούς δικαιούχους:
i) Βασικά στοιχεία:
ΑΦΜ, Όνομα, Επώνυμο, Πατρώνυμο, τύπος πιστοποιητικού, αριθμός πιστοποιητικού, ημερομηνία γέννησης, υπηκοότητα, διεύθυνση κατοικίας (Χώρα διαμονής, Οδός, αριθμός, ΤΚ, Πόλη, Περιφέρεια, Περιφερειακή Ενότητα, τηλ. σταθερό, τηλ. κινητό, fax, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου),Φορολογική κατοικία και TAX ID.
ii) Διεύθυνση επικοινωνίας/αλληλογραφίας:
Οδό ς, αριθμός, ΤΚ, Πόλη, Περιφερειακή Ενότητα, Περιφέρεια, Χώρα.
iii) Ιδιότητες πραγματικού δικαιούχου:
Μέλος Δ.Σ., δ/νων σύμβουλος, εντεταλμένος σύμβουλος, διοικητής, γενικός δ/ντής, δ/ντής, άλλο πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση, διαχείριση ή εκπροσώπηση της εταιρείας, εταίρος, μέτοχος, άλλη ιδιότητα.
iv) Είδος και έκταση δικαιωμάτων:
Είδος μέλους, είδος τίτλου, ποσοστό ιδιοκτησίας, ποσοστό δικαιώματος ψήφου, δυνατότητα ελέγχου με άλλο τρόπο (εξωεταιρική συμφωνία για διορισμό μελών ΔΣ ή για από κοινού λήψη αποφάσεων στη Γενική Συνέλευση), τυχόν ιδιότητα πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου/ στενού συγγενή ή στενού συνεργάτη του κατά τους ορισμούς 9,10,11 του άρθρου 3 του ν. 4557/2018.
δ) Στην περίπτωση κατοχής εταιρείας από άλλη εταιρεία, καταχωρίζει:
i) Βασικά στοιχεία:
Επωνυμία, Διακριτικός τίτλος, ΑΦΜ, ΑΡ. ΓΕΜΗ, είδος Ν.Π., στοιχεία προσδιορισμού έδρας (Χώρα, Οδός, Αριθμός, ΤΚ, Πόλη, Περιφερειακή Ενότητα, Περιφέρεια, τηλέφωνο fax, διεύθυνση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, επίσημος ιστοσελίδα νομικού προσώπου αν υπάρχει), Φορολογική κατοικία και TAX ID.
ii) Είδος και έκταση δικαιωμάτων:
Είδος μέλους, είδος τίτλου, ποσοστό ιδιοκτησίας, ποσοστό δικαιώματος ψήφου, δυνατότητα ελέγχου με άλλο τρόπο.
2. Για νομικές οντότητες (καταπιστεύματα και άλλα είδη νομικών μορφωμάτων παρεμφερή με καταπιστεύματα)
Τα στοιχεία για τον ίδιο της περιπτ. β, της παρ. 1 του παρόντος άρθρου και τα βασικά στοιχεία της υποπερίπτ.
ii) της περιπτ. γ, της παρ. 1 του παρόντος άρθρου των ακολούθων προσώπων:
α) του ιδρυτή,
β) του ή των καταπιστευματοδόχων, γ) του προστάτη (ενδεχομένως),
δ) των δικαιούχων ή της κατηγορίας δικαιούχων,
ε) οποιουδήποτε άλλου φυσικού προσώπου ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο επί του καταπίατεύματος.
Β. Όλα τα ποσοστά καταχωρούνται με ακρίβεια δύο δεκαδικών ψηφίων. Τα στοιχεία αυτά αντλούνται από τη βάση δεδομένων της Φορολογικής Διοίκησης αλλά επικαιροποιούνται και επιβεβαιώνονται από τον πάροχο στοιχείων, ο οποίος φέρει και την ευθύνη της ακρίβειας και πληρότητας αυτών.
Άρθρο 5
Τήρηση δεδομένων και επεξεργασία τους
Τα δεδομένα, τα οποία έχουν καταγραφεί, αποθηκευτεί και αναπαραχθεί με οποιοδήποτε τρόπο, τηρούνται online για πέντε (5) έτη, και φυλάσσονται πέραν τούτου σε βάση δεδομένων που τηρείται στη ΓΓΠΣ, σύμφωνα με το ν. 2472/1997 (Α’50) και τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων. Η Γ.Γ.Π.Σ. ως εκ του ρόλου της είναι ο εκτελών την επεξεργασία.
Άρθρο 6
Δικαιώματα πρόσβασης
1. Οι αρμόδιες Ελεγκτικές Αρχές έχουν πλήρη και απεριόριστα δικαιώματα προβολής των στοιχείων. Οι αρμόδιες αρχές και τα υπόχρεα πρόσωπα έχουν περιορισμένα δικαιώματα πρόσβασης στα στοιχεία του Μητρώου και μόνο για τους σκοπούς άσκησης μέτρων δέουσας επιμέλειας που προβλέπονται στα άρθρα 11 έως και 19 του ν. 4557/2018. Τα φυσικά πρόσωπα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στα οριζόμενα στην παρ. 7 του άρθρου 20 του ν. 4557/2018 στοιχεία.
2. Για την πρόσβαση των υπόχρεων προσώπων καθορίζεται ετήσιο τέλος ύψους εκατό (100) ευρώ.
Για την πρόσβαση φυσικών προσώπων καθορίζεται τέλος ύψους είκοσι (20) ευρώ για 10 αναζητήσεις.
Η είσπραξη των τελών γίνεται με τη χρήση ηλεκτρονικού παραβόλου το οποίο εκδίδεται με την αίτηση για αναζήτηση. Η πληρωμή του παραβόλου επιτρέπει την αναζήτηση. Το παράβολο συνδέεται με τον λογαριασμό γενικών εσόδων από παράβολα που είναι «1450189001 παράβολα από κάθε αιτία».
Τα έσοδα που δημιουργούνται από την είσπραξη των τελών για τις αναζητήσεις του Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων καλύπτουν τις δαπάνες λειτουργίας του πληροφοριακού συστήματος της ΓΓΠΣ και αποδίδονται για τον σκοπό αυτό στον προϋπολογισμό της, με την εγγραφή ισόποσων πιστώσεων σύμφωνα με το άρθρο 74 του ν. 4270/2014.
3. Με την πρόσβαση στο σύστημα οι χρήστες αποδέχονται την καταγραφή των στοιχείων τους. Περαιτέρω, οι χρήστες -φυσικά πρόσωπα αποδέχονται την ενημέρωση των υπόχρεων καταχώρισης για τις αναζητήσεις που έγιναν από αυτούς. Οι υπόχρεοι καταχώρισης δεν ενημερώνονται για αναζητήσεις των ελεγκτικών αρχών, των αρμόδιων αρχών ή των υπόχρεων προσώπων.
Άρθρο 7
Διαδικασία ηλεκτρονικής εγγραφής αιτήματος χορήγησης πληροφοριών
1. Οι αρμόδιες Ελεγκτικές αρχές, οι αρμόδιες αρχές και τα υπόχρεα πρόσωπα εκτυπώνουν από την ιστοσελίδα της ΓΓΠΣ και την επιλογή με τη σήμανση «Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων (ν. 4557/2018)», τυποποιημένο έγγραφο, το οποίο συμπληρώνουν, υπογράφουν, επισυνάπτουν σε σχετική ηλεκτρονική φόρμα και υποβάλουν στον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα, ο οποίος εγκρίνει την πρόσβαση των ειδικά εξουσιοδοτημέων προσώπων που ορίζονται από κάθε φορέα, με σχετική φόρμα καταχώρισης της εφαρμογής.
2. Τα φυσικά πρόσωπα μπαίνουν στο σύστημα με τους κωδικούς taxisnet και καταχωρίζουν σε σχετική φόρμα - αίτηση το λόγο αναζήτησης.
Άρθρο 8
Χρόνος και σειρά καταχώρισης
1. Η παραγωγική λειτουργία της εφαρμογής για τη διευκόλυνση των υπόχρεων γίνεται σταδιακά. Η διαδικασία καταχώρισης των στοιχείων της παρ. 2 πραγματοποιείται χρονικά ανά Ομάδα υπόχρεων προσώπων, σύμφωνα με το Παράρτημα Α’, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης και στο οποίο έχει καταχωρισθεί το σύνολο των υπόχρεων σε φορολογία εισοδήματος στην Ελλάδα νομικών προσώπων και οντοτήτων, ως εξής:
α) Η Ομάδα Α από 16/9/2019-14/10/2019
β) Η Ομάδα Β από 30/9/2019-1/11/2019
γ) Η Ομάδα Γ από 14/10/2019-29/11/2019
2. Για την εξοικείωση των χρηστών η εφαρμογή θα λειτουργήσει πιλοτικά από 20/07/2019. Τα δεδομένα που θα συλλέγουν θα διαγραφούν. Σχετικές πληροφορίες θα αναρτηθούν στην επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονομικών www.minfin.gr.
Άρθρο 9
Διαρκής υποχρέωση σύνδεσης με το Κεντρικό Μητρώο και Έλεγχος
Κάθε νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που συνιστάται κατά τη διάρκεια του χρόνου καταχώρισης όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 6 ή μετά την ολοκλήρωσή του οφείλει να καταχωρίζει τα προβλεπόμενα στοιχεία εντός 60 ημερών από τη σύστασή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 4557/2018. Ο έλεγχος συμμόρφωσης με την παρούσα συμπεριλαμβάνεται στους ελέγχους δέουσας επιμέλειας που διενεργεί η ΑΑΔΕ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ A ' | |||||
ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ | |||||
(Σε μορφή υπολογιστικού φύλλου) | |||||
ΜΟΡΦΕΣ ΜΗ Φ.Π. | |||||
Κατηγορία | ΚΩΔΙΚΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΜΟΡΦΗΣ ΜΗ φ.Π. | ΠΛΗΘΟΣ | |||
A' ΟΜΑΔΑ | |||||
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 11 | ΑΣΤΙΚΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ | 726 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 12 | ΑΣΤΙΚΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜ ΕΤΑΙΡΙΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ | 29 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 8 | ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ Ν.959/79 | 2.128 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 9 | ΕΙΔΙΚΗ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ | 298 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 35 | ΝΕΠΑ ΝΑΥΤΙΑ ΕΤΑΙΡ ΠΛΟΙΩΝ ΑΝΑΨΥΧ Ν3182/03 | 1.782 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 36 | AN 89/67 ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ | 131 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 37 | AN 89/67 ΗΜΕΔΑΠΗ ΑΕ | 13 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 38 | AN 378/68 ΚΑΙ Ν 27/75 ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΕΣ ΕΤΑΙΡ | 1.243 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 39 | ΑΝ 89/67 ΗΜΕΔΑΠΗ ΟΕ | ||
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 40 | ΑΝ 89/67 ΗΜΕΔΑΠΗ ΕΕ | ||
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 50 | ΑΝ 89/67 ΗΜΕΔΑΠΗ ΕΠΕ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ | 2 | |
5 | ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΕΣ | 79 | ΣΥΜΠΛΟΙΟΚΤΗΣΙΑ | 1.937 | |
8 | ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ | 83 | ΝΑΥΤ ΕΤ ΑΝ378/68 KAI Ν27/75 (ΑΡΟ25-ΠΑΡ1) | 2 | |
8.291 | 60 ημέρες | ||||
Β' ΟΜΑΔΑ | |||||
1 | ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ | 59 | ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ | 5.582 | |
2 | ΝΠΔΔ | 60 | ΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ | 21.878 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 10 | ΕΤΑΙΡΙΑ Α.Ν. 89/67 | 537 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 13 | ΑΜΙΓΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ | 302 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 14 | ΑΜΙΓΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ | 29 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 15 | ΑΜΙΓΗΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ | 15 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 16 | ΑΜΙΓΗΣ ΔΙΑΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ | 19 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 17 | ΑΜΙΓΗΣ ΔΙΑΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ | 3 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 18 | ΑΜΙΓΗΣ ΔΙΑΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ | 1 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 19 | ΙΜΕ ΕΠΕ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ | 43 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 20 | ΑΝ 89/67 ΗΜΕΔΑΠΗ ΕΠΕ | 4 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 21 | ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜ.ΕΥΘΥΝΗΣ | 2.003 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 22 | ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤ.ΕΥΘΥΝΗΣ | 107 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 23 | ΕΝΩΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ | 59 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 24 | ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ | 13 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 25 | ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ | 8 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 26 | ΑΛΛΟ ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΟ | 4.133 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 27 | ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ | 17 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 28 | ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ | 90 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 29 | ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΟΣ | 251 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 30 | ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡ ΕΥΘΥΝΗΣ | 1.096 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 31 | ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ | 4.628 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 32 | ΕΝΩΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ Ε.Α.Σ. | 100 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 33 | ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΕ.Σ.Ε. | 2 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 34 | ΚΟΙΝΟΠΡ.ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡ. ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ | 99 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 51 | ΑΕ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ | 1.487 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 52 | ΑΕ ΟΤΑ | 55 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 56 | ΑΣΤΙΚΗ ΕΠΑΓΓ ΕΤΑΙΡ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ | 54 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 57 | ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ | 19.003 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 58 | ΜΟΝΟΠΡΟΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ | 13.309 | |
4 | ΝΠΙΔ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 41 | ΣΥΛΛΟΓΟΣ | 26.896 | |
4 | ΝΠΙΔ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 42 | ΣΩΜΑΤΕΙΟ | 26.456 | |
4 | ΝΠΙΔ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 43 | ΙΔΡΥΜΑ | 1.455 | |
4 | ΝΠΙΔ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 44 | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΡΑΝΩΝ | 32 | |
4 | ΝΠΙΔ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 45 | ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ | 10 | |
4 | ΝΠΙΔ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 46 | ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΟΣ | 233 | |
4 | ΝΠΙΔ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 47 | ΑΛΛΟ ΝΠΙΔ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΟ | 4.742 | |
4 | ΝΠΙΔ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 48 | ΑΕ ΕΠΙΧ ΠΡΟΓΡΑΜ ΚΠΣ (Ν .2860/2000) | 1 | |
4 | ΝΠΙΔ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 49 | ΑΕ ΟΑΕΔ (Ν.2956/2001) | ||
4 | ΝΠΙΔ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 53 | ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΦΕΛΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ | 6 | |
4 | ΝΠΙΔ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 54 | ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΦΕΛΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ | 348 | |
4 | ΝΠΙΔ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 55 | ΑΕ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗ | 6 | |
5 | ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΕΣ | 75 | ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ | 6.948 | |
5 | ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΕΣ | 76 | ΑΣΤΙΚΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ | 162 | |
5 | ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΕΣ | 77 | ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗ | 4.321 | |
5 | ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΕΣ | 78 | ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΩΝ | 1.056 | |
5 | ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΕΣ | 80 | ΑΛΛΗ ΕΝΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗ | 242 | |
6 | ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΕΣ | 61 | ΑΣΤΙΚΗ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ | 7.876 | |
6 | ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΕΣ | 62 | ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠ. | 82 | |
6 | ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΕΣ | 63 | ΑΛΛΗ ΕΝΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗ | 3.258 | |
6 | ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΕΣ | 64 | ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΙΚΟΙ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΙ | 1.649 | |
6 | ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΕΣ | 74 | ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΤΙΡΙΩΝ | 7.077 | |
7 | ΕΝΤΟΛΕΑΣ ΜΗ ΦΠ | 81 | ΕΝΤΟΛΕΑΣ ΜΗ ΦΠ ΑΕ | 272 | |
7 | ΕΝΤΟΛΕΑΣ ΜΗ ΦΠ | 82 | ΕΝΤΟΛΕΑΣ ΜΗ ΦΠ ΕΠΕ | 192 | |
7 | ΕΝΤΟΛΕΑΣ ΜΗ ΦΠ | 85 | ΕΝΤΟΛΕΑΣ ΜΗ ΦΠ ΛΟΙΠΕΣ ΜΟΡΦΕΣ | 51 | |
8 | ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ | 67 | ΥΠΗΡ ΣΤΟΙΧΗΜ Κ ΠΑΙΓΝΙΩΝ ΜΕΣΩ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ | 24 | |
8 | ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ | 68 | ΓΡΑΦΕΙΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ | 78 | |
8 | ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ | 86 | ΞΕΝΟΙ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ | 318 | |
8 | ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ | 87 | ΑΛΛΟΔΑΠΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ | 4.175 | |
8 | ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ | 88 | ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΜΕΛΗ ΜΗ ΦΠ | 8.576 | |
8 | ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ | 89 | ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ | 2.491 | |
8 | ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ | 90 | 8Η ΟΔΗΓΙΑ ΕΕ | 6.071 | |
8 | ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ | 91 | ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΟΡΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ | 19 | |
8 | ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ | 92 | ΑΛΛΟΔ.ΕΤΑΙΡΙΑ ΜΕ ΣΥΜΒ.ΕΡΓΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | 61 | |
8 | ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ | 93 | ΓΡΑΦΕΙΟ ΑΛΛΟΔ. ΕΜΠΟΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡ. | 7 | |
8 | ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ | 94 | ΑΛΛΟΔ.ΕΤΑΙΡ.ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΠΟΣΟΥ | 305 | |
8 | ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ | 95 | ΓΡΑΦΕΙΟ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑ | 5 | |
9 | ΑΛΛΟΔΑΠΑ ΜΗ ΦΠ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 65 | ΑΛΛΟΔΑΠΟ Ν.Π.Δ.Δ. ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΟ | 15 | |
9 | ΑΛΛΟΔΑΠΑ ΜΗ ΦΠ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 66 | ΑΛΛΟΔΑΠΟ Ν.Π.Ι.Δ. ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΟ | 86 | |
9 | ΑΛΛΟΔΑΠΑ ΜΗ ΦΠ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 70 | ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ | 7 | |
10 | ΕΝΤΟΛΕΑΣ ΕΕ ΜΗ ΦΠ | 96 | ΕΝΤΟΛΕΑΣ ΕΕ ΜΗ ΦΠ ΑΕ | 407 | |
10 | ΕΝΤΟΛΕΑΣ ΕΕ ΜΗ ΦΠ | 97 | ΕΝΤΟΛΕΑΣ ΕΕ ΜΗ ΦΠ ΕΠΕ | 553 | |
10 | ΕΝΤΟΛΕΑΣ ΕΕ ΜΗ ΦΠ | 98 | ΕΝΤΟΛΕΑΣ ΕΕ ΜΗ ΦΠ ΛΟΙΠΕΣ ΜΟΡΦΕΣ | 74 | |
12 | ΜΗ ΦΠ ΕΕ ΜΗ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΙ | 69 | ΜΗ ΦΠ ΕΕ ΜΗ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΙ | 834 | |
13 | ΜΗ ΦΠ ΜΗ ΕΓΚΑΤ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ | 71 | ΜΗ ΦΠ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΗ ΕΓΚΑΤ | 5 | |
99 | ΜΕΤΑΠΤΩΣΗ | 99 | ΜΕΤΑΠΤΩΣΗ | 873 | |
193.282 | 60 ημέρες | ||||
Γ' ΟΜΑΔΑ | |||||
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 1 | ΟΕ | 110.268 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 2 | ΕΕ | 38.295 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 3 | ΕΕ ΚΑΤΑ ΜΕΤΟΧΕΣ | 29 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 4 | ΕΠΕ | 27.051 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 5 | ΕΠΕ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ | 15.837 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 6 | ΙΜΕ ΕΠΕ | 370 | |
3 | ΝΠΙΔ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΑ | 7 | ΑΕ | 55.034 | |
246.884 | 60 ημέρες | ||||
448.457 |
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 19 Ιουνίου 2019
Ο Υπουργός
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΔΕΔ Θ 1033 Μη έκπτωση δαπανών από επιχείρηση σε κράτος με προνομιακό καθεστώς (Βουλγαρία)
Θεσσαλονίκη 07/05/2019
Αριθμός απόφασης: 1033
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α7-ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
Ταχ. Δ/νση : Εγνατία 45-Θεσ/νικη
Ταχ. Κώδικας : 54630
Πληροφορίες : Κ. Μαβινίδου
Τηλέφωνο : 2313-333245
Fax : 2313-333258
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπ' όψη:
1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170).
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)»
γ. Της ΠΟΛ.1064/2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ Β' 1440/27-04-2017).
2. Την ΠΟΛ.1069/2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Την Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ Β' 2759/1.9.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών «Παροχή εξουσιοδότησης υπογραφής».
4. Την με ημερομηνία κατάθεσης με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή της εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «.............», με ΑΦΜ με κύρια δραστηριότητα με έδρα στην κατά της με αριθμό οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, Φορολογικού Έτους 2016 ( φορολογική περίοδος 01/01/2016-31/12/2016, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ ΞΑΝΘΗΣ και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.
5. Την ανωτέρω προσβαλλόμενη πράξη των οποίων ζητείται η ακύρωση.
6. Την Έκθεση Απόψεων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΞΑΝΘΗΣ, ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Α.Α.Δ.Ε., με την οποία ζητείται η απόρριψη της υπό κρίση Ενδικοφανούς Προσφυγής.
7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α7-Επανεξέτασης της Υπηρεσίας μας, όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.
Επί της από και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής της προσφεύγουσας, η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα, και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:
Με τη με αριθμό οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, Φορολογικού Έτους 2016 (φορολογική περίοδος 01/01/2016-31/12/2016, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ καταλογίστηκε στην προσφεύγουσα φόρος εισοδήματος (κύριος) ποσού .............€ πλέον πρόστιμο αρθ.58 ΚΦΔ €, ήτοι συνολικού ποσού ............€.
Οι ανωτέρω πράξεις προέκυψαν κατόπιν της διενέργειας μερικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ν. 4172/2013 & ν.4174/2013, δυνάμει της υπ.αριθ. 58/3-3-2017 εντολής ελέγχου του Προϊστάμενου της Δ.Ο.Υ. ΞΑΝΘΗΣ.
Η προσφεύγουσα ως υποκατάστημα αλλοδαπής εταιρίας φορολογείται στην Ελλάδα για τα κέρδη που προκύπτουν από την εγκατάσταση που αυτή διατηρεί εντός της Ελληνικής Επικράτειας. Ο έλεγχος προσδιορίζει τα αποτελέσματα των ελεγχόμενων ετών όπως προκύπτουν από τα λογιστικά αρχεία (βιβλία και στοιχεία) με την προσθήκη σε αυτά του ποσού των λογιστικών διαφορών των δαπανών δηλαδή που δεν αναγνωρίζονται από τον διενεργηθέντα έλεγχο συνολικού ποσού ..............€.
Στον διενεργηθέντα έλεγχο μεταξύ άλλων πραγματοποιήθηκε και έλεγχος μη εκπιπτόμενων επιχειρηματικών δαπανών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65 του Κ.Φ.Ε. και της ΑΥΟ ΠΟΛ.1173/2017.
Συγκεκριμένα, στον έλεγχο δαπανών που καταβλήθηκαν προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος μη συνεργάσιμο ή που υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65 του Κ.Φ.Ε. και της ΑΥΟ ΠΟΛ.1173/2017, διαπιστώθηκε ότι κατά το φορολογικό έτος 2016 πραγματοποιήθηκαν συναλλαγές με νομικά πρόσωπα που είναι φορολογικοί κάτοικοι της Βουλγαρίας, η οποία σύμφωνα με την ανωτέρω ΑΥΟ συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν προνομιακό φορολογικό καθεστώς.
Επρόκειτο για συναλλαγές που καταβλήθηκαν από την προσφεύγουσα προς το νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «.............» και ΑΦΜ ............................., η οποία είναι μητρική εταιρία της προσφεύγουσας και είναι φορολογικός κάτοικος της Βουλγαρίας:
Φορολογικό στοιχείο (α/α - ημερομηνία) |
Εκδότης - Φορολογικός κάτοικος |
Καθαρή αξία |
Αξία ΦΠΑ |
|
|
327,23 |
ΑΝΕΥ |
|
|
245,42 |
ΑΝΕΥ |
|
|
1.751,25 |
ANEY |
|
|
287,51 |
ΑΝΕΥ |
|
|
1.776,96 |
ANEY |
|
|
217,93 |
ΑΝΕΥ |
ΣΥΝΟΛΑ |
|
4.606,30 |
|
Η ανωτέρω διαφορά προέκυψε επί τη βάσει της από έκθεση μερικού ελέγχου προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ν. 4172/2013 & ν.4174/2013, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ ΞΑΝΘΗΣ Φορολογικού έτους 1/1/2016-31/12/2016 που συντάχθηκε κατόπιν του διενεργηθέντος ελέγχου βάσει της με αριθμ εντολής ελέγχου του ίδιου ως άνω Προϊσταμένου Σύμφωνα με την ως άνω έκθεση ελέγχου, τα παραπάνω παραστατικά συνολικής αξίας 4.606,30 € δεν αναγνωρίστηκαν για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα και συνεπώς καταλογίστηκαν ως λογιστικές διαφορές, στη φορολογική περίοδο 1/1/2016-31/12/2016.
Η προσφεύγουσα εταιρεία, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ή άλλως την τροποποίηση της, προβάλλοντας τους παρακάτω λόγους:
1) Ο έλεγχος για την απόρριψη των δαπανών, αρκείται απλά στην παρατήρηση ότι πρόκειται για μη συνήθεις συναλλαγές χωρίς ειδικότερα να αιτιολογεί ειδικά και εμπεριστατωμένα το λόγο που οδηγήθηκε σε αυτό το συμπέρασμα ή αν σε κάθε περίπτωση παραβιάστηκε κάποιος κανόνας δικαίου και ποιος.
2) Παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης καθόσον στην συγκεκριμένη περίπτωση η προσφεύγουσα εταιρία έχει δικαίωμα να ενεργήσει με το συγκεκριμένο τρόπο βάσει τόσο του Βουλγαρικού, όσο και του Ελληνικού Δικαίου.
3) Έλλειψη ουσιωδών στοιχείων και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης. Ειδικότερα: α) Δεν αναφέρονται, με σαφήνεια, οι λόγοι, για τους οποίους η Φορολογική Διοίκηση προέβη στον προσδιορισμό φόρου και τον τρόπο με τον οποίο υπολογίστηκε το ποσό του φόρου.
Ειδικότερα, δε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά, τόσο στο νομοθετικό πλαίσιο, υπολογισμού του επιβαλλόμενου φόρου, πολλώ δε μάλλον, στους λόγους επιβολής αυτού, στερείται, δηλαδή, επαρκούς αιτιολογίας.
β) Δεν αναγράφεται, ο χρόνος, ο τόπος και ο τρόπος αμφισβήτησης του προσδιορισμού φόρου, στερώντας έτσι από το φορολογούμενο, τη γνώση της δυνατότητας υποβολής ενδικοφανούς προσφυγής, η οποία συνιστά απαραίτητη δικονομική προϋπόθεση, πριν την προσφυγή στα Διοικητικά Δικαστήρια.
Ως τον 1ο προβαλλόμενο λόγο
Επειδή στην παρ. ιγ του άρθρου 23 του Ν 4172/2013 ορίζεται ότι : «ιγ το σύνολο των δαπανών που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος μη συνεργάσιμο ή που υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65 του Κ.Φ.Ε., εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει ότι οι δαπάνες αυτές αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών ή εισοδημάτων ή κεφαλαίων με σκοπό τη φοροαποφυγή ή τη φοροδιαφυγή. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν αποκλείει την έκπτωση των δαπανών που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος - μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εφόσον υπάρχει η νομική βάση για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Ελλάδας και αυτού του κράτους - μέλους»
Επειδή στο άρθρο 65 του ν. 4172/2013 ορίζεται ότι: 1. Κράτος για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου νοείται το κράτος ή η περιοχή δικαιοδοσίας ή η υπερπόντια χώρα ή το έδαφος που τελεί υπό οποιοδήποτε ειδικό καθεστώς σύνδεσης ή εξάρτησης κατά την έννοια του διεθνούς δικαίου.
2. Σύμβαση διοικητικής συνδρομής, για την εφαρμογή Κ.Φ.Ε. νοείται η διεθνής σύμβαση που επιτρέπει την ανταλλαγή όλων των πληροφοριών, που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας των συμβαλλόμενων μερών.
3. Μη συνεργάσιμα κράτη είναι εκείνα που δεν είναι κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κατάσταση τους σχετικά με τη διαφάνεια και την ανταλλαγή των πληροφοριών σε φορολογικά θέματα έχει εξεταστεί από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) και τα οποία:
α) δεν έχουν συνάψει και δεν εφαρμόζουν με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής στο φορολογικό τομέα και
β) δεν έχουν υπογράψει τέτοια σύμβαση διοικητικής συνδρομής με τουλάχιστον δώδεκα άλλα κράτη.
Οι ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά.
4. Τα μη συνεργάσιμα κράτη καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από τη διαπίστωση των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου και περιλαμβάνονται σε κατάλογο που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο κατάλογος δημοσιεύεται τον Ιανουάριο κάθε έτους ως εξής:
α) Αφαιρούνται τα κράτη που μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης έχουν συνάψει και εφαρμόζουν με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής.
β) Προστίθενται τα κράτη που:
αα) ενώ έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής, οι διατάξεις της εν λόγω σύμβασης ή η εφαρμογή τους δεν επέτρεψαν στην ελληνική φορολογική διοίκηση να λάβει τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή των διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας, ββ) δεν έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής, αν και η Ελλάδα είχε προτείνει, πριν την 1η Ιανουαρίου του προηγούμενου έτους, τη σύναψη τέτοιας σύμβασης.
γ) Αφαιρούνται ή προστίθενται τα κράτη που δεν έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής, στα οποία η Ελλάδα δεν είχε προτείνει τη σύναψη τέτοιας σύμβασης πριν την 1η Ιανουαρίου του προηγούμενου έτους και για τα οποία το Παγκόσμιο Φόρουμ για τη Διαφάνεια και την Ανταλλαγή των πληροφοριών σε φορολογικά θέματα που συστήθηκε με απόφαση του Ο.Ο.Σ.Α. της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, θεωρεί ότι αντίστοιχα προβαίνουν ή όχι στην ανταλλαγή όλων των πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή των φορολογικών νομοθεσιών των συμβαλλόμενων μερών.
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου σχετικά με τα μη συνεργάσιμα κράτη εφαρμόζονται για αυτά που προστίθενται στον κατάλογο της προηγούμενης παραγράφου, από την 1η Ιανουαρίου του επομένου της δημοσίευσης έτους. Γι' αυτά που αφαιρούνται από τον κατάλογο, η εφαρμογή των διατάξεων παύει από τη δημοσίευση του.
6. Για την εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου αυτού, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα θεωρείται ότι υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς σε κράτος εκτός της Ελλάδας, όταν η φορολογική κατοικία τους βρίσκεται σε οποιοδήποτε κράτος, ακόμη και σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής' Ένωσης, εάν σε αυτό το κράτος:
α) δεν υπόκειται σε φορολογία ή, εάν υπόκειται, δεν φορολογείται εν τοις πράγμασι, ή
β) υπόκειται σε φόρο επί των κερδών ή των εισοδημάτων ή του κεφαλαίου, "του οποίου ο συντελεστής είναι ίσος ή κατώτερος" από το πενήντα τοις εκατό (50%) του συντελεστή φορολογίας νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων που θα οφειλόταν σύμφωνα με τις διατάξεις της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας, εάν ήταν φορολογικός κάτοικος ή διατηρούσε μόνιμη εγκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. στην Ελλάδα.
7. Τα κράτη που έχουν προνομιακό φορολογικό καθεστώς καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από τη διαπίστωση των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου και περιλαμβάνονται σε κατάλογο που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο κατάλογος δημοσιεύεται τον Ιανουάριο κάθε έτους.
Επειδή στην ΠΟΛ.1173/2017 (ΦΕΚ Β' 4049/20.11.2017) καθορίζονται τα Κράτη που έχουν προνομιακό φορολογικό προνομιακό φορολογικό καθεστώς με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 65 του ν. 4172/2013 για τα φορολογικά έτη 2016 και 2017 μεταξύ των οποίων είναι και το κράτος της Βουλγαρίας.
Επειδή εν προκειμένω από τον διενεργηθέντα έλεγχο δαπανών από τη Δ.ΟΥ ΞΑΝΘΗΣ , σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65 § 2 του Κ.Φ.Ε. και της ΑΥΟ ΠΟΛ.1173/2017, που καταβλήθηκαν προς νομική οντότητα, φορολογικό κάτοικο σε κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, διαπιστώθηκε ότι ορισμένες από αυτές πραγματοποιήθηκαν προς την επιχείρηση «.............. », συνολικής καθαρής αξίας €. Ο έλεγχος σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις δεν αναγνώρισε τις δαπάνες αυτές, διότι όπως προκύπτει από τη διαδικασία του ελέγχου της Δ.Ο.Υ Ξάνθης (ανταλλαγή πληροφοριών με Βουλγαρία) αφορούν μη συνήθεις συναλλαγές μεταξύ της προσφεύγουσας και της μητρικής αλλοδαπής εταιρίας.
Η αλλοδαπή εταιρία, όπως προκύπτει από το έγγραφο ανταλλαγής πληροφοριών με τις αρχές της Βουλγαρίας, δεν ασκεί ουσιαστική επιχειρηματική δραστηριότητα στην αλλοδαπή με την έννοια ότι δεν διαθέτει εγκαταστάσεις και προσωπικό.
Επειδή για τις επίμαχες δαπάνες δεν προσκομίσθηκαν τέτοια στοιχεία από τα οποία να προκύπτει σαφώς ότι το καταβληθέν τίμημα συντελέστηκε μέσω του τραπεζικού συστήματος.
Οι παραπάνω δαπάνες αφορούν αγορές εμπορευμάτων που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα από την μητρική εταιρία, ενώ για την απόδειξη του τρόπου εξόφλησης τους προσκομίσθηκαν αντίγραφα κινήσεων τραπεζικού λογαριασμού που διατηρεί η μητρική εταιρία στη Βουλγαρία. Από τα αντίγραφα των κινήσεων προκύπτουν κάποιες καταθέσεις που πραγματοποιήθηκαν από τον (ο οποίος είναι Νόμιμος εκπρόσωπος της προσφεύγουσας και ταυτόχρονα ο διευθυντής και μοναδικός μέτοχος της αλλοδαπής εταιρίας) , οι οποίες όμως δεν έχουν επαρκή αιτιολογία με την έννοια ότι δεν προκύπτει ότι οι καταθέσεις αφορούν την εξόφληση των επίμαχων συναλλαγών και των τιμολογίων που εκδόθηκαν γι αυτές.
Ο έλεγχος, αφού έλαβε υπόψη του τις διατάξεις του άρθρου 23 (περ. ιγ') του ν. 4172/2013, τις διατάξεις του άρθρου 65 του ν.4172/2013 και της ΑΥΟ ΠΟΛ.1173/2017 (ΦΕΚ Β'4049/20- 11-2017) στην οποία καθορίζονται τα Κράτη που έχουν προνομιακό φορολογικό καθεστώς μεταξύ των οποίων είναι και το κράτος της Βουλγαρίας, το γεγονός ότι οι υπόψη συναλλαγές αφορούν σε μη συνήθεις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων (κεντρικό - υποκατάστημα), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σύνολο των δαπανών που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα με βάσει τα υπ'αριθμ ...και τιμολόγια, συνολικής αξίας 4.606,30€, με στοιχεία εκδότη το νομικό πρόσωπο - ΑΦΜ ............BG.............. με έδρα % Βουλγαρία και παραλήπτη την προσφεύγουσα αφορούν δαπάνες που καταβλήθηκαν προς νομικό πρόσωπο που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος με προνομιακό καθεστώς (Βουλγαρία) και ως εκ τούτου δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της ελεγχόμενης στο φορολογικό έτος 2016.
Συνεπώς ορθώς η Δ.Ο.Υ ΞΑΝΘΗΣ που διενήργησε το φορολογικό έλεγχο, δεν αναγνώρισε τα παραπάνω παραστατικά συνολικής αξίας ...........€ για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα και καταλόγισε αυτά ως λογιστικές διαφορές, στη φορολογική περίοδο 1/1/2016-31/12/2016 στην προσφεύγουσα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις.
Ως προς τον 2ο προβαλλόμενο λόγο
Επειδή η προσφεύγουσα με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή της ισχυρίζεται ότι με την προσβαλλόμενη πράξη έχει παραβιαστεί η αρχή της χρηστής και καλόπιστης διοίκησης, η οποία απορρέει από τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου, αυτός τυγχάνει προφανώς αβάσιμος και δη παρελκυστικά προβαλλόμενος. Ειδικότερα, η αρχή της χρηστής διοίκησης επιβάλλει πράγματι στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου που επικρατεί, ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων να αποφεύγονται οι ανεπιεικείς και απλώς δογματικές ερμηνευτικές εκδοχές, τούτο, ωστόσο, δε σημαίνει ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης μπορεί να εξελιχθεί σε τροχοπέδη για την εφαρμογή της νομιμότητας εκ μέρους των οργάνων της Διοίκησης.
Η τελευταία δε, επιτάσσει την έκδοση καταλογιστικών πράξεων σε βάρος του φορολογουμένου, όταν από τον γενόμενο σε βάρος της έλεγχο διαγνώστηκαν αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν το πραγματικό ορισμένης φορολογικής παράβασης ή τη μη έκπτωση από το φόρο των δαπανών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του ν. 4172/2013, όπως εν προκειμένω.
Ως προς τον 3ο προβαλλόμενο λόγο
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν αναφέρονται με σαφήνεια οι λόγοι για τους οποίους η φορολογική διοίκηση προέβη στον προσδιορισμό φόρου και ότι δεν γίνεται αναφορά στο νομοθετικό πλαίσιο.
Ως προς τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας αναφέρουμε ότι η αιτιολόγηση της πράξης του ελέγχου είναι πλήρης και επαρκής. Αυτό προκύπτει από την ίδια την έκθεση ελέγχου, στην οποία εδράζεται η προσβαλλόμενη πράξη αλλά και από το σώμα της ίδιας της πράξης.
Οι λόγοι που καταγράφονται αναλυτικά στην έκθεση ελέγχου, στοιχειοθετούν πλήρως και αποδεικνύουν ότι ο έλεγχος δεν αναγνώρισε τις συγκεκριμένες δαπάνες χαρακτηρίζοντάς τες ως μη συνήθεις κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις περ. ιγ άρθρου 23 του ν. 4172/2013 του άρθρου 65 του ν.4172/2013. Επομένως, σε καμία περίπτωση δεν υφίσταται έλλειψη αιτιολογίας όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα.
Ο ισχυρισμός της περί αναιτιολόγητου του διενεργηθέντος ελέγχου ο οποίος συμπαρασύρει αναπόφευκτα σε ακυρότητα και την προσβαλλόμενη πράξη απορρίπτεται ως αναπόδεικτος και ουσία αβάσιμος, διότι η προσβαλλόμενη πράξη φέρει σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από την έκθεση ελέγχου και από τα στοιχεία του φακέλου.
Ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι δεν αναγράφεται πουθενά, ο χρόνος, ο τόπος και ο τρόπος αμφισβήτησης του προσδιορισμού φόρου, στερώντας έτσι από το φορολογούμενο, τη γνώση της δυνατότητας υποβολής ενδικοφανούς προσφυγής, η οποία συνιστά απαραίτητη δικονομική προϋπόθεση, πριν την προσφυγή στα Διοικητικά Δικαστήρια, απορρίπτεται ως αναπόδεικτος και ουσία αβάσιμος, διότι επί του σώματος της με αριθμό οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, Φορολογικού Έτους 2016 και στην πρώτη σελίδα αυτής αναγράφεται η δυνατότητα επί αμφισβήτησης της οριστικής καταλογιστικής πράξης, άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 63 του ν 4174/2013.
Επίσης έχει κριθεί νομολογικά με την απόφαση του ΣτΕ 2934/2017, ότι: « το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σε ορισμένο πρόσωπο φορολογική παράβαση, η οποία επισύρει την επιβολή σε βάρος του των διαφυγόντων φόρων και συναφών κυρώσεων, φέρει, κατ' αρχήν, το κράτος, ήτοι η φορολογική Διοίκηση. Ωστόσο, τούτο δεν έχει την έννοια ότι η φορολογική αρχή υποχρεούται να τεκμηριώσει την παράβαση με αδιάσειστα στοιχεία, που αποδεικνύουν άμεσα και με πλήρη βεβαιότητα την τέλεσή της. Πράγματι, μια τέτοια απαίτηση θα επέβαλε στη Διοίκηση ένα υπέρμετρο και συχνά αδύνατο να επωμισθεί βάρος, ασύμβατο με την ανάγκη ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, των προαναφερόμενων θεμελιωδών αρχών (και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αντλούν από αυτές οι φορολογούμενοι) και, αφετέρου, του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος της πάταξης της φοροδιαφυγής, που από τη φύση της είναι συνήθως δυσχερώς εντοπίσιμη. Συγκεκριμένα, η αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής επιβάλλει να μην καθιστούν οι αρχές ή οι κανόνες που διέπουν το είδος και το βαθμό απόδειξης της ύπαρξής της αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας από τη Διοίκηση. Τούτων έπεται ότι η τέλεση φορολογικής παράβασης, που συνίσταται στην παράλειψη δήλωσης φορολογητέου εισοδήματος, και, περαιτέρω, η ύπαρξη αντίστοιχης φορολογητέας ύλης μπορεί να προκύπτει, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας φορολογικής αρχής, όχι μόνο με βάση άμεσες αποδείξεις, αλλά και από έμμεσες αποδείξεις (άλλως, “τεκμήρια”), ήτοι από αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης, ενόψει των συνθηκών, εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από τον φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης. Τούτο δεν συνιστά αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά κανόνα που αφορά στη φύση και στον τρόπο εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων.
Ειδικότερα, τέτοια στοιχεία έμμεσης απόδειξης (ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος) μπορούν να θεωρηθούν ότι συντρέχουν σε περίπτωση στην οποία τραπεζικός λογαριασμός του φορολογούμενου στην ημεδαπή περιλαμβάνει μεγάλο ποσό το οποίο δεν καλύπτεται από τα (νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα του φόρου) εισοδήματα που αυτός έχει δηλώσει στη φορολογική αρχή ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη πηγή ή αιτία, την οποία είτε αυτός επικαλείται, κατόπιν (υποχρεωτικής) κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών εξηγήσεων (σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 περιπτ. α του ΚΦΕ και, ήδη, του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 4174/2013) ή στο πλαίσιο διαδικασίας προηγούμενης ακρόασης, είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή, επιδεικνύοντας την οφειλόμενη, σε χρηστή Διοίκηση, επιμέλεια και λαμβάνοντας τα αναγκαία, κατάλληλα και εύλογα, ενόψει των περιστάσεων, μέτρα ελέγχου και διερεύνησης της υπόθεσης, που προβλέπονται στο νόμο (άρθρα 66 επ. του ΚΦΕ και άρθρα 13 επ. του ν. 4174/2013), καθόσον τα παραπάνω στοιχεία, συνολικώς ορώμενα, είναι, κατ' αρχήν, ικανά να δικαιολογήσουν, ενόψει και των διδαγμάτων της λογικής και της κοινής πείρας, την εκτίμηση ότι το επίμαχο ποσό άγνωστης προέλευσης (αλλά, πάντως, κατά το συνήθως συμβαίνον, προερχόμενο από οικονομική δραστηριότητα επιτρεπτή κατά το νόμο) αντιστοιχεί σε μη δηλωθέν, υποκείμενο σε φόρο εισόδημα του δικαιούχου του λογαριασμού ».
Κατά συνέπεια οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας απορρίπτονται ως αβάσιμοι και δε δύναται να γίνουν αποδεκτοί.
Αποφασίζουμε
Την απόρριψη της από και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής της εταιρείας « » με ΑΦΜ και την επικύρωση της με αριθ ...........οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, Φορολογικού Έτους 2016, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ ΞΑΝΘΗΣ Οριστική φορολογική υποχρέωση με βάση την παρούσα απόφαση:
Υπ’ αριθ. οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορολογικού .έτους 2016
ΑΝΑΛΥΣΗ |
ΠΟΣΑ ΔΗΛΩΣΗΣ |
ΠΟΣΑ ΕΛΕΓΧΟΥ |
ΠΟΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ |
ΔΙΑΦΟΡΑ |
|
Φορολογητέα κέρδη |
|
1.207,51 |
1.207,51 |
1.207,51 |
|
ή ζημιά |
4.206,79 |
|
|
4.206,79 |
|
Φόρος Πιστωτικό ποσό |
|
|
|
|
|
|
Χρεωστικό ποσό |
|
350,18 |
350,18 |
350,18 |
Προκαταβολή φόρου |
|
|
|
|
|
Τέλος επιτηδεύματος(αρθ. 31 ν.3986/2011) |
1.350,00 |
1.350,00 |
1.350,00 |
|
|
Πρόστιμο φόρου αρθ. 58 Κ.Φ.Δ. λόγω ανακρίβειας |
|
175,09 |
175,09 |
175,09 |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Σύνολο φόρων τελών & εισφορών |
για καταβολή |
1.350,00 |
1.875,27 |
1.875,27 |
525,17 |
για επιστροφή |
|
|
|
|
Επί του οφειλόμενου φόρου θα υπολογιστούν κατά την καταβολή και τόκοι του άρθρου 53 του Κ.Φ.Δ.
Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση
ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΚΑΤΣΙΟΥΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
28107/1857/2019 Σχετικά με την απόδοση ΑΜΚΑ σε ξένους υπηκόους
Αθήνα 20.06.2019
Αρ. πρωτ. Φ.80320/οικ.28107/1857
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΟΙΝ. ΑΣΦ/ΣΕΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΟΙΝ. ΑΣΦ/ΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΣΕ ΧΡΗΜΑ
Ταχ. Δ/νση: Σταδίου 29
Ταχ. Κώδικας: 101 10 Αθήνα
ΘΕΜΑ: «Σχετικά με την απόδοση ΑΜΚΑ σε ξένους υπηκόους»
Με τις διατάξεις του άρθρου 153 του ν. 3655/2008 (Α' 58) από 1/6/2009 ο ΑΜΚΑ καθιερώθηκε υποχρεωτικά ως αριθμός εργασιακής και ασφαλιστικής ταυτοποίησης όλων των πολιτών της χώρας.
Όσον αφορά την απόδοση ΑΜΚΑ σε ξένους υπηκόους, σύμφωνα με την υπ’ αρίθμ. οικ. 7791/245/Φ80321/2009 Κοινή Υπουργική Απόφαση, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά είναι: Δελτίο ταυτότητας ομογενούς (αντίστοιχο της ελληνικής αστυνομικής) ή διαβατήριο ή πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης επίσημα μεταφρασμένο στα ελληνικά (όταν δεν υπάρχει δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο ή τα έγγραφα αυτά δεν περιέχουν τα ζητούμενα για την απογραφή στοιχεία). Για ανήλικα άτομα που γεννήθηκαν στη χώρα αρκεί η ληξιαρχική πράξη γέννησης.
Σε συμφωνία με τα οριζόμενα παραπάνω και για την ευχερέστερη εξυπηρέτηση των ξένων υπηκόων, διευκρινίζονται επιπλέον τα εξής:
Α) Για τους πολίτες κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν προϋποτίθενται περαιτέρω αποδεικτικά έγγραφα αλλά αρκεί η επίδειξη της ταυτότητας ή του διαβατηρίου τους.
Β) Για τους πολίτες τρίτων χωρών των δικαιολογητικών που ορίζονται στην ως άνω Απόφαση πρέπει να επιδεικνύεται και:
- ο τίτλος άδειας διαμονής ή
- η βεβαίωση κατάθεσης για άδεια διαμονής (είτε η λεγόμενη «μπλε βεβαίωση» είτε η απλή λευκή βεβαίωση όσον αφορά την κατηγορία της άδειας για εξαιρετικούς λόγους).
Γ) Για τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας αρκεί ο τίτλος άδειας διαμονής και για τους αιτούντες διεθνή προστασία το δελτίο αιτούντος διεθνή προστασία.
Κατά τα λοιπά, για ειδικότερα θέματα που αφορούν στους δικαιούχους και αιτούντες διεθνή προστασία ισχύουν όσα είχαν διατυπωθεί στην από 13.02.2018 Εγκύκλιο με αριθμ. πρωτ.: 31547/9662/2018, ήτοι:
Σύμφωνα με την ως άνω Υπουργική Απόφαση, τα στοιχεία που απαιτούνται για την καταχώρηση στο Εθνικό Μητρώο και την απονομή ΑΜΚΑ είναι τα παρακάτω:
1) Επώνυμο κατά τη γέννηση
2) Σημερινό επώνυμο, σύμφωνα με την ισχύουσα ταυτότητα που προσκομίζεται για την έκδοση ΑΜΚΑ
3) Όνομα
4) Όνομα πατέρα
5) Όνομα μητέρας
6) Φύλο
7) Ημερομηνία γέννησης (πλήρης)
8) Χώρα γέννησης
9) Νομός γέννησης (μόνο για όσους γεννήθηκαν στην Ελλάδα)
10) Υπηκοότητα
11) Στοιχεία ταυτότητας (αριθμός, έτος έκδοσης και είδος ταυτότητας). Επιτρέπονται και οι λατινικοί χαρακτήρες.
12) Ταχυδρομική δ/νση επικοινωνίας στην Ελλάδα (Οδός-Αριθμός, Τ.Κ, Πόλη-Δήμος, Νομός)
13) Τηλέφωνο επικοινωνίας
Όταν από τα ταυτοποιητικά έγγραφα δεν προκύπτει κάποιο από τα στοιχεία υπ’ αριθμ. 1 έως 5, συμπληρώνεται στο αντίστοιχο πεδίο η λέξη «Άνευ».
Ως προς το στοιχείο υπ’ αριθμ. 11, ως ταυτότητα νοείται το προσκομιζόμενο ταυτοποιητικό έγγραφο.
Ως προς το στοιχείο υπ’ αριθμ. 12, διευκρινίζεται ότι απαραίτητη είναι μία διεύθυνση επικοινωνίας, η οποία δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με διεύθυνση κατοικίας. Περαιτέρω, διευκρινίζεται ότι ο Φορέας Κύριας Ασφάλισης και ο Φορέας Υγείας δεν αποτελούν υποχρεωτικά στοιχεία για την απόδοση ΑΜΚΑ.
Σε περίπτωση που τα προσκομιζόμενα δικαιολογητικά αναγράφουν τα στοιχεία του προσώπου μόνο με λατινικούς χαρακτήρες, η αναγραφή των στοιχείων του αιτούντος στα ελληνικά γίνεται εξ ακοής και είναι ενδεικτική. Τα ταυτοποιητικά στοιχεία του αιτούντος είναι αυτά που δίνονται με λατινικούς χαρακτήρες.
Σε περίπτωση απογραφής μέσω εκπροσώπου, απαιτείται επιπλέον η ταυτότητα ή το διαβατήριο ή το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του εκπροσώπου (κατά περίπτωση, όπως αναφέρεται παραπάνω) και επιπλέον υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 (Α' 75) ότι εκπροσωπεί τον ενδιαφερόμενο. Εάν ο εκπρόσωπος εκπροσωπεί περισσότερα του ενός πρόσωπα δεν χρειάζεται ξεχωριστή υπεύθυνη δήλωσή του για κάθε εκπροσωπούμενο αλλά αρκεί μία δήλωση που αναφέρει τα ονόματα όλων.
Τα προσκομιζόμενα έγγραφα για την απόδοση ΑΜΚΑ, όπως ορίζονται στο παρόν έγγραφο, πρέπει να είναι τα πρωτότυπα ή επικυρωμένα αντίγραφα αυτών. Τα παραπάνω δικαιολογητικά δεν κατατίθενται στα ΚΕΠ ούτε στα γραφεία ΑΜΚΑ, απλώς επιδεικνύονται, πλην της υπεύθυνης δήλωσης του εκπροσώπου.
Επιπροσθέτως, και εκ του συνδυασμού των διατάξεων του άρθρου 68 παρ. 1 και 2 του ν.4375/2016, του άρθρου 69 παρ. 1 του ν.4375/2016, του άρθρου 34 περ. ιζ. του ν.4375/2016, του άρθρου 71 του ν.4375/2016, του άρθρου 8, παρ. 1 δ΄ του π.δ.114/2010, του άρθρου 41, παρ.1(δ) του ν.4375/2016 και του άρθρου 2 του π.δ.113/2013 στ. κδ΄, προκύπτει ότι η κατοχή και προσκόμιση στις αρμόδιες Υπηρεσίες, Αδειών Διαμονής Διεθνούς Προστασίας, είτε Δελτίων Αιτούντος Διεθνούς Προστασίας ή Δελτίου Αιτήσαντος Ασύλου Αλλοδαπού, εμπίπτουν και ικανοποιούν πλήρως τον τύπο των περιγραφέντων στην ανωτέρω υπ’ αρίθμ. οικ. 77791/245/Φ80321/2009 Κοινή Υπουργική Απόφαση, απαιτούμενων δικαιολογητικών που αφορούν στην απόδοση ΑΜΚΑ σε ξένους υπηκόους.
Στην περίπτωση των ασυνόδευτων ανηλίκων (κάτω των 18 ετών), τα οποία είναι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας και αιτούντες άσυλο, δεν απαιτείται συμπλήρωση του πεδίου ΑΜΚΑ του εκπροσώπου.
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΥΓΕΙΑΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΜΑΡΙΑ- ΕΛΙΖΑ ΞΕΝΟΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΙΤΣΑΣ
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
1088482 ΕΞ 2019 Λειτουργία ορισμένων Δ.Ο.Υ., για την εξυπηρέτηση των υποψήφιων βουλευτών, την Πέμπτη, 20 Ιουνίου 2019, καθώς και των κομμάτων για την επίδοση των προτάσεων των υποψήφιων Βουλευτών Επικρατείας, την Κυριακή, 23 Ιουνίου 2019, για την ανάδειξη στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, των αντιπροσώπων στο Εθνικό Κοινοβούλιο
Αθήνα, 19 Ιουνίου 2019
Αριθ. Πρωτ.: Δ.ΟΡΓ.Δ 1088482 ΕΞ2019
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ (Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ.)
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ (Δ.ΟΡΓ.)
ΤΜΗΜΑ Δ’
Ταχ. Δ/νση : Λεωχάρους 2
10184 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες : Μπάκα Αικατερίνη
Τηλέφωνο : 210-32.22.516
Fax : 210-32.30.829
Url : www.aade.gr
ΘΕΜΑ: «Λειτουργία ορισμένων Δ.Ο.Υ., για την εξυπηρέτηση των υποψήφιων βουλευτών, την Πέμπτη, 20 Ιουνίου 2019, καθώς και των κομμάτων για την επίδοση των προτάσεων των υποψήφιων Βουλευτών Επικρατείας, την Κυριακή, 23 Ιουνίου 2019, για την ανάδειξη στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, των αντιπροσώπων στο Εθνικό Κοινοβούλιο».
ΣΧΕΤ.: Το αριθ. 46442/19.6.2019 έγγραφο της Διεύθυνσης Εκλογών της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικών και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών.
1. Στέλνουμε, συνημμένα, το προαναφερθέν έγγραφο, που αφορά στο παραπάνω σε περίληψη θέμα, για την έγκαιρη ενημέρωσή σας και εφαρμογή. Για τους ειδικότερους λόγους που αναφέρονται στο εν λόγω έγγραφο, παρακαλούμε να μεριμνήσετε, ώστε οι Δ.Ο.Υ., οι οποίες περιλαμβάνονται στους Αποδέκτες για Ενέργεια του Πίνακα Διανομής, να παραμείνουν ανοιχτές, την Πέμπτη, 20 Ιουνίου 2019, μέχρι την δωδεκάτη νυχτερινή (24:00), για τον εφοδιασμό των υποψηφίων βουλευτών στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, με το απαιτούμενο γραμμάτιο είσπραξης.
2. Μόνο η Δ.Ο.Υ. ΙΓ’ Αθηνών θα παραμείνει, επίσης, ανοιχτή για την εξυπηρέτηση των κομμάτων στην υποβολή των προτάσεών τους για τους υποψήφιους Βουλευτές Επικρατείας και την Κυριακή, 23 Ιουνίου 2019, από το πρωί μέχρι τη δωδεκάτη νυχτερινή (24:00).
3. Επισημαίνεται ότι τα στοιχεία επικοινωνίας των Δ.Ο.Υ. (τηλέφωνα, ΦΑΞ και ταχυδρομικές διευθύνσεις) είναι καταχωρημένα στην ιστοσελίδα της Α.Α.Δ.Ε.: www.aade.gr, στη διαδρομή https://www.aade.gr/stees/deaalle/iles/2019-04/ERIFFRI_YPEFI.pda.
4. Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, στο οποίο κοινοποιείται το παρόν, παρακαλείται για την παροχή της αναγκαίας συνδρομής προς τις Δ.Ο.Υ., ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη προσέλευση των υποψηφίων ή των εκπροσώπων τους σε αυτές, κατά τις παραπάνω ημέρες και ώρες, για την προμήθεια των παραβόλων ή των αποδεικτικών είσπραξης.
Ο ΑΝ. ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΣΑΪΤΗΣ
ΔΔΑΔ Γ 1189786 ΕΞ 2018
49646/560/2019 Τροποποίηση της οικ. 175275/22.05.2018 υπουργικής απόφασης (Β΄ 1927) «Συστήματα αναγνώρισης προσόντων και πιστοποίησης Ενεργειακών Ελεγκτών. Μητρώο Ενεργειακών Ελεγκτών και Αρχείο Ενεργειακών Ελέγχων»
Αριθμ. ΥΠΕΝ/Δ ΕΠΕΑ/49646/560/31-5-2019
(ΦΕΚ Β' 2429/20-06-2019)
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Το ν. 4342/2015 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενσωμάτωση στο Ελληνικό Δίκαιο της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2012 ”Για την ενεργειακή απόδοση, … “ και άλλες διατάξεις» (A΄ 143), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 48 του ν. 4409/2016 «Πλαίσιο για την ασφάλεια στις υπεράκτιες εργασίες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/30/ ΕΕ, τροποποίηση του π.δ. 148/2009 και άλλες διατάξεις.» (Α΄ 136), και ιδίως τα άρθρα 10 και 17 αυτού.
2. Το π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα» (Α΄ 98), και ειδικότερα το άρθρο 90 αυτού.
3. Το π.δ. 132/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (Υ.Π.Ε.Ν.)» (Α΄ 160) και ιδίως τα άρθρα 47, 57 και 58 αυτού.
4. Το π.δ. 70/2015 «Ανασύσταση των Υπουργείων Πολιτισμού και Αθλητισμού, ...και του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. ...» (Α΄ 114).
5. Το π.δ. 125/2016 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 210).
6. Την Υ198/16.11.2016 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σωκράτη Φάμελλο» (Β΄ 3722).
7. Την οικ. 175275/2018 απόφαση του Υπουργού και Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Συστήματα αναγνώρισης προσόντων και πιστοποίησης Ενεργειακών Ελεγκτών. Μητρώο Ενεργειακών Ελεγκτών και Αρχείο Ενεργειακών Ελέγχων» (Β΄ 1927).
8. Την ΥΠΕΝ/ΔΕΠΕΑ/97536/326/28-12-2018 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Τροποποίηση της οικ. 175275/22.05.2018 υπουργικής απόφασης (Β΄ 1927) «Συστήματα αναγνώρισης προσόντων και πιστοποίησης Ενεργειακών Ελεγκτών. Μητρώο Ενεργειακών Ελεγκτών και Αρχείο Ενεργειακών Ελέγχων».
9. Το από 31.05.2019 Ενημερωτικό Σημείωμα-Εισήγηση της Διεύθυνσης Ενεργειακών Πολιτικών και Ενεργειακής Αποδοτικότητας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
10. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
1. Τροποποιούμε την οικ. 175275/2018 απόφαση του Υπουργού και Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, της παραγράφου 7 του προοιμίου της παρούσας, «Συστήματα αναγνώρισης προσόντων και πιστοποίησης Ενεργειακών Ελεγκτών. Μητρώο Ενεργειακών Ελεγκτών και Αρχείο Ενεργειακών Ελέγχων» (Β΄ 1927), όπως ισχύει, ως ακολούθως:
Α) Η παράγραφος 4 του άρθρου 8 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οι Υπόχρεες Επιχειρήσεις καταχωρίζουν στο ηλεκτρονικό Αρχείο Ενεργειακών Ελέγχων Έκθεση Αποτελεσμάτων Ενεργειακού Ελέγχου ή/και στοιχεία εφαρμογής συστήματος ενεργειακής ή περιβαλλοντικής διαχείρισης, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11 της παρούσας απόφασης:
α. εντός του έτους χαρακτηρισμού τους, εφόσον δεν έχουν διενεργήσει στο παρελθόν Ενεργειακό Έλεγχο και β. κατ΄ ανώτατο κάθε τέσσερα (4) έτη από τη διενέργεια του προηγούμενου Ενεργειακού Ελέγχου».
Β) Η παράγραφος 5 του άρθρου 8 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Ειδικά οι Υπόχρεες Επιχειρήσεις που έχουν χαρακτηριστεί εντός του έτους 2018, καταχωρίζουν στο ηλεκτρονικό Αρχείο Ενεργειακών Ελέγχων Έκθεση Αποτελεσμάτων Ενεργειακού Ελέγχου ή/και στοιχεία εφαρμογής συστήματος ενεργειακής ή περιβαλλοντικής διαχείρισης, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11 της παρούσας απόφασης, έως την 30η Σεπτεμβρίου 2019.»
Γ) Το άρθρο 11 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Η Έκθεση Αποτελεσμάτων Ενεργειακού Ελέγχου ή/και τα προβλεπόμενα στην κατωτέρω παρ. 3 στοιχεία εφαρμογής συστήματος ενεργειακής ή περιβαλλοντικής διαχείρισης καταχωρίζονται στο ηλεκτρονικό Αρχείο Ενεργειακών Ελέγχων, μία (1) φορά για κάθε έτος.
2. Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των διενεργούντων ελέγχους Ενεργειακών Ελεγκτών, ένας εξ αυτών έχει την ευθύνη-ως εκπρόσωπός τους-της καταχώρησης στο ηλεκτρονικό Αρχείο Ενεργειακών Ελέγχων, της Έκθεσης Αποτελεσμάτων Ενεργειακού Ελέγχου και της συμπλήρωσης όλων των απαιτούμενων σχετικά με τα αποτελέσματα του ελέγχου πληροφοριών, όπως ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης.
3. Για τις Υπόχρεες Επιχειρήσεις που εφαρμόζουν σύστημα ενεργειακής ή περιβαλλοντικής διαχείρισης από διαπιστευμένο ανεξάρτητο φορέα, σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου 10 του ν. 4342/2015, ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης καταχωρίζει στο ηλεκτρονικό Αρχείο Ενεργειακών Ελέγχων, κατ΄ ελάχιστο τα εξής στοιχεία:
α) το πιστοποιητικό του συστήματος ενεργειακής ή περιβαλλοντικής διαχείρισης, το οποίο πρέπει να είναι σε ισχύ,
β) την έκθεση του ενεργειακού ελέγχου που περιλαμβάνεται στο σύστημα ενεργειακής ή περιβαλλοντικής διαχείρισης, με την οποία τεκμηριώνεται ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα ελάχιστα κριτήρια που ορίζονται στο Παράρτημα VI του ν. 4342/2015, και
γ) τις πληροφορίες των πεδίων ζ-ιδ της παρ. 2 του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης.
4. Η καταχωρηθείσα Έκθεση Αποτελεσμάτων Ενεργειακών Ελέγχων και τα στοιχεία της παρ. 2 του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης, δύνανται να τροποποιηθούν μία (1) φορά εντός του έτους υποβολής τους, όλως εξαιρετικώς μετά από αίτημα του Ενεργειακού Ελεγκτή, στο οποίο διατυπώνονται σαφώς και τεκμηριώνονται επαρκώς οι λόγοι της τροποποίησης, καθώς και τα τροποποιούμενα στοιχεία. Αρμόδια να αποφανθούν σχετικώς και να εγκρίνουν ή να απορρίψουν το εν λόγω αίτημα είναι τα Τμήματα Επιθεώρησης Βορείου και Νοτίου Ελλάδος της Ειδικής Γραμματείας Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών. Σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται ότι συντρέχουν οι περιπτώσεις των εδαφίων (α), (β), (δ) και (ε) της παρ. 5 του άρθρου 14 του ν. 4342/2015, επιβάλλονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις του εδαφίου (ζ) της παρ. 5 του άρθρου 14 του ίδιου ως άνω νόμου.
5. Η τροποποίηση της Έκθεσης Αποτελεσμάτων Ενεργειακών Ελέγχων και των στοιχείων της παρ. 2 του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης, που βρίσκονται σε ισχύ και έχουν καταχωριστεί στο ηλεκτρονικό Αρχείο Ενεργειακών Ελέγχων από τον Ενεργειακό Ελεγκτή, είναι δυνατή μόνο εφόσον το σχετικό αίτημα συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (Α΄ 75) του νόμιμου εκπροσώπου της επιχείρησης με επικύρωση του γνησίου της υπογραφής από Δημόσια Αρχή, με την οποία δηλώνει ότι συμφωνεί και έχει λάβει γνώση της τροποποίησης των αρχικά υποβληθέντων στοιχείων από τον Ενεργειακό Ελεγκτή.
6. Η τροποποίηση στοιχείων πέραν των όσων δηλώνονται από τον Ενεργειακό Ελεγκτή στο αίτημα τροποποίησης, συνιστά παράβαση για την οποία επιβάλλονται οι κυρώσεις του άρθρου 14 παρ.5 του ν. 4342/2015.
7. Για τις Υπόχρεες Επιχειρήσεις που εφαρμόζουν σύστημα ενεργειακής ή περιβαλλοντικής διαχείρισης από διαπιστευμένο ανεξάρτητο φορέα, ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης δύναται να τροποποιήσει μία
(1) φορά εντός του έτους υποβολής τους τα στοιχεία εφαρμογής συστήματος ενεργειακής ή περιβαλλοντικής διαχείρισης της ανωτέρω παρ. 3, μετά από αίτημά του, στο οποίο διατυπώνονται σαφώς και τεκμηριώνονται επαρκώς οι λόγοι της τροποποίησης, καθώς και τα τροποποιούμενα στοιχεία. Η τροποποίηση των προαναφερθέντων στοιχείων είναι δυνατή μόνο εφόσον το σχετικό αίτημα συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (Α΄ 75) του νόμιμου εκπροσώπου της επιχείρησης με επικύρωση του γνησίου της υπογραφής από Δημόσια Αρχή, με την οποία δηλώνει ότι τα υποβαλλόμενα είναι αληθή.
8. Για την έγκριση του αιτήματος τροποποίησης όπως περιγράφεται στις ανωτέρω παρ. 4 και 7, τα Τμήματα Επιθεώρησης Ενέργειας των Σωμάτων Επιθεώρησης Βορείου και Νοτίου Ελλάδος της Ειδικής Γραμματείας Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών δύνανται να ζητήσουν την προσκόμιση περισσότερων στοιχείων όταν, βάσει του αιτήματος, δεν τεκμηριώνεται επαρκώς η ανάγκη τροποποίησης των αρχικά υποβληθέντων στοιχείων.»
2. Η παρούσα ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 31 Μαΐου 2019
Ο Υπουργός
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ
Ε.2112/2019 Κοινοποίηση της Α.Υ.Ο. υπ' αριθ. 30/003/000/568/31-01-2019 σχετικά με τους όρους, διατυπώσεις και διαδικασίες για τη μετουσίωση και την παραλαβή βιοαιθανόλης με σκοπό την ανάμιξη αυτής με βενζίνη προς χρήση ως καύσιμο κίνησης και τον έλεγχο της νόμιμης χρησιμοποίησης καθώς και την τροποποίηση της αριθ. ΔΕΦΚΦ 1116601 ΕΞ 2017/31-07-2017 Α.Υ.Ο. (Φ.Ε.Κ. Β' 2744) «Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας εγκεκριμένου αποθηκευτή προϊόντων υποκείμενων σε Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης»
Αθήνα, 13 / 06 /2019
Αριθ. Πρωτ.:Ε.2112/13-6-2019
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
A. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΚ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΟΡΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΚΑΙ Φ.Π.Α.
ΤΜΗΜΑΤΑ Α' ΚΑΙ Β'
B. ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΧΗΜΕΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΛΚΟΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α'
Ταχ. Δ/νση :Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας :10184, Αθήνα
Πληροφορίες:Α. Σερέπα, Ε. Κερασιώτη
Μ. Προγουλάκη
Στ. Σάμιος Σ. Καραγιάννης
Τηλέφωνο:210 6987411-14-19
210 6479221-31
Fax: 210 6987424-210 6468272
E-Mail:finexcis@2001.syzefxis.gov.gr
alcohol_food@gcsl.gr
Url:www.aade.gr
ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
Ε 2112/2019
ΘΕΜΑ: «Κοινοποίηση της Α.Υ.Ο. υπ' αριθ. 30/003/000/568/31-01-2019 σχετικά με τους όρους, διατυπώσεις και διαδικασίες για τη μετουσίωση και την παραλαβή βιοαιθανόλης με σκοπό την ανάμιξη αυτής με βενζίνη προς χρήση ως καύσιμο κίνησης και τον έλεγχο της νόμιμης χρησιμοποίησης καθώς και την τροποποίηση της αριθ. ΔΕΦΚΦ 1116601 ΕΞ 2017/31.7.2017 Α.Υ.Ο. (Φ.Ε.Κ. Β' 2744) «Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας εγκεκριμένου αποθηκευτή προϊόντων υποκείμενων σε Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης».
Α. Σας κοινοποιούμε για ενημέρωση την εν θέματι Απόφαση, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β' 566 (2019) και έλαβε αριθμό ΑΔΑ: 6ΟΦΦ46ΜΠ3Ζ-ΡΜΡ.
Ειδικότερα, σημειώνονται τα ακόλουθα:
1. Με τις διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 15Α, του ν.3054/2002 «Οργάνωση της αγοράς πετρελαιοειδών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α'230/2002), όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, θεσμοθετείται υποχρέωση ανάμιξης της βενζίνης με βιοαιθανόλη ή με βιοαιθέρες που παράγονται από αλκοόλες βιολογικής προέλευσης και πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα κίνησης, με έναρξη την 01-01-2019 και καθορίζονται και τα υπόχρεα πρόσωπα.
Συνεπεία της ανωτέρω υποχρέωσης, με τις διατάξεις του άρθρου 55 του ν.4587/2018 (κοινοποιηθέντος με την υπ' αριθ. Ε.2036/2019 Εγκύκλιο Διαταγή), τροποποιήθηκαν ορισμένες διατάξεις του ν.2969/2001, προκειμένου για την εισαγωγή, στον εν λόγω νόμο, μεταξύ των άλλων, και των απαραίτητων ορισμών για τη βιοαιθανόλη, την αιθυλική αλκοόλη γεωργικής προέλευσης ως και για τη συνθετική αιθυλική αλκοόλη ενώ, για λόγους συνέπειας και πληρότητας, διευρύνθηκε ο ορισμός της μετουσιωμένης αιθυλικής αλκοόλης ούτως ώστε να περιλαμβάνει και την αιθυλική αλκοόλη μη γεωργικής προέλευσης.
Περαιτέρω, με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 55 του ν.4587/2018, καθορίστηκαν και οι τηρητέες διατυπώσεις και διαδικασίες ως και οι αναγκαίοι έλεγχοι σχετικά με τη παραγωγή, τη διακίνηση και τη διάθεση των εν λόγω προϊόντων προκειμένου για τη διασφάλιση των δημοσίων εσόδων αλλά και της ορθής χρήσης της βιοαιθανόλης σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας. Με την κοινοποιούμενη λοιπόν Απόφαση, καθορίζονται οι όροι, οι διατυπώσεις και οι διαδικασίες για τη μετουσίωση και παραλαβή της βιοαιθανόλης από τους επιτηδευματίες/υπόχρεους με σκοπό είτε την απευθείας ανάμιξη αυτής με βενζίνη, είτε την παραγωγή, με χρήση αυτής, βιοαιθέρων.
2. Με την εν λόγω Απόφαση, τροποποιείται και η AYO υπ' αριθ. ΔΕΦΚΦ 1116601 ΕΞ 2017/31.7.2017, για τον καθορισμό της απαιτούμενης εγγύησης για τη χορήγηση της άδειας του εγκεκριμένου αποθηκευτή και την λειτουργία φορολογικής αποθήκης προκειμένου για την παραλαβή και κατοχή βιοαιθανόλης.
Β. Ειδικότερα εν προκειμένω, επισημαίνονται τα ακόλουθα:
1. Στο άρθρο 1 της κοινοποιούμενης Απόφασης, καθορίζονται ο σκοπός και το πεδίο εφαρμογής αυτής, οριοθετείται η έννοια της βιοαιθανόλης με τη σχετική αναφορά στον ορισμό της «βιοαιθανόλης», σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις [άρθρο 3, παρ. 9Α εδαφ (γ')] του ν.2969/2001, ως και η έννοια του «Υπόχρεου», δηλαδή όπως αυτός ορίζεται στην περίπτωση α' της παρ. 10 του άρθρου 15Α του ν.3054/2002.
2. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 της κοινοποιούμενης απόφασης, οι κατά τα ανωτέρω «Υπόχρεοι» είναι και οι δικαιούχοι παραλαβής της βιοαιθανόλης - προκειμένου για την ανάμιξη αυτής με βενζίνη ή την παραγωγή (από αυτήν) βιοαιθέρων - η οποία μπορεί να παραλαμβάνεται από αυτούς μετουσιωμένη, αλλά και υπό όρους και προϋποθέσεις (άρθρο 4 μέρος Β) και αμετουσίωτη.
Στο ίδιο άρθρο, καθορίζονται επίσης τα πρόσωπα/επιτηδευματίες που δύνανται να διενεργούν τη μετουσίωση της βιοαιθανόλης, καθώς και οι αρχές που είναι αρμόδιες για την παρακολούθηση και τον έλεγχο της νόμιμης χρησιμοποίησης των παραλαμβανομένων ποσοτήτων μετουσιωμένης ή/και αμετουσίωτης βιοαιθανόλης.
3. Στο άρθρο 3 της εν λόγω Απόφασης, καθορίζεται η διαδικασία και τα απαιτούμενα στοιχεία και δικαιολογητικά για τη χορήγηση της προβλεπόμενης (σε ετήσια βάση) σχετικής έγκρισης μετουσίωσης, από την χωρικά αρμόδια Χημική Υπηρεσία (Χημική Υπηρεσία Ελέγχου), προκειμένου για τη μετουσίωση της βιοαιθανόλης. Σημειώνεται ότι η αρμόδια Χημική Υπηρεσία Ελέγχου προβαίνει στη χορήγηση της σχετικής έγκρισης μετουσίωσης με βάση τα υποβαλλόμενα, από την ενδιαφερομένη μονάδα, στοιχεία και παραστατικά ενώ, σε περίπτωση που η υποβαλλόμενη, από την ενδιαφερόμενη μονάδα, τεκμηρίωση σχετικά με την αιτούμενη ετησίως ποσότητα βιοαιθανόλης ήθελε κριθεί ανεπαρκής, ακολουθείται υποχρεωτικά η διαδικασία της επαλήθευσης της υποβληθείσας αίτησης και του καθορισμού της δυναμικότητας της ενδιαφερόμενης μονάδας - ήτοι της αναγκαίας ετησίως ποσότητας μετουσιωμένης βιοαιθανόλης που απαιτείται να αναμιχθεί με βενζίνη ή να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή βιοαιθέρων - από την οικεία Επιτροπή σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις (παρ. 3α) του εν λόγω άρθρου.
Σύμφωνα λοιπόν με τις διατάξεις αυτές, προβλέπεται γενικά η δυνατότητα, για τις αρμόδιες Αρχές, της επαλήθευσης της υποβαλλόμενης αίτησης και του καθορισμού της δυναμικότητας από επιτροπή Τελωνείου-Χημείου, η οποία συγκροτείται (από το οικείο Τελωνείο Ελέγχου) και η οποία προβαίνει στη διενέργεια αυτοψίας, στην επαλήθευση της προαναφερόμενης αίτησης της εν λόγω μονάδας, στον καθορισμό της δυναμικότητας αυτής καθώς και στη σύνταξη σχετικής έκθεσης- εισήγησης. Σε περίπτωση που, κατά την κατά τα ανωτέρω γενόμενη επαλήθευση και έλεγχο, ήθελε αποδειχθεί ότι η δυναμικότητα της ενδιαφερομένης μονάδας είναι μικρότερη της αναφερομένης στην χορηγηθείσα σχετική έγκριση μετουσίωσης, η οικεία Χημική Υπηρεσία Ελέγχου προβαίνει αυτοδίκαια στην άρση αυτής και στη χορήγηση νέας έγκρισης μετουσίωσης για ποσότητα βιοαιθανόλης σύμφωνα με την καθορισθείσα από την επιτροπή δυναμικότητα. Εξ άλλου, σε περίπτωση αύξησης των αναγκών σε βιοαιθανόλη της ενδιαφερόμενης μονάδας, δίνεται η δυνατότητα στην εν λόγω μονάδα να αιτηθεί, προς την οικεία Χημική Υπηρεσία Ελέγχου, νέα έγκριση μετουσίωσης, για την επιπροσθέτως απαιτούμενη ποσότητα βιοαιθανόλης, συνυποβάλλοντας, με την σχετική αίτησή της, όλα τα απαραίτητα για την τεκμηρίωση του αιτήματός της στοιχεία, τηρουμένων των κατά τα ανωτέρω διαδικασιών.
4.α.Στο άρθρο 4 (μέρος Α) της κοινοποιούμενης Απόφασης, καθορίζονται τα δικαιολογητικά που (πρέπει να) κατατίθενται προκειμένου για την παραλαβή, από τους κατ' άρθρο 1 Υπόχρεους, της μετουσιωμένης βιοαιθανόλης, από τις μονάδες παραγωγής της και τις φορολογικές αποθήκες εμπορίας αιθυλικής αλκοόλης στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και οι τηρητέες διατυπώσεις και διαδικασίες για τη διενέργεια της μετουσίωσης καθώς και για τη μεταφορά της μετουσιωμένης στις εγκαταστάσεις της ενδιαφερομένης παραλήπτριας μονάδας. Επισημαίνεται ότι, η μεταφορά στις εγκαταστάσεις της τελευταίας, η παραλαβή από άλλο κράτος - μέλος αλλά και η εισαγωγή από τρίτη χώρα ή χώρα ΕΖΕΣ που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία ΕΟΧ ως και την Τουρκία, μετουσιωμένης βιοαιθανόλης δύναται να πραγματοποιηθεί με την τήρηση των - κατά περίπτωση - τελωνειακών διατυπώσεων καθώς και των διατυπώσεων που προβλέπονται στα άρθρα 112, 114 και 115 του ν.2960/2001 και υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι η μετουσίωση έχει διενεργηθεί με τη χρησιμοποίηση των προβλεπομένων, στην υπ' αριθ. 314/2010 απόφαση ΑΧΣ, μετουσιωτικών υλών, ως και ότι προηγουμένως έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες (σύμφωνα με το άρθρο 3 της εν λόγω κοινοποιούμενης ΑΥΟ) διατυπώσεις και διαδικασίες. Η μετουσιωμένη βιοαιθανόλη θα πρέπει να συνοδεύεται με e-ΔΕ καθώς και με πιστοποιητικό, ιχνηλάσιμα σχετιζόμενο με το συγκεκριμένο φορτίο, σχετικά με τις χρησιμοποιηθείσες μετουσιωτικές ύλες (είδος, ποσοστό), τα αναλυτικά στοιχεία και τη βιολογική προέλευση αυτής.
Η παραλαβή της μετουσιωμένης βιοαιθανόλης, στις εγκαταστάσεις της ενδιαφερομένης παραλήπτριας, διενεργείται παρουσία των αρμοδίων υπαλλήλων του Τελωνείου και της Χημικής Υπηρεσίας Ελέγχου, με έλεγχο των σχετικών συνοδευτικών και παραστατικών εγγράφων ως και του κατά τα ανωτέρω πιστοποιητικού, καταμέτρηση και δειγματοληψία για χημική εξέταση συντασσομένων των οικείων πρωτοκόλλων, τα οποία υπογράφονται από τους εν λόγω υπαλλήλους και τον εκπρόσωπο της ενδιαφερομένης παραλήπτριας μονάδος.
Σημειώνεται ότι, εφ' όσον το κατά τα ανωτέρω πιστοποιητικό κρίνεται επαρκές από την οικεία Χημική Υπηρεσία Ελέγχου, η παραληφθείσα μετουσιωμένη βιοαιθανόλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την ενδιαφερόμενη παραλήπτρια μονάδα, άμεσα και σε κάθε περίπτωση ανεξάρτητα από τον χρόνο ολοκλήρωσης των αναλύσεων των οικείων, λαμβανομένων σε κάθε περίπτωση παραλαβής ή εισαγωγής κατά τα ανωτέρω δειγμάτων, από τα αρμόδια εργαστήρια του ΓΧΚ. Οι αναλύσεις αυτές διενεργούνται δειγματοληπτικά κατά την κρίση της εν λόγω Χημικής Υπηρεσίας. Άλλως, σε περίπτωση δηλαδή είτε μη ύπαρξης του κατά τα ανωτέρω πιστοποιητικού, είτε που αυτό δεν περιλαμβάνει τα προβλεπόμενα στοιχεία, δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίηση της παραλαμβανόμενης μετουσιωμένης βιοαιθανόλης, ταύτης επιτρεπομένης μόνο κατόπιν του αποτελέσματος της χημικής εξέτασης των ληφθέντων οικείων δειγμάτων και αναλόγως αυτού. β. Στο μέρος Β' του ιδίου άρθρου 4, ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατή η παραλαβή ή εισαγωγή από τρίτη χώρα ή χώρα ΕΖΕΣ που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία ΕΟΧ ή την Τουρκία, αμετουσίωτης βιοαιθανόλης. Ειδικότερα, για την παραλαβή ή εισαγωγή από τρίτη χώρα ή χώρα ΕΖΕΣ και την Τουρκία αμετουσίωτης βιοαιθανόλης, οι Υπόχρεοι οφείλουν να διαθέτουν τις απαραίτητες εγκαταστάσεις και εξοπλισμό ήτοι μια τουλάχιστον δεξαμενή για την αποθήκευση της αμετουσίωτης βιοαιθανόλης και μια για τη μετουσίωση και την αποθήκευση της προκύπτουσας μετουσιωμένης βιοαιθανόλης.
Ωστόσο, παρέχεται η δυνατότητα για τη χρήση, από τους Υπόχρεους, μίας (και μόνο) δεξαμενής, υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι, προκειμένης της παραλαβής και εισαγωγής αμετουσίωτης βιοαιθανόλης, η εν λόγω δεξαμενή θα έχει προηγουμένως κενωθεί από την περιεχόμενη σε αυτήν μετουσιωμένη βιοαιθανόλη.
Σημειώνεται ότι, αναφορικά με τις τηρητέες προϋποθέσεις και όρους ως και διαδικασίες και διατυπώσεις, προκειμένου για την παραλαβή από άλλα Κ-Μ και την εισαγωγή από τρίτες χώρες κ.λ.π. αμετουσίωτης βιοαιθανόλης, όπως άλλωστε προβλέπεται στις σχετικές διατάξεις της κοινοποιούμενης ΑΥΟ, εφαρμόζονται τα αναφερθέντα στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου. Επισημαίνεται ότι, προκειμένου για την παραλαβή είτε μετουσιωμένης, είτε αμετουσίωτης βιοαιθανόλης, πρέπει οι (εν λόγω) Υπόχρεοι, να προβούν στη σχετική τροποποίηση της άδειας φορολογικής αποθήκης και Εγκεκριμένου Αποθηκευτή, ως προς την κατηγορία των προϊόντων Ε.Φ.Κ. που δύνανται να παραλαμβάνουν και να κατέχουν, βάσει των υπ' αριθ. ΔΕΦΚΦ 1116596 ΕΞ 2017/2.8.2017 (ΦΕΚ 2745 Β') Απόφασης Διοικητή ΑΑΔΕ και ΔΕΦΚΦ 1116601 ΕΞ 2017/31.7.2017 (ΦΕΚ 2744 Β') ΑΥΟ.
5. Στο άρθρο 5 της κοινοποιούμενης ΑΥΟ, ορίζονται ρητά οι υποχρεώσεις των δικαιούχων παραλαβής της βιοαιθανόλης (Υπόχρεων), οι οποίες αφορούν:
α.Κατ' αρχήν στην καταγραφή, από αυτούς, στα κατά περίπτωση τηρούμενα βιβλία βάσει του ν.4308/2014 περί «Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων, συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις» ή της Φορολογικής Αποθήκης, των εκάστοτε παραλαμβανόμενων/εισαγόμενων ποσοτήτων μετουσιωμένης ή αμετουσίωτης βιοαιθανόλης, των εκάστοτε χρησιμοποιούμενων ποσοτήτων βιοαιθανόλης για την ανάμιξη με βενζίνη ή/και για την παραγωγή βιοαιθέρων, χωριστά για κάθε χρήση, των εκάστοτε προκυπτουσών ποσοτήτων μειγμάτων βενζίνης-βιοαιθανόλης, των εκάστοτε διακινουμένων υπό καθεστώς αναστολής ποσοτήτων μειγμάτων βενζίνης και των εκάστοτε διατιθέμενων στην κατανάλωση ποσοτήτων των μειγμάτων αυτών (παράγραφος 1.α). Επιπλέον, στα εν λόγω βιβλία, πρέπει να καταχωρούνται οι εκάστοτε παραγόμενες ποσότητες βιοαιθέρων και οι εξ αυτών διατιθέμενες αυτούσιες ή και χρησιμοποιούμενες για την ανάμιξη με βενζίνη ποσότητες, οι ποσότητες των μιγμάτων που προκύπτουν και οι εξ αυτών διατιθέμενες στην κατανάλωση ή οι διακινούμενες υπό καθεστώς αναστολής ποσότητες μιγμάτων. Ακόμη, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1.β, προβλέπεται η υποβολή, από τους δικαιούχους παραλαβής βιοαιθανόλης («Υπόχρεους»), μηνιαίας δήλωσης, προς την αρμόδια Χημική Υπηρεσία Ελέγχου ενώ, στο τέλος κάθε μήνα, διενεργείται από τις αρμόδιες αρχές Ελέγχου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, καταμέτρηση υπολοίπων, συντασσομένου σχετικού πρωτοκόλλου καταμέτρησης εις τετραπλούν που υπογράφεται από τους διενεργήσαντες την καταμέτρηση υπαλλήλους των αρμοδίων Αρχών Ελέγχου και τον Υπόχρεο ή τον εκπρόσωπό του - προκειμένου πάντοτε για την περίπτωση παραλαβής αμετουσίωτης βιοαιθανόλης.
β.Τη σύνταξη και υποβολή από τους εν λόγω Υπόχρεους, σύμφωνα με την παράγραφο 2, κατάστασης-δήλωσης εντός ενός μηνός από τη λήξη κάθε οικονομικού έτους στην οποία καταγράφονται:
i) Τα υπόλοιπα της μετουσιωμένης βιοαιθανόλης, τα υπόλοιπα των παραγόμενων από βιοαιθανόλη βιοαιθέρων καθώς και των παραλαμβανομένων ή εισαγομένων, όπως και τα υπόλοιπα των ετοίμων προϊόντων (με τη μορφή των μιγμάτων με βενζίνη) στο τέλος του προηγούμενου από το έτος που έληξε.
ii) Η ποσότητα της μετουσιωμένης βιοαιθανόλης που παραλήφθηκε και των βιοαιθέρων που παρήχθησαν κατά το έτος που έληξε.
iii) Η ποσότητα μετουσιωμένης βιοαιθανόλης και των παραγόμενων βιοαιθέρων από βιοαιθανόλη που χρησιμοποιήθηκαν και οι ποσότητες των προϊόντων (με τη μορφή των μιγμάτων με βενζίνη) που παρήχθησαν και διατέθηκαν.
iv) Οι ποσότητες των βιοαιθέρων που παραλήφθηκαν ή/και εισήχθησαν και οι εξ' αυτών χρησιμοποιηθείσες ή/και διατεθείσες ποσότητες κατά το έτος που έληξε.
ν) Τα τυχόν υπόλοιπα της μετουσιωμένης βιοαιθανόλης, των παραγόμενων από βιοαιθανόλη βιοαιθέρων και των ετοίμων προϊόντων (με τη μορφή των μιγμάτων με βενζίνη) που παρήχθησαν βάσει αυτών και υπάρχουν στο τέλος του έτους, καθώς και τα υπόλοιπα των παραληφθέντων ή/και εισαχθέντων βιοαιθέρων που υπάρχουν στο τέλος του έτους, μεταφερόμενα στο επόμενο. Επισημαίνεται ότι η κατά τα ανωτέρω κατάσταση - δήλωση συντάσσεται σε κάθε περίπτωση εκτάκτου ελέγχου και υποβάλλεται από τον Υπόχρεο εντός πέντε εργασίμων ημερών από τη διενέργεια του Έλεγχου, προφανώς δε αφορά το χρονικό διάστημα από τη λήξη του προηγούμενου έτους μέχρι της ημερομηνίας διενέργειας του ελέγχου.
γ.Την αποθήκευση της παραλαμβανόμενης βιοαιθανόλης, είτε μετουσιωμένης είτε αμετουσίωτης σε συγκεκριμένες ιδιαίτερες κατά περίπτωση, δεξαμενές, οι οποίες πρέπει να πληρούν τους όρους, προϋποθέσεις και είναι ογκομετρημένες σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ΑΥΟ.
6. Στο άρθρο 6 (παράγραφος 1.α), καθορίζεται ότι όσον αφορά τις φύρες της βιοαιαθανόλης που παραλαμβάνεται είτε μετουσιωμένη, είτε αμετουσίωτη, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2969/2001 ενώ, για τη διεργασία της ανάμιξης βιοαιθανόλης με τη βενζίνη, δεν αναγνωρίζεται φύρα (παράγραφος 1.β).
Επιπλέον, προβλέπεται (παράγραφος 2) η διενέργεια βιομηχανικών πειραμάτων για τον καθορισμό των απωλειών της βιοαιθανόλης που χρησιμοποιείται (μετουσιωμένη), για την παραγωγή βιοαιθέρων, δηλαδή κατά τη διαδικασία μετατροπής της (μετουσιωμένης) βιοαιθανόλης σε βιοαιθέρες και καθορίζονται οι διατυπώσεις σχετικά με τη διεξαγωγή τους.
7. Στο άρθρο 7 της κοινοποιούμενης ΑΥΟ, προβλέπεται η διενέργεια ελέγχων, για τη διαπίστωση της νόμιμης χρησιμοποίησης της βιοαιθανόλης, κατ' έτος και το αργότερο εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους (τακτικός έλεγχος) και, για τον σκοπό αυτό, καθορίζεται ο τρόπος επαλήθευσης (από τις αρμόδιες Αρχές) των στοιχείων της κατάστασης-δήλωσης που υποβάλλεται, από τους Υπόχρεους, σύμφωνα με το άρθρο 5 της εν λόγω κοινοποιούμενης Απόφασης, ενώ προβλέπεται η δυνατότητα διενέργειας έκτακτων ελέγχων από τις αρμόδιες Αρχές (παρ. 1 και 3).
Για τους διενεργούμενους ελέγχους προβλέπεται η σύνταξη και υποβολή, στις αρμόδιες Αρχές Ελέγχου, σχετικής έκθεσης ελέγχου ενώ, σε περίπτωση μη νόμιμης χρήσης της παραληφθείσας ποσότητας βιοαιθανόλης, το Τελωνείο Ελέγχου προβαίνει άμεσα στον προσδιορισμό των αναλογουσών φορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων μετά των νομίμων προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, εφαρμόζονται (και) οι διατάξεις του 119Α του ν.2960/2001 καθώς και των άρθρων 11 (διοικητικές κυρώσεις) και 12 (ποινικές κυρώσεις) του ν.2969/2001 (παρ. 5 & 6).
Σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο του ασκουμένου ελέγχου από τις αρμόδιες Αρχές, η χημική εξέταση πραγματοποιείται στα αρμόδια εργαστήρια του Γ.Χ.Κ. και εφόσον, από τη χημική εξέταση, διαπιστωθεί ότι η παραλαμβανόμενη ή εισαγόμενη βιοαιθανόλη, μετουσιωμένη ή μη, δεν ανταποκρίνεται στον ορισμό και τις ποιοτικές προδιαγραφές, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας, διενεργείται έκτακτος έλεγχος από τις αρμόδιες Αρχές Ελέγχου και τα τυχόν ευρισκόμενα υπόλοιπα δεσμεύονται από αυτές, κατόπιν δε εγκρίσεως του οικείου Τελωνείου Ελέγχου δύναται να επιστραφούν στον προμηθευτή, να διατεθούν σε άλλα πρόσωπα δικαιούχα για την παραλαβή του συγκεκριμένου προϊόντος ή να καταστραφούν ή να εξαχθούν ή να επανεξαχθούν ή να αποσταλούν σε άλλο κράτος-μέλος.
8. Με το Κεφάλαιο Β' της εν λόγω Απόφασης, τροποποιείται η υπ' αριθ. ΔΕΦΚΦ 1116601ΕΞ2017/31.07.2017 ΑΥΟ «Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων για την χορήγηση άδειας εγκεκριμένου αποθηκευτή προϊόντων υποκείμενων σε ΕΦΚ» και προστίθεται περίπτωση «Γ. Βιοαιθανόλη» στο άρθρο 10 («Εγγυήσεις παραγωγής, μεταποίησης και κατοχής αλκοολούχων προϊόντων»). Ειδικότερα, προβλέπεται η παροχή εγγύησης 1% επί του αναλογούντος ποσού Ε.Φ.Κ. στις ποσότητες βιοαιθανόλης που παρήχθησαν ή παρελήφθησαν κατά το προηγούμενο έτος, με ανώτατο όριο τα 5.000.000 ευρώ ενώ, παράλληλα, ορίζεται ότι, η προβλεπόμενη εγγύηση δεν απαιτείται στην περίπτωση που στη φορολογική αποθήκη υφίσταται εγκατάσταση κλιμακίου τελωνειακών υπαλλήλων ή όταν στο χώρο αυτής λειτουργεί τμήμα ή γραφείο του αρμόδιου Τελωνείου Ελέγχου, καθώς και στην περίπτωση που πραγματοποιείται πλήρης έλεγχος με την σε κάθε περίπτωση διενέργεια προμετρήσεων και επιμετρήσεων των, εντός σφραγιζομένων δεξαμενών, εισερχομένων - εξερχομένων προϊόντων.
Επιπρόσθετα, στο άρθρο 11 της εν λόγω ΑΥΟ, προστέθηκε παράγραφος 7 προκειμένου για τον καθορισμό της σχετικής ως άνω εγγύησης που κατατίθεται στην περίπτωση φορολογικής αποθήκης παραγωγού, μεταποιητή ή κατόχου βιοαιθανόλης, που δεν έχει προηγούμενη ετήσια δραστηριότητα κατά το πρώτο έτος άσκησης της δραστηριότητάς του.
9. Ευνόητο είναι ότι οι ως άνω διεργασίες της ανάμιξης της βιοαιθανόλης ή των βιοαιθέρων με τη βενζίνη καθώς και της παραγωγής βιοαιθέρων από βιοαιθανόλη διενεργούνται εντός φορολογικών αποθηκών, καθώς και ότι ο υπόχρεος θα πρέπει να αιτηθεί στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή τη χορήγηση Εθνικών Κωδικών Προϊόντων προκειμένου για την μηχανογραφική παρακολούθηση στο ICISnet της μετουσιωμένης βιοαιθανόλης, της αμετουσίωτης βιοαιθανόλης καθώς και του μείγματος βενζίνης με βιοαιθανόλη ή βιοαιθέρες.
Επισημαίνεται ότι, κατά την παραλαβή της μετουσιωμένης βιοαιθανόλης, η φορολογική αποθήκη χρεώνεται στο ICISnet με βάση το σχετικό e-ΔΕ, το οποίο συνοδεύεται από το οικείο πρωτόκολλο εισαγωγής, ενώ αυτή πιστώνεται με την υποβολή Αίτησης Χρησιμοποίησης με τις ποσότητες μετουσιωμένης βιοαιθανόλης που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάμιξη με βενζίνη ή την παραγωγή βιοαιθέρων.
Επιπλέον, στην περίπτωση παραλαβής της αμετουσίωτης βιοαιθανόλης, η φορολογική αποθήκη, ομοίως, χρεώνεται στο ICISnet με βάση το σχετικό e-ΔΕ το οποίο συνοδεύεται από το οικείο πρωτόκολλο, στη συνέχεια δε η πίστωση της αμετουσίωτης βιοαιθανόλης, ως και η χρέωση των ποσοτήτων της μετουσιωμένης βιοαιθανόλης που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την ανάμιξη με βενζίνη ή την παραγωγή βιοαιθέρων, στο ICISnet, πραγματοποιείται με Αίτηση Μεταβολής και το οικείο πρωτόκολλο, ενώ υποβάλλεται σχετική Αίτηση Χρησιμοποίησης, για την πίστωση στο ICISnet, της χρησιμοποιούμενης, προς ανάμιξη με βενζίνη ή παραγωγή βιοαιθέρων, ποσότητας μετουσιωμένης βιοαιθανόλης.
Για την ορθή παρακολούθηση της φορολογικής αποθήκης και την περαιτέρω διευκόλυνση των σχετικών ελέγχων, στο πεδίο «Προορισμός» των υποβληθεισών Αιτήσεων Χρησιμοποίησης πρέπει να αναγράφεται, κατά περίπτωση, ανάλογα με την τελική χρήση της βιοαιθανόλης, είτε «Ανάμιξη με βενζίνη», είτε «Παραγωγή Βιοαιθέρων».
Τέλος, σημειώνεται ότι η χρέωση στη φορολογική αποθήκη των ενεργειακών προϊόντων, του μείγματος βενζίνης με βιοαιθανόλη ή βιοαιθέρες, πραγματοποιείται είτε με Δελτίο Παραγωγής (στην περίπτωση αρχικής χρέωσης της ποσότητας του μείγματος βενζίνης), είτε με Αίτηση Μεταβολής (σε περίπτωση που η ποσότητα βενζίνης προς ανάμιξη είναι ήδη χρεωμένη στη φορολογική αποθήκη).
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΑΔΕ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
Εγκύκλιος ΕΦΚΑ 33/2019 Κοινοποίηση των διατάξεων της υπ' αριθ. 61654/10-06-2019 (ΦΕΚ Β', 2324/14-06-2019) Κ.Υ.Α. που αφορούν τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων
Αρ. Πρωτ. Γ36/02/240
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.)

ΚΕΝΤΡΟ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΟΦΕΙΛΩΝ
TMHMA:ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ
Ταχ.Δ/νση:Πατησίων 12
Ταχ.Κώδικας:106 77
Πληροφορίες:Ε. Σγαρδέλη
Τηλέφωνα:210.52.91.767-770
FAX:210.52.91.765
Ε-mail:diakanonismos@keao.gov.gr
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΡ. :33
Σχετ.: Εγκ. 1/2018
Με την παρούσα σας κοινοποιούμε τις διατάξεις της υπ' αριθμ. 61654/10-06-2019 (ΦΕΚ Β', 2324/14-06-2019) απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών με την οποία τροποποιείται η υπ' αρ. 130060/27.11.2017 (ΦΕΚ Β', 4158/29-11-2017) Κ.Υ.Α. «Απλοποιημένη Διαδικασία Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων που δεν ξεπερνούν συνολικά το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000,00€) στο πλαίσιο υπαγωγής τους στο ν. 4469/2017 «Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων και άλλες διατάξεις (Α' 62)».
Για την εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
Α. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Το πεδίο εφαρμογής της υπ' αρ. 130060/27.11.2017 (ΦΕΚ Β', 4158/29-11-2017) Κ.Υ.Α. διευρύνθηκε και πλέον στη ρύθμιση οφειλών βάσει των εν λόγω διατάξεων δύναται να ενταχθούν οφειλέτες που πληρούν τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια επιλεξιμότητας των άρθρων 2 και 3 του ν. 4469/2017 με συνολικές προς ρύθμιση οφειλές προς όλους τους πιστωτές (φορολογική διοίκηση, Κ.Ε.Α.Ο., πιστωτικά ιδρύματα, κ.λπ) που ανέρχονται από είκοσι χιλιάδες ευρώ (20.000€) και δεν ξεπερνούν το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων ευρώ (300.000€).
Β.ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 3 της υπ' αρ. 130060/27.11.2017 (ΦΕΚ Β', 4158/29-11-2017) Κ.Υ.Α. όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. 61654/10-06-2019 (ΦΕΚ Β', 2324/14-06-2019) Κ.Υ.Α. και ισχύει, μετά την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. και με σκοπό τη διαμόρφωση λύσεων/προτάσεων ρύθμισης απαιτείται ο οφειλέτης να κριθεί βιώσιμος. Η αξιολόγηση της βιωσιμότητας, στην απλοποιημένη διαδικασία ρύθμισης των οφειλών που περιγράφει η παρούσα απόφαση, παράγεται με τυποποιημένο τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, ένας οφειλέτης κρίνεται βιώσιμος για την τυποποιημένη πρόταση ρύθμισης εφόσον πληροί σωρευτικά τα κάτωθι κριτήρια:
α) Θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων κατά την τελευταία χρήση ή σε δύο (2) από τις τρεις (3) τελευταίες χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στο ν. 4469/2017, και β) Ο λόγος του συνόλου των οφειλών, μετά την αφαίρεση του συνόλου των τόκων υπερημερίας των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα, ποσοστού ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) των απαιτήσεων του Δημοσίου από πρόστιμα που έχουν επιβληθεί από τη φορολογική διοίκηση και ποσοστού ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) των απαιτήσεων του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, προς το καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA Earnings Before Interest, Tax, Depreciation and Amortization) να είναι ίσος ή μικρότερος από δέκα (10).
Σύνολο οφειλών - (85% προσαυξήσεις + 95% φορολ. προστίμων + 100% τόκων ιδ.τομέα)/EBITDA < 10
Για την εφαρμογή της παρούσας προϋπόθεσης ως EBITDA λαμβάνεται υπόψη το μεγαλύτερο ποσό που προκύπτει από τη σύγκριση:
i. του καθαρού αποτελέσματος προ φόρων τόκων και αποσβέσεων της τελευταίας χρήσης και
ii. του μέσου όρου των δύο (2) πλέον θετικών καθαρών αποτελεσμάτων προ φόρων τόκων και αποσβέσεων από τις τρεις (3) τελευταίες χρήσεις.
Γ. ΡΥΘΜΙΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ ΟΜΟΡΡΥΘΜΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ
Σύμφωνα με τα οριζόμενα των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 4469/2017 όπως ισχύει, οι ομόρρυθμοι εταίροι ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας μπορούν να ζητήσουν τη ρύθμιση και του συνόλου των δικών τους οφειλών, οι οποίες θα επιτρεπόταν να ρυθμιστούν, αν οι εταίροι υπέβαλλαν αίτηση ως ιδιοκτήτες ατομικής επιχείρησης.
Η αίτηση των ομόρρυθμων εταιρών πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο των στοιχείων και δικαιολογητικών που ορίζονται στο άρθρο 5 του ν. 4469/2017. Οι περιορισμοί της παραγράφου 1 του άρθρου 2 «Πεδίο εφαρμογής» και του άρθρου 3 «Κριτήρια επιλεξιμότητας» του ιδίου νόμου κρίνονται βάση των δεδομένων του νομικού προσώπου ενώ οι περιορισμοί των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 2 αναφορικά με τα πρόσωπα που δεν μπορούν να υποβάλλουν αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών και τη διμερή διαπραγμάτευση ισχύουν τόσο για το νομικό πρόσωπο όσο και για τον ομόρρυθμο εταίρο.
Με τις κοινοποιούμενες διατάξεις ο ομόρρυθμος εταίρος κρίνεται βιώσιμος για την τυποποιημένη πρόταση ρύθμισης εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων κατά την τελευταία χρήση ή σε δύο (2) από τις τρεις (3) τελευταίες χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στο ν. 4469/2017 στο πρόσωπο της εταιρείας, και β) Ο λόγος του συνόλου των οφειλών, μετά την αφαίρεση του συνόλου των τόκων υπερημερίας των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα, ποσοστού ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) των απαιτήσεων του Δημοσίου από πρόστιμα που έχουν επιβληθεί από τη φορολογική διοίκηση και ποσοστού ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) των απαιτήσεων του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, προς το μέσο όρο των πραγματικών ατομικών του εισοδημάτων των τριών (3) τελευταίων ετών πριν την υποβολή της αίτησης να είναι ίσος ή μικρότερος από δέκα (10).
Σύνολο οφειλών - (85% προσαυξήσεις + 95% φορολ. προστίμων + 100% τόκων ιδ.τομέα)/Μέσος όρος εισοδημάτων ομόρρυθμου μέλους < 10
Δ. ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΞΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
Οι πιστωτές του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα δεν προτείνουν ρύθμιση οφειλών στα πλαίσια της απλοποιημένης διαδικασίας στις εξής περιπτώσεις:
• Όταν διαθέτουν, σύμφωνα με τις εσωτερικές τους διαδικασίες, δική τους μελέτη βιωσιμότητας προκειμένου να εκτιμήσουν την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη και βάσει της οποίας το χρέος του οφειλέτη χαρακτηρίζεται ως μη βιώσιμο. Πιστωτής που κατέχει την πλειοψηφία επί του συνόλου των απαιτήσεων δεν προτείνει πρόταση ρύθμισης οφειλών στην περίπτωση που εκτιμήσει τον οφειλέτη ως μη βιώσιμο.
Το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης δεν επιτρέπεται να υποβάλλουν προτάσεις αναδιάρθρωσης οφειλών ή να ψηφίζουν υπέρ προτάσεων αναδιάρθρωσης οφειλών:
• Όταν η συνολική εντασσόμενη οφειλή δεν ξεπερνά τις 50.000 ευρώ και η συνολική αξία της περιουσίας του οφειλέτη είναι τουλάχιστον είκοσι πέντε (25) φορές μεγαλύτερη από τη συνολική οφειλή προς ρύθμιση.
• Όταν η συνολική οφειλή προς ρύθμιση κυμαίνεται μεταξύ των 50.000 ευρώ και των 200.000€ και η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ξεπερνά το εικοσαπλάσιο της συνολικής οφειλής προς ρύθμιση και τα 1.250.000 ευρώ.
• Όταν η συνολική εντασσόμενη οφειλή υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ και η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη υπερβαίνει τόσο το δεκαπενταπλάσιο της συνολικής οφειλής προς ρύθμιση όσο και τα 4.000.000 ευρώ.
Συμπερασματικά, το Κ.ΕΑ.Ο. δεν προτείνει ρυθμίσεις, εφόσον η συνολική αξία της περιουσίας ανά περίπτωση εντασσόμενης οφειλής της στήλης (1), υπερβαίνει τα ποσά της στήλης (2) του παρακάτω πίνακα:
ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΠΡΟΣ ΡΥΘΜΙΣΗ ΟΦΕΙΛΗ |
ΑΝΩΤΑΤΗ ΑΞΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ |
20.000,01€-50.000€ |
25πλάσιο της προς ρύθμιση οφειλής |
50.000,01€- 200.000€ |
20πλάσιο της προς ρύθμιση οφειλής & 1.250.000€ |
200.000,01€ και άνω |
15πλάσιο της προς ρύθμιση οφειλής & 4.000.000€ |
Διευκρινίζεται ότι στην απλοποιημένη διαδικασία ρύθμισης οφειλών για τον υπολογισμό της αξίας της περιουσίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 της υπ' αριθμ. 32320/1841/10.7.2017 (ΦΕΚ 2360/τ. Β'/11-07-2017) Υπουργικής Απόφασης όπως ισχύει, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία της περιουσίας του οφειλέτη και όχι τυχόν συνοφειλετών που συνυπέβαλαν αίτηση.
Ε. ΤΡΟΠΟΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ
Με την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στην παρούσα απλοποιημένη διαδικασία και μετά τη διαπίστωση απαρτίας, τυχόν αντιπροτάσεις ρύθμισης οφειλών που υποβάλλονται από τους συμμετέχοντες πιστωτές παράγονται με τυποποιημένο τρόπο.
Στην περίπτωση που ο οφειλέτης κριθεί βιώσιμος δύναται να ρυθμίσει την οφειλή του σε ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις ως ακολούθως:
(α) Για τον υπολογισμό των τοκοχρεωλυτικών δόσεων λαμβάνεται υπόψη επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο euribor τριμήνου, προσαυξημένο κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες. Για το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης το επιτόκιο είναι σταθερό με κρίσιμο χρόνο την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ρύθμισης. Για τους χρηματοδοτικούς φορείς είναι κυμαινόμενο- αναπροσαρμοζόμενο ανά τρίμηνο με έναρξη την ημερομηνία κατάρτισης της σύμβασης και προσαυξημένο κατά την εισφορά του νόμου 128/1975 στις περιπτώσεις που προγενέστερα είχε συμφωνηθεί ότι η εισφορά αυτή βαρύνει τον οφειλέτη.
(β) το ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης που θα προτείνεται δε δύναται να είναι μικρότερο από το ποσό των πενήντα (50) ευρώ ανά πιστωτή.
(γ) ο αριθμός των δόσεων δεν υπερβαίνει τις τριάντα έξι (36) σε βασική οφειλή προς το Δημόσιο ή /και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης που δεν ξεπερνά το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000€) ανά πιστωτή (δεν προσμετρώνται τυχόν υφιστάμενες ρυθμίσεις οφειλών). Υπενθυμίζεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν προαφαιρούνται προσαυξήσεις και τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 6 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017 όπως ισχύει.
(δ) Με την εφαρμογή των κοινοποιούμενων διατάξεων παύει να ισχύει ο περιορισμός των είκοσι τεσσάρων (24) δόσεων στην περίπτωση των ιδιωτών πιστωτών. Συνεπώς, ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων στην περίπτωση των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα, του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης δεν επιτρέπεται να ξεπερνά τις εκατόν είκοσι (120).
(ε) Για οφειλές που προέρχονται από συμβάσεις παροχής εργασίας οποιουδήποτε τύπου, ο αριθμός των δόσεων δεν επιτρέπεται να ξεπερνά τις έξι (6).
(στ) Ο αριθμός των δόσεων είναι κοινός για κάθε μία κατηγορία πιστωτών, εκτός αν αυτό δεν είναι δυνατό λόγω εφαρμογής των περιορισμών των (β) και (γ).
(ζ) Ο οφειλέτης μπορεί να προτείνει τη ρύθμιση της οφειλής του σε όλους τους πιστωτές, πλην των πιστωτών που προέρχονται από συμβάσεις παροχής εργασίας οποιουδήποτε τύπου σε δώδεκα (12) ή λιγότερες άτοκες δόσεις.
Ζ. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ
Για τον υπολογισμό του τελικού αριθμού δόσεων σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη. Ο προσδιορισμός της δυνατότητας αποπληρωμής στην απλοποιημένη διαδικασία ρύθμισης οφειλών και μετά την διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της υπ' αρ. 130060/27.11.2017 (ΦΕΚ Β', 4158/29-11-2017) Κ.Υ.Α. παραμένει ίδιος.
Υπενθυμίζουμε ότι για τον υπολογισμό αυτής λαμβάνεται υπόψη το 2,75% του ποσού που χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του οφειλέτη, δηλαδή το μεγαλύτερο ποσό από τη σύγκριση του EBITDA της τελευταίας χρήσης και του μέσου όρου των δύο από τις τρεις τελευταίες χρήσεις με το μεγαλύτερο EBITDA. Το 2,75% του ποσού αυτού συγκρίνεται με τη συνολική αρχική μηνιαία δόση.
Όπως είναι ήδη γνωστό, στην περίπτωση που το ανωτέρω ποσό είναι μεγαλύτερο από τη συνολική αρχική μηνιαία δόση τότε η τελευταία αναπροσαρμόζεται ώστε να ισούται με το ποσό αυτό. Ως αποτέλεσμα ο αριθμός των δόσεων μειώνεται και το επιπλέον ποσό κατανέμεται συμμέτρως σε όλους τους πιστωτές αναλόγως των απαιτήσεων τους.
Τα ποσά των δόσεων αυξάνονται συμμέτρως κατά το μέρος του επιπλέον ποσού που αντιστοιχεί στο ποσοστό συμμετοχής κάθε πιστωτή στο συνολικό ποσό των απαιτήσεων όλων των πιστωτών (κατόπιν αφαίρεσης των ποσών της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 4).
Σημειώνεται ότι για τον τελικό καθορισμό του αριθμού των δόσεων λαμβάνεται υπόψη η ικανότητα αποπληρωμής μόνο του οφειλέτη και όχι των συνοφειλετών που τυχόν συνυπέβαλαν αίτηση.
Στην περίπτωση της ρύθμισης οφειλής του ομόρρυθμου εταίρου στα πλαίσια της απλοποιημένης διαδικασίας, η ικανότητα αποπληρωμής υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη το 2,75% του ποσού που χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του, δηλαδή ο μέσος όρος του πραγματικού δηλωθέντος ατομικού εισοδήματος του ομόρρυθμου εταίρου (φορολογητέου ή μη) κατά τις τρεις τελευταίες φορολογικές περιόδους πριν την υποβολή της αίτησης. Τα προαναφερόμενα σχετικά με τον υπολογισμό του αριθμού των δόσεων ισχύουν και για τη ρύθμιση οφειλής του ομόρρυθμου εταίρου.
Η. ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Υφιστάμενες ρυθμίσεις οφειλών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης κατά τις διατάξεις των ν. 4152/2013, ν. 4174/2013, ν. 4305/2014, ν.4321/2015, ν. 4611/2019 εντάσσονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών όπως έχουν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία έγκρισης της σύμβασης αναδιάρθρωσης. Κατά το μέρος που αφορά στον αριθμό και το ύψος των ανεξόφλητων δόσεων, δεν υφίσταται εν προκειμένω δυνατότητα αύξησης ή μείωσης του αριθμού των δόσεων, καθώς στην απλοποιημένη διαδικασία δεν έχει εφαρμογή το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 15 του ν.4469/2017.
Θ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Η τακτική διαδικασία εξωδικαστικού μηχανισμού όπως αυτή περιγράφεται στην παρ. 6 του άρθρου 8 του Ν. 4469/2017 και στην υπ' αριθ. 116821/25.10.2017 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ 3909/Β'/06-11-2017) «Λειτουργικές Προδιαγραφές της ηλεκτρονικής πλατφόρμας Εξωδικαστικού Μηχανισμού Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων ν.4469/2017 (ΦΕΚ Α' 62) εφαρμόζεται στην περίπτωση που:
> ο οφειλέτης δεν πληροί τα κριτήρια του τυποποιημένου τρόπου αξιολόγησης βιωσιμότητας προκειμένου να κριθεί βιώσιμος ή/και
> η πρόταση τυποποιημένης λύσης δεν γίνεται δεκτή από τον οφειλέτη ή/και
> η πλειοψηφία των πιστωτών υποβάλλει αντιπροτάσεις διαφορετικές σε σχέση με την πρόταση τυποποιημένης λύσης,
Στα πλαίσια της τακτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης έχει τη δυνατότητα να υποβάλλει μία διαφορετική πρόταση αναδιάρθρωσης οφειλών και να προσκομίσει μελέτη προς απόδειξη της βιωσιμότητας της επιχείρησης.
Ι. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Επισημαίνεται ότι η παρούσα απόφαση ισχύει από τη δημοσίευσή της και καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αιτήσεις από το στάδιο, στο οποίο αυτές βρίσκονται ενώ, στο μέτρο που δεν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται οι ουσιαστικές και διαδικαστικές διατάξεις του ν. 4469/2017, και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων.
Η ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΡΙΑ ΤΟΥ Κ.Ε.Α.Ο.
ΒΑΡΒΑΡΑ ΧΑΤΖΗΕΥΣΤΑΘΙΑΔΟΥ
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ
α.α
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΠΡΑΝΤΑΛΟΥ
Ε.2111/2019 Κοινοποίηση των διατάξεων των άρθρων 8 - 10 και 49 του ν. 4607/2019 (Α' 65) περί της φορολογικής αντιμετώπισης από πλευράς ΦΠΑ των κουπονιών και των βραχυχρόνιων μισθώσεων πλοίων αναψυχής και παροχή οδηγιών εφαρμογής
Αθήνα, 13/06/2019
Ε. 2111/13-6-2019
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄ «ΦΠΑ»
Ταχ. Δ/νση : Σίνα 2 - 4
Ταχ. Κώδικας : 106 72 ΑΘΗΝΑ
Τηλέφωνο : 2132122400
Fax : 210 3645413
E-Mail : dfpa.a1@1992.syzefxis.gov.gr
Url : www . aade . gr
Ε 2111/2019
Θέμα: Κοινοποίηση των διατάξεων των άρθρων 8 – 10 και 49 του ν.4607/2019 (Α΄ 65)περί της φορολογικής αντιμετώπισης από πλευράς ΦΠΑ των κουπονιών και των βραχυχρόνιων μισθώσεων πλοίων αναψυχής και παροχή οδηγιών εφαρμογής
Κοινοποιούνται οι διατάξεις των άρθρων 8 έως και 10 του Δεύτερου Μέρους του ν.4607/2019
(Α' 65) «Ι. Κύρωση της Συμφωνίας για την Ασιατική Τράπεζα Υποδομών και
Επενδύσεων, ΙΙ. Εναρμόνιση του Κώδικα ΦΠΑ με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/1065,
Ill. Ενσωμάτωση των σημείων 1, 2, 4 και 5 του άρθρου 2 και των άρθρων 4,
6, 7 και 8 της Οδηγίας 1164/2016, IV. Τροποποίηση του ν. 2971/2001 και
άλλες διατάξεις», με τις οποίες εναρμονίζεται ο Κώδικας ΦΠΑ (ν.2859/2000),
όπως ισχύει, με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/1065 του Συμβουλίου αναφορικά με
την αντιμετώπιση από πλευράς ΦΠΑ των κουπονιών και αντικαθίσταται το
πρώτο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 19 του Κώδικα ΦΠΑ. Επίσης,
κοινοποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 49 του Τέταρτου Μέρους του ίδιου
νόμου, με τις οποίες τροποποιείται η περίπτωση β' της παραγράφου 15 του
άρθρου 14 του Κώδικα ΦΠΑ για την υιοθέτηση του κριτηρίου της χρήσης και
εκμετάλλευσης στις βραχυχρόνιες μισθώσεις πλοίων αναψυχής.
Α. Άρθρα 8 και 9 του ν.4607/2019
Με
τις κοινοποιούμενες διατάξεις των άρθρων αυτών ενσωματώνεται στο
εσωτερικό μας δίκαιο η Οδηγία (ΕΕ) 2016/1065 για τα κουπόνια, η οποία
τροποποιεί την Οδηγία ΦΠΑ 2006/112/ΕΚ
από 01.01.2019. Σκοπός των νέων διατάξεων είναι η διασφάλιση
ομοιόμορφης αντιμετώπισης των κουπονιών από πλευράς ΦΠΑ σε επίπεδο Ε.Ε.,
προκειμένου να αποφεύγονται ανεπιθύμητες συνέπειες στη λειτουργία της
ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Στο πλαίσιο του σκοπού αυτού, οι νέες
διατάξεις εισάγουν «ειδικούς» κανόνες για τον ΦΠΑ, οι οποίοι είναι
συμβατοί προς τις αρχές ενός γενικού φόρου κατανάλωσης, ακριβώς ανάλογου
με την τιμή των παραδιδόμενων αγαθών και των παρεχόμενων υπηρεσιών, την
άρση στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, την αποφυγή των κινδύνων διπλής
φορολόγησης ή μη-φορολόγησης, καθώς και τη μείωση του κινδύνου
φοροαποφυγής.
Για λόγους εναρμόνισης προς την ενωσιακή νομοθεσία, με την περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν.4607/2019
προστίθεται νέο άρθρο 12α «Κουπόνια» στον Κώδικα ΦΠΑ, οι διατάξεις του
οποίου ισχύουν από 01.01.2019 και αφορούν σε κουπόνια που εκδίδονται
μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2018. Για λόγους ορθής και ομοιόμορφης εφαρμογής
τους, παρέχονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις και οδηγίες:
1. Με το
νέο άρθρο 12α του Κώδικα ΦΠΑ εισάγονται ορισμοί ως προς την έννοια του
κουπονιού και γίνεται διάκριση μεταξύ του κουπονιού συγκεκριμένου σκοπού
και του κουπονιού πολλαπλού σκοπού. Επιπλέον, προβλέπονται κανόνες
σχετικά με τον τόπο φορολόγησης της παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών
που περιέχονται στο κουπόνι, το απαιτητό του φόρου και η φορολογητέα
αξία επί της οποίας υπολογίζεται ο φόρος.
Επισημαίνεται ότι στο πεδίο
εφαρμογής των νέων διατάξεων δεν περιλαμβάνονται τα αμιγώς εκπτωτικά
κουπόνια, καθώς αυτά παρέχουν δικαίωμα για μείωση της αξίας των αγαθών ή
των υπηρεσιών και όχι δικαίωμα για απόκτηση αγαθών ή λήψη υπηρεσιών.
Επίσης, δεν περιλαμβάνονται τα εισιτήρια μέσων μεταφοράς, τα εισιτήρια
εισόδου σε κινηματογράφους και μουσεία, τα γραμματόσημα και παρόμοιες
περιπτώσεις, καθώς στις περιπτώσεις αυτές εξακολουθεί να ισχύει η ίδια
φορολογική αντιμετώπιση που εφαρμόζεται και σήμερα.
Για λόγους
σαφήνειας, διευκρινίζεται ότι τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην αλυσίδα
διακίνησης των κουπονιών είναι: ο εκδότης του κουπονιού (το πρόσωπο στο
όνομα του οποίου εκδίδεται το κουπόνι, παρόλο που αυτό μπορεί να μην
αντιστοιχεί στον εξοφλούντα), ο υποκείμενος στον φόρο μεσάζοντας (το
πρόσωπο που μεσολαβεί στη μεταπώληση του κουπονιού ενεργώντας είτε στο
όνομά του είτε στο όνομα του προμηθευτή των αγαθών ή του παρόχου των
υπηρεσιών), ο εξοφλών το κουπόνι (αυτός που παραδίδει τα αγαθά ή παρέχει
τις υπηρεσίες που αφορά το κουπόνι) και ο τελικός κάτοχος ή ο κομιστής
του κουπονιού που αποκτά τα αγαθά ή τις υπηρεσίες με την προσκόμιση του
κουπονιού στον εξοφλούντα.
Προς αποφυγή παρερμηνείας, διευκρινίζεται
ότι τυχόν τρίτο πρόσωπο που εμπλέκεται στην υλική (π.χ. εκτύπωση) ή
άλλου είδους (π.χ. δημιουργία κωδικών βάσει αλγορίθμου) παραγωγή του
κουπονιού, δεν θα πρέπει να συγχέεται με το πρόσωπο του εκδότη.
Αναλυτικότερα:
1.1
Με την περίπτωση α της παραγράφου 1 του άρθρου 12α του ιδίου ως άνω
Κώδικα, δίδεται ο ορισμός του κουπονιού. Από το γράμμα της διάταξης
προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός κουπονιού είναι ότι
αυτό αποτελεί το μέσο προκειμένου να αποκτήσει ή να λάβει ο κομιστής του
συγκεκριμένα αγαθά ή υπηρεσίες και συγχρόνως αντιπροσωπεύει την
υποχρέωση του εξοφλούντος να το αποδεχθεί αντί καταβολής χρηματικού
ποσού που αναλογεί σε ολόκληρη την αξία της παράδοσης αγαθών ή/και της
παροχής υπηρεσίας ή σε μέρος αυτής, στην περίπτωση που η αξία του
κουπονιού υπολείπεται της πραγματικής αξίας της παράδοσης ή/και της
παροχής. Για τη διάκριση του κουπονιού με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά από
το σύνηθες «μέσο πληρωμής» θα πρέπει, όπως ορίζει η ίδια η διάταξη, να
αναφέρονται τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που παραδίδονται ή η ταυτότητα των
ενδεχόμενων προμηθευτών ή παρόχων (εξοφλούντων το κουπόνι), είτε στο
ίδιο το κουπόνι είτε στη σχετική τεκμηρίωση (π.χ. έγγραφα που μπορεί να
συνοδεύουν ένα τέτοιο μέσο, αναφορά σε σχετική ιστοσελίδα του εκδότη),
συμπεριλαμβανομένων των όρων και των προϋποθέσεων χρήσης αυτού.
Επισημαίνεται ότι το κουπόνι μπορεί να έχει ηλεκτρονική ή υλική μορφή.
Για
παράδειγμα, κουπόνι συνιστά ο κωδικός που αποκτάται για κατέβασμα
παιχνιδιών από το διαδίκτυο, η δωροκάρτα, ένα κουπόνι γεύματος κ.α., ενώ
δεν συνιστά εξ ορισμού κουπόνι η πιστωτική ή χρεωστική τραπεζική κάρτα.
Με
τις περιπτώσεις β και γ της ίδιας παραγράφου ορίζεται το κουπόνι
συγκεκριμένου σκοπού (εφεξής ΚΣΣ) ως το μέσο εκείνο που αφορά στην
παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών για την οποία ο τόπος φορολόγησης
και το ποσό του ΦΠΑ που αναλογεί είναι γνωστά κατά τον χρόνο έκδοσής
του. Αυτό σημαίνει ότι ο ΦΠΑ που αναλογεί στη συναλλαγή που αφορά το
κουπόνι είναι γνωστός και μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα κατά τον
χρόνο έκδοσης του κουπονιού. Όποιο κουπόνι διαφέρει ουσιωδώς από το ΚΣΣ
(και δεν είναι εκπτωτικό), συνιστά κουπόνι πολλαπλού σκοπού (εφεξής
ΚΠΣ). Για παράδειγμα:
α) Το κουπόνι που αφορά σε υπηρεσίες διαμονής
σε ξενοδοχείο στην Κρήτη συνιστά ΚΣΣ, καθώς ο ΦΠΑ που αναλογεί στην
υπηρεσία διαμονής (και ο τόπος φορολόγησής της), οπουδήποτε και αν αυτό
μεταβιβαστεί και με οποιονδήποτε τρόπο γίνει η διακίνησή του, είναι
γνωστός κατά τον χρόνο έκδοσής του (μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ). Ομοίως,
ΚΣΣ συνιστά και το κουπόνι που αφορά σε διαμονή σε ξενοδοχείο στην Κύπρο
και μεταβιβάζεται από Έλληνα υποκείμενο. Το κουπόνι όμως για διαμονή σε
οποιοδήποτε ξενοδοχείο γνωστής αλυσίδας που διαθέτει ξενοδοχεία σε όλο
τον κόσμο συνιστά ΚΠΣ καθώς δεν είναι γνωστό μετά βεβαιότητας από την
έκδοσή του το ξενοδοχείο της χώρας που θα επιλεχθεί από τον κομιστή του
κουπονιού και άρα δεν είναι γνωστός ο τόπος φορολόγησης της υπηρεσίας
διαμονής, καθώς και ο ΦΠΑ που αναλογεί στην υπηρεσία αυτή.
β) Το
κουπόνι που αφορά σε αγορά υποδημάτων ή ενδυμάτων από συγκεκριμένο
εμπορικό κατάστημα ή από αλυσίδα καταστημάτων της οποίας όλα τα
καταστήματα βρίσκονται στην ηπειρωτική Ελλάδα συνιστά ΚΣΣ, καθώς ο ΦΠΑ
είναι γνωστός κατά τον χρόνο έκδοσής του (είτε αγοραστούν υποδήματα είτε
αγοραστούν ενδύματα όλα υπάγονται στον κανονικό συντελεστή ΦΠΑ).
Αντιθέτως, εάν η αλυσίδα έχει καταστήματα και σε κάποιο νησί του Αιγαίου
όπου ισχύουν μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ και το κουπόνι μπορεί να
εξαργυρωθεί - χωρίς περιορισμό- σε οποιοδήποτε κατάστημα της εν λόγω
αλυσίδας, τότε πρόκειται για ΚΠΣ, καθώς ο ΦΠΑ δεν είναι γνωστός εξαρχής
κατά το χρόνο έκδοσής του (αναλόγως της περιοχής που βρίσκεται το
κατάστημα εφαρμόζεται είτε ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ είτε ο κατά 30%
μειωμένος συντελεστής που ισχύει στα νησιά). Αν ωστόσο, στους όρους
χρήσης του κουπονιού εμπεριέχεται όρος που περιορίζει το δικαίωμα
εξαργύρωσής του από καταστήματα που βρίσκονται σε περιοχές όπου ισχύει
το ίδιο «καθεστώς» ως προς τους συντελεστές ΦΠΑ τότε πρόκειται για ΚΣΣ,
καθώς ο ΦΠΑ είναι γνωστός εξαρχής κατά τον χρόνο έκδοσής του.
γ) Το
κουπόνι για αγορά αγαθών από αλυσίδα σούπερ μάρκετ που δραστηριοποιείται
στη Βόρεια Ελλάδα συνιστά ΚΠΣ λόγω των διαφορετικών συντελεστών ΦΠΑ που
υπάγονται τα αγαθά που παραδίδονται από τα καταστήματα αυτά (για
παράδειγμα τα νωπά ψάρια, νερό φυσικό εμφιαλωμένο, φρούτα και
παρασκευάσματα κρεάτων (ΔΚ 1601, 1602, ΕΧ 1603) υπάγονται στον μειωμένο
συντελεστή ΦΠΑ, ενώ τα ποτά και τα απορρυπαντικά στον κανονικό
συντελεστή ΦΠΑ). Αν ωστόσο στους όρους χρήσης του κουπονιού εμπεριέχεται
όρος που περιορίζει το δικαίωμα του κομιστή να λάβει συγκεκριμένα αγαθά
που υπάγονται στον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ, τότε πρόκειται για ΚΣΣ,
καθώς ο ΦΠΑ είναι γνωστός εξαρχής κατά τον χρόνο έκδοσής του.
δ)
Κουπόνι για μαθήματα ερασιτεχνικής φωτογραφίας από εργαστήρι φωτογραφίας
της Αθήνας (φυσική παρουσία μαθητή σε χώρο του εργαστηρίου), συνιστά
ΚΣΣ, καθώς ο τόπος φορολόγησης της παροχής υπηρεσίας και ο συντελεστής
ΦΠΑ γι' αυτήν την παροχή μαθημάτων είναι γνωστά εξαρχής κατά το χρόνο
έκδοσής του.
ε) Κουπόνι αλκοολούχων και μη ποτών για δύο άτομα σε
συγκεκριμένο μπαρ - εστιατόριο στην Αθήνα συνιστά ΚΣΣ, καθώς ο τόπος
φορολόγησης της εν λόγω παροχής υπηρεσίας (Ελλάδα) και ο ΦΠΑ (κανονικός
συντελεστής ΦΠΑ στις επιτόπιες καταναλώσεις ποτών) είναι γνωστά εξαρχής
κατά τον χρόνο έκδοσής του.
1.2 Με τις παραγράφους 2 και 3 του
άρθρου 12α του Κώδικα ΦΠΑ, ρυθμίζεται η φορολογική αντιμετώπιση από
πλευράς ΦΠΑ των συναλλαγών που πραγματοποιούνται στην αλυσίδα διακίνησης
των κουπονιών, είτε πρόκειται για ΚΣΣ είτε πρόκειται για ΚΠΣ.
1.2.1
Κάθε φορά που μεταβιβάζεται ΚΣΣ από υποκείμενο στον φόρο μεσάζοντα ο
οποίος ενεργεί στο όνομά του (είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για
λογαριασμό τρίτου), θεωρείται ότι πραγματοποιείται η παράδοση των αγαθών
ή η παροχή των υπηρεσιών που αφορά το ΚΣΣ. Τούτο διότι η πραγματική
παράδοση των αγαθών ή η πραγματική παροχή των υπηρεσιών δεν θεωρείται ως
συναλλαγή ανεξάρτητη από τη μεταβίβαση του ΚΣΣ.
Κατά συνέπεια, οι
διαδοχικές μεταβιβάσεις ενός ΚΣΣ σε κάθε στάδιο της αλυσίδας διακίνησής
του από μεσάζοντες που ενεργούν ως άνω μέχρι τη στιγμή της πώλησης του
ΚΣΣ στον τελικό αγοραστή του, υπάγονται στον φόρο με τους συνήθεις
κανόνες του Κώδικα ΦΠΑ που ισχύουν για την παράδοση αγαθών και την
παροχή υπηρεσιών.
Στην περίπτωση όπου μεταβιβάζεται ΚΣΣ από
υποκείμενο στον φόρο μεσάζοντα που ενεργεί στο όνομα άλλου υποκειμένου
στον φόρο, τότε σε αυτήν την περίπτωση θεωρείται ότι ο εν λόγω
μεσάζοντας δεν πραγματοποιεί τη σχετική παράδοση αγαθών ή παροχή
υπηρεσιών που εμπεριέχει το κουπόνι, αλλά ότι παρέχει υπηρεσία διανομής
υπαγόμενη στους συνήθεις κανόνες ΦΠΑ. Η δε μεταβίβαση του ΚΣΣ
αντιμετωπίζεται ως παράδοση των αγαθών ή παροχή των υπηρεσιών
πραγματοποιούμενη από τον υποκείμενο στον φόρο στο όνομα του οποίου
ενεργεί ο μεσάζοντας.
Στην περίπτωση όπου ο εξοφλών, δηλαδή ο
πραγματικός προμηθευτής των αγαθών ή ο πάροχος των υπηρεσιών δεν είναι ο
υποκείμενος στον φόρο που εκδίδει το ΚΣΣ (εκδότης), τότε ο εξοφλών το
κουπόνι θεωρείται ότι είναι το πρόσωπο που έχει προμηθεύσει τα αγαθά ή
έχει παράσχει τις υπηρεσίες που περικλείονται στο ΚΣΣ προς τον εκδότη.
Για παράδειγμα:
Ο εκδότης «Α» εξέδωσε κουπόνια συνήθους επισκευής και
συντήρησης αυτοκινήτων που μπορούν να εξαργυρωθούν σε εξουσιοδοτημένα
συνεργεία γνωστής αντιπροσωπείας αυτοκινήτων του νομού Αττικής της
εταιρείας «Ε» (εξοφλών) από το προσωπικό εγκατεστημένων στην Ελλάδα
επιχειρήσεων «Γ» και «Δ», στο οποίο οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν
διαθέσει τα Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητά τους. Τα κουπόνια αυτά, που συνιστούν ΚΣΣ,
ο «Α» τα μεταβίβασε σε μια εταιρία «Β» με δραστηριότητα προώθηση
προϊόντων/υπηρεσίες διαφήμισης. Η «Β» τα μεταβιβάζει σε άλλες εταιρίες,
τις «Γ» και «Δ» οι οποίες θα τα διαθέσουν στο προσωπικό τους.
Τόσο ο
εκδότης «Α» όσο και η εταιρία «Β» θεωρούνται ότι παρέχουν υπηρεσία
επισκευής και συντήρησης αυτοκινήτων προς τη «Β» και τις «Γ» και «Δ»
αντιστοίχως, υπαγόμενη στον φόρο με τους συνήθεις κανόνες φορολόγησης
(τόπος φορολόγησης στην Ελλάδα, κανονικός συντελεστής ΦΠΑ). Ο εξοφλών το
ΚΣΣ, δηλαδή η αντιπροσωπεία «Ε» που τελικά θα αποδεχθεί το ΚΣΣ ως
αντάλλαγμα για την υπηρεσία επισκευής και συντήρησης θεωρείται ότι
παρέχει την υπηρεσία στον εκδότη «Α», και άρα θα εκδώσει ένα τιμολόγιο
προς τον εκδότη «Α» κατά τον χρόνο εξόφλησης του κουπονιού και θα
εισπράξει τον ΦΠΑ που αναλογεί για την υπηρεσία της αυτή από τον ως άνω
εκδότη του κουπονιού. Σε ό,τι αφορά το δικαίωμα έκπτωσης, ο εκδότης «Α»
ασκεί δικαίωμα έκπτωσης βάσει του τιμολογίου που λαμβάνει από τον
εξοφλούντα «Ε», ο «Β» ασκεί δικαίωμα έκπτωσης βάσει του τιμολογίου
παροχής υπηρεσιών που λαμβάνει από τον εκδότη «Α», και οι εταιρείες «Γ»
και «Δ» δεν έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου που αναγράφεται στο
τιμολόγιο που λαμβάνουν από τη «Β» σύμφωνα με την περίπτωση ε' της
παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Κώδικα ΦΠΑ.
Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω παρατίθεται το κάτωθι σχεδιάγραμμα:
1.2.2
Στην περίπτωση όπου μεταβιβάζεται ΚΠΣ στο πλαίσιο αλυσίδας διακίνησής
του, θεωρείται ότι η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών που
αφορά το ΚΠΣ πραγματοποιείται τη στιγμή όπου αυτό παραδίδεται στον
εξοφλούντα προκειμένου να παραδοθούν τα αγαθά ή να παρασχεθούν οι
υπηρεσίες. Οποιαδήποτε μεταβίβαση του ΚΠΣ στα προηγούμενα στάδια της
αλυσίδας διακίνησης δεν υπάγεται στον ΦΠΑ.
Αν ο υποκείμενος στον φόρο
μεσάζων επί μεταβιβάσεων ΚΠΣ παρέχει υπηρεσίες διανομής ή προώθησης ή
όποια άλλη υπηρεσία μπορεί να προσδιορισθεί (σε καμία περίπτωση όμως δεν
αγοράζει και πουλάει το κουπόνι), αυτές υπόκεινται στον ΦΠΑ με τους
συνήθεις κανόνες.
2. Με την περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 4607/2019
προστίθεται νέα παράγραφος 1α στο άρθρο 19 του Κώδικα ΦΠΑ και
καθορίζεται η φορολογητέα αξία της παράδοσης αγαθών ή της παροχής
υπηρεσιών που αντιπροσωπεύει ένα κουπόνι πολλαπλού σκοπού και επί της
οποίας υπολογίζεται το οφειλόμενο ποσό του ΦΠΑ.
Ο ΦΠΑ στην περίπτωση
διακίνησης ΚΣΣ υπολογίζεται με την εφαρμογή του συντελεστή ΦΠΑ, στον
οποίο υπάγεται η παράδοση αγαθών ή η παροχή υπηρεσιών που αντιπροσωπεύει
το κουπόνι, επί της αντιπαροχής που πράγματι καταβάλλεται από τον
αγοραστή σε κάθε στάδιο της αλυσίδας διακίνησης, σύμφωνα με το άρθρο 19
παράγραφος 1 του Κώδικα ΦΠΑ. Επισημαίνεται ότι η μη εξόφληση του ΚΣΣ από
τον τελικό αγοραστή του δεν επηρεάζει τις προηγούμενες καταβολές του
φόρου που αντιστοιχεί στην παράδοση αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών που
το κουπόνι αυτό περικλείει.
Ωστόσο, στην περίπτωση ΚΠΣ, η φορολογητέα
αξία της συναλλαγής που εμπεριέχει το κουπόνι, καθώς και το ποσό του
φόρου που αναλογεί σ' αυτήν καθορίζονται τη στιγμή που ο τελευταίος
αγοραστής στην αλυσίδα διακίνησης (κομιστής) προσκομίσει το ΚΠΣ στον
εξοφλούντα για να το εξαργυρώσει. Συγκεκριμένα, η φορολογητέα αξία της
συναλλαγής που πραγματοποιείται έναντι ΚΠΣ ισούται κατ' αρχήν με το
αντάλλαγμα που έχει καταβληθεί στον τελευταίο μεσάζοντα στην αλυσίδα
διακίνησης, μειωμένο κατά το ποσό του ΦΠΑ που αναλογεί στα παραδιδόμενα
αγαθά ή στις παρεχόμενες υπηρεσίες. Όταν αυτό είναι άγνωστο, η
φορολογητέα αξία της συναλλαγής που αντιπροσωπεύει το κουπόνι συνίσταται
στη χρηματική αξία που αναγράφεται επί του κουπονιού αυτού ή που
προκύπτει από σχετική τεκμηρίωση, επίσης μειωμένη κατά το ποσό του ΦΠΑ
που αναλογεί στα παραδιδόμενα αγαθά ή τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Δηλαδή,
στην περίπτωση ΚΠΣ ο ΦΠΑ υπολογίζεται με εσωτερική υφαίρεση. Τέλος,
στις περιπτώσεις όπου ένα ΚΠΣ χρησιμοποιείται μερικώς για την παράδοση
αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών (δηλαδή δεν εξαργυρώνεται εις ολόκληρον), η
φορολογητέα αξία πρέπει να είναι ίση με το αντίστοιχο μέρος του
ανταλλάγματος ή της χρηματικής αξίας, μειωμένο κατά το ποσό του ΦΠΑ που
αφορά τα παραδιδόμενα αγαθά ή τις παρεχόμενες υπηρεσίες (εσωτερική
υφαίρεση).
3. Για λόγους διασφάλισης της ορθής εφαρμογής των
περί ΦΠΑ διατάξεων, επισημαίνεται ότι ο εκδότης ενός κουπονιού θα πρέπει
να διατηρεί στο αρχείο του τα προσήκοντα στοιχεία που τεκμηριώνουν τη
φορολογική αντιμετώπιση των κουπονιών που εκδίδει (ΚΣΣ ή ΚΠΣ). Η ίδια
υποχρέωση υφίσταται και για κάθε πρόσωπο που παρεμβαίνει στην αλυσίδα
διακίνησης ή στη διανομή αυτών.
Β. Άρθρο 10 του ν.4607/2019.
4. Με την αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 9 του άρθρου 19
του Κώδικα ΦΠΑ, σύμφωνα με το άρθρο 10 του κοινοποιούμενου νόμου,
απαλείφεται η φράση «και σε κάθε άλλη παρόμοια περίπτωση», ώστε στη
ρύθμιση της παραγράφου 9 να εμπίπτουν μόνο οι περιπτώσεις που ρητά
αναφέρονται και δη οι κάρτες τηλεπικοινωνίας και τα εισιτήρια μεταφοράς
προσώπων που ακυρώνονται σε ειδικά μηχανήματα.
Ως εκ τούτου, όσον
αφορά και μόνο στις κάρτες τηλεπικοινωνίας και στα εισιτήρια μεταφοράς
προσώπων που ακυρώνονται σε ειδικά μηχανήματα, ως φορολογητέα αξία
λαμβάνεται η τιμή λιανικής πώλησης αυτών χωρίς ΦΠΑ, ο οποίος οφείλεται
από τον πάροχο των υπηρεσιών και όχι γενικά και για κάθε άλλη παρόμοια
περίπτωση. Επισημαίνεται ότι η ως άνω αντιμετώπιση, η οποία εφαρμόζεται
και για τις κάρτες κινητής τηλεφωνίας (σχετ. η εγκύκλιος ΠΟΛ.1075/2000
παράγραφος 1), δεν ισχύει στις περιπτώσεις που οι κάρτες αντιπροσωπεύουν
διαφόρων ειδών παροχές.
5. Περαιτέρω, διευκρινίζεται ότι στην
περίπτωση που οι κάρτες τηλεπικοινωνίας πωλούνται από μη εγκατεστημένο
στο εσωτερικό της χώρας πάροχο προς υποκείμενο στον φόρο λήπτη που
διαθέτει την έδρα του ή, ελλείψει έδρας, μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα
(δηλαδή προς ελληνική επιχείρηση), ο τόπος παροχής βρίσκεται στο
εσωτερικό της χώρας μας, βάσει των διατάξεων της παραγράφου 2, περ. α',
του άρθρου 14 του Κώδικα ΦΠΑ. Υπόχρεος για την απόδοση του ΦΠΑ που
αναλογεί στην ανωτέρω λήψη υπηρεσιών είναι η ελληνική επιχείρηση, βάσει
της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του Κώδικα ΦΠΑ. Η
διάταξη της παραγράφου 9 του άρθρου 19 εφαρμόζεται για τις πωλήσεις των
καρτών που θα πραγματοποιήσει στο όνομά της εν συνεχεία η ελληνική
επιχείρηση, εφόσον πρόκειται για φορολογητέα εντός Ελλάδος παροχή
τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του
Κώδικα ΦΠΑ.
Γ. Άρθρο 49 του ν.4607/2019
6.
Με τις κοινοποιούμενες διατάξεις τροποποιούνται οι διατάξεις της
περίπτ. β) της παραγράφου 15 του άρθρου 14 του Κώδικα ΦΠΑ και, πέραν των
μεταφορών αγαθών, υιοθετείται το κριτήριο της χρήσης και εκμετάλλευσης
και για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις επαγγελματικών πλοίων αναψυχής.
Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις βραχυχρόνιας (κάτω των 90
ημερών) μίσθωσης επαγγελματικών πλοίων αναψυχής, τα οποία τίθενται στη
διάθεση του πελάτη (υποκειμένου ή μη στον ΦΠΑ) εντός της χώρας μας, δεν
οφείλεται ΦΠΑ στην Ελλάδα κατά το μέρος που τα πλοία αυτά
χρησιμοποιούνται εκτός της Ένωσης, και δη στα διεθνή ύδατα ή στα χωρικά
ύδατα τρίτων χωρών.
Σε γενικές γραμμές διευκρινίζεται ότι πρόκειται
για υπηρεσία θαλάσσιας μεταφοράς προσώπων στην περίπτωση που το πλοίο
αναψυχής διατίθεται με πλήρωμα, ενώ στην περίπτωση που διατίθεται μόνο
το πλοίο, πρόκειται για υπηρεσία μίσθωσης πλοίου. Σύμφωνα με τις
ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 14 του Κώδικα ΦΠΑ, οι υπηρεσίες μεταφοράς
προσώπων υπάγονται σε ΦΠΑ στην Ελλάδα για το διανυόμενο στην Ελλάδα
μέρος της διαδρομής (παρ. 5). Όσον αφορά στις υπηρεσίες βραχυχρόνιας
μίσθωσης μεταφορικών μέσων γενικά, αυτές κατά κανόνα φορολογούνται στην
Ελλάδα, εφόσον το μεταφορικό μέσο τίθεται στη διάθεση του πελάτη στο
εσωτερικό της χώρας (παρ. 12). Πλέον, ειδικά για τις βραχυχρόνιες
μισθώσεις επαγγελματικών πλοίων αναψυχής, με τις νέες διατάξεις
προβλέπεται η υπαγωγή αυτών σε ΦΠΑ στην Ελλάδα κατά το μέρος που τα
πλοία αυτά χρησιμοποιούνται εντός χωρικών υδάτων, ενώ δεν οφείλεται ΦΠΑ
κατά το μέρος που τα πλοία αυτά χρησιμοποιούνται στα διεθνή ύδατα ή στα
χωρικά ύδατα τρίτων χωρών. Με τις διατάξεις αυτές υιοθετείται ομοιόμορφη
αντιμετώπιση, από πλευράς τόπου παροχής, τόσο των περιπτώσεων που
συνιστούν υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς προσώπων, όσο και αυτών που
συνιστούν βραχυχρόνιες μισθώσεις επαγγελματικών πλοίων αναψυχής. Η
υιοθέτηση του εν λόγω κριτηρίου στις επίμαχες υπηρεσίες προβλέπεται από
τις διατάξεις της περίπτωσης α' του άρθρου 59α της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ για τον ΦΠΑ.
Επίσης,
με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι τα κριτήρια της χρήσης και
εκμετάλλευσης που θέτει ο νόμος και ο τρόπος απόδειξης της πλήρωσης
αυτών εξειδικεύονται περαιτέρω με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και
του τυχόν συναρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, μετά από εισήγηση του
Διοικητή της ΑΑΔΕ, ενώ οι διαδικασίες και κάθε αναγκαίο θέμα για την
εφαρμογή των διατάξεων του τόπου παροχής των υπηρεσιών ορίζονται με
απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ
2549/134944/2019 Ρύθμιση αλιευτικών προσφυγών σε εφαρμογή διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4597/2019 (Α’ 35)
Αριθμ. 2549/134944/07-06-2019
(ΦΕΚ Β' 2451/21-06-2019)
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
1. της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4597/2019 (Α’ 35) «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις»,
2. του ν. 2690/1999 (Α’ 45) «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει,
3. του π.δ. 63/2005 (Α’ 98) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα»,
4. του ν.δ.420/1970(Α’27)«Αλιευτικός Κώδικας»,όπως τροποποιήθηκε και ισχύει,
5. του π.δ. 70/2015 (Α’ 114) «Ανασύσταση των Υπουργείων Πολιτισμού και Αθλητισμού, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων...»,
6. του π.δ. 97/2017 (Α’ 138) «Οργανισμός του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων»,
7. του π.δ. 88/2018 (Α’160) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών»,
8. της 2429/19958/2018 (Β’3901) απόφασης του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Ολυμπία Τελιγιορίδου».
2. Το γεγονός ότι με την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Αντικείμενο-Σκοπός
Με την παρούσα καθορίζονται οι αρμόδιες υπηρεσίες, η διοικητική διαδικασία, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και κάθε άλλο θέμα που αφορά στην εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4597/2019 (Α’ 35) με τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα ρύθμισης προσφυγών οι οποίες δεν έχουν εκδικαστεί μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4597/2019 (ήτοι μέχρι την 28η Φεβρουαρίου 2019) κατά αποφάσεων επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις της αλιευτικής νομοθεσίας, επιβληθείσες βάση του άρθρου 11 του ν.δ. 420/1970 (Α’ 27).
Άρθρο 2
Πεδίο Εφαρμογής-Προϋποθέσεις
1. Δικαίωμα αιτήματος για την υπαγωγή στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4597/2019, έχουν μόνο οι πλοιοκτήτες επαγγελματικών αλιευτικών σκαφών (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) και οι κυβερνήτες αυτών, εις βάρος των οποίων έχουν εκδοθεί αποφάσεις επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις της αλιευτικής νομοθεσίας και έχουν καταθέσει προσφυγή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 11 και της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του ν.δ. 420/1970 (Α’ 27).
2. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι το επιβληθέν, με τις αποφάσεις επιβολής κυρώσεων, χρηματικό πρόστιμο να έχει καταβληθεί από τον πλοιοκτήτη ή τον κυβερνήτη, ή να έχει υπαχθεί από τον πλοιοκτήτη σε ρύθμιση, η οποία αποδεδειγμένα τηρείται.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4597/2019 δεν εφαρμόζονται για αποφάσεις επιβολής κυρώσεων, που έχουν επιβληθεί για διενέργεια αλιείας με χρήση δυναμίτιδας, άλλων εκρηκτικών, τοξικών και άλλων ουσιών.
Άρθρο 3
Διαδικασία υποβολής και διεκπεραίωσης αιτημάτων
1. Οι ενδιαφερόμενοι, εφόσον υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής και τηρούν τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος, καταθέτουν αίτηση σύμφωνα με το υπόδειγμα του Παραρτήματος 1 της παρούσας. Κάθε αίτηση συνοδεύεται υποχρεωτικά από τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την τήρηση των προϋποθέσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 2 της παρούσας.
2. Η αίτηση υποβάλλεται σε αποκλειστική προθεσμία έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του ν. 4597/2019, ήτοι μέχρι την 31η Αυγούστου 2019, προς τη Γραμματεία της Ειδικής Επιτροπής Εκδίκασης Αλιευτικών Προσφυγών (ΕΕΕΑΠ) της Γενικής Διεύθυνσης Αλιείας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
3. Η Γραμματεία της ΕΕΕΑΠ, ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο με ατομική ειδοποίηση που συμπεριλαμβάνει αναλυτικό πίνακα των δυνατοτήτων που παρέχει η ρύθμιση, για το σύνολο των αποφάσεων επιβολής κυρώσεων, οι οποίες δύναται να υπαχθούν σε αυτή.
4. Οι ενδιαφερόμενοι για κάθε μια από τις αποφάσεις που επιθυμούν να υπαχθούν σε ρύθμιση, θα πρέπει εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη ημερομηνία λήψης της ατομικής ειδοποίησης:
α) να καταβάλουν το ποσό που αναλογεί στο σύνολο του ποσού ή της αντίστοιχης δόσης, στο λογαριασμό 26670/0 της Τράπεζας της Ελλάδος υπέρ του Ταμείου Γεωργίας και Κτηνοτροφίας, IBAN GR 2201000240000000000266700 και
β) να διαβιβάζουν στην Γραμματεία της ΕΕΕΑΠ, αντίγραφο του πίνακα της ατομικής ειδοποίησης, στον οποίο θα έχουν επιλέξει τις αποφάσεις που επιθυμούν να εντάξουν στη ρύθμιση, συνοδευόμενο από τα αποδεικτικά καταβολής των οφειλών που αντιστοιχούν σε αυτές.
5. Σε περιπτώσεις που οι ενδιαφερόμενοι επιλέξουν την τμηματική καταβολή (μέχρι και σε είκοσι τέσσερις μηνιαίες ισόποσες δόσεις) των οφειλών που θα προκύψουν από τη ρύθμιση, θα πρέπει να προβαίνουν στη πληρωμή αυτών, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που θα τους κοινοποιηθεί. Η μη καταβολή μίας δόσης εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, συνεπάγεται την παύση των συνεπειών της ρύθμισης και την άμεση εκτέλεση των κυρώσεων που προβλέπονται στις αποφάσεις επιβολής κυρώσεων.
6. Η Γραμματεία της ΕΕΕΑΠ, μετά τη λήψη των ανωτέρω στοιχείων, ελέγχει ως προς την ορθότητα των δεδομένων, και κατόπιν ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές που εξέδωσαν τις αποφάσεις επιβολής κυρώσεων για τις, κατά περίπτωση, ενέργειές τους.
Άρθρο 4
Διαχείριση προσφυγών που δεν υπάγονται σε ρύθμιση
Οι προσφυγές κατά αποφάσεων επιβολής κυρώσεων που έχουν κατατεθεί μέχρι την έναρξη ισχύος (28.02.2019) του ν. 4597/2019, για τις οποίες δεν υποβλήθηκε εμπρόθεσμα αίτηση για ρύθμιση, θεωρούνται ότι απερρίφθησαν σιωπηρά.
Οι προσφυγές κατά αποφάσεων επιβολής κυρώσεων που έχουν κατατεθεί μέχρι την έναρξη ισχύος (28.02.2019) του ν. 4597/2019 και δεν δύναται να υπαχθούν σε ρύθμιση, βάσει των διατάξεων του άρθρου 32 του ως άνω νόμου, θεωρούνται ότι απερρίφθησαν σιωπηρά.
Οι φάκελοι των απορριφθεισών, κατά τα ανωτέρω προσφυγών επιστρέφονται από την Γραμματεία της ΕΕΕΑΠ στην, κατά περίπτωση, αρμόδια αρχή που εξέδωσε την απόφαση επιβολής κυρώσεων.
Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 7 Ιουνίου 2019
Ο Υπουργός
ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΡΑΧΩΒΙΤΗΣ
Η Υφυπουργός
ΟΛΥΜΠΙΑ ΤΕΛΙΓΙΟΡΙΔΟΥ
Υπόθεση C-291/18 Απαλλαγές συνδεόμενες με τις διεθνείς μεταφορές – Παράδοση αυτοανυψούμενων εξεδρών υποθαλάσσιας γεωτρήσεως – Έννοια των “πλοίων που χρησιμοποιούνται στη ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης” – Περιεχόμενο
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 20ής Ιουνίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 148, στοιχεία αʹ και γʹ – Απαλλαγές συνδεόμενες με τις διεθνείς μεταφορές – Παράδοση αυτοανυψούμενων εξεδρών υποθαλάσσιας γεωτρήσεως – Έννοια των “πλοίων που χρησιμοποιούνται στη ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης” – Περιεχόμενο»
Στην υπόθεση C-291/18,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Bucureşti (εφετείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία) με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, η οποίαπεριήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Απριλίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης
Grup Servicii Petroliere SA
κατά
Agenţia Naţională de Administrare Fiscală – Direcţia Generală de Soluţionare a Contestaţiilor,
Agenţia Naţională de Administrare Fiscală – Direcţia Generală de Administrare a Marilor Contribuabili,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου και προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, F. Biltgen, J. Malenovský και L. S. Rossi (εισηγήτρια), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: G. Hogan
γραμματέας: R. Şereş, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 31ης Ιανουαρίου 2019,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Grup Servicii Petroliere SA, εκπροσωπούμενη από τους A.-M. Iordache, D. Dascălu και A. Iancu, avocați,
– η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον C. Canţăr καθώς και από τις C.-M. Florescu και E. Gane,
– η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J.-C. Halleux και P. Cottin,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. De Bellis, avvocato dello Stato,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις L. Lozano Palacios και A. Armenia,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Απριλίου 2019,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 148, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία ΦΠΑ).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Grup Servicii Petroliere SA, εταιρίας εδρεύουσας στη Ρουμανία, και των φορολογικών αρχών του κράτους μέλους αυτού, με αντικείμενο την άρνηση χορηγήσεως απαλλαγής από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) αφορώσας την παράδοση, από την εν λόγω εταιρία, τριών αυτοανυψούμενων εξεδρών υποθαλάσσιας γεωτρήσεως σε μαλτέζικες εταιρίες.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Το άρθρο 15 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/111/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1992 (ΕΕ 1992, L 384, σ. 47) (στο εξής: έκτη οδηγία), με τίτλο «Απαλλαγές των πράξεων κατά την εξαγωγή, εκτός της Κοινότητας, των εξομοιούμενων προς αυτές πράξεων και των διεθνών μεταφορών», όριζε τα εξής:
«Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση:
[...]
4. τις παραδόσεις αγαθών, τα οποία προορίζονται για εφοδιασμό:
α) πλοίων που χρησιμοποιούνται στην ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης και εκτελούν μεταφορά επιβατών επί κομίστρω ή με τα οποία ασκείται εμπορική, βιομηχανική ή αλιευτική δραστηριότητα·
β) ναυαγοσωστικών και άλλων πλοίων επιθαλασσίας αρωγής, καθώς και πλοίων παρακτίου αλιείας, εξαιρουμένων των προμηθειών ταξιδίου των εν λόγω πλοίων παρακτίου αλιείας·
[...]
5. τις παραδόσεις, μετατροπές, επιδιορθώσεις, εργασίες συντηρήσεως, ναυλώσεις και μισθώσεις πλοίων θαλάσσης, αναφερομένων στην περίπτωση 4 υπό αʹ και βʹ, καθώς και τις παραδόσεις, μισθώσεις, επισκευές και εργασίες συντηρήσεως αντικειμένων –περιλαμβανομένου και του αλιευτικού εξοπλισμού– τα οποία είναι ενσωματωμένα στα πλοία αυτά ή χρησιμεύουν για την εκμετάλλευσή τους·
[...]».
4 Η έκτη οδηγία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία ΦΠΑ, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2007.
5 Ο τίτλος IX της οδηγίας ΦΠΑ, ο οποίος επιγράφεται «Απαλλαγές», περιέχει δέκα κεφάλαια. Το άρθρο 131 της οδηγίας αυτής και μοναδικό άρθρο στο κεφάλαιο 1 του τίτλου IX της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Γενικές διατάξεις», προβλέπει τα εξής:
«Οι απαλλαγές που προβλέπονται στα κεφάλαια 2 έως 9 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων και με τις προϋποθέσεις που καθορίζουν τα κράτη μέλη για να διασφαλίζουν την ορθή και απλή εφαρμογή των εν λόγω απαλλαγών και να προλαμβάνουν κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή ή κατάχρηση.»
6 Το άρθρο 148 της οδηγίας ΦΠΑ, που περιλαμβάνεται στον τίτλο IX, κεφάλαιο 7, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Απαλλαγές συνδεόμενες με τις διεθνείς μεταφορές», ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις:
α) τις παραδόσεις αγαθών, τα οποία προορίζονται για εφοδιασμό των πλοίων που χρησιμοποιούνται στη ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης και εκτελούν μεταφορά επιβατών με κόμιστρο ή με τα οποία ασκείται εμπορική, βιομηχανική ή αλιευτική δραστηριότητα καθώς και των ναυαγοσωστικών και άλλων πλοίων επιθαλάσσιας αρωγής και πλοίων παράκτιας αλιείας, εκτός από τα εφόδια των πλοίων που εξυπηρετούν την παράκτια αλιεία,
[...]
γ) τις παραδόσεις, μετατροπές, επισκευές, συντήρηση, ναυλώσεις και μισθώσεις πλοίων που προβλέπονται στο στοιχείο αʹ καθώς και τις παραδόσεις, μισθώσεις, επισκευές και συντήρηση αντικειμένων –περιλαμβανομένου του αλιευτικού εξοπλισμού– τα οποία είναι ενσωματωμένα στα πλοία αυτά ή χρησιμεύουν για την εκμετάλλευσή τους,
[...]».
Το ρουμανικό δίκαιο
7 Το άρθρο 143, παράγραφος 1, του Legea nr. 571/2003 privind Codul fiscal (νόμου 571/2003 περί θεσπίσεως φορολογικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: φορολογικός κώδικας), ορίζει τα εξής:
«Από τον φόρο απαλλάσσονται:
[...]
h) στην περίπτωση πλοίων που χρησιμοποιούνται στη θαλάσσια ναυσιπλοΐα, για τη διεθνή μεταφορά προσώπων ή/και αγαθών, για την αλιεία ή κάθε άλλη οικονομική δραστηριότητα ή για ναυαγοσωστικές δραστηριότητες ή δραστηριότητες επιθαλάσσιας αρωγής, οι ακόλουθες πράξεις:
1. παραδόσεις, μετατροπές, επισκευές, συντήρηση, ναυλώσεις, χρηματοδοτικές μισθώσεις και μισθώσεις πλοίων, καθώς και παραδόσεις, χρηματοδοτικές μισθώσεις, μισθώσεις, επισκευές και συντήρηση εξοπλισμών οι οποίοι είναι ενσωματωμένοι στα πλοία αυτά ή χρησιμεύουν για την εκμετάλλευσή τους, περιλαμβανομένου του αλιευτικού εξοπλισμού.»
8 Το άρθρο 23 του Ordonanța Guvernului nr. 42/1997 privind transportul maritim și pe căile navigabile interioare (κυβερνητικού διατάγματος 42/1997 περί μεταφορών διά θαλάσσιων και εσωτερικών πλωτών οδών) ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος, ως πλοία νοούνται:
a) τα κάθε είδους πλοία θαλάσσιας και εσωτερικής ναυσιπλοΐας, μηχανοκίνητα ή μη, τα οποία πλέουν στην επιφάνεια των υδάτων ή κινούνται υποβρυχίως και τα οποία προορίζονται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή/και επιβατών, την αλιεία, τη ρυμούλκηση ή την ώθηση·
b) πλωτές εγκαταστάσεις, όπως βυθοκόροι, πλωτοί ανυψωτήρες, πλωτοί γερανοί, πλωτοί κάδοι-λήπτες και παρεμφερή, μηχανοκίνητα ή μη·
c) πλωτές κατασκευές οι οποίες δεν προορίζονται κατά κανόνα για μετακίνηση, όπως πλωτοί μόλοι και προβλήτες, πλωτά βάθρα, πλωτά υπόστεγα για πλοία, εξέδρες γεωτρήσεως και παρεμφερή, πλοία-φάροι·
d) σκάφη αναψυχής.»
9 Το σημείο 1 της decizia nr. 3/2015 a Comisiei fiscale centrale (αποφάσεως υπ’ αριθ. 3/2015 της κεντρικής φορολογικής επιτροπής) προβλέπει τα εξής:
«Από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως την 31η Δεκεμβρίου 2013: στην περίπτωση πλοίων που προορίζονται για θαλάσσια ναυσιπλοΐα και χρησιμοποιούνται για τη διεθνή μεταφορά προσώπων ή/και αγαθών, την αλιεία ή οποιαδήποτε άλλη θαλάσσια οικονομική δραστηριότητα, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 143, παράγραφος 1, στοιχείο h, [του φορολογικού κώδικα] απαλλαγές από τον ΦΠΑ εφαρμόζονται εφόσον το πλοίο χρησιμοποιείται πράγματι και κατά κύριο λόγο για θαλάσσια ναυσιπλοΐα. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν ένα πλοίο χρησιμοποιείται πράγματι και κατά κύριο λόγο στη θάλασσα, δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνον αντικειμενικά κριτήρια, όπως το μήκος ή το εκτόπισμα του πλοίου, τα οποία θα μπορούν εντούτοις να χρησιμοποιούνται για να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής των απαλλαγών τα πλοία εκείνα που, εν πάση περιπτώσει, δεν πληρούν τις προβλεπόμενες στο άρθρο 143, παράγραφος 1, στοιχείο h, του φορολογικού κώδικα προϋποθέσεις, ήτοι δεν είναι κατάλληλα για θαλάσσια ναυσιπλοΐα. [...]
Η έννοια της “θαλάσσιας” ναυσιπλοΐας, κατά την οδηγία [2006/112] και το άρθρο 143, παράγραφος 1, στοιχείο h, του φορολογικού κώδικα, καλύπτει κάθε μέρος της θάλασσας το οποίο βρίσκεται εκτός των χωρικών υδάτων της εκάστοτε χώρας και πέραν του ορίου των 12 ναυτικών μιλίων, όπως αυτό μετράται από τις γραμμές βάσεως που καθορίζονται βάσει του διεθνούς δικαίου της θάλασσας (της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, η οποία συνήφθη στο Montego Bay στις 10 Δεκεμβρίου 1982).»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
10 Τον Μάιο του 2008, η Grup Servicii Petroliere πώλησε τρεις αυτοανυψούμενες εξέδρες υποθαλάσσιας γεωτρήσεως, οι οποίες λειτουργούσαν στη Μαύρη Θάλασσα, σε μαλτέζικες εταιρίες έναντι του συνολικού ποσού των 96 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (USD) (περίπου 82 εκατομμύρια ευρώ). Για την παράδοση των ως άνω εξεδρών, η εταιρία αυτή εξέδωσε τιμολόγια, εφαρμόζοντας το προβλεπόμενο στο άρθρο 148, στοιχείο γʹ, της οδηγίας ΦΠΑ και στο άρθρο 143, παράγραφος 1, στοιχείο h, του φορολογικού κώδικα καθεστώς απαλλαγής από τον ΦΠΑ. Η εν λόγω εταιρία συνέχισε να εκμεταλλεύεται τις εξέδρες αυτές στη Μαύρη Θάλασσα, κατά τη διάρκεια του έτους 2008, ως ναυλώτρια.
11 Κατά τη διάρκεια του έτους 2016, η ρουμανική φορολογική αρχή εξέδωσε, σε βάρος της Grup Servicii Petroliere, διορθωτική πράξη επιβολής του μη καταβληθέντος για την εν λόγω παράδοση ΦΠΑ, ο οποίος ανερχόταν σε ποσό άνω των 113 εκατομμυρίων ρουμανικών λέι (RON) (περίπου 25 εκατομμύρια ευρώ), πλέον προστίμων και τόκων υπερημερίας. Στο σκεπτικό της πράξεως αυτής επισημαίνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
– μολονότι οι επίμαχες εξέδρες είναι πλοία, κατά την έννοια του κυβερνητικού διατάγματος 42/1997, και μπορούν να χρησιμοποιηθούν απεριόριστα για τη θαλάσσια ναυσιπλοΐα, δεν πλέουν κατά τη διάρκεια της γεωτρήσεως, αλλά βρίσκονται σε θέση σταθμεύσεως· οι πυλώνες τους βρίσκονται σε χαμηλή θέση, στηρίζονται στον βυθό της θάλασσας και ανυψώνουν το πλωτό βάθρο (πλωτό τμήμα) πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας σε ύψος 60 έως 70 μέτρων·
– βάσει των διατάξεων της αποφάσεως υπ’ αριθ. 3/2015 της κεντρικής φορολογικής επιτροπής, προκειμένου η παράδοση των εξεδρών να τύχει της προβλεπόμενης στο άρθρο 143, παράγραφος 1, στοιχείο h, του φορολογικού κώδικα απαλλαγής, πρέπει να αποδειχθεί, με κάθε αποδεικτικό μέσο, ότι το υπό εξέταση πλοίο πλέει πράγματι και κατά κύριο λόγο στην ανοικτή θάλασσα·
– ωστόσο, από τα υφιστάμενα αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι η πραγματική και κύρια χρήση των εξεδρών διεξαγόταν σε θέση σταθμεύσεως για τους σκοπούς της γεωτρήσεως, και όχι για τη ναυσιπλοΐα η οποία είναι μόνο δευτερεύουσα σε σχέση με τη δραστηριότητα της γεωτρήσεως.
12 Μετά την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως που είχε υποβάλει κατά της εν λόγω διορθωτικής πράξεως επιβολής ΦΠΑ, η Grup Servicii Petroliere προσέφυγε ενώπιον του Curtea de Apel Bucureşti (εφετείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία).
13 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής της, η εταιρία αυτή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι ρουμανικές φορολογικές αρχές περιόρισαν παράνομα το πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής του άρθρου 148, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας ΦΠΑ, εξαρτώντας την απαλλαγή αυτή όχι μόνον από την προϋπόθεση ότι τα υπό εκμετάλλευση πλοία «χρησιμοποιούνται» στην ανοικτή θάλασσα για εμπορικούς ή βιομηχανικούς σκοπούς, αλλά και από την προϋπόθεση ότι «πλέουν» στην ανοικτή θάλασσα.
14 Παρά τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 148, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας ΦΠΑ, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η επίμαχη στην κύρια δίκη απαλλαγή εφαρμόζεται επί της παραδόσεως αυτοανυψούμενης εξέδρας υποθαλάσσιας γεωτρήσεως, να δοθεί, πρώτον, απάντηση στο ερώτημα αν μια τέτοια εξέδρα εμπίπτει στην έννοια των «πλοίων», κατά το άρθρο 148, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής. Δεύτερον, και σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, το εν λόγω δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η απαλλαγή του άρθρου 148, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας ΦΠΑ εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η δραστηριότητα της ναυσιπλοΐας ανοικτής θαλάσσης είναι όντως η δεσπόζουσα δραστηριότητα σε σχέση με την υποθαλάσσια γεώτρηση.
15 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Curtea de Apel București (εφετείο Βουκουρεστίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 148, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 148, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [ΦΠΑ] την έννοια ότι η απαλλαγή από τον ΦΠΑ έχει εφαρμογή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στην παράδοση αυτοανυψούμενης εξέδρας υποθαλάσσιας γεωτρήσεως, ήτοι ότι μια τέτοια εξέδρα εμπίπτει στην έννοια του “πλοίου” κατά την προμνησθείσα διάταξη του δικαίου της Ένωσης, καθόσον η εν λόγω διάταξη ρυθμίζει, βάσει του τίτλου του κεφαλαίου 7 της οδηγίας [ΦΠΑ], τις “απαλλαγές συνδεόμενες με τις διεθνείς μεταφορές”;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, έχει το άρθρο 148, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 148, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [ΦΠΑ], την έννοια ότι βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή της απαλλαγής από τον ΦΠΑ επί αυτοανυψούμενης εξέδρας υποθαλάσσιας γεωτρήσεως, η οποία έχει πλεύσει και σε ανοικτή θάλασσα, αποτελεί η παραμονή της, κατά τη χρήση της (στο πλαίσιο εμπορικής/βιομηχανικής δραστηριότητας), σε πραγματική κίνηση, δηλαδή η πλεύση και η μετακίνησή της από ένα θαλάσσιο σημείο σε άλλο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο εκείνου κατά το οποίο παραμένει ακίνητη λόγω της δραστηριότητας υποθαλάσσιας γεωτρήσεως, ήτοι ότι η δραστηριότητα ναυσιπλοΐας πρέπει να είναι όντως η δεσπόζουσα δραστηριότητα σε σχέση με τη δραστηριότητα γεωτρήσεως;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
16 Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 148, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας ΦΠΑ έχει την έννοια ότι η διαλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή φράση «πλοία που χρησιμοποιούνται στη ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης» καλύπτει και την παράδοση πλωτών κατασκευών, όπως είναι οι αυτοανυψούμενες εξέδρες υποθαλάσσιας γεωτρήσεως του είδους των επίμαχων στην κύρια δίκη, οι οποίες χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο σε σταθερή θέση για την εκμετάλλευση θαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
17 Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι οι παραδόσεις των οποίων η απαλλαγή από τον φόρο προβλέπεται στο άρθρο 148, στοιχείο γʹ, της οδηγίας ΦΠΑ τελούν υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ως αντικείμενο πλοία τα οποία χρησιμοποιούνται στη ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης και εκτελούν μεταφορά επιβατών με κόμιστρο ή με τα οποία ασκείται εμπορική, βιομηχανική ή αλιευτική δραστηριότητα, κατά την έννοια του άρθρου 148, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής.
18 Όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, το άρθρο 148, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΦΠΑ επαναλαμβάνει αυτούσια τη διατύπωση του άρθρου 15, σημείο 4, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας, η οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία ΦΠΑ. Κατά συνέπεια, η νομολογία που αφορά τη διάταξη αυτή της έκτης οδηγίας μπορεί να ληφθεί υπόψη για την ερμηνεία του άρθρου 148, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΦΠΑ (απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Fast Bunkering Klaipėda, C‑526/13, EU:C:2015:536, σκέψεις 24 και 25).
19 Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο συνήγαγε εκ των ανωτέρω ότι οι απαλλαγές του άρθρου 148 της οδηγίας ΦΠΑ, όπως και οι προβλεπόμενες στην έκτη οδηγία απαλλαγές από τον ΦΠΑ, συνιστούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης οι οποίες πρέπει, συνεπώς, να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Fast Bunkering Klaipėda, C-526/13, EU:C:2015:536, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η απαλλαγή μιας συγκεκριμένης πράξεως από τον ΦΠΑ δεν μπορεί να εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό της πράξεως αυτής κατά το εθνικό δίκαιο (πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2007, Navicon, C-97/06, EU:C:2007:609, σκέψη 28).
20 Εξάλλου, δεδομένου ότι συνιστούν παρέκκλιση από τη γενική αρχή κατά την οποία κάθε παράδοση αγαθών και παροχή υπηρεσιών, έναντι αμοιβής, εκ μέρους υποκειμένου στον φόρο υπόκεινται στον ΦΠΑ, οι εν λόγω απαλλαγές πρέπει να ερμηνεύονται στενά (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, ΕΛΜΕΚΑ, C‑181/04 έως C-183/04, EU:C:2006:563, σκέψη 15, και της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-197/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:202, σκέψη 30).
21 Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 15, σημείο 4, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας προϋπόθεση της χρησιμοποιήσεως στη ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης εφαρμόζεται όχι μόνον επί των πλοίων που εκτελούν μεταφορά επιβατών με κόμιστρο, αλλά και επί των πλοίων με τα οποία ασκείται εμπορική, βιομηχανική ή αλιευτική δραστηριότητα, τα οποία απαριθμούνται πλέον στο σύνολό τους στο άρθρο 148, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΦΠΑ (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, ΕΛΜΕΚΑ, C‑181/04 έως C-183/04, EU:C:2006:563, σκέψεις 14 έως 16, και της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-197/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:202, σκέψη 32).
22 Επομένως, υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, για την ερμηνεία της έννοιας των «πλοίων που χρησιμοποιούνται στη ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης», η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 148, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΦΠΑ, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ελλείψει ορισμού της έννοιας αυτής ή των λέξεων που τη συνθέτουν, το γράμμα της διατάξεως αυτής και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2007, Navicon, C-97/06, EU:C:2007:609, σκέψη 24).
23 Συναφώς, χωρίς να απαιτείται να ερμηνευθεί, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η έννοια του όρου «ανοικτή θάλασσα», της οποίας ο χωρικός προσδιορισμός έχει εξελιχθεί στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας, ή να κριθεί ποια τεχνικά χαρακτηριστικά πρέπει να πληροί ένα πλοίο προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι χρησιμοποιείται στη ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 148, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΦΠΑ φράση «πλοία που χρησιμοποιούνται στη ναυσιπλοΐα» σημαίνει απαραιτήτως ότι οι επίμαχες πλωτές κατασκευές χρησιμοποιούνται για πλεύση. Ένα πλοίο μπορεί να θεωρηθεί ότι «χρησιμοποιείται» στη ναυσιπλοΐα μόνον αν χρησιμοποιείται, τουλάχιστον βασικά ή κατά κύριο λόγο, για μετακίνηση στον θαλάσσιο χώρο.
24 Σε επίπεδο γραμματικής διατυπώσεως, υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορούν και οι διάφορες γλωσσικές αποδόσεις του εν λόγω άρθρου 148, στοιχείο αʹ, οι οποίες είτε περιέχουν τον όρο «προορίζονται» είτε κάνουν γενικώς χρήση της παθητικής μετοχής του ρήματος «χρησιμοποιώ», όπως στις αποδόσεις της διατάξεως αυτής στην τσεχική («užívaných»), αγγλική («used»), ρουμανική («utilizate»), φινλανδική («käytettävät») και σουηδική («används») γλώσσα.
25 Όσον αφορά, δεύτερον, τον σκοπό που επιδιώκεται με το καθεστώς στο οποίο εμπίπτει η προβλεπόμενη στο άρθρο 148, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΦΠΑ απαλλαγή, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι από τον τίτλο του κεφαλαίου 7 του τίτλου IX της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι ο σκοπός αυτός συνίσταται στην ενίσχυση των διεθνών μεταφορών (πρβλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2017, A, C‑33/16, EU:C:2017:339, σκέψη 37). Στο πλαίσιο αυτό, η παράδοση πλοίων που χρησιμοποιούνται στη ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 148, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας ΦΠΑ, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω πλοία προορίζονται για μετακίνηση στην ανοικτή θάλασσα. Επομένως, ο σκοπός αυτός επιρρωννύει την ερμηνεία που παρατίθεται στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, κατά την οποία μια πλωτή κατασκευή μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πλοίο χρησιμοποιούμενο στη ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης» μόνον αν χρησιμοποιείται, τουλάχιστον βασικά ή κατά κύριο λόγο, για μετακίνηση στον θαλάσσιο χώρο.
26 Η επιδίωξη του εν λόγω σκοπού δεν αντιφάσκει με την ενδεχόμενη διαφορετική ερμηνεία των εννοιών του «πλοίου» και της «ναυσιπλοΐας», εφόσον απαιτείται,, επί παραδείγματι στον τομέα του περιβάλλοντος ή των ειδικών φόρων καταναλώσεως. Πράγματι, ακόμη και στην περίπτωση που υφίσταται μια τέτοια διαφορετική ερμηνεία, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η ρύθμιση του δικαίου της Ένωσης στους τομείς αυτούς επιδιώκει την επίτευξη διαφορετικών σκοπών από τους επιδιωκόμενους με τις απαλλαγές του άρθρου 148, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας ΦΠΑ.
27 Τρίτον, η ερμηνεία του άρθρου 148, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας ΦΠΑ που περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του στις πλωτές κατασκευές που χρησιμοποιούνται κυρίως για θαλάσσιες μετακινήσεις συνάδει με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή, δηλαδή το καθεστώς απαλλαγών από τον ΦΠΑ, οι οποίες πρέπει, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, να ερμηνεύονται στενά.
28 Εν προκειμένω, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 24 και 25 των προτάσεών του, δεν αμφισβητείται ότι οι αυτοανυψούμενες εξέδρες υποθαλάσσιας γεωτρήσεως, οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο της επίμαχης στην κύρια δίκη παραδόσεως, είναι κινητές μονάδες υποθαλάσσιας γεωτρήσεως αποτελούμενες από πλωτό βάθρο, στο οποίο έχουν συναρμοστεί περισσότεροι του ενός πτυσσόμενοι βραχίονες που είναι ανυψωμένοι κατά τη διάρκεια της ρυμουλκήσεως έως τη θαλάσσια περιοχή της γεωτρήσεως και το οποίο, όταν βρίσκεται σε θέση γεωτρήσεως, τοποθετείται σε απόσταση δεκάδων μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας μέσω των ως άνω ανεπτυγμένων βραχιόνων που αγκυρώνουν την εξέδρα στον βυθό της θάλασσας, προκειμένου να δημιουργηθεί μια στατική εξέδρα.
29 Λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών αυτών, οι επίμαχες στην κύρια δίκη εξέδρες υποθαλάσσιας γεωτρήσεως προκύπτει ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν κυρίως για τους σκοπούς της ναυσιπλοΐας, όπερ εναπόκειται εντούτοις στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, και ότι, επομένως, αυτές οι πλωτές κατασκευές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κατασκευές «που χρησιμοποιούνται στη ναυσιπλοΐα» κατά την έννοια του άρθρου 148, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΦΠΑ. Αντιθέτως, όπως υποστήριξαν η Ρουμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και υπό την επιφύλαξη επαληθεύσεως εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, η κύρια λειτουργία τους συνίσταται στην εκμετάλλευση, σε σταθερή θέση, θαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
30 Λαμβανομένων υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 148, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας ΦΠΑ έχει την έννοια ότι η διαλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή φράση «πλοία που χρησιμοποιούνται στη ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης» δεν καλύπτει την παράδοση πλωτών κατασκευών, όπως είναι οι αυτοανυψούμενες εξέδρες υποθαλάσσιας γεωτρήσεως του είδους των επίμαχων στην κύρια δίκη, οι οποίες χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο σε σταθερή θέση για την εκμετάλλευση θαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
Επί των δικαστικών εξόδων
31 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 148, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι η διαλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή φράση «πλοία που χρησιμοποιούνται στη ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης» δεν καλύπτει την παράδοση πλωτών κατασκευών, όπως είναι οι αυτοανυψούμενες εξέδρες υποθαλάσσιας γεωτρήσεως του είδους των επίμαχων στην κύρια δίκη, οι οποίες χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο σε σταθερή θέση για την εκμετάλλευση θαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
Υπόθεση C-404/18 Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών – Πρόσβαση στην απασχόληση και όροι εργασίας – Άρθρο 24 – Προστασία από αντίποινα – Απόρριψη υποψήφιας για θέση εργασίας λόγω της εγκυμοσύνης της – Εργαζόμενος ο οποίος παρενέβη υπέρ της υποψήφιας αυτής – Απόλυση του εργαζομένου
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 20ής Ιουνίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2006/54/ΕΚ – Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών – Πρόσβαση στην απασχόληση και όροι εργασίας – Άρθρο 24 – Προστασία από αντίποινα – Απόρριψη υποψήφιας για θέση εργασίας λόγω της εγκυμοσύνης της – Εργαζόμενος ο οποίος παρενέβη υπέρ της υποψήφιας αυτής – Απόλυση του εργαζομένου»
Στην υπόθεση C-404/18,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το arbeidsrechtbank Antwerpen (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Αμβέρσας, Βέλγιο) με απόφαση της 23ης Μαΐου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Ιουνίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης
Jamina Hakelbracht,
Tine Vandenbon,
Instituut voor de Gelijkheid van Vrouwen en Mannen,
κατά
WTG Retail BVBA,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, J. Malenovský, C. G. Fernlund και L. S. Rossi, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– οι J. Hakelbracht και T. Vandenbon καθώς και το Institut voor de Gelijkheid van Vrouwen en Mannen, εκπροσωπούμενοι από τις L. Vandenplas και V. Petry, advocaten,
– η WTG Retail BVBA, εκπροσωπούμενη από τον T. De Meester, advocaat,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον H. Kranenborg και την A. Szmytkowska,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 24 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Jamina Hakelbracht και Tine Vandenbon καθώς και του Instituut voor de Gelijkheid van Vrouwen en Mannen (Ινστιτούτου για την Ισότητα Γυναικών και Ανδρών) (στο εξής: Ινστιτούτο) και, αφετέρου, της WTG Retail BVBA σχετικά με την καταβολή αποζημίωσης στην T. Vandenbon λόγω της απόλυσής της.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 23, 29 και 32 της οδηγίας 2006/54 έχουν ως εξής:
«(23) Από τη νομολογία του Δικαστηρίου καθίσταται σαφές ότι η δυσμενής μεταχείριση των γυναικών που συνδέεται με την εγκυμοσύνη ή τη μητρότητα συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου. Η μεταχείριση αυτή θα πρέπει, επομένως, να περιλαμβάνεται ρητά στην παρούσα οδηγία.
[...]
(29) Η παροχή κατάλληλων δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών για την επιβολή της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που επιβάλλει η παρούσα οδηγία είναι ουσιαστική για την αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
[...]
(32) Λόγω του θεμελιώδους χαρακτήρα του δικαιώματος αποτελεσματικής νομικής προστασίας, είναι σκόπιμο να εξασφαλίζεται ότι οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να τυγχάνουν της προστασίας αυτής ακόμη και μετά τη λήξη της σχέσης από την οποία δημιουργείται η υποτιθέμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Ο εργαζόμενος που υπερασπίζεται ή καταθέτει υπέρ ατόμου το οποίο προστατεύεται βάσει της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει επίσης να τυγχάνει της ίδιας προστασίας.»
4 Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Σκοπός», έχει ως εξής:
«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να εξασφαλισθεί η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης.
Για το σκοπό αυτό, η παρούσα οδηγία περιέχει διατάξεις για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ως προς:
α) την πρόσβαση στην απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής εξέλιξης, και στην επαγγελματική κατάρτιση·
β) τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής·
γ) τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.
Περιλαμβάνει επίσης διατάξεις με σκοπό να εξασφαλίζεται ότι η εφαρμογή αυτή καθίσταται αποτελεσματικότερη μέσω της θέσπισης κατάλληλων διαδικασιών.»
5 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η διάκριση περιλαμβάνει:
[...]
γ) οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας κατά την έννοια της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (ΕΕ 1992, L 348, σ. 1)].»
6 Το άρθρο 14 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Απαγόρευση διακρίσεων», ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Δεν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων φορέων, όσον αφορά:
α) τους όρους πρόσβασης στη μισθωτή εργασία, στο ελεύθερο επάγγελμα ή σε άλλα είδη απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ασχέτως του κλάδου δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, μεταξύ άλλων και ως προς τις προαγωγές·
[...]».
7 Το άρθρο 17 της οδηγίας 2006/54, με τίτλο «Προάσπιση των δικαιωμάτων», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:
«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, ύστερα από ενδεχόμενη προσφυγή σε άλλες αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν διαδικασιών συνδιαλλαγής εφόσον κρίνονται απαραίτητες, κάθε πρόσωπο που θεωρεί εαυτό ζημιωθέν από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έχει πρόσβαση σε δικαστικές διαδικασίες για την επιβολή των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία, ακόμη και εάν η σχέση στο πλαίσιο της οποίας εικάζεται ότι σημειώθηκε η διάκριση έχει λήξει.»
8 Το άρθρο 24 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Προστασία έναντι αντιποίνων», ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη εισάγουν στην εθνική έννομη τάξη τα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των εργαζομένων, περιλαμβανομένων και εκείνων που είναι εκπρόσωποι των εργαζομένων όπως προβλέπει η εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική, κατά της απόλυσης ή άλλης δυσμενούς μεταχείρισης που θα συνιστούσε αντίδραση του εργοδότη σε καταγγελία εντός της επιχείρησης ή σε κίνηση δικαστικής διαδικασίας με στόχο να επιβάλει τη συμμόρφωση προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης.»
Το βελγικό δίκαιο
9 Το άρθρο 22 του wet ter bestrijding van discriminatie tussen vrouwen en mannen (νόμου για την καταπολέμηση των διακρίσεων μεταξύ γυναικών και ανδρών), της 10ης Μαΐου 2007 (Belgisch Staatsblad, 10 Μαΐου 2007, σ. 29031) (στο εξής: νόμος για την ισότητα των φύλων), έχει ως εξής:
«1. Όταν υποβάλλεται καταγγελία εκ μέρους ή υπέρ ενός προσώπου λόγω παράβασης του παρόντος νόμου επελθούσας στον τομέα των σχέσεων εργασίας και των συμπληρωματικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ο εργοδότης δεν μπορεί να λάβει επιζήμιο μέτρο έναντι του προσώπου αυτού, εκτός αν συντρέχουν προς τούτο λόγοι που δεν σχετίζονται με την εν λόγω καταγγελία.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως επιζήμιο μέτρο νοείται, μεταξύ άλλων, η λύση της σχέσης εργασίας, η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας ή το επιζήμιο μέτρο που λαμβάνεται μετά τη λύση της σχέσης εργασίας.
3. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως καταγγελία νοείται:
– η αιτιολογημένη καταγγελία που υποβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο στο επίπεδο της επιχείρησης ή της υπηρεσίας στην οποία απασχολείται, σύμφωνα με τις ισχύουσες διαδικασίες·
– η αιτιολογημένη καταγγελία που υποβάλλεται από τη γενική διεύθυνση ελέγχου της κοινωνικής νομοθεσίας της ομοσπονδιακής δημόσιας υπηρεσίας για την απασχόληση, την εργασία και τον κοινωνικό διάλογο, υπέρ του ενδιαφερομένου, κατά της επιχείρησης ή της υπηρεσίας στην οποία αυτός απασχολείται·
– η αιτιολογημένη καταγγελία που υποβάλλεται υπέρ του ενδιαφερομένου από ομάδα συμφερόντων ή από το Ινστιτούτο ενώπιον της επιχείρησης ή της υπηρεσίας στην οποία αυτός απασχολείται·
– το ένδικο βοήθημα που ασκείται από τον ενδιαφερόμενο·
– το ένδικο βοήθημα που ασκείται υπέρ του ενδιαφερομένου από το Ινστιτούτο ή από ομάδα συμφερόντων.
Η αιτιολογημένη καταγγελία που μνημονεύεται στο πρώτο εδάφιο, πρώτη έως τρίτη περίπτωση, χρονολογείται, υπογράφεται και κοινοποιείται ταχυδρομικώς με συστημένη επιστολή, στην οποία εκτίθενται οι αιτιάσεις κατά του προσώπου που προέβη στην προβαλλόμενη διάκριση.
[...]
9. Η προβλεπόμενη στο παρόν άρθρο προστασία εφαρμόζεται επίσης στα πρόσωπα που ενεργούν ως μάρτυρες καθόσον, στο πλαίσιο της εξέτασης της καταγγελίας της παραγράφου 3, γνωστοποιούν στο πρόσωπο στο οποίο υποβλήθηκε η καταγγελία, με χρονολογημένο και υπογεγραμμένο έγγραφο, τα πραγματικά περιστατικά που οι ίδιοι είδαν ή άκουσαν και που σχετίζονται με την κατάσταση την οποία αφορά η καταγγελία ή καθόσον καταθέτουν ως μάρτυρες ενώπιον δικαστηρίου·
[...]».
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
10 Η Τ. Vandenbon εργαζόταν για τη WTG Retail ως διευθύντρια ενός από τα καταστήματα ρούχων που εκμεταλλευόταν η επιχείρηση αυτή. Υπό την ως άνω ιδιότητα, η Τ. Vandenbon κάλεσε σε συνέντευξη, στις 24 Ιουνίου 2015, την J. Hakelbracht σχετικά με την πρόσληψη σε θέση πωλήτριας η οποία επρόκειτο να πληρωθεί από την 1η Αυγούστου 2015. Κατά τη συνέντευξη αυτή, η J. Hakelbracht επισήμανε ότι ήταν έγκυος τριών μηνών.
11 Στις 5 Ιουλίου 2015, η Τ. Vandenbon γνωστοποίησε στη WTG Retail ότι θεωρούσε την J. Hakelbracht κατάλληλη υποψήφια. Ωστόσο, η υπεύθυνη ανθρώπινου δυναμικού της επιχείρησης αυτής την ενημέρωσε, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 6ης Ιουλίου 2015, ότι δεν ήθελε να προσλάβει την J. Hakelbracht λόγω της εγκυμοσύνης της.
12 Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 7ης Ιουλίου 2015, η Τ. Vandenbon επισήμανε στη WTG Retail ότι μια τέτοια άρνηση πρόσληψης λόγω εγκυμοσύνης απαγορευόταν από τον νόμο. Εντούτοις, στις 12 Αυγούστου 2015, πληροφορήθηκε ότι η WTG Retail επιβεβαίωσε την άρνηση πρόσληψης της J. Hakelbracht για τον ίδιο λόγο.
13 Η Τ. Vandenbon ενημέρωσε, αυθημερόν, την J. Hakelbracht ότι η υποψηφιότητά της δεν έγινε δεκτή λόγω της εγκυμοσύνης της.
14 Η J. Hakelbracht επικοινώνησε, στη συνέχεια, με τη WTG Retail για το θέμα της μη πρόσληψής της, δηλώνοντάς της ότι σκόπευε να υποβάλει καταγγελία κατά της επιχείρησης αυτής ενώπιον του Ινστιτούτου. Δεδομένου ότι η WTG Retail δεν μετέβαλε, κατόπιν τούτου, τη θέση της, η J. Hakelbracht υπέβαλε καταγγελία και ενημέρωσε σχετικώς την εν λόγω επιχείρηση στις 26 Σεπτεμβρίου 2015.
15 Στις 5 Οκτωβρίου 2015, διεξήχθη σύσκεψη μεταξύ της Τ. Vandenbon και της υπεύθυνης της WTG Retail αφορώσα τη μη πρόσληψη της J. Hakelbracht, κατά τη διάρκεια της οποίας προσήφθη στην Τ. Vandenbon ότι εξαιτίας της υπέβαλε καταγγελία η J. Hakelbracht.
16 Στις 12 Νοεμβρίου 2015, το Ινστιτούτο ενημέρωσε τη WTG Retail ότι παρέλαβε την καταγγελία της J. Hakelbracht. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε στο Ινστιτούτο στις 11 Δεκεμβρίου 2015, η επιχείρηση αυτή αμφισβήτησε επισήμως ότι αρνήθηκε να προσλάβει την J. Hakelbracht λόγω της εγκυμοσύνης της.
17 Στις 6 Απριλίου 2016, η WTG Retail κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της Τ. Vandenbon. Στις 13 Απριλίου 2016, η τελευταία υπέβαλε καταγγελία στο Ινστιτούτο. Ερωτηθείσα από την Τ. Vandenbon σχετικά με τους λόγους της απόλυσής της, η WTG Retail της γνωστοποίησε λεπτομερώς τους λόγους αυτούς με επιστολή της 10ης Ιουνίου 2016. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, η πλημμελής εκτέλεση των ανατιθέμενων καθηκόντων, η μη συμμόρφωση με τις οδηγίες ασφαλείας, η ανεπαρκής συντήρηση του καταστήματος και η έλλειψη τάξης. Το συνδικάτο του οποίου ήταν μέλος η Τ. Vandenbon αμφισβήτησε τους ως άνω λόγους.
18 Τόσο η J. Hakelbracht όσο και η Τ. Vandenbon όχλησαν τη WTG Retail, με έγγραφο της 10ης Οκτωβρίου 2016, ζητώντας να καταβληθεί σε καθεμία εξ αυτών κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ποσού αντιστοιχούντος σε μισθούς έξι μηνών. Δεδομένου ότι δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν συμφωνία επί του θέματος αυτού, ζήτησαν από το arbeidsrechtbank Antwerpen (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Αμβέρσας, Βέλγιο) να υποχρεώσει την εν λόγω επιχείρηση να καταβάλει την αποζημίωση αυτήν.
19 Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, δεν αμφισβητείται στην υπόθεση της κύριας δίκης ότι η J. Hakelbracht υπέστη πράγματι άμεση διάκριση λόγω φύλου και, για τον λόγο αυτόν, το αιτούν δικαστήριο της επιδίκασε τη σχετική αποζημίωση.
20 Όσον αφορά το αίτημα της Τ. Vandenbon, το οποίο είναι το μόνο κρίσιμο στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής παραπομπής, η Τ. Vandenbon επικαλείται την προστασία από αντίποινα, την οποία εγγυάται το άρθρο 22, παράγραφος 9, του νόμου για την ισότητα των φύλων, υποστηρίζοντας ότι παρενέβη ως μάρτυρας κατά την εξέταση της καταγγελίας της J. Hakelbracht. Κατά το αιτούν δικαστήριο, όμως, δεν πληρούνται εν προκειμένω οι απαιτούμενες, βάσει του νομικού ορισμού, σχετικές προϋποθέσεις, δεδομένου ότι η Τ. Vandenbon δεν μπορεί να προσκομίσει κανένα χρονολογημένο και υπογεγραμμένο έγγραφο σχετικό με τη μαρτυρία της.
21 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ωστόσο, αν η προστασία που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 2, του νόμου για την ισότητα των φύλων είναι πιο περιορισμένη σε σχέση με εκείνη του άρθρου 24 της οδηγίας 2006/54, στο μέτρο που η προστασία αυτή δεν πρέπει, κατά την άποψή του, να αφορά μόνον τους επίσημους μάρτυρες, αλλά πρέπει να επεκτείνεται και σε όλους όσοι υπερασπίζονται ή υποστηρίζουν το πρόσωπο που έχει υποβάλει καταγγελία για δυσμενή διάκριση λόγω φύλου.
22 Υπό τις συνθήκες αυτές, το arbeidsrechtbank Antwerpen (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Αμβέρσας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχει το δίκαιο της Ένωσης και, συγκεκριμένα, το άρθρο 24 της οδηγίας [2006/54] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία η προστασία μαρτύρων από αντίποινα παρέχεται μόνον στα πρόσωπα τα οποία, στο πλαίσιο εξετάσεως καταγγελίας, ενημερώνουν, με υπογεγραμμένο και χρονολογημένο έγγραφο, το πρόσωπο στο οποίο υποβάλλεται η καταγγελία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που είδαν ή άκουσαν προσωπικά και που αφορούν την κατάσταση η οποία αποτελεί το αντικείμενο της καταγγελίας καθώς και στα πρόσωπα τα οποία καταθέτουν ως μάρτυρες ενώπιον δικαστηρίου;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
23 Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 24 της οδηγίας 2006/54 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία, σε περίπτωση που ένα πρόσωπο το οποίο εκτιμά ότι υπέστη διάκριση λόγω φύλου έχει υποβάλει καταγγελία, εργαζόμενος ο οποίος του παρέσχε υποστήριξη στο πλαίσιο αυτό προστατεύεται από τα αντίποινα του εργοδότη μόνον εφόσον έχει παρέμβει ως μάρτυρας κατά την εξέταση της καταγγελίας αυτής και εφόσον η μαρτυρία του πληροί τις τυπικές απαιτήσεις που προβλέπει η εν λόγω ρύθμιση.
24 Καταρχάς, επισημαίνεται αφενός ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η WTG Retail απέλυσε την Τ. Vandenbon σχεδόν εννέα μήνες αφότου αυτή εναντιώθηκε στην άρνηση της εν λόγω επιχείρησης να προσλάβει την J. Hakelbracht, άρνηση οφειλόμενη στην εγκυμοσύνη της τελευταίας. Μολονότι η WTG Retail ισχυρίζεται ότι προέβη στην απόλυση αυτή για αντικειμενικούς λόγους μη σχετιζόμενους με την ως άνω εναντίωση, εντούτοις το αιτούν δικαστήριο εκκινεί, κατά τα φαινόμενα, από την παραδοχή περί του αντιθέτου.
25 Αφετέρου, η απόρριψη μιας υποψήφιας για τον λόγο ότι είναι έγκυος πρέπει να θεωρηθεί ως λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης, η οποία συνιστά, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2006/54, άμεση διάκριση λόγω φύλου, όπως τονίζεται, επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας αυτής.
26 Όσον αφορά την προστασία που καθιερώνει ο νομοθέτης της Ένωσης με το άρθρο 24 της οδηγίας 2006/54, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων των εργαζομένων, έναντι τυχόν απόλυσης ή κάθε άλλης δυσμενούς μεταχείρισης στην οποία θα προέβαινε ο εργοδότης αντιδρώντας στην υποβολή καταγγελίας σε επίπεδο επιχείρησης ή στην κίνηση ένδικης διαδικασίας με σκοπό την επιβολή της συμμόρφωσης προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης.
27 Από την ίδια τη διατύπωση του εν λόγω άρθρου 24 συνάγεται ότι η κατηγορία των εργαζομένων που μπορούν να τύχουν της προβλεπόμενης σε αυτό προστασίας πρέπει να νοείται κατά τρόπο ευρύ και περιλαμβάνει όλους τους εργαζομένους κατά των οποίων ο εργοδότης, αντιδρώντας στην υποβολή καταγγελίας που αφορά διάκριση λόγω φύλου, ενδέχεται να λάβει μέτρα ως αντίποινα, χωρίς εξάλλου να οριοθετείται η κατηγορία αυτή.
28 Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 24 της οδηγίας 2006/54 συνάγεται ότι το άρθρο αυτό δεν περιορίζει την προστασία μόνο στους εργαζομένους που έχουν υποβάλει καταγγελία και στους εκπροσώπους τους ή στους εργαζομένους που πληρούν ορισμένες τυπικές απαιτήσεις από τις οποίες εξαρτάται η αναγνώριση ορισμένης ιδιότητας, για παράδειγμα η ιδιότητα του μάρτυρα, όπως οι προβλεπόμενες από τον νόμο για την ισότητα των φύλων απαιτήσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης.
29 Παρατηρείται, επιπλέον, ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 32 της οδηγίας 2006/54, «ο εργαζόμενος που υπερασπίζεται ή καταθέτει υπέρ ατόμου το οποίο προστατεύεται βάσει της [εν λόγω] οδηγίας, θα πρέπει επίσης να τυγχάνει της ίδιας προστασίας» με το προστατευόμενο άτομο, ακόμη και μετά τη λήξη της σχέσης εργασίας. Η αιτιολογική αυτή σκέψη επιβεβαιώνει, συνεπώς, ότι η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί στην οριοθέτηση της κατηγορίας εργαζομένων, πλην του προσώπου που υπέστη διάκριση, οι οποίοι πρέπει να δύνανται να τύχουν προστασίας από αντίποινα, όχι βάσει τυπικών κριτηρίων, αλλά βάσει του ρόλου τον οποίο οι εργαζόμενοι αυτοί ενδεχομένως διαδραμάτισαν υπέρ του προστατευόμενου προσώπου και ο οποίος ήταν ικανός να προκαλέσει τη λήψη, από τον οικείο εργοδότη, δυσμενών μέτρων εναντίον τους.
30 Η ευρεία αυτή ερμηνεία του άρθρου 24 της οδηγίας 2006/54 ενισχύεται, εξάλλου, από τον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος είναι να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την πρόσβαση στην απασχόληση, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας.
31 Συναφώς, διευκρινίζεται ότι η αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, την οποία επιδιώκει η οδηγία 2006/54, απαιτεί, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 29 της οδηγίας αυτής, την καθιέρωση κατάλληλων δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών για την επιβολή της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που προβλέπει η οδηγία. Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει συναφώς ότι κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι έχει ζημιωθεί από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης πρέπει να έχει πρόσβαση σε τέτοιες διαδικασίες.
32 Η τελευταία αυτή διάταξη αποτελεί ειδική έκφραση, στο πλαίσιο της ίδιας οδηγίας, της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει κατοχυρωθεί στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1998, Coote, C-185/97, EU:C:1998:424, σκέψη 21), αρχής η οποία κατοχυρώνεται, πλέον, εκ νέου στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
33 Σε σχέση με την οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70), η οποία ίσχυε πριν από την έκδοση της οδηγίας 2006/54, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αρχή του αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου θα έχανε ουσιαστικά την αποτελεσματικότητά της εάν η προστασία την οποία παρέχει δεν περιλάμβανε τα μέτρα που ενδέχεται να λάβει ένας εργοδότης αντιδρώντας σε ένδικη διαδικασία κινηθείσα από έναν μισθωτό με σκοπό την εξασφάλιση του σεβασμού της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Πράγματι, ο φόβος τέτοιου είδους μέτρων κατά των οποίων δεν θα υπήρχε δυνατότητα άσκησης ένδικης προσφυγής θα απέτρεπε ενδεχομένως τους εργαζομένους που εκτιμούν ότι έχουν θιγεί από διακριτική μεταχείριση να προβάλουν τα δικαιώματά τους διά της δικαστικής οδού και, ως εκ τούτου, θα ήταν ικανός να υπονομεύσει σοβαρά την επίτευξη του επιδιωκόμενου από την οδηγία σκοπού (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1998, Coote, C-185/97, EU:C:1998:424, σκέψη 24).
34 Αντιστοίχως, η απαιτούμενη από την οδηγία 2006/54 αποτελεσματικότητα της προστασίας έναντι των διακρίσεων λόγω φύλου δεν θα εξασφαλιζόταν εάν η εν λόγω προστασία δεν κάλυπτε τα μέτρα που ενδέχεται να λάβει ένας εργοδότης κατά εργαζομένων οι οποίοι υπερασπίστηκαν, επισήμως ή ανεπισήμως, το προστατευόμενο πρόσωπο ή κατέθεσαν υπέρ αυτού. Πράγματι, οι εν λόγω εργαζόμενοι, οι οποίοι βρίσκονται σε ιδανική θέση για να υποστηρίξουν το πρόσωπο αυτό και να ενημερωθούν για περιπτώσεις δυσμενούς διάκρισης στην οποία έχει προβεί ο εργοδότης τους, θα μπορούσαν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να αποθαρρυνθούν από το να παρέμβουν υπέρ του εν λόγω προσώπου, φοβούμενοι ότι ενδέχεται να μην τύχουν προστασίας εάν δεν πληρούν ορισμένες τυπικές απαιτήσεις, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, πράγμα το οποίο θα ήταν δυνατόν να υπονομεύσει σοβαρά την επίτευξη του επιδιωκόμενου από την οδηγία 2006/54 σκοπού, καθόσον θα μείωνε τις πιθανότητες εντοπισμού και αντιμετώπισης περιπτώσεων δυσμενούς διάκρισης λόγω φύλου.
35 Συνεπώς, το άρθρο 24 της οδηγίας 2006/54 έχει την έννοια ότι οι μνημονευόμενοι στο άρθρο αυτό εργαζόμενοι, πλην του προσώπου το οποίο υπέστη διάκριση λόγω φύλου, πρέπει να προστατεύονται στο μέτρο που ενδέχεται να τεθούν σε μειονεκτική θέση από τον εργοδότη τους λόγω της επίσημης ή ανεπίσημης στήριξής τους προς το πρόσωπο που υπέστη τέτοια διάκριση.
36 Στο μέτρο που η WTG Retail προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι οι απαιτήσεις του άρθρου 22, παράγραφος 9, του νόμου για την ισότητα των φύλων δικαιολογούνται καθόσον καθιερώνουν απλώς ένα ισορροπημένο σύστημα κανόνων αποδείξεως σχετικά με την ύπαρξη και τη χρονολόγηση των μαρτυριών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή, λαμβανόμενη υπόψη στο σύνολό της, δεν θεσπίζει απλώς διαδικαστικούς κανόνες ή κανόνες αποδείξεως, αλλά, εν πάση περιπτώσει, οριοθετεί επίσης την κατηγορία των εργαζομένων που προστατεύονται από αντίποινα κατά τρόπο πιο περιοριστικό σε σχέση με ό,τι προβλέπεται στο άρθρο 24 της οδηγίας 2006/54, εξαιρώντας, μεταξύ άλλων, τους εργαζομένους οι οποίοι παρείχαν ανεπίσημη υποστήριξη στο πρόσωπο που υπέστη διάκριση.
37 Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 24 της οδηγίας 2006/54 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία, σε περίπτωση που ένα πρόσωπο το οποίο εκτιμά ότι υπέστη διάκριση λόγω φύλου έχει υποβάλει καταγγελία, εργαζόμενος ο οποίος του παρέσχε υποστήριξη στο πλαίσιο αυτό προστατεύεται από τα αντίποινα του εργοδότη μόνον εφόσον έχει παρέμβει ως μάρτυρας κατά την εξέταση της καταγγελίας αυτής και εφόσον η μαρτυρία του πληροί τις τυπικές απαιτήσεις που προβλέπει η εν λόγω ρύθμιση.
Επί των δικαστικών εξόδων
38 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 24 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία, σε περίπτωση που ένα πρόσωπο το οποίο εκτιμά ότι υπέστη διάκριση λόγω φύλου έχει υποβάλει καταγγελία, εργαζόμενος ο οποίος του παρέσχε υποστήριξη στο πλαίσιο αυτό προστατεύεται από τα αντίποινα του εργοδότη μόνον εφόσον έχει παρέμβει ως μάρτυρας κατά την εξέταση της καταγγελίας αυτής και εφόσον η μαρτυρία του πληροί τις τυπικές απαιτήσεις που προβλέπει η εν λόγω ρύθμιση.
28153/276/21-06-2019 Εφαρμογή του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019 (Α΄ 89).
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τη διάταξη του άρθ. 24 του ν. 4618/2019 (Α΄ 89).
2. Τις διατάξεις του άρθρου 101 του ν. 4172/2013 «Φορολογία εισοδήματος, επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/2012, του ν. 4093/2012 και του ν. 4127/2013 και άλλες διατάξεις» (Α΄ 167).
3. Τις διατάξεις των άρθ. 24 επ. του ν. 4611/2019 (Α΄ 73).
4. Τις διατάξεις άρθρου 27 του ν. 4320/2015 (Α΄ 29) «Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών οργάνων και λοιπές διατάξεις».
5. Τις διατάξεις του π.δ. 134/2017 Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης όπως τροποποιήθηκε και ισχύει (Α΄ 168).
6. Τις διατάξεις του π.δ. 125/2016 (Α΄ 210) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
7. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, που κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του π.δ. 63/2005 (Α΄ 98).
8. Την Υ5/27.01.2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Σύσταση Θέσεων Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Β΄ 204).
9. Την Υ55/29.08.2018 απόφαση του Πρωθυπουργού «Καθορισμός σειράς τάξης των Υπουργείων» (Β΄ 3715).
10. Την οικ. 44549/Δ9.12193/9.10.2015 (ΦΕΚ 2169, Β΄) υπουργική απόφαση «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Αναστάσιο Πετρόπουλο», όπως έχει τροποποιηθεί με τις οικ. 54051/Δ9.14200/22.11.2016 (ΦΕΚ 3801, Β΄) και οικ. 59285/18416/12.12.2017 (ΦΕΚ 4503, Β΄) υπουργικές αποφάσεις.
11. Το αριθμ. οικ. 28097/2720/20-6-2019 εισηγητικό σημείωμα της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, βάσει του άρθρου 24 παρ. 5 περίπτωση ε΄ του ν. 4270/2014 (ΦΕΚ 143, Α΄) όπως αντι-
καταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 4487/2017 (Α΄ 110), αποφασίζουμε:
• Η υποβολή της ΑΠΔ και η καταβολή των εισφορών εργοδότη-ασφαλισμένων για τον μήνα Φεβρουάριο 2019, διενεργείται έως 30.8.2019.
• Η υποβολή της ΑΠΔ και η καταβολή των εισφορών εργοδότη-ασφαλισμένων για τον μήνα Μάρτιο 2019, διενεργείται έως 30.9.2019.
• Η υποβολή της ΑΠΔ και η καταβολή των εισφορών εργοδότη - ασφαλισμένων για τον μήνα Απρίλιο 2019, διενεργείται έως 31.10.2019.
• Η υποβολή της ΑΠΔ και η καταβολή των εισφορών εργοδότη-ασφαλισμένων για τον μήνα Μάιο 2019, διενεργείται έως 29.11.2019.
3. Η διαδικασία είσπραξης, ενημέρωσης, ηλεκτρονικής διαχείρισης κ.λπ. των ποσών του παρόντος άρθρου, εντός του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών, γίνεται σύμφωνα με την Φ.80000/οικ.25379/312/29.8.2013 (Β΄ 2699) απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής
Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 21 Ιουνίου 2019
Ο Υφυπουργός
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Άρθρα Φορολογικοί έλεγχοι: Ποια έγγραφα από το αρχείο θα χρειαστεί να προσκομίσετε
Του Γιώργου Δαλιάνη*
www.artion.gr
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της ΑΑΔΕ και συγκεκριμένα του ίδιου του κ. Πιτσιλή, μέσα στο έτος 2019 θα διενεργηθούν 25.000 πλήρεις και μερικοί φορολογικοί έλεγχοι από τις αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες. Επίσης μέσα στο έτος 2019 αναμένουμε να διενεργηθούν από τις ελεγκτικές υπηρεσίες 2.500 έλεγχοι για τη διαπίστωση της ορθής εκπλήρωσης των μη ετήσιων υποχρεώσεων των φορολογιών κεφαλαίου. Από το σύνολο των υποθέσεων που θα ελεγχθούν, τουλάχιστον το 70% θα αφορά φορολογικά έτη, χρήσεις, υποθέσεις, περιόδους ή υποχρεώσεις της τελευταίας πενταετίας, ενώ ποσοστό τουλάχιστον 75% των ελέγχων θα αφορούν καταρχήν σε ελέγχους της τελευταίας τριετίας για τις οποίες έχει λήξει η προθεσμία υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
Οι υποθέσεις που ελέγχονται κατά προτεραιότητα επιλέγονται βάσει κριτηρίων ανάλυσης κινδύνων χρησιμοποιώντας δεδομένα από εσωτερικές και εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στην Α.Α.Δ.Ε.
Βρισκόμαστε ήδη στη μέση του έτους και το μπαράζ αποστολής εντολών ελέγχου είναι σε πλήρη εξέλιξη γινόμαστε δε δέκτες ερωτημάτων όπου κοινή απορία είναι η εξής:
«Ποια έγγραφα οφείλουμε να διαφυλάττουμε στο αρχείο μας και ποια είναι απαραίτητο να προσκομισθούν στα πλαίσια ενός φορολογικού ελέγχου;»
Υπενθυμίζουμε, όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, ότι η διαφύλαξη των εγγράφων είναι υποχρεωτική για μία πενταετία από την αρχή του επόμενου φορολογικού έτους υποβολής της φορολογικής δήλωσης, επί της ουσίας δηλαδή για έξι έτη (π.χ. η χρήση 2013 παραγράφεται την 31.12.2019).
Οι απορίες αυτές δεν είναι όμως έγνοια μόνο όσων έχουν κληθεί σε φορολογικό έλεγχο. Ομοίως ενδιαφέρονται και πολλοί φορολογούμενοι, οι οποίοι ακούγοντας για τους ελέγχους, θέλουν να γνωρίζουν:
→ τι δικαιολογητικά πρέπει να έχουν στο αρχείο τους,
→ τι θα προσκομίσουν σε περίπτωση που κληθούν για έλεγχο
Η απάντησή μας στα ερωτήματα αυτά, η οποία βασίζεται τόσο στα προβλεπόμενα στο νόμο όσο και σε όσα ζητούνται στην πράξη από τις φορολογικές αρχές, είναι πως δεδομένου ότι οι φορολογικοί έλεγχοι πραγματοποιούνται πλέον καταρχήν με τη διασταύρωση των τραπεζικών κινήσεων και ενίοτε με τη χρήση των έμμεσων τεχνικών ελέγχου πρέπει ο φορολογούμενος να έχει στη διάθεση του ελέγχου τα παρακάτω:
1. Όλα τα πρωτότυπα δικαιολογητικά που αφορούν τις ηλεκτρονικά υποβληθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των ελεγχόμενων ετών (π.χ. ασφάλιστρα, δίδακτρα σχολείων κ.λπ.).
2. Τα τηρηθέντα βιβλία και εκδοθέντα και ληφθέντα στοιχεία εσόδων και δαπανών, σε περίπτωση που ασκείται ελευθέριο επάγγελμα.
3. Επικυρωμένα αντίγραφα των συμβολαίων μεταβίβασης ακινήτων που έλαβαν χώρα κατά τις ελεγχόμενες χρήσεις, ανεξαρτήτως αιτίας (κτήση μέσω αγοράς-πώλησης-δωρεάς-κληρονομιάς).
4. Αντίγραφα όλων των οικοδομικών αδειών ανέγερσης ακινήτων (αν και όπου συντρέχει περίπτωση) των διαχειριστικών περιόδων οι οποίες υπόκεινται ή ενδεχομένως υπαχθούν σε έλεγχο.
5. Πίνακα ελάχιστου κόστους Οικοδομής (Ε.Κ.Ο), σε περίπτωση ανέγερσης οικοδομής.
6. Μισθωτήρια συμβόλαια για τυχόν εκμίσθωση ή μίσθωση οικοδομών, οικοπέδων, αγροτεμαχίων καθώς και οικοπέδων σας επί των οποίων ανεγέρθηκαν οικοδομές από τρίτους.
7. Τα αποδεικτικά στοιχεία των εμβασμάτων που στάλθηκαν στο εξωτερικό ή από το εξωτερικό καθώς και οποιοδήποτε άλλο τραπεζικό παραστατικό σχετικό μ’ αυτά.
8. Κατάσταση με το σύνολο των χρηματοοικονομικών προϊόντων (ομόλογα, μετοχές, ρέπος κλπ) και των τραπεζικών λογαριασμών (ταμιευτηρίου, προθεσμίας όψεως κλπ) στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή, ατομικά ή ως συνδικαιούχος με οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, στην οποία να αναγράφονται: α) το Πιστωτικό Ίδρυμα, β) το είδος προϊόντος (π.χ. λογαριασμός ταμιευτήριου, ομόλογο κλπ), γ) ο αριθμός ταυτοποίησης του προϊόντος, δ) τα στοιχεία (ονοματεπώνυμο ή επωνυμία, Α.Φ.Μ.) των τυχόν συνδικαιούχων, τις αναλυτικές κινήσεις των χρηματοοικονομικών προϊόντων και τραπεζικών λογαριασμών κατά τις χρήσεις που αφορά το ληφθέν αίτημα παροχής πληροφοριών. Επειδή στον έλεγχο πρέπει να δικαιολογούνται όλες οι πραγματοποιηθείσες κινήσεις που έχουν λάβει χώρα, θα πρέπει να τηρούνται αντίγραφα και δικαιολογητικά όλων των συναλλαγών.
9. Σε περίπτωση που συμμετέχετε σε οποιασδήποτε μορφής νομικό πρόσωπο, απαιτείται η φύλαξη παραστατικών για το πλήθος και το είδος των συναλλαγών με αυτό, αυξήσεις ή μειώσεις κεφαλαίων καθώς και τυχόν αμοιβές ή μερίσματα που εισπράξατε.
10. Στοιχεία για τυχόν εισοδήματά σας ή έσοδα από ασφαλιστικά προγράμματα.
11. Για τη συμμετοχή σας σε εταιρείες, ανεξαρτήτως αν δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ή και εκτός αυτής, κατάσταση στην οποία να περιέχονται τα στοιχεία των εταιρειών αυτών (επωνυμία, έδρα, χρόνος σύστασης, κεφάλαιο, αντικείμενο εργασιών, δ/νση επικοινωνίας, τηρούμενοι εταιρικοί τραπεζικοί λογαριασμοί), το ποσοστό συμμετοχής σας και το είδος της σχέσης σας με τις εν λόγω εταιρείες (μέτοχος, νόμιμος ιδιοκτήτης, εκπρόσωπος κ.λπ.), προσκομίζοντας έγγραφα, συμφωνητικά, καταστατικά, μετοχολόγιο και οποιαδήποτε λοιπά στοιχεία που διαθέτετε και αποδεικνύουν τη σχέση σας με τις εταιρείες αυτές.
12. Αποδεικτικά στοιχεία και πληροφορίες για την πραγματική πηγή ή αιτία προέλευσης των χρηματικών ποσών των τραπεζικών σας λογαριασμών και λοιπών χρηματοοικονομικών προϊόντων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εσόδων που πρέπει να δικαιολογηθούν με την προσκόμιση των αποδεικτικών τους είναι τα κέρδη από λαχεία, αμοιβαία κεφάλαια, η πώληση μετοχών για την ενδεχόμενη υπεραξία τους κ.α..
Ενημερώνουμε τους αναγνώστες μας πως πλέον παράλληλα με τις εντολές ελέγχου, και τα αιτήματα παροχής πληροφοριών κοινοποιείται και έγγραφο με το οποίο καλούνται να υποβάλουν εκπρόθεσμη φορολογική δήλωση για τα όποια ενδεχόμενα αδήλωτα εισοδήματα. Εφόσον υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο, η απόφαση δεν πρέπει να ληφθεί ελαφρά τη καρδία. Όλοι οι φορολογούμενοι που θα κάνουν συμπληρωματική δήλωση πρέπει να γνωρίζουν ότι η παραγραφή του δικαιώματος ελέγχου στην περίπτωση αυτή παρατείνεται.
*O κ. Γιώργος Δαλιάνης είναι Διευθύνων Σύμβουλος της Artion Α.Ε.& ιδρυτής του Ομίλου Artion, Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός
27361/860/2019 Απασχόληση συνταξιούχων λόγω γήρατος στο θέαμα-ακρόαμα
Αθήνα, 19/6/ 2019
Αριθ. Πρωτ.: Φ.80000/οικ. 27361/860
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Δ/ΝΣΗ ΠΑΡΟΧΩΝ ΚΥΡΙΑΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
ΤΜΗΜΑ : Α΄
Τηλέφωνο : 2131516791
Δ/ΝΣΗ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
TMHMA A΄
Τηλέφωνο: 2131516794
Ταχ. Δ/νση : Σταδίου 29
Ταχ. Κώδικας : 10110 - Αθήνα
ΘΕΜΑ: «Απασχόληση συνταξιούχων λόγω γήρατος στο θέαμα-ακρόαμα».
Σχετ.: Η αρ.πρωτ. Φ.80000/οικ.12151/274/2018 εγκύκλιος
Με το άρθρο 20 του ν. 4387/2016 (Ά 85) ρυθμίστηκε ενιαία το καθεστώς της απασχόλησης συνταξιούχων για όλους τους συνταξιούχους λόγω γήρατος των πρώην ασφαλιστικών φορέων και του Δημοσίου που εντάχθηκαν στον ΕΦΚΑ. Ταυτόχρονα καταργήθηκε κάθε άλλη αντίθετη με το ανωτέρω άρθρο διάταξη. Το νέο νομοθετικό πλαίσιο καταλαμβάνει όλους όσους συνταξιοδοτούνται από 13-5-2016 και μετά, ανεξαρτήτως αν η εργασία αναλήφθηκε πριν ή μετά την συνταξιοδότησή τους, καθώς και όλους τους συνταξιούχους οι οποίοι αποκτούν επαγγελματική δραστηριότητα από 13-5-2016 και μετά.
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 20, σε περίπτωση που συνταξιούχοι αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ, οι ακαθάριστες συντάξεις κύριες και επικουρικές καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 60% για όσο χρονικό διάστημα απασχολούνται ή διατηρούν την ιδιότητα ή τη δραστηριότητα. Στην παρ. 2 προβλέπεται ότι ειδικά για όσους εργάζονται σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης επέρχεται αναστολή καταβολής της κύριας και της επικουρικής σύνταξης.
Επομένως, κρίσιμο στοιχείο για την υπαγωγή στο καθεστώς του άρθρου 20 αποτελεί η δραστηριότητα η οποία αναλαμβάνεται να είναι και ασφαλιστέα, διαφορετικά δεν εφαρμόζεται η ανωτέρω περικοπή/αναστολή καταβολής της σύνταξης. Δεδομένων των ανωτέρω, με την αριθμ. πρωτ. Φ.80000/οικ.12151/274/2018 εγκύκλιο του Υπουργείου διευκρινίστηκε ότι το ποσό της κύριας και επικουρικής σύνταξης «καταβάλλεται μειωμένο κατά 60% για όσο χρονικό διάστημα ο συνταξιούχος απασχολείται και έχει υποχρέωση ασφάλισης στον ΕΦΚΑ και στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του ΕΤΕΑΕΠ». Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που επέρχεται αναστολή καταβολής της σύνταξης.
Ειδικότερα επισημάνθηκε ότι, η τυχόν περικοπή/αναστολή του δικαιούμενου ποσού της σύνταξης είναι ανάλογη με τις ημέρες απασχόλησης και ασφάλισης του συνταξιούχου και μόνο για το διάστημα που αντιστοιχεί στις συγκεκριμένες ημέρες.
Στην περίπτωση λοιπόν των συνταξιούχων που απασχολούνται στο θέαμα-ακρόαμα, οι οποίοι συχνά απασχολούνται για λίγες ώρες ημερησίως ή εβδομαδιαίως, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω και του νόμου μη διακρίνοντος, εφαρμόζεται και για αυτή την κατηγορία απασχολουμένων συνταξιούχων η αναλογική περικοπή της σύνταξης. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση που οι εν λόγω συνταξιούχοι απασχολούνται για συγκεκριμένες ώρες ημερησίως ή εβδομαδιαίως, γίνεται αναλογική περικοπή της σύνταξής τους, η οποία αντιστοιχεί στις ώρες αυτές.
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ
Α. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
2682/2019 Υποβολή ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων από επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα στην Τράπεζα της Ελλάδος
Αριθμ. πράξης 2682/03.06.2019
(ΦΕΚ Β' 2453/21-06-2019)
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Αφού έλαβε υπόψη:
γ) το άρθρο 5 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως ισχύει,
δ) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2013 για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΣΛ 2010/ESA 2010), όπως ισχύει,
ε) τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 2533/1998 του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και ιδίως το άρθρο 5 παρ. 1 και το άρθρο 6 παρ. 4, όπως ισχύει,
στ) την Κατευθυντήρια Γραμμή 2014/3/ΕΕ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2013/24) σχετικά με τα στατιστικά στοιχεία των τριμηνιαίων χρηματοοικονομικών λογαριασμών, όπως ισχύει,
ζ) τους ν. 4548/2018 «Αναμόρφωση του δικαίου των Ανωνύμων Εταιρειών» (ΦΕΚ Α’ 104), ν. 4072/2012 (Μέρος Δεύτερο) «Νέα εταιρική μορφή» (ΦΕΚ Α΄ 86), ν. 3556/2007 «Προϋποθέσεις διαφάνειας για την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 91), ν. 3190/1955 «Περί Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης» (ΦΕΚ Α’ 91), όπως έκαστος ισχύει,
η) τον ν. 4308/2014 «Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει,
θ) την ανάγκη εξειδικευμένης στατιστικής πληροφόρησης της Τράπεζας της Ελλάδος, όσον αφορά στα χρηματοοικονομικά στοιχεία των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, για τους σκοπούς της υποστήριξης πράξεων νομισματικής πολιτικής του ευρωσυστήματος, όπως και της κάλυψης αναγκών οικονομικής και στατιστικής ανάλυσης, με στόχο τη διατήρηση της νομισματικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ευρωζώνης,
ι) το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκύπτει δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφάσισε τα ακόλουθα:
1. Τα νομικά πρόσωπα του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, τα οποία έχουν τη μορφή της Ανώνυμης Εταιρείας (εισηγμένης ή μη), της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, της ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρείας και της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας και συντάσσουν κατ’ εφαρμογή των ρυθμίσεων του άρθρου 1 του ν. 4308/2014 τις ετήσιες χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις, υποχρεούνται, ταυτόχρονα με την κατά νόμο υποχρέωση δημοσίευσής τους, να υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος τα οικονομικά τους στοιχεία συμπληρώνοντας τα υποδείγματα χρηματοοικονομικών καταστάσεων, τα οποία επισυνάπτονται στην παρούσα Πράξη και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα αυτής.
2. Η υποβολή των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων γίνεται σύμφωνα με τις εκάστοτε παρεχόμενες από τη Διεύθυνση Στατιστικής της Τράπεζας της Ελλάδος Οδηγίες Υποβολής και Συμπλήρωσης Στοιχείων, η τελευταία έκδοση των οποίων θα αναρτάται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος. Ειδικότερα:
α) Τα νομικά πρόσωπα που συντάσσουν τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις τους με βάση τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Δ.Π.Χ.Α.), θα συμπληρώνουν τους πίνακες του Υποδείγματος Α, σύμφωνα με τα ισχύοντα Δ.Π.Χ.Α. της περιόδου αναφοράς.
β) Τα νομικά πρόσωπα που εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις του νόμου για τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα (ν. 4308/2014), θα συμπληρώνουν τους πίνακες του Υποδείγματος Β.
γ) Τα νομικά πρόσωπα που εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις του νόμου για τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα και επιπλέον υπάγονται στις διατάξεις για τις πολύ μικρές οντότητες (ν. 4308/2014), δύνανται εναλλακτικά της προηγούμενης παραγράφου (2β) του παρόντος να συμπληρώνουν τους πίνακες του Υποδείγματος Γ.
3. Ειδικά η πρώτη υποβολή θα αφορά στις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις των εταιρικών χρήσεων 2016, 2017 και 2018 και θα γίνει εντός του Νοεμβρίου 2019. Διευκρινίζεται ότι στις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις του έτους 2016 περιλαμβάνονται οι καταστάσεις για τη χρήση που έληξε από 1.4.2016 έως και 31.3.2017, στις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις του έτους 2017 περιλαμβάνονται οι καταστάσεις για τη χρήση που έληξε από 1.4.2017 έως και 31.3.2018 και στις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις του έτους 2018 περιλαμβάνονται οι καταστάσεις για τη χρήση που έληξε από 1.4.2018 έως και 31.3.2019.
4. Σε περίπτωση ελλιπούς, εσφαλμένης ή εκπρόθεσμης υποβολής των ως άνω στοιχείων εκ μέρους των υπόχρεων επιχειρήσεων, εφαρμόζονται οι περί κυρώσεων σχετικές διατάξεις του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρα 2 και 55Γ, όπως ισχύουν).
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί το δικαίωμα να ζητεί πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία και διευκρινίσεις για τα στοιχεία που υποβάλλουν οι επιχειρήσεις.
6. Για τη συλλογή των ως άνω στοιχείων εκ μέρους των επιχειρήσεων βάσει της παρούσας Πράξης, εφαρμόζονται οι κανόνες για την προστασία και τη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών του άρθρου 8 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 2533/1998 του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1998, όπως ισχύει.
7. Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Στατιστικής της Τράπεζας της Ελλάδος να παρέχει οδηγίες και διευκρινίσεις για την εφαρμογή της παρούσας πράξης.
Οι ανωτέρω υποχρεώσεις και η διαδικασία υποβολής υποκαθιστούν κάθε άλλη γενική υποχρέωση για υποβολή ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων των ιδίων ως άνω υπόχρεων.
Η πράξη αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να αναρτηθεί στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ο Διοικητής
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ