Quantcast
Channel: Taxheaven - Νέες αποφάσεις
Viewing all 7448 articles
Browse latest View live

Άρθρα «Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα» - Υποδείγματα Προσαρτήματος για: α) «Πολύ Μικρές οντότητες», με απλογραφικά βιβλία, β) «Πολύ Μικρές οντότητες», με διπλογραφικά βιβλία και γ) «Μικρές οντότητες»

$
0
0

1η Δημοσίευση 1.6.2016

«Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα» - Υποδείγματα Προσαρτήματος για :

α) « Πολύ Μικρές οντότητες», με απλογραφικά βιβλία,

β) « Πολύ Μικρές οντότητες», με διπλογραφικά βιβλία και

γ) «Μικρές οντότητες».


Κωνσταντίνος Ιωαν. Νιφορόπουλος
Ορκωτός λογιστής – «ΩΡΙΩΝ Α.Ε.Ο.Ε.Λ».
Επιστημονικός Συνεργάτης Taxheaven

 

Στο προσάρτημα αναφέρεται κυρίως το Άρθρο 29. Προσάρτημα (σημειώσεις) επί των χρηματοοικονομικών καταστάσεων του Ν. 4308/2014 , το Αρθρο 30. Απλοποιήσεις και απαλλαγές  «  8. Οι οντότητες της παραγράφου 7 [Πολύ μικρές οντότητες των παραγράφων 2α και 2β του άρθρου 1]  του παρόντος άρθρου παρέχουν τις πληροφορίες μόνο των παραγράφων 3, 16, 25 και 34 του άρθρου 29. Δύνανται να μην παρέχουν τις λοιπές πληροφορίες του άρθρου 29  …… 9. Οι μικρές οντότητες παρέχουν τις πληροφορίες μόνο των παραγράφων 3 έως και 8, 10, 13, 14, 16 έως και 18, 23(α) και 25 του άρθρου 29. Δύνανται να μην παρέχουν τις λοιπές πληροφορίες του άρθρου 29. … 10. Οι μεσαίες οντότητες δύνανται να μην παρέχουν τις πληροφορίες των παραγράφων 24, 32 και 33 του άρθρου 29.    », αλλά και το Αρθρο 37. Πρώτη εφαρμογή  «  7. Η μέθοδος μετάβασης στον παρόντα νόμο, καθώς και οι επιπτώσεις σε κάθε ένα κονδύλι των χρηματοοικονομικών καταστάσεων γνωστοποιούνται στις σημειώσεις των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Ιδιαίτερα γνωστοποιείται ενδεχόμενη χρήση της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, καθώς και τα σχετικά ποσά του ισολογισμού και της κατάστασης αποτελεσμάτων.  ………   9. Οι πολύ μικρές και οι μικρές οντότητες μπορούν να μην εφαρμόζουν τις παραγράφους 4, 6 και 7 του παρόντος άρθρου.  » . 

Το «Προσάρτημα» των Ε.Λ.Π , έχει τον ίδιο ρόλο ( με διαφοροποιημένες απαιτήσεις )  που είχε και στο Ε.Γ.Λ.Σ, δηλαδή την παροχή πληροφοριών, αναλύσεων και επεξηγήσεων σχετικά με τις Οικονομικές Καταστάσεις της Επιχείρησης και αποτελεί ουσιαστικό συμπλήρωμα των υπολοίπων καταστάσεων ( Ισολογισμός, Κατάσταση Αποτελεσμάτων, κ.λ.π ) .

Γενική αρχή :

όσο μικρότερη η κατηγορία τόσο λιγότερες οι πληροφορίες που απαιτούνται.

 

Το παρόν άρθρο αποτελεί μια « προσπάθεια», συμβολής στην δυνατότητα επιλογής των συναδέλφων ( κυρίως αυτών που ασχολούνται με τις μικρότερου μεγέθους επιχειρήσεις ) , περισσοτέρων «υποδειγμάτων» Προσαρτήματος.

Θυμίζω τα εξαιρετικά « Υποδείγματα» Προσαρτημάτων (από τα οποία και αντλήσαμε αρκετά στοιχεία ) , που έχουν αναρτηθεί στον Κόμβο μας :

α)  Τo Προσάρτημα των Ε.Λ.Π.: Περιεχόμενο και πρακτικά παραδείγματα (διάθεση δωρεάν)  Παναγιώτης Βρουστούρης - Κωνσταντίνος Καραμάνης.

και

β)  (1) Υπόδειγμα Προσαρτήματος Ν. 4308/2014 - ΣΟΛ Α.Ε.

     (2) Υπόδειγμα Ενοποιημένου Προσαρτήματος Ν. 4308/2014 - ΣΟΛ Α.Ε.

 

Σχετικά με τις κατηγορίες των οντοτήτων, θυμίζουμε τα εξής :

Η ένταξη ή αλλαγή κατηγορίας μεγέθους γίνεται όταν η οντότητα υπερβαίνει ή παύει να υπερβαίνει για δύο συνεχόμενες χρήσεις τα όρια μεγέθους που παρουσιάζονται συνοπτικά στον παρακάτω πίνακα. Σημειώνεται ότι ο μέσος όρος προσωπικού αναφέρεται σε εργαζόμενους πλήρους ημερήσιας και ετήσιας απασχόλησης (ισοδύναμες μονάδες).

Κατηγορίες οντοτήτων

Κριτήρια μεγέθους (κάλυψη 2 από τα 3)

Μέσος όρος προσωπικού

Σύνολο ενεργητικού (ευρώ)

Καθαρός κύκλος εργασιών (ευρώ)

Πολύ μικρές άρθρου 1, παρ.(δηλαδή ΟΕ, ΕΕ, ατομική, κλπ)

≤ 1.500.000

Μικρές άρθρου 1, παρ. 2γ, (δηλαδή ΟΕ, ΕΕ, ατομική, κλπ)

> 1.500.000

Πολύ μικρές άρθρου 1 παρ. και

≤ 10

≤ 350.000

≤ 700.000

Μικρές άρθρου 1 παρ. και

≤ 50

≤ 4.000.000

≤ 8.000.000

Μεσαίες (όλες)

≤ 250

≤ 20.000.000

≤ 40.000.000

Μεγάλες (όλες)

> 250

> 20.000.000

> 40.000.000

 

Σημείωση

Οι μικρές του άρθρου 1 παρ 2γ (ΟΕ, ΕΕ, ατομικές, κλπ) παραμένουν μικρές εφόσον δεν υπερβαίνουν δύο από τα κριτήρια προσωπικό 50 άτομα, σύνολο ενεργητικού 4.000.000 και κύκλος εργασιών 8.000.000.

 

Το εύρος των ανωτέρω ορίων παρουσιάζεται στον κατωτέρω πίνακα :

 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΜΕ 2 ΑΠΟ ΤΑ 3 ΚΡΙΤΗΡΙΑ

 

ΜΕΓΑΛΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

ΜΕΣΑΙΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

ΜΙΚΡΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ αρθρο 1 παρ 2γ

Αριθμητικά όρια Συνόλου Ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων

>20.000.000

4.000.000-19.999.999

350.000-3.999.999

350.000 <

ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ

Αριθμητικά όρια Καθαρού Ύψους κύκλου Εργασιών

>40.000.000

8.000.000- 39.999.999

700.000-7.999.999

700.000 <

1.500.000<

Μέσος όρος απασχολούμενων κατά τη διάρκεια της περιόδου

> 250

50 έως 249

10 έως 49

10<

10<

 

 

 

 

 

 

      Σημείωση : για την περίοδο του 2015 το μέγεθος της οντότητας θα κριθεί με βάση τα νέα ποσοτικά κριτήρια και τα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσεων των ετών 2013 και 2014, όπως δημοσιεύθηκαν για εκείνα τα έτη.

 

Υποδείγματα Προσαρτημάτων.

 

α) « Πολύ Μικρές οντότητες», με απλογραφικά βιβλία

 

 

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ

Σημειώσεις επί των χρηματοοικονομικών καταστάσεων

( Άρθρο 29 και 30 του Ν. 4308/2014 )

της επιχείρησης : ……………………………………………………….

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ : 1/1/2015 έως 31/12/2015

Μέγεθος οντότητας : « Πολύ μικρή οντότητα » (της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 ) με Απλογραφικά βιβλία .

Νόμισμα : Ευρώ. Στρογγυλοποίηση ποσών στις Οικονομικές Καταστάσεις : Δεν έγινε.

Α/Α

Απαιτούμενη  Γνωστοποίηση

Απάντηση

( Ενδεικτική )

1

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 3

 

α

Επωνυμία της οντότητας.  

ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ

β

Νομικός τύπος της οντότητας.  

(Ο.Ε - Ε.Ε - ΑΤΟΜΙΚΗ - Κ.Λ.Π)

γ

Περίοδος αναφοράς.  

1/1/2015 ΕΩΣ 31/12/2015

δ

Διεύθυνση της έδρας της οντότητας.  

 ΨΨΨΨΨΨΨ

ε

Δημόσιο μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένη η οντότητα ή αντίστοιχες πληροφορίες, κατά περίπτωση.  

Στοιχεία Γ.Ε.ΜΗ ή Δεν υπάρχει υποχρέωση.

στ

Η οντότητα λειτουργεί με την παραδοχή της συνεχιζόμενης δραστηριότητας, ή όχι ;  

ΝΑΙ (Συνήθης περίπτωση )  ή ΌΧΙ ( περιπτώσεις που η Εταιρεία έχει προβλήματα επιβίωσης )

ζ

Η οντότητα είναι υπό εκκαθάριση ;   

ΌΧΙ (Συνήθης περίπτωση )  ή ΝΑΙ ( περίπτωση που η Εταιρεία βρίσκεται σε Εκκαθάριση )

η

Κατηγορία της οντότητας

  «Πολύ μικρή με απλογραφικά βιβλία»

θ

Δήλωση ότι οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις έχουν καταρτιστεί σε πλήρη συμφωνία με το νόμο.  

Ναι έχουν καταρτιστεί

 

2

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 34 και 16 παρ. 8

 


Δήλωση περί της επιλογής μη σύνταξης ισολογισμού.

Η Οντότητα έκανε χρήση της επιλογής   "Μη  σύνταξη Ισολογισμού ''

Άλλες Σημειώσεις με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των Οικονομικών Καταστάσεων

……………………….

Πάτρα , 30 Απριλίου 2016

 

Ο ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ                                 Ο ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ                          Ο ΛΟΓΙΣΤΗΣ

             ή                                                     

Ο ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ

 

β) « Πολύ Μικρές οντότητες», με διπλογραφικά βιβλία.

 

 

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ

Σημειώσεις επί των χρηματοοικονομικών καταστάσεων

( Άρθρο 29 και 30 του Ν. 4308/2014 )

της επιχείρησης : ……………………………………………………….

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ : 1/1/2015 έως 31/12/2015

Μέγεθος οντότητας : « Πολύ μικρή οντότητα »  με Διπλογραφικά βιβλία .

Νόμισμα : Ευρώ. Στρογγυλοποίηση ποσών στις Οικονομικές Καταστάσεις : Δεν έγινε.

Α/Α

Απαιτούμενη  Γνωστοποίηση

Απάντηση

( Ενδεικτική )

1

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 3

 

α

Επωνυμία της οντότητας.  

ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ

β

Νομικός τύπος της οντότητας.  

(Ο.Ε - Ε.Ε - ΑΤΟΜΙΚΗ – Α.Ε – Ε.Π.Ε – Ι.Κ.Ε, κ.λ.π)

γ

Περίοδος αναφοράς.  

1/1/2015 ΕΩΣ 31/12/2015

δ

Διεύθυνση της έδρας της οντότητας.  

 ΨΨΨΨΨΨΨ

ε

Δημόσιο μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένη η οντότητα ή αντίστοιχες πληροφορίες, κατά περίπτωση.  

Στοιχεία Γ.Ε.ΜΗ ή Δεν υπάρχει υποχρέωση.

στ

Η οντότητα λειτουργεί με την παραδοχή της συνεχιζόμενης δραστηριότητας, ή όχι ;  

ΝΑΙ (Σύνηθης περίπτωση )  ή ΌΧΙ ( περιπτώσεις που η Εταιρεία έχει προβλήματα επιβίωσης )

ζ

Η οντότητα είναι υπό εκκαθάριση ;   

ΌΧΙ (Συνήθης περίπτωση )  ή ΝΑΙ ( περίπτωση που η Εταιρεία βρίσκεται σε Εκκαθάριση )

η

Κατηγορία της οντότητας

  «Πολύ μικρή με διπλογραφικά βιβλία»

Θ

 

 

Δήλωση ότι οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις έχουν καταρτιστεί σε πλήρη συμφωνία με το νόμο.  

Η Διοίκηση της Οντότητας δηλώνει ότι :

« Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις έχουν καταρτιστεί σε πλήρη συμφωνία με τον νόμο 4308/2014 » .

2

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 16

 

 

Ενδεχόμενες υποχρεώσεις, που δεν εμφανίζονται στον ισολογισμό.

Εγγυήσεις :

 

Ενδεχόμενη Υποχρέωση για αποζημίωση προσωπικού :

 

Ενδεχόμενη Υποχρέωση για ανέλεγκτες φορολογικά χρήσεις :

 

Υπόλοιπο αξίας συμβάσεων leasing ( που είχαν υπογραφεί πριν την 31/12/13 και δεν εμφανίζονται στον Ισολογισμό ) :

 

3

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 25

 

 

Τα ποσά προκαταβολών και πιστώσεων που χορηγήθηκαν στα μέλη διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών συμβουλίων, με μνεία του επιτοκίου, των όρων χορήγησης και των ποσών που επιστράφηκαν, διαγράφηκαν ή δεν εισπράχθηκαν λόγω αποποίησης, καθώς και τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν για λογαριασμό τους, με οποιαδήποτε εγγύηση. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται αθροιστικά για κάθε κατηγορία των προσώπων αυτών.

Προκαταβολές και Πιστώσεις :

Υπόλοιπο 1/1/2014 :

Μείον : Επιστροφές :

Συν : Αναλήψεις      :

Μείον : Διαγραφές :

Υπόλοιπο 31/12/2014 :

 

Επιτόκιο χορήγησης : ….

 

Δεσμεύσεις - Εγγυήσεις :

 

4

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 34 και 16 παρ. 7

 


Καταρτίσατε συνοπτικό Ισολογισμό του υποδείγματος Β.5 και συνοπτική Κατάσταση Αποτελεσμάτων του υποδείγματος Β.6.

Ναι / Όχι

 

Άλλες Σημειώσεις με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των Οικονομικών Καταστάσεων

………………………………………………

 

Πάτρα , 30 Απριλίου 2016

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ του Δ.Σ                   ΕΝΑ ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ Δ.Σ                          Ο ΛΟΓΙΣΤΗΣ

             ή                                                      ή

Ο ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ                             Ο ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ

             Ή

Ο ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ

 

 

 

 

 

γ) «Μικρές οντότητες» ( Το «Προσάρτημα» συνοδεύεται από τρία Παραρτήματα ) .

 

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ

Σημειώσεις επί των χρηματοοικονομικών καταστάσεων

( Άρθρο 29 και 30  του Ν. 4308/2014 )

της επιχείρησης : ……………………………………………………….

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ : 1/1/2015 έως 31/12/2015

Μέγεθος οντότητας : « Μικρή οντότητα »  .

Νόμισμα : Ευρώ. Στρογγυλοποίηση ποσών στις Οικονομικές Καταστάσεις : Δεν έγινε.

Α/Α

Απαιτούμενη  Γνωστοποίηση

Απάντηση

( Ενδεικτική )

1

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 3

 

α

Επωνυμία της οντότητας.  

ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ

β

Νομικός τύπος της οντότητας.  

(Ο.Ε - Ε.Ε - ΑΤΟΜΙΚΗ – Α.Ε – Ε.Π.Ε – Ι.Κ.Ε,  κ.λ.π)

γ

Περίοδος αναφοράς.  

1/1/2015 ΕΩΣ 31/12/2015

δ

Διεύθυνση της έδρας της οντότητας.  

 ΨΨΨΨΨΨΨ

ε

Δημόσιο μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένη η οντότητα ή αντίστοιχες πληροφορίες, κατά περίπτωση.  

Στοιχεία Γ.Ε.ΜΗ  και ΑΡ.Μ.Α.Ε

στ

Η οντότητα λειτουργεί με την παραδοχή της συνεχιζόμενης δραστηριότητας, ή όχι ;  

ΝΑΙ (Σύνηθης περίπτωση )  ή

 ΌΧΙ ( περιπτώσεις που η Εταιρεία έχει προβλήματα επιβίωσης ) [ Στην περίπτωση αυτή συμπληρώνεται και το 2.

ζ

Η οντότητα είναι υπό εκκαθάριση ;   

ΌΧΙ (Συνήθης περίπτωση )  ή ΝΑΙ ( περίπτωση που η Εταιρεία βρίσκεται σε Εκκαθάριση )

η

Κατηγορία της οντότητας

  «Μικρή με διπλογραφικά βιβλία»

θ

Δήλωση ότι οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις έχουν καταρτιστεί σε πλήρη συμφωνία με το νόμο.  

Η Διοίκηση της Οντότητας δηλώνει ότι :

« Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις έχουν καταρτιστεί σε πλήρη συμφωνία με τον νόμο 4308/2014 » .

2

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 4

 

 

Υπάρχουν παράγοντες που θέτουν σε κίνδυνο την προοπτική της οντότητας ως συνεχιζόμενη δραστηριότητα. γνωστοποιείται η φύση αυτών των παραγόντων, καθώς και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπισή τους. 

Η επιχείρηση διενήργησε σχετική αξιολόγηση και δεν εντόπισε παράγοντες που θέτουν σε κίνδυνο την προοπτική της ως συνεχιζόμενη δραστηριότητα.

ή

Η επιχείρηση εντόπισε τους ακόλουθους παράγοντες :……

……………

3

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 5

 

 

Συνοπτική αναφορά των λογιστικών πολιτικών που ακολουθεί η οντότητα για τα επιμέρους στοιχεία των χρηματοοικονομικών της καταστάσεων. Σε περίπτωση αλλαγών λογιστικών πολιτικών, αλλαγών λογιστικών εκτιμήσεων ή διόρθωσης λαθών, γίνεται αναφορά στο γεγονός, στους λόγους που οδήγησαν στην αλλαγή ή τη διόρθωση, και γνωστοποιούνται επαρκώς οι σχετικές επιπτώσεις στα κονδύλια των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

α) Οι «Λογιστικές Πολιτικές », αναλύονται στο « Παράρτημα Νο ..»

β) Δεν έγιναν αλλαγές στις «λογιστικές πολιτικές» και στις «λογιστικές εκτιμήσεις» / ή έγιναν και  αναλύονται στο «Παράρτημα Νο ..»

γ) Δεν έγιναν «διόρθωσεις λαθών»/ ή έγιναν και  αναλύονται στο «Παράρτημα Νο ..».

4

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 6

 

 

Παρεκκλίσεις από την εφαρμογή μιας διάταξης του παρόντος νόμου για να εκπληρώσει την υποχρέωση της παραγράφου 2 του άρθρου 16 περί εύλογης παρουσίασης, η παρέκκλιση αυτή γνωστοποιείται και δικαιολογείται επαρκώς. Οι επιπτώσεις της παρέκκλισης στα περιουσιακά στοιχεία, στις υποχρεώσεις, στην καθαρή θέση και στα αποτελέσματα, παρατίθενται πλήρως στο προσάρτημα.

Δεν έγινε παρέκκλιση.

( ή)

Έγινε η ακόλουθη παρέκκλιση:

………………………..



5

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 7

 

 

Όταν ένα περιουσιακό στοιχείο ή μία υποχρέωση σχετίζεται με περισσότερα από ένα κονδύλια του ισολογισμού, γνωστοποιείται η σχέση του στοιχείου αυτού με τα σχετιζόμενα κονδύλια των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

Δεν υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις.

( ή)

Υπάρχουν οι εξής περιπτώσεις :

………………………….

 

6

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 8

 

 

Πίνακα Μεταβολών των ενσώματων και άυλων πάγιων περιουσιακών στοιχείων:  

Βλέπε συνημμένο « Παράρτημα Νο ..»

 

7

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 10

 

 

Πληροφορίες για την  περίπτωση επιμέτρησης στην εύλογη αξία, σύμφωνα με το άρθρο 24.  

Δεν εφαρμόστηκε το άρθρο 24.

( ή )

Βλέπε σχετικές πληροφορίες στο συνημμένο « Παράρτημα Νο ..»

 

8

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 13

 

 

Το συνολικό χρέος της οντότητας που καλύπτεται με εξασφαλίσεις που παρέχονται από την οντότητα, με ένδειξη της φύσης και της μορφής της εξασφάλισης.

Προσημειώσεις και Υποθήκες :

……………..

Παρακράτηση κυριότητας :

……………….

9

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 14

 

 

Τα ποσά των υποχρεώσεων της οντότητας που καθίστανται απαιτητά μετά από πέντε (5) έτη από την ημερομηνία του ισολογισμού.  

…………..

 

 

10

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 16

 

 

Το συνολικό ποσό των χρηματοοικονομικών δεσμεύσεων, εγγυήσεων ή ενδεχόμενων επιβαρύνσεων (ενδεχόμενες υποχρεώσεις) που δεν εμφανίζονται στον ισολογισμό, με ένδειξη της φύσης και της μορφής των σχετικών εξασφαλίσεων που έχουν παρασχεθεί. Κάθε δέσμευση που αφορά παροχές σε εργαζόμενους μετά την έξοδο από τη υπηρεσία ή οντότητες ομίλου ή συγγενείς οντότητες, γνωστοποιείται ξεχωριστά

α) Εγγυητικές Επιστολές

………………………………

β) Υπόλοιπο αξίας συμβάσεων leasing ( που είχαν υπογραφεί πριν την 31/12/13 και δεν εμφανίζονται στον Ισολογισμό )

…………………………………..

γ) Ανέλεγκτες φορολογικά χρήσεις και ενδεχόμενες υποχρεώσεις.

………………………………

δ) Δεσμεύσεις για παροχές σε εργαζόμενους μετά την έξοδο.

………………………………

ε) Επίδικες υποθέσεις. 

………………………………

11

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 17

 

 

Το ποσό και τη φύση των επιμέρους στοιχείων των εσόδων ή των εξόδων που είναι ιδιαίτερου ύψους ή ιδιαίτερης συχνότητας ή σημασίας. Ιδιαίτερα, στην περίπτωση που από τον παρόντα νόμο προβλέπεται συμψηφισμός εσόδων και εξόδων γνωστοποιούνται τα σχετικά κονδύλια και οι αξίες αυτών προ του συμψηφισμού.

Δεν υπάρχουν σημαντικά κονδύλια εσόδων και εξόδων στην περίοδο που επηρεάζουν τα αποτελέσματα.

 ή

 Υπάρχουν σημαντικά κονδύλια εσόδων και εξόδων στην περίοδο που επηρεάζουν τα αποτελέσματα και είναι τα εξής :

Έκτακτα κονδύλια κερδών ή ζημιών : …………….

Απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων (περιλαμβανομένων των τυχόν αναστροφών τους) …………..

Προβλέψεις (περιλαμβανομένων των τυχόν αναστροφών τους) : ………

12

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 18

 

 

Το ποσό τόκων της περιόδου με το οποίο αυξήθηκε το κόστος απόκτησης αγαθών και υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθρο 20.  

Δεν ενσωματώθηκαν

(ή )

Ενσωματώθηκαν τόκοι ύψους ΧΧΧΧ στην αξία των αποθεμάτων ……

 

13

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 23 (α)

 

 

-          Ο μέσος όρος των απασχολούμενων.  

….. άτομα.

 

14

Σχετικό άρθρο του Νόμου : 29 παρ. 25

 

 

Τα ποσά προκαταβολών και πιστώσεων που χορηγήθηκαν στα μέλη διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών συμβουλίων, με μνεία του επιτοκίου, των όρων χορήγησης και των ποσών που επιστράφηκαν, διαγράφηκαν ή δεν εισπράχθηκαν λόγω αποποίησης, καθώς και τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν για λογαριασμό τους, με οποιαδήποτε εγγύηση. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται αθροιστικά για κάθε κατηγορία των προσώπων αυτών.

Προκαταβολές και Πιστώσεις :

Υπόλοιπο 1/1/2014 :

Μείον : Επιστροφές :

Συν : Αναλήψεις      :

Μείον : Διαγραφές :

Υπόλοιπο 31/12/2014 :

 

Επιτόκιο χορήγησης : ….

 

Δεσμεύσεις - Εγγυήσεις :

 

 

Άλλες Σημειώσεις με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των Οικονομικών Καταστάσεων

 

[ Πληροφορίες για την μετάβαση από το Ε.Γ.Λ.Σ  στα Ε.Λ.Π ]

 

Πάτρα , 30 Απριλίου 2016

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ του Δ.Σ                   ΕΝΑ ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ Δ.Σ                          Ο ΛΟΓΙΣΤΗΣ

             ή                                                      ή

Ο ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ                             Ο ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ

             ή

Ο ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ

 

 

 

 

 

……………………………………………

 

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ / Παράρτημα Νο ..  

της επιχείρησης : ……………………………………………………….

«Λογιστικές Πολιτικές » που ακολουθούνται - Αλλαγές στις «Λογιστικές Πολιτικές» &  «Διορθώσεις λαθών».

( άρθρο 29, παρ. 5 )

 

α)  «Λογιστικές Πολιτικές »

Η επιχείρηση  ακολουθεί το «Ιστορικό Κόστος» και ειδικότερα τις παρακάτω λογιστικές πολιτικές.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ

·   Ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα &  Οι επενδύσεις σε ακίνητα : Αρχική καταχώρηση :  Κόστος κτήσεως, συν κάθε δαπάνη που απαιτείται για να έλθει το πάγιο στην παρούσα κατάσταση ή θέση ή επιδιωκόμενη χρήση.  Επιμέτρηση στο τέλος της χρήσης :  Κόστος κτήσης μείον αποσβέσεις,  μείον «ζημίες απομείωσης» [ όταν κρίνεται ότι είναι μόνιμου χαρακτήρα].

·   Λοιπά ενσώματα πάγια : Αρχική καταχώρηση :  Κόστος κτήσεως, συν κάθε δαπάνη που απαιτείται για να έλθει το πάγιο στην παρούσα κατάσταση ή θέση ή επιδιωκόμενη χρήση.  Επιμέτρηση στο τέλος της χρήσης :  Κόστος κτήσης μείον αποσβέσεις,  μείον «ζημίες απομείωσης» [ όταν κρίνεται ότι είναι μόνιμου χαρακτήρα].

·   Άυλα πάγια περιουσιακά στοιχεία :  Αρχική καταχώρηση : Κόστος κτήσης. Επιμέτρηση στο τέλος της χρήσης : (1) Άυλα στοιχεία με περιορισμένη ωφέλιμη οικονομική ζωή : Κόστος κτήσης μείον αποσβέσεις και μείον ζημίες απομείωσης [όταν κρίνεται ότι είναι μόνιμου χαρακτήρα], (2) Τα άυλα στοιχεία με απεριόριστη ωφέλιμη οικονομική ζωή, ή με ωφέλιμη οικονομική ζωή που δεν μπορεί να προσδιοριστεί αξιόπιστα: Κόστος κτήσης μείον αποσβέσεις και μείον ζημίες απομείωσης [ όταν κρίνεται ότι είναι μόνιμου χαρακτήρα].

·    Συντελεστές απόσβεσης, ενσώματων και άυλων παγίων:

α/α

Περιγραφή

Συντελεστής απόσβεσης

1

Κτίρια, κατασκευές, εγκαταστάσεις, βιομηχανικές και ειδικές εγκαταστάσεις, μη κτιριακές εγκαταστάσεις, αποθήκες και σταθμοί.

4%

2

Μηχανήματα, εξοπλισμός εκτός Η/Υ και λογισμικού

10%

3

Μεταφορικά μέσα επιβατικά

16%

4

Μεταφορικά μέσα φορτηγά

12%

5

Εξοπλισμός Η/Υ, κύριος και περιφερειακός και λογισμικό

20%

6

Έπιπλα και σκέυη

10%

7

Λοιπά πάγια στοιχεία της επιχείρησης

10%

8

Άυλα στοιχεία και δικαιώματα και έξοδα πολυετούς απόσβεσης

10% ( ή * )

 

*  Στον συμβατικά καθοριζόμενο χρόνο χρήσης ή με βάση την εκτιμώμενη ωφέλιμη οικονομική ζωή τους.

 

 

·   Επενδύσεις σε θυγατρικές, συγγενείς και κοινοπραξίες και λοιποί συμμετοχικοί τίτλοι :  Αρχική καταχώρηση : Κόστος κτήσης. Επιμέτρηση στο τέλος της χρήσης :  Κόστος κτήσης, μείον ζημίες απομείωσης (υποτίμησης ) [ όταν υπάρχουν ενδείξεις ή γεγονότα που υποδεικνύουν ότι η λογιστική αξία τους ενδέχεται να μην είναι ανακτήσιμη ].

·   Λοιπά πάγια χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία : Επιμέτρηση στο τέλος της χρήσης :  Κόστος κτήσης, μείον ζημίες απομείωσης [ όταν κρίνεται ότι είναι μόνιμου χαρακτήρα].

·   Aποθέματα (έτοιμα και ημιτελή, εμπορεύματα, πρώτες ύλες και υλικά, βιολογικά αποθέματα) :  Αρχική καταχώρηση : Κόστος κτήσης. Η επιχείρηση επιβαρύνει  ( ή ) (δεν επιβαρύνει) το κόστος των ιδιοπαραγόμενων αποθεμάτων μακράς περιόδου παραγωγής ή ωριμάνσεως με τόκους εντόκων υποχρεώσεων κατά το μέρος που αναλογούν σε αυτά. Επιμέτρηση στο τέλος της χρήσης :  Στην χαμηλότερη αξία, μεταξύ αξίας κτήσεως και καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας. Η αξία κτήσης προσδιορίζεται με την μέθοδο του μέσου σταθμικού όρου ή, την FIFO. Η ζημία που προκύπτει από την επιμέτρηση των αποθεμάτων στην καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία [ όταν αυτή είναι μικρότερη του κόστους κτήσης ], αναγνωρίζεται στις ζημίες απομείωσης και επιβαρύνει το κόστος πωλήσεων στην Κατάσταση Αποτελεσμάτων. Σε περίπτωση ιδιαίτερα αυξημένων ζημιών απομείωσης αποθεμάτων, τα σχετικά ποσά εμφανίζονται στο κονδύλι «Απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων» στην Κατάσταση Αποτελεσμάτων με σκοπό την εύλογη παρουσίαση.

·   Εμπορικές και λοιπές απαιτήσεις και οι απαιτήσεις :  Επιμέτρηση στο τέλος της χρήσης :  Κόστος κτήσης μείον τις εκτιμώμενες ζημίες απομείωσης ( Επισφαλείς απαιτήσεις ) .

·    Προκαταβολές & Λοιπά μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία :  Αρχική καταχώρηση : Κόστος κτήσης (καταβαλλόμενα ποσά). Επιμέτρηση στο τέλος της χρήσης : Οι προκαταβολές δαπανών επιμετρούνται στο αρχικό κόστος κτήσεως, μείον τα χρησιμοποιηθέντα ποσά βάσει της αρχής του δουλευμένου και τυχόν ζημίες απομειώσεως. Η απομείωση των προκαταβολών δαπανών αναφέρεται στην περίπτωση στην οποία ο λήπτης του σχετικού ποσού δεν είναι σε θέση ούτε να εκπληρώσει την δέσμευση που ανέλαβε ούτε να επιστρέψει το υπόλοιπο του ποσού.
Τα λοιπά μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία καταχωρίζονται αρχικά στο κόστος κτήσεως και αποτιμούνται μεταγενέστερα στη χαμηλότερη αξία μεταξύ κόστους κτήσεως και ανακτήσιμης αξίας, δηλαδή του ποσού που αναμένεται να ληφθεί.

·    Προβλέψεις :  Αρχική καταχώρηση : Στο ονομαστικό ποσό που αναμένεται να απαιτηθεί για το διακανονισμό τους, Επιμέτρηση στο τέλος της χρήσης :  Στο ονομαστικό ποσό που αναμένεται να απαιτηθεί για το διακανονισμό τους. Ειδικότερα, οι προβλέψεις για παροχές σε εργαζομένους μετά την έξοδο από την υπηρεσία, που προκύπτουν από προγράμματα καθορισμένων παροχών, καταχωρούνται και επιμετρούνται στα προκύπτοντα από τη νομοθεσία ονομαστικά ποσά κατά την ημερομηνία του ισολογισμού.
ή
Ειδικότερα, οι προβλέψεις για παροχές σε εργαζομένους μετά την έξοδο από την υπηρεσία, που προκύπτουν από προγράμματα καθορισμένων παροχών, καταχωρούνται και επιμετρούνται με βάση αποδεκτή αναλογιστική μέθοδο.

·   Χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις : Αρχική καταχώρηση:  Στα ονομαστικά τους ποσά. Επιμέτρηση στο τέλος της χρήσης : Στα ονομαστικά τους ποσά, εκτός από τις μακροπρόθεσμης λήξεως, οι οποίες αποτιμούνται στο αποσβέσιμο κόστος με τη μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου (ή με τη σταθερή μέθοδο).

·   Κρατικές επιχορηγήσεις  που αφορούν περιουσιακά στοιχεία :  Χρόνος αναγνώρισης : Αναγνωρίζονται αρχικά ως υποχρεώσεις στην περίοδο που εισπράττονται ή στην περίοδο που καθίσταται οριστική η έγκρισή τους και υπάρχει βεβαιότητα ότι θα εισπραχθούν. Επιμέτρηση στο τέλος της χρήσης :  Οι κρατικές επιχορηγήσεις αποσβένονται με τη μεταφορά τους στα αποτελέσματα ως έσοδα, στην ίδια περίοδο και με τρόπο αντίστοιχο της μεταφοράς στα αποτελέσματα της λογιστικής αξίας του στοιχείου που επιχορηγήθηκε. Οι κρατικές επιχορηγήσεις που αφορούν έξοδα μεταφέρονται στα αποτελέσματα ως έσοδα στην περίοδο στην οποία τα επιχορηγηθέντα έξοδα βαρύνουν τα αποτελέσματα.

·   Μη χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις αναγνωρίζονται αρχικά και επιμετρώνται μεταγενέστερα στο ονομαστικό ποσό που αναμένεται να απαιτηθεί για το διακανονισμό τους.

·    Τρέχων φόρος εισοδήματος :  αναγνωρίζεται ως έξοδο στην κατάσταση αποτελεσμάτων και περιλαμβάνει τον φόρο εισοδήματος που προκύπτει βάσει της φορολογικής νομοθεσίας και τις διαφορές φορολογικού ελέγχου για φόρο εισοδήματος και προσαυξήσεις. Η Επιχείρηση, για τις διαφορές φορολογικού ελέγχου ανέλεγκτων χρήσεων, σχηματίζει σχετική πρόβλεψη, οπότε όταν αυτές βεβαιώνονται από τις φορολογικές αρχές μεταφέρονται σε μείωση της σχηματισμένης προβλέψεως. Τυχόν διαφορά καταχωρείται στην κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσεως.

ή

Οι διαφορές του φορολογικού ελέγχου, καταχωρίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων της χρήσεως, κατά την περίοδο την  οποία βεβαιώνονται από τις φορολογικές αρχές και γίνονται αποδεκτές από την Επιχείρηση.

·  Αναβαλλόμενοι φόροι : Προκύπτουν όταν υπάρχουν προσωρινές (αναστρέψιμες) διαφορές μεταξύ λογιστικής αξίας και φορολογικής βάσεως στοιχείων του ισολογισμού. Η εταιρεία δεν έχει επιλέξει την καταχώριση αναβαλλόμενων φόρων.

 

ΕΣΟΔΑ ΚΑΙ ΕΞΟΔΑ
Τα έσοδα και τα έξοδα  αναγνωρίζονται όταν αυτά καθίστανται δουλευμένα.

Ειδικότερα :

·   Τα έσοδα από πωλήσεις αγαθών αναγνωρίζονται όταν: (α) μεταβιβάζονται στον αγοραστή οι ουσιαστικοί κίνδυνοι και τα οφέλη που συνδέονται με την κυριότητά τους, (β) τα αγαθά γίνονται αποδεκτά από τον αγοραστή και (γ) τα οικονομικά οφέλη από τη συναλλαγή μπορούν να επιμετρηθούν αξιόπιστα και θεωρείται σφόδρα πιθανή η εισροή τους στην οντότητα.                                 

·   Τα έσοδα από παροχή υπηρεσιών αναγνωρίζονται με βάση το ποσοστό ολοκλήρωσης και εφόσον θεωρείται σφόδρα πιθανή η εισροή του οικονομικού οφέλους της συναλλαγής. ( ή )  Εναλλακτικά και όταν δεν υπάρχει ουσιώδης επίπτωση στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, τα έσοδα από παροχή υπηρεσιών επιμετρώνται με την μέθοδο της ολοκληρωμένης σύμβασης.

·   Τα έσοδα από κατασκευαστικά συμβόλαια καταχωρούνται με τη μέθοδο του ποσοστού ολοκληρώσεως.
ή
Τα έσοδα από παροχή υπηρεσιών και κατασκευαστικά συμβόλαια καταχωρίζονται με τη μέθοδο της ολοκληρωμένης συμβάσεως.

·   Τα έσοδα από τόκους λογίζονται βάσει της αρχής του δουλευμένου.

·   Tα μερίσματα ή το εισόδημα από τη συμμετοχή στην καθαρή θέση άλλων οντοτήτων, αναγνωρίζονται ως έσοδα όταν εγκρίνονται από το αρμόδιο όργανο που αποφασίζει τη διανομή τους.

·   Tα δικαιώματα αναγνωρίζονται ως έσοδα βάσει των σχετικών συμβατικών όρων.

·         Οι συναλλαγές σε ξένο νόμισμα μετατρέπονται κατά την αρχική αναγνώριση στο νόμισμα στο οποίο καταρτίζονται οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις της οντότητας με την ισχύουσα συναλλαγματική ισοτιμία κατά τη συναλλαγή.

Στο τέλος κάθε περιόδου αναφοράς: (α) τα νομισματικά στοιχεία μετατρέπονται με την ισοτιμία κλεισίματος της ημερομηνίας του ισολογισμού, (β) τα μη νομισματικά στοιχεία που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα και επιμετρώνται στο κόστος κτήσεως, μετατρέπονται με την ισοτιμία της αρχικής αναγνώρισης. Oι συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν από το διακανονισμό νομισματικών στοιχείων ή από τη μετατροπή τους με ισοτιμία διαφορετική από την ισοτιμία μετατροπής κατά την αρχική αναγνώριση ή κατά τη σύνταξη προγενέστερων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα της περιόδου που προκύπτουν.

β) Αλλαγές στις «Λογιστικές Πολιτικές» & «Διορθώσεις λαθών».

Οι μεταβολές των λογιστικών πολιτικών και οι διορθώσεις λαθών, αναγνωρίζονται αναδρομικά με τη διόρθωση (αναδρομική επαναδιατύπωση) των χρηματοοικονομικών καταστάσεων όλων των περιόδων που δημοσιοποιούνται μαζί με τις καταστάσεις της τρέχουσας περιόδου, ώστε τα παρουσιαζόμενα κονδύλια να είναι συγκρίσιμα.

Σημειώνεται ότι :

Εγγραφές προσαρμογής, οι οποίες εφαρμόσθηκαν επί των δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων της Εταιρείας, προκειμένου αυτές να προσαρμοστούν στα Ε.Λ.Π. .

Περίοδος 1ης εφαρμογής : 1/1/2015 – 31/12/2015

Ημερομηνία μετάβασης  : 31/12/2013

Ο ισολογισμός της ημερομηνίας μετάβασης (31/12/2013) καθώς και οι Οικονομικές Καταστάσεις της συγκριτικής περιόδου (1/1/2014- 31/12/2014) αναμορφώθηκαν βάσει των προβλέψεων του Ν 4308/2014. Οι προκύπτουσες διαφορές των εν λόγω προσαρμογών αναγνωρίσθηκαν στην καθαρή θέση όσον αφορά τον Ισολογισμό μετάβασης, και στα αποτελέσματα όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της συγκριτικής περιόδου.

Οι επιπτώσεις στην καθαρή θέση  έχουν ως εξής :

Συμφωνία καθαρής θέσεως κατά την πρώτη εφαρμογή

31/12/2014

31/12/2013

Σύνολο ιδίων κεφαλαίων Ε.Γ.Λ.Σ.

 

 

Διαγραφή εξόδων ιδρύσεως και πρώτης εγκαταστάσεως

 

 

Χρήση εύλογης αξίας ως τεκμαρτού κόστους για τα ακίνητα

 

 

Προσαρμογή σωρευμένων αποσβέσεων κτηρίων με βάση την ωφέλιμη ζωή τους

 

 

Προσαρμογή σωρευμένων αποσβέσεων μηχανολογικού εξοπλισμού με βάση την ωφέλιμη ζωή τους

 

 

Εμφάνιση ''Χρηματοδοτικών μισθώσεων'' ( Leasing ) ως Παγίου και Υποχρέωσης αντίστοιχα.

 

 

Αποτίμηση μετοχών στην εύλογη αξία τους

 

 

Απομείωση Εμπορικών απαιτήσεων

 

 

Αναταξινόμηση κρατικής επιχορηγήσεως στις υποχρεώσεις

 

 

Καταχώριση προβλέψεως αποζημιώσεως προσωπικού

 

 

Διαγραφή οφειλόμενου κεφαλαίου

 

 

Καταχώριση αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρεώσεως

 

 

Προσαρμογές ''Διάθεσης Κερδών '' - Μερίσματα

 

 

Προσαρμογές ''Διάθεσης Κερδών '' - Αμοιβές Δ.Σ

 

 

Σύνολο ιδίων κεφαλαίων Ε.Λ.Π.

 

 

 

Οι διαφοροποιήσεις στο Αποτέλεσμα της Χρήσης 2014,  έχουν ως εξής :

 

Συμφωνία Αποτελεσμάτων χρήσης 2014 ( μεταξύ Ε.Λ.Π και ΕΓ.Λ.Σ )

1/1 -31/12/2014

Κέρδη προ φόρων ( με βάση το Ε.Γ.Λ.Σ. )

 

Φόρος εισοδήματος

 

Λοιποί μη ενσωματωμένοι στο λειτουργικό κόστος φόροι

 

Φόρος εισοδήματος ανέλεγκτων χρήσεων.

 

Μεταβολή Αποσβέσεων  Χρήσης λόγω : Διαγραφής εξόδων ιδρύσεως και πρώτης εγκαταστάσεως

 

Μεταβολή Αποσβέσεων  Χρήσης λόγω : Αλλαγής συντελεστών απόσβεσης στα κτήρια.

 

Μεταβολή Αποσβέσεων  Χρήσης λόγω : Αλλαγής συντελεστών απόσβεσης στον μηχανολογικό εξοπλισμό.

 

Μεταβολή Αποσβέσεων  Χρήσης λόγω : Εμφάνιση ''Χρηματοδοτικών μισθώσεων'' ( Leasing ) ως Παγίου και Υποχρέωσης αντίστοιχα.

 

Αποτίμηση μετοχών στην εύλογη αξία τους

 

Απομείωση Εμπορικών απαιτήσεων

 

Καταχώριση προβλέψεως αποζημιώσεως προσωπικού

 

Προσαρμογές ''Διάθεσης Κερδών '' - Μερίσματα

 

Προσαρμογές ''Διάθεσης Κερδών '' - Αμοιβές Δ.Σ

 

Κέρδη μετά φόρων ( με βάση τα Ε.Λ.Π )

 

 

γ) «Μεταβολές των λογιστικών εκτιμήσεων».

Οι εκτιμήσεις και οι παραδοχές αξιολογούνται διαρκώς και βασίζονται στην ιστορική εμπειρία και σε άλλους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων αναμενόμενων μελλοντικών γεγονότων που, υπό τις παρούσες συνθήκες,
αναμένεται να πραγματοποιηθούν.
Οι μεταβολές των λογιστικών εκτιμήσεων αναγνωρίζονται στην περίοδο στην οποία διαπιστώνεται ότι προκύπτουν και επηρεάζουν αυτή την περίοδο και μελλοντικές περιόδους, κατά περίπτωση. Οι αλλαγές αυτές δεν αναγνωρίζονται αναδρομικά.

……………………………………………

 

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ / Παράρτημα Νο .. 

της επιχείρησης : ……………………………………………………….

«Πίνακας Μεταβολών των ενσώματων και άυλων πάγιων περιουσιακών στοιχείων  » ( άρθρο 29, παρ. 8 )

 

[ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ « ΠΙΝΑΚΑ» ]

 


 

[ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟΥ «ΠΙΝΑΚΑ»

Ο Πίνακας που παρουσιάζει για κάθε κονδύλι των ενσώματων και άυλων πάγιων περιουσιακών στοιχείων:  
α) Το κόστος κτήσης ή το κόστος παραγωγής ή την εύλογη αξία (του άρθρου 24) σε περίπτωση που έχει εφαρμοστεί επιμέτρηση στην εύλογη αξία, στην αρχή και στο τέλος της περιόδου για κάθε κονδύλι.  
β) Τις προσθήκες, τις μειώσεις και τις μεταφορές μεταξύ των κονδυλίων των παγίων κατά τη διάρκεια της περιόδου.  
γ) Τις αποσβέσεις και απομειώσεις αξίας που αφορούν την περίοδο.  
δ) Τις σωρευμένες αποσβέσεις και απομειώσεις στην αρχή και στο τέλος της περιόδου.  
ε) Τις λοιπές μεταβολές των σωρευμένων αποσβέσεων και απομειώσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου.  
στ) Το ποσό με το οποίο προσαυξήθηκε η αξία κτήσης πάγιων περιουσιακών στοιχείων λόγω κεφαλαιοποίησης τόκων στην περίοδο, σύμφωνα με την παράγραφο 2δ του άρθρου 18.  
ζ) Λοιπές μεταβολές.   ]

 

Σημειώσεις :

α) Οι στήλες του παραπάνω πίνακα ταξινομούνται στα κονδύλια του ισολογισμού, ως εξής.

Κονδύλι ισολογισμού

Στήλες

Ακίνητα

1 + 2 +3

Μηχανολογικός εξοπλισμός

4

Λοιπός εξοπλισμός

5 + 6

Επενδύσεις σε ακίνητα

7 + 8

Βιολογικά περιουσιακά στοιχεία

9

Λοιπά ενσώματα στοιχεία

10

Δαπάνες ανάπτυξης

11

Υπεραξία

12

Λοιπά άϋλα

13

 

β) Οι προκαταβολές για κτήση παγίων (πάγια υπό εκτέλεση) παρουσιάζονται διακριτά στην ανάλυση του προσαρτήματος, αλλά στον ισολογισμό ενσωματώνονται στο αντίστοιχο κονδύλι που αφορούν.

γ) Τα πάγια υπό εκτέλεση (προκαταβολές) παρακολουθούνται ως υπολογαριασμοί των αντίστοιχων παγίων στο σχέδιο λογαριασμών.

δ) Η δομή του πίνακα είναι ενδεικτική. Είναι δυνατόν, τα διάφορα δεδομένα του πίνακα να παρουσιάζονται ως ξεχωριστοί πίνακες, ανάλογα με τις ανάγκες της οντότητας.

ε) Όταν τα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα παρακολουθούνται στη εύλογη αξία τους, οι προβλεπόμενες από το προσάρτημα πληροφορίες μπορεί να αναφέρονται είτε στον ανωτέρω πίνακα είτε σε ιδιαίτερη σημείωση.]

……………………………………………

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ / Παράρτημα Νο .. 

της επιχείρησης : ……………………………………………………….

«Επιμέτρηση στην εύλογη αξία, σύμφωνα με το άρθρο 24».

( άρθρο 29, παρ. 10 )

 

Σε περίπτωση επιμέτρησης στην εύλογη αξία, σύμφωνα με το άρθρο 24, παρατίθεται:  
α)
Σαφής δήλωση ότι έχει γίνει χρήση της δυνατότητας επιμέτρησης στην εύλογη αξία, καθώς και τα κονδύλια των χρηματοοικονομικών καταστάσεων που έχουν επιμετρηθεί στην εύλογη αξία.  

…………………………………………….
β) Περιγραφή των σημαντικών υποθέσεων στις οποίες βασίζονται τα υποδείγματα και οι τεχνικές επιμέτρησης.

 

 …………………………………………….

γ) Ανά κονδύλι στοιχείων του ισολογισμού: η εύλογη αξία, οι μεταβολές της που έχουν αναγνωριστεί στα αποτελέσματα, καθώς και οι μεταβολές αυτής που έχουν αναγνωριστεί απευθείας στην καθαρή θέση (διαφορές εύλογης αξίας).  

 

…………………………………………….

δ) Πίνακας στον οποίο παρουσιάζεται η κίνηση των διαφορών εύλογης αξίας κατά τη διάρκεια της περιόδου, με ανάλυση σε μικτό ποσό και αναβαλλόμενο φόρο εισοδήματος, όταν αναγνωρίζεται αναβαλλόμενη φορολογία.  

 

…………………………………………….

ε) Για κάθε κατηγορία παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων, πληροφορίες για την έκταση και τη φύση τους, συμπεριλαμβανόμενων των όρων και των συνθηκών που μπορεί να επηρεάσουν το ποσό, το χρόνο και την πιθανότητα μελλοντικών χρηματοροών.  

 

…………………………………………….

στ) Για πάγια στοιχεία, η λογιστική αξία των παγίων αυτών που θα αναγνωρίζονταν στον ισολογισμό, εάν τα εν λόγω στοιχεία δεν είχαν επιμετρηθεί στην εύλογη αξία τους, σύμφωνα με το άρθρο 24.  

 

…………………………

 

 

Τα παρατιθέμενα στοιχεία των «υποδειγμάτων» (πίνακες, αναλύσεις και πληροφορίες) είναι ενδεικτικά.


ΔΕΕ - υπόθεση C-248/16 Έννοια της “συγκέντρωσης” – Μεταβολή της φύσεως του ελέγχου που ασκείται επί υφισταμένης επιχειρήσεως από αποκλειστικό σε από κοινού έλεγχο – Δημιουργία κοινής επιχειρήσεως που εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 7ης Σεπτεμβρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 4 – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της “συγκέντρωσης” – Μεταβολή της φύσεως του ελέγχου που ασκείται επί υφισταμένης επιχειρήσεως από αποκλειστικό σε από κοινού έλεγχο – Δημιουργία κοινής επιχειρήσεως που εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας»

Στην υπόθεση C-248/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 31ης Μαρτίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Μαΐου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Austria Asphalt GmbH & Co. OG

κατά

Bundeskartellanwalt,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, A. Tizzano (εισηγητή), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, A. Borg Barthet, E. Levits και F. Biltgen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: X. Lopez Bancalari, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Μαρτίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Austria Asphalt GmbH & Co. OG, εκπροσωπούμενη από τους B. Kofler-Senoner, S. Huber, M. Mayer και H. Kristoferitsch, Rechtsanwälte,

–        ο Bundeskartellanwalt, εκπροσωπούμενος από τους A. Mair, H. L. Majer και G. Stifter,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Θ. Χριστοφόρου, H. Leupold και M. Farley,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 27ης Απριλίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων») (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Austria Asphalt GmbH & Co. OG (στο εξής: Austria Asphalt) και του Bundeskartellanwalt (ομοσπονδιακός εισαγγελέας για συμπράξεις επιχειρήσεων) σχετικά με φερόμενη συγκέντρωση μεταξύ επιχειρήσεων.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 5, 6, 8 και 20 του κανονισμού 139/2004 έχουν ως εξής:

«(5)      Πρέπει να εξασφαλισθεί [...] ότι η διαδικασία αναδιάρθρωσης δεν θα αποδειχθεί στη διάρκεια του χρόνου επιβλαβής για τον ανταγωνισμό. Το κοινοτικό δίκαιο πρέπει, ως εκ τούτου, να συμπεριλάβει διατάξεις που να ρυθμίζουν τις συγκεντρώσεις οι οποίες μπορεί να παρακωλύσουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην κοινή αγορά, ή σε μεγάλο τμήμα της.

(6)      Είναι, επομένως, αναγκαία η θέσπιση μιας ειδικής νομικής πράξης που θα εξασφαλίσει τον αποτελεσματικό έλεγχο όλων των συγκεντρώσεων ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην Κοινότητα και η οποία θα είναι η μόνη που θα ισχύει για τις εν λόγω συγκεντρώσεις. Ο κανονισμός (ΕΟΚ) [...] 4064/89 επέτρεψε την άσκηση κοινοτικής πολιτικής στον τομέα αυτόν. Με βάση την σχετική εμπειρία, ωστόσο, ο εν λόγω κανονισμός θα πρέπει τώρα να αναδιατυπωθεί σε μία νομοθετική πράξη που θα εκπονηθεί κατά τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις μιας πιο ενοποιημένης αγοράς και της μελλοντικής διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας που διατυπώνονται στο άρθρο 5 της συνθήκης, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της εξασφάλισης ανόθευτου ανταγωνισμού στην κοινή αγορά, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό.

[...]

(8)      Οι διατάξεις που θα θεσπισθούν με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να ισχύουν για τις σημαντικές διαρθρωτικές μεταβολές των οποίων τα αποτελέσματα στην αγορά υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα ενός κράτους μέλους. Οι εν λόγω συγκεντρώσεις θα πρέπει, κατά κανόνα, να εξετάζονται αποκλειστικά, στο επίπεδο της Κοινότητας, κατ’ εφαρμογή ενός συστήματος ενιαίου ελέγχου και σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας.

[...]

(20)      Είναι σκόπιμο να ορισθεί η έννοια της συγκέντρωσης κατά τρόπο ώστε να καλύπτονται οι πράξεις που επιφέρουν μόνιμη μεταβολή στον έλεγχο των συμμετεχουσών επιχειρήσεων και, συνεπώς, στη διάρθρωση της αγοράς. Ενδείκνυται, επομένως, να υπαχθούν, στο πεδίο του παρόντος κανονισμού, όλες οι κοινές επιχειρήσεις που εκπληρώνουν μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής οντότητας. Ενδείκνυται επιπλέον να αντιμετωπίζονται ως ενιαία συγκέντρωση οι πράξεις οι οποίες είναι στενά συναφείς υπό την έννοια ότι συνδέονται υπό όρους ή λαμβάνουν τη μορφή μιας σειράς πράξεων σε τίτλους, που πραγματοποιούνται εντός ευλόγως βραχείας προθεσμίας.»

4        Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 139/2004 ορίζει τα εξής:

«1.      Σύμφωνα με τους στόχους του παρόντος κανονισμού και τις ακόλουθες διατάξεις, οι συγκεντρώσεις επιχειρήσεων που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό αξιολογούνται προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι συμβατές με την κοινή αγορά.

Κατά την εκτίμηση αυτή, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη:

α)      την ανάγκη διατήρησης και ανάπτυξης συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς με γνώμονα, μεταξύ άλλων, τη διάρθρωση όλων των σχετικών αγορών καθώς και τον πραγματικό ή δυνητικό ανταγωνισμό από τις επιχειρήσεις που ευρίσκονται εντός ή εκτός της Κοινότητας·

[...]

4.      Στο μέτρο που η δημιουργία κοινής επιχείρησης που αποτελεί συγκέντρωση σύμφωνα με το άρθρο 3 έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον συντονισμό της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς επιχειρήσεων που παραμένουν ανεξάρτητες, ο συντονισμός αυτός αξιολογείται σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου [101] παράγραφοι 1 και 3 [ΣΛΕΕ], προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον η πράξη είναι συμβατή με την κοινή αγορά.»

5        Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Ορισμός της συγκέντρωσης», ορίζει, στις παραγράφους 1 και 4, τα εξής:

«1.      Συγκέντρωση θεωρείται ότι υπάρχει όταν προκύπτει μόνιμη μεταβολή του ελέγχου από:

[...]

β)      την απόκτηση, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που ελέγχουν ήδη μία τουλάχιστον επιχείρηση ή από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, άμεσα ή έμμεσα, με την αγορά τίτλων ή στοιχείων του ενεργητικού, με σύμβαση ή με άλλο τρόπο, ελέγχου στο σύνολο ή σε τμήματα μιας ή περισσοτέρων άλλων επιχειρήσεων.

[...]

4.      Η δημιουργία κοινής επιχείρησης, η οποία μόνιμα εκπληροί όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας αποτελεί πράξη συγκέντρωσης κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο βʹ.»

6        Το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, με τίτλο «Εφαρμογή του κανονισμού και δικαιοδοσία», ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός είναι ο μόνος που εφαρμόζεται στις συγκεντρώσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 3, και οι κανονισμοί (ΕΚ) [...] 1/2003 [του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1)], (ΕΟΚ) [...] 1017/68 [...], (ΕΟΚ) [...] 4056/86[...] και (ΕΟΚ) [...] 3975/87 [...], δεν τυγχάνουν εφαρμογής, εκτός αν πρόκειται για κοινές επιχειρήσεις που δεν έχουν κοινοτική διάσταση και έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον συντονισμό της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς επιχειρήσεων που παραμένουν ανεξάρτητες.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

7        Η Austria Asphalt είναι έμμεση θυγατρική της Strabag SE. Ο όμιλος Strabag στον οποίο ανήκουν οι εταιρίες αυτές είναι διεθνής όμιλος κατασκευαστικών επιχειρήσεων που ασκούν τη δραστηριότητά τους μεταξύ άλλων στον τομέα της οδοποιίας.

8        Η Porr AG, η οποία επίσης ανήκει σε διεθνή όμιλο κατασκευαστικών επιχειρήσεων οδοποιίας, κατέχει το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου της Teerag Asdag AG. Η δεύτερη αυτή εταιρία είναι η μοναδική ιδιοκτήτρια της μονάδας παραγωγής ασφαλτούχου μίγματος του Mürzzuschlag (στο εξής: επιχείρηση στόχος), η οποία παράγει την άσφαλτο που είναι απαραίτητη για την κατασκευή των δρόμων. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της προορίζεται για τον όμιλο Porr, με αποτέλεσμα η επιχείρηση αυτή να μην μπορεί να χαρακτηριστεί ως λειτουργικά αυτόνομη.

9        Η Austria Asphalt και η Teerag Asdag σχεδιάζουν τη σύσταση εταιρίας αυστριακού δικαίου στην οποία θα μεταβιβαστεί η επιχείρηση στόχος. Ειδικότερα, η Austria Asphalt θα αναλάβει το 50 % του κεφαλαίου της εταιρίας αυτής και θα ασκεί, από κοινού με την Teerag Asdag, τον έλεγχο της επιχειρήσεως στόχου. Κατά συνέπεια, από την ημερομηνία της πράξεως αυτής, η Teerag Asdag δεν θα έχει πλέον τον αποκλειστικό έλεγχο της επιχειρήσεως στόχου, αλλά θα τον ασκεί από κοινού με την Austria Asphalt. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η κοινή επιχείρηση που θα προκύψει δεν μπορεί να θεωρηθεί λειτουργικά αυτόνομη κοινή επιχείρηση, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της θα προορίζεται για τις επιχειρήσεις των δύο ομίλων που θα την ελέγχουν.

10      Η Austria Asphalt κοινοποίησε το σχέδιο συγκεντρώσεως στην Ομοσπονδιακή Αρχή Ανταγωνισμού στις 3 Αυγούστου 2015.

11      Δυνάμει των εθνικών δικονομικών διατάξεων, ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας για συμπράξεις επιχειρήσεων υπέβαλε ενώπιον του Kartellgericht (πρωτοβάθμιο δικαστήριο για υποθέσεις συμπράξεων, Αυστρία) αίτηση ελέγχου του ως άνω σχεδίου. Το δικαστήριο αυτό έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η σχεδιαζόμενη πράξη αποτελούσε συγκέντρωση κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 139/2004 και ότι, δεδομένου ότι συνέτρεχαν οι λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει ο κανονισμός αυτός, η συγκέντρωση αυτή δεν μπορούσε να εξεταστεί υπό το πρίσμα του αυστριακού δικαίου. Έκρινε συνεπώς εαυτό αναρμόδιο και με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015 απέρριψε την αίτηση ελέγχου.

12      Η Austria Asphalt άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία), υποστηρίζοντας ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού, η δημιουργία κοινής επιχειρήσεως αποτελεί συγκέντρωση μόνο εφόσον η επιχείρηση αυτή εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας, ήτοι εάν πρόκειται για λειτουργικά αυτόνομη κοινή επιχείρηση. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, κατά την άποψή της, εν προκειμένω και, επομένως, δεν έχει εφαρμογή ο κανονισμός 139/2004.

13      Το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε καταρχάς ότι δεν υπάρχει νομολογία η οποία να διευκρινίζει το περιεχόμενο της έννοιας «δημιουργία κοινής επιχείρησης» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 139/2004 ή τη σχέση μεταξύ της διατάξεως αυτής και του άρθρου 3, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού το οποίο καθορίζει γενικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θεωρείται ότι υπάρχει συγκέντρωση, όταν δεν πρόκειται για συγχώνευση δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων. Εν συνεχεία, ούτε η κωδικοποιημένη ανακοίνωση της Επιτροπής για θέματα δικαιοδοσίας βάσει του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 (ΕΕ 2008, C 95, σ. 1) ούτε η πρακτική της Επιτροπής στις σχετικές αποφάσεις της καθιστούν δυνατή τη σαφή ερμηνεία των διατάξεων αυτών. Τέλος, υπάρχει διχογνωμία στη θεωρία για το ίδιο ζήτημα.

14      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, του [κανονισμού 139/2004] την έννοια ότι, σε περίπτωση που ο αποκλειστικός έλεγχος επί υφιστάμενης επιχειρήσεως μετατραπεί σε κοινό έλεγχο και η επιχείρηση που είχε προηγουμένως τον αποκλειστικό έλεγχο διατηρήσει τη συμμετοχή της ασκώντας από κοινού έλεγχο, συγκέντρωση υφίσταται μόνον όταν η επιχείρηση αυτή εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

15      Με το προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 4, του κανονισμού 139/2004 έχει την έννοια ότι θεωρείται ότι υπάρχει συγκέντρωση κατόπιν μεταβολής της φύσεως του ασκούμενου ελέγχου επί υφισταμένης επιχειρήσεως από αποκλειστικό σε από κοινού έλεγχο μόνον εφόσον η κοινή επιχείρηση που προκύπτει από την πράξη συγκεντρώσεως εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας.

16      Προς απάντηση του ερωτήματος αυτού, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ως άνω κανονισμού, συγκέντρωση θεωρείται ότι υπάρχει όταν προκύπτει μόνιμη μεταβολή του ελέγχου από την απόκτηση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, άμεσα ή έμμεσα, ελέγχου στο σύνολο ή σε τμήματα μιας ή περισσοτέρων άλλων επιχειρήσεων.

17      Εντούτοις, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού, η δημιουργία κοινής επιχειρήσεως αποτελεί συγκέντρωση κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο β΄, μόνον εφόσον η επιχείρηση αυτή εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας.

18      Διαπιστώνεται συνεπώς ότι δεν μπορεί να συναχθεί μόνο από το γράμμα του άρθρου 3 του ως άνω κανονισμού αν θεωρείται ότι υπάρχει συγκέντρωση, κατά την έννοια του ίδιου κανονισμού, κατόπιν πράξεως με την οποία ο έλεγχος υφισταμένης επιχειρήσεως μετατρέπεται από αποκλειστικός σε από κοινού, στην περίπτωση που η κοινή πλέον επιχείρηση δεν εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας.

19      Πράγματι, η ως άνω πράξη, αφενός, συνεπάγεται μόνιμη μεταβολή του ελέγχου της επιχειρήσεως την οποία αφορά, πληρώντας ως εκ τούτου μία από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ως άνω κανονισμού, και, αφετέρου, μπορεί να θεωρηθεί ως δημιουργούσα κοινή επιχείρηση και να εμπίπτει στο ως άνω άρθρο 3, παράγραφος 4, και άρα να θεωρείται ότι υπάρχει συγκέντρωση μόνο αν η επιχείρηση αυτή εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας.

20      Στην περίπτωση όμως που η γραμματική ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δεν επιτρέπει να εκτιμηθεί το ακριβές περιεχόμενό της, η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση πρέπει να ερμηνευθεί με βάση τον σκοπό της και τη γενική οικονομία της (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1998, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑68/94 και C‑30/95, EU:C:1998:148, σκέψη 168, και της 7ης Απριλίου 2016, Marchon Germany, C‑315/14, EU:C:2016:211, σκέψεις 28 και 29).

21      Όσον αφορά τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο κανονισμός 139/2004, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές του σκέψεις 5, 6 και 8, σκοπό έχει να διασφαλίσει ότι η διαδικασία αναδιαρθρώσεως δεν θα αποδειχθεί στη διάρκεια του χρόνου επιβλαβής για τον ανταγωνισμό. Συνεπώς, κατά τις ως άνω αιτιολογικές σκέψεις, το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να συμπεριλαμβάνει διατάξεις οι οποίες να ρυθμίζουν τις συγκεντρώσεις που μπορεί να παρακωλύσουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, ή σε μεγάλο τμήμα της, και οι οποίες θα εξασφαλίζουν τον αποτελεσματικό έλεγχο όλων των συγκεντρώσεων ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην Ένωση. Ως εκ τούτου, ο κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται στις σημαντικές διαρθρωτικές μεταβολές των οποίων τα αποτελέσματα στην αγορά υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα ενός κράτους μέλους.

22      Κατά συνέπεια, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 20 του εν λόγω κανονισμού, η έννοια της συγκεντρώσεως πρέπει να ορίζεται κατά τρόπο ώστε να καλύπτονται οι πράξεις που επιφέρουν μόνιμη μεταβολή στον έλεγχο των συμμετεχουσών επιχειρήσεων και, συνεπώς, στη διάρθρωση της αγοράς. Επίσης, οι κοινές επιχειρήσεις πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ίδιου κανονισμού, εφόσον εκπληρώνουν μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας.

23      Ως προς το ζήτημα αυτό, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 28 των προτάσεών της, ο κανονισμός 139/2004 δεν διακρίνει, στις αιτιολογικές του σκέψεις, μεταξύ νεοσυσταθεισών κοινών επιχειρήσεων και εκείνων που προέκυψαν λόγω της μεταβάσεως υφισταμένων επιχειρήσεων από το καθεστώς του αποκλειστικού ελέγχου που ασκεί ένας όμιλος στο καθεστώς του κοινού ελέγχου που ασκείται από περισσότερες επιχειρήσεις.

24      Η έλλειψη αυτή διακρίσεως δικαιολογείται πλήρως δεδομένου ότι, μολονότι η δημιουργία κοινής επιχειρήσεως πρέπει να ελέγχεται από την Επιτροπή όσον αφορά τα αποτελέσματά της στη διάρθρωση της αγοράς, εντούτοις η επέλευση τέτοιων αποτελεσμάτων εξαρτάται από το αν η κοινή αυτή επιχείρηση εμφανίζεται πράγματι στην αγορά, ήτοι από το αν αποτελεί επιχείρηση που εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας.

25      Ως εκ τούτου, το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού αφορά τις κοινές επιχειρήσεις μόνον εφόσον η δημιουργία τους έχει μόνιμες συνέπειες στη διάρθρωση της αγοράς.

26      Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού, κατά το οποίο συστατικό στοιχείο της έννοιας της συγκεντρώσεως δεν είναι η δημιουργία επιχειρήσεως αλλά η μεταβολή του ελέγχου επιχειρήσεως.

27      Η αποδοχή της αντίθετης ερμηνείας του άρθρου 3 του κανονισμού 139/2004, την οποία υποστηρίζει ιδίως η Επιτροπή, θα συνεπαγόταν αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ, αφενός, των νεοσυσταθεισών επιχειρήσεων κατόπιν της επίμαχης πράξεως, οι οποίες θα ενέπιπταν στην έννοια της συγκεντρώσεως μόνον εφόσον εκπλήρωναν μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας, και των προϋπαρχουσών επιχειρήσεων οι οποίες θα ενέπιπταν στην έννοια αυτή ανεξαρτήτως του αν μετά την ολοκλήρωση της πράξεως εκπλήρωναν μόνιμα τις ως άνω λειτουργίες.

28      Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός 139/2004, το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού έχει την έννοια ότι αφορά τη δημιουργία κοινής επιχειρήσεως, ήτοι πράξη κατόπιν της οποίας επιχείρηση που ελέγχεται από κοινού από τουλάχιστον δύο άλλες επιχειρήσεις εμφανίζεται στην αγορά, χωρίς να ασκεί επιρροή το κατά πόσον η επιχείρηση που ελέγχεται πλέον από κοινού προϋπήρχε ή όχι.

29      Η ως άνω ερμηνεία του άρθρου 3 συνάδει επίσης και με τη γενική οικονομία του κανονισμού 139/2004.

30      Μολονότι είναι αληθές ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού αυτού, ο θεσπιζόμενος με αυτόν προληπτικός έλεγχος των συγκεντρώσεων αφορά τις συγκεντρώσεις που έχουν επιπτώσεις στη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην Ένωση, εντούτοις από την αιτιολογική αυτή σκέψη ουδόλως προκύπτει ότι κάθε ενέργεια επιχειρήσεων η οποία δεν έχει τέτοιες επιπτώσεις εκφεύγει του ελέγχου της Επιτροπής ή των αρμόδιων εθνικών αρχών ανταγωνισμού.

31      Πλην όμως, ο εν λόγω κανονισμός, όπως, μεταξύ άλλων, και ο κανονισμός 1/2003, αποτελεί τμήμα πλέγματος νομοθετικών κανόνων το οποίο σκοπό έχει να εφαρμόσει τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, καθώς και να θεσπίσει σύστημα ελέγχου το οποίο να διασφαλίζει τον ανόθευτο ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά της Ένωσης.

32      Ο κανονισμός 139/2004, όπως προκύπτει από το άρθρο του 21, παράγραφος 1, είναι ο μόνος που εφαρμόζεται στις συγκεντρώσεις όπως ορίζονται στο άρθρο του 3, για τις οποίες ο κανονισμός 1/2003 δεν τυγχάνει καταρχήν εφαρμογής.

33      Αντιθέτως, ο κανονισμός 1/2003 έχει εφαρμογή στη συμπεριφορά επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να αποτελεί συγκέντρωση κατά την έννοια του κανονισμού 139/2004, μπορεί όμως να καταλήξει σε μεταξύ τους συντονισμό αντίθετο προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και η οποία, εξ αυτού του λόγου, υπόκειται στον έλεγχο της Επιτροπής ή των εθνικών αρχών ανταγωνισμού.

34      Συνεπώς, δεν συνάδει με το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 η εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία του άρθρου 3 του ίδιου κανονισμού κατά την οποία η μεταβολή του ασκούμενου ελέγχου επί επιχειρήσεως από αποκλειστικό σε από κοινού εμπίπτει στην έννοια της συγκεντρώσεως ακόμη και στην περίπτωση που η κοινή αυτή επιχείρηση δεν εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας. Πράγματι, η αποδοχή της ερμηνείας αυτής θα συνεπαγόταν, αφενός, επέκταση του προβλεπόμενου από τον ως άνω κανονισμό προληπτικού ελέγχου σε πράξεις οι οποίες δεν μπορούν να έχουν επιπτώσεις στη διάρθρωση της σχετικής αγοράς και, αφετέρου, αντίστοιχο περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 1/2003, ο οποίος δεν θα είχε πλέον εφαρμογή σε τέτοιες πράξεις ακόμη και όταν από αυτές θα μπορούσε να προκύψει συντονισμός μεταξύ επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

35      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 139/2004 έχει την έννοια ότι θεωρείται ότι υπάρχει συγκέντρωση κατόπιν μεταβολής της φύσεως του ασκούμενου ελέγχου επί υφισταμένης επιχειρήσεως από αποκλειστικό σε από κοινού έλεγχο μόνον εφόσον η κοινή επιχείρηση που προκύπτει από την πράξη συγκεντρώσεως εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

36      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων»), έχει την έννοια ότι θεωρείται ότι υπάρχει συγκέντρωση κατόπιν μεταβολής της φύσεως του ασκούμενου ελέγχου επί υφισταμένης επιχειρήσεως από αποκλειστικό σε από κοινού έλεγχο μόνον εφόσον η κοινή επιχείρηση που προκύπτει από την πράξη συγκεντρώσεως εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας.

Άρθρα Εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών (Νόμος 4469/2017) και προεξοφλητικό επιτόκιο

$
0
0
Κωστής Ν. Ντρούκας, MSc
Οικονομολόγος – Σύμβουλος Επιχειρήσεων
Επιστημονικός Συνεργάτης Taxheaven


www.knnconsulting.com | www.transferpricing.gr | www.baddebt.gr

Έχει περάσει σχεδόν ένας μήνας από τότε που τέθηκε σε λειτουργία η διαδικασία αίτησης του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών με τον Ν.4469/2017 και ήδη έχουν γραφεί εκατοντάδες γραμμές για την εφαρμογή αυτού του νέου νομοθετικού πλαισίου. Πληθώρα υλικού από τον αρμόδιο φορέα, στη σχετική ιστοσελίδα (http://www.keyd.gov.gr/np_ocw_aithsh-link-01_uliko/), σημαντικά και πολύ χρήσιμα άρθρα με τα κρίσιμα σημεία, θετικά και αρνητικά, για όλους τους ενδιαφερομένους και σίγουρα μία διάχυτη διάθεση συνεργασίας για την καλύτερη κατανόηση και εφαρμογή εκείνων των «ιδιαίτερων» στοιχείων που διαφοροποιούν την κάθε περίπτωση όσον αφορά στη θετική έκβαση του επιχειρηματικού σχεδίου εξυγίανσης (μελέτη βιωσιμότητας) του κάθε οφειλέτη.

Ένα από τα πιο κρίσιμα σημεία, για τον επιτυχή καθορισμό των μελλοντικών ροών μιας επιχείρησης, είναι ο ορθός προσδιορισμός του προεξοφλητικού επιτοκίου (i), που θα χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό της παρούσας αξίας των ελεύθερων ταμειακών ροών της.

Αρχικά, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η βασική εξίσωση στην οποία στηρίζεται ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης είναι: [Περιουσιακά στοιχεία οφειλέτη, συνοφειλετών και εγγυητών  (αποτιμόμενα στην «τρέχουσα αξία»] < [«Παρούσα αξία» των δόσεων πληρωμής του χρέους, που προτείνονται από τον Οφειλέτη στους Πιστωτές του] («Το Αλφαβητάρι του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης των οφειλών», Άρθρο του Κ. Νιφορόπουλου στο Taxheaven). Δηλαδή, η τρέχουσα αξία των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη να είναι μικρότερη από την παρούσα αξία των μελλοντικών πληρωμών που προτείνει. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σε ένα υποτιθέμενο σενάριο ρευστοποίησης σε περίπτωση πτώχευσης, αν ένας πιστωτής θα έπαιρνε 1.000 ευρώ, τότε η παρούσα αξία των μελλοντικών πληρωμών σε αυτόν τον πιστωτή θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 1.000 ευρώ. (αρ.9 παρ. 2α - οι ρυθμίσεις της σύμβασης δεν επιτρέπεται να φέρουν οποιονδήποτε πιστωτή σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρισκόταν σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, σύμφωνα µε το άρθρο 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

Το παραπάνω αποτελεί το πρώτο πεδίο του νέου νομοθετικού πλαισίου, όπου εμφανίζεται η έννοια της παρούσας αξίας και του προεξοφλητικού επιτοκίου. Το επόμενο, και εξίσου καθοριστικής σημασίας,  πεδίο εφαρμογής των παραπάνω, είναι η κατάρτιση της μελέτης βιωσιμότητας.

Η διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού δεν απευθύνεται σε επιχειρήσεις που δεν είναι βιώσιμες από οικονομική άποψη. Όπως αναφέρεται και στο σχετικό πληροφοριακό υλικό της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους  (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.), κύριος στόχος της διαδικασίας εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών είναι η διάσωση μόνο των βιώσιμων επιχειρήσεων, δηλαδή εκείνων που έχουν την ικανότητα να συνεχίσουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα στην αγορά και να επιτύχουν λειτουργική κερδοφορία στο μέλλον. Κατ’ επέκταση, όταν ομιλούμε για λειτουργική κερδοφορία στο μέλλον, εννοούμε κυρίως την προεξόφληση των ελεύθερων ταμειακών ροών μιας επιχείρησης με ένα καθορισμένο επιτόκιο (προεξοφλητικό επιτόκιο) που δίνει θετικό πρόσημο στο λειτουργικό αποτέλεσμα της επιχείρησης αλλά ταυτόχρονα δίνει και την ορθή εικόνα της μελλοντικής εξέλιξης της στο παρόν.

Ας δούμε όμως αναλυτικά τι περικλείουν αυτές οι δύο έννοιες και πως αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους:

Ταμειακές Ροές και Προεξοφλητικό Επιτόκιο

Οι λειτουργικές ταμειακές ροές καθορίζουν τη βιωσιμότητα μιας επιχείρησης αφού ουσιαστικά απεικονίζουν τη δυνατότητα της να δημιουργεί ταμειακά διαθέσιμα από τις λειτουργικές της, επαναλαμβανόμενες, δραστηριότητες.  Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει την εξίσωση υπολογισμού των λειτουργικών ταμειακών ροών:



Αν στη συνέχεια, από τις ταμειακές ροές της λειτουργικής δραστηριότητας της επιχείρησης αφαιρέσουμε τις ταμειακές ανάγκες για την κάλυψη του απαραίτητου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού (CAPEX), προκύπτουν οι Ελεύθερες Ταμειακές Ροές. Ομοίως, ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει την εξίσωση υπολογισμού των ελεύθερων ταμειακών ροών:



Ενοποιώντας και απλοποιώντας τις δύο παραπάνω εξισώσεις, είναι προφανές ότι αν από το EBITDA (κέρδη προ φόρων τόκων και αποσβέσεων) μιας επιχείρησης αφαιρέσουμε τις ταμειακές εκροές για την κάλυψη του κεφαλαίου κίνησης και του απαιτούμενου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού προκύπτουν οι ελεύθερες ταμειακές ροές οι οποίες εν πολλοίς καθορίζουν τη βιωσιμότητα της επιχείρησης στο μέλλον.

Στις περιπτώσεις όμως, που τα οικονομικά μεγέθη της εκάστοτε επιχείρησης αναφέρονται σε προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια, είτε για σκοπούς μελέτης βιωσιμότητας, είτε για λόγους αποτίμησης ή ακόμα και για την αποδοχή ή απόρριψη ενός επενδυτικού σχεδίου, οι ελεύθερες ταμειακές ροές πρέπει να προεξοφλούνται με το κατάλληλο επιτόκιο (προεξοφλητικό επιτόκιο) ούτως ώστε τα οικονομικά μεγέθη να προβάλλουν  ακριβέστερα τη μελλοντική εικόνα στο παρόν (παρούσα αξία).

Επιγραμματικά, παρούσα αξία είναι η αξία που έχει σήμερα ένα ποσό το οποίο θα δοθεί σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία στο μέλλον. Δηλαδή, ένα ποσό σήμερα ονομαστικής αξίας 1.000 ευρώ με ετήσιο επιτόκιο 4%,  στο τέλος του 1ου έτους θα «αξίζει» 1.040 ευρώ. Άρα, τα σημερινά 1.000 ευρώ ουσιαστικά είναι τα προεξοφλημένα 1.040 ευρώ στο τέλος του 1ου έτους. Ο τύπος για τον υπολογισμό της παρούσας αξίας (Present Value – PV) είναι:
                                         


Δηλαδή, με βάση τον τύπο, για το παραπάνω παράδειγμα θα ισχύει: PV = 1.040/(1+0,04)1 = 1.040/1,04 = 1.040 ευρώ.

Συμπερασματικά λοιπόν, γίνεται αντιληπτό ότι τόσο στη διαδικασία επαλήθευσης της βασικής εξίσωσης του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης, όσο και στη μελέτη βιωσιμότητας το προεξοφλητικό επιτόκιο αποτελεί ίσως έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για την άρτια και τεκμηριωμένη πρόταση του οφειλέτη προς τους πιστωτές. Αφενός στο πρώτο στάδιο, της βασικής εξίσωσης, γιατί θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι η παρούσα αξία των μελλοντικών εκροών (άρα η προεξοφλημένη μελλοντική τους αξία) για την πληρωμή του χρέους είναι τουλάχιστον όσο και η τρέχουσα αξία των περιουσιακών στοιχείων κτλ του οφειλέτη και αφετέρου στο δεύτερο στάδιο, της μελέτης βιωσιμότητας, γιατί οι ελεύθερες ταμειακές ροές της προτεινόμενης λύσης θα πρέπει να δίνουν θετικό πρόσημο ικανό για τη συνεχόμενη λειτουργική δραστηριότητα της επιχείρησης-οφειλέτη. Είναι προφανές, ότι κυρίως σε οριακές συνθήκες, μία λάθος εκτίμηση στο προεξοφλητικό επιτόκιο μπορεί να οδηγήσει σε «στρεβλή» εικόνα της πραγματικής ροής και κατ’ επέκταση σε λανθασμένες επιχειρηματικές αποφάσεις αναδιάρθρωσης του χρέους.

Ένας από τους πιο βασικούς τύπους υπολογισμού του προεξοφλητικού επιτοκίου σχετίζεται με το μεσοσταθμικό κόστος κεφαλαίου (WACC – Weighted Average Cost of Capital). Για το WACC ισχύει:



Στην πραγματικότητα, για τον ορθό υπολογισμό του προεξοφλητικού επιτοκίου θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ένα πλήθος μεταβλητών όπως, οι συνθήκες της χώρας, η διάρθρωση και το κόστος των κεφαλαίων της επιχείρησης (Rd), η τάση/συνθήκες του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιείται η επιχείρηση (beta) και η απόδοση κεφαλαίου (Re). Παρόλα αυτά, το νομοθετικό πλαίσιο του Ν.4469/2017 με την ΠΟΛ.1105/2017 και την απόφαση με αρ. 32320/1841/10.7.2017 καθορίζει ότι για τον υπολογισμό της «καθαρής παρούσας αξίας» των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνοφειλετών, που υπέγραψαν την αίτηση από κοινού με τον οφειλέτη, από το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης χρησιμοποιείται ως προεξοφλητικό επιτόκιο το Euribor τριμήνου προσαυξημένο κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες (5%).

Εν κατακλείδι, αν υποθέσουμε ότι το Euribor 3μηνου αυτή τη περίοδο είναι αρνητικό (-0,331%), τότε το προεξοφλητικό επιτόκιο διαμορφώνεται λίγο κάτω από το 5% (~4,7%).

Ανακοίνωση της Επιτροπής (2017/C 215/01) Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την υποβολή εκθέσεων μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών (μεθοδολογία σχετικά με την υποβολή εκθέσεων μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών)

$
0
0

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την υποβολή εκθέσεων μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών (μεθοδολογία σχετικά με την υποβολή εκθέσεων μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών) (2017/ C 215/01)


Ευρετήριο

1 Εισαγωγή
2 Σκοπός
3 Βασικές αρχές
3.1 Δημοσιοποίηση σημαντικών πληροφοριών
3.2 Ορθή, ισορροπημένη και κατανοητή
3.3 Ολοκληρωμένη αλλά περιεκτική
3.4 Στρατηγική και μελλοντοστραφής
3.5 Με γνώμονα τους ενδιαφερόμενους φορείς
3.6 Συνεπής και συνεκτική
4 Περιεχόμενο
4.1 Επιχειρηματικό μοντέλο
4.2 Πολιτικές και δέουσα επιμέλεια
4.3 Αποτελέσματα
4.4 Οι κυριότεροι κίνδυνοι και η διαχείρισή τους
4.5 Βασικοί δείκτες επιδόσεων
4.6 Θεματικές πτυχές
5 Πλαίσια υποβολής εκθέσεων
6 Δημοσιοποίηση στοιχείων σχετικά με την πολυμορφία του διοικητικού συμβουλίου


1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η οδηγία 2014/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1) για τη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών και πληροφοριών για την πολυμορφία από ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις και ομίλους («η οδηγία») τέθηκε σε ισχύ στις 6 Δεκεμβρίου 2014. Η εν λόγω οδηγία τροποποιεί την οδηγία 2013/34/EE (2) σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών. Οι εταιρείες τις οποίες αφορά η οδηγία θα αρχίσουν να την εφαρμόζουν από το 2018, για τις πληροφορίες που αφορούν το οικονομικό έτος 2017.

Αναμένεται ότι η ενίσχυση της διαφάνειας θα επιτρέψει στις εταιρείες (3) να αποκτήσουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα και να παρουσιάζουν καλύτερες επιδόσεις, τόσο από χρηματοοικονομικής όσο και από μη χρηματοοικονομικής πλευράς. Προϊόντος του χρόνου, αυτό θα οδηγήσει σε ισχυρότερη ανάπτυξη και απασχόληση, καθώς και στην αύξηση της εμπιστοσύνης μεταξύ των ενδιαφερόμενων φορέων, συμπεριλαμβανομένων των επενδυτών και των καταναλωτών. Η διαφάνεια ως προς τη διαχείριση των επιχειρήσεων συνδέεται επίσης με περισσότερο μακροπρόθεσμες επενδύσεις.

Οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών ισχύουν για ορισμένες μεγάλες εταιρείες που απασχολούν περισσότερους από 500 εργαζόμενους, δεδομένου ότι το κόστος της υποχρέωσης εφαρμογής τους από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα υπερέβαινε ενδεχομένως τα αντίστοιχα οφέλη. Χάρη στην προσέγγιση αυτή, ο διοικητικός φόρτος διατηρείται στο ελάχιστο. Οι εταιρείες οφείλουν να δημοσιοποιούν συναφείς, χρήσιμες πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων, της θέσης και του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων τους, και όχι να υποβάλλουν εξαντλητικές, λεπτομερείς εκθέσεις. Επιπλέον, οι πληροφορίες μπορούν να παρέχονται σε επίπεδο ομίλου και όχι από κάθε επιμέρους συνδεδεμένη επιχείρηση του ομίλου χωριστά. Η οδηγία παρέχει επίσης στις εταιρείες σημαντική ευελιξία ώστε να δημοσιοποιούν συναφείς πληροφορίες με τον πλέον χρήσιμο κατά την κρίση τους τρόπο, μεταξύ άλλων σε χωριστή έκθεση. Οι εταιρείες μπορούν να βασίζονται σε διεθνή πλαίσια, πλαίσια βασισμένα στην ΕΕ ή εθνικά πλαίσια.

Η δημοσιοποίηση κατάλληλων μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών αποτελεί βασικό στοιχείο για τη διευκόλυνση της βιώσιμης χρηματοδότησης. Στις 28 Οκτωβρίου 2016, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να συγκροτήσει ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου για τη βιώσιμη χρηματοδότηση. Η εν λόγω απόφαση βασίζεται στον στόχο της Επιτροπής να αναπτύξει μια γενική και ολοκληρωμένη στρατηγική της ΕΕ για τη βιώσιμη χρηματοδότηση στο πλαίσιο της Ένωσης Κεφαλαιαγορών. Η ομάδα αναμένεται να υποβάλει στην Επιτροπή σειρά συστάσεων έως το τέλος του 2017.

Οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών και η συμφωνία του Παρισιού

Ανταποκρινόμενη στο παγκόσμιο θεματολόγιο 2030 που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο του 2015, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε στις 22 Νοεμβρίου 2016 την ανακοίνωσή της με τίτλο «Επόμενα βήματα για ένα βιώσιμο ευρωπαϊκό μέλλον» (4). Οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης που απορρέουν από την οδηγία συμβάλλουν σημαντικά στην υλοποίηση των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης, για παράδειγμα, στην υλοποίηση του στόχου 12 για τη διασφάλιση προτύπων βιώσιμης κατανάλωσης και παραγωγής (5) και του στόχου 5 για επίτευξη της ισότητας των φύλων και τη χειραφέτηση όλων των γυναικών και κοριτσιών (6).

Οι απαιτήσεις αυτές συμβάλλουν επίσης στην εφαρμογή της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα, δεδομένου κυρίως ότι η ενίσχυση της διαφάνειας αναμένεται να οδηγήσει σε χρηματοοικονομικές ροές που θα συνάδουν περισσότερο με την πορεία προς τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την ανθεκτική στην κλιματική αλλαγή ανάπτυξη.

Το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας

Κατόπιν αιτήματος των υπουργών Οικονομικών και των διοικητών των κεντρικών τραπεζών της G-20, τον Δεκέμβριο του 2015 το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΣΧΣ) συγκρότησε ειδική ομάδα υπό την καθοδήγηση του κλάδου, η οποία ανέλαβε να καταρτίσει συστάσεις σχετικά με την προαιρετική δημοσιοποίηση πληροφοριών όσον αφορά τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που συνδέονται με το κλίμα. Το έργο αυτό συμπληρώνει τις εργασίες της ομάδας μελέτης της G-20 για την πράσινη χρηματοδότηση.

Το έργο της ειδικής ομάδας παρακολουθείται στενά και λαμβάνεται υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές (7). Σε γενικές γραμμές, οι συστάσεις της ειδικής ομάδας αφορούν τομείς που προσδιορίζονται ήδη στην οδηγία, όπως η διακυβέρνηση, η στρατηγική, η διαχείριση κινδύνων και οι δείκτες μέτρησης.

Οι μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές

Το άρθρο 2 της οδηγίας αναφέρει τον «οδηγό για την υποβολή εκθέσεων» και ορίζει ότι «η Επιτροπή εκπονεί μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη μεθοδολογία της υποβολής εκθέσεων για μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων μη χρηματοοικονομικών βασικών δεικτών επιδόσεων, γενικών και τομεακών, προκειμένου να διευκολυνθεί η συναφής, χρήσιμη και συγκρίσιμη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών εκ μέρους των επιχειρήσεων. [...]»

Στην αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας αναφέρεται ότι, κατά την εκπόνηση των μη δεσμευτικών κατευθυντήριων γραμμών, «η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις τρέχουσες βέλτιστες πρακτικές, τις διεθνείς εξελίξεις και τα αποτελέσματα των σχετικών πρωτοβουλιών της Ένωσης».

Ανεξάρτητα από τα προαναφερόμενα, οι εταιρείες δύνανται να επιλέγουν τη χρήση ευρέως αποδεκτών και υψηλής ποιότητας πλαισίων υποβολής εκθέσεων, με τα οποία μπορούν να συμμορφώνονται πλήρως ή μερικώς.

Μπορούν να βασίζονται σε διεθνή πλαίσια, πλαίσια βασισμένα στην ΕΕ ή εθνικά πλαίσια και, στην περίπτωση αυτή, να διευκρινίζουν το πλαίσιο ή τα πλαίσια που χρησιμοποιούν.

Η Επιτροπή ενθαρρύνει τις εταιρείες να επωφελούνται από την ευελιξία που παρέχει η οδηγία κατά τη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Σκοπός των κατευθυντήριων γραμμών δεν είναι να εμποδίσουν την καινοτομία όσον αφορά τις πρακτικές υποβολής εκθέσεων.

Δημόσια διαβούλευση (8)


Η Επιτροπή έχει διοργανώσει εκτενείς δημόσιες διαβουλεύσεις, μεταξύ των οποίων και μια ευρεία, διαδικτυακή δημόσια διαβούλευση. Η διαδικασία διαβούλευσης περιλάμβανε επίσης συνεντεύξεις εμπειρογνωμόνων, εργαστήρια με τη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων φορέων και διαβούλευση με την προαναφερόμενη ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου για βιώσιμα οικονομικά.

Εθνικά πλαίσια, πλαίσια βασισμένα στην ΕΕ και διεθνή πλαίσια

Κατά την εκπόνηση των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή εξέτασε εθνικά πλαίσια, πλαίσια βασισμένα στην ΕΕ και διεθνή πλαίσια. Οι κατευθυντήριες γραμμές βασίζονται εν πολλοίς στην καθοδήγηση και τις γνώσεις των οργανισμών που έχουν δημιουργήσει τα εν λόγω πλαίσια. Ειδικότερα, οι αρχές και το περιεχόμενο που περιγράφονται στον παρόν έγγραφο βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε πλαίσια όπως τα ακόλουθα:
— το πλαίσιο CDP (πρώην Carbon Disclosure Project),
— το Climate Disclosure Standards Board (συμβούλιο προτύπων για τη δημοσιοποίηση στοιχείων για την κλιματική αλλαγή),
— οι κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τη δέουσα επιμέλεια όσον αφορά την υπεύθυνη διαχείριση των αλυσίδων εφοδιασμού ορυκτών από περιοχές που πλήττονται από συγκρούσεις και περιοχές υψηλού κινδύνου (Due Diligence Guidance for Responsible Supply Chains from Conflict-Affected and High-Risk areas) και τα συμπληρώματά τους,
— το σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (EMAS) και τα συναφή τομεακά έγγραφα αναφοράς,
— οι βασικοί δείκτες επιδόσεων της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Εταιρειών Χρηματοοικονομικής Ανάλυσης (European Federation of Financial Analysts Societies) για το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση, έγγραφο κατευθυντήριων γραμμών για την ενσωμάτωση του περιβάλλοντος, της κοινωνίας και της διακυβέρνησης στη χρηματοοικονομική ανάλυση και την εταιρική αποτίμηση (KPIs for Environmental, Social, Governance (ESG), a Guideline for the Integration of ESG into Financial Analysis and Corporate Valuation),
— η πρωτοβουλία υποβολής εκθέσεων απολογισμού σε παγκόσμιο επίπεδο (Global Reporting Initiative),
— οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις υπεύθυνες γεωργικές αλυσίδες εφοδιασμού των FAO-ΟΟΣΑ (Guidance for Responsible Agricultural Supply Chains),
— οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την υποβολή στρατηγικών εκθέσεων (Guidance on the Strategic Report) του Συμβουλίου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης του Ηνωμένου Βασιλείου,
— οι κατευθυντήριες γραμμές του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις (Guidelines for Multinational Enterprises),
— οι κατευθυντήριες αρχές του πλαισίου χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (Guiding Principles Reporting Framework) σχετικά με τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα,
— το πρότυπο ISO 26000 του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης,
— το διεθνές ενοποιημένο πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης,
— οι πρότυπες οδηγίες σχετικά με την υποβολή στοιχείων για το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση στους επενδυτές (Model Guidance on reporting ESG information to investors) της πρωτοβουλίας των Ηνωμένων Εθνών με θέμα τα αειφόρα χρηματιστήρια (Sustainable Stock Exchanges Initiative),
— το πρωτόκολλο σχετικά με το φυσικό κεφάλαιο (Natural Capital Protocol),
— οι οδηγοί σχετικά με το περιβαλλοντικό αποτύπωμα προϊόντων και οργανισμών,
— ο οργανισμός λογιστικών προτύπων για τη βιωσιμότητα (Sustainability Accounting Standards Board),
— ο κώδικας βιωσιμότητας του γερμανικού συμβουλίου για τη βιώσιμη ανάπτυξη,
— η τριμερής δήλωση αρχών της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και την κοινωνική πολιτική (Tripartite Declaration of principles concerning multinational enterprises and social policy),
— το παγκόσμιο σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ),
— οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, ψήφισμα της 25ης Σεπτεμβρίου 2015 με τίτλο «Να αλλάξουμε τον κόσμο μας: το θεματολόγιο για τη βιώσιμη ανάπτυξη 2030»,
— οι κατευθυντήριες αρχές των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα (Guiding Principles on Business and Human Rights) για την εφαρμογή του πλαισίου του ΟΗΕ «Προστασία, σεβασμός και επανόρθωση».

Σημαντική υπενθύμιση

Το παρόν έγγραφο συντάχθηκε δυνάμει του άρθρου 2 της οδηγίας 2014/95/ΕΕ, με σκοπό την παροχή συνδρομής στις οικείες εταιρείες για τη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών κατά τρόπο συναφή, χρήσιμο, συνεπή και περισσότερο συγκρίσιμο. Η παρούσα ανακοίνωση παρέχει μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές και δεν δημιουργεί νέες νομικές υποχρεώσεις. Στον βαθμό που η παρούσα ανακοίνωση ενδέχεται να ερμηνεύει την οδηγία 2014/95/ΕΕ, η θέση της Επιτροπής δεν θίγει τυχόν ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας που ενδέχεται να εκδοθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εταιρείες που χρησιμοποιούν τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές μπορούν επίσης να βασίζονται σε διεθνή πλαίσια, πλαίσια βασισμένα στην ΕΕ ή εθνικά πλαίσια. Το παρόν έγγραφο δεν συνιστά τεχνικό πρότυπο, και ούτε οι συντάκτες μη χρηματοοικονομικών καταστάσεων ούτε οποιοδήποτε μέρος, είτε ενεργεί εξ ονόματος συντάκτη είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, θα πρέπει να ισχυρίζονται ότι οι μη χρηματοοικονομικές καταστάσεις συνάδουν με το παρόν έγγραφο.

2 ΣΚΟΠΟΣ

Σκοπός των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών είναι η παροχή συνδρομής στις εταιρείες για τη δημοσιοποίηση υψηλής ποιότητας, συναφών, χρήσιμων, συνεπών και περισσότερο συγκρίσιμων μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών (που αφορούν το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση) κατά τρόπο που ενισχύει την ανθεκτική και βιώσιμη ανάπτυξη και απασχόληση και εξασφαλίζει διαφάνεια για τους ενδιαφερόμενους φορείς. Οι παρούσες μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές προτείνονται στο πλαίσιο των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων που προβλέπονται στην οδηγία. Σκοπός τους είναι να παράσχουν συνδρομή στις εταιρείες για την κατάρτιση συναφών, χρήσιμων και περιεκτικών μη χρηματοοικονομικών καταστάσεων σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας. Έχουν καταβληθεί σημαντικές προσπάθειες ώστε να αποφευχθεί ο αδικαιολόγητος διοικητικός φόρτος, η δημοσιοποίηση στερεότυπων πληροφοριών ή η άνευ ουσίας εφαρμογή μιας γραφειοκρατικής διαδικασίας.

Οι παρούσες μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές δίνουν έμφαση στις συναφείς, χρήσιμες και συγκρίσιμες μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας 2014/95/ΕΕ σχετικά με τη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών και πληροφοριών για την πολυμορφία από ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις και ομίλους.

Οι παρούσες κατευθύνσεις απευθύνονται στις εταιρείες οι οποίες υποχρεούνται να δημοσιοποιούν, σύμφωνα με την οδηγία, μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες στην οικεία έκθεση διαχείρισης. Ωστόσο, οι μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως βέλτιστη πρακτική για όλες τις εταιρείες που δημοσιοποιούν μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων άλλων εταιρειών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκπόνησε τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό την ανάπτυξη μιας μεθοδολογίας βάσει αρχών, η οποία θα έχει εφαρμογή στις εταιρείες όλων των οικονομικών τομέων και θα τις συνδράμει στη δημοσιοποίηση συναφών, χρήσιμων και συγκρίσιμων μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις βέλτιστες πρακτικές, τις συναφείς εξελίξεις και τα αποτελέσματα σχετικών πρωτοβουλιών, τόσο εντός της ΕΕ όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές εντάσσονται στο πλαίσιο της έκθεσης διαχείρισης. Ωστόσο, προβλέπεται η δυνατότητα εναλλακτικής παρουσίασης των μη χρηματοοικονομικών καταστάσεων βάσει του άρθρου 1 της οδηγίας.

Σκοπός είναι η παροχή ισορροπημένης και ευέλικτης καθοδήγησης σχετικά με την υποβολή μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών κατά τρόπο ώστε να διευκολύνεται η συνεπής και συνεκτική δημοσιοποίηση σημαντικών πληροφοριών από τις εταιρείες. Στο μέτρο του δυνατού, οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να συμβάλλουν στην εξασφάλιση της συγκρισιμότητας μεταξύ εταιρειών και τομέων.
Η προσέγγιση αυτή αναγνωρίζει την ευρεία πολυμορφία των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και τομέων, καθώς και των περιστάσεων τις οποίες πρέπει να αποτυπώνουν οι εταιρείες στις εκθέσεις που υποβάλλουν. 'Έχουν καταβληθεί σημαντικές προσπάθειες ώστε να αποφευχθεί η υιοθέτηση μιας προσέγγισης ενιαίας αντιμετώπισης και η χρήση μιας υπερβολικά κανονιστικής μεθοδολογίας.
Οι κατευθυντήριες γραμμές αναγνωρίζουν τη σημασία των δεσμών και των αλληλεπιδράσεων των πληροφοριών (συνδεσιμότητα), είτε μεταξύ διαφόρων πτυχών των μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών είτε μεταξύ των χρηματοοικονομικών και των μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών.

3 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

3.1 Δημοσιοποίηση σημαντικών πληροφοριών

Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει ότι οι οικείες εταιρείες:
«[...] περιλαμβάνουν στην έκθεση διαχείρισης μια μη χρηματοοικονομική κατάσταση που περιέχει πληροφορίες, στον βαθμό που απαιτείται για την κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων, της θέσης και του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων της [...]»
Η ουσιαστικότητα ή σημαντικότητα αποτελεί έννοια που χρησιμοποιείται ήδη ευρέως από τους συντάκτες, τους ελεγκτές και τους χρήστες χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Η βαθιά κατανόηση εκ μέρους μιας εταιρείας των βασικών επιμέρους στοιχείων της αξιακής αλυσίδας της συντελεί στον προσδιορισμό βασικών ζητημάτων και στη αξιολόγηση των πληροφοριών που μπορούν να χαρακτηριστούν σημαντικές.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 σημείο 16 της λογιστικής οδηγίας (2013/34/ΕΕ) ο όρος «σημαντικές πληροφορίες» χρησιμοποιείται «προκειμένου για πληροφορίες, όταν η παράλειψη ή η ανακριβής παράθεσή τους θα μπορούσε ευλόγως να επηρεάσει τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι χρήστες βάσει των οικονομικών καταστάσεων της επιχείρησης. Η βαρύτης κάθε στοιχείου εκτιμάται στο πλαίσιο άλλων παρόμοιων στοιχείων».
Η οδηγία εισάγει ένα νέο στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της σημαντικότητας των μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών, αναφερόμενη στην παροχή πληροφοριών «στον βαθμό που απαιτείται για την κατανόηση [...] του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων της (εταιρείας)» (9).
Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας «οι επιχειρήσεις που εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να παρέχουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με θέματα που ξεχωρίζουν ως τα πλέον πιθανά να προκαλέσουν τους κυριότερους κινδύνους με σοβαρές επιπτώσεις, μαζί με εκείνους που έχουν ήδη προκληθεί (10) [...]».

Οι επιπτώσεις της δραστηριότητας μιας εταιρείας αποτελούν σημαντική παράμετρο κατά τη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Οι επιπτώσεις ενδέχεται να είναι θετικές ή αρνητικές. Η δημοσιοποίηση σημαντικών πληροφοριών θα πρέπει να καλύπτει τόσο τις θετικές όσο και τις αρνητικές επιπτώσεις με σαφή και ισορροπημένο τρόπο. Στη μη χρηματοοικονομική κατάσταση αναμένεται να αποδίδεται η πραγματική εικόνα των πληροφοριών που χρειάζονται οι σχετικοί ενδιαφερόμενοι φορείς.

Οι σημαντικές πληροφορίες πρέπει να αξιολογούνται εντός συγκεκριμένου πλαισίου, διότι οι πληροφορίες που θεωρούνται σημαντικές σε ένα δεδομένο πλαίσιο είναι πιθανό να μην θεωρούνται σημαντικές σε κάποιο άλλο. Τα ζητήματα που εξετάζονται προκειμένου να συμπεριληφθούν στη μη χρηματοοικονομική κατάσταση συνδέονται με τις ιδιαιτερότητες της εταιρείας, λαμβανομένων υπόψη συγκεκριμένων καταστάσεων και τομεακών παραμέτρων. Οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένο κλάδο είναι πιθανό να βρίσκονται αντιμέτωπες με τις ίδιες προκλήσεις όσον αφορά το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση, για παράδειγμα λόγω των πόρων στους οποίους βασίζονται ενδεχομένως για την παραγωγή των αγαθών και των υπηρεσιών τους ή λόγω των επιπτώσεων που ενδέχεται να έχουν στον άνθρωπο, την κοινωνία και το περιβάλλον. Ως εκ τούτου, μπορεί να είναι σκόπιμη η απευθείας σύγκριση συναφών μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών που δημοσιοποιούνται μεταξύ εταιρειών του ίδιου κλάδου.

Οι εταιρείες δύνανται να υποβάλλουν εκθέσεις σχετικά με ευρύ φάσμα δυνητικών ζητημάτων. Μια εταιρεία εκτιμά τη σημαντικότητα των πληροφοριών βασιζόμενη στην ανάλυση που εκπονεί ως προς το πόσο σημαντικές είναι οι εν λόγω πληροφορίες για την κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων, της θέσης και του αντίκτυπού της. Κατά την εκτίμηση της σημαντικότητας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες (11).

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια τράπεζα μπορεί να θεωρεί ότι η κατανάλωση ύδατος στα γραφεία και τα υποκαταστήματά της δεν αποτελεί σημαντικό ζήτημα που πρέπει να περιλαμβάνεται στην οικεία έκθεση διαχείρισης. Αντιθέτως, η τράπεζα ενδέχεται να κρίνει ότι οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις των έργων που χρηματοδοτεί και ο ρόλος της όσον αφορά την υποστήριξη της πραγματικής οικονομίας μιας πόλης, μιας περιφέρειας ή μιας χώρας αποτελούν σημαντική πληροφορία.

Κατά την εκτίμηση της βαρύτητας των πληροφοριών μπορούν να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, μεταξύ των οποίων
οι ακόλουθοι:
— Επιχειρηματικό μοντέλο, στρατηγική και κυριότεροι κίνδυνοι: οι στόχοι, οι στρατηγικές, η προσέγγιση και τα συστήματα διαχείρισης, οι αξίες, τα υλικά και άυλα περιουσιακά στοιχεία, η αξιακή αλυσίδα και οι κυριότεροι κίνδυνοι μιας εταιρείας αποτελούν συναφείς παραμέτρους.
— Κυριότερα τομεακά ζητήματα: παρόμοια ζητήματα ενδέχεται να είναι σημαντικά για εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα ή μοιράζονται κοινές αλυσίδες εφοδιασμού. Θέματα που έχουν ήδη προσδιοριστεί από ανταγωνιστές, πελάτες ή προμηθευτές μιας εταιρείας είναι πιθανό να είναι συναφή για την εταιρεία αυτή (12).
— Συμφέροντα και προσδοκίες των σχετικών ενδιαφερόμενων φορέων: αναμένεται από τις εταιρείες να συνεργάζονται με τους σχετικούς ενδιαφερόμενους φορείς και να επιδιώκουν την επαρκή κατανόηση των συμφερόντων και των ανησυχιών τους.
— Επιπτώσεις των δραστηριοτήτων: αναμένεται από τις εταιρείες να εξετάζουν την πραγματική και τη δυνητική σοβαρότητα και συχνότητα των επιπτώσεων. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι επιπτώσεις των οικείων προϊόντων, υπηρεσιών και επιχειρηματικών σχέσεων (συμπεριλαμβανομένων πτυχών της αλυσίδας εφοδιασμού).
— Δημόσια πολιτική και κανονιστικοί συντελεστές: οι δημόσιες πολιτικές και οι κανονιστικές ρυθμίσεις ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στις συγκεκριμένες περιστάσεις μιας εταιρείας, και μπορεί επίσης να επηρεάζουν τη σημαντικότητα.

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων


Μια εταιρεία μπορεί να θεωρεί ότι οι επιπτώσεις μέσω των προηγούμενων σταδίων της εφοδιαστικής της αλυσίδας αποτελούν συναφή και σημαντικά ζητήματα και να υποβάλλει σχετικά στοιχεία. Οι επιπτώσεις μπορούν να είναι άμεσες ή έμμεσες. Για παράδειγμα, μια εταιρεία που παράγει μεταλλικό νερό μπορεί να εξετάζει ειδικά μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία των υδατικών πόρων στους οποίους βασίζεται.

Οι εταιρείες μπορούν να αναλύουν τις ρυθμίσεις και τις διαδικασίες διακυβέρνησης που χρησιμοποιούν για τη διενέργεια της εκτίμησης της σημαντικότητας (13).

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία που έχει επιπτώσεις στις μεταβολές της χρήσης γης και του οικοσυστήματος (για παράδειγμα αποψίλωση), άμεσα ή μέσω της αλυσίδας εφοδιασμού της, μπορεί να θεωρήσει σκόπιμη τη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια που εφαρμόζει.

Οι εκτιμήσεις της σημαντικότητας θα πρέπει να υποβάλλονται σε επανεξέταση ανά τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να διασφαλίζεται ότι τα θέματα για τα οποία υποβάλλονται στοιχεία εξακολουθούν να είναι σημαντικά. Η επανεξέταση θα πρέπει να διενεργείται συχνότερα στις εταιρείες και στους τομείς που χαρακτηρίζονται από υψηλότερο βαθμό δυναμισμού και καινοτομίας ή στις εταιρείες που μεταβάλλουν και προσαρμόζουν τα επιχειρηματικά μοντέλα ή τις πολιτικές τους, μεταξύ άλλων όσον αφορά και τη δέουσα επιμέλεια. Ωστόσο, μπορεί να διενεργείται με μικρότερη συχνότητα σε σταθερότερες περιστάσεις.

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια επιχείρηση που συμμετέχει στις αλυσίδες εφοδιασμού ορυκτών που προέρχονται από περιοχές συγκρούσεων και υψηλού κινδύνου μπορεί να θεωρήσει σκόπιμη τη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια που εφαρμόζει προκειμένου να διασφαλίζει ότι σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και ότι δεν συμβάλλει σε συγκρούσεις.

3.2 Ορθή, ισορροπημένη και κατανοητή

Η μη χρηματοοικονομική κατάσταση θα πρέπει να παρέχει ορθή εκτίμηση των ευνοϊκών και μη ευνοϊκών πτυχών, ενώ οι πληροφορίες θα πρέπει να αξιολογούνται και να παρουσιάζονται με αμερόληπτο τρόπο.

Στη μη χρηματοοικονομική κατάσταση θα πρέπει να εξετάζονται όλες οι διαθέσιμες και αξιόπιστες εισροές, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών πληροφόρησης των σχετικών ενδιαφερόμενων φορέων. Οι χρήστες των πληροφοριών δεν θα πρέπει να παραπλανώνται από ουσιώδεις ανακρίβειες, με την παράλειψη σημαντικών πληροφοριών ή τη δημοσιοποίηση μη σημαντικών πληροφοριών.

Η μη χρηματοοικονομική κατάσταση θα πρέπει να κάνει σαφή διάκριση μεταξύ των γεγονότων και των απόψεων ή των ερμηνειών.

Η εξασφάλιση ορθότερων και ακριβέστερων πληροφοριών είναι εφικτή με τους ακόλουθους ενδεικτικούς τρόπους:
— κατάλληλες ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης (για παράδειγμα, ανάθεση σε ορισμένα ανεξάρτητα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή σε επιτροπή του διοικητικού συμβουλίου αρμοδιοτήτων επί θεμάτων βιωσιμότητας και/ή διαφάνειας),
— ισχυρά και αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία, συστήματα εσωτερικού ελέγχου και υποβολής εκθέσεων,
— αποτελεσματική συνεργασία με τους ενδιαφερόμενους φορείς, και
— ανεξάρτητες υπηρεσίες εξωτερικής εξακρίβωσης.

Οι πληροφορίες μπορούν επίσης να γίνουν περισσότερο κατανοητές με τη χρήση απλής γλώσσας και συνεπούς ορολογίας, την αποφυγή στερεότυπων πληροφοριών και, εάν απαιτείται, με την παροχή ορισμών για τεχνικούς όρους.

Οι σημαντικές πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται με κατάλληλο πλαίσιο ώστε να διευκολύνεται η κατανόησή τους. Η παρουσίαση των επιδόσεων μιας εταιρείας μπορεί να πραγματοποιείται, για παράδειγμα, μέσω αναφοράς στις στρατηγικές και τους ευρύτερους στόχους της. Αναμένεται από τις εταιρείες να περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο τα μη χρηματοοικονομικά ζητήματα συνδέονται με τη μακροπρόθεσμη στρατηγική τους, τους κυριότερους κινδύνους και τις πολιτικές τους.

Μια εταιρεία θα πρέπει να διευκρινίζει το πεδίο εφαρμογής και τα όρια των πληροφοριών που δημοσιοποιεί, ιδιαίτερα όταν ορισμένες πληροφορίες αφορούν μόνον ένα ή περισσότερα τμήματά της ή αποκλείουν συγκεκριμένα τμήματα.

Η κατανοησιμότητα μπορεί επίσης να βελτιωθεί με την επεξήγηση των βασικών εσωτερικών παραμέτρων των πληροφοριών που δημοσιοποιούνται, όπως οι μέθοδοι μέτρησης, οι υποκείμενες παραδοχές και οι πηγές.

Σκοπός της μη χρηματοοικονομικής κατάστασης δεν είναι απλώς και μόνο η παροχή καταλόγων βασικών δεικτών επιδόσεων. Για την ορθή κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων, της θέσης και του αντίκτυπου μιας εταιρείας, θα πρέπει να δημοσιοποιούνται τόσο ποιοτικές όσο και ποσοτικές πληροφορίες. Παρότι οι ποσοτικές πληροφορίες ενδέχεται να είναι αποτελεσματικές στο πλαίσιο της υποβολής εκθέσεων σχετικά με ορισμένα μη χρηματοοικονομικά ζητήματα (βασικοί δείκτες, στόχοι κ.λπ.), οι ποιοτικές πληροφορίες παρέχουν το συγκεκριμένο πλαίσιο και καθιστούν περισσότερο χρήσιμη και κατανοητή τη μη χρηματοοικονομική κατάσταση.

Ο συνδυασμός της υποβολής περιγραφικών εκθέσεων, ποσοτικών πληροφοριών και υποστηρικτικών μέσων οπτικής παρουσίασης (14) προσδίδει στην κοινοποίηση μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και διαφάνεια.

Η δημοσιοποίηση πληροφοριών στη συνήθη επιχειρηματική γλώσσα, επιπλέον της εθνικής γλώσσας της εταιρείας είναι πιθανό να βελτιώσει τη διαφάνεια μιας εταιρείας και να συμβάλει στην ενίσχυση της προσβασιμότητας για τους σχετικούς επενδυτές και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς.

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία που δημοσιοποιεί ορισμένους βασικούς δείκτες επιδόσεων μπορεί να αυξήσει τη διαφάνεια παρέχοντας πληροφορίες σχετικά με τον σκοπό και τη σύνδεσή τους με τη στρατηγική της εταιρείας· ορισμούς και μεθοδολογία· πηγές πληροφοριών, παραδοχές και περιορισμούς· πεδίο εφαρμογής των σχετικών δραστηριοτήτων· κριτήρια αναφοράς· στόχους· τάσεις· αλλαγές στις μεθοδολογίες (εάν υπάρχουν)· και ποιοτικές διευκρινίσεις σχετικά με τις παλαιότερες και τις προσδοκώμενες επιδόσεις.

3.3 Ολοκληρωμένη αλλά περιεκτική

Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει ότι οι οικείες εταιρείες:
«[...] περιλαμβάνουν στην έκθεση διαχείρισης μια μη χρηματοοικονομική κατάσταση που περιέχει πληροφορίες, στον βαθμό που απαιτείται για την κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων, της θέσης και του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων της, σε σχέση, τουλάχιστον, με περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εργασιακά θέματα, τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, την καταπολέμηση της διαφθοράς και με θέματα σχετικά με τη δωροδοκία [...]»
(1) Γραφήματα, διαγράμματα, ιστογράμματα κ.λπ.

Κατ' ελάχιστον, θα πρέπει να δημοσιοποιούνται σημαντικές πληροφορίες σχετικά με ορισμένες κατηγορίες ζητημάτων που αποτυπώνονται ρητά στην οδηγία. Στις πληροφορίες αυτές περιλαμβάνονται:
— περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εργασιακά θέματα,
— ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
— θέματα σχετικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας.

Οι εταιρείες θα πρέπει επίσης να δημοσιοποιούν κάθε άλλη σημαντική πληροφορία.

Η δημοσιοποίηση σημαντικών πληροφοριών αναμένεται να παρέχει ολοκληρωμένη εικόνα της εκάστοτε εταιρείας κατά το έτος της αναφοράς. Αυτό αφορά το εύρος των πληροφοριών που δημοσιοποιούνται. Ωστόσο, το βάθος των πληροφοριών που υποβάλλονται σχετικά με ένα δεδομένο ζήτημα εξαρτάται από τη σημαντικότητά του. Μια εταιρεία θα πρέπει να επικεντρώνεται στην εξασφάλιση του εύρους και του βάθους των πληροφοριών που θα διευκολύνουν την κατανόηση από τους ενδιαφερόμενους φορείς της εξέλιξης, των επιδόσεων, της θέσης και του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων της.

Η μη χρηματοοικονομική κατάσταση αναμένεται επίσης να είναι συνοπτική και να αποφεύγει την παροχή μη σημαντικών πληροφοριών. Η δημοσιοποίηση μη σημαντικών πληροφοριών μπορεί να καταστήσει τη μη χρηματοοικονομική κατάσταση λιγότερο εύληπτη διότι θα επισκιάζει τις σημαντικές πληροφορίες. Θα πρέπει να αποφεύγεται η παροχή γενικών ή στερεότυπων πληροφοριών που δεν θεωρούνται σημαντικές.

Η μη χρηματοοικονομική κατάσταση μπορεί να περιλαμβάνει διαπαραπομπές ή καθοδηγητικές ενδείξεις ώστε να είναι συνοπτική, να περιορίζει τις επαναλήψεις και να παρέχει συνδέσμους προς άλλες πληροφορίες (15).

Παράδειγμα

Μια εταιρεία μπορεί να συνοψίζει τις πληροφορίες, να εστιάζει στις σημαντικές πληροφορίες, να εξαιρεί γενικές πληροφορίες, να περιορίζει τις λεπτομέρειες, να αποφεύγει στοιχεία που δεν είναι πλέον συναφή, να χρησιμοποιεί διαπαραπομπές και καθοδηγητικές ενδείξεις κ.λπ.

3.4 Στρατηγική και μελλοντοστραφής

Η κατάσταση αναμένεται να παρέχει στοιχεία σχετικά με το επιχειρηματικό μοντέλο μιας εταιρείας, τη στρατηγική και την εφαρμογή της, και να διευκρινίζει τις βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των πληροφοριών που υποβάλλονται.

Αναμένεται από τις εταιρείες να δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικά με το επιχειρηματικό μοντέλο τους, συμπεριλαμβανομένης της στρατηγικής και των στόχων τους. Στο πλαίσιο της δημοσιοποίησης των πληροφοριών θα πρέπει να παρέχονται στοιχεία σχετικά με τη στρατηγική προσέγγιση των μη χρηματοοικονομικών ζητημάτων· τι κάνει μια εταιρεία, πώς το κάνει και γιατί το κάνει.

Αυτό δεν εμποδίζει την ενδεδειγμένη συνεκτίμηση εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών. Οι συναφείς πληροφορίες μπορούν να κοινοποιούνται με ευρύτερους όρους, οι οποίοι εξακολουθούν να παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες στους επενδυτές και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς.

Με τη δημοσιοποίηση των στόχων, των κριτηρίων αναφοράς και των δεσμεύσεων, μια εταιρεία μπορεί να συνδράμει τους επενδυτές και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς να κατανοήσουν το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι επιδόσεις της. Αυτό μπορεί να είναι χρήσιμο κατά την εκτίμηση των μελλοντικών προοπτικών. Η εξωτερική παρακολούθηση των δεσμεύσεων και η πρόοδος προς την επίτευξη των στόχων προάγει τη μεγαλύτερη διαφάνεια έναντι των ενδιαφερόμενων μερών. Οι στόχοι και τα κριτήρια αναφοράς μπορούν να παρουσιάζονται με ποιοτικούς ή ποσοτικούς όρους. Κατά περίπτωση, οι εταιρείες δύνανται να δημοσιοποιούν συναφείς πληροφορίες βάσει σεναρίων που στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα.

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία μπορεί να δημοσιοποιεί τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει μια βιώσιμη επιχειρηματική στρατηγική, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο οι επιδόσεις της σε θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και διακυβέρνησης μπορούν να συμβάλουν στην επίτευξη των επιχειρηματικών στόχων της. Θα μπορούσε επίσης να δημοσιοποιεί στόχους σχετικούς με τους βασικούς δείκτες επιδόσεων που υποβάλλει και να αναλύει τις αβεβαιότητες και τους παράγοντες στους οποίους βασίζονται ενδεχομένως οι μελλοντοστραφείς πληροφορίες και οι μελλοντικές προοπτικές.

Οι μελλοντοστραφείς πληροφορίες παρέχουν στους χρήστες των πληροφοριών τη δυνατότητα να αξιολογούν καλύτερα την ανθεκτικότητα και τη βιωσιμότητα της εξέλιξης, της θέσης, των επιδόσεων και του αντίκτυπου μιας εταιρείας με την πάροδο του χρόνου. Διευκολύνει επίσης τους χρήστες ώστε να μετρούν την πρόοδο που σημειώνει η εταιρεία όσον αφορά την επίτευξη μακροπρόθεσμων στόχων.

Παράδειγμα

Μια εταιρεία μπορεί να δημοσιοποιεί συναφείς πληροφορίες βάσει των προβλεπόμενων επιπτώσεων στις στρατηγικές και τις δραστηριότητές της σεναρίων για την κλιματική αλλαγή που στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα. Εναλλακτικά, δύναται να δημοσιοποιεί στόχους για τη μείωση του αριθμού των εργατικών ατυχημάτων ή των επαγγελματικών ασθενειών.

3.5 Με γνώμονα τους ενδιαφερόμενους φορείς

Αναμένεται από τις εταιρείες να εξετάζουν τις ανάγκες πληροφόρησης όλων των σχετικών ενδιαφερόμενων φορέων. Θα πρέπει να επικεντρώνονται στις ανάγκες πληροφόρησης των ενδιαφερόμενων φορέων συνολικά, και όχι στις ανάγκες ή τις προτιμήσεις μεμονωμένων ή άτυπων ενδιαφερόμενων φορέων, ή φορέων με παράλογες απαιτήσεις πληροφόρησης.

Κατά περίπτωση, στους εν λόγω φορείς ενδέχεται να περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων: επενδυτές, εργαζόμενοι, καταναλωτές, προμηθευτές, πελάτες, τοπικές κοινότητες, δημόσιες αρχές, ευάλωτες ομάδες, κοινωνικοί εταίροι και η κοινωνία των πολιτών.

Οι εταιρείες θα πρέπει να παρέχουν συναφείς, χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τη συνεργασία τους με σχετικούς ενδιαφερόμενους φορείς, καθώς και σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες πληροφόρησής τους. Για παράδειγμα, το πρότυπο ISO 26000 και οι κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις παρέχουν χρήσιμες οδηγίες για το θέμα αυτό.

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία μπορεί να δημοσιοποιεί σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη συνεργασία της με ενδιαφερόμενους φορείς και να αναλύει τον τρόπο με τον οποίο η συνεργασία αυτή επηρεάζει τις αποφάσεις, τις επιδόσεις και τον αντίκτυπο των δραστηριοτήτων της.

3.6 Συνεπής και συνεκτική

Η μη χρηματοοικονομική κατάσταση αναμένεται να είναι συνεπής με άλλα στοιχεία της έκθεσης διαχείρισης.

Η δημιουργία σαφών δεσμών μεταξύ των πληροφοριών που παρουσιάζονται στη μη χρηματοοικονομική κατάσταση και άλλων πληροφοριών που δημοσιοποιούνται στην έκθεση διαχείρισης αυξάνει τη χρησιμότητα, τη συνάφεια και τη συνεκτικότητα των πληροφοριών. Η έκθεση διαχείρισης θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως ενιαίο, ισορροπημένο και συνεκτικό σύνολο πληροφοριών.

Δεδομένου ότι τα περιεχόμενα συνδέονται μεταξύ τους, η διευκρίνιση των βασικών δεσμών διευκολύνει για τους επενδυτές και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς την κατανόηση των σημαντικών πληροφοριών και των αλληλεξαρτήσεών τους.

Προϊόντος του χρόνου, το περιεχόμενο της μη χρηματοοικονομικής έκθεσης θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από συνέπεια. Με τον τρόπο αυτό οι χρήστες των πληροφοριών θα μπορούν να κατανοούν και να συγκρίνουν τις προγενέστερες και τις τρέχουσες μεταβολές ως προς την εξέλιξη, τη θέση, τις επιδόσεις και τον αντίκτυπο μιας εταιρείας, και να τις συνδέουν κατά τρόπο αξιόπιστο με τις μελλοντοστραφείς πληροφορίες.

Η συνέπεια κατά την επιλογή και τη μεθοδολογία των βασικών δεικτών επιδόσεων είναι σημαντική ώστε να διασφαλίζεται ότι η μη χρηματοοικονομική κατάσταση είναι κατανοητή και αξιόπιστη. Ωστόσο, είναι πιθανό να απαιτούνται επικαιροποιήσεις, διότι οι βασικοί δείκτες επιδόσεων μπορεί να καταστούν παρωχημένοι ή να αναπτυχθούν νέες και καλύτερες μεθοδολογίες που βελτιώνουν την ποιότητα των πληροφοριών. Οι εταιρείες οφείλουν να επεξηγούν τυχόν μεταβολές στην πολιτική ή στη μεθοδολογία υποβολής εκθέσεων, τους λόγους των μεταβολών αυτών και τις επιπτώσεις τους (για παράδειγμα, με την επαναδιατύπωση παλαιότερων πληροφοριών, ώστε να αποτυπώνεται με σαφήνεια το αποτέλεσμα των μεταβαλλόμενων πολιτικών ή μεθοδολογιών υποβολής εκθέσεων).

Παράδειγμα

Μια εταιρεία μπορεί να προσδιορίζει τις σχέσεις και τους δεσμούς μεταξύ του επιχειρηματικού της μοντέλου και των πτυχών της διαφθοράς και της δωροδοκίας.

4 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

Αναμένεται από τις εταιρείες να προσδιορίζουν τις ειδικές θεματικές πτυχές και τις σημαντικές πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις πληροφορίες που δημοσιοποιούν κατά τρόπο ορθό, ισορροπημένο και ολοκληρωμένο, μεταξύ άλλων μέσω της συνεργασίας τους με σχετικούς ενδιαφερόμενους φορείς.

Οι πληροφορίες που περιέχονται στη μη χρηματοοικονομική κατάσταση είναι αλληλένδετες. Για παράδειγμα, τα αποτελέσματα δεν αντικατοπτρίζουν μόνο τη δραστηριότητα μιας εταιρείας (μέσω του επιχειρηματικού μοντέλου, των πολιτικών και των στρατηγικών της), αλλά και τις ιδιαίτερες περιστάσεις και τους κινδύνους της εταιρείας, καθώς και την αποτελεσματικότητά της όσον αφορά τη διαχείριση των κινδύνων αυτών. Η επεξήγηση των βασικών δεσμών και αλληλεξαρτήσεων βελτιώνει την ποιότητα της έκθεσης.

Κατά την κατάρτιση της μη χρηματοοικονομικής κατάστασης, οι εταιρείες θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τους κανόνες για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (16).

4.1 Επιχειρηματικό μοντέλο


Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει ότι η μη χρηματοοικονομική κατάσταση περιέχει πληροφορίες στις οποίες περιλαμβάνεται: α) «σύντομη περιγραφή του επιχειρηματικού μοντέλου της επιχείρησης·»

Το επιχειρηματικό μοντέλο μιας εταιρείας περιγράφει τον τρόπο δημιουργίας και διατήρησης αξίας μέσω των προϊόντων ή των υπηρεσιών της μακροπρόθεσμα. Το επιχειρηματικό μοντέλο παρέχει το πλαίσιο για την έκθεση διαχείρισης συνολικά. Παρουσιάζει επισκόπηση του τρόπου λειτουργίας μιας εταιρείας και του σκεπτικού της διάρθρωσής της, με την περιγραφή του τρόπου με τον οποίο μετασχηματίζει τις εισροές σε εκροές μέσω των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Με πιο απλά λόγια, τι κάνει μια εταιρεία, πώς το κάνει και γιατί το κάνει.

Κατά την περιγραφή του επιχειρηματικού τους μοντέλου, οι εταιρείες μπορεί να θεωρήσουν σκόπιμο να συμπεριλαμβάνουν στις δημοσιοποιήσεις τους πληροφορίες που αφορούν:
— το επιχειρηματικό περιβάλλον τους,
— την οργάνωση και τη δομή τους,
— τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται,
— τους στόχους και τις στρατηγικές τους, και
— τις κυριότερες τάσεις και τους παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάζουν τη μελλοντική τους εξέλιξη.

Οι εταιρείες μπορούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο να χρησιμοποιούν βασικούς δείκτες επιδόσεων για την επεξήγηση του επιχειρηματικού μοντέλου τους, των κυριότερων τάσεων κ.λπ.

Αναμένεται από τις εταιρείες να επεξηγούν το επιχειρηματικό μοντέλο τους με σαφή, κατανοητό και τεκμηριωμένο τρόπο. Το επιχειρηματικό μοντέλο αποτελεί θέμα ουσίας. Οι εταιρείες θα πρέπει να αποφεύγουν τη δημοσιοποίηση μη σημαντικών πληροφοριών προωθητικού ή προγραμματικού χαρακτήρα που αποσπούν την προσοχή από τις σημαντικές πληροφορίες.

Οι εταιρείες θα πρέπει να επισημαίνουν και να διευκρινίζουν τη χρονική στιγμή του έτους αναφοράς κατά την οποία επήλθαν σημαντικές αλλαγές στο επιχειρηματικό τους μοντέλο.

Παράδειγμα

Μια εταιρεία μπορεί να θεωρήσει σκόπιμη τη δημοσιοποίηση πληροφοριών που διευκρινίζουν τα ακόλουθα στοιχεία:
— τα κυριότερα προϊόντα που παράγει, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνονται στις ανάγκες των καταναλωτών/ πελατών,
— τον τρόπο παραγωγής των εν λόγω προϊόντων, καθώς και τις παραμέτρους που καθιστούν ανταγωνιστική και βιώσιμη την προσέγγισή της όσον αφορά την παραγωγή,
— τα χαρακτηριστικά της αγοράς στην οποία δραστηριοποιείται, καθώς και τον πιθανό τρόπο εξέλιξής της.

4.2 Πολιτικές και δέουσα επιμέλεια

Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει ότι η μη χρηματοοικονομική κατάσταση περιέχει πληροφορίες στις οποίες περιλαμβάνεται:
β) «περιγραφή των πολιτικών που εφαρμόζει η επιχείρηση σε σχέση με τα εν λόγω θέματα, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζει·»
Οι εταιρείες θα πρέπει να δημοσιοποιούν σημαντικές πληροφορίες που αποδίδουν την πραγματική εικόνα των πολιτικών τους. Θα πρέπει να εξετάζουν το ενδεχόμενο να δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικά με τις προσεγγίσεις που υιοθετούν όσον αφορά τις βασικές μη χρηματοοικονομικές πτυχές, τους κυριότερους στόχους τους και τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζουν να υλοποιήσουν τους στόχους αυτούς και να εφαρμόσουν τα σχετικά σχέδια. Σε κάθε δημοσιοποίηση θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές περιστάσεις της εταιρείας. Στις δημοσιοποιήσεις αυτές, μια εταιρεία μπορεί να επεξηγεί τις αρμοδιότητες και τις αποφάσεις του διαχειριστικού οργάνου και του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο οι πόροι της κατανέμονται σε σχέση με τους στόχους, τη διαχείριση των κινδύνων και τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, μια εταιρεία μπορεί να επεξηγεί τις συναφείς πτυχές διακυβέρνησης (17), συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας του διοικητικού συμβουλίου.

Παράδειγμα

Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο δημοσιοποίησης πληροφοριών σχετικά με τα πρόσωπα της οργανωτικής δομής και της εταιρικής διακυβέρνησης που είναι αρμόδια για τον καθορισμό, την εφαρμογή και την παρακολούθηση μιας συγκεκριμένης πολιτικής, για παράδειγμα, σχετικά με θέματα που συνδέονται με το κλίμα (18). Μπορεί επίσης να περιγράφει τον ρόλο και τις αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου/εποπτικού συμβουλίου όσον αφορά την περιβαλλοντική πολιτική, την κοινωνική πολιτική και την πολιτική σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας αφορούν τις πολιτικές, τη διαχείριση κινδύνων και τα αποτελέσματα. Οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας εφαρμόζονται από μια εταιρεία με σκοπό την εξασφάλιση της επίτευξης συγκεκριμένου στόχου (π.χ. προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι ανθρακούχες εκπομπές παραμένουν χαμηλότερες από ένα ορισμένο επίπεδο ή ότι στις αλυσίδες εφοδιασμού δεν εφαρμόζονται πρακτικές εμπορίας ανθρώπων). Συνδράμουν δε στον εντοπισμό, την πρόληψη και τον μετριασμό υφιστάμενων και δυνητικών αρνητικών επιπτώσεων.

Οι εταιρείες θα πρέπει να προβλέπουν τη δημοσιοποίηση σημαντικών πληροφοριών σχετικά με τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζουν, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών, όπου είναι συναφείς και αναλογικές, για τις αλυσίδες εφοδιασμού και υπεργολαβικής ανάθεσης. Μπορούν επίσης να εξετάζουν το ενδεχόμενο δημοσιοποίησης κατάλληλων πληροφοριών σχετικά με τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί όσον αφορά τη συγκρότησή τους και τον τρόπο με τον οποίο προβλέπεται να λειτουργήσουν οι διαδικασίες, ιδιαίτερα όσον αφορά την πρόληψη και τον μετριασμό των δυσμενών επιπτώσεων. Οι εταιρείες μπορούν επίσης να εξετάσουν το ενδεχόμενο παροχής συναφών πληροφοριών σχετικά με τον καθορισμό στόχων και τη μέτρηση της προόδου.

Χρήσιμες οδηγίες επί του θέματος αυτού παρέχονται, για παράδειγμα, στα έγγραφα κατευθυντήριων γραμμών του ΟΟΣΑ για διάφορους τομείς, στις κατευθυντήριες αρχές των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα, στην τριμερή δήλωση αρχών για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και την κοινωνική πολιτική ή στο πρότυπο ISO 26000.

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία μπορεί να θεωρήσει σκόπιμη τη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με τις πολιτικές της που αποσκοπούν στην αποφυγή της χρήσης επικίνδυνων χημικών ουσιών, ουσιών που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία ή βιοκτόνων στα προϊόντα, στις δραστηριότητες και στην αλυσίδα εφοδιασμού της. Μπορεί επίσης να δημοσιοποιεί πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές που εφαρμόζει στον τομέα της έρευνας, της ανάπτυξης και της χρήσης ασφαλών εναλλακτικών λύσεων. Οι εταιρείες δύνανται να επεξηγούν τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούν την ποιότητα, την ασφάλεια και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των χημικών ουσιών που χρησιμοποιούν, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο πληρούν τις νομικές απαιτήσεις περί χημικής ασφάλειας (π.χ. REACH και CLP-ταξινόμηση, επισήμανση και συσκευασία).

Παράδειγμα

Μια εταιρεία μπορεί να δημοσιοποιεί συναφείς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζει, αξιολογεί και διαχειρίζεται τους κινδύνους που συνδέονται με το κλίμα (19) και/ή το φυσικό κεφάλαιο.

Οι εταιρείες θα πρέπει να επισημαίνουν και να επεξηγούν τυχόν σημαντικές αλλαγές που επήλθαν κατά το έτος της αναφοράς στις κυριότερες πολιτικές και τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζουν.

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο δημοσιοποίησης των ακόλουθων πληροφοριών σχετικά με την υγεία και την ασφάλεια:
— πολιτικές όσον αφορά τον χώρο εργασίας,
— συμβατικές υποχρεώσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους προμηθευτές και τους υπεργολάβους,
— πόροι που διατίθενται για τη διαχείριση των κινδύνων, την πληροφόρηση, την κατάρτιση, την παρακολούθηση, τον έλεγχο, τη συνεργασία με τοπικές αρχές και κοινωνικούς εταίρους.

Ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες μια εταιρεία δεν έχει αναπτύξει πολιτικές σχετικά με ορισμένα θέματα τα οποία, ωστόσο, θεωρεί σημαντικά. Στις περιπτώσεις αυτές, η συγκεκριμένη εταιρεία θα πρέπει να παρέχει σαφή και αιτιολογημένη εξήγηση για την απουσία των εν λόγω πολιτικών. Οι λοιπές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων εξακολουθούν να ισχύουν (για παράδειγμα, επιχειρηματικό μοντέλο, κυριότεροι κίνδυνοι κ.λπ.).

Στο άρθρο 1 της οδηγίας αναφέρεται ότι «όταν μια επιχείρηση δεν ασκεί πολιτικές σε σχέση με ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω θέματα, παρέχεται στην μη χρηματοοικονομική κατάσταση σαφής και αιτιολογημένη εξήγηση για την απουσία των εν λόγω πολιτικών».

4.3 Αποτελέσματα

Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει ότι η μη χρηματοοικονομική κατάσταση πρέπει να περιέχει πληροφορίες στις οποίες περιλαμβάνεται:
γ) «το αποτέλεσμα των εν λόγω πολιτικών·»

Οι εταιρείες θα πρέπει να παρέχουν χρήσιμη, ορθή και ισορροπημένη εικόνα των αποτελεσμάτων των πολιτικών τους.

Οι μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες που παρέχουν οι εταιρείες θα πρέπει να διευκολύνουν την κατανόηση και την παρακολούθηση των επιδόσεων της εκάστοτε εταιρείας από τους επενδυτές και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς.

Στις δημοσιοποιήσεις που αφορούν τα αποτελέσματα των πολιτικών ενδέχεται να παρέχονται χρήσιμες πληροφορίες για τα πλεονεκτήματα και τα τρωτά σημεία της εταιρείας. Η μη χρηματοοικονομική κατάσταση θα πρέπει να απηχεί με ολοκληρωμένο και περιεκτικό τρόπο τα αποτελέσματα των πράξεων και των δραστηριοτήτων μιας εταιρείας.

Οι εταιρείες μπορεί να θεωρήσουν σκόπιμη την παροχή επεξήγησης της σχέσης μεταξύ των χρηματοοικονομικών και των μη χρηματοοικονομικών αποτελεσμάτων, καθώς και του τρόπου διαχείρισης της σχέσης αυτής συν τω χρόνω.

Η ανάλυση των αποτελεσμάτων θα πρέπει να περιλαμβάνει συναφείς μη χρηματοοικονομικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων. Αναμένεται από τις εταιρείες να δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικά με τους βασικούς δείκτες επιδόσεων τους οποίους θεωρούν ως τους πλέον χρήσιμους για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση της προόδου, καθώς και για την υποστήριξη της συγκρισιμότητας μεταξύ εταιρειών και τομέων. Κατά περίπτωση, οι εταιρείες ενδέχεται να θεωρήσουν σκόπιμη την παρουσίαση και επεξήγηση των εν λόγω πληροφοριών σε σχέση με τους στόχους και τα κριτήρια αναφοράς.

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο να συμπεριλάβει στις δημοσιοποιήσεις της συγκεκριμένες πληροφορίες οι οποίες θα εξηγούν:
— τις πραγματικές ανθρακούχες εκπομπές, την ένταση άνθρακα,
— τη χρήση επικίνδυνων χημικών ουσιών ή βιοκτόνων,
— τις επιπτώσεις στο φυσικό κεφάλαιο και τις εξαρτήσεις,
— σύγκριση με τους στόχους, εξελίξεις με την πάροδο του χρόνου,
— τον μετριασμό των επιπτώσεων μέσω των εφαρμοζόμενων πολιτικών,
— τα σχέδια για τη μείωση των ανθρακούχων εκπομπών.

4.4 Οι κυριότεροι κίνδυνοι και η διαχείρισή τους

Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει ότι η μη χρηματοοικονομική κατάσταση πρέπει να περιέχει πληροφορίες στις οποίες περιλαμβάνονται:
δ) «οι κυριότεροι κίνδυνοι που αφορούν τα εν λόγω θέματα και που συνδέονται με τις δραστηριότητες της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση και αναλογικά, των επιχειρηματικών σχέσεών της, των προϊόντων της ή των υπηρεσιών της τα οποία είναι πιθανόν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στους εν λόγω τομείς και ο τρόπος με τον οποίο η επιχείρηση διαχειρίζεται αυτούς τους κινδύνους·»

Οι εταιρείες θα πρέπει να δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικά με τους κύριους κινδύνους και τον τρόπο διαχείρισης και μετριασμού τους. Οι κίνδυνοι αυτοί ενδέχεται να αφορούν τις δραστηριότητές τους, τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους, την αλυσίδα εφοδιασμού και τις επιχειρηματικές σχέσεις τους ή άλλες πτυχές. Οι πληροφορίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν κατάλληλη προοπτική των κυριότερων κινδύνων σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Αναμένεται από τις εταιρείες να διευκρινίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι κυριότεροι κίνδυνοι επηρεάζουν ενδεχομένως το επιχειρηματικό τους μοντέλο, τις δραστηριότητες, τις χρηματοοικονομικές τους επιδόσεις και τον αντίκτυπο των δραστηριοτήτων τους.

Μια εταιρεία αναμένεται να δημοσιοποιεί σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τους κυριότερους κινδύνους, ανεξάρτητα από το αν αυτοί απορρέουν από δικές της αποφάσεις ή ενέργειες ή από εξωτερικούς παράγοντες, καθώς και να επεξηγεί τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό και την αξιολόγηση των κινδύνων αυτών.

Κατά περίπτωση και αναλογικά, η δημοσιοποίηση θα πρέπει να περιλαμβάνει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις αλυσίδες εφοδιασμού και υπεργολαβικής ανάθεσης. Θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η εταιρεία διαχειρίζεται και μετριάζει τους κυριότερους κινδύνους.

Μια εταιρεία αναμένεται να επισημαίνει και να επεξηγεί τυχόν σημαντικές αλλαγές που επήλθαν κατά το έτος της αναφοράς στους κυριότερους κινδύνους της, καθώς και τον τρόπο διαχείρισής τους.

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο να συμπεριλάβει στις δημοσιοποιήσεις της τις ακόλουθες πληροφορίες:
— ελαττωματικά προϊόντα με πιθανές επιπτώσεις στην ασφάλεια των καταναλωτών,
— πολιτικές που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση του ζητήματος,
— μέτρα αποκατάστασης για την αντιμετώπιση των αναγκών των καταναλωτών που έχουν ήδη υποστεί τις επιπτώσεις των προϊόντων αυτών.

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο δημοσιοποίησης σημαντικών πληροφοριών σχετικά με τις επιπτώσεις που συνδέονται με το κλίμα στις δραστηριότητες και τη στρατηγική της, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της εταιρείας και συμπεριλαμβανομένων κατάλληλων εκτιμήσεων των πιθανοτήτων και της χρήσης αναλύσεων σεναρίων (20).

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο δημοσιοποίησης σημαντικών πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους πρόκλησης βλάβης στους τομείς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της εργασίας και της προστασίας του περιβάλλοντος στο πλαίσιο των οικείων αλυσίδων εφοδιασμού και υπεργολαβικής ανάθεσης, καθώς και σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η εταιρεία διαχειρίζεται και μετριάζει τις δυνητικές αρνητικές επιπτώσεις τους.

4.5 Βασικοί δείκτες επιδόσεων

Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει ότι η μη χρηματοοικονομική κατάσταση πρέπει να περιέχει πληροφορίες στις οποίες περιλαμβάνονται:
ε) «μη χρηματοοικονομικοί βασικοί δείκτες επιδόσεων που σχετίζονται με τον συγκεκριμένο τομέα επιχειρήσεων.»

Η μη χρηματοοικονομική κατάσταση θα πρέπει να περιλαμβάνει τη δημοσιοποίηση σημαντικών περιγραφικών στοιχείων και δεικτών, που αναφέρονται συνήθως ως βασικοί δείκτες επιδόσεων (ΒΔΕ).

Αναμένεται από τις εταιρείες να υποβάλλουν χρήσιμα στοιχεία σχετικά με τους βασικούς δείκτες επιδόσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις τους. Οι βασικοί δείκτες επιδόσεων θα πρέπει να είναι συνεπείς με τους δείκτες μέτρησης που χρησιμοποιεί πράγματι η εταιρεία στις εσωτερικές της διαδικασίες διαχείρισης και αξιολόγησης των κινδύνων. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η δημοσιοποίηση περισσότερο συναφών και χρήσιμων πληροφοριών και βελτιώνεται η διαφάνεια. Η δημοσιοποίηση υψηλής ποιότητας, ευρέως αναγνωρισμένων βασικών δεικτών επιδόσεων (για παράδειγμα, δείκτες μέτρησης που χρησιμοποιούνται ευρέως σε έναν τομέα ή για συγκεκριμένα θεματικά ζητήματα) θα μπορούσε επίσης να βελτιώσει τη συγκρισιμότητα, ιδιαίτερα για εταιρείες που δραστηριοποιούνται εντός του ίδιου τομέα ή της ίδιας αξιακής αλυσίδας.

Μια εταιρεία θα πρέπει να δημοσιοποιεί βασικούς δείκτες επιδόσεων που θεωρούνται απαραίτητοι για την κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων, της θέσης και του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων της εταιρείας.
Ορισμένοι βασικοί δείκτες επιδόσεων ενδέχεται να είναι χρήσιμοι για ευρύ φάσμα εταιρειών και επιχειρηματικών περιστάσεων. Άλλοι βασικοί δείκτες επιδόσεων αφορούν κυρίως τα ζητήματα και τις περιστάσεις ενός δεδομένου τομέα. Οι εταιρείες ενθαρρύνονται να δημοσιοποιούν σημαντικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων, τόσο γενικού όσο και τομεακού χαρακτήρα. Λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων των εταιρειών και των αναγκών πληροφόρησης των επενδυτών και άλλων ενδιαφερόμενων φορέων, αναμένεται από τις εταιρείες να παρέχουν μια ορθή και ισορροπημένη εικόνα, χρησιμοποιώντας γενικούς, τομεακούς και ειδικούς για την εκάστοτε εταιρεία βασικούς δείκτες επιδόσεων.

Οι χρήστες των πληροφοριών συνήθως εκτιμούν ιδιαιτέρως την παροχή ποσοτικών πληροφοριών, διότι οι πληροφορίες αυτές τους βοηθούν να μετρούν την πρόοδο, να ελέγχουν τη συνέπεια συν τω χρόνω και να προβαίνουν σε συγκρίσεις. Η χρήση κατάλληλων περιγραφικών στοιχείων που επεξηγούν τους βασικούς δείκτες επιδόσεων συμβάλλει στην κατάρτιση περισσότερο εύληπτων μη χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

Οι βασικοί δείκτες επιδόσεων θεωρούνται επίσης αποτελεσματικά εργαλεία για τη σύνδεση μεταξύ των ποιοτικών και των ποσοτικών πληροφοριών, καθώς και για τη δημιουργία συνδέσεων. Εξασφαλίζουν στις εταιρείες τη δυνατότητα να παρέχουν μια ισορροπημένη και ολοκληρωμένη εικόνα κατά τρόπο περιεκτικό και αποτελεσματικό.

Οι βασικοί δείκτες επιδόσεων θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με συνέπεια από τη μία περίοδο αναφοράς στην επόμενη, ώστε να παρέχονται αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο που σημειώνεται και τις τάσεις που παρουσιάζονται. Ασφαλώς, οι βασικοί δείκτες επιδόσεων που υποβάλλονται εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου, είτε για επιχειρηματικούς είτε για τεχνικούς λόγους. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εταιρείες θα πρέπει να διευκρινίζουν τους λόγους για τους οποίους μεταβλήθηκαν οι βασικοί δείκτες επιδόσεων. Μπορούν να εξετάζουν το ενδεχόμενο επαναδιατύπωσης παλαιότερων πληροφοριών, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο, και επεξήγησης με σαφή και αποτελεσματικό τρόπο των επιπτώσεων των εν λόγω μεταβολών.

Οι εταιρείες μπορούν να αναλύουν τη συλλογή δεδομένων, τη μεθοδολογία και τα πλαίσια στα οποία βασίζονται. Μπορούν επίσης να παρουσιάζουν ανάλυση των βασικών δεικτών επιδόσεων που δημοσιοποιούν, διευκρινίζοντας, για παράδειγμα, τους λόγους αύξησης ή μείωσης των τιμών βασικών δεικτών επιδόσεων κατά το έτος αναφοράς, καθώς και την πιθανή εξέλιξη των βασικών δεικτών επιδόσεων στο μέλλον.

Οι εταιρείες δύνανται να παρουσιάζουν βασικούς δείκτες επιδόσεων στο πλαίσιο των στόχων, των προηγούμενων επιδόσεων και της σύγκρισης με άλλες εταιρείες, κατά περίπτωση.

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία ενδέχεται να εξετάσει το ενδεχόμενο δημοσιοποίησης κατάλληλων δεικτών μέτρησης και στόχων που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση και τη διαχείριση θεμάτων σχετικών με το περιβάλλον και το κλίμα (21).

4.6 Θεματικές πτυχές

Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει ότι οι οικείες εταιρείες «περιλαμβάνουν στην έκθεση διαχείρισης μια μη χρηματοοικονομική κατάσταση που περιέχει πληροφορίες, στον βαθμό που απαιτείται για την κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων, της θέσης και του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων της, σε σχέση, τουλάχιστον, με περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εργασιακά θέματα, τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, την καταπολέμηση της διαφθοράς και με θέματα σχετικά με τη δωροδοκία [...]».

Στο πλαίσιο της δημοσιοποίησης σημαντικών πληροφοριών θα πρέπει να αποδίδεται μια ισορροπημένη και ολοκληρωμένη εικόνα της εξέλιξης, των επιδόσεων, της θέσης και του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων μιας εταιρείας.

Σε ορισμένες περιστάσεις, οι εταιρείες ενδέχεται να κρίνουν ότι η δημοσιοποίηση λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με επικείμενες εξελίξεις ή θέματα υπό διαπραγμάτευση θα βλάψει σοβαρά τις εταιρείες. Ωστόσο, η δημοσιοποίηση συνοπτικών πληροφοριών που δεν βλάπτουν σοβαρά μια εταιρεία μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην επίτευξη του γενικότερου στόχου περί διαφάνειας.

Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει ότι «Τα κράτη μέλη μπορούν σε εξαιρετικές περιπτώσεις να επιτρέψουν την παράλειψη πληροφοριών σχετικά με επικείμενες εξελίξεις ή θέματα υπό διαπραγμάτευση όταν, [...] η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών θα έβλαπτε σοβαρά την εμπορική θέση του ομίλου, [...].»

Οι θεματικές πτυχές είναι συχνά αλληλένδετες. Για παράδειγμα, ένα περιβαλλοντικό ζήτημα που αφορά τις δραστηριότητες, τα προϊόντα ή την αλυσίδα εφοδιασμού μιας εταιρείας ενδέχεται να έχει επίσης αντίκτυπο στην ασφάλεια και/ή στην υγεία των καταναλωτών, των εργαζομένων ή των προμηθευτών ή στη φήμη του εμπορικού σήματος της εταιρείας. Αναμένεται από τις εταιρείες να παρέχουν σαφή, ορθή και ολοκληρωμένη εικόνα, η οποία περιλαμβάνει όλες τις συναφείς πτυχές ενός ζητήματος.

Τα στοιχεία που παρατίθενται κατωτέρω αποτελούν ενδεικτικό κατάλογο των θεματικών πτυχών που αναμένεται να εξετάζουν οι εταιρείες κατά τη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών:

α) Περιβαλλοντικά θέματα

Αναμένεται από μια εταιρεία να δημοσιοποιεί συναφείς πληροφορίες σχετικά με τις πραγματικές και τις δυνητικές επιπτώσεις των δραστηριοτήτων της στο περιβάλλον, καθώς και σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα υφιστάμενα και τα προβλέψιμα περιβαλλοντικά θέματα ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη, τις επιδόσεις ή τη θέση της εταιρείας.
Στα στοιχεία της δημοσιοποίησης αυτής μπορεί να περιλαμβάνονται:
— σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης,
— περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τη χρήση ενέργειας,
(1) Για περαιτέρω στοιχεία, βλέπε τα συμπεράσματα της ειδικής ομάδας με άξονα τη βιομηχανία σχετικά με τη δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών σχετικών με το κλίμα, η οποία συστάθηκε από το ΣΧΣ.
— άμεσες και έμμεσες εκπομπές ατμοσφαιρικών ρύπων (22),
— τη χρήση και την προστασία των φυσικών πόρων (π.χ. ύδατα, έδαφος) και τη σχετική προστασία της βιοποικιλότητας,
— τη διαχείριση των αποβλήτων,
— τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τη μεταφορά ή από τη χρήση και τη διάθεση προϊόντων και υπηρεσιών, και
— την ανάπτυξη πράσινων προϊόντων και υπηρεσιών.

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία μπορεί να δημοσιοποιεί σημαντικές πληροφορίες βάσει μεθοδολογιών που καθορίζονται σε συγκεκριμένη νομοθεσία. Για παράδειγμα, τα παραρτήματα της σύστασης 2013/179/EE της Επιτροπής περιλαμβάνουν τις μεθόδους του περιβαλλοντικού αποτυπώματος προϊόντος και του περιβαλλοντικού αποτυπώματος οργανισμών. Πρόκειται για μεθόδους εκτίμησης κύκλου ζωής που παρέχουν στις εταιρείες τη δυνατότητα να προσδιορίζουν, για κάθε προϊόν ή για έναν ολόκληρο οργανισμό, τα ακόλουθα στοιχεία: i) τις πλέον συναφείς επιπτώσεις· και ii) τις διεργασίες που συμβάλλουν στις επιπτώσεις αυτές και τις εκπομπές τους σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού. Τα στοιχεία σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις μπορούν να υποβάλλονται χωριστά ή ως ενιαία συγκεντρωτική βαθμολογία.

Οι εταιρείες δύνανται να υποβάλλουν, κατά περίπτωση, σημαντικές πληροφορίες που παρέχονται στο πλαίσιο ειδικών απαιτήσεων για την υποβολή περιβαλλοντικών εκθέσεων (23).

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο δημοσιοποίησης βασικών δεικτών επιδόσεων, όπως οι ακόλουθοι:
— ενεργειακή απόδοση και βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης,
— κατανάλωση ενέργειας από μη ανανεώσιμες πηγές και ενεργειακή ένταση,
— εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε μετρικούς τόνους ισοδύναμου CO2 και ένταση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου,
— εκπομπές άλλων ρύπων (μετρούμενων σε απόλυτη τιμή και ως ένταση),
— εξόρυξη φυσικών πόρων,
— επιπτώσεις και εξαρτήσεις σε σχέση με το φυσικό κεφάλαιο και τη βιοποικιλότητα,
— διαχείριση των αποβλήτων (π.χ. ποσοστά ανακύκλωσης).

β) Κοινωνικά και εργασιακά θέματα

Αναμένεται από τις εταιρείες να δημοσιοποιούν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με κοινωνικά και εργασιακά θέματα (24). Στις πληροφορίες αυτές περιλαμβάνονται:
— η εφαρμογή θεμελιωδών συμβάσεων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας,
— ζητήματα πολυμορφίας, όπως η ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων και η ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στο επάγγελμα (μεταξύ άλλων όσον αφορά την ηλικία, το φύλο, τον γενετήσιο προσανατολισμό, τη θρησκεία, τις αναπηρίες την εθνοτική καταγωγή και άλλες συναφείς πτυχές),
— ζητήματα απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της διαβούλευσης και/ή της συμμετοχής των εργαζομένων, καθώς και των συνθηκών απασχόλησης και εργασίας,
— σχέσεις με συνδικαλιστικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων,
— διαχείριση ανθρώπινου κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της αναδιάρθρωσης, της διαχείρισης της επαγγελματικής σταδιοδρομίας και της απασχολησιμότητας, του συστήματος αποδοχών, της κατάρτισης,
— υγεία και ασφάλεια στην εργασία,
— σχέσεις με τους καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένης της ικανοποίησης των καταναλωτών, της προσβασιμότητας, των προϊόντων με πιθανές επιπτώσεις στην υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών,
— επιπτώσεις σε ευάλωτους καταναλωτές,
— υπεύθυνες πρακτικές μάρκετινγκ και έρευνας, και
— σχέσεις με την τοπική κοινότητα, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης των τοπικών κοινοτήτων.

Θα ήταν ενδεχομένως χρήσιμο για τις εταιρείες να βασίζονται σε ευρέως αναγνωρισμένα, υψηλής ποιότητας πλαίσια, για παράδειγμα στις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, στην τριμερή δήλωση αρχών της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και την κοινωνική πολιτική ή στο πρότυπο ISO 26000.

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο δημοσιοποίησης βασικών δεικτών επιδόσεων που βασίζονται σε πτυχές όπως οι ακόλουθες:
— η ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων και άλλες πτυχές πολυμορφίας,
— οι εργαζόμενοι που έχουν δικαίωμα σε γονική άδεια, κατά φύλο,
— οι εργαζόμενοι που συμμετέχουν σε δραστηριότητες με υψηλό κίνδυνο συγκεκριμένων ατυχημάτων ή ασθενειών,
— ο αριθμός των εργατικών ατυχημάτων, τα είδη σωματικής βλάβης ή επαγγελματικών ασθενειών,
— η κινητικότητα του προσωπικού,
— το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνται βάσει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά φύλο,
— ο ετήσιος μέσος όρος ωρών κατάρτισης ανά εργαζόμενο, κατά φύλο,
— οι διαδικασίες διαβούλευσης με τους εργαζόμενους,
— ο αριθμός των απασχολούμενων ατόμων με αναπηρία.

γ) Σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Αναμένεται από τις εταιρείες να δημοσιοποιούν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις δυνητικές και τις πραγματικές επιπτώσεις των δραστηριοτήτων τους σε κατόχους δικαιωμάτων.

Η δήλωση της δέσμευσης μιας εταιρείας υπέρ του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θεωρείται βέλτιστη πρακτική. Στο πλαίσιο της δέσμευσης αυτής ενδέχεται να ορίζονται οι προσδοκίες της εταιρείας από τη διοίκηση, τους υπαλλήλους και τους επιχειρηματικούς εταίρους της σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων βασικών εργασιακών προτύπων. Οι πληροφορίες μπορούν να διευκρινίζουν ποιοι είναι οι κάτοχοι των δικαιωμάτων τους οποίους αφορά η εν λόγω δέσμευση, για παράδειγμα τα δικαιώματα των παιδιών, των γυναικών, των αυτόχθονων πληθυσμών (25), των ατόμων με αναπηρίες (26), των τοπικών κοινοτήτων, των μικροκαλλιεργητών, των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων· και τα δικαιώματα των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων που απασχολούνται με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, των εργαζομένων στις αλυσίδες εφοδιασμού ή των υπεργολάβων, των διακινούμενων εργαζομένων και των οικογενειών τους.

Οι εταιρείες θα πρέπει να εξετάζουν το ενδεχόμενο δημοσιοποίησης σημαντικών πληροφοριών όσον αφορά τη δέουσα επιμέλεια στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και τις διαδικασίες και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται για την πρόληψη παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν να περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, τον τρόπο αντιμετώπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο πλαίσιο των συμβάσεων μιας εταιρείας με επιχειρήσεις που συμμετέχουν στην αλυσίδα εφοδιασμού της, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο μια εταιρεία μετριάζει τις δυνητικές αρνητικές επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα και προβλέπει επαρκή μέτρα επανόρθωσης σε περιπτώσεις παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η δημοσιοποίηση σημαντικών πληροφοριών μπορεί να αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο μια εταιρεία προσεγγίζει, μεταξύ άλλων, τις κατευθυντήριες αρχές σχετικά με τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα για την εφαρμογή του πλαισίου του ΟΗΕ «Προστασία, σεβασμός και επανόρθωση», τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και την τριμερή δήλωση αρχών της ΔΟΕ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και την κοινωνική πολιτική.

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο δημοσιοποίησης σημαντικών πληροφοριών και βασικών δεικτών επιδόσεων σχετικά με τα ακόλουθα στοιχεία:
— περιστατικά σοβαρών επιπτώσεων στα ανθρώπινα δικαιώματα στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων ή των αποφάσεών της,
— τη διαδικασία για την παραλαβή και την αντιμετώπιση καταγγελιών, καθώς και για τον μετριασμό των επιπτώσεων και για την πρόβλεψη μέτρων επανόρθωσης σε περιπτώσεις παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
— δραστηριότητες και προμηθευτές που παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
— διαδικασίες και μέτρα για την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων για όλες τις μορφές εκμετάλλευσης, αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας και παιδικής εργασίας, επισφαλούς εργασίας και μη ασφαλών συνθηκών εργασίας, ιδιαίτερα όσον αφορά τις γεωγραφικές περιοχές που παρουσιάζουν υψηλότερο κίνδυνο έκθεσης σε κακοποίηση,
— τον βαθμό προσβασιμότητας των εγκαταστάσεων, των εγγράφων και των δικτυακών τόπων της εταιρείας για άτομα με αναπηρίες,
— τον σεβασμό του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι,
— τη συνεργασία με τους σχετικούς ενδιαφερόμενους φορείς.

δ) Θέματα σχετικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας

Αναμένεται από τις εταιρείες να δημοσιοποιούν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης της καταπολέμησης της διαφθοράς καθώς και των θεμάτων και των περιστατικών δωροδοκίας.

Οι εταιρείες μπορούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο δημοσιοποίησης πληροφοριών σχετικά με την οργάνωση, τις αποφάσεις, τα μέσα διαχείρισης, καθώς και σχετικά με τους πόρους που διατίθενται για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας.

Οι εταιρείες μπορούν επίσης να θεωρήσουν σκόπιμη την παροχή επεξήγησης όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούν την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας, λαμβάνουν μέτρα για την πρόληψη ή τον μετριασμό των δυσμενών επιπτώσεων, παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα και προβαίνουν σε κοινοποιήσεις σχετικά με το εν λόγω θέμα, τόσο εντός όσο και εκτός των εταιρειών.

Θα ήταν ενδεχομένως χρήσιμο για τις εταιρείες να βασίζονται σε ευρέως αναγνωρισμένα, υψηλής ποιότητας πλαίσια, για παράδειγμα στις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις ή στο πρότυπο ISO 26000.

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο δημοσιοποίησης σημαντικών πληροφοριών και βασικών δεικτών επιδόσεων σχετικά με πτυχές όπως οι ακόλουθες:
— πολιτικές, διαδικασίες και πρότυπα καταπολέμησης της διαφθοράς,
— κριτήρια που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο αξιολογήσεων των κινδύνων διαφθοράς,
— διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου και πόροι που διατίθενται για την πρόληψη της διαφθοράς και της δωροδοκίας,
— εργαζόμενοι που έχουν λάβει κατάλληλη κατάρτιση,
— χρήση μηχανισμών καταγγελίας δυσλειτουργιών,
— ο αριθμός των αγωγών που εκκρεμούν ή έχουν περατωθεί σχετικά με αντιανταγωνιστική συμπεριφορά.

ε) Άλλα Αλυσίδες εφοδιασμού

Κατά περίπτωση και αναλογικά, αναμένεται από τις εταιρείες να δημοσιοποιούν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με θέματα που αφορούν τις αλυσίδες εφοδιασμού και έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην εξέλιξη, τις επιδόσεις, τη θέση ή τον αντίκτυπο των δραστηριοτήτων τους. Στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται πληροφορίες που απαιτούνται για τη γενικότερη κατανόηση της αλυσίδας εφοδιασμού μιας εταιρείας και του τρόπου με τον οποίο λαμβάνονται υπόψη μη χρηματοοικονομικά θέματα κατά τη διαχείριση της αλυσίδας εφοδιασμού.

Εάν μια εταιρεία εκτιμά ότι η δημοσιοποίηση λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με επικείμενες εξελίξεις ή θέματα υπό διαπραγμάτευση θα βλάψει σοβαρά την εταιρεία, μπορεί να εκπληρώσει τον γενικότερο στόχο περί διαφάνειας με τη δημοσιοποίηση συνοπτικών πληροφοριών που δεν έχουν σοβαρές επιπτώσεις για την εταιρεία.

Η δημοσιοποίηση σημαντικών πληροφοριών μπορεί να αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο μια εταιρεία προσεγγίζει, μεταξύ άλλων, τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, τις κατευθυντήριες αρχές των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και τα συναφή ειδικά ανά κλάδο πλαίσια, όπως οι κατευθυντήριες γραμμές των FAO-ΟΟΣΑ σχετικά με τις υπεύθυνες γεωργικές αλυσίδες εφοδιασμού.

Παράδειγμα και βασικοί δείκτες επιδόσεων

Μια εταιρεία μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο δημοσιοποίησης σημαντικών πληροφοριών και βασικών δεικτών επιδόσεων σχετικά με διάφορες πτυχές, όπως η παρακολούθηση των προμηθευτών όσον αφορά:
— τις εργασιακές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της παιδικής εργασίας και της αναγκαστικής εργασίας, της επισφαλούς εργασίας, των μισθών, των μη ασφαλών συνθηκών εργασίας (μεταξύ των οποίων η ασφάλεια των κτιρίων, ο προστατευτικός εξοπλισμός, η υγεία των εργαζομένων) (27),
— την εμπορία ανθρώπων και άλλα θέματα σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα,
— τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και άλλες μορφές ρύπανσης των υδάτων και του περιβάλλοντος,
— την αποψίλωση και άλλους κινδύνους που συνδέονται με τη βιοποικιλότητα,
και την παρακολούθηση των επιπτώσεων που έχει η εταιρεία στους προμηθευτές, για παράδειγμα, ως προς τους όρους πληρωμής και τον μέσο όρο των προθεσμιών πληρωμής.

Ορυκτά από περιοχές συγκρούσεων

Κατά περίπτωση και αναλογικά, αναμένεται από τις εταιρείες να δημοσιοποιούν συναφείς πληροφορίες σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια, ώστε να εξασφαλίζονται υπεύθυνες αλυσίδες εφοδιασμού κασσίτερου, τανταλίου, βολφραμίου και χρυσού από περιοχές συγκρούσεων και περιοχές υψηλού κινδύνου.

Η δημοσιοποίηση των εν λόγω πληροφοριών θα πρέπει να είναι συνεπής με τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τη δέουσα επιμέλεια όσον αφορά την υπεύθυνη διαχείριση των αλυσίδων εφοδιασμού ορυκτών από περιοχές που πλήττονται από συγκρούσεις και περιοχές υψηλού κινδύνου και τα συμπληρώματά τους. Σε αυτό το πλαίσιο, αναμένεται από τις εταιρείες να δημοσιοποιούν συναφείς πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις των πολιτικών, των πρακτικών και τα αποτελέσματά τους όσον αφορά τη δέουσα επιμέλεια για τα ορυκτά από περιοχές συγκρούσεων. Θα πρέπει επίσης να δημοσιοποιούν τις ενέργειες στις οποίες προβαίνουν για την εφαρμογή του «πλαισίου πέντε σημείων» (28) όσον αφορά τη δέουσα επιμέλεια με γνώμονα τον κίνδυνο στην αλυσίδα εφοδιασμού ορυκτών, όπως προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τη δέουσα επιμέλεια, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση τους στην αλυσίδα εφοδιασμού.

Στη συνέχεια, αναμένεται από τις εταιρείες να δημοσιοποιούν βασικούς δείκτες επιδόσεων σχετικά με τη φύση και τον αριθμό των κινδύνων που εντοπίζονται, τα μέτρα που λαμβάνονται για την πρόληψη και τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η εταιρεία έχει ενισχύσει με την πάροδο του χρόνου τις προσπάθειές της όσον αφορά τη δέουσα επιμέλεια.

Ειδικοί βασικοί δείκτες επιδόσεων

Στους ειδικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων περιλαμβάνονται οι εξής: το ποσοστό των άμεσα ενδιαφερόμενων προμηθευτών οι οποίοι έχουν υιοθετήσει και θέσει σε εφαρμογή πολιτική δέουσας επιμέλειας για ορυκτά που προέρχονται από περιοχές συγκρούσεων σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τη δέουσα επιμέλεια· το ποσοστό υπεύθυνου εφοδιασμού κασσίτερου, τανταλίου, βολφραμίου ή χρυσού που προέρχεται από περιοχές συγκρούσεων και περιοχές υψηλού κινδύνου· και το ποσοστό των ενδιαφερόμενων πελατών που ζητούν βάσει της σύμβασης πληροφορίες δέουσας επιμέλειας όσον αφορά ορυκτά προερχόμενα από περιοχές συγκρούσεων στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών του ΟΟΣΑ για τη δέουσα επιμέλεια.

5 ΠΛΑΙΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΕΩΝ

Κατά την κατάρτιση της μη χρηματοοικονομικής κατάστασης, μια εταιρεία μπορεί να βασίζεται σε υψηλής ποιότητας, ευρέως αναγνωρισμένα εθνικά πλαίσια, πλαίσια βασισμένα στην ΕΕ ή διεθνή πλαίσια. Ορισμένα πλαίσια καλύπτουν ευρύ φάσμα τομέων και θεματικών ενοτήτων (οριζόντια πλαίσια), ενώ κάποια άλλα είναι ειδικά ανά τομέα ή ανά θεματική ενότητα. Ορισμένα πλαίσια επικεντρώνονται αποκλειστικά στη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών, ενώ κάποια άλλα αφορούν τη διαφάνεια σε ευρύτερη κλίμακα.

Συνήθως, η χρήση ευρέως αναγνωρισμένου πλαισίου, το οποίο έχει αναπτυχθεί με την ενδεδειγμένη διαδικασία, παρέχει στις εταιρείες ένα διαρθρωμένο υπόδειγμα για την υποβολή εκθέσεων σχετικά με βασικά ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, περιορίζει τον διοικητικό φόρτο και διευκολύνει τη σύγκριση των πληροφοριών.

Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει ότι οι οικείες εταιρείες «[...] μπορούν να βασίζονται σε εθνικά πλαίσια, πλαίσια βασισμένα στην Ένωση ή διεθνή πλαίσια και, στην περίπτωση αυτή, [...] διευκρινίζουν σε ποια πλαίσια βασίστηκαν».

Μια εταιρεία που βασίζεται σε ένα ή περισσότερα πλαίσια θα πρέπει να δημοσιοποιεί το ένα ή τα περισσότερα πλαίσια που έχει χρησιμοποιήσει για τη δημοσιοποίηση συγκεκριμένων πληροφοριών. Με τον τρόπο αυτό βελτιώνεται η σαφήνεια και η συγκρισιμότητα.

Στην αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας παρατίθενται παραδείγματα υφιστάμενων πλαισίων υποβολής εκθέσεων. Ωστόσο, ο κατάλογος αυτός δεν θα πρέπει να θεωρείται εξαντλητικός.

Η αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Όταν παρέχουν τις πληροφορίες αυτές, οι επιχειρήσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας μπορούν να βασίζονται σε εθνικά πλαίσια, πλαίσια βασισμένα στην Ένωση όπως το σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (EMAS), ή διεθνή πλαίσια, όπως το παγκόσμιο σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), οι κατευθυντήριες αρχές σχετικά με τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα για την εφαρμογή του πλαισίου του ΟΗΕ «Προστασία, σεβασμός και επανόρθωση», οι κατευθυντήριες γραμμές του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, το πρότυπο 26000 του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης ISO, η τριμερής δήλωση αρχών της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και την κοινωνική πολιτική, η πρωτοβουλία για την υποβολή εκθέσεων απολογισμού σε παγκόσμιο επίπεδο (Global Reporting Initiative), ή άλλα αναγνωρισμένα διεθνή πλαίσια.»

Οι εταιρείες μπορούν επίσης να διερευνούν τη δυνατότητα χρήσης άλλων πλαισίων υποβολής εκθέσεων, όπως τα πλαίσια που αναφέρονται στην εισαγωγή του παρόντος εγγράφου.

6 ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Στην παρούσα ενότητα παρέχονται ειδικές οδηγίες με σκοπό την παροχή συνδρομής σε μεγάλες εισηγμένες εταιρείες (29) για την προετοιμασία της περιγραφής της πολιτικής τους σχετικά με την πολυμορφία του διοικητικού συμβουλίου, η οποία πρέπει να περιλαμβάνεται στην οικεία δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης (30). Η περιγραφή της πολιτικής σχετικά με την πολυμορφία του διοικητικού συμβουλίου δεν αποτελεί μέρος της μη χρηματοοικονομικής κατάστασης (3). Κατά συνέπεια, η παρούσα ενότητα των κατευθυντήριων γραμμών ισχύει με την επιφύλαξη της ανάγκης δημοσιοποίησης σημαντικών πληροφοριών σχετικά με την πολυμορφία στο πλαίσιο της μη χρηματοοικονομικής κατάστασης.

Το άρθρο 1 της οδηγίας επιβάλλει στις μεγάλες εισηγμένες εταιρείες την υποχρέωση να περιλαμβάνουν στην οικεία δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης τα ακόλουθα στοιχεία:
«περιγραφή της πολιτικής σχετικά με την πολυμορφία που εφαρμόζεται για τα διοικητικά, διαχειριστικά και εποπτικά όργανα της επιχείρησης όσον αφορά πτυχές όπως, για παράδειγμα, η ηλικία, το φύλο ή το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό ιστορικό των μελών, οι στόχοι της εν λόγω πολιτικής για την πολυμορφία, ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε και τα αποτελέσματα κατά την περίοδο αναφοράς. Αν δεν εφαρμόζεται τέτοια πολιτική, η δήλωση θα περιλαμβάνει εξήγηση ως προς το γιατί συμβαίνει αυτό.»

Πτυχές πολυμορφίας

Στην περιγραφή της πολιτικής σχετικά με την πολυμορφία θα πρέπει να διευκρινίζονται τα κριτήρια πολυμορφίας που εφαρμόζονται και να αιτιολογείται η επιλογή τους. Κατά την επιλογή των εν λόγω κριτηρίων, θα πρέπει να εξετάζονται όλες οι συναφείς πτυχές της πολυμορφίας, ώστε να διασφαλίζεται επαρκές φάσμα διαφορετικών απόψεων στο συμβούλιο, καθώς και η απαιτούμενη εμπειρογνωμοσύνη για την ορθή κατανόηση των τρεχόντων ζητημάτων και των περισσότερο μακροπρόθεσμων κινδύνων και ευκαιριών που συνδέονται με την επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρείας. Κατά την αξιολόγηση των απαιτούμενων χαρακτηριστικών για την εξασφάλιση της βέλτιστης πολυμορφίας του διοικητικού συμβουλίου θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση και η πολυπλοκότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εταιρείας, καθώς και το κοινωνικό και περιβαλλοντικό πλαίσιο εντός του οποίου δραστηριοποιείται η εταιρεία.

Κατά γενικό κανόνα, οι πτυχές της πολυμορφίας θα πρέπει να καλύπτουν την ηλικία, το φύλο ή το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό υπόβαθρο των μελών. Κατά περίπτωση, λόγω της γεωγραφικής παρουσίας της εταιρείας και του επιχειρηματικού τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται, είναι επίσης σκόπιμο να συμπεριλαμβάνονται οι πτυχές της γεωγραφικής προέλευσης, της διεθνούς πείρας, της εμπειρογνωσίας σε συναφή θέματα βιωσιμότητας, της εκπροσώπησης των εργαζομένων και άλλες πτυχές, για παράδειγμα το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο.

Κατά την επιλογή υποψηφίου βάσει των καθορισμένων κριτηρίων πολυμορφίας, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κανόνες και ευρέως αποδεκτές αρχές περί της απαγόρευσης των διακρίσεων (31).

Στόχοι

Οι εταιρείες θα πρέπει να δημοσιοποιούν ειδικούς μετρήσιμους στόχους για τις συναφείς πτυχές της πολυμορφίας. Είναι ιδιαιτέρως χρήσιμο να καθορίζουν ποσοτικούς στόχους και χρονοδιαγράμματα, ιδιαίτερα όσον αφορά την ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων.

Υλοποίηση και αποτελέσματα


Οι εταιρείες θα πρέπει να αναφέρουν τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται υπόψη οι στόχοι της πολιτικής τους για την πολυμορφία στο πλαίσιο του σχεδιασμού διαδοχής, της επιλογής, του διορισμού και της αξιολόγησης των μελών. Θα πρέπει επίσης να δημοσιοποιούν τον ρόλο των αρμόδιων επιτροπών του διοικητικού συμβουλίου στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών. Επιπλέον, οι εταιρείες θα πρέπει να γνωστοποιούν αν οι πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια και τους στόχους της πολυμορφίας είχαν κοινοποιηθεί στους μετόχους κατά τον χρόνο εκλογής ή ανανέωσης των μελών του διοικητικού συμβουλίου, κατά περίπτωση.

Οι εταιρείες θα πρέπει να δημοσιοποιούν την κατάσταση υλοποίησης και τα αποτελέσματα, τουλάχιστον από την τελευταία δήλωση, για όλες τις πτυχές πολυμορφίας της πολιτικής τους. Σε περίπτωση μη επίτευξης των στόχων της πολυμορφίας, η εταιρεία θα πρέπει να δημοσιοποιεί τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να εξασφαλίσει την επίτευξη των στόχων, συμπεριλαμβανομένου του προβλεπόμενου χρονοδιαγράμματος εντός του οποίου πρέπει να επιτευχθούν οι εν λόγω στόχοι.


(1)ΕΕ L 330 της 15.11.2014, σ. 1.
(2)ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19.
(3)Για λόγους ευκολίας, ο όρος «εταιρεία» που χρησιμοποιείται στις κατευθυντήριες γραμμές αφορά την αναφέρουσα «οντότητα», είτε πρόκειται για μία μόνο «επιχείρηση» είτε για «όμιλο» μέσω της μητρικής του εταιρείας.
(4)COM(2016) 739 final.
(5)Ειδικός στόχος 12.6: «Ενθάρρυνση των εταιρειών, ιδίως των μεγάλων και υπερεθνικών, να υιοθετήσουν βιώσιμες πρακτικές και να ενσωματώσουν πληροφορίες σχετικά με τη βιωσιμότητα στον κύκλο υποβολής στοιχείων τους».
(6)Ειδικός στόχος 5.5: «Διασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής συμμετοχής καθώς και των ισότιμων ευκαιριών ανάληψης ηγετικού ρόλου των γυναικών σε όλα τα επίπεδα λήψης αποφάσεων στην πολιτική, οικονομική και δημόσια ζωή».
(7)Η τελική έκθεση της ειδικής ομάδας αναμένεται να παρουσιαστεί στη σύνοδο κορυφής της G-20 που θα διεξαχθεί στις 7-8 Ιουλίου 2017.
(8)Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης παρέχονται στην ακόλουθη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/finance/company-reporting/non-financial_reporting/index_en.htm#related-documents
(9)Άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας.
(10)Στην αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας αναφέρεται επίσης ότι «[ ] η σοβαρότητα των εν λόγω επιπτώσεων θα πρέπει να κρίνεται με βάση την κλίμακα και τη βαρύτητά τους. Οι κίνδυνοι αρνητικών επιπτώσεων μπορούν να προέρχονται από τις ίδιες τις δραστηριότητες της επιχείρησης ή μπορούν να συνδέονται με τις επιχειρησιακές πράξεις της και, κατά περίπτωση και αναλογικά, με τα προϊόντα της, τις υπηρεσίες της ή τις επιχειρηματικές σχέσεις της, μεταξύ άλλων, με τις αλυσίδες της εφοδιασμού και υπεργολαβικής ανάθεσης».
(11)Για παράδειγμα, οι εταιρείες μπορούν να χρησιμοποιούν την προκαταρκτική ανάλυση που αναφέρεται στο παράρτημα I του κανονισμού EMAS [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1221/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009, http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:32009R1221].
(12)Για παράδειγμα, στα τομεακά έγγραφα αναφοράς του EMAS προσδιορίζονται βέλτιστες πρακτικές και δείκτες που αφορούν περιβαλλοντικές πτυχές.
(13)Για παράδειγμα, οι εταιρείες που εφαρμόζουν σύστημα διαχείρισης της ποιότητας ή σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης (π.χ. ISO 14001 ή EMAS) ή διενεργούν εκτίμηση περιβαλλοντικού κύκλου ζωής, μπορούν να βασίζονται στα στοιχεία αυτά για την υποστήριξη της οικείας εκτίμησης της σημαντικότητας και να δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικά με σημαντικές πτυχές.
(14)Γραφήματα, διαγράμματα, ιστογράμματα κ.λπ.
(15)Οι διαπαραπομπές και οι καθοδηγητικές ενδείξεις θα πρέπει να είναι εύχρηστες, για παράδειγμα, με την εφαρμογή του πρακτικού κανόνα του «κατ’ ανώτατο όριο ενός “κλικ” εκτός της έκθεσης».
(16)Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (γενικός κανονισμός για την προστασία δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).
(17)Παραδείγματος χάριν, όσον αφορά τις πτυχές που συνδέονται με το κλίμα ή με τις συνθήκες απασχόλησης.
(18)Για περαιτέρω στοιχεία, βλέπε τα συμπεράσματα της ειδικής ομάδας υπό την καθοδήγηση του κλάδου σχετικά με τη δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών σχετικών με το κλίμα, η οποία συστάθηκε από το ΣΧΣ.
(19)Για περαιτέρω στοιχεία, βλέπε τα συμπεράσματα της ειδικής ομάδας με άξονα τη βιομηχανία σχετικά με τη δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών σχετικών με το κλίμα, η οποία συστάθηκε από το ΣΧΣ.
(20)Για περαιτέρω στοιχεία, βλέπε τα συμπεράσματα της ειδικής ομάδας με άξονα τη βιομηχανία σχετικά με τη δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών σχετικών με το κλίμα, η οποία συστάθηκε από το ΣΧΣ.
(21)Συμπεριλαμβανομένων των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τοξικών ουσιών, ουσιών που προκαλούν ευτροφισμό και οξίνιση κ.λπ.
(22)Όπως υποχρεώσεις που απορρέουν από οδηγίες της ΕΕ (οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές, σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής, οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα, κανονισμός REACH, οδηγία για την υγειονομική ταφή των αποβλήτων, οδηγία για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους, οδηγία για τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού και οδηγία για τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών) και από το ευρωπαϊκό μητρώο έκλυσης και μεταφοράς ρύπων.
(23)Πληροφορίες που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, ή τον γενετήσιο προσανατολισμό φυσικού προσώπου θεωρούνται ειδική κατηγορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και δεν θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία, εκτός εάν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο. Κατά συνέπεια, οι εταιρείες θα πρέπει να δημοσιοποιούν μόνον ανωνυμοποιημένα δεδομένα ή συγκεντρωτικά δεδομένα (ώστε να μην επιτρέπεται η ταυτοποίηση των φυσικών προσώπων) όσον αφορά τα συγκεκριμένα ζητήματα.
(24)Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη σύμβαση (αριθ. 169) της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) του 1989 περί των ιθαγενών λαών και των λαών με φυλετική συγκρότηση.
(25)Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες.
(26)Για παράδειγμα, σύμφωνα με το ψήφισμα με τίτλο «Resolution concerning decent work in global supply chains» (Ψήφισμα σχετικά με την αξιοπρεπή εργασία στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού), το οποίο εγκρίθηκε κατά την 105η σύνοδο της Διεθνούς Διάσκεψης Εργασίας (ΔΟΕ, 2016), http://www.ilo.org/ilc/ILCSessions/105/texts-adopted/WCMS_497555/lang--en/index.htm
(27)ΟΟΣΑ (2016), Due Diligence Guidance for Responsible Supply Chains of Minerals from Conflict-Affected and High-Risk Areas, τρίτη έκδοση, Εκδόσεις ΟΟΣΑ, Παρίσι, http://dx.doi.org/10.1787/9789264252479-en.
(28)Ενώ οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης όσον αφορά τις μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες ισχύουν για μεγάλες οντότητες δημόσιου συμφέροντος που απασχολούν περισσότερους από 500 εργαζόμενους, οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης όσον αφορά την πολυμορφία του διοικητικού συμβουλίου εφαρμόζονται μόνο σε μεγάλες εισηγμένες εταιρείες.
(29)Όπως προβλέπεται στο άρθρο 20 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ.
(30)Όπως αναφέρεται στο άρθρο 19α της οδηγίας 2013/34/ΕΕ.
(31)Λόγω, π.χ., εθνοτικής καταγωγής, φυλής, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

Αριθμ. οικ. ΔΠΠ 2382 Τροποποίηση της με αριθ. Β2-829Α/2013 κοινής υπουργικής απόφασης «Διάθεση πιστώσεων από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για τη Δράση ενίσχυσης “Εκσυγχρονισμός Πρατηρίων Υγρών Καυσίμων”» (ΦΕΚ 540/Β΄/2013)

$
0
0

Αριθμ. οικ. ΔΠΠ 2382

(ΦΕΚ Β' 3163/12-9-2017)

Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις όπως ισχύουν:

1.1. Του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 247/Α΄/27-11-1995), όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3871/2010 «Δημοσιονομική Διαχείριση και Ευθύνη» (ΦΕΚ 141/Α/17-08-2010) και ισχύει, και του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 143/Α/28-06-2014),

1.2. Του ν.3614/2007 «Διαχείριση, έλεγχος και εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2007-2013» (ΦΕΚ 267/Α/03-12-2007), όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3840/2010 «Αποκέντρωση, απλοποίηση και ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών του Εθνικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) 2007-2013 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 53/Α/2010) και το ν. 4072/2012 «Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος - Νέα εταιρική μορφή Σήματα Μεσίτες Ακινήτων - Ρύθμιση θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 86/Α/2012) και ειδικότερα το άρθρο 17 αυτού όπως ισχύει

1.3 του ν.4314/2014 «Α) Για τη διαχείριση, τον έλεγχο και την εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2014-2020, Β) Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2012/17 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2012 (ΕΕ L 156/16.6.2012) στο ελληνικό δίκαιο, τροποποίηση του ν.3419/2005 (Α’297) και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 265/2014), και ειδικότερα της παραγράφου 15, του άρθρου 59 αυτού όπως ισχύει,

1.4. Του άρθρου 31 του ν. 3784/2009 «Αναθεώρηση διατάξεων του ν. 703/1477 περί Ανταγωνισμού και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 137/Α’/2009), όπως ισχύει,

1.5. Του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98/Α’/22-4-2005),

1.6. Του π.δ. 116/2014 «Οργανισμός του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας» (ΦΕΚ 185/Α’/2014),

1.7. Του π.δ. 123/2016 «Ανασύσταση και μετονομασία… Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων» (ΦΕΚ 208/Α’/04-11-2016),

1.8.Του π.δ. 125/2016 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (ΦΕΚ 125/Α’/05-11-2016),

1.9. Της Π.Α. Υ197/2016 «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης Αλέξανδρο Χαρίτση» (ΦΕΚ 3722/Β/17-11-2016), όπως ισχύει,

1.10. Των άρθρων 87, 88 και 89 της Συνθήκης περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, περί κρατικών ενισχύσεων,

1.11. Του Κανονισμού (ΕΚ) 994/1998 του Συμβουλίου της 7ης Μαρτίου 1998 για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης αντίστοιχα,

1.12. Του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1998/2006 της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2006 για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας,

1.13. Του ν. 3861/2010 «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοίκητων οργάνων στο διαδίκτυο «Πρόγραμμα Διαύγεια» και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 112/Α/2010), όπως ισχύει.

2. Τις αποφάσεις:

2.1. Την υπ’αριθ. Φ2-1617/7.12.2010 κοινή υπουργική απόφαση «Διαδικασίες και προδιαγραφές εγκατάστασης και ελέγχου ολοκληρωμένων συστημάτων παρακολούθησης εισροών-εκροών στα πρατήρια υγρών καυσίμων. Απαιτήσεις συμμόρφωσης, καταγραφής, λειτουργίας και διασφάλισης των μετρήσεων και ηλεκτρονικής αποστολής δεδομένων» (ΦΕΚ 1980/Β/2010), όπως ισχύει,

2.2. Την υπ’ αριθ. ΠΟΛ.1009/2012 κοινή υπουργική απόφαση «Εγκατάσταση Ολοκληρωμένου Συστήματος Ελέγχου Εισροών Εκροών στα πρατήρια υγρών καυσίμων και διασφάλιση συναλλαγών μέσω αυτού» (ΦΕΚ 72/Β’/2012), όπως ισχύει,

2.3. Την υπ’ αριθ. ΠΟΛ.1206/2013 απόφαση των Υφυπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας «Εγκατάσταση Ολοκληρωμένων Συστημάτων Ελέγχου και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων Εισροών-Εκροών στις εγκαταστάσεις πωλητών πετρελαίου θέρμανσης και διασφάλιση συναλλαγών μέσω αυτού» (ΦΕΚ 2237/Β/2013),

2.4. Την υπ’αριθ. Β2-829Α/2013 κοινή υπουργική απόφαση «Διάθεση πιστώσεων από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για την δράση ενίσχυσης «Εκσυγχρονισμός Πρατηρίων Υγρών Καυσίμων» (ΦΕΚ 540/Β’/2013), όπως ισχύει,

2.5. Την υπ’ αριθ. Φ2-1062/2013 κοινή απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων «Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν τη διαχείριση της δράσης κρατικής ενίσχυσης «Εκσυγχρονισμός Πρατηρίων Υγρών Καυσίμων»» (ΦΕΚ 1171/Β/2013), όπως ισχύει,

2.6. Την υπ’ αριθ. Φ2-1510/2013 κοινή απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων «Προκήρυξη Δράσης “Εκσυγχρονισμός Πρατηρίων Υγρών Καυσίμων”» (ΦΕΚ 1589/Β/2013), όπως ισχύει,

2.7. Την υπ’ αριθ. 13001/ΔΕ-1382/26.3.2013 (ΑΔΑ: ΒΕ2ΩΦ-ΘΑ0) απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, για την έγκριση της ένταξης στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) 2013, στη ΣΑΕ 058/2 του έργου με την ονομασία «Εκσυγχρονισμός Πρατηρίων Υγρών Καυσίμων», όπως ισχύει,

2.8. Την υπ’αριθ. Οικ. ΔΠΠ 3884/24.12.2015 κοινή απόφαση των Υφυπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, σύμφωνα με την οποία οι δαπάνες του Έργου θα βαρύνουν το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) μέσω της ΣΑΕ 027/2 με ενάριθμο κωδ. 2015ΣΕ02720000 του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, (ΦΕΚ 3016/Β’/2015),

3. Το γεγονός ότι:

3.1. Το έργο αυτό αποτελεί συμπληρωματική και απαραίτητη δράση για τη λειτουργία των αντίστοιχων συστημάτων υποδοχής και ελέγχου στοιχείων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων που χρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ,

3.2. Από την εφαρμογή της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται επιπλέον δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού πέραν της προβλεφθείσας στην υπ’ αριθ. Β2-829Α/1.3.2013 κοινή υπουργική απόφαση «Διάθεση πιστώσεων από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για τη δράση ενίσχυσης «Εκσυγχρονισμός Πρατηρίων Υγρών Καυσίμων» (ΦΕΚ 540/Β/2013), όπως ισχύει,

αποφασίζουμε:.

Η με αριθ. Β2-829Α/1.3.2013 κοινή υπουργική απόφαση «Διάθεση πιστώσεων από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για τη Δράση ενίσχυσης «Εκσυγχρονισμός Πρατηρίων Υγρών Καυσίμων»» (ΦΕΚ 540/Β/2013) τροποποιείται ως εξής:

i. Οι όροι της στήλης Α, αντικαθίστανται από τους όρους της στήλης Β, ως εξής:
 

Στήλη Α Στήλη Β
«Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Αποθηκών (ΟΣΔΑ)» «Ολοκληρωμένο Σύστημα Παρακολούθησης Εισροών - Εκροών»
«Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων»  
«Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης»
«ΣΑΕ 058/2» «ΣΑΕ 027/2»


ii. Το δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 2 «Η δημόσια επιχορήγηση…συστήματος διαχείρισης αποθηκών (ΟΣΔΑ)» καταργείται.

iii. Το τρίτο εδάφιο, του άρθρου 2 «Το συνολικό ποσό… παραρτήματος της παρούσης.» αντικαθίσταται ως εξής:

«Το ύψος της επιχορήγησης προς κάθε δικαιούχο θα προκύπτει με βάση τα οριζόμενα στους πίνακες I και II του Παραρτήματος Α της παρούσας και τον αριθμό των αδειοδοτημένων εγκατεστημένων δεξαμενών του πρατηρίου ή της εγκατάστασης.»

iv. Το πρώτο εδάφιο, του άρθρου 3 «Ο δικαιούχος επιλέγει…προς εξαργύρωση», αντικαθίσταται ως εξής:

«Ο κάθε δικαιούχος επιλέγει από σχετικό μητρώο εγκαταστατών τον εγκαταστάτη του Ολοκληρωμένου Συστήματος Παρακολούθησης Εισροών Εκροών.»

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως

Αθήνα, 8 Αυγούστου 2017

Ο Αναπληρωτής Υπουργός
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΑΡΙΤΣΗΣ

Αριθ. πρωτ.: 29644/2017 Παροχή πρόσθετων διευκρινίσεων για την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 24 του ν. 4479/2017 (Α' 94)

$
0
0
Αθήνα, 5 Σεπτεμβρίου 2017
Αριθ. Πρωτ. 29644

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ 
Δ/ΝΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
 
Ταχ. Δ/νση: Σταδίου 27
Τ.Κ.:101.83, Αθήνα

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ: 23

ΘΕΜΑ: Παροχή πρόσθετων διευκρινίσεων για την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 24 του ν. 4479/2017 (Α' 94).


Κατόπιν σχετικών ερωτημάτων που έχουν περιέλθει στην υπηρεσία μας, αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρου 24 του ν. 4479/2017 και σε συνέχεια της υπ' αριθ. 19/2017 Εγκυκλίου μας, σας επισημαίνουμε τα εξής:

1. Ο αριθμός των νέων συμβάσεων ορισμένου χρόνου, που συνάπτονται σύμφωνα με την παρ. 2 του ως άνω άρθρου και υπό τις εκεί προβλεπόμενες εξαιρετικές προϋποθέσεις, με όσους παρείχαν τις σχετικές υπηρεσίες μέχρι την 7.6.2017, δεν είναι αναγκαίο να συμπίπτει με τον αριθμό των, ήδη υφιστάμενων ή δημιουργούμενων κατά τροποποίηση των αντίστοιχων Ο.Ε.Υ., κενών οργανικών θέσεων, η κάλυψη των οποίων με μόνιμο προσωπικό έχει ζητηθεί από τους οικείους ΟΤΑ ή τα νομικά πρόσωπα αυτών. Η αναφορά του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 στη δυνατότητα απασχόλησης στις αντίστοιχες θέσεις δεν αφορά τον αριθμό των θέσεων, αλλά το είδος της παρεχόμενης εργασίας. Όπως, λοιπόν, επισημαίνεται στην πρώτη παρ. του Κεφ. Β' της υπ' αριθ. 19/2017 Εγκυκλίου μας, οι ΟΤΑ και τα νομικά πρόσωπα αυτών δύνανται, μέχρι την κατάρτιση των προσωρινών πινάκων των διοριστέων στις κενές οργανικές θέσεις και το αργότερο μέχρι την 31.3.2018, «να απασχολούν το σύνολο του προσωπικού που είχε προσληφθεί σε θέσεις αντίστοιχων καθηκόντων με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και εξακολουθούσε να παρέχει τις υπηρεσίες του μέχρι την 7.6.2017», υπό τις εξαιρετικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στη διάταξη.

Πέρα από την ίδια τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, τα ανωτέρω προκύπτουν και από το σκοπό και το πνεύμα της εν θέματι ρύθμισης, όπως περιγράφεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι, με την παρ. 1 του άρθρου 24 του ν. 4479/2017, παρέχεται η δυνατότητα στους ΟΤΑ και τα νομικά πρόσωπα αυτών να εκτιμήσουν τις οργανικές, υπηρεσιακές τους ανάγκες στο πεδίο 
των ανταποδοτικών υπηρεσιών καθαριότητας και να προβούν στην κάλυψη των αναγκών αυτών, είτε με την υποβολή αιτημάτων πλήρωσης υφιστάμενων ήδη, κενών θέσεων στις υπηρεσίες αυτές είτε με τροποποίηση των ΟΕΥ τους και πρόβλεψη νέων θέσεων. Προβλέπονται δε με τις εν λόγω διατάξεις η σύντμηση προθεσμιών και λοιπές διευκολύνσεις, προκειμένου η διαδικασία κάλυψης των σχετικών αναγκών να ολοκληρωθεί με τρόπο λυσιτελή και με διαδικασίες συντομότερες από τις κανονικά προβλεπόμενες. Ο αριθμός των θέσεων μόνιμου προσωπικού που θα προκύψει από τις διαδικασίες αυτές, εναπόκειται στην κρίση του κάθε φορέα, ο οποίος, σύμφωνα και με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτοτέλεια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι και ο μόνος αρμόδιος να προβεί στην εκτίμηση των σχετικών υπηρεσιακών του αναγκών. Μέχρι, λοιπόν, την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής, την εκτίμηση από τους ΟΤΑ των πραγματικών υπηρεσιακών τους αναγκών στις υπηρεσίες καθαριότητας και τη δρομολόγηση της κάλυψης αυτών με μόνιμο προσωπικό, είναι απολύτως αναγκαίο, για τη θεραπεία εξαιρετικών λόγων δημοσίου συμφέροντος και προστασίας ειδικότερα της δημόσιας υγείας, να διασφαλιστεί η αδιατάρακτη, ομαλή και λυσιτελής κάλυψη των αναγκών αυτών από το άμεσα διαθέσιμο προσωπικό. Είναι γι' αυτόν ακριβώς το λόγο που οι οικείοι φορείς, οι οποίοι εξ αντικειμένου δεν δύνανται στο στάδιο αυτό να έχουν ακριβή εικόνα των όρων πλήρους και οριστικής κάλυψης των σχετικών υπηρεσιακών αναγκών τους με μόνιμο προσωπικό, θα μπορούν να απασχολήσουν το σύνολο του άμεσα διαθέσιμου προσωπικού, αυτού δηλαδή που απασχολείτο σε θέσεις των αντίστοιχων καθηκόντων μέχρι την 7.6.2017.

2. Προς διασφάλιση της διαφάνειας και προς αποφυγή καταστρατήγησης των εξαιρετικών προϋποθέσεων που τίθενται με την εν θέματι διάταξη, στην παρ. 3 αυτής, προβλέπεται ότι η απόφαση της παρ. 2 (η απόφαση, δηλαδή, του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου με την οποία διαπιστώνεται η συνδρομή των εξαιρετικών προϋποθέσεων και αποφασίζεται η απασχόληση, μέχρι την κατάρτιση των προσωρινών πινάκων διοριστέων και το αργότερο μέχρι την 31.3.2018, του προσωπικού που υπηρετούσε μέχρι την 7.6.2017) διαβιβάζεται στο Α.Σ.Ε.Π. για έλεγχο ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Επισημαίνεται ότι η ολοκλήρωση του ελέγχου αυτού δεν συνιστά προϋπόθεση για την έναρξη εκτέλεσης των συμβάσεων που συνάπτονται με την παρ. 2 ούτε, βεβαίως, για την πληρωμή των υπηρεσιών που παρέχονται. Πέραν του γεγονότος ότι τούτο δεν προβλέπεται και από το γράμμα της διάταξης, μια τέτοια ερμηνευτική εκδοχή θα καθιστούσε την ίδια τη ρύθμιση της παρ. 2 άνευ αντικειμένου. Εάν, δηλαδή, η έναρξη άσκησης καθηκόντων (και, κατ' ανάγκην, η πληρωμή) του προσωπικού που θα προσληφθεί με σύμβαση ορισμένου χρόνου μέχρι την κατάρτιση των προσωρινών πινάκων διοριστέων και το αργότερο μέχρι την 31.3.2018, τοποθετηθεί χρονικά μετά την ολοκλήρωση του προβλεπόμενου ελέγχου από το ΑΣΕΠ, τότε η ίδια η ρύθμιση, ως ένα εξαιρετικό και κατεπείγον μέσο για τη διασφάλιση της αδιατάρακτης παροχής των υπηρεσιών καθαριότητας και προστασίας της δημόσιας υγείας μέχρι την κάλυψη των σχετικών υπηρεσιακών με μόνιμο προσωπικό, δεν θα είχε κανένα νόημα, τουλάχιστον για το διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση του ελέγχου από το ΑΣΕΠ, χιλιάδων συμβάσεων που συνάπτονται με τη διαδικασία αυτή σε όλη τη χώρα. Κατά συνέπεια, η μεν διαβίβαση των σχετικών αποφάσεων προς έλεγχο στο ΑΣΕΠ θα πρέπει να είναι άμεση, η εκτέλεση όμως των σχετικών συμβάσεων (και, ως εκ τούτου, η πληρωμή της μισθοδοσίας), μέχρι την ολοκλήρωση του ελέγχου αυτού, δεν αναστέλλεται.

3. Όπως ρητά ορίζεται στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 της εν θέματι ρύθμισης, η παροχή υπηρεσιών σύμφωνα με τις εξαιρετικές προϋποθέσεις που τίθενται με την παράγραφο αυτή δεν εμπίπτει στους περιορισμούς των άρθρων 5 και 6 του π.δ. 164/2004 (Α'134) και δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της σχέσης εργασίας βάσεις της οποίας προσλήφθηκαν οι απασχολούμενοι στις θέσεις αυτές. Οι συμβάσεις που συνάπτονται με βάση τις διατάξεις της παρ. 2 και υπό τις εξαιρετικές προϋποθέσεις που αυτή θέτει δεν συνιστούν παράταση ή ανανέωση ή καθ' οιονδήποτε τρόπο συνέχιση προηγούμενων συμβάσεων, αλλά μέτρο εξαιρετικό που προβλέφθηκε, ελλείψει άλλου πρόσφορου υπό την προϋφιστάμενη νομοθεσία μέσου, για την αδιατάρακτη εξυπηρέτηση -για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας- των υπηρεσιακών αναγκών στις ανταποδοτικές υπηρεσίες καθαριότητας των ΟΤΑ α' βαθμού και των νομικών προσώπων αυτών, μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών κάλυψης από μόνιμο προσωπικό, σε συμμόρφωση προς τα Πρακτικά των υπ' αριθ. 14/30.6.2016 και 9 /10.5.2017 Γενικών Συνεδριάσεων της Ολομέλειας του Ε.Σ. Καθίσταται, επομένως σαφές ότι ο χρόνος διάρκειας των νέων συμβάσεων που συνάπτονται κατ' εφαρμογή της παρ. 2 της εν θέματι διάταξης, δεν προστίθεται στο διάστημα απασχόλησης του αντίστοιχου προσωπικού υπό το καθεστώς προηγούμενων συμβάσεων, κατά τρόπο που να επιδρά στο νομικό χαρακτήρα της σχέσης εργασίας του ή καθ' οιονδήποτε τρόπο να μεταβάλλει αυτόν, ενώ και η υπηρεσιακή ανάγκη που καλείται να καλύψει το προσωπικό αυτό δεν είναι το σύνηθες αντικείμενο δραστηριότητας των οικείων φορέων, αλλά ειδικά ο εξαιρετικός λόγος δημοσίου συμφέροντος και προστασίας της δημόσιας υγείας, που προκύπτει ύστερα από τη διαπίστωση της ακυρότητας των προηγούμενων συμβάσεων και μέχρι τη στελέχωση των αντίστοιχων οργανικών θέσεων με μόνιμο προσωπικό, δεδομένου ότι α) το άρθρο 20 του ν. 21901994, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 9 του ν. 3812/2009 καλύπτει μόνον ανάγκες που προκύπτουν από εκτεταμένες ζημιές από σεισμούς, πλημμύρες παγετούς και πυρκαγιές, ειδικά δε για ζητήματα δημόσιας υγείας αναφέρεται μόνο στην πρόσληψη έκτακτου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, β) το άρθρο 206 ΚΚΔΚΥ, το οποίο αναφέρεται σε κατεπείγουσες ανάγκες, παρέχει τη δυνατότητα για σύναψη συμβάσεων που δεν υπερβαίνουν τους δύο (2) μήνες, διάστημα το οποίο προφανώς δεν είναι πρόσφορο για την αντιμετώπιση των σοβαρών ανωτέρω οργανικών υπηρεσιακών κενών και γ) όπως διαπιστώθηκε και από τα προαναφερθέντα Πρακτικών Γενικών Συνεδριάσεων της Ολομέλειας του Ε.Σ. ούτε και το άρθρο 205 ΚΚΔΚΥ, το οποίο παραπέμπει στις διατάξεις των παρ. 2 έως 17 του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, ως προς τη δυνατότητα σύναψης συμβάσεων έκτακτου χαρακτήρα μέχρι 8 μηνών και αναφέρεται στην αντιμετώπιση εποχικών ή παροδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, παρίσταται ως πρόσφορο μέσο για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων οργανικών υπηρεσιακών κενών.

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι οι συμβάσεις που συνάπτονται υπό τις εξαιρετικές προϋποθέσεις της εν θέματι διάταξης δεν συνιστούν παράταση ή ανανέωση προηγούμενων συμβάσεων, ο χρόνος απασχόλησης που θα διανυθεί υπό το καθεστώς αυτών δεν αθροίζεται με προηγούμενα διαστήματα απασχόλησης, κατά τρόπον ώστε να νοείται, εξ αιτίας των συμβάσεων αυτών (οι οποίες έχουν ως απώτατο όριο την 31.3.2018), συμπλήρωση 24 μηνών απασχόλησης ή υπέρβαση της 8μηνης απασχόλησης μέσα σε διάστημα 12 μηνών ή διαδοχικότητα στην απασχόληση του εν λόγω προσωπικού, που να δύνανται να μεταβάλουν το νομικό χαρακτήρα των αντίστοιχων σχέσεων εργασίας, αφού μια τέτοια έννομη συνέπεια ρητά αποκλείεται από το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2, το οποίο ακριβώς συνιστά πρόνοια αποφυγής της καταστρατήγησης του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος. Όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση της διάταξης, ο ως άνω εξαιρετικός λόγος προστασίας της δημόσιας υγείας, βάσει του οποίου δικαιολογείται η παροχή των σχετικών υπηρεσιών -όχι κατά παράταση προηγούμενων σχέσεων απασχόλησης, αλλά δυνάμει της εν θέματι εξαιρετικής ρύθμισης και με ειδικώς προσδιοριζόμενο απώτατο χρονικό όριο, δηλαδή μέχρι την ημερομηνία κατάρτισης των προσωρινών πινάκων για το διοριστέο τακτικό προσωπικό και, σε κάθε περίπτωση, όχι πέραν της 31.3.2018- εκπληρώνει την έννοια του αντικειμενικού λόγου, τόσο για το ορισμένο της διάρκειας παροχής των εν λόγω υπηρεσιών, λαμβάνοντας έτσι υπόψη τις σχετικές πρόνοιες για την αποφυγή της κατάχρησης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου που απορρέουν από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ, όσο και για την παρέκκλιση από τους περιορισμούς των άρθρων 5 και 6 του π.δ. 164/2004, το οποίο άλλωστε ήδη προβλέπει (άρθρο 6 παρ. 2) σε ειδικές περιπτώσεις, περιγραφόμενες ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, τη δυνατότητα κατ' εξαίρεση υπέρβασης του συνολικού χρόνου απασχόλησης των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών.

4. Τέλος, επισημαίνεται ότι δεν θα πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ των διατάξεων της παρ. 2 της εν θέματι ρύθμισης και του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 2190/1994, σχετικά με τη δυνατότητα προσλήψεων, σε περιπτώσεις όπου συντρέχει κίνδυνος ζωής ή περιουσίας και όπου, για το λόγο αυτό, κηρύσσεται συγκεκριμένος νομός ή περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Το θεσμικό πλαίσιο για την κήρυξη περιοχών σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως αυτό περιγράφεται από τις διατάξεις του ν. 3013/2002, αναφέρεται σε περιπτώσεις καταστροφών ή κινδύνου επέλευσης καταστροφών από φυσικά φαινόμενα ή τεχνολογικά συμβάντα, στον χερσαίο, θαλάσσιο και εναέριο χώρο, τα οποία προκαλούν εκτεταμένες δυσμενείς επιπτώσεις στον άνθρωπο, καθώς και στο ανθρωπογενές ή φυσικό περιβάλλον. Οι περιπτώσεις, αντίθετα, τις οποίες καλείται να θεραπεύσει η εν θέματι ρύθμιση αφορούν τον πιθανό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, ο οποίος διαπιστώνεται με απόφαση των οικείων Δημοτικών Συμβουλίων, σε περιπτώσεις όπου, ύστερα από τη διαπίστωση της ακυρότητας των συμβάσεων εργασίας του προσωπικού που στελεχώνει τις ανταποδοτικές υπηρεσίες καθαριότητας Δήμων ή νομικών προσώπων αυτών και μέχρι την κάλυψη των αντίστοιχων θέσεων με μόνιμο προσωπικό σύμφωνα με τις διαδικασίες της παρ. 1, διαπιστώνονται υπηρεσιακά κενά και αδυναμία κάλυψης των ζωτικών αυτών, για το κοινωνικό σύνολο, υπηρεσιακών αναγκών. Ακριβώς, δηλαδή, επειδή οι διατάξεις των άρθρων 20 και 21 του ν. 2190/1994 περί κάλυψης έκτακτων αναγκών, όπως προεκτέθηκε, δεν παρέχουν πρόσφορο μέσο κάλυψης των αναγκών αυτών, μέχρι τη στελέχωση των υπηρεσιών αυτών με επαρκές μόνιμο προσωπικό σε συμμόρφωση με την προαναφερθείσα κρίση της Ολομέλειας του Ε.Σ., οι διατάξεις της παρ. 2 παρέχουν τη δυνατότητα λυσιτελούς και αδιατάρακτης κάλυψης των αναγκών αυτών και αντιμετώπισης των σχετικών κινδύνων για τη δημόσια υγεία, όπου αυτοί διαπιστώνονται, κατά τρόπο σύμφωνο προς το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος, με το άμεσα διαθέσιμο προσωπικό, το οποίο διαθέτει τη σχετική εμπειρία και το οποίο είχε αρχικώς επιλεγεί με διαφανείς διαδικασίες, υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ.

Παρακαλούνται οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις να ενημερώσουν τους φορείς αρμοδιότητάς τους και να μεριμνήσουν για την άμεση εφαρμογή των οριζομένων στην εγκύκλιο αυτή.

 

Ο Υπουργός
Παναγιώτης Σκουρλέτης

Αριθμ. πρωτ.: οικ. 29727/2017 Γνωστοποίηση της με αριθμό 135/2017 γνωμοδότησης του E’ Τμήματος του Ν.Σ.Κ.

$
0
0

Αθήνα, 5 Σεπτεμβρίου 2017
Α.Π.: οικ. 29727

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ/ΚΩΝ Τ.Α. ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α.
ΤΜΗΜΑ ΕΣΟΔΩΝ

Ταχ. Δ/νση: Σταδίου 27
Ταχ. Κωδ.: 101 83 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: A. Βλασίδου
ΤΗΛ: 213 1364807
FAX: 213 1364813

ΘΕΜΑ : Γνωστοποίηση της με αριθμό 135/2017 γνωμοδότησης του E’ Τμήματος του Ν.Σ.Κ.

Σας αποστέλλουμε συνημμένα αντίγραφο της υπ΄αριθμ. 135/2017 γνωμοδότησης του E’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Εσωτερικών, αναφορικά με το εάν, τα παραχωρηθέντα δικαιώματα αποκλειστικής χρήσεως ανοικτής θέσης σταθμεύσεως σε κοινόχρηστη και κοινόκτητη πιλοτή ή σε μέρος αυτής, υπόκεινται στο τέλος ακίνητης περιουσίας (Τ.Α.Π.) του άρθρου 24 του ν. 2130/1993 και παρακαλούμε να τη γνωστοποιήσετε άμεσα στους Ο.Τ.Α. α’ βαθμού της χωρικής σας αρμοδιότητας, για ενημέρωσή τους και ομοιόμορφη εφαρμογή.


Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης
Ν. Χατζηεργάτης

Αριθμ. οικ. ΔΠΠ 2384 Τροποποίηση της με αριθ. Φ2-1062/2013 απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων «Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν στη διαχείριση της δράσης ενίσχυσης «Εκσυγχρονισμός Πρατηρίων Υγρών Καυσίμων» (ΦΕΚ 1171/Β’/2013)»

$
0
0

Αριθμ. οικ. ΔΠΠ 2384

(ΦΕΚ Β' 3163/12-9-2017)

Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις όπως ισχύουν:

1.1. Του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98/Α’/2005),

1.2. Του ν.3614/2007 «Διαχείριση, έλεγχος και εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2007-2013» (ΦΕΚ 267/Α’/2007), όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3840/2010 «Αποκέντρωση, απλοποίηση και ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών του Εθνικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) 2007-2013 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 53/Α/2010) και το ν. 4072/2012 «Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος Νέα εταιρική μορφή Σήματα Μεσίτες Ακινήτων -Ρύθμιση θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 86/Α/2012) και ειδικότερα άρθρο 17 αυτού όπως ισχύει,

1.3 του ν.4314/2014 «Α) Για τη διαχείριση, τον έλεγχο και την εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2014-2020, Β) Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2012/17 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2012 (ΕΕ L 156/16.6.2012) στο ελληνικό δίκαιο, τροποποίηση του ν.3419/2005 (Α’297) και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 265/2014), και ειδικότερα της παραγράφου 15, του άρθρου 59 αυτού όπως ισχύει,

1.3. Του άρθρου 31 του ν. 3784/2009 «Αναθεώρηση διατάξεων του ν. 703/1477 περί Ανταγωνισμού και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 137/Α/2009), όπως ισχύει,

1.4. Του π.δ. 116/2014 «Οργανισμός του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας» (ΦΕΚ 185/Α’/2014),

1.5. Του π.δ. 123/2016 «Ανασύσταση και μετονομασία… Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων» (ΦΕΚ 208/Α’/2016),

1.6. Του π.δ. 125/2016 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (ΦΕΚ 125/Α’/2016),

1.7. Της π.α. Υ197/2016 «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης Αλέξανδρο Χαρίτση»(ΦΕΚ 3722/Β/2016), όπως ισχύει,

1.8. Των άρθρων 87, 88 και 89 της Συνθήκης περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, περί κρατικών ενισχύσεων,

1.9. Του Κανονισμού (ΕΚ) 994/1998 του Συμβουλίου της 7ης Μαρτίου 1998 για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης αντίστοιχα,

1.10. Του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1998/2006 της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2006 για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας,

1.11. Του ν. 3861/2010 «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοίκητων οργάνων στο διαδίκτυο «Πρόγραμμα Διαύγεια» και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 112/Α’/2010), όπως ισχύει.

2. Τις αποφάσεις:

2.1. Την υπ’αριθ. Φ2-1617/7.12.2010 κοινή υπουργική απόφαση «Διαδικασίες και προδιαγραφές εγκατάστασης και ελέγχου ολοκληρωμένων συστημάτων παρακολούθησης εισροών-εκροών στα πρατήρια υγρών καυσίμων. Απαιτήσεις συμμόρφωσης, καταγραφής, λειτουργίας και διασφάλισης των μετρήσεων και ηλεκτρονικής αποστολής δεδομένων» (ΦΕΚ 1980/Β’/2010), όπως ισχύει,

2.2. Την υπ’ αριθ. ΠΟΛ 1009/2012 κοινή υπουργική απόφαση «Εγκατάσταση Ολοκληρωμένου Συστήματος Ελέγχου Εισροών Εκροών στα πρατήρια υγρών καυσίμων και διασφάλιση συναλλαγών μέσω αυτού» (ΦΕΚ 72/Β’/2012), όπως ισχύει,

2.3. Την υπ’ αριθ. ΠΟΛ 1206/2013 απόφαση των Υφυπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας «Εγκατάσταση Ολοκληρωμένων Συστημάτων Ελέγχου και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων Εισροών-Εκροών στις εγκαταστάσεις πωλητών πετρελαίου θέρμανσης και διασφάλιση συναλλαγών μέσω αυτού» (ΦΕΚ 2237/Β’/2013),

2.4. Την υπ’αριθ. Β2-829Α/2013 κοινή υπουργική απόφαση «Διάθεση πιστώσεων από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για τη δράση ενίσχυσης «Εκσυγχρονισμός Πρατηρίων Υγρών Καυσίμων» (ΦΕΚ 540/Β/2013), όπως ισχύει,

2.5. Την υπ’ αριθ. Φ2-1062/24.4.2013 κοινή απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων «Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν τη διαχείριση της δράσης κρατικής ενίσχυσης «Εκσυγχρονισμός Πρατηρίων Υγρών Καυσίμων»» (ΦΕΚ 1171/Β/2013), όπως ισχύει,

2.6. Την υπ’ αριθ. Φ2-1510/2013 κοινή απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων «Προκήρυξη Δράσης «Εκσυγχρονισμός Πρατηρίων Υγρών Καυσίμων»» (ΦΕΚ 1589/Β/2013), όπως ισχύει,

2.7. Την υπ’ αριθ. 13001/ΔΕ-1382/26-03-2013 (ΑΔΑ: ΒΕ2ΩΦ-ΘΑ0) απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, για την έγκριση της ένταξης στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) 2013, στη ΣΑΕ 058/2 του έργου με την ονομασία «Εκσυγχρονισμός Πρατηρίων Υγρών Καυσίμων», όπως ισχύει,

2.8. την υπ’αριθ. Οικ. ΔΠΠ 3884/24-12-2015 κοινή απόφαση των Υφυπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, σύμφωνα με την οποία οι δαπάνες του Έργου θα βαρύνουν το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) μέσω της ΣΑΕ 027/2 με ενάριθμο κωδ. 2015ΣΕ02720000 του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, (ΦΕΚ 3016/Β/2015),

3. Το γεγονός ότι:

3.1. το έργο αυτό αποτελεί συμπληρωματική και απαραίτητη δράση για τη λειτουργία των αντίστοιχων συστημάτων υποδοχής και ελέγχου στοιχείων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων που χρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ,

3.2. από την εφαρμογή της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται επιπλέον δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού πέραν της προβλεφθείσας στην υπ’ αριθ. Β2-829Α/2013 κοινή υπουργική απόφαση «Διάθεση πιστώσεων από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για τη δράση ενίσχυσης «Εκσυγχρονισμός Πρατηρίων Υγρών Καυσίμων» (ΦΕΚ 540/Β/2013), όπως ισχύει.

4. Την από 26-01-2017 αναφορά της ΚτΠ ΑΕ, σχετικά με την πρόβλεψη δαπανών για το τρέχον έτος,

αποφασίζουμε:

Η με αριθ. Φ2-1062/24.4.2013 απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων «Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν τη διαχείριση της δράσης κρατικής ενίσχυσης“Εκσυγχρονισμός Πρατηρίων Υγρών Καυσίμων”» (ΦΕΚ 1171/Β’/2013) τροποποιείται ως εξής:

i. Οι όροι της στήλης Α, αντικαθίστανται από τους όρους της στήλης Β, ως εξής:
 

Στήλη Α Στήλη Β
«Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Αποθηκών (ΟΣΔΑ)» «Ολοκληρωμένο  Σύστημα Παρακολούθησης Εισροών- Εκροών»
«Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων»  
«Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης»
«Διεύθυνση Οικονομικού της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου» «Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης


ii. Το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 1 «Η δράση θα υλοποιηθεί…σε πραγματικό χρόνο» αντικαθίσταται ως εξής:

«Η δράση θα υλοποιηθεί με την ενίσχυση των πρατηριούχων υγρών καυσίμων ή/και των πωλητών πετρελαίου θέρμανσης για την εγκατάσταση Ολοκληρωμένου Συστήματος Παρακολούθησης Εισροών Εκροών, προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή μέτρηση του εισερχομένου και εξερχομένου καυσίμου στα στάδια της παραλαβής και της πώλησης αντίστοιχα, με παρακολούθηση, καταγραφή και σύγκριση (ισοζύγιο) των εξερχομένων από τις αντλίες ή/και μετρητές με τους εναπομένοντες όγκους καυσίμων εντός των δεξαμενών, κατά τη λειτουργία του πρατηρίου ή εγκατάστασης σε πραγματικό χρόνο.»

iii. Το εδάφιο 8, της παρ. 1, του άρθρου 2 «Το κόστος λειτουργίας…στο τέλος κάθε μήνα.» αντικαθίσταται ως εξής:

«Το κόστος λειτουργίας (προσδιορισμός διαχειριστικού κόστους). Το διαχειριστικό κόστος του Φορέα Υλοποίησης της Δράσης, δεν θα υπερβαίνει το 3% του συνολικού προϋπολογισμού της Δράσης (συμπεριλαμβανομένων τυχόν κρατήσεων και Φ.Π.Α) και θα υπολογίζεται απολογιστικά στο τέλος κάθε μήνα.»

iv. Το εδάφιο 2, του άρθρου 4 «Το ύψος της επιχορήγησης … ανά μονάδα εξοπλισμού», αντικαθίσταται ως εξής:

«Το ύψος της επιχορήγησης προς κάθε δικαιούχο θα προκύπτει με βάση τα οριζόμενα στους ακόλουθους πίνακες I και II (πρατήρια υγρών καυσίμων και εγκαταστάσεις πωλητών πετρελαίου θέρμανσης αντιστοίχως) των κατ’αποκοπήν ενισχύσεων ανά μονάδα εξοπλισμού και τον αριθμό των αδειοδοτημένων εγκατεστημένων δεξαμενών του πρατηρίου ή της εγκατάστασης.»

v. Το άρθρο 5 αντικαθίσταται ως εξής:

«Θέματα αναφορικά με την υποβολή αιτήσεων, την αξιολόγησή τους και την ένταξή τους στη Δράση, την υλοποίηση της Δράσης, τις διαδικασίες παρακολούθησης, το διοικητικό έλεγχο και την ολοκλήρωση των χρηματοδοτούμενων επενδύσεων, θα εξειδικεύονται στον Οδηγό της Δράσης που εκδίδεται από τον Φορέα Υλοποίησης.»

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 8 Αυγούστου 2017

Ο Αναπληρωτής Υπουργός
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΑΡΙΤΣΗΣ
 


Αριθ. πρωτ.: 97841/2017 Υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης για το έτος 2017 σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3213/2003, όπως ισχύει

$
0
0

Αθήνα, 13/09/2017
Αριθ. Πρωτ. : 97841



ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Δ/νση Έγκρισης και Παρακολούθησης Επενδύσεων
Τμήμα Νομικής Υποστήριξης

Ταχ. Δ/νση : Νίκης 5-7, 101 80 Αθήνα
Τηλέφωνο : 210 333 2348. 2255

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης για το έτος 2017 σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3213/2003, όπως ισχύει


Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ1 περ. λι του ν.3213/2003, όπως ισχύει, μεταξύ των υπόχρεων σε υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης για το έτος 2017 (χρήση 2016) είναι «Τα μέλη και οι εισηγητές των γνωμοδοτικών επιτροπών, τα μέλη των οργάνων ελέγχου, τα επιφορτισμένα με την εκταμίευση των ενισχύσεων όργανα, τα μέλη των οργάνων αξιολόγησης και εξέτασης των επενδυτικών σχεδίων, ελέγχου επενδύσεων και εκταμίευσης των παρεχόμενων ενισχύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου «Η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την απόκτηση της ιδιότητας τους (αρχική δήλωση). Τα μετέπειτα έτη, η δήλωση υποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης της δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υπόχρεων και για ένα (1) έτος, ειδικά δε για τους υπόχρεους των περιπτώσεων α` έως ε` της παραγράφου 1 για τρία (3) έτη, μετά από την απώλεια ή τη λήξη της, και το αργότερο τρεις (3) μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.» Κατά συνέπεια, υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης για το έτος 2017 είναι όσοι άσκησαν μια από τις ως άνω αναφερόμενες ιδιότητες κατά τα έτη 2015 και 2016.

Βάσει των στοιχείων που τηρούνται στην Υπηρεσία, καταρτίστηκε και απεστάλη στην αρμόδια Αρχή Ελέγχου η Κατάσταση Υπόχρεων σε υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης έτους 2017, η οποία αφορά τα μέλη και τους εισηγητές της Κεντρικής Γνωμοδοτικής Επιτροπής του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, τα επιφορτισμένα με την εκταμίευση των ενισχύσεων των αναπτυξιακών νόμων όργανα, καθώς και τα μέλη των οργάνων αξιολόγησης, εξέτασης και ελέγχου επενδύσεων.

H ανακοίνωση αυτή θα αναρτηθεί στον ιστότοπο www.ependyseis.gr
 


Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ


ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Ο προϊστάμενος του τμήματος
Διοικητικής Υποστήριξης, Οργάνωσης και Τεχνικών Υπηρεσιών Τομέα Ανάπτυξης

Αριθ. πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Α 1133984 ΕΞ 2017 Δασμολογική κατάταξη συσκευών αυτόματης επεξεργασίας πληροφοριών στη δασμολογική κλάση 8471 - Σημείωση 5 Κεφ. 84 του Δασμολογίου και Γενικός Κανόνας 3β)

$
0
0
Αθήνα, 12 Σεπτεμβρίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Α 1133984 ΕΞ 2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ και ΕΦΚ
Δ/ΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ, ΕΙΔΙΚΩΝ
ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ και ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α: ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΟ και ΔΑΣΜΟΛΟΓ. ΑΞΙΑΣ

Ταχ. Δ/νση: Κ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 101 84 Αθήνα
Πληροφορίες: Ε.Μπίρμπιλα
Τηλέφωνο: 210-69.87.475
Fax: 210-69.87.506
E-Mail: ebirbila@2001.syzefxis.gov.gr
Url: www.aade.gr

Θέμα: «Δασμολογική κατάταξη συσκευών αυτόματης επεξεργασίας πληροφοριών στη δασμολογική κλάση 8471 - Σημείωση 5 Κεφ. 84 του Δασμολογίου και Γενικός Κανόνας 3β)»

Αναφορικά με το θέμα, και με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής δασμολογικής κατάταξης μηχανών και συσκευών αυτόματης επεξεργασίας πληροφοριών της δασμολογικής κλάσης 8471 (όπως ηλεκτρονικοί υπολογιστές τύπου desktop, tablet, laptop κλπ.) καθώς και τη διάκρισή τους από άλλες μηχανές και συσκευές που, παρόλο που διαθέτουν δυνατότητα επεξεργασίας πληροφοριών, εντούτοις δεν μπορούν, βάσει των αντικειμενικών τους χαρακτηριστικών και της λειτουργίας τους, να υπαχθούν στην προαναφερόμενη δασμολογική κλάση, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

Α) ΣΗΜΕΙΩΣΗ 5 ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 84 ΤΟΥ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΟΥ

1. Η δασμολογική κατάταξη μηχανών και συσκευών που διαθέτουν δυνατότητα επεξεργασίας πληροφοριών στη δασμολογική κλάση 8471, γίνεται με βάση τη Σημείωση 5 του Κεφαλαίου 84 του Κοινού Δασμολογίου της Ε.Ε. (καν. 2658/87 του Συμβουλίου, όπως ισχύει), σημεία Α) έως Ε).

2. Σύμφωνα με την εν λόγω σημείωση, στην κλάση 8471 υπάγονται οι μηχανές και συσκευές που καταγράφουν τα προγράμματα επεξεργασίας πληροφοριών, προγραμματίζονται ελεύθερα σύμφωνα με τις ανάγκες του χρήστη και εκτελούν, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, πρόγραμμα επεξεργασίας το οποίο μπορούν να τροποποιούν μέσω λογικής απόφασης κατά τη διάρκεια επεξεργασίας (σημείο Α). Τέτοιες μηχανές και συσκευές είναι, ιδίως, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές γραφείου (desktop PC), καθώς και οι φορητοί υπολογιστές τύπου laptop ή ταμπλέτας (tablet PC). Ειδικότερα:

- Οι φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές με βάρος που δεν υπερβαίνει τα 10 κιλά, υπάγονται στη δασμολογική διάκριση 8471 30 00. Η διάκριση αυτή περιλαμβάνει, ιδίως, τους φορητούς υπολογιστές τύπου «laptop» και «ταμπλέτας» (tablet PC), καθώς και ορισμένους τύπους «προσωπικών ψηφιακών βοηθών»^^ο^Ι Digital Assistants - PDAs) που πληρούν τις προϋποθέσεις για την κατάταξή τους στην κλάση 8471 με βάση τη σημείωση 5 του Κεφ. 84 (βλ. παρ. 3 κατωτέρω).

- Οι λοιποί, μη φορητοί, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, που έχουν βάρος που υπερβαίνει τα 10 κιλά, υπάγονται κατά περίπτωση στις διακρίσεις 8471 41 00 εφόσον περιλαμβάνουν στο ίδιο περίβλημα κεντρική μονάδα επεξεργασίας με κεντρική μονάδα εισόδου και εξόδου, ή 8471 49 00 εφόσον παρουσιάζονται με τη μορφή «συστημάτων» που περιλαμβάνουν έναν αριθμό διακριτών μονάδων.

- Τέλος, οι μονάδες επεξεργασίας, οι μονάδες εισόδου ή εξόδου στις οποίες περιλαμβάνονται τα πληκτρολόγια, οι μονάδες μνήμης και οι λοιπές μονάδες, υπάγονται κατά περίπτωση στις δασμολογικές διακρίσεις 8471 50 00 έως 8471 80 00.

3. Εντούτοις, εφιστούμε την προσοχή ότι σύμφωνα με το σημείο Ε) της Σημείωσης 5 του Κεφαλαίου 84, οι μηχανές που φέρουν ενσωματωμένη ή που εργάζονται σε συνδυασμό με μηχανή επεξεργασίας πληροφοριών, αλλά προορίζονται να επιτελέσουν μια ειδική λειτουργία, άλλη από αυτή της επεξεργασίας πληροφοριών, δεν υπάγονται στη δασμολογική κλάση 8471, αλλά στην κατάλληλη κατά περίπτωση κλάση που αντιστοιχεί στη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια, συσκευές που ενσωματώνουν λειτουργικό σύστημα επεξεργασίας πληροφοριών δεν υπάγονται απαραίτητα στην κλάση 8471, εφόσον επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία που κατονομάζεται ειδικότερα σε άλλες κλάσεις του Δασμολογίου, και η οποία, αν και επιτελείται με τη βοήθεια συστήματος ή συσκευής επεξεργασίας πληροφοριών, εντούτοις δεν συνιστά η ίδια «λειτουργία επεξεργασίας πληροφοριών» με την έννοια της παρ. 2 ανωτέρω.

4. Στα πλαίσια αυτά, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι, λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης, οι περισσότερες σύγχρονες ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές εμπεριέχουν πλέον ενσωματωμένο λειτουργικό σύστημα που επιτελεί περιορισμένης έκτασης αυτόματη επεξεργασία πληροφοριών, ή συνδέονται με ηλεκτρονικό υπολογιστή προκειμένου να επιτελέσουν τη λειτουργία τους, εντούτοις προορίζονται για μια ειδική λειτουργία/χρήση, άλλη από αυτή της αποκλειστικής επεξεργασίας πληροφοριών. Κατά συνέπεια, δεν κατατάσσονται στην κλάση 8471, ως μηχανές αυτόματης επεξεργασίας πληροφοριών, αλλά στις κατάλληλες κατά περίπτωση δασμολογικές κλάσεις που περιγράφουν τη συγκεκριμένη λειτουργία τους.

5. Ως τέτοια παραδείγματα μηχανών και συσκευών με ειδική λειτουργία που μπορεί να ενσωματώνουν ή να συνδέονται με σύστημα αυτόματης επεξεργασίας πληροφοριών προκειμένου να επιτελέσουν τη λειτουργία τους, εντούτοις δεν κατατάσσονται στη δασμολογική κλάση 8471 αλλά υπάγονται στην κλάση που αντιστοιχεί στην ειδική αυτή λειτουργία, μπορούν να αναφερθούν ενδεικτικά:

- οι εκτυπωτές, οι σαρωτές και οι συσκευές φωτοαντιγραφής και τηλεομοιοτυπίας, έστω κι αν λειτουργούν αποκλειστικά με σύνδεση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή (8443),

- τα τερματικά ανάγνωσης πιστωτικών, χρεωστικών κλπ. καρτών (POS) (8470),

- τα τερματικά αυτόματης διανομής χαρτονομισμάτων (ΑΤΜ) (8472),

- τα φορητά τερματικά ανάγνωσης και ασύρματης αποστολής κωδικών προϊόντων, παραγγελιών πελατών και παρόμοιων δεδομένων (handy terminals) (8517),

- τα κινητά τηλέφωνα (8517),

- οι συσκευές αναπαραγωγής και εγγραφής βίντεο (8521),

- οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές και οι βιντεοκάμερες (8525),

- οι συσκευές ραδιοναυσιπλοϊας (GPS - 8526),

- οι τηλεοπτικοί δέκτες, οι συσκευές τηλεόρασης και οι συσκευές προβολής (8528),

- τα ηλεκτρονικά βιβλία (e-books) (8543),

- οι μηχανές κατασκευής ολοκληρωμένων κυκλωμάτων και ημιαγωγών (8486),

- τα οπτικά και τα ηλεκτρονικά μικροσκόπια (9011 και 9012),

- τα λέιζερ (9013),

- τα ιατρικά και χειρουργικά όργανα και συσκευές (κλάση 9018),

- οι συσκευές ακτίνων Χ (κλάση 9022),

- τα όργανα και οι συσκευές για φυσικές ή χημικές αναλύσεις (κλάση 9027),

- οι μετρητές αερίων, υγρών και ηλεκτρισμού (κλάση 9028),

- οι παλμογράφοι, οι αναλυτές φάσματος και τα όργανα μέτρησης της ακτινοβολίας (κλάση 9030),

- οι κονσόλες βιντεοπαιχνιδιών (9504), κλπ.

Β) ΓΕΝΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ 3β) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΟΥ (ΣΥΝΟΛΑ)

6. Όσον αφορά τις μηχανές και συσκευές αυτόματης επεξεργασίας πληροφοριών που παρουσιάζονται ως σύνολα συσκευασμένα για τη λιανική πώληση σε συνδυασμό με άλλα είδη, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι διατάξεις του Γενικού Κανόνα 3β) του Δασμολογίου.
Υπενθυμίζουμε συνοπτικά τα κύρια σημεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή του κανόνα αυτού, σύμφωνα και με την αριθ. Α 1129434 ΕΞ/5-9-2017 ΕΔΥΟ (ΑΔΑ: 6ΛΧΗ46ΜΠ3Ζ-ΠΑΠ):

- Ως «σύνολα συσκευασμένα για τη λιανική πώληση» με την έννοια του γενικού κανόνα 3β) για την ερμηνεία του Δασμολογίου, θεωρούνται τα είδη για τα οποία πληρούνται σωρευτικά όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

• Πρόκειται για είδη τα οποία, εφόσον παρουσιαστούν χωριστά, υπάγονται σε διαφορετικές δασμολογικές κλάσεις (4 ψηφία) ή διακρίσεις (6 ψηφία) του Δασμολογίου. Είδη τα οποία υπάγονται στην ίδια 6ψήφια δασμολογική διάκριση αλλά σε διαφορετικό 8ψήφιο κωδικό Σ.Ο. εντός της διάκρισης αυτής, δεν πληρούν την παρούσα προϋπόθεση.

• Τα επιμέρους είδη του συνόλου σχετίζονται μεταξύ τους και προορίζονται να χρησιμοποιηθούν από κοινού ή σε συνδυασμό μεταξύ τους για την εξυπηρέτηση μιας συγκεκριμένης ανάγκης ή την άσκηση μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας.

• Τα είδη παρουσιάζονται συσκευασμένα για τη λιανική πώληση, δηλαδή με τρόπο που να παρέχει τη δυνατότητα απευθείας πώλησής τους, χωρίς επανασυσκευασία. Ορισμένες εξαιρέσεις προβλέπονται για είδη για τα οποία δικαιολογούνται χωριστές συσκευασίες λόγω μεγέθους, χημικής σύνθεσης, βάρους, τήρησης κανόνων ασφαλείας κλπ., υπό την προϋπόθεση ότι δεν επανασυσκευάζονται πριν από την τελική πώλησή τους στους καταναλωτές.

- Εφόσον πληρούνται όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις, το σύνολο κατατάσσεται σε μία μόνο δασμολογική κλάση, δηλαδή σε αυτή στην οποία κατατάσσεται το είδος που προσδίδει στο σύνολο τον ουσιώδη χαρακτήρα, με βάση κριτήρια όπως η αξία, ο όγκος, το βάρος, οι διαστάσεις, το υλικό κατασκευής, η ανθεκτικότητα, η σημασία/βαρύτητα του κάθε είδους, κλπ. Αντίθετα, εφόσον δεν πληρούται έστω και μία προϋπόθεση, τότε το σύνολο διαχωρίζεται στα συστατικά του είδη και το κάθε ένα από αυτά κατατάσσεται χωριστά στην κατάλληλη δασμολογική κλάση που αντιστοιχεί σε αυτό.

- Όσον αφορά, ειδικότερα, την προϋπόθεση ότι τα είδη του συνόλου πρέπει να προορίζονται για την εξυπηρέτηση μιας ανάγκης ή την άσκηση μιας δραστηριότητας, αυτή γενικά θεωρείται ότι ικανοποιείται μόνον εφόσον όλα ανεξαιρέτως τα είδη του συνόλου προορίζονται να χρησιμοποιηθούν μαζί για το σκοπό αυτό. Η παρουσία έστω και ενός είδους εντός του συνόλου το οποίο δεν σχετίζεται με τα λοιπά είδη, έχει σαν συνέπεια τη χωριστή δασμολογική κατάταξη όλων των ειδών του συνόλου. Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες περιπτώσεις ειδών «αμελητέας αξίας» που δεν σχετίζονται μεν με το σύνολο, μπορούν όμως να αγνοηθούν για σκοπούς δασμολογικής κατάταξης με βάση το γενικό κανόνα 3β), σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί με την αριθ. ΔΔΘΕΚΑ Α 1129434 ΕΞ/5-9-2017 ΕΔΥΟ (ΑΔΑ: 6ΛΧΗ46ΜΠ3Ζ-ΠΑΠ).

7. Κατ' εφαρμογή της παρ. 6, και αναφορικά με τα είδη της δασμολογικής κλάσης 8471, ως παράδειγμα «συνόλου συσκευασμένου για τη λιανική πώληση» με την έννοια του γενικού κανόνα 3β), μπορούν να αναφερθούν οι φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές που παρουσιάζονται μαζί με είδη όπως: ποντίκι, mouse-pad, χειριστήρια παιχνιδιού που προορίζονται να συνδεθούν με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, ασύρματο πληκτρολόγιο, εκτυπωτή, κάρτα μνήμης ή ήχου, διάταξη αποθήκευσης όπως USB, υπόθεμα που περιέχει λογισμικό, θήκη ή τσάντα αποθήκευσης και μεταφοράς, βιβλίο οδηγιών χρήσης ή εκμάθησης συγκεκριμένων προγραμμάτων, κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές το σύνολο, εφόσον παρουσιάζεται στην τελική συσκευασία με την οποία θα πωληθεί, υπάγεται στη δασμολογική διάκριση 8471 50 00 κατ' εφαρμογή του γενικού κανόνα 3β) του Δασμολογίου.

Παρακαλούμε για την εφαρμογή της παρούσας για σκοπούς δασμολογικής κατάταξης μηχανών και συσκευών αυτόματης επεξεργασίας πληροφοριών, που παρουσιάζονται είτε μεμονωμένα είτε με τη μορφή συνόλου που περιλαμβάνει και άλλα είδη.


Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ
Π. ΑΔΙΚΗΜΕΝΑΚΗ

Αριθ. πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Β' 1134127 ΕΞ 2017 Τροποποιήσεις των διατάξεων εφαρμογής του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447 αναφορικά με την Καταγωγή των Εμπορευμάτων

$
0
0

Αθήνα, 13/09/2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Β' 1134127 ΕΞ2017
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
 


ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ Ε.Φ.Κ.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ
ΤΜΗΜΑ Β'
 
Ταχ. Δ/νση:Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:101 84 Αθήνα
Πληροφορίες:Γ. Μπουργανού
Τηλέφωνο:210 69 87 493
Fax:210 69 87 506
E-Mail:d17-c@2001.syzefxis.gov.gr
 
ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
 
ΘΕΜΑ: «Τροποποιήσεις των διατάξεων εφαρμογής του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447 αναφορικά με την Καταγωγή των Εμπορευμάτων»


ΣΧΕΤ : 1) Η υπ' αριθ. ΔΔΘΤΟΚ Β' 1082376 ΕΞ 2016/31.5.2016 εγκύκλιος (Οδηγίες αναφορικά με την Καταγωγή των Εμπορευμάτων. Ενωσιακός Τελωνειακός Κώδικας (UCC) - Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/2446 και Εκτελεστικός Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής, σχετικά με τη θέσπιση και τις διατάξεις του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα).
2) Η υπ' αριθμ. ΔΔΘΤΟΚ Β 1073504 ΕΞ 2016/12.5.2016 εγκύκλιος (Δηλώσεις Προμηθευτή - Πιστοποιητικά Πληροφοριών INF 4, στο πλαίσιο του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα)

Α. Σε συνέχεια των ανωτέρω σχετικών με τις οποίες είχαν παρασχεθεί οδηγίες αναφορικά με την Καταγωγή των Εμπορευμάτων και τις Δηλώσεις Προμηθευτή στο πλαίσιο του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα (σχετικά άρθρα 57-126 του Εκτελεστικού Κανονισμού ΕΕ 2015/2447 της Επιτροπής), σας κοινοποιούμε τον Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2017/989 (L149/13-06-2017), για την διόρθωση και τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447.

Οι διορθώσεις και τροποποιήσεις αφορούν:

α) τα άρθρα 57, 62, 67, 68, 69, 70 , 73, 75, 77, 80, 85, 86, 87, 89, 90, 92, 102, 110, 119 και 126 και β) τα παραρτήματα 22-02 ,22- 06, 22-07, 22-09, 22-13, 22-14, 22-16 και 22-18.

Β. Κυριότερες τροποποιήσεις του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447:

Το κείμενο του άρθρου 62, σχετικά με τη Δήλωση τακτικού προμηθευτή, αντικαταστάθηκε και τώρα δίνεται η δυνατότητα μια ενιαία δήλωση τακτικού προμηθευτή να καλύπτει τόσο τα εμπορεύματα που έχουν ήδη παραδοθεί έως την ημερομηνία έκδοσης της δήλωσης όσο και τα εμπορεύματα που πρόκειται να παραδοθούν σε μεταγενέστερο χρόνο (ενώ στο παρελθόν οι δηλώσεις τακτικού προμηθευτή κάλυπταν μόνο προγενέστερη ή μεταγενέστερη περίοδο).

Το κείμενο της παραγράφου 1, του άρθρου 67, σχετικά με την άδεια εγκεκριμένου εξαγωγέα, διορθώθηκε και συμπεριλήφθηκαν και οι επαναποστολείς ως οικονομικοί φορείς που μπορούν να λάβουν το καθεστώς εγκεκριμένου εξαγωγέα, προκειμένου να αντικαθιστούν τις δηλώσεις καταγωγής που έχουν συνταχθεί από εγκεκριμένους εξαγωγείς με αποδεικτικά καταγωγής αντικατάστασης.

Το κείμενο της παραγράφου 2, του άρθρου 69, σχετικά με την αντικατάσταση των αποδεικτικών προτιμησιακής καταγωγής που έχουν εκδοθεί ή συνταχθεί εκτός του πλαισίου του Συστήματος Γενικευμένων Προτιμήσεων (ΣΓΠ) της Ένωσης, αντικαταστάθηκε και τώρα δίνεται η δυνατότητα στους εγγεγραμμένους εξαγωγείς να μπορούν να αντικαθιστούν με βεβαιώσεις καταγωγής αντικατάστασης τον ίδιο τύπο αποδεικτικών καταγωγής με τους εγκεκριμένους εξαγωγείς (στο παρελθόν ο εγγεγραμμένος εξαγωγέας δεν είχε το δικαίωμα να αντικαθιστά με βεβαιώσεις καταγωγής αντικατάστασης άλλα αποδεικτικά καταγωγής πέραν των βεβαιώσεων καταγωγής). Επίσης σας ενημερώνουμε ότι στο εδάφιο ε), της παραγράφου 2, του εν λόγω άρθρου, υπάρχει μεταφραστικό λάθος : αναγράφεται εγκεκριμένος εξαγωγέας αντί για εγγεγραμμένος εξαγωγέας.

Το σωστό κείμενο του εδαφίου ε) είναι: «βεβαίωση καταγωγής αντικατάστασης που συντάσσεται από εγγεγραμμένο εξαγωγέα ο οποίος αποστέλλει εκ νέου τα εμπορεύματα»

Το άρθρο 85, σχετικά με την διαδικασία εγγραφής στα κράτη μέλη και τις διαδικασίες κατά την εξαγωγή εφαρμοστέες κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου για την εφαρμογή του συστήματος εγγεγραμμένων εξαγωγέων, προβλέπει πλέον ότι οι εγκεκριμένοι εξαγωγείς θα μπορούν να συντάσσουν δηλώσεις τιμολογίου για τους σκοπούς της διμερούς σώρευσης έως την 31 Δεκεμβρίου 2017 (όπως και οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών αντίστοιχα μπορούν να εκδίδουν πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR.1 έως την 31 Δεκεμβρίου 2017 για τους σκοπούς της διμερούς σώρευσης στο πλαίσιο του Συστήματος Γενικευμένων Προτιμήσεων).

Το παράρτημα 22-06, σχετικά με την αίτηση εγγραφής στο σύστημα εγγεγραμμένων εξαγωγέων αντικαταστάθηκε : η θέση 2 του εντύπου της αίτησης, είναι πλέον προαιρετική (διότι στη θέση 1 του εντύπου της αίτησης ζητείται ήδη η υποβολή των βασικών στοιχείων επικοινωνίας) και προστέθηκε και η υποσημείωση 3 σχετικά με τη δυνατότητα απαλλαγής από την υποχρέωση επικύρωσης του εντύπου της αίτησης με υπογραφή ή σφραγίδα, σε περίπτωση που ο εξαγωγέας υποβάλει την αίτηση εγγραφής κάνοντας χρήση ηλεκτρονικών τεχνικών επεξεργασίας.

Στα παραρτήματα 22-02 (Πιστοποιητικό πληροφοριών INF 4 και αίτηση για την έκδοση πιστοποιητικού πληροφοριών INF 4) και 22-14 (Πιστοποιητικό καταγωγής για ορισμένα προϊόντα που υπάγονται σε μη προτιμησιακά ειδικά καθεστώτα εισαγωγής), διευκρινίζεται ότι είναι επίσης δυνατή η χρήση των παλαιότερων εκδόσεων των εντύπων έως την 1η Μαΐου 2019 ή μέχρις εξαντλήσεως των αποθεμάτων.

Οι παραπάνω τροποποιήσεις έχουν ενσωματωθεί στο ενοποιημένο κείμενο του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447, το οποίο μπορείτε να συμβουλεύεστε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ^ Το δίκαιο της ΕΕ και σχετικά έγγραφα ^ Ενοποιημένες πράξεις.

Υπενθυμίζουμε ότι το ενοποιημένο κείμενο αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει νομική ισχύ όπως τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex.

Γ.Οι επαγγελματικοί ή συνδικαλιστικοί φορείς, προς τους οποίους κοινοποιείται η παρούσα με τα συνημμένα της, παρακαλούνται για τη ενημέρωση των μελών τους.



Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΔΙΚΗΜΕΝΑΚΗ

Υπόθεση C‑174/16 Επιστροφή από γονική άδεια – Δικαίωμα επιστροφής στην ίδια θέση εργασίας ή σε ισοδύναμη ή ανάλογη θέση – Διατήρηση των κεκτημένων ή των υπό κτήση δικαιωμάτων – Δημόσιος υπάλληλος ομόσπονδου κράτους που προήχθη σε δόκιμο δημόσιο υπάλληλο σε διευθυντική θέση

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 7ης Σεπτεμβρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2010/18/ΕΕ – Αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια – Ρήτρα 5, σημεία 1 και 2 – Επιστροφή από γονική άδεια – Δικαίωμα επιστροφής στην ίδια θέση εργασίας ή σε ισοδύναμη ή ανάλογη θέση – Διατήρηση των κεκτημένων ή των υπό κτήση δικαιωμάτων – Δημόσιος υπάλληλος ομόσπονδου κράτους που προήχθη σε δόκιμο δημόσιο υπάλληλο σε διευθυντική θέση – Κανονιστική ρύθμιση του εν λόγω ομόσπονδου κράτους που προβλέπει τη λήξη της δοκιμαστικής υπηρεσίας αυτοδικαίως και χωρίς δυνατότητα παρατάσεως κατά την εκπνοή διετούς περιόδου, ακόμη και σε περίπτωση απουσίας λόγω γονικής άδειας – Δεν είναι συμβατή – Συνέπειες»

Στην υπόθεση C‑174/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Βερολίνο (διοικητικό πρωτοδικείο Βερολίνου, Γερμανία) με απόφαση της 2ας Ιουλίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Μαρτίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

H.

κατά

Land Berlin,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Prechal (εισηγήτρια), A. Rosas, C. Toader και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η H., αυτοπροσώπως,

–        το Land Berlin, εκπροσωπούμενο από τους M. Theis, E.‑N. Voigt και K.‑P. Nießner, καθώς και από την A. Hollmann,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C. Valero και τον M. Kellerbauer,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Απριλίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 5, σημεία 1 και 2, της συναφθείσας στις 18 Ιουνίου 2009 αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια (στο εξής: αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο), η οποία περιέχεται στο παράρτημα της οδηγίας 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια που συνήφθη από τις οργανώσεις BUSINESSEUROPE, UEAPME, CEEP και ETUC και με την κατάργηση της οδηγίας 96/34/EK (ΕΕ 2010, L 68, σ. 13), καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, και των άρθρων 15 και 16 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της H. και του Land Berlin (ομόσπονδου κράτους του Βερολίνου, Γερμανία) με αντικείμενο την απόφαση που το τελευταίο απηύθυνε στην H. κατά τη διάρκεια της γονικής της άδειας για να την ενημερώσει ότι δεν είχε συμπληρώσει επιτυχώς, εξαιτίας της απουσίας της λόγω γονικής άδειας, τη διετή δοκιμαστική υπηρεσία στη διευθυντική θέση στην οποία είχε τοποθετηθεί πριν από την εν λόγω άδεια, οπότε η ιδιότητά της του δοκίμου δημοσίου υπαλλήλου είχε λήξει και είχε, συνεπώς, επανατοποθετηθεί στην κατώτερη θέση που κατείχε προηγουμένως.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2010/18 και η αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο

3        Η οδηγία 2010/18/ΕΕ κατήργησε, με ισχύ από τις 8 Μαρτίου 2012, την οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη στις 14 Δεκεμβρίου 1995 από την UNICE, τη CEEP και τη CES (ΕΕ 1996, L 145, σ. 4) (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο του 1995).

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 8 και 11 της οδηγίας 2010/18/ΕΕ αναφέρουν τα εξής:

«(8)      Δεδομένου ότι οι στόχοι της οδηγίας, ιδίως όσον αφορά τη βελτίωση της συμφιλίωσης της επαγγελματικής, ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής για τους εργαζόμενους γονείς και την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τις ευκαιρίες στην αγορά εργασίας και τη μεταχείριση στην εργασία σε ολόκληρη την Ένωση, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν, συνεπώς, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. [...]

[...]

(11)      Η ρήτρα 1 παράγραφος 1 της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, ορίζει ότι η συμφωνία προβλέπει τις ελάχιστες απαιτήσεις.»

5        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία ή εξασφαλίζουν ότι οι κοινωνικοί εταίροι έχουν εισαγάγει τα αναγκαία μέτρα μέσω συμφωνίας έως τις 8 Μαρτίου 2012 το αργότερο. [...]»

6        Το προοίμιο της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«Η παρούσα συμφωνία-πλαίσιο […] αναθεωρεί [τη συμφωνία-πλαίσιο του 1995] με τον καθορισμό των ελάχιστων απαιτήσεων για τη γονική άδεια, ως σημαντικό μέσο για τη συμφιλίωση των επαγγελματικών και οικογενειακών ευθυνών και την προώθηση της ισότητας των ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών.

[...]

I. Γενικές παρατηρήσεις

[...]

3.      έχοντας υπόψη τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 7ης Δεκεμβρίου 2000, και τα άρθρα 23 και 33 σχετικά με την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών και τη συμφιλίωση της επαγγελματικής, της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής,

[...]

22.      εκτιμώντας ότι οι διευθετήσεις γονικής άδειας προορίζονται να στηρίξουν τους εργαζόμενους γονείς κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, με σκοπό τη διατήρηση και την προώθηση της συνεχούς συμμετοχής τους στην αγορά εργασίας [...]

[...]».

7        Η ρήτρα 1, σημεία 1 και 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει τα εξής:

«1.      Η παρούσα συμφωνία ορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη διευκόλυνση της συμφιλίωσης των γονικών και των επαγγελματικών ευθυνών των εργαζόμενων γονέων, λαμβάνοντας υπόψη την αυξανόμενη ποικιλομορφία των οικογενειακών δομών, στο πλαίσιο σεβασμού του εθνικού δικαίου, των συλλογικών συμφωνιών και/ή των πρακτικών.

2.      Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας προσδιοριζόμενη από το δίκαιο, τις συλλογικές συμβάσεις και/ή τις πρακτικές που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος.»

8        Η ρήτρα 2 της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Η παρούσα συμφωνία παρέχει ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας σε εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες, λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, έτσι ώστε να μπορούν να ασχοληθούν με το παιδί αυτό, μέχρι μιας ορισμένης ηλικίας που μπορεί να φτάνει μέχρι τα οκτώ έτη και προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη και/ή τους κοινωνικούς εταίρους.

2.      Η άδεια χορηγείται για περίοδο τουλάχιστον τεσσάρων μηνών [...]».

9        Η ρήτρα 3, σημείο 1, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου ορίζει τα εξής:

«Οι προϋποθέσεις πρόσβασης και οι τρόποι εφαρμογής της γονικής άδειας ορίζονται από το δίκαιο και/ή τις συλλογικές συμβάσεις στα κράτη μέλη, ενόσω τηρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις της παρούσας συμφωνίας. Τα κράτη μέλη και/ή οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν συγκεκριμένα:

α)      να αποφασίζουν αν η γονική άδεια χορηγείται κατά πλήρη χρόνο, κατά μερικό χρόνο, κατά τρόπο αποσπασματικό ή με τη μορφή χρονικής πίστωσης, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων,

β)      να εξαρτούν το δικαίωμα της γονικής άδειας από περίοδο εργασίας και/ή περίοδο αρχαιότητας που δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος· […]

γ)      να ορίζουν τις περιπτώσεις στις οποίες ο εργοδότης, κατόπιν διαβούλευσης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τις συλλογικές συμβάσεις και/ή πρακτικές, μπορεί να αναβάλει τη χορήγηση της γονικής άδειας για βάσιμους λόγους που συνδέονται με τη λειτουργία της επιχείρησης· [...]

δ)      επιπλέον του στοιχείου γ), να επιτρέπουν ειδικές διευθετήσεις που ανταποκρίνονται στις λειτουργικές και οργανωτικές απαιτήσεις των μικρών επιχειρήσεων.»

10      Η τιτλοφορούμενη «Εργασιακά δικαιώματα και μη διάκριση» ρήτρα 5 της ίδιας συμφωνίας-πλαισίου ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Στο τέλος της γονικής άδειας, οι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα να επιστρέψουν στην ίδια θέση εργασίας ή, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, σε ισοδύναμη ή ανάλογη θέση που είναι σύμφωνη με την εργασιακή σύμβαση ή σχέση.

2.      Τα κεκτημένα δικαιώματα ή τα υπό κτήση δικαιώματα από τον εργαζόμενο κατά την ημερομηνία έναρξης της γονικής άδειας διατηρούνται ως έχουν έως το τέλος της γονικής άδειας. Με τη λήξη της γονικής άδειας, εφαρμόζονται τα εν λόγω δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών που προέρχονται από το εθνικό δίκαιο, τις συλλογικές συμβάσεις και/ή πρακτικές.

3.      Τα κράτη μέλη και/ή οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν το καθεστώς της εργασιακής σύμβασης ή σχέσης για την περίοδο της γονικής άδειας.

[...]»

 Η οδηγία 2006/54

11      Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/54 ορίζει τα ακόλουθα:

«Δεν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων φορέων, όσον αφορά:

α)      τους όρους πρόσβασης στη μισθωτή εργασία [...] μεταξύ άλλων και ως προς τις προαγωγές·

[...]

γ)      τους όρους απασχόλησης και εργασίας [...]

[...]».

12      Το άρθρο 15 της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:

«Η γυναίκα που έχει λάβει άδεια μητρότητας δικαιούται, μετά το πέρας της άδειας αυτής, να επιστρέφει στην εργασία της ή σε ισοδύναμη θέση με όρους και συνθήκες όχι λιγότερο ευνοϊκούς για αυτήν [...]».

13      Το άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να αναγνωρίζουν χωριστό δικαίωμα άδειας πατρότητας ή/και άδειας υιοθεσίας. Τα κράτη μέλη που αναγνωρίζουν τα εν λόγω δικαιώματα μεριμνούν ώστε […] κατά το πέρας αυτής της άδειας, [οι εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες] δικαιούνται να επιστρέφουν στην εργασία τους ή σε θέση ισοδύναμη υπό όρους και συνθήκες όχι λιγότερο ευνοϊκούς γι’ αυτούς […]».

 Το γερμανικό δίκαιο

14      Το καθεστώς του δοκίμου δημοσίου υπαλλήλου που διορίζεται σε διευθυντική θέση διέπεται, όσον αφορά το Land του Βερολίνου, από το άρθρο 97 του Landesbeamtengesetz (νόμου του Land περί δημοσίων υπαλλήλων, στο εξής: LBG), της 19ης Μαρτίου 2009.

15      Το άρθρο 97, παράγραφος 1, του LBG προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η δοκιμαστική υπηρεσία που πραγματοποιείται σε τέτοια θέση έχει διετή διάρκεια και δεν χωρεί παράταση.

16      Κατά το άρθρο 97, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του LBG:

«Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την τελευταία θέση που κατείχε ο δημόσιος υπάλληλος ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος [...] αναστέλλονται, από την ημέρα του διορισμού του, καθ’ όλη τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου [...]».

17      Κατά το άρθρο 97, παράγραφος 4, του LBG, όπως τροποποιήθηκε με τον Dienstrechtsneuordnungsgesetz (νόμο περί μεταρρυθμίσεως και εκσυγχρονισμού του ομοσπονδιακού δικαίου δημοσίας διοικήσεως), της 22ας Ιουνίου 2011:

«Ο δόκιμος υπάλληλος που συμπλήρωσε επιτυχώς τη δοκιμαστική του υπηρεσία μονιμοποιείται […] Ο δημόσιος υπάλληλος που δεν μονιμοποιείται στο τέλος της δοκιμαστικής υπηρεσίας χάνει κάθε δικαίωμα στην αμοιβή της μη πληρωθείσας θέσης. Δεν θεμελιώνει δε ευρύτερα δικαιώματα. Ο δημόσιος υπάλληλος δεν δύναται, για περίοδο ενός έτους, να γίνει δεκτός σε δοκιμαστική υπηρεσία που αφορά την ίδια θέση. Οσάκις ο δημόσιος υπάλληλος δεν εξετέλεσε επιτυχώς για πρώτη φορά τη δοκιμαστική του υπηρεσία, εξαιτίας και μόνον του γεγονότος ότι δεν κατέστη δυνατό να ασκήσει να καθήκοντα της διευθυντικής αυτής θέσεως για παρατεταμένη περίοδο, ο ιεραρχικά προϊστάμενος δύναται να επιτρέψει εξαιρέσεις από την έβδομη περίοδο.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18      Η H. υπηρετεί στη διοίκηση του Land του Βερολίνου από το 1999 και έχει την ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου. Από τις 23 Σεπτεμβρίου 2008 κατείχε θέση συμβούλου του μισθολογικού κλιμακίου A 16. Κατόπιν διαδικασίας επιλογής, η Η. προήχθη, στις 20 Σεπτεμβρίου 2011, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 97, παράγραφος 1, του LBG, σε δόκιμη δημόσια υπάλληλο σε θέση συμβούλου του ανώτερου μισθολογικού κλιμακίου Β 2. Ως εκ τούτου, στις 18 Οκτωβρίου 2011, τοποθετήθηκε σε κενή κατά τον χρόνο εκείνο θέση του τελευταίου αυτού μισθολογικού κλιμακίου η οποία αφορούσε διευθυντικά καθήκοντα.

19      Ωστόσο, η H. δεν ανέλαβε τα καθήκοντά της στη νέα αυτή θέση. Συγκεκριμένα, από τις 25 Ιουλίου 2011 έως τις 19 Ιανουαρίου 2012, τελούσε σε άδεια ασθενείας για λόγους που σχετίζονταν με την εγκυμοσύνη της, ενώ στη συνέχεια έλαβε άδεια μητρότητας από τις 20 Ιανουαρίου έως τις 27 Απριλίου 2012. Κατά το πέρας της άδειας μητρότητας, η Η. τελούσε σε άδεια έως τις 29 Μαΐου 2012, προτού λάβει γονική άδεια, η οποία άρχισε στις 30 Μαΐου 2012 και παρατάθηκε επανειλημμένα μέχρι τη λήξη της στις 20 Φεβρουαρίου 2015.

20      Στο μεσοδιάστημα, η θέση στην οποία είχε τοποθετηθεί η H. ως δόκιμος δημόσιος υπάλληλος προκηρύχθηκε εκ νέου κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2012, προτού ανατεθεί σε άλλον ενδιαφερόμενο.

21      Στις 4 Σεπτεμβρίου 2014, το Landesverwaltungsamt Berlin (διοικητική υπηρεσία του Land του Βερολίνου, Γερμανία) ενημέρωσε την Η. ότι δεν είχε συμπληρώσει επιτυχώς τη διετή δοκιμαστική της υπηρεσία στην προμνησθείσα θέση, καθότι δεν είχε πράγματι απασχοληθεί σε αυτήν, και ότι η ιδιότητά της του δοκίμου δημοσίου υπαλλήλου είχε, ως εκ τούτου, λήξει στις 19 Σεπτεμβρίου 2013, σύμφωνα με το άρθρο 97, παράγραφος 4, του LBG. Η υπηρεσία αυτή ενημέρωσε επίσης την ενδιαφερομένη ότι επρόκειτο να επανατοποθετηθεί στην προηγούμενή της θέση συμβούλου του μισθολογικού κλιμακίου A 16.

22      Μετά την απόρριψη, με απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2014, από την προμνησθείσα υπηρεσία της διοικητικής της ενστάσεως, η Η. άσκησε προσφυγή ενώπιον του Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικού πρωτοδικείου Βερολίνου, Γερμανία), με αίτημα να ακυρωθεί η απόφαση αυτή και να αναγνωριστεί ότι έπρεπε να διατηρήσει, και πέραν της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, την ιδιότητά της του δοκίμου δημοσίου υπαλλήλου σε στάδιο προαγωγής σε διευθυντική θέση του μισθολογικού κλιμακίου B 2. Προς στήριξη της προσφυγής αυτής, η Η. υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούσε παράβαση των οδηγιών 2006/54 και 2010/18.

23      Όσον αφορά την οδηγία 2010/28 και την αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο, το Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικό πρωτοδικείο Βερολίνου) διερωτάται, ιδίως, κατά πόσον το άρθρο 97 του LBG συνάδει προς τη ρήτρα 5, σημείο 1, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου δεδομένου ότι, κατά τη λήξη της γονικής της άδειας, η H. δεν μπόρεσε να επιστρέψει στη θέση εργασίας που κατείχε πριν από την άδεια ή σε ισοδύναμη θέση, αλλά επανατοποθετήθηκε σε μια οργανικώς κατώτερη θέση. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 97 με τη ρήτρα 5, σημείο 2, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, η οποία προβλέπει τη διατήρηση των κεκτημένων ή των υπό κτήση δικαιωμάτων, λόγω του ότι η επανατοποθέτηση αυτή συνεπάγεται μισθολογική μείωση. Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν μπορεί ωστόσο να αποκλεισθεί ότι, όπως υποστηρίζει το Land του Βερολίνου, οι κανόνες του άρθρου 97 του LBG μπορούν να συνιστούν εθνικό δίκαιο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 2, δεύτερη περίοδος, της ίδιας συμφωνίας-πλαισίου, από το οποίο θα μπορούσαν να απορρέουν νομίμως αλλαγές στα δικαιώματα των εργαζομένων κατά τη λήξη της γονικής άδειας.

24      Επιπροσθέτως, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το άρθρο 97 του LBG συνιστά παράβαση της αναθεωρημένης συμφωνίας‑πλαισίου και/ή της οδηγίας 2006/54, θα ήταν αδύνατον να ερμηνευθεί το εν λόγω άρθρο 97 κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η συμβατότητα με τους ανωτέρω κανόνες του δικαίου της Ένωσης, με αποτέλεσμα να πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να παραμείνει ανεφάρμοστος ο εθνικός αυτός κανόνας.

25      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι η καταλληλότερη λύση θα ήταν η παράταση της δοκιμαστικής περιόδου, εφόσον η διάρκειά της δεν είχε ακόμα συμπληρωθεί κατά την έναρξη της γονικής άδειας, είτε στην αρχική θέση είτε, όταν, όπως εν προκειμένω, η θέση αυτή ανατέθηκε εν τω μεταξύ εκ νέου σε άλλον δημόσιο υπάλληλο, σε συγκρίσιμη διευθυντική θέση. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης ποια λύση θα έπρεπε να προταθεί στην περίπτωση που δεν θα ήταν διαθέσιμη καμία συγκρίσιμη θέση. Τέλος, στο μέτρο που το εθνικό δίκαιο επιτάσσει, σε περίπτωση τοποθετήσεως σε νέα θέση, τη διενέργεια νέας διαδικασίας επιλογής, με κίνδυνο στην περίπτωση αυτή να επιλεγεί ενδεχομένως διαφορετικός υποψήφιος από τον δημόσιο υπάλληλο που επιστρέφει από γονική άδεια, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει να μη διενεργηθεί τέτοια διαδικασία.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικό πρωτοδικείο Βερολίνου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν οι διατάξεις της οδηγίας [2010/18] καθώς και οι διατάξεις της [αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου] την έννοια ότι δεν επιτρέπουν ρύθμιση της εθνικής νομοθεσίας κατά την οποία ο χρόνος δοκιμαστικής υπηρεσίας δημοσίου υπαλλήλου σε θέση διευθυντικών καθηκόντων λήγει, βάσει του νόμου και χωρίς καμία δυνατότητα παρατάσεως, ακόμη και όταν ο δημόσιος υπάλληλος ή η δημόσια υπάλληλος, κατά το μεγαλύτερο διάστημα της δοκιμαστικής υπηρεσίας, απουσίαζε και εξακολουθεί να απουσιάζει με γονική άδεια;

2)      Έχουν οι διατάξεις της οδηγίας [2006/54] ιδίως τα άρθρα 14, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, 15 και 16, την έννοια ότι ρύθμιση της εθνικής νομοθεσίας με το περιεχόμενο που εκτίθεται στο πρώτο ερώτημα αποτελεί έμμεση διάκριση λόγω φύλου, σε περίπτωση που πλήττει ή ενδέχεται να πλήξει πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών παρά ανδρών;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ή στο δεύτερο ερώτημα: αντιτίθεται η ερμηνεία των προαναφερθεισών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σε εθνική ρύθμιση με το ως άνω περιεχόμενο, ακόμη και όταν ο σκοπός που προβάλλεται προς δικαιολόγησή της είναι να μπορεί να διαπιστωθεί, στο πλαίσιο της δοκιμαστικής υπηρεσίας, ότι κατάλληλος για τη μόνιμη κάλυψη θέσεως διευθυντικών καθηκόντων είναι μόνον όποιος έχει ασκήσει πραγματικά και αδιαλείπτως για παρατεταμένη περίοδο τα καθήκοντά του;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως και στο τρίτο ερώτημα: Επιτρέπει η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης άλλη έννομη συνέπεια αντί της συνεχίσεως της δοκιμαστικής υπηρεσίας αμέσως μετά τη λήξη της γονικής άδειας –για το χρονικό διάστημα εκείνο που δεν έχει διανυθεί κατά την έναρξη της γονικής άδειας– στην ίδια ή σε παρόμοια υπηρεσιακή θέση, σε περίπτωση που, για παράδειγμα, δεν είναι πλέον διαθέσιμη τέτοια υπηρεσιακή θέση ή αντίστοιχη οργανική θέση;

5)      Επιτάσσει η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης να μην διενεργηθεί, στην περίπτωση αυτή, νέα διαγωνιστική διαδικασία με συμμετοχή άλλων διαγωνιζομένων, κατά τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, προκειμένου να πληρωθεί άλλη υπηρεσιακή θέση ή άλλη θέση διευθυντικών καθηκόντων;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος και επί του πρώτου σκέλους του τρίτου ερωτήματος

27      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί κατά πόσον η ρήτρα 5, σημεία 1 και 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εξαρτά την οριστική προαγωγή σε διευθυντική θέση της δημοσίας διοικήσεως από την προϋπόθεση να πραγματοποιήσει ο επιλεγείς υποψήφιος προηγουμένως με επιτυχία διετή δοκιμαστική υπηρεσία στη θέση αυτή και βάσει της οποίας, σε περίπτωση που ο υποψήφιος αυτός τελούσε, κατά το μεγαλύτερο τμήμα της δοκιμαστικής αυτής υπηρεσίας, και εξακολουθεί να τελεί σε γονική άδεια, η εν λόγω δοκιμαστική υπηρεσία λήγει νομίμως κατά το πέρας της διετούς αυτής περιόδου, χωρίς να χωρεί παράτασή της, ο δε ενδιαφερόμενος επανατοποθετείται, ως εκ τούτου, κατά την επιστροφή του από τη γονική άδεια, στην κατώτερη θέση, τόσο από υπηρεσιακή όσο και από μισθολογική άποψη, που κατείχε προτού γίνει δεκτός για την εν λόγω δοκιμαστική περίοδο. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο αυτό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, με το πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος, να διευκρινιστεί κατά πόσον η ρήτρα 5 σημεία 1 και 2, έχει την έννοια ότι τέτοια εθνική κανονιστική ρύθμιση ενδέχεται ωστόσο να δικαιολογείται από τον σκοπό της ίδιας της δοκιμαστικής υπηρεσίας, ο οποίος συνίσταται στο να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση της καταλληλότητας για την κάλυψη της διαθέσιμης διευθυντικής θέσεως και επιτάσσει, κατά συνέπεια, να καλύπτει η εν λόγω δοκιμαστική υπηρεσία μια παρατεταμένη περίοδο.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

28      Πρέπει να διευκρινιστεί, ευθύς εξ αρχής, ότι η H. απουσίασε λόγω γονικής άδειας κατά το μεγαλύτερο μέρος της δοκιμαστικής υπηρεσίας που απαιτείται για τον οριστικό διορισμό στην οικεία διευθυντική θέση και εξακολουθούσε να τελεί σε γονική άδεια όταν η διοικητική υπηρεσία του Land του Βερολίνου την ενημέρωσε ότι θα επανατοποθετείτο στην προηγούμενη θέση της, οπότε η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική κανονιστική ρύθμιση πρέπει να εξετασθεί αποκλειστικώς υπό το πρίσμα της οδηγίας 2010/18 και της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου.

29      Όπως προκύπτει από το πρώτο εδάφιο του προοιμίου της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, με την εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο οι κοινωνικοί εταίροι, οι οποίοι εκπροσωπούνται από διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα, δεσμεύονται να λάβουν μέτρα, καθορίζοντας τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη γονική άδεια, προκειμένου να καταστεί δυνατή η συμφιλίωση των επαγγελματικών και οικογενειακών ευθυνών και να προωθηθεί η ισότητα των ευκαιριών και η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών.

30      Η αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2010/18 για την εφαρμογή της εν λόγω αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου υπογραμμίζει, ομοίως, ότι οι στόχοι τους οποίους επιδιώκει η οδηγία αυτή συνίστανται στο να δοθεί στους εργαζόμενους γονείς η δυνατότητα μεγαλύτερης συμφιλίωσης της επαγγελματικής, ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής και στο να προαχθεί η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τις ευκαιρίες στην αγορά εργασίας και τη μεταχείριση στην εργασία σε ολόκληρη την Ένωση.

31      Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, ιδίως ως προς την απασχόληση, την εργασία και τις αποδοχές, αφενός, και το δικαίωμα γονικής άδειας με σκοπό τη συμφιλίωση της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής, αφετέρου, κατοχυρώνονται αντιστοίχως στα άρθρα 23 και 33, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), διατάξεις στις οποίες παραπέμπει το σημείο 3 των γενικών εκτιμήσεων της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου.

32      Το δικαίωμα γονικής άδειας περιελήφθη πράγματι στο άρθρο 33, παράγραφος 2, του Χάρτη, μεταξύ των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων του κεφαλαίου IV, υπό τον τίτλο «Αλληλεγγύη». Η διάταξη αυτή ορίζει ότι, προκειμένου να μπορεί να συνδυάζει την οικογενειακή με την επαγγελματική ζωή του, κάθε πρόσωπο έχει, μεταξύ άλλων, δικαίωμα γονικής αδείας μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία τέκνου.

33      Επιπλέον, οι στόχοι τους οποίους επιδιώκει η αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο αφορούν τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας και την κατάλληλη κοινωνική προστασία των εργαζομένων, και, όπως προκύπτει από το άρθρο 151 ΣΛΕΕ, περιλαμβάνονται μεταξύ των στόχων που επιδιώκει η κοινωνική πολιτική της Ένωσης (βλ. συναφώς, όσον αφορά τη συμφωνία-πλαίσιο του 1995, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2009, Meerts, C‑116/08, EU:C:2009:645, σκέψη 37).

34      Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο, όπως και η συμφωνία-πλαίσιο του 1995, εφαρμόζεται επίσης στους εργαζομένους οι οποίοι, όπως η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, έχουν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου. Συγκεκριμένα, η ρήτρα 1, σημείο 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου αφορά, εν γένει, «όλους τους εργαζόμενους [...] που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας προσδιοριζόμενη από το δίκαιο, τις συλλογικές συμβάσεις και/ή τις πρακτικές που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος» και η ρήτρα 2, σημείο 1, της ίδιας συμφωνίας-πλαισίου αφορά «τους εργαζομένους», χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του εργοδότη με τον οποίο αυτοί συνδέονται, καταλαμβάνοντας συνεπώς το σύνολο των εργαζομένων (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2010, Χατζή, C‑149/10, EU:C:2010:534, σκέψεις 28 έως 30).

 Επί της ρήτρας 5 της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου

35      Πρέπει να επισημανθεί, ευθύς εξ αρχής, ότι το γράμμα των σημείων 1 έως 3 της ρήτρας 5 της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου είναι σχεδόν πανομοιότυπο με εκείνο των σημείων 5 έως 7 της ρήτρας 2 της συμφωνίας-πλαισίου του 1995, και επομένως η αφορώσα τις τελευταίες αυτές διατάξεις ερμηνεία εκ μέρους του Δικαστηρίου ισχύει επίσης και για τις πρώτες (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, Rodríguez Sánchez, C‑351/14, EU:C:2016:447, σκέψη 47).

36      Με την προοπτική να δοθεί στους νέους γονείς η δυνατότητα να διακόψουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα προκειμένου να αφοσιωθούν στις οικογενειακές τους υποχρεώσεις, η αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο τους παρέχει την κατοχυρωμένη στη ρήτρα 5, σημείο 1, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου διασφάλιση ότι, όταν λήξει η γονική άδεια, θα επανέλθουν στη θέση εργασίας τους ή, σε περίπτωση που τούτο δεν είναι δυνατό, σε ισοδύναμη ή ανάλογη θέση εργασίας σύμφωνη προς τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας τους. Η διάταξη αυτή εγγυάται, επομένως, την επιστροφή στη θέση εργασίας κατά τη λήξη της άδειας αυτής υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ίσχυαν κατά τον χρόνο λήψεως της εν λόγω άδειας (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, TSN και YTN, C‑512/11 και C‑513/11, EU:C:2014:73, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Η ρήτρα 5, σημείο 2, πρώτη περίοδος, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου έχει, με την ίδια προοπτική, ως αντικείμενο, αφενός, να αποτρέψει την απώλεια ή τον περιορισμό των κεκτημένων ή των υπό κτήση δικαιωμάτων που πηγάζουν από τη σχέση εργασίας, και τα οποία μπορεί να προβάλει ο εργαζόμενος κατά την έναρξη της γονικής άδειας, και, αφετέρου, να εξασφαλίσει ότι, με τη λήξη της άδειας αυτής, ο εργαζόμενος θα επανέλθει, όσον αφορά τα δικαιώματα αυτά, στην ίδια κατάσταση στην οποία βρισκόταν κατά τον χρόνο ενάρξεως της άδειας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, Gómez-Limón Sánchez-Camacho, C‑537/07, EU:C:2009:462, σκέψη 39, και της 22ας Οκτωβρίου 2009, Meerts, C‑116/08, EU:C:2009:645, σκέψη 39 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Πάντως, η προμνησθείσα διάταξη δεν ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από τη σχέση εργασίας κατά τη διάρκεια της γονικής άδειας, καθόσον, βάσει της ρήτρας 5, σημείο 3, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, αυτά καθορίζονται από τα κράτη μέλη και/ή από τους κοινωνικούς εταίρους. Ωστόσο, όπως έκρινε το Δικαστήριο, τέτοια παραπομπή στην εθνική νομοθεσία και στις συλλογικές συμβάσεις δεν θίγει τις ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζει η αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο και ιδίως εκείνες που διευκρινίζονται στη ρήτρα 5, σημεία 1 και 2, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, Gómez-Limón Sánchez-Camacho, C‑537/07, EU:C:2009:462, σκέψη 46, και της 22ας Οκτωβρίου 2009, Meerts, C‑116/08, EU:C:2009:645, σκέψη 45).

39      Λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που ανέπτυξε το Land του Βερολίνου, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι, αντιθέτως προς ό,τι αυτό υποστηρίζει, ο εργαζόμενος πρέπει να έχει δικαίωμα επιστροφής στην ίδια θέση εργασίας και να διατηρεί τα κεκτημένα ή τα υπό κτήση δικαιώματα, όπως εγγυάται η ρήτρα 5, σημεία 1 και 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, ακόμη και όταν η γονική άδεια που του χορηγήθηκε δυνάμει των εφαρμοστέων εθνικών διατάξεων υπερβαίνει την ελάχιστη τετράμηνη περίοδο που ορίζει η ρήτρα 2, σκέψη 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου.

40      Πράγματι, περάν του ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 20 των προτάσεών του, η λύση αυτή συνάγεται ήδη εμμέσως από τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., συναφώς, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Riežniece, C‑7/12, EU:C:2013:410, σκέψεις 12, 17, 32, 50 και 51), η αντίθετη άποψη, την οποία υποστηρίζει το Land του Βερολίνου, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στην αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο, της οποίας η ρήτρα 5 αναφέρεται, στα σημεία 1 και 2 αντιστοίχως, στο δικαίωμα επιστροφής στην ίδια θέση εργασίας «στο τέλος της γονικής άδειας» και στο δικαίωμα διατηρήσεως των κεκτημένων δικαιωμάτων ή των υπό κτήση δικαιωμάτων «έως το τέλος της γονικής άδειας».

41      Επιπροσθέτως, το να στερηθεί ο οικείος εργαζόμενος την εγγύηση επιστροφής στην προηγούμενη θέση του και τα κεκτημένα ή τα υπό κτήση δικαιώματα, οσάκις η γονική άδεια υπερβαίνει την ελάχιστη τετράμηνη διάρκεια, θα κατέληγε στο να αποθαρρύνεται ο εργαζόμενος από το να λάβει την απόφαση να ασκήσει το δικαίωμά του να λάβει γονική άδεια, με αποτέλεσμα να υπονομεύονται η πραγματική άσκηση του δικαιώματος αυτού και η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2010/18, καθώς και της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, TSN και YTN, C‑512/11 και C‑513/11, EU:C:2014:73, σκέψη 51) και να διακυβεύεται επομένως ο σκοπός περί συνδυασμού των επαγγελματικών και των οικογενειακών ευθυνών τον οποίο επιδιώκει η αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Lyreco Belgium, C‑588/12, EU:C:2014:99, σκέψη 40).

42      Κατά δεύτερο λόγο, δεν είναι επίσης δυνατόν να γίνει δεκτή η άποψη του Land του Βερολίνου κατά την οποία, εφόσον δεν είχε πράγματι απασχοληθεί στην επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης θέση δοκίμου υπαλλήλου, η H. δεν είχε, δυνάμει της ρήτρας 5, σημεία 1 και 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, το δικαίωμα να επιστρέψει στην εν λόγω θέση κατά τη λήξη της γονικής της άδειας, ούτε εξακολουθούσε να απολαύει των κεκτημένων ή των υπό κτήση δικαιωμάτων, ιδίως εκείνων που συναρτώνται με τη θέση αυτή, κατά τον χρόνο ενάρξεως της γονικής άδειας.

43      Οι περιεχόμενοι στην εν λόγω ρήτρα 5, σημεία 1 και 2, όροι «ίδια θέση εργασίας» και «κεκτημένα δικαιώματα ή υπό κτήση δικαιώματα» πρέπει κανονικά, ελλείψει ρητής παραπομπής στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της εννοίας και του περιεχομένου τους, να ερμηνεύονται κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται και του σκοπού της επίμαχης ρυθμίσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2009, Meerts, C‑116/08, EU:C:2009:645, σκέψη 41).

44      Πλην όμως, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκουν η αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο και η οδηγία 2010/18, όπως αυτοί υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 29 και 30 της παρούσας αποφάσεως, καθώς και του ότι η ρήτρα 5, σημεία 1 και 2, πρώτη περίοδος, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, αφενός, αντανακλά μια ιδιαίτερης σημασίας αρχή του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, συγκεκριμενοποιεί το δικαίωμα γονικής άδειας το οποίο κατοχυρώνεται, άλλωστε, ως θεμελιώδες δικαίωμα στο άρθρο 33, παράγραφος 2, του Χάρτη, η διάταξη αυτή δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύεται συσταλτικώς (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 2009, Meerts, C‑116/08, EU:C:2009:645, σκέψη 42, και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Lyreco Belgium, C‑588/12, EU:C:2014:99, σκέψη 36).

45      Είναι επομένως αρκετό, για τους σκοπούς εφαρμογής της ρήτρας 5, σημεία 1 και 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου ότι, κατά τον χρόνο που έλαβε τη γονική της άδεια, η H. είχε, κατόπιν διαδικασίας επιλογής και κατόπιν προαγωγής της, ήδη τοποθετηθεί ως δόκιμος δημόσιος υπάλληλος στην οικεία θέση και ελάμβανε επομένως επίσης τις αντίστοιχες αποδοχές του σχετικού ανωτέρου μισθολογικού κλιμακίου που συνεπαγόταν η θέση αυτή. Η περίσταση ότι, κατά τον χρόνο της εν λόγω τοποθετήσεως, η ενδιαφερομένη τελούσε σε άδεια ασθενείας για λόγους που σχετίζονταν με την εγκυμοσύνη της ουδόλως μεταβάλλει, αντιθέτως, το γεγονός ότι, από το χρονικό αυτό σημείο, η νέα αυτή θέση ήταν δική της, με αποτέλεσμα να πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν αργότερα η ενδιαφερομένη έλαβε τη γονική της άδεια, κατείχε ήδη την εν λόγω θέση και απήλαυε των κεκτημένων ή των υπό κτήση δικαιωμάτων που ενδεχομένως απορρέουν από αυτήν.

46      Τυχόν αποδοχή της ερμηνείας που προτείνει το Land του Βερολίνου θα είχε, εξάλλου, ως αποτέλεσμα να αποθαρρυνθούν οι οικείοι εργαζόμενοι από το να λαμβάνουν γονική άδεια και να υπονομευθούν οι στόχοι τους οποίους επιδιώκει η εν λόγω συμφωνία.

47      Κατά τρίτο λόγο, πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα κατά πόσον μια κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, συνιστά παράβαση της ρήτρας 5, σημεία 1 και 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, στο μέτρο που δεν προβλέπει καμία παράταση της δοκιμαστικής υπηρεσίας οσάκις ο δόκιμος δημόσιος υπάλληλος που είναι τοποθετημένος σε διευθυντική θέση τελεί σε γονική άδεια.

48      Όσον αφορά, πρώτον, τα δικαιώματα που αναγνωρίζει υπέρ του τελούντος σε γονική άδεια εργαζόμενου η ρήτρα 5, σημείο 1, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, ήτοι το να επιστρέψει αυτός, με τη λήξη της γονικής άδειας, στην ίδια θέση εργασίας ή, εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, σε ισοδύναμη ή ανάλογη θέση που να είναι σύμφωνη με την εργασιακή του σύμβαση ή σχέση, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το άρθρο 97 του LBG συνεπάγεται, αφενός, αυτομάτως ότι ο δημόσιος υπάλληλος που βρίσκεται στην κατάσταση της προσφεύγουσας της κύριας δίκης δεν δύναται, κατά τη λήξη της γονικής του άδειας, να επιστρέψει στη θέση του δοκίμου δημοσίου υπαλλήλου την οποία κατείχε προτού λάβει την άδεια αυτή. Πράγματι, η ενδιαφερομένη τελούσε σε γονική άδεια κατά τη νόμιμη διάρκεια της δοκιμαστικής υπηρεσίας και δεν άσκησε, συνεπώς, τα σχετικά με τη θέση αυτή καθήκοντα, ούτε μπόρεσε, ως εκ τούτου, να αποδείξει την καταλληλότητά της ώστε να διοριστεί οριστικώς σ’ αυτήν, οπότε δεν αμφισβητείται ότι, κατά την επιστροφή της από την άδεια, δεν μπορούσε να επιστρέψει στην εν λόγω θέση.

49      Αφετέρου, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η εν λόγω εθνική κανονιστική ρύθμιση συνεπάγεται επίσης αυτομάτως ότι δεν είναι δυνατόν, κατά τη λήξη της γονικής της άδειας, να προσφερθεί στην ενδιαφερομένη θέση δοκίμου δημοσίου υπαλλήλου ισοδύναμη ή ανάλογη προς εκείνη που κατείχε πριν από την άδεια αυτή, εφόσον η διετής περίοδος κατά την οποία είχε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει δοκιμαστική υπηρεσία προκειμένου να αποδείξει ότι ήταν κατάλληλη για να τοποθετηθεί σε διευθυντική θέση είχε τότε παρέλθει και δεν ήταν δυνατόν να παραταθεί.

50      Ως εκ τούτου, η ρήτρα 5, σημείο 1, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

51      Όσον αφορά, δεύτερον, τη ρήτρα 5, σημείο 2, πρώτη περίοδος, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, η οποία προβλέπει ότι διατηρούνται «τα κεκτημένα δικαιώματα ή τα υπό κτήση δικαιώματα», πρέπει να υπομνησθεί ότι ο όρος αυτός περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων, σε χρήματα ή σε είδος, που απορρέουν άμεσα ή έμμεσα από τη σχέση εργασίας και την απόλαυση των οποίων μπορεί να αξιώσει ο εργαζόμενος έναντι του εργοδότη στην αρχή της γονικής άδειας (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ης Οκτωβρίου 2009, Meerts, C‑116/08, EU:C:2009:645, σκέψη 43).

52      Μεταξύ των εν λόγω δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων περιλαμβάνονται εκείνα που απορρέουν από διατάξεις που ορίζουν τις προϋποθέσεις ανέλιξης σε ανώτερο επίπεδο της επαγγελματικής ιεραρχίας, καθότι αυτά πράγματι απορρέουν από τη σχέση εργασίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2004, Sass, C‑284/02, EU:C:2004:722, σκέψη 31). Τέτοια είναι, εν προκειμένω, η περίπτωση του προβλεπόμενου στο άρθρο 97 του LBG δικαιώματος του δημοσίου υπαλλήλου να επιτύχει ενδεχομένως οριστική προαγωγή σε διευθυντική θέση πραγματοποιώντας δοκιμαστική υπηρεσία ορισμένης διάρκειας, στο πλαίσιο της εργασιακής του σχέσης στην υπηρεσία του Land του Βερολίνου και κατόπιν προηγούμενης διαδικασίας επιλογής.

53      Πλην όμως, επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι, συνεπεία του ότι η H. έλαβε γονική άδεια, το άρθρο 97 του LBG έχει, εν προκειμένω, ως αποτέλεσμα να στερείται η ενδιαφερομένη κάθε δυνατότητα να αποδείξει την ικανότητά της να ασκήσει τα διευθυντικά καθήκοντα της θέσεως που επιζητούσε και να προαχθεί, ενδεχομένως, οριστικά στη θέση αυτή κατά τη λήξη της δοκιμαστικής υπηρεσίας για την οποία είχε επιλεγεί πριν από την εν λόγω άδεια.

54      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η ρήτρα 5, σημείο 2, πρώτη περίοδος, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθεται επίσης σε κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης. Δεδομένου ότι είναι ικανή να αποθαρρύνει εργαζόμενο που βρίσκεται στην κατάσταση της H. από το να λάβει την απόφαση να κάνει χρήση του δικαιώματός του γονικής άδειας, η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση υπονομεύει την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος αυτού, όπως αυτό διασφαλίζεται στην αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο.

55      Σε ό,τι αφορά το σκεπτικό του αιτούντος δικαστηρίου, κατά το οποίο οι διατάξεις του άρθρου 97, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του LBG ενδέχεται να συνιστούν διατάξεις του «εθνικού δικαίου» κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 2, δεύτερη περίοδος, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, με αποτέλεσμα να μπορούν νομίμως να επιφέρουν, κατά τη λήξη της γονικής άδειας, μεταβολές στα δικαιώματα των εργαζομένων, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να επισημανθεί ευθύς εξ αρχής ότι υφίστανται διαφορές μεταξύ των διαφορετικών γλωσσικών αποδόσεων της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, ενώ ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις, όπως, μεταξύ άλλων, η γερμανική, ορίζουν ότι τα κεκτημένα ή τα υπό κτήση δικαιώματα εφαρμόζονται κατά τη λήξη της γονικής άδειας συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών που απορρέουν από τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις, η γαλλική απόδοση προβλέπει, με τη σειρά της, ότι με τη λήξη της γονικής άδειας εφαρμόζονται τα δικαιώματα του προμνησθείσας ρήτρας 5, σημείο 2, πρώτη περίοδος, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, όπως και οι αλλαγές που επέρχονται, μεταξύ άλλων, «στο εθνικό δίκαιο».

56      Ως προς τούτο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση αποκλίσεως μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων ενός νομοθετήματος της Ένωσης, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό της ρυθμίσεως της οποίας αυτή αποτελεί στοιχείο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Vnuk, C‑162/13, EU:C:2014:2146, σκέψη 46, και της 26ης Απριλίου 2017, Popescu, C‑632/15, EU:C:2017:303, σκέψη 35).

57      Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει η αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο, όπως αυτοί υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 29 και 30 της παρούσας αποφάσεως, καθώς και της σημασίας της προστασίας που παρέχεται στους εργαζομένους δυνάμει της ρήτρας 5, σημεία 1 και 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, η οποία υπογραμμίστηκε στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, η ρήτρα 5, σημείο 2, δεύτερη περίοδος, της αναθεωρημένης αυτής συμφωνίας-πλαισίου δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να υπονομεύει την πρακτική αποτελεσματικότητα της προστασίας που παρέχεται στους εργαζομένους δυνάμει της ρήτρας 5, σημείο 2, πρώτη περίοδος, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου. Πλην όμως, αυτό θα συνέβαινε εάν γινόταν δεκτό ότι, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί, δυνάμει της ρήτρας 5, σημείο 2, δεύτερη περίοδος, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, η απόσβεση ενός κεκτημένου ή ενός υπό κτήση δικαιώματος ενός εργαζομένου, εξαιτίας του ότι το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι ένα τέτοιο δικαίωμα αποσβέννυται νομίμως κατά την εκπνοή μιας μη επιδεχόμενης παράταση προθεσμίας που εξακολουθεί να τρέχει κατά τη διάρκεια της λόγω γονικής άδειας απουσίας του οικείου εργαζομένου.

58      Κατά τέταρτο και τελευταίο λόγο, πρέπει να εξετασθεί η αμφιβολία του αιτούντος δικαστηρίου ως προς το κατά πόσον οι προσβολές των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στη ρήτρα 5, σημεία 1 και 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 97 του LBG, θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να δικαιολογηθούν από τον σκοπό της επίμαχης στην κύρια δίκη δοκιμαστικής υπηρεσίας, ο οποίος έγκειται στο να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση της καταλληλότητας για πλήρωση της διαθέσιμης διευθυντικής θέσεως, καταλληλότητα που αποδεικνύεται μόνον με πραγματική άσκηση των σχετικών με τη θέση αυτή καθηκόντων για παρατεταμένη περίοδο.

59      Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, όπως ανέφερε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 30 των προτάσεών του, η αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο δεν περιέχει καμία διάταξη που να δικαιολογεί παρεκκλίσεις από τα δικαιώματα που κατοχυρώνει. Εν πάση περιπτώσει, οι προσβολές που εν προκειμένω αυτά υφίστανται ουδόλως είναι αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Πράγματι, ένας σκοπός όπως αυτός που ανέφερε το αιτούν δικαστήριο θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω ορισμένων ρυθμίσεων δυνάμει των οποίων να καθίσταται δυνατόν, όπως επιτάσσει η ρήτρα 5, σημείο 2, πρώτη περίοδος, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, να διατηρηθεί ακέραια η εν εξελίξει διαδικασία επαγγελματικής προαγωγής και να συνεχισθεί κατά τη λήξη της γονικής άδειας η δοκιμαστική υπηρεσία, για όσον χρόνο χρειάζεται, είτε στη θέση εργασίας που κατείχε ο ενδιαφερόμενος όταν έλαβε την άδεια αυτή είτε, εάν τούτο αποδεδειγμένα δεν είναι δυνατόν, σε ισοδύναμη ή ανάλογη θέση, όπως επιτάσσει η ρήτρα 5, σημείο 1, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου.

60      Δεν μπορεί εξάλλου να γίνει δεκτό το επιχείρημα του Land του Βερολίνου ότι η υποχρέωση του εργοδότη να εγγυηθεί, για περίοδο που μπορεί να καλύπτει τη μέγιστη επιτρεπόμενη διάρκεια της γονικής άδειας –ήτοι τρία έτη στη Γερμανία–, την επιστροφή του εργαζομένου στη θέση εργασίας που αυτός προηγουμένως κατείχε, με αναγκαστική συνέπεια ενδεχομένως να παραμένει κενή η θέση αυτή κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, είναι ικανή να διακυβεύσει την καλή λειτουργία των υπηρεσιών του ομόσπονδου αυτού κράτους, στον δε ιδιωτικό τομέα ακόμα και να υπονομεύσει την ίδια την ύπαρξη της επιχειρήσεως.

61      Σύμφωνα με τη ρήτρα 3, σημείο 1, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, στα κράτη μέλη εναπόκειται να ορίσουν τον τρόπο εφαρμογής της γονικής άδειας και, μεταξύ άλλων, να καθορίσουν την επιτρεπόμενη διάρκειά της, τούτο δε τηρουμένων των ελαχίστων απαιτήσεων που ορίζει η εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο. Πλην όμως, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της προμνησθείσας ρήτρας 3, σημείο 1, οι ανάγκες των εργοδοτών, κυρίως εκείνες που σχετίζονται με τη λειτουργία και την οργάνωση των επιχειρήσεων, και ιδίως των μικρών επιχειρήσεων, περιλαμβάνονται, όπως και οι ανάγκες των εργαζομένων, μεταξύ των κριτηρίων βάσει των οποίων τα κράτη μέλη και/ή οι κοινωνικοί εταίροι καλούνται, εφόσον χρειάζεται, να ορίσουν τους όρους προσβάσεως στη γονική άδεια και τον τρόπο εφαρμογής της τελευταίας.

62      Δεν μπορεί επομένως να γίνει δεκτό ότι, αφότου καθορισθεί, κατ’ εφαρμογή της προμνησθείσας διατάξεως, η επιτρεπόμενη διάρκεια της άδειας, οι εργαζόμενοι που επέλεξαν να λάβουν γονική άδεια με τη μέγιστη επιτρεπόμενη διάρκεια ενδέχεται, εν ονόματι των ίδιων αυτών αναγκών, να στερηθούν τις ελάχιστες προδιαγραφές που εγγυάται η αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο, όπως, μεταξύ άλλων, εκείνες που κατοχυρώνονται στη ρήτρα 5, σημεία 1 και 2.

63      Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθεισών σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα και στο πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5, σημεία 1 και 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εξαρτά την οριστική προαγωγή σε διευθυντική θέση της δημοσίας διοικήσεως από την προϋπόθεση να πραγματοποιήσει προηγουμένως με επιτυχία ο επιλεγείς υποψήφιος διετή δοκιμαστική υπηρεσία στη θέση αυτή και βάσει της οποίας, σε περίπτωση που ο υποψήφιος αυτός τελούσε, κατά το μεγαλύτερο τμήμα της δοκιμαστικής αυτής υπηρεσίας, και εξακολουθεί να τελεί σε γονική άδεια, η εν λόγω δοκιμαστική υπηρεσία λήγει νομίμως κατά το πέρας της διετούς αυτής περιόδου, χωρίς να χωρεί παράτασή της, ο δε ενδιαφερόμενος επανατοποθετείται, ως εκ τούτου, κατά την επιστροφή του από τη γονική άδεια, στην κατώτερη θέση, τόσο από υπηρεσιακή όσο και από μισθολογική άποψη, που κατείχε προτού γίνει δεκτός για την εν λόγω δοκιμαστική περίοδο. Οι ως άνω παραβάσεις της ρήτρας αυτής δεν είναι δυνατόν να δικαιολογούνται από τον σκοπό της ίδιας της δοκιμαστικής υπηρεσίας, που συνίσταται στο να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση της καταλληλότητας για την κάλυψη της διαθέσιμης διευθυντικής θέσεως.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος και επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου ερωτήματος

64      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα και στο πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα και στο δεύτερο σκέλος του τρίτου ερωτήματος.

 Επί του τετάρτου και επί του πέμπτου ερωτήματος

65      Με το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί ποιες συνέπειες από απόψεως δικαίου της Ένωσης έχει, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η μη συμβατότητα κανονιστικής ρυθμίσεως όπως η επίμαχη στη κύρια δίκη με τη ρήτρα 5, σημεία 1 και 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου.

66      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι κατά πάγια νομολογία, εφαρμόζοντας το εσωτερικό δίκαιο, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να το ερμηνεύουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού της κρίσιμης οδηγίας, προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο με αυτήν αποτέλεσμα και, κατά συνέπεια, να συμμορφώνονται προς το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez, C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τούτο συντρέχει επίσης οσάκις πρόκειται περί συμφωνιών οι οποίες, όπως και η αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο, τέθηκαν σε εφαρμογή με οδηγία του Συμβουλίου, της οποίας και αποτελούν επομένως αναπόσπαστο μέρος (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2010, Χατζή, C‑149/10, EU:C:2010:534, σκέψεις 43 και 44).

67      Εν προκειμένω, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ωστόσο ρητώς ότι τέτοια σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία δεν είναι δυνατή όσον αφορά την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κανονιστική ρύθμιση.

68      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, σε όλες τις περιπτώσεις όπου οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από απόψεως περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν βασίμως να τις επικαλούνται έναντι κράτους μέλους, ιδίως υπό την ιδιότητά του ως εργοδότη. Το Δικαστήριο έχει εξάλλου κρίνει ότι η νομολογία αυτή μπορεί να εφαρμοσθεί αναλογικώς επί συμφωνιών οι οποίες όπως οι συμφωνίες-πλαίσιο για τη γονική άδεια, είναι αποτέλεσμα διαλόγου που διεξήχθη μεταξύ κοινωνικών εταίρων σε επίπεδο Ένωσης και οι οποίες έχουν τεθεί σε εφαρμογή, σύμφωνα με την αντίστοιχη νομική τους βάση, με οδηγία του Συμβουλίου, της οποίας και αποτελούν επομένως αναπόσπαστο μέρος (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Απριλίου 2010, Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols, C‑486/08, EU:C:2010:215, σκέψεις 22 και 23).

69      Πλην όμως, η ρήτρα 5, σημεία 1 και 2, πρώτη περίοδος, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου καθιερώνει, κατά τρόπο γενικό και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία, το δικαίωμα του εργαζομένου να επιστρέψει στη θέση εργασίας του ή, εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, σε ισοδύναμη ή ανάλογη θέση και το δικαίωμά του να διατηρήσει, όταν λήξει η γονική άδεια, τα κατά την ημερομηνία ενάρξεώς της κεκτημένα ή υπό κτήση δικαιώματα. Οι διατάξεις αυτές είναι, επομένως, από άποψη περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς ώστε να χωρεί επίκλησή τους εκ μέρους ιδιώτη και ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν από τον δικαστή (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Gómez-Limón Sánchez-Camacho, C‑537/07, EU:C:2009:462, σκέψη 36).

70      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα εθνικά δικαστήρια και τα όργανα της διοικήσεως, σε περίπτωση που δεν μπορούν να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν την εθνική νομοθεσία κατά τρόπο σύμφωνο προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, έχουν την υποχρέωση να εφαρμόσουν στο ακέραιο το δίκαιο της Ένωσης και να προασπίσουν τα δικαιώματα που αυτό παρέχει στους ιδιώτες, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη του εσωτερικού δικαίου (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß, C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

71      Εναπόκειται, κατά συνέπεια, στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσον, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, το Land του Βερολίνου δεν ήταν, ως εργοδότης, όντως σε θέση να εγγυηθεί στην Η. ότι θα μπορούσε να επιστρέψει στη θέση εργασίας της με τη λήξη της γονικής της άδειας και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να της εξασφαλίσει ότι θα της προσφερόταν τότε, όπως επιτάσσει η ρήτρα 5, σημείο 1, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, ισοδύναμη ή ανάλογη θέση που να είναι σύμφωνη με την εργασιακή σύμβαση ή σχέση, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει από τη θέση αυτή μια δοκιμαστική υπηρεσία υπό συνθήκες που να συνάδουν, επιπροσθέτως, προς τις απορρέουσες από τη ρήτρα 5, σημείο 2, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου απαιτήσεις (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Riežniece, C‑7/12, EU:C:2013:410, σκέψη 51).

72      Όσον αφορά την περίσταση ότι η διευθυντική θέση, στην οποία η H. είχε τοποθετηθεί ως δόκιμη δημόσιος υπάλληλος στις 18 Οκτωβρίου 2011, ανατέθηκε εκ νέου οριστικά, αφότου η Η. είχε λάβει τη γονική της άδεια στις 30 Μαΐου 2012, σε άλλο ενδιαφερόμενο κατόπιν διαδικασίας επιλογής κινηθείσας κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2012, πρέπει να σημειωθεί ότι το Land του Βερολίνου δεν αποσαφήνισε ενώπιον του Δικαστηρίου σε τι έγκειτο η αντικειμενική αδυναμία του να μεριμνήσει ώστε να μπορέσει η H. να επιστρέψει, με τη λήξη της άδειάς της, στη συγκεκριμένη διευθυντική θέση ως δόκιμη δημόσιος υπάλληλος. Το ομόσπονδο αυτό κράτος δεν παρέθεσε ειδικότερα τους αντικειμενικούς εκείνους λόγους για τους οποίους αδυνατούσε είτε να διατηρήσει προσωρινά κενή τη θέση αυτή είτε, εφόσον ήταν αναγκαίο, να διορίσει προσωρινά σ’ αυτήν κάποιον άλλο υπάλληλο, μέχρι την επιστροφή της H.

73      Καίτοι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, για τους σκοπούς της ορθολογικής διαχειρίσεως της επιχειρήσεώς του, ο εργοδότης δύναται ελεύθερα να αναδιοργανώνει τις υπηρεσίες του, διευκρίνισε, εντούτοις, ότι τούτο ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι ο εργοδότης τηρεί τις εφαρμοστέες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης (βλ. κατ’ αναλογία, σε σχέση με τη συμφωνία-πλαίσιο του 1995, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Riežniece, C‑7/12, EU:C:2013:410, σημείο 36).

74      Στο πλαίσιο αυτό, ο εργοδότης φέρει επομένως το βάρος να αποδείξει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι αδυνατούσε, για αντικειμενικούς λόγους, να μεριμνήσει ώστε να μπορέσει η προσφεύγουσα της κύριας δίκης να επιστρέψει, με τη λήξη της γονικής της άδειας, στη διευθυντική θέση στην οποία είχε τοποθετηθεί ως δόκιμος δημόσιος υπάλληλος προτού λάβει την άδεια αυτή.

75      Ακόμη και αν το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εν προκειμένω υφίστατο τέτοια αδυναμία, γεγονός παραμένει ότι, εν πάση περιπτώσει, η θέση εργασίας στην οποία το ομόσπονδο κράτος του Βερολίνου επανατοποθέτησε την H. ενόψει της επιστροφής της στην εργασία με τη λήξη της γονικής άδειας δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί «ισοδύναμη ή ανάλογη» της διευθυντικής θέσεως την οποία η ενδιαφερομένη κατείχε όταν έλαβε την άδεια αυτή, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της αναθεωρημένης συμφωνίας‑πλαισίου, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η ενδιαφερομένη τοποθετήθηκε εκ νέου στη θέση που κατείχε πριν από την προαγωγή της στη διευθυντική θέση, ήτοι σε κατώτερη θέση τόσο από υπηρεσιακή όσο και από μισθολογική άποψη.

76      Η τήρηση της εν λόγω ρήτρας 5, σημείο 1, επέβαλλε, συγκεκριμένα, στο Land του Βερολίνου να τοποθετήσει την H., ως δόκιμο δημόσιο υπάλληλο, σε διευθυντική θέση που θα αντιστοιχούσε, τουλάχιστον, ως προς την ιεραρχία, τις αποδοχές και τα διευθυντικά καθήκοντα, στη θέση για την οποία είχε αρχικώς επιλεγεί.

77      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να μεριμνήσει ώστε η συνέχιση της δοκιμαστικής υπηρεσίας στην αρχική διευθυντική θέση ή, σε περίπτωση αποδεδειγμένης αντικειμενικής αδυναμίας, σε ισοδύναμη ή ανάλογη θέση, να πραγματοποιηθεί, όσον αφορά τη διάρκεια της δοκιμαστικής αυτής υπηρεσίας, τηρουμένων των απαιτήσεων που απορρέουν από τη ρήτρα 5, σημείο 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου.

78      Τούτο συνεπάγεται ότι, κατά τη λήξη της γονικής της άδειας, η H. διατηρεί τη δυνατότητα να συνεχίσει τη δοκιμαστική της υπηρεσία στη μία ή στην άλλη από τις θέσεις αυτές, δηλαδή δικαιούται πραγματική δοκιμαστική υπηρεσία ίδιας διάρκειας με εκείνη που θα δικαιούτο εάν δεν είχε λάβει γονική άδεια. Η ενδιαφερομένη πρέπει, πράγματι, να εξακολουθήσει να έχει, κατά τη λήξη της γονικής της άδειας, τις ίδιες πιθανότητες να αποδείξει την καταλληλότητά της να ασκήσει τα διευθυντικά καθήκοντα που της ανατέθηκαν και, επομένως, την ίδια προοπτική να διοριστεί ενδεχομένως οριστικά στη θέση αυτή όταν λήξει η εν λόγω δοκιμαστική υπηρεσία.

79      Τέλος, όσον αφορά την ενδεχόμενη απαίτηση να εξαρτάται η τοποθέτηση της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, ως δοκίμου δημοσίου υπαλλήλου, σε ισοδύναμη ή ανάλογη θέση, από την προηγούμενη διενέργεια νέας διαδικασίας επιλογής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω απαίτηση είναι ικανή να καταστήσει άνευ ουσίας το δικαίωμα ενός εργαζομένου, όπως αυτού στην υπόθεση της κύριας δίκης που έχει λάβει γονική άδεια, να μεταφερθεί σε ισοδύναμη ή ανάλογη θέση εργασίας, υπό τις συνθήκες που προβλέπει η ρήτρα 5, σημείο 1, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, προκειμένου να συνεχίσει από τη θέση αυτή μια δοκιμαστική υπηρεσία υπό συνθήκες που να συνάδουν, επιπροσθέτως, προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη ρήτρα 5, σημείο 2, πρώτη περίοδος, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Riežniece, C‑7/12, EU:C:2013:410, σκέψη 54).

80      Συγκεκριμένα, πέραν της περιστάσεως ότι η ενδιαφερομένη συμμετείχε ήδη σε τέτοια διαδικασία επιλογής που κατέληξε στον διορισμό της ως δοκίμου δημοσίου υπαλλήλου και στην τοποθέτησή της στη διευθυντική θέση που κατείχε κατά τον χρόνο που έλαβε τη γονική της άδεια, μια τέτοια διαδικασία επιλογής θα είχε ως επίπτωση να επιβραδυνθεί ο διορισμός της ενδιαφερομένης στη νέα αυτή θέση και, κατά συνέπεια, η δυνατότητά της να αποδείξει την καταλληλότητά της ώστε να διοριστεί οριστικά στη θέση αυτή. Επιπλέον και κυριότερα, θα είχε ως αποτέλεσμα να προσδώσει στον διορισμό αυτό το στοιχείο του απρόβλεπτου, καθότι αυτός θα εξαρτάτο από τα αποτελέσματα της εν λόγω διαδικασίας επιλογής.

81      Δεν μπορεί επομένως να γίνει δεκτή μια απαίτηση όπως η μνημονευθείσα στη σκέψη 79 της παρούσας αποφάσεως και εναπόκειται, κατά συνέπεια, στο αιτούν δικαστήριο να την αφήσει ανεφάρμοστη, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 70 της παρούσας αποφάσεως.

82      Λαμβανομένων υπόψη των προηγηθεισών σκέψεων, στο τέταρτο και στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, εν ανάγκη αφήνοντας ανεφάρμοστη την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική κανονιστική ρύθμιση, να εξετάσει, όπως επιτάσσει η ρήτρα 5, σημείο 1, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, κατά πόσον, υπό περιστάσεις όπως εκείνες της υποθέσεως της κύριας δίκης, το οικείο ομόσπονδο κράτος αδυνατούσε αντικειμενικώς, ως εργοδότης, να παράσχει στην ενδιαφερομένη τη δυνατότητα να επιστρέψει στη θέση εργασίας της κατά τη λήξη της γονικής της άδειας και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να μεριμνήσει ώστε να τοποθετηθεί αυτή σε ισοδύναμη ή σε ανάλογη θέση που να είναι σύμφωνη με τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας της, χωρίς να είναι δυνατόν να εξαρτηθεί η τοποθέτηση αυτή από την προηγούμενη διενέργεια νέας διαδικασίας επιλογής. Εναπόκειται εξίσου στο αιτούν δικαστήριο να μεριμνήσει ώστε να μπορέσει η ενδιαφερομένη, κατά τη λήξη της γονικής αυτής άδειας, να συνεχίσει, από την παλιά της θέση ή από τη νέα θέση όπου θα τοποθετηθεί, τη δοκιμαστική υπηρεσία υπό συνθήκες που να συνάδουν προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη ρήτρα 5, σημείο 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

83      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Η ρήτρα 5, σημεία 1 και 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια, η οποία περιέχεται στο παράρτημα της οδηγίας 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια που συνήφθη από τις οργανώσεις BUSINESSEUROPE, UEAPME, CEEP και ETUC και με την κατάργηση της οδηγίας 96/34/EK, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εξαρτά την οριστική προαγωγή σε διευθυντική θέση της δημοσίας διοικήσεως από την προϋπόθεση να πραγματοποιήσει προηγουμένως με επιτυχία ο επιλεγείς υποψήφιος διετή δοκιμαστική υπηρεσία στη θέση αυτή και βάσει της οποίας, σε περίπτωση που ο υποψήφιος αυτός τελούσε, κατά το μεγαλύτερο τμήμα της δοκιμαστικής αυτής υπηρεσίας, και εξακολουθεί να τελεί σε γονική άδεια, η εν λόγω δοκιμαστική υπηρεσία λήγει νομίμως κατά το πέρας της διετούς αυτής περιόδου, χωρίς να χωρεί παράτασή της, ο δε ενδιαφερόμενος επανατοποθετείται, ως εκ τούτου, κατά την επιστροφή του από τη γονική άδεια, στην κατώτερη θέση, τόσο από υπηρεσιακή όσο και από μισθολογική άποψη, που κατείχε προτού γίνει δεκτός για την εν λόγω δοκιμαστική περίοδο. Οι ως άνω παραβάσεις της ρήτρας αυτής δεν είναι δυνατόν να δικαιολογούνται από τον σκοπό της ίδιας της δοκιμαστικής υπηρεσίας, που συνίσταται στο να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση της καταλληλότητας για την κάλυψη της διαθέσιμης διευθυντικής θέσεως.

2)      Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, εν ανάγκη αφήνοντας ανεφάρμοστη την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική κανονιστική ρύθμιση, να εξετάσει, όπως επιτάσσει η ρήτρα 5, σημείο 1, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίουγια τη γονική άδεια που περιέχεται στο παράρτημα της οδηγίας 2010/18, κατά πόσον, υπό περιστάσεις όπως εκείνες της υποθέσεως της κύριας δίκης, το οικείο ομόσπονδο κράτος αδυνατούσε αντικειμενικώς, ως εργοδότης, να παράσχει στην ενδιαφερομένη τη δυνατότητα να επιστρέψει στη θέση εργασίας της κατά τη λήξη της γονικής της άδειας και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να μεριμνήσει ώστε να τοποθετηθεί αυτή σε ισοδύναμη ή σε ανάλογη θέση που να είναι σύμφωνη με τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας της, χωρίς να είναι δυνατόν να εξαρτηθεί η τοποθέτηση αυτή από την προηγούμενη διενέργεια νέας διαδικασίας επιλογής. Εναπόκειται εξίσου στο αιτούν δικαστήριο να μεριμνήσει ώστε να μπορέσει η ενδιαφερομένη, κατά τη λήξη της γονικής αυτής άδειας, να συνεχίσει, από την παλιά της θέση ή από τη νέα θέση όπου θα τοποθετηθεί, τη δοκιμαστική υπηρεσία υπό συνθήκες που να συνάδουν προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη ρήτρα 5, σημείο 2, της εν λόγω αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου.

ΠΟΛ.1138/2017 Κοινοποίηση διατάξεων των άρθρων 10,13 και 14 του ν. 4474/2017 (ΦΕΚ 80 Α / 7-6-2017) και των διατάξεων των άρθρων 13, 15, 52, 72, 76 και 79 του ν. 4484/2017 (ΦΕΚ 110 Α / 1-8-2017) για θέματα φορολογίας κεφαλαίου

$
0
0

Αθήνα, 13/09/2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
 

 
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΛΟΓΙΟΥ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α' ΚΑΙ Β'

Ταχ. Δ/νση :Καρ. Σερβίας 8
Ταχ. Κώδικας :101 84 Αθήνα
Τηλέφωνο :210 3375 872, -878
Fax :210 3375834
E-mail:defk.a@mofadm.gr
defk.b@mofadm.gr
Url:www .aade.gr

ΠΟΛ 1138/2017
 
ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
 
Θέμα: Κοινοποίηση διατάξεων των άρθρων 10,13 και 14 του ν. 4474/2017 (ΦΕΚ 80 Α / 7-6-2017) και των διατάξεων των άρθρων 13, 15, 52, 72, 76 και 79 του ν. 4484/2017 (ΦΕΚ 110 Α / 1-8-2017) για θέματα φορολογίας κεφαλαίου.


Με τις διατάξεις των {start}άρθρων 10{end},{start}13{end} και {start}14{end} του ν. 4474/2017 και τις διατάξεις των {start}άρθρων 13{end}, {start}15{end}, {start}52{end}, {start}72{end}, {start}76{end} και {start}79{end} του ν. 4484/2017, τις οποίες σας κοινοποιούμε με την παρούσα, επήλθαν τροποποιήσεις σε θέματα που ρυθμίζονται από τις φορολογίες κεφαλαίου. Για την ορθή και ενιαία αντιμετώπιση των ζητημάτων που ανακύπτουν με αυτές σας παρέχουμε τις κατωτέρω οδηγίες:

1. ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 10, 13 ΚΑΙ 14 ΤΟΥ Ν.4474/2017 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2376 και άλλες διατάξεις»

1.1. Άρθρο 10 - «Φορολογικές διατάξεις για τις θυγατρικές της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε. και την Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων (Ε.Ο.και Κ.)»


Σύμφωνα με τις παραγράφους 4, 5, και 6 του άρθρου αυτού η Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ Α.Ε.) απαλλάσσεται από 1.1.2016 τόσο από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης στοιχείων ακινήτων (Ε9) όσο και από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α.. Υπενθυμίζουμε ότι το συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο απαλλασσόταν από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα έτη 2014-2015 (ήδη με την αρχική διατύπωση της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4223/2013) όχι όμως και από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης στοιχείων ακινήτων (Ε9).

Σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 του ιδίου άρθρου από το έτος 2017 απαλλάσσονται από τον ΕΝ.ΦΙ.Α. τα ακίνητα που ανήκουν στην Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, η οποία όμως υποχρεούται σε υποβολή Ε9 όταν μεταβάλλεται η περιουσιακή της κατάσταση.

1.2. Άρθρο 13 - «Ρυθμίσεις θεμάτων φορολογίας κατοχής ακινήτων»

1.2.1. Με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού παρατείνεται για δύο (2) έτη (2017 και 2018) η αναστολή επιβολής συμπληρωματικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα αγροτεμάχια που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα. 

1.2.2. Από την 1η Ιανουαρίου 2017

α. ΕΝ.Φ.Ι.Α. στην ακίνητη περιουσία πτωχού:

-Ο σύνδικος της πτώχευσης δεν είναι πλέον υποκείμενος στον ΕΝ.Φ.Ι.Α., παραμένει όμως υπόχρεος σε υποβολή της δήλωσης στοιχείων ακινήτων (Ε9) στο όνομα του πτωχού (παράγραφος 1).
-Η δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9) υποβάλλεται από το σύνδικο της πτώχευσης στο όνομα του πτωχού (παράγραφος 7).
-Κατά τη χορήγηση του πιστοποιητικού του άρθρου 54Α του ν. 4174/2013 για ακίνητο, το οποίο ανήκει σε πτωχό, καταργείται η υποχρέωση ρύθμισης οφειλών ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή Φ.Α.Π. για τυχόν άλλα ακίνητα πλην εκείνων για τα οποία ζητείται το πιστοποιητικό. Διατηρείται όμως η υποχρέωση εξόφλησης του επιμεριστικά αναλογούντος φόρου του συγκεκριμένου ακινήτου πριν την εκποίησή του (παράγραφοι 3 και 4).
-Προς διευκόλυνση των συναλλαγών, ειδικά για τα έτη 2012 έως και 2016 για τη χορήγηση του πιστοποιητικού του άρθρου 54Α, εφόσον δεν έχει υποβληθεί δήλωση για ακίνητο από τον υπόχρεο σε δήλωση, η δήλωση για το ακίνητο αυτό υποβάλλεται από τον κατά το χρόνο χορήγησης του πιστοποιητικού σύνδικο της πτώχευσης στο όνομα του πτωχού, και για τα έτη για τα οποία δεν είχε ακόμα διοριστεί ως σύνδικος (παράγραφος 8).

β. Χορήγηση πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. για κληρονομιαία περιουσία

Κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς, για τα έτη κατά τα οποία υπόχρεος ήταν ο κληρονομούμενος, το πιστοποιητικό χορηγείται εφόσον έχει καταβληθεί ο φόρος, ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή/και Φ.Α.Π., που αναλογεί στο ποσοστό ή στο δικαίωμα του ακινήτου που κληρονομείται ή εφόσον ο κληρονομούμενος έχει νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο γι' αυτό. Διευκρινίζεται ότι σε αυτές τις περιπτώσεις για τη χορήγηση του πιστοποιητικού πρέπει να έχει καταβληθεί ο φόρος που αναλογεί στο κληρονομιαίο ποσοστό (π.χ. ο φόρος που αναλογεί στο 75% επί όλων των ακινήτων σε περίπτωση εξ αδιαθέτου διαδοχής) ή στο δικαίωμα (π. χ. ο φόρος που αναλογεί στην αξία ενός μόνο ακινήτου σε περίπτωση διαδοχής με διαθήκη) που κληρονομείται από τον κληρονόμο, χωρίς να απαιτείται η ρύθμιση του φόρου για τα υπόλοιπα ακίνητα ή ποσοστά ακινήτων ή δικαιώματα του κληρονομούμενου (παράγραφοι 3 και 4).

γ. Χορήγηση πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. σε ειδικές περιπτώσεις μεταβίβασης ακινήτων

Σε περίπτωση μεταβίβασης με αντάλλαγμα του συνόλου της ακίνητης περιουσίας φυσικού ή νομικού προσώπου, εφόσον το συνολικά οφειλόμενο ποσό κύριων και πρόσθετων φόρων και προσαυξήσεων αποδίδεται, επί ποινή ακυρότητας από το συμβολαιογράφο μέσα στην προθεσμία των τριών εργασίμων ημερών, χορηγείται ένα ενιαίο πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. (που περιλαμβάνει όλα τα ακίνητα), χωρίς να απαιτείται να έχει προηγηθεί ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών από ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή και Φ.Α.Π. (παράγραφος 5).

δ. Χορήγηση πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. για δικαστική χρήση

Για το παραδεκτό της συζήτησης ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου προσκομίζεται από τον ενάγοντα, όταν αυτός είναι και υπόχρεος σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., πιστοποιητικό ότι το ίδιο ακίνητο περιλαμβάνεται στη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή και Φ.Α.Π., κατά περίπτωση, για τα πέντε προηγούμενα έτη, χωρίς να απαιτείται πλέον η καταβολή ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή του Φ.Α.Π. του ακινήτου ούτε η ρύθμιση των υπόλοιπων χρεών ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή Φ.Α.Π. (παράγραφος 6).

Για όλες τις περιπτώσεις α, β, γ και δ αναμένεται να εκδοθεί απόφαση καθορισμού των νέων υποδειγμάτων πιστοποιητικών του αρ. 54Α ν. 4174/2013, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις. Μέχρι την έκδοση της εν λόγω απόφασης το πιστοποιητικό των περιπτώσεων αυτών θα εκδίδεται σύμφωνα με την περίπτωση vii της παραγράφου 5 του άρθρου 1 της απόφασης ΠΟΛ.1004/2.1.2015, η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 1 της απόφασης ΠΟΛ.1002/2017.

1.3. Άρθρο 14 - «Τροποποίηση του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Τυχερά Παίγνια»

Με τη διάταξη του άρθρου 14 τροποποιούνται τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 1 της ενότητας Α' του άρθρου 26 του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Τυχερά Παίγνια (στο εξής Κ.Δ.Φ.Κ.Δ.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2961/2001, που αφορά την απαλλαγή πρώτης κατοικίας στην αιτία θανάτου κτήση, και ορίζεται ότι δικαιούχοι της απαλλαγής δύνανται να είναι όχι μόνο οι Έλληνες και οι πολίτες κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και οι πολίτες των χωρών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.), (Ισλανδία, Λιχτενστάϊν, Νορβηγία), ανεξαρτήτως αν είναι μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδος ή όχι. Η νέα διάταξη ισχύει για υποθέσεις στις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννιέται από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 7-6-2017, και επεκτείνεται και στην απαλλαγή πρώτης κατοικίας αιτία γονικής παροχής, με βάση την παράγραφο 1 της ενότητας Α' του άρθρου 43 Κ.Δ.Φ.Κ.Δ, το οποίο παραπέμπει για την εφαρμογή του στους όρους και τις προϋποθέσεις της ενότητας Α' του άρθρου 26. Οι λοιπές προϋποθέσεις, όροι και περιορισμοί της απαλλαγής εξακολουθούν να ισχύουν.

2. ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 13, 15, 52, 72, 76 και 79 του ν. 4484/2017 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/881 και άλλες διατάξεις».

2.1. Άρθρο 13 - «Τροποποίηση άρθρων 3 και 7 του ν. 4223/2013»


Με τις διατάξεις του άρθρου 13 τροποποιούνται οι διατάξεις των άρθρων 3 και 7 του ν. 4223/2013.

Συγκεκριμένα, με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 ορίζεται ότι απαλλάσσονται από τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) για τα έτη 2017 και 2018 τα κτίσματα μετά του αναλογούντος σε αυτά οικοπέδου, τα οποία βρίσκονται στις δημοτικές ενότητες του Δήμου Λέσβου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου και στη νήσο Κω και έχουν αποδεδειγμένα υποστεί ζημιές από το σεισμό της 12ης Ιουνίου 2017 και το σεισμό της 21ης Ιουλίου 2017 αντίστοιχα. Η απαλλαγή αυτή θα χορηγηθεί από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., μετά από αίτηση - υπόδειγμα του φορολογούμενου, με την προσκόμιση των οικείων παραστατικών. (Θα εκδοθεί σχετική απόφαση).
Με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι οι εκπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 7 του ν. 4223/2013 από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α., οι οποίες χορηγήθηκαν στα φυσικά πρόσωπα με την πρώτη ηλεκτρονική έκδοση δήλωσης ΕΝ.Φ.Ι.Α - πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου έτους 2017, επανεξετάζονται μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 2018 και, σε περίπτωση νέων στοιχείων που προκύπτουν από τις δηλώσεις εισοδήματος φορολογικού έτους 2016, οι οποίες υποβάλλονται μεν εμπρόθεσμα αλλά μετά την πρώτη ηλεκτρονική έκδοση των πράξεων διοικητικού προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. έτους 2017, εκδίδεται νέα δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. - πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου για το έτος αυτό.

2.2. Άρθρο 15 - «Τροποποίηση του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Τυχερά Παίγνια»

Με τη διάταξη του άρθρου 15 τροποποιείται η περίπτωση β' της παρ. 3 του άρθρου 25 του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Τυχερά Παίγνια και ορίζεται ότι υπόκεινται σε αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 0,5% οι κτήσεις λόγω κληρονομιάς ή κληροδοσίας προς τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα, τα οποία υπάρχουν ή συνιστώνται νόμιμα στην Ελλάδα ή στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.), και προς τα λοιπά αντίστοιχα αλλοδαπά με τον όρο της αμοιβαιότητας καθώς και οι περιουσίες του άρθρου 50 του ν. 4182/2013 (Α' 185), εφόσον επιδιώκουν αποδεδειγμένα σκοπούς εθνικούς ή θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς ή εκπαιδευτικούς ή πολιτιστικούς ή γενικά επωφελείς για την κοινωνία εν όλω ή εν μέρει, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 4182/2013.

Συγκεκριμένα με την ανωτέρω διάταξη διευρύνεται ο κύκλος των μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικών προσώπων που φορολογούνται με τον ευνοϊκό φορολογικό συντελεστή 0,5% για την αιτία θανάτου απόκτηση περιουσίας, ο οποίος από 1.8.2017 καταλαμβάνει και τα αντίστοιχα νομικά πρόσωπα που είναι εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.) και φορολογούνται στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από τη συνδρομή του όρου της αμοιβαιότητας. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στην κτήση περιουσίας αιτία δωρεάς με βάση τη διάταξη της περίπτωσης α' Ενότητας Β' του άρθρου 43 του Κώδικα.

Επί της ουσίας δηλαδή με το άρθρο 15 καταργείται η προϋπόθεση του όρου της αμοιβαιότητας, η οποία έπρεπε υποχρεωτικά να συντρέχει προκειμένου να τύχουν του ευνοϊκού συντελεστή 0,5% όλα ανεξαιρέτως τα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (τα αντίστοιχα με τα ελληνικά) και περιορίζεται αυτή μόνο στα αντίστοιχα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, που είναι εγκατεστημένα σε τρίτες χώρες (πλην της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ε.Ο.Χ.).

Τέλος στη διάταξη μνημονεύεται ο νέος νόμος 4182/2013 (που αντικατέστησε τον α.ν. 2039/1939) , στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ο κοινωφελής σκοπός, ενώ στο άρθρο 50 περιλαμβάνονται τα αφορώντα τη σύσταση κοινωφελούς ιδρύματος ή αυτοτελούς περιουσίας για την εξυπηρέτηση κοινωφελούς σκοπού.

Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον καταλειφθεί περιουσία αιτία θανάτου ή δωρεάς σε αλλοδαπό νομικό πρόσωπο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, εγκατεστημένο σε χώρα της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., η οποία φορολογείται στην Ελλάδα, δεν θα τεθεί πλέον ως προϋπόθεση υπαγωγής του στο μειωμένο συντελεστή 0,5% η ύπαρξη όρου αμοιβαιότητας για τα αντίστοιχα ελληνικά νομικά πρόσωπα, αλλά θα φορολογηθεί αυτό με συντελεστή 0,5% άνευ ετέρου (εφόσον βέβαια συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου).

Οι ρυθμίσεις του άρθρου 15 ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή εφαρμόζονται σε υποθέσεις στις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννιέται από 1/8/2017.

2.3. Άρθρο 52 - «Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4446/2016 (Α' 240/2016)».

Με τις διατάξεις του άρθρου 52 παρατείνεται για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών από την 22α Δεκεμβρίου 2016 η προθεσμία χορήγησης αποδεικτικού φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας καθώς και Πιστοποιητικού Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στην ανώνυμη εταιρεία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Α.Β.Ε.Ε.», με τους όρους του άρθρου 125 του ν. 4446/2016.

Συγκεκριμένα (όσον αφορά τα θέματα ΕΝ.Φ.Ι.Α.) χορηγούνται, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής και ειδικής διάταξης για το ως άνω χρονικό διάστημα στην ως άνω εταιρεία πιστοποιητικά της Φορολογικής Διοίκησης, με τα οποία βεβαιώνεται ότι τα δύο γήπεδα, που βρίσκονται στη θέση «Βλύχα» ή «Στενά» ή «Φαρδιά Βλύχα» του Δήμου Ελευσίνας της Περιφερειακής Ενότητας Δυτικής Αττικής της Περιφέρειας Αττικής, περιλαμβάνονται στις δηλώσεις Φόρου Ακίνητης Περιουσίας, καθώς και του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, χωρίς να απαιτείται η εξόφληση του αναλογούντος φόρου.

Τονίζεται ότι από το ποσοστό επτά τοις εκατό (7%) του συμφωνημένου τιμήματος, που παρακρατείται υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, εξοφλούνται κατά προτεραιότητα οι αναλογούντες Φόρος Ακίνητης Περιουσίας και Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (Ε.Ν.Φ.Ι.Α.) για τα συγκεκριμένα ακίνητα.

2.4. Άρθρο 72 - «Φορολογία κερδών από τυχερά παίγνια»

Με τις διατάξεις του άρθρου 72 τροποποιείται το άρθρο 59 του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Τυχερά Παίγνια. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 59 προστίθεται παράγραφος 2, με την οποία ορίζεται ότι απαλλάσσονται από το φόρο κτήσης κερδών από τυχερά παίγνια τα έπαθλα τα οποία προσφέρονται στο πλαίσιο του άρθρου 70 του ν. 4446/2016, δηλαδή τα χρηματικά ή και τα κάθε είδους έπαθλα που προσφέρονται μέσω προγράμματος δημοσίων κληρώσεων στους τυχερούς που πραγματοποιούν συναλλαγές με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή με άλλο ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής, για την αγορά αγαθών ή τη λήψη υπηρεσιών. 

2.5. Άρθρο 76 - «Τροποποίηση του άρθρου 8 του ν. 4223/2013».

Με τις διατάξεις του άρθρου 76 καθορίζονται οι δόσεις καταβολής του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) για το έτος 2017. Συγκεκριμένα ορίζεται ότι η πρώτη δόση ΕΝ.Φ.Ι.Α. καταβάλλεται μέχρι την 29η Σεπτεμβρίου 2017 και η τελευταία μέχρι και την 31η Ιανουαρίου 2018.

2.6. Άρθρο 79 - «Μητρώο Αξιών Μεταβιβάσεων Ακινήτων»

Με τη διάταξη του άρθρου 79 δημιουργείται στο Υπουργείο Οικονομικών ένα Μητρώο Αξιών Μεταβιβάσεων Ακινήτων (σε ηλεκτρονική μορφή), στο οποίο καταχωρούνται μεταβιβάσεις που διενεργήθηκαν μετά την 1η Μαρτίου 2017, με αποκλειστικό σκοπό την εξαγωγή στατιστικών συμπερασμάτων και την παρακολούθηση της αγοράς ακινήτων.




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ Α.Α.Δ.Ε.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

ΠΟΛ.1139/2017 Επιβολή προστίμου στις εκπρόθεσμες κοινές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων (Ε1) των έγγαμων φορολογούμενων

$
0
0

Αθήνα , 13 Σεπτεμβρίου 2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α'

Ταχ. Δ/νση: Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 10184 Αθήνα
Πληροφορίες: Ι. Τζίμα, Β. Γιοβά
Τηλέφωνο: 210.3375315-6
Fax: 210.3375001
E-Mail: d12.a@yo.syzefxis.gov.gr
Url: www.aade.gr
 
ΠΟΛ 1139/2017

Θέμα: «Επιβολή προστίμου στις εκπρόθεσμες κοινές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων (Ε1) των έγγαμων φορολογούμενων».

Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α' και β' της παρ.1 του άρθρου 54 του ν.4174/2013 (ΚΦΔ), μεταξύ των παραβάσεων στις οποίες επιβάλλεται πρόστιμο στον φορολογούμενο ή οποιοδήποτε πρόσωπο, εφόσον υπέχει αντίστοιχη υποχρέωση από τον Κώδικα ή τη φορολογική νομοθεσία που αναφέρεται στο πεδίο εφαρμογής του, είναι και όταν α) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα δήλωση ή υποβάλει ελλιπή δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα ή φορολογική δήλωση από την οποία δεν προκύπτει φορολογική υποχρέωση καταβολής φόρου και β) όταν δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα φορολογική δήλωση.

2. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των περιπτώσεων α', β', γ' και δ' της παρ.2 του πιο πάνω άρθρου και νόμου ορίζεται ότι τα πρόστιμα για τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζονται, μεταξύ άλλων, ως εξής:

α) εκατό (100) ευρώ, σε περίπτωση μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής σχετικά με την περίπτωση α' της παραγράφου 1,

β) εκατό (100) ευρώ, για κάθε παράβαση της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 που ο φορολογούμενος δεν είναι υπόχρεος τήρησης λογιστικών βιβλίων, 

γ) διακόσια πενήντα (250) ευρώ, για κάθε παράβαση της περίπτωσης β' της παραγράφου 1, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης βιβλίων και στοιχείων με βάση απλοποιημένα λογιστικά πρότυπα και

δ) πεντακόσια (500) ευρώ, για κάθε παράβαση της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης βιβλίων και στοιχείων με βάση πλήρη λογιστικά πρότυπα.

Διευκρινίσεις σχετικά με τις ως άνω διαδικαστικές παραβάσεις του άρθρου 54 του ν.4174/2013 έχουν δοθεί με την ΠΟΛ.1252/2015 εγκύκλιό μας.

3. Επίσης, με τις διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 67 του ν.4172/2013 (ΚΦΕ) ορίζεται ότι οι σύζυγοι, κατά τη διάρκεια του γάμου, υποχρεούνται να υποβάλλουν κοινή δήλωση για τα εισοδήματά τους, στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου.

4. Ενόψει των ανωτέρω και όσον αφορά στην επιβολή των προστίμων του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), διευκρινίζεται ότι:

α) Στις περιπτώσεις εκπρόθεσμης υποβολής κοινών αρχικών χρεωστικών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος (έντυπο Ε1), επιβάλλεται ένα μόνο πρόστιμο, δεδομένου ότι υποβάλλεται μία μόνο δήλωση, το οποίο ανέρχεται:

- σε εκατό (100) ευρώ, αν δεν είναι κανένας από τους συζύγους υπόχρεος τήρησης βιβλίων ή

- σε διακόσια πενήντα (250) ή πεντακόσια (500) ευρώ, αν ο ένας από τους δύο συζύγους ή και οι δύο σύζυγοι είναι υπόχρεοι τήρησης βιβλίων, με βάση το απλογραφικό ή διπλογραφικό σύστημα αντίστοιχα. Στην περίπτωση συζύγων που είναι και οι δύο υπόχρεοι τήρησης βιβλίων, ο ένας με βάση το απλογραφικό σύστημα ενώ ο άλλος με το διπλογραφικό, επιβάλλεται πρόστιμο πεντακόσια (500) ευρώ.

β) Στις περιπτώσεις εκπρόθεσμης υποβολής κοινών τροποποιητικών χρεωστικών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος (έντυπο Ε1) έγγαμων, με τις οποίες τροποποιείται ποσό εισοδήματος του ενός από τους συζύγους που δεν είναι υπόχρεος τήρησης βιβλίων και στοιχείων ενώ ο άλλος είναι, επιβάλλεται το πρόστιμο της περίπτωσης β' της παρ. 2 του άρθρου 54 του ν.4174/2013 (ΚΦΔ) που αφορά στις περιπτώσεις χρεωστικών δηλώσεων φορολογούμενων που δεν είναι υπόχρεοι τήρησης λογιστικών βιβλίων, δηλαδή εκατό (100) ευρώ.

γ) Στις περιπτώσεις εκπρόθεσμης υποβολής κοινών τροποποιητικών χρεωστικών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος (έντυπο Ε1) έγγαμων, με τις οποίες τροποποιείται ποσό εισοδήματος του ενός από τους συζύγους που είναι υπόχρεος σε τήρηση βιβλίων και στοιχείων, επιβάλλεται το πρόστιμο των διακοσίων πενήντα (250) ή πεντακοσίων (500) ευρώ ανάλογα με την κατηγορία βιβλίων που τηρεί.

δ) Στις περιπτώσεις εκπρόθεσμης υποβολής κοινών τροποποιητικών χρεωστικών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος (έντυπο Ε1) έγγαμων, με τις οποίες τροποποιούνται τα εισοδήματα και των δύο συζύγων, επιβάλλεται ένα μόνο πρόστιμο, δεδομένου ότι υποβάλλεται μία μόνο δήλωση, το οποίο ανέρχεται:

i) σε εκατό (100) ευρώ, αν δεν είναι κανένας από τους συζύγους υπόχρεος τήρησης βιβλίων ή

ii) σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ, αν ο ένας από τους δύο συζύγους είναι υπόχρεος τήρησης βιβλίων με βάση το απλογραφικό σύστημα

iii) σε πεντακόσια (500) ευρώ, αν ο ένας από τους δύο συζύγους είναι υπόχρεος τήρησης βιβλίων με βάση το διπλογραφικό σύστημα

ε) Τέλος, στις περιπτώσεις εκπρόθεσμης υποβολής κοινών τροποποιητικών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος (έντυπο Ε1) έγγαμων, από τις οποίες δεν προκύπτει υποχρέωση καταβολής φόρου (πιστωτικές και μηδενικές δηλώσεις), επιβάλλεται πρόστιμο εκατό (100) ευρώ, ανεξάρτητα από το αν σύζυγοι είναι ή όχι υπόχρεοι τήρησης βιβλίων. Το ίδιο ισχύει και για τις εκπρόθεσμα υποβληθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων (έντυπο Ε1) από τις οποίες δεν προκύπτει φόρος εισοδήματος, αλλά μόνο τέλος επιτηδεύματος, καθόσον με την ΠΟΛ.1080/22.6.2016 έγινε δεκτό ότι, για τις περιπτώσεις αυτές, θα επιβάλλεται το πρόστιμο που ορίζεται στην περ. α' της παρ. 2 του άρθρου 54 του ν.4174/2013, ήτοι εκατό (100) ευρώ σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως της κατηγορίας βιβλίων που τηρεί ο φορολογούμενος.



Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΑΔΕ
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Αριθ. πρωτ.: 9949/96092/2017 Έναρξη ψηφιακών υπηρεσιών συνταγής χρήσης γεωργικών φαρμάκων

$
0
0

Αθήνα, 14-9-2017
Αριθ. πρωτ: 9949/96092

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Δ/ΝΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΦΥΤΟΠΡ/ΚΩΝ και ΒΙΟΚΤΟΝΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Ταχ . Δ/νση: Λ. Συγγρού 150
Ταχ. Κώδικας: 176 71 - ΚΑΛΛΙΘΕΑ
TELEFAX: 210-92.12.090
Πληροφορίες: Διον. Βλάχος
Τηλέφωνο: 210-928.72.38
Email: d.vlachos@minagric.gr

ΘΕΜΑ: «Έναρξη ψηφιακών υπηρεσιών συνταγής χρήσης γεωργικών φαρμάκων»

Σας γνωρίζουμε ότι την Δευτέρα 18-9-2017 τίθενται σε λειτουργία οι Ψηφιακές Υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων:

1. «Συνταγή Χρήσης Φυτοπροστατευτικών Προϊόντων», μέσω της οποίας είναι δυνατή η έκδοση και διαχείριση συνταγών χρήσης των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και

2. «Χρήση Φυτοπροστατευτικών Προϊόντων», μέσω της οποίας:

Α. Είναι δυνατόν τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία ως κάτοχοι τίτλου σπουδών, ο οποίος σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 12 της με αριθ. 8197/90920/22.7.2013 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (Β΄1883), επέχει θέση πιστοποιητικού γνώσεων ορθολογικής χρήσης γεωργικών φαρμάκων αορίστου ισχύος, να εγγραφούν και δηλώσουν ότι είναι και επαγγελματίες χρήστες φυτοπροστατευτικών προϊόντων και εφόσον απαιτείται να προσκομίσουν ηλεκτρονικά τον τίτλο σπουδών που διαθέτουν. Όσοι κάτοχοι τίτλου σπουδών έχουν κάνει εγγραφή στις ψηφιακές υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ως υπεύθυνοι επιστήμονες σε καταστήματα εμπορίας γεωργικών φαρμάκων ή/και ως συνταγογράφοι μπορούν να εισέλθουν με τους κωδικούς τους στην ψηφιακή υπηρεσία «Χρήση Φυτοπροστατευτικών Προϊόντων» και δεν απαιτείται να προσκομίσουν ηλεκτρονικά τον τίτλο σπουδών που διαθέτουν.

Β. Τα φυσικά πρόσωπα που είναι κάτοχοι πιστοποιητικού γνώσεων ορθολογικής χρήσης γεωργικών φαρμάκων ή τίτλου σπουδών ως ανωτέρω και αναλαμβάνουν την εφαρμογή των επαγγελματικής χρήσης φυτοπροστατευτικών προϊόντων που προμηθεύονται άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα («ψεκαστές») μπορούν να δηλώσουν ότι αναλαμβάνουν την ευθύνη της χρήσης των φυτοπροστατευτικών προϊόντων.

Λόγω της απαραίτητης τεχνικής προσαρμογής του Πληροφοριακού Συστήματος, από την Πέμπτη 14/9/2017 και ώρα 15:00, δεν θα λειτουργεί η ψηφιακή υπηρεσία της ηλεκτρονικής καταγραφής της λιανικής πώλησης των γεωργικών φαρμάκων μέσω της ιστοσελίδας του Υπουργείου. Τα παραστατικά πώλησης που τυχόν εκδοθούν στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δίνεται η δυνατότητα να περαστούν στην ψηφιακή υπηρεσία της ηλεκτρονικής καταγραφής της λιανικής πώλησης των γεωργικών φαρμάκων, μεταγενέστερα. Σημειώνεται ότι η online αποστολή στοιχείων μέσω web service από εμπορικά πακέτα, θα λειτουργεί κανονικά κατά το διάστημα αυτό.



Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΣΠ. ΖΩΓΡΑΦΟΣ


Αριθ. πρωτ.: ΔΔΑΔ Β 1133861 ΕΞ 2017 Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την ενίσχυση της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Δ.ΗΛΕ.Δ.) και της Διεύθυνσης Υποστήριξης Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών (Δ.ΥΠ.ΗΛ.Υ.)

$
0
0

Αθήνα, 12/9/17
Αριθ. Πρωτ.: ΔΔΑΔ Β 1133861 ΕΞ 2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΤΜΗΜΑ Β'

Ταχ. Δ/νση:Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:10184 Αθήνα
Τηλέφωνο:2103375138-139
Fax:2103375049
Url:www.aade.gr

Θέμα: «Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την ενίσχυση της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Δ.ΗΛΕ.Δ.) και της Διεύθυνσης Υποστήριξης Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών (Δ.ΥΠ.ΗΛ.Υ.)»

Στο πλαίσιο ενίσχυσης της «Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Δ.ΗΛΕ.Δ.)» και της «Διεύθυνσης Υποστήριξης Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών (Δ.ΥΠ.ΗΛ.Υ.)» καλούνται οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων που πληρούν τις παρακάτω προϋποθέσεις, να αποστείλουν αίτηση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, σύμφωνα με το συνημμένο υπόδειγμα, και βιογραφικό σημείωμα έως 27/09/2017 στο fax 210 3375049.

Οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι απαιτείται να διαθέτουν τα κάτωθι αναφερόμενα προσόντα:

Α) ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ (Δ.ΗΛΕ.Δ.):

ΠΕ/ΤΕ Πληροφορικής Απαιτούμενα προσόντα:

• Πτυχίο ή δίπλωμα Τμημάτων ΑΕΙ της ημεδαπής Πληροφορικής και συναφών ιδρυμάτων ή ισότιμων τίτλων σχολών της ημεδαπής ή αλλοδαπής αντίστοιχης ειδικότητας ή συναφής με την Πληροφορική Μεταπτυχιακός Τίτλος.

• Τουλάχιστον 2ετής εργασιακή εμπειρία σε:
❖ Σχεδιασμό και ανάπτυξη διαδικτυακών εφαρμογών με χρήση τεχνολογιών (JEE, SOA, Spring, Maven, Servlet, Webservices, JPA).
❖ Σχεδιασμό Βάσεων Δεδομένων και ανάπτυξη εφαρμογών αξιοποίησής τους.
❖ Σχεδιασμό και ανάπτυξη ιστοτόπων με συστήματα διαχείρισης περιεχομένου (CMS) με χρήση τεχνολογίας php.

Επιθυμητά προσόντα:

Πολύ καλή γνώση σε κάποια ή κάποιες από τις παρακάτω τεχνολογίες.

• HTML 5, CSS, Javascript, AngularJS, AJAX.
• Oracle RDBMS, Oracle Forms and Reports, SQL, PL/SQL, Apex.
• Εμπειρία σε τεχνολογίες και εργαλεία εξόρυξης γνώσης (data mining).
• CMS Drupal.

ΠΕ/ΤΕ/ΔΕ Εφοριακών Απαιτούμενα προσόντα:

• Επαρκής γνώση σε θέματα Φορολογίας (Εισόδημα Φ.Π. και Ν.Π., ΦΠΑ, Μητρώο, Κεφάλαιο).
• Επαρκής γνώση σε θέματα Εισπράξεων (Εσοδα, Δικαστικό).
• Επαρκής γνώση σε θέματα Ελέγχου (Elenxis).
• Αριστη γνώση των σχετικών εφαρμογών του Taxis, TAXISnet και Elenxis.
• Γνώση MS-OFFICE.

Επιθυμητά προσόντα:

• Ευχέρεια στη χρήση Η/Υ και χρήσης εργαλείων e-mail, browsers, readers, notepads.
• Καλή γνώση Αγγλικών.

ΠΕ Εφοριακών με τα εξής πτυχία:

1. Πτυχίο Νομικής.

2. Πτυχίο Χρηματοικονομικών Μαθηματικών ή Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής ή Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής ή Λογιστικής Χρηματοοικονομικής και Ποσοτικής Ανάλυσης.

3. Πτυχίο Στατιστικής, Στατιστικής και Αναλογιστικής Επιστήμης.

Σημειώνεται ότι οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι με πτυχίο Στατιστικής, Στατιστικής και Αναλογιστικής Επιστήμης απαιτείται να διαθέτουν επιπλέον και τα κάτωθι προσόντα:

Απαραίτητα προσόντα:

• Πολύ καλή γνώση σε:
❖ Στατιστική ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων.
❖ Συστήματα υποστήριξης και λήψης αποφάσεων.
❖ Χειρισμό Η/Υ και MS-OFFICE.

Επιθυμητά προσόντα:

• Εμπειρία στη χρήση στατιστικών πακέτων.
• Εξειδίκευση σε φορολογικά και χρηματοοικονομικά θέματα.
• Βάσεις Δεδομένων.
• Καλή γνώση Αγγλικών.

Β) ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ (Δ.ΥΠ.ΗΛ.Υ.):

ΠΕ/ΤΕ Πληροφορικής Απαιτούμενα προσόντα:

• Πτυχίο Α.Ε.Ι. ή Α.Τ.Ε.Ι. Πληροφορικής της ημεδαπής ή ισότιμος τίτλος αντίστοιχης ειδικότητας σχολών της ημεδαπής ή της αλλοδαπής.
• Διετής (2) εμπειρία σε ανάπτυξη εφαρμογών Η/Υ, διαχείριση βάσεων δεδομένων και υποστήριξη πληροφοριακών συστημάτων.

Επιθυμητά προσόντα:

• Μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών σε σχετικό αντικείμενο.
• Εμπειρία σε διαχείριση έργων.
• Καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας.

ΠΕ/ΤΕ/ΔΕ Εφοριακών Απαιτούμενα προσόντα:

• Προϋπηρεσία σε φορολογικά αντικείμενα.
• Σφαιρική γνώση των επιχειρησιακών θεμάτων και των φορολογικών αντικειμένων της Α.Α.Δ.Ε., καθώς και των πληροφοριακών συστημάτων και εφαρμογών που τα υποστηρίζουν.

Επιθυμητά προσόντα:

• Πτυχίο Νομικής ή Πτυχίο ΑΕΙ σε Οικονομικό αντικείμενο.
• Προϋπηρεσία ή/και εκπαίδευση σε θέματα εφαρμογών και εξυπηρέτησης πολιτών.
• Γνώση χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών στα αντικείμενα: α) επεξεργασίας κειμένων, β) υπολογιστικών φύλλων και γ) υπηρεσιών διαδικτύου.
• Καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.

Οι αιτήσεις θα αποσταλούν διαμέσου των Υπηρεσιών στις οποίες ανήκουν οι υπάλληλοι, συνοδευόμενες από διαβιβαστικό της Υπηρεσίας τους, στο οποίο να αναφέρεται η γνώμη του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο υπ' αριθ. πρωτ. ΔΔΑΔ Β 1048262 ΕΞ2015 / 08-04-2015 έγγραφο.

Οι αιτήσεις που θα υποβληθούν με βάση την παρούσα πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος δεν είναι δεσμευτικές για την υπηρεσία και κατά την εξέτασή τους θα ληφθούν υπόψη και οι υπηρεσιακές ανάγκες των υπηρεσιών προέλευσης των υπαλλήλων.

Του εγγράφου να λάβουν γνώση με ευθύνη των Προϊσταμένων τους όλοι οι υπάλληλοι.




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΠΙΤΣΙΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

ΠΟΛ.1141/2017 Κοινοποίηση διατάξεων του άρθρου 80 παρ. 3 του ν. 4484/2017 (Α110)

$
0
0
Αθήνα, 13 Σεπτεμβρίου 2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ


 
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡ.
ΤΜΗΜΑ Β' ΤΕΛΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΟΡ.

Ταχ. Δ/νση: Σίνα 2- 4
Ταχ. Κώδικας :106 72 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες :Ν. Ζωγραφάκης, Ο. Κολοβού
Τηλέφωνο :210-3602480, 210-3642922
Fax:210-3645413

ΠΟΛ 1141/2017
 
ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση διατάξεων του άρθρου 80 παρ. 3 του ν. 4484/2017 (Α110)


Κοινοποιούμε για ενημέρωση και εφαρμογή τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 80 του ν. 4484/2017 (Α'110), με το οποίο προστίθεται νέο εδάφιο στο τέλος της παρ. 12 του άρθρου 27Α του ν. 4172/2013 (Α' 167), ως εξής:
«Η προμήθεια του άρθρου αυτού συνιστά δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου κατά την έννοια της παρ. 19 του άρθρου 15 του Π.Δ. της 28.7.1931 "Περί κώδικος των νόμων περί τελών χαρτοσήμου" (Α' 239)».

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, η προμήθεια για το υπερβάλλον ποσό της εγγυημένης από το Ελληνικό Δημόσιο αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, που καταβάλλεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο αρ. 27Α του ν. 4172/2013 υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, απαλλάσσεται των τελών χαρτοσήμου.



Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Σχέδιο νόμου - Αιτιολογική έκθεση Ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

$
0
0

Σχέδιο Νόμου

Άρθρο 1
Σκοπός του νόμου


Σκοπός του νόμου είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2014/104 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και η θέσπιση των ίδιων ρυθμίσεων για παραβάσεις των άρθρων 1 ή 2 του ν. 3959/2011, χωρίς ταυτόχρονη παράβαση των άρθρων 101 ή 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 2
Ορισμοί (άρθρο 2 Οδηγίας)


Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:
1. «παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού», η παράβαση των άρθρων 101 ή 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ή των άρθρων 1 και 2 ν. 3959/2011.
2. «εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού», οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 3959/2011, οι οποίες είτε εφαρμόζονται στην ίδια υπόθεση και παράλληλα με το ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, είτε εφαρμόζονται χωρίς παράλληλη εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού.
3. «εθνική αρχή ανταγωνισμού», είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού, κατά τα άρθρα 14 και 28 ν. 3959/2011 και η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), όταν εφαρμόζει τα άρθρα 1 και 2 ν. 3959/2011 και τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ.
4. «αρχή ανταγωνισμού», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το άρθρο 35 του Κανονισμού 1/2003.
5. «απόφαση παράβασης», απόφαση αρχής ανταγωνισμού μη υποκείμενη σε προσβολή με ένδικο μέσο ή απόφαση ελληνικού ή ενωσιακού δικαστηρίου, εκδιδόμενη επί προσφυγής κατά απόφασης αρχής ανταγωνισμού, μη υποκείμενη πλέον σε αναίρεση, με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού.
6. «οριζόντιες συμπράξεις (καρτέλ)», συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ δύο ή περισσότερων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων που αποσκοπούν στον συντονισμό της ανταγωνιστικής τους συμπεριφοράς στην αγορά ή στον επηρεασμό σημαντικών παραμέτρων του ανταγωνισμού μέσω πρακτικών όπως είναι, μεταξύ άλλων, ο καθορισμός ή ο συντονισμός των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, μεταξύ άλλων σε σχέση με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, η παροχή ποσοστώσεων παραγωγής ή πωλήσεων, η κατανομή των αγορών και πελατών, συμπεριλαμβανομένης της νόθευσης διαγωνισμών, ο περιορισμός των εισαγωγών ή εξαγωγών και/ή αντιανταγωνιστικές ενέργειες σε βάρος άλλων ανταγωνιστών .
7. «πρόγραμμα επιείκειας», πρόγραμμα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή αντίστοιχης διάταξης του εθνικού δικαίου βάσει του οποίου ένας συμμετέχων σε μυστική οριζόντια σύμπραξη (καρτέλ), ανεξάρτητα από τις άλλες επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη σύμπραξη αυτή, συνεργάζεται στο πλαίσιο της έρευνας της αρμόδιας αρχής ανταγωνισμού, παρέχοντας αυτοβούλως στοιχεία σε σχέση με την ως άνω σύμπραξη και τον ρόλο του σε αυτή, έναντι των οποίων ο συμμετέχων εξασφαλίζει, με απόφαση ή με διακοπή της διαδικασίας, ασυλία από πρόστιμα για τη συμμετοχή του στη σύμπραξη αυτή ή μείωση των εν λόγω προστίμων.
8. «δήλωση επιεικούς μεταχείρισης», η προφορική ή γραπτή αναφορά που υποβάλλεται αυτοβούλως από επιχείρηση ή φυσικό πρόσωπο σε αρχή ανταγωνισμού, ή αντίγραφό της, στην οποία περιγράφονται τα στοιχεία που γνωρίζουν για τη σύμπραξη (καρτέλ) η επιχείρηση ή το φυσικό πρόσωπο και ο ρόλος τους σε αυτή, και η οποία καταρτίστηκε ειδικά με σκοπό την υποβολή της στην αρχή ανταγωνισμού, προκειμένου να εξασφαλισθεί ασυλία ή μείωση των προστίμων κατ' εφαρμογή προγράμματος επιεικούς μεταχείρισης, εξαιρουμένων προϋπαρχουσών πληροφοριών.
9. «προϋπάρχουσες πληροφορίες», αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν ανεξάρτητα από τη διαδικασία της αρχής ανταγωνισμού, ασχέτως αν περιλαμβάνονται στον φάκελό της.
10. «πρόταση και δήλωση διευθέτησης διαφοράς», η αναφορά που υποβάλλεται αυτοβούλως από επιχείρηση ή για λογαριασμό της σε αρχή ανταγωνισμού, στην οποία η εν λόγω επιχείρηση παραδέχεται ή δεν αμφισβητεί τη συμμετοχή της σε παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού και την ευθύνη της για τη συγκεκριμένη παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, και η οποία καταρτίστηκε ειδικά με σκοπό να μπορέσει η αρχή ανταγωνισμού να εφαρμόσει απλουστευμένη ή ταχεία διαδικασία.
11. «επιχείρηση καλυπτόμενη από ασυλία», επιχείρηση ή φυσικό πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί πλήρης απαλλαγή από την επιβολή προστίμων από αρχή ανταγωνισμού στο πλαίσιο προγράμματος επιείκειας,
12. «επιπλέον επιβάρυνση», η διαφορά μεταξύ του τιμήματος που όντως καταβλήθηκε και του τιμήματος που θα είχε ισχύσει αν δεν υπήρχε παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού.
13. «άμεσος αγοραστής», φυσικό ή νομικό πρόσωπο που απέκτησε απευθείας από τον παραβάτη προϊόντα ή υπηρεσίες που αποτέλεσαν αντικείμενο παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού.
14. «έμμεσος αγοραστής», φυσικό ή νομικό πρόσωπο που απέκτησε όχι απευθείας από έναν παραβάτη, αλλά από τον άμεσο αγοραστή ή από τον επόμενο αγοραστή, προϊόντα ή υπηρεσίες που αποτέλεσαν αντικείμενο παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού, ή προϊόντα ή υπηρεσίες που εμπεριέχουν τέτοια αγαθά ή υπηρεσίες ή προέκυψαν από τέτοια αγαθά ή υπηρεσίες.
15. «συναινετική επίλυση διαφορών», κάθε μηχανισμός που επιτρέπει στα μέρη να καταλήξουν σε εξωδικαστική επίλυση διαφοράς περί αξίωσης αποζημίωσης.
16. «συναινετικός διακανονισμός», η συμφωνία η οποία επιτυγχάνεται μέσω διαδικασίας συναινετικής επίλυσης διαφορών.

Άρθρο 3
Ευθύνη σε αποζημίωση (άρθρο 3 Οδηγίας, άρθρο 17 παραγρ. 2 Οδηγίας)


1. Η επιχείρηση που παραβιάζει υπαίτια τα άρθρα 1, 2 ν. 3959/2011 ή/και τις διατάξεις των άρθρων 101, 102 ΣΛΕΕ οφείλει να αποκαταστήσει πλήρως την πραγματική και μόνον ζημία του ζημιωθέντος, θετική και αποθετική.

2. Η ευθύνη σε αποζημίωση είναι ανεξάρτητη από το αν μια αρχή ανταγωνισμού έχει ήδη διαπιστώσει την ύπαρξη παράβασης.

3. Σωρευτικά με την χρηματική αποζημίωση ο παραβάτης οφείλει τόκο για το χρονικό διάστημα από την πρόκληση της ζημίας έως την καταβολή της αποζημίωσης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 293 παραγρ. 2 και 296 του ΑΚ για τον τόκο υπερημερίας.

4. Τεκμαίρεται μαχητά ότι οι παραβάσεις από οριζόντιες συμπράξεις (καρτέλ) προκαλούν ζημία. Το ύψος της ζημίας αποδεικνύει ο ζημιωθείς.

Άρθρο 4
Απόδειξη (Άρθρο 5 Οδηγίας)


1. Μετά από αίτηση κάθε διαδίκου που έχει προσκομίσει ευλόγως διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, πρόσφορα προς στήριξη των ισχυρισμών του, τα οποία θεμελιώνουν ή αποκρούουν αίτημα αποζημίωσης, αναγνωριστικό ή καταψηφιστικό, κατά το άρθρο 3 του παρόντος νόμου, ενώ παράλληλα επικαλείται αποδεικτικά στοιχεία ή κατηγορίες στοιχείων που βρίσκονται υπό τον έλεγχο του αντιδίκου ή τρίτου, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων από τον αντίδικο ή τον τρίτο.

2. Το δικαστήριο διατάσσει την κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων σύμφωνα με την παράγραφο 1 τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας. Προς τούτο λαμβάνει υπόψη τα έννομα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων διαδίκων και τρίτων, και ειδικότερα:
α) τον βαθμό στον οποίο το αίτημα κοινοποίησης υποστηρίζεται από τα διαθέσιμα στοιχεία για πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν το αίτημα κοινοποίησης,
β) την έκταση και το κόστος της κοινοποίησης, ιδίως για τυχόν εμπλεκόμενα τρίτα μέρη, προκειμένου επίσης να αποφευχθεί η μη προσδιορισμένη αναζήτηση (αλίευση) πληροφοριών, η οποία είναι απίθανο να είναι σημαντική για τα διάδικα μέρη.
γ) κατά πόσον τα αποδεικτικά στοιχεία, των οποίων ζητείται η κοινοποίηση περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, που αφορούν ιδίως τυχόν τρίτους, καθώς και τις λεπτομέρειες για την προστασία των εν λόγω εμπιστευτικών πληροφοριών.

3. Το συμφέρον των επιχειρήσεων να αποφεύγουν αγωγές αποζημίωσης λόγω παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού δεν συνιστά συμφέρον άξιο προστασίας.

4. Ο διάδικος που διατάχθηκε να κοινοποιήσει κατά την παρ. 1 τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, προσκομίζει αυτά στο δικαστήριο, το οποίο λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να διασφαλίσει την προστασία αυτών των εμπιστευτικών πληροφοριών. Σε αυτά περιλαμβάνεται ιδίως ο διορισμός πραγματογνωμόνων κατά τα άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ, οι οποίοι θα καταρτίσουν περίληψη των πληροφοριών σε συγκεντρωτική ή άλλης μορφής μη εμπιστευτική εκδοχή, στην περίπτωση δε αυτή δεν επιτρέπεται ο διορισμός τεχνικών συμβούλων από τους διαδίκους κατά το άρθρο 391 ΚΠολΔ.

5. Το δικαστήριο, όταν διατάσσει την κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων, μεριμνά για την πλήρη εφαρμογή του δικηγορικού απόρρητου που ισχύει δυνάμει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου.

Άρθρο 5
Κυρώσεις (άρθρο 8 Οδηγίας)


1. Αν ο διάδικος κληθεί και:
α) δεν προσκομίσει αδικαιολόγητα τα αιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία κατά την παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου ή
β) δεν προσκομίσει τα αιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία, επειδή τα είχε καταστρέψει κατά το χρονικό διάστημα είτε από την έναρξη της διαδικασίας ενώπιον της εθνικής αρχής ανταγωνισμού είτε από την άσκηση της αγωγής μέχρι την έκδοση της απόφασης, η οποία διατάσσει την κοινοποίηση τους, τότε οι αντίστοιχοι προς απόδειξη ισχυρισμοί του διαδίκου που ζήτησε την κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων θεωρούνται ομολογημένοι.

2. Ο διάδικος ή τρίτος που αδικαιολόγητα δεν προσκόμισε τα αποδεικτικά στοιχεία ή κατέστρεψε αυτά ή δεν συμμορφώθηκε με διάταξη δικαστικής απόφασης για την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών καταδικάζεται και σε χρηματική ποινή ύψους πενήντα χιλιάδων (50.000) έως εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, η οποία περιέρχεται στο δημόσιο ταμείο.

Άρθρο 6
Αποδεικτικά στοιχεία σε φάκελο αρχής ανταγωνισμού (άρθρο 6 Οδηγίας)


1. Το δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάσσει τον αντίδικο ή τρίτο, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος, να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στο φάκελο αρχής ανταγωνισμού και τα οποία δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4 και 6 του παρόντος, ανεξαρτήτως του σταδίου στο οποίο βρίσκεται η έρευνα της αρχής ανταγωνισμού.

2. Με την εξαίρεση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 6 του παρόντος, το δικαστήριο διατάσσει τον αντίδικο ή τρίτο, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4, να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στο φάκελο αρχής ανταγωνισμού, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 4. Προς τούτο λαμβάνει επιπλέον υπόψη τα εξής:
α) αν η αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4 είναι ειδικώς αιτιολογημένη ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στο φάκελο αρχής ανταγωνισμού σε σχέση με τη φύση, το αντικείμενο ή το περιεχόμενό τους. Τέτοια αίτηση δεν συνιστά η αίτηση για το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία περιλαμβάνονται στο φάκελο αρχής ανταγωνισμού ή τα οποία υποβλήθηκαν και συλλέχθηκαν από συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες επιχειρήσεις.
β) αν η αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4 έχει υποβληθεί κατόπιν της άσκησης αγωγής αποζημίωσης.
γ) την ανάγκη να διασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα της δημόσιας επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού, στις περιπτώσεις των παραγράφων 3 και 7 ή κατόπιν αίτησης της αρχής ανταγωνισμού, σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος.

3. Το δικαστήριο διατάσσει την κοινοποίηση των ακόλουθων κατηγοριών αποδεικτικών στοιχείων τα οποία περιλαμβάνονται στο φάκελο αρχής ανταγωνισμού, εφόσον και όταν περατωθεί οριστικά ως προς όλα τα εμπλεκόμενα μέρη η διαδικασία ενώπιον της αρχής ανταγωνισμού με την έκδοση απόφασης ή με άλλο τρόπο κατά τα οριζόμενα στην κείμενη νομοθεσία:
α) έγγραφα και πληροφορίες που συντάχθηκαν από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή δημόσιες αρχές ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ειδικά στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαδικασίας ενώπιον αρχής ανταγωνισμού,
β) έγγραφα και πληροφορίες που συντάχθηκαν από αρχή ανταγωνισμού και απεστάλησαν στα μέρη της διαδικασίας ενώπιόν της ή σε δημόσιες αρχές ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, συμπεριλαμβανομένων των αιτιάσεων, και
γ) υπομνήματα, προτάσεις διευθέτησης διαφοράς και δηλώσεις διευθέτησης διαφοράς που ανακλήθηκαν για οποιονδήποτε λόγο.

4. Το δικαστήριο δεν διατάσσει την κοινοποίηση από αντίδικο ή τρίτο οποιασδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες αποδεικτικών στοιχείων τα οποία περιλαμβάνονται στο φάκελο αρχής ανταγωνισμού:
α) αιτήσεις υπαγωγής στο πρόγραμμα επιείκειας
β) προτάσεις διευθέτησης διαφοράς και δηλώσεις διευθέτησης διαφοράς και
γ) έγγραφα στο βαθμό που παραθέτουν αυτούσια χωρία από τα υπό στοιχεία α και β έγγραφα της παρούσας παραγράφου.
Εάν μέρος μόνο του αποδεικτικού στοιχείου εμπίπτει στις περιπτώσεις α έως γ της παρούσας παραγράφου, το δικαστήριο δύναται να διατάξει την προσκόμιση των υπολοίπων τμημάτων του, κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο.

5. Ύστερα από αιτιολογημένο αίτημα του ενάγοντος το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να επιδειχθούν ενώπιόν του τα αποδεικτικά στοιχεία της παραγράφου 4 προκειμένου να αξιολογήσει αν αυτά εμπίπτουν στην παράγραφο 4 του παρόντος. Για το σκοπό αυτό το δικαστήριο:
α) μπορεί να ζητήσει μόνον τη συνδρομή της αρμόδιας αρχής ανταγωνισμού ή/ και β) μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτημα των διαδίκων, να καλέσει σε ακρόαση ενώπιόν του τους συντάκτες των εγγράφων της παραγράφου 4. Σε καμία περίπτωση το δικαστήριο δεν επιτρέπει την πρόσβαση σε αυτά τα έγγραφα σε διαδίκους ή τρίτους.

6. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει αρχή ανταγωνισμού να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται σε φάκελό της τότε μόνον, αν διάδικος ή τρίτος δεν είναι σε θέση για εύλογους λόγους να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία διατάχθηκε να κοινοποιήσει.

7. Το αίτημα κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων τα οποία περιλαμβάνονται στο φάκελο αρχής ανταγωνισμού, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4 είναι απαράδεκτο, αν δεν προσαχθεί βεβαίωση περί προηγούμενης κοινοποίησης αντιγράφου του αιτήματος στην εν λόγω εθνική αρχή ανταγωνισμού.

8. Η αρχή ανταγωνισμού μπορεί να υποβάλει εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις επί της αναλογικότητας του αιτήματος κοινοποίησης, προς το δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα.

9. Το δικαστήριο μπορεί να ζητά από την αρχή ανταγωνισμού να διατυπώσει τη γνώμη της επί ζητημάτων που άπτονται της εφαρμογής του παρόντος άρθρου και του άρθρου 4, εφόσον τούτη το κρίνει σκόπιμο .

10. Το παρόν άρθρο δεν θίγει:
α) τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας για τη χορήγηση πρόσβασης στο φάκελο υπόθεσης αρχής ανταγωνισμού,
β) τις διατάξεις για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ης Μαΐου 2001 και
γ) τις διατάξεις της εθνικής ή της ενωσιακής νομοθεσίας αναφορικά με την προστασία των εσωτερικών εγγράφων των αρχών ανταγωνισμού και την αλληλογραφία μεταξύ αρχών ανταγωνισμού.

Άρθρο 7
Περιορισμοί στη χρήση αποδεικτικών στοιχείων στο φάκελο αρχής ανταγωνισμού (άρθρο 7 Οδηγίας)


1. Αποδεικτικά στοιχεία στο φάκελο αρχής ανταγωνισμού που υπάγονται σε μία από τις κατηγορίες της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του παρόντος και έχουν ληφθεί από φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκλειστικά μέσω πρόσβασης στον φάκελο της αρχής ανταγωνισμού, θεωρούνται παράνομα σε αγωγές αποζημίωσης, δεν θεωρούνται μέρος του φακέλου της δικογραφίας και απαγορεύεται να ληφθούν υπόψη. Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προσκόμισε σε αγωγή αποζημίωσης αποδεικτικά στοιχεία της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του παρόντος καταδικάζεται και σε χρηματική ποινή ύψους έως εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, η οποία περιέρχεται στο δημόσιο ταμείο.

2. Αποδεικτικά στοιχεία στο φάκελο αρχής ανταγωνισμού που υπάγονται σε μία από τις κατηγορίες της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του παρόντος και έχουν ληφθεί από φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκλειστικά μέσω πρόσβασης στον φάκελο της αρχής ανταγωνισμού, τα οποία προσκομίζονται σε αγωγές αποζημίωσης πριν περατωθεί η διαδικασία ενώπιον της αρχής ανταγωνισμού, θεωρούνται παράνομα. Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προσκόμισε σε αγωγή αποζημίωσης, πριν περατωθεί η διαδικασία ενώπιον της αρχής ανταγωνισμού, αποδεικτικά στοιχεία της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του παρόντος καταδικάζεται και σε χρηματική ποινή ύψους έως εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, η οποία περιέρχεται στο δημόσιο ταμείο.

3. Αποδεικτικά στοιχεία στο φάκελο αρχής ανταγωνισμού που δεν υπάγονται σε μία από τις κατηγορίες των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 6 του παρόντος προσκομίζονται παραδεκτά σε αγωγές αποζημίωσης μόνο από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα στην κατοχή των οποίων περιήλθαν μέσω των διατάξεων περί πρόσβασης στο φάκελο αρχής ανταγωνισμού ή από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα στα οποία περιήλθε η αξίωση αποζημίωσης των προσώπων αυτών, διαφορετικά θεωρούνται παράνομα.

Άρθρο 8
Παραγραφή (άρθρα 10, 11 § 4 Οδηγίας)


1. Οι αξιώσεις κατά του παραβάτη για ζημίες λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού παραγράφονται σε πέντε χρόνια. Η παραγραφή αρχίζει αφότου ο ζημιωθείς έμαθε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε την παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, τη ζημία και την ταυτότητα του παραβάτη. Αν έπεται χρονικά η παύση της παράβασης, η παραγραφή ξεκινά από το μεταγενέστερο χρονικό σημείο της παύσης. Σε κάθε περίπτωση οι αξιώσεις κατά του παραβάτη παραγράφονται σε είκοσι χρόνια από την τέλεση της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού .

2. Η παραγραφή αναστέλλεται, αν μια αρχή ανταγωνισμού λάβει μέτρα για τη διερεύνηση της παράβασης ή ξεκινήσει διαδικασία ενώπιον της αρχής ανταγωνισμού για την παράβαση, στην οποία αφορά η αξίωση αποζημίωσης. Η αναστολή λήγει ένα έτος μετά το απρόσβλητο της απόφασης της αρχής ανταγωνισμού ή την περάτωση της διαδικασίας με άλλο τρόπο ή το αμετάκλητο της απόφασης δικαστηρίου που επελήφθη συναφώς . Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής.

3. Στην περίπτωση των οριζόντιων συμπράξεων (καρτέλ) η παραγραφή της αξίωσης κατά παραβάτη, που καλύπτεται από ασυλία λόγω ένταξής του σε πρόγραμμα επιεικούς μεταχείρισης, αρχίζει μόνο μετά την άκαρπη επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης ή μετά την τελεσίδικη απόρριψη της αγωγής του ζημιωθέντος κατά των υπόλοιπων υποχρέων που συμμετείχαν στην οριζόντια σύμπραξη (καρτέλ). Το προηγούμενο εδάφιο δεν ισχύει εάν πρόκειται για αξιώσεις που εγείρουν άμεσοι ή έμμεσοι αγοραστές ή προμηθευτές του παραβάτη και υπό την προϋπόθεση ότι δεν μπορούν να λάβουν πλήρη αποζημίωση από τους λοιπούς παραβάτες.

4. Σε περίπτωση ευθύνης περισσοτέρων η παραγραφή της αξίωσης αναγωγής, που είναι πενταετής, αρχίζει μόλις ο δικαιούχος σε αναγωγή καταβάλει στον ζημιωθέντα αποζημίωση που υπερβαίνει το μερίδιο της ευθύνης του.

Άρθρο 9
Ισχύς των εθνικών αποφάσεων και των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των ενωσιακών δικαστηρίων (άρθρο 9 Οδηγίας)


1. Επί εκδίκασης αγωγής αποζημίωσης βάσει του παρόντος νόμου, η διαπίστωση παράβασης των άρθρων 1 ή 2 του ν. 3959/2011 ή/και των άρθρων 101 ή 102 ΣΛΕΕ με απόφαση ελληνικής αρχής ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 2 αριθμ. [3], η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη, καθώς και η διαπίστωση παράβασης των άρθρων 101 ή 102 ΣΛΕΕ με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μη υποκείμενη πλέον σε προσφυγή, δεσμεύει το δικάζον δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει για τις αντίστοιχες διαπιστώσεις αμετάκλητης απόφασης ελληνικού ή ενωσιακού δικαστηρίου που εκδόθηκε επί προσφυγής κατά αποφάσεων του προηγούμενου εδαφίου.

2. Απόφαση κατά την έννοια της παραγράφου 1 που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος και προσκομίζεται στο δικάζον την αγωγή αποζημίωσης ημεδαπό δικαστήριο αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη του γεγονότος της παράβασης των άρθρων 101 ή 102 ΣΛΕΕ ή και των παράλληλα προς αυτά εφαρμοζόμενων διατάξεων του δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, οι οποίες επιδιώκουν κατά κύριο λόγο τον ίδιο στόχο με τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ και εκτιμάται παράλληλα με τυχόν άλλο αποδεικτικό υλικό που προσκομίζουν οι διάδικοι.

3. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του δικάζοντος την αγωγή αποζημίωσης δικαστηρίου που προβλέπονται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

Άρθρο 10
Ευθύνη εις ολόκληρον (άρθρο 11 Οδηγίας)


1. Επιχειρήσεις οι οποίες υπέπεσαν από κοινού σε παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού ενέχονται εις ολόκληρον.

2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 και με την επιφύλαξη του δικαιώματος πλήρους αποζημίωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, σε περίπτωση που μία εκ των επιχειρήσεων που υπέπεσαν από κοινού σε παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού είναι μικρομεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ) όπως προσδιορίζεται στη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, αυτή ευθύνεται μόνον έναντι των δικών της άμεσων ή έμμεσων αγοραστών, εφόσον:
α) το μερίδιο της στη σχετική με την παράβαση αγορά ήταν κατώτερο του 5% καθόλη τη διάρκεια της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού και
β) η εις ολόκληρον ευθύνη της θα έθετε σε μη αναστρέψιμο κίνδυνο την οικονομική της βιωσιμότητα και θα οδηγούσε σε απώλεια όλης της αξίας των περιουσιακών της στοιχείων.

3. Η εξαίρεση της παραγράφου 2 δεν ισχύει εφόσον:
α) η ΜΜΕ ηγήθηκε της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού ή εξανάγκασε άλλες επιχειρήσεις να συμμετάσχουν στην παράβαση, ή
β) η ΜΜΕ είχε παραβιάσει παλαιότερα το δίκαιο ανταγωνισμού και η παράβαση αυτή είχε διαπιστωθεί με απόφαση αρχής ανταγωνισμού .

4. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, εφόσον μία εκ των επιχειρήσεων που υπέπεσαν από κοινού σε παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, έχει εξασφαλίσει ασυλία στο πλαίσιο προγράμματος επιείκειας, ευθύνεται εις ολόκληρον:
α) έναντι των άμεσων ή έμμεσων αγοραστών ή προμηθευτών της και β) έναντι άλλων ζημιωθέντων, μόνο εφόσον δεν μπορεί να ληφθεί η πλήρης αποζημίωση του άρθρου 1 από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις που είχαν υποπέσει στην ίδια παράβαση.

5. Επιχείρηση που, κατά τις προηγούμενες παραγράφους, κατέβαλε ολόκληρη την αποζημίωση
έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών. Το δικαστήριο προσδιορίζει το μέτρο της μεταξύ τους ευθύνης ανάλογα με το βαθμό του πταίσματος καθενός και τη συμβολή καθενός στην πρόκληση της ζημίας. Αν δεν μπορεί να εξακριβωθεί ο βαθμός αυτός, η ζημία κατανέμεται μεταξύ όλων σε ίσα μέρη.

6. Το ύψος του ποσού το οποίο θα καταβάλει επιχείρηση καλυπτόμενη από ασυλία κατά την παρ. 4, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος της ζημίας που αυτή προκάλεσε στους δικούς της άμεσους ή έμμεσους αγοραστές ή προμηθευτές.

7. Στο βαθμό που η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού προκάλεσε ζημία σε άλλους εκτός από τους άμεσους ή έμμεσους αγοραστές ή προμηθευτές των ευθυνομένων εις ολόκληρο επιχειρήσεων, η χορήγηση ασυλίας σε μία από αυτές δεν επηρεάζει την αναγωγική ευθύνη της έναντι των λοιπών.

Άρθρο 11
Μετακύλιση της επιπλέον επιβάρυνσης (Άρθρα 12, 13 και 14 Οδηγίας)


1. Η περαιτέρω διάθεση του προϊόντος ή της υπηρεσίας, που αποκτήθηκε με επιπλέον επιβάρυνση, συνεπεία παράβασης των άρθρων 1, 2 του ν. 3959/2011 ή/και των άρθρων 101, 102 ΣΛΕΕ, δεν αποκλείει από μόνη της την ύπαρξη ζημίας. Ο εναγόμενος σε αποζημίωση μπορεί να ισχυρισθεί και να αποδείξει, προκειμένου να αποκρούσει την εναντίον του αξίωση για αποκατάσταση της θετικής ζημίας του ενάγοντος, ότι ο τελευταίος μετακύλισε εν όλω ή εν μέρει την επιπλέον επιβάρυνση που υπέστη λόγω της παράβασης. Η αξίωση για αποκατάσταση διαφυγόντος κέρδους του ζημιωθέντος, το οποίο συναρτάται αιτιωδώς με τη μετακύλιση της επιπλέον επιβάρυνσης στις επόμενες βαθμίδες της αλυσίδας εφοδιασμού, δεν αποκλείεται στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου.

2. Για τη διαπίστωση του ύψους της επιπλέον επιβάρυνσης και του ποσοστού της, που μετακυλίσθηκε στον έμμεσο αγοραστή, το δικαστήριο αρκείται σε πιθανολόγηση.

3. Υπέρ του έμμεσου αγοραστή τεκμαίρεται ότι του επιβλήθηκε η επιπλέον επιβάρυνση, εφόσον εφόσον αυτός αποδεικνύει ότι: α. ο εναγόμενος τέλεσε παράβαση των άρθρων 1, 2 του ν. 3959/2011 ή/και των άρθρων 101, 102 ΣΛΕΕ,
β. η ανωτέρω παράβαση είχε ως αποτέλεσμα την επιπλέον επιβάρυνση του άμεσου αγοραστή, και
γ. ο έμμεσος αγοραστής αγόρασε αγαθά/υπηρεσίες που είτε αποτέλεσαν το αντικείμενο της εν λόγω παράβασης, είτε προήλθαν από αυτά/αυτές, είτε τα/τις περιείχαν.

4. Το τεκμήριο της παραγράφου (3) είναι μαχητό. Για την απόδειξη των πραγματικών γεγονότων που ανατρέπουν το τεκμήριο το δικαστήριο σχηματίζει πλήρη δικανική πεποίθηση.

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως, όταν η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού αφορά προμήθειες (πωλήσεις) στον παραβάτη.

Άρθρο 12
Αγωγές αποζημίωσης από ενάγοντες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές βαθμίδες διανομής (Άρθρο 15 Οδηγίας)


1. Η άσκηση αγωγών αποζημίωσης από ενάγοντες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές βαθμίδες της αλυσίδας διανομής ενός προϊόντος δεν μπορεί να οδηγεί (α) σε καταβολή αποζημιώσεων που υπερβαίνουν το σύνολο της ζημίας που προκλήθηκε ή (β) σε μη καταβολή αποζημίωσης.

2. Για τους σκοπούς της παρ. 1, δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται αγωγής αποζημίωσης για παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού δύναται να λαμβάνει υπόψη του τις αγωγές αποζημίωσης που αφορούν στην ίδια παράβαση και έχουν ασκηθεί από ενάγοντες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές βαθμίδες της αλυσίδας διανομής, τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί επί των αγωγών αυτών, καθώς και κάθε σχετική πληροφορία.

Άρθρο 13

1. Στο Πρωτοδικείο Αθηνών συνιστάται ειδικό τμήμα, το οποίο εκδικάζει τις υποθέσεις του παρόντος νόμου. Στο τμήμα αυτό, η κατά τόπο αρμοδιότητα του οποίου εκτείνεται στο σύνολο της Χώρας, τοποθετούνται τακτικοί δικαστές με προϋπηρεσία τουλάχιστον τριών ετών στο βαθμό του πρωτοδίκη και με εξειδίκευση στο δίκαιο του ανταγωνισμού ή/και στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν ελλείπει ο αναγκαίος αριθμός εξειδικευμένων δικαστών για την συγκρότηση του τμήματος, τότε δύναται να υπηρετήσουν σε αυτό δικαστές με απλή εμπειρία στο εμπορικό δίκαιο εν γένει.

2. Στο Εφετείο Αθηνών συνιστάται ειδικό τμήμα, το οποίο εκδικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του ανωτέρω ειδικού τμήματος επί υποθέσεων του παρόντος νόμου και στο οποίο υπηρετούν δικαστές με εξειδίκευση στο δίκαιο του ανταγωνισμού ή/και στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή/και στο εμπορικό δίκαιο εν γένει.

Άρθρο 14
Ύφος ζημίας (άρθρο 17 παραγρ. 1 Οδηγίας).


1. Το δικαστήριο έχει την εξουσία να εκτιμήσει το ύψος της ζημίας, εφόσον είναι πρακτικά αδύνατο ή υπερβολικά δυσχερές να προσδιορισθεί επακριβώς το ύψος της προκληθείσας ζημίας από τον ενάγοντα βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων.

2. Προς τον σκοπό αυτό λαμβάνει ιδίως υπόψη το είδος και την έκταση της παράβασης και τη δέουσα επιμέλεια που επέδειξε ο ενάγων στην συγκέντρωση και αξιοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων κατά τον παρόντα νόμο.

3. Το δικαστήριο μπορεί να ζητά από την εθνική αρχή ανταγωνισμού να διατυπώσει τη γνώμη της επί ζητημάτων που άπτονται της εφαρμογής του παρόντος άρθρου, εφόσον τούτη το κρίνει σκόπιμο.

Άρθρο 15
Συναινετική επίλυση διαφορών (άρθρα 18 και 19 Οδηγίας)


1. Σε περίπτωση συναινετικής επίλυσης της διαφοράς με οποιονδήποτε τρόπο (δικαστικό ή εξώδικο) μεταξύ του ζημιωθέντος και ενός ή περισσοτέρων εκ των παραβατών, η αξίωση του ζημιωθέντος σε αποζημίωση μειώνεται κατά το μερίδιο ζημίας που προκάλεσε στον ζημιωθέντα ο παραβάτης ή οι παραβάτες υπέρ του οποίου ή των οποίων ισχύει ο διακανονισμός. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως του χρηματικού ποσού που συμφωνήθηκε με τη συναινετική επίλυση. Το μερίδιο ζημίας προσδιορίζεται με τα κριτήρια του άρθρου 10 §§ 5 εδ. β'-γ' και 6. Ο παραβάτης ή οι παραβάτες υπέρ των οποίων δεν ισχύει ο διακανονισμός, σε περίπτωση που εκπληρώσουν την εναπομείνασα αξίωση αποζημίωσης πέραν του μεριδίου ευθύνης τους, δεν έχουν δικαίωμα αναγωγής κατά του ανωτέρω παραβάτη ή των παραβατών.

2. Αν ο παραβάτης ή οι παραβάτες, υπέρ των οποίων δεν ισχύει ο διακανονισμός, αδυνατούν εν όλω ή εν μέρει να εκπληρώσουν την ανωτέρω εναπομείνασα αξίωση αποζημίωσης, γεννιέται αντιστοίχως η ευθύνη του παραβάτη ή των παραβατών, που απαλλάχθηκαν κατά τα ανωτέρω με συναινετικό διακανονισμό, να ικανοποιήσουν τον ζημιωθέντα. «Ο παραβάτης ή παραβάτες που ικανοποίησαν το ζημιωθέντα κατά το προηγούμενο εδάφιο , δικαιούνται να αναχθούν κατά του παραβάτη ή των παραβατών που απαλλάχθηκαν έτσι από το χρέος τους. Η επικουρική ευθύνη του εδ. α' δεν γεννάται, αν στη συμφωνία διακανονισμού προβλέφθηκε ρητά το αντίθετο.

3. Η προθεσμία παραγραφής για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης αναστέλλεται για τη διάρκεια οποιασδήποτε διαδικασίας συναινετικής επίλυσης διαφορών. Η αναστολή της παραγραφής ισχύει μόνο σε σχέση με τους διαδίκους που συμμετέχουν ή συμμετείχαν, αυτοπροσώπως ή μέσω εκπροσώπου, στη συναινετική επίλυση διαφορών.

4. Με την επιφύλαξη των σχετικών με τη διαιτησία διατάξεων του ελληνικού δικαίου, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αγωγής αποζημίωσης μπορεί να αναστείλει μέχρι δύο έτη τη διαδικασία στις περιπτώσεις που οι διάδικοι συμμετέχουν σε συναινετική επίλυση διαφορών σχετικά με την αξίωση που καλύπτεται από την εν λόγω αγωγή αποζημίωσης.

5. Η εθνική αρχή ανταγωνισμού, όταν επιβάλει πρόστιμο δύναται να εκτιμήσει την καταβληθείσα αποζημίωση βάσει συναινετικού διακανονισμού ως ελαφρυντική περίσταση.

Άρθρο 16
(άρθρο 22 Οδηγίας)


Οι διατάξεις του παρόντος νόμου που ρυθμίζουν την αξίωση αποζημίωσης εφαρμόζονται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, με εξαίρεση τις δικονομικές διατάξεις του, οι οποίες εφαρμόζονται σε αγωγές αποζημίωσης που έχουν ασκηθεί από 26.12.2014 και εφεξής.


Αιτιολογική έκθεση Σχεδίου Νόμου

Εισαγωγικές παρατηρήσεις και άρθρο 1

H μέσω αποζημιωτικής αγωγής επιβολή του δικαίου κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού (private law enforcement) είναι πλέον βασικό πρόσημο της πρόσφατης ενωσιακής πολιτικής στον τομέα του ανταγωνισμού. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή η δημόσια επιβολή του δικαίου κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού (public law enforcement) μέσω των εξειδικευμένων αρχών ανταγωνισμού είναι αναγκαία αλλά όχι πλέον και επαρκής προϋπόθεση για να εφαρμοσθεί αποτελεσματικά το δίκαιο κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου ζημιωθέντες πρέπει να διευκολύνονται να ενισχύσουν την διοικητική επιβολή του, μέσω αγωγής αποζημιώσεως κατά του παραβάτη ή των παραβατών. Πίσω από την σύλληψη αυτή υποκρύπτεται μία σαφής πλέον δικαιοπολιτική και νομοθετική στρατηγική. Έχει ως στόχο μέσω «πλεονεκτημάτων» ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου να καταστεί δυνατή η αγωγή αποζημιώσεως κατά επιχειρήσεων που έχουν παραβεί το δίκαιο κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η Οδηγία 2014/104/ΕΕ για την αξίωση αποζημίωσης λόγω παραβάσεως των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού, εφόσον η ζημία προέρχεται από σύμβαση ή αδικοπρακτική συμπεριφορά δυνάμενη να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

Το ΣχΝ μεταφέρει στο ελληνικό δίκαιο την Οδηγία 2014/104/ΕΕ. Πρόκειται για διατάξεις αδικοπρακτικής ευθύνης, εντασσόμενες συστηματικά στο γενικό πλαίσιο των ΑΚ 914 επ., τις οποίες δεν παραμερίζουν. Καταβλήθηκε προσπάθεια από την Επιτροπή να ενταχθούν όλες οι διατάξεις της Οδηγίας στο ελληνικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, παρά την δυσκολία ένταξης ειδικά ως προς ορισμένα ζητήματα του έμμεσου αγοραστή.

Επισημαίνεται ότι η εφαρμογή όλων των διατάξεων που ανήκουν στο εθνικό ουσιαστικό ή στο δικονομικό δίκαιο και εφαρμόζονται σε αγωγή αποζημίωσης λόγω παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού κατά πάγια ενωσιακή νομολογία δεν θα πρέπει να καθιστά πρακτικά αδύνατη ή εξαιρετικά δύσκολη την υλοποίηση της αξίωσης αποζημίωσης (πρβλ. και άρθρο 14 ΣχΝ, άρθρο 4 Οδ.).

Η Επιτροπή προέκρινε την επιλογή της ελάχιστης εναρμόνισης. Παρά ταύτα οι διατάξεις της Οδηγίας εφαρμόζονται και επί αμιγώς εθνικών παραβάσεων του ν. 3959/2011 (άρθρα 1, 2).
Το παρόν ΣχΝ περιορίζεται αποκλειστικά και μόνον στις αξιώσεως αποζημίωσης χωρίς να θίγει ενδεχόμενες αξιώσεις παράλειψης της παράβασης και παύσης της προσβολής.

Άρθρο 2

Το ΣχΝ περιορίσθηκε στην ανάληψη μερικών μόνον εκ των ορισμών της Οδηγίας προσαρμοσμένων στο ελληνικό δίκαιο. Επισημαίνεται ότι ως εθνική αρχή ανταγωνισμού δεν θεωρείται μόνον η Επιτροπή Ανταγωνισμού αλλά και η ΕΕΤΤ.

Στην έννοια του «εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού» υπάγονται και τα άρθρα 1 και 2 ν. 3959/2011 έστω και αν δεν εφαρμόζονται παράλληλα προς τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003. Εξ αυτού συνάγεται ότι οι διατάξεις του ΣχΝ μπορούν να εφαρμοσθούν και επί μιας αμιγώς εθνικής παραβάσεως (βλ. και τα αναφερόμενα παρακάτω για το άρθρο 9 του ΣχΝ). Η επιτροπή έκρινε ότι η Οδηγία δεν εμποδίζει τον εθνικό νομοθέτη να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της και σε παραβάσεις με αποκλειστικά εθνική διάσταση, δηλ. όταν ελλείπει η δυνατότητα επηρεασμού του ενδοενωσιακού εμπορίου. Η ενότητα της εννόμου τάξεως και η ανάγκη διασφάλισης ισοδύναμων όρων ανταγωνισμού (level playing field) για όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά, καθώς και σε ισοδύναμη προστασία όλων των θιγόμενων από παραβάσεις της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού (επιχειρήσεων και καταναλωτών) απαιτεί ενιαία αντιμετώπιση των περιπτώσεων αυτών.

Στην έννοια του «προγράμματος επιείκειας» υπάγονται προγράμματα όπως αυτό που προβλέπεται στο άρθρο 4α του κανονισμού 773/2004 της Επιτροπής (όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τον καν. (ΕΕ) 2015/1348 της Επιτροπής) ή το πρόγραμμα που υιοθετήθηκε κατ' εφαρμογή του άρθρου 14 παραγρ. 2 περιπτ. ιδ υποπερ. ββ και του άρθρου 25 παραγρ. 8 ν. 3959/2011 με σχετικές αποφάσεις της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή όποιο άλλο πρόγραμμα με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά υιοθετηθεί από αρχή ανταγωνισμού.

Στην έννοια της «πρότασης και δήλωσης διευθέτησης διαφοράς» υπάγονται αναφορές όπως αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 25α ν. 3959/2011 και τις σχετικές αποφάσεις της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή στο πλαίσιο όποιας άλλης διαδικασίας διευθέτησης αρχής ανταγωνισμού.

Άρθρο 3

Το ΣχΝ ακολουθώντας την Οδηγία θεσπίζει τον γνώριμο από το αδικοπρακτικό δίκαιο του ΑΚ (άρθρο 914) αποκαταστατικό χαρακτήρα της αποζημίωσης. Η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού μέσα από την οδό της αποζημιωτικής αγωγής δεν μπορεί να φθάσει σε μια αποζημίωση η οποία να υπερβαίνει τον αποκαταστατικό χαρακτήρα του δικαίου της αποζημιώσεως (άρθρα 3 παραγρ. 3, άρθρο 12 παραγρ. 1 Οδ.) με οιονεί ποινική κυρωτική διάσταση. H αυστηρότητα της αρχής που διέπει το δίκαιο της αποζημιώσεως αποκλείει την ποινική διάσταση της. Ως προς τον ζημιώσαντα το ΣχΝ περιορίζεται στην έννοια της επιχείρησης υπό το ενωσιακό δίκαιο, χωρίς όμως το ΣχΝ να λαμβάνει θέση ως προς το εάν στην έννοια της επιχείρησης κατά την Οδηγία υπάγεται και ο όμιλος επιχειρήσεων.

Ως προς τον ζημιωθέντα, έστω και αν δεν υπάρχει ρητή μνεία, το ΣχΝ ακολουθεί τη ρύθμιση της Οδηγίας. Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συμμετέχει στην αγορά και έχει υποστεί ζημία λόγω παράβασης των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού μπορεί να απαιτήσει και να επιτύχει πλήρη αποζημίωση για την εν λόγω ζημία. Τούτο ισχύει τόσο για «μεμονωμένη αγωγή» (stand- alone action) όσο και για την επιγενόμενη αποφάσεως αρχής ανταγωνισμού αγωγή (follow-on action) (βλ και σκέψη 13 εδ. α Οδηγίας). Η ευρύτατη αυτή ενεργητική νομιμοποίηση απορρέει από την βασική θέση ότι η ζημία από περιορισμούς του ανταγωνισμού συχνότατα δεν περιορίζεται μόνον στους αντισυμβαλλόμενους άμεσους αγοραστές ή προμηθευτές ή τους ανταγωνιστές αλλά επεκτείνεται σε κάθε παράγοντα της αγοράς, μεταξύ δε άλλων στους έμμεσους αγοραστές και προμηθευτές, αλλά και στους τελικούς καταναλωτές. Για την ενεργητική νομιμοποίηση κρίσιμη είναι η ζημία του ζημιωθέντος με οιαδήποτε μορφή. Η θετική ζημία κατά κανόνα προκαλείται μέσω της επιδράσεως της αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς στο επίπεδο των τιμών. H θετική ζημία θα συνίσταται στην διαφορά μεταξύ της πράγματι καταβληθείσας τιμής και της υποθετικής τιμής αγοράς, η οποία θα υπήρχε χωρίς τον περιορισμό του ανταγωνισμού, ενώ διαφυγόν κέρδος υφίσταται ο ζημιωθείς, εφόσον η τεχνητή αύξηση της τιμής οδήγησε αιτιωδώς σε μείωση της ζητήσεως των προϊόντων του ζημιωθέντος ανταγωνιστή ή άμεσου ή έμμεσου αγοραστή. Δευτερευόντως μπορεί η σύμπραξη ή κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως να επεμβαίνει ρυθμιστικά στην ποσότητα των παραγόμενων ή διατιθέμενων εμπορευμάτων. Ανάλογα ισχύουν και για τα διαφυγόντα κέρδη.

Το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 3 παραγρ. 4 (ζημία από οριζόντιες συμπράξεις - καρτέλ) κατά την έννοια του άρθρου 2 αρ. 7 ΣχΝ αποδίδει το άρθρο 17 παραγρ. 2 Οδηγίας. Αναφέρεται αποκλειστικά και μόνον στο «εάν» της ζημίας και όχι στο ύψος της και δεν ισχύει σε άλλους περιορισμούς του ανταγωνισμού, λ.χ από μη εμπίπτουσες στην έννοια του «καρτέλ» μορφές οριζόντιων συμπράξεων, από κάθετες συμπράξεις ή από κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.

Άρθρο 4

Με το άρθρο 4 του νομοσχεδίου μεταφέρεται στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 5 της Οδηγίας, με το οποίο παρέχεται το λεγόμενο «δικαίωμα κοινοποίησης» ή πληροφόρησης. Πρότυπο του άρθρου 5 της οδηγίας 2014/104 αποτέλεσε, εν μέρει, η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της οδηγίας 2004/48/ΕK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, η οποία μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο με τα άρθρα 63Α παρ. 1 ν. 2121/1993, 151 παρ. 1, 2 και 3 ν. 4072/2012 και 17Α παρ. 1, 2 και 3 ν. 1733/1987. Παρέπεται ότι τα εθνικά δικαστήρια κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4 του νομοσχεδίου θα δύνανται να ανατρέχουν στην ήδη διαμορφωθείσα για τις προαναφερόμενες συγγενείς διατάξεις νομολογία.

Με την εισαγωγή της διατάξεως αυτής επιχειρείται η διασφάλιση της αρχής της αποτελεσματικότητας ως προς την άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης, λαμβάνοντας υπόψη την βασική ασυμμετρία πληροφόρησης, η οποία χαρακτηρίζει τις οικείες διαφορές (βλ. 14η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας). Στο πλαίσιο αυτό παρακάμπτονται οι αυστηρές προϋποθέσεις των διατάξεων περί κοινοποίησης του ημεδαπού δικαίου. Πάντως, τα άρθρα 450-452 ΚΠολΔ εφαρμόζονται συμπληρωματικώς, όπου δεν υπάρχει αντίθετη ειδικότερη ρύθμιση του νομοσχεδίου, με την επισήμανση ότι τέτοια συμπληρωματική εφαρμογή δεν πρέπει να δυσχεραίνει αδικαιολόγητα την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης.

Με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του νομοσχεδίου μεταφέρονται οι δύο πρώτες παράγραφοι του άρθρου 5 της Οδηγίας. Το αίτημα περί κοινοποίησης δύναται να υποβάλει κάθε διάδικος, ήτοι τόσο ο ενάγων όσο και ο εναγόμενος, ώστε να διασφαλίζεται η αρχή της ισότητας των όπλων (βλ. 14η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας). Την ιδιότητα του εναγομένου συνήθως θα φέρει ο παραβάτης, οπότε το αίτημα θα προβάλλεται προς απόδειξη ισχυρισμού του, π.χ. της ενστάσεως μετακυλίσεως, αλλά όχι σπάνια και ο ζημιωθείς (βλ. τα πραγματικά περιστατικά στην απόφαση ΔΕΕ της 20ής Σεπτεμβρίου 2001 στην υπόθεση C-453/99, Courage Ltd). Από την διάταξη αυτή, συνδυασμένη με τον ισχύοντα ΚΠολΔ, συνάγονται τα εξής:
α) Έκαστος των διαδίκων φέρει καταρχήν το βάρος να αποδείξει τους ισχυρισμούς του (π.χ. ο ζημιωθείς έχει το βάρος απόδειξης της υπαίτιας παράβασης των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παράβασης και ζημίας), καταθέτοντας με τις κατ' άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ προτάσεις του όλα τα αποδεικτικά μέσα που διαθέτει.
β) Η διάταξη του δικαστηρίου περί προσκόμισης ή γνωστοποίησης, με την οποία ανακατανέμεται το βάρος απόδειξης, εκδίδεται μόνο κατόπιν αιτήσεως του διαδίκου, η οποία υποβάλλεται είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή, είτε με τις προτάσεις σε οποιαδήποτε στάση της πρωτοβάθμιας ή έκκλητης δίκης - άρα και με το δικόγραφο της έφεσης ή των προσθέτων λόγων αυτής - κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 451 § 1 εδαφ. α' ΚΠολΔ λόγω της ταυτότητας νομικής και πραγματικής αιτίας (πρβλ. ΑΠ 1615/2014, ΑΠ 1402/2008 NoB 2009.423). Ο αντίδικος του αιτούντος δύναται να απαντήσει στο συγκεκριμένο αίτημα με τις δικές του προτάσεις ή με την προσθήκη επ' αυτών (βλ. άρθρο 5 παρ. 7 της Οδηγίας).
γ) Εάν το αίτημα προσκόμισης ή κοινοποίησης αφορά τρίτο τότε υποβάλλεται μόνο με παρεμπίπτουσα αγωγή (άρθρο 451 παρ. 1 ΚΠολΔ). Συνεπώς, ο τρίτος καθίσταται διάδικος στην ανοιγείσα με την παρεμπίπτουσα αγωγή δίκη και πρέπει να κληθεί κατ' άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ στην συζήτησή της (βλ. άρθρο 5 παρ. 7 της Οδηγίας).
δ) Για το ορισμένο της οικείας αίτησης απαιτείται κατ' άρθρο 216 ΚΠολΔ: i) η σαφής περιγραφή των αποδεικτικών στοιχείων ή κατηγοριών αποδεικτικών στοιχείων, π.χ. των τραπεζικών, χρηματοοικονομικών ή εμπορικών εγγράφων. Τα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να εξατομικεύονται επαρκώς και να αναφέρεται, έστω γενικά, το περιεχόμενό τους. Εάν ζητείται η κοινοποίηση κατηγορίας αποδεικτικών εγγράφων θα πρέπει να προσδιορίζεται με όσο το δυνατόν πιο σαφή τρόπο βάσει κοινών γνωρισμάτων των συστατικών της στοιχείων, όπως το είδος, η κατηγορία, το αντικείμενο, το περιεχόμενο, η χρονική περίοδος σύνταξης των εγγράφων ή άλλα κριτήρια (βλ. άρθρο 5 παρ. 2, καθώς και 16η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας). ii) Επίκληση ότι τα στοιχεία και τα έγγραφα βρίσκονται υπό τον έλεγχο του αντιδίκου (πρβλ. ΑΠ 1402/2008 NoB 2009.423). iii) Έκθεση πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει το κατ' άρθρο 68 ΚΠολΔ έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή ότι το επίδικο έγγραφο ή κατηγορία εγγράφων είναι πρόσφορο/-η προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του, προς επαρκή στήριξη του οποίου έχει ήδη προσκομίσει ευλόγως διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία (πρβλ. ΑΠ 1615/2014, ΑΠ 1402/2008 όπ.π.).
ε) Το δικαστήριο, εάν δεχθεί την αίτηση, διατάσσει με μη οριστική απόφασή του την επανάληψη της συζητήσεως κατ' άρθρο 254 ΚΠολΔ και υποχρεώνει τον υπόχρεο να προβεί στην προσκόμιση ή γνωστοποίηση εντός ορισμένης προθεσμίας (πρβλ. Ν. Παϊσίδου, Η επίδειξη εγγράφων στην πολιτική δίκη, 2006, σελ. 226-227). Άλλωστε, η εξέταση των προπαρατιθέμενων ουσιαστικών προϋποθέσεων (τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, ύπαρξη εγγράφου υπό τον έλεγχο του καθού η αίτηση) αποκλείει την δυνατότητα προσφυγής στην διαδικασία του άρθρου 232 ΚΠολΔ, κατά την οποία εκδίδεται απλή πράξη ή προπαρασκευαστική της συζήτησης διάταξη του δικαστή, και μάλιστα χωρίς να προβλέπεται η - επιτασσόμενη από το άρθρο 5 παρ. 7 της Οδηγίας - προηγούμενη ακρόαση του καθού η αίτηση, διαδίκου ή τρίτου (περί της διαδικασίας του άρθρου 232 ΚΠολΔ βλ. Ν. Παϊσίδου, ό.π., σελ. 205 επ.).

Με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 του νομοσχεδίου μεταφέρεται η παράγραφος 3 του άρθρου 5 της Οδηγίας, με την οποία τίθενται συγκεκριμένα κριτήρια τήρησης της αρχής της αναλογικότητας από τα δικαστήρια.

Πρώτο κριτήριο είναι ο βαθμός στον οποίο η αξίωση αποζημίωσης ή η ένσταση υποστηρίζεται από τα διαθέσιμα στοιχεία για πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν το αίτημα κοινοποίησης (αναγκαιότητα). Έτσι, εάν το δικαστήριο κρίνει ότι τα ήδη προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία επαρκούν για τον σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης, θα απορρίψει το αίτημα κοινοποίησης.

Αντίστοιχα, το δικαστήριο δύναται να δεχθεί εν μέρει το αίτημα κοινοποίησης ως βάσιμο στην ουσία του, εάν από την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία η προσκόμιση του συνόλου των εγγράφων που ζητεί ο αιτών διάδικος. Το δεύτερο και το τρίτο κριτήριο αφορούν την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας με την στενή του όρου έννοια.

Με την παράγραφο 4 του άρθρου 4 του νομοσχεδίου μεταφέρεται η παράγραφος 4 του άρθρου 5 της Οδηγίας. Λαμβάνεται ειδική πρόνοια για την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών, που περιέχονται σε έγγραφα που ο καθού η αίτηση διάδικος προσκομίζει στο δικαστήριο. Τα έγγραφα αυτά καθαυτά δεν αποτελούν τμήμα του φακέλου της δικογραφίας που είναι αμέσως προσβάσιμο στον αντίδικο (αιτούντα) και συνεπώς, εξαιρούνται από την αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων. Σε ένα πρώτο στάδιο ελέγχου το δικαστήριο κρίνει, εάν όντως στα έγγραφα, που προσκομίζει ο διάδικος, ή σε τμήμα αυτών, περιέχονται εμπιστευτικές πληροφορίες. Σε ένα δεύτερο στάδιο ελέγχου το δικαστήριο κρίνει, εάν τα προσκομισθέντα από τον υπόχρεο - καθού η αίτηση έγγραφα, που δεν περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, επαρκούν για τον σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου, που είχαν ήδη προσκομισθεί με τις προτάσεις (τήρηση της αρχής της αναγκαιότητας). Σε ένα τρίτο στάδιο ελέγχου (εφόσον δεν κριθεί επαρκές το υπάρχον αποδεικτικό υλικό), το δικαστήριο διορίζει πραγματογνώμονα, ο οποίος θα καταρτίσει περίληψη των πληροφοριών σε συγκεντρωτική ή άλλης μορφής μη εμπιστευτική εκδοχή. Αυτονόητο είναι ότι η προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών θα ήταν αδύνατη, εάν τα διάδικα μέρη είχαν την δυνατότητα διορισμού τεχνικών συμβούλων.

Με την παράγραφο 5 του άρθρου 4 του νομοσχεδίου μεταφέρεται η παράγραφος 5 του άρθρου 5 της Οδηγίας περί σεβασμού του δικηγορικού απορρήτου από το δικαστήριο που διατάσσει την κοινοποίηση αποδεικτικών εγγράφων.

Άρθρο 5

Με το άρθρο 5 του νομοσχεδίου μεταφέρεται το άρθρο 8 της Οδηγίας. Στο ισχύον δικονομικό δίκαιο το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα εάν το αντικείμενο της απόδειξης, για το οποίο διατάχθηκε η επίδειξη εγγράφων, πρέπει να θεωρηθεί ομολογημένο (βλ. τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 452 παρ. 2 και 366 ΚΠολΔ). Με το παρόν άρθρο η κύρωση δεν αφήνεται πλέον στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου. Η απείθεια του υποχρέου - καθού η αίτηση συνεπάγεται την θεώρηση ως ομολογημένων των ισχυρισμών του αιτούντος, προς απόδειξη των οποίων διετάχθη η προσκόμιση ή γνωστοποίηση. Η ομολογία αυτή αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον του καθού η αίτηση (άρθρο 352 § 1 ΚΠολΔ). Συνεπώς, παρίσταται περιττή η αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που διατάζει την επίδειξη, μη εφαρμοζομένων αναλογικώς των διατάξεων των άρθρων 452 § 1, 941 και 946 ΚΠολΔ. Ομοίως, ομολογημένοι θεωρούνται οι ισχυρισμοί του αιτούντος, εάν ο αντίδικός του δεν προσκομίσει τα αιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία, επειδή τα είχε καταστρέψει. Ως κρίσιμο χρονικό σημείο για την θεμελίωση της ευθύνης του (καθώς η καταστροφή ενδέχεται να είναι καταρχήν σύμφωνη με την κείμενη νομοθεσία), ορίζεται η έναρξη της διαδικασίας ενώπιον της εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή η άσκηση της αγωγής. Παράλληλα, στις προπαρατιθέμενες περιπτώσεις, αλλά και σε βάρος όποιου δεν συμμορφώθηκε με διάταξη δικαστικής απόφασης για την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών, προβλέπεται καταδίκη σε χρηματική ποινή, περιερχόμενη στο δημόσιο ταμείο.

Άρθρο 6


Το άρθρο 6 ρυθμίζει ζητήματα σχετικά με αιτήματα κοινοποίησης στοιχείων του άρθρου 4 ΣχΝ, όταν το σύνολο ή μέρος των στοιχείων που επικαλείται ο αιτών και βρίσκονται στην κατοχή του αντιδίκου ή τρίτου, συνιστούν τμήμα του φακέλου υπόθεσης αρχής ανταγωνισμού, είτε διότι συλλέχθηκαν είτε διότι υποβλήθηκαν στην αρχή ανταγωνισμού στο πλαίσιο έρευνας για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ και/ ή της κείμενης εθνικής νομοθεσίας, όπως εκάστοτε ισχύει («αποδεικτικά στοιχεία σε φάκελο αρχής ανταγωνισμού»).

Καθώς αφενός, η κοινοποίηση των ανωτέρω στοιχείων δύναται να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των μέσων και εργαλείων δημόσιας επιβολής του δικαίου προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, να δυσχεράνει την έρευνα της υπόθεσης από την αρμόδια αρχή ανταγωνισμού και να αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις να συνεργασθούν με την αρχή ανταγωνισμού στο πλαίσιο των σχετικών διαδικασιών που έχουν υιοθετηθεί (πρόγραμμα επιείκειας, διαδικασία διευθέτησης διαφοράς, κ.α.), ενώ αφετέρου, η κοινοποίηση κάθε αποδεικτικού στοιχείου που περιλαμβάνεται σε φάκελο αρχής ανταγωνισμού δεν είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος αποζημίωσης, προβλέπονται όρια στην κοινοποίηση των ανωτέρω στοιχείων, σε συνάρτηση με τη φύση και το περιεχόμενό τους, το χρόνο και το σκοπό σύνταξής τους και το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η έρευνα της αρχής ανταγωνισμού. Περιοριστικά ορίζονται και οι περιστάσεις υπό τις οποίες το δικαστήριο δύναται να διατάξει την κοινοποίηση των εν λόγω στοιχείων από την αρχή ανταγωνισμού.

Κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 6 ΣχΝ, το δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάσσει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που υφίστανται ανεξάρτητα από τις διαδικασίες έρευνας της αρχής ανταγωνισμού («πληροφορίες που ήδη υπάρχουν» - βλ. και 28η αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, καθώς και Προτάσεις Γεν. Εισαγγελέα Jan Mazak στην υπόθ. C-360/09, Pfleiderer, παρ. 47), ανά πάσα στιγμή, ήτοι ανεξαρτήτως του σταδίου έρευνας της αρχής ανταγωνισμού, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας. Προς το σκοπό αυτό, επιπλέον των κριτηρίων της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του νομοσχεδίου, το δικαστήριο συνεκτιμά αν το αίτημα είναι διατυπωμένο αόριστα, χωρίς ειδική αιτιολογία ως προς τη φύση, το αντικείμενο ή το περιεχόμενο των αιτούμενων αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στο φάκελο αρχής ανταγωνισμού, ώστε να αποτρέπονται μεθοδεύσεις άντλησης στοιχείων μη πρόσφορων για την αποτελεσματική προστασία και άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης («αλίευση πληροφοριών»), αν έχει ήδη ασκηθεί αγωγή αποζημίωσης και εάν διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της δημόσιας επιβολής του δικαίου προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ο αιτών υποχρεούται να προσδιορίσει στο αίτημά του τα αποδεικτικά στοιχεία ή τις κατηγορίες των αποδεικτικών στοιχείων με όσο το δυνατόν πιο σαφή και συγκεκριμένο τρόπο βάσει διαθέσιμων σε αυτόν στοιχείων. Τούτο δεν συντρέχει στην περίπτωση αιτημάτων κοινοποίησης όλων των εγγράφων στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού ή όλων των εγγράφων που υποβλήθηκαν ή συλλέχθηκαν από συγκεκριμένη/ -ες επιχείρηση/ -σεις.

Κατά τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 6 ΣχΝ, το δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάσσει την κοινοποίηση εγγράφων και πληροφοριών, που έχουν ετοιμασθεί ειδικά στο πλαίσιο της διαδικασίας διερεύνησης συγκεκριμένης υπόθεσης από αρχή ανταγωνισμού (εισηγήσεις, αιτήσεις παροχής πληροφοριών και απαντήσεις σε αυτές, μαρτυρικές καταθέσεις, κ.α. - για τα έγγραφα και πληροφορίες που συντάχθηκαν από ή εστάλησαν σε δημόσιες αρχές ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ειδικά στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον αρχής ανταγωνισμού, βλ. π.χ. άρθρο 38 του Ν. 3959/2011, άρθρο 15 παρ. 11 Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού και η Ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού σχετικά με το χαρακτηρισμό των απορρήτων στοιχείων και τον τρόπο υποβολής μη εμπιστευτικής εκδοχής εγγράφων, παρ. 9 υπό γ), όταν αυτή περατωθεί οριστικά με όποιον τρόπο ορίζεται στην αντίστοιχη εθνική ή ενωσιακή νομοθεσία, όπως εκάστοτε ισχύει (έκδοση απόφασης, πράξη θέσης στο αρχείο κ.α, με την εξαίρεση των αποφάσεων λήψης ασφαλιστικών μέτρων) και τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη διασφάλισης της αποτελεσματικότητας της δημόσιας επιβολής του δικαίου προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού (βλ. ΔΕΕ 27.02.2014, C-365/12, EnBW, σκ. 99). Τα ανωτέρω ισχύουν και για τεχνικά υπομνήματα, προτάσεις διευθέτησης διαφοράς και δηλώσεις διευθέτησης διαφοράς που ανακλήθηκαν για οποιονδήποτε λόγο. Το δικαστήριο δεν διατάσσει την προσκόμιση των ανωτέρω στοιχείων πριν περατωθούν οι διαδικασίες της αρχής ανταγωνισμού κατά τα ανωτέρω.

Η παράγραφος 4 του άρθρου 6 του νομοσχεδίου εξαιρεί πλήρως και απολύτως από την κοινοποίηση τις αιτήσεις υπαγωγής στο πρόγραμμα επιείκειας, τις προτάσεις και τις δηλώσεις διευθέτησης διαφοράς και λοιπά έγγραφα στην έκταση που παραθέτουν αυτούσια χωρία των ανωτέρω εγγράφων, λόγω της καθοριστικής σημασίας τους για τον εντοπισμό, την αποτελεσματική δίωξη και την επιβολή κυρώσεων για τη σύσταση ή και λειτουργία καρτέλ, και συνακόλουθα για την αποτελεσματική άσκηση αγωγών αποζημίωσης για τις παραβάσεις αυτές, ιδίως αγωγών επιγενόμενων απόφασης αρχής ανταγωνισμού. Στις περιπτώσεις αυτές, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος το δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάξει την προσκόμιση ενώπιόν του των ανωτέρω εγγράφων, ώστε να διαπιστώσει ότι πρόκειται για εκούσιες και αυτοενοχοποιητικές δηλώσεις νομικών ή φυσικών προσώπων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του νομοσχεδίου και ότι συνεπώς τούτα εμπίπτουν στην εμβέλεια της προβλεπόμενης στην παράγραφο 4 του άρθρου 6 ΣχΝ εξαίρεσης από την κοινοποίηση. Προς τούτο, δύναται να ζητήσει μόνο τη συνδρομή της αρχής ανταγωνισμού ή/ και να καλέσει σε ακρόαση τους συντάκτες των εν λόγω εγγράφων. Σε καμία περίπτωση δεν χορηγείται πρόσβαση στα ανωτέρω έγγραφα στους διαδίκους ή σε τρίτους.

Το δικαστήριο διατάσσει αρχή ανταγωνισμού να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται σε φάκελο υπόθεσης μόνο όταν διάδικος ή τρίτος δεν είναι σε θέση για εύλογους λόγους να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία διατάχθηκε να κοινοποιήσει (βλ. 29η αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, βλ. επίσης ΔΕΕ, απόφ. της 06.06.2013, C-536/11, Donau Chemie, σκ. 32 ).

Προκειμένου να διαφυλαχθεί η συνεπής εφαρμογή των κανόνων προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού και η αποτελεσματικότητα της δημόσιας επιβολής του δικαίου, η αρχή ανταγωνισμού έχει την εξουσία, όταν το κρίνει σκόπιμο και εξ ιδίας πρωτοβουλίας, να διατυπώνει παρατηρήσεις στο δικαστήριο, αναφορικά με την αναλογικότητα του αιτήματος κοινοποίησης (βλ. και άρθρο 15 παρ. 3 του Κανονισμού 1/2003). Προς το σκοπό αυτό, προβλέπεται υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης αντιγράφου του αιτήματος στην αρχή ανταγωνισμού.

Προβλέπεται, περαιτέρω, ότι η αρχή ανταγωνισμού μπορεί, κατόπιν αιτήματος του δικαστηρίου, να διατυπώνει τη γνώμη της επί ζητημάτων που άπτονται της εφαρμογής του παρόντος άρθρου, καθώς και του άρθρου 4 του ΣχΝ (π.χ. επί του ζητήματος της προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών).

Τέλος, στην παράγραφο 10 του άρθρου 6 προβλέπεται ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν θίγουν τους κανόνες και τις πρακτικές του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, με το άρθρο 4 του οποίου θεσπίζεται καθεστώς εξαιρέσεων από την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Το καθεστώς αυτό των εξαιρέσεων στηρίζεται σε στάθμιση των αντιτιθέμενων σε κάθε περίπτωση συμφερόντων, δηλαδή, αφενός, των συμφερόντων που θα ικανοποιούντο από τη δημοσιοποίηση των οικείων εγγράφων και, αφετέρου, των συμφερόντων που θα θίγονταν από τη δημοσιοποίηση αυτή (βλ. ΔΕΕ 27.02.2014, C-365/12, EnBW, σκ. 63). Στις περιπτώσεις που η αίτηση πρόσβασης βάσει του προαναφερόμενου Κανονισμού αφορά σε έγγραφα σχετικά με διαδικασία εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ οι προβλεπόμενες εξαιρέσεις ερμηνεύονται λαμβάνοντας υπόψη τους ειδικούς κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στον φάκελο υπόθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, οι οποίοι σκοπούν στη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των εμπλεκομένων στη διαδικασία ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μερών, στην αποτελεσματικότητα των ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και στη διασφάλιση της τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου στις οικείες διαδικασίες (βλ. άρθρο 27 παρ. 2 και άρθρο 28 Κανονισμού 1/2003, άρθρα 15, 16 και 16α Κανονισμού 773/2004 και Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ, των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας ΕΟΧ, και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ 2005/C 325/07), όπως τροποποιήθηκε (ΕΕ 2015/C 256/03) - βλ. επίσης ΔΕΕ 27.02.2014, C-365/12, EnBW, σκ. 83 επ.).

Περαιτέρω, στην ίδια παράγραφο του άρθρου 6 του ΣχΝ προβλέπεται ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν θίγουν τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας για την πρόσβαση στο φάκελο υπόθεσης αρχής ανταγωνισμού. Το άρθρο 41 παράγραφος 3 του Ν. 3959/2011 προβλέπει ότι το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα φακέλου υπόθεσης της Επιτροπής Ανταγωνισμού ρυθμίζεται από τον Κανονισμό Λειτουργίας και Διαχείρισης αυτής, κατά παρέκκλιση από τις εθνικές διατάξεις περί του δικαιώματος γνώσης των διοικητικών εγγράφων (βλ. άρθρο 16 Ν. 1599/1986, άρθρο 5 του Ν. 3448/2006 και άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας - βλ. και άρθρο 15 παρ. 9 Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΦΕΚ Β' 117/16.01.2013)). Το άρθρο 15 του Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΦΕΚ Β' 117/16.01.2013) και η Ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού σχετικά με το χαρακτηρισμό των απορρήτων στοιχείων και τον τρόπο υποβολής μη εμπιστευτικής εκδοχής εγγράφων ρυθμίζουν με λεπτομέρεια τα σχετικά ζητήματα.

Ομοίως δεν θίγονται οι προβλέψεις της εθνικής ή ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των εσωτερικών εγγράφων της αρχής ανταγωνισμού και της αλληλογραφίας μεταξύ αρχών ανταγωνισμού. Στο άρθρο 15 παράγραφος 11 του Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΦΕΚ Β' 117/16.01.2013) προβλέπεται ότι «Ως απόρρητα στοιχεία θεωρούνται και τα εσωτερικά έγγραφα της Γενικής Διεύθυνσης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλων Εθνικών Αρχών Ανταγωνισμού, καθώς και η αλληλογραφία μεταξύ της Γενικής Διεύθυνσης και άλλων υπηρεσιών ή Αρχών Ανταγωνισμού» (βλ. και Ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού σχετικά με το χαρακτηρισμό των απορρήτων στοιχείων και τον τρόπο υποβολής μη εμπιστευτικής εκδοχής εγγράφων, παρ. 9 υπό α έως γ). Αντίστοιχες ρυθμίσεις περιλαμβάνει και η ενωσιακή νομοθεσία (βλ. άρθρο 27 παρ. 2 εδάφια 2ο και 3ο του Κανονισμού 1/2003, άρθρο 15 παρ. 2 του Κανονισμού 773/2004 και προαναφερόμενη Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής, παρ. 12 - 15).

Άρθρο 7

Επιπλέον των περιορισμών κοινοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 6 του νομοσχεδίου, για την πληρέστερη προστασία της αποτελεσματικότητας της δημόσιας επιβολής του δικαίου προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, θεσπίζονται με το άρθρο 7 ΣχΝ περιορισμοί στη χρήση των στοιχείων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 6 ΣχΝ σε αγωγές αποζημίωσης, στην περίπτωση που αυτά έχουν περιέλθει στην κατοχή των διαδίκων αποκλειστικά μέσω της διαδικασίας πρόσβασης στο φάκελο αρχής ανταγωνισμού στο πλαίσιο των ενώπιόν της διαδικασιών.

Οι προβλεπόμενοι στο παρόν άρθρο περιορισμοί είναι αντίστοιχοι με αυτούς του άρθρου 6 του νομοσχεδίου: τα στοιχεία της παραγράφου 4 του άρθρου 6 ΣχΝ θεωρούνται σε κάθε περίπτωση παράνομα και τα στοιχεία της παραγράφου 3 του άρθρου 6 ΣχΝ θεωρούνται παράνομα, εφόσον προσκομισθούν πριν περατωθούν οι σχετικές διαδικασίες της αρχής ανταγωνισμού, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 6 του νομοσχεδίου.

Για την αποφυγή εμπορευματοποίησης των αποδεικτικών στοιχείων, παράνομα θεωρούνται και λοιπά αποδεικτικά στοιχεία από το φάκελο αρχής ανταγωνισμού όταν προσκομίζονται σε αγωγή αποζημίωσης από πρόσωπα άλλα πλην των φυσικών ή νομικών προσώπων στα οποία χορηγήθηκε πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης, ή στα οποία περιήλθε η αξίωση αποζημίωσης των προσώπων αυτών. Στην περίπτωση νομικών προσώπων λαμβάνεται υπόψη η αρχή της ενιαίας οικονομικής οντότητας, κατά την έννοια του δικαίου προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού (βλ. και 31η αιτιολογ. σκέψη, τελευταίο εδάφιο της οδηγίας). Θεσπίζονται τέλος, κυρώσεις υπό τη μορφή χρηματικής ποινής για τους παραβάτες.

Άρθρο 8

Το άρθρο 8 καθιερώνει εμμέσως χρόνο παραγραφής που συμπληρώνεται αργότερα από τον χρόνο παραγραφής του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ. Εφαρμόζεται συνεπώς και στις αξιώσεις αποζημίωσης που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νέου νόμου αλλά δεν είχαν προλάβει να παραγραφούν. Τούτο εναρμονίζεται με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 2 εδ. β' ΕισΝΑΚ, το οποίο ρυθμίζει μεν ζητήματα διαχρονικού δικαίου που προέκυψαν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, απηχεί όμως γενική αρχή διαχρονικού δικαίου η οποία εφαρμόζεται και σε άλλες διατάξεις νεότερων νόμων που προβλέπουν, άμεσα ή έμμεσα, διαφορετικό χρόνο παραγραφής από εκείνο του προϊσχύσαντος δικαίου.

Η παρ. 3 του άρθρου μεταφέροντας επ' αυτού τη ρύθμιση του άρθρου 11 παρ. 4 της Οδηγίας σχετικά με την ειδική προστασία των παραβατών που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς επιεικούς μεταχείρισης προβλέπει την δυνατότητα περαιτέρω επιμήκυνσης της περιόδου παραγραφής υπέρ των απομακρυσμένων ζημιωθέντων από αυτό το είδος παραβατών, εφόσον αυτοί οι ζημιωθέντες δεν μπορούν πλήρως να ικανοποιηθούν στρεφόμενοι κατά των λοιπών παραβατών.

Άρθρο 9ΣχΝ

Το άρθρο 9 του ΣχΝ (αντίστοιχο του άρθρου 9 της Οδηγίας) αναφέρεται στην ισχύ των αποφάσεων των αρχών ανταγωνισμού (ελληνικών, Ευρ. Επιτροπής και άλλων κρατών μελών), καθώς και των αποφάσεων που εκδίδονται από τα αντίστοιχα δικαστήρια (ελληνικά, ενωσιακά, άλλων κρατών μελών) επί προσφυγών κατά αποφάσεων των ως άνω αρχών ανταγωνισμού. Ειδικότερα αναφέρεται στην έκταση της δέσμευσης που προκύπτει από τις ως άνω αποφάσεις για το ελληνικό πολιτικό δικαστήριο που εκδικάζει αγωγές αποζημίωσης που ασκούνται μετά την έκδοση των ως άνω αποφάσεων (follow-on actions).

Η παρ. 1 του άρθρου 9 του ΣχΝ μεταφέρει καταρχάς στο ελληνικό δίκαιο τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 της Οδηγίας 2014/104 και καθιστά δεσμευτική για το δικαστήριο που δικάζει αγωγές αποζημίωσης τη διαπίστωση (κατά την έννοια του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 3959/2011) παράβασης των άρθρων 1 και 2 του Ν. 3959/2011 και των παράλληλα προς αυτά εφαρμοζόμενων αντίστοιχων άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης - ΣΛΕΕ βάσει του άρθρου 3 παρ. 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (βλ. και άρθρο 2 αριθμ. 3 της Οδηγίας 2014/104, καθώς και άρθρο 2 αριθμ. [2] του παρόντος ΣχΝ), η οποία (διαπίστωση) περιέχεται σε απόφαση ελληνικής αρχής ανταγωνισμού (δηλ. της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή της ΕΕΤΤ, βλ. άρθρο 2 αριθμ. [3] του παρόντος ΣχΝ) μη υποκείμενη (πλέον) σε προσφυγή ή (σε περίπτωση που έχει ασκηθεί τέτοια προσφυγή) σε απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών που έχει εκδοθεί επί της ως άνω προσφυγής (βλ. άρθρο 2 αριθμ. [5] και [6] του παρόντος Ν/Σ), μη δυνάμενη να προσβληθεί με αναίρεση. Μόνο τότε η παράβαση καθίσταται «αδιάψευστη» κατά την έννοια του άρθρου 9 παρ. 1 της Οδηγίας. Η λύση αυτή αφενός δημιουργεί ασφάλεια του δικαίου και αφετέρου συνάδει και με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 3 και 7 παρ. 2 του ΣχΝ που αναφέρονται σε αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο φάκελο της αρχής ανταγωνισμού και ως προς τα οποία δεν επιτρέπεται να διαταχθεί κοινοποίηση ή να προσκομιστούν σε αγωγές αποζημίωσης πριν περατωθεί η διαδικασία ενώπιον της αρχής ανταγωνισμού. Τούτο δε ενόψει της νομολογίας των ενωσιακών δικαστηρίων σχετικά με το αντίστοιχο ζήτημα στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 3 εδ. 2 του καν. 1049/2001 (κανονισμός διαφάνειας). Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι το ΔΕΕ προβαίνει σε διάκριση μεταξύ:
- αφενός των περιπτώσεων όπου η εκδοθείσα απόφαση έχει καταστεί απρόσβλητη λόγω μη άσκησης ενδίκου βοηθήματος κατ' αυτής (βλ. ΔΕΕ, αποφάσεις της 28.6.2012, υπόθ. C 477/10 P, Επιτροπή/Agrofert και υπόθ. C 404/10 P, Επιτροπή/Editions Odile Jacob, σκ. 129) ή των περιπτώσεων όπου τυχόν ασκηθέντα ένδικα βοηθήματα απορρίφθηκαν, καθώς και των περιπτώσεων όπου, μετά την ακύρωση της απόφασης, η Επιτροπή δεν είχε συνεχίσει τις δραστηριότητές της για ενδεχόμενη έκδοση νέας απόφασης (βλ. τέτοια περίπτωση στην απόφαση του ΔΕΕ της 21.7.2011, C-506/08 P, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής και σχετικά ΔΕΕ, απόφ. της 28.6.2012, υπόθ. C 404/10 P, Επιτροπή/Editions Odile Jacob, σκ. 129), και
- αφετέρου των περιπτώσεων όπου εκκρεμούν ένδικα βοηθήματα κατά της απόφασης της Επιτροπής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η οποία, ανάλογα με την έκβαση της ένδικης διαδικασίας, ενδέχεται να οδηγήσει σε επανάληψη των δραστηριοτήτων της Επιτροπής για ενδεχόμενη έκδοση νέας απόφασης σχετικά με την επίμαχη υπόθεση, το ΔΕΕ δέχεται την εφαρμογή των κριτηρίων άρνησης πρόσβασης που ισχύουν για την περίπτωση που η διαδικασία έκδοσης απόφασης δεν έχει ολοκληρωθεί (Βλ. ΔΕΕ, απόφ. Editions Odile Jacob, ό.π., σκ. 128-130, καθώς και απόφ. απόφαση της 27.2.2014, C 365/12 P, Επιτροπή/EnBW Energie Baden-Wϋrttemberg, σκ. 98-99 και 114).

Η νομολογία αυτή έχει σημασία τόσο για την ερμηνεία της νέας διάταξης του άρθρου 16α παρ. 3 του καν. (ΕΚ) 773/2004 [όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τον καν. (ΕΕ) 2015/1348], όσο και για την ερμηνεία των αντίστοιχων διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 5 και του άρθρου 7 παρ. 2 της Οδηγίας, οι οποίες αντιστοιχούν στις ως άνω διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 3 και 7 παρ. 2 του ΣχΝ.

Όπως αναφέρεται και στην 34η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2014/104, η ως άνω δέσμευση καλύπτει μόνο τη φύση της παράβασης καθώς και το καθ' ύλην, προσωπικό, χρονικό και κατά τόπον πεδίο εφαρμογής της ως άνω διαπίστωσης, όπως καθορίστηκε από την αρμόδια αρχή ή το αναθεωρητικό δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας τους. Καλύπτει συνεπώς τόσο τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού όσο και το νομικό χαρακτηρισμό τους. Κατ' αποτέλεσμα το εθνικό πολιτικό δικαστήριο δεν επιτρέπεται να υιοθετήσει άλλα πραγματικά περιστατικά ούτε άλλη κρίση ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό της υπό κρίση συμπεριφοράς με βάση τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν από την ελληνική αρχή ανταγωνισμού (π.χ. να θεωρήσει ότι στην απαγορευμένη σύμπραξη εφαρμόζεται η εξαίρεση της παρ. 3 του άρθρου 1 Ν. 3959/2011 ή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή ότι αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ενός κανονισμού ομαδικής απαλλαγής, ή ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά δεν συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης).

Όσον αφορά τα υποκείμενα της παράβασης, η δέσμευση του άρθρου 9 παρ. 1 του ΣχΝ καλύπτει μόνο εκείνα τα (φυσικά ή νομικά) πρόσωπα, τα οποία κατονομάζονται στο διατακτικό της απόφασης της αρχής ανταγωνισμού ως επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που διέπραξαν την παράβαση του συγκεκριμένου κανόνα από το δίκαιο κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού και συνεπώς είχαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στην διαδικασία ενώπιόν της, έτσι ώστε να μπορούν να αμυνθούν, καθώς και να ασκήσουν τα προβλεπόμενα από τον νόμο ένδικα μέσα, καθώς και τους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους τους.

Περαιτέρω, η ίδια διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 9 του ΣχΝ καλύπτει, υπό τους ίδιους ως άνω όρους, και τη διαπίστωση, από την αρμόδια ελληνική αρχή ανταγωνισμού (ΕπΑντ ή ΕΕΤΤ), της παράβασης μόνο του άρθρου 1 του Ν. 3959/2011. Αυτό μπορεί να συμβεί στις περιπτώσεις που η συγκεκριμένη παράβαση δεν είναι πιθανόν να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και συνεπώς η ως άνω (ελληνική) αρχή ανταγωνισμού δεν έχει υποχρέωση, βάσει του άρθρου 3 παρ. 1 εδ. 1 του καν. 1/2003, να εφαρμόσει παράλληλα και το άρθρο 101 ΣΛΕΕ στην ως άνω παράβαση. Η περίπτωση αυτή δεν καλύπτεται από το άρθρο 9 παρ. 1 της οδηγίας 2014/104. Κρίνεται όμως σκόπιμο, για λόγους ίσης μεταχείρισης των ως άνω αμιγώς «εθνικών» συμπράξεων με τις συμπράξεις στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 3 παρ. 1 του καν. 1/2003 και κατ' επέκταση το άρθρο 9 παρ. 1 της Οδηγίας, να ισχύσει και ως προς αυτές η ως άνω δέσμευση.

Το ίδιο ισχύει, για την ταυτότητα του λόγου, και για την περίπτωση που η ως άνω ελληνική αρχή ανταγωνισμού διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 2 του Ν. 3959/2011, όχι όμως ταυτόχρονη παράβαση και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Τούτο μπορεί να συμβεί στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Όταν η παραβατική συμπεριφορά δεν είναι πιθανό να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση παράλληλης εφαρμογής και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, βάσει του άρθρου 3 παρ. 1 εδ. 2 του καν. 1/2003.
β) Όταν, παρά την υποχρέωση παράλληλης εφαρμογής και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, δεν διαπιστώνεται παράβαση του τελευταίου, αλλά μόνο του άρθρου 2 του Ν. 3959/2011. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι το τελευταίο (πρέπει να) εφαρμόζεται με αυστηρότερο τρόπο σε σχέση με το αντίστοιχο άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Τούτο επιτρέπεται ρητά από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 εδ. 2 του Καν. 1/2003 που προβλέπει ότι «ο παρών Κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν και να εφαρμόζουν στο έδαφός τους αυστηρότερες εθνικές διατάξεις, οι οποίες να απαγορεύουν ή να επιβάλλουν κυρώσεις σε μονομερή συμπεριφορά, στην οποία επιδίδονται επιχειρήσεις».

Τέλος, η παρ. 1 του άρθρου 9 του ΣχΝ καλύπτει και την περίπτωση που στη διαπίστωση της παράβασης του άρθρου 101 ή/και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ προβαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή τα ενωσιακά δικαστήρια (ΓενΔ και ΔΕΕ) σε αποφάσεις τους επί προσφυγής κατά της ως άνω απόφασης της Ευρ. Επιτροπής.

Η περίπτωση αυτή καλύπτεται βέβαια από τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 εδ. 1 του Καν. 1/2003 που ορίζει ότι: «Όταν τα εθνικά δικαστήρια κρίνουν συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου [101] ή του άρθρου [102] της συνθήκης, οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει λάβει η Επιτροπή». Μάλιστα, η δέσμευση που προκύπτει από την ως άνω διάταξη είναι ευρύτερη, με την έννοια ότι αφορά όχι μόνο τη διαπίστωση παράβασης, αλλά και τη διαπίστωση ότι δεν υπάρχει παράβαση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Στην τελευταία αυτή διαπίστωση μπορεί να προβεί η Ευρ. Επιτροπή κατ' εφαρμογή του άρθρου 10 του καν. 1/2003 που της παρέχει σχετική αποκλειστική αρμοδιότητα (αρμοδιότητα δηλ. που δεν παρέχεται στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού βάσει του άρθρου 5 του Καν. 1/2003).

Παρά την άμεση ισχύ του άρθρου 16 παρ. 1 εδ. 1 του Καν. 1/2003 κρίνεται σκόπιμο, για λόγους πληρότητας και αποσαφήνισης, και κατά το πρότυπο νομοθεσιών άλλων κρατών μελών που ενσωματώνουν την οδηγία, να περιληφθεί στο άρθρο 9 παρ. 1 του ΣχΝ ειδική αναφορά στη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων, που εκδικάζουν αγωγή αποζημίωσης, από την απόφαση της Ευρ. Επιτροπής που διαπιστώνει την παράβαση. Κατά τα λοιπά, όσον αφορά την έκταση της ως άνω δέσμευσης, ισχύουν τα όσα αναφέρθηκαν για τη δέσμευση από αποφάσεις ελληνικής αρχής ανταγωνισμού. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από τη νομολογία των ενωσιακών δικαστηρίων σχετικά με το άρθρο 16 του καν. 1/2003.

Η παρ. 2 του άρθρου 9 του ΣχΝ μεταφέρει στο ελληνικό δίκαιο την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 της Οδηγίας και αναφέρεται στην ισχύ αποφάσεων που διαπιστώνουν παράβαση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, οι οποίες έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη από τις αντίστοιχες οικείες αρχές ανταγωνισμού (ή εθνικά δικαστήρια που έχουν ορισθεί ως αρχές ανταγωνισμού βάσει του άρθρου 35 του Καν. 1/2003) ή τα αντίστοιχα εθνικά δικαστήρια επί προσφυγών κατά των ως άνω αποφάσεων. Προβλέπεται ότι οι αποφάσεις αυτές, εφόσον προσκομίζονται στο δικάζον την αγωγή αποζημίωσης ημεδαπό δικαστήριο, αποτελούν εκ πρώτης όψεως απόδειξη του γεγονότος της παράβασης των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ και εκτιμώνται από το δικάζον ημεδαπό δικαστήριο παράλληλα με τυχόν άλλο υλικό που προσκομίζουν οι διάδικοι.

Όσον αφορά την έκταση της ως άνω «εκ πρώτης όψεως απόδειξης», αυτή δεν μπορεί να βαίνει πέρα από την αντίστοιχη έκταση της δέσμευσης που προκύπτει από τις αποφάσεις της παρ. 1.

Η παρ. 3 του άρθρου 9 του ΣχΝ μεταφέρει στο ελληνικό δίκαιο την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 3 της Οδηγίας. Διευκρινίζει ότι οι λοιπές διατάξεις του άρθρου 9 δεν θίγουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του δικάζοντος την αγωγή αποζημίωσης δικαστηρίου που προβλέπονται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, το οποίο δεσμεύεται καταρχήν από τις αποφάσεις της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, εφόσον διαφωνεί με την κρίση που περιέχεται στην απόφαση της εθνικής αρχής ανταγωνισμού (ή στις δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών κατά της τελευταίας) ή στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ή έχει αμφιβολίες, όσον αφορά την ερμηνεία των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, σε σχέση ιδίως με το νομικό χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς, τα πρόσωπα ως προς τα οποία διαπιστώθηκε η παράβαση (π.χ. τον καταλογισμό της συμπεριφοράς μιας θυγατρικής εταιρίας στη μητρική της βάσει της αρχής της θεώρησης της ενιαίας οικονομικής ενότητας ως «επιχείρησης» κατά την έννοια των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ) και άλλα συναφή θέματα, μπορεί ή υποχρεούται, βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, να απευθύνει σχετικά προδικαστικά ερωτήματα προς το ΔΕΕ.

Άρθρο 10 ΣχΝ

Το άρθρο 10 του ΣχΝ αποτελεί μεταφορά στο ελληνικό δίκαιο του άρθρου 11 της Οδηγίας και ρυθμίζει την περίπτωση κατά την οποία περισσότερες από μία επιχειρήσεις υπέπεσαν από κοινού σε παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, όπως ιδίως όταν η παράβαση συνίσταται σε παράνομη σύμπραξη ή σε κατάχρηση συλλογικής δεσπόζουσα θέσης. Κατά την βασική ενωσιακή ρύθμιση, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις οι οποίες παραβίασαν το δίκαιο ανταγωνισμού με από κοινού συμπεριφορά ευθύνονται εις ολόκληρον για τη ζημία που προκλήθηκε από την παράβαση, με αποτέλεσμα καθεμία από αυτές να οφείλει πλήρη αποζημίωση για τη ζημία και ο ζημιωθείς να έχει δικαίωμα να απαιτήσει πλήρη αποζημίωση από οποιαδήποτε από αυτές μέχρι να αποζημιωθεί πλήρως (άρθρ. 11 παρ. 1 της Οδηγίας).

Στο σχέδιο νόμου, ο ως άνω βασικός κανόνας διατυπώνεται στην παρ. 1 και συνίσταται στην εις ολόκληρον ευθύνη για όσους από κοινού παραβιάζουν το δίκαιο ανταγωνισμού. Καθώς το ελληνικό δίκαιο γνωρίζει την ενοχή εις ολόκληρον (ΑΚ, άρθρ. 480 επ., 926- 927) δεν κρίθηκε σκόπιμη η ανάλυση του ως άνω βασικού κανόνα.

Στην παράγραφο 2 προβλέπεται παρέκκλιση από τον κανόνα της εις ολόκληρον ευθύνης για την περίπτωση που μία εκ των επιχειρήσεων που υπέπεσαν σε από κοινού παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού είναι μικρομεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ), όπως προσδιορίζεται στη σύσταση 2003/361/ΕΚ. Η παρέκκλιση συνίσταται στο ότι η επιχείρηση αυτή ευθύνεται (επομένως δύναται να υποχρεωθεί σε καταβολή αποζημίωσης) μόνον έναντι των δικών της άμεσων ή έμμεσων αγοραστών, εφόσον όμως (α) το μερίδιό της στη σχετική με την παράβαση αγορά ήταν κατώτερο του 5% ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της παράβασης, και (β) η εις ολόκληρον ευθύνη της θα έθετε σε μη αναστρέψιμο κίνδυνο την οικονομική της βιωσιμότητα και θα οδηγούσε σε απώλεια όλης της αξίας των περιουσιακών της στοιχείων. Στην παράγραφο 3 προβλέπονται περιστάσεις στις οποίες δεν κρίνεται σκόπιμη η χορήγηση της παρέκκλισης, επαναφέρεται δηλαδή ο κανόνας της εις ολόκληρον ευθύνης ακόμη κι όταν πρόκειται για παραβάτιδα μικρομεσαία επιχείρηση.

Σημαντικότατη παρέκκλιση από τον κανόνα της εις ολόκληρον ευθύνης είναι αυτή που προβλέπεται στην παράγραφο 4 και αφορά περίπτωση κατά την οποία σε μια από τις παραβάτιδες επιχειρήσεις έχει χορηγηθεί πλήρης απαλλαγή από την επιβολή προστίμου συνεπεία υπαγωγής σε πρόγραμμα επιείκειας (καλύπτεται από ασυλία συνεπεία υπαγωγής της σε καθεστώς επιείκειας). Σε μια τέτοια περίπτωση, η επιχείρηση αυτή ευθύνεται μόνον έναντι των άμεσων ή έμμεσων αγοραστών ή προμηθευτών της, έναντι δε των άλλων ζημιωθέντων, μόνον εφόσον δεν μπορεί να ληφθεί πλήρης αποζημίωση από τους λοιπούς παραβάτες.

Στην παράγραφο 5 ρυθμίζεται το δικαίωμα αναγωγής μεταξύ περισσότερων συνυπόχρεων εις ολόκληρον στα πρότυπα της ΑΚ 927.

Στην παράγραφο 6 προβλέπεται περιορισμός της αντίστοιχης υποχρέωσης για εκείνον στον οποίο χορηγήθηκε πλήρης απαλλαγή από την επιβολή προστίμου στο πλαίσιο προγράμματος επιεικούς μεταχείρισης, στο ύψος της ζημίας που έχουν υποστεί οι άμεσοι ή έμμεσοι αγοραστές ή προμηθευτές του. Ο συγκεκριμένος περιορισμός αλλά και η παρέκκλιση της παρ. 4, αντανακλούν την ισορροπία που το σχέδιο νόμου επιχειρεί να κρατήσει ανάμεσα στην ανάγκη αποτελεσματικής δημόσιας επιβολής της απαγόρευσης των μυστικών οριζόντιων συμπράξεων (καρτέλ) και στην ανάγκη χορήγησης πλήρους αποζημίωσης στον ζημιωθέντα. Πράγματι, οι επιχειρήσεις που έτυχαν πλήρους απαλλαγής από πρόστιμο λόγω επιτυχούς ένταξης σε καθεστώς επιείκειας δεν αναμένεται κατά κανόνα να προσφύγουν δικαστικά κατά της απόφασης της αρχής ανταγωνισμού με την οποία διαπιστώνεται η (διαπραχθείσα και από αυτές) παράβαση, με αποτέλεσμα η απόφαση αυτή να καθίσταται απρόσβλητη για αυτές νωρίτερα από ό,τι για τους άλλους συμπαραβάτες. Χωρίς, επομένως, τον περιορισμό της εις ολόκληρον και της αναγωγικής ευθύνης τους, όσοι επέλεξαν να ενταχθούν σε πρόγραμμα επιείκειας θα γίνονταν οι πρώτοι στόχοι για την καταβολή πλήρους αποζημίωσης στον κάθε ενάγοντα - ζημιωθέντα από το καρτέλ, κάτι που εύλογα θα ακύρωνε την ελκυστικότητα των προγραμμάτων αυτών, πλήττοντας ταυτόχρονα τη συμβολή τους στη δημόσια επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού.

Στην παρ. 7 προβλέπεται ότι, στο βαθμό που η παράβαση προκάλεσε ζημία σε άλλους εκτός από τους άμεσους ή έμμεσους αγοραστές ή προμηθευτές των ευθυνομένων εις ολόκληρο επιχειρήσεων, η χορήγηση ασυλίας σε μία από αυτές δεν επηρεάζει, όσον αφορά την προκληθείσα στα ως άνω πρόσωπα ζημία, την αναγωγική της ευθύνη έναντι των λοιπών. Η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί π.χ. στην περίπτωση της πρόκλησης ζημίας σε ανταγωνιστές που δεν συμμετείχαν στο καρτέλ και αποκλείστηκαν από την αγορά, καθώς και σε άμεσους ή έμμεσους αγοραστές (ή προμηθευτές) τρίτων επιχειρήσεων, οι οποίες δεν συμμετείχαν στην από κοινού διαπραχθείσα παράβαση, επωφελήθηκαν όμως από την τελευταία προσαρμόζοντας τις τιμές που εφάρμοζαν έναντι των συναλλασσομένων με αυτές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση αυτή υπάγεται ιδίως το φαινόμενο της διαμόρφωσης των τιμών στην αγορά υπό την επιρροή συμπράξεως («umbrella effect" ή «umbrella pricing»), που αποτέλεσε αντικείμενο της πρόσφατης απόφασης Kone του Δικαστηρίου της ΕΕ (βλ. ΔΕΕ, απόφ. της 5.6.2014, υπόθ. C-557/12, Kone κλπ. κατά OBB-Infrastruktur, σκ. 6-10, 28, 33-34).

Άρθρο 11

Το άρθρο 11 ΣχΝ αποτελεί μεταφορά στο ελληνικό δίκαιο των ρυθμίσεων των άρθρων 12, 13 και 14 που σχετίζονται με το ιδιάζον και δυσχερές στις παραβάσεις δικαίου ανταγωνισμού ζήτημα της μετακύλισης της ζημίας και των έμμεσων αγοραστών.

Ο αποκατασταστικός χαρακτήρας της αποζημίωσης για τις παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται καταβολή αποζημίωσης που υπερβαίνει τη ζημία του ζημιωθέντος και ότι η αποζημίωση για κάθε στάδιο διανομής ενός προϊόντος ή υπηρεσίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τη ζημία που προκλήθηκε στο στάδιο αυτό. Ο ζημιωθείς, επομένως, μπορεί να ζητήσει μόνον την ζημία που προκλήθηκε από την επιπλέον επιβάρυνση (overcharge) στο στάδιο στο οποίο δραστηριοποιείται ο ίδιος και όχι τη ζημία που αυτός μετακύλισε, μέσω, ενδεχομένως, αύξησης της τιμής του προϊόντος ή της υπηρεσίας, στον επόμενο κρίκο της αλυσίδας διανομής (έμμεσος αγοραστής).

Στο ανωτέρω πλαίσιο, η παρ. 1 προβλέπει ότι η περαιτέρω διάθεση του προϊόντος ή της υπηρεσίας, που αποκτήθηκε με επιπλέον επιβάρυνση, δεν αποκλείει από μόνη της την ύπαρξη ζημίας. Περαιτέρω όμως προβλέπεται ότι ο εναγόμενος σε αποζημίωση μπορεί να ισχυρισθεί και να αποδείξει, προκειμένου να αποκρούσει την εναντίον του αξίωση για αποκατάσταση της θετικής ζημίας του ενάγοντος, ότι ο τελευταίος μετακύλισε εν όλω ή εν μέρει την επιπλέον επιβάρυνση που υπέστη λόγω της παράβασης. Συναφώς προστίθεται ότι δεν αποκλείεται η αξίωση για αποκατάσταση διαφυγόντος κέρδους του ζημιωθέντος, το οποίο συναρτάται αιτιωδώς με τη μετακύλιση της επιπλέον επιβάρυνσης στις επόμενες βαθμίδες της αλυσίδας εφοδιασμού.

Με την παρ. 2 παρέχεται στα δικαστήρια η ευχέρεια της πιθανολόγησης, εφόσον πρόκειται για τη διαπίστωση του ύψους της επιπλέον επιβάρυνσης και του ποσοστού της, που μετακυλίσθηκε στον έμμεσο αγοραστή.

Όπως προβλέπεται στην παρ. 1, το βάρος της απόδειξης της μετακύλισης της επιπλέον επιβάρυνσης το φέρει ο εναγόμενος. Για την περίπτωση, όμως, που ο ενάγων επικαλείται μετακύλιση της ζημίας στον ίδιο, αποτελεί δηλαδή ο ίδιος έμμεσο αγοραστή, στις παρ. 3 και 4 θεσπίζεται υπέρ του μαχητό τεκμήριο μετακύλισης, εφόσον: (α) ο εναγόμενος έχει τελέσει παράβαση, η οποία (β) προκάλεσε επιβάρυνση στον άμεσο αγοραστή, και (γ) ο ενάγων- έμμεσος αγοραστής αγόρασε αγαθά ή υπηρεσίες που αποτέλεσαν αντικείμενο της παράβασης είτε προήλθαν από είτε περιείχαν αυτά.

Η θέσπιση του παραπάνω μαχητού τεκμηρίου είναι από κάθε σκοπιά αναγκαία. Από τη σκοπιά αποτελεσματικής δημόσιας επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού, ενισχύει το αποτρεπτικό τους αποτέλεσμα, καθώς αυξάνει τις πιθανότητες να κληθεί ο παραβάτης να καταβάλει αποζημίωση σε όλους όσους υπέστησαν ζημία από την παράβασή του. Από την άλλη πλευρά, βελτιώνει σε σημαντικό βαθμό τις πιθανότητες αποκατάστασης της ζημίας για εκείνους που δεν ήρθαν σε απευθείας συναλλακτική επαφή με τον παραβάτη, αλλά αγόρασαν προϊόν ή υπηρεσία του σε μεταγενέστερη βαθμίδα της αλυσίδας διανομής, βεβαρημένα όμως με επιπλέον επιβάρυνση, η οποία και συνιστά εντέλει τη ζημία τους. Στην κατηγορία αυτή των έμμεσων αγοραστών ανήκουν και οι καταναλωτές ενός προϊόντος ή υπηρεσίας, οι οποίοι δραστηριοποιούνται συνήθως ως τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα διανομής. Οι καταναλωτές βρίσκονται σε δυσχερέστατη αποδεικτική θέση εξαιτίας της χρονικής και τοπικής απόστασής τους από την τέλεση της παράβασης και, επιπρόσθετα, υφίστανται συνήθως χαμηλής αξίας ζημίες και διαθέτουν περιορισμένους πόρους προς ανάληψη ενός δικαστικού αγώνα με αβέβαιο αποτέλεσμα. Ελλείψει επομένως, του μαχητού τεκμηρίου, το βάρος απόδειξης της μετακύλισης θα λειτουργούσε απαγορευτικά για την έγερση ατομικών ή και συλλογικών αγωγών.

Στην παρ. 5 του άρθρου 11 διευκρινίζεται ότι οι λοιπές διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως όταν η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού αφορά προμήθειες (πωλήσεις) στον παραβάτη (για παράδειγμα, στην περίπτωση σύμπραξης αγοραστών). Στην περίπτωση αυτή η πραγματική απώλεια θα μπορούσε να προκύπτει από την καταβολή χαμηλότερου τιμήματος από τους παραβάτες στους προμηθευτές τους.

Άρθρο 12

Το άρθρο 12 αποτελεί μεταφορά του άρθρου 15 της Οδηγίας και λειτουργεί εν είδει κατευθυντήριας γραμμής προς τα δικαστήρια. Στην παρ. 1 τίθεται η βασική αρχή ότι η άσκηση αγωγών που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές βαθμίδες της αλυσίδας διανομής ενός προϊόντος δεν μπορεί να οδηγεί (α) σε καταβολή αποζημιώσεων που υπερβαίνουν το σύνολο της ζημίας που προκλήθηκε ή (β) σε μη καταβολή αποζημίωσης.

Η παράγραφος 2 εξειδικεύει την ως άνω βασική αρχή. Προβλέπει ότι τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται αγωγών αποζημίωσης για παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, ακριβώς για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αγωγές από ενάγοντες σε διαφορετική βαθμίδα της αλυσίδας διανομής ενός προϊόντος να οδηγήσουν σε πολλαπλή ευθύνη ή έλλειψη ευθύνης, να λαμβάνουν υπόψη με κάθε υπάρχον από το ισχύον δικονομικό δίκαιο μέσο ή τρόπο τις αγωγές που έχουν ασκηθεί από ενάγοντες σε διαφορετική βαθμίδα, τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί και κάθε σχετική πληροφορία.

Άρθρο 13

Η διάταξη έχει ως πρακτικό σκοπό να συγκεντρώσει-στο μέτρο του δυνατού- αγωγές αποζημίωσης που ασκούνται κατά επιχειρήσεων έτσι ώστε να αποφευχθεί ο υπαρκτός κίνδυνος αντιφατικών αποφάσεων, ιδίως όταν εκδικάζονται αγωγές έμμεσων αγοραστών που έχουν ασκηθεί σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Επίσης συμβάλλει στο να επιτευχθεί ο σκοπός του άρθρου 12 παραγρ. 2 της Οδηγίας.

Άρθρο 14


Το άρθρο 14 μεταφέρει στο ελληνικό δίκαιο την καινοτόμο ρύθμιση της Οδηγίας που εμπεριέχεται στο άρθρο 17 παρ. 1 Οδηγίας. Η ρύθμιση εφαρμόζεται μόνον σε δύο αυστηρά οριοθετημένες περιπτώσεις, δηλ. μόνον εφόσον είναι πρακτικά αδύνατο ή υπερβολικά δυσχερές για τον ενάγοντα ζημιωθέντα να προσδιορίσει επακριβώς το ύψος της προκληθείσας ζημίας που υπέστη βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων. Δεν επεκτείνεται σε άλλα στοιχεία όπως η υπαιτιότητα ή η αιτιώδης συνάφεια για την πρόκληση της ζημίας. Ως προς το ότι συντρέχουν οι περιπτώσεις αυτές, φέρει και το σχετικό βάρος επικλήσεως και αποδείξεως. Τότε μόνον εφαρμόζεται η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 14.

Για το εξαιρετικά δυσχερές ζήτημα της ποσοτικοποίησης (ύψος) της ζημίας, το οποίο κρίνεται αντικειμενικά, το κρίνον δικαστήριο στο πλαίσιο της παρ. 2 μπορεί να λάβει υπ' όψιν του την Ανακοίνωση της Επιτροπής για την ποσοτικοποίηση της ζημίας σε αγωγές αποζημίωσης που στηρίζονται σε παράβαση των άρθρων 101 ή 102 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2013/C 167/07) είτε πρόκειται για αξίωση αποζημίωσης που στηρίζεται σε παράβαση των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού είτε των εθνικών κανόνων ανταγωνισμού.

Άρθρο 15

Με σκοπό την ενθάρρυνση της με οποιονδήποτε τρόπο συναινετικής επίλυσης της διαφοράς προβλέπεται ότι ο παραβάτης υπέρ του οποίου ισχύει η συναινετική επίλυση της διαφοράς παύει ολοσχερώς να ευθύνεται αφενός μεν έναντι του ζημιωθέντος, του οποίου η αξίωση αποζημίωσης μειώνεται με βάση το μερίδιο ευθύνης του συμβληθέντος παραβάτη και όχι με βάση το ποσό που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο της συναινετικής επίλυσης της διαφοράς, και αφετέρου έναντι των άλλων παραβατών, τους οποίους δεν αφορά η συναινετική επίλυση, αφού ο συμβληθείς παραβάτης δεν υπέχει έναντι αυτών καμιά ευθύνη σε συνεισφορά ή από αναγωγή.

Σε περίπτωση πάντως που οι λοιποί παραβάτες δεν μπορούν να καταβάλουν εν όλω ή εν μέρει την οφειλόμενη αποζημίωση που απομένει, γεννάται ευθύνη του απαλλαγέντος παραβάτη, υπέρ του οποίου ισχύει η συναινετική επίλυση, να καταβάλει την αποζημίωση. Δεν πρόκειται για λύση της συμφωνίας συναινετικής επίλυσης της διαφοράς (εν είδει πλήρωσης διαλυτικής αίρεσης) και ως εκ τούτου για αναβίωση της εις ολόκληρον οφειλής αποζημίωσης του παραβάτη, αλλά για επικουρική και παρεπόμενη ευθύνη του τελευταίου προς καταβολή χρηματικής παροχής στον ζημιωθέντα.

Η παράγραφος 4 του Άρθρου 19 της Οδηγίας παραλείπεται συνειδητά να μεταφερθεί στο ΣχΝ. Οι ισχύουσες διατάξεις του ελληνικού δικαίου αρκούν για να υποχρεώσουν τον εθνικό δικαστή να λάβει «δεόντως υπόψη τυχόν αποζημίωση που καταβλήθηκε» από τον παραβάτη που συμμετείχε στη συναινετική επίλυση.

Τούτο διότι αν ο παραβάτης επιλύσει συναινετικά τη διαφορά, καταβάλλοντας ποσό που υπερβαίνει το μερίδιο ευθύνης του, πρέπει να διακριθούν οι ακόλουθες περιπτώσεις:
- Αν η συναινετική επίλυση συνομολογηθεί και υπέρ άλλου παραβάτη (συναινετική επίλυση διαφοράς υπέρ τρίτου ή υπέρ τρίτων), με αποτέλεσμα την απαλλαγή όχι μόνο του συμβληθέντος παραβάτη αλλά και των τρίτων από την ευθύνη τους, η τυχόν καταβολή από τον πρώτο παραβάτη πέραν του μεριδίου ευθύνης του θα «ληφθεί υπόψη δεόντως», αν έναντι της αξίωσης συνεισφοράς ή αναγωγής των τρίτων ευνοηθέντων από τη συναινετική επίλυση παραβατών εγείρει, με ένσταση συμψηφισμού, την αξίωση αποκατάστασης της δαπάνης του λόγω εντολής (ΑΚ 713, 722) ή λόγω άλλης συναφούς σύμβασης που έχει συνάψει με τους τρίτους, διαφορετικά, ελλείψει συναφούς σύμβασης, την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904) λόγω απαλλαγής των τρίτων από την οφειλή αποζημίωσης (ήτοι μείωση παθητικού), δηλαδή από την οφειλή που υπείχαν εις ολόκληρον έναντι του ζημιωθέντος.
- Αν πάλι η συναινετική επίλυση συνομολογηθεί αποκλειστικά υπέρ του συμβληθέντος παραβάτη, τότε η επίλυση έναντι ποσού που υπερβαίνει το μερίδιο ευθύνης του, αν δεν ανάγεται σε ουσιώδη πλάνη ή άλλο λόγο που δικαιολογεί την ακύρωση της συμφωνίας, συνιστά ιδία επιχειρηματική απόφαση του συμβληθέντος παραβάτη, προς ίδιο κατά κανόνα επιχειρηματικό όφελος, και δεν επιτρέπεται να μετακυλιστεί σε βάρος των λοιπών παραβατών που ούτε συνήνεσαν σε αυτού του είδους την επιχειρηματική απόφαση, ούτε όμως ωφελούνται από τη λήψη αυτής. Άρα σε αυτή την περίπτωση η αξίωση συνεισφοράς ή/και αναγωγής θα υπολογιστούν κατά τα γενικώς ισχύοντα (έκταση συμβολής και πταίσμα), που αρκούν για να αποτυπώσουν το ότι «δεν
συμμετέχουν όλοι οι παραβάτες εξίσου στην πλήρη και ουσιώδη, χρονική και γεωγραφική έκταση της παράβασης» (βλ. Σκ. 52η Οδηγίας, στο τέλος).

Άρθρο 16

Η διάταξη μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 22 Οδηγίας. Επισημαίνεται ότι η ένσταση της παραγραφής δεν συμπεριλαμβάνεται στις δικονομικές διατάξεις.

Αριθμ. 2/62043/0004/2017 Αναστολή λειτουργίας οργανικών μονάδων της Ειδικής Γραμματείας Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Ε.Γ. Σ.Δ.Ο.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών

$
0
0

Αριθμ. 2/62043/0004

(ΦΕΚ Β' 3212/13-09-2017)

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) του άρθρου 32 του ν. 1828/1989 «Αναμόρφωση της φορολογίας εισοδήματος και άλλες διατάξεις» (Α' 2), όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 19 του ν. 2443/1996 (Α' 265), σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 12 άρθρου 55 του ν. 4002/2011 (Α' 180).
β) του Π.Δ. 111/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α' 178), όπως ισχύει,
γ) του π.δ. 73/2015 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α' 116).

2. Την αριθ. 2/23107/0004/21.3.2017 κοινή απόφαση του Υπουργού και της Υφυπουργού Οικονομικών «Ανακαθορισμός της κατά τόπον αρμοδιότητας των Περιφερειακών Διευθύνσεων της Ειδικής Γραμματείας του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.)» (Β' 973).

3. α. Τα αριθ. 1874/ΕΞ2017/7.7.2017 και ΕΜΠ.2339/ ΚΥ/3.8.2017 έγγραφα της Ειδικής Γραμματείας Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών.
β. Το από 8 10.10.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Ειδικής Γραμματείας Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών.

4. Την ανάγκη εξοικονόμησης πόρων και επίτευξης δημοσιονομικού οφέλους μέσω της επαναξιολόγησης των δομών της ανωτέρω Ειδικής Γραμματείας.

5. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1


Α. Αναστέλλουμε τη λειτουργία των κάτωθι Περιφερειακών Υπηρεσιών και των υπαγόμενων σε αυτές οργανικών μονάδων της Ειδικής Γραμματείας Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος του Υπουργείου Οικονομικών:
i) Περιφερειακή Διεύθυνση Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Π.Δ.Δ.Ο.Ε.) Δυτικής Ελλάδας, Πελοποννήσου και Νοτίων Ιονίων Νήσων
ii) Π.Δ.Δ.Ο.Ε. Ηπείρου, Δυτικής Μακεδονίας και Βορείων Ιονίων Νήσων
iii) Π.Δ.Δ.Ο.Ε. Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας
iv) Π.Δ.Δ.Ο.Ε. Κρήτης
v) Υποδιεύθυνση Κομοτηνής της Π.Δ.Δ.Ο.Ε. Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης.

Β. Οι κατά τόπον αρμοδιότητες των ανωτέρω Περιφερειακών Υπηρεσιών ασκούνται σύμφωνα με την αριθ. 2/23107/0004/21.3.2017 κοινή απόφαση του Υπουργού και της Υφυπουργού Οικονομικών (Β' 973).

Άρθρο 2

Α. Αναστέλλουμε τη λειτουργία της Ειδικής Διεύθυνσης Ελέγχου Εθνικών και Κοινοτικών Δαπανών και Καταπολέμησης Απάτης και Διαφθοράς της Ειδικής Γραμματείας Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος του Υπουργείου Οικονομικών

Β. Οι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητες της ως άνω Ειδικής Διεύθυνσης Ελέγχου Εθνικών και Κοινοτικών Δαπανών και Καταπολέμησης Απάτης και Διαφθοράς ασκούνται εφεξής από την Περιφερειακή Διεύθυνση Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος Αττικής-Αιγαίου.

Άρθρο 3

Α. Το άρθρο 1 της παρούσας απόφασης ισχύει από 28.09.2017.

Β. Το άρθρο 2 της παρούσας απόφασης ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 5 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Υπουργός
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

Αριθμ. 42509/2017 Μεταβίβαση εξουσιοδότησης υπογραφής σε ιεραρχικά υφιστάμενα όργανα της Δ.Ο.Υ. Δράμας

$
0
0

Αριθμ. 42509

(ΦΕΚ Β' 3212/13-09-2017)

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ Δ.Ο.Υ. ΔΡΑΜΑΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) Του Κεφαλαίου Α' «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του ν. 4389/2016 (Α' 94) και ειδικότερα της υποπαραγράφου β' της παρ. 6 του άρθρου 14 αυτού.
β) Του ν. 4174/2013 (Α' 170) «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει και ειδικότερα του άρθρου 4 αυτού.

2. Την Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1115805 ΕΞ 2017/31.7.2017 (ΦΕΚ Β' 2743) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων με θέμα «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότηση υπογραφής "Με εντολή Διοικητή" σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης».

3. Την αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1036960/10.3.2017 (ΦΕΚ Β' 968 και Β' 1238) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)» όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

4. Την αριθ. Δ2 1032957 ΕΞ 2012/22.2.12 (ΦΕΚ Γ' 221) Α.Υ.Ο. - ΥΠ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ - Τοποθέτησης Προϊσταμένων οργανικών μονάδων επιπέδου Διεύθυνσης και Υποδιεύθυνσης.

5. Τις διατάξεις του ν. 3528/2007 περί Υπαλληλικού Κώδικα.

6. Την ανάγκη της εκχώρησης εξουσιοδότησης υπογραφής σε υφιστάμενα όργανα, για την εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας.

7. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της απόφασης αυτής, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων,

αποφασίζουμε:

Εκχωρείται η εξουσιοδότηση υπογραφής:
i) Στον Υποδιευθυντή της Δ.Ο.Υ. Δράμας, για όσα αναφέρονται στις περιπτώσεις 68, 70, 71, 78, 79, 85 και 86 του πίνακα του άρθρου 1 της με Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1115805 ΕΞ 2017/31.7.2017 απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ.
ii) Στον Προϊστάμενο Δικαστικού και Νομικής Υποστήριξης της Δ.Ο.Υ. Δράμας, για όσα αναφέρονται στην περίπτωση 48, 68, 70, 71, 78, 79, 85 και 86 του πίνακα του άρθρου 1 της με Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1115805 ΕΞ 2017/31.7.2017 απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ.
iii) Στον Προϊστάμενο Εσόδων της Δ.Ο.Υ. Δράμας, για όσα αναφέρονται στις περιπτώσεις 43 και 44 του πίνακα του άρθρου 1 της με Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1115805 ΕΞ 2017/31.7.2017 απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ.

Τα εξουσιοδοτημένα όργανα στην παρούσα, για τις περιπτώσεις 71, 85 και 86 θα υπογράφουν «Με εντολή Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ.».

Για τις υπόλοιπες περιπτώσεις 43, 44, 48, 68, 70, 78 και 79 θα υπογράφουν «Με εντολή Διοικητή».

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Δράμα, 8 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ.
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΤΣΙΒΕΛΕΚΙΔΗΣ

Viewing all 7448 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>