Image may be NSFW.
Clik here to view.
ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΟ
ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΠΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ
ΕΡΩΤΗΜΑ
ΑΕ η οποία εντάσσεται στις Μεγάλες Οντότητες βάσει των ορίων του Ν.4308/2014,
στη διάρκεια της χρήσης 2018 σύστησε κατά 100% θυγατρική εταιρεία. Βάσει των
οικονομικών μεγεθών της 31.12.2018,σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.4308/2014,
προκύπτει ότι η μητρική και θυγατρική της ότι αποτελούν Μεγάλο Όμιλο στη χρήση
2018.
Υποχρεούται η μητρική να συντάξεις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις για την
χρήση 2018 (1η χρήση ύπαρξης του Ομίλου);
ΓΝΩΜΗ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ
Στις παραγράφους 3 έως 5 του άρθρου 31 του ν.4308/2014 αναφέρονται τα κάτωθι:
"3. Μεγάλοι όμιλοι είναι οι όμιλοι που αποτελούνται από μία μητρική και
θυγατρικές οντότητες προς υπαγωγή σε ενοποίηση, οι οποίοι σε ενοποιημένη βάση
κατά την ημερομηνία του ισολογισμού της μητρικής οντότητας, υπερβαίνουν τα όρια
τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα τρία κριτήρια:
α) Σύνολο ενεργητικού: 20.000.000 ευρώ.
β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 40.000.000 ευρώ.
γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 250 άτομα.
4. Τα όρια ενεργητικού και κύκλου εργασιών των παραγράφων 1 έως 3 του παρόντος
άρθρου ισχύουν μετά την αφαίρεση των συμψηφισμών και των απαλοιφών των
παραγράφων 4 και 8 του άρθρου 34. Αν δεν λαμβάνονται υπόψη οι προαναφερόμενοι
συμψηφισμοί και απαλοιφές τα όρια αυτά προσαυξάνονται κατά 20%.
5. Όταν ένας όμιλος υπερβαίνει ή παύει να υπερβαίνει τα όρια δύο εκ των τριών
κριτηρίων των παραγράφων 1 έως 3 του παρόντος άρθρου κατά την ημερομηνία
ισολογισμού της μητρικής οντότητας για δύο διαδοχικές περιόδους, για τους
σκοπούς εφαρμογής των ρυθμίσεων αυτού του νόμου η αλλαγή κατηγορίας μεγέθους
ενεργοποιείται από την περίοδο που έπεται των δύο εν λόγω διαδοχικών περιόδων".
Το κείμενο της ανωτέρω παραγράφου 5 είναι παρόμοιο με το κείμενο της παραγράφου
9 του άρθρου 2 που αφορά την κατηγοριοποίηση σε μεγέθη των οντοτήτων, το οποίο
παρατίθεται κατωτέρω:
"Όταν η οντότητα υπερβαίνει ή παύει να υπερβαίνει τα όρια δύο εκ των τριών
κριτηρίων των παραγράφων 2 και 4 έως 6 ή το κριτήριο της παραγράφου 3 του
παρόντος άρθρου για δύο διαδοχικές περιόδους, για τους σκοπούς εφαρμογής των
ρυθμίσεων αυτού του νόμου η αλλαγή κατηγορίας μεγέθους ενεργοποιείται από την
περίοδο που έπεται των δύο εν λόγω διαδοχικών περιόδων".
Το ΣΛΟΤ έχει απαντήσει σε ερωτήσεις κατάταξης νεοϊδρυθείσας εταιρείας με
κριτήριο το μέγεθος (ΑΠ./2016, ΑΠ 1005/2018 και ΑΠ 336/2019).
Κατ' αντιστοιχία με την ερμηνεία των διατάξεων του νόμου για την νεοιδρυθείσα
εταιρεία το μέγεθος ενός νεοσχηματιζόμενου ομίλου στην πρώτη του χρήση είναι
"μικρός όμιλος".
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, ο όμιλος του ερωτήματος, κατά τα δύο πρώτα έτη
σχηματισμού του (2018 και 2019),και εφόσον συνεχίζει να έχει τα προβλεπόμενα
οικονομικά μεγέθη, θα καταταχθεί στην κατηγορία του μικρού ομίλου και το τρίτο
έτος (2020) θα καταταχθεί σε κατηγορία με βάση τα μεγέθη των δύο πρώτων ετών
μετά το σχηματισμό του.
Διευκρινίζεται ότι στο λογιστικό πλαίσιο των Δ.Π.Χ.Π. δεν υφίστανται τα ανωτέρω
κριτήρια (περιορισμοί) για την αναβολή σύνταξης ενοποιημένων οικονομικών
καταστάσεων. Κατά συνέπεια με βάση τα δεδομένα του ερωτήματος και εφόσον οι
εταιρείες που συνθέτουν τον Όμιλο συνέτασσαν τις οικονομικές τους καταστάσεις
σύμφωνα με το λογιστικό πλαίσιο των Δ.Π.Χ.Π. η υποχρέωση σύνταξης ενοποιημένων
οικονομικών καταστάσεων θα υφίστατο από την πρώτη χρήση δημιουργίας του Ομίλου
δηλαδή την χρήση 2018.
Άρθρα Υποχρέωση σύνταξης των πρώτων ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων στο λογιστικό πλαίσιο των ελληνικών λογιστικών προτύπων - ΣΟΛ ΑΕ
ΔΕΛ Ε 1153223 ΕΞ 2019 Η αφανής εταιρεία δεν έχει νομική προσωπικότητα και δεν καταχωρίζεται στο ΓΕΜΗ
Αθήνα, 6 Νοεμβρίου 2019
Αριθ. Πρωτ.:ΔΕΛ Ε 1153223 ΕΞ 2019
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Image may be NSFW.
Clik here to view.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΛΕΓΧΩΝ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α'Β' Ε
Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 101 84 Αθήνα
Πληροφορίες: Α.ΤΕΡΖΗ
Τηλέφωνο: 210 3375885
Fax: 210 3375354
E-Mail: d.eleg5@aade.gr
Url: www.aade.gr
ΠΡΟΣ: Αυτοτελές Τμήμα Κοιν/κού Ελέγχου
Λεωχάρους 2 Τ.Κ. 105-62 Αθήνα
Σε απάντηση του Α.Π. 121385 ΕΞ 2019/30-10-2019 εγγράφου σας, με το οποίο μας διαβιβάσατε την αρ. 1547/29-10-2019 ερώτηση κοινοβουλευτικού ελέγχου της Βουλής των Ελλήνων, που υπέβαλαν οι Βουλευτές, Β' Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Χήτας και Α' Θεσσαλονίκης Απόστολος Αβδελάς, ως προς τα διαλαμβανόμενα σε αυτή θέματα αρμοδιότητάς μας, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα.
Με τις διατάξεις της παρ 1α του άρθρου 10 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας ν. 4174/2013 ( 170/Α'), όπως ισχύει, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που πρόκειται να καταστεί υπόχρεο σε καταβολή ή παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία ή σε υποβολή οποιασδήποτε δήλωσης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα υποβάλλει δήλωση εγγραφής στο φορολογικό μητρώο. Στη δήλωση εγγραφής περιλαμβάνονται τα προσωπικά στοιχεία του φορολογούμενου, σε περίπτωση φυσικού προσώπου, καθώς και η επωνυμία, ο διακριτικός τίτλος και η έδρα, σε περίπτωση νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας. Προκειμένου για νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, η δήλωση εγγραφής υποβάλλεται εντός τριάντα (30) ημερών από τη νόμιμη σύσταση αυτών.
Με το τρίτο εδάφιο της παρ. γ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι: « Με την εγγραφή η Φορολογική Διοίκηση αποδίδει μοναδικό Αριθμό Φορολογικού Μητρώου σε κάθε φορολογούμενο».
Περαιτέρω καθώς η αφανής εταιρεία δεν έχει νομική προσωπικότητα και δεν καταχωρίζεται στο ΓΕΜΗ. (παρ. 2 του άρθρου 285 του ν. 4072/2012 (Α' 86/11-4-2012), δεν διαθέτει επωνυμία, έδρα κ.λ.π. και ως εκ τούτου, δεν εγγράφεται και στο Φορολογικό Μητρώο.
ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ
Ο Προϊστάμενος της Γεν Δ/νσης Φορολογικής Διοίκησης
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΣΑΙΤΗΣ
Υποθέσεις C-398/18 και C-428/18 Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Πρόωρη σύνταξη γήρατος – Προϋποθέσεις θεμελιώσεως δικαιώματος – Ποσό της καταβλητέας συντάξεως το οποίο πρέπει να υπερβαίνει το εκ του νόμου οριζόμενο κατώτατο ποσό – Λήψη υπόψη μόνον της συντάξεως που λαμβάνεται στο οικείο κράτος μέλος – Μη συνυπολογισμός της συντάξεως γήρατος που λαμβάνεται σε άλλο κράτος μέλος – Διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων που έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα) της 5ης Δεκεμβρίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Πρόωρη σύνταξη γήρατος – Προϋποθέσεις θεμελιώσεως δικαιώματος – Ποσό της καταβλητέας συντάξεως το οποίο πρέπει να υπερβαίνει το εκ του νόμου οριζόμενο κατώτατο ποσό – Λήψη υπόψη μόνον της συντάξεως που λαμβάνεται στο οικείο κράτος μέλος – Μη συνυπολογισμός της συντάξεως γήρατος που λαμβάνεται σε άλλο κράτος μέλος – Διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων που έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας»
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-398/18 και C-428/18,
με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Galicia (ανώτερο δικαστήριο της Γαλικίας, Ισπανία) με αποφάσεις της 25ης Μαΐου και της 13ης Ιουνίου 2018, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 15 Ιουνίου και στις 28 Ιουνίου 2018 αντιστοίχως, στο πλαίσιο των δικών
Antonio Bocero Torrico (C-398/18),
Jörg Paul Konrad Fritz Bode (C-428/18)
κατά
Instituto Nacional de la Seguridad Social,
Tesorería General de la Seguridad Social,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),
συγκείμενο από τους L. S. Rossi, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský και F. Biltgen (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: G. Hogan
γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Μαΐου 2019,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– οι Α. Bocero Torrico και J. P. K. F. Bode, εκπροσωπούμενοι από τους J. A. André Veloso και A. Vázquez Conde, abogados,
– το Instituto Nacional de la Seguridad Social και το Tesorería General de la Seguridad Social, εκπροσωπούμενα από τις P. García Perea, R. Dívar Conde και L. Baró Pazos, letradas,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Aguilera Ruiz,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους N. Ruiz García, D. Martin και B.-R. Killmann,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 2019,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 48 ΣΛΕΕ, καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1).
2 Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αντιστοίχως, του Antonio Bocero Torrico και του Jörg Paul Konrad Fritz Bode, αφενός, και του Instituto Nacional de la Seguridad Social (εθνικού ιδρύματος κοινωνικής ασφαλίσεως, Ισπανία) (στο εξής: INSS) και του Tesorería General de la Seguridad Social (γενικού ταμείου κοινωνικής ασφαλίσεως, Ισπανία), αφετέρου, σχετικά με την απόρριψη των αιτήσεών τους για την καταβολή πρόωρης συντάξεως γήρατος.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού 883/2004 έχει ως εξής:
«Το Δικαστήριο εξέφρασε κατ’ επανάληψη τη γνώμη του για τη δυνατότητα ίσης μεταχείρισης των παροχών, των εισοδημάτων και των γεγονότων· αυτή η γενική αρχή θα πρέπει να υιοθετηθεί ρητώς και να αναπτυχθεί περαιτέρω, τηρουμένης της ουσίας και του πνεύματος των δικαστικών αποφάσεων.»
4 Στο άρθρο 1, στοιχείο κδʹ, του κανονισμού αυτού, ως «πρόωρη παροχή γήρατος» ορίζεται η παροχή η οποία χορηγείται πριν από τη συμπλήρωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως του ενδιαφερομένου και η οποία είτε εξακολουθεί να χορηγείται μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής είτε αντικαθίσταται από άλλη παροχή γήρατος.
5 Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του εν λόγω κανονισμού, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στις νομοθεσίες που αφορούν τους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως που έχουν σχέση, μεταξύ άλλων, με τις παροχές γήρατος.
6 Το άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Ίση μεταχείριση», προβλέπει τα εξής:
«Εκτός αν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός απολαμβάνουν των ιδίων δικαιωμάτων και υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του».
7 Το άρθρο 5 του κανονισμού 883/2004, το οποίο επιγράφεται «Εξομοίωση παροχών, εισοδημάτων, γεγονότων ή καταστάσεων», προβλέπει τα εξής:
«Εκτός αν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός και υπό το πρίσμα των ειδικών διατάξεων εφαρμογής που θεσπίζονται, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους, η λήψη παροχών κοινωνικής ασφάλειας και άλλων εισοδημάτων παράγει ορισμένα έννομα αποτελέσματα, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις της εν λόγω νομοθεσίας και στη λήψη ισοδύναμων παροχών οι οποίες αποκτήθηκαν δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους ή σε εισοδήματα τα οποία έχουν αποκτηθεί σε άλλο κράτος μέλος·
β) εάν, δυνάμει της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους μέλους, αναγνωρίζονται έννομα αποτελέσματα σε συγκεκριμένα γεγονότα ή καταστάσεις, αυτό το κράτος μέλος λαμβάνει υπόψη παρόμοια γεγονότα ή καταστάσεις που έχουν λάβει χώρα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, ως εάν είχαν λάβει χώρα στο έδαφός του.»
8 Κατά το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Συνυπολογισμός περιόδων»:
«Εκτός εάν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου εξαρτά:
– την απόκτηση, διατήρηση, διάρκεια ή ανάκτηση δικαιώματος για παροχές,
[...]
από τη συμπλήρωση περιόδων ασφάλισης, μισθωτής δραστηριότητας, μη μισθωτής δραστηριότητας ή κατοικίας, πρέπει να λαμβάνει υπόψη, στο βαθμό που είναι αναγκαίο, τις περιόδους ασφάλισης, μισθωτής δραστηριότητας, μη μισθωτής δραστηριότητας ή κατοικίας που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε άλλου κράτους μέλους, σαν να επρόκειτο για περιόδους που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία που αυτός εφαρμόζει.»
9 Στο κεφάλαιο 5 του τίτλου ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με τις συντάξεις γήρατος και επιζώντων, το άρθρο 52 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Εκκαθάριση των παροχών», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το ποσό της οφειλόμενης παροχής:
α) σύμφωνα με τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει, μόνο όταν οι όροι που απαιτούνται για τη θεμελίωση δικαιώματος σε παροχές, πληρούνται αποκλειστικά δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας (αυτοτελής παροχή)·
β) με τον υπολογισμό ενός θεωρητικού ποσού και, εν συνεχεία, ενός πραγματικού ποσού (αναλογική παροχή), ως εξής:
i) το θεωρητικό ποσό της παροχής ισούται προς την παροχή την οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, εάν όλες οι περίοδοι ασφάλισης ή/και κατοικίας οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί δυνάμει των νομοθεσιών των άλλων κρατών μελών είχαν πραγματοποιηθεί δυνάμει της νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει ο φορέας, κατά την ημερομηνία εκκαθάρισης της παροχής· εάν, δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, το ποσό της παροχής είναι ανεξάρτητο από τη διάρκεια των περιόδων οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί, το ποσό αυτό εκλαμβάνεται ως το θεωρητικό ποσό·
ii) ο αρμόδιος φορέας προσδιορίζει κατόπιν το πραγματικό ποσό της αναλογικής παροχής, βάσει του θεωρητικού ποσού κατ’ αναλογίαν της διάρκειας των περιόδων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πριν από την επέλευση του κινδύνου δυνάμει της νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει ο φορέας σε σχέση προς τη συνολική διάρκεια των περιόδων οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την επέλευση του κινδύνου δυνάμει των νομοθεσιών όλων των ενδιαφερομένων κρατών μελών.»
10 Το άρθρο 58 του ίδιου κανονισμού, το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στο εν λόγω κεφάλαιο και επιγράφεται «Χορήγηση συμπληρώματος», έχει ως εξής:
«1. Ο δικαιούχος παροχών, επί του οποίου εφαρμόζεται το παρόν κεφάλαιο, δεν θα μπορούσε στο κράτος μέλος κατοικίας, και κατά τη νομοθεσία του οποίου του οφείλεται παροχή, να λάβει παροχή μικρότερη από την ελάχιστη παροχή η οποία ορίζεται από την εν λόγω νομοθεσία για περίοδο ασφάλισης ή κατοικίας ίση με το σύνολο των περιόδων οι οποίες έχουν ληφθεί υπόψη για την εκκαθάριση σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.
2. Ο αρμόδιος φορέας αυτού του κράτους μέλους καταβάλλει στον ενδιαφερόμενο, καθ’ όλο το διάστημα κατά το οποίο κατοικεί στο έδαφός του, συμπληρωματικό ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ του συνόλου των παροχών οι οποίες οφείλονται σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο και του ποσού της ελάχιστης παροχής.»
Το ισπανικό δίκαιο
11 Ο Ley General de la Seguridad Social (γενικός νόμος περί κοινωνικής ασφαλίσεως), του οποίου το κωδικοποιημένο κείμενο εγκρίθηκε με το Real Decreto Legislativo 8/2015 (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 8/2015), της 30ής Οκτωβρίου 2015 (BOE αριθ. 261, της 31ης Οκτωβρίου 2015), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των κύριων δικών (στο εξής: LGSS), προβλέπει, στο άρθρο 208, παράγραφος 1, τα εξής:
«Το δικαίωμα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου υπόκειται στις εξής προϋποθέσεις:
a) να έχει συμπληρωθεί ηλικία μη υπολειπόμενη κατά περισσότερο από δύο έτη του απαιτούμενου κατά περίπτωση ορίου ηλικίας σύμφωνα με το άρθρο 205, παράγραφος 1, στοιχείο a, χωρίς εφαρμογή εν προκειμένω των συντελεστών μειώσεως που προβλέπονται στο άρθρο 206·
b) να έχει αποδεδειγμένα συμπληρωθεί περίοδος καταβολής εισφορών τουλάχιστον 35 ετών, χωρίς να συνυπολογίζεται το τμήμα που αναλογεί σε επιδόματα [...]
c) όταν πληρούνται οι γενικές και ειδικές προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως σύμφωνα με τα ανωτέρω, το ποσό της καταβλητέας συντάξεως πρέπει να είναι μεγαλύτερο από το ποσό της κατώτατης συντάξεως που θα δικαιούνταν ο ενδιαφερόμενος λαμβανομένης υπόψη της οικογενειακής του καταστάσεως κατά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του. Σε αντίθετη περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος δεν θα δικαιούται να τύχει της ως άνω μορφής πρόωρης συνταξιοδοτήσεως.»
12 Το άρθρο 14, παράγραφος 3, του Real Decreto 1170/2015, sobre revalorización de pensiones del sistema de seguridad social y de otras prestaciones sociales públicas para el ejercicio 2016 (βασιλικού διατάγματος 1170/2015, σχετικά με την αναπροσαρμογή των συντάξεων του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και άλλων κρατικών κοινωνικών παροχών για το έτος 2016), της 29ης Δεκεμβρίου 2015 (ΒΟΕ αριθ. 312, της 30ής Δεκεμβρίου 2015), ορίζει τα εξής:
«Αν το προκύπτον από την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου άθροισμα των ποσών συντάξεως που αναγνωρίζονται δυνάμει διμερούς ή πολυμερούς συμβάσεως κοινωνικής ασφαλίσεως, είτε υπό την ισπανική νομοθεσία είτε υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους, είναι χαμηλότερο από το κατώτατο ποσό της συγκεκριμένης συντάξεως που ισχύει κατά τον αντίστοιχο χρόνο στην Ισπανία, ο δικαιούχος, εφόσον κατοικεί στην ημεδαπή και πληροί τις προβλεπόμενες συναφώς γενικές προϋποθέσεις, δικαιούται να λάβει τη διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των συντάξεων που αναγνωρίζονται στην Ισπανία και στην αλλοδαπή, και του ως άνω ελάχιστου ποσού.
Για τις συντάξεις που αναγνωρίζονται στο πλαίσιο των κανονισμών κοινωνικής ασφαλίσεως της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 50 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/1971 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας[, όπως τροποποιήθηκε και επικαιροποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ 2006, L 392, σ. 1),] και του άρθρου 58 του [κανονισμού 883/2004].
[...]»
Οι διαφορές των κύριων δικών και το προδικαστικό ερώτημα
13 Ο Α. Bocero Torrico, γεννηθείς στις 15 Δεκεμβρίου 1953, υπέβαλε στο INSS, στις 16 Δεκεμβρίου 2016, αίτηση πρόωρης συνταξιοδοτήσεως. Κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως αυτής, ήταν σε θέση να αποδείξει τη συμπλήρωση περιόδων εισφορών διάρκειας 9 947 ημερών στην Ισπανία και 6 690 ημερών στη Γερμανία. Η σύνταξη γήρατος την οποία δικαιούται στη Γερμανία ανέρχεται στο πραγματικό ποσό των 507,35 ευρώ, ενώ η σύνταξη την οποία θα μπορούσε να απαιτήσει στην Ισπανία ως πρόωρη σύνταξη γήρατος ανέρχεται στο ποσό των 530,15 ευρώ.
14 Ο J. P. K. F. Bode, γεννηθείς στις 4 Ιουνίου 1952, υπέβαλε στο INSS, στις 31 Μαΐου 2015, αίτηση πρόωρης συνταξιοδοτήσεως. Κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως αυτής, ήταν σε θέση να αποδείξει τη συμπλήρωση περιόδων εισφορών διάρκειας 2 282 ημερών στην Ισπανία και 14 443 ημερών στη Γερμανία. Στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος του αναλογεί σύνταξη γήρατος πραγματικού ποσού 1 185,22 ευρώ. Κατά τον J. P. K. F. Bode, η σύνταξη την οποία θα μπορούσε να απαιτήσει στην Ισπανία ως πρόωρη σύνταξη γήρατος ανέρχεται σε 206,60 ευρώ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του INSS, το ποσό της τελευταίας αυτής παροχής ανέρχεται σε 99,52 ευρώ.
15 Οι αιτήσεις συνταξιοδοτήσεως απορρίφθηκαν με την αιτιολογία ότι το ποσό τους είναι χαμηλότερο από την κατώτατη μηνιαία σύνταξη που αντιστοιχεί στην οικογενειακή κατάσταση των προσφευγόντων των κύριων δικών κατά το 65ο έτος της ηλικίας τους, ήτοι από τα 784,90 ευρώ στην περίπτωση του Α. Bocero Torrico και από τα 782,90 ευρώ στην περίπτωση του J. P. K. F. Bode. Κατόπιν ενστάσεων τις οποίες άσκησαν οι ενδιαφερόμενοι, το INSS επιβεβαίωσε τις ως άνω απορριπτικές αποφάσεις.
16 Η προσφυγή την οποία άσκησε ο Α. Bocero Torrico κατά του INSS και του γενικού ταμείου κοινωνικής ασφαλίσεως ενώπιον του Juzgado de lo Social n° 2 de Ourense (δικαστηρίου εργατικών διαφορών αριθ. 2 του Ορένσε, Ισπανία), καθώς και η προσφυγή που άσκησε ο J. P. K. F. Bode κατά των οργανισμών αυτών ενώπιον του Juzgado de lo Social n° 2 de A Coruña (δικαστηρίου εργατικών διαφορών αριθ. 2 της A Coruña, Ισπανία) απορρίφθηκαν. Τα ως άνω δικαστήρια έκριναν ότι το ποσό της «καταβλητέας συντάξεως», κατά την έννοια του άρθρου 208, παράγραφος 1, στοιχείο c, του LGSS, το οποίο πρέπει να υπερβαίνει το ποσό της κατώτατης συντάξεως που ισχύει για τον ενδιαφερόμενο κατά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του προκειμένου να λάβει πρόωρη σύνταξη γήρατος, είναι το ποσό της πραγματικής συντάξεως της οποίας η καταβολή βαρύνει την Ισπανία. Τα δικαστήρια αυτά στηρίχθηκαν στον σκοπό τον οποίο επιδιώκει η ισπανική νομοθεσία, δηλαδή στην αποτροπή του ενδεχομένου καταβολής συμπληρώματος μέχρι το εκ του νόμου οριζόμενο κατώτατο ποσό των συντάξεων γήρατος για πρόσωπα τα οποία δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει το νόμιμο όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως και στην παράταση, ως εκ τούτου, της συμμετοχής των προσώπων αυτών στην αγορά εργασίας.
17 Οι προσφεύγοντες των κύριων δικών άσκησαν έφεση κατά των ανωτέρω αποφάσεων ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Galicia (ανώτερου δικαστηρίου της Γαλικίας, Ισπανία). Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, του βασιλικού διατάγματος 1170/2015, η ισπανική νομοθεσία επιτρέπει τη χορήγηση συμπληρώματος συντάξεως μόνο για τη διαφορά μεταξύ του ποσού των παροχών που οφείλονται σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης και της κατώτατης συντάξεως στην Ισπανία. Κατά συνέπεια, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συντάξεις τις οποίες πράγματι θα λαμβάνουν οι Α. Bocero Torrico και J. P. K. F. Bode τόσο στην Ισπανία όσο και στη Γερμανία, με αποτέλεσμα κανένας από τους δύο να μην μπορεί να απαιτήσει συμπλήρωμα συντάξεως. Με τον τρόπο αυτό, δεν πρόκειται να επιβαρύνουν το ισπανικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.
18 Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ο τρόπος κατά τον οποίο το INSS ερμηνεύει την έκφραση «καταβλητέα σύνταξη» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 208, παράγραφος 1, στοιχείο c, του LGSS προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον εργαζόμενος θεμελιώνει δικαίωμα σε πρόωρη σύνταξη γήρατος, ήτοι λαμβάνοντας υπόψη μόνον την πραγματική σύνταξη της οποίας η καταβολή βαρύνει το Βασίλειο της Ισπανίας, συνιστά δυσμενή διάκριση αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι είναι δυνατόν εργαζόμενος ο οποίος δικαιούται σύνταξη από δύο τουλάχιστον κράτη μέλη να μη θεμελιώνει δικαίωμα σε τέτοια πρόωρη σύνταξη γήρατος, ενώ, αντιθέτως, εργαζόμενος ο οποίος δικαιούται συντάξεως του ίδιου ύψους, πλην όμως μόνον από το Βασίλειο της Ισπανίας, να θεμελιώνει τέτοιο δικαίωμα.
19 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de Galicia (ανώτερο δικαστήριο της Γαλικίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο έχει πανομοιότυπη διατύπωση στις υποθέσεις C-398/18 και C-428/18:
«Έχει το άρθρο 48 ΣΛΕΕ την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία σύμφωνα με την οποία για τη χορήγηση πρόωρης συντάξεως γήρατος το ποσό της καταβλητέας συντάξεως πρέπει να υπερβαίνει το ποσό της κατώτατης συντάξεως που δικαιούται ο ενδιαφερόμενος σύμφωνα με την εν λόγω εθνική νομοθεσία, όταν η “καταβλητέα σύνταξη” έχει την έννοια του πραγματικού ποσού συντάξεως που καταβάλλεται μόνο από το αρμόδιο κράτος μέλος (εν προκειμένω, την Ισπανία), χωρίς να συνυπολογίζεται το πραγματικό ποσό συντάξεως που ενδεχομένως καταβάλλεται στο πλαίσιο διαφορετικής παροχής της αυτής φύσεως από άλλο ή άλλα κράτη μέλη;»
20 Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2018 αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C-398/18 και C-428/18 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
21 Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, καίτοι το προδικαστικό ερώτημα αφορά ρητώς το άρθρο 48 ΣΛΕΕ, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει επίσης, στο σκεπτικό των αποφάσεών του περί παραπομπής, τις διατάξεις του κανονισμού 883/2004.
22 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι πρόωρες συντάξεις γήρατος, όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού. Πράγματι, δυνάμει του άρθρου του 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή στις νομοθεσίες που αφορούν τις παροχές γήρατος. Επιπλέον, ο όρος «πρόωρη παροχή γήρατος» ορίζεται στο άρθρο 1, στοιχείο κδʹ, του εν λόγω κανονισμού.
23 Υπό τις συνθήκες αυτές, το ερώτημα το οποίο υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του κανονισμού 883/2004 (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 2007, Celozzi, C-332/05, EU:C:2007:35, σκέψη 14, και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Larcher, C-523/13, EU:C:2014:2458, σκέψη 29).
24 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις του κανονισμού 883/2004 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται στη νομοθεσία κράτους μέλους η οποία επιτάσσει, ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση του δικαιώματος εργαζομένου σε πρόωρη σύνταξη γήρατος, το ποσό της καταβλητέας συντάξεως να υπερβαίνει το ποσό της κατώτατης συντάξεως την οποία ο εργαζόμενος θα δικαιούνταν να λάβει κατά τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, καθόσον ως «καταβλητέα σύνταξη» νοείται η σύνταξη που καταβάλλεται μόνον από αυτό το κράτος μέλος, χωρίς να συνυπολογίζεται η σύνταξη την οποία ο εργαζόμενος θα μπορούσε να λάβει ως ισοδύναμες παροχές από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη.
25 Όσον αφορά την επίμαχη στο πλαίσιο των κύριων δικών διάταξη του ισπανικού δικαίου, ήτοι το άρθρο 208, παράγραφος 1, στοιχείο c, του LGSS, το γεγονός ότι, κατά τη διάταξη αυτή, η θεμελίωση του δικαιώματος σε πρόωρη σύνταξη γήρατος εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το ποσό της καταβλητέας συντάξεως υπερβαίνει το ποσό της κατώτατης συντάξεως που ο ενδιαφερόμενος θα δικαιούνταν να λάβει κατά τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως δεν αμφισβητείται αυτό καθεαυτό στο πλαίσιο των διαφορών των κύριων δικών.
26 Διαπιστώνεται συναφώς ότι καμία διάταξη του τίτλου I του κανονισμού 883/2004, στον οποίο περιλαμβάνονται οι γενικές διατάξεις του κανονισμού αυτού, ή του τίτλου ΙΙΙ, κεφάλαιο 5, του ίδιου κανονισμού, στον οποίο περιλαμβάνονται οι ειδικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή, μεταξύ άλλων, στις συντάξεις γήρατος, δεν αντιτίθεται στον κανόνα αυτόν.
27 Ειδικότερα, δεν προκύπτει από το άρθρο 58 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι ο δικαιούχος παροχών γήρατος δεν μπορεί να λάβει ποσό παροχών χαμηλότερο από το ποσό της ελάχιστης παροχής το οποίο καθορίζεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας και ότι ο αρμόδιος φορέας του κράτους αυτού οφείλει, ενδεχομένως, να του καταβάλει συμπλήρωμα ίσο προς τη διαφορά μεταξύ του ποσού των παροχών που οφείλονται και του ποσού της ελάχιστης παροχής, ότι ένα κράτος μέλος υποχρεούται να χορηγήσει πρόωρη σύνταξη γήρατος σε αιτούντα όταν το ποσό της πρόωρης συντάξεως το οποίο δικαιούται ο εν λόγω αιτών είναι χαμηλότερο από το ποσό της κατώτατης συντάξεως, την οποία θα ελάμβανε κατά τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.
28 Εντούτοις, οι προσφεύγοντες των κύριων δικών βάλλουν κατά του ότι, προκειμένου να διαπιστώσουν αν θεμελιώνεται δικαίωμα σε πρόωρη σύνταξη γήρατος, οι αρμόδιοι φορείς και τα δικαστήρια της Ισπανίας ερμηνεύουν τον όρο «καταβλητέα σύνταξη» υπό την έννοια ότι ο όρος αυτός αναφέρεται μόνο στη σύνταξη της οποίας η καταβολή βαρύνει το Βασίλειο της Ισπανίας, αποκλειομένων των συντάξεων των οποίων η καταβολή βαρύνει άλλα κράτη μέλη και τις οποίες ενδεχομένως θα μπορούσε να απαιτήσει ο ενδιαφερόμενος.
29 Όσον αφορά, πρώτον, τις εφαρμοστέες σε τέτοιου είδους περιστάσεις διατάξεις του κανονισμού 883/2004, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού καθιερώνει την αρχή της εξομοιώσεως. Από την αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να εισαγάγει, στο κείμενο του εν λόγω κανονισμού, τη νομολογιακή αρχή της εξομοιώσεως των παροχών, των εισοδημάτων και των πραγματικών περιστατικών, προκειμένου η αρχή αυτή να αναπτυχθεί περαιτέρω, τηρουμένων της ουσίας και του πνεύματος των αποφάσεων του Δικαστηρίου (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Vorarlberger Gebietskrankenkasse και Knauer, C‑453/14, EU:C:2016:37, σκέψη 31).
30 Συναφώς, το άρθρο 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 προβλέπει ότι, εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους, η λήψη παροχών κοινωνικής ασφάλειας και άλλων εισοδημάτων παράγει ορισμένα έννομα αποτελέσματα, οι σχετικές διατάξεις της εν λόγω νομοθεσίας εφαρμόζονται και στη λήψη ισοδύναμων παροχών οι οποίες αποκτήθηκαν δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους ή σε εισοδήματα τα οποία έχουν αποκτηθεί σε άλλο κράτος μέλος.
31 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 45 των προτάσεών του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή σε καταστάσεις όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών. Πράγματι, ως «παροχ[ή] κοινωνικής ασφάλειας» κατά την εν λόγω διάταξη πρέπει να νοηθεί η σύνταξη την οποία δικαιούνται οι προσφεύγοντες των κύριων δικών. Δυνάμει του άρθρου 208, παράγραφος 1, στοιχείο c, του LGSS, το δικαίωμα στη σύνταξη αυτή, εφόσον το ποσό της υπερβαίνει το ποσό της κατώτατης συντάξεως που καταβάλλεται κατά τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, παράγει το έννομο αποτέλεσμα που συνίσταται στη θεμελίωση του δικαιώματος των προσφευγόντων αυτών σε πρόωρη σύνταξη γήρατος.
32 Αντιστρόφως, και αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες των κύριων δικών με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, οι πραγματικές καταστάσεις στις υποθέσεις των κύριων δικών δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 του κανονισμού 883/2004. Πράγματι, το άρθρο αυτό, με τίτλο «Συνυπολογισμός περιόδων», προβλέπει ότι το κράτος μέλος, προκειμένου να κρίνει αν έχει αποκτηθεί δικαίωμα σε παροχές κοινωνικής ασφάλειας, λαμβάνει υπόψη τις περιόδους ασφαλίσεως, μισθωτής δραστηριότητας, μη μισθωτής δραστηριότητας ή κατοικίας που έχουν συμπληρωθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε άλλου κράτους μέλους, ενώ, εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν το ποσό των συντάξεων που δικαιούνται οι εν λόγω προσφεύγοντες σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να ληφθεί υπόψη ώστε να διαπιστωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως δικαιώματος σε πρόωρη σύνταξη γήρατος.
33 Ομοίως, το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004, το οποίο επίσης επικαλούνται οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, δεν έχει εφαρμογή προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου. Πράγματι, και η διάταξη αυτή αφορά τον συνυπολογισμό των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που έχουν συμπληρωθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε άλλου κράτους μέλους. Συν τοις άλλοις, δεν αφορά την απόκτηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αλλά τον υπολογισμό του ποσού των οφειλόμενων παροχών (πρβλ., όσον αφορά τις αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1992/2006, απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, Tomaszewska, C-440/09, EU:C:2011:114, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
34 Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν διάταξη του εθνικού δικαίου όπως το άρθρο 208, παράγραφος 1, στοιχείο c, του LGSS, όπως αυτή ερμηνεύεται από τους αρμόδιους φορείς και τα εθνικά δικαστήρια, συμβιβάζεται με το άρθρο 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004.
35 Σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη, για την εφαρμογή κανόνα του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 208, παράγραφος 1, στοιχείο c, του LGSS, οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνον τις παροχές κοινωνικής ασφάλειας τις οποίες έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους αυτού, αλλά και τις ισοδύναμες παροχές οι οποίες αποκτήθηκαν σε κάθε άλλο κράτος μέλος.
36 Όσον αφορά τις συντάξεις γήρατος, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ερμηνεύσει την έννοια των «ισοδύναμων παροχών» η οποία περιλαμβάνεται στο εν λόγω άρθρο 5, στοιχείο αʹ, ως αναφερόμενη σε δύο ομοειδείς παροχές γήρατος λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκεται με τις παροχές αυτές και με τις κανονιστικές ρυθμίσεις που τις θέσπισαν (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Vorarlberger Gebietskrankenkasse και Knauer, C‑453/14, EU:C:2016:37, σκέψεις 33 και 34).
37 Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει κατά τα φαινόμενα ότι οι συντάξεις γήρατος τις οποίες δικαιούνται οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης στη Γερμανία είναι ισοδύναμες, υπό την έννοια αυτή, με τις συντάξεις τις οποίες θα μπορούσαν να απαιτήσουν στην Ισπανία ως πρόωρη σύνταξη γήρατος, πράγμα το οποίο εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
38 Επομένως, το άρθρο 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 αντιτίθεται στην ερμηνεία της διαλαμβανόμενης στο άρθρο 208, παράγραφος 1, στοιχείο c, του LGSS έννοιας της «καταβλητέας συντάξεως», ως αφορώσας μόνον τη σύνταξη της οποίας η καταβολή βαρύνει στο Βασίλειο της Ισπανίας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η σύνταξη την οποία οι προσφεύγοντες των κύριων δικών δικαιούνται στη Γερμανία.
39 Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από την εξέταση των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών καταστάσεων με γνώμονα την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, της οποίας ειδική έκφραση συνιστά η κατά το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού εξομοίωση των παροχών, εισοδημάτων, πραγματικών περιστατικών και γεγονότων (πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Klöppel, C-507/06, EU:C:2008:110, σκέψη 22).
40 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004, απαγορεύει όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις, λόγω ιθαγενείας των δικαιούχων των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά και κάθε συγκεκαλυμμένη μορφή διακρίσεως η οποία, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2011, Landtová, C‑399/09, EU:C:2011:415, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
41 Επομένως, πρέπει να θεωρείται ότι συνεπάγονται έμμεσες δυσμενείς διακρίσεις οι προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου οι οποίες, μολονότι εφαρμόζονται χωρίς διάκριση λόγω ιθαγενείας, θίγουν, κυρίως ή στη μεγάλη πλειονότητά τους, τούς διακινούμενους εργαζομένους, καθώς και οι αδιακρίτως εφαρμοζόμενες προϋποθέσεις των οποίων η πλήρωση είναι ευκολότερη για τους ημεδαπούς εργαζομένους απ’ ό,τι για τους διακινούμενους εργαζομένους ή οι οποίες ενέχουν τον κίνδυνο να λειτουργήσουν σε βάρος ειδικά των διακινουμένων εργαζομένων (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2011, Landtová, C-399/09, EU:C:2011:415, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
42 Η άρνηση των αρμοδίων αρχών κράτους μέλους να λάβουν υπόψη, προκειμένου να διαπιστώσουν αν θεμελιώνεται δικαίωμα σε πρόωρη σύνταξη γήρατος, τις συνταξιοδοτικές παροχές τις οποίες δικαιούται εργαζόμενος ο οποίος έχει ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος είναι ικανή να περιαγάγει τον εργαζόμενο αυτό σε κατάσταση λιγότερη ευνοϊκή από εκείνην του εργαζομένου του οποίου ολόκληρη η επαγγελματική σταδιοδρομία εξελίχθηκε στο πρώτο κράτος μέλος.
43 Εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών μπορεί πάντως να δικαιολογηθεί, στον βαθμό που επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, υπό τον όρο ότι είναι πρόσφορη για τη διασφάλιση τη επιτεύξεως του σκοπού αυτού και δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Larcher, C‑523/13, EU:C:2014:2458, σκέψη 38).
44 Συναφώς, το INSS και η Ισπανική Κυβέρνηση επισήμαναν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η εφαρμογή, για την θεμελίωση δικαιώματος σε πρόωρη σύνταξη γήρατος, της προϋποθέσεως να έχει συμπληρωθεί το ποσό της κατώτατης συντάξεως που ο ενδιαφερόμενος θα δικαιούνταν να λάβει κατά τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως αποβλέπει στη μείωση της χρήσης του καθεστώτος πρόωρης συνταξιοδοτήσεως. Περαιτέρω, η προϋπόθεση αυτή, καθόσον αποκλείει τη θεμελίωση δικαιώματος σε πρόωρη σύνταξη γήρατος όταν το ποσό που θα μπορούσε να απαιτήσει ο ενδιαφερόμενος ενδέχεται να του παρέχει δικαίωμα λήψεως συμπληρώματος συντάξεως, θα μπορούσε να αποτρέψει την πρόσθετη επιβάρυνση του ισπανικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.
45 Ωστόσο, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 49 των προτάσεών του, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να συνιστούν σκοπούς γενικού συμφέροντος κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, τα επιχειρήματα του INSS και της Ισπανικής Κυβερνήσεως δεν είναι ικανά να δικαιολογήσουν την εισάγουσα διακρίσεις εφαρμογή μιας τέτοιας προϋποθέσεως εις βάρος των εργαζομένων που άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας.
46 Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στη νομοθεσία κράτους μέλους η οποία επιτάσσει, ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση του δικαιώματος εργαζομένου σε πρόωρη σύνταξη γήρατος, το ποσό της καταβλητέας συντάξεως να υπερβαίνει το ποσό της κατώτατης συντάξεως την οποία ο εργαζόμενος θα δικαιούνταν να λάβει κατά τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, καθόσον ως «καταβλητέα σύνταξη» νοείται η σύνταξη που καταβάλλεται μόνον από αυτό το κράτος μέλος, χωρίς να συνυπολογίζεται η σύνταξη την οποία ο εργαζόμενος θα μπορούσε να λάβει ως ισοδύναμες παροχές από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη.
Επί των δικαστικών εξόδων
47 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στη νομοθεσία κράτους μέλους η οποία επιτάσσει, ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση του δικαιώματος εργαζομένου σε πρόωρη σύνταξη γήρατος, το ποσό της καταβλητέας συντάξεως να υπερβαίνει το ποσό της κατώτατης συντάξεως την οποία ο εργαζόμενος θα δικαιούνταν να λάβει κατά τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, καθόσον ως «καταβλητέα σύνταξη» νοείται η σύνταξη που καταβάλλεται μόνον από αυτό το κράτος μέλος, χωρίς να συνυπολογίζεται η σύνταξη την οποία ο εργαζόμενος θα μπορούσε να λάβει ως ισοδύναμες παροχές από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη.
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/2026 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης Νοεμβρίου 2019 για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 282/2011 όσον αφορά παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που διευκολύνονται μέσω ηλεκτρονικών διεπαφών και τα ειδικά καθεστώτα για υποκειμένους στον φόρο οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες σε μη υποκειμένους στον φόρο, πραγματοποιούν εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών και ορισμένες εγχώριες παραδόσεις αγαθών
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/2026 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης Νοεμβρίου 2019 για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 282/2011 όσον αφορά παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που διευκολύνονται μέσω ηλεκτρονικών διεπαφών και τα ειδικά καθεστώτα για υποκειμένους στον φόρο οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες σε μη υποκειμένους στον φόρο, πραγματοποιούν εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών και ορισμένες εγχώριες παραδόσεις αγαθών
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (1), και ιδίως το άρθρο 397,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) | Η οδηγία 2006/112/ΕΚ τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2017/2455 του Συμβουλίου (2), η οποία, μεταξύ άλλων, διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής των ειδικών καθεστώτων για μη εγκατεστημένους υποκειμένους στον φόρο που παρέχουν τηλεπικοινωνιακές, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές ή ηλεκτρονικές υπηρεσίες σε μη υποκειμένους στον φόρο σε όλα τα είδη υπηρεσιών, καθώς και στις ενδοκοινοτικές εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών και τις εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών που εισάγονται από τρίτα εδάφη ή τρίτες χώρες. Η οδηγία (ΕΕ) 2017/2455 εισήγαγε επίσης ορισμένες διατάξεις για υποκείμενους στον φόρο οι οποίοι διευκολύνουν παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από άλλους υποκείμενους στον φόρο, μέσω της χρήσης ηλεκτρονικής διεπαφής, όπως αγοράς, πλατφόρμας, διαδικτυακής πύλης ή παρόμοιων μέσων. |
(2) | Οι λεπτομερείς διατάξεις για την εφαρμογή των εν λόγω ειδικών καθεστώτων που προβλέπονται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 282/2011 του Συμβουλίου (3) θα πρέπει να επικαιροποιηθούν κατόπιν της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής τους. |
(3) | Οι ορισμοί των «ενδοκοινοτικών εξ αποστάσεως πωλήσεων αγαθών» και των «εξ αποστάσεως πωλήσεων αγαθών που εισάγονται από τρίτα εδάφη ή τρίτες χώρες» στην οδηγία 2006/112/ΕΚ καλύπτουν επίσης παραδόσεις αγαθών στις οποίες ο προμηθευτής παρεμβαίνει έμμεσα στην αποστολή ή τη μεταφορά τους στον λήπτη. Ως εκ τούτου, προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή και ενιαία εφαρμογή των εν λόγω ορισμών σε όλα τα κράτη μέλη και να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου τόσο για τους οικονομικούς φορείς όσο και για τις φορολογικές διοικήσεις, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί και να προσδιοριστεί η έννοια του όρου «έμμεσα» στο πλαίσιο αυτό. |
(4) | Προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή, σε όλα τα κράτη μέλη, των διατάξεων σχετικά με τον υποκείμενο στον φόρο ο οποίος διευκολύνει τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών στην Κοινότητα και να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου όσον αφορά τους κανόνες για υποκείμενους στον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και για τις φορολογικές διοικήσεις που επιβάλλουν τους εν λόγω κανόνες, είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί περαιτέρω η έννοια του όρου «διευκολύνω» και να διευκρινιστεί πότε ο υποκείμενος στον φόρο δεν θεωρείται ότι διευκολύνει παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών μέσω ηλεκτρονικής διεπαφής. |
(5) | Προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή των κανόνων για τον ΦΠΑ, είναι απαραίτητο να οριστεί με σαφήνεια ο χρόνος κατά τον οποίο μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτή η πληρωμή από τον λήπτη, ούτως ώστε να προσδιοριστεί σε ποια φορολογική περίοδο πρέπει να δηλώνονται οι παραδόσεις από υποκείμενους στον φόρο που διευκολύνουν παραδόσεις αγαθών στην Κοινότητα μέσω της χρήσης ηλεκτρονικής διεπαφής ή από οποιονδήποτε υποκείμενο στον φόρο χρησιμοποιεί το ειδικό καθεστώς για εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών που εισάγονται από τρίτα εδάφη ή τρίτες χώρες. |
(6) | Είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί το είδος των πληροφοριών που θα πρέπει να καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία του υποκειμένου στον φόρο ο οποίος διευκολύνει τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών στην Κοινότητα μέσω ηλεκτρονικής διεπαφής. Τούτο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη φύση των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες στους εν λόγω υποκείμενους στον φόρο, τη σπουδαιότητά τους για τις φορολογικές διοικήσεις και την απαίτηση οι εν λόγω λογιστικές καταχωρίσεις και η τήρηση αρχείων να είναι αναλογικές, ούτως ώστε να συμμορφώνονται με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που ορίζει ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). |
(7) | Ο υποκείμενος στον φόρο που διευκολύνει ορισμένες παραδόσεις αγαθών στην Κοινότητα μέσω της χρήσης ηλεκτρονικής διεπαφής θεωρείται ότι έχει λάβει και έχει παραδώσει τα αγαθά ο ίδιος και είναι υπόχρεος για την καταβολή ΦΠΑ για τις εν λόγω παραδόσεις. Είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη ότι ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο μπορεί να εξαρτάται από την ακρίβεια των πληροφοριών που παρείχαν οι προμηθευτές που πραγματοποιούν πωλήσεις αγαθών μέσω της εν λόγω ηλεκτρονικής διεπαφής για την ορθή δήλωση και καταβολή του οφειλόμενου ΦΠΑ. Κατά συνέπεια, είναι εύλογο να προβλεφθεί ότι, όταν οι πληροφορίες που έλαβε ήταν εσφαλμένες, ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο δεν είναι υπόχρεος για την καταβολή οποιουδήποτε ποσού ΦΠΑ υπερβαίνει τον δηλωθέντα και καταβληθέντα ΦΠΑ για τις εν λόγω παραδόσεις αγαθών, εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι ευλόγως δεν θα ήταν σε θέση να γνωρίζει και όντως δεν γνώριζε ότι οι πληροφορίες που έλαβε ήταν εσφαλμένες. Αυτό αναμένεται να δώσει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να απαλλάσσουν τους εν λόγω υποκειμένους στον φόρο από πρόσθετες υποχρεώσεις ΦΠΑ, εφόσον αυτοί ενεργούν καλόπιστα. |
(8) | Προκειμένου να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τους υποκειμένους στον φόρο που διευκολύνουν ορισμένες παραδόσεις αγαθών στην Κοινότητα μέσω της χρήσης ηλεκτρονικής διεπαφής, είναι σκόπιμο αυτοί να απαλλαγούν από το βάρος της υποχρέωσης να αποδείξουν το καθεστώς του πωλητή και του αποκτώντος πελάτη. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να εισαχθούν ορισμένα μαχητά τεκμήρια, βάσει των οποίων οι προμηθευτές που πραγματοποιούν πωλήσεις αγαθών μέσω της εν λόγω ηλεκτρονικής διεπαφής τεκμαίρεται ότι είναι υποκείμενοι στον φόρο και οι αποκτώντες πελάτες τους ότι είναι μη υποκείμενοι στον φόρο. |
(9) | Προκειμένου να αποφεύγονται αμφιβολίες, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι ο αριθμός φορολογικού μητρώου που χορηγείται στον μεσάζοντα ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό του υποκειμένου στον φόρο που χρησιμοποιεί το καθεστώς εισαγωγής συνιστά άδεια που του επιτρέπει να ενεργεί ως μεσάζων και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον μεσάζοντα για δήλωση ΦΠΑ για φορολογητέες πράξεις που διενεργεί ο ίδιος. |
(10) | Η διάταξη που αποκλείει υποκείμενο στον φόρο ο οποίος οικειοθελώς έπαυσε να χρησιμοποιεί ένα ειδικό καθεστώς από την επανένταξή του στο εν λόγω ειδικό καθεστώς για διάρκεια δύο ημερολογιακών τριμήνων δεν θεωρείται χρήσιμη από τα κράτη μέλη και ενδέχεται να προκαλέσει επιπλέον φόρτο στους οικείους υποκειμένους στον φόρο. Κατά συνέπεια, η εν λόγω διάταξη θα πρέπει να απαλειφθεί. |
(11) | Προκειμένου να περιοριστεί ο αντίκτυπος σε επίπεδο Τεχνολογίας Πληροφοριών (ΤΠ) από την αλλαγή στον τρόπο εισαγωγής των διορθώσεων σε προηγούμενες δηλώσεις ΦΠΑ στο πλαίσιο ενός ειδικού καθεστώτος, είναι προτιμότερο να προβλεφθεί ότι οι διορθώσεις σε δήλωση ΦΠΑ που αφορά φορολογική περίοδο προγενέστερη της ημερομηνίας από την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόσουν τα εθνικά μέτρα ώστε να συμμορφωθούν με τα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/2455 πρέπει να εισάγονται με τη μορφή τροποποιήσεων στην εν λόγω δήλωση. Επιπλέον, στον βαθμό που οι διορθώσεις σε προηγούμενες δηλώσεις ΦΠΑ πρέπει να υποβάλλονται σε επόμενη δήλωση όσον αφορά φορολογικές περιόδους από την 1η Ιανουαρίου 2021 και εφεξής, οι υποκείμενοι στον φόρο που αποκλείονται από ένα ειδικό καθεστώς δεν δύνανται πλέον να εισάγουν διορθώσεις σε επόμενη δήλωση. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί ότι τέτοιου είδους διορθώσεις θα πρέπει να γίνονται απευθείας ενώπιον των φορολογικών αρχών του σχετικού κράτους μέλους κατανάλωσης. |
(12) | Καθώς το όνομα του λήπτη πρέπει να καταχωρίζεται στα λογιστικά βιβλία του υποκειμένου στον φόρο που χρησιμοποιεί ένα ειδικό καθεστώς μόνο αν είναι διαθέσιμο στον υποκείμενο στον φόρο, δεν χρειάζεται για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται σε ΦΠΑ η παράδοση αγαθών ή η παροχή υπηρεσιών και ενδέχεται να εγείρει ζητήματα προστασίας δεδομένων, δεν είναι πλέον απαραίτητο να συμπεριλαμβάνεται το όνομα του λήπτη στις καταχωρίσεις στα λογιστικά βιβλία των υποκειμένων στον φόρο που χρησιμοποιούν ένα ειδικό καθεστώς. Ωστόσο, προκειμένου να διευκολυνθεί ο έλεγχος στις παραδόσεις αγαθών που καλύπτονται από ειδικό καθεστώς, είναι αναγκαίο να συμπεριλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με επιστροφές αγαθών και αριθμούς αποστολής ή πράξης μεταξύ των πληροφοριών που πρέπει να καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία από τους υποκειμένους στον φόρο. |
(13) | Προκειμένου να διασφαλιστεί συνοχή μεταξύ των ειδικών ρυθμίσεων δήλωσης και καταβολής ΦΠΑ κατά την εισαγωγή, αφενός, και των τελωνειακών διατάξεων που αφορούν την αναστολή καταβολής τελωνειακών δασμών και των υποχρεώσεων του προσώπου που προσκομίζει τα εμπορεύματα στο τελωνείο, αφετέρου, και για να εξασφαλιστεί η ορθή καταβολή ΦΠΑ κατά την εισαγωγή, όταν χρησιμοποιούνται οι εν λόγω ρυθμίσεις, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η μηνιαία καταβολή ΦΠΑ κατά την εισαγωγή βάσει των ειδικών ρυθμίσεων μπορεί να εξαρτηθεί από τους συνήθεις όρους που ισχύουν στο τελωνειακό δίκαιο για να επιτραπεί η αναστολή καταβολής εισαγωγικού δασμού. Επιπλέον, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η εφαρμογή των ειδικών ρυθμίσεων δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να απαιτούν από το πρόσωπο που προσκομίζει τα εμπορεύματα στο τελωνείο να είναι εξουσιοδοτημένο από το πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα εμπορεύματα να προσκομίσει τα εμπορεύματα για λογαριασμό του. |
(14) | Συνεπώς, ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 282/2011 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 282/2011 τροποποιείται ως εξής:
1) | το κεφάλαιο IV τροποποιείται ως εξής:
|
2) | το άρθρο 14 απαλείφεται, |
3) | παρεμβάλλεται το ακόλουθο κεφάλαιο: «ΚΕΦΑΛΑΙΟ Vα ΓΕΝΕΣΙΟΥΡΓΟΣ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΤΟ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ (ΤΙΤΛΟΣ VI ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2006/112/ΕΚ) Άρθρο 41α Για την εφαρμογή του άρθρου 66α της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, ως χρόνος αποδοχής της πληρωμής νοείται ο χρόνος κατά τον οποίο η επιβεβαίωση πληρωμής, το μήνυμα για έγκριση πληρωμής ή η ανάληψη υποχρέωσης πληρωμής από τον λήπτη λαμβάνεται από τον προμηθευτή που παραδίδει αγαθά μέσω της ηλεκτρονικής διεπαφής ή για λογαριασμό του, ανεξαρτήτως του χρόνου που πραγματοποιήθηκε η πραγματική καταβολή των χρημάτων, ανάλογα με το ποιο είναι προγενέστερο.», |
4) | στο κεφάλαιο X παρεμβάλλεται το ακόλουθο τμήμα: « Τμημα 1Β Λογιστικές υποχρεώσεις (Άρθρα 241 έως 249 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ) Άρθρο 54β 1. Για την εφαρμογή του άρθρου 242α της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, ο όρος “διευκολύνει” νοείται ως η χρήση ηλεκτρονικής διεπαφής που επιτρέπει στον λήπτη και τον προμηθευτή, ο οποίος προσφέρει υπηρεσίες ή αγαθά προς πώληση μέσω της ηλεκτρονικής διεπαφής, να έρθουν σε επαφή, η οποία καταλήγει στην παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών μέσω της εν λόγω ηλεκτρονικής διεπαφής. Ωστόσο, ο όρος “διευκολύνει” δεν καλύπτει την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
2. Για την εφαρμογή του άρθρου 242α της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, ο όρος “διευκολύνει” δεν καλύπτει περιπτώσεις στις οποίες ο υποκείμενος στον φόρο παρέχει μόνο κάποιο από τα εξής:
Άρθρο 54γ 1. Ο υποκείμενος στον φόρο που αναφέρεται στο άρθρο 242α της οδηγίας 2006/112/ΕΚ καταχωρίζει στα λογιστικά βιβλία τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά τις παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών όταν θεωρείται ότι έχει λάβει και παραδώσει αγαθά ο ίδιος, σύμφωνα με το άρθρο 14α της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, ή όταν συμμετέχει στην παροχή ηλεκτρονικά παρεχόμενων υπηρεσιών για τις οποίες τεκμαίρεται ότι ενεργεί ιδίως ονόματι σύμφωνα με το άρθρο 9α του παρόντος κανονισμού:
2. Ο υποκείμενος στον φόρο που αναφέρεται στο άρθρο 242α της οδηγίας 2006/112/ΕΚ καταχωρίζει στα λογιστικά βιβλία τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών πέραν αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1:
|
5) | το τμήμα 2 του κεφαλαίου XI αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: « ΤΜΗΜΑ 2 Ειδικά καθεστώτα για υποκείμενους στον φόρο οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες σε μη υποκείμενους στον φόρο η πραγματοποιούν εξ αποστάσεωσ πωλήσεις αγαθών η ορισμένες εγχώριες παραδόσεις αγαθών (Άρθρα 358 έως 369κδ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ)
Άρθρο 57α Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, νοούνται ως:
Άρθρο 57β (διαγράφεται)
Άρθρο 57γ Το ενωσιακό καθεστώς δεν ισχύει για υπηρεσίες που παρέχονται σε κράτος μέλος στο οποίο ο υποκείμενος στον φόρο διατηρεί την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας ή μόνιμη εγκατάσταση. Η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών πρέπει να δηλώνεται στις αρμόδιες φορολογικές αρχές του οικείου κράτους μέλους με τη δήλωση ΦΠΑ, όπως προβλέπεται στο άρθρο 250 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ.
Άρθρο 57δ 1. Όταν ένας υποκείμενος στον φόρο ενημερώνει το κράτος μέλος εγγραφής ότι προτίθεται να χρησιμοποιήσει το μη ενωσιακό καθεστώς ή το ενωσιακό καθεστώς, το ειδικό αυτό καθεστώς εφαρμόζεται από την πρώτη ημέρα του επόμενου ημερολογιακού τριμήνου. Ωστόσο, όταν η πρώτη παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που πρόκειται να καλυφθεί από το μη ενωσιακό καθεστώς ή το ενωσιακό καθεστώς πραγματοποιείται πριν από την εν λόγω ημερομηνία, το ειδικό καθεστώς ισχύει από την ημερομηνία της εν λόγω πρώτης παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, εφόσον ο υποκείμενος στον φόρο ενημερώσει το κράτος μέλος εγγραφής σχετικά με τη έναρξη των δραστηριοτήτων που καλύπτονται από το καθεστώς αυτό το αργότερο τη δέκατη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την εν λόγω πρώτη παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών. 2. Όταν ένας υποκείμενος στον φόρο ή μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του ενημερώνει το κράτος μέλος εγγραφής ότι προτίθεται να χρησιμοποιήσει το καθεστώς εισαγωγής, το ειδικό αυτό καθεστώς εφαρμόζεται από την ημέρα που έχει χορηγηθεί ατομικός αριθμός φορολογικού μητρώου ΦΠΑ για το καθεστώς εισαγωγής στον υποκείμενο στον φόρο ή στον μεσάζοντα, όπως ορίζεται στο άρθρο 369ιζ παράγραφοι 1 και 3 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ. Άρθρο 57ε Το κράτος μέλος εγγραφής εγγράφει τον υποκείμενο στον φόρο που χρησιμοποιεί το ενωσιακό καθεστώς με τον ατομικό του αριθμό ΦΠΑ που αναφέρεται στα άρθρα 214 και 215 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ. Ο ατομικός αριθμός φορολογικού μητρώου που χορηγείται σε έναν μεσάζοντα σύμφωνα με το άρθρο 369ιζ παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, του επιτρέπει να ενεργεί ως μεσάζων για λογαριασμό υποκειμένων στον φόρο που χρησιμοποιούν το καθεστώς εισαγωγής. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον μεσάζοντα για δήλωση ΦΠΑ σε φορολογητέες πράξεις. Άρθρο 57στ 1. Σε περίπτωση όπου υποκείμενος στον φόρο ο οποίος χρησιμοποιεί το ενωσιακό καθεστώς παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον ορισμό του άρθρου 369α σημείο 2) της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, το κράτος μέλος στο οποίο διαθέτει φορολογικό μητρώο παύει να είναι το κράτος μέλος εγγραφής. Ωστόσο, όταν ο υποκείμενος στον φόρο εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις χρήσης του εν λόγω ειδικού καθεστώτος, για να συνεχίσει να το χρησιμοποιεί πρέπει να ορίσει ως νέο κράτος μέλος εγγραφής, το κράτος μέλος στο οποίο διατηρεί την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας ή, εάν δεν διατηρεί την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας στην Κοινότητα, το κράτος μέλος στο οποίο διατηρεί μόνιμη εγκατάσταση. Όταν ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος χρησιμοποιεί το ενωσιακό καθεστώς για την παράδοση αγαθών δεν είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα, ορίζει ως νέο κράτος μέλος εγγραφής το κράτος μέλος από το οποίο αποστέλλει ή μεταφέρει αγαθά. Όταν το κράτος μέλος εγγραφής αλλάξει σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, η αλλαγή αυτή ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία ο υποκείμενος στον φόρο παύει να διατηρεί έδρα οικονομικής δραστηριότητας ή μόνιμη εγκατάσταση στο κράτος μέλος που είχε ορισθεί προηγουμένως ως κράτος μέλος εγγραφής ή από την ημερομηνία κατά την οποία ο υποκείμενος στον φόρο παύει να αποστέλλει ή να μεταφέρει αγαθά από τον εν λόγω κράτος μέλος. 2. Σε περίπτωση που υποκείμενος στον φόρο ο οποίος χρησιμοποιεί το καθεστώς εισαγωγής ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 369ιβ δεύτερο εδάφιο σημείο 3) στοιχεία β) έως ε) της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, το κράτος μέλος στο οποίο ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων του διαθέτει φορολογικό μητρώο παύει να είναι το κράτος μέλος εγγραφής. Ωστόσο, όταν ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων του εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις για να χρησιμοποιεί αυτό το ειδικό καθεστώς, για να συνεχίσει να το χρησιμοποιεί πρέπει να ορίσει ως νέο κράτος μέλος εγγραφής, το κράτος μέλος στο οποίο διατηρεί την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας ή, εάν δεν διατηρεί την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας στην Κοινότητα, άλλο κράτος μέλος στο οποίο διατηρεί μόνιμη εγκατάσταση. Όταν το κράτος μέλος εγγραφής αλλάξει σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, η αλλαγή αυτή ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων του παύει να διατηρεί έδρα οικονομικής δραστηριότητας ή μόνιμη εγκατάσταση στο κράτος μέλος που είχε ορισθεί προηγουμένως ως κράτος μέλος εγγραφής. Άρθρο 57ζ 1. Ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος χρησιμοποιεί το μη ενωσιακό καθεστώς ή το ενωσιακό καθεστώς μπορεί να παύσει να χρησιμοποιεί τα εν λόγω ειδικά καθεστώτα, ασχέτως εάν εξακολουθεί να παραδίδει αγαθά ή να παρέχει υπηρεσίες που μπορούν να καλύπτονται από αυτά τα ειδικά καθεστώτα. Ο υποκείμενος στον φόρο ενημερώνει το κράτος μέλος εγγραφής τουλάχιστον 15 ημέρες πριν από τη λήξη του ημερολογιακού τριμήνου που προηγείται εκείνου από το οποίο προτίθεται να παύσει τη χρήση του καθεστώτος. Η παύση τίθεται σε ισχύ από την πρώτη ημέρα του επόμενου ημερολογιακού τριμήνου. Οι υποχρεώσεις ΦΠΑ σε σχέση με τις παραδόσεις αγαθών ή τις παροχές υπηρεσιών που ανακύπτουν μετά την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να ισχύει η παύση εκπληρώνονται απευθείας ενώπιον των φορολογικών αρχών του οικείου κράτους μέλους κατανάλωσης. 2. Ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος χρησιμοποιεί το καθεστώς εισαγωγής μπορεί να παύσει να το χρησιμοποιεί, ασχέτως εάν εξακολουθεί να πραγματοποιεί εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών που εισάγονται από τρίτα εδάφη ή τρίτες χώρες. Ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του ενημερώνει το κράτος μέλος εγγραφής τουλάχιστον 15 ημέρες πριν από τη λήξη του μηνός που προηγείται εκείνου κατά τον οποίο προτίθεται να παύσει τη χρήση του καθεστώτος. Η παύση τίθεται σε ισχύ από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα και ο υποκείμενος στον φόρο δεν επιτρέπεται πλέον να χρησιμοποιεί το καθεστώς για παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που διενεργούνται από αυτήν την ημέρα και εφεξής.
Άρθρο 57η 1. Ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του ενημερώνει, το αργότερο μέχρι τη δέκατη ημέρα του επόμενου μήνα, με ηλεκτρονικά μέσα το κράτος μέλος εγγραφής σχετικά με οτιδήποτε από τα ακόλουθα:
2. Σε περίπτωση που, σύμφωνα με το άρθρο 57στ, το κράτος μέλος εγγραφής αλλάξει, ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του ενημερώνει αμφότερα τα οικεία κράτη μέλη σχετικά με την αλλαγή το αργότερο τη δέκατη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την εν λόγω αλλαγή. Κοινοποιεί στο νέο κράτος μέλος εγγραφής τις λεπτομέρειες εγγραφής που απαιτούνται όταν ο υποκείμενος στον φόρο χρησιμοποιεί για πρώτη φορά ένα ειδικό καθεστώς.
Άρθρο 58 1. Όταν υποκείμενος στον φόρο ο οποίος χρησιμοποιεί ένα από τα ειδικά καθεστώτα πληροί ένα ή περισσότερα από τα κριτήρια εξαίρεσης που προβλέπονται στο άρθρο 369ε ή διαγραφής από το φορολογικό μητρώο που προβλέπονται στο άρθρο 363 ή στο άρθρο 369ιη παράγραφοι 1 και 3 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, το κράτος μέλος εγγραφής εξαιρεί τον υποκείμενο στον φόρο από το καθεστώς αυτό. Μόνο το κράτος μέλος εγγραφής δύναται να εξαιρέσει έναν υποκείμενο στον φόρο από ένα από τα ειδικά καθεστώτα. Το κράτος μέλος εγγραφής θεμελιώνει την απόφασή του για εξαίρεση ή διαγραφή σε οποιαδήποτε διαθέσιμη πληροφορία, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που παρέχονται από οιοδήποτε άλλο κράτος μέλος. 2. Η εξαίρεση του υποκείμενου στον φόρο από το μη ενωσιακό καθεστώς ή από το ενωσιακό καθεστώς τίθεται σε ισχύ από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού τριμήνου που ακολουθεί την ημέρα κατά την οποία η απόφαση εξαίρεσης αποστέλλεται με ηλεκτρονικά μέσα στον υποκείμενο στον φόρο. Ωστόσο, όταν η εξαίρεση οφείλεται σε αλλαγή της έδρας της οικονομικής δραστηριότητας ή μόνιμης εγκατάστασης ή του τόπου από τον οποίο ξεκινά η αποστολή ή η μεταφορά αγαθών, η εξαίρεση ισχύει από την ημερομηνία αυτής της αλλαγής. 3. Η εξαίρεση του υποκείμενου στον φόρο από το καθεστώς εισαγωγής τίθεται σε ισχύ από την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την ημέρα κατά την οποία η απόφαση εξαίρεσης αποστέλλεται με ηλεκτρονικά μέσα στον υποκείμενο στον φόρο, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
4. Με εξαίρεση την περίπτωση που καλύπτεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 3, ο ατομικός αριθμός φορολογικού μητρώου ΦΠΑ που χορηγείται για τη χρήση του καθεστώτος εισαγωγής εξακολουθεί να ισχύει για τη χρονική περίοδο που απαιτείται για την εισαγωγή των αγαθών τα οποία παραδόθηκαν πριν από την ημερομηνία της εξαίρεσης, η οποία, εντούτοις, δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες μετά την εν λόγω ημερομηνία. 5. Όταν ο μεσάζων πληροί ένα από τα κριτήρια διαγραφής που ορίζονται στο άρθρο 369ιη παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, το κράτος μέλος εγγραφής διαγράφει τον εν λόγω μεσάζοντα από το φορολογικό μητρώο και εξαιρεί από το καθεστώς εισαγωγής τους υποκείμενους στον φόρο που εκπροσωπούνται από τον εν λόγω μεσάζοντα. Μόνο το κράτος μέλος εγγραφής μπορεί να διαγράψει τον μεσάζοντα από το φορολογικό μητρώο. Το κράτος μέλος εγγραφής θεμελιώνει την απόφασή του για διαγραφή σε οποιαδήποτε διαθέσιμη πληροφορία, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που παρέχονται από οιοδήποτε άλλο κράτος μέλος. Η διαγραφή του μεσάζοντα από το φορολογικό μητρώο τίθεται σε ισχύ από την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την ημέρα κατά την οποία η απόφαση διαγραφής αποστέλλεται με ηλεκτρονικά μέσα στον μεσάζοντα και στους υποκείμενους στον φόρο που εκπροσωπεί, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
Άρθρο 58α Υποκείμενος στον φόρο ο οποίος κάνει χρήση ενός ειδικού καθεστώτος και ο οποίος για διάστημα δύο ετών δεν έχει παραδώσει αγαθά ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες που καλύπτονται από το συγκεκριμένο καθεστώς σε κανένα κράτος μέλος κατανάλωσης θεωρείται ότι έχει παύσει τις φορολογητέες του δραστηριότητες κατά την έννοια του άρθρου 363 στοιχείο β), του άρθρου 369ε στοιχείο β), του άρθρου 369ιη παράγραφος 1 στοιχείο β) ή του άρθρου 369ιη παράγραφος 3 στοιχείο β της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, αντίστοιχα. Η εν λόγω παύση δεν τον εμποδίζει να κάνει χρήση ενός ειδικού καθεστώτος εάν επαναλάβει τις δραστηριότητές του που καλύπτονται από οποιοδήποτε καθεστώς. Άρθρο 58β 1. Στην περίπτωση όπου ο υποκείμενος στον φόρο εξαιρεθεί από ένα ειδικό καθεστώς λόγω συστηματικής μη συμμόρφωσής του με τους κανόνες του εν λόγω καθεστώτος, ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο παραμένει αποκλεισμένος από τη χρήση οποιουδήποτε ειδικού καθεστώτος σε όλα τα κράτη μέλη για δύο έτη μετά το τέλος της φορολογικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας εξαιρέθηκε ο υποκείμενος στον φόρο. Ωστόσο, το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όσον αφορά το καθεστώς εισαγωγής όταν η εξαίρεση οφείλεται σε συστηματική μη συμμόρφωση στους κανόνες από τον μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του υποκείμενου στον φόρο. Όταν ο μεσάζων διαγράφεται από το φορολογικό μητρώο λόγω συστηματικής μη συμμόρφωσής του με τους κανόνες του καθεστώτος εισαγωγής, του απαγορεύεται να ενεργεί ως μεσάζων για δύο έτη μετά τον μήνα κατά τον οποίο διαγράφηκε από το εν λόγω μητρώο. 2. Ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων θεωρείται ότι συστηματικά δεν συμμορφώνονται με τους κανόνες που αφορούν ένα ειδικό καθεστώς, κατά την έννοια του άρθρου 363 στοιχείο δ), του άρθρου 369ε στοιχείο δ), του άρθρου 369ιη παράγραφος 1 στοιχείο δ), του άρθρου 369ιη παράγραφος 2 στοιχείο γ ή του άρθρου 369ιη παράγραφος 3 στοιχείο δ) της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Άρθρο 58γ Ένας υποκείμενος στον φόρο που έχει εξαιρεθεί από το μη ενωσιακό καθεστώς ή το ενωσιακό καθεστώς εκπληρώνει όλες τις υποχρεώσεις ΦΠΑ σε σχέση με παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που έχουν ανακύψει μετά την ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ η εξαίρεση απευθείας ενώπιον των φορολογικών αρχών του οικείου κράτους μέλους κατανάλωσης.
Άρθρο 59 1. Κάθε φορολογική περίοδος κατά την έννοια του άρθρου 364, 369στ ή 369ιθ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ είναι ανεξάρτητη φορολογική περίοδος. 2. Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 57δ παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, εφαρμόζεται το μη ενωσιακό καθεστώς ή το ενωσιακό καθεστώς από την ημερομηνία της πρώτης παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, ο υποκείμενος στον φόρο υποβάλλει χωριστή δήλωση ΦΠΑ για το ημερολογιακό τρίμηνο κατά το οποίο έγινε η πρώτη παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών. 3. Όταν υποκείμενος στον φόρο έχει εγγραφεί στο μη ενωσιακό καθεστώς και στο ενωσιακό καθεστώς κατά τη διάρκεια μιας φορολογικής περιόδου, υποβάλλει δηλώσεις ΦΠΑ και καταβάλλει τις αντίστοιχες πληρωμές στο κράτος μέλος εγγραφής για κάθε καθεστώς σε σχέση με τα αγαθά που παραδόθηκαν ή τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν κατά τη διάρκεια των αντίστοιχων περιόδων που καλύπτονται από τα εν λόγω καθεστώτα. 4. Εάν το κράτος μέλος εγγραφής αλλάξει σύμφωνα με το άρθρο 57στ μετά την πρώτη ημέρα της εν λόγω φορολογικής περιόδου, ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του υποβάλλει δηλώσεις ΦΠΑ και προβαίνει σε αντίστοιχες πληρωμές τόσο στο προηγούμενο όσο και στο νέο κράτος μέλος εγγραφής που καλύπτουν τις παραδόσεις αγαθών ή τις παροχές υπηρεσιών που έγιναν τις αντίστοιχες περιόδους κατά τις οποίες τα κράτη μέλη υπήρξαν το κράτος μέλος εγγραφής. Άρθρο 59α Σε περίπτωση που υποκείμενος στον φόρο ο οποίος χρησιμοποιεί ένα ειδικό καθεστώς δεν έχει παραδώσει αγαθά ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες σε οποιοδήποτε κράτος μέλος κατανάλωσης στο πλαίσιο του εν λόγω ειδικού καθεστώτος κατά τη διάρκεια μιας φορολογικής περιόδου και δεν χρειάζεται να εισαγάγει διορθώσεις όσον αφορά προηγούμενες φορολογικές περιόδους, ο ίδιος ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του υποβάλλει δήλωση ΦΠΑ βεβαιώνοντας ότι δεν πραγματοποιήθηκε καμία παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στη διάρκεια αυτής της περιόδου (μηδενική δήλωση ΦΠΑ). Άρθρο 60 Τα ποσά των δηλώσεων ΦΠΑ που υποβάλλονται στο πλαίσιο των ειδικών καθεστώτων δεν στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη προς τα πάνω ή προς τα κάτω ακέραια νομισματική μονάδα. Δηλώνεται και καταβάλλεται το ακριβές ποσό του ΦΠΑ. Άρθρο 60α Το κράτος μέλος εγγραφής υπενθυμίζει, με ηλεκτρονικά μέσα, στους υποκείμενους στον φόρο ή τους μεσάζοντες που ενεργούν για λογαριασμό τους, οι οποίοι δεν έχουν υποβάλει δήλωση ΦΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 364, 369στ ή 369ιθ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, την υποχρέωσή τους να υποβάλουν τέτοια δήλωση. Το κράτος μέλος εγγραφής εκδίδει την υπενθύμιση τη δέκατη ημέρα μετά την ημέρα κατά την οποία θα έπρεπε να έχει υποβληθεί η δήλωση και ενημερώνει με ηλεκτρονικά μέσα τα άλλα κράτη μέλη ότι εκδόθηκε υπενθύμιση. Για τυχόν επακόλουθες υπενθυμίσεις και ενέργειες για τον υπολογισμό και την είσπραξη του ΦΠΑ αρμόδιο είναι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κατανάλωσης. Παρά τις υπενθυμίσεις που εκδόθηκαν και τις ενέργειες που έγιναν από το κράτος μέλος κατανάλωσης, ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του υποβάλλει τη δήλωση ΦΠΑ στο κράτος μέλος εγγραφής. Άρθρο 61 1. Αλλαγές στα αριθμητικά στοιχεία που περιέχονται σε δήλωση ΦΠΑ, η οποία αφορά περιόδους μέχρι και την τελευταία φορολογική περίοδο του 2020, γίνονται, μετά την υποβολή της εν λόγω δήλωσης ΦΠΑ, μόνο μέσω τροποποιήσεων της εν λόγω δήλωσης και όχι μέσω αναπροσαρμογών σε επόμενη δήλωση. Αλλαγές στα αριθμητικά στοιχεία που περιέχονται σε δήλωση ΦΠΑ, η οποία αφορά περιόδους από την πρώτη φορολογική περίοδο του 2021, γίνονται, μετά την υποβολή της εν λόγω δήλωσης ΦΠΑ, μόνο μέσω αναπροσαρμογών σε επόμενη δήλωση. 2. Οι τροποποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υποβάλλονται με ηλεκτρονικά μέσα στο κράτος μέλος εγγραφής εντός τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία προβλέπεται η υποβολή της αρχικής δήλωσης. Ωστόσο, οι κανόνες του κράτους μέλους κατανάλωσης σχετικά με τους υπολογισμούς και τις τροποποιήσεις παραμένουν αναλλοίωτοι. Άρθρο 61α 1. Ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του υποβάλλει την τελική του δήλωση ΦΠΑ και τυχόν καθυστερημένες υποβολές προηγούμενων δηλώσεων και τις αντίστοιχες πληρωμές στο κράτος μέλος που υπήρξε το κράτος μέλος εγγραφής κατά τον χρόνο παύσης, εξαίρεσης ή αλλαγής, εφόσον:
Οποιεσδήποτε διορθώσεις στην τελική δήλωση και σε προηγούμενες δηλώσεις που προκύπτουν μετά την υποβολή της τελικής δήλωσης γίνονται απευθείας ενώπιον των φορολογικών αρχών του οικείου κράτους μέλους κατανάλωσης. 2. Για λογαριασμό όλων των υποκειμένων στον φόρο εκ μέρος των οποίων ενεργεί, ο μεσάζων υποβάλλει τις τελικές δηλώσεις ΦΠΑ και τυχόν καθυστερημένες υποβολές προηγούμενων δηλώσεων και τις αντίστοιχες πληρωμές στο κράτος μέλος που υπήρξε το κράτος μέλος εγγραφής κατά τον χρόνο διαγραφής ή αλλαγής εφόσον:
Άρθρο 61β Για την εφαρμογή του άρθρου 369ιδ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, ως χρόνος αποδοχής της πληρωμής νοείται ο χρόνος κατά τον οποίο η επιβεβαίωση πληρωμής, το μήνυμα για έγκριση πληρωμής ή η ανάληψη υποχρέωσης πληρωμής από τον λήπτη λαμβάνεται από τον υποκείμενο στον φόρο που χρησιμοποιεί το καθεστώς εισαγωγής, ή για λογαριασμό αυτού, ανεξαρτήτως του χρόνου που πραγματοποιήθηκε η πραγματική καταβολή των χρημάτων, ανάλογα με το ποιο είναι προγενέστερο.
Άρθρο 61γ Όταν ένα κράτος μέλος εγγραφής το νόμισμα του οποίου δεν είναι το ευρώ ορίζει ότι η δήλωση ΦΠΑ πρέπει να συμπληρώνεται στο εθνικό νόμισμά του, ο ορισμός αυτός ισχύει για τις δηλώσεις ΦΠΑ όλων των υποκειμένων στον φόρο που χρησιμοποιούν τα ειδικά καθεστώτα.
Άρθρο 62 Με την επιφύλαξη του άρθρου 63α τρίτο εδάφιο και του άρθρου 63β, ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του καταβάλλει οιαδήποτε πληρωμή στο κράτος μέλος εγγραφής. Οι πληρωμές ΦΠΑ που γίνονται από τον υποκείμενο στον φόρο ή τον μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του σύμφωνα με το άρθρο 367, 369θ ή 369κβ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ αφορούν αποκλειστικά τη δήλωση ΦΠΑ η οποία υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 364, 369στ ή 369ιθ της εν λόγω οδηγίας. Κάθε μεταγενέστερη αναπροσαρμογή των καταβληθέντων ποσών από τον υποκείμενο στον φόρο ή τον μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του γίνεται μόνο με αναφορά στην εν λόγω δήλωση και τα ποσά δεν μεταφέρονται σε άλλη δήλωση, ούτε γίνεται διόρθωση των στοιχείων σε επόμενη δήλωση. Κάθε πληρωμή πρέπει να παραπέμπει στον αριθμό αναφοράς εκείνης της συγκεκριμένης δήλωσης. Άρθρο 63 Το κράτος μέλος εγγραφής το οποίο έχει εισπράξει ποσό μεγαλύτερο από το αναφερόμενο στη δήλωση ΦΠΑ που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 364, 369στ ή 369ιθ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, επιστρέφει το επιπλέον καταβληθέν ποσό απευθείας στον οικείο υποκείμενο στον φόρο ή στον μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του. Όταν το κράτος μέλος εγγραφής έχει εισπράξει ποσό που αντιστοιχεί σε δήλωση ΦΠΑ η οποία μεταγενέστερα διαπιστώνεται ότι είναι λανθασμένη, και το εν λόγω κράτος μέλος έχει ήδη κατανείμει το ποσό στα κράτη μέλη κατανάλωσης, κάθε κράτος μέλος κατανάλωσης επιστρέφει απευθείας στον υποκείμενο στον φόρο ή τον μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του το αντίστοιχο μέρος από το επιπλέον καταβληθέν ποσό. Ωστόσο, όταν οι επιπλέον καταβολές έχουν σχέση με περιόδους μέχρι και την τελευταία περίοδο υποβολής δηλώσεων του 2018, το κράτος μέλος εγγραφής επιστρέφει το σχετικό τμήμα του αντίστοιχου μέρους του ποσού που κρατήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 904/2010, και το κράτος μέλος κατανάλωσης επιστρέφει το επιπλέον ποσό μειωμένο κατά το ποσό που πρέπει να επιστραφεί από το κράτος μέλος εγγραφής. Τα κράτη μέλη κατανάλωσης ενημερώνουν με ηλεκτρονικά μέσα το κράτος μέλος εγγραφής σχετικά με το ποσό των επιστροφών. Άρθρο 63α Όταν ένας υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του υπέβαλε δήλωση ΦΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 364, 369στ ή 369ιθ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, αλλά δεν έχει πραγματοποιηθεί πληρωμή ή η πληρωμή είναι μικρότερη από εκείνη που προκύπτει από τη δήλωση, το κράτος μέλος εγγραφής, τη δέκατη ημέρα από την επομένη ημέρα από εκείνη που έπρεπε να γίνει η πληρωμή σύμφωνα με το άρθρο 367, το άρθρο 369θ ή το άρθρο 369κβ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, υπενθυμίζει με ηλεκτρονικά μέσα στον υποκείμενο στον φόρο ή στον μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του την όποια οφειλή ΦΠΑ. Το κράτος μέλος εγγραφής ενημερώνει με ηλεκτρονικά μέσα τα κράτη μέλη κατανάλωσης ότι η υπενθύμιση στάλθηκε. Για όποιες επακόλουθες υπενθυμίσεις και ενέργειες με σκοπό την είσπραξη του ΦΠΑ αρμόδιο είναι το οικείο κράτος μέλος κατανάλωσης. Όταν το κράτος μέλος κατανάλωσης έχει εκδώσει τέτοιες επακόλουθες υπενθυμίσεις, ο αντίστοιχος ΦΠΑ καταβάλλεται σε αυτό το κράτος μέλος. Το κράτος μέλος κατανάλωσης ενημερώνει με ηλεκτρονικά μέσα το κράτος μέλος εγγραφής ότι έχει εκδώσει υπενθύμιση. Άρθρο 63β Όταν δεν έχει υποβληθεί δήλωση ΦΠΑ ή όταν η υποβληθείσα δήλωση ΦΠΑ είναι εκπρόθεσμη, ελλιπής ή ανακριβής, ή όταν ο ΦΠΑ καταβάλλεται εκπρόθεσμα, οι όποιοι τόκοι, πρόστιμα ή άλλες χρεώσεις υπολογίζονται και εκτιμώνται από το κράτος μέλος κατανάλωσης. Ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του καταβάλλει τους προαναφερόμενους τόκους, πρόστιμα και άλλες χρεώσεις απευθείας στο κράτος μέλος κατανάλωσης.
Άρθρο 63γ 1. Προκειμένου να θεωρούνται επαρκώς λεπτομερείς κατά την έννοια των άρθρων 369 και 369ια της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, οι καταχωρίσεις στα λογιστικά βιβλία του υποκείμενου στον φόρο περιλαμβάνουν τις ακόλουθες πληροφορίες:
2. Προκειμένου να θεωρούνται επαρκώς λεπτομερείς κατά την έννοια του άρθρου 369κδ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, οι καταχωρίσεις στα λογιστικά βιβλία του υποκείμενου στον φόρο ή του μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του περιλαμβάνουν τις ακόλουθες πληροφορίες:
3. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία από τον υποκείμενο στον φόρο ή τον μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του κατά τρόπο ώστε να είναι άμεσα διαθέσιμες με ηλεκτρονικά μέσα και όσον αφορά κάθε παραδοθέν αγαθό ή παρεχόμενη υπηρεσία χωριστά. Όταν υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του έχει κληθεί να υποβάλει με ηλεκτρονικά μέσα τις καταχωρίσεις που αναφέρονται στα άρθρα 369, 369ια και 369κδ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ και δεν τις έχει υποβάλει εντός 20 ημερών από την ημερομηνία του αιτήματος, το κράτος μέλος εγγραφής υπενθυμίζει στον υποκείμενο στον φόρο ή τον μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του να υποβάλει τις καταχωρίσεις αυτές. Το κράτος μέλος εγγραφής ενημερώνει με ηλεκτρονικά μέσα τα κράτη μέλη κατανάλωσης ότι η υπενθύμιση στάλθηκε.», |
6) | στο κεφάλαιο XI, παρεμβάλλεται το ακόλουθο τμήμα: |
Άρθρο 2
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2021.
Ωστόσο, τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε υποκείμενους στον φόρο και μεσάζοντες που ενεργούν για λογαριασμό τους να υποβάλλουν τις απαιτούμενες πληροφορίες βάσει του άρθρου 360, 369γ ή 369ιε της οδηγίας 2006/112/ΕΚ για υπαγωγή στα ειδικά καθεστώτα από την 1η Οκτωβρίου 2020.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 21η Νοεμβρίου 2019.
Για το Συμβούλιο
Η Πρόεδρος
H. KOSONEN
(1) ΕΕ L 347 της 11.12.2006, σ. 1.
(2) Οδηγία (ΕΕ) 2017/2455 του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/ΕΚ και της οδηγίας 2009/132/ΕΚ όσον αφορά ορισμένες υποχρεώσεις που απορρέουν από τον φόρο προστιθέμενης αξίας για παροχές υπηρεσιών και πωλήσεις αγαθών εξ αποστάσεως (ΕΕ L 348 της 29.12.2017, σ. 7).
(3) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 282/2011 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2011, για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής της οδηγίας 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 77 της 23.3.2011, σ. 1).
(4) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).
Ε.2197/2019 Εφαρμογή διατάξεων του άρθρου 3 του Κώδικα ΦΠΑ στις προγραμματικές συμβάσεις των Φορέων Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων
Αθήνα, 05/12/2019
Ε. 2197/05-12-2019
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ – ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΛΑΒΕΙ Α.Δ.Α.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Image may be NSFW.
Clik here to view.
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α' ΦΠΑ
Ταχ. Δ/νση: Σίνα 2 - 4
Ταχ. Κώδικας: 10672 Αθήνα
Πληροφορίες:
Τηλέφωνο: 213 2122400
Fax: 210 3645413
E-Mail: dfpa.a1@1992.syzefxis.gov.gr
Url: www.aade.gr
Ε 2197/2019
Θέμα: Εφαρμογή διατάξεων του άρθρου 3 του Κώδικα ΦΠΑ στις προγραμματικές συμβάσεις των Φορέων Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων
Σε σχέση με το ανωτέρω θέμα, παρέχονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις:
1. Σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 2, 3, 4, 5 και 8 του Κώδικα ΦΠΑ (κυρ.ν.2859/2000), όπως ισχύει, η εξ επαχθούς αιτίας παράδοση αγαθών και παροχή υπηρεσιών από πρόσωπο που ασκεί με τρόπο ανεξάρτητο οικονομική δραστηριότητα αποτελεί αντικείμενο του ΦΠΑ, εκτός αν πρόκειται για παράδοση αγαθών και παροχή υπηρεσιών από το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και λοιπά ΝΠΔΔ στο πλαίσιο εκπλήρωσης της αποστολής τους ως φορείς άσκησης δημόσιας εξουσίας, η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ, υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι η μη επιβολή ΦΠΑ δεν προκαλεί στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού.
2. Σύμφωνα με νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση C- 174/14, η παροχή υπηρεσιών από ανώνυμη εταιρεία, που ιδρύθηκε αποκλειστικά με δημόσια κεφάλαια, προς την Περιφέρεια, η οποία ελέγχει κατά 100% το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας αυτής, επί θεμάτων σχεδιασμού και διαχειρίσεως της Περιφερειακής Υπηρεσίας Υγείας, σύμφωνα με τις προγραμματικές συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ της εταιρείας και της Περιφέρειας, υπόκειται στον κανόνα της μη υπαγωγής στον φόρο προστιθέμενης αξίας στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας εξουσίας (άρθρο 13, παρ. 1, της Οδηγίας ΦΠΑ 2006/112/ΕΚ), στην περίπτωση που μπορεί να θεωρηθεί ότι η εταιρεία αυτή πρέπει να χαρακτηριστεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου και ασκεί την εν λόγω δραστηριότητα ως δημόσια εξουσία, στο μέτρο που η απαλλαγή της ίδιας δραστηριότητας δεν μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.
Στο σκεπτικό της ανωτέρω απόφασης του ΔΕΕ αναφέρονται οι παράμετροι που πρέπει να ληφθούν υπόψη προς τον σκοπό αυτόν, συγκεκριμένα η διενέργεια πράξεων που εμπίπτουν στα προνόμια δημόσιας εξουσίας (σκέψεις 57 - 58), ο περιορισμός της πραγματικής αυτοτέλειας της εταιρείας λόγω του ότι το κεφάλαιό της, από το οποίο αποκλείονται οι συμμετοχές ιδιωτών, ελέγχεται κατά 100% από τον δημόσιο φορέα που την έχει συστήσει και που είναι σχεδόν ο μόνος πελάτης, οπότε και επηρεάζει καθοριστικά τις δραστηριότητες της εταιρείας (σκέψη 63), η ύπαρξη νομικού πλαισίου για την εταιρεία από το οποίο να προκύπτει ότι η θέση του ιδιωτικού δικαίου είναι δευτερεύουσα σε σχέση με τη θέση των κανόνων που θεσπίζουν το νομικό καθεστώς της εταιρείας ως δημόσιας επιχείρησης (σκέψη 65) και η εκτέλεση των υπηρεσιών αποκλειστικά από την εταιρεία σύμφωνα με την εκ του νόμου αποστολή της, χωρίς να ανατίθεται σε ιδιώτες επιχειρηματίες μέσω διαδικασίας διαγωνισμού (σκέψη 66). Βέβαια, ως παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα της υπαγωγής στον ΦΠΑ κάθε δραστηριότητας οικονομικής φύσεως, οι διατάξεις περί μη υπαγωγής στον ΦΠΑ λόγω άσκησης δημόσιας εξουσίας πρέπει να ερμηνεύονται στενά (σκέψη 49).
3. Οι Φορείς Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΦΟΔΣΑ) του ν.4555/2018 (ΦΕΚ Α' 133/19.07.2018), συνιστώνται είτε ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με τη μορφή συνδέσμου, είτε ως επιχειρήσεις ΟΤΑ με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετέχουν μόνο ΟΤΑ α' βαθμού (παρ. 4, άρθρου 236 του ν.4555/2018). Ανεξαρτήτως νομικής μορφής, οι ΦΟΔΣΑ, όπως ρητά ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 225 του ν.4555/2018, έχουν κοινωφελή και μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα και λειτουργούν χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Από τις διατάξεις του ίδιου νόμου καθορίζεται και η τιμολογιακή πολιτική των ΦΟΔΣΑ, στη βάση των οποίων οι ΦΟΔΣΑ προσδιορίζουν το κόστος διαχείρισης ανά τόνο έτσι ώστε να καλύπτουν το κόστος λειτουργίας τους πλέον της δημιουργίας των απαιτούμενων αποθεματικών για την αποκατάσταση των υποδομών τους (παρ. 2 -5, άρθρου 237 του ν.4555/2018) και παρέχεται η δυνατότητα να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις του άρθρου 100 του ν.3852/2010 με αντικείμενο αρμοδιότητες επί αστικών στερεών αποβλήτων αποκλειστικά με δήμους - μέλη τους ή με την περιφέρεια στην οποία ανήκουν (παρ. 3, άρθρου 246 του ν.4555/2018).
4. Λαμβανομένου υπόψη του ανωτέρω ειδικού νομικού πλαισίου των ΦΟΔΣΑ σε σχέση με τη νομολογία του ΔΕΕ στην υπόθεση C-174/14, γίνεται δεκτό ότι οι ΦΟΔΣΑ, για τις προγραμματικές συμβάσεις που βάσει του ν.4555/2018 συνάπτουν για αρμοδιότητες επί αστικών στερεών αποβλήτων με δήμους - μέλη τους ή την περιφέρεια στην οποία ανήκουν, δεν θεωρούνται υποκείμενοι στον ΦΠΑ κατά την έννοια και υπό τους όρους των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 3 του Κώδικα ΦΠΑ περί μη υπαγωγής στον ΦΠΑ των παραδόσεων αγαθών και των παροχών υπηρεσιών που ενεργούν οι φορείς που ασκούν δημόσια εξουσία στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Η ανωτέρω εξαίρεση των ΦΟΔΣΑ από τον ΦΠΑ ως φορέων άσκησης δημόσιας εξουσίας εξαρτάται από τη μη στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού σε βάρος των ιδιωτικών επιχειρήσεων που για την ίδια δραστηριότητα υπάγονται στον ΦΠΑ. Όπως έχει ήδη διευκρινισθεί με την εγκύκλιο ΠΟΛ.1021/2013, ο κίνδυνος αυτός υφίσταται μόνο στις περιπτώσεις που ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας πραγματικά ανταγωνίζονται μεταξύ τους όσον αφορά στην ποιότητα και στις τιμές των παροχών τους.
Εν προκειμένω, προγραμματικές συμβάσεις που συνάπτονται κατά τα ανωτέρω για υπηρεσίες σε σχέση με τα αστικά στερεά απόβλητα οι οποίες δεν παρέχονται και από ιδιωτικές επιχειρήσεις παρά μόνο από τους ΦΟΔΣΑ στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, σύμφωνα με το ν.4555/2018, δεν υπάγονται στον ΦΠΑ. Αντιθέτως, όσον αφορά σε προγραμματικές συμβάσεις που συνάπτονται κατά τα ανωτέρω με αντικείμενο υπηρεσίες σε σχέση με τα αστικά στερεά απόβλητα, οι οποίες παρέχονται και από ιδιωτικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή που εμπίπτει στη χωρική αρμοδιότητα των ΦΟΔΣΑ, η υπαγωγή ή μη αυτών σε ΦΠΑ θα πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση σε σχέση με το ενδεχόμενο της στρέβλωσης των όρων του ανταγωνισμού σε βάρος των εν λόγω ιδιωτικών επιχειρήσεων που παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες και υπό τους ίδιους όρους, βάσει των διευκρινίσεων που έχουν δοθεί με την εγκύκλιο ΠΟΛ.1021/2013. Στην περίπτωση που προκύπτει ότι οι υπηρεσίες των ΦΟΔΣΑ ανταγωνίζονται πραγματικά αυτές των ιδιωτικών επιχειρήσεων όσον αφορά στην ποιότητα και στις τιμές, τότε θα υπάγονται στον ΦΠΑ και οι υπηρεσίες των ΦΟΔΣΑ.
Επισημαίνεται ότι οι ΦΟΔΣΑ, για τις προγραμματικές συμβάσεις που συνάπτουν χωρίς ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 3 του Κώδικα ΦΠΑ, δεν έχουν δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ των σχετικών εισροών τους, συνεπώς ο ΦΠΑ των εισροών αυτών αποτελεί κόστος για τους φορείς αυτούς.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΑΔΕ
Γ. ΠΙΤΣΙΛΉΣ
520/2019 Προτεινόμενα μέτρα στήριξης πολύτεκνων οικογενειών
Αθήνα, 26 Νοεμβρίου 2019
Αριθ. Πρωτ.: 520
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
Ταχ. Δ/νση: Σταδίου 29
Ταχ. Κώδικας: 101 10 - Αθήνα
TELEFAX: 210 5203872
Πληροφορίες: Ζ. Αδαμοπούλου
Τηλέφωνο: 2131516472
e-mail: ypertns@ypakp.gr
ΠΡΟΣ: Τη Βουλή των Ελλήνων
Δ/νση Κοιν/κού Ελέγχου
Τμήμα Ερωτήσεων
Αθήνα
ΚΟΙΝ: 1. Υπουργείο Οικονομικών
2. Υπουργείο Εσωτερικών
3. Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων
ΘΕΜΑ: Μέτρα στήριξης των πολύτεκνων οικογενειών.
ΣΧΕΤ: Η με αρ. πρωτ.1602/31-10-2019 ΕΡΩΤΗΣΗ.
Σε απάντηση του ανωτέρω σχετικού, που κατατέθηκε στη Βουλή από τη Βουλευτή κα Μ. Αθανασίου και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου μας, σας πληροφορούμε τα εξής:
Για την ενίσχυση της οικογένειας θεσπίστηκαν μέτρα που συμβάλουν στη δημιουργία ενός πλέγματος υποστήριξης της παιδικής προστασίας. Η υποστήριξη παρέχεται μέσω οικονομικής ενίσχυσης και πρόσβασης σε υπηρεσίες βρεφικής και προσχολικής φροντίδας, δημιουργικής απασχόλησης των παιδιών μετά το σχολείο, καλοκαιρινής απασχόλησής τους, μέσω του κατασκηνωτικού προγράμματος, καθώς και μέσω μέτρων στήριξης στα πρώτα βήματα της ενηλικίωσής τους. Ειδικότερα, έχουν θεσπιστεί τα ακόλουθα μέτρα:
1) Με τις διατάξεις του άρθρου 214 του ν.4512/2018 (ΦΕΚ5/Α'/2018) «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις» θεσπίστηκε επίδομα παιδιού. Η διαδικασία της χορήγησης επιδόματος παιδιού καθορίστηκε με την αρ.Γ.Π.οικ.Δ22/11/2705/58/2018 (ΦΕΚ57/Β/2018) απόφαση. Το ποσό του επιδόματος, ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων και την κατηγορία ισοδύναμου οικογενειακού εισοδήματος, ξεκινά από εβδομήντα (70) ευρώ ανά μήνα για το πρώτο εξαρτώμενο τέκνο, εβδομήντα (70) ευρώ ανά μήνα για το δεύτερο εξαρτώμενο τέκνο και επιπλέον εκατόν σαράντα (140) ευρώ ανά μήνα για το τρίτο και κάθε εξαρτώμενο τέκνο πέραν του τρίτου.
2) Στο πλαίσιο της δράσης «Εναρμόνιση Οικογενειακής και Επαγγελματικής Ζωής» η οποία συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο στο πλαίσιο του Ε.Π. «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» και από εθνικούς πόρους, παρέχεται πρόσβαση σε δομές παιδικής προστασίας (όπως Παιδικοί-Σταθμοί, Βρεφονηπιακοί-Σταθμοί Ολοκληρωμένης Φροντίδας (Β.Σ.Ο.Φ.), Κέντρα Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών (ΚΔΑΠ) - (ΚΔΑΠ-ΜΕΑ), για τα παιδιά ευάλωτων οικογενειών προς ενίσχυση του θεσμού της οικογένειας.
3) Με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν.4520/2018 (ΦΕΚ 30/Α') «Μετεξέλιξη του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων σε Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ) και λοιπές διατάξεις», θεσπίστηκε η υλοποίηση προγράμματος χρηματοδότησης Δήμων για την ίδρυση νέων τμημάτων βρεφικής, παιδικής και βρεφονηπιακής φροντίδας και για την ενίσχυση πολιτικών κοινωνικής αλληλεγγύης σε Δήμους, των οποίων οι υπηρεσίες ή τα νομικά τους πρόσωπα λειτουργούν βρεφικούς, παιδικούς ή βρεφονηπιακούς σταθμούς και οι όροι και προϋποθέσεις του προγράμματος καθορίστηκαν με την με αριθμ. Δ11/οικ.21568/620/2018 ΚΥΑ (1409/Β').
4) Στο πλαίσιο του Κρατικού Κατασκηνωτικού προγράμματος για τη φιλοξενία παιδιών, οικογενειών, ηλικιωμένων και Ατόμων με Αναπηρίες, με χαμηλό οικογενειακό εισόδημα λειτουργούν σήμερα Παιδικές Εξοχές του Κρατικού Προγράμματος, βάσει των διατάξεων του Ν.749/1948 (ΦΕΚ 200/Α71948), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα.
5) Αναμένεται, επίσης, η θεσμοθέτηση, από 1/1/2020, επιδόματος 2000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται στην Ελλάδα. Το ανωτέρω θέμα βρίσκεται σε φάση επεξεργασίας από τις αρμόδιες Υπηρεσίες ενόψει νομοθέτησής του.
6) Αναφορικά με τα ισχύοντα για την ισόβια σύνταξη σημειώνουμε τα ακόλουθα: Με τις διατάξεις του ν. 4093/2012,( ΦΕΚ 222/Α') έπαυσε να ισχύει κάθε προηγούμενη διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του νόμου αυτού, όπως η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 63 του ν. 1892/1990, όπως ίσχυε μέχρι 31-12-2012, περί χορήγησης της ισόβιας σύνταξης της πολύτεκνης μητέρας. Το μέτρο της ισόβιας σύνταξης του άρθρου 63 του ν. 1892/1990, εχορηγείτο στην πολύτεκνη μητέρα μετά την ενηλικίωση των τέκνων της, δεν στόχευε ειδικά στην ενίσχυση και προστασία για την ανατροφή των παιδιών, αφού εχορηγείτο μετά την ενηλικίωσή τους, αλλά είχε τη μορφή συνταξιοδοτικής παροχής γι' αυτό και ετιτλοφορείτο «ισόβια σύνταξη». Όμως η μητέρα προστατεύεται συνταξιοδοτικά είτε εξ ιδίου δικαιώματος, είτε ως σύζυγος, είτε ως ανασφάλιστη (άρθρο 93 του ν.4387/2016 Φ.Ε.Κ. 85 Α -επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης υπερηλίκων) από τον Ο.Π.Ε.Κ.Α.
Για τον λόγο αυτό, ο νομοθέτης έκρινε, με δεδομένο ότι η γυναίκα - μητέρα καλύπτεται συνταξιοδοτικά και με δεδομένο το καθεστώς των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας, ότι έπρεπε να προβεί σε εξορθολογισμό των επιδομάτων με συγκεκριμένα αντικειμενικά κριτήρια, όπως αριθμός παιδιών, χρόνος ενηλικίωσης, χρόνος περάτωσης σπουδών κτλ για οικογένειες που έχουν πραγματική ανάγκη στήριξης. Έτσι, η προστασία της οικογένειας και των παιδιών κατά το άρθρο 21 του Συντάγματος πληρούται με τις διατάξεις για το ισχύον επίδομα παιδιού του άρθρου 214 του ν.4512/2018(ΦΕΚ5/Α'/2018) «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις». Επίσης, το Συμβούλιο της Επικρατείας σε προδικαστικό ερώτημα, που τέθηκε από το Πρωτοδικείο Λάρισας, απεφάνθη με την αρ. 719/2018 απόφαση του Α' τμήματος, ότι η κατάργηση της ισόβιας σύνταξης της πολύτεκνης μητέρας με τις διατάξεις του ν.4093/2012 δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 21 παραγρ. 2 του Συντάγματος, διότι αυτή δεν αποτελεί μέσο βιοπορισμού αλλά έχει τιμητικό χαρακτήρα.
Η περαιτέρω ενίσχυση της συνοχής των οικογενειών και η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος είναι στις προτεραιότητες πολιτικής του Υπουργείου μας.
Κατά τα λοιπά, αρμόδια να απαντήσουν είναι τα Υπουργεία Οικονομικών, Εσωτερικών και Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΔΟΜΝΑ ΜΑΡΙΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
ΣτΕ 1177/2019 Έκπτωση δαπανών - Γενικά έξοδα διαχείρισης - Παροχές σε χρήμα και είδος επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές
Περίληψη
α) Ως γενικά έξοδα διαχείρισης, τα οποία εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα
των επιχειρήσεων, νοούνται οι παραγωγικές γενικά δαπάνες της
επιχείρησης, δηλαδή οι δαπάνες οι οποίες, ενόψει του σκοπού για τον
οποίο διατίθενται και των εκάστοτε ειδικών συνθηκών, συμβάλλουν, κατά
βάση, στη διεύρυνση των εργασιών της επιχείρησης και στην αύξηση του
εισοδήματός της, τέτοιες δε δαπάνες μπορεί να καταβάλλονται και
οικειοθελώς, για την επαύξηση του ζήλου και της απόδοσης του προσωπικού
της επιχείρησης. Εξάλλου, όταν η φορολογική αρχή,
αμφισβητώντας τα δεδομένα των ακριβώς και επαρκώς τηρουμένων βιβλίων και
στοιχείων του φορολογουμένου, τα οποία υποχρεούται, κατ΄ αρχήν, ν'
αναγνωρίζει, αρνείται την έκπτωση δαπάνης λόγω έλλειψης ορισμένης
προϋπόθεσης, η εντεύθεν διαφορά περιορίζεται στη διάγνωση της ύπαρξης ή
μη της προϋπόθεσης αυτής· σε περίπτωση δε που κριθεί, στο πλαίσιο της
σχετικής δίκης, ότι συντρέχει η εν λόγω προϋπόθεση, το δικαστήριο
οφείλει να αναγνωρίσει την έκπτωση της δαπάνης, χωρίς να κρίνει επί των
λοιπών τυχόν προϋποθέσεων που απαιτούνται μεν από το νόμο για την
έκπτωση αλλά που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβήτησης κατά την οικεία
φορολογική εγγραφή.
β) Ως αποδοχές επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές, θεωρούνται οι πάσης φύσεως χρηματικές ή σε είδος παροχές του εργοδότη προς τον μισθωτό, έστω και αν οι παροχές αυτές δεν δίνονται άμεσα ως αντάλλαγμα της προσφερόμενης από τον μισθωτό εργασίας αλλά χορηγούνται σε αυτόν οικειοθελώς από τον εργοδότη και από ελευθεριότητα, με αφορμή πάντως τη σχέση εργασίας, και αφετέρου, προκειμένου για αποδοχές κατά την ανωτέρω έννοια, δεν επιτρέπεται έκπτωση των οικείων ποσών από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, εάν δεν έχουν καταβληθεί οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές. Επομένως, η περί του αντιθέτου κρίση της αναιρεσιβαλλομένης είναι μη νόμιμη. Ως εκ τούτου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει, κατά το μέρος αυτό, να αναιρεθεί.
Το διοικητικό εφετείο δεν απάντησε στον προβληθέντα με το δικόγραφο της εφέσεως (και με την έκθεση του άρθρου 82 ΚΦΔ) ουσιώδη ισχυρισμό του Δημοσίου ότι οι δαπάνες από τους λογαριασμούς «Έξοδα ταξιδίων», «Έξοδα υποδοχής και φιλοξενίας» και «διάφορα έξοδα», στους οποίους λογαριασμούς έχουν καταχωρηθεί διάφορα έξοδα (εισιτήρια, ταξί, καύσιμα αυτοκινήτων μη κυριότητας της αναιρεσίβλητης, πάρκινγκ, διόδια κ.ά.), απορρίφθηκαν από τη φορολογική αρχή διότι από τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν αποδεικνύεται η σχέση των προσώπων που έλαβαν τα δώρα ή συμμετείχαν στα γεύματα ή μετακινήθηκαν με την επιχείρηση και συνεπώς δεν θεωρείται, διότι δεν δύναται τούτο να διαπιστωθεί, ότι οι δαπάνες αυτές συμβάλλουν άμεσα στην παραγωγικότητα της επιχειρήσεως και στην προώθηση των εργασιών της και συνεπώς η σχετική κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι πλημμελώς αιτιολογημένη. Ο λόγος αυτός προβάλλεται βασίμως και πρέπει να γίνει δεκτός, διότι ο ως άνω ουσιώδης ισχυρισμός πράγματι δεν απαντήθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία πρέπει κατά το μέρος αυτό να αναιρεθεί
Παρόμοια με την ΣτΕ 1180/2019
Αριθμός 1177/2019
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Ιανουαρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Ν. Μαρκουλάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και της αναπληρώτριας Προέδρου, που είχαν κώλυμα, Γ. Τσιμέκας, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Ευστ. Σκούρα, Μ.-Α. Τσακάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.
Για να δικάσει την από 5 Μαΐου 2004 αίτηση:
του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ....................., ο οποίος παρέστη με την Γεωργία Μπουρδάκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ".................................................", που εδρεύει στην ........................., η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ...... (Α.Μ. .....), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 3574/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ευστ. Σκούρα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την εκπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η εν μέρει αναίρεση της 3574/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία συνεκδικάσθηκαν αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της 5814/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και η μεν έφεση του Δημοσίου απορρίφθηκε, η δε έφεση της αναιρεσίβλητης έγινε εν μέρει δεκτή. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά μερική αποδοχή της εφέσεως της αναιρεσίβλητης, μεταρρυθμίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, προσδιορίσθηκαν τα φορολογητέα κέρδη της εταιρίας για το οικονομικό έτος 1992 σε 7.978.810 δρχ. και επιβλήθηκαν πρόσθετος φόρος λόγω ανακριβείας ίσος με 100% της διαφοράς μεταξύ της δηλώσεως και του τελεσιδίκως προσδιορισθέντος φόρου, στον οποίο συμψηφίσθηκε και η επιβλητέα χρηματική ποινή, καθώς και πρόστιμο ίσο με 30% της αυτής διαφοράς. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή η προσφυγή και είχαν μεταρρυθμισθεί το 1308/1.9.1997 προσωρινό φύλλο ελέγχου φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 1992 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών, καθώς και η 3862/1.9.1997 πράξη επιβολής προστίμου του άρ. 67 παρ. 2 του ν.δ. 3323/1955 του ιδίου Προϊσταμένου.
3. Επειδή, κατά το άρθρο 35 παρ. 1 περ. α' του ν.δ/τος 3323/1955 (Α΄ 214), ως γενικά έξοδα διαχείρισης, τα οποία εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, νοούνται οι παραγωγικές γενικά δαπάνες της επιχείρησης, δηλαδή οι δαπάνες οι οποίες, ενόψει του σκοπού για τον οποίο διατίθενται και των εκάστοτε ειδικών συνθηκών, συμβάλλουν, κατά βάση, στη διεύρυνση των εργασιών της επιχείρησης και στην αύξηση του εισοδήματός της (ΣτΕ 1151/2012, ΣτΕ 2033/2012, ΣτΕ 1602/2011, ΣτΕ 3690/1997 επτ. κ.ά.), τέτοιες δε δαπάνες μπορεί να καταβάλλονται και οικειοθελώς, για την επαύξηση του ζήλου και της απόδοσης του προσωπικού της επιχείρησης (ΣτΕ 1151/2012, ΣτΕ 2033/2012, πρβλ. ΣτΕ 2552/2004, ΣτΕ 2421/2002, ΣτΕ 4119/1997 επτ., κ.ά.). Εξάλλου, όταν η φορολογική αρχή, αμφισβητώντας τα δεδομένα των ακριβώς και επαρκώς τηρουμένων βιβλίων και στοιχείων του φορολογουμένου, τα οποία υποχρεούται, κατ΄ αρχήν, ν' αναγνωρίζει, αρνείται την έκπτωση δαπάνης λόγω έλλειψης ορισμένης προϋπόθεσης, η εντεύθεν διαφορά περιορίζεται στη διάγνωση της ύπαρξης ή μη της προϋπόθεσης αυτής· σε περίπτωση δε που κριθεί, στο πλαίσιο της σχετικής δίκης, ότι συντρέχει η εν λόγω προϋπόθεση, το δικαστήριο οφείλει να αναγνωρίσει την έκπτωση της δαπάνης, χωρίς να κρίνει επί των λοιπών τυχόν προϋποθέσεων που απαιτούνται μεν από το νόμο για την έκπτωση αλλά που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβήτησης κατά την οικεία φορολογική εγγραφή (ΣΕ 754/2012, ΣτΕ 1151/2012, ΣτΕ 2033/2012, ΣτΕ 1154/2004 επτ., πρβλ. ΣτΕ 1877/2009 επτ., ΣτΕ 402/2011).
4. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία, που εδρεύει στην .............., κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο 1.1-31.12.1991 ασχολήθηκε με την εμπορία υγραερίου και την εισαγωγή και εμπορία συσκευών εφαρμογής υγραερίου, τήρησε δε βιβλία και στοιχεία Δ’ κατηγορίας του ΚΦΣ, τα οποία την πρώτη ημέρα του ελέγχου βρέθηκαν εμπροθέσμως ενημερωμένα. Κατά τον διενεργηθέντα προσωρινό έλεγχο (στους λογαριασμούς 60.10, 60.32, 60.40, 61, 62, 63, 64 και 65, που προβλέπονται από το Γ.Λ.Σ.), δεν διαπιστώθηκαν παραβάσεις των διατάξεων του ΚΦΣ. Για τον λόγο αυτό, η φορολογική αρχή έκρινε τα βιβλία και στοιχεία της ειλικρινή και επαρκή, προχώρησε όμως σε αναμόρφωση των δεδομένων των βιβλίων αυτών με την προσθήκη λογιστικών διαφορών συνολικού ποσού 298.934.711 δρχ. στα καθαρά κέρδη της χρήσεως. Με την προσθήκη δε των λογιστικών αυτών διαφορών στα καθαρά κέρδη του ισολογισμού (53.596.267 δρχ.) και στις λογιστικές διαφορές (18.501.200 δρχ.), που δηλώθηκαν (συνολικού ποσού 72.097.467 δρχ.), τα φορολογητέα κέρδη της χρήσεως προσδιορίσθηκαν τελικώς στο ποσό των 239.640.021 δρχ., μετά την αφαίρεση των ζημιών προηγούμενης χρήσης (87.403.296 δρχ.) και των καταβληθεισών αποζημιώσεων (43.988.861 δρχ.), συνολικού ποσού 131.392.157 δρχ. Με τα δεδομένα αυτά εκδόθηκε το 1308/1997 προσωρινό φύλλο ελέγχου φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 1992 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών, με το οποίο επιβλήθηκε σε βάρος της η διαφορά του αναλογούντος κυρίου φόρου των 95.856.008 δρχ. καθώς και ισόποσος πρόσθετος φόρος λόγω ανακρίβειας της δήλωσης, ενώ με την 3862/1997 πράξη καταλογίσθηκε σε βάρος της πρόστιμο 28.756.802 δρχ. (άρ. 67 παρ. 2 του ν.δ. 3323/1955).
5. Επειδή, στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περιπτώσεως β της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του ν.δ. 3323/1955, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την αντικατάστασή τους με την παράγραφο 7 του άρθρου 2 του ν. 1882/1990 (Α΄ 43), προβλεπόταν η έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης δαπανών συντήρησης, λειτουργίας κ.λπ. αυτοκινήτων, ως εξής: «Ειδικά, οι δαπάνες συντήρησης, λειτουργίας, επισκευής, κυκλοφορίας και αποσβέσεων των επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης με κυλινδρισμό κινητήρα μέχρι 1.600 κυβικά εκατοστά, που έχουν στην κυριότητά τους οι επιχειρήσεις ή που έχουν μισθωμένα από τρίτους, εκπίπτουν μέχρι ογδόντα τοις εκατό (80%) του συνολικού ύψους αυτών, εφ’ όσον χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της επιχείρησης. Αν τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης έχουν κυλινδρισμό κινητήρα πάνω από 1.600 κυβικά εκατοστά ιδιόκτητα ή μισθωμένα, εκπίπτει με τις ίδιες προϋποθέσεις ποσοστό μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%) του ύψους των πιο πάνω δαπανών».
6. Επειδή, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση «η φορολογική αρχή δεν αναγνώρισε προς έκπτωση ποσό 5.122.000 δρχ. από το σύνολο της οικείας δαπάνης που προσδιορίστηκε σε 7.639.392 δρχ. με την αιτιολογία ότι δεν τηρήθηκε από αυτήν αναλυτικός λογαριασμός για τις δαπάνες κατά αυτοκίνητο ή κατά κατηγορία κυβισμού αυτοκινήτων». Με την προσφυγή της η αναιρεσίβλητη είχε προβάλει ότι τηρεί αναλυτικούς λογαριασμούς κατά αυτοκίνητο, ότι εσφαλμένα αναφέρεται από τη φορολογική αρχή ότι έχει τέσσερα αυτοκίνητα, ενώ έχει έξι, ότι το ποσό 19.088.481 δρχ. δεν είναι ορθό, ενώ ορθό είναι το ποσό των 6.109.643 δρχ. και ότι αορίστως η φορολογική αρχή απέρριψε ποσοστό 40% των δαπανών χωρίς να λάβει υπόψη της τον κυβισμό των αυτοκινήτων. Η φορολογική αρχή ισχυρίσθηκε ότι το ως άνω ποσό των 19.088.481 δρχ. προέκυπτε από τη συνημμένη στην έκθεση ελέγχου κατάσταση 5 και ελήφθη από τις αναλυτικές καταστάσεις υπολοίπων λογαριασμών που παρέδωσε στον έλεγχο η ίδια η αναιρεσίβλητη και ότι το μη αναγνωριζόμενο ποσοστό του 40% δεν αποτελεί το μέγιστο που είχε τη δυνατότητα να καταλογίσει. Το διοικητικό πρωτοδικείο δέχθηκε ότι, ενόψει του ότι: «α) όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα και προκύπτει από τους τρεις λογαριασμούς για ισάριθμα αυτοκίνητά της που προσκομίζει στο δικαστήριο, η τήρηση των λογαριασμών αυτών είναι αναλυτική κατά αυτοκίνητο και κατά κατηγορία κυβισμού και β) ο έλεγχος δέχεται την ύπαρξη τεσσάρων ΕΙΧ αυτοκινήτων, ενώ η προσφεύγουσα διαθέτει έξι τέτοια αυτοκίνητα», η προσθήκη της λογιστικής διαφοράς δεν είναι νόμιμη και πρέπει να διαγραφεί. Με την έφεσή του το Δημόσιο επανέλαβε τους ανωτέρω ισχυρισμούς του, προσθέτοντας ότι στην κατάσταση 2 περιλαμβάνονται τα αυτοκίνητα που είχε η αναιρεσίβλητη κατά τον κρίσιμο χρόνο. Το διοικητικό εφετείο, επικυρώνοντας την κρίση του διοικητικού πρωτοδικείου, έκρινε ότι «με δεδομένο ότι η εφεσίβλητη εταιρία προσκόμισε πρωτοδίκως τρεις αναλυτικούς λογαριασμούς για ισάριθμα αυτοκίνητά της (κατά αυτοκίνητο και κατά κατηγορία κυβισμού), ότι ο έλεγχος αποδέχεται την ύπαρξη τεσσάρων ΙΧΕ αυτοκινήτων, ενώ είναι διαπιστωμένο ότι η εταιρία διαθέτει έξι τέτοια αυτοκίνητα», ορθώς κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο «ότι δεν είναι νόμιμη η προσθήκη της συγκεκριμένης λογιστικής διαφοράς αφού το εν λόγω ποσό είναι, σύμφωνα με τις [ανωτέρω] διατάξεις εκπεστέο από τα έσοδα της επιχείρησης» και απέρριψε τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την έφεση του Δημοσίου. Με τα δεδομένα αυτά, όμως, το διοικητικό εφετείο δεν προέβη σε δική του ουσιαστική κρίση για το αμφισβητούμενο ζήτημα της τήρησης αναλυτικών λογαριασμών για το σύνολο των αυτοκινήτων που κατείχε η αναιρεσίβλητη κατά τον κρίσιμο χρόνο, αλλά αρκέστηκε στο ότι η τελευταία προσκόμισε τέτοιους λογαριασμούς για τρία από τα αυτοκίνητά της για να επικυρώσει τη διαγραφή της λογιστικής διαφοράς. Για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση κατά το μέρος αυτό και να αναιρεθεί, κατά το οικείο μέρος, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.
7. Επειδή, κατά τα ήδη εκτεθέντα, κατά το άρθρο 35 παρ. 1 περ. α του ν.δ. 3323/1955, το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων βρίσκεται λογιστικώς με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, εκτός των άλλων, και των γενικών εξόδων διαχείρισης. Στα γενικά έξοδα διαχείρισης περιλαμβάνονται και τα έξοδα μισθοδοσίας και αμοιβής του προσωπικού, εφόσον έχουν καταβληθεί ή βεβαιωθεί οι ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του ΙΚΑ ή άλλου ασφαλιστικού οργανισμού εκτός αν από την κείμενη νομοθεσία προβλέπεται ολική ή μερική απαλλαγή από την υποχρέωση αυτή. Εξάλλου, στο άρθρο 25 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του ν. 4476/1965 (Α΄ 103) και ίσχυε κατά την ένδικη διαχειριστική περίοδο, ορίζεται ότι οι εισφορές προς το ΙΚΑ για κάθε ημέρα εργασίας υπολογίζονται επί του ημερήσιου τεκμαρτού μισθού του ασφαλισμένου και ότι «ως ημερήσιος μισθός διά την κατάταξιν των ησφαλισμένων εις ασφαλιστικάς κλάσεις νοούνται αι πάσης φύσεως αποδοχαί τούτων εις χρήμα και εις είδος, των τελευταίων τούτων αποτιμωμένων εις χρήμα δι’ αποφάσεως του Δ.Σ. του ΙΚΑ. Ως αποδοχαί νοούνται αι πάσης φύσεως παροχαί του εργοδότου προς τον ησφαλισμένον, πλην ωρισμένων εκτάκτων παροχών κοινωνικού χαρακτήρος, ορισθησομένων διά Κανονισμού». Περαιτέρω, στο άρθρο 26 παρ. 9 του α.ν. 1846/1951, όπως ισχύει μετά την προσθήκη εδαφίου με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν.δ. 4104/1960 (Α΄ 147), ορίζεται ότι "ο Οικονομικός Έφορος διά τον καθορισμόν των κερδών του υποκειμένου εις φόρον εισοδήματος φυσικού ή νομικού προσώπου δεν υποχρεούται να συνυπολογίση, ως πραγματοποιηθείσας δαπάνας εκ μισθών και ημερομισθίων, ποσά, εφ΄ ων δεν κατεβλήθησαν αι υπέρ του Ι.Κ.Α. ή ετέρου ασφαλιστικού οργανισμού ασφαλιστικαί εισφοραί, εκτός εάν υπό της κειμένης νομοθεσίας προβλέπεται μερική ή ολική απαλλαγή από της υποχρεώσεως καταβολής εισφορών". Περαιτέρω, στο άρθρο 17 παρ. 1 του Κανονισμού Ασφάλισης του ΙΚΑ (Α.Υ.Ε. 55575/1965, Β΄ 816, όπως τροποποιήθηκε με την Α.Υ.Ε. 38173/1967, Β΄ 399) ορίζεται ότι : «Ως μισθός, επί του οποίου υπολογίζεται η εισφορά, λογίζεται ο εις χρήμα συμπεφωνημένος τοιούτος, προσαυξανόμενος : α) Κατά τα τυχόν παρά του εργοδότου χορηγούμενα εις τον μισθωτόν ποσοστά ή άλλας προσθέτους χρηματικάς αμοιβάς, πλην των κάτωθι εκτάκτων παροχών κοινωνικού χαρακτήρος : 1) Διά δώρα λόγω : α) γάμου του ησφαλισμένου ή των τέκνων του, β) γεννήσεως τέκνων του ησφαλισμένου και 2) Διά βοήθημα εις οικογένειαν θανόντος ησφαλισμένου. β) Κατά τα τυχόν παρά τρίτων καταβαλλόμενα κατά συνήθειαν χρηματικά ποσά (φιλοδωρήματα ή άλλης φύσεως αμοιβάς), [...] γ) Κατά τας τυχόν εις είδος παροχάς (κατοικία, τροφή, θέρμανσις κ.λπ.), αποτιμωμένας ωσαύτως βάσει των ισχυόντων πινάκων. Εφ’ όσον πρόκειται περί βιομηχανικών επιχειρήσεων, αι παροχαί αύται εκτιμώνται κατά κρίσιν αγαθού ανδρός ως στοιχεία του μισθού.».
8. Επειδή, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 26 παρ. 9 του α.ν. 1846/1951, η οποία αποβλέπει να εξασφαλίσει την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών υπέρ του Ι.Κ.Α. ή άλλου ασφαλιστικού οργανισμού, δεν επιτρέπεται να εκπέσουν από τα ακαθάριστα έσοδα αποδοχές του προσωπικού (μισθοί, ημερομίσθια κ.λπ.) για τις οποίες δεν καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, έστω και αν η καταβολή των εν λόγω αποδοχών στο προσωπικό εκ μέρους της επιχειρήσεως αποδεικνύεται από τα τηρηθέντα κατά το νόμο στοιχεία, εκτός αν στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση δεν υπάρχει κατά νόμο υποχρέωση καταβολής εισφορών (ΣτΕ 1945/1996, ΣτΕ 5022/1996 κ.ά.). Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί, ως αποδοχές επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές, θεωρούνται οι πάσης φύσεως χρηματικές ή σε είδος παροχές του εργοδότη προς τον μισθωτό, έστω και αν οι παροχές αυτές δεν δίνονται άμεσα ως αντάλλαγμα της προσφερόμενης από τον μισθωτό εργασίας αλλά χορηγούνται σε αυτόν οικειοθελώς από τον εργοδότη και από ελευθεριότητα, με αφορμή πάντως τη σχέση εργασίας, και υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος της μονομερούς από τον εργοδότη διακοπής τους (ΣΕ 753/2012, ΣτΕ 2552/2004, ΣτΕ 3866/2001 επτ., ΣτΕ 1229/1994 κ.ά.). Εξαιρούνται μόνο οι περιοριστικώς απαριθμούμενες στο εδ. α της παρ. 1 του άρθρ. 17 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ έκτακτες παροχές, ήτοι δώρα λόγω γάμου του ασφαλισμένου ή των τέκνων του, γεννήσεως τέκνων του ασφαλισμένου και βοηθήματα στην οικογένεια θανόντος ασφαλισμένου. Επομένως, και στην περίπτωση που ο εργοδότης διατηρεί το δικαίωμα μονομερούς διακοπής της παροχής υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές οποιαδήποτε σε χρήμα ή σε είδος παροχή και αν ακόμα η παροχή αυτή δίνεται οικειοθελώς από τον εργοδότη, υπό μόνη την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δεν περιλαμβάνεται στις ανωτέρω περιοριστικώς από τον νόμο καθοριζόμενες εξαιρέσεις (ΣτΕ 2140/1993 Ολομ., ΣτΕ 1124/1994, ΣτΕ 1516/1991 7μ., ΣτΕ 2442/1988 κ.ά.).
9. Επειδή, κατά τα γενόμενα δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, η φορολογική αρχή και το πρωτόδικο δικαστήριο «δεν αναγνώρισαν προς έκπτωση (από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης) το συνολικό ποσό 26.913.188 δρχ. που αντιστοιχεί σε κονδύλιο του λογαριασμού «παρεπόμενες παροχές προσωπικού» και ειδικότερα για γαλοπούλες - αρνιά - βασιλόπιτες 14.390.248 δρχ., για αγορές τροφίμων κεντρικού, ποσό 6.863.000 δρχ. και για οικονομική ενίσχυση των ημερών απεργίας 5.652.940 δρχ. με την αιτιολογία ότι τα εν λόγω κονδύλια αποτελούν πρόσθετες τακτικές αμοιβές αφού δίδονται κάθε χρόνο σε χρήμα και υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές (άρθρ. 7 του ν. 4101/1960)». Το διοικητικό εφετείο «εν όψει αυτών και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προεκτεθείσες δαπάνες σφυρηλατούν το δεσμό της επιχείρησης με τους υπαλλήλους της και αυξάνουν το ζήλο τους για αποδοτική εργασία είναι εκπεστέες γιατί αποτελούν παραγωγικές δαπάνες για την καλύτερη διεξαγωγή των εργασιών της επιχείρησης, έστω και αν έμμεσα ωφελήθηκαν οι μισθωτοί, ουδεμία δε επίδραση ασκεί το ότι τα ποσά αυτά καταβλήθηκαν χωρίς νόμιμη ή συμβατική υποχρέωση». Με τις σκέψεις αυτές, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι «έσφαλε το πρωτόδικο δικαστήριο που δέχτηκε τα αντίθετα, αφού οι παραπάνω δαπάνες, με τα πιο πάνω χαρακτηριστικά, που λειτουργούν ως κίνητρο παραγωγικότητας και υποβοηθούν την παραπέρα ανάπτυξη των εργασιών της επιχείρησης είναι εκπεστέες αφού είναι παραγωγικές και δεν συνιστούν προσαύξηση των μισθών των εργαζομένων και δεν υπόκεινται συνεπώς σε ασφαλιστικές εισφορές (ΣτΕ 1229/1994, 451-2/1986)». Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι έσφαλε το διοικητικό εφετείο, διότι οι δαπάνες αυτές αποτελούν πρόσθετες αμοιβές και μάλιστα τακτικές, δεδομένου ότι χορηγούνται κάθε χρόνο από την αναιρεσίβλητη εταιρία και υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές, εν όψει και της ανωτέρω εκτεθείσας νομολογίας. Ο λόγος αυτός προβάλλεται βασίμως, διότι, σύμφωνα με την εκτεθείσα νομολογία, αφενός ως αποδοχές επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές, θεωρούνται οι πάσης φύσεως χρηματικές ή σε είδος παροχές του εργοδότη προς τον μισθωτό, έστω και αν οι παροχές αυτές δεν δίνονται άμεσα ως αντάλλαγμα της προσφερόμενης από τον μισθωτό εργασίας αλλά χορηγούνται σε αυτόν οικειοθελώς από τον εργοδότη και από ελευθεριότητα, με αφορμή πάντως τη σχέση εργασίας, και αφετέρου, προκειμένου για αποδοχές κατά την ανωτέρω έννοια, δεν επιτρέπεται έκπτωση των οικείων ποσών από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, εάν δεν έχουν καταβληθεί οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές. Επομένως, η περί του αντιθέτου κρίση της αναιρεσιβαλλομένης είναι μη νόμιμη. Ως εκ τούτου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει, κατά το μέρος αυτό, να αναιρεθεί.
10. Επειδή, ο Κώδικας Φορολογικών Στοιχείων (Κ.Φ.Σ., π.δ. 99/1977, Α΄ 34) ορίζει στο άρθρο 15 παρ. 2 ότι «πάσα εγγραφή εις τα βιβλία αφορώσα συναλλαγήν ή ετέραν πράξιν του υποχρέου δέον να δικαιολογήται διά στοιχείων αποδεικνυόντων ταύτην» και στο άρθρο 43 παρ. 3 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του π.δ. 356/1986, Α΄ 157) ότι «Δεν αναγνωρίζεται οποιοδήποτε έξοδο αν δεν έχει εκδοθεί το αποδεικτικό στοιχείο που προβλέπεται από τον παρόντα Κώδικα». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για να εκπέσει μια δαπάνη από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχειρήσεως πρέπει η δαπάνη αυτή να καλύπτεται με αποδεικτικό στοιχείο προβλεπόμενο από τον Κ.Φ.Σ., στην περίπτωση που επιβάλλεται από τον Κώδικα αυτό η έκδοση τέτοιου στοιχείου για τη συγκεκριμένη δαπάνη (βλ. ΣτΕ 753/2012, ΣτΕ 327/2000, ΣτΕ 3988/1998 κ.ά.). Περαιτέρω, στο άρθρο 21 του Κ.Φ.Σ. ορίζεται ότι «1. Επί παροχής υπηρεσιών εν γένει (επισκευή, συντήρησις κλπ.) υπό επιτηδευματίου : α) προς έτερον επιτηδευματίαν δια την άσκησιν του επαγγέλματός του, β) […] εκδίδεται υπό του παρέχοντος την υπηρεσίαν θεωρημένον διπλότυπον τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών. 2. Εις το τιμολόγιον αναγράφεται το ονοματεπώνυμον, το επάγγελμα και η διεύθυνσις του προς ον παρέχονται αι υπηρεσίαι, το είδος τούτων και το ποσόν της αμοιβής αριθμητικώς και ολογράφως […]». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, για να αποτελεί νόμιμο δικαιολογητικό στοιχείο για την έκπτωση της σχετικής δαπάνης, πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και επαρκή προσδιορισμό των παρασχεθεισών υπηρεσιών (βλ. ΣτΕ 3705/1999, ΣτΕ 1018/1996 επτ. κ.ά.), η δε έλλειψη τέτοιου προσδιορισμού δεν μπορεί να καλυφθεί με στοιχεία εκτός του σώματος αυτού τα οποία δεν μνημονεύονται στο τιμολόγιο (πρβλ. ΣτΕ 1018/1996 επτ.). Η ως άνω απαίτηση του νόμου μπορεί, πάντως, να ικανοποιηθεί με αναφορά στο τιμολόγιο της σχετικής σύμβασης παροχής των συγκεκριμένων υπηρεσιών (ΣτΕ 753/2012, πρβλ. ΣτΕ 46/2006 επτ., ΣτΕ 683/2006 επτ.).
11. Επειδή, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση «δεν αναγνωρίστηκε προς έκπτωση από το λογαριασμό «Ενοίκια λοιπού εξοπλισμού» το συνολικό ποσό των 28.900.000 δρχ. με την αιτιολογία ότι τα σχετικά παραστατικά στοιχεία που επεδείχθησαν στον έλεγχο (τιμολόγια 12/91, 13/91 της ..................... 15/91, 16/91 της ......................, απόδειξη είσπραξης 1/91 της ...........................) αναγράφουν ως αιτιολογία «Μίσθωμα περιουσιακών στοιχείων, Δεξαμενών-φιαλών» χωρίς να εξειδικεύεται το είδος και η ποσότητα των δεξαμενών και των φιαλών που έχουν μισθωθεί (άρθρο 21 του π.δ. 99/1977)» Το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι «λαμβανομένου υπόψη ότι στα εν λόγω στοιχεία αναφέρεται το είδος των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν (έστω συνοπτικά), ότι το περιεχόμενο αυτών (των τιμολογίων) συμπληρώνεται και από τα προσκομισθέντα πρωτοδίκως σχετικά (ιδιωτικά) συμφωνητικά, νόμιμα και ορθά κρίθηκε ότι σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις (άρθρο 21 π.δ. 99/1977), είναι εκπεστέα η ένδικη λογιστική διαφορά». Η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου είναι καταρχήν νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, δοθέντος ότι κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, απαιτείται μεν καταρχήν επαρκής προσδιορισμός των παρασχεθεισών υπηρεσιών στο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, ο προσδιορισμός όμως αυτός δύναται να συμπληρώνεται περαιτέρω με άλλα έγγραφα, όπως ιδιωτικά συμφωνητικά. (πρβλ. ΣτΕ 46/2006, ΣτΕ 753/2012), τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Αβασίμως επίσης, ελλείψει ειδικής αμφισβήτησης από το Δημόσιο, προβάλλεται ότι προκειμένου να είναι αιτιολογημένη η κρίση του, έπρεπε το δικάσαν διοικητικό εφετείο να παραθέσει το περιεχόμενο των ιδιωτικών συμφωνητικών, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος.
12. Επειδή, περαιτέρω, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση «δεν αναγνωρίστηκαν από τη φορολογική αρχή προς έκπτωση κονδύλια συνολικού ποσού 61.518.984 δρχ. από τους λογαριασμούς «Έξοδα ταξιδίων», «Έξοδα υποδοχής και φιλοξενίας» και «διάφορα έξοδα», με την αιτιολογία ότι στους ως άνω λογαριασμούς έχουν καταχωρηθεί διάφορα έξοδα (εισιτήρια, ταξί, καύσιμα αυτοκινήτων μη κυριότητας της αναιρεσίβλητης, πάρκινγκ, διόδια κ.ά.), για τα οποία τα επιδειχθέντα στον έλεγχο δικαιολογητικά ήταν ασαφή και αναιτιολόγητα, ενώ στα σχετικά εντάλματα πληρωμής (βάσει των οποίων γίνονται οι σχετικές εγγραφές στα βιβλία) δεν αναφέρονται φορολογικά στοιχεία. Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο αναγνώρισε προς έκπτωση τα προαναφερόμενα κονδύλια».
Το διοικητικό εφετείο έκρινε «Ενόψει αυτών και έχοντας υπόψη ότι δεν αμφισβητείται ότι για τα εν λόγω έξοδα υπήρχαν τα σχετικά παραστατικά, ενώ, όπως και ο έλεγχος δέχεται, για τις ως άνω δαπάνες, οι οποίες είναι παραγωγικές που υποβοηθούν στην ανάπτυξη και υλοποίηση των εργασιών της επιχείρησης, υπήρχαν εντάλματα πληρωμής που φέρουν όλα τα στοιχεία των αποδείξεων δαπανών», ότι «νόμιμα και ορθά με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε ότι πρέπει να αναγνωρισθούν προς έκπτωση τα οικεία κονδύλια». Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι το διοικητικό εφετείο δεν απάντησε στον προβληθέντα με το δικόγραφο της εφέσεως (και με την έκθεση του άρθρου 82 ΚΦΔ) ουσιώδη ισχυρισμό του Δημοσίου ότι οι ως άνω δαπάνες απορρίφθηκαν από τη φορολογική αρχή διότι από τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν αποδεικνύεται η σχέση των προσώπων που έλαβαν τα δώρα ή συμμετείχαν στα γεύματα ή μετακινήθηκαν με την επιχείρηση και συνεπώς δεν θεωρείται, διότι δεν δύναται τούτο να διαπιστωθεί, ότι οι δαπάνες αυτές συμβάλλουν άμεσα στην παραγωγικότητα της επιχειρήσεως και στην προώθηση των εργασιών της και συνεπώς η σχετική κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι πλημμελώς αιτιολογημένη. Ο λόγος αυτός προβάλλεται βασίμως και πρέπει να γίνει δεκτός, διότι ο ως άνω ουσιώδης ισχυρισμός πράγματι δεν απαντήθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία πρέπει κατά το μέρος αυτό να αναιρεθεί (πρβλ. ΣτΕ 3726/2004, ΣτΕ 102/1996, ΣτΕ 3456/1995, ΣτΕ 2017/1991).
13. Επειδή, στο άρθρο 25 παρ. 2 του ΚΦΣ ορίζονται τα εξής: «Ο μεταφορεύς δια τα εκάστοτε μεταφερόμενα αγαθά εκδίδει θεωρημένη φορτωτικήν κατά φορτωτήν και παραλήπτην, επί τη βάσει των εν τη προηγουμένη παραγράφω εγγράφων εφόσον καθίσταται δυσχερής ο έλεγχος, εις τέσσερα αντίτυπα, εκ των οποίων το πρώτον παραδίδεται εις τον φορτωτήν και εξοφλείται υπό του παραλήπττου κατά την παραλαβήν των αγαθών, επιστρέφεται δε εις τον μεταφορέα, το δεύτερον υποβάλλεται εις τον Οικονομικόν Έφορον, το τρίτον, μετά του παραδοθέντος δια την έκδοσιν της φορτωτικής στοιχείου, συνοδεύει τα μεταφερόμενα αγαθά από του τόπου φορτώσεως μέχρι του τόπου προορισμού και παραδίδεται τελικώς εις τον καταβάλλοντα τα κόμιστρα και το τέταρτον παραμένει εις το στέλεχος». Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις, μόνο με το τρίτο αντίτυπο της φορτωτικής αναγνωρίζονται δαπάνες για μεταφορά από τον καταβάλλοντα τα κόμιστρα και όχι με το πρωτότυπο (ΣτΕ 556/2013, ΣτΕ 3988/1998, ΣτΕ 3059/1993, ΣτΕ 1924/1990, πρβλ. ΣτΕ 320/2000 κ.ά.).
14. Επειδή, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, «δεν αναγνωρίσθηκε προς έκπτωση από τη φορολογική αρχή, από το λογαριασμό «Μεταφορικά υγραερίου (βυτία)» το ποσό των 50.966.670 δρχ., καθόσον δεν επεδείχθη στον έλεγχο το τρίτο αντίτυπο της φορτωτικής (αποδεικτικό δαπάνης), αλλά τα πρωτότυπα που εκδόθηκαν από τον μεταφορέα υγραερίου. Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο δέχτηκε ότι το εν λόγω ποσό είναι εκπεστέο και ότι πρέπει να διαγραφεί η αντίστοιχη λογιστική διαφορά». Το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι «ενόψει αυτών και του ότι, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις, το τρίτο αντίτυπο της φορτωτικής αποτελεί νόμιμο δικαιολογητικό για την έκπτωση της σχετικής δαπάνης (ΣτΕ 805/1998), νόμιμα κρίθηκε εκπεστέα η ένδικη δαπάνη» με την πρωτόδικη απόφαση. Η κρίση όμως αυτή του δικάσαντος διοικητικού εφετείου, εν όψει της νομολογίας που έχει εκτεθεί στην προηγούμενη σκέψη και του ανωτέρω πραγματικού, δεν είναι νόμιμη, κατά τον βάσιμο προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως, και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει κατά το μέρος αυτό να αναιρεθεί.
15. Επειδή, κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση «από το λογαριασμό «Μεταφορικά πωλήσεων» δεν αναγνώρισε η φορολογική αρχή προς έκπτωση τα παρακάτω κονδύλια: α) ποσό 23.096.301 δρχ., β) ... με την αιτιολογία ότι για την α’ περίπτωση, δεν επεδείχθη στον έλεγχο το τρίτο αντίγραφο φορτωτικής αλλά το πρωτότυπο». Το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι «η επίδειξη του πρωτοτύπου της φορτωτικής αποδεικνύει την πραγματοποίηση της σχετικής συναλλαγής» και επομένως η εν λόγω λογιστική διαφορά ορθά κρίθηκε εκπεστέα από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η κρίση αυτή είναι, ενόψει της νομολογίας που έχει εκτεθεί στην 13η σκέψη, μη νόμιμη και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός, η δε αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το οικείο μέρος.
16. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναιρεθεί, κατά το οικείο μέρος, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί κατά το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
Διά ταύτα
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Αναιρεί εν μέρει την 3574/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 30 Ιουνίου 2014
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19ης Ιουνίου 2019.
Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος
ΣτΕ 2806/2019 Λογιστικές διαφορές - Καταστροφή εμπορευμάτων - Εγγυήσεις
Περίληψη
Η φορολογική αρχή δεν αναγνώρισε κονδύλι από
τον λογαριασμό «Κατεστραμμένα εμπορεύματα» για το λόγο ότι τα εμπορεύματα που
αναφέρονταν στα σχετικώς συνταχθέντα πρωτόκολλα καταστροφής δεν είναι
εμπορεύματα άμεσης κατανάλωσης, με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξεως ή
εμπορεύματα που υπόκεινται σε φθορά ή οικονομική απαξίωση με την πάροδο
του χρόνου. Η φορολογούμενη συνομολογεί ότι τα υλικά που
καταστράφηκαν με τη σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου καταστροφής δεν ήταν
εμπορεύματα άμεσης κατανάλωσης ή εμπορεύματα τα οποία υπόκεινται σε
φθορά ή οικονομική απαξίωση από την πάροδο του χρόνου αλλά ήταν
ανταλλακτικά των εγκαταστάσεών της που είχαν καταστεί ακατάλληλα για
χρήση.
Το εφετείο δέχθηκε ότι δεν μπορούν να καταστραφούν τα επίδικα εμπορεύματα χωρίς ειδικότερη
αιτιολογία και κατά συνέπεια η κρίση του σχετικά με την δαπάνη καταστροφής αγαθών, η οποία
περιορίζεται σε γενικές σκέψεις, είναι πλημμελώς αιτιολογημένη.
Η φορολογική αρχή επίσης δεν αναγνώρισε για έκπτωση κονδύλιο ποσού 2.892.785 δρχ. με την ειδικότερη
αιτιολογία ότι στα τιμολόγια που εκδίδει προς τη διάδικη εταιρία ο εκδότης που έχει αναλάβει εργολαβικώς την εμφιάλωση του
υγραερίου, μεταξύ άλλων χρεώνει και μισθό υπαλλήλου
χωρίς να αναφέρει το ονοματεπώνυμο του υπαλλήλου αυτού, ενώ δεν έχουν
καταβληθεί οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές γι' αυτόν τον υπάλληλο». Το διοικητικό εφετείο
έκρινε ότι «εν όψει αυτού και με δεδομένο ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση
δεν προσδιορίζεται το πρόσωπο το οποίο μισθοδοτήθηκε από τον
εργολάβο με χρέωση του μισθού του στα τιμολόγια που ο
τελευταίος εξέδωσε προς τη διάδικη εταιρία και ότι δεν έχουν καταβληθεί
οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές, όπως τούτο απαιτείται από τις
κείμενες διατάξεις», η προσθήκη της λογιστικής διαφοράς έγινε νομίμως
και ορθώς και απέρριψε τον περί του αντιθέτου λόγο εφέσεως της
αναιρεσείουσας εταιρίας. Η αιτιολογία, όμως, αυτή του εφετείου, είναι πλημμελής, διότι,
αφενός, δεν επιβαλλόταν εν προκειμένω εκ του νόμου, άνευ ετέρου, να
αναφέρεται στο τιμολόγιο που εξέδωσε ο εργολάβος για την παροχή υπηρεσιών προς την διάδικο εταιρία το ονοματεπώνυμο του
υπαλλήλου του και, αφετέρου, η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών που
αφορούσαν τον εν λόγω υπάλληλο δεν ήταν υποχρέωση της διάδικης εταιρίας, ώστε να είναι προϋπόθεση για την έκπτωση της σχετικής δαπάνης
από αυτήν, αλλά του φερόμενου ως εργοδότη αυτού, εκδότη του τιμολογίου
Η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει
να παραπεμφθεί κατά το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για νέα
κρίση.
Αριθμός 2806/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Ν. Μαρκουλάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και της αναπληρώτριας Προέδρου, που είχαν κώλυμα, Γ. Τσιμέκας, Ηρ. Τσακόπουλος, Σύμβουλοι, Ευστ. Σκούρα, Κ. Λαζαράκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.
Για να δικάσει την από 28 Σεπτεμβρίου 2004 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "......................", που εδρεύει στην ........... (οδός ............ αρ. ....), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ....... (Α.Μ. .......), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Πολυχρόνη Καραστεργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 4414/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ευστ. Σκούρα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον εκπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1518026-8/2004 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, ζητείται η αναίρεση της 4414/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία συνεκδικάσθηκαν αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της 6817/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και η μεν έφεση του Δημοσίου απορρίφθηκε, η δε έφεση της αναιρεσείουσας έγινε εν μέρει δεκτή, κατά το μέρος που απορρίφθηκε η έφεση της τελευταίας. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά μερική αποδοχή της εφέσεως της αναιρεσείουσας, μεταρρυθμίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, προσδιορίσθηκαν τα φορολογητέα κέρδη της εταιρίας για το οικονομικό έτος 1994 στο ποσό των 980.964.455 δρχ. και επιβλήθηκε πρόσθετος φόρος λόγω ανακριβείας ίσος με 100% της διαφοράς μεταξύ της δηλώσεως και του τελεσιδίκως προσδιορισθέντος φόρου. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή η προσφυγή και είχε μεταρρυθμισθεί το 320/1.9.1997 προσωρινό φύλλο ελέγχου φόρου εισοδήματος.
3. Επειδή, στο άρθρο 33α του Ν.Δ. 3323/1955 «περί φορολογίας του εισοδήματος» (Α΄ 214), το οποίο εφαρμόζεται και στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες (άρθρο 8 Ν.Δ. 3843/1958, «περί φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων», Α΄ 148), όπως ίσχυε κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 3 του Ν.Δ. 587/1970 (Α΄ 143) και την τροποποίησή του με το άρθρο 9 του Ν. 814/1978 (Α΄ 144), ορίζεται ότι: «1. Ο προσδιορισμός του καθαρού κέρδους των εμπορικών επιχειρήσεων ενεργείται κατά τας επομένας διακρίσεις : α) Επί τηρουσών επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία τρίτης ή τετάρτης κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων το καθαρόν κέρδος εξευρίσκεται λογιστικώς επί τη βάσει των δεδομένων των βιβλίων και στοιχείων τούτων δι' εκπτώσεως εκ των ακαθαρίστων εσόδων των εν άρθρω 35 αναφερομένων εξόδων. […]». Στο άρθρο 34 του ίδιου ν.δ/τος ορίζονται περαιτέρω τα εξής: “1. Ως ακαθάριστον εισόδημα επί εμπορικών επιχειρήσεων λαμβάνεται το σύνολον των ακαθαρίστων εσόδων εκ των πάσης φύσεως εμπορικών συναλλαγών αυτών 2. Ο προσδιορισμός των ακαθαρίστων εσόδων των εμπορικών επιχειρήσεων ενεργείται ως ακολούθως: α) Επί τηρουσών επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία δευτέρας ή τρίτης ή τετάρτης κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων, τα ακαθάριστα έσοδα εξευρίσκονται βάσει των δεδομένων των βιβλίων και στοιχείων τούτων”. Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 35 παρ. 1 του ως άνω ν.δ/τος, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της παρ. 1 με την παρ. 7 του άρθρου 8 του ν. 1828/1989 (Α΄ 2) και την παρ. 12 του άρθρου 10 του ν. 2065/1992 (Α΄ 113), από το ακαθάριστο εισόδημα εκπίπτονται, για την εξεύρεση του καθαρού εισοδήματος, “γ. Η αξία των πρώτων και βοηθητικών υλών που χρησιμοποιήθηκαν καθώς και των άλλων εμπορεύσιμων αγαθών, στην οποία περιλαμβάνονται και οι ειδικές δαπάνες επεξεργασίας, αποθήκευσης, μεταφοράς, ασφάλειας κτλ.”, καθώς και «η. Η ζημία που πραγματοποιήθηκε από φθορά, απώλεια ή υποτίμηση κεφαλαίου …». Εξάλλου, ο Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ, Π.Δ. 186/1992, Α΄ 84), ορίζει στο άρθρο 12 τα εξής: “1. Για την πώληση αγαθών ... και την παροχή υπηρεσιών από επιτηδευματία σε άλλο επιτηδευματία ... εκδίδεται τιμολόγιο. 2 ... 9. Στο τιμολόγιο αναγράφονται η ημερομηνία έκδοσης αυτού, τα πλήρη στοιχεία των συμβαλλομένων, τα στοιχεία της συναλλαγής ... 11. Ως πλήρη στοιχεία της συναλλαγής νοούνται το είδος των αγαθών, η ποσότητα, η μονάδα μέτρησης, η τιμή μονάδας και η αξία ή το είδος των υπηρεσιών και η αμοιβή ...”. Ο ίδιος Κώδικας ορίζει στο άρθρο 18 παρ. 2 ότι “Κάθε εγγραφή στα βιβλία που αφορά συναλλαγή ή άλλη πράξη του υποχρέου πρέπει να στηρίζεται σε στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα αυτού ...”. Όπως δε γίνεται δεκτό, εφόσον ούτε στη νομοθεσία περί φορολογίας εισοδήματος ούτε στον ΚΒΣ προβλέπονται ειδικά δικαιολογητικά για την απόδειξη καταστροφής ακατάλληλων εμπορευμάτων, προς τούτο αρκεί καταρχήν οποιοδήποτε νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο (ΣτΕ 672/2012 κ.ά.).
4. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρία «συστάθηκε το έτος ...... με την επωνυμία «..................» και έδρα την ..... (.............). Κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο 1.1-31.12.1993 ασχολήθηκε με την εμπορία υγραερίου και την εισαγωγή και εμπορία συσκευών εφαρμογής υγραερίου, τήρησε δε βιβλία και στοιχεία Δ’ κατηγορίας του ΚΦΣ, τα οποία την πρώτη ημέρα του ελέγχου βρέθηκαν εμπροθέσμως ενημερωμένα. Εξάλλου, κατά τον εν λόγω (προσωρινό) έλεγχο, κατά τον οποίο ελέγχθηκαν οι λογαριασμοί 60.10, 60.32, 60.40, 61, 62, 63, 64 και 65, που προβλέπονται από το Γ.Λ.Σ., δεν διαπιστώθηκαν παραβάσεις των διατάξεων του ΚΦΣ. Για τον λόγο αυτό, η φορολογική αρχή έκρινε τα βιβλία και στοιχεία της ειλικρινή και επαρκή, προχώρησε όμως σε αναμόρφωση των δεδομένων των βιβλίων αυτών με την προσθήκη λογιστικών διαφορών συνολικού ποσού 506.950.825 δρχ. στα καθαρά κέρδη της χρήσεως ποσού 695.471.030 δρχ.. Με την προσθήκη δε των λογιστικών αυτών διαφορών (στα καθαρά κέρδη ισολογισμού και στις δηλωθείσες λογιστικές διαφορές ποσού 373.128.500 δρχ. συνολικού ποσού 1.068.599.590 δρχ., που δήλωσε η διάδικη εταιρία με την από 16.5.1994 φορολογική της δήλωση), τα φορολογητέα κέρδη της χρήσεως προσδιορίσθηκαν τελικώς στο ποσό των 1.331.410.339 (1.575.550.415-244.140.076) δρχ., μετά την αφαίρεση των εσόδων 78.965.706 δρχ. που φορολογούνται με ειδικό τρόπο (repos) και των αφορολόγητων αποθεματικών επενδύσεων ν.1882/1990 ποσού 165.174.370 δρχ., δηλαδή συνολικά του ποσού των 244.140.076 δρχ.. Στη συνέχεια εκδόθηκε το 320/1997 προσωρινό φύλλο ελέγχου φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 1994 της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών, με το οποίο επιβλήθηκε σε βάρος της η διαφορά του αναλογούντος κυρίου φόρου σε 308.067.644 δρχ. καθώς και πρόσθετος φόρος λόγω ανακρίβειας της δήλωσης που υποβλήθηκε, ύψους 159.689.510 δρχ.».
5. Επειδή, περαιτέρω, εν προκειμένω, κατά τα γενόμενα δεκτά από το διοικητικό εφετείο, «η φορολογική αρχή δεν αναγνώρισε για έκπτωση από το λογαριασμό «..............» κονδύλιο ποσού 2.892.785 δρχ. με την ειδικότερη αιτιολογία ότι στα τιμολόγια που εκδίδει προς τη διάδικη εταιρία ο .................., που έχει αναλάβει εργολαβικώς την εμφιάλωση του υγραερίου στην .........., μεταξύ άλλων χρεώνει και μισθό υπαλλήλου χωρίς να αναφέρει το ονοματεπώνυμο του υπαλλήλου αυτού, ενώ δεν έχουν καταβληθεί οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές». Το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι «εν όψει αυτού και με δεδομένο ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν προσδιορίζεται το πρόσωπο το οποίο μισθοδοτήθηκε από τον .................. με χρέωση του μισθού του στα τιμολόγια που ο τελευταίος εξέδωσε προς τη διάδικη εταιρία και ότι δεν έχουν καταβληθεί οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές, όπως τούτο απαιτείται από τις κείμενες διατάξεις», η προσθήκη της λογιστικής διαφοράς έγινε νομίμως και ορθώς και απέρριψε τον περί του αντιθέτου λόγο εφέσεως της αναιρεσείουσας εταιρίας. Η αιτιολογία, όμως, αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου, είναι πλημμελής, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, διότι, αφενός, δεν επιβαλλόταν εν προκειμένω εκ του νόμου, άνευ ετέρου, να αναφέρεται στο τιμολόγιο που εξέδωσε ο ............... για την παροχή των ως άνω υπηρεσιών προς την αναιρεσείουσα εταιρία το ονοματεπώνυμο του υπαλλήλου του και, αφετέρου, η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών που αφορούσαν τον εν λόγω υπάλληλο δεν ήταν υποχρέωση της αναιρεσείουσας εταιρίας, ώστε να είναι προϋπόθεση για την έκπτωση της σχετικής δαπάνης από αυτήν, αλλά του φερόμενου ως εργοδότη αυτού, εκδότη του τιμολογίου, .................., και δεν τίθεται, ως εκ τούτου, ζήτημα εφαρμογής της διατάξεως της υποπ. αα της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 35 του ν.δ. 3323/1955, η οποία προβλέπει ότι στα γενικά έξοδα διαχείρισης, τα οποία εκπίπτονται, περιλαμβάνονται τα έξοδα μισθοδοσίας του προσωπικού, εφόσον έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές.
6. Επειδή, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, «από τον λογαριασμό «Κατεστραμμένα εμπορεύματα» δεν αναγνωρίσθηκε προς έκπτωση το ποσό των 4.228.055 δρχ. για το λόγο ότι τα εμπορεύματα που αναφέρονταν στα σχετικώς συνταχθέντα πρωτόκολλα καταστροφής δεν είναι εμπορεύματα άμεσης κατανάλωσης, με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξεως ή εμπορεύματα που υπόκεινται σε φθορά ή οικονομική απαξίωση με την πάροδο του χρόνου. Εξάλλου η φορολογούμενη συνομολογεί ότι τα υλικά που καταστράφηκαν με τη σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου καταστροφής δεν ήταν εμπορεύματα άμεσης κατανάλωσης ή εμπορεύματα τα οποία υπόκεινται σε φθορά ή οικονομική απαξίωση από την πάροδο του χρόνου αλλά ήταν ανταλλακτικά των εγκαταστάσεών της που είχαν καταστεί ακατάλληλα για χρήση. Κατά συνέπεια νομίμως και ορθώς η φορολογική αρχή δεν δέχθηκε προς έκπτωση το προαναφερόμενο κονδύλιο» και απέρριψε τον περί του αντιθέτου λόγο εφέσεως. Η κρίση, όμως, αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία περιορίζεται σε γενικές σκέψεις, είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, δοθέντος ότι, καίτοι η αναιρεσείουσα είχε προβάλει συγκεκριμένα ότι τα επίδικα εμπορεύματα είχαν καταστεί ακατάλληλα για χρήση, εντούτοις το διοικητικό εφετείο δέχθηκε, χωρίς ειδικότερη αιτιολογία, ότι αυτά δεν μπορούσαν να καταστραφούν.
7. Επειδή, περαιτέρω, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, «δεν αναγνωρίσθηκε προς έκπτωση κονδύλιο 54.777.737 δρχ. από το λογαριασμό «Εγγυήσεις» με την αιτιολογία ότι οι φιάλες και οι δεξαμενές που αγοράζουν οι πελάτες της καθιστούν το λογαριασμό αυτό πιστωτικό λόγω του ότι η εγγύηση που καταβάλλεται δεν προβλέπεται να αναζητηθεί από τους δικαιούχους στο εγγύς μέλλον και κατά συνέπεια υποκρύπτεται έσοδο για την επιχείρηση. Η αιτιολογία αυτή απόρριψης του ένδικου κονδυλίου είναι νόμιμη και επαρκής. Περαιτέρω δε ορθώς το ποσό της διαφοράς προσδιορίστηκε σε ποσοστό του πιστωτικού υπολοίπου του λογαριασμού «εγγυήσεις» στο τέλος της χρήσεως (βλ. σελ. 13 της οικείας έκθεσης ελέγχου), όλα δε όσα για τη συγκεκριμένη λογιστική διαφορά υποστηρίζει η φορολογούμενη και ειδικότερα ότι από καμιά διάταξη νόμου δεν προβλέπεται μετατροπή των εγγυοδοσιών μεταλλικών φιαλών και δεξαμενών σε ακαθάριστα έσοδα και μάλιστα φορολογητέα, απορρίπτονται ως αβάσιμα». Η κρίση αυτή του διοικητικού εφετείου είναι νομίμως και επαρκώς καταρχήν αιτιολογημένη (πρβλ. ΣτΕ 4231/1999), στην αναιρεσείουσα δε εναπόκειτο εν προκειμένω να αμφισβητήσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς την ύπαρξη εσόδου∙ τέτοιους όμως ισχυρισμούς ούτε ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα ότι είχε προβάλει ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, ούτε προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα η προβολή τους. Επομένως, οι λόγοι που στρέφονται κατά της σκέψεως αυτής της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθούν.
8. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το οικείο μέρος, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί κατά το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Αναιρεί εν μέρει την 4414/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει, κατά το αναιρούμενο μέρος, την υπόθεση, κατά το αιτιολογικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2015
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος
Ν. Μαρκουλάκης
Η Γραμματέας
Κ. Κεχρολόγου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Δεκεμβρίου 2018.
Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος
Ε. Σάρπ
Η Γραμματέας
Α. Ζυγουρίτσα
Υποθέσεις C-708/17 και C-725/17 Σύμβαση που αφορά παροχή τηλεθέρμανσης – Άρθρο 27 – Παροχή μη παραγγελθέντων – Οδηγία 2005/29/ΕΚ – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά – Άρθρο 5 – Απαγόρευση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών – Παράρτημα I – Παροχή μη παραγγελθέντων – Εθνική νομοθεσία που απαιτεί από κάθε ιδιοκτήτη διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης να συμβάλλει στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου – Ενεργειακή απόδοση – Οδηγία 2006/32/ΕΚ – Άρθρο 13, παράγραφος 2 – Οδηγία 2012/27/ΕΕ – Άρθρο 10, παράγραφος 1 – Πληροφορίες τιμολόγησης – Εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις για την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη διαμερίσματος του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 5ης Δεκεμβρίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 2011/83/ΕΕ – Δίκαιο των καταναλωτών – Άρθρο 2, παράγραφος 1 – Έννοια του όρου “καταναλωτής” – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή – Σύμβαση που αφορά παροχή τηλεθέρμανσης – Άρθρο 27 – Παροχή μη παραγγελθέντων – Οδηγία 2005/29/ΕΚ – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά – Άρθρο 5 – Απαγόρευση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών – Παράρτημα I – Παροχή μη παραγγελθέντων – Εθνική νομοθεσία που απαιτεί από κάθε ιδιοκτήτη διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης να συμβάλλει στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου – Ενεργειακή απόδοση – Οδηγία 2006/32/ΕΚ – Άρθρο 13, παράγραφος 2 – Οδηγία 2012/27/ΕΕ – Άρθρο 10, παράγραφος 1 – Πληροφορίες τιμολόγησης – Εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις για την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη διαμερίσματος του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του»
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-708/17 και C-725/17,
με αντικείμενο δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλαν το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Asenovgrad, Βουλγαρία) (C-708/17) και το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας, Βουλγαρία) (C-725/17) με αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2017 και της 5ης Δεκεμβρίου 2017 αντιστοίχως, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο, στις 19 Δεκεμβρίου 2017 και στις 27 Δεκεμβρίου 2017 αντιστοίχως, στο πλαίσιο των δικών
«EVN Bulgaria Toplofikatsia» EAD
κατά
Nikolina Stefanova Dimitrova (C-708/17),
και
«Toplofikatsia Sofia» EAD
κατά
Mitko Simeonov Dimitrov (C-725/17),
παρισταμένων των:
«Termokomplekt» OOD,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin, D. Šváby (εισηγητή), K. Jürimäe και N. Piçarra, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe
γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2018,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η «EVN Bulgaria Toplofikatsia» EAD, εκπροσωπούμενη από τους S. Radev και S. Popov,
– η «Toplofikatsia Sofia» EAD, εκπροσωπούμενη από τους S. Chakalski, I. Epitropov και V. Ivanov,
– η Ν. Dimitrova, εκπροσωπούμενη από τους S. Memtsov και D. Dekov, advokati,
– η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις G. Taluntytė και J. Prasauskienė καθώς και από τον D. Kriaučiūnas,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον N. Ruiz García καθώς και από τις K. Talabér-Ritz και N. Nikolova,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Απριλίου 2019,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22), του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, για την ενεργειακή απόδοση κατά την τελική χρήση και τις ενεργειακές υπηρεσίες και για την κατάργηση της οδηγίας 93/76/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2006, L 114, σ. 64), των άρθρων 5 και 27 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64), καθώς και του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για την ενεργειακή απόδοση, την τροποποίηση των οδηγιών 2009/125/ΕΚ και 2010/30/ΕΕ και την κατάργηση των οδηγιών 2004/8/ΕΚ και 2006/32/ΕΚ (ΕΕ 2012, L 315, σ. 1).
2 Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών, αφενός, μεταξύ της «EVN Bulgaria Toplofikatsia» EAD (στο εξής: EVN) και της Nikolina Stefanova Dimitrova (C-708/17) και, αφετέρου, μεταξύ της «Toplofikatsia Sofia» EAD και του Mitko Simeonov Dimitrov (C-725/18), με αντικείμενο αγωγές για την πληρωμή λογαριασμών σχετικών με την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης κτιρίων επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 2005/29
3 Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/29 προβλέπει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη του δικαίου των συμβάσεων και, ιδίως, των κανόνων εγκυρότητας, διαμόρφωσης ή αποτελέσματος μιας σύμβασης.»
4 Το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«1. Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.
[...]
5. Το παράρτημα Ι περιέχει τον κατάλογο των εμπορικών πρακτικών που θεωρούνται αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις. [...]»
5 Το παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Εμπορικές πρακτικές οι οποίες, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, κρίνονται αθέμιτες», περιλαμβάνει το ακόλουθο χωρίο:
«Επιθετικές εμπορικές πρακτικές
[...]
29) Απαίτηση άμεσης ή μεταγενέστερης πληρωμής ή επιστροφής ή φύλαξης για προϊόντα που έχει προμηθεύσει ο εμπορευόμενος αλλά δεν έχουν παραγγελθεί από τον καταναλωτή, εκτός αν το προϊόν αποτελεί υποκατάστατο που παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 97/7/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (ΕΕ 1997, L 144, σ. 19)] (παροχή μη παραγγελθέντων).»
Η οδηγία 2011/83
6 Οι αιτιολογικές σκέψεις 14 και 60 της οδηγίας 2011/83 έχουν ως εξής:
«(14) Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την εθνική νομοθεσία σε θέματα δικαίου των συμβάσεων για ζητήματα σχετιζόμενα με το δίκαιο των συμβάσεων που δεν ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία. Κατά συνέπεια, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει την εθνική νομοθεσία που ρυθμίζει για παράδειγμα τη σύναψη ή την εγκυρότητα μιας σύμβασης (όπως σε περίπτωση απουσίας συγκατάθεσης). Ομοίως, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει την εθνική νομοθεσία σε σχέση με τα γενικά συμβατικά ένδικα μέσα, τους κανόνες περί δημόσιας οικονομικής τάξης, π.χ. κανόνες περί υπερβολικών ή εκβιαστικών τιμών, και τους κανόνες περί αντιδεοντολογικών νομικών συναλλαγών.
[...]
(60) Καθώς η παροχή μη παραγγελθέντων, η οποία συνίσταται στη μη παραγγελθείσα προμήθεια αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε καταναλωτές, απαγορεύεται από την οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά (13) («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές»), αλλά χωρίς να παρέχεται σε αυτή συμβατική επανόρθωση, είναι αναγκαίο να θεσπιστεί στην παρούσα οδηγία η συμβατική πρόβλεψη της απαλλαγής του καταναλωτή από την υποχρέωση να λάβει κατ’ οποιονδήποτε τρόπο υπόψη αυτή την προμήθεια ή παροχή μη παραγγελθέντων.»
7 Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα ακόλουθα:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) “καταναλωτής” : κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα·
[...]».
8 Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται, βάσει των όρων και στον βαθμό που ορίζεται στις διατάξεις της, σε οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται μεταξύ ενός εμπόρου και ενός καταναλωτή. Εφαρμόζεται επίσης σε συμβάσεις προμήθειας νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας ή τηλεθέρμανσης, μεταξύ άλλων και από δημόσιους παρόχους, στον βαθμό που τα προϊόντα αυτά παρέχονται σε συμβατική βάση.
[...]
5. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το εθνικό γενικό δίκαιο περί συμβάσεων, όπως τους κανόνες εγκυρότητας, διαμόρφωσης ή αποτελέσματος μιας σύμβασης, στον βαθμό που στην παρούσα οδηγία δεν ρυθμίζονται γενικές έννοιες του δικαίου των συμβάσεων.
[...]»
9 Το άρθρο 27 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Παροχή μη παραγγελθέντων», ορίζει τα ακόλουθα:
«Ο καταναλωτής απαλλάσσεται από την υποχρέωση να λάβει κατ’ οποιονδήποτε τρόπο υπόψη την παροχή μη παραγγελθέντων αγαθών, νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεθέρμανσης ή ψηφιακού περιεχομένου ή μη ζητηθείσης παροχής υπηρεσιών, που απαγορεύεται από το άρθρο 5 παράγραφος 5 και το παράρτημα I σημείο 29 της οδηγίας 2005/29/ΕΚ. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η απουσία απάντησης από τον καταναλωτή ύστερα από περίπτωση παροχής μη παραγγελθέντων δεν ισοδυναμεί με συγκατάθεση.»
10 Το άρθρο 28, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/83 προβλέπει ότι «[οι] διατάξεις της […] εφαρμόζονται σε συμβάσεις συναφθείσες μετά τη 13η Ιουνίου 2014».
Η οδηγία 2006/32
11 Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 1, 12, 20 και 29 της οδηγίας 2006/32:
«(1) Εντός της Κοινότητας υφίσταται η ανάγκη βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, κατά την τελική χρήση, διαχείρισης της ζήτησης ενεργείας και προώθησης της παραγωγής ανανεώσιμης ενεργείας, επειδή είναι σχετικώς περιορισμένες οι δυνατότητες, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, κάθε άλλης επιρροής στους όρους του ενεργειακού εφοδιασμού και στις συνθήκες διανομής, είτε με αύξηση της δυναμικότητας είτε με βελτίωση της μεταφοράς και διανομής. Συνεπώς, η παρούσα οδηγία συμβάλλει στη βελτίωση της ασφαλείας εφοδιασμού.
[...]
(12) Η παρούσα οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη να αναλάβουν δράση και η επίτευξη των στόχων της εξαρτάται από τις επιπτώσεις των δράσεων αυτών στους τελικούς καταναλωτές ενέργειας. Όθεν, το τελικό αποτέλεσμα των δράσεων των κρατών μελών εξαρτάται από πολλούς εξωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των καταναλωτών όσον αφορά τη χρήση της ενέργειας και την προθυμία τους να χρησιμοποιούν μεθόδους και συσκευές εξοικονόμησης ενέργειας. Συνεπώς, μολονότι τα κράτη μέλη δεσμεύονται να καταβάλλουν προσπάθεια για την επίτευξη του στόχου του 9 %, ο εθνικός στόχος εξοικονόμησης ενέργειας είναι από τη φύση του ενδεικτικός και δεν περιλαμβάνει νομικώς εκτελεστή υποχρέωση των κρατών μελών να τον επιτύχουν.
[...]
(20) Οι διανομείς ενέργειας, οι διαχειριστές συστημάτων διανομής και οι εταιρείες λιανικής πώλησης ενέργειας μπορούν να βελτιώσουν την ενεργειακή απόδοση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εφόσον προσφέρονται στην αγορά ενεργειακές υπηρεσίες που περιλαμβάνουν αποτελεσματική τελική χρήση, όπως εσωτερική θερμική άνεση, ζεστό νερό για οικιακή κατανάλωση, ψύξη, κατασκευή προϊόντων, φωτισμό και κινητήρια ισχύ. Η μεγιστοποίηση του κέρδους για τους διανομείς ενέργειας, τους διαχειριστές συστημάτων διανομής και τις εταιρείες λιανικής πώλησης ενέργειας, συσχετίζεται με τον τρόπο αυτό στενότερα με την πώληση ενεργειακών υπηρεσιών σε όσους το δυνατόν περισσότερους πελάτες αντί της πώλησης όσο το δυνατόν περισσότερης ενέργειας σε κάθε μεμονωμένο πελάτη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλουν προσπάθειες για την αποφυγή οποιασδήποτε στρέβλωσης του ανταγωνισμού στον τομέα αυτό, προκειμένου να διασφαλίζονται ισότιμοι όροι μεταξύ όλων των παρόχων υπηρεσιών ενέργειας· μπορούν, ωστόσο, να αναθέσουν το καθήκον αυτό στον εθνικό ρυθμιστή.
[...]
(29) Για να μπορούν οι τελικοί καταναλωτές να λαμβάνουν καλύτερα ενημερωμένες αποφάσεις σχετικά με την ατομική τους κατανάλωση ενέργειας, θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους εύλογο αριθμό πληροφοριών και άλλη συναφή ενημέρωση, π.χ. για τα υπάρχοντα μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, συγκριτικές περιγραφές τελικών καταναλωτών ή αντικειμενικές τεχνικές προδιαγραφές για τις συσκευές που χρησιμοποιούν ενέργεια, συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του “τετραπλασιαστή” (“factor four”) ή παρόμοιων συσκευών. [...]
[...]»
12 Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:
«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να ενισχυθεί η οικονομικώς αποτελεσματική βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά την τελική χρήση στα κράτη μέλη με:
α) την παροχή των αναγκαίων ενδεικτικών στόχων καθώς και μηχανισμών, κινήτρων και θεσμικών, χρηματοδοτικών και νομικών πλαισίων για την άρση των υφιστάμενων φραγμών και ατελειών της αγοράς που παρεμποδίζουν την αποδοτική τελική χρήση της ενέργειας·
β) τη δημιουργία των συνθηκών για την ανάπτυξη και την προώθηση της αγοράς ενεργειακών υπηρεσιών και για την παροχή, στους τελικούς καταναλωτές, άλλων μέτρων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης.»
13 Το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, εφόσον είναι τεχνικώς εφικτό, οικονομικώς εύλογο και ανάλογο προς τη δυνητική εξοικονόμηση ενέργειας, παρέχονται σε ανταγωνιστική τιμή στους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, τηλεθέρμανσης ή τηλεψύξης, και ζεστού νερού για οικιακή κατανάλωση, ατομικοί μετρητές που να αντικατοπτρίζουν επακριβώς την πραγματική ενεργειακή κατανάλωση του τελικού καταναλωτή και να παρέχουν πληροφορίες όσον αφορά τον πραγματικό χρόνο χρήσης.
Όταν αντικαθίστανται υπάρχοντες μετρητές, διατίθενται πάντα ατομικοί μετρητές σε ανταγωνιστική τιμή, εκτός αν τούτο είναι τεχνικώς αδύνατο ή δεν είναι οικονομικώς αποδοτικό σε σχέση με τις εκτιμώμενες δυνατότητες μακροπρόθεσμης εξοικονόμησης ενέργειας. Στις νέες συνδέσεις σε νέα κτίρια, ή σε κτίριο που υποβάλλεται σε ανακαινίσεις μεγάλης κλίμακας, σύμφωνα με την οδηγία 2002/91/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (ΕΕ 2003, L 1, σ. 65)], διατίθενται πάντα ατομικοί μετρητές σε ανταγωνιστική τιμή.
2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά περίπτωση, η χρέωση που πραγματοποιείται από τους διανομείς ενέργειας, τους διαχειριστές συστημάτων διανομής και τις εταιρείες λιανικής πώλησης ενέργειας, βασίζεται στην πραγματική ενεργειακή κατανάλωση, και να παρουσιάζεται με σαφή και κατανοητό τρόπο. Στο λογαριασμό του τελικού καταναλωτή πρέπει να υπάρχουν κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να έχει πλήρη εικόνα του τρέχοντος ενεργειακού του κόστους. Η χρέωση με βάση την πραγματική κατανάλωση ενέργειας πρέπει να είναι αρκετά συχνή, ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να ρυθμίζουν την ενεργειακή τους κατανάλωση.»
14 Δυνάμει του άρθρου 27 της οδηγίας 2012/27, η οδηγία 2006/32 καταργήθηκε από τις 5 Ιουνίου 2014, υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων.
Η οδηγία 2012/27
15 Οι αιτιολογικές σκέψεις 8 και 20 της οδηγίας 2012/27 έχουν ως εξής:
«(8) Στις 8 Μαρτίου 2011 η Επιτροπή ενέκρινε την ανακοίνωσή της σχετικά με σχέδιο για την ενεργειακή απόδοση 2011. Η ανακοίνωση επιβεβαίωσε ότι η πορεία της Ένωσης δεν οδηγεί στην επίτευξη του στόχου ενεργειακής απόδοσης. Τούτο παρά την πρόοδο στις εθνικές πολιτικές ενεργειακής απόδοσης που περιγράφονται στο πρώτο εθνικό σχέδιο δράσης ενεργειακής απόδοσης το οποίο υπέβαλαν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας [2006/32]. Η αρχική ανάλυση του δεύτερου σχεδίου δράσης επιβεβαιώνει ότι η Ένωση δεν βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Για να αντιμετωπιστεί αυτό, το σχέδιο ενεργειακής απόδοσης 2011 καθόρισε μια δέσμη πολιτικών και μέτρων ενεργειακής απόδοσης που καλύπτουν ολόκληρη την αλυσίδα ενέργειας, όπου συμπεριλαμβάνονται η παραγωγή ενέργειας, η μεταφορά και διανομή, ο ηγετικός ρόλος του δημόσιου τομέα στην ενεργειακή απόδοση, τα κτίρια και οι συσκευές, η βιομηχανία, καθώς και η ανάγκη να αποκτήσουν οι τελικοί καταναλωτές τη δύναμη να διαχειρίζονται την ενεργειακή τους κατανάλωση. [...]
[...]
(20) Η εκτίμηση της δυνατότητας καθιέρωσης ενός καθεστώτος “λευκών πιστοποιητικών” σε επίπεδο Ένωσης κατέδειξε ότι, στην παρούσα κατάσταση, ένα τέτοιο καθεστώς θα δημιουργούσε υπερβολικό διοικητικό κόστος και ότι υπάρχει κίνδυνος η εξοικονόμηση ενέργειας να συγκεντρωθεί σε ορισμένα κράτη μέλη και να μην καθιερωθεί σε ολόκληρη την Ένωση. Ο στόχος ενός τέτοιου συστήματος εξοικονόμησης ενέργειας σε επίπεδο Ένωσης είναι δυνατόν να επιτευχθεί καλύτερα, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, μέσω εθνικών καθεστώτων επιβολής της υποχρέωσης ενεργειακής απόδοσης στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας του ενεργειακού τομέα ή μέσω άλλων εναλλακτικών μέτρων πολιτικής που επιτυγχάνουν την ίδια ποσότητα εξοικονόμησης ενέργειας. Είναι σκόπιμο οι φιλόδοξοι στόχοι των εν λόγω καθεστώτων να τεθούν σε ένα κοινό πλαίσιο σε επίπεδο Ένωσης, ενώ παράλληλα θα παρέχεται σημαντική ευελιξία στα κράτη μέλη να λαμβάνουν πλήρως υπόψη την εθνική οργάνωση των παραγόντων της αγοράς, το συγκεκριμένο πλαίσιο του ενεργειακού τομέα και τις συνήθειες των τελικών καταναλωτών. Το κοινό πλαίσιο θα πρέπει να παρέχει στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας του ενεργειακού τομέα τη δυνατότητα να παρέχουν ενεργειακές υπηρεσίες σε όλους τους τελικούς καταναλωτές, και όχι μόνο σε εκείνους στους οποίους πωλούν ενέργεια. Έτσι αυξάνεται ο ανταγωνισμός στην αγορά ενέργειας, διότι οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας του ενεργειακού τομέα μπορούν να διαφοροποιούν το προϊόν τους παρέχοντας συμπληρωματικές ενεργειακές υπηρεσίες. Το κοινό πλαίσιο θα πρέπει να επιτρέπει στα κράτη μέλη να συμπεριλάβουν στο εθνικό τους καθεστώς απαιτήσεις που επιδιώκουν κοινωνικούς σκοπούς, κυρίως προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ευάλωτοι πελάτες έχουν πρόσβαση στα οφέλη της μεγαλύτερης ενεργειακής απόδοσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν, βάσει αντικειμενικών και αμερόληπτων κριτηρίων, ποιοι διανομείς ενέργειας ή εταιρείες λιανικής πώλησης ενέργειας θα πρέπει να υποχρεωθούν να επιτύχουν τον στόχο εξοικονόμησης ενέργειας κατά την τελική χρήση που θέτει η παρούσα οδηγία.
[...]»
16 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27 έχει ως εξής:
«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινό πλαίσιο μέτρων για την προώθηση της ενεργειακής απόδοσης εντός της Ένωσης προκειμένου να διασφαλίσει την επίτευξη του πρωταρχικού στόχου 2020 της Ένωσης για 20 % στην ενεργειακή απόδοση και να προετοιμάσει το έδαφος για περαιτέρω βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης πέραν της προαναφερόμενης χρονολογίας.
Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες που αποσκοπούν στην άρση των φραγμών στην αγορά ενέργειας και στην υπερνίκηση των αδυναμιών της αγοράς που παρεμποδίζουν την απόδοση στον εφοδιασμό και τη χρήση ενέργειας και προβλέπει τη θέσπιση ενδεικτικών εθνικών στόχων ενεργειακής απόδοσης για το 2020.»
17 Το άρθρο 9 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, εφόσον είναι τεχνικώς εφικτό, οικονομικώς εύλογο και ανάλογο προς τη δυνητική εξοικονόμηση ενέργειας, παρέχονται σε ανταγωνιστική τιμή στους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, τηλεθέρμανσης ή τηλεψύξης και ζεστού νερού για οικιακή κατανάλωση, ατομικοί μετρητές που να αντικατοπτρίζουν επακριβώς την πραγματική ενεργειακή κατανάλωση του τελικού καταναλωτή και να παρέχουν πληροφορίες όσον αφορά τον πραγματικό χρόνο χρήσης.
[...]
3. Στην περίπτωση που η θέρμανση και η ψύξη ή το ζεστό νερό ενός κτιρίου παρέχονται από δίκτυο τηλεθέρμανσης ή από κεντρική πηγή που εξυπηρετεί πολλαπλά κτίρια, εγκαθίσταται συσκευή μέτρησης της κατανάλωσης θερμότητας ή ζεστού νερού στον εναλλάκτη θερμότητας ή στο σημείο διανομής.
Σε πολυκατοικίες και σε κτίρια πολλαπλών χρήσεων όπου η θέρμανση/ψύξη παρέχεται από κεντρική πηγή ή δίκτυο τηλεθέρμανσης ή από κεντρικό σημείο παραγωγής που εξυπηρετεί πολλαπλά κτίρια, εγκαθίστανται επίσης ατομικοί μετρητές κατανάλωσης έως την 31η Δεκεμβρίου 2016 για τη μέτρηση της κατανάλωσης για θέρμανση ή ψύξη ή για ζεστό νερό σε κάθε μονάδα, εφόσον αυτό είναι τεχνικά εφικτό και οικονομικώς αποδοτικό. Σε περίπτωση που η χρήση ατομικών μετρητών δεν είναι τεχνικά εφικτή ή οικονομικώς αποδοτική για τη μέτρηση της θερμότητας, χρησιμοποιούνται ατομικοί κατανεμητές κόστους θερμότητας για τη μέτρηση της κατανάλωσης θερμότητας σε κάθε θερμαντικό σώμα, εκτός εάν το κράτος μέλος καταδεικνύει ότι η εγκατάσταση των εν λόγω κατανεμητών κόστους θερμότητας δεν είναι οικονομικώς αποδοτική. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να αναζητούνται εναλλακτικές, οικονομικώς αποδοτικές μέθοδοι για τη μέτρηση της κατανάλωσης θερμότητας.
Στις περιπτώσεις πολυκατοικιών στις οποίες παρέχεται τηλεθέρμανση ή τηλεψύξη ή που τα κοινόχρηστα συστήματα ψύξης ή θέρμανσης σε παρόμοια κτίρια είναι διαδεδομένα, τα κράτη μέλη μπορούν να εισάγουν διαφανείς κανόνες για την κατανομή του κόστους της κατανάλωσης θερμότητας ή ζεστού νερού στα εν λόγω κτίρια για να διασφαλίζουν τη διαφάνεια και την ακρίβεια του καταμερισμού της ατομικής κατανάλωσης. Όπου συντρέχει περίπτωση, οι κανόνες αυτοί περιλαμβάνουν κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο κατανομής του κόστους για τη θέρμανση ή/και το ζεστό νερό ως εξής:
α) ζεστό νερό για οικιακές ανάγκες,
β) θερμότητα που εκλύεται από την εγκατάσταση του κτιρίου με σκοπό τη θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων (στην περίπτωση που τα κλιμακοστάσια και οι διάδρομοι είναι εξοπλισμένοι με θερμαντικά σώματα),
γ) θέρμανση διαμερισμάτων.»
18 Το άρθρο 10, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«Στις περιπτώσεις που οι τελικοί καταναλωτές δεν διαθέτουν τους έξυπνους μετρητές που αναφέρονται στις οδηγίες 2009/72/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 55),] και 2009/73/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 94)], τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, ότι οι πληροφορίες τιμολόγησης είναι ακριβείς και βασίζονται στην πραγματική κατανάλωση, σύμφωνα με το παράρτημα VΙΙ σημείο 1.1, για όλους τους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων των διανομέων ενέργειας, των διαχειριστών συστημάτων διανομής και των εταιρειών λιανικής πώλησης ενέργειας, εφόσον αυτό είναι τεχνικά δυνατό και οικονομικά αιτιολογημένο.»
19 Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2012/27:
«Η οδηγία [2006/32] καταργείται από τις 5 Ιουνίου 2014, εκτός από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 4, και τα παραρτήματα Ι, ΙΙΙ και IV, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών σχετικά με την προθεσμία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο. Το άρθρο 4 παράγραφοι 1 έως 4 και τα παραρτήματα Ι, ΙΙΙ και IV της οδηγίας [2006/32] καταργούνται με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2017.»
20 Το άρθρο 28, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2012/27 έχει ως εξής:
«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις 5 Ιουνίου 2014.»
21 Το παράρτημα VII της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ελάχιστες απαιτήσεις τιμολόγησης και πληροφοριών τιμολόγησης με βάση την πραγματική κατανάλωση», ορίζει στο σημείο 1.1 τα ακόλουθα:
«Προκειμένου οι τελικοί καταναλωτές να μπορούν να ρυθμίζουν την ενεργειακή τους κατανάλωση, η τιμολόγηση θα πρέπει να γίνεται με βάση την πραγματική κατανάλωση τουλάχιστον άπαξ ετησίως, οι δε πληροφορίες για την τιμολόγηση θα πρέπει να διατίθενται τουλάχιστον ανά τρίμηνο εφόσον έχουν ζητηθεί ή οι καταναλωτές έχουν επιλέξει να λαμβάνουν ηλεκτρονική τιμολόγηση, διαφορετικά δύο φορές ανά έτος. Το φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται μόνο για μαγειρική δύναται να εξαιρείται από την απαίτηση αυτή.»
Το βουλγαρικό δίκαιο
Ο νόμος περί ενέργειας
22 Ο zakon za energetikata (νόμος περί ενέργειας), της 9ης Δεκεμβρίου 2003 (DV αριθ. 107, της 9ης Δεκεμβρίου 2003), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο στις κύριες δίκες χρόνο (στο εξής: νόμος περί ενέργειας), περιλαμβάνει τις ακόλουθες διατάξεις:
«133. (2) Η σύνδεση με δίκτυο παροχής ενέργειας των εγκαταστάσεων των καταναλωτών σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία πραγματοποιείται με τη γραπτή συναίνεση αριθμού ιδιοκτητών που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της ιδιοκτησίας του κτιρίου.
[...]
139. (1) Η κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία πραγματοποιείται σύμφωνα με σύστημα κατανομής της κατανάλωσης.
[...]
140. (1) Η κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας μεταξύ των καταναλωτών σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία πραγματοποιείται μέσω:
[...]
2. συσκευών για την κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας, δηλαδή ατομικών κατανεμητών κόστους θέρμανσης που ανταποκρίνονται στις ισχύουσες στη χώρα προδιαγραφές ή ατομικών μετρητών θέρμανσης·
[...]
(3) Οι κεντρικές εγκαταστάσεις θέρμανσης και ζεστού νερού στο κτίριο αποτελούν κοινόχρηστα μέρη της συνιδιοκτησίας.
[...]
142. (1) Η θερμική ενέργεια που προορίζεται για τη θέρμανση κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία ισούται με τη διαφορά μεταξύ της συνολικής ποσότητας θερμικής ενέργειας που προορίζεται για τη διανομή σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και της ποσότητας θερμικής ενέργειας για το ζεστό νερό, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 141, παράγραφος 1.
(2) Η θερμική ενέργεια για τη θέρμανση κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία διαιρείται σε θερμότητα που εκλύεται από την κεντρική εγκατάσταση του κτιρίου, σε θερμική ενέργεια για τη θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων και σε θερμική ενέργεια για τη θέρμανση των διαμερισμάτων.
[...]
149a. (1) Οι καταναλωτές θερμικής ενέργειας σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία μπορούν να αγοράζουν τη θερμική ενέργεια από επιλεγμένο προμηθευτή με τη γραπτή συναίνεση αριθμού συνιδιοκτητών που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της ιδιοκτησίας του κτιρίου.
[...]
153. (1) Όλοι οι ιδιοκτήτες και φορείς εμπράγματου δικαιώματος που αφορά τη χρήση διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή με αυτόνομη διακλάδωσή του, είναι καταναλωτές θερμικής ενέργειας και οφείλουν να εγκαταστήσουν τις προβλεπόμενες στο άρθρο 140, παράγραφος 1, σημείο 2, συσκευές κατανομής της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας στα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους και να πληρώνουν το κόστος της καταναλισκόμενης θερμικής ενέργειας, υπό τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τους κανόνες που θέτει το σχετικό διάταγμα του άρθρου 36, παράγραφος 3.
(2) Όταν αριθμός ιδιοκτητών, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της ιδιοκτησίας του κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή με αυτόνομη διακλάδωσή του, δεν επιθυμούν να είναι καταναλωτές θερμικής ενέργειας για θέρμανση ή ζεστό νερό, οφείλουν να το δηλώσουν γραπτώς στην εταιρία παροχής τηλεθέρμανσης και να ζητήσουν την παύση της παροχής θερμικής ενέργειας για θέρμανση ή ζεστό νερό στον εν λόγω θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή σε αυτόνομη διακλάδωσή του.
[...]
(5) Όταν προβλέπεται σύστημα κατανομής της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας, οι καταναλωτές που κατοικούν σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία δεν έχουν δικαίωμα να εμποδίσουν τη ροή θερμικής ενέργειας προς τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους αποσυνδέοντάς τα υλικώς από την κεντρική εγκατάσταση του κτιρίου.
(6) Οι καταναλωτές που κατοικούν σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι οποίοι εμποδίζουν τη ροή θερμικής ενέργειας προς τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους, παραμένουν καταναλωτές θερμικής ενέργειας όσον αφορά τη θερμότητα που εκλύουν η κεντρική εγκατάσταση του κτιρίου και τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στους κοινόχρηστους χώρους του κτιρίου.»
Ο νόμος για την προστασία των καταναλωτών
23 Το άρθρο 62 του zakon za zashtita na potrebitelite (νόμου για την προστασία των καταναλωτών, DV αριθ. 99, της 9ης Δεκεμβρίου 2005), με τον οποίο μεταφέρθηκε στη βουλγαρική έννομη τάξη το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, ορίζει τα εξής :
«1. Απαγορεύεται η εξ επαχθούς αιτίας παροχή προς τον καταναλωτή μη παραγγελθέντων αγαθών, νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεθέρμανσης ή ψηφιακού περιεχομένου ή μη ζητηθείσας παροχής υπηρεσιών.
2. Σε περίπτωση παροχής μη παραγγελθέντων αγαθών, νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεθέρμανσης ή ψηφιακού περιεχομένου ή μη ζητηθείσας παροχής υπηρεσιών, ο καταναλωτής δεν υποχρεούται να επιστρέψει το αγαθό και δεν οφείλει αμοιβή για το αγαθό ή την υπηρεσία στο πρόσωπο που παρέσχε το εν λόγω αγαθό ή την υπηρεσία.
3. Η μη απάντηση εκ μέρους του καταναλωτή όσον αφορά την παροχή των αγαθών και των υπηρεσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν ισοδυναμεί με συναίνεση.»
Ο νόμος περί ιδιοκτησίας
24 Το άρθρο 38, παράγραφος 1, του zakon za sobstvenostta (νόμου περί ιδιοκτησίας, DV αριθ. 92, της 16ης Νοεμβρίου 1951), ορίζει τα εξής:
«Στα κτίρια των οποίων οι όροφοι ή τμήματα ορόφων ανήκουν σε διαφορετικούς ιδιοκτήτες, το οικόπεδο επί του οποίου ανεγέρθηκε το κτίριο, η αυλή, τα θεμέλια, οι εξωτερικοί τοίχοι, οι εσωτερικοί διαχωριστικοί τοίχοι, οι εσωτερικοί φέροντες τοίχοι, οι κολώνες, οι δοκοί, οι πλάκες, τα πατόξυλα, οι σκάλες, τα πλατύσκαλα, οι στέγες, οι τοίχοι ανάμεσα στις σοφίτες και στις αποθήκες των διαφόρων ιδιοκτητών, οι καμινάδες, οι εξωτερικές πόρτες εισόδου του κτιρίου και οι πόρτες που οδηγούν σε σοφίτες και σε κοινόχρηστες αποθήκες, οι κύριοι αγωγοί όλων των ειδών εγκαταστάσεων και οι κεντρικές συσκευές τους, οι ανελκυστήρες, οι υδρορροές, το θυρωρείο και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο το οποίο, από τη φύση ή τον προορισμό του, χρησιμεύει για κοινή χρήση, ανήκει σε όλους τους ιδιοκτήτες.»
Το διάταγμα περί τηλεθέρμανσης
25 Το άρθρο 70, παράγραφος 1, του naredba za toplosnabdyavaneto αριθ. 16-334 (διατάγματος αριθ. 16-334 περί τηλεθέρμανσης), της 6ης Απριλίου 2007, ορίζει τα ακόλουθα:
«Η ποσότητα θερμικής ενέργειας που μετράται με μετρητή θερμικής ενέργειας σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, συμπεριλαμβανομένων των διαμερισμάτων των καταναλωτών που δεν διαθέτουν συσκευές για την κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας ή εκείνων των οποίων τα θερμαντικά σώματα αφαιρέθηκαν, κατανέμεται σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο παράρτημα.»
26 Το σημείο 6.1 του παραρτήματος του διατάγματος αυτού προβλέπει ότι «[η] ποσότητα θερμικής ενέργειας […] που καταναλώνεται για τη θέρμανση περιλαμβάνει τις ποσότητες θερμότητας που εκλύονται από την κεντρική εγκατάσταση, από τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στους κοινόχρηστους χώρους και από τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στα διαμερίσματα».
27 Περαιτέρω, στο σημείο 6.1.3 του παραρτήματος αυτού αναφέρεται ότι «[η] ποσότητα της θερμικής ενέργειας Qi, εκφραζόμενη σε kWh, η οποία εκλύεται από την κεντρική εγκατάσταση κατανέμεται κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο των διαμερισμάτων σύμφωνα με το σχέδιο κατόψεως».
Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
Η υπόθεση C-708/17
28 Η N. Dimitrova έχει στην κυριότητά της διαμέρισμα σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με το δίκτυο τηλεθέρμανσης.
29 Δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας βάσει του άρθρου 153, παράγραφος 1, του νόμου περί ενέργειας, η EVN παρέχει στο εν λόγω κτίριο τη θερμική ενέργεια που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση, για την παροχή ζεστού νερού και για τη θερμότητα που εκλύεται από την κεντρική εγκατάσταση.
30 Στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής, η εταιρία που πραγματοποιεί την κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας χρέωσε στο διαμέρισμα της N. Dimitrova κατανάλωση αξίας 266,25 βουλγαρικών λέβα (BGN) (περίπου 136 ευρώ) για την περίοδο από την 1η Νοεμβρίου 2012 έως τις 30 Απριλίου 2015.
31 Επειδή η N. Dimitrova δεν κατέβαλε το ποσό αυτό, η EVN πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής από το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Asenovgrad, Βουλγαρία).
32 Η N. Dimitrova προσέβαλε τη διαταγή πληρωμής, προβάλλοντας ότι δεν υπήρχε ενοχική σχέση μεταξύ αυτής και της EVN, ότι δεν αποδείχθηκε η πραγματική ποσότητα θερμικής ενέργειας που καταναλώθηκε και ότι η κατανάλωση που αναγραφόταν στα τιμολόγια που προσκόμισε η EVN δεν αντιστοιχούσε στην πραγματική κατανάλωση ενέργειας, κατά παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32.
33 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, στην υπόθεση αυτή, το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης αφορά τη μη καταβολή των ποσών για την κατανάλωση ενέργειας που εκλύθηκε από την κεντρική εγκατάσταση του κτιρίου, δηλαδή από το σύνολο των αγωγών και των εγκαταστάσεων διανομής και προμήθειας θερμικής ενέργειας εντός του κτιρίου, συμπεριλαμβανομένων των ανοδικών αγωγών της θέρμανσης που διέρχονται από κάθε διαμέρισμα.
34 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά τη νομιμότητα της χρέωσης της κατανάλωσης της ενέργειας που εκλύθηκε, σε κάθε διαμέρισμα, από την κεντρική εγκατάσταση ενός κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, στην περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, η χρέωση αυτή καθορίστηκε κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματος σύμφωνα με το κατασκευαστικό σχέδιο του κτιρίου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ποσότητα θερμότητας που πράγματι εκλύθηκε στο διαμέρισμα αυτό. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η N. Dimitrova δεν χρησιμοποιεί θερμική ενέργεια ούτε για τη θέρμανση του διαμερίσματός της ούτε για την παροχή ζεστού νερού για οικιακή χρήση.
35 Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα, βάσει του άρθρου 27 της οδηγίας 2011/83, να μην καταβάλει τη δαπάνη για την παρασχεθείσα θερμική ενέργεια την οποία δεν ζήτησε. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, με την ερμηνευτική απόφαση της 25ης Μαΐου 2017, η οποία είναι δεσμευτική για τα κατώτερα δικαστήρια, το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) έκρινε ότι ο νόμος περί ενέργειας, ειδικότερα το άρθρο 153, παράγραφος 6, του νόμου αυτού, δεν αντίκειται στο άρθρο 62 του νόμου για την προστασία των καταναλωτών, δεδομένου ότι δεν εναπόκειται σε κάθε μεμονωμένο συνιδιοκτήτη, αλλά στην πλειοψηφία των συνιδιοκτητών να ζητήσει την παροχή θέρμανσης στα κτίρια επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και, γενικώς, να αποφασίζει αν και πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται τα κοινόχρηστα μέρη και, ως εκ τούτου, ως καταναλώτρια της υπηρεσίας αυτής πρέπει να θεωρηθεί η ένωση συνιδιοκτητών στο σύνολό της.
36 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Assénovgrad) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Είναι αντίθετη προς το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας [2006/32] η δυνατότητα της εταιρίας παροχής τηλεθερμάνσεως να τιμολογεί την καταναλισκόμενη θερμότητα που εκλύεται από τροφοδοτούμενη με τηλεθέρμανση εγκατάσταση κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο των ιδιόκτητων διαμερισμάτων σύμφωνα με το σχέδιο κατόψεως, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πραγματική ποσότητα θερμότητας που εκλύεται στα επιμέρους διαμερίσματα;
2) Είναι συμβατή με το άρθρο 27 της οδηγίας [2011/83] εθνική ρύθμιση κατά την οποία οι καταναλωτές που είναι ιδιοκτήτες διαμερισμάτων σε κτίρια υπαγόμενα στις διατάξεις περί οριζοντίου ιδιοκτησίας και οι οποίοι διέκοψαν τη χρήση της θερμότητας, είτε επειδή αφαίρεσαν οι ίδιοι τα θερμαντικά σώματα στα διαμερίσματά τους είτε επειδή, κατόπιν αιτήματός τους, η εκπομπή θερμότητας από τα θερμαντικά σώματα κατέστη τεχνικά αδύνατη κατόπιν ενεργειών υπαλλήλων της εταιρίας παροχής τηλεθερμάνσεως, πρέπει να χρεώνονται για παρασχεθείσα αλλά μη χρησιμοποιηθείσα θερμότητα, η οποία εκλύεται από την τροφοδοτούμενη με τηλεθέρμανση εγκατάσταση του κτιρίου;
3) Συνεπάγεται μια τέτοια εθνική ρύθμιση αθέμιτες εμπορικές πρακτικές κατά την έννοια της οδηγίας [2005/29];»
Η υπόθεση C-725/17
37 Ο M. Dimitrov έχει στην κυριότητά του, από τις 2 Δεκεμβρίου 2003, ένα διαμέρισμα σε κτίριο που διαθέτει κεντρική εγκατάσταση θέρμανσης και ζεστού νερού, η οποία διέρχεται από κάθε διαμέρισμα της συνιδιοκτησίας και εξέρχεται από τον θερμικό υποσταθμό καταναλωτή που είναι εξοπλισμένος με κοινό μετρητή θέρμανσης.
38 Η θερμική ροή που τροφοδοτεί τη συγκεκριμένη εγκατάσταση παρέχεται από την Toplofikatsia Sofia δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ της τελευταίας και της ένωσης συνιδιοκτητών του κτιρίου στο οποίο βρίσκεται η κατοικία του M. Dimitrov. Η σύμβαση αυτή συνήφθη στις 4 Δεκεμβρίου 2004 με τη διαμεσολάβηση της «Termokomplekt» OOD, η οποία ήταν επίσης επιφορτισμένη με τον καταμερισμό της ατομικής κατανάλωσης θερμότητας.
39 Επειδή ο M. Dimitrov δεν κατέβαλε τη δαπάνη παροχής θέρμανσης και ζεστού νερού από την Toplofikatsia Sofia για την περίοδο από την 1η Μαΐου 2014 έως τις 30 Απριλίου 2016, η EVN προσέφυγε ενώπιον του Sofiyski rayonen sad (περιφερειακού δικαστηρίου Σόφιας, Βουλγαρία) ζητώντας την καταβολή των οφειλόμενων ποσών.
40 Κατά το αιτούν δικαστήριο, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τα ζητήματα αν, εν προκειμένω, έχει γεννηθεί συμβατική σχέση, αν πρέπει να καταβάλλονται οι δαπάνες που αφορούν την κατανομή της κατανάλωσης και τις ζημίες σε κοινόχρηστα μέρη του κτιρίου όταν χρησιμοποιούνται ή δεν χρησιμοποιούνται στοιχεία της σύνθετης υπηρεσίας που συνίσταται στην παροχή θέρμανσης και ζεστού νερού και, τέλος, αν ο ιδιοκτήτης κατοικίας που βρίσκεται σε κτίριο όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη πρέπει να θεωρηθεί ως καταναλωτής.
41 Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι, με απόφαση της 22ας Απριλίου 2010, το Konstitutsionen sad (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) έκρινε ότι, δυνάμει του άρθρου 153, παράγραφος 1, του νόμου για την ενέργεια, όλοι οι ιδιοκτήτες και οι φορείς εμπραγμάτου δικαιώματος που αφορά τη χρήση διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή με αυτόνομη διακλάδωσή του, είναι καταναλωτές θερμικής ενέργειας και οφείλουν να εγκαταστήσουν στα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους συσκευές κατανομής της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας και να πληρώνουν τη δαπάνη για την καταναλισκόμενη θερμική ενέργεια υπό τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τους κανόνες που θέτει το διάταγμα το οποίο μνημονεύεται στη διάταξη αυτή.
42 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι οι συμβαλλόμενοι δεν μπορούν να συνομολογούν συμβατικές ρήτρες, καθόσον οι ρήτρες αυτές καθορίζονται μονομερώς από την Toplofikatsia Sofia στους γενικούς όρους πώλησης και καθόσον η τιμή καθορίζεται με διοικητική πράξη από την Komisia za energiyno i vodno regulirane (Ρυθμιστική επιτροπή ενέργειας και υδάτων, Βουλγαρία). Επομένως, η επίμαχη έννομη σχέση ομοιάζει περισσότερο με φορολογική υποχρέωση παρά με σύμβαση, λαμβανομένου επίσης υπόψη του γεγονότος ότι η Toplofikatsia Sofia είναι οντότητα που κατέχει μονοπώλιο και ανήκει στον Δήμο Σόφιας (Βουλγαρία).
43 Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, στα κτίρια επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, η σχετική ρύθμιση επιτρέπει στους καταναλωτές να εμποδίσουν τη ροή ζεστού νερού και να σφραγίσουν τα θερμαντικά σώματα σε συγκεκριμένο διαμέρισμα, αλλά δεν τους επιτρέπει να διακόψουν το τελευταίο μέρος της παροχής υπηρεσιών από την Toplofikatsia Sofia, δηλαδή την κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας.
44 Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Sofiyski Rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
«1) H οδηγία [2011/83] εξαιρεί μεν από το πεδίο εφαρμογής της τις διατάξεις του κλασικού ενοχικού δικαίου που αφορούν τη σύναψη συμβάσεων, εξαιρεί όμως και τη ρύθμιση αυτού του άκρως ιδιάζοντος και εκ του νόμου προβλεπόμενου πλαισίου δημιουργίας συμβατικών σχέσεων;
2) Εφόσον η οδηγία δεν εξαιρεί στην περίπτωση αυτή μια εθνική ρύθμιση: πρόκειται για σύμβαση κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής ή για άλλου είδους σχέση; Είτε πρόκειται περί συμβάσεως είτε όχι, τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση η οδηγία;
3) Εμπίπτει το συγκεκριμένο είδος de facto συμβάσεων στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ανεξάρτητα από τον χρόνο γενέσεώς τους ή ισχύει αυτή μόνο για νεοαποκτηθείσες ή, υπό τη στενότερη έννοια, νεόδμητες κατοικίες (ήτοι εγκαταστάσεις καταναλωτή για τις οποίες έχει υποβληθεί αίτηση συνδέσεως στο δίκτυο παροχής τηλεθερμάνσεως);
4) Σε περίπτωση που η οδηγία [2011/83] τυγχάνει εφαρμογής: αντιβαίνει η εθνική ρύθμιση στις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, οι οποίες προβλέπουν το δικαίωμα ή την κατ’ αρχήν δυνατότητα καταγγελίας της εννόμου σχέσεως;
5) Επομένως, σε περίπτωση που θα πρέπει να συναφθεί σύμβαση, απαιτείται συγκεκριμένη μορφή συμβάσεως και ποιο θα πρέπει να είναι το εύρος των παρεχόμενων στον καταναλωτή (εν προκειμένω στον κάθε ιδιοκτήτη κατοικίας και όχι στην κοινωνία των συνιδιοκτητών) πληροφοριών; Επηρεάζει η έλλειψη έγκαιρης και προσβάσιμης πληροφορήσεως τη γένεση της εννόμου σχέσεως;
6) Απαιτείται ρητό αίτημα του καταναλωτή, ήτοι εκπεφρασμένη βούλησή του που έχει περιβληθεί ορισμένο τύπο, προκειμένου αυτός να καταστεί μέρος μιας τέτοιας εννόμου σχέσεως;
7) Σε περίπτωση συνάψεως συμβάσεως, είτε αυτή έχει περιβληθεί ορισμένο τύπο είτε όχι, αποτελεί η θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων του κτιρίου (ιδίως του κλιμακοστασίου) μέρος του αντικειμένου της συμβάσεως και θεωρείται ότι ο καταναλωτής έχει ζητήσει το συγκεκριμένο μέρος της υπηρεσίας σε περίπτωση που δεν υπάρχει σχετικό ρητό αίτημα από μέρους του ή ακόμη και από την κοινωνία των συνιδιοκτητών (στην περίπτωση που, επί παραδείγματι, αφαιρέθηκαν τα θερμαντικά σώματα, πράγμα που ισχύει στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι δε εμπειρογνώμονες δεν αναφέρουν την ύπαρξη θερμαντικών σωμάτων στους κοινόχρηστους χώρους του κτιρίου);
8) Κατόπιν των ανωτέρω, έχει σημασία (ή συνεπάγεται κάποια διαφορά) για την ιδιότητα του ιδιοκτήτη διαμερίσματος ως καταναλωτή που έχει ζητήσει τη θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων του κτιρίου το ότι έχει διακοπεί η παροχή θερμάνσεως στο διαμέρισμά του;»
45 Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2018 αποφασίσθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C-47/17 και C‑48/17, προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
46 Επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο εναπόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, το εθνικό δικαστήριο διατύπωσε το προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για να αποφανθεί επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν στα υποβληθέντα ερωτήματα γίνεται μνεία των στοιχείων αυτών. Συναφώς, στο Δικαστήριο εναπόκειται να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, TC, C-492/18 PPU, EU:C:2019:108, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
47 Πρώτον, στο πλαίσιο της υπόθεσης C-725/17, τα ερωτήματα που υπέβαλε το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) αφορούν, εν μέρει, τον τρόπο γενέσεως της σύμβασης για την παροχή θερμικής ενέργειας από τον προμηθευτή τηλεθέρμανσης και, ειδικότερα, την έλλειψη συναίνεσης του ιδιοκτήτη διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία κατά τη σύναψη της σύμβασης παροχής ενέργειας.
48 Σύμφωνα με το άρθρο της 3, παράγραφος 5, η οδηγία 2011/83 δεν θίγει το εθνικό γενικό δίκαιο περί συμβάσεων, όπως τους κανόνες εγκυρότητας, διαμόρφωσης ή αποτελέσματος μιας σύμβασης, στον βαθμό που στην οδηγία αυτή δεν ρυθμίζονται γενικές έννοιες του δικαίου των συμβάσεων. Η αιτιολογική σκέψη 14 της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει συναφώς ότι η οδηγία δεν θα πρέπει, κατά συνέπεια, να θίγει την εθνική νομοθεσία που ρυθμίζει για παράδειγμα τη σύναψη ή την εγκυρότητα μιας σύμβασης, όπως ιδίως σε περίπτωση απουσίας συναίνεσης.
49 Εξάλλου, από τα στοιχεία που προσκόμισαν τα αιτούντα δικαστήρια προκύπτει ότι οι διαφορές της κύριας δίκης αφορούν, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι η Ν. Dimitrova και ο Μ. Dimitrov αμφισβητούν, στηριζόμενοι στο άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, τα ποσά που τους χρέωσε ο προμηθευτής θερμικής ενέργειας, διότι δεν υπέβαλαν ατομικό αίτημα για την παροχή της εν λόγω θερμικής ενέργειας και διότι δεν τη χρησιμοποιούν.
50 Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-708/17, καθώς και με τα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C-725/17, τα αιτούντα δικαστήρια ερωτούν, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 2005/29, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι οι ιδιοκτήτες διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης υποχρεούνται να συμβάλλουν στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου, μολονότι δεν υπέβαλαν ατομικό αίτημα για την παροχή θέρμανσης και δεν τη χρησιμοποιούν στο διαμέρισμά τους.
51 Δεύτερον, για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί στο πλαίσιο της υπόθεσης C-708/17, το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Asenovgrad), με το πρώτο προδικαστικό του ερώτημα, ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τις διατάξεις της οδηγίας 2006/32, ειδικότερα το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι οι χρεώσεις των τελικών καταναλωτών ενέργειας βασίζονται στην πραγματική κατανάλωση.
52 Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27, η οποία αντικατέστησε την οδηγία 2006/32, η οδηγία 2006/32 καταργήθηκε από τις 5 Ιουνίου 2014. Ομοίως, δυνάμει του άρθρου 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την οδηγία αυτήν το αργότερο έως τις 5 Ιουνίου 2014. Εξάλλου, η οδηγία αυτή δεν περιέχει καμία ειδική διάταξη όσον αφορά τη διαχρονική εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 2006/32 τις οποίες αντικατέστησε.
53 Επομένως, δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης στο πλαίσιο της υποθέσεως C-708/17 αφορούν την περίοδο από την 1η Νοεμβρίου 2012 έως τις 30 Απριλίου 2015, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 67 των προτάσεών του, πρέπει, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, το πρώτο ερώτημα στην υπόθεση C-708/17 να εξεταστεί υπό το πρίσμα των διατάξεων των οδηγιών 2006/32 και 2012/27.
54 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Asenovgrad) ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32 και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις που αφορούν την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑708/17 και επί των προδικαστικών ερωτημάτων στην υπόθεση C-725/17
Ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2011/83
55 Υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 2011/83 εφαρμόζεται, κατά το άρθρο της 3, παράγραφος 1, βάσει των όρων και στον βαθμό που ορίζεται στις διατάξεις της, σε οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται μεταξύ ενός εμπόρου και ενός καταναλωτή. Κατά την ίδια διάταξη, η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται επίσης σε συμβάσεις προμήθειας νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας ή τηλεθέρμανσης, μεταξύ άλλων και από δημόσιους παρόχους, στον βαθμό που τα προϊόντα αυτά παρέχονται βάσει συμβάσεως.
56 Εξάλλου, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/83 ορίζει ως «καταναλωτή» κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο των συμβάσεων που καλύπτει η οδηγία, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, συναφώς, ότι η έννοια αυτή καλύπτει κάθε ιδιώτη που δεν αναπτύσσει εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Kamenova, C-105/17, EU:C:2018:808, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
57 Επομένως, για την ερμηνεία της οδηγίας αυτής, η έννοια του «καταναλωτή» έχει πρωταρχική σημασία και οι διατάξεις της έχουν διαμορφωθεί κατά βάση με γνώμονα τη θέση του καταναλωτή ως αποδέκτη και ως θύματος αθέμιτων εμπορικών πρακτικών (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs, C-59/12, EU:C:2013:634, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
58 Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρέσχαν τα αιτούντα δικαστήρια προκύπτει ότι, τόσο στην υπόθεση C-708/17 όσο και στην υπόθεση C‑725/17, υφίσταται σύμβαση παροχής θερμικής ενέργειας για την τροφοδοσία του κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και ότι, βάσει της σύμβασης αυτής, οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων του κτιρίου αυτού είναι αποδέκτες των χρεώσεων για την κατανάλωση θερμικής ενέργειας των κεντρικών εγκαταστάσεων και των κοινόχρηστων μερών του εν λόγω κτιρίου.
59 Συγκεκριμένα, από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 149a, παράγραφος 1, και του άρθρου 153, παράγραφος 1, του νόμου περί ενέργειας προκύπτει ότι, βάσει της συναφθείσας με τον προμηθευτή ενέργειας σύμβασης, πελάτες του είναι οι ιδιοκτήτες και οι φορείς εμπράγματου δικαιώματος που αφορά τη χρήση διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή με αυτόνομη διακλάδωσή του. Στον βαθμό που οι εν λόγω ιδιοκτήτες ή φορείς είναι φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν αναπτύξει εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες, είναι καταναλωτές, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/83. Συνεπώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του, οι επίμαχες στην κύρια δίκη συμβάσεις εμπίπτουν στην κατηγορία των συμβάσεων προμήθειας τηλεθέρμανσης που έχουν συναφθεί μεταξύ εμπόρου και καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.
60 Όσον αφορά τη ratione temporis εφαρμογή της οδηγίας 2011/83, η εν λόγω οδηγία περιλαμβάνει μια ειδική διάταξη η οποία καθορίζει ρητώς τις προϋποθέσεις διαχρονικής εφαρμογής των διατάξεών της. Συγκεκριμένα, το άρθρο 28, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 13 Ιουνίου 2014.
61 Εν προκειμένω, δεδομένου ότι στις δικογραφίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τις ημερομηνίες συνάψεως των επίμαχων στην κύρια δίκη συμβάσεων, στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να προσδιορίσουν αν οι συμβάσεις αυτές συνήφθησαν μετά την εν λόγω ημερομηνία της 13ης Ιουνίου 2014, προκειμένου να κρίνουν αν η οδηγία 2011/83 έχει εφαρμογή ratione temporis.
Επί της ουσίας
62 Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑708/17 και με τα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C-725/17, τα αιτούντα δικαστήρια διερωτώνται, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 2005/29, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι οι ιδιοκτήτες διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης υποχρεούνται να συμβάλλουν στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου, μολονότι δεν υπέβαλαν ατομικό αίτημα για την παροχή θέρμανσης και δεν τη χρησιμοποιούν στο διαμέρισμά τους.
63 Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, ο καταναλωτής απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αντιπαροχής για τη μη παραγγελθείσα προμήθεια αγαθών, νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεθέρμανσης ή ψηφιακού περιεχομένου ή παροχή υπηρεσιών, που απαγορεύεται από το άρθρο 5, παράγραφος 5, και από το παράρτημα I, σημείο 29, της οδηγίας 2005/29, και ότι η μη απάντηση εκ μέρους του καταναλωτή σε περίπτωση παροχής μη παραγγελθέντων δεν ισοδυναμεί με συναίνεση. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 60 της οδηγίας 2011/83, η πρακτική αυτή συνιστά, πράγματι, αθέμιτη εμπορική πρακτική η οποία απαγορεύεται από την οδηγία 2005/29.
64 Η παροχή μη παραγγελθέντων ορίζεται στην αιτιολογική αυτή σκέψη ως η «μη παραγγελθείσα προμήθεια αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε καταναλωτές». Το Δικαστήριο έχει επισημάνει, συναφώς, ότι «παροχή μη παραγγελθέντων», κατά την έννοια του σημείου 29 του παραρτήματος I της οδηγίας 2005/29, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, αποτελεί, μεταξύ άλλων, η απαίτηση του εμπόρου προς τον καταναλωτή να καταβάλει πληρωμή για προϊόν ή υπηρεσία που δεν έχει ζητήσει (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Wind Tre και Vodafone Italia, C-54/17 και C-55/17, EU:C:2018:710, σκέψη 43).
65 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών του, το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83 αποσκοπεί επομένως στο να εμποδίσει τον έμπορο να επιβάλει στον καταναλωτή συμβατική σχέση στην οποία ο καταναλωτής δεν συναίνεσε ελεύθερα.
66 Εν προκειμένω, το άρθρο 133, παράγραφος 2, του νόμου περί ενέργειας προβλέπει ότι η σύνδεση των εγκαταστάσεων των καταναλωτών σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία πραγματοποιείται με τη γραπτή συναίνεση αριθμού ιδιοκτητών που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της ιδιοκτησίας του κτιρίου.
67 Όπως προκύπτει εξάλλου και από τα παρασχεθέντα από τα αιτούντα δικαστήρια στοιχεία, το άρθρο 153, παράγραφος 1, του νόμου αυτού προβλέπει ότι οι ιδιοκτήτες και οι φορείς εμπράγματου δικαιώματος που αφορά τη χρήση διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή με αυτόνομη διακλάδωσή του είναι καταναλωτές θερμικής ενέργειας. Ως εκ τούτου, υποχρεούνται να τοποθετούν συσκευές για την κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας στα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους και να πληρώνουν τις σχετικές με την κατανάλωση θερμικής ενέργειας δαπάνες. Περαιτέρω, το άρθρο 153, παράγραφος 6, του εν λόγω νόμου διευκρινίζει ότι οι καταναλωτές οι οποίοι κατοικούν σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και οι οποίοι εμποδίζουν τη ροή θερμικής ενέργειας προς τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους παραμένουν καταναλωτές θερμικής ενέργειας όσον αφορά τη θερμότητα που εκλύει η κεντρική εγκατάσταση του κτιρίου και τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στους κοινόχρηστους χώρους του κτιρίου.
68 Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η παροχή της θέρμανσης σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία απορρέει από αίτηση που υποβλήθηκε για λογαριασμό του συνόλου των συνιδιοκτητών, σύμφωνα με τους ειδικούς κανόνες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο περί συνιδιοκτησίας.
69 Συναφώς, όσον αφορά το γεγονός ότι, όπως εν προκειμένω, οι συγκεκριμένοι συνιδιοκτήτες δεν συμμετείχαν στη λήψη της απόφασης αυτής ή αντιτάχθηκαν σε αυτήν, το Δικαστήριο έχει κρίνει προσφάτως ότι, στο πλαίσιο διαφοράς που αφορά υποχρέωση πληρωμής απορρέουσα από απόφαση της ειδικά συσταθείσας βάσει του βουλγαρικού νόμου γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών, κάθε συνιδιοκτήτης, αποκτώντας και διατηρώντας την ιδιότητα αυτή, συμφωνεί να υπόκειται στο σύνολο των διατάξεων της πράξεως που ρυθμίζει τη συγκεκριμένη συνιδιοκτησία, όπως και στις αποφάσεις που λαμβάνονται από τη γενική συνέλευση των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας αυτής (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Kerr, C‑25/18, EU:C:2019:376, σκέψη 29).
70 Υπό τις συνθήκες αυτές, η τροφοδοσία με θερμική ενέργεια της κεντρικής εγκατάστασης και, κατά συνέπεια, των κοινόχρηστων μερών κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, η οποία πραγματοποιείται κατόπιν της αποφάσεως που έλαβαν οι συνιδιοκτήτες του κτιρίου αυτού να το συνδέσουν με τηλεθέρμανση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη ζητηθείσα παροχή τηλεθέρμανσης, κατά την έννοια του άρθρου 27 της οδηγίας 2011/83.
71 Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-708/17 και στα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C‑725/17 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 2005/29, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι οι ιδιοκτήτες διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης υποχρεούνται να συμβάλλουν στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου, μολονότι δεν υπέβαλαν ατομικό αίτημα για την παροχή θέρμανσης και δεν τη χρησιμοποιούν στο διαμέρισμά τους.
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-708/17
72 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-708/17, το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Asenovgrad) ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32 και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις που αφορούν την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του.
73 Για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια μέθοδος χρέωσης δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑708/17 υπενθυμίζει ότι η μέθοδος αυτή δεν επιτρέπει να προσδιοριστεί, για κάθε ένοικο του κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, η πραγματική κατανάλωση θερμικής ενέργειας που εκλύεται από την κεντρική εγκατάσταση η οποία διέρχεται από το διαμέρισμά του. Οι οδηγίες 2006/32 και 2012/27 επιβάλλουν, όμως, στους προμηθευτές ενέργειας την υποχρέωση να χρεώνουν στον τελικό καταναλωτή μόνον αυτό που πράγματι καταναλώνει, γεγονός που αποκλείει, επομένως, τη χρέωση που υπολογίζεται κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του συγκεκριμένου διαμερίσματος.
74 Εντούτοις, ούτε από το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32 και του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27 ούτε από την όλη οικονομία και τον σκοπό της ρύθμισης στην οποία εντάσσονται οι διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι εν λόγω διατάξεις επιβάλλουν μια τέτοια υποχρέωση.
75 Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι οδηγίες 2006/32 και 2012/27 έχουν ως σκοπό, όπως υπενθυμίζεται στο άρθρο 1 αμφοτέρων των εν λόγω οδηγιών, να προωθήσουν τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. Στο πλαίσιο αυτό και όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 20 της οδηγίας 2006/32 και από την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2012/27, για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού απαιτείται η συμμετοχή ολόκληρης της ενεργειακής αλυσίδας, από τον παραγωγό ενέργειας έως τον τελικό καταναλωτή.
76 Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 29 της οδηγίας 2006/32 διευκρινίζει ότι, για να μπορούν οι τελικοί καταναλωτές να λαμβάνουν καλύτερα ενημερωμένες αποφάσεις σχετικά με την ατομική τους κατανάλωση ενέργειας, θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους εύλογο αριθμό πληροφοριών και άλλη συναφή ενημέρωση, π.χ. για τα υπάρχοντα μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, συγκριτικές περιγραφές τελικών καταναλωτών ή αντικειμενικές τεχνικές προδιαγραφές για τις συσκευές που χρησιμοποιούν ενέργεια, συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του «τετραπλασιαστή» ή παρόμοιων συσκευών.
77 Για τον λόγο αυτό, το άρθρο 13 παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά περίπτωση, η χρέωση που πραγματοποιείται από τους διανομείς ενέργειας, τους διαχειριστές συστημάτων διανομής και τις εταιρίες λιανικής πώλησης ενέργειας βασίζεται στην πραγματική ενεργειακή κατανάλωση.
78 Γεγονός παραμένει ότι, όπως τόνισε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 74 των προτάσεών του, η χρήση, στη διάταξη αυτή, της φράσης «κατά περίπτωση» καταδεικνύει ότι η εν λόγω διάταξη πρέπει κατ’ ανάγκην να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.
79 Ωστόσο, η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρει ότι, εφόσον είναι «τεχνικώς εφικτό, οικονομικώς εύλογο και ανάλογο προς τη δυνητική εξοικονόμηση ενέργειας», τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι παρέχονται στους τελικούς καταναλωτές, μεταξύ άλλων, ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεθέρμανσης ατομικοί μετρητές που μετρούν επακριβώς την πραγματική ενεργειακή κατανάλωσή τους.
80 Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2006/32 και, ειδικότερα, από την έκθεση του Κοινοβουλίου, της 2ας Μαΐου 2005, σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί της ενεργειακής απόδοσης κατά την τελική χρήση και των ενεργειακών υπηρεσιών (A6-0130/2005), ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να λάβει υπόψη, όσον αφορά την εγκατάσταση των ατομικών μετρητών που καθιστούν δυνατή τη μέτρηση της πραγματικής και αποτελεσματικής κατανάλωσης του τελικού καταναλωτή, το εφικτό της εγκατάστασης αυτής σε ενίοτε πολύ παλαιά κτίρια, εκτιμώντας ότι δεν είναι πάντοτε ρεαλιστικό, εύλογο ή αναλογικό να πραγματοποιηθεί η εγκατάσταση αυτή, λαμβανομένων υπόψη των υπερβολικών δαπανών που θα μπορούσε να προκαλέσει.
81 Επομένως, στο μέτρο που δεν είναι πάντοτε εφικτή η εγκατάσταση ατομικών μετρητών, οι χρεώσεις μπορούν να στηρίζονται στην πραγματική κατανάλωση ενέργειας μόνον όταν αυτό είναι τεχνικά εφικτό, πράγμα που επιβεβαιώνει εξάλλου η χρήση, στο άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32, της φράσης «κατά περίπτωση».
82 Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2012/27, ειδικότερα δε από την έκθεση του Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ενεργειακή απόδοση και την κατάργηση των οδηγιών 2004/8/ΕΚ και 2006/32/ΕΚ, της 30ής Ιουλίου 2012 (A7‑0265/2012), καθίσταται προφανές ότι οι ίδιες ανησυχίες ελήφθησαν υπόψη από τον νομοθέτη της Ένωσης κατά την αναδιατύπωση της οδηγίας 2006/32 και εκφράζονται εκ νέου στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στο άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, και στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27.
83 Συγκεκριμένα, το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι, εφόσον είναι τεχνικώς εφικτό, οικονομικώς εύλογο και ανάλογο προς τη δυνητική εξοικονόμηση ενέργειας, παρέχονται σε ανταγωνιστική τιμή στους τελικούς καταναλωτές ενέργειας ατομικοί μετρητές που αναγράφουν επακριβώς την πραγματική ενεργειακή κατανάλωσή τους. Όσον αφορά τη χρέωση, το άρθρο 10, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι, στις περιπτώσεις που οι τελικοί καταναλωτές δεν διαθέτουν τους ευφυείς μετρητές που αναφέρονται στις οδηγίες 2009/72 και 2009/73, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, ότι οι πληροφορίες τιμολόγησης είναι ακριβείς και βασίζονται στην πραγματική κατανάλωση, σύμφωνα με το παράρτημα VII, σημείο 1.1, εφόσον αυτό είναι τεχνικά δυνατόν και οικονομικά αιτιολογημένο.
84 Πρέπει να προστεθεί ότι η ιδιαιτερότητα των κτιρίων επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και τα οποία τροφοδοτούνται από δίκτυο θέρμανσης ελήφθη υπόψη από τον νομοθέτη της Ένωσης στην οδηγία 2012/27. Πράγματι, μολονότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν την τοποθέτηση ατομικών μετρητών στα εν λόγω κτίρια έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016, η ίδια διάταξη ορίζει ότι, όταν δεν είναι οικονομικά αποδοτικό ή τεχνικά εφικτό να χρησιμοποιηθούν αυτοί οι ατομικοί μετρητές, χρησιμοποιούνται ατομικοί κατανεμητές κόστους θέρμανσης για τη μέτρηση της κατανάλωσης θέρμανσης σε κάθε θερμαντικό σώμα, εκτός εάν το κράτος μέλος αποδείξει ότι η εγκατάσταση των εν λόγω κατανεμητών δεν είναι οικονομικά αποδοτική. Στις περιπτώσεις αυτές, μπορούν να αναζητηθούν άλλες οικονομικά αποδοτικές μέθοδοι για τη μέτρηση της κατανάλωσης θέρμανσης.
85 Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση του Δικαστηρίου, σε τέτοια κτίρια επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη, δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι είναι δυνατή η πλήρης εξατομίκευση των χρεώσεων που αφορούν τη θέρμανση, ιδίως ως προς την κεντρική εγκατάσταση και τα κοινόχρηστα μέρη.
86 Όσον αφορά, ειδικότερα, την κεντρική εγκατάσταση, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι μπορεί να είναι δυσχερές, αν όχι αδύνατο, όπως υποστηρίζει η EVN, να καθοριστεί με ακρίβεια η ποσότητα της θερμότητας που εκλύεται από την εγκατάσταση αυτή σε κάθε διαμέρισμα. Πράγματι, η ποσότητα αυτή δεν περιλαμβάνει μόνον τη θερμότητα που εκλύεται στο εσωτερικό του συγκεκριμένου διαμερίσματος από τα υλικά στοιχεία της κεντρικής εγκατάστασης, όπως είναι οι αγωγοί και οι σωληνώσεις που διέρχονται από το διαμέρισμα αυτό, αλλά και τις ανταλλαγές θερμότητας μεταξύ των θερμαινόμενων και των μη θερμαινόμενων χώρων. Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 85 των προτάσεών του, τα διαμερίσματα σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία δεν είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους από άποψη θέρμανσης, δεδομένου ότι η θερμότητα κυκλοφορεί μεταξύ των θερμαινόμενων και των λιγότερο ή καθόλου θερμαινόμενων χώρων.
87 Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι είναι τεχνικώς δυσχερής ο προσδιορισμός της ατομικής κατανάλωσης κάθε ενοίκου του κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία όσον αφορά τη θερμική ενέργεια που εκλύει η κεντρική εγκατάσταση.
88 Όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού για τη χρέωση που αφορά την κατανάλωση θερμικής ενέργειας στα κτίρια επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, επισημαίνεται ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο χειρισμών. Πράγματι, όπως προκύπτει τόσο από την αιτιολογική σκέψη 12 και από το άρθρο 1 της οδηγίας 2006/32 όσο και από την αιτιολογική σκέψη 20 και από το άρθρο 1 της οδηγίας 2012/27, σκοπός των δύο αυτών οδηγιών είναι να παράσχουν στα κράτη μέλη ένα κοινό πλαίσιο που θα τους επιτρέψει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, καταλείποντας συγχρόνως σε αυτά την επιλογή του τρόπου εφαρμογής του (πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Saras Energía, C‑561/16, EU:C:2018:633, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
89 Προς τούτο, το άρθρο 9, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2012/27 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν διαφανείς κανόνες για την κατανομή των δαπανών που αφορούν τη θερμική κατανάλωση ή το ζεστό νερό, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να καθίσταται εφικτή η διάκριση μεταξύ των δαπανών που προκύπτουν από την κατανάλωση, αντιστοίχως, του ζεστού νερού που προορίζεται για τις οικιακές ανάγκες, της θερμότητας που εκλύεται από την εγκατάσταση του κτιρίου για τη θέρμανση των κοινοχρήστων χώρων και της θέρμανσης των διαμερισμάτων.
90 Εν προκειμένω η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση συνάδει, κατά τα φαινόμενα, προς τις κατευθυντήριες γραμμές που περιέχονται στη διάταξη αυτή, καθόσον προβλέπει ότι οι δαπάνες θερμικής κατανάλωσης κατανέμονται μεταξύ των δαπανών που αντιστοιχούν στη θερμότητα που εκλύει η κεντρική εγκατάσταση, των δαπανών για τη θερμική ενέργεια που προορίζεται για τη θέρμανση των κοινοχρήστων μερών και των δαπανών που αφορούν τη θερμική ενέργεια που προορίζεται για τη θέρμανση των διαμερισμάτων.
91 Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος περιθωρίου χειρισμών που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η οδηγία 2006/32 και η οδηγία 2012/27 δεν αντιτίθενται σε μέθοδο υπολογισμού της θερμότητας που εκλύεται από την κεντρική εγκατάσταση η οποία βασίζεται στην αναλογία του θερμαινόμενου όγκου κάθε διαμερίσματος.
92 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-708/17 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32 και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις που αφορούν την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη διαμερίσματος του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του.
Επί των δικαστικών εξόδων
93 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων, σ’ αυτά εναπόκειται να αποφανθούν επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές»), έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι οι ιδιοκτήτες διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης υποχρεούνται να συμβάλλουν στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου, μολονότι δεν υπέβαλαν ατομικό αίτημα για την παροχή θέρμανσης και δεν τη χρησιμοποιούν στο διαμέρισμά τους.
2) Το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, για την ενεργειακή απόδοση κατά την τελική χρήση και τις ενεργειακές υπηρεσίες και για την κατάργηση της οδηγίας 93/76/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για την ενεργειακή απόδοση, την τροποποίηση των οδηγιών 2009/125/ΕΚ και 2010/30/ΕΕ και την κατάργηση των οδηγιών 2004/8/ΕΚ και 2006/32/ΕΚ, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις που αφορούν την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη διαμερίσματος του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του.
(υπογραφές)
Υποθέσεις C-708/17 και C-725/17 Προδικαστική παραπομπή - Προστασία των καταναλωτών - Οδηγία 2011/83/ΕΕ - Δίκαιο των καταναλωτών - Άρθρο 2, παράγραφος 1 - Έννοια του όρου “καταναλωτής” - Άρθρο 3, παράγραφος 1 - Σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή - Σύμβαση που αφορά παροχή τηλεθέρμανσης - Άρθρο 27 - Παροχή μη παραγγελθέντων - Οδηγία 2005/29/ΕΚ - Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά - Άρθρο 5 - Απαγόρευση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών - Παράρτημα I - Παροχή μη παραγγελθέντων - Εθνική νομοθεσία που απαιτεί από κάθε ιδιοκτήτη διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης να συμβάλλει στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου - Ενεργειακή απόδοση - Οδηγία 2006/32/ΕΚ - Άρθρο 13, παράγραφος 2 - Οδηγία 2012/27/ΕΕ - Άρθρο 10, παράγραφος 1 - Πληροφορίες τιμολόγησης - Εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις για την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη διαμερίσματος του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 5ης Δεκεμβρίου 2019 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 2011/83/ΕΕ – Δίκαιο των καταναλωτών – Άρθρο 2, παράγραφος 1 – Έννοια του όρου “καταναλωτής” – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή – Σύμβαση που αφορά παροχή τηλεθέρμανσης – Άρθρο 27 – Παροχή μη παραγγελθέντων – Οδηγία 2005/29/ΕΚ – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά – Άρθρο 5 – Απαγόρευση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών – Παράρτημα I – Παροχή μη παραγγελθέντων – Εθνική νομοθεσία που απαιτεί από κάθε ιδιοκτήτη διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης να συμβάλλει στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου – Ενεργειακή απόδοση – Οδηγία 2006/32/ΕΚ – Άρθρο 13, παράγραφος 2 – Οδηγία 2012/27/ΕΕ – Άρθρο 10, παράγραφος 1 – Πληροφορίες τιμολόγησης – Εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις για την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη διαμερίσματος του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του»
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-708/17 και C-725/17,
με αντικείμενο δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλαν το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Asenovgrad, Βουλγαρία) (C-708/17) και το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας, Βουλγαρία) (C-725/17) με αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2017 και της 5ης Δεκεμβρίου 2017 αντιστοίχως, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο, στις 19 Δεκεμβρίου 2017 και στις 27 Δεκεμβρίου 2017 αντιστοίχως, στο πλαίσιο των δικών
«EVN Bulgaria Toplofikatsia» EAD
κατά
Nikolina Stefanova Dimitrova (C-708/17),
και
«Toplofikatsia Sofia» EAD
κατά
Mitko Simeonov Dimitrov (C-725/17),
παρισταμένων των:
«Termokomplekt» OOD,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin, D. Šváby (εισηγητή), K. Jürimäe και N. Piçarra, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe
γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2018,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η «EVN Bulgaria Toplofikatsia» EAD, εκπροσωπούμενη από τους S. Radev και S. Popov,
– η «Toplofikatsia Sofia» EAD, εκπροσωπούμενη από τους S. Chakalski, I. Epitropov και V. Ivanov,
– η Ν. Dimitrova, εκπροσωπούμενη από τους S. Memtsov και D. Dekov, advokati,
– η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις G. Taluntytė και J. Prasauskienė καθώς και από τον D. Kriaučiūnas,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον N. Ruiz García καθώς και από τις K. Talabér-Ritz και N. Nikolova,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Απριλίου 2019,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22), του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, για την ενεργειακή απόδοση κατά την τελική χρήση και τις ενεργειακές υπηρεσίες και για την κατάργηση της οδηγίας 93/76/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2006, L 114, σ. 64), των άρθρων 5 και 27 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64), καθώς και του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για την ενεργειακή απόδοση, την τροποποίηση των οδηγιών 2009/125/ΕΚ και 2010/30/ΕΕ και την κατάργηση των οδηγιών 2004/8/ΕΚ και 2006/32/ΕΚ (ΕΕ 2012, L 315, σ. 1).
2 Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών, αφενός, μεταξύ της «EVN Bulgaria Toplofikatsia» EAD (στο εξής: EVN) και της Nikolina Stefanova Dimitrova (C-708/17) και, αφετέρου, μεταξύ της «Toplofikatsia Sofia» EAD και του Mitko Simeonov Dimitrov (C-725/18), με αντικείμενο αγωγές για την πληρωμή λογαριασμών σχετικών με την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης κτιρίων επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 2005/29
3 Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/29 προβλέπει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη του δικαίου των συμβάσεων και, ιδίως, των κανόνων εγκυρότητας, διαμόρφωσης ή αποτελέσματος μιας σύμβασης.»
4 Το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«1. Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.
[...]
5. Το παράρτημα Ι περιέχει τον κατάλογο των εμπορικών πρακτικών που θεωρούνται αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις. [...]»
5 Το παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Εμπορικές πρακτικές οι οποίες, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, κρίνονται αθέμιτες», περιλαμβάνει το ακόλουθο χωρίο:
«Επιθετικές εμπορικές πρακτικές
[...]
29) Απαίτηση άμεσης ή μεταγενέστερης πληρωμής ή επιστροφής ή φύλαξης για προϊόντα που έχει προμηθεύσει ο εμπορευόμενος αλλά δεν έχουν παραγγελθεί από τον καταναλωτή, εκτός αν το προϊόν αποτελεί υποκατάστατο που παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 97/7/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (ΕΕ 1997, L 144, σ. 19)] (παροχή μη παραγγελθέντων).»
Η οδηγία 2011/83
6 Οι αιτιολογικές σκέψεις 14 και 60 της οδηγίας 2011/83 έχουν ως εξής:
«(14) Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την εθνική νομοθεσία σε θέματα δικαίου των συμβάσεων για ζητήματα σχετιζόμενα με το δίκαιο των συμβάσεων που δεν ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία. Κατά συνέπεια, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει την εθνική νομοθεσία που ρυθμίζει για παράδειγμα τη σύναψη ή την εγκυρότητα μιας σύμβασης (όπως σε περίπτωση απουσίας συγκατάθεσης). Ομοίως, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει την εθνική νομοθεσία σε σχέση με τα γενικά συμβατικά ένδικα μέσα, τους κανόνες περί δημόσιας οικονομικής τάξης, π.χ. κανόνες περί υπερβολικών ή εκβιαστικών τιμών, και τους κανόνες περί αντιδεοντολογικών νομικών συναλλαγών.
[...]
(60) Καθώς η παροχή μη παραγγελθέντων, η οποία συνίσταται στη μη παραγγελθείσα προμήθεια αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε καταναλωτές, απαγορεύεται από την οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά (13) («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές»), αλλά χωρίς να παρέχεται σε αυτή συμβατική επανόρθωση, είναι αναγκαίο να θεσπιστεί στην παρούσα οδηγία η συμβατική πρόβλεψη της απαλλαγής του καταναλωτή από την υποχρέωση να λάβει κατ’ οποιονδήποτε τρόπο υπόψη αυτή την προμήθεια ή παροχή μη παραγγελθέντων.»
7 Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα ακόλουθα:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) “καταναλωτής” : κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα·
[...]».
8 Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται, βάσει των όρων και στον βαθμό που ορίζεται στις διατάξεις της, σε οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται μεταξύ ενός εμπόρου και ενός καταναλωτή. Εφαρμόζεται επίσης σε συμβάσεις προμήθειας νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας ή τηλεθέρμανσης, μεταξύ άλλων και από δημόσιους παρόχους, στον βαθμό που τα προϊόντα αυτά παρέχονται σε συμβατική βάση.
[...]
5. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το εθνικό γενικό δίκαιο περί συμβάσεων, όπως τους κανόνες εγκυρότητας, διαμόρφωσης ή αποτελέσματος μιας σύμβασης, στον βαθμό που στην παρούσα οδηγία δεν ρυθμίζονται γενικές έννοιες του δικαίου των συμβάσεων.
[...]»
9 Το άρθρο 27 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Παροχή μη παραγγελθέντων», ορίζει τα ακόλουθα:
«Ο καταναλωτής απαλλάσσεται από την υποχρέωση να λάβει κατ’ οποιονδήποτε τρόπο υπόψη την παροχή μη παραγγελθέντων αγαθών, νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεθέρμανσης ή ψηφιακού περιεχομένου ή μη ζητηθείσης παροχής υπηρεσιών, που απαγορεύεται από το άρθρο 5 παράγραφος 5 και το παράρτημα I σημείο 29 της οδηγίας 2005/29/ΕΚ. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η απουσία απάντησης από τον καταναλωτή ύστερα από περίπτωση παροχής μη παραγγελθέντων δεν ισοδυναμεί με συγκατάθεση.»
10 Το άρθρο 28, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/83 προβλέπει ότι «[οι] διατάξεις της […] εφαρμόζονται σε συμβάσεις συναφθείσες μετά τη 13η Ιουνίου 2014».
Η οδηγία 2006/32
11 Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 1, 12, 20 και 29 της οδηγίας 2006/32:
«(1) Εντός της Κοινότητας υφίσταται η ανάγκη βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, κατά την τελική χρήση, διαχείρισης της ζήτησης ενεργείας και προώθησης της παραγωγής ανανεώσιμης ενεργείας, επειδή είναι σχετικώς περιορισμένες οι δυνατότητες, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, κάθε άλλης επιρροής στους όρους του ενεργειακού εφοδιασμού και στις συνθήκες διανομής, είτε με αύξηση της δυναμικότητας είτε με βελτίωση της μεταφοράς και διανομής. Συνεπώς, η παρούσα οδηγία συμβάλλει στη βελτίωση της ασφαλείας εφοδιασμού.
[...]
(12) Η παρούσα οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη να αναλάβουν δράση και η επίτευξη των στόχων της εξαρτάται από τις επιπτώσεις των δράσεων αυτών στους τελικούς καταναλωτές ενέργειας. Όθεν, το τελικό αποτέλεσμα των δράσεων των κρατών μελών εξαρτάται από πολλούς εξωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των καταναλωτών όσον αφορά τη χρήση της ενέργειας και την προθυμία τους να χρησιμοποιούν μεθόδους και συσκευές εξοικονόμησης ενέργειας. Συνεπώς, μολονότι τα κράτη μέλη δεσμεύονται να καταβάλλουν προσπάθεια για την επίτευξη του στόχου του 9 %, ο εθνικός στόχος εξοικονόμησης ενέργειας είναι από τη φύση του ενδεικτικός και δεν περιλαμβάνει νομικώς εκτελεστή υποχρέωση των κρατών μελών να τον επιτύχουν.
[...]
(20) Οι διανομείς ενέργειας, οι διαχειριστές συστημάτων διανομής και οι εταιρείες λιανικής πώλησης ενέργειας μπορούν να βελτιώσουν την ενεργειακή απόδοση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εφόσον προσφέρονται στην αγορά ενεργειακές υπηρεσίες που περιλαμβάνουν αποτελεσματική τελική χρήση, όπως εσωτερική θερμική άνεση, ζεστό νερό για οικιακή κατανάλωση, ψύξη, κατασκευή προϊόντων, φωτισμό και κινητήρια ισχύ. Η μεγιστοποίηση του κέρδους για τους διανομείς ενέργειας, τους διαχειριστές συστημάτων διανομής και τις εταιρείες λιανικής πώλησης ενέργειας, συσχετίζεται με τον τρόπο αυτό στενότερα με την πώληση ενεργειακών υπηρεσιών σε όσους το δυνατόν περισσότερους πελάτες αντί της πώλησης όσο το δυνατόν περισσότερης ενέργειας σε κάθε μεμονωμένο πελάτη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλουν προσπάθειες για την αποφυγή οποιασδήποτε στρέβλωσης του ανταγωνισμού στον τομέα αυτό, προκειμένου να διασφαλίζονται ισότιμοι όροι μεταξύ όλων των παρόχων υπηρεσιών ενέργειας· μπορούν, ωστόσο, να αναθέσουν το καθήκον αυτό στον εθνικό ρυθμιστή.
[...]
(29) Για να μπορούν οι τελικοί καταναλωτές να λαμβάνουν καλύτερα ενημερωμένες αποφάσεις σχετικά με την ατομική τους κατανάλωση ενέργειας, θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους εύλογο αριθμό πληροφοριών και άλλη συναφή ενημέρωση, π.χ. για τα υπάρχοντα μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, συγκριτικές περιγραφές τελικών καταναλωτών ή αντικειμενικές τεχνικές προδιαγραφές για τις συσκευές που χρησιμοποιούν ενέργεια, συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του “τετραπλασιαστή” (“factor four”) ή παρόμοιων συσκευών. [...]
[...]»
12 Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:
«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να ενισχυθεί η οικονομικώς αποτελεσματική βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά την τελική χρήση στα κράτη μέλη με:
α) την παροχή των αναγκαίων ενδεικτικών στόχων καθώς και μηχανισμών, κινήτρων και θεσμικών, χρηματοδοτικών και νομικών πλαισίων για την άρση των υφιστάμενων φραγμών και ατελειών της αγοράς που παρεμποδίζουν την αποδοτική τελική χρήση της ενέργειας·
β) τη δημιουργία των συνθηκών για την ανάπτυξη και την προώθηση της αγοράς ενεργειακών υπηρεσιών και για την παροχή, στους τελικούς καταναλωτές, άλλων μέτρων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης.»
13 Το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, εφόσον είναι τεχνικώς εφικτό, οικονομικώς εύλογο και ανάλογο προς τη δυνητική εξοικονόμηση ενέργειας, παρέχονται σε ανταγωνιστική τιμή στους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, τηλεθέρμανσης ή τηλεψύξης, και ζεστού νερού για οικιακή κατανάλωση, ατομικοί μετρητές που να αντικατοπτρίζουν επακριβώς την πραγματική ενεργειακή κατανάλωση του τελικού καταναλωτή και να παρέχουν πληροφορίες όσον αφορά τον πραγματικό χρόνο χρήσης.
Όταν αντικαθίστανται υπάρχοντες μετρητές, διατίθενται πάντα ατομικοί μετρητές σε ανταγωνιστική τιμή, εκτός αν τούτο είναι τεχνικώς αδύνατο ή δεν είναι οικονομικώς αποδοτικό σε σχέση με τις εκτιμώμενες δυνατότητες μακροπρόθεσμης εξοικονόμησης ενέργειας. Στις νέες συνδέσεις σε νέα κτίρια, ή σε κτίριο που υποβάλλεται σε ανακαινίσεις μεγάλης κλίμακας, σύμφωνα με την οδηγία 2002/91/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (ΕΕ 2003, L 1, σ. 65)], διατίθενται πάντα ατομικοί μετρητές σε ανταγωνιστική τιμή.
2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά περίπτωση, η χρέωση που πραγματοποιείται από τους διανομείς ενέργειας, τους διαχειριστές συστημάτων διανομής και τις εταιρείες λιανικής πώλησης ενέργειας, βασίζεται στην πραγματική ενεργειακή κατανάλωση, και να παρουσιάζεται με σαφή και κατανοητό τρόπο. Στο λογαριασμό του τελικού καταναλωτή πρέπει να υπάρχουν κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να έχει πλήρη εικόνα του τρέχοντος ενεργειακού του κόστους. Η χρέωση με βάση την πραγματική κατανάλωση ενέργειας πρέπει να είναι αρκετά συχνή, ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να ρυθμίζουν την ενεργειακή τους κατανάλωση.»
14 Δυνάμει του άρθρου 27 της οδηγίας 2012/27, η οδηγία 2006/32 καταργήθηκε από τις 5 Ιουνίου 2014, υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων.
Η οδηγία 2012/27
15 Οι αιτιολογικές σκέψεις 8 και 20 της οδηγίας 2012/27 έχουν ως εξής:
«(8) Στις 8 Μαρτίου 2011 η Επιτροπή ενέκρινε την ανακοίνωσή της σχετικά με σχέδιο για την ενεργειακή απόδοση 2011. Η ανακοίνωση επιβεβαίωσε ότι η πορεία της Ένωσης δεν οδηγεί στην επίτευξη του στόχου ενεργειακής απόδοσης. Τούτο παρά την πρόοδο στις εθνικές πολιτικές ενεργειακής απόδοσης που περιγράφονται στο πρώτο εθνικό σχέδιο δράσης ενεργειακής απόδοσης το οποίο υπέβαλαν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας [2006/32]. Η αρχική ανάλυση του δεύτερου σχεδίου δράσης επιβεβαιώνει ότι η Ένωση δεν βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Για να αντιμετωπιστεί αυτό, το σχέδιο ενεργειακής απόδοσης 2011 καθόρισε μια δέσμη πολιτικών και μέτρων ενεργειακής απόδοσης που καλύπτουν ολόκληρη την αλυσίδα ενέργειας, όπου συμπεριλαμβάνονται η παραγωγή ενέργειας, η μεταφορά και διανομή, ο ηγετικός ρόλος του δημόσιου τομέα στην ενεργειακή απόδοση, τα κτίρια και οι συσκευές, η βιομηχανία, καθώς και η ανάγκη να αποκτήσουν οι τελικοί καταναλωτές τη δύναμη να διαχειρίζονται την ενεργειακή τους κατανάλωση. [...]
[...]
(20) Η εκτίμηση της δυνατότητας καθιέρωσης ενός καθεστώτος “λευκών πιστοποιητικών” σε επίπεδο Ένωσης κατέδειξε ότι, στην παρούσα κατάσταση, ένα τέτοιο καθεστώς θα δημιουργούσε υπερβολικό διοικητικό κόστος και ότι υπάρχει κίνδυνος η εξοικονόμηση ενέργειας να συγκεντρωθεί σε ορισμένα κράτη μέλη και να μην καθιερωθεί σε ολόκληρη την Ένωση. Ο στόχος ενός τέτοιου συστήματος εξοικονόμησης ενέργειας σε επίπεδο Ένωσης είναι δυνατόν να επιτευχθεί καλύτερα, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, μέσω εθνικών καθεστώτων επιβολής της υποχρέωσης ενεργειακής απόδοσης στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας του ενεργειακού τομέα ή μέσω άλλων εναλλακτικών μέτρων πολιτικής που επιτυγχάνουν την ίδια ποσότητα εξοικονόμησης ενέργειας. Είναι σκόπιμο οι φιλόδοξοι στόχοι των εν λόγω καθεστώτων να τεθούν σε ένα κοινό πλαίσιο σε επίπεδο Ένωσης, ενώ παράλληλα θα παρέχεται σημαντική ευελιξία στα κράτη μέλη να λαμβάνουν πλήρως υπόψη την εθνική οργάνωση των παραγόντων της αγοράς, το συγκεκριμένο πλαίσιο του ενεργειακού τομέα και τις συνήθειες των τελικών καταναλωτών. Το κοινό πλαίσιο θα πρέπει να παρέχει στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας του ενεργειακού τομέα τη δυνατότητα να παρέχουν ενεργειακές υπηρεσίες σε όλους τους τελικούς καταναλωτές, και όχι μόνο σε εκείνους στους οποίους πωλούν ενέργεια. Έτσι αυξάνεται ο ανταγωνισμός στην αγορά ενέργειας, διότι οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας του ενεργειακού τομέα μπορούν να διαφοροποιούν το προϊόν τους παρέχοντας συμπληρωματικές ενεργειακές υπηρεσίες. Το κοινό πλαίσιο θα πρέπει να επιτρέπει στα κράτη μέλη να συμπεριλάβουν στο εθνικό τους καθεστώς απαιτήσεις που επιδιώκουν κοινωνικούς σκοπούς, κυρίως προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ευάλωτοι πελάτες έχουν πρόσβαση στα οφέλη της μεγαλύτερης ενεργειακής απόδοσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν, βάσει αντικειμενικών και αμερόληπτων κριτηρίων, ποιοι διανομείς ενέργειας ή εταιρείες λιανικής πώλησης ενέργειας θα πρέπει να υποχρεωθούν να επιτύχουν τον στόχο εξοικονόμησης ενέργειας κατά την τελική χρήση που θέτει η παρούσα οδηγία.
[...]»
16 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27 έχει ως εξής:
«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινό πλαίσιο μέτρων για την προώθηση της ενεργειακής απόδοσης εντός της Ένωσης προκειμένου να διασφαλίσει την επίτευξη του πρωταρχικού στόχου 2020 της Ένωσης για 20 % στην ενεργειακή απόδοση και να προετοιμάσει το έδαφος για περαιτέρω βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης πέραν της προαναφερόμενης χρονολογίας.
Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες που αποσκοπούν στην άρση των φραγμών στην αγορά ενέργειας και στην υπερνίκηση των αδυναμιών της αγοράς που παρεμποδίζουν την απόδοση στον εφοδιασμό και τη χρήση ενέργειας και προβλέπει τη θέσπιση ενδεικτικών εθνικών στόχων ενεργειακής απόδοσης για το 2020.»
17 Το άρθρο 9 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, εφόσον είναι τεχνικώς εφικτό, οικονομικώς εύλογο και ανάλογο προς τη δυνητική εξοικονόμηση ενέργειας, παρέχονται σε ανταγωνιστική τιμή στους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, τηλεθέρμανσης ή τηλεψύξης και ζεστού νερού για οικιακή κατανάλωση, ατομικοί μετρητές που να αντικατοπτρίζουν επακριβώς την πραγματική ενεργειακή κατανάλωση του τελικού καταναλωτή και να παρέχουν πληροφορίες όσον αφορά τον πραγματικό χρόνο χρήσης.
[...]
3. Στην περίπτωση που η θέρμανση και η ψύξη ή το ζεστό νερό ενός κτιρίου παρέχονται από δίκτυο τηλεθέρμανσης ή από κεντρική πηγή που εξυπηρετεί πολλαπλά κτίρια, εγκαθίσταται συσκευή μέτρησης της κατανάλωσης θερμότητας ή ζεστού νερού στον εναλλάκτη θερμότητας ή στο σημείο διανομής.
Σε πολυκατοικίες και σε κτίρια πολλαπλών χρήσεων όπου η θέρμανση/ψύξη παρέχεται από κεντρική πηγή ή δίκτυο τηλεθέρμανσης ή από κεντρικό σημείο παραγωγής που εξυπηρετεί πολλαπλά κτίρια, εγκαθίστανται επίσης ατομικοί μετρητές κατανάλωσης έως την 31η Δεκεμβρίου 2016 για τη μέτρηση της κατανάλωσης για θέρμανση ή ψύξη ή για ζεστό νερό σε κάθε μονάδα, εφόσον αυτό είναι τεχνικά εφικτό και οικονομικώς αποδοτικό. Σε περίπτωση που η χρήση ατομικών μετρητών δεν είναι τεχνικά εφικτή ή οικονομικώς αποδοτική για τη μέτρηση της θερμότητας, χρησιμοποιούνται ατομικοί κατανεμητές κόστους θερμότητας για τη μέτρηση της κατανάλωσης θερμότητας σε κάθε θερμαντικό σώμα, εκτός εάν το κράτος μέλος καταδεικνύει ότι η εγκατάσταση των εν λόγω κατανεμητών κόστους θερμότητας δεν είναι οικονομικώς αποδοτική. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να αναζητούνται εναλλακτικές, οικονομικώς αποδοτικές μέθοδοι για τη μέτρηση της κατανάλωσης θερμότητας.
Στις περιπτώσεις πολυκατοικιών στις οποίες παρέχεται τηλεθέρμανση ή τηλεψύξη ή που τα κοινόχρηστα συστήματα ψύξης ή θέρμανσης σε παρόμοια κτίρια είναι διαδεδομένα, τα κράτη μέλη μπορούν να εισάγουν διαφανείς κανόνες για την κατανομή του κόστους της κατανάλωσης θερμότητας ή ζεστού νερού στα εν λόγω κτίρια για να διασφαλίζουν τη διαφάνεια και την ακρίβεια του καταμερισμού της ατομικής κατανάλωσης. Όπου συντρέχει περίπτωση, οι κανόνες αυτοί περιλαμβάνουν κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο κατανομής του κόστους για τη θέρμανση ή/και το ζεστό νερό ως εξής:
α) ζεστό νερό για οικιακές ανάγκες,
β) θερμότητα που εκλύεται από την εγκατάσταση του κτιρίου με σκοπό τη θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων (στην περίπτωση που τα κλιμακοστάσια και οι διάδρομοι είναι εξοπλισμένοι με θερμαντικά σώματα),
γ) θέρμανση διαμερισμάτων.»
18 Το άρθρο 10, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«Στις περιπτώσεις που οι τελικοί καταναλωτές δεν διαθέτουν τους έξυπνους μετρητές που αναφέρονται στις οδηγίες 2009/72/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 55),] και 2009/73/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 94)], τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, ότι οι πληροφορίες τιμολόγησης είναι ακριβείς και βασίζονται στην πραγματική κατανάλωση, σύμφωνα με το παράρτημα VΙΙ σημείο 1.1, για όλους τους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων των διανομέων ενέργειας, των διαχειριστών συστημάτων διανομής και των εταιρειών λιανικής πώλησης ενέργειας, εφόσον αυτό είναι τεχνικά δυνατό και οικονομικά αιτιολογημένο.»
19 Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2012/27:
«Η οδηγία [2006/32] καταργείται από τις 5 Ιουνίου 2014, εκτός από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 4, και τα παραρτήματα Ι, ΙΙΙ και IV, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών σχετικά με την προθεσμία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο. Το άρθρο 4 παράγραφοι 1 έως 4 και τα παραρτήματα Ι, ΙΙΙ και IV της οδηγίας [2006/32] καταργούνται με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2017.»
20 Το άρθρο 28, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2012/27 έχει ως εξής:
«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις 5 Ιουνίου 2014.»
21 Το παράρτημα VII της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ελάχιστες απαιτήσεις τιμολόγησης και πληροφοριών τιμολόγησης με βάση την πραγματική κατανάλωση», ορίζει στο σημείο 1.1 τα ακόλουθα:
«Προκειμένου οι τελικοί καταναλωτές να μπορούν να ρυθμίζουν την ενεργειακή τους κατανάλωση, η τιμολόγηση θα πρέπει να γίνεται με βάση την πραγματική κατανάλωση τουλάχιστον άπαξ ετησίως, οι δε πληροφορίες για την τιμολόγηση θα πρέπει να διατίθενται τουλάχιστον ανά τρίμηνο εφόσον έχουν ζητηθεί ή οι καταναλωτές έχουν επιλέξει να λαμβάνουν ηλεκτρονική τιμολόγηση, διαφορετικά δύο φορές ανά έτος. Το φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται μόνο για μαγειρική δύναται να εξαιρείται από την απαίτηση αυτή.»
Το βουλγαρικό δίκαιο
Ο νόμος περί ενέργειας
22 Ο zakon za energetikata (νόμος περί ενέργειας), της 9ης Δεκεμβρίου 2003 (DV αριθ. 107, της 9ης Δεκεμβρίου 2003), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο στις κύριες δίκες χρόνο (στο εξής: νόμος περί ενέργειας), περιλαμβάνει τις ακόλουθες διατάξεις:
«133. (2) Η σύνδεση με δίκτυο παροχής ενέργειας των εγκαταστάσεων των καταναλωτών σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία πραγματοποιείται με τη γραπτή συναίνεση αριθμού ιδιοκτητών που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της ιδιοκτησίας του κτιρίου.
[...]
139. (1) Η κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία πραγματοποιείται σύμφωνα με σύστημα κατανομής της κατανάλωσης.
[...]
140. (1) Η κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας μεταξύ των καταναλωτών σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία πραγματοποιείται μέσω:
[...]
2. συσκευών για την κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας, δηλαδή ατομικών κατανεμητών κόστους θέρμανσης που ανταποκρίνονται στις ισχύουσες στη χώρα προδιαγραφές ή ατομικών μετρητών θέρμανσης·
[...]
(3) Οι κεντρικές εγκαταστάσεις θέρμανσης και ζεστού νερού στο κτίριο αποτελούν κοινόχρηστα μέρη της συνιδιοκτησίας.
[...]
142. (1) Η θερμική ενέργεια που προορίζεται για τη θέρμανση κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία ισούται με τη διαφορά μεταξύ της συνολικής ποσότητας θερμικής ενέργειας που προορίζεται για τη διανομή σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και της ποσότητας θερμικής ενέργειας για το ζεστό νερό, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 141, παράγραφος 1.
(2) Η θερμική ενέργεια για τη θέρμανση κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία διαιρείται σε θερμότητα που εκλύεται από την κεντρική εγκατάσταση του κτιρίου, σε θερμική ενέργεια για τη θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων και σε θερμική ενέργεια για τη θέρμανση των διαμερισμάτων.
[...]
149a. (1) Οι καταναλωτές θερμικής ενέργειας σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία μπορούν να αγοράζουν τη θερμική ενέργεια από επιλεγμένο προμηθευτή με τη γραπτή συναίνεση αριθμού συνιδιοκτητών που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της ιδιοκτησίας του κτιρίου.
[...]
153. (1) Όλοι οι ιδιοκτήτες και φορείς εμπράγματου δικαιώματος που αφορά τη χρήση διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή με αυτόνομη διακλάδωσή του, είναι καταναλωτές θερμικής ενέργειας και οφείλουν να εγκαταστήσουν τις προβλεπόμενες στο άρθρο 140, παράγραφος 1, σημείο 2, συσκευές κατανομής της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας στα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους και να πληρώνουν το κόστος της καταναλισκόμενης θερμικής ενέργειας, υπό τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τους κανόνες που θέτει το σχετικό διάταγμα του άρθρου 36, παράγραφος 3.
(2) Όταν αριθμός ιδιοκτητών, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της ιδιοκτησίας του κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή με αυτόνομη διακλάδωσή του, δεν επιθυμούν να είναι καταναλωτές θερμικής ενέργειας για θέρμανση ή ζεστό νερό, οφείλουν να το δηλώσουν γραπτώς στην εταιρία παροχής τηλεθέρμανσης και να ζητήσουν την παύση της παροχής θερμικής ενέργειας για θέρμανση ή ζεστό νερό στον εν λόγω θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή σε αυτόνομη διακλάδωσή του.
[...]
(5) Όταν προβλέπεται σύστημα κατανομής της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας, οι καταναλωτές που κατοικούν σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία δεν έχουν δικαίωμα να εμποδίσουν τη ροή θερμικής ενέργειας προς τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους αποσυνδέοντάς τα υλικώς από την κεντρική εγκατάσταση του κτιρίου.
(6) Οι καταναλωτές που κατοικούν σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι οποίοι εμποδίζουν τη ροή θερμικής ενέργειας προς τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους, παραμένουν καταναλωτές θερμικής ενέργειας όσον αφορά τη θερμότητα που εκλύουν η κεντρική εγκατάσταση του κτιρίου και τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στους κοινόχρηστους χώρους του κτιρίου.»
Ο νόμος για την προστασία των καταναλωτών
23 Το άρθρο 62 του zakon za zashtita na potrebitelite (νόμου για την προστασία των καταναλωτών, DV αριθ. 99, της 9ης Δεκεμβρίου 2005), με τον οποίο μεταφέρθηκε στη βουλγαρική έννομη τάξη το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, ορίζει τα εξής :
«1. Απαγορεύεται η εξ επαχθούς αιτίας παροχή προς τον καταναλωτή μη παραγγελθέντων αγαθών, νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεθέρμανσης ή ψηφιακού περιεχομένου ή μη ζητηθείσας παροχής υπηρεσιών.
2. Σε περίπτωση παροχής μη παραγγελθέντων αγαθών, νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεθέρμανσης ή ψηφιακού περιεχομένου ή μη ζητηθείσας παροχής υπηρεσιών, ο καταναλωτής δεν υποχρεούται να επιστρέψει το αγαθό και δεν οφείλει αμοιβή για το αγαθό ή την υπηρεσία στο πρόσωπο που παρέσχε το εν λόγω αγαθό ή την υπηρεσία.
3. Η μη απάντηση εκ μέρους του καταναλωτή όσον αφορά την παροχή των αγαθών και των υπηρεσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν ισοδυναμεί με συναίνεση.»
Ο νόμος περί ιδιοκτησίας
24 Το άρθρο 38, παράγραφος 1, του zakon za sobstvenostta (νόμου περί ιδιοκτησίας, DV αριθ. 92, της 16ης Νοεμβρίου 1951), ορίζει τα εξής:
«Στα κτίρια των οποίων οι όροφοι ή τμήματα ορόφων ανήκουν σε διαφορετικούς ιδιοκτήτες, το οικόπεδο επί του οποίου ανεγέρθηκε το κτίριο, η αυλή, τα θεμέλια, οι εξωτερικοί τοίχοι, οι εσωτερικοί διαχωριστικοί τοίχοι, οι εσωτερικοί φέροντες τοίχοι, οι κολώνες, οι δοκοί, οι πλάκες, τα πατόξυλα, οι σκάλες, τα πλατύσκαλα, οι στέγες, οι τοίχοι ανάμεσα στις σοφίτες και στις αποθήκες των διαφόρων ιδιοκτητών, οι καμινάδες, οι εξωτερικές πόρτες εισόδου του κτιρίου και οι πόρτες που οδηγούν σε σοφίτες και σε κοινόχρηστες αποθήκες, οι κύριοι αγωγοί όλων των ειδών εγκαταστάσεων και οι κεντρικές συσκευές τους, οι ανελκυστήρες, οι υδρορροές, το θυρωρείο και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο το οποίο, από τη φύση ή τον προορισμό του, χρησιμεύει για κοινή χρήση, ανήκει σε όλους τους ιδιοκτήτες.»
Το διάταγμα περί τηλεθέρμανσης
25 Το άρθρο 70, παράγραφος 1, του naredba za toplosnabdyavaneto αριθ. 16-334 (διατάγματος αριθ. 16-334 περί τηλεθέρμανσης), της 6ης Απριλίου 2007, ορίζει τα ακόλουθα:
«Η ποσότητα θερμικής ενέργειας που μετράται με μετρητή θερμικής ενέργειας σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, συμπεριλαμβανομένων των διαμερισμάτων των καταναλωτών που δεν διαθέτουν συσκευές για την κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας ή εκείνων των οποίων τα θερμαντικά σώματα αφαιρέθηκαν, κατανέμεται σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο παράρτημα.»
26 Το σημείο 6.1 του παραρτήματος του διατάγματος αυτού προβλέπει ότι «[η] ποσότητα θερμικής ενέργειας […] που καταναλώνεται για τη θέρμανση περιλαμβάνει τις ποσότητες θερμότητας που εκλύονται από την κεντρική εγκατάσταση, από τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στους κοινόχρηστους χώρους και από τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στα διαμερίσματα».
27 Περαιτέρω, στο σημείο 6.1.3 του παραρτήματος αυτού αναφέρεται ότι «[η] ποσότητα της θερμικής ενέργειας Qi, εκφραζόμενη σε kWh, η οποία εκλύεται από την κεντρική εγκατάσταση κατανέμεται κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο των διαμερισμάτων σύμφωνα με το σχέδιο κατόψεως».
Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
Η υπόθεση C-708/17
28 Η N. Dimitrova έχει στην κυριότητά της διαμέρισμα σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με το δίκτυο τηλεθέρμανσης.
29 Δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας βάσει του άρθρου 153, παράγραφος 1, του νόμου περί ενέργειας, η EVN παρέχει στο εν λόγω κτίριο τη θερμική ενέργεια που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση, για την παροχή ζεστού νερού και για τη θερμότητα που εκλύεται από την κεντρική εγκατάσταση.
30 Στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής, η εταιρία που πραγματοποιεί την κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας χρέωσε στο διαμέρισμα της N. Dimitrova κατανάλωση αξίας 266,25 βουλγαρικών λέβα (BGN) (περίπου 136 ευρώ) για την περίοδο από την 1η Νοεμβρίου 2012 έως τις 30 Απριλίου 2015.
31 Επειδή η N. Dimitrova δεν κατέβαλε το ποσό αυτό, η EVN πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής από το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Asenovgrad, Βουλγαρία).
32 Η N. Dimitrova προσέβαλε τη διαταγή πληρωμής, προβάλλοντας ότι δεν υπήρχε ενοχική σχέση μεταξύ αυτής και της EVN, ότι δεν αποδείχθηκε η πραγματική ποσότητα θερμικής ενέργειας που καταναλώθηκε και ότι η κατανάλωση που αναγραφόταν στα τιμολόγια που προσκόμισε η EVN δεν αντιστοιχούσε στην πραγματική κατανάλωση ενέργειας, κατά παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32.
33 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, στην υπόθεση αυτή, το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης αφορά τη μη καταβολή των ποσών για την κατανάλωση ενέργειας που εκλύθηκε από την κεντρική εγκατάσταση του κτιρίου, δηλαδή από το σύνολο των αγωγών και των εγκαταστάσεων διανομής και προμήθειας θερμικής ενέργειας εντός του κτιρίου, συμπεριλαμβανομένων των ανοδικών αγωγών της θέρμανσης που διέρχονται από κάθε διαμέρισμα.
34 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά τη νομιμότητα της χρέωσης της κατανάλωσης της ενέργειας που εκλύθηκε, σε κάθε διαμέρισμα, από την κεντρική εγκατάσταση ενός κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, στην περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, η χρέωση αυτή καθορίστηκε κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματος σύμφωνα με το κατασκευαστικό σχέδιο του κτιρίου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ποσότητα θερμότητας που πράγματι εκλύθηκε στο διαμέρισμα αυτό. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η N. Dimitrova δεν χρησιμοποιεί θερμική ενέργεια ούτε για τη θέρμανση του διαμερίσματός της ούτε για την παροχή ζεστού νερού για οικιακή χρήση.
35 Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα, βάσει του άρθρου 27 της οδηγίας 2011/83, να μην καταβάλει τη δαπάνη για την παρασχεθείσα θερμική ενέργεια την οποία δεν ζήτησε. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, με την ερμηνευτική απόφαση της 25ης Μαΐου 2017, η οποία είναι δεσμευτική για τα κατώτερα δικαστήρια, το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) έκρινε ότι ο νόμος περί ενέργειας, ειδικότερα το άρθρο 153, παράγραφος 6, του νόμου αυτού, δεν αντίκειται στο άρθρο 62 του νόμου για την προστασία των καταναλωτών, δεδομένου ότι δεν εναπόκειται σε κάθε μεμονωμένο συνιδιοκτήτη, αλλά στην πλειοψηφία των συνιδιοκτητών να ζητήσει την παροχή θέρμανσης στα κτίρια επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και, γενικώς, να αποφασίζει αν και πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται τα κοινόχρηστα μέρη και, ως εκ τούτου, ως καταναλώτρια της υπηρεσίας αυτής πρέπει να θεωρηθεί η ένωση συνιδιοκτητών στο σύνολό της.
36 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Assénovgrad) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Είναι αντίθετη προς το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας [2006/32] η δυνατότητα της εταιρίας παροχής τηλεθερμάνσεως να τιμολογεί την καταναλισκόμενη θερμότητα που εκλύεται από τροφοδοτούμενη με τηλεθέρμανση εγκατάσταση κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο των ιδιόκτητων διαμερισμάτων σύμφωνα με το σχέδιο κατόψεως, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πραγματική ποσότητα θερμότητας που εκλύεται στα επιμέρους διαμερίσματα;
2) Είναι συμβατή με το άρθρο 27 της οδηγίας [2011/83] εθνική ρύθμιση κατά την οποία οι καταναλωτές που είναι ιδιοκτήτες διαμερισμάτων σε κτίρια υπαγόμενα στις διατάξεις περί οριζοντίου ιδιοκτησίας και οι οποίοι διέκοψαν τη χρήση της θερμότητας, είτε επειδή αφαίρεσαν οι ίδιοι τα θερμαντικά σώματα στα διαμερίσματά τους είτε επειδή, κατόπιν αιτήματός τους, η εκπομπή θερμότητας από τα θερμαντικά σώματα κατέστη τεχνικά αδύνατη κατόπιν ενεργειών υπαλλήλων της εταιρίας παροχής τηλεθερμάνσεως, πρέπει να χρεώνονται για παρασχεθείσα αλλά μη χρησιμοποιηθείσα θερμότητα, η οποία εκλύεται από την τροφοδοτούμενη με τηλεθέρμανση εγκατάσταση του κτιρίου;
3) Συνεπάγεται μια τέτοια εθνική ρύθμιση αθέμιτες εμπορικές πρακτικές κατά την έννοια της οδηγίας [2005/29];»
Η υπόθεση C-725/17
37 Ο M. Dimitrov έχει στην κυριότητά του, από τις 2 Δεκεμβρίου 2003, ένα διαμέρισμα σε κτίριο που διαθέτει κεντρική εγκατάσταση θέρμανσης και ζεστού νερού, η οποία διέρχεται από κάθε διαμέρισμα της συνιδιοκτησίας και εξέρχεται από τον θερμικό υποσταθμό καταναλωτή που είναι εξοπλισμένος με κοινό μετρητή θέρμανσης.
38 Η θερμική ροή που τροφοδοτεί τη συγκεκριμένη εγκατάσταση παρέχεται από την Toplofikatsia Sofia δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ της τελευταίας και της ένωσης συνιδιοκτητών του κτιρίου στο οποίο βρίσκεται η κατοικία του M. Dimitrov. Η σύμβαση αυτή συνήφθη στις 4 Δεκεμβρίου 2004 με τη διαμεσολάβηση της «Termokomplekt» OOD, η οποία ήταν επίσης επιφορτισμένη με τον καταμερισμό της ατομικής κατανάλωσης θερμότητας.
39 Επειδή ο M. Dimitrov δεν κατέβαλε τη δαπάνη παροχής θέρμανσης και ζεστού νερού από την Toplofikatsia Sofia για την περίοδο από την 1η Μαΐου 2014 έως τις 30 Απριλίου 2016, η EVN προσέφυγε ενώπιον του Sofiyski rayonen sad (περιφερειακού δικαστηρίου Σόφιας, Βουλγαρία) ζητώντας την καταβολή των οφειλόμενων ποσών.
40 Κατά το αιτούν δικαστήριο, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τα ζητήματα αν, εν προκειμένω, έχει γεννηθεί συμβατική σχέση, αν πρέπει να καταβάλλονται οι δαπάνες που αφορούν την κατανομή της κατανάλωσης και τις ζημίες σε κοινόχρηστα μέρη του κτιρίου όταν χρησιμοποιούνται ή δεν χρησιμοποιούνται στοιχεία της σύνθετης υπηρεσίας που συνίσταται στην παροχή θέρμανσης και ζεστού νερού και, τέλος, αν ο ιδιοκτήτης κατοικίας που βρίσκεται σε κτίριο όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη πρέπει να θεωρηθεί ως καταναλωτής.
41 Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι, με απόφαση της 22ας Απριλίου 2010, το Konstitutsionen sad (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) έκρινε ότι, δυνάμει του άρθρου 153, παράγραφος 1, του νόμου για την ενέργεια, όλοι οι ιδιοκτήτες και οι φορείς εμπραγμάτου δικαιώματος που αφορά τη χρήση διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή με αυτόνομη διακλάδωσή του, είναι καταναλωτές θερμικής ενέργειας και οφείλουν να εγκαταστήσουν στα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους συσκευές κατανομής της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας και να πληρώνουν τη δαπάνη για την καταναλισκόμενη θερμική ενέργεια υπό τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τους κανόνες που θέτει το διάταγμα το οποίο μνημονεύεται στη διάταξη αυτή.
42 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι οι συμβαλλόμενοι δεν μπορούν να συνομολογούν συμβατικές ρήτρες, καθόσον οι ρήτρες αυτές καθορίζονται μονομερώς από την Toplofikatsia Sofia στους γενικούς όρους πώλησης και καθόσον η τιμή καθορίζεται με διοικητική πράξη από την Komisia za energiyno i vodno regulirane (Ρυθμιστική επιτροπή ενέργειας και υδάτων, Βουλγαρία). Επομένως, η επίμαχη έννομη σχέση ομοιάζει περισσότερο με φορολογική υποχρέωση παρά με σύμβαση, λαμβανομένου επίσης υπόψη του γεγονότος ότι η Toplofikatsia Sofia είναι οντότητα που κατέχει μονοπώλιο και ανήκει στον Δήμο Σόφιας (Βουλγαρία).
43 Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, στα κτίρια επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, η σχετική ρύθμιση επιτρέπει στους καταναλωτές να εμποδίσουν τη ροή ζεστού νερού και να σφραγίσουν τα θερμαντικά σώματα σε συγκεκριμένο διαμέρισμα, αλλά δεν τους επιτρέπει να διακόψουν το τελευταίο μέρος της παροχής υπηρεσιών από την Toplofikatsia Sofia, δηλαδή την κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας.
44 Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Sofiyski Rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
«1) H οδηγία [2011/83] εξαιρεί μεν από το πεδίο εφαρμογής της τις διατάξεις του κλασικού ενοχικού δικαίου που αφορούν τη σύναψη συμβάσεων, εξαιρεί όμως και τη ρύθμιση αυτού του άκρως ιδιάζοντος και εκ του νόμου προβλεπόμενου πλαισίου δημιουργίας συμβατικών σχέσεων;
2) Εφόσον η οδηγία δεν εξαιρεί στην περίπτωση αυτή μια εθνική ρύθμιση: πρόκειται για σύμβαση κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής ή για άλλου είδους σχέση; Είτε πρόκειται περί συμβάσεως είτε όχι, τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση η οδηγία;
3) Εμπίπτει το συγκεκριμένο είδος de facto συμβάσεων στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ανεξάρτητα από τον χρόνο γενέσεώς τους ή ισχύει αυτή μόνο για νεοαποκτηθείσες ή, υπό τη στενότερη έννοια, νεόδμητες κατοικίες (ήτοι εγκαταστάσεις καταναλωτή για τις οποίες έχει υποβληθεί αίτηση συνδέσεως στο δίκτυο παροχής τηλεθερμάνσεως);
4) Σε περίπτωση που η οδηγία [2011/83] τυγχάνει εφαρμογής: αντιβαίνει η εθνική ρύθμιση στις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, οι οποίες προβλέπουν το δικαίωμα ή την κατ’ αρχήν δυνατότητα καταγγελίας της εννόμου σχέσεως;
5) Επομένως, σε περίπτωση που θα πρέπει να συναφθεί σύμβαση, απαιτείται συγκεκριμένη μορφή συμβάσεως και ποιο θα πρέπει να είναι το εύρος των παρεχόμενων στον καταναλωτή (εν προκειμένω στον κάθε ιδιοκτήτη κατοικίας και όχι στην κοινωνία των συνιδιοκτητών) πληροφοριών; Επηρεάζει η έλλειψη έγκαιρης και προσβάσιμης πληροφορήσεως τη γένεση της εννόμου σχέσεως;
6) Απαιτείται ρητό αίτημα του καταναλωτή, ήτοι εκπεφρασμένη βούλησή του που έχει περιβληθεί ορισμένο τύπο, προκειμένου αυτός να καταστεί μέρος μιας τέτοιας εννόμου σχέσεως;
7) Σε περίπτωση συνάψεως συμβάσεως, είτε αυτή έχει περιβληθεί ορισμένο τύπο είτε όχι, αποτελεί η θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων του κτιρίου (ιδίως του κλιμακοστασίου) μέρος του αντικειμένου της συμβάσεως και θεωρείται ότι ο καταναλωτής έχει ζητήσει το συγκεκριμένο μέρος της υπηρεσίας σε περίπτωση που δεν υπάρχει σχετικό ρητό αίτημα από μέρους του ή ακόμη και από την κοινωνία των συνιδιοκτητών (στην περίπτωση που, επί παραδείγματι, αφαιρέθηκαν τα θερμαντικά σώματα, πράγμα που ισχύει στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι δε εμπειρογνώμονες δεν αναφέρουν την ύπαρξη θερμαντικών σωμάτων στους κοινόχρηστους χώρους του κτιρίου);
8) Κατόπιν των ανωτέρω, έχει σημασία (ή συνεπάγεται κάποια διαφορά) για την ιδιότητα του ιδιοκτήτη διαμερίσματος ως καταναλωτή που έχει ζητήσει τη θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων του κτιρίου το ότι έχει διακοπεί η παροχή θερμάνσεως στο διαμέρισμά του;»
45 Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2018 αποφασίσθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C-47/17 και C‑48/17, προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
46 Επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο εναπόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, το εθνικό δικαστήριο διατύπωσε το προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για να αποφανθεί επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν στα υποβληθέντα ερωτήματα γίνεται μνεία των στοιχείων αυτών. Συναφώς, στο Δικαστήριο εναπόκειται να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, TC, C-492/18 PPU, EU:C:2019:108, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
47 Πρώτον, στο πλαίσιο της υπόθεσης C-725/17, τα ερωτήματα που υπέβαλε το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) αφορούν, εν μέρει, τον τρόπο γενέσεως της σύμβασης για την παροχή θερμικής ενέργειας από τον προμηθευτή τηλεθέρμανσης και, ειδικότερα, την έλλειψη συναίνεσης του ιδιοκτήτη διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία κατά τη σύναψη της σύμβασης παροχής ενέργειας.
48 Σύμφωνα με το άρθρο της 3, παράγραφος 5, η οδηγία 2011/83 δεν θίγει το εθνικό γενικό δίκαιο περί συμβάσεων, όπως τους κανόνες εγκυρότητας, διαμόρφωσης ή αποτελέσματος μιας σύμβασης, στον βαθμό που στην οδηγία αυτή δεν ρυθμίζονται γενικές έννοιες του δικαίου των συμβάσεων. Η αιτιολογική σκέψη 14 της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει συναφώς ότι η οδηγία δεν θα πρέπει, κατά συνέπεια, να θίγει την εθνική νομοθεσία που ρυθμίζει για παράδειγμα τη σύναψη ή την εγκυρότητα μιας σύμβασης, όπως ιδίως σε περίπτωση απουσίας συναίνεσης.
49 Εξάλλου, από τα στοιχεία που προσκόμισαν τα αιτούντα δικαστήρια προκύπτει ότι οι διαφορές της κύριας δίκης αφορούν, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι η Ν. Dimitrova και ο Μ. Dimitrov αμφισβητούν, στηριζόμενοι στο άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, τα ποσά που τους χρέωσε ο προμηθευτής θερμικής ενέργειας, διότι δεν υπέβαλαν ατομικό αίτημα για την παροχή της εν λόγω θερμικής ενέργειας και διότι δεν τη χρησιμοποιούν.
50 Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-708/17, καθώς και με τα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C-725/17, τα αιτούντα δικαστήρια ερωτούν, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 2005/29, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι οι ιδιοκτήτες διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης υποχρεούνται να συμβάλλουν στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου, μολονότι δεν υπέβαλαν ατομικό αίτημα για την παροχή θέρμανσης και δεν τη χρησιμοποιούν στο διαμέρισμά τους.
51 Δεύτερον, για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί στο πλαίσιο της υπόθεσης C-708/17, το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Asenovgrad), με το πρώτο προδικαστικό του ερώτημα, ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τις διατάξεις της οδηγίας 2006/32, ειδικότερα το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι οι χρεώσεις των τελικών καταναλωτών ενέργειας βασίζονται στην πραγματική κατανάλωση.
52 Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27, η οποία αντικατέστησε την οδηγία 2006/32, η οδηγία 2006/32 καταργήθηκε από τις 5 Ιουνίου 2014. Ομοίως, δυνάμει του άρθρου 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την οδηγία αυτήν το αργότερο έως τις 5 Ιουνίου 2014. Εξάλλου, η οδηγία αυτή δεν περιέχει καμία ειδική διάταξη όσον αφορά τη διαχρονική εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 2006/32 τις οποίες αντικατέστησε.
53 Επομένως, δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης στο πλαίσιο της υποθέσεως C-708/17 αφορούν την περίοδο από την 1η Νοεμβρίου 2012 έως τις 30 Απριλίου 2015, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 67 των προτάσεών του, πρέπει, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, το πρώτο ερώτημα στην υπόθεση C-708/17 να εξεταστεί υπό το πρίσμα των διατάξεων των οδηγιών 2006/32 και 2012/27.
54 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Asenovgrad) ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32 και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις που αφορούν την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑708/17 και επί των προδικαστικών ερωτημάτων στην υπόθεση C-725/17
Ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2011/83
55 Υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 2011/83 εφαρμόζεται, κατά το άρθρο της 3, παράγραφος 1, βάσει των όρων και στον βαθμό που ορίζεται στις διατάξεις της, σε οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται μεταξύ ενός εμπόρου και ενός καταναλωτή. Κατά την ίδια διάταξη, η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται επίσης σε συμβάσεις προμήθειας νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας ή τηλεθέρμανσης, μεταξύ άλλων και από δημόσιους παρόχους, στον βαθμό που τα προϊόντα αυτά παρέχονται βάσει συμβάσεως.
56 Εξάλλου, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/83 ορίζει ως «καταναλωτή» κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο των συμβάσεων που καλύπτει η οδηγία, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, συναφώς, ότι η έννοια αυτή καλύπτει κάθε ιδιώτη που δεν αναπτύσσει εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Kamenova, C-105/17, EU:C:2018:808, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
57 Επομένως, για την ερμηνεία της οδηγίας αυτής, η έννοια του «καταναλωτή» έχει πρωταρχική σημασία και οι διατάξεις της έχουν διαμορφωθεί κατά βάση με γνώμονα τη θέση του καταναλωτή ως αποδέκτη και ως θύματος αθέμιτων εμπορικών πρακτικών (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs, C-59/12, EU:C:2013:634, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
58 Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρέσχαν τα αιτούντα δικαστήρια προκύπτει ότι, τόσο στην υπόθεση C-708/17 όσο και στην υπόθεση C‑725/17, υφίσταται σύμβαση παροχής θερμικής ενέργειας για την τροφοδοσία του κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και ότι, βάσει της σύμβασης αυτής, οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων του κτιρίου αυτού είναι αποδέκτες των χρεώσεων για την κατανάλωση θερμικής ενέργειας των κεντρικών εγκαταστάσεων και των κοινόχρηστων μερών του εν λόγω κτιρίου.
59 Συγκεκριμένα, από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 149a, παράγραφος 1, και του άρθρου 153, παράγραφος 1, του νόμου περί ενέργειας προκύπτει ότι, βάσει της συναφθείσας με τον προμηθευτή ενέργειας σύμβασης, πελάτες του είναι οι ιδιοκτήτες και οι φορείς εμπράγματου δικαιώματος που αφορά τη χρήση διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή με αυτόνομη διακλάδωσή του. Στον βαθμό που οι εν λόγω ιδιοκτήτες ή φορείς είναι φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν αναπτύξει εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες, είναι καταναλωτές, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/83. Συνεπώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του, οι επίμαχες στην κύρια δίκη συμβάσεις εμπίπτουν στην κατηγορία των συμβάσεων προμήθειας τηλεθέρμανσης που έχουν συναφθεί μεταξύ εμπόρου και καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.
60 Όσον αφορά τη ratione temporis εφαρμογή της οδηγίας 2011/83, η εν λόγω οδηγία περιλαμβάνει μια ειδική διάταξη η οποία καθορίζει ρητώς τις προϋποθέσεις διαχρονικής εφαρμογής των διατάξεών της. Συγκεκριμένα, το άρθρο 28, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 13 Ιουνίου 2014.
61 Εν προκειμένω, δεδομένου ότι στις δικογραφίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τις ημερομηνίες συνάψεως των επίμαχων στην κύρια δίκη συμβάσεων, στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να προσδιορίσουν αν οι συμβάσεις αυτές συνήφθησαν μετά την εν λόγω ημερομηνία της 13ης Ιουνίου 2014, προκειμένου να κρίνουν αν η οδηγία 2011/83 έχει εφαρμογή ratione temporis.
Επί της ουσίας
62 Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑708/17 και με τα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C-725/17, τα αιτούντα δικαστήρια διερωτώνται, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 2005/29, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι οι ιδιοκτήτες διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης υποχρεούνται να συμβάλλουν στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου, μολονότι δεν υπέβαλαν ατομικό αίτημα για την παροχή θέρμανσης και δεν τη χρησιμοποιούν στο διαμέρισμά τους.
63 Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, ο καταναλωτής απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αντιπαροχής για τη μη παραγγελθείσα προμήθεια αγαθών, νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεθέρμανσης ή ψηφιακού περιεχομένου ή παροχή υπηρεσιών, που απαγορεύεται από το άρθρο 5, παράγραφος 5, και από το παράρτημα I, σημείο 29, της οδηγίας 2005/29, και ότι η μη απάντηση εκ μέρους του καταναλωτή σε περίπτωση παροχής μη παραγγελθέντων δεν ισοδυναμεί με συναίνεση. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 60 της οδηγίας 2011/83, η πρακτική αυτή συνιστά, πράγματι, αθέμιτη εμπορική πρακτική η οποία απαγορεύεται από την οδηγία 2005/29.
64 Η παροχή μη παραγγελθέντων ορίζεται στην αιτιολογική αυτή σκέψη ως η «μη παραγγελθείσα προμήθεια αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε καταναλωτές». Το Δικαστήριο έχει επισημάνει, συναφώς, ότι «παροχή μη παραγγελθέντων», κατά την έννοια του σημείου 29 του παραρτήματος I της οδηγίας 2005/29, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, αποτελεί, μεταξύ άλλων, η απαίτηση του εμπόρου προς τον καταναλωτή να καταβάλει πληρωμή για προϊόν ή υπηρεσία που δεν έχει ζητήσει (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Wind Tre και Vodafone Italia, C-54/17 και C-55/17, EU:C:2018:710, σκέψη 43).
65 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών του, το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83 αποσκοπεί επομένως στο να εμποδίσει τον έμπορο να επιβάλει στον καταναλωτή συμβατική σχέση στην οποία ο καταναλωτής δεν συναίνεσε ελεύθερα.
66 Εν προκειμένω, το άρθρο 133, παράγραφος 2, του νόμου περί ενέργειας προβλέπει ότι η σύνδεση των εγκαταστάσεων των καταναλωτών σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία πραγματοποιείται με τη γραπτή συναίνεση αριθμού ιδιοκτητών που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της ιδιοκτησίας του κτιρίου.
67 Όπως προκύπτει εξάλλου και από τα παρασχεθέντα από τα αιτούντα δικαστήρια στοιχεία, το άρθρο 153, παράγραφος 1, του νόμου αυτού προβλέπει ότι οι ιδιοκτήτες και οι φορείς εμπράγματου δικαιώματος που αφορά τη χρήση διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή με αυτόνομη διακλάδωσή του είναι καταναλωτές θερμικής ενέργειας. Ως εκ τούτου, υποχρεούνται να τοποθετούν συσκευές για την κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας στα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους και να πληρώνουν τις σχετικές με την κατανάλωση θερμικής ενέργειας δαπάνες. Περαιτέρω, το άρθρο 153, παράγραφος 6, του εν λόγω νόμου διευκρινίζει ότι οι καταναλωτές οι οποίοι κατοικούν σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και οι οποίοι εμποδίζουν τη ροή θερμικής ενέργειας προς τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους παραμένουν καταναλωτές θερμικής ενέργειας όσον αφορά τη θερμότητα που εκλύει η κεντρική εγκατάσταση του κτιρίου και τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στους κοινόχρηστους χώρους του κτιρίου.
68 Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η παροχή της θέρμανσης σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία απορρέει από αίτηση που υποβλήθηκε για λογαριασμό του συνόλου των συνιδιοκτητών, σύμφωνα με τους ειδικούς κανόνες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο περί συνιδιοκτησίας.
69 Συναφώς, όσον αφορά το γεγονός ότι, όπως εν προκειμένω, οι συγκεκριμένοι συνιδιοκτήτες δεν συμμετείχαν στη λήψη της απόφασης αυτής ή αντιτάχθηκαν σε αυτήν, το Δικαστήριο έχει κρίνει προσφάτως ότι, στο πλαίσιο διαφοράς που αφορά υποχρέωση πληρωμής απορρέουσα από απόφαση της ειδικά συσταθείσας βάσει του βουλγαρικού νόμου γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών, κάθε συνιδιοκτήτης, αποκτώντας και διατηρώντας την ιδιότητα αυτή, συμφωνεί να υπόκειται στο σύνολο των διατάξεων της πράξεως που ρυθμίζει τη συγκεκριμένη συνιδιοκτησία, όπως και στις αποφάσεις που λαμβάνονται από τη γενική συνέλευση των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας αυτής (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Kerr, C‑25/18, EU:C:2019:376, σκέψη 29).
70 Υπό τις συνθήκες αυτές, η τροφοδοσία με θερμική ενέργεια της κεντρικής εγκατάστασης και, κατά συνέπεια, των κοινόχρηστων μερών κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, η οποία πραγματοποιείται κατόπιν της αποφάσεως που έλαβαν οι συνιδιοκτήτες του κτιρίου αυτού να το συνδέσουν με τηλεθέρμανση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη ζητηθείσα παροχή τηλεθέρμανσης, κατά την έννοια του άρθρου 27 της οδηγίας 2011/83.
71 Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-708/17 και στα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C‑725/17 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 2005/29, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι οι ιδιοκτήτες διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης υποχρεούνται να συμβάλλουν στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου, μολονότι δεν υπέβαλαν ατομικό αίτημα για την παροχή θέρμανσης και δεν τη χρησιμοποιούν στο διαμέρισμά τους.
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-708/17
72 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-708/17, το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Asenovgrad) ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32 και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις που αφορούν την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του.
73 Για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια μέθοδος χρέωσης δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑708/17 υπενθυμίζει ότι η μέθοδος αυτή δεν επιτρέπει να προσδιοριστεί, για κάθε ένοικο του κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, η πραγματική κατανάλωση θερμικής ενέργειας που εκλύεται από την κεντρική εγκατάσταση η οποία διέρχεται από το διαμέρισμά του. Οι οδηγίες 2006/32 και 2012/27 επιβάλλουν, όμως, στους προμηθευτές ενέργειας την υποχρέωση να χρεώνουν στον τελικό καταναλωτή μόνον αυτό που πράγματι καταναλώνει, γεγονός που αποκλείει, επομένως, τη χρέωση που υπολογίζεται κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του συγκεκριμένου διαμερίσματος.
74 Εντούτοις, ούτε από το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32 και του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27 ούτε από την όλη οικονομία και τον σκοπό της ρύθμισης στην οποία εντάσσονται οι διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι εν λόγω διατάξεις επιβάλλουν μια τέτοια υποχρέωση.
75 Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι οδηγίες 2006/32 και 2012/27 έχουν ως σκοπό, όπως υπενθυμίζεται στο άρθρο 1 αμφοτέρων των εν λόγω οδηγιών, να προωθήσουν τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. Στο πλαίσιο αυτό και όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 20 της οδηγίας 2006/32 και από την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2012/27, για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού απαιτείται η συμμετοχή ολόκληρης της ενεργειακής αλυσίδας, από τον παραγωγό ενέργειας έως τον τελικό καταναλωτή.
76 Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 29 της οδηγίας 2006/32 διευκρινίζει ότι, για να μπορούν οι τελικοί καταναλωτές να λαμβάνουν καλύτερα ενημερωμένες αποφάσεις σχετικά με την ατομική τους κατανάλωση ενέργειας, θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους εύλογο αριθμό πληροφοριών και άλλη συναφή ενημέρωση, π.χ. για τα υπάρχοντα μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, συγκριτικές περιγραφές τελικών καταναλωτών ή αντικειμενικές τεχνικές προδιαγραφές για τις συσκευές που χρησιμοποιούν ενέργεια, συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του «τετραπλασιαστή» ή παρόμοιων συσκευών.
77 Για τον λόγο αυτό, το άρθρο 13 παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά περίπτωση, η χρέωση που πραγματοποιείται από τους διανομείς ενέργειας, τους διαχειριστές συστημάτων διανομής και τις εταιρίες λιανικής πώλησης ενέργειας βασίζεται στην πραγματική ενεργειακή κατανάλωση.
78 Γεγονός παραμένει ότι, όπως τόνισε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 74 των προτάσεών του, η χρήση, στη διάταξη αυτή, της φράσης «κατά περίπτωση» καταδεικνύει ότι η εν λόγω διάταξη πρέπει κατ’ ανάγκην να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.
79 Ωστόσο, η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρει ότι, εφόσον είναι «τεχνικώς εφικτό, οικονομικώς εύλογο και ανάλογο προς τη δυνητική εξοικονόμηση ενέργειας», τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι παρέχονται στους τελικούς καταναλωτές, μεταξύ άλλων, ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεθέρμανσης ατομικοί μετρητές που μετρούν επακριβώς την πραγματική ενεργειακή κατανάλωσή τους.
80 Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2006/32 και, ειδικότερα, από την έκθεση του Κοινοβουλίου, της 2ας Μαΐου 2005, σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί της ενεργειακής απόδοσης κατά την τελική χρήση και των ενεργειακών υπηρεσιών (A6-0130/2005), ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να λάβει υπόψη, όσον αφορά την εγκατάσταση των ατομικών μετρητών που καθιστούν δυνατή τη μέτρηση της πραγματικής και αποτελεσματικής κατανάλωσης του τελικού καταναλωτή, το εφικτό της εγκατάστασης αυτής σε ενίοτε πολύ παλαιά κτίρια, εκτιμώντας ότι δεν είναι πάντοτε ρεαλιστικό, εύλογο ή αναλογικό να πραγματοποιηθεί η εγκατάσταση αυτή, λαμβανομένων υπόψη των υπερβολικών δαπανών που θα μπορούσε να προκαλέσει.
81 Επομένως, στο μέτρο που δεν είναι πάντοτε εφικτή η εγκατάσταση ατομικών μετρητών, οι χρεώσεις μπορούν να στηρίζονται στην πραγματική κατανάλωση ενέργειας μόνον όταν αυτό είναι τεχνικά εφικτό, πράγμα που επιβεβαιώνει εξάλλου η χρήση, στο άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32, της φράσης «κατά περίπτωση».
82 Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2012/27, ειδικότερα δε από την έκθεση του Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ενεργειακή απόδοση και την κατάργηση των οδηγιών 2004/8/ΕΚ και 2006/32/ΕΚ, της 30ής Ιουλίου 2012 (A7‑0265/2012), καθίσταται προφανές ότι οι ίδιες ανησυχίες ελήφθησαν υπόψη από τον νομοθέτη της Ένωσης κατά την αναδιατύπωση της οδηγίας 2006/32 και εκφράζονται εκ νέου στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στο άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, και στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27.
83 Συγκεκριμένα, το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι, εφόσον είναι τεχνικώς εφικτό, οικονομικώς εύλογο και ανάλογο προς τη δυνητική εξοικονόμηση ενέργειας, παρέχονται σε ανταγωνιστική τιμή στους τελικούς καταναλωτές ενέργειας ατομικοί μετρητές που αναγράφουν επακριβώς την πραγματική ενεργειακή κατανάλωσή τους. Όσον αφορά τη χρέωση, το άρθρο 10, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι, στις περιπτώσεις που οι τελικοί καταναλωτές δεν διαθέτουν τους ευφυείς μετρητές που αναφέρονται στις οδηγίες 2009/72 και 2009/73, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, ότι οι πληροφορίες τιμολόγησης είναι ακριβείς και βασίζονται στην πραγματική κατανάλωση, σύμφωνα με το παράρτημα VII, σημείο 1.1, εφόσον αυτό είναι τεχνικά δυνατόν και οικονομικά αιτιολογημένο.
84 Πρέπει να προστεθεί ότι η ιδιαιτερότητα των κτιρίων επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και τα οποία τροφοδοτούνται από δίκτυο θέρμανσης ελήφθη υπόψη από τον νομοθέτη της Ένωσης στην οδηγία 2012/27. Πράγματι, μολονότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν την τοποθέτηση ατομικών μετρητών στα εν λόγω κτίρια έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016, η ίδια διάταξη ορίζει ότι, όταν δεν είναι οικονομικά αποδοτικό ή τεχνικά εφικτό να χρησιμοποιηθούν αυτοί οι ατομικοί μετρητές, χρησιμοποιούνται ατομικοί κατανεμητές κόστους θέρμανσης για τη μέτρηση της κατανάλωσης θέρμανσης σε κάθε θερμαντικό σώμα, εκτός εάν το κράτος μέλος αποδείξει ότι η εγκατάσταση των εν λόγω κατανεμητών δεν είναι οικονομικά αποδοτική. Στις περιπτώσεις αυτές, μπορούν να αναζητηθούν άλλες οικονομικά αποδοτικές μέθοδοι για τη μέτρηση της κατανάλωσης θέρμανσης.
85 Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση του Δικαστηρίου, σε τέτοια κτίρια επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη, δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι είναι δυνατή η πλήρης εξατομίκευση των χρεώσεων που αφορούν τη θέρμανση, ιδίως ως προς την κεντρική εγκατάσταση και τα κοινόχρηστα μέρη.
86 Όσον αφορά, ειδικότερα, την κεντρική εγκατάσταση, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι μπορεί να είναι δυσχερές, αν όχι αδύνατο, όπως υποστηρίζει η EVN, να καθοριστεί με ακρίβεια η ποσότητα της θερμότητας που εκλύεται από την εγκατάσταση αυτή σε κάθε διαμέρισμα. Πράγματι, η ποσότητα αυτή δεν περιλαμβάνει μόνον τη θερμότητα που εκλύεται στο εσωτερικό του συγκεκριμένου διαμερίσματος από τα υλικά στοιχεία της κεντρικής εγκατάστασης, όπως είναι οι αγωγοί και οι σωληνώσεις που διέρχονται από το διαμέρισμα αυτό, αλλά και τις ανταλλαγές θερμότητας μεταξύ των θερμαινόμενων και των μη θερμαινόμενων χώρων. Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 85 των προτάσεών του, τα διαμερίσματα σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία δεν είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους από άποψη θέρμανσης, δεδομένου ότι η θερμότητα κυκλοφορεί μεταξύ των θερμαινόμενων και των λιγότερο ή καθόλου θερμαινόμενων χώρων.
87 Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι είναι τεχνικώς δυσχερής ο προσδιορισμός της ατομικής κατανάλωσης κάθε ενοίκου του κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία όσον αφορά τη θερμική ενέργεια που εκλύει η κεντρική εγκατάσταση.
88 Όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού για τη χρέωση που αφορά την κατανάλωση θερμικής ενέργειας στα κτίρια επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, επισημαίνεται ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο χειρισμών. Πράγματι, όπως προκύπτει τόσο από την αιτιολογική σκέψη 12 και από το άρθρο 1 της οδηγίας 2006/32 όσο και από την αιτιολογική σκέψη 20 και από το άρθρο 1 της οδηγίας 2012/27, σκοπός των δύο αυτών οδηγιών είναι να παράσχουν στα κράτη μέλη ένα κοινό πλαίσιο που θα τους επιτρέψει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, καταλείποντας συγχρόνως σε αυτά την επιλογή του τρόπου εφαρμογής του (πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Saras Energía, C‑561/16, EU:C:2018:633, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
89 Προς τούτο, το άρθρο 9, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2012/27 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν διαφανείς κανόνες για την κατανομή των δαπανών που αφορούν τη θερμική κατανάλωση ή το ζεστό νερό, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να καθίσταται εφικτή η διάκριση μεταξύ των δαπανών που προκύπτουν από την κατανάλωση, αντιστοίχως, του ζεστού νερού που προορίζεται για τις οικιακές ανάγκες, της θερμότητας που εκλύεται από την εγκατάσταση του κτιρίου για τη θέρμανση των κοινοχρήστων χώρων και της θέρμανσης των διαμερισμάτων.
90 Εν προκειμένω η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση συνάδει, κατά τα φαινόμενα, προς τις κατευθυντήριες γραμμές που περιέχονται στη διάταξη αυτή, καθόσον προβλέπει ότι οι δαπάνες θερμικής κατανάλωσης κατανέμονται μεταξύ των δαπανών που αντιστοιχούν στη θερμότητα που εκλύει η κεντρική εγκατάσταση, των δαπανών για τη θερμική ενέργεια που προορίζεται για τη θέρμανση των κοινοχρήστων μερών και των δαπανών που αφορούν τη θερμική ενέργεια που προορίζεται για τη θέρμανση των διαμερισμάτων.
91 Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος περιθωρίου χειρισμών που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η οδηγία 2006/32 και η οδηγία 2012/27 δεν αντιτίθενται σε μέθοδο υπολογισμού της θερμότητας που εκλύεται από την κεντρική εγκατάσταση η οποία βασίζεται στην αναλογία του θερμαινόμενου όγκου κάθε διαμερίσματος.
92 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-708/17 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32 και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις που αφορούν την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη διαμερίσματος του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του.
Επί των δικαστικών εξόδων
93 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων, σ’ αυτά εναπόκειται να αποφανθούν επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές»), έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι οι ιδιοκτήτες διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης υποχρεούνται να συμβάλλουν στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου, μολονότι δεν υπέβαλαν ατομικό αίτημα για την παροχή θέρμανσης και δεν τη χρησιμοποιούν στο διαμέρισμά τους.
2) Το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, για την ενεργειακή απόδοση κατά την τελική χρήση και τις ενεργειακές υπηρεσίες και για την κατάργηση της οδηγίας 93/76/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για την ενεργειακή απόδοση, την τροποποίηση των οδηγιών 2009/125/ΕΚ και 2010/30/ΕΕ και την κατάργηση των οδηγιών 2004/8/ΕΚ και 2006/32/ΕΚ, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις που αφορούν την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη διαμερίσματος του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του.
(υπογραφές)
Ε.2196/2019 Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63 του ν.4172/2013 για διανεμόμενα μερίσματα και καταβαλλόμενους τόκους ή δικαιώματα προς νομικά πρόσωπα φορολογικούς κατοίκους Ελβετίας
Αθήνα, 4 Δεκεμβρίου 2019
Αριθ. Πρωτ.: Ε. 2196/04-12-2019
Image may be NSFW.
Clik here to view.
1. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'
2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α'-ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
Ταχ. Δ/νση:Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:10184 Αθήνα
Τηλέφωνο:210-3375311
Fax:210-3375001
ΘΕΜΑ: Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63 του ν.4172/2013 για διανεμόμενα μερίσματα και καταβαλλόμενους τόκους ή δικαιώματα προς νομικά πρόσωπα φορολογικούς κατοίκους Ελβετίας.
Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στις υπηρεσίες μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
1. Με τις διατάξεις των παρ.1 και 2 του άρθρου 63 του ν.4172/2013 ορίζονται οι προϋποθέσεις, με τις οποίες προβλέπεται απαλλαγή από την παρακράτηση φόρου εισοδήματος από τους υπόχρεους του άρθρου 61 του ν.4172/2013, για τα διανεμόμενα μερίσματα και τους καταβαλλόμενους τόκους ή δικαιώματα, προς νομικά πρόσωπα που είναι φορολογικοί κάτοικοι της ημεδαπής και των λοιπών κρατών-μελών της Ε.Ε.
2. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 63 του ν.4172/2013 καθορίζεται η διαδικασία απαλλαγής παρακράτησης φόρου στα διανεμόμενα μερίσματα και τους καταβαλλόμενους τόκους ή δικαιώματα στις περιπτώσεις που ο λήπτης φορολογούμενος δεν πληροί την προϋπόθεση διακράτησης του ποσοστού συμμετοχής (24 μήνες) κατά τον χρόνο χορήγησης του φορολογικού πλεονεκτήματος.
3. Επίσης, με την ΠΟΛ.1039/2015 εγκύκλιό μας, με την οποία δόθηκαν οδηγίες για την εφαρμογή των άρθρων 48 και 63 του ν.4172/2013, αναφορικά με την απαλλαγή ενδοομιλικών μερισμάτων και παρακράτησης φόρου ενδοομιλικών πληρωμών διευκρινίσθηκε μεταξύ άλλων, ότι σε στις περιπτώσεις που ο λήπτης φορολογούμενος δεν πληροί την προϋπόθεση διακράτησης του ποσοστού συμμετοχής (24 μήνες) κατά το χρόνο χορήγησης του φορολογικού πλεονεκτήματος, ο υπόχρεος σε παρακράτηση στην Ελλάδα μπορεί προσωρινά να μην προβεί σε παρακράτηση φόρου με την προϋπόθεση ότι θα καταθέσει εγγύηση στη Φορολογική Διοίκηση, ίση με το ποσό του φόρου που θα όφειλε να καταβάλλει σε περίπτωση μη χορήγησης της απαλλαγής. Σε περίπτωση που ο υπόχρεος σε παρακράτηση φόρου στην Ελλάδα δεν καταθέσει εγγυητική επιστολή και προβεί σε παρακράτηση φόρου στα καταβαλλόμενα ποσά (μερίσματα- τόκους-δικαιώματα), κατά τον χρόνο της συμπλήρωσης προϋπόθεσης της διετίας η ενδιαφερόμενη εταιρεία (ημεδαπή ή αλλοδαπή), σε βάρος της οποίας έγινε η παρακράτηση φόρου, θα μπορεί να ζητήσει την επιστροφή του παρακρατηθέντος φόρου. Επίσης, με την ίδια εγκύκλιο διευκρινίσθηκε ότι τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 των άρθρων 48 (εισπραττόμενα μερίσματα) και 63 (καταβαλλόμενα μερίσματα) εφαρμόζονται ανάλογα και για τα μερίσματα που εισπράττει νομικό πρόσωπο που είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας από νομικό πρόσωπο με έδρα την Ελβετία καθώς επίσης και για τα μερίσματα που καταβάλλει υπόχρεος του άρθρου 61 σε νομικά πρόσωπα με έδρα την Ελβετία, με την προϋπόθεση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 15 της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας που κυρώθηκε με το ν.3363/2005 (ΠΟΛ.1085/2010 εγκύκλιος της Δ/νσης Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων).
4. Με τις διατάξεις του ν.3363/2005 κυρώθηκε η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.
Ειδικότερα, με τις διατάξεις του άρθρου 15 του νόμου αυτού ορίζεται ότι με την επιφύλαξη της εφαρμογής στην Ελβετία και στα κράτη μέλη των εθνικών διατάξεων ή των διατάξεων που βασίζονται σε συμφωνία για την πρόληψη της απάτης ή των καταχρήσεων: Τα μερίσματα που καταβάλλονται από θυγατρικές εταιρείες σε μητρικές εταιρείες δεν υπόκεινται σε φορολογία στο κράτος της παρακράτησης στη πηγή εφόσον: -η μητρική εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή 25% στο μετοχικό κεφάλαιο της εν λόγω θυγατρικής επί τουλάχιστον δύο έτη και
-μία εταιρεία έχει φορολογική κατοικία σε κράτος μέλος και η άλλη εταιρεία έχει φορολογική κατοικία στην Ελβετία και
-βάσει συμφωνιών περί διπλής φορολογίας με τρίτα κράτη καμία από τις δύο εταιρείες δεν έχει φορολογική κατοικία στο εν λόγω τρίτο κράτος και
-οι δύο εταιρείες υπόκεινται στο φόρο εταιρειών χωρίς να απαλλάσσονται και υιοθετούν και οι δύο τη μορφή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης (παρ.1).
Οι καταβολές τόκων και δικαιωμάτων μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών ή των μόνιμων εγκαταστάσεών τους δεν υπόκεινται σε φορολογία στο κράτος της παρακράτησης στην πηγή εφόσον:
-οι εν λόγω εταιρείες συνδέονται με άμεση ελάχιστη συμμετοχή 25% για τουλάχιστον δύο έτη ή τις κατέχει και τις δύο τρίτη εταιρεία η οποία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή 25% στο μετοχικό κεφάλαιο τόσο της πρώτης εταιρείας όσο και της δεύτερης εταιρείας επί τουλάχιστον δύο έτη και
-μία εταιρεία έχει φορολογική ή μία μόνιμη εγκατάσταση ευρίσκεται σε κράτος μέλος και η άλλη εταιρεία έχει φορολογική κατοικία ή άλλη μόνιμη εγκατάσταση που ευρίσκεται στη Ελβετία και
-βάσει συμφωνιών περί διπλής φορολογίας με τρίτα κράτη καμία από τις εταιρείες δεν έχει φορολογική κατοικία στο εν λόγω τρίτο κράτος και καμία από τις μόνιμες εγκατάστασεις δεν ευρίσκεται στο τρίτο κράτος αυτό και
-όλες οι εταιρείες υπόκεινται στο φόρο εταιρειών χωρίς να απαλλάσσονται ειδικά από τις καταβολές τόκων και δικαιωμάτων και ή κάθε εταιρεία υιοθετεί τη μορφή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης (παρ.2).
5. Στις υπηρεσίες μας έχουν υποβληθεί ερωτήματα με τα οποία τίθεται το ζήτημα αν στις περιπτώσεις που ο υπόχρεος σε παρακράτηση φόρου στην Ελλάδα δεν καταθέσει εγγυητική επιστολή και προβεί σε παρακράτηση φόρου στα καταβαλλόμενα ποσά (μερίσματα, τόκους-δικαιώματα) προς νομικά πρόσωπα με έδρα την Ελβετία, μπορεί κατά τον χρόνο της συμπλήρωσης προϋπόθεσης της διετίας η ενδιαφερόμενη ελβετική εταιρεία, σε βάρος της οποίας έγινε η παρακράτηση φόρου, να ζητήσει την επιστροφή του παρακρατηθέντος φόρου, με βάση τα αναφερόμενα στην ΠΟΛ.1039/2015 εγκύκλιό μας.
6. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Ε.Ε) σε σχετικό ερώτημά μας, αναφορικά με την εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, μας γνώρισε με το αριθ. taxud.d.2(2019)7147721/17.10.2019 έγγραφό της ότι δεν απαιτείται να έχει συμπληρωθεί η περίοδος των δύο (2) ετών κατά τον χρόνο χορήγησης των φορολογικών πλεονεκτημάτων της συμφωνίας (Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας). Την ερμηνεία αυτή έχουν υιοθετήσει και οι Ελβετικές Αρχές (σχετ. circular 10 of 15 July 2005).
7. Ενόψει των ανωτέρω, στις περιπτώσεις που υπόχρεοι σε παρακράτηση φόρου στην Ελλάδα δεν καταθέσουν εγγυητική επιστολή και προβούν σε παρακράτηση φόρου σε καταβαλλόμενα ποσά (μερίσματα- τόκους-δικαιώματα) προς νομικά πρόσωπα με έδρα την Ελβετία, θα πρέπει τα υπόψη νομικά πρόσωπα, σε βάρος των οποίων έγινε η παρακράτηση φόρου, κατά τον χρόνο της συμπλήρωσης της διετίας, να ζητήσουν την επιστροφή του παρακρατηθέντος φόρου, με βάση τα αναφερόμενα στην ΠΟΛ.1039/2015 εγκύκλιό μας, καθόσον η προϋπόθεση συμμετοχής του χρόνου διακράτησης του ποσοστού συμμετοχής, δεν απαιτείται να έχει συμπληρωθεί κατά τον χρόνο καταβολής των σχετικών ποσών.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΑΔΕ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
1457736/2019 Ημερομηνίες πίστωσης Παροχών Ασθενείας του π.ΙΚΑ-ΕΤΑΜ έτους 2020
Αθήνα 4/12/2019
Αρ. Πρωτ. 1457736
Image may be NSFW.
Clik here to view.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
1. ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Δ/ΝΣΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΔΑΠΑΝΩΝ
Δ/ΝΣΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΠΑΡΟΧΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΠΑΡΟΧΩΝ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ
Δ/ΝΣΗ Α΄ και Β΄ ΠΑΡΟΧΩΝ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: I.ΔΡΑΓΟΥΤΑ, Ν.ΜΑΚΡΗΣ
ΤΑΧ. Δ/ΝΣΗ: Αγ. Κων/νου 5,10431 ΑΘΗΝΑ
ΤΗΛ: 210 5274390
FAX: 210 5243477
email:tm.aexodakid@efka.gov.gr
ΓΕΝΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ
ΘΕΜΑ: «Ημερομηνίες πίστωσης Παροχών Ασθενείας του π.ΙΚΑ-ΕΤΑΜ έτους 2020»
Σας κοινοποιούμε τις ημερομηνίες πίστωσης για την πληρωμή Παροχών σε Χρήμα του π.ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (επιδόματα ασθενείας , μητρότητας και εξόδων κηδείας) ,μέσω ΔΙΑΣ έτους 2020.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΕΦΚΑ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΛΑΡΗΣ
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟЇΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΤΣΙΑΜΠΙΡΗ
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΟΡΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ |
||
|
ΕΩΣ |
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ |
ΑΠΟ |
|
ΠΙΣΤΩΣΗΣ |
23/12/2019 |
10/01/2020 |
17/01/2020 |
13/01/2020 |
31/01/2020 |
07/02/2020 |
03/02/2020 |
21/02/2020 |
28/02/2020 |
24/02/2020 |
06/03/2020 |
13/03/2020 |
09/03/2020 |
20/03/2020 |
26/03/2020 |
23/03/2020 |
03/04/2020 |
09/04/2020 |
06/04/2020 |
24/04/2020 |
30/04/2020 |
27/04/2020 |
08/05/2020 |
15/05/2020 |
11/05/2020 |
22/05/2020 |
29/05/2020 |
25/05/2020 |
05/06/2020 |
12/06/2020 |
09/06/2020 |
19/06/2020 |
26/06/2020 |
22/06/2020 |
03/07/2020 |
10/07/2020 |
06/07/2020 |
17/07/2020 |
24/07/2020 |
20/07/2020 |
31/07/2020 |
07/08/2020 |
03/08/2020 |
21/08/2020 |
28/08/2020 |
24/08/2020 |
04/09/2020 |
11/09/2020 |
07/09/2020 |
18/09/2020 |
25/09/2020 |
21/09/2020 |
02/10/2020 |
09/10/2020 |
05/10/2020 |
16/10/2020 |
23/10/2020 |
19/10/2020 |
30/10/2020 |
06/11/2020 |
02/11/2020 |
13/11/2020 |
20/11/2020 |
16/11/2020 |
27/11/2020 |
04/12/2020 |
30/11/2020 |
11/12/2020 |
18/12/2020 |
14/12/2020 |
24/12/2020 |
31/12/2020 |
Οδηγία (ΕΕ) 2019/1995 του Συμβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 2019 για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/ΕΚ όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με τις εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών και ορισμένες εγχώριες παραδόσεις αγαθών
ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/ 1995 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης Νοεμβρίου 2019 για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/ΕΚ όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με τις εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών και ορισμένες εγχώριες παραδόσεις αγαθών.
Ημερομηνία έναρξης ισχύος: 22/12/2019
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 113,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),
Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) Η οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου (3), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2017/2455 του Συμβουλίου (4), ορίζει ότι, όταν υποκείμενος στον φόρο διευκολύνει, μέσω της χρήσης ηλεκτρονικής διεπαφής, όπως αγοράς, πλατφόρμας, διαδικτυακής πύλης ή άλλων παρόμοιων μέσων, τις εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών εισαγόμενων από τρίτα εδάφη ή τρίτες χώρες σε δέματα με εσωτερική αξία που δεν υπερβαίνει τα 150 EUR ή την παράδοση αγαθών εντός της Κοινότητας από υποκείμενο στον φόρο μη εγκατεστημένο εντός της Κοινότητας σε μη υποκείμενο στον φόρο, ο υποκείμενος στον φόρο που διευκολύνει την παράδοση θεωρείται ότι αυτός έχει παραλάβει και παραδώσει τα αγαθά. Δεδομένου ότι στην εν λόγω οδηγία διαχωρίζεται μια ενιαία παράδοση σε δύο παραδόσεις, είναι απαραίτητο να καθοριστεί σε ποια εκ των παραδόσεων αυτών θα πρέπει να καταλογίζεται η αποστολή ή η μεταφορά των αγαθών, με στόχο τον ορθό προσδιορισμό του τόπου παράδοσής τους. Είναι επίσης αναγκαίο να εξασφαλισθεί ότι η γενεσιουργός αιτία των δύο αυτών παραδόσεων συντρέχει την ίδια στιγμή.
(2) Καθώς ο υποκείμενος στον φόρο που διευκολύνει, μέσω της χρήσης ηλεκτρονικής διεπαφής, την παράδοση αγαθών σε μη υποκείμενο στον φόρο εντός της Κοινότητας μπορεί να εκπίπτει, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) που καταβάλλεται σε προμηθευτές μη εγκατεστημένους στην Κοινότητα, υπάρχει κίνδυνος οι τελευταίοι να μην καταβάλλουν τον ΦΠΑ στις φορολογικές αρχές. Προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος αυτός, η παράδοση από τον προμηθευτή που πωλεί αγαθά μέσω της χρήσης ηλεκτρονικής διεπαφής θα πρέπει να απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ και, παράλληλα, θα πρέπει να παρέχεται στον εν λόγω προμηθευτή το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ εισροών που κατέβαλε για την αγορά ή την εισαγωγή των παραδοθέντων αγαθών. Για τον σκοπό αυτό, ο προμηθευτής θα πρέπει να έχει πάντοτε αριθμό μητρώου στο κράτος μέλος όπου απέκτησε ή εισήγαγε αυτά τα αγαθά.
(3) Επιπλέον, οι προμηθευτές που δεν είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα, οι οποίοι χρησιμοποιούν ηλεκτρονική διεπαφή για την πώληση αγαθών, ενδέχεται να κατέχουν αποθέματα σε διάφορα κράτη μέλη και, πέραν από τις ενδοκοινοτικές εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών, ενδέχεται να πραγματοποιούν παραδόσεις αγαθών από τα εν λόγω αποθέματα σε αποκτώντες στο ίδιο κράτος μέλος. Επί του παρόντος, τέτοιες παραδόσεις δεν καλύπτονται από το ειδικό καθεστώς για ενδοκοινοτικές εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών και για υπηρεσίες που παρέχονται από υποκείμενους στον φόρο εγκατεστημένους εντός της Κοινότητας αλλά μη εγκατεστημένους στο κράτος μέλος κατανάλωσης. Προκειμένου να μειωθεί η διοικητική επιβάρυνση, οι υποκείμενοι στον φόρο που διευκολύνουν την παράδοση αγαθών σε μη υποκείμενους στον φόρο στην Κοινότητα μέσω της χρήσης ηλεκτρονικής διεπαφής, οι οποίοι θεωρείται ότι αυτοί έχουν παραλάβει και παραδώσει τα αγαθά, θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν το εν λόγω ειδικό καθεστώς για τη δήλωση και την καταβολή του ΦΠΑ για αυτές τις εγχώριες παραδόσεις.
(4) Για να διασφαλίζεται συνέπεια όσον αφορά την καταβολή του ΦΠΑ και του εισαγωγικού δασμού κατά την εισαγωγή αγαθών, η προθεσμία καταβολής του ΦΠΑ κατά την εισαγωγή στις τελωνειακές αρχές, όταν χρησιμοποιούνται οι ειδικές ρυθμίσεις για τη δήλωση και την καταβολή ΦΠΑ κατά την εισαγωγή, θα πρέπει να εναρμονίζεται με την προθεσμία που προβλέπεται για τον δασμό στο άρθρο 111 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).
(5) Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 (6), τα κράτη μέλη ανέλαβαν να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα στα οποία θα επεξηγείται η σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα μέρη των νομικών πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι αιτιολογημένη.
(6) Συνεπώς, η οδηγία 2006/112/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Η οδηγία 2006/112/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
1) στον τίτλο V κεφάλαιο 1 τμήμα 2, προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:
«Άρθρο 36β
Όταν υποκείμενος στον φόρο θεωρείται ότι έχει παραλάβει και παραδώσει αγαθά σύμφωνα με το άρθρο 14α, η αποστολή ή η μεταφορά των αγαθών καταλογίζεται στην παράδοση που πραγματοποιείται από τον εν λόγω υποκείμενο στον φόρο.»,
2) το άρθρο 66α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 66α
Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 63, 64 και 65, η γενεσιουργός αιτία της παράδοσης αγαθών από υποκείμενο στον φόρο ο οποίος θεωρείται ότι έχει λάβει και παραδώσει τα αγαθά σύμφωνα με το άρθρο 14α και της παράδοσης αγαθών στον εν λόγω υποκείμενο στον φόρο επέρχεται και ο ΦΠΑ καθίσταται απαιτητός κατά τον χρόνο αποδοχής της πληρωμής.»,
3) παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:
«Άρθρο 136α
Όταν υποκείμενος στον φόρο θεωρείται ότι έχει παραλάβει και παραδώσει αγαθά σύμφωνα με το άρθρο 14α παράγραφος 2, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις παραδόσεις αυτών των αγαθών στον εν λόγω υποκείμενο στον φόρο.»,
4) στο άρθρο 169, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«β) τις πράξεις του που απαλλάσσονται σύμφωνα με τα άρθρα 136α, 138, 142 και 144, τα άρθρα 146 έως 149, τα άρθρα 151, 152, 153 και 156, το άρθρο 157 παράγραφος 1 στοιχείο β), τα άρθρα 158 έως 161 και το άρθρο 164,»,
5) στο άρθρο 204 παράγραφος 1, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εφαρμόζουν την επιλογή που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο σε υποκείμενο στον φόρο κατά την έννοια του άρθρου 358α σημείο 1 ο οποίος έχει επιλέξει το ειδικό καθεστώς για υπηρεσίες που παρέχονται από υποκείμενους στον φόρο μη εγκατεστημένους εντός της Κοινότητας.»,
6) στο άρθρο 272 παράγραφος 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«β) τους υποκείμενους στον φόρο που δεν πραγματοποιούν καμία από τις πράξεις που προβλέπονται στα άρθρα 20, 21, 22, 33, 36, 136α, 138 και 141,»,
7) στον τίτλο XII, ο τίτλος του κεφαλαίου 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
« Ειδικά καθεστώτα για υποκείμενους στον φόρο που παρέχουν υπηρεσίες σε μη υποκείμενους στον φόρο ή πραγματοποιούν εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών ή ορισμένες εγχώριες παραδόσεις αγαθών »,
8) στον τίτλο XII κεφάλαιο 6, ο τίτλος του τμήματος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Ειδικό καθεστώς για ενδοκοινοτικές εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών, για παραδόσεις αγαθών εντός κράτους μέλους που πραγματοποιούνται μέσω ηλεκτρονικών διεπαφών που διευκολύνουν τις παραδόσεις αυτές και για υπηρεσίες που παρέχονται από υποκείμενους στον φόρο εγκατεστημένους εντός της Κοινότητας αλλά μη εγκατεστημένους στο κράτος μέλος κατανάλωσης»,
9) το άρθρο 369α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 369α
Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος και με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, θεωρούνται ως:
1) “υποκείμενος στον φόρο μη εγκατεστημένος στο κράτος μέλος κατανάλωσης”, υποκείμενος στον φόρο που έχει την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας ή μόνιμη εγκατάσταση εντός της Κοινότητας αλλά δεν έχει την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας, ούτε μόνιμη εγκατάσταση στο έδαφος του κράτους μέλους κατανάλωσης,
2) “κράτος μέλος εγγραφής”, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η έδρα της οικονομικής δραστηριότητας του υποκείμενου στον φόρο ή, εάν η έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας δεν βρίσκεται στην Κοινότητα, το κράτος μέλος όπου έχει μόνιμη εγκατάσταση.
Όταν υποκείμενος στον φόρο δεν έχει την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας στην Κοινότητα αλλά έχει περισσότερες από μία μόνιμες εγκαταστάσεις στην Κοινότητα, κράτος μέλος εγγραφής είναι το κράτος μέλος με μόνιμη εγκατάσταση στο οποίο ο υποκείμενος στον φόρο δηλώνει ότι θα κάνει χρήση αυτού του ειδικού καθεστώτος. Ο υποκείμενος στον φόρο δεσμεύεται από την εν λόγω απόφαση για το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος και για τα δύο επόμενα ημερολογιακά έτη.
Όταν υποκείμενος στον φόρο δεν έχει την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας στην Κοινότητα ούτε μόνιμη εγκατάσταση στην Κοινότητα, κράτος μέλος εγγραφής είναι το κράτος μέλος από το οποίο εκκινεί η αποστολή ή η μεταφορά των αγαθών. Όταν η αποστολή ή η μεταφορά των αγαθών εκκινεί από περισσότερα του ενός κράτη μέλη, ο υποκείμενος στον φόρο δηλώνει ποιο εξ αυτών των κρατών μελών είναι το κράτος μέλος εγγραφής. Ο υποκείμενος στον φόρο δεσμεύεται από την εν λόγω απόφαση για το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος και για τα δύο επόμενα ημερολογιακά έτη,
3) “κράτος μέλος κατανάλωσης”, ένα από τα ακόλουθα:
α) στην περίπτωση παροχής υπηρεσιών, το κράτος μέλος στο οποίο θεωρείται ότι πραγματοποιείται η παροχή σύμφωνα με τον τίτλο V κεφάλαιο 3,
β) στην περίπτωση ενδοκοινοτικών εξ αποστάσεως πωλήσεων αγαθών, το κράτος μέλος άφιξης της αποστολής ή της μεταφοράς των αγαθών στον αποκτώντα,
γ) στην περίπτωση παράδοσης αγαθών από υποκείμενο στον φόρο που διευκολύνει τις παραδόσεις αυτές σύμφωνα με το άρθρο 14α παράγραφος 2, όταν η αποστολή ή η μεταφορά των παραδιδόμενων αγαθών αρχίζει και περατώνεται στο ίδιο κράτος μέλος, το συγκεκριμένο κράτος μέλος.»,
10) το άρθρο 369β αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 369β
Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στους ακόλουθους υποκείμενους στον φόρο να χρησιμοποιούν το παρόν ειδικό καθεστώς:
α) υποκείμενο στον φόρο ο οποίος πραγματοποιεί ενδοκοινοτικές εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών,
β) υποκείμενο στον φόρο ο οποίος διευκολύνει την παράδοση αγαθών σύμφωνα με το άρθρο 14α παράγραφος 2, όταν ο τόπος αναχώρησης και άφιξης της αποστολής ή της μεταφοράς των παραδιδόμενων αγαθών είναι το ίδιο κράτος μέλος,
γ) υποκείμενο στον φόρο μη εγκατεστημένο στο κράτος μέλος κατανάλωσης ο οποίος παρέχει υπηρεσίες σε μη υποκείμενο στον φόρο.
Το παρόν ειδικό καθεστώς εφαρμόζεται για όλα τα αγαθά που παραδίδονται ή τις υπηρεσίες που παρέχονται εντός της Κοινότητας από τον οικείο υποκείμενο στον φόρο.»,
11) στο άρθρο 369ε, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«α) Εάν κοινοποιήσει ότι δεν πραγματοποιεί πλέον παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών που υπάγονται στο παρόν ειδικό καθεστώς,»,
12) το άρθρο 369στ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 369στ
Ο υποκείμενος στον φόρο που χρησιμοποιεί το παρόν ειδικό καθεστώς υποβάλλει με ηλεκτρονικά μέσα, στο κράτος μέλος εγγραφής, δήλωση ΦΠΑ για κάθε ημερολογιακό τρίμηνο, είτε έχουν πραγματοποιηθεί παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών που υπάγονται στο παρόν ειδικό καθεστώς είτε όχι. Η δήλωση ΦΠΑ υποβάλλεται μέχρι το τέλος του μήνα μετά το τέλος της φορολογικής περιόδου την οποία καλύπτει η δήλωση.»,
13) στο άρθρο 369ζ, οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:
«1. Στη δήλωση ΦΠΑ αναγράφεται ο αριθμός φορολογικού μητρώου ΦΠΑ που αναφέρεται στο άρθρο 369δ και, για κάθε κράτος μέλος κατανάλωσης στο οποίο οφείλεται ΦΠΑ, η συνολική αξία, χωρίς ΦΠΑ, οι ισχύοντες συντελεστές ΦΠΑ, το συνολικό ποσό του αντίστοιχου ΦΠΑ ανά συντελεστή και το συνολικό ποσό του ΦΠΑ που οφείλεται όσον αφορά τις ακόλουθες παραδόσεις ή παροχές που υπάγονται στο παρόν ειδικό καθεστώς και πραγματοποιήθηκαν κατά τη φορολογική περίοδο:
α) ενδοκοινοτικές εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών,
β) παραδόσεις αγαθών σύμφωνα με το άρθρο 14α παράγραφος 2, όταν η αποστολή ή η μεταφορά των αγαθών αυτών αρχίζει και περατώνεται στο ίδιο κράτος μέλος,
γ) παροχές υπηρεσιών.
Η δήλωση ΦΠΑ περιλαμβάνει επίσης τροποποιήσεις που αναφέρονται σε προηγούμενες φορολογικές περιόδους όπως προβλέπεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.
2. Όταν αποστέλλονται ή μεταφέρονται αγαθά από κράτη μέλη άλλα από το κράτος μέλος εγγραφής, η δήλωση ΦΠΑ περιλαμβάνει επίσης τη συνολική αξία χωρίς ΦΠΑ, τους ισχύοντες συντελεστές ΦΠΑ, το συνολικό ποσό του αντίστοιχου ΦΠΑ ανά συντελεστή και το συνολικό ποσό ΦΠΑ που οφείλεται όσον αφορά τις ακόλουθες παραδόσεις που υπάγονται στο παρόν ειδικό καθεστώς, για κάθε κράτος μέλος από το οποίο αποστέλλονται ή μεταφέρονται τα εν λόγω αγαθά:
α) ενδοκοινοτικές εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών πλην αυτών που πραγματοποιούνται από υποκείμενο στον φόρο σύμφωνα με το άρθρο 14α παράγραφος 2,
β) ενδοκοινοτικές εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών και παραδόσεις αγαθών, όταν η αποστολή ή η μεταφορά των αγαθών αυτών αρχίζει και περατώνεται στο ίδιο κράτος μέλος, οι οποίες πραγματοποιούνται από υποκείμενο στον φόρο σύμφωνα με το άρθρο 14α παράγραφος 2.
Όσον αφορά τις παραδόσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α), η δήλωση ΦΠΑ περιλαμβάνει επίσης τον ατομικό αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ ή τον αριθμό φορολογικού μητρώου που έχει χορηγηθεί από κάθε κράτος μέλος από το οποίο αποστέλλονται ή μεταφέρονται τα εν λόγω αγαθά.
Όσον αφορά τις παραδόσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β), η δήλωση ΦΠΑ περιλαμβάνει επίσης τον ατομικό αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ ή τον αριθμό φορολογικού μητρώου που έχει χορηγηθεί από κάθε κράτος μέλος από το οποίο αποστέλλονται ή μεταφέρονται τα εν λόγω αγαθά, αν υπάρχει.
Η δήλωση ΦΠΑ περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο κατά κράτος μέλος κατανάλωσης.
3. Εάν ο υποκείμενος στον φόρο που παρέχει υπηρεσίες καλυπτόμενες από το παρόν ειδικό καθεστώς έχει μία ή περισσότερες μόνιμες εγκαταστάσεις εκτός από εκείνη που έχει στο κράτος μέλος εγγραφής από τις οποίες παρέχονται οι υπηρεσίες, η δήλωση ΦΠΑ περιλαμβάνει επίσης τη συνολική αξία χωρίς ΦΠΑ, τους ισχύοντες συντελεστές ΦΠΑ, το συνολικό ποσό του αντίστοιχου ΦΠΑ ανά συντελεστή και το συνολικό οφειλόμενο ποσό ΦΠΑ αυτών των παροχών, για κάθε κράτος μέλος στο οποίο ο υποκείμενος στον φόρο έχει εγκατάσταση, μαζί με τον ατομικό αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ ή τον αριθμό φορολογικής εγγραφής της εγκατάστασης αυτής και ανά κράτος μέλος κατανάλωσης.»,
14) στο άρθρο 369κη, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«2. Τα κράτη μέλη απαιτούν ο ΦΠΑ που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να είναι καταβλητέος μηνιαίως εντός της προθεσμίας καταβολής που εφαρμόζεται για την καταβολή του εισαγωγικού δασμού.».
Άρθρο 2
1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.
Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Ιανουαρίου 2021.
Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.
2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 3
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 4
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Βρυξέλλες, 21η Νοεμβρίου 2019.
Για το Συμβούλιο
Η Πρόεδρος
H. KOSONEN
(1) Γνώμη της 14ης Νοεμβρίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).
(2) Γνώμη της 15 Μαΐου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).
(3) Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347 της 11.12.2006, σ. 1).
(4) Οδηγία (ΕΕ) 2017/2455 του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/ΕΚ και της οδηγίας 2009/132/ΕΚ όσον αφορά ορισμένες υποχρεώσεις που απορρέουν από τον φόρο προστιθέμενης αξίας για παροχές υπηρεσιών και πωλήσεις αγαθών εξ αποστάσεως (ΕΕ L 348 της 29.12.2017, σ. 7).
(5) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1).
(6) ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.
ΔΕΛ Ζ 1150530 ΕΞ 2019 Επιβολή προστίμων, σε εκατοντάδες πρατηριούχους σε όλη την Ελλάδα, από την Α.Α.Δ.Ε. τα οποία θεωρούν αδικαιολόγητα, λόγω της μη αναμενόμενης εμπλοκής του ηλεκτρονικού συστήματος μετάδοσης στοιχείων για τεχνικούς λόγους και αιτούνται απαντήσεων.
Αθήνα, 1 Νοεμβρίου 2019
Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΛ Ζ 1150530 ΕΞ 2019
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Image may be NSFW.
Clik here to view.
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΛΕΓΧΩΝ
ΤΜΗΜΑ Ζ - ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ
Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κωδ.: 10184 Αθήνα
Τηλέφωνο: 210-3627090
Fax: 210-3615052
E-Mail: d.eleg7@aade.gr
Url: www.aade.gr
ΠΡΟΣ: Υπουργείο Οικονομικών
Αυτοτελές Τμήμα Κοινοβουλευτικού Ελέγχου
Λεωχάρους 2 - 10562 - Αθήνα
ΣΧΕΤ.: Το με αρ. πρωτ. 11999 ΕΞ 2019/ΥΠΟΙΚ/25.10.2019 έγγραφό σας.
Απαντώντας στο σχετικό έγγραφό σας, με το οποίο διαβιβάστηκε στην υπηρεσία μας η αριθ. 262/24.10.2019 αναφορά του Βουλευτή κ. Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλου και κατά το μέρος αρμοδιότητάς μας, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
Η διαβίβαση δεδομένων των παραστατικών πωλήσεων, που εκδίδονται από Φ.Η.Μ., που είναι εγκατεστημένες σε πρατήρια καυσίμων, σε εγκαταστάσεις πωλητών πετρελαίου θέρμανσης και σε προμηθευτές υγραερίου ή πεπιεσμένου φυσικού αερίου σε πρατήρια, σε βάση δεδομένων της Α.Α.Δ.Ε., κρίθηκε απαραίτητη λόγω της ανάγκης παρακολούθησης και διασφάλισης των συναλλαγών που διενεργούν οι εν λόγω οντότητες, με βάση τα αποτελέσματα φορολογικών και τελωνειακών ελέγχων που διενεργήθηκαν στις εγκαταστάσεις των υπόψη οντοτήτων.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η Απόφαση της Υφυπουργού Οικονομικών ΠΟΛ.1208/2018, με την οποία ορίζεται από 1.1.2019 η διαβίβαση των δεδομένων των ηλεκτρονικά εκδιδόμενων παραστατικών πωλήσεων από τις υπόχρεες οντότητες, στην Α.Α.Δ.Ε., σε ημερήσια βάση. Η μη συμμόρφωση με την ως άνω υποχρέωση, συνιστά παράβαση της περ. ιγ' της παρ. 1 του άρθ. 54 του ν. 4174/2013, για την οποία επιβάλλεται πρόστιμο της περ. α' της παρ. 2 του άρθ. 54 του ιδίου ως άνω νόμου, ήτοι 100 ευρώ ανά Φ.Η.Μ. για κάθε ημέρα, κατά την οποία δεν διαβιβάστηκαν τα δεδομένα αυτά (Ε.2154/2019).
Κατά συνέπεια, η επιβολή προστίμων για τη μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις, απορρέει από το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο για τις υπόψη υπόχρεες οντότητες.
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΣΑΪΤΗΣ
131241 ΕΞ 2019 Δεν είναι συμβατή με την ευρωπαϊκή νομοθεσία οποιαδήποτε μείωση του συντελεστή ΦΠΑ ειδικά για συγκεκριμένες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας
ΥΠΟΙΚ 20/11/2019
Α. Π.: 131241 ΕΞ 2019
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
Ταχ.Δ/νση: Λεωχάρους 2
Ταχ.Κώδικας: 105 62 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Δ. Δημητρόπουλος
Τηλέφωνο: 210 3375066
FAX: 210 3235135
e-mail: ddimitropoulos@1988.syzefxis.gov.gr
ΠΡΟΣ: Βουλή των Ελλήνων
Δ/νση Κοινοβουλευτικού Ελέγχου - Τμήμα Ερωτήσεων
ΚΟ Ι Ν.: Βουλευτή κ. Κωνσταντίνο Χήτα
(Διά της Βουλής των Ελλήνων)
Σε απάντηση ερώτησης, που κατατέθηκε στη Βουλή των Ελλήνων από τον Βουλευτή κ. Κωνσταντίνο Χήτα, θέτουμε υπόψη σας τα εξής:
Στο άρθρο 21 σε συνδυασμό με το Παράρτημα ΙΙΙ του Κώδικα ΦΠΑ (ν.2859/2000), ορίζονται οι συντελεστές ΦΠΑ που εφαρμόζονται σε αγαθά και υπηρεσίες. Ειδικότερα, στην παράγραφο 4 του εν λόγω άρθρου προβλέπεται η εφαρμογή μειωμένου κατά τριάντα τοις εκατό (30%) συντελεστή ΦΠΑ με συγκεκριμένο χρονικό όριο εφαρμογής και μόνο για συγκεκριμένα νησιά του Αιγαίου, κατόπιν σχετικής Υπουργικής Απόφασης και με τις προϋποθέσεις που ο νόμος ορίζει.
Η παραπάνω διάταξη υλοποιεί σχετική δυνατότητα, που παρέχεται ρητά από την Ευρωπαϊκή Οδηγία ΦΠΑ μόνο για συγκεκριμένες νησιωτικές περιοχές, και κατά συνέπεια δεν είναι συμβατή με την ευρωπαϊκή νομοθεσία οποιαδήποτε αντίστοιχη μείωση του συντελεστή ΦΠΑ ειδικά για συγκεκριμένες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ε.2197/2019 Εφαρμογή διατάξεων του άρθρου 3 του Κώδικα ΦΠΑ στις προγραμματικές συμβάσεις των Φορέων Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων
Αθήνα, 05/12/2019
Ε. 2197/05-12-2019
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Image may be NSFW.
Clik here to view.
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α' ΦΠΑ
Ταχ. Δ/νση: Σίνα 2 - 4
Ταχ. Κώδικας: 10672 Αθήνα
Πληροφορίες:
Τηλέφωνο: 213 2122400
Fax: 210 3645413
E-Mail: dfpa.a1@1992.syzefxis.gov.gr
Url: www.aade.gr
Ε 2197/2019
Θέμα: Εφαρμογή διατάξεων του άρθρου 3 του Κώδικα ΦΠΑ στις προγραμματικές συμβάσεις των Φορέων Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων
Σε σχέση με το ανωτέρω θέμα, παρέχονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις:
1. Σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 2, 3, 4, 5 και 8 του Κώδικα ΦΠΑ (κυρ.ν.2859/2000), όπως ισχύει, η εξ επαχθούς αιτίας παράδοση αγαθών και παροχή υπηρεσιών από πρόσωπο που ασκεί με τρόπο ανεξάρτητο οικονομική δραστηριότητα αποτελεί αντικείμενο του ΦΠΑ, εκτός αν πρόκειται για παράδοση αγαθών και παροχή υπηρεσιών από το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και λοιπά ΝΠΔΔ στο πλαίσιο εκπλήρωσης της αποστολής τους ως φορείς άσκησης δημόσιας εξουσίας, η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ, υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι η μη επιβολή ΦΠΑ δεν προκαλεί στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού.
2. Σύμφωνα με νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση C- 174/14, η παροχή υπηρεσιών από ανώνυμη εταιρεία, που ιδρύθηκε αποκλειστικά με δημόσια κεφάλαια, προς την Περιφέρεια, η οποία ελέγχει κατά 100% το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας αυτής, επί θεμάτων σχεδιασμού και διαχειρίσεως της Περιφερειακής Υπηρεσίας Υγείας, σύμφωνα με τις προγραμματικές συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ της εταιρείας και της Περιφέρειας, υπόκειται στον κανόνα της μη υπαγωγής στον φόρο προστιθέμενης αξίας στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας εξουσίας (άρθρο 13, παρ. 1, της Οδηγίας ΦΠΑ 2006/112/ΕΚ), στην περίπτωση που μπορεί να θεωρηθεί ότι η εταιρεία αυτή πρέπει να χαρακτηριστεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου και ασκεί την εν λόγω δραστηριότητα ως δημόσια εξουσία, στο μέτρο που η απαλλαγή της ίδιας δραστηριότητας δεν μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.
Στο σκεπτικό της ανωτέρω απόφασης του ΔΕΕ αναφέρονται οι παράμετροι που πρέπει να ληφθούν υπόψη προς τον σκοπό αυτόν, συγκεκριμένα η διενέργεια πράξεων που εμπίπτουν στα προνόμια δημόσιας εξουσίας (σκέψεις 57 - 58), ο περιορισμός της πραγματικής αυτοτέλειας της εταιρείας λόγω του ότι το κεφάλαιό της, από το οποίο αποκλείονται οι συμμετοχές ιδιωτών, ελέγχεται κατά 100% από τον δημόσιο φορέα που την έχει συστήσει και που είναι σχεδόν ο μόνος πελάτης, οπότε και επηρεάζει καθοριστικά τις δραστηριότητες της εταιρείας (σκέψη 63), η ύπαρξη νομικού πλαισίου για την εταιρεία από το οποίο να προκύπτει ότι η θέση του ιδιωτικού δικαίου είναι δευτερεύουσα σε σχέση με τη θέση των κανόνων που θεσπίζουν το νομικό καθεστώς της εταιρείας ως δημόσιας επιχείρησης (σκέψη 65) και η εκτέλεση των υπηρεσιών αποκλειστικά από την εταιρεία σύμφωνα με την εκ του νόμου αποστολή της, χωρίς να ανατίθεται σε ιδιώτες επιχειρηματίες μέσω διαδικασίας διαγωνισμού (σκέψη 66). Βέβαια, ως παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα της υπαγωγής στον ΦΠΑ κάθε δραστηριότητας οικονομικής φύσεως, οι διατάξεις περί μη υπαγωγής στον ΦΠΑ λόγω άσκησης δημόσιας εξουσίας πρέπει να ερμηνεύονται στενά (σκέψη 49).
3. Οι Φορείς Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΦΟΔΣΑ) του ν.4555/2018 (ΦΕΚ Α' 133/19.07.2018), συνιστώνται είτε ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με τη μορφή συνδέσμου, είτε ως επιχειρήσεις ΟΤΑ με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετέχουν μόνο ΟΤΑ α' βαθμού (παρ. 4, άρθρου 236 του ν.4555/2018). Ανεξαρτήτως νομικής μορφής, οι ΦΟΔΣΑ, όπως ρητά ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 225 του ν.4555/2018, έχουν κοινωφελή και μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα και λειτουργούν χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Από τις διατάξεις του ίδιου νόμου καθορίζεται και η τιμολογιακή πολιτική των ΦΟΔΣΑ, στη βάση των οποίων οι ΦΟΔΣΑ προσδιορίζουν το κόστος διαχείρισης ανά τόνο έτσι ώστε να καλύπτουν το κόστος λειτουργίας τους πλέον της δημιουργίας των απαιτούμενων αποθεματικών για την αποκατάσταση των υποδομών τους (παρ. 2 -5, άρθρου 237 του ν.4555/2018) και παρέχεται η δυνατότητα να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις του άρθρου 100 του ν.3852/2010 με αντικείμενο αρμοδιότητες επί αστικών στερεών αποβλήτων αποκλειστικά με δήμους - μέλη τους ή με την περιφέρεια στην οποία ανήκουν (παρ. 3, άρθρου 246 του ν.4555/2018).
4. Λαμβανομένου υπόψη του ανωτέρω ειδικού νομικού πλαισίου των ΦΟΔΣΑ σε σχέση με τη νομολογία του ΔΕΕ στην υπόθεση C-174/14, γίνεται δεκτό ότι οι ΦΟΔΣΑ, για τις προγραμματικές συμβάσεις που βάσει του ν.4555/2018 συνάπτουν για αρμοδιότητες επί αστικών στερεών αποβλήτων με δήμους - μέλη τους ή την περιφέρεια στην οποία ανήκουν, δεν θεωρούνται υποκείμενοι στον ΦΠΑ κατά την έννοια και υπό τους όρους των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 3 του Κώδικα ΦΠΑ περί μη υπαγωγής στον ΦΠΑ των παραδόσεων αγαθών και των παροχών υπηρεσιών που ενεργούν οι φορείς που ασκούν δημόσια εξουσία στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Η ανωτέρω εξαίρεση των ΦΟΔΣΑ από τον ΦΠΑ ως φορέων άσκησης δημόσιας εξουσίας εξαρτάται από τη μη στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού σε βάρος των ιδιωτικών επιχειρήσεων που για την ίδια δραστηριότητα υπάγονται στον ΦΠΑ. Όπως έχει ήδη διευκρινισθεί με την εγκύκλιο ΠΟΛ.1021/2013, ο κίνδυνος αυτός υφίσταται μόνο στις περιπτώσεις που ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας πραγματικά ανταγωνίζονται μεταξύ τους όσον αφορά στην ποιότητα και στις τιμές των παροχών τους.
Εν προκειμένω, προγραμματικές συμβάσεις που συνάπτονται κατά τα ανωτέρω για υπηρεσίες σε σχέση με τα αστικά στερεά απόβλητα οι οποίες δεν παρέχονται και από ιδιωτικές επιχειρήσεις παρά μόνο από τους ΦΟΔΣΑ στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, σύμφωνα με το ν.4555/2018, δεν υπάγονται στον ΦΠΑ. Αντιθέτως, όσον αφορά σε προγραμματικές συμβάσεις που συνάπτονται κατά τα ανωτέρω με αντικείμενο υπηρεσίες σε σχέση με τα αστικά στερεά απόβλητα, οι οποίες παρέχονται και από ιδιωτικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή που εμπίπτει στη χωρική αρμοδιότητα των ΦΟΔΣΑ, η υπαγωγή ή μη αυτών σε ΦΠΑ θα πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση σε σχέση με το ενδεχόμενο της στρέβλωσης των όρων του ανταγωνισμού σε βάρος των εν λόγω ιδιωτικών επιχειρήσεων που παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες και υπό τους ίδιους όρους, βάσει των διευκρινίσεων που έχουν δοθεί με την εγκύκλιο ΠΟΛ.1021/2013. Στην περίπτωση που προκύπτει ότι οι υπηρεσίες των ΦΟΔΣΑ ανταγωνίζονται πραγματικά αυτές των ιδιωτικών επιχειρήσεων όσον αφορά στην ποιότητα και στις τιμές, τότε θα υπάγονται στον ΦΠΑ και οι υπηρεσίες των ΦΟΔΣΑ.
Επισημαίνεται ότι οι ΦΟΔΣΑ, για τις προγραμματικές συμβάσεις που συνάπτουν χωρίς ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 3 του Κώδικα ΦΠΑ, δεν έχουν δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ των σχετικών εισροών τους, συνεπώς ο ΦΠΑ των εισροών αυτών αποτελεί κόστος για τους φορείς αυτούς.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΑΔΕ
Γ. ΠΙΤΣΙΛΉΣ
Εκτελεστικός Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2026 του Συμβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 2019 για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 282/2011 όσον αφορά παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που διευκολύνονται μέσω ηλεκτρονικών διεπαφών και τα ειδικά καθεστώτα για υποκειμένους στον φόρο οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες σε μη υποκειμένους στον φόρο, πραγματοποιούν εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών και ορισμένες εγχώριες παραδόσεις αγαθών
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/ 2026 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης Νοεμβρίου 2019 για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 282/2011 όσον αφορά παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που διευκολύνονται μέσω ηλεκτρονικών διεπαφών και τα ειδικά καθεστώτα για υποκειμένους στον φόρο οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες σε μη υποκειμένους στον φόρο, πραγματοποιούν εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών και ορισμένες εγχώριες παραδόσεις αγαθών
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (1), και ιδίως το άρθρο 397,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) | Η οδηγία 2006/112/ΕΚ τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2017/2455 του Συμβουλίου (2), η οποία, μεταξύ άλλων, διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής των ειδικών καθεστώτων για μη εγκατεστημένους υποκειμένους στον φόρο που παρέχουν τηλεπικοινωνιακές, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές ή ηλεκτρονικές υπηρεσίες σε μη υποκειμένους στον φόρο σε όλα τα είδη υπηρεσιών, καθώς και στις ενδοκοινοτικές εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών και τις εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών που εισάγονται από τρίτα εδάφη ή τρίτες χώρες. Η οδηγία (ΕΕ) 2017/2455 εισήγαγε επίσης ορισμένες διατάξεις για υποκείμενους στον φόρο οι οποίοι διευκολύνουν παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από άλλους υποκείμενους στον φόρο, μέσω της χρήσης ηλεκτρονικής διεπαφής, όπως αγοράς, πλατφόρμας, διαδικτυακής πύλης ή παρόμοιων μέσων. |
(2) | Οι λεπτομερείς διατάξεις για την εφαρμογή των εν λόγω ειδικών καθεστώτων που προβλέπονται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 282/2011 του Συμβουλίου (3) θα πρέπει να επικαιροποιηθούν κατόπιν της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής τους. |
(3) | Οι ορισμοί των «ενδοκοινοτικών εξ αποστάσεως πωλήσεων αγαθών» και των «εξ αποστάσεως πωλήσεων αγαθών που εισάγονται από τρίτα εδάφη ή τρίτες χώρες» στην οδηγία 2006/112/ΕΚ καλύπτουν επίσης παραδόσεις αγαθών στις οποίες ο προμηθευτής παρεμβαίνει έμμεσα στην αποστολή ή τη μεταφορά τους στον λήπτη. Ως εκ τούτου, προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή και ενιαία εφαρμογή των εν λόγω ορισμών σε όλα τα κράτη μέλη και να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου τόσο για τους οικονομικούς φορείς όσο και για τις φορολογικές διοικήσεις, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί και να προσδιοριστεί η έννοια του όρου «έμμεσα» στο πλαίσιο αυτό. |
(4) | Προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή, σε όλα τα κράτη μέλη, των διατάξεων σχετικά με τον υποκείμενο στον φόρο ο οποίος διευκολύνει τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών στην Κοινότητα και να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου όσον αφορά τους κανόνες για υποκείμενους στον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και για τις φορολογικές διοικήσεις που επιβάλλουν τους εν λόγω κανόνες, είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί περαιτέρω η έννοια του όρου «διευκολύνω» και να διευκρινιστεί πότε ο υποκείμενος στον φόρο δεν θεωρείται ότι διευκολύνει παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών μέσω ηλεκτρονικής διεπαφής. |
(5) | Προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή των κανόνων για τον ΦΠΑ, είναι απαραίτητο να οριστεί με σαφήνεια ο χρόνος κατά τον οποίο μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτή η πληρωμή από τον λήπτη, ούτως ώστε να προσδιοριστεί σε ποια φορολογική περίοδο πρέπει να δηλώνονται οι παραδόσεις από υποκείμενους στον φόρο που διευκολύνουν παραδόσεις αγαθών στην Κοινότητα μέσω της χρήσης ηλεκτρονικής διεπαφής ή από οποιονδήποτε υποκείμενο στον φόρο χρησιμοποιεί το ειδικό καθεστώς για εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών που εισάγονται από τρίτα εδάφη ή τρίτες χώρες. |
(6) | Είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί το είδος των πληροφοριών που θα πρέπει να καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία του υποκειμένου στον φόρο ο οποίος διευκολύνει τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών στην Κοινότητα μέσω ηλεκτρονικής διεπαφής. Τούτο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη φύση των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες στους εν λόγω υποκείμενους στον φόρο, τη σπουδαιότητά τους για τις φορολογικές διοικήσεις και την απαίτηση οι εν λόγω λογιστικές καταχωρίσεις και η τήρηση αρχείων να είναι αναλογικές, ούτως ώστε να συμμορφώνονται με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που ορίζει ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). |
(7) | Ο υποκείμενος στον φόρο που διευκολύνει ορισμένες παραδόσεις αγαθών στην Κοινότητα μέσω της χρήσης ηλεκτρονικής διεπαφής θεωρείται ότι έχει λάβει και έχει παραδώσει τα αγαθά ο ίδιος και είναι υπόχρεος για την καταβολή ΦΠΑ για τις εν λόγω παραδόσεις. Είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη ότι ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο μπορεί να εξαρτάται από την ακρίβεια των πληροφοριών που παρείχαν οι προμηθευτές που πραγματοποιούν πωλήσεις αγαθών μέσω της εν λόγω ηλεκτρονικής διεπαφής για την ορθή δήλωση και καταβολή του οφειλόμενου ΦΠΑ. Κατά συνέπεια, είναι εύλογο να προβλεφθεί ότι, όταν οι πληροφορίες που έλαβε ήταν εσφαλμένες, ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο δεν είναι υπόχρεος για την καταβολή οποιουδήποτε ποσού ΦΠΑ υπερβαίνει τον δηλωθέντα και καταβληθέντα ΦΠΑ για τις εν λόγω παραδόσεις αγαθών, εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι ευλόγως δεν θα ήταν σε θέση να γνωρίζει και όντως δεν γνώριζε ότι οι πληροφορίες που έλαβε ήταν εσφαλμένες. Αυτό αναμένεται να δώσει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να απαλλάσσουν τους εν λόγω υποκειμένους στον φόρο από πρόσθετες υποχρεώσεις ΦΠΑ, εφόσον αυτοί ενεργούν καλόπιστα. |
(8) | Προκειμένου να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τους υποκειμένους στον φόρο που διευκολύνουν ορισμένες παραδόσεις αγαθών στην Κοινότητα μέσω της χρήσης ηλεκτρονικής διεπαφής, είναι σκόπιμο αυτοί να απαλλαγούν από το βάρος της υποχρέωσης να αποδείξουν το καθεστώς του πωλητή και του αποκτώντος πελάτη. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να εισαχθούν ορισμένα μαχητά τεκμήρια, βάσει των οποίων οι προμηθευτές που πραγματοποιούν πωλήσεις αγαθών μέσω της εν λόγω ηλεκτρονικής διεπαφής τεκμαίρεται ότι είναι υποκείμενοι στον φόρο και οι αποκτώντες πελάτες τους ότι είναι μη υποκείμενοι στον φόρο. |
(9) | Προκειμένου να αποφεύγονται αμφιβολίες, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι ο αριθμός φορολογικού μητρώου που χορηγείται στον μεσάζοντα ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό του υποκειμένου στον φόρο που χρησιμοποιεί το καθεστώς εισαγωγής συνιστά άδεια που του επιτρέπει να ενεργεί ως μεσάζων και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον μεσάζοντα για δήλωση ΦΠΑ για φορολογητέες πράξεις που διενεργεί ο ίδιος. |
(10) | Η διάταξη που αποκλείει υποκείμενο στον φόρο ο οποίος οικειοθελώς έπαυσε να χρησιμοποιεί ένα ειδικό καθεστώς από την επανένταξή του στο εν λόγω ειδικό καθεστώς για διάρκεια δύο ημερολογιακών τριμήνων δεν θεωρείται χρήσιμη από τα κράτη μέλη και ενδέχεται να προκαλέσει επιπλέον φόρτο στους οικείους υποκειμένους στον φόρο. Κατά συνέπεια, η εν λόγω διάταξη θα πρέπει να απαλειφθεί. |
(11) | Προκειμένου να περιοριστεί ο αντίκτυπος σε επίπεδο Τεχνολογίας Πληροφοριών (ΤΠ) από την αλλαγή στον τρόπο εισαγωγής των διορθώσεων σε προηγούμενες δηλώσεις ΦΠΑ στο πλαίσιο ενός ειδικού καθεστώτος, είναι προτιμότερο να προβλεφθεί ότι οι διορθώσεις σε δήλωση ΦΠΑ που αφορά φορολογική περίοδο προγενέστερη της ημερομηνίας από την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόσουν τα εθνικά μέτρα ώστε να συμμορφωθούν με τα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/2455 πρέπει να εισάγονται με τη μορφή τροποποιήσεων στην εν λόγω δήλωση. Επιπλέον, στον βαθμό που οι διορθώσεις σε προηγούμενες δηλώσεις ΦΠΑ πρέπει να υποβάλλονται σε επόμενη δήλωση όσον αφορά φορολογικές περιόδους από την 1η Ιανουαρίου 2021 και εφεξής, οι υποκείμενοι στον φόρο που αποκλείονται από ένα ειδικό καθεστώς δεν δύνανται πλέον να εισάγουν διορθώσεις σε επόμενη δήλωση. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί ότι τέτοιου είδους διορθώσεις θα πρέπει να γίνονται απευθείας ενώπιον των φορολογικών αρχών του σχετικού κράτους μέλους κατανάλωσης. |
(12) | Καθώς το όνομα του λήπτη πρέπει να καταχωρίζεται στα λογιστικά βιβλία του υποκειμένου στον φόρο που χρησιμοποιεί ένα ειδικό καθεστώς μόνο αν είναι διαθέσιμο στον υποκείμενο στον φόρο, δεν χρειάζεται για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται σε ΦΠΑ η παράδοση αγαθών ή η παροχή υπηρεσιών και ενδέχεται να εγείρει ζητήματα προστασίας δεδομένων, δεν είναι πλέον απαραίτητο να συμπεριλαμβάνεται το όνομα του λήπτη στις καταχωρίσεις στα λογιστικά βιβλία των υποκειμένων στον φόρο που χρησιμοποιούν ένα ειδικό καθεστώς. Ωστόσο, προκειμένου να διευκολυνθεί ο έλεγχος στις παραδόσεις αγαθών που καλύπτονται από ειδικό καθεστώς, είναι αναγκαίο να συμπεριλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με επιστροφές αγαθών και αριθμούς αποστολής ή πράξης μεταξύ των πληροφοριών που πρέπει να καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία από τους υποκειμένους στον φόρο. |
(13) | Προκειμένου να διασφαλιστεί συνοχή μεταξύ των ειδικών ρυθμίσεων δήλωσης και καταβολής ΦΠΑ κατά την εισαγωγή, αφενός, και των τελωνειακών διατάξεων που αφορούν την αναστολή καταβολής τελωνειακών δασμών και των υποχρεώσεων του προσώπου που προσκομίζει τα εμπορεύματα στο τελωνείο, αφετέρου, και για να εξασφαλιστεί η ορθή καταβολή ΦΠΑ κατά την εισαγωγή, όταν χρησιμοποιούνται οι εν λόγω ρυθμίσεις, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η μηνιαία καταβολή ΦΠΑ κατά την εισαγωγή βάσει των ειδικών ρυθμίσεων μπορεί να εξαρτηθεί από τους συνήθεις όρους που ισχύουν στο τελωνειακό δίκαιο για να επιτραπεί η αναστολή καταβολής εισαγωγικού δασμού. Επιπλέον, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η εφαρμογή των ειδικών ρυθμίσεων δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να απαιτούν από το πρόσωπο που προσκομίζει τα εμπορεύματα στο τελωνείο να είναι εξουσιοδοτημένο από το πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα εμπορεύματα να προσκομίσει τα εμπορεύματα για λογαριασμό του. |
(14) | Συνεπώς, ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 282/2011 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 282/2011 τροποποιείται ως εξής:
1) | το κεφάλαιο IV τροποποιείται ως εξής:
|
2) | το άρθρο 14 απαλείφεται, |
3) | παρεμβάλλεται το ακόλουθο κεφάλαιο: «ΚΕΦΑΛΑΙΟ Vα ΓΕΝΕΣΙΟΥΡΓΟΣ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΤΟ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ (ΤΙΤΛΟΣ VI ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2006/112/ΕΚ) Άρθρο 41α Για την εφαρμογή του άρθρου 66α της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, ως χρόνος αποδοχής της πληρωμής νοείται ο χρόνος κατά τον οποίο η επιβεβαίωση πληρωμής, το μήνυμα για έγκριση πληρωμής ή η ανάληψη υποχρέωσης πληρωμής από τον λήπτη λαμβάνεται από τον προμηθευτή που παραδίδει αγαθά μέσω της ηλεκτρονικής διεπαφής ή για λογαριασμό του, ανεξαρτήτως του χρόνου που πραγματοποιήθηκε η πραγματική καταβολή των χρημάτων, ανάλογα με το ποιο είναι προγενέστερο.», |
4) | στο κεφάλαιο X παρεμβάλλεται το ακόλουθο τμήμα: « Τμήμα 1Β Λογιστικές υποχρεώσεις (Άρθρα 241 έως 249 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ) Άρθρο 54β 1. Για την εφαρμογή του άρθρου 242α της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, ο όρος “διευκολύνει” νοείται ως η χρήση ηλεκτρονικής διεπαφής που επιτρέπει στον λήπτη και τον προμηθευτή, ο οποίος προσφέρει υπηρεσίες ή αγαθά προς πώληση μέσω της ηλεκτρονικής διεπαφής, να έρθουν σε επαφή, η οποία καταλήγει στην παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών μέσω της εν λόγω ηλεκτρονικής διεπαφής. Ωστόσο, ο όρος “διευκολύνει” δεν καλύπτει την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
2. Για την εφαρμογή του άρθρου 242α της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, ο όρος “διευκολύνει” δεν καλύπτει περιπτώσεις στις οποίες ο υποκείμενος στον φόρο παρέχει μόνο κάποιο από τα εξής:
Άρθρο 54γ 1. Ο υποκείμενος στον φόρο που αναφέρεται στο άρθρο 242α της οδηγίας 2006/112/ΕΚ καταχωρίζει στα λογιστικά βιβλία τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά τις παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών όταν θεωρείται ότι έχει λάβει και παραδώσει αγαθά ο ίδιος, σύμφωνα με το άρθρο 14α της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, ή όταν συμμετέχει στην παροχή ηλεκτρονικά παρεχόμενων υπηρεσιών για τις οποίες τεκμαίρεται ότι ενεργεί ιδίως ονόματι σύμφωνα με το άρθρο 9α του παρόντος κανονισμού:
2. Ο υποκείμενος στον φόρο που αναφέρεται στο άρθρο 242α της οδηγίας 2006/112/ΕΚ καταχωρίζει στα λογιστικά βιβλία τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών πέραν αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1:
|
5) | το τμήμα 2 του κεφαλαίου XI αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: « ΤΜΗΜΑ 2 Ειδικά καθεστώτα για υποκείμενους στον φόρο οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες σε μη υποκείμενους στον φόρο η πραγματοποιούν εξ αποστάσεωσ πωλήσεις αγαθών η ορισμένες εγχώριες παραδόσεις αγαθών (Άρθρα 358 έως 369κδ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ)
Άρθρο 57α Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, νοούνται ως:
Άρθρο 57β (διαγράφεται)
Άρθρο 57γ Το ενωσιακό καθεστώς δεν ισχύει για υπηρεσίες που παρέχονται σε κράτος μέλος στο οποίο ο υποκείμενος στον φόρο διατηρεί την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας ή μόνιμη εγκατάσταση. Η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών πρέπει να δηλώνεται στις αρμόδιες φορολογικές αρχές του οικείου κράτους μέλους με τη δήλωση ΦΠΑ, όπως προβλέπεται στο άρθρο 250 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ.
Άρθρο 57δ 1. Όταν ένας υποκείμενος στον φόρο ενημερώνει το κράτος μέλος εγγραφής ότι προτίθεται να χρησιμοποιήσει το μη ενωσιακό καθεστώς ή το ενωσιακό καθεστώς, το ειδικό αυτό καθεστώς εφαρμόζεται από την πρώτη ημέρα του επόμενου ημερολογιακού τριμήνου. Ωστόσο, όταν η πρώτη παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που πρόκειται να καλυφθεί από το μη ενωσιακό καθεστώς ή το ενωσιακό καθεστώς πραγματοποιείται πριν από την εν λόγω ημερομηνία, το ειδικό καθεστώς ισχύει από την ημερομηνία της εν λόγω πρώτης παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, εφόσον ο υποκείμενος στον φόρο ενημερώσει το κράτος μέλος εγγραφής σχετικά με τη έναρξη των δραστηριοτήτων που καλύπτονται από το καθεστώς αυτό το αργότερο τη δέκατη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την εν λόγω πρώτη παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών. 2. Όταν ένας υποκείμενος στον φόρο ή μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του ενημερώνει το κράτος μέλος εγγραφής ότι προτίθεται να χρησιμοποιήσει το καθεστώς εισαγωγής, το ειδικό αυτό καθεστώς εφαρμόζεται από την ημέρα που έχει χορηγηθεί ατομικός αριθμός φορολογικού μητρώου ΦΠΑ για το καθεστώς εισαγωγής στον υποκείμενο στον φόρο ή στον μεσάζοντα, όπως ορίζεται στο άρθρο 369ιζ παράγραφοι 1 και 3 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ. Άρθρο 57ε Το κράτος μέλος εγγραφής εγγράφει τον υποκείμενο στον φόρο που χρησιμοποιεί το ενωσιακό καθεστώς με τον ατομικό του αριθμό ΦΠΑ που αναφέρεται στα άρθρα 214 και 215 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ. Ο ατομικός αριθμός φορολογικού μητρώου που χορηγείται σε έναν μεσάζοντα σύμφωνα με το άρθρο 369ιζ παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, του επιτρέπει να ενεργεί ως μεσάζων για λογαριασμό υποκειμένων στον φόρο που χρησιμοποιούν το καθεστώς εισαγωγής. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον μεσάζοντα για δήλωση ΦΠΑ σε φορολογητέες πράξεις. Άρθρο 57στ 1. Σε περίπτωση όπου υποκείμενος στον φόρο ο οποίος χρησιμοποιεί το ενωσιακό καθεστώς παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον ορισμό του άρθρου 369α σημείο 2) της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, το κράτος μέλος στο οποίο διαθέτει φορολογικό μητρώο παύει να είναι το κράτος μέλος εγγραφής. Ωστόσο, όταν ο υποκείμενος στον φόρο εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις χρήσης του εν λόγω ειδικού καθεστώτος, για να συνεχίσει να το χρησιμοποιεί πρέπει να ορίσει ως νέο κράτος μέλος εγγραφής, το κράτος μέλος στο οποίο διατηρεί την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας ή, εάν δεν διατηρεί την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας στην Κοινότητα, το κράτος μέλος στο οποίο διατηρεί μόνιμη εγκατάσταση. Όταν ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος χρησιμοποιεί το ενωσιακό καθεστώς για την παράδοση αγαθών δεν είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα, ορίζει ως νέο κράτος μέλος εγγραφής το κράτος μέλος από το οποίο αποστέλλει ή μεταφέρει αγαθά. Όταν το κράτος μέλος εγγραφής αλλάξει σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, η αλλαγή αυτή ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία ο υποκείμενος στον φόρο παύει να διατηρεί έδρα οικονομικής δραστηριότητας ή μόνιμη εγκατάσταση στο κράτος μέλος που είχε ορισθεί προηγουμένως ως κράτος μέλος εγγραφής ή από την ημερομηνία κατά την οποία ο υποκείμενος στον φόρο παύει να αποστέλλει ή να μεταφέρει αγαθά από τον εν λόγω κράτος μέλος. 2. Σε περίπτωση που υποκείμενος στον φόρο ο οποίος χρησιμοποιεί το καθεστώς εισαγωγής ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 369ιβ δεύτερο εδάφιο σημείο 3) στοιχεία β) έως ε) της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, το κράτος μέλος στο οποίο ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων του διαθέτει φορολογικό μητρώο παύει να είναι το κράτος μέλος εγγραφής. Ωστόσο, όταν ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων του εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις για να χρησιμοποιεί αυτό το ειδικό καθεστώς, για να συνεχίσει να το χρησιμοποιεί πρέπει να ορίσει ως νέο κράτος μέλος εγγραφής, το κράτος μέλος στο οποίο διατηρεί την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας ή, εάν δεν διατηρεί την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας στην Κοινότητα, άλλο κράτος μέλος στο οποίο διατηρεί μόνιμη εγκατάσταση. Όταν το κράτος μέλος εγγραφής αλλάξει σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, η αλλαγή αυτή ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων του παύει να διατηρεί έδρα οικονομικής δραστηριότητας ή μόνιμη εγκατάσταση στο κράτος μέλος που είχε ορισθεί προηγουμένως ως κράτος μέλος εγγραφής. Άρθρο 57ζ 1. Ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος χρησιμοποιεί το μη ενωσιακό καθεστώς ή το ενωσιακό καθεστώς μπορεί να παύσει να χρησιμοποιεί τα εν λόγω ειδικά καθεστώτα, ασχέτως εάν εξακολουθεί να παραδίδει αγαθά ή να παρέχει υπηρεσίες που μπορούν να καλύπτονται από αυτά τα ειδικά καθεστώτα. Ο υποκείμενος στον φόρο ενημερώνει το κράτος μέλος εγγραφής τουλάχιστον 15 ημέρες πριν από τη λήξη του ημερολογιακού τριμήνου που προηγείται εκείνου από το οποίο προτίθεται να παύσει τη χρήση του καθεστώτος. Η παύση τίθεται σε ισχύ από την πρώτη ημέρα του επόμενου ημερολογιακού τριμήνου. Οι υποχρεώσεις ΦΠΑ σε σχέση με τις παραδόσεις αγαθών ή τις παροχές υπηρεσιών που ανακύπτουν μετά την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να ισχύει η παύση εκπληρώνονται απευθείας ενώπιον των φορολογικών αρχών του οικείου κράτους μέλους κατανάλωσης. 2. Ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος χρησιμοποιεί το καθεστώς εισαγωγής μπορεί να παύσει να το χρησιμοποιεί, ασχέτως εάν εξακολουθεί να πραγματοποιεί εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών που εισάγονται από τρίτα εδάφη ή τρίτες χώρες. Ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του ενημερώνει το κράτος μέλος εγγραφής τουλάχιστον 15 ημέρες πριν από τη λήξη του μηνός που προηγείται εκείνου κατά τον οποίο προτίθεται να παύσει τη χρήση του καθεστώτος. Η παύση τίθεται σε ισχύ από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα και ο υποκείμενος στον φόρο δεν επιτρέπεται πλέον να χρησιμοποιεί το καθεστώς για παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που διενεργούνται από αυτήν την ημέρα και εφεξής.
Άρθρο 57η 1. Ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του ενημερώνει, το αργότερο μέχρι τη δέκατη ημέρα του επόμενου μήνα, με ηλεκτρονικά μέσα το κράτος μέλος εγγραφής σχετικά με οτιδήποτε από τα ακόλουθα:
2. Σε περίπτωση που, σύμφωνα με το άρθρο 57στ, το κράτος μέλος εγγραφής αλλάξει, ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του ενημερώνει αμφότερα τα οικεία κράτη μέλη σχετικά με την αλλαγή το αργότερο τη δέκατη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την εν λόγω αλλαγή. Κοινοποιεί στο νέο κράτος μέλος εγγραφής τις λεπτομέρειες εγγραφής που απαιτούνται όταν ο υποκείμενος στον φόρο χρησιμοποιεί για πρώτη φορά ένα ειδικό καθεστώς.
Άρθρο 58 1. Όταν υποκείμενος στον φόρο ο οποίος χρησιμοποιεί ένα από τα ειδικά καθεστώτα πληροί ένα ή περισσότερα από τα κριτήρια εξαίρεσης που προβλέπονται στο άρθρο 369ε ή διαγραφής από το φορολογικό μητρώο που προβλέπονται στο άρθρο 363 ή στο άρθρο 369ιη παράγραφοι 1 και 3 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, το κράτος μέλος εγγραφής εξαιρεί τον υποκείμενο στον φόρο από το καθεστώς αυτό. Μόνο το κράτος μέλος εγγραφής δύναται να εξαιρέσει έναν υποκείμενο στον φόρο από ένα από τα ειδικά καθεστώτα. Το κράτος μέλος εγγραφής θεμελιώνει την απόφασή του για εξαίρεση ή διαγραφή σε οποιαδήποτε διαθέσιμη πληροφορία, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που παρέχονται από οιοδήποτε άλλο κράτος μέλος. 2. Η εξαίρεση του υποκείμενου στον φόρο από το μη ενωσιακό καθεστώς ή από το ενωσιακό καθεστώς τίθεται σε ισχύ από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού τριμήνου που ακολουθεί την ημέρα κατά την οποία η απόφαση εξαίρεσης αποστέλλεται με ηλεκτρονικά μέσα στον υποκείμενο στον φόρο. Ωστόσο, όταν η εξαίρεση οφείλεται σε αλλαγή της έδρας της οικονομικής δραστηριότητας ή μόνιμης εγκατάστασης ή του τόπου από τον οποίο ξεκινά η αποστολή ή η μεταφορά αγαθών, η εξαίρεση ισχύει από την ημερομηνία αυτής της αλλαγής. 3. Η εξαίρεση του υποκείμενου στον φόρο από το καθεστώς εισαγωγής τίθεται σε ισχύ από την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την ημέρα κατά την οποία η απόφαση εξαίρεσης αποστέλλεται με ηλεκτρονικά μέσα στον υποκείμενο στον φόρο, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
4. Με εξαίρεση την περίπτωση που καλύπτεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 3, ο ατομικός αριθμός φορολογικού μητρώου ΦΠΑ που χορηγείται για τη χρήση του καθεστώτος εισαγωγής εξακολουθεί να ισχύει για τη χρονική περίοδο που απαιτείται για την εισαγωγή των αγαθών τα οποία παραδόθηκαν πριν από την ημερομηνία της εξαίρεσης, η οποία, εντούτοις, δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες μετά την εν λόγω ημερομηνία. 5. Όταν ο μεσάζων πληροί ένα από τα κριτήρια διαγραφής που ορίζονται στο άρθρο 369ιη παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, το κράτος μέλος εγγραφής διαγράφει τον εν λόγω μεσάζοντα από το φορολογικό μητρώο και εξαιρεί από το καθεστώς εισαγωγής τους υποκείμενους στον φόρο που εκπροσωπούνται από τον εν λόγω μεσάζοντα. Μόνο το κράτος μέλος εγγραφής μπορεί να διαγράψει τον μεσάζοντα από το φορολογικό μητρώο. Το κράτος μέλος εγγραφής θεμελιώνει την απόφασή του για διαγραφή σε οποιαδήποτε διαθέσιμη πληροφορία, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που παρέχονται από οιοδήποτε άλλο κράτος μέλος. Η διαγραφή του μεσάζοντα από το φορολογικό μητρώο τίθεται σε ισχύ από την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την ημέρα κατά την οποία η απόφαση διαγραφής αποστέλλεται με ηλεκτρονικά μέσα στον μεσάζοντα και στους υποκείμενους στον φόρο που εκπροσωπεί, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
Άρθρο 58α Υποκείμενος στον φόρο ο οποίος κάνει χρήση ενός ειδικού καθεστώτος και ο οποίος για διάστημα δύο ετών δεν έχει παραδώσει αγαθά ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες που καλύπτονται από το συγκεκριμένο καθεστώς σε κανένα κράτος μέλος κατανάλωσης θεωρείται ότι έχει παύσει τις φορολογητέες του δραστηριότητες κατά την έννοια του άρθρου 363 στοιχείο β), του άρθρου 369ε στοιχείο β), του άρθρου 369ιη παράγραφος 1 στοιχείο β) ή του άρθρου 369ιη παράγραφος 3 στοιχείο β της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, αντίστοιχα. Η εν λόγω παύση δεν τον εμποδίζει να κάνει χρήση ενός ειδικού καθεστώτος εάν επαναλάβει τις δραστηριότητές του που καλύπτονται από οποιοδήποτε καθεστώς. Άρθρο 58β 1. Στην περίπτωση όπου ο υποκείμενος στον φόρο εξαιρεθεί από ένα ειδικό καθεστώς λόγω συστηματικής μη συμμόρφωσής του με τους κανόνες του εν λόγω καθεστώτος, ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο παραμένει αποκλεισμένος από τη χρήση οποιουδήποτε ειδικού καθεστώτος σε όλα τα κράτη μέλη για δύο έτη μετά το τέλος της φορολογικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας εξαιρέθηκε ο υποκείμενος στον φόρο. Ωστόσο, το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όσον αφορά το καθεστώς εισαγωγής όταν η εξαίρεση οφείλεται σε συστηματική μη συμμόρφωση στους κανόνες από τον μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του υποκείμενου στον φόρο. Όταν ο μεσάζων διαγράφεται από το φορολογικό μητρώο λόγω συστηματικής μη συμμόρφωσής του με τους κανόνες του καθεστώτος εισαγωγής, του απαγορεύεται να ενεργεί ως μεσάζων για δύο έτη μετά τον μήνα κατά τον οποίο διαγράφηκε από το εν λόγω μητρώο. 2. Ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων θεωρείται ότι συστηματικά δεν συμμορφώνονται με τους κανόνες που αφορούν ένα ειδικό καθεστώς, κατά την έννοια του άρθρου 363 στοιχείο δ), του άρθρου 369ε στοιχείο δ), του άρθρου 369ιη παράγραφος 1 στοιχείο δ), του άρθρου 369ιη παράγραφος 2 στοιχείο γ ή του άρθρου 369ιη παράγραφος 3 στοιχείο δ) της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Άρθρο 58γ Ένας υποκείμενος στον φόρο που έχει εξαιρεθεί από το μη ενωσιακό καθεστώς ή το ενωσιακό καθεστώς εκπληρώνει όλες τις υποχρεώσεις ΦΠΑ σε σχέση με παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που έχουν ανακύψει μετά την ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ η εξαίρεση απευθείας ενώπιον των φορολογικών αρχών του οικείου κράτους μέλους κατανάλωσης.
Άρθρο 59 1. Κάθε φορολογική περίοδος κατά την έννοια του άρθρου 364, 369στ ή 369ιθ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ είναι ανεξάρτητη φορολογική περίοδος. 2. Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 57δ παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, εφαρμόζεται το μη ενωσιακό καθεστώς ή το ενωσιακό καθεστώς από την ημερομηνία της πρώτης παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, ο υποκείμενος στον φόρο υποβάλλει χωριστή δήλωση ΦΠΑ για το ημερολογιακό τρίμηνο κατά το οποίο έγινε η πρώτη παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών. 3. Όταν υποκείμενος στον φόρο έχει εγγραφεί στο μη ενωσιακό καθεστώς και στο ενωσιακό καθεστώς κατά τη διάρκεια μιας φορολογικής περιόδου, υποβάλλει δηλώσεις ΦΠΑ και καταβάλλει τις αντίστοιχες πληρωμές στο κράτος μέλος εγγραφής για κάθε καθεστώς σε σχέση με τα αγαθά που παραδόθηκαν ή τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν κατά τη διάρκεια των αντίστοιχων περιόδων που καλύπτονται από τα εν λόγω καθεστώτα. 4. Εάν το κράτος μέλος εγγραφής αλλάξει σύμφωνα με το άρθρο 57στ μετά την πρώτη ημέρα της εν λόγω φορολογικής περιόδου, ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του υποβάλλει δηλώσεις ΦΠΑ και προβαίνει σε αντίστοιχες πληρωμές τόσο στο προηγούμενο όσο και στο νέο κράτος μέλος εγγραφής που καλύπτουν τις παραδόσεις αγαθών ή τις παροχές υπηρεσιών που έγιναν τις αντίστοιχες περιόδους κατά τις οποίες τα κράτη μέλη υπήρξαν το κράτος μέλος εγγραφής. Άρθρο 59α Σε περίπτωση που υποκείμενος στον φόρο ο οποίος χρησιμοποιεί ένα ειδικό καθεστώς δεν έχει παραδώσει αγαθά ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες σε οποιοδήποτε κράτος μέλος κατανάλωσης στο πλαίσιο του εν λόγω ειδικού καθεστώτος κατά τη διάρκεια μιας φορολογικής περιόδου και δεν χρειάζεται να εισαγάγει διορθώσεις όσον αφορά προηγούμενες φορολογικές περιόδους, ο ίδιος ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του υποβάλλει δήλωση ΦΠΑ βεβαιώνοντας ότι δεν πραγματοποιήθηκε καμία παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στη διάρκεια αυτής της περιόδου (μηδενική δήλωση ΦΠΑ). Άρθρο 60 Τα ποσά των δηλώσεων ΦΠΑ που υποβάλλονται στο πλαίσιο των ειδικών καθεστώτων δεν στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη προς τα πάνω ή προς τα κάτω ακέραια νομισματική μονάδα. Δηλώνεται και καταβάλλεται το ακριβές ποσό του ΦΠΑ. Άρθρο 60α Το κράτος μέλος εγγραφής υπενθυμίζει, με ηλεκτρονικά μέσα, στους υποκείμενους στον φόρο ή τους μεσάζοντες που ενεργούν για λογαριασμό τους, οι οποίοι δεν έχουν υποβάλει δήλωση ΦΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 364, 369στ ή 369ιθ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, την υποχρέωσή τους να υποβάλουν τέτοια δήλωση. Το κράτος μέλος εγγραφής εκδίδει την υπενθύμιση τη δέκατη ημέρα μετά την ημέρα κατά την οποία θα έπρεπε να έχει υποβληθεί η δήλωση και ενημερώνει με ηλεκτρονικά μέσα τα άλλα κράτη μέλη ότι εκδόθηκε υπενθύμιση. Για τυχόν επακόλουθες υπενθυμίσεις και ενέργειες για τον υπολογισμό και την είσπραξη του ΦΠΑ αρμόδιο είναι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κατανάλωσης. Παρά τις υπενθυμίσεις που εκδόθηκαν και τις ενέργειες που έγιναν από το κράτος μέλος κατανάλωσης, ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του υποβάλλει τη δήλωση ΦΠΑ στο κράτος μέλος εγγραφής. Άρθρο 61 1. Αλλαγές στα αριθμητικά στοιχεία που περιέχονται σε δήλωση ΦΠΑ, η οποία αφορά περιόδους μέχρι και την τελευταία φορολογική περίοδο του 2020, γίνονται, μετά την υποβολή της εν λόγω δήλωσης ΦΠΑ, μόνο μέσω τροποποιήσεων της εν λόγω δήλωσης και όχι μέσω αναπροσαρμογών σε επόμενη δήλωση. Αλλαγές στα αριθμητικά στοιχεία που περιέχονται σε δήλωση ΦΠΑ, η οποία αφορά περιόδους από την πρώτη φορολογική περίοδο του 2021, γίνονται, μετά την υποβολή της εν λόγω δήλωσης ΦΠΑ, μόνο μέσω αναπροσαρμογών σε επόμενη δήλωση. 2. Οι τροποποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υποβάλλονται με ηλεκτρονικά μέσα στο κράτος μέλος εγγραφής εντός τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία προβλέπεται η υποβολή της αρχικής δήλωσης. Ωστόσο, οι κανόνες του κράτους μέλους κατανάλωσης σχετικά με τους υπολογισμούς και τις τροποποιήσεις παραμένουν αναλλοίωτοι. Άρθρο 61α 1. Ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του υποβάλλει την τελική του δήλωση ΦΠΑ και τυχόν καθυστερημένες υποβολές προηγούμενων δηλώσεων και τις αντίστοιχες πληρωμές στο κράτος μέλος που υπήρξε το κράτος μέλος εγγραφής κατά τον χρόνο παύσης, εξαίρεσης ή αλλαγής, εφόσον:
Οποιεσδήποτε διορθώσεις στην τελική δήλωση και σε προηγούμενες δηλώσεις που προκύπτουν μετά την υποβολή της τελικής δήλωσης γίνονται απευθείας ενώπιον των φορολογικών αρχών του οικείου κράτους μέλους κατανάλωσης. 2. Για λογαριασμό όλων των υποκειμένων στον φόρο εκ μέρος των οποίων ενεργεί, ο μεσάζων υποβάλλει τις τελικές δηλώσεις ΦΠΑ και τυχόν καθυστερημένες υποβολές προηγούμενων δηλώσεων και τις αντίστοιχες πληρωμές στο κράτος μέλος που υπήρξε το κράτος μέλος εγγραφής κατά τον χρόνο διαγραφής ή αλλαγής εφόσον:
Άρθρο 61β Για την εφαρμογή του άρθρου 369ιδ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, ως χρόνος αποδοχής της πληρωμής νοείται ο χρόνος κατά τον οποίο η επιβεβαίωση πληρωμής, το μήνυμα για έγκριση πληρωμής ή η ανάληψη υποχρέωσης πληρωμής από τον λήπτη λαμβάνεται από τον υποκείμενο στον φόρο που χρησιμοποιεί το καθεστώς εισαγωγής, ή για λογαριασμό αυτού, ανεξαρτήτως του χρόνου που πραγματοποιήθηκε η πραγματική καταβολή των χρημάτων, ανάλογα με το ποιο είναι προγενέστερο.
Άρθρο 61γ Όταν ένα κράτος μέλος εγγραφής το νόμισμα του οποίου δεν είναι το ευρώ ορίζει ότι η δήλωση ΦΠΑ πρέπει να συμπληρώνεται στο εθνικό νόμισμά του, ο ορισμός αυτός ισχύει για τις δηλώσεις ΦΠΑ όλων των υποκειμένων στον φόρο που χρησιμοποιούν τα ειδικά καθεστώτα.
Άρθρο 62 Με την επιφύλαξη του άρθρου 63α τρίτο εδάφιο και του άρθρου 63β, ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του καταβάλλει οιαδήποτε πληρωμή στο κράτος μέλος εγγραφής. Οι πληρωμές ΦΠΑ που γίνονται από τον υποκείμενο στον φόρο ή τον μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του σύμφωνα με το άρθρο 367, 369θ ή 369κβ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ αφορούν αποκλειστικά τη δήλωση ΦΠΑ η οποία υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 364, 369στ ή 369ιθ της εν λόγω οδηγίας. Κάθε μεταγενέστερη αναπροσαρμογή των καταβληθέντων ποσών από τον υποκείμενο στον φόρο ή τον μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του γίνεται μόνο με αναφορά στην εν λόγω δήλωση και τα ποσά δεν μεταφέρονται σε άλλη δήλωση, ούτε γίνεται διόρθωση των στοιχείων σε επόμενη δήλωση. Κάθε πληρωμή πρέπει να παραπέμπει στον αριθμό αναφοράς εκείνης της συγκεκριμένης δήλωσης. Άρθρο 63 Το κράτος μέλος εγγραφής το οποίο έχει εισπράξει ποσό μεγαλύτερο από το αναφερόμενο στη δήλωση ΦΠΑ που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 364, 369στ ή 369ιθ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, επιστρέφει το επιπλέον καταβληθέν ποσό απευθείας στον οικείο υποκείμενο στον φόρο ή στον μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του. Όταν το κράτος μέλος εγγραφής έχει εισπράξει ποσό που αντιστοιχεί σε δήλωση ΦΠΑ η οποία μεταγενέστερα διαπιστώνεται ότι είναι λανθασμένη, και το εν λόγω κράτος μέλος έχει ήδη κατανείμει το ποσό στα κράτη μέλη κατανάλωσης, κάθε κράτος μέλος κατανάλωσης επιστρέφει απευθείας στον υποκείμενο στον φόρο ή τον μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του το αντίστοιχο μέρος από το επιπλέον καταβληθέν ποσό. Ωστόσο, όταν οι επιπλέον καταβολές έχουν σχέση με περιόδους μέχρι και την τελευταία περίοδο υποβολής δηλώσεων του 2018, το κράτος μέλος εγγραφής επιστρέφει το σχετικό τμήμα του αντίστοιχου μέρους του ποσού που κρατήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 904/2010, και το κράτος μέλος κατανάλωσης επιστρέφει το επιπλέον ποσό μειωμένο κατά το ποσό που πρέπει να επιστραφεί από το κράτος μέλος εγγραφής. Τα κράτη μέλη κατανάλωσης ενημερώνουν με ηλεκτρονικά μέσα το κράτος μέλος εγγραφής σχετικά με το ποσό των επιστροφών. Άρθρο 63α Όταν ένας υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του υπέβαλε δήλωση ΦΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 364, 369στ ή 369ιθ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, αλλά δεν έχει πραγματοποιηθεί πληρωμή ή η πληρωμή είναι μικρότερη από εκείνη που προκύπτει από τη δήλωση, το κράτος μέλος εγγραφής, τη δέκατη ημέρα από την επομένη ημέρα από εκείνη που έπρεπε να γίνει η πληρωμή σύμφωνα με το άρθρο 367, το άρθρο 369θ ή το άρθρο 369κβ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, υπενθυμίζει με ηλεκτρονικά μέσα στον υποκείμενο στον φόρο ή στον μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του την όποια οφειλή ΦΠΑ. Το κράτος μέλος εγγραφής ενημερώνει με ηλεκτρονικά μέσα τα κράτη μέλη κατανάλωσης ότι η υπενθύμιση στάλθηκε. Για όποιες επακόλουθες υπενθυμίσεις και ενέργειες με σκοπό την είσπραξη του ΦΠΑ αρμόδιο είναι το οικείο κράτος μέλος κατανάλωσης. Όταν το κράτος μέλος κατανάλωσης έχει εκδώσει τέτοιες επακόλουθες υπενθυμίσεις, ο αντίστοιχος ΦΠΑ καταβάλλεται σε αυτό το κράτος μέλος. Το κράτος μέλος κατανάλωσης ενημερώνει με ηλεκτρονικά μέσα το κράτος μέλος εγγραφής ότι έχει εκδώσει υπενθύμιση. Άρθρο 63β Όταν δεν έχει υποβληθεί δήλωση ΦΠΑ ή όταν η υποβληθείσα δήλωση ΦΠΑ είναι εκπρόθεσμη, ελλιπής ή ανακριβής, ή όταν ο ΦΠΑ καταβάλλεται εκπρόθεσμα, οι όποιοι τόκοι, πρόστιμα ή άλλες χρεώσεις υπολογίζονται και εκτιμώνται από το κράτος μέλος κατανάλωσης. Ο υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του καταβάλλει τους προαναφερόμενους τόκους, πρόστιμα και άλλες χρεώσεις απευθείας στο κράτος μέλος κατανάλωσης.
Άρθρο 63γ 1. Προκειμένου να θεωρούνται επαρκώς λεπτομερείς κατά την έννοια των άρθρων 369 και 369ια της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, οι καταχωρίσεις στα λογιστικά βιβλία του υποκείμενου στον φόρο περιλαμβάνουν τις ακόλουθες πληροφορίες:
2. Προκειμένου να θεωρούνται επαρκώς λεπτομερείς κατά την έννοια του άρθρου 369κδ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, οι καταχωρίσεις στα λογιστικά βιβλία του υποκείμενου στον φόρο ή του μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του περιλαμβάνουν τις ακόλουθες πληροφορίες:
3. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία από τον υποκείμενο στον φόρο ή τον μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του κατά τρόπο ώστε να είναι άμεσα διαθέσιμες με ηλεκτρονικά μέσα και όσον αφορά κάθε παραδοθέν αγαθό ή παρεχόμενη υπηρεσία χωριστά. Όταν υποκείμενος στον φόρο ή ο μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό του έχει κληθεί να υποβάλει με ηλεκτρονικά μέσα τις καταχωρίσεις που αναφέρονται στα άρθρα 369, 369ια και 369κδ της οδηγίας 2006/112/ΕΚ και δεν τις έχει υποβάλει εντός 20 ημερών από την ημερομηνία του αιτήματος, το κράτος μέλος εγγραφής υπενθυμίζει στον υποκείμενο στον φόρο ή τον μεσάζοντα που ενεργεί για λογαριασμό του να υποβάλει τις καταχωρίσεις αυτές. Το κράτος μέλος εγγραφής ενημερώνει με ηλεκτρονικά μέσα τα κράτη μέλη κατανάλωσης ότι η υπενθύμιση στάλθηκε.», |
6) | στο κεφάλαιο XI, παρεμβάλλεται το ακόλουθο τμήμα: |
Άρθρο 2
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2021.
Ωστόσο, τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε υποκείμενους στον φόρο και μεσάζοντες που ενεργούν για λογαριασμό τους να υποβάλλουν τις απαιτούμενες πληροφορίες βάσει του άρθρου 360, 369γ ή 369ιε της οδηγίας 2006/112/ΕΚ για υπαγωγή στα ειδικά καθεστώτα από την 1η Οκτωβρίου 2020.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 21η Νοεμβρίου 2019.
Για το Συμβούλιο
Η Πρόεδρος
H. KOSONEN
(1) ΕΕ L 347 της 11.12.2006, σ. 1.
(2) Οδηγία (ΕΕ) 2017/2455 του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/ΕΚ και της οδηγίας 2009/132/ΕΚ όσον αφορά ορισμένες υποχρεώσεις που απορρέουν από τον φόρο προστιθέμενης αξίας για παροχές υπηρεσιών και πωλήσεις αγαθών εξ αποστάσεως (ΕΕ L 348 της 29.12.2017, σ. 7).
(3) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 282/2011 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2011, για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής της οδηγίας 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 77 της 23.3.2011, σ. 1).
(4) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).
Υποθέσεις C-398/18 και C-428/18 Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων - Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 - Πρόωρη σύνταξη γήρατος - Προϋποθέσεις θεμελιώσεως δικαιώματος - Ποσό της καταβλητέας συντάξεως το οποίο πρέπει να υπερβαίνει το εκ του νόμου οριζόμενο κατώτατο ποσό - Λήψη υπόψη μόνον της συντάξεως που λαμβάνεται στο οικείο κράτος μέλος - Μη συνυπολογισμός της συντάξεως γήρατος που λαμβάνεται σε άλλο κράτος μέλος - Διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων που έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα) της 5ης Δεκεμβρίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Πρόωρη σύνταξη γήρατος – Προϋποθέσεις θεμελιώσεως δικαιώματος – Ποσό της καταβλητέας συντάξεως το οποίο πρέπει να υπερβαίνει το εκ του νόμου οριζόμενο κατώτατο ποσό – Λήψη υπόψη μόνον της συντάξεως που λαμβάνεται στο οικείο κράτος μέλος – Μη συνυπολογισμός της συντάξεως γήρατος που λαμβάνεται σε άλλο κράτος μέλος – Διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων που έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας»
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-398/18 και C-428/18,
με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Galicia (ανώτερο δικαστήριο της Γαλικίας, Ισπανία) με αποφάσεις της 25ης Μαΐου και της 13ης Ιουνίου 2018, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 15 Ιουνίου και στις 28 Ιουνίου 2018 αντιστοίχως, στο πλαίσιο των δικών
Antonio Bocero Torrico (C-398/18),
Jörg Paul Konrad Fritz Bode (C-428/18)
κατά
Instituto Nacional de la Seguridad Social,
Tesorería General de la Seguridad Social,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),
συγκείμενο από τους L. S. Rossi, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský και F. Biltgen (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: G. Hogan
γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Μαΐου 2019,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– οι Α. Bocero Torrico και J. P. K. F. Bode, εκπροσωπούμενοι από τους J. A. André Veloso και A. Vázquez Conde, abogados,
– το Instituto Nacional de la Seguridad Social και το Tesorería General de la Seguridad Social, εκπροσωπούμενα από τις P. García Perea, R. Dívar Conde και L. Baró Pazos, letradas,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Aguilera Ruiz,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους N. Ruiz García, D. Martin και B.-R. Killmann,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 2019,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 48 ΣΛΕΕ, καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1).
2 Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αντιστοίχως, του Antonio Bocero Torrico και του Jörg Paul Konrad Fritz Bode, αφενός, και του Instituto Nacional de la Seguridad Social (εθνικού ιδρύματος κοινωνικής ασφαλίσεως, Ισπανία) (στο εξής: INSS) και του Tesorería General de la Seguridad Social (γενικού ταμείου κοινωνικής ασφαλίσεως, Ισπανία), αφετέρου, σχετικά με την απόρριψη των αιτήσεών τους για την καταβολή πρόωρης συντάξεως γήρατος.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού 883/2004 έχει ως εξής:
«Το Δικαστήριο εξέφρασε κατ’ επανάληψη τη γνώμη του για τη δυνατότητα ίσης μεταχείρισης των παροχών, των εισοδημάτων και των γεγονότων· αυτή η γενική αρχή θα πρέπει να υιοθετηθεί ρητώς και να αναπτυχθεί περαιτέρω, τηρουμένης της ουσίας και του πνεύματος των δικαστικών αποφάσεων.»
4 Στο άρθρο 1, στοιχείο κδʹ, του κανονισμού αυτού, ως «πρόωρη παροχή γήρατος» ορίζεται η παροχή η οποία χορηγείται πριν από τη συμπλήρωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως του ενδιαφερομένου και η οποία είτε εξακολουθεί να χορηγείται μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής είτε αντικαθίσταται από άλλη παροχή γήρατος.
5 Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του εν λόγω κανονισμού, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στις νομοθεσίες που αφορούν τους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως που έχουν σχέση, μεταξύ άλλων, με τις παροχές γήρατος.
6 Το άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Ίση μεταχείριση», προβλέπει τα εξής:
«Εκτός αν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός απολαμβάνουν των ιδίων δικαιωμάτων και υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του».
7 Το άρθρο 5 του κανονισμού 883/2004, το οποίο επιγράφεται «Εξομοίωση παροχών, εισοδημάτων, γεγονότων ή καταστάσεων», προβλέπει τα εξής:
«Εκτός αν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός και υπό το πρίσμα των ειδικών διατάξεων εφαρμογής που θεσπίζονται, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους, η λήψη παροχών κοινωνικής ασφάλειας και άλλων εισοδημάτων παράγει ορισμένα έννομα αποτελέσματα, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις της εν λόγω νομοθεσίας και στη λήψη ισοδύναμων παροχών οι οποίες αποκτήθηκαν δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους ή σε εισοδήματα τα οποία έχουν αποκτηθεί σε άλλο κράτος μέλος·
β) εάν, δυνάμει της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους μέλους, αναγνωρίζονται έννομα αποτελέσματα σε συγκεκριμένα γεγονότα ή καταστάσεις, αυτό το κράτος μέλος λαμβάνει υπόψη παρόμοια γεγονότα ή καταστάσεις που έχουν λάβει χώρα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, ως εάν είχαν λάβει χώρα στο έδαφός του.»
8Κατά το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Συνυπολογισμός περιόδων»:
«Εκτός εάν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου εξαρτά:
– την απόκτηση, διατήρηση, διάρκεια ή ανάκτηση δικαιώματος για παροχές,
[...]
από τη συμπλήρωση περιόδων ασφάλισης, μισθωτής δραστηριότητας, μη μισθωτής δραστηριότητας ή κατοικίας, πρέπει να λαμβάνει υπόψη, στο βαθμό που είναι αναγκαίο, τις περιόδους ασφάλισης, μισθωτής δραστηριότητας, μη μισθωτής δραστηριότητας ή κατοικίας που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε άλλου κράτους μέλους, σαν να επρόκειτο για περιόδους που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία που αυτός εφαρμόζει.»
9 Στο κεφάλαιο 5 του τίτλου ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με τις συντάξεις γήρατος και επιζώντων, το άρθρο 52 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Εκκαθάριση των παροχών», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το ποσό της οφειλόμενης παροχής:
α) σύμφωνα με τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει, μόνο όταν οι όροι που απαιτούνται για τη θεμελίωση δικαιώματος σε παροχές, πληρούνται αποκλειστικά δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας (αυτοτελής παροχή)·
β) με τον υπολογισμό ενός θεωρητικού ποσού και, εν συνεχεία, ενός πραγματικού ποσού (αναλογική παροχή), ως εξής:
i) το θεωρητικό ποσό της παροχής ισούται προς την παροχή την οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, εάν όλες οι περίοδοι ασφάλισης ή/και κατοικίας οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί δυνάμει των νομοθεσιών των άλλων κρατών μελών είχαν πραγματοποιηθεί δυνάμει της νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει ο φορέας, κατά την ημερομηνία εκκαθάρισης της παροχής· εάν, δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, το ποσό της παροχής είναι ανεξάρτητο από τη διάρκεια των περιόδων οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί, το ποσό αυτό εκλαμβάνεται ως το θεωρητικό ποσό·
ii) ο αρμόδιος φορέας προσδιορίζει κατόπιν το πραγματικό ποσό της αναλογικής παροχής, βάσει του θεωρητικού ποσού κατ’ αναλογίαν της διάρκειας των περιόδων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πριν από την επέλευση του κινδύνου δυνάμει της νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει ο φορέας σε σχέση προς τη συνολική διάρκεια των περιόδων οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την επέλευση του κινδύνου δυνάμει των νομοθεσιών όλων των ενδιαφερομένων κρατών μελών.»
10 Το άρθρο 58 του ίδιου κανονισμού, το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στο εν λόγω κεφάλαιο και επιγράφεται «Χορήγηση συμπληρώματος», έχει ως εξής:
«1. Ο δικαιούχος παροχών, επί του οποίου εφαρμόζεται το παρόν κεφάλαιο, δεν θα μπορούσε στο κράτος μέλος κατοικίας, και κατά τη νομοθεσία του οποίου του οφείλεται παροχή, να λάβει παροχή μικρότερη από την ελάχιστη παροχή η οποία ορίζεται από την εν λόγω νομοθεσία για περίοδο ασφάλισης ή κατοικίας ίση με το σύνολο των περιόδων οι οποίες έχουν ληφθεί υπόψη για την εκκαθάριση σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.
2. Ο αρμόδιος φορέας αυτού του κράτους μέλους καταβάλλει στον ενδιαφερόμενο, καθ’ όλο το διάστημα κατά το οποίο κατοικεί στο έδαφός του, συμπληρωματικό ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ του συνόλου των παροχών οι οποίες οφείλονται σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο και του ποσού της ελάχιστης παροχής.»
Το ισπανικό δίκαιο
11 Ο Ley General de la Seguridad Social (γενικός νόμος περί κοινωνικής ασφαλίσεως), του οποίου το κωδικοποιημένο κείμενο εγκρίθηκε με το Real Decreto Legislativo 8/2015 (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 8/2015), της 30ής Οκτωβρίου 2015 (BOE αριθ. 261, της 31ης Οκτωβρίου 2015), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των κύριων δικών (στο εξής: LGSS), προβλέπει, στο άρθρο 208, παράγραφος 1, τα εξής:
«Το δικαίωμα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου υπόκειται στις εξής προϋποθέσεις:
a) να έχει συμπληρωθεί ηλικία μη υπολειπόμενη κατά περισσότερο από δύο έτη του απαιτούμενου κατά περίπτωση ορίου ηλικίας σύμφωνα με το άρθρο 205, παράγραφος 1, στοιχείο a, χωρίς εφαρμογή εν προκειμένω των συντελεστών μειώσεως που προβλέπονται στο άρθρο 206·
b) να έχει αποδεδειγμένα συμπληρωθεί περίοδος καταβολής εισφορών τουλάχιστον 35 ετών, χωρίς να συνυπολογίζεται το τμήμα που αναλογεί σε επιδόματα [...]
c) όταν πληρούνται οι γενικές και ειδικές προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως σύμφωνα με τα ανωτέρω, το ποσό της καταβλητέας συντάξεως πρέπει να είναι μεγαλύτερο από το ποσό της κατώτατης συντάξεως που θα δικαιούνταν ο ενδιαφερόμενος λαμβανομένης υπόψη της οικογενειακής του καταστάσεως κατά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του. Σε αντίθετη περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος δεν θα δικαιούται να τύχει της ως άνω μορφής πρόωρης συνταξιοδοτήσεως.»
12 Το άρθρο 14, παράγραφος 3, του Real Decreto 1170/2015, sobre revalorización de pensiones del sistema de seguridad social y de otras prestaciones sociales públicas para el ejercicio 2016 (βασιλικού διατάγματος 1170/2015, σχετικά με την αναπροσαρμογή των συντάξεων του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και άλλων κρατικών κοινωνικών παροχών για το έτος 2016), της 29ης Δεκεμβρίου 2015 (ΒΟΕ αριθ. 312, της 30ής Δεκεμβρίου 2015), ορίζει τα εξής:
«Αν το προκύπτον από την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου άθροισμα των ποσών συντάξεως που αναγνωρίζονται δυνάμει διμερούς ή πολυμερούς συμβάσεως κοινωνικής ασφαλίσεως, είτε υπό την ισπανική νομοθεσία είτε υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους, είναι χαμηλότερο από το κατώτατο ποσό της συγκεκριμένης συντάξεως που ισχύει κατά τον αντίστοιχο χρόνο στην Ισπανία, ο δικαιούχος, εφόσον κατοικεί στην ημεδαπή και πληροί τις προβλεπόμενες συναφώς γενικές προϋποθέσεις, δικαιούται να λάβει τη διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των συντάξεων που αναγνωρίζονται στην Ισπανία και στην αλλοδαπή, και του ως άνω ελάχιστου ποσού.
Για τις συντάξεις που αναγνωρίζονται στο πλαίσιο των κανονισμών κοινωνικής ασφαλίσεως της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 50 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/1971 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας[, όπως τροποποιήθηκε και επικαιροποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ 2006, L 392, σ. 1),] και του άρθρου 58 του [κανονισμού 883/2004].
[...]»
Οι διαφορές των κύριων δικών και το προδικαστικό ερώτημα
13 Ο Α. Bocero Torrico, γεννηθείς στις 15 Δεκεμβρίου 1953, υπέβαλε στο INSS, στις 16 Δεκεμβρίου 2016, αίτηση πρόωρης συνταξιοδοτήσεως. Κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως αυτής, ήταν σε θέση να αποδείξει τη συμπλήρωση περιόδων εισφορών διάρκειας 9 947 ημερών στην Ισπανία και 6 690 ημερών στη Γερμανία. Η σύνταξη γήρατος την οποία δικαιούται στη Γερμανία ανέρχεται στο πραγματικό ποσό των 507,35 ευρώ, ενώ η σύνταξη την οποία θα μπορούσε να απαιτήσει στην Ισπανία ως πρόωρη σύνταξη γήρατος ανέρχεται στο ποσό των 530,15 ευρώ.
14 Ο J. P. K. F. Bode, γεννηθείς στις 4 Ιουνίου 1952, υπέβαλε στο INSS, στις 31 Μαΐου 2015, αίτηση πρόωρης συνταξιοδοτήσεως. Κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως αυτής, ήταν σε θέση να αποδείξει τη συμπλήρωση περιόδων εισφορών διάρκειας 2 282 ημερών στην Ισπανία και 14 443 ημερών στη Γερμανία. Στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος του αναλογεί σύνταξη γήρατος πραγματικού ποσού 1 185,22 ευρώ. Κατά τον J. P. K. F. Bode, η σύνταξη την οποία θα μπορούσε να απαιτήσει στην Ισπανία ως πρόωρη σύνταξη γήρατος ανέρχεται σε 206,60 ευρώ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του INSS, το ποσό της τελευταίας αυτής παροχής ανέρχεται σε 99,52 ευρώ.
15 Οι αιτήσεις συνταξιοδοτήσεως απορρίφθηκαν με την αιτιολογία ότι το ποσό τους είναι χαμηλότερο από την κατώτατη μηνιαία σύνταξη που αντιστοιχεί στην οικογενειακή κατάσταση των προσφευγόντων των κύριων δικών κατά το 65ο έτος της ηλικίας τους, ήτοι από τα 784,90 ευρώ στην περίπτωση του Α. Bocero Torrico και από τα 782,90 ευρώ στην περίπτωση του J. P. K. F. Bode. Κατόπιν ενστάσεων τις οποίες άσκησαν οι ενδιαφερόμενοι, το INSS επιβεβαίωσε τις ως άνω απορριπτικές αποφάσεις.
16 Η προσφυγή την οποία άσκησε ο Α. Bocero Torrico κατά του INSS και του γενικού ταμείου κοινωνικής ασφαλίσεως ενώπιον του Juzgado de lo Social n° 2 de Ourense (δικαστηρίου εργατικών διαφορών αριθ. 2 του Ορένσε, Ισπανία), καθώς και η προσφυγή που άσκησε ο J. P. K. F. Bode κατά των οργανισμών αυτών ενώπιον του Juzgado de lo Social n° 2 de A Coruña (δικαστηρίου εργατικών διαφορών αριθ. 2 της A Coruña, Ισπανία) απορρίφθηκαν. Τα ως άνω δικαστήρια έκριναν ότι το ποσό της «καταβλητέας συντάξεως», κατά την έννοια του άρθρου 208, παράγραφος 1, στοιχείο c, του LGSS, το οποίο πρέπει να υπερβαίνει το ποσό της κατώτατης συντάξεως που ισχύει για τον ενδιαφερόμενο κατά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του προκειμένου να λάβει πρόωρη σύνταξη γήρατος, είναι το ποσό της πραγματικής συντάξεως της οποίας η καταβολή βαρύνει την Ισπανία. Τα δικαστήρια αυτά στηρίχθηκαν στον σκοπό τον οποίο επιδιώκει η ισπανική νομοθεσία, δηλαδή στην αποτροπή του ενδεχομένου καταβολής συμπληρώματος μέχρι το εκ του νόμου οριζόμενο κατώτατο ποσό των συντάξεων γήρατος για πρόσωπα τα οποία δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει το νόμιμο όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως και στην παράταση, ως εκ τούτου, της συμμετοχής των προσώπων αυτών στην αγορά εργασίας.
17 Οι προσφεύγοντες των κύριων δικών άσκησαν έφεση κατά των ανωτέρω αποφάσεων ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Galicia (ανώτερου δικαστηρίου της Γαλικίας, Ισπανία). Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, του βασιλικού διατάγματος 1170/2015, η ισπανική νομοθεσία επιτρέπει τη χορήγηση συμπληρώματος συντάξεως μόνο για τη διαφορά μεταξύ του ποσού των παροχών που οφείλονται σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης και της κατώτατης συντάξεως στην Ισπανία. Κατά συνέπεια, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συντάξεις τις οποίες πράγματι θα λαμβάνουν οι Α. Bocero Torrico και J. P. K. F. Bode τόσο στην Ισπανία όσο και στη Γερμανία, με αποτέλεσμα κανένας από τους δύο να μην μπορεί να απαιτήσει συμπλήρωμα συντάξεως. Με τον τρόπο αυτό, δεν πρόκειται να επιβαρύνουν το ισπανικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.
18 Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ο τρόπος κατά τον οποίο το INSS ερμηνεύει την έκφραση «καταβλητέα σύνταξη» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 208, παράγραφος 1, στοιχείο c, του LGSS προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον εργαζόμενος θεμελιώνει δικαίωμα σε πρόωρη σύνταξη γήρατος, ήτοι λαμβάνοντας υπόψη μόνον την πραγματική σύνταξη της οποίας η καταβολή βαρύνει το Βασίλειο της Ισπανίας, συνιστά δυσμενή διάκριση αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι είναι δυνατόν εργαζόμενος ο οποίος δικαιούται σύνταξη από δύο τουλάχιστον κράτη μέλη να μη θεμελιώνει δικαίωμα σε τέτοια πρόωρη σύνταξη γήρατος, ενώ, αντιθέτως, εργαζόμενος ο οποίος δικαιούται συντάξεως του ίδιου ύψους, πλην όμως μόνον από το Βασίλειο της Ισπανίας, να θεμελιώνει τέτοιο δικαίωμα.
19 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de Galicia (ανώτερο δικαστήριο της Γαλικίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο έχει πανομοιότυπη διατύπωση στις υποθέσεις C-398/18 και C-428/18:
«Έχει το άρθρο 48 ΣΛΕΕ την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία σύμφωνα με την οποία για τη χορήγηση πρόωρης συντάξεως γήρατος το ποσό της καταβλητέας συντάξεως πρέπει να υπερβαίνει το ποσό της κατώτατης συντάξεως που δικαιούται ο ενδιαφερόμενος σύμφωνα με την εν λόγω εθνική νομοθεσία, όταν η “καταβλητέα σύνταξη” έχει την έννοια του πραγματικού ποσού συντάξεως που καταβάλλεται μόνο από το αρμόδιο κράτος μέλος (εν προκειμένω, την Ισπανία), χωρίς να συνυπολογίζεται το πραγματικό ποσό συντάξεως που ενδεχομένως καταβάλλεται στο πλαίσιο διαφορετικής παροχής της αυτής φύσεως από άλλο ή άλλα κράτη μέλη;»
20 Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2018 αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C-398/18 και C-428/18 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
21 Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, καίτοι το προδικαστικό ερώτημα αφορά ρητώς το άρθρο 48 ΣΛΕΕ, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει επίσης, στο σκεπτικό των αποφάσεών του περί παραπομπής, τις διατάξεις του κανονισμού 883/2004.
22 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι πρόωρες συντάξεις γήρατος, όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού. Πράγματι, δυνάμει του άρθρου του 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή στις νομοθεσίες που αφορούν τις παροχές γήρατος. Επιπλέον, ο όρος «πρόωρη παροχή γήρατος» ορίζεται στο άρθρο 1, στοιχείο κδʹ, του εν λόγω κανονισμού.
23 Υπό τις συνθήκες αυτές, το ερώτημα το οποίο υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του κανονισμού 883/2004 (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 2007, Celozzi, C-332/05, EU:C:2007:35, σκέψη 14, και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Larcher, C-523/13, EU:C:2014:2458, σκέψη 29).
24 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις του κανονισμού 883/2004 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται στη νομοθεσία κράτους μέλους η οποία επιτάσσει, ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση του δικαιώματος εργαζομένου σε πρόωρη σύνταξη γήρατος, το ποσό της καταβλητέας συντάξεως να υπερβαίνει το ποσό της κατώτατης συντάξεως την οποία ο εργαζόμενος θα δικαιούνταν να λάβει κατά τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, καθόσον ως «καταβλητέα σύνταξη» νοείται η σύνταξη που καταβάλλεται μόνον από αυτό το κράτος μέλος, χωρίς να συνυπολογίζεται η σύνταξη την οποία ο εργαζόμενος θα μπορούσε να λάβει ως ισοδύναμες παροχές από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη.
25 Όσον αφορά την επίμαχη στο πλαίσιο των κύριων δικών διάταξη του ισπανικού δικαίου, ήτοι το άρθρο 208, παράγραφος 1, στοιχείο c, του LGSS, το γεγονός ότι, κατά τη διάταξη αυτή, η θεμελίωση του δικαιώματος σε πρόωρη σύνταξη γήρατος εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το ποσό της καταβλητέας συντάξεως υπερβαίνει το ποσό της κατώτατης συντάξεως που ο ενδιαφερόμενος θα δικαιούνταν να λάβει κατά τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως δεν αμφισβητείται αυτό καθεαυτό στο πλαίσιο των διαφορών των κύριων δικών.
26 Διαπιστώνεται συναφώς ότι καμία διάταξη του τίτλου I του κανονισμού 883/2004, στον οποίο περιλαμβάνονται οι γενικές διατάξεις του κανονισμού αυτού, ή του τίτλου ΙΙΙ, κεφάλαιο 5, του ίδιου κανονισμού, στον οποίο περιλαμβάνονται οι ειδικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή, μεταξύ άλλων, στις συντάξεις γήρατος, δεν αντιτίθεται στον κανόνα αυτόν.
27 Ειδικότερα, δεν προκύπτει από το άρθρο 58 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι ο δικαιούχος παροχών γήρατος δεν μπορεί να λάβει ποσό παροχών χαμηλότερο από το ποσό της ελάχιστης παροχής το οποίο καθορίζεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας και ότι ο αρμόδιος φορέας του κράτους αυτού οφείλει, ενδεχομένως, να του καταβάλει συμπλήρωμα ίσο προς τη διαφορά μεταξύ του ποσού των παροχών που οφείλονται και του ποσού της ελάχιστης παροχής, ότι ένα κράτος μέλος υποχρεούται να χορηγήσει πρόωρη σύνταξη γήρατος σε αιτούντα όταν το ποσό της πρόωρης συντάξεως το οποίο δικαιούται ο εν λόγω αιτών είναι χαμηλότερο από το ποσό της κατώτατης συντάξεως, την οποία θα ελάμβανε κατά τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.
28 Εντούτοις, οι προσφεύγοντες των κύριων δικών βάλλουν κατά του ότι, προκειμένου να διαπιστώσουν αν θεμελιώνεται δικαίωμα σε πρόωρη σύνταξη γήρατος, οι αρμόδιοι φορείς και τα δικαστήρια της Ισπανίας ερμηνεύουν τον όρο «καταβλητέα σύνταξη» υπό την έννοια ότι ο όρος αυτός αναφέρεται μόνο στη σύνταξη της οποίας η καταβολή βαρύνει το Βασίλειο της Ισπανίας, αποκλειομένων των συντάξεων των οποίων η καταβολή βαρύνει άλλα κράτη μέλη και τις οποίες ενδεχομένως θα μπορούσε να απαιτήσει ο ενδιαφερόμενος.
29 Όσον αφορά, πρώτον, τις εφαρμοστέες σε τέτοιου είδους περιστάσεις διατάξεις του κανονισμού 883/2004, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού καθιερώνει την αρχή της εξομοιώσεως. Από την αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να εισαγάγει, στο κείμενο του εν λόγω κανονισμού, τη νομολογιακή αρχή της εξομοιώσεως των παροχών, των εισοδημάτων και των πραγματικών περιστατικών, προκειμένου η αρχή αυτή να αναπτυχθεί περαιτέρω, τηρουμένων της ουσίας και του πνεύματος των αποφάσεων του Δικαστηρίου (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Vorarlberger Gebietskrankenkasse και Knauer, C‑453/14, EU:C:2016:37, σκέψη 31).
30 Συναφώς, το άρθρο 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 προβλέπει ότι, εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους, η λήψη παροχών κοινωνικής ασφάλειας και άλλων εισοδημάτων παράγει ορισμένα έννομα αποτελέσματα, οι σχετικές διατάξεις της εν λόγω νομοθεσίας εφαρμόζονται και στη λήψη ισοδύναμων παροχών οι οποίες αποκτήθηκαν δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους ή σε εισοδήματα τα οποία έχουν αποκτηθεί σε άλλο κράτος μέλος.
31 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 45 των προτάσεών του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή σε καταστάσεις όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών. Πράγματι, ως «παροχ[ή] κοινωνικής ασφάλειας» κατά την εν λόγω διάταξη πρέπει να νοηθεί η σύνταξη την οποία δικαιούνται οι προσφεύγοντες των κύριων δικών. Δυνάμει του άρθρου 208, παράγραφος 1, στοιχείο c, του LGSS, το δικαίωμα στη σύνταξη αυτή, εφόσον το ποσό της υπερβαίνει το ποσό της κατώτατης συντάξεως που καταβάλλεται κατά τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, παράγει το έννομο αποτέλεσμα που συνίσταται στη θεμελίωση του δικαιώματος των προσφευγόντων αυτών σε πρόωρη σύνταξη γήρατος.
32 Αντιστρόφως, και αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες των κύριων δικών με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, οι πραγματικές καταστάσεις στις υποθέσεις των κύριων δικών δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 του κανονισμού 883/2004. Πράγματι, το άρθρο αυτό, με τίτλο «Συνυπολογισμός περιόδων», προβλέπει ότι το κράτος μέλος, προκειμένου να κρίνει αν έχει αποκτηθεί δικαίωμα σε παροχές κοινωνικής ασφάλειας, λαμβάνει υπόψη τις περιόδους ασφαλίσεως, μισθωτής δραστηριότητας, μη μισθωτής δραστηριότητας ή κατοικίας που έχουν συμπληρωθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε άλλου κράτους μέλους, ενώ, εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν το ποσό των συντάξεων που δικαιούνται οι εν λόγω προσφεύγοντες σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να ληφθεί υπόψη ώστε να διαπιστωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως δικαιώματος σε πρόωρη σύνταξη γήρατος.
33 Ομοίως, το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004, το οποίο επίσης επικαλούνται οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, δεν έχει εφαρμογή προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου. Πράγματι, και η διάταξη αυτή αφορά τον συνυπολογισμό των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που έχουν συμπληρωθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε άλλου κράτους μέλους. Συν τοις άλλοις, δεν αφορά την απόκτηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αλλά τον υπολογισμό του ποσού των οφειλόμενων παροχών (πρβλ., όσον αφορά τις αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1992/2006, απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, Tomaszewska, C-440/09, EU:C:2011:114, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
34 Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν διάταξη του εθνικού δικαίου όπως το άρθρο 208, παράγραφος 1, στοιχείο c, του LGSS, όπως αυτή ερμηνεύεται από τους αρμόδιους φορείς και τα εθνικά δικαστήρια, συμβιβάζεται με το άρθρο 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004.
35 Σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη, για την εφαρμογή κανόνα του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 208, παράγραφος 1, στοιχείο c, του LGSS, οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνον τις παροχές κοινωνικής ασφάλειας τις οποίες έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους αυτού, αλλά και τις ισοδύναμες παροχές οι οποίες αποκτήθηκαν σε κάθε άλλο κράτος μέλος.
36 Όσον αφορά τις συντάξεις γήρατος, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ερμηνεύσει την έννοια των «ισοδύναμων παροχών» η οποία περιλαμβάνεται στο εν λόγω άρθρο 5, στοιχείο αʹ, ως αναφερόμενη σε δύο ομοειδείς παροχές γήρατος λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκεται με τις παροχές αυτές και με τις κανονιστικές ρυθμίσεις που τις θέσπισαν (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Vorarlberger Gebietskrankenkasse και Knauer, C‑453/14, EU:C:2016:37, σκέψεις 33 και 34).
37 Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει κατά τα φαινόμενα ότι οι συντάξεις γήρατος τις οποίες δικαιούνται οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης στη Γερμανία είναι ισοδύναμες, υπό την έννοια αυτή, με τις συντάξεις τις οποίες θα μπορούσαν να απαιτήσουν στην Ισπανία ως πρόωρη σύνταξη γήρατος, πράγμα το οποίο εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
38 Επομένως, το άρθρο 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 αντιτίθεται στην ερμηνεία της διαλαμβανόμενης στο άρθρο 208, παράγραφος 1, στοιχείο c, του LGSS έννοιας της «καταβλητέας συντάξεως», ως αφορώσας μόνον τη σύνταξη της οποίας η καταβολή βαρύνει στο Βασίλειο της Ισπανίας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η σύνταξη την οποία οι προσφεύγοντες των κύριων δικών δικαιούνται στη Γερμανία.
39 Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από την εξέταση των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών καταστάσεων με γνώμονα την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, της οποίας ειδική έκφραση συνιστά η κατά το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού εξομοίωση των παροχών, εισοδημάτων, πραγματικών περιστατικών και γεγονότων (πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Klöppel, C-507/06, EU:C:2008:110, σκέψη 22).
40 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004, απαγορεύει όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις, λόγω ιθαγενείας των δικαιούχων των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά και κάθε συγκεκαλυμμένη μορφή διακρίσεως η οποία, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2011, Landtová, C‑399/09, EU:C:2011:415, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
41 Επομένως, πρέπει να θεωρείται ότι συνεπάγονται έμμεσες δυσμενείς διακρίσεις οι προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου οι οποίες, μολονότι εφαρμόζονται χωρίς διάκριση λόγω ιθαγενείας, θίγουν, κυρίως ή στη μεγάλη πλειονότητά τους, τούς διακινούμενους εργαζομένους, καθώς και οι αδιακρίτως εφαρμοζόμενες προϋποθέσεις των οποίων η πλήρωση είναι ευκολότερη για τους ημεδαπούς εργαζομένους απ’ ό,τι για τους διακινούμενους εργαζομένους ή οι οποίες ενέχουν τον κίνδυνο να λειτουργήσουν σε βάρος ειδικά των διακινουμένων εργαζομένων (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2011, Landtová, C-399/09, EU:C:2011:415, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
42 Η άρνηση των αρμοδίων αρχών κράτους μέλους να λάβουν υπόψη, προκειμένου να διαπιστώσουν αν θεμελιώνεται δικαίωμα σε πρόωρη σύνταξη γήρατος, τις συνταξιοδοτικές παροχές τις οποίες δικαιούται εργαζόμενος ο οποίος έχει ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος είναι ικανή να περιαγάγει τον εργαζόμενο αυτό σε κατάσταση λιγότερη ευνοϊκή από εκείνην του εργαζομένου του οποίου ολόκληρη η επαγγελματική σταδιοδρομία εξελίχθηκε στο πρώτο κράτος μέλος.
43 Εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών μπορεί πάντως να δικαιολογηθεί, στον βαθμό που επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, υπό τον όρο ότι είναι πρόσφορη για τη διασφάλιση τη επιτεύξεως του σκοπού αυτού και δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Larcher, C‑523/13, EU:C:2014:2458, σκέψη 38).
44 Συναφώς, το INSS και η Ισπανική Κυβέρνηση επισήμαναν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η εφαρμογή, για την θεμελίωση δικαιώματος σε πρόωρη σύνταξη γήρατος, της προϋποθέσεως να έχει συμπληρωθεί το ποσό της κατώτατης συντάξεως που ο ενδιαφερόμενος θα δικαιούνταν να λάβει κατά τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως αποβλέπει στη μείωση της χρήσης του καθεστώτος πρόωρης συνταξιοδοτήσεως. Περαιτέρω, η προϋπόθεση αυτή, καθόσον αποκλείει τη θεμελίωση δικαιώματος σε πρόωρη σύνταξη γήρατος όταν το ποσό που θα μπορούσε να απαιτήσει ο ενδιαφερόμενος ενδέχεται να του παρέχει δικαίωμα λήψεως συμπληρώματος συντάξεως, θα μπορούσε να αποτρέψει την πρόσθετη επιβάρυνση του ισπανικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.
45 Ωστόσο, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 49 των προτάσεών του, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να συνιστούν σκοπούς γενικού συμφέροντος κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, τα επιχειρήματα του INSS και της Ισπανικής Κυβερνήσεως δεν είναι ικανά να δικαιολογήσουν την εισάγουσα διακρίσεις εφαρμογή μιας τέτοιας προϋποθέσεως εις βάρος των εργαζομένων που άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας.
46 Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στη νομοθεσία κράτους μέλους η οποία επιτάσσει, ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση του δικαιώματος εργαζομένου σε πρόωρη σύνταξη γήρατος, το ποσό της καταβλητέας συντάξεως να υπερβαίνει το ποσό της κατώτατης συντάξεως την οποία ο εργαζόμενος θα δικαιούνταν να λάβει κατά τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, καθόσον ως «καταβλητέα σύνταξη» νοείται η σύνταξη που καταβάλλεται μόνον από αυτό το κράτος μέλος, χωρίς να συνυπολογίζεται η σύνταξη την οποία ο εργαζόμενος θα μπορούσε να λάβει ως ισοδύναμες παροχές από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη.
Επί των δικαστικών εξόδων
47 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στη νομοθεσία κράτους μέλους η οποία επιτάσσει, ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση του δικαιώματος εργαζομένου σε πρόωρη σύνταξη γήρατος, το ποσό της καταβλητέας συντάξεως να υπερβαίνει το ποσό της κατώτατης συντάξεως την οποία ο εργαζόμενος θα δικαιούνταν να λάβει κατά τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, καθόσον ως «καταβλητέα σύνταξη» νοείται η σύνταξη που καταβάλλεται μόνον από αυτό το κράτος μέλος, χωρίς να συνυπολογίζεται η σύνταξη την οποία ο εργαζόμενος θα μπορούσε να λάβει ως ισοδύναμες παροχές από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη.
ΔΕΛ Ε 1153223 ΕΞ 2019 Η αφανής εταιρεία δεν έχει νομική προσωπικότητα και δεν καταχωρίζεται στο ΓΕΜΗ
Αθήνα, 6 Νοεμβρίου 2019
Αριθ. Πρωτ.:ΔΕΛ Ε 1153223 ΕΞ 2019
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Image may be NSFW.
Clik here to view.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΛΕΓΧΩΝ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α'Β' Ε
Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 101 84 Αθήνα
Πληροφορίες: Α.ΤΕΡΖΗ
Τηλέφωνο: 210 3375885
Fax: 210 3375354
E-Mail: d.eleg5@aade.gr
Url: www.aade.gr
ΠΡΟΣ: Αυτοτελές Τμήμα Κοιν/κού Ελέγχου
Λεωχάρους 2 Τ.Κ. 105-62 Αθήνα
Σε απάντηση του Α.Π. 121385 ΕΞ 2019/30-10-2019 εγγράφου σας, με το οποίο μας διαβιβάσατε την αρ. 1547/29-10-2019 ερώτηση κοινοβουλευτικού ελέγχου της Βουλής των Ελλήνων, που υπέβαλαν οι Βουλευτές, Β' Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Χήτας και Α' Θεσσαλονίκης Απόστολος Αβδελάς, ως προς τα διαλαμβανόμενα σε αυτή θέματα αρμοδιότητάς μας, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα.
Με τις διατάξεις της παρ 1α του άρθρου 10 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας ν. 4174/2013 ( 170/Α'), όπως ισχύει, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που πρόκειται να καταστεί υπόχρεο σε καταβολή ή παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία ή σε υποβολή οποιασδήποτε δήλωσης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα υποβάλλει δήλωση εγγραφής στο φορολογικό μητρώο. Στη δήλωση εγγραφής περιλαμβάνονται τα προσωπικά στοιχεία του φορολογούμενου, σε περίπτωση φυσικού προσώπου, καθώς και η επωνυμία, ο διακριτικός τίτλος και η έδρα, σε περίπτωση νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας. Προκειμένου για νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, η δήλωση εγγραφής υποβάλλεται εντός τριάντα (30) ημερών από τη νόμιμη σύσταση αυτών.
Με το τρίτο εδάφιο της παρ. γ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι: « Με την εγγραφή η Φορολογική Διοίκηση αποδίδει μοναδικό Αριθμό Φορολογικού Μητρώου σε κάθε φορολογούμενο».
Περαιτέρω καθώς η αφανής εταιρεία δεν έχει νομική προσωπικότητα και δεν καταχωρίζεται στο ΓΕΜΗ. (παρ. 2 του άρθρου 285 του ν. 4072/2012 (Α' 86/11-4-2012), δεν διαθέτει επωνυμία, έδρα κ.λ.π. και ως εκ τούτου, δεν εγγράφεται και στο Φορολογικό Μητρώο.
ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ
Ο Προϊστάμενος της Γεν Δ/νσης Φορολογικής Διοίκησης
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΣΑΙΤΗΣ
Άρθρα Υποχρέωση σύνταξης των πρώτων ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων στο λογιστικό πλαίσιο των ελληνικών λογιστικών προτύπων - ΣΟΛ ΑΕ
Image may be NSFW.
Clik here to view.
ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΟ
ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΠΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ
ΕΡΩΤΗΜΑ
ΑΕ η οποία εντάσσεται στις Μεγάλες Οντότητες βάσει των ορίων του Ν.4308/2014,
στη διάρκεια της χρήσης 2018 σύστησε κατά 100% θυγατρική εταιρεία. Βάσει των
οικονομικών μεγεθών της 31.12.2018,σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.4308/2014,
προκύπτει ότι η μητρική και θυγατρική της ότι αποτελούν Μεγάλο Όμιλο στη χρήση
2018.
Υποχρεούται η μητρική να συντάξει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις για την
χρήση 2018 (1η χρήση ύπαρξης του Ομίλου);
ΓΝΩΜΗ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ
Στις παραγράφους 3 έως 5 του άρθρου 31 του ν.4308/2014 αναφέρονται τα κάτωθι:
"3. Μεγάλοι όμιλοι είναι οι όμιλοι που αποτελούνται από μία μητρική και
θυγατρικές οντότητες προς υπαγωγή σε ενοποίηση, οι οποίοι σε ενοποιημένη βάση
κατά την ημερομηνία του ισολογισμού της μητρικής οντότητας, υπερβαίνουν τα όρια
τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα τρία κριτήρια:
α) Σύνολο ενεργητικού: 20.000.000 ευρώ.
β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 40.000.000 ευρώ.
γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 250 άτομα.
4. Τα όρια ενεργητικού και κύκλου εργασιών των παραγράφων 1 έως 3 του παρόντος
άρθρου ισχύουν μετά την αφαίρεση των συμψηφισμών και των απαλοιφών των
παραγράφων 4 και 8 του άρθρου 34. Αν δεν λαμβάνονται υπόψη οι προαναφερόμενοι
συμψηφισμοί και απαλοιφές τα όρια αυτά προσαυξάνονται κατά 20%.
5. Όταν ένας όμιλος υπερβαίνει ή παύει να υπερβαίνει τα όρια δύο εκ των τριών
κριτηρίων των παραγράφων 1 έως 3 του παρόντος άρθρου κατά την ημερομηνία
ισολογισμού της μητρικής οντότητας για δύο διαδοχικές περιόδους, για τους
σκοπούς εφαρμογής των ρυθμίσεων αυτού του νόμου η αλλαγή κατηγορίας μεγέθους
ενεργοποιείται από την περίοδο που έπεται των δύο εν λόγω διαδοχικών περιόδων".
Το κείμενο της ανωτέρω παραγράφου 5 είναι παρόμοιο με το κείμενο της παραγράφου
9 του άρθρου 2 που αφορά την κατηγοριοποίηση σε μεγέθη των οντοτήτων, το οποίο
παρατίθεται κατωτέρω:
"Όταν η οντότητα υπερβαίνει ή παύει να υπερβαίνει τα όρια δύο εκ των τριών
κριτηρίων των παραγράφων 2 και 4 έως 6 ή το κριτήριο της παραγράφου 3 του
παρόντος άρθρου για δύο διαδοχικές περιόδους, για τους σκοπούς εφαρμογής των
ρυθμίσεων αυτού του νόμου η αλλαγή κατηγορίας μεγέθους ενεργοποιείται από την
περίοδο που έπεται των δύο εν λόγω διαδοχικών περιόδων".
Το ΣΛΟΤ έχει απαντήσει σε ερωτήσεις κατάταξης νεοϊδρυθείσας εταιρείας με
κριτήριο το μέγεθος (ΑΠ./2016, ΑΠ 1005/2018 και ΑΠ 336/2019).
Κατ' αντιστοιχία με την ερμηνεία των διατάξεων του νόμου για την νεοιδρυθείσα
εταιρεία το μέγεθος ενός νεοσχηματιζόμενου ομίλου στην πρώτη του χρήση είναι
"μικρός όμιλος".
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, ο όμιλος του ερωτήματος, κατά τα δύο πρώτα έτη
σχηματισμού του (2018 και 2019),και εφόσον συνεχίζει να έχει τα προβλεπόμενα
οικονομικά μεγέθη, θα καταταχθεί στην κατηγορία του μικρού ομίλου και το τρίτο
έτος (2020) θα καταταχθεί σε κατηγορία με βάση τα μεγέθη των δύο πρώτων ετών
μετά το σχηματισμό του.
Διευκρινίζεται ότι στο λογιστικό πλαίσιο των Δ.Π.Χ.Π. δεν υφίστανται τα ανωτέρω
κριτήρια (περιορισμοί) για την αναβολή σύνταξης ενοποιημένων οικονομικών
καταστάσεων. Κατά συνέπεια με βάση τα δεδομένα του ερωτήματος και εφόσον οι
εταιρείες που συνθέτουν τον Όμιλο συνέτασσαν τις οικονομικές τους καταστάσεις
σύμφωνα με το λογιστικό πλαίσιο των Δ.Π.Χ.Π. η υποχρέωση σύνταξης ενοποιημένων
οικονομικών καταστάσεων θα υφίστατο από την πρώτη χρήση δημιουργίας του Ομίλου
δηλαδή την χρήση 2018.