Quantcast
Channel: Taxheaven - Νέες αποφάσεις
Viewing all 7448 articles
Browse latest View live

Αριθ. πρωτ.: Φ.10042/ 25013/667/ 2016 Ασφαλιστικές εισφορές κλάδου κύριας ασφάλισης του ΕΤΑΑ μέχρι 31/12/2016

$
0
0

Αθήνα, 20 / 10 / 2016
Αριθ. Πρωτ. : Φ.10042 / 25013 / 667

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Δ/ΝΣΗ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΩΝ (Δ14)
ΤΜΗΜΑ : Α'

Ταχ. Δ/νση : Σταδίου 29
Ταχ. Κώδικας : 10110 - Αθήνα
Πληροφορίες : Ε. Ράπτη
Τηλέφωνο : 210 - 3368109
FAX : 210 - 3368116

ΘΕΜΑ : «Ασφαλιστικές εισφορές κλάδου κύριας ασφάλισης του ΕΤΑΑ μέχρι 31/12/2016»

Σε συνέχεια του αριθ. 72058/1-6-2016 εγγράφου σας, σχετικά με την υποχρέωση υπαγωγής των από 1/1/1993 ασφαλισμένων του Τομέα σας σε ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία από 1/1/2016, κατ' εφαρμογή της παρ. 15 του άρθρου 44 του ν.3986/2011, σας γνωρίζουμε τα εξής:

Με τις διατάξεις των άρθρων 38 παρ. 3 β και στ και 39 του ν.4387/2016, επέρχονται από 1/1/2017 μεταβολές στο καθεστώς των ασφαλιστικών εισφορών των προσώπων που υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ, εμμίσθων και ελευθέρων επαγγελματιών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1/1/1993.

Κύριο γνώρισμα του νέου καθεστώτος, το οποίο εφαρμόζεται από 1/1/2017 και μετά είναι ο υπολογισμός των ασφαλιστικών εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών με βάση το μηνιαίο εισόδημα, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση της δραστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές των εμμίσθων υπολογίζονται επί των μηνιαίων αποδοχών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για τους εμμίσθους που υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ.

Σύμφωνα δε με την παρ. 16 του άρθρου 39 του ν.4387/2016, όπως αναριθμήθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ. 6β του ν.4393/2016, η σταθερή μηνιαία εισφορά, το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς, καθώς και οι ασφαλιστικές κατηγορίες ή αποδοχές επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων του κλάδου κύριας ασφάλισης του ΕΤΑΑ, εμμίσθων και ελευθέρων επαγγελματιών, όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι 31/12/2015, παραμένουν αμετάβλητες μέχρι 31/12/2016, με εξαίρεση την εισφορά για την Ειδική Προσαύξηση του ΤΣΜΕΔΕ και τον Κλάδο Μονοσυνταξιούχων του ΤΣΑΥ που καταργούνται αναδρομικά από 1/1/2016 βάσει του άρθρου 94 παρ. 4 και 5 του ν.4387/2016.

Συνεπώς, οι ασφαλισμένοι του ΕΤΑΑ, έμμισθοι και ελεύθεροι επαγγελματίες εξακολουθούν να καταβάλλουν μέχρι 31/12/2016 ασφαλιστικές εισφορές σύμφωνα με το καθεστώς που ίσχυε πριν τη θέσπιση του ν.4387/2016. Οι διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 3 β και στ του ν.4387/2016, όπως ισχύει, καθώς και το σύνολο των ρυθμίσεων του άρθρου 39 του ανωτέρω νόμου που αφορούν το νέο καθεστώς ασφαλιστικών εισφορών, με εξαίρεση τις παραγράφους 10 και 14, εφαρμόζονται από 1/1/2017 και μετά.

Με βάση τα ανωτέρω, στις περιπτώσεις ασφαλισμένων του Τομέα σας, για τους οποίους προκύπτει υποχρέωση υπαγωγής σε ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία από 1/1/2016 βάσει της παρ. 15 του άρθρου 44 του ν.3986/2011, δεν είναι δυνατή η υπαγωγή των εν λόγω προσώπων σε ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία από 1/1/2016, καθώς στην περίπτωση αυτή προκύπτει αύξηση της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς, σε αντίθεση με τη ρητή πρόβλεψη της παρ. 16 του άρθρου 39 του ν.4387/2016, σύμφωνα με την οποία η ασφαλιστική εισφορά για το έτος 2016 παραμένει στο ύψος που είχε διαμορφωθεί την 31/12/2015.




Ο Υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
Α. Πετρόπουλος


Αριθ. πρωτ.: Φ 80020/ 44112/Δ 15.745/ 2016 Συμπληρωματικές οδηγίες για την εφαρμογή του άρθρου 35 «Εφάπαξ παροχή» του ν. 4387/2016 (Α' 85) στους ασφαλισμένους του ν. 103/1975 (Α' 167)

$
0
0

Αθήνα,  20-10-2016
Αρ . Πρ . : Φ80020/44112/Δ 15.745

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΓΔ4)
Δ/ΝΣΗ ΠΡΟΣΘΕΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Δ15)
ΤΜΗΜΑ ΕΦΑΠΑΞ ΠΑΡΟΧΩΝ

Fax : 2103368148
Τηλέφωνα : 2103368159-79-58
Πληρ.: Ε. Σπύρου

ΘΕΜΑ: Συμπληρωματικές οδηγίες για την εφαρμογή του άρθρου 35 «Εφάπαξ παροχή» του ν. 4387/2016 (Α' 85) στους ασφαλισμένους του ν. 103/1975 (Α' 167)

Σχετ.: 1. α) Η αρ. Φ 80020/οικ. 29753/Δ15.531/30.6.2016 (ΑΔΑ: 7ΛΟΨ465Θ1Ω-ΨΙΣ) εγκύκλιος και
β) τα υπ. αρίθμ. Φ80020/34277/Δ15.605/28-7-2016 Φ.30274/32794/Δ.15/582/20-9-2016 έγγραφα.
2. To υπ. αρίθμ. ΓΠ οικ. 3401/15.07.2016 έγγραφο του ΤΑΠΙΤ με την υπ. αριθμ. 382/2016 Απόφαση Δ.Σ. του ΤΑΠΙΤ
3. Το υπ. αρίθμ. οικ.555/28-9-2016 έγγραφο της Ε.Α.Α.

Σε συνέχεια της εγκυκλίου μας με θέμα «Γνωστοποίηση ρυθμίσεων του άρθρου 35 Εφάπαξ παροχή» του ν.4387/2016 (Α' 85), όπως ισχύει» (σχετ. 1α) και με αφορμή ερωτήματα που προέκυψαν για την εφαρμογή του νέου τρόπου υπολογισμού της εφάπαξ παροχής για τους ασφαλισμένους του ν. 103/1975 και ειδικότερα για τον προσδιορισμό του ποσοστού αναπλήρωσης, το οποίο θα λαμβάνεται υπόψη, σας γνωρίζουμε τα εξής:

1. Στην παράγραφο 4 του ανωτέρω άρθρου, ορίζεται ότι για μισθωτούς με εισφορά ύψους 4% επί των αποδοχών, η εφάπαξ παροχή αποτελείται από το γινόμενο του εξήντα τοις εκατό (60 %) των αποδοχών, επί των οποίων έγιναν οι νόμιμες κρατήσεις, επί του δεκαδικού αριθμού των ετών ασφάλισης έως και την 31.12.2013, με ακρίβεια δεύτερου δεκαδικού ψηφίου. Για τους μισθωτούς με εισφορά ύψους διάφορου του 4% ή με σταθερό ποσό εισφοράς το ως άνω ποσοστό (60%) θα αναπροσαρμόζεται αναλογικά ως προς το ύψος της εισφοράς, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα και κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.

2. Όπως προκύπτει από τη αιτιολογική έκθεση του ν. 4387/2016 σκοπός της θέσπισης των διατάξεων του άρθρου 35 και ειδικότερα της παρ. 4 αυτού, που αφορά τον τρόπο υπολογισμού της εφάπαξ παροχής για μισθωτούς και αυτοτελώς απασχολούμενους, είναι η εισαγωγή ενός δικαιότερου ενιαίου τρόπου υπολογισμού που θα είναι λειτουργικός και θα διασφαλίζει αφενός τα ασφαλιστικά δικαιώματα των ασφαλισμένων και αφετέρου την οικονομική ισορροπία του συστήματος με κοινωνικά αποδεκτό τρόπο. Ο νέος ενιαίος τρόπος υπολογισμού της εφάπαξ παροχής βασίζεται στις αρχές της αναλογικότητας, της ανταποδοτικότητας και της ισότητας, ενώ διασφαλίζεται ότι το ποσό της εφάπαξ παροχής που καταβάλλεται στο δικαιούχο θα υπερβαίνει το σύνολο των εισφορών που έχουν καταβληθεί από τον ασφαλισμένο και εξασφαλίζεται η συνέχιση της καταβολής των παροχών. Κατόπιν των ανωτέρω με το σχετ. 1β) έγγραφο διευκρινίστηκε ότι από το άρθρο 35 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει, προκύπτει σαφώς η εφαρμογή διαφορετικών ποσοστών αναπλήρωσης από τον ίδιο φορέα, εφόσον υπάρχουν περίοδοι όπου ισχύουν στον φορέα διαφορετικά ποσοστά εισφορών με βάση τα οποία υπολογίζονταν τα ποσά εισφοράς προκειμένου να διασφαλίζεται ο ανωτέρω σκοπός θέσπισης των εν λόγω διατάξεων.

3. Ο λογαριασμός του ν. 103/75 αποτελεί ασφαλιστικό κεφάλαιο, το οποίο σχηματίζεται από τις εισφορές των ασφαλισμένων του, συγκεντρώνεται στο ΝΠΔΔ που υπηρετούσε ο ασφαλισμένος στις 31-12-2005, το οποίο και αποδίδει ανταποδοτικά την παροχή για όλο το διάστημα ασφάλισης έως τις 31-12-2005.

Τα Ν.Π.Δ.Δ., των οποίων οι υπάλληλοι υπάγονται στον ν. 103/1975 δεν λειτουργούν κατά κύριο σκοπό ως ασφαλιστικοί οργανισμοί, αλλά καθίστανται ασφαλιστικοί οργανισμοί, κατά την ενάσκηση της αρμοδιότητας χορήγησης στους υπαλλήλους τους που αποχωρούν από την υπηρεσία, της εφάπαξ παροχής.

Σύμφωνα με το άρθ. 2 του νόμου αυτού, ίσχυε κράτηση 4% επί των τακτικών αποδοχών για τα πρώτα δέκα έτη ασφάλισης και μετά την συμπλήρωση 10ετούς υπηρεσίας η κράτηση ανερχόταν σε ποσοστό 5% επί των αυτών αποδοχών, (έως τις 31-12-2005 που συστάθηκε ο Τομέας Πρόνοιας ΝΠΔΔ στο ΤΠΔΥ).

4. Κατόπιν των ανωτέρω και μετά και από το σχετικό έγγραφο της Ε.Α.Α. (σχετ. 3) διευκρινίζεται ότι το ποσοστό αναπλήρωσης για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής στους ασφαλισμένους του ν. 103/75, θα ανέρχεται σε 75% αντί του 60 %, αποκλειστικά και μόνο για το χρόνο ασφάλισης για τον οποίο η κράτηση υπολογίζεται με το ποσοστό εισφοράς 5 %.

5. Ως εκ τούτου, το παράδειγμα που είχε παρατεθεί στην εγκύκλιο 1α) τροποποιείται ως εξής για υπάλληλο ΝΠΔΔ που ασφαλίστηκε στον ν. 103/75 την 1-6-1984 και αποχωρεί την 31-5-2014:

Ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει συνολικό χρόνο ασφάλισης 30 έτη. Το ΝΠΔΔ θα υπολογίσει και θα αποδώσει την εφάπαξ παροχή για το χρονικό διάστημα από 1-6-1984 έως 31-12-2005 βάσει της περίπτωσης α' της παραγράφου 4, όπως ισχύει, με ποσοστό αναπλήρωσης 60% για το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε μηνιαία εισφορά 4 % και με ποσοστό αναπλήρωσης 75% για το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε μηνιαία εισφορά 5%.

Όπως ορίστηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 41 του ν. 4415/2016 (Α' 159) και καθώς ο ασφαλισμένος αποχώρησε στις 31-5-2014, ως αποδοχές, νοείται ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος κατά τα πέντε (5) τελευταία έτη πριν από την αποχώρησή του, εφόσον υπεβλήθηκαν σε κρατήσεις υπέρ του Τομέα Πρόνοιας Υπαλλήλων ΝΠΔΔ του ΤΠΔΥ χωρίς να υπολογίζονται τα δώρα εορτών και αδείας, ήτοι η πενταετία από 1 -6-2009 έως 31 -5-2014. Καθώς στον υπολογισμό της πενταετίας λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία αποχώρησης, δεν υφίσταται ανάγκη επικαιροποίησης και επομένως δεν απαιτείται να προσαυξηθεί ο μέσος όρος της ως άνω πενταετίας κατά την ετήσια μεταβολή μισθών υπολογιζόμενη από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.

6. Οι φορείς οι οποίοι έχουν ήδη εκδώσει σχετικές πράξεις απονομής της εφάπαξ παροχής του ν. 103/1975, παρακαλούνται όπως προβούν οίκοθεν στην έκδοση τροποποιητικών-συμπληρωματικών πράξεων για την χορήγηση τυχόν διαφορών.



Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Αριθ. πρωτ.: Φ. 10043/ 30188/792/ 2016 Παροχή συμπληρωματικών οδηγιών για την εφαρμογή του άρθρου 29 του ν.4387/2016 για τη χορήγηση προσωρινής σύνταξης

$
0
0

Αθήνα, 20 / 10 / 2016
Αριθ. Πρωτ. : Φ.10043 / 30188 / 792

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Δ/ΝΣΗ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΩΝ (Δ14)
ΤΜΗΜΑ: Α'

Ταχ. Δ/νση: Σταδίου 29
Ταχ. Κώδικας: 10110 - Αθήνα
Πληροφορίες: Ε. Ράπτη
Τηλέφωνο: 210 - 3368109
FAX: 210 - 3368116

ΘΕΜΑ: «Παροχή συμπληρωματικών οδηγιών για την εφαρμογή του άρθρου 29 του ν.4387/2016 για τη χορήγηση προσωρινής σύνταξης»

Σε συνέχεια της αριθ. Φ.80000/οικ29336/1164/30.6.2016 εγκυκλίου μας σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 29 του ν.4387/2016 για τη χορήγηση προσωρινής σύνταξης στα πρόσωπα που εμπίπτουν στο νέο καθεστώς υπολογισμού της σύνταξης που προβλέπεται από τον ανωτέρω νόμο, και κατόπιν ερωτημάτων που υπεβλήθησαν από τις Υπηρεσίες σας με τα οποία ζητούνται περαιτέρω διευκρινήσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ασφαλισμένων, σας γνωρίζουμε ανά θέμα τα εξής:

Α. Συνυπολογισμός της πρόσθετης εισφοράς του άρθρου 44 παρ. 14 του ν.3986/2011

Με τις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 14 του ν.3986/2011, όπως ισχύει, οι μέχρι 31/12/1992 ασφαλισμένοι του ΕΤΑΑ που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα καταβάλλουν από 1/7/2011 και μετά για την κύρια ασφάλισή τους πρόσθετη εισφορά ύψους 2% επί του ποσού της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας των Π.Δ. 124/1993, Π.Δ. 125/1993 και Π.Δ. 126/1993, δηλαδή μηνιαίως εισφορά ύψους €13,87 (€693,35 x 2%).

Δεδομένου ότι η ανωτέρω πρόσθετη εισφορά καταβάλλεται υπέρ του κλάδου κύριας ασφάλισης, θα συνυπολογίζεται με την κύρια εισφορά για τον υπολογισμό της προσωρινής σύνταξης. Ευνόητο είναι ότι δεν θα συνυπολογίζεται στις περιπτώσεις ασφαλισμένων που έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση της παρ. 7 του άρθρου 39 του ν.4331/2016 και έχουν εξαιρεθεί από την καταβολή της πρόσθετης εισφοράς μέχρι 31/12/2016.

Όσον αφορά στην εισφορά ύψους €10,00 που προβλέπεται από το άρθρο 44 παρ. 2 του ν.3986/2011, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 του ν.4144/2013, αυτή καταβάλλεται υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Ανεργίας για τους αυτοαπασχολούμενους του ΟΑΕΔ, προκειμένου να καλυφθεί ο κίνδυνος της ανεργίας. Ως εκ τούτου δεν αποτελεί εισφορά για τον κλάδο κύριας σύνταξης και δεν θα συνυπολογίζεται για τον υπολογισμό της προσωρινής σύνταξης.

Β. Χορήγηση προσωρινής σύνταξης σε ασφαλισμένους που κατά το τελευταίο 12μηνο ασφάλισης είχαν ασφάλιση μισθωτού και ελεύθερου επαγγελματία

Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 29 του ν.4387/2016 καθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού της προσωρινής σύνταξης, σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος έχει απασχοληθεί ως μισθωτός (περίπτωση α) ή ως αυτοαπασχολούμενος (περίπτωση β). Στους μεν μισθωτούς η προσωρινή σύνταξη αντιστοιχεί στο 50% του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών επί των οποίων έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές, στους δε αυτοαπασχολούμενους στο 50% του μέσου μηνιαίου εισοδήματος, ενώ στις περιπτώσεις που η καταβαλλόμενη εισφορά δεν είναι συνάρτηση του μηνιαίου εισοδήματος προβλέπεται διαδικασία αναγωγής της καταβληθείσας ασφαλιστικής εισφοράς σε μηνιαίο εισόδημα.

Στις περιπτώσεις που κατά το τελευταίο 12μηνο υπάρχει χρόνος μισθωτού και ελεύθερου επαγγελματία, για τον καθορισμό της προσωρινής σύνταξης θα υπολογίζεται ο μέσος όρος των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών μισθωτού και του μηνιαίου εισοδήματος για το χρόνο ελεύθερου επαγγελματία που προκύπτει βάσει των σχετικών υπολογισμών. Ως προσωρινή σύνταξη θα χορηγείται το 50% του ανωτέρω μέσου όρου.

Ειδικά στην περίπτωση των μέχρι 31/12/1992 εμμίσθων ασφαλισμένων του ΤΣΑΥ, όπου η εισφορά του ασφαλισμένου είναι σταθερό ποσό και η εργοδοτική εισφορά συνάρτηση των καταβαλλόμενων αποδοχών (13,33% επί των αποδοχών), ως μηνιαίες αποδοχές θα θεωρούνται αυτές που αντιστοιχούν στο άθροισμα της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, με συνολικό ασφάλιστρο ύψους 20%.

Γ. Συνυπολογισμός εισφορών που έχουν καταβληθεί από εμμίσθους για Δώρα Εορτών και Επίδομα Αδείας

Για τους εμμίσθους ασφαλισμένους που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα προβλέπεται η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών για την κύρια σύνταξη επί των δώρων εορτών και επιδόματος αδείας. Δεδομένου ότι για τον υπολογισμό της προσωρινής σύνταξης λαμβάνονται υπόψη οι ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο ασφάλισης (12μηνο πριν την υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης), εάν κατά το χρονικό αυτό διάστημα έχουν παρακρατηθεί ασφαλιστικές εισφορές επί των ληφθέντων δώρων εορτών και επιδόματος αδείας, τα σχετικά ποσά θα συνυπολογίζονται για τον καθορισμό του ύψους της προσωρινής σύνταξης και θα προσαυξάνουν τις συντάξιμες αποδοχές του μήνα που καταβλήθηκαν.

Δ. Χορήγηση προσωρινής σύνταξης σε συνταξιούχους βάσει του ν.612/1977

Όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν.4387/2016, δεν χορηγείται προσωρινή σύνταξη εάν ο αιτών λαμβάνει και άλλη κύρια σύνταξη για την ίδια αιτία. Συνεπώς, στις περιπτώσεις που ο αιτών την προσωρινή σύνταξη λαμβάνει ή έχει υποβάλλει αίτηση για να λάβει σύνταξη γήρατος με τις ειδικές διατάξεις του ν.612/1977, δεν δικαιούται να λάβει προσωρινή σύνταξη για δεύτερη σύνταξη λόγω γήρατος, καθώς και στις δύο περιπτώσεις η σύνταξη χορηγείται για την κάλυψη του κινδύνου του γήρατος.

Ε. Χορήγηση προσωρινής σύνταξης σε δικαιούχους της Ειδικής Προσαύξησης του ΤΣΜΕΔΕ και του Κλάδου Μονοσυνταξιούχων του ΤΣΑ Υ

Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 4 και 5 του ν.4387/2016, η Ειδική Προσαύξηση του ΤΣΜΕΔΕ και ο Κλάδος Μονοσυνταξιούχων του ΤΣΑΥ καταργήθηκαν αναδρομικά από 1/1/2016. Ως εκ τούτου υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών υφίσταται μέχρι 31/12/2015.

Στις περιπτώσεις ασφαλισμένων του ΤΣΜΕΔΕ και του ΤΣΑΥ που έχουν υπαχθεί αντίστοιχα στην ασφάλιση της Ειδικής Προσαύξησης και του Κλάδου Μονοσυνταξιούχων, και εντός του 12μηνου που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της προσωρινής σύνταξης υπάρχει σχετική καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, η καταβληθείσα εισφορά στην Ειδική Προσαύξηση ή τον Κλάδο Μονοσυνταξιούχων θα συνυπολογίζονται με την εισφορά για την κύρια ασφάλιση για τον υπολογισμό της προσωρινής σύνταξης. Εξυπακούεται ότι η πρόβλεψη αυτή αφορά κατ' ουσία αιτήματα συνταξιοδότησης που υποβάλλονται εντός του 2016. Για αιτήματα συνταξιοδότησης που υποβάλλονται το 2017, δεν προκύπτει καταβολή εισφοράς στην Ειδική Προσαύξηση ή τον Κλάδο Μονοσυνταξιούχων κατά το προηγούμενο 12μηνο, και ως εκ τούτου ζήτημα συνυπολογισμού εισφοράς.

Επισημαίνουμε ότι κατά τον ίδιο τρόπο θα συνυπολογίζεται και η πρόσθετη εισφορά που προβλέπεται από το άρθρο 44 παρ. 14 του ν.3986/2011 για την Ειδική Προσαύξηση (ύψους 2% επί του ποσού της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας του Π.Δ. 124/1993) και τον Κλάδο Μονοσυνταξιούχων (ύψους 1% επί του ποσού της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας του Π.Δ. 126/1993).

Για την καλύτερη κατανόηση των θεμάτων, σας παραθέτουμε τα εξής παραδείγματα:

Παράδειγμα 1

Παλαιός ασφαλισμένος του ΤΣΜΕΔΕ που ασκεί ελεύθερο επάγγελμα υποβάλλει αίτηση για τη λήψη προσωρινής σύνταξης (δικαίωμα πλήρους σύνταξης γήρατος), η οποία θα υπολογιστεί με βάση τις εισφορές που έχουν καταβληθεί το χρονικό διάστημα Ιούνιος 2015 έως Μάιος 2016.

  Εισφορά για Κύρια Σύνταξη Πρόσθετη Εισφορά για Κύρια Σύνταξη Εισφορά για Πρόσθετη Εισφορά για Ειδική Προσαύξηση Σύνολο Εισφοράς
Ειδική Προσαύξηση
Ιούνιος 2015 € 138,67 € 13,87 € 83,20 € 13,87 € 249,61
Ιούλιος 2015 € 138,67 € 13,87 € 83,20 € 13,87 € 249,61
Αύγουστος 2015 € 138,67 € 13,87 € 83,20 € 13,87 € 249,61
Σεπτέμβριος 2015 € 138,67 € 13,87 € 83,20 € 13,87 € 249,61
Οκτώβριος 2015 € 138,67 € 13,87 € 83,20 € 13,87 € 249,61
Νοέμβριος 2015 € 138,67 € 13,87 € 83,20 € 13,87 € 249,61
Δεκέμβριος 2015 € 138,67 € 13,87 € 83,20 € 13,87 € 249,61
Ιανουάριος 2016 € 138,67 € 13,87 € 0,00 € 0,00 € 152,54
Φεβρουάριος 2016 € 138,67 € 13,87 € 0,00 € 0,00 € 152,54
Μάρτιος 2016 € 138,67 € 13,87 € 0,00 € 0,00 € 152,54
Απρίλιος 2016 € 138,67 € 13,87 € 0,00 € 0,00 € 152,54
Μάιος 2016 € 138,67 € 13,87 € 0,00 € 0,00 € 152,54

Συνολικά, το 12μηνο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές ύψους €2.509,97 (€249,61 x 7 + €152,54 x 5), και συνεπώς, κατ' εφαρμογή της παρ. 1β του άρθρου 29 του ν.4387/2016, το μέσο μηνιαίο εισόδημα ανέρχεται σε €1.045,82 (€2.509,97 δια του 20% και στη συνέχεια δια του 12), και η προσωρινή σύνταξη σε €522,91 (50% x €1.045,82).

Παράδειγμα 2

Παλαιός ασφαλισμένος του ΤΣΑΥ που ασκεί ελεύθερο επάγγελμα υποβάλλει αίτηση για τη λήψη προσωρινής σύνταξης (δικαίωμα πλήρους σύνταξης γήρατος), η οποία θα υπολογιστεί με βάση τις εισφορές που έχουν καταβληθεί το χρονικό διάστημα Ιούνιος 2015 έως Μάιος 2016.

  Εισφορά για Κύρια Σύνταξη Πρόσθετη Εισφορά για Κύρια Σύνταξη Εισφορά για Κλάδο Μον/χων Πρόσθετη Εισφορά για Κλάδο Μον/χων Σύνολο Εισφοράς
Ιούνιος 2015 € 188,30 € 13,87 € 94,10 € 6,93 € 303,20
Ιούλιος 2015 € 188,30 € 13,87 € 94,10 € 6,93 € 303,20
Αύγουστος 2015 € 188,30 € 13,87 € 94,10 € 6,93 € 303,20
Σεπτέμβριος 2015 € 188,30 € 13,87 € 94,10 € 6,93 € 303,20
Οκτώβριος 2015 € 188,30 € 13,87 € 94,10 € 6,93 € 303,20
Νοέμβριος 2015 € 188,30 € 13,87 € 94,10 € 6,93 € 303,20
Δεκέμβριος 2015 € 188,30 € 13,87 € 94,10 € 6,93 € 303,20
Ιανουάριος 2016 € 188,30 € 13,87 € 0,00 € 0,00 € 202,17
Φεβρουάριος 2016 € 188,30 € 13,87 € 0,00 € 0,00 € 202,17
Μάρτιος 2016 € 188,30 € 13,87 € 0,00 € 0,00 € 202,17
Απρίλιος 2016 € 188,30 € 13,87 € 0,00 € 0,00 € 202,17
Μάιος 2016 € 188,30 € 13,87 € 0,00 € 0,00 € 202,17

Συνολικά, το 12μηνο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές ύψους €3.133,25 (€303,20 x 7 + €202,17 x 5), και συνεπώς, κατ' εφαρμογή της παρ. 1β του άρθρου 29 του ν.4387/2016, το μέσο μηνιαίο εισόδημα ανέρχεται σε €1.305,52 (€3.133,25 δια του 20% και στη συνέχεια δια του 12), και η προσωρινή σύνταξη σε €652,76 (50% x €1.305,52).

Παράδειγμα 3

Παλαιός ασφαλισμένος του ΤΣΜΕΔΕ υποβάλλει αίτηση για τη λήψη προσωρινής σύνταξης (δικαίωμα πλήρους σύνταξης γήρατος), η οποία θα υπολογιστεί με βάση τις εισφορές που έχουν καταβληθεί το χρονικό διάστημα Ιούνιος 2015 έως Μάιος 2016. Ο εν λόγω ασφαλισμένος για το διάστημα Ιούνιος 2015 έως Δεκέμβριος 2015 παρείχε εξαρτημένη εργασία με αποδοχές €2.500,00 μηνιαίως.

  Εισφορά Ασφαλισμένου για Κύρια Σύνταξη Εισφορά Εργοδότη για Κύρια Σύνταξη Πρόσθετη Εισφορά για Κύρια Σύνταξη Μηνιαίες Αποδοχές Μηνιαίο Εισόδημα
Ιούνιος 2015 € 166,75 € 333,25 € 0,00 € 2.500,00  
Ιούλιος 2015 € 166,75 € 333,25 € 0,00 € 2.500,00  
Αύγουστος 2015 € 166,75 € 333,25 € 0,00 € 2.500,00  
Σεπτέμβριος 2015 € 166,75 € 333,25 € 0,00 € 2.500,00  
Οκτώβριος 2015 € 166,75 € 333,25 € 0,00 € 2.500,00  
Νοέμβριος 2015 € 166,75 € 333,25 € 0,00 € 2.500,00  
Δεκέμβριος 2015 € 166,75 € 333,25 € 0,00 € 2.500,00  
Ιανουάριος 2016 € 138,67 € 0,00 € 13,87   € 762,70
Φεβρουάριος 2016 € 138,67 € 0,00 € 13,87   € 762,70
Μάρτιος 2016 € 138,67 € 0,00 € 13,87   € 762,70
Απρίλιος 2016 € 138,67 € 0,00 € 13,87   € 762,70
Μάιος 2016 € 138,67 € 0,00 € 13,87   € 762,70

Το ύψος των συντάξιμων αποδοχών για το διάστημα Ιούνιος 2015 έως Δεκέμβριος 2015 είναι γνωστό (€2.500,00 μηνιαίως). Για το διάστημα Ιανουάριος 2016 έως Μάιος 2016 το μηνιαίο εισόδημα με βάση τις καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές ανέρχεται σε €762,70 (€152,54 δια του 20%). Συνεπώς, ο μέσος όρος συντάξιμων αποδοχών και εισοδήματος για το διάστημα Ιούνιος 2015 έως Μάιος 2016 είναι €1.776,13 [(€2.500,00 x 7 + €762,70 x 5)/12]. Η προσωρινή σύνταξη ανέρχεται σε €888,07 (50% x €1.776,13), η οποία όμως υπερβαίνει το ανώτατο όριο, και συνεπώς ως προσωρινή σύνταξη θα καταβληθεί το ποσό των €768,00.

Παράδειγμα 4

Παλαιός ασφαλισμένος του ΤΣΑΥ υποβάλλει αίτηση για τη λήψη προσωρινής σύνταξης (δικαίωμα πλήρους σύνταξης γήρατος), η οποία θα υπολογιστεί με βάση τις εισφορές που έχουν καταβληθεί το χρονικό διάστημα Ιούνιος 2015 έως Μάιος 2016. Ο εν λόγω ασφαλισμένος για το διάστημα Ιούνιος 2015 έως Δεκέμβριος 2015 παρείχε εξαρτημένη εργασία με αποδοχές €2.500,00 μηνιαίως (ο ασφαλισμένος κατέβαλε εισφορά σταθερού ύψους €188,30 και ο εργοδότης εισφορά ύψους 13,33% επί των αποδοχών).

  Εισφορά Ασφαλισμένου για Κύρια Σύνταξη Εισφορά Εργοδότη για Κύρια Σύνταξη Πρόσθετη Εισφορά για Κύρια Σύνταξη Μηνιαίες Αποδοχές Μηνιαίο Εισόδημα
Ιούνιος 2015 € 188,30 € 333,25 € 0,00 € 2.607,75  
Ιούλιος 2015 € 188,30 € 333,25 € 0,00 € 2.607,75  
Αύγουστος 2015 € 188,30 € 333,25 € 0,00 € 2.607,75  
Σεπτέμβριος 2015 € 188,30 € 333,25 € 0,00 € 2.607,75  
Οκτώβριος 2015 € 188,30 € 333,25 € 0,00 € 2.607,75  
Νοέμβριος 2015 € 188,30 € 333,25 € 0,00 € 2.607,75  
Δεκέμβριος 2015 € 188,30 € 333,25 € 0,00 € 2.607,75  
Ιανουάριος 2016 € 188,30 € 0,00 € 13,87   € 1.010,85
Φεβρουάριος 2016 € 188,30 € 0,00 € 13,87   € 1.010,85
Μάρτιος 2016 € 188,30 € 0,00 € 13,87   € 1.010,85
Απρίλιος 2016 € 188,30 € 0,00 € 13,87   € 1.010,85
Μάιος 2016 € 188,30 € 0,00 € 13,87   € 1.010,85

Για το διάστημα Ιούνιος 2015 έως Δεκέμβριος 2015, υπολογίζεται το ύψος των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών με βάση το άθροισμα της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη. Συνολικά, μηνιαίως έχει καταβληθεί ασφαλιστική εισφορά €521,55 (€188,30 + €333,25), και συνεπώς οι μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές ανέρχονται σε €2.607,75 (€521,55 δια του 20%).

Για το διάστημα Ιανουάριος 2016 έως Μάιος 2016, μηνιαίως έχουν καταβληθεί εισφορές ύψους €202,17 (€188,30 + €13,87), και συνεπώς το μηνιαίο εισόδημα με βάση τις εισφορές ανέρχεται σε €1.010,85 (€202,17 δια του 20%).

Συνεπώς, ο μέσος όρος συντάξιμων αποδοχών και εισοδήματος για το διάστημα Ιούνιος 2015 έως Μάιος 2016 είναι €1.942,38 [(€2.607,75 x 7 + €1.010,85 x 5)/12]. Η προσωρινή σύνταξη ανέρχεται σε €971,19, η οποία όμως υπερβαίνει το ανώτατο όριο, και συνεπώς ως προσωρινή σύνταξη θα καταβληθεί το ποσό των €768,00.

Παράδειγμα 5

Παλαιός ασφαλισμένος του ΤΣΜΕΔΕ υποβάλλει αίτηση για τη λήψη προσωρινής σύνταξης (δικαίωμα πλήρους σύνταξης γήρατος), η οποία θα υπολογιστεί με βάση τις εισφορές που έχουν καταβληθεί το χρονικό διάστημα Ιούνιος 2015 έως Μάιος 2016. Ο εν λόγω ασφαλισμένος για το εν λόγω χρονικό διάστημα παρείχε εξαρτημένη εργασία με αποδοχές €2.500,00 μηνιαίως, και έλαβε Δώρα Εορτών και Επίδομα Αδείας.

  Εισφορά Ασφαλισμένου για Κύρια Σύνταξη Εισφορά Εργοδότη για Κύρια Σύνταξη Μηνιαίες Αποδοχές
Ιούνιος 2015 € 166,75 € 333,25 € 2.500,00
Ιούλιος 2015 € 166,75 € 333,25 € 2.500,00
Αύγουστος 2015 € 166,75 € 333,25 € 2.500,00
Επίδομα Αδείας 2015 € 83,38 € 166,63 € 1.250,00
Σεπτέμβριος 2015 € 166,75 € 333,25 € 2.500,00
Οκτώβριος 2015 € 166,75 € 333,25 € 2.500,00
Νοέμβριος 2015 € 166,75 € 333,25 € 2.500,00
Δεκέμβριος 2015 € 166,75 € 333,25 € 2.500,00
Δώρο Χριστουγέννων 2016 € 166,75 € 333,25 € 2.500,00
Ιανουάριος 2016 € 166,75 € 333,25 € 2.500,00
Φεβρουάριος 2016 € 166,75 € 333,25 € 2.500,00
Μάρτιος 2016 € 166,75 € 333,25 € 2.500,00
Απρίλιος 2016 € 166,75 € 333,25 € 2.500,00
Δώρο Πάσχα 2016 € 83,38 € 166,63 € 1.250,00
Μάιος 2016 € 166,75 € 333,25 € 2.500,00

Οι συντάξιμες αποδοχές του Αυγούστου 2015 και Απριλίου 2016 διαμορφώνονται σε €3.750,00 (€2.500,00 μηνιαίες αποδοχές και €1.250,00 Επίδομα Αδείας ή Δώρο Πάσχα), του Δεκεμβρίου 2015 σε €5.000,00 (€2.500,00 μηνιαίες αποδοχές και €2.500,00 Δώρο Χριστουγέννων), ενώ τους λοιπούς 9 μήνες οι συντάξιμες αποδοχές ανέρχονται σε €2.500,00.

Συνεπώς, ο μέσος όρος των συντάξιμων αποδοχών του 12μηνου ανέρχεται σε €2.916,67 [(€2.500,00 x 9 + €3.750,00 x 2 + €5.000.00)/12], και συνεπώς η προσωρινή σύνταξη ανέρχεται σε €1.458,36 (50% x €€2.916,67).

Δεδομένου όμως ότι υπερβαίνει το ανώτατο όριο ο ασφαλισμένος θα λάβει ως προσωρινή σύνταξη το ποσό των €768,00.



Ο Υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
Α. Πετρόπουλος

Αριθ. πρωτ.: Φ. 10043/ 30190/793/ 2016 Χορήγηση εξόδων κηδείας μετά την ισχύ του ν.4387/2016

$
0
0

Αθήνα, 20 / 10 / 2016
Αριθ. Πρωτ. : Φ.10043 / 30190 / 793

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Δ/ΝΣΗ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΩΝ (Δ14)
ΤΜΗΜΑ: Α'

Ταχ. Δ/νση: Σταδίου 29
Ταχ. Κώδικας: 10110 - Αθήνα
Πληροφορίες: Ε. Ράπτη
Τηλέφωνο: 210 - 3368109
FAX: 210 - 3368116

ΘΕΜΑ: «Χορήγηση εξόδων κηδείας μετά την ισχύ του ν.4387/2016»

Απαντώντας σε ερώτημά σας σχετικά με τη χορήγηση εξόδων κηδείας σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου των Τομέων σας μετά την ισχύ του ν.4387/2016, σας γνωρίζουμε τα εξής:

1. Από τις διατάξεις του άρθρου 32 του ν.4387/2016 προβλέπεται η διατήρηση σε ισχύ των διατάξεων που αφορούν στην υπαγωγή στην ασφάλιση για παροχές ασθενείας σε χρήμα, το είδος, την έκταση, το ύψος, τα δικαιούχα πρόσωπα και τη διαδικασία χορήγησης, των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, όπως αυτές ίσχυαν κατά τη δημοσίευση του ν.4387/2016, και μέχρι την έκδοση του Κανονισμού Ασφάλισης και Παροχών του ΕΦΚΑ.

Με την έκδοση του ανωτέρω Κανονισμού, και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 52 παρ. 3 του ν.4387/2016, θα καθοριστούν ενιαίοι κανόνες για το σύνολο των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΕΦΚΑ για τη λήψη παροχών ασθένειας σε είδος.

2. Η χορήγηση εξόδων κηδείας αποτελεί παροχή ασθενείας σε χρήμα, η οποία στην περίπτωση των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΤΣΜΕΔΕ και του ΤΣΑΥ καταβάλλεται από τον κλάδο κύριας ασφάλισης και όχι από τον κλάδο ασθένειας. Ως τέτοιου είδους παροχή, για τη χορήγησή της εξακολουθούν να εφαρμόζονται, και μέχρι την έκδοση του Κανονισμού Ασφάλισης και Παροχών του ΕΦΚΑ, οι σχετικές διατάξεις των Τομέων σας, όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι την ημερομηνία ισχύος του ν.4387/2016.

Σημειώνουμε ότι ο υπολογισμός των εξόδων κηδείας στους Τομείς, δεδομένου ότι συνδέονται με το ύψος της σύνταξης γήρατος για 35 έτη ασφάλισης, θα γίνεται με βάση το ποσό της σύνταξης που προκύπτει κατ' εφαρμογή του προγενέστερου του ν.4387/2016 νομοθετικού πλαισίου, καθώς σύμφωνα με τα ανωτέρω το ύψος τους παραμένει αμετάβλητο μέχρι την έκδοση του Κανονισμού Ασφάλισης και Παροχών του ΕΦΚΑ.


Ο Υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
Α. Πετρόπουλος

Σ.ΛΟ.Τ. αριθ. πρωτ.: 1721 ΕΞ 31.8.2016 Προσδιορισμός αξίας μετοχών εταιριών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο σε περίπτωση μεταβίβασης αυτών αιτία θανάτου, δωρεάς, ή γονικής παροχής

$
0
0

Αθήνα, 31.08.2016
Αριθμ. Πρωτ.: 1721 ΕΞ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ και ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ)

ΣΛΟΤ 1721/2016

ΘΕΜΑ: «Προσδιορισμός αξίας μετοχών εταιριών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο σε περίπτωση μεταβίβασης αυτών αιτία θανάτου, δωρεάς, ή γονικής παροχής»


ΕΡΩΤΗΜΑ

Με αφορμή ερώτημα που τέθηκε στην Υπηρεσία μας σχετικά με τα αναφερόμενα στο θέμα, θα παρακαλούσαμε για τη βοήθεια σας στα πιο κάτω:

Κατά το άρθρο 12 του Κώδικα Διατάξεων φορολογίας Κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2961/2001 (Φ.Ε.Κ. 266 Α'), προβλέπεται η έκδοση απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, με την οποία, για τις ανάγκες της φορολογίας κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών, θα καθορίζεται ο τρόπος προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας: α) των μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο μετοχών, λαμβάνοντας υπόψη αποτελέσματα από τους τελευταίους πριν από τη μεταβίβαση ισολογισμούς και την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης και β) ολόκληρης επιχείρησης, μερίδων ή μεριδίων και ποσοστών συμμετοχής, λαμβάνοντας υπόψη τα καθαρά κέρδη των τελευταίων πέντε (5) ετών, την αμοιβή του επιχειρηματία, το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου ετήσιας διάρκειας και τα έτη λειτουργίας της. Εκτός των ανωτέρω μεγεθών, ορίζεται ότι θα λαμβάνεται υπόψη και κάθε άλλο στοιχείο που επηρεάζει αυξητικά ή μειωτικά την αξία.

Σε εκτέλεση της πιο πάνω διάταξης εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1031583/253/ΠΟΛ.1055/1.4.2003 (Φ.Ε.Κ. 477 Β') απόφαση του Υπουργού Οικονομίας & Οικονομικών, η οποία καθιερώνει αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού αξίας των μετοχών, μεριδίων κ.λπ.. Στην απόφαση αυτή μεταξύ άλλων ορίζεται ότι λαμβάνονται υπόψη τα καθαρά κέρδη, η καθαρή θέση, τα ίδια κεφάλαια, τα αποτελέσματα εκμετάλλευσης, τα ολικά αποτελέσματα εκμετάλλευσης, τα ιδανικά κεφάλαια, τα πάγια, τα αποθέματα, οι απαιτήσεις, ο μηχανολογικός εξοπλισμός. Επίσης ορίζεται ότι, για τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των κονδυλίων που ορίζονται στην περίπτωση 6 της παραγράφου 4.2.200 του Π.Δ. 1123/1980 (ΕΓΛΣ).

Μετά την κατάργηση του εν λόγω προεδρικού διατάγματος και την εφαρμογή των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων (Ε.Λ.Π.) κατά τις διατάξεις του ν. 4308/2014, θα σας παρακαλούσαμε και μάλιστα, εφόσον αυτό είναι δυνατόν, όσο το δυνατόν πιο σύντομα να μας αποστείλετε:

α) πίνακα συσχέτισης των λογαριασμών των Ε.Λ.Π. (Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων) με εκείνους του Ε.Γ.Λ.Σ. (Εθνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου) και

β) τους λογαριασμούς που αφορούν βάσει των Ε.Λ.Π.: στα αποτελέσματα εκμετάλλευσης, στα ολικά αποτελέσματα εκμετάλλευσης, στα ίδια κεφάλαια, στα ιδανικά κεφάλαια, στα καθαρά κέρδη, στα αποθέματα, στις απαιτήσεις, στα πάγια και στο μηχανολογικό εξοπλισμό.

Τέλος, θα μας ενδιέφερε πολύ η άμεση συνεργασία και η γνώμη σας για τους λογαριασμούς, οι οποίοι θεωρείτε ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον αντικειμενικό προσδιορισμό της αξίας των μεταβιβαζόμενων με χαριστική αιτία ή αιτία θανάτου επιχειρήσεων κ.λπ..

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

1. Ο νόμος 4308/2014 παραθέτει σχέδιο λογαριασμών, προαιρετικής εφαρμογής και, εναλλακτικά, δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το σχέδιο λογαριασμών του ΕΓΛΣ, με κατάλληλες προσαρμογές για την εφαρμογή του νόμου. Ιδιαίτερα, οι επιχειρήσεις έχουν πλήρη ελευθερία στους χρησιμοποιούμενους κωδικούς στο σχέδιο λογαριασμών που χρησιμοποιούν.

2. Το σχέδιο των λογαριασμών που χρησιμοποιεί κάθε οντότητα πρέπει να αντικατοπτρίζει την ονοματολογία, το βαθμό ανάλυσης και συγκέντρωσης των λογαριασμών, καθώς και το περιεχόμενό τους, όπως αυτό καθορίζεται από το κείμενο του νόμου σε συνδυασμό με τους ορισμούς του Παραρτήματος Α΄ και τα υποδείγματα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων του Παραρτήματος Β’ (άρθρο 3 παράγραφος 8 του νόμου). Για παράδειγμα, ο όρος ενσώματα πάγια καθορίζεται ρητά από το Παράρτημα Α, το προτεινόμενο σχέδιο λογαριασμών και το κείμενο του νόμου. Συνεπώς, η οντότητα που κατέχει τέτοια στοιχεία, στο χρησιμοποιούμενο σχέδιο λογαριασμών της, πρέπει να έχει λογαριασμό με αυτό τον τίτλο και περιεχόμενο βάσει του Παραρτήματος Α. Τον εν λόγω λογαριασμό όμως, όπως και όλους τους άλλους που χρησιμοποιεί βάσει των προαναφερθέντων, μπορεί να τους παρακολουθεί με οποιοδήποτε σύστημα κωδικαρίθμισης και κωδικών αριθμών κρίνεται κατάλληλο από τη διοίκησή της. Σημειώνεται ότι η ανάλυση και συγκέντρωση πληροφοριών μπορεί να παρέχεται μηχανογραφικά, από το πληροφοριακό σύστημα της επιχείρησης, αντί του σχεδίου λογαριασμών.

3. Βάσει των (1) και (2) προηγούμενα, δεν είναι δυνατόν να καταρτιστεί «Πίνακας συσχέτισης των λογαριασμών των ΕΛΠ με τους λογαριασμούς του ΕΓΛΣ».

4. Οι όροι αποτελέσματα εκμετάλλευσης, ολικά αποτελέσματα εκμετάλλευσης και ιδανικά κεφάλαια, δεν προβλέπονται από το ν. 4308/2014, ούτε από τη διεθνή λογιστική πρακτική. Ιδιαίτερα τονίζουμε ότι το περιεχόμενο του όρου «αποτέλεσμα εκμετάλλευσης», πέραν άλλων εννοιολογικών προβλημάτων στον ακριβή καθορισμό του, μπορεί να αλλάζει σημαντικά κατά περιεχόμενο από κλάδο σε κλάδο. Συνεπώς, δεν μπορούμε να εκφέρουμε άποψη επί του θέματος αυτού.

5. Το ΣΛΟΤ είναι στη διάθεση των υπηρεσιών σας για την εκπόνηση από εσάς εγκυκλίου επί των θεμάτων που αναφέρονται στο ερώτημα, αλλά και οποιονδήποτε άλλων κατά την κρίση σας θεμάτων βάσει της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας, με άντληση των σχετικών πληροφοριών από το λογιστικό σύστημα που καθιερώνεται με το ν. 4308/2014.


Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΛΟΤ

ΤΑ ΜΕΛΗ

Σ.ΛΟ.Τ. αριθ. πρωτ.: 1718 ΕΞ 31.8.2016 Γλώσσα Τήρησης βιβλίων

$
0
0

Αθήνα, 31.08.2016
Αριθμ. Πρωτ.: 1718 ΕΞ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ και ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ)

ΣΛΟΤ 1718/2016

ΘΕΜΑ: «Γλώσσα Τήρησης βιβλίων»


ΕΡΩΤΗΜΑ

1. Δεδομένα

Ο εντολέας μας είναι ελληνική ανώνυμη εταιρεία («Εταιρεία») που ανήκει σε διεθνή όμιλο επιχειρήσεων. Οι εταιρείες του ομίλου ανά τον κόσμο τηρούν κοινό λογιστικό σύστημα τήρησης βιβλίων. Περαιτέρω, η Εταιρεία έχει επιλέξει να δημοσιεύει τις οικονομικές της καταστάσεις σύμφωνα με τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 4308/2014. Σε περίπτωση που για κάποια συναλλαγή ή γεγονός προβλέπεται διαφορετική αντιμετώπιση από τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα σε σχέση με τα λογιστικά πρότυπα που εφαρμόζει ο όμιλος, η σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων υποστηρίζεται με κατάλληλες εγγραφές εντός του λογιστικού συστήματος της οντότητας σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ν. 4308/2014. Ωστόσο, για την ενιαία παρακολούθηση των βιβλίων όλων των εταιρειών του ομίλου που δραστηριοποιούνται σε περισσότερες από 170 χώρες ανά τον κόσμο, αλλά και για τη διευκόλυνση της ενοποίησης των λογαριασμών από τη μητρική εταιρεία έχει επιλεγεί η μηχανογραφική τήρηση των λογιστικών βιβλίων όλων των εταιρειών του ομίλου στην ίδια μηχανογραφική πλατφόρμα στην αγγλική γλώσσα. Εξυπακούεται ότι για κάθε ενοποιούμενη επιχείρηση διασφαλίζεται από την μηχανογραφική πλατφόρμα η αυτοτελής δημιουργία ημερολογίου, αναλυτικών καθολικών και ισοζυγίων ώστε να υποστηρίζεται η σύνταξη των ατομικών τους οικονομικών καταστάσεων.

2. Εφαρμοζόμενες διατάξεις

Το άρθ. 3§7 του ν. 4308/2014 ορίζει ότι:

«Τα λογιστικά στοιχεία (παραστατικά), συμπεριλαμβανομένων των τιμολογίων πώλησης, επιτρέπεται να συντάσσονται σε γλώσσα, άλλη από την Ελληνική. Τα λογιστικά βιβλία (αρχεία) τηρούνται στην Ελληνική γλώσσα.»

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθ. 3§1 του ν. 4308/2014 ορίζεται ότι:

«Η οντότητα τηρεί, ως μέρος του λογιστικού συστήματος της, αρχείο κάθε συναλλαγής και γεγονότος αυτής που πραγματοποιείται στη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, καθώς και των προκυπτόντων πάσης φύσεως εσόδων, κερδών, εξόδων, ζημιών, αγορών και πωλήσεων περιουσιακών στοιχείων, εκπτώσεων και επιστροφών φόρων, τελών και των πάσης φύσεως εισφορών σε ασφαλιστικούς οργανισμούς.»

Περαιτέρω, το άρθ. 5§1 του ν.4308/2014 ορίζει ότι:

«Η διοίκηση της οντότητας έχει την ευθύνη της τήρησης αξιόπιστου λογιστικού συστήματος και κατάλληλων λογιστικών αρχείων για τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και άλλων πληροφοριών, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου ή, σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α., κατά περίπτωση. Το λογιστικό σύστημα και τα λογιστικά αρχεία εξετάζονται ως ενιαίο σύνολο και όχι αποσπασματικά τα επιμέρους συστατικά τους, σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία και την καταλληλόλητά τους για τους σκοπούς αυτού του νόμου».

Η παράγραφος 7 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι:

«Η οντότητα εφαρμόζει κατάλληλες κατά την κρίση της δικλίδες για:
α) Τη διασφάλιση ότι υπάρχει αξιόπιστη και ελέγξιμη αλληλουχία τεκμηρίων (ελεγκτική αλυσίδα) για κάδε συναλλαγή ή γεγονός, από το χρόνο που προέκυψαν μέχρι το διακανονισμό τους.
β) Τη δημιουργία αξιόπιστης και ελέγξιμης αλληλουχίας τεκμηρίων, που διασφαλίζει την ευχερή συσχέτιση των συναλλαγών και άλλων γεγονότων με τα λογιστικά αρχεία και τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις.
γ) Την επίτευξη εύλογης διασφάλισης ως προς την αυθεντικότητα των παραστατικών (τεκμηρίων) της προηγούμενης παραγράφου και την ακεραιότητα του περιεχομένου τους, με σκοπό την επιβεβαίωση της προέλευσης αυτών και την τεκμηρίωση της συναλλαγής».

Τέλος, το άρθ. 5§17 του ν. 4308/2014 ορίζει ότι:

«Η οντότητα πρέπει να παρέχει στις αρμόδιες αρχές και στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, όταν ζητηθεί, μετάφραση κάθε αρχείου που έχει συνταχθεί σε ξένη γλώσσα ή που έχει εκφραστεί σε ποσά ξένου νομίσματος, στην ελληνική γλώσσα και στο εθνικό νόμισμα, αντίστοιχα. Η μετάφραση αυτή δίδεται εντός εύλογου χρόνου που ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές....»

3. Ερώτημα

Βάσει των ανωτέρω, για την ορθή εφαρμογή του ν. 4308/2014, παρακαλούμε επιβεβαιώστε μας ότι:

Τα λογιστικά βιβλία της ελληνικής οντότητας μπορούν να τηρούνται πρωτογενώς στην αγγλική γλώσσα με την προϋπόθεση ότι η οντότητα εφαρμόζει τις απαραίτητες δικλίδες αναφορικά με την τεκμηρίωση των συναλλαγών και τη δυνατότητα συσχέτισης των συναλλαγών με τα λογιστικά αρχεία και τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, ότι διαθέτει για κάθε περίοδο αναφοράς (μήνας) ισοζύγιο μεταφρασμένο στα ελληνικά, το οποίο θα προκύπτει από το μηχανογραφικό σύστημα και θα τηρείται εντός του λογιστικού συστήματος, και ότι οποτεδήποτε αυτό ζητηθεί από τις αρμόδιες αρχές θα διαθέτει μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα τα λογιστικά αρχεία (λογιστικές εγγραφές) που υποστηρίζουν την τεκμηρίωση των συναλλαγών και τη συσχέτιση τους με τις οικονομικές καταστάσεις.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

1. Με βάση το νόμο 4308/2014, στα λογιστικά αρχεία της οντότητας παρακολουθούνται οι συναλλαγές και τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της περιόδου (παράγραφος 1 του άρθρου 3 του νόμου).

2. Οι συναλλαγές και τα γεγονότα καταχωρούνται με λογιστικές εγγραφές κατά το διπλογραφικό σύστημα στο λογιστικό σύστημα (διάφορα αρχεία της οντότητας). Στη συνέχεια, παράγονται άλλα λογιστικά αρχεία (βιβλία – ημερολόγια, καθολικά και ισοζύγια), που παρουσιάζουν με συγκεκριμένη δομή τις αξίες που διαμορφώνονται βάσει των λογιστικών εγγραφών (παράγραφος 10 του άρθρου 3 του νόμου).

3. Βάσει των ανωτέρω, εφόσον τα αναλυτικά λογιστικά αρχεία (λογιστικές εγγραφές) και τα ισοζύγια διατίθενται μεταφρασμένα στην Ελληνική γλώσσα, άσχετα με το γεγονός ότι αρχικά δημιουργούνται στην αγγλική γλώσσα, και ταυτόχρονα υπάρχει αξιόπιστη και ελέγξιμη αλληλουχία τεκμηρίων μεταξύ αυτών των λογιστικών εγγραφών και των βιβλίων που παράγονται από αυτά αλλά τηρούνται στην Αγγλική γλώσσα, η απαίτηση του νόμου για τήρηση των βιβλίων στην Ελληνική γλώσσα (παράγραφος 7 του άρθρου 3) εκπληρούται.

4. Για ενδεχόμενες φορολογικές πτυχές του ερωτήματος αρμόδιο να απαντήσει είναι το Υπουργείο Οικονομικών.


Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΛΟΤ

ΤΑ ΜΕΛΗ

Σ.ΛΟ.Τ. αριθ. πρωτ.: 1569 ΕΞ 31.8.2016 Υπαγωγή μη κερδοσκοπικού Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου στις διατάξεις του νόμου 4308/2014

$
0
0

Αθήνα, 31.08.2016
Αριθμ. Πρωτ.: 1569 ΕΞ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ και ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ)

ΣΛΟΤ 1569/2016

ΘΕΜΑ: «XX»


ΕΡΩΤΗΜΑ

Ο XXX είναι μη κερδοσκοπικό Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου και ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εποπτευόμενο από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

Ο Οργανισμός ανήκει στην Γενική Κυβέρνηση και στον υποτομέα της Κεντρικής Κυβέρνησης σύμφωνα με το άρθρο 14 του νόμου 4270/2014 και περιλαμβάνεται στο Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης όπως αυτό τηρείται και δημοσιεύεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.

Ο Οργανισμός μας τηρεί τα βιβλία του βάση του διπλογραφικού συστήματος και μέχρι το 2014 οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις του ήταν βάσει του ΕΓΛΣ.

Θα θέλαμε να μάθουμε αν υπάγεται ο Οργανισμός μας στις διατάξεις του νόμου 4308/2014 ή ανήκει στις εξαιρέσεις της περίπτωσης δ του άρθρου 1 του νόμου (Κερδοσκοπικές ή μη κερδοσκοπικές οντότητες που ανήκουν στο δημόσιο τομέα ή ελέγχονται από το Δημόσιο ή τελούν υπό την εποπτεία του Δημοσίου και εμπίπτουν στην εφαρμογή του άρθρου 156 του ν. 4270/2014).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Το θέμα έχει ρυθμιστεί με τροποποίηση του Ν. 4308/2014 από το Ν. 4410/2016 και συνεπώς παρέλκει οποιαδήποτε απάντηση.


Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΛΟΤ

ΤΑ ΜΕΛΗ

Αριθ. πρωτ.: ΔΔΘΤΟΚ Γ 1151184 ΕΞ 2016/20.10.2016 Αντικατάσταση του Πίνακα του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ ΙΙΙ της υπ' αριθμ. ΔΤΔ Α 5022456 ΕΞ 2015/23.10.2015 ΕΔΥΟ κοινοποίησης της αριθμ. ΔΤΔ Α 5016701 ΕΞ2015/31-7-2015 (ΦΕΚ 1698/Β/14-8-2015) Απόφασης ΓΓΔΕ με θέμα «Υποχρεωτική ηλεκτρονική υποβολή των υποστηρικτικών της διασάφησης εξαγωγής εγγράφων-Τήρηση αρχείου»

$
0
0
Αθήνα, 20/10/2016
ΑΡΙΘ. ΠΡΩΤ.: ΔΔΘΤΟΚ Γ 1151184 ΕΞ 2016

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΚ
Δ/ΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΚΑΙ
ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ Γ'-ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 101 84 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Ε. Μυλωνά
Τηλέφωνο: 210 6987502
Fax: 210 6987504
e-mail: d18a@2001.syzefxis.gov.gr

ΘΕΜΑ: Αντικατάσταση του Πίνακα του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ ΙΙΙ της υπ' αριθμ. ΔΤΔ Α 5022456 ΕΞ 2015/23.10.2015 ΕΔΥΟ κοινοποίησης της αριθμ. ΔΤΔ Α 5016701 ΕΞ2015/31-7-2015 (ΦΕΚ 1698/Β/14-8-2015) Απόφασης ΓΓΔΕ με θέμα «Υποχρεωτική ηλεκτρονική υποβολή των υποστηρικτικών της διασάφησης εξαγωγής εγγράφων-Τήρηση αρχείου».

ΣΧΕΤ.: Η αριθμ. ΔΤΔ Α 5022456 ΕΞ 2015/23.10.2015 ΕΔΥΟ.

Με την παρούσα, αντικαθίσταται το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III «ΠΙΝΑΚΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΥΝΗΜΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΑΦΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ ΑΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΦΟΔΙΑΖΟΜΕΝΟΥ ΠΛΟΙΟΥ» της ανωτέρω σχετικής ΕΔΥΟ για περαιτέρω εναρμονισμένη και αποδοτική εφαρμογή λαμβάνοντας υπόψη:

-την ισχύουσα νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου υπό το φως της ερμηνείας του Νομικού Τμήματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

-τις θέσεις των τελωνειακών αρχών και των αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής επί ερωτημάτων της υπηρεσίας μας σε σχέση με την υποβολή των υποστηρικτικών δικαιολογητικών στα παραστατικά εφοδιασμού και

-τις απόψεις των εμπλεκόμενων στην αλυσίδα του εφοδιασμού φορέων. Ειδικότερα οι τροποποιήσεις αυτές εστιάζονται στα ακόλουθα σημεία:

i. Ως προς τις κατηγορίες φορτηγών πλοίων (04), δεξαμενόπλοιων (05) και λοιπών πλοίων

(14) μεταξύ των λοιπών προβλεπομένων υποστηρικτικών της διασάφησης δικαιολογητικών υποβάλλεται σύμβαση έργου/παροχής υπηρεσιών-Ναυλοσύμφωνο για την απόδειξη της μεταφοράς φορτίου/εμπορευμάτων ή της παροχής υπηρεσιών σε τρίτους έναντι αμοιβής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 78 παρ. 1β) τοπ v. 2960/2001 «Εθνικός Tελωνειακός Κώδικας» (ΦΕΚ 265/Α) όπως ισχύει. Αντίστοιχα, για την κατηγορία ρυμουλκών πλοίων υποβάλλονται: σύμβαση έργου/παροχής υπηρεσιών ή παραστατικά αξίας από την εκτέλεση εργασιών.

ii. Ως προς την κατηγορία των θαλασσίων ταξί πλοίων (06) προστίθενται οι ακόλουθοι νέοι κωδικοί συνημμένων εγγράφων:

1873: Αντίγραφο της υπεύθυνης δήλωσης προς την αρμόδια Λιμενική Αρχή αναφορικά με την περιοχή δραστηριοποίησης του επαγγελματικού τουριστικού ημερόπλοιου.

1874: Βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης αναφορικά με την έναρξη εργασίας.

1870: Κατάσταση καταχώρησης στα Βιβλία των εσόδων από παροχή των υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών.

iii. Δίδεται νέος κωδικός συνημμένου δικαιολογητικού εγγράφου για το Πιστοποιητικό

Συμμόρφωσης σε συγκεκριμένες κατηγορίες πλοίων. Παράλληλα, έχουν επικαιροποιηθεί τα πιστοποιητικά ασφάλειας και εθνικότητας ανά κατηγορία πλοίων

iv. Καταργούνται ο κωδικός 1867: Βεβαίωση εγκατάσταση AIS και ο κωδικός C621:

Πιστοποιητικό Τ2Μ.

Τέλος, επισημαίνεται ότι κατά την χρονική στιγμή υποβολής κάθε αιτήματος ατελούς εφοδιασμού πλοίων με καύσιμα θα πρέπει -για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου - να εξετάζεται προσεκτικά η δυνατότητα ή μη απαλλαγής από τον κάθε φόρο (ΕΦΚ ή/και ΦΠΑ) σύμφωνα με τις κείμενες περί ΕΦΚ και ΦΠΑ διατάξεις. Συνεπώς, ο παρών ΠΙΝΑΚΑΣ τυγχάνει εφαρμογής μόνο εφόσον τηρούνται κατά τα λοιπά οι όροι και προϋποθέσεις που ορίζουν οι ως άνω διατάξεις.


Η ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ και ΕΦΚ
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΛΟΥΡΗ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IIΙ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΥΝΗΜΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΑΦΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ ΑΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΦΟΔΙΑΖΟΜΕΝΟΥ ΠΛΟΙΟΥ
ΚΩΔ. ΠΛΟΙΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΛΟΙΟΥ Συνημμένα δικαιολογητικά και εθνικοί κωδικοί
1 ΑΛΙΕΥΤΙΚΑ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1825: Π.Γ.Ε. ή 1875: Πιστοποιητικό Συμμόρφωσης ή 1857:
Αδεια εκτέλεσης πλόων
1811: Ημερολόγιο Γέφυρας 
1813: Βιβλίο Ατελείας 
1809: Δελτίο Στατιστικής Αλιείας 
1855: Επαγγελματική άδεια αλιείας 
1851: ΑΦΜ του δικαιούχου απαλλαγής προσώπου
2 ΑΛΙΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΗΣ ΑΛΙΕΙΑΣ Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου 
1825: Π.Γ.Ε. ή 1875: Πιστοποιητικό Συμμόρφωσης 
1811: Ημερολόγιο Γέφυρας 
1813: Βιβλίο Ατελείας 
1809: Δελτίο Στατιστικής Αλιείας 
1855: Επαγγελματική άδεια αλιείας 
1851: ΑΦΜ του δικαιούχου απαλλαγής προσώπου 
1856:Σπογγαλιευτικό Σύμφωνο
3

 

ΑΛΙΕΥΤΙΚΑ ΥΠΕΡΠΟΝΤΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ

 

Α) ME ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) 
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου 
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου 
1825: Π.Γ.Ε. ή 1875: Πιστοποιητικό Συμμόρφωσης 
1811: Ημερολόγιο Γέφυρας 
1813: Βιβλίο Ατελείας 
1809: Δελτίο Στατιστικής Αλιείας 
1855: Επαγγελματική άδεια αλιείας 
1851: ΑΦΜ του δικαιούχου απαλλαγής προσώπου
Β) ME ΞΕΝΗ ΣΗΜΑΙΑ Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) 
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου 
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου 
1862: Πιστοποιητικό Αξιοπλοΐας 
1855: Επαγγελματική άδεια αλιείας 
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
4 ΦΟΡΤΗΓΑ Α) Εκτελούντα πλόες εσωτερικού ή μικτούς Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) 
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου 
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου 
1825: Π.Γ.Ε. ή 1862: Πιστοποιητικό Ασφαλείας 1811: Ημερολόγιο Γέφυρας 
1813: Βιβλίο Ατελείας
1851: ΑΦΜ του δικαιούχου απαλλαγής προσώπου 
1860: Σύμβαση έργου/παροχής υπηρεσιών - Ναυλοσύμφωνο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
Β) Εκτελούντα πλόες εξωτερικού Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) 1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου 
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου (certificate of registry) 
1862: Πιστοποιητικό Αξιοπλοΐας 
1858: Δήλωση Πρακτόρευσης/Αφιξης 
1860: Σύμβαση έργου/παροχής υπηρεσιών - Ναυλοσύμφωνο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
5

 

 
ΔΕΞΑΜΕΝΟΠΛΟΙΑ

 

 
A) Εκτελούντα πλόες εσωτερικού ή μικτούς Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) 
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου 
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου 
1825: Π.Γ.Ε. ή 1862: Πιστοποιητικό Ασφαλείας 1811: Ημερολόγιο Γέφυρας 
1813: Βιβλίο Ατελείας
1851: ΑΦΜ του δικαιούχου απαλλαγής προσώπου 
1860: Σύμβαση έργου/παροχής υπηρεσιών - Ναυλοσύμφωνο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
Β) Εκτελούντα πλόες εξωτερικού Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) 1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου, 
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου 
1862: Πιστοποιητικό Αξιοπλοΐας 
1858: Δήλωση Πρακτόρευσης/Αφιξης 
1860: Σύμβαση έργου/παροχής υπηρεσιών - Ναυλοσύμφωνο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
Ν380: Τιμολόγιο(στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου,
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου 
1825: Π.Γ.Ε. ή 1862: Πιστοποιητικό Ασφαλείας 1813: Βιβλίο Ατελείας 
1853: Απόφαση ΥΕΝ για δρομολόγηση 1854:Κατάσταση Δρομολόγησης 
1851: ΑΦΜ του δικαιούχου απαλλαγής προσώπου
6

 

ΕΠΙΒΑΤΗΓΑ/ΟΧΗΜΑΤΑΓΩΓΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ

 

ΚΡΟΥΑΖΙΕΡΟΠΛΟΙΑ:
Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1862: Πιστοποιητικό Αξιοπλοΐας
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου (certificate of registry) 
1863: Πλάνο χρονοπρογραμματισμένων κρουαζιερόπλοιων από ΟΛΠ (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΤΑΞΙ
Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου
1825: Π.Γ.Ε. ή 1862: Πιστοποιητικό Ασφαλείας ή 1857: Αδεια
εκτέλεσης πλόων
1859: Αδεια εκτέλεσης θαλασσίων εκδρομών 1813: Βιβλίο Ατελείας 
1811: Ημερολόγιο Γέφυρας
1864: Υπεύθυνη Δήλωση με το υπόλοιπο του καυσίμου
1851: ΑΦΜ του δικαιούχου απαλλαγής προσώπου 
1817: Παραστατικά αξίας από την εκτέλεση εργασιών (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
1873: Αντίγραφο της υπεύθυνης δήλωσης προς την αρμόδια Λιμενική Αρχή αναφορικά με την περιοχή δραστηριοποίησης του επαγγελματικού τουριστικού ημερόπλοιου. 
1874: Βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης αναφορικά με την έναρξη εργασίας. 
1870: Κατάσταση από την οποία προκύπτει η καταχώρηση των εσόδων στα προβλεπόμενα από τις κείμενες διατάξεις βιβλία βάσει των παραστατικών αξίας από την παροχή των συγκεκριμένων υπηρεσιών.
7

 

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΠΛΟΙΑ ΑΝΑΨΥΧΗΣ ΤΟΥ Ν. 4256/2014 - Ν. 2743/1999

 

Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου 
1825: Π.Γ.Ε. ή 1862: Πιστοποιητικό Ασφαλείας 1813: Βιβλίο Ατελείας
1811: Ημερολόγιο Γέφυρας, ή 1868: Υπεύθυνη Δήλωση ωροδεικτών (για πλοία μικρότερα των 24 μέτρων) 
1815: Ναυλοσύμφωνο θεωρημένο από λιμεναρχείο 
1816: Αδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, 1817: Παραστατικά αξίας από την εκτέλεση εργασιών (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) 1818: Κατάσταση επιβατών αθεώρητη 
1851: ΑΦΜ του δικαιούχου απαλλαγής προσώπου 
1865: Ειδικό Εντυπο Πληροφοριακών στοιχείων Επαγγελματικού Πλοίου Αναψυχής (ΕΠΣΕΠΠΑ)
1864: Υπεύθυνη Δήλωση με το υπόλοιπο του καυσίμου 
1869: Βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής καταχώρησης στα Βιβλία Μητρώου ΝΕΠΑ και μελών ΔΣ ή Καταστατικό για τυχόν άλλες μορφές εταιρειών που εκμεταλλεύονται το πλοίο.
Β) ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΠΛΟΙΑ ME ΞΕΝΗ ΣΗΜΑΙΑ Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) 
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου, 
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1858: Δήλωση Πρακτόρευσης/Αφιξης 
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1815: Ναυλοσύμφωνο 
1862: Πιστοποιητικό Αξιοπλοΐας
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου
1817: Παραστατικά αξίας από την εκτέλεση εργασιών (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) 1818: Κατάσταση επιβατών
1823: Υπεύθυνη Δήλωση από πράκτορα ή πλοίαρχο ότι τα
στοιχεία του ναυλοσυμφώνου και της λίστας επιβατών είναι αληθή
1864: Υπεύθυνη Δήλωση με το υπόλοιπο του καυσίμου
9 ΡΥΜΟΥΛΚΑ A) Εκτελούντα πλόες εσωτερικού ή μικτούς Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) 
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου 
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1825: Π.Γ.Ε. ή 1862: Πιστοποιητικό Ασφαλείας 1822: Έγγραφο εθνικότητας Πλοίου 
1813: Βιβλίο Ατελείας 
1811: Ημερολόγιο Γέφυρας
1851: ΑΦΜ του δικαιούχου απαλλαγής προσώπου 
1817: Παραστατικά αξίας από την εκτέλεση εργασιών (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
1864: Υπεύθυνη Δήλωση με το υπόλοιπο του καυσίμου 
1812: Βεβαίωση Διεύθυνσης Λιμενικών Υποδομών της Γεν. Γραμ. Λιμένων & Λιμενικής Πολιτικής του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής για την εκτέλεση των επί κέρδει εργασιών εκτός θαλάσσιας ζώνης λιμένα (για κοχ 5-10 κόρων)
Β) Εκτελούντα πλόες εξωτερικού Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) 1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου 
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1862: Πιστοποιητικό Αξιοπλοΐας 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου 
1858: Δήλωση Πρακτόρευσης/Αφιξης 
1817: Παραστατικά αξίας από την εκτέλεση εργασιών (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
11

 

 
ΒΥΘΟΚΟΡΟΙ

 

 
Α) Εκτελούντα πλόες εσωτερικού ή μικτούς Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) 
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου 
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1813: Βιβλίο Ατελείας 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου
1825: Π.Γ.Ε. ή 1862: Πιστοποιητικό Ασφαλείας 1811: Ημερολόγιο Γέφυρας
1851: ΑΦΜ του δικαιούχου απαλλαγής προσώπου 
1860: Σύμβαση έργου /παροχής υπηρεσιών-Ναυλοσύμφωνο 
1812: Βεβαίωση Διεύθυνσης Λιμενικών Υποδομών της Γεν. Γραμ. Λιμένων & Λιμενικής Πολιτικής του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής για την εκτέλεση των επί κέρδει εργασιών εκτός θαλάσσιας ζώνης λιμένα (για κοχ 5-10 κόρων)
Β) Εκτελούντα πλόες εξωτερικού Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) 1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου 
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1862: Πιστοποιητικό Αξιοπλοΐας
1860: Σύμβαση Έργου/παροχής υπηρεσιών-Ναυλοσύμφωνο
1822: Έγγραφο Εθνικότητας
1858: Δήλωση Πρακτόρευσης/Άφιξης
12 ΠΛΟΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ Ν380: Τιμολόγιο
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1813: Βιβλίο Ατελείας 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου 
1825: Π.Γ.Ε. ή 1862: Πιστοποιητικό Ασφαλείας 1811: Ημερολόγιο Γέφυρας
1861 :Βεβαίωση ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ
ΕΡΕΥΝΩΝ (ΕΛΚΕΘΕ)
1851: ΑΦΜ του δικαιούχου απαλλαγής προσώπου
13 ΑΛΙΕΥΤΙΚΑ ΣΚΑΦΗ ΠΟΥ ΑΛΙΕΥΟΥΝ ΣΤΑ ΔΙΕΘΝΗ ΥΔΑΤΑ Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1809: Δελτίο Στατιστικής Αλιείας 
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου 
1825: Π.Γ.Ε. ή 1875: Πιστοποιητικό Συμμόρφωσης 
1811: Ημερολόγιο Γέφυρας 
1813: Βιβλίο Ατελείας
1845: Έγκριση αλίευσης στα χωρικά ύδατα τρίτης χώρας 
1846: Άδεια απόπλου για την αλίευση στα διεθνή ύδατα 
1851: ΑΦΜ του δικαιούχου απαλλαγής προσώπου 
1855: Επαγγελματική άδεια αλιείας
14 ΑΛΛΑ ΠΛΟΙΑ Α) Εκτελούντα πλόες εσωτερικού ή μικτούς Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) 
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου 
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου 
1825: Π.Γ.Ε. ή 1862: Πιστοποιητικό Ασφαλείας 1811: Ημερολόγιο Γέφυρας 
1813: Βιβλίο Ατελείας
1851: ΑΦΜ του δικαιούχου απαλλαγής προσώπου 
1812: Βεβαίωση Διεύθυνσης Λιμενικών Υποδομών της Γεν. Γραμ. Λιμένων & Λιμενικής Πολιτικής του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής για την εκτέλεση των επί κέρδει εργασιών εκτός θαλάσσιας ζώνης λιμένα
1860: Σύμβαση έργου/παροχής υπηρεσιών-Ναυλοσύμφωνο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) ή 1817: Παραστατικά αξίας από την εκτέλεση εργασιών (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
Β) Εκτελούντα πλόες εξωτερικού Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) 1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου 
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1862: Πιστοποιητικό Αξιοπλοΐας 
1858: Δήλωση Πρακτόρευσης/Αφιξης
1860:Σύμβαση έργου/παροχής υπηρεσιών-Ναυλοσύμφωνο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) ή 1817: Παραστατικά αξίας από την εκτέλεση εργασιών (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
15

 

ΠΛΩΤΕΣ ΕΞΕΔΡΕΣ

 

Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου 
1825: Π.Γ.Ε.
1811: Ημερολόγιο Γέφυρας 
1813: Βιβλίο Ατελείας
1860: Σύμβαση Έργου/παροχής υπηρεσιών- Ναυλοσύμφωνο
1851: ΑΦΜ του δικαιούχου απαλλαγής προσώπου 
1812: Βεβαίωση Διεύθυνσης Λιμενικών Υποδομών της Γεν. Γραμ. Λιμένων & Λιμενικής Πολιτικής του Υπουργείου
Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής για την εκτέλεση των επί κέρδει εργασιών εκτός θαλάσσιας ζώνης λιμένα (για κοχ 5-10 κόρων).
16 ΠΛΩΤΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση)
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1813: Βιβλίο Ατελείας 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου 
1825: Π.Γ.Ε.
1811: Ημερολόγιο Γέφυρας
1860: Σύμβαση Έργου/παροχής υπηρεσιών-Ναυλοσύμφωνο 
1851: ΑΦΜ του δικαιούχου απαλλαγής προσώπου 
1812: Βεβαίωση Διεύθυνσης Λιμενικών Υποδομών της Γεν. Γραμ. Λιμένων & Λιμενικής Πολιτικής του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής για την εκτέλεση των επί κέρδει εργασιών εκτός θαλάσσιας ζώνης λιμένα
20 ΠΛΟΙΑ ΠΛΟΗΓΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ Ν380: Τιμολόγιο (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά περίπτωση) 
1866: Εντυπο σήμα παραγγελίας 
1813: Βιβλίο Ατελείας 
1811: Ημερολόγιο Γέφυρας
21 ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΣΚΑΦΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ

 

 

 

 

 

 
Ν380: Τιμολόγιο
1806: Δελτίο Παραγγελίας καυσίμου
1915: Δελτίο Χημικής Ανάλυσης (στην ΕΧΑ ή ΕΧΧ κατά
περίπτωση)
1807: Εγγύηση Μεταφοράς Καυσίμου 
1822: Έγγραφο Εθνικότητας Πλοίου
1825: Π.Γ.Ε. ή 1862: Πιστοποιητικό Ασφαλείας, ή Αδεια Πλόων 
1811: Ημερολόγιο Γέφυρας 
1813: Βιβλίο Ατελείας
1824: Βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας αλιείας της Νομαρχία
1851: ΑΦΜ του δικαιούχου απαλλαγής προσώπου
1872: Βεβαίωση Λιμενικών αρχών ότι το σκάφος ανήκει στην
  εταιρεία υδατοκαλλιέργειας
1911: Υπεύθυνη Δήλωση





ΠΟΛ.1154/2016 Συστηματική παρουσίαση των διατάξεων περί παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου των Ν. 4270/2014, Ν.4174/2013, Ν. 2362/1995, Ν.Δ. 321/1969 και άλλων νομοθετημάτων

Next: Αριθ. οικ. 47404/Δ9.12407/17.10.2016 Παράταση της προθεσμίας του άρθρου 4, στοιχείο γ), περ. 1.ii. της υπ’ αριθ. 29502/85/1.9.2014 (ΦΕΚ Β΄ 2390/08-9-2014) απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας «Τροποποίηση και συμπλήρωση της υπ’ αριθ. 5072/6/25.02.2013 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β΄ 449/25.02.2013), περί επανακαθορισμού των όρων και προϋποθέσεων ηλεκτρονικής υποβολής στοιχείων για θέματα αρμοδιότητας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθ. 28153/126/28.8.2013 απόφασή του (ΦΕΚ Β΄ 2163/30.08.2013)», όπως ισχύει, για το έτος 2016
$
0
0

Αθήνα, 12 -10- 2016

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ
ΤΜΗΜΑΤΑ Β', Ε'

Ταχ. Δ/νση : Πανεπιστημίου 20
Ταχ. Κωδ. : 106 72 Αθήνα
Πληροφορίες : Φ. Μαρκουλάκη, Δ. Κούλου
Τηλέφωνο : 210 3635044, 3613274
FAX: 210 3635077

ΠΟΛ 1154/2016

ΘΕΜΑ:Συστηματική παρουσίαση των διατάξεων περί παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου των Ν. 4270/2014, Ν.4174/2013, Ν. 2362/1995, Ν.Δ. 321/1969 και άλλων νομοθετημάτων.


Με την παρούσα εγκύκλιο επιχειρείται η συγκεντρωτική καταγραφή και συστηματική παρουσίαση των διατάξεων που διέπουν την παραγραφή απαιτήσεων του Δημοσίου, εστιάζοντας κυρίως στις διατάξεις που θεσπίζουν λόγους αναστολής και διακοπής της παραγραφής των ανωτέρω απαιτήσεων.

Επιπροσθέτως, παρατίθενται ενδεικτικά βασικές διατάξεις αναφορικά με τον χρόνο παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου και καταγράφονται οι διατάξεις με τις οποίες παρατάθηκε ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση οφειλών εντός του χρονικού διαστήματος των ετών 1992 έως και 2013.

Σκοπός της εγκυκλίου είναι να αποτελέσει για τη Φορολογική Διοίκηση χρήσιμο εργαλείο για την ορθή και ενιαία εφαρμογή των διατάξεων περί παραγραφής κατά τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου ληξιπρόθεσμων οφειλών.

A. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Ι. Παραγραφή

Παραγραφή απαίτησης είναι το χρονικό διάστημα μετά τη συμπλήρωση του οποίου ο δανειστής δεν δύναται να επιδιώξει την είσπραξη αυτής και ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή. Ο,τι καταβλήθηκε όμως χωρίς γνώση της παραγραφής δεν αναζητείται (βλ. άρθρο 272 του Αστικού Κώδικα, εφεξής ΑΚ).

Εάν παρέλθει άπρακτος ο χρόνος παραγραφής, παραλύει το εναγώγιμο της αξίωσης, παραμένει όμως φυσική ή ατελής ενοχή.

ΙΙ. Αναστολή παραγραφής

Αναστολή παραγραφής είναι ο μη υπολογισμός στον χρόνο της παραγραφής ορισμένου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο διαρκεί ο λόγος της αναστολής. Η παραγραφή συνεχίζεται μετά την παύση της αναστολής (βλ. Α.Κ. 257)

III. Διακοπή παραγραφής

Διακοπή παραγραφής είναι η ματαίωση του χρόνου της παραγραφής που διανύθηκε πριν λάβει χώρα ο λόγος της διακοπής. Από την περάτωση της διακοπής αρχίζει νέος χρόνος παραγραφής (βλ. Α.Κ. 270).

B. ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ - ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ (διαχρονικό δίκαιο)

Την παραγραφή απαιτήσεων του Δημοσίου διέπουν οι ακόλουθες βασικές διατάξεις, ως εξής:

I. των άρθρων 87-90 του Ν.Δ.321/1969 (Α'205/18-10-1969) «Κώδικας Δημόσιου Λογιστικού», οι οποίες εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου που γεννήθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν.2362/1995, ήτοι μέχρι και την 31/12/1995.

Οι ανωτέρω διατάξεις καταργήθηκαν από την ως άνω ημερομηνία με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου του άρθρου 113 του Ν. 2362/1995.

Σημειώνεται ότι, όσον αφορά την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής των ανωτέρω απαιτήσεων, που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του Ν.2362/1995 (1/1/1996), εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του νόμου αυτού (άρθρων 87 και 88, αντίστοιχα), εάν τα επαγόμενα την αναστολή ή τη διακοπή γεγονότα έχουν συντελεστεί μετά την ανωτέρω ημερομηνία, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 107 του Ν. 2362/1995.

II. των άρθρων 65 παρ. 6, 86 - 89 και 103 του Ν. 2362/1995 (ΦΕΚ Α247/27-11- 1995) «Δημόσιο Λογιστικό/Έλεγχος δαπανών και λοιπές διατάξεις», οι οποίες εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου που γεννήθηκαν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ήτοι από 1/1/1996, μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4270/2014, ήτοι μέχρι και την 31/12/2014, και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν.4174/2013.

Οι ανωτέρω διατάξεις καταργήθηκαν με τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 1, περ. (α) του Ν. 4270/2014.

Σημειώνεται ότι, επί απαιτήσεων που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του Ν.4270/2014 (1/1/2015) και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013, έχουν εφαρμογή οι περί αναστολής και διακοπής της παραγραφής διατάξεις του Ν. 4270/2014 (βλ. κατωτέρω υπ' αριθ. III).

III. των άρθρων 122, 126 παρ. 6 και 136 - 139 του Ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α'143/28-6-2014) «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της οδηγίας 2011/85/ΕΕ) Δημόσιο Λογιστικό και άλλες διατάξεις», που εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου που βεβαιώνονται προς είσπραξη από 1/1/2015 και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν.4174/2013. Επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 122, 126 παρ. 6 και 136 - 139 του Ν.4270/2014 είναι σχεδόν ομοίου περιεχομένου με τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 103, 65, παρ. 6 και 86 - 89 του Ν. 2362/1995, με εξαίρεση τις νέες περί παραγραφής διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 136, του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 137 και των περ. α'και η' της παρ.1 του άρθρου 138 του Ν.4270/2014, οι οποίες όμως, όπως προαναφέρθηκε στην ανωτέρω περίπτωση II, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του Ν.4270/2014 (1/1/2015) και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4174/2013 (βλ. τη μεταβατική διάταξη της παρ. 2, περ. γ (αα) του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).

IV. του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α170/26-7-2013) «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις», που εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου από φόρους και λοιπά έσοδα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα, για τα οποία η Φορολογική Διοίκηση αποκτά εκτελεστό τίτλο από την 1/1/2014 και εφεξής (βλ. μεταβατική διάταξη της παρ. 14 του άρθρου 72 του Ν. 4174/2013),

V. οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί αναστολής και διακοπής της παραγραφής, στις οποίες ρητά παραπέμπουν τα άρθρα 88 και 89 του Ν.Δ. 321/1969, 87 και 88 του Ν.2362/1995 και 137 και 138 του Ν. 4270/2014, οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικά με τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν αντίκεινται σε αυτές. Οι διατάξεις αυτές είναι ιδίως:

α. του άρθρου ΑΚ 255 του Αστικού Κώδικα (σε συνδυασμό με το άρθρο 257 του Αστικού Κώδικα) περί αναστολής παραγραφής λόγω παρεμπόδισης άσκησης αξίωσης κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου παραγραφής,

β. του άρθρου 259 του Αστικού Κώδικα περί παραγραφής αξίωσης που ανήκει σε κληρονομία ή απευθύνεται σε βάρος κληρονομίας,

γ. του άρθρου 258 του Αστικού Κώδικα περί παραγραφής κατά προσώπων ανικάνων ή περιορισμένα ικανών για δικαιοπραξία,

δ. του άρθρου 260 του Αστικού Κώδικα περί διακοπής της παραγραφής λόγω αναγνώρισης της αξίωσης με οποιοδήποτε τρόπο,

ε. του άρθρου 261 του Αστικού Κώδικα περί διακοπής της παραγραφής λόγω άσκησης αγωγής,

στ. του άρθρου 266 του Αστικού Κώδικα περί του χρόνου έναρξης νέας παραγραφής σε περίπτωση διακοπής της παραγραφής λόγω αναγγελίας σε πτώχευση,

ζ. των άρθρων 1273 και 1280 του Αστικού Κώδικα περί διακοπής της παραγραφής λόγω εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης, αντίστοιχα,

η. του άρθρου 103, παρ. 1 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα) σχετικά με την αναστολή παραγραφής σε περίπτωση προληπτικών μέτρων κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των άρθρων 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως ισχύουν,

θ. του άρθρου 106β, παρ. 2 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα) σχετικά με την αναστολή παραγραφής σε περίπτωση κατάθεσης αίτησης για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης (προκειμένου για αιτήσεις άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατ' άρθρο 106β ΠτΚ, οι οποίες κατατίθενται από 19/8/2015 ή αιτήσεις για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ' άρθρο 106στ ΠτΚ, εφόσον η αντίστοιχη αίτηση για το άνοιγμα της διαδικασίας είχε κατατεθεί από 19/8/2015 βλ. τη μεταβατική διάταξη της παραγράφου 23 της υποπαραγράφου Γ3 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015/ΦΕΚ 94 Α' και σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1066/1.6.2016),

ι. του άρθρου 104, παρ. 1, περ. (ε) του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα), όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τον ν. 4013/2011 (ΦΕΚ 204 Α') σχετικά με την αναστολή παραγραφής των απαιτήσεων των πιστωτών που είναι συμβαλλόμενα μέρη σε συμφωνία συνδιαλλαγής, η οποία επικυρώθηκε δικαστικά,

ια. του άρθρου 4, παρ. 6 του Ν. 3869/2010 («Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις»), όπως ισχύει, σχετικά με την αναστολή παραγραφής σε περίπτωση κατάθεσης αίτησης στο Ειρηνοδικείο για υπαγωγή στη διαδικασία του ανωτέρω νόμου (βλ. και σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1036/18.3.2016).

VI. της παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν.1882/1990 (ΦΕΚ Α43/23-3-1990) «Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους» περί αναστολής παραγραφής λόγω υποβολής αίτησης ποινικής δίωξης, όπως τέθηκε σε ισχύ από 11/9/1997 με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ Α' 179/11-9-1997) και αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 34 του Ν.3220/2004 (ΦΕΚ Α'15 / 28-1-2004),

VII. οι ειδικές διατάξεις περί αναστολής του χρόνου παραγραφής χρεών που περιλαμβάνονται στους νόμους που διέπουν τις εκάστοτε χορηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις βεβαιωμένων οφειλών, τη χορήγηση διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής οφειλών καθώς και ρυθμίσεις χρεών οφειλετών ειδικών κατηγοριών όπως:
α. της παρ.2 του άρθρου 20 του Ν. 2648/1998,
β. της παρ. 3 του άρθρου 14 του Ν. 3259/2004,
γ. της παρ.3 του άρθρου 25 του Ν. 3697/2008,
δ. της παρ. 3 του άρθρου 84 του Ν.3746/2009,
ε. της παρ.6 του άρθρου 14 του Ν. 3888/2010,
στ. της παρ.8 του άρθρου 3 του Ν.4038/2012,
ζ. των υποπ. α1, περ.13 και υποπ.α2, περ. 13 του άρθρου πρώτου του Ν.4152/2013,
η. της παρ.17 του άρθρου 51 του Ν.4305/2014,
θ. του άρθρου 14 του Ν. 4321/2015,
ι. της παρ. 6 του άρθρου 62Α του Κ.Ε.Δ.Ε. (ρύθμιση χρεών πτωχών και υπό εξυγίανση ή συνδιαλλαγή οφειλετών του Δημοσίου).
ια. της παρ. 6 του άρθρου 55 του Ν. 4262/2014 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 66 του Ν. 4331/2015), σε περίπτωση ρύθμισης οφειλών προνοιακών φορέων με σύμφωνο εξυγίανσης κατά τις ανωτέρω διατάξεις.

VIII. της παρ. 3 του άρθρου 58 του Κ.Ε.Δ.Ε. (όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 33, παρ. 3 του Ν. 4141/2013-ΦΕΚ 81 Α') περί αναστολής παραγραφής σε περίπτωση αποβολής εισπραχθείσας απαίτησης του Δημοσίου από πίνακα κατάταξης ή διανομής (βλ. και εγκύκλιο ΠΟΛ.1115/23.5.2013),

IX. της παρ. 3 του άρθρου 82 του Κ.Ε.Δ.Ε. περί αναστολής παραγραφής σε περίπτωση χαρακτηρισμού ληξιπρόθεσμης οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης,

X. οι διατάξεις που προβλέπουν παράταση του χρόνου παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. οφειλών (βλ. αναλυτικά κατωτέρω κεφάλαιο ΣΤ), ήτοι:

α. του άρθρου 14 του Ν. 2074/1992,
β. της παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν. 2187/1994,
γ. της παρ. 13 του άρθρου εβδόμου του Ν. 2275/1994,
δ. της παρ. 34 του άρθρου 6 του Ν.2386/1996,
ε. της παρ.23 του άρθρου 20 του Ν. 2459/1997,
στ. της παρ. 12 του άρθρου 22 του Ν.2523/1997,
ζ. της παρ. 8 του άρθρου17 του Ν. 2753/1999,
η. της παρ. 5 του άρθρου 11 του Ν. 2954/2001,
θ. της παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν. 3808/2009,
ι. της παρ. 4 του άρθρου 15 του Ν. 3888/2010 και
ια. της παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του Ν. 4098/2012.

Γ. ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (ΕΝΑΡΞΗ - ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ)

Ο χρόνος έναρξης της παραγραφής καθώς και η προθεσμία της παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου προσδιορίζονται από τις κατά τα ανωτέρω παρατεθείσες λεπτομερειακού χαρακτήρα βασικές διατάξεις (βλ. ανωτέρω υπ' αριθ. I - IV και VI διατάξεις), που ισχύουν επί αυτών σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω (βλ. Κεφάλαιο Β), καθώς και από άλλες ειδικότερες κατά περίπτωση διατάξεις.

Ειδικότερα:

Ι. Χρόνος έναρξης της παραγραφής

α) Ο χρόνος παραγραφής των χρεών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων των Ν. 321/1969, Ν.2362/1995 και Ν. 4270/2014 αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους, εντός του οποίου βεβαιώθηκαν εν στενή εννοία και κατέστησαν ληξιπρόθεσμα.

β) Ο χρόνος παραγραφής των φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4174/2013, των οποίων ο εκτελεστός τίτλος αποκτήθηκε από 1-1-2014, αρχίζει από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου αποκτήθηκε ο νόμιμος τίτλος εκτέλεσης.

ΙΙ. Προθεσμία παραγραφής

α. Προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων σύμφωνα με το Ν.Δ.321/1969
Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν.Δ.321/1969, ήτοι των απαιτήσεων που γεννήθηκαν μέχρι και 31-12-1995, ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 87 αυτού, ως εξής :

1. Σε πενταετή παραγραφή υπόκεινται:

i. Κάθε χρέος προς το Δημόσιο, εφ' όσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το ανωτέρω Ν.Δ., που αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκε στο Δημόσιο Ταμείο με τη στενή έννοια. Εάν η βεβαίωση έγινε πριν το χρέος καταστεί ληξιπρόθεσμο, μερικά ή ολικά, η παραγραφή αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο και για το ποσό αυτό (παρ. 1)
ii. Χρέη προς το Δημόσιο προερχόμενα από απαιτήσεις που περιήλθαν σ' αυτό από οποιονδήποτε λόγο, οι οποίες δεν έχουν παραγραφεί στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου μέχρι τη μεταβίβασή των στο Δημόσιο (παρ. 4)
iii. Χρέη από πρόστιμα, χρηματικές ποινές και συναφή δικαστικά έξοδα και τέλη (παρ. 2)

2. Σε δεκαετή παραγραφή υπόκεινται :

i. Χρέη προς το Δημόσιο από παρακρατηθέντες ή για λογαριασμό του Δημοσίου εισπραχθέντες φόρους, τέλη και δικαιώματα (παρ.3),
ii. Χρέη προς το Δημόσιο από εισαγωγικούς δασμούς και τέλη εν γένει εισπραττόμενα στα Τελωνεία, η οποία αρχίζει από την λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου γεννήθηκε η προς είσπραξη αυτών απαίτηση του Δημοσίου. Ως χρόνος γένεσης της αξίωσης προς είσπραξη εισαγωγικών δασμών και λοιπών τελών εμπορευμάτων υπό αποταμίευση, λογίζεται για την παραγραφή, η επομένη της λήξης της σύμφωνα με τους τελωνειακούς νόμους οριζόμενης προθεσμίας αποταμίευσης, σε περίπτωση δε διενέργειας ως προς αυτήν ελέγχου των αποθηκών, η ημέρα της σύνταξης έκθεσης περί διαπίστωσης ελλείμματος (παρ. 5).

3. Σε εικοσαετή παραγραφή υπόκεινται χρέη προς το Δημόσιο που προέρχονται από:
i. τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, πλην χρεών από πρόστιμα, χρηματικές ποινές και συναφή δικαστικά έξοδα και τέλη,
ii. άπιστη διαχείριση,
iii. συμβάσεις και διατάξεις τελευταίας βουλήσεως, περιλαμβανόμενων και των περιοδικών παροχών και
iv. καταλογισμούς που επιβλήθηκαν από οποιαδήποτε κατά νόμο αρμόδια Αρχή. (παρ.2).

β. Προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων σύμφωνα με τους Ν. 2362/1995 και Ν. 4270/2014

Η προθεσμία παραγραφής των απαιτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Ν. 2362/1995 και Ν. 4270/2014, ήτοι των απαιτήσεων που γεννήθηκαν από 1-1-1996, πλην όσων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4174/2013, ορίζεται στις ήδη καταργηθείσες διατάξεις του άρθρου 86 του Ν. 2362/1995 και στις ισχύουσες ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 136 του Ν. 4270/2014, στις οποίες αναφέρονται τα εξής:

Στην παρ. 1 ορίζεται ότι καμία χρηματική απαίτηση του Δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμόδια Φορολογική Αρχή ή Τελωνείο (βεβαίωση με τη στενή έννοια), με την επιφύλαξη των διατάξεων περί επιβολής φόρων και λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν.4174/2013.

1. Σε τριετή παραγραφή υπόκεινται:

Οι απαιτήσεις του Δημοσίου από δασμούς, φόρους, τέλη και λοιπά δικαιώματα που εισπράττονται από τα Τελωνεία, εφ' όσον δεν έχουν βεβαιωθεί ταμειακά ή βεβαιώθηκαν ελλιπώς, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη απαιτητή η οφειλή (πρώτο εδάφιο παραγράφου 5, άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).

Σημείωση: Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 136 του Ν. 4270/2014 εφαρμόζονται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (βλ. μεταβατική διάταξη της περ. γ' (αα) της παρ.2 του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).

2. Σε πενταετή παραγραφή υπόκειται:

Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μαζί με τα πρόστιμα, τους τόκους και τις προσαυξήσεις που έχουν βεβαιωθεί, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον ίδιο νόμο ή σε άλλη ειδική διάταξη που ρυθμίζει προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκε με την στενή έννοια η απαίτηση και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη (παρ. 2 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).

3. Σε δεκαετή παραγραφή υπόκεινται:


i. Απαιτήσεις του Δημοσίου από δασμούς, φόρους, τέλη και λοιπά δικαιώματα που βεβαιώθηκαν στα τελωνεία, η οποία αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκαν κατά τις ειδικότερες διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας (δεύτερο εδάφιο παραγράφου 5 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).

Ως χρόνος γένεσης αξίωσης για είσπραξη δασμών ,φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων επί εμπορευμάτων που βρίσκονται υπό τελωνειακή παρακολούθηση την οποία επιβάλλει η προσωρινή εναπόθεση των εμπορευμάτων αυτών ή η υπαγωγή τους σε τελωνειακό καθεστώς, το οποίο συνεπάγεται τελωνειακή παρακολούθηση, θεωρείται για την παραγραφή το χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιείται η διαφυγή του εμπορεύματος από την τελωνειακή παρακολούθηση και όπου αυτό δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί, το χρονικό σημείο διαπίστωσης της διαφυγής (τρίτο εδάφιο παραγράφου 5 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).

Σημείωση: Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 136 του Ν. 4270/2014 εφαρμόζονται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (βλ. μεταβατική διάταξη της περ. γ' (αα) της παρ.2 του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).

ii. Απαιτήσεις του Δημοσίου ως εγγυητή που υποκαταστάθηκε πλήρως στα δικαιώματα του δανειστή ή πιστωτή κατά του οφειλέτη, κατά του εγγυητή και κατά των λοιπών συνυπόχρεων, οι οποίες βεβαιώνονται με τη στενή έννοια από 1/1/1996 (έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995) στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο μετά την εν στενή εννοία βεβαίωσή τους κατέστησαν ληξιπρόθεσμες.

Επισήμανση: Οι απαιτήσεις από την ίδια ως άνω αιτία που έχουν βεβαιωθεί στις Δ.Ο.Υ. και δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995 παραγράφονται μετά την παρέλευση δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους δημοσίευσης του ανωτέρω νόμου, δηλαδή από την 31 η/12/1995 (άρθρο 65 παρ. 5 του Ν. 2362/1995). Αντίστοιχα, απαιτήσεις από την ανωτέρω αιτία που έχουν βεβαιωθεί στις Δ.Ο.Υ. και δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4270/2014 παραγράφονται μετά την παρέλευση δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους δημοσίευσης του νόμου αυτού, δηλαδή από την 31 η/12/2014 (άρθρο 126 παρ. 6 του Ν. 4270/2014).

4. Σε εικοσαετή παραγραφή υπόκεινται απαιτήσεις του Δημοσίου που:

i. απορρέουν από σύμβαση που αυτό έχει καταρτίσει, στην οποία περιλαμβάνεται και η σύμβαση που βασίζεται σε πρακτικό του Ν.Σ.Κ. με το οποίο καταρτίζεται εξωπτωχευτική ρύθμιση του τρόπου καταβολής πτωχευτικών χρεών, οφειλομένων στο Δημόσιο, η οποία εξομοιώνεται πλήρως με μεταπτωχευτική έννομη σχέση,

ii. απορρέουν από τελεσίδικη απόφαση είτε αναγνωριστική είτε καταψηφιστική οποιουδήποτε δικαστηρίου,

iii. γεννήθηκαν συνεπεία άπιστης διαχείρισης,

iv. απορρέουν από διάταξη τελευταίας βούλησης,

v. αφορούν σε περιοδικές παροχές,

vi. γεννήθηκαν από καταλογισμό που έγινε από οποιαδήποτε αρμόδια δημόσια αρχή,

vii. γεννήθηκαν από αυτοτελή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από διοικητικές αρχές,

viii. αφορούν σε απόδοση παρακρατηθέντων ή για λογαριασμό αυτού εισπραχθέντων φόρων, τελών και δικαιωμάτων και

ix. απορρέουν από κατάπτωση εγγυήσεων τρίτων.(παρ. 3 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014)

5. Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου, που περιήλθε σε αυτό με οποιονδήποτε τρόπο και οποιαδήποτε αιτία, υπόκειται στην προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις παραγραφή, που δεν δύναται όμως σε κάθε περίπτωση να συμπληρωθεί στο πρόσωπο του Δημοσίου προ της παρόδου πέντε ετών από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο έγινε η βεβαίωση αυτή με τη στενή έννοια (παρ.4 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).

γ. Προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων σύμφωνα με τον Ν. 4174/2013

Η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για την είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4174/2013, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 αυτού, για τα οποία η Φορολογική Διοίκηση αποκτά εκτελεστό τίτλο από 1-1-2014 και εφεξής, ορίζεται πενταετής (5 έτη), που αρχίζει από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου αποκτήθηκε ο νόμιμος τίτλος εκτέλεσης (άρθρο 51 σε συνδυασμό με την παρ. 14 του άρθρου 72 του Ν. 4174/2013).

Δ. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ.

Ι. Λόγοι αναστολής σύμφωνα με το άρθρο 88 του Ν.321/1969

Οι λόγοι αναστολής της παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου που προβλέπονταν στις διατάξεις του άρθρου 88 του Ν. 321/1969 «Κώδικας Δημόσιου Λογιστικού» ίσχυσαν μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995, ήτοι μέχρι και 31-12¬1995. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις η παραγραφή των χρεών προς το Δημόσιο αναστέλλεται :

α) για τους λόγους που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία (πρώτο εδάφιο άρθρου 88),

β) για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο κατά τον οποίο, κατά το τελευταίο έτος της παραγραφής, το χρέος τελούσε σε αναστολή ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, η οποία χορηγήθηκε με νόμο ή δικαστική απόφαση ή με απόφαση αρμόδιας κατά νόμο Αρχής, μετά από αίτηση του υπόχρεου, ανεξάρτητα από τη συμμόρφωση ή μη του υπόχρεου, εν όλω ή εν μέρει (περίπτωση α άρθρου 88),

γ) για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο κατά τον οποίο το Δημόσιο εμποδίστηκε να επιδιώξει την είσπραξη του χρέους με αναγκαστικά μέσα λόγω αναστολής εκτέλεσης που χορηγήθηκε με διάταξη νόμου (περίπτωση β άρθρου 88).
Στις ανωτέρω περιπτώσεις (β και γ) η παραγραφή συνεχίζεται μετά τη λήξη της αναστολής είσπραξης, της τμηματικής καταβολής ή της αναστολής εκτέλεσης, σε καμία δε περίπτωση δεν συμπληρώνεται αυτή πριν από την παρέλευση έξι μηνών από τη λήξη της αναστολής πληρωμής, της αναστολής εκτέλεσης ή της διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής.

δ) Εάν αμφισβητήθηκε δικαστικά η νομιμότητα του τίτλου είσπραξης ή των ληφθέντων μέτρων εκτέλεσης από τον οφειλέτη ή τρίτο μέχρι τελεσίδικης περαίωσης της δίκης (περίπτωση γ άρθρου 88).

ΙΙ. Λόγοι αναστολής σύμφωνα με τα άρθρα 87 του Ν. 2362/1995 και 137 του Ν.4270/2014

Οι λόγοι αναστολής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου που προβλέπονταν αρχικά στις διατάξεις του άρθρου 87 του Ν.2362/1995 και μετά την κατάργηση αυτού στις σχεδόν ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 137 του Ν. 4270/2014, έχουν εφαρμογή, όπως προαναφέρθηκε (βλ. ανωτέρω Κεφάλαιο Β), επί απαιτήσεων που γεννήθηκαν από 1-1-1996 καθώς και επί προγενέστερων απαιτήσεων, εφ' όσον δεν είχαν υποπέσει σε παραγραφή κατά την ως άνω ημερομηνία (χρόνος έναρξης ισχύος του νόμου Ν. 2362/1995), πλην εκείνων για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (άρθρο 51 Ν. 4174/2013), για τις οποίες αποκτήθηκε εκτελεστός τίτλος από 1-1-2014.

Ειδικότερα:

Η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου αναστέλλεται :

α) Για τους λόγους που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία (παρ. 1 άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014).

β) Για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο για τον οποίο είχε χορηγηθεί στον υπόχρεο ή σε συνυπόχρεο κατά την τελευταία διετία της παραγραφής αναστολή πληρωμής του χρέους του ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής είτε με νόμο είτε με δικαστική απόφαση είτε με πράξη της αρμόδιας Αρχής, που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του υπόχρεου, ανεξάρτητα αν ο υπόχρεος έχει συμμορφωθεί ή όχι, εν όλω ή εν μέρει (παρ. 2, περ. α, άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014)

γ) Για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο κατά τον οποίο είχε εμποδιστεί το Δημόσιο να επιδιώξει την είσπραξη του χρέους με αναγκαστικά μέτρα, λόγω αναστολής εκτέλεσης που έχει χορηγηθεί με διάταξη νόμου. (παρ. 2, περ. β, άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014)

Στις παραπάνω υπό στοιχεία (β) και (γ) περιπτώσεις η παραγραφή συνεχίζεται μετά τη λήξη της αναστολής της και σε καμία περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από τη λήξη είτε της αναστολής πληρωμής είτε της παραβίασης της υποχρέωσης τμηματικής καταβολής είτε της αναστολής λήψης των αναγκαστικών μέτρων αντίστοιχα.

Σημείωση: Κατ' εφαρμογή της διάταξης της ανωτέρω περίπτωσης (γ), η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου ανεστάλη για όλο το χρονικό διάστημα ισχύος της αναστολής διενέργειας πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, που ίσχυσε από 28-6-2015 έως 31-10-2015, λόγω της τραπεζικής αργίας και της επιβολής περιορισμών στις αναλήψεις μετρητών και στην κίνηση κεφαλαίων και η οποία δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από την λήξη της αναστολής εκτέλεσης. (βλ. σχετικά έγγραφα υπ' αριθμ. πρωτ. Δ.ΕΙΣΠΡ.Β 1101866 ΕΞ 2015/27-7-2015, Δ.ΕΙΣΠΡ.Β.1115433 ΕΞ 2015/3-9-2015 και Δ.ΕΙΣΠΡ.Β 1126480 ΕΞ 2015/30-9-2015).

δ) Κατά τη διάρκεια ανηλικότητας του οφειλέτη ή και δύο έτη μετά την ενηλικίωση αυτού, αν η κληρονομιά στερείται ενεργητικού, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη κηδεμόνα ή επιτρόπου του ανηλίκου (παρ. 2 περ. γ άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014)

ε) Στην περίπτωση που ο οφειλέτης κατά την τελευταία διετία της παραγραφής διέμενε στο εξωτερικό για χρόνο μεγαλύτερο του μηνός συνεχόμενα ή μη, ο χρόνος παραγραφής κάθε απαίτησης του Δημοσίου παρατείνεται για δύο έτη (παρ. 3 άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014)

στ) Σε περίπτωση δικαστικής αμφισβήτησης από οποιονδήποτε είτε του νόμιμου τίτλου γενικά της απαίτησης του Δημοσίου είτε της νομιμότητας της βεβαίωσης εν στενή εννοία είτε της για οποιονδήποτε λόγο εγκυρότητας πράξης της αναγκαστικής (διοικητικής) εκτέλεσης προς είσπραξη απαίτησης του Δημοσίου, η προβλεπόμενη παραγραφή της απαίτησης του Δημοσίου προς βεβαίωση (εν ευρεία εννοία) ή προς είσπραξη της βεβαιωμένης απαίτησής του αναστέλλεται μέχρι την έκδοση επί της δικαστικής αυτής διένεξης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης και δεν συμπληρώνεται αυτή σε κάθε περίπτωση πριν από την πάροδο ενός έτους από την κοινοποίηση, με επιμέλεια των αντιδίκων του Δημοσίου και με δικαστικό επιμελητή, της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης στον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου και στον Υπουργό των Οικονομικών.
Σε περίπτωση ακύρωσης της κατάσχεσης ή άλλης πράξης της διοικητικής εκτέλεσης και επανάληψης της ίδιας ή άλλης πράξης αναγκαστικής (διοικητικής) εκτέλεσης εντός της ανωτέρω προθεσμίας του ενός έτους, επί του ιδίου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή άλλου προσώπου κατά νόμο ευθυνόμενου, η διακοπή της παραγραφής της απαίτησης που επήλθε με την ακυρωθείσα πράξη, λογίζεται ως μηδέποτε εξαλειφθείσα (παρ. 4 άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014).

Σημειώσεις:

1. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 137 του Ν. 4270/2014, όπως τίθενται αμέσως ανωτέρω, εφαρμόζονται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν παραγραφεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της περ. γ' (αα) της παρ.2 του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014.

2. Επισημαίνεται ότι το αποτέλεσμα της περίπτωσης υπό στοιχείο στ' επαγόταν κατά τις διατάξεις του προτελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 87 του Ν.2362/1995 και η αίτηση του Δημοσίου προς το Δικαστήριο όπως επιτρέψει την προσωπική κράτηση του οφειλέτη του. Με την διάταξη της παρ.6 του άρθρου 67 του Ν.3842/2010 καταργήθηκε το αναγκαστικό μέτρο της προσωπικής κράτησης για είσπραξη δημοσίων εσόδων. Η αναστολή της παραγραφής που άρχισε με την υποβολή αίτησης προσωπικής κράτησης έληξε με την δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, ήτοι στις 23-4-2010. Σε κάθε περίπτωση η παραγραφή των χρεών αυτών δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο τουλάχιστον έτους από τη λήξη της αναστολής.

ΙΙΙ. Λόγοι αναστολής σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 4174/2013

Η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, για τα οποία αποκτάται εκτελεστός τίτλος από 1-1-2014 και εφεξής, αναστέλλεται για τους λόγους που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013, ήτοι:

α) για όσο χρονικό διάστημα είχε χορηγηθεί ρύθμιση τμηματικής καταβολής,

β) για όσο χρονικό διάστημα η Φορολογική Διοίκηση δεν μπορούσε να εισπράξει το χρέος λόγω αναστολής εκτέλεσης από οποιαδήποτε αιτία (κατ' εφαρμογή της διάταξης αυτής βλ. σχετική σημείωση στο Κεφάλαιο II, περ. γ)
Στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις (υπό στοιχεία α και β) η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν από την παρέλευση έτους από τη λήξη της αναστολής.

γ) Κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας του φορολογούμενου.

δ) Κατά τη διάρκεια δικαστικής αμφισβήτησης του εκτελεστού τίτλου της απαίτησης ή της νομιμότητας της είσπραξης ή του κύρους της πράξης εκτέλεσης και μέχρι τη συμπλήρωση ενός έτους από την επίδοση στη Φορολογική Διοίκηση με δικαστικό επιμελητή αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.

Σημείωση:
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου αυτού 137 του ν. 4270/2014, το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 αυτού εφαρμόζεται και για οφειλές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013. Συγκεκριμένα: «Σε περίπτωση ακύρωσης κατάσχεσης ή άλλης πράξης της διοικητικής εκτέλεσης και, εντός της προβλεπόμενης από το ίδιο άρθρο προθεσμίας, επανάληψης της ίδιας ή άλλης πράξης αναγκαστικής (διοικητικής) εκτέλεσης, επί του ιδίου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, του ιδίου ή άλλου προσώπου ευθυνομένου, η με την ακυρωθείσα πράξη επελθούσα διακοπή της παραγραφής της απαίτησης λογίζεται ως μηδέποτε εξαλειφθείσα ενώ οι συνέπειες της ακυρωθείσας πράξης αναβιώνουν αναδρομικά (π.χ. απαγόρευση διάθεσης συνεπεία επιβολής της αρχικής κατάσχεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ και του ΚΠολΔ). Η ρύθμιση αυτή, λόγω της γενικότητάς της και της απουσίας αντίστοιχης διάταξης στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, καταλαμβάνει αυτονοήτως το σύνολο των οφειλών του Δημοσίου, ήτοι ακόμη και αυτές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω Κώδικα».

IV. Λοιποί ειδικοί λόγοι αναστολής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου

α) Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης λόγω μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατά τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, η οποία προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 23 του Ν.2523/1997 και ισχύει από 11 -9-1997, αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Μετά την αντικατάσταση της παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 34 του Ν.3220/2004, η οποία ισχύει από 1-1-2004, η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής.
Σημειωτέον ότι στις περιπτώσεις που με τις εκάστοτε διατάξεις λόγω αύξησης του ορίου αξιοποίνου της μη καταβολής χρεών αποποινικοποιείτο η μη καταβολή χρεών για τα οποία είχε υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης και δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, η αναστολή έληξε με τη δημοσίευση του οικείου νόμου και δεν συμπληρώνεται σε κάθε περίπτωση πριν από την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής (βλ. παρ. 4 άρθρου 34 Ν.3220/2004-ΦΕΚ 15' Α'/28-1-2004, με την οποία αυξήθηκε το όριο αξιοποίνου από 5.000 ευρώ σε 10.000 ευρώ, άρθρο 20 του Ν.4321/2015-ΦΕΚ 32Α'/21-3- 2015, με την οποία αυξήθηκε το όριο αξιοποίνου από 5.000 ευρώ σε 50.000 ευρώ και άρθρο 8 του Ν. 4337/2015-ΦΕΚ 129 Α'/17-10-2015 με το οποίο αυξήθηκε το όριο αξιοποίνου από 50.000 ευρώ σε 100.000 ευρώ).
β) Η υπαγωγή οφειλών σε νομοθετική ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής ή η υποβολή σχετικής αίτησης, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις περί αναστολής του χρόνου παραγραφής χρεών που περιλαμβάνονται στους νόμους που διέπουν τις εκάστοτε χορηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις βεβαιωμένων οφειλών, τη χορήγηση διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής οφειλών καθώς και ρυθμίσεις χρεών οφειλετών ειδικών κατηγοριών (βλ. ανωτέρω Κεφάλαιο Β, περ. VII)
γ) Η καταχώρηση ληξιπρόθεσμης οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, κατόπιν χαρακτηρισμού αυτής ως ανεπίδεκτης είσπραξης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 82 του Κ.Ε.Δ.Ε. (Απόφαση ΠΟΛ.1259/5.12.2013, όπως τροποποιήθηκε με την ΠΟΛ.1089/22.6.2016). Η αναστολή παραγραφής ισχύει για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώρηση στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
δ) Η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία αποβάλλεται από πίνακα κατάταξης ή διανομής καταταγείσα απαίτηση του Δημοσίου, η οποία είχε εισπραχθεί, έχει ως συνέπεια να μην προσμετράται στην προθεσμία παραγραφής ο χρόνος μεταξύ της είσπραξης και της επαναβεβαίωσης της αποβληθείσας απαίτησης του Δημοσίου (άρθρο 58, παρ. 3 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 33, παρ. 3 του Ν. 4141/2013-ΦΕΚ 81 Α', βλ. και εγκύκλιο ΠΟΛ.1115/23.5.2013).

V. Λόγοι αναστολής που προβλέπονται από γενικής ισχύος διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας

α. Λόγοι αναστολής που προβλέπονται στον Αστικό Κώδικα

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 255 και 257 του Α.Κ. περί αναστολής παραγραφής «Η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανωτέρας βίας να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής. Αναστέλλεται επίσης η παραγραφή για όσο χρονικό διάστημα μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της ο υπόχρεος απέτρεψε με δόλο το δικαιούχο να ασκήσει την αξίωση. Το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στον χρόνο της παραγραφής. Όταν πάψει η αναστολή, η παραγραφή συνεχίζεται, σε καμία όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες».

2. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 258 του Α.Κ. περί παραγραφής κατά ανικάνων: «Η παραγραφή τρέχει και σε βάρος προσώπων που είναι ανίκανα ή έχουν περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία. Αν τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν επίτροπο ή δικαστικό συμπαραστάτη, η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες αφότου έγιναν απεριορίστως ικανά ή απέκτησαν επίτροπο ή δικαστικό συμπαραστάτη. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, εφόσον ο ανίκανος ή ο περιορισμένα ικανός έχει την ικανότητα να παραστεί στο Δικαστήριο».

3. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 259 του Α.Κ. «Η παραγραφή αξίωσης που ανήκει σε κληρονομία ή απευθύνεται κατά κληρονομίας, δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο εξαμήνου αφότου ο κληρονόμος απέκτησε την κληρονομία ή αφότου η αξίωση μπορεί να ασκηθεί από κηδεμόνα κληρονομίας ή κατά κηδεμόνα κληρονομίας».

β. Άλλοι λόγοι αναστολής

1. Η χορήγηση από το δικαστήριο προληπτικών μέτρων στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης (άρθρα 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα-ΠτΚ) κατ' άρθρο 103, παρ. 1 του ΠτΚ, με τα οποία αναστέλλονται εν όλω ή εν μέρει τα μέτρα ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη. Κατά τη διάρκεια της αναστολής μέτρων, κατά τα ανωτέρω, αναστέλλεται η παραγραφή των οφειλών, για τις οποίες διατάχθηκαν τα προληπτικά μέτρα (δηλαδή των οφειλών που είχαν γεννηθεί πριν από την υποβολή της αίτησης για το άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης, εκτός αν το δικαστήριο ρητά επεκτείνει την ισχύ των προληπτικών μέτρων/της αναστολής και σε νεότερες απαιτήσεις) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 255 του Αστικού Κώδικα (βλ. ανωτέρω υπό α1 ).

2. Η κατάθεση αίτησης για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ' άρθρο 106β ή 106στ ΠτΚ (προκειμένου για αιτήσεις άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατ' άρθρο 106β ΠτΚ, οι οποίες κατατίθενται από 19/8/2015 ή αιτήσεις για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ' άρθρο 106στ ΠτΚ, εφόσον η αντίστοιχη αίτηση για το άνοιγμα της διαδικασίας είχε κατατεθεί από 19/8/2015) έχει, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 106β του ΠτΚ ως συνέπεια την αναστολή παραγραφής: i. σε περίπτωση αίτησης για άμεση επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ' άρθρο 106β ΠτΚ, των απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν από την κατάθεση προς επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης και ii. σε περίπτωση κατάθεσης αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης μετά από προηγούμενο άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης κατ' άρθρο 106στ ΠτΚ, των απαιτήσεων που υφίστανται κατά την ημέρα του ανοίγματος της διαδικασίας εξυγίανσης (ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής απόφασης στο ακροατήριο του δικαστηρίου). Η αναστολή παραγραφής ισχύει για το χρονικό διάστημα που αρχίζει από την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης και λήγει με την έκδοση της δικαστικής απόφασης για την επικύρωση ή μη της συμφωνίας. Η περίοδος αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά νόμο τους τέσσερις (4) μήνες (βλ. σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1066/1.6.2016).

3. Η δικαστική επικύρωση συμφωνίας συνδιαλλαγής κατ' άρθρο 104, παρ. 1, περ. (ε) του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα), όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τον ν. 4013/2011 (ΦΕΚ 204 Α') είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, την αναστολή, κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, της παραγραφής των απαιτήσεων των συμβαλλόμενων πιστωτών και των δικαιωμάτων των υπέρ του οφειλέτη εγγυητών και συνοφειλετών του εις ολόκληρον.

Σημείωση: Η ανωτέρω ειδική διάταξη περί αναστολής παραγραφής εφαρμόζεται επί απαιτήσεων του Δημοσίου, αν αυτό ήταν συμβαλλόμενο μέρος σε συμφωνία συνδιαλλαγής (θεσμός προϊσχύων της συμφωνίας εξυγίανσης, που εισήχθη με τον ν. 4013/2011). Κατ' εφαρμογή όμως της προαναφερθείσας διάταξης της παραγράφου 2, περίπτωση (β) του άρθρου 87 του Ν. 2362/1995 (βλ. ανωτέρω υπό II γ), η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου σε βάρος του οφειλέτη (και των τυχόν εγγυητών ή συνυπόχρεων εις ολόκληρον προσώπων), κατά τη διάρκεια ισχύος συμφωνίας συνδιαλλαγής, αναστέλλεται και στις περιπτώσεις όπου το Δημόσιο δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία (όπως κατά κανόνα συνέβαινε στην πράξη), λόγω της αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των προσώπων αυτών, που προβλεπόταν στο άρθρο 104 παρ. 1, περ. (β) του ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τον ν. 4013/2011. Η αναστολή παραγραφής καταλαμβάνει απαιτήσεις του Δημοσίου που γεννήθηκαν πριν από τη σύναψη της συμφωνίας συνδιαλλαγής (βλ. σχετικές εγκυκλίους ΠΟΛ.1087/11.6.2010 και ΠΟΛ.1115/15.7.2010).

4. Η ολοκλήρωση κατάθεσης αίτησης στο Ειρηνοδικείο για υπαγωγή στη διαδικασία ρύθμισης χρεών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων του ν. 3869/2010
έχει ως συνέπεια την αναστολή παραγραφής των απαιτήσεων των πιστωτών που έχουν συμπεριληφθεί στην αίτηση (συγκεκριμένα, στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών που περιέχεται στην αίτηση). Η αναστολή παραγραφής διαρκεί έως την έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης επί της αιτήσεως (βλ. σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1036/18.3.2016).

E. ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

I. Λόγοι διακοπής σύμφωνα με το άρθρο 89 του Ν.321/1969

Οι λόγοι διακοπής της παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 89 του Ν. 321/1969 «Κώδικας Δημόσιου Λογιστικού» ίσχυσαν από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995, ήτοι μέχρι 31-12-1995.

Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις, η παραγραφή διακόπτεται:

α) για τους λόγους οι οποίοι προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία πλην του λόγου της με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώρισης της αξίωσης από τον υπόχρεο,

β) με την επιβολή κατάσχεσης επί περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή του εγγυητή αυτού, είτε αυτά βρίσκονται στα χέρια αυτών είτε στα χέρια τρίτων,

γ) με κάθε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης από την έναρξη αυτής μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, η οποία (παραγραφή) αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη εκτέλεσης.

Σε περίπτωση απαγγελίας ακυρότητας της κατάσχεσης ή άλλης πράξης της διοικητικής εκτέλεσης, η παραγραφή της αξίωσης του Δημοσίου δεν συμπληρώνεται, εάν εντός τριών μηνών από την τελεσιδικία της απόφασης με την οποία απαγγέλθηκε η ακυρότητα επαναληφθεί η πράξη εκτέλεσης που ακυρώθηκε ή επιβληθεί νέα κατάσχεση επί του ίδιου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου.

Η άρση της κατάσχεσης από τη διοικητική Αρχή μετά από αίτηση του οφειλέτη δεν αναιρεί τη διακοπή της παραγραφής
Επί περισσότερων οφειλετών εις ολόκληρον η διακοπή της παραγραφής ως προς ένα από αυτούς ενεργεί και κατά των λοιπών. Η διακοπή της παραγραφής ως προς τον πρωτοφειλέτη ενεργεί και κατά του εγγυητή και αντιστρόφως.

II. Λόγοι διακοπής σύμφωνα με τα άρθρα 88 του Ν.2362/1995 και 138 του Ν.4270/2014

Την παραγραφή χρηματικής απαίτησης του Δημοσίου, πλην εκείνων για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013), διακόπτουν οι λόγοι που αναφέρονταν αρχικά στις διατάξεις του άρθρου 88 του Ν.2362/1995 και μετά την κατάργησή τους στις σχεδόν ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 138 του Ν. 4270/2014, στο οποίο συμπληρώθηκε η περίπτωση α της παραγράφου 1 και προστέθηκε επί πλέον νέος λόγος διακοπής της παραγραφής υπό στοιχείο (η)', ήτοι:
α) Η κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή συνοφειλέτη ή τρίτου εγγυητή αυτών και ανεξάρτητα αν αυτή ενεργείται στα χέρια των ή στα χέρια τρίτου ή αν κοινοποιήθηκε στον καθ' ού η κατάσχεση (περίπτωση α παραγράφου 1 άρθρου 138 του Ν. 4270/2014)

Σημείωση: Στην ανωτέρω περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 138 του ν. 4270/2014 συμπληρώθηκε η αντίστοιχη διάταξη της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 88 του Ν. 2362/1995 με την προσθήκη στο τέλος αυτής των λέξεων « ή αν κοινοποιήθηκε στον καθ' ού η κατάσχεση». Η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν παραγραφεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (παρ. γ' περίπτωση αα του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).

β) Η έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού ανεξάρτητα από την κοινοποίηση ή μη στο πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το πρόγραμμα (περίπτωση β παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)

γ) Η αναγγελία προς επαλήθευση στην πτώχευση είτε του οφειλέτη είτε φυσικού ή νομικού προσώπου μετ' αυτού συνυπόχρεου ή για χρέη του οποίου ευθύνεται το πρόσωπο αυτό. Η διακοπή επέρχεται με την κοινοποίηση της αναγγελίας είτε στο γραμματέα του Πτωχευτικού Δικαστηρίου είτε στον σύνδικο της πτώχευσης.
Ειδικά επί μη προνομιακών απαιτήσεων του Δημοσίου, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες από την κοινοποίηση με δικαστικό επιμελητή στον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείου της τελεσίδικης απόφασης περί επικύρωσης του πτωχευτικού συμβιβασμού, με επιμέλεια του οφειλέτη.
Η ένωση των πιστωτών ή η αποκατάσταση του πτωχού καθώς και η ανάκληση της δικαστικής απόφασης με την οποία κηρύχθηκε η πτώχευση ή η ακύρωση ή η διάρρηξη του πτωχευτικού συμβιβασμού δεν επάγονται έναρξη εκ νέου της διακοπείσας με την αναγγελία παραγραφής (περίπτωση γ παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014).

Σημείωση: Σε περίπτωση περάτωσης της πτώχευσης για άλλο λόγο, εφαρμόζεται η γενικής ισχύος διάταξη του άρθρου 266 του Αστικού Κώδικα, κατά την οποία η παραγραφή που διακόπηκε με αναγγελία σε πτώχευση αρχίζει πάλι αφότου η πτώχευση περατώθηκε ή, αν επακολούθησαν αντιρρήσεις κατά της απαίτησης, από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.

δ) Η αναγγελία προς κατάταξη σε πλειστηριασμό περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή των λοιπών αναφερομένων στην περίπτωση γ' προσώπων (περίπτωση δ παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)

ε) Η αναγγελία στον εκκαθαριστή κληρονομίας ή στον εκκαθαριστή διαλυθέντος νομικού προσώπου. Εάν επί διάλυσης νομικού προσώπου δεν υπάρχει αμέσως γνωστός εκκαθαριστής βάσει του καταστατικού αυτού ή δικαστικής απόφασης, η παραγραφή της απαίτησης του Δημοσίου αναστέλλεται μέχρι τον ορισμό εκκαθαριστή και έξι μήνες μετά τον ορισμό αυτού (περίπτωση ε παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)

Σημείωση: Σε περίπτωση που η αναγγελία λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο εκκαθάρισης, στην οποία απαγορεύεται βάσει νόμου η λήψη μέτρων αναγκαστικής/διοικητικής εκτέλεσης, η νέα παραγραφή αρχίζει μετά το πέρας της διαδικασίας εκκαθάρισης, λόγω της αναστολής παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 87, παρ. 2, περ. β του Ν. 2362/1995 ή 137, παρ. 2 περ. β του Ν. 4270/2014, κατά περίπτωση (ομοίου περιεχομένου διατάξεις). Τέτοιες περιπτώσεις εκκαθάρισης είναι π.χ. η ειδική εκκαθάριση κατ' άρθρο 106ια του Πτωχευτικού Κώδικα (βλ. την παρ. 6 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4336/2015), η ειδική εκκαθάριση κατ' άρθρα 46 και 46α του ν. 1892/1990 (βλ. την παρ. 4 του άρθρου 46 αυτού), η δικαστική εκκαθάριση κληρονομίας (βλ. άρθρα 1913 επ. του Αστικού Κώδικα), η εκκαθάριση αγροτικών συνεταιρισμών, όπου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας (βλ. άρθρο 27, παρ. 15 ν. 4384/2016) κ.λπ.

στ) Η εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου του οφειλέτη ή οποιουδήποτε των λοιπών αναφερομένων στην περίπτωση γ' προσώπων. Η εξάλειψη αυτών εντός του χρόνου της νέας παραγραφής, χωρίς την γραπτή συναίνεση του Δημοσίου, δεν αναιρεί τη διακοπή για ένα έτος μετά τη γραπτή γνωστοποίηση από τον οφειλέτη προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. της γενομένης εξάλειψης (περίπτωση στ παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)

ζ) Κάθε πράξη της κατά Κ.Ε.Δ.Ε. διοικητικής (αναγκαστικής) εκτέλεσης και κάθε διαδικαστική ως προς τον πίνακα κατάταξης πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου που λαμβάνει χώρα από την έναρξη της εκτέλεσης, μέχρι να καταστεί αμετάκλητος ο πίνακας κατάταξης δανειστών. Η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες από την κοινοποίηση στο Δημόσιο, με δικαστικό επιμελητή και με επιμέλεια των αντιδίκων, της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης επί του πίνακα κατάταξης δανειστών (περίπτωση ζ παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
Η άρση της κατάσχεσης ή η εξάλειψη της υποθήκης ή η ανάκληση άλλης πράξης διοικητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης από τις ανωτέρω, από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή από άλλη αρμόδια προς τούτο διοικητική αρχή δεν εξαλείφει αναδρομικά τη διακοπή της παραγραφής, η οποία αρχίζει εκ νέου από την ημερομηνία της άρσης ή της εξάλειψης ή της ανάκλησης αντίστοιχα (παράγραφος 2 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)

η) Η κοινοποίηση ατομικής ειδοποίησης στον οφειλέτη ή συνοφειλέτη ή εγγυητή (περίπτωση η παραγράφου 1 άρθρου 138 Ν. 4270/2014)

Σημείωση: Η ανωτέρω διάταξη της περίπτωσης η' του άρθρου 138 του Ν. 4270/2014, με την οποία προστέθηκε νέος λόγος διακοπής της παραγραφής, εφαρμόζεται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν παραγραφεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (βλ. παρ. γ' περίπτωση αα' του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).
Επί περισσοτέρων συνοφειλετών, διαιρετώς ή εις ολόκληρον ευθυνομένων, περιλαμβανομένου και του εγγυητή, η διακοπή της παραγραφής της απαίτησης του Δημοσίου ως προς ένα από αυτούς ενεργεί και κατά των λοιπών (παράγραφος 3 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014).
Με την επιφύλαξη των ανωτέρω διατάξεων οι κατά τις γενικές διατάξεις λόγοι διακοπής της παραγραφής ισχύουν και για τις απαιτήσεις του Δημοσίου (παράγραφος 4 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014).

III. Λόγοι διακοπής σύμφωνα με το άρθρο 51 του Ν. 4174/2013

Η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν.4174/2013), για τα οποία η Φορολογική Διοίκηση αποκτά εκτελεστό τίτλο από 1-1-2014, διακόπτεται για τους παρακάτω λόγους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 51 αυτού:
α) με την κοινοποίηση στον οφειλέτη της ατομικής ειδοποίησης
β) με την κοινοποίηση στον οφειλέτη οποιασδήποτε πράξης αναγκαστικής
εκτέλεσης,
γ) με την αναγγελία:
> προς επαλήθευση στην πτώχευση,
> προς κατάταξη στον υπάλληλο του πλειστηριασμού,
> στον εκκαθαριστή κληρονομιάς ή διαλυθέντος νομικού προσώπου και
> στον ειδικό εκκαθαριστή επιχείρησης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις,
δ) με την εγγραφή προσημείωσης ή υποθήκης επί οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του φορολογούμενου

Σημείωση: Σε περίπτωση πτώχευσης εφαρμόζεται η γενικής ισχύος διάταξη του άρθρου 266 του Αστικού Κώδικα, κατά την οποία η παραγραφή που διακόπηκε με αναγγελία σε πτώχευση αρχίζει πάλι αφότου η πτώχευση περατώθηκε ή, αν επακολούθησαν αντιρρήσεις κατά της απαίτησης, από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.
Επί αλληλεγγύως ευθυνομένων, η διακοπή της παραγραφής ως προς έναν από αυτούς ενεργεί και κατά των λοιπών.

IV. Λόγοι διακοπής της παραγραφής που προβλέπονται από τον Α.Κ.

α) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 260 του Αστικού Κώδικα την παραγραφή διακόπτει η αναγνώριση της αξίωσης με οποιοδήποτε τρόπο.
Σημείωση: Υπό την ισχύ του Ν.Δ. 321/1969, στην παρ. 1 του άρθρου 89 αυτού ορίζεται ότι η παραγραφή διακόπτεται για τους λόγους που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία «πλην του λόγου της καθ οιονδήποτε τρόπο αναγνωρίσεως της αξιώσεως υπό του Δημοσίου» .
β) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 του Αστικού Κώδικα την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής.
γ) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 264 του Αστικού Κώδικα την παραγραφή διακόπτει (μεταξύ άλλων) η αναγγελία για επαλήθευση σε πτώχευση (περ. 2). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 266 αυτού, η παραγραφή που διακόπηκε με αναγγελία σε πτώχευση αρχίζει πάλι αφότου η πτώχευση περατώθηκε ή, αν επακολούθησαν αντιρρήσεις κατά της απαίτησης, από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.
δ) Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1273 και 1280 του Αστικού Κώδικα την παραγραφή διακόπτει η εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης, αντίστοιχα.
Οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονταν συμπληρωματικά μόνο με τις διατάξεις του άρθρου 89 του Ν Δ. 321/1969, δεδομένου ότι στα άρθρα 88 του Ν. 2362/1995 (παρ. 1, περ. στ) και 138 του Ν. 4270/2014 (παρ. 1, περ. στ) έχουν ενσωματωθεί αντίστοιχες ειδικές διατάξεις.

ΣΤ. ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΧΡΟΝΟΥ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου έχει παραταθεί με τις ακόλουθες διατάξεις:

I. του άρθρου 14 του Ν.2074/1992, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-1993 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών που παραγράφονται εντός του έτους 1992»,

II. της παρ.5 του άρθρου 4 του ν.2187/1994, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-1994 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών που παραγράφονται εντός του έτους 1993»,

III. της παρ. 13 του άρθρου έβδομου του Ν.2275/1994, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 30-6-1995 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών που παραγράφονταν εντός του έτους 1994»,

IV. της παρ. 34 του άρθρου 6 του Ν. 2386/1996, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-1996 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. χρεών που παραγράφονται εντός του έτους 1995 και 1996 πλήν των υπαγομένων στην διάταξη της παρ.13 του άρθρου εβδόμου του Ν. 2275/1994,

V. της παρ. 23 του άρθρου 20 του Ν.2459/1997, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-1997 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών που παραγράφονται εντός των ετών 1996 και 1997. Η ισχύς της παραγράφου αρχίζει την 17-12-1996»,

VI. της παρ. 12 του άρθρου 22 του Ν.2523/1997, βάσει της οποίας « παρατείνεται μέχρι 31-12-1998 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που παραγράφονται εντός των ετών 1997 και 1998. Η παράταση δεν ισχύει για χρέη προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης»,

VII. της παρ.8 του άρθρου 17 του Ν.2753/1999, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-2001 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους άνω του ποσού των 30.000 δρχ. κατά βασική οφειλή και συνολικά κατά οφειλέτη που παραγράφονται εντός των ετών 1999,2000 και 2001. Η παράταση δεν ισχύει για χρέη προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης»,

VIII. της παρ.5 του άρθρου 11 του Ν.2954/2001, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-2003 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους άνω του ποσού των πενήντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι δρχ, (54.520 δρχ.) ή το ισόποσο των εκατόν εξήντα (160) ευρώ κατά την βασική οφειλή και συνολικά κατά οφειλέτη που παραγράφονται την 31-12-2001 και εντός των ετών 2002, 2003. Η παράταση δεν ισχύει για χρέη προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης»,

IX. της παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν.3808/2009, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-2011 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και τα Τελωνεία του Κράτους, χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που παραγράφονται εντός των ετών 2009, 2010»,

X. της παρ. 4 του άρθρου 15 του Ν.3888/32010, βάσει της οποίας «από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και μέχρι 31-12-2012 παρατείνεται η παραγραφή των πάσης φύσεως βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία χρεών» και

XI. της παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του Ν.4098/2012, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-2013 η προθεσμία παραγραφής των πάσης φύσεως βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και τα Τελωνεία χρεών που παραγράφονται εντός των ετών 2012 και 2013».

V. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

Απαίτηση του Δημοσίου η οποία έχει υποπέσει σε παραγραφή αντιτάσσεται σε συμψηφισμό για τρία (3) έτη από τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής (βλ. άρθρο 83, παρ. 3 του Ν.Δ. 356/1974-Κ.Ε.Δ.Ε., σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παρ. 2 του Ν. 4174/2013, προκειμένου για απαιτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτού, καθώς και τις ομοίου περιεχομένου διατάξεις των άρθρων 89 του Ν. 2362/1995 και 139 του Ν. 4270/2014, κατά περίπτωση).

Στην περίπτωση που η οφειλή έχει διαγραφεί λόγω παραγραφής και αντιτάσσεται σε συμψηφισμό με ανταπαίτηση του οφειλέτη, η οφειλή που διεγράφη λόγω παραγραφής πρέπει να αναβιώσει σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 119 του Π.Δ. 16/1989 «Κανονισμός λειτουργίας των Δ.Ο.Υ.».



Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Αριθ. οικ. 47404/Δ9.12407/17.10.2016 Παράταση της προθεσμίας του άρθρου 4, στοιχείο γ), περ. 1.ii. της υπ’ αριθ. 29502/85/1.9.2014 (ΦΕΚ Β΄ 2390/08-9-2014) απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας «Τροποποίηση και συμπλήρωση της υπ’ αριθ. 5072/6/25.02.2013 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β΄ 449/25.02.2013), περί επανακαθορισμού των όρων και προϋποθέσεων ηλεκτρονικής υποβολής στοιχείων για θέματα αρμοδιότητας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθ. 28153/126/28.8.2013 απόφασή του (ΦΕΚ Β΄ 2163/30.08.2013)», όπως ισχύει, για το έτος 2016

$
0
0

47404/Δ9.12407/2016

(ΦΕΚ Β' 3390/20.10.2016)

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Το άρθ. 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ Α΄ 98/2005).

2. Το Π.δ 113/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας», (ΦΕΚ Α΄ 180), όπως ισχύει.

3. Το άρθρο 27 του Ν. 4320/2015 (ΦΕΚ Α΄ 29) «Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών Οργάνων και λοιπές διατάξεις».

4. Το άρθ. 17 παρ. 6 του Ν. 3899/2010 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας» (ΦΕΚ 212Α΄/2010), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 138 παρ. Ε του Ν. 4052/2012 «Νόμος αρμοδιότητας Υπουργείων Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για εφαρμογή του νόμου «Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου ου Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας» και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 41Α΄/1-3-2012).

5. Το άρθρο 4, στοιχείο γ), περ. 1.ii. της υπ’ αριθ. 29502/85/1.9.2014 (ΦΕΚ Β΄ 2390/08-9-2014) απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας «Τροποποίηση και συμπλήρωση της
υπ’ αριθ. 5072/6/25.2.2013 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β΄ 449/25.02.2013), περί επανακαθορισμού των όρων και προϋποθέσεων ηλεκτρονικής υποβολής στοιχείων για θέματα αρμοδιότητας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθ. 28153/126/28.8.2013 απόφασή του (ΦΕΚ Β΄ 2163/30.08.2013)», όπως αντικαταστάθηκε με την υπ΄ αριθ. 49327/10702/22.12.2014 (ΦΕΚ Β΄ 3456/23-12-2014) απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και ισχύει.

6. Την από 12/10/2016 σχετική εισήγηση της Ομάδας Διαχείρισης του ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ αναφορικά με τον αριθμό των υποβληθέντων μέχρι σήμερα εντύπων ετήσιου πίνακα προσωπικού (Ε4) και προκειμένου να  ολοκληρωθεί ομαλά η διαδικασία σχετικών υποβολών από το σύνολο των υπόχρεων προ τούτο.

7. Το γεγονός ότι από την έκδοση αυτής δεν προκαλείται δαπάνη,

αποφασίζουμε:

Παρατείνεται για το έτος 2016, η προθεσμία ηλεκτρονικής υποβολής του ετήσιου πίνακα προσωπικού (έντυπο Ε4) της περ. 1.ii., στοιχείο γ) του άρθρου 4 της υπ΄ αριθ. 29502/85/1.9.2014 (ΦΕΚ Β΄ 2390/08-9-2014) απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, όπως ισχύει, έως και την 15η Νοεμβρίου 2016.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2016

Ο Υπουργός
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ

Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Nils Wahl της 20ής Οκτωβρίου 2016 Υπόθεση C‑413/14 P Intel Corporation Inc. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής Οι «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» και το εάν αποτελούν χωριστή και αυτοτελή κατηγορία εκπτώσεων, για τις οποίες δεν απαιτείται η εξέταση του συνόλου των περιστάσεων, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.

Next: Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 20ής Οκτωβρίου 2016 Στην υπόθεση C‑24/15 «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος προστιθεμένης αξίας – Έκτη οδηγία – Άρθρο 28γ, A, στοιχεία αʹ και δʹ – Μεταφορά αγαθών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα φοροαπαλλαγής – Μη τήρηση υποχρεώσεως αναγραφής αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ χορηγηθέντος από το κράτος μέλος προορισμού – Μη ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων περί της υπάρξεως φοροδιαφυγής – Άρνηση χορηγήσεως της απαλλαγής – Επιτρέπεται»
Previous: Αριθ. οικ. 47404/Δ9.12407/17.10.2016 Παράταση της προθεσμίας του άρθρου 4, στοιχείο γ), περ. 1.ii. της υπ’ αριθ. 29502/85/1.9.2014 (ΦΕΚ Β΄ 2390/08-9-2014) απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας «Τροποποίηση και συμπλήρωση της υπ’ αριθ. 5072/6/25.02.2013 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β΄ 449/25.02.2013), περί επανακαθορισμού των όρων και προϋποθέσεων ηλεκτρονικής υποβολής στοιχείων για θέματα αρμοδιότητας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθ. 28153/126/28.8.2013 απόφασή του (ΦΕΚ Β΄ 2163/30.08.2013)», όπως ισχύει, για το έτος 2016
$
0
0

Οι  ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ NILS WAHL της 20ής Οκτωβρίου 2016 Υπόθεση C‑413/14 P Intel Corporation Inc. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Οι «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» και το εάν αποτελούν χωριστή και αυτοτελή κατηγορία εκπτώσεων, για τις οποίες δεν απαιτείται η εξέταση του συνόλου των περιστάσεων, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.


Περιεχόμενα


I –   Νομικό πλαίσιο

II – Το ιστορικό της διαφοράς

III – Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

IV – Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων

V –   Ανάλυση των λόγων αναιρέσεως

Α –   Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Β –   Πρώτος λόγος αναιρέσεως: το εφαρμοστέο νομικό κριτήριο όσον αφορά τις αποκαλούμενες «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας»

1.     Τα κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

2.     Ανάλυση

α) Η κύρια ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τις χορηγηθείσες από την αναιρεσείουσα εκπτώσεις και πληρωμές

i)     Οι βασικές αρχές της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τις εκπτώσεις

ii)   Οι περιστάσεις της υποθέσεως ως μέσο προκειμένου να διακριβωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό

iii) Κατά τη νομολογία, υπάρχουν μόνο δύο κατηγορίες εκπτώσεων

–       Η τεκμαιρόμενη έλλειψη νομιμότητας λόγω της μορφής δεν μπορεί να ανατραπεί

–       Οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών δεν είναι πάντοτε επιβλαβείς

–       Τα αποτελέσματα των εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών εξαρτώνται από το ευρύτερο πλαίσιο

–       Οι συναφείς πρακτικές απαιτούν την εξέταση του συνόλου των περιστάσεων

iv)   Ενδιάμεσο συμπέρασμα

β) Η επάλληλη εξέταση της δυνατότητας περιορισμού του ανταγωνισμού που διεξήγαγε το Γενικό Δικαστήριο

i)     Δυνατότητα και/ή πιθανότητα

ii)   Οι παράγοντες που, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ενισχύουν τη διαπίστωση καταχρήσεως

iii) Λοιπές περιστάσεις

–       Κάλυψη της αγοράς

–       Διάρκεια

–       Εμπορική επίδοση των ανταγωνιστών και πτώση των τιμών

–       Το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή

γ) Συμπέρασμα

Γ –   Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: η κάλυψη της αγοράς ως στοιχείο βάσει του οποίου διαπιστώνεται αν μια επιχείρηση καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της

1.     Τα κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

2.     Ανάλυση

Δ –   Τρίτος λόγος αναιρέσεως: χαρακτηρισμός ορισμένων εκπτώσεων ως «εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας»

1.     Τα κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

2.     Ανάλυση

Ε –   Τέταρτος λόγος αναιρέσεως: δικαιώματα άμυνας

1.     Τα κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

2.     Ανάλυση

α) Η επίμαχη συνάντηση ήταν ακρόαση κατά την έννοια του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003

β) Η διαδικαστική πλημμέλεια δεν θεραπεύθηκε από το ενημερωτικό σημείωμα

γ) Η συνέπεια της παραλείψεως καταγραφής της επίμαχης συναντήσεως

ΣΤ – Πέμπτος λόγος αναιρέσεως: αρμοδιότητα

1.     Τα κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

2.     Ανάλυση

α) Γενικές παρατηρήσεις: εκδήλωση της συμπεριφοράς και/ή επιπτώσεις;

β) Αξιολόγηση της εφαρμογής των κρίσιμων κριτηρίων αρμοδιότητας από το Γενικό Δικαστήριο

i)     Εκδήλωση της συμπεριφοράς

ii)   «Ουσιαστικές» επιπτώσεις

Ζ –   Έκτος λόγος αναιρέσεως: ύψος του προστίμου

3.     Τα κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

4.     Ανάλυση

VI – Συνέπειες της αναλύσεως

VII – Πρόταση

«Αίτηση αναιρέσεως – Άρθρο 102 ΣΛΕΕ – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών – Χαρακτηρισμός τους ως καταχρηστικών – Εφαρμοστέο νομικό κριτήριο – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Δικαιώματα άμυνας – Άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου – Ακρόαση σχετικά με το αντικείμενο έρευνας – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Εφαρμογή – Αποτελέσματα»




1.        Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Intel Corporation (στο εξής: Intel ή αναιρεσείουσα) ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, Intel κατά Επιτροπής (2), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως C(2009) 3726 τελικό της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2009, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 82 [ΕΚ] (νυν άρθρο 102 ΣΛΕΕ) και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/C‑3/37.990 — Intel) (στο εξής: επίδικη απόφαση) (3).

2.        Η υπό κρίση υπόθεση εγείρει πληθώρα ζητημάτων αρχής. Στα ζητήματα αυτά περιλαμβάνεται η εφαρμογή της έννοιας «ενιαία και διαρκής παράβαση» στο πλαίσιο του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, η διακριτική ευχέρεια που πρέπει να έχει η Επιτροπή όσον αφορά την καταγραφή των ακροάσεων που διενεργεί στο πλαίσιο των ερευνών της και το πεδίο των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής όσον αφορά τη διερεύνηση παραβάσεων οι οποίες τελέστηκαν στην αλλοδαπή.

3.        Επιπλέον, η υπό κρίση παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει τη νομολογία του σχετικά με την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ως ισχύει σήμερα. Ειδικότερα, τίθεται το ζήτημα εάν, υπό το πρίσμα της συλλογιστικής που απορρέει από την απόφαση Hoffmann-La Roche (4), δικαιολογείται ο διαχωρισμός μεταξύ διαφορετικών τύπων εκπτώσεων. Λαμβανομένης υπόψη εκείνης της νομολογίας, το Δικαστήριο πρέπει να προσδιορίσει το ορθό εφαρμοστέο νομικό κριτήριο όσον αφορά μια συγκεκριμένη κατηγορία εκπτώσεων, την οποία, στο πλαίσιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο χαρακτήρισε ως «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας».

4.        Ιδίως, το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει αν το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ορθώς ότι εκπτώσεις όπως οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση είναι εγγενώς αντίθετες προς τον ανταγωνισμό. Η εγγενής αντίθεση των εκπτώσεων αυτών προς τον ανταγωνισμό θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου την εξέταση των λοιπών περιστάσεων της υποθέσεων, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η επίμαχη συμπεριφορά είναι πράγματι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης αγοράς.

I –    Νομικό πλαίσιο

5.        Με την αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (5) διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή θα πρέπει, ιδίως, να έχει τη δυνατότητα να καλεί σε συνέντευξη οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ενδεχομένως διαθέτει χρήσιμες πληροφορίες και να καταγράφει τις δηλώσεις του.

6.        Το άρθρο 19 του κανονισμού αφορά την εξουσία της Επιτροπής να καλεί σε ακροάσεις. Η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου έχει ως ακολούθως:

«1.      Προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δύναται να καλεί σε ακρόαση κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συναινεί προς αυτό για το σκοπό της συλλογής πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της εκάστοτε έρευνας.»

7.        Το άρθρο 27, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισης των εμπλεκόμενων μερών, τα οποία έχουν το δικαίωμα να αποκτούν γνώση του φακέλου της Επιτροπής, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος των επιχειρήσεων για την προστασία του επιχειρηματικού απόρρητου. Το δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες και τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης της Επιτροπής ή των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών […]».

8.        Με την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 (6) διευκρινίζεται ότι, κατά τη διεξαγωγή ακροάσεων από την Επιτροπή, τα πρόσωπα που καταθέτουν πρέπει να ενημερώνονται για τον σκοπό της κατάθεσης και για την καταγραφή που τυχόν πραγματοποιείται.

9.        Το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού αφορά την εξουσία της Επιτροπής σχετικά με τη διεξαγωγή ακροάσεων. Προβλέπει τα εξής:

«1.      Οσάκις η Επιτροπή καλεί σε ακρόαση πρόσωπο, με τη συναίνεσή του σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού [(ΕΚ) 1/2003], γνωστοποιεί κατά την έναρξη της κατάθεσης τη νομική βάση και τον σκοπό της ακρόασης, ενώ υπενθυμίζει και τον συναινετικό χαρακτήρα της. Ενημερώνει επίσης [για] την πρόθεσή της να καταγράψει τη συνέντευξη.

2.      Η σχετική συνέντευξη μπορεί να διεξαχθεί με οποιοδήποτε μέσο, συμπεριλαμβανόμενου του τηλεφώνου και των ηλεκτρονικών μέσων.

3.      Η Επιτροπή μπορεί να καταγράφει τις καταθέσεις που λαμβάνει από τα ερωτώμενα πρόσωπα, σε οποιαδήποτε μορφή. Αντίγραφο της καταγραμμένης κατάθεσης τίθεται στη διάθεση του προσώπου που την έχει δώσει, προς έγκριση. Εφόσον είναι αναγκαίο, η Επιτροπή τάσσει προθεσμία εντός της οποίας το ερωτηθέν πρόσωπο μπορεί να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τυχόν διορθώσεις που πρέπει να γίνουν στην κατάθεσή του.»

II – Το ιστορικό της διαφοράς

10.      Το ιστορικό της διαφοράς, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έχει συνοπτικώς ως εξής.

11.      Η Intel, είναι αμερικανική εταιρία που δραστηριοποιείται στον σχεδιασμό, την ανάπτυξη, την κατασκευή και εμπορία μικροεπεξεργαστών (στο εξής: CPU), «chipsets» (συστοιχιών ολοκληρωμένων κυκλωμάτων) και άλλων εξαρτημάτων ημιαγωγών, καθώς και λύσεων για πλατφόρμες στο πλαίσιο της επεξεργασίας δεδομένων και συσκευών επικοινωνίας.

12.      Στις 18 Οκτωβρίου 2000, η Advanced Micro Devices (στο εξής: AMD), υπέβαλε στην Επιτροπή επίσημη καταγγελία βάσει του κανονισμού 17 (7), την οποία συμπλήρωσε με νέα πραγματικά περιστατικά και νέες καταγγελίες, υποβάλλοντας συμπληρωματική καταγγελία στις 26 Νοεμβρίου 2003.

13.      Τον Μάιο του 2004, η Επιτροπή άρχισε τη διερεύνηση ορισμένων στοιχείων που περιλαμβάνονταν στη συμπληρωματική καταγγελία της AMD.

14.      Στις 17 Ιουλίου 2006, η AMD υπέβαλε καταγγελία στην Bundeskartellamt (γερμανική ομοσπονδιακή υπηρεσία αρμόδια για τις συμπράξεις), ισχυριζόμενη ότι η Intel ακολουθούσε, μεταξύ άλλων, εμπορικές πρακτικές αποκλεισμού, από κοινού με τη Media‑Saturn‑Holding GmbH (στο εξής: MSH), που είναι ευρωπαϊκή επιχείρηση λιανικής πωλήσεως μικροηλεκτρονικών συσκευών και η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή επιχείρηση λιανικής πωλήσεως προσωπικών υπολογιστών. Η ως άνω ομοσπονδιακή υπηρεσία αντάλλαξε με την Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με το ζήτημα αυτό.

15.      Στις 23 Αυγούστου 2006 η Επιτροπή συναντήθηκε με τον D1, ανώτερο διευθυντικό στέλεχος, της Dell Inc., η οποία ήταν πελάτης της Intel (8). Η Επιτροπή δεν κατέθεσε στον φάκελο της υποθέσεως ενδεικτικό κατάλογο των θεμάτων της συναντήσεως ούτε τήρησε πρακτικά. Μέλος της αρμόδιας για την υπόθεση ομάδας της Επιτροπής κατάρτισε, κάποια στιγμή μετά τη συνάντηση, σημείωμα σχετικό με τη συνάντηση αυτή, το οποίο η Επιτροπή χαρακτήρισε εσωτερικό. Στις 19 Δεκεμβρίου 2008, η Επιτροπή διαβίβασε στην αναιρεσείουσα μη εμπιστευτικό κείμενο του σημειώματος αυτού.

16.      Στις 26 Ιουλίου 2007, η Επιτροπή κοινοποίησε στην αναιρεσείουσα ανακοίνωση αιτιάσεων (στο εξής: ανακοίνωση αιτιάσεων του 2007) σχετικά με τη συμπεριφορά της έναντι των πέντε μεγαλύτερων κατασκευαστών εξοπλισμού πληροφορικής (Original Equipment Manufacturer, στο εξής: OEM), δηλαδή των Dell, Hewlett‑Packard Company (στο εξής: HP), Acer Inc., NEC Corp. και International Business Machines Corp. (στο εξής: IBM).

17.      Στις 17 Ιουλίου 2008, η Επιτροπή κοινοποίησε στην αναιρεσείουσα συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων σχετικά με τη συμπεριφορά της έναντι της MSH και της Lenovo Group Ltd (στο εξής: Lenovo). Η ανακοίνωση αυτή περιείχε νέα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη συμπεριφορά της Intel έναντι ορισμένων OEM, τους οποίους αφορούσε η ανακοίνωση αιτιάσεων του 2007, στοιχεία που είχαν περιέλθει στην Επιτροπή μετά την έκδοση της εν λόγω ανακοινώσεως.

18.      Μετά από διάφορες διαδικαστικές ενέργειες, η Επιτροπή εξέδωσε στις 13 Μαΐου 2009 την επίδικη απόφαση, κρίνοντας ότι η Intel υπέπεσε σε παράβαση του άρθρου 82 EK (νυν άρθρο 102 ΣΛΕΕ) και του άρθρου 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ, από τον Οκτώβριο 2002 έως τον Δεκέμβριο 2007, με την εφαρμογή στρατηγικής που αποσκοπούσε στον αποκλεισμό ανταγωνιστή, συγκεκριμένα της AMD, από την αγορά των CPU με αρχιτεκτονική x86 (στο εξής: CPU x86).

19.      Στην απόφαση αυτή περιέχονται οι ακόλουθες διαπιστώσεις.

20.      Τα προϊόντα που αφορά η ως άνω απόφαση είναι οι CPU. Η αρχιτεκτονική x86 αποτελεί πρότυπο σχεδιασμένο από την Intel για τους CPU που κατασκευάζει. Καθιστά δυνατή τη λειτουργία αμφοτέρων των λειτουργικών συστημάτων Windows και Linux. Το λειτουργικό σύστημα Windows έχει πρωτογενή σχέση με το σύνολο εντολών της αρχιτεκτονικής x86. Πριν το 2000, υπήρχαν διάφοροι κατασκευαστές CPU x86. Ωστόσο έκτοτε, οι περισσότεροι από αυτούς έχουν αποσυρθεί από την αγορά. Κατά την επίδικη απόφαση, οι μόνες εταιρίες που εξακολουθούν να κατασκευάζουν CPU x86 μετά το 2000 είναι ουσιαστικά η Intel και η AMD.

21.      Επιπροσθέτως, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αγορά του προϊόντος συμπίπτει με την αγορά των CPU x86. Πάντως, στην επίδικη απόφαση δεν διευκρινίζεται εάν πρόκειται για μία ενιαία αγορά CPU x86 ή αν πρόκειται για τρεις χωριστές αγορές CPU x86, δηλαδή για την αγορά των επιτραπέζιων υπολογιστών, την αγορά των φορητών υπολογιστών και την αγορά των διακομιστών. Κατά την εν λόγω απόφαση, δεδομένων των μεριδίων αγοράς της Intel σε κάθε μία από τις επιμέρους αυτές αγορές, δεν θα μεταβαλλόταν η διαπίστωση περί δεσπόζουσας θέσεως.

22.      Από γεωγραφικής απόψεως, στην επίδικη απόφαση η αγορά χαρακτηρίστηκε ως παγκόσμια.

23.      Όσον αφορά τη δεσπόζουσα θέση, διαπιστώθηκε ότι κατά το διάστημα των δέκα ετών που εξετάστηκε από την Επιτροπή (1997 έως 2007), η Intel κατείχε μερίδιο της αγορά το οποίο υπερέβαινε ή ανέρχονταν περίπου στο 70 %. Επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι υπήρχαν σημαντικοί φραγμοί όσον αφορά την είσοδο και την επέκταση στην αγορά των CPU x86. Οι φραγμοί αυτοί ήταν, ιδίως, απόρροια μη ανακτήσιμων επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη, δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και απαραίτητων για την παραγωγή CPU x86 εγκαταστάσεων παραγωγής. Δεδομένων των μεριδίων αγοράς της Intel και των φραγμών εισόδου και επέκτασης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Intel κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά τουλάχιστον κατά το διάστημα που καλύπτει η απόφαση, δηλαδή από τον Οκτώβριο του 2002 έως τον Δεκέμβριο του 2007.

24.      Στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή περιγράφει δύο τύπους συμπεριφοράς της Intel έναντι των εμπορικών της εταίρων, ήτοι τις εκπτώσεις υπό όρους και τους αποκαλούμενους «απροκάλυπτους περιορισμούς» (naked restrictions).

25.      Όσον αφορά τον πρώτο τύπο συμπεριφοράς, η Intel χορήγησε εκπτώσεις σε τέσσερις OEM, δηλαδή στις Dell, Lenovo, HP και NEC, υπό τον όρο ότι αυτοί οι OEM θα προμηθεύονται το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των CPU x86 από αυτήν. Επίσης, η Intel κατέβαλε χρηματικά ποσά στην MSH, υπό τον όρο ότι η MSH θα πωλεί αποκλειστικά υπολογιστές εξοπλισμένους με CPU x86 της Intel.

26.      Σύμφωνα με την επίδικη απόφαση, οι χορηγούμενες από την Intel εκπτώσεις υπό όρους συνιστούσαν εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών. Όσον δε αφορά την υπό όρους καταβολή χρημάτων στην MSH, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο οικονομικός μηχανισμός των πληρωμών αυτών είναι αντίστοιχος με αυτόν της χορηγήσεως εκπτώσεων υπό όρους στους OEM.

27.      Με την επίδικη απόφαση εξετάζεται, επίσης, από οικονομικής απόψεως, εάν θα ήταν δυνατόν να αποκλειστεί από την αγορά, εξαιτίας των εκπτώσεων και των πληρωμών προς την MSH, ένας υποθετικός ανταγωνιστής εξίσου αποτελεσματικός με την Intel (στο εξής: κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή) (9).

28.      Υπό το πρίσμα αυτών των διαπιστώσεων, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, χάρη στην υπό όρους χορήγηση εκπτώσεων και πληρωμών, η Intel εξασφάλισε ως πιστούς πελάτες τους βασικότερους OEM και την MSH. Τα αποτελέσματα αυτών των πρακτικών ήταν αλληλοσυμπληρούμενα, με συνέπεια να περιορίζεται σε σημαντικό βαθμό η δυνατότητα των λοιπών κατασκευαστών να ανταγωνιστούν την Intel με βάση τα προτερήματα των CPU x86 κατασκευής τους. Ως εκ τούτου, η αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά της Intel συνέτεινε στον περιορισμό των επιλογών των καταναλωτών και των κινήτρων προς καινοτομία.

29.      Όσον αφορά τον δεύτερο τύπο συμπεριφοράς που διαπιστώθηκε με την επίδικη απόφαση, ήτοι τους «απροκάλυπτους περιορισμούς», η Επιτροπή υποστήριξε ότι η Intel κατέβαλλε χρηματικά ποσά σε τρεις OEM, συγκεκριμένα στις HP, Acer και Lenovo, υπό τον όρο ότι θα αναβάλουν ή θα ακυρώσουν την έναρξη διαθέσεως στην αγορά προϊόντων εξοπλισμένων με CPU κατασκευής AMD ή/και ότι θα θέσουν περιορισμούς στη διανομή τέτοιων προϊόντων. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά της Intel έβλαψε ευθέως τον ανταγωνισμό, καθόσον οι πελάτες στερήθηκαν το δικαίωμα επιλογής το οποίο θα διατηρούσαν σε διαφορετική περίπτωση. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η πρακτική αυτή δεν εμπίπτει εντός των ορίων του συνήθους, βάσει προτερημάτων, ανταγωνισμού.

30.      Η Επιτροπή διαπίστωσε με την επίδικη απόφαση όχι μόνον ότι κάθε μία από τις ως άνω πρακτικές της Intel έναντι των προαναφερθέντων OEM και της MSH συνιστά καταχρηστική πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, αλλά και ότι κάθε μία από αυτές τις καταχρηστικές πρακτικές αποτελεί επίσης μέρος μιας ενιαίας στρατηγικής αποκλεισμού του μοναδικού σημαντικού ανταγωνιστή της, της AMD, από την αγορά CPU x86. Συνεπώς, αυτές οι επιμέρους καταχρηστικές πρακτικές συνιστούσαν ενιαία παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

31.      Εφαρμόζοντας τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 1, σημείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τα πρόστιμα) (10), η Επιτροπή επέβαλε στην αναιρεσείουσα πρόστιμο ύψους 1.06 δισεκατομμυρίου ευρώ.

32.      Η επίδικη απόφαση έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Η Intel […] υπέπεσε σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ από τον Οκτώβριο 2002 έως τον Δεκέμβριο 2007, εφαρμόζοντας στρατηγική σκοπούσα τον αποκλεισμό ανταγωνιστή, [και συγκεκριμένα της AMD], από την αγορά των CPU x86, η οποία συνίστατο στα εξής:

α)      χορήγηση εκπτώσεων στην Dell μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Δεκεμβρίου 2005, υπό τον όρο ότι η Dell θα καλύψει το σύνολο των αναγκών της σε CPU x86 από την Intel·

β)      χορήγηση εκπτώσεων στην HP μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Μαΐου 2005 υπό τον όρο ότι η HP θα αγοράσει από την Intel τουλάχιστον το 95 % των CPU x86 των επιτραπέζιων υπολογιστών που κατασκευάζει για επαγγελματική χρήση·

γ)      χορήγηση εκπτώσεων στη NEC μεταξύ Οκτωβρίου 2002 και Νοεμβρίου 2005 υπό τον όρο ότι η NEC θα αγοράσει τουλάχιστον το 80 % των CPU x86 που προορίζεται για τους διακομιστές που κατασκευάζει από την PC clients από την Intel·

δ)      χορήγηση εκπτώσεων στη Lenovo μεταξύ Ιανουαρίου 2007 και Δεκεμβρίου 2007 υπό τον όρο ότι η Lenovo θα αγοράσει από την Intel το σύνολο των CPU x86 που προορίζονται για τους φορητούς υπολογιστές που κατασκευάζει·

ε)      καταβολή χρηματικών ποσών στην [MSH] μεταξύ Οκτωβρίου 2002 και Δεκεμβρίου 2007 υπό τον όρο ότι η [MSH] θα πωλεί μόνον υπολογιστές εξοπλισμένους με CPU x86 της Intel·

στ)      καταβολή χρηματικών ποσών στην HP μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Μαΐου του 2005 υπό τον όρο ότι: i) η HP θα διοχετεύει τους επαγγελματικής χρήσεως επιτραπέζιους υπολογιστές HP που είναι εξοπλισμένοι με CPU x86 της AMD σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και σε πελάτες του δημοσίου τομέα, της εκπαίδευσης και της υγείας, αντί σε μεγάλες επιχειρήσεις· ii) η HP θα απαγορεύσει στους συνεργαζόμενους με αυτήν διανομείς να διαθέτουν στοκ επαγγελματικής χρήσεως επιτραπέζιων υπολογιστών HP εξοπλισμένων με CPU x86 της AMD, ούτως ώστε οι υπολογιστές αυτοί να διατίθενται στους πελάτες μόνο με παραγγελία στην HP (είτε απευθείας είτε μέσω των συνεργαζόμενων με την HP διανομέων που ενεργούσαν ως εμπορικοί αντιπρόσωποι)· iii) η HP θα καθυστερήσει κατά έξι μήνες την έναρξη διαθέσεως στην αγορά του επαγγελματικής χρήσεως υπολογιστή με CPU x86 της AMD που προορίζεται για τις επιχειρήσεις της περιοχής (Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική]·

ζ)      καταβολή χρηματικών ποσών στην Acer [μεταξύ Σεπτεμβρίου 2003 και Ιανουαρίου 2004] υπό τον όρο ότι η Acer θα καθυστερήσει την έναρξη διαθέσεως στην αγορά φορητού υπολογιστή εξοπλισμένου με CPU x86 της AMD·

η)      καταβολή χρηματικών ποσών στη Lenovo [μεταξύ Ιουνίου 2006 και Δεκεμβρίου 2006] υπό τον όρο ότι η Lenovo θα καθυστερήσει και τελικά θα ακυρώσει την έναρξη διαθέσεως στην αγορά φορητών υπολογιστών εξοπλισμένων με CPU x86 της AMD.»

III – Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

33.      Με προσφυγή την οποία άσκησε στις 22 Ιουλίου 2009, η αναιρεσείουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την επίδικη απόφαση. Η Association for Competitive Technology, Inc. (στο εξής: ACT) παρενέβη προς στήριξη της Intel.

34.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

IV – Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων

35.      Με την αίτηση αναιρέσεως η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Αυγούστου 2014, η Intel ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει εν όλω ή εν μέρει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–        να ακυρώσει, εν όλω ή εν μέρει, την επίδικη απόφαση,

–        να ακυρώσει ή να μειώσει ουσιωδώς το επιβληθέν πρόστιμο,

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να κρίνει εκ νέου την υπόθεση σύμφωνα με τις νομικές εκτιμήσεις του Δικαστηρίου,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης καθώς και της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

36.      Η ACT κατέθεσε υπόμνημα προς στήριξη των αιτημάτων της αναιρεσείουσας.

37.      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα.

38.      Η Intel, η ACT και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη στις 21 Ιουνίου 2016.

V –    Ανάλυση των λόγων αναιρέσεως

39.      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει έξι λόγους. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον νομικό χαρακτηρισμό των επίμαχων εκπτώσεων ως «εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας». Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τη διαπίστωση παραβάσεως κατά τα έτη 2006 και 2007, καθώς και ως προς την αξιολόγηση της σημασίας της καλύψεως της αγοράς. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ως «εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας» ορισμένων συμφωνιών χορηγήσεως εκπτώσεων, οι οποίες κάλυπταν απλώς ένα μικρό τμήμα των αγορών από τους πελάτες. Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από διαδικαστικό σφάλμα οφειλόμενο σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004, σχετικά με την απουσία υποχρεώσεως της καταγραφής των ακροάσεων. Ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και αφορά την αρμοδιότητα της Επιτροπής να εφαρμόσει το άρθρο 102 ΣΛΕΕ στις συμφωνίες που συνήψε η αναιρεσείουσα με τη Lenovo στην Κίνα κατά τα έτη 2006 και 2007. Τέλος, με τον έκτο λόγο αναιρέσεως αμφισβητείται ο καθορισμός του ύψους του επιβληθέντος προστίμου ως απόρροια πλάνης περί το δίκαιο όσον αφορά την αναδρομική εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων.

40.      Θα εξετάσω όλα αυτά τα ζητήματα διαδοχικά. Ωστόσο, πριν προχωρήσω σε αυτή την εξέταση, θεωρώ σκόπιμο να καταθέσω ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις ως προς το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Οι παρατηρήσεις αυτές θα αποτελέσουν το σημείο αφετηρίας για την εξέταση των τριών πρώτων λόγων αναιρέσεως, η οποία ακολουθεί.

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

41.      Εξ αρχής, επιδίωξη των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης ήταν να καθιερωθεί ένα σύστημα αποφυγής νοθεύσεως του ανταγωνισμού, ως τμήμα της εσωτερικής αγοράς που έχει θεσπιστεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (11). Συναφώς, δεν θα αποτελούσε υπερβολή να λεχθεί ότι η προστασία που εγγυώνται οι κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης αφορά αυτή καθαυτή τη λειτουργία του ανταγωνισμού και όχι, για παράδειγμα, τους ανταγωνιστές (12). Στο ίδιο πνεύμα, ανταγωνιστές οι οποίοι ωθούνται εκτός αγοράς λόγω του έντονου ανταγωνισμού, και όχι λόγω συμπεριφορών αντίθετων προς τον ανταγωνισμό, δεν χρήζουν προστασίας. Ως εκ τούτου, κάθε αποχώρηση από την αγορά δεν αποτελεί, κατ’ ανάγκη, ένδειξη καταχρηστικής συμπεριφοράς, αλλά αντιθέτως αποτελεί ένδειξη επιθετικού, πλην όμως υγιούς και θεμιτού ανταγωνισμού (13). Σε τελική ανάλυση, το δίκαιο του ανταγωνισμού, δεδομένου του οικονομικού του χαρακτήρα, αποσκοπεί στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας. Η σημασία που αποδίδεται στην αποτελεσματικότητα αποτυπώνεται επίσης ξεκάθαρα, κατά την άποψή μου, στη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης.

42.      Από την ανωτέρω διαπίστωση, συνάγεται λογικά ότι αυτή καθεαυτή η δεσπόζουσα θέση δεν θεωρείται ότι αντιβαίνει στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, απαγορεύονται, και ως εκ τούτου επισύρουν κυρώσεις ως καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσεως, αποκλειστικά και μόνο συμπεριφορές οι οποίες αποτελούν εκφράσεις ισχύος στην αγορά και λειτουργούν εις βάρος του ανταγωνισμού, και κατά συνέπεια, εις βάρος των καταναλωτών.

43.      Λογική συνέπεια του σκοπού ενισχύσεως της αποτελεσματικότητας είναι ότι αποφασιστική σημασία έχουν οι επιπτώσεις μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς στον ανταγωνισμό. Ανεξάρτητα από το εξετάζεται μια απλουστευμένη δυνατότητα εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, όπως αυτή που παρέχει η έννοια των «περιορισμού εξ αντικειμένου» στο πλαίσιο του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (14), ή μια ενιαία σταθερή συμπεριφορά εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, σκοπός των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης είναι η αντιμετώπιση συμπεριφορών που έχουν επιπτώσεις στον ανταγωνισμό. Μέχρι και σήμερα, η μορφή των επιμέρους πρακτικών ουδέποτε θεωρήθηκε σημαντική.

44.      Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο διέκρινε τρεις κατηγορίες εκπτώσεων: τις εκπτώσεις βάσει του όγκου πωλήσεων, τις «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» και τις εκπτώσεις που στηρίζονται σε έναν μηχανισμό ο οποίος μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εξασφάλιση πιστών πελατειακών σχέσεων. Σε αντίθεση με τις εκπτώσεις οι οποίες στηρίζονται αποκλειστικά στην ποσότητα των πωλήσεων (κατηγορία 1), οι οποίες αντανακλούν τη βελτίωση της αποδοτικότητας και τις οικονομίες κλίμακας, τα συστήματα εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας (κατηγορία 2) σύμφωνα με την ταξινόμηση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, αντιβαίνουν προς τον σκοπό διατηρήσεως ανόθευτου ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Αυτού του είδους οι εκπτώσεις χορηγούνται υπό τον όρο ότι ο πελάτης θα καλύπτει το σύνολο ή σημαντικό μέρος των αναγκών του από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση (15).

45.      Πέραν των δύο προαναφερθεισών κατηγοριών εκπτώσεων, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μνημονεύει και μια ακόμη κατηγορία εκπτώσεων, η οποία συνίσταται στην ύπαρξη μηχανισμού εξασφαλίσεως πιστών πελατειακών σχέσεων, χωρίς αυτός να συνδέεται άμεσα με την προϋπόθεση αποκλειστικού ή σχεδόν αποκλειστικού εφοδιασμού (κατηγορία 3). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται εκπτώσεις όπως οι αναδρομικές εκπτώσεις (16). Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι εκπτώσεις εμπίπτουσες στην κατηγορία 3 πρέπει να διακρίνονται από τις «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» για τον λόγο ότι αυτές δεν τελούν ευθέως υπό τον όρο της αποκλειστικότητας. Για τον λόγο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν αυτού του είδους οι εκπτώσεις είναι ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, επιβάλλεται η εξέταση του συνόλου των περιστάσεων μιας υποθέσεως (17).

46.      Δεδομένου οι επίμαχες εκπτώσεις χορηγούνταν υπό όρους, το Γενικό Δικαστήριο χαρακτήρισε τόσο αυτές όσο και τις πληρωμές στις οποίες προέβη η αναιρεσείουσα ως «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας». Επικαλούμενο δε τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση Hoffmann-La Roche, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η επίμαχη επιχείρηση καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της, αρκούσε οι χορηγούμενες εκπτώσεις να είναι «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας», εμπίπτουσες στην κατηγορία 2. Αφ’ ης στιγμής τούτο αποδεικνύεται, καθίσταται πλέον άνευ αντικειμένου η εξέταση του «συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως», προκειμένου να εξακριβωθεί αν η οικεία συμπεριφορά μπορούσε να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Η σχετική δυνατότητα τεκμαίρεται αποκλειστικά και μόνο βάσει της μορφής της συμπεριφοράς. Τούτο δε, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ισχύει διότι οι εν λόγω εκπτώσεις σχεδιάζονται, κατά κανόνα, προκειμένου να εξαλείψουν ή να περιορίσουν τη δυνατότητα των αγοραστών να επιλέγουν τις πηγές εφοδιασμού τους και, υπ’ αυτήν την έννοια, παρεμποδίζουν τους πελάτες να εφοδιάζονται από ανταγωνιστές παραγωγούς (18).

47.      Βάσει αυτής της μεθοδολογίας, η παραδοχή που διαπνέει ολόκληρη την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι ότι «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» οι οποίες χορηγούνται από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση καταλήγουν πάντοτε και ανεξαιρέτως σε αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού αποκλεισμό από την αγορά. Βάσει της παραδοχής αυτής, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τη σημασία του πλαισίου και, κατ’ επέκταση, την ανάγκη να εξεταστεί κατά πόσον μια τέτοια συμπεριφορά έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό.

48.      Με αυτά τα δεδομένα κατά νου, η «μοίρα» του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως εξαρτάται τελικώς από το αν το Δικαστήριο κρίνει ορθή την ως άνω παραδοχή.

 Πρώτος λόγος αναιρέσεως: το εφαρμοστέο νομικό κριτήριο όσον αφορά τις αποκαλούμενες «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας»

1.      Τα κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

49.      Σύμφωνα με τον βασικό της ισχυρισμό, η Intel, υποστηριζόμενη από την ACT, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον νομικό χαρακτηρισμό των εκπτώσεων που απέδωσε με τον όρο «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας», ήτοι των «εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών κατά την έννοια της νομολογίας Hoffmann-La Roche» (19). Κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε εσφαλμένα ότι, σε αντίθεση με άλλες εκπτώσεις και τιμολογιακές πρακτικές, οι εν λόγω εκπτώσεις είναι εγγενώς ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό και, ως εκ τούτου, είναι αντίθετες στους σχετικούς κανόνες, χωρίς να απαιτείται να εξετασθούν ούτε οι περιστάσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκαν οι επίμαχες εκπτώσεις ούτε το αν οι εκπτώσεις περιορίζουν τον ανταγωνισμό (20). Συναφώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε καθόσον επιβεβαίωσε την ύπαρξη καταχρήσεως χωρίς καν να εξετάσει αν έχει πληγεί ο ανταγωνισμός. Επιπλέον, η Intel υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και ως προς την επάλληλη διαπίστωσή του ότι οι επίμαχες στην προκείμενη υπόθεση εκπτώσεις μπορούσαν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό (21).

50.      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος. Ουσιαστικά, υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε μια εσφαλμένη παραδοχή: ότι οι «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» αποτελούν απλώς τιμολογιακές πρακτικές. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» είναι εγγενώς διαφορετικές από τις λοιπές τιμολογιακές πρακτικές. Κατά την άποψή της, εκπτώσεις οι οποίες χορηγούνται υπό τον όρο αποκλειστικότητας φέρουν χαρακτηριστικά τα οποία καθιστούν μη αναγκαία την εξέταση της δυνατότητάς τους να περιορίσουν τον ανταγωνισμό στο πλαίσιο συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η Επιτροπή εκτιμά, ειδικότερα, ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις εκπτώσεις δεν ενισχύει την άποψη της αναιρεσείουσας ότι οι «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» δεν πρέπει να διακρίνονται ούτε από τις λοιπές εκπτώσεις που κατατείνουν την εξασφάλιση πιστών πελατών ούτε, συνεπώς, από τις τιμολογιακές πρακτικές.

51.      Όσον αφορά την επάλληλη εξέταση του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα με το οποίο να αμφισβητεί την επάλληλη εξέταση της δυνατότητας περιορισμού του ανταγωνισμού που διενήργησε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

2.      Ανάλυση

52.      Το ουσιώδες ζήτημα κατά την εξέταση του πρώτου λόγου αναιρέσεως συνίσταται στον καθορισμό του ορθού εφαρμοστέου νομικού κριτηρίου όσον αφορά τις αποκαλούμενες «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας». Με άλλα λόγια, το ερώτημα είναι αν το Γενικό Δικαστήριο έκρινε δικαιολογημένα ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξετάσει το «σύνολο των περιστάσεων» προκειμένου να εξακριβώσει αν οι εν λόγω εκπτώσεις μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στον ανταγωνισμό. Για να το θέσω απλά: ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι, λόγω της μορφής τους, οι «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» δεν σώζονται ακόμη κι αν ληφθεί υπόψη το πλαίσιο βάσει του οποίου χορηγήθηκαν;

53.      Καταρχάς, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή με τις γραπτές της παρατηρήσεις, δεν διακρίνω κανέναν λόγο για τον οποίο το Δικαστήριο δεν πρέπει να εξετάσει συνολικώς τον πρώτο λόγο αναιρέσεως. Σύμφωνα με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, είναι σαφές ότι η αναιρεσείουσα επιδιώκει να καταδείξει τα νομικά σφάλματα βάσει των οποίων οι χορηγηθείσες από την Intel εκπτώσεις και πληρωμές χαρακτηρίστηκαν εσφαλμένα, κατά την άποψή της, ως «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας», κατ’ αντιδιαστολή προς άλλες εκπτώσεις οι οποίες συντείνουν στην εξασφάλιση πιστών πελατών. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως προκειμένου να αποφανθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά ισοδυναμεί με κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Η Intel επίσης αμφισβητεί την επάλληλη εξέταση της «δυνατότητας περιορισμού του ανταγωνισμού» (22) στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο. Κατά την άποψή της, κακώς δεν ελήφθησαν υπόψη, στο πλαίσιο αυτής της εξετάσεως, διάφορα πραγματικά περιστατικά τα οποία ήταν κρίσιμα προκειμένου να διαπιστωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά μπορούσε να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Μολονότι το συγκεκριμένο ζήτημα συνδέεται στενά με την αξιολόγηση πραγματικών περιστατικών, εντούτοις, δεν μπορεί να εξαιρείται από τον έλεγχο νομιμότητας, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 256 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγξει όχι μόνον τον νομικό χαρακτηρισμό αυτών των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο, αλλά και τις έννομες συνέπειες που το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε.

54.      Όσον αφορά την ουσία του πρώτου λόγου αναιρέσεως, θα αρχίσω την ανάλυσή μου εξετάζοντας αν ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι, για την αξιολόγηση των «εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας» που χορηγήθηκαν από την Intel στους επίμαχους OEM και των εμπορικών συμφωνιών που συνήψε με την MSH, δεν ήταν απαραίτητο να εξετάσει «το σύνολο των περιστάσεων», προκειμένου να εξακριβώσει αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Συναφώς, θα αναφερθούν οι βασικές αρχές της σχετικής νομολογίας, προκειμένου να καταδειχθεί ότι η νομολογία απαιτεί την εξέταση του συνόλου των περιστάσεων. Ακολούθως, ως λογική συνέπεια αυτού του συμπεράσματος, θα προχωρήσω στην ανάλυση της επάλληλης εκτιμήσεως που διενήργησε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά το αν οι χορηγηθείσες από την αναιρεσείουσα εκπτώσεις ήταν ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό.

 Η κύρια ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τις χορηγηθείσες από την αναιρεσείουσα εκπτώσεις και πληρωμές

55.      Όπως προανέφερα, (σημεία 44 έως 46 των παρουσών προτάσεων), το Γενικό Δικαστήριο διέκρινε, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, τρεις κατηγορίες εκπτώσεων: τις εκπτώσεις βάσει όγκου πωλήσεων (κατηγορία 1), τις «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας», οι οποίες χορηγούνται υπό τον όρο ότι ο πελάτης καλύπτει το σύνολο ή σημαντικό μέρος των αναγκών του από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση (κατηγορία 2) και τις λοιπές μορφές εκπτώσεων στις οποίες η παροχή οικονομικού κινήτρου δεν συνδέεται άμεσα με τον αποκλειστικό ή σχεδόν αποκλειστικό εφοδιασμό (κατηγορία 3) (23).

56.      Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι εκπτώσεις που χορηγήθηκαν στις Dell, HP, NEC και Lenovo, για τις οποίες κάνει λόγο η Επιτροπή ιδίως στο άρθρο 1, στοιχεία α΄ έως δ΄, της επίδικης αποφάσεως, ήταν «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» εμπίπτουσες στην κατηγορία 2. Και τούτο, διότι οι εκπτώσεις αυτές τελούσαν υπό τον όρο ότι οι εν λόγω εταιρίες θα κάλυπταν από την Intel, τουλάχιστον σε ένα συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς, είτε το σύνολο των αναγκών τους σε CPU x86 (στην περίπτωση των Dell και Lenovo) είτε σημαντικό μέρος αυτών (δηλαδή, ποσοστό 95 % στην περίπτωση της HP και ποσοστό 80 % στην περίπτωση της NEC) (24). Όσον δε αφορά τις πληρωμές που καταβλήθηκαν προς την MSH, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, αλλά όφειλε απλώς να αποδείξει ότι η αναιρεσείουσα είχε παράσχει οικονομικό κίνητρο υπό τον όρο της αποκλειστικότητας (25).

57.      Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο επικαλούμενο τη διαπίστωση του Δικαστηρίου στην απόφαση Hoffmann-La Roche (26), έκρινε ότι ο χαρακτηρισμός μιας «εκπτώσεως λόγω αποκλειστικότητας» ως καταχρηστικής δεν εξαρτάται από την ανάλυση της ικανότητας της εν λόγω εκπτώσεως να περιορίσει τον ανταγωνισμό βάσει των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως (27).

58.      Κατά την αναιρεσείουσα, το συμπέρασμα αυτό είναι νομικώς εσφαλμένο. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς δεν εξέτασε τις κρίσεις που διατύπωσε το Δικαστήριο σε άλλες υποθέσεις που αφορούσαν εκπτώσεις κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, καθώς και εκείνες που αφορούν άλλες τιμολογιακές πρακτικές.

59.      Στα σημεία που έπονται, θα εξηγήσω για ποιους λόγους συμφωνώ με την αναιρεσείουσα.

i)      Οι βασικές αρχές της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τις εκπτώσεις

60.      Γενικά, η νομολογία του Δικαστηρίου επιδεικνύει επιφυλακτικότητα έναντι των διαφόρων συστημάτων εκπτώσεων που χορηγούνται από επιχειρήσεις κατέχουσες δεσπόζουσα θέση. Τούτο μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι, κατά κανόνα, γίνεται δεκτό ότι οι κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις υπέχουν ειδική υποχρέωση να μην επιτρέπουν η συμπεριφορά τους να παρεμποδίζει τον ανταγωνισμό στην κοινή αγορά (28). Από την ειδική αυτή υποχρέωση συνάγεται ότι μηχανισμοί οι οποίοι, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, ωθούν τους πελάτες να εφοδιάζονται από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση θεωρείται ότι σκοπούν στην εξασφάλιση πιστών πελατών και, ως εκ τούτου, τεκμαίρονται καταχρηστικοί.

61.      Από τη συλλογιστική που αναπτύχθηκε στη θεμελιώδη απόφαση Hoffmann-La Roche συνάγεται ότι εκπτώσεις οι οποίες χορηγούνται υπό τον όρο ότι ο πελάτης θα καλύπτει το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών του από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση είναι, κατά τεκμήριο, παράνομες. Το ίδιο τεκμήριο ελλείψεως νομιμότητας ισχύει και για άλλες εκπτώσεις οι οποίες επίσης σκοπούν στην εξασφάλιση πιστών πελατών, ακόμη και αν, από τυπικής απόψεως, δεν στηρίζονται σε όρο αποκλειστικότητας. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εκπτώσεις οι οποίες είτε ήταν αναδρομικές και εξατομικευμένες, όπως στις υποθέσεις Michelin I (29), British Airways (30) και Tomra (31), είτε είχαν ως βάση το μερίδιο αγοράς και ήταν εξατομικευμένες, όπως στην υπόθεση Hoffmann-La Roche (32), αντιβαίνουν στους κανόνες του ανταγωνισμού Μέχρι στιγμής, η μοναδική κατηγορία εκπτώσεων που έχει διαφύγει του τεκμηρίου ελλείψεως νομιμότητας είναι οι εκπτώσεις που χορηγούνται με βάση τον όγκο πωλήσεων. Αυτές οι εκπτώσεις συνδέονται αποκλειστικά με την ποσότητα των προϊόντων που αγοράζονται από μια δεσπόζουσα επιχείρηση (33).

62.      Οι χορηγηθείσες από την Intel εκπτώσεις και πληρωμές μπορούν να χαρακτηριστούν ως εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών με βάση το μερίδιο αγοράς (34). Προκειμένου ένας πελάτης να είναι επιλέξιμος για τη χορήγηση της σχετικής εκπτώσεως, ήταν υποχρεωμένος να καλύπτει συγκεκριμένο ποσοστό των αναγκών του από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση. Όπως εξήγησα ήδη, το Γενικό Δικαστήριο, επικαλούμενο την κρίση στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο με την απόφαση Hoffmann-La Roche, έκρινε ότι, προκειμένου περί εκπτώσεως λόγω αποκλειστικότητας, εμπίπτουσας στην κατηγορία 2, παρέλκει η βάσει των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως εξέταση του εάν αυτή είναι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό (35).

63.      Η απόφαση Hoffmann-La Roche αφορούσε σύστημα εκπτώσεων το οποίο στηριζόταν στο μερίδιο αγοράς και λειτουργούσε υπό την προϋπόθεση ότι οι πελάτες καλύπτουν συγκεκριμένο ποσοστό των αναγκών τους από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση. Πιο συγκεκριμένα, οι προβλεπόμενες εκπτώσεις ήταν κλιμακωτές και αυξάνονταν προοδευτικά ανάλογα με το ποσοστό του κύκλου εργασιών που κάλυπταν οι αγορές από την δεσπόζουσα επιχείρηση (36). Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, η χορήγηση εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών δεν στηρίζεται σε οικονομική συναλλαγή που να δικαιολογεί αυτή την επιβάρυνση ή αυτό το πλεονέκτημα. Αντιθέτως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τέτοιου είδους εκπτώσεις τείνουν στο να αφαιρέσουν από τον αγοραστή ή να περιορίσουν τη δυνατότητα επιλογής του όσον αφορά τις πηγές εφοδιασμού του και να αποτρέψουν την είσοδο άλλων παραγωγών στην αγορά (37). Επομένως, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, «[γ]ια μια επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά, η δέσμευση των αγοραστών […] με υποχρέωση ή υπόσχεση προμήθειας του συνόλου ή σημαντικού μέρους των αναγκών τους αποκλειστικά από την εν λόγω επιχείρηση συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσποζούσης θέσεως κατά την έννοια του άρθρου [102 ΣΛΕΕ], είτε η εν λόγω υποχρέωση έχει συμφωνηθεί άνευ ετέρου, είτε αντισταθμίζεται από τη χορήγηση εκπτώσεων» (38). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, εν συνεχεία, ότι «[τ]ο ίδιο συμβαίνει όταν η εν λόγω επιχείρηση, χωρίς να δεσμεύει τους αγοραστές με ρητή υποχρέωση, εφαρμόζει, είτε βάσει συμφωνιών με τους αγοραστές αυτούς, είτε μονομερώς, σύστημα εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών, δηλαδή εκπτώσεων που εξαρτώνται από τον όρο ότι ο πελάτης –όποιο και αν είναι άλλωστε το ύψος, σημαντικό ή ελάχιστο, των αγορών του– προμηθεύεται το σύνολο ή σημαντικό μέρος των αναγκών του αποκλειστικά από την επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση (39).

64.      Προβαίνοντας σε αυτή την πρωτοποριακή διαπίστωση, το Δικαστήριο ουδόλως αναφέρθηκε στην ανάγκη εξετάσεως του συνόλου των περιστάσεων προκειμένου να εξακριβωθεί αν η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεως έχει αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο.

65.      Υπ’ αυτό το πρίσμα, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο θα μπορούσε, ενδεχομένως, να μην προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη.

66.      Ωστόσο, θα πρέπει ήδη από το σημείο αυτό να υπογραμμισθεί ότι στη Hoffmann-La Roche, το συμπέρασμα που αφορούσε τον παράνομο χαρακτήρα των εκεί επίμαχων εκπτώσεων προέκυψε μετά από διεξοδική ανάλυση στο πλαίσιο της οποίας εξετάστηκαν, μεταξύ άλλων, οι προϋποθέσεις που ίσχυαν ως προς τη χορήγηση των εκπτώσεων, καθώς και το τμήμα της αγοράς που κάλυπταν οι εν λόγω εκπτώσεις (40). Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι, βάσει αυτής της αναλύσεως, οι εκεί επίμαχες εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών σκοπούσαν να αποτρέψουν τους πελάτες, μέσω της χορηγήσεως οικονομικού πλεονεκτήματος, από την κάλυψη των αναγκών τους από ανταγωνιστές παραγωγούς.

67.      Όπως ορθά επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο (41), από την έκδοση της αποφάσεως Hoffmann-La Roche και έπειτα, η νομολογία επικεντρώθηκε κυρίως στην προσπάθεια εξευρέσεως των καταλλήλων κριτηρίων προκειμένου να διαπιστώνεται αν μια επιχείρηση καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της χρησιμοποιώντας συστήματα εκπτώσεων τα οποία δεν συνδέονται άμεσα με τον αποκλειστικό ή σχεδόν αποκλειστικό εφοδιασμό. Τέτοιες, σύμφωνα με την ταξινόμηση που χρησιμοποιείται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, είναι οι εκπτώσεις που εμπίπτουν στην κατηγορία 3.

68.      Σε αυτήν τη μεταγενέστερη νομολογία του το Δικαστήριο επαναλαμβάνει συστηματικά την αρχή που είχε διατυπώσει με την απόφαση Hoffmann-La Roche, περί τεκμαιρόμενης καταχρηστικότητας των εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών. Όμως, όπως ορθώς τόνισε η ACT κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στην πράξη, το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη λάβει υπόψη του το «σύνολο των περιστάσεων» προκειμένου να εξακριβώσει αν η εκάστοτε προσαπτόμενη συμπεριφορά συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως αντιβαίνουσα στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

69.      Με την απόφαση Michelin I, στο πλαίσιο υποθέσεως που αφορούσε επιλεκτικές εκπτώσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν επιβεβλημένο να εκτιμηθεί το σύνολο των περιστάσεων κατά την εξέταση συστήματος εκπτώσεων το οποίο δεν τελούσε υπό τον όρο της αποκλειστικότητας ούτε βασιζόταν σε υποχρέωση καλύψεως συγκεκριμένου ποσοστού των αναγκών του πελάτη από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση (42). Σε άλλες, μεταγενέστερες υποθέσεις, οι οποίες αφορούσαν εκπτώσεις που δεν συνδέονταν άμεσα με τον όρο του αποκλειστικού εφοδιασμού, το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να καθορισθεί αν μια επιχείρηση έχει προβεί σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της, είναι σκόπιμο να εξεταστούν τα κριτήρια και οι κανόνες που ίσχυαν για τη χορήγηση των εκπτώσεων καθώς και το αν, με τη χορήγηση ενός πλεονεκτήματος το οποίο δεν στηρίζεται σε καμία οικονομική παροχή που να το δικαιολογεί, η έκπτωση αποβλέπει στο να αφαιρέσει από τον αγοραστή ή να περιορίσει τη δυνατότητα επιλογής του όσον αφορά τις πηγές εφοδιασμού του, να παρεμποδίσει την είσοδο των ανταγωνιστών στην αγορά ή να ενισχύσει τη δεσπόζουσα θέση, νοθεύοντας τον ανταγωνισμό (43).

70.      Όπως, όμως, συνάγεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η επανάληψη της αρχής περί τεκμαιρόμενης καταχρηστικότητας δεν μπορεί να εξισωθεί με παράλειψη εξετάσεως των περιστάσεων συγκεκριμένης υποθέσεως. Για την ακρίβεια, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αποτελεί μία από τις ελάχιστες υποθέσεις στις οποίες εφαρμόστηκε επί λέξει η θεμελιώδης διαπίστωση του Δικαστηρίου στην απόφαση Hoffmann-La Roche, χωρίς προηγούμενη εξέταση των περιστάσεων της υποθέσεως, πριν εξαχθεί το συμπέρασμα ότι μια επιχείρηση καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της (44). Για να δικαιολογήσει αυτή την αυστηρή προσέγγιση ως προς τις «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας», το Γενικό Δικαστήριο έκρινε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι οι χορηγηθείσες από την Intel εκπτώσεις και πληρωμές τελούσαν υπό τον όρο της αποκλειστικότητας (κατά τρόπο παρόμοιο, αν και όχι ακριβώς ίδιο με τη Hoffmann-La Roche, δεδομένου ότι από την υπό εξέταση υπόθεση απουσίαζε η ρητή υποχρέωση αποκλειστικού εφοδιασμού). Αυτό το στοιχείο χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να διακριθεί η προκείμενη υπόθεση από αυτές που μνημονεύθηκαν στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων.

71.      Συνεπώς, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθεί ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απλώς επιβεβαιώνει εκ νέου την υπάρχουσα νομολογία και την εφαρμόζει στη συμπεριφορά της Intel.

72.      Εντούτοις, αυτή η διαπίστωση θα αγνοούσε τη σημασία που αποδίδει η εν λόγω νομολογία στο νομικό και οικονομικό πλαίσιο.

ii)    Οι περιστάσεις της υποθέσεως ως μέσο προκειμένου να διακριβωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό

73.      Σε αυτό το τμήμα των παρουσών προτάσεων, θα εξηγήσω για ποιους λόγους η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως δεν μπορεί επ’ ουδενί να στοιχειοθετηθεί κατά τρόπο αφηρημένο: ακόμη αν επρόκειτο για κατά τεκμήριο παράνομες πρακτικές, το Δικαστήριο πάντοτε εξέταζε το νομικό και το οικονομικό πλαίσιο της προσαπτόμενης συμπεριφοράς. Υπ’ αυτήν την έννοια, η εξέταση του πλαισίου της ελεγχόμενης συμπεριφοράς αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να διακριβωθεί αν έχει λάβει χώρα κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως. Τούτο δεν προκαλεί καμία έκπληξη. Προκειμένου η εξεταζόμενη συμπεριφορά να καλύπτεται από την απαγόρευση που προβλέπει το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, θα πρέπει, κατ’ ελάχιστον, να είναι ικανή να επιφέρει τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών από την αγορά (45).

74.      Ακόμη και μια συνοπτική επισκόπηση των υποθέσεων που μνημονεύθηκαν ανωτέρω (σημεία 66 έως 69 των παρουσών προτάσεων) καταδεικνύει ότι η νομολογία δεν παραλείπει να εξετάσει το νομικό και το οικονομικό πλαίσιο της συμπεριφοράς –ή, για να χρησιμοποιήσω τη, συνήθη όσον αφορά τις υποθέσεις του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, φράση, «το σύνολο των περιστάσεων»– προκειμένου να καθορίσει αν μια επιχείρηση προέβη σε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεώς της. Τούτο ισχύει τόσο για τις εκπτώσεις που χορηγούνται υπό τον όρο αποκλειστικότητας όσο και για τις λοιπών μορφών συμφωνίες που σκοπούν στην εξασφάλιση πιστών πελατών.

75.      Συνεπώς, κατά την άποψή μου, από την ερμηνεία που έδωσε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση Hoffmann-La Roche λείπει ένα σημαντικό στοιχείο. Σε αντίθεση με όσα υποστηρίχθηκαν στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (46), στην απόφαση Hoffmann-La Roche το Δικαστήριο εξέτασε πληθώρα περιστάσεων που αφορούσαν το νομικό και το οικονομικό πλαίσιο των εκεί επίδικων εκπτώσεων, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη επιχείρηση είχε καταχραστεί τη δεσπόζουσα θέση της. Πράγματι, η απόφαση εκείνη δεν αναφέρει ρητώς ότι η ανάλυση του συνόλου των περιστάσεων είναι καθοριστική προκειμένου να διακριβωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως. Ωστόσο, όπως σημείωσα ανωτέρω (σημείο 66 των παρουσών προτάσεων), μια προσεκτικότερη ανάγνωση της αποφάσεως αποκαλύπτει ότι το Δικαστήριο εξέτασε με αξιοσημείωτη λεπτομέρεια τις ιδιαιτερότητες της επίμαχης φαρμακευτικής αγοράς, το ποσοστό της αγοράς που κάλυπταν οι σχετικές εκπτώσεις, καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις των συμβάσεων που είχε συνάψει η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση με τους πελάτες της (47). Βάσει αυτής της εξονυχιστικής αναλύσεως του νομικού και του οικονομικού πλαισίου των εκπτώσεων, ήτοι των συνθηκών υπό τις οποίες χορηγούνταν οι σχετικές εκπτώσεις, του τμήματος της αγοράς που αυτές κάλυπταν καθώς και της διάρκειας των συμφωνιών εκπτώσεων, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών είναι παράνομες (48).

76.      Όπως δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (49), εκτός από την απόφαση Hoffmann-La Roche, η σχετική με συστήματα εκπτώσεων νομολογία του Δικαστηρίου (πέραν των συστημάτων που βασίζονται αποκλειστικά στον όγκο των πωλήσεων) έχει επανειλημμένως και ρητώς κρίνει ότι η εξέταση του συνόλου των περιστάσεων είναι ιδιαίτερης σημασίας, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (50). Τούτο, από μόνο του, δεν προκαλεί καμία έκπληξη: εκτός από την υπόθεση Hoffmann-La Roche, στην προσωπική μου αντίληψη δεν έχει υποπέσει καμία άλλη υπόθεση στην οποία το Δικαστήριο να έχει κληθεί να εξετάσει υποχρεώσεις αποκλειστικού εφοδιασμού παρόμοιες με τις επίμαχες σε εκείνη την υπόθεση. Ως εκ τούτου, όπως ήταν αναμενόμενο, η ανάγκη εξετάσεως του συνόλου των περιστάσεων επαναλήφθηκε για μία ακόμη φορά στην απόφαση Post Danmark II, η οποία έχει ως αντικείμενο αναδρομικές εκπτώσεις οι οποίες δεν συνδέονταν άμεσα με οποιαδήποτε υποχρέωση αποκλειστικού εφοδιασμού, για την οποία ωστόσο η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατατέθηκε μετά την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (51).

77.      Όμως, τι ακριβώς συνεπάγεται η εξέταση «του συνόλου των περιστάσεων»;

78.      Κατ’ εμέ, η ανάλυση του «πλαισίου» –ή, του «συνόλου των περιστάσεων» όπως αποκαλείται στη νομολογία του Δικαστηρίου– αποσκοπεί, κατά τρόπο απλό αλλά αποφασιστικό, στο να διακριβωθεί ότι έχει αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο το γεγονός ότι μια επιχείρηση έχει καταχραστεί τη δεσπόζουσα θέση της (52). Ακόμη και στις περιπτώσεις φαινομενικά προφανών συμπεριφορών αποκλεισμού από τον ανταγωνισμό, όπως είναι η πρακτική της τιμολογήσεως κάτω του κόστους, το γενικότερο πλαίσιο δεν πρέπει να αγνοείται (53). Ειδάλλως, συμπεριφορές οι οποίες, υπό διαφορετικές συνθήκες, δεν θα ήταν καν ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, θα ενέπιπταν σε μια γενική απαγόρευση. Μια τέτοιου είδους γενική απαγόρευση ενέχει επίσης τον κίνδυνο να συμπεριλάβει και να τιμωρήσει ακόμη και συμπεριφορές επωφελείς για τον ανταγωνισμό.

79.      Για αυτόν τον λόγο φρονώ ότι το πλαίσιο έχει καθοριστική σημασία.

iii) Κατά τη νομολογία, υπάρχουν μόνο δύο κατηγορίες εκπτώσεων

80.      Είμαι της γνώμης ότι, για τους σκοπούς του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών είναι κάτι αντίστοιχο προς τους περιορισμούς εξ αντικειμένου δυνάμει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Τούτο συμβαίνει διότι οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών, όπως και οι περιορισμοί εξ αντικειμένου, είναι, κατά τεκμήριο, παράνομες. Όμως, όπως ήδη σημείωσα ανωτέρω (σημείο 61 των παρουσών προτάσεων), στις εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι περιλαμβάνονται όχι μόνον αυτές που χορηγούνται υπό τον όρο ότι ο πελάτης καλύπτει το σύνολο ή σημαντικό μέρος των αναγκών του από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, αλλά και άλλες τιμολογιακές πρακτικές οι οποίες είναι συνδεδεμένες με την επίτευξη συγκεκριμένου στόχου από τον πελάτη.

81.      Αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η νομολογία διακρίνει μεταξύ δύο, και όχι τριών, κατηγοριών εκπτώσεων. Από τη μία, ορισμένες εκπτώσεις, όπως αυτές που βασίζονται στον όγκο των πωλήσεων (54), θεωρούνται, κατά τεκμήριο, νόμιμες. Οποιαδήποτε έρευνα σχετικά με τη (μη) νομιμότητα τέτοιου είδους εκπτώσεων απαιτεί, κατ’ ανάγκη, πλήρη εξέταση των πραγματικών ή ενδεχομένων αποτελεσμάτων τους. Αυτές οι εκπτώσεις δεν αποτελούν το αντικείμενο της προκείμενης διαδικασίας.

82.      Από την άλλη, όσον αφορά τις εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών (οι οποίες θεωρούνται, κατά τεκμήριο, μη νόμιμες), ανεξάρτητα από το αν αυτές τελούν ευθέως υπό τον όρο αποκλειστικού εφοδιασμού ή όχι, το Δικαστήριο έχει υιοθετήσει μια προσέγγιση η οποία παρουσιάζει συγκεκριμένες ομοιότητες με την προσέγγιση των περιορισμών εξ αντικειμένου βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα και με αυτή τη διάταξη, προκειμένου να εξακριβωθεί αν συγκεκριμένη συμπεριφορά συνιστά περιορισμό εξ αντικειμένου, πρέπει καταρχάς να εξεταστεί το νομικό και οικονομικό πλαίσιο της προσαπτόμενης συμπεριφοράς, έτσι ώστε να αποκλειστούν οποιεσδήποτε άλλες πιθανές εξηγήσεις αυτής της συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια, το ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εκδηλώνεται η προσαπτόμενη συμπεριφορά ουδέποτε αγνοείται.

83.      Όπως προανέφερα, στην απόφαση Hoffmann-La Roche το Δικαστήριο εξέτασε όντως το σύνολο των περιστάσεων. Παρόμοια απαίτηση διατύπωσε ρητώς το Δικαστήριο μεταγενέστερα στην απόφαση Michelin I, όσον αφορά εκπτώσεις οι οποίες δεν συνδέονταν άμεσα με την προϋπόθεση αποκλειστικού εφοδιασμού. Στη συνέχεια, η εν λόγω απαίτηση αποσαφηνίστηκε στο πλαίσιο υποθέσεων όπως η British Airways, η Michelin II και η Tomra. Σκοπός της εξετάσεως του συνόλου των περιστάσεων είναι να εξακριβωθεί κατά πόσον έχει αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως και, συνεπώς, αν οι οικείες εκπτώσεις μπορούν να έχουν ως επίπτωση τον αποκλεισμό από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

84.      Ωστόσο, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Εφαρμόζοντας κατά γράμμα τη διαπίστωση στην οποία είχε καταλήξει το Δικαστήριο με την απόφαση Hoffmann-La Roche, παραλείποντας να εξετάσει αυτή τη διαπίστωση εντός του πλαισίου της, κατέληξε να διακρίνει μια υποκατηγορία εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών, σε σχέση με τις λοιπές κατηγορίες εκπτώσεων που σκοπούν στην εξασφάλιση πιστών πελατών, την οποία απέδωσε ως «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» (55). Έτσι, δημιούργησε μια «υπερκατηγορία» εκπτώσεων για τις οποίες δεν απαιτείται η εξέταση του συνόλου των περιστάσεων προκειμένου να εξακριβωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Ακόμη σημαντικότερο όμως είναι το γεγονός ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας αυτού του είδους των εκπτώσεων γίνεται δεκτός κατά τρόπο αφηρημένο, αποκλειστικά και μόνο βάσει της μορφής τους.

85.      Τούτο, από μεθοδολογικής απόψεως, δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτονόητο. Οι ακόλουθοι τέσσερις λόγοι εξηγούν το γιατί.

–       Η τεκμαιρόμενη έλλειψη νομιμότητας λόγω της μορφής δεν μπορεί να ανατραπεί

86.      Πρώτον, αν δεχθούμε ότι οι «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία εκπτώσεων, η οποία διακρίνεται από τα λοιπά συστήματα εκπτώσεων που σκοπούν στην εξασφάλιση πιστών πελατών, η βασική υπόθεση περί ελλείψεως νομιμότητας δεν είναι πλέον δυνατόν να ανατραπεί (56). Και τούτο, διότι μια τέτοια παραδοχή, αντί να στηρίζεται στα αποτελέσματα της συμπεριφοράς στηρίζεται στη μορφή της.

87.      Στην πραγματικότητα, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση φαίνεται να δέχεται ως σημείο αφετηρίας ότι οι «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας», οσάκις χορηγούνται από μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, δεν δύνανται, σε καμία περίπτωση, να έχουν ευεργετικές για τον ανταγωνισμό συνέπειες. Και τούτο διότι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ο ανταγωνισμός περιορίζεται απλώς και μόνο από την ίδια την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως (57). Η άποψη αυτή ισοδυναμεί με στέρηση της δυνατότητας να δικαιολογηθεί κατά τρόπο αντικειμενικό (και υπέρ του ανταγωνισμού) η χρήση των επίμαχων εκπτώσεων, δυνατότητας η οποία, σημειωτέον, έχει ήδη γίνει δεκτή στην απόφαση Hoffmann-La Roche (58) και επαναλαμβάνεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (59).

88.      Αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όταν η επίμαχη απαγόρευση αφορά τη μορφή και όχι τα αποτελέσματα, ούτε ο έλεγχος αποτελεσματικότητας ούτε κανένας άλλος έλεγχος μπορούν να βοηθήσουν μια επιχείρηση να δικαιολογήσει τη χρήση «εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας» (60). Πράγματι, ανεξάρτητα από τα πιθανά αποτελέσματα, η μορφή παραμένει πάντοτε η ίδια. Τούτο είναι προβληματικό. Όπως ορθά υπογράμμισε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (61) και δέχθηκε η Επιτροπή στις γραπτές της παρατηρήσεις, η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση πρέπει να έχει τη δυνατότητα να δικαιολογήσει τη χρήση ενός συστήματος εκπτώσεων, προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η παραγόμενη επίπτωση αποκλεισμού από την αγορά δύναται να αντισταθμιστεί ή ακόμη και να υπερκαλυφθεί από τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν όσον αφορά την αποτελεσματικότητα (62).

–       Οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών δεν είναι πάντοτε επιβλαβείς

89.      Δεύτερον, η δημιουργία μιας «υπερκατηγορίας» εκπτώσεων δικαιολογείται μόνο αν γίνει δεκτό ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν αντισταθμιστικοί παράγοντες όσον αφορά τις συμφωνίες που τελούν υπό όρο της αποκλειστικότητας, ανεξάρτητα από τις ειδικές περιστάσεις κάθε υποθέσεως. Ωστόσο, παραδόξως, το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η επιβολή όρων αποκλειστικότητας ενδέχεται να έχει ευεργετικά αποτελέσματα. Ωστόσο, απέρριψε οποιαδήποτε ανάγκη εξετάσεως αυτών των αποτελεσμάτων με την αιτιολογία ότι, λόγω της δεσπόζουσας θέσεως της επιχειρήσεως στην αγορά, ο ανταγωνισμός είναι ήδη αναμφίβολα περιορισμένος (63).

90.      Ούτε η εμπειρία ούτε η οικονομική ανάλυση υποδηλώνουν κατά τρόπο αδιάσειστο ότι οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών είναι οπωσδήποτε επιζήμιες ή αντίθετες προς τον ανταγωνισμό, ακόμη και αν χορηγούνται από κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις (64). Και τούτο, διότι οι εκπτώσεις ενισχύουν την άμιλλα, ήτοι την ίδια την ουσία του ανταγωνισμού.

91.      Είναι, ωστόσο, αληθές ότι η μεγαλύτερη ανησυχία σε σχέση με τον ανταγωνισμό όσον αφορά τις εκπτώσεις προκύπτει όταν οι πελάτες μιας κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως υποχρεούνται να απορροφήσουν ένα ποσοστό των προϊόντων της και/ή όταν η χορηγούμενη έκπτωση εξαρτάται από το αν ο πελάτης καλύπτει το σύνολο (ή σημαντικό μέρος) των αναγκών του από αυτήν την επιχείρηση. Τούτο θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αποτελεί επιχείρημα που συνηγορεί υπέρ της αυστηρότερης αντιμετωπίσεως των «εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας». Όμως, και οι υπόλοιπες κατηγορίες εκπτώσεων μπορούν να έχουν παρόμοια στρεβλωτικά αποτελέσματα. Τούτο δε, ισχύει ακόμη και στις περιπτώσεις όπου η χορήγηση των εκπτώσεων δεν συνδέεται ρητώς με όρο αποκλειστικότητας (65).

92.      Συγκεκριμένα, όπως αποτυπώνεται ξεκάθαρα στη νομολογία, οι μηχανισμοί που σκοπούν στην εξασφάλιση πιστών πελατών μπορεί να λαμβάνουν διάφορες μορφές. Όπως συνέβη στις υποθέσεις Hoffmann‑La Roche (66) και Tomra (67), ο μηχανισμός εξασφαλίσεως πιστών πελατών μπορεί να είναι εγγενής στην απαίτηση ο πελάτης να καλύπτει το σύνολο ή σημαντικό μέρος των υλικών αναγκών του από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση. Μπορεί επίσης να λάβει τη μορφή εξατομικευμένων στόχων πωλήσεων (68) ή πριμοδοτήσεων (69), οι οποίες δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη με συγκεκριμένες ποσότητες αναγκών ή πωλήσεων.

93.      Υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν διακρίνω κανέναν αντικειμενικό λόγο για τον οποίον οι εκπτώσεις που εμπίπτουν στην κατηγορία 2 θα πρέπει να τύχουν αυστηρότερης αντιμετωπίσεως σε σχέση με αυτές της κατηγορίας 3.

–       Τα αποτελέσματα των εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών εξαρτώνται από το ευρύτερο πλαίσιο

94.      Τρίτον, στη σύγχρονη οικονομική βιβλιογραφία υπογραμμίζεται ότι, κατά κανόνα, τα αποτελέσματα της αποκλειστικότητας εξαρτώνται από το ευρύτερο πλαίσιο (70). Αντιστρόφως, ελάχιστοι είναι οι συγγραφείς οι οποίοι θα μπορούσαν να αρνηθούν ότι ειδικώς οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών –ανάλογα με τις περιστάσεις– επιφέρουν αποκλεισμό από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

95.      Η συνειδητοποίηση της σημασίας του ευρύτερου πλαισίου συμβάλλει, επίσης, στο να αποσαφηνιστεί ο λόγος για τον οποίον, στην πρόσφατη νομολογία του σχετικά με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία της εξετάσεως του συνόλου των περιστάσεων. Αυτό έπραξε, μεταξύ άλλων, με την απόφαση Tomra. Ομολογουμένως, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο (71), οι επίμαχες στην υπόθεση Tomra εκπτώσεις αφορούσαν εξατομικευμένες εκπτώσεις, ήτοι εκπτώσεις εμπίπτουσες στην κατηγορία 3 σύμφωνα με την ταξινόμηση που χρησιμοποιείται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ωστόσο, με την απόφαση Tomra το Δικαστήριο δεν προέβη σε ρητή διάκριση μεταξύ εκπτώσεων που εμπίπτουν στην κατηγορία 2 και εκπτώσεων της κατηγορίας 3. Επισήμανε απλώς ότι, όταν οι εκπτώσεις χορηγούνται υπό την προϋπόθεση ότι ο πελάτης θα καλύψει το σύνολο ή σημαντικό μέρος των αναγκών του από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, είναι απαραίτητο να εκτιμάται το σύνολο των περιστάσεων, προκειμένου να καθορισθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως (72).

96.      Οι διάδικοι εξήγαγαν αντικρουόμενα συμπεράσματα από τη διαπίστωση του Δικαστηρίου: αμφότεροι υποστήριξαν ότι η συγκεκριμένη διαπίστωση διευθετεί, άπαξ δια παντός, τη διένεξη σχετικά με το εφαρμοστέο νομικό κριτήριο επί των «εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας». Όμως, συνεχίζουν να διαφωνούν ως προς το ποιο είναι αυτό το εφαρμοστέο κριτήριο.

97.      Κατ’ εμέ, η διαπίστωση του Δικαστηρίου στην απόφαση Tomra δεν βοηθά εν προκειμένω. Όπως καταδεικνύουν οι εκ διαμέτρου αντίθετες ερμηνείες των διαδίκων, η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε σε εκείνη την απόφαση, όσον αφορά τη μορφή των εκπτώσεων για τις οποίες θα έπρεπε να εξετάζεται το σύνολο των περιστάσεων, είναι υπερβολικά διφορούμενη.

98.      Αντίθετα, παραμένει εκκρεμές το ζήτημα αν ο διαχωρισμός στον οποίο προέβη το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μεταξύ των αποφάσεων Tomra και Hoffmann-La Roche είναι δικαιολογημένος. Συναφώς, εφιστώ την προσοχή σε δύο σημεία.

99.      Αφενός, όπως στην απόφαση Tomra, έτσι και στην απόφαση Hoffmann-La Roche, οι επίδικες εκπτώσεις είχαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά εξατομικευμένων αναδρομικών εκπτώσεων. Στην πραγματικότητα, αρκετές από τις συμβάσεις που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως Hoffmann-La Roche δεν περιείχαν απλώς ρήτρα εκπτώσεως συνδεόμενη με την κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους των αναγκών του πελάτη. Περιείχαν επίσης ρήτρες εκπτώσεων οι οποίες προέβλεπαν εκπτώσεις το ποσοστό των οποίων θα αυξανόταν ανάλογα με το αν ο πελάτης θα επιτύγχανε το εκτιμώμενο ποσοστό καλύψεως των αναγκών του κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς (73). Αφετέρου, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η διάκριση θα ήταν δικαιολογημένη λόγω της υποτιθέμενης εγγενούς διαφοράς μεταξύ των επίμαχων στις δύο υποθέσεις εκπτώσεων –κάτι το οποίο, κατά την άποψή μου, δεν ισχύει–, το Δικαστήριο σε καμία περίπτωση δεν αγνόησε το πλαίσιο των υπό εξέταση εκπτώσεων στη Hoffmann-La Roche. Γιατί να το πράξει στην Tomra, περισσότερο από τρεις δεκαετίες αργότερα;

100. Αν μη τι άλλο, η διαφορά μεταξύ των επίμαχων εκπτώσεων στις υποθέσεις Tomra και Hoffmann-La Roche αφορά το ποσοστό της εκπτώσεως και το είδος της. Το ίδιο μπορεί να υποστηριχθεί και για την υπόθεση Post Danmark II, με την οποία επιβεβαιώθηκε προσφάτως η σημασία της εξετάσεως του πλαισίου και του συνόλου των περιστάσεων, προκειμένου να διακριβωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως (74).

–       Οι συναφείς πρακτικές απαιτούν την εξέταση του συνόλου των περιστάσεων

101. Τέταρτον, και τελευταίο, όπως ορθώς επισημαίνει η αναιρεσείουσα, κατά τη νομολογία σχετικά με τις πρακτικές τιμολογήσεων και τις πρακτικές συμπιέσεως του περιθωρίου κέρδους απαιτείται εξέταση του συνόλου των περιστάσεων, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η επίμαχη επιχείρηση έχει καταχραστεί τη δεσπόζουσα θέση της (75).

102. Το Γενικό Δικαστήριο θεώρησε ότι η εν λόγω νομολογία δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή, με το σκεπτικό ότι,, σε αντίθεση με την παροχή κινήτρων για αποκλειστικό εφοδιασμό, μια συγκεκριμένη τιμή δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να είναι καταχρηστική (76). Πάντως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι οι εκπτώσεις της Intel ήταν αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού λόγω των προσφερομένων τιμών (77). Κατά την άποψή μου, η θέση ότι η σχετική νομολογία δεν έχει ασκεί εν προκειμένω επιρροή είναι προβληματική: καταλήγει σε μια αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ διαφόρων τιμολογιακών πρακτικών. Πράγματι, οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών, οι πρακτικές συμπιέσεως του περιθωρίου κέρδους, καθώς και η επιθετική τιμολόγηση έχουν το κοινό γνώρισμα ότι αποτελούν «αποκλεισμούς βάσει της τιμής» (78).

103. Εξυπακούεται ότι είναι εξόχως σημαντικό τα νομικά κριτήρια που θα εφαρμοστούν στη μία κατηγορία συμπεριφορών να συμβαδίζουν με αυτά που εφαρμόζονται σε συγκρίσιμες πρακτικές. Η κατά τρόπο σταθερό και συνεκτικό νομική κατηγοριοποίηση δεν είναι απλώς επωφελής για τις επιχειρήσεις, όσον αφορά την ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου, αλλά βοηθά και τις αρχές ανταγωνισμού στην επιβολή των σχετικών κανόνων δικαίου. Η αυθαίρετη κατηγοριοποίηση δεν κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.

104. Το Δικαστήριο φαίνεται να συντάσσεται με αυτή την άποψη. Πλέον πρόσφατα, με την απόφαση Post Danmark II, το Δικαστήριο εφάρμοσε τη νομολογία σχετικά με τις τιμολογιακές πρακτικές και τις πρακτικές συμπιέσεως του περιθωρίου κέρδους, προκειμένου να στηρίξει τις διαπιστώσεις του όσον αφορά το σύστημα εκπτώσεων που προσέφερε μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση (79). Είναι αληθές όμως, ότι η απόφαση Post Danmark II θα μπορούσε επίσης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι, όσον αφορά τις «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας», ενδεχομένως να μην απαιτείται η εξέταση του συνόλου των περιστάσεων (80). Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι σε εκείνη την απόφαση, το Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ των εκεί επίμαχων εκπτώσεων σε σχέση με εκπτώσεις που βασίζονται στην υποχρέωση αποκλειστικού εφοδιασμού, πριν αποφανθεί ότι επιβάλλεται να εξεταστεί το σύνολο των περιστάσεων προκειμένου να διαπιστωθεί αν η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της. Πράγματι, αν μη τι άλλο, οι αναδρομικές εκπτώσεις που εξέτασε το Δικαστήριο στο πλαίσιο εκείνης της υποθέσεως ομοιάζουν με αυτές που με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση χαρακτηρίστηκαν ως εκπτώσεις που αποσκοπούν στην εξασφάλιση πιστών πελατών και εμπίπτουν στην κατηγορία 3 (81).

105. Όπως εξήγησα ανωτέρω, η διάκριση αυτή δεν ενέχει το στοιχείο της διαφορετικότητας (δεδομένου ότι διαφοροποιείται η μορφή και όχι τα αποτελέσματα). Ωστόσο, ακόμη σημαντικότερο είναι ότι η ερμηνεία αυτής της αποφάσεως κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ερχόταν σε αντίθεση με την προσέγγιση που ακολούθησε το Δικαστήριο –δικάζον υπό τη μορφή του τμήματος μείζονος συνθέσεως– στην απόφαση Post Danmark I, όπου έκρινε ότι, όσον αφορά τις τιμολογιακές πρακτικές, είναι επιβεβλημένη η εξέταση του συνόλου των περιστάσεων (82). Είναι χαρακτηριστικό ότι το Δικαστήριο επανέλαβε σε διαφορετικό σημείο της αποφάσεως Post Danmark II –και εκεί πλέον χωρίς να διακρίνει μεταξύ των διαφόρων ειδών των συστημάτων εκπτώσεων– ότι «[…] η εκτίμηση σχετικά με το αν ένα σύστημα εκπτώσεων είναι ικανό να περιορίσει τον ανταγωνισμό πρέπει να διενεργείται υπό το πρίσμα του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων» (83). Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι το Δικαστήριο ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο, προκειμένου να διασφαλίσει τη συνοχή της νομολογιακής προσεγγίσεως όσον αφορά την εξέταση των συμπεριφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

iv)    Ενδιάμεσο συμπέρασμα

106. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, οι «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» δεν πρέπει να θεωρούνται ως ξεχωριστή και μοναδική κατηγορία εκπτώσεων, για την οποία δεν απαιτείται η εξέταση του συνόλου των περιστάσεων, προκειμένου να διακριβωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι οι «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» μπορούν να χαρακτηριστούν ως καταχρηστικές, χωρίς να εξεταστεί εάν αυτές είναι ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, ανάλογα με τις περιστάσεις της υποθέσεως.

107. Παρ’ όλα αυτά, το Γενικό Δικαστήριο διενήργησε, επαλλήλως, αναλυτική εξέταση του ζητήματος αν οι χορηγηθείσες από την αναιρεσείουσα εκπτώσεις και πληρωμές ήταν ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό. Δηλαδή, εξέτασε «το σύνολο των περιστάσεων». Για τον λόγο αυτόν, η διαπίστωση στην οποία κατέληξα στο αμέσως προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων ως προς την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Αντιθέτως, αυτό το συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί μόνο αν και η επάλληλη ανάλυση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο πάσχει από πλάνη περί το δίκαιο.

108. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να συνεχίσω, εξετάζοντας αυτή την επάλληλη κρίση.

 Η επάλληλη εξέταση της δυνατότητας περιορισμού του ανταγωνισμού που διεξήγαγε το Γενικό Δικαστήριο

109. Ουσιαστικά, η αναιρεσείουσα προβάλλει τρεις δέσμες επιχειρημάτων με τα οποία αμφισβητεί την επάλληλη ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου Πρώτον, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθώς επιβεβαίωσε την εκτίμηση της Επιτροπής περί καταχρηστικής συμπεριφοράς, , χωρίς να εξετάσει την πιθανότητα επελεύσεως αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων. Δεύτερον, οι παράγοντες τους οποίους έλαβε υπόψη του το Γενικό Δικαστήριο είτε ήταν άνευ σημασίας είτε αξιολογήθηκαν εσφαλμένως. Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ορθά πλείονες άλλους παράγοντες, οι οποίοι έχουν καθοριστική σημασία προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη καταχρηστικής συμπεριφοράς.

110. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει κάποιο υψηλότερο όριο «πιθανολογήσεως» (σε σχέση με το κριτήριο της «ικανότητας» περιορισμού του ανταγωνισμού), πέραν του οποίου θεμελιώνεται η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεως: η ικανότητα περιορισμού του ανταγωνισμού αρκεί. Κατά την άποψή της, τα επιχειρήματα που προβάλλει η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητούν τις διαπιστώσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως προς τη δυνατότητα της Intel να περιορίσει τον ανταγωνισμό.

111. Με την επιχειρηματολογία της, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί το νομικό κριτήριο που εφαρμόστηκε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκειμένου να εξακριβωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά ήταν ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Πρώτον: Ποιος είναι ο απαιτούμενος βαθμός πιθανολογήσεως κατά την αξιολόγηση της δυνατότητας περιορισμού του ανταγωνισμού; Δεύτερον: Ποιες είναι οι κρίσιμες περιστάσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να καθοριστεί αν η επίμαχη συμπεριφορά είναι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό; Θα εξετάσω, διαδοχικά, αμφότερα τα ζητήματα αυτά.

i)      Δυνατότητα και/ή πιθανότητα

112. Η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διότι επικύρωσε τη διαπίστωση περί καταχρηστικής συμπεριφοράς, χωρίς να εξετάσει την πιθανότητα προκλήσεως βλάβης στον ανταγωνισμό εξαιτίας της προσαπτόμενης συμπεριφοράς.

113. Στο πλαίσιο της επάλληλης κρίσεώς του, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη διαπίστωση ότι η εξεταζόμενη συμπεριφορά ήταν ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Επιπλέον, υπογραμμίζει ότι, ακόμη και στο πλαίσιο εξετάσεως του συνόλου των περιστάσεων, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αποδείξει την ύπαρξη συγκεκριμένων επιπτώσεων αποκλεισμού (84).

114. Φυσικά, δεν απαιτείται να παρουσιαστούν στοιχεία αποδεικτικά των επιπτώσεων αυτών. Ειδικότερα, όσον αφορά την κατά τεκμήριο παράνομη συμπεριφορά, αρκεί η προσαπτόμενη συμπεριφορά να είναι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Σημειωτέον όμως, ότι αυτή η δυνατότητα δεν μπορεί απλώς να είναι υποθετική ή θεωρητικά πιθανή. Διαφορετικά, δεν θα υφίστατο εξ αρχής η ανάγκη εξετάσεως του συνόλου των περιστάσεων.

115. Πράγματι, στη νομολογία υπάρχει μια σχετική ανακολουθία όσον αφορά τη χρησιμοποιούμενη ορολογία. Η νομολογία αναφέρεται στη δυνατότητα και την πιθανότητα περιορισμού του ανταγωνισμού ορισμένες φορές ακόμη και εναλλακτικά (85). Κατά την άποψή μου, αμφότεροι αυτοί οι όροι προσδιορίζουν το ίδιο ακριβώς υποχρεωτικό στάδιο της αναλύσεως που αποσκοπεί στην εξακρίβωση του αν η χρήση εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.

116. Αλλά ποιο είναι το απαιτούμενο επίπεδο στο οποίο πρέπει να ανέρχεται η πιθανότητα επελεύσεως του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αποκλεισμού από την αγορά; Το ερώτημα αυτό αποτελεί το επίκεντρο της διενέξεως μεταξύ της αναιρεσείουσας και της Επιτροπής σε σχέση με την επάρκεια της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τη δυνατότητα περιορισμού του ανταγωνισμού: ενώ η Επιτροπή θεωρεί ότι η εκτίμηση αυτή ήταν επαρκής, η Intel διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εξακριβώσει αν η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας ήταν ικανή, βάσει των περιστάσεων της υποθέσεως, να περιορίσει τον ανταγωνισμό.

117. Σκοπός της αναλύσεως της δυνατότητας περιορισμού του ανταγωνισμού είναι να εξακριβωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά θα επιφέρει, κατά πάσα πιθανότητα, αποκλεισμό από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Για τον λόγο αυτό, ο βαθμός της πιθανολογήσεως θα πρέπει να υπερβαίνει κατά πολύ το ενδεχόμενο περιορισμού του ανταγωνισμού λόγω συγκεκριμένης συμπεριφοράς (86). Αντιθέτως, δεν αρκεί η επέλευση του αποκλεισμού να εμφανίζεται πιθανότερη σε σχέση με την μη επέλευση τέτοιου αποτελέσματος (87).

118. Καίτοι είναι πράγματι αληθές ότι στη νομολογία του το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει την ειδική ευθύνη που υπέχουν οι κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις, εντούτοις, η ευθύνη αυτή δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι το όριο εφαρμογής της απαγορεύσεως καταχρήσεως που προβλέπει το άρθρο 102 ΣΛΕΕ μπορεί να περιοριστεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταστεί σχεδόν ανύπαρκτο. Αυτό θα συνέβαινε αν ο βαθμός πιθανολογήσεως που απαιτείται για να διαπιστωθεί ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως εξαντλείται στη θεωρητική πιθανότητα επελεύσεως αποτελέσματος αποκλεισμού από τον ανταγωνισμό, όπως φαίνεται να προτείνει η Επιτροπή. Αν γινόταν δεκτός ένας τόσο χαμηλός βαθμός πιθανολογήσεως του περιορισμού του ανταγωνισμού, θα έπρεπε επίσης να γίνει δεκτό ότι το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης επιβάλλει κυρώσεις βάσει της μορφής και όχι βάσει των επιπτώσεων στον ανταγωνισμό.

119. Κάτι τέτοιο, βεβαίως, θα παρεμπόδιζε ουσιωδώς την επίτευξη των στόχων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης. Η παραδοχή ότι συντρέχει κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως βάσει του σκεπτικού ότι, τελικώς, φαίνεται πιθανότερη η επέλευση και όχι η απουσία ενός αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αποκλεισμού, ενέχει τον κίνδυνο απαγορεύσεως όχι μόνο μεμονωμένων πρακτικών, αλλά και σημαντικού αριθμού πρακτικών οι οποίες, στην πραγματικότητα, μπορεί να είναι επωφελείς για τον ανταγωνισμό. Το κόστος που θα είχε μια τέτοια εσφαλμένη προσέγγιση θα ήταν απαράδεκτα υψηλό λόγω της υπερβολικής διευρύνσεως της απαγορεύσεως..

120. Προκειμένου να αποφευχθεί αυτή διεύρυνση της απαγορεύσεως, η ανάλυση της δυνατότητας περιορισμού του ανταγωνισμού, όσον αφορά κατά τεκμήριο μη νόμιμες συμπεριφορές, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στο να εξακριβώσει όχι μόνον αν η εκάστοτε επίμαχη συμπεριφορά, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, έχει απλώς αμφιλεγόμενα αποτελέσματα στην αγορά ή επιφέρει μόνον παρεπόμενα περιοριστικά αποτελέσματα, τα οποία είναι απαραίτητα για ενέργειες ωφέλιμες για τον ανταγωνισμό, αλλά αν η επέλευση των αποτελεσμάτων αυτών επιβεβαιώνεται στην πράξη. Εφόσον τούτο δεν επιβεβαιώνεται, τότε απαιτείται πλήρης ανάλυση.

121. Κατά συνέπεια, το ζήτημα που ανακύπτει εν προκειμένω είναι κατά πόσον η εξέταση της δυνατότητας περιορισμού του ανταγωνισμού που διεξήγαγε το Γενικό Δικαστήριο είναι αρκούντως πειστική, καθόσον, βάσει αυτής της εκτιμήσεως, μπορεί να εξακριβωθεί αν η αναιρεσείουσα καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Ιδίως, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως επιτάσσει η νομολογία, μπορεί, μέσω της εν λόγω αναλύσεως, να διαπιστωθεί ότι οι εκπτώσεις αφαίρεσαν ή περιόρισαν την ελευθερία των πελατών να επιλέξουν τις πηγές εφοδιασμού τους, απέκλεισαν την πρόσβαση των ανταγωνιστών στην αγορά ή ενίσχυσαν τη δεσπόζουσα θέση δια της νοθεύσεως του ανταγωνισμού (88).

ii)    Οι παράγοντες που, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ενισχύουν τη διαπίστωση καταχρήσεως

122. Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο στήριξε τη διαπίστωσή του ότι οι χορηγούμενες από την αναιρεσείουσα εκπτώσεις και πληρωμές ήταν ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό στους ακόλουθους παράγοντες: i) η αναιρεσείουσα αποτελούσε αναγκαίο εμπορικό εταίρο των σχετικών πελατών· ii) τα χαμηλά περιθώρια κέρδους με τα οποία λειτουργούσαν οι OEM καθιστούσαν τις εκπτώσεις ελκυστικές και ενίσχυσαν το κίνητρό τους να συμμορφωθούν προς τον όρο αποκλειστικού εφοδιασμού· iii) οι εκπτώσεις που προσέφερε η αναιρεσείουσα συνυπολογίζονταν από τους πελάτες της προκειμένου αυτοί να αποφασίσουν αν θα κάλυπταν το σύνολο ή σημαντικό μέρος των αναγκών τους από αυτή την εταιρία· iv) οι δύο διαφορετικές πρακτικές της αναιρεσείουσας λειτουργούσαν κατά τρόπο συμπληρωματικό και ενισχυτικό η μία προς την άλλη· v) η αναιρεσείουσα στόχευε σε επιχειρήσεις οι οποίες είχαν ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για την πρόσβαση στην αγορά· και τέλος vi) οι εκπτώσεις που χορηγούσε η αναιρεσείουσα εντάσσονταν σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική η οποία είχε ως στόχο την αποτροπή της προσβάσεως της AMD στους σημαντικότερους διαύλους πωλήσεων (89).

123. Η Intel υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση αυτών των παραγόντων προκειμένου να θεμελιωθεί, επαρκώς κατά νόμο, ότι οι χορηγούμενες από αυτήν εκπτώσεις και πληρωμές ήταν ικανές να προκαλέσουν αποκλεισμό από την αγορά με αποτελέσματα επιζήμια για τον ανταγωνισμό. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι οι παράγοντες τους οποίους επικαλείται το Γενικό Δικαστήριο συνοψίζονται σε δύο σημεία: αφενός, ότι οι OEM λάμβαναν υπόψη τους τις εκπτώσεις της Intel, διότι αυτές ήταν ελκυστικές και, αφετέρου, ότι η Intel υπέπεσε σε δύο συμπληρωματικές μεταξύ τους παραβάσεις προκειμένου να αποκλείσει την πρόσβαση της AMD σε σημαντικούς πελάτες.

124. Ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί, καταρχάς, τη σημασία του γεγονότος ότι οι ωφεληθέντες από τις επίδικες εκπτώσεις και πληρωμές τις λάμβαναν πράγματι υπόψη τους κατά τη λήψη των εμπορικών αποφάσεών τους (90).

125. Συμφωνώ με την αναιρεσείουσα.

126. Μια ελκυστική προσφορά, η οποία μεταφράζεται στη χορήγηση οικονομικού κινήτρου, προκειμένου ο πελάτης να παραμείνει με τον προμηθευτή που του υπέβαλε αυτή την προσφορά, μπορεί πράγματι να αποτελεί ένδειξη σχετικά με την απόπειρα εξασφαλίσεως πιστών πελατών σε επίπεδο μεμονωμένων πελατών. Ωστόσο, δεν συμβάλλει στο να στοιχειοθετηθεί ότι οι εν λόγω εκπτώσεις ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Πράγματι, όπως ορθά υπογραμμίζει η αναιρεσείουσα, το γεγονός ότι οι πελάτες λαμβάνουν υπόψη τους τις χαμηλότερες τιμές κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την αγορά προϊόντων αποτελεί αυτή καθεαυτή την ουσία του ανταγωνισμού. Για να το θέσω διαφορετικά, το γεγονός ότι μια χαμηλότερη τιμή λαμβάνεται υπόψη ενδέχεται πράγματι να έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από την αγορά, χωρίς όμως να αποκλείεται το αντίθετο. Με άλλα λόγια, ο παράγοντας αυτός απλώς δεν έχει καθοριστική σημασία προκειμένου να εξακριβωθεί, με τον απαιτούμενο βαθμό πιθανολογήσεως, αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά μπορεί να περιορίσει τον ανταγωνισμό.

127. Δεύτερον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η ύπαρξη μιας συνολικής στρατηγικής, την οποία απαρτίζουν δύο είδη παραβάσεων (αφενός οι εκπτώσεις και οι πληρωμές και, αφετέρου, οι απροκάλυπτοι περιορισμοί), που, θεωρητικά, αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοενισχύονται, δεν μπορεί να θεμελιώσει τη δυνατότητα περιορισμού του ανταγωνισμού (91).

128. Μολονότι μια στρατηγική με στόχο τον αποκλεισμό από την αγορά θα μπορούσε σαφέστατα να αποτελεί ένδειξη αντικειμενικής προθέσεως αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την αγορά, εντούτοις, η απλή σχετική βούληση δεν μπορεί να μεταφραστεί σε δυνατότητα περιορισμού του ανταγωνισμού. Ωστόσο, το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου αποκαλύπτει ένα ακόμη πιο ουσιώδες πρόβλημα. Για την ακρίβεια, μια πιο προσεκτική ανάγνωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αποκαλύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έβαλε την άμαξα μπροστά από το άλογο. Στηρίχθηκε στην ύπαρξη μιας συνολικής στρατηγικής, η οποία συνίστατο σε δύο συμπληρωματικές μεταξύ τους παραβάσεις, προκειμένου να διαπιστώσει ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά είναι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο, αντί να αναλύσει το σύνολο των περιστάσεων προκειμένου να διαπιστώσει αν είχε αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο η τέλεση παραβάσεως, εκκίνησε τη συλλογιστική του από την παραδοχή ότι η υπό εξέταση στρατηγική ήταν καταχρηστική.

129. Έχοντας, αρχικά, απαντήσει σε αυτές τις δύο συγκεκριμένες αιτιάσεις, θα εξετάσω στη συνέχεια την γενικότερη αιτίαση που προέβαλε η αναιρεσείουσα σχετικά με την εκτίμηση της δυνατότητας περιορισμού του ανταγωνισμού. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι οι παράγοντες που θεωρήθηκε ότι έχουν καθοριστική σημασία δεν επαρκούν για να εξακριβωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά ήταν ικανή να έχει ως αποτέλεσμα τον αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποκλεισμό από την αγορά. Ιδίως, διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ως σημαντικούς άλλους παράγοντες, οι οποίοι έχουν καθοριστική σημασία στο πλαίσιο μιας τέτοιας αναλύσεως.

130. Υπενθυμίζω ότι η εξέταση του συνόλου των περιστάσεων αποσκοπεί στο να εξακριβωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά έχει, κατά πάσα πιθανότητα, ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από την αγορά, κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Έχοντας αυτό το δεδομένο κατά νου, το ερώτημα που ανακύπτει είναι το ακόλουθο: Αρκούν, κατά νόμο, οι διαπιστώσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως –ότι η Intel ήταν αναγκαίος εμπορικός εταίρος και ότι οι προσαπτόμενες εκπτώσεις και πληρωμές στόχευαν επιχειρήσεις οι οποίες είχαν ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για την πρόσβαση στην αγορά–, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη της Intel; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από το αν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία η Intel υποστηρίζει ότι έχουν καθοριστική σημασία, ενώ το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι είναι αδιάφορα, θέτουν υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση ότι η συμπεριφορά της Intel τεκμαίρεται αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

131. Θα εξετάσω το ζήτημα αυτό παρακάτω.

iii) Λοιπές περιστάσεις

132. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διότι κατά την ανάλυση των περιστάσεων της προκείμενης υποθέσεως, δεν εξέτασε τις κάτωθι περιστάσεις: i) την ανεπαρκή κάλυψη της αγοράς από τις επίδικες εκπτώσεις και πληρωμές· ii) τη μικρή χρονική διάρκεια των επίδικων εκπτώσεων· iii) την εμπορική απόδοση του ανταγωνιστή και τη μείωση των τιμών· και iv) την ανάλυση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που διενήργησε η Επιτροπή.

133. Η Επιτροπή αντιτείνει ότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμο ότι οι χορηγούμενες από την Intel εκπτώσεις και πληρωμές ήταν ικανές να επιφέρουν αποκλεισμό από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Οι παράγοντες που δεν εξετάστηκαν απλώς και μόνο θα επιβεβαίωναν το συμπέρασμα ότι οι εκπτώσεις και οι πληρωμές που έγιναν από την Intel μπορούσαν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό.

134. Δεν συμφωνώ με την Επιτροπή.

135. Όπως εξήγησα, η εκτίμηση του συνόλου των περιστάσεων, βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, απαιτεί την εξέταση του πλαισίου της προσαπτόμενης συμπεριφοράς, προκειμένου να διακριβωθεί αν μπορεί να επιβεβαιωθεί ότι αυτή θα έχει αποτέλεσμα επιζήμιο για τον ανταγωνισμό, κατά τρόπο ανάλογο προς την απλουστευμένη επιβολή των κανόνων του ανταγωνισμού όσον αφορά τους περιορισμούς εξ αντικειμένου, κατά το άρθρο 101 ΣΛΕΕ. Επομένως, αν οποιαδήποτε από τις εξεταζόμενες περιστάσεις θέτει εν αμφιβόλω τον αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρα της οικείας συμπεριφοράς, καθίσταται αναγκαία η διενέργεια διεξοδικότερης αναλύσεως των αποτελεσμάτων της.

136. Όπως θα εξηγήσω στα επόμενα σημεία, η εκτίμηση του συνόλου των περιστάσεων θα έπρεπε να είχε οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι, προκειμένου να διαπιστώσει αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ήταν απαραίτητη η εξέταση των πραγματικών και ενδεχόμενων αποτελεσμάτων αυτής της συμπεριφοράς.

–       Κάλυψη της αγοράς

137. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι κατά την εξέταση των ενδεχομένων επιπτώσεων στον ανταγωνισμό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ποσοστό της αγοράς που καλύπτουν οι επίδικες εκπτώσεις. Κατά την άποψή της, οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών είναι σχεδόν απίθανο να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, αν το ποσοστό της αγοράς που καλύπτουν είναι μικρό, διότι οι ανταγωνιστές μπορούν να έχουν πρόσβαση σε μεγαλύτερα τμήματα της αγοράς, χωρίς να είναι αναγκασμένοι να παρέχουν αντίστοιχες εκπτώσεις αυτές. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει επίσης ότι, στην περίπτωσή της, το επηρεαζόμενο τμήμα της αγοράς ήταν συγκριτικά, κατά μέσο όρο, σημαντικά μικρότερο σε σχέση με άλλες υποθέσεις, όπως η Tomra και η Van den Bergh Foods (92). Για παράδειγμα, στην Tomra το καλυπτόμενο τμήμα της αγοράς ανέρχονταν (κατά μέσο όρο) σε ποσοστό 39 % (93). Η Επιτροπή υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι το ποσοστό της αγοράς που επηρεάζεται δεν έχει σημασία όσον αφορά το αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά μπορεί να επιφέρει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από την αγορά.

138. Στο πλαίσιο της επάλληλης κρίσεως σχετικά με τη δυνατότητα περιορισμού του ανταγωνισμού, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το ποσοστό της αγοράς που κάλυπταν οι χορηγούμενες από την αναιρεσείουσα εκπτώσεις και πληρωμές ανερχόταν περίπου, κατά μέσο όρο, σε 14 % καθ’ όλη διάρκεια της παραβάσεως (εφόσον ο υπολογισμός δεν περιοριστεί αποκλειστικά στο διεκδικήσιμο μερίδιο της αγοράς) (94). Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε το ποσοστό αυτό σημαντικό (95). Σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, οι εκπτώσεις και οι πληρωμές στις οποίες προέβη η Intel διαφοροποιούνται σε σχέση με αυτές της υποθέσεως Van den Bergh Foods, δεδομένου ότι η μορφή του συστήματος εκπτώσεων της υποθέσεως εκείνης ήταν διαφορετική από το επίμαχο στην προκείμενη υπόθεση (96).

139. Εγώ πάντως, στο μέτρο που με αφορά, δεν έχω πεισθεί ότι η νομολογία την οποία επικαλείται η αναιρεσείουσα δεν είναι κρίσιμη, όπως θεώρησε το Γενικό Δικαστήριο. Όντως, ο μηχανισμός αποκλειστικότητας στην υπόθεση Van den Bergh Foods αφορούσε τη δωρεάν παραχώρηση καταψυκτών. Πλην όμως, αυτή είναι μια ασήμαντη διαφορά. Η παραχώρηση του εν λόγω καταψύκτη γινόταν υπό την προϋπόθεση ότι αυτός θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την αποθήκευση του παγωτού που παρήγαγε η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση. Ως συνέπεια, το 40 % των λιανοπωλητών παγωτού τελούσε υπό τον όρο του αποκλειστικού εφοδιασμού με τον εν λόγω προϊόν (97).

140. Όπως εξήγησα, οι κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης επικεντρώνονται στα αποτελέσματα, και όχι στη μορφή. Από αυτή τη σκοπιά, το μέγεθος του τμήματος της αγοράς επί του οποίου αποκλείεται η πρόσβαση στους ανταγωνιστές είναι εξίσου σημαντικό, ανεξαρτήτως της μορφής που λαμβάνει το εκάστοτε επίμαχο σύστημα εκπτώσεων. Για αυτόν τον λόγο, γίνεται γενικώς αποδεκτό ότι η πιθανότητα επελεύσεως αρνητικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων αυξάνει σε συνάρτηση με το μέγεθος του δεσμευμένου μεριδίου της αγοράς (98).

141. Συνεπώς, ο προσδιορισμός του μεριδίου της αγοράς του οποίου ο αποκλεισμός από τον ανταγωνισμό ενδέχεται να έχει επιζήμια για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα δεν αποτελεί, σε καμία περίπτωση μια απλή μαθηματική πράξη. Ως εκ τούτου, δεν συνιστά έκπληξη το γεγονός ότι το Δικαστήριο έχει απορρίψει την ιδέα περί προσδιορισμού ενός σταθερού ορίου αποκλεισμού από την αγορά, πέραν του οποίου οι εκάστοτε επίμαχες πρακτικές θα θεωρούνται καταχρηστικές για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Την άποψη αυτή επιβεβαίωσε το Δικαστήριο και με την απόφαση Tomra (99).

142. Είναι βεβαίως αληθές ότι τα κατώτατα όρια μπορεί να αποδειχθούν προβληματικά, λόγω των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζουν οι επιμέρους αγορές και των περιστάσεων εκάστης περιπτώσεως. Για παράδειγμα, όταν οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών στοχεύουν στην προσέγγιση πελατών οι οποίοι έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους ανταγωνιστές προκειμένου αυτοί να εισέλθουν σε μια αγορά ή να επεκτείνουν το μερίδιό τους σε αυτήν, ακόμη και ένα μικρό ποσοστό καλύψεως της αγοράς μπορεί, σίγουρα, να οδηγήσει σε αποκλεισμό από την αγορά. Το κατά πόσον τούτο ισχύει εν προκειμένω, εξαρτάται από πληθώρα ειδικών, ως προς τη συγκεκριμένη υπόθεση, παραγόντων.

143. Υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν είναι βέβαιο ότι ένα ποσοστό καλύψεως της αγοράς της τάξεως του 14 % μπορεί να έχει ως επίπτωση τον αποκλεισμό από την αγορά ή και όχι. Αυτό που είναι βέβαιο ωστόσο, είναι ότι αυτό το ποσοστό καλύψεως της αγοράς δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι επίδικες εκπτώσεις να επιφέρουν αποκλεισμό από την αγορά λόγω των επίδικων εκπτώσεων. Τούτο ισχύει ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι επίδικες εκπτώσεις και πληρωμές είχαν ως στόχο σημαντικούς πελάτες (100). Με απλά λόγια, ένα ποσοστό της τάξεως του 14 % δεν μπορεί να οδηγήσει σε σαφή συμπεράσματα.

144. Αυτή η απουσία σαφήνειας δεν θεραπεύεται ούτε από τη διαπίστωσε που διατυπώνεται με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η αναιρεσείουσα αποτελούσε αναγκαίο εμπορικό εταίρο στην αγορά των CPU. Σημειωτέον, ότι κατά το Γενικό Δικαστήριο, το γεγονός ότι μια επιχείρηση συνιστά αναγκαίο εμπορικό εταίρο αποτελεί, τουλάχιστον, ένδειξη ότι οι χορηγούμενες από αυτήν «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» ή πληρωμές είναι ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό (101).

145. Το συμπέρασμα αυτό έχει βάση μόνο αν γίνει δεκτό ότι ο απαιτούμενος βαθμός πιθανότητας δεν είναι τίποτα περισσότερο από το απλό ενδεχόμενο η συγκεκριμένη συμπεριφορά να έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό. Ωστόσο, όπως διευκρίνισα σε προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων, σκοπός της εξετάσεως του συνόλου των περιστάσεων είναι να εξακριβωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά μπορεί, κατά πάσα πιθανότητα, να έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό.

146. Βάσει των ανωτέρω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η διενεργηθείσα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ανάλυση της καλύψεως της αγοράς δεν δύναται να οδηγήσει σε σαφή συμπεράσματα. Ιδίως, δεν μπορεί να θεμελιώσει, επαρκώς κατά νόμο, τη διαπίστωση ότι το τμήμα της αγοράς που επηρεάζεται από τις εκπτώσεις και τις πληρωμές επαρκεί, προκειμένου να θεωρηθεί ότι θα έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό.

–       Διάρκεια

147. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η διάρκεια μιας συμφωνίας χορηγήσεως εκπτώσεων διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο ως προς την εκτίμηση της δυνατότητας περιορισμού του ανταγωνισμού. Ιδίως, αμφισβητεί την εξέταση της διάρκειας που διενεργήθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία βασίστηκε στη σώρευση πλειόνων επιμέρους βραχυπρόθεσμων συμφωνιών.

148. Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η Intel θεωρεί εσφαλμένως ότι ο αποκλεισμός από την αγορά, ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα των εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών, πρέπει να απορρέει αποκλειστικά από συμβατικές υποχρεώσεις: αντιθέτως, η ισχύς που κατέχει η δεσπόζουσα επιχείρηση στην αγορά καθιστά την ύπαρξη τέτοιου είδους συμβατικών υποχρεώσεων μη αναγκαία. Εν συντομία: η διάρκεια είναι άνευ σημασίας.

149. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το κρίσιμο κριτήριο δεν αποτελεί ούτε η διάρκεια της προθεσμίας για την καταγγελία μιας συμβάσεως ούτε η διάρκεια ισχύος μιας μεμονωμένης συμβάσεως που εντάσσεται σε σειρά διαδοχικών συμβάσεων. Αντιθέτως, θεώρησε κρίσιμο κριτήριο τη συνολική διάρκεια της περιόδου κατά την οποία η αναιρεσείουσα χορηγούσε εκπτώσεις και πληρωμές στους πελάτες της (102). Η περίοδος αυτή ήταν περίπου πέντε έτη στην περίπτωση της MSH, τρία έτη στις περιπτώσεις των Dell και NEC, πάνω από δύο έτη στην περίπτωση της HP και σχεδόν ένα έτος στην περίπτωση της Lenovo. Η χορήγηση «εκπτώσεως λόγω αποκλειστικότητας» και πληρωμών επί τέτοιο χρονικό διάστημα θεωρήθηκε ότι κατά κανόνα είναι ικανή να προκαλέσει περιορισμό του ανταγωνισμού. Κατά την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά την αγορά των CPU, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο δυναμισμό και περιορισμένο κύκλο ζωής των προϊόντων (103).

150. Παρατηρώ εκ προοιμίου ότι η μικρή διάρκεια μιας συμφωνίας δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η εν λόγω συμφωνία να μπορεί να έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό. Ομοίως, το ζήτημα σχετικά με το αν η συνολική διάρκεια είναι, γενικώς, μικρή ή μεγάλη, είναι άνευ σημασίας.

151. Οσάκις, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η αποκλειστικότητα εξαρτάται, τελικώς, από την επιλογή του πελάτη να καλύψει το σημαντικότερο μέρος των αναγκών του από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, δεν μπορεί απλώς να υποτεθεί –εκ των υστέρων– ότι η σώρευση πλειόνων βραχυπρόθεσμων συμφωνιών υποδηλώνει ότι αυτές οι εκπτώσεις μπορούν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό.

152. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο λόγοι γι’ αυτό.

153. Πρώτον, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις αποκλειστικής εμπορίας, εν προκειμένω η αλλαγή προμηθευτών δεν είναι κατακριτέα. Τούτο ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι ο ανταγωνιστής έχει τη δυνατότητα, τουλάχιστον καταρχήν, να αντισταθμίσει την απολεσθείσα έκπτωση. Εάν, ωστόσο, ο ανταγωνιστής δεν μπορεί να πωλήσει τα σχετικά προϊόντα χωρίς να υποστεί ζημία, ο πελάτης είναι de facto δεσμευμένος από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το ύψος της εκπτώσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εντελώς ασήμαντο.

154. Ειδικότερα, στο πλαίσιο μιας εκ των υστέρων αναλύσεως της διάρκειας, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, επιβάλλεται να εξακριβωθεί αν ένας άλλος προμηθευτής θα μπορούσε να αντισταθμίσει τη ζημία που προκάλεσε η απώλεια των εκπτώσεων. Σε αντίθετη περίπτωση, η επιλογή των πελατών να συνεχίσουν τη συνεργασία τους με τη δεσπόζουσα επιχείρηση θα σήμαινε αυτοδικαίως ότι υποδηλώνει κατάχρηση, μολονότι οι πελάτες έχουν απεριόριστη ελευθερία να λύσουν τις συμβάσεις τους με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση.

155. Προφανώς, δεν μπορεί απλώς να γίνει δεκτό ότι, βάσει της επιλογής του πελάτη να συνεχίσει τη συνεργασία με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, η επιλογή πρέπει να θεωρείται έκφραση καταχρηστικής συμπεριφοράς. Και τούτο, διότι για την επιλογή αυτή ενδέχεται να υπάρχουν άλλες πιθανές εξηγήσεις. Σε αυτές μπορεί να περιλαμβάνονται, ενδεικτικά βεβαίως, η ασφάλεια του εφοδιασμού και οι προτιμήσεις των τελικών καταναλωτών.

156. Δεύτερον, η μακρά συνολική διάρκεια της σχετικής συμφωνίας θα μπορούσε σίγουρα να υποδηλώνει ότι ο μηχανισμός εκπτώσεων έχει ως αποτέλεσμα την εξασφάλιση πιστών πελατών σε επίπεδο μεμονωμένων πελατών. Ωστόσο, αφ’ ης στιγμής δεν έχουν προσκομιστεί συναφώς πρόσθετα πειστικά αποδεικτικά στοιχεία, το γεγονός ότι ένας πελάτης αποφάσισε να συνεχίσει να καλύπτει τις ανάγκες του από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση δεν αρκεί για να θεμελιώσει επαρκώς τη διαπίστωση ότι οι χορηγούμενες εκπτώσεις είναι ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό. Τουναντίον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, εφόσον ο πελάτης δύναται να αλλάζει, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τους προμηθευτές του, ακόμη και αν δεν κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής, οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών ενισχύουν ενδεχομένως την άμιλλα. Ως εκ τούτου, ενδέχεται να έχουν και επωφελή για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα.

157. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η ανάλυση της διάρκειας στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση –η οποία περιορίστηκε στην εξέταση της συνολικής διάρκειας των υπό εξέταση συμφωνιών– δεν μπορεί να οδηγήσει σε σαφή συμπεράσματα. Με απλά λόγια, η ανάλυση αυτή δεν βοηθά να διαπιστωθεί αν η σχετική συμπεριφορά έχει, κατά πάσα πιθανότητα, επιπτώσεις στον ανταγωνισμό.

–       Εμπορική επίδοση των ανταγωνιστών και πτώση των τιμών

158. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η απόρριψη εκ μέρους του Δικαστηρίου του επιχειρήματος περί της εμπορικής επιδόσεως της AMD και των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούσαν την απουσία αποκλεισμού από την αγορά (πτώση των τιμών των CPU x86) δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της δυνατότητας αποκλεισμού από την αγορά.

159. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η εμπορική επιτυχία του ανταγωνιστή και η πτώση των τιμών δεν σημαίνουν ότι οι πρακτικές της αναιρεσείουσας δεν είχαν επιπτώσεις στον ανταγωνισμό. Το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι, αν εξέλιπαν αυτές οι πρακτικές, θα μπορούσε ευλόγως να υποστηριχθεί ότι η αύξηση του μεριδίου αγοράς του ανταγωνιστή, καθώς και η αύξηση των επενδύσεών του σε έρευνα και ανάπτυξη, αλλά και η μείωση των τιμών των CPU x86 θα ήταν μεγαλύτερη (104).

160. Κατά την άποψή μου, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η εμπορική επίδοση της AMD και η μείωση της τιμής των CPU x86 δεν οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα όσον αφορά το αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά ήταν ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Ωστόσο, το ίδιο συμπέρασμα θα έπρεπε να ισχύει ακόμη και αν η εμπορική επίδοση του ανταγωνιστή σημείωνε πτώση. Κατ’ εμέ, η ανάλυση τέτοιου είδους στοιχείων που άπτονται των πραγματικών περιστατικών μπορεί να έχει νόημα μόνο αν θεωρηθεί ότι αποτελεί τμήμα της λεπτομερούς εξετάσεως των πραγματικών ή δυνητικών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό. Δεν βοηθά να εξακριβωθεί αν ένα κατά τεκμήριο παράνομο σύστημα εκπτώσεων είναι ικανό να περιορίσει τον ανταγωνισμό.

–       Το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή

161. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, οσάκις, όπως συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή έχει διενεργήσει ουσιαστική ανάλυση των οικονομικών συνθηκών όσον αφορά τη φερόμενη ως καταχρηστική συμπεριφορά, συνιστά πλάνη περί το δίκαιο να αγνοείται αυτή η ανάλυση απλώς και μόνον επειδή δεν συμβάλλει στη στοιχειοθέτηση.

162. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν είναι κρίσιμο όσον αφορά τη διαπίστωση αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά μπορεί να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Κατά την άποψή της, ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή θα έπρεπε να αποτελεί μέρος της εκτιμήσεως του συνόλου των περιστάσεων, δεν στηρίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου.

163. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν έχει καθοριστική σημασία προκειμένου, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του συνόλου των περιστάσεων, να διαπιστωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά είναι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Κατά συνέπεια, δεν αξιολόγησε το κριτήριο που εφάρμοσε η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν ασκεί επιρροή, διότι η Επιτροπή δεν υπείχε, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, την υποχρέωση να αποδείξει ότι οι «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» είναι ικανές να οδηγήσουν σε αποκλεισμό από την αγορά, λόγω της μορφής τους. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διαπιστώθηκε ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή είναι άνευ σημασίας για την προκείμενη υπόθεση, διότι, ουσιαστικά, αποκλειστικός σκοπός του ήταν να εξακριβωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά καθιστά αδύνατη την πρόσβαση στην αγορά. Κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, οι «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» μπορεί να παρεμποδίζουν την πρόσβαση των ανταγωνιστών της δεσπόζουσας επιχειρήσεως στην αγορά, ακόμη και αν η πρόσβαση αυτή δεν καθίσταται, υπό οικονομικούς όρους, αδύνατη αλλά απλώς δυσχερέστερη (105). Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο τόνισε ότι, ακόμη και όσον αφορά τις εμπίπτουσες στην κατηγορία 3 εκπτώσεις, η νομολογία δεν απαιτεί τη χρήση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Τρίτον, παρατήρησε ότι το εν λόγω κριτήριο θεωρήθηκε κρίσιμο από το Δικαστήριο μόνο στο πλαίσιο υποθέσεων που αφορούσαν τιμολογιακές πρακτικές και πρακτικές συμπιέσεως του περιθωρίου κέρδους, οι οποίες διαφοροποιούνται εγγενώς από τις υποθέσεις με αντικείμενο τις «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» (106).

164. Καταρχάς, όπως ήδη κατέδειξα ανωτέρω (σημεία 122 έως 160 των παρουσών προτάσεων), για να διαπιστωθεί αν η επίμαχη συμπεριφορά είναι ικανή να επιφέρει τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, απαιτείται εξέταση του συνόλου των περιστάσεων και όσον αφορά τις «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας». Με άλλα λόγια, η δυνατότητα επελεύσεως αποτελέσματος αποκλεισμού από την αγορά θα πρέπει να θεμελιώνεται για κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Βεβαίως, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή θα μπορούσε να απορριφθεί ως άνευ σημασίας, εφόσον γινόταν δεκτό ότι, για να στοιχειοθετηθεί η κατάχρηση, αρκεί απλώς να συντρέχει η πιθανότητα ή το ενδεχόμενο η προσαπτόμενη συμπεριφορά να έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό. Πράγματι, σε θεωρητικό επίπεδο, κάθε έκπτωση χορηγούμενη από κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση δύναται, υπό προϋποθέσεις, να έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό.

165. Ωστόσο, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, απαιτείται να έχει η επίμαχη πρακτική ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν μπορεί να αγνοηθεί. Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, σκοπός του κριτηρίου αυτού είναι να διαπιστωθούν οι συμπεριφορές οι οποίες καθιστούν οικονομικώς αδύνατο για έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή να εξασφαλίσει το διεκδικήσιμο μερίδιο των αναγκών ενός πελάτη. Με άλλα λόγια, συμβάλλει στη διαπίστωση συμπεριφορών οι οποίες, κατά πάσα πιθανότητα, έχουν επιπτώσεις στον ανταγωνισμό. Αντιθέτως, όταν από την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού συνάγεται ότι ο εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής μπορεί να καλύψει τις ζημίες του, η πιθανότητα επιπτώσεων στον ανταγωνισμό μειώνεται σημαντικά. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή είναι ιδιαιτέρως χρήσιμο όσον αφορά τη διαπίστωση συμπεριφορών οι οποίες ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στον ανταγωνισμό.

166. Όσον αφορά τη δεύτερη και την τρίτη παρατήρηση, εξήγησα ανωτέρω (σημεία 101 έως 105 των παρουσών προτάσεων), για ποιους λόγους φρονώ ότι η νομολογία που αφορά τις τιμολογιακές πρακτικές και τις πρακτικές συμπιέσεως του περιθωρίου κέρδους δεν μπορεί να αγνοηθεί. Εν πάση περιπτώσει, οποιεσδήποτε σχετικές αμφιβολίες εξαλείφθηκαν με την έκδοση της αποφάσεως Post Danmark II. Η απόφαση εκείνη καταδεικνύει ότι η νομολογία που αφορά άλλου τύπου αποκλεισμούς από την αγορά, οι οποίοι βασίζονται στην τιμή, δεν μπορεί να αγνοηθεί στο πλαίσιο υποθέσεων που αφορούν εκπτώσεις. Όπως επιβεβαίωσε το Δικαστήριο, παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, και σε αυτή τη νομολογία, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμο και στο πλαίσιο της εξετάσεως ενός συστήματος εκπτώσεων (107).

167. Ωστόσο, αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, στην απόφαση Post Danmark II, το Δικαστήριο ήταν πολύ προσεκτικό αναφορικά με τη θέση του ως προς το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Συγκεκριμένα, επισήμανε ότι, μολονότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμο σε ορισμένες περιπτώσεις, εντούτοις, δεν συνάγεται καμία νομική υποχρέωση ως προς τη χρήση του εν λόγω κριτηρίου (108). Η διαπίστωση αυτή ευθυγραμμίζεται με τη συναφή δήλωση του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αποφάσεως Tomra. Σε εκείνη την απόφαση το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αποδείξει ότι οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών ωθούν τους ανταγωνιστές της δεσπόζουσας επιχειρήσεως να τιμολογήσουν τα προϊόντα τους σε τιμές κάτω του κόστους, προκειμένου να διεκδικήσουν το ανοικτό στον ανταγωνισμό μερίδιο της αγοράς. Αντιθέτως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε να στοιχειοθετήσει την ικανότητα των επίδικων εκπτώσεων να προκαλέσουν περιορισμό του ανταγωνισμού, στηριζόμενη σε ποιοτικά χαρακτηριστικά από τα συνάγεται ο αντίθετος προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρας των εν λόγω εκπτώσεων (109).

168. Υπ’ αυτήν την έννοια, φαντάζει ελκυστική η θέση ότι , στην υπό κρίση υπόθεση, δεν απαιτείται εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Βάσει αυτής της λογικής, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση της δυνατότητας περιορισμού του ανταγωνισμού δεν πάσχει νομική πλάνη, δεδομένης της κρίσεως ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή είναι άνευ σημασίας.

169. Ωστόσο, η συλλογιστική αυτή παραβλέπει δύο ζητήματα. Σε αντίθεση με την απόφαση Tomra, εν προκειμένω, η Επιτροπή πράγματι προέβη, με την επίδικη απόφαση, σε διεξοδική ανάλυση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Όμως, ακόμη σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι, από την εξέταση των λοιπών περιστάσεων που διεξήγαγε Γενικό Δικαστήριο, δεν συνάγεται το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι διαπιστώθηκαν επιπτώσεις στον ανταγωνισμό. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, θεωρώ απολύτως σαφές ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν μπορεί απλώς να αγνοηθεί ως μια άνευ σημασίας περίσταση.

170. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι η ανάλυση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που διενεργήθηκε από την Επιτροπή στην επίδικη απόφαση δεν αποτελεί τμήμα της εκτιμήσεως του συνόλου των περιστάσεων.

171. Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή μου ως προς την επάλληλη εξέταση που διενήργησε το Γενικό Δικαστήριο, παρατηρώ τα ακόλουθα.

172. Οι περιστάσεις που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της εν λόγω εκτιμήσεως δεν επιβεβαιώνουν την ύπαρξη επιπτώσεων στον ανταγωνισμό. Στην καλύτερη περίπτωση, η εκτίμηση αυτή αποδεικνύει ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά θα μπορούσε, θεωρητικά, να έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, πλην όμως αυτή καθεαυτή η επέλευση του συγκεκριμένου αποτελέσματος δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Καταρχήν, κατά την εξέταση του συνόλου των περιστάσεων, θα πρέπει, τουλάχιστον, να συνυπολογίζεται το τμήμα της αγοράς που καλύπτεται, καθώς και η διάρκεια της προσαπτόμενης συμπεριφοράς. Επιπλέον, ενδέχεται επίσης να απαιτείται να συνεκτιμηθούν και άλλες περιστάσεις, οι οποίες μπορεί να διαφοροποιούνται κατά περίπτωση. Στην προκείμενη υπόθεση, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν μπορεί να αγνοηθεί, ακριβώς διότι αυτό το κριτήριο εφάρμοσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της επίδικης αποφάσεως και επιδιώκεται να εξακριβωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά ήταν ικανή να έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών από την αγορά. Η εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών πρέπει, στο σύνολό της, να επιτρέπει να διακριβωθεί ότι, κατά πάσα πιθανότητα, η επίμαχη επιχείρηση προέβη σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Αν αυτή η διαβεβαίωση ελλείπει λόγω, για παράδειγμα, της μικρής καλύψεως της αγοράς, της μικρής διάρκειας των εξεταζόμενων συμφωνιών ή της θετικής εκβάσεως του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, για τη θεμελίωση της καταχρήσεως απαιτείται η διενέργεια μιας ακόμη πιο διεξοδικής οικονομικής αναλύσεως των πραγματικών ή δυνητικών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό.

 Συμπέρασμα

173. Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον, πρώτον, έκρινε ότι οι «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» συνιστούν διακριτή και μοναδική κατηγορία εκπτώσεων, για την οποία δεν απαιτείται η εξέταση του συνόλου των περιστάσεων προκειμένου να αποδειχθεί κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο, κατά την επάλληλη εκτίμησή του όσον αφορά τη δυνατότητα περιορισμού του ανταγωνισμού, καθόσον δεν απέδειξε, βάσει του συνόλου των περιστάσεων, ότι οι χορηγούμενες από την αναιρεσείουσα εκπτώσεις και πληρωμές ήταν ικανές να επιφέρουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών από την αγορά.

174. Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

 Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: η κάλυψη της αγοράς ως στοιχείο βάσει του οποίου διαπιστώνεται αν μια επιχείρηση καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της

1.      Τα κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

175. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, ανεξαρτήτως του συμπεράσματος ως προς τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, δεν θα μπορούσε να περιορίσει τον ανταγωνισμό κατά τα έτη 2006 και 2007, δεδομένου του μεγέθους του τμήματος της αγοράς που καλυπτόταν από τη συμπεριφορά της. Κατά την περίοδο εκείνη, η παράβαση αφορούσε μόνο τις MSH και Lenovo. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, με την επίδικη απόφαση, τη διάπραξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως για το διάστημα 2002-2006, η διαπίστωση της παραβάσεως για τα έτη 2006 και 2007 μπορούσε να στηριχθεί στον μέσο όρο καλύψεως της αγοράς καθ’ όλο το διάστημα 2002-2007 (και όχι στο τμήμα της αγοράς που καλυπτόταν από τη συμπεριφορά της Intel κατά τα δύο συγκεκριμένα έτη) (110).

176. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απλώς συμπληρωματικός του πρώτου. Στηρίζεται εξ ολοκλήρου στις ίδιες αιτιάσεις με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως. Εκτιμά, επίσης, ότι το καλυπτόμενο τμήμα της αγοράς δεν έχει καθοριστική σημασία όσον αφορά το αν οι χορηγούμενες από την Intel εκπτώσεις ήταν ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό: το ποσοστό της αγοράς που καλυπτόταν από τις πρακτικές της Intel είναι κρίσιμο μόνο στον βαθμό που οι εν λόγω πρακτικές όντως προκάλεσαν περιορισμό του ανταγωνισμού. Λόγω της στρατηγικής σημασίας των OEM στους οποίους στόχευε η Intel τα έτη 2006 και 2007, η αξία των πρακτικών που μετήλθε η Intel δεν μπορεί να υπολογιστεί απλώς και μόνο μέσω παραπομπής στην κάλυψη της αγοράς. Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η κάλυψη της αγοράς κατά τη διάρκεια αυτών των δύο ετών πρέπει να εξεταστεί από τη σκοπιά μίας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, η οποία συνδέεται με την ύπαρξη συνολικής στρατηγικής αποκλεισμού της AMD από την παγκόσμια αγορά των CPU.

2.      Ανάλυση

177. Στα προηγούμενα σημεία των παρουσών προτάσεων, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την επάλληλη εκτίμηση της δυνατότητας περιορισμού του ανταγωνισμού, βάσει του συνόλου των περιστάσεων. Συγκεκριμένα, έσφαλε όσον αφορά την ανάλυση της καλύψεως της αγοράς, στον βαθμό που δεν δέχθηκε ότι ένα δεσμευμένο μερίδιο αγοράς της τάξεως του 14 % δεν είναι ικανό να θεμελιώσει επαρκώς κατά νόμο ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά είναι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Βάσει αυτού και μόνο, και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει να γίνει δεκτός.

178. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι σκόπιμο να εξεταστεί αυτοτελώς, έστω και συνοπτικά. Και τούτο διότι οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου περί ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως αποτελούν τη βάση για τη διαπίστωση της παραβάσεως κατά τα έτη 2006 και 2007. Στην πραγματικότητα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, στο πλαίσιο μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, η οποία στηρίζεται στην ύπαρξη συνολικής στρατηγικής αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την αγορά, η συνολική εξέταση του μέσου όρου του τμήματος της αγοράς που αποκλείστηκε από τον ανταγωνισμό επαρκεί για να εξακριβωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά είναι ικανή να έχει ως επίπτωση τον αποκλεισμό από την αγορά (111).

179. Ως εκ τούτου, η ουσία του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως έγκειται στον προσδιορισμό τη σημασίας της έννοιας της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως κατά την εξέταση της δυνατότητας που έχει η συμπεριφορά μιας και μόνο επιχειρήσεως να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Ειδικότερα, το ζήτημα που ανακύπτει αφορά το αν η προσφυγή σε αυτήν την έννοια αντισταθμίζει το γεγονός ότι το τμήμα της αγοράς που αποκλείστηκε από τον ανταγωνισμό ήταν πολύ μικρό ώστε να στοιχειοθετηθεί, εξ αυτού και μόνο, ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά ήταν ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.

180. Στη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως χρησιμοποιείται, ιδίως, στο πλαίσιο του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, προκειμένου να ενσωματώσει πλείονα στοιχεία αντίθετων στον ανταγωνισμό συμπεριφορών, υπό τη μορφή ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, για τους σκοπούς εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού. Συναφώς, το πνεύμα της εν λόγω έννοιας συνίσταται στη διασφάλιση ότι οι κανόνες του ανταγωνισμού θα εφαρμοστούν κατά τρόπο αποτελεσματικό σε υποθέσεις όπου οι παραβάσεις εντάσσονται σε ένα σύμπλεγμα αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών, οι οποίες μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές και ακόμη και να εξελιχθούν με την πάροδο του χρόνου (112).

181. Με άλλα λόγια, σκοπός είναι να μην εμποδιστεί η εφαρμογή των κανόνων λόγω της χωριστής εξετάσεως συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οι οποίες, στην πράξη, εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο περιορισμού του ανταγωνισμού. Για τον λόγο αυτό, η προσφυγή στην έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως μετριάζει το βάρος αποδείξεως που, κατά κανόνα, φέρουν οι αρμόδιες αρχές όσον αφορά τη στοιχειοθέτηση του διαρκούς χαρακτήρα των εξεταζόμενων αντίθετων στον ανταγωνισμό πρακτικών. Ειδικότερα, όταν ένα πλέγμα συμφωνιών και πρακτικών εφαρμόζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν είναι ασύνηθες, με την πάροδο αυτού του χρονικού διαστήματος, να έχουν επέλθει αλλαγές τόσο ως προς το πεδίο εφαρμογής και τη μορφή τους όσο και ως προς τους μετέχοντες σε αυτές τις συμφωνίες και/ή πρακτικές. Χωρίς τη συνδρομή της έννοιας της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, η Επιτροπή θα ήταν υποχρεωμένη να επιτύχει υψηλότερο επίπεδο αποδείξεως.. Θα έπρεπε να διαπιστώσει και να τεκμηριώσει την ύπαρξη διαφόρων ξεχωριστών συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών, καθώς και να εξακριβώσει ποιοι μετέχουν σε κάθε μία από αυτές ξεχωριστά. Η χωριστή εξέταση των προσαπτόμενων πρακτικών θα μπορούσε επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, να έχει ως συνέπεια την παραγραφή παλαιότερων συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών. Τούτο θα μείωνε σημαντικά την αποτελεσματικότητα της επιβολής των οικείων κανόνων.

182. Επομένως, η έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως αποτελεί ένα δικονομικό κανόνα.

183. Ο μετριασμός του βάρους αποδείξεως που φέρουν οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές ανταγωνισμού προσδίδει στην εν λόγω έννοια καθοριστική σημασία στο πλαίσιο της επιβολής προστίμων. Πιο συγκεκριμένα, το γεγονός ότι, για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, δεν προσκομίζονται αποδεικτικά στοιχεία δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η παράβαση να θεωρείται αποδεδειγμένη για μια ευρύτερη περίοδο συνολικά. Τούτο, ωστόσο, απαιτεί η σχετική διαπίστωση να στηρίζεται σε αντικειμενικές και συγκλίνουσες συναφείς ενδείξεις. Συνήθως, στο πλαίσιο παραβάσεως εκτεινόμενης σε πλείονα έτη, το γεγονός ότι μια συμφωνία εμφανίζεται να έχει εφαρμοστεί σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, τα οποία παρουσιάζουν ασυνέχειες μακράς ή βραχύτερης διάρκειας, δεν ασκεί επιρροή στη διαπίστωση της υπάρξεως της συμπράξεως. Τούτο βέβαια, εφόσον οι επιμέρους πράξεις που συναποτελούν την παράβαση επιδιώκουν κοινό σκοπό και εντάσσονται στο πλαίσιο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως (113). Πράγματι, σημασία έχει το να μπορέσει η Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη συνολικού σχεδίου περιορισμού του ανταγωνισμού (114).

184. Αντιθέτως, η προσφυγή στην έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως δεν διευρύνει –και δεν θα μπορούσε να διευρύνει– το πεδίο εφαρμογής των προβλεπόμενων από τις Συνθήκες απαγορεύσεων.

185. Στην προκείμενη περίπτωση, η έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως εντάχθηκε σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο (115). Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά μίας και μόνης επιχειρήσεως, ως προς την οποία δεν είχε εξακριβωθεί αν, από μόνη της, ήταν ικανή να προκαλέσει περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

186. Οφείλω να εκφράσω τις αμφιβολίες μου όσον αφορά τη χρήση της εν λόγω έννοιας κατ’ αυτόν τον τρόπο.

187. Κατά βάση, όπως παρατηρεί η αναιρεσείουσα, η προσφυγή στην έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως δεν μπορεί να μετατρέψει μια νόμιμη συμπεριφορά σε παράβαση.

188. Ωστόσο, δεδομένου ότι η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο περί ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι αρκούσε να εξετάσει τον συνολικό μέσο όρο του τμήματος της αγοράς που αποκλείστηκε από τον ανταγωνισμό το διάστημα 2002-2007 (116). Επ’ αυτής της βάσεως, έκρινε άνευ σημασία το γεγονός ότι η κάλυψη της αγοράς ήταν σημαντικά μικρότερη κατά τα έτη 2006 και 2007 σε σχέση με τον μέσο όρο του δεσμευμένου μεριδίου της αγοράς (14 %).

189. Με άλλα λόγια, το Γενικό Δικαστήριο αντικατέστησε ένα ουσιαστικό κριτήριο με ένα κριτήριο δικονομικής φύσεως. Δεν χρησιμοποίησε το κριτήριο της επαρκούς καλύψεως της αγοράς, το οποίο, παραδόξως, είχε κρίνει ότι ήταν κρίσιμο προκειμένου να διαπιστωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά είναι ικανή να έχει επιπτώσεις τον ανταγωνισμό, και το αντικατέστησε με εκείνο της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως. Τούτο, με απλά λόγια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Είτε θα γίνει δεκτό ότι η κάλυψη της αγοράς δεν έχει απολύτως καμία σημασία και ότι οι κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης επιβάλλουν κυρώσεις με γνώμονα τη μορφή και όχι τα αποτελέσματα (εξήγησα ανωτέρω για ποιους λόγους αυτή η λύση δεν είναι αποδεκτή), είτε θα γίνει δεκτό ότι η κάλυψη της αγοράς πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά την εκτίμηση του συνόλου των περιστάσεων.

190. Ενεργώντας κατά τα προεκτεθέντα, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξακρίβωσε αν η επίμαχη συμπεριφορά ήταν ικανή να προκαλέσει περιορισμό του ανταγωνισμού καθ’ όλη τη διάρκεια του επίμαχου χρονικού διαστήματος.

191. Εν πάση περιπτώσει, αν το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε παραλείψει την εν λόγω εξέταση, θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο αποκλεισμός από τον ανταγωνισμό ενός τόσο μικρού τμήματος της αγοράς δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα ως προς το αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά είναι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό.

192. Όπως σημείωσα στο σημείο 143 των παρουσών προτάσεων σχετικά με τμήμα της αγοράς της τάξεως του 14 %, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ακόμη και ένα δεσμευμένο μερίδιο της αγοράς μικρότερο από 5 % ενδέχεται, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, να είναι αρκετό ώστε να επιφέρει τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών από την αγορά. Παρ’ όλα αυτά, κατά την εξέταση της δυνατότητας περιορισμού του ανταγωνισμού στην περίπτωση ενός τόσο μικρού μεριδίου αγοράς δεν μπορούν να συναχθούν σαφή συμπεράσματα. Όπως έχω εξηγήσει, δεν μπορεί να υποστηριχθεί (βάσει της μορφής της συμπεριφοράς) ότι ορισμένες συμφωνίες εμπίπτουν στην επιβαλλόμενη από το άρθρο 102 ΣΛΕΕ απαγόρευση, χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το τμήμα της αγοράς που επηρεάζεται. Σε περιπτώσεις όπου το δεσμευμένο μερίδιο της αγοράς δεν παρέχει αδιάσειστες αποδείξεις των επιπτώσεων στον ανταγωνισμό, η διαπίστωση ενδεχόμενης καταχρήσεως προϋποθέτει την εξέταση των πραγματικών και δυνητικών αποτελεσμάτων της επίμαχης συμπεριφοράς.

193. Επαναλαμβάνω ότι, όταν η κάλυψη της αγοράς θεωρείται ανεπαρκής για τη διαπίστωση πιθανών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να θεραπευθεί με την εφαρμογή της έννοιας της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως. Αντίθετα, όπως συνάγεται από αυτή την ίδια την εν λόγω έννοια, προκειμένου οι διάφορες εκφάνσεις μιας συμπεριφοράς να συνιστούν ενιαία και διαρκή παράβαση, κάθε επιμέρους συμπεριφορά θα πρέπει και αυτή να αποτελεί παράβαση. Για να το θέσω διαφορετικά, η εν λόγω συμπεριφορά θα πρέπει να συνιστά παράβαση καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης χρονικής περιόδου.

194. Κατά συνέπεια, και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

 Τρίτος λόγος αναιρέσεως: χαρακτηρισμός ορισμένων εκπτώσεων ως «εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας»

1.      Τα κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

195. Η αναιρεσείουσα, υποστηριζόμενη από την ACT, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στον βαθμό που χαρακτήρισε τις συμφωνίες της με τις HP και Lenovo ως «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας». Καίτοι οι εν λόγω εκπτώσεις κάλυπταν ποσοστό 95 % των επιτραπέζιων υπολογιστών για επαγγελματική χρήση που κατασκεύαζε η HP και ποσοστό 80 % των φορητών υπολογιστών της Lenovo, εντούτοις, αποτελούσαν μικρό τμήμα των συνολικών αγορών CPU εκ μέρους των δύο αυτών επιχειρήσεων. Ουσιαστικά, η Intel υποστηρίζει ότι στο μέτρο που η συνδεδεμένη με αυτές τις εκπτώσεις υποχρέωση αποκλειστικότητας αφορούσε συγκεκριμένα τμήματα των αναγκών CPU των σχετικών OEM, ο χαρακτηρισμός των επίμαχων εκπτώσεων ως «εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας» συνιστά πλάνη περί το δίκαιο. Κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι τούτο έχει το ίδιο αποτέλεσμα με την κάλυψη του «συνόλου ή σημαντικού μέρους» των συνολικών αναγκών του πελάτη από τη δεσπόζουσα επιχείρηση. Πιο συγκεκριμένα, η προσέγγιση αυτή καθιστά εντελώς ανελαστική την υποχρέωση που αφορά την κάλυψη «του συνόλου ή σημαντικού μέρους» των αναγκών του πελάτη: συνεπάγεται αδικαιολόγητη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της έννοιας «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας», η οποία, σύμφωνα με την προσέγγιση που ακολουθεί το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, είναι εξ ορισμού απορριπτέα.

196. Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως για δύο λόγους. Πρώτον, υποστηρίζει ότι η ελευθερία που απολαύουν οι OEM όσον αφορά ορισμένες συμβατικές τους υποχρεώσεις δεν μπορεί να θεραπεύσει τον περιορισμό της ελευθερίας τους να επιλέγουν την πηγή εφοδιασμού τους σε συγκεκριμένο τομέα της αγοράς των CPU. Δεύτερον, η Επιτροπή διατείνεται ότι η Intel έχει παρερμηνεύσει τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία οι ανταγωνιστές της δεσπόζουσας επιχειρήσεως πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να είναι ανταγωνιστικοί βάσει των προτερημάτων τους, σε όλη τη σχετική αγορά.

2.      Ανάλυση

197. Όπως και ο δεύτερος, έτσι και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι στενά συνδεδεμένος με τον πρώτο. Ουσιαστικά, το ζήτημα που εγείρεται με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως είναι αν το Γενικό Δικαστήριο ορθώς κατέληξε στη διαπίστωση ότι οι χορηγηθείσες στις HP και Lenovo εκπτώσεις χαρακτηρίζονται ως «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» (117).

198. Εξήγησα ανωτέρω για ποιους λόγους φρονώ ότι δεν υπάρχει ξεχωριστή κατηγορία «εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας». Παράνομες κατά τεκμήριο θεωρούνται οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται (αλλά δεν είναι οι μοναδικές) και οι εκπτώσεις που το Γενικό Δικαστήριο χαρακτήρισε ως «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας». Ένας εκ των πιθανών λόγων για τους οποίους μια έκπτωση μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά έκπτωση υπέρ πιστού πελάτη είναι ότι αυτή εξαρτάται υπό την προϋπόθεση ο πελάτης να καλύπτει «το σύνολο ή σημαντικό μέρος» των αναγκών του από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση (118). Ωστόσο, η μορφή της εκπτώσεως από μόνη της δεν μπορεί να καθορίζει τη «μοίρα» της εκάστοτε εκπτώσεως. Και τούτο διότι, το συμπέρασμα ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως προϋποθέτει την προηγούμενη εξέταση του συνόλου των περιστάσεων. Κατά συνέπεια, αν το Δικαστήριο κάνει δεκτό τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, όπως έχω ήδη προτείνει, παρέλκει η εξέταση του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

199. Ωστόσο, αν το Δικαστήριο απορρίψει τον πρώτο λόγο αναιρέσεως και κρίνει ότι οι «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» διακρίνονται από τις λοιπές κατηγορίες εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να εξεταστεί.

200. Αν το Δικαστήριο καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, η απαίτηση σχετικά με την κάλυψη του «συνόλου ή σημαντικού μέρους» των αναγκών του πελάτη αποκτά καθοριστικό ρόλο για την αξιολόγηση των εν λόγω εκπτώσεων. Και τούτο διότι, στην κατηγορία των «εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας» εμπίπτουν αποκλειστικά και μόνον εκπτώσεις οι οποίες τελούν υπό την προϋπόθεση ότι ο πελάτης καλύπτει «το σύνολο ή σημαντικό μέρος» των αναγκών του από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση.

201. Έχοντας αυτά κατά νου, παρατηρώ τα ακόλουθα.

202. Σε σχέση με την HP, για παράδειγμα, ο όρος της αποκλειστικότητας συνίστατο στην εκ μέρους της υποχρέωση να προμηθεύεται από την αναιρεσείουσα ποσοστό 95 % των CPU x86 που επρόκειτο να χρησιμοποιήσει σε σταθερούς υπολογιστές που προορίζονταν για επαγγελματική χρήση. Το ποσοστό αυτό σίγουρα ισοδυναμεί με το «σύνολο ή σημαντικό μέρος» των αναγκών της HP σε CPU στο συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς. Όμως, η συνολική εικόνα αλλοιώνεται από το γεγονός ότι αυτό το 95 % φαίνεται να αντιστοιχεί σε ποσοστό περίπου 28 % των συνολικών αναγκών της HP σε CPU (119). Όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, αυτό το δεύτερο ποσοστό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί το «σύνολο ή σημαντικό μέρος» των συνολικών αναγκών της HP.

203. Συναφώς, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι είναι αδιάφορο αν ο όρος ότι ο πελάτης θα καλύπτει «το σύνολο ή σημαντικό μέρος» των αναγκών του από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση αφορά συνολικά την αγορά ή έναν επιμέρους τομέα αυτής (120). Για να δικαιολογήσει αυτή του τη θέση, το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε στην απόφαση Tomra. Σύμφωνα με τη διαπίστωση του Δικαστηρίου σε εκείνη την υπόθεση, οι ανταγωνιστές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μετέχουν στον ανταγωνισμό με κριτήριο την απόδοσή τους στο σύνολο της αγοράς και όχι μόνο σε τμήμα αυτής. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν αναφέρεται καθόλου στο πώς θα πρέπει να ερμηνεύεται το κριτήριο που αφορά το «σύνολο ή σημαντικό μέρος» των αναγκών. Αντιθέτως, έχει την έννοια ότι ο αποκλεισμός των ανταγωνιστών της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως από ουσιώδες τμήμα της αγοράς μπορεί, ακόμη κι έτσι, να δικαιολογηθεί, αν το ανοικτό στον ανταγωνισμό τμήμα της αγοράς που απομένει εξακολουθεί να αρκεί για να δρα σ’ αυτό περιορισμένος αριθμός ανταγωνιστών (121).

204. Εν προκειμένω, δεν είναι αυτό το κρίσιμο ζήτημα. Το ζήτημα εδώ είναι αν η υποχρέωση του πελάτη να καλύπτει το «σύνολο ή σημαντικό μέρος» των αναγκών του μπορεί και να αφορά ένα επιμέρους συγκεκριμένο τμήμα της σχετικής αγοράς προϊόντων.

205. Στην επίδικη απόφαση, κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς προϊόντων δεν έγινε καμία διάκριση μεταξύ CPU που προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν σε σταθερούς υπολογιστές επαγγελματικής χρήσεως και CPU για υπολογιστές οικιακής χρήσεως. Και τούτο, διότι, για συγκεκριμένο τύπο ηλεκτρονικών υπολογιστών, μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι ίδιοι CPU τόσο στον επιχειρηματικό/εμπορικό τομέα όσο και σε επίπεδο ιδιωτών/καταναλωτών (122). Εφόσον υπάρχει δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ των δύο τομέων, συνάγεται ότι η αγορά δεν μπορεί να διαιρεθεί.

206. Επί του ζητήματος αυτού, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι το ερώτημα αν οι CPU x86 που προορίζονταν προς χρήση σε επαγγελματικούς υπολογιστές ήταν διαφορετικοί από τους CPU x86 που χρησιμοποιούνταν σε υπολογιστές οικιακής χρήσεως δεν είχε σημασία στο πλαίσιο της προκείμενης υποθέσεως. Κατά την κρίση του, ακόμη και αν υπήρχε δυνατότητα να εναλλάσσονται αυτοί οι δύο τύποι CPU, η αγοραστική επιλογή των επίμαχων OEM περιοριζόταν σημαντικά ως προς το συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς (123).

207. Εκ πρώτης όψεως, το επιχείρημα αυτό φαίνεται πειστικό.

208. Όμως, αγνοεί ένα σημαντικό στοιχείο: το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως λαμβάνει ως σημείο αφετηρίας την οπτική της HP (και της Lenovo), και όχι αυτή της AMD. Από τη σκοπιά της AMD, είναι απολύτως αδιάφορο αν περιορίζεται σημαντικά η ελευθερία επιλογής των HP και Lenovo σε έναν επιμέρους τομέα της αγοράς, δεδομένου ότι η HP και η Lenovo είναι πελάτες της Intel και όχι ανταγωνιστές της.

209. Πράγματι, ένα σημείο το οποίο επιβάλλεται να υπογραμμιστεί είναι ότι αντικείμενο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως είναι η συμπεριφορά που έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από την αγορά του ανταγωνιστή της αναιρεσείουσας, την AMD, και όχι η εκμετάλλευση των πελατών της αναιρεσείουσας από την ίδια. Αυτό που έχει σημασία, όσον αφορά την AMD (και συνεπώς, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η προσαπτόμενη συμπεριφορά συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ), είναι το συνολικό ποσοστό των αναγκών για τις οποίες ισχύει ο όρος της αποκλειστικότητας συνεπεία των εκπτώσεων και των πληρωμών που χορήγησε η Intel.

210. Όπως επισήμανε η ACT, δεν έχει σημασία αν ορισμένα προϊόντα αγοράζονται για την κάλυψη των αναγκών σε ένα επιμέρους τμήμα της αγοράς. Αυτό που έχει σημασία είναι αν οι επίμαχοι OEM διατηρούν τη δυνατότητα εφοδιασμού τους με σημαντικές ποσότητες προϊόντων από ανταγωνιστές της Intel. Εν προκειμένω, τούτο φαίνεται να ισχύει: η HP και η Lenovo διατηρούσαν τη δυνατότητα αγοράς σημαντικών ποσοτήτων CPU x86 από την AMD. Το αν μια επιχείρηση προέβη σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς, της αποκλείοντας από τον ανταγωνισμό έναν ανταγωνιστή της, δεν μπορεί να εξαρτάται από μια φαινομενικά αυθαίρετη διαίρεση της αγοράς.

211. Υπ’ αυτήν την έννοια, φαίνεται δύσκολο να υποστηριχθεί ότι, όσον αφορά την HP, η υποχρέωση αποκλειστικού εφοδιασμού σε ποσοστό 95 % των σταθερών υπολογιστών που προορίζονται για επαγγελματική χρήση αντιστοιχεί σε κάτι περισσότερο από το 28 % των συνολικών αναγκών της HP. Με την ίδια λογική, ο όρος αποκλειστικότητας που αφορά τους φορητούς υπολογιστές της Lenovo δεν ισοδυναμεί με προϋπόθεση αποκλειστικού εφοδιασμού συνολικά. Πολύ απλά, υπ’ αυτές τις περιστάσεις, δεν ικανοποιείται η απαίτηση καλύψεως του «συνόλου ή σημαντικού μέρους» των αναγκών του πελάτη.

212. Αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο να κατηγορηθώ ότι δηλώνω τα αυτονόητα, φρονώ ότι η προσέγγιση που ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καταλήγει σε ένα συμπέρασμα το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί: ακόμη και αν μια «έκπτωση λόγω αποκλειστικότητας» αφορά τμήμα της σχετικής αγοράς, το οποίο αντιστοιχεί σε ασήμαντο ποσοστό των συνολικών αναγκών του πελάτη (ας πούμε, για χάρη της συζήτησης, σε ποσοστό 3 %), θα πρέπει αυτομάτως να θεωρείται κατακριτέα.

213. Ως εκ τούτου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, ως προς τον χαρακτηρισμό των εκπτώσεων που χορήγησε η αναιρεσείουσα στις HP και Lenovo, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

214. Κατά συνέπεια, ανεξαρτήτως του αν το Δικαστήριο συμφωνεί με τη θέση μου όσον αφορά τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει να γίνει δεκτός.

 Τέταρτος λόγος αναιρέσεως: δικαιώματα άμυνας

1.      Τα κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

215. Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορά τα δικαιώματα άμυνας της αναιρεσείουσας, τα οποία ενσωματώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Η Intel υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι δεν υπήρξε καμία διαδικαστική πλημμέλεια όσον αφορά τη συνάντηση που έγινε το 2006 με το διευθυντικό στέλεχος της Dell, D1, στο πλαίσιο της έρευνας η οποία κατέληξε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως (στο εξής: επίμαχη συνάντηση).

216. Συναφώς, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι η επίμαχη συνάντηση δεν αποτελούσε ακρόαση κατά την έννοια του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003. Δεύτερον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι, μολονότι η Επιτροπή υπείχε υποχρέωση καταγραφής της επίμαχης συναντήσεως λόγω της σημασίας της, εντούτοις, η παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως την οποία συνεπάγεται η ως άνω πλημμέλεια θεραπεύθηκε δια της προσθήκης στον φάκελο της υποθέσεως μη εμπιστευτικής εκδοχής του εσωτερικού σημειώματος (το εσωτερικής χρήσεως aide mémoire της Επιτροπής, στο εξής: εσωτερικό σημείωμα), στο οποίο χορηγήθηκε πρόσβαση στην αναιρεσείουσα. Τρίτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε κατά την επάλληλη εκτίμησή του σχετικά με το αν μια διαδικαστική πλημμέλεια όπως αυτή που διαπιστώθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συνιστά λόγο ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως, στον βαθμό που η εν λόγω απόφαση αφορούσε τη συμπεριφορά της αναιρεσείουσας έναντι της Dell.

217. Η Επιτροπή προβάλλει ως βασικό της επιχείρημα ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής, διότι η Intel δεν αμφισβήτησε τη διαπίστωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι οι εκπτώσεις που χορηγήθηκαν στη Dell ήταν «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας». Ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης, κατά την άποψη της Επιτροπής, να απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον το ζήτημα αν η παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως μπορούσε να θεραπευθεί δια της χορηγήσεως προσβάσεως στην Intel στο μη εμπιστευτικό κείμενο του ενημερωτικού σημειώματος εξαρτάται από την εκτίμηση της αξίας που είχε η επίμαχη συνάντηση και της επάρκειας του σημειώματος που καταρτίσθηκε. Τούτα είναι ζητήματα που άπτονται των πραγματικών περιστατικών και δεν υπόκεινται στον αναιρετικό έλεγχο.

218. Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα της Intel είναι αβάσιμα: η Intel δεν προβάλλει κανένα σχετικό επιχείρημα με το οποίο να τίθεται υπό αμφισβήτηση η εκτίμηση που διατυπώθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά το επίμαχο ενημερωτικό σημείωμα. Η Επιτροπή διατείνεται, επίσης, ότι η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε κυρίως σε άμεσες έγγραφες αποδείξεις, οι οποίες, σε καμία περίπτωση, δεν θα ερμηνεύονταν διαφορετικά υπό το πρίσμα της επίμαχης συναντήσεως.

2.      Ανάλυση

219. Καταρχάς, τονίζεται εκ προοιμίου ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως δεν είναι επ’ ουδενί αλυσιτελής ούτε, κατά μείζονα λόγο, απαράδεκτος, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή.

220. Με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως, η Intel υποστηρίζει ιδίως ότι η διαπίστωση περί παραβάσεως πρέπει να αναιρεθεί ως προς τη Dell, διότι τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η διαπίστωση αυτή προέκυψαν κατόπιν προσβολής των δικαιωμάτων άμυνάς της. Τούτο, είναι ένα νομικό ζήτημα επί του οποίου το Δικαστήριο μπορεί και όφειλε, να αποφανθεί. Συναφώς, το αν στην κατ’ αναίρεση δίκη προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι οι χορηγηθείσες από την Intel στην Dell εκπτώσεις τελούσαν υπό τον όρο της αποκλειστικότητας είναι άνευ σημασίας. Εξήγησα προηγουμένως ότι οι επίμαχες εκπτώσεις (όπως και αν «ονομαστούν» ) δεν μπορούν να χαρακτηριστούν παράνομες, χωρίς να προηγηθεί εξέταση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων της υποθέσεως. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ίδια η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι, καταρχήν, ακόμη και η χορήγηση «εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας» θα μπορούσε να είναι δικαιολογηθεί από τη συγκεκριμένη επιχείρηση. Ομοίως, το γεγονός ότι οι διάδικοι συμφωνούν ότι η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε στις πληροφορίες που συνέλεξε κατά την επίμαχη συνάντηση, προκειμένου να ενοχοποιήσει την Intel, είναι αδιάφορο: ουδόλως επηρεάζει την ενδεχόμενη απαλλακτική αξία της συναντήσεως (124). Ωστόσο, ακόμη σημαντικότερο είναι ότι το αν όντως υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της αναιρεσείουσας είναι εντελώς ανεξάρτητο ζήτημα από το αν αυτή (η ενδεχόμενη) προσβολή είχε ουσιαστική επίπτωση στο περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως.

221. Πολύ απλά, το αν, πράγματι, υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της αναιρεσείουσας, έχει μικρή σημασία, ή και καθόλου, όσον αφορά το πώς χαρακτηρίστηκαν οι εκπτώσεις που χορήγησε η Intel ή ποια αποδεικτικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για να στοιχειοθετηθεί η παράβαση. Το μοναδικό στοιχείο που απαιτείται να διαπιστώσει το Δικαστήριο είναι αν η αναιρεσείουσα αποδεικνύει ότι θα διασφάλιζε κατά καλύτερο τρόπο την υπεράσπισή της, αν της είχε χορηγηθεί πρόσβαση στην καταγραφή της επίμαχης συναντήσεως. Για να αποφανθεί επ’ αυτού του ζητήματος, το Δικαστήριο καλείται επίσης, μεταξύ άλλων, να εξετάσει αν το ενημερωτικό σημείωμα –το οποίο, πρωτοδίκως, αποκαλύφθηκε με καθυστέρηση στην αναιρεσείουσα– είχε τη δυνατότητα να «θεραπεύσει» ενδεχόμενες προηγούμενες διαδικαστικές πλημμέλειες, απορρέουσες από την απόφαση της Επιτροπής να μην προβεί σε καταγραφή της επίμαχης συναντήσεως. Για αυτόν τον λόγο δεν με πείθει ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας σε σχέση με την επάρκεια του ενημερωτικού σημειώματος, στην πράξη, αμφισβητούν πραγματικά περιστατικά.

222. Όπως θα εξηγήσω στα σημεία που ακολουθούν, στην πραγματικότητα, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει να γίνει δεκτός.

 Η επίμαχη συνάντηση ήταν ακρόαση κατά την έννοια του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003

223. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι δεν υπήρξε παράβαση του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 (125). Συναφώς, η Intel διατείνεται ότι η διάκριση που επιχειρείται με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μεταξύ «επίσημων» και «ανεπίσημων» ακροάσεων είναι εσφαλμένη από νομικής απόψεως. Το ίδιο ισχύει, κατά την άποψή της, και όσον αφορά τη διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν υπέχει υποχρέωση καταγραφής των «ανεπίσημων» ακροάσεων (126).

224. Πριν εξετάσω τη διάκριση που προαναφέρθηκε, κρίνω σκόπιμο να υπενθυμίσω εν συντομία τα (διαδικαστικά) στάδια που οδήγησαν στην αποκάλυψη του ενημερωτικού σημειώματος που αφορούσε την επίμαχη συνάντηση στην αναιρεσείουσα.

225. Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, αρχικά, η Επιτροπή αρνούνταν την ύπαρξη της συναντήσεως με τον D1. Η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι η εν λόγω συνάντηση έλαβε χώρα μόνο μετά την παρουσίαση από την Intel του ενδεικτικού καταλόγου των θεμάτων σχετικά με την επίμαχη συνάντηση. Κατά τον χρόνο εκείνο, η Επιτροπή επέμενε ότι δεν υπήρξε καταγραφή του περιεχομένου της εν λόγω συναντήσεως. Όμως, ορισμένους μήνες αργότερα, ο σύμβουλος ακροάσεων αναγνώρισε την ύπαρξη σχετικού με την επίμαχη συνάντηση ενημερωτικού σημειώματος, τονίζοντας ωστόσο ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε δικαίωμα προσβάσεως σε αυτό. Τελικώς, τον Δεκέμβριο του 2009 η Επιτροπή διαβίβασε στην Intel «από αβροφροσύνη» αντίγραφο του μη εμπιστευτικού κειμένου του ενημερωτικού σημειώματος. Από το έγγραφο αυτό είχαν παραλειφθεί πολλά στοιχεία. Κατόπιν σχετικού αιτήματος που υποβλήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, το εμπιστευτικό κείμενο του ενημερωτικού σημειώματος κοινοποιήθηκε εν τέλει στην αναιρεσείουσα κατά τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τον Ιανουάριο του 2013 (127).

226. Όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, φρονώ ότι η εξουσία διενέργειας ακροάσεων αποτελεί λογική συνέπεια των διευρυμένων εξουσιών έρευνας που ανατίθενται στην Επιτροπή από τον κανονισμό 1/2003. Το ζήτημα, ωστόσο, που τίθεται εν προκειμένω είναι αν για τις εξουσίες αυτές προβλέπονται κάποια όρια.

227. Τα όρια αυτά μπορούν να προσδιορισθούν με σαφήνεια βάσει του γράμματος των σχετικών διατάξεων. Καταρχάς, το άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι η Επιτροπή δύναται να καλεί σε ακρόαση κάθε πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) το οποίο συναινεί προς αυτό, για τον σκοπό της συλλογής πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της εκάστοτε έρευνας. Καίτοι στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004 αποτυπώνεται η εκ του νόμου υποχρέωση καταγραφής των καταθέσεων, εντούτοις, το άρθρο 3, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, ορίζει ότι η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να επιλέγει με ποια μορφή θα καταγράψει τις καταθέσεις που λαμβάνει από τα ερωτώμενα πρόσωπα.

228. Υπ’ αυτό το πρίσμα, κατ’ εμέ είναι αυτονόητο ότι, οσάκις η Επιτροπή αποφασίζει τη διεξαγωγή ακροάσεως, δεν μπορεί να παραλείψει την υποχρέωση της να καταγράψει το περιεχόμενο της εν λόγω ακροάσεως. Αντίθετα, ο τρόπος με τον οποίο θα την καταγράψει (ήτοι, το μέσο που θα χρησιμοποιήσει προς τούτο) εναπόκειται στη διακριτική της ευχέρεια.

229. Τούτο, από μόνο του, δεν έρχεται σε αντίθεση με τις διαπιστώσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (128).

230. Τουναντίον, το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ επίσημων και ανεπίσημων ακροάσεων. Στο νομοθετικό πλαίσιο που προβλέπεται από τον κανονισμό 1/2003, δεν υφίσταται καμία τέτοια διάκριση.

231. Ο διαχωρισμός αυτός είναι, κατά την άποψή μου, άκρως προβληματικός. Η επινόηση, μέσω μιας δικαστικής κατασκευής, ενός νέου εργαλείου για τη διενέργεια των ερευνών της παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να παρακάμπτει τους κανόνες που θέσπισε ο νομοθέτης, ιδίως προκειμένου να ρυθμίσει τις εξουσίες που έχουν ανατεθεί στο εν λόγω θεσμικό όργανο στο πλαίσιο των ερευνών που αφορούν παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού.

232. Ένας εξ αυτών των κανόνων, όπως συνάγεται με σαφήνεια από το άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004, είναι ότι πληροφορίες, οι οποίες συλλέγονται σε ακροάσεις σχετικές με το αντικείμενο μιας έρευνας πρέπει να καταγράφονται. Κατ’ εμέ, οποιαδήποτε συνάντηση με τρίτους που συγκαλείται ειδικά για τη συλλογή κρίσιμων πληροφοριακών στοιχείων, τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιηθούν κατά την εξέταση μιας υποθέσεως, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003.

233. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν έχει τη δυνατότητα να επικοινωνεί με τρίτους ανεπίσημα. Όπως συνάγεται με σαφήνεια από το γράμμα του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, στο πεδίο εφαρμογής της οικείας διατάξεως εμπίπτει μόνον η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με το αντικείμενο μιας έρευνας . Αν οι συζητήσεις μεταξύ της Επιτροπής και τρίτων δεν αφορούν το αντικείμενο συγκεκριμένης (συνήθως εν εξελίξει) έρευνας, δεν συντρέχει καμία υποχρέωση καταγραφής τους.

234. Πάντως, στην προκείμενη υπόθεση, δεν μπορώ να διακρίνω πώς η επίμαχη συνάντηση μπορεί να χαρακτηριστεί ως οτιδήποτε άλλο εκτός από ακρόαση κατά την έννοια του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003.

235. Η συνάντηση δεν αφορούσε απλώς το αντικείμενο της εν εξελίξει έρευνας της Επιτροπής σχετικά με τις πρακτικές της Intel. Όπως αποδεικνύεται από το ενημερωτικό σημείωμα, τα θέματα που συζητήθηκαν κατά τη συνάντηση, η οποία φαίνεται πως είχε διάρκεια πέντε ωρών, αφορούσαν την «καρδιά» του υπό διερεύνηση ζητήματος (δηλαδή, το αν οι χορηγούμενες από την Intel εκπτώσεις τελούσαν υπό τον όρο αποκλειστικού εφοδιασμού). Ακόμη πιο σημαντικό ωστόσο, είναι ότι ερωτώμενο πρόσωπο ήταν ένα από πλέον υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη της Dell (129).

236. Υπ’ αυτήν την έννοια, δεν έχει σημασία αν ο σκοπός της συναντήσεως συνίστατο στη συλλογή πληροφοριών υπό τη μορφή υπογεγραμμένων πρακτικών ή δηλώσεων ή όχι, όπως υποστήριξε η Επιτροπή (130).

237. Αν θεωρείτο ότι μόνο τέτοιου είδους συναντήσεις με τρίτους εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, θα διευρυνόταν σε σημαντικό βαθμό η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής για διεξαγωγή ακροάσεων χωρίς καμία υποχρέωση καταγραφής τους. Επιπλέον, τούτο θα επέτρεπε στην Επιτροπή να επιλέγει ποια αποδεικτικά στοιχεία θα αποκαλύψει σε επιχειρήσεις τις οποίες υποπτεύεται για παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης: οι υπάλληλοι της Επιτροπής που είναι επιφορτισμένοι με την κλήση των προσώπων που πρόκειται να ερωτηθούν ή οι υπάλληλοι που παρευρίσκονται σε αυτές τις συναντήσεις θα μπορούσαν, βάσει των υποκειμενικών τους απόψεων, να αποφασίσουν τι θα συμπεριληφθεί στον φάκελο της υποθέσεως και τι όχι.

238. Όμως, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε αυτό κατά νου όταν θέσπιζε το δικαίωμα «προσβάσεως στον φάκελο». Όπως προκύπτει από το άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η αποκάλυψη όλων των αποδεικτικών στοιχείων αποτελεί τον κανόνα, και η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων την εξαίρεση. Η ερμηνεία του άρθρου 19 που προτείνει η Επιτροπή ενέχει τον κίνδυνο να καταστεί το άρθρο 27, παράγραφος 2, άνευ αντικειμένου.

239. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή αντιμετώπισε έντονες δυσκολίες στο να εξηγήσει ποιες επαφές με τρίτους εκτιμά ότι πρέπει να καταγράφονται και ποιες όχι. Παραδόξως, προσπαθώντας να διευκρινίσει την άποψή της, η Επιτροπή υπονόησε ότι έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει την προσφυγή στο άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003 αποκλειστικά και μόνο βάσει της διακριτικής της ευχέρειας. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν μπόρεσε να παράσχει μια σαφή απάντηση στο Δικαστήριο επί του συγκεκριμένου ζητήματος είναι κατανοητό: ο καθορισμός ενός κριτηρίου ικανού να διακρίνει μεταξύ επίσημων και ανεπίσημων συναντήσεων, σε αντίθεση με αυτό που προβλέπει ο νόμος, δηλαδή το αν η ακρόαση συνδέεται με το αντικείμενο της έρευνας, είναι, όντως, εξαιρετικά δυσχερής.

240. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι και η απόφαση σχετικά με την καταγραφή της ακροάσεως θα διέλαθε κάθε πιθανού δικαστικού ελέγχου. Με δεδομένη την απουσία οποιουδήποτε γραπτού πρακτικού, πώς μπορούν τα δικαστήρια της Ένωσης να ελέγξουν αν η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς τις διατάξεις 1/2003 και, γενικότερα, αν τα δικαιώματα των επιχειρήσεων και των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται σε μια έρευνα έγιναν σεβαστά στο ακέραιο;

241. Πράγματι, σε τελική ανάλυση, η προβλεπόμενη από το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 υποχρέωση καταγραφής των ακροάσεων υφίσταται για δύο τουλάχιστον λόγους, οι οποίοι αλληλοσυμπληρώνονται. Η εν λόγω απαίτηση, αφενός, διασφαλίζει ότι επιχειρήσεις οι οποίες είναι ύποπτες για παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης έχουν τη δυνατότητα να οργανώσουν την άμυνά τους και, αφετέρου, εξασφαλίζει ότι τα δικαστήρια της Ένωσης διατηρούν τη δυνατότητα να ελέγξουν, εκ των υστέρων, αν η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις δικές της εξουσίες έρευνας εντός των νομίμων ορίων.

242. Για τους λόγους αυτούς, πιστεύω ακράδαντα ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στον βαθμό που έκρινε ότι η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003, παραλείποντας να συγκαλέσει την επίμαχη συνάντηση υπό τη μορφή ακροάσεως κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, καθώς και να καταγράψει επαρκώς την εν λόγω ακρόαση.

 Η διαδικαστική πλημμέλεια δεν θεραπεύθηκε από το ενημερωτικό σημείωμα

243. Όπως προαναφέρθηκε (σημείο 216 των παρουσών προτάσεων), το Γενικό Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι δεν υπήρξε παράβαση του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003. Πάντως –αξιολογώντας το περιεχόμενο και τη σημασία των πληροφοριών που συνελέγησαν κατά την επίμαχη συνάντηση–, διαπίστωσε επίσης ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει προβεί στην καταγραφή της. Τούτο, κατά την άποψη του Γενικού Δικαστηρίου, ισοδυναμεί με παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, βάσει των περιστάσεων της προκείμενης υποθέσεως, θα έπρεπε, τουλάχιστον, να τοποθετηθεί στον φάκελο της υποθέσεως ένα συνοπτικό σημείωμα με τα ονόματα των συμμετεχόντων καθώς και μια συνοπτική επισκόπηση των ζητημάτων που συζητήθηκαν. Έτσι, η αναιρεσείουσα θα είχε τη δυνατότητα να ζητήσει πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο (131).

244. Παρ’ όλα αυτά, κατά την άποψη του Γενικού Δικαστηρίου, αυτή η διαδικαστική παρατυπία θεραπεύθηκε από το γεγονός ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, ένα μη εμπιστευτικό κείμενο του ενημερωτικού σημειώματος κοινοποιήθηκε στην Intel και της παρασχέθηκε η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του εν λόγω εγγράφου. Αυτό το σημείωμα, το οποίο προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί από τα μέλη των υπηρεσιών της Επιτροπής που ήταν επιφορτισμένα με την εν λόγω υπόθεση ως μια εσωτερικής χρήσεως σύνοψη των θεμάτων που συζητήθηκαν, περιείχε τα ονόματα των συμμετεχόντων καθώς και «συνοπτική παράθεση των θεμάτων που συζητήθηκαν» (132).

245. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι τούτο συνιστά πλάνη περί το δίκαιο όχι μόνο διότι η Επιτροπή όφειλε να έχει προβεί στη συνολική καταγραφή του περιεχομένου της επίμαχης συναντήσεως, αλλά και επειδή το σημείωμα, αντίθετα με όσα δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, δεν περιείχε «συνοπτική παράθεση των θεμάτων που συζητήθηκαν».

246. Συμφωνώ.

247. Καταρχήν, ένα ενημερωτικό σημείωμα όπως αυτό που περιγράφεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε καμία περίπτωση δεν δύναται να θεραπεύσει την παραβίαση μιας ουσιώδους δικονομικής απαιτήσεως. Κρίσιμο είναι το γεγονός ότι, όπως δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το σημείωμα αυτό περιοριζόταν σε μια συνοπτική παράθεση των θεμάτων που συζητήθηκαν κατά την εν λόγω συνάντηση (133). Επομένως, δεν διευκρίνιζε το περιεχόμενο της ακροάσεως. Η ίδια η Επιτροπή αναγνωρίζει αυτό το γεγονός. Ωστόσο, το πλέον σημαντικό είναι ότι το εν λόγω ενημερωτικό σημείωμα δεν κάνει καμία μνεία στο περιεχόμενο των πληροφοριακών στοιχείων που παρέσχε ο D1 κατά τη διάρκεια της συναντήσεως σχετικά με τα θέματα που συζητήθηκαν σε αυτήν.

248. Κατά την άποψή μου, ένα τέτοιο σημείωμα δεν μπορεί να θεραπεύσει την παράβαση του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004.

249. Είναι σημαντικό οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε ένα ενημερωτικό σημείωμα σχετικά με μια ακρόαση να είναι επαρκείς ώστε να διασφαλίζεται ότι γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας των επιχειρήσεων που κατηγορούνται για παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Τούτο, προφανώς δεν συνέβη στην προκείμενη υπόθεση. Θα αναπτύξω εκτενέστερα το συγκεκριμένο ζήτημα στα σημεία 257 επ. των παρουσών προτάσεων.

250. Συνεπώς, το ζήτημα που ανακύπτει αφορά το αν η διαδικαστική πλημμέλεια που οφείλεται σε παράβαση του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004, θα έπρεπε να συνεπάγεται ακυρότητα της επίδικης αποφάσεως ως προς τις σχετικές με τη Dell διαπιστώσεις. Σε αντίθεση με όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο (134), η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι θα έπρεπε. Η ACT συμμερίζεται την ίδια άποψη. Είναι αληθές ότι τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας αφορούν το σκεπτικό που περιλαμβάνεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση χάριν πληρότητας. Συνεπώς, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τα επιχειρήματα αυτά είναι αλυσιτελή και δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αναίρεση αυτής της αποφάσεως (135). Ωστόσο, στον βαθμό που το Δικαστήριο συμφωνεί με την άποψή μου ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα 1) ότι η επίμαχη συνάντηση δεν ήταν ακρόαση κατά την έννοια του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 και 2) ότι το ενημερωτικό σημείωμα θεράπευσε οποιαδήποτε διαδικαστική πλημμέλεια απορρέουσα από την απόφαση της Επιτροπής να μην προβεί στην καταγραφή της συναντήσεως, τότε οφείλει επίσης να εξετάσει και το σκεπτικό που αφορά τις συνέπειες μιας πιθανής διαδικαστικής πλημμέλειας, το οποίο περιλαμβάνεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

 Η συνέπεια της παραλείψεως καταγραφής της επίμαχης συναντήσεως

251. Κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η κρινόμενη περίπτωση είναι διαφορετική από εκείνη της υποθέσεως Solvay (136), την οποία επικαλείται ως επί το πλείστον η αναιρεσείουσα. Στην υπόθεση εκείνη, η Επιτροπή μετά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, είχε απολέσει ορισμένα έγγραφα. Η εν λόγω επιχείρηση δεν είχε αποκτήσει πρόσβαση σε εκείνα τα έγγραφα κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοιου είδους διαδικαστική πλημμέλεια δικαιολογεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής. Το κριτήριο για την ακύρωση διατυπώθηκε ως εξής: μια διαδικαστική πλημμέλεια συνιστά επαρκή λόγο ακυρότητας εφόσον δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι το (απολεσθέν) υλικό θα επέτρεπε στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να παρουσιάσει μια ερμηνεία των γεγονότων διαφορετική από αυτή που υιοθετεί η Επιτροπή, και χρήσιμη για την υπεράσπισή της (137).

252. Ωστόσο, κατά την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, η εκτίμηση στην οποία προέβη το Δικαστήριο με την απόφαση Solvay δεν μπορεί να μεταφερθεί στην υπό κρίση υπόθεση. Και τούτο διότι, αντίθετα με την Solvay, το περιεχόμενο της επίμαχης συναντήσεως μπορούσε να ανασυσταθεί (138). Για τον λόγο αυτόν, σύμφωνα με τη νομολογία σχετικά με την πρόσβαση στον φάκελο της υποθέσεως (139), το Γενικό Δικαστήριο απαίτησε από την Intel να προσκομίσει μια πρώτη ένδειξη ότι η Επιτροπή «[…] παρέλειψε να καταγράψει απαλλακτικά στοιχεία τα οποία αντικρούουν το περιεχόμενο των άμεσων έγγραφων αποδείξεων στις οποίες στηρίχθηκε η Επιτροπή με την [επίδικη απόφαση] ή, τουλάχιστον, συνεπάγονται διαφορετική ερμηνεία του». Η απλή θεωρητική αναφορά στην πιθανή κρισιμότητα των πληροφοριών που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο της επίμαχης συναντήσεως, θεωρήθηκε ότι δεν αρκεί (140).

253. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, όταν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας παρεμποδίζεται η πρόσβαση σε τμήμα του φακέλου της υποθέσεως, αλλά η πρόσβαση αυτή παρέχεται κατά την ένδικη διαδικασία, το κρίσιμο κριτήριο είναι, καταρχήν, αν οι αποκρυβείσες πληροφορίες θα μπορούσαν να αποβούν χρήσιμες, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο, για την άμυνα της επιχειρήσεως. Δεν απαιτείται αυτές οι πληροφορίες να είχαν οδηγήσει στην έκδοση αποφάσεως με διαφορετικό περιεχόμενο (141). Αντιθέτως, πρέπει να αποδεικνύεται ότι, αν δεν είχε υπάρξει παρατυπία, η επιχείρηση θα βρισκόταν σε πλεονεκτικότερη θέση όσον αφορά τη διασφάλιση της άμυνάς της (142).

254. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός ισχύει μόνο όταν δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικά στοιχεία άμεσες έγγραφες αποδείξεις. Αν η Επιτροπή έχει στηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση σε άμεσες έγγραφες αποδείξεις, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση οφείλει να αποδείξει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να καταγράψει απαλλακτικά στοιχεία τα οποία αντικρούουν το περιεχόμενο των αποδείξεων αυτών ή, τουλάχιστον, τους προσδίδουν διαφορετική έννοια (143). Με άλλα λόγια, εφόσον η Επιτροπή χρησιμοποίησε άμεσες έγγραφες αποδείξεις για τη στοιχειοθέτηση της παραβάσεως της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως, το βάρος αποδείξεως καθίσταται ιδιαίτερα επαχθές.

255. Το ζήτημα αν αυτή η προσέγγιση μπορεί, γενικά, να δικαιολογηθεί, βαίνει πέραν του αντικειμένου των παρουσών προτάσεων. Πάντως, η επιβάρυνση της αναιρεσείουσας με τη συγκεκριμένη υποχρέωση στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως είναι, κατά την άποψή μου, σαφές ότι συνιστά πλάνη περί το δίκαιο. Και τούτο διότι, αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση φέρει τέτοιο βάρος αποδείξεως, είναι, απλούστατα, αδύνατον να το αντιμετωπίσει. Η ορθή προσέγγιση θα ήταν, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Solvay, να τεθεί το ερώτημα αν, εξαρχής, μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι πληροφορίες στις οποίες δεν είχε πρόσβαση η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να της είναι χρήσιμες για την άμυνά της.

256. Εν προκειμένω, στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

257. Στη Solvay, δεν υπήρχε η δυνατότητα ανασυστάσεως, από άλλες πηγές, του περιεχομένου των απολεσθέντων αρχείων. Εξάλλου, η ίδια η Επιτροπή δέχθηκε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, τα απολεσθέντα αρχεία περιείχαν κρίσιμες πληροφορίες για την άμυνα της επιχειρήσεως (ιδίως, απαντήσεις σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών) (144).

258. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως εξήγησα ανωτέρω, δεν υπήρξε επαρκής καταγραφή της επίμαχης συναντήσεως. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη διοικητική διαδικασία, η αναιρεσείουσα απέκτησε πρόσβαση στο μη εμπιστευτικό κείμενο του ενημερωτικού σημειώματος και στο αποκαλούμενο έγγραφο παρακολούθησης. Το έγγραφο αυτό περιείχε τις γραπτές απαντήσεις της Dell σε ερωτήματα που είχαν τεθεί στον D1 κατά την επίμαχη συνάντηση. Αργότερα, στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρεσείουσα απέκτησε πρόσβαση στο εμπιστευτικό κείμενο του ενημερωτικού σημειώματος. Κατά την άποψη του Γενικού Δικαστηρίου, τα δύο αυτά έγγραφα παρείχαν επαρκείς ενδείξεις σχετικά με το τι συζητήθηκε κατά τη διάρκεια της επίμαχης συναντήσεως. Βάσει δε αυτών των εγγράφων, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τη συνάντηση δεν προέκυψαν νέα ελαφρυντικά στοιχεία τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η αναιρεσείουσα προς υπεράσπισή της (145).

259. Ωστόσο, όπως σαφώς αποδεικνύεται από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, οι πληροφορίες που μπορούν να συναχθούν από αυτά τα έγγραφα σχετικά με το τι διημείφθη κατά τη διάρκεια της επίμαχης συναντήσεως παραμένουν απλές εικασίες (146). Όπως φαίνεται από την ανάλυση των διαθέσιμων πληροφοριακών στοιχείων στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αν μια συνάντηση δεν έχει καταγραφεί επαρκώς, είναι αδύνατο να εξακριβωθεί τι ακριβώς συζητήθηκε και σε ποιον βαθμό τούτο θα μπορούσε να έχει ελαφρυντικό, επιβαρυντικό ή, όντως, ουδέτερο χαρακτήρα (147).

260. Ο δικαστικός έλεγχος δεν μπορεί να στηρίζεται σε εικασίες σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία.

261. Είναι βέβαια αληθές ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η ανάλυση που αφορά το αν η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής εκκινεί από τις αιτιάσεις που έχουν διατυπωθεί κατά της επίμαχης επιχειρήσεως και τις αποδείξεις που προβάλλονται προς στήριξη αυτών των αιτιάσεων (148). Ειδάλλως, θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να υποστηρίζεται ότι πληροφορίες οι οποίες δεν συμπεριλήφθηκαν στον φάκελο της υποθέσεως ενδεχομένως να ήταν επωφελείς για την ενδιαφερόμενη επιχείρηση (149).

262. Λαμβανομένων υπόψη των αιτιάσεων που διατύπωσε η Επιτροπή κατά της Intel στην προκείμενη υπόθεση, δεν υπάρχει αμφιβολία όσον αφορά τη σημασία της επίμαχης συναντήσεως. Είναι γεγονός ότι, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, το ενημερωτικό σημείωμα, καθώς και το έγγραφο παρακολούθησης αποδεικνύουν ότι, κατά τη διάρκεια της συναντήσεως, συζητήθηκαν ζητήματα σχετικά με το αν η αναιρεσείουσα χορήγησε στη Dell αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών (150).

263. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, το βάρος αποδείξεως φέρει —κατά κανόνα— η ενδιαφερόμενη επιχείρηση (151). Όπως παρατηρεί η Επιτροπή, η επιχείρηση υποχρεούται να παρουσιάσει τα πραγματικά περιστατικά και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αποδείξει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για την άμυνά της έγγραφα στα οποία δεν είχε πρόσβαση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Όμως, τούτο ισχύει σε περιπτώσεις όπου τα έγγραφα απεκρύβησαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων μπορεί ακολούθως να επαληθευθεί και να αποτελέσει αντικείμενο του ελέγχου νομιμότητας του Δικαστηρίου (152). Όπως παρατήρησε η γενική εισαγγελέας J. Kokkot στην υπόθεση Solvay, ο λόγος στον οποίον οφείλεται τούτο είναι ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορεί, υπ’ αυτές τις περιστάσεις, να υποδείξει τους συντάκτες και τη φύση των εγγράφων τα οποία της απεκρύβησαν. Αλλά όχι μόνον αυτό. Ακόμη σημαντικότερο είναι ότι, σε αυτή την περίπτωση, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση έχει επίσης τη δυνατότητα να περιγράψει το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων (153).

264. Εν προκειμένω, η κατάσταση είναι διαφορετική. Η ταυτότητα του συντάκτη, καθώς και η φύση της συναντήσεως είναι γνωστά λόγω του ενημερωτικού σημειώματος. Ωστόσο, το περιεχόμενο των απαντήσεων που έδωσε ο D1 στα ερωτήματα που του έθεσε η Επιτροπή παραμένει ασαφές. Ομολογουμένως, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, το ενημερωτικό σημείωμα, καθώς και το έγγραφο παρακολούθησης αποσαφήνισαν κάπως τα επιμέρους ζητήματα που τέθηκαν κατά τη διάρκεια της επίμαχης συναντήσεως. Ωστόσο, τα έγγραφα αυτά δεν είναι αρκετά ώστε να ανασυσταθούν εκ των υστέρων τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, δηλαδή το τι ακριβώς ειπώθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της συναντήσεως.

265. Μολονότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν εξετάζει ρητώς το συγκεκριμένο ζήτημα, το αντίθετο συμπέρασμα θα μπορούσε να συναχθεί μόνο αν γίνει δεκτό ότι ο D1 και η Dell είναι ένα και το αυτό και ότι αυτός απλώς επανέλαβε τη θέση της Dell όσον αφορά τα θέματα που συζητήθηκαν. Λαμβανομένης υπόψη της θέσεώς του ως υψηλά ισταμένου διευθυντικού στελέχους της Dell, το υποθετικό αυτό σενάριο θα μπορούσε, σίγουρα, να έχει βάση.

266. Όμως, η υπόθεση αυτή μπορεί να είναι και εσφαλμένη.

267. Αντίθετα προς όσα υπονόησε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, είναι επίσης αρκετά πιθανό ο D1 να εξέφρασε την προσωπική του άποψη σχετικά με τα ζητήματα που τέθηκαν στην επίμαχη συνάντηση (154). Απλούστατα, δεν το γνωρίζουμε. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η συνάντηση να αποκάλυψε διαφορετικά ή ακόμη και νέα στοιχεία όσον αφορά τις εκπτώσεις υπό όρους που προσφέρθηκαν στην Dell. Αντί να δεχθεί το ενδεχόμενο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο υποχρέωσε την αναιρεσείουσα να αναλάβει ένα μάλλον αδύνατο να πραγματοποιηθεί καθήκον, δηλαδή να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια της συναντήσεως που δεν καταγράφηκε, αποκαλύφτηκαν ελαφρυντικά στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να έχουν προσδώσει διαφορετική ερμηνεία στα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προς στήριξη των αιτιάσεών της. Για προφανείς λόγους, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αναιρεσείουσα δεν ανταποκρίθηκε σε αυτή της την υποχρέωση.

268. Ως εκ τούτου, βάσει των ανωτέρω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει να γίνει δεκτός.

269. Εν πάση περιπτώσει, αν το Δικαστήριο διαφωνήσει με την άποψή μου, οφείλω να επισημάνω για ποιους λόγους δεν πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως.

270. Ας υποθέσουμε, για χάρη της συζήτησης, ότι τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία μπορούσαν να ανασυσταθούν εκ των υστέρων επαρκώς κατά νόμο, όπως δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, σύμφωνα με την άποψη του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρεσείουσα όφειλε να αποδείξει ότι τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία αμφισβητούν «άμεσες έγγραφες αποδείξεις» οι οποίες έχει ήδη θεωρηθεί ότι επαρκούσαν ώστε να θεμελιωθεί η εκ μέρους της Intel κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεώς της όσον αφορά τις χορηγηθείσες στη Dell εκπτώσεις (155). Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται σε πλάνη. Λαμβάνει εσφαλμένα ως δεδομένο ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που απεκρύβησαν κατά τη διοικητική διαδικασία έχουν, εκ των πραγμάτων, μικρότερη αποδεικτική αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζει η Επιτροπή προς στήριξη των αιτιάσεών της περί καταχρήσεως. Συγκεκριμένα, το πρόβλημα απορρέει από την υπερβολικά ευρεία ερμηνεία της έννοιας «άμεσες έγγραφες αποδείξεις» που δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

271. Εξ όσων γνωρίζω, το Δικαστήριο δεν έχει ορίσει ρητώς την έννοια αυτή. Ωστόσο, η νομολογία μπορεί να παράσχει χρήσιμες ενδείξεις ως προς το πεδίο εφαρμογής της.

272. Γενικότερα, η έννοια της άμεσης έγγραφης αποδείξεως χρησιμοποιείται στη νομολογία στο πλαίσιο του άρθρου 101 ΣΛΕΕ προκειμένου να περιγράψει συγκεκριμένης μορφής αποδεικτικά στοιχεία (σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τις ενδείξεις ή τις οικονομικές αποδείξεις), τα οποία χρησιμοποιεί η Επιτροπή προκειμένου να αποδείξει την τέλεση μιας παραβάσεως όπως, για παράδειγμα, τη συμμετοχή συγκεκριμένων επιχειρήσεων σε μια σύμπραξη (καρτέλ) ή σε μια εναρμονισμένη πρακτική κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (156).

273. Σε αντίθεση με τις ενδείξεις (157), η άμεση έγγραφη απόδειξη προέρχεται, κατά κανόνα, από την επιχείρηση(-εις) που φέρεται να έχει παραβιάσει τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης και ιδίως το άρθρο 101 ΣΛΕΕ. Συνήθως, τέτοιου είδους αποδείξεις έχουν τη μορφή εγγράφων τα οποία, εκ της φύσεώς τους και μόνο, υποδηλώνουν την ύπαρξη συμπράξεως ή εναρμονισμένης πρακτικής (ή τη συμμετοχή των ύποπτων επιχειρήσεων σε μια τέτοια πρακτική). Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, οι περιπτώσεις μνημονίων συνεργασίας μεταξύ των συμμετεχόντων, η ανταλλαγή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών, ή, επίσης, τα πρακτικά συναντήσεων σχετικών με τέτοιου είδους πρακτικές (158). Οσάκις η Επιτροπή στηρίζεται σε τέτοιου είδους αποδείξεις, προς στοιχειοθέτηση παραβάσεως ή της συμμετοχής επιχειρήσεων στη σχετική παράβαση, οι επιχειρήσεις καλούνται –προκειμένου να επιτύχουν την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως– να αποδείξουν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία δεν είχαν πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία αντικρούουν το περιεχόμενο των αμέσων εγγράφων αποδείξεων που παρουσιάστηκαν (159).

274. Τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση, προκειμένου να τεκμηριώσει την υπό όρους χορήγηση εκπτώσεως στην Dell, θα μπορούσαν, στην καλύτερη περίπτωση, να χαρακτηριστούν ως ενδείξεις ή υποθέσεις (160). Στην πραγματικότητα, ένα σημείο το οποίο δεν πρέπει να παραγνωρισθεί είναι ότι οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» (συμπεριλαμβανομένων αυτών που χορηγήθηκαν στην Dell) θεωρήθηκε ότι τελούσαν υπό τον όρο de facto αποκλειστικότητας. Και τούτο διότι οι εκπτώσεις αυτές δεν στηρίζονταν σε ρητή υποχρέωση αποκλειστικού εφοδιασμού (161). Αντίθετα, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε (εμμέσως) στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση των εκπτώσεων στη Dell τελούσε υπό τον όρο του αποκλειστικού εφοδιασμού, λόγω του ύψους των σχετικών εκπτώσεων (162). Ιδιαίτερη δε σημασία δόθηκε επίσης στην εντύπωση που αποκόμισε η Dell όσον αφορά τους κινδύνους που θα ενείχε η κάλυψη μέρους των αναγκών της από ανταγωνιστές (163). Είναι αυτονόητο ότι τέτοιου είδους αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως μπορούν να χαρακτηριστούν ως «άμεσες έγγραφες αποδείξεις» του γεγονότος ότι οι επίμαχες εκπτώσεις τελούσαν υπό όρους.

275. Με δεδομένη την απουσία οποιουδήποτε εγγράφου από το οποίο να επιβεβαιώνεται η ύπαρξη υποχρεώσεως αποκλειστικού εφοδιασμού, η αποδοχή οποιασδήποτε έγγραφου αποδεικτικού στοιχείου ως «άμεσης έγγραφης αποδείξεως» της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ θίγει σοβαρά, κατά την άποψή μου, τα δικαιώματα άμυνας της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως: για αυτή την επιχείρηση δεν αρκεί απλώς να αποδείξει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία δεν της χορηγήθηκε πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία μπορούσαν να χρησιμεύσουν στην άμυνά της. Επιπλέον, η εν λόγω επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να αποδείξει (όπως απαιτεί το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που απεκρύβησαν αντικρούουν το περιεχόμενο των αποδείξεων που παρουσιάστηκαν από την Επιτροπή προς στήριξη της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως.

276. Έχοντας αυτό κατά νου, πιστεύω ακράδαντα ότι ενδείξεις όπως αυτές στις οποίες αναφέρεται η επίδικη απόφαση πρέπει να αξιολογούνται στο σύνολό τους (πριν αποφασιστεί αν ο όγκος των αποδείξεων που παρουσιάστηκαν αποδεικνύει, εκτιμώμενος συνολικά, επαρκώς την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως). Προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, η οικεία επιχείρηση αρκεί, υπ’ αυτές τις περιστάσεις, να αποδείξει ότι θα μπορούσε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, να χρησιμοποιήσει για την άμυνά της τα αποδεικτικά στοιχεία που της απεκρύβησαν και όχι ότι αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία αντικρούουν το περιεχόμενο των αποδείξεων που παρουσιάστηκαν από την Επιτροπή προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η παράβαση (164).

277. Ως εκ τούτου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και υπ’ αυτό το πρίσμα, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

 ΣΤ –      Πέμπτος λόγος αναιρέσεως: αρμοδιότητα

1.      Τα κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

278. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Intel, υποστηριζόμενη από την ACT, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή είχε αρμοδιότητα να εφαρμόσει το άρθρο 102 ΣΛΕΕ στις συμφωνίες που συνήψε κατά τα έτη 2006 και 2007 η Intel με τη Lenovo (στο εξής: συμφωνία του 2006 και συμφωνία του 2007, αντιστοίχως ή, από κοινού: συμφωνίες με τη Lenovo). Αφενός, η συμφωνία του 2006 προέτρεπε τη Lenovo, μέσω της χορηγήσεως οικονομικού κινήτρου, να αναβάλει (και τελικώς να ακυρώσει) την προώθηση στην παγκόσμια αγορά δύο προϊόντων της που στηρίζονταν σε επεξεργαστές της AMD (165). Αφετέρου, η συμφωνία του 2007 αφορούσε τις εκπτώσεις που επρόκειτο να χορηγήσει η Intel αν η Lenovo αποφάσιζε να χρησιμοποιεί αποκλειστικά CPU της Intel στα μοντέλα των φορητών της υπολογιστών (166). Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, όσον αφορά τη Lenovo, οι απροκάλυπτοι περιορισμοί και οι εκπτώσεις ούτε εφαρμόστηκαν εντός του ΕΟΧ ούτε είχαν οποιεσδήποτε προβλέψιμες, άμεσες ή ουσιώδεις επιπτώσεις εντός του χώρου αυτού.

279. Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος: το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή είχε την αρμοδιότητα να εφαρμόσει το άρθρο 102 ΣΛΕΕ όσον αφορά τις συμφωνίες με τη Lenovo, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Υποστηρίζει επίσης ότι, σύμφωνα με το δημόσιο διεθνές δίκαιο, η δικαιοδοσία μπορεί να εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει επαρκής σύνδεσμος μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και των εφαρμοστέων στην οικεία επικράτεια κανόνων. Συναφώς, το κριτήριο της εκδηλώσεως της συμπεριφοράς και το κριτήριο των «ουσιαστικών» επιπτώσεων αποτελούν απλώς δύο πιθανούς τρόπους διαπιστώσεως αυτού του συνδέσμου. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, κατά την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

2.      Ανάλυση

280. Ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως, δεν είναι σε καμία περίπτωση λιγότερο σημαντικός από αυτούς που εξετάστηκαν μέχρι στιγμής. Παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποσαφηνίσει τη νομολογία που ξεκίνησε με την απόφαση ICI και, εν συνεχεία, αναπτύχθηκε με την απόφαση Wood Pulp (167), σχετικά με το κατά τόπον πεδίο εφαρμογής του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης. Παρέχει δε στο Δικαστήριο την ευκαιρία να τελειοποιήσει αυτή τη νομολογία και να την προσαρμόσει στις σύγχρονες συνθήκες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από παγκοσμιοποιημένες οικονομίες, ολοκληρωμένες αγορές και πολύπλοκες εμπορικές συναλλαγές..

281. Στο σημείο αυτό, επιβάλλεται να υπομνηστούν οι ευρύτερες προεκτάσεις που μπορεί να έχει η απόφαση του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η υπερβολικά ευρεία ερμηνεία των κανόνων που ρυθμίζουν την κατά τόπο αρμοδιότητα δεν είναι σίγουρο ότι δεν θα εγείρει αμφισβητήσεις από τη σκοπιά του δημοσίου διεθνούς δικαίου, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται το δίκαιο της Ένωσης (168). Συνεπώς, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι σκόπιμο να εξεταστεί εντός ενός ευρύτερου πλαισίου.

282. Γενικότερα, η αρμοδιότητα απαντά υπό τρεις (τουλάχιστον) διαφορετικές μορφές: τη νομοθετική αρμοδιότητα, την εκτελεστική αρμοδιότητα και τη δικαιοδοτική (ή δικαστική) αρμοδιότητα. Η Intel αμφισβητεί την αρμοδιότητα της Επιτροπής να εφαρμόσει το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης σε μονομερή συμπεριφορά απορρέουσα από συμφωνίες που φέρονται ότι παράγουν έννομα αποτελέσματα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, η σχετική διαδικασία δεν αφορά την αναγκαστική εκτέλεση, η οποία αποτελεί ζήτημα που συνεπάγεται πλήθος δυσχερειών από τη σκοπιά του δημοσίου διεθνούς δικαίου.

283. Υπενθυμίζω επίσης ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το δημόσιο διεθνές δίκαιο επιτρέπει στα κράτη να ασκούν την αρμοδιότητά τους πέραν της εθνικής τους επικράτειας. Πάντως, αν και μη δεσμευτικός (169), ο αμοιβαίος σεβασμός των σφαιρών δικαιοδοσίας τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (170) όσο και τρίτων χωρών, ή η αβρότητα, επιτάσσουν την επίδειξη αυτοσυγκράτησης κατά την άσκηση της εξωεδαφικής αρμοδιότητας. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιτίθεται στην εξωεδαφική εφαρμογή νόμων τρίτων χωρών όταν εκτιμά ότι αυτοί είναι παράνομοι (171).

284. Πάντως, μια επισκόπηση της νομολογίας του Δικαστηρίου αποκαλύπτει ότι η εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης προϋποθέτει την ύπαρξη επαρκούς συνδέσμου με το έδαφος της Ένωσης (172). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, γίνεται σεβαστή η αρχή της εδαφικότητας που προβλέπεται από το δημόσιο διεθνές δίκαιο. Και πάλι ωστόσο, δεν είναι ασύνηθες τα κράτη ή οι διεθνείς οργανισμοί, κατά την άσκηση της κυριαρχικής τους εξουσίας, να συνεκτιμούν γεγονότα τα οποία λαμβάνουν ή έλαβαν χώρα εκτός της εδαφικής δικαιοδοσίας τους (173).

285. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης λειτουργεί με βάση την υποχρέωση υπάρξεως επαρκούς δεσμού με την επικράτεια της Ένωσης, είτε αυτός απαντά υπό τη μορφή μιας θυγατρικής εταιρίας είτε υπό τη μορφή εκδηλώσεως της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς εντός του εδάφους αυτού. Ωστόσο, σε παλαιότερες υποθέσεις, ο σύνδεσμος αυτός ήταν πολύ πιο εύκολο να εντοπιστεί σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση.

286. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη δικαιοδοσίας, μπορούν εναλλακτικά να εφαρμοστούν δύο κριτήρια: το κριτήριο της εκδηλώσεως της συμπεριφοράς και το κριτήριο των «ουσιαστικών» επιπτώσεων των οικείων πρακτικών εντός του ΕΟΧ (174). Κατά την άποψή του, οποιοδήποτε από τα δύο κριτήρια και αν εφαρμοστεί, το συμπέρασμα είναι το ίδιο: η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα επί των συμφωνιών με τη Lenovo (175).

287. Στα σημεία που ακολουθούν, αρχικά θα καταθέσω την άποψή μου ως προς το ζήτημα της αρμοδιότητας σχετικά με την επιβολή των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης από δημόσιες αρχές (176). Ακολούθως, θα διευκρινίσω για ποιους λόγους φρονώ ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος.

 Γενικές παρατηρήσεις: εκδήλωση της συμπεριφοράς και/ή επιπτώσεις;

288. Η πρώτη μου παρατήρηση είναι απλή και αυτονόητη. Προκειμένου να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης επί συγκεκριμένης συμπεριφοράς, σημείο αφετηρίας θα πρέπει να αποτελεί το γράμμα των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Οι διατάξεις αυτές, χωρίς να παρέχουν εν λευκώ στην Επιτροπή την εξουσία να εφαρμόζει το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης σε οποιαδήποτε συμπεριφορά ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίο αυτή εκδηλώνεται ή του πόσο στενά συνδέεται με την επικράτεια της Ένωσης, έχουν ως αντικείμενο συλλογικές ή μονομερείς βλαπτικές για τον ανταγωνισμό συμπεριφορές που εκδηλώνονται εντός της εσωτερικής αγοράς: το άρθρο 101 ΣΛΕΕ απαγορεύει συμφωνίες ή πρακτικές «[…] που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς […]»· το δε άρθρο 102 ΣΛΕΕ, από τη μεριά του, απαγορεύει την «[…] καταχρηστική εκμετάλλευση […] εντός της εσωτερικής αγοράς […]».

289. Συνεπώς, ο κανόνας που αφορά την αρμοδιότητα εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης αποτυπώνεται με σαφήνεια σε αυτές τις διατάξεις. Καίτοι το άρθρο 102 ΣΛΕΕ δεν είναι τόσο σαφές, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ ορίζει απολύτως ξεκάθαρα ότι εφαρμόζεται σε κάθε συμπεριφορά η οποία έχει αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα εντός της εσωτερικής αγοράς.

290. Εξάλλου, συμφωνώ με την Επιτροπή ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Woodpulp δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως υποδηλώνουσα ότι η εκδήλωση της συμπεριφοράς είναι το μόνο έγκυρο κριτήριο αρμοδιότητας. Αντιθέτως, είμαι της απόψεως ότι, οσάκις μια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά εκδηλώνεται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ενδεχόμενο εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ δεν επιδέχεται αμφισβητήσεως. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι συμπεριφορά η οποία εκδηλώνεται εντός της επικράτειας της Ένωσης έχει επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και, συνεπώς, δεν νοείται να μην ελέγχεται η νομιμότητά της βάσει των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, ένα ζήτημα το οποίο δεν πρέπει να αγνοείται είναι ότι το κριτήριο εκδηλώσεως της συμπεριφοράς είναι στενά συνδεδεμένο με την αρχή της εδαφικότητας και, ως εκ τούτου, στον βαθμό που ικανοποιείται, αποτελεί καθοριστικής σημασίας παράγοντα για τη θεμελίωση της αρμοδιότητας της Επιτροπής να εφαρμόσει τους σχετικούς κανόνες σε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά (177).

291. Υπ’ αυτή την έννοια, το γεγονός ότι μέρος μόνο της ελεγχόμενης συμπεριφοράς εκδηλώνεται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι άνευ σημασίας (178). Στην απόφαση Woodpulp, το Δικαστήριο βρέθηκε αντιμέτωπο με μια σειρά πρακτικών για τον καθορισμό των τιμών του ξυλοπολτού –τις οποίες η Επιτροπή είχε κρίνει ασύμβατες προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ– οι οποίες είχαν συμφωνηθεί εκτός της (νυν) Ενώσεως από αλλοδαπούς παραγωγούς ξυλοπολτού. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο εξήγησε τους λόγους για τους οποίους το κρίσιμο για τη διαπίστωση της αρμοδιότητας είναι η υλοποίηση, και όχι η σύναψη ή η μορφοποίηση μιας συμφωνίας εναρμονισμένων πρακτικών. Αν οι απαγορεύσεις που προβλέπονται από τις Συνθήκες είχαν εφαρμογή μόνο στην περίπτωση όπου η συμφωνία, η απόφαση ή η εναρμονισμένη πρακτική λάμβανε μορφή ή υιοθετούνταν εντός του εδάφους της Ένωσης, τούτο θα αποτελούσε μια εύκολη λύση καταστρατηγήσεως της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης εκ μέρους των επιχειρήσεων. Στην υπόθεση εκείνη, έγινε δεκτό ότι το κριτήριο εκδηλώσεως της συμπεριφοράς είχε εκπληρωθεί μέσω της άμεσης πωλήσεως των προϊόντων που παρήγαγε η σύμπραξη: οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις πωλούσαν απευθείας ξυλοπολτό σε αγοραστές εδρεύοντες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (179).

292. Πάντως, σε αντίθεση με την Intel, φρονώ ότι οι απευθείας πωλήσεις εντός της Ένωσης από την επίμαχη επιχείρηση δεν αποτελούν το μοναδικό στοιχείο που μπορεί να πληροί το κριτήριο εκδηλώσεως της συμπεριφοράς κατά την έννοια της νομολογίας Woodpulp. Το σύνηθες νόημα της έννοιας «εκδήλωση της συμπεριφοράς» είναι η υλοποίηση ή η θέση σε ισχύ. Ως εκ τούτου, για να ικανοποιείται το εν λόγω κριτήριο, αρκεί ένα εκ των συστατικών στοιχείων της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς να εκδηλώνεται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά πόσον τούτο μπορεί να συμβαίνει εξαρτάται κυρίως από τη φύση, τη μορφή και την έκταση της επίμαχης συμπεριφοράς. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν η επίμαχη συμπεριφορά εκδηλώθηκε εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτείται η κατά περίπτωση αξιολόγηση της παράνομης συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, δεν είμαι πεπεισμένος ότι η έμμεση πώληση προϊόντων δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθεί ότι συνιστά υλοποίηση (180). Κατά την άποψή μου, τούτο εξαρτάται από τις περιστάσεις κάθε υποθέσεως. Στα στοιχεία που πρέπει να εξετάζονται σε αυτό το πλαίσιο, συμπεριλαμβάνεται, για παράδειγμα, το αν μια εκ των επιχειρήσεων που έχουν συστήσει καρτέλ για ένα προϊόν και μια επιχείρηση η οποία το ενσωματώνει σε ένα άλλο προϊόν, το οποίο ακολούθως πωλείται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελούν τμήματα ενός ενιαίου οικονομικού φορέα ή, αν δεν ισχύει κάτι τέτοιο, κατά πόσον μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων υπάρχουν άλλοι εταιρικοί ή διαρθρωτικοί δεσμοί.

293. Συμπερασματικά ως προς αυτό το ζήτημα, μια συλλογική ή μονομερής συμπεριφορά θεωρείται ότι εκδηλώνεται εντός της εσωτερικής αγοράς –και, ως εκ τούτου, αδιαμφισβήτητα, ενεργοποιεί την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ– όταν η εν λόγω συμπεριφορά εμπεριέχει στοιχεία δι-εδαφικότητας (181). Με άλλα λόγια, όταν μέρος της παράνομης συμπεριφοράς εκτελείται, εκδηλώνεται ή τίθεται σε εφαρμογή εντός της εσωτερικής αγοράς διότι ένα εκ των συστατικών του στοιχείων υλοποιείται σε αυτόν τον χώρο.

294. Ωστόσο, αν η εκδήλωση της συμπεριφοράς αποτελούσε το αποκλειστικό κριτήριο αρμοδιότητας για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, ορισμένες κατηγορίες συμπεριφορών, οι οποίες επίσης σκοπούν ή έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, δεν θα ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω κανόνων. Συναφώς, αναφέρομαι σε συμπεριφορές οι οποίες έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους παράνομες παραλείψεις, όπως είναι η άρνηση εμπορίας ή το μποϋκοτάζ. Όπως σημείωσα ανωτέρω, στα σημεία 288 και 289 των παρουσών προτάσεων, μια τέτοιου είδους ερμηνεία των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ δεν συνάδει με το γράμμα των εν λόγω διατάξεων.

295. Στην πραγματικότητα, αρκετοί γενικοί εισαγγελείς έχουν ήδη εισηγηθεί στο Δικαστήριο να ακολουθήσει, ως προς την αρμοδιότητα, μια προσέγγιση η οποία θα στηρίζεται στις επιπτώσεις στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού (182). Μέχρι και σήμερα, το Δικαστήριο ούτε ενθάρρυνε ούτε απέρριψε ρητώς μια τέτοια προσέγγιση (183).

296. Με αυτά τα δεδομένα κατά νου, θεωρώ ότι το Δικαστήριο θα πρέπει σε αυτή του την απόφαση να εξετάσει ρητώς το συγκεκριμένο ζήτημα και, σύμφωνα με τις παρατιθέμενες στο προηγούμενο σημείο εισηγήσεις των γενικών εισαγγελέων, να υιοθετήσει, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, μια προσέγγιση η οποία θα βασίζεται στις επιπτώσεις στον ανταγωνισμό.

297. Το ζήτημα αν αυτή η προσέγγιση εδράζεται σε μια (διευρυμένη) έννοια εδαφικότητας ή, αντίθετα, περιλαμβάνει εν μέρει την εξωεδαφική εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας (184). Το κρίσιμο είναι ότι, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, τα αποτελέσματα αποτελούν ένα γενικώς αποδεκτό κριτήριο αρμοδιότητας σε αυτόν τον τομέα της νομοθεσίας, βάσει των κανόνων του δημοσίου διεθνούς δικαίου (185), έχει δε ενσωματωθεί σε διάφορες έννομες τάξεις παγκοσμίως (186). Πράγματι, αρκετοί νομομαθείς έχουν την άποψη ότι οποιαδήποτε ενδεχόμενη διαφωνία σχετικά με την αποδοχή του εν λόγω κριτηρίου ανήκει, πλέον, στο παρελθόν (187).

298. Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ρυθμίζουν τη συμπεριφορά αλλοδαπών οντοτήτων, οι οποίες ούτε εδρεύουν σε κράτος μέλος της Ένωσης ούτε έχουν φυσική ή νομική παρουσία στην Ένωση, βάσει των επιπτώσεων που έχουν οι συμπεριφορές αυτές στην εσωτερική αγορά. Τούτο συμβαίνει, για παράδειγμα, σε σχέση με αρκετές διατάξεις που διέπουν τις συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα ή άλλους τύπους οικονομικών συμπεριφορών (188).

299. Τούτο ωστόσο δεν σημαίνει ότι οποιοδήποτε αποτέλεσμα δύναται να ενεργοποιήσει την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, ανεξάρτητα από το πόσο ασθενές ή έμμεσο είναι. Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, συμπεριφορές οι οποίες εκδηλώνονται οπουδήποτε στον κόσμο, για παράδειγμα στην Κίνα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έχουν κάποιου είδους αποτελέσματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, η εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να εξαρτάται από έναν σύνδεσμο ή ένα αποτέλεσμα τόσο απομακρυσμένο ή αμιγώς υποθετικό.

300. Θεωρώ ότι είναι άκρως σημαντικό η επίκληση της αρμοδιότητας να γίνεται με ιδιαίτερη αυτοσυγκράτηση όταν πρόκειται για συμπεριφορές οι οποίες, υπό αυστηρή έννοια, δεν εκδηλώθηκαν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πράγματι, προκειμένου να διαφυλαχθεί ένα επίπεδο αβρότητας και, παράλληλα, να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις λειτουργούν μέσα σε ένα προβλέψιμο νομικό περιβάλλον, απαιτείται πολύ μεγάλη προσοχή κατά τη χρήση του αποτελέσματος της προσαπτόμενης συμπεριφοράς ως κριτηρίου για την κατανομή της αρμοδιότητας. Σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχουν πάνω από 100 εθνικές ή υπερεθνικές αρχές, οι οποίες υποστηρίζουν ότι είναι αρμόδιες για την εξέταση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών.

301. Όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση Gencor, η εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης σε κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο όταν αυτή η συμπεριφορά έχει προβλέψιμα, άμεσα και ουσιαστικά αποτελέσματα εντός της εσωτερικής αγοράς (189). Ως προς αυτό το σημείο, υπάρχει προφανής παραλληλισμός με τους εφαρμοστέους κανόνες ανταγωνισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (στο εξής: ΗΠΑ): το άρθρο 1 της Sherman Act επιβάλλει γενική απαγόρευση των περιορισμών του εμπορίου χωρίς οποιονδήποτε γεωγραφικό περιορισμό. Για τον λόγο αυτόν, το 1982 το Κογκρέσο των ΗΠΑ έθεσε σε ισχύ τη Foreign Trade Antitrust Improvement Act (στο εξής: FTAIA) (190), ούτως ώστε να αποσαφηνίσει (και πιθανώς να περιορίσει) την εξωεδαφική εφαρμογή της Sherman Act. Μεταξύ άλλων, η FTAIA ορίζει, ουσιαστικά, ότι οι αντιμονοπωλιακοί κανόνες των ΗΠΑ δεν εφαρμόζονται σε αλλοδαπές συμπεριφορές παρά μόνον αν αυτές έχουν άμεσα, ουσιώδη και ευλόγως προβλέψιμα αποτελέσματα εντός της επικράτειας των ΗΠΑ. Στην υπόθεση Empagran, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ –ερμηνεύοντας τη Sherman Act και τη FTAIA– αποφάνθηκε ότι, αν η ζημία που προκλήθηκε στην αλλοδαπή δεν συνδέεται με οποιαδήποτε ζημία στο εσωτερικό της χώρας, η εφαρμογή διατάξεων του δικαίου των ΗΠΑ σε αλλοδαπή συμπεριφορά δεν βρίσκει έρεισμα στη λογική (191).

302. Παρόμοιες αρχές πρέπει να χρησιμοποιήσει και το Δικαστήριο ως κατευθυντήριες γραμμές κατά την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ σε συλλογικές ή μονομερείς συμπεριφορές επιχειρήσεων οι οποίες υλοποιούνται εξ ολοκλήρου εκτός της Ένωσης. Κατ’ εμέ, οι ως άνω διατάξεις μπορούν να διέπουν τέτοιου είδους συμπεριφορές αποκλειστικά και μόνο αν αυτές έχουν άμεσες (ή ευθείες), ουσιώδεις και προβλέψιμες επιπτώσεις στον ανταγωνισμό εντός της εσωτερικής αγοράς. Το κριτήριο των «ουσιαστικών» επιπτώσεων (το οποίο, όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι σημαίνει ότι οι επιπτώσεις είναι αρκούντως σημαντικές ώστε να δικαιολογούν την αρμοδιότητα) δεν πληρούται, για παράδειγμα, όταν οι επιπτώσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωσης είναι απλώς υποθετικές ή, εν πάση περιπτώσει, ήσσονος σημασίας. Επίσης, δεν πληρούται αν η στρέβλωση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά δεν μπορεί να αποδοθεί στην επίμαχη επιχείρηση, διότι αυτή δεν είχε τη δυνατότητα να προβλέψει τις επιπτώσεις αυτές.

303. Το γράμμα των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ δεν δικαιολογεί την εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης από την Επιτροπή σε συμπεριφορές οι οποίες δεν έχουν «ουσιαστικές» επιπτώσεις στην επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ισχυρισμός περί του αντιθέτου θα ήταν επίσης προβληματικός βάσει των κανόνων του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Η υπερβολική διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης ενέχει τον κίνδυνο σφετερισμού των κυριαρχικών συμφερόντων των λοιπών κρατών ενώ, από νομικής και πρακτικής απόψεως, είναι δύσκολο να επιβληθεί (192). Επιπλέον, αυξάνει σε σημαντικό βαθμό τις επικαλύψεις αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων κρατών ή πολιτειών και, ως εκ τούτου, δημιουργεί υψηλή ανασφάλεια δικαίου για τις επιχειρήσεις και αυξημένους κινδύνους συγκρούσεως νόμων (ή δικαστικών αποφάσεων) εφαρμοστέων επί της ίδιας συμπεριφοράς. Τελευταίο, αλλά όχι και λιγότερο σημαντικό, είναι το ενδεχόμενο να εγείρει ζητήματα σε σχέση με την αρχή της χρηστής διοικήσεως: πού έγκειται το έννομο συμφέρον για την επιβολή των κανόνων της Ένωσης σε συμπεριφορές οι οποίες δεν έχουν σοβαρές επιπτώσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Συνιστά τούτο νόμιμη και αποτελεσματική χρήση των περιορισμένων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

304. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, έχω την άποψη ότι στο Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να προσαφθεί, όπως υποστηρίζει η Intel, ότι δεν εξέτασε την αρμοδιότητα της Επιτροπής να εφαρμόσει το άρθρο 102 ΣΛΕΕ τόσο με βάση το κριτήριο εκδηλώσεως της συμπεριφοράς όσο και βάσει του κριτηρίου των «ουσιαστικών» επιπτώσεων. Βέβαια, θα ήταν πολύ πιο λογικό αν η Επιτροπή εξέταζε αρχικά κατά πόσον η συμπεριφορά της Intel έλαβε χώρα εντός της Ένωσης και, εφόσον διαπίστωνε ότι τούτο δεν συνέβη, στη συνέχεια εξέταζε αν αυτή η συμπεριφορά είχε, σε κάθε περίπτωση, «ουσιαστικές» επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά.

305. Πάντως, το γεγονός ότι η Intel δεν αμφισβήτησε την αρμοδιότητα της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία –γεγονός το οποίο το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει στη σκέψη 246 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως– δεν ασκεί επιρροή. Όπως έχει διευκρινίσει επανειλημμένως το Δικαστήριο, η έκταση του ελέγχου νομιμότητας τον οποίο προβλέπει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ καλύπτει όλα τα στοιχεία των αποφάσεων της Επιτροπής που αφορούν τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ, τον εμπεριστατωμένο έλεγχο των οποίων διασφαλίζει το Γενικό Δικαστήριο, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως, υπό το πρίσμα των λόγων που προβάλλουν οι προσφεύγοντες και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που αυτοί υποβάλλουν στην κρίση του, είτε τα στοιχεία αυτά είναι προγενέστερα είτε μεταγενέστερα της εκδοθείσας αποφάσεως, είτε αυτά είχαν προσκομισθεί προηγουμένως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε, για πρώτη φορά, στο πλαίσιο της προσφυγής της οποίας έχει επιληφθεί το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον τα εν λόγω στοιχεία είναι ουσιώδη για τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως της Επιτροπής (193).

306. Εν είδει συμπεράσματος, καταλήγω ότι το νομικό πλαίσιο το οποίο εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επικριθεί. Ωστόσο, για την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων αρμοδιότητας στη φερόμενη ως καταχρηστική συμπεριφορά που απορρέει από τις συμφωνίες με τη Lenovo στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απαιτούνται εκ μέρους μου οι ακόλουθες κρίσιμες παρατηρήσεις.

 Αξιολόγηση της εφαρμογής των κρίσιμων κριτηρίων αρμοδιότητας από το Γενικό Δικαστήριο

307. Θα ξεκινήσω εξετάζοντας τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την υλοποίηση εντός του ΕΟΧ των απροκάλυπτων περιορισμών και των εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας που απορρέουν από τις συμφωνίες με τη Lenovo.

i)      Εκδήλωση της συμπεριφοράς

308. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (194), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Lenovo σκόπευε να εφαρμόσει τις επίμαχες συμφωνίες σε παγκόσμιο επίπεδο, του ΕΟΧ περιλαμβανομένου. Υπό το πρίσμα αυτών των συμφωνιών, η Intel δεν μπορεί να προβάλλει ότι δεν επηρέαζε καθόλου τη χρήση των CPU της Intel από τη Lenovo. Επίσης, η Intel είχε επίγνωση του γεγονότος ότι η Lenovo είχε παρουσία στην εσωτερική αγορά και πωλούσε φορητούς υπολογιστές εντός της αγοράς αυτής.

309. Θεωρώ ότι αυτό το σκεπτικό πάσχει πλάνη περί το δίκαιο. Εφόσον η Επιτροπή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Intel από κοινού με τη Lenovo παραβίαζαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει εάν οι μεταξύ τους συμφωνίες προορίζονταν να υλοποιηθούν από οποιοδήποτε από τα δυο μέρη εντός του ΕΟΧ. Όμως, η επίδικη απόφαση αφορά συμπεριφορά την οποία αμφισβήτησε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ: μια μονομερή συμπεριφορά εκ μέρους της Intel. Κατά συνέπεια, αυτή η μονομερής συμπεριφορά –δηλαδή, η υποτιθέμενη κατάχρηση– είναι που πρέπει να υλοποιείται εντός του ΕΟΧ.

310. Όμως, από κανένα σημείο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει συμπεριφορά της Intel η οποία να ξεκίνησε ή να υλοποιήθηκε εντός του ΕΟΧ, με σκοπό την εφαρμογή των συμφωνηθέντων με τη Lenovo. Τούτο δεν πρέπει να εκπλήσσει. Οι συμφωνίες αυτές, οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ μιας αμερικανικής και μιας κινεζικής εταιρίας, αφορούσαν τις πωλήσεις CPU οι οποίοι κατασκευάζονταν και πωλούνταν εκτός της Ένωσης, προορίζονταν δε να ενσωματωθούν σε υπολογιστές οι οποίοι κατασκευάζονταν στην Κίνα. Μέσω δε αυτών των συμφωνιών επιχειρείτο ο περιορισμός της δυνατότητας άλλης αμερικανικής εταιρίας, της AMD, , να πωλεί CPU στην κινεζική αγορά.

311. Αντί να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στην ενδεχόμενη εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών από την Intel, το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη συνδέσμου με το έδαφος του ΕΟΧ, επικεντρώθηκε στη συμπεριφορά του πελάτη δευτερογενή αγορά. Το γεγονός ότι η Lenovo απλώς απείχε επί ορισμένο χρονικό διάστημα από την πώληση συγκεκριμένου τύπου υπολογιστών σε παγκόσμιο επίπεδο, πιθανότατα του ΕΟΧ συμπεριλαμβανομένου, αποτέλεσε για το Γενικό Δικαστήριο περίσταση καταδεικνύουσα την κατάχρηση εκ μέρους της Intel.

312. Η συλλογιστική αυτή δεν είναι πειστική. Συνδέοντας την εκδήλωση της συμπεριφοράς με τη συμπεριφορά του πελάτη της επιχειρήσεως που κατηγορείται για παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, σχεδόν οποιαδήποτε συμπεριφορά –όσο χαλαρά και αν συνδέεται με το έδαφος της Ένωσης– θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Επιτροπής βάσει του κριτηρίου της εκδηλώσεως της συμπεριφοράς. Τα λοιπά στοιχεία που έλαβε υπόψη του το Γενικό Δικαστήριο είναι εξίσου μη πειστικά. Πρώτον, απλώς και μόνο το γεγονός ότι η Intel επηρέασε τη χρήση των CPU κατασκευής της τους οποίους χρησιμοποιούσε η Lenovo δεν έχει, κατ’ εμέ, καμία σημασία. Αν η Lenovo διατηρούσε εταιρικούς ή δομικούς δεσμούς με την Intel, το συμπέρασμα θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Δεύτερον, το γεγονός ότι η Intel γνώριζε ότι η Lenovo είχε παρουσία στην εσωτερική αγορά και πωλούσε φορητούς υπολογιστές στην αγορά αυτή, έχει επίσης μικρή σημασία, κατά την άποψή μου. Οφείλω για μία ακόμη φορά να τονίσω ότι η παράνομη συμπεριφορά δεν συνδέεται με την πώληση φορητών υπολογιστών: αφορά τον αποκλεισμό της AMD από την αγορά των CPU. Η απλή γνώση της παρουσίας που έχει ένας πελάτης στον ΕΟΧ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί περίσταση εκδηλώσεως καταχρηστικής συμπεριφοράς σε μια δευτερογενή αγορά.

313. Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα των στοιχείων που παρατίθενται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν έχω πειστεί ότι η υποτιθέμενη κατάχρηση εκ μέρους της Intel μπορεί να γίνει δεκτό ότι υλοποιήθηκε εντός του ΕΟΧ κατά την έννοια της αποφάσεως Woodpulp. Κατ’ εμέ τουλάχιστον, κανένα από τα στοιχεία της επίμαχης συμπεριφοράς δεν υλοποιήθηκε, εκτελέστηκε ή τέθηκε σε εφαρμογή εντός της εσωτερικής αγοράς.

314. Τούτο ωστόσο, ουδόλως αποκλείει το ενδεχόμενο η συμπεριφορά της Intel να είχε επιπτώσεις επί του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, οι οποίες να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, στα επόμενα σημεία των παρουσών προτάσεων θα εξετάσω τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τις επιπτώσεις της καταχρηστικής συμπεριφοράς της Intel εντός του ΕΟΧ.

ii)    «Ουσιαστικές» επιπτώσεις

315. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (195), το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει αρχικά ότι το εφαρμοστέο κριτήριο είναι το αν η συμπεριφορά της Intel μπορούσε να έχει άμεσες, ουσιώδεις και προβλέψιμες επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά. Κατά την κρίση του, τούτο δεν σημαίνει ότι οι επιπτώσεις στην αγορά πρέπει να είναι συγκεκριμένες, αλλά απλώς ότι πρέπει να είναι αρκούντως βέβαιο ότι η επίμαχη συμπεριφορά είναι ικανή να έχει στην αγορά αισθητές και όχι αμελητέες επιπτώσεις. Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε ξεχωριστά τις δύο κατηγορίες συμπεριφορών.

316. Όσον αφορά τους απροκάλυπτους περιορισμούς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, για το τέταρτο τρίμηνο του 2006, οι προβλέψεις πωλήσεων των δύο μοντέλων φορητών υπολογιστών τα οποία αφορούσε η αναβολή ενάρξεως διαθέσεως στην αγορά έκαναν λόγο για 5 400 και 4 250 μονάδες συνολικά στην περιοχή ΕΜΑΑ (Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική). Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, επιπλέον, ότι ο ΕΟΧ αποτελεί σημαντικό τμήμα της περιοχής αυτής. Δεδομένου ότι η Intel δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι, ενδεχομένως, όλοι αυτοί οι υπολογιστές να προορίζονταν για περιοχές εκτός του ΕΟΧ, το Γενικό Δικαστήριο θεώρησε ότι για τον ΕΟΧ οι επιπτώσεις θα ήταν, τουλάχιστον, δυνητικές. Το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε, περαιτέρω, ότι οι αριθμοί που αφορούσαν την περιοχή ΕΜΑΑ ήταν περιορισμένοι, αλλά προσέθεσε ότι η συμπεριφορά της Intel αποτελούσε μέρος μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως (196). Επίσης, το δικαστήριο αυτό εξέφρασε την άποψη ότι η συμπεριφορά της Intel αποσκοπούσε να έχει άμεσες (εφόσον, για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, οι υπολογιστές που στηρίζονταν σε επεξεργαστές της AMD δεν ήταν διαθέσιμοι στην αγορά) και ευθείες (δεδομένου ότι η συμπεριφορά της Intel αφορούσε ευθέως τις πωλήσεις υπολογιστών από τη Lenovo) επιπτώσεις εντός του ΕΟΧ (197).

317. Σε σχέση με τις εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι επιπτώσεις ήταν άμεσες, καθόσον κανένας φορητός υπολογιστής της Lenovo εξοπλισμένος με CPU x86 ανταγωνιστή της Intel δεν ήταν διαθέσιμος στην παγκόσμια αγορά, περιλαμβανομένου του ΕΟΧ. Ακολούθως, πρόσθεσε ότι η επίπτωση αυτή ήταν προβλέψιμη, ή ακόμη και σκοπούμενη από την Intel. Όσον αφορά τον ουσιώδη χαρακτήρα της επιπτώσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι οι εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας αποτελούσαν μέρος μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως (198).

318. Το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι απλώς συνοπτικό. Είναι, κατά κύριο λόγο, νομικώς εσφαλμένο.

319. Για αμφότερους τους τύπους συμπεριφοράς, το μοναδικό επιχείρημα του Γενικού Δικαστηρίου, όσον αφορά τον ουσιαστικό χαρακτήρα των επιπτώσεων στην εσωτερική αγορά, ήταν ότι αυτές αποτελούσαν μέρος μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως. Ωστόσο, όπως εξήγησα με τα σημεία 179 επ. των παρουσών προτάσεων, η έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως συνιστά απλώς και μόνο ένα δικονομικό κανόνα, ο οποίος σκοπεί στην ελάφρυνση των αρχών ανταγωνισμού από το βάρος αποδείξεως. Η έννοια αυτή δεν διευρύνει –και δεν μπορεί να διευρύνει– το πεδίο εφαρμογής των απαγορεύσεων που προβλέπονται από τις Συνθήκες.

320. Κι όμως, αυτό ακριβώς έπραξε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Αντί να εξετάσει αν οι εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας και οι απροκάλυπτοι περιορισμοί ήταν ικανοί σε ατομικό επίπεδο να έχουν αισθητές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό εντός της εσωτερικής αγοράς, γεγονός το οποίο θα ενεργοποιούσε την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, απλώς ομαδοποίησε τις επίμαχες πρακτικές με συμπεριφορά η οποία εκδηλώθηκε εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεχόμενο την τέλεση μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως με σημαντικές, κατά την κρίση του, επιπτώσεις.. Ως εκ τούτου, δύο διακριτές μορφές αλλοδαπής συμπεριφοράς οι οποίες, κατ’ αρχήν, μάλλον δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, αίφνης υπάγονται στην εν λόγω διάταξη, διότι εξετάστηκαν από κοινού με μια άλλη συμπεριφορά ως μέρη ενός συνολικού σχεδίου για τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

321. Αν το Γενικό Δικαστήριο είχε εφαρμόσει κατά τον ορθό τρόπο το κριτήριο των «ουσιαστικών» επιπτώσεων (εξετάζοντας, δηλαδή, αν κάθε μία από αυτές τις συμπεριφορές εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Επιτροπής), το αποτέλεσμα της αναλύσεώς του θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα διαφορετικό. Για παράδειγμα, το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι ο αριθμός των υπολογιστών που επηρεαζόταν από τους απροκάλυπτους περιορισμούς ήταν «περιορισμένος» και ότι δεν ήταν σαφές αν όλοι ή ορισμένοι από αυτούς προορίζονταν να πωληθούν στον ΕΟΧ. Όσον αφορά το τελευταίο αυτό ζήτημα, οφείλω επίσης να τονίσω άλλο ένα νομικό σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο: είναι σαφές ότι εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι οι επιπτώσεις μιας προσαπτόμενης συμπεριφοράς εντός της εσωτερικής αγοράς μπορούν να είναι αισθητές. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι σε μια συγκεκριμένη υπόθεση συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ συνθήκες (199). Κατά συνέπεια, κακώς ζητήθηκε από την Intel να ανατρέψει την παραδοχή στην οποία είχε καταλήξει η Επιτροπή σχετικά με την ενδεχόμενη πώληση εντός του ΕΟΧ υπολογιστών οι οποίοι προορίζονταν για μια πολύ ευρύτερη αγορά.

322. Βέβαια, οι συμφωνίες με τη Lenovo είχαν άμεσες και ευθείες επιπτώσεις, εφόσον οι όροι αυτοί έχουν την έννοια ότι οι εν λόγω συμφωνίες επηρέασαν τη συμπεριφορά της Lenovo όσον αφορά την προμήθεια CPU και την μετέπειτα πώληση φορητών υπολογιστών εφοδιασμένων με επεξεργαστές x86 CPU. Ωστόσο, το βασικό ερώτημα εν προκειμένω είναι αν οι επιπτώσεις στον ανταγωνισμό που προέρχονται από αυτές τις συμφωνίες είχαν άμεσο και ευθύ αντίκτυπο εντός του ΕΟΧ. Με άλλα λόγια, αυτό που θα έπρεπε να είχε διερωτηθεί το Γενικό Δικαστήριο είναι το εξής: Μπορούν αυτές οι συμφωνίες να εξαλείψουν κατά τρόπο άμεσο και ευθύ τη δυνατότητα των ανταγωνιστών της Intel να την ανταγωνιστούν ως προς τους CPU x86 εντός της εσωτερικής αγοράς; Το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε καν αυτό το ενδεχόμενο. Απλώς σημείωσε ότι οι εν λόγω συμφωνίες είχαν επίπτωση στις επιχειρηματικές επιλογές της Lenovo. Τούτο όμως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι είναι κάτι στο οποίο αποβλέπει οποιαδήποτε εμπορική συμφωνία.

323. Την ίδια εσφαλμένη συλλογιστική εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο ως προς την προβλεψιμότητα των επιπτώσεων που είχαν οι συμφωνίες με τη Lenovo. Και πάλι, το Γενικό Δικαστήριο επικέντρωσε την προσοχή του στις επιπτώσεις που είχαν (ή σκοπούσαν να έχουν) οι εν λόγω συμφωνίες στις εμπορικές επιλογές της Lenovo. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν εξετάζει την προβλεψιμότητα των επιπτώσεων στον ανταγωνισμό που αυτές οι συμφωνίες (υποτίθεται ότι θα) είχαν στην εσωτερική αγορά.

324. Βάσει των στοιχείων που αναφέρονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, οι επιπτώσεις που είχαν οι συμφωνίες με τη Lenovo στον ανταγωνισμό, αντί να είναι άμεσες, ουσιώδεις και προβλέψιμες ήταν μάλλον υποθετικές, εικαζόμενες και ατεκμηρίωτες. Τούτο όμως, δεν σημαίνει ότι οι συμφωνίες με τη Lenovo δεν είχαν ή δεν μπορούσαν να έχουν καμία ουσιαστική επίπτωση στην εσωτερική αγορά.

325. Από τη μία, ευλόγως αμφισβητείται αν, για παράδειγμα, μια συμπεριφορά η οποία επηρέασε την πώληση εντός του ΕΟΧ μερικών χιλιάδων υπολογιστών, οι οποίοι αποτελούν ένα εξαιρετικά μικρό ποσοστό της παγκόσμιας αγοράς CPU, για ένα ιδιαίτερα σύντομο χρονικό διάστημα, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει οποιεσδήποτε άμεσες, ουσιώδεις και προβλέψιμες επιπτώσεις εντός του ΕΟΧ. Αφετέρου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι συμφωνίες με τη Lenovo να είχαν σημαντικές επιπτώσεις στη διαρκή δυνατότητα της AMD να αναπτύσσει, κατασκευάζει και προωθεί στην αγορά CPU σε παγκόσμιο επίπεδο, του ΕΟΧ συμπεριλαμβανομένου. Από τη σκοπιά της Intel, ο αποκλεισμός από την αγορά των CPU του μοναδικού βιώσιμου ανταγωνιστή της θα μπορούσε να επιτευχθεί ανεξαρτήτως του αν αυτή επιλέγει να στοχεύσει σε πελάτες οι οποίοι δραστηριοποιούνται εντός του ΕΟΧ ή σε άλλες αγορές. Τα προσδοκώμενα αποτελέσματα παραμένουν τα ίδια.

326. Δυστυχώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε τέτοιου είδους ανάλυση. Ως εκ τούτου, το θεμελιώδους σημασίας ερώτημα σχετικά με το αν οι συμφωνίες με τη Lenovo είχαν τη δυνατότητα παραγωγής άμεσων, ουσιωδών και προβλέψιμων επιπτώσεων στον ανταγωνισμό εντός του ΕΟΧ παραμένει αναπάντητο. Και τούτο, παρά την καθοριστική σημασία του εν λόγω ερωτήματος προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ στην καταχρηστική συμπεριφορά που φέρεται να απορρέει από τις συμφωνίες αυτές.

327. Βάσει των ανωτέρω, συμπεραίνω ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο μέτρο που εφάρμοσε τόσο το κριτήριο της εκδηλώσεως της συμπεριφοράς όσο και το κριτήριο των ουσιαστικών επιπτώσεων, προκειμένου να απορρίψει την επιχειρηματολογία της Intel (και της ACT) σχετικά με έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής να εφαρμόσει το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, όσον αφορά καταχρήσεις απορρέουσες από τις συμφωνίες με τη Lenovo. Ως εκ τούτου, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

Ζ –     Έκτος λόγος αναιρέσεως: ύψος του προστίμου

3.      Τα κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

328. Ο έκτος λόγος αναιρέσεως αφορά το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε πρωτοδίκως Ο λόγος αυτός υποδιαιρείται σε δύο σκέλη. Πρώτον, η Intel υποστηρίζει ότι το ύψος αυτό είναι δυσανάλογο, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε περαιτέρω μείωση του προστίμου που ενδέχεται να επέλθει λόγω των νομικών σφαλμάτων στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο. Δεύτερον, η Intel υποστηρίζει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη εφαρμόζοντας τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 σε συμπεριφορά προγενέστερη αυτών. Η αναδρομική εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, προκειμένου να δικαιολογηθεί ένα πρόστιμο περισσότερες από 50 φορές μεγαλύτερο από αυτό που προέβλεπε το νομικό πλαίσιο που ίσχυε κατά το χρονικό διάστημα που εκδηλώθηκε το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής συμπεριφοράς, αντίκειται, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης. Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί, ιδίως, τη συμβατότητα της εν λόγω προσεγγίσεως με το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 49 του Χάρτη.

329. Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί είτε εν μέρει ως απαράδεκτος και εν μέρει ως αλυσιτελής, είτε, επικουρικώς, ως αβάσιμος.

4.      Ανάλυση

330. Η αναιρεσείουσα προβάλλει τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως ως αυτοτελή λόγο αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επικαλείται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και εσφαλμένη (αναδρομική) εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής του 2006 για τα πρόστιμα εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου κατά τον καθορισμό του προστίμου.

331. Το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως αφορά τον (δυσ)ανάλογο χαρακτήρα του προστίμου που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα με την επίδικη απόφαση και, στη συνέχεια, επικυρώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο. Ουσιαστικά, θέτει το εξής ερώτημα: ποιες είναι οι κατάλληλες παράμετροι για να εκτιμηθεί η αναλογικότητα προστίμου που επέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο των ερευνών της;

332. Τούτο, σε καμία περίπτωση, δεν είναι ένα αδιάφορο ερώτημα. Καταρχήν, θίγει την ίδια την ουσία των εξουσιών που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή να ερευνά και να επιβάλλει κυρώσεις για τις παραβιάσεις των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Επιπλέον, έχει συνέπειες στον τρόπο με τον οποίο τα δικαστήρια της Ένωσης ασκούν την απεριόριστη δικαιοδοσία τους στο πλαίσιο της επιβολής προστίμων.

333. Η αναλυτική απάντηση στο ερώτημα αυτό θα απαιτούσε την εξέταση ενός ευρέος φάσματος ευαίσθητων ζητημάτων. Αναφέρομαι, ιδίως, στην αλληλεπίδραση μεταξύ του αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου και του ύψους αυτού, στο κρίσιμο σημείο αναφοράς για την εξέταση της αναλογικότητας (ήτοι: αναλογικότητα σε σχέση με τι;) και στα όρια που καθορίζει το άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη όσον αφορά πρόστιμα επιβαλλόμενα σε επιχειρήσεις οι οποίες παραβίασαν τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης.

334. Δυστυχώς, όμως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως δεν προσφέρεται για τέτοια συζήτηση. Πέραν ορισμένων μεμονωμένων παρατηρήσεων αναφορικά με τον δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου, ιδίως σε σχέση με πρόστιμα τα οποία επιβλήθηκαν κατά το παρελθόν σε υποθέσεις που αφορούσαν εκπτώσεις βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, η αναιρεσείουσα δεν διευκρίνισε με ποιον τρόπο θεωρεί ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας (200). Η Intel ζητεί απλώς από το Δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί κάποια ποινή, να προσδιορίσει αυτό ποια ποινή θεωρεί εύλογη βάσει των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.

335. Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να υποκαταστήσει, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου με τη δική του αναφορικά με το ποσό του επιβληθέντος προστίμου. Κατ’ εξαίρεση, μόνο στο μέτρο που το Δικαστήριο κρίνει ότι η αυστηρότητα της κυρώσεως είναι όχι απλώς μη ενδεδειγμένη, αλλά και υπερβολική, σε σημείο που να είναι δυσανάλογη, μπορεί να διαπιστωθεί πλάνη περί το δίκαιο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου λόγω μη ενδεδειγμένου ύψους ενός προστίμου (201). Αυτό καθαυτό το γεγονός ότι το επιβληθέν με την επίδικη απόφαση πρόστιμο (1,06 δισεκατομμύρια ευρώ) ήταν, κατά τον χρόνο που επιβλήθηκε, το υψηλότερο πρόστιμο που είχε επιβληθεί ποτέ, δεν το καθιστά ούτε μη ενδεδειγμένο ούτε δυσανάλογο, όπως φαίνεται να υποστηρίζει η αναιρεσείουσα.

336. Στην πραγματικότητα, τα επιχειρήματα σχετικά με την αναλογικότητα, ουσιαστικά, αμφισβητούν ορισμένα πραγματικά περιστατικά και, ιδίως, την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων πρωτοδίκως (202). Σε αντίθεση με τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως που προβάλλονται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η νομική πλάνη στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι ευχερώς ανιχνεύσιμη βάσει των ισχυρισμών της αναιρεσείουσας. Όπως ήδη υπογράμμισα, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να εκτιμήσει εκ νέου, στο πλαίσιο της κατ’ αναίρεση δίκης, πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία. Στην υπό κρίση υπόθεση δεν προβλήθηκε κανένας ισχυρισμός περί πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Ούτε υφίσταται αλλοίωση των αποδείξεων, όπως υποστηρίζει η Intel, σε βαθμό τέτοιο ώστε αυτή να προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας. Πράγματι, προκειμένου η υποτιθέμενη αλλοίωση να υπόκειται στον κατ’ αναίρεση έλεγχο νομιμότητας του Δικαστηρίου, θα πρέπει να διαπιστώνεται χωρίς να απαιτείται εκ νέου εξέταση των πραγματικών περιστατικών (203).

337. Για τον λόγο αυτόν συμφωνώ με την Επιτροπή ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η αναιρεσείουσα ως προς τον αναλογικό χαρακτήρα του προστίμου πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

338. Το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως αφορά την αναδρομική εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων σε συμπεριφορά προγενέστερη αυτών. Τίθεται το εξής ερώτημα: σε ποιον βαθμό δεσμεύεται η Επιτροπή από τις κατευθυντήριες γραμμές της;

339. Ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, η νομολογία του Δικαστηρίου είναι σαφής και δεν βοηθά την αναιρεσείουσα.

340. Κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή μπορεί να προσαρμόσει το επίπεδο των προστίμων (προς τα πάνω) εντός των ορίων του κανονισμού 1/2003, εφόσον κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού της Ένωσης. Συγκεκριμένα, για την ορθή εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, είναι απαραίτητο να έχει η Επιτροπή την ευχέρεια να προσαρμόζει ανά πάσα στιγμή το ύψος των προστίμων στις ανάγκες της εν λόγω πολιτικής (204). Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή της μη αναδρομικότητας έχει σημασία μόνον όσον αφορά την ευχέρεια καθορισμού του προστίμου που διαθέτει η Επιτροπή, εφόσον η εν λόγω προσαρμογή δεν μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί κατά τον χρόνο διαπράξεων των οικείων παραβάσεων (205).

341. Ακόμη όμως σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διοικητική διαδικασία η οποία μπορεί να καταλήξει στην επιβολή προστίμου δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα χρησιμοποιηθεί συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού των προστίμων. Αντιθέτως, οι εν λόγω επιχειρήσεις πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το ενδεχόμενο η Επιτροπή ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει να αυξήσει το ύψος των προστίμων σε σχέση με τα πρόστιμα που επέβαλλε στο παρελθόν. Τούτο ισχύει όχι μόνον όταν η Επιτροπή προβαίνει σε αύξηση του ύψους των προστίμων, επιβάλλοντας πρόστιμα με ατομικές αποφάσεις, αλλά και όταν η αύξηση αυτή πραγματοποιείται με την εφαρμογή, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, κανόνων συμπεριφοράς που έχουν γενική ισχύ, όπως είναι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 (206).

342. Οι διαπιστώσεις αυτές με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στο μέτρο που το επιβληθέν πρόστιμο παραμένει εντός των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς την αρχή της μη αναδρομικότητας, προκειμένου να αμφισβητήσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006. Τούτο τουλάχιστον ισχύει στον βαθμό που οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές ήταν ήδη σε ισχύ πριν περατωθεί η προσαπτόμενη συμπεριφορά. Πράγματι, τα όρια της ευχέρειας της Επιτροπής κατά την επιβολή προστίμων για παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης καθορίζονται από τον κανονισμό 1/2003, ο οποίος αποτελεί το εφαρμοστέο δίκαιο, και όχι από τις κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες προσδιορίζουν διεξοδικότερα το πώς προτίθεται η Επιτροπή να κάνει χρήση αυτής της ευχέρειας.

343. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Επομένως, ο έκτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.

VI – Συνέπειες της αναλύσεως

344. Κατά το άρθρο 61, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη. Έχει επίσης τη δυνατότητα να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο.

345. Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο πρώτος, ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνουν δεκτοί. Κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί.

346.  Λόγω της φύσεως των σφαλμάτων στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με τον πρώτο, τον δεύτερο, τον τρίτο και τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, φρονώ ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση. Συγκεκριμένα, μια απόφαση επί της ουσίας (σχετικά με το αν οι χορηγηθείσες από την Intel εκπτώσεις και πληρωμές συνιστούν καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, καθώς και αν οι συμφωνίες με τη Lenovo είχαν άμεσες, ουσιώδεις και προβλέψιμες επιπτώσεις στον ανταγωνισμό εντός του ΕΟΧ) προϋποθέτει την εξέταση του συνόλου των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως και, ενδεχομένως, των πραγματικών ή πιθανών επιπτώσεων της συμπεριφοράς της Intel στον ανταγωνισμό εντός του ΕΟΧ. Τούτο, με τη σειρά του, περιλαμβάνει την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών, την οποία είναι σε πλεονεκτικότερη θέση να διενεργήσει το Γενικό Δικαστήριο.

347. Από την άλλη, όσον αφορά τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, σχετικά με την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της αναιρεσείουσας, το Δικαστήριο φαίνεται ότι, εκ προοιμίου, είναι επαρκώς ενημερωμένο ούτως ώστε να αποφανθεί επί της ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως. Παρ’ όλα αυτά, τα πραγματικά περιστατικά που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, καθώς και η ανταλλαγή απόψεων ενώπιόν του με ωθούν να προτείνω και ως προς αυτό το ζήτημα την αναπομπή της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο. Πιο συγκεκριμένα, φρονώ ότι πρέπει να δοθεί επαρκώς στους διαδίκους η δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους σχετικά με τις συνέπειες που συνεπάγεται η εν λόγω διαδικαστική πλημμέλεια και, ειδικότερα, ως προς το κατά πόσον εκτιμούν ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της (όπως συνέβη στην υπόθεση Solvay (207)) ή μόνο στον βαθμό που αφορά τη συμπεριφορά της Intel έναντι της Dell.

348. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου.

VII – Πρόταση

349. Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

(1)      να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 2014, T‑268/09, Intel κατά Επιτροπής,

(2)      να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου,

(3)      να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

2 –      T‑286/09, EU:T:2014:547 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).

3 –      Για τη σύνοψη της αποφάσεως αυτής, βλ. ΕΕ 2009, C 227, σ. 13.

4 –      Βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (85/76, EU:C:1979:36) (στο εξής: απόφαση Hoffmann-La Roche).

5 –      Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).

6 –      Κανονισμός της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18).

7 –      Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962: Πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25).

8 – Παραλειπόμενα στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα. Στις παρούσες προτάσεις, για τη διατήρηση της ανωνυμίας τους, τα ονόματα των προσώπων αντικαθίστανται, όπως πρωτοδίκως, από το αρχικό γράμμα της επωνυμίας της επιχειρήσεως στην οποία εργάζονται ακολουθούμενο από αριθμό.

9 –      Με την εξέταση αυτή διαπιστώθηκε η τιμή στην οποία θα ήταν αναγκασμένος να πωλεί τους CPU που κατασκευάζει ένας εξίσου αποτελεσματικός με την Intel ανταγωνιστής, προκειμένου να αντισταθμίζει για τους OEM την απώλεια της εκπτώσεως που παρέχει η Intel.

10 –      ΕΕ 2006, C 210, σ. 2.

11 –      Βλ. απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, TeliaSonera (C‑52/09, EU:C:2011:83, στο εξής: απόφαση TeliaSonera, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Όπως αναφέρει το Δικαστήριο, η λειτουργία των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης συνίσταται στην αποφυγή της νοθεύσεως του ανταγωνισμού σε βάρος του γενικού συμφέροντος, των επιμέρους επιχειρήσεων και των καταναλωτών, πράγμα που συμβάλλει στη διασφάλιση της ευημερίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

12 –      Όπως έχει παρατηρήσει το Δικαστήριο, το άρθρο 102 ΣΛΕΕ δεν αποσκοπεί στο να διασφαλιστεί η διατήρηση στην αγορά ανταγωνιστών λιγότερο αποτελεσματικών από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση. Βλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark (C‑209/10, EU:C:2012:172, στο εξής: απόφαση Post Danmark I, σκέψεις 21 και 22).

13 –      Απόφαση Post Danmark I (C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψεις 21 και 22).

14 –      Βλ., όσον αφορά τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η χρήση αυτής της ευέλικτης μορφής, προτάσεις μου στην υπόθεση CB κατά Επιτροπής (C‑67/13 P, EU:C:2014:1958, σημείο 35).

15 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 76 και 77). Βλ., επίσης, απόφαση Hoffmann-La Roche (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 90).

16 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 75 και 78).

17 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 78 και 82).

18 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 76 και 77).

19 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 76).

20 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 99).

21 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 172 έως 197).

22 –      Βλ., λεπτομερέστερα, σημεία 110 επ. των παρουσών προτάσεων.

23 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψεις 74 έως 78.

24 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 79).

25 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 171).

26 –      85/76, EU:C:1979:36 (σκέψεις 89 και 90).

27 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 81).

28 –      Βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής (322/81, EU:C:1983:313, σκέψη 57, στο εξής: απόφαση Michelin I)∙ βλ., επίσης, αποφάσεις της 2ας Απριλίου 2009, France Télécom κατά Επιτροπής (C‑202/07 P, EU:C:2009:214, σκέψη 105), της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑280/08 P, EU:C:2010:603, στο εξής: απόφαση Deutsche Telekom, σκέψη 176), και απόφαση TeliaSonera (C‑52/09, EU:C:2011:83, σκέψη 24).

29 –      Απόφαση Michelin I (322/81, EU:C:1983:313, σκέψεις 66 έως 71), όσον αφορά τις εκπτώσεις που στηρίζονται στους στόχους πωλήσεων.

30 –      Βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2007, British Airways κατά Επιτροπής (C‑95/04 P, EU:C:2007:166, στο εξής: απόφαση British Airways, σκέψη 52), όσον αφορά τις χορηγούμενες πριμοδοτήσεις βάσει των συνολικών πωλήσεων.

31 –      Βλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Tomra Systems κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑549/10 P, EU:C:2012:221, στο εξής: απόφαση Tomra, σκέψη 75), σχετικά με τις εκπτώσεις που αποτελούσαν το αντικείμενο της σχετικής προσφυγής.

32 –      Απόφαση Hoffmann-La Roche (85/76, EU:C:1979:36, σκέψεις 92 έως 100).

33 –      Βλ. απόφαση Hoffmann-La Roche (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 90). Βλ., επίσης, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Michelin κατά Επιτροπής (T‑203/01, EU:T:2003:250, στο εξής: απόφαση Michelin II, σκέψη 58). Με τη δεύτερη αυτή απόφαση το Γενικό Δικαστήριο μετρίασε το τεκμήριο νομιμότητας, κρίνοντας ότι αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση εκπτώσεων βάσει ποσότητας οι οποίες σκοπούν στη δημιουργία πιστών πελατών.

34 –      Σύμφωνα με έναν πιθανό ορισμό, οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών τελούν υπό την προϋπόθεση ότι ο πελάτης θα καλύπτει μεγάλο ή αυξανόμενο μέρος των αναγκών του από τον προμηθευτή που του χορηγεί την έκπτωση. Οι εκπτώσεις αυτές χορηγούνται όταν ο πελάτης υπερβεί ένα συγκεκριμένο στόχο αγορών εντός προκαθορισμένης περιόδου. Ο στόχος μπορεί να εξαρτάται από την ανάπτυξη της αγοράς ή από το ότι ο πελάτης καλύπτει αποκλειστικά (ή σε ένα συγκεκριμένο ποσοστό) τις ανάγκες του από έναν προμηθευτή, ή από το ότι ο πελάτης καλύπτει πάνω από ένα όριο των αναγκών του το οποίο καθορίζεται βάσει των απαιτήσεων του πελάτη. Με άλλα λόγια, οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών είναι οι εκπτώσεις που χορηγούνται από τους προμηθευτές στους πελάτες ως ανταμοιβή του γεγονότος ότι οι τελευταίοι παραμένουν πιστοί στον ίδιο προμηθευτή. Βλ. Policy roundtables του ΟΟΣΑ, «Fidelity and Bundled Rebates and Discounts», DAF/COMP(2008)29, 2008, σ. 97. Διατίθεται στον δικτυακό τόπο: https://www.oecd.org/competition/abuse/41772877.pdf

35 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 80 και 81).

36 –      Βλ., για παράδειγμα, σκέψη 97 της αποφάσεως Hoffmann-La Roche.

37 –      Απόφαση Hoffmann-La Roche (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 90).

38 –      Βλ., απόφαση Hoffmann-La Roche (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 89).

39 –      Βλ., απόφαση Hoffmann-La Roche (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 89).

40 –      Βλ. απόφαση Hoffmann-La Roche (85/76, EU:C:1979:36, σκέψεις 92 επ.).

41 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ιδίως, σκέψεις 82 και 83).

42 –      Βλ. απόφαση Michelin I (322/81, EU:C:1983:313, σκέψη 73).

43 –      Βλ., ιδίως, αποφάσεις British Airways (C‑95/04 P, EU:C:2007:166, σκέψη 67), και Tomra (C‑549/10 P, EU:C:2012:221, σκέψη 71).

44 –      Βλ., όσον αφορά τις άλλες δύο μεμονωμένες περιπτώσεις, αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1991, AKZO κατά Επιτροπής (C‑62/86, EU:C:1991:286, σκέψη 149), και της 27ης Απριλίου 1994, Almelo (C‑393/92, EU:C:1994:171, σκέψη 44). Σημειωτέον ωστόσο, ότι η αντιμετώπιση, από το Δικαστήριο, της υποχρεώσεως αποκλειστικού εφοδιασμού στην υπόθεση AKZO κατά Επιτροπής θα πρέπει να εξεταστεί εντός ενός ευρύτερου πλαισίου επαναλαμβανόμενων καταχρηστικών πρακτικών που εκδηλώθηκαν από την AKZO. Ομοίως, η κρίση που κατηγορηματικά διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Almelo αποτελούσε την απάντηση σε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με προφανείς περιορισμούς όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως.

45 –      Βλ., για περισσότερες λεπτομέρειες, σημεία 109 επ. των παρουσών προτάσεων, σχετικά με το απαιτούμενο επίπεδο πιθανότητας προκειμένου να διαπιστωθεί ότι ένας συγκεκριμένος τύπος συμπεριφοράς συνιστά κατάχρηση.

46 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 81).

47 –      Απόφαση Hoffman-La Roche (σκέψη 82).

48–      Απόφαση Hoffman-La Roche (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 90).

49 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 82 έως 84).

50 – Βλ. αποφάσεις Michelin I (322/81, EU:C:1983:313, σκέψη 73), British Airways (C‑95/04 P, EU:C:2007:166, σκέψη 67), και Tomra (C‑549/10 P, EU:C:2012:221, σκέψη 71). Βλ., επίσης, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, Tomra Systems κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑155/06, EU:T:2010:370, σκέψη 125).

51 –      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Post Danmark (C‑23/14, EU:C:2015:651, στο εξής: απόφαση Post Danmark II, σκέψη 68).

52 –      Βλ. σημεία 168 επ. των παρουσών προτάσεων.

53 –      Βλ., συναφώς, απόφαση Post Danmark Ι (C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 44).

54 – Βλ. απόφαση Hoffmann-La Roche (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 90). Βλ., επίσης, απόφαση Michelin ΙΙ (T‑203/01, EU:T:2003:250, σκέψη 58).

55 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 92 και 93). Αυτή η υποκατηγορία εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών έχει χαρακτηριστεί ως «επιλογές αποκλειστικότητας» οι οποίες λειτουργούν μέσω μοχλεύσεων. Βλ. Petit, N., «Intel, Leveraging Rebates and the Goals of Article 102 TFEU», EuropeanCompetitionJournal, τόμος 11, τεύχος 1, 2015, σ. 26 έως 28.

56 –      Βλ. αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 94).

57 –      Βλ. αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 89).

58 –      Βλ. απόφαση Hoffman-La Roche (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 89).

59 –      Βλ. τη διαπίστωση στη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

60 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 89).

61 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 81).

62 –      Βλ. αποφάσεις British Airways (C‑95/04 P, EU:C:2007:166, σκέψεις 85 και 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και Post Danmark I (C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψεις 40 και 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση Hoffmann-La Roche (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 90). Εκεί, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι επιχειρήσεις μπορούν επίσης να δικαιολογούν τη χρήση εκπτώσεων όταν, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, μια συμφωνία που έχει συναφθεί μεταξύ επιχειρήσεων εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

63 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 89 έως 94).

64 –      ΟΟΣΑ Policy roundtables, «Fidelity and Bundled Rebates and Discounts», όπ.π., σ. 9 και 21. Βλ., επίσης, Ανακοίνωση της Επιτροπής – Κατευθύνσεις σχετικά με τις προτεραιότητες της Επιτροπής κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] σε καταχρηστικές συμπεριφορές αποκλεισμού που υιοθετούν δεσπόζουσες επιχειρήσεις (ΕΕ 2009, C 45, σ. 7, παράγραφος 37 όσον αφορά τις εκπτώσεις υπό προϋποθέσεις). Η Επιτροπή παρατηρεί ότι τέτοιου είδους εκπτώσεις ενδέχεται να χρησιμοποιούνται προκειμένου να προσελκύσουν μεγαλύτερη ζήτηση και, ως τέτοιες, μπορεί να είναι επωφελείς για τους πελάτες. Βλ., επίσης, Neven, D., «A structured assessment of rebates contingent on exclusivity», Competition Law & Policy Debate, τόμος 1, τεύχος 1, 2015, σ. 86.

65 – ΟΟΣΑ Policy roundtables, «Fidelity and Bundled Rebates and Discounts», όπ.π., σ. 9.

66 – Απόφαση Hoffmann-La Roche (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 89).

67 –      Απόφαση Tomra (C‑549/10 P, EU:C:2012:221, σκέψη 70).

68 –      Βλ. απόφαση Michelin I (322/81, EU:C:1983:313, σκέψη 72).

69 –      Βλ. απόφαση British Airways (C‑95/04 P, EU:C:2007:166, σκέψη 75).

70 –      Βλ., για παράδειγμα, Neven, D., όπ.π., σ. 39. Μεταξύ άλλων, ο αποκλεισμός των ανταγωνιστών από την αγορά εξαρτάται από μη διεκδικήσιμες πωλήσεις, από την ισχύ των κινήτρων που παρέχονται από την υποχρέωση αποκλειστικού εφοδιασμού επί μη διεκδικήσιμων πωλήσεων, τον βαθμό του ανταγωνισμού μεταξύ των αγοραστών, τη σημασία των οικονομιών κλίμακας και το αν οι εκπτώσεις στοχεύουν σε αγοραστές οι οποίοι ανταγωνίζονται επιχειρήσεις που αγοράζουν από αντιπάλους.

71 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 97).

72 –      Βλ. απόφαση Tomra (C‑549/10 P, EU:C:2012:221, σκέψεις 70 και 71, οι οποίες παραπέμπουν στις σκέψεις 71 και 73 της αποφάσεως Michelin I).

73 –      Βλ. απόφαση Hoffmann-La Roche (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 97).

74 –      Απόφαση απόφαση Post Danmark II (C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψη 68).

75 –      Βλ. αποφάσεις Deutsche Telekom (C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψη 175), TeliaSonera (C‑52/09, EU:C:2011:83, σκέψη 76), και Post Danmark I (C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 26).

76 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 99).

77 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 93).

78 –      Έγγραφο εργασίας της ΓΔ Ανταγωνισμού σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] σε καταχρηστικές πρακτικές αποκλεισμού, 2005, σ. 23. Διατίθεται στον δικτυακό τόπο: http://ec.europa.eu/competition/antitrust/art82/discpaper2005.pdf. Βλ., επίσης, ΟΟΣΑ Policy roundtables, «Fidelity and Bundled Rebates and Discounts», όπ.π., σ. 26. Και με το έγγραφο αυτό αναγνωρίζεται ότι οι εκπτώσεις συνιστούν μία μορφή τιμολογιακής πρακτικής.

79 –      Απόφαση Post Danmark II (C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψη 55, σχετικά με το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

80 – Απόφαση Post Danmark II (C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψεις 27 έως 29).

81 –      Βλ. απόφαση Post Danmark II (C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψεις 23 έως 25).

82 – απόφαση Post Danmark I (C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 26).

83 – απόφαση Post Danmark II (C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψη 68).

84 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 177). Πράγματι, σε διαφορετική περίπτωση οι αρχές ανταγωνισμού θα μπορούσαν να παρέμβουν μόνον αφού η εικαζόμενη κατάχρηση είχε καταλήξει σε αποκλεισμό από την αγορά, κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

85 –      Βλ. απόφαση Post Danmark II (C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψεις 68 και 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., από την άλλη, απόφαση Tomra (C‑549/10 P, EU:C:2012:221, σκέψη 68). Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, προκειμένου να αποδειχθεί η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, αρκεί να αποδειχθεί ότι η καταχρηστική συμπεριφορά της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως τείνει να περιορίσει τον ανταγωνισμό ή ότι η εν λόγω συμπεριφορά είναι ικανή να επιφέρει αυτό το αποτέλεσμα.

86 –      Βλ., προσφάτως, αποφάσεις Post Danmark ΙΙ (C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψη 69), και Post Danmark I (C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 44).

87 –      Βλ., ωστόσο, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Post Danmark ΙΙ (C‑23/14, EU:C:2015:343, σημείο 82).

88 –      Βλ. απόφαση Michelin I (322/81, EU:C:1983:313, σκέψη 73). Βλ., επίσης, απόφαση Post Danmark ΙΙ (C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

89 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 178 έως 184).

90 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 180).

91 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 181).

92 –      Βλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, Van den Bergh Foods κατά Επιτροπής, (T‑65/98, EU:T:2003:281, στο εξής: απόφαση Van den Bergh Foods).

93 –      Απόφαση Tomra (C‑549/10 P, EU:C:2012:221, σκέψη 34).

94 –      Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, όσον αφορά το μερίδιο της αγοράς που αντιστοιχούσε στην Dell, ότι οι εκπτώσεις που χορηγήθηκαν στην Dell απέκλεισαν τους ανταγωνιστές από ποσοστό της αγοράς το οποίο κυμαινόταν μεταξύ του 14,58 % και του 16,34 %, το οποίο επίσης θεωρήθηκε σημαντικό. Βλ. αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 190 και 191).

95 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 194).

96 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 121 και 122).

97 – Απόφαση Van den Bergh Foods (T‑65/98, EU:T:2003:281, σκέψη 98).

98 –      Έγγραφο εργασίας της Επιτροπής σχετικά με το άρθρο [102 ΣΛΕΕ], όπ.π., σ. 18, 19 και 41.

99 –      Απόφαση Tomra (C‑549/10 P, EU:C:2012:221, σκέψη 46).

100 –      Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η Επιτροπή βασίμως συμπέρανε ότι, λόγω της έμφασης που δόθηκε σε επιχειρήσεις οι οποίες, από στρατηγικής απόψεως είχαν σημαντικό ρόλο στην πρόσβαση στην αγορά, οι εκπτώσεις και οι πληρωμές στόχευαν σημαντικούς OEM και έναν σημαντικότατο λιανοπωλητή. Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 182 και 183). Βλ., επίσης σκέψεις 1507 έως 1511 ως προς την MSH.

101 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 178).

102 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 112, 113 και 195).

103 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 195).

104 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 186).

105 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 93 και 150).

106 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 143, 144 και 152).

107 –      Βλ. απόφαση Post Danmark II (C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψεις 55 έως 58).

108 –      Βλ. απόφαση Post Danmark II (C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

109 –      Βλ. απόφαση Tomra (C‑549/10 P, EU:C:2012:221, σκέψεις 73 έως 80).

110 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 192 και 193).

111 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 193, 1561 και 1562).

112 –      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens (C‑441/11 P, EU:C:2012:778, στο εξής: σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

113 –      Βλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens (C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, στο εξής: απόφαση Aalborg, σκέψη 260).

114 –      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση Aalborg (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 260).

115 –      Για τη χρήση της εν λόγω έννοιας στο πλαίσιο της αρμοδιότητας, βλ. σκέψεις 319 επ. των παρουσών προτάσεων.

116 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 193).

117 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 134 και 137).

118 –      Βλ. αποφάσεις Hoffmann-La Roche (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 89), και Tomra (C‑549/10 P, EU:C:2012:221, σκέψη 70).

119 –      Βλ. αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ιδίως, σκέψεις 126 και 129 όσον αφορά την HP και σκέψη 137 όσον αφορά τη Lenovo).

120 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ιδίως σκέψεις 132 και 133).

121 –      Βλ. απόφαση Tomra (C‑549/10 P, EU:C:2012:221, σκέψη 42).

122 –      Επίδικη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 831). Βλ., επίσης, αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 133).

123 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 133).

124 –      Βλ., επί του συγκεκριμένου ζητήματος, αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 611).

125 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 612).

126 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 614 και 615).

127 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 601 και 606).

128 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 617).

129 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 621). Βλ., επίσης, σκέψη 636 αναφορικά με τα ζητήματα που συζητήθηκαν κατά τη συνάντηση εκείνη.

130 –      Βλ., επίσης, αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 617).

131 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 621).

132 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 622).

133 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 635 και 636).

134 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 664).

135 –      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, στο εξής: απόφαση Dansk Rørindustri, σκέψη 148 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

136 –      Βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής (C‑109/10 P, EU:C:2011:686, στο εξής: απόφαση Solvay).

137 –      Απόφαση Solvay (C‑109/10 P, EU:C:2011:686, σκέψεις 57 έως 62).

138 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 630).

139 –      Βλ., ιδίως, απόφαση Aalborg (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 133).

140 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 629).

141 –      Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, στο εξής: απόφαση Limburgse Vinyl Maatschappij, σκέψη 318 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία. Βλ., επίσης, απόφαση Aalborg (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 75).

142 –       Βλ., απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής (C‑194/99 P, EU:C:2003:527, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

143 –      Βλ. απόφαση Aalborg (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 133). Βλ., επίσης, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, Knauf Gips κατά Επιτροπής (C‑407/08 P, EU:C:2010:389, στο εξής: απόφαση Knauf Gips, σκέψεις 23 και 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

144 –      Βλ. απόφαση Solvay (C‑109/10 P, EU:C:2011:686, σκέψεις 62 και 64).

145 –      Βλ. αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (για παράδειγμα σκέψεις 631, 644, 658 και 660).

146 –      Βλ. αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ιδίως σκέψεις 646 και 658).

147 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 632 έως 660).

148 –      Βλ. απόφαση Solvay (C‑109/10 P, EU:C:2011:686, σκέψη 59).

149 –      Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokkot στην υπόθεση Solvay κατά Επιτροπής (C‑109/10 P, EU:C:2011:256, στο εξής: προτάσεις στην υπόθεση Solvay, σημείο 191).

150 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 632 επ.).

151 –      Για μια κριτική, βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση SKWStahl-Metallurgie και SKW Stahl-Metallurgie Holding κατά Επιτροπής (C‑154/14 P, EU:C:2015:543, σημεία 76 και 77).

152 –      Αποφάσεις Limburgse Vinyl Maatschappij (C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψεις 318 και 324), Aalborg (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψεις 74, 75 και 131), και Knauf Gips (C‑407/08 P, EU:C:2010:389, σκέψεις 23 και 24).

153 –      Προτάσεις στην υπόθεση Solvay (C‑109/10 P, EU:C:2011:686, σημείο 193).

154 –      Βλ., συναφώς, αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 572 έως 575).

155 – Βλ., ιδίως, σκέψεις 651 έως 653 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

156 –      Για μια συζήτηση σχετικά με την άμεση έγγραφη απόδειξη στις υποθέσεις συμπράξεων (καρτέλ), βλ. Guerrin, M., και Kyriazis, G., «Cartels: Proof and Procedural Issues», Fordham International Law Journal, τόμος 16, τεύχος 2, 1992, σ. 266 έως 341, ιδίως σ. 299 έως 301.

157 –      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1972, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής (48/69, EU:C:1972:70, σκέψεις 65 έως 68), και 16ης Δεκεμβρίου 1975, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής (40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, EU:C:1975:174, σκέψεις 14 και 165), σχετικά με τη χρήση της αλληλογραφίας μεταξύ τρίτων ως αποδεικτικού στοιχείου.

158 –      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση Aalborg (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 158), η οποία παραπέμπει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκείνης της υποθέσεως. Βλ., επίσης, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2003, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑213/00, EU:T:2003:76, σκέψεις 136 επ.).

159 –      Βλ. απόφαση Aalborg (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 133), όπου ο κανόνας αυτός διατυπώθηκε ρητώς από το Δικαστήριο.

160 –      Προκειμένου να θεμελιώσει την υπό προϋποθέσεις χορήγηση των επίμαχων εκπτώσεων στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε συγκεκριμένα εσωτερικής χρήσεως έγγραφα της Intel, δηλαδή παρουσιάσεις και μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (επίδικη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 238 έως 242)∙ στην απάντηση του άρθρου 18 της Dell (επίδικη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 233 και 234), και σε ορισμένα εσωτερικής χρήσεως έγγραφα της Dell, ήτοι εσωτερικής χρήσεως παρουσιάσεις και μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (επίδικη απόφαση, ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 222 έως 227, 229 και 231). Βλ., επίσης, αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 444 έως 515).

161 –      Όσον αφορά τηn Dell, βλ. αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 440).

162 –      Επίδικη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 950), και αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 504 έως 514).

163 –      Επίδικη απόφαση (ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 221 και 323).

164 –      Απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής (C‑194/99 P, EU:C:2003:527, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

165 –      Επίδικη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 560).

166 –      Επίδικη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 561).

167 –      Βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής (89/85, 104/85, 114/85, 116/85, 117/85 και 125/85 έως 129/85, EU:C:1988:447, στο εξής: απόφαση Woodpulp).

168 –      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1992, Poulsen and Diva Navigation (C‑286/90, EU:C:1992:453, στο εξής: απόφαση Poulsen, σκέψη 9).

169 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2006, SGL Carbon κατά Επιτροπής (C‑308/04 P, EU:C:2006:433, σκέψη 34).

170 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Ιουλίου 1972, Geigy κατά Επιτροπής (52/69, EU:C:1972:73, σκέψη 11).

171 –      Παραπέμπω, για παράδειγμα, στον κανονισμό (ΕΚ) 2271/96 του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1996, για την προστασία από τις συνέπειες της εξωεδαφικής εφαρμογής ορισμένων νόμων που θεσπίστηκαν από μια τρίτη χώρα, και των μέτρων που βασίζονται σ’ αυτούς ή απορρέουν από αυτούς (ΕΕ 1996, L. 309, σ. 1, ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4).

172 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Poulsen (C‑286/90, EU:C:1992:453, σκέψη 28), της 29ης Ιουνίου 1994, Aldewereld (C-60/93, EU:C:1994:271, σκέψη 14), της 9ης Νοεμβρίου 2000, Ingmar (C-381/98, EU:C:2000:605, σκέψη 25), της 24ης Ιουνίου 2008, Commune de Mesquer (C‑188/07, EU:C:2008:359, σκέψεις 60 έως 63), της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864, στο εξής: απόφαση ΑΤΑΑ, σκέψη 125), και της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain και Google (C‑131/12, EU:C:2014:317, στο εξής: απόφαση Google Spain, σκέψεις 54 και 55). Βλ., επίσης, απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Zuchtvieh-Export (C-424/13, EU:C:2015:259, σκέψη 56).

173 –      Βλ., προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokkot στην υπόθεση Air Transport Association of America κ.λπ. (C-366/10, EU:C:2011:637, σημεία 148 και 149).

174 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 231 έως 236 και 244).

175 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 296 και 310).

176 –      Στις παρούσες προτάσεις δεν θα εξετάσω την αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιλαμβάνονται υποθέσεων που αφορούν την επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης σε επίπεδο ιδιωτών ή την εξουσία του νομοθέτη της Ένωσης να νομοθετεί επί ζητημάτων ανταγωνισμού.

177 –      Βλ. απόφαση Woodpulp (89/85, 104/85, 114/85, 116/85, 117/85 και 125/85 έως 129/85, EU:C:1988:447, σκέψεις 16 και 18).

178–      Επισημαίνω ότι αυτή την προσέγγιση ακολούθησε το Δικαστήριο σε πλήθος υποθέσεων στις οποίες αμφισβητήθηκε, από ιδιώτες διαδίκους, η δυνατότητα εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, για λόγους υποτιθέμενων εξωεδαφικών επιπτώσεων: βλ. αποφάσεις ΑΤΑΑ (C‑366/10, EU:C:2011:864), Poulsen (C‑286/90, EU:C:1992:453), και της Google Spain (C‑131/12, EU:C:2014:317).

179 –      Απόφαση Woodpulp (89/85, 104/85, 114/85, 116/85, 117/85 και 125/85 έως 129/85, EU:C:1988:447, σκέψεις 12 έως 18).

180 –       Συνεπώς, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, έχω αντίθετη άποψη από τον γενικό εισαγγελέα M. Wathelet. Βλ. σημείο 46 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση InnoLux κατά Επιτροπής (C‑231/14 P, EU:C:2015:292).

181 –      Βλ. Lowe, V., και Staker, C., «Jurisdiction», σε Evans, M.D. (επιμέλεια), International Law, 3η έκδ., Oxford University Press, 2010, σ. 322 έως 323.

182 –      Για εισηγήσεις σχετικά με την υιοθέτηση μιας προσεγγίσεως στηριζόμενης στις επιπτώσεις, βλ., ιδίως, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Mayras στην υπόθεση Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής (48/69, EU:C:1972:32, σημεία 693 επ., και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Darmon στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής (89/85, 104/85, 114/85, 116/85, 117/85 και 125/85 έως 129/85, EU:C:1988:258, στο εξής: προτάσεις στην υπόθεση Woodpulp, σημεία 19 επ.). Σε παρόμοιο πνεύμα, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Innolux (C‑231/14 P, EU:C:2015:292, σημεία 49 επ.).

183 –      Οι διάδικοι συζήτησαν εκτενώς το αν η πρόσφατη απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, InnoLux κατά Επιτροπής (C‑231/14 P, EU:C:2015:451), τάσσεται, ακόμη και εμμέσως, υπέρ μιας τέτοιας προσεγγίσεως. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, στην απόφαση εκείνη το Δικαστήριο αποφάσισε να μην εξετάσει το ζήτημα της αρμοδιότητας, κρίνοντας ότι δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της υποθέσεως. Βλ. σκέψεις 71 έως 73 της εν λόγω αποφάσεως.

184 –      Όντως, το ζήτημα αυτό αποτελεί αντικείμενο διενέξεως στη νομική βιβλιογραφία: βλ. μεταξύ άλλων, Διεθνής Ένωση Δικηγόρων, «Report of the Task Force on Extraterritorial Jurisdiction», 2009, σ. 12 και 13.

185 –      Βλ. ΟΟΣΑ Revised recommendation of the Council Concerning Cooperation between Member countries on Anticompetitive Practices affecting International Trade, 1995, διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: https://www.oecd.org/daf/competition/21570317.pdf. Βλ. επίσης προτάσεις στην υπόθεση Woodpulp (σημεία 19 έως 31), και απόφαση της 25ης Μαρτίου 1999, Gencor κατά Επιτροπής (T‑102/96, EU:T:1999:65, στο εξής: απόφαση Gencor, σκέψη 90).

186 – Βλ., για παράδειγμα, International Bar Association (Διεθνής Ένωση Δικηγόρων), «Report of the Task Force on Extraterritorial Jurisdiction», 2009, σ. 39 έως 77.

187 – Βλ., μεταξύ άλλων, Wagner-von Papp, F., «Competition Law, Extraterritoriality & Bilateral Agreements», Research handbook on International Competition Law, Edward Elgar Publishing 2012, σ. 41 και εκεί περαιτέρω παραπομπές.

188 –      Για μια επισκόπηση αυτών των διατάξεων και μια κριτική αξιολόγηση βλ. Scott, J., «The New EU “Extraterritoriality”», Common Market Law Review, τόμος 51, Wolters Kluwer Law and Business, 2014, σ. 1343 έως 1380.

189 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 243).

190 –      15 U.S.Code, τίτλος 15, κεφάλαιο 1, σημείο 6a.

191 –      Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση Hoffman-La Roche Ltd. κατά Empagran S.A., 124 S.Ct. 2359 (2004).

192 –      Για αυτούς ακριβώς τους λόγους, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν συνάψει συμφωνίες με τις αρχές διαφόρων κρατών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να καθιερώσουν μορφές συνεργασίας στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, τουλάχιστον δύο τέτοιες συμφωνίες έχουν συναφθεί με την Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής· είναι δε ενδιαφέρον ότι αμφότερες έχουν ως αντικείμενο το ζήτημα της αρμοδιότητας. Για το κείμενο των εν λόγω συμφωνιών και πρόσθετες παραπομπές βλ. http://ec.europa.eu/competition/international/bilateral

193 –      Βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑603/13 P, EU:C:2016:38, σκέψη 72).

194 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 310 έως 314).

195 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 250 έως 258 και 283 έως 297).

196 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 290).

197 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 277 και 278).

198 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 293 έως 295).

199 –      Βλ. άρθρο 2 του κανονισμού 1/2003.

200 –      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η πρακτική της Επιτροπής σε προηγούμενες αποφάσεις δεν δύναται, γενικά, να λειτουργεί ως νομικό πλαίσιο για την επιβολή προστίμων σε ζητήματα ανταγωνισμού. Τούτο ισχύει διότι, στον τομέα της επιβολής προστίμων, η Επιτροπή απολαύει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν δεσμεύεται, καταρχήν, από εκτιμήσεις τις οποίες έκανε κατά το παρελθόν. Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2009, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής (C‑510/06 P, EU:C:2009:166, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

201 –      Βλ., μεταξύ πλειόνων, αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 205 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑408/12 P, EU:C:2014:2153, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, British Sugar κατά Επιτροπής (C‑359/01 P, EU:C:2004:255, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Koninklijke Wegenbouw Stevin κατά Επιτροπής (C‑586/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:863, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

202 –      Συναφώς, η αναιρεσείουσα αναφέρθηκε σε ένα κατάλογο παραγόντων οι οποίοι, κατά την άποψή της, εξετάστηκαν ανεπαρκώς με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, η αναιρεσείουσα διαφωνεί με τον τρόπο με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο αντιμετώπισε τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν την απόκρυψη, έναν παράγοντα στον οποίο βασίστηκε η αύξηση του προστίμου.

203 –      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 6ης Απριλίου 2006, General Motors κατά Επιτροπής (C‑551/03 P, EU:C:2006:229, σκέψεις 51 έως 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 8ης Μαρτίου 2016, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑431/14 P, EU:C:2016:145, σκέψεις 31 και 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

204 –      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑501/11 P, EU:C:2013:522, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

205 –      Βλ. απόφαση Dansk Rørindustri (C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 224).

206 –      Απόφαση Dansk Rørindustri (C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψεις 228 έως 231).

207 –      Απόφαση Solvay (C‑109/10 P, EU:C:2011:686, σκέψεις 71 και 72).

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 20ής Οκτωβρίου 2016 Στην υπόθεση C‑24/15 «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος προστιθεμένης αξίας – Έκτη οδηγία – Άρθρο 28γ, A, στοιχεία αʹ και δʹ – Μεταφορά αγαθών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα φοροαπαλλαγής – Μη τήρηση υποχρεώσεως αναγραφής αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ χορηγηθέντος από το κράτος μέλος προορισμού – Μη ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων περί της υπάρξεως φοροδιαφυγής – Άρνηση χορηγήσεως της απαλλαγής – Επιτρέπεται»

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 20ής Οκτωβρίου 2016 Στην υπόθεση C‑24/15 «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος προστιθεμένης αξίας – Έκτη οδηγία – Άρθρο 28γ, A, στοιχεία αʹ και δʹ – Μεταφορά αγαθών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα φοροαπαλλαγής – Μη τήρηση υποχρεώσεως αναγραφής αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ χορηγηθέντος από το κράτος μέλος προορισμού – Μη ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων περί της υπάρξεως φοροδιαφυγής – Άρνηση χορηγήσεως της απαλλαγής – Επιτρέπεται»

Στην υπόθεση C‑24/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Finanzgericht München (φορολογικό δικαστήριο του Μονάχου, Γερμανία) με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Ιανουαρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Josef Plöckl

κατά

Finanzamt Schrobenhausen,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász, C. Vajda (εισηγητή), K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Ιανουαρίου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Finanzamt Schrobenhausen, εκπροσωπούμενη από τον K. Ostermeier, την H. Marhofer-Ferlan και τον D. Scherer,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις K. Νασοπούλου και Σ. Λεκκού,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Inez Fernandes, την A. Cunha και τον R. Campos Laires,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. Wasmeier και την M. Owsiany‑Hornung,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Απριλίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 8, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/92/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 345, σ. 19) (στο εξής: έκτη οδηγία), και όπως έχει διαμορφωθεί βάσει του άρθρου 28η της έκτης οδηγίας, καθώς και του άρθρου 28γ, A, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, και στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Josef Plöckl και της Finanzamt Schrobenhausen (φορολογικής αρχής του Schrobenhausen, Γερμανία, στο εξής: φορολογική αρχή), σχετικά με την άρνηση της ως άνω αρχής να χορηγήσει απαλλαγή από τον φόρο προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) για τη μεταφορά οχήματος ενταγμένου στην επιχείρηση του J. Plöckl από τη Γερμανία προς την Ισπανία το έτος 2006.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας, στον ΦΠΑ υπόκεινται οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτή.

4        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας, θεωρείται ως υποκείμενος στον φόρο οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, μία από τις οικονομικές δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του ίδιου αυτού άρθρου, ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο σκοπό και τα αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής.

5        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας ορίζει ως «παράδοση αγαθού» τη μεταβίβαση της εξουσίας να διαθέτει κανείς ενσώματο αγαθό ως κύριος.

6        Το άρθρο 22, παράγραφος 8, της έκτης οδηγίας, όπως έχει διαμορφωθεί βάσει του άρθρου 28η της οδηγίας αυτής, προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να προβλέπουν και άλλες υποχρεώσεις που κρίνουν αναγκαίες για τη διασφάλιση της επακριβούς εισπράξεως του φόρου και την αποφυγή της φοροδιαφυγής, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των εσωτερικών πράξεων και των πράξεων που διενεργούνται από υποκειμένους στο φόρο μεταξύ κρατών μελών και υπό την προϋπόθεση ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν οδηγούν, στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, σε διατυπώσεις που συνδέονται με τη διέλευση συνόρων.

[...]»

7        Το άρθρο 28α, παράγραφος 5, της έκτης οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Εξομοιώνεται προς παράδοση αγαθών εξ επαχθούς αιτίας:

β)      η μεταφορά από ένα υποκείμενο στον φόρο ενός αγαθού της επιχείρησής του προς ένα άλλο κράτος μέλος.

Θεωρείται ως μεταφερόμενο προς ένα άλλο κράτος μέλος κάθε ενσώματο αγαθό που αποστέλλεται ή μεταφέρεται, από τον υποκείμενο στον φόρο ή από άλλον που ενεργεί για λογαριασμό του, εκτός του εδάφους που αναφέρεται στο άρθρο 3, αλλά εντός της Κοινότητας, για τις ανάγκες της επιχείρησής του, εκτός από τις ανάγκες μιας από τις ακόλουθες πράξεις:

[...]»

8        Το άρθρο 28γ, A, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, και στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας έχει ως ακολούθως:

«Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων και υπό τις προϋποθέσεις που τα κράτη μέλη καθορίζουν ώστε να διασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή ή κατάχρηση, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από τον φόρο:

α)      τις παραδόσεις αγαθών, κατά την έννοια του άρθρου 5, τα οποία αποστέλλονται ή μεταφέρονται, από τον πωλητή ή τον αποκτώντα ή από άλλον που ενεργεί για λογαριασμό τους, εκτός του εδάφους που αναφέρεται στο άρθρο 3 αλλά εντός της Κοινότητας, τις πραγματοποιούμενες προς άλλον υποκείμενο στον φόρο ή προς μη υποκείμενο νομικό πρόσωπο, που ενεργεί υπ’ αυτή την ιδιότητά του, σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος αναχώρησης της αποστολής ή της μεταφοράς των αγαθών.

[...]

δ)      τις παραδόσεις αγαθών κατά την έννοια του άρθρου 28α, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, οι οποίες θα καλύπτονταν από τις προβλεπόμενες ανωτέρω απαλλαγές αν είχαν πραγματοποιηθεί για λογαριασμό άλλου προσώπου υποκειμένου στον φόρο.»

 Το γερμανικό δίκαιο

9        Το άρθρο 3, παράγραφος 1a, του Umsatzsteuergesetz (νόμου περί φόρου κύκλου εργασιών), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: UStG), προβλέπει τα ακόλουθα:

«Λογίζεται ως παράδοση εξ επαχθούς αιτίας η μεταφορά από επιχειρηματία αγαθού της επιχειρήσεως από το εσωτερικό της χώρας εντός του υπολοίπου κοινοτικού εδάφους προς διάθεσή του, εκτός εάν αυτό προορίζεται μόνο για προσωρινή χρήση, ακόμη και αν το αγαθό έχει εισαχθεί από τον επιχειρηματία στο εσωτερικό της χώρας. Ο επιχειρηματίας θεωρείται ως προμηθευτής.»

10      Σύμφωνα με το άρθρο 4, σημείο 1, στοιχείο b, του UStG, οι ενδοκοινοτικές παραδόσεις απαλλάσσονται από τον φόρο.

11      Το άρθρο 6a του UStG ορίζει την ενδοκοινοτική παράδοση αγαθών, μεταξύ άλλων, ως εξής:

«[...]

2.      Η μεταφορά αγαθού εξομοιώνεται επίσης με ενδοκοινοτική παράδοση (άρθρο 3, παράγραφος 1a, του [UStG]).

3.      Η συνδρομή των προϋποθέσεων των παραγράφων 1 και 2 πρέπει να αποδεικνύεται από τον επιχειρηματία. [...]»

12      Το άρθρο 17c, παράγραφοι 1 και 3, του Umsatzsteuer-Durchführungsverordnung (εκτελεστικού διατάγματος σχετικά με τον φόρο κύκλου εργασιών), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Στην περίπτωση ενδοκοινοτικών παραδόσεων (άρθρο 6a, παράγραφοι 1 και 2, του [UStG]), ο επιχειρηματίας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος διατάγματος πρέπει να αποδεικνύει μέσω λογιστικών στοιχείων τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την απαλλαγή από τον φόρο, καθώς και να αναφέρει τον αριθμό φορολογικού μητρώου φόρου κύκλου εργασιών του αγοραστή. Η συνδρομή των προϋποθέσεων πρέπει να προκύπτει ευχερώς και με σαφήνεια από τα λογιστικά βιβλία.

[...]

3.      Στις περιπτώσεις μεταφοράς που εξομοιούνται προς παράδοση (άρθρο 6a, παράγραφος 2, του [UStG]), ο επιχειρηματίας οφείλει να παραθέσει τα εξής:

[...]

2)      τη διεύθυνση και τον αριθμό φορολογικού μητρώου φόρου κύκλου εργασιών του τμήματος της επιχειρήσεως που βρίσκεται στο άλλο κράτος μέλος·

[...]».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

13      Το 2006, ο J. Plöckl, επιχειρηματίας με ατομική επιχείρηση, απέκτησε ένα όχημα το οποίο ενέταξε στην επιχείρησή του. Στις 20 Οκτωβρίου 2006 απέστειλε το εν λόγω όχημα σε μεταπωλητή εγκατεστημένο στην Ισπανία για να το πωλήσει στην Ισπανία. Η ως άνω αποστολή πιστοποιείται με έγγραφο μεταφοράς CMR (έγγραφο αποστολής καταρτιζόμενο βάσει της Συμβάσεως περί του συμβολαίου για τη διεθνή οδική μεταφορά εμπορευμάτων, που υπογράφηκε στη Γενεύη στις 19 Μαΐου 1956, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο της 5ης Ιουλίου 1978). Στις 11 Ιουλίου 2007, το εν λόγω όχημα πωλήθηκε σε επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ισπανία.

14      Ο J. Plöckl δεν δήλωσε κανέναν κύκλο εργασιών στο πλαίσιο της εν λόγω πράξεως για το έτος 2006. Για το έτος 2007 δήλωσε απαλλασσόμενη από τον ΦΠΑ ενδοκοινοτική παράδοση προς την ως άνω επιχείρηση.

15      Στο πλαίσιο επιτόπιου ελέγχου, η φορολογική αρχή έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ενδοκοινοτικής παραδόσεως και ότι επρόκειτο για παράδοση που έπρεπε να φορολογηθεί στη Γερμανία στο πλαίσιο του έτους 2007. Κατά συνέπεια, εξέδωσε σχετική τροποποιητική πράξη επιβολής ΦΠΑ για το 2007.

16      Κατόπιν ασκήσεως σχετικής προσφυγής ενώπιον του Finanzgericht München (φορολογικού δικαστηρίου του Μονάχου, Γερμανία), το εν λόγω δικαστήριο διαπίστωσε ότι το όχημα βρισκόταν ήδη στην Ισπανία το 2007, πράγμα το οποίο οδήγησε τη φορολογική αρχή να ακυρώσει την τροποποιητική αυτή πράξη.

17      Κατόπιν της ακυρώσεως αυτής, η φορολογική αρχή διόρθωσε τον υπολογισμό του ΦΠΑ για το 2006, εκτιμώντας ότι η μεταφορά του οχήματος στην Ισπανία το 2006 υπέκειτο σε ΦΠΑ και δεν απαλλασσόταν του φόρου, καθόσον ο J. Plöckl δεν είχε αναφέρει αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ χορηγηθέντα από την Ισπανία και δεν είχε, επομένως, προσκομίσει τη λογιστική απόδειξη που απαιτείται για τη σχετική απαλλαγή από τον ΦΠΑ.

18      Ο J. Plöckl άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Το δικαστήριο αυτό εκτιμά, αφενός, ότι δεν υπήρξε ενδοκοινοτική παράδοση λόγω ελλείψεως επαρκούς χρονικής και υλικής σχέσεως μεταξύ της αποστολής του οχήματος στην Ισπανία και της πωλήσεώς του εντός του κράτους μέλους αυτού και, αφετέρου, ότι η ενδοκοινοτική μεταφορά που πραγματοποιήθηκε το 2006 υπόκειται στον ΦΠΑ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1a, του UStG.

19      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η εν λόγω μεταφορά πρέπει να τύχει απαλλαγής από τον ΦΠΑ. Επισημαίνει ότι, καίτοι ο J. Plöckl δεν έλαβε όλα τα εύλογα μέτρα για να αναγράψει αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ χορηγηθέντα από το κράτος μέλος προορισμού, δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις περί της υπάρξεως φοροδιαφυγής, η δε φορολογική αρχή αποκλείει μια τέτοια πιθανότητα. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο J. Plöckl απλώς υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καταχωρίζοντας λογιστικά την πράξη μεταφοράς και τη μεταγενέστερη πώληση ως ενδοκοινοτική παράδοση και ουδόλως προέβη σε ψευδή δήλωση προς τη φορολογική αρχή.

20      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στη σκέψη 58 της αποφάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, VSTR (C‑587/10, EU:C:2012:592), από την οποία προκύπτει ότι η απαλλαγή μιας ενδοκοινοτικής παραδόσεως από τον ΦΠΑ μπορεί να εξαρτηθεί από την εκ μέρους του προμηθευτή γνωστοποίηση του αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ του αγοραστή, υπό την επιφύλαξη ότι η άρνηση χορηγήσεως της εν λόγω απαλλαγής δεν οφείλεται μόνο στη μη συνδρομή της εν λόγω προϋποθέσεως, όταν ο προμηθευτής δεν μπορεί να γνωστοποιήσει τον αριθμό αυτό, καίτοι ενεργεί καλόπιστα και έχει λάβει όλα τα μέτρα που θα μπορούσαν ευλόγως να απαιτηθούν, αλλά παρέχει άλλα στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν επαρκώς ότι ο αποκτών είναι υποκείμενος στον φόρο και ενεργεί με την ιδιότητα αυτή στην επίμαχη συναλλαγή.

21      Το εν λόγω δικαστήριο κρίνει ότι η συλλογιστική του Δικαστηρίου στην ως άνω απόφαση ισχύει και για ενδοκοινοτικές μεταφορές, όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης, και ότι εξ αυτού μπορεί να συναχθεί ότι, εν προκειμένω, μπορεί να μη χορηγηθεί απαλλαγή από τον ΦΠΑ για τον λόγο ότι ο J. Plöckl δεν έλαβε όλα τα εύλογα μέτρα για να γνωστοποιήσει αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ χορηγηθέντα από το κράτος μέλος προορισμού.

22      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, στη σκέψη 52 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι θεμιτώς απαιτείται από τον προμηθευτή να ενεργεί καλόπιστα και να λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο προκειμένου να διασφαλίσει ότι η συναλλαγή που πραγματοποιεί δεν θα έχει ως αποτέλεσμα τη συμμετοχή του σε φοροδιαφυγή. Κατά συνέπεια, εκτιμά ότι δεν μπορεί να ζητείται από τον υποκείμενο στον φόρο να λαμβάνει εύλογα μέτρα παρά μόνον όταν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις περί υπάρξεως φοροδιαφυγής.

23      Ελλείψει οιασδήποτε σοβαρής ενδείξεως περί φοροδιαφυγής, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να στερηθεί της δυνατότητας απαλλαγής από τον ΦΠΑ όταν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την εν λόγω απαλλαγή, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί, δεδομένου ότι η αναγραφή αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ δεν αποτελεί τέτοια προϋπόθεση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η άρνηση χορηγήσεως απαλλαγής θα είναι αντίθετη προς τις αρχές της φορολογικής ουδετερότητας και της αναλογικότητας.

24      Επομένως, το Finanzgericht München (φορολογικό δικαστήριο του Μονάχου) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Παρέχουν το άρθρο 22, παράγραφος 8, της έκτης οδηγίας, όπως έχει διαμορφωθεί βάσει του άρθρου 28η της ως άνω οδηγίας, και το άρθρο 28γ, Α, στοιχεία αʹ, πρώτο εδάφιο, και δʹ, της έκτης οδηγίας στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αρνηθούν τη φορολογική απαλλαγή μιας ενδοκοινοτικής παραδόσεως αγαθών (εν προκειμένω: ενδοκοινοτικής μεταφοράς) εάν ο προμηθευτής δεν έλαβε μεν όλα τα εύλογα μέτρα όσον αφορά τις τυπικές προϋποθέσεις αναφοράς του αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ, πλην όμως δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις φοροδιαφυγής, το αγαθό μεταφέρθηκε σε άλλο κράτος μέλος και, επιπλέον, πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις φοροαπαλλαγής;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

25      Με το ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 22, παράγραφος 8, της έκτης οδηγίας, όπως έχει διαμορφωθεί βάσει του άρθρου 28η της ως άνω οδηγίας, καθώς και το άρθρο 28γ, A, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, και στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής έχουν την έννοια ότι εμποδίζουν τη φορολογική αρχή του κράτους μέλους προελεύσεως να αρνηθεί την απαλλαγή ενδοκοινοτικής μεταφοράς από τον ΦΠΑ με την αιτιολογία ότι ο υποκείμενος στον φόρο δεν γνωστοποίησε αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ χορηγηθέντα από το κράτος μέλος προορισμού, όταν δεν υπάρχει καμία σοβαρή ένδειξη περί της υπάρξεως φοροδιαφυγής, το αγαθό μεταφέρθηκε προς άλλο κράτος μέλος και, επιπλέον, πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις απαλλαγής.

26      Κατά το άρθρο 28α, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας, η μεταφορά από υποκείμενο στον φόρο αγαθού της επιχειρήσεώς του προς κράτος μέλος διαφορετικό εκείνου εντός του οποίου είναι εγκατεστημένη η εν λόγω επιχείρηση εξομοιώνεται προς παράδοση αγαθών εξ επαχθούς αιτίας. Κατά συνέπεια, μια τέτοια μεταφορά συνιστά, δυνάμει του άρθρου 2, σημείο 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας, πράξη υποκείμενη στον ΦΠΑ.

27      Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να μπορεί να χαρακτηριστεί μια πράξη ως ενδοκοινοτική μεταφορά υπό την έννοια του άρθρου 28α, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής, κατά το οποίο λογίζεται ως μεταφερόμενο προς άλλο κράτος μέλος κάθε ενσώματο αγαθό που αποστέλλεται ή μεταφέρεται, από τον υποκείμενο στον φόρο ή από άλλον που ενεργεί για λογαριασμό του εκτός του εδάφους που αναφέρεται στο άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, αλλά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τις ανάγκες της επιχειρήσεώς του, εκτός από τις ανάγκες ορισμένων πράξεων που μνημονεύονται στο ως άνω εδάφιο.

28      Από το άρθρο 28γ, A, στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας προκύπτει ότι μια τέτοια ενδοκοινοτική μεταφορά πρέπει να απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ εντός του κράτους μέλους προελεύσεως εφόσον θα ενέπιπτε στις φοροαπαλλαγές που προβλέπονται στο άρθρο 28γ, A, στοιχεία αʹεως γʹ, της έκτης οδηγίας αν είχε πραγματοποιηθεί για άλλον υποκείμενο στον φόρο.

29      Επομένως, για τους σκοπούς εφαρμογής της απαλλαγής από τον ΦΠΑ, μια ενδοκοινοτική μεταφορά, όπως η προβλεπόμενη από το εν λόγω άρθρο 28α, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, εξομοιούται, ιδίως, προς ενδοκοινοτική παράδοση για την οποία προβλέπεται απαλλαγή από τον ΦΠΑ στο άρθρο 28γ, A, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας. Όσον αφορά τις προϋποθέσεις απαλλαγής μιας τέτοιας ενδοκοινοτικής μεταφοράς, αυτές προκύπτουν, αφενός, από την τελευταία αυτή διάταξη, χωρίς η εν λόγω μεταφορά να πρέπει να πραγματοποιείται για άλλον υποκείμενο στον φόρο. Κατά συνέπεια, τα επίμαχα αγαθά πρέπει να αποστέλλονται ή να μεταφέρονται, από τον υποκείμενο στον φόρο ή για λογαριασμό του, εκτός του εδάφους περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, αλλά εντός της Ένωσης, η μεταφορά δε αυτή πρέπει να πραγματοποιείται για τον ίδιο τον υποκείμενο στον φόρο, ή για νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο στον φόρο, που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτή σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος αναχωρήσεως της αποστολής ή της μεταφοράς των αγαθών.

30      Αφετέρου, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 59 έως 61 των προτάσεών του, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις μιας ενδοκοινοτικής μεταφοράς, όπως οι προβλεπόμενες στο άρθρο 28α, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας που απαριθμούνται στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει επίσης να πληρούνται για την απαλλαγή μιας τέτοιας μεταφοράς από τον ΦΠΑ.

31      Τούτου δοθέντος, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το γεγονός ότι ένα αγαθό μεταφέρεται για τις ανάγκες της επιχειρήσεως του υποκειμένου στον φόρο, όπως ορίζει ειδικότερα η διάταξη αυτή, συνεπάγεται ότι η εν λόγω μεταφορά πραγματοποιήθηκε για τον ως άνω υποκείμενο στον φόρο «που ενεργεί υπ’ αυτή την ιδιότητά του» υπό την έννοια του άρθρου 28γ, A, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας. Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, υποκείμενος στον φόρο ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτή όταν πραγματοποιεί συναλλαγές στο πλαίσιο της φορολογητέας δραστηριότητάς του (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, VSTR, C‑587/10, EU:C:2012:592, σκέψη 49, και της 8ης Νοεμβρίου 2012, Profitube, C‑165/11, EU:C:2012:692, σκέψη 52).

32      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη πρέπει να λογίζεται ως ενδοκοινοτική μεταφορά υπό την έννοια του άρθρου 28α, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας. Συναφώς, το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ότι το όχημα που απέκτησε ο J. Plöckl εντάχθηκε στην επιχείρησή του στη Γερμανία και, στη συνέχεια, απεστάλη στην Ισπανία για να συνεχίσει να χρησιμοποιείται από τον J. Plöckl για επαγγελματικούς σκοπούς.

33      Εξ αυτού συνάγεται, όπως προκύπτει επίσης από το γράμμα του υποβαλλομένου από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματος, ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις απαλλαγής της επίμαχης στην κύρια δίκη μεταφοράς από τον ΦΠΑ. Ωστόσο, η ως άνω απαλλαγή δεν έγινε δεκτή από τη φορολογική αρχή με το αιτιολογικό ότι ο J. Plöckl δεν είχε γνωστοποιήσει στην τελευταία αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ χορηγηθέντα από το Βασίλειο της Ισπανίας, όπως απαιτεί το άρθρο 17c, παράγραφος 3, του εκτελεστικού διατάγματος σχετικά με τον φόρο κύκλου εργασιών, όπως αυτό ίσχυε κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης.

34      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι σκοπός της εν λόγω απαιτήσεως να γνωστοποιείται αριθμός φορολογικού μητρώου ΦΠΑ χορηγούμενος από το κράτος μέλος προορισμού είναι, όσον αφορά τις ενδοκοινοτικές μεταφορές, να αποδεικνύεται ότι ο υποκείμενος στον φόρο μετέφερε το επίμαχο αγαθό στο κράτος μέλος αυτό «για τις ανάγκες της επιχειρήσεώς του», πράγμα το οποίο αποτελεί, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 30 και 31 της παρούσας αποφάσεως, προϋπόθεση για την απαλλαγή μιας τέτοιας μεταφοράς από τον ΦΠΑ. Η φορολογική αρχή και η Γερμανική Κυβέρνηση επιβεβαίωσαν τον σκοπό αυτόν της εν λόγω απαιτήσεως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Επομένως, το παρόν προδικαστικό ερώτημα αφορά τον τρόπο αποδείξεως που μπορεί να επιβάλλεται και τις περιπτώσεις τις οποίες μπορεί να αφορά ο τρόπος αυτός, προκειμένου να βεβαιώνεται ότι πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση φοροαπαλλαγής.

35      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, ελλείψει συναφούς διατάξεως της έκτης οδηγίας, η οποία προβλέπει μόνο, στο άρθρο της 28γ, σημείο A, πρώτη περίοδος, ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες απαλλάσσουν από τον φόρο τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις αγαθών, το ζήτημα τι είδους αποδείξεις μπορούν να προσκομίζουν οι υποκείμενοι στον φόρο για να τύχουν απαλλαγής από τον ΦΠΑ εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, VSTR, C‑587/10, EU:C:2012:592, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τούτο ισχύει και για τις ενδοκοινοτικές μεταφορές, περί των οποίων γίνεται λόγος στο στοιχείο δʹ της διατάξεως αυτής.

36      Επιπλέον, το άρθρο 22, παράγραφος 8, της έκτης οδηγίας, όπως έχει διαμορφωθεί βάσει του άρθρου 28η της ως άνω οδηγίας, παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να λαμβάνουν μέτρα για τη διασφάλιση της επακριβούς εισπράξεως του ΦΠΑ και για την αποτροπή της φοροδιαφυγής, υπό την επιφύλαξη, μεταξύ άλλων, ότι τα μέτρα δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου ορίου για την επίτευξη των σκοπών αυτών. Τα μέτρα αυτά δεν μπορούν, συνεπώς, να χρησιμοποιούνται κατά τρόπο που να θέτει υπό αμφισβήτηση την ουδετερότητα του ΦΠΑ, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινού συστήματος του ΦΠΑ (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, VSTR, C‑587/10, EU:C:2012:592, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Ένα τέτοιο εθνικό μέτρο βαίνει πέραν των ορίων του αναγκαίου προς εξασφάλιση της επακριβούς εισπράξεως του φόρου αν εξαρτά, κατ’ ουσίαν, το δικαίωμα απαλλαγής από τον ΦΠΑ από την τήρηση τυπικών υποχρεώσεων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ουσιαστικές επιταγές και, ιδίως, το κατά πόσον οι επιταγές αυτές τηρήθηκαν. Πράγματι, οι πράξεις αυτές πρέπει να φορολογούνται λαμβανομένων υπόψη των αντικειμενικών χαρακτηριστικών τους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Collée, C‑146/05, EU:C:2007:549, σκέψεις 29 και 30).

38      Ωστόσο, όσον αφορά τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά μιας ενδοκοινοτικής μεταφοράς, από τη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως απορρέει ότι, αν μια μεταφορά αγαθών πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 28α, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας, η μεταφορά αυτή απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Collée, C‑146/05, EU:C:2007:549, σκέψη 30).

39      Συνεπώς, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας απαιτεί τη χορήγηση απαλλαγής από τον ΦΠΑ εφόσον πληρούνται οι ουσιαστικές αυτές προϋποθέσεις, ακόμη και αν οι υποκείμενοι στον φόρο παρέλειψαν να τηρήσουν ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Collée, C‑146/05, EU:C:2007:549, σκέψη 31).

40      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, στο πλαίσιο ενδοκοινοτικής παραδόσεως, ότι η υποχρέωση γνωστοποιήσεως αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ του αγοραστή του αγαθού συνιστά τυπική προϋπόθεση όσον αφορά το δικαίωμα απαλλαγής από τον ΦΠΑ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, VSTR, C‑587/10, EU:C:2012:592, σκέψη 51).

41      Το ίδιο ισχύει όσον αφορά μιαν υποχρέωση αναγραφής, στο πλαίσιο ενδοκοινοτικής μεταφοράς, του αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ του υποκειμένου στον φόρο χορηγηθέντος από το κράτος μέλος προορισμού. Συναφώς, καίτοι η αναγραφή του αριθμού αυτού συνιστά την απόδειξη του ότι η οικεία μεταφορά πραγματοποιήθηκε για τις ανάγκες της επιχειρήσεως του ως άνω υποκειμένου στον φόρο και, κατά συνέπεια, όπως απορρέει από τη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, του ότι ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτή εντός του οικείου κράτους μέλους αυτού, η απόδειξη μιας τέτοιας ιδιότητας δεν μπορεί να εξαρτάται, σε όλες τις περιπτώσεις, αποκλειστικά από την αναγραφή του εν λόγω αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ. Πράγματι, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας, που ορίζει την έννοια του «υποκειμένου στον φόρο», δεν εξαρτά την ως άνω ιδιότητα από το αν το εμπλεκόμενο πρόσωπο έχει αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, VSTR, C‑587/10, EU:C:2012:592, σκέψη 49). Η αναγραφή του αριθμού αυτού δεν συνιστά, επομένως, ουσιαστική προϋπόθεση για τους σκοπούς εφαρμογής της απαλλαγής μιας ενδοκοινοτικής μεταφοράς από τον ΦΠΑ.

42      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, καταρχήν, η διοίκηση ενός κράτους μέλους δεν μπορεί να αρνείται την απαλλαγή μιας ενδοκοινοτικής μεταφοράς από τον ΦΠΑ απλώς και μόνον επειδή ο υποκείμενος στον φόρο δεν της γνωστοποίησε αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ χορηγηθέντα από το κράτος μέλος μέλους προορισμού.

43      Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 81 των προτάσεών του, η νομολογία του Δικαστηρίου αναγνωρίζει εντούτοις δύο περιπτώσεις στις οποίες η μη τήρηση τυπικής προϋποθέσεως μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια του δικαιώματος απαλλαγής από τον ΦΠΑ.

44      Πρώτον, δεν χωρεί επίκληση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, για τους σκοπούς εφαρμογής της απαλλαγής από τον ΦΠΑ, από υποκείμενο στον φόρο ο οποίος εκ προθέσεως μετέσχε σε φοροδιαφυγή που θέτει σε κίνδυνο τη λειτουργία του κοινού συστήματος του ΦΠΑ (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 7ης Δεκεμβρίου 2010, R., C‑285/09, EU:C:2010:742, σκέψη 54, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, VSTR, C‑587/10, EU:C:2012:592, σκέψη 46).

45      Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις φοροδιαφυγής στη διαφορά της κύριας δίκης, η δε φορολογική αρχή απέκλεισε μια τέτοια πιθανότητα. Επομένως, δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα διαφορά η εν λόγω εξαίρεση από τον κανόνα κατά τον οποίο η απαλλαγή από τον ΦΠΑ πρέπει να χορηγείται ακόμα και σε περίπτωση μη τηρήσεως τυπικής προϋποθέσεως, εφόσον πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις.

46      Δεύτερον, η μη τήρηση τυπικής προϋποθέσεως μπορεί να οδηγήσει σε άρνηση απαλλαγής από τον ΦΠΑ αν τούτο έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η βέβαιη απόδειξη της πληρώσεως των ουσιαστικών προϋποθέσεων (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Collée, C‑146/05, EU:C:2007:549, σκέψη 31, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, VSTR, C‑587/10, EU:C:2012:592, σκέψη 46).

47      Ωστόσο, από την ίδια την προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η εν λόγω άρνηση απαλλαγής από τον ΦΠΑ προκύπτει ότι η διοίκηση, εφόσον διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία προς διαπίστωση του ότι έχουν τηρηθεί οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, δεν μπορεί να επιβάλει, όσον αφορά το δικαίωμα φοροαπαλλαγής του υποκείμενου στον φόρο, πρόσθετες προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα την κατάργηση της δυνατότητας ασκήσεως του δικαιώματος αυτού (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Idexx Laboratories Italia, C‑590/13, EU:C:2014:2429, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Όπως όμως εκτίθεται στις σκέψεις 30 και 31 της παρούσας αποφάσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις μιας ενδοκοινοτικής μεταφοράς, που προβλέπονται στο άρθρο 28α, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας, αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, στις υλικές προϋποθέσεις απαλλαγής από τον ΦΠΑ μιας τέτοιας μεταφοράς, που απαριθμούνται στο άρθρο 28γ, A, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής.

49      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εν λόγω πράξη πρέπει να θεωρηθεί ως ενδοκοινοτική μεταφορά υπό την έννοια του άρθρου 28α, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας, έστω και αν ο J. Plöckl δεν γνωστοποίησε αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ χορηγηθέντα από το κράτος μέλος προορισμού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η φορολογική αρχή είχε στη διάθεσή της στοιχεία που αποδείκνυαν ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις απαλλαγής της μεταφοράς αυτής.

50      Κατά συνέπεια, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο περιστάσεων όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, δεν υφίσταται καμία από τις δύο καταστάσεις στις οποίες το Δικαστήριο δέχθηκε τη δυνατότητα της διοικήσεως να αρνείται την απαλλαγή από τον ΦΠΑ λόγω μη τηρήσεως τυπικής προϋποθέσεως.

51      Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στη σκέψη 58 της αποφάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, VSTR (C‑587/10, EU:C:2012:592), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 28γ, A, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας δεν εμποδίζει τη φορολογική αρχή κράτους μέλους να εξαρτά την απαλλαγή από τον ΦΠΑ μιας ενδοκοινοτικής παραδόσεως από την προϋπόθεση της εκ μέρους του προμηθευτή γνωστοποιήσεως του αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ του αποκτώντος, υπό την επιφύλαξη, εντούτοις, ότι η άρνηση χορηγήσεως του ευεργετήματος της εν λόγω απαλλαγής δεν οφείλεται μόνο στη μη συνδρομή της εν λόγω προϋποθέσεως, όταν ο προμηθευτής δεν μπορεί να γνωστοποιήσει τον αριθμό αυτό, καίτοι ενεργεί καλόπιστα και έχει λάβει όλα τα μέτρα που θα μπορούσαν ευλόγως να απαιτηθούν από αυτόν, αλλά παρέχει άλλα στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν επαρκώς ότι ο αποκτών είναι υποκείμενος στον φόρο και ενεργεί με την ιδιότητα αυτή στην επίμαχη συναλλαγή. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν εξ αυτού απορρέει ότι η διοίκηση μπορεί να αρνείται την απαλλαγή από τον ΦΠΑ σε υποκείμενο στον φόρο ο οποίος, στο πλαίσιο ενδοκοινοτικής μεταφοράς, δεν έχει λάβει όλα τα ευλόγως απαιτούμενα μέτρα για την αναγραφή αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ χορηγηθέντος από το κράτος μέλος προορισμού.

52      Με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, VSTR (C‑587/10, EU:C:2012:592), το Δικαστήριο δεν εισήγαγε τέτοιο γενικό κανόνα.

53      Πράγματι, το Δικαστήριο ρητώς επιβεβαίωσε, στη σκέψη 46 της εν λόγω αποφάσεως, τη νομολογία σύμφωνα με την οποία, με εξαίρεση τις δύο περιπτώσεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 44 και 46 της παρούσας αποφάσεως, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας απαιτεί τη χορήγηση απαλλαγής από τον ΦΠΑ εφόσον πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, ακόμη και αν ο υποκείμενος στον φόρο έχει παραλείψει να τηρήσει ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις.

54      Επιπλέον, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 111 των προτάσεών του, ιδίως από τη σκέψη 52 της αποφάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, VSTR (C‑587/10, EU:C:2012:592), προκύπτει ότι η διαπίστωση της αδυναμίας υποκειμένου στον φόρο, ο οποίος ενήργησε καλοπίστως και έλαβε όλα τα ευλόγως απαιτούμενα από αυτόν μέτρα, να γνωστοποιήσει τον αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ του αγοραστή αφορά καταστάσεις στις οποίες ανακύπτει το ζήτημα αν ο υποκείμενος στον φόρο μετείχε ή όχι σε φοροδιαφυγή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η συμμετοχή του προμηθευτή σε φοροδιαφυγή μπορεί να αποκλείεται σε περίπτωση που αυτός, ενεργώντας καλοπίστως και έχοντας λάβει όλα τα ευλόγως απαιτούμενα από αυτόν μέτρα, δεν μπορούσε να γνωστοποιήσει τον αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ του αγοραστή.

55      Επομένως, υπό περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, στις οποίες αποκλείεται εν πάση περιπτώσει η συμμετοχή του υποκειμένου στον φόρο σε φοροδιαφυγή, η διοίκηση δεν μπορεί να αρνηθεί στον ενδιαφερόμενο την απαλλαγή από τον ΦΠΑ με την αιτιολογία ότι αυτός δεν έλαβε όλα τα ευλόγως απαιτούμενα από αυτόν μέτρα προς εκπλήρωση μιας τυπικής υποχρεώσεως, ήτοι της αναγραφής αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ χορηγηθέντος από το κράτος μέλος προορισμού της ενδοκοινοτικής μεταφοράς.

56      Ενώπιον του Δικαστηρίου, η φορολογική αρχή και η Γερμανική Κυβέρνηση υπογράμμισαν, εντούτοις, τον πρωταρχικής σημασίας χαρακτήρα του αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ ως στοιχείου ελέγχου στο όλο σύστημα που καλύπτει έναν μεγάλο αριθμό ενδοκοινοτικών εμπορικών συναλλαγών.

57      Ωστόσο, μια τέτοια περίσταση δεν μπορεί ούτε να μετατρέψει μια τυπική προϋπόθεση σε ουσιαστική στο κοινό σύστημα του ΦΠΑ ούτε να δικαιολογήσει άρνηση της διοικήσεως να χορηγήσει τη φοροαπαλλαγή λόγω μη τηρήσεως τυπικής προϋποθέσεως επιβαλλόμενης από το εθνικό δίκαιο με το οποίο η έκτη οδηγία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη.

58      Πράγματι, καίτοι το άρθρο 22, παράγραφος 8, της έκτης οδηγίας, όπως έχει διαμορφωθεί βάσει του άρθρου 28η της ως άνω οδηγίας, παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να λαμβάνουν μέτρα με σκοπό την εξασφάλιση της επακριβούς εισπράξεως του ΦΠΑ και προς αποφυγή της φοροδιαφυγής, μια τέτοια άρνηση χορηγήσεως φοροαπαλλαγής θα έβαινε πέραν του αναγκαίου προς επίτευξη των σκοπών αυτών ορίου, καθόσον ως κύρωση για μια τέτοια παράβαση του ως άνω εθνικού δικαίου μπορεί να επιβάλλεται πρόστιμο ανάλογο προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως αυτής (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2015, Salomie και Oltean, C‑183/14, EU:C:2015:454, σκέψεις 62 και 63, καθώς και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Barlis 06 – Investimentos Imobiliários e Turísticos, C‑516/14, EU:C:2016:690, σκέψεις 47 και 48).

59      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 22, παράγραφος 8, της έκτης οδηγίας, όπως έχει διαμορφωθεί βάσει του άρθρου 28η της ως άνω οδηγίας, καθώς και το άρθρο 28γ, A, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, και στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής έχουν την έννοια ότι εμποδίζουν τη φορολογική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής να αρνηθεί τη χορήγηση απαλλαγής από τον ΦΠΑ για ενδοκοινοτική μεταφορά με την αιτιολογία ότι ο υποκείμενος στον φόρο δεν γνωστοποίησε αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ χορηγηθέντα από το κράτος μέλος προορισμού, όταν δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις διαπράξεως φοροδιαφυγής, το αγαθό μεταφέρθηκε σε άλλο κράτος μέλος και, επιπλέον, πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις απαλλαγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 22, παράγραφος 8, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/92/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2005, όπως έχει διαμορφωθεί βάσει του άρθρου 28η της ως άνω έκτης οδηγίας, καθώς και το άρθρο 28γ, A, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, και στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής έχουν την έννοια ότι εμποδίζουν τη φορολογική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής να αρνηθεί τη χορήγηση απαλλαγής από τον φόρο προστιθεμένης αξίας για ενδοκοινοτική μεταφορά με την αιτιολογία ότι ο υποκείμενος στον φόρο δεν γνωστοποίησε αριθμό φορολογικού μητρώου του εν λόγω φόρου χορηγηθέντα από το κράτος μέλος προορισμού, όταν δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις διαπράξεως φοροδιαφυγής, το αγαθό μεταφέρθηκε σε άλλο κράτος μέλος και, επιπλέον, πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις απαλλαγής.


(υπογραφές)

Άρειος Πάγος 74/2016 Ομαδικό ασφαλιστήριο που κατέστη όρος της ατομικής συμβάσεως μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων κι δίνεται ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης από αυτόν εργασίας έχει το χαρακτήρα μισθολογικής παροχής και δεν θεωρείται παροχή που δίδεται από ελευθεριότητα

Previous: Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 20ής Οκτωβρίου 2016 Στην υπόθεση C‑24/15 «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος προστιθεμένης αξίας – Έκτη οδηγία – Άρθρο 28γ, A, στοιχεία αʹ και δʹ – Μεταφορά αγαθών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα φοροαπαλλαγής – Μη τήρηση υποχρεώσεως αναγραφής αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ χορηγηθέντος από το κράτος μέλος προορισμού – Μη ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων περί της υπάρξεως φοροδιαφυγής – Άρνηση χορηγήσεως της απαλλαγής – Επιτρέπεται»
$
0
0

ΑΠ 74 / 2016   

(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Περίληψη

Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της υπ' αριθμ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου", που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας.

Επομένως, δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγηση τους.

Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεως τους ή, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε.


Όμως, στην περίπτωση ομαδικής ασφαλίσεως του προσωπικού μιας επιχειρήσεως από τον εργοδότη, ο οποίος, συνάπτοντας γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνει να καλύπτει αυτός, ολικά ή μερικά, το ασφάλιστρο, η ασφάλιση αυτή, αν αποτελέσει όρο της μεταξύ αυτού και των μισθωτών του εργασιακής συμβάσεως, έχει χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας που αποκτά ο εργαζόμενος ωσότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις της σύμβασης ασφαλίσεως για την είσπραξη ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού.


Στην περίπτωση δε ανώμαλης εξελίξεως της ενοχής στη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, μπορεί ο τρίτος, κατά τους όρους της συμβάσεως εργασίας, να στραφεί κατά του δέκτη της υποσχέσεως (εργοδότη), όταν με συμπεριφορά του ο τελευταίος ματαιώνει την καταβολή της παροχής από τον υποσχεθέντα, δηλαδή τον ασφαλιστή‚ και να αξιώσει αποζημίωση.

Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας και λήξεως εντεύθεν της ασφαλιστικής συμβάσεως, ή εκείνη κατά την οποία το εφάπαξ χρηματικό ποσό, που θα εισέπραττε ο τρίτος (εργαζόμενος) από τον ασφαλιστή, περιορίζεται εξαιτίας συμπεριφοράς του εργοδότη, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η καταβολή της πρόσθετης αυτής παροχής προς τον μισθωτό από υπαιτιότητα του οφειλέτη - εργοδότη, οπότε ο τρίτος (μισθωτός) δικαιούται να αξιώσει την καταβολή αντίστοιχης αποζημιώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 382, 335, 336 και 338 ΑΚ.

Στην αντίθετη περίπτωση, ο δικαιούχος τρίτος όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση αποκτά άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα να αξιώσει την υποσχεθείσα παροχή ή αποζημίωση, σε περίπτωση πλημμελούς εκπληρώσεως απευθείας από τον υποσχεθέντα, στρεφόμενος κατ` αυτού με αγωγή κατ` άρθρο 411 (ΑΠ 1301/2013, ΑΠ 364/2013, ΑΠ 1681/2010).

Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 382 του ΑΚ συνάγεται ότι στην αμφοτεροβαρή σύμβαση, άρα και στη σύμβαση εργασίας (άρθρο 648 ΑΚ), αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο ο ίδιος έχει ευθύνη (άρθρα 330-334 ΑΚ) ο αντισυμβαλλόμενος που έχει ήδη εκπληρώσει τη δική του παροχή δικαιούται να απαιτήσει, κατ` επιλογή του, αποζημίωση, ήτοι το πλήρες διαφέρον για τη μη εκπλήρωση της παροχής.

Επομένως, για τη θεμελίωση της προς αποζημίωση αξιώσεώς του και για την κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής ο ενάγων, ενόψει του ότι εν προκειμένω το πταίσμα του οφειλέτη τεκμαίρεται (άρθρο 336 εδ. α' ΑΚ), αρκεί να επικαλείται την αμφοτεροβαρή σύμβαση, την αδυναμία του εναγόμενου αντισυμβαλλομένου του να εκπληρώσει την οφειλόμενη από αυτόν παροχή και την εκ τούτου ζημία ( ΑΠ 2/1999).


ΑΠ  74/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "................................, για το οποίο εμφανίστηκε ο δικηγόρος Γεώργιος Γρηγορίου και δήλωσε ότι το Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών" (Ι.Γ.Μ.Ε.) που εκπροσωπείται νόμιμα, είναι καθολικός διάδοχός του και εκπροσωπείται από τον ίδιο, ο οποίος κατάθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Κ. του Δ., κατοίκου ... ο οποίος παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Παναγιώτη Καραμπούλια και Σπυριδούλα Κακλαμάνη, που κατάθεσαν προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/1/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1029/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 677/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 30/7/2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 12/10/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Κατά το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός άλλων στοιχείων, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου.

Σε αντίθετη περίπτωση, η αγωγή είναι αόριστη και το δικαστήριο οφείλει να την απορρίψει για το λόγο αυτό, έστω και αν μνημονεύεται ο νομικός κανόνας, με βάση τον οποίο ζητείται η παραδοχή του αιτήματος που υποβάλλεται. Εξάλλου ο, από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη.

Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της υπ` αριθμ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου", που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας.

Επομένως, δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγηση τους.

Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεως τους ή, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε.

Όμως, στην περίπτωση ομαδικής ασφαλίσεως του προσωπικού μιας επιχειρήσεως από τον εργοδότη, ο οποίος, συνάπτοντας γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνει να καλύπτει αυτός, ολικά ή μερικά, το ασφάλιστρο, η ασφάλιση αυτή, αν αποτελέσει όρο της μεταξύ αυτού και των μισθωτών του εργασιακής συμβάσεως, έχει χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας που αποκτά ο εργαζόμενος ωσότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις της σύμβασης ασφαλίσεως για την είσπραξη ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού.

Στην περίπτωση δε ανώμαλης εξελίξεως της ενοχής στη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, μπορεί ο τρίτος, κατά τους όρους της συμβάσεως εργασίας, να στραφεί κατά του δέκτη της υποσχέσεως (εργοδότη), όταν με συμπεριφορά του ο τελευταίος ματαιώνει την καταβολή της παροχής από τον υποσχεθέντα, δηλαδή τον ασφαλιστή‚ και να αξιώσει αποζημίωση.

Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας και λήξεως εντεύθεν της ασφαλιστικής συμβάσεως, ή εκείνη κατά την οποία το εφάπαξ χρηματικό ποσό, που θα εισέπραττε ο τρίτος (εργαζόμενος) από τον ασφαλιστή, περιορίζεται εξαιτίας συμπεριφοράς του εργοδότη, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η καταβολή της πρόσθετης αυτής παροχής προς τον μισθωτό από υπαιτιότητα του οφειλέτη - εργοδότη, οπότε ο τρίτος (μισθωτός) δικαιούται να αξιώσει την καταβολή αντίστοιχης αποζημιώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 382, 335, 336 και 338 ΑΚ.

Στην αντίθετη περίπτωση, ο δικαιούχος τρίτος όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση αποκτά άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα να αξιώσει την υποσχεθείσα παροχή ή αποζημίωση, σε περίπτωση πλημμελούς εκπληρώσεως απευθείας από τον υποσχεθέντα, στρεφόμενος κατ` αυτού με αγωγή κατ` άρθρο 411 (ΑΠ 1301/2013, ΑΠ 364/2013, ΑΠ 1681/2010).

Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 382 του ΑΚ συνάγεται ότι στην αμφοτεροβαρή σύμβαση, άρα και στη σύμβαση εργασίας (άρθρο 648 ΑΚ), αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο ο ίδιος έχει ευθύνη (άρθρα 330-334 ΑΚ) ο αντισυμβαλλόμενος που έχει ήδη εκπληρώσει τη δική του παροχή δικαιούται να απαιτήσει, κατ` επιλογή του, αποζημίωση, ήτοι το πλήρες διαφέρον για τη μη εκπλήρωση της παροχής.

Επομένως, για τη θεμελίωση της προς αποζημίωση αξιώσεώς του και για την κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής ο ενάγων, ενόψει του ότι εν προκειμένω το πταίσμα του οφειλέτη τεκμαίρεται (άρθρο 336 εδ. α' ΑΚ), αρκεί να επικαλείται την αμφοτεροβαρή σύμβαση, την αδυναμία του εναγόμενου αντισυμβαλλομένου του να εκπληρώσει την οφειλόμενη από αυτόν παροχή και την εκ τούτου ζημία ( ΑΠ 2/1999).

Στην προκειμένη περίπτωση στην ένδικη αγωγή, όπως προκύπτει από αυτή, εκτίθενται τα εξής: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι είναι μεταλλειολόγος μηχανικός και απασχολήθηκε στο ΝΠΙΔ με την επωνυμία "............................................", του οποίου καθολικός διάδοχος είναι το ΝΠΙΔ με την επωνυμία "................." και ήδη αναιρεσείον, από 5-12-1975 έως 30-7-2009, οπότε συνταξιοδοτήθηκε.

Το έτος 1987 με την ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας, που υπεγράφη μεταξύ του εναγομένου και του σωματείου των εργαζομένων σ' αυτό, του οποίου ήταν μέλος, συμφωνήθηκε η ομαδική ασφάλιση των εν λόγω εργαζομένων, με βάση την οποία θα καταβαλλόταν σε έκαστο εξ αυτών, κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, ένα εφάπαξ ποσό, πέραν της προβλεπόμενης από την εργατική νομοθεσία αποζημίωσης.
Το ύψος της αποζημίωσης καθώς και η εισφορά θα καθοριζόταν στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, η εισφορά δε θα βάρυνε ισομερώς το εναγόμενο και τους εργαζομένους. Σε εκτέλεση της ως άνω ειδικής ΣΣΕ το εναγόμενο κατάρτισε με την ασφαλιστική εταιρεία <<...>> το αναφερόμενο συμβόλαιο ομαδικής ασφάλισης, δυνάμει του οποίου η τελευταία αναλάμβανε την καταβολή σε κάθε εργαζόμενο σ' αυτό, που συμμετείχε στην ασφάλιση, εφάπαξ ποσού κατά την αποχώρηση από το εναγόμενο, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενα.

Το τελευταίο παρακρατούσε από τις καταβαλλόμενες αποδοχές του το ποσό των ασφαλίστρων που του αναλογούσε, προκειμένου να το αποδίδει στην ασφαλιστική εταιρεία. Το έτος 1990 τροποποιήθηκε ο όρος της ως άνω ειδικής ΣΣΕ περί του ποσοστού συμμετοχής των εργαζομένων στα ασφάλιστρα και προβλέφθηκε ότι αυτοί από 1-4-1990 θα συμμετέχουν κατά ποσοστό 25% έναντι του 75% που θα συμμετείχε το εναγόμενο, η τροποποίηση δε αυτή συμπεριελήφθη στην πρόσθετη πράξη που υπεγράφη με την ασφαλιστική εταιρεία.

Το εναγόμενο, ενώ παρακρατούσε από τις αποδοχές του ιδίου και των λοιπών εργαζομένων το μερίδιο ασφαλίστρων που τους αναλογούσε, δεν τηρούσε τις δικές του υποχρεώσεις, καθόσον καθυστερούσε να αποδώσει τις αναπροσαρμογές των ασφαλίστρων λόγω αύξησης των αποδοχών και δεν εκπλήρωνε την πρόσθετη υποχρέωσή του να καλύψει το μερίδιο των ασφαλίστρων, ώστε να καταβάλλεται επί κανονικής αποχωρήσεως ποσό ίσο με το 100% του τελικού μισθού επί τα αναγνωριζόμενης προϋπηρεσίας.

Από το έτος 2001 η ασφαλιστική εταιρεία με έγγραφά της και αναλογιστικές μελέτες επεσήμαινε στο εναγόμενο ότι είχε δημιουργηθεί έλλειμμα στο λογαριασμό της ομαδικής ασφάλισης και καλούσε αυτό να τηρήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, πλην όμως το τελευταίο εξακολουθεί να μην τις τηρεί, με αποτέλεσμα, κατά την αποχώρησή του να μην λάβει από την ασφαλιστική εταιρεία το εφάπαξ ποσό που εδικαιούτο βάσει της ως άνω σύμβασης ομαδικής ασφάλισης.

Ζήτησε δε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει για την ως άνω αιτία το ποσό των 148.258,36 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της αποχωρήσεώς του, ήτοι από 31-7-2009.

Με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με τις έγγραφες προτάσεις του ο ενάγων περιόρισε το αίτημα της αγωγής στους νόμιμους τόκους επί του αιτηθέντος κεφαλαίου, ποσού 148.258,36 ευρώ, καθόσον μετά την άσκηση της αγωγής έλαβε από τη ασφαλιστική εταιρεία το εν λόγω κεφάλαιο. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα τους νομίμους τόκους επί του ανωτέρω ποσού από την επόμενη της αποχωρήσεως του ενάγοντος από την υπηρεσία του, ήτοι από 31-7-2009 ,δήλη ημέρα πληρωμής της ως άνω αποζημίωσης για τη μη εκπλήρωση της προαναφερόμενης πρόσθετης παροχής. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της μη κηρύξεως της αγωγής απαραδέκτου λόγω αοριστίας (άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ), διότι η αγωγή, με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδυναμίας εκπληρώσεως συμπεφωνημένης "πρόσθετης" παροχής του αρχικού εναγομένου και ήδη του καθολικού του διαδόχου αναιρεσείοντος, από λόγους που οφείλονται σε πταίσμα του ίδιου, περιλαμβάνει πλήρη και σαφή έκθεση των πραγματικών γεγονότων που είναι απαραίτητα κατά το νόμο (άρθρο 382 ΑΚ) για τη θεμελίωση της ασκούμενης με αυτή αξιώσεως.

Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο προσάπτεται η αιτίαση από το άρθρο 559 αριθμ. 14 του ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε άκυρη την ένδικη αγωγή λόγω της αοριστίας της, είναι αβάσιμος. 2. Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών.

Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή.

Τέλος, κατά έννοια του λόγου αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ ΑΠ 11/1999).

Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει προσβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Εφετείο, που δίκασε κατόπιν εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα εξής:

Ο ενάγων (και ήδη αναιρεσίβλητος) είναι μεταλλειολόγος μηχανικός και απασχολήθηκε στο εναγόμενο ΝΠΙΔ με την επωνυμία ......................................", του οποίου καθολικός διάδοχος είναι το ΝΠΙΔ με την επωνυμία "................................. (και ήδη αναιρεσείον), από 5-12-1975 έως 30-7-2009, οπότε αποχώρησε λόγω συνταξιοδότησης. Το έτος 1987 με την από 10-12-1987 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας, που υπεγράφη μεταξύ του εναγομένου και του σωματείου των εργαζομένων σ' αυτό, του οποίου ο ενάγων ήταν μέλος, συμφωνήθηκε η ομαδική ασφάλιση των εν λόγω εργαζομένων, με βάση την οποία θα καταβαλλόταν σε έκαστο εξ αυτών, κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, ένα εφάπαξ ποσό, πέραν της προβλεπόμενης από την εργατική νομοθεσία αποζημίωσης.

Το ύψος της αποζημίωσης καθώς και η εισφορά θα καθοριζόταν στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, η εισφορά δε θα βάρυνε ισομερώς το εναγόμενο και τους εργαζομένους. Σε εκτέλεση της ως άνω ειδικής ΣΣΕ το εναγόμενο κατάρτισε με την ασφαλιστική εταιρεία <<...>> το υπ' αριθμ. .../28-4-1989 ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου η τελευταία ασφάλισε ομαδικά το υπαλληλικό προσωπικό του ΙΓΜΕ και αναλάμβανε την καταβολή σε κάθε εργαζόμενο σ' αυτό, που συμμετείχε στην ασφάλιση, εφάπαξ ποσού κατά την αποχώρησή του από το εναγόμενο. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ως άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου το εφάπαξ ποσό θα καταβαλλόταν κατά την ημερομηνία αποχώρησης του εργαζόμενου από την υπηρεσία του, που θα ήταν ίσο με το 50% του <<τελικού μέσου μισθού>> επί τα έτη της αναγνωριζομένης υπηρεσίας.

Ως "τελικός μέσος μισθός" οριζόταν ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών της αναγνωριζομένης υπηρεσίας.

Ο ενάγων αποδέχθηκε εγγράφως την ως άνω ασφαλιστική σύμβαση και υπήχθη στο προαναφερόμενο πρόγραμμα ομαδικής ασφάλισης, εξουσιοδότησε δε το εναγόμενο να παρακρατεί από τις αποδοχές του το ποσοστό ασφαλίστρων που βάρυνε τον ίδιο και το τελευταίο πράγματι παρακρατούσε από τις καταβαλλόμενες αποδοχές του το ποσό των ασφαλίστρων που του αναλογούσε, προκειμένου να το αποδίδει στην ασφαλιστική εταιρεία.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επίδικη ασφαλιστική παροχή, που κατέστη όρος της ατομικής συμβάσεως του ενάγοντος, με την αποδοχή από αυτόν της ασφαλιστικής συμβάσεως, δόθηκε ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης από αυτόν εργασίας και έχει το χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας που έχει ο εργαζόμενος μέχρι να συμπληρωθούν οι τασσόμενες από τη σύμβαση ασφαλίσεως προϋποθέσεις για τη δυνατότητα είσπραξης της εφάπαξ παροχής.

Με την από 21-3-1990 ειδική συλλογική σύμβαση, που συνήφθη μεταξύ του εναγομένου και του σωματείου των εργαζομένων σ' αυτό τροποποιήθηκε ο όρος της ως άνω ειδικής ΣΣΕ περί του ποσοστού συμμετοχής των εργαζομένων στα ασφάλιστρα και προβλέφθηκε ότι αυτοί από 1-4-1990 θα συμμετέχουν κατά ποσοστό 25% έναντι του 75% που θα συμμετείχε το εναγόμενο, η τροποποίηση δε αυτή συμπεριελήφθη στην πρόσθετη πράξη που υπεγράφη με την ασφαλιστική εταιρεία.

Με την ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας του έτους 1994. που συνήφθη μεταξύ του εναγομένου και του σωματείου των εργαζομένων σ' αυτό , αυξήθηκε εκ νέου το ως άνω ποσοστό του εφάπαξ ποσού και καθορίστηκε πλέον ότι το εναγόμενο θα συμμετείχε στα ασφάλιστρα κατά ποσοστό 100%, η τροποποίηση δε αυτή συμπεριελήφθη στην πρόσθετη πράξη που υπεγράφη με την ασφαλιστική εταιρεία.

Το εναγόμενο, ενώ παρακρατούσε από τις αποδοχές του ιδίου και των λοιπών εργαζομένων το μερίδιο ασφαλίστρων που τους αναλογούσε, δεν τηρούσε τις δικές του υποχρεώσεις, καθόσον καθυστερούσε να αποδώσει τις αναπροσαρμογές των ασφαλίστρων λόγω αύξησης των αποδοχών και δεν εκπλήρωνε την πρόσθετη υποχρέωσή του να καλύψει το μερίδιο των ασφαλίστρων, ώστε να καταβάλλεται επί κανονικής αποχωρήσεως ποσό ίσο με το 100% του τελικού μισθού επί τα αναγνωριζόμενης προϋπηρεσίας.

Από το έτος 2001 η ασφαλιστική εταιρεία με έγγραφά της και αναλογιστικές μελέτες επεσήμαινε στο εναγόμενο ότι είχε δημιουργηθεί έλλειμμα στο λογαριασμό της ομαδικής ασφάλισης και καλούσε αυτό να τηρήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, πλην όμως το τελευταίο εξακολουθούσε να μην τις τηρεί, με αποτέλεσμα, κατά την αποχώρησή του ο ενάγων να μην λάβει από την ασφαλιστική εταιρεία το εφάπαξ ποσό που εδικαιούτο βάσει της ως άνω σύμβασης ομαδικής ασφάλισης.

Ειδικότερα, ο ενάγων, του οποίου οι αποδοχές κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν την αποχώρησή του ανέρχονταν στο ποσό των 4.590,53 ευρώ και η συνολική αναγνωριζόμενη προϋπηρεσία του είναι 34 έτη εδικαιούτο να λάβει το συνολικό ποσό των 148.358,36 ευρώ, το οποίο (ποσό) αποτελεί τη συμβατική ως άνω πρόσθετη παροχή.

Ο ισχυρισμός του εναγομένου περί περιορισμού της επίδικης αποζημίωσης κατ' άρθρο 6 του α.ν. 99/1967 πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος, καθόσον οι περιορισμοί που τίθενται από τη διάταξη αυτή δεν αφορούν περιπτώσεις καταβολής εφάπαξ παροχής από ομαδική ασφάλιση προσωπικού. Επίσης ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η κάλυψη από αυτό των ελλειμμάτων του ασφαλιστή απαγορευόταν από τις διατάξεις των άρθρων 13 παρ.3 του ν. 272/1976, όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 36 του ν. 3 774/2009 είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον από τις διατάξεις αυτές απλώς προβλέπεται η δυνατότητα διάθεσης μέρους των προσόδων του ΙΓΜΕ, που προέρχονται από την παροχή υπηρεσιών προς τρίτους, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, για τη χρηματοδότηση, μεταξύ άλλων, των υποχρεώσεων του ΙΓΜΕ που προκύπτουν από τις ασφαλιστικές συμβάσεις, που δεν καλύπτονται από την κρατική επιχορήγηση του Τακτικού Προϋπολογισμού.

Εν προκειμένω, με την από 10-10-2003 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας, το ΙΓΜΕ είχε δεσμευθεί να καταβάλλει τα εκεί αναφερόμενα ποσά από τις αντίστοιχες πιστώσεις της Κρατικής Επιχορήγησης. Ακολούθως, στις 16-1-2012 (μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής) ο ενάγων έλαβε από την ασφαλιστική εταιρεία για την παραπάνω αιτία το ποσό των 146.750,62 ευρώ, το οποίο και αποδέχθηκε ως δίκαιο και εύλογο και στο οποίο ο ίδιος περιόρισε τις πάσης φύσεως αξιώσεις του έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας.

Μετά ταύτα, η αξίωση του ενάγοντος κατά του εναγομένου από την υπάρχουσα μεταξύ του ιδίου και του εναγομένου σύμβαση εργασίας, περιορίζεται στους νόμιμους τόκους επί του κεφαλαίου του ποσού των 146.750,62 ευρώ από την επόμενη της αποχωρήσεώς του, ήτοι από 31-7-2009, δήλη ημέρα πληρωμής της εφάπαξ αποζημίωσης.

Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι ο ενάγων έχει έναντι του εναγομένου αξίωση αποζημίωσης και ως εκ τούτου η ένδικη αγωγή, όπως περιορίστηκε, πρέπει να γίνει δεκτή κατ' ουσίαν ως βάσιμη ,
α) δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερόμενες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 648, 649, 652, 653, 330, 334, 335, 336, 338, 361 και 382 ΑΚ, 3 παρ. 2 και 7 εδ. α` του ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955 και 1 της Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου", που ήταν εφαρμοστέες και τις εφήρμοσε και
β) δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ.1 του Ν.272/1976, 1 του ΝΔ 618/1970, 6 παρ.1 του ΑΝ 99/1967, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ΑΝ173/1967, 3 του ΑΝ 173/1967, 3,174 και 411 του ΑΚ, 6 παρ.2 του Ν.2496/1997, 8 παρ.1 και 4 του Ν.2251/1994, 33 παρ.1 του Ν.2496/1997 και 13 παρ. 3 εδάφιο β' του Ν.272/1976, όπως συμπληρώθηκε από το άρθρο 34 παρ.6 του Ν.3734/2009, που δεν ήταν εφαρμοστέες και δεν τις εφήρμοσε.

Επομένως, οι τα αντίθετα υποστηρίζοντες δεύτερος έως δέκατος λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.

Περαιτέρω από τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση, και δη την απαιτούμενη αιτιολογία ως προς το ουσιώδες ζήτημα της εφαρμογής των ως άνω άρθρων 648, 652, 653, 330, 334, 335, 336, 338, 361 και 382 ΑΚ, 3 παρ. 2 και 7 εδ. α` του ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955 και 1 της Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου", γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, το πραγματικό των εν λόγω εφαρμοστέων άρθρων, το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων, λαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα. Επομένως, ο σχετικός ενδέκατος και τελευταίος λόγος, από τον αριθ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο το αναιρεσείον ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί το αναιρεσείον, λόγω τη ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, σύμφωνα με το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-7-2014 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ. 677/2014 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 2015.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2016.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΟΛ.1152/2016 Παράταση και αναστολή καταβολής βεβαιωμένων οφειλών, λόγω των έκτακτων αναγκών που προέκυψαν λόγω εκδήλωσης δασικής πυρκαγιάς στις 30.07.2016 στις Δημοτικές Ενότητες Κηρέως και Ελυμνίων του Δήμου Μαντουδίου-Λίμνης- Αγίας Άννας της Π.Ε. Ευβοίας

$
0
0

Αθήνα, 12.10.2016

(ΦΕΚ Β' 3389/20-10-2016)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Α) ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Δ/ΝΣΗ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α'
Β) ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ Η.Δ. και Α.Δ.
1. Δ/ΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ Γ.Γ.Δ.Ε.
2. Δ/ΝΣΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας : 10184, Αθήνα
Τηλέφωνο : 210 3375000
Fax: 210 3375077

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

ΠΟΛ 1152/2016

ΘΕΜΑ: Παράταση και αναστολή καταβολής βεβαιωμένων οφειλών, λόγω των έκτακτων αναγκών που προέκυψαν λόγω εκδήλωσης δασικής πυρκαγιάς στις 30.07.2016 στις Δημοτικές Ενότητες Κηρέως και Ελυμνίων του Δήμου Μαντουδίου- Λίμνης-Αγίας Άννας της Π.Ε. Ευβοίας.


Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 1284/1982 (ΦΕΚ 114 Α'), όπως ισχύει, με τις οποίες εξουσιοδοτείται ο Υπουργός Οικονομικών να παρατείνει με αποφάσεις του τις προθεσμίες καταβολής των βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο και Τρίτους που εισπράττονται από τις Δ.Ο.Υ. σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

2. Τις διατάξεις της παραγράφου 5 του πέμπτου άρθρου του Ν. 2275/1994 (ΦΕΚ 238 Α'), όπως ισχύει, με τις οποίες ο Υπουργός Οικονομικών με αποφάσεις του που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται σε εξαιρετικές περιπτώσεις σεισμών, πλημμυρών ή άλλων θεομηνιών από τις οποίες προκαλούνται σημαντικές ζημιές σε μεγάλο αριθμό φορολογουμένων να αναστέλλει την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο.

3. Τις διατάξεις του Ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α' - Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύουν.

4. Τις διατάξεις του Ν. 4174/2013 (ΦΕΚ 170 Α'-Κ.Φ.Δ.), όπως ισχύουν.

5. Την υπ' αριθ. Υ14/3.10.2015 (ΦΕΚ 2144 Β') απόφαση του Πρωθυπουργού « Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Τρύφωνα Αλεξιάδη».

6. Την με αρ. 5595/01.08.2016 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας (ΑΔΑ: 9ΠΛΩ465ΦΘΕ-1ΔΡ) με την οποία κηρύχθηκαν σε κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης Πολιτικής Προστασίας οι Δημοτικές Ενότητες Κηρέως και Ελυμνίων του Δήμου Μαντουδίου-Λίμνης- Αγίας Άννας της Π.Ε. Ευβοίας λόγω των έκτακτων αναγκών που προέκυψαν λόγω εκδήλωσης δασικής πυρκαγιάς στις 30.07.2016.

7. Το γεγονός ότι η εν λόγω πυρκαγιά είχε ως αποτέλεσμα να απορρυθμιστεί η κοινωνική και οικονομική ζωή στις ανωτέρω περιοχές.

8. Το γεγονός ότι από την απόφαση αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

1. Παρατείνονται μέχρι και την 01.02.2017 οι προθεσμίες καταβολής των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ./Ελεγκτικά Κέντρα οφειλών των φυσικών προσώπων και των νομικών προσώπων και οντοτήτων, που έχουν την κύρια κατοικία ή την κύρια εγκατάσταση (έδρα) στις Δημοτικές Ενότητες Κηρέως και Ελυμνίων του Δήμου Μαντουδίου-Λίμνης- Αγίας Άννας της Π.Ε. Ευβοίας που λήγουν ή έληξαν από την έκδοση της παρούσας έως και 01.02.2017. Έως την ίδια ημερομηνία και για τις ίδιες οφειλές και πρόσωπα, παρατείνονται και οι προθεσμίες καταβολής των δόσεων ρυθμίσεων/ διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής βεβαιωμένων οφειλών.

2. Αναστέλλεται μέχρι και την 01.02.2017 η πληρωμή των βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων, από την έκδοση της παρούσας, οφειλών των ανωτέρω προσώπων και
οντοτήτων.

3. Η παρούσα απόφαση να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.




Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Ο ΑΝ. ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΤΡΥΦΩΝ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

Ι.Κ.Α. αριθ. πρωτ.: Γ71/63/ 18.10.2016 Μηνιαία στοιχεία απασχόλησης: Μάρτιος 2016

$
0
0
ΑΘΗΝΑ 18/10/2016
Αριθ. Πρωτ. Γ71/63

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Δ/ΝΣΗ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ και ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ: Στατιστικό

Τ. Διεύθυνση: Αγ. Κωνσταντίνου 16, 10241, Αθήνα
Πληροφορίες: Αριστείδης Δημακάκος
Τηλ: 210 5224635
FAX: 210 5223655

«ΜΗΝΙΑΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ: ΜΑΡΤΙΟΣ 2016»

Από την επεξεργασία των «Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων» (Α.Π.Δ.) που υποβλήθηκαν για τον Μάρτιο του 2016 και από τις εγγραφές, οι οποίες έχουν ελεγχθεί κατά το χρόνο επεξεργασίας, προέκυψαν τα ακόλουθα:

• ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ - ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ

Υποβλήθηκαν και επεξεργάστηκαν «Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις» (Α.Π.Δ.) από 221.165 κοινές επιχειρήσεις και 9.753 από οικοδομοτεχνικά έργα. Ο αριθμός των ασφαλισμένων οι οποίοι έχουν δηλωθεί στις Α.Π.Δ. ανέρχεται σε 1.785.288, εκ των οποίων 1.751.203 σε κοινές επιχειρήσεις και 34.085 σε οικοδομοτεχνικά έργα.

• ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Οι άνδρες αντιπροσωπεύουν το 53,96% των ασφαλισμένων στο σύνολο των επιχειρήσεων και το 53,09% στις κοινές επιχειρήσεις. Στους εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση στις κοινές επιχειρήσεις οι άνδρες αντιπροσωπεύουν το 56,92%, ενώ με μερική απασχόληση το 44,15%.

Στο σύνολο των επιχειρήσεων 21,66% των ασφαλισμένων είναι έως 29 ετών και 54,07% έως 39 ετών. Επίσης, 73,78% του συνόλου των ασφαλισμένων είναι ηλικίας 25 έως 49 ετών, στις κοινές επιχειρήσεις 73,88% και στα οικοδομοτεχνικά έργα είναι 68,66%. Τέλος, στο σύνολο των επιχειρήσεων, 16,92% των ασφαλισμένων είναι 50 έως 64 ετών, στις κοινές επιχειρήσεις 16,70% και στα οικοδομοτεχνικά έργα είναι 28,14%.

Στο σύνολο των ασφαλισμένων 90,37% έχουν Ελληνική υπηκοότητα, 1,75% άλλης χώρας Ε.Ε. και 7,89% χώρας εκτός Ε.Ε. Στους ασφαλισμένους στις κοινές επιχειρήσεις 91,04% έχουν Ελληνική υπηκοότητα, 1,72% άλλης χώρας Ε.Ε. και 7,24% χώρας εκτός Ε.Ε., ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στα οικοδομοτεχνικά έργα είναι 55,81%, 3,07% και 41,11%.

Οι αλλοδαποί άνδρες αντιπροσωπεύουν το 11,24% των ασφαλισμένων ανδρών και οι αλλοδαπές γυναίκες το 7,76% των ασφαλισμένων γυναικών.

Στο σύνολο των αλλοδαπών ασφαλισμένων 54,19% έχουν Αλβανική υπηκοότητα.

Στους αλλοδαπούς άντρες, 56,57% είναι Αλβανικής υπηκοότητας, ακολουθούν οι υπήκοοι του Πακιστάν με 8,64%, και της Ρουμανίας με 4,89%.

Στις αλλοδαπές γυναίκες, 50,14%, είναι Αλβανικής υπηκοότητας, ακολουθούν οι ασφαλισμένες Βουλγαρικής υπηκοότητας με 8,95% και Ρουμάνικης με 8,21%.

Η οικονομική δραστηριότητα των ασφαλισμένων έχει ως εξής:

Στο σύνολο των ασφαλισμένων, 21,94% απασχολείται στον κλάδο «Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο», 14,36% στις «Μεταποιητικές Βιομηχανίες» και 12,93% στον κλάδο «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια». 22,30% των ασφαλισμένων με Ελληνική υπηκοότητα απασχολείται στο «Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο», 13,80% στις «Μεταποιητικές Βιομηχανίες» και 11,64% σε «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια». 25,00% των ασφαλισμένων με υπηκοότητα άλλης χώρας Ε.Ε. απασχολείται σε «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια», 16,98% στο «Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο» και 16,71% στις «Μεταποιητικές Βιομηχανίες».

Στους ασφαλισμένους Αλβανικής υπηκοότητας, 25,87% εργάζεται σε «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια», 18,90% στις «Κατασκευές» και 18,29% στις «Μεταποιητικές Βιομηχανίες».

Στους υπόλοιπους αλλοδαπούς ασφαλισμένους (πλην αυτών της Ε.Ε. και των Αλβανών υπηκόων) 24,23% απασχολείται στο «Μεταποιητικές Βιομηχανίες», 23,43% σε «Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο» και 23,35% σε «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια».

Από τους εργαζόμενους στις «Κατασκευές» το 28,37% είναι αλλοδαποί, ενώ στο συγκεκριμένο κλάδο απασχολείται το 4,39% των ασφαλισμένων.

Από τους εργαζόμενους σε «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια» το 18,64% είναι αλλοδαποί, ενώ στο συγκεκριμένο κλάδο απασχολείται το 12,93% των ασφαλισμένων.

Ακόμη, από τους εργαζόμενους στις «Μεταποιητικές Βιομηχανίες» το 13,18% είναι αλλοδαποί, ενώ στο συγκεκριμένο κλάδο απασχολείται το 14,36% των ασφαλισμένων.

Η κατηγορία επαγγέλματος στην οποία απασχολείται ο μεγαλύτερος αριθμός ασφαλισμένων στις κοινές επιχειρήσεις, είναι «Υπάλληλοι Γραφείου» με ποσοστό 23,51%.

27,65% των ασφαλισμένων με Ελληνική υπηκοότητα είναι «Υπάλληλοι Γραφείου», 20,69% είναι «Απασχολούμενοι στην Παροχή Υπηρεσιών και ως Πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές», ενώ 13,33% είναι «Ανειδίκευτοι Εργάτες, Χειρώνακτες και Μικροεπαγγελματίες». 34,93% των ασφαλισμένων με υπηκοότητα άλλης χώρας Ε.Ε. είναι «Ανειδίκευτοι Εργάτες, Χειρώνακτες και Μικροεπαγγελματίες», 23,13% απασχολούνται στην «Παροχή Υπηρεσιών και ως Πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές» και 17,03% είναι «Υπάλληλοι Γραφείου». Οι ασφαλισμένοι Αλβανικής υπηκοότητας στη συντριπτική τους πλειοψηφία (49,55%) απασχολούνται ως «Ανειδίκευτοι Εργάτες, Χειρώνακτες και Μικροεπαγγελματίες», 23,92% απασχολούνται στην «Παροχή Υπηρεσιών και ως Πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές» και 9,69% ως «Ειδικευμένοι Τεχνίτες». Σχετικά με τους υπόλοιπους αλλοδαπούς ασφαλισμένους (πλην αυτών της Ε.Ε και των Αλβανών υπηκόων) 44,28% απασχολούνται ως «Ανειδίκευτοι Εργάτες, Χειρώνακτες και Μικροεπαγγελματίες», 22,87% στην «Παροχή Υπηρεσιών και ως Πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές» και 11,65% ως «Υπάλληλοι Γραφείου».

• ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

Στο σύνολο των ασφαλισμένων η μέση απασχόληση είναι 21,50 ημέρες, στους ασφαλισμένους στις κοινές επιχειρήσεις 21,65 και στους ασφαλισμένους στα οικοδομοτεχνικά έργα 13,67. Στο σύνολο των κοινών επιχειρήσεων, σε ασφαλισμένους με πλήρη απασχόληση, το μέσο ημερομίσθιο ανέρχεται σε 52,07€ και ο μέσος μισθός σε 1.219,74€, αντίστοιχα στη μερική απασχόληση ανέρχονται σε 23,51€ και 405,51€. Στα οικοδομοτεχνικά έργα το μέσο ημερομίσθιο είναι 41,38€ και ο μέσος μισθός 565,66€. Επισημαίνεται ότι στις κοινές επιχειρήσεις η μέση απασχόληση και το μέσο ημερομίσθιο έχουν υπολογιστεί για τις ασφαλιστέες ημέρες, ενώ στα οικοδομοτεχνικά έργα για τις πραγματοποιηθείσες ημέρες.

Στις επιχειρήσεις με λιγότερους από δέκα μισθωτούς, το μέσο ημερομίσθιο πλήρους απασχόλησης ανέρχεται στο 62,72% του μέσου ημερομισθίου των ασφαλισμένων σε επιχειρήσεις με πάνω από δέκα μισθωτούς, ενώ ο μέσος μισθός ανέρχεται σε 59,39%.

Το μέσο ημερομίσθιο των γυναικών στις κοινές επιχειρήσεις με πλήρη απασχόληση αντιπροσωπεύει το 84,93% του αντίστοιχου ημερομισθίου των ανδρών, ενώ στη μερική απασχόληση το 94,92%.

• ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2016

Ο αριθμός των ασφαλισμένων στις κοινές επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 1,50%, στα οικοδομοτεχνικά έργα αυξήθηκε κατά 0,83% και στο σύνολο των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 1,49%. Ο αριθμός των αλλοδαπών ασφαλισμένων αυξήθηκε κατά 4,38%.

Η μέση απασχόληση στις κοινές επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 0,84%, στα οικοδομοτεχνικά έργα αυξήθηκε κατά 3,40% και στο σύνολο των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 0,84%. To μέσο ημερομίσθιο στις κοινές επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 0,48% και στα οικοδομοτεχνικά έργα αυξήθηκε κατά 0,32%.

Ο μέσος μισθός στις κοινές επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 0,33% και στα οικοδομοτεχνικά έργα αυξήθηκε κατά 3,73%.

• ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 - ΜΑΡΤΙΟΥ 2015

Ο αριθμός των ασφαλισμένων στις κοινές επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 5,42%, στα οικοδομοτεχνικά έργα αυξήθηκε κατά 1,27% και στο σύνολο των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 5,33%. Ο αριθμός των ασφαλισμένων αυξήθηκε στις κοινές επιχειρήσεις με πλήρη απασχόληση κατά 4,15%, ενώ με μερική απασχόληση αυξήθηκε κατά 11,57%.

Ο αριθμός των αλλοδαπών ασφαλισμένων αυξήθηκε κατά 5,12%.

Το ποσοστό των ασφαλισμένων γυναικών επί του συνόλου των ασφαλισμένων μειώθηκε από 46,07% σε 46,04%.

Η μέση απασχόληση στις κοινές επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 1,05%, ενώ στα οικοδομοτεχνικά έργα αυξήθηκε κατά 3,48%.

To μέσο ημερομίσθιο στις κοινές επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 2,15%, στα οικοδομοτεχνικά έργα μειώθηκε κατά 2,34% και στο σύνολο κατά 2,15%.

Ο μέσος μισθός μειώθηκε στις κοινές επιχειρήσεις κατά 3,20% και στα οικοδομοτεχνικά έργα αυξήθηκε κατά 1,06%.

Στις κοινές επιχειρήσεις με πλήρη απασχόληση το μέσο ημερομίσθιο μειώθηκε κατά 1,64%, ενώ ο μέσος μισθός μειώθηκε κατά 1,86%.

Επισυνάπτουμε έξι πίνακες με συγκεντρωτικά στοιχεία. Αναλυτικότερα στοιχεία μπορείτε να αναζητήσετε από την ιστοσελίδα του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. www.ika.gr στην ενότητα «Ενημερώσεις» με ένδειξη «Δημοσιεύσεις Διεύθυνσης Αναλογιστικών Μελετών και Στατιστικής», τα οποία καταχωρούνται στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα.




ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Π. ΜΑΡΙΑ

Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ
ΜΕΛΑΝΘΙΑ ΛΟΥΛΑΚΗ

ΔΕΔ Αθήνας αποφ. 345/7.10.2016 Οριστική Πράξη Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος

$
0
0
Καλλιθέα, 07/10/2016
Αριθμός απόφασης: 345

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ   
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ   
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ Β1 ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ

Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κωδ. : 17671, Καλλιθέα
Τηλ.    : 213 1604 523
FAX    : 213 1604 524

ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1.    Τις διατάξεις :
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170).
β. Του Π.Δ. 111/2014 (ΦΕΚ Α' 178) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών»».
γ. Του άρθρου 6 της αριθ. Δ6Α 1058824 ΕΞ 2014 (ΦΕΚ Β' 865, 1079 και 1846) Απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών «Ανακαθορισμός της εσωτερικής διάρθρωσης και των αρμοδιοτήτων οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και μετονομασία ορισμένων από αυτές», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
δ. Της ΠΟΛ 1002/31.12.2013 Απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ Β' 55/16-01-2014).

2.    Την ΠΟΛ.1069/4.3.2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

3.    Την Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ2016/30.08.2016 (ΦΕΚ Β' 2759/1.9.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών «Παροχή εξουσιοδότηση υπογραφής».

4.    Την από 08/09/2016 και με αριθμό πρωτοκόλλου     , κατατεθείσα στη Δ.Ο.Υ. Σύρου, ενδικοφανή προσφυγή των: α)      του      με Α.Φ.Μ    και β)     του     , συζ         με Α.Φ.Μ    και το συνυποβαλλόμενο με αυτή αίτημα αναστολής καταβολής του ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικά αμφισβητούμενου ποσού των από 29/6/2016 Οριστικών Πράξεων Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος με αριθμούς ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ... και ..., οικονομικών ετών 2005, 2006, 2007, 2008, 2009, 2010, 2011, 2012, 2013 και 2014 αντιστοίχως (αριθ. εντολής    /30-11-2015) του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Σύρου με τα συνημμένα αυτών.

5.    Την από 14/09/2016 Έκθεση Απόψεων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Σύρου.

6.    Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Β1 Νομικής Υποστήριξης, όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.
 
Με την από 08/09/2016 και με αριθμό πρωτοκόλλου    αίτησή τους ο    με Α.Φ.Μ.     και η      συζ     με Α.Φ.Μ    , αμφότεροι κάτοικοι .... νήσου Μυκόνου, ζητούν την αναστολή καταβολής ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού των από 29/6/2016 ως άνω Οριστικών Πράξεων Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος (αριθ. εντολής ...730-11-2015) του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Σύρου, συνολικού ποσού 189.279,64 ευρώ, ήτοι 94.639,82 ευρώ (189.279,64 Χ 50%).

Επί της κρινόμενης αίτησης, και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων του αιτήματος αναστολής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 63 του Ν. 4174/2013, «Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού, υπό την προϋπόθεση ότι έχει καταβληθεί το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%)».

Επειδή, όπως προβλέπεται στην παρ. 4 του ιδίου ανωτέρω άρθρου και νόμου, «Ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να υποβάλει, ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή και αίτημα αναστολής της καταβολής που προβλέπεται στην παράγραφο 3. Η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης δύναται να αναστείλει την εν λόγω πληρωμή, μέχρι την έκδοση της απόφασής της, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η πληρωμή θα είχε ως συνέπεια ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο. Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός τριάντα (30) ημερών από την υποβολή της αίτησης στη Φορολογική Διοίκηση, η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί. Τυχόν αναστολή της πληρωμής δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο από την υποχρέωση καταβολής των τόκων λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου».

Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 2 της ΠΟΛ 1002/31-12-2013 (ΦΕΚ 55/16.01.2014, Τεύχος Β') Απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων: «Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι έχει ήδη καταβληθεί το υπόλοιπο ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%), εκτός αν υποβληθεί γι' αυτό και γίνει αποδεκτό αίτημα αναστολής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, εφόσον δηλαδή υποβληθεί από τον υπόχρεο, ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή και αίτημα αναστολής του καταβλητέου ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δύναται να αναστείλει την πληρωμή του εν λόγω ποσοστού μόνο στην περίπτωση κατά την οποία κρίνεται ότι αυτό θα είχε ως συνέπεια την ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο. Η αναστολή αυτή ισχύει μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής, άλλως μέχρι την άπρακτη πάροδο του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος για την έκδοσή της. Το αίτημα αναστολής υποβάλλεται με το έγγραφο της ενδικοφανούς προσφυγής ή αυτοτελώς με ιδιαίτερο έγγραφο που κατατίθεται την ίδια ημέρα με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής. Με την υποβολή της αιτήσεως αναστολής και μέχρι την έκδοση απόφασης επ' αυτής άλλως μέχρι την άπρακτη πάροδο του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος για την έκδοσή της, η υποχρέωση καταβολής του αμφισβητούμενου ποσού αναστέλλεται. Τυχόν αναστολή της πληρωμής δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο από την υποχρέωση καταβολής των τόκων λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου».

Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου ανωτέρω άρθρου 2 της ιδίας ΠΟΛ: «Με την αίτηση αναστολής υποβάλλονται στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και τα αποδεικτικά στοιχεία με τα οποία τεκμηριώνονται οι ισχυρισμοί του αιτούντος και απαραιτήτως υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 ν. 1599/1986 στην οποία ο αιτών δηλώνει : α) τα παγκόσμια έσοδα ή εισοδήματά του από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο και κατά το τρέχον έτος και β) την περιουσιακή του κατάσταση στην Ελλάδα και οπουδήποτε στην αλλοδαπή κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης αναστολής.

Αν ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο, δηλώνονται επιπλέον και τα παγκόσμια έσοδα ή εισοδήματα από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο και κατά το τρέχον έτος, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή του ή της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων αυτού κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης αναστολής    

Η περιουσιακή κατάσταση περιλαμβάνει ιδίως τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε ακίνητα, τις καταθέσεις οποιουδήποτε είδους και τα συναφή τραπεζικά προϊόντα, τις επενδύσεις σε κινητές αξίες, τα μηχανοκίνητα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς, τα δάνεια και τις δωρεές, τις μετοχές, τα μερίδια, τα δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής σε κεφάλαιο σε οποιασδήποτε μορφής νομική οντότητα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του Κ.Φ.Δ. (Ν. 4174/2013) και τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε κινητά αξίας άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Μαζί με την περιουσιακή κατάσταση δηλώνεται από τον αιτούντα και η εκτιμώμενη αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτήν. Για τα ακίνητα δηλώνεται και η αντικειμενική αξία αυτών».

Επειδή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του ιδίου ανωτέρω άρθρου 2 της ιδίας ΠΟΛ: «Αίτηση αναστολής για την οποία δεν προσκομίζονται τα προαναφερθέντα στοιχεία απορρίπτεται».

Επειδή, σύμφωνα με την ΠΟΛ 1069/04.03.2014, παράγραφος Γ': «...2. Εφόσον υποβληθεί από τον υπόχρεο, ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή και αίτημα αναστολής του καταβλητέου ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δύναται να αναστείλει την πληρωμή του εν λόγω ποσοστού μόνο στην περίπτωση κατά την οποία κρίνεται ότι αυτό θα είχε ως συνέπεια την ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο. .. 3. Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών προκειμένου να εκτιμήσει την ανεπανόρθωτη βλάβη του υπόχρεου, λαμβάνει υπόψη της του ισχυρισμούς αυτού, τα συνυποβαλλόμενα στοιχεία και ιδίως την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, σύμφωνα με την ΠΟΛ 1002/31.12.2013, καθώς και κάθε άλλο πρόσφορο για την περίπτωση αυτή στοιχείο . ».

Επειδή, στην υπό εξέταση υπόθεση, οι αιτούντες, με την υπ' αρ. πρωτ    /08-09-2016 αίτησή τους, ζητούν την αναστολή της καταβολής του ποσοστού 50% του αμφισβητούμενου ποσού των προσβαλλομένων πράξεων, καθώς ισχυρίζονται ότι η καταβολή του ποσού αυτού θα είχε ως συνέπεια την ανεπανόρθωτη βλάβη τους, ειδικά όταν το ποσό αυτό αφορά ανύπαρκτη φορολογική υποχρέωση.

Επειδή, ωστόσο, οι αιτούντες, δεν προσκομίζουν υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 ν. 1599/1986, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 2 της ΠΟΛ 1002/2013 Απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, για τα παγκόσμια έσοδα ή εισοδήματά τους από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο και κατά το τρέχον έτος, καθώς και την περιουσιακή κατάσταση στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης αναστολής τους των ιδίων και των τέκνων αυτών, ενώ ουδεμία αναφορά γίνεται, έστω και με αρνητικό περιεχόμενο, σε έσοδα ή εισοδήματα από άλλες πηγές, καθώς και σε περιουσιακά στοιχεία που τυχόν αυτοί διαθέτουν, όπως ιδίως, εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα επί ακινήτων ευρισκόμενων στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, καταθέσεις οποιουδήποτε είδους και συναφή τραπεζικά προϊόντα, επενδύσεις σε κινητές αξίες, μηχανοκίνητα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς, δάνεια, δωρεές, μετοχές, μερίδια, δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής σε κεφάλαιο σε οποιασδήποτε μορφής νομική οντότητα, εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε κινητά αξίας άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Συνεπώς, οι αιτούντες δεν έχουν υποβάλλει κανένα έτερο συγκεκριμένο στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι η οικονομική ζημία που θα υποστούν, θα έχει τέτοια έκταση, ώστε να τους προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη.

Επειδή, ελλείψει των ανωτέρω στοιχείων, δεν μπορεί να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα για την περιουσιακή κατάσταση των αιτούντων, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 2 της ΠΟΛ 1002/31.12.2013 Απόφασης Γ.Γ.Δ.Ε.

Επειδή, περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, η οικονομική ζημία που προκαλείται από την εκτέλεση διοικητικής πράξης δεν συνιστά καταρχήν βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, ικανή να δικαιολογήσει την αποδοχή αίτησης αναστολής εκτέλεσης της πράξης, εκτός εάν αποδεικνύεται ότι έχει τέτοια έκταση ώστε να προκαλείται η στέρηση των μέσων βιοπορισμού των αιτούντων (Επ. Αν. ΣτΕ 45/2010, ΣτΕ 1041/2009, ΣτΕ 732/2007, 463, 698, ΣτΕ 707/2006, 181, ΣτΕ 661/2001, ΣτΕ 208/2000). Ως «ανεπανόρθωτη» δε βλάβη νοείται όχι μόνον η κατά κυριολεξία μη αναστρέψιμη, αλλά και εκείνη, της οποίας η αποκατάσταση, υπό τις συγκεκριμένες οικονομικές και λοιπές συνθήκες, είναι για τον διάδικο δυσχερής σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αδυνατεί πράγματι να την επιτύχει (Επ.Αν. ΣτΕ 496/2011).

Επειδή, ο ισχυρισμός των αιτούντων, ότι η καταβολή του ποσοστού 50% του ποσού των προσβαλλομένων πράξεων θα είχε ως συνέπεια την ανεπανόρθωτη βλάβη τους, δεν εξειδικεύεται, διότι δεν επικαλούνται συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ότι η οικονομική ζημία που θα υποστούν θα έχει τέτοια έκταση, ώστε θα μπορούσε να προκληθεί η ανεπανόρθωτη βλάβη τους.

Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός των αιτούντων περί πρόκλησης ανεπανόρθωτης οικονομικής βλάβης λόγω καταβολής του ποσοστού 50% του αμφισβητούμενου ποσού είναι απορριπτέος ως αορίστως προβαλλόμενος και αναπόδεικτος, κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση αναστολής πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 63 του Ν. 4174/2013 και στο άρθρο 2 της ΠΟΛ 1002/31.12.2013 Απόφασης Γ.Γ.Δ.Ε.

Αποφασίζουμε

Την απόρριψη του αιτήματος των: α)     του ... με Α.Φ.Μ    και β)     του ...., συζ    με Α.Φ.Μ    για αναστολή καταβολής του ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικά αμφισβητούμενου ποσού των από 29/6/2016 Οριστικών Πράξεων Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος (αριθ. εντολής    /30-11-2015) του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Σύρου.


Με εντολή του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών

Ακριβές Αντίγραφο
Η Υπάλληλος του Τμήματος   

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΛΙΑΣ

Αριθ. πρωτ.: 0007772/2217/19.9.2016 Φοροδιαφυγή και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος στα νησιά και όχι μόνον

$
0
0

Αθήνα, 19/9/2016
Αριθ.Πρωτ: 0007772/2217

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

Ταχ. Δ/νση: Λεωχάρους 2
Ταχ. Κωδ.: 105 62 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Ε. Πρεβεζάνου
Τηλέφωνο: 210.33.75.066
210.32.24.997
FAX: 210.32.35.135

ΠΡΟΣ : Τη Βουλή των Ελλήνων
Δ/νση Κοιν/κού Ελέγχου
Τμήμα Ερωτήσεων

Σε απάντηση  ερώτησης, που κατέθεσε ο Βουλευτής κ. Ν. Νικολόπουλος, σας γνωρίζουμε τα εξής:

Α. Βασική προτεραιότητα του Υπουργείου Οικονομικών είναι η διενέργεια φορολογικών ελέγχων προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς διακρίσεις και εξαιρέσεις, και προς το σκοπό αυτό προωθείται κάθε αναγκαίο διοικητικό, νομοθετικό ή άλλο μέτρο, καθώς και κάθε απαραίτητη ενέργεια, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, για την αποτροπή και την καταστολή φαινομένων φοροδιαφυγής, οπουδήποτε αυτά κι αν εκδηλώνονται.

Στο πλαίσιο αυτό έχουν ήδη δρομολογηθεί δράσεις και έχουν εκδοθεί οδηγίες εντοπισμού και ελέγχου μη δηλωθείσας φορολογητέας ύλης που πιθανώς προκύπτει από τη χρήση των εν λόγω τερματικών μηχανημάτων αποδοχής καρτών πληρωμών (POS).

Β. Η Δ/νση Προγραμματισμού και Αξιολόγησης Ελέγχων και Ερευνών (ΔΙ.Π.Α.Ε.Ε.) έχει προβεί, σε συνεργασία με την Οικονομική Αστυνομία, σε εκτεταμένες έρευνες (πέραν των 60 ελέγχων) σε επιχειρήσεις αναφορικά με τη χρήση συσκευών POS που έχουν εγκατασταθεί από αλλοδαπό πάροχο υπηρεσιών πληρωμών (acquirer).

Η ανωτέρω Δ/νση, για τις περιπτώσεις που διαπιστώθηκαν φορολογικές παραβάσεις, προέβη στον καταλογισμό τους. 

Επίσης, αποτέλεσμα των ως άνω ερευνών ήταν η κατάσχεση ένδεκα (11) τερματικών ηλεκτρονικών συναλλαγών, καθώς και η διενέργεια, τεσσάρων (Α) συλλήψεων, με τη διαδικασία του αυτόφωρου, από την Οικονομική Αστυνομία.

Τέλος, σας γνωρίζουμε ότι υπάρχουν έλεγχοι που βρίσκονται σε εξέλιξη, ενώ προγραμματίζονται και άλλοι στο πλαίσιο του συγκεκριμένου επιχειρησιακού σχεδίου.


ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΤΡΥΦΩΝ Ζ. ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

Αριθμ. απόφ. 218/2/22.9.2016 Έγκριση Κανονισμού Οργάνωσης, Διάρθρωσης και Λειτουργίας Υπηρεσιακών Μονάδων της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων.

$
0
0

Αριθμ. απόφ. 218/2/22-9-2016

(ΦΕΚ Β' 3404/21-10-2016)

Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΠΑΙΓΝΙΩΝ (Ε.Ε.Ε.Π.)»

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:

α) του Ν. 3229/2004 (Α' 38) και ιδίως του άρθρου 16 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του Ν. 4038/2012 (Α' 14), του άρθρου 28 του Ν. 4002/2011 (Α' 180), του άρθρου 23 του Ν. 4141/2013 (Α' 81), του άρθρου 34 του Ν. 4223/2013 (Α' 287) και του άρθρου 173 του Ν. 4261/2014 (Α' 107),

β) του Ν. 4002/2011 (Α' 180) και ιδίως των άρθρων 29 παρ. 2 περίπτωση α', όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 4 του Ν. 4141/2013 και ισχύει και του άρθρου 54 παρ. 5, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 52 παρ. 6 του Ν. 4021/2011 (Α' 218) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 παρ. 20 του Ν. 4038/2012 (Α' 14) και ισχύει,

γ) του Ν. 3051/2002 (Α' 220), όπως ισχύει,

δ) του άρθρου 90 του Π.Δ. 63/2005 (Α' 98).

2. Την με αριθμό 55906/1673/20.12.2011 (Υ.Ο.Δ.Δ. 444) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, με τίτλο «Συγκρότηση της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (Ε.Ε.Ε.Π.)», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, καθώς και την με αριθμό 2/63389/0004/21.7.2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 397) όμοια, με τίτλο: «Διορισμός Προέδρου και δύο μελών και ανανέωση της θητείας των μελών της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων».

3. Την με αριθμό 56660/1679/22.12.2011 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Πολιτισμού και Τουρισμού με τίτλο «Πιστοποίηση έναρξης λειτουργίας της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (Ε.Ε.Ε.Π.)» (Β' 2910).

4. Το γεγονός ότι έως σήμερα δεν έχει εκδοθεί το προβλεπόμενο στο άρθρο 29 παρ. 1 του Ν. 4002/2011 (Α' 180) Προεδρικό διάταγμα περί Οργανισμού της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων.

5. Την με αριθμό 133/2/3.12.2014 (Β' 3508) απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο «Έγκριση Κανονισμού Οργάνωσης, Λειτουργίας και Διάρθρωσης Υπηρεσιακών Μονάδων της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων», όπως ισχύει.

6. Την ανάγκη για ανασχεδιασμό της εσωτερικής διάρθρωσης των υπηρεσιών της Ε.Ε.Ε.Π. και αναδιοργάνωση των οργανικών μονάδων, με σκοπό:
α. την προσαρμογή των αρμοδιοτήτων των οργανικών μονάδων στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς παιγνίων,
β. τη βέλτιστη ανταπόκριση στο μεσοπρόθεσμο στρατηγικό προσανατολισμό της Αρχής, έτσι όπως αυτός έχει αποτυπωθεί στο 3ετές σχέδιο δράσης της Ε.Ε.Ε.Π. 2016-2018, καθώς και
γ. την ενσωμάτωση του οράματος και των πολιτικών της νέας Διοίκησης στην οργανωτική δομή της Αρχής.

7. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.

8. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας είναι δυνατόν να προκληθεί επιπρόσθετη δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού της Ε.Ε.Ε.Π. έτους 2016, για την οποία έχει προβλεφθεί και έχει εγγραφεί σχετική πίστωση, ενώ θα προβλεφθεί και θα εγγραφεί αντίστοιχη πίστωση στους προϋπολογισμούς της Ε.Ε.Ε.Π. κάθε επόμενου έτους.

9. Το γεγονός ότι επιπρόσθετη δαπάνη, η οποία είναι δυνατόν να προκληθεί, σε βάρος του προϋπολογισμού της Ε.Ε.Ε.Π. έτους 2016, καθώς και κάθε επόμενου έτους, θα καλυφθεί από ίδιους πόρους της Ε.Ε.Ε.Π..

10. Την από 20 Σεπτεμβρίου 2016 εισήγηση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π..

11. Τη συζήτηση που ακολούθησε,

αποφασίζουμε:

Εγκρίνεται ο Κανονισμός Οργάνωσης, Διάρθρωσης και Λειτουργίας Υπηρεσιακών Μονάδων της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων, ως εξής:

Άρθρο 1 - Αντικείμενο του Κανονισμού

Με τον Κανονισμό αυτό καθορίζεται η οργανωτική διάρθρωση των Υπηρεσιών της Ε.Ε.Ε.Π., οι αρμοδιότητες κάθε μίας, ο αριθμός του προσωπικού κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, σε συνδυασμό με τις υφιστάμενες οργανικές θέσεις και ρυθμίζονται συναφή θέματα.

Άρθρο 2 - Ερμηνεία των διατάξεων του Κανονισμού

Οι διατάξεις του Κανονισμού ερμηνεύονται με απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π.. Ο καθορισμός των αρμοδιοτήτων των επιμέρους Υπηρεσιακών Μονάδων της Ε.Ε.Ε.Π. δεν αποκλείει την ανάθεση στους υπαλλήλους τους και άλλων καθηκόντων, που ανάγονται στις αρμοδιότητες και τις ανάγκες εύρυθμης λειτουργίας της Ε.Ε.Ε.Π..

Άρθρο 3 - Οργανωτική διάρθρωση της Ε.Ε.Ε.Π.

3.1 Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Ε.Ε.Ε.Π. ως συλλογικού οργάνου, τα ιεραρχικά επίπεδα της οργανωτικής διάρθρωσης των υπηρεσιών της είναι:
3.1.1 Ο Πρόεδρος.
3.1.2 Η Διεύθυνση.
3.1.3 Η Υποδιεύθυνση.
3.1.4 Το Τμήμα.

3.2 Οι Υπηρεσιακές Μονάδες της Ε.Ε.Ε.Π., σε επίπεδο Διεύθυνσης, είναι:
3.2.1 Το Γραφείο Νομικού Συμβούλου (ΓΝΣ).
3.2.2 Η Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου (ΜΕΕ)
3.2.3 Η Διεύθυνση Προγραμματισμού, Ρύθμισης και Μελετών (ΔΙΠΡΥΜ).
3.2.4 Η Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης (ΔΙΑΣΥ).
3.2.5 Η Διεύθυνση Τεχνολογικών Υποδομών (ΔΙΤΥ).
3.2.6 Η Διεύθυνση Οικονομικών και Διοικητικών Υπο-θέσεων (ΔΙΟΔΥ).

3.3 Οι Υπηρεσιακές Μονάδες της Ε.Ε.Ε.Π., σε επίπεδο Υποδιεύθυνσης, είναι οι Υποδιευθύνσεις των Διευθύνσεων, όπως καθορίζονται παρακάτω ανά Διεύθυνση.

3.4 Οι Υπηρεσιακές Μονάδες της Ε.Ε.Ε.Π., σε επίπεδο Τμήματος, είναι:
3.4.1 Τα Τμήματα των Διευθύνσεων και Υποδιευθύνσεων, όπως καθορίζονται παρακάτω, ανά Διεύθυνση και Υποδιεύθυνση.
3.4.2 Η Γραμματεία της Ε.Ε.Ε.Π.
3.4.3 Το Γραφείο Προέδρου (ΓΠ).

3.5 Στις Υπηρεσιακές Μονάδες επιπέδου Διεύθυνσης και Υποδιεύθυνσης, προΐστανται οι Προϊστάμενοι Διεύθυνσης και Υποδιεύθυνσης αντίστοιχα, στο Γραφείο Νομικού Συμβούλου ο Νομικός Σύμβουλος, στη Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου ο Προϊστάμενος της Μονάδας, στις Υπηρεσιακές Μονάδες επιπέδου Τμήματος οι Προϊστάμενοι Γραφείου ή Τμήματος και στη Γραμματεία της Ε.Ε.Ε.Π. ο Γραμματέας. Ως Γραμματέας μπορεί να ορισθεί και υπάλληλος της Ε.Ε.Ε.Π., που υπηρετεί σε άλλη Υπηρεσιακή Μονάδα, με παράλληλα καθήκοντα.

3.6 Oι Υπηρεσιακές Μονάδες της Ε.Ε.Ε.Π., πέραν των ειδικών αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από τον Οργανισμό για την κάθε μία από αυτές, έχουν την ευθύνη να καταρτίζουν τον ετήσιο οικονομικό προϋπολογισμό και απολογισμό στον τομέα δραστηριότητάς τους, να συμμετέχουν στην εκπόνηση του σχεδίου δράσης και της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων της Ε.Ε.Ε.Π., να παρακολουθούν τις καλές πρακτικές στον τομέα δραστηριότητάς τους, να τηρούν το αρχείο τους και να μεριμνούν για κάθε θέμα, σχετικό με το αντικείμενο της δραστηριότητάς τους.

Άρθρο 4 - Ο Πρόεδρος της Ε.Ε.Ε.Π.

4.1. Στον Πρόεδρο της Ε.Ε.Ε.Π. υπάγονται απευθείας οι ακόλουθες Υπηρεσιακές Μονάδες:
4.1.1 Οι Υπηρεσιακές Μονάδες της Ε.Ε.Ε.Π., επίπεδου Διεύθυνσης του άρθρου 3.2, του παρόντος.
4.1.2 Το Γραφείο Προέδρου (ΓΠ).
4.1.3 Η Γραμματεία της Ε.Ε.Ε.Π.

4.2 Ο Πρόεδρος της Ε.Ε.Ε.Π. είναι ο επικεφαλής της ιεραρχίας, έχει σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, τη γενική αρμοδιότητα και εποπτεία της Ε.Ε.Ε.Π. και ασκεί όλες τις προς τούτο αρμοδιότητες. Ιδίως:
4.2.1 Εκπροσωπεί την Ε.Ε.Ε.Π., δικαστικώς και εξωδίκως και μπορεί να αναθέτει τη νομική υποστήριξη και διεκπεραίωση δικαστικών και εξωδικαστικών υποθέσεων ή/ και την παροχή συμβουλών και γνωμοδοτήσεων, σε εξειδικευμένους δικηγόρους στον Άρειο Πάγο ή νομικούς συμβούλους, των οποίων η αμοιβή συμφωνείται κατά υπόθεση ή ομάδα υποθέσεων ή κατά γνωμοδότηση.
4.2.2 Συντονίζει και κατευθύνει τις Υπηρεσίες της.
4.2.3 Εποπτεύει και μεριμνά για την εκτέλεση των αποφάσεων της Ε.Ε.Ε.Π..
4.2.4 Είναι ο διοικητικός και πειθαρχικός προϊστάμενος του προσωπικού και εκδίδει τις ατομικές πράξεις που το αφορούν.
4.2.5 Συγκροτεί το Υπηρεσιακό και το Πειθαρχικό Συμβούλιο, κατά τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις.
4.2.6 Είναι ο διατάκτης των δαπανών, εγκρίνοντας κάθε επιμέρους δαπάνη του εγκεκριμένου από την Ε.Ε.Ε.Π. προϋπολογισμού.
4.2.7 Αποφασίζει, κατά τις κείμενες διατάξεις, τις αποσπάσεις, από και προς την Ε.Ε.Ε.Π., τις τοποθετήσεις, μετακινήσεις και αναθέσεις καθηκόντων, στους υπαλλήλους.
4.2.8 Εισηγείται στην Ε.Ε.Ε.Π. τα θέματα της ημερήσιας διάταξης.
4.2.9 Ορίζει τον Γραμματέα της Ε.Ε.Ε.Π. και τους αναπληρωτές του.
4.2.10 Έχει την ευθύνη για τη δημόσια εικόνα της Ε.Ε.Ε.Π., ορίζει την επικοινωνιακή της πολιτική και συντονίζει και εποπτεύει την υλοποίηση των επικοινωνιακών της δράσεων.
4.2.11 Οργανώνει και συντονίζει τη συνεργασία της Ε.Ε.Ε.Π. με τις ομόλογες ρυθμιστικές Αρχές του εξωτερικού καθώς και με άλλες Αρχές, υπηρεσίες, φορείς, δίκτυα ή ενώσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
4.2.12 Μεριμνά για την εκπροσώπηση της Ε.Ε.Ε.Π. σε διεθνή συνέδρια και συναντήσεις για θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της.
4.2.13 Υπογράφει μνημόνια και συμφωνίες συνεργασίας της Ε.Ε.Ε.Π. με άλλους φορείς και Αρχές, της Ελλάδας ή/και του εξωτερικού.
4.2.14 Προωθεί και συντονίζει την εφαρμογή μεθόδων, συστημάτων και πρακτικών για την ενίσχυση του εσωτερικού ελέγχου, της διαφάνειας και της λογοδοσίας.
4.2.15 Ασκεί τις αρμοδιότητες που του μεταβιβάζει η Ε.Ε.Ε.Π., κατά τις κείμενες διατάξεις.

4.3 Με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π., που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο Πρόεδρος μπορεί να εξουσιοδοτεί Μέλη ή Προϊσταμένους των υπηρεσιακών μονάδων της Ε.Ε.Ε.Π. να υπογράφουν «με Εντολή Προέδρου» πράξεις ή έγγραφα. Με όμοια απόφαση μπορεί να μεταβιβάζει αρμοδιότητές του, περιλαμβανομένων και όσων μεταβιβάσθηκαν σε αυτόν από την Ε.Ε.Ε.Π, στους Προϊσταμένους των Υπηρεσιακών Μονάδων και το προσωπικό της, με παράλληλη ή μη, άσκησή τους.

Άρθρο 5 - Το Γραφείο Νομικού Συμβούλου (ΓΝΣ)

5.1 Το Γραφείο Νομικού Συμβούλου έχει την ευθύνη της εν γένει νομικής υποστήριξης της Ε.Ε.Ε.Π., τόσο δικαστικά όσο και εξώδικα. Στις αρμοδιότητες του Γραφείου περιλαμβάνονται:
α. Η έκδοση γνωμοδοτήσεων και απαντήσεων σε ερωτήματα που υποβάλλει ο Πρόεδρος της Ε.Ε.Ε.Π.
β. Η παρακολούθηση των διατάξεων της εθνικής, ευρωπαϊκής και διεθνούς νομοθεσίας και νομολογίας που έχουν σχέση, άμεσα ή έμμεσα, με τα θέματα διοργάνωσης και διεξαγωγής παιγνίων, η ενημέρωση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π. και των υπηρεσιακών μονάδων της για τα σχετικά θέματα, η παροχή των αναγκαίων, κάθε φορά, νομικών συμβουλών και η διατύπωση σχετικών προτάσεων.
γ. Η συνεργασία με τις συναρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες, με αντικείμενο την κατάρτιση εισηγήσεων θέσπισης ή τροποποίησης νομοθετικών διατάξεων που σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με το αντικείμενο, τις αρμοδιότητες και δραστηριότητες της Ε.Ε.Ε.Π.
δ. Ο προληπτικός έλεγχος νομιμότητας των εισηγήσεων που παραπέμπονται σε αυτό από τον Πρόεδρο της Ε.Ε.Ε.Π.
ε. Η συνδρομή των αρμόδιων υπηρεσιακών μονάδων της Αρχής σε κάθε νομικό ζήτημα που ανακύπτει κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.
στ. Η κατάρτιση και ο έλεγχος των κάθε είδους συμβάσεων, συμφωνητικών, διακηρύξεων, εκθέσεων απόψεων, καθώς και κάθε άλλου νομικού εγγράφου που παραπέμπεται σε αυτό από τον Πρόεδρο της Ε.Ε.Ε.Π.
ζ. Η παράσταση ενώπιον κάθε δικαστηρίου ή Αρχής και η διεκπεραίωση των αναγκαίων διαδικασιών για τη νομική και δικαστική υποστήριξη της Ε.Ε.Ε.Π. και των οργάνων της, εφόσον αυτά εμπλέκονται σε δικαστικές υποθέσεις εξαιτίας της ιδιότητάς τους.
η. Η κατανομή του έργου και ο συντονισμός της δραστηριότητας των συνεργαζόμενων με την Ε.Ε.Ε.Π. δικηγόρων και νομικών συμβούλων ως εξωτερικών συνεργατών.
θ. Η εισήγηση για τη δικαστική εκπροσώπηση της Ε.Ε.Ε.Π. από πληρεξούσιους δικηγόρους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπου απαιτείται.
ι. Η παρακολούθηση της πορείας των νομοσχεδίων και των σχεδίων κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση νόμου και αφορούν στο αντικείμενο και στις δραστηριότητες της Ε.Ε.Ε.Π., καθώς και η επεξεργασία σχετικών προτάσεων.
ια. Η παράσταση στις συνεδριάσεις της Ε.Ε.Ε.Π. κατά τη διάρκεια συζήτησης των θεμάτων και πριν την έναρξη της διαδικασίας ψηφοφορίας για τη λήψη απόφασης.

Άρθρο 6 - Η Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου (ΜΕΕ)

6.1 Η Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου έχει την ευθύνη σχεδιασμού, ανάπτυξης, παρακολούθησης και αξιολόγησης μεθόδων, συστημάτων και πρακτικών εσωτερικού ελέγχου, καθώς και ενίσχυσης της εφαρμογής των αρχών της διαφάνειας και λογοδοσίας της Αρχής. Στις αρμοδιότητες της Μονάδας περιλαμβάνονται:
α. Ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη συστήματος εσωτερικού ελέγχου σε συνεργασία με τις υπηρεσιακές μονάδες της Ε.Ε.Ε.Π., καθώς και ο συντονισμός τους για την εφαρμογή του.
β. H αξιολόγηση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου της Ε.Ε.Ε.Π., ο εντοπισμός και η ανάλυση κινδύνων και αστοχιών, καθώς και η διατύπωση σχετικών προτάσεων βελτίωσης.
γ. Ο σχεδιασμός, η ανάπτυξη και προώθηση των αρχών του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, κατά τη λειτουργία και την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Αρχής.
δ. Η παρακολούθηση και αξιολόγηση των μηχανισμών και πρακτικών θέσπισης των στρατηγικών και επιχειρησιακών στόχων της Ε.Ε.Ε.Π. και κατάρτισης των προγραμμάτων δράσης της, καθώς και η διατύπωση σχετικών προτάσεων βελτίωσης.
ε. Η διατύπωση προτάσεων για την ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας κατά τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.
στ. Η αξιολόγηση της οργάνωσης και λειτουργίας της Ε.Ε.Ε.Π. και η διατύπωση σχετικών προτάσεων βελτίωσης.
ζ. Η αξιολόγηση της αποδοτικής και αποτελεσματικής χρήσης των υλικών και ανθρώπινων πόρων για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Αρχής.
η. Η κατάρτιση και εφαρμογή της διαδικασίας διαπίστευσης των Μελών, του προσωπικού και των συνεργαζόμενων με την Ε.Ε.Ε.Π. κατά επίπεδο εμπιστευτικότητας και ο έλεγχος τήρησης των κανόνων εχεμύθειας.
θ. Ο εντοπισμός, η καταγραφή και αξιολόγηση στοιχείων και πληροφοριών, μέσω των οποίων πιθανολογείται η ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων.
ι. Η συνεργασία με άλλες Αρχές, υπηρεσίες και φορείς σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, για θέματα της αρμοδιότητάς του.

Άρθρο 7 - Η Διεύθυνση Προγραμματισμού, Ρύθμισης και Μελετών (ΔΙΠΡΥΜ).

7.1 Η Διεύθυνση Προγραμματισμού, Ρύθμισης και Μελετών καταρτίζει το Σχέδιο Δράσης της Αρχής, σύμφωνα με τις γενικές αρχές και το στρατηγικό σχεδιασμό που θέτει η Ε.Ε.Ε.Π. και παρακολουθεί την πρόοδο της υλοποίησής του, καταρτίζει τη έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, εισηγείται τις ρυθμίσεις του Κανονισμού Παιγνίων, σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες της Ε.Ε.Ε.Π.. Επιπλέον η Διεύθυνση, πραγματοποιεί κάθε είδους μελέτες και έρευνες που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων και την αποτελεσματικότερη άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ε.Ε.Ε.Π, εισηγείται, τη θέσπιση ή υιοθέτηση συστημάτων και προτύπων διοίκησης ποιότητας και αξιολογεί την απόδοσή τους, επεξεργάζεται τον σχεδιασμό και την υλοποίηση κοινωνικών δράσεων και πολιτικών για το υπεύθυνο παιχνίδι και συνεργάζεται με άλλες Αρχές, υπηρεσίες και φορείς σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, για θέματα της αρμοδιότητάς της.

7.2. Η Διεύθυνση Προγραμματισμού, Ρύθμισης και Μελετών διαρθρώνεται σε τρία (3) Τμήματα. Στις αρμοδιότητες της Διεύθυνσης, κατά Τμήμα, περιλαμβάνονται:

7.2.1 Τμήμα Προγραμματισμού και Διοίκησης Ποιότητας

α. Η κατάρτιση, σε συνεργασία με το Γραφείο Προέδρου, του Σχεδίου Δράσης της Ε.Ε.Ε.Π., στο οποίο καθορίζονται και εξειδικεύονται οι στόχοι, οι δείκτες μέτρησης της αποτελεσματικότητας, ο χρονικός προγραμματισμός των δράσεων και των έργων της Αρχής, καθώς και ο συντονισμός των απαιτούμενων ενεργειών.
β. Η παρακολούθηση της προόδου υλοποίησης του Σχεδίου Δράσης και του βαθμού επίτευξης των στόχων που έχουν τεθεί και η εισήγηση τυχόν αναθεωρήσεών του.
γ. Η κατάρτιση και έκδοση της ετήσιας απολογιστικής έκθεσης πεπραγμένων της Ε.Ε.Ε.Π.
δ. Ο σχεδιασμός, σε συνεργασία με τη Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου, συστημάτων διοίκησης ποιότητας, προτύπων ποιότητας και σχετικών εργαλείων, η εισήγηση για την υιοθέτησή τους, η παρακολούθηση και αξιολόγηση της απόδοσής τους και η εισήγηση για την υλοποίηση των απαιτούμενων βελτιώσεων και διορθωτικών ενεργειών.
ε. Η υποβολή προτάσεων για τον σχεδιασμό, την οργάνωση και υλοποίησή προγραμμάτων εκπαίδευσης του προσωπικού σε θέματα ποιότητας στη Διεύθυνση Οικονομικών και Διοικητικών Υποθέσεων.
στ. Ο σχεδιασμός μεθόδων και διαδικασιών μέτρησης της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών (διαδικασίες, δείκτες κ.λπ.).
ζ. Η σύνταξη ετήσιων εκθέσεων αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας των Υπηρεσιακών Μονάδων της Ε.Ε.Ε.Π. και η εισήγηση για τη λήψη μέτρων βελτίωσης.

7.2.2 Τμήμα Ρύθμισης

α. Η κατάρτιση, σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης και τις κατά περίπτωση αρμόδιες Υπηρεσιακές Μονάδες, του Κανονισμού Παιγνίων, των απαιτούμενων τεχνικών προδιαγραφών και κανόνων, καθώς και της τροποποίησης αυτών.
β. Η στάθμιση και αξιολόγηση, σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης, το Γραφείο Νομικού Συμβούλου και τις, κατά περίπτωση, αρμόδιες Υπηρεσιακές Μονάδες, της αναγκαιότητας θέσπισης ή τροποποίησης των νομοθετικών διατάξεων, που σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με το αντικείμενο, τις αρμοδιότητες και δραστηριότητες της Ε.Ε.Ε.Π. και η υποβολή σχετικής εισήγησης.
γ. Η μέριμνα για την κωδικοποίηση των διατάξεων του Κανονισμού Παιγνίων, των κατευθυντήριων οδηγιών, κανόνων και προδιαγραφών διοργάνωσης, διεξαγωγής και ελέγχου των παιγνίων, καθώς και η κατάρτιση των κωδικοποιημένων κειμένων.
δ. Η μέριμνα για την απλούστευση και βελτίωση των διατάξεων του Κανονισμού Παιγνίων, όπου απαιτείται.
ε. Η εκπόνηση αναλύσεων κανονιστικών επιπτώσεων και αιτιολογικών εκθέσεων των προς εισαγωγή ρυθμίσεων, όπου απαιτείται.
στ. Ο συντονισμός και η υλοποίηση της διαβούλευσης με την αγορά, τους φορείς και το κοινό, με αντικείμενο τις προς εισαγωγή ρυθμίσεις, καθώς και η επεξεργασία, ταξινόμηση και κωδικοποίηση των αποτελεσμάτων της, όπου απαιτείται.
ζ. Η συνδρομή στις κατά περίπτωση αρμόδιες Υπηρεσιακές Μονάδες, για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων.
η. Η δημιουργία ψηφιακής βιβλιοθήκης με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, καθώς και το νομολογιακό υλικό, που σχετίζεται, άμεσα ή έμμεσα, με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ε.Ε.Ε.Π.

7.2.3 Τμήμα Μελετών, Κοινωνικής Ευθύνης και Συνεργασιών

α. Η πραγματοποίηση ερευνών, σχετικών με την αγορά των παιγνίων και η κατάρτιση κάθε είδους μελετών της Ε.Ε.Ε.Π., είτε αυτόνομα, είτε σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες Υπηρεσιακές Μονάδες της Αρχής.
β. Η καταγραφή, ανάλυση και συγκριτική μελέτη των στοιχείων, που αφορούν στη διάρθρωση και εξέλιξη της εγχώριας και διεθνούς αγοράς παιγνίων, καθώς και η δημοσίευση, σε συνεργασία με το Γραφείο Προέδρου και τις κατά περίπτωση αρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες, στατιστικών στοιχείων.
γ. Η διερεύνηση της δυνατότητας υπαγωγής σε ευρωπαϊκά προγράμματα για τη χρηματοδότηση μελετών, ερευνών, δράσεων και ενεργειών της Ε.Ε.Ε.Π., η διατύπωση προτάσεων και εισηγήσεων για την υλοποίησή τους, καθώς και η σύνταξη των σχετικών προτάσεων υπαγωγής προς τους φορείς χρηματοδότησης, σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Οικονομικών και Διοικητικών Υποθέσεων.
δ. Η παρακολούθηση και η καταγραφή των εξελίξεων, καλών πρακτικών και εργαλείων για το Υπεύθυνο Παιχνίδι, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
ε. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση δράσεων και πρωτοβουλιών, εθνικών ή διακρατικών, για την προώθηση του Υπεύθυνου Παιχνιδιού.
στ. Ο σχεδιασμός εκπαιδευτικών ενεργειών σε σχέση με το Υπεύθυνο Παιχνίδι καθώς και ενημερωτικών εκ-δόσεων κοινωνικού χαρακτήρα.
ζ. Η δημιουργία ψηφιακής βιβλιοθήκης με επιστημονικό υλικό, συγκριτικά δεδομένα, μελέτες και καλές πρακτικές που αφορούν στο πεδίο δράσης της Ε.Ε.Ε.Π..
η. Η διοργάνωση, σε συνεργασία με το Γραφείο Προέδρου και τις κατά περίπτωση αρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες, κοινών δράσεων και συνεργασιών με τις ομόλογες ρυθμιστικές Αρχές του εξωτερικού, καθώς και φορείς, δίκτυα ή ενώσεις η δραστηριότητα των οποίων σχετίζεται με τις αρμοδιότητες της Ε.Ε.Ε.Π., σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Άρθρο 8 - Η Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης (ΔΙΑΕΣΥ).

8.1. Η Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης, έχει την ευθύνη για τη διεκπεραίωση των διαδικασιών έκδοσης αδειών και χορήγησης των πιστοποιήσεων που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις για τη διοργάνωση και διεξαγωγή των παιγνίων, την έγκριση της εμπορικής επικοινωνίας και τον έλεγχο συμμόρφωσης των παρόχων υπηρεσιών παιγνίων με το ισχύον νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο και τους προβλεπόμενους, κατά περίπτωση, ειδικούς όρους αδειοδότησης και λειτουργίας τους. Η Διεύθυνση υποβάλλει προτάσεις για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του τομέα ευθύνης της και την εισαγωγή ή τροποποίηση νομοθετικών διατάξεων ή ρυθμίσεων του Κανονισμού Παιγνίων, για θέματα που αφορούν στις αρμοδιότητές της. Τέλος, η Διεύθυνση συνεργάζεται με άλλες Αρχές, υπηρεσίες και φορείς σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, για θέματα της αρμοδιότητάς της.

8.2 Η Διεύθυνση Αδειοδότησης και Συμμόρφωσης, διαρθρώνεται σε τρεις (3) Υποδιευθύνσεις με δέκα (10) συνολικά Τμήματα. Στις αρμοδιότητες, κατά Υποδιεύθυνση και Τμήμα, περιλαμβάνονται:

8.2.1 Υποδιεύθυνση Αδειοδότησης
8.2.1.1 Τμήμα Αδειών και Εγκρίσεων
α. Η αξιολόγηση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις, των αιτήσεων χορήγησης ή τροποποίησης αδειών εκμετάλλευσης των ηλεκτρονικών τεχνικών-ψυχαγωγικών παιγνίων και η εισήγηση στην Ε.Ε.Ε.Π. για την έκδοση των σχετικών αποφάσεων.
β. Η αξιολόγηση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις, των αιτήσεων χορήγησης ή τροποποίησης των αδειών λειτουργίας των επιχειρήσεων καζίνο και η εισήγηση στην Ε.Ε.Ε.Π. για την έκδοση των σχετικών αποφάσεων.
γ. Η αξιολόγηση των αιτήσεων έγκρισης ή τροποποίησης των όρων αδειοδότησης και λειτουργίας των φορέων διοργάνωσης και διεξαγωγής τυχερών παιγνίων ή και των όρων των συμβάσεων παραχώρησης των δικαιωμάτων διοργάνωσης και διεξαγωγής, η αρμοδιότητα επί των οποίων ανήκει στην Ε.Ε.Ε.Π. σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις, ανεξαρτήτως του μέσου, του χρόνου, του τρόπου ή και του δικτύου προώθησης ή και διανομής των σχετικών με τη διοργάνωση και διεξαγωγή υπηρεσιών και η εισήγηση στην Ε.Ε.Ε.Π. ή στις, κατά περίπτωση, αρμόδιες υπηρεσίες και Αρχές.
δ. Η παρακολούθηση και αξιολόγηση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις, της εφαρμογής των όρων αδειοδότησης, λειτουργίας ή/και παραχώρησης των δικαιωμάτων διοργάνωσης και διεξαγωγής τυχερών παιγνίων, κατ' αποκλειστικότητα ή μη και ανεξαρτήτως του μέσου, του χρόνου, του τρόπου ή και του δικτύου προώθησης ή και διανομής των σχετικών με τη διοργάνωση και διεξαγωγή υπηρεσιών.
ε. Η παρακολούθηση και αξιολόγηση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις, της τήρησης των νόμιμων προϋποθέσεων παροχής υπηρεσιών τυχερών παιγνίων από τα πρόσωπα που έχουν αποκτήσει το δικαίωμα να παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές στην Ελληνική Επικράτεια, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη διάταξη της παραγράφου 12 του άρθρου 50 του Ν. 4002/2011 (Α' 180).
στ. Η παρακολούθηση και αξιολόγηση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις, της καταλληλότητας και επάρκειας κάθε προσώπου που αιτείται ή κατέχει άδεια διοργάνωσης και διεξαγωγής παιγνίων ή αποκτά το σχετικό δικαίωμα, με οποιονδήποτε τρόπο, κατ' αποκλειστικότητα ή μη, των προσώπων που ασκούν τη διοίκηση, διαχείριση ή και εκπροσώπησή του, των μετόχων ή εταίρων του, του προσωπικού του, καθώς και των προστηθέντων του.
ζ. Η εφαρμογή, σε συνεργασία με την Υποδιεύθυνση Συμμόρφωσης, μεθοδολογίας ανάλυσης κινδύνων για τα πρόσωπα που αιτούνται άδειες εκμετάλλευσης ή διοργάνωσης και διεξαγωγής παιγνίων, η κατάταξη αυτών σε κατηγορίες επικινδυνότητας, η παροχή ειδικών οδηγιών και συστάσεων σε αυτά, όπου απαιτείται, καθώς και η επαλήθευση της συμμόρφωσής τους.
η. Η κατάρτιση και δημοσιοποίηση καταλόγου με τα πρόσωπα που διοργανώνουν ή διεξάγουν νόμιμα τυχερά παίγνια στην Ελληνική Επικράτεια, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
θ. Η εφαρμογή των απαιτούμενων διαδικασιών και η ανάληψη των ενεργειών που απαιτούνται για τη θέση των αδειών ή των σχετικών δικαιωμάτων διοργάνωσης ή και διεξαγωγής, σε προσωρινή αναστολή ή παύση, εφόσον έχουν επιβληθεί οι σχετικές διοικητικές κυρώσεις.
ι. Ο έλεγχος, ο χαρακτηρισμός και η ταξινόμηση κάθε δραστηριότητας ως τυχερό παίγνιο ή μη, καθώς και κάθε τύπου παιγνίου ή/και του λογισμικού τους, συμπεριλαμβανομένης της ηλικιακής διαβάθμισης, όπου απαιτείται, με βάση τον Κανονισμό Παιγνίων.
ια. Η παροχή πληροφοριών προς το κοινό και η ενημέρωση των ενδιαφερομένων για κάθε θέμα της αρμοδιότητας του Τμήματος.
8.2.1.2 Τμήμα Πιστοποίησης και Μητρώων
α. Η αξιολόγηση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις, των αιτήσεων χορήγησης πιστοποιήσεων κατασκευαστών, τεχνικών, καθώς και των τεχνικών μέσων και υλικών διοργάνωσης και διεξαγωγής παιγνίων και η εισήγηση στην Ε.Ε.Ε.Π. για την έκδοση των σχετικών αποφάσεων.
β. Η έκδοση και χορήγηση στους δικαιούχους των σημάτων αδειοδότησης ή πιστοποίησης, όπου απαιτείται.
γ. Η κατάρτιση, τήρηση, επικαιροποίηση και ενημέρωση μητρώου, στο οποίο καταχωρίζονται τα στοιχεία των προσώπων που ασκούν δραστηριότητα σχετική με τη διοργάνωση, διεξαγωγή και εκμετάλλευση παιγνίων, καθώς επίσης και κάθε άλλη πληροφορία, στοιχείο ή δεδομένο που κρίνεται απαραίτητο για την αποτελεσματικότερη άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ε.Ε.Ε.Π.
δ. Η κατάρτιση, τήρηση, επικαιροποίηση και ενημέρωση των μητρώων στα οποία εγγράφονται τα πιστοποιημένα παίγνια, τα παιγνιομηχανήματα, καθώς και τα καταστήματα ή εγκαταστάσεις, όπου αυτά είναι τοποθετημένα.
ε. Η κατάρτιση, τήρηση, επικαιροποίηση και ενημέρωση των μητρώων, στα οποία εγγράφονται, μετά από ειδική πιστοποίηση, οι κατασκευαστές, εισαγωγείς και διακινητές των τεχνικών μέσων και υλικών διοργάνωσης, διεξαγωγής και εκμετάλλευσης των τυχερών παιγνίων, καθώς και οι τεχνικοί των ηλεκτρονικών τεχνικών-ψυχαγωγικών και των τυχερών παιγνίων.
στ. Η κατάρτιση, τήρηση, επικαιροποίηση και ενημέρωση του μητρώου διαπιστευμένων ή αναγνωρισμένων από την Αρχή, φορέων πιστοποίησης.
ζ. Η κατάρτιση, τήρηση, ενημέρωση και επικαιροποίηση κάθε άλλου μητρώου που απαιτείται για την αποτελεσματικότερη άσκηση των αρμοδιοτήτων του Τμήματος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις.
η. Η παροχή στοιχείων των τηρούμενων μητρώων, στις υπηρεσιακές μονάδες της Ε.Ε.Ε.Π.
θ. Η επεξεργασία, σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Τεχνολογικών Υποδομών, προτάσεων ανάπτυξης εφαρμογών διαχείρισης μητρώων και βάσεων δεδομένων.
ι. Η πραγματοποίηση, δειγματοληπτικά, επαληθεύσεων των στοιχείων που περιλαμβάνονται ή συνυποβάλλονται στις αιτήσεις χορήγησης αδειών ή στις αιτήσεις χορήγησης πιστοποιήσεων.
ια. Η μέριμνα για τη σύναψη συμφωνιών αμοιβαίας αναγνώρισης πιστοποιήσεων με αντίστοιχες Αρχές άλλων χωρών.
ιβ. Η παροχή πληροφοριών προς το κοινό και η ενημέρωση των ενδιαφερομένων για κάθε θέμα της αρμοδιότητας του Τμήματος.

8.2.1.3 Τμήμα Υποστήριξης της Αγοράς και Διευθέτησης Διαφορών

α. Η υποδοχή και διαχείριση αιτημάτων πληροφόρησης για το θεσμικό περιβάλλον και τις συνθήκες υλοποίησης επενδύσεων στον τομέα της διοργάνωσης και διεξαγωγής παιγνίων, καθώς και η ενημέρωση και καθοδήγηση των ενδιαφερομένων.
β. Η υποδοχή, αξιολόγηση και ταξινόμηση των αιτημάτων, παραπόνων ή/και καταγγελιών και η προώθησή τους στις εμπλεκόμενες, κατά περίπτωση, υπηρεσιακές μονάδες, συναρμόδιες Αρχές ή/και φορείς της αγοράς για περαιτέρω ενέργειες.
γ. Η παρακολούθηση των σταδίων διαχείρισης των αιτημάτων, παραπόνων ή/και καταγγελιών από τις εμπλεκόμενες υπηρεσιακές μονάδες της Ε.Ε.Ε.Π. και η μέριμνα για την τήρηση των σχετικών προθεσμιών.
δ. Η συλλογή των απαιτούμενων στοιχείων, καθώς και η σύνταξη και προώθηση των απαντήσεων επί αιτημάτων, παραπόνων ή/και καταγγελιών, στους ενδιαφερόμενους.
ε. Η μέριμνα για τη διευθέτηση των διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ των παικτών και προσώπων διοργάνωσης και διεξαγωγής παιγνίων.
στ. Η διαχείριση βάσεων δεδομένων και εφαρμογών για την υποδοχή, αξιολόγηση, ταξινόμηση και διεκπεραίωση αιτημάτων, παραπόνων ή/και καταγγελιών και τη διευθέτηση των διαφορών.
ζ. Η διαχείριση βάσεων δεδομένων αποκλεισμού παικτών και εν γένει απαγορεύσεων ή και περιορισμών συμμετοχής αυτών στα παίγνια, όπου απαιτείται.

8.2.2 Υποδιεύθυνση Συμμόρφωσης

8.2.2.1 Τμήμα Ανάλυσης και Πρόληψης της Παραβατικότητας

α. Η εποπτεία κάθε προσώπου που κατέχει άδεια διοργάνωσης και διεξαγωγής παιγνίων η αρμοδιότητα επί των οποίων ανήκει στην Ε.Ε.Ε.Π., ή αποκτά το σχετικό δικαίωμα με οποιονδήποτε τρόπο, κατ' αποκλειστικότητα ή μη, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις, καθώς και των προστηθέντων αυτών, ανεξαρτήτως του μέσου, του χρόνου, του τρόπου ή και του δικτύου προώθησης ή και διανομής των σχετικών με τη διοργάνωση και διεξαγωγή υπηρεσιών.
β. Η εποπτεία των παιγνίων που διοργανώνονται ή και διεξάγονται από τα παραπάνω πρόσωπα καθώς και των συστημάτων διοργάνωσης ή και διεξαγωγής, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών και πρακτικών που εφαρμόζονται.
γ. Η εκπόνηση ανάλυσης κινδύνων για τα παραπάνω πρόσωπα και συστήματα και η κατάταξη αυτών σε κατηγορίες επικινδυνότητας.
δ. Η απεύθυνση συστάσεων και οδηγιών στα παραπάνω πρόσωπα για την αντιμετώπιση των κινδύνων που έχουν εντοπιστεί.
ε. Η υλοποίηση κάθε απαραίτητης ενέργειας για την επαλήθευση της επιτυχούς συμμόρφωσης των παραπάνω προσώπων προς τις συστάσεις και οδηγίες αντιμετώπισης των κινδύνων.
στ. Η αναθεώρηση της ανάλυσης κινδύνων μετά από στάθμιση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των ελέγχων και επαληθεύσεων.
ζ. Η κατάρτιση πλαισίου μέτρων συμμόρφωσης ανά πρόσωπο, σύστημα, είδος και κατηγορία παιγνίων.

8.2.2.2 Τμήμα Συμμόρφωσης Αδειοδοτημένων Παρόχων

α. Η κατάρτιση Εγχειριδίων Ελέγχου ανά είδος και κατηγορία παιγνίων, σε συνεργασία με τις συναρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες της Ε.Ε.Ε.Π.
β. Ο έλεγχος της απόδοσης των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου από τη συμμετοχή του στα μικτά κέρδη των τυχερών παιγνίων, καθώς της απόδοσης των λοιπών οικονομικών υποχρεώσεων προς το Ελληνικό Δημόσιο και τους δικαιούχους φορείς του, από τις επιχειρήσεις καζίνο και κάθε πρόσωπο που διοργανώνει ή και διεξάγει τυχερά παίγνια στην Ελληνική Επικράτεια, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις.
γ. Ο έλεγχος της απόδοσης πάσης φύσεως τελών και δικαιωμάτων υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου για την κτήση, ανανέωση και διατήρηση των αδειών ή και πιστοποιήσεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις.
δ. Η κατάρτιση και υλοποίηση προγράμματος ελέγχων διοργάνωσης και διεξαγωγής παιγνίων, η αρμοδιότητα επί των οποίων ανήκει στην Ε.Ε.Ε.Π., σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις.
ε. Η συγκρότηση των κλιμακίων των εντεταλμένων υπαλλήλων της Ε.Ε.Ε.Π. για τον έλεγχο των επιχειρήσεων καζίνο, καθώς και κάθε άλλου προσώπου που διοργανώνει ή και διεξάγει τυχερά παίγνια στην Ελληνική Επικράτεια σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις, ο συντονισμός τους, η κατάρτιση, παρακολούθηση και βεβαίωση του προγράμματος εργασίας τους, καθώς και η παρακολούθηση και αξιολόγηση της απόδοσής τους.
στ. Η στάθμιση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των ελέγχων.
ζ. Η εισήγηση στα αρμόδια όργανα για την επιβολή μέτρων συμμόρφωσης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό Παιγνίων.
η. Η διενέργεια ελέγχων με σκοπό την επαλήθευση της επιτυχούς εφαρμογής των επιβαλλόμενων μέτρων συμμόρφωσης.
θ. Η διαβίβαση των υποθέσεων που χρήζουν επιβολής διοικητικών κυρώσεων ή όπου τα μέτρα συμμόρφωσης που επιβλήθηκαν δεν εφαρμόστηκαν, στις αρμόδιες για την εφαρμογή των διαδικασιών επιβολής διοικητικών κυρώσεων υπηρεσιακές μονάδες.
ι. Η επεξεργασία, ταξινόμηση και κωδικοποίηση των αποτελεσμάτων των ελέγχων.
ια. Η συνεργασία και ο συντονισμός της ελεγκτικής διαδικασίας με άλλες συναφείς κρατικές και διεθνείς υπηρεσίες.

8.2.2.3 Τμήμα Εμπορικής Επικοινωνίας

α. Η κατάρτιση οδηγού υποβολής σχεδίων εμπορικής επικοινωνίας κάθε προσώπου που διοργανώνει ή και διεξάγει τυχερά παίγνια στην Ελληνική Επικράτεια, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις.
β. Η υποδοχή και αξιολόγηση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό Παιγνίων, των σχεδίων εμπορικής επικοινωνίας και η εισήγηση στην Ε.Ε.Ε.Π. για την έκδοση των σχετικών αποφάσεων.
β. Ο σχεδιασμός και εφαρμογή συστήματος αξιολόγησης των σχεδίων εμπορικής επικοινωνίας.
γ. Η τήρηση βάσης δεδομένων για τα εγκεκριμένα σχέδια εμπορικής επικοινωνίας.
δ. Η παρακολούθηση της υλοποίησης των σχεδίων εμπορικής επικοινωνίας και η καταγραφή ενδείξεων και στοιχείων για το επίπεδο της συμμόρφωσής τους με τους σχετικούς κανόνες.
ε. Η διαβίβαση των υποθέσεων που χρήζουν περαιτέρω έρευνας, συμμόρφωσης και ελέγχου στις συναρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες.

8.2.2.4 Τμήμα Σώματος Ελεγκτών Παιγνίων και Πραγματογνωμόνων

α. Η κατάρτιση της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τη στελέχωση του σώματος ελεγκτών παιγνίων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις, η εισήγηση για την έκδοσή της και η υλοποίηση των σχετικών διαδικασιών.
β. Η κατάρτιση και τήρηση του μητρώου ελεγκτών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό Παιγνίων.
γ. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση όλων των απαραίτητων ενεργειών για την εφαρμογή των κείμενων διατάξεων για τη διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης από την Ε.Ε.Ε.Π., σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
δ. Η συμβολή στο σχεδιασμό και την οργάνωση της υλοποίησης των προγραμμάτων εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των μελών του σώματος ελεγκτών παιγνίων, καθώς και των πραγματογνωμόνων, σε συνεργασία με τις συναρμόδιες υπηρεσίες της Ε.Ε.Ε.Π. και η εισήγηση στη Διεύθυνση Οικονομικών και Διοικητικών Υποθέσεων.
ε. Η καταγραφή και ο έλεγχος της εξειδίκευσης των πραγματογνωμόνων για την εκπόνηση πραγματογνωμοσυνών συγκεκριμένων κατηγοριών.
στ. Η ανάπτυξη και εφαρμογή συστήματος αξιολόγησης της απόδοσης των ελεγκτών και των πραγματογνωμόνων.
ζ. Η εισήγηση για τη διαγραφή μελών από το σώμα ελεγκτών παιγνίων ή για την αναστολή της ιδιότητάς τους.
η. Η τήρηση των απαραίτητων στοιχείων βάσει των οποίων προκύπτει η διαθεσιμότητα των μελών του σώματος ελεγκτών παιγνίων για τη συμμετοχή τους σε ελέγχους.
θ. Η συγκέντρωση των αναγκαίων εγγράφων και δικαιολογητικών που σχετίζονται με τις δαπάνες μετακίνησης των ελεγκτών εκτός έδρας, την τυχόν απασχόλησή τους κατά τις νυχτερινές ώρες, αργίες και εξαιρέσιμες ημέρες, καθώς και η βεβαίωση πραγματοποίησής τους, προς υποβολή στη Διεύθυνση Οικονομικών και Διοικητικών Υποθέσεων για τον έλεγχο και την εκκαθάρισή τους.

8.2.3 Υποδιεύθυνση Ασφάλειας και Διοικητικών Κυρώσεων

8.2.3.1 Τμήμα Ερευνών και Εντοπισμού μη Αδειοδοτημένων Παρόχων

α. Η κατάρτιση μεθοδολογίας εντοπισμού της διοργάνωσης ή και διεξαγωγής τυχερών παιγνίων κατά παράβαση των κείμενων διατάξεων.
β. Η κατάρτιση προγράμματος ελέγχων για τον εντοπισμό της διοργάνωσης ή και διεξαγωγής τυχερών παιγνίων κατά παράβαση των κείμενων διατάξεων.
γ. Η διεξαγωγή ελέγχων και ερευνών σχετικών με τη διοργάνωση ή και διεξαγωγή τυχερών παιγνίων κατά παράβαση των κείμενων διατάξεων, η κατάρτιση του καταλόγου μη αδειοδοτημένων παρόχων και η εισήγηση για την έκδοση των σχετικών αποφάσεων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
δ. Η μέριμνα για τη δημοσιοποίηση του καταλόγου μη αδειοδοτημένων παρόχων.
ε. Ο έλεγχος διακοπής της πρόσβασης στους ιστοτόπους/ονόματα χώρου που έχουν εγγραφεί στον κατάλογο μη αδειοδοτημένων παρόχων από τους παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου (ISPs), σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
στ. Ο έλεγχος τήρησης των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων και ιδρυμάτων πληρωμών έναντι της Ε.Ε.Ε.Π., για την παροχή στοιχείων και πληροφοριών σχετικά με συναλλαγές και πληρωμές που έχουν διενεργηθεί από και προς λογαριασμούς που τηρούν σε αυτά μη αδειοδοτημένοι πάροχοι, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
ζ. Η συγκρότηση κλιμακίων ελέγχου για τη διενέργεια των ελέγχων και επαληθεύσεων της αρμοδιότητάς του, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις, ο συντονισμός τους, η κατάρτιση, παρακολούθηση και βεβαίωση του προγράμματος εργασίας τους, καθώς και η παρακολούθηση και αξιολόγηση της απόδοσής τους.

8.2.3.2 Τμήμα Ασφάλειας και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων

α. Η συνεργασία με τις, κατά περίπτωση, αρμόδιες διωκτικές υπηρεσίες και Αρχές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό για την καταγραφή και παρακολούθηση θεμάτων που άπτονται εγκλημάτων, τα οποία τελούνται κατά τη διοργάνωση ή και διεξαγωγή των παιγνίων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
β. Η καταγραφή και αξιολόγηση των υποθέσεων αμφισβήτησης της ακεραιότητας των στοιχηματικών γεγονότων, τα οποία προσφέρονται από τα πρόσωπα που διοργανώνουν ή και διεξάγουν τυχερά παίγνια στην Ελληνική Επικράτεια, μετά από αναφορά ή παραπομπή αρμόδιων υπηρεσιών, Αρχών και φορέων, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η διατύπωση και υποβολή προτάσεων ή εισηγήσεων κατά περίπτωση, αναφορικά με τα απαιτούμενα μέτρα ή ενέργειες, που θα οδηγήσουν στην κατεύθυνση της συμμόρφωσης.
γ. Ο εντοπισμός, η καταγραφή και αξιολόγηση των ρυθμίσεων, πρακτικών και εργαλείων για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των αθλητικών γεγονότων, την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στην αγορά των παιγνίων, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Η διατύπωση και υποβολή προτάσεων ή εισηγήσεων κατά περίπτωση, αναφορικά με τα απαιτούμενα μέτρα ή ενέργειες, που θα οδηγήσουν στην κατεύθυνση της συμμόρφωσης.
δ. Ο συντονισμός και η υλοποίηση των ενεργειών και πρωτοβουλιών που αναλαμβάνει η Ε.Ε.Ε.Π., σύμφωνα με τον Κανονισμό Παιγνίων και τις κείμενες διατάξεις, με σκοπό την καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στην αγορά των παιγνίων.
ε. Η συλλογή, επεξεργασία, ανάλυση και αξιολόγηση πληροφοριών, στοιχείων, καταγγελιών και αναφορών που εμπίπτουν στο πεδίο της αρμοδιότητάς του.
στ. Ο εντοπισμός ενδείξεων και στοιχείων περί μη συμμόρφωσης των προσώπων που διοργανώνουν ή και διεξάγουν τυχερά παίγνια στην Ελληνική Επικράτεια και η διατύπωση εισηγήσεων για τη διαβίβαση των υποθέσεων που χρήζουν περαιτέρω έρευνας ή ελέγχου στις συναρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες.
ζ. Η συμβολή στο σχεδιασμό των εκπαιδευτικών και επιμορφωτικών δράσεων για τα θέματα της αρμοδιότητάς του.
η. Η συνεργασία με άλλες Αρχές, υπηρεσίες και φορείς, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, για θέματα της αρμοδιότητάς του.

8.2.3.3 Τμήμα Διοικητικών Κυρώσεων

α. Η επεξεργασία των πορισμάτων των ελέγχων που διαβιβάζονται σε αυτό για την επιβολή των προβλεπόμενων από τις κείμενες διατάξεις διοικητικών κυρώσεων.
β. Η εισήγηση στην Ε.Ε.Ε.Π. για την κλήση σε ακρόαση των διοικουμένων, όπου απαιτείται και η μέριμνα για την επίδοσή τους στα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται.
γ. Η υποδοχή των υπομνημάτων των κληθέντων προσώπων και η αξιολόγηση της βασιμότητας των ισχυρισμών τους.
δ. Η συνεκτίμηση της βαρύτητας των παραβάσεων, τυχόν υποτροπής, καθώς και των παραγόντων και μεταβλητών επιμέτρησης των προστίμων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις.
ε. Η σύνταξη εισηγήσεων προς την Ε.Ε.Ε.Π. για την επιβολή των προβλεπόμενων από τον Κανονισμό Παιγνίων διοικητικών κυρώσεων.
στ. Η μέριμνα για τη δημοσιοποίηση των επιβαλλόμενων διοικητικών κυρώσεων, την ανάρτηση τους στον ιστότοπο της Ε.Ε.Ε.Π. και τη σχετική ενημέρωση των συναρμόδιων Αρχών, υπηρεσιών και φορέων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
ζ. Η τήρηση αρχείων και βάσεων δεδομένων των επιβαλλόμενων διοικητικών κυρώσεων ανά πρόσωπο.

Άρθρο 9 - Η Διεύθυνση Τεχνολογικών Υποδομών (ΔΙΤΥ)

9.1 Η Διεύθυνση Τεχνολογικών Υποδομών, έχει την ευθύνη για την αξιοποίηση των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών με σκοπό την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ε.Ε.Ε.Π.. Ειδικότερα, η Διεύθυνση είναι αρμόδια για τον σχεδιασμό, την ανάπτυξη, αναβάθμιση, συντήρηση και ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων, δικτύων, μητρώων και βάσεων δεδομένων, τη συντήρηση και καλή λειτουργία των κτιριακών και ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων, καθώς και για την υλοποίηση των σχετικών με αυτές έργων υποδομής και τη φροντίδα για τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό τους. Επιπλέον, η Διεύθυνση είναι αρμόδια για την τήρηση και μηχανοργάνωση, κατά τις κείμενες διατάξεις, του αρχείου προσωπικών δεδομένων της Ε.Ε.Ε.Π., τη μηχανοργάνωση αυτού και τη διασφάλιση του απορρήτου. Η Διεύθυνση υποβάλλει προτάσεις για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του τομέα ευθύνης της και την εισαγωγή ή τροποποίηση νομοθετικών διατάξεων ή ρυθμίσεων του Κανονισμού Παιγνίων, για θέματα που αφορούν στις αρμοδιότητές της. Τέλος η Διεύθυνση συνεργάζεται με άλλες Αρχές, υπηρεσίες και φορείς σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, για θέματα της αρμοδιότητάς της.

9.2 Η Διεύθυνση Τεχνολογικών Υποδομών διαρθρώνεται σε τέσσερα (4) Τμήματα. Στις αρμοδιότητες της Διεύθυνσης, κατά Τμήμα, περιλαμβάνονται:

9.2.1 Τμήμα Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Συστημάτων

α. Η αποτύπωση και καταγραφή των λειτουργικών
αναγκών και απαιτήσεων του Πληροφορικού Συστήματος Εποπτείας και Ελέγχου (Π.Σ.Ε.Ε.), καθώς και των απαραίτητων, για τη λειτουργία και την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Αρχής, εφαρμογών και μηχανογραφικών συστημάτων.
β. Ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη του Π.Σ.Ε.Ε., καθώς και των απαραίτητων, για τη λειτουργία και την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Αρχής, εφαρμογών και μηχανογραφικών συστημάτων.
γ. Ο σχεδιασμός, η ανάπτυξη και αναμόρφωση του διαδικτυακού τόπου της Αρχής.
δ. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της μετάπτωσης των δεδομένων στα συστήματα πληροφορικής που αναπτύσσει ή με τα οποία διασυνδέεται η Ε.Ε.Ε.Π.
ε. Η μέριμνα για την ένταξη των συστημάτων σε παραγωγική λειτουργία, καθώς και για την έκδοση των απαραίτητων τεχνικών οδηγιών.
στ. Ο επανασχεδιασμός των εφαρμογών για τη βελτίωση της λειτουργίας τους, όπου κρίνεται απαραίτητο.
ζ. Η τήρηση προτύπων διασφάλισης ποιότητας και διαχείρισης κινδύνων κατά τις διαδικασίες υλοποίησης των έργων που αναλαμβάνει.
η. Η μελέτη των διεθνών τεχνολογικών εξελίξεων και η διαρκής μέριμνα για τη βελτίωση του σχεδιασμού και της λειτουργίας των πληροφορικών συστημάτων.

9.2.2 Τμήμα Λειτουργίας και Υποστήριξης Συστημάτων

α. Η εξασφάλιση της ομαλής και εύρυθμης λειτουργίας του Π.Σ.Ε.Ε. και των συστημάτων (υπολογιστών, δικτύων και εφαρμογών), σύμφωνα με τις απαιτήσεις των χρηστών και τις αντίστοιχες συμφωνίες παροχής του πληροφοριακού υλικού από συστήματα τρίτων.
β. Η λειτουργία και διαχείριση του διαδικτυακού τόπου της Ε.Ε.Ε.Π.
γ. Η σύνταξη, σε συνεργασία με το Τμήμα Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Συστημάτων, των τεχνικών εγχειριδίων χρήσης και λειτουργίας των συστημάτων και η τήρηση τεχνικής βιβλιοθήκης εγχειριδίων εξοπλισμού και λοιπών τεχνικών βιβλίων.
δ. Η τήρηση ιστορικού αρχείου με τις αναφορές για τις εμφανιζόμενες βλάβες των συστημάτων και η παρακολούθηση της προόδου επίλυσής τους.
ε. Ο ποιοτικός έλεγχος των συστημάτων που αναπτύσσονται.
στ. Η ασφαλής τήρηση των επιχειρησιακών δεδομένων και αρχείων της Ε.Ε.Ε.Π., σε ηλεκτρονική μορφή και η παραγωγή των αντιγράφων ασφαλείας τους.
ζ. Ο έλεγχος και η επαλήθευση των εισερχόμενων και εξερχόμενων πληροφοριών σε μηχανογραφική ή μη μορφή.
η. Η μέτρηση της απόδοσης (performance) των συστημάτων και εφαρμογών και η υποβολή προς το Τμήμα Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Συστημάτων, τυχόν προτάσεων βελτίωσης.
θ. Η ενημέρωση των εφαρμογών και των μηχανογραφικών συστημάτων με νέες εκδόσεις λογισμικού.
ι. Η συντήρηση των βάσεων δεδομένων και όλης εν γένει της μηχανογραφικής και δικτυακής υποδομής της Ε.Ε.Ε.Π.
ια. Η συμβολή στον καθορισμό της αρχιτεκτονικής και στον υπολογισμό της δυναμικότητας των μηχανογραφικών συστημάτων, καθώς και η σύνταξη των τεχνικών προδιαγραφών του προς προμήθεια εξοπλισμού πληροφορικής και δικτύου, σύμφωνα με τις απαιτήσεις ανάπτυξης των συστημάτων.
ιβ. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της πολιτικής συντήρησης και η μέριμνα για τις διαδικασίες ανάκτησης από τυχόν καταστροφές (disaster recovery).
ιγ. Ο έλεγχος λειτουργίας και η συντήρηση του εσωτερικού δικτύου, η επιτήρηση λειτουργίας των διασυνδεδεμένων εξωτερικών συστημάτων και η μέριμνα για την απρόσκοπτη λειτουργία των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, του κλιματισμού και των συστημάτων αδιάλειπτης λειτουργίας του εξοπλισμού πληροφορικής.
ιδ. Η ευθύνη συντήρησης και καλής λειτουργίας των κτιριακών και ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων των γραφείων της Ε.Ε.Ε.Π., η εισήγηση για τα σχετικά θέματα και η επίβλεψη της εκτέλεσης των σχετικών συμβάσεων.
ιε. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση κάθε εργασίας που αφορά στην αναδιαρρύθμιση, βελτίωση ή/και ευπρεπισμό των χώρων των γραφείων της Ε.Ε.Ε.Π.
ιστ. Ο εντοπισμός εγκαταστάσεων που καλύπτουν τις ανάγκες στέγασης ή και λειτουργίας της Αρχής και των παραρτημάτων της, η εισήγηση για την αγορά ή μίσθωσή τους, καθώς και η μέριμνα για την προμήθεια, εγκατάσταση και καλή λειτουργία του απαραίτητου εξοπλισμού και της υλικοτεχνικής υποδομής.
ιζ. Η μέριμνα για την αντιμετώπιση των θεμάτων ασφαλούς λειτουργίας και πυρασφάλειας των χώρων και εγκαταστάσεων της Ε.Ε.Ε.Π.

9.2.3 Τμήμα Ασφάλειας Πληροφορικών Συστημάτων και Προστασίας Δεδομένων

α. Η μέριμνα για την ασφάλεια του δικτύου, των πληροφορικών υποδομών, συστημάτων και εφαρμογών της Ε.Ε.Ε.Π., με την καθιέρωση και εφαρμογή αρχών, διαδικασιών, τεχνικών και μέτρων προστασίας των στοιχείων και των συστημάτων από κάθε τυχαία ή σκόπιμη απειλή.
β. Η εφαρμογή προτύπων ασφάλειας και ποιοτικού ελέγχου των Πληροφορικών Συστημάτων της Αρχής.
γ. Η παρακολούθηση της εφαρμογής των αναγκαίων μέτρων προστασίας, η αξιολόγηση αποτελεσματικότητάς τους και η εισήγηση για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων και διορθωτικών ενεργειών.
δ. Η μέριμνα για τον εντοπισμό και την αξιολόγηση των κινδύνων ασφαλείας σε υφιστάμενα ή νέα συστήματα και υποδομές.
ε. Η υποστήριξη και καθοδήγηση των Υπηρεσιακών Μονάδων της Ε.Ε.Ε.Π. για την ορθή εφαρμογή της πολιτικής ασφαλείας.
στ. Η παρακολούθηση των συστημάτων της Ε.Ε.Ε.Π. και η επαλήθευση του τρόπου λειτουργίας τους προ-κειμένου να εξασφαλίζεται η συμβατότητά τους με την πολιτική ασφαλείας και τα σχετιζόμενα πρότυπα.
ζ. Ο καθορισμός και ο έλεγχος της τήρησης των κανόνων και διαδικασιών προστασίας, αποθήκευσης και αντιγράφων ασφαλείας όλων των δεδομένων που δια-χειρίζεται η Ε.Ε.Ε.Π.
η. Η παρακολούθηση, η καταγραφή και η διερεύνηση περιστατικών παραβίασης της ασφάλειας.
θ. Η ανάπτυξη σχεδίου συνέχισης της λειτουργίας των πληροφορικών συστημάτων της Ε.Ε.Ε.Π. και επαναφοράς αυτών σε περίπτωση καταστροφής τους, καθώς και η προληπτική εφαρμογή σχεδίου επαλήθευσης της ορθότητας και καλής λειτουργίας αυτών.
ι. Η μέριμνα για τη διασφάλιση του απορρήτου της επικοινωνίας με τους συναλλασσόμενους, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του απορρήτου και της εμπιστευτικότητας που επιβάλλει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
ια. Η μέριμνα για την προαγωγή της ευαισθητοποίησης και την ενημέρωση των χρηστών σε θέματα ασφάλειας διαχείρισης δεδομένων.

9.2.4 Τμήμα Ανάλυσης, Εξαγωγής Δεδομένων και Επιχειρηματικής Ευφυΐας
α. Η ανάπτυξη υποδομών υποδοχής, ενοποίησης, μετασχηματισμού και κατηγοριοποίησης των επιχειρησιακών δεδομένων της Αρχής.
β. Η ανάλυση και μοντελοποίηση των δεδομένων της Αρχής.
γ. Η ανάπτυξη και η υποστήριξη δημιουργίας και διαχείρισης κεντρικού αποθετηρίου των επιχειρησιακών δεδομένων της Αρχής χρησιμοποιώντας σύγχρονες τεχνικές (π.χ. data warehousing, big data).
δ. Η ανάπτυξη και υλοποίηση τεχνικών συνεχούς βελτιστοποίησης της υποδομής αποθήκευσης των επιχειρησιακών δεδομένων της Αρχής.
ε. Η ανάπτυξη συστημάτων διαχείρισης δεδομένων μεγάλης κλίμακας
στ. Η ανάπτυξη και υλοποίηση τεχνικών εξαγωγής δεδομένων.
ζ. Ο σχεδιασμός και η δημιουργία αναφορών για την βέλτιστη αναπαράσταση και οπτικοποίηση των δεδομένων.
η. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση εξειδικευμένων αναφορών με χρήση μοντέλων στατιστικής επεξεργασίας δεδομένων.
θ. Η ανίχνευση και διόρθωση σφαλμάτων και αντιφάσεων των δεδομένων.
ι. Ο σχεδιασμός λύσεων επιχειρηματικής ευφυΐας με σκοπό τη σύνθεση (fusion) των λειτουργικών δεδομένων της Αρχής και των εξωτερικών δεδομένων με τελικό στόχο την παραγωγή στατιστικών αναφορών και προτύπων για την υποστήριξη λήψης διοικητικών αποφάσεων.
ια. Η συνεχής αναθεώρηση των παραπάνω διαδικασιών σε συνεργασία με τις αρμόδιες Υπηρεσιακές Μονάδες της Αρχής.

Άρθρο 10 - Η Διεύθυνση Οικονομικών και Διοικητικών Υποθέσεων (ΔΙΟΔΥ)

10.1 Η Διεύθυνση Οικονομικών και Διοικητικών Υποθέσεων, έχει την ευθύνη για τον σχεδιασμό, την εφαρμογή και την υποστήριξη των οικονομικών, διαχειριστικών και διοικητικών διαδικασιών που απαιτούνται για τη λειτουργία της Ε.Ε.Ε.Π. Παρακολουθεί την πορεία των εσόδων και των εξόδων στο πλαίσιο του εγκεκριμένου προϋπολογισμού, την περιουσιακή κατάσταση, συντάσσει τον ισολογισμό και τις οικονομικές καταστάσεις και πραγματοποιεί τη λογιστική και ταμειακή διαχείριση. Έχει την ευθύνη για την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων και τα θέματα στελέχωσης, εκπαίδευσης, υπηρεσιακής κατάστασης και αξιολόγησης του προσωπικού, όπως και για τη διοικητική υποστήριξη των Υπηρεσιακών Μονάδων. Επιπλέον, σχεδιάζει και εκτελεί τις αναγκαίες γενικές προμήθειες. Η Διεύθυνση υποβάλλει προτάσεις για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του τομέα ευθύνης της και την εισαγωγή ή τροποποίηση νομοθετικών διατάξεων ή ρυθμίσεων του Κανονισμού Παιγνίων, για θέματα που αφορούν στις αρμοδιότητές της. Τέλος η Διεύθυνση συνεργάζεται με τις αρμόδιες Διευθύνσεις άλλων Αρχών, υπηρεσίες και φορείς, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, για θέματα της αρμοδιότητάς της.

10.2 Η Διεύθυνση Οικονομικών και Διοικητικών Υποθέσεων, διαρθρώνεται σε πέντε (5) Τμήματα. Στις αρμοδιότητες της Διεύθυνσης, κατά Τμήμα, περιλαμβάνονται:

10.2.1 Τμήμα Οικονομικού Σχεδιασμού και Λογιστηρίου

α. Η κατάρτιση του ετήσιου προϋπολογισμού εσόδων και δαπανών.
β. Η οργάνωση, λειτουργία και παρακολούθηση του λογιστηρίου και η τήρηση των προβλεπόμενων από την κείμενη νομοθεσία Βιβλίων και Στοιχείων.
γ. Η λογιστικοποίηση των βεβαιωμένων εσόδων και των εγκεκριμένων εξόδων, στο πλαίσιο του εγκεκριμένου προϋπολογισμού, καθώς και η χορήγηση βεβαιώσεων ύπαρξης των αναγκαίων πιστώσεων πριν την ανάληψη δεσμεύσεων για την εκτέλεση δαπανών.
δ. Η κατάρτιση των πινάκων μισθοδοσίας και η εκκαθάριση της μισθοδοσίας του προσωπικού και των κάθε είδους αποζημιώσεων.
ε. Η εκκαθάριση των μετακινήσεων εκτός έδρας.
στ. Η διαμόρφωση και σύνταξη των στοιχείων του ισολογισμού και των προβλεπόμενων οικονομικών καταστάσεων.
ζ. Η έκδοση όλων των απαιτούμενων στοιχείων (ΧΕΠ, Πράξεις Ανάληψης Υποχρεώσεων, κ.λπ.), με βάση τα οποία το Τμήμα Εκτέλεσης Προϋπολογισμού και Ταμείου διενεργεί τις αναγκαίες εισπράξεις και πληρωμές.
η. Η μέριμνα για την από κοινού εισήγηση με το Τμήμα Εκτέλεσης Προϋπολογισμού και Ταμείου, σε περίπτωση ανάγκης τροποποίησης ή αναμόρφωσης του προϋπολογισμού, ως προς το σκέλος των δαπανών.
θ. Η μέριμνα για τον έγκαιρο προσδιορισμό οφειλών της Ε.Ε.Ε.Π. προς άλλους φορείς, καθώς και ο έγκαιρος προσδιορισμός των προς είσπραξη ποσών από τους οφειλέτες.
ι. Η εκτέλεση των κάθε φύσης εργασιών οικονομικού αντικειμένου, σύμφωνα με τους αντίστοιχους κανονισμούς.

10.2.2 Τμήμα Εκτέλεσης Προϋπολογισμού και Ταμείου

α. Η παρακολούθηση της εκτέλεσης και υλοποίησης
του ετήσιου προϋπολογισμού εσόδων και δαπανών.
β. Η οργάνωση, λειτουργία και παρακολούθηση του Ταμείου.
γ. Η καταβολή της μισθοδοσίας του προσωπικού και όλων των οικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν, καθώς και των κάθε είδους αποζημιώσεων.
δ. Ο ταμειακός προγραμματισμός για την εκτέλεση των πάσης φύσεως οικονομικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων.
ε. Ο έλεγχος και η παρακολούθηση της είσπραξης ή μη των πάσης φύσης εσόδων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις.
στ. Η μέριμνα για την έγκαιρη πληρωμή των οφειλών της Ε.Ε.Ε.Π. προς άλλους φορείς, καθώς και η έγκαιρη είσπραξη των ποσών από τους οφειλέτες.
ζ. Η σύνταξη εγγράφων που αφορούν σε αποστολή κάθε είδους οικονομικών στοιχείων της Ε.Ε.Ε.Π. προς άλλους φορείς.
η. Η διενέργεια κάθε είδους εισπράξεων και κάθε είδους πληρωμών με βάση τα αντίστοιχα παραστατικά και έλεγχο των δικαιολογητικών τους, ενημερώνοντας με τις αντίστοιχες ταμειακές εγγραφές το λογιστικό πρόγραμμα.
θ. Η έκδοση και μέριμνα για την κοινοποίηση ειδικών προσκλήσεων προς τους οφειλέτες.
ι. Η μέριμνα για την από κοινού εισήγηση με το Τμήμα Οικονομικού Σχεδιασμού και Λογιστηρίου, σε περίπτωση ανάγκης τροποποίησης ή αναμόρφωσης του προϋπολογισμού, ως προς το σκέλος των εσόδων.

10.2.3 Τμήμα Διοικητικών Υποθέσεων

α. Η εφαρμογή των κανόνων που διέπουν το προσωπικό.
β. Η τήρηση των μητρώων του προσωπικού, η συγκέντρωση και καταγραφή των ατομικών και υπηρεσιακών μεταβολών, καθώς και των πληροφοριών που είναι απαραίτητες για τον προσδιορισμό των τακτικών και έκτακτων αποδοχών του προσωπικού.
γ. Η διεξαγωγή των διαδικασιών που σχετίζονται με θέματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού (προσλήψεις, αποσπάσεις, μετατάξεις, μεταφορές, άδειες κ.λπ.), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη σχετική νομοθεσία.
δ. Η μέριμνα για την κατάρτιση, αξιολόγηση και αναθεώρηση των περιγραμμάτων καθηκόντων και προσόντων των θέσεων εργασίας.
ε. Η εκτίμηση των αναγκών των Υπηρεσιακών Μονάδων σε προσωπικό, όλων των κλάδων και ειδικοτήτων, καθώς και η μέριμνα για την έγκαιρη αντιμετώπισή τους.
στ. Η έκδοση των αποφάσεων μετακίνησης εκτός έδρας του προσωπικού, των Μελών της Ε.Ε.Ε.Π. και συνεργατών της στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
ζ. Η τήρηση διαδικασιών παρακολούθησης της εξέλιξης και των επιδόσεων αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας του προσωπικού της Ε.Ε.Ε.Π.
η. Η παρακολούθηση της ορθής εφαρμογής του συστήματος αξιολόγησης προσωπικού και η μέριμνα για τη βελτίωση ή αναθεώρησή του.
θ. Η μέριμνα για τη βελτίωση των δεξιοτήτων του προσωπικού.
ι. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση εκπαιδευτικών δράσεων διαρκούς επιμόρφωσης του προσωπικού της Ε.Ε.Ε.Π., σύμφωνα με τις εκπαιδευτικές ανάγκες, όπως διαμορφώνονται και καταγράφονται από τις Υπηρεσιακές Μονάδες της Ε.Ε.Ε.Π. και σε συνεργασία με αυτές.
ια. Κάθε άλλο θέμα που αφορά στην υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού.
ιβ. Η μέριμνα για την πραγματοποίηση των πάσης φύσεως εξωτερικών εργασιών για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών.
ιγ. Η παρακολούθηση και η τήρηση κανόνων δημοσιότητας και διαφάνειας, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο και εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Τμήματος. ιδ. Η μέριμνα κίνησης των οχημάτων. ιε. Η μέριμνα της εφαρμογής της νομοθεσίας περί υγείας και ασφάλειας εργαζομένων και η εποπτεία της υγιεινής των χώρων εργασίας.
ιστ. Η εποπτεία των συνεργείων καθαριότητας και η ευθύνη της τήρησης των όρων των σχετικών συμβάσεων.
ιζ. Η διεξαγωγή πειθαρχικής διαδικασίας, κατόπιν σχετικής εντολής του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π.

10.2.4 Τμήμα Προμηθειών και Διαχείρισης Υλικού

α. Η συγκέντρωση όλων των αιτημάτων που αναφέρονται σε προμήθειες αγαθών και υπηρεσιών για την κατάρτιση του ετήσιου Προγράμματος Προμήθειας Αγαθών και Υπηρεσιών της Ε.Ε.Ε.Π. και η διεξαγωγή των προβλεπόμενων ενεργειών και διαδικασιών για την ικανοποίησή τους.
β. Η εκτέλεση των διαδικασιών προμηθειών.
γ. Η ποσοτική και ποιοτική παραλαβή των αναλώσιμων υλικών και η διακίνηση τους στους αποδέκτες τους.
δ. Ο έλεγχος και η τήρηση των αποθεμάτων ασφαλείας.
ε. Η τήρηση των διαδικασιών αποθήκευσης όλων των αναλωσίμων και των παγίων αγαθών.
στ. Η τήρηση αρχείων αποθήκης και η διενέργεια απογραφών.
ζ. Η διαχείριση του εξοπλισμού, καθώς και των μέσων εργασίας του προσωπικού.
η. Η τήρηση αρχείων χρέωσης πάγιου εξοπλισμού στο προσωπικό, στα Μέλη και στους συνεργάτες της Ε.Ε.Ε.Π.
θ. Η τήρηση του αρχείου προμηθευτών αγαθών και υπηρεσιών.

10.2.5 Τμήμα Κεντρικού Πρωτοκόλλου και Διεκπεραίωσης

α. Η τήρηση του κεντρικού πρωτοκόλλου εισερχομένων και εξερχομένων εγγράφων της Ε.Ε.Ε.Π.
β. Η τήρηση του αρχείου των σχεδίων των εξερχομένων εγγράφων.
γ. Η επικύρωση των ακριβών αντιγράφων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
δ. Η εσωτερική διακίνηση των εγγράφων και η διεκπεραίωση της αλληλογραφίας.
ε. Η διεκπεραίωση της εξερχόμενης αλληλογραφίας των Υπηρεσιακών μονάδων της Ε.Ε.Ε.Π. προς τους αποδέκτες.

Άρθρο 11 - Η Γραμματεία της Ε.Ε.Ε.Π.

11.1 Η Γραμματεία της Ε.Ε.Ε.Π. έχει την ευθύνη για την ορθή και ακριβή αποτύπωση των αποφάσεων της Ε.Ε.Ε.Π., καθώς και τη διατήρηση των αρχείων που αποδεικνύουν την τήρηση των διατάξεων του Κανονισμού Εσωτερικής Λειτουργίας της. Στις αρμοδιότητες της Γραμματείας περιλαμβάνονται:

α. Η προετοιμασία των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων, σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες Υπηρεσιακές Μονάδες.
β. Η σύνταξη και η κοινοποίηση της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων στα Μέλη της Ε.Ε.Ε.Π.
γ. Η πρόσκληση των Μελών για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις.
δ. Η τήρηση των πρακτικών κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων.
ε. Η επιμέλεια και έκδοση των πρακτικών, καθώς και η μέριμνα για την υπογραφή τους.
στ. Η έκδοση των επίσημων αντιγράφων των πρακτικών ή/και των αποσπασμάτων αυτών.
ζ. Η διαβίβαση των αποφάσεων της Ε.Ε.Ε.Π. στις εμπλεκόμενες Υπηρεσιακές Μονάδες.
η. Η τήρηση των Βιβλίων Αποφάσεων και Γνωμοδοτήσεων της Ε.Ε.Ε.Π.
θ. Η τήρηση του Βιβλίου καταχώρησης των προσκλήσεων των συνεδριάσεων.
ι. Η τήρηση αρχείου των εισηγήσεων, καθώς και των πρακτικών και αποφάσεων της Ε.Ε.Ε.Π.
ια. Η διοικητική υποστήριξη των Μελών της Ε.Ε.Ε.Π.

Άρθρο 12 - Το Γραφείο Προέδρου (ΓΠ).

12.1 Το Γραφείο Προέδρου υποστηρίζει τον Πρόεδρο της Ε.Ε.Ε.Π. στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του και έχει την ευθύνη για το στρατηγικό σχεδιασμό και τη δημόσια επικοινωνία της Ε.Ε.Ε.Π. Στις αρμοδιότητες του Γραφείου περιλαμβάνονται:

α. Η κατάρτιση και αναθεώρηση του στρατηγικού σχεδιασμού της Ε.Ε.Ε.Π., ο καθορισμός των στρατηγικών της στόχων και η εξειδίκευση αυτών σε επιχειρησιακούς στόχους.
β. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της πολιτικής δημόσιας επικοινωνίας της Ε.Ε.Ε.Π. και η μέριμνα για τη δημόσια εικόνα της.
γ. Ο σχεδιασμός και συντονισμός της ανάπτυξης, καθώς και η διαχείριση του περιεχομένου του ιστοτόπου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης της Αρχής, σε συνεργασία με τις κατά περίπτωση αρμόδιες Υπηρεσιακές Μονάδες.
δ. Ο συντονισμός, ο σχεδιασμός, η παρακολούθηση και αξιολόγηση της συνεργασίας της Ε.Ε.Ε.Π. με τις ομόλογες ρυθμιστικές Αρχές του εξωτερικού καθώς και με άλλες Αρχές, υπηρεσίες, φορείς, δίκτυα ή ενώσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
ε. Ο συντονισμός της συμμετοχής και εκπροσώπησης της Ε.Ε.Ε.Π. σε συνέδρια, ημερίδες, εκθέσεις και εν γένει εκδηλώσεις που σχετίζονται με τις αρμοδιότητές της, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
στ. Η γραμματειακή και διοικητική υποστήριξη του Προέδρου.
ζ. Η μέριμνα για την καθημερινή αποδελτίωση του Τύπου, σχετικά με θέματα που αφορούν στην Ε.Ε.Ε.Π.
η. Η σύνταξη και αποστολή Δελτίων Τύπου.
θ. Η σύνταξη και αποστολή των θέσεων της Αρχής επί ερωτημάτων που διαβιβάζονται σε αυτήν και αφορούν στην άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου.
ι. Η μέριμνα για την ορθή χρήση του σήματος και των συμβόλων της Ε.Ε.Ε.Π.
ια. Η διεκπεραίωση ειδικών υπηρεσιακών θεμάτων που ανατίθενται με εντολή του Προέδρου.
ιβ. Η τήρηση του πρωτοκόλλου εισερχομένων και εξερχομένων εγγράφων της Ε.Ε.Ε.Π., διαβαθμισμένου χαρακτήρα. ιγ. Η τήρηση της εθιμοτυπίας.

Άρθρο 13 - Οργανικές θέσεις - Κατηγορίες και κλάδοι προσωπικού - Πλήρωση θέσεων.

13.1 Οι οργανικές θέσεις της Ε.Ε.Ε.Π. είναι συνολικά ογδόντα (80), διακρίνονται σε θέσεις επιστημονικού και διοικητικού προσωπικού, και καταλαμβάνονται από προσωπικό, μόνιμο ή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.

13.2 Οι οργανικές θέσεις επιστημονικού προσωπικού, είναι κατηγορίας Πανεπιστημιακής (ΠΕ) ή/και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), ορίζονται σε πενήντα τρεις (53) και, ανά κατηγορία και κλάδο, κατανέμονται ως εξής:

13.2.1 Κλάδος ΠΕ ή/και ΤΕ Διοικητικού ή/και Οικονομικού ή/και Διοικητικού-Λογιστικού: θέσεις είκοσι τέσσερεις (24).
13.2.2 Κλάδος ΠΕ ή/και ΤΕ Μηχανικών: θέσεις δέκα πέντε (15).
13.2.3 Κλάδος ΠΕ ή/και ΤΕ Πληροφορικής: θέσεις δέκα τέσσερις (14).

13.3 Οι οργανικές θέσεις δικηγόρων με έμμισθη εντολή και δημοσιογράφων ορίζονται σε επτά (7) και κατανέμονται ως εξής:
13.3.1 Νομικός Σύμβουλος: θέση μία (1). 13.3. 2 Δικηγόροι: θέσεις πέντε (5). 13.3.3 Δημοσιογράφοι: θέση μία (1).

13.4 Οι οργανικές θέσεις διοικητικού προσωπικού ορίζονται σε είκοσι (20) και, ανά κατηγορία και κλάδο, κατανέμονται ως εξής:
13.4.1 Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), θέσεις δέκα έξι (16), ως εξής:

α. Κλάδος ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων: θέσεις έντεκα (11).
β. Κλάδος ΔΕ Πληροφορικής: θέση μία (1).
γ. Κλάδος ΔΕ Οδηγών: θέσεις δύο (2).
δ. Κλάδος ΔΕ Τεχνικών: θέση δύο (2).

13.4.2 Κατηγορία Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ), θέσεις τέσσερις (4), ως εξής:

α. Κλάδος Επιμελητών: θέσεις δύο (2).
β. Κλάδος Γενικών Καθηκόντων: θέσεις δύο (2).

13.5. Οι παραπάνω κλάδοι αφορούν σε όλες τις ειδικότητες που ανήκουν σε αυτούς.

13.6 Η πλήρωση των θέσεων αυτών γίνεται με πρόσληψη προσωπικού, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3051/2002, όπως κάθε φορά ισχύει, καθώς και με μετάταξη ή μεταφορά μόνιμου προσωπικού και προσωπικού με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου που υπηρετεί στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ, τους ΟΤΑ α' και β' βαθμού, τις Δ.Ε.Κ.Ο. ή τα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σύμφωνα με τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας.

13.7 Ως προς τα προσόντα διορισμού για την πλήρωση των οργανικών θέσεων κατά κατηγορία και κλάδο και τους τρόπους απόδειξής τους, εφαρμόζεται το Π.Δ. 50/2001, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας.

13.8 Για την υποστήριξη του έργου της Ε.Ε.Ε.Π. μπορεί να αποσπώνται σε αυτήν υπάλληλοι από υπηρεσίες και φορείς του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, κατά τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.

13.9 Κάθε εργαζόμενος στην Ε.Ε.Ε.Π. κατέχει μία θέση εργασίας, ο τίτλος της οποίας αντιστοιχεί, κατά το δυνατό, στο πραγματικό της περιεχόμενο. Η ανάθεση παράλληλων καθηκόντων μπορεί να πραγματοποιείται με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π.

13.10 Η τοποθέτηση και η μετακίνηση του προσωπικού στις επιμέρους Υπηρεσιακές Μονάδες γίνεται με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π.

13.11 Όλες οι θέσεις του προσωπικού της Ε.Ε.Ε.Π. ανήκουν σε μία και την αυτή διοικητική αρχή.

Άρθρο 14 - Θέσεις ευθύνης και προϋποθέσεις κάλυψης.

14.1 Στην Ε.Ε.Ε.Π. συνιστώνται οι παρακάτω θέσεις ευθύνης:
14.1.1. Νομικός Σύμβουλος: μία (1) θέση.
14.1.2. Προϊστάμενοι επιπέδου Διεύθυνσης: πέντε (5) θέσεις
14.1.3 Προϊστάμενοι επιπέδου Υποδιεύθυνσης: τρεις (3) θέσεις.
14.1.3. Προϊστάμενοι επιπέδου Τμήματος: είκοσι τέσσερις (24) θέσεις.

14.2 Για την κάλυψη των θέσεων των Προϊσταμένων επιπέδου Διεύθυνσης και Υποδιεύθυνσης, απαιτούνται:
14.2.1 Τίτλος σπουδών ελληνικού Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. (κατηγορία προσωπικού ΠΕ ή ΤΕ, αντίστοιχα) ή αναγνωρισμένος ισότιμος τίτλος της αλλοδαπής και να:
α) έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου Διεύθυνσης επί ένα (1) έτος τουλάχιστον ή
β) είναι κάτοχοι αναγνωρισμένου συναφούς διδακτορικού διπλώματος ή απόφοιτοι της Ε.Σ.Δ.Δ.Α. ή κάτοχοι αναγνωρισμένου μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, κατέχουν το βαθμό Α' με πλεονάζοντα χρόνο τουλάχιστον έξι (6) έτη στο βαθμό αυτό ή,
γ) κατέχουν το βαθμό Α' και έχουν ασκήσει συνολικά τουλάχιστον για τρία (3) έτη καθήκοντα προϊσταμένου Τμήματος ή
δ) κατέχουν το βαθμό Α' με πλεονάζοντα χρόνο τουλάχιστον δέκα (10) έτη στο βαθμό αυτό. (άρθρο 87 παρ. 2 του Ν. 3584/2007, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 4 του άρθρου 29 του Ν. 4369/2016).

14.3 Για την κάλυψη των θέσεων των Προϊσταμένων επιπέδου Τμήματος, απαιτούνται:
14.3.1 Τίτλος σπουδών ελληνικού Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. ή αναγνωρισμένος ισότιμος τίτλος της αλλοδαπής ή τίτλος σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (κατηγορία προσωπικού ΠΕ ή ΤΕ ή ΔΕ, αντίστοιχα) και να: α) κατέχουν το βαθμό Α ή
β) έχουν ασκήσει για τουλάχιστον ένα (1) έτος καθήκοντα προϊσταμένου Τμήματος. (άρθρο 87 παρ. 3 του Ν. 3584/2007, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 4 του άρθρου 29 του Ν. 4369/2016).

14.4 Επιπλέον προσόντα που συνεκτιμώνται για την κάλυψη των θέσεων ευθύνης, των παραγράφων 14.2 και 14.3:

α. Τίτλος σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή Μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών ή διδακτορικό δίπλωμα ή αναγνωρισμένος ισότιμος τίτλος της αλλοδαπής σε θέματα σχετικά με το αντικείμενο της θέσης, καθώς και σχετικές δημοσιεύσεις, εκδόσεις ή επιστημονικές ανακοινώσεις,
β. Επαγγελματική εμπειρία σε αντικείμενο ίδιο ή συναφές με το περιεχόμενο της θέσης, που μπορεί να περιλαμβάνει: προϋπηρεσία σε θέση ευθύνης διοίκησης με αποφασιστική αρμοδιότητα και εκτελεστικά καθήκοντα, συμμετοχή σε επιτροπές, ομάδες εργασίας, συλλογικά όργανα λήψης αποφάσεων, ερευνητικό, μελετητικό ή εκπαιδευτικό έργο.
γ. Η παρακολούθηση επιμορφωτικών προγραμμάτων, η παρακολούθηση συνεδρίων σχετικών με τα παίγνια, η γνώση της αγοράς των παιγνίων, η γνώση εφαρμογών πληροφορικής, η γνώση ξένων γλωσσών.
δ. Διοικητικές ικανότητες, η ικανότητα ανάληψης πρωτοβουλιών, η ικανότητα για συνεργασία και συλλογική εργασία, η επαγγελματική ευσυνειδησία, η αποτελεσματικότητα και η συμπεριφορά του υπαλλήλου.

14.5 Η θέση του Νομικού Συμβούλου καταλαμβάνεται από δικηγόρο στον Άρειο Πάγο, με συνολική ενεργή δικηγορική προϋπηρεσία τουλάχιστον δέκα πέντε (15) ετών, με εμπειρία στο ελληνικό διοικητικό δίκαιο και στο ευρωπαϊκό δίκαιο, καθώς και με άριστη γνώση της αγγλικής και τουλάχιστον πολύ καλή γνώση μίας ακόμα επίσημης γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την επιλογή συνεκτιμώνται τα επιπλέον προσόντα που ορίζονται ανωτέρω στην υποπαράγραφο 14.4 της παραγράφου αυτής.

14.6 Τα παραπάνω απαιτούμενα προσόντα αποδεικνύονται κατά τα προβλεπόμενα στο Π.Δ. 50/2001, όπως ισχύει.

Άρθρο 15 - Διαδικασία επιλογής σε θέση ευθύνης.

15.1 Η επιλογή των Προϊσταμένων γίνεται, από το προσωπικό, είτε μόνιμο ή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που υπηρετεί στην Ε.Ε.Ε.Π. είτε κατέχοντας οργανική θέση είτε με απόσπαση. Με ανακοίνωσή της, η Ε.Ε.Ε.Π. καλεί τους ενδιαφερομένους να υποβάλλουν αίτηση για επιλογή, μέσα σε προθεσμία που ειδικώς ορίζεται στη ανακοίνωση και που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα (10) εργάσιμες ημέρες. Στην ανακοίνωση προσδιορίζονται τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων, καθώς και τα δικαιολογητικά που πρέπει να συνυποβληθούν.

15.2 Οι υποψήφιοι επιλέγονται και αναλαμβάνουν καθήκοντα με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π. για τριετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεώνεται. Η επιλογή γίνεται μετά από τη γνώμη τριμελούς επιτροπής, η οποία αξιολογεί τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων. Η τριμελής επιτροπή ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π. και η σύνθεση της μπορεί να περιλαμβάνει Μέλη της ή/και υπηρεσιακά στελέχη που υπηρετούν στην Ε.Ε.Ε.Π.

15.3 Οι Προϊστάμενοι, των οποίων η θητεία λήγει, εξακολουθούν να διατηρούν τη θέση τους και να ασκούν τα καθήκοντα τους έως την ολοκλήρωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, της διαδικασίας νέας επιλογής και ορισμού, η οποία σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να ξεπερνά τους έξι (6) μήνες.

15.4 Η επιλογή του Νομικού Συμβούλου γίνεται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.

15.5 Με πράξη του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π., μετά από γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου και προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου, δύναται να διακόπτεται, πριν τη λήξη της, η θητεία των Προϊσταμένων και να απαλλάσσονται αυτοί των καθηκόντων τους για λόγους που ανάγονται σε αδυναμία ή πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους, για πλημμελή άσκηση ή αδυναμία άσκησης ελέγχου επί των υπαλλήλων, για μη προσήκουσα συμπεριφορά προς τους πολίτες, ευθυνοφοβία, απροθυμία στην εφαρμογή νέων μεθόδων οργάνωσης, λειτουργίας και αποδοτικότητας, αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση των υποθέσεων, κακή συνεργασία με λοιπούς Προϊσταμένους και μειωμένη ποιοτική και ποσοτική απόδοση ή άλλο πολύ σοβαρό λόγο. Σε αυτήν την περίπτωση ή αν μείνει κενή οποιαδήποτε θέση ευθύνης, για άλλο λόγο, η Ε.Ε.Ε.Π. επιλέγει νέο Προϊστάμενο σύμφωνα με τη διαδικασία των παραγράφων 15.1 έως και 15.3 του άρθρου αυτού. Μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας νέας επιλογής και ορισμού, η οποία σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να ξεπερνά τους τρεις (3) μήνες, με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π. μέχρι την επιλογή και τοποθέτηση νέου Προϊσταμένου, καθήκοντα Προϊσταμένου μπορεί να ανατίθενται στον αρχαιότερο των Προϊσταμένων των υποκείμενων οργανικών μονάδων της εν λόγω Διεύθυνσης.

15.6 Σε περίπτωση ανάγκης προσωρινής αναπλήρωσης Προϊσταμένων Υπηρεσιακών Μονάδων, με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π., μπορεί να ανατίθενται καθήκοντα Διευθυντή στον αρχαιότερο των υποκείμενων οργανικών μονάδων της εν λόγω Διεύθυνσης.

15.7 Μέχρι την εφαρμογή της διαδικασίας επιλογής κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο, οι θέσεις Προϊσταμένων, είναι δυνατόν να καλυφθούν από προσωπικό με μικρότερο βαθμό και εμπειρία μικρότερου χρόνου.

15.8 Προϊστάμενος Διεύθυνσης, που τοποθετήθηκε ύστερα από επιλογή κατά τις διατάξεις του παρόντος και δεν επανεπιλέγεται μετά τη λήξη της θητείας του, καταλαμβάνει αυτοδίκαια την πρώτη κενή θέση Προϊσταμένου Τμήματος.

Άρθρο 16 - Υπηρεσιακό και Πειθαρχικό Συμβούλιο.

16.1 Στην Ε.Ε.Ε.Π. συνιστώνται Υπηρεσιακό Συμβούλιο και Πειθαρχικό συμβούλιο, τα οποία συγκροτούνται με απόφαση του Προέδρου της. Στη σύνθεση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου μετέχουν με διετή θητεία:
16.1.1 Ένα μέλος της Ε.Ε.Ε.Π. και ένα μέλος άλλης ανεξάρτητης Αρχής, που ορίζονται με τους αναπληρωτές τους με κλήρωση. Η κλήρωση διεξάγεται σε δημόσια συνεδρίαση από τον Πρόεδρο της Ε.Ε.Ε.Π. Το ένα μέλος από τα ανωτέρω ορίζεται ως Πρόεδρος του Συμβουλίου από τον Πρόεδρο της Ε.Ε.Ε.Π..
16.1.2 Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Οικονομικών και Διοικητικών Υποθέσεων, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του και
16.1.3 Δύο αιρετοί εκπρόσωποι των υπαλλήλων της Ε.Ε.Ε.Π. και οι αναπληρωτές τους κατά τη σειρά εκλογής τους.
Χρέη εισηγητή προς το Υπηρεσιακό Συμβούλιο εκτελεί ο Προϊστάμενος του Τμήματος Διοικητικών Υποθέσεων, της Διεύθυνσης Οικονομικών και Διοικητικών Υποθέσεων.

16.2 Στη σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου μετέχουν με διετή θητεία:
16.2.1 Ο Πρόεδρος της Ε.Ε.Ε.Π.
16.2.2 Δύο Πάρεδροι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Οι ανωτέρω ορίζονται με τους αναπληρωτές τους.

16.3 Με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π. ορίζονται οι γραμματείς του Υπηρεσιακού και του Πειθαρχικού Συμβουλίου και οι αναπληρωτές τους.

Άρθρο 17 - Αξιολόγηση προσωπικού και φύλλα ποιότητας.

17.1. Για όλο ανεξαιρέτως το προσωπικό που υπηρετεί στην Ε.Ε.Ε.Π. συντάσσεται τον Ιανουάριο κάθε έτους φύλλο ποιότητας, το οποίο αφορά στο προηγούμενο έτος και καταχωρείται στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο του εργαζόμενου (μητρώο).

17.2 Τα φύλλα ποιότητας των Προϊσταμένων επιπέδου Διεύθυνσης συντάσσονται από τον Πρόεδρο της Ε.Ε.Ε.Π..
Τα φύλλα ποιότητας των Προϊσταμένων επιπέδου Υποδιεύθυνσης και Τμήματος και του υπόλοιπου προσωπικού συντάσσονται από τον, κατά περίπτωση, ιεραρχικά ανώτερο Προϊστάμενο.

17.3 Στα φύλλα ποιότητας βαθμολογούνται:
17.3.1 Η γνώση του αντικειμένου και τα επιστημονικά προσόντα, λαμβανομένης υπόψη και της εξέλιξης των προσόντων αυτών κατά τη διάρκεια απασχόλησης στην Ε.Ε.Ε.Π.
17.3.2 Η επαγγελματική ευσυνειδησία και δραστηριότητα στην Ε.Ε.Ε.Π.
17.3.3 Η αποδοτικότητα και η αποτελεσματικότητα εκτέλεσης του έργου ή της εργασίας.
17.3.4 Οι διοικητικές ικανότητες και η ανάληψη πρωτοβουλιών.
17.3.5 Η ικανότητα για συνεργασία και ομαδική εργασία.
17.3.6 Η συμπεριφορά στον χώρο εργασίας.

17.4 Ο εργαζόμενος μπορεί να προσφύγει στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο κατά του φύλλου ποιότητας που τον αφορά. Η προσφυγή αυτή είναι δυνατή μόνο για το πιο πρόσφατο φύλλο ποιότητας και το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση του.

17.5 Το προσωπικό της Ε.Ε.Ε.Π., για όλα τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του παρόντος, υπάγεται στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα ή του Π.Δ. 410/1988, ανάλογα με τη φύση της σχέσης που το συνδέει με την Ε.Ε.Ε.Π., όπως ισχύουν κάθε φορά.

17.6 Με απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π. ορίζεται το σύστημα αξιολόγησης του προσωπικού.

Άρθρο 18 - Λοιπές ρυθμίσεις.

18.1 Με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π. είναι δυνατόν να συγκροτούνται Επιτροπές ή Ομάδες Εργασίας, από το προσωπικό ή/και τα Μέλη της Ε.Ε.Ε.Π. ή/και από τρίτους, με καθήκοντα, αντικείμενο και έργο που διατρέχουν αρμοδιότητες περισσοτέρων της μιας Υπηρεσιακών Μονάδων και απαιτούν συνθετική εργασία ή για θέματα που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τις ειδικότητες του απασχολούμενου ανθρώπινου δυναμικού ή για αντικείμενα στα οποία η Ε.Ε.Ε.Π. δεν έχει αναπτύξει επαρκή τεχνογνωσία. Με την απόφαση συγκρότησης καθορίζονται τα καθήκοντα, το αντικείμενο, το έργο, ο χρόνος λειτουργίας και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

18.2 Η Ε.Ε.Ε.Π., μετά από εισήγηση του Προέδρου της, δύναται να συνεργάζεται με εξωτερικούς συνεργάτες για την κάλυψη ειδικών αναγκών, καθώς και με έκτακτο προσωπικό για κάλυψη εποχικών και έκτακτων αναγκών. Για τον σκοπό αυτό απαιτείται αποδεδειγμένη εμπειρία του συνεργάτη στο θέμα για το οποίο συνάπτεται η συνεργασία.

18.3 Οι Διευθύνσεις της Ε.Ε.Ε.Π., το Γραφείο Νομικού Συμβούλου, η Γραμματεία της Ε.Ε.Ε.Π., το Γραφείο Προέδρου (ΓΠ), η Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου (ΜΕΕ), καθώς και τα Κλιμάκια των Εντεταλμένων για τον Έλεγχο των Καζίνων υπαλλήλων διαθέτουν εσωτερικό πρωτόκολλο εισερχομένων και εξερχομένων εγγράφων. Τα εσωτερικά πρωτόκολλα δεν λαμβάνουν ούτε διακινούν απευθείας εισερχόμενα ή εξερχόμενα έγγραφα από και προς το εξωτερικό περιβάλλον της Ε.Ε.Ε.Π.

18.4 Τα εσωτερικά πρωτόκολλα των Κλιμακίων των Εντεταλμένων για τον Έλεγχο των Καζίνων υπαλλήλων της Ε.Ε.Ε.Π. λαμβάνουν, αποστέλλουν και διαβιβάζουν έγγραφα αποκλειστικά και μόνο προς την Ε.Ε.Ε.Π., τις ελεγχόμενες από αυτά επιχειρήσεις καζίνων και τους παίκτες.

18.5 Το Γραφείο του Προέδρου διαθέτει πρωτόκολλο, μέσω του οποίου λαμβάνονται, διακινούνται και εξέρχονται έγγραφα από και προς τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό περιβάλλον της Ε.Ε.Ε.Π.

18.6 Ο Νομικός Σύμβουλος, όταν ελλείπει, απουσιάζει ή κωλύεται αναπληρώνεται από έναν εκ των δικηγόρων που υπηρετούν στο Γραφείο Νομικού Συμβούλου, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου.

18.7 Οι τακτικές αποδοχές του προσωπικού και τα επιδόματα των θέσεων ευθύνης καθορίζονται από τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.

18.8 Ο Πρόεδρος και το εν γένει προσωπικό της Ε.Ε.Ε.Π. δεν υπέχουν προσωπικά αστική ευθύνη έναντι οποιουδήποτε τρίτου για πράξεις ή/και παραλείψεις τους κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την κείμενη νομοθεσία καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους. Η διάταξη αυτή δεν απαλλάσσει τους ανωτέρω από ευθύνη τους έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για πράξεις ή/και παραλείψεις από δόλο ή βαρεία αμέλεια.

Άρθρο 19 - Μεταβατικές διατάξεις.

19.1. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος οι αντίστοιχες οργανικές θέσεις προβλέπεται να πληρωθούν με τη διαδικασία που προβλέπει η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Ν. 4141/2013 (Α' 81), όπως κάθε φορά ισχύει.

19.2. Η τοποθέτηση του υπηρετούντος προσωπικού στις Υπηρεσιακές Μονάδες θα γίνει με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π., εντός χρονικού διαστήματος τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

19.3 H επιλογή Προϊσταμένων, με τη διαδικασία του άρθρου 15, για τις συσταθείσες με την παράγραφο 14.1 του άρθρου 14 του κανονισμού αυτού θέσεις ευθύνης, θα λάβει χώρα το αργότερο εντός εξαμήνου από την πλήρωση των 3/5 των οργανικών θέσεων της παραγράφου 13.1, όπως κάθε φορά ισχύει. Μέχρι την επιλογή Προϊσταμένων, κατά τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, και προκειμένου να αντιμετωπισθούν άμεσες και επείγουσες υπηρεσιακές ανάγκες, μπορεί με απόφαση του Προέδρου της Ε.Ε.Ε.Π. να ανατίθενται τα καθήκοντα Προϊσταμένων σε προσωπικό που υπηρετεί στην Ε.Ε.Ε.Π.

19.4. Εάν με μεταγενέστερες διατάξεις ανατεθούν στην Αρχή νέες αρμοδιότητες, αυτές κατανέμονται στις Υπηρεσιακές Μονάδες με απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π.

Άρθρο 20 - Ισχύς του Κανονισμού.

20.1 Η ισχύς του παρόντος Κανονισμού αρχίζει την 1η Νοεμβρίου 2016 και λήγει με την έναρξη ισχύος του Προεδρικού Διατάγματος που θα εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 29, παρ. 1, εδάφιο α', του Ν. 4002/2011 (Α' 180), όπως κάθε φορά ισχύει.

20.2 Με την έναρξη εφαρμογής του παρόντος Κανονισμού παύει να ισχύει η με αριθμό 133/2/3-12-2014 (Β' 3508) απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π..

Τη δημοσίευση της απόφασης αυτής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.


Ο Πρόεδρος
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΡΑΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

ΑΠ 289/2013 Εννοια εν τοις πραγμασι ομόρρυθμης εταιρίας

$
0
0

ΑΠ 289 / 2013    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 289/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Σ. του Ρ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοφάνη Αρχιμανδρίτη, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κοινωνίας με την επωνυμία "Α. και Μ. Τ.", που εδρεύει στις ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Α. Τ. του Κ. και 3) Μ. συζ. Α. Τ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Κωνσταντίνο Γάτσιο και Πέτρο Μηλιαράκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-5-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 813/2007, όπως αυτή διορθώθηκε με την 56/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 334/2011 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 19-1-2012 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Βαρβάρα Κριτσωτάκη διάβασε την από 8-1-2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 62 Κ.Πολ.Δ., όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Κατά το άρθρο δε 64 παρ. 3 του ιδίου Κώδικα, οι πιο πάνω ενώσεις προσώπων και οι εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα, παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεών τους. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και προς αυτήν του άρθρου 951 παρ. 1 εδ. β' του Κ.Πολ.Δ., η οποία ορίζει ότι, όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 παρ. 2, η αναγκαστική εκτέλεση (για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων), γίνεται στην κοινή περιουσία τους, προκύπτει ότι οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ενώσεις νομικών ή και φυσικών προσώπων με πρόθεση εταιρικής συνεργασίας και ενέργεια εμπορικών πράξεων με εταιρικό σκοπό, μολονότι δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ' εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 Κ.Πολ.Δ., που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της δικονομικής διευκολύνσεως των συναλλασσομένων με την ένωση τρίτων, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό τις αντιπροσωπεύουν ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Εφόσον δε απονεμήθηκε από το νομοθέτη στις εν λόγω εταιρείες και ενώσεις προσώπων η ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ' ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους, και κατ' επέκταση νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών.

Η άποψη ότι οι ανωτέρω ενώσεις και εταιρείες είναι μόνο υποκείμενα της διαδικασίας, ενώ υποκείμενα της έννομης σχέσεως της δίκης και της επίδικης έννομης σχέσεως είναι τα κατ' ιδίαν μέλη αυτών, είναι αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα των ανωτέρω διατάξεων, επιπλέον δε διασπά χωρίς λόγο την καθιερωμένη τυπική έννοια του διαδίκου και εισάγει την έννοια του υποκειμένου της διαδικασίας ως έννοιας διάφορης του υποκειμένου της έννομης σχέσεως της δίκης ενώ αυτά, εφόσον ως διαδικασία νοείται το σύνολο των διαδοχικών διαδικαστικών πράξεων δια των οποίων αρχίζει, εξελίσσεται και περατούται η έννομη σχέση της δίκης, δεν μπορεί παρά να ταυτίζονται και, τέλος, καθιερώνει διάκριση μεταξύ κανόνων που ρυθμίζουν την έννομη σχέση της δίκης και κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία, η οποία, όμως, δεν απορρέει από καμία διάταξη του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η ομόρρυθμη εμπορική εταιρία, της οποίας ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η απεριόριστη και εις ολόκληρο ευθύνη των μελών της (άρθρο 22 Εμπ.Ν.) και ο σχηματισμός της επωνυμίας της από τα ονόματα αυτών, υπάρχει και όταν δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας, ως ομόρρυθμη εταιρία "εν τοις πράγμασι", εφόσον, ασκεί εμπορικές πράξεις, εμφανίζεται ενώπιον του κοινού ως εταιρία και αναλαμβάνει με ένα από τα μέλη της τις υποχρεώσεις έναντι των τρίτων.
Τέλος, από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 118 και 216 του αυτού Κώδικα, συνάγεται ότι σε περίπτωση ενώσεως προσώπων ή εταιρείας χωρίς νομική προσωπικότητα, για το κύρος του δικογράφου της αγωγής, είτε αυτή ενάγει, είτε ενάγεται, αρκεί η μνεία της επωνυμίας της κατά τρόπο που να μη δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα αυτής, χωρίς να απαιτείται και να μνημονεύονται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που την αποτελούν, ούτε το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στο επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα (Ολ.ΑΠ 14/2007), αρκεί να εκτίθενται τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία που θα επιτρέψουν στο δικαστή να διαγνώσει τον τύπο της εταιρίας που πράγματι έχει συσταθεί και τον οποίο αυτός θα χαρακτηρίσει, χωρίς να δεσμεύεται από τον τυχόν δοθέντα από τους συμβληθέντες χαρακτηρισμό.

Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων άσκησε κατά των αναιρεσιβλήτων την από 25-5-2006 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, στην οποία, κατά την ορθή εκτίμηση αυτής, εκθέτει ότι προσλήφθηκε την 1-3-2004 από την πρώτη εναγομένη εταιρία με την επωνυμία ".....................", που εδρεύει στις ... και εκπροσωπείται νόμιμα, μέλη της οποίας είναι ο δεύτερος και η τρίτη εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι (Α. Τ. και Μ. Τ.), με άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως Διευθυντής του εποχιακής λειτουργίας τουριστικού συγκροτήματος της πρώτης, που βρίσκεται στις ... και λειτουργεί με το διακριτικό τίτλο ".....................". Την 1-3-2005 επαναπροσλήφθηκε με νέα σύμβαση ορισμένου χρόνου διάρκειας μέχρι 30-11-2006 και εργάστηκε προσφέροντας τις υπηρεσίες του μέχρι 15-3-2006 όταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης τον απέλυσε προφορικά χωρίς την ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Ζητούσε δε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον έκαστος να του καταβάλουν τα αιτούμενα ποσά για μισθούς υπερημερίας, δώρα εορτών κ.λπ. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή ήταν αρκούντως ορισμένη ως προς την παθητική νομιμοποίηση των εναγομένων, δεδομένου ότι περιείχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θεμελιώνουν την υποχρέωση των εναγομένων ως εργοδοτών αυτού να του καταβάλλουν τα αιτούμενα με την αγωγή ποσά εις ολόκληρον ο καθένας από αυτούς.

Επομένως, το Εφετείο το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, απέρριψε ως απαράδεκτη την εν λόγω αγωγή, διότι έκρινε ότι αυτή είναι αόριστη, με την αιτιολογία ότι, η πρώτη εναγομένη ενάγεται ως εταιρία χωρίς να αναφέρεται αν πρόκειται περί εταιρίας δημοσιευμένης ή έστω αδημοσίευτης "εν τοις πράγμασι", καθώς και το ποσοστό συμμετοχής εκάστου εταίρου, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο. Και τούτο, διότι κατά τα προαναφερθέντα ορθώς η αγωγή στράφηκε κατά των αναιρεσιβλήτων, εφόσον σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο αυτής ότι η πρώτη ενάγεται ως εταιρία "ομόρρυθμη εν τοις πράγμασι", η οποία είχε εμπορικό σκοπό και δη την εκμετάλλευση του αναφερόμενου ξενοδοχείου, με μοναδικά μέλη της, τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων οι οποίοι ευθύνονται εις ολόκληρον. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, αληθώς από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που την εξέδωσαν, σύμφωνα με την αληθή έννοια του άρθρου 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ. όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 4055/2012.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθμ. 334/2011 απόφαση του Εφετείου Κρήτης.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Υπόθεση C‑573/15 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ της 20ής Οκτωβρίου 2016 «Προδικαστική παραπομπή – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Αρχή της φορολογικής ουδετερότητας – Οξυγονοθεραπεία – Μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ – Φιάλες και δοχεία οξυγόνου – Κανονικός συντελεστής ΦΠΑ – Συμπυκνωτής οξυγόνου – Έννοια της αναπηρίας»

$
0
0

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ  PAOLO MENGOZZI της 20ής Οκτωβρίου 2016 (1) Υπόθεση C‑573/15 État belge κατά
Oxycure Belgium SA  «Προδικαστική παραπομπή – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Αρχή της φορολογικής ουδετερότητας – Οξυγονοθεραπεία – Μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ – Φιάλες και δοχεία οξυγόνου – Κανονικός συντελεστής ΦΠΑ – Συμπυκνωτής οξυγόνου – Έννοια της αναπηρίας»


[αίτηση του Cour d’appel de Liège (Εφετείου Λιέγης, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Αρχή της φορολογικής ουδετερότητας – Οξυγονοθεραπεία – Μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ – Φιάλες και δοχεία οξυγόνου – Κανονικός συντελεστής ΦΠΑ – Συμπυκνωτής οξυγόνου – Έννοια της “αναπηρίας”»




I –    Εισαγωγή

1.        Λαμβανομένης υπόψη της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, μπορεί ένα κράτος μέλος να εφαρμόζει τον κανονικό συντελεστή φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), ήτοι 21 %, στην πώληση και/ή την εκμίσθωση συμπυκνωτών οξυγόνου, ενώ στην πώληση φιαλών ιατρικού οξυγόνου εφαρμόζει μειωμένο συντελεστή 6 %;

2.        Αυτό είναι, κατ’ ουσίαν, το προδικαστικό ερώτημα το οποίο τέθηκε στο Δικαστήριο από το Cour d’appel de Liège (Εφετείο Λιέγης, Βέλγιο) και το οποίο αφορά την ερμηνεία του άρθρου 98, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (2), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2006/138/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2006 (3) (στο εξής: οδηγία περί ΦΠΑ), του παραρτήματος ΙΙΙ, σημεία 3 και 4, της οδηγίας αυτής, καθώς και της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας.

3.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του État belge (Βελγικού Δημοσίου) και της Oxycure Belgium SA (στο εξής: Oxycure) σχετικά με την υπαγωγή της δραστηριότητας πωλήσεως και/ή εκμισθώσεως συμπυκνωτών οξυγόνου και εξαρτημάτων οξυγονοθεραπείας στον ΦΠΑ.

4.        Οι συμπυκνωτές οξυγόνου είναι ηλεκτρικές συσκευές προοριζόμενες για ιατρική χρήση, οι οποίες συμπυκνώνουν το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού αέρα και εξάγουν από αυτόν το άζωτο, προσφέροντας υψηλότερη περιεκτικότητα σε οξυγόνο (4). Οι συσκευές αυτές περιλαμβάνουν ένα τμήμα που χρησιμεύει για τη συμπύκνωση του οξυγόνου, καθώς και ρινική κάνουλα ή μάσκα οξυγόνου και σωλήνα παροχής οξυγόνου, ως συστατικά μέρη τους. Οι συμπυκνωτές οξυγόνου καθιστούν δυνατή την κατ’ οίκον οξυγονοθεραπεία για τους ασθενείς οι οποίοι έχουν αναπνευστική ανεπάρκεια ή άλλη σοβαρή ανεπάρκεια χρήζουσα οξυγονοθεραπείας και των οποίων η κατάσταση δεν δύναται πλέον να βελτιωθεί με τη χρήση αερολυμάτων ή βρογχοδιασταλτικών.

5.        Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, στην υπόθεση της κύριας δίκης, μεταξύ της 1ης Οκτωβρίου 2007 και της 31ης Μαρτίου 2010, η Oxycure εφάρμοσε στην εκμίσθωση και πώληση συμπυκνωτών οξυγόνου και εξαρτημάτων τους μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ 6 %, τον οποίο το Βασίλειο του Βελγίου έχει αποφασίσει να επιβάλλει όσον αφορά την παράδοση και/ή την εκμίσθωση ορισμένων ειδών ιατρικού εξοπλισμού, ιατρικών προϊόντων ή συσκευών, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 98, παράγραφος 2, και του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ. Ωστόσο, κατά τις βελγικές φορολογικές αρχές, οι πράξεις της Oxycure έπρεπε να είχαν υπαχθεί στον κανονικό συντελεστή του 21 %, σύμφωνα με το arrêté royal n° 20, du 20 juillet 1970, fixant les taux de la taxe sur la valeur ajoutée et déterminant la répartition des biens et des services selon ces taux (βασιλικό διάταγμα 20, της 20ής Ιουλίου 1970, περί καθορισμού των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας και περί κατανομής των αγαθών και των υπηρεσιών αναλόγως των συντελεστών αυτών) (5). Κατά συνέπεια, οι βελγικές φορολογικές αρχές απηύθυναν στην Oxycure ατομική ειδοποίηση οφειλής ζητώντας την καταβολή ΦΠΑ ύψους περίπου 1 300 000 ευρώ καθώς και προστίμου που αντιστοιχούσε στο 10 % του αξιωθέντος ποσού του φόρου.

6.        Με απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, το tribunal de première instance de Namur (Πρωτοδικείο του Namur, Βέλγιο) δέχθηκε την προσφυγή που η Oxycure είχε ασκήσει κατά της αποφάσεως των βελγικών φορολογικών αρχών και μεταρρύθμισε την απόφαση αυτή. Κατά την εν λόγω δικαστική απόφαση, οι συμπυκνωτές οξυγόνου εμπίπτουν, κατ’ ουσίαν, στον ορισμό της ενότητας ΧΧΙΙΙ με τίτλο «Λοιπά», σημείο 2, του πίνακα Α του βασιλικού διατάγματος 20, ο οποίος αναφέρεται σε «άλλες συσκευές που κρατιούνται με το χέρι, φέρονται από τα πρόσωπα ή εισάγονται στον ανθρώπινο οργανισμό, με σκοπό την αναπλήρωση μιας ελλείψεως ή μιας αναπηρίας», με αποτέλεσμα να επιτρέπεται η εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή του 6 % στις πράξεις πωλήσεως και/ή εκμισθώσεως των συσκευών αυτών.

7.        Το Βελγικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως.

8.        Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι συμπυκνωτές οξυγόνου αποτελούν μία από τις τρεις πηγές τροφοδοσίας οξυγόνου που διατίθενται στην αγορά μαζί με τις φιάλες ιατρικού οξυγόνου και τους συλλέκτες υγρού ιατρικού οξυγόνου και ότι οι πηγές αυτές είναι όλες εναλλάξιμες και/ή συμπληρωματικές μεταξύ τους. Ειδικότερα, αφενός, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει μια έκθεση του Centre fédéral d’expertise des soins de santé belge (βελγικού ομοσπονδιακού κέντρου εμπειρογνωμοσύνης στον τομέα της υγειονομικής περιθάλψεως) κατά την οποία κάθε πηγή τροφοδοσίας είναι διαθέσιμη υπό μορφή σταθερής συσκευής μεγάλου μεγέθους και υπό μορφή κινητής συσκευής μικρού μεγέθους. Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει επίσης ότι, κατά την εν λόγω έκθεση, οι ανωτέρω τρόποι οξυγονοθεραπείας είναι ισοδύναμοι μεταξύ τους όσον αφορά την κλινική αποτελεσματικότητα για τον ασθενή και ότι δεν έχει σημασία αν το οξυγόνο παρέχεται μέσω της μιας ή της άλλης εκ των τριών αυτών διαθεσίμων πηγών τροφοδοσίας, ούτε και αν η πηγή αυτή είναι σταθερή ή κινητή, δεδομένου ότι οι διαφορές μεταξύ των εν λόγω τρόπων παροχής οξυγόνου σχετίζονται αποκλειστικώς με ζητήματα χρηστικότητας (θόρυβος, χρήση εκτός οικίας, διαθέσιμος όγκος οξυγόνου, επαναπλήρωση της κινητής συσκευής από τον ασθενή) και με το κόστος τους για το κοινωνικό σύνολο. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η βελγική νομοθεσία ως προς την υποχρεωτική ασφάλιση υγείας και την κάλυψη των σχετικών εξόδων αναγνωρίζει την πλήρη εναλλαξιμότητα των ανωτέρω πηγών τροφοδοσίας οξυγόνου, εφόσον στο καλυπτόμενο κόστος του συμπυκνωτή οξυγόνου περιλαμβάνεται επίσης μία εφεδρική φιάλη οξυγόνου.

9.        Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ουδεμία ενότητα του πίνακα Α του βασιλικού διατάγματος 20 αναφέρεται ρητώς στους συμπυκνωτές οξυγόνου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν πάση περιπτώσει, ο εν λόγω πίνακας, ερμηνευόμενος υπό το πρίσμα των αρχών του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, καταλαμβάνει, έστω και σιωπηρώς, τις συσκευές αυτές όπως τις άλλες πηγές τροφοδοσίας οξυγόνου.

10.      Επειδή η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι συνυφασμένη με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει προς το άρθρο 98, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας περί ΦΠΑ, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙΙ, σημεία 3 και 4, της οδηγίας περί ΦΠΑ, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της αρχής της ουδετερότητας, εθνική διάταξη η οποία προβλέπει την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ στην οξυγονοθεραπεία μέσω φιαλών οξυγόνου, ενώ η οξυγονοθεραπεία μέσω συμπυκνωτή οξυγόνου υπόκειται στον κανονικό συντελεστή ΦΠΑ;»

11.      Η Oxycure, το Βασίλειο του Βελγίου καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις επί του ερωτήματος αυτού. Επίσης, οι ανωτέρω μετέχοντες στη διαδικασία αγόρευσαν και απάντησαν προφορικώς στις ερωτήσεις που το Δικαστήριο έθεσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 19ης Σεπτεμβρίου 2016.

II – Ανάλυση

12.      Η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου έχει, κατά την άποψή μου, δύο σκέλη. Αφενός, πρέπει να εξεταστεί αν οι συμπυκνωτές οξυγόνου, όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι δυνατόν να εμπίπτουν στο σημείο 3 ή στο σημείο 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ, σημεία τα οποία αμφότερα μνημονεύονται στο ερώτημα που τέθηκε στο Δικαστήριο. Πράγματι, αν συμβαίνει αυτό, θα παρέλκει το ζήτημα αν η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας επιβάλλει την επέκταση του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ του 6 %, ο οποίος έχει εφαρμογή επί της πωλήσεως ιατρικού οξυγόνου, υπό αέρια ή υγρή μορφή, εντός δοχείων, επίσης στην πώληση και/ή την εκμίσθωση συμπυκνωτών οξυγόνου. Αφετέρου, σε περίπτωση που οι συμπυκνωτές οξυγόνου δεν μπορούν να υπαχθούν στον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ με βάση το σημείο 3 ή το σημείο 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ, όπως φαίνεται ότι δέχεται εμμέσως το αιτούν δικαστήριο, θα πρέπει να εξεταστεί αν εντούτοις είναι δυνατόν, με βάση την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, να υποχρεωθεί το Βασίλειο του Βελγίου να εφαρμόσει τον εν λόγω συντελεστή στην παράδοση και/ή την εκμίσθωση συμπυκνωτών οξυγόνου για τον λόγο ότι, από τη σκοπιά του ασθενούς, οι συμπυκνωτές οξυγόνου είναι εναλλάξιμοι με το ιατρικό οξυγόνο, υπό αέρια ή υγρή μορφή, εντός δοχείων.

 Α –      Επί της εφαρμογής του παραρτήματος ΙΙΙ, σημεία 3 και 4, της οδηγίας περί ΦΠΑ

13.      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 96 της οδηγίας περί ΦΠΑ διευκρινίζει ότι κάθε κράτος μέλος καθορίζει τον ίδιο συντελεστή ΦΠΑ, ο οποίος χαρακτηρίζεται «κανονικός», για τις παραδόσεις αγαθών και για τις παροχές υπηρεσιών.

14.      Κατά παρέκκλιση από την αρχή αυτή, το άρθρο 98, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εφαρμόζουν έναν ή δύο μειωμένους συντελεστές ΦΠΑ. Κατά το άρθρο 98, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ, οι μειωμένοι αυτοί συντελεστές εφαρμόζονται αποκλειστικώς στις παραδόσεις αγαθών και στις παροχές υπηρεσιών των κατηγοριών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα III της οδηγίας αυτής (6).

15.      Το σημείο 3 του εν λόγω παραρτήματος, το οποίο μνημονεύεται στο προδικαστικό ερώτημα, αναφέρεται στα «φαρμακευτικά προϊόντα που συνήθως χρησιμοποιούνται για θεραπευτική αγωγή, για την πρόληψη ασθενειών και για σκοπούς ιατρικούς ή κτηνιατρικούς». Το σημείο 4 του ίδιου παραρτήματος, το οποίο επίσης μνημονεύεται στο προδικαστικό ερώτημα, αναφέρεται στον «ιατρικ[ό] εξοπλισμ[ό], τα βοηθητικά όργανα και [τις] άλλες συσκευές που συνήθως χρησιμοποιούνται για την ανακούφιση ή την αντιμετώπιση αναπηριών, εφόσον προορίζονται αποκλειστικά για προσωπική χρήση από αναπήρους, περιλαμβανομένης της επισκευής των προϊόντων αυτών» (7).

16.      Ενώ με βάση το σημείο 3 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ επιτρέπεται η εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ στην προμήθεια «φαρμακευτικών προϊόντων», ήτοι τελικών προϊόντων, δυνάμενων να χρησιμοποιηθούν ευθέως από τον τελικό καταναλωτή, το σημείο 4 του παραρτήματος αυτού μνημονεύει ορισμένες ιατρικές συσκευές ειδικής χρήσεως (8).

17.      Ως διατάξεις εισάγουσες παρέκκλιση από την αρχή ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κανονικό συντελεστή ΦΠΑ στις πράξεις που υπόκεινται στον φόρο αυτόν, τα σημεία 3 και 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ πρέπει να ερμηνεύονται στενά (9).

18.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει, αφενός, ότι τα σημεία 3 και 4 του παραρτήματος III της οδηγίας περί ΦΠΑ δεν παραπέμπουν ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών, οπότε πρέπει να τυγχάνουν αυτοτελούς και ομοιόμορφης ερμηνείας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, και, αφετέρου, ότι οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στο εν λόγω παράρτημα, και ιδίως στα προαναφερθέντα σημεία, πρέπει να ερμηνεύονται κατά τη συνήθη τους σημασία (10).

19.      Συναφώς, από τη δικογραφία και από τις παρατηρήσεις της Βελγικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι το ιατρικό οξυγόνο που παρέχεται εντός δοχείων, υπό αέρια ή υγρή μορφή, υπάγεται στο Βέλγιο στον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ 6 % κατ’ εφαρμογήν της ενότητας ΧVII, σημείο 1, στοιχείο a, του πίνακα Α του βασιλικού διατάγματος 20, η οποία μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το σημείο 3 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ. Με άλλα λόγια, το ιατρικό οξυγόνο θεωρείται ως φάρμακο και, ευρύτερα, ως «φαρμακευτικό προϊόν», κατά την έννοια του σημείου 3 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ.

20.      Απεναντίας, έχω τη γνώμη, όπως υποστηρίχθηκε από όλους όσοι υπέβαλαν προφορικές παρατηρήσεις, ότι, σε αντίθεση με το ιατρικό οξυγόνο που παρέχεται εντός δοχείων, οι συμπυκνωτές οξυγόνου όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν εμπίπτουν στα «φαρμακευτικά προϊόντα» κατά την έννοια του σημείου 3 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ.

21.      Η ανωτέρω εκτίμηση βασίζεται κατ’ ουσίαν στην απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑360/11, EU:C:2013:17, σκέψεις 63, 64 και 71). Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, μολονότι, λαμβανομένης υπόψη της συνήθους σημασίας τους, τα «φαρμακευτικά προϊόντα» περιλαμβάνουν τα φάρμακα για ανθρώπινη χρήση, ωστόσο η έννοια αυτή δεν καλύπτει οποιοδήποτε μηχάνημα, εξοπλισμό, όργανο ή συσκευή ιατρικής ή κτηνιατρικής χρήσεως. Ειδικότερα, αν το σημείο 3 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ αφορούσε οποιαδήποτε ιατρική συσκευή ή όργανο, ανεξαρτήτως της χρήσεως για την οποία αυτά προορίζονται, τότε το σημείο 4 του ίδιου παραρτήματος θα καθίστατο άνευ αντικειμένου. Με άλλα λόγια, το σημείο 3 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ δεν δύναται να οδηγήσει σε παράκαμψη της εξαντλητικής απαριθμήσεως που περιέχεται στο προαναφερθέν σημείο 4, επιτρέποντας στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ σε ιατρικές συσκευές ή όργανα ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης χρήσεως για την οποία αυτά προορίζονται. Επιπλέον, ενώ οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης συμπυκνωτές οξυγόνου μπορούν να μισθωθούν από τους ασθενείς και επομένως να χρησιμεύσουν για την παροχή πολλαπλών υπηρεσιών, τα φαρμακευτικά προϊόντα είναι αγαθά τα οποία παραδίδονται και εν γένει συνταγογραφούνται για ατομική, αποκλειστική και μοναδική χρήση.

22.      Συνεπώς, εκτιμώ ότι μόνο το σημείο 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ μπορεί να είναι κρίσιμο για την απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε από το αιτούν δικαστήριο.

23.      Το συγκεκριμένο σημείο του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας ΦΠΑ, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, αφορά μόνον ορισμένες ιατρικές συσκευές ή όργανα που προορίζονται για ορισμένες ειδικές χρήσεις. Ειδικότερα, αφενός, το σημείο αυτό αφορά τις ιατρικές συσκευές και τα λοιπά όργανα «που συνήθως χρησιμοποιούνται για την ανακούφιση ή την αντιμετώπιση αναπηριών» και επομένως δεν αφορά τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται εν γένει για άλλους σκοπούς (11). Αφετέρου, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑360/11, EU:C:2013:17, σκέψεις 85 έως 88), το σημείο 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ αφορά ιατρικά όργανα και συσκευές που προορίζονται «αποκλειστικά» για «προσωπική» χρήση από αναπήρους και όχι όργανα και συσκευές γενικής χρήσεως που χρησιμοποιούν τα νοσοκομεία και οι επαγγελματίες του τομέα των υγειονομικών υπηρεσιών. Ο περιορισμός της εφαρμογής μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ μόνο στην προσωπική και αποκλειστική χρήση από τον τελικό καταναλωτή συμβαδίζει με τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ, ο οποίος συνίσταται στη μείωση του κόστους ορισμένων αγαθών που θεωρούνται ιδιαιτέρως απαραίτητα (12).

24.      Δεδομένου ότι η οδηγία περί ΦΠΑ δεν περιλαμβάνει ορισμό των όρων «αναπηρία» και «ανάπηροι» ούτε παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό του περιεχομένου των όρων αυτών, είναι δυστυχές το γεγονός ότι, στις ανωτέρω υποθέσεις, το Δικαστήριο δεν αξιοποίησε την ευκαιρία να διευκρινίσει το περιεχόμενο των εν λόγω όρων, και ιδίως να τους διακρίνει από τις έννοιες «ασθένεια» και «ασθενείς».

25.      Στο πλαίσιο της ερμηνείας της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (13), και κατόπιν της επικυρώσεως από την Ένωση της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (14), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ως «αναπηρία» νοείται η μειονεκτικότητα η οποία οφείλεται, ιδίως, σε μακροχρόνια πάθηση σωματική, διανοητική ή ψυχική, η οποία σε συνδυασμό με διάφορους περιορισμούς μπορεί να εμποδίσει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του συγκεκριμένου ατόμου στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους λοιπούς εργαζομένους (15).

26.      Στο ίδιο πλαίσιο, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι, μολονότι η έννοια της «αναπηρίας» διακρίνεται από την έννοια της «ασθένειας» ή από την κατάσταση παχυσαρκίας, τυχόν ασθένεια ή παχυσαρκία που συνεπάγονται μακροχρόνια μειονεκτικότητα, οφειλόμενη ιδίως σε σωματική, διανοητική ή ψυχική πάθηση, μπορούν, σε συνδυασμό με διάφορους περιορισμούς, να εμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους λοιπούς εργαζομένους και συνεπώς εμπίπτουν στην κατά την οδηγία 2000/78 έννοια της «αναπηρίας» (16).

27.      Ο ανωτέρω ορισμός και το ανωτέρω περιεχόμενο της έννοιας της «αναπηρίας», που θεμελιώνονται σε μια σύμφωνη προς τις διατάξεις της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία ερμηνεία της σχετικής έννοιας της οδηγίας 2000/78, μπορούν κατά τη γνώμη μου να χρησιμεύσουν επίσης για την ερμηνεία της ίδιας έννοιας στο πλαίσιο του σημείου 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ.

28.      Ειδικότερα, όπως το Δικαστήριο επισήμανε σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 2000/78 (17), η οδηγία περί ΦΠΑ περιλαμβάνεται στις πράξεις της Ένωσης «όσον αφορά τον τομέα της ανεξάρτητης διαβιώσεως και κοινωνικής εντάξεως, της εργασίας και της απασχολήσεως», οι οποίες απαριθμούνται στο προσάρτημα του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως περί εγκρίσεως, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της ανωτέρω Συμβάσεως του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών και οι οποίες αναφέρονται σε ζητήματα που διέπονται από τη Σύμβαση αυτή.

29.      Όπως ορθώς προέβαλε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το χαρακτηριστικό στοιχείο της έννοιας της «αναπηρίας» έγκειται στον μακροχρόνιο χαρακτήρα της, σε αντιδιαστολή με τη μείωση ορισμένων ικανοτήτων η οποία οφείλεται, ειδικότερα, σε σποραδική ή πρόσκαιρη ασθένεια.

30.      Λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριακών στοιχείων που παρασχέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο και των παρατηρήσεων των μετεχόντων στη διαδικασία, φρονώ ότι οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης συμπυκνωτές οξυγόνου πληρούν μόνον δύο από τα τρία κριτήρια που καθιερώνει το σημείο 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ, πράγμα που όμως στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει.

31.      Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, μπορεί να γίνει δεκτό, όπως η Oxycure υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι συσκευές αυτές «συνήθως χρησιμοποιούνται για την ανακούφιση ή την αντιμετώπιση αναπηριών» (18), κατά την έννοια του σημείου 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ. Ειδικότερα, οι συγκεκριμένες ιατρικές συσκευές φαίνεται ότι είναι ιδιαιτέρως ενδεδειγμένες για τη αντιμετώπιση και την ανακούφιση σοβαρών, μακροχρόνιων και συχνά μη ανατρέψιμων αναπνευστικών ανεπαρκειών, για τις οποίες οι εναλλακτικές θεραπείες δεν είναι πιο αποτελεσματικές, όπως στις περιπτώσεις χρόνιας αποφρακτικής βρογχοπνευμονοπάθειας ή, σε προχωρημένο στάδιο, κυστικής ινώσεως (19).

32.      Συναφώς, η ενότητα ΧΙΙΙ με τίτλο «Λοιπά», σημείο 2, του πίνακα Α του βασιλικού διατάγματος 20 εμφανίζεται συνεπής με το ως άνω κριτήριο του σημείου 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ. Ειδικότερα, η επιλογή του Βασιλείου του Βελγίου να καθιερώσει μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ 6 % εφαρμόζεται μόνο στην πώληση ή την εκμίσθωση συσκευών που στοχεύουν στην «αναπλήρωση μιας ελλείψεως ή μιας αναπηρίας», δηλαδή, με βάση τα στοιχεία και τις ενδείξεις που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο της κύριας δίκης, συσκευών που προορίζονται γενικώς για την αντιμετώπιση ή την ανακούφιση μιας αναπηρίας.

33.      Με τη χρήση του επιρρήματος «συνήθως» στο σημείο 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ, ο νομοθέτης της Ένωσης σαφώς απέκλεισε την επιλογή (η οποία θα ήταν πιο κατηγορηματική) να μπορεί ο μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ να εφαρμόζεται στην πώληση και/ή στην εκμίσθωση ειδών ιατρικού εξοπλισμού μόνον υπό την προϋπόθεση ότι τα είδη αυτά χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς ή μόνον για την ανακούφιση ή την αντιμετώπιση αναπηριών. Κατά συνέπεια, χρησιμοποιώντας το επίρρημα «συνήθως» ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να αναφερθεί στα είδη ιατρικού εξοπλισμού και τις λοιπές συσκευές που, συνήθως και εν γένει, προορίζονται για την ανακούφιση ή την αντιμετώπιση αναπηριών, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί η περίπτωση ειδικά της μιας ή της άλλης συσκευής (20).

34.      Επιπλέον, στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι το σύνολο των πηγών τροφοδοσίας ιατρικού οξυγόνου, συμπεριλαμβανομένων άρα των συμπυκνωτών οξυγόνου, διατίθεται στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα μόνον κατόπιν ιατρικής συνταγής. Το γεγονός αυτό αποκλείει, κατ’ αρχήν, το ενδεχόμενο οι συμπυκνωτές οξυγόνου να προορίζονται, συνήθως και εν γένει, για την αντιμετώπιση ή την ανακούφιση διά της οξυγονοθεραπείας παθολογικών καταστάσεων που δεν εμπίπτουν στην έννοια της «αναπηρίας».

35.      Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, ήτοι την «προσωπική» χρήση από αναπήρους, φαίνεται ότι και αυτό πληρούται, στο μέτρο που οι συμπυκνωτές οξυγόνου μπορούν να χρησιμοποιηθούν ατομικώς από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, τόσο κατ’ οίκον όσο και εκτός της οικίας, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή ενδιάμεσου προσώπου, και ιδίως επαγγελματία του τομέα της υγείας. Ασφαλώς, όπως κατέστη εναργές κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, το ζήτημα αν οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης συμπυκνωτές οξυγόνου μπορούν να χαρακτηριστούν ως συσκευές «που κρατιούνται με το χέρι [ή] φέρονται από τα πρόσωπα», κατά την έννοια της ενότητας ΧΧΙΙΙ με τίτλο «Λοιπά», σημείο 2, του πίνακα Α του βασιλικού διατάγματος 20, αποτέλεσε αντικείμενο αντιδικίας μεταξύ της Oxycure και της Βελγικής Κυβερνήσεως. Ωστόσο, η αντιδικία αυτή δεν συνδέεται με την ερμηνεία του σημείου 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ αλλά με την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

36.      Πάντως, και φθάνω τώρα στο τρίτο κριτήριο, το σημείο 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ απαιτεί ο ιατρικός εξοπλισμός και οι συσκευές όχι μόνον να χρησιμοποιούνται «συνήθως» για την αντιμετώπιση ή την ανακούφιση αναπηριών και να αποτελούν αντικείμενο «προσωπικής» χρήσεως από τους αναπήρους, αλλά, επιπλέον, να χρησιμοποιούνται «αποκλειστικά» από τα άτομα αυτά.

37.      Το κριτήριο της αποκλειστικότητας δεν αφορά τον προορισμό των συσκευών (οι οποίες εξακολουθούν να προορίζονται «συνήθως» για την αντιμετώπιση ή την ανακούφιση αναπηριών), αλλά τη χρήση τους. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το κριτήριο αυτό αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του σημείου 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ τις συσκευές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άλλα άτομα πέραν των ατόμων με αναπηρία.

38.      Η ως άνω ερμηνεία συμβαδίζει με τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του μειωμένου συντελεστή, δεδομένου ότι προάγει, στο μέτρο του δυνατού, την αυτονομία των ατόμων που έχουν αναπηρία, ακόμη και παθολογικής προελεύσεως.

39.      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, αν η εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ στην περίπτωση προϊόντος που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο διαφορετικών χρήσεων εξαρτιόταν, για κάθε πράξη παραδόσεως, από τη συγκεκριμένη χρήση για την οποία προορίζεται το εν λόγω αγαθό από τον αγοραστή του, τούτο θα προσέκρουε στον σκοπό μειώσεως του κόστους για τον τελικό καταναλωτή ορισμένων βασικών αγαθών, τον οποίο επιδιώκει το παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ (21). Εξάλλου, θα ήταν αδύνατον για τις φορολογικές αρχές να εξακριβώνουν αν σε κάθε περίπτωση δικαιολογείται η εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ, πράγμα που θα μπορούσε να αυξήσει ή να ενθαρρύνει τις περιπτώσεις καταχρήσεων ή φοροδιαφυγής.

40.      Πάντως, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, είναι πιθανόν οι συμπυκνωτές οξυγόνου να χρησιμοποιούνται από άτομα που δεν έχουν αναπηρία, και ειδικότερα από άτομα που έχουν πρόσκαιρες αναπνευστικές ασθένειες.

41.      Συνεπώς, και υπό την επιφύλαξη σχετικής εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, φρονώ ότι οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης συμπυκνωτές οξυγόνου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παραρτήματος ΙΙΙ, σημείο 4, της οδηγίας περί ΦΠΑ, επειδή οι συσκευές αυτές δεν φαίνεται να χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς από άτομα με αναπηρία.

 Β –      Επί της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας

42.      Είναι παρά ταύτα δυνατόν, με βάση την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, ο μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ να εφαρμοστεί στις εν λόγω συσκευές, όπως διερωτάται το αιτούν δικαστήριο;

43.      Φρονώ πως όχι.

44.      Ειδικότερα, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας δεν καθιστά δυνατή την επέκταση του πεδίου εφαρμογής ενός μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ, ελλείψει σαφούς σχετικής διατάξεως (22). Με άλλα λόγια, η επέκταση του πεδίου εφαρμογής ενός μειωμένου συντελεστή με βάση την αρχή αυτή επιτρέπεται μόνον αν υφίσταται σαφής σχετική διάταξη. Πάντως, το παράρτημα ΙΙΙ, σημείο 4, της οδηγίας περί ΦΠΑ σαφώς αποκλείει από τον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ τα ιατρικά όργανα και τις συσκευές που δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς από άτομα με αναπηρία.

45.      Διαφορετική εκτίμηση θα συνεπαγόταν καταστρατήγηση της στενής ερμηνείας και εφαρμογής των παρεκκλίσεων από την αρχή ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κανονικό συντελεστή ΦΠΑ στις πράξεις οι οποίες υπόκεινται στον φόρο αυτόν, την οποία το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη υπενθυμίσει (23).

46.      Για τον λόγο αυτόν, και αντιθέτως προς τα όσα υπονοεί το αιτούν δικαστήριο, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας δεν επιτρέπει την υπέρβαση ή, κατά μείζονα λόγο, την παραβίαση του περιεχομένου των διαφόρων κατηγοριών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ.

47.      Πράγματι, αν με βάση την εξέταση του γράμματος και του σκοπού των σημείων 3 και 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ η εκμίσθωση και/ή η πώληση συμπυκνωτών οξυγόνου δεν μπορούν να υπαχθούν σε ένα από τα εν λόγω δύο σημεία, το συμπέρασμα της εξετάσεως αυτής δεν δύναται να παρακαμφθεί με βάση την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας.

48.      Όπως το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη κρίνει σχετικά με τις απαλλαγές από τον ΦΠΑ, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας δεν είναι κανόνας πρωτογενούς δικαίου δυνάμενος να καθορίσει το κύρος μιας απαλλαγής, αλλά ερμηνευτική αρχή η οποία πρέπει να εφαρμόζεται παραλλήλως με την αρχή ότι οι απαλλαγές πρέπει να ερμηνεύονται στενά (24).

49.      Δεν βλέπω κανένα εμπόδιο ώστε η γενική αυτή ερμηνεία του περιεχομένου της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας να ισχύει επίσης στη σχέση της τελευταίας με το καθεστώς των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ, το οποίο επίσης χρήζει στενής ερμηνείας.

50.      Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, στη σχέση της με το καθεστώς των μειωμένων συντελεστών, όπως αυτό ορίζεται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας διατηρεί όλη τη σημασία της όταν, σε μια δεδομένη κατάσταση, το Δικαστήριο και τα εθνικά δικαστήρια καλούνται να εξακριβώσουν αν η νόμιμη επιλογή κράτους μέλους να εφαρμόσει επιλεκτικώς τον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ σε «συγκεκριμένες και εξειδικευμένες πτυχές» μιας δεδομένης κατηγορίας ενός ορισμένου σημείου του παραρτήματος ΙΙΙ συμβαδίζει με την αρχή αυτή (25). Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, είναι λογικό να ελέγχεται αν η επιλεκτική εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ οδηγεί σε παραβίαση της ίσης φορολογικής μεταχειρίσεως παραδόσεων συγκρίσιμων αγαθών ή παροχών συγκρίσιμων υπηρεσιών, οι οποίες ανήκουν στην ίδια κατηγορία που περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ (26).

51.      Αντιθέτως, όπως επισήμανα ανωτέρω, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για την παράκαμψη των κατηγοριών που μνημονεύονται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ, ούτως ώστε να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής των κατηγοριών αυτών παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών οι οποίες, με βάση την εξέταση του γράμματος και/ή του σκοπού των εν λόγω κατηγοριών, δεν εμπίπτουν στις τελευταίες.

III – Πρόταση

52.      Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Cour d’appel de Liège (Εφετείου Λιέγης, Βέλγιο) ως εξής:

Δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 98, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2006/138/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2006, ούτε προς το παράρτημα ΙΙΙ, σημεία 3 και 4, της οδηγίας αυτής εθνική διάταξη κατά την οποία μειωμένος συντελεστής φόρου προστιθέμενης αξίας δεν εφαρμόζεται στην παράδοση και/ή την εκμίσθωση συμπυκνωτών οξυγόνου, όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, όταν οι συσκευές αυτές δεν αποτελούν φαρμακευτικά προϊόντα κατά την έννοια του παραρτήματος ΙΙΙ, σημείο 3, της τροποποιημένης οδηγίας 2006/112 ούτε χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς από αναπήρους κατά την έννοια του σημείου 4 του ως άνω παραρτήματος, πράγμα που στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει.

Η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει την καταστρατήγηση του πεδίου εφαρμογής των κατηγοριών που περιλαμβάνονται αντιστοίχως στο παράρτημα ΙΙΙ, σημεία 3 και 4, της τροποποιημένης οδηγίας 2006/112 με την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή φόρου προστιθέμενης αξίας στην παράδοση και/ή την εκμίσθωση συσκευών οι οποίες δεν εμπίπτουν στους ορισμούς που περιλαμβάνονται στα εν λόγω σημεία.

1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

2 –      ΕΕ 2006, L 347, σ. 1.

3 –      ΕΕ 2006, L 384, σ. 92.

4 –      Υπενθυμίζω ότι ο ατμοσφαιρικός αέρας αποτελείται από οξυγόνο κατά 20 % περίπου και από άζωτο κατά 80 % περίπου.

5 –      MoniteurBelge της 31ης Ιουλίου 1970, σ. 7920.

6 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Κ (C‑219/13, EU:C:2014:2207, σκέψεις 21 και 22), και της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑502/13, EU:C:2015:143, σκέψη 33).

7 –      Η υπογράμμιση δική μου.

8 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑360/11, EU:C:2013:17, σκέψεις 47 και 64).

9 –      Απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑360/11, EU:C:2013:17, σκέψεις 18, 20 και 63).

10 –      Απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑360/11, EU:C:2013:17, σκέψεις 20 και 63). Βλ. επίσης, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑678/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:358, σκέψεις 46 και 47).

11 –      Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑678/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:358, σκέψη 48).

12 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑360/11, EU:C:2013:17, σκέψεις 48 και 86).

13 –      ΕΕ 2000, L 303, σ. 16.

14 –      Recueil des traités, τόμ. 2515, σ. 3. Η Σύμβαση αυτή εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2010/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2010, L 23, σ. 35).

15 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιταλίας, (C‑312/11, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:446, σκέψη 56)· της 18ης Μαρτίου 2014, Z. (C‑363/12, EU:C:2014:159, σκέψη 76)· της 18ης Δεκεμβρίου 2014, FOA (C‑354/13, EU:C:2014:2463, σκέψη 53), και της 26ης Μαΐου 2016, Invamed Group κ.λπ. (C‑198/15, EU:C:2016:362, σκέψη 31).

16 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2013, HK Danmark (C‑335/11 και C‑337/11, EU:C:2013:222, σκέψεις 39 έως 42 και 47), και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, FOA (C‑354/13, EU:C:2014:2463, σκέψεις 56 έως 60). Μολονότι αυτό δεν προκύπτει πάντοτε σαφώς από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, τόσο η σωματική, πνευματική, διανοητική ή ψυχική πάθηση όσο και η μειονεκτικότητα την οποία συνεπάγεται η πάθηση αυτή για τα πάσχοντα άτομα πρέπει κατ’ εμέ να είναι μακροχρόνιες, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η διάκριση της έννοιας «αναπηρία» από την έννοια της «ασθένειας».

17 –      Βλ. αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2013, HK Danmark (C‑335/11 και C‑337/11, EU:C:2013:222, σκέψη 31), και της 18ης Μαρτίου 2014, Ζ. (C‑363/12, EU:C:2014:159, σκέψη 74).

18 –      Η υπογράμμιση δική μου.

19 –      Η κυστική ίνωση είναι γενετική και κληρονομική ασθένεια η οποία πλήττει τα επιθηλιακά κύτταρα διαφόρων οργάνων όπως των αναπνευστικών οδών, αλλοιώνοντας τις εκκρίσεις τους.

20 –      Βλ., κατ’ αναλογίαν, σχετικά με τη χρήση του ίδιου επιρρήματος στο σημείο 1 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ, αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑41/09, EU:C:2011:108, σκέψη 55), και της 12ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑453/09, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:296, σκέψη 45).

21 –      Βλ. απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑360/11, EU:C:2013:17, σκέψεις 86 και 87).

22 –      Βλ. αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑479/13, EU:C:2015:141, σκέψη 43), και της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑502/13, EU:C:2015:143, σκέψη 51). Βλ. επίσης, όσον αφορά τις απαλλαγές από τον ΦΠΑ, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, Klinikum Dortmund (C‑366/12, EU:C:2014:143, σκέψη 40).

23 –      Βλ. μεταξύ άλλων, υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑360/11, EU:C:2013:17, σκέψη 18), και της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑502/13, EU:C:2015:143, σκέψη 38).

24 –      Βλ. αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2012, Deutsche Bank (C‑44/11, EU:C:2012:484, σκέψη 45)· της 13ης Μαρτίου 2014, Klinikum Dortmund (C‑366/12, EU:C:2014:143, σκέψη 40)· της 2ας Ιουλίου 2015, De Fruytier (C‑334/14, EU:C:2015:437, σκέψη 37), και της 17ης Μαρτίου 2016, Aspiro (C‑40/15, EU:C:2016:172, σκέψη 31).

25 –      Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2003, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑384/01, EU:C:2003:264, σκέψεις 24 έως 29)· της 3ης Απριλίου 2008, Zweckverband zur Trinkwasserversorgung und Abwasserbeseitigung Torgau-Westelbien (C‑442/05, EU:C:2008:184, σκέψεις 42 και 43)· της 6ης Μαΐου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑94/09, EU:C:2010:253, σκέψεις 28 έως 30)· της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Pro Med Logistik και Pongratz (C‑454/12 και C‑455/12, EU:C:2014:111, σκέψεις 44 έως 46), και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, K (C‑219/13, EU:C:2014:2207, σκέψη 23).

26 –      Συναφώς, αν, αντιθέτως προς την προεκτεθείσα ανάλυση, θεωρηθεί ότι οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης συμπυκνωτές οξυγόνου εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του σημείου 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας περί ΦΠΑ, στο αιτούν δικαστήριο θα απόκειται να εξακριβώσει αν η διάκριση στην οποία προβαίνει το Βασίλειο του Βελγίου μεταξύ φορητών και σταθερών ιατρικών συσκευών (στο πλαίσιο της οποίας ο μειωμένος συντελεστής του 6 % εφαρμόζεται μόνο στην παράδοση και/ή εκμίσθωση των πρώτων) αφορά «συγκεκριμένες και εξειδικευμένες πτυχές» της μνημονευόμενης στο σημείο 4 του ως άνω παραρτήματος κατηγορίας και συμβαδίζει με την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχει η νομολογία που παρατέθηκε στην προηγούμενη υποσημείωση των παρουσών προτάσεων.

Viewing all 7448 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>