Quantcast
Channel: Taxheaven - Νέες αποφάσεις
Viewing all 7448 articles
Browse latest View live

Ε.2174/2019 Εφαρμογή της Α.1333/30.08.2019 απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε.

$
0
0
Αθήνα, 24 Σεπτεμβρίου 2019
Αριθ. πρωτ.: Ε.2174/24-9-2019

«ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ – ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΛΑΒΕΙ Α.Δ.Α»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ Ε.Φ.Κ
Δ/ΝΣΗ Ε.Φ.Κ ΚΑΙ Φ.Π.Α
ΤΜΗΜΑ Ε΄: Φ.Π.Α ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ ΕΞΑΓΩΓΩΝ

Ταχ. Δ/νση : Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας : 101 84 Αθήνα
Πληροφορίες : Χ. Γεώργα
Τηλέφωνο : 210 69.87.409
Fax : 210 69.87.408
E-Mail : vat-customs@2001.syzefxis.gov.gr
Url : www.aade.gr

Ε 2174/2019

ΘΕΜΑ : Εφαρμογή της Α.1333/30.08.2019 απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε


Σε συνέχεια της Α.1333/2019 απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 3414/Β), αναρτήθηκε στο διαδικτυακό τόπο ΔΙΑΥΓΕΙΑ με Α.Δ.Α : 6ΤΧ446ΜΠ3Ζ-Τ1Μ και ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσής της ήτοι 09.09.2019, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

Με την ανωτέρω απόφαση τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 29 της ΠΟΛ.1184/2018 ώστε να ορισθεί ως νέα ημερομηνία εφαρμογής της διαδικασίας υπαγωγής εγχώριων εμπορευμάτων σε καθεστώς τελωνειακής αποθήκευσης η 31η Ιανουαρίου 2020 κατά την οποία θα έχουν ολοκληρωθεί οι απαιτούμενες ενέργειες για την μηχανογράφηση της εν λόγω διαδικασίας, ιδίως ως προς :

→ την υποβολή της αίτησης και της έκδοσης άδειας λειτουργίας αποθήκης τελωνειακής αποθήκευσης μέσω του υποσυστήματος αδειών-εγκρίσεων του ICISnet,

→ την υποβολή του Δελτίου εισόδου εγχώριων εμπορευμάτων σε αποθήκες τελωνειακής αποθήκευσης μέσω του ICISnet από το Διαχειριστή της αποθήκης-κάτοχο άδειας,

→ την υποβολή του Δελτίου εξόδου μη ενωσιακών και εγχώριων εμπορευμάτων από αποθήκες τελωνειακής αποθήκευσης μέσω του ICISnet από το Διαχειριστή της αποθήκης-κάτοχο της άδειας. Η υποβολή του Δελτίου εξόδου αφορά μόνο τα εμπορεύματα τα οποία εξέρχονται από την αποθήκη με προορισμό άλλο Κράτος Μέλος της Ε.Ε.

Πέραν των ανωτέρω διευκρινίζεται ότι η υπαγωγή μη ενωσιακών εμπορευμάτων σε καθεστώς τελωνειακής αποθήκευσης («καθεστώς 07») εφαρμόζεται από την ημερομηνία έκδοσης της ΠΟΛ.1184/2018 δηλ. από 15.10.2018 υπό την προϋπόθεση ότι έχουν εκδοθεί οι σχετικές άδειες λειτουργίας αποθήκης τελωνειακής αποθήκευσης καθώς η διαδικασία θέσης εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία είναι πλήρως μηχανογραφημένη και το παραστατικό που χρησιμοποιείται είναι η διασάφηση εισαγωγής.




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ Α.Α.Δ.Ε
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου Τροποποιήσεις στον νόμο 4512/2018 «Διαμεσολάβηση σε Αστικές και Εμπορικές υποθέσεις και σε υποθέσεις διασυνοριακών διαφορών»

$
0
0

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Για το Σχέδιο Νόμου «Τροποποιήσεις στον νόμο 4512/2018 «Διαμεσολάβηση σε Αστικές και Εμπορικές υποθέσεις και σε υποθέσεις διασυνοριακών διαφορών»

Προς τη Βουλή των Ελλήνων

Α. ΓΕΝΙΚΑ- ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ


Ο στόχος της διασφάλισης καλύτερης πρόσβασης στη δικαιοσύνη, ο οποίος αποτελεί μέρος της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, περιλαμβάνει την πρόσβαση στις δικαστικές καθώς και στις εξωδικαστικές μεθόδους επίλυσης των διαφορών. Με την Οδηγία 2008/52/ΕΚ, για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων των υποθέσεων οικογενειακού δικαίου, επιχειρείται η διευκόλυνση της πρόσβασης στην εναλλακτική επίλυση των διαφορών και η προαγωγή του φιλικού διακανονισμού, ενθαρρύνοντας την προσφυγή στην διαμεσολάβηση και φροντίζοντας για την δημιουργία ισόρροπης σχέσης μεταξύ αυτής και των δικαστικών διαδικασιών, αλλά και εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι τα μέρη που θα προσφύγουν, μπορούν να βασίζονται σε ένα προβλέψιμο νομικό πλαίσιο.

Ειδικότερα, η διαμεσολάβηση, προσφέρει την ελευθερία εξεύρεσης λύσεων από κοινού, σε σύντομο χρόνο, με μικρότερο οικονομικό κόστος, ενώ ταυτόχρονα συμβάλει ουσιαστικά στην απλούστευση και βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Τούτο δε συμβαίνει διότι, η επίτευξη της διευθετήσεως μιας ιδιωτικής διαφοράς εκτός του συνηθισμένου μοντέλου της διαδικασίας που περατώνεται με την έκδοση δικαστικής απόφασης, έχει ως άμεση συνέπεια την μείωση του αριθμού των διαφορών που εισάγονται στα δικαστήρια και την βελτίωση του χρόνου απονομής δικαιοσύνης στις υποθέσεις, όπου η έκδοση δικαστικής απόφασης αποτελεί τον ενδεδειγμένο και μόνο τρόπο για την αυθεντική επίλυσή τους. Επιπροσθέτως, τα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης, είναι σημαντικά στον τομέα της ενίσχυσης των οικονομικών συναλλαγών και της επιχειρηματικότητας, δια της εξισορρόπησης των συμφερόντων και της εξεύρεσης λύσεων αποτελεσματικών και προσαρμοσμένων στις εκάστοτε ανάγκες των εμπλεκομένων μερών.

Η οδηγία 2008/52/ΕΚ, εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με την ψήφιση του Ν. 3898/2010, οπότε ξεκίνησε και η προσπάθεια εξοικείωσης, κατ' αρχήν του νομικού κόσμου της χώρας, με τον θεσμό. Μετά από δέκα σχεδόν έτη εφαρμογής του νόμου 3898/2010, εκτιμάται ότι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της ανωτέρω Οδηγίας υπήρξε επιτυχημένη, στο μέτρο που εισήγαγε το θεσμό της διαμεσολάβησης στην έννομη τάξη και οδήγησε στην εκπαίδευση σημαντικού αριθμού διαμεσολαβητών, που αποτελεί μια κρίσιμη μάζα επιστημόνων, απαραίτητη για τη σκοπούμενη ευρεία εφαρμογή του θεσμού στην πράξη στο άμεσο μέλλον. Ωστόσο, ο νομοθέτης υπήρξε εξαιρετικά επιφυλακτικός είτε στη θέσπιση κινήτρων για την εφαρμογή της διαμεσολάβησης είτε κυρώσεων για τη μη χρήση αυτής, πολλώ δε μάλλον για την υποχρεωτική εφαρμογή της, αφήνοντας την εφαρμογή της στην διακριτική ευχέρεια των εμπλεκομένων μερών Η επιλογή αυτή είχε σαν αποτέλεσμα, ο ν. 3890/2010 μετά από δέκα σχεδόν έτη εφαρμογής, να μην έχει αποδώσει τα αναμενόμενα, ο δε αριθμός των έως σήμερα διαμεσολαβήσεων παραμένει πολύ χαμηλός, χωρίς να έχει δημιουργηθεί μια σχετική κουλτούρα εξωδικαστικής διευθέτησης των υποθέσεων, γεγονός που καταστρατηγεί την επιταγή του κοινοτικού νομοθέτη που αναφέρει πως πρέπει τα Κράτη Μέλη να εξασφαλίσουν τη «δημιουργία ισόρροπης σχέσης μεταξύ της διαμεσολάβησης και των δικαστικών διαδικασιών». Η δε ισόρροπη αυτή σχέση δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και ποσοτική εξομοίωση, κάτι που δεν επιτυγχάνεται όταν σχεδόν το σύνολο των υποθέσεων επιλύεται δικαστικά καίτοι στην συγκεκριμένη οικονομική και κοινωνική συγκυρία, καθίσταται επιβεβλημένη η ανάγκη να ενθαρρυνθούν οι εξωδικαστικές διαδικασίες, με παράλληλη διασφάλιση της ποιότητας και της συνεργασίας των συστημάτων απονομής της δικαιοσύνης, ώστε να δοθεί ώθηση στη δημιουργία ενός χώρου ασφάλειας, ειρήνης και ανάπτυξης.

Για τους ανωτέρω λόγους, ο νόμος 4512/2018 ασχολήθηκε με την θέσπιση κανόνων, που θα εξασφαλίσουν την εφαρμογή της διαμεσολάβησης στην πράξη. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα προκύπτει ότι η χώρα της Ε.Ε. με τη πλέον ευρεία χρήση της διαμεσολάβησης είναι η Ιταλία, η οποία μετά από ένα διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών εθελοντικής διαμεσολάβησης χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, υιοθέτησε σε αρχικά περιορισμένο αριθμό υποθέσεων το μοντέλο της υποχρεωτικής συμμετοχής σε ενημερωτική περί τη διαμεσολάβηση συνάντηση προ της δικαστικής προσφυγής, με ιδιαίτερα ενθαρρυντικά ποσοστά επιτυχίας. Συγκεκριμένα, έχοντας προβλέψει την παραπάνω υποχρεωτικότητα σε μόλις το 8% των υποθέσεων, διαπιστώθηκε ενδεικτικά ότι το έτος 2015 έλαβαν χώρα 196,247 διαμεσολαβήσεις, με ποσοστό επιτυχίας 44%, ενώ σημειώθηκαν και 16,288 αμιγώς εθελοντικές διαμεσολαβήσεις, με ποσοστό επιτυχίας 60%, οι οποίες προέκυψαν προφανώς λόγω της εξοικείωσης του κοινού με το θεσμό. Επίσης, στις υποθέσεις, όπου προβλέπεται η παραπάνω υποχρεωτική ρύθμιση, έχει σημειωθεί μείωση κατά 16% στον αριθμό των νέων αγωγών, που κατατίθενται στα δικαστήρια, γεγονός που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο, όταν στη χώρα μας υφίσταται έντονο πρόβλημα συμφόρησης των δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, στον νόμο 4512/2018 προκρίθηκε η ανάγκη να υιοθετηθεί το παραπάνω μοντέλο διαμεσολάβησης, το οποίο θα διασφαλίσει αφενός την εύρυθμη λειτουργία του θεσμού και αφετέρου τη συμμόρφωση με την ίδια την Οδηγία, που προβλέπει μια ισορροπημένη σχέση μεταξύ δικαστικής και εξωδικαστικής διευθέτησης των διαφορών. Στο σημείο αυτό, επισημαίνεται ότι η όποια υποχρεωτικότητα αναφέρεται στη συμμετοχή στη διαμεσολαβητική διαδικασία και συγκεκριμένα σε μία αρχική συνεδρία των μερών με το διαμεσολαβητή και σε καμία περίπτωση στην επίτευξη συμφωνίας, που παραμένει πάντοτε αναφαίρετο δικαίωμα των μερών, ενώ σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, τα μέρη ανεμπόδιστα δύνανται να προσφύγουν στη τακτική δικαιοσύνη.

Ακολούθως, η υπαγωγή των μερών στη διαμεσολάβηση, αποτελεί από μόνη της μια μορφή πρόσβασης σε ένα εναλλακτικό μέσο διευθέτησης διαφορών Ως εκ τούτου, γίνεται πλέον αποδεκτό ότι παρόμοιες ρυθμίσεις υποχρεωτικής διαμεσολάβησης είναι συμβατές με τη κοινοτική νομοθεσία, με συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, αναφορικά με το υποχρεωτικό προστάδιο διαπραγματεύσεων προ της δικαστικής προσφυγής και το ενδεχόμενο τυχόν ανεπίτρεπτου περιορισμού του δικαιώματος του πολίτη για πρόσβαση στο φυσικό του δικαστή, το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ήδη αποφανθεί, κρίνοντας ότι παρόμοια μέτρα δεν βρίσκονται σε αντίθεση με τις αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας, καθώς και της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας υπό τον όρο ότι «η διαδικασία αυτή δεν καταλήγει σε δεσμευτική για τα εμπλεκόμενα μέρη απόφαση, δεν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, αναστέλλει την παραγραφή των οικείων δικαιωμάτων και δεν προκαλεί έξοδα, ή προκαλεί ελάχιστα έξοδα, στα ενδιαφερόμενα μέρη». Σε πρόσφατη δε υπόθεση (Υπόθεση C-75/16 Livio Menini και Maria Antonia Rampanelli κατά Banco Popolare Societa Cooperativa) αναφορικά με το άνω αναφερόμενο προστάδιο διαμεσολάβησης, προ της δικαστικής προσφυγής, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απεφάνθη εκ νέου ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, η οποία προβλέπει ότι πριν από οποιαδήποτε ένδικη προσφυγή, πρέπει υποχρεωτικώς να προηγείται διαμεσολάβηση, ο δε ορισμός μιας διαδικασίας διαμεσολαβήσεως που συνίσταται σε μία και μόνο αρχική συνεδρία των μερών με το διαμεσολαβητή, ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της συζήτησης της ένδικης προσφυγής δύναται να αποδειχθεί συμβατός προς την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας υπό ορισμένες προϋποθέσεις και πιο συγκεκριμένα εφόσον η διαδικασία 1) δεν καταλήγει σε δεσμευτική για τα εμπλεκόμενα μέρη απόφαση, 2) δεν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση ενδίκου βοηθήματος 3) αναστέλλει την απόσβεση των οικείων δικαιωμάτων και 4) δεν προκαλεί σημαντικά έξοδα, εφόσον 5) η ηλεκτρονική οδός δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο προσβάσεως στην εν λόγω διαδικασία συμβιβασμού και 6) είναι δυνατή η λήψη προσωρινών μέτρων σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Στη Ελλάδα δε, είχε επίσης αντιμετωπιστεί το ζήτημα αυτό, όταν θεσπίστηκε διοικητική προδικασία για την επίλυση διοικητικών διαφορών (ν. 4223/2013), όπου και κρίθηκε ότι η καθιέρωσή τους δεν αποτελεί παρεμπόδιση ή υπέρμετρο περιορισμό της συνταγματικώς εγγυημένης δικαστικής προστασίας των ιδιωτών, εφόσον με την άσκησή τους αναστέλλεται μόνο η προθεσμία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος, διότι επιφέρουν «μόνο προσωρινή και βραχύχρονη αναβολή της παραδεκτής υποβολής του ενδίκου βοηθήματος».

Στην περίπτωση της διαμεσολάβησης και στον νόμο 4512/2018, οι ως άνω όροι νομιμότητας πληρούνται εις στο ακέραιο, δεδομένου ότι για κάθε από τα παραπάνω προπαιτούμενα, έχει προβλεφθεί σχετική ρύθμιση. Ως εκ τούτου, η προβλεπόμενη υποχρεωτική προσφυγή στη διαμεσολάβηση, βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τους ως άνω περιορισμούς, ο δε προσωρινός περιορισμός του δικαιώματος της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας είναι σύννομος και ανάλογος προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα του συμβιβασμού των μερών.

Περαιτέρω, κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις υπηρεσίες της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διατηρώντας αμφιβολίες ως προς το αν ο νόμος 3898/2010 (άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2 και άρθρο 7, παράγραφος 2), το Π.Δ. 123/2011 και η υπουργική απόφαση 109088/2011, όπως έχει τροποποιηθεί, συμβιβάζονται με τις οδηγίες 2006/123 και 2005/36, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την από 22 Δεκεμβρίου 2017 προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Κατόπιν της από 6-12-2018 ακροαματικής διαδικασίας ενώπιόν του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξέδωσε την με αριθμό C-729/2017 απόφασή του και αποφάσισε ότι:
«- Η Ελληνική Δημοκρατία, περιορίζοντας τη νομική μορφή των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών σε μη κερδοσκοπικές εταιρίες τις οποίες πρέπει να συνιστούν από κοινού ένας τουλάχιστον δικηγορικός σύλλογος και ένα τουλάχιστον επιμελητήριο της Ελλάδας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχεία β' και γ', και παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά·
- η Ελληνική Δημοκρατία, επιβάλλοντας, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγνώρισης των ακαδημαϊκών προσόντων, πρόσθετες απαιτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο των απαιτούμενων πιστοποιητικών και αντισταθμιστικά μέτρα χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση της ύπαρξης πιθανών ουσιωδών διαφορών με την εθνική εκπαίδευση και διατηρώντας σε ισχύ διατάξεις που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, καθόσον υποχρεώνουν τους αιτούντες διαπίστευση της ιδιότητας του διαμεσολαβητή που κατέχουν τίτλους διαπίστευσης αποκτηθέντες στην αλλοδαπή ή από αναγνωρισμένου κύρους φορέα κατάρτισης αλλοδαπής προέλευσης, κατόπιν εκπαίδευσης παρασχεθείσας στην Ελλάδα, να διαθέτουν εμπειρία τριών τουλάχιστον συμμετοχών σε διαδικασία διαμεσολάβησης, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 13 και 14, από το άρθρο 50, παράγραφος 1, καθώς και από το παράρτημα VII της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2013/55/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013.»

Ακολούθως με την με αριθμό Ref. Ares (2019) 4256081-04/07/2019 επιστολή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνέχεια της ανωτέρω απόφασης, ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να την ενημερώσουν εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της επιστολής, ήτοι έως 4-9-2019, για τα μέτρα που έλαβαν προκειμένου να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Κατά συνέπεια και προκειμένου να επιτευχθούν άπαντες οι ανωτέρω στόχοι, η συμμόρφωση της Ελλάδος με την απόφαση του ΔΕΕ, αλλά και η επίλυση πρακτικών και τεχνικών θεμάτων, τα οποία εντοπίστηκαν κατά την διάρκεια ισχύος του νόμου 4512/2018, αλλά και για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, με τις παρούσες αλλαγές αναθεωρείται, εξορθολογίζεται και βελτιώνεται η
νομοθεσία, που ρυθμίζει τη λειτουργία της, κινούμενη στους ακόλουθους άξονες:

1) Θέσπιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος εφαρμογής της διαμεσολάβησης, ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των πολιτών σε αυτό και να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό εργαλείο φιλικής επίλυσης των αστικών και εμπορικών διαφορών.

2) Θέσπιση συγκεκριμένων κανόνων για την κατανόηση του πεδίου εφαρμογής της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης, του τρόπου προσφυγής σε αυτή, την διαδικασία εφαρμογής της και την εκτελεστότητα των συμφωνιών που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση και αυτά, σε αντιδιαστολή με τη δικαστική μεσολάβηση και τη διαιτησία.

3) Υπαγωγή συγκεκριμένων ιδιωτικών διαφορών υποχρεωτικά στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, με ταυτόχρονη πρόβλεψη σαφών δικονομικών κυρώσεων σε περίπτωση απευθείας προσφυγής στην τακτική δικαιοσύνη.

4) Διασφάλιση των μερών που επιλέγουν να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση, ότι δεν θα απωλέσουν το δικαίωμα τους να κινήσουν δικαστικές διαδικασίες, λόγω επέλευσης της παραγραφής ή λήξεως των αποσβεστικών προθεσμιών κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης.

5) Διασφάλιση υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης και εξέτασης των διαμεσολαβητών με την διεύρυνση της δυνατότητας οργάνωσης εκπαιδευτικών κέντρων από φορείς Κατάρτισης.

Οι αλλαγές που επέρχονται με τη διαμεσολάβηση στον κλάδο της εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών, συνιστούν νέο σταθμό για την ισόρροπη προώθηση ενός πλήρους δικαιϊκού συστήματος, το οποίο συνδράμει σε μια ταχεία, αποτελεσματική, οικονομικά ορθότερη και εκσυγχρονισμένη με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές επιδιώξεις, πρόσβαση στην δικαιοσύνη.

Β. ΕΙΔΙΚΑ-ΚΑΤ' ΑΡΘΡΟ

Άρθρο 1
Σκοπός


Στο άρθρο 178 εδάφιο α' αντικαθίσταται η λέξη «σε» με τις λέξεις «και στις ανωτέρω», προς συντακτική βελτίωση της διάταξης.

Άρθρο 2
Ορισμοί


Στο άρθρο 179 προστίθεται ο ορισμός του νομικού παραστάτη για τον ρόλο του δικηγόρου στην διαμεσολάβηση, καθώς και της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας, απ' τον οποίο ορισμό προκύπτει ότι αυτή είναι ουσιαστικά ενημερωτική - επεξηγηματική της διαδικασίας της διαμεσολάβησης ως εναλλακτικού τρόπου επίλυσης μιας διαφοράς.

Άρθρο 3
Υπαγόμενες διαφορές


Με την αναδιατύπωση του άρθρου 180, προστίθεται η δυνατότητα προσθήκης ρήτρας διαμεσολάβησης σε έγγραφες συμφωνίες των μερών για την επίλυση αστικών και εμπορικών διαφορών ιδιωτικού δικαίου.

Άρθρο 4
Υποχρέωση ενημέρωσης από δικηγόρο - Διαδικασία Προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία Διαμεσολάβησης


Τροποποιείται ο τίτλος και όλο το άρθρο 182 και διευκρινίζονται οι υποχρεώσεις που τίθενται για συγκεκριμένες υποθέσεις, πριν την πρόσβαση στο φυσικό δικαστή. Στην παράγραφο 1 ορίζεται σαφώς η υποχρέωση του δικηγόρου να ενημερώσει τον εντολέα του επί ποινή απαραδέκτου της κατάθεσης του δικογράφου, αναφορικά με την διαμεσολάβηση και τις υποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 182 που υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία (ΥΑΣ). Η διάταξη αυτή επιδιώκει η ενημέρωση για την δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με την διαμεσολάβηση, να δίνεται πριν την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της αγωγής ή άλλου ενδίκου βοηθήματος.
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 182, προσδιορίζονται οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου που υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία (ΥΑΣ), δηλαδή, σε μία συνεδρία των μερών με τον διαμεσολαβητή, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της υπόθεσης. Οι διαφορές αυτές είναι: α) οι οικογενειακές διαφορές, πλην των γαμικών διαφορών που αφορούν το διαζύγιο, την ακύρωση του γάμου, την αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας γάμου και των διαφορών από τις σχέσεις γονέων και τέκνων (προσβολή πατρότητας, μητρότητας κλπ) (παράγραφος 1 περιπτώσεις α', β' και γ' και παράγραφος 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ), καθώς και β) όλες οι διαφορές που εμπίπτουν στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς και Πολυμελούς Πρωτοδικείου και εκδικάζονται κατά την Τακτική Διαδικασία του ΚΠολΔ.
Στην παράγραφο 3, αναφέρονται οι διαφορές που εξαιρούνται ρητά από την υποχρεωτική αρχική συνεδρία (ΥΑΣ) και είναι: α) η κύρια παρέμβαση που είναι συναφής με τις υποθέσεις που υπάγονται σ' αυτήν (ΥΑΣ), β) οι διαφορές με το Δημόσιο ή ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ, γ) οι διαφορές, στις οποίες οι διάδικοι δικαιούνται νομικής βοήθειας ή το ευεργέτημα της πενίας. Επίσης διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που η διαφορά αχθεί στα δικαστήρια το πρακτικό της διαμεσολάβησης θα προσκομίζεται με το δικόγραφο των προτάσεων.
Στην παράγραφο 4 που αφορά στην διαδικασία προσφυγής στην διαμεσολάβηση των υποθέσεων που υπάγονται στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία (ΥΑΣ) τροποποιούνται τα εξής: α) το αίτημα στον διαμεσολαβητή για την ΥΑΣ υποβάλλεται από τον αιτούμενο την δικαστική προστασία και όχι από δικηγόρο, όπως προβλεπόταν, β) σε περίπτωση που τα μέρη δεν συμφωνήσουν για το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, αυτός ορίζεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, κατά σειρά προτεραιότητας σύμφωνα με τον αύξοντα αριθμό μητρώου από το Ειδικό Μητρώο διαμεσολαβητών του άρθρου 203 του ν.4512/2018, το οποίο είναι δημοσιευμένο στον ιστότοπο της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να φέρει τα μέρη σε συνεννόηση, προκειμένου από κοινού να επιλέξουν το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, διότι σε αντίθετη περίπτωση η επιλογή θα γίνεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης κατά σειρά προτεραιότητας του ειδικού μητρώου. Περαιτέρω, προβλέπεται ότι για την Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία (ΥΑΣ) η παράσταση του δικηγόρου είναι δυνητική, με μειωμένο γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου, ποσού αναφοράς 50,00 ευρώ, δεδομένου ότι η συνεδρία αυτή είναι ενημερωτική ως προς την διαδικασία της διαμεσολάβησης και τον τρόπο λειτουργίας της και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται απαραίτητα η παρουσία δικηγόρου, εκτός εάν οποιοδήποτε από τα μέρη το επιθυμεί. Αντίθετα, σε περίπτωση που τα μέρη υπαχθούν στην διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι υποχρεωτική η παράσταση δικηγόρου. Επίσης, διαγράφεται ο περιορισμός της δυνατότητας παράτασης της προθεσμίας της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, δεδομένου ότι απαιτείται συμφωνία όλων των μερών γι' αυτήν.

Άρθρο 5
Διαδικασία διαμεσολάβησης


Στο άρθρο 183 προβλέπεται η υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου, εφόσον τα μέρη υπαχθούν στην διαδικασία της διαμεσολάβησης, πλην των περιπτώσεων των καταναλωτικών διαφορών και των μικροδιαφορών. Αυτό κρίνεται σκόπιμο, δεδομένου ότι σε περίπτωση που τα μέρη αχθούν σε συμφωνία και υπογραφεί συμφωνητικό, αυτό αποτελεί τίτλο εκτελεστό. Κατόπιν τούτου, η υποχρεωτική παράσταση των δικηγόρων στην διαδικασία της διαμεσολάβησης προκρίνεται για την ασφάλεια των συναλλαγών, δεδομένου ότι ο διαμεσολαβητής δεν είναι υποχρεωτικά νομικός. Επίσης, προβλέπεται η επιλογή του προσώπου του διαμεσολαβητή σε περίπτωση μη συμφωνίας των μερών να γίνεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, κατά σειρά προτεραιότητας σύμφωνα με τον αύξοντα αριθμό μητρώου από το Ειδικό Μητρώο διαμεσολαβητών, όπως προβλέπεται και στο άρθρο 182.
Στην παράγραφο 9 που προστίθεται, ορίζεται ότι εφαρμόζονται αναλόγως στην διαμεσολάβηση και στην δικαστική μεσολάβηση, στην περίπτωση αναδιάρθρωσης ή διαγραφής δανείων, οφειλών ή χρεών οι διατάξεις των άρθρων 62 ν. 4389/2016 (Λοιπές φορολογικές διατάξεις), 65 ν. 4472/2017 (Ευθύνη εκπροσώπων του Δημοσίου και πιστωτικών ιδρυμάτων από πράξεις αναδιάρθρωσης δανείων ή άλλων οφειλών) και 106Δ του Πτωχευτικού Κώδικα (Μεταβίβαση επιχείρησης του οφειλέτη). Η προσθήκη των εν λόγω διατάξεων ενθαρρύνει έτι περαιτέρω την προσφυγή στον θεσμό.

Άρθρο 6
Εκτελεστότητα των συμφωνιών που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση


Στο άρθρο 184 διορθώνεται η αναφορά στον νόμο για την εκτελεστότητα του πρακτικού της διαμεσολάβησης, που λανθασμένα αναγραφόταν ότι αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με την περίπτωση γ' της παρ. 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ, στο ορθό που είναι σύμφωνα με την περίπτωση ζ' της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ, δηλαδή, ως πράξη που αναγνωρίζεται από τον νόμο ως τίτλος εκτελεστός.

Άρθρο 7
Αποτελέσματα της διαμεσολάβησης στην παραγραφή και τις αποσβεστικές προθεσμίες


Το άρθρο 185 αφορά στην ρύθμιση των θεμάτων αναστολής της παραγραφής και της αποσβεστικής προθεσμίας άσκησης των αξιώσεων και δικαιωμάτων, εφόσον αυτές έχουν αρχίσει σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, καθώς στην αναστολή των δικονομικών προθεσμιών. Με την παρούσα τροποποίηση διευκρινίζεται ότι η αναστολή των ανωτέρω προθεσμιών αφορά και κάθε προσφυγή στη διαμεσολάβηση είτε μονομερώς είτε από κοινού και η αναστολή των δικονομικών προθεσμιών περιορίζεται σ' αυτές που προβλέπονται στα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ. Επίσης το πρακτικό αποτυχίας μετονομάζεται σε πρακτικό μη επίτευξης συμφωνίας.

Άρθρο 8
Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης


Στο άρθρο 186 αναφορικά με την σύνθεση της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης μειώνεται ο αριθμός των μελών που είναι δικαστικοί λειτουργοί από πέντε (5) σε τέσσερις (4) και αυξάνεται ο αριθμός των μελών που είναι διαμεσολαβητές από δύο (2) σε τρεις (3), για τους οποίους επιπλέον απαιτείται τετραετή εμπειρία στην διαμεσολάβηση. Για τους δύο (2) εκπροσώπους της ολομέλειας δικηγορικών συλλόγων της χώρας ορίζεται ότι θα προτιμώνται αυτοί με εμπειρία ή εξειδίκευση στην διαμεσολάβηση. Αλλάζει η παράγραφος 2 ως προς τον Πρόεδρο της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης και προβλέπεται ότι Πρόεδρος ορίζεται ο αρχαιότερος εν ενεργεία από τους δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς. Τροποποιείται η παράγραφος 4 και επανέρχεται όπως ήταν πριν, το κώλυμα των μελών της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, το οποίο ισχύει και για τα τρίτα πρόσωπα που διορίζονται ως μέλη στην Επιτροπή Εξετάσεων, αναφορικά με την οποιαδήποτε σχέση συνεργασίας με φορείς εκπαίδευσης, δώδεκα (12) μήνες πριν τον διορισμό τους και έξι (6) μήνες μετά την αποχώρησή τους.

Άρθρο 9
Αρμοδιότητες Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης


Στο άρθρο 187 γίνεται διόρθωση στην ορθή αναφορά του άρθρου 197 σε αντικατάσταση του άρθρου 192 που είχε αναγραφεί λανθασμένα.

Άρθρο 10
Προσόντα διαμεσολαβητών


Τροποποιείται στην παράγραφο 1 του άρθρου 188 η διαπίστευση όσων κατέχουν διδακτορικό τίτλο ΑΕΙ ή ισότιμο τίτλο της αλλοδαπής με αντικείμενο την διαμεσολάβηση ή συναφές να γίνεται μετά από εξετάσεις, χωρίς εκπαίδευση από φορέα κατάρτισης. Προστίθεται απαγόρευση άσκησης του επαγγέλματος του διαμεσολαβητή στους δημόσιους και δημοτικούς υπαλλήλους ή έμμισθους σε νομικά πρόσωπα και ιδρύματα δημοσίου δικαίου και στους εν ενεργεία δικαστικούς ή κρατικούς λειτουργούς.

Άρθρο 11
Αμοιβή


Στο άρθρο 194 μειώνεται η αμοιβή του διαμεσολαβητή για την Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία (ΥΑΣ) στο ποσό των 50,00 ευρώ, εφόσον δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία των μερών, το οποίο προκαταβάλλεται στον διαμεσολαβητή από τον αιτούμενο δικαστική προστασία και μπορεί να εισπραχθεί ως δικαστικό έξοδο, αν η διαφορά αχθεί στο δικαστήριο. Προβλεπόταν 170,00 ευρώ έως δύο ώρες απασχόλησης σε περίπτωση μη έγγραφης συμφωνίας των μερών. Επίσης μειώνεται η ωριαία χρέωση για την αμοιβή του διαμεσολαβητή από το ποσό των 100,00 ευρώ στο ποσό των 80,00 ευρώ, ήτοι στο ποσό της ωριαίας χρέωσης της αμοιβής του δικηγόρου. Οι ανωτέρω μειώσεις των αμοιβών του διαμεσολαβητή γίνονται με σκοπό να μην υφίστανται σοβαρά επιπλέον δαπανήματα και υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση που προσβάλλει την ίδια την ουσία του δικαιώματος για πρόσβαση στην δικαιοσύνη, σε συμμόρφωση με την με αριθμό 34/2018 απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, καθώς και με την ενωσιακή έννομη τάξη.

Άρθρο 12
Φορείς κατάρτισης


Στο άρθρο 198 διευρύνεται η δυνατότητα σύστασης φορέων κατάρτισης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο με αποκλειστικό αντικείμενο την εκπαίδευση στην διαμεσολάβηση και στους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών, σε συμμόρφωση με την αριθμό C-729/2017 απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), που εκδόθηκε μετά από την από 6-12-2018 ακροαματική διαδικασία ενώπιόν του. Ορίζεται ότι και τα Κέντρα δια Βίου Μάθησης (ΚΕΒΙΔΙΜ) υποχρεούνται να τηρούν τις προϋποθέσεις αναφορικά με τα προσόντα των εκπαιδευτών, την εκπαίδευση της διαμεσολάβησης και τον ελάχιστο αριθμό εκπαιδευτών και εκπαιδευομένων.
Ορίζεται ελάχιστος αριθμός εκπαιδευτών για κάθε φορέα κατάρτισης σε τρεις (3), με βασική προϋπόθεση την τετραετή εμπειρία στην διαμεσολάβηση και διαζευκτικά τα λοιπά προσόντα, όπως μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο ή εκατόν εξήντα (160) ώρες εκπαίδευσης, επιπλέον της βασικής εκπαίδευσης στην διαμεσολάβηση. Προβλέπεται σε ξεχωριστή παράγραφο η ήδη ισχύουσα διάταξη με την οποία στους εν ενεργεία δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς μπορούν να ανατίθενται καθήκοντα εκπαίδευσης διαμεσολαβητών, μόνο στα Κέντρα δια Βίου Μάθησης (ΚΕΒΙΔΙΜ), εφόσον έχουν δικαστική εμπειρία ή επιστημονική εξειδίκευση στην διαμεσολάβηση και προστίθεται η δυνατότητα αυτή, ακόμα και στους επί τιμή δικαστικούς λειτουργούς, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις.

Άρθρο 13
Αδειοδότηση Φορέων κατάρτισης


Στο άρθρο 199 γίνονται νομοτεχνικές βελτιώσεις λόγω του ότι φορείς κατάρτισης δύνανται να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα, κατά τα άνω αναφερόμενα και διορθώνεται στην παράγραφο 5 η αναφορά στον αριθμό των κριτηρίων που από παραδρομή είχε αναγραφεί τέσσερα, στο ορθό που είναι πέντε.

Άρθρο 14
Πρόγραμμα σπουδών


Στο άρθρο 201 προβλέπεται η δυνατότητα στους δικαστικούς λειτουργούς εν ενεργεία ή επί τιμή, στους ασκούντες το δικηγορικό λειτούργημα, στους επί τιμή δικηγόρους και στους συμβολαιογράφους, να δύνανται να εξαιρούνται από την υποχρέωση να παρακολουθήσουν τα νομικά μαθήματα του Προγράμματος Σπουδών και συγκεκριμένα τις Θεμελιώδεις έννοιες Ιδιωτικού Δικαίου, το Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, τις Εταιρείες και τα Αξιόγραφα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την απαλλαγή τους από τις εξετάσεις στα ανωτέρω μαθήματα.

Άρθρο 15
Διαπίστευση διαμεσολαβητών


Το άρθρο 202 που αφορά στην διαπίστευση των διαμεσολαβητών, τίθεται η προϋπόθεση για την επιτυχία τους στις εξετάσεις, να λάβουν τουλάχιστον βαθμολογία πενήντα τοις εκατό (50%) τόσο στις γραπτές όσο και στις προφορικές εξετάσεις.

Άρθρα 16
Ενημέρωση κοινού - Μητρώο


Στο άρθρο 203 προβλέπεται η ύπαρξη Ειδικού Μητρώου για κάθε περιφέρεια Πρωτοδικείου, απ' το οποίο θα γίνεται η επιλογή του διαμεσολαβητή από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης. Τροποποιείται η διάταξη που αφορά στην διαπίστευση των διαμεσολαβητών σε συμμόρφωση με την ανωτέρω με αριθμό C-729/2017 απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Προβλέπεται επιπλέον η δυνατότητα να καθορίζονται με Υπουργική Απόφαση λεπτομέρειες σχετικά με την τήρηση των Μητρώων και των υπηρεσιών της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης.

Άρθρο 17
Έναρξη ισχύος


Το άρθρο 206 αφορά στην έναρξη ισχύος του άρθρου 182 που αφορά στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία.

Άρθρο 18

Το εν λόγω άρθρο ρυθμίζει τα θέματα της μετονομασίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε Υπουργείο Δικαιοσύνης, με βάση τις διατάξεις του νόμου για το επιτελικό κράτος, καθώς και την ισχύ του νόμου 4512/2018 για τη διαμεσολάβηση ως τροποποιείται.

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ

ΑΡΘΡΟ 1ο
Σκοπός


Το άρθρο 178 του νόμου 4512/2018 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 178
Το Κεφάλαιο αυτό έχει σκοπό τη ρύθμιση του θεσμού της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και την περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 για θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ως και στις ανωτέρω υποθέσεις διασυνοριακών διαφορών.
Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου δεν εφαρμόζονται στη δικαστική μεσολάβηση, όπως αυτή ρυθμίζεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.».

ΑΡΘΡΟ 2ο
Ορισμοί


Το άρθρο 179 του νόμου 4512/2018 αντικαθίστανται ως εξής:
«Άρθρο 179
Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1. Ως ιδιωτική διαφορά καλείται η αμφισβήτηση για την ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα ιδιωτικού δικαιώματος και ως ιδιωτικά δικαιώματα θεωρούνται όσα αναγνωρίζονται από το ιδιωτικό δίκαιο.
2. Ως διαμεσολάβηση νοείται μια διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας και με βασικά χαρακτηριστικά την εμπιστευτικότητα, την ιδιωτική αυτονομία, την ουδετερότητα και αμεροληψία του διαμεσολαβητή, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη επιχειρούν εκουσίως με καλόπιστη συμπεριφορά και συναλλακτική ευθύτητα να επιλύσουν με συμφωνία μία διαφορά τους με τη βοήθεια διαμεσολαβητή.
3. Ως διαμεσολαβητής νοείται τρίτο πρόσωπο σε σχέση με τους διαδίκους και τη διαφορά, που αναλαμβάνει να διαμεσολαβήσει με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο, διευκολύνοντας τα συμμετέχοντα μέρη να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση της διαφοράς τους. Ο διαμεσολαβητής πρέπει να είναι νόμιμα διαπιστευμένος στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
4. Ως νομικός παραστάτης νοείται ο πληρεξούσιος δικηγόρος των μερών, ο οποίος παρίσταται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, παρέχει νομικές συμβουλές στον εντολέα του και τον συνδράμει στην διαδικασία της διαμεσολάβησης.
5. Ως υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης νοείται η συνεδρία μεταξύ του διαμεσολαβητή και των μερών, που λαμβάνει χώρα υποχρεωτικά στις περιπτώσεις των ιδιωτικών διαφορών που υπάγονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 182 του παρόντος νόμου επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος, κατά τη διάρκεια της οποίας ο διαμεσολαβητής ενημερώνει τα μέρη για τον τρόπο με τον οποίο δύνανται να επιλύσουν τη διαφορά τους μέσω της διαμεσολάβησης, εξηγώντας ιδίως τη διαδικασία και τις βασικές αρχές που διέπουν την διαμεσολάβηση.
6. Ως διασυνοριακή διαφορά νοείται εκείνη στην οποία τουλάχιστον ένα από τα μέρη κατοικεί μονίμως ή διαμένει συνήθως σε κράτος-μέλος διαφορετικό από εκείνο οποιουδήποτε άλλου μέρους κατά την ημερομηνία στην οποία: α) τα μέρη συμφωνούν να προσφύγουν σε διαδικασία διαμεσολάβησης, αφότου ανέκυψε η διαφορά, β) έχει διαταχθεί η διαμεσολάβηση από δικαστήριο κράτους-μέλους, γ) κατατίθεται ένδικο βοήθημα, για το παραδεκτό της συζήτησης του οποίου υφίσταται υποχρέωση διαμεσολάβησης δυνάμει του εθνικού δικαίου ή δ) κληθούν τα μέρη από αρμόδιο δικαστήριο.
Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου, ως διασυνοριακή διαφορά νοείται και εκείνη για την οποία αρχίζουν δικαστικές διαδικασίες ή διαιτησία ύστερα από διαμεσολάβηση μεταξύ των μερών σε κράτος- μέλος άλλο από εκείνο της μόνιμης κατοικίας ή συνήθους διαμονής των μερών, κατά την ημερομηνία που προβλέπεται στις περιπτώσεις α', β' ή γ' της παρούσας παραγράφου.»

ΑΡΘΡΟ 3ο
Υπαγόμενες διαφορές


Το άρθρο 180 του νόμου 4512/2018 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 180
1. Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, εκτός από τις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 182 του παρόντος, μπορούν να υπαχθούν και οι αστικές και εμπορικές διαφορές ιδιωτικού δικαίου, υφιστάμενες ή μέλλουσες, μετά από έγγραφη συμφωνία των μερών, αν αυτά έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (ρήτρα διαμεσολάβησης).
2. Η συμφωνία υπαγωγής της διαφοράς στη διαμεσολάβηση πρέπει να περιληφθεί στα πρακτικά του δικαστηρίου στη περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 181 του παρόντος. Η συμφωνία των μερών για υπαγωγή της διαφοράς τους στη διαδικασία της διαμεσολάβησης πρέπει να περιγράφει το αντικείμενο αυτής και διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις.»

ΑΡΘΡΟ 4ο
Υποχρέωση ενημέρωσης από δικηγόρο - Διαδικασία Προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία Διαμεσολάβησης


Ο τίτλος και το άρθρο 182 του νόμου 4512/2018 αντικαθίστανται ως εξής:
«Άρθρο 182
Υποχρέωση ενημέρωσης από δικηγόρο - Διαδικασία Προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία Διαμεσολάβησης
Η υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο προς τον εντολέα του, καθώς και η υπαγωγή ιδιωτικών διαφορών στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης ρυθμίζονται ως εξής:
1. Υποχρέωση ενημέρωσης από τον δικηγόρο.
Στις διαφορές που πληρούνται οι προϋποθέσεις προσφυγής σε διαμεσολάβηση, ο πληρεξούσιος δικηγόρος, πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως, για τη δυνατότητα απόπειρας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, καθώς και για την τυχόν υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης της διαφοράς ή μέρους αυτής επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος. Το ενημερωτικό έγγραφο, το οποίο συντάσσεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης μετά την σύσταση και έναρξη λειτουργίας της, συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής ή άλλου ένδικου βοηθήματος επί ποινή απαράδεκτου της κατάθεσης του.
2. Ιδιωτικές διαφορές που υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης.
Επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος, οι παρακάτω ιδιωτικές διαφορές υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης:
α) Οι οικογενειακές διαφορές, εκτός από αυτές των περιπτώσεων α', β' και γ' της παραγράφου 1, καθώς και της παραγράφου 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ, β) Οι διαφορές που εκδικάζονται κατά την Τακτική Διαδικασία και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς και Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Η προσφυγή των μερών στην δικαστική μεσολάβηση δεν απαλλάσσει από την ως άνω υποχρέωση.
3.Α. Εξαιρούνται από την υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης της αμέσως προηγούμενης παραγράφου 2: α) η κύρια παρέμβαση που ασκείται σε συνάφεια με το αντικείμενο των διαφορών αυτών, β) οι διαφορές στις οποίες διάδικο μέρος είναι το Δημόσιο ή Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ., γ) οι διαφορές, στις οποίες οι διάδικοι δικαιούνται νομικής βοήθειας κατά το νόμο 3226/2004, όπως ισχύει, ή στους οποίους παρέχεται το ευεργέτημα της πενίας κατά τα άρθρα 194 και 195 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Β. Δικαιώματα ή αξιώσεις των μερών της εν γένει διαφοράς, που δεν περιλαμβάνονται στις προαναφερόμενες περιπτώσεις, δεν υπάγονται στην, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος, υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης.
Γ. Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας συντάσσεται πρακτικό από το διαμεσολαβητή και κάθε μέρος της διαφοράς προσκομίζει αυτό στο δικαστήριο με το δικόγραφο των προτάσεών του, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης. Το ίδιο δικαίωμα έχει κάθε μέρος της διαφοράς για κάθε κεφάλαιο των απαιτήσεών του, το οποίο δεν συζητήθηκε στη διαδικασία της διαμεσολάβησης από υπαιτιότητα του άλλου μέρους, καίτοι αυτό υπαγόταν στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος αυτής. Αν το ένα μέρος της διαφοράς δεν προσέρχεται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, παρότι έχει κληθεί προς τούτο σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης Α της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό και το άλλο μέρος προσκομίζει αυτό στο Δικαστήριο με το δικόγραφο των προτάσεων του. Στην τελευταία περίπτωση, με την απόφαση του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της διαφοράς, δύναται να επιβληθεί στο διάδικο μέρος που δεν προσήλθε στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, αν και κλήθηκε προς τούτο, όπως ανωτέρω, χρηματική ποινή, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από εκατόν είκοσι (120) ευρώ και μεγαλύτερη από τριακόσια (300) ευρώ, συνεκτιμωμένης της εν γένει συμπεριφοράς του στη μη προσέλευση στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης και επιπλέον χρηματική ποινή μέχρι ποσοστού 0,2% επί του αντικειμένου της διαφοράς ανάλογα με την έκταση της ήττας αυτού. Οι χρηματικές ποινές του προηγούμενου εδαφίου περιέρχονται στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., στο οποίο κοινοποιείται με επιμέλεια του γραμματέα του Δικαστηρίου αντίγραφο της απόφασης.
4. Διαδικασία Προσφυγής στη Διαμεσολάβηση.
Α. Για τις διαφορές της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, ο αιτούμενος δικαστική προστασία υποχρεούται, ανεξάρτητα από την αξία του ένδικου αντικειμένου, να υποβάλει σε διαπιστευμένο διαμεσολαβητή εγγεγραμμένο στα Μητρώα του άρθρου 203 του παρόντος αίτημα προσφυγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, παραδίδοντάς του συμπληρωμένο ενημερωτικό έντυπο, το οποίο συντάσσεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης μετά τη σύσταση και έναρξη λειτουργίας της. Ο διαμεσολαβητής ορίζεται από τα μέρη ή από τρίτο πρόσωπο της κοινής τους επιλογής ή σε περίπτωση μη συμφωνίας από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, κατά σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τον αύξοντα αριθμό μητρώου από το Ειδικό Μητρώο διαμεσολαβητών του άρθρου 203 του παρόντος, το οποίο είναι δημοσιευμένο στον ιστότοπο της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης.
Ο διαμεσολαβητής γνωστοποιεί στο άλλο ή στα άλλα μέρη το κατά τα ανωτέρω αίτημα προσφυγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και συνεννοείται με αυτά για την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης. Η γνωστοποίηση μπορεί να γίνει εγγράφως με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά ή με κάθε άλλο νόμιμο τρόπο, αρκεί να αποδεικνύεται το περιεχόμενό της και η ημερομηνία της, καθώς και η βεβαιότητα παραλαβής. Ειδικά για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία της διαμεσολάβησης, η παράσταση των δικηγόρων των μερών είναι δυνητική και στην περίπτωση αυτή εκδίδεται γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών για την αμοιβή των νομικών παραστατών, ποσού αναφοράς πενήντα (50,00) ευρώ. Η υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης λαμβάνει χώρα το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την επομένη της γνωστοποίησης της αίτησης του προσφεύγοντος στο άλλο ή τα άλλα μέρη, ενώ η διαμεσολάβηση θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός των επομένων τριάντα (30) ημερών, που εκκινούν από την επομένη της λήξης της ανωτέρω προθεσμίας. Τα μέρη δύνανται να συμφωνούν παράταση της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών. Το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται στις παραπάνω προθεσμίες. Εφόσον τα μέρη, μετά την υποχρεωτική αρχική συνεδρία, αποφασίσουν να υπαχθούν στην διαδικασία της διαμεσολάβησης, παρίστανται υποχρεωτικά, μετά των πληρεξούσιων δικηγόρων τους πλην των περιπτώσεων των καταναλωτικών διαφορών και των μικροδιαφορών.
Β. Αν δεν είναι δυνατή η φυσική παρουσία αμφοτέρων των μερών και του διαμεσολαβητή στον ίδιο τόπο και χρόνο, η συνεδρία της διαμεσολάβησης μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη διαδικασία της τηλεδιάσκεψης μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ή άλλου συστήματος τηλεδιάσκεψης, στο οποίο έχει πρόσβαση το άλλο ή τα άλλα μέρη της διαφοράς. Η διαδικασία τηλεδιάσκεψης μπορεί να πραγματοποιείται και μέσω γραφείου άλλου διαπιστευμένου διαμεσολαβητή που εδρεύει στον τόπο της κατοικίας, εγκατάστασης ή έδρας του άλλου ή των άλλων μερών της διαφοράς. Η διαδικασία της τηλεδιάσκεψης μπορεί να πραγματοποιηθεί και μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η οποία εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Οικονομικών και Δικαιοσύνης και ρυθμίζει κάθε αναγκαία τεχνική, διοικητική ή άλλη λεπτομέρεια.
Γ. Αν κατά την υποχρεωτική αρχική συνεδρία της διαμεσολάβησης τα μέρη της διαφοράς δεν συμφωνήσουν να προχωρήσουν σε διαδικασία διαμεσολάβησης, τότε θεωρείται ότι έχει πληρωθεί η υποχρέωση του παρόντος άρθρου και συντάσσεται πρακτικό.
5. Η υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης δεν εφαρμόζεται όταν η πρόσκληση για προσφυγή σε αυτή περιλαμβάνει πρόσωπο ή πρόσωπα αγνώστου διαμονής.
6. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τις είκοσι τέσσερις (24) ώρες, εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.
7. Αν συναφθεί συμφωνία υπαγωγής στη διαμεσολάβηση σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου, ακολουθείται η διαδικασία της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
8. Οι ως άνω ρυθμίσεις δεν εμποδίζουν τα μέρη να καταφεύγουν οποτεδήποτε, στη δικαστική μεσολάβηση προς επίλυση των μεταξύ τους διαφορών.»

ΑΡΘΡΟ 5ο
Διαδικασία διαμεσολάβησης


Το άρθρο 183 του νόμου 4512/2018 αντικαθίστανται ως εξής:
«Άρθρο 183
Διαδικασία διαμεσολάβησης
1. Στη διαδικασία διαμεσολάβησης τα μέρη παρίστανται μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων των καταναλωτικών διαφορών και μικροδιαφορών.
2. Ο διαμεσολαβητής ορίζεται από τα μέρη ή από τρίτο πρόσωπο της κοινής τους επιλογής. Ο διαμεσολαβητής είναι ένας (1), εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν εγγράφως ότι οι διαμεσολαβητές θα είναι περισσότεροι. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή και τον τόπο διεξαγωγής της διαμεσολάβησης αυτοί ορίζονται από το Ειδικό Μητρώο του άρθρου 203 του παρόντος που τηρεί η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, κατά σειρά και με βάση τον αριθμό μητρώου τους.
3. Ο χρόνος, τόπος και λοιπές διαδικαστικές λεπτομέρειες της διεξαγωγής της διαμεσολάβησης καθορίζονται από το διαμεσολαβητή σε συμφωνία με τα μέρη. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία των μερών για τα παραπάνω, ο διαμεσολαβητής δύναται να διεξάγει τη διαμεσολάβηση με τον τρόπο που κρίνει προσφορότερο, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της διαφοράς και των προβλέψεων της περίπτωσης Β της παραγράφου 4 του άρθρου 182.»
4. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και δεν τηρούνται πρακτικά εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Ο διαμεσολαβητής μπορεί, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να επικοινωνεί και να συναντά καθένα από τα μέρη είτε χωριστά είτε από κοινού. Πληροφορίες που αντλεί ο διαμεσολαβητής κατά τις χωριστές επικοινωνίες του με το ένα μέρος δεν κοινολογούνται στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του άλλου μέρους. Οι ενέργειες του διαμεσολαβητή και των μερών για την επίτευξη συμβιβαστικής επίλυσης της μεταξύ τους διαφοράς διέπονται από τις αρχές της καλής πίστης και ειλικρίνειας και της διαρκούς αμεροληψίας του διαμεσολαβητή έναντι αυτών. Τα μέρη μπορούν, σε κάθε περίπτωση, να συμφωνήσουν ως διαδικασία διαμεσολάβησης τη διαδικασία και τους ειδικότερους κανόνες που προβλέπουν κέντρα και οργανισμοί διαμεσολάβησης.
5. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας όλοι οι συμμετέχοντες συμφωνούν εγγράφως περί του εμπιστευτικού ή μη χαρακτήρα της διαδικασίας. Η συμφωνία αυτή διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Τα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν ότι θα τηρήσουν εμπιστευτικό και το περιεχόμενο της συμφωνίας, στην οποία ενδέχεται να καταλήξουν από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, εκτός αν η κοινολόγηση του περιεχομένου της είναι απαραίτητη για την εκτέλεσή της ή αυτό επιβάλλεται για λόγους δημόσιας τάξης.
6. Οι διαμεσολαβητές, τα μέρη, οι πληρεξούσιοι αυτών και όσοι συμμετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν εξετάζονται ως μάρτυρες ενώπιον των Δικαστηρίων ή σε διαιτητικές διαδικασίες, εκτός αν αυτό επιβάλλεται για λόγους δημόσιας τάξης, για την προστασία της ανηλικότητας ή της σωματικής ακεραιότητας και ψυχικής υγείας φυσικού προσώπου.
7. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των ποινικών Δικαστηρίων, των Ανακριτών και των Εισαγγελέων, καθώς και της αντίθετης και ρητής συμφωνίας των μερών, οι συζητήσεις και οι προτάσεις που εκφράστηκαν από τα μέρη κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, οι απόψεις του διαμεσολαβητή προς τα μέρη για την επίτευξη συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, η εκφρασθείσα βούληση των μερών, καθώς και όποιες δηλώσεις των μερών στο πλαίσιο της διαδικασίας διαμεσολάβησης, δεν μπορούν να αποτελέσουν αποδεικτικά μέσα ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου ή διαιτητικού δικαστηρίου σε περίπτωση αποτυχίας της διαδικασίας διαμεσολάβησης. Η παραπάνω απαγόρευση δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου.
8. Ο διαμεσολαβητής δεν υποχρεούται να αποδεχθεί το διορισμό του και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ευθύνεται μόνο για δόλο ή βαρεία αμέλεια, ανεξαρτήτως της τυχόν πειθαρχικής ή ποινικής ευθύνης του.
9. Οι διατάξεις των άρθρων 62 του νόμου 4389/2016 (Α' 94), 65 του νόμου 4472/2017 (Α' 74) και 106Δ δ του νόμου 3588/2007 (Α' 153) , όπως κάθε φορά ισχύουν, εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αναδιάρθρωσης ή διαγραφής δανείων, οφειλών ή χρεών, στο πλαίσιο της διαδικασίας διαμεσολάβησης του παρόντος νόμου, καθώς και στις περιπτώσεις των άρθρων 214Β και 214Γ ΚΠολΔ.»

ΑΡΘΡΟ 6ο
Εκτελεστότητα των συμφωνιών που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση


Η παράγραφος 4 του άρθρου 184 του νόμου 4512/2018 αντικαθίσταται ως εξής:
«Το πρακτικό της διαμεσολάβησης αποτελεί από την κατάθεσή του στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου εκτελεστό τίτλο, σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης ζ' της παραγράφου 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ, εφόσον τα μέρη αναλαμβάνουν με τη συμφωνία, που περιέχεται στο πρακτικό, υποχρεώσεις, προς εκπλήρωση των οποίων είναι δυνατόν να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση. Το απόγραφο για την εκτέλεση εκδίδεται, σύμφωνα με τα άρθρα 915 έως 918 του ΚΠολΔ, από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, στη γραμματεία του οποίου κατετέθη το πρακτικό διαμεσολάβησης, χωρίς να επιβάλλονται άλλα έξοδα υπέρ του Δημοσίου στον επισπεύδοντα διάδικο.».

ΑΡΘΡΟ 7ο
Αποτελέσματα της διαμεσολάβησης στην παραγραφή και τις αποσβεστικές προθεσμίες


Το άρθρο 185 του νόμου 4512/2018 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 185
Η γνωστοποίηση του αιτήματος του προσφεύγοντος στο άλλο ή τα άλλα μέρη, σύμφωνα με την περίπτωση Α της παραγράφου 4 του άρθρου 182 του παρόντος, καθώς και κάθε προσφυγή στη διαμεσολάβηση είτε μονομερώς είτε από κοινού, αναστέλλει την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία άσκησης των αξιώσεων και των δικαιωμάτων, εφόσον αυτές έχουν αρχίσει σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, καθώς και τις δικονομικές προθεσμίες των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας της διαμεσολάβησης. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 261, 262 και 263 ΑΚ, η παραγραφή και η αποσβεστική προθεσμία άσκησης των αξιώσεων και των δικαιωμάτων του ουσιαστικού δικαίου, που ανεστάλησαν, συνεχίζονται τρεις (3) μήνες από τη σύνταξη πρακτικού μη επίτευξης συμφωνίας ή από την επίδοση δήλωσης αποχώρησης από τη διαμεσολάβηση από το ένα μέρος στο άλλο και τον διαμεσολαβητή ή από την με οποιονδήποτε τρόπο ολοκλήρωση ή κατάργηση της διαμεσολάβησης. Αν η συμφωνία, που περιέχεται στο πρακτικό διαμεσολάβησης, περιλαμβάνει αιρέσεις ή προθεσμίες (άρθρα 201, 202, 210 ΑΚ) ή οποιονδήποτε άλλον όρο, από τον οποίο εξαρτάται η ενάσκηση των δικαιωμάτων, που απορρέουν από τη συμφωνία, τότε η παραγραφή και η αποσβεστική προθεσμία, που έχουν ανασταλεί, συνεχίζονται έπειτα από την πάροδο τριών (3) μηνών από την πλήρωση της αιρέσεως ή του όρου ή την παρέλευση της προθεσμίας.»

ΑΡΘΡΟ 8ο
Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης


Το άρθρο 186 του νόμου 4512/2018 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 186
1. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης αποτελείται από τα παρακάτω μέλη, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ως εξής:
α) Τέσσερις (4) δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, εκ των οποίων ένας με βαθμό Αρεοπαγίτη ή Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εν ενεργεία ή επί τιμή, και οι λοιποί με βαθμό τουλάχιστον Προέδρου Πρωτοδικών ή Εισαγγελέα Πρωτοδικών έως Προέδρου Εφετών ή Εισαγγελέα Εφετών, με εμπειρία ή εξειδίκευση στη διαμεσολάβηση, μετά από γνώμη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, για όσους από αυτούς είναι εν ενεργεία.
β) Δύο (2) καθηγητές, εν ενεργεία ή ομότιμους, ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με εμπειρία στη διαμεσολάβηση, προερχόμενους από περισσότερα του ενός εκπαιδευτικά ιδρύματα, τουλάχιστον δε ένας από Νομική Σχολή.
γ) Δύο (2) εκπροσώπους της ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων της χώρας, μετά από σύμφωνη γνώμη της εν λόγω ολομέλειας κατά προτίμηση με εμπειρία ή εξειδίκευση στην διαμεσολάβηση.
δ) Τρεις (3) εκπροσώπους του Υπουργείου Δικαιοσύνης από τους υπηρετούντες στην Κεντρική Υπηρεσία ή στο πολιτικό γραφείο του Υπουργού Δικαιοσύνης, ως ειδικό επιστημονικό προσωπικό ή ως ειδικοί συνεργάτες.
ε) Έναν (1) διαμεσολαβητή εκπρόσωπο επαγγελματικών φορέων της χώρας, μετά από πρόσκληση ενδιαφέροντος που αναρτάται στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
στ) Τρεις (3) διαμεσολαβητές, μετά από πρόσκληση ενδιαφέροντος που αναρτάται στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, οι οποίοι διαθέτουν τουλάχιστον τετραετή επαγγελματική εμπειρία στο γνωστικό τους αντικείμενο, εμπειρία στη διαμεσολάβηση, η οποία προκύπτει είτε λόγω συμμετοχής στην εκπαίδευση διαμεσολαβητών, είτε λόγω συμμετοχής σε διαδικασίες διαμεσολάβησης ως διαμεσολαβητής ή βοηθός διαμεσολαβητή ή νομικός παραστάτης, είτε λόγω συμμετοχής σε συνέδρια, σεμινάρια, ερευνητικά προγράμματα συναφή με τη διαμεσολάβηση .
2. Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης ορίζεται ο αρχαιότερος εν ενεργεία από τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς.
3. Για κάθε τακτικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης ορίζεται και ένα αναπληρωματικό με την ίδια διαδικασία.
4. Τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης καθώς και τρίτα πρόσωπα που διορίζονται ως μέλη στην Επιτροπή της περίπτωσης δ' της παραγράφου 3 του άρθρου 187 απαγορεύεται να διατηρούν ή να διατηρούσαν, τουλάχιστον τους τελευταίους δώδεκα (12) μήνες, οποιαδήποτε σχέση συνεργασίας με φορείς εκπαίδευσης του παρόντος νόμου ή να συνάπτουν με αυτούς οποιαδήποτε συνεργασία έξι (6) μήνες μετά την αποχώρησή τους από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης.
5. Η θητεία του Προέδρου και των μελών είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται άπαξ. Στην περίπτωση που ο Πρόεδρος και τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης έχουν διοριστεί σε αντίθεση με την απαγόρευση της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, αυτοί αντικαθίστανται.
6. Χρέη Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης εκτελεί ένας ή περισσότεροι υπάλληλοι της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή των Δικαστηρίων ή άλλης Δημόσιας Υπηρεσίας ή ΝΠΔΔ, οι οποίοι διατίθενται με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση από την Υπηρεσία τους στην Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης. Για τη διάθεση εκδίδεται Υπουργική Απόφαση κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης περί απόσπασης ή διάθεσης και με τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης.»

Άρθρο 9ο
Αρμοδιότητες Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης


Το στοιχείο α' της παραγράφου 3 του άρθρου 187 του νόμου 4512/2018, τροποποιείται ως ακολούθως:
«α) Επιτροπή Μητρώου Διαμεσολαβητών, η οποία είναι αρμόδια για την τήρηση του Μητρώου των Διαμεσολαβητών, για κάθε σχετικό ζήτημα ή έκδοση πράξης που αφορά το τηρούμενο Μητρώο και για τη συγκέντρωση των ετήσιων Εκθέσεων Πεπραγμένων, σύμφωνα με το άρθρο 197.»

ΑΡΘΡΟ 10ο
Προσόντα διαμεσολαβητών


Η παράγραφος 1 του άρθρου 188 του νόμου 4512/2018 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι διαμεσολαβητές πρέπει να είναι: α) απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή κάτοχοι ισότιμου πτυχίου της αλλοδαπής, β) εκπαιδευμένοι από Φορέα Κατάρτισης διαμεσολαβητών αναγνωρισμένο από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης ή κάτοχοι τίτλου διαπίστευσης από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γ) διαπιστευμένοι από αυτήν (Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης) και εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Διαμεσολαβητών που τηρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Κάτοχος διδακτορικού τίτλου ΑΕΙ ή ισότιμου τίτλου της αλλοδαπής με αντικείμενο την διαμεσολάβηση ή συναφές, δεν απαιτείται, προκειμένου να διαπιστευθεί, να εκπαιδευθεί περαιτέρω από Φορέα Κατάρτισης διαμεσολαβητών και δύναται να συμμετέχει απευθείας στις εξετάσεις για την διαπίστευσή του. Αποκλείονται της άσκησης του επαγγέλματος του διαμεσολαβητή, όσοι υπηρετούν ως δημόσιοι και δημοτικοί υπάλληλοι ή έμμισθοι υπάλληλοι νομικών προσώπων και ιδρυμάτων δημοσίου δικαίου, όπως και οι εν ενεργεία δικαστικοί ή κρατικοί λειτουργοί».

ΑΡΘΡΟ 11ο
Αμοιβή

Το άρθρο 194 του νόμου 4512/2018 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 194
1. Η αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται ελεύθερα με γραπτή συμφωνία των μερών.
2. Εάν δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία, η αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται ως εξής: α) στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 182, ο αιτούμενος δικαστική προστασία προκαταβάλλει στον διαμεσολαβητή ποσό πενήντα (50,00) ευρώ ως αμοιβή για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία, ποσό το οποίο βαρύνει και τα δύο μέρη. Σε περίπτωση που η διαφορά αχθεί ενώπιον δικαστηρίου, το μέρος της διαφοράς που δεν προσήλθε στην διαδικασία της διαμεσολάβησης, παρότι κλήθηκε νομότυπα προς τούτο σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης Α της παραγράφου 4 του άρθρου 182 ή δεν κατέβαλε το ποσό που του αναλογεί για την αμοιβή του διαμεσολαβητή για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία, καταδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176 επ. ΚΠολΔ σε ολόκληρο το ποσό των πενήντα (50,00) που κατέβαλε ο αιτούμενος δικαστική προστασία για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία, λογιζόμενο ως δικαστικό έξοδο.
β) για κάθε ώρα διαμεσολάβησης μετά την υποχρεωτική αρχική συνεδρία η ελάχιστη αμοιβή ορίζεται στα ογδόντα (80,00) ευρώ και βαρύνει τα μέρη κατ' ισομοιρία.
3. Τα ποσά των παραγράφων 1 και 2 μπορούν να αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
4. Ο διαμεσολαβητής οφείλει να παρέχει στα μέρη πλήρη ενημέρωση για τον τρόπο αμοιβής του.»

ΑΡΘΡΟ 12ο
Φορείς κατάρτισης


Το άρθρο 198 του νόμου 4512/2018, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 198
Φορείς κατάρτισης
1. Φορέας κατάρτισης διαμεσολαβητών (εφεξής «Φορέας»), που λειτουργεί με άδεια που χορηγείται κατόπιν ειδικής και αιτιολογημένης απόφασης της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, είναι:
Α. Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, δικαίωμα σύστασης του οποίου έχουν:
α) ένας δικηγορικός σύλλογος ή περισσότεροι από κοινού,
β) ένας ή περισσότεροι δικηγορικοί σύλλογοι σε σύμπραξη με επιστημονικούς, εκπαιδευτικούς ή επαγγελματικούς φορείς ή επιμελητήρια.
Στις περιπτώσεις α' και β' είναι δυνατή η σύμπραξη και με φορέα κατάρτισης της αλλοδαπής εγνωσμένου κύρους και διεθνούς αναγνώρισης και εμπειρία στην παροχή εκπαίδευσης διαμεσολάβησης και γενικότερα στις εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης διαφορών ή στην διενέργεια διαμεσολαβήσεων.
Ο νόμιμος εκπρόσωπος του ανωτέρω Ν.Π.Ι.Δ., δύναται να είναι δικηγόρος, καθώς πρόκειται για εταιρεία ειδικού σκοπού, ήτοι εταιρεία που έχει ως σκοπό της την εκπαίδευση στις εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών.
Β. Κέντρο Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) ΑΕΙ, το οποίο διαθέτει σχετικό πρόγραμμα, η δε λειτουργία του διέπεται αποκλειστικά από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις περί λειτουργίας των ΑΕΙ, υπό τον όρο ότι τηρούνται όλες οι προϋποθέσεις που τίθενται από τον παρόντα νόμο για τα προσόντα των εκπαιδευτών, την εκπαίδευση της διαμεσολάβησης και τον ελάχιστο αριθμό εκπαιδευτών και εκπαιδευομένων.
Γ. Φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει συσταθεί σύμφωνα με τα εκάστοτε ισχύοντα στην ελληνική νομοθεσία, ή στην νομοθεσία κράτους - μέλους και η οποία έχει αποκλειστικά ως σκοπό την παροχή εκπαίδευσης στην διαμεσολάβηση και στους λοιπούς εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών.
Οι ανωτέρω φορείς, αδειοδοτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 199 του παρόντος
νόμου.
2. Ο Φορέας έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, εκτός των Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.
3. Ο Φορέας υποχρεούται να απασχολεί κατ' ελάχιστον το ακόλουθο διευθυντικό προσωπικό: α) έναν (1) Διευθυντή του Φορέα και β) έναν (1) Διευθυντή Κατάρτισης. Οι ανωτέρω πρέπει να κατέχουν τίτλο σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της ημεδαπής ή αντίστοιχο τίτλο σπουδών σχολής της αλλοδαπής.
4. Ο Φορέας υποχρεούται να απασχολεί διοικητικό προσωπικό για γραμματειακή υποστήριξη.
5. O σκοπός του Φορέα είναι:
α) ο σχεδιασμός προγραμμάτων και η παροχή υπηρεσιών βασικής εκπαίδευσης κατ' ελάχιστο ογδόντα (80) ωρών, ως και,
β) ο σχεδιασμός προγραμμάτων μετεκπαίδευσης πέραν των ογδόντα (80) ωρών της βασικής εκπαίδευσης των υποψηφίων διαμεσολαβητών, για την περαιτέρω απόκτηση γνώσεων, δεξιοτήτων και επιμόρφωσης αυτών, αναγκαίων για την άσκηση της διαμεσολάβησης.
6. Οι Φορείς Κατάρτισης υποχρεούνται να συνεργάζονται με τουλάχιστον τρεις (3) εκπαιδευτές, προκειμένου να παρέχουν ποιοτική εκπαίδευση. Οι εκπαιδευτές πρέπει να είναι διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές και να διαθέτουν τετραετή επαγγελματική εμπειρία στο γνωστικό τους αντικείμενο, εμπειρία στη διαμεσολάβηση, η οποία προκύπτει είτε λόγω συμμετοχής στην εκπαίδευση διαμεσολαβητών, είτε λόγω συμμετοχής σε διαδικασίες διαμεσολάβησης ως διαμεσολαβητής ή βοηθός διαμεσολαβητή ή νομικός παραστάτης, είτε λόγω συμμετοχής σε συνέδρια, σεμινάρια, ερευνητικά προγράμματα συναφή με τη διαμεσολάβηση, καθώς και:
α) να κατέχουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο στον τομέα της εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών σε συναφή επιστημονικό κλάδο (ιδίως νομικής επιστήμης ή επιστημών οικονομίας ή διοίκησης ή κοινωνικών επιστημών) ή
β) να έχουν τουλάχιστον εκατόν εξήντα (160) ώρες εκπαίδευσης επιπλέον της βασικής εκπαίδευσης στη διαμεσολάβηση.
7. Σε δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς εν ενεργεία με τουλάχιστον οκταετή υπηρεσία, ως και στους επί τιμή δικαστικούς λειτουργούς, εφόσον και στις δύο περιπτώσεις έχουν δικαστική εμπειρία ή επιστημονική εξειδίκευση στη διαμεσολάβηση, μπορούν να ανατίθενται καθήκοντα εκπαίδευσης υποψηφίων διαμεσολαβητών και δικαστικών μεσολαβητών, αποκλειστικά και μόνον σε Κέντρα Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) των ΑΕΙ. Τα καθήκοντα αυτά λογίζονται ως δικαστικά, εφαρμοζόμενης αναλόγως της διατάξεως του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 41 του ν. 1756/1988, όπως κάθε φορά ισχύει, μη εμπίπτοντα σε καμία περίπτωση στα ασυμβίβαστα του άρθρου αυτού.
8. Ο αριθμός των υποψήφιων διαμεσολαβητών που συμμετέχουν σε κάθε εκπαιδευτικό κύκλο στα προγράμματα βασικής εκπαίδευσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους είκοσι ένα (21). Οι εκπαιδευτές δεν δύνανται να είναι λιγότεροι από δύο (2) για κάθε εκπαιδευτικό κύκλο.»

ΑΡΘΡΟ 13ο
Αδειοδότηση Φορέων κατάρτισης


Το άρθρο 199 του νόμου 4512/2018 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 199
Αδειοδότηση Φορέων κατάρτισης
1. Ο ενδιαφερόμενος Φορέας, προκειμένου να λάβει άδεια λειτουργίας, υποβάλλει στην Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης φάκελο που περιλαμβάνει:
α) την αίτησή του για αδειοδότηση,
β) επικυρωμένο αντίγραφο του καταστατικού του, από το οποίο προκύπτει με σαφήνεια ο σκοπός αυτού, εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο.
γ) θεωρημένο αντίγραφο βεβαίωσης έναρξης εργασιών του από την αρμόδια ΔΟΥ. Η υποχρέωση αυτή δεν υφίσταται για τα Κέντρα Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) ΑΕΙ.
δ) κατάλογο με το εκπαιδευτικό προσωπικό, με πλήρη βιογραφικά αυτών, καθώς και το λοιπό προσωπικό,
ε) οποιοδήποτε νόμιμο δικαιολογητικό που αποδεικνύει νομή, κατοχή, χρήση ή κυριότητα του χώρου εκπαίδευσης,
στ) διάγραμμα κάτοψης του χώρου εκπαίδευσης, υπογεγραμμένο από αρμόδιο προς τούτο μηχανικό, στο οποίο εμφαίνεται ότι ο εν λόγω χώρος διαθέτει τουλάχιστον τρεις χωριστές αίθουσες διδασκαλίας και ειδικότερα δύο αίθουσες κατάλληλες για τη διεξαγωγή των μαθημάτων και προσομοιώσεων και μία αίθουσα διαλέξεων, καθώς και κατάλογο του αναγκαίου υλικοτεχνικού εξοπλισμού.
ζ) υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 υπογεγραμμένη από τον ενδιαφερόμενο ή τον νόμιμο εκπρόσωπό του, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, στην οποία βεβαιώνεται ότι οι αίθουσες διδασκαλίας έχουν επαρκή υλικοτεχνική υποδομή και είναι κατάλληλες για το σκοπό της εκπαίδευσης και πληρούν τους ισχύοντες κάθε φορά όρους ασφαλείας.
η) παράβολο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, το οποίο μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
θ) Οι ήδη αδειοδοτημένοι Φορείς θεωρούνται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου και η αδειοδότησή τους εξακολουθεί να ισχύει. Δύναται όμως η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης να ζητήσει από αυτούς συμπληρωματικά στοιχεία της λειτουργίας τους και να τους καλέσει να συμμορφωθούν εντός εύλογης προθεσμίας αν κρίνει ότι υπάρχουν ελλείψεις που επηρεάζουν δυσμενώς αυτή.
2. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης εντός δύο (2) μηνών από την κατάθεση πλήρους φακέλου, ελέγχει την πληρότητά του. Σε περίπτωση που τα δικαιολογητικά είναι ελλιπή, ζητείται εγγράφως από τον αντίστοιχο Φορέα να αποστείλει, εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από τη γνωστοποίηση, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά δεόντως συμπληρωμένα. Μετά την παραλαβή, τα δικαιολογητικά εξετάζονται εκ νέου και η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης αποφαίνεται για την πληρότητα και συμβατότητά τους.
3. Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος Φορέας είτε δεν προσκομίσει τα δικαιολογητικά εντός της ανωτέρω προθεσμίας των τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών, είτε αυτά που προσκομίζει δεν είναι πλήρη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, η αίτηση χαρακτηρίζεται ελλιπής και απορρίπτεται με αιτιολογημένη απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης. Ο ενδιαφερόμενος Φορέας του οποίου απορρίφθηκε η σχετική αίτηση δύναται να επανέλθει με νέα αίτηση.
4. Ο ενδιαφερόμενος Φορέας, του οποίου ο φάκελος κρίνεται πλήρης υπόκειται στη συνέχεια σε αξιολόγηση.
5. Η αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου Φορέα γίνεται με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, βάσει των ακόλουθων πέντε κριτηρίων:
α) Οργάνωση, Λειτουργία
β) Επιστημονικό και λοιπό Προσωπικό
γ) Υλικοτεχνική Υποδομή
δ) Εκπαιδευτικό πρόγραμμα
ε) Επιθεώρηση του χώρου εκπαίδευσης.
6. Εφόσον πληρούνται οι κατά τα ανωτέρω όροι και προϋποθέσεις, χορηγείται στον ενδιαφερόμενο Φορέα άδεια λειτουργίας, διαφορετικά, η αίτησή του απορρίπτεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης. Ο ενδιαφερόμενος Φορέας, μπορεί να επανέλθει με νέα αίτηση.
7. Οι Φορείς ανά έτος και εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του Ιουλίου, υποβάλλουν στην Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης αναλυτική έκθεση αναφορικά με την λειτουργία τους, η οποία προβαίνει σε έλεγχο και αξιολόγηση της κατάστασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν και σε περίπτωση ανεπάρκειας επιβάλλει τις ποινές της παραγράφου 9.
8. Αν διαπιστωθεί ότι, προκειμένου να επιτευχθεί η αδειοδότηση και λειτουργία του Φορέα, δηλώθηκαν ή κατατέθηκαν στοιχεία ανακριβή, η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης ανακαλεί οριστικά την άδεια λειτουργίας του Φορέα.
9. Σε περίπτωση μη τήρησης των νόμιμων υποχρεώσεων του Φορέα κατά το στάδιο λειτουργίας του και μετά από προηγούμενη ακρόασή του η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, δύναται να επιβάλλει για κάθε παράβαση, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, το βαθμό υπαιτιότητας των οργάνων του και την τυχόν υποτροπή, μία από τις παρακάτω κυρώσεις:
α) σύσταση προς συμμόρφωση,
β) προσωρινή ανάκληση της άδειας του Φορέα από ένα (1) μήνα έως και έξι (6) μήνες ή/και, γ) οριστική ανάκληση της άδειας του Φορέα.
Οι ανωτέρω διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση μετά από έγγραφη κλήτευση του Φορέα για παροχή εξηγήσεων.»

ΑΡΘΡΟ 14ο
Πρόγραμμα σπουδών


Στο τέλος της παραγράφου Α του άρθρου 201 του νόμου 4512/2018, προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:
«Οι δικαστικοί λειτουργοί εν ενεργεία ή επί τιμή, οι ασκούντες το δικηγορικό λειτούργημα και οι επίτιμοι δικηγόροι, καθώς και οι συμβολαιογράφοι, θα δύνανται να εξαιρούνται από την παρακολούθηση των νομικών μαθημάτων του Προγράμματος Σπουδών του άρθρου 201 του παρόντος νόμου, δηλαδή, τις Θεμελιώδεις έννοιες Ιδιωτικού Δικαίου, το Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, τις Εταιρείες και τα Αξιόγραφα από το Πρόγραμμα.»

ΑΡΘΡΟ 15ο
Διαπίστευση διαμεσολαβητών


Το άρθρο 202 του νόμου 4512/2018 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 202
Διαπίστευση διαμεσολαβητών
1. Η διαπίστευση των διαμεσολαβητών και η εγγραφή τους στο οικείο Μητρώο της παρ. 2 του άρθρου 203, γίνεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης κατόπιν εξετάσεων. Οι ήδη διαπιστευμένοι, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, διαμεσολαβητές διατηρούν την διαπίστευσή τους.
2. Οι εξετάσεις των υποψηφίων διαμεσολαβητών διενεργούνται από την Επιτροπή Εξετάσεων όπως αυτή έχει ορισθεί από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, κατά την κρίση της, τουλάχιστον όμως δύο φορές το χρόνο. Οι εξετάσεις είναι γραπτές και προφορικές και συμπεριλαμβάνεται αξιολόγηση σε προσομοιώσεις.
Α. Εξετάσεις - Γραμματειακή υποστήριξη
1. Η Επιτροπή Εξετάσεων συνεδριάζει κατά την περίοδο των εξετάσεων. Χρέη Γραμματέα της Επιτροπής εκτελεί ένας ή περισσότεροι υπάλληλοι της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή των Δικαστηρίων ή άλλης δημόσιας υπηρεσίας ή Ν.Π.Δ.Δ., οι οποίοι διατίθενται από την Υπηρεσία τους στην Επιτροπή Εξετάσεων μετά από σχετικό αίτημά της. Η Γραμματεία μεριμνά για όλα τα καθήκοντα που της αναθέτει η Επιτροπή Εξετάσεων.
Β. Τρόπος, κριτήρια, προϋποθέσεις και όροι εξετάσεων ενώπιον της Επιτροπής Εξετάσεων
1. Ο τόπος, ο χρόνος και ο τρόπος διεξαγωγής των εξετάσεων καθορίζονται με απόφαση της Επιτροπής Εξετάσεων, η οποία κοινοποιείται στους αδειοδοτημένους φορείς κατάρτισης και αναρτάται στην οικεία ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τουλάχιστον πριν από τριάντα (30) ημέρες.
2. Προϋπόθεση για τη συμμετοχή των υποψηφίων στις εξετάσεις είναι η υποβολή στην Επιτροπή Εξετάσεων αίτησης, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιητικό του φορέα κατάρτισης, στο οποίο βεβαιώνεται ότι οι υποψήφιοι διαμεσολαβητές έχουν λάβει τη βασική εκπαίδευση και κατάρτιση, κατά τα οριζόμενα στον νόμο.
Η Επιτροπή Εξετάσεων ορίζει τους τρόπους υποβολής της αίτησης καθώς και των συνοδευτικών εγγράφων. Σε κάθε περίπτωση η αίτηση συνοδεύεται από παράβολο εκατό (100) ευρώ υπέρ του Δημοσίου, το οποίο μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
3. Στις γραπτές εξετάσεις οι υποψήφιοι διαγωνίζονται σε εβδομήντα (70) ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής και δύο (2) ερωτήσεις με απαντήσεις σύντομης ανάπτυξης έως εκατό πενήντα (150) λέξεων η κάθε μία. Η βαθμολόγηση γίνεται σε κλίμακα των εκατό (100) μονάδων. Κάθε σωστή απάντηση στις ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής αντιστοιχεί σε μία μονάδα. Τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων ανακοινώνονται υποχρεωτικά εντός τριάντα ημερών από το πέρας τους.
4. Αν ένας από τους υποψήφιους δεν είναι παρών στην αίθουσα κατά την στιγμή της έναρξης εκφώνησης των θεμάτων αποκλείεται από τις εξετάσεις. Οι υποψήφιοι γράφουν σε ομοιόμορφο χαρτί, που τους χορηγείται από την Επιτροπή Εξετάσεων και φέρει τη μονογραφή ενός εκ των μελών της Επιτροπής. Το γραπτό δεν πρέπει να φέρει στο σώμα αυτού υπογραφή ή άλλο διακριτικό γνώρισμα πλην των ατομικών στοιχείων του υποψηφίου στο πάνω αριστερό μέρος της πρώτης σελίδας του γραπτού. Αφού γίνει η παραβολή με επίδειξη του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ή άλλου αποδεικτικού ταυτοπροσωπίας, οι ενδείξεις των ατομικών στοιχείων του καλύπτονται με αδιαφανή ταινία, η οποία αφαιρείται μόνο μετά την οριστικοποίηση της βαθμολογίας παρουσία όλων των μελών της Εξεταστικής Επιτροπής.
5. Μετά την ολοκλήρωση των γραπτών εξετάσεων κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους, οι επιτυχόντες σε αυτές υποψήφιοι καλούνται εντός πέντε εργασίμων ημερών σε προφορικές εξετάσεις ενώπιον της Επιτροπής Εξετάσεων προς διαπίστωση της επάρκειας των γνώσεων και δεξιοτήτων για διεξαγωγή διαμεσολάβησης. Οι προφορικές εξετάσεις συνίστανται στην εξέταση από τουλάχιστον δύο μέλη της Επιτροπής Εξετάσεων επί των τεχνικών της διαμεσολάβησης με χρησιμοποίηση ρόλων και προσομοιώσεων κατά τα συνήθη πρότυπα που εφαρμόζονται διεθνώς. Η επίδοση των υποψηφίων στις προφορικές εξετάσεις αξιολογείται με βάση συγκεκριμένα κριτήρια αξιολόγησης, τα οποία ορίζονται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης μετά την σύσταση και έναρξη λειτουργίας της. Επάρκεια συντρέχει, όταν ο υποψήφιος διαμεσολαβητής έχει ανταποκριθεί επιτυχώς σε περισσότερες από τις μισές απαι- τούμενες διαμεσολαβητικές ικανότητες και δεξιότητες βάσει των κριτηρίων αξιολόγησης και δεν έχει επιδείξει κάποια μορφή απαγορευμένης συμπεριφοράς σύμφωνα με την βαθμολόγηση των εξεταστών.
6. Επιτυχόντες είναι εκείνοι που έχουν λάβει μέσο όρο των δύο εξετάσεων, γραπτών και προφορικών, τουλάχιστον εβδομήντα τοις εκατό (70%), υπό την προϋπόθεση ότι σε καμία από τις δύο εξετάσεις δεν έχουν λάβει βαθμολογία κατώτερη του πενήντα τοις εκατό (50%). Οι προφορικές και οι γραπτές εξετάσεις ολοκληρώνονται σε μία περίοδο.
7. Η απόφαση της Επιτροπής Εξετάσεων γνωστοποιείται στην Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, η οποία διαπιστεύει τους οριστικούς επιτυχόντες.
8. Ο υποψήφιος διαμεσολαβητής που απέτυχε σε τρεις (3) εξεταστικές περιόδους, οφείλει να προσκομίσει νέο πιστοποιητικό εκπαίδευσης από φορέα κατάρτισης, προκειμένου να έχει εκ νέου δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις.
9. Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και εντός 15 ημερών, η Επιτροπή Εξετάσεων ορίζει ημερομηνία κατά την οποία οι αποτυχόντες υποψήφιοι δύναται να λάβουν γνώση των γραπτών τους και της προφορικής τους βαθμολογίας, χωρίς να έχουν δικαίωμα αναβαθμολόγησης. Μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας τα γραπτά και οι προφορικές βαθμολογίες καταστρέφονται.
10. Για την επίλυση οποιουδήποτε ζητήματος ανακύπτει σχετικά με την εφαρμογή ή ερμηνεία του παρόντος άρθρου αρμόδια είναι η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης.»

ΑΡΘΡΟ 16ο
Ενημέρωση κοινού - Μητρώο


Το άρθρο 203 του νόμου 4512/2018, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 203
1. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης σε συνεργασία με την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης παρέχει πληροφόρηση στο ευρύ κοινό σχετικά με τον θεσμό της διαμεσολάβησης και τον τρόπο πρόσβασης στις υπηρεσίες των διαμεσολαβητών.
2. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης καταρτίζει και τηρεί σε ηλεκτρονική μορφή τα παρακάτω Μητρώα Διαμεσολαβητών, τα οποία αναρτώνται στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης: α) Γενικό Μητρώο Διαμεσολαβητών, στο οποίο εγγράφονται οι διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές όλης της επικράτειας κατ' απόλυτη αλφαβητική σειρά και β) Ειδικό Μητρώο Διαμεσολαβητών, στο οποίο εγγράφονται οι διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές που εδρεύουν στην περιφέρεια κάθε Πρωτοδικείου της επικράτειας κατ' αύξοντα αριθμό μητρώου διαπίστευσης.
3. Σε κάθε διαπιστευμένο διαμεσολαβητή αποδίδεται ένας μοναδικός αριθμός μητρώου.
4. Το Μητρώο Διαμεσολαβητών περιέχει υποχρεωτικά και κατ' ελάχιστο τις ακόλουθες πληροφορίες του διαπιστευμένου διαμεσολαβητή: α) τα προσωπικά στοιχεία της ταυτότητας του, την ηλεκτρονική διεύθυνση και τα λοιπά στοιχεία επικοινωνίας του, τον αριθμό μητρώου του και τον ΚΑΔ, εφόσον έχει και ασκεί το επάγγελμα του διαμεσολαβητή, β) το είδος της βασικής επαγγελματικής του δραστηριότητας, τον τίτλο των βασικών σπουδών και τους τυχόν μεταπτυχιακούς τίτλους του, γ) τον Φορέα εκπαίδευσης διαμεσολαβητών το εκπαιδευτικό πρόγραμμα σπουδών του οποίου ολοκλήρωσε και τις ώρες διδασκαλίας του προγράμματος αυτού, δ) τυχόν μετεκπαιδεύσεις και άλλες επιστημονικές δραστηριότητες του, συναφείς με την διαμεσολάβηση.
5. Ο διαμεσολαβητής είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει άμεσα την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης για κάθε αλλαγή των κατά τα ανωτέρω στοιχείων του, η οποία ελέγχει αυτά και δύναται να καλεί τον διαμεσολαβητή σε διευκρινίσεις.
6. Διαμεσολαβητής, ο οποίος έχει διαπιστευθεί σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τηρώντας τις διατάξεις που προβλέπονται στο κράτος-μέλος ώστε νομίμως να ασκεί το επάγγελμα του διαμεσολαβητή, δύναται να εγγραφεί στο Μητρώο Διαμεσολαβητών που τηρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, ύστερα από αίτησή του. Η αίτηση θα συνοδεύεται από την προσκόμιση των ακόλουθων εγγράφων που πιστοποιούν αυτή του την ιδιότητα: α) Αποδεικτικό της ιθαγένειας του αιτούντος, β) αντίγραφο των βεβαιώσεων επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που παρέχει πρόσβαση στο επάγγελμα του διαμεσολαβητή στο άλλο κράτος-μέλος, γ) βεβαίωση τυχόν επαγγελματικής πείρας του αιτούντος, στην διαμεσολάβηση.
Η εγγραφή του ενδιαφερομένου, στο Μητρώο Διαμεσολαβητών θα πραγματοποιείται έπειτα από έλεγχο των ανωτέρω εγγράφων από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης και την έγκρισή της. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης εξετάζει τη νομιμότητα των εγγράφων που προσκόμισε ο ενδιαφερόμενος, κάνοντας, κατά την κρίση της, χρήση οποιουδήποτε πρόσφορου, προς τούτο, μέσου και τρόπου, και δύναται να καλέσει τον ενδιαφερόμενο να προσκομίσει πληροφορίες σχετικά με την εκπαίδευσή του, εφόσον κατά την κρίση της, απαιτούνται προκειμένου να εντοπιστεί εάν υφίστανται πιθανές ουσιαστικές διαφορές σε σχέση με την απαιτούμενη εθνική εκπαίδευση.
7. Με Υπουργική Απόφαση θα δύνανται να καθορίζονται επιπλέον λεπτομέρειες για την τήρηση των Μητρώων του παρόντος και των υπηρεσιών της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης.»

ΑΡΘΡΟ 17ο
Έναρξη ισχύος


Το άρθρο 206 του νόμου 4512/2018, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 του νόμου 4566/2018, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 206
Η ισχύς του παρόντος Κεφαλαίου Β' αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πλην του άρθρου 182 που τίθεται σε ισχύ την 30η Νοεμβρίου 2019 και καταλαμβάνει τα εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα στον πρώτο βαθμό, τα οποία κατατίθενται μετά την παρέλευση της ανωτέρω ημερομηνίας.»

ΑΡΘΡΟ 18ο

Όπου στα άρθρα 178-206 του νόμου 4512/2018 αναφέρεται η φράση «Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», αυτή αντικαθίσταται από την φράση «Υπουργός Δικαιοσύνης».

Όπου στα άρθρα 178-206 του νόμου 4512/2018 αναφέρεται η φράση «Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», αυτή αντικαθίσταται από την φράση «Υπουργείο Δικαιοσύνης».

ΔΔΘΕΚΑ Α 1129528 ΕΞ 2019 Τιμές συναλλάγματος για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων

$
0
0

Αθήνα, 23 Σεπτεμβρίου 2019
Αριθ. Πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Α 1129528 ΕΞ 2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΚ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α΄ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΔΑΣΜΟΛ. ΑΞΙΑΣ

Ταχ. Δ/νση : Κ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας : 101 84
Πληροφορίες : Μ.Λύτρα
Τηλέφωνο : 210-69.87.480
Fax : 210-69.87.506
E-Mail : m.lytra@aade.gr
Url : www.aade.gr

ΘΕΜΑ : Τιμές συναλλάγματος για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων

ΣΧΕΤ. : α. Άρθρο 53, παρ.1 στ. α του καν. (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρ.Κοιν. & του Συμβουλίου
β. Άρθρο 146, του καν. (ΕΕ) αριθ. 2015/2447 της Επιτροπής

Σε συνέχεια των ανωτέρω σχετικών, σας διαβιβάζουμε, συνημμένα, πίνακα με τις “Tιμές αναφοράς συναλλάγματος εξωτερικού έναντι Ευρώ” της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τις βεβαιωθείσες τιμές της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, προτελευταίας Τετάρτης μηνός Σεπτεμβρίου, που θα πρέπει να εφαρμόζονται για τον καθορισμό της δασμολογητέας και της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης και του Φ.Π.Α τον Οκτώβριο 2019.

Επομένως ο πίνακας των τιμών συναλλάγματος σύμφωνα με τις τελευταίες βεβαιωθείσες τιμές της ΕΚΤ για το μήνα Οκτώβριο , είναι ο επισυναπτόμενος.

Οι Προϊστάμενοι των Τελωνειακών Περιφερειών παρακαλούνται για την άμεση ενημέρωση των Τελωνείων δικαιοδοσίας τους.



H ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝH ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΔΙΚΗΜΕΝΑΚΗ






Ε.2175/2019 Κοινοποίηση της Α.1332/21-8-2019 Απόφασης Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. με αρ. (ΦΕΚ Β΄3433/2019- Α.Δ.Α.: 6ΒΕΨ46ΜΠ32-ΠΘΗ) “Τροποποίηση της αριθμ. Α.1218/3-6-2019 Απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. «Όροι και προϋποθέσεις που διέπουν τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του Ε.Φ.Κ., του Φ.Π.Α. και των λοιπών επιβαρύνσεων του φυσικού αερίου των περιπτώσεων ιζ΄ και ιη΄ της παραγράφου 1, του άρθρου 73, του ν.2960/2001, κατά την παράδοση αυτού προς κατανάλωση»”

$
0
0

Αθήνα, 30 / 09/ 2019
Αριθ. Πρωτ.: Ε.2175/30-9-2019

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ –ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΛΑΒΕΙ ΑΔΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΚ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Ε.Φ.Κ. ΚΑΙ Φ.Π.Α.
ΤΜΗΜΑ Α΄

Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας : 10184, Αθήνα
Πληροφορίες : Μ. Προγουλάκη
Τηλέφωνο : 210 6987419
Fax : 210 6987424
E-Mail : finexcis@2001.syzefxis.gov.gr
Url : www.aade.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

Ε 2175/2019

ΘΕΜΑ : Κοινοποίηση της Α.1332/21-8-2019 Απόφασης Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. με αρ. (ΦΕΚ Β΄3433/2019- Α.Δ.Α.: 6ΒΕΨ46ΜΠ32-ΠΘΗ) “Τροποποίηση της αριθμ. Α.1218/3-6-2019 Απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. «Όροι και προϋποθέσεις που διέπουν τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του Ε.Φ.Κ., του Φ.Π.Α. και των λοιπών επιβαρύνσεων του φυσικού αερίου των περιπτώσεων ιζ΄ και ιη΄ της παραγράφου 1, του άρθρου 73, του ν.2960/2001, κατά την παράδοση αυτού προς κατανάλωση»”


ΣΧΕΤ : Η με αριθμό Ε.2115/2019 εγκύκλιος διαταγή μας

Σε συνέχεια της ανωτέρω σχετικής εγκυκλίου διαταγής κοινοποιείται συνημμένα για ενημέρωση και εφαρμογή οι διατάξεις της εν θέματι Απόφασης, με την οποία τροποποιήθηκε η αριθμ. Α.1218/2019 Απόφαση Διοικητή Α.Α.Δ.Ε., προκειμένου για τη συμπερίληψη όλων των Διαχειριστών Συστημάτων φυσικού αερίου (είτε Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου-Ε.Σ.Φ.Α. είτε Ανεξάρτητου Συστήματος Φυσικού Αερίου-Α.Σ.Φ.Α.) που πραγματοποιούν μετρήσεις ποσοτήτων του εν λόγω προϊόντος, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του Ε.Φ.Κ., του Φ.Π.Α. και των λοιπών επιβαρύνσεων.

Με τις διατάξεις της κοινοποιούμενης Απόφασης συμπληρώθηκε ότι, στο πλαίσιο βεβαίωσης και είσπραξης Ε.Φ.Κ., του Φ.Π.Α. και των λοιπών επιβαρύνσεων του φυσικού αερίου, στην περίπτωση που υπόχρεος υποβολής της ΔΕΦΚ είναι ο Τελικός Πελάτης φυσικού αερίου του άρθρου 55, του ν.2960/2001, οι ποσότητες φυσικού αερίου -οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του Ε.Φ.Κ. ή για την διαμόρφωση της τιμολογιακή αξίας, επί της οποίας υπολογίζεται το ειδικό τέλος 5‰- προκύπτουν από μετρήσεις που πραγματοποιούν οι Διαχειριστές Συστημάτων Φυσικού Αερίου (είτε Ε.Σ.Φ.Α. είτε Α.Σ.Φ.Α.) ή οι Διαχειριστές Δικτύων Διανομής Φυσικού Αερίου.




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Ε.2176/2019 Οδηγίες για την διακίνηση εμπορευμάτων προς / από την Ελεύθερη Ζώνη - Εφαρμογή της αριθμ. ΔΔΘΕΚΑ Δ1144720 ΕΞ2018/27-9-18 Απόφασης Διοικητή της ΑΑΔΕ (ΦΕΚ 4513/Β/15-10- 18 - ΑΔΑ: ΩΠΨΨ46ΜΠ3Ζ-ΗΑ7) με θέμα «Ιδρυση και λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών»

$
0
0

Αθήνα, 25/9/2019
Αριθ. Πρωτ.:Ε.2176/25-9-2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ Ε.Φ.Κ.
1) ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ, ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ
ΤΜΗΜΑ Δ'
2) ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α', Β', Γ', Δ'
3) ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΟΡΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΚΑΙ ΦΠΑ
ΤΜΗΜΑΤΑ A', Ε'
4) ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ
ΤΜΗΜΑΤΑ Γ', Δ', Ε'

Ταχ. Δ/νση: Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 101 84 Αθήνα
Πληροφορίες: Ως παράρτημα
Fax: 210-6987506
E-Mail: ipr@otenet.gr
Url: www.aade.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

Ε 2176/2019

Θέμα: Οδηγίες για την διακίνηση εμπορευμάτων προς / από την Ελεύθερη Ζώνη - Εφαρμογή της αριθμ. ΔΔΘΕΚΑ Δ1144720 ΕΞ2018/27-9-18 Απόφασης Διοικητή της ΑΑΔΕ (ΦΕΚ 4513/Β/15-10- 18 - ΑΔΑ: ΩΠΨΨ46ΜΠ3Ζ-ΗΑ7) με θέμα «Ίδρυση και λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών»


Σχετ : α) Η αριθμ. ΔΔΘΕΚΑ Δ 1171879 ΕΞ 2018 Εγκύκλιος Διαταγή με την οποία κοινοποιείται η αρίθμ. ΔΔΘΕΚΑ Δ 1144720 ΕΞ 2018 Απόφαση Διοικητή της ΑΑΔΕ
β) Η αριθμ. Τ.10970/110/Γ0019/14-12-1993 ΑΥΟ, «Τρόπος λειτουργίας και ελέγχου των Ελευθέρων Ζωνών και Ελευθέρων Αποθηκών»
γ) Η αριθμ. Τ20/76/Γ0019/2-1-95 ΕΔΥΟ, «Κοινοποίηση των διατάξεων του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (Κ-2913/92 και 2454/93) καθώς και της αριθμ. 10970/93 ΑΥΟ και παροχή οδηγιών για τον τρόπο λειτουργίας των ελευθέρων ζωνών» 

ΜΕΡΟΣ Α'
ΓΕΝΙΚΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΟΡΙΣΜΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΖΩΝΗΣ - ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ-ΧΩΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΖΩΝΗΣ

1.1 Τι είναι η Ελεύθερη Ζώνη


Οι Ελεύθερες Ζώνες αποτελούν ειδικό καθεστώς το οποίο επιτρέπει την αποθήκευση στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης κατά κανόνα μη ενωσιακών εμπορευμάτων τα οποία κατά το διάστημα παραμονής τους, δεν υπόκεινται σε δασμοφορολογικές και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και μέτρα εμπορικής πολιτικής, εφόσον τα μέτρα αυτά δεν αφορούν απαγόρευση εισόδου ή εξόδου προς/από το εν λόγω τελωνειακό έδαφος. Επιπλέον, είναι δυνατή η υπαγωγή στο καθεστώς και ενωσιακών εμπορευμάτων με σκοπό την επιτήρησή τους, όταν αυτό προβλέπεται από την ενωσιακή νομοθεσία που διέπει συγκεκριμένους τομείς (π.χ. εμπορεύματα για τα οποία προβλέπεται επιστροφή κατά την εξαγωγή).
Τα ενωσιακά εμπορεύματα μπορούν να εισέρχονται, να αποθηκεύονται, να διακινούνται, να χρησιμοποιούνται, να μεταποιούνται ή να καταναλώνονται ενόσω βρίσκονται σε Ελεύθερη Ζώνη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα εμπορεύματα θεωρείται ότι δεν υπάγονται σε καθεστώς Ελεύθερης Ζώνης.
Οι Ελεύθερες Ζώνες αποτελούν περιφραγμένα τμήματα του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης, των οποίων η περίμετρος και τα σημεία εισόδου-εξόδου υπόκεινται σε τελωνειακή επιτήρηση.

1.2 Χαρακτηριστικά των Ελευθέρων Ζωνών

Τα κύρια χαρακτηριστικά των Ελευθέρων Ζωνών είναι τα εξής:
• Τα γεωγραφικά όρια και τα σημεία εισόδου-εξόδου καθορίζονται από το κράτος-μέλος.
• Τα πρόσωπα, εμπορεύματα και μεταφορικά μέσα που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ελεύθερη Ζώνη μπορούν να υποβάλλονται σε τελωνειακούς ελέγχους.
• Δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός για την αποθήκευση των εμπορευμάτων υπό καθεστώς Ελεύθερης Ζώνης.
• Για την είσοδο μη ενωσιακών εμπορευμάτων στην Ελεύθερη Ζώνη δεν απαιτείται η υποβολή τελωνειακής διασάφησης και η προσκόμισή τους στο τελωνείο, εκτός των περιπτώσεων που ορίζονται ρητά στον Ενωσιακό Τελωνειακό Κώδικα (άρθρο 245 Καν(ΕΕ)952/13).
• Η διαχείριση της Ελεύθερης Ζώνης ασκείται από τον Φορέα για τον οποίο εκδίδεται Απόφαση για τη σύστασή της κατόπιν σχετικής αιτήσεως, ή από τον Φορέα στον οποίο παραχωρήθηκε το δικαίωμα διαχείρισής της.
• Είναι δυνατή, κατόπιν έγκρισης, η άσκηση όλων των δραστηριοτήτων βιομηχανικής ή εμπορικής φύσης ή παροχής υπηρεσιών, εκτός εκείνων που απαγορεύονται ή περιορίζονται από τις τελωνειακές αρχές λόγω της φύσης των εμπορευμάτων ή για τη διασφάλιση της τελωνειακής επιτήρησης ή των απαιτήσεων ασφάλειας και προστασίας.
• Δεν απαιτείται η σύσταση εγγύησης για την ίδρυση Ελεύθερης Ζώνης ή την εγκατάσταση επιχείρησης εντός αυτής.
• Απαραίτητο στοιχείο για τη λειτουργία της Ελεύθερης Ζώνης είναι η τήρηση λογιστικής αποθήκης από τον φορέα διαχείρισης ή οποιαδήποτε άλλη εγκατεστημένη εντός της Ελεύθερης Ζώνης επιχείρηση.
• Τα εμπορεύματα που εισέρχονται στην Ελεύθερη Ζώνη μπορούν να τίθενται σε οποιοδήποτε τελωνειακό καθεστώς, να τυγχάνουν απαλλαγής από φόρους, να υποβάλλονται σε συνήθεις εργασίες, να καταστρέφονται ή να εγκαταλείπονται υπέρ του Δημοσίου, να αποστέλλονται σε άλλο σημείο εντός ή εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης ή να μεταφορτώνονται.
• Στην ελεύθερη ζώνη μπορούν να εισέλθουν και ενωσιακά εμπορεύματα χωρίς να υπάγονται στο ειδικό καθεστώς της Ελεύθερης Ζώνης.
Ως προς τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, κατ' εφαρμογή των ενωσιακών και εθνικών διατάξεων της νομοθεσίας ΦΠΑ και σχετικού κανονιστικού πλαισίου (ΠΟΛ.1026/2016 απόφαση ΓΓΔΕ), ισχύουν τα ακόλουθα:
• μη ενωσιακά εμπορεύματα τα οποία υπάγονται σε καθεστώς Ελεύθερης Ζώνης απαλλάσσονται από το φόρο προστιθέμενης αξίας,
• η παράδοση (πώληση) εγχώριων εμπορευμάτων που εισέρχονται σε χώρο Ελεύθερης Ζώνης απαλλάσσεται από το φόρο προστιθέμενης αξίας,
• οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εντός του χώρου της Ελεύθερης Ζώνης απαλλάσσονται από το φόρο προστιθέμενης αξίας.

1.3 Χώρος της Ελεύθερης Ζώνης

Οι Ελεύθερες Ζώνες δεδομένης της θέσης τους σε περιοχές αυξημένου οικονομικού ενδιαφέροντος, συμβάλλουν στην ανάπτυξη του διαμετακομιστικού εμπορίου καθώς παρέχονται διευκολύνσεις στους οικονομικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στους χώρους αυτούς. Παράλληλα με τα ειδικά χαρακτηριστικά που διαθέτουν, διασφαλίζεται η τελωνειακή επιτήρηση των εμπορευμάτων που αποθηκεύονται στους εν λόγω χώρους.
Για τη διασφάλιση της τελωνειακής επιτήρησης απαιτούνται:
- To ύψος και το είδος της περίφραξης τα οποία καθορίζονται στην απόφαση σύστασης της Ελεύθερης Ζώνης κατόπιν σχετικής εισήγησης του τελωνείου ελέγχου και επιφυλασσομένων των διατάξεων άλλων Δημόσιων Αρχών (π.χ. εφαρμογή στον κώδικα για την ασφάλεια πλοίων και λιμενικών εγκαταστάσεων (ISPS).
- Επαρκής φωτισμός και συστήματα παρακολούθησης επί εικοσιτετραώρου βάσεως τόσο στην περίφραξη όσο και στον περικλειόμενο χώρο.
- Τα σημεία εισόδου - εξόδου να διαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε με τις κατάλληλες διαδικασίες και συστήματα ελέγχου που εγκρίνονται από το τελωνείο ελέγχου, να διασφαλίζεται η συνεχής τελωνειακή επιτήρηση.
Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη ότι:
- τα εμπορεύματα στην Ελεύθερη Ζώνη εισέρχονται σε χώρο που έχει εγκριθεί από το τελωνείο,
- οι φορείς που διαχειρίζονται τα εν λόγω φορτία είναι αξιόπιστοι εταίροι επειδή πληρούν τα κριτήρια ΑΕΟ,
- οι χώροι στους οποίους εναποτίθενται τα εμπορεύματα πληρούν αυξημένες προδιαγραφές ασφαλείας,
- τα συστήματα παρακολούθησης που έχουν εγκατασταθεί στην Ελεύθερη Ζώνη διασφαλίζουν την στενή παρακολούθηση των εν λόγω φορτίων και τη μη δυνατότητα διαφυγής τους,
- τα εμπορεύματα δύνανται ανά πάσα στιγμή να τεθούν στη διάθεση του τελωνείου για διενέργεια ελέγχου,
- το τελωνείο ελέγχου έχει άμεση πρόσβαση στους χώρους αυτούς και έχει τη δυνατότητα άμεσης παρακολούθησης των εμπορευμάτων,
- με την υλοποίηση των προβλεπόμενων μηχανογραφικών υποχρεώσεων του φορέα διαχείρισης και των εγκατεστημένων επιχειρήσεων αναφορικά με την λογιστική αποθήκης καθώς επίσης και με τα σημεία εισόδου/εξόδου των πυλών της Ελεύθερης Ζώνης, το τελωνείο ελέγχου, σε πραγματικό χρόνο, έχει διαθέσιμα στοιχεία που το διευκολύνουν να παρακολουθεί τη συνολική ροή των εμπορευμάτων που εισέρχονται και εξέρχονται προς/από την Ελεύθερη Ζώνη, να συσχετίζει πληροφορίες εισόδου /εξόδου εμπορευμάτων, να ταυτοποιεί εμπορεύματα και να μπορεί να κάνει διασταύρωση στοιχείων,
ο χώρος της Ελεύθερης Ζώνης αποτελεί κατεξοχήν τελωνειακά επιτηρούμενο χώρο. Για την αποτελεσματική τελωνειακή επιτήρηση απαιτείται και η στενή συνεργασία και αρωγή του φορέα διαχείρισης της Ελεύθερης Ζώνης στο έργο του τελωνείου ελέγχου παρέχοντας συνδρομή τόσο σε χώρους, μέσα διευκόλυνσης όσο και σε προσωπικό.
Εφόσον διασφαλίζεται η τελωνειακή επιτήρηση κατά τα ανωτέρω και στις περιπτώσεις που δεν απαιτείται η τήρηση τελωνειακών διατυπώσεων στα σημεία εισόδου-εξόδου της Ελεύθερης Ζώνης (πχ έμμεση είσοδος ενωσιακών εμπορευμάτων τα οποία εισέρχονται με φορτωτικά έγγραφα/τιμολόγια χωρίς τελωνειακό παραστατικό, έξοδος εμπορευμάτων για τα οποία έχουν ήδη τηρηθεί τελωνειακές διατυπώσεις και έχουν απελευθερωθεί, είσοδος κενών εμπορευματοκιβωτίων με σκοπό την πλήρωσή τους με εμπόρευμα και την έξοδό τους από την Ελεύθερη Ζώνη κλπ), το τελωνείο ελέγχου μπορεί, ανάλογα με το διαθέσιμο προσωπικό και τις παρουσιαζόμενες ανάγκες, να αποφασίσει σε συνεργασία με τον φορέα διαχείρισης ή την εγκατεστημένη επιχείρηση στην οποία έχει παραχωρηθεί από τον φορέα η αποκλειστική διαχείριση των σημείων εισόδου- εξόδου, την τοποθέτηση υπαλλήλων του φορέα ή της εγκατεστημένης επιχείρησης στα εν λόγω σημεία. Επιπλέον, καθιερώνεται η μη τοποθέτηση υπαλλήλων σε θύρες για τις οποίες δεν υφίσταται διαρκής ροή εμπορευμάτων. Οι ως άνω θύρες καθορίζονται εγγράφως από το τελωνείο ελέγχου το οποίο έχει άμεση πρόσβαση στο σύστημα επιτήρησης που έχει τοποθετηθεί στις εν λόγω θύρες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΝΟΜΙΚΟ - ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

2.1 Νομικό πλαίσιο


Το νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών συνοψίζεται ως ακολούθως:
Σε Ενωσιακό επίπεδο:
Ενωσιακός Τελωνειακός Κώδικας (Καν(ΕΕ) 952/13):
• Το άρθρο 158 με το οποίο θεσπίζεται μεταξύ άλλων ότι για τα εμπορεύματα που πρόκειται να υπαχθούν στο καθεστώς Ελεύθερης Ζώνης δεν απαιτείται η υποβολή τελωνειακής διασάφησης.
• Τα άρθρα 210-225 με τα οποία προβλέπονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
- H Ελεύθερη Ζώνη αποτελεί πλέον ειδικό καθεστώς αποθήκευσης.
- Δεν απαιτείται άδεια για την υπαγωγή των εμπορευμάτων στο ως άνω καθεστώς.
- Καθίσταται υποχρεωτική η τήρηση λογιστικής αποθήκης.
- Οι τρόποι εκκαθάρισης των ειδικών καθεστώτων.
- Η διακίνηση εμπορευμάτων που έχουν υπαχθεί σε ειδικό καθεστώς, μεταξύ διαφορετικών σημείων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.
- Η διενέργεια συνήθων εργασιών.
• Τα άρθρα 237-239, με τα οποία θεσπίζονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
- Τα μη ενωσιακά εμπορεύματα αποθηκεύονται στην Ελεύθερη Ζώνη χωρίς να υπόκεινται σε δασμούς, λοιπές επιβαρύνσεις και μέτρα εμπορικής πολιτικής.
- Η διάρκεια αποθήκευσης είναι απεριόριστη.
• Τα άρθρα 243-249 σύμφωνα με τα οποία μεταξύ άλλων:
- Θεσπίζονται οι Ελεύθερες Ζώνες ως τμήματα του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης τα οποία διαχωρίζονται από το υπόλοιπο τελωνειακό έδαφος με περίφραξη, και υπόκεινται σε τελωνειακή επιτήρηση.
- Απαιτείται έγκριση της τελωνειακής αρχής για κάθε κατασκευή κτιρίου εντός της Ελεύθερης Ζώνης.
- Επιτρέπεται η άσκηση δραστηριοτήτων βιομηχανικής ή εμπορικής φύσης ή παροχής υπηρεσιών αφού γνωστοποιηθεί στην τελωνειακή αρχή.
- Ενωσιακά εμπορεύματα μπορούν να εισέρχονται, αποθηκεύονται, διακινούνται, χρησιμοποιούνται, μεταποιούνται ή να καταναλώνονται μέσα στην Ελεύθερη Ζώνη. Τα ως άνω εμπορεύματα δεν υπάγονται στο ειδικό καθεστώς της Ελεύθερης Ζώνης.
- Τα εμπορεύματα σε Ελεύθερη Ζώνη μπορούν να εξάγονται, επανεξάγονται ή να μεταφέρονται σε άλλο τμήμα του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης.
- Τα μη ενωσιακά εμπορεύματα μπορούν ενώ παραμένουν σε Ελεύθερη Ζώνη να υπαχθούν στο καθεστώς της ελεύθερης κυκλοφορίας, ή σε οποιοδήποτε άλλο ειδικό καθεστώς (Τελειοποίηση προς Επανεξαγωγή, Ειδικός Προορισμός, Προσωρινή Εισαγωγή), με τους όρους που ισχύουν για τα ως άνω καθεστώτα.
Κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμός (ΕΕ) 2446/15:
• Το άρθρο 178 με το οποίο προβλέπονται οι πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις λογιστικές καταχωρήσεις.
• Το άρθρο 180 με το οποίο θεσπίζεται κατάλογος συνήθων εργασιών.
Σε εθνικό επίπεδο:
• Το άρθρο 39 του ν.2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (ΦΕΚ 265/Α/2001), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, σύμφωνα με το οποίο καθορίζονται οι Ελεύθερες Ζώνες, η διαδικασία σύστασής τους καθώς επίσης και οι δυνατότητες επιλογής τελωνειακών καθεστώτων για τα μη ενωσιακά εμπορεύματα που βρίσκονται σε αυτές.

2.2 Κανονιστικό πλαίσιο

Η αριθμ. ΔΔΘΕΚΑ Δ 1144720 ΕΞ 2018 Απόφαση Διοικητή της ΑΑΔΕ με θέμα «Ίδρυση και λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών» με την οποία,
• καθιερώνονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι επιμέρους διαδικασίες αναφορικά με:
- Τη σύσταση της Ελεύθερης Ζώνης (άρθρο 4).
- Τον καθορισμό των αρμόδιων τελωνειακών αρχών (άρθρο 3).
- Την εγκατάσταση επιχείρησης εντός της Ελεύθερης Ζώνης για την άσκηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας (άρθρα 6,7).
- Τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων και των υποχρεώσεων των εμπλεκόμενων προσώπων (άρθρα 8,9).
- Τη διαδικασία εισόδου/εξόδου προς/από την Ελεύθερη Ζώνη (άρθρα 10-13).
- Τη λειτουργία της Ελεύθερης Ζώνης (άρθρα 5, 14).
- Την εκκαθάριση του ειδικού καθεστώτος της Ελεύθερης Ζώνης (άρθρο 15).
- Τον έλεγχο εντός της Ελεύθερης Ζώνης (άρθρο 16).
- Την επιβολή κυρώσεων (άρθρο 18).
- Τις μεταβατικές διατάξεις ( άρθρο 17).
• εκσυγχρονίζεται το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τη σύσταση και λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών, με σκοπό:
- την εναρμόνιση του καθεστώτος των Ελευθέρων Ζωνών με την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία,
- την καθιέρωση μιας πιο ευέλικτης διαδικασίας χορήγησης έγκρισης λειτουργίας μιας επιχείρησης εντός Ελεύθερης Ζώνης,
- τη θέσπιση κριτηρίων ΑΕΟ σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία για την αξιολόγηση των προσώπων που αιτούνται είτε την άσκηση της συνολικής διαχείρισης της Ελεύθερης Ζώνης είτε την έγκριση εγκατάστασης επιχείρησης εντός αυτής,
- την καθιέρωση ηλεκτρονικού περιβάλλοντος για τις τελωνειακές διαδικασίες που τηρούνται στις Ελεύθερες Ζώνες προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ενός συνεχώς εξελισσόμενου περιβάλλοντος εμπορευματικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένης της τήρησης λογιστικής αποθήκης,
- την καθιέρωση ενός σύγχρονου πλαισίου ελέγχων που διέπει τη σύσταση και λειτουργία μιας Ελεύθερης Ζώνης.
Με την ανωτέρω Απόφαση καταργείται η αριθμ. Τ.10970/110/Γ0019/14-12-93 ΑΥΟ (β'σχετική).

2.3 Νομικό και κανονιστικό πλαίσιο ως προς το φόρο προστιθέμενης αξίας

1. Νομικό πλαίσιο:

Άρθρο 25 Κώδικα ΦΠΑ (ν.2859/2000, όπως ισχύει)

2. Κανονιστικό πλαίσιο:

ΠΟΛ.1026/2016 Απόφαση ΓΓΔΕ «Θέση μη κοινοτικών και εγχώριων εμπορευμάτων σε Ελεύθερη Ζώνη: α. Διαδικασία απαλλαγής από το φόρο προστιθεμένης αξίας κατά τη θέση εμπορευμάτων σε Ελεύθερη Ζώνη, β. Διαδικασία καταβολής του φόρου προστιθεμένης αξίας κατά την έξοδο των εμπορευμάτων από την Ελεύθερη Ζώνη και την ανάλωσή τους στο εσωτερικό της χώρας» (ΦΕΚ 577/Β/2016), (οδηγίες εφαρμογής έχουν δοθεί με την ΠΟΛ.1043/2016 ΕΔΥΟ).

2.4. Μεταβατικές διατάξεις της ΔΔΘΕΚΑ Δ 1144720 ΕΞ 2018 Απόφασης Διοικητή της ΑΑΔΕ

Επισημαίνεται ότι ορισμένες διατάξεις της Απόφασης για την ίδρυση και λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών, τίθενται σε εφαρμογή από 1η Ιανουαρίου 2021. Ειδικότερα:

Α) Ως προς τις εκδοθείσες αποφάσεις
Οι εκδοθείσες αποφάσεις για την ίδρυση και λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών όσο και για την έγκριση τήρησης λογιστικής αποθήκης ισχύουν μέχρι την ανάκλησή τους και την έκδοση νέων αποφάσεων με τους όρους και τις προϋποθέσεις της νέας εν ισχύ Απόφασης. Η ανάκληση των ως άνω αποφάσεων πραγματοποιείται από τις αρμόδιες Τελωνειακές Περιφέρειες κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 της Απόφασης.
Σε κάθε περίπτωση οι προγενέστερες σχετικές αποφάσεις που δεν πληρούν τους όρους και προϋποθέσεις της νέας Απόφασης, ισχύουν το αργότερο μέχρι 31.12.2020, ημερομηνία κατά την οποία θα πρέπει να έχουν ανακληθεί.
Επισημαίνεται ότι η επανεξέταση των υφισταμένων αποφάσεων ίδρυσης και λειτουργίας των Ελευθέρων Ζωνών όσο και της τήρησης λογιστικής αποθήκης αφορά αποκλειστικά στην εξέταση των προβλεπόμενων κριτηρίων ΑΕΟ για σκοπούς ασφάλειας και προστασίας. Ως εκ τούτου:
1) Οι φορείς διαχείρισης των υφιστάμενων Ελευθέρων Ζωνών υποβάλλουν εγκαίρως στην αρμόδια Τελωνειακή Περιφέρεια αίτηση για έκδοση άδειας ΑΕΟS. Με την ολοκλήρωση της εξέτασης των κριτηρίων από την Τελωνειακή Περιφέρεια και εφόσον προκύψει θετική αξιολόγηση, εκδίδεται η άδεια ΑΕΟS και η απόφαση έγκρισης τήρησης λογιστικής αποθήκης. Εν συνεχεία, εκδίδεται από τον Διοικητή Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, απόφαση για την ίδρυση και λειτουργία της Ελεύθερης Ζώνης. Σε περίπτωση που ο φορέας διαχείρισης δεν πληροί τα κριτήρια του ΑΕΟS, εκδίδεται απόφαση ανάκλησης της εκδοθείσας απόφασης για την ίδρυση και λειτουργία της συγκεκριμένης Ελεύθερης Ζώνης.
Εξυπακούεται ότι δεν απαιτείται επανυποβολή του σχετικού φακέλου με συνημμένη τη μελέτη σκοπιμότητας και τα λοιπά δικαιολογητικά ούτε και η σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων κατά περίπτωση Υπουργείων δεδομένου ότι οι λοιποί όροι και προϋποθέσεις σύστασης της Ελεύθερης Ζώνης έχουν ήδη αξιολογηθεί και εγκριθεί.
2) Σε περίπτωση που οι φορείς διαχείρισης ή οι εγκατεστημένες επιχειρήσεις είναι ήδη κάτοχοι αδείας ΑΕΟ5, δεν απαιτείται η εκ νέου υποβολή αίτησης έκδοσης άδειας ΑΕΟ5 ή έγκρισης τήρησης λογιστικής αποθήκης αντίστοιχα. Κρίνεται όμως ιδιαίτερα σημαντική η παρακολούθηση από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές, των προϋποθέσεων και κριτηρίων που πρέπει να πληρούνται από τους φορείς διαχείρισης ή τις εγκατεστημένες επιχειρήσεις κατά περίπτωση και ιδιαίτερα του κριτηρίου ιστορικού συμμόρφωσης ως προς τις τελωνειακές και φορολογικές παραβάσεις, κατ' εφαρμογή του άρθρου 23 παρ.5 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα (Καν.(ΕΕ)952/13).
Στις ως άνω περιπτώσεις, εκδίδεται από τον Διοικητή Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων απόφαση για την ίδρυση και λειτουργία της Ελεύθερης Ζώνης καθώς και από την αρμόδια Τελωνειακή Περιφέρεια απόφαση έγκρισης τήρησης λογιστικής αποθήκης με τις οποίες επιβεβαιώνεται η τήρηση των όρων και προϋποθέσεων της νέας εν ισχύ Απόφασης.
3) Οι εγκατεστημένες επιχειρήσεις υποβάλλουν αίτηση με τα συνημμένα δικαιολογητικά κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 της Απόφασης, στην αρμόδια Τελωνειακή Περιφέρεια. Με την ολοκλήρωση εξέτασης των κριτηρίων, και εφόσον προκύψει θετική αξιολόγηση, χορηγείται εκ νέου έγκριση τήρησης λογιστικής αποθήκης με τους όρους και προϋποθέσεις της νέας Απόφασης. Σε περίπτωση που η εγκατεστημένη επιχείρηση δεν πληροί τα κριτήρια του ΑΕΟ5, εκδίδεται απόφαση ανάκλησης της εκδοθείσας έγκρισης για την τήρηση λογιστικής αποθήκης.

Β) Ως προς τα μηχανογραφικά συστήματα
1) Οι φορείς διαχείρισης και οι εγκατεστημένες επιχειρήσεις των υφιστάμενων Ελευθέρων Ζωνών προβαίνουν στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου το τελωνείο ελέγχου το αργότερο έως 31.12.2020 να αποκτήσει πρόσβαση στις λογιστικές καταχωρήσεις κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παρ.1 της Απόφασης. Μέχρι την υλοποίηση των εν λόγω ενεργειών ο φορέας διαχείρισης ή η εγκατεστημένη επιχείρηση κατά περίπτωση, προσκομίζει έως την πέμπτη (5η) εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα, την κίνηση λογιστικής αποθήκης του προηγούμενου μήνα είτε σε κινητά φύλλα είτε σε μαγνητικά μέσα που έχουν αριθμηθεί και θεωρηθεί εκ των προτέρων από το τελωνείο ελέγχου.
Το τελωνείο ελέγχου παρακολουθεί την υλοποίηση της ως άνω υποχρέωσης και ενημερώνει σχετικά το αρμόδιο τμήμα Ειδικών Καθεστώτων της Δ/νσης Δασμολογικών Θεμάτων, Ειδικών Καθεστώτων και Απαλλαγών.
2) Οι φορείς διαχείρισης των υφιστάμενων Ελευθέρων Ζωνών οι οποίοι τηρούν χειρόγραφα βιβλία πυλών εισόδου - εξόδου οφείλουν να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες τήρησης σε ηλεκτρονική μορφή το αργότερο μέχρι 31.12.2020.
3) Οι φορείς διαχείρισης και οι εγκατεστημένες επιχειρήσεις στις οποίες έχει παραχωρηθεί η αποκλειστική διαχείριση των σημείων εισόδου-εξόδου, οφείλουν να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες με τη συνεργασία των τελωνείων ελέγχου για την παροχή πρόσβασης και διαχείρισης δεδομένων εισόδου-εξόδου των φορτίων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παρ.3 σημείο (θ), η υλοποίηση της οποίας πρέπει να ολοκληρωθεί το αργότερο μέχρι 31.12.2020. Το τελωνείο ελέγχου παρακολουθεί την υλοποίηση της ως άνω υποχρέωσης και ενημερώνει σχετικά το αρμόδιο τμήμα Ειδικών Καθεστώτων της Δ/νσης Δασμολογικών Θεμάτων, Ειδικών Καθεστώτων και Απαλλαγών. Μέχρι την υλοποίηση των ως άνω ενεργειών, το τελωνείο ελέγχου εξακολουθεί να τηρεί το χειρόγραφο Βιβλίο εισόδου-εξόδου στις πύλες της Ελεύθερης Ζώνης.

ΜΕΡΟΣ Β'
ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΖΩΝΗΣ-ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΝΤΟΣ ΑΥΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

1.1 Τελωνειακές Περιφέρειες


Οι Τελωνειακές Περιφέρειες Αττικής, Θεσσαλονίκης και Αχαΐας είναι αρμόδιες για:
- τη χορήγηση έγκρισης τήρησης λογιστικής αποθήκης του φορέα διαχείρισης και των εγκατεστημένων επιχειρήσεων,
- τη χορήγηση έγκρισης για κάθε κατασκευή ή μετατροπή κτιρίου εντός της Ελεύθερης Ζώνης,
- την εξέταση των κριτηρίων (α), (β), (γ) και (ε) του άρθρου 39 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα για τα πρόσωπα που αιτούνται τη σύσταση Ελεύθερης Ζώνης ή την εγκατάσταση επιχείρησης εντός αυτής,
- την παρακολούθηση της τήρησης των ως άνω κριτηρίων,
- την επιβολή τυχόν απαγορεύσεων ή περιορισμών των δραστηριοτήτων βιομηχανικής ή εμπορικής φύσης ή παροχής υπηρεσιών, όταν:
α) η φύση των σχετικών εμπορευμάτων το επιτάσσει ή
β) είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της τελωνειακής επιτήρησης ή
γ) απαιτείται για λόγους ασφάλειας και προστασίας ή
δ) τα εμπλεκόμενα πρόσωπα δεν παρέχουν τα απαραίτητα εχέγγυα για την τήρηση των τελωνειακών διατάξεων.
Τέλος, επισημαίνεται ότι, επικουρώντας τον αναβαθμισμένο ρόλο των Τελωνειακών Περιφερειών, οι εκδοθείσες εγκρίσεις τήρησης λογιστικής αποθήκης θα αποστέλλονται σε ποσοστό 10% ετησίως, στο Τμήμα Ειδικών Καθεστώτων της Δ/νσης Δασμολογικών Θεμάτων, Ειδικών Καθεστώτων και Απαλλαγών, για σκοπούς ενημέρωσης και παρακολούθησης της ροής της διαδικασίας έκδοσής τους.

1.2 Τελωνείο ελέγχου

Ως τελωνείο ελέγχου της Ελεύθερης Ζώνης, ορίζεται το τελωνείο στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η Ελεύθερη Ζώνη, εποπτεύει τη λειτουργία της και σε συνεργασία με τον φορέα διαχείρισης προβαίνει στη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων για τη διασφάλιση της τελωνειακής επιτήρησης και την αποτελεσματική διεξαγωγή ελέγχων.
Ειδικότερα, το τελωνείο ελέγχου είναι αρμόδιο :
- για τη διεξαγωγή αυτοψίας του χώρου κατά το στάδιο σύστασης της Ελεύθερης Ζώνης ή τροποποίησης των ορίων ή των σημείων εισόδου -εξόδου αυτής ώστε να διαπιστώνεται η επάρκεια της περίφραξης και των λοιπών μέσων ελέγχου. Στην περίπτωση που αυτό απαιτηθεί, το τελωνείο, προβαίνει σε υποδείξεις προς τον φορέα διαχείρισης προκειμένου να ληφθούν ενδεδειγμένα μέτρα για την επάρκεια των ως άνω χώρων και των μέσων ελέγχου,
- για τη διενέργεια αυτοψίας κατά το στάδιο εξέτασης των όρων και προϋποθέσεων προκειμένου να χορηγηθεί έγκριση τήρησης λογιστικής αποθήκης στην επιχείρηση που επιθυμεί να δραστηριοποιηθεί στην Ελεύθερη Ζώνη,
- για την πραγματοποίηση των απαιτούμενων φυσικών ελέγχων και ελέγχων της τηρούμενης λογιστικής αποθήκης τόσο του φορέα διαχείρισης όσο και των εγκατεστημένων επιχειρήσεων,
- για την πιστοποίηση του τελωνειακού χαρακτήρα των εμπορευμάτων που έχουν εισέλθει άμεσα ή έμμεσα στην Ελεύθερη Ζώνη, όπου αυτό απαιτείται,
- για τη διεξαγωγή των απαιτούμενων ελέγχων για τις Βεβαιώσεις Τελωνειακού Χαρακτήρα που έχουν υποβληθεί από τον φορέα διαχείρισης ή την εγκατεστημένη επιχείρηση για τα εμπορεύματα που έχουν εισέλθει έμμεσα με σκοπό την έξοδο από την Ελεύθερη Ζώνη και την παράδοσή τους προς κατανάλωση στο εσωτερικό της χώρας,
- για τη διενέργεια τελωνειακών ελέγχων στα πρόσωπα, εμπορεύματα και μεταφορικά μέσα που εισέρχονται στην Ελεύθερη Ζώνη ή εξέρχονται από αυτήν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΦΟΡΕΩΝ -ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΖΩΝΗΣ - ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΑΥΤΗΣ

2.1 Αξιολόγηση των προσώπων που δραστηριοποιούνται στην Ελεύθερη Ζώνη


Στην Απόφαση καθορίζονται συγκεκριμένα κριτήρια που πρέπει να πληρούν τόσο τα πρόσωπα τα οποία αιτούνται τη σύσταση της Ελεύθερης Ζώνης όσο και την εγκατάσταση επιχείρησης εντός αυτής. Ειδικότερα, πρέπει να πληρούνται τα κριτήρια α, β, γ και ε του άρθρου 39 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα, δηλαδή τα κριτήρια που απαιτούνται για την έκδοση άδειας Εγκεκριμένου Οικονομικού Φορέα (ΑΕΟ) ως προς την ασφάλεια και προστασία (ΑΕΟS) τα οποία είναι τα ακόλουθα:
- Ιστορικό συμμόρφωσης
Κατά τον έλεγχο του εν λόγω κριτηρίου εξετάζονται οι τελωνειακές και φορολογικές παραβάσεις που τυχόν έχουν διαπραχθεί κατά τα τρία έτη πριν την υποβολή της αίτησης συμπεριλαμβανομένης και της απουσίας ιστορικού σοβαρών ποινικών αδικημάτων συνδεόμενα με την οικονομική δραστηριότητα του αιτούντος.
- Επίδειξη από τον αιτούντα υψηλού επιπέδου ελέγχου των δραστηριοτήτων του και της ροής των εμπορευμάτων μέσω ενός συστήματος διαχείρισης εμπορικών και, κατά περίπτωση, μεταφορικών καταχωρίσεων, το οποίο να επιτρέπει τη διεξαγωγή κατάλληλων τελωνειακών ελέγχων
Όσον αφορά στον έλεγχο των συγκεκριμένων απαιτήσεων, οι τελωνειακές αρχές πρέπει να λαμβάνουν πάντοτε υπόψη τον ειδικό χαρακτήρα / επιχειρηματική δραστηριότητα και το μέγεθος του φορέα.
- Οικονομική φερεγγυότητα
Εξετάζεται κατά πόσο ο οικονομικός φορέας μπορεί να αποδείξει ότι διαθέτει ικανοποιητική οικονομική κατάσταση που του επιτρέπει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, λαμβανομένων υπόψη δεόντως των χαρακτηριστικών του είδους της δραστηριότητάς του.
- Μέτρα για την ασφάλεια και την προστασία της διεθνούς εφοδιαστικής αλυσίδας
Τα μέτρα αυτά αφορούν μεταξύ άλλων τους τομείς της υλικής ακεραιότητας και των ελέγχων πρόσβασης, των υλικοτεχνικών διαδικασιών και της διαχείρισης συγκεκριμένων ειδών εμπορευμάτων, του προσωπικού και της ταυτοποίησης των επιχειρηματικών εταίρων του. Η εξέταση του κριτηρίου πρέπει πάντα να περιλαμβάνει φυσικούς ελέγχους στις εγκαταστάσεις του αιτούντα.
Οι Τελωνειακές Περιφέρειες είναι αρμόδιες για τον έλεγχο και την αξιολόγηση των προϋποθέσεων και κριτηρίων σε συνεργασία όπου απαιτείται με τα εμπλεκόμενα τελωνεία και άλλες Αρχές, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις αριθμ. ΔΤΔ Γ1068454 ΕΞ 2016/28.4.2016 ΕΔΥΟ (ΑΔΑ: 7ΧΟΞΗ-ΔΨ8), ΔΤΔ Γ 1117691 ΕΞ 2016/4-8-2016 ΔΥΟ με την οποία κοινοποιήθηκαν οι Κατευθυντήριες Οδηγίες ΑΕΟ και ΔΤΔ Γ 138851 ΕΞ 2017ΕΜΠ/27-07-2017 ΕΔΥΟ.

2.2 Διαδικασία έκδοσης απόφασης σύστασης και λειτουργίας Ελεύθερης Ζώνης

Απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση Απόφασης έναρξης λειτουργίας της Ελεύθερης Ζώνης αποτελεί η εκ των προτέρων έκδοση Άδειας Εγκεκριμένου Οικονομικού Φορέα (ΑΕΟ) ως προς την ασφάλεια και προστασία (AEOS) του αιτούντα.
Οδηγίες ως προς την υποβολή αίτησης, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και τη διαδικασία αξιολόγησης των κριτηρίων για την έκδοση Άδειας ΑΕΟ παρέχονται με την αριθμ. πρωτ. 5015967/1938/Α0019/23-4-2009 ΕΔΥΟΟ και με την αριθμ. πρωτ. ΔΤΔ Γ1068454 ΕΞ 2016/28.4.2016 EΔΥΟ (ΑΔΑ:7ΧΟΞΗ-ΔΨ8). Ειδικότερα επισημαίνεται ότι για τη διαδικασία σύστασης Ελεύθερης Ζώνης, προβλέπεται:
α) η υποβολή αίτησης στη Γενική Δ/νση Τελωνείων & ΕΦΚ στην οποία προσδιορίζεται με ακρίβεια ο χώρος που ζητείται να αναγνωριστεί ως Ελεύθερη Ζώνη, με συνημμένη μελέτη σκοπιμότητας από την οποία πρέπει να προκύπτουν:
i. Η υπάρχουσα ή η προβλεπόμενη διακίνηση μη ενωσιακών εμπορευμάτων μέσω της προτεινόμενης Ελεύθερης Ζώνης.
ii. Η προσδοκώμενη συμβολή της Ελεύθερης Ζώνης στην αύξηση της εμπορευματικής διακίνησης μη ενωσιακών εμπορευμάτων σε συνδυασμό με τα γενικότερα αναμενόμενα οικονομικά οφέλη από τη λειτουργία της.
iii. Τα παρεχόμενα για τη σωστή διοίκηση και εκμετάλλευση της Ελεύθερης Ζώνης εχέγγυα όπως και εκείνα για τη σωστή διαχείριση των εμπορευμάτων.
Επιπλέον της μελέτης σκοπιμότητας, στην ως άνω αίτηση περιλαμβάνονται:
i. Οι οικονομικές καταστάσεις του αιτούντα για τα τρία προηγούμενα έτη ή εφόσον δεν έχουν παρέλθει τρία έτη από την έναρξη της δραστηριότητάς του , τα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία για το χρονικό διάστημα που προηγείται της αίτησης
ii. Δήλωση των στοιχείων των ακόλουθων προσώπων:
α) Του προσώπου που αιτείται
β) Του προσώπου που διοικεί εκείνον που αιτείται ή ελέγχει τη διοίκησή του
γ) Του υπαλλήλου που είναι υπεύθυνος για τα τελωνειακά θέματα του αιτούντος
iii. Τοπογραφικό διάγραμμα του προτεινόμενου χώρου
β) η προηγούμενη γνώμη του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων και, εάν απαιτείται λόγω των ειδικότερων χαρακτηριστικών της προτεινόμενης ελεύθερης ζώνης, άλλου αρμόδιου Υπουργείου.
Εν συνεχεία η ως άνω αίτηση διαβιβάζεται
α) στην αρμόδια Τελωνειακή Περιφέρεια για την αξιολόγηση των ακόλουθων κριτηρίων:
- ιστορικό συμμόρφωσης ως προς την τελωνειακή και φορολογική νομοθεσία,
- οικονομική φερεγγυότητα, και
β) στο αρμόδιο τελωνείο ελέγχου προκειμένου να προβεί σε αυτοψία του χώρου. Ακολούθως, ο αιτών υποβάλλει αναλυτικό χρονοδιάγραμμα ενεργειών για τη διαμόρφωση του χώρου και των εσωτερικών διαδικασιών του προκειμένου η Ελεύθερη Ζώνη να καταστεί κατάλληλη και λειτουργική, με χρονικό διάστημα υλοποίησης τρία (3) έτη με δυνατότητα παράτασης για δεόντως αιτιολογημένους λόγους. Κατόπιν των ανωτέρω, εκδίδεται από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων Απόφαση για τη σύσταση της Ελεύθερης Ζώνης όπου ορίζεται ο αιτών ως φορέας διαχείρισης και καθορίζονται τα χαρακτηριστικά της περίφραξης, τα όρια και τα σημεία εισόδου-εξόδου της Ελεύθερης Ζώνης. Με την ολοκλήρωση των ενεργειών του υποβληθέντος χρονοδιαγράμματος, ο αιτών υποβάλλει στην αρμόδια Τελωνειακή Περιφέρεια αίτηση για έκδοση Άδειας Εγκεκριμένου Οικονομικού Φορέα ως προς την ασφάλεια και προστασία (ΑΕΟS) προκειμένου να:
- εξεταστούν εάν πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:
- ύπαρξη ικανοποιητικού συστήματος διαχείρισης εμπορικών και κατά περίπτωση μεταφορικών καταχωρήσεων το οποίο επιτρέπει τη διεξαγωγή τελωνειακών ελέγχων
- ύπαρξη ενδεδειγμένων μέτρων για την ασφάλεια και την προστασία
- διενεργηθεί νέα αυτοψία του χώρου από το αρμόδιο τελωνείο ελέγχου για να διαπιστωθεί η καταλληλότητά του για τη λειτουργία της Ελεύθερης Ζώνης. Για τη διενέργεια της αυτοψίας ο φορέας διαχείρισης απαιτείται να θέσει στη διάθεση των τελωνειακών αρχών τα ακόλουθα:
α) τοπογραφικό διάγραμμα του χώρου στο οποίο αποτυπώνονται με ακρίβεια τα σημεία εισόδου- εξόδου, η περίφραξη και τα κτίρια που βρίσκονται εντός της Ελεύθερης Ζώνης,
β) έγκριση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας σχετικά με την επάρκεια και την καταλληλότητα των πυροσβεστικών μέσων,
γ) λοιπές άδειες και εγκρίσεις οι οποίες απαιτούνται κατά περίπτωση από άλλες Δημόσιες Αρχές.
Εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις εκδίδεται από την αρμόδια Τελωνειακή Περιφέρεια η Άδεια του Εγκεκριμένου Οικονομικού Φορέα ως προς την ασφάλεια και προστασία και χορηγείται η έγκριση τήρησης λογιστικής αποθήκης.
Μετά την έκδοση των ανωτέρω αδειών, εκδίδεται από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων Απόφαση για την έναρξη λειτουργίας της Ελεύθερης Ζώνης.
Σε περίπτωση που δεν έχουν πληρωθεί οι ανωτέρω προϋποθέσεις, χορηγείται παράταση τεσσάρων (4) μηνών στον φορέα διαχείρισης για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων για τη πλήρωση των εν λόγω κριτηρίων και τη διενέργεια εκ νέου των ως άνω ελέγχων.
Εξυπακούεται ότι εάν το αίτημα για τη σύσταση Ελεύθερης Ζώνης αξιολογηθεί αρνητικά σε οποιοδήποτε από τα παραπάνω στάδια, η αίτηση απορρίπτεται παρέχοντας στον αιτούντα τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος ακρόασης.

2.3 Διαδικασία χορήγησης έγκρισης τήρησης λογιστικής αποθήκης από επιχείρηση , άλλη από τον φορέα διαχείρισης, που προτίθεται να εγκατασταθεί εντός της Ελεύθερης Ζώνης

Δεδομένης της δυνατότητας εγκατάστασης εντός της Ελεύθερης Ζώνης και άλλων προσώπων, εκτός του φορέα διαχείρισης, για την άσκηση της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, με ξεχωριστή τήρηση λογιστικής αποθήκης, απαιτείται έγκριση της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής.
Ειδικότερα, για τη χορήγηση της εν λόγω έγκρισης, υποβάλλεται αίτηση στην αρμόδια Τελωνειακή Περιφέρεια, στην οποία αναφέρονται το είδος της επιχειρηματικής δραστηριότητας, το είδος των προς διαχείριση εμπορευμάτων και το απασχολούμενο προσωπικό. Τα δικαιολογητικά τα οποία επισυνάπτονται, είναι τα ακόλουθα:
α) αντίγραφο της σύμβασης μεταξύ του αιτούντα και του φορέα διαχείρισης ή στην περίπτωση που δεν υπάρχει ακόμα σύμβαση, βεβαίωση του φορέα διαχείρισης περί συμφωνίας εγκατάστασης του αιτούντα στην Ελεύθερη Ζώνη,
β) φορολογική ενημερότητα,
γ) οικονομικές καταστάσεις του αιτούντα για τα τρία (3) προηγούμενα έτη ή, εφόσον δεν έχουν παρέλθει τα τρία (3) έτη από την έναρξη της δραστηριότητάς του, τα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία για το χρονικό διάστημα που προηγείται της υποβολής της αίτησης,
δ) Δήλωση των στοιχείων των ακόλουθων προσώπων:
i. Του αιτούντα
ii. Του προσώπου που διοικεί τον αιτούντα ή ελέγχει τη διοίκησή του
iii. Του υπαλλήλου που είναι υπεύθυνος για τα τελωνειακά θέματα του αιτούντος
ε) το προβλεπόμενο από την ισχύουσα νομοθεσία νομιμοποιητικό έγγραφο για τη σύσταση και εκπροσώπηση της εταιρείας. Ειδικότερα αναφέρονται ενδεικτικά οι ακόλουθες περιπτώσεις:
i. προκειμένου περί Α.Ε. και Ε.Π.Ε., το τελευταίο εν ισχύ καταστατικό και το Φ.Ε.Κ. δημοσίευσης αυτού,
ii. προκειμένου περί Α.Ε., το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου σχετικά με την εκπροσώπηση της εταιρίας και το Φ.Ε.Κ. δημοσίευσης αυτού,
iii. προκειμένου περί Ο.Ε. και Ε.Ε., το καταστατικό σύστασης θεωρημένο από το οικείο Πρωτοδικείο.
στ) Συμπληρωμένο το ερωτηματολόγιο αυτοαξιολόγησης το οποίο είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
https://portal.gsis.gr/portal/page/portal/ICISnet/services?serid=10370859&adreseeID=10001980
Επισημαίνεται ότι ο αιτών την έγκριση τήρησης λογιστικής αποθήκης δεν απαιτείται να διαθέτει την άδεια ΑΕΟS αλλά να πληροί τα συγκεκριμένα κριτήρια που απαιτούνται για την έκδοση της. Ως εκ τούτου, με την υποβολή της σχετικής αίτησης:
α) η αρμόδια Τελωνειακή Περιφέρεια εξετάζει την πλήρωση των κριτηρίων (α), (β), (γ) και (ε) του άρθρου 39 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα και
β) το τελωνείο ελέγχου εξετάζει τον υπό παραχώρηση χώρο και συντάσσει έκθεση αυτοψίας, για τη διενέργεια της οποίας απαιτούνται τα ακόλουθα δικαιολογητικά:
i. σχεδιάγραμμα στο οποίο αποτυπώνεται ο εν λόγω χώρος,
ii. λοιπές άδειες και εγκρίσεις οι οποίες κατά περίπτωση, απαιτούνται από άλλες Δημόσιες Αρχές.
Εφόσον πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις, η αρμόδια Τελωνειακή Περιφέρεια χορηγεί την έγκριση τήρησης λογιστικής αποθήκης.

2.4 Επιχειρήσεις που επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν για πρώτη φορά και υποβάλλουν αίτηση για σύσταση Ελεύθερης Ζώνης ή έγκρισης τήρησης λογιστικής αποθήκης

Για τους οικονομικούς φορείς που δεν έχουν συμπληρώσει τρία έτη από την έναρξη της δραστηριότητάς τους, και αιτούνται την σύσταση Ελεύθερης Ζώνης ή την έγκριση τήρησης λογιστικής αποθήκης, κατά την αξιολόγηση των κριτηρίων, η αρμόδια Τελωνειακή Περιφέρεια μπορεί να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή της, ενώ μπορεί εάν το κρίνει απαραίτητο να ζητήσει τη συνδρομή άλλων Διευθύνσεων, Υπηρεσιών, Περιφερειών ή Τελωνείων της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και ΕΦΚ ή/και τη συνδρομή άλλων Δημόσιων Αρχών. Επίσης στις περιπτώσεις αυτές οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές οφείλουν να διενεργούν αυστηρή παρακολούθηση των εν λόγω οικονομικών φορέων κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους έκδοσης απόφασης έναρξης λειτουργίας της Ελεύθερης Ζώνης ή έγκρισης τήρησης λογιστικής αποθήκης.

2.5 Υποβολή αίτησης σύστασης Ελεύθερης Ζώνης ή έγκρισης τήρησης λογιστικής αποθήκης από κατόχους Άδειας ΑΕΟ5

Στην περίπτωση που ο αιτών είναι κάτοχος άδειας ΑΕΟS, δε χρειάζεται να υποβληθεί σε νέο έλεγχο των κριτηρίων που απαιτούνται για τη χορήγηση έγκρισης τήρησης λογιστικής αποθήκης ή απόφασης για την έναρξη λειτουργίας της Ελεύθερης Ζώνης δεδομένου ότι αυτά έχουν ήδη αξιολογηθεί. Εξυπακούεται ότι σε περίπτωση που έχει επέλθει κάποια ουσιώδης αλλαγή στον οικονομικό φορέα ή σε οποιοδήποτε στοιχείο μπορεί να έχει επίπτωση στη διατήρηση των κριτηρίων ή εφόσον έχει επέλθει εύλογο χρονικό διάστημα από την επαναξιολόγηση των κριτηρίων (τριετία) θα πρέπει να γίνει εκ νέου έλεγχος αυτών.
Στις ως άνω περιπτώσεις εξετάζονται οι λοιποί όροι και προϋποθέσεις της Απόφασης για την ίδρυση και λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών.

2.6 Παρακολούθηση της τήρησης των κριτηρίων ΑΕΟ5 για τον φορέα διαχείρισης και τις εγκατεστημένες επιχειρήσεις

Η παρακολούθηση της τήρησης των κριτηρίων ΑΕΟS διενεργείται από τις Τελωνειακές Περιφέρειες σε συνεχή βάση, μεταξύ άλλων μέσω παρακολούθησης των καθημερινών δραστηριοτήτων του φορέα και επισκέψεων στις εγκαταστάσεις του. Η παρακολούθηση στοχεύει στον έγκαιρο εντοπισμό οποιασδήποτε ένδειξης μη συμμόρφωσης και οδηγεί στην άμεση λήψη μέτρων σε περίπτωση εντοπισμού δυσκολιών ή μη συμμόρφωσης από τη μεριά του φορέα. Γενικά, ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος παρακολούθησης είναι η κατάρτιση ενός σχεδίου παρακολούθησης από την αρμόδια Τελωνειακή Περιφέρεια το οποίο, εφόσον απαιτείται, θα προτείνει διορθωτικές ενέργειες. Από τη μεριά τους, οι φορείς διαχείρισης και οι εγκατεστημένες επιχειρήσεις οφείλουν να ενημερώνουν την Τελωνειακή Περιφέρεια για οποιαδήποτε σημαντική μεταβολή στις δραστηριότητές τους ή για οποιοδήποτε στοιχείο μπορεί να έχει επίπτωση στη διατήρηση των κριτηρίων.
Επισημαίνεται ότι κρίνεται ιδιαίτερη σημαντική η παρακολούθηση των προϋποθέσεων και κριτηρίων που πρέπει να πληροί ο δικαιούχος της άδειας και ιδιαίτερα του κριτηρίου ιστορικού συμμόρφωσης ως προς τις τελωνειακές και φορολογικές παραβάσεις, κατ' εφαρμογή του άρθρου 23(5) του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα. Προς το σκοπό αυτό οι Τελωνειακές Περιφέρειες πρέπει να προγραμματίζουν τους ελέγχους τους για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης, προκειμένου να προβούν, εφόσον απαιτείται, στις προβλεπόμενες κατά περίπτωση ενέργειες (τροποποίηση/αναστολή/ακύρωση/ανάκληση).
Για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπιστώνεται παράβαση, θα πρέπει να αξιολογείται η σοβαρότητά της για τις περαιτέρω προβλεπόμενες ενέργειες. Στην περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης για τέλεση συναφούς με την οικονομική δραστηριότητα πράξης ή τέλεση σοβαρών ή επαναλαμβανόμενων παραβάσεων της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας, θα πρέπει να ενημερώνεται άμεσα η αρμόδια Τελωνειακή Περιφέρεια για τις δικές της περαιτέρω ενέργειες.

2.7 Συνεργασία φορέα διαχείρισης και εγκατεστημένων επιχειρήσεων με τις τελωνειακές αρχές

Επισημαίνεται ότι η σχέση μεταξύ τελωνειακών αρχών και φορέα διαχείρισης ή εγκατεστημένων επιχειρήσεων της Ελεύθερης Ζώνης πρέπει πάντα να βασίζεται στις αρχές της αμοιβαίας διαφάνειας, της ορθότητας, της αμεροληψίας και της υπευθυνότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τελωνειακές αρχές αναμένουν από τους φορείς να ενεργούν σύμφωνα με την τελωνειακή νομοθεσία και να ενημερώνουν εγκαίρως σχετικά με οποιεσδήποτε δυσκολίες συμμόρφωσής τους. Από τη μεριά τους οι τελωνειακές αρχές προσφέρουν υποστήριξη για την επίτευξη αυτού του σκοπού και διασφαλίζουν την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια της άδειας ΑΕΟS ή της έγκρισης τήρησης λογιστικής αποθήκης κατά περίπτωση, σε συνεργασία με τον φορέα, για την ομαλή και εύρωστη λειτουργία της Ελεύθερης Ζώνης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Μεταβολές Ελεύθερης Ζώνης και λογιστικών καταχωρήσεων

3.1 Κατασκευή ή μετατροπή ακινήτου εντός Ελεύθερης Ζώνης


Για την κατασκευή ή μετατροπή ακινήτου εντός Ελεύθερης Ζώνης υποβάλλεται από τον φορέα διαχείρισης σχετική αίτηση στην αρμόδια Τελωνειακή Περιφέρεια μέσω του τελωνείου ελέγχου. Στην εν λόγω αίτηση περιλαμβάνονται ακριβείς πληροφορίες σχετικές με:
- τον χώρο όπου πρόκειται να ανεγερθεί το ακίνητο ή όπου βρίσκεται το υπό μετατροπή ακίνητο,
- τη χρήση του καθώς επίσης και
- το σχετικό χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης των απαιτούμενων εργασιών Το τελωνείο ελέγχου διαβιβάζει την ως άνω αίτηση με σχετική εισήγησή του για την αναγκαιότητα ή μη του αιτήματος, στην αρμόδια Τελωνειακή Περιφέρεια.
Εφόσον δεν προκύπτουν αιτιολογημένες αντιρρήσεις από την εισήγηση του τελωνείου ελέγχου, η αρμόδια Τελωνειακή Περιφέρεια εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης, εγκρίνει εγγράφως την κατασκευή ή μετατροπή του ακινήτου κατά περίπτωση. Σε αντίθετη περίπτωση, η αίτηση απορρίπτεται παρέχοντας στον αιτούντα τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος ακρόασης. Επισημαίνεται ότι κατά τον χρόνο υλοποίησης των απαιτούμενων εργασιών, δεν επιτρέπεται η διενέργεια λοιπών δραστηριοτήτων σχετικών με τη λειτουργία της Ελεύθερης Ζώνης στον υπό διαμόρφωση χώρο. Ο χώρος αυτός οριοθετείται και είναι προσβάσιμος μόνο στα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από τον φορέα για το σκοπό της κατασκευής ή της μετατροπής του ακινήτου κατά περίπτωση.
Με την ολοκλήρωση των εν λόγω εργασιών, εκδίδεται απόφαση του τελωνείου ελέγχου για την έναρξη λειτουργίας του ακινήτου.

3.2. Μεταβολές της έγκρισης τήρησης λογιστικής αποθήκης

Οι αρμόδιες Τελωνειακές Περιφέρειες τροποποιούν, επανεξετάζουν αναστέλλουν, ακυρώνουν, ανακαλούν, τις εκδοθείσες εγκρίσεις τήρησης λογιστικής αποθήκης κατά τα οριζόμενα στην ενωσιακή νομοθεσία. Ειδικότερες οδηγίες ως προς τη διαδικασία αξιολόγησης, έκδοσης, καθώς και της παρακολούθησης αυτών παρέχονται με την αριθμ. 1121586 ΕΞ 2017/9.8.2017 Εγκύκλιο Διαταγή του Διοικητή της ΑΑΔΕ,

«ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ- ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΚΡΟΑΣΗΣ» (ΑΔΑ:Ψ0ΣΕΗ-4ΛΘ).

ΜΕΡΟΣ Γ'
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΦΟΡΕΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

1.1 Ευθύνες του φορέα διαχείρισης και των εγκατεστημένων επιχειρήσεων
Με την εν λόγω Απόφαση αποσαφηνίζονται και γίνονται διακριτοί οι ρόλοι τόσο του φορέα διαχείρισης όσο και του τελωνείου ελέγχου. Ειδικότερα, ο φορέας διαχείρισης έχει ευθύνη για τη συνολική διαχείριση της Ελεύθερης Ζώνης και θέτει στη διάθεση του τελωνείου οποιοδήποτε στοιχείο κριθεί αναγκαίο για τη διενέργεια ελέγχου. Παράλληλα έχει την ευχέρεια να αναπτύξει ελεύθερα τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες απρόσκοπτα με ταυτόχρονη διαφύλαξη των συμφερόντων του Δημοσίου, με διακριτό το ρόλο του τελωνείου ελέγχου ως αρχή που εποπτεύει τη λειτουργία της Ελεύθερης Ζώνης.
Ειδικότερα, ο φορέας διαχείρισης και οι εγκατεστημένες επιχειρήσεις υποχρεούνται:
- Να τηρούν λογιστική αποθήκης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην ενωσιακή νομοθεσία και με τον
εγκεκριμένο από το τελωνείο ελέγχου τύπο.
- Να τηρούν στο αρχείο τους τα απαιτούμενα νομιμοποιητικά έγγραφα παράδοσης των εμπορευμάτων (π.χ διατακτική, φορτωτικά έγγραφα). Επιπλέον προβλέπεται η δυνατότητα τήρησης αυτών σε ηλεκτρονικό αρχείο κατόπιν έγκρισης του τελωνείου ελέγχου.
Ο φορέας διαχείρισης και οι εγκαταστημένες επιχειρήσεις υποχρεούνται στην τήρηση του αρχείου τους επί πέντε (5) τουλάχιστον έτη. Σε περίπτωση που ασκηθεί προσφυγή ή που έχει κινηθεί δικαστική διαδικασία, τα έγγραφα και οι πληροφορίες φυλάσσονται μέχρι να περατωθεί η διαδικασία της προσφυγής ή η δικαστική διαδικασία.
- Να προβαίνουν άμεσα στη λήψη απαιτούμενων μέτρων ώστε τα εμπορεύματα να μη διαφεύγουν της τελωνειακής επιτήρησης και να συμμορφώνονται με οποιοδήποτε μέτρο ελέγχου κριθεί σκόπιμο από το τελωνείο ελέγχου για τη διασφάλιση της τελωνειακής νομοθεσίας.
- Να συντάσσουν τις Βεβαιώσεις Τελωνειακού Χαρακτήρα για τα εμπορεύματα που έχουν εισέλθει άμεσα ή έμμεσα στην Ελεύθερη Ζώνη προς πιστοποίηση από το τελωνείο ελέγχου όπου αυτό απαιτείται.
- Να παρέχουν πρόσβαση στο πληροφοριακό σύστημα λογιστικής αποθήκης μέσω σχετικών αναφορών που θα μπορούν να δίνουν τη δυνατότητα χρήσης από το τελωνείο ελέγχου δυναμικών κριτηρίων αναζήτησης με στόχο την αποτελεσματική παρακολούθηση των εμπορευμάτων.
Τα ως άνω κριτήρια καθορίζονται από το τελωνείο ελέγχου σε συνεργασία με την συγκεκριμένη επιχείρηση που τηρεί τη λογιστική αποθήκης ανάλογα με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του και με στόχο την αποτελεσματική παρακολούθηση των εμπορευμάτων που παραμένουν για αποθήκευση, τη διεξαγωγή στοχευμένων αποτελεσματικών ελέγχων στα πλαίσια επιτήρησης του ειδικού καθεστώτος της Ελεύθερης Ζώνης καθώς επίσης και της τήρησης της τελωνειακής νομοθεσίας εν γένει.
Το τελωνείο ελέγχου ενημερώνει σχετικά την αρμόδια Δ/νση Δασμολογικών Θεμάτων, Ειδικών Καθεστώτων και Απαλλαγών για τα ως άνω κριτήρια.
- Να παρέχουν πρόσβαση σε σχετική λειτουργία του πληροφοριακού συστήματος στην οποία καταχωρούνται πληροφορίες σχετικά με την άμεση δέσμευση φορτίου που προτίθεται να προβεί το τελωνείο ελέγχου. Με αυτόν τον τρόπο καταργείται η χειρόγραφη διαδικασία ειδοποίησης του τελωνείου προς τον φορέα ή την εγκατεστημένη επιχείρηση για τη μη απελευθέρωση του εν λόγω φορτίου.
Η λειτουργία αυτή υλοποιείται κατόπιν συνεργασίας του τελωνείου ελέγχου και της συγκεκριμένης επιχείρησης ενημερώνοντας σχετικά και την αρμόδια Δ/νση Δασμολογικών Θεμάτων, Ειδικών Καθεστώτων και Απαλλαγών.
- Να αποστέλλουν δεδομένα τελωνειακού ενδιαφέροντος προς τα πληροφοριακά συστήματα της Α.Α.Δ.Ε. για λόγους ανάλυσης κινδύνου σε περίπτωση που αυτό απαιτηθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Στην παρούσα φάση έχουν ήδη συσταθεί στην Κεντρική Υπηρεσία ομάδες εργασίας οι οποίες μεταξύ άλλων θα προβούν στην καταγραφή διαδικασίας και ανάλυση απαιτήσεων για την επίτευξη διαλειτουργικότητας των πληροφοριακών συστημάτων της ΑΑΔΕ με το πληροφοριακό σύστημα του φορέα διαχείρισης της Ελεύθερης Ζώνης και των εγκατεστημένων επιχειρήσεων. Το είδος, η μορφή και ο τρόπος αποστολής των δεδομένων θα συμφωνηθούν στα πλαίσια των ως άνω ομάδων κατόπιν συνεργασίας των φορέων διαχείρισης, των εγκατεστημένων επιχειρήσεων και των αρμόδιων υπηρεσιών της ΑΑΔΕ.
- Να συνεργάζονται στενά με το τελωνείο ελέγχου και να θέτουν στη διάθεσή του άμεσα τα εμπορεύματα για τα οποία πρόκειται να διενεργηθεί φυσικός έλεγχος.
- Να διαθέτουν άδεια περιβαλλοντικών όρων για κάλυψη αναγκών καταστροφής εμπορευμάτων που πραγματοποιείται εντός Ελεύθερης Ζώνης.
- Να τηρούν τις δεσμεύσεις που απορρέουν από Διεθνείς Συμβάσεις που έχουν υπογραφεί από τη χώρα μας.
- Να φέρουν την ευθύνη της ακρίβειας των στοιχείων που συμπληρώνονται στη Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα για τα ενωσιακά εμπορεύματα που έχουν εισέλθει έμμεσα στην Ελεύθερη Ζώνη με σκοπό την έξοδο και την παράδοσή τους προς κατανάλωση στο εσωτερικό της χώρας.
Επιπλέον των ως άνω αναφερόμενων υποχρεώσεων, ο φορέας διαχείρισης υποχρεούται:
- Να διαμορφώνει σταθερή περίφραξη, το ύψος και το είδος της οποίας καθορίζεται κατόπιν εισήγησης του τελωνείου ελέγχου, τον χώρο γύρω από την περίφραξη και τα σημεία εισόδου/εξόδου με τα οποία θα διασφαλίζεται η τελωνειακή επιτήρηση και η αποτροπή της παράτυπης διαφυγής των εμπορευμάτων, κατά τα προαναφερθέντα (Μέρος Α', Κεφ.1.3).
- Να προβαίνει στην υλοποίηση των απαιτούμενων έργων υποδομής καθώς και εγκαταστάσεων αποθήκευσης εμπορευμάτων.
- Να προβαίνει στην παραχώρηση κατάλληλων χώρων και στην υλοποίηση των απαιτούμενων έργων υποδομής, σε συνεργασία με το τελωνείο ελέγχου, για την εγκατάσταση και αποτελεσματική λειτουργία των μέσων ελέγχου της Τελωνειακής Υπηρεσίας.
- Να μεριμνά για τη διαμόρφωση και λειτουργία ειδικά εξοπλισμένων εγκαταστάσεων αποθήκευσης εμπορευμάτων που παρουσιάζουν κίνδυνο ή απαιτούν ειδικές συνθήκες αποθήκευσης (π.χ δημητριακά, κατεψυγμένα προϊόντα κλπ ).
- Να λαμβάνει άμεσα τα αναγκαία μέτρα σε περίπτωση διαπίστωσης παραβίασης της περίφραξης ή οποιουδήποτε κινδύνου διαφυγής εμπορευμάτων και να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του τελωνείου ελέγχου.
- Να παρέχει στο τελωνείο ελέγχου σύμφωνα με τις υποδείξεις του, τους απαραίτητους χώρους, τα κατάλληλα μέσα και το απαιτούμενο προσωπικό για την άμεση και αποτελεσματική διενέργεια φυσικών ελέγχων.
- Να παρέχει τους απαραίτητους χώρους και διευκολύνσεις στο τελωνείο ελέγχου για την αποθήκευση εμπορευμάτων που έχουν εγκαταλειφθεί υπέρ του Δημοσίου/δεσμευθεί/κατασχεθεί έως την αποδέσμευσή τους ή την εκποίησή τους.
- Να διαθέτει συστήματα επιτήρησης του χώρου και των σημείων εισόδου / εξόδου της Ελεύθερης Ζώνης σε εικοσιτετράωρη βάση.
- Να λαμβάνει έγκριση κατόπιν σχετικής αιτήσεως, από την αρμόδια Τελωνειακή Περιφέρεια για κάθε κατασκευή ή μετατροπή κτιρίου εντός Ελεύθερης Ζώνης.
- Να παρέχει στο τελωνείο ελέγχου σε πραγματικό χρόνο άμεση πρόσβαση σε αναφορές του μηχανογραφικού συστήματος που έχουν σχέση με την επιτήρηση των σημείων εισόδου/εξόδου των πυλών της Ελεύθερης Ζώνης. Η ως άνω υποχρέωση ισχύει και για τις περιπτώσεις εγκατεστημένων επιχειρήσεων που έχουν την αποκλειστική διαχείριση των σημείων εισόδου/εξόδου αυτής.

ΜΕΡΟΣ Δ'
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΖΩΝΗΣ-ΕΛΕΓΧΟΣ-ΚΥΡΩΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΖΩΝΗ- ΥΠΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΖΩΝΗΣ

1.1 Είσοδος εμπορευμάτων στην Ελεύθερη Ζώνη
Ανάλογα με τη θέση που βρίσκεται η Ελεύθερη Ζώνη και με τον τρόπο μεταφοράς των εμπορευμάτων, η είσοδος στην Ελεύθερη Ζώνη μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση.
1.1.1 Άμεση Είσοδος
Άμεση είναι η είσοδος στην Ελεύθερη Ζώνη όταν αυτή πραγματοποιείται από σημείο που δεν επικοινωνεί με το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, δηλαδή τα εμπορεύματα εισέρχονται θαλασσίως στην Ελεύθερη Ζώνη που βρίσκεται σε λιμένα, αεροπορικώς σε Ελεύθερη Ζώνη που λειτουργεί σε διεθνές αεροδρόμιο, σιδηροδρομικώς ή οδικώς σε Ελεύθερη Ζώνη που λειτουργεί σε σημείο που βρίσκεται επί των χερσαίων συνόρων με τρίτες χώρες. Για τα εμπορεύματα που εισέρχονται άμεσα δια θαλάσσης, ο φορέας διαχείρισης ή η εγκατεστημένη επιχείρηση αποστέλλει στο τελωνείο ελέγχου πριν από την άφιξη του πλοίου, σε ηλεκτρονικό αρχείο δηλωτικό. Επισημαίνεται ότι δεν πρόκειται για το δηλωτικό φορτίου που προβλέπεται στο άρθρο 12 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (Ν.2960/2001) αλλά πρόκειται στην ουσία για την ενημέρωση του τελωνείου για τα εισερχόμενα εμπορεύματα τα οποία εν συνεχεία καταχωρούνται στη λογιστική αποθήκης της εγκατεστημένης επιχείρησης ή του φορέα διαχείρισης. Η μορφή του ως άνω δηλωτικού καθορίζεται σε συνεργασία με το τελωνείο ελέγχου. Στην περίπτωση που προκύπτουν διαφορές κατά την παραλαβή των εμπορευμάτων, ο φορέας διαχείρισης ή η εγκατεστημένη επιχείρηση αποστέλλει στο τελωνείο ελέγχου είτε διορθωμένο δηλωτικό ή τις διαφορές πλέον ή έλαττον καθώς και τις τυχόν διορθώσεις επί των δηλωθέντων. Ο τρόπος με τον οποίο αποστέλλονται τα διορθωμένα δεδομένα, καθορίζεται επίσης σε συνεργασία με το τελωνείο ελέγχου. Τα ως άνω εμπορεύματα με την είσοδό τους, θεωρείται ότι έχουν υπαχθεί στο ειδικό καθεστώς της Ελεύθερης Ζώνης εκτός εάν συνοδεύονται από πιστοποιητικό απόδειξης ενωσιακού χαρακτήρα ^2L, κλπ). Τέλος, επισημαίνεται ότι το τελωνείο ελέγχου δεν υποχρεούται στην τήρηση αρχείου αντιγράφων εγγράφων μεταφοράς που συνοδεύουν τα φορτία. Για την τήρηση του σχετικού αρχείου υπόχρεος είναι ο φορέας διαχείρισης ή η εγκατεστημένη επιχείρηση κατά περίπτωση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 παρ.7 της Απόφασης.
1.1.2 Έμμεση Είσοδος
Έμμεση είναι η είσοδος στην Ελεύθερη Ζώνη όταν αυτή πραγματοποιείται από σημείο που επικοινωνεί με το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης διότι η Ελεύθερη Ζώνη βρίσκεται στην ενδοχώρα.
Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ.6 της Απόφασης για την ίδρυση και λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών, στην έμμεση είσοδο όλων των εισερχομένων εμπορευμάτων και με σκοπό τη συνολική παρακολούθηση των φορτίων εντός της Ελεύθερης Ζώνης, τηρούνται τα ακόλουθα:
- Καταχώρηση των προβλεπόμενων δεδομένων στην ηλεκτρονική εφαρμογή του φορέα διαχείρισης που υποχρεούται να υλοποιήσει για το τελωνείο όπως αναλύεται κατωτέρω (Μέρος Δ' Κεφ. 2.1)
- Παραλαβή από εγκατεστημένη επιχείρηση ή από τον φορέα διαχείρισης των εν λόγω εμπορευμάτων και απόδοση Αριθμού Καταχώρησης Λογιστικής Αποθήκης (ΑΚΛΑ).
1.1.2.1 Είσοδος εμπορευμάτων στην Ελεύθερη Ζώνη κατά τη λήξη του καθεστώτος διαμετακόμισης
Στην περίπτωση κατά την οποία εμπορεύματα που τελούν υπό το καθεστώς διαμετακόμισης πρόκειται να εισέλθουν στην Ελεύθερη Ζώνη, τότε το καθεστώς της διαμετακόμισης λήγει στην πύλη εισόδου, και τα εν λόγω εμπορεύματα υπάγονται στο ειδικό καθεστώς της Ελεύθερης Ζώνης. Ο τελωνειακός υπάλληλος οφείλει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για τη λήξη και τον έλεγχο της λήξης του καθεστώτος διαμετακόμισης (καταχώρηση άφιξης και αποστολή σχετικού μηνύματος, διενέργεια ελέγχων, καταχώριση και αποστολή αποτελεσμάτων ελέγχων στο Ολοκληρωμένο Πληροφορικό Σύστημα Τελωνείων (ICISnet).
1.1.2.2 Είσοδος φορτίων στην Ελεύθερη Ζώνη υπό την κάλυψη του καθεστώτος εξαγωγής
Σύμφωνα με την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία, τα ενωσιακά εμπορεύματα είναι δυνατόν να εισέλθουν στην Ελεύθερη Ζώνη με σκοπό την έξοδό τους από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης. Ως εκ τούτου στις περιπτώσεις που προς εξαγωγή φορτία εισέρχονται στην Ελεύθερη Ζώνη, ακολουθείται η διαδικασία που περιγράφεται στην με αριθμ. πρωτ. ΔΤΔ Α 1068392 ΕΞ 2016/26.4.2016 (ΑΔΑ:ΩΨΜ6Η-ΔΡΧ) Εγκύκλιο Διαταγή, «ΕΞΑΓΩΓΗ & ΕΞΟΔΟΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ - ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΘΜ.: Δ19Α 5013811 ΕΞ 3.6.2014».
1.1.2.3 Είσοδος προϊόντων ΕΦΚ στην Ελεύθερη Ζώνη υπό την κάλυψη e-ΔΕ
Στην περίπτωση εισόδου στην Ελεύθερη Ζώνη προϊόντων ΕΦΚ υπό την κάλυψη Ηλεκτρονικού Διοικητικού Εγγράφου (e-ΔΕ) με σκοπό την παραλαβή τους από φορολογική αποθήκη που έχει εγκατασταθεί εντός αυτής τηρούνται τα ακόλουθα:
- Παραλαβή των εν λόγω εμπορευμάτων και ΑΚΛΑ για τη λογιστική αποθήκης που υποχρεούται να τηρεί ο φορέας διαχείρισης της Ελεύθερης Ζώνης σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Απόφαση για την ίδρυση και λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών
- Τήρηση ξεχωριστής λογιστικής αποθήκης σύμφωνα με τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από την αρμόδια Δ/νση ΕΦΚ & ΦΠΑ.
1.1.2.4 Είσοδος εγχωρίων εμπορευμάτων στην Ελεύθερη Ζώνη για τα οποία εφαρμόζεται απαλλαγή ΦΠΑ βάσει της ΠΟΛ 1026/2016 απόφασης Γ.Γ.Δ.Ε.
Επί του παρόντος και μέχρι την τροποποίηση της ΠΟΛ.1026/2016 απόφασης Γ.Γ.Δ.Ε., όπου θα προβλέπονται διατάξεις για την ηλεκτρονικοποίηση των διαδικασιών έκδοσης του Δελτίου εισόδου, για την παράδοση (πώληση) αγαθών με προορισμό την Ελεύθερη Ζώνη και απαλλαγή ΦΠΑ, απαιτείται η έκδοση Δελτίου εισόδου κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στην ΠΟΛ.1026/2016 και καταχώρηση αυτού στο βιβλίο της πύλης εισόδου. Εγχώρια εμπορεύματα τα οποία εισέρχονται σε χώρο της Ελεύθερης Ζώνης δεν θεωρείται ότι υπάγονται σε καθεστώς Ελεύθερης Ζώνης.
1.1.2.5 Είσοδος ενωσιακών εμπορευμάτων στην Ελεύθερη Ζώνη κατ' εφαρμογή του άρθρου 246 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα
Στην περίπτωση εισόδου στην Ελεύθερη Ζώνη ενωσιακών εμπορευμάτων τα οποία συνοδεύονται με τα σχετικά έγγραφα μεταφοράς με σκοπό την αποθήκευση, διακίνηση, χρησιμοποίηση, μεταποίηση ή κατανάλωσή τους κατά την παραμονή τους στην Ελεύθερη Ζώνη, τηρούνται οι διαδικασίες σχετικά με την καταχώριση δεδομένων στην ηλεκτρονική εφαρμογή του φορέα διαχείρισης και την απόδοση ΑΚΛΑ στα εμπορεύματα που παραλαμβάνονται από την εγκατεστημένη επιχείρηση ή τον φορέα διαχείρισης κατά περίπτωση (Μέρος Δ', Κεφ.1.1.2.).
1.1.2.6 Είσοδος κενών μεταφορικών μέσων στην Ελεύθερη Ζώνη
Στην περίπτωση εισόδου στην Ελεύθερη Ζώνη κενών μεταφορικών μέσων με σκοπό την πλήρωσή τους με εμπορεύματα που βρίσκονται στην Ελεύθερη Ζώνη, το τελωνείο έχει άμεση πρόσβαση στα δεδομένα της εφαρμογής που τηρεί για την είσοδο των εν λόγω μεταφορικών μέσων ο φορέας διαχείρισης.
1.1.2.7 Είσοδος εμπορευμάτων στην Ελεύθερη Ζώνη κατά τη λήξη του καθεστώτος διαμετακόμισης με χρήση άδειας απλουστευμένων διαδικασιών στις σιδηροδρομικές μεταφορές
Ο τελωνειακός υπάλληλος οφείλει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για τη λήξη του καθεστώτος διαμετακόμισης με χρήση άδειας απλουστεύσεων ενώ παράλληλα τηρούνται οι διαδικασίες σχετικές με την καταχώρηση στην ηλεκτρονική εφαρμογή του φορέα διαχείρισης και την απόδοση αριθμού ΑΚΛΑ στα εμπορεύματα που θα παραληφθούν από την εγκατεστημένη επιχείρηση ή τον φορέα διαχείρισης κατά περίπτωση (Μέρος Δ', Κεφ. 1.1.2.).
1.1.2.8 Είσοδος εμπορευμάτων με Δελτία Παράδοσης Εφοδίων
Στην περίπτωση που εισέρχονται εμπορεύματα στην Ελεύθερη Ζώνη με Δελτία Παράδοσης Εφοδίων, τηρούνται οι διαδικασίες σχετικά με την καταχώριση δεδομένων στην ηλεκτρονική εφαρμογή του φορέα διαχείρισης και την απόδοση αριθμού ΑΚΛΑ στα εμπορεύματα που θα παραληφθούν από την εγκατεστημένη επιχείρηση ή τον φορέα διαχείρισης κατά περίπτωση (Μέρος Δ', Κεφ.1.1.2.).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

2.1 Ηλεκτρονική καταχώρηση δεδομένων στην πύλη εισόδου/εξόδου της Ελεύθερης Ζώνης

Προκειμένου:
α) να εκσυγχρονισθούν οι τελωνειακές διαδικασίες που τηρούνται στις Ελεύθερες Ζώνες και να ανταποκριθούν στις προκλήσεις/απαιτήσεις ενός συνεχούς εξελισσόμενου περιβάλλοντος εμπορευματικών συναλλαγών και
β) να διασφαλιστεί η αποτελεσματική διεξαγωγή ελέγχων για τα εμπορεύματα εντός Ελεύθερης Ζώνης,
καθορίζεται στην Απόφαση για την ίδρυση και λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών, η υποχρέωση από τον φορέα διαχείρισης για άμεση πρόσβαση του τελωνείου ελέγχου σε ηλεκτρονική εφαρμογή στην οποία θα καταχωρούνται πληροφορίες για την είσοδο- έξοδο φορτίων προς/από την Ελεύθερη Ζώνη.
Οι ως άνω πληροφορίες καθορίζονται στο άρθρο 11 παρ. 6 της εν λόγω Απόφασης και σχετίζονται με τις πληροφορίες που στην παρούσα φάση καταγράφονται στο χειρόγραφο βιβλίο που τηρείται στις πύλες εισόδου/εξόδου της Ελεύθερης Ζώνης.
Ειδικότερα το τελωνείο ελέγχου θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε πραγματικό χρόνο στα ακόλουθα:
α) στα στοιχεία των παραστατικών μεταφοράς των φορτίων (φορτωτικά έγγραφα, τιμολόγια, κλπ),
β) στους αριθμούς των εμπορευματοκιβωτίων,
γ) ενδεχομένως στους πίνακες φόρτωσης με τα σημεία και τους αριθμούς δεμάτων, στην περίπτωση που υπάρχουν φορτία πολλών αποστολέων,
δ) στον αριθμό κυκλοφορίας του μεταφορικού μέσου,
ε) στον αριθμό αναφοράς του σχετικού τελωνειακού παραστατικού ή στον αριθμό της Βεβαίωσης Τελωνειακού Χαρακτήρα κατά περίπτωση για τα εμπορεύματα που εξέρχονται από την Ελεύθερη Ζώνη,
στ) στην ημερομηνία εισόδου/εξόδου του φορτίου προς/από την Ελεύθερη Ζώνη. Το τελωνείο ελέγχου μπορεί να ζητά την τήρηση επιπρόσθετων στοιχείων εφόσον αυτό κρίνεται σκόπιμο για τη διασφάλιση της τελωνειακής επιτήρησης και την αποτελεσματική διενέργεια ελέγχων (π.χ το MRN του τελωνειακού παραστατικού στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί πριν την είσοδο του φορτίου στην Ελεύθερη Ζώνη, ο ARC του e-ΔΕ, κλπ).
Η υλοποίηση της εν λόγω εφαρμογής θα πραγματοποιηθεί κατόπιν συνεργασίας του τελωνείου ελέγχου και του φορέα διαχείρισης.
Προς περαιτέρω διευκόλυνση και αποσαφήνιση των δυνατοτήτων που μπορεί να παρέχει στο τελωνείο ελέγχου η ως άνω εφαρμογή, παρατίθενται κατωτέρω ενδεικτικά τα ακόλουθα:
> Χρήση δυναμικών κριτηρίων αναζήτησης προκειμένου το τελωνείο να πραγματοποιεί στοχευμένες έρευνες και να είναι σε θέση να διενεργεί ελέγχους διασταύρωσης με στόχο την αποτελεσματική παρακολούθηση των εμπορευμάτων
> Καταχώρηση πληροφοριών οι οποίες ενδεχομένως δεν είναι διαθέσιμες από τον φορέα διαχείρισης
> Δημιουργία αριθμού αναφοράς για κάθε είσοδο/έξοδο φορτίου η οποία αντικαθιστά τον α/α καταχώρησης του χειρόγραφου βιβλίου
> Ενδεχομένως δημιουργία «ετικέτας» (label) η οποία τυπώνεται και επικολλάται στα συνοδευτικά έγγραφα του συγκεκριμένου φορτίου και περιλαμβάνει τον αριθμό αναφοράς, τα στοιχεία του τελωνείου ελέγχου και τον συγκεκριμένο κωδικό του τελωνειακού υπαλλήλου που θα του έχει δοθεί η σχετική πρόσβαση.
Επισημαίνεται ότι η υλοποίηση των ως άνω δυνατοτήτων εναπόκειται αποκλειστικά στην έγκριση του τελωνείου ελέγχου το οποίο ενημερώνει σχετικά την αρμόδια Δ/νση Δασμολογικών Θεμάτων, Ειδικών Καθεστώτων και  Απαλλαγών. Με την υλοποίηση της ως άνω εφαρμογής, καταργείται το χειρόγραφο βιβλίο τήρησης των εισερχομένων /εξερχομένων εμπορευμάτων προς / από την Ελεύθερη Ζώνη.
Τέλος, πέραν των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι το τελωνείο ελέγχου μεριμνά για την απρόσκοπτη είσοδο των φορτίων στην Ελεύθερη Ζώνη με τους όρους και προϋποθέσεις της Απόφασης και σε περίπτωση που για συγκεκριμένο φορτίο ζητηθεί η προσκόμιση επιπρόσθετων στοιχείων πέραν των ανωτέρω για λόγους περαιτέρω διασφάλισης της τελωνειακής επιτήρησης, η προσκόμιση αυτών θα πραγματοποιείται μετά την είσοδο του εν λόγω φορτίου στην Ελεύθερη Ζώνη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΠΑΡΑΛΑΒΗ ΤΩΝ ΕΙΣΕΡΧΟΜΕΝΩΝ ΦΟΡΤΙΩΝ - ΤΗΡΗΣΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΘΗΚΗΣ

3.1 Παραλαβή των εισερχομένων φορτίων

Τα εμπορεύματα που εισέρχονται είτε άμεσα είτε έμμεσα, παραλαμβάνονται από τις εγκατεστημένες επιχειρήσεις ή τον φορέα διαχείρισης κατά περίπτωση, καταχωρούνται στη λογιστική αποθήκης και αποδίδεται ο Αριθμός Καταχώρησης Λογιστικής Αποθήκης (ΑΚΛΑ). Επισημαίνεται ότι υποχρέωση απόδοσης ΑΚΛΑ υπάρχει για όλα τα εισερχόμενα εμπορεύματα ανεξαρτήτως τρόπου μεταφοράς και προορισμού τους ακόμη και στην περίπτωση άμεσης μεταφόρτωσής τους σε μεταφορικό μέσο με το οποίο εγκαταλείπουν το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης (transhipment).
Στην περίπτωση της άμεσης εισόδου μη ενωσιακών εμπορευμάτων, μετά την καταχώρησή τους στη λογιστική αποθήκης, η εγκατεστημένη επιχείρηση ή ο φορέας διαχείρισης ενημερώνει το τελωνείο ελέγχου με τα σχετικά έγγραφα μεταφοράς όπου αποτυπώνεται ο αριθμός ή οι αριθμοί καταχώρησης στη λογιστική αποθήκης (ΑΚΛΑ), μέχρι την υλοποίηση της άμεσης πρόσβασης του τελωνείου ελέγχου στη λογιστική αποθήκης των εγκατεστημένων επιχειρήσεων και του φορέα διαχείρισης κατά τα προαναφερθέντα (Μέρος Γ', Κεφ.1.1).

3.2 Τήρηση λογιστικής αποθήκης

Η λογιστική αποθήκης που τηρείται από τον φορέα διαχείρισης και τις εγκατεστημένες επιχειρήσεις αφορά το σύνολο των εμπορευμάτων που εισέρχονται στην Ελεύθερη Ζώνη ανεξαρτήτως του προορισμού τους, συμπεριλαμβανομένων και των εμπορευμάτων που διέρχονται χωρίς να μεσολαβεί αποθήκευση. Ως εκ τούτου η καταγραφή των εν λόγω εμπορευμάτων πρέπει να γίνεται κατηγοριοποιημένα με διακριτό τρόπο προκειμένου να καταστεί ευχερής ο τελωνειακός έλεγχος.
Η λογιστική αποθήκης πρέπει να απεικονίζει ανά πάσα στιγμή την πραγματική κατάσταση των εμπορευμάτων και να περιλαμβάνει κάθε μεταβολή των στοιχείων ή της κατάστασης ή της συσκευασίας αυτών. Περιλαμβάνει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 178 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) 2446/15. Η λογιστική αποθήκης τηρείται ηλεκτρονικά και αποτελεί υποχρέωση τόσο του φορέα διαχείρισης όσο και των εγκατεστημένων επιχειρήσεων να δοθεί πρόσβαση στο τελωνείο ελέγχου το οποίο θα μπορεί να κάνει αναζητήσεις σε αυτήν σε πραγματικό χρόνο.
Ο Αριθμός Καταχώρησης Λογιστικής Αποθήκης (ΑΚΛΑ) που αποδίδεται, πιστώνεται με την έξοδο των εν λόγω εμπορευμάτων από την Ελεύθερη Ζώνη και ειδικότερα με τον αριθμό του οικείου τελωνειακού παραστατικού, ή με τον αριθμό Βεβαίωσης Τελωνειακού Χαρακτήρα κατά περίπτωση.
Στην περίπτωση διενέργειας συνήθων εργασιών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της φύσης ή της ποσότητας των εμπορευμάτων ή των συσκευασιών αυτών, πραγματοποιείται νέα λογιστική καταχώρηση (άρθρο 12 της Απόφασης για την ίδρυση και λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών).
Τα εισερχόμενα μη ενωσιακά εμπορεύματα παραλαμβάνονται με βάση τα έγγραφα μεταφοράς. Η καταχώρηση της λογιστικής αποθήκης πραγματοποιείται με βάση την πράξη παραλαβής. Όταν ο επιχειρηματίας δεν είναι βέβαιος για το περιεχόμενο των παραλαμβανομένων δεμάτων, πρέπει να γίνεται επαλήθευση αυτού και σύνταξη σχετικής πράξης επί του εγγράφου μεταφοράς. Ο επιχειρηματίας μπορεί να ζητά την παράσταση του τελωνειακού υπαλλήλου κατά την ως άνω επαλήθευση. Όταν τα εμπορεύματα είναι συσκευασμένα σε εμπορευματοκιβώτια επί των οποίων έχουν τεθεί σφραγίδες που φέρουν αριθμούς ή άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία, τα οποία αναγράφονται επί των εγγράφων μεταφοράς, τεκμαίρεται ότι το περιεχόμενο συμφωνεί με τα αντίστοιχα έγγραφα μεταφοράς.
Διευκρινίζεται ότι όταν στο ίδιο έγγραφο μεταφοράς περιλαμβάνονται πολλά εμπορεύματα, η καταχώρηση στη λογιστική αποθήκης μπορεί να γίνεται είτε σε ένα αριθμό στο οποίο καταχωρούνται όλα τα εμπορεύματα κατά στίχο, είτε με ξεχωριστό αριθμό για κάθε στίχο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΖΩΝΗ

Κατά την παραμονή εμπορευμάτων στην Ελεύθερη Ζώνη, το τελωνείο ελέγχου μπορεί να ζητήσει τη λήψη κατάλληλων μέτρων από το φορέα διαχείρισης ή την εγκατεστημένη επιχείρηση για την εξακρίβωση της ταυτότητας και τη διάκριση των εμπορευμάτων που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς της Ελεύθερης Ζώνης από τα λοιπά εμπορεύματα που υπάγονται σε άλλα τελωνειακά καθεστώτα ή διαδικασίες. (πχ διακριτοί χώροι ενωσιακών με μη ενωσιακά εμπορεύματα).
Ειδικότερα, τα εμπορεύματα που εισέρχονται στην Ελεύθερη Ζώνη, μπορούν να υπαχθούν στα ακόλουθα:

4.1 Συνήθεις εργασίες

Eίναι δυνατή, χωρίς παροχή σχετικής έγκρισης από το τελωνείο ελέγχου, η διενέργεια των συνήθων εργασιών του Παραρτήματος 71-03 του Καν. (ΕΕ) 2446/15 επί των εμπορευμάτων που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς της Ελεύθερης Ζώνης.
Απαιτείται η λήψη σχετικής έγκρισης από το τελωνείο ελέγχου για τη διενέργεια συνήθων εργασιών που συνεπάγονται τη μεταβολή του κωδικού Συνδυασμένης Ονοματολογίας των εμπορευμάτων, για τα οποία ο διασαφιστής δύναται να ζητήσει τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία με βάση την αρχική δασμολογική κατάταξη.
Υπενθυμίζεται ότι στην περίπτωση διενέργειας συνήθων εργασιών που έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της φύσης ή της ποσότητας των εμπορευμάτων ή των συσκευασιών αυτών, πραγματοποιείται νέα λογιστική καταχώρηση.

4.2 Υπαγωγή εμπορευμάτων στο καθεστώς της ελεύθερης κυκλοφορίας

Όπως προαναφέρθηκε, είναι δυνατή η υπαγωγή των μη ενωσιακών εμπορευμάτων μεταξύ άλλων και στο καθεστώς της ελεύθερης κυκλοφορίας. Σε αυτήν την περίπτωση τηρούνται οι όροι και προϋποθέσεις που ισχύουν για το εν λόγω καθεστώς.
Υπενθυμίζεται ότι έχει προβλεφθεί η δυνατότητα αποστολής της άδειας παράδοσης στον φορέα διαχείρισης της Ελεύθερης Ζώνης στην αριθ. πρωτ. ΔΤΔ Α 5021516 ΕΞ 2015/30.9.2015 Εγκύκλιο Διαταγή « Έκδοση της Άδειας παράδοσης και βεβαίωση - είσπραξη των οικονομικών επιβαρύνσεων και εξόδων (ΔΕΤΕ) στο νέο περιβάλλον των ηλεκτρονικών πληρωμών» (ΑΔΑ: 6ΨΜ7Η-Ο58) και ειδικότερα στην περίπτωση (4) αυτής («Συνήθης διαδικασία εισαγωγής- παραλαβή από Ελεύθερη Ζώνη»).
Το MRN της Άδειας Παράδοσης καταχωρείται στη λογιστική αποθήκης που τηρεί μηχανογραφικά ο φορέας και συσχετίζεται με τον αριθμό ΑΚΛΑ που έχει ήδη δοθεί για το συγκεκριμένο φορτίο.

4.3 Υπαγωγή εμπορευμάτων στα ειδικά καθεστώτα της τελειοποίησης προς επανεξαγωγή, προσωρινής εισαγωγής και ειδικού προορισμού

Κατά την παραμονή μη ενωσιακών εμπορευμάτων στην Ελεύθερη Ζώνη είναι δυνατή η υπαγωγή τους στα ειδικά καθεστώτα της τελειοποίησης προς επανεξαγωγή, προσωρινής εισαγωγής και ειδικού προορισμού με τους όρους και προϋποθέσεις που τίθενται από την ενωσιακή νομοθεσία καθώς επίσης και από τις σχετικές οδηγίες που έχουν δοθεί από την αρμόδια Διεύθυνση Δασμολογικών Θεμάτων, Ειδικών Καθεστώτων και Απαλλαγών για τη χρήση των ως άνω καθεστώτων.
Τα MRN των σχετικών τελωνειακών διασαφήσεων καταχωρούνται στη λογιστική αποθήκης που τηρείται και συσχετίζονται με τους αντίστοιχους αριθμούς ΑΚΛΑ.
Παροχή εγγύησης: Για την υπαγωγή εμπορευμάτων στα ειδικά καθεστώτα της τελειοποίησης προς επανεξαγωγή, προσωρινής εισαγωγής και ειδικού προορισμού, ενώ αυτά παραμένουν στους αποθηκευτικούς χώρους της Ελεύθερης Ζώνης, απαιτείται η παροχή σύμφωνα με τα σχετικά οριζόμενα για την υπαγωγή εμπορευμάτων στα συγκεκριμένα ειδικά καθεστώτα, εγγύησης.
Οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές, στα πλαίσια χορήγησης της άδειας για την υπαγωγή των εν λόγω εμπορευμάτων στα προαναφερόμενα ειδικά καθεστώτα, θα πρέπει να εξετάζουν τη δυνατότητα που παρέχεται από την ενωσιακή νομοθεσία για τη χορήγηση άδειας συνολικής εγγύησης με το πλεονέκτημα της μείωσης του ποσού της παρεχόμενης συνολικής εγγύησης σε σχέση με το καθορισθέν ποσό αναφοράς της ή της απαλλαγής από την υποχρέωση παροχής (σύστασης) εγγύησης (guarantee waiver - πλεονέκτημα της μείωσης του ποσού της παρεχόμενης συνολικής εγγύησης σε ποσοστό 100% σε σχέση με το καθορισθέν ποσό αναφοράς), με την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που αποτυπώνονται στις σχετικές διατάξεις του άρθρου 84 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) 2446/15 και εφόσον ζητηθεί σχετικά από τον αιτούντα την χορήγηση άδειας συνολικής εγγύησης, (σχετ. η αριθμ. ΔΤΔ Δ 1055219 ΕΞ 2017/5-4-2017 ΕΔΥΟ «Οδηγίες για την έκδοση άδειας συνολικής εγγύησης στα πλαίσια εφαρμογής του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα Καν. 952/2013 (ΕνΤΚ/UCC)»), λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι τα εμπορεύματα που υπάγονται στα προαναφερόμενα ειδικά καθεστώτα, παραμένουν σε χώρους τελωνειακά επιτηρούμενους με τους όρους και προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Κεφ. 1.3 (Μέρος Α') της παρούσας, καθώς επίσης και το γεγονός ότι τόσο ο φορέας
διαχείρισης της Ελεύθερης Ζώνης, όσο και οι εγκατεστημένες επιχειρήσεις στον αποθηκευτικό χώρο αυτής, πληρούν τα κριτήρια AEO ως προς την ασφάλεια και προστασία (AEOS).

4.4 Αποθήκευση προϊόντων ΕΦΚ σε φορολογική αποθήκη εντός Ελεύθερης Ζώνης

Αναφορικά με τις διαδικασίες διακίνησης και αποθήκευσης προϊόντων ΕΦΚ υπό καθεστώς αναστολής των φορολογικών επιβαρύνσεων, ισχύουν τα διαλαμβανόμενα στις ενωσιακές (Οδηγία 2008/118/ΕΚ) και εθνικές (τρίτο μέρος του ν.2960/2001) διατάξεις, τις σχετικές κανονιστικές πράξεις (ΔΕΦΚΦ 1116601 ΕΞ 2017/31.7.2017 ΑΥΟ & ΔΕΦΚΦ 1116596 ΕΞ 2017/02-08-2017 Απόφαση Διοικητή ΑΑΔΕ) και τις εγκύκλιες διαταγές, με τις οποίες έχουν παρασχεθεί σχετικές οδηγίες.

4.5 Καταστροφή εμπορευμάτων

Τα μη ενωσιακά εμπορεύματα που βρίσκονται εντός Ελεύθερης Ζώνης μπορούν κατά την παραμονή τους σε αυτή να καταστρέφονται χωρίς οι απαιτούμενες διαδικασίες να συνεπάγονται έξοδα για το Δημόσιο. Στις επιμέρους αποφάσεις με τις οποίες χορηγείται έγκριση για τήρηση λογιστικής αποθήκης στις επιχειρήσεις που εγκαθίστανται εντός Ελεύθερης Ζώνης, ορίζεται η διαδικασία καταστροφής εμπορευμάτων εντός του χώρου της Ελεύθερης Ζώνης κατόπιν αίτησης του ενδιαφερόμενου.
Ειδικότερα, αν ζητείται από τον ενδιαφερόμενο η καταστροφή των εμπορευμάτων μέσα στον χώρο της Ελεύθερης Ζώνης, υποβάλλεται αίτηση για καταστροφή στο τελωνείο ελέγχου. Στην αίτηση αναφέρεται η περιγραφή και η ποσότητα των εμπορευμάτων, ο αριθμός ΑΚΛΑ της λογιστικής αποθήκης, ο τρόπος καταστροφής μέσα στην Ελεύθερη Ζώνη, καθώς και η ημερομηνία και η ώρα πραγματοποίησης της καταστροφής.
Η αίτηση υποβάλλεται τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ώρες πριν από την αναγραφόμενη στην αίτηση ημερομηνία καταστροφής. Το τελωνείο αποδέχεται την αίτηση και ορίζει, αν το κρίνει σκόπιμο, έναν ή περισσότερους υπαλλήλους για να παραστούν στην καταστροφή. Η επιχείρηση συντάσσει το πρωτόκολλο καταστροφής το οποίο υπογράφεται από τον εκπρόσωπό της και από τον/ τους υπαλλήλους που ενδεχομένως παρέστησαν στην καταστροφή. Αντίγραφο του πρωτοκόλλου παραδίδεται στο τελωνείο και συσχετίζεται με την αίτηση για καταστροφή.
Σε περίπτωση που προκύπτουν θραύσματα, απορρίμματα ή άλλα κατάλοιπα από την καταστροφή και τα οποία συνεχίζουν να παραμένουν στην Ε.Ζ., το πρωτόκολλο καταστροφής καταχωρίζεται εκ νέου στη λογιστική αποθήκης.
Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη ότι για ορισμένους τύπους εμπορευμάτων δεν δύναται να πραγματοποιηθεί η καταστροφή τους εντός της Ελεύθερης Ζώνης αλλά απαιτείται η μεταφορά τους σε ειδικές εγκαταστάσεις εκτός αυτής (π.χ υγειονομική ταφή ή κομποστοποίηση αλλοιωμένων φρούτων, χώροι υγειονομικής ταφής απορριμμάτων, πιστοποιημένες εταιρείες διαχείρισης αποβλήτων κλπ), για τα εμπορεύματα αυτά ακολουθείται η προαναφερόμενη διαδικασία με την τήρηση των εξής επιπλέον προϋποθέσεων:
• Εφόσον απαιτείται και ανάλογα με το είδος των εμπορευμάτων προς καταστροφή, προηγούμενη ενημέρωση άλλων εμπλεκόμενων Αρχών για τον τόπο και τρόπο καταστροφής εκτός της Ελεύθερης Ζώνης και λήψη έγκρισης από αυτές για την αιτηθείσα καταστροφή (π.χ. ενημέρωση Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης για καταστροφή γεώμηλων).
• Ενημέρωση από τον φορέα διαχείρισης της εγκατάστασης όπου θα διενεργηθεί η καταστροφή των εμπορευμάτων αναφορικά με την ημερομηνία πραγματοποίησής της.
• Υποχρεωτικός ορισμός υπαλλήλων από τον Προϊστάμενο του τελωνείου ελέγχου προκειμένου να συσταθεί η Επιτροπή του άρθρου 37 του ν.2960/2001, κατά τα οριζόμενα στην αριθμ. Τ.2622/179/Α0019/12-6-2002 ΑΥΟ «Καταστροφή Εμπορευμάτων-Επιτροπή άρθρου 37 παρ.1 του ν.2960/01» (ΦΕΚ 797/Β/2002), η οποία θα παραστεί στην καταστροφή.
• Μέτρηση ή ζύγιση των εμπορευμάτων, παρουσία της Επιτροπής, πριν από τη φόρτωση αυτών στο μεταφορικό μέσο.
• Σφράγιση από την Επιτροπή και σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου.
• Μεταφορά του φορτίου στον τόπο καταστροφής, με την επίβλεψη της ορισθείσας Επιτροπής.
• Αποσφράγιση και καταμέτρηση του περιεχομένου του φορτίου από την Επιτροπή στον τόπο της καταστροφής.
• Πραγματοποίηση της καταστροφής.
• Σύνταξη Πρωτοκόλλου Καταστροφής στο οποίο επισυνάπτεται βεβαίωση καταστροφής ή οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό έγγραφο εκδίδεται από τον φορέα διαχείρισης της εγκατάστασης όπου πραγματοποιήθηκε η καταστροφή.
• Με το Πρωτόκολλο Καταστροφής πιστώνεται ο σχετικός Αριθμός Λογιστικής Καταχώρησης (ΑΚΛΑ) στη λογιστική αποθήκης της εν λόγω επιχείρησης.

4.6 Εγκατάλειψη υπέρ του Δημοσίου

Η εγκατάλειψη εμπορευμάτων υπέρ του Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 199 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα και το άρθρο 37 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001), γίνεται κατόπιν αιτήσεως στο τελωνείο ελέγχου, στην οποία θα πρέπει να αναφέρεται ο αριθμός ΑΚΛΑ, η περιγραφή των δεμάτων και εμπορευμάτων καθώς και η ποσότητα αυτών.

4.7 Άσκηση δραστηριοτήτων

Είναι δυνατή, κατόπιν έγκρισης, η άσκηση όλων των δραστηριοτήτων βιομηχανικής ή εμπορικής φύσης ή παροχής υπηρεσιών, εκτός εκείνων που απαγορεύονται ή περιορίζονται από τις τελωνειακές αρχές λόγω της φύσης των εμπορευμάτων ή για τη διασφάλιση της τελωνειακής επιτήρησης ή των απαιτήσεων ασφάλειας και προστασίας (πχ αποθήκευση έργων τέχνης).

4.8 Φορολογική μεταχείριση, από πλευράς ΦΠΑ, εμπορευμάτων εντός Ελεύθερης Ζώνης

Βάσει του άρθρου 25 του Ν.2859/2000 «Κώδικας ΦΠΑ» και της ΠΟΛ.1026/2016, οι παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται εντός Ελεύθερης Ζώνης καθώς και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται στους χώρους αυτούς και συνδέονται άμεσα με τις παραδόσεις αγαθών απαλλάσσονται από το φόρο προστιθέμενης αξίας με τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται με την ως άνω απόφαση.

4.9 Αποθήκευση ενωσιακών εμπορευμάτων κατ' εφαρμογή του άρθρου 246 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα

Ενωσιακά εμπορεύματα μπορούν να εισέρχονται με τα σχετικά συνοδευτικά τους έγγραφα, αποθηκεύονται, διακινούνται, χρησιμοποιούνται, μεταποιούνται ή να καταναλώνονται μέσα στην Ελεύθερη Ζώνη. Τα ως άνω εμπορεύματα καταχωρίζονται στη λογιστική αποθήκης της επιχείρησης που τα παραλαμβάνει και στα οποία αποδίδεται Αριθμός Λογιστικής Καταχώρησης (ΑΚΛΑ).

4.10 Εφοδιασμοί

Για όσες περιπτώσεις εφοδιασμού προβλέπονται διατυπώσεις εξαγωγής / επανεξαγωγής σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, και όσον αφορά στη διαδικασία εισόδου, παραμονής και εξόδου τους από την Ελεύθερη Ζώνη ισχύουν τα οριζόμενα στις αντίστοιχες διαδικασίες εξαγωγής/επανεξαγωγής εμπορευμάτων (αριθμ. ΔΤΔ Α 1068392 ΕΞ 2016/26.4.2016 Εγκύκλιος Διαταγή -Κεφ.5).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΖΩΝΗ

Τα μη ενωσιακά καθώς και τα ενωσιακά εμπορεύματα τα οποία έχουν εναποτεθεί στην Ελεύθερη Ζώνη, εξέρχονται από αυτή συνοδευόμενα από τα προβλεπόμενα τελωνειακά παραστατικά ή την εκδοθείσα Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα κατά περίπτωση. Στα ως άνω τελωνειακά παραστατικά υπάρχει ως συνημμένη η Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα όπου αναγράφεται ο Αριθμός Λογιστικής Καταχώρησης (ΑΚΛΑ) που έχει πιστωθεί. Ειδικότερα:

5.1 Εκκαθάριση του ειδικού καθεστώτος της Ελεύθερης Ζώνης

Το ειδικό καθεστώς της Ελεύθερης Ζώνης εκκαθαρίζεται σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία με την υπαγωγή των εμπορευμάτων σε άλλο τελωνειακό καθεστώς, την έξοδό τους από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, την καταστροφή ή εγκατάλειψή τους υπέρ του Δημοσίου.
Τα ως άνω εμπορεύματα εξέρχονται με τον αριθμό αναφοράς του οικείου τελωνειακού παραστατικού το οποίο είναι διαθέσιμο ή καταχωρείται στο ηλεκτρονικό σύστημα του φορέα διαχείρισης κατά τα αναφερόμενα στο Κεφ. 2.1 του Μέρους Δ' της παρούσας.

5.2 Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα

Δεδομένου ότι στην Ελεύθερη Ζώνη είναι δυνατή η είσοδος τόσο ενωσιακών όσο και μη ενωσιακών εμπορευμάτων και λαμβάνοντας υπόψη:
- την ενωσιακή νομοθεσία σύμφωνα με την οποία δεν προβλέπεται πλέον η χρήση της Βεβαίωσης Τελωνειακού Χαρακτήρα ως ένα από τα έγγραφα με τα οποία πιστοποιείται ο τελωνειακός χαρακτήρας των εμπορευμάτων,
- την αναγκαιότητα για αποτελεσματική παρακολούθηση των φορτίων που βρίσκονται στην Ελεύθερη Ζώνη, καθώς επίσης και
- τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων ως προς την παρακολούθηση της διακίνησης των εμπορευμάτων τους,
καθιερώνονται οι πληροφορίες που εμπεριέχονται στη Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα σε εθνικό επίπεδο με την Απόφαση για την ίδρυση και λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών (Παράρτημα της Απόφασης).
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την ως άνω Απόφαση , σκοπός της Βεβαίωσης Τελωνειακού Χαρακτήρα είναι:
α) είτε η διάκριση και πιστοποίηση των εμπορευμάτων κατά την έξοδό τους από την Ελεύθερη Ζώνη σε ενωσιακά και μη ενωσιακά (άρθρο 2, σημείο (12), άρθρο 8 παρ.1 σημείο (δ), άρθρο 9 παρ.1 σημείο (γ), άρθρο 13 παρ.1 α' εδάφιο της Απόφασης) β) είτε, στις περιπτώσεις όπου δεν απαιτείται η πιστοποίηση του τελωνειακού χαρακτήρα, η διευκόλυνση των τελωνειακών αρχών για τη διενέργεια των προβλεπόμενων ελέγχων που αφορούν στην έξοδο των εμπορευμάτων από την Ελεύθερη Ζώνη (άρθρο 8 παρ.2, άρθρο 9 παρ.1 σημείο (δ), άρθρο 13 παρ.1 β'εδάφιο της Απόφασης). Οι περιπτώσεις όπου δεν απαιτείται πιστοποίηση του τελωνειακού χαρακτήρα των εμπορευμάτων, είναι οι ακόλουθες:
i) όταν ενωσιακά εμπορεύματα κατ' εφαρμογή του άρθρου 246 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα εισέρχονται έμμεσα και εξέρχονται από την Ελεύθερη Ζώνη με σκοπό τη διακίνησή τους στο εσωτερικό της χώρας
ii) όταν ενωσιακά εμπορεύματα εξέρχονται οδικώς σε άλλο κ-μ, χωρίς διέλευση από έδαφος τρίτης χώρας
iii) όταν ενωσιακά εμπορεύματα έχουν σκοπό την έξοδό τους από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης και για τα οποία τηρούνται είτε διατυπώσεις εξαγωγής είτε τηρείται η διαδικασία εξόδου για σκοπούς ασφάλειας και προστασίας (διασάφηση εξαγωγής, EXS)
iv) όταν διακινούνται προϊόντα υπό καθεστώς αναστολής ΕΦΚ & ΦΠΑ
v) όταν εξέρχονται εγχώρια εμπορεύματα τα οποία έχουν εισέλθει στην Ελεύθερη Ζώνη με απαλλαγή ΦΠΑ κατ' εφαρμογή της ΠΟΛ.1026/2016 απόφασης Γ.Γ.Δ.Ε. (εκτός των περιπτώσεων που εξέρχονται από την Ελεύθερη Ζώνη θαλασσίως με προορισμό άλλο κ-μ της ΕΕ).
Στις ως άνω περιπτώσεις (i, ii, iii, iv, v), οι πληροφορίες που σχετίζονται με τον τελωνειακό χαρακτήρα των εμπορευμάτων (πεδίο 3: «Τελωνειακός Χαρακτήρας των Εμπορευμάτων», δηλ. ενωσιακά/μη ενωσιακά) δεν συμπληρώνονται στην εκδοθείσα Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα.
Κατά συνέπεια, γι' αυτές τις περιπτώσεις συντάσσεται Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα (κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 13 της εν λόγω Απόφασης), χωρίς τη συμπλήρωση του πεδίου 3 αυτής, η οποία εν προκειμένω χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως άδεια εξόδου για σκοπούς ελέγχου των εμπορευμάτων που εξέρχονται από την Ελεύθερη Ζώνη (σημείο (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 9 της Απόφασης) και όχι για σκοπούς πιστοποίησης του τελωνειακού χαρακτήρα τους.
Επισημαίνεται ότι στις εν λόγω περιπτώσεις το βάρος της ευθύνης της ακρίβειας των πληροφοριών που εμπεριέχονται στις εκδοθείσες Βεβαιώσεις Τελωνειακού Χαρακτήρα μεταφέρεται στον εκδότη τους (φορέας διαχείρισης ή εγκατεστημένη επιχείρηση κατά περίπτωση), ενώ το τελωνείο διενεργεί εκ των υστέρων δειγματοληπτικούς ελέγχους για την επαλήθευση της ακρίβειας των ως άνω Βεβαιώσεων.

5.2.1 Πότε εκδίδεται Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα

Επειδή όπως προαναφέρθηκε, οι πληροφορίες που εμπεριέχονται στη Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα βοηθούν στη λειτουργία της Ελεύθερης Ζώνης και στην καλύτερη παρακολούθηση των εμπορευμάτων, η Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα εκδίδεται για όλα τα εμπορεύματα (ενωσιακά ή μη), ανεξαρτήτως του τρόπου μεταφοράς τους και ανεξαρτήτως του προορισμού τους, από το πρόσωπο που τηρεί τη λογιστική αποθήκης για τα συγκεκριμένα εμπορεύματα και αποδίδει αριθμό ΑΚΛΑ (φορέας διαχείρισης ή η εγκατεστημένη επιχείρηση κατά περίπτωση). Η Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα εκδίδεται κατά την έξοδο των εν λόγω εμπορευμάτων από την Ελεύθερη Ζώνη.
Στην περίπτωση των μη ενωσιακών εμπορευμάτων, η Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα αποτελεί συνημμένο της διασάφησης με κωδικό: "1893", "Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα για σκοπούς ΕΖ" ή της δήλωσης διαμετακόμισης και ο έλεγχος αυτής διενεργείται σύμφωνα με τους όρους και τους κανόνες του συστήματος της Ανάλυσης Κινδύνου που διέπουν το παραστατικό. Στις περιπτώσεις υποβολής Συνοπτικής Διασάφησης Εξόδου (EXS) ή κατάθεσης Γνωστοποίησης Επανεξαγωγής, η Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα αποτελεί συνημμένο της EXS (θέση 44-κωδικός 1893) και της Γνωστοποίησης Επανεξαγωγής όπου αναγράφεται ο α/α καταχώρησης της Βεβαίωσης.
Στην περίπτωση των ενωσιακών εμπορευμάτων, ισχύουν τα προαναφερόμενα στο Κεφ. 5.2.

5.2.2 Δικαιολογητικά έγγραφα για τη Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα

Τα δικαιολογητικά που απαιτούνται και αποτελούν συνημμένα της Βεβαίωσης Τελωνειακού Χαρακτήρα, είναι:
- Έγγραφα Μεταφοράς
- Διατακτική
- Τιμολόγιο
- Πιστοποιητικά απόδειξης ενωσιακού χαρακτήρα (T2L, κλπ) εφόσον απαιτούνται.

5.2.3 Τρόποι υποβολής της Βεβαίωσης Τελωνειακού Χαρακτήρα

Μέχρι την υλοποίηση των απαιτούμενων μηχανογραφικών προσαρμογών στο ICISnet προκειμένου η Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα να υποβάλλεται ηλεκτρονικά από τον φορέα διαχείρισης ή την εγκατεστημένη επιχείρηση κατά περίπτωση, η Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα εκδίδεται και:
α) είτε προσκομίζεται και κατατίθεται στο τελωνείο ελέγχου με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά έγγραφα σύμφωνα με το υπόδειγμα του Παραρτήματος της Απόφασης για την ίδρυση και λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών,
β) είτε οι σχετικές πληροφορίες που εμπεριέχονται στη Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα του ως άνω Παραρτήματος , είναι διαθέσιμες σε ειδική εφαρμογή ή ιστοσελίδα που έχει κατασκευάσει ο φορέας διαχείρισης, και το τελωνείο ελέγχου:
- έχει άμεση πρόσβαση στις ως άνω πληροφορίες,
- έχει τη δυνατότητα διενέργειας έρευνας με επιλογή κατάλληλων κριτηρίων,
- έχει τη δυνατότητα επεξεργασίας των εν λόγω Βεβαιώσεων μέσα από την ως άνω εφαρμογή/ιστοσελίδα,
- έχει τη δυνατότητα αποδοχής ή απόρριψής τους κατά περίπτωση.

5.3 Έξοδος μη ενωσιακών εμπορευμάτων με κατεύθυνση το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης

Στην περίπτωση που μη ενωσιακά εμπορεύματα πρόκειται να εξέλθουν από την Ελεύθερη Ζώνη με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, πρέπει να υπαχθούν σε κάποιο τελωνειακό καθεστώς (π.χ. Εξωτερική Διαμετακόμιση Τ1, υπαγωγή σε ειδικό καθεστώς πλην της Ελεύθερης Ζώνης με ταυτόχρονη χρήση ενιαίας άδειας, κλπ).
Τα ως άνω εμπορεύματα εξέρχονται με τον αριθμό αναφοράς του τελωνειακού παραστατικού το οποίο είναι διαθέσιμο ή καταχωρείται στο ηλεκτρονικό σύστημα του φορέα διαχείρισης κατά τα αναφερόμενα στο Κεφ. 2.1 του Μέρους Δ' της παρούσας.

5.4 Έξοδος μη ενωσιακών / ενωσιακών εμπορευμάτων με κατεύθυνση την έξοδό τους από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης

Στην περίπτωση που μη ενωσιακά / ενωσιακά εμπορεύματα πρόκειται να εξέλθουν από την Ελεύθερη Ζώνη με κατεύθυνση την έξοδό τους από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης θα πρέπει να έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες διατυπώσεις για την έξοδο των εν λόγω εμπορευμάτων σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία. Ειδικότερα για τις εν λόγω διακινήσεις, εφαρμογή έχουν κατά περίπτωση τα οριζόμενα στις αριθμ. πρωτ. ΔΤΔ Α 1068392 ΕΞ 2016/26.4.2016 (ΑΔΑ: ΩΨΜ6Η-ΔΡΧ) Εγκύκλιο Διαταγή «ΕΞΑΓΩΓΗ & ΕΞΟΔΟΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ - ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΘΜ.: Δ19Α 5013811 ΕΞ 3.6.2014» και ΔΤΔ Α 1106275 ΕΞ 2017/5.7.2017 (ΑΔΑ:ΨΓ9ΥΗ-3ΥΣ) «Οδηγίες για την έξοδο των εμπορευμάτων από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, την υποβολή Συνοπτικής Διασάφησης Εξόδου (EXS) για σκοπούς ασφάλειας και προστασίας και την κατάθεση Γνωστοποίησης Επανεξαγωγής στο πλαίσιο του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα».
Τα ως άνω εμπορεύματα εξέρχονται με τον αριθμό αναφοράς του τελωνειακού παραστατικού το οποίο είναι διαθέσιμο ή καταχωρείται στο ηλεκτρονικό σύστημα του φορέα διαχείρισης κατά τα αναφερόμενα στο Κεφ. 2.1 του Μέρους Δ' της παρούσας.

5.5 Έξοδος ενωσιακών εμπορευμάτων με κατεύθυνση το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης

Στην περίπτωση που ενωσιακά εμπορεύματα πρόκειται να εξέλθουν από την Ελεύθερη Ζώνη με κατεύθυνση το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης και όχι το εσωτερικό της χώρας, εκδίδεται Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα από τον φορέα διαχείρισης ή την εγκατεστημένη επιχείρηση κατά τα οριζόμενα στο κεφ. 5.2 της παρούσας. Στις περιπτώσεις που απαιτείται η πιστοποίηση του ενωσιακού χαρακτήρα (πχ εμπορεύματα που εξέρχονται από την Ελεύθερη Ζώνη θαλασσίως), ως απαραίτητο δικαιολογητικό έγγραφο προσκομίζεται ένα από τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία πιστοποιητικά απόδειξης ενωσιακού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 199 του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2447/15.
Σε περίπτωση που τα ενωσιακά εμπορεύματα πρόκειται να μεταφερθούν με την κάλυψη Δελτίου TIR ή ΑΤΑ, είναι δυνατή η εφαρμογή του άρθρου 207 του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2447/15.
Τα ως άνω εμπορεύματα εξέρχονται με τον αριθμό αναφοράς της Βεβαίωσης Τελωνειακού Χαρακτήρα ή τον αριθμό του Δελτίου TIR ή ΑΤΑ κατά περίπτωση, ο οποίος είναι διαθέσιμος ή καταχωρείται στο ηλεκτρονικό σύστημα του φορέα διαχείρισης κατά τα αναφερόμενα στο Κεφ. 2.1 του Μέρους Δ' της παρούσας.

5.6 Έξοδος ενωσιακών εμπορευμάτων με κατεύθυνση το εσωτερικό της χώρας

Στην περίπτωση που ενωσιακά εμπορεύματα πρόκειται να εξέλθουν από την Ελεύθερη Ζώνη με κατεύθυνση το εσωτερικό της χώρας, εκδίδεται Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα από τον φορέα διαχείρισης ή την εγκατεστημένη επιχείρηση κατά περίπτωση η οποία χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως άδεια εξόδου κατά τα οριζόμενα στο Κεφ. 5.2 της παρούσας.
Τα ως άνω εμπορεύματα εξέρχονται με τον αριθμό αναφοράς της Βεβαίωσης Τελωνειακού Χαρακτήρα, ο οποίος είναι διαθέσιμος ή καταχωρείται στο ηλεκτρονικό σύστημα του φορέα διαχείρισης κατά τα αναφερόμενα στο Κεφ. 2.1 του Μέρους Δ' της παρούσας.

5.7 Έξοδος ενωσιακών υποκειμένων σε ΕΦΚ εμπορευμάτων με καθεστώς αναστολής ΕΦΚ & ΦΠΑ με κατεύθυνση το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης

Τα ως άνω εμπορεύματα εξέρχονται με τον αριθμό αναφοράς του οικείου παραστατικού κατά περίπτωση, ο οποίος είναι διαθέσιμος ή καταχωρείται στο ηλεκτρονικό σύστημα του φορέα διαχείρισης κατά τα αναφερόμενα στο Κεφ. 2.1 του Μέρους Δ' της παρούσας.

5.8 Έξοδος κενών μεταφορικών μέσων από την Ελεύθερη Ζώνη

Στην περίπτωση που κενά μεταφορικά μέσα πρόκειται να εξέλθουν από την Ελεύθερη Ζώνη, το τελωνείο έχει άμεση πρόσβαση στα δεδομένα της εφαρμογής που τηρεί για την έξοδο των εν λόγω μεταφορικών μέσων ο φορέας διαχείρισης.

5.9 Έξοδος εμπορευμάτων από την Ελεύθερη Ζώνη και υπαγωγή στο καθεστώς διαμετακόμισης με χρήση άδειας απλουστευμένων διαδικασιών στις σιδηροδρομικές μεταφορές

Στην περίπτωση που εξέρχονται εμπορεύματα από την Ελεύθερη Ζώνη και υπάγονται στο καθεστώς διαμετακόμισης με χρήση άδειας απλουστευμένων διαδικασιών στις σιδηροδρομικές μεταφορές, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στην ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία.
Τα ως άνω εμπορεύματα εξέρχονται με τον αριθμό αναφοράς της εν λόγω φορτωτικής, η οποία είναι διαθέσιμη ή καταχωρείται στο ηλεκτρονικό σύστημα του φορέα διαχείρισης κατά τα αναφερόμενα στο Κεφ. 2.1 του Μέρους Δ' της παρούσας.

5.10 Έξοδος εγχωρίων εμπορευμάτων από την Ελεύθερη Ζώνη για τα οποία εφαρμόζεται η ΠΟΛ.1026/2016 απόφαση Γ.Γ.Δ.Ε.

Επί του παρόντος και μέχρι την τροποποίηση της ΠΟΛ.1026/2016 απόφασης Γ.Γ.Δ.Ε., όπου θα καθιερώνεται η άδεια εξόδου ως πρόσθετου δικαιολογητικού για την έξοδο των εμπορευμάτων από την Ελεύθερη Ζώνη με σχετική αναφορά στο Δελτίο εισόδου και αντίστοιχη πίστωση της λογιστικής αποθήκης, οι προορισμοί που μπορούν να λάβουν τα εγχώρια εμπορεύματα που έχουν εισέλθει με απαλλαγή ΦΠΑ στην Ελεύθερη Ζώνη καθώς και τα σχετικά δικαιολογητικά προβλέπονται στο άρθρο 6 της ΠΟΛ.1026/2016. Στη Βεβαίωση Τελωνειακού Χαρακτήρα που εκδίδεται, αναγράφεται και ο αριθμός του Δελτίου Εισόδου εγχωρίων εμπορευμάτων στην Ελεύθερη Ζώνη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΖΩΝΗ/ΚΥΡΩΣΕΙΣ

6.1 Έλεγχος στην Ελεύθερη Ζώνη

Το τελωνείο ελέγχου πλέον έχει την αρμοδιότητα να οργανώνει και να διενεργεί τον έλεγχο λογιστικής αποθήκης καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, ανάλογα με τον όγκο των λογιστικών καταχωρήσεων σε συνδυασμό με αντίστοιχους φυσικούς ελέγχους για την επιβεβαίωση της ύπαρξης και της κατάστασης των αποθηκευμένων εμπορευμάτων καθώς επίσης και την διαπίστωση της κατάστασης του αποθηκευμένου χώρου. Για τη διενέργεια του ελέγχου ορίζεται συνεργείο υπαλλήλων με απόφαση του Προϊσταμένου του τελωνείου.
Με την ολοκλήρωση του ελέγχου συντάσσεται άμεσα έκθεση με τα αποτελέσματα η οποία υπογράφεται από τους υπαλλήλους που διενήργησαν τον έλεγχο και τον Προϊστάμενο του τελωνείου. Η εν λόγω έκθεση διαβιβάζεται στο Τμήμα Ειδικών Καθεστώτων της Δ/νσης Δασμολογικών Θεμάτων, Ειδικών Καθεστώτων και Απαλλαγών.
Οι φυσικοί έλεγχοι διενεργούνται και από τα τμήματα Δίωξης του τελωνείου στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, με βάση τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους για τα εμπορεύματα από τα σχετικά έγγραφα μεταφοράς, κλπ.
Ο φορέας διαχείρισης και οι εγκατεστημένες επιχειρήσεις παρέχουν στο τελωνείο ελέγχου τις απαιτούμενες πληροφορίες για σκοπούς τοπικής ανάλυσης κινδύνου.
Το τελωνείο ελέγχου ανάλογα με τα ευρήματα των διενεργούμενων ελέγχων εισηγείται την τροποποίηση, αναστολή, ανάκληση ή ακύρωση της έγκρισης τήρησης λογιστικής αποθήκης.
Επιπλέον με την Απόφαση για την ίδρυση και λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών, καθιερώνεται δεύτερο επίπεδο ελέγχου τήρησης της λογιστικής αποθήκης από την ΕΛΥΤ ανά τριετία. Ο έλεγχος αυτός είναι δειγματοληπτικός για τη διαπίστωση της ορθής τήρησης των διατάξεων που διέπουν τη λειτουργία των Ελευθέρων Ζωνών όσο και της τελωνειακής νομοθεσίας εν γένει. Το τελωνείο ελέγχου συνδράμει τις κατά τόπο αρμόδιες Τελωνειακές Ελεγκτικές Αρχές θέτοντας στη διάθεσή τους εφόσον τους ζητηθούν τα στοιχεία των ελέγχων που έχουν διενεργήσει καθώς επίσης και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία δεν είναι δυνατόν να παρασχεθούν από τον φορέα διαχείρισης ή την εγκατεστημένη επιχείρηση.

6.2 Κυρώσεις

Κάθε παρέκκλιση από τις διατάξεις της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας που διέπουν τη λειτουργία της Ελεύθερης Ζώνης θεωρείται ως τελωνειακή παράβαση, η οποία, υπό την επιφύλαξη των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα. Ειδικότερα για τον κολασμό των ανωτέρω παραβάσεων, συντάσσεται το κατά το άρθρο 142 παρ.4 του Ν.2960/2001 Πρωτόκολλο Τελωνειακής Παράβασης και επιβάλλονται υπό την επιφύλαξη των περί λαθρεμπορίας διατάξεων οι κυρώσεις της παρ.2 του άρθρου 147 του Ν.2960/2001.




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ











ΔΕΔ 2165/2019 Πράξη επιβολής προστίμου του άρθρου 4 του ν25231997 φορολογικού έτους 2014 σε νόμιμο ελεγκτή λόγω σύνταξης ανακριβούς πιστοποιητικού φορολογικού ελέγχου

$
0
0

Καλλιθέα, 01/07/2019
Αριθμός απόφασης: 2165

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α1 ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

Ταχ. Δ/νση: Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κώδικας: 176 71 - Καλλιθέα
Τηλέφωνο: 213 1604 534
ΦΑΞ: 213 1604 567

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπ' όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170).
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)»
γ. Της ΠΟΛ 1064/12.04.2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.

2. Την ΠΟΛ 1069/4-3-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

3. Την υπ' αριθμ. Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.08.16 (ΦΕΚ 2759 / τ. Β' / 1.9.16) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.

4. Τη με ημερομηνία κατάθεσης 07/03/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή του του ΑΦΜ , κάτοικου επί της οδού Τ.Κ , εργαζόμενου στην ελεγκτική εταιρεία με την επωνυμία « », ΑΦΜ , που εδρεύει στην οδό στο με ΤΚ , κατά της υπ' αριθμ /2018 Πράξη Επιβολής Προστίμου του άρθρου 4 του ν.2523/1997 διαχειριστικής περιόδου 2013 του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. καθώς και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.

5. Την υπ' αριθμ /2018 Οριστική Πράξη Επιβολής Προστίμου του άρθρου 4 του ν.2523/1997, του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., της οποίας ζητείται η ακύρωση καθώς και την από 24/12/2018 οικεία έκθεση ελέγχου (ID ).

6. Τις απόψεις του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ..

7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Α2 τμήματος της Υπηρεσίας μας, όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.

Επί της με ημερομηνία κατάθεσης 07/03/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής του του ΑΦΜ, η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ /2018 Οριστική Πράξη Επιβολής Προστίμου του άρθρου 4 του ν.2523/1997 εκδόθηκε από τον Προϊστάμενο του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., κατόπιν του πορίσματος της από 24/12/2018 έκθεσης μερικού ελέγχου (γραφείου) φορολογικού πιστοποιητικού βάσει των άρθρων 82 παρ. 5 και 65Α του Ν.4174/2013, σύμφωνα με το οποίο, ο προσφεύγων, υπέπεσε στην παράβαση της έκδοσης ανακριβούς φορολογικού πιστοποιητικού για την διαχειριστική περίοδο 01/01/2012 -31/12/2012 προς την επιχείρηση , με ΑΦΜ:

δεδομένου ότι από το φορολογικό έλεγχο που διενήργησε το Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., βάσει των άρθρων 23-25 και 66 του ν.4172/2013, στην επιχείρηση (ελεγχόμενη εταιρεία από το Νόμιμο Ελεγκτή και την ελεγκτική εταιρεία) διαπιστώθηκε διαφοροποίηση της φορολογικής οφειλής της ελεγχόμενης εταιρείας σε σχέση με τα ευρήματα του φορολογικού πιστοποιητικού της παρ. 5 του άρθρου 82 του Ν. 2238/94 της χρήσης 2012.

Ο προσφεύγων, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και την έντοκη επιστροφή του συνόλου του προστίμου, προβάλλοντας τους κατωτέρω ισχυρισμούς:

1. Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Αναρμοδιότητα οργάνου. Υπέρβαση εξουσίας. Στη διάταξη του άρθρου 6§1 του Ν. 3148/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 26 του Ν. 4170/2013 και ίσχυε μέχρι 23.01.2017, προβλέπεται ότι το Δ.Σ. της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποιήσεως και Ελέγχου (Ε.Λ.Τ.Ε.) αποτελεί το αποκλειστικά αρμόδιο όργανο για την διαπίστωση παραβάσεων της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου, που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών. Τα διοικητικά πρόστιμα σε βάρος των Νομίμων Ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων επιβάλλονται αποκλειστικά από την Ε.Λ.Τ.Ε., στο πλαίσιο της αρμοδιότητος της ασκήσεως πειθαρχικού ελέγχου, κατόπιν διενεργείας ποιοτικού ελέγχου. Η ως άνω διάταξη, αν και καταργήθηκε με το άρθρο 53 του Ν. 4449/2017 στις 24.01.2017, παραμένει εν ισχύ δυνάμει της επιφυλάξεως, που διατυπώνεται από τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 52§8 του Ν. 4449/2017, σύμφωνα με την οποία για παραβάσεις των διατάξεων, που ρυθμίζουν τις εργασίες των ελεγκτών, συμπεριλαμβανομένων των Κανονιστικών Αποφάσεων της Ε.Λ.Τ.Ε., του εκάστοτε ισχύοντος Κώδικα Δεοντολογίας και των ελεγκτικών προτύπων ή των προτύπων διασφαλίσεως της ποιότητος, που έχουν τελεσθεί μέχρι τη θέση σε ισχύ των διατάξεων του Ν. 4449/2017, ήτοι έως τις 23.01.2017, εφαρμόζονται οι διατάξεις του προαναφερθέντος άρθρου 6 του Ν. 3148/2003. Επιπρόσθετα, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 6§1 του Ν. 3148/2003 υπερισχύει ως νεότερη (lex posterior derogat legi priori), κατόπιν της τροποποιήσεώς της από τον Ν. 4170/2013, της αντίθετης διατάξεως του άρθρου 26 του Ν. 3943/2011, που απονέμει στον Υπουργό Οικονομικών αρμοδιότητα επιβολής διοικητικών προστίμων στους Νομίμους Ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία, αλλά και ως ειδικότερη (lex specialis derogat legi generali), αφού στη διάταξη του άρθρου 6§3 του Ν. 3148/2003 προβλέπονται συγκεκριμένα κριτήρια για τη διαπίστωση της βαρύτητας της πράξεως, που δεν αποτελούν παρά εξειδικεύσεις της αρχής της αναλογικότητος (λ.χ. σοβαρότητα της παραβάσεως, κίνδυνος για την αξιοπιστία και την ορθή λειτουργία του ελεγκτικο-λογιστικού θεσμού, ο τυχόν προσπορισμός οφέλους και η τυχόν συνδρομή στο πρόσωπο του παραβάτη της ιδιότητος του κυρίου εταίρου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2§14 του Ν. 3693/2008), κριτήρια που ελλείπουν πλήρως από την αντίθετη διάταξη του άρθρου 26 Ν. 3943/2011.

Επιπλέον, με την παρ. 9 του άρθρου 10 της ΠΟΛ 1159/2011, η οποία ορίζει ότι «9. Το πιο πάνω πρόστιμο επιβάλλεται και στο ελεγκτικό γραφείο στο οποίο ανήκει ο Νόμιμος Ελεγκτής. Αρμόδια αρχή για την επιβολή του προστίμου είναι η ελεγκτική υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών στην οποία υπάγεται το ελεγκτικό γραφείο», δεν είναι εφαρμοστέα δεδομένου ότι έρχεται σε αντίθεση με την πρόβλεψη του νόμου 2523/97.

Περαιτέρω, ακόμη κι εάν ήθελε θεωρηθεί ότι υφίσταται παράλληλη αρμοδιότητα επιβολής διοικητικών προστίμων τόσο από την Ε.Λ.Τ.Ε. όσο και από τον Υπουργό Οικονομικών, το τυχόν επιβαλλόμενο διοικητικό πρόστιμο από τον Υπουργό Οικονομικών τυγχάνει και σε αυτή την περίπτωση παράνομο και ακυρωτέο ως αντιβαίνον στην αρχή ne bis in idem, αρχή, η οποία δεσμεύει τη Διοίκηση κατά την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και δη προστίμων και ορίζει ότι ουδείς μπορεί να διωχθεί ή να τιμωρηθεί δύο φορές για την ιδία παράβαση, πολλώ μάλλον καθ' όσον το αποκλειστικά αρμόδιο όργανο για την επιβολή διοικητικών προστίμων, όπως προαναλύθηκε, είναι η Ε.Λ.Τ.Ε..

Επομένως, η υπό κρίση πράξη τυγχάνει παράνομη και ακυρωτέα λόγω αναρμοδιότητας και υπερβάσεως εξουσίας της Φορολογικής Αρχής καθώς και λόγω παραβίασης της θεμελιώδους διοικητικής αρχής της μη επιβολής δύο ποινών για το ίδιο βιοτικό συμβάν.

2. Παραγραφή του φορολογικού έτους 2012. Αν το χορηγηθέν φορολογικό πιστοποιητικό από το Νόμιμο Ελεγκτή και το ελεγκτικό γραφείο δεν περιλαμβάνει παρατηρήσεις και διαπιστώσεις παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, δεν διενεργείται τακτικός φορολογικός έλεγχος, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 80 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α'). Βάσει του άρθρου 82 παρ. 5 του Ν.2238/94 από τους ελέγχους που διενεργούν οι Νόμιμοι Ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία επιλέγεται δείγμα τουλάχιστον 9% για έλεγχο από τη φορολογική αρχή, ενώ οι έλεγχοι αυτοί διενεργούνται και ολοκληρώνονται σε διάστημα όχι αργότερο των δεκαοχτώ (18) μηνών από την προθεσμία υποβολής από τους Νόμιμους Ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία της Έκθεσης Φορολογικής Συμμόρφωσης στη βάση δεδομένων της ΓΓΠΣ. Επομένως, η χρήση 2012 έχει υποπέσει σε παραγραφή την 27.03.2015, καθιστώντας την πράξη ως μη νόμιμη και συνεπώς ακυρωτέα.

Επικουρικώς, και για την περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί (το οποίο αρνούμαστε) ότι η προθεσμία παραγραφής για τη διενέργεια ελέγχου και επιβολής προστίμου είναι η γενική προθεσμία του Ν.2238/94 (5 έτη), η προθεσμία αυτή έχει παρέλθει ήδη.

Δεδομένου ότι καταλογίζεται πρόστιμο στην εταιρεία και τον υπογράφοντα Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή λόγω (όπως αναφέρει και η ίδια η πράξη του προστίμου) παράβασης των διατάξεων κατά την έκδοση του φορολογικού πιστοποιητικού που αφορά τη δήλωση της ελεγχόμενης εταιρείας (η δήλωση αφορά τη διαχειριστική χρήση 1.1.2012-31.12.2012 και υποβλήθηκε το 2013), η προθεσμία έχει ήδη παρέλθει στις 31.12.2018. Επομένως, στις 6.2.2019, όταν η φορολογική αρχή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα την οριστική πράξη επιβολής προστίμου, το σχετικό δικαίωμά της είχε υποπέσει σε παραγραφή.

3. Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας - παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης και μη γνωμοδότηση της ΕΛΤΕ για την εκτέλεση της ελεγκτικής εργασίας. Για την επιβολή του προστίμου του άρθρου 4 παρ. 4 του ν. 2523/1997, ο Έλεγχος θα πρέπει να είναι σε θέση να στοιχειοθετήσει την εν λόγω παράβαση εκ μέρους του ελεγκτικού γραφείου, κατόπιν σχετικής κλήσης σε ακρόαση του νόμιμου εκπροσώπου της. Εντούτοις, το Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. ουδέποτε και σε κανένα στάδιο της διαδικασίας καταλογισμού φόρου στην ελεγχόμενη κάλεσε την προσφεύγουσα να εκφράσει τις απόψεις της, να τοποθετηθεί επί των ευρημάτων και να αιτιολογήσει γιατί δεν εντόπισε τις διαφορές που εντόπισε ο φορολογικός έλεγχος, στερώντας της κατ' αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα ακρόασης.

Περαιτέρω, σύμφωνα με την Π0Λ.1148/2018 που τροποποίησε την παρ. 8 του άρθ. 10 της ΠΟΛ1159/11, απαιτείται η γνώμη της ΕΛΤΕ προκειμένου να επιβληθεί σχετικό πρόστιμο. Επομένως, εφόσον η φορολογική αρχή δεν ζήτησε και δεν έλαβε την άποψή του ελεγκτικού γραφείου επί των υπόψη διαφορών του φορολογικού ελέγχου κατά τον καταλογισμό στην ελεγχθείσα εταιρεία καθώς και την γνώμη της ΕΛΤΕ για την εκτέλεση της εργασίας του ελεγκτικού γραφείου, συνεπάγεται ότι είναι μη νόμιμη η διαδικασία που έχει ακολουθηθεί ως εκ τούτου καθίσταται παράνομη η επιβολή του υπό κρίση προστίμου.

4. Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται δυνάμει της διάταξης του άρθρου 4§4 του Ν.2537/1997, σε αντίθεση με το αντικειμενικό σύστημα της διάταξης του άρθρου 5 του ίδιου νόμου δέον να ελέγχονται υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, δοθέντος ότι, εν προκειμένω, η φορολογική αρχή διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά τον προσδιορισμό του ύψους των προστίμων, εντός βεβαίως των ακραίων ορίων που θέτει ο νόμος. Εν προκειμένω, δεν υφίσταται καμία αιτιολογία σχετικά με το ύψος του επιβαλλόμενου προστίμου ποσού € 30.000,00, καθώς η απλή παράθεση των ισχυουσών διατάξεων ουδόλως συνιστά αιτιολογία. Από αυτό και μόνον προκύπτει το προδήλως παράνομο της φορολογικής διοίκησης, αφού, όταν ο νόμος απαιτεί για την επιμέτρηση του προστίμου να εξετασθεί η βαρύτητα της πράξης ή παράλειψης, προϋποθέτει, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ότι για την επιμέτρηση του προστίμου και τη διαπίστωση της βαρύτητας θα πρέπει να προηγηθεί διανοητική διεργασία, η οποία θα συντίθεται, αποκλειστικά από ποιοτικά χαρακτηριστικά, ήτοι την ύπαρξη ή μη υπαιτιότητας του ελεγχομένου ελεγκτικού γραφείου ή του νομίμου ελεγκτή καθώς και ο βαθμός αυτής, στοιχεία που συνθέτουν τη διήκουσα γραμμή της βαρύτητας. Τούτο δύναται να επιτευχθεί όχι εκτός των ελεγκτικών προτύπων, όπως εσφαλμένα και παρανόμως διαλαμβάνει η φορολογική αρχή, αλλά εντός αυτών, ήτοι το Διεθνές Πρότυπο Εργασιών Διασφάλισης 3000, «Έργα Διασφάλισης πέραν ελέγχου ή Επισκόπησης Ιστορικής Οικονομικής Πληροφόρησης». Ως συνάγεται εκ των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη τυγχάνει ακυρωτέα και εξαφανιστέα λόγω ελλιπούς αιτιολογίας και λόγω παραβίασης της θεμελιώδους διοικητικής αρχής αναλογικότητας.

5. Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας - Έλλειψη αιτιολογίας της έκθεσης ελέγχου. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 62§3 του Ν. 4174/2013, η πράξη επιβολής προστίμων πρέπει να περιλαμβάνει αυτοτελή αιτιολογία. Εξάλλου και κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 17§3 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική και επαρκής, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 17§2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας η ατομική διοικητική πράξη, όπως, εν προκειμένω, η προσβαλλομένη Πράξη Επιβολής Προστίμου θα πρέπει να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της, που στην περίπτωση του προστίμου του άρθρου 4 του Ν.2523/1997, αποτελεί η βαρύτητα της πράξης (ήτοι η υπαιτιότητα ή μη του ελεγχόμενου Νομίμου Ελεγκτή κατά την έννοια του Ν.3693/2008). Επομένως, η έκθεση ελέγχου, που συνιστά την αιτιολογία καταλογισμού του φόρου ή του προστίμου, πρέπει να είναι σαφής, ειδική και επαρκής. Σκοπός της αιτιολογίας είναι η δημιουργία δυνατότητος ελέγχου τόσο από τον διοικούμενο, όσο και από το Δικαστήριο, κατά πόσο η διοικητική πράξη εκδόθηκε για τη διασφάλιση του διοικουμένου και κατά πόσο είναι σύμφωνη ή βρίσκεται σε αρμονία προς τους κανόνες δικαίου, που καθορίζουν το πλαίσιο της νομιμότητος (βλ. Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, §5.Αιτιολογία της διοικητικής πράξης). Σύμφωνα, δε, με τη νομολογία, η παντελής αοριστία της Εκθέσεως Ελέγχου ισοδυναμεί με ανυπαρξία αυτής (βλ. ΣτΕ 565/2008, 2054/1995). Συμπερασματικά η έλλειψη της αιτιολογίας στην έκθεση ελέγχου καθώς και η μη ειδική, πλήρης, επαρκής και σαφής αιτιολογία καθιστούν την πράξη ακυρωτέα λόγω κατ' ουσίαν παράβασης νόμου. Η προσβαλλόμενη είναι μη νόμιμη και συνεπώς ακυρωτέα, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας.

6. Μη παράβαση των καθηκόντων του ορκωτού ελεγκτή λογιστή

i. Συμμόρφωση με τους όρους της ΠΟΛ1159/11, ΔΠΕΔ3000

Κατά τη διενέργεια του ελέγχου, το ελεγκτικό γραφείο τήρησε στο ακέραιο τις ελεγκτικές διαδικασίες που προβλέπονται από τις ανωτέρω διατάξεις, τεκμηριώνοντας πλήρως τη θέση του και ουδεμία παράβαση συντελέστηκε από το ελεγκτικό γραφείο και τον ορκωτό ελεγκτή λογιστή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Είναι γνωστό άλλωστε ότι οι φορολογικές διατάξεις διαθέτουν πολλά ασαφή σημεία. Απλά και μόνο επειδή υιοθετήθηκε (τεκμηριωμένα) διαφορετική θέση από αυτή του ελέγχου αυτό δεν συνεπάγεται παράβαση, η οποία επισύρει πρόστιμο. Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ανακληθεί.

ii. Ουσιώδες μέγεθος (materiality)

Οι ελεγκτικές επαληθεύσεις που διενεργούνται από τα ελεγκτικά γραφεία είναι συγκεκριμένες και βασίζονται στην ΠΟΛ1159/11 (Παράρτημα ΙΙΙ), το ΔΠΕΔ 3000 καθώς και το έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών με αρ. πρωτ. ΦΟΡΕΛ/ΔΗΜΕΣ 1156477 ΕΞ2011. Στο πλαίσιο αυτό, κατά το σχεδιασμό του φορολογικού ελέγχου προσδιορίζεται το ουσιώδες μέγεθος. Το προς εξέταση ουσιώδες μέγεθος (σημαντικότητα) αντιπροσωπεύει το μέγιστο ποσό των σφαλμάτων, τυχόν παραβάσεων και παραλείψεων, η ύπαρξη των οποίων δεν θα επηρέαζε την αξιολόγηση της φορολογικής συμμόρφωσης της ελεγχόμενης εταιρείας, σύμφωνα με το πρόγραμμα ελέγχου της υπ' αριθ.ΠΟΛ.1159/22-7-2011 . Όπως προβλέπεται και από το Διεθνές Πρότυπο Ελέγχου ΔΕΠ 320, ο προσδιορισμός από τον ελεγκτή του ουσιώδους μεγέθους είναι θέμα επαγγελματικής κρίσης και επηρεάζεται από την αντίληψη του ελεγκτή για τις σχετικές ανάγκες πληροφόρησης των τελικών χρηστών.

Η έννοια του ουσιώδους μεγέθους εφαρμόζεται από τον ελεγκτή τόσο κατά τον σχεδιασμό και την εκτέλεση του ελέγχου, όσο και κατά την αξιολόγηση της επίπτωσης των εντοπιζόμενων κατά τον έλεγχο σφαλμάτων και των μη διορθωμένων σφαλμάτων. Κατά το σχεδιασμό του ελέγχου, ο ελεγκτής κάνει κρίσεις για το μέγεθος των σφαλμάτων που θα θεωρούνται ουσιώδη.

Οι κρίσεις αυτές παρέχουν τη βάση για:
(α) Τον καθορισμό της φύσης, του χρόνου και της έκτασης των διαδικασιών εκτίμησης κινδύνου,
(β) Τον εντοπισμό και την εκτίμηση των κινδύνων ουσιώδους σφάλματος, και (γ) Τον καθορισμό της φύσης, του χρόνου και της έκτασης των περαιτέρω ελεγκτικών διαδικασιών.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση του ελέγχου της το ουσιώδες μέγεθος του ελέγχου για τη φορολογία εισοδήματος είχε οριστεί (βάσει των ανωτέρω διατάξεων) σε ποσό φόρου 26.568 ευρώ, για το ΦΠΑ σε ποσό φόρου 91.430 ευρώ, για τους παρακρατούμενους φόρους σε ποσό φόρου 49.620 ευρώ και για το φόρο ακίνητης περιουσίας (ΦΑΠ) σε ποσό φόρου 9.170 ευρώ. Συνεπώς, πολλές από τις λογιστικές διαφορές ή λοιπές παραβάσεις που αναφέρει ο έλεγχος δεν ήμασταν υποχρεωμένοι να τις ελέγξουμε, όπως και κατωτέρω στο παρόν αναλύεται.

Καθίσταται σαφές λοιπόν, ότι η Έκθεση Φορολογικής Συμμόρφωσης και το Προσάρτημα των αναλυτικών πληροφοριακών στοιχείων είναι πλήρως τεκμηριωμένα επί τη βάσει του αναλυτικού φακέλου τεκμηρίωσης του ειδικού φορολογικού ελέγχου που διενεργήθηκε και εκτελέστηκε σύμφωνα με τις ελεγκτικές διαδικασίες που έπρεπε να τηρηθούν. Ο ισχυρισμός της φορολογικής αρχής ότι στη εφαρμοστέα νομοθεσία δεν προβλέπεται κάποιο ανώτατο ή κατώτατο όριο καταλογισθείσας από την φορολογική αρχή διαφοράς με βάση το οποίο πρέπει ή δεν πρέπει να καταλογιστεί το πρόστιμο της παρ. 4 του άρθρου 4 του Ν. 2523/1997 είναι μεν αληθής, αλλά παραβλέπει ότι δεν είναι επιτρεπτό να επιβάλλεται πρόστιμο στις περιπτώσεις που η διαφορά δεν εντοπίσθηκε από τον ορκωτό ελεγκτή και την ελεγκτική εταιρεία άνευ υπαιτιότητας τους, όταν κάποιες δαπάνες κρίθηκε ότι δεν έχριζαν περισσότερης διερεύνησης καθώς η πιθανή φορολογική τους επίδραση ήταν μικρή βάσει του ουσιώδους μεγέθους, το οποίο υποχρεωτικά προσδιορίζεται στο πλαίσιο του φορολογικού ελέγχου κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα.

Επομένως δεν υπήρξε καμία παραβίαση καθηκόντων και ως εκ τούτου παρά τω νόμω επιβλήθηκε το υπό κρίση πρόστιμο, το οποίο θα πρέπει να ακυρωθεί. iii. Προϋποθέσεις- Περιορισμοί διενέργειας ελέγχου

Επίσης, σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ του Προγράμματος Ελέγχου της ΠΟΛ. 1159/2011 διενεργείται έλεγχος για την εκπεσιμότητα δαπανών υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω δαπάνες υπερβαίνουν συγκεκριμένα όρια.

Στη περίπτωση της ελεγχομένης εταιρείας, δεδομένου ότι τα ακαθάριστα έσοδά της δεν υπερβαίνουν τα 50 εκατομμύρια ευρώ ελέγχθηκαν οι δαπάνες που υπερέβαιναν τις 15 χιλιάδες ευρώ και στην περίπτωση που αυτές δεν κάλυψαν το 10% του συνόλου κάθε κατηγορίας δαπάνης επιλέχθηκε περαιτέρω δείγμα προκειμένου να καλυφθεί το ποσοστό αυτό.

Ενόψει των ανωτέρω, είναι σαφές ότι η Έκθεση Φορολογικής Συμμόρφωσης και το Προσάρτημα των αναλυτικών πληροφοριακών στοιχείων που εκδόθηκε από το ελεγκτικό γραφείο είναι πλήρως τεκμηριωμένα και δεν υπήρξε καμία παραβίαση των ελεγκτικών καθηκόντων, ενώ προφανώς είναι παράνομη η επιβολή προστίμου και θα πρέπει αυτό να ακυρωθεί.

7. Επί των διαπιστωθεισών παραβάσεων

Φορολογία εισοδήματος

i. Λογαριασμός 60.00.1300 «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ» & Λογαριασμός 60.00.1311 «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ- ΚΕΝΤΡΙΚΟ»

Ο έλεγχος δεν αναγνώρισε την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της ελεγχθείσας εταιρείας δαπανών ποσών 972,32 και 9.379,36 ευρώ που καταχωρήθηκαν αντίστοιχα στους παραπάνω λογαριασμούς και αφορούσαν έξοδα κίνησης του προσωπικού παραγωγής και διοίκησης της ελεγχθείσας (αντίτιμο οδοιπορικών εξόδων) με την αιτιολογία ότι δεν καλύπτονται με παραστατικά στοιχεία του ΚΒΣ και ότι ως εκ τούτου θεωρούνται μισθός με υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και παρακράτηση του αναλογούντος φόρου μισθωτών υπηρεσιών.

Στο Πρόγραμμα Ελέγχου Φορολογίας Εισοδήματος της ΠΟΛ 1159/2011 στο οποίο καθορίζονται αναλυτικά ανά κατηγορία δαπάνης οι ελεγκτικές επαληθεύσεις που θα πρέπει να πραγματοποιηθούν, δεν υπάρχει σχετικό βήμα ελέγχου αναφορικά με την υπόψη κατηγορία δαπάνης (οδοιπορικά προσωπικού).

Παρόλ' αυτά, βάσει του πλαισίου που ορίζεται στο ΔΠΕΔ 3000 το ελεγκτικό γραφείο προέβη σε έλεγχο των εν λόγω λογαριασμών και κατά την κρίση του προσφεύγοντος και πάντα τηρώντας τη φορολογική νομοθεσία προχωρήσαμε:

α. στην αναμόρφωση της πλειοψηφίας των καταχωρήσεων του λογαριασμού 60.00.1300. Το ποσό του εν λόγω λογαριασμού, το οποίο δεν αναμορφώθηκε, είναι επουσιώδες, ήτοι αντιστοιχεί σε ποσό φόρου κάτω του ορίου των 26.568 ευρώ που ορίστηκε ως ουσιώδες μέγεθος ποσού φόρου για ελεγκτικούς σκοπούς στη φορολογία εισοδήματος. β. στην αναμόρφωση του μεγαλύτερου μέρους των εξόδων του λογαριασμού 60.00.1311, γιατί κρίναμε ότι τα συγκεκριμένα έξοδα δεν ήταν παραγωγικά αν και υπήρχαν τα παραστατικά.

Περαιτέρω, στο Πρόγραμμα Ελέγχου της Φορολογίας Εισοδήματος βήμα Γ1 Δαπάνες μισθοδοσίας περ. (α) προβλέπεται έλεγχος ότι οι εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία έχουν καταβληθεί ή βεβαιωθεί και περαιτέρω στην περ. (γ) προβλέπεται έλεγχος σε ετήσια βάση του ορθού υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για δύο τουλάχιστον υπαλλήλους και δύο εργάτες.

Οι ανωτέρω ελεγκτικές επαληθεύσεις με βάση τα προαναφερόμενα όρια (άνω των 15.000 ευρώ) και με βάση το δείγμα 10% για κάθε κατηγορία δαπάνης για την καταβολή ή βεβαίωση των ασφαλιστικών εισφορών και τον ορθό υπολογισμό σε ετήσια βάση των ασφαλιστικών εισφορών για δύο τουλάχιστον υπαλλήλους και δύο εργάτες πραγματοποιήθηκαν στο ακέραιο χωρίς να προκύψει κάποιο περαιτέρω εύρημα.
Περαιτέρω, η ελεγχθείσα εταιρεία εξέδιδε αποδείξεις δαπάνης για τα οδοιπορικά του προσωπικού της, είχε νόμιμο δικαιολογητικό δαπάνης, και τα κατέβαλε ως αποζημίωση δαπανών στις οποίες αναγκαστικά προέβαινε το προσωπικό της αποκλειστικά κατά την εκτέλεση των εργασιακών τους καθηκόντων, οι εν λόγω δαπάνες δεν αποτελούν μισθό και ως εκ τού του δεν τίθεται θέμα παρακράτησης φόρου μισθωτών υπηρεσιών και καταβολής ασφαλιστικών εισφορών (σχετικές ΣτΕ 2945/1988 -βλ. παράρτημα, 2348/1985, 1790/1987,635/1992 κλπ, Εγκύκλιος ΙΚΑ 61/1992 ΔΕΝ1992 σελ. 903). Συνεπώς, το πρόγραμμα ελέγχου ακολουθήθηκε και οι ελεγκτικές επαληθεύσεις που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα ελέγχου της ΠΟΛ 1159/2011 για τη συγκεκριμένη κατηγορία δαπανών εκτελέστηκαν, ενώ η διαφορά που δήθεν διαπιστώνεται από τον φορολογικό έλεγχο προέρχεται από ελεγκτικές επαληθεύσεις που δεν συμπεριλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Ελέγχου της ΠΟΛ 1159/2011 και τις οποίες δεν όφειλε το ελεγκτικό γραφείο να πραγματοποιήσει.

Λογαριασμός 64.01.0100 «ΕΞΟΔΑ ΤΑΞΙΔΙΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ»

Εσφαλμένως και παρά τω νόμω ο έλεγχος δεν αναγνώρισε την έκπτωση δαπάνης ταξιδίων εξωτερικού ποσού 7.427,60 ευρώ με την αιτιολογία ότι δήθεν δεν καλύπτονται από τα προβλεπόμενα από τον Κ.Β.Σ. φορολογικά στοιχεία ή δεν προκύπτει ο σκοπός πραγματοποίησής τους (άρθρο 31 Ν. 2238/94, άρθρο 18 παρ. 2 Π.Δ. 186/92) για τους κάτωθι λόγους:

Το ποσό του προκύπτοντος φόρου για την υπό εξέταση δαπάνη είναι κάτω του ορίου των 26.568 ευρώ που ορίστηκε ως ουσιώδες μέγεθος ποσού φόρου για ελεγκτικούς σκοπούς στη φορολογία εισοδήματος και επομένως, δεν υπήρχε υποχρέωση ελέγχου. Εξάλλου, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ της ΠΟΛ.1159/2011 (βήμα 24 για τη φορολογία εισοδήματος), αναφορικά με τις δαπάνες ταξιδίων, προβλέπεται η υποχρέωση ελέγχου των εξής:

α. εάν οι δαπάνες ταξιδιών συνοδεύονται όχι μόνο από τα παραστατικά του γραφείου ταξιδιών, αλλά και από τα εισιτήρια ή από τις αποδείξεις πώλησης των εισιτηρίων. Σε περίπτωση που οι εν λόγω δαπάνες περιλαμβάνουν τη μετάβαση, διαμονή και διατροφή στην αλλοδαπή τα έξοδα διατροφής δε θα πρέπει να είναι μεγαλύτερα από το κόστος διαμονής, και

β. την εφαρμογή της διάταξης περ. σ της παρ. 1 του αρθ. 31 του Ν.2238/1994.

Με βάση τις παραπάνω οδηγίες, στον έλεγχο δείγματος του ελεγκτικού γραφείου για τις εν λόγω δαπάνες διαπιστώθηκε ότι :

- υπήρχαν τα απαιτούμενα παραστατικά για την έκπτωση των δαπανών ταξιδίων εξωτερικού

- οι δαπάνες πραγματοποιήθηκαν από/στο όνομα εργαζομένων της επιχείρησης και όχι τρίτων, άσχετων προς την επιχείρηση.

- μέσω σχετικών ερωτήσεων στα αρμόδια στελέχη της ελεγχθείσας εταιρείας, τα εν λόγω ταξίδια εξυπηρετούσαν πράγματι υπηρεσιακές ανάγκες (σκοπό του ταξιδιού) και όχι άλλους σκοπούς (πχ. ταξίδι υπαλλήλων της επιχείρησης ως επιβράβευση απόδοσης, γεγονός το οποίο θα συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση από πλευράς φορολογικής εκπεσιμότητας),

- τα σχετικά παραστατικά των εν λόγω ταξιδίων ήταν τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του ΚΒΣ,

- στα έξοδα αυτά και στα αντίστοιχα εξοδολόγια δεν περιλαμβάνονταν πρόσθετες αμοιβές προς τους εργαζομένους με τη μορφή της εκτός έδρας αποζημίωσης λόγω υπηρεσιακής μετακίνησης.

Σημειώνεται, ότι από το ποσό της απορριφθείσας από τον έλεγχο δαπάνης συνολικού ύψους 7.427,60 ευρώ ελέγχθηκε από εμάς μόνο το ποσό των 3.250 ευρώ, το οποίο κρίθηκε βάσει της φορολογικής νομοθεσίας πλήρως εκπιπτόμενο.

Αναφορικά με υπόλοιπο ποσό του οποίου την εκπεσιμότητα αμφισβητεί ο έλεγχος, αυτό ήταν εκτός του δείγματος 10% της συγκεκριμένης κατηγορίας δαπάνης που προβλέπει το Παράρτημα ΙΙΙ της ΠΟΛ.1159/2011 και επομένως, δεν όφειλε να το ελέγξει το ελεγκτικό γραφείο. Επομένως, οι διαφορές αυτές του φορολογικού ελέγχου προέρχονται από ελεγκτικές επαληθεύσεις που δεν συμπεριλαμβάνονται στο Πρόγραμμα ελέγχου της ΠΟΛ.1159/2011 και δεν όφειλε το ελεγκτικό γραφείο να διενεργήσει. Λογαριασμός 64.02.0000 «ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΥΠΟ» & Λογαριασμός 64.02.9911 «ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΞΟΔΑ ΠΡΟΒΟΛΗΣ»

Εσφαλμένα και παρά τω νόμω ο έλεγχος δεν αναγνωρίζει την έκπτωση δαπανών ποσού 8.520,62 ευρώ και 2.550 ευρώ που καταχωρήθηκαν αντίστοιχα στους παραπάνω λογαριασμούς και αφορούσαν διαφημιστικές καταχωρήσεις της ελεγχθείσας σε έντυπα περιοδικά με την αιτιολογία:

- για το ποσό των 8.520,62 ευρώ ότι στα εκδοθέντα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών δεν αναγράφεται το τεύχος και η σελίδα καταχώρησης καθώς και ότι από τα προσκομισθέντα δικαιολογητικά δεν τεκμηριώνεται η πραγματοποίηση, το ύψος και η παραγωγικότητα τους, και

- για το ποσό των 2.550 ευρώ ότι δεν προκύπτει η παραγωγικότητά τους και αν έγιναν στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της επιχείρησης. Το ποσό του προκύπτοντος φόρου για την υπό εξέταση δαπάνη είναι κάτω του ορίου των 26.568 ευρώ που ορίστηκε ως ουσιώδες μέγεθος ποσού φόρου για ελεγκτικούς σκοπούς στη φορολογία εισοδήματος και συνεπώς δεν συντρέχει παράβαση των υποχρεώσεών η οποία να συνεπάγεται την επιβολή προστίμου εις βάρος της Εταιρείας και του ορκωτού ελεγκτή λογιστή.

iv. Λογαριασμός 64.02.0600 «ΕΞΟΔΑ ΥΠΟΔΟΧΗΣ & ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ» και Λογαριασμός 64.02.0611 «ΕΞΟΔΑ ΥΠΟΔΟΧΗΣ & ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ Κ.»

Ο έλεγχος δεν αναγνωρίζει την έκπτωση δαπάνης συνολικού ποσού 34.299,35 ευρώ και 6.371,91 ευρώ που καταχωρήθηκαν στους παραπάνω λογαριασμούς αντίστοιχα και αφορούν τη φιλοξενία πελατών και επισκεπτών της ελεγχθείσας εταιρείας με την αιτιολογία ότι δεν κατονομάζονται οι λήπτες των υπηρεσιών αυτών και δεν κατέστη δυνατό να διαπιστωθεί εάν έγιναν για τους σκοπούς της επιχείρησης ή καταβλήθηκαν από ελευθεριότητα.

Σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ της ΠΟΛ.1159/2011 (βήμα 25 για τη φορολογία εισοδήματος), αναφορικά με τις δαπάνες διανυκτέρευσης σε ξενοδοχείο αλλοδαπών πελατών, αντιπροσώπων και διευθυντικών στελεχών ημεδαπών ή αλλοδαπών επιχειρήσεων, καθώς και ειδικών επιστημόνων, ελέγχθηκε για την εκπεσιμότητα των δαπανών εάν το ξενοδοχείο βρίσκεται εντός του νομού, στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου, είναι εγκατεστημένη η έδρα ή υποκατάστημα της επιχείρησης που βαρύνεται με τα έξοδα διανυκτέρευσης.

Για τον ΚΑ 64.02.0600 «ΕΞΟΔΑ ΥΠΟΔΟΧΗΣ & ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ» λογαριασμό αναμορφώθηκε από το συνολικό ποσό 137.197,41 ευρώ το ποσό των 68.598,71 ευρώ. Για το ποσό που δεν αναγνωρίστηκε προς έκπτωση, όπως αναλυτικά αναφέρονται οι δαπάνες αυτές στις επισυναπτόμενες καταστάσεις της έκθεσης ελέγχου, ο έλεγχος δεν έχει επιβεβαιώσει και διασταυρώσει αν τελικά οι δαπάνες αυτές έχουν ήδη αναμορφωθεί. Πάντως από την έκθεση ελέγχου δεν προκύπτει αν τελικά οι δαπάνες που δεν αναγνώρισε ο έλεγχος είναι άλλες από αυτές που ήδη αναμορφώθηκαν από την ελεγχόμενη.

Περαιτέρω, σχετικά με το ποσό του λογαριασμού 64.02.0611 του οποίου την εκπεσιμότητα αμφισβητεί ο έλεγχος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι είναι εκτός δείγματος 10% της συγκεκριμένης κατηγορίας δαπάνης που προβλέπει το Παράρτημα ΙΙΙ της ΠΟΛ.1159/2011 και επομένως οι διαφορές αυτές προέρχονται από ελεγκτικές επαληθεύσεις που δεν συμπεριλαμβάνονται στο Πρόγραμμα ελέγχου της ΠΟΛ.1159/2011.

Συνεπώς, ακολουθήθηκε πλήρως το πρόγραμμα ελέγχου και οι ελεγκτικές επαληθεύσεις που περιλαμβάνονται σε αυτό για τη συγκεκριμένη κατηγορία δαπανών και επομένως το επιβληθέν πρόστιμο θα πρέπει να ακυρωθεί.

v. Λογαριασμός 64.98.9900 «ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΞΟΔΑ» & Λογαριασμός 64.98.9911 «ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΞΟΔΑ ΚΕΝΤΡΙΚΟ»

Ο έλεγχος δεν αναγνώρισε την έκπτωση δαπανών ποσού 2.525,42 ευρώ και 1.862,75 ευρώ που καταχωρήθηκαν αντίστοιχα στους παραπάνω λογαριασμούς με την αιτιολογία ότι δεν προκύπτει η παραγωγικότητά τους και εάν έγιναν στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της ελεγχθείσας εταιρείας.

Οι εν λόγω λογιστικές διαφορές είναι εκτός δείγματος 10% της συγκεκριμένης κατηγορίας δαπανών που προβλέπονται στο Παράρτημα ΙΙΙ της ΠΟΛ.1159/2011 και επομένως το πρόστιμο μη νόμιμα προσδιορίστηκε σε βάρος της ελεγκτικής εταιρείας και του υπογράφοντος ορκωτού ελεγκτή λογιστή.

vi. Λογαριασμός 66.01.0000 «ΑΠΟΣΒ.ΚΤΙΡΙΩΝ-ΕΓΚΑΤ/ΣΕΩΝ» & Λογαριασμός 66.02.0200 «ΑΠΟΣΒΕΣΕΙΣ ΨΥΚΤΙΚΩΝ»

Ο έλεγχος δεν αναγνώρισε την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της ελεγχθείσας εταιρείας αποσβέσεων ποσών 19.673,21 ευρώ και 2.793,47 ευρώ που καταχωρήθηκαν στους παραπάνω λογαριασμούς και ειδικότερα:

α. ποσού 590,07 ευρώ για δαπάνες ανακαίνισης της αίθουσας « » με την αιτιολογία ότι δεν την χρησιμοποιούσε η ελεγχθείσα,

β. ποσού 3.004,40 ευρώ για δαπάνες για το κτίριο « » με την αιτιολογία ότι βρίσκεται σε αδράνεια, και

γ. ποσού 16.078,74 ευρώ για πάγια που καθαιρέθηκαν στο πλαίσιο ανακαίνισης του « » και μετατροπής αυτού σε εστιατόριο

δ. ποσού 2.793,47 ευρώ με την αιτιολογία ότι η ελεγχθείσα εφάρμοσε για τη διεξαγωγή αποσβέσεων ψυκτικών μηχανημάτων λανθασμένο συντελεστή και συγκεκριμένα τον κατώτατο συντελεστή (15%) που εφαρμόζεται για τον υπολογισμό των αποσβέσεων λοιπών μηχανημάτων και των εγκαταστάσεων των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων αντί του ορθού κατά τον έλεγχο συντελεστή, ήτοι 8-12% για τα ψυκτικά μηχανήματα και τις εγκαταστάσεις κλιματισμού και κεντρικής θέρμανσης στους χώρους παραγωγής. Το ποσό των παραπάνω αποσβέσεων που αμφισβητεί ο έλεγχος είναι κάτω του ορίου που ορίστηκε ως ουσιώδες μέγεθος για ελεγκτικούς σκοπούς φορολογίας εισοδήματος και επομένως δεν υπήρχε υποχρέωση από το ελεγκτικό γραφείο να το ελέγξει.

vii. Μη έκδοση στοιχείων αυτοπαράδοσης

Ο έλεγχος προσθέτει εσφαλμένως στα φορολογητέα κέρδη της ελεγχθείσας εταιρείας ποσό 207.291,16 ευρώ ως λογιστική διαφορά επειδή δεν εξέδωσε 857 αποδείξεις αυτοπαράδοσης για ισόποσες φιλοξενίες ύπνου.

Στο Πρόγραμμα Ελέγχου - Φορολογίας Εισοδήματος της ΠΟΛ 1159/2011 στο οποίο καθορίζονται αναλυτικά ανά κατηγορία δαπάνης οι ελεγκτικές επαληθεύσεις που θα πρέπει να πραγματοποιηθούν, δεν υπάρχει σχετικό βήμα ελέγχου και ως εκ τούτου δεν όφειλε το ελεγκτικό γραφείο να προβεί σε ελεγκτικές επαληθεύσεις για τη συγκεκριμένη λογιστική διαφορά που προσέθεσε ο έλεγχος.

Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι η εταιρεία δεν είχε εκδώσει αποδείξεις αυτοπαράδοσης και κατά συνέπεια ουδεμία εγγραφή στα βιβλία της ελεγχθείσας εταιρείας δεν είχε πραγματοποιηθεί δεν ήταν εφικτό για το ελεγκτικό γραφείο να προβεί σε ελεγκτικές επαληθεύσεις ως προς την έκπτωση αυτών των «τεκμαρτών» δαπανών. Ωστόσο, ως προς τις παραπάνω διαπιστώσεις του ελέγχου περί απόκρυψης εσόδων από μη έκδοση στοιχείων αυτοπαράδοσης, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται τα ακόλουθα: Η διάταξη περί τιμολόγησης των ιδιοχρησιμοποιούμενων υπηρεσιών και των αυτοπαραδιδόμενων αγαθών θεσπίστηκε αποκλειστικά για την απόδοση του ΦΠΑ (άρθρο 9 του Κώδικα ΦΠΑ) και δεν έχει καμία επίδραση στη φορολογία εισοδήματος. Δηλαδή, σε καμία περίπτωση ο προσδιορισμός αυτός δεν μπορεί νομίμως να αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο του εισοδήματος. Αναφέρεται δε ότι σε κάθε περίπτωση, με βάση τις σχετικές διατάξεις του ΕΓΛΣ αναφορικά με τον εφαρμοζόμενο λογιστικό χειρισμό, που δεν έχει λάβει υπόψη του ο έλεγχος, όταν καταχωρείται στα βιβλία το τεκμαρτό για σκοπούς ΦΠΑ έσοδο από αυτοπαράδοση, ταυτόχρονα καταχωρείται και το σχετικό έξοδο με συνέπεια να μην επηρεάζεται το λογιστικό αποτέλεσμα του υπόχρεου για σκοπούς εισοδήματος.

Κατόπιν όλων των προαναφερθέντων, είναι εσφαλμένη η αναμόρφωση που πραγματοποιήθηκε από τον έλεγχο με την προσθήκη τεκμαρτού εισοδήματος ποσού 207.291,16 ευρώ καθώς δεν βασίζεται σε καμία διάταξη του Ν.2238/1994. Σημειώνεται δε περαιτέρω, ότι τα αποτελέσματα της ελεγχθείσας εταιρείας ήταν ζημιογόνα και συγκεκριμένα οι ζημίες ανήλθαν σε 43.449.000,36 ευρώ, και ως εκ τούτου δεν προκύπτει κανένα ποσό φόρου εισοδήματος. Συνεπώς, μη νόμιμα επιβλήθηκε σε βάρος του ελεγκτικού γραφείου και του υπογράφοντος ορκωτού ελεγκτή λογιστή πρόστιμο και επομένως θα πρέπει να ακυρωθεί.

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας

i. Φ.Π.Α. εκροών

Ο έλεγχος καταλόγισε στην ελεγχθείσα εταιρεία Φ.Π.Α. ποσού 13.473,93 ευρώ πλέον προσαυξήσεων με την αιτιολογία ότι για 857 δωρεάν διαμονές ως φιλοξενίες προς πελάτες, εκπροσώπους ταξιδιωτικών γραφείων, διάφορους εξωτερικούς συνεργάτες, υπαλλήλους κλπ. δεν εξέδωσε ειδικά στοιχεία ιδιοχρησιμοποίησης υπηρεσιών και ως εκ τούτου δεν απέδωσε τον αναλογούντα Φ.Π.Α. αυτοπαράδοσης. Ως κανονική αξία ελήφθη η ετήσια μέση τιμή δωματίου, η οποία προέκυψε από τη διαίρεση των συνολικών ετήσιων εσόδων από διαμονές με το συνολικό αριθμό των διανυκτερεύσεων επί πληρωμή.

Η φορολογική αρχή έσφαλε κατά την επιβολή προστίμου για την ως άνω αιτία εις βάρος του ελεγκτικού γραφείου, καθώς το ποσό του προκύπτοντος ΦΠΑ για την υπό εξέταση δαπάνη είναι κάτω του ορίου των 91.430 ευρώ που ορίστηκε ως ουσιώδες μέγεθος ποσού φόρου για ελεγκτικούς σκοπούς στον ΦΠΑ.

ii. Φ.Π.Α. εισροών

Ο έλεγχος δεν αναγνώρισε την έκπτωση Φ.Π.Α. εισροών ποσού 1.405,50 ευρώ με τον οποίο επιβαρύνθηκαν δαπάνες ταξιδίων εξωτερικού, διάφορα έξοδα προβολής και διάφορα έξοδα συνολικού καθαρού ποσού 6.154,30 ευρώ με την αιτιολογία ότι δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης των εν λόγω δαπανών σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ.4 του Κώδικα Φ.Π.Α. (έξοδα φιλοξενίας, έξοδα μετακίνησης για το προσωπικό ή τους εκπροσώπους της επιχείρησης κλπ.). Επίσης δεν αναγνώρισε την έκπτωση Φ.Π.Α. εισροών ποσού 966,00 ευρώ για αμοιβή μελέτης μηχανικού με την αιτιολογία ότι αφορούσε ακίνητο (ναό) ο οποίος είναι ιδιοκτησίας Ελληνικού Δημοσίου και δεν ανήκε κατά κυριότητα στην επιχείρηση και περαιτέρω ποσό Φ.Π.Α. 345,00 ευρώ για αμοιβή μηχανικού ποσού 1.500 ευρώ με την αιτιολογία ότι η ελεγχόμενη όφειλε να προβεί σε διακανονισμό Φ.Π.Α. καθώς η δαπάνη αφορούσε καταστήματα τα οποία εκμίσθωνε σε τρίτους.

Η φορολογική αρχή εσφαλμένως και παρά τω νόμω επέβαλλε πρόστιμο στην εταιρεία και στον ορκωτό ελεγκτή εκ της ανωτέρω αιτίας, καθώς το εν λόγω ποσό ΦΠΑ εισροών είναι κάτω του ορίου που ορίστηκε ως ουσιώδες μέγεθος για ελεγκτικούς σκοπούς στον ΦΠΑ, και ως εκ τούτου δεν υφίστατο υποχρέωση ελέγχου. Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων

Για το προαναφερθέν εύρημα ελέγχου, της μη έκδοσης ειδικού στοιχείου ιδιοχρησιμοποίησης υπηρεσιών για 857 δωρεάν διαμονές ως φιλοξενίες προς πελάτες, εκπροσώπους ταξιδιωτικών γραφείων, διάφορους εξωτερικούς συνεργάτες, υπαλλήλους κλπ. επέβαλλε πρόστιμο ποσού 6.000 ευρώ στην ελεγχόμενη σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.8 περ. α' και παρ.2 περ. αγ' και παρ.9 του Ν.2523/1997.

Φορολογία ακινήτων

Ο έλεγχος προέβη σε επανυπολογισμό της φορολογητέας αξίας των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων της ελεγχθείσας εταιρείας γιατί θεώρησε ότι δεν είχε υπολογιστεί με τον ορθό συντελεστή παλαιότητας και καταλόγισε τον αναλογούντα φόρο ακίνητης περιουσίας (ΦΑΠ) επί των ακινήτων αυτών. Επιπρόσθετα, διαπιστώθηκε ότι επί των εκμισθωμένων ακινήτων της ελεγχθείσας δεν υπολογίστηκε ΦΑΠ με συντελεστή 0,6% αλλά με 0,33% και προέβη στον καταλογισμό του αναλογούντος ΦΑΠ.

Το ελεγκτικό γραφείο, ακολούθησε τα βήματα ελέγχου του παραρτήματος ΙΙΙ της ΠΟΛ.1159/2011 [βήμα ΣΤ.1- Φόρος Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ)], στο πλαίσιο του ελέγχου φορολογίας ακινήτων χωρίς να προκύψουν ευρήματα που να οδηγούν σε παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας.

Επιπρόσθετα, τα ευρήματα του ελέγχου είναι λάθος γιατί ο έλεγχος εσφαλμένα εφαρμόζει την ΠΟΛ 1310/1996, η οποία δεν είναι εφαρμοστέα εν προκειμένω καθώς τα κτίσματα της ελεγχθείσας εταιρείας είναι εντός σχεδίου και για όλα τα αντικείμενα φορολογίας υπολογίζεται η αξία τους βάσει του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού. Οι οδηγίες της Διοίκησης που θα έπρεπε να εφαρμοστούν για τον υπολογισμό της φορολογητέας αξίας των κτισμάτων της ελεγχθείσας από τον έλεγχο, παρέχονται στην ΠΟΛ.1149/1994 που αφορά στον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας ακινήτων με το αντικειμενικό σύστημα. Περαιτέρω, οι οδηγίες της ΠΟΛ.1310/1996 την οποία επικαλείται και εφαρμόζει στην έκθεσή του ο έλεγχος, δεν μπορούν να εφαρμοστούν κατά τον προσδιορισμό κατ' άρθρο 41 Α του Ν.1249/1982 της φορολογητέας αξίας των κτισμάτων της ελεγχθείσας εταιρείας σε σχέση με τον προσδιορισμό της παλαιότητας, καθώς αφορούν στον προσδιορισμό αξίας κτισμάτων ακινήτων, τα οποία βρίσκονται σε περιοχές όπου δεν ισχύει το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού.

Παρακρατούμενοι Φόροι

Φόρος Μισθωτών Υπηρεσιών


Ο έλεγχος προχώρησε στην επιβολή φόρου μισθωτών υπηρεσιών ποσού 2.070,26 ευρώ στην ελεγχθείσα εταιρεία λόγω καταβολής στο προσωπικό της πέρα από τις τακτικές αποδοχές και πρόσθετες παροχές σε χρήμα συνολικού ποσού 10.351,28 ευρώ υποκείμενες σε φόρο εισοδήματος και ειδικότερα οδοιπορικά έξοδα σε εργαζομένους που αναχωρούσαν μετά την 12η νυκτερινή και προσέρχονταν πριν την 6η πρωινή. Ο έλεγχος ισχυρίζεται ότι δήθεν τα έξοδα αυτά θεωρούνται τακτικές αποδοχές σύμφωνα με το άρθρο 45 παρ.4α του ν.2238/1994, καθώς δεν δίνονται έναντι δαπανών ανειλημμένης υπηρεσίας, δεν καλύπτονται από δικαιολογητικά παρά καταβάλλονται με ονομαστικές καταστάσεις πληρωμής οδοιπορικών και περαιτέρω η καταβολή τους γίνεται τακτικά.

Η ελεγχθείσα εταιρεία για την αποζημίωση των οδοιπορικών εξόδων του προσωπικού της εξέδιδε αποδείξεις δαπάνης, και συγκέντρωνε δικαιολογητικά για την καταβολή της, και τα κατέβαλε ως αποζημίωση δαπανών στις οποίες αναγκαστικά προέβαινε το προσωπικό της αποκλειστικά κατά την εκτέλεση των εργασιακών τους καθηκόντων. Σύμφωνα με το άρθρο 45 παρ.4 α' του Ν.2238/1994, δεν θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκειται σε φόρο, η αποζημίωση που παρέχεται σε υπαλλήλους επιχειρήσεων για δαπάνες υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, εφόσον αποδεικνύεται η καταβολή τους από τα σχετικά παραστατικά στοιχεία, που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Το άρθρο 15 του ΚΒΣ ορίζει ότι, η έκδοση μηνιαίων εκκαθαρίσεων και αποδείξεων δαπανών που υπογράφονται από τους υπαλλήλους που δικαιούνται τα έξοδα κίνησης είναι νόμιμο δικαιολογητικό δαπάνης (ΣτΕ2756/87). Κατά την καταβολή των εξόδων κίνησης με απόδειξη δαπάνης δεν τίθεται θέμα παρακράτησης φόρου εισοδήματος, αφού δεν πρόκειται για αμοιβή των υπαλλήλων, αλλά για καταβολή/αποζημίωση των εξόδων τα οποία ανάλωσαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους (βλ. παράρτημα: Σταματόπουλος Αθήνα 2008, ανάλυση και ερμηνεία ΚΒΣ, τόμος τρίτος, σελ. 2092-4).

Συνεπώς, εφόσον η ελεγχθείσα εταιρεία εξέδιδε αποδείξεις δαπάνης για τα οδοιπορικά του προσωπικού της, είχε νόμιμο δικαιολογητικό δαπάνης, και τα κατέβαλε ως αποζημίωση δαπανών στις οποίες αναγκαστικά προέβαινε το προσωπικό της αποκλειστικά κατά την εκτέλεση των εργασιακών τους καθηκόντων, οι εν λόγω δαπάνες δεν αποτελούν μισθό και ως εκ τού του δεν υφίσταται υποχρέωση παρακράτησης φόρου μισθωτών υπηρεσιών. Επομένως, παρά τω νόμω και με κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών επέβαλε η φορολογική αρχή πρόσθετο φόρο μισθωτών υπηρεσιών πλέον προσαυξήσεων και ως εκ τούτου μη νόμιμα επιβλήθηκε πρόστιμο σε βάρος της Εταιρείας και του ορκωτού ελεγκτή λογιστή πρόστιμο εξ αυτής της αιτίας, το οποίο πρέπει να ακυρωθεί.

Υπεραξία ακινήτων (Ν.2065/1992)

Ο έλεγχος προέβη στην επιβολή φόρου υπεραξίας ως προς τα γήπεδα της ελεγχθείσας καθόσον θεωρεί ότι η τελευταία όφειλε να αναπροσαρμόσει την αξία των γηπέδων της με βάση τις διατάξεις των άρθρων 21 και 22 του Ν. 2065/1992 και τις Π0Λ1223/2012 και ΠΟΛ1226/2012 χωρίς να προβεί στον έλεγχο της σύγκρισης της αναπροσαρμοσμένης αξίας με την τρέχουσα εύλογη αξία των γηπέδων με την αιτιολογία ότι για την αποτίμηση των γηπέδων εφαρμόστηκε η μέθοδος του κόστους (άρθρο 30 ΔΛΠ 16) και όχι η μέθοδος της αναπροσαρμογής (άρθρο 31 του ΔΛΠ 16).

Στη χρήση 2012, η ελεγχθείσα εταιρεία ακολουθώντας τις οδηγίες των Π0Λ.1223/2012 και Π0Λ.1226/2012, οι οποίες παρέπεμπαν σε αναλογική εφαρμογή των οριζόμενων στις εγκυκλίους του 2008 (ΠΟΛ 1173/29.12.2008 και ΠΟΛ 1004/20.1.2009),εφάρμοσε κατά τον υπολογισμό της αξίας των ακινήτων της τους συντελεστές που προβλέπονταν στην ΠΟΛ.1226/2012 επί της αξίας των βιβλίων της, ήτοι 85.000.000 ευρώ *1,40=119.000.000 ευρώ και συνέκρινε καταρχήν το ανωτέρω ποσό με την αντικειμενική αξία αυτών, η οποία δεδομένου ότι ήταν μεγαλύτερη, δε λήφθηκε υπόψη καθώς η ερμηνευτική εγκύκλιος αναφέρει ότι « η αναπροσαρμοσμένη αξία που προκύπτει από την εφαρμογή των συντελεστών επί της πιο πάνω αξίας θα συγκρίνεται καταρχήν, με την αντικειμενική ή την αξία βάσει του ν.1249/1982, ανάλογα αν πρόκειται για ακίνητα εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, και θα λαμβάνεται υπόψη η τελευταία, εφόσον αυτή είναι μικρότερη της πρώτης». Συνεπώς, για να προβεί στην επόμενη απαιτούμενη σύγκριση με την τρέχουσα εύλογη αξία της 31/12/2012, έλαβε εκτίμηση από ανεξάρτητους εκτιμητές βάσει της οποίας η αξία των γηπέδων την 31/12/2012 εκτιμήθηκε σε 71.818.870 ευρώ. Ως εκ τούτου, επειδή η τρέχουσα εύλογη αξία των γηπέδων την 31/12/2012 εκτιμήθηκε σε ποσό κατώτερο της αξίας που έφεραν στα βιβλία της ελεγχθείσας εταιρείας, δεν μπορούσε η τελευταία να προβεί σε αναπροσαρμογή της αξίας τους καθώς η ερμηνευτική εγκύκλιος (ΠΟΛ 1173/29.12.2008 και ΠΟΛ 1004/20.1.2009) αναφέρει ότι «η αναπόσβεστη αξία που προέκυψε σύμφωνα με τα πιο πάνω θα περιορίζεται ακόμη περαιτέρω στην τρέχουσα εύλογη αξία κατά το χρόνο της αναπροσαρμογής, εφόσον η τελευταία είναι μικρότερη με τον περιορισμό όμως ότι σε καμία περίπτωση η αναπροσαρμοσμένη (αναπόσβεστη) αξία των ακινήτων δεν μπορεί να είναι μικρότερη εκείνης που εμφανίζεται στα βιβλία της επιχείρησης». Τον ανωτέρω ορθό χειρισμό άλλωστε επαληθεύει λογιστικά και το Σ.Λ.Ο.Τ. με την υπ' αριθμ. πρωτ.: 566 ΕΞ 20.5.2013 γνωμάτευσή του, με την οποία έγινε δεκτό ότι για το έτος 2012, οι ΠΟΛ. 1004/20.1.2009 και ΠΟΛ.1173/29.12.2008 εξακολουθούν να ισχύουν και συγκεκριμένα ότι; «Οι επιχειρήσεις που εφαρμόζουν Δ.Λ.Π, ανεξάρτητα από τον τρόπο τήρησης των βιβλίων τους, θα προβούν σε αναπροσαρμογή της αξίας των ακινήτων τους για το έτος 2012, χωρίς όμως να προβούν σε κεφαλαιοποίηση της υπεραξίας που θα προκύψει. Οι επιχειρήσεις αυτές, ως αξία κτήσης επί της οποίας θα εφαρμοστούν οι συντελεστές, θα λάβουν υπόψη την αξία η οποία είχε προκύψει από την αναπροσαρμογή του έτους 2008, ανεξάρτητα αν τα βιβλία αυτά τηρούνται με βάση τα Δ.Λ.Π. ή με βάση τις αρχές και τους κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας (ΚΒΣ). Επομένως, οι επιχειρήσεις οι οποίες τηρούν τα λογιστικά βιβλία τους με βάση τους κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας, ως αξία κτήσης επί της οποίας θα εφαρμοστούν οι συντελεστές, θα λάβουν την αξία που εμφανίζεται στα βιβλία τους στις 31.12.2008, ενώ οι επιχειρήσεις οι οποίες τηρούν τα λογιστικά βιβλία με τις αρχές και τους κανόνες των Δ.Λ.Π., θα λάβουν την αξία που εμφανίζεται στο Φορολογικό Μητρώο Παγίων Περιουσιακών στις 31.12.2008. Περαιτέρω, η αναπροσαρμοσμένη αξία που προκύπτει από την εφαρμογή των συντελεστών επί της πιο πάνω αξίας θα συγκρίνεται κατά αρχήν, με την αντικειμενική αξία ή την αξία βάσει του Ν. 1249/1982, ανάλογα αν πρόκειται για ακίνητα εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως και θα λαμβάνεται υπόψη η τελευταία, εφόσον αυτή είναι μικρότερη της πρώτης. Στη συνέχεια, η αναπόσβεστη αξία που προέκυψε σύμφωνα με τα πιο πάνω θα περιορίζεται ακόμη περαιτέρω στην τρέχουσα εύλογη αξία (αναπόσβεστη) της 31.12.2012, εφόσον η τελευταία είναι μικρότερη, με τον περιορισμό όμως ότι σε καμία περίπτωση η αναπροσαρμοσμένη (αναπόσβεστη) αξία των ακινήτων δεν μπορεί να είναι μικρότερη εκείνης που εμφανίζεται στα βιβλία της επιχείρησης».

Τονίζεται ότι η ανωτέρω γνωμάτευση του ΣΛΟΤ εκδόθηκε κατόπιν υποβολής σχετικού ερωτήματος στο Υπουργείο Οικονομικών και έκδοσης από το εν λόγω Υπουργείο Ατομικής Λύσης με το έγγραφο Δ12Β ΕΞ 2013 (Ατομική Λύση) το οποίο εξέδωσε το Υπουργείο οικονομικών σε απάντηση σχετικού ερωτήματος της προσφεύγουσας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η σύγκριση αυτή και ο περιορισμός της αναπροσαρμοσμένης αξίας στην τρέχουσα εύλογη αξία θεωρείται αναγκαία για όλες τις εταιρείες που εφαρμόζουν τα ΔΛΠ, όπως η ελεγχθείσα εταιρεία, και δημοσιεύουν τις οικονομικές τους καταστάσεις βάσει των προτύπων αυτών ανεξάρτητα από τον τρόπο τήρησης των βιβλίων τους (ΔΛΠ ή ΚΒΣ) και ανεξάρτητα της μεθόδου που εφαρμόζεται για την αποτίμηση των ακινήτων (δηλαδή μέθοδος του κόστους ή μέθοδος αναπροσαρμογής). Συμπερασματικά, μη νόμιμα επιβλήθηκε πρόστιμο εις βάρος της ελεγκτικής εταιρείας και του ορκωτού ελεγκτή λογιστή πρόστιμο εξ αυτής της αιτίας και θα πρέπει να ακυρωθεί.

Επειδή στην παρ.11 του άρθρου 72 του ν.4174/2013 (Κ.Φ.Δ.) ορίζεται:

«Διατάξεις περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιεί φύλλα ελέγχου και πράξεις προσδιορισμού φόρου, τελών, εισφορών, προστίμων, προϊσχύουσες του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή για τις χρήσεις, τις περιόδους, τις υποθέσεις και τις φορολογικές υποχρεώσεις τις οποίες αφορούν. Κατ' εξαίρεση, οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 36 εφαρμόζονται και για περιπτώσεις φοροδιαφυγής, η οποία διαπράχθηκε πριν την εφαρμογή του Κώδικα, εάν, κατά τη θέση αυτού σε ισχύ, το δικαίωμα του Δημοσίου δεν έχει παραγραφεί...».

Επειδή στην παρ. 1 του άρθρου 84 του ν.2238/1994 (Όπως η περίπτωση β' της παρ. 4 του άρθρου 84 αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 13 του Ν. 3522/2006 (ΦΕΚ Α' 276/22-12¬2006) και σύμφωνα με το άρθρο 39 του ιδίου νόμου ισχύει από 22/12/2006 και μετά) ορίζεται:

«1. Η κοινοποίηση φύλλου ελέγχου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 69, δεν μπορεί να γίνει μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης. Το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή του φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο της πενταετίας »

Επειδή, με το άρθρο 9 παρ. 5 ν. 2523/97 ρητά ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για ενέργεια αρχικής ή συμπληρωματικής φορολογικής εγγραφής στην κύρια φορολογία εφαρμόζονται ανάλογα και για την επιβολή των προστίμων. Η προθεσμία αρχίζει από τη λήξη της διαχειριστικής που έπεται εκείνης στην οποία αφορά η παράβαση. Στα πρόστιμα ΚΒΣ ως και σε άλλα πρόστιμα που δεν συνδέονται με αντίστοιχη φορολογία νοείται η φορολογία εισοδήματος».

Η διοικητική παράβαση των διατάξεων της παρ.5 και παρ.8 του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε. διαπράχτηκε από την ελεγκτική εταιρεία και το Νόμιμο Ελεγκτή κατά τον χρόνο έκδοσης του φορολογικού πιστοποιητικού της επιχείρησης « », όπως παρουσιάζετε στον παρακάτω πίνακα:
 

Ελεγχόμενη περίοδος της .........................................
..........................................
Έτος έκδοσης Έκθεσης Φορολογικής Συμμόρφωσης Ημ/νία Έκθεσης Φορ. Συμ. Περίοδος ελέγχου ελεγκτικής / ορκωτού
01/01/2012 - 31/12/2012 2013 26/09/2013 01/01/2013­31/12/2013



Επειδή η παραγραφή της χρήσης 2013 για την επιβολή προστίμου του αρ. 4 παρ. 4 του Ν. 2523/97, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 5 του νόμου αυτού, ακολουθεί την παραγραφή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.

Επειδή η Έκθεση Φορολογικής Συμμόρφωσης της ελεγκτικής εταιρείας για την ελεγχόμενη « » για τη χρήση 2012 εκδόθηκε την 26/09/2013.

Επειδή το θέμα της παραγραφής του δικαιώματος ελέγχου της Φορολογικής Αρχής στην ελεγχόμενη εταιρεία « » είναι διάφορο με την παραγραφή του δικαιώματος ελέγχου της Φορολογικής Αρχής στην προσφεύγουσα.

Επειδή η παραγραφή της χρήσης 2013 επέρχεται την 31/12/2019, οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος ως προς την παραγραφή του Δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρων για τη χρήση 2013 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

Επειδή, οι κρίσιμες διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή κυρώσεων από την ΑΑΔΕ και την ΕΛΤΕ, εφαρμόζονται παραλλήλως χωρίς να αναιρεί η μία την άλλη, καθόσον το διοικητικό πρόστιμο που επιβάλλει η ΑΑΔΕ, δεν έχει ποινική χροιά, σε αντίθεση με το πρόστιμο που επιβάλλεται από το αρμόδιο όργανο της ΕΛΤΕ στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας, πρόκειται δηλαδή περί διαφορετικής φύσης κύρωση για παράβαση διαφορετικού σκοπού και προστατευόμενου αγαθού διατάξεων, ενώ εξάλλου, το εύρος της διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 4 του Ν. 4449/17, σύμφωνα με την οποία από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργείται κάθε αντίθετη διάταξη, περιορίζεται σε διατάξεις με τις οποίες ρυθμίζονται θέματα λειτουργίας και εποπτείας της ΕΛΤΕ επί του ελεγκτικού έργου και δεν εκτείνεται και στην κατάργηση διατάξεων, που αφορούν την ΑΑΔΕ και τις αρμοδιότητές της. (ΝΣΚ 80/2019).

Επειδή η φορολογική αρχή επιβάλλει φορολογικό πρόστιμο στους Ορκωτούς Ελεγκτές και τα Ελεγκτικά γραφεία λόγω κριθείσας υπαιτιότητάς τους για ζημία του Ελληνικού Δημοσίου και διαφυγή εσόδων από τις ελεγχθείσες από τους Ορκωτούς Ελεγκτές και τα Ελεγκτικά γραφεία εταιρείες.

Επειδή η ΕΛΤΕ επιβάλλει πειθαρχικές ποινές στους Ορκωτούς Ελεγκτές και τα Ελεγκτικά γραφεία ως εποπτικό όργανο για την ποιότητα εκτέλεσης της ελεγκτικής παροχής υπηρεσίας.

Επειδή σύμφωνα με τα ανωτέρω, τα φορολογικά πρόστιμα που επιβάλλει η φορολογική αρχή είναι διάφορα από τις πειθαρχικές ποινές που επιβάλλει η ΕΛΤΕ, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας για αναρμοδιότητα οργάνου για την επιβολή του υπό κρίση προστίμου, κρίνεται ως αβάσιμος.

Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 82 §5 του ν.2238/94 ορίζεται ότι:

«5. Νόμιμοι ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία, που είναι εγγεγραμμένοι στο δημόσιο μητρώο του Ν.3693/2008 (Α' 174) και διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους σε ανώνυμες εταιρείες, εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, καθώς και σε υποκαταστήματα αλλοδαπών επιχειρήσεων, υποχρεούνται στην έκδοση ετήσιου πιστοποιητικού. Το πιστοποιητικό αυτό εκδίδεται μετά από έλεγχο που διενεργείται, παράλληλα με τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης, ως προς την εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων σε φορολογικά αντικείμενα. Φορολογικές παραβάσεις, καθώς και μη απόδοση ή ανακριβής απόδοση φόρων που διαπιστώνονται από τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία, κατά τη διενέργεια του διαχειριστικού ελέγχου, αναφέρονται αναλυτικά στο πιστοποιητικό αυτό. Αν το πιστοποιητικό δεν περιλαμβάνει παρατηρήσεις και διαπιστώσεις παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, δεν διενεργείται τακτικός φορολογικός έλεγχος, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 80 του N. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α'). Αν από το πιστοποιητικό προκύπτουν συγκεκριμένα φορολογικά δεδομένα για την ελεγχθείσα εταιρεία με τα οποία συμφωνεί και η αρμόδια ελεγκτική φορολογική αρχή, το εν λόγω πιστοποιητικό αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των εκθέσεων ελέγχου της ως άνω αρχής. Τα πιο πάνω πρόσωπα διώκονται και τιμωρούνται για κάθε παράλειψη των υποχρεώσεών τους σύμφωνα με τις διατάξεις του N. 3693/2008 8.α) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της ΕΛΤΕ, καθορίζονται τα συγκεκριμένα επί μέρους φορολογικά αντικείμενα του ελέγχου αυτού, το ειδικότερο περιεχόμενο του πιστοποιητικού που εκδίδεται, ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία υποβολής του και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Πέραν της εφαρμογής του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 5, στους νόμιμους ελεγκτές και στα ελεγκτικά γραφεία που παραβαίνουν τις διατάξεις της παραγράφου 5 και της κανονιστικής απόφασης που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 4 του Ν. 2523/1997.

β) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται το είδος των υποβαλλόμενων στοιχείων και πληροφοριών, ο χρόνος και ο τρόπος υποβολής τους και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου.

Μέχρι την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων ισχύει η ΑΥΟ ΠΟΛ. 1159/22-7-2011.»

Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 1 Ετήσιο Πιστοποιητικό και Πρόγραμμα Ελέγχου της ΠΟΛ. 1159/2011 ορίζεται ότι:

«1. Το «Ετήσιο Πιστοποιητικό» που προβλέπεται στην παρ.5 του άρθρου 82 του N. 2238/1994, αφορά τις ανώνυμες εταιρίες, τις εταιρίες περιορισμένης ευθύνης και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών επιχειρήσεων των οποίων οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις ελέγχονται υποχρεωτικά, βάσει γενικών ή ειδικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας, από Νόμιμους Ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία που είναι εγγεγραμμένα στο δημόσιο Μητρώο του N. 3693/2008 (ΦΕΚ 174/Α) και εκδίδεται μετά από έλεγχο εφαρμογής των φορολογικών διατάξεων που διενεργείται από τα ως άνω πρόσωπα και ελεγκτικά γραφεία.

2. Ο φορολογικός έλεγχος πραγματοποιείται επί συγκεκριμένων φορολογικών αντικειμένων, που προσδιορίζονται σε ειδικό πρόγραμμα ελέγχου, σύμφωνα με το Παράρτημα III της παρούσας, το οποίο εκδίδεται από το Υπουργείο Οικονομικών σε συνεργασία με την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ), αναβαθμίζεται σε ετήσια βάση και είναι σύμφωνο με τα οριζόμενα στο Διεθνές Πρότυπο Εργασιών Διασφάλισης 3000, «Έργα Διασφάλισης πέραν ελέγχου ή Επισκόπησης Ιστορικής Οικονομικής Πληροφόρησης».»

Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 2,3 και 4 Περιεχόμενο Ετήσιου Πιστοποιητικού της ΠΟΛ.1159/2011 ορίζεται ότι:

«2.Η Έκθεση Φορολογικής Συμμόρφωσης συντάσσεται σύμφωνα με τα υποδείγματα που επισυνάπτονται στο παράρτημα I της παρούσας και διέπεται από το πλαίσιο που προβλέπεται από το Διεθνές Πρότυπο Εργασιών Διασφάλισης 3000, «Έργα Διασφάλισης πέραν ελέγχου ή Επισκόπησης Ιστορικής Οικονομικής Πληροφόρησης».

3. Η ως άνω Έκθεση Φορολογικής Συμμόρφωσης καλύπτει όλα τα αντικείμενα που ορίζονται στο πρόγραμμα ελέγχου του παραρτήματος ΙΙΙ της παρούσας. Οι Νόμιμοι Ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία, κατά την διενέργεια του ως άνω φορολογικού ελέγχου, υποχρεούνται να εκτελέσουν όλες τις εργασίες που αναλύονται στο πρόγραμμα ελέγχου του παραρτήματος HI.

4. Ελεγκτικά ζητήματα που δεν καλύπτονται από την παρούσα απόφαση και το πρόγραμμα ελέγχου του παραρτήματος ΙΙΙ θα αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το πλαίσιο που προδιαγράφεται από το Διεθνές Πρότυπο Εργασιών Διασφάλισης 3000, «Έργα Διασφάλισης πέραν ελέγχου ή Επισκόπησης Ιστορικής Οικονομικής Πληροφόρησης».

Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 4 Τεκμηρίωση φορολογικού ελέγχου από τους Νόμιμους Ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία §§2,3, 4 της ΠΟΛ. 1159/2011 ορίζεται ότι:

«2. Στον αναλυτικό φάκελο τεκμηρίωσης, στον οποίο περιλαμβάνονται σε διακριτά τμήματα όλες οι εργασίες προγραμματισμού, εκτέλεσης και ολοκλήρωσης του ελέγχου εφαρμογής των φορολογικών διατάξεων, περιγράφεται αναλυτικά η ελεγκτική εργασία των Νόμιμων Ελεγκτών με τεκμηρίωση, για κάθε φορολογικό αντικείμενο που εξετάζεται, των ευρημάτων του ελέγχου, είτε αυτά αφορούν πλήρη συμμόρφωση της ελεγχόμενης επιχείρησης με τη φορολογική νομοθεσία, είτε αφορούν παραβάσεις σε επιμέρους τομείς.

3. Μέρος της ελεγκτικής τεκμηρίωσης αποτελεί και το συμπληρωμένο πρόγραμμα ελέγχου το οποίο θα πρέπει να έχει υπογραφεί από τον υπεύθυνο Νόμιμο Ελεγκτή. Για κάθε ελεγκτικό βήμα, που περιγράφεται στο πρόγραμμα ελέγχου θα πρέπει να υπάρχει αντίστοιχη παραπομπή στο φάκελο ελέγχου όπου να αναλύονται τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α) Μεθοδολογία επιλογής δείγματος (αν δεν ορίζεται από το πρόγραμμα), β) Αναλυτική περιγραφή εκτελεσθείσας εργασίας, γ) Ευρήματα που προέκυψαν από την ελεγκτική εργασία, δ) Τελικό συμπέρασμα ελέγχου.

4. Η τεκμηρίωση των ανωτέρω θα πραγματοποιείται στο γενικότερο πλαίσιο του Διεθνούς Πρότυπου Εργασιών Διασφάλισης 3000, «Έργα Διασφάλισης πέραν ελέγχου ή Επισκόπησης Ιστορικής Οικονομικής Πληροφόρησης». Σε κάθε περίπτωση η τεκμηρίωση θα πρέπει κατ' ελάχιστο να δίνει την δυνατότητα σε έναν τρίτο έμπειρο ελεγκτή να μπορεί να επαληθεύσει την εκτελεσθείσα εργασία και το εξαχθέν συμπέρασμα.»

Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 5 Έλεγχος από τη Φορολογική Διοίκηση της ΠΟΛ. 1159/2011 ορίζεται ότι:

«1. Από τις επιχειρήσεις που έχουν ελεγχθεί από Νόμιμους Ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία για την εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων, με εξαίρεση εκείνες για τις οποίες έχει υποβληθεί Έκθεση Φορολογικής Συμμόρφωσης με αρνητικό συμπέρασμα ή με αδυναμία έκφρασης συμπεράσματος, για τις οποίες διενεργείται υποχρεωτικά έλεγχος, επιλέγονται για έλεγχο υποθέσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 του N. 4174/2013, όπως ισχύει

4. Εκτός των επιχειρήσεων που ελέγχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το Υπουργείο Οικονομικών μπορεί να διενεργεί ελέγχους σε πρόσθετο αριθμό επιχειρήσεων, μετά από εισήγηση του Προϊσταμένου της ελεγκτικής υπηρεσίας που προβλέπεται από την περ. 12 του άρθρου 1 της αριθ. Δ6Α 1036682 ΕΞ 2014/25.2.2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, όπως ισχύει και έγκριση από το Γενικό Διευθυντή Φορολογικής Διοίκησης, βάσει των κριτηρίων που ακολουθούν:

α) Λήψη ή έκδοση πλαστών-εικονικών φορολογικών στοιχείων, συναλλαγές με ανύπαρκτες φορολογικά επιχειρήσεις και περιπτώσεις για τις οποίες προέκυψαν παραβάσεις των άρθρων 39 και 39Α του N. 2238/1994 (transfer pricing), στοιχεία ή ενδείξεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας από εσωτερική ή εξωτερική πληροφόρηση ή επεξεργασία δεδομένων, μη έκδοση Έκθεσης Φορολογικής Συμμόρφωσης από τους Νόμιμους Ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία στις ημερομηνίες που ορίζονται ως καταληκτικές για την ηλεκτρονική υποβολή της και περιπτώσεις ελέγχων επιχειρήσεων κατά τους οποίους έχουν προκύψει στοιχεία για παράβαση των διατάξεων του N. 3693/2008 από τους Νόμιμους Ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία.

β) Άσκηση δίωξης μελών του Δ.Σ. σύμφωνα με τις διατάξεις περί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

γ) Συγκέντρωση του ελέγχου σε ποσοστό πάνω από εβδομήντα τοις εκατό (70%) του κλάδου από το ίδιο ελεγκτικό γραφείο.

δ) Ευρήματα του ποιοτικού ελέγχου, για τον οποίο γίνεται αναφορά στο άρθρο 7 της παρούσας.

5. Όλοι οι έλεγχοι του παρόντος άρθρου πραγματοποιούνται εντός του χρόνου που ισχύει το δικαίωμα της Φορολογικής Διοίκησης για έκδοση πράξεων προσδιορισμού φόρου.

7. Σε περίπτωση που οι λογιστικές διαφορές που προσδιορίζονται από τους Νόμιμους Ελεγκτές και αφορούν αποκλειστικά την παραγωγικότητα των δαπανών είναι μικρότερες του 0,5% των ακαθάριστων εσόδων, η υπόθεση παραπέμπεται για έλεγχο της παραγωγικότητας των δαπανών από τη φορολογική αρχή, μετά από εισήγηση του Προϊσταμένου της ελεγκτικής υπηρεσίας που προβλέπεται από την περ. 12 του άρθρου 1 της αριθ. Δ6Α 1036682 ΕΞ 2014/25.2.2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, όπως ισχύει και έγκριση του Γενικού Διευθυντή Φορολογικής Διοίκησης.»

Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 10 Λοιπά θέματα §§6 και 8 της ΠΟΛ. 1159/2011 (όπως τροποποιήθηκε με την ΠΟΛ 1148/2018) ορίζεται ότι:

«6. Οι Νόμιμοι Ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία, πέραν των διοικητικών ή ποινικών συνεπειών που συνεπάγεται η μη ορθή εκπλήρωση των καθηκόντων τους, φέρουν αλληλέγγυα, περιορισμένη ευθύνη, για τις περιπτώσεις που δεν συνιστούν δόλο από την πλευρά τους και υπήρξε απώλεια για τα έσοδα του δημοσίου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 3693/2008

8. Εφόσον από μεταγενέστερο έλεγχο της Φορολογικής Διοίκησης προκύψουν πρόσθετες επιβαρύνσεις, σε σχέση με τα φορολογικά αντικείμενα που ορίζονται στο πρόγραμμα ελέγχου του Παραρτήματος III, επιβάλλεται στο Νόμιμο Ελεγκτή και στο ελεγκτικό γραφείο διοικητικό πρόστιμο ύψους από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και την ενδεχόμενη υποτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του ν. 2523/1997, κατόπιν γνώμης της Ε.Λ.Τ.Ε., η οποία θα πρέπει να παρασχεθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός από τη λήψη σχετικού εγγράφου από τη Φορολογική Διοίκηση με το οποίο θα γνωστοποιείται προς την Ε.Λ.Τ.Ε. η ελεγχόμενη επιχείρηση, ο Νόμιμος Ελεγκτής και το ελεγκτικό γραφείο, ανεξάρτητα αν οι πρόσθετες επιβαρύνσεις θα καταβληθούν από την ελεγχόμενη επιχείρηση.

Σε περίπτωση αμφισβήτησης από την ελεγχόμενη επιχείρηση των πρόσθετων επιβαρύνσεων και υποβολής ενδικοφανούς προσφυγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4174/2013, οι ως άνω διοικητικές κυρώσεις κατά των Νόμιμων Ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων επιβάλλονται μετά την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, εξαιρουμένων των περιπτώσεων για τις οποίες ο χρόνος που απαιτείται για την απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών οδηγεί σε παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για έκδοση καταλογιστικής πράξης.»

Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 4§4 του ν.2523/1997 ορίζεται ότι:

«4. Στους νόμιμους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία που παραβαίνουν τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε. και της κανονιστικής απόφασης που προβλέπεται στην παράγραφο 8 του ίδιου άρθρου και Κώδικα, επιβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών διοικητικό πρόστιμο ύψους από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και την ενδεχόμενη υποτροπή.»

Επειδή, εν προκειμένω, το Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. διενέργησε μερικό επιτόπιο έλεγχο σε εκτέλεση της με αριθμ /2018 εντολής του Προϊσταμένου του, στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία, , ΑΦΜ: , με έδρα στη , επί της οδού , για το οικονομικό έτος 2013. Για το έτος αυτό, η ελεγχόμενη επιχείρηση ζήτησε και έλαβε Έκθεση Φορολογικής Συμμόρφωσης Ανεξάρτητου Νόμιμου Ελεγκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 82 §5 του ν.2238/1994 από την ελεγκτική εταιρεία ΑΦΜ: και από τον προσφεύγοντα ως νόμιμο ελεγκτή. Το συμπέρασμα της Έκθεσης Φορολογικής Συμμόρφωσης ήταν «Χωρίς Επιφύλαξη».

Επειδή, από τον έλεγχο που διενεργήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΠΟΛ. 1159/2011, διαπιστώθηκε ότι προέκυψαν οι παρακάτω διαφορές σε σχέση με τα συμπεράσματα του νόμιμου ελεγκτή και του ελεγκτικού γραφείου:

Φορολογία Εισοδήματος

Λογαριασμός Περιγραφή λογαριασμού Ποσό
60.00.1300 «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ» 972,32
60.00.1311 «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ- ΚΕΝΤΡΙΚΟ» 9.379,36
64.01.0100 «ΕΞΟΔΑ ΤΑΞΙΔΙΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ» 7.427,60
64.02.0000 «ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΥΠΟ» 8.520,62
64.02.0600 «ΕΞΟΔΑ ΥΠΟΔΟΧΗΣ & ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ» 34.299,35
64.02.0611 «ΈΞΟΔΑ ΥΠΟΔΟΧΗΣ & ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ Κ.» 6.371,91
64.02.9911 «ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΞΟΔΑ ΠΡΟΒΟΛΗΣ» 2.550,00
64.98.9900 «ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΞΟΔΑ» 2.525,42
64.98.9911 «ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΞΟΔΑ ΚΕΝΤΡΙΚΟ» 1.862,75
66.01.0000 «ΑΠΟΣΒ.ΚΤΙΡΙΩΝ-ΕΓΚΑΤ/ΣΕΩΝ» 19.673,21
66.02.0200 «ΑΠΟΣΒΕΣΕΙΣ ΨΥΚΤΙΚΩΝ» 2.793,47
  Μη Έκδοση Στοιχείων αυτοπαράδοσης 207.291,16
  Σύνολο λογιστικών διαφορών 303.667,17



ΦΠΑ

- Λόγω μη έκδοσης στοιχείων αυτοπαράδοσης ποσού € 207.291,16, δεν αποδόθηκε ο αναλογούν ΦΠΑ αυτοπαράδοσης, ήτοι ποσό €13.473,93.

- Ο Φ.Π.Α. ποσού 1.405,50 € με τον οποίο επιβαρύνθηκαν οι κατωτέρω δαπάνες δεν εκπίπτει επειδή δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 30 § 4 του Ν. 2859/00 (έξοδα φιλοξενίας, έξοδα μετακίνησης για το προσωπικό ή τους εκπροσώπους της επιχείρησης, κ.λπ.).
 

ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ΚΑΘΑΡΟ ΠΟΣΟ ΦΠΑ
64010100 ΕΞΟΔΑ ΤΑΞΙΔΙΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ 1.177,60 270,85
64029911 ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΞΟΔΑ ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΔΙΑΦΗΜ. ΚΕΝΤΡΙΚΟ 2.550,00 586,50
64989900 ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΞΟΔΑ 1.379,43 307,26
64989911 ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΞΟΔΑ ΚΕΝΤΡΙΚΟ 1.047,27 240,89
ΣΥΝΟΛΟ   6.154,30 1.405,50



- Την 01.08.2012 η ελεγχόμενη έλαβε και καταχώρησε στα βιβλία της Τ.Π.Υ. καθαρής αξίας 4.200,00€ πλέον Φ.Π.Α. 966,00 €, που αφορούσε σε αμοιβή μηχανικού περί μελέτης αποστράγγισης υδάτων του Επειδή α) ο εν λόγω ναός είναι ιδιοκτησίας του , β) σύμφωνα με το άρθρο 33§4 θεωρούνται ως αγαθά επένδυσης τα ενσώματα αγαθά (κινητά ή ακίνητα) που ανήκουν κατά κυριότητα στην επιχείρηση και θέτονται από αυτή σε διαρκή εκμετάλλευση και γ) η δαπάνη αυτή δεν συμβάλλει στην δημιουργία φορολογητέων πράξεων βάσει του άρθρου 30 §1 και την υποπερίπτωση iii της περίπτωσης β της παραγράφου 1 του άρθρου 34 _,η ελεγχόμενη, δεν είχε δικαίωμα να εκπέσει το ως άνω ποσό Φ.Π.Α. Τα ως άνω ποσά καταλογίστηκαν, πλέον των νομίμων προσαυξήσεων.

- Την 28.06.2012 η ελεγχόμενη έλαβε και καταχώρησε στα βιβλία της Τ.Π.Υ. καθαρής αξίας 1.500,00€ πλέον Φ.Π.Α. 345,00 €, που αφορούσε σε αμοιβή μηχανικού περί συνένωσης καταστημάτων, τα οποία εκμίσθωνε σε τρίτους. Επειδή οι μισθώσεις ακινήτων απαλλάσσονται από το ΦΠΑ (άρθρο 22§κοτ'ν.2859/2000) και η έκπτωση του φόρου εισροών από το φόρο εκροών παρέχεται κατά το μέρος που τα αγαθά αυτά χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση πράξεων που υπάγονται στο φόρο και ειδικά για τα αγαθά επένδυσης, το δικαίωμα κρίνεται κατά το χρόνο έναρξης χρησιμοποίησης αυτών ( άρθρο 30 §1 ν.2859/2000 ), η ελεγχόμενη όφειλε να προβεί σε διακανονισμό του ΦΠΑ με την εκκαθαριστική δήλωση του έτους 2012 και να αποδώσει τον οφειλόμενο φόρο ποσού 345,00 €, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 33§3 και άρθρου 38§1β' ν.2859/2000. Τα ως άνω ποσά καταλογίστηκαν, πλέον των νομίμων προσαυξήσεων

ΚΩΔΙΚΑΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Λόγω μη έκδοσης στοιχείων αυτοπαράδοσης ποσού € 207.291,16 επιβλήθηκε πρόστιμο στην ελεγχόμενη ποσού € 6.000

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

Η αξία των κτιρίων δεν προσδιορίστηκε ορθώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 και 41-Ατου Ν. 1249/82-όπως ισχύουν και διαπιστώθηκαν διαφορές.
 

ΦΑΠ 2012 Ελέγχου Δήλωσης Διαφορά
Αξία γηπέδων με φόρο 0,33%0 519.631.396,69 526.475.579,21 -6.844.182,52
Αξία γηπέδων με φόρο 0,6% 6.844.182,52 0,00 6.844.182,52
Αξία Κτισμάτων με φόρο 0,33%0 47.289.079,28 29.274.616,72 18.014.462,56
Αξία Εκμισθωμένων Κτισμάτων με φόρο 0,6% 548.647,45 0,00 548.647,45
Αξία ακινήτων που φορολογείται 574.313.305,94 555.750.195,93 18.563.110,01
Φόρος γηπέδων με συντελεστή 0,33%ο 171.478,36 173.736,94 -2.258,58
Φόρος γηπέδων με συντελεστή 0,60% 41.065,10 0,00 41.065,10
Φόρος Κτισμάτων με συντελεστή 0,33%ο 15.605,40 9.660,62 5.944,78
Φόρος Εκμισθωμένων Κτισμάτων με συντελεστή 0,6% 3.291,88 0,00 3.291,88
Οφειλόμενος ΦΑΠ 231.440,74 183.397,56 48.043,18


Ο ως άνω φόρος καταλογίστηκε από τον έλεγχο, πλέον νομίμων προσαυξήσεων.

ΠΑΡΑΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ ΦΟΡΟΙ

Από τη σύγκριση των αριθμητικών δεδομένων των βιβλίων που τηρήθηκαν και των δηλώσεων που υποβλήθηκαν, προέκυψαν διαφορές από μισθωτές υπηρεσίες και παρακρατηθέντος φόρου επί αυτών. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι η ελεγχόμενη κατέβαλλε στο προσωπικό, πέραν των τακτικών αποδοχών και πρόσθετες παροχές σε χρήμα ποσό 10.351,28 €, που αφορά σε οδοιπορικά έξοδα που παρείχε σε εργαζομένους που αναχωρούσαν μετά την 12η νυχτερινή και προσέρχονταν πριν την 6η πρωινή. Τα ποσά αυτά επειδή δεν καλύπτονται από δικαιολογητικά και η καταβολή τους γίνεται τακτικά θεωρήθηκαν ως τακτικές αποδοχές προσωπικού σύμφωνα με το άρθρο 45 §4α ν. 2238/1994. Ο μη παρακρατηθείς φόρος που προέκυψε ανήλθε σε € 2.070,26.

ΥΠΕΡΑΞΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

Μετά τον επανυπολογισμό από τη φορολογική αρχή της υπεραξίας των ακινήτων προέκυψαν οι κατωτέρω διαφορές, καταλογίστηκε ο αναλογούν φόρος καθώς και το αντίστοιχο πρόστιμο:
 

  Δήλωσης Ελέγχου Διαφορά
Αναπροσαρμοσμένη αξία γηπέδων 0,00 119.000.000,00 119.000.000,00
Μείον: Αξία κτήσης προ αναπροσαρμογής 85.000.000,00 85.000.000,00 0,00
Υπεραξία - 0,00 34.000.000,00 34.000.000,00
Άρθρο 24 - Ν.2065/1992 - Απαλλαγή 50% Υπεραξίας Γηπέδου 0,00 17.000.000,00 17.000.000,00
Υπεραξία 0,00 17.000.000,00 17.000.000,00
Φορολογητέα υπεραξία   17.000.000,00  
Οφειλόμενος φόρος 2%   340.000,00  
Πρόστιμο άρθρου 72 § 17 Ν.4174/2013   306.510,00  
Σύνολο Οφειλής   646.510,00  



Επειδή από τα ανωτέρω ευρήματα η φορολογική αρχή καταλήγει ότι από τον μερικό έλεγχο που διενεργήθηκε στην εταιρία , με ΑΦΜ: , χρήσης 2013, διαπιστώθηκε ότι ο προσφεύγων δεν εφάρμοσε ορθά τις διατάξεις του άρθρου 82 παρ 5 & 8 Ν 2238/94, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της ΑΥΟ 1159/2011 του Υπουργείου Οικονομικών, για την έκδοση της έκθεσης φορολογικής συμμόρφωσης στη χρήση 201 3.

Επειδή η φορολογική αρχή απέστειλε την με αρ. πρωτ /2018 Πληροφοριακή Έκθεση προς την Επιτροπή Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ) την 09.11.2018 προκειμένου να διατυπώσει τη γνώμη της αναφορικά με την εκτέλεση της εργασίας της ελεγκτικής εταιρείας σχετικά με τα ευρήματα της ως άνω πληροφοριακής έκθεσης της χρήσης 2013, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 8 της ΠΟΛ 1159/2011 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τις ΠΟΛ 1034/2015 και 1148/2018.

Επειδή η ΕΛΤΕ με το με αρ. πρωτ /ΟΙΚ.ΕΜΠ/2018 (Αρ. πρωτ /18 της υπηρεσίας μας) έγγραφό της δεν εξέφρασε την γνώμη της επί της ουσίας των διαπιστώσεων του ελέγχου, αλλά γνωστοποίησε στο ΚΕΜΕΕΠ ότι αποφάσισε στην υπ' αριθμ /2018 συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, την διατύπωση ερωτήματος προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους «σχετικά με το αν παρέλκει η διατύπωση γνώμης της ΕΛΤΕ για τις εν λόγω χρήσεις, καθώς τίθεται θέμα παραγραφής τους».

Επειδή η φορολογική αρχή ακολούθησε την διαδικασία που επιτάσσει το άρθρο 10 της ΠΟΛ 1059/2011 και με το έγγραφό της με αρ. πρωτ /2018 ζήτησε από την ΕΛΤΕ να διατυπώσει τη γνώμη της αναφορικά με την εκτέλεση της εργασίας της ελεγκτικής εταιρείας σχετικά με τα ευρήματα του Ελέγχου, πλην όμως η ΕΛΤΕ απάντησε πως θα υποβάλλει ερώτημα στο ΝΣΚ σχετικά με το θέμα παραγραφής του υπό κρίση έτους. Ωστόσο, αφού η φορολογική αρχή ακολούθησε την διαδικασία και η ΕΛΤΕ της γνωστοποίησε πως δεν θα εκφράσει γνώμη επί της ουσίας, ορθώς η φορολογική αρχή προχώρησε στην επιβολή του υπό κρίση προστίμου, επομένως ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος σχετικά με την παράβαση εκ μέρους της φορολογικής αρχής, ουσιώδους τύπου της διαδικασίας για μη ζητηθείσα γνωμοδότηση της ΕΛΤΕ επί της ελεγκτικής εργασίας, κρίνεται ως αβάσιμος.

Επειδή στο παράρτημα ΙΙΙ Πρόγραμμα Ελέγχου της ΠΟΛ 1159/2011 αναφέρεται ότι: Α. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΛΕΓΧΟΥ - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ - ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

«Διενεργείται έλεγχος για την εκπτωσιμότητα των παρακάτω αναφερόμενων δαπανών και πέραν αυτών όσων προβλέπονται από τις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών:

Αρ. Πρωτ. 1003821/10037/Β0012/Π0Λ.1005/14.1.2005
Αρ. Πρωτ. 1017618/10261/Β0012/Π0Λ. 1028/17.2.2006
Αρ. Πρωτ. 1030440/10391/Β0012/Π0Λ.1056/23.3.2007
Αρ. Πρωτ. 1080606/10335/Β0012/Π0Λ.1106/24.7.2008
Αρ. Πρωτ. 1017621/10262/Β0012/Π0Λ. 1029/17.2.2006
Αρ. Πρωτ. 1030442/10392/Β0012/Π0Λ. 1057/23.3.2007
Αρ. Πρωτ. 1080607/10336/Β0012/Π0Λ. 1107/24.7.2008

Οι προαναφερόμενες δαπάνες καθώς και τυχόν άλλες οι οποίες δεν περιλαμβάνονται σε αυτές ελέγχονται υπό την προϋπόθεση ότι υπερβαίνουν τα παρακάτω όρια

(α) Για επιχειρήσεις με ακαθάριστα έσοδα μέχρι 50.000.000 ευρώ ελέγχονται οι δαπάνες οι οποίες υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ

Οι δαπάνες που θα ελεγχθούν με βάση τα ανωτέρω όρια θα πρέπει να καλύπτουν τουλάχιστον το 10% του συνόλου κάθε κατηγορίας δαπάνης. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση, που δεν καλύπτεται το όριο του 10%, θα επιλέγεται περαιτέρω δείγμα ελέγχου εκτός των ανωτέρω ορίων. Σε όσες περιπτώσεις από το πρόγραμμα ελέγχου προβλέπεται συγκεκριμένο δείγμα θα ελέγχεται το δείγμα αυτό.

Η εφαρμογή των προαναφερόμενων ορίων θα πρέπει να εξετάζεται σε κάθε περίπτωση λαμβάνοντας την επαγγελματική κρίση σύμφωνα με τα οριζόμενα από το Διεθνές Πρότυπο Εργασιών Διασφάλισης 3000.

Σε κάθε περίπτωση που εντοπίζονται παραβάσεις οι οποίες προκύπτουν από την εκτέλεση του παρόντος προγράμματος, συμπεριλαμβανομένου και του ελέγχου της παραγωγικότητας των δαπανών, οι νόμιμοι ελεγκτές υποχρεούνται να επεκτείνουν τις ελεγκτικές τους διαδικασίες, έτσι ώστε να μπορούν να εκτιμήσουν το ύψος της φορολογικής παράβασης για το σύνολο του σχετικού φορολογικού αντικειμένου. Συνεπώς σε αυτήν την περίπτωση τα προαναφερθέντα όρια δαπανών καθώς επίσης και τα συγκεκριμένα δείγματα ελέγχου που περιγράφονται αναλυτικά παρακάτω δεν εφαρμόζονται και ο νόμιμος ελεγκτής υποχρεούται να εφαρμόσει τις κατάλληλες ανά περίπτωση ελεγκτικές διαδικασίες για να ελέγξει το συγκεκριμένο φορολογικό αντικείμενο συνολικά.

Εξαιρετικά ελέγχονται ανεξαρτήτως ποσού και τα έξοδα που αφορούν τις πάσης φύσεως δαπάνες επιβατηγών αυτοκινήτων, συνεδρίων και δεξιώσεων, τους Φόρους και Τέλη καθώς και τις Προβλέψεις.

Για τις διενεργούμενες ελεγκτικές επαληθεύσεις που τίθενται σε κάθε περίπτωση στο πρόγραμμα ελέγχου, δύναται να επιλέγεται το ίδιο ελάχιστο χρονικό διάστημα και τα ίδια ελάχιστα επιλεγμένα είδη (εμπορεύματα - προϊόντα κλπ).

Κατά την κρίση του ελεγκτή μπορεί επίσης να διενεργούνται πρόσθετες ελεγκτικές επαληθεύσεις με βάση τα πραγματικά δεδομένα, την βαρύτητα και τις ιδιαιτερότητες της ελεγχόμενης επιχείρησης.

Η εξαγωγή του συμπεράσματος στην έκθεση φορολογικής συμμόρφωσης βασίζεται στα οριζόμενα στο Διεθνές Πρότυπο Εργασιών Διασφάλισης 3000, «Έργα Διασφάλισης πέραν ελέγχου ή Επισκόπησης Ιστορικής Οικονομικής Πληροφόρησης».

Στο αντικείμενο του διενεργούμενου ελέγχου σύμφωνα με το παρόν πρόγραμμα, συμπεριλαμβάνεται και η παραγωγικότητα των δαπανών λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της υπ' αριθ. Π0Λ. 1159/22-7-2011 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών.

Επειδή, η αρχή της αναλογικότητας, απορρέουσα από την έννοια και τους θεσμούς του κράτους δικαίου, καθιερώνεται ήδη ρητώς από το Σύνταγμα (άρθρ. 25 παρ. 1) και σύμφωνα με αυτήν οι επιβαλλόμενοι από τον κοινό νομοθέτη και τη Διοίκηση περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να είναι μόνον οι αναγκαίοι και να συνάπτονται προς τον υπό του νόμου επιδιωκόμενο σκοπό. Ένα μέτρο που προβλέπεται από διάταξη νόμου ως κύρωση για παράβαση διάταξης, τότε μόνο αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, όταν από το είδος του ή τη φύση του είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ή όταν οι δυσμενείς συνέπειες του μέτρου τελούν σε προφανή δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό (ΣτΕ 3474/2011 Ολ., 990/2004 Ολ.)

Επειδή, σε κάθε περίπτωση, ένα νομοθετικό μέτρο προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας μόνο αν δεν είναι πρόσφορο για την επιδίωξη και επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει ο νόμος, είτε υπερακοντίζει, προφανώς, το σκοπό αυτό (ΣτΕ 3177/2008, η οποία παραπέμπει στις ΣτΕ 3882/2007, 1006/2002) και συγχρόνως είναι υπέρμετρα επαχθές εν σχέσει με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Επειδή, το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει ότι: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου...5. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Επειδή, το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι : «Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος».

Επειδή, η δημόσια διοίκηση δεσμεύεται από την αρχή της νομιμότητας, όπως αυτή καθιερώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 2, 43, 50, 82, 83 και 95 & 1 του Συντάγματος (ΣτΕ 8721/1992, 2987/1994), και η οποία συνεπάγεται ότι η διοίκηση οφείλει ή μπορεί να προβαίνει μόνο σε ενέργειες που προβλέπονται και επιβάλλονται ή επιτρέπονται από τους κανόνες που θεσπίζουν το Σύνταγμα, οι νομοθετικές πράξεις, οι διοικητικές κανονιστικές πράξεις, που έχουν εκδοθεί βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθώς και από κάθε κανόνα ανώτερης ή ισοδύναμης προς αυτούς τυπικής ισχύος.

Επειδή, η δημόσια διοίκηση κατά την έκδοση των διοικητικών πράξεων, δεσμεύεται από το εκάστοτε ισχύον δίκαιο, ενώ κρίσιμο νομικό καθεστώς των διοικητικών πράξεων είναι το ισχύον κατά τον χρόνο εκδόσεως τους, όπως δέχεται το ΣτΕ. Συνεπώς οι διοικητικές ενέργειες, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, πρέπει να είναι σύμφωνες προς τον κανόνα δικαίου που διέπει τη δράση της διοίκησης, όταν αυτός περιγράφει λεπτομερώς τις νόμιμες προϋποθέσεις έκδοσης της πράξης, όταν, δηλαδή, πρόκειται για δέσμια αρμοδιότητα (ΣτΕ 4674/1998), ενώ πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία προς τον κανόνα δικαίου, όταν αυτός καθορίζει κατά τρόπο ευρύτερο ή στενότερο το πλαίσιο μέσα στο οποίο η ενέργεια μπορεί να γίνει, δηλαδή όταν η αρμοδιότητα της διοίκησης ασκείται κατά διακριτική ευχέρεια.

Επειδή, δεν τίθεται ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της φορολογικής ισότητας έναντι άλλων φορολογουμένων, όταν αυτή προβλέπεται ρητά από τον ισχύοντα νόμο και τις πολυγραφημένες διαταγές που εκδίδονται κατ' εφαρμογή αυτού, τον δε νομοθέτη να λαμβάνει υπόψη του, για τη διαφορετική μεταχείριση, αντικειμενικά κριτήρια και ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε κατηγορίας φορολογουμένων.

Επειδή από τα ευρήματα του ελέγχου, πλήθος εξ' αυτών ήταν εντός του δείγματος ελέγχου της προσφεύγουσας, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από αυτή. Ωστόσο ο νόμιμος ελεγκτής κατά τον έλεγχό του υιοθέτησε διαφορετική άποψη από αυτή της φορολογικής αρχής, χωρίς να τεκμηριώνει την άποψη αυτή με κατάλληλα στοιχεία.

Επειδή η προσφυγή της ελεγχθείσας εταιρείας υπ' αριθμ /2018, που αφορούσε στον υπό κρίση έλεγχο, έχει απορριφθεί σιωπηρώς από την
υπηρεσία μας.

Επειδή από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει διαφοροποίηση ως προς τα συμπεράσματα του ελέγχου.

Επειδή η πράξη επιβολής προστίμου εκδόθηκε για παράβαση των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 82 του Ν.2238/94 και επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο ύψους 30.000 €, ήτοι εντός των ορίων των 10.000,00 € και 100.000,00 €.

Επειδή δεν παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας με την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, η διοίκηση εφάρμοσε καλόπιστα το πνεύμα και το γράμμα του νόμου, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ως προς αυτό θα πρέπει να απορριφθεί.

Επειδή οι διαπιστώσεις του ελέγχου, όπως αυτές καταγράφονται στην από 24/12/2018 σχετική έκθεση ελέγχου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., επί της οποίας εδράζονται οι προσβαλλόμενες πράξεις, κρίνονται βάσιμες, αποδεκτές και πλήρως αιτιολογημένες.

Αποφασίζουμε

Την απόρριψη της με ημερομηνία κατάθεσης 07/03/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής του του, ΑΦΜ και την επικύρωση της πράξης /2018:

Οριστική φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου - καταλογιζόμενο ποσό με βάση την παρούσα απόφαση:

Διαχειριστική περίοδος 01/01/2013 - 31/12/2013

Επικύρωση της υπ' αριθμ /2018 Πράξης Επιβολής Προστίμου του άρθρου 4 παρ. 4 του ν.2523/1997 του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.

Οριστική φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου για τη διαχειριστική περίοδο 01/01/2013 - 31/12/2013 βάσει της παρούσας απόφασης: 30.000,00€

Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στην υπόχρεο.


Ακριβές Αντίγραφο
Η Υπάλληλος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης

ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΑΚΟΣ

Σ η μ ε ί ω σ η : Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.

ΔΕΔ 2507/2019 Επιστροφή ΦΠΑ λόγω οριστικής διαγραφής απαίτησης - Μείωση φορολογικής βάσης βάσει της απόφασης ΣτΕ 355/2019

Next: Υπόθεση C-274/18 Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων – Λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των εργαζομένων με μερική απασχόληση σε σύγκριση με τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης – Απαγόρευση – Εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία καθορίζει μεγαλύτερη μέγιστη συνολική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση σε σχέση με τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση – Αρχή pro rata temporis – Οδηγία 2006/54/ΕΚ – Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης
$
0
0

ΚΑΛΛΙΘΕΑ, 06/09/2019
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 2507
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α1 ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

Ταχ. Δ/νση: Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κωδ.: 17671, Καλλιθέα
Τηλέφωνο: 213 1604 534
FAX: 213 1604 567

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπ' όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170), όπως ισχύει.
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036990 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε).»
γ. Της ΠΟΛ 1064/12.04.2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.

2. Την ΠΟΛ 1069/4-3-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

3. Την αριθμ. Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ 2759 / τ. Β' / 01.09.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.

4. Την με ημερομηνία κατάθεσης 15-04-2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία , και τον διακριτικό τίτλο « , ΑΦΜ , που εδρεύει στον Δήμο Αγίων Αναργύρων ΑΤΤΙΚΗΣ, επί της οδού , κατά της σιωπηρής απορρίψεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ επί των διαλαμβανομένων στη με αριθ /28-12-2018 δήλωση επιφύλαξης της εταιρείας που υπεβλήθη μαζί με την περιοδική δήλωση απόδοσης Φ.Π.Α. για τη φορολογική περίοδο Νοεμβρίου 2018 (αριθμός καταχώρησης TAXISNET ), και τα προσκομιζόμενα με αυτή σχετικά έγγραφα.

5. Τις απόψεις της ανωτέρω φορολογικής αρχής. ενδικοφανούς και τον διακριτικό τίτλο

6. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α1, όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.

Επί της με ημερομηνία κατάθεσης 15-04-2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου προσφυγής της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ΑΦΜ , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή στη Δ.Ο.Υ. ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ της υπ' αριθμ. πρωτ /28-12-2018 ρητής επιφύλαξης της προσφεύγουσας επιχείρησης επί της με αριθμό καταχώρησης TAXISNET περιοδικής δήλωσης απόδοσης Φ.Π.Α., φορολογικής περιόδου Νοεμβρίου 2018, απορρίφθηκε η εν λόγω επιφύλαξη.

Η προσφεύγουσα εταιρεία, με την υπό κρίση προσφυγή, ζητά:

• να γίνει δεκτή η παρούσα και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη,

• να αναμορφωθούν οι κωδικοί 402 και 410 της δήλωσης, με την προσθήκη - αναγραφή σε αυτούς του ποσού των 177.934,37 ευρώ, που αντιστοιχεί στον οριστικά μη εισπραχθέντα Φ.Π.Α. εκροών που βάρυνε και αντιστοιχεί στο 50% της συνολικής απαίτηση τους, που διαγράφηκε οριστικά δυνάμει της υπ' αριθμόν /2017 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,

• να αυξηθεί το σύνολο του φόρου εισροών της περιοδικής δήλωσης στο ποσό των 249.099,02 ευρώ (κωδ. 430), αντί 71.164,65 ευρώ βάσει δήλωσης,

• να μεταβληθούν τα δεδομένα του πίνακα εκκαθάρισης του φόρου, έτσι ώστε αντί για χρεωστικό υπόλοιπο/ποσό προς καταβολή (κωδικός 480) ύψους 20.339,26€, βάσει δήλωσης να προκύψει το πιστωτικό υπόλοιπο 157.595,11€ (κωδικός 470), και

• να της επιστραφεί ο Φ.Π.Α. που βάρυνε τη διαγραφείσα απαίτηση ποσού 177.934,37 €, εντόκως, με το επιτόκιο του άρθρου 53 παρ.2 του Ν. 4174/2013, από την επομένη υποβολής της παρούσης και μέχρι πλήρους επιστροφής, προβάλλοντας τους κάτωθι ισχυρισμούς:

1. Η δυνάμει δικαστικής απόφασης, που επικυρώνει προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, διαγραφή μέρους απαίτησης πιστωτή ισοδυναμεί με οριστική και βέβαιη μερική μη πληρωμή του τιμήματος, η οποία δικαιολογεί τη μείωση της βάσης επιβολής του οικείου Φ.Π.Α. που βάρυνε τη διαγραφείσα απαίτηση. Συνακόλουθα, η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5α του ν. 2859/2000, στο βαθμό που περιορίζει τη δυνατότητα μείωσης της βάσης επιβολής του φόρου, μόνο σε συγκεκριμένη προπτωχευτική διαδικασία (ειδική εκκαθάριση) και όχι και στις λοιπές ισοδύναμες προπτωχευτικές διαδικασίες, όπως εν προκειμένω η προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, στην οποία υπήχθησαν οι άνω εταιρείες, αποτελεί μη νόμιμη και πλημμελή μεταφορά της Οδηγίας Φ.Π.Α. στην ελληνική έννομη τάξη, λόγω αντίθεσης στις Αρχές της Ουδετερότητας του Φ.Π.Α. και της Αποτελεσματικότητας του Ενωσιακού Δικαίου.

2. Παραβίαση της Αρχής της Αναλογικότητας.

3. Αντίθεση στην Αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία απορρέει τόσο από το άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, όσο και από την Αρχή της Φορολογικής Ουδετερότητας.

4. Η διαγραφή μέρους απαίτησης πιστωτή, δυνάμει δικαστικής απόφασης που επικυρώνει συμφωνία εξυγίανσης ισοδυναμεί και με έκπτωση - μείωση της τιμής, που επέρχεται μετά την πραγματοποίηση της παράδοσης των αγαθών και δικαιολογεί τη μείωση του Φ.Π.Α. εκροών που βάρυνε τη διαγραφείσα απαίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 5 του Κ.Φ.Π.Α. ή άλλως με ευθεία εφαρμογή του άρθρου 90 παρ. 1 της Οδηγίας Φ.Π.Α., ανεξαρτήτως της τυχόν μη έκδοσης πιστωτικού τιμολογίου.

Επειδή, η προσφεύγουσα εταιρεία την 30/06/2016 είχε ανεξόφλητο υπόλοιπο απαίτησης, καθαρής αξίας 1.546.338,52€, πλέον ΦΠΑ ποσού 355.868,74€, ήτοι σύνολο 1.902.257,26€, από την εταιρεία  

Δυνάμει της υπ'αριθμ /16.01.2017 Απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Εκούσια Δικαιοδοσία), και όπως αυτή διορθώθηκε και ερμηνεύθηκε με την υπ'αριθμ /2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας), έγινε δεκτή η αίτηση των i) , ii)... iii)... κλπ με την οποία επικυρώθηκαν οι συμφωνίες εξυγίανσης των εταιρειών, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω υπ' αριθμ /2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Συνεπεία της ως άνω απόφασης, η απαίτηση της προσφεύγουσας, όπως αυτή διαμορφώθηκε σύμφωνα με τους όρους της Συμφωνίας Εξυγίανσης και αποτυπώθηκε στο Οριστικό Ισοζύγιο Μεταβίβασης της ανέρχεται 951.128,63 €.

Επειδή, ακολούθως, η προσφεύγουσα συνήψε το με ημερομηνία 16/05/2017 ιδιωτικό συμφωνητικό με την εταιρεία , δυνάμει του οποίου η τελευταία εξόφλησε την ανωτέρω συνολική οφειλή προς την προσφεύγουσα εταιρεία, όπως αυτή απομειώθηκε, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, κατά ποσοστό 50%, δυνάμει της σχετικής αποφάσεως υπαγωγής στην εν λόγω διαδικασία εξυγίανσης. Συγκεκριμένα, με το ανωτέρω συμφωνητικό, η εταιρεία κατέβαλε στην προσφεύγουσα το συνολικό ποσό 951.127,22 ευρώ, ήτοι το ήμισυ της συνολικής απαιτήσεώς της.

Επειδή, στο ανωτέρω διαγραφέν ποσό (951.128,63 €) περιλαμβάνεται ποσό Φ.Π.Α. εκροών ύψους 177.934,37 €, τον οποίο η προσφεύγουσα έχει ήδη αποδώσει στο Ελληνικό Δημόσιο, με σχετικές περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α..

Επειδή, η προσφεύγουσα υπέβαλε την με αριθμό καταχώρησης TAXISNET /28-12-2018 δήλωση Φ.Π.Α. για τη περίοδο 01/11- 30/11/2018, υποβάλλοντας ταυτόχρονα την υπ' αριθμ. πρωτ. /28-12-2018 ρητή επιφύλαξη, ως προς το δικαίωμά της για την επιστροφή του συνολικού Φ.Π.Α. ύψους 177.934,37 € ο οποίος αντιστοιχεί στη συνολική απαίτηση ύψους 951.128,63€ που διεγράφη οριστικά δυνάμει της υπ' αριθμ /2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Επειδή, με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή στην αρμόδια φορολογική αρχή, της ως άνω δήλωσης -επιφύλαξης, απορρίφθηκε σιωπηρά το αίτημα της προσφεύγουσας.

Επειδή, με την υπό κρίση προσφυγή η προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ότι η ρύθμιση της παρ. 5α του άρθρου 19 του ν. 2859/2000, καθ' ο μέρος παρέχει τη δυνατότητα διακανονισμού της βάσης επιβολής του φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) σε περίπτωση μη είσπραξης της αντιπαροχής μόνο στην περίπτωση που η αντισυμβαλλόμενη επιχείρηση έχει τεθεί στην ειδική εκκαθάριση των άρθρων 46 και 46α του ν. 1892/1990, κατ' αποκλεισμό όλων των άλλων περιπτώσεων, συνιστά θέσπιση "παρεκκλίσεως" κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και προς την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας στη νομοθεσία περί Φ.Π.Α, εν πάση δε περιπτώσει, η διάταξη αυτή, ορθώς ερμηνευόμενη, έχει την έννοια ότι καταλαμβάνει και τις λοιπές εξυγιαντικές περιπτώσεις του Πτωχευτικού Κώδικα, οι οποίες συνιστούν ισοδύναμες περιπτώσεις βέβαιης και οριστικής αδυναμίας πληρωμής.

Επειδή, με την αριθ. ΣτΕ 355/2019 απόφαση του β' τμήματος του ΣτΕ , εξετάστηκε προσφυγή η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, και εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α' 213), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 του ν. 4055/2012 (Α' 51) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 4 του ν. 4446/2016 (Α' 240), κατόπιν της 18/12.6.2018 πράξης της οικείας Επιτροπής του Δικαστηρίου.

Επειδή, με την ως άνω 18/2018 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 έγινε δεκτό ότι με την υπό κρίση προσφυγή τίθενται τα γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματα (τα οποία έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων) της πλημμελούς μεταφοράς της διάταξης του άρθρου 90 παρ. 1 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ (σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας) στο εσωτερικό δίκαιο, κατά το μέρος που η περίπτωση της ολικής ή μερικής μη καταβολής του τιμήματος από τον αντισυμβαλλόμενο δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των προβλεπομένων στη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 19 του ν. 2859/2000 περιπτώσεων μείωσης της φορολογικής βάσης, της ερμηνείας της διατάξεως της παρ. 5α του ίδιου άρθρου και νόμου (η οποία, κατά τη διατύπωσή της, επιτρέπει τη μείωση όταν, μετά τη διενέργεια των φορολογητέων πράξεων, "διαπιστώνεται ότι η απαίτηση κατέστη οριστικά ανεπίδεκτη εισπράξεως, λόγω θέσεως επιχείρησης στη διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης κατά τα άρθρα 46 και 46α του ν. 1892/1990"), καθώς και της συμβατότητας της ρύθμισης της τελευταίας αυτής διάταξης με τις αρχές της ουδετερότητας του φόρου και της αναλογικότητας, εν όψει και των οριζομένων στην παρ. 2 του άρθρου 90 της ως άνω οδηγίας αναφορικά με τη δυνατότητα "παρεκκλίσεως" από τα κράτη μέλη.

Επειδή, στην ως άνω απόφαση του ΣτΕ μεταξύ άλλων αναφέρονται τα κάτωθι: «Σκέψη 7. Επειδή, για την εναρμόνιση της βάσης επιβολής του φόρου, το άρθρο 73 της "οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου της 28/11/2006 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας" (L 347), το οποίο επαναλαμβάνει κατ' ουσίαν το περιεχόμενο του άρθρου 11Α παρ. 1 περ. α) της "έκτης οδηγίας της 17/5/1977 περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας : ομοιόμορφη φορολογική βάση" (L 145), προβλέπει (με την επιφύλαξη των οριζομένων στα άρθρα 74-77) ότι η βάση αυτή συνίσταται, καταρχήν, σε οτιδήποτε αποτελεί την αντιπαροχή, την οποία έλαβε ή πρόκειται να λάβει ο προμηθευτής ή ο παρέχων τις υπηρεσίες από τον αποκτώντα, τον λήπτη ή τρίτο πρόσωπο. Περαιτέρω, το άρθρο 63 της ίδιας οδηγίας (2006/112/ΕΚ), το οποίο επαναλαμβάνει κατ' ουσίαν το περιεχόμενο του άρθρου 10 παρ. 2 της έκτης οδηγίας, προβλέπει ότι "η γενεσιουργός αιτία επέρχεται και ο φόρος καθίσταται απαιτητός κατά τον χρόνο πραγματοποίησης της παράδοσης αγαθών ή της παροχής υπηρεσιών", ενώ στο άρθρο 90 αυτής, το οποίο επαναλαμβάνει κατ' ουσίαν το περιεχόμενο του άρθρου 11 Γ παρ. 1 της έκτης οδηγίας, ορίζονται τα εξής: "1. Σε περίπτωση ακύρωσης, καταγγελίας, λύσης, ολικής ή μερικής μη καταβολής, ή μείωσης της τιμής, που επέρχεται μετά την πραγματοποίηση της πράξης, η βάση επιβολής του φόρου μειώνεται ανάλογα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τα κράτη μέλη. 2. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής μη καταβολής της τιμής, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τη διάταξη της παραγράφου 1."


Σκέψη 8. Επειδή, με την απόφαση του ΔΕΕ της 23ης Νοεμβρίου 2017, Enzo Di Maura, C-246/16, κρίθηκαν, επί των ταυτοσήμου περιεχομένου με τις διατάξεις του άρθρου 90 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ διατάξεων του άρθρου 11 Γ παρ. 1 της έκτης οδηγίας, μεταξύ άλλων, τα εξής [σκέψεις 12-28]: "12.[...] για την εναρμόνιση της βάσεως επιβολής του φόρου, το άρθρο 11, Α. παράγραφος 1, στοιχείο α' , της έκτης οδηγίας προβλέπει ότι, στο εσωτερικό της χώρας, η βάση αυτή συνίσταται, καταρχήν, σε οτιδήποτε αποτελεί την αντιπαροχή, την οποία έλαβε ή πρόκειται να λάβει ο προμηθευτής ή ο παρέχων τις υπηρεσίες από τον αγοραστή, τον λήπτη ή τρίτο πρόσωπο. 13. Η διάταξη αυτή συνιστά έκφραση θεμελιώδους αρχής της έκτης οδηγίας, κατά την οποία η βάση επιβολής του φόρου συνίσταται στην πράγματι εισπραχθείσα αντιπαροχή, αναγκαία δε συνέπεια της αρχής αυτής είναι ότι η φορολογική αρχή δεν μπορεί να εισπράξει ως ΦΠΑ ποσό υψηλότερο εκείνου που είχε εισπράξει στο πλαίσιο αυτό ο υποκείμενος στον φόρο (απόφαση της 3ης Ιουλίου 1997, Goldsmiths, C-330/95, EU:C:1997:339, σκέψη 15). 14. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, το άρθρο 11, Γ, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας, το οποίο αφορά τις περιπτώσεις ακυρώσεως, καταγγελίας, λύσεως, ολικής ή μερικής μη καταβολής ή μειώσεως της τιμής κατόπιν της πραγματοποιήσεως της πράξεως, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μειώνουν τη βάση επιβολής του φόρου και, ως εκ τούτου, το ποσό του ΦΠΑ που οφείλει ο υποκείμενος στον φόρο οσάκις, κατόπιν της συνάψεως πράξεως, ο υποκείμενος στον φόρο δεν εισπράττει την αντιπαροχή ή μέρος αυτής (βλ., σχετικώς, απόφαση της 3ης Ιουλίου 1997, Goldsmiths, C-330/95, [...] σκέψη 16). 15. Το άρθρο 11, Γ, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τον προμνησθέντα στην προηγούμενη σκέψη κανόνα σε περίπτωση ολικής ή μερικής μη καταβολής. 16. Πράγματι, σε περίπτωση κατά την οποία η ολική ή μερική μη καταβολή του τιμήματος της πωλήσεως δεν αποτελεί συνέπεια καταγγελίας ή ακυρώσεως της συμβάσεως, ο αγοραστής εξακολουθεί να οφείλει το συμφωνηθέν τίμημα, ο δε πωλητής, μολονότι δεν διατηρεί πλέον την κυριότητα του πράγματος, εξακολουθεί καταρχήν να έχει την απαίτηση καταβολής του τιμήματος, της οποίας την ικανοποίηση δύναται να επιδιώξει δικαστικώς. Εφόσον, όμως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να καταστεί οριστικά αδύνατη η ικανοποίηση της απαιτήσεως αυτής, πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να παράσχει σε κάθε κράτος μέλος τη δυνατότητα να αποφασίσει αν η μη καταβολή του τιμήματος της πωλήσεως, μολονότι δεν αρκεί αφεαυτής, αντιθέτως προς την καταγγελία ή την ακύρωση της συμβάσεως, για την επαναφορά των διαδίκων και πρώην συμβαλλομένων στην προτέρα κατάσταση, παρέχει δικαίωμα αντίστοιχης μειώσεως της βάσεως επιβολής του φόρους υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει το κράτος μέλος αυτό ή αν στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται τέτοια μείωση (απόφαση της 15ης Μαΐου 2014, Almos Agrarkulkereskedelmi, C-337/13, EU:C:2014:328, σκέψη 25). [...]. 21. Συναφώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται [...] 23. Κατά τα λοιπά, αν γινόταν δεκτή η δυνατότητα των κρατών μελών να αποκλείουν οποιαδήποτε μείωση της βάσεως επιβολής του ΦΠΑ, το ενδεχόμενο αυτό θα αντέβαινε στην αρχή της ουδετερότητας του ΦΠΑ, από την οποία συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι, υπό την ιδιότητα του εισπράττοντος φόρους για λογαριασμό του Δημοσίου, ο επιχειρηματίας πρέπει να απαλλάσσεται πλήρως από το βάρος του φόρου που οφείλει ή κατέβαλε στο πλαίσιο των οικονομικών δραστηριοτήτων του οι οποίες υπόκεινται οι ίδιες στον ΦΠΑ ([...] Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι ο ίδιος σκοπός θα μπορούσε να επιτευχθεί και με την παροχή του δικαιώματος μειώσεως σε περίπτωση κατά την οποία ο υποκείμενος στον φόρο επικαλείται ότι ευλόγως μπορεί να γίνει δεκτό ότι κατά πάσα πιθανότητα το χρέος δεν θα εξοφληθεί, με δυνατότητα, πάντως, επανεκτιμήσεως της βάσεως επιβολής του φόρου προς το υψηλότερο εάν υπάρξει καταβολή. Σε τέτοια περίπτωση θα εναπέκειτο στις εθνικές αρχές να καθορίσουν, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας και υπό την προϋπόθεση δικαστικού ελέγχου, τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να προσκομίσει ο υποκείμενος στον φόρο για να αποδείξει την ιδιαιτέρως πιθανή παρατεταμένη χρονική διάρκεια της μη καταβολής, αναλόγως των ιδιαιτεροτήτων του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου. Ένας τέτοιος όρος θα ήταν εξίσου αποτελεσματικός για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και, ταυτόχρονα, λιγότερο δεσμευτικός για τον υποκείμενο στον φόρο, ο οποίος διασφαλίζει την προχρηματοδότηση του ΦΠΑ εισπράττοντάς τον για λογαριασμό του Δημοσίου [...] 28. Η διαπίστωση της προηγουμένης σκέψεως ισχύει κατά μείζονα λόγο στο πλαίσιο εθνικής νομοθεσίας [...] κατ' εφαρμογήν της οποίας βεβαιότητα περί του ότι η ικανοποίηση της απαιτήσεως έχει καταστεί οριστικώς αδύνατη μπορεί να υπάρξει, στην πράξη, μόνον κατόπιν της παρελεύσεως δεκαετίας. Ένα τέτοιο χρονικό διάστημα ενδέχεται, εν πάση περιπτώσει, να επιβαρύνει τους επιχειρηματίες που υπόκεινται στη νομοθεσία αυτή, οσάκις αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο μη εξοφλήσεως τιμολογίου, με ταμειακό μειονέκτημα σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους άλλων κρατών μελών, το οποίο προδήλως δύναται να κλονίσει τον σκοπό φορολογικής εναρμονίσεως που επιδιώκεται με την έκτη οδηγία. [...]".

Σκέψη 9. Επειδή, στο άρθρο 19 ("Φορολογητέα αξία στην παράδοση αγαθών [...]") παρ. 5α του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2859/2000 (Α' 248) Κώδικα Φ.Π.Α. ορίζονται τα εξής : "Η φορολογητέα αξία μειώνεται σε περίπτωση ολικής ή μερικής μη πληρωμής του τιμήματος, εφόσον μετά την πραγματοποίηση των φορολογητέων πράξεων διαπιστώνεται ότι η απαίτηση κατέστη οριστικά ανεπίδεκτη εισπράξεως, λόγω θέσεως επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 46 και 46α του Ν. 1892/1990 [...] όπως αυτός τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2000/1991 [...]. Η μείωση της φορολογητέας βάσης ενεργείται μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου της έδρας της επιχείρησης, που προβλέπεται από την παρ. 1 του πιο πάνω αναφερόμενου άρθρου 46. Για την έγκριση της μείωσης απαιτείται απόφαση του αρμόδιου Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (ΔΟΥ), η οποία εκδίδεται μετά από αίτηση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης και την προσκόμιση των απαραίτητων στοιχείων, από τα οποία προκύπτει το σύνολο της ανείσπρακτης απαίτησης, μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου. Στην περίπτωση κατά την οποία ο Φ.Π.Α. που αναλογεί στην κατά τα ανωτέρω μείωση της φορολογητέας βάσης έχει καταβληθεί από τον υπόχρεο ,συμψηφίζεται κατά τη φορολογική περίοδο, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση του προϊσταμένου της ΔΟΥ. Στην περίπτωση, κατά την οποία ο Φ.Π.Α. που αναλογεί στην κατά τα ανωτέρω μείωση της φορολογητέας αξία δεν έχει καταβληθεί από τον υπόχρεο δεν καταβάλλεται, ως μη οφειλόμενος στη συγκεκριμένη φορολογική περίοδο, κατά την οποία οφείλετο. Τυχόν πράξεως επιβολής φόρου ή προστίμων που έχουν εκδοθεί μέχρι την έκδοση της απόφασης του προϊσταμένου της ΔΟΥ ακυρώνονται.". Οι διατάξεις αυτές αντιστοιχούν στις διατάξεις της παραγράφου 5Α του άρθρου 15 του ν. 1642/1986 (Α' 125), όπως η εν λόγω παράγραφος είχε προστεθεί με το άρθρο 13 παρ. 18 του ν. 2601/1998 (Α' 81). Όπως ειδικότερα αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση επί του τελευταίου αυτού νόμου (ν. 2601/1998), "[μ]ε τη ρύθμιση αυτή δεν απαιτείται από το Δημόσιο ο Φ.Π.Α. που αναλογεί σε φορολογητέες πράξεις, κατά το μέρος που η επιχείρηση δεν είναι δυνατόν να εισπράξει από τον αντισυμβαλλόμενό της την αντιπαροχή για τις πράξεις αυτές, επειδή ο αντισυμβαλλόμενος αυτός ως προβληματική επιχείρηση τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται δίκαιη, καθόσον από τις ίδιες διατάξεις περί ειδικής εκκαθάρισης προβληματικών επιχειρήσεων, προβλέπεται ότι ο πιστωτής στερείται κάθε δικαιώματος διεκδίκησης της απαίτησης του.". [...]".

Σκέψη 10. Επειδή, εξάλλου, στη μεν διάταξη του άρθρου 46 του, υπό τον τίτλο, «Προβληματικές και υπερχρεωμένες επιχειρήσεις» Κεφαλαίου Δ' του ν. 1892/1990 (Α' 101), είχε προβλεφθεί η, υπό προϋποθέσεις, θέση τέτοιων επιχειρήσεων στην κατά τα άρθρα 9 και 10 του ν. 1386/1983 (Α' 107) εκκαθάριση (και μάλιστα- σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ερμηνευτική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 42 του ν. 1947/1991 (Α' 70)- "ανεξαρτήτως της προηγουμένης υπαγωγής ή μη αυτών στο καθεστώς του ν. 1386/1983"), με απόφαση του εφετείου της έδρας τους, στη δε επόμενη διάταξη του άρθρου 46α του ίδιου νόμου, όπως το άρθρο αυτό προσετέθη με το άρθρο 14 του ν. 2000/1991 (Α' 206) είχε προβλεφθεί η, υπό προϋποθέσεις, θέση των ίδιων ως άνω επιχειρήσεων, με απόφαση του εφετείου της έδρας τους, σε ειδική εκκαθάριση, δια της υποχρεωτικής για τον εκκαθαριστή πώλησης όλου του ενεργητικού της επιχείρησης ως συνόλου, ανεξαρτήτως αν αυτή ευρίσκεται ή όχι σε λειτουργία.

Σκέψη 11. Επειδή, με τον ν. 3588/2007 ("Πτωχευτικός Κώδικας", Α' 153), ο νομοθέτης, αποσκοπώντας, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία εισηγητική έκθεση, "στην εισαγωγή ενός σύγχρονου νομοθετήματος απαλλαγμένου από αρχαϊσμούς, προσαρμοσμένου στη σύγχρονη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα" (ενόψει και του ότι "διεθνώς τα αποτελέσματα της εξυγίανσης ήταν πενιχρά"), κατήργησε, μεταξύ άλλων, την εξυγιαντική διαδικασία που προέβλεψε ο πιο πάνω ν. 1892/1990 (άρθρα 44 επ.), μεταξύ των οποίων και τις αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις των άρθρων 46 και 46 α αυτού [βλ. ειδικότερα το άρθρο 181 του Κώδικα, κατά το οποίο "Με την επιφύλαξη της διάταξης του επόμενου άρθρου, από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, καταργούνται: α) [...] γ) το ν.δ. 3562/1956 "περί υπαγωγής Ανωνύμων Εταιριών υπό την διοίκησιν και διαχείρισιν των πιστωτών και θέσεως αυτών υπό ειδικήν εκκαθάρισιν" [...], δ) τα άρθρα 44 έως 46γ του ν. 1892/1990, όπως ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις τους με τους νόμους 1947/1991, 2000/1991, 2224/1994, 2237/1994,2302/1995, 2324/1995, 2335/1995, 2359/1995, 2516/1997, 2556/1997, 2702/1999, ε) [...]".

Βλ. επίσης το άρθρο 182 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, κατά το οποίο "Οι διατάξεις άλλων νόμων που παραπέμπουν σε άρθρα του καταργούμενου Τρίτου Βιβλίου του Εμπορικού Νόμου ή άλλων ρυθμίσεων πτωχευτικού δικαίου ή δικαίου εξυγίανσης επιχειρήσεων, από την έναρξη ισχύος του παρόντος πτωχευτικού κώδικα θεωρούνται ότι παραπέμπουν σε αντίστοιχες διατάξεις του"]. Η κατάργηση εχώρησε, διότι, καθώς, όπως αναφέρεται στην προαναφερθείσα εισηγητική έκθεση, "η εισαγωγή ενός ενιαίου συστήματος εκκαθάρισης και αναδιοργάνωσης με υπαγωγή τους ενιαίως στο θεσμό της πτώχευσης σε αντικατάσταση του δυαδικού συστήματος της πτώχευσης ως εκκαθάρισης (άρθρο 525επ ΕμπΝ) και της εξυγίανσης ως άλλης μορφής συλλογικής εκτέλεσης (άρθρο 44επ του ν. 1892/1990)" αποτελούσε "βασικό πυλώνα" των νέων ρυθμίσεων. Ειδικότερα, με τα άρθρα 99 επ. του έκτου κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα ρυθμίστηκαν τα σχετικά με τον (νέο) θεσμό της "διαδικασίας συνδιαλλαγής" (αποβλέπουσας στη σύναψη "συμφωνίας συνδιαλλαγής", η οποία, όμως, δέσμευε μόνο τον οφειλέτη και τους υπογράφοντες πιστωτές), ενώ, με τα άρθρα 107 επ. του έβδομου κεφαλαίου αυτού, ρυθμίστηκαν τα σχετικά με το "Σχέδιο αναδιοργάνωσης".

Σκέψη 12. Επειδή, ακολούθως, με τον ν. 4013/2011 (Α' 204), εισήχθησαν σημαντικές τροποποιήσεις στον Πτωχευτικό Κώδικα, δια της αντικαταστάσεως ολόκληρου του έκτου κεφαλαίου αυτού, της καταργήσεως της ως άνω "διαδικασίας συνδιαλλαγής" και της εισαγωγής, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία εισηγητική έκθεση, νέας προπτωχευτικής διαδικασίας που ονομάσθηκε "Διαδικασία εξυγίανσης", με κυριότερα χαρακτηριστικά : α) τη δυνατότητα δέσμευσης και των μη συναινούντων πιστωτών, β) τη μεγαλύτερη δυνατή ευελιξία ως προς την κατάρτιση της συμφωνίας, με την παροχή δυνατότητας και για "εμπιστευτικές" διαπραγματεύσεις, ώστε "να αποφεύγεται όπου είναι εφικτό [...] η δημιουργία αβεβαιότητας ως προς την επιβίωση της επιχείρησης που συνεπάγεται [...] η πανηγυρική υπαγωγή σε διαδικασία συνδιαλλαγής" και η συμφωνία "να υποβάλλεται στο δικαστήριο για επικύρωση μετά τη σύναψή της ("prepackaged plan")" και γ) την παροχή ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας στα μέρη για το περιεχόμενο της συμφωνίας "ανάλογα με την έκταση του προβλήματος της επιχείρησης", καθόσον, όπως έκρινε ο νομοθέτης, η "συναινετική εξυγίανση" είναι σε κάθε περίπτωση "προτιμητέα, επειδή έχει κατά κανόνα μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας", η δε "ανάγκη διάσωσης της επιχείρησης [όχι μόνο] δεν έρχεται σε σύγκρουση αλλά αντίθετα συμπλέει με τα συμφέροντα των πιστωτών", ενώ, περαιτέρω,"όταν η επίτευξη της συμφωνίας εξυγίανσης δεν είναι δυνατή", προβλέφθηκε (και πάλι) διαδικασία "ειδικής εκκαθάρισης" [βλ. ειδικότερα το άρθρο 12 του ν. 4013/2011, με το οποίο προστέθηκε άρθρο 106 ια στον Πτωχευτικό Κώδικα], καθώς, όπως κρίθηκε από τον νομοθέτη, "σε ορισμένες περιπτώσεις [...] το γενικό συμφέρον επιβάλλει τη διάσωση της επιχείρησης με τη γρήγορη πώληση του ενεργητικού της", τροποποιημένη, όμως, σε σχέση με το παλαιό καθεστώς (δια της εισαγωγής "μιας σειράς από ασφαλιστικές δικλείδες", μεταξύ των οποίων η μη αυτοδίκαιη αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών), καθόσον, υπό το καθεστώς των άρθρων 44-46β του ν. 1892/1990, "είχε παρατηρηθεί το φαινόμενο η ειδική εκκαθάριση σε ορισμένες περιπτώσεις να [...] χρησιμοποιείται [...] για να επέλθει παρέλκυση της πτώχευσης". Έτσι, μετά τον πιο πάνω ν. 4013/2011 [αλλά και τους ν. 4072/2012 (Α' 86) και 4336/2015 (Α' 94), με τους οποίους επήλθαν περαιτέρω τροποποιήσεις] και πριν τη θέση σε ισχύ του ν. 4446/2016 (Α' 240/22.12.2016), τα άρθρα 99, 106α, 106β, 106δ, 106ε, 106ζ, 106η και 106θ του Πτωχευτικού Κώδικα, είχαν ως εξής : "'Αρθρο 99. Διαδικασία Εξυγίανσης. 1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1, το οποίο έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του στην Ελλάδα και βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών του κατά τρόπο γενικό, δύναται να υπαχθεί στη διαδικασία εξυγίανσης που προβλέπεται στο παρόν κεφάλαιο με απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου. Το πρόσωπο του προηγούμενου εδαφίου δύναται να υπαχθεί στη διαδικασία του παρόντος κεφαλαίου και όταν δεν συντρέχει παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης, αν κατά την κρίση του Δικαστηρίου υφίσταται απλώς πιθανότητα αφερεγγυότητάς του, η οποία δύναται να αρθεί με τη διαδικασία αυτή. [...]. 10. Αρμόδιο δικαστήριο για τις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου είναι το κατά το άρθρο 4 αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο που, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, δικάζει με τη Διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. 11. [...] Άρθρο 106 α. Σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης. 1. Η συμφωνία εξυγίανσης υπογράφεται από τον οφειλέτη και [... ] αν δεν έχει λάβει χώρα συνέλευση των πιστωτών, από πιστωτές που εκπροσωπούν το εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των απαιτήσεων στο οποίο περιλαμβάνεται το σαράντα τοις εκατό (40%) των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων απαιτήσεων. 2. Στη δεύτερη περίπτωση της παραγράφου 1 τα ποσοστά υπολογίζονται με βάση τις υφιστάμενες κατά την ημέρα ανοίγματος της Διαδικασίας απαιτήσεις, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη πιστωτές που δεν θίγονται από τη συμφωνία εξυγίανσης κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 116 παράγραφος. 'Αρθρο 106β. Άμεση επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης. 1. Είναι δυνατόν να συναφθεί και να υποβληθεί στο δικαστήριο για επικύρωση σύμφωνα με το άρθρο 106στ συμφωνία εξυγίανσης και πριν από την έναρξη της Διαδικασίας εξυγίανσης, αν έχει υπογραφεί από πιστωτές σύμφωνα με το άρθρο 106α. Στην περίπτωση αυτή ο υπολογισμός του ποσοστού των συμβαλλόμενων πιστωτών γίνεται με βάση κατάσταση πιστωτών που επισυνάπτεται στη συμφωνία εξυγίανσης και αναφέρεται σε ημερομηνία που δεν προηγείται της ημερομηνίας υποβολής της συμφωνίας στο δικαστήριο περισσότερο από τρεις μήνες. 2 [...], Άρθρο 106δ. Συμμετοχή δημοσίου και δημοσίων φορέων. Το δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου [...] δύνανται να συναινούν στη Σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης είτε [...] είτε υπογράφοντας τη συμφωνία με τους ίδιους όρους που θα συναινούσε υπό τις αυτές συνθήκες ιδιώτης πιστωτής ακόμη και όταν με τη συμφωνία ο δημόσιος φορέας παραιτείται από προνόμια και εξασφαλίσεις ενοχικής ή εμπράγματης φύσεως. Άρθρο 106ε. Περιεχόμενο της συμφωνίας εξυγίανσης. 1. Η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να έχει ως αντικείμενο οποιαδήποτε ρύθμιση του ενεργητικού και του παθητικού του οφειλέτη και ιδίως: α. Τη μεταβολή των όρων των υποχρεώσεων του οφειλέτη. [...]. β [...]. δ. Τη μείωση των απαιτήσεων έναντι του οφειλέτη. ε [...] ζ. Τη μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτο ή σε εταιρεία των πιστωτών κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 106θ. [... ] 3. η μη τήρηση της συμφωνίας εξυγίανσης από τον οφειλέτη δύναται να τίθεται ως διαλυτική αίρεση της συμφωνίας εξυγίανσης ή ως λόγος καταγγελίας της [...]. 4. Η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να τελεί και υπό άλλες αιρέσεις αναβλητικές ή διαλυτικές [...] 5. Η ισχύς της συμφωνίας εξυγίανσης τελεί υπό την προϋπόθεση της επικύρωσης της από το πτωχευτικό δικαστήριο, εκτός αν κατά τη βούληση των συμβαλλομένων το σύνολο ή μέρος των όρων της ισχύουν μεταξύ τους και χωρίς την επικύρωση κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου. 6. Η συμφωνία εξυγίανσης συνάπτεται με ιδιωτικό έγγραφο, εκτός αν οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται με αυτήν απαιτούν τη σύνταξη δημοσίου εγγράφου. Στην τελευταία περίπτωση το συμβολαιογραφικό έγγραφο μπορεί να αναπληρωθεί με δηλώσεις ενώπιον του δικαστηρίου. 7. Η συμφωνία εξυγίανσης συνοδεύεται υποχρεωτικά από επιχειρηματικό σχέδιο [...] Άρθρο 106ζ. Επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης. 1. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης εφόσον έχει υπογραφεί από τον οφειλέτη και είτε [... ] είτε υπογράφεται από την απαιτούμενη κατά το άρθρο 106α πλειοψηφία του συνόλου των πιστωτών. 2. Το πτωχευτικό δικαστήριο δεν επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης: [... ] 6. Τριτανακοπή κατά της επικυρωτικής απόφασης δύναται να ασκηθεί ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου από πρόσωπο που δεν παρέστη στη συζήτηση και δεν είχε κλητευθεί νομίμως [...] 7. Στην περίπτωση της παραγράφου 6 το δικαστήριο ακυρώνει τη συμφωνία μόνο αν δεν είναι εφικτή η διατήρηση της με επανυπολογισμό των ποσών που δικαιούται να λάβει το πρόσωπο που άσκησε την ανακοπή ή την τριτανακοπή. Στον επανυπολογισμό αυτόν προβαίνει το ίδιο το δικαστήριο. 8. Κατά της Απόφασης που απορρίπτει την αίτηση επικύρωσης επιτρέπεται έφεση κατά τις κοινές διατάξεις. Άρθρο 106η. Αποτελέσματα της επικύρωσης. 1. Από την επικύρωση της, η συμφωνία εξυγίανσης δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτήν, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι ή δεν ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας εξυγίανσης. Δεν δεσμεύονται πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων γεννήθηκαν μετά το άνοιγμα της Διαδικασίας εξυγίανσης. 2 [...]. Άρθρο 106θ Μεταβίβαση της επιχείρησης του οφειλέτη. 1. Σε περίπτωση που σύμφωνα με τη συμφωνία εξυγίανσης ή με σύμβαση που καταρτίζεται σε εκτέλεση της τελευταίας μεταβιβάζεται το σύνολο ή μέρος της επιχείρησης του οφειλέτη, μεταβιβάζονται στον αποκτώντα το ενεργητικό της επιχείρησης ή του μέρους της και ενδεχομένως, στο μέτρο που προβλέπεται στη συμφωνία, μέρος των υποχρεώσεων, ενώ οι λοιπές υποχρεώσεις κατά περίπτωση εξοφλούνται από το τίμημα της πώλησης της επιχείρησης ή του μέρους της, διαγράφονται ή στην περίπτωση μεταβίβασης μέρους της επιχείρισης παραμένουν ως υποχρεώσεις του οφειλέτη ή κεφαλαιοποιούνται. 2. [...]".

Σκέψη 13. Επειδή, ακολούθως, με τον μεταγενέστερο (και μνημονευόμενο στην προηγούμενη σκέψη) ν. 4446/2016, επιχειρήθηκε εκ νέου "αναμόρφωση" του Πτωχευτικού Κώδικα προς το σκοπό, μεταξύ άλλων, "ενίσχυσης της εξυγιαντικής λειτουργίας του πτωχευτικού δικαίου για τις βιώσιμες επιχειρήσεις, έτσι ώστε αυτό να μην αποτελεί καταστροφέα αξιών, αλλά ένα σύγχρονο εργαλείο αντιμετώπισης της εμπορικής αφερεγγυότητας, με έμφαση στην προληπτική του διάσταση και στην ανάγκη διάσωσης παραγωγικών πόρων, παράλληλα προς τη λειτουργία του ως συλλογική ικανοποίηση των δανειστών στην προκύπτουσα "κοινωνία ζημίας" με όρους ισότητας", στο πλαίσιο δε αυτό ο νομοθέτης έκρινε, μεταξύ άλλων, αναγκαία την κατάργηση της διαδικασίας της "ειδικής εκκαθάρισης" [βλ. άρθρο 6 παρ. 14 του ν. 4446/2016], που είχε (τροποποιημένη) επανεισαχθεί με το άρθρο 12 του ν. 4013/2011 (δια του οποίου είχε, κατά τα προεκτεθέντα, προστεθεί άρθρο 106 ια στον Πτωχευτικό Κώδικα), καθώς, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία αιτιολογική έκθεση, η διαδικασία αυτή "είχε τύχει πενιχρής εφαρμογής και τελούσε σε συστηματική αναντιστοιχία με τις υπόλοιπες διατάξεις του πτωχευτικού κώδικα [...], έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η συσχέτιση και ενδεχομένως η αφομοίωσή της από την απολύτως συναφή διαδικασία της ειδικής διαχείρισης του ν. 4307/2014" [βλ. ειδικότερα τα άρθρα 68 επ. του ν. 4307/2014 (Α' 246)].

Σκέψη 14. Επειδή, εν όψει (και) των εκτεθέντων στις προηγούμενες σκέψεις αναφορικά με την εξέλιξη και αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου, προς τον σκοπό, μεταξύ άλλων, ενισχύσεως της εξυγιαντικής λειτουργίας του, προς όφελος και της εθνικής οικονομίας, οι μνημονευόμενες στη σκέψη 9 διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 5α του Κώδικα Φ.Π.Α., ερμηνευόμενες υπό το φως α) της θεμελιώδους αρχής που απορρέει από την οδηγία 2006/112/ΕΚ και έκφραση της οποίας αποτελεί και η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 90 αυτής, ότι η βάση επιβολής του φόρου συνίσταται στην πράγματι ληφθείσα αντιπαροχή και ότι, ως εκ τούτου, η φορολογική αρχή δεν μπορεί να εισπράξει ως ΦΠΑ ποσό υψηλότερο εκείνου που εισέπραξε ο υποκείμενος στον φόρο [βλ. την παρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση ΔΕΕ της 23ης Νοεμβρίου 2017, Enzo Di Maura, C-246/16, σκέψεις 13 και 14, καθώς και τις αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kraft Foods Polska, C-588/10, EU:C:2012:40, σκέψεις 26 και 27, της 15ης Μαΐου 2014, Almos Agrarkulkereskedelmi, C-337/13, EU:C:2014:328, σκέψη 22, της 12ης Οκτωβρίου 2017, Lombard Ingatlan Lizing, C-404/16, EU:C:2017:759, σκέψη 26, της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Boehringer Ingelheim Pharma, C-462/16, EU:C:2017:1006, σκέψη 32, της 3ης Ιουλίου 1997, Goldsmiths, C-330/95, EU:C:1997:339, σκέψη 15 κ.ά.], ενώ, εξάλλου, παρέκκλιση από την τήρηση των κανόνων που διέπουν τη βάση επιβολής του φόρου με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής είσπραξης του ΦΠΑ και την αποφυγή της απάτης (άρθρο 273 της ίδιας οδηγίας) είναι επιτρεπτή μόνο στο απολύτως αναγκαίο βαθμό, ώστε τα λαμβανόμενα μέτρα να θίγουν όσο το δυνατόν λιγότερο τους σκοπούς και τις αρχές της εν λόγω οδηγίας και να μη χρησιμοποιούνται κατά τρόπο ώστε να διακυβεύεται η ουδετερότητα του Φ.Π.Α [βλ. τις προμνημονευθείσες αποφάσεις ΔΕΕ της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kraft Foods Polska, C-588/10, σκέψη 28, της 15ης Μαΐου 2014, Almos Agrarkulkereskedelmi, C-337/13, σκέψη 38, της 12ης Οκτωβρίου 2017, Lombard Ingatlan Lizing, C-404/16, σκέψη 43 κ.ά.], β) του σκοπού για τον οποίο παρέχεται η, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 90 της ανωτέρω οδηγίας, ευχέρεια παρεκκλίσεως από το δικαίωμα μειώσεως της βάσης επιβολής του φόρου (που ισχύει μόνο στην περίπτωση ολικής ή μερικής μη καταβολής του τιμήματος), ο οποίος, ειδικότερα, συνίσταται στο να παρέχεται στα κράτη μέλη η δυνατότητα να αντιμετωπίζουν -υπό τον όρο τηρήσεως των (θεμελιωδών στο δίκαιο της Ένωσης) αρχών της αναλογικότητας και της ισότητας [βλ. την προμνημονευθείσα απόφαση ΔΕΕ της 23ης Νοεμβρίου 2017, Enzo Di Maura C-246/16, σκέψεις 25 και 28 και τις εκεί παραπομπές]- τη συμφυή με τον οριστικό χαρακτήρα της μη πληρωμής αβεβαιότητα [απόφαση προμνημονευθείσα απόφαση ΔΕΕ της 12ης Οκτωβρίου 2017, Lombard Ingatlan Lizing, C-404/16, EU:C:2017:759, σκέψη 30 κ.ά.] και, συνεπώς, αυτή η δυνατότητα δεν μπορεί να βαίνει πέραν της εν λόγω αβεβαιότητας, ώστε να αποκλείεται εντελώς η διόρθωση της βάοης επιβολής του φόρου, καθόσον τέτοιο ενδεχόμενο θα αντέβαινε τόσο στις παραπάνω (θεμελιώδεις) αρχές όσο και προς την (θεμελιώδη στη νομοθεσία περί ΦΠΑ) αρχή της ουδετερότητας του φόρου, περαιτέρω δε θα διατάρασσε και τον σκοπό της φορολογικής εναρμόνισης που επιδιώκεται με την πιο πάνω οδηγία, καθιστώντας την παρέκκλιση μη δικαιολογημένη [βλ. τις προμνημονευθείσες αποφάσεις ΔΕΕ της 23ης Νοεμβρίου 2017, Enzo Di Maura 0-246/16,σκέψεις 23-28 και της 3ης Ιουλίου 1997, Goldsmiths, C-330/95, EU:C:1997:339, σκέψη 18], εξακολουθούν να ισχύουν και να έχουν πεδίο εφαρμογής και μετά την, κατά τα ανωτέρω, κατάργηση των διατάξεων των άρθρων 46 και 46α του ν. 1892/1990, έχουν δε την έννοια ότι παρέχεται δικαίωμα μειώσεως της βάσης επιβολής του φόρου "λόγω ολικής ή μερικής μη πληρωμής του τιμήματος" σε κάθε περίπτωση όπου, μετά την πραγματοποίηση των φορολογητέων πράξεων, ο υποκείμενος στον φόρο ευλόγως επικαλείται ότι, κατά πάσα πιθανότητα, στο πλαίσιο νομοθετικών ρυθμίσεων που αποβλέπουν στην αντιμετώπιση της εμπορικής αφερεγγυότητας του αντισυμβαλλομένου του (πτώχευση, εξυγίανση, θέση σε ειδική διαχείριση), δεν θα εισπράξει την αντιπαροχή ή μέρος αυτής και ότι, συνεπώς, το χρέος δε θα εξοφληθεί, προσκομίζει δε στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται, κατά την κρίση της φορολογικής αρχής ή των διοικητικών δικαστηρίων, η ιδιαιτέρως πιθανή παρατεταμένη χρονική διάρκεια της μη καταβολής, επιφυλασσομένης, ωστόσο, της δυνατότητας επανεκτιμήσεως της (κατά τα ανωτέρω μειωθείσας) βάσης επιβολής του φόρου προς το υψηλότερο, σε περίπτωση που υπάρξει μεταγενέστερη (εν όλω ή εν μέρει) καταβολή της αντιπαροχής. Τέτοια περίπτωση "ολικής ή μερικής μη πληρωμής της τιμής", που δικαιολογεί την ανάλογη μείωση της βάσης επιβολής του Φ.Π.Α., συνιστά, κατ' αρχήν, και η επίκληση (και προσκόμιση ενώπιον της φορολογικής αρχής) από τον υποκείμενο στον φόρο της σύναψης, μετά τη διενέργεια των φορολογητέων πράξεων, συμφωνίας εξυγίανσης μεταξύ του αφερέγγυου οφειλέτη και των πιστωτών του, καταρτισθείσας υπό τους όρους του Πτωχευτικού Κώδικα και επικυρωθείσας από το πτωχευτικό δικαστήριο, με περιεχόμενο, μεταξύ άλλων, τη μείωση των απαιτήσεων έναντι του οφειλέτη. Και τούτο διότι η εν λόγω συμφωνία, η οποία, υπό τις ως άνω προϋποθέσεις, είναι δεσμευτική κατά νόμο για όλους τους πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτήν και τους οποίους, επομένως, εμποδίζει να ζητήσουν την πλήρη εξόφληση των απαιτήσεών τους, συνιστά, κατ' αρχήν, επαρκή απόδειξη ότι η μη καταβολή του τμήματος των απαιτήσεων που υπόκεινται στην πραγματοποιηθείσα ρύθμιση (και συνεπώς, και η αντίστοιχη μη είσπραξη της σχετικής αντιπαροχής) είναι αρκούντως βέβαιη και μακροπρόθεσμη, παρέχοντας, έτσι, στον υποκείμενο στον φόρο προμηθευτή αγαθών (ή πάροχο υπηρεσιών) τη δυνατότητα να ανακτήσει το συνολικό ποσό του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ που κατέβαλε στη φορολογική αρχή για μη εξοφληθείσες απαιτήσεις · σε κάθε περίπτωση η ως άνω ερμηνεία ουδόλως παρεμποδίζει την, κατ' εφαρμογήν του μηχανισμού διακανονισμού των εκπτώσεων (άρθρα 184 επ. της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, βλ. και άρθρο 33 του κώδικα Φ.Π.Α.), δυνατότητα των φορολογικών αρχών να ενεργήσουν για την ανάκτηση του ΦΠΑ επί των εισροών που ο ως άνω αφερέγγυος οφειλέτης μπόρεσε ενδεχομένως να εκπέσει προκειμένου για τις αυτές εμπορικές συναλλαγές (πρβλ. απόφαση ΔΕΕ της 22ας Φεβρουαρίου 2018, T-2, C-396/16, EU:C:2018:109, σκέψη 45). Αβασίμως, επομένως, το Δημόσιο, με την από έκθεση απόψεών του, καθώς και το από (εντός της χορηγηθείσας προθεσμίας υποβληθέν) υπόμνημα αυτού, ισχυρίζεται τα αντίθετα και ειδικότερα ότι, μετά την κατάργηση των άρθρων 46 και 46α του ν. 1892/1990, η διάταξη του άρθρου 19 παρ.5α του Κώδικα Φ.Π.Α. έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται μόνον στις περιπτώσεις υπαγωγής επιχείρησης "στο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης σε λειτουργία", κατά το [ήδη, άλλωστε, καταργηθέν] άρθρο 106ια του Πτωχευτικού Κώδικα, διότι "η διαδικασία αυτή, παρά τις όποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις, είναι αντίστοιχη της καταργηθείσας με το άρθρο 181 του ΠτΚ, εξυγιαντικής διαδικασίας εκκαθάρισης και ειδικής εκκαθάρισης των άρθρων 46 και 46α του ν. 1892/1990".

Επειδή, βάσει των ως άνω στη σκέψη 17 το ΣτΕ με την αριθ. 355/2019 απόφαση του έκρινε ότι: «Σκέψη 17. Επειδή, εν όψει του μνημονευόμενου πραγματικού της κρινομένης υπόθεσης, καθώς και των γενομένων δεκτών στη σκέψη 14, για την έννοια των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 5 α του ν. 2859/2000, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη αρνητική πράξη της φορολογικής αρχής είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη προσφυγή, απορριπτομένων ως αβασίμων όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της καθ' ης Αρχής. Τούτο δε διότι οι ως άνω συνθήκες, τις οποίες επικαλέσθηκε και απέδειξε η προσφεύγουσα για την "οριστικότητα" της μη είσπραξης των απαιτήσεών της από τις ως άνω αντισυμβαλλόμενες της επιχειρήσεις, ήτοι η σύναψη, υπό τους όρους του άρθρου 106 α του Πτωχευτικού Κώδικα, των ως άνω συμφωνιών εξυγίανσης μεταξύ αυτών (αντισυμβαλλομένων της) και των πιστωτών τους, με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τη ρύθμιση και των δικών της απαιτήσεων κατ' αυτών (δια της μειώσεώς τους κατά ποσοστό 50%) και η συνακόλουθη επικύρωσή τους από το πτωχευτικό δικαστήριο, με συνέπεια οι συμφωνίες αυτές να δεσμεύουν κατά νόμο και την ίδια, συνιστούσαν περίπτωση αρκούντως βέβαιης και μακροπρόθεσμης μη καταβολής του οφειλομένου σ' αυτήν τιμήματος και, συνεπώς, το δικαίωμά της για μείωση της φορολογικής βάσης (και, εντεύθεν, μείωσης της οικείας φορολογικής οφειλής της) δεν μπορούσε να αποκλεισθεί. Για τον λόγο αυτό, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή, να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη σιωπηρή απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής της προσφεύγουσας ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, στην οποία ενσωματώθηκε η σιωπηρή απόρριψη από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών της υπ' αριθμ. πρωτ επιφύλαξης της προσφεύγουσας, να γίνει δεκτή η προαναφερθείσα επιφύλαξη και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Δ.Ο.Υ , προκειμένου ο Προϊστάμενός της, ασκώντας κατά νόμιμο τρόπο την εξουσία του, να ικανοποιήσει το αίτημα περί μειώσεως της βάσης επιβολής του φόρου της προσφεύγουσας, να προβεί σε νέα εκκαθάριση του οφειλομένου απ' αυτήν ποσού φόρου της προαναφερθείσας περιόδου, σύμφωνα με τα παραπάνω και να της επιστρέψει το τυχόν προκύπτον πιστωτικό υπόλοιπο, το οποίο, εν όψει των γενομένων δεκτών στη σκέψη 16, πρέπει να της επιστραφεί νομιμοτόκως από της υποβολής της επιφύλαξης (...) και με εφαρμοστέο επιτόκιο εκείνο της παρ. 4 του άρθρου 53 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.»

Επειδή, από τα ως άνω προκύπτει ότι οι παραδοχές της με αριθ. ΣτΕ 355/2019 απόφασης του ΣτΕ ερείδονται επί πραγματικών και νομικών ζητημάτων, τα οποία είναι όμοια με αυτά της υπό εξέταση περίπτωσης, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή.

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 42 του ν. 4174/2013: «1. Εάν ο φορολογούμενος δικαιούται επιστροφή φόρου, η Φορολογική Διοίκηση, αφού συμψηφίσει τους οφειλόμενους από τον φορολογούμενο φόρο με το ποσό προς επιστροφή, προβαίνει στην επιστροφή της τυχόν προκύπτουσας διαφοράς. 2. Το επιστρεπτέο ποσό καταβάλλεται στον φορολογούμενο εντός ενενήντα (90) ημερών από την υποβολή έγγραφου αιτήματος του φορολογουμένου, εκτός εάν προβλέπεται μικρότερο χρονικό διάστημα από άλλη διάταξη της φορολογικής νομοθεσίας.»

Επειδή, με τις διατάξεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 53 του ν. 4174: «2. Σε περίπτωση καταβολής υπερβάλλοντος ποσού φόρου (αχρεώστητη καταβολή), καταβάλλονται τόκοι στον φορολογούμενο για τη χρονική περίοδο από την ημερομηνία αίτησης επιστροφής του υπερβάλλοντος ποσού φόρου μέχρι την ημερομηνία ειδοποίησης του φορολογούμενου για την επιστροφή του, εκτός εάν η επιστροφή φόρου ολοκληρωθεί εντός ενενήντα (90) ημερών από την παραλαβή από τη Φορολογική Διοίκηση της αίτησης επιστροφής φόρου του φορολογουμένου. Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, εάν το υπερβάλλον ποσό φόρου συμψηφιστεί με άλλες οφειλές, το ποσό θεωρείται ότι επιστράφηκε κατά το χρόνο διενέργειας του συμψηφισμού. 3. [...]. 4. Ο Υπουργός Οικονομικών με απόφασή του, ορίζει τα επιτόκια υπολογισμού τόκων, καθώς και όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»

Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 16 του άρ. 72 του ν. 4174/2013: «16. Το άρθρο 53 παρ. 2 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας εφαρμόζεται για αιτήσεις επιστροφής που υποβάλλονται από την 1.1.2014 και εφεξής.»

Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 και 3 της υπ' αριθμ. ΔΠΕΙΣ 1198598 ΕΞ 2013/31.12.2013 (ΦΕΚ Β' 19/10.1.2014) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία κατάθεσης της υπό κρίση ενδικοφανούς προσφυγής, με την οποία διατυπώνεται (και) αίτημα του προσφεύγοντος για επιστροφή του τυχόν προκύπτοντος ως αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού ΦΕφπ: «2.Το ύψος του επιτοκίου υπολογισμού των τόκων της παραγράφου 2 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α' 170) που καταβάλλονται στον φορολογούμενο ορίζεται ως το επιτόκιο πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO) που ισχύει κατά την ημερομηνία ειδοποίησης του φορολογούμενου για την επιστροφή του φόρου, πλέον πέντε και εβδομήντα πέντε (5,75) εκατοστιαίες μονάδες, ετησίως.»

«3.Το επιτόκιο των ανωτέρω παραγράφων δεν μεταβάλλεται κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO) πριν την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1) εκατοστιαία μονάδα λαμβανομένου ως βάση υπολογισμού του επιτοκίου που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας.»

Επειδή, από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει ότι, από την 01.01.2014 και μετά, η Φορολογική Διοίκηση και εν προκειμένω η αρμόδια Δ.Ο.Υ., εφόσον διενεργεί επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού φόρου ή εισφοράς, μετά την πάροδο των 90 ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης του φορολογούμενου, οφείλει να υπολογίζει και να επιστρέφει τόκους. Η τοκοφορία αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματος και οι τόκοι υπολογίζονται, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις και αποφάσεις περί καθορισμού των επιτοκίων του άρθρου 53 του ν.4174/2013, μέχρι και την ημερομηνία ειδοποίησης του φορολογούμενου για την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού φόρου ή εισφοράς.

Επειδή, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, το αίτημα της προσφεύγουσας περί έντοκης επιστροφής κρίνεται βάσιμο και πρέπει να γίνει αποδεκτό.

Επειδή, βάσει των ως άνω, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και ο Προϊστάμενός της Δ.Ο.Υ. ................., ασκώντας κατά νόμιμο τρόπο την εξουσία του και σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2859/2000, προκειμένου να ικανοποιήσει το αίτημα περί μειώσεως της βάσης επιβολής του φόρου της προσφεύγουσας, θα πρέπει να προβεί σε νέα εκκαθάριση του οφειλομένου απ' αυτήν ποσού φόρου της προαναφερθείσας περιόδου, και να επιστρέψει στη προσφεύγουσα τον τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντα φόρο ή το προκύπτον πιστωτικό υπόλοιπο, το οποίο, πρέπει να της επιστραφεί νομιμοτόκως.

Αποφασίζουμε

Την αποδοχή της με ημερομηνία κατάθεσης 15/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία , και τον διακριτικό τίτλο , ΑΦΜ , σύμφωνα με το ως άνω σκεπτικό.

Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί από αρμόδιο όργανο με τη νόμιμη διαδικασία στον υπόχρεο.

ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ

Ακριβές Αντίγραφο
Η Υπάλληλος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης

Σημείωση: Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.

Υπόθεση C-274/18 Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων – Λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των εργαζομένων με μερική απασχόληση σε σύγκριση με τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης – Απαγόρευση – Εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία καθορίζει μεγαλύτερη μέγιστη συνολική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση σε σχέση με τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση – Αρχή pro rata temporis – Οδηγία 2006/54/ΕΚ – Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 3ης Οκτωβρίου 2019  «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων – Λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των εργαζομένων με μερική απασχόληση σε σύγκριση με τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης – Απαγόρευση – Εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία καθορίζει μεγαλύτερη μέγιστη συνολική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση σε σχέση με τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση – Αρχή pro rata temporis – Οδηγία 2006/54/ΕΚ – Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης – Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Έννοια της “έμμεσης διάκρισης” λόγω φύλου – Άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ – Όροι απασχόλησης και εργασίας – Άρθρο 19 – Βάρος αποδείξεως»

Στην υπόθεση C-274/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Arbeits- und Sozialgericht Wien (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών και κοινωνικών υποθέσεων Βιέννης, Αυστρία) με απόφαση της 19ης Απριλίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Απριλίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Minoo Schuch-Ghannadan

κατά

Medizinische Universität Wien,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, J. Malenovský, C. G. Fernlund και L. S. Rossi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: D. Dittert, προϊστάμενος μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Μαρτίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η M. Schuch-Ghannadan, εκπροσωπούμενη από τον A. Obereder, Rechtsanwalt,

–        το Medizinische Universität Wien, εκπροσωπούμενο από την A. Potz, Rechtsanwältin,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Schmoll και τον G. Hesse,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Inez Fernandes, καθώς και από τις A. Pimenta και S. Duarte Afonso,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. van Beek και T. S. Bohr, καθώς και από την A. Szmytkowska,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Ιουνίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (EE 1998, L 14, σ. 9), και του άρθρου 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Minoo Schuch-Ghannadan και του Medizinische Universität Wien (Ιατρικού Πανεπιστημίου Βιέννης, Αυστρία, στο εξής: MUW) σχετικά με αγωγή της πρώτης με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η μεταξύ τους σχέση εργασίας κατέστη αορίστου χρόνου.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 97/80/ΕΚ

3        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου (ΕΕ 1998, L 14, σ. 6), η οποία καταργήθηκε με την οδηγία 2006/54, προέβλεπε τα εξής:

«Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα εθνικά δικαστικά τους συστήματα, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, όταν ένα πρόσωπο κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και παρουσιάζει, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης, να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.»

 Η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης

4        Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, με τίτλο «Αρχή της μη διάκρισης», ορίζει τα εξής:

«1.      Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση για τον λόγο και μόνον ότι εργάζονται με μερική απασχόληση, εκτός και αν η διαφορετική τους μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

2.      Όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή pro rata temporis.

[...]»

 Η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου

5        Η ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43), τιτλοφορείται «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης» και προβλέπει στο σημείο 1 τα εξής:

«Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)      αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας·

β)      τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·

γ)      τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.»

 Η οδηγία 2006/54

6        Η αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας 2006/54 έχει ως εξής:

«Η έγκριση κανόνων σχετικά με το βάρος αποδείξεως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Όπως έκρινε το Δικαστήριο, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι το βάρος αποδείξεως μετακυλίεται στον εναγόμενο όταν τεκμαίρεται διάκριση, με εξαίρεση στην περίπτωση διαδικασίας όπου εναπόκειται στο δικαστήριο ή άλλο αρμόδιο εθνικό φορέα να διερευνήσει τα πραγματικά περιστατικά. Είναι πάντως αναγκαίο να διευκρινισθεί ότι η εκτίμηση των γεγονότων από τα οποία μπορεί να τεκμαρθεί η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης εξακολουθεί να υπάγεται στην αρμοδιότητα των αρμόδιων εθνικών φορέων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή την εθνική πρακτική. Επιπλέον, τα κράτη μέλη δύνανται, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, να θεσπίζουν αποδεικτικούς κανόνες ευνοϊκότερους για τον ενάγοντα.»

7        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ορισμοί», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[...]

β)      “έμμεση διάκριση”: όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση πρόσωπα ενός φύλου σε σύγκριση με πρόσωπα του άλλου φύλου, εκτός αν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικώς από νόμιμο στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω στόχου είναι πρόσφορα και αναγκαία·

[...]».

8        Το άρθρο 14 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Απαγόρευση διακρίσεων», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Δεν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων φορέων, όσον αφορά:

[...]

γ)      τους όρους απασχόλησης και εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων, καθώς και θέματα αμοιβής σύμφωνα με το άρθρο 141 της [Σ]υνθήκης·

[...]».

9        Το άρθρο 19 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Βάρος αποδείξεως», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με τα εθνικά τους δικαστικά συστήματα, ώστε να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όταν πρόσωπο που κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης.

2.      Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν αποδεικτικούς κανόνες ευνοϊκότερους για τον ενάγοντα.

3.      Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν την παράγραφο 1 σε διαδικασίες κατά τις οποίες εναπόκειται στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή να διερευνήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.

[...]»

 Το αυστριακό δίκαιο

10      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του Universitätsgesetz 2002 (νόμου περί των πανεπιστημίων, στο εξής: UG) έχει ως εξής:

«Ο παρών ομοσπονδιακός νόμος εφαρμόζεται στα εξής πανεπιστήμια:

[...]

4.      [MUW]·

[...]».

11      Το άρθρο 109 του UG προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι σχέσεις εργασίας συνάπτονται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Εκτός αν ο παρών ομοσπονδιακός νόμος ορίζει άλλως, η μέγιστη διάρκεια των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν δύναται να υπερβεί τα 6 έτη επί ποινή ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας.

2.      Η σύναψη […] διαδοχικών [συμβάσεων] εργασίας ορισμένου χρόνου είναι νόμιμη μόνον για τις εργαζόμενες και τους εργαζομένους που απασχολούνται στο πλαίσιο προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από τρίτους ή ερευνητικών προγραμμάτων και για το προσωπικό που απασχολείται αποκλειστικά στη διδασκαλία καθώς και για το αναπληρωματικό προσωπικό. Η συνολική διάρκεια των διαδοχικών σχέσεων εργασίας εργαζομένης ή εργαζομένου δεν δύναται να υπερβεί τα 6 έτη, ή, στην περίπτωση μερικής απασχολήσεως, τα 8 έτη. Παράταση για μία φορά έως συνολικά τα 10 έτη, στην περίπτωση δε μερικής απασχολήσεως έως συνολικά τα 12 έτη, επιτρέπεται αν αιτιολογείται αντικειμενικά, ιδίως για τη συνέχιση ή την ολοκλήρωση ερευνητικών προγραμμάτων και δημοσιεύσεων.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12      Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η M. Schuch-Ghannadan απασχολήθηκε από τις 9 Σεπτεμβρίου 2002 έως τις 30 Απριλίου 2014 ως ερευνήτρια στο MUW με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, πλήρους ή μερικής απασχόλησης.

13      Κατά το αιτούν δικαστήριο, το αυστριακό δίκαιο, και συγκεκριμένα το άρθρο 109, παράγραφος 2, του UG, προβλέπει ότι η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου για τους απασχολούμενους από το MUW εργαζομένους και εργαζόμενες επιτρέπεται μεταξύ άλλων στο πλαίσιο προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από τρίτους ή ερευνητικών προγραμμάτων, καθώς και για το προσωπικό που ασκεί αποκλειστικώς διδακτικά καθήκοντα. Η συνολική διάρκεια των ως άνω διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν δύναται να υπερβεί τα 6 έτη ή τα 8 έτη σε περίπτωση μερικής απασχόλησης. Πέραν του ορίου αυτού και εφόσον συντρέχει αντικειμενικός λόγος, όπως ιδίως η συνέχιση ή η ολοκλήρωση ερευνητικών προγραμμάτων και δημοσιεύσεων, επιτρέπεται μία μόνον παράταση έως συνολικά τα 10 έτη για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ή έως τα 12 έτη σε περίπτωση μερικής απασχόλησης.

14      Η M. Schuch-Ghannadan προσέφυγε ενώπιον του Arbeits- und Sozialgericht Wien (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών και κοινωνικών υποθέσεων Βιέννης, Αυστρία) και ζήτησε να αναγνωριστεί η συνέχιση της σχέσης εργασίας της με το MUW και πέραν της 30ής Απριλίου 2014, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η επιτρεπόμενη ανώτατη διάρκεια για τις σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία ήταν 8 έτη στην περίπτωσή της, είχε συμπληρωθεί κατά την ημερομηνία αυτή. Περαιτέρω, υποστήριξε ότι το άρθρο 109, παράγραφος 2, του UG εισάγει διάκριση εις βάρος των εργαζομένων με μερική απασχόληση. Προσέθεσε, τέλος, ότι, δεδομένου του μικρότερου αριθμού των γυναικών που εργάζονται με πλήρη απασχόληση, η διάταξη αυτή τις θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση. Συνεπώς, ελλείψει αντικειμενικής δικαιολόγησης, η ως άνω διαφορετική μεταχείριση συνιστά έμμεση διάκριση λόγω φύλου αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.

15      Προς αντίκρουση της αγωγής, το MUW υποστήριξε ότι ήταν δικαιολογημένη εν προκειμένω η παράταση της μέγιστης διάρκειας των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου έως τα 12 έτη, δεδομένου ότι η τελευταία σύμβαση ορισμένου χρόνου με την ενάγουσα της κύριας δίκης είχε συναφθεί προκειμένου να της δοθεί η δυνατότητα να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις εργασίες που είχε αναλάβει στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος.

16      Με απόφαση της 2ας Ιουνίου 2016, το Arbeits- und Sozialgericht Wien (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών και κοινωνικών υποθέσεων Βιέννης) απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας ότι το MUW είχε δικαίωμα να παρατείνει τη συνολική διάρκεια των σχέσεων εργασίας με την ενάγουσα έως το ανώτατο όριο των 12 ετών.

17      Η M. Schuch-Ghannadan άσκησε έφεση ενώπιον του Oberlandesgericht Wien (δευτεροβάθμιου περιφερειακού δικαστηρίου Βιέννης, Αυστρία). Το δικαστήριο αυτό εξαφάνισε την απόφαση του Arbeits- und Sozialgericht Wien (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών και κοινωνικών υποθέσεων Βιέννης) με το σκεπτικό ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν εξέτασε επαρκώς αν το άρθρο 109, παράγραφος 2, του UG συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, μολονότι η ενάγουσα είχε θέσει το ζήτημα αυτό. Ως εκ τούτου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ζητώντας του, αφενός, να δώσει στο MUW τη δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις και, ενδεχομένως, να προσκομίσει αποδείξεις σχετικά το κατά πόσον η διάταξη αυτή ενδέχεται να θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες και, αφετέρου και εφόσον κρίνει ότι αυτό συμβαίνει, να εξετάσει αν η άνιση αυτή μεταχείριση είναι δικαιολογημένη.

18      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το MUW υποστήριξε ότι το Oberlandesgericht Wien (δευτεροβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο Βιέννης) έσφαλε κατά την εκτίμηση του βάρους επικλήσεως και αποδείξεως της διάκρισης κρίνοντας ότι το MUW βαρυνόταν με την απόδειξη της απουσίας διάκρισης. Ειδικότερα, κατά το MUW, η ενάγουσα περιορίστηκε στο να προβάλει τον αναπόδεικτο ισχυρισμό ότι υφίσταται έμμεση διάκριση λόγω φύλου, χωρίς να εκθέσει με σαφή και ορισμένο τρόπο γιατί η εφαρμογή του άρθρου 109, παράγραφος 2, του UG συνεπάγεται διάκριση εις βάρος των γυναικών εργαζομένων σε σύγκριση με τους άνδρες εργαζομένους. Το MUW υποστήριξε εξάλλου ότι οι θέσεις εργασίας αορίστου χρόνου είναι εξαιρετικά σπάνιες στα πανεπιστήμια και ότι το άρθρο 109, παράγραφος 2, του UG δίνει τη δυνατότητα στους εργαζομένους σε αυτό να διατηρήσουν τη θέση εργασίας τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Τέλος, το MUW ισχυρίστηκε ότι, για να εκτιμηθεί αν η διάταξη αυτή επηρεάζει δυσμενώς ειδικά τις γυναίκες, θα πρέπει να ληφθεί ως πλαίσιο αναφοράς η κατάσταση του συνόλου των αυστριακών πανεπιστημίων. Εντούτοις, μη έχοντας πρόσβαση στο σύνολο των στοιχείων αυτών, το MUW επισήμανε ότι, σε ό,τι το αφορά, το ποσοστό των εργαζομένων με σχέση ορισμένου χρόνου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 109, παράγραφος 2, του UG ανερχόταν σε 79 % για τις γυναίκες και σε 75 % για τους άνδρες.

19      Η M. Schuch-Ghannadan αντέτεινε ότι τα μέτρα που μπορούν να επηρεάσουν υψηλότερο ποσοστό γυναικών σε σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό ανδρών τεκμαίρεται ότι ενέχουν έμμεση διάκριση και, επομένως, ο αντίδικος φέρει το βάρος αποδείξεως για την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού. Κατά την άποψή της, δεδομένου ότι το MUW δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τα λοιπά πανεπιστήμια για τα οποία ισχύει η ίδια κανονιστική ρύθμιση ούτε να αποδείξει ότι συντρέχει δικαιολογητικός λόγος, στοιχειοθετείται η ύπαρξη έμμεσης διάκρισης.

20      Ως προς το ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το άρθρο 109, παράγραφος 2, του UG αποτελεί παρέκκλιση από τους συνήθεις κανόνες του εργατικού δικαίου διότι, κατά τη νομολογία των αυστριακών δικαστηρίων, η σύναψη δύο ή περισσότερων διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου θεωρείται κατ’ αρχήν παράνομη εκτός αν συντρέχει αντικειμενικός λόγος.

21      Εντούτοις, κατά το αιτούν δικαστήριο, η διάταξη αυτή δεν αντιβαίνει στη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, δεδομένου ότι ο εθνικός νομοθέτης έχει λάβει μέτρο κατά την έννοια του σημείου 1, στοιχείο βʹ, της ρήτρας αυτής, ορίζοντας μέγιστη επιτρεπόμενη συνολική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

22      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εξάλλου αν το άρθρο 109, παράγραφος 2, του UG συνάδει με τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης κατά το μέτρο που αυτό προβλέπει μεγαλύτερη μέγιστη διάρκεια των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση σε σχέση με τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης. Εκτιμά ότι θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι ο κανόνας του ως άνω άρθρου αποτελεί εφαρμογή της αρχής pro rata temporis, την οποία προβλέπει το σημείο 2 της ρήτρας, επειδή, κατά τη διάρκεια της σχέσης εργασίας, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση αποκτούν λιγότερες γνώσεις και μικρότερη πείρα σε σχέση με τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης. Αν αυτό ισχύει, θα πρέπει μόνο να εξεταστεί αν η ως άνω αρχή εφαρμόζεται εν προκειμένω ορθώς, χωρίς να απαιτείται να εξακριβωθεί η συνδρομή αντικειμενικών λόγων οι οποίοι να δικαιολογούν το επίμαχο μέτρο.

23      Όσον αφορά την οδηγία 2006/54, κατά την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το επίμαχο στην κύρια δίκη εθνικό μέτρο ενέχει έμμεση διάκριση λόγω φύλου, ως ομάδα αναφοράς πρέπει να ληφθούν οι εργαζόμενοι όλων των αυστριακών πανεπιστημίων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του UG και να συγκριθεί το ποσοστό των μερικώς απασχολούμενων ανδρών και γυναικών εργαζομένων που καταλαμβάνει το μέτρο αυτό. Ως προς το ζήτημα αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, της οδηγίας, εναπόκειται στον διάδικο που κρίνει ότι θίγεται από έμμεση διάκριση να στοιχειοθετήσει την ύπαρξή της.

24      Εντούτοις, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) έχει δεχθεί, σε ορισμένες αποφάσεις του, ότι το γεγονός ότι το ποσοστό μερικής απασχόλησης των γυναικών είναι κατά κανόνα πολύ υψηλότερο συνιστά τεκμήριο άνισης μεταχείρισης το οποίο οφείλει να ανατρέψει ο εργοδότης αποδεικνύοντας ότι το ποσοστό των γυναικών που θίγονται από ένα συγκεκριμένο μέτρο δεν είναι ουσιωδώς υψηλότερο εκείνου των ανδρών που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση.

25      Για τον λόγο αυτόν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 19 της οδηγίας 2006/54.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Arbeits- und Sozialgericht Wien (δικαστήριο εργατικών και κοινωνικών υποθέσεων Βιέννης) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει εφαρμογή η αρχή pro rata temporis της ρήτρας 4, σημείο 2, της [συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης], σε συνάρτηση με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων της ρήτρας 4, σημείο 1, επί νομοθετικής ρυθμίσεως, κατά την οποία η συνολική διάρκεια διαδοχικών σχέσεων εργασίας εργαζομένης ή εργαζομένου σε αυστριακό πανεπιστήμιο, η οποία ή ο οποίος απασχολείται στο πλαίσιο προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από τρίτους ή ερευνητικών προγραμμάτων, επιτρέπεται να ανέρχεται στην περίπτωση εργαζομένων πλήρους απασχολήσεως σε 6 έτη, στην περίπτωση όμως της μερικής απασχολήσεως επιτρέπεται να ανέρχεται σε 8 έτη, περαιτέρω δε επιτρέπεται, εφόσον συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, ιδίως για τη συνέχιση ή ολοκλήρωση ερευνητικών προγραμμάτων ή δημοσιεύσεων, η παράταση για μία φορά έως 10 έτη συνολικά στην περίπτωση της πλήρους απασχολήσεως, στη δε περίπτωση της μερικής απασχολήσεως έως 12 έτη συνολικά;

2)      Αποτελεί νομοθετική ρύθμιση, όπως η περιγραφόμενη στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, έμμεση διάκριση λόγω φύλου κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας [2006/54], όταν από όλους τους απασχολούμενους, για τους οποίους ισχύει η ρύθμιση αυτή, πλήττονται σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό οι εργαζόμενες γυναίκες απ’ ό,τι οι εργαζόμενοι άνδρες;

3)      Έχει το άρθρο 19, παράγραφος 1, της οδηγίας [2006/54] την έννοια ότι μια γυναίκα, η οποία στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής μιας νομοθετικής ρυθμίσεως όπως είναι η εκτιθέμενη στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, προβάλλει ότι υφίσταται έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, εκ του λόγου ότι ουσιαστικά περισσότερες γυναίκες από άνδρες απασχολούνται υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως, πρέπει να πιθανολογήσει την περίσταση αυτή, και ιδίως το αν από στατιστικής απόψεως οι γυναίκες πλήττονται σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό, επικαλούμενη συγκεκριμένες στατιστικές ή αναφέροντας συγκεκριμένες περιστάσεις και προσκομίζοντας τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτική παρατήρηση

27      Όσον αφορά το περιεχόμενο των προδικαστικών ερωτημάτων, επιβάλλεται η προκαταρκτική παρατήρηση ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί μόνον την ερμηνεία της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, καθώς και του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/54.

28      Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστήριξε, τόσο με τις γραπτές παρατηρήσεις της όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι το άρθρο 109, παράγραφος 2, του UG δεν μεταφέρει επαρκώς στην εσωτερική έννομη τάξη τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου.

29      Εντούτοις, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 21 της παρούσας απόφασης, προκύπτει ρητώς από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ότι το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το άρθρο 109, παράγραφος 2, του UG συνιστά επαρκή και σύννομη μεταφορά της ως άνω ρήτρας. Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι δεν χρειάζεται διευκρινίσεις ως προς το αν η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει σημασία για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στα υποβληθέντα ερωτήματα.

30      Κατά πάγια νομολογία, απόκειται αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει και να διατυπώσει τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης προδικαστικά ερωτήματα τα οποία είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Touring Tours und Travel και Sociedad de transportes, C-412/17 και C-474/17, EU:C:2018:1005, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι, εάν το αιτούν δικαστήριο έχει δηλώσει ρητώς στην απόφαση περί παραπομπής ότι δεν έκρινε σκόπιμη την υποβολή κάποιου ερωτήματος, το Δικαστήριο δεν δύναται να απαντήσει στο ερώτημα αυτό ούτε να το λάβει υπόψη στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Touring Tours und Travel και Sociedad de transportes, C-412/17 και C-474/17, EU:C:2018:1005, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δεν δύναται εν προκειμένω να επεκτείνει το αντικείμενο των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων και να τα εξετάσει όχι μόνον υπό το πρίσμα της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, καθώς και του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/54, αλλά και υπό το πρίσμα της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

33      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία ορίζει, όσον αφορά τους εργαζομένους με σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, ότι η μέγιστη διάρκεια της σχέσης εργασίας για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι για τους συγκρίσιμους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση, καθώς και αν έχει εφαρμογή για την κανονιστική αυτή ρύθμιση η αρχή pro rata temporis που προβλέπεται στην ως άνω ρήτρα.

34      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το σημείο 1 της ρήτρας αυτής, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση για τον λόγο και μόνον ότι εργάζονται με μερική απασχόληση, εκτός και αν η διαφορετική τους μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Περαιτέρω, κατά το σημείο 2 της εν λόγω ρήτρας, όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή pro rata temporis.

35      Εν προκειμένω, τίθεται κατ’ αρχάς το ζήτημα αν η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση ενέχει, όσον αφορά τη διάρκεια των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των εργαζομένων με μερική απασχόληση σε σύγκριση με τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση, όπερ αμφισβητείται τόσο από το MUW όσο και από την Αυστριακή Κυβέρνηση. Ειδικότερα, κατά την άποψή τους, το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης ορισμένου χρόνου μπορούν να απασχολούνται από ένα πανεπιστήμιο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απ’ ό,τι οι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης ορισμένου χρόνου αποτελεί πλεονέκτημα υπέρ των πρώτων, λαμβανομένης υπόψη, ιδίως, της δυσχερούς πρόσβασης των εργαζομένων τους οποίους αφορά η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση σε συμβάσεις αορίστου χρόνου στα πανεπιστήμια.

36      Εντούτοις, όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή και η ενάγουσα, το γεγονός αυτό κατά τα φαινόμενα μπορεί να περιορίσει ή να καθυστερήσει, σε μεγαλύτερο βαθμό για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση απ’ ό,τι για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση, το ενδεχόμενο πρόσβασης σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όπερ μπορεί να συνιστά, υπό την επιφύλαξη του ελέγχου που θα διενεργήσει το αιτούν δικαστήριο, λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση της πρώτης κατηγορίας εργαζομένων.

37      Εν συνεχεία, τίθεται το ζήτημα αν η διαφορετική μεταχείριση που προβλέπεται στο άρθρο 109, παράγραφος 2, του UG μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς λόγους.

38      Το MUW και η Αυστριακή Κυβέρνηση προβάλλουν ότι συντρέχουν τέτοιοι λόγοι, δεδομένου ότι το επίπεδο γνώσεων και πείρας που μπορούν να αποκτήσουν οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας υπολείπεται κατ’ ανάγκην εκείνου που αποκτούν οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση. Ειδικότερα, αν για τις δύο αυτές κατηγορίες εργαζομένων ίσχυε η ίδια μέγιστη διάρκεια σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση θα ετίθεντο σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση, επειδή θα είχαν στη διάθεσή τους λιγότερο χρόνο για έρευνα και επιστημονικές δημοσιεύσεις οι οποίες είναι όμως ζωτικής σημασίας για την καθιέρωση στον ακαδημαϊκό χώρο.

39      Ως προς το ζήτημα αυτό, κατά πάγια νομολογία, ο ισχυρισμός ότι υφίσταται ιδιαίτερη σχέση μεταξύ της διάρκειας της επαγγελματικής δραστηριότητας και της απόκτησης ορισμένου επιπέδου γνώσεων ή πείρας, καθόσον συνιστά απλώς και μόνο γενίκευση που αφορά ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή κριτηρίων αντικειμενικών και ξένων προς κάθε δυσμενή διάκριση. Πράγματι, αν και η αρχαιότητα συνδυάζεται με την πείρα, η αντικειμενικότητα του κριτηρίου αυτού εξαρτάται από όλες τις περιστάσεις κάθε περιπτώσεως και ιδίως από τη σχέση μεταξύ της φύσης της παρεχόμενης εργασίας και της πείρας που αποκτάται από την παροχή της εργασίας αυτής επί ορισμένο αριθμό ωρών (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2005, Νικολούδη, C‑196/02, EU:C:2005:141, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, στο ειδικότερο πλαίσιο των θέσεων εργασίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 109, παράγραφος 2, του UG και, συγκεκριμένα, των συναφών καθηκόντων της ενάγουσας, αν υφίσταται ιδιαίτερη σχέση μεταξύ της φύσης της παρεχόμενης εργασίας και της πείρας που αποκτάται από την παροχή της εργασίας αυτής σε συνάρτηση με τον αριθμό ωρών εργασίας και, σε καταφατική περίπτωση, αν ο αναγκαίος χρόνος για την ολοκλήρωση των ερευνών και τη δημοσίευση των πορισμάτων τους μπορεί να δικαιολογήσει την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική κανονιστική ρύθμιση. Εφόσον αυτό συμβαίνει, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει αν η κανονιστική αυτή ρύθμιση είναι ανάλογη προς τον σκοπό του οποίου γίνεται επίκληση.

41      Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα της εφαρμογής της αρχής pro rata temporis σε κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση αποτελεί εφαρμογή της αρχής αυτής, δεδομένου ότι η παράταση της μέγιστης διάρκειας των διαδοχικών σχέσεων εργασίας είναι διετής για όλους τους εργαζομένους με μερική απασχόληση και, επομένως, δεν είναι ανάλογη προς τις πραγματικές ώρες εργασίας τους.

42      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία ορίζει, όσον αφορά τους εργαζομένους με σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, ότι η μέγιστη διάρκεια της σχέσης εργασίας για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι για τους συγκρίσιμους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση, εκτός εάν η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους και είναι ανάλογη προς τους λόγους αυτούς, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης έχει την έννοια ότι η εκεί προβλεπόμενη αρχή pro rata temporis δεν έχει εφαρμογή σε μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση.

 Επί του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος

43      Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί, αφενός, αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/54 έχει την έννοια ότι συνιστά έμμεση διάκριση λόγω φύλου κατά τη διάταξη αυτή μια εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία ορίζει, όσον αφορά τους εργαζομένους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, μεγαλύτερη μέγιστη διάρκεια της σχέσης εργασίας για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση σε σχέση με τους συγκρίσιμους εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση και, αφετέρου, αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας έχει την έννοια ότι επιβάλλει στον διάδικο που κρίνει ότι θίγεται από έμμεση διάκριση να επικαλεστεί, προκειμένου να στοιχειοθετήσει τεκμήριο διάκρισης, συγκεκριμένες στατιστικές ή συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά σχετικά με την εικαζόμενη διάκριση.

44      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος των ως άνω ερωτημάτων, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/54 ορίζει ότι «έμμεση διάκριση» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής συντρέχει όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση πρόσωπα ενός φύλου σε σύγκριση με πρόσωπα του άλλου φύλου, εκτός αν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικώς από νόμιμο σκοπό και αν τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

45      Η ύπαρξη μιας τέτοιας ιδιαίτερα μειονεκτικής μεταχείρισης μπορεί να διαπιστωθεί, ιδίως, αν αποδειχθεί ότι κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη επηρεάζει δυσμενώς σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό προσώπων ενός φύλου σε σύγκριση με πρόσωπα του άλλου φύλου (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Villar Láiz, C-161/18, EU:C:2019:382, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όπως προκύπτει επίσης από την αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας 2006/54, αρμόδια για την εκτίμηση των γεγονότων από τα οποία μπορεί να τεκμαρθεί η ύπαρξη έμμεσης διάκρισης είναι τα εθνικά δικαστήρια, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή την εθνική πρακτική που μπορούν να προβλέπουν, ειδικότερα, ότι η έμμεση διάκριση μπορεί να αποδεικνύεται με κάθε αποδεικτικό μέσο, συμπεριλαμβανομένων των στατιστικών στοιχείων (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Villar Láiz, C-161/18, EU:C:2019:382, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Όσον αφορά τα στατιστικά στοιχεία, το Δικαστήριο έχει κρίνει, αφενός, ότι το αιτούν δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη το σύνολο των εργαζομένων που υπόκεινται στην εθνική ρύθμιση στην οποία οφείλεται η διαφορετική μεταχείριση και, αφετέρου, ότι η καλύτερη μέθοδος σύγκρισης των στατιστικών στοιχείων συνίσταται στη σύγκριση των ποσοστών των εργαζομένων που θίγονται από την εν λόγω διαφορετική μεταχείριση, αφενός, στο πλαίσιο του ανδρικού εργατικού δυναμικού και, αφετέρου, των ίδιων ποσοστών στο πλαίσιο του γυναικείου εργατικού δυναμικού (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 1999, Seymour-Smith και Perez, C-167/97, EU:C:1999:60, σκέψη 59, και της 6ης Δεκεμβρίου 2007, Voß, C-300/06, EU:C:2007:757, σκέψη 40).

48      Ως προς το ζήτημα αυτό, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει κατά πόσον τα προσκομισθέντα ενώπιόν του στατιστικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν την κατάσταση του εργατικού δυναμικού, είναι έγκυρα και αν μπορούν να ληφθούν υπόψη, δηλαδή αν, ιδίως, δεν εκφράζουν καθαρά τυχαία ή συγκυριακά φαινόμενα και αν, γενικότερα, είναι σημαντικά (πρβλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1999, Seymour-Smith και Perez, C-167/97, EU:C:1999:60, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο, βάσει των προσκομισθέντων στατιστικών στοιχείων και, ενδεχομένως, άλλων κρίσιμων πραγματικών στοιχείων, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική κανονιστική ρύθμιση θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες, η νομοθεσία αυτή θα αντιβαίνει στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/54, εκτός αν δικαιολογείται αντικειμενικώς από νόμιμο σκοπό και αν τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

50      Πλην όμως, όπως ήδη εκτέθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας απόφασης, το MUW και η Αυστριακή Κυβέρνηση προβάλλουν εν προκειμένω ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 109, παράγραφος 2, του UG άνιση μεταχείριση των εργαζομένων με μερική απασχόληση σε σύγκριση με τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση δικαιολογείται από το γεγονός ότι το επίπεδο γνώσεων και πείρας που αποκτούν οι πρώτοι υπολείπεται εκείνου των δεύτερων και ότι, ως εκ τούτου, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση χρειάζονται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για την ολοκλήρωση ορισμένων ερευνών και τη δημοσίευση των πορισμάτων τους. Υποστηρίζουν ότι, ως εκ τούτου, αν και για τις δύο κατηγορίες εργαζομένων ίσχυε η ίδια μέγιστη διάρκεια σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, θα περιοριζόταν η δυνατότητα των εργαζομένων με μερική απασχόληση να καθιερωθούν στον οικείο ακαδημαϊκό χώρο έως το πέρας αυτού του χρονικού διαστήματος. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας απόφασης, αν η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση δικαιολογείται αντικειμενικώς υπό το πρίσμα του συνόλου των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων της υπόθεσης της κύριας δίκης.

51      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος των ερωτημάτων, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/54, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με τα εθνικά τους δικαστικά συστήματα, ώστε να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όταν πρόσωπο που κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης. Συνεπώς και όπως αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας, όταν τεκμαίρεται διάκριση, το βάρος αποδείξεως μετακυλίεται στον εναγόμενο.

52      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 47 της παρούσας απόφασης, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη διάκρισης λόγω φύλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των εργαζομένων που υπόκεινται στην εθνική ρύθμιση στην οποία οφείλεται η διαφορετική μεταχείριση και να συγκριθούν, στο πλαίσιο του συνόλου αυτού, τα ποσοστά των εργαζομένων που θίγονται από τον επίμαχο κανόνα και εκείνων που δεν θίγονται, τόσο μεταξύ των ανδρών όσο και μεταξύ των γυναικών εργαζομένων.

53      Εν προκειμένω, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, κατά κανόνα, τα μέτρα που επηρεάζουν αρνητικά τους εργαζομένους με μερική απασχόληση σε σχέση με τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ενδέχεται να θέτουν σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τις γυναίκες. Προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού της, προσκόμισε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου γενικές στατιστικές που αφορούν την αυστριακή αγορά εργασίας από τις οποίες προκύπτει ότι ο αριθμός των μερικώς απασχολουμένων γυναικών είναι σημαντικά μεγαλύτερος σε σχέση με εκείνον των ανδρών. Διευκρίνισε εντούτοις ότι δεν είχε στη διάθεσή της στοιχεία σχετικά με τους εργαζομένους που απασχολούνται στα αυστριακά πανεπιστήμια τα οποία εμπίπτουν στον UG.

54      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να διευκρινιστούν ο τρόπος και τα αποδεικτικά μέσα με τα οποία το πρόσωπο που κρίνει ότι θίγεται από μια έμμεση διάκριση λόγω φύλου μπορεί να στοιχειοθετήσει τεκμήριο διάκρισης στην περίπτωση που δεν είναι διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία ή άλλα αποδεικτικά μέσα σχετικά με το σύνολο των εργαζομένων που υπόκεινται στην εθνική ρύθμιση στην οποία οφείλεται η διαφορετική μεταχείριση ή η πρόσβαση σε αυτά είναι δυσχερής για το ως άνω πρόσωπο.

55      Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/80, το οποίο έχει πανομοιότυπο περιεχόμενο με εκείνο του άρθρου 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/54, ότι, μολονότι δεν προβλέπει υπέρ προσώπου που κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση έναντι αυτού της αρχής της ίσης μεταχείρισης συγκεκριμένο δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες προκειμένου να είναι σε θέση να αποδείξει «πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως» σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, γεγονός παραμένει ότι δεν αποκλείεται η αδυναμία πρόσβασης σε κρίσιμες πληροφορίες ή στατιστικά στοιχεία, στο πλαίσιο της απόδειξης τέτοιων πραγματικών περιστατικών, να διακυβεύει την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η οδηγία αυτή και, ως εκ τούτου, να καθιστά ιδίως την εν λόγω διάταξη άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Kelly, C-104/10, EU:C:2011:506, σκέψεις 34 και 35).

56      Λαμβανομένης υπόψη ιδίως της ανάγκης διασφάλισης της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/54, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή έχει την έννοια, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών του, ότι επιτρέπει σε εργαζόμενο που κρίνει ότι θίγεται από έμμεση διάκριση λόγω φύλου να στοιχειοθετήσει τεκμήριο διάκρισης στηριζόμενος σε γενικά στατιστικά στοιχεία που αφορούν την αγορά εργασίας στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, στην περίπτωση που δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον ενδιαφερόμενο η προσκόμιση πιο συγκεκριμένων στατιστικών στοιχείων σχετικά με την κρίσιμη ομάδα εργαζομένων, επειδή αυτά είναι δυσχερώς προσβάσιμα ή ακόμη και μη διαθέσιμα.

57      Κατά συνέπεια, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/54 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία ορίζει, όσον αφορά τους εργαζομένους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, ότι η μέγιστη διάρκεια της σχέσης εργασίας για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι για τους συγκρίσιμους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση, εφόσον διαπιστωθεί ότι η ρύθμιση αυτή επηρεάζει αρνητικά σημαντικά υψηλότερο ποσοστό γυναικών εργαζομένων απ’ ό,τι ανδρών εργαζομένων και εφόσον δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς από νόμιμο σκοπό ή τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού δεν είναι πρόσφορα και αναγκαία. Το άρθρο 19, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στον διάδικο που κρίνει ότι θίγεται από τέτοια διάκριση να επικαλεστεί, προκειμένου να στοιχειοθετήσει τεκμήριο διάκρισης, συγκεκριμένες στατιστικές ή συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ειδικά για τους εργαζομένους τους οποίους αφορά η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση, εάν ο διάδικος αυτός δεν έχει πρόσβαση σε τέτοιες στατιστικές ή πραγματικά περιστατικά ή η πρόσβασή του σε αυτά είναι δυσχερής.

 Επί του περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας απόφασης

58      Το MUW, υποστηριζόμενο από την Αυστριακή Κυβέρνηση, ζήτησε, με τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις του, από το Δικαστήριο να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της παρούσας απόφασης εφόσον κρίνει ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως το άρθρο 109, παράγραφος 2, του UG συνιστά διάκριση εις βάρος των εργαζομένων με μερική απασχόληση, την οποία απαγορεύει η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης.

59      Το MUW υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας απόφασης είναι αναγκαίος για λόγους ασφάλειας δικαίου. Ειδικότερα, προβάλλει ότι βάσει του άρθρου 109, παράγραφος 2, του UG έχουν καλοπίστως συναφθεί πολυάριθμες συμβάσεις ορισμένου χρόνου με εργαζομένους με μερική απασχόληση. Περαιτέρω, κατά την άποψή του, υπάρχει κίνδυνος σοβαρών οικονομικών συνεπειών αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, επειδή σε μια τέτοια περίπτωση θα απαιτηθεί η μετατροπή πληθώρας συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου.

60      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία που δίδει το Δικαστήριο σε κανόνα δικαίου της Ένωσης, ασκώντας την αρμοδιότητα που του απονέμει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, αποσαφηνίζει και εξειδικεύει την έννοια και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται από της θέσεώς του σε ισχύ. Επομένως, ο κατ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνευθείς κανόνας δικαίου μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια και επί εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν πριν από την έκδοση της απόφασης επί του αιτήματος ερμηνείας, εφόσον συντρέχουν κατά τα λοιπά οι προϋποθέσεις εισαγωγής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου της σχετικής με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα δικαίου διαφοράς (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Kovalkovas, C-477/16 PPU, EU:C:2016:861, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Μόνον όλως εξαιρετικώς μπορεί το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν της συμφυούς με την έννομη τάξη της Ένωσης γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας που έχει κάθε ενδιαφερόμενος να επικαλεστεί διάταξη την οποία έχει ερμηνεύσει το Δικαστήριο, προκειμένου να αμφισβητήσει έννομες σχέσεις που έχουν καλοπίστως συναφθεί. Για να αποφασισθεί ένας τέτοιος περιορισμός, είναι αναγκαία η συνδρομή δύο βασικών προϋποθέσεων, συγκεκριμένα δε της καλής πίστης των ενδιαφερομένων και του κινδύνου σοβαρών διαταραχών (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Kovalkovas, C-477/16 PPU, EU:C:2016:861, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Ειδικότερα, το Δικαστήριο κατέφυγε στη λύση αυτή μόνον υπό πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις, και δη όταν υπήρχε κίνδυνος σοβαρών οικονομικών συνεπειών οφειλομένων, ιδίως, στον μεγάλο αριθμό των εννόμων σχέσεων που είχαν συσταθεί καλοπίστως βάσει ρυθμίσεως η οποία εθεωρείτο νομίμως ισχύουσα και εφόσον προέκυπτε ότι οι ιδιώτες και οι εθνικές αρχές είχαν παρακινηθεί σε συμπεριφορά αντιβαίνουσα προς το δίκαιο της Ένωσης λόγω αντικειμενικής και σοβαρής αβεβαιότητας ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, αβεβαιότητας στη δημιουργία της οποίας είχε ενδεχομένως συμβάλει η ίδια η συμπεριφορά άλλων κρατών μελών ή της Επιτροπής (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, WESTbahn Management, C-210/18, EU:C:2019:586, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63      Όσον αφορά τον κίνδυνο σοβαρών διαταραχών, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία δίδει το Δικαστήριο με την παρούσα απόφαση αφορά διάκριση εις βάρος των εργαζομένων με μερική απασχόληση, κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, καθώς και τα κριτήρια τα οποία μπορεί ή οφείλει να εφαρμόσει ο εθνικός δικαστής κατά την εξέταση της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής κανονιστικής ρύθμισης υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, της εν λόγω ρήτρας. Πράγματι, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί, πρώτον, επί του ζητήματος αν η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση ενέχει λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των εργαζομένων με μερική απασχόληση σε σχέση με τους συγκρίσιμους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση για τον λόγο και μόνον ότι εργάζονται με μερική απασχόληση. Δεύτερον, εναπόκειται στο εν λόγω δικαστήριο να εκτιμήσει, εφόσον απαιτείται, αν η ενδεχόμενη διάκριση μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς λόγους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, RWE Vertrieb, C-92/11, EU:C:2013:180, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Υπό τις συνθήκες αυτές, οι οικονομικές επιπτώσεις, ιδίως για τα πανεπιστήμια, δεν μπορούν να προσδιοριστούν αποκλειστικά βάσει της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης η οποία δίδεται από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, RWE Vertrieb, C-92/11, EU:C:2013:180, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι έχει αποδειχθεί ύπαρξη κινδύνου σοβαρών διαταραχών, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 61 της παρούσας απόφασης (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, RWE Vertrieb, C-92/11, EU:C:2013:180, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Επιπλέον, το MUW δεν παρέχει στο Δικαστήριο κανένα συγκεκριμένο στοιχείο σχετικά με τον αριθμό των επηρεαζόμενων εννόμων σχέσεων ή με τη φύση ή την έκταση των οικονομικών συνεπειών της παρούσας απόφασης και, επομένως, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να γίνει δεκτό ότι συντρέχει κίνδυνος σοβαρών διαταραχών ο οποίος να δικαιολογεί τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας απόφασης.

67      Περαιτέρω, όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο που προκύπτει από τη νομολογία που εκτέθηκε στη σκέψη 61 της παρούσας απόφασης, ήτοι την καλή πίστη των ενδιαφερομένων, το MUW δεν προβάλλει επαρκή στοιχεία από τα οποία να προκύπτει αντικειμενική και σημαντική αβεβαιότητα ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Δεν αρκεί ως προς το σημείο αυτό η απλή δήλωση ότι βάσει του άρθρου 109, παράγραφος 2, του UG έχουν καλοπίστως συναφθεί πολυάριθμες συμβάσεις ορισμένου χρόνου.

68      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν συντρέχει λόγος να περιοριστούν τα διαχρονικά αποτελέσματα της παρούσας απόφασης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

69      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997, η οποία προσαρτάται στην οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία ορίζει, όσον αφορά τους εργαζομένους με σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, ότι η μέγιστη διάρκεια της σχέσης εργασίας για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι για τους συγκρίσιμους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση, εκτός εάν η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους και είναι ανάλογη προς τους λόγους αυτούς, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης έχει την έννοια ότι η εκεί προβλεπόμενη αρχή pro rata temporis δεν έχει εφαρμογή σε μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση.

2)      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία ορίζει, όσον αφορά τους εργαζομένους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, ότι η μέγιστη διάρκεια της σχέσης εργασίας για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι για τους συγκρίσιμους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση, εφόσον διαπιστωθεί ότι η ρύθμιση αυτή επηρεάζει αρνητικά σημαντικά υψηλότερο ποσοστό γυναικών εργαζομένων απ’ ό,τι ανδρών εργαζομένων και εφόσον δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς από νόμιμο σκοπό ή τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού δεν είναι πρόσφορα και αναγκαία. Το άρθρο 19, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στον διάδικο που κρίνει ότι θίγεται από τέτοια διάκριση να επικαλεστεί, προκειμένου να στοιχειοθετήσει τεκμήριο διάκρισης, συγκεκριμένες στατιστικές ή συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ειδικά για τους εργαζομένους τους οποίους αφορά η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση, εάν ο διάδικος αυτός δεν έχει πρόσβαση σε τέτοιες στατιστικές ή πραγματικά περιστατικά ή η πρόσβασή του σε αυτά είναι δυσχερής.


109336 ΕΞ 2019 Σύσταση, συγκρότηση και ορισμός μελών Ομάδας Εργασίας για την αναμόρφωση του πλαισίου εκτιμήσεων και προσδιορισμού αντικειμενικών αξιών στο Υπουργείο Οικονομικών

Previous: Υπόθεση C-274/18 Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων – Λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των εργαζομένων με μερική απασχόληση σε σύγκριση με τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης – Απαγόρευση – Εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία καθορίζει μεγαλύτερη μέγιστη συνολική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση σε σχέση με τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση – Αρχή pro rata temporis – Οδηγία 2006/54/ΕΚ – Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης
$
0
0

ΥΠΟΙΚ, 04/10/2019
Α. Π.: 109336 ΕΞ 2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
Τμήμα Ε' - Οργάνωσης και Ποιότητας

Ταχ. Δ/νση: Πανεπιστημίου 37
Τ.Κ.101 65, Αθήνα
Πληροφορίες: Γ. Κατσαλή
Τηλέφωνο: 210-33.38.467
fax: 210-33.38.202
e-mail: g.katsali@glk.gr

ΘΕΜΑ: «Σύσταση, συγκρότηση και ορισμός μελών Ομάδας Εργασίας για την αναμόρφωση του πλαισίου εκτιμήσεων και προσδιορισμού αντικειμενικών αξιών στο Υπουργείο Οικονομικών».

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) του άρθρου 34 του ν.1914/1990 «Εκσυγχρονισμός και ανάπτυξη του δημόσιου τομέα και της αγοράς, φορολογικές ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις» (Α'178), όπως αποσαφηνίστηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του ν.2346/1995 (Α'220).
β) των άρθρων 13 έως 15 του ν.2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (Α' 45), όπως ισχύει.
γ) του άρθρου 2 του ν. 3861/2010 «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο 'Πρόγραμμα Διαύγεια' και άλλες διατάξεις» (Α' 112), όπως ισχύει.
δ) του άρθρου 21 του ν.4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» (Α' 176), όπως ισχύει.
ε) του Π.Δ.142/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α' 181), όπως ισχύει.
στ) του Π.Δ. 83/2019 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α' 121).

2. Το αριθ. 106581 ΕΙ 2019/30.09.2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από το Γραφείο του Γενικού Γραμματέα Οικονομικής Πολιτικής. 

3. Την ανάγκη αναμόρφωσης του πλαισίου εκτιμήσεων και προσδιορισμού αντικειμενικών αξιών.

4. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.

Αποφασίζουμε

Α. Συνιστούμε στο Υπουργείο Οικονομικών Ομάδα Εργασίας για την αναμόρφωση του πλαισίου εκτιμήσεων και προσδιορισμού αντικειμενικών αξιών.

Β. Συγκροτούμε την ανωτέρω Ομάδα και ορίζουμε τα μέλη της, ως εξής:

1. Χρήστο Τριαντόπουλο του Γεωργίου, Γενικό Γραμματέα Οικονομικής Πολιτικής ως Πρόεδρο, με αναπληρώτρια την Καλλιόπη Τετώρου του Νικολάου, Διευθύντρια του Ιδιαίτερου Γραφείου του Γενικού Γραμματέα Οικονομικής Πολιτικής.

2. Χρυσή Πότσιου του Αλεξάνδρου, Καθηγήτρια Τομέα Τοπογραφίας της Σχολής Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

3. Αντώνιο Ροβολή του Ιωάννη, Καθηγητή Οικονομικής Ανάλυσης του Χώρου και Αστικής Οικονομικής, του Τμήματος Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου.

4. Πρόδρομο Βλάμη του Γρηγορίου, Επίκουρο Καθηγητή Χρηματοοικονομικής Ανάλυσης του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς.

5. Ελένη-Μαρία Καυμενάκη του Φωτίου, που υπηρετεί ως συνεργάτης στο Γραφείο του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης.

6. Παναγιώτη Μπαλωμένο του Δημητρίου, που υπηρετεί ως Ειδικός Σύμβουλος στο Ιδιαίτερο Γραφείο του Υπουργού Οικονομικών.

7. Σοφία Μάντζαρη του Γεωργίου, που υπηρετεί ως συνεργάτης στο Ιδιαίτερο Γραφείο του Γενικού Γραμματέα Οικονομικής Πολιτικής..

8. Αλεξία Λάγκαρη του Χρήστου, που υπηρετεί στο Γραφείο της Γενικής Γραμματέως Φορολογικής Πολιτικής και Δημόσιας Περιουσίας.

9. Μαρία Μενούνου του Ηλία, που υπηρετεί ως Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Εφαρμογής Φορολογίας Κεφαλαίου και Περιουσιολογίου, της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης, της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), με αναπληρώτρια την Άννα Αδάμ-Κόλλια του Βασιλείου, που υπηρετεί ως Προϊσταμένη του Α' Τμήματος - Φορολογίας Ακίνητης Περιουσίας και Περιουσιολογίου, της ίδιας Διεύθυνσης της Α.Α.Δ.Ε.

10. Ελένη Μπάκου του Κωνσταντίνου, υπάλληλο που υπηρετεί στο Α' Τμήμα - Τοπικών και Ειδικών Χωρικών Σχεδίων της Διεύθυνσης Πολεοδομικού Σχεδιασμού, της Γενικής Διεύθυνσης Πολεοδομίας, του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

11. Αγγελική Γαλάτη του Κωνσταντίνου, που υπηρετεί ως Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του Α' Τμήματος - Παρακολούθησης Χωρικού Σχεδιασμού της Διεύθυνσης Εφαρμογής Σχεδιασμού και Ελέγχου Δομημένου Περιβάλλοντος, της Γενικής Διεύθυνση Χωρικού Σχεδιασμού, του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

12. Βασιλική Σκλήρη του Αριστείδη, που υπηρετεί ως Προϊσταμένη του Αυτοτελούς Τμήματος Εκτιμήσεων και Προσδιορισμού Αντικειμενικών Αξιών με αναπληρώτρια τη Δέσποινα Σακελλαρίου του Θεοφάνη, υπάλληλο του Αυτοτελούς Τμήματος Εκτιμήσεων και Προσδιορισμού Αντικειμενικών Αξιών.

13. Αντώνιο Παπαποστόλου του Παναγιώτη, υπάλληλο του Αυτοτελούς Τμήματος Εκτιμήσεων και Προσδιορισμού Αντικειμενικών Αξιών, με αναπληρώτρια τη Βασιλική Κόττα του Ιωάννη, υπάλληλο του ίδιου Τμήματος.

14. Άννα Καλοπούλου του Περικλή, υπάλληλο του Αυτοτελούς Τμήματος Εκτιμήσεων και Προσδιορισμού Αντικειμενικών Αξιών με αναπληρώτρια τη Νίκη Λεμονή του Μιχαήλ, υπάλληλο του ίδιου Τμήματος.

15. Περικλή Λιασκοβίτη του Χρήστου, που υπηρετεί ως Προϊστάμενος του Β' Τμήματος - Λειτουργίας Πληροφοριακών Συστημάτων Διαχείρισης Γεωχωρικών Δεδομένων, της Γενικής Διεύθυνσης Λειτουργίας Πληροφοριακών Συστημάτων Οικονομικών Λειτουργιών της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης.

Η γραμματειακή υποστήριξη της Ομάδας Εργασίας θα ασκείται από τη Μαρίζα Σταθέα του Μιχαήλ και την Αλίκη Κολέτσια του Βρύρωνα, υπαλλήλους του Αυτοτελούς Τμήματος Εκτιμήσεων και Προσδιορισμού Αντικειμενικών Αξιών

Πέραν των μελών, ο Πρόεδρος δύναται να καλεί να συμμετέχουν στις εργασίες της ομάδας και εκπρόσωποι άλλων υπηρεσιών και φορέων, καθώς και εμπειρογνώμονες ή πρόσωπα από τον ιδιωτικό τομέα με ειδικές γνώσεις στα θέματα που άπτονται του έργου της ομάδας, αν αυτό κριθεί χρήσιμο ή / και αναγκαίο.

Γ. Έργο της Ομάδας Εργασίας, είναι:

• η εξέταση του νομοτεχνικού και τα τεχνικού πλαισίου εκτιμήσεων και προσδιορισμού αντικειμενικών αξιών

• η αναμόρφωση του υφιστάμενου πλαισίου

• η εισήγηση προτάσεων για την καλύτερη υλοποίηση της μεταρρύθμισης

• η δημιουργία σχεδίου δράσης και

• η παρακολούθηση της υλοποίησής του.

Δ. α) Η Ομάδα Εργασίας θα μπορεί να λειτουργεί σε Ολομέλεια και σε υποομάδες. Ο αριθμός των υποομάδων, καθώς και τα μέλη που θα απαρτίζουν κάθε μία από αυτές, θα ορίζονται ανάλογα με τους τομείς δραστηριότητας του αντικειμένου, από τον Πρόεδρο.

β) Στην Ολομέλεια θα εξετάζονται τα γενικότερα θέματα, θα δίνονται οι κύριες κατευθυντήριες οδηγίες προς τις υποομάδες και θα λαμβάνονται οι τελικές αποφάσεις που έχουν σχέση με το έργο της, ενώ στις υποομάδες θα εξετάζονται τα επιμέρους θέματα και θα διαμορφώνονται οι σχετικές εισηγήσεις προς την ολομέλεια της Ομάδας.

γ) Η Ομάδα Εργασίας θα συνεδριάζει εντός του κανονικού ωραρίου λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών ή σε χρόνο που καλύπτεται από υπερωριακή απασχόληση στο Γραφείο του Γενικού Γραμματέα Οικονομικής Πολιτικής (Καρ.Σερβίας 8, Τ.Κ. 105 62, Αθήνα), η δε διάρκειά της ορίζεται έως την 30.06.2020.



Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΙΚΟΥΡΑΣ

2453/235850/2019 Καθορισμός συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των Καν.(ΕΕ) 2018/273 και του Καν.(ΕΕ) 2018/274 όσον αφορά τις δηλώσεις παραγωγής, επεξεργασίας, εμπορίας και αποθεμάτων στον αμπελοοινικό τομέα

$
0
0

Αριθμ. 2453/235850/20-9-2019

(ΦΕΚ Β' 3673/03-10-2019)

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά Όργανα» (Α’/98).
β. Του ν. 4235/2014 «Διοικητικά μέτρα, διαδικασίες και κυρώσεις στους τομείς των τροφίμων, των ζωοτροφών και της υγείας και προστασίας των ζώων άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων» (Α’/32) και ιδίως το άρθρο 62 αυτού.

2. Τους Κανονισμούς (ΕΚ) όπως αυτοί τροποποιήθηκαν και ισχύουν:
α) Τον Καν(ΕΕ) 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2013 «για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθμ. 922/1972, (ΕΟΚ) αριθμ. 234/79, (ΕΚ) αριθμ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθμ. 1234/2007 του Συμβουλίου» (L347/2013),
β) τον Καν. (ΕΕ) 607/2009 της Επιτροπής της 14ης Ιουλίου 2009 «για τον καθορισμό ορισμένων λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 479/ 2008 του Συμβουλίου όσον αφορά τις Προστατευόμενες Ονομασίες Προέλευσης και τις Προστατευόμενες Γεωγραφικές Ενδείξεις, τις παραδοσιακές ενδείξεις, την επισήμανση και την παρουσίαση ορισμένων προϊόντων του αμπελοοινικού τομέα» (L193/2009),
γ) Καν. (ΕΕ) 555/2008 της Επιτροπής της 27ης Ιουνίου 2008 «για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 479/2008 του Συμβουλίου για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς όσον αφορά τα προγράμματα στήριξης, τις συναλλαγές με τρίτες χώρες, το δυναμικό παραγωγής και τους ελέγχους στον αμπελοοινικό τομέα» (L170/2008),
δ) τον κατ' εξουσιοδότηση  κανονισμό  (Ε.Ε)  αριθμ. 2018/273 της Επιτροπής (ΕΕ L58/28.02.2018) «για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το καθεστώς αδειοδότησης αμπελοφυτεύσεων, το αμπελουργικό μητρώο, τα συνοδευτικά έγγραφα και την πιστοποίηση, τα βιβλία εισερχομένων και εξερχόμενων, τις υποχρεωτικές δηλώσεις, τις κοινοποιήσεις και τη δημοσίευση κοινοποιηθεισών πληροφοριών, και τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους σχετικούς ελέγχους και κυρώσεις, την τροποποίηση των κανονισμών της Επιτροπής (ΕΚ) αριθμ. 555/2008, (ΕΚ) αριθμ. 606/2009 και (ΕΚ) αριθμ. 607/2009 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 436/2009 της Επιτροπής και του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/560 της Επιτροπής»,
ε) τον Εκτελεστικό κανονισμό (Ε.Ε) αριθμ. 2018/274 της Επιτροπής (ΕΕ L 58/60/28.02.2018) «για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το καθεστώς αδειοδότησης αμπελοφυτεύσεων, την πιστοποίηση, το βιβλίο εισερχομένων και εξερχόμενων, τις υποχρεωτικές δηλώσεις και τις κοινοποιήσεις, και του κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους συναφείς ελέγχους, και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/561 της Επιτροπής».

3. Την με αριθμ. 285870/1-9-2004 κοινή υπουργική απόφαση «καθορισμός των αναγκαίων συμπληρωματικών μέτρων εφαρμογής του Καν(ΕΚ) 884/2001 της Επιτροπής  σχετικά  με  τα  συνοδευτικά  έγγραφα  μεταφοράς των αμπελοοινικών προϊόντων και των βιβλίων που πρέπει να τηρούνται στον αμπελοοινικό τομέα (Β’/1372)

4. Την με αριθμ. 5833/155045/12-12-2013 κοινή υπουργική απόφαση «Καθορισμός συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή του Καν. (ΕΚ) 607/2009 της Επιτροπής για  τον  καθορισμό  ορισμένων  λεπτομερών  κανόνων εφαρμογής του Καν.(ΕΚ) 1234/2007 όσον αφορά τις προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης και τις προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις, την επισήμανση και παρουσίαση ορισμένων προϊόντων του αμπελοοινικού τομέα» (Β’/3324), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την με αριθμ. 5066/117288/27-10-2015 υπουργική απόφαση (Β’/2322).

5. Το π.δ. υπ' αριθμ. 83/2019 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α’/121).
 
6. Την αριθμ. 3669/29-07-2019 απόφαση Πρωθυπουργού και Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Ανάθεση Αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Φωτεινή Αραμπατζή (Β’/3134/06-08-2019).

7. Την αριθμ. 6354/210153/23-08-2019 απόφαση Πρωθυπουργού και Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Διορισμός Γενικού Γραμματέα Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων» (Υ.Ο.Δ.Δ.. 623/26-08-2019).

8. Το γεγονός ότι από την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1
Σκοπός


Σκοπός της παρούσας απόφασης είναι η θέσπιση συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των άρθρων 31 έως 38 και 48, 49 του Καν.(ΕΕ) 2018/273 καθώς και των άρθρων 22, 23 και 32 του Καν.(ΕΕ) 2018/274 όσον αφορά τις δηλώσεις παραγωγής, επεξεργασίας, εμπορίας και αποθεμάτων. Επισημαίνεται ότι για τις ανάγκες της παρούσας απόφασης ισχύουν οι ορισμοί του άρθρου 2 του Καν. (ΕΕ) 2018/273.

Άρθρο 2
Αρμόδιες αρχές


Για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης ως αρμόδιες αρχές ορίζονται:
1. Το Τμήμα Αμπέλου, Οίνου και Αλκοολούχων Ποτών της Διεύθυνσης Αξιοποίησης και Τεχνολογίας Τροφίμων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Υπ.Α.Α.Τ.) είναι αρμόδιο για τη διαχείριση, την παρακολούθηση και τον έλεγχο του αμπελοοινικού τομέα. Στο πλαίσιο αυτό εισηγείται την έκδοση των σχετικών υπουργικών αποφάσεων και εγκυκλίων για τις λεπτομέρειες εφαρμογής των ενωσιακών και εθνικών διατάξεων. Επίσης, είναι αρμόδιο για την ορθή τήρηση του Συστήματος Γεωγραφικών Πληροφοριών Αμπελουργικού Μητρώου, του Μητρώου Επιχειρήσεων αμπελοοινικού τομέα, τον έλεγχο ορθής υποβολής των υποχρεωτικών δηλώσεων του αμπελοοινικού τομέα, μέσω των αναπτυγμένων ψηφιακών υπηρεσιών που συνδέονται με αυτά, με την εποπτεία, την ενημέρωση και την τεχνική υποστήριξη των Διευθύνσεων Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής (Δ.Α.Ο.Κ), καθώς και με τη διενέργεια τακτικών, διασταυρωτικών και ειδικών ελέγχων.
Εισηγείται τις λειτουργικές απαιτήσεις για την αναμόρφωση και βελτίωση των εν λόγω ψηφιακών υπηρεσιών, όπως και την εισαγωγή μηχανογραφικών ελέγχων κατά την λειτουργία τους.
Επιπρόσθετα, συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής (Δ.Α.Ο.Κ.) των Περιφερειακών Ενοτήτων και τη Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, για τη σύνταξη και αποστολή των προβλεπόμενων από την Κοινή Οργάνωση των Γεωργικών Αγορών ανακοινώσεων στην Ε.Ε.
2. Η Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων είναι αρμόδια:
(α) Για τη λειτουργία των αναπτυγμένων ψηφιακών υπηρεσιών: «Μητρώο Επιχειρήσεων αμπελοοινικού τομέα», της υποβολής  «Δήλωσης  συγκομιδής  αμπελοοινικών προϊόντων», της υποβολής «Δήλωσης Παραγωγής αμπελοοινικών προϊόντων» σε διασύνδεση με το Αμπελουργικό Μητρώο, της υποβολής «Δήλωσης Επεξεργασίας και Εμπορίας» καθώς και της υποβολής «Δήλωσης Αποθεμάτων».
(β) Για την βελτίωση της λειτουργίας των εν λόγω ψηφιακών υπηρεσιών, με την υλοποίηση των αιτημάτων και προτάσεων καθώς και την ενσωμάτωση αποτελεσμάτων ελέγχων, που αποστέλλονται από το Τμήμα Αμπέλου, Οίνου και Αλκοολούχων Ποτών.
(γ) Για την έγκαιρη αποστολή όλων των απαραίτητων στοιχείων αρμοδιότητας της, όπως αυτά απαιτούνται σε κάθε περίπτωση, στη Διεύθυνση Αξιοποίησης και Τεχνολογίας Τροφίμων του Υπ.Α.Α.Τ..
3. Οι Διευθύνσεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής/Αγροτικής Οικονομίας (Δ.Α.Ο.Κ/Δ.Α.Ο) των οικείων Περιφερειακών Ενοτήτων είναι αρμόδιες για την εφαρμογή της κείμενης εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας και τη διεξαγωγή των ελέγχων στους υπόχρεους υποβολής των υποχρεωτικών δηλώσεων της παρούσας.
4. Τα Περιφερειακά Κέντρα Προστασίας Φυτών και Ποιοτικού Ελέγχου (Π.Κ.Π.Φ. και Π.Ε.) ορίζονται ως συντονιστική αρχή για τη διεξαγωγή των ελέγχων στα πλαίσια της παρούσας για τις Δ.Α.Ο.Κ/Δ.Α.Ο δικαιοδοσίας του έκαστο. Επίσης συμμετέχουν στη διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων της παρούσας.

Άρθρο 3
Μητρώο επιχειρήσεων αμπελοοινικού τομέα


1. Όλες οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή οίνου, στην εμφιάλωση αμπελοοινικών προϊόντων, εμπορία αμπελοοινικών προϊόντων πριν το στάδιο της οινοποίησης, καθώς και εμπορία εμφιαλωμένων οίνων, εξαιρουμένων των επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου, οφείλουν να εγγραφούν στο μητρώο επιχειρήσεων αμπελοοινικού τομέα.

2. Η εγγραφή γίνεται ηλεκτρονικά μέσω της αντίστοιχης ψηφιακής υπηρεσίας του Υπ.Α.Α.Τ. και σε αυτήν καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία της επιχείρησης (επωνυμία, έδρα, ΑΦΜ, στοιχεία επικοινωνίας) καθώς και στοιχεία που αφορούν στο μηχανολογικό εξοπλισμό, στην δυναμικότητας αυτής και στην έγκριση πιστοποίησης της για την παραγωγή οίνων ΠΟΠ/ΠΓΕ.
Σε κάθε περίπτωση μεταβολής των ανωτέρω στοιχείων, η επιχείρηση οφείλει να προβεί σε επικαιροποίηση των στοιχείων αυτών στο εν λόγω μητρώο, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία μεταβολής.

Άρθρο 4
Δηλώσεις παραγωγής


1. Σύμφωνα με το άρθρο 31 του Καν. 2018/273 όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων και των συνεταιριστικών οινοποιείων, που παράγουν οίνο/ή και γλεύκος για εμπορικούς σκοπούς ή αναθέτουν την παραγωγή του για λογαριασμό τους, υποχρεούνται στην υποβολή δήλωσης παραγωγής κατά τη σχετική αμπελουργική περίοδο.

2. Η υποβολή της δήλωσης παραγωγής γίνεται μέσω της αντίστοιχης ψηφιακής υπηρεσίας του Υπ.Α.Α.Τ, με έναρξη την 1η Οκτωβρίου κάθε τρέχοντος έτους και λήξη την 15η Ιανουαρίου του επόμενου έτους.

3. Η υποβολή της εν λόγω δήλωσης είναι υποχρεωτική ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η παραγωγή είναι μηδενική.

4. Απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής της δήλωσης παραγωγής μόνο οι αμπελουργοί που είναι μέλη ενός η περισσότερων συνεταιριστικών οινοποιείων ή ομάδων παραγωγών και έχουν παραδώσει το σύνολο της παραγωγής τους στα εν λόγω συνεργατικά οινοποιεία ή ομάδες διατηρούν το δικαίωμα παρασκευής ποσότητας οίνου μικρότερης από 10 εκατόλιτρα με οινοποίηση για οικογενειακή κατανάλωση, εφόσον τα εν λόγω συνεταιριστικά οινοποιεία ή ομάδες υπέχουν υποχρέωση υποβολής δήλωσης παραγωγής, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 31 του Καν. 2018/273.

5. Η ποσότητα οίνου που αναφέρεται στη δήλωση παραγωγής είναι η συνολική ποσότητα που λαμβάνεται στο τέλος της κύριας αλκοολικής ζύμωσης, συμπεριλαμβανομένων των οινολασπών.

Άρθρο 5
Δηλώσεις Επεξεργασίας /Εμπορίας


1. Οι αμπελουργοί, οι παραγωγοί, και οι έμποροι σταφυλιών, χυμού και γλεύκους σταφυλιών οι οποίοι, πριν από τις ημερομηνίες που έχουν ορισθεί για την υποβολή των δηλώσεων παραγωγής και συγκομιδής, έχουν επεξεργαστεί ή διαθέσει στο εμπόριο αμπελοοινικά προϊόντα που προορίζονται για την παραγωγή οίνου υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση επεξεργασίας ή εμπορίας όσον αφορά την αμπελουργική περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η επεξεργασία ή η διάθεση στην αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 34 του Καν. (ΕΕ) 2018/273.

2. Οι αμπελουργοί που είναι μέλη ενός η περισσότερων συνεταιριστικών οινοποιείων ή ομάδων παραγωγών και έχουν παραδώσει το σύνολο της παραγωγής τους στα εν λόγω συνεργατικά οινοποιεία ή ομάδες, διατηρούν το δικαίωμα παρασκευής ποσότητας οίνου μικρότερης από 10 εκατόλιτρα με οινοποίηση για οικογενειακή κατανάλωση και εξαιρούνται από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης επεξεργασίας ή εμπορίας, εφόσον τα εν λόγω συνεταιριστικά οινοποιεία ή ομάδες υπέχουν υποχρέωση υποβολής της επεξεργασίας ή εμπορίας σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3. Οι εν λόγω δηλώσεις υποβάλλονται ηλεκτρονικά μέσω των αντίστοιχων ψηφιακών εφαρμογών στην ιστοσελίδα του Υπ.Α.Α.Τ. το αργότερο έως τις 10 Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

Άρθρο 6
Δηλώσεις αποθεμάτων


1. Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Καν. (ΕΕ) 2018/273, όλοι οι παραγωγοί οίνου, μεταποιητές, οι εμφιαλωτές και οι έμποροι που διατηρούν αποθέματα -εμφιαλωμένα ή μηυποχρεούνται να υποβάλλουν κάθε χρόνο δήλωση αποθεμάτων οίνου και γλεύκους που διέθεταν στις 31 Ιουλίου, ανεξαρτήτως του έτους εσοδείας τους.

2. Η υποβολή της εν λόγω δήλωσης είναι υποχρεωτική ακόμη και σε περιπτώσεις όπου τα αποθέματα κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης είναι μηδενικά.

3. Απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής της δήλωσης αποθεμάτων οι ιδιώτες καταναλωτές και οι έμποροι λιανικής πώλησης -εκτός αυτών που χρησιμοποιούν οιναποθήκες εξοπλισμένες για την αποθεματοποίηση ή εγκαταστάσεις συσκευασίας οίνων για ποσότητες μεγαλύτερες των είκοσι (20) hl.

4. Η εν λόγω δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω της ψηφιακής εφαρμογής στην ιστοσελίδα του Υπ.Α.Α.Τ από την 1η Αυγούστου και έως την 10η Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.

5. Τα στοιχεία των δηλώσεων αποθεμάτων προκύπτουν από τα βιβλία αποθήκης και επαληθεύονται με φυσική καταμέτρηση από τον δηλούντα. Η δήλωση αποθεμάτων γίνεται ανά αποθήκη.

Άρθρο 7
Υποχρεώσεις αμπελουργών, οινοποιητικών ή εμπορικών επιχειρήσεων


Προκειμένου να είναι δυνατή η συμπλήρωση και η υποβολή των υποχρεωτικών δηλώσεων του άρθρου 4 και 5, θα πρέπει στα τιμολόγια/δελτία παραλαβής κατά την παραλαβή των σταφυλιών από τις επιχειρήσεις να αναγράφονται τα παρακάτω στοιχεία:
i) το ονοματεπώνυμο και το ΑΦΜ του αμπελοκαλλιεργητή,
ii) η ποικιλία αμπέλου και σταφυλιών,
iii) ο κωδικός αμπελοτεμαχίου (δεκατριψήφιος) του αμπελουργικού μητρώου,
iν) στην περίπτωση παράδοσης φορτίου από διαφορετικά αμπελοτεμάχια της εκμετάλλευσης του θα πρέπει να αναφέρεται στο παραστατικό η ποσότητα σταφυλικής παραγωγής που αντιστοιχεί σε κάθε αμπελοτεμάχιο.

Άρθρο 8
Τροποποίηση των Δηλώσεων


1. Η τροποποίηση των υποχρεωτικών δηλώσεων των άρθρων 4, 5 και 6 γίνεται για δεόντως αιτιολογημένους λόγους και κατόπιν αίτησης του υπόχρεου στην αρμόδια Δ.Α.Ο.Κ. και προσκόμισης των απαραίτητων δικαιολογητικών/παραστατικών.

2. Στην περίπτωση που η αρμόδια Δ.Α.Ο.Κ. διαπιστώσει την αναγκαιότητα τροποποίησης των εν λόγω δηλώσεων, είτε στα πλαίσια ελέγχου για την έκδοση πιστοποίησης οίνων ΠΟΠ/ΠΓΕ/Ποικιλιακών, είτε στα πλαίσια οποιουδήποτε άλλου ελέγχου, ενημερώνει εγγράφως τον υπόχρεο προκειμένου να προβεί σε τροποποίηση της δήλωσης του.

Άρθρο 9
Έλεγχοι


1. Έλεγχοι που αφορούν στην επιλεξιμότητα της ύλης με βάση: την αμπελουργική έκταση, την ποικιλία, την τοποθεσία, τη νομιμότητα φύτευσης, τη δυνητική παραγωγή οίνων ΠΟΠ/ΠΓΕ, πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της ορθής τήρησης του Αμπελουργικού Μητρώου ώστε να εξασφαλίζεται η αξιοπιστία και επικαιροποίηση των στοιχείων που διατίθενται κατά την υποβολή των δηλώσεων των άρθρων 4, 5, 6, και πραγματοποιούνται αυτόματα μηχανογραφικά κατά τη λειτουργία των εν λόγω ψηφιακών εφαρμογών για την υποβολή των Δηλώσεων Συγκομιδής και Παραγωγής σε διασύνδεση με το Αμπελουργικό Μητρώο.
Έλεγχος πραγματοποιείται αυτόματα κατά τη λειτουργία της ψηφιακής εφαρμογής της δήλωσης παραγωγής για την επιβεβαίωση του ορίου παραδιδόμενης ποσότητας σταφυλιών ανά στρέμμα, με βάση το οποίο είναι δυνατή η παραγωγή οίνων ΠΟΠ/ΠΓΕ, για κάθε αμπελοτεμάχιο που πληρεί τις υπόλοιπες προϋποθέσεις (εντοπισμού εντός περιοχής δυνητικής παραγωγής ποιοτικών οίνων, ποικιλία). Στον έλεγχο συμπεριλαμβάνονται οι περιπτώσεις επιμέρους παραδόσεων από ένα αμπελοτεμάχιο σε περισσότερους από έναν αποδέκτες και σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου ενημερώνει τους υπόχρεους των δηλώσεων παραγωγής, κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης, αναφορικά με τη μη δυνατότητα παραγωγής οίνων ΠΟΠ/ΠΓΕ.

2. Οι Δ.Α.Ο.Κ πραγματοποιούν ετησίως ελέγχους σε δείγμα των δηλώσεων των άρθρων 4, 5 και 6. Το εν λόγω δείγμα προσδιορίζεται βάση ανάλυσης κινδύνου από τη Διεύθυνση Αξιοποίησης και Τεχνολογίας Τροφίμων σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 37 του Καν (ΕΕ) 2018/273 και δύναται να εμπεριέχονται σε αυτό ακόμη και επιχειρήσεις που έχουν εγγραφεί στο μητρώο επιχειρήσεων αμπελοοινικών προϊόντων του άρθρου 3 και δεν έχουν υποβάλει τις υποχρεωτικές δηλώσεις.

3. Οι έλεγχοι των υποχρεωτικών δηλώσεων της παρούσας είναι διοικητικοί και κατά περίπτωση, επιτόπιοι. α) Οι διοικητικοί έλεγχοι περιλαμβάνουν και διασταυρωτικούς ελέγχους των στοιχείων των υποχρεωτικών δηλώσεων του αμπελοοινικού τομέα με τα στοιχεία του Αμπελουργικού Μητρώου, με δεδομένα του Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης και με τα κατά περίπτωση παραστατικά, για την επιβεβαίωση της ποσότητας, της προέλευσης (χαρτογραφικοί κωδικοί αμπελοτεμαχίων) και της ποικιλίας σταφυλιών της Α’ ύλης και διενεργούνται από τον/τους αρμόδιους για τα αμπελοοινικά προϊόντα υπάλληλο/ους της Δ.Α.Ο.Κ.
Κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών ελέγχων συμπληρώνεται το Υπόδειγμα 1 της παρούσας και αντίγραφό του επισυνάπτεται κατά την αποστολή των αποτελεσμάτων των ελέγχων στο Τμήμα Αμπέλου, Οίνου και Αλκοολούχων Ποτών της Διεύθυνσης Αξιοποίησης και Τεχνολογίας Τροφίμων του Υπ.Α.Α.Τ σύμφωνα με την παράγραφο 11. β) Οι επιτόπιοι έλεγχοι διενεργούνται από τις αρμόδιες αρχές όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 19 της με αριθμ. 5833/155045/12-12-2013 κοινής υπουργικής απόφασης όπως ισχύει. Εξαίρεση σύστασης του εν λόγω κλιμακίου δύναται να αποτελέσουν οι περιπτώσεις επιτόπιων ελέγχων που αφορούν σε επιχειρήσεις που εδρεύουν σε νησιά και όπου υπάρχει αδυναμία παρουσίας υπαλλήλου του Π.Κ.Π.Φ. και Π.Ε.. Στις περιπτώσεις αυτές ορίζεται τρίτος υπάλληλος από τον προϊστάμενο της Δ.Α.Ο.Κ προκειμένου να διεξαχθούν οι επιτόπιοι έλεγχοι, μετά από έγγραφη ενημέρωση του Π.Κ.Π.Φ. και Π.Ε προς την αρμόδια Δ.Α.Ο.Κ..
Σύμφωνα με το σημείο 2 του άρθρου 37 του Καν 273/2018 οι επιτόπιοι έλεγχοι διενεργούνται απροειδοποίητα. Ωστόσο, υπό τον όρο ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός του ελέγχου, είναι δυνατόν να δοθεί προηγούμενη ειδοποίηση, η οποία περιορίζεται στην απολύτως ελάχιστη αναγκαία. Η εν λόγω ειδοποίηση δεν υπερβαίνει τις 48 ώρες, με εξαίρεση δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις ή τα μέτρα για τα οποία διενεργούνται συστηματικοί επιτόπιοι έλεγχοι.

4. Στους ελέγχους περιλαμβάνονται και τυχαίοι έλεγχοι από την αρμόδια Δ.Α.Ο.Κ. πέραν του προαναφερομένου δείγματος.
 
5. Μεταξύ άλλων αντικείμενο των ελέγχων είναι:
α) η ιχνηλασιμότητα σε οποιοδήποτε στάδιο της παραγωγής,
β) το ισοζύγιο μεταξύ των εισερχομένων και εξερχόμενων προϊόντων με βάση τα επίσημα παραστατικά και τις πραγματικές ποσότητες οίνων όλων των κατηγοριών οι οποίες βρίσκονται στην κατοχή της επιχείρησης.

6. Ανεξάρτητα των ελέγχων που διενεργούνται με βάση το δείγμα ελέγχου της παραγράφου 2, έλεγχοι διενεργούνται και σε επιχειρήσεις που δεν έχουν υποβάλει τις δηλώσεις του αμπελοοινικού τομέα της παρούσας ή/και εγγραφή στο μητρώο επιχειρήσεων του άρθρου 3 έπειτα από καταγγελία ή διαπίστωση της αρμόδιας αρχής για την λειτουργία τους, καταγράφοντας κατά τον έλεγχο πλήρως τις δραστηριότητες τους.

7. Μετά το πέρας κάθε επιτόπιου ελέγχου, οι ελεγκτές συντάσσουν έκθεση ελέγχου σύμφωνα με το Υπόδειγμα IX της με αριθμ. 5833/155045/12-12-2013 κοινής υπουργικής απόφασης όπως ισχύει. Η εν λόγω έκθεση συνυπογράφεται από τον ελεγχόμενο, ο οποίος δύναται να καταγράψει τις τυχόν επιφυλάξεις του επί των παρατηρήσεων ή διαπιστώσεων των ελεγκτών. Η τυχόν άρνηση συνυπογραφής της έκθεσης ελέγχου από τον ελεγχόμενο, καταγράφεται από το ελεγκτή.

8. Η επιχείρηση φέρει το βάρος της απόδειξης της ιχνηλασιμότητας των προϊόντων που παράγει/κατέχει και δηλώνει στις σχετικές της δηλώσεις του αμπελοοινικού τομέα.

9. Αν κατά τον έλεγχο υπάρχουν μη συμμορφώσεις με τα προβλεπόμενα της παρούσας απόφασης και ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις υποχρεώσεις:
α) εγγραφής στο μητρώο επιχειρήσεων αμπελοοινικού τομέα του άρθρου 3 της παρούσας,
β) υποβολής των υποχρεωτικών δηλώσεων της παρούσας,
γ) επιλεξιμότητας των Α’υλών τις οποίες προμηθεύεται η επιχείρηση,
δ) ιχνηλασιμότητας των προϊόντων τα οποία δηλώνονται στις υποχρεωτικές δηλώσεις της παρούσας απόφασης, τότε η αρμόδια Δ.Α.Ο.Κ., απευθύνει στην επιχείρηση έγγραφη σύσταση σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4235/2014 (Α’32) και σύμφωνα με το Υπόδειγμα XII της με αριθμ. 5833/155045/12-12-2013 κοινής υπουργικής απόφασης. Τα διοικητικά μέτρα περιορισμού ή απαγόρευσης της διάθεσης των αμπελοοινικών προϊόντων καθώς και οι διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4235/2014 (Α’/32) και των κανονιστικών πράξεων κατ' εφαρμογή αυτού.

10. Το ύψος προστίμου των διοικητικών κυρώσεων στις περιπτώσεις καθυστέρησης ή μη υποβολής των υποχρεωτικών δηλώσεων της παρούσας, καθορίζεται από τους σχετικούς Πίνακες του άρθρου 11 και η διαδικασία επιβολής του πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 4235/2013.

11. Μετά το πέρας της διεξαγωγής των ανωτέρω ελέγχων τα εν λόγω αποτελέσματα αποστέλλονται στο Τμήμα Αμπέλου, Οίνου και Αλκοολούχων Ποτών της Διεύθυνσης Αξιοποίησης και Τεχνολογίας Τροφίμων του Υπ.Α.Α.Τ..

Άρθρο 10
Κυρώσεις


1. Σύμφωνα με το άρθρο 48 του Καν. (ΕΕ) 2018/273, στις παρακάτω περιπτώσεις μη υποβολής των υποχρεωτικών δηλώσεων των άρθρων 4, 5, 6 εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών προκύπτουν κυρώσεις που έχουν τη μορφή χρηματικού προστίμου και επιβάλλονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στο ν. 4235/2014:
α) περιπτώσεις υπέρβασης της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής της δήλωσης κατά 15 εργάσιμες ημέρες το μέγιστο, όπου το ύψος του προστίμου υπολογίζεται σύμφωνα με τον Πίνακα 1.
β) περιπτώσεις όπου δεν έχει υποβληθεί η δήλωση από τον υπόχρεο, όπου το ύψος του προστίμου υπολογίζεται σύμφωνα με τον Πίνακα 2.
 


2. Επιπλέον των κυρώσεων που αναφέρονται στον Πίνακα 2, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις/ενδιαφερόμενοι παραγωγοί που εμπίπτουν στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 β) δεν επωφελούνται των διαφόρων ευεργετημάτων του μέτρου των επενδύσεων σε οινοποιητικές επιχειρήσεις για το οικονομικό έτος που έπεται το έτος υποβολής της αίτησής του.

3. Αναφορικά με την εφαρμογή του προγράμματος των επενδύσεων σε οινοποιητικές επιχειρήσεις ισχύουν τα εξής:
α) Σε περιπτώσεις όπου οι πληροφορίες που εμπεριέχονται στις δηλώσεις κρίνονται ανακριβείς ή ελλιπείς και εφόσον αυτές είναι ουσιώδους σημασίας για την εφαρμογή του προγράμματος των επενδύσεων σε οινοποιητικές επιχειρήσεις, τότε η καταβλητέα ενίσχυση μειώνεται κατά ποσοστό αντίστοιχο της διαπραχθείσας παράβασης, όπως αυτό ορίζεται στην με αριθμ. 1771/149520/21-06-2019 υπουργική απόφαση «Επενδύσεις σε επιχειρήσεις οινοπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού (Ε.Ε) αριθμ. 1308/2013 για την περίοδο 2020-2023» (Β’/2736).
β) Σε περιπτώσεις υπέρβασης της ημερομηνίας υποβολής των δηλώσεων κατά 15 ημέρες το μέγιστο, σύμφωνα με το σημείο α) της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του Καν. (ΕΕ) 2018/273 ισχύουν μόνο οι κυρώσεις του Πίνακα 1 της ανωτέρω 1 παραγράφου.

4. Οι κυρώσεις που προβλέπονται στον παρόν άρθρο δεν επιβάλλονται σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας ή εξαιρετικών περιστάσεων κατά την έννοια του άρθρο 2 της παραγράφου 2 του Καν. (ΕΕ) 1306/2013.

5. Προφανή σφάλματα κατά την υποβολή των δηλώσεων δύναται να αναγνωρισθούν και να διορθωθούν από την αρμόδια Δ.Α.Ο.Κ. κατόπιν αίτησης του παραγωγού και προσκόμισης των απαιτούμενων δικαιολογητικών/ παραστατικών.

Άρθρο 11
Καταργούμενες διατάξεις


Με την παρούσα καταργούνται:
α) η με αριθμ. 3216/73174/30-06-2015 υπουργικής απόφασης «Καθορισμός συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή του Καν.(ΕΚ) 436/2009 της Επιτροπής όσον αφορά τις υποχρεωτικές δηλώσεις παραγωγής, επεξεργασίας, εμπορίας και αποθεμάτων αμπελοοινικών προϊόντων και την συγκέντρωση στοιχείων για την παρακολούθηση του αμπελοοινικού τομέα» (Β’/1542) όπως αυτή τροποποιήθηκε από την με αριθμ. 3004/107005/31-07-2018 υπουργική απόφαση (Β’/3248).
β) τα άρθρα 1 έως 4 της με αριθμ. 388052/08-08-2001 υπουργική απόφαση «Εφαρμογή του Καν (ΕΚ) 2729/00 της Επιτροπής σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής όσον αφορά τους ελέγχους στον αμπελοοινικό τομέα».

Άρθρο 12
Υποδείγματα


Στην παρούσα προσαρτάται το Υπόδειγμα 1 (ΦΥΛΛΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ), το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας και το οποίο έχει ως εξής:


 
Άρθρο 13
Έναρξη Ισχύος


Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 20 Σεπτεμβρίου 2019

Ο Υπουργός   
ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ ΒΟΡΙΔΗΣ

Η Υφυπουργός
ΦΩΤΕΙΝΗ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ

109482/2019 Τροποποίηση της αριθ. 2/32755/0004/12.4.2016 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών με θέμα «Συγκρότηση και ορισμός μελών των Δ΄ και Ε΄ Υπηρεσιακών Συμβουλίων του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του ν.4369/2016 (Α΄33), όπως ισχύει (ΑΔΑ:6ΠΞ8Η-Ζ78)»

$
0
0
04/10/2019
109482/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ : Ε΄

Ταχ. Δ/νση : Πανεπιστημίου 37
101 65 Αθήνα
Πληροφορίες : Α. Βασιλείου
Τηλέφωνο : 210-33.38.318
Fax : 210-33.38.201
e-mail : a.vasileiou@glk.gr

ΘΕΜΑ: «Τροποποίηση της αριθ. 2/32755/0004/12.4.2016 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών με θέμα «Συγκρότηση και ορισμός μελών των Δ΄ και Ε΄ Υπηρεσιακών Συμβουλίων του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του ν.4369/2016 (Α΄33), όπως ισχύει (ΑΔΑ:6ΠΞ8Η-Ζ78)»

Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) του άρθρου 30, παρ. 1-3 του ν.4369/2016 «Εθνικό Μητρώο Επιτελικών Στελεχών Δημόσιας Διοίκησης, βαθμολογική διάρθρωση θέσεων, συστήματα αξιολόγησης, προαγωγών και επιλογής προϊσταμένων (διαφάνεια-αξιοκρατία και αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης) και άλλες διατάξεις» (Α΄33), όπως ισχύει.
β) των άρθρων 159 έως 162 του ν.3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.» (Α΄26), όπως ισχύει.
γ) των άρθρων 13 έως 15 του ν.2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (Α΄45), όπως ισχύει.
δ) του Π.Δ.142/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α΄181), όπως ισχύει.
ε) του Π.Δ.83/2019 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 121).

2. α) Την αριθ. 2/98380/0004/24.12.2014 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών με θέμα «Σύσταση και συγκρότηση των Δ΄ και Ε΄ Υπηρεσιακών Συμβουλίων του Υπουργείου Οικονομικών» (Β΄3546).
β) Την αριθ. 2/32755/0004/12.4.2016 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών με θέμα «Συγκρότηση και ορισμός μελών των Δ΄ και Ε΄ Υπηρεσιακών Συμβουλίων του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του ν.4369/2016 (Α΄33), όπως ισχύει» (ΑΔΑ:6ΠΞ8Η-Ζ78), όπως τροποποιήθηκε με τις αριθ. 2/61488/0004/4.8.2016 (ΑΔΑ: Ψ154Η-7ΒΔ), 2/9439/0004/3.2.2017 (ΑΔΑ:Ω5ΨΖΗ-22Ρ), 2/27844/0004/8.8.2017 (ΑΔΑ : ΩΕΙΦΗ-ΞΧΨ), 2/45960/0004/2018 (ΑΔΑ: Ω5Α0Η-Ν5Θ), 2/58257/0004/30.7.2018 (ΑΔΑ: 6Γ38Η-3ΝΓ), 2/66051/0004/2018 (ΑΔΑ: 64ΤΑΗ-Α31), 2/93128/0004/19.12.2018 (ΑΔΑ: 67ΚΑΗ-Π5Υ), και 75390 ΕΞ 2019/04.07.2019 (ΑΔΑ: ΩΖΛΗΗ-2ΡΔ), όμοιες.

3. Την αριθ. ΔΙΔΑΔ/Φ.37.19/1152/οικ.18242/5.7.2016 εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (ΨΓΟ7465ΦΘΕ-346).

4. Τα από 3.12.2018 έγγραφα της Α΄ Εφορευτικής Επιτροπής των Δ΄ και Ε΄ Υπηρεσιακών Συμβουλίων του Υπουργείου Οικονομικών, σχετικά με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εκλογών της 3ης.12.2018 για την ανάδειξη αιρετών μελών-εκπροσώπων των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών και των εποπτευόμενων από αυτό φορέων στα Δ΄ και Ε΄ Υπηρεσιακά Συμβούλια.

5. Την ανάγκη τροποποίησης της απόφασης συγκρότησης και ορισμού μελών των Δ΄ και Ε΄ Υπηρεσιακών Συμβουλίων ως προς τα αιρετά μέλη που υπηρετούν στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, κατόπιν των διατάξεων του π.δ. 81/2019 (Α΄119).

6. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.

Α π ο φ α σ ί ζ ο υ μ ε

Ι. Τροποποιούμε την αριθ. 2/32755/0004/12.4.2016 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΑΔΑ:6ΠΞ8Η-Ζ78) όπως ισχύει, ως προς τον ορισμό μελών, ως εξής:

1. Αντικαθιστούμε την υπό στοιχείο ε) υποπερίπτωση της περίπτωσης 1, της παραγράφου Α του άρθρου 2, ως εξής:
«ε) Θεόδωρο Δημητρίου του Ιωάννη, μόνιμο υπάλληλο με βαθμό Α΄ του κλάδου ΠΕ Δημοσιονομικών, που υπηρετεί ως Προϊστάμενος στο Β΄ Τμήμα της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος, ως εκπρόσωπο των υπαλλήλων με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου, με αναπληρωτή του τον Νικόλαο Πυρόβολο του Κωνσταντίνου, μόνιμο υπάλληλο του ίδιου βαθμού και κλάδου, που υπηρετεί ως Προϊστάμενος στο Γ΄ Τμήμα της Α΄ Δημοσιονομικής Υπηρεσίας Εποπτείας και Ελέγχου (Δ.Υ.Ε.Ε.)».

2. Αντικαθιστούμε την περίπτωση 2, της παραγράφου Α του άρθρου 2, ως εξής:
«2. Όταν το Συμβούλιο κρίνει θέματα προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ορίζουμε να μετέχουν σε αυτό, η Μαρία Παπακώστα του Γεωργίου, υπάλληλο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με βαθμό Α΄ του κλάδου ΔΕ Δημοσιονομικών, που υπηρετεί στην Ε΄ Δ.Υ.Ε.Ε. της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής, ως εκπρόσωπο των υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, με αναπληρώτριά της την Αλεξάνδρα Δρόσου του Λάμπρου, υπάλληλο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με βαθμό Α΄ , ειδικό επιστημονικό προσωπικό, που υπηρετεί ως Προϊσταμένη του Η΄ Τμήματος της Διεύθυνσης Προϋπολογισμού Γενικής Κυβέρνησης της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής».

3. Αντικαθιστούμε την περίπτωση 2, της παραγράφου Β του άρθρου 2, ως εξής:
«2. Όταν το Συμβούλιο κρίνει θέματα προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ορίζουμε να μετέχει σε αυτό, ο Δημήτριος Υπερήφανος του Στάμου, υπάλληλος με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με βαθμό Α΄, του κλάδου ΠΕ Μηχανικών της Διεύθυνσης Α΄-Ελέγχου Διαχείρισης Συγχρηματοδοτούμενων Προγραμμάτων της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής, ως εκπρόσωπο των υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου».

ΙΙ. Κατά τα λοιπά ισχύει η ανωτέρω τροποποιούμενη απόφαση.
 


Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΪΚΟΥΡΑΣ

Ε.2178/2019 Κοινοποίηση των διατάξεων της παραγράφου 9 του άρθρου 2 του ν. 4626/2019 (ΦΕΚ Α' 141) για θέματα φορολογίας Κεφαλαίου, άμεσης και έμμεσης φορολογίας

$
0
0

Αθήνα, 3 Οκτωβρίου 2019
Ε.2178/3-10-2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΛΟΓΙΟΥ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α - Β'
ΤΗΛ. 2103375878, 2103375872
2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'
ΤΗΛ. 2103375312
3. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'
ΤΗΛ. 2132122400

Ε 2178/2019

Θέμα: Κοινοποίηση των διατάξεων της παραγράφου 9 του άρθρου 2 του ν. 4626/2019 (ΦΕΚ Α' 141) για θέματα φορολογίας Κεφαλαίου, άμεσης και έμμεσης φορολογίας.

1. Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 4626/2019 (ΦΕΚ Α' 141) με τίτλο «Κύρωση της από 24.07.2019 Π.Ν.Π. «Λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση άμεσων κινδύνων και αναγκών στις περιοχές της Περιφερειακής Ενότητας Ανατολικής Αττικής που επλήγησαν από τις πυρκαγιές της 23ης Ιουλίου 2018» (Α' 127), σύσταση και καταστατικό λειτουργίας της εταιρείας «Μάτι Ξανά» και άλλες διατάξεις» με τις οποίες ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, θέματα φορολογιών κεφαλαίου, άμεσης και έμμεσης φορολογίας της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας με την επωνυμία «Μάτι Ξανά».

2. Συγκεκριμένα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου συνιστάται αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με την επωνυμία «Μάτι Ξανά» και τον διακριτικό τίτλο «Μάτι ΞανάΖω». Η διάρκεια της Εταιρείας ορίζεται ετήσια με δυνατότητα παράτασης μία φορά για ίσο χρονικό διάστημα.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 6 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι η Εταιρεία λειτουργεί για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και εποπτεύεται, ως προς τη λειτουργία της, εντός των προσδιοριζόμενων από τον παρόντα νόμο προβλέψεων, από τον Υπουργό Εσωτερικών. 

4. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παρ. 9 του ίδιου ως άνω άρθρου ορίζεται ότι η Εταιρεία απαλλάσσεται από κάθε δημόσιο, δημοτικό, κοινοτικό ή υπερ τρίτου άμεσο ή έμμεσο φόρο, με εξαίρεση τον φόρο προστιθεμένης αξίας και απολαμβάνει γενικά όλων των δικονομικών και άλλων προνομιών και ατελειών του Δημοσίου. Συνεπεία τούτου, η Εταιρεία απαλλάσσεται, εκτός των άλλων φόρων και από τους φόρους κληρονομιάς, δωρεάς και μεταβίβασης ακινήτων κατά την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων από τις ανωτέρω αιτίες. Αντίστοιχη απαλλαγή ισχύει και από τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) και από τον Ειδικό Φόρο επί των Ακινήτων (Ε.Φ.Α.).

5. Η ισχύς του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι τη 16η Σεπτεμβρίου 2019.




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ Α.Α.Δ.Ε
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Συχνές ερωτήσεις-απαντήσεις Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων

$
0
0



Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων- Συχνές ερωτήσεις- απαντήσεις

*30/09/2019 : Προστέθηκε αναφορά για τα Νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
*02/10/2019 : Προστέθηκε αναφορά για την διαδικασία εξουσιοδότησης εκπροσώπου Νομικού Προσώπου. Δ Τεχνικά ζητήματα, Ερώτηση 1


Α. Γενικά -Ορισμοί

1. Τι είναι το Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων;


Το Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων είναι ένα ηλεκτρονικό μητρώο το οποίο έχει δημιουργηθεί, μέσω διαδικτυακής ηλεκτρονικής εφαρμογής και τηρείται στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων. Σε αυτό, όλα τα νομικά πρόσωπα και όλες οι νομικές οντότητες που έχουν έδρα στην Ελλάδα ή ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα που φορολογείται στην Ελλάδα υποχρεούνται να καταχωρίζουν τα εκ του νόμου απαιτούμενα στοιχεία των πραγματικών δικαιούχων τους.

2. Πως ορίζεται ο πραγματικός δικαιούχος;

Πραγματικός δικαιούχος (beneficial owner) θεωρείται κάθε φυσικό πρόσωπο στο οποίο πραγματικά ανήκει ή το οποίο ελέγχει πραγματικά μία εταιρική οντότητα ή για λογαριασμό του οποίου διεξάγονται συναλλαγές ή δραστηριότητες μιας εταιρείας. Η έννοια του πραγματικού δικαιούχου αντιπαραβάλλεται με την έννοια του νόμιμου κυρίου (legal owner) της νομικής οντότητας, ο οποίος δηλώνεται ως μέτοχος ασκών τον έλεγχο του νομικού προσώπου/οντότητας.

3. Είμαι πραγματικός δικαιούχος. Ποιος καταχωρίζει τα στοιχεία μου στο Κεντρικό Μητρώο;


Η καταχώριση των στοιχείων του πραγματικού δικαιούχου γίνεται από τον νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου ή ειδικώς εξουσιοδοτημένο πρόσωπο με απόφαση του αρμόδιου εταιρικού καταστατικού οργάνου.
Η πρόσβαση στην εφαρμογή από τον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο, λαμβάνει χώρα με τους δικούς του προσωπικούς κωδικούς και προϋποθέτει την ύπαρξη εξουσιοδότησης του νομικού προσώπου στον εκπρόσωπο του, στο πληροφοριακό σύστημα του TaxisNet,.

4. Ποιος είναι ο σκοπός του Κεντρικού Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων;

Σκοπός του Κεντρικού Μητρώου είναι η άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο, στο πλαίσιο της διαφάνειας των εταιρικών οντοτήτων και των παρεμφερών νομικών μορφωμάτων, με στόχο την πρόληψη και την καταπολέμηση της χρησιμοποίησής τους για ξέπλυμα χρήματος και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Στόχος της Ε.Ε. είναι η διασύνδεση των εθνικών Μητρώων Πραγματικών Δικαιούχων μέσω της ευρωπαϊκής κεντρικής πλατφόρμας έως τις 10 Μαρτίου 2021.

5. Είμαι πραγματικός δικαιούχος. Πως προστατεύονται τα δικαιώματά μου ως υποκείμενο των δεδομένων που τίθενται στη διάθεση του κοινού;

Στο πλαίσιο δίκαιης ισορροπίας μεταξύ αφ' ενός του γενικού συμφέροντος για την πρόληψη του Ξ/Χ και της Χ/Τ και αφ' ετέρου των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων, οι πληροφορίες των πραγματικών δικαιούχων που τίθενται στη διάθεση του κοινού αφορούν αυστηρά στη σφαίρα της οικονομικής τους δραστηριότητας. Συγκεκριμένα, η πρόσβαση του κοινού στο Κεντρικό Μητρώο είναι ελεύθερη μόνο ως προς τα στοιχεία που αφορούν στο ονοματεπώνυμο, την υπηκοότητα και το είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που κατέχουν οι πραγματικοί δικαιούχοι, προκειμένου να αποφευχθεί η έκθεση του πραγματικού δικαιούχου σε κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, βίας ή εκφοβισμού και να επιτευχθεί η προστασία του αν είναι ανήλικος ή με άλλον τρόπο ανίκανος προς δικαιοπραξία.
Επιπλέον, οι υπόχρεοι καταχώρισης ενημερώνονται αυτόματα για τις αναζητήσεις που έγιναν για αυτούς από φυσικά πρόσωπα. Οι υπόχρεοι καταχώρισης δεν ενημερώνονται για αναζητήσεις που διενεργούνται από τις ελεγκτικές αρχές, τις αρμόδιες αρχές του άρθρου 6 του ν. 4557/2018 ή των υπόχρεων προσώπων (άρθρο 5 ν. 4557/2018).

6. Είμαι πραγματικός δικαιούχος. Για πόσο διάστημα τηρούνται τα δεδομένα μου;


Τα δεδομένα, τα οποία έχουν καταγραφεί, αποθηκευτεί και αναπαραχθεί με οποιοδήποτε τρόπο, τηρούνται online για πέντε (5) έτη. Μετά την 5ετία παραμένουν στη βάση δεδομένων που τηρείται στη ΓΓΠΣ σύμφωνα με την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων.

Β. Νομικό πλαίσιο

1. Ποιο είναι το νομικό πλαίσιο λειτουργίας του Μητρώου;


■ Ο ν.4557/2018 «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/849/EE) και άλλες διατάξεις» (Α' 139), όπως έχει τροποποιηθεί με το αρ. 62 του ν. 4607/2019 (Α' 65) με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η οδηγία 2015/849 και εν μέρει η οδηγία 2018/843.
■ Η υπ' αρ. 67343 ΕΞ 2019/19-06-2019 Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Β' 2443), όπως τροποποιήθηκε με την αρ. 73900 ΕΞ 2019/02-07-2019 Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Β' 2718).

2. Ποιος θεωρείται πραγματικός δικαιούχος; Ποιες μπορεί να αποτελούν ενδείξεις ελέγχου μίας εταιρείας, ώστε να προκύψει ο πραγματικός δικαιούχος;

Πραγματικός δικαιούχος θεωρείται το φυσικό ή τα φυσικά πρόσωπα στα οποία πραγματικά ανήκει ή τα οποία πραγματικά ελέγχουν μία εταιρική οντότητα. Η εξακρίβωση και ο έλεγχος της ταυτότητας των πραγματικών δικαιούχων επεκτείνεται, κατά περίπτωση, σε νομικές οντότητες που κατέσχουν άλλες οντότητες. Σκοπός είναι να αναζητηθεί και εντοπιστεί το φυσικό πρόσωπο το οποίο τελικά ασκεί έλεγχο μέσω ιδιοκτησίας ή με άλλο τρόπο ενός νομικού προσώπου. Ο έλεγχος με άλλα μέσα μπορεί να περιλαμβάνει τα κριτήρια ελέγχου που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, όπως μέσω (εξωεταιρικής) συμφωνίας μετόχων, της άσκησης δεσπόζουσας επιρροής ή της εξουσίας διορισμού ανώτερων διοικητικών στελεχών. Ενδείξεις ελέγχου:
■ Η κατοχή ποσοστού μετοχών άνω του 25% ή ιδιοκτησιακού δικαιώματος άνω του 25% μιας εταιρείας από φυσικό πρόσωπο.
■ Η κατοχή ποσοστού μετοχών άνω του 25% ή ιδιοκτησιακού δικαιώματος άνω του 25% μιας εταιρείας από άλλη εταιρεία, ο έλεγχος της οποίας ασκείται από φυσικό ή φυσικά πρόσωπα ή από περισσότερες εταιρείες που ελέγχονται από το ίδιο ή τα ίδια φυσικά πρόσωπα.
■ Εάν μία μητρική οντότητα έχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετοχών, εταίρων ή μελών μίας άλλης οντότητας (θυγατρική).
■ Εάν μία μητρική οντότητα έχει το δικαίωμα:
- να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου της άλλης οντότητας (θυγατρική οντότητα) και είναι ταυτόχρονα μέτοχος, εταίρος ή μέλος αυτής της οντότητας,
- να ασκεί κυριαρχική επιρροή στην άλλη οντότητα (θυγατρική οντότητα), της οποίας είναι μέτοχος, εταίρος ή μέλος, είτε βάσει σύμβασης που έχει συνάψει με την οντότητα αυτή είτε βάσει πρόβλεψης του ιδρυτικού εγγράφου ή του καταστατικού της.
■ Εάν μία μητρική οντότητα είναι μέτοχος εταίρος ή μέλος της άλλης οντότητας και είτε:
- ελέγχει από μόνη της, δυνάμει συμφωνίας που έχει συνάψει με άλλους μετόχους, εταίρους ή μέλη της οντότητας αυτής (θυγατρική οντότητα), την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων, εταίρων ή μελών της είτε:
- ισχύουν αθροιστικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
■ Η πλειοψηφία των μελών των διοικητικών, διαχειριστικών ή εποπτικών οργάνων της οντότητας αυτής (θυγατρικής οντότητας) που είχαν τη διοίκηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου, καθώς και κατά την προηγούμενη περίοδο και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, έχει
διοριστεί μόνο ως αποτέλεσμα της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου αυτής.
■ Τα δικαιώματα ψήφου που κατέχονται από τη μητρική οντότητα αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 20% των συνολικών δικαιωμάτων ψήφου στη θυγατρική οντότητα.
■ Κανένα τρίτο μέρος δεν έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα σημεία α', β' ή γ' της παρούσας παραγράφου, αναφορικά με αυτή την οντότητα (θυγατρική οντότητα).
■ Εάν μια μητρική οντότητα έχει την εξουσία να ασκεί ή πράγματι ασκεί κυριαρχική επιρροή ή έλεγχο στην άλλη οντότητα (θυγατρική οντότητα).

3. Τα Νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα είναι υπόχρεα καταχώρησης στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων;

Τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (σύλλογοι, σωματεία, ιδρύματα, αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες, μη κερδοσκοπικές οργανώσεις κ.α.) είναι υπόχρεα καταχώρισης στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων, ως οντότητες που έχουν έδρα στην Ελλάδα.

4. Ποιοι δηλώνονται ως πραγματικοί δικαιούχοι των μη κερδοσκοπικών νομικών προσώπων/οντοτήτων;

Δηλώνονται ως πραγματικοί δικαιούχοι ο πρόεδρος, ο γραμματέας, ο ταμίας ή/και ο διαχειριστής (εφόσον υπάρχει).
Στους συνεταιρισμούς δηλώνονται ως πραγματικοί δικαιούχοι ο πρόεδρος, ο γραμματέας, ο ταμίας του ΔΣ, καθώς και τα φυσικά/νομικά πρόσωπα που κατέχουν ποσοστό μερίδων ίσο ή άνω του 25%.
Στις αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες δηλώνονται ως πραγματικοί δικαιούχοι ο πρόεδρος, ο γραμματέας, ο ταμίας ή/και ο διαχειριστής (εφόσον υπάρχει) καθώς και οι εταίροι, φυσικά/νομικά πρόσωπα που κατέχουν ποσοστό ίσο ή άνω του 25%. Στους ιερούς ναούς δηλώνονται ως πραγματικοί δικαιούχοι ο Πρόεδρος, ο γραμματέας και ο ταμίας (εφόσον υπάρχει) του εκκλησιαστικού συμβουλίου.
Οι άτυπες ενώσεις ιδιοκτητών και ενοίκων πολυκατοικίας, όταν δεν αποκτούν φορολογητέο εισόδημα, δεν είναι υπόχρεοι καταχώρισης στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων.
Οι Σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων, όταν δεν αποκτούν φορολογητέο εισόδημα, δεν είναι υπόχρεοι καταχώρισης στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων.

5. Τι κυρώσεις υπάρχουν στην περίπτωση μη καταχώρισης των στοιχείων του πραγματικού δικαιούχου στο Κεντρικό Μητρώο;

Η μη συμμόρφωση συνεπάγεται τη δέσμευση χορήγησης αποδεικτικού έκδοσης φορολογικής ενημερότητας των υπόχρεων νομικών προσώπων και οντοτήτων. Περαιτέρω, σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης τήρησης ειδικού μητρώου και εγγραφής στο Κεντρικό Μητρώο, με απόφαση της Αρχής επιβάλλεται σε βάρος των υπόχρεων νομικών προσώπων και οντοτήτων πρόστιμο δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και τίθεται προθεσμία για τη συμμόρφωσή τους. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή υποτροπής, το πρόστιμο διπλασιάζεται.

Γ. Ενδεικτικές περιπτώσεις - Παραδείγματα

1. Εταιρεία μη εισηγμένη που εδρεύει στην Ελλάδα έχει εξαντλήσει όλα τα δυνατά μέσα προσδιορισμού του πραγματικού δικαιούχου ή έχει αμφιβολίες ως προς το πρόσωπο που προσδιορίστηκε. Ποιος θεωρείται ως πραγματικός δικαιούχος;

Στην περίπτωση αυτή και εφόσον έχουν εξαντληθεί όλα τα δυνατά μέσα και ελλείψει βάσιμων υποψιών ή εφόσον υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το ότι το πρόσωπο που προσδιορίστηκε είναι ο πραγματικός δικαιούχος, θεωρείται πραγματικός δικαιούχος το ή τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν θέση ανώτατου διοικητικού στελέχους διευθύνοντος την εταιρεία.

2. Επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα αλλά έχει απαλλαγεί από τη φορολογία βάσει ειδικών διατάξεων. Υποχρεούται σε καταχώριση στο Κεντρικό Μητρώο;


Όχι. Υπόχρεοι καταχώρισης είναι τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα που φορολογείται στην Ελλάδα.

3. Εγκατεστημένη στην Ελλάδα θυγατρική εταιρεία της οποίας η μητρική είναι εισηγμένη στο εξωτερικό. Υποχρεούται σε καταχώριση στο Κεντρικό Μητρώο;

Ναι. Θυγατρική εταιρεία με πραγματικό δικαιούχο εισηγμένη εταιρεία στο εξωτερικό υποχρεούται σε καταχώρηση. Ως πραγματικός δικαιούχος νοείται η εισηγμένη μητρική. Για την ορθή καταχώριση της μητρικής εισηγμένης εταιρείας, αρκεί η αναφορά του ΑΦΜ (TIN) της στη χώρα εγκατάστασης και του κωδικού αναγνώρισης νομικού προσώπου (Legal Entity Identifier).

4. Είμαι μέτοχος σε εισηγμένη εταιρεία. Οφείλω να γνωστοποιήσω τις μεταβολές στο ποσοστό μετοχών που κατέχω στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων;


Οι εισηγμένες εταιρείες σε ρυθμισμένη αγορά ή Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης που λειτουργεί στην Ελλάδα καταχωρίζονται αυτόματα στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων, μέσω σύνδεσης του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών με τη ΓΓΠΣ. Τα στοιχεία καταχώρισης αφορούν τον Α.Φ.Μ. και τον κωδικό αναγνώρισης νομικού προσώπου (Legal Entity Identifier).

Δ. Τεχνικά ζητήματα

1. Γιατί εμφανίζεται το μήνυμα «Δεν είστε εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος Νομικού Προσώπου»;

Η πρόσβαση στο σύστημα λαμβάνει χώρα από τον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο, ο οποίος και είναι υπεύθυνος για την υποβολή της δήλωσης, με τους δικούς του προσωπικούς κωδικούς, μέσω της διαδικασίας εξουσιοδότησης στο TaxisNet,.
Το μήνυμα "Δεν είστε εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος Νομικού Προσώπου" σημαίνει δεν έχει ακολουθηθεί στο TaxisNet η διαδικασία εξουσιοδότησης, άρα δεν έχετε και δικαίωμα υποβολής.
Η διαδικασία εξουσιοδότησης εκπροσώπου Νομικού Προσώπου είναι η ακόλουθη:
Το Νομικό Πρόσωπο συνδέεται στο TaxisNet με τους κωδικούς του (λογαριασμό TaxisNet) και κατόπιν από την επιλογή "Ο λογαριασμός μου / Εξουσιοδοτήσεις" εξουσιοδοτεί το φυσικό πρόσωπο (νόμιμο εκπρόσωπο) της νομικής οντότητας. Με την ολοκλήρωση της ενέργειας αυτής, μπορεί ο νόμιμος εκπρόσωπος να συνδεθεί και να εισέλθει στην εφαρμογή "ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ", χρησιμοποιώντας τον προσωπικό του λογαριασμό στο TaxisNet.

2. Πως ολοκληρώνεται η υποβολή της δήλωσης;

Μετά την προσθήκη όλων των δικαιούχων, ο υπόχρεος μπορεί να αποθηκεύσει προσωρινά την δήλωση πατώντας το κουμπί «Προσωρινή Αποθήκευση» της οθόνης «Βασικά Στοιχεία» και μπορεί να κάνει οποιεσδήποτε τροποποιήσεις επιθυμεί. Για την οριστική υποβολή της δήλωσης , επιλέγεται το κουμπί «Οριστική Υποβολή» της οθόνης «Βασικά Στοιχεία».

3. Έχω κάνει οριστική Υποβολή και πρέπει να κάνω μεταβολές.

Παρέχεται η δυνατότητα άρσης της οριστικής Υποβολής και πολλαπλών επανυποβολών, πατώντας το κουμπί «τροποποίηση» της οθόνης «Βασικά Στοιχεία».

4. Τι γίνεται στην περίπτωση που δεν υπάρχει αριθμός ΓΕΜΗ;

Το πεδίο "Αριθμός ΓΕΜΗ" δεν είναι υποχρεωτικό και μπορεί να είναι κενό. Ωστόσο, αν ο χρήστης εισάγει τουλάχιστον ένα χαρακτήρα στο πεδίο, τότε είναι απαιτητό να συμπληρώσει από 8 έως 12 αριθμητικά ψηφία.

5. Τι είναι το πεδίο TAX ID;

Σε περίπτωση προσώπου από το εξωτερικό το πεδίο TAX ID συμπληρώνεται αυτόματα (με βάση τον αριθμό μητρώου της χώρας του εξωτερικού) και δεν είναι τροποποιήσιμο.

Δ.ΕΙΣΦ.Μ./592/1178153/2019 Διευκρινίσεις σχετικά με τη χορήγηση Αποδεικτικού Ασφαλιστικής Ενημερότητας

$
0
0
Αθήνα, 4/10/2019
Αριθμ. Πρωτ.: Δ.ΕΙΣΦ.Μ./592/1178153



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ

Δ/νση : Σατωβριάνδου 18
10432, Αθήνα
Τηλ. : 210 52 85 535-536
Ε - Mail : d.eisf.misth@efka.gov.gr
d.eisf.mmisth@efka.gov.gr

ΓΕΝΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ

ΘΕΜΑ: Διευκρινίσεις σχετικά με τη χορήγηση Αποδεικτικού Ασφαλιστικής Ενημερότητας


ΣΧΕΤ.: Το με αρ. πρωτ. ΔΕΙΣΦΜΜ/1228/1490270/15-11-2017 έγγραφό μας

Με αφορμή ερωτήματα Περ/κών Υπηρεσιών ως προς τη διαδικασία χορήγησης Αποδεικτικού Ασφαλιστικής Ενημερότητας σε εργοδότες - Νομικά Πρόσωπα, κρίνεται σκόπιμο να επισημάνουμε τα κάτωθι:
Με τις διατάξεις των Άρθρων 23-28 του Ν. 4611/2019, ρυθμίζονται θέματα που αφορούν τις πράξεις και συναλλαγές για τις οποίες απαιτείται η προσκόμιση Αποδεικτικού Ασφαλιστικής Ενημερότητας, οι προϋποθέσεις χορήγησης και η διάρκειά του.

Ειδικότερα, στις διατάξεις της παρ. (ββ) του Ν.4611/2019, ορίζεται ότι: «Για τα νομικά πρόσωπα λαμβάνονται υπόψη οι οφειλές τους από τυχόν εργοδοτικές υποχρεώσεις, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Ειδικά για τις προσωπικές εταιρίες, λαμβάνονται υπόψη τόσο οι οφειλές τους από τυχόν εργοδοτικές υποχρεώσεις όσο και οι οφειλές των φυσικών προσώπων που συμμετέχουν σε αυτές».

Δεδομένου ότι στις διατάξεις του Άρθρου 29 του ως άνω Νόμου, ορίζεται ότι για την εφαρμογή των προβλεπομένων από τις ανωτέρω διατάξεις, απαιτείται η έκδοση Υπουργικής Απόφασης, με την οποία θα ρυθμίζεται η διαδικασία χορήγησης του αποδεικτικού ενημερότητας και της βεβαίωσης οφειλής, τυχόν απαλλαγές από την υποχρέωση προσκόμισης τους, το περιεχόμενο τους και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια και σας διατάξεις του Άρθρου 30 ότι η ισχύς των άρθρων 23 έως 28 αρχίζει από τη δημοσίευση της Απόφασης του Άρθρου 29, σας γνωρίζουμε ότι:

Μέχρι την έκδοση της προβλεπόμενης από το νόμο Υπουργικής Απόφασης, εξακολουθούν να ισχύουν οι οδηγίες των σχετικών εγγράφων που έχουν εκδοθεί από τη Γενική Διεύθυνση Εισφορών.

Επομένως, έως την έκδοση της κατ' εξουσιοδότηση Υπουργικής Απόφασης, για τους εργοδότες Νομικά Πρόσωπα, που αιτούνται Αποδεικτικό Ασφαλιστικής Ενημερότητας, δε θα ερευνάται η ατομική ασφαλιστική ενημερότητα των προσώπων που έχουν ασφαλιστέα ιδιότητα λόγω της συμμετοχής τους σε Νομικό Πρόσωπο.
 
Του παρόντος να λάβει γνώση, με ευθύνη των Προϊσταμένων, το προσωπικό της Υπηρεσίας σας.





Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΙΑΠΑΚΗΣ

ΑΚΡ1ΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΑΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΕΛΕΝΗ ΤΣΙΟΥΤΣΙΑ

Ε.2177/2019 Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου εβδόμου της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) (Α'145/30.09.2019)

Next: Υπόθεση C-260/18 Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Συμβάσεις συναπτόμενες με καταναλωτές – Καταχρηστικές ρήτρες – Ενυπόθηκο δάνειο με ρήτρα υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος – Ρήτρα περί καθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας – Αποτελέσματα της αναγνωρίσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας – Δυνατότητα του δικαστηρίου να αντικαταστήσει τις καταχρηστικές ρήτρες με γενικές ρήτρες του αστικού δικαίου – Εκτίμηση του συμφέροντος του καταναλωτή – Διατήρηση της συμβάσεως σε ισχύ χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες
$
0
0

Αθήνα, 3 Οκτωβρίου 2019
Ε.2177/3-10-2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
 


Α. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α', Β'
Τηλέφωνα: 210 3635007
2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α'
Τηλέφωνα: 213 2122400

Ταχ. Δ/νση :Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:101 84 Αθήνα
 
ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

Ε 2177/2019
 
ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου εβδόμου της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) (Α'145/30.09.2019)


Σας κοινοποιούμε, συνημμένα, για ενημέρωση και εφαρμογή τις διατάξεις του άρθρου εβδόμου (7) «Αναστολή καταβολής ΦΠΑ για τις πληγείσες επιχειρήσεις που είχαν συναλλαγές με την εταιρεία «Thomas Cook Group PLC»» της από 30.09.2019 ΠΝΠ (A'145) «Κατεπείγουσες ρυθμίσεις αρμοδιότητας των Υπουργείων Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Εσωτερικών, Οικονομικών και Υγείας».




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ Α.Α.Δ.Ε.
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ


Υπόθεση C-260/18 Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Συμβάσεις συναπτόμενες με καταναλωτές – Καταχρηστικές ρήτρες – Ενυπόθηκο δάνειο με ρήτρα υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος – Ρήτρα περί καθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας – Αποτελέσματα της αναγνωρίσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας – Δυνατότητα του δικαστηρίου να αντικαταστήσει τις καταχρηστικές ρήτρες με γενικές ρήτρες του αστικού δικαίου – Εκτίμηση του συμφέροντος του καταναλωτή – Διατήρηση της συμβάσεως σε ισχύ χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 3ης Οκτωβρίου 2019  «Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Συμβάσεις συναπτόμενες με καταναλωτές – Καταχρηστικές ρήτρες – Ενυπόθηκο δάνειο με ρήτρα υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος – Ρήτρα περί καθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας – Αποτελέσματα της αναγνωρίσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας – Δυνατότητα του δικαστηρίου να αντικαταστήσει τις καταχρηστικές ρήτρες με γενικές ρήτρες του αστικού δικαίου – Εκτίμηση του συμφέροντος του καταναλωτή – Διατήρηση της συμβάσεως σε ισχύ χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες»

Στην υπόθεση C‑260/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Warszawie (πρωτοδικείο περιφέρειας Βαρσοβίας, Πολωνία), με απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Απριλίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Kamil Dziubak,

Justyna Dziubak

κατά

Raiffeisen Bank International AG, prowadzący działalność w Polsce w formie oddziału pod nazwą Raiffeisen Bank International AG Oddział w Polsce, πρώην Raiffeisen Bank Polska SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, J. Malenovský, C. G. Fernlund και L. S. Rossi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι Κ. και J. Dziubak, εκπροσωπούμενoι από την A. Plejewska, adwokat,

–        η Raiffeisen Bank International AG, prowadzący działalność w Polsce w formie oddziału pod nazwą Raiffeisen Bank International AG Oddział w Polsce, πρώην Raiffeisen Bank Polska SA, εκπροσωπούμενη από τους R. Cebeliński και I. Stolarski, radcowie prawni,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον S. Brandon, επικουρούμενο από την A. Howard, barrister,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον N. Ruiz García και την M. Siekierzyńska,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Μαΐου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 2, του άρθρου 4, του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Kamil Dziubak και της Justyna Dziubak (στο εξής: δανειολήπτες), αφενός, και της Raiffeisen Bank International AG, prowadzący działalność w Polsce w formie oddziału pod nazwą Raiffeisen Bank International AG Oddział w Polsce, πρώην Raiffeisen Bank Polska SA (στο εξής: Raiffeisen), σχετικά με τον φερόμενο ως καταχρηστικό χαρακτήρα ρητρών που αφορούν τον μηχανισμό μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα ο οποίος χρησιμοποιήθηκε σε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με ρήτρα υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 έχει ως εξής:

«ότι οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες· ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα· ότι, γι’ αυτό τον λόγο, η έκφραση “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως».

4        Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»

5        Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.

2.      Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»

6        Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

7        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

 Το πολωνικό δίκαιο

8        Το άρθρο 56 του Kodeks cywilny (αστικού κώδικα) ορίζει:

«Η δικαιοπραξία αναπτύσσει, πέραν των εννόμων συνεπειών που ορίζονται σε αυτήν, και τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από τον νόμο, τις αρχές της κοινωνικής συμβιώσεως και τα συναλλακτικά ήθη.»

9        Το άρθρο 65 του αστικού κώδικα προβλέπει τα εξής:

«1.      Η δήλωση βουλήσεως πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές της κοινωνικής συμβιώσεως και τα συναλλακτικά ήθη, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες εκφράσθηκε.

2.      Στις συμβάσεις πρέπει να αναζητείται η κοινή βούληση των μερών και ο επιδιωκόμενος σκοπός τους χωρίς προσήλωση στις λέξεις.»

10      Το άρθρο 3531 του αστικού κώδικα έχει ως ακολούθως:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να διαμορφώσουν την έννομη σχέση τους κατά την ελεύθερη βούλησή τους, εφόσον το περιεχόμενο ή ο σκοπός της δεν αντιβαίνουν στη φύση της σχέσεως, στον νόμο ή στις αρχές της κοινωνικής συμβιώσεως.»

11      Το άρθρο 354 του αστικού κώδικα ορίζει τα εξής:

«1.      Ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει την οφειλή του σύμφωνα με το περιεχόμενό της και με τρόπο που ανταποκρίνεται στον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό της και στις αρχές της κοινωνικής συμβιώσεως και, εφόσον στον τομέα αυτόν υφίστανται συγκεκριμένα συναλλακτικά ήθη, με τρόπο που ανταποκρίνεται και σε αυτά τα συναλλακτικά ήθη.

2.      Ο δανειστής οφείλει να συμπράξει κατά τον ίδιο τρόπο για την εκπλήρωση της οφειλής.»

12      Κατά το άρθρο 3851 του Αστικού Κώδικα:

«1.      Οι ρήτρες συμβάσεως που συνάπτεται με καταναλωτή, οι οποίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή εάν διαμορφώνουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη και πλήττει σοβαρά τα συμφέροντά του (μη επιτρεπτές συμβατικές ρήτρες). Αυτό δεν ισχύει για ρήτρες που καθορίζουν τις κύριες παροχές των συμβαλλομένων μερών, ιδίως την τιμή ή την αμοιβή, εφόσον είναι διατυπωμένες με σαφήνεια.

2.      Εάν μια συμβατική ρήτρα δεν είναι δεσμευτική για τον καταναλωτή σύμφωνα με την παράγραφο 1, η σύμβαση παραμένει κατά τα λοιπά δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη.

3.      Οι ρήτρες συμβάσεως συναφθείσας με καταναλωτή, οι οποίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, είναι συμβατικές ρήτρες επί των οποίων ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να ασκήσει συγκεκριμένη επιρροή. Ειδικότερα, πρόκειται για συμβατικές ρήτρες οι οποίες αποτελούν γενικούς όρους συναλλαγών που προτάθηκαν στον καταναλωτή από τον αντισυμβαλλόμενό του.

[...]»

13      Το άρθρο 3852 του αστικού κώδικα ορίζει:

«Το συμβατό των ρητρών μιας συμβάσεως με τα χρηστά ήθη εκτιμάται με βάση την κατάσταση κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, των περιστάσεων που περιβάλλουν τη σύναψή της, καθώς και των λοιπών συμβάσεων που συνδέονται με τη σύμβαση στην οποία περιλαμβάνονται οι διατάξεις που αποτελούν αντικείμενο της εκτιμήσεως.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14      Στις 14 Νοεμβρίου 2008 οι δανειολήπτες συνήψαν, ως καταναλωτές, σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με τη Raiffeisen. Η σύμβαση αυτή ήταν εκπεφρασμένη σε πολωνικά ζλότι (PLN), αλλά με ρήτρα υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος, ήτοι σε ελβετικό φράγκο (CHF), η δε διάρκεια του δανείου αυτού ήταν 480 μήνες (40 έτη).

15      Οι κανόνες περί μετατροπής του εγχώριου νομίσματος στο εν λόγω ξένο νόμισμα καθορίζονταν από τον κανονισμό περί χορηγήσεως ενυπόθηκων δανείων που χρησιμοποιούσε η Raiffeisen και ο οποίος ενσωματώθηκε στην εν λόγω σύμβαση.

16      Η παράγραφος 7, σημείο 4, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι η διάθεση του επίμαχου στην κύρια δίκη δανείου πραγματοποιείται σε PLN επί τη βάσει συναλλαγματικής ισοτιμίας τουλάχιστον ίσης προς την τιμή αγοράς PLN-CHF η οποία μνημονεύεται στο δελτίο συναλλαγματικών ισοτιμιών που εφαρμόζεται στην εν λόγω τράπεζα κατά τον χρόνο αποδεσμεύσεως των κεφαλαίων, το δε εισέτι ανεξόφλητο ποσό του δανείου αυτού εκφράζεται σε CHF βάσει της ισοτιμίας αυτής. Κατά την παράγραφο 9, σημείο 2, του ίδιου κανονισμού, οι μηνιαίες δόσεις αποπληρωμής του εν λόγω δανείου εκφράζονται σε CHF και αφαιρούνται από τον τραπεζικό λογαριασμό σε PLN κατά την ημερομηνία κατά την οποία τα ποσά αυτά καθίστανται ληξιπρόθεσμα, αυτή τη φορά βάσει της τιμής πωλήσεως PLN-CHF που αναγράφεται στο εν λόγω δελτίο συναλλαγματικών ισοτιμιών.

17      Το επιτόκιο του επίμαχου στην κύρια δίκη δανείου είχε καθορισθεί επί τη βάσει κυμαινόμενου επιτοκίου, το οποίο οριζόταν ως το άθροισμα του επιτοκίου αναφοράς LIBOR CHF 3M και του συνήθους περιθωρίου κέρδους της Raiffeisen.

18      Οι δανειολήπτες άσκησαν αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με κύριο αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως δανείου, για τον λόγο ότι οι ρήτρες που αφορούν τον μηχανισμό μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα ο οποίος περιγράφεται στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως είναι, κατά την άποψή τους, καταχρηστικές. Συναφώς, υποστηρίζουν ότι οι ρήτρες αυτές είναι παράνομες καθόσον επιτρέπουν στη Raiffeisen να καθορίζει ελεύθερα και αυθαίρετα τη συναλλαγματική ισοτιμία. Κατά συνέπεια, η τράπεζα αυτή καθόριζε μονομερώς το ύψος του υπολοίπου του δανείου αυτού που ήταν εκπεφρασμένο σε CHF, καθώς και το ύψος των μηνιαίων δόσεων που ήταν εκπεφρασμένο σε PLN. Άπαξ καταργηθούν οι εν λόγω ρήτρες, θα είναι αδύνατο να καθοριστεί η προσήκουσα συναλλαγματική ισοτιμία, οπότε η σύμβαση δεν θα μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται.

19      Επικουρικώς, ισχυρίζονται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση δανείου θα μπορούσε να εκτελεστεί χωρίς τις ρήτρες αυτές επί τη βάσει του ποσού του εκπεφρασμένου σε PLN δανείου και του προβλεπόμενου στη σύμβαση αυτή επιτοκίου που στηρίζεται στο κυμαινόμενο επιτόκιο LIBOR και στο σύνηθες περιθώριο κέρδους της τράπεζας.

20      Η Raiffeisen, μολονότι αρνείται τον καταχρηστικό χαρακτήρα των οικείων ρητρών, ισχυρίζεται ότι, μετά την ενδεχόμενη απάλειψη των ρητρών αυτών, τα μέρη εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις λοιπές διατάξεις της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως δανείου. Αντί των καταργηθεισών ρητρών και ελλείψει κανόνων ενδοτικού δικαίου σχετικά με τον τρόπο καθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας, θα πρέπει να εφαρμοστούν οι γενικές αρχές που προβλέπονται στα άρθρα 56, 65 και 354 του αστικού κώδικα.

21      Επιπλέον, η ως άνω τράπεζα δεν θεωρεί ότι η απάλειψη των εν λόγω ρητρών μπορεί να έχει ως συνέπεια την εκτέλεση της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως δανείου ως δανείου εκπεφρασμένου σε PLN με ταυτόχρονη εφαρμογή του επιτοκίου που καθορίζεται βάσει του LIBOR. Η προσφυγή στο LIBOR CHF, η οποία συμφωνήθηκε από τους διαδίκους, αντί του υψηλότερου επιτοκίου που προβλεπόταν για το PLN, ήτοι του WIBOR, απέρρεε, κατά την άποψή της, μόνον από το γεγονός της συμπεριλήψεως του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα ο οποίος προβλέπεται στις εν λόγω ρήτρες.

22      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι συμβάσεις δανείου με ρήτρα υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος, όπως οι επίμαχες, έχουν εξελιχθεί στην πράξη. Η έννοια μιας τέτοιας συμβάσεως δανείου εισήχθη στην πολωνική νομοθεσία μόλις το 2011, η οποία, πάντως, προβλέπει απλώς την υποχρέωση ορισμού στη σύμβαση των ειδικών κανόνων που καθορίζουν, μεταξύ άλλων, τον μηχανισμό μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα.

23      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, όσον αφορά τις ρήτρες που προβλέπει η επίμαχη σύμβαση δανείου, ότι εκκινεί από τη διαπίστωση ότι οι ρήτρες αυτές είναι καταχρηστικές και, επομένως, δεν δεσμεύουν τους δανειολήπτες.

24      Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ότι, χωρίς τις εν λόγω ρήτρες, είναι αδύνατο να προσδιοριστεί η συναλλαγματική ισοτιμία και, επομένως, να εκτελεστεί η επίμαχη σύμβαση δανείου. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ αρχάς, παραπέμποντας στην απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C‑26/13, EU:C:2014:282), αν, σε περίπτωση κατά την οποία η ακύρωση της συμβάσεως αυτής είναι δυσμενής για τον καταναλωτή, επιτρέπεται η συμπλήρωση του κενού της εν λόγω συμβάσεως βάσει εθνικών διατάξεων οι οποίες δεν είναι ενδοτικού δικαίου, αλλά γενικού χαρακτήρα και οι οποίες παραπέμπουν σε κανόνες κοινωνικής συμβιώσεως και σε συναλλακτικά ήθη, όπως οι προβλεπόμενοι στα άρθρα 56 και 354 του αστικού κώδικα. Μολονότι οι κανόνες αυτοί και τα συναλλακτικά αυτά ήθη καθιστούν δυνατό να θεωρηθεί ότι η εφαρμοστέα συναλλαγματική ισοτιμία είναι αυτή που εφαρμόζεται από τη Raiffeisen, όπως προκύπτει από τις αμφισβητούμενες ρήτρες, εντούτοις θα μπορούσε επίσης να γίνει δεκτό, κατά το αιτούν δικαστήριο, ότι πρόκειται για την ισοτιμία της αγοράς ή για την ισοτιμία που καθορίζεται από την κεντρική τράπεζα.

25      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται επιπλέον αν, σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο κρίνει ότι η ακύρωση συμβάσεως θα παρήγε δυσμενή αποτελέσματα για τον καταναλωτή, έχει την ευχέρεια να διατηρήσει σε ισχύ την περιλαμβανόμενη στη σύμβαση αυτή καταχρηστική ρήτρα, μολονότι ο καταναλωτής δεν εξέφρασε την πρόθεσή του να δεσμευθεί από την εν λόγω ρήτρα.

26      Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, στη συνέχεια, ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η ακύρωση συμβάσεως παράγει δυσμενή αποτελέσματα για τον καταναλωτή, είναι αναγκαίο να καθοριστούν τα κριτήρια εκτιμήσεως των αποτελεσμάτων αυτών και, ιδίως, το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει αυτά να εκτιμηθούν. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης αν μπορεί να προβεί στην εκτίμηση των αποτελεσμάτων που παράγει η ακύρωση της οικείας συμβάσεως αντιθέτως προς τη βούληση του καταναλωτή, ήτοι αν ο καταναλωτής μπορεί να αντιταχθεί στη συμπλήρωση της εν λόγω συμβάσεως ή στον καθορισμό του τρόπου εκτελέσεώς της βάσει κανόνων που περιέχουν γενικές ρήτρες στην περίπτωση που, παρά την αντίθετη γνώμη του καταναλωτή, θεωρεί ότι θα μπορούσε να είναι ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή αυτόν η συμπλήρωση της εν λόγω συμβάσεως αντί της ακυρώσεώς της.

27      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, τέλος, ως προς την ερμηνεία των όρων «εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες» του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13. Το εν λόγω δικαστήριο εκθέτει ότι η διατήρηση σε ισχύ της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως δανείου, υπό την τροποποιημένη μορφή που εκτίθεται στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως, ακόμη και εάν η διατήρηση αυτή δεν είναι αντικειμενικώς ανέφικτη, θα μπορούσε να προσκρούει στις γενικές αρχές που περιορίζουν τη συμβατική ελευθερία και προβλέπονται από το πολωνικό δίκαιο και, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 3531 του αστικού κώδικα, δεδομένου ότι είναι αναμφισβήτητο ότι ο μηχανισμός μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα του δανείου αυτού συνιστά τη μόνη βάση του επιτοκίου που στηρίζεται στο επιτόκιο LIBOR CHF όπως συμφωνήθηκε από τους διαδίκους κατά τη σύναψη της εν λόγω συμβάσεως.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Okręgowy w Warszawie (πρωτοδικείο περιφέρειας Βαρσοβίας, Πολωνία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)       Πρέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/93] να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, όταν η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένων συμβατικών ρητρών που διέπουν τον τρόπο εκπληρώσεως των παροχών (το ύψος τους) από τα μέρη οδηγεί σε ακυρότητα ολόκληρης της συμβάσεως εις βάρος του καταναλωτή, τα κενά της συμβάσεως δύνανται να καλυφθούν, όχι διά της εφαρμογής διατάξεων ενδοτικού δικαίου, που αντικαθιστούν άμεσα την καταχρηστική ρήτρα, αλλά διά της εφαρμογής διατάξεων του εσωτερικού δικαίου που καθορίζουν τις έννομες συνέπειες που αναπτύσσει μια δικαιοπραξία βάσει και των αρχών της επιεικείας (της κοινωνικής συμβιώσεως) ή των συναλλακτικών ηθών;

2)       Πρέπει ενδεχομένως να καθορίζονται οι συνέπειες της ακυρότητας ολόκληρης της συμβάσεως για τον καταναλωτή βάσει των περιστάσεων που συνέτρεχαν κατά τη σύναψή της ή βάσει των περιστάσεων που συντρέχουν κατά τον χρόνο που ανέκυψε η ένδικη διαφορά μεταξύ των μερών ως προς την εγκυρότητα της οικείας ρήτρας (επίκληση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας αυτής από τον καταναλωτή), και ποια σημασία πρέπει να προσδοθεί στην άποψη του καταναλωτή κατά την πορεία μιας τέτοιας ένδικης διαφοράς;

3)       Δύνανται να εξακολουθήσουν να ισχύουν συμβατικοί όροι που συνιστούν καταχρηστικές ρήτρες υπό την έννοια της οδηγίας [93/13], εφόσον η διατήρησή τους θα ήταν, κατά τον χρόνο της δικαστικής διαγνώσεως της διαφοράς, αντικειμενικά επωφελής για τον καταναλωτή;

4)       Επιτρέπεται, υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, να οδηγήσει η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, που ρυθμίζουν το ύψος της παροχής και τον τρόπο εκπληρώσεώς της από τα μέρη, σε μια κατάσταση στην οποία η έννομη σχέση, όπως διαμορφώνεται από τη σύμβαση μετά την απαλοιφή των καταχρηστικών ρητρών, να μην ανταποκρίνεται πλέον στη βούληση των μερών ως προς την κύρια παροχή; Επιτρέπεται, ιδίως, παρά τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται άλλοι συμβατικοί όροι που δεν κρίθηκαν καταχρηστικοί, οι οποίοι διέπουν την κύρια υποχρέωση παροχής του καταναλωτή και οι οποίοι κατά τη συμφωνία των μερών (όπως αποτυπώθηκε στη σύμβαση) είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένοι από πλευράς περιεχομένου με τη ρήτρα που αμφισβητείται από τον καταναλωτή;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

29      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Ιουνίου 2019, η Raiffeisen ζήτησε να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Σεπτεμβρίου 2019, η διάδικος αυτή ανέπτυξε τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το αίτημά της περί επαναλήψεως.

30      Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, η Raiffeisen υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο γενικός εισαγγελέας έκρινε εσφαλμένως, με τις προτάσεις του, κατ’ αρχάς, ότι το πολωνικό δίκαιο δεν περιέχει καμία συμπληρωματική νομοθεσία που να ορίζει απευθείας τους κανόνες νομισματικής μετατροπής, ενώ ένας τέτοιος κανόνας εισήχθη στο άρθρο 358, παράγραφος 2, του αστικού κώδικα, εν συνεχεία, ότι ο εθνικός δικαστής καλείται να «διαπλάσσει» τη σύμβαση και να προβεί σε «ερμηνεία ή δημιουργία» κατά τον καθορισμό του περιεχομένου της συμβάσεως, ενώ, στην Πολωνία, η ισχύουσα πρακτική συνίσταται στην εφαρμογή της μέσης ισοτιμίας της κεντρικής τράπεζας και, τέλος, ότι η ακύρωση συμβάσεως δανείου έχει κατ’ αρχήν ως συνέπεια να καθίσταται αμέσως απαιτητό το οφειλόμενο υπόλοιπο, ενώ το πολωνικό δίκαιο προβλέπει άλλα είδη συνεπειών της ακυρώσεως μιας τέτοιας συμβάσεως, πολύ βαρύτερα για τον καταναλωτή. Η διάδικος αυτή υποστηρίζει επίσης ότι, εάν γινόταν δεκτό, όπως προτείνει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 41 των προτάσεών του, ότι σύμβαση δανείου συνδεδεμένη με το CHF, όπως αυτή της κύριας δίκης, μπορεί να μετατραπεί σε σύμβαση η οποία δεν θα ήταν πλέον συνδεδεμένη με το νόμισμα αυτό, ενώ ταυτόχρονα θα εξακολουθούσε να υπόκειται στο επιτόκιο που ισχύει για αυτό το τελευταίο, τούτο θα είχε δυσανάλογης εκτάσεως αρνητικές συνέπειες για τον πολωνικό τραπεζικό τομέα.

31      Κατά το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς, ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου, ή ακόμη όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων ή των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένων.

32      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, κρίνει ότι έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί. Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι τα στοιχεία που προβάλλει η Raiffeisen δεν αποτελούν νέα πραγματικά περιστατικά δυνάμενα να ασκήσουν αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας. Πράγματι, τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν, όσον αφορά την ερμηνεία του πολωνικού δικαίου, να είναι κρίσιμα στην καλύτερη περίπτωση για την απόφαση που θα εκδώσει το αιτούν δικαστήριο. Αντιθέτως, δεν είναι κρίσιμα προκειμένου να δοθούν απαντήσεις σε ερωτήματα όπως αυτά που έχει θέσει το εν λόγω δικαστήριο. Περαιτέρω, τα στοιχεία σχετικά με τον στερούμενο αναλογικότητας χαρακτήρα της μετατροπής της συμβάσεως όπως αυτή περιγράφηκε από τη Raiffeisen απλώς αναπτύσσουν τις γραπτές παρατηρήσεις που έχει ήδη καταθέσει.

33      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του τέταρτου ερωτήματος

34      Με το τέταρτο ερώτημά του, στο οποίο πρέπει να δοθεί πρώτα απάντηση, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο, αφού διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ορισμένων ρητρών δανειακής συμβάσεως με ρήτρα υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος και με επιτόκιο άμεσα συνδεόμενο με το διατραπεζικό επιτόκιο του συγκεκριμένου νομίσματος, να κρίνει, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, ότι η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς τις ρήτρες αυτές για τον λόγο ότι η απάλειψή τους θα είχε ως συνέπεια τη μεταβολή της φύσεως του κυρίου αντικειμένου της εν λόγω συμβάσεως.

35      Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι ρήτρες που έχουν προσβληθεί από τους δανειολήπτες αφορούν τον μηχανισμό του επίμαχου στην κύρια δίκη δανείου περί μετατροπής του εγχώριου νομίσματος στο συγκεκριμένο ξένο νόμισμα, η δε μετατροπή αυτή πραγματοποιείται κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι δανειολήπτες να επιβαρύνονται με το κόστος της συναλλαγματικής διαφοράς μεταξύ της τιμής αγοράς του εν λόγω ξένου νομίσματος που χρησιμοποιείται για την αποδέσμευση των κεφαλαίων και της τιμής πωλήσεως του εν λόγω νομίσματος που χρησιμοποιείται για τις μηνιαίες δόσεις αποπληρωμής. Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών αυτών, διερωτάται ως προς τη δυνατότητα να διατηρηθεί σε ισχύ η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση δανείου χωρίς τις εν λόγω ρήτρες, στο μέτρο που η εκτέλεση της συμβάσεως αυτής, άπαξ απαλειφθεί ο επιλεγείς μηχανισμός της μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, θα κατέληγε στην εκτέλεση άλλου είδους συμβάσεως από αυτήν που έχουν συνάψει οι διάδικοι.

36      Συγκεκριμένα, κατά το ως άνω δικαστήριο, στην περίπτωση αυτή η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση δανείου δεν θα στηριζόταν πλέον στη μετατροπή του εγχώριου νομίσματος στο εν λόγω νόμισμα, ενώ το επιτόκιο θα εξακολουθούσε να στηρίζεται στο χαμηλότερο επιτόκιο που ισχύει για το ίδιο αυτό ξένο νόμισμα. Μια τέτοια μεταβολή, η οποία θα επηρέαζε το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως αυτής, θα μπορούσε να προσκρούει στις γενικές αρχές οι οποίες περιορίζουν τη συμβατική ελευθερία και τις οποίες προβλέπει το πολωνικό δίκαιο, ιδίως δε στο άρθρο 3531 του αστικού κώδικα.

37      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το σύστημα προστασίας που θέτει σε εφαρμογή η οδηγία 93/13 στηρίζεται στο σκεπτικό ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, όσον αφορά τόσο τη διαπραγματευτική ισχύ όσο και το επίπεδο πληροφορήσεως, κατάσταση η οποία τον υποχρεώνει να προσχωρήσει στους όρους που έχει καταρτίσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας, αδυνατώντας να επηρεάσει το περιεχόμενό τους. Λαμβάνοντας υπόψη την υποδεέστερη αυτή θέση, η οδηγία αυτή υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν μηχανισμό που να διασφαλίζει ότι όσες συμβατικές ρήτρες δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως μπορούν να ελέγχονται προκειμένου να διαπιστωθεί ο ενδεχόμενος καταχρηστικός τους χαρακτήρας (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria και Bankia, C‑70/17 και C‑179/17, EU:C:2019:250, σκέψεις 49 και 50).

38      Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει ότι οι καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους υπό τους ίδιους όρους, εάν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.

39      Κατά πάγια νομολογία, η διάταξη αυτή, ιδίως δε η δεύτερη ημιπερίοδός της, δεν έχει ως σκοπό την ακύρωση όλων των συμβάσεων που περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αλλά την αντικατάσταση της τυπικής ισορροπίας που εγκαθιδρύει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια ουσιαστική ισορροπία, δυνάμενη να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα, με τη διευκρίνιση ότι η επίμαχη σύμβαση πρέπει, κατ’ αρχήν, να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς άλλη τροποποίηση πλην της προκύπτουσας από την απάλειψη των καταχρηστικών ρητρών. Εάν η τελευταία αυτή προϋπόθεση πληρούται, η επίμαχη σύμβαση μπορεί, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, να διατηρηθεί σε ισχύ κατά το μέτρο που, βάσει των κανόνων του εσωτερικού δικαίου, η διατήρηση σε ισχύ της συμβάσεως χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες είναι νομικώς εφικτή, στοιχείο το οποίο πρέπει να εξετάζεται βάσει αντικειμενικής προσεγγίσεως (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Dunai, C‑118/17, EU:C:2019:207, σκέψεις 40 και 51, καθώς και της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria και Bankia, C‑70/17 και C‑179/17, EU:C:2019:250, σκέψη 57).

40      Ως εκ τούτου, το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη ημιπερίοδος, της οδηγίας 93/13 δεν ορίζει το ίδιο τα κριτήρια που διέπουν τη δυνατότητα διατηρήσεως σε ισχύ της συμβάσεως χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες, αλλά αφήνει στην εθνική έννομη τάξη τη μέριμνα να τα καθορίσει σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, όπως επίσης επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 54 των προτάσεών του. Συνεπώς, η δυνατότητα διατηρήσεως σε ισχύ μιας συμβάσεως της οποίας ορισμένες ρήτρες ακυρώθηκαν πρέπει να εξετάζεται κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης καταστάσεως, βάσει των κριτηρίων που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

41      Όσον αφορά τα όρια που χαράσσει το δίκαιο της Ένωσης και τα οποία πρέπει να τηρούνται, στο πλαίσιο αυτό, από το εθνικό δίκαιο, πρέπει να διευκρινισθεί, μεταξύ άλλων, ότι, συμφώνως προς την αναφερθείσα στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως αντικειμενική προσέγγιση, δεν μπορεί η κατάσταση στην οποία τελεί ο ένας από τους συμβαλλόμενους να θεωρείται, στο εθνικό δίκαιο, ως το αποφασιστικό κριτήριο για τη μελλοντική τύχη της συμβάσεως (πρβλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič, C‑453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 32).

42      Στη διαφορά της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να μην αποκλείει μεν ότι, μετά την απάλειψη και μόνον των ρητρών που αφορούν τη συναλλαγματική διαφορά, η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση δανείου μπορεί, κατ’ αρχήν, να διατηρηθεί σε ισχύ σε τροποποιημένη μορφή όπως αυτή που περιγράφεται στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, πλην όμως διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν το εσωτερικό του δίκαιο επιτρέπει μια τέτοια τροποποίηση της συμβάσεως αυτής.

43      Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 40 και 41 της παρούσας αποφάσεως, αν ένα εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι, κατ’ εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού του δικαίου, η διατήρηση σε ισχύ συμβάσεως χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες τις οποίες αυτή περιέχει δεν είναι δυνατή, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν απαγορεύει κατ’ αρχήν την ακύρωση της εν λόγω συμβάσεως.

44      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, καθόσον από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, όπως συνοψίζονται στις σκέψεις 35 και 36 της παρούσας αποφάσεως, φαίνεται να προκύπτει ότι η ακύρωση των προσβαλλόμενων από τους δανειολήπτες ρητρών θα οδηγούσε όχι μόνο στην απάλειψη του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα καθώς και της διαφοράς συναλλαγματικής ισοτιμίας, αλλά, εμμέσως, και στην εξαφάνιση του συναλλαγματικού κινδύνου, ο οποίος συνδέεται άμεσα με τη σύνδεση του επίμαχου στην κύρια δίκη δανείου με ξένο νόμισμα. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι οι ρήτρες που αφορούν τον συναλλαγματικό κίνδυνο καθορίζουν το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως δανείου, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, οπότε η αντικειμενική δυνατότητα της διατηρήσεως σε ισχύ της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως δανείου φαίνεται, υπό τις περιστάσεις αυτές, αβέβαιη (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Dunai, C‑118/17, EU:C:2019:207, σκέψεις 48 και 52 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει σε εθνικό δικαστήριο, αφού διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ορισμένων ρητρών συμβάσεως δανείου συνδεδεμένου με ξένο νόμισμα και με επιτόκιο το οποίο συνδέεται άμεσα με το διατραπεζικό επιτόκιο του οικείου ξένου νομίσματος, να κρίνει, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, ότι η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς τις ρήτρες αυτές για τον λόγο ότι η απάλειψή τους θα είχε ως συνέπεια τη μεταβολή της φύσεως του κυρίου αντικειμένου της εν λόγω συμβάσεως.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

46      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι, αφενός, οι συνέπειες επί της καταστάσεως του καταναλωτή που προκαλούνται από την ακύρωση συμβάσεως στο σύνολό της, όπως αυτές εξετάσθηκαν στην απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C‑26/13, EU:C:2014:282), πρέπει να εκτιμηθούν με γνώμονα τις υφιστάμενες κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως αυτής περιστάσεις, και όχι τις υφιστάμενες ή προβλέψιμες κατά τον χρόνο της διαφοράς περιστάσεις και ότι, αφετέρου, για τους σκοπούς της εκτιμήσεως αυτής, η βούληση που εξέφρασε συναφώς ο καταναλωτής έχει καθοριστική σημασία.

47      Συναφώς, όπως προκύπτει από την απάντηση στο τέταρτο ερώτημα, αν το αιτούν δικαστήριο κρίνει, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, ότι δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί σε ισχύ η επίμαχη σύμβαση δανείου μετά την απάλειψη των καταχρηστικών ρητρών που περιλαμβάνει, η σύμβαση αυτή δεν θα μπορεί κατ’ αρχήν να εξακολουθήσει να υφίσταται, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, και, επομένως, θα πρέπει να ακυρωθεί.

48      Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1, δεν αντιτίθεται στη δυνατότητα αντικαταστάσεως από το εθνικό δικαστήριο μιας καταχρηστικής ρήτρας με εθνική διάταξη που είναι ενδοτικού δικαίου ή που εφαρμόζεται σε περίπτωση συμφωνίας των μερών που συμβλήθηκαν στην επίμαχη σύμβαση, πλην όμως η δυνατότητα αυτή περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες η απάλειψη της εν λόγω καταχρηστικής ρήτρας θα υποχρέωνε τον δικαστή να ακυρώσει τη σύμβαση αυτή στο σύνολό της, εκθέτοντας με τον τρόπο αυτόν τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες, με αποτέλεσμα να περιάγεται σε δυσμενή θέση (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψεις 80 έως 84, και της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria και Bankia, C‑70/17 και C‑179/17, EU:C:2019:250, σκέψη 64).

49      Όσον αφορά, πρώτον, το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι συνέπειες αυτές πρέπει να εκτιμώνται, πρέπει να τονιστεί ότι η εν λόγω δυνατότητα αντικαταστάσεως δικαιολογείται πλήρως με γνώμονα τον σκοπό του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεδομένου ότι η οδηγία 93/13 συνίσταται, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, στην προστασία του καταναλωτή διά της αποκαταστάσεως της ισότητας μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria και Bankia, C‑70/17 και C‑179/17, EU:C:2019:250, σκέψη 57).

50      Πάντως, δεδομένου ότι η εν λόγω δυνατότητα αντικαταστάσεως χρησιμεύει για να διασφαλίσει την εκπλήρωση της προστασίας του καταναλωτή, διαφυλάσσοντας τα συμφέροντά του κατά των ενδεχομένως επιζήμιων συνεπειών που μπορεί να προκύψουν από την ακύρωση της επίμαχης συμβάσεως στο σύνολό της, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι συνέπειες αυτές πρέπει κατ’ ανάγκη να εκτιμώνται σε σχέση με τις υφιστάμενες ή δυνάμενες να προβλεφθούν κατά τον χρόνο της διαφοράς περιστάσεις.

51      Πράγματι, η προστασία του καταναλωτή μπορεί να διασφαλιστεί μόνον αν ληφθούν υπόψη τα πραγματικά και, επομένως, ενεστώτα συμφέροντά του και όχι τα συμφέροντα που είχε υπό τις υφιστάμενες κατά τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως περιστάσεις, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 62 και 63 των προτάσεών του. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι συνέπειες έναντι των οποίων πρέπει να προστατεύονται τα συμφέροντα αυτά είναι οι συνέπειες που όντως θα επέρχονταν, υπό τις υφιστάμενες ή δυνάμενες να προβλεφθούν κατά τον χρόνο της διαφοράς περιστάσεις, στην περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δικαστήριο θα προέβαινε στην ακύρωση της συμβάσεως αυτής, και όχι εκείνες που θα προέκυπταν, κατά τον χρόνο συνάψεως της εν λόγω συμβάσεως, από την ακύρωσή της.

52      Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, το οποίο επισημαίνει η Raiffeisen, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 συνδέει την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, «κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης», με όλες τις περιστάσεις που περιέβαλαν τη σύναψή της, δεδομένου ότι ο σκοπός της εκτιμήσεως αυτής διαφέρει ουσιωδώς από τον σκοπό της εκτιμήσεως των συνεπειών που απορρέουν από ενδεχόμενη ακύρωση της συμβάσεως.

53      Δεύτερον, ως προς τη σημασία που πρέπει να αποδοθεί στη βούληση που εκφράζει ο καταναλωτής συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, σε σχέση προς την υποχρέωση που υπέχει το εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόσει, εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως, τις καταχρηστικές ρήτρες συμφώνως προς το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ότι το δικαστήριο αυτό δεν οφείλει να μην εφαρμόσει την επίμαχη ρήτρα, εάν ο καταναλωτής, αφού ενημερωθεί από το εν λόγω δικαστήριο, δεν προτίθεται να προβάλει τον καταχρηστικό και μη δεσμευτικό της χαρακτήρα, δίνοντας επομένως ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση για την επίμαχη ρήτρα (πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Banif Plus Bank, C‑472/11, EU:C:2013:88, σκέψεις 23, 27 και 35 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54      Ως εκ τούτου, η οδηγία 93/13 δεν φτάνει μέχρι του σημείου να καταστήσει υποχρεωτικό το σύστημα προστασίας από τη χρήση καταχρηστικών ρητρών εκ μέρους των επαγγελματιών το οποίο καθιερώνει υπέρ των καταναλωτών. Κατά συνέπεια, όταν ο καταναλωτής επιλέγει να μην επικαλεσθεί το εν λόγω σύστημα προστασίας, το σύστημα αυτό δεν εφαρμόζεται.

55      Κατά ανάλογο τρόπο, στον βαθμό που το εν λόγω σύστημα προστασίας έναντι των καταχρηστικών ρητρών δεν έχει εφαρμογή εάν ο καταναλωτής αντιτίθεται σε αυτό, ο εν λόγω καταναλωτής πρέπει κατά μείζονα λόγο να έχει το δικαίωμα να αντιτάσσεται στην προστασία του, κατ’ εφαρμογήν του ίδιου αυτού συστήματος, από τις επιζήμιες συνέπειες που προκαλούνται από την ακύρωση της συμβάσεως στο σύνολό της, όταν δεν επιθυμεί να επικαλεσθεί την προστασία αυτή.

56      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι, αφενός, οι συνέπειες επί της καταστάσεως του καταναλωτή που προκαλούνται από την ακύρωση συμβάσεως στο σύνολό της, όπως αυτές εξετάσθηκαν στην απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C‑26/13, EU:C:2014:282), πρέπει να εκτιμώνται με γνώμονα τις υφιστάμενες ή δυνάμενες να προβλεφθούν κατά τον χρόνο της διαφοράς περιστάσεις και ότι, αφετέρου, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, η βούληση που εξέφρασε συναφώς ο καταναλωτής έχει καθοριστική σημασία.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

57      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη συμπλήρωση των κενών συμβάσεως, τα οποία προκαλούνται λόγω της απαλείψεως των καταχρηστικών ρητρών που περιέχονται σε αυτή, αποκλειστικώς και μόνον βάσει εθνικών διατάξεων γενικού χαρακτήρα οι οποίες προβλέπουν ότι οι έννομες συνέπειες δικαιοπραξίας συμπληρώνονται, ιδίως, από τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την αρχή της επιεικείας ή από τα συναλλακτικά ήθη.

58      Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 υπό την έννοια ότι δεν εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο, όταν η ακύρωση της συμβάσεως στο σύνολό της θα εξέθετε τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες, να θεραπεύσει την ακυρότητα των καταχρηστικών ρητρών που περιλαμβάνονται στη σύμβαση αυτή αντικαθιστώντας τες με εθνική διάταξη που είναι ενδοτικού δικαίου ή που εφαρμόζεται σε περίπτωση συμφωνίας των μερών που συμβλήθηκαν στην εν λόγω σύμβαση.

59      Πρέπει να τονιστεί ότι η εν λόγω δυνατότητα αντικαταστάσεως, που αποτελεί εξαίρεση από τον γενικό κανόνα κατά τον οποίον η επίμαχη σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους μόνον εάν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες που περιέχει, περιορίζεται στις εθνικές διατάξεις που είναι ενδοτικού δικαίου ή που εφαρμόζονται σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλόμενων ερείδεται, μεταξύ άλλων, στην εκτίμηση ότι οι διατάξεις αυτές θεωρούνται μη περιέχουσες καταχρηστικές ρήτρες (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 81, καθώς και της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria και Bankia, C‑70/17 και C‑179/17, EU:C:2019:250, σκέψη 59).

60      Πράγματι, θεωρείται ότι οι διατάξεις αυτές απηχούν την ισορροπία που θέλησε να καθιερώσει ο εθνικός νομοθέτης μεταξύ του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε ορισμένες συμβάσεις για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι συμβαλλόμενοι είτε δεν απέκλεισαν τον βασικό κανόνα τον οποίο προβλέπει ο εθνικός νομοθέτης για τις οικείες συμβάσεις είτε επέλεξαν ρητώς τη δυνατότητα εφαρμογής κανόνα θεσπισθέντος από τον εθνικό νομοθέτη προς τούτο.

61      Εντούτοις, εν προκειμένω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι διατάξεις όπως αυτές στις οποίες παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη του γενικού χαρακτήρα τους και της ανάγκης να καταστούν λειτουργικές, θα μπορούσαν λυσιτελώς να αντικαταστήσουν τις οικείες καταχρηστικές ρήτρες με απλή υποκατάσταση στην οποία προβαίνει το εθνικό δικαστήριο, δεν φαίνεται, εν πάση περιπτώσει, να έχουν αποτελέσει το αντικείμενο ειδικής εκτιμήσεως του νομοθέτη προς επίτευξη της ισορροπίας αυτής, οπότε οι διατάξεις αυτές δεν καλύπτονται από το τεκμήριο μη καταχρηστικού χαρακτήρα περί του οποίου γίνεται λόγος στο σημείο 59 της παρούσας αποφάσεως, όπως επίσης επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 73 των προτάσεών του.

62      Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη συμπλήρωση των κενών συμβάσεως, τα οποία προκαλούνται λόγω της απαλείψεως των καταχρηστικών ρητρών που περιέχονται σε αυτή, αποκλειστικώς και μόνον βάσει εθνικών διατάξεων γενικού χαρακτήρα οι οποίες προβλέπουν ότι οι έννομες συνέπειες δικαιοπραξίας συμπληρώνονται, ιδίως, από τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την αρχή της επιεικείας ή από τα συναλλακτικά ήθη και οι οποίες δεν αποτελούν διατάξεις ενδοτικού δικαίου ούτε διατάξεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλομένων.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

63      Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη διατήρηση σε ισχύ των καταχρηστικών ρητρών που περιλαμβάνονται σε σύμβαση, σε περίπτωση κατά την οποία η απάλειψή τους θα οδηγούσε στην ακύρωση της συμβάσεως αυτής, το δε δικαστήριο κρίνει ότι η ακύρωση αυτή θα είχε δυσμενείς συνέπειες για τον καταναλωτή.

64      Εκ προοιμίου, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το ερώτημα αυτό αφορά την περίπτωση κατά την οποία δεν επιτρέπεται η αντικατάσταση των καταχρηστικών ρητρών σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνει η σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως.

65      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη ημιπερίοδος, της οδηγίας 93/13 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι οι καταχρηστικές ρήτρες «δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές».

66      Το Δικαστήριο ερμήνευσε τη διάταξη αυτή υπό την έννοια ότι, όταν ο εθνικός δικαστής κρίνει μια ρήτρα ως καταχρηστική, υποχρεούται να μην την εφαρμόσει, υποχρέωση από την οποία δεν χωρεί εξαίρεση παρά μόνον αν ο καταναλωτής, αφού ενημερωθεί από τον εν λόγω δικαστή, δεν προτίθεται να προβάλει τον καταχρηστικό και μη δεσμευτικό της χαρακτήρα, δίνοντας επομένως ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση για την επίμαχη ρήτρα, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως.

67      Επομένως, αν ο καταναλωτής δεν συγκατατίθεται ή διαφωνεί και δη ρητώς με τη διατήρηση των οικείων καταχρηστικών ρητρών, όπως φαίνεται να συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, η εν λόγω εξαίρεση δεν έχει εφαρμογή.

68      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη διατήρηση σε ισχύ καταχρηστικών ρητρών οι οποίες περιέχονται σε σύμβαση, σε περίπτωση κατά την οποία η απάλειψή τους θα οδηγούσε στην ακύρωση της συμβάσεως αυτής, το δε δικαστήριο κρίνει ότι η ακύρωση αυτή θα είχε δυσμενείς συνέπειες για τον καταναλωτή, εφόσον ο καταναλωτής δεν έχει συναινέσει στη διατήρησή τους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

69      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει σε εθνικό δικαστήριο, αφού διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ορισμένων ρητρών συμβάσεως δανείου συνδεδεμένου με ξένο νόμισμα και με επιτόκιο το οποίο συνδέεται άμεσα με το διατραπεζικό επιτόκιο του οικείου ξένου νομίσματος, να κρίνει, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, ότι η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς τις ρήτρες αυτές για τον λόγο ότι η απάλειψή τους θα είχε ως συνέπεια τη μεταβολή της φύσεως του κυρίου αντικειμένου της εν λόγω συμβάσεως.

2)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι, αφενός, οι συνέπειες επί της καταστάσεως του καταναλωτή που προκαλούνται από την ακύρωση συμβάσεως στο σύνολό της, όπως αυτές εξετάσθηκαν στην απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C26/13, EU:C:2014:282), πρέπει να εκτιμώνται με γνώμονα τις υφιστάμενες ή δυνάμενες να προβλεφθούν κατά τον χρόνο της διαφοράς περιστάσεις και ότι, αφετέρου, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, η βούληση που εξέφρασε συναφώς ο καταναλωτής έχει καθοριστική σημασία.

3)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη συμπλήρωση των κενών συμβάσεως, τα οποία προκαλούνται λόγω της απαλείψεως των καταχρηστικών ρητρών που περιέχονται σε αυτή, αποκλειστικώς και μόνον βάσει εθνικών διατάξεων γενικού χαρακτήρα που προβλέπουν ότι οι έννομες συνέπειες δικαιοπραξίας συμπληρώνονται, ιδίως, από τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την αρχή της επιεικείας ή από τα συναλλακτικά ήθη και οι οποίες δεν αποτελούν διατάξεις ενδοτικού δικαίου ούτε διατάξεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλομένων.

4)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη διατήρηση σε ισχύ καταχρηστικών ρητρών οι οποίες περιέχονται σε σύμβαση, σε περίπτωση κατά την οποία η απάλειψή τους θα οδηγούσε στην ακύρωση της συμβάσεως αυτής, το δε δικαστήριο κρίνει ότι η ακύρωση αυτή θα είχε δυσμενείς συνέπειες για τον καταναλωτή, εφόσον ο καταναλωτής δεν έχει συναινέσει στη διατήρησή τους.

ΔΕΔ 2447/2019 Είσπραξη προκαταβολής για πώληση ακινήτου - Ματαίωση συναλλαγής - Μη έκδοση στοιχείου

Previous: Υπόθεση C-260/18 Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Συμβάσεις συναπτόμενες με καταναλωτές – Καταχρηστικές ρήτρες – Ενυπόθηκο δάνειο με ρήτρα υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος – Ρήτρα περί καθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας – Αποτελέσματα της αναγνωρίσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας – Δυνατότητα του δικαστηρίου να αντικαταστήσει τις καταχρηστικές ρήτρες με γενικές ρήτρες του αστικού δικαίου – Εκτίμηση του συμφέροντος του καταναλωτή – Διατήρηση της συμβάσεως σε ισχύ χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες
$
0
0

Καλλιθέα, 02/09/2019
Αριθμός απόφασης: 2447

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α6

Ταχ. Δ/νση: Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κώδικας: 176 71 - Καλλιθέα
Τηλέφωνο: 213-1604529
ΦΑΞ: 213-1604567

ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπ' όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170), όπως ισχύει.
β. Της παρ. 3 του άρθρου 47 του ν. 4331/2015 (ΦΕΚ Α' 69).
γ. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΛΛΕ.)»
δ. Της ΠΟΛ.1064/2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ 1440/τ. Β'/27.04.2017).

2. Την ΠΟΛ.1069/2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

3. Την υπ' αριθμόν Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ 2759/τ.Β'/01-09-2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.

4. Την από 03/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή της εταιρείας με την επωνυμία « », ΑΦΜ , εδρευούσης στην , οδός , κατά της υπ' αριθ /2018 Πράξης Προσδιορισμού Προστίμου της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. ΙΖ' Αθηνών διαχειριστικής περιόδου 01/01/2008-31/12/2008 και τα προσκομιζόμενα με αυτή σχετικά έγγραφα.

5. Την με αριθ /2018 Πράξη Προσδιορισμού Προστίμου της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. ΙΖ' Αθηνών διαχειριστικής περιόδου 01/01/2008-31/12/2008, της οποίας ζητείται η ακύρωση.

6. Τις απόψεις της Δ.Ο.Υ. ΙΖ' Αθηνών.

7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α6 όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.

Επί της από 03/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής της εταιρείας με την επωνυμία « », ΑΦΜ , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά τη μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Με την υπ' αριθ /2018 Πράξη Προσδιορισμού Προστίμου, διαχειριστικής περιόδου 2008, της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. ΙΖ' Αθηνών, επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας, πρόστιμο ύψους 37.500,00 € σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7§3 περ. στ' του ν. 4337/2015, λόγω παράβασης των διατάξεων των άρθρων 11, 12, 13, 13α, 14, 15 του Π.Δ. 186/1992 (ΚΒΣ) και του άρθρου 13§1 του ν. 4174/2013 (ΚΦΔ).

Με το με αρ. πρωτ /2015 έγγραφό της, η Δ.Ο.Υ. ΙΒ' Αθηνών, διαβίβασε στην Δ.Ο.Υ. ΙΖ' Αθηνών το με αρ. πρωτ /2015 Δελτίο Πληροφοριών του 7ου Ειδικού Συνεργείου Ελέγχου (Ε.Σ.Ε.) το οποίο αφορούσε το νομικό πρόσωπο « ».

Ειδικότερα, από έρευνα του 7ου Ε.Σ.Ε. στο ως άνω νομικό πρόσωπο διαπιστώθηκε ότι αυτό είχε συναλλαγές με την προσφεύγουσα εταιρεία και συγκεκριμένα από διασταύρωση πληρωμών της σε τρίτους και των συγκεντρωτικών καταστάσεων τρίτων, προέκυψε ότι η την 23/04/2008 κατέθεσε μία επιταγή ύψους 150.000,00€ σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας εταιρείας.

Εν συνεχεία, δυνάμει του ανωτέρω πληροφοριακού δελτίου εκδόθηκε η με αρ /2015 εντολή ελέγχου της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. ΙΖ' Αθηνών, η οποία αντικαταστάθηκε από την με αριθ /2018 εντολή.

Η προσφεύγουσα εταιρεία, κατά τη διενέργεια του ελέγχου, δεν ανταποκρίθηκε τόσο στις προσκλήσεις της φορολογικής αρχής, όπως αναλυτικά περιγράφονται στην οικεία έκθεση ελέγχου, όσο και στο υπ' αριθ /2018 Σημείωμα Διαπιστώσεων Ελέγχου, το οποίο απεστάλη με συνημμένο τον υπ' αριθ / προσωρινό προσδιορισμό προστίμου με συστημένη επιστολή στις 19/11/2018 στην έδρα της εταιρείας καθώς και στη διεύθυνση κατοικίας της διαχειρίστριας αυτής.

Κατόπιν τούτων, η αρμόδια Δ.Ο.Υ. έκρινε από τα στοιχεία που είχε στη διάθεση της ότι το ποσό των 150.000,00€ που κατατέθηκε σε λογαριασμό της προσφεύγουσας από την «  » αφορούσε φορολογητέες πράξεις της χρήσης 2008 για τις οποίες δεν εκδόθηκαν φορολογικά στοιχεία εσόδων. Βάσει του πορίσματος αυτού, προχώρησε στη σύνταξη της οικείας έκθεσης ελέγχου και στην έκδοση της προσβαλλόμενης με την παρούσα πράξης προσδιορισμού προστίμου.

Η προσφεύγουσα εταιρεία με την κρινόμενη ενδικοφανή προσφυγή ζητά την ακύρωση της εν λόγω πράξης, προβάλλοντας τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

- Οι διαπιστώσεις επί των οποίων βασίζεται η επιβολή του καταλογισθέντος προστίμου είναι αόριστες, παντελώς αναιτιολόγητες, νομικά και ουσιαστικά αβάσιμες. Και τούτο διότι, το ποσό των 150.000 ευρώ δόθηκε στην εταιρεία εκ μέρους της ως προκαταβολή έναντι μελλοντικής συναλλαγής μεταξύ τους, ήτοι μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου της προσφεύγουσας εταιρείας στην ως άνω , η οποία είχε συμφωνηθεί προφορικά κατά την περίοδο εκείνη. Η συναλλαγή ουδέποτε πραγματοποιήθηκε ως σήμερα για λόγους που αφορούν την Συνεπώς, η εταιρεία δεν υποχρεούτο στην έκδοση φορολογικού στοιχείου, καθώς ουδέποτε πραγματοποιήθηκε η σχετική συναλλαγή πώλησης και μεταβίβασης κυριότητας ακινήτου.

- Η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει προδήλως από έλλειψη αιτιολογίας καθόσον επί της οικείας έκθεσης υφίστανται αυθαίρετα συμπεράσματα και περαιτέρω δεν προσδιορίζεται αν συντελέστηκε συναλλαγή βάσει της οποίας προκύπτει υποχρέωση έκδοσης φορολογικών στοιχείων, ποια ήταν αυτή και τι αφορούσε.

Επειδή στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 2 του Π.Δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.), όπως ίσχυε για τη χρήση 2008, ορίζεται ότι: «1. Κάθε ημεδαπό ή αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κοινωνία του Αστικού Κώδικα, που ασκεί δραστηριότητα στην ελληνική επικράτεια και αποβλέπει στην απόκτηση εισοδήματος από εμπορική ή βιομηχανική ή βιοτεχνική ή γεωργική επιχείρηση ή από ελευθέριο επάγγελμα ή από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση,_καθώς και οι αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρείες, αναφερόμενο στο εξής με τον όρο «επιτηδευματίας», τηρεί, εκδίδει, παρέχει, ζητά, λαμβάνει, υποβάλλει, διαφυλάσσει τα βιβλία, τα στοιχεία, τις καταστάσεις και κάθε άλλο μέσο σχετικό με την τήρηση βιβλίων και την έκδοση στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό, κατά περίπτωση.»

Επειδή σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 12 του Π.Δ. 186/1992: «1. Για την πώληση αγαθών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου ή δικαιώματος εισαγωγής και την παροχή υπηρεσιών από επιτηδευματία σε άλλο επιτηδευματία και τα πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 2 του Κώδικα αυτού, για την άσκηση του επαγγέλματός τους ή την εκτέλεση του σκοπού τους, κατά περίπτωση, καθώς και για την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών εκτός της χώρας εκδίδεται τιμολόγιο.»

Επειδή σύμφωνα με την παρ. 14 του ίδιου ως άνω άρθρου: «Το τιμολόγιο εκδίδεται κατά την παράδοση ή την έναρξη της αποστολής των αγαθών στον παραλήπτη, κατά περίπτωση. Κατ' εξαίρεση, όταν για τη διακίνηση έχει εκδοθεί δελτίο αποστολής, το τιμολόγιο εκδίδεται το αργότερο σε ένα (1) μήνα από την παράδοση ή αποστολή των αγαθών στον αγοραστή και πάντως μέσα στην ίδια διαχειριστική περίοδο των συμβαλλομένων. Στις προαναφερόμενες περιπτώσεις έκδοσης του τιμολογίου σε χρόνο μεταγενέστερο της παράδοσης ή αποστολής των αγαθών, όταν αυτές αφορούν ενδοκοινοτικές αποστολές ή παραδόσεις αγαθών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 22α του ν. 1642/1986 (Σ.Σ. ήδη άρθρο 28 του N. 2859/2000), το τιμολόγιο εκδίδεται το αργότερο μέχρι τη 15η του επόμενου μήνα της παράδοσης ή αποστολής αγαθών και πάντως μέσα στην ίδια διαχειριστική περίοδο των συμβαλλομένων

Στην περίπτωση παροχής υπηρεσίας το τιμολόγιο εκδίδεται με την ολοκλήρωση της παροχής. Όταν η παροχή υπηρεσίας διαρκεί, εκδίδεται τιμολόγιο κατά το χρόνο που καθίσταται απαιτητό μέρος της αμοιβής, για το μέρος αυτό και την υπηρεσία που παρασχέθηκε. Πάντως, το τιμολόγιο δεν μπορεί να εκδοθεί πέραν της διαχειριστικής περιόδου που παρασχέθηκε η υπηρεσία.

Στην περίπτωση εκτέλεσης τεχνικών έργων ή εγκαταστάσεων, το τιμολόγιο εκδίδεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την προσωρινή επιμέτρηση και πάντως μέσα στην ίδια φορολογική περίοδο που πραγματοποιήθηκε η επιμέτρηση.

Ειδικά σε περίπτωση παροχής σε πελάτη δικαιώματος λήψης υπηρεσιών, για συγκεκριμένο ή μη χρονικό διάστημα, έναντι προκαθορισμένης αμοιβής, ανεξάρτητα αν αυτή αφορά συγκεκριμένο ή μη πλήθος υπηρεσιών, το τιμολόγιο εκδίδεται κατά το χρόνο που η αμοιβή είναι απαιτητή και ο πελάτης αποκτά το σχετικό δικαίωμα λήψης των υπηρεσιών και όχι αργότερα από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου των συμβαλλομένων »

Επειδή όπως ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 13 του Π.Δ. 186/1992: «1. O επιτηδευματίας που τηρεί βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας για κάθε πώληση αγαθών, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, ή παροχή υπηρεσιών προς το κοινό ή προς τα μέλη προμηθευτικού συνεταιρισμού με βάση διατακτικές του, εκδίδει απόδειξη λιανικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών, κατά περίπτωση....

3. Η απόδειξη εκδίδεται κατά την παράδοση ή την έναρξη της αποστολής του αγαθού. Κατ' εξαίρεση, όταν για τη διακίνηση έχει εκδοθεί δελτίο αποστολής, η απόδειξη μπορεί να εκδίδεται το αργότερο μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα με ημερομηνία έκδοσης την τελευταία ημέρα του μήνα αποστολής και πάντως όχι πέραν της διαχειριστικής περιόδου.

Όταν η αποστολή των αγαθών γίνεται σε τρίτο, με εντολή του αγοραστή, σε χρόνο μεταγενέστερο από την έκδοση της απόδειξης λιανικής πώλησης, στο δελτίο αποστολής αναγράφεται ο αριθμός της απόδειξης αυτής.

Σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών η απόδειξη εκδίδεται στο χρόνο που ορίζεται από τις διατάξεις των παραγράφων 14 και 15 του άρθρου 12 για το τιμολόγιο, με εξαίρεση την περίπτωση παροχής υπηρεσιών από τους ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα προς το Δημόσιο και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, όπου η απόδειξη εκδίδεται με κάθε επαγγελματική τους είσπραξη, καθώς και την περίπτωση παροχής υπηρεσιών θεάματος ή μεταφοράς προσώπων όπου τα εισιτήρια εκδίδονται το αργότερο κατά το χρόνο έναρξης του θεάματος ή της μεταφοράς.»

Επειδή σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 2523/1997: «Οι παρακάτω περιπτώσεις, για την επιβολή του αντικειμενικού προστίμου, θεωρούνται αυτοτελείς παραβάσεις, για τις οποίες εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) ο δε συντελεστής βαρύτητας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά. έχει αριθμητική τιμή ένα (1).

α) Η παράλειψη έκδοσης κάθε στοιχείου. που ορίζεται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ.. Ειδικά η μη έκδοση στοιχείου παράδοσης κτισμάτων συνιστά αυτοτελή παράβαση ανεξάρτητα από το ύψος της αξίας αυτού. Ως παράλειψη έκδοσης στοιχείου λογίζεται και η μη καταχώριση σερβιρισθέντων ειδών στα δελτία παραγγελίας. Κατ' εξαίρεση η μη έκδοση δελτίων αποστολής από αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α. θεωρείται γενική παράβαση, επιφυλασσομένων των διατάξεων της περίπτωσης α' της παραγράφου 10 του άρθρου αυτού. Επίσης, κατ' εξαίρεση η μη έκδοση στοιχείου διακίνησης θεωρείται γενική παράβαση, εφόσον έχει εκδοθεί και καταχωρηθεί στα βιβλία στοιχείο αξίας για την ίδια συναλλαγή από τον υπόχρεο στην έκδοση του στοιχείου διακίνησης.»

Επειδή με την παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 4337/2015 ορίζεται ότι: «Για τις παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/1992, Α' 84) και του Κ.Φ.Α.Σ. (ν. 4093/2012, Α' 222), που διαπράχθηκαν μέχρι την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 54 και 55 του ν. 4174/2013 και κατά την κατάθεση του παρόντος δεν έχουν εκδοθεί οι οριστικές πράξεις επιβολής προστίμων, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν.2523/1997, αλλά επιβάλλονται τα κατωτέρω πρόστιμα:
α)
β)
γ)
δ)
ε)
στ) Για παραβάσεις που αφορούν μη έκδοση ή ανακριβή έκδοση στοιχείων ή άλλες παραβάσεις που έχουν σαν αποτέλεσμα την απόκρυψη της συναλλαγής ή μέρους αυτής, η δε αποκρυβείσα αξία είναι μεγαλύτερη των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ, ποσό ίσο με το 25% της αξίας της συναλλαγής ή του μέρους της αποκρυβείσας (μη εμφανισθείσας) αξίας για κάθε παράβαση. ζ) »

Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 4 του Κ.Δ.Δ., οι εκθέσεις ελέγχου που συντάσσονται από τα φορολογικά όργανα έχουν εκτός από τις αναφερόμενες σε αυτές πληροφορίες ή ομολογίες του ελεγχόμενου, την κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου αποδεικτική δύναμη (ΣτΕ 451/1991).

Επειδή σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην με ημερομηνία θεώρησης 28/12/2018 Έκθεση Μερικού Ελέγχου επί τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχείων, η προσφεύγουσα επιχείρηση έλαβε από το νομικό πρόσωπο , το ποσό των 150.000,00€ μέσω επιταγής για την εξόφληση της οποίας χρεώθηκε λογαριασμός της στην Ε.Μ.Τ.Ε. Για το εν λόγω ποσό δεν δηλώθηκε από την προσφεύγουσα κανένα φορολογικό στοιχείο με αντισυμβαλλόμενη την στις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών της επίμαχης περιόδου και κρίθηκε από τον έλεγχο ότι η επίμαχη πληρωμή αφορά σε μη έκδοση φορολογικού στοιχείου και καταλογίστηκε με την προσβαλλόμενη πράξη το σχετικό πρόστιμο.

Επειδή στην προκειμένη περίπτωση η προσφεύγουσα, μη αμφισβητώντας ότι έλαβε το εν λόγω ποσό, ισχυρίζεται ότι δεν ήταν υπόχρεη σε έκδοση φορολογικών στοιχείων, καθόσον, η επικείμενη πώληση του ακινήτου της προς την , για την οποία είχε λάβει, βάσει προφορικής συμφωνίας, ως προκαταβολή το ποσό των 150.000,00€ εν τέλει ματαιώθηκε.

Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 65 του ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.): «Σε περίπτωση αμφισβήτησης πράξης προσδιορισμού φόρου στα πλαίσια ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που προβαίνει στην εν λόγω αμφισβήτηση φέρει το βάρος της απόδειξης της πλημμέλειας της πράξης προσδιορισμού φόρου.»

Επειδή η προσφεύγουσα για την επίρρωση των ως άνω ισχυρισμών της δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να κλονίσει τη βάση των διαπιστώσεων του ελέγχου, όπως επί παραδείγματι προσύμφωνο πώλησης ακινήτου μεταξύ εκείνης και της ή άλλη έγγραφη συμφωνία η οποία να φέρει βεβαία χρονολογία. Περαιτέρω, πέρα από τον αόριστο ισχυρισμό ότι η καταβολή του ποσού των 150.000,00€ αφορούσε σε προκαταβολή για πώληση ακινήτου της, δεν αναφέρει καμία πληροφορία για την ταυτότητα του ακίνητου που επρόκειτο να πωληθεί, ούτε και για το συνολικό συμφωνηθέν τίμημα. Επιπροσθέτως, εφόσον ισχυρίζεται ότι αφορούσε σε προφορική και όχι σε έγγραφη συμφωνία δεν προσκομίζει οποιοδήποτε στοιχείο που να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό της, όπως λόγου χάρη τυχόν αλληλογραφία από την οποία να προκύπτει το επικαλούμενο γεγονός ή στοιχεία για τα πρόσωπα με τα οποία ήρθε σε συνεννόηση, τόσο για την συμφωνία πώλησης, όσο και για τη ματαίωση της μεταβίβασης.

Τέλος, η προσφεύγουσα συνομολογεί μεν ότι εισέπραξε το επίμαχο ποσό από την, διατείνεται ωστόσο ότι δεν είχε υποχρέωση έκδοσης φορολογικού στοιχείου λόγω ματαίωσης της επικείμενης μεταβίβασης. Εντούτοις, και σε αυτή την περίπτωση ο ισχυρισμός της είναι έωλος και αναπόδεικτος, καθόσον, δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι επέστρεψε με οποιονδήποτε τρόπο την εισπραχθείσα προκαταβολή όπως λ.χ. τραπεζικό καταθετήριο, εκδοθείσα επιταγή προς την κ.ο.κ..

Λαμβάνοντας υπ' όψιν όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε τα βιβλία και στοιχεία της παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις της φορολογικής αρχής, ορθώς καταλογίστηκε η παράβαση της μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου με την προσβαλλόμενη πράξη και ο σχετικός προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος και αναπόδεικτος.

Επειδή μέχρι και το πέρας του ελέγχου αλλά και την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία περί επιστροφής της προκαταβολής όπως ισχυρίζεται.

Επειδή αφενός η προσφεύγουσα δεν προβάλλει με την παρούσα ενδικοφανή προσφυγή άλλους ισχυρισμούς και αφετέρου δεν υφίστανται λόγοι ουσίας που να καθιστούν την πράξη της φορολογικής αρχής άκυρη.

Αποφασίζουμε

Την απόρριψη της από 03/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής της εταιρείας « », ΑΦΜ και την επικύρωση της υπ' αριθ /2018 Πράξης Προσδιορισμού Προστίμου, διαχειριστικής περιόδου 01/01/2008-31/12/2008 της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. ΙΖ' Αθηνών.

Οριστική φορολογική υποχρέωση - καταλογιζόμενο ποσό βάσει της παρούσας απόφασης:

Πρόστιμο άρθρου 7§3 περ. στ' του ν. 4337/2015: 37.500,00 €


Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί από αρμόδιο όργανο με τη νόμιμη διαδικασία, στην υπόχρεη.

ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΔ/ΝΣΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ

Ακριβές Αντίγραφο
O/Η Υπάλληλος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης

Σ η με ί ω σ η: Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.

Υπόθεση C-42/18 Φόρος προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) - Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ - Απαλλαγές - Άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 3 - Πράξεις που αφορούν τις πληρωμές - Υπηρεσίες παρεχόμενες από εταιρία σε τράπεζα, αφορώσες την εκμετάλλευση μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως μετρητών

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 3ης Οκτωβρίου 2019  «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) – Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ – Απαλλαγές – Άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 3 – Πράξεις που αφορούν τις πληρωμές – Υπηρεσίες παρεχόμενες από εταιρία σε τράπεζα, αφορώσες την εκμετάλλευση μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως μετρητών»

Στην υπόθεση C‑42/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Ιανουαρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Finanzamt Trier

κατά

Cardpoint GmbH, διαδόχου της Moneybox Deutschland GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, J. Malenovský, C. G. Fernlund και L. S. Rossi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

– η Cardpoint GmbH, εκπροσωπούμενη από τον M. Robisch, Steuerberater, και την J. Habla, Rechtsanwältin,

– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους T. Henze και R. Kanitz και στη συνέχεια από τον R. Kanitz,

–  η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την J. Jokubauskaitė και τον B.‑R. Killmann,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Μαΐου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας 77/388/EΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία).

2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Finanzamt Trier (φορολογικής αρχής της Trier, Γερμανία) και της Cardpoint GmbH, διαδόχου της Moneybox Deutschland GmbH, σχετικά με την άρνηση της αρχής αυτής να χορηγήσει στην Cardpoint απαλλαγή από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) για τις υπηρεσίες που παρείχε σε τράπεζα, οι οποίες αφορούσαν την εκμετάλλευση μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως μετρητών.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η έκτη οδηγία

3 Το άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα Κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση:

[...]

δ) τις ακόλουθες πράξεις:

[...]

3. τις εργασίες, περιλαμβανομένων και των διαπραγματεύσεων, οι οποίες αφορούν καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, πληρωμές, μεταφορές και εμβάσματα, απαιτήσεις, επιταγές και λοιπά αξιόγραφα, εξαιρέσει της εισπράξεως απαιτήσεων·

[...]».

Η οδηγία ΦΠΑ

4 Από την 1η Ιανουαρίου 2007, η έκτη οδηγία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία ΦΠΑ).

5 Το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας ΦΠΑ προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από τον ΦΠΑ τις ακόλουθες πράξεις:

[...]

δ) τις πράξεις, περιλαμβανομένης της διαπραγμάτευσης, οι οποίες αφορούν καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, πληρωμές, μεταφορές χρημάτων, απαιτήσεις, επιταγές και λοιπά αξιόγραφα, με εξαίρεση την είσπραξη απαιτήσεων».

Το γερμανικό δίκαιο

6 Κατά το άρθρο 4, σημείο 8, στοιχείο δʹ, του Umsatzsteuergesetz (νόμου περί του φόρου κύκλου εργασιών), απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ:

«οι πράξεις και η διαπραγμάτευση των πράξεων οι οποίες αφορούν καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, πληρωμές, μεταφορές χρημάτων και την είσπραξη αξιογράφων.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

7 Η Cardpoint παρείχε στον πελάτη της, μια τράπεζα, υπηρεσίες σχετικές με την εκμετάλλευση μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως μετρητών. Στην εταιρία αυτή είχε ανατεθεί να θέτει και να διατηρεί σε λειτουργία τα μηχανήματα αυτόματης αναλήψεως μετρητών. Προς τον σκοπό αυτόν, εγκαθιστούσε εξοπλισμό πληροφορικής στα εν λόγω μηχανήματα καθώς και ορισμένα λογισμικά τα οποία ήταν αναγκαία για την καλή λειτουργία τους. Επιπλέον, ήταν επιφορτισμένη με τη μεταφορά χαρτονομισμάτων, τα οποία διετίθεντο από την τράπεζα, και με τον εφοδιασμό των εν λόγω μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως μετρητών. Τέλος, παρείχε συμβουλές σχετικά με τη λειτουργία των μηχανημάτων αυτών.

8 Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι πράξεις αναλήψεως μετρητών διεξάγονταν ως εξής. Μόλις ένας δικαιούχος τραπεζικού λογαριασμού εισήγε την κάρτα του αναλήψεως σε μηχάνημα αυτόματης αναλήψεως μετρητών, τα δεδομένα της κάρτας αυτής διαβάζονταν μέσω ειδικού λογισμικού. Η Cardpoint ήλεγχε τα δεδομένα αυτά και ζητούσε από την Bank-Verlag GmbH την έγκριση για την πραγματοποίηση της ζητηθείσας αναλήψεως. Η Bank-Verlag GmbH απηύθυνε το σχετικό αίτημα στο διατραπεζικό δίκτυο, το οποίο, με τη σειρά του, το διαβίβαζε στην τράπεζα που εξέδωσε τη συγκεκριμένη κάρτα αναλήψεως. Η τράπεζα αυτή ήλεγχε την ύπαρξη επαρκούς διαθέσιμου υπολοίπου στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου και απέστελλε, μέσω της ίδιας «αλυσίδας» διαβιβάσεως, την έγκριση ή την απόρριψη της ζητηθείσας αναλήψεως. Σε περίπτωση εγκρίσεως, η Cardpoint εκτελούσε την ανάληψη αυτή από το μηχάνημα αυτόματης αναλήψεως μετρητών και την καταχώριζε. Διαβίβαζε την καταχώριση αυτή, ως εντολή λογιστικής εγγραφής, στον πελάτη της, ήτοι στην τράπεζα που εκμεταλλευόταν το οικείο μηχάνημα αυτόματης διανομής μετρητών. Η τράπεζα αυτή εισήγε τις καταχωρίσεις χωρίς τροποποίηση στο σύστημα της Deutsche Bundesbank (Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας, στο εξής: BBK). Η Cardpoint κατήρτιζε επίσης έναν μη δυνάμενο να τροποποιηθεί ημερήσιο κατάλογο ο οποίος περιλάμβανε όλες τις συναλλαγές της ημέρας και ο οποίος υποβαλλόταν επίσης στην ΒΒΚ. Διά των καταχωρίσεων αυτών τεκμηριωνόταν η αξίωση της τράπεζας που εκμεταλλευόταν το συγκεκριμένο μηχάνημα αυτόματης αναλήψεως έναντι της τράπεζας του δικαιούχου του λογαριασμού ο οποίος είχε προβεί στην ανάληψη χρημάτων καθώς και τα σχετικά έξοδα συναλλαγής.

9 Στις 7 Φεβρουαρίου 2007, η Cardpoint υπέβαλε τροποποιητική δήλωση ΦΠΑ για το έτος 2005 και ζήτησε να τροποποιηθεί η υπάρχουσα πράξη επιβολής φόρου, προβάλλοντας ότι οι υπηρεσίες της σχετικά με τη λειτουργία των μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως μετρητών απαλλάσσονταν του ΦΠΑ.

10 Κατόπιν της απορρίψεως της αιτήσεως αυτής από τη φορολογική αρχή της Trier, το Finanzgericht Rheinland-Pfalz (φορολογικό δικαστήριο Ρηνανίας‑Παλατινάτου, Γερμανία) έκανε δεκτή την προσφυγή της Cardpoint, με το αιτιολογικό ότι οι παροχές υπηρεσιών εκ μέρους της εταιρίας αυτής έπρεπε να θεωρηθούν ως «πράξεις που αφορούν πληρωμές», κατά την έννοια της έκτης οδηγίας, και, ως εκ τούτου, απαλλάσσονταν του ΦΠΑ.

11 Η φορολογική αρχή της Trier υπέβαλε αίτηση αναιρέσεως (Revision) ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Το δικαστήριο αυτό ανέστειλε την εκδίκαση της υποθέσεως μέχρι την έκδοση της αποφάσεως της 26ης Μαΐου 2016, Bookit (C‑607/14, στο εξής: απόφαση Bookit, EU:C:2016:355).

12 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν οι παρεχόμενες από την Cardpoint υπηρεσίες πρέπει να χαρακτηρισθούν ως «τεχνικής και διοικητικής φύσεως υπηρεσίες», σύμφωνα με την απόφαση Bookit, οι οποίες δεν εμπίπτουν στις «πράξεις που αφορούν πληρωμές», κατά την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, πρόκειται για υπηρεσίες υποστήριξης ανάλογες με εκείνες που αποτελούσαν το αντικείμενο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Bookit, δεδομένου ότι οι υπηρεσίες της Cardpoint περιορίζονται στην τεχνική εκτέλεση των οδηγιών που παρέχει η τράπεζα.

13 Η επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση παρουσιάζει, κατά το αιτούν δικαστήριο, και άλλες ομοιότητες με εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση. Ειδικότερα, η Cardpoint λαμβάνει τα δεδομένα που αφορούν την κάρτα αναλήψεως του δικαιούχου του συγκεκριμένου λογαριασμού και τα διαβιβάζει στην εκδότρια της κάρτας αυτής τράπεζα. Η Cardpoint πραγματοποιεί τη ζητηθείσα ανάληψη μόνον αφού λάβει την έγκριση της οικείας τράπεζας. Η εταιρία αυτή δεν είναι επομένως υπεύθυνη για τον έλεγχο και την έγκριση των επιμέρους εντολών.

14 Μολονότι, αντιθέτως προς την περίπτωση που αποτέλεσε το αντικείμενο της αποφάσεως Bookit, η υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά πράξεις αγοράς και πωλήσεως εισιτηρίων κινηματογράφου, αλλά παροχές υπηρεσιών που αφορούν την καταβολή μετρητών από μηχανήματα αυτόματης αναλήψεως μετρητών, εντούτοις η διαφορά αυτή δεν δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση ως προς την επιβολή ΦΠΑ, δεδομένου ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η παρεχόμενη υπηρεσία συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στην ανταλλαγή πληροφοριών και σε παροχή τεχνικής και διοικητικής υποστήριξης.

15 Πάντως, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, αντιθέτως προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Bookit, δεν υφίσταται αυτοτελής σύμβαση πωλήσεως εκτός από την πράξη πληρωμής. Εκτιμά, ωστόσο, ότι από την απόφαση Bookit δεν προκύπτει ότι οι υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης πρέπει να αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με την πράξη που αφορούν.

16 Επιπλέον, και στις δύο περιπτώσεις, η αντιπαροχή για την παροχή της υπηρεσίας προσδιορίζεται ευχερώς, ενώ η απαλλαγή των χρηματοπιστωτικών πράξεων αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην αντιμετώπιση των ενδεχόμενων δυσκολιών κατά τον προσδιορισμό της βάσεως επιβολής φόρου καθώς και του ποσού του εκπεστέου ΦΠΑ.

17 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Απαλλάσσονται από τον φόρο προστιθεμένης αξίας σύμφωνα με το άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της [έκτης οδηγίας] οι τεχνικής και διοικητικής φύσεως υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται σε τράπεζα που εκμεταλλεύεται μηχάνημα αυτόματων συναλλαγών για την εκταμίευση μετρητών με μηχανήματα αυτόματων συναλλαγών, όταν παρόμοιες τεχνικής και διοικητικής φύσεως υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται για τις πληρωμές με κάρτα κατά την αγορά εισιτηρίων κινηματογράφου δεν απαλλάσσονται βάσει της εν λόγω διατάξεως σύμφωνα με την [απόφαση Bookit];»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

18 Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι αποτελεί που αφορά πληρωμές, απαλλασσόμενη του ΦΠΑ πράξη κατά τη διάταξη αυτή, η παροχή υπηρεσιών σε τράπεζα που εκμεταλλεύεται μηχανήματα αυτόματης αναλήψεως μετρητών, οι οποίες συνίστανται στη θέση και διατήρηση σε λειτουργία των μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως, στον εφοδιασμό των μηχανημάτων αυτών, στην εγκατάσταση στα μηχανήματα αυτά εξοπλισμού πληροφορικής και λογισμικών για την ανάγνωση των δεδομένων των καρτών αναλήψεως, στη διαβίβαση στην τράπεζα που εξέδωσε τη χρησιμοποιούμενη κάρτα αναλήψεως αιτήματος για έγκριση της αναλήψεως μετρητών, στη διανομή του ζητούμενου ποσού μετρητών και στην καταχώριση των πράξεων αναλήψεως.

19 Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι οι απαλλαγές που προηγουμένως προβλέπονταν στο άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας, το οποίο εν προκειμένω έχει εφαρμογή ratione temporis, επαναλαμβάνονται με την ίδια διατύπωση στο άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας ΦΠΑ. Επομένως, η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την τελευταία διάταξη αυτή είναι κρίσιμη για την ερμηνεία των αντίστοιχων διατάξεων της έκτης οδηγίας.

20 Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 24 των προτάσεών του, η ανάληψη από μηχάνημα αυτόματης αναλήψεως μετρητών αποτελεί «υπηρεσία πληρωμής», κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, όσον αφορά τις «πράξεις που αφορούν πληρωμές», κατά την έννοια της έκτης οδηγίας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εφαρμόζονται και ως προς τις πράξεις αυτές οι εκτιμήσεις σχετικά με τις πράξεις που αφορούν τη μεταφορά πιστώσεων, τις οποίες αφορά η οδηγία αυτή (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 1997, SDC, C‑2/95, EU:C:1997:278, σκέψη 50).

21 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, από πάγια νομολογία συνάγεται ότι οι επίμαχες υπηρεσίες, προκειμένου να χαρακτηρισθούν ως «πράξη που αφορά πληρωμές» κατά την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας, πρέπει να συγκροτούν διακριτό σύνολο, σφαιρικώς εκτιμώμενο, το οποίο εκπληρώνει τις ειδικές και ουσιώδεις λειτουργίες της πληρωμής και το οποίο, κατά συνέπεια, έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά χρηματικών ποσών και την πρόκληση νομικών και χρηματοοικονομικών μεταβολών. Συναφώς, πρέπει να διακρίνεται η απαλλασσόμενη υπηρεσία, υπό την έννοια της έκτης οδηγίας, από τη διενέργεια απλής υλικής πράξεως ή την παροχή τεχνικής υπηρεσίας (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαΐου 2016, Bookit, C‑607/14, EU:C:2016:355, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22 Ως εκ τούτου, οι λειτουργικές πτυχές είναι καθοριστικής σημασίας προκειμένου να κριθεί εάν μια πράξη αφορά πληρωμές, κατά την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας. Το κριτήριο που καθιστά δυνατή τη διάκριση μεταξύ πράξεως η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά χρηματικών ποσών και την πρόκληση νομικών και χρηματοοικονομικών μεταβολών, η οποία εμπίπτει στην επίμαχη απαλλαγή, και πράξεως η οποία δεν έχει τέτοια αποτελέσματα και, άρα, δεν εμπίπτει στην απαλλαγή αυτή έγκειται στο εάν η εξεταζόμενη πράξη μεταφέρει, κατά τρόπο πραγματικό ή δυνητικό, την κυριότητα των επίμαχων χρηματικών ποσών, ή εάν, κατ’ αποτέλεσμα, εκπληρώνει τις ειδικές και ουσιώδεις λειτουργίες μιας τέτοιας μεταφοράς (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2016, Bookit, C‑607/14, EU:C:2016:355, σκέψη 41, καθώς και της 25ης Ιουλίου 2018, DPAS, C‑5/17, EU:C:2018:592, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23 Μολονότι το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος παρέχων υπηρεσίες χρεώνει και/ή πιστώνει άμεσα ο ίδιος έναν λογαριασμό, ή ακόμη παρεμβαίνει μέσω εγγραφών στους λογαριασμούς του δικαιούχου, καθιστά, καταρχήν, δυνατόν να θεωρηθεί ότι πληρούται αυτή η προϋπόθεση και να κριθεί ότι η επίμαχη υπηρεσία απαλλάσσεται του ΦΠΑ, εντούτοις απλώς και μόνον το γεγονός ότι η υπηρεσία αυτή δεν περιλαμβάνει άμεσα τέτοιου είδους ενέργειες δεν μπορεί εκ προοιμίου να αποκλείσει την υπαγωγή της στην απαλλαγή, δεδομένου ότι η ερμηνεία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως δεν προεξοφλεί τον τρόπο πραγματοποιήσεως των πληρωμών (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Bookit, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24 Η απάντηση στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων.

25 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Cardpoint δεν χρέωνε η ίδια τους συγκεκριμένους τραπεζικούς λογαριασμούς αλλά προέβαινε στην υλική παράδοση των χρηματικών ποσών που εισπράττονταν μέσω των μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως μετρητών των οποίων τη διατήρηση σε λειτουργία εξασφάλιζε. Επιπλέον, δεν ενέκρινε η ίδια τις συναλλαγές. Συγκεκριμένα, η Cardpoint δεν είχε εξουσία λήψεως αποφάσεων όσον αφορά τις συγκεκριμένες συναλλαγές, αλλά διαβίβαζε δεδομένα, μέσω αλυσίδας ενδιαμέσων, στην τράπεζα που εξέδωσε τη χρησιμοποιούμενη κάρτα αναλήψεως και, βάσει των οδηγιών της τράπεζας αυτής, προέβαινε στη διανομή του ζητηθέντος ποσού μετρητών. Στη συνέχεια, καταχώριζε την επίμαχη ανάληψη μετρητών την οποία διαβίβαζε ως λογιστική εντολή στον πελάτη της, ήτοι την τράπεζα που εκμεταλλευόταν το επίμαχο μηχάνημα αυτόματης αναλήψεως.

26 Συνεπώς, δεν προκύπτει ότι οι παρεχόμενες από την Cardpoint υπηρεσίες μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μεταφορά χρηματικών ποσών ούτε ότι προκαλούσαν νομικές και οικονομικές μεταβολές, οι οποίες αποτελούν χαρακτηριστικό μιας «πράξεως που αφορά πληρωμές» κατά την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας. Βεβαίως, αντιθέτως προς την περίπτωση που αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Bookit, οι παρεχόμενες από την Cardpoint υπηρεσίες δεν περιορίζονταν σε ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ της εκδότριας τράπεζας και της τράπεζας που εκμεταλλευόταν το επίμαχο μηχάνημα αυτόματης αναλήψεως μετρητών, αλλά αφορούσαν επίσης τη φυσική διανομή μετρητών. Ωστόσο, η παράδοση χαρτονομισμάτων κατά την ανάληψη μετρητών από μηχάνημα αυτόματης αναλήψεως δεν συνιστά μεταβίβαση κυριότητας από την Cardpoint στον χρήστη του μηχανήματος αυτού. Η εκδότρια τράπεζα της κάρτας αναλήψεως είναι αυτή που χορηγούσε την έγκριση για την ανάληψη μετρητών, που χρέωνε το αντίστοιχο ποσό στον τραπεζικό λογαριασμό του χρήστη του εν λόγω μηχανήματος και που μεταβίβαζε άμεσα την κυριότητα των χαρτονομισμάτων στον εν λόγω χρήστη.

27 Περαιτέρω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 40 των προτάσεών του, μόνον η τράπεζα η οποία εκμεταλλευόταν το επίμαχο μηχάνημα αυτόματης αναλήψεως εισήγε τις καταχωρίσεις στο σύστημα της BBK. Όσον αφορά το μη δυνάμενο να τροποποιηθεί ημερήσιο αρχείο δεδομένων, το οποίο περιλάμβανε όλες τις συναλλαγές της συγκεκριμένης ημέρας, καταρτιζόταν από την Cardpoint και διαβιβαζόταν στην ΒΚΚ, σκοπός του ήταν να ενημερώσει την ΒΚΚ σχετικά με τις εγκριθείσες συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε ως αποτέλεσμα την εκπλήρωση των ειδικών και ουσιωδών λειτουργιών της πληρωμής.

28 Η ερμηνεία κατά την οποία δεν προκύπτει ότι οι παρεχόμενες από την Cardpoint υπηρεσίες μπορούν να πραγματοποιήσουν μεταφορά χρηματικών ποσών που να προκαλεί τις νομικές και οικονομικές μεταβολές οι οποίες αποτελούν χαρακτηριστικό μιας πράξεως που αφορά πληρωμές δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι παρεχόμενες από την Cardpoint υπηρεσίες, κυρίως όσον αφορά την καταχώριση και τη διαβίβαση δεδομένων καθώς και την παράδοση μετρητών, είναι απαραίτητες για τη διενέργεια μιας απαλλασσόμενης πράξεως που αφορά πληρωμές. Συναφώς, κατά πάγια νομολογία προκύπτει ότι, δεδομένης της στενής ερμηνείας των απαλλαγών από τον ΦΠΑ, από το γεγονός αυτό και μόνον δεν αντλείται το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω υπηρεσίες απαλλάσσονται του ΦΠΑ όταν δεν πληρούνται τα λοιπά κριτήρια που παρατίθενται στις σκέψεις 21 και 22 της παρούσας αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, DPAS, C‑5/17, EU:C:2018:592, σκέψη 43).

29 Μια τέτοια ερμηνεία της έννοιας «πράξεις που αφορούν πληρωμές», που προβλέπεται στο άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας, ενισχύεται εξάλλου από τον σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αντιμετώπιση των ενδεχόμενων δυσκολιών κατά τον καθορισμό της αντιπαροχής για την παρεχόμενη υπηρεσία και επομένως της φορολογητέας βάσεως (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαΐου 2016, Bookit, C‑607/14, EU:C:2016:355, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η εισπραττόμενη από την Cardpoint αντιπαροχή για την παροχή των υπηρεσιών της μπορεί να καθορισθεί χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες.

30 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι δεν αποτελεί πράξη που αφορά πληρωμές, απαλλασσόμενη του ΦΠΑ κατά τη διάταξη αυτή, η παροχή υπηρεσιών σε τράπεζα που εκμεταλλεύεται μηχανήματα αυτόματης αναλήψεως μετρητών, οι οποίες συνίστανται στη θέση και διατήρηση σε λειτουργία των μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως, στον εφοδιασμό των μηχανημάτων αυτών, στην εγκατάσταση στα μηχανήματα αυτά εξοπλισμού πληροφορικής και λογισμικών για την ανάγνωση των δεδομένων των καρτών αναλήψεως, στη διαβίβαση στην τράπεζα που εξέδωσε τη χρησιμοποιούμενη κάρτα αναλήψεως αιτήματος για έγκριση της αναλήψεως μετρητών, στη διανομή του ζητούμενου ποσού μετρητών και στην καταχώριση των πράξεων αναλήψεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

31 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, έχει την έννοια ότι δεν αποτελεί πράξη που αφορά πληρωμές, απαλλασσόμενη του φόρου προστιθεμένης αξίας κατά τη διάταξη αυτή, η παροχή υπηρεσιών σε τράπεζα που εκμεταλλεύεται μηχανήματα αυτόματης αναλήψεως μετρητών, οι οποίες συνίστανται στη θέση και διατήρηση σε λειτουργία των μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως, στον εφοδιασμό των μηχανημάτων αυτών, στην εγκατάσταση στα μηχανήματα αυτά εξοπλισμού πληροφορικής και λογισμικών για την ανάγνωση των δεδομένων των καρτών αναλήψεως, στη διαβίβαση στην τράπεζα που εξέδωσε τη χρησιμοποιούμενη κάρτα αναλήψεως αιτήματος για έγκριση της αναλήψεως μετρητών, στη διανομή του ζητούμενου ποσού μετρητών και στην καταχώριση των πράξεων αναλήψεως.

Δ1/οικ.43102/14387/2019 Καθορισμός διαδικασίας πρόσληψης επικουρικού προσωπικού

$
0
0

Αριθμ. Δ1/οικ.43102/14387/27-9-2019

(ΦΕΚ Β' 3706/04-10-2019)

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) του άρθρου 88 του ν. 4611/2019 «Ρύθμιση οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, τη Φορολογική Διοίκηση και τους Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού, Συνταξιοδοτικές Ρυθμίσεις Δημοσίου και λοιπές ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές διατάξεις, ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 73),
β) του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α΄ 98),
γ) του π.δ. 81/2019 «Σύσταση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση Υπουργείων και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους Μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπουργείων» (Α΄ 119),
δ) του π.δ. 142/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α΄ 181),
ε) του π.δ. 134/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» (Α΄ 168), όπως ισχύει,
στ) του π.δ. 83/2019 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 121).

2. Το γεγονός ότι από την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.

3. Την με αριθμ. 42332/3735/27-9-2019 εισήγηση της Προϊσταμένης Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών, σύμφωνα με την παρ. 5(ε) του άρθρου 24 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143),

αποφασίζουμε:

Καθορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για τη διαδικασία πρόσληψης επικουρικού προσωπικού για την κάλυψη επιτακτικών αναγκών των Κέντρων Κοινωνικής Πρόνοιας του άρθρου 9 του ν. 4109/2013 (Α΄ 16) και των παραρτημάτων τους, του Κέντρου Παιδικής Μέριμνας Αρρένων Παπάφειο Θεσσαλονίκης, του Θεραπευτηρίου Χρονιών Παθήσεων Ευρυτανίας, του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Ε.Κ.Κ.Α.), του Κέντρου Εκπαίδευσης και Αποκατάστασης Τυφλών (Κ.Ε.Α.Τ.) και του Εθνικού Ιδρύματος Κωφών (Ε.Ι.Κ.), ως εξής:

Άρθρο 1
Προκήρυξη πρόσληψης επικουρικού προσωπικού


Μετά την έγκριση της Επιτροπής του άρθρου 2 της ΠΥΣ 33/2006 για κίνηση των διαδικασιών πρόσληψης επικουρικού προσωπικού συγκεκριμένων κατηγοριών και ειδικοτήτων, όπως αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 88 του ν. 4611/2019, η πρόσληψη του προσωπικού αυτού διενεργείται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία:
1. Οι φορείς που έχουν λάβει τη σχετική έγκριση πρόσληψης επικουρικού προσωπικού εκδίδουν προκήρυξη, στην οποία αναφέρονται υποχρεωτικώς τα ακόλουθα:
α) Ο αριθμός του υπό πρόσληψη επικουρικού προσωπικού ανά κατηγορία και ειδικότητα.
β) Οι προϋποθέσεις συμμετοχής.
γ) Τα απαιτούμενα προσόντα πρόσληψης.
δ) Τα κριτήρια κατάταξης των υποψηφίων.
ε) Η προθεσμία και η διαδικασία υποβολής αιτήσεων συμμετοχής και τυχόν απαιτούμενων δικαιολογητικών.
στ) Η διαδικασία επιλογής.
ζ) Το δικαίωμα άσκησης ένστασης από τους υποψηφίους, ο χρόνος και ο τρόπος υποβολής της.
η) Σύντομη περιγραφή των σχετικών καθηκόντων και απαιτήσεων, όπου απαιτείται.
θ) Κάθε άλλη σχετική πληροφορία.
2. Σχέδιο της προκήρυξης αποστέλλεται στο ΑΣΕΠ, το οποίο την εγκρίνει ή την τροποποιεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από την περιέλευση του σχεδίου σε αυτό. Εάν η ως άνω προθεσμία παρέλθει άπρακτη, τεκμαίρεται η έγκριση του σχεδίου από το ΑΣΕΠ.
3. Μετά την έγκριση της προκήρυξης, αυτή δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του οικείου φορέα και του ΑΣΕΠ. Περίληψη της προκήρυξης, η οποία περιλαμβάνει τον αριθμό ανά κατηγορία και ειδικότητα προσωπικού, τα απαιτούμενα προσόντα, τα όρια ηλικίας και την προθεσμία υποβολής των αιτήσεων, δημοσιεύεται σε δύο (2) τουλάχιστον εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας.
 
Άρθρο 2
Προϋποθέσεις συμμετοχής σε προκήρυξη για κάλυψη θέσεων επικουρικού προσωπικού


Δικαίωμα συμμετοχής στην προκήρυξη για πρόσληψη επικουρικού προσωπικού έχουν όλοι όσοι πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
1. Έχουν συμπληρώσει το 18° έτος της ηλικίας τους και δεν έχουν υπερβεί το 65° έτος.
2. Είναι Έλληνες πολίτες ή πολίτες κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό τους περιορισμούς του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2431/1996, ή Βορειοηπειρώτες, Κύπριοι ομογενείς και ομογενείς αλλοδαποί που προέρχονται από την Κωνσταντινούπολη και από τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο και ομογενείς εξ Αιγύπτου, χωρίς να απαιτείται πιστοποιητικό ελληνικής ιθαγένειας, υπό την προϋπόθεση ότι η ιδιότητα τους ως Ελλήνων, κατά το γένος και τη συνείδηση, αποδεικνύεται με άλλους τρόπους (ν.δ. 3832/1958).
Για τους υποψηφίους χωρίς ελληνική ιθαγένεια απαιτείται η γνώση της ελληνικής γλώσσας σε βαθμό επαρκή για την άσκηση των καθηκόντων της οικείας ειδικότητας. Για την απόδειξη της γνώσης της ελληνικής γλώσσας απαιτείται πιστοποιητικό ελληνομάθειας (ν. 4027/2011, άρθρο 9), που χορηγείται από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας: α) ΥΠ.Π.Ε.Θ. Ανδρέα Παπανδρέου 37, Τ.Κ 151 80 Αθήνα, τηλ. 210-3443384 και 210-3442322 και β) Καραμαούνα 1, Πλ. Σκρά, Τ.Κ. 55132 Θεσσαλονίκη, τηλ. 2313331540, των κατωτέρω επιπέδων του Συμβουλίου της Ευρώπης:
• Β ΕΠΙΠΕΔΟ ή Β1 ΕΠΙΠΕΔΟ: Για την κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Δ.Ε.) μη Διοικητικού Προσωπικού.
• Γ ΕΠΙΠΕΔΟ ή Β2 ΕΠΙΠΕΔΟ: Για τις κατηγορίες Πανεπιστημιακής (Π.Ε.) και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Τ.Ε.) μη Διοικητικού Προσωπικού και για την Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Δ.Ε.) Διοικητικού Προσωπικού.
• Δ ΕΠΙΠΕΔΟ ή Π ΕΠΙΠΕΔΟ: Για τις Κατηγορίες Πανεπιστημιακής (Π.Ε.) και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Τ.Ε.) Διοικητικού  Προσωπικού.
Το ανωτέρω Πιστοποιητικό Ελληνομάθειας δεν χρειάζεται να προσκομίζουν οι ομογενείς και αλλογενείς, οι οποίοι παρακολουθούν ή έχουν παρακολουθήσει προγράμματα ή μαθήματα της ελληνικής γλώσσας εντός του οργανωμένου ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Επίσης, αποδεικνύεται με αντίστοιχο πιστοποιητικό του Σχολείου της Ελληνικής Γλώσσας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Πανεπιστημιούπολη, Θεσσαλονίκη, Τ.Κ. 54006, τηλ. 2310/997571-72-76), το οποίο χορηγείται ύστερα από σχετική εξέταση του υποψηφίου ή από άλλη σχολή ή σχολείο Ελληνικής Γλώσσας. Δεν απαιτείται η απόδειξη γνώσης της ελληνικής γλώσσας για Βορειοηπειρώτες, Κύπριους ομογενείς και ομογενείς αλλοδαπούς που προέρχονται από την Κωνσταντινούπολη και από τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο.
3. Οι άνδρες μέχρι την ημερομηνία υποβολής της ηλεκτρονικής αίτησης έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις ή να έχουν απαλλαγεί νόμιμα από αυτές. Δεν απαιτείται εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων:
α) Για τους υποψηφίους της ειδικότητας ΔΕ Αδελφών Νοσοκόμων, εάν είναι απόφοιτοι Νοσηλευτικών Σχολών και ευρίσκονται νομίμως εκτός στρατεύματος (άρθρο 54 παρ. 2 του ν. 1759/1988 με το οποίο ορίζεται ως κατώτατο όριο ηλικίας διορισμού για τους αποφοίτους Νοσηλευτικών Σχολών το 16ο έτος της ηλικίας χωρίς την υποχρέωση εκπλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεων προκειμένου για τους άρρενες),
β) Για τους πολίτες κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τους οποίους δεν προβλέπεται στη χώρα τους τέτοια υποχρέωση και έχουν πολιτογραφηθεί ως Έλληνες πολίτες.
4. Δεν έχουν κώλυμα πρόσληψης (άρθρο 8 ν. 3528/2007), ούτε κατά το χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, ούτε κατά το χρόνο του διορισμού, ήτοι:
α) Δεν έχουν καταδικαστεί για κακούργημα και σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση (κοινή ή στην υπηρεσία), απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία δικηγόρου, δωροδοκία, καταπίεση, απιστία περί την υπηρεσία, παράβαση καθήκοντος, καθ' υποτροπή συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.
β) Δεν είναι υπόδικοι που έχουν παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα ή κατ' άλλον νόμιμο τρόπο (άρθρο 43, ν. 4139/2013) για κακούργημα ή για πλημμέλημα της περίπτωσης α, έστω και αν το αδίκημα αυτό έχει παραγραφεί.
γ) Δεν έχουν στερηθεί λόγω καταδίκης τα πολιτικά τους δικαιώματα και για όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή.
δ) Δεν τελούν υπό στερητική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική), υπό επικουρική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική) και υπό τις δύο αυτές καταστάσεις.
ε) Δεν έχουν απολυθεί από θέση δημόσιας υπηρεσίας ή Ο.Τ.Α. ή άλλου Νομικού Προσώπου του δημόσιου τομέα, λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο, οφειλόμενο σε υπαιτιότητα του εργαζομένου, αν δεν παρέλθει πενταετία από την απόλυση. Για τη διαπίστωση του ως άνω κωλύματος διορισμού υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση από τον ενδιαφερόμενο, το αληθές περιεχόμενο της οποίας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από την αρμόδια υπηρεσία διορισμού με βάση τα στοιχεία που τηρούνται στο Μητρώο Απογραφής Ελληνικού Δημοσίου.
Σημείωση: Η ανικανότητα προς πρόσληψη αίρεται μόνο με την έκδοση του κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του Συντάγματος διατάγματος που αίρει τις συνέπειες της ποινής.
5. Υποβάλουν εντός της προθεσμίας υποβολής την αίτηση συμμετοχής στην προκήρυξη.
6. Κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, κατέχουν τα υποχρεωτικά τυπικά και πρόσθετα προσόντα (π.χ. τίτλο σπουδών, κ.λπ.), τα μη υποχρεωτικά βαθμολογούμενα προσόντα, που δηλώνουν στην αίτηση υπεύθυνη δήλωση, καθώς και τα απαιτούμενα πιστοποιητικά αναγνώρισης και ισοτιμίας των τίτλων σπουδών τους εφόσον τα τελευταία αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή.
Για την απόδειξη της συνδρομής ή μη των αναφερομένων στις ανωτέρω παραγράφους οι υποψήφιοι/υποψήφιες υποχρεούνται να υποβάλλουν τα απαιτούμενα για τον έλεγχο δικαιολογητικά άλλως δεν λαμβάνονται υπόψιν.

Άρθρο 3
Δικαιολογητικά απόδειξης απαιτούμενων  προσόντων

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ

Α. Τίτλοι σπουδών


αα. Για την κατηγορία Πανεπιστημιακής ή Τεχνολογικής Εκπαίδευσης:
Τίτλος σπουδών στον οποίο να αναγράφεται η ημερομηνία και το έτος κτήσης αυτού.
Για τους κατόχους τίτλων Κ.Α.Τ.Ε.Ε. αντιστοίχων ειδικοτήτων των τίτλων Τ.Ε.Ι. που ορίζονται με την παρούσα ως προσόντα διορισμού (βλ. πίνακας του παραρτήματος) απαιτείται βεβαίωση του αρμοδίου οργάνου Τ.Ε.Ι. από την οποία να προκύπτει η αντιστοιχία του τίτλου σπουδών τους, με το ζητούμενο, πλην των ειδικοτήτων για τις οποίες, εκ του νόμου, απαιτείται άδεια ή βεβαίωση άσκησης  επαγγέλματος.
Οι υποψήφιοι/υποψήφιες Πανεπιστημιακής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης που κατέχουν τίτλους σπουδών, στους οποίους δεν αναγράφεται η κατεύθυνση ή ειδίκευση αυτών, όπως αυτή ορίζεται με την παρούσα, πρέπει να προσκομίσουν πιστοποιητικό ή βεβαίωση του τμήματος που χορήγησε τον τίτλο σπουδών τους, από τα οποία να προκύπτει ότι ο/η υποψήφιος/υποψήφια παρακολούθησε τα μαθήματα κύκλου σπουδών της κατεύθυνσης ή ειδίκευσης που ζητούνται.
Για τους τίτλους Πανεπιστημιακής ή Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, όπου στον ΠΙΝΑΚΑ 1 ως προσόν διορισμού ορίζεται, πτυχίο ή δίπλωμα Α.Ε.Ι. ή Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (Ε.Α.Π.) ή Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (Π.Σ.Ε) Α.Ε.Ι. της ημεδαπής αντίστοιχης ειδικότητας ή πτυχίο ή δίπλωμα Τ.Ε.Ι. ή Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (Π.Σ.Ε.) Τ.Ε.Ι. της ημεδαπής αντίστοιχης ειδικότητας ή αντίστοιχο κατά ειδικότητα ή αντίστοιχο κατά περιεχόμενο ειδικότητας (π.δ. 50/2001 άρθ. 26 παρ. 2 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο μόνο στοιχείο 15 π.δ. 347/2003) με το ζητούμενο από την προκήρυξη, υποχρεούνται να προσκομίζουν συγχρόνως βεβαίωση του αρμοδίου οργάνου του Α.Ε.Ι. ή Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (Ε.Α.Π.) ή Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (Π.Σ.Ε) Α.Ε.Ι. ή του Τ.Ε.Ι. ή Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (Π.Σ.Ε.) Τ.Ε.Ι., στο οποίο ανήκει το Τμήμα που χορήγησε το εν λόγω πτυχίο ή δίπλωμα, περί του ότι ο τίτλος αυτός στηρίζεται σε σπουδές που καλύπτουν με πλήρη επάρκεια το γνωστικό αντικείμενο του πτυχίου που ζητείται από την προκήρυξη (π.δ. 50/2001 άρθρο 26 παρ. 2, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα).
Εάν ο τίτλος έχει αποκτηθεί στην αλλοδαπή απαιτείται: Πράξη αναγνώρισης από το ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α., ή το Ι.Τ.Ε. για την ισοτιμία και αντιστοιχία του τίτλου ή πιστοποιητικό αναγνώρισης από τον Διεπιστημονικό Οργανισμό Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.) περί ισοτιμίας και αντιστοιχίας των ημεδαπών τίτλων.
Σε περίπτωση που από την πράξη ή το πιστοποιητικό αναγνώρισης δεν προκύπτει το γνωστικό αντικείμενο, απαιτείται βεβαίωση από το Εκπαιδευτικό Ίδρυμα που χορήγησε τον τίτλο, η οποία να καθορίζει το γνωστικό αντικείμενο, καθώς και επίσημη μετάφρασή της.
Οι υποψήφιοι/υποψήφιες που είναι κάτοχοι πτυχίων Νοσηλευτικής και Μαιευτικής, το οποίο έχει χορηγηθεί από Κράτη Μέλη της Ε.Ε., εφόσον τους έχει χορηγηθεί άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ή βεβαίωση ότι πληρούν όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση του επαγγέλματος τους, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του Κεφαλαίου III του Τίτλου III του π.δ. 38/2010 ή β) σύμφωνα με όσα προβλέπονταν στις διατάξεις των π.δ. 40/1986, ΦΕΚ 14/Α΄/1986 και 97/1986, ΦΕΚ 35/ Α΄/1986, εξαιρούνται από την υποχρέωση προσκόμισης πράξεως αναγνώρισης για την ισοτιμία και την αντιστοιχία του τίτλου του ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. ή Ι.Τ.Ε. ή Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.
Ειδικά για τα πτυχία της Κύπρου: Για τα πτυχία που αποκτήθηκαν πριν από την πλήρη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1-5-2004) και αναφέρονται στο π.δ. 299/1997 δεν απαιτείται αντιστοιχία. Για τα ίδια πτυχία καθώς και για όλα τα υπόλοιπα, τα οποία έχουν χρόνο κτήσης μετά την ένταξη της στην Ε.Ε. απαιτείται ισοτιμία και αντιστοιχία.
ββ. Για την κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης η Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης:
Τίτλος σπουδών στον οποίο να αναγράφεται η ημερομηνία και το έτος κτήσης αυτού.
Για τους αποφοίτους των Ι.Ε.Κ. προκειμένου για τη συμμετοχή τους σε θέσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ως βαθμός διπλώματος για το διορισμό ή πρόσληψη στο δημόσιο τομέα νοείται ο μέσος όρος βαθμολογίας στο θεωρητικό μέρος των εξετάσεων πιστοποίησης, ο αναφερόμενος σε βεβαίωση που εκδίδεται από τον Ο.Ε.Ε.Κ. ή Ε.Ο.Π.Π. ή Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. και η οποία δεν ισχύει αυτοτελώς, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο παράρτημα του διπλώματος.
Προς απόδειξη αυτών οι υποψήφιοι απόφοιτοι ΙΕΚ, πρέπει να προσκομίσουν:
Δίπλωμα Επαγγελματικής Κατάρτισης Επιπέδου Μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και βεβαίωση του Οργανισμού Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως και Καταρτίσεως (Ο.Ε.Ε.Κ.) ή του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων (Ε.Ο.Π.Π.) ή του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.), που αποτελεί αναπόσπαστο παράρτημα του διπλώματος από την οποία να προκύπτει ο μέσος όρος της βαθμολογίας τους στο θεωρητικό μέρος των εξετάσεων πιστοποίησης ή βεβαίωση του Ο.Ε.Ε.Κ. ή Ε.Ο.Π.Π ή Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. από την οποία να προκύπτει ο μέσος όρος της βαθμολογίας τους στο θεωρητικό μέρος των εξετάσεων πιστοποίησης και η ακριβής ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος κατέστη διπλωματούχος. Ως βαθμός διπλώματος νοείται ο μέσος όρος βαθμολογίας στο θεωρητικό μέρος των εξετάσεων πιστοποίησης, ο αναφερόμενος σε βεβαίωση που εκδίδεται από τον Ο.Ε.Ε.Κ. ή Ε.Ο.Π.Π. ή Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. και η οποία δεν ισχύει αυτοτελώς, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο παράρτημα του διπλώματος.
Εάν ο τίτλος έχει αποκτηθεί στην αλλοδαπή απαιτείται: α) Για  τίτλους  Δευτεροβάθμιας  μη  τεχνικής  ή  μη επαγγελματικής εκπαίδευσης βεβαίωση ισοτιμίας από την αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων και για τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση αλλοδαπής, πράξη ισοτιμίας και κατάταξης της επιτροπής Ισοτιμιών του Οργανισμού Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (Ο.Ε.Ε.Κ) ή του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων (Ε.Ο.Π.Π.) ή του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.).  β) Για Υποχρεωτική μη τεχνική ή μη επαγγελματική εκπαίδευση, βεβαίωση ισοτιμίας ή αντιστοιχίας από τη Διεύθυνση Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης (ΔΙ.Π.Ο.Δ.Ε.) της Κ.Υ. του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων ή από τις κατά τόπους Διευθύνσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της ημεδαπής.
Επισημαίνεται ότι για τις θέσεις της ειδικότητας ΔΕ Μαγείρων, οι κάτοχοι πτυχίων Βασικής Εκπαίδευσης του Οργανισμού Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (Ο.Τ.Ε.Κ.) των τμημάτων του β.δ. 151/1971 (ΦΕΚ 52 Α΄/1971)  Μαγειρικής Τέχνης  και  Ξενοδοχειακών Επισιτιστικών Επιχειρήσεων διετούς κύκλου σπουδών, υποχρεούνται να προσκομίσουν και απολυτήριο τίτλο Γ΄ Γυμνασίου.
γγ. ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ (όπου απαιτείται)
Οι υποψήφιοι που είναι κάτοχοι διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών ετήσιας τουλάχιστον φοίτησης προσκομίζουν ευκρινή φωτοτυπία του διδακτορικού ή μεταπτυχιακού διπλώματος, καθώς και βεβαίωση από το Πανεπιστήμιο που να καθορίζει το γνωστικό αντικείμενο αυτών, εφόσον τούτο δεν προκύπτει σαφώς από τους προσκομιζόμενους τίτλους.
Αν ο τίτλος έχει αποκτηθεί στην αλλοδαπή απαιτείται μόνον πράξη αναγνωρίσεως του τίτλου από το ΔΙΚΑΤΣΑ ή Πιστοποιητικό Αναγνώρισης από τον Διεπιστημονικό Οργανισμό Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.) περί ισοτιμίας που να έχει εκδοθεί μέχρι την τελευταία ημέρα της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων και σε περίπτωση που από την πράξη αναγνώρισης δεν προκύπτει το γνωστικό αντικείμενο ή η απαιτούμενη από την οικεία προκήρυξη εξειδίκευση, απαιτείται βεβαίωση από το Πανεπιστήμιο που χορήγησε τον τίτλο, η οποία να καθορίζει αυτό, καθώς και επίσημη μετάφρασή της.
Εξαιρούνται από την υποχρέωση προσκόμισης πράξης αναγνώρισης για την ισοτιμία και την αντιστοιχία των τίτλων σπουδών ή των μεταπτυχιακών τίτλων, όσοι υποψήφιοι υποβάλλουν αποφάσεις αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων ή επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων αντίστοιχων κατηγοριών εκπαίδευσης οι οποίες χορηγήθηκαν από:
i) To Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (Σ.Α.Ε.Π.) του άρθρου 55 του Π.Δ. 38/2010 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2005/36/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων» όπως τροποποιήθηκε και ισχύει ή
ii) το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (Σ.Α.Ε.Π.) του άρθρου 55 του Π.Δ. 38/2010 για την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας, βάσει της παρ. 2, του αρ. 1 του Π.Δ. 38/2010, όπως ισχύει κάθε φορά ή
iii) το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Σ.Α.Ε.Ι.Τ.Τ.Ε.) του άρθρου 10 του π.δ. 165/2000 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών, σύμφωνα με την οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» ή
iv) το Συμβούλιο Επαγγελματικής Αναγνώρισης Τίτλων Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (Σ.Ε.Α.Τ.Ε.Κ.) του άρθρου 14 του π.δ. 231/1998 «Δεύτερο γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης, το οποίο συμπληρώνει την οδηγία 89/48/ΕΟΚ, σύμφωνα με τις οδηγίες 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 94/38/ΕΚ και 95/43/ΕΚ της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων»,
v) κάτοχοι διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων που έχουν αποκτηθεί σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους οποίους έχει χορηγηθεί, βάσει του συστήματος αυτόματης αναγνώρισης διπλωμάτων, άδεια άσκησης επαγγέλματος από τις κατά περίπτωση αρμόδιες εθνικές αρχές, σύμφωνα με τα προεδρικά διατάγματα 40/1986 (Α΄ 14), 84/1986, (Α΄ 31), 97/1986 (Α΄ 35), 98/1986, (Α΄ 35), 53/2004 (Α΄ 43), 40/2006 (Α΄ 43) και την υπουργική απόφαση Α4/5226/1987 (Β΄ 613).

Β. Άδειες άσκησης επαγγέλματος ή άλλες επαγγελματικές άδειες, βεβαιώσεις-Πιστοποιητικά

- Άδεια άσκησης επαγγέλματος (απαιτούμενη κατά περίπτωση σύμφωνα με τον πίνακα του παραρτήματος της παρούσας) ή
- Βεβαίωση εκδιδόμενη από αρμόδια διοικητική αρχή ότι πληροί όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση του αντίστοιχου επαγγέλματος (ν. 3919/2011, όπως ισχύει) ή
- Βεβαίωση Αναγγελίας (ν. 3982/2011, όπως ισχύει) ή
- Επαγγελματική Ταυτότητα Λογιστή Φοροτεχνικού Α΄ ή Β΄ τάξης, η οποία αποδεικνύεται μόνο με την υποβολή όλων των όψεων του ΔΕΛΤΙΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΛΟΓΙΣΤΗΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΥ σε ισχύ, που εκδίδεται από το Ο.Ε.Ε ή βεβαίωση του Ο.Ε.Ε. ότι είναι κάτοχος ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΛΟΓΙΣΤΗ -ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΥ (Π.Δ.340/1998/Α΄/ΦΕΚ 228/6.10.1998, όπως
τροποποιήθηκε και ισχύει).
- Άδεια χρησιμοποίησης τίτλου ιατρικής ειδικότητας (η ειδικότητα ορίζεται από τον φορέα),
- Επισημαίνεται ότι υποψήφιοι/υποψήφιες που κατείχαν άδεια την οποία αντικατέστησαν βάσει  του π.δ. 108/2013 (ΔΕ Ηλεκτρολόγων) ή του π.δ. 112/2012 (ΔΕ Υδραυλικών), εφόσον στη νέα αυτή άδεια ή βεβαίωση δεν αναγράφεται η αρχική άδεια και η ημεροχρονολογία κτήσης αυτής, οφείλουν να προσκομίσουν σχετική βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας από την οποία να προκύπτουν τα ανωτέρω στοιχεία. Η εν λόγω βεβαίωση απαιτείται, προκειμένου να προσμετρηθεί το κριτήριο της εμπειρίας.
- Άδεια οδήγησης αυτοκινήτου Γ΄ ή C, Δ΄ ή D κατηγορίας.
Για τις άδειες των Οδηγών αυτοκινήτων, όταν δεν προκύπτει η ημερομηνία της αρχικής κτήσης της κατά την προκήρυξη απαιτούμενης άδειας, αλλά μόνο η ημερομηνία λήξης της άδειας ή τυχόν πρόσφατης θεώρησης, πρέπει οι υποψήφιοι/υποψήφιες να συνυποβάλουν και σχετική βεβαίωση της οικείας υπηρεσίας. Σε περίπτωση αδυναμίας της αρμόδιας υπηρεσίας να χορηγήσει τη βεβαίωση αυτή, λόγω καταστροφής ή φθοράς των αρχείων της, αρκεί: η προσκόμιση της βεβαίωσης της υπηρεσίας αυτής στην οποία να αναφέρεται ο λόγος αδυναμίας καθώς και η προσκόμιση Υπεύθυνης Δήλωσης κατά το άρθρο 8 του ν. 1599/1986 του υποψηφίου στην οποία να δηλώνει την ακριβή ημερομηνία αρχικής κτήσης της κατηγορίας επαγγελματικής άδειας οδήγησης που ορίζεται με την παρούσα.
Ισχύουσα άδεια οδήγησης που έχει εκδοθεί από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από τη Νορβηγία, ή από την Ισλανδία ή από το Λιχτενστάιν, εξακολουθεί να ισχύει στο ελληνικό έδαφος, ως έχει, εφόσον τηρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης της αντίστοιχης κατηγορίας άδειας οδήγησης του π.δ. 51/2012, όπως ισχύει (παρ. 6, άρθρο τρίτο, ν. 4383/2016 ΦΕΚ 72/20.4.2016/ τ.Α΄). Στην περίπτωση που οι υποψήφιοι/υποψήφιες είναι κάτοχοι επαγγελματικής άδειας οδήγησης αλλοδαπής (εκτός κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), για να γίνουν δεκτοί πρέπει να προσκομίσουν αντιστοιχία της άδειας οδήγησης αλλοδαπής με τις επαγγελματικές άδειες οδήγησης ημεδαπής.
Επισημαίνεται ότι:
• Για την άδεια οδήγησης αυτοκινήτου Δ΄ ή D κατηγορίας από 10 Μαρτίου 2014 απαιτείται υποχρεωτικά η προσκόμιση του Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ).
• Για την άδεια οδήγησης αυτοκινήτου Γ΄ ή C κατηγορίας από 10 Σεπτεμβρίου 2014 απαιτείται υποχρεωτικά η προσκόμιση του Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ).
Για την απόδειξη κατοχής του Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) απαιτείται:
• είτε η κατοχή Δελτίου Επιμόρφωσης Οδηγού, το οποίο να είναι σε ισχύ και το οποίο εκδίδεται από την Υπηρεσία Υποδομών και Μεταφορών της Περιφερειακής Ενότητας στην περιοχή της οποίας βρίσκεται η κατοικία του ενδιαφερομένου,
• είτε η καταχώριση επί του εντύπου της άδειας οδήγησης του κοινοτικού αριθμού «95» δίπλα σε μία ή περισσότερες εκ των κατηγοριών ή υποκατηγοριών που κατέχει ο/η υποψήφιος/υποψήφια και απαιτούνται.
Από τις ανωτέρω άδειες ή βεβαιώσεις ή την επαγγελματική ταυτότητα, οι οποίες πρέπει να είναι σε ισχύ όχι μόνο κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως, αλλά και κατά το χρόνο πρόσληψης πρέπει να αποδεικνύεται πότε ακριβώς απέκτησε ο ενδιαφερόμενος τη συγκεκριμένη άδεια ή βεβαίωση ή επαγγελματική ταυτότητα, που απαιτείται από την προκήρυξη, προκειμένου να προσμετρηθεί το κριτήριο της εμπειρίας από τη λήψη αυτών.
 
Γ. Πιστοποιητικά-Βεβαιώσεις

Στον πίνακα του παραρτήματος της παρούσας αναφέρονται τα απαιτούμενα κατά κατηγορία και ειδικότητα, πιστοποιητικά και βεβαιώσεις.
Για τους ΠΕ, ΤΕ ΝΟΣΗΛΕΥΤΩΝ:
- Ταυτότητα μέλους της Ένωσης Νοσηλευτών /τριών Ελλάδος (Ε.Ν.Ε)., η οποία να είναι σε ισχύ ή Βεβαίωση ανανέωσης εγγραφής στην Ε.Ν.Ε. του τρέχοντος έτους ή
- Βεβαίωση εγγραφής στην Ε.Ν.Ε. για όσους εγγράφονται για πρώτη φορά, η οποία να είναι σε ισχύ μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου του επόμενου έτους από την έκδοση της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 παρ. 5 του ν. 3252/2004 (για τους Νοσηλευτές των κατηγοριών ΠΕ ή ΤΕ).
Για τους ΠΕ/ΤΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:
Ταυτότητα μέλους του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος (ΣΚΛΕ), η οποία να είναι σε ισχύ ή Βεβαίωση εγγραφής υποβολής ετήσιας δήλωσης στοιχείων Κοινωνικού Λειτουργού στον ΣΚΛΕ (άρθρο 78 και 110 του ν. 4488/2017 (Α΄ 137), η οποία να είναι σε ισχύ μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου του επόμενου έτους από την έκδοσή της.
Για τους ΠΕ ΙΑΤΡΩΝ:
Βεβαίωση ιδιότητας μέλους Ιατρικού Συλλόγου.
Για τους ΠΕ/ΤΕ/ΔΕ Διερμηνέων Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας:
Πιστοποίηση διερμηνέα από επίσημο φορέα (Πανεπιστήμιο ή Εθνικό Ίδρυμα Κωφών ή Σωματείο Ε.Ν.Γ.).
Για τους ΠΕ ΜΟΥΣΙΚΗΣ/ΤΕ ΘΕΡΑΠΕΥΤΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΩΝ:
Βεβαίωση παρακολούθησης ετήσιου σεμιναρίου επιμόρφωσης στην ΕΑΕ από Πανεπιστήμια ή από αναγνωρισμένους κρατικούς φορείς που εποπτεύονται από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, αποδεδειγμένης διάρκειας τουλάχιστον τετρακοσίων (400) ωρών.
Για τους ΜΑΙΩΝ/ΕΥΤΩΝ:
Ταυτότητα μέλους του Συλλόγου Επιστημόνων Μαιών Μαιευτών, η οποία να είναι σε ισχύ.
Για τους ΤΕ ΦΥΣΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ:
- Ταυτότητα μέλους του Πανελλήνιου Συλλόγου Φυσικοθεραπευτών (Π.Σ.Φ.)., η οποία να είναι σε ισχύ ή
- Βεβαίωση εγγραφής στον Π.Σ.Φ. για όσους εγγράφονται για πρώτη φορά, η οποία να είναι σε ισχύ μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου του επόμενου έτους από την έκδοση της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του ν. 3599/2007 ή
- Βεβαίωση ανανέωσης εγγραφής στον Π.Σ.Φ. του τρέχοντος έτους.
Σημειώνεται ότι οι υποψήφιοι της κατηγορίας ΠΕ και ΤΕ οι οποίοι προσκομίζουν Πράξη Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας από το Συμβούλιο Αναγνωρίσεως Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, εφόσον απαιτείται από το νόμο εγγραφή τους σε επαγγελματικές οργανώσεις, αρκεί βεβαίωση της οικείας επαγγελματικής ενώσεως ότι υπέβαλαν αίτηση εγγραφής.

Δ. ΕΜΠΕΙΡΙΑ (όπου απαιτείται ως προσόν συμμετοχής)

Η εμπειρία λαμβάνεται υπόψη εφόσον έχει αποκτηθεί στην ημεδαπή ή αλλοδαπή μετά τη λήψη του βασικού τίτλου σπουδών με τον οποίο ο υποψήφιος μετέχει στη διαγωνιστική διαδικασία και όπου απαιτείται, σύμφωνα με τα προσόντα όπως αυτά ορίζονται στο συνημμένο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ή βεβαίωση, μετά την απόκτηση αυτών, σε συνδυασμό πάντοτε με την, κατά περίπτωση, ασφαλιστική κάλυψη. Για την απόδειξη της προϋπηρεσίας/εμπειρίας οι υποψήφιοι/ υποψήφιες θα πρέπει να καταθέσουν βεβαίωση προϋπηρεσίας από τον ασφαλιστικό φορέα και τον εργοδότη τους ή λόγω αδυναμίας ευρέσεως βεβαίωσης προϋπηρεσίας εργοδότη, θα πρέπει να έχει υποβληθεί σχετική υπεύθυνη δήλωση (άρθρο 8 ν. 1599/1986).
Η εμπειρία είτε ως απαιτούμενο προσόν είτε ως μοριοδοτούμενο κριτήριο αποδεικνύεται επίσης:
(1) Για τους μισθωτούς του δημοσίου τομέα:
• Βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα, από την οποία να προκύπτει η χρονική διάρκεια της ασφάλισης. Οι μισθωτοί του δημοσίου τομέα μπορούν, εναλλακτικά, αντί της βεβαίωσης του ασφαλιστικού φορέα, να προσκομίσουν βεβαίωση του οικείου φορέα του δημοσίου τομέα, από την οποία να προκύπτει το είδος και η χρονική διάρκεια της εμπειρίας.
(2) Για τους ελεύθερους επαγγελματίες:
• Βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα, στην οποία να αναγράφεται η χρονική διάρκεια της ασφάλισης.
• Αίτηση Υπεύθυνη δήλωση στην οποία πρέπει να δηλώνεται, ότι πραγματοποίησε συγκεκριμένες εργασίες, μελέτες και έργα σχετικά με το αντικείμενο της εμπειρίας, και
• Μια τουλάχιστον σχετική σύμβαση ή δελτία παροχής υπηρεσιών, που να καλύπτουν ενδεικτικώς τη χρονική διάρκεια και το είδος της εμπειρίας.
Ειδικές Περιπτώσεις:
(1) Δικαστική Απόφαση. Η εμπειρία αποδεικνύεται και με τυχόν υπάρχουσα δικαστική απόφαση, από την οποία να προκύπτει το είδος της παρασχεθείσης εργασίας και η χρονική διάρκεια της παροχής της.
(2) Προγράμματα STAGE. Ως χρόνος εμπειρίας θεωρείται και η συμμετοχή στα προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας STAGE του Ο.Α.Ε.Δ. (παρ. 8 άρθρο 24 ν. 3200/2003). Η σχετική βεβαίωση εκδίδεται από τον ΟΑΕΔ Τοπική Υπηρεσία Προγραμμάτων STAGE από την οποία πρέπει να προκύπτει το είδος και η χρονική διάρκεια του προγράμματος.

Ε. ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ

ΓΝΩΣΗ ΧΕΙΡΙΣΜΟΥ Η/Υ ΤΡΟΠΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ


Η γνώση χειρισμού Η/Υ στα αντικείμενα: α) επεξεργασίας κειμένων, β) υπολογιστικών φύλλων και γ) υπηρεσιών διαδικτύου αποδεικνύεται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «ΓΝΩΣΗ ΧΕΙΡΙΣΜΟΥ Η/Υ ΤΡΟΠΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ» που είναι ανηρτημένο στην ιστοσελίδα του ΑΣΕΠ.

Άρθρο 4
Κριτήρια και πίνακας μοριοδότησης


Τα κριτήρια για την πρόσληψη επικουρικού προσωπικού και η μοριοδότησή τους αποτυπώνονται στον παρακάτω πίνακα:
 














Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
 
Αθήνα, 27 Σεπτεμβρίου 2019
 
Οι Υπουργοί
 
Οικονομικών    
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΪΚΟΥΡΑΣ

Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων    
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΡΟΥΤΣΗΣ

Εσωτερικών
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΙΚΑΚΟΣ

2/64134/0026/2019 Παρέχονται οδηγίες για την πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών μέσω του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (ΟΠΣΔΠ)

$
0
0

Αθήνα, 30 Σεπτεμβρίου 2019
Αριθμ. Πρωτ.: 2/64134/0026/13-8-2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΓΕΝΙΚΟ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΓΕΝIΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΘΗΣΑΥΡΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ
Δ/ΝΣΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
ΤΜΗΜΑ Β'

Ταχ. Δ/νση: Κηφισίας 124 & Ιατρίδου 2
11526 Αθήνα
Πληροφορίες: Μ. Κωνσταντίνης
Τηλέφωνο: 210 6987766
Fax: 210 6987730

ΘΕΜΑ: «Παρέχονται οδηγίες για την πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών μέσω του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (ΟΠΣΔΠ)»

ΣΧΕΤ.: Το από 8/7/2019 ηλεκτρονικό σας μήνυμα.

Απαντώντας στο ανωτέρω σχετικό ηλεκτρονικό σας μήνυμα, με το οποίο ζητούνται οδηγίες για την εισαγωγή στα χρηματικά εντάλματα που εκδίδονται μέσω ΟΠΣΔΠ των κρατήσεων ασφαλιστικών εισφορών των αμειβόμενων με παραστατικά παρεχόμενων υπηρεσιών σας γνωρίζουμε τα εξής:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 8 και της παραγράφου 1, περ. β του άρθρου 39 του ν. 4308/2014 (Α. 251) «Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις» (ΕΛΠ) και τις οδηγίες εφαρμογής τους από την ερμηνευτική ΠΟΛ.1003/31-12-2014 του Υπουργείου Οικονομικών είναι δυνατή η καταβολή αμοιβών στα φυσικά πρόσωπα, τα οποία, ευκαιριακά και ως παρεπόμενη απασχόληση, πωλούν προϊόντα ή παρέχουν υπηρεσίες και δεν έχουν υποχρέωση για έκδοση τιμολογίου.

Στις περιπτώσεις αυτές, για να καλυφθεί η ανάγκη τιμολόγησης της αγοράς των αγαθών ή υπηρεσιών, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι φορείς εκδίδουν το ειδικό παραστατικό, που ορίζεται στην παρ. 10, του άρθρου 8 των ΕΛΠ, το οποίο δεν έχει συγκεκριμένη ονομασία και έχει επικρατήσει να αποκαλείται ως τίτλος κτήσης ή απόδειξη δαπάνης (ΠΟΛ.1003/2014).

2. Με τις διατάξεις του άρθρου 55 του ν. 4509/2017 (Α. 201) ορίστηκε η υποχρέωση ασφάλισης στον ΕΦΚΑ για κύρια σύνταξη και υγειονομική περίθαλψη των προσώπων που αμείβονται με τα ανωτέρω ειδικά παραστατικά.

Με την υπογραφή της προβλεπόμενης από την παράγραφο 4 του άρθρου 55 του ίδιου νόμου υπουργικής απόφασης [Δ.15/Γ'/67695/1825/28.12.2018 (Β.6182)] καθορίστηκε η διαδικασία απόδοσης των ασφαλιστικών εισφορών, ο χρόνος και ο τρόπος δήλωσης των στοιχείων του παραστατικού και της σύμβασης από τον εκδότη στον ΕΦΚΑ και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. 

Με την εγκύκλιο 14/2019 και το Δ.ΕΙΣΦ.Μ./112/395890 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Εισφορών του ΕΦΚΑ δόθηκαν οδηγίες για την ορθή εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων. Ειδικότερα:

Οι ρυθμίσεις του εν λόγω άρθρου εφαρμόζονται για παραστατικά που αφορούν σε συμβάσεις που καταρτίστηκαν μετά από τη δημοσίευση της Δ.15/Γ'/67695/1825/28.12.2018 υπουργικής απόφασης.

Καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές υπέρ ΕΦΚΑ για κύρια σύνταξη 13,33% και υγειονομική περίθαλψη 6,95% (παροχές σε είδος 6,45% και σε χρήμα,0,50%) που βαρύνουν τους ίδιους τους αμειβόμενους με τίτλους κτήσης.

Οι ασφαλιστικές εισφορές τους υπολογίζονται επί της καθαρής αξίας του παραστατικού, όπως αυτή προκύπτει μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου και τυχόν άλλων επιβαρύνσεων.

Υπόχρεος για την καταβολή των εισφορών είναι ο εκδότης του παραστατικού.

Η απεικόνιση των ασφαλιστικών εισφορών πραγματοποιείται μέσω της ηλεκτρονικής υποβολής Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης (ΑΠΔ), η οποία μετά την υποβολή της λαμβάνει μοναδικό αριθμό καταχώρισης.

Παρακρατούνται από τον εργοδότη, εκδότη του παραστατικού κατά την έκδοσή του, και αποδίδονται στον ΕΦΚΑ με τη χρήση της Ταυτότητας Πληρωμής Τρεχουσών Εισφορών, του τριανταψήφιου κωδικού που αποδίδεται σε κάθε εργοδότη και αντιστοιχεί σε κάθε Αριθμό Μητρώου Εργοδότη (ΑΜΕ).

3. Κατόπιν αυτών, και επειδή στην προκειμένη περίπτωση απαιτείται η αντιστοίχιση της πληρωμής των εν λόγω ασφαλιστικών εισφορών με συγκεκριμένη ΑΠΔ και ασφαλισμένο, δυνατότητα που δεν παρέχεται από το ΟΠΣΔΠ όσον αφορά στις κρατήσεις που καταχωρίζονται σε τακτικό χρηματικό ένταλμα που εξοφλείται από την υπηρεσία σας μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος (τύπου 12), στις ανωτέρω περιπτώσεις θα πρέπει να εκδίδονται δύο χρηματικά εντάλματα. Το πρώτο στο όνομα του δικαιούχου για το ποσό του παραστατικού μείον τις ασφαλιστικές εισφορές, όπου θα καταχωριστούν ο παρακρατούμενος φόρος και τυχόν άλλες κρατήσεις, και το δεύτερο στο όνομα του ΕΦΚΑ για το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών. Στο πρώτο ΧΕ θα επισυνάπτονται τα δικαιολογητικά της δαπάνης και στο δεύτερο ΧΕ θα γίνεται σημείωση παραπομπής στο πρώτο ΧΕ (παρ. 7 άρθρο 77 ν. 4446/2016, Α.240).

Προκειμένου να μεταφερθεί μέσω του τραπεζικού αποδεικτικού πληρωμής (extrait) η πληροφορία της πληρωμής στο αρμόδιο τμήμα του ΕΦΚΑ προτείνεται να καταχωρίζονται η Ταυτότητα Πληρωμής Τρεχουσών Εισφορών στο πεδίο «Κωδικός Ηλεκτρονικής Πληρωμής» επιλέγοντας την τιμή «Άλλος» από την αναπτυσσόμενη λίστα του πεδίου «Είδος Πληρωμής» και στο πεδίο «Αιτιολογία ΧΕ» πριν από οποιαδήποτε άλλη αιτιολογία τα στοιχεία της ΑΠΔ και του ασφαλισμένου (Αριθμός Μητρώου Ασφαλισμένου - ΑΜΑ).

Παράλληλα, με την εξόφληση του ΧΕ ο ΕΦΚΑ θα λαμβάνει επιπλέον πληροφόρηση με την αυτοματοποιημένη αποστολή ενημερωτικού εντύπου στην καταχωρισμένη στο Μητρώο Δικαιούχων του ΟΠΣΔΠ ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail) του.




Με εντολή Υφυπουργού

Η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης
Μαρία Νιφόρου

Viewing all 7448 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>