Quantcast
Channel: Taxheaven - Νέες αποφάσεις
Viewing all 7448 articles
Browse latest View live

Σ.ΛΟ.Τ. αριθ. πρωτ.: 1125 ΕΞ 30.5.2017 Λογιστικός χειρισμός διαγραφής απαίτησης λόγω υπαγωγής του οφειλέτη σε προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης

$
0
0

Αθήνα, 30.05.2017
Αριθμ. Πρωτ.: 1125 ΕΞ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ)

ΣΛΟΤ 1125/2017

ΘΕΜΑ : Λογιστικός χειρισμός διαγραφής απαίτησης λόγω υπαγωγής του οφειλέτη σε προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης


ΕΡΩΤΗΜΑ

Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με τη φορολογική μεταχείριση της διαγραφής απαίτησης λόγω υπαγωγής του οφειλέτη σε προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, παρακαλούμε όπως μας γνωρίσετε αν η διαγραφή αυτή αποτελεί λογιστικό γεγονός της χρήσης εντός της οποίας επικυρώνεται η συμφωνία των πιστωτών από το πτωχευτικό δικαστήριο ή αν, σε περίπτωση που κατά τον χρόνο αυτό δεν έχουν ακόμα οριστικοποιηθεί οι λογιστικές εγγραφές της αμέσως προηγούμενης χρήσης, το γεγονός αυτό απεικονίζεται στις οικονομικές καταστάσεις της προηγούμενης χρήσης από αυτή εντός της οποίας έλαβε χώρα η επικύρωση.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Α. Με βάση τις παραγράφους 4 έως 8 του άρθρου 19 του ν. 4308/2014, για τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (οι απαιτήσεις είναι χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία), ισχύουν τα εξής:
«Υπόκεινται σε έλεγχο απομείωσης, όταν υπάρχουν σχετικές ενδείξεις.
Ενδείξεις απομείωσης θεωρείται ότι υφίστανται όταν:
α) Υπάρχουν προφανείς, σοβαρές χρηματοοικονομικές δυσκολίες του εκδότη ή του υπόχρεου των χρηματοοικονομικών στοιχείων ή
β) η λογιστική αξία είναι σημαντικά υψηλότερη από την εύλογη αξία αυτών των στοιχείων (όταν η εύλογη αξία υπάρχει) ή
γ) δυσμενείς τοπικές, εθνικές ή διεθνείς συνθήκες αυξάνουν την πιθανότητα αθέτησης βασικών δεσμεύσεων που απορρέουν από τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία.
Ζημία απομείωσης προκύπτει όταν η λογιστική αξία του στοιχείου είναι μεγαλύτερη από το ποσό που η οντότητα εκτιμά ότι θα ανακτήσει από το στοιχείο αυτό.
Το ποσό που η οντότητα εκτιμά ότι θα ανακτήσει από ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο είναι το μεγαλύτερο από:
α) Την παρούσα αξία του ποσού που εκτιμάται ότι θα ληφθεί από το περιουσιακό στοιχείο, υπολογιζόμενη με τη χρήση του αρχικού πραγματικού επιτοκίου ή
β) την εύλογη αξία του στοιχείου, μειωμένη με το απαιτούμενο κόστος πώλησης.
Οι ζημίες απομείωσης αναγνωρίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων και αναστρέφονται ως κέρδη σε αυτή, όταν οι συνθήκες που τις προκάλεσαν πάψουν να υφίστανται. Αναστροφή γίνεται μέχρι της αξίας που θα είχε το στοιχείο, εάν δεν είχε αναγνωριστεί ζημία απομείωσης. Ειδικότερα, για τα χρηματοοικονομικά στοιχεία του μη κυκλοφορούντος ενεργητικού οι ζημίες απομείωσης αναγνωρίζονται όταν εκτιμάται ότι η απομείωση είναι μόνιμου χαρακτήρα
».

Β. Με βάση την παράγραφο 8 του άρθρου 17 του ν. 4308/2014, «γεγονότα που έγιναν εμφανή μετά τη λήξη της περιόδου (ημερομηνία αναφοράς), αλλά πριν από την ημερομηνία κατά την οποία το αρμόδιο όργανο εγκρίνει τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις για δημοσιοποίηση, αναγνωρίζονται στην κλειόμενη περίοδο, εφόσον αναφέρονται σε συνθήκες που υπήρχαν στο τέλος αυτής της περιόδου και επηρεάζουν τα κονδύλια του ισολογισμού και της κατάστασης αποτελεσμάτων».

Βάσει αυτών, η εισπραξιμότητα των απαιτήσεων που υπάρχουν κατά την ημερομηνία ισολογισμού και για τις οποίες υπάρχουν ενδείξεις απομείωσης κατά την εν λόγω ημερομηνία, εξετάζονται προς απομείωση και η σχετική απομείωση αναγνωρίζεται ως έξοδο κατά την ημερομηνία ισολογισμού, αν προκύπτει σύμφωνα με το Α ανωτέρω, βάσει όλων των γεγονότων που γίνονται εμφανή μέχρι την ημερομηνία έγκρισης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων προς δημοσιοποίηση, εντός της επόμενης λογιστικής περιόδου.

Για παράδειγμα, έστω ότι η επιχείρηση Α έχει κατά την 31.12.2016 απαίτηση 10.000 ευρώ από την επιχείρηση Β, η οποία έχει αναγνωρισθεί από πωλήσεις της Α προς την Β εντός του έτους 2016. Στο τέλος του 2016 υπάρχουν εμφανείς αδυναμίες της Β να εξοφλήσει την υποχρέωσή της προς την Α. Εντός του 2017, έστω τον Φεβρουάριο και πριν οι οικονομικές καταστάσεις της Α εγκριθούν από τη διοίκησή της προς δημοσιοποίηση (Απρίλιος), το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία πιστωτών, βάσει της οποίας η Β θα καταβάλει στην Α μόνο το ποσό των 5.000 ευρώ. Βάσει της δικαστικής απόφασης, η Α θα αναγνωρίσει στις οικονομικές καταστάσεις κατά την 31.12.2016, απομείωση απαιτήσεων αξίας 5.000 ευρώ (10.000-5.000).

 

 
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΛΟΤ

ΤΑ ΜΕΛΗ


Αριθμ. Πρωτ. 12391 Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ) - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών.

$
0
0

Αριθμ. Πρωτ. 12391
Διεκπ. 7569
 
(ΦΕΚ Β'3703/19.10.2017)
 
Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ) - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών.

12391/2017


Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Έχοντας υπόψη:
1)    Τις διατάξεις των άρθρων 65 του Συντάγματος και 11 του Κανονισμού της Βουλής (Μέρος Κοινοβουλευτικό- ΦΕΚ 106/Α/1987), όπως ισχύει.
2)    Τις διατάξεις του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων» (Α' 309), όπως ισχύει και, ιδίως, της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ως άνω νόμου.
3)    Τις διατάξεις του άρθρου 229 του ν. 4281/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, οργανωτικά θέματα Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατάξεις» (Α' 160), όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 181 του ν. 4389/2016 (A΄ 94).
4)    Τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρο 66 του ν. 4409/2016 «Πλαίσιο για την ασφάλεια στις υπεράκτιες εργασίες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/30/ΕΕ, τροποποίηση του π.δ. 148/2009 και άλλες διατάξεις» (Α΄ 136), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 του ν. 4425/2016 (Α'185), και τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του ν. 4448/2017 (Α΄56) και το άρθρο 11 του ν. 4467/2017 (Α΄56).
5)    Την υπ’αριθμ. 6/2016 Γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.


Άρθρο 1
Πεδίο Εφαρμογής


Η παρούσα έχει εφαρμογή στα πρόσωπα που, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 στοιχείο α’ του ν. 3213/2003 (Α’309), υποβάλλουν Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης στην Επιτροπή Ελέγχου του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 (Α’ 309) και ελέγχονται από αυτήν.
 

Άρθρο 2
Διαδικασία υποβολής Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης


1.    Η Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης υποβάλλεται αποκλειστικά ηλεκτρονικά, μέσω των υπηρεσιών του TAXISnet (ενεργός χρήστης), σε ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή και έχει ως περιεχόμενο την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου προσώπου, καθώς και της ή του συζύγου και των ανήλικων τέκνων του.

2.    Η ταυτοποίηση υπόχρεου και συζύγου από την εφαρμογή ηλεκτρονικής υποβολής Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης, γίνεται με τη χρήση των προσωπικών κωδικών στο TAXISnet. Τα περιουσιακά στοιχεία του ή της συζύγου του υπόχρεου προσώπου και των ανήλικων τέκνων τους δηλώνονται μετά από έγκριση του ή της συζύγου που δίδεται μέσω διακριτών προσωπικών κωδικών TAXISnet. Η αίτηση για τη χορήγηση και η διαχείριση των κωδικών αυτών γίνεται αποκλειστικά μέσω του συστήματος TAXISnet.

3.    Κατά την υποβολή ετήσιας Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης ο υπόχρεος οφείλει να επικαιροποιήσει τα στοιχεία της περιουσιακής του κατάστασης, σε σχέση με τα δηλωθέντα στη δήλωση του αμέσως προηγούμενου έτους (αντίγραφο της οποίας παράγεται από την ηλεκτρονική εφαρμογή για την υποβοήθησή του) και να διατηρήσει αναλλοίωτα τα στοιχεία, τα οποία δεν έχουν μεταβληθεί. Υποχρέωση υποβολής ετήσιας δήλωσης υφίσταται και στην περίπτωση που δεν έχουν επέλθει μεταβολές στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου.

4.    Το υπόχρεο πρόσωπο υποβάλλει με την ή τον σύζυγό του κοινή Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης.

5.    Σε περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας της ή του συζύγου να συνυποβάλει κοινή δήλωση, η δήλωση υποβάλλεται μόνον από τον υπόχρεο, ο οποίος οφείλει να αναφέρει στις παρατηρήσεις του συστήματος το γεγονός της άρνησης ή της αδυναμίας. Ως άρνηση ή αδυναμία θεωρείται και η βεβαιωμένη διάσταση των συζύγων, που έχει δηλωθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του υπόχρεου.


Άρθρο 3
Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης

1.    Η Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης υποβάλλεται σύμφωνα με το συνημμένο υπόδειγμα στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι, συνοδευόμενο από παραμετρικές τιμές, γενικές οδηγίες και επεξηγήσεις συμπλήρωσης των πεδίων της ηλεκτρονικής εφαρμογής, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας.

2.    Κατά την υποβολή της δήλωσης, ο Α.Φ.Μ., το επώνυμο, το όνομα και το πατρώνυμο, εμφανίζονται όπως τηρούνται στο φορολογικό Μητρώο. Σε περίπτωση ανακρίβειας αυτών, απαιτείται, πριν την υποβολή της δήλωσης, η διόρθωση των ανακριβών στοιχείων στο φορολογικό Μητρώο.

3.    Οι διευθύνσεις κατοικίας, εργασίας και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και ο Αριθμός Δελτίου Ταυτότητας δηλώνονται ως έχουν κατά την ημερομηνία της υποβολής της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης. Τα λοιπά στοιχεία, δηλώνονται ως είχαν κατά το έτος που αφορά η δήλωση.

4.    Η αρχική δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία στην ημεδαπή και την αλλοδαπή και την αξία κτήσης τους, εφόσον είναι διαθέσιμη. Η ετήσια δήλωση περιέχει τα υφιστάμενα, κατά την 31η Δεκεμβρίου του έτους στο οποίο αφορά η δήλωση, περιουσιακά στοιχεία στην ημεδαπή και την αλλοδαπή και την αξία κτήσης τους, εφόσον είναι διαθέσιμη.

5.    Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης υφιστάμενου κατά το έτος που αφορά η δήλωση, δηλώνονται υποχρεωτικώς ο τρόπος απόκτησης, το ύψος της σχετικής δαπάνης (καταβληθέν τίμημα), καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης περιουσιακού στοιχείου, που είχε δηλωθεί σε προηγούμενη δήλωση του υπόχρεου, δηλώνεται το εισπραχθέν τίμημα.

6.
    Ειδικά σε περίπτωση απόκτησης νέου εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου ή εκποίησης εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου, το οποίο έχει δηλωθεί σε προηγούμενη δήλωση του υπόχρεου, δηλώνονται τα στοιχεία του συμβολαίου απόκτησης ή εκποίησης. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμβόλαιο απόκτησης εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου, λόγω κληρονομικής διαδοχής, δηλώνονται τα στοιχεία του κληρονομούμενου, καθώς και ο τρόπος και η ιδιότητα, με την οποία ο υπόχρεος έγινε κληρονόμος.

7.    Σε περίπτωση απόκτησης και απώλειας εμπράγματου δικαιώματος επί του ίδιου ακινήτου κατά το ίδιο έτος που αφορά η δήλωση, δηλώνονται και οι δύο μεταβολές. Το αυτό ισχύει, αντίστοιχα, για τα οχήματα, για τα πλωτά και εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και για τις συμμετοχές σε κάθε είδους εταιρία ή επιχείρηση.


Άρθρο 4
Διασφαλίσεις για την ηλεκτρονική υποβολή και συνημμένα δικαιολογητικά

1.    Για την υποβοήθησή του στην ηλεκτρονική υποβολή της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης, ο υπόχρεος, μετά την ταυτοποίησή του μέσω των κωδικών του TAXISnet και εφόσον συναινέσει με υπεύθυνη δήλωσή του σε αυτό, μπορεί να μεταφέρει στη Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης τα δεδομένα της τελευταίας ηλεκτρονικά υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (Ε1) του έτους, στο οποίο αφορά η Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης, καθώς και τα στοιχεία των ακινήτων, που περιλαμβάνονται στη «βεβαίωση της περιουσιακής του κατάστασης» κατά την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους, στο οποίο αφορά η Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης, όπως αυτά τηρούνται ηλεκτρονικά στη Γ.Γ.Δ.Ε.

2.    Όλα τα δεδομένα των ανωτέρω δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί κατά την οριστική υποβολή της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης από τυχόν υποβολή τροποποιητικών ή/και συμπληρωματικών δηλώσεων εισοδήματος για το έτος, που αφορά η Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης, καθώς και τα στοιχεία της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου κατά την ημερομηνία της ανωτέρω παραγράφου, θα επισυνάπτονται ηλεκτρονικά αυτόματα στην υποβαλλόμενη Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης, όπως προβλέπεται στην περ. γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003.

3. 
   Η Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Δ.ΗΛΕ.Δ.) της Γ.Γ.Δ.Ε., που είναι η αρμόδια υπηρεσία για τις ανωτέρω χορηγήσεις όλων των στοιχείων των δηλώσεων εισοδήματος και ακινήτων των υπόχρεων, οφείλει να τηρεί αρχείο για αυτές με το στοιχείο της ημερομηνίας και ώρας χορήγησης/πρόσβασης, καθώς και το μοναδικό αριθμό ταυτοποίησης της οριστικοποιημένης Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης, που σχετίζονται με την κάθε χορήγηση.

4.    Για τη διευκόλυνση του ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, όπως αυτός ορίζεται στα άρθρα 3, 3Α και 3Β του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, η φορολογική διοίκηση χορηγεί στην Επιτροπή Ελέγχου του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 (Α’ 309), μετά από αίτησή της, στοιχεία για όλες τις πιθανές τροποποιήσεις των παραπάνω δηλώσεων εισοδήματος και ακινήτων των υπόχρεων αρμοδιότητας του, οι οποίες τηρούνται ηλεκτρονικά.

5.    Με την οριστική υποβολή της δήλωσης, ο υπόχρεος δύναται να αποθηκεύσει στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή αντίγραφο της υποβληθείσας Δ.Π.Κ., ως αποδεικτικό υποβολής, όπου εμφανίζονται ο αριθμός αυτής και η ημερομηνία υποβολής της.

6.    Στη Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης επισυνάπτονται ηλεκτρονικά τα αναγκαία έγγραφα από τα οποία προκύπτει η δηλούμενη περιουσιακή κατάσταση και ειδικότερα:

α.
Αντίγραφα συμβολαίων όλων των ακινήτων κατά την υποβολή αρχικής δήλωσης και αντίγραφα συμβολαίων των ακινήτων που αποκτήθηκαν ή εκποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους που αφορά η δήλωση, κατά την υποβολή ετήσιας δήλωσης.

β. Βεβαιώσεις για τα δηλωθέντα επενδυτικά προϊόντα και χαρτοφυλάκια χρηματοοικονομικών εργαλείων, όπως περιγράφονται στο στοιχείο iii της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 (Α’ 309), που περιλαμβάνουν, κατ’ ελάχιστον, το όνομα του χειριστή της μερίδας, το όνομα του προϊόντος, το κόστος κτήσης και την αποτίμηση αυτών.

γ. Βεβαιώσεις ή παραστατικά από τα οποία να προκύπτουν τα δηλωθέντα υπόλοιπα τραπεζικών λογαριασμών, καθώς και αντίστοιχες βεβαιώσεις ή παραστατικά για κάθε είδους, δηλωθέντα, χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστευμάτων (trusts).

δ. Παραστατικά Τραπεζών, Ταμιευτηρίων και άλλων ημεδαπών ή αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, από τα οποία αποδεικνύεται η μίσθωση θυρίδων σε αυτά. Τα εν λόγω παραστατικά, εφόσον υποβληθούν το πρώτον, δεν θα υποβάλλονται εκ νέου σε επόμενες ετήσιες δηλώσεις, εκτός εάν έχουν επέλθει μεταβολές.

ε. Παραστατικά αγοράς ή πράξεις φορολογικής αρχής ή ασφαλιστήρια συμβόλαια, εφόσον υφίστανται, για κινητά μεγάλης αξίας εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Τα εν λόγω παραστατικά, εφόσον υποβληθούν το πρώτον, δεν θα υποβάλλονται εκ νέου σε επόμενες ετήσιες δηλώσεις, εκτός εάν έχουν επέλθει μεταβολές.

στ. Άδειες κυκλοφορίας πλωτών και εναέριων μεταφορικών μέσων και κάθε χρήσης οχημάτων και, κατά την υποβολή ετήσιας δήλωσης, επιπλέον, παραστατικά αγοράς ή πώλησης πλωτών, εναερίων μεταφορικών μέσων και κάθε χρήσης οχημάτων που αποκτήθηκαν ή εκποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους που αφορά η δήλωση.

ζ. Παραστατικά για δηλωθείσα συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση. Τα εν λόγω παραστατικά, εφόσον υποβληθούν το πρώτον, δεν θα υποβάλλονται εκ νέου σε επόμενες ετήσιες δηλώσεις, εκτός εάν έχουν επέλθει μεταβολές.

η.
Παραστατικά από τα οποία να προκύπτουν οι δανειακές υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα, καθώς επίσης και κάθε οφειλή που υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ κατά την 31η Δεκεμβρίου του έτους που αφορά η δήλωση και προέρχεται από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης.

7.    Το απόρρητο της διαδικτυακής επικοινωνίας του υπόχρεου με τα συστήματα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης διασφαλίζεται με τη χρήση ψηφιακού πιστοποιητικού από την εφαρμογή υποβολής. Τα απόρρητα στοιχεία των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης τηρούνται κρυπτογραφημένα στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων του συστήματος. Το ηλεκτρονικό σύστημα συνοδεύεται από πολιτικές ασφάλειας, που καλύπτουν όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και εξασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα και ακεραιότητα των στοιχείων της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων.


Άρθρο 5
Ηλεκτρονική επεξεργασία

1.    Υπεύθυνος επεξεργασίας της αυτοτελούς ειδικής βάσης των δεδομένων περιουσιακής κατάστασης, όπως ορίζεται στον ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα»
(Α' 50), είναι η Επιτροπή Ελέγχου του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 (Α’ 309), αποκλειστικά και μόνο για τους ελεγχόμενους αρμοδιότητάς της.

2.    Εκτελούντες την επεξεργασία της παραπάνω βάσης δεδομένων, όπως ορίζεται στον ν. 2472/1997 (Α' 50), είναι η Επιτροπή Ελέγχου του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 (Α’ 309), ως υπεύθυνος επεξεργασίας αποκλειστικά και μόνο για τους ελεγχόμενους αρμοδιότητάς της και, κατ' εντολή της, τα όργανα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης.

3.    Την ευθύνη διαχείρισης του ηλεκτρονικού συστήματος έχει η  Επιτροπή  Ελέγχου  του  άρθρου  3Α  του ν. 3213/2003 (Α’ 309), αποκλειστικά και μόνο για τους ελεγχόμενους αρμοδιότητάς της.

4.
    Για τις ανάγκες του ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, η Επιτροπή Ελέγχου του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 (Α’309) ορίζει συγκεκριμένους υπαλλήλους της ειδικής υπηρεσίας Επιτροπής Ελέγχου, οι οποίοι αποκτούν με τον ορισμό τους συγκεκριμένο δικαίωμα πρόσβασης επί των στοιχείων της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων του ηλεκτρονικού συστήματος. Η πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα των υπαλλήλων αυτών είναι αυστηρά προσωποποιημένη, ελεγχόμενη μέσω μοναδικού ονόματος χρήστη και προσωπικού μυστικού κωδικού. Επίσης, οι ενέργειες των υπαλλήλων αυτών εντός του ηλεκτρονικού συστήματος καταγράφονται ηλεκτρονικά.


Άρθρο 6
Συντήρηση και αναβάθμιση της εφαρμογής

Η ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή δύναται να τίθεται εκτός λειτουργίας με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων μετά από αίτημα των οργάνων ελέγχου για λόγους συντήρησης, αναβάθμισης και προσαρμογής στις αλλαγές της νομοθεσίας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των εξήντα (60) ημερών ανά έτος.


Άρθρο 7
Ηλεκτρονικός Κατάλογος ελεγχόμενων προσώπων

Ο προβλεπόμενος στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (Α΄309), όπως ισχύει, κατάλογος ελεγχόμενων προσώπων, για τα πρόσωπα των περιπτώσεων α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ως άνω νόμου, συντάσσεται από τον Πρόεδρο της Βουλής τον μήνα Φεβρουάριο κάθε έτους και καταχωρείται ηλεκτρονικά μέσω της ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής, προκειμένου να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή Ελέγχου του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 (Α΄309). Ο κατάλογος περιλαμβάνει υπόχρεους που απέκτησαν, κατέχουν ή απώλεσαν την ιδιότητα του υπόχρεου έως την ημέρα σύνταξής του και κατά τα τρία προηγούμενα της σύνταξής του έτη.
 

Άρθρο 8
Τύπος, περιεχόμενο και διαδικασία υποβολής της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων


1.    Η Δήλωση Οικονομικών Συμφερόντων (άρθρο 229 του ν. 4281/2014, Α' 260), υποβάλλεται σύμφωνα με το συνημμένο υπόδειγμα στο Παράρτημα IΙ, συνοδευόμενο από παραμετρικές τιμές, γενικές οδηγίες και επεξηγήσεις συμπλήρωσης των πεδίων της ηλεκτρονικής εφαρμογής, το οποίο προσαρτάται στην παρούσα και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της.

2.    Η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά, μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής, από τον υπόχρεο και την ή τον σύζυγο, ταυτόχρονα με την υποβολή της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης. Η υποβολή της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων αποδεικνύεται κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 4 της παρούσας.
 
Άρθρο 9

1. Η υπ’αριθμ. 16327/11503/13.10.2016 (ΦΕΚ Β'/3301/2016) απόφαση Προέδρου της Βουλής «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών», αντικαθίσταται από την παρούσα.

2. Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
 

Παραρτήματα


O browser δεν υποστηρίζει pdf viewεr. Κατεβάστε την απόφαση από εδώ: Download PDF.



Άρθρο 10
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 19 Οκτωβρίου 2017

Οι Υπουργοί

Αριθ. 1069/19.10.2017 Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ) - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών.

$
0
0

Αριθ. 1069

Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ) - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών.

(ΦΕΚ 44380 Β’ 3702/19.10.2017)

1069/2017


ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1) Την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων» (Α΄ 309), όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 223 του ν. 4281/2014 (Α΄ 160), το άρθρο 173 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94) και την παρ. 1 του άρθρου 2 (περίπτωση γ΄) του Ιδιου ως άνω νόμου, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 79 του ν. 4427/2016 (Α΄ 188).
2) Την παρ. 5 του άρθρου 173 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94)«Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 66 παρ. 2 του ν. 4409/2016 (Α΄ 136).
3) Την παρ. 3 του άρθρου 7α, περίπτωση γ΄, στοιχ. αα΄ έως ζζ΄ του ν. 3691/2008, όπως τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου 182 του ν. 4339/2916 (Α΄ 94).
4) Το άρθρο 229 του ν. 4281/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, οργανωτικά θέματα Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 160), όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 181 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94).
5) Την παρ. 6 του άρθρου 66 του ν. 4409/2016 «Πλαίσιο για την ασφάλεια στις υπεράκτιες εργασίες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/30/ΕΕ, τροποποίηση του π.δ. 148/2009 και άλλες διατάξεις» (Α΄ 136), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 του ν. 4425/2016 (Α΄ 185), και τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του ν. 4448/2017 (Α΄ 55) και το άρθρο 11 του ν. 4467/2017 (Α΄ 56).
6) Το άρθρο 90 του κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α΄ 98).
7) Το π.δ. 111/2014 «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών» (Α΄ 178).
8) Το π.δ. 96/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» (Α΄ 136).
9) Το π.δ. 73/2015 «Διορισμός Αντιπροέδρου Κυβέρνησης, Υπουργών Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 116).
10) Την υπ’ αριθ. Y30/12-10-2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δημήτριο Παπαγγελόπουλο» (Β΄ 2183).
11) Την υπ’ αριθ. 6/2016 γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα σχετικά με την νομιμότητα επεξεργασίας των πρόσθετων οικονομικών στοιχείων, που ζητούνται με τις διατάξεις του άρθρου 173 του ν. 4389/2016 από τους υπόχρεους υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης.
12) Το γεγονός ότι από την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:


Άρθρο 1
Πεδίο Εφαρμογής

Η παρούσα έχει εφαρμογή στα υπόχρεα πρόσωπα του ν. 3213/2003 (ΦΕΚ Α΄ 309) όπως ισχύει, τα οποία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, υποβάλλουν τις δηλώσεις τους και ελέγχονται από:

α) την Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης,

β) τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης,

γ) τον εποπτεύοντα την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας εισαγγελικό λειτουργό της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών,

δ) τον αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιά, ο οποίος έχει οριστεί για το έργο αυτό από τον Προϊστάμενο της οικείας Εισαγγελίας και επικουρείται προς τούτο από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων του Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής.


Άρθρο 2
Διαδικασία υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης

1. Ο υπόχρεος υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (Δ.Π.Κ.) απαιτείται να είναι ενεργός χρήστης των υπηρεσιών του TAXISnet, προκειμένου να υποβάλει τη δήλωση αποκλειστικά ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής. Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από τον υπόχρεο και αφορά την περιουσιακή κατάστασή του, καθώς και του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων του. Υποχρέωση υποβολής δήλωσης υφίσταται και στην περίπτωση, που δεν έχει μεταβληθεί η περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου.

2.
Η ταυτοποίηση υπόχρεου και συζύγου από την εφαρμογή ηλεκτρονικής υποβολής Δ.Π.Κ., γίνεται με τη χρήση των προσωπικών κωδικών στο TAXISnet. Διακριτούς προσωπικούς κωδικούς TAXISnet πρέπει να έχει τόσο ο υπόχρεος, όσο και ο/η σύζυγος υπόχρεου υποβολής Δ.Π.Κ., προκείμενου να καταστεί δυνατή η υποχρεωτική έγκριση των περιουσιακών στοιχείων, που δηλώθηκαν από τον υπόχρεο και αφορούν στον/στην σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα. Η αίτηση για τη χορήγηση και η διαχείριση των κωδικών αυτών, γίνεται αποκλειστικά μέσω του συστήματος TAXISnet.

3.
Κατά την υποβολή ετήσιας Δ.Π.Κ. ο υπόχρεος οφείλει σε κάθε περίπτωση να επικαιροποιήσει την περιουσιακή του κατάσταση, σε σχέση με το αντίγραφο της Δ.Π.Κ. του αμέσως προηγούμενου έτους, που παράγεται από την ηλεκτρονική εφαρμογή για την υποβοήθησή του και να διατηρήσει αναλλοίωτα τα στοιχεία, τα οποία δεν έχουν μεταβληθεί.

4.
Ο υπόχρεος υποβάλλει με τον/την σύζυγο κοινή Δ.Π.Κ.

5.
Σε περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας του/της συζύγου υπόχρεου, να συνυποβάλλει κοινή δήλωση, η δήλωση υποβάλλεται μόνον από τον υπόχρεο, ο οποίος οφείλει να αναφέρει συγχρόνως στις παρατηρήσεις του συστήματος το γεγονός της άρνησης ή της αδυναμίας. Άρνηση θεωρείται και η βεβαιωμένη διάσταση των συζύγων, που έχει δηλωθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του υπόχρεου.

Άρθρο 3
Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (Δ.Π.Κ.)


1. Η Δ.Π.Κ. του ν. 3213/2003 (Α΄ 309), όπως ισχύει έχει ως περιεχόμενο το συνημμένο υπόδειγμα στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι, συνοδευόμενο από παραμετρικές τιμές, γενικές οδηγίες και επεξηγήσεις συμπλήρωσης των πεδίων της ηλεκτρονικής εφαρμογής, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας.

2. Κατά την υποβολή Δ.Π.Κ. από τον υπόχρεο, τα βασικά στοιχεία αυτού, δηλαδή, ο Α.Φ.Μ., το επώνυμο, το όνομα και το πατρώνυμο, εμφανίζονται όπως τηρούνται στο φορολογικό Μητρώο. Σε περίπτωση ανακρίβειας αυτών, απαιτείται, πριν από την υποβολή της δήλωσης, η διόρθωση των ανακριβών στοιχείων στο φορολογικό Μητρώο.

3. Τα προσωπικά στοιχεία του υπόχρεου, όπως Α.Δ.Τ., διεύθυνση, τηλέφωνο κ.λπ., δηλώνονται ως έχουν κατά την ημερομηνία της υποβολής της Δ.Π.Κ. Τα λοιπά στοιχεία, όπως υπηρεσιακά, οικογενειακά κ.λπ., ως και η ιδιότητα του υπόχρεου δηλώνονται ως είχαν κατά το έτος, που αφορά η δήλωση.

4. Η αρχική δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα στην ημεδαπή και την αλλοδαπή κατά τον χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία, καθώς και την αξία κτήσης τους, εφόσον είναι διαθέσιμη. Η ετήσια Δ.Π.Κ. περιέχει τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία κατά την 31η Δεκεμβρίου του έτους, στο οποίο αφορά η δήλωση, στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, καθώς και την αξία κτήσης τους, εφόσον είναι διαθέσιμη.

5. Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου κατά τη χρήση, που αφορά η δήλωση, δηλώνονται υποχρεωτικώς ο τρόπος απόκτησης, το ύψος της σχετικής δαπάνης (καταβληθέν τίμημα), καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης περιουσιακού στοιχείου, που είχε δηλωθεί σε προηγούμενη δήλωση του υπόχρεου, δηλώνεται το εισπραχθέν τίμημα.

6. Ειδικά σε περίπτωση απόκτησης νέου εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου ή εκποίησης εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου, που έχει δηλωθεί σε προηγούμενες δηλώσεις του υπόχρεου, δηλώνονται τα στοιχεία του συμβολαίου απόκτησης ή εκποίησης. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμβόλαιο απόκτησης εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων λόγω κληρονομικής διαδοχής, δηλώνονται τα στοιχεία του κληρονομούμενου, καθώς και ο τρόπος και η ιδιότητα, με την οποία ο υπόχρεος έγινε κληρονόμος.

7. Στην περίπτωση απόκτησης και απώλειας εμπράγματου δικαιώματος επί του ίδιου ακινήτου κατά τη χρήση, που αφορά η δήλωση, δηλώνονται και οι δύο μεταβολές. Το άνω ισχύει αντίστοιχα και για τα οχήματα, πλωτά και εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και για τις συμμετοχές σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση.


Άρθρο 4
Διασφαλίσεις για την ηλεκτρονική υποβολή και Συνημμένα Δικαιολογητικά


1. Για την υποβοήθησή του στην ηλεκτρονική υποβολή της Δ.Π.Κ., ο υπόχρεος, μετά την ταυτοποίησή του μέσω των κωδικών του TAXΙSnet και εφόσον συναινέσει με υπεύθυνη δήλωσή του σε αυτό, μπορεί να μεταφέρει στη Δ.Π.Κ. τα δεδομένα της τελευταίας ηλεκτρονικά υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (Ε1) του έτους, στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., καθώς και τα στοιχεία των ακινήτων, που περιλαμβάνονται στη «βεβαίωση της περιουσιακής του κατάστασης» κατά την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους, στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι αρχική ή του τρέχοντος έτους, εφόσον η Δ.Π.Κ, είναι ετήσια, όπως αυτά τηρούνται ηλεκτρονικά στη Γ.Γ.Δ.Ε.

2. Όλα τα δεδομένα των ανωτέρω δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί, κατά την οριστική υποβολή της Δ.Π.Κ., από τυχόν υποβολή τροποποιητικών ή/και συμπληρωματικών δηλώσεων εισοδήματος για το έτος που αφορά η Δ.Π.Κ., καθώς και τα στοιχεία της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου κατά την ημερομηνία της ανωτέρω παραγράφου, θα επισυνάπτονται αυτόματα ηλεκτρονικά στην υποβαλλόμενη Δ.Π.Κ., όπως προβλέπεται στο αρθρο 2 της παραγράφου 1 περ. γ΄ του ν. 3213/2003.

3. Η Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Δ.ΗΛΕ.Δ.) της Γ.Γ.Δ.Ε., που είναι η αρμόδια υπηρεσία για τις ανωτέρω χορηγήσεις όλων των στοιχείων των δηλώσεων εισοδήματος και ακινήτων των υπόχρεων, οφείλει να τηρεί αρχείο για αυτές, με το στοιχείο της ημερομηνίας και ώρας χορήγησης/πρόσβασης, καθώς και το μοναδικό αριθμό ταυτοποίησης της οριστικοποιημένης Δ.Π.Κ., που σχετίζεται με την κάθε χορήγηση. Για τις Δ.Π.Κ. των ετών 2015 και 2016, που έχουν οριστικοποιηθεί ηλεκτρονικά από τους υπόχρεους πριν από την έκδοση της παρούσας, θα πρέπει να επισυναφθούν ηλεκτρονικά από τη Δ.ΗΛΕ.Δ. σε συνεργασία με το φορέα λειτουργίας της ηλεκτρονικής εφαρμογής υποβολής Δ.Π.Κ., τα συνυποβαλλόμενα της ανωτέρω παραγράφου 2.

4. Για τη διευκόλυνση του ελέγχου των Δ.Π.Κ., όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, η φορολογική διοίκηση χορηγεί στα αρμόδια όργανα ελέγχου, μετά από αίτησή τους, στοιχεία για όλες τις πιθανές τροποποιήσεις των παραπάνω δηλώσεων εισοδήματος και ακινήτων των υπόχρεων αρμοδιότητάς τους, οι οποίες τηρούνται ηλεκτρονικά.

5. Με την οριστική υποβολή της δήλωσης, ο υπόχρεος δύναται να αποθηκεύσει στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή αντίγραφο της υποβληθείσας Δ.Π.Κ., ως αποδεικτικό υποβολής, όπου εμφανίζονται ο αριθμός αυτής και η ημερομηνία υποβολής της.

6. Κατά τη διαδικασία της ηλεκτρονικής υποβολής Δ.Π.Κ., οι υπόχρεοι, οι οποίοι ανήκουν στις κατηγορίες των υποχρεωτικά ελεγχόμενων προσώπων, όπως αυτές προβλέπονται στις κείμενες διατάξεις, αποστέλλουν ηλεκτρονικά στο αρμόδιο όργανο ελέγχου, εφάπαξ κατά την υποβολή της αρχικής δήλωσης και εφόσον υπάρχουν μεταβολές κατά την υποβολή της ετήσιας δήλωσης, τα ακόλουθα δικαιολογητικά:

α. Συμβόλαια των ακινήτων.

β. Βεβαιώσεις επενδυτικών προϊόντων και χαρτοφυλακίων χρηματοοικονομικών προϊόντων, όπως αυτά περιγράφονται στο στοιχείο iii της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, που κατ’ ελάχιστον θα περιλαμβάνουν το άνομα του χειριστή της μερίδας, το άνομα των προϊόντων, το κόστος κτήσης και την αποτίμηση αυτών.

γ. Βεβαιώσεις ή παραστατικά από τα οποία να προκύπτουν τα υπόλοιπα τραπεζικών λογαριασμών, καθώς και αντίστοιχες βεβαιώσεις ή παραστατικά για κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστευμάτων (trusts).

δ. Παραστατικά των Τραπεζών, Ταμιευτηρίων και άλλων ημεδαπών ή αλλοδαπών πιστωτικών Ιδρυμάτων απ' τα οποία θα αποδεικνύεται η μίσθωση θυρίδων.

ε. Παραστατικά αγοράς ή πράξεις φορολογικής αρχής ή ασφαλιστήρια συμβόλαια για τα κινητά μεγάλης αξίας άνω των 30.000,00 €, όπως ειδικότερα αυτά προσδιορίζονται στο στοιχείο vi της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003.

στ. Άδειες κυκλοφορίας πλωτών και εναέριων μεταφορικών μέσων, καθώς και των κάθε χρήσης οχημάτων και σε περίπτωση απόκτησης ή εκποίησης κατά την διάρκεια του χρόνου που αφορά η δήλωση επιπλέον παραστατικά αγοράς ή πώλησης.

ζ. Παραστατικά για συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση.

7. Το απόρρητο της διαδικτυακής επικοινωνίας του υπόχρεου με τα συστήματα της Γ.Γ.Π.Σ. και Δ.Y. διασφαλίζεται με τη χρήση ψηφιακού πιστοποιητικού από την εφαρμογή υποβολής. Τα απόρρητα στοιχεία των Δ.Π.Κ. τηρούνται κρυπτογραφημένα στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων του συστήματος. Το ηλεκτρονικό σύστημα συνοδεύεται από πολιτικές ασφάλειας, που καλύπτουν όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και εξασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα και ακεραιότητα των στοιχείων της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων.


Άρθρο 5
Ηλεκτρονική επεξεργασία

1. Υπεύθυνοι επεξεργασίας της αυτοτελούς ειδικής βάσης των δεδομένων περιουσιακής κατάστασης, όπως ορίζεται στο ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Α΄ 50), είναι τα όργανα ελέγχου, όπως αναφέρονται στο άρθρο 3 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, αποκλειστικά και μόνο για τους ελεγχόμενους αρμοδιότητάς τους.

2. Εκτελούντες την επεξεργασία της παραπάνω βάσης δεδομένων κατ’ εντολή των υπευθύνων επεξεργασίας, όπως επίσης ορίζεται στο ν. 2472/1997, είναι τα όργανα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης, καθώς και τα ίδια τα όργανα ελέγχου αποκλειστικά και μόνο για τους ελεγχόμενους της αρμοδιότητάς τους.

3. Την ευθύνη διαχείρισης του ηλεκτρονικού συστήματος έχουν τα όργανα ελέγχου, όπως αναφέρονται στο άρθρο 3 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, αποκλειστικά και μόνο για τους ελεγχόμενους της αρμοδιότητάς τους.

4. Για τις ανάγκες του ελέγχου των Δ.Π.Κ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως ισχύουν, κάθε όργανο ελέγχου ορίζει τους υπαλλήλους του, καθώς και τα δικαιώματα πρόσβασης, που αυτοί έχουν επί των στοιχείων της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων του ηλεκτρονικού συστήματος. H πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα των υπαλλήλων αυτών είναι αυστηρά προσωποποιημένη, ελεγχόμενη μέσω μοναδικού ονόματος χρήστη και προσωπικού μυστικού κωδικού. Επίσης, οι ενέργειες των υπαλλήλων αυτών εντός του ηλεκτρονικού συστήματος καταγράφονται ηλεκτρονικά.

Άρθρο 6
Συντήρηση και αναβάθμιση της εφαρμογής

Η ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή δύναται να τίθεται εκτός λειτουργίας με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων, μετά από αίτημα των οργάνων ελέγχου, για λόγους συντήρησης, αναβάθμισης και προσαρμογής στις αλλαγές της νομοθεσίας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των εξήντα (60) ημερών ανά έτος.


Άρθρο 7
Ηλεκτρονικός Κατάλογος ελεγχόμενων προσώπων

Μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου κάθε έτους ο αρμόδιος φορέας, στον οποίον υπάγονται οι υπόχρεοι ετήσιας Δ.Π.Κ., οφείλει να καταχωρίσει ηλεκτρονικά, μέσω της ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής, τον προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 3213/2003 κατάλογο των ελεγχόμενων προσώπων και να τον οριστικοποιήσει, προκειμένου να κοινοποιηθεί στο αρμόδιο όργανο ελέγχου Ο κατάλογος θα περιλαμβάνει υπόχρεους, που απέκτησαν, κατέχουν ή απώλεσαν την ιδιότητα του υπόχρεου στην προηγούμενη χρήση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Η μη ύπαρξη υπόχρεων πρέπει να δηλώνεται ηλεκτρονικά με την οριστικοποίηση μηδενικού καταλόγου από πιστοποιημένο χρήστη του φορέα.


Άρθρο 8
Τύπος, περιεχόμενο και διαδικασία υποβολής της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.)


1. Ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων του άρθρου 229 του ν. 4281/2014 (Α΄ 260) όπως ισχύει, έχει ως το συνημμένο υπόδειγμα στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II, συνοδευόμενο από παραμετρικές τιμές, γενικές οδηγίες και επεξηγήσεις συμπλήρωσης των πεδίων της ηλεκτρονικής εφαρμογής,

2. Η Δ.Ο.Σ υποβάλλεται αποκλειστικά ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής από τον υπόχρεο και τον/την σύζυγο, ταυτόχρονα με την υποβολή της Δ.Π.Κ. Η υποβολή της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων αποδεικνύεται κατά τα οριζόμενα στην παράγραφος του άρθρου 4 της παρούσας.


Άρθρο 9
Μεταβατικές Διατάξεις


1. Κατά την υποβολή της πρώτης ετήσιας ηλεκτρονικής δήλωσης δηλώνεται το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου, καθώς και η αξία κτήσης τους, εφόσον είναι διαθέσιμη.

2. Η κοινή υπουργική απόφαση με αριθ. απόφ. 1846/13.10.2016 (ΦΕΚ B΄/3300/2016) Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών, αντικαθίσταται από την παρούσα.

 

Παράρτημα

O browser δεν υποστηρίζει pdf viewεr. Κατεβάστε την απόφαση από εδώ: Download PDF.



Άρθρο 10
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 19 Οκτωβρίου 2017

Οι Υπουργοί
Αναπληρωτής Υπουργός
Δικαιοσύνης, Διαφάνειας
και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Οικονομικών

Αριθμ. Φ.80000/οικ.46214/1903/2017 Αναλυτική Περιοδική Δήλωση και καταβολή εισφορών Ναυτικών

$
0
0

Αριθμ. Φ.80000/οικ.46214/1903/06-10-2017

(ΦΕΚ Β' 3677/19-10-2017)

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 6, 7 και 100 Α του ν. 4387/2016 (Α', 85), ως ισχύει.

2. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα» που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ/τος 63/2005 (Α', 98) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα».

3. Τις διατάξεις του π. δ/τος 113/2014 (Α', 180) «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας».

4. Τις διατάξεις του άρθρου 5 του π. δ/τος 24/2015 (Α',20) «Σύσταση και μετονομασία Υπουργείων, μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων» και του άρθρου 27 του ν.4320/2015 (Α',29) «Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, και την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών Οργάνων και λοιπές διατάξεις».

5. Τις διατάξεις του π.δ/τος 73/2015 (Α',116) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».

6. Την αριθμ.οικ.44549/Δ9.12193/09-10-2015 (Β',2169) υπουργική απόφαση «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Αναστάσιο Πετρόπουλο» όπως έχει τροποποιηθεί με την αριθμ. οικ. 54051/Δ9.14200/ 22-11-2016 (Β',3801) υπουργική απόφαση και ισχύει.

7. Την αριθμ. 45862/1687/4-10-2017 εισήγηση της Προϊσταμένης της Γενικής Δ/νσης Οικονομικών Υπηρεσιών, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 24 του ν.4270/2014 (Α , 143). Σύμφωνα με την εισήγηση, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού ούτε και του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), δεδομένου ότι από την υλοποίηση της ανωτέρω απόφασης μέσω της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης Ναυτικών εισπράττονται εισφορές υπέρ Κύριας Ασφάλισης, Κεφαλαίου Ανεργίας - Ασθένειας Ναυτικών (ΚΑΑΝ), Κεφαλαίου Επικουρικής Ασφάλισης Ναυτικών (ΚΕΑΝ), ΤΠΑΕΝ, ΤΠΚΠΕΝ, ΕΛΟΕΝ, Εστίας Ναυτικών (Ε.Ν), Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης (ΚΝΕ),Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΝΕΕ), κατά ποσοστά όπως αυτά ισχύουν σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1
Αναλυτική Περιοδική Δήλωση Ναυτικών (ΑΠΔ Ναυτικών)


Κάθε υπόχρεος του άρθρου 5 της παρούσας απόφασης υποβάλλει Αναλυτική Περιοδική Δήλωση Ναυτικών, η οποία στο εξής αποκαλείται ΑΠΔ Ναυτικών. Η υποχρέωση αυτή εφαρμόζεται στα ναυτολόγια που χορηγούνται από 1.7.2017 και εφεξής. Για τα ναυτολόγια που έχουν χορηγηθεί έως τις 30.06.2017 και μέχρι τη λήξη τους, καθώς και για τις εκκρεμείς μέχρι την ημερομηνία αυτή εκκαθαρίσεις ναυτολογιών, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι κείμενες περί πρώην NAT διατάξεις.

Άρθρο 2
Πεδίο ισχύος


Οι διατάξεις της παρούσας απόφασης εφαρμόζονται για τους ναυτικούς, δηλαδή τους απογεγραμμένους από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής ναυτικούς ή τους κατέχοντες πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας αντίστοιχης υπηρεσίας των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
1. Έλληνες ή και υπηκόους χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελούν μέλη συγκροτημένου πληρώματος πλοίου με Ελληνική σημαία ή σημαία χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δραστηριοποιούνται εντός των ορίων του Ελληνικού θαλάσσιου χώρου, καθώς και των πλοίων με ξένη σημαία που συμβάλλονται με το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (NAT).
2. Προέδρους, Γραμματείς και Ταμίες των νομίμως αναγνωρισμένων οργανώσεων των ναυτικών και τους νόμιμους αναπληρωτές τους καθώς και τους εκπροσώπους την Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό.
3. Αρχιπλοιάρχους και Αρχιμηχανικούς ναυτιλιακών επιχειρήσεων.
4. Αρχιπλοηγούς, πλοηγούς και το βοηθητικό προσωπικό των πλοηγικών σταθμών.
5. Καθηγητές και Διευθυντές Σπουδών των Ανωτάτων Σχολών Εμπορικού Ναυτικού.
6. Που εργάζονται σε πλοία, μη εφοδιασμένα προσωρινά με ναυτολόγιο, που βρίσκονται σε παροπλισμό ή αργία.
7. Που απασχολούνται σε πλοία εφοδιασμένα με καταστάσεις του ν. 2575/1998 (Α', 23) που επέχουν θέση ναυτολογίου.
8. Κάθε άλλο πρόσωπο που υπάγεται στην ασφάλιση του πρώην NAT.

Άρθρο 3
Μητρώο Εισφερόντων μέσω ΑΠΔ Ναυτικών


Ως Μητρώο Εισφερόντων μέσω ΑΠΔ Ναυτικών νοείται:
α. Το Μητρώο Πλοίων.
β. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που απασχολούν ναυτικούς.
γ. Οι ναυτιλιακές εταιρείες.
δ. Η Πλοηγική Υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, οι Ανώτατες Σχολές Εμπορικού Ναυτικού και τα Κέντρα Επιμόρφωσης Στελεχών Εμπορικού Ναυτικού.

Άρθρο 4
Μητρώο Ασφαλισμένων Ναυτικών


Στο Μητρώο Ασφαλισμένων Ναυτικών καταχωρίζονται τα στοιχεία των προσώπων που υπάγονται στην ασφάλιση του πρώην NAT, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και περιλαμβάνει:
1. Μητρώο Εργάτου θαλάσσης (ΜΕΘ)
2. Αριθμός Μητρώου Ναυτικού (ΑΜΗΝΑ)
3. Αριθμός Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ)
4. Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ)
5. Επώνυμο
6. Όνομα
7. Ημερομηνία Γέννησης
8. Φύλο
9. Όνομα Πατρός
10. Εθνικότητα
11. Ημερομηνία Απογραφής Ναυτικού
12. Κωδικός Λιμενικής Αρχής έκδοσης Ναυτικού Φυλλαδίου
13. Στοιχεία Επικοινωνίας (διεύθυνση κατοικίας, τηλέφωνο, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο).

Άρθρο 5
Υπόχρεοι υποβολής ΑΠΔ Ναυτικών


Ως υπόχρεοι υποβολής ΑΠΔ Ναυτικών ορίζονται:
α. Κάθε Πλοιοκτήτης ή Εφοπλιστής ή Εκπρόσωπος ή Διαχειριστής ή Διευθυντής ή Πράκτορας ή Εκκαθαριστής, που εκμεταλλεύεται πλοίο με ελληνική σημαία ή σημαία χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δραστηριοποιείται εντός των ορίων του Ελληνικού θαλάσσιου χώρου, καθώς και των πλοίων με ξένη σημαία που συμβάλλονται με το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (NAT), για το προσωπικό που υπάγεται, σύμφωνα με τις καταστατικές του διατάξεις, στην ασφάλιση του πρώην NAT,
β. οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των ναυτικών και οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους,
γ. οι ναυτιλιακές εταιρείες και οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους, για το προσωπικό που υπάγεται, σύμφωνα με τις καταστατικές του διατάξεις, στην ασφάλιση του πρώην NAT,
δ. η Πλοηγική Υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, οι Ανώτατες Σχολές Εμπορικού Ναυτικού και τα Κέντρα Επιμόρφωσης Στελεχών Εμπορικού Ναυτικού, για το προσωπικό που υπάγεται, σύμφωνα με τις καταστατικές του διατάξεις, στην ασφάλιση του πρώην NAT.

Άρθρο 6
Τρόπος- χρόνος Υποβολής ΑΠΔ Ναυτικών


α. Η ΑΠΔ Ναυτικών υποβάλλεται μέσω διαδικτύου κάθε μήνα.
β. Η ΑΠΔ Ναυτικών συναρτάται με την χορήγηση ναυτολογίου από τις υπηρεσίες του NAT και δημιουργεί ημερολόγιο υποβολής των ΑΠΔ με βάση την ημερομηνία έναρξης και λήξης του εκάστοτε εξαμηνιαίου ναυτολογίου, δηλαδή η 1η έως και η 5η ΑΠΔ Ναυτικών υποβάλλονται από την 1η έως και την 10η ημέρα του επόμενου μήνα της απασχόλησης και η 6η ΑΠΔ Ναυτικών υποβάλλεται με την λήξη του ναυτολογίου.

Άρθρο 7
Τύποι ΑΠΔ Ναυτικών


1. Κανονική (κωδ. 01): περιλαμβάνει τα στοιχεία απασχόλησης της περιόδου αναφοράς και υποβάλλεται στις προθεσμίες του άρθρου 6 της παρούσης απόφασης.

2. Συμπληρωματική (κωδ. 04): αφορά συμπλήρωση τυχόν ελλιπών στοιχείων του περιεχομένου της υποβληθείσης Κανονικής και υποβάλλεται στις προθεσμίες του άρθρου 6 της παρούσης.

3. Επανυποβολή (κωδ. 03): υποβάλλεται για την διόρθωση των λαθών που εντοπίστηκαν κατά την επεξεργασία ή τον έλεγχο της ΑΠΔ Ναυτικών και γνωστοποιήθηκαν στον εισφέροντα.

Άρθρο 8
Περιεχόμενο ΑΠΔ Ναυτικών


Η ΑΠΔ Ναυτικών περιέχει:

1. Τον κωδικό τύπο ΑΠΔ Ναυτικών

2. Την περίοδο απασχόλησης - αναφοράς της ΑΠΔ

3. Τον αριθμό σήματος χορήγησης ναυτολογίου ή ελευθεροπλοΐας

4. Τα στοιχεία των εισφερόντων, δηλαδή:
α. Κωδικός Αριθμός Πλοίου
β. Είδος Πλοίου
γ. Αριθμό Νηολογίου ή ΙΜΟ ή Πιστοποιητικό ή Άδεια Κυριότητας
δ. Όνομα Πλοίου
ε. Ιδιότητα υπόχρεου
στ. ΑΦΜ υπόχρεου
ζ. Ονοματεπώνυμο
η. Στοιχεία Υπόχρεου

5. Τα στοιχεία των ασφαλισμένων, δηλαδή:
α. Μητρώο Εργάτου θαλάσσης (ΜΕΘ)
β. Αριθμός Μητρώου Ναυτικού (ΑΜΗΝΑ)
γ. Αριθμός Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ)
δ. Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ)
ε. Επώνυμο
στ. Εθνικότητα
ζ. Όνομα
η. Όνομα Πατρός
θ. Ημερομηνία Γέννησης
ι. Φύλο
ια. Κωδικός εξαίρεσης
ιβ. Ειδικότητα βάσει προσόντων
ιγ. Ειδικότητα ναυτολόγησης
ιδ. Ημερομηνία πρόσληψης
ιε. Ημερομηνία απόλυσης
ιστ. Αιτιολογία απόλυσης

Άρθρο 9
Έλεγχος στοιχείων ΑΠΔ Ναυτικών


Εάν με την οριστικοποίηση της υποβολής της ΑΠΔ Ναυτικών και τον έλεγχο αυτής εντοπισθούν από το ηλεκτρονικό σύστημα λάθη ή παραλείψεις, το σύστημα δεν επιτρέπει την υποβολή της αλλά τη διόρθωσή της.
Με την κατάθεση, μετά τη λήξη του, του ναυτολογίου στο NAT, διενεργείται έλεγχος ταυτοποίησης των στοιχείων των υποβληθέντων ΑΠΔ Ναυτικών, με το περιεχόμενο του ναυτολογίου.

Άρθρο 10
Κυρώσεις, επιβαρύνσεις στις περιπτώσεις μη υποβολής, εκπρόθεσμης, ανακριβούς υποβολής ΑΠΔ Ναυτικών


Στα πρόσωπα του άρθρου 5 που:
α. δεν υποβάλλουν Α.Π.Δ Ναυτικών επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 45% επί του ποσού των εισφορών που προκύπτουν από την Α.Π.Δ ή τις Α.Π.Δ που είχαν υποχρέωση να υποβάλουν,
β. υποβάλλουν εκπρόθεσμα την ΑΠΔ Ναυτικών, επιβάλλεται επιβάρυνση εισφορών 3% επί του ποσού των εισφορών που προκύπτει από αυτή, πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις για την υποβολή της επόμενης κατά περίπτωση ΑΠΔ και προσαυξάνεται κατά 1% μηνιαίως μετά την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής της κάθε επόμενης κατά περίπτωση ΑΠΔ και μέχρι 30% συνολικά,
γ. υποβάλλουν την ΑΠΔ Ναυτικών με ανακριβή στοιχεία απασχόλησης, ασφάλισης, επιβάλλεται επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 30% επί του ποσού της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των εισφορών που δηλώθηκαν και των εισφορών που υπολογίζονται μετά από τον έλεγχο,
δ. για την μη εμπρόθεσμη καταβολή των εισφορών της ΑΠΔ Ναυτικών επιβάλλεται προσαύξηση επί του συνολικού ποσού καταβολής σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων,
στ. η μη υποβολή ΑΠΔ Ναυτικών επιφέρει την άρση της ελευθεροπλοϊας του πλοίου.

Άρθρο 11
Εισφορές που δηλώνονται μέσω της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης Ναυτικών (ΑΠΔ Ναυτικών)- Υπόχρεοι παρακράτησης και καταβολής των εισφορών


1. Στην ΑΠΔ Ναυτικών δηλώνονται εισφορές υπέρ Κύριας Ασφάλισης, Κεφαλαίου Ανεργίας - Ασθένειας Ναυτικών (ΚΑΑΝ), πρώην Κεφαλαίου Επικουρικής Ασφάλισης Ναυτικών (ΚΕΑΝ) και πρώην Ταμείων Προνοίας Εμπορικού Ναυτικού (ΤΠΑΕΝ, ΤΠΚΠΕΝ) του ΕΤΕΑΕΠ, Ειδικού Λογαριασμού Οικογενειακών Επιδομάτων Ναυτικών (ΕΛΟΕΝ), Εστίας Ναυτικών (ΕΝ), Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης (ΚΝΕ), Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΝΕΕ), κατά ποσοστά όπως αυτά ισχύουν σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 792/1978 (Α',220) όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει και σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4387/2016 όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει.

2. Υπόχρεοι παρακράτησης, απόδοσης και καταβολής των εισφορών είναι οι υπόχρεοι υποβολής της ΑΠΔ Ναυτικών, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 5 της παρούσης. Οι εισφορές υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 6 του ν. 4387/2016.

Άρθρο 12
Καταβολή εισφορών- Προθεσμίες


Α. Με την υποβολή και οριστικοποίηση της ΑΠΔ Ναυτικών, το ηλεκτρονικό σύστημα εκδίδει αυτόματα αποδεικτικό παραλαβής και ταυτότητα πληρωμής που περιέχει:
1. Την περίοδο υποβολής.
2. Τα στοιχεία του Εισφέροντος.
3. Τα στοιχεία των απασχολούμενων ναυτικών και το χρόνο απασχόλησης.
4. Ανάλυση ποσών εισφορών, κύριας και επικουρικής ασφάλισης, εφάπαξ παροχής, οικογενειακών επιδομάτων, Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης, Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και Εστίας Ναυτικών, εργαζομένων και εργοδοτών.
5. Το σύνολο των άνω εισφορών.
6. Το νόμισμα υπολογισμών.
7. Την συμμετοχή του κράτους στις εξαιρέσεις.
8. Τις συνολικές εισφορές εργοδότη και εργαζόμενου.
9. Τις τυχόν οφειλές ανεξόφλητων ΑΠΔ Ναυτικών ή πιστωτικών υπολοίπων.
10. Τα τυχόν πρόστιμα και προσαυξήσεις.
11. Το σύνολο καταβολής σε Ευρώ.
12. Την ημερομηνία συναλλαγματικής ισοτιμίας.
13. Την συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας υποβολής της ΑΠΔ.
14. Την μετατρεπόμενη αξία καταβολής σε αξία ξένου νομίσματος (Δολάριο ΗΠΑ ή Λίρα Αγγλίας).
15. Την καταληκτική ημερομηνία καταβολής των εισφορών.
16. Τον κωδικό εντολής Πληρωμής (RF).
Β. Η καταληκτική προθεσμία καταβολής των εισφορών της ΑΠΔ Ναυτικών ορίζεται ως παρακάτω:
1. Για την 1η, 2η, και 3 η ΑΠΔ Ναυτικών, η καταληκτική προθεσμία καταβολής των εισφορών ταυτίζεται με την ημερομηνία υποβολής της αντίστοιχης 3ης ΑΠΔ Ναυτικών.
2. Για την 4η, 5η και 6η ΑΠΔ Ναυτικών, η καταληκτική προθεσμία καταβολής των εισφορών ταυτίζεται με την ημερομηνία υποβολής της 6ης ΑΠΔ Ναυτικών.
3. Στην περίπτωση καταβολής των εισφορών, όπως αυτές προκύπτουν από την ΑΠΔ Ναυτικών, σε ξένο νόμισμα (Δολάρια ΗΠΑ ή Λίρες Αγγλίας), η αξία του ξένου νομίσματος υπολογίζεται με την ισοτιμία του σε Ευρώ, όπως αυτή καθορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος κατά την ημερομηνία καταβολής των εισφορών.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 6 Οκτωβρίου 2017

Ο Υφυπουργός
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Κ.Υ.Α. αριθμ. 46561/8369 Εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 14 του ν.3996/2011, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 80 του ν.4144/2013

Next: Αριθμ. οικ. 48220/Δ9.14866 Παράταση της προθεσμίας του άρθρου 4, στοιχείο γ), περ. 1.ii. της υπ’ αριθμ. πρωτ. 29502/ 85/1.9.2014 (ΦΕΚ Β΄ 2390/8.9.2014) απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας «Τροποποίηση και συμπλήρωση της υπ’ αριθμ. 5072/6/25.2.2013 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β΄ 449/25.2.2013), περί επανακαθορισμού των όρων και προϋποθέσεων ηλεκτρονικής υποβολής στοιχείων για θέματα αρμοδιότητας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 28153/126/28.8.2013 απόφασή του (ΦΕΚ Β΄ 2163/30.8.2013)», όπως ισχύει, για το έτος 2017
$
0
0

Αριθμ. 46561/ 8369

(ΦΕΚ Β' 3677/19-10-2017)

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:

α. Του άρθρου 90 του Π.Δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98/Α') «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για τη Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα», όπως ισχύει σήμερα.

β. Του Π.Δ. 113/2014 (ΦΕΚ 180/Α/29-8-2014) «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

γ. Του ν. 3996/2011 (ΦΕΚ 170/Α') και ιδίως του άρθρου 14, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 80 του ν. 4144/2013.

δ. Του ν. 4270/2014 (ΦΕΚ 143/Α/28-9-2014) «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ)-δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει.

ε. Του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65/Α') και ιδίως τις μνημονιακές υποχρεώσεις που απορρέουν (παράρτημα III παρ. 22 και παράρτημα 3), όπως ισχύει και αφορούν τη καταπολέμηση της αδήλωτης και της ανασφάλιστης εργασίας και της εισφοροδιαφυγής καθώς και την εν γένει εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας.

2. Την αριθμ. Υ29/8.10.2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Χουλιαράκη» (Β' 2168/ 9-10-2015).

3. Την αριθ. 44538/Δ. 19964/20.12.2013 απόφαση, «Τροποποίηση και συμπλήρωση απόφασης συγκρότησης συνεργείων για τη διενέργεια και τη συμμετοχή στη διενέργεια ελέγχων», όπως ισχύει.

4. Την αριθ. 4691/1491/23.3.2012 (ΦΕΚ 1106/Β/2012) κοινή υπουργική απόφαση Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης «Καθορισμός των ποσοστών που εισπράττονται ως έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού, όταν επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 24 και της περίπτωσης β' της παραγράφου 3 του άρθρου 26 του ν. 3996/2011».

5. Το αρθ. 21 του ν. 4354/2015, «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις...», όπως ισχύει μετά την προσθήκη του αρθ. 52§1 του ν.4369/2016.

6. Την αριθ. πρωτ.: 20319/301/4.5.2017 εισήγηση της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.

7. Το γεγονός ότι, από την απόφαση αυτή προκαλείται δαπάνη ύψους 704.000 ευρώ για το 2017 περίπου και 1.951.200 ευρώ για καθένα από τα επόμενα οικονομικά έτη, η οποία εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (Φορέας 33120 και ΚΑΕ 0519) και η οποία θα καλυφθεί από το ποσοστό 20% που εισπράττεται ως έσοδο στο Κ.Α. εσόδων 3714 «ποσοστό 20% επί των προστίμων των αριθ. 24 και 26, παρ. 3 περίπτ. β' του ν. 3996/2011 που επιβάλλει το Σ.ΕΠ.Ε. (αρ. 14 ν. 3996/2011)» και αποδίδονται στον προϋπολογισμό του Σ.ΕΠ.Ε.,

αποφασίζουμε:

1) Σε όσους διενεργούν και σε όσους συμμετέχουν στα συνεργεία ελέγχων που ορίστηκαν με την υπ' αριθμ. 44538/Δ19964/20.12.2013 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, για τη καταπολέμηση της αδήλωτης και της ανασφάλιστης εργασίας και της εισφοροδιαφυγής καθώς και την εν γένει εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας, όπως ισχύει, καταβάλλεται αποζημίωση ως εξής:

α) Σε όσους διενεργούν ελέγχους τριάντα (30) ευρώ ανά έλεγχο και μέχρι επτά (7) ελέγχους το μήνα και,

β) σε όσους συμμετέχουν στους ελέγχους τριάντα (30) ευρώ ανά έλεγχο και μέχρι πέντε (5) ελέγχους το μήνα. Το συνολικό μηνιαίο ποσό αποζημίωσης για κάθε δικαιούχο δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων δέκα (210) ευρώ για την πρώτη (1.) περίπτωση και το ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ για την δεύτερη (2.) περίπτωση αντίστοιχα. Τυχόν πραγματοποίηση περισσοτέρων από επτά (7) ελέγχων ή πέντε (5) ανάλογα δεν γεννά δικαίωμα για επιπλέον ποσό. Προκειμένου να χορηγηθεί το ανωτέρω ποσό απαιτείται σχετική βεβαίωση των Προϊσταμένων των οικείων υπηρεσιών.

2) Από τη δημοσίευση της παρούσας καταργείται η αριθμ. 2/115436/0022/2.1.2014 κοινή υπουργική απόφαση (ΦΕΚ 113/Β/2014).

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.


Αθήνα, 9 Οκτωβρίου 2017

Οι Υπουργοί

Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής  Αλληλεγγύης
ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ

Αναπληρωτής ΥπουργόςΟικονομικών
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

Αριθμ. οικ. 48220/Δ9.14866 Παράταση της προθεσμίας του άρθρου 4, στοιχείο γ), περ. 1.ii. της υπ’ αριθμ. πρωτ. 29502/ 85/1.9.2014 (ΦΕΚ Β΄ 2390/8.9.2014) απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας «Τροποποίηση και συμπλήρωση της υπ’ αριθμ. 5072/6/25.2.2013 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β΄ 449/25.2.2013), περί επανακαθορισμού των όρων και προϋποθέσεων ηλεκτρονικής υποβολής στοιχείων για θέματα αρμοδιότητας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 28153/126/28.8.2013 απόφασή του (ΦΕΚ Β΄ 2163/30.8.2013)», όπως ισχύει, για το έτος 2017

$
0
0

Αριθμ. οικ.48220/Δ9.14866

(ΦΕΚ Β' 3710/20-10-2017)

Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Έχοντας υπόψη:

1. το άρθ. 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.Δ. 63/2005 (ΦΕΚ Α΄ 98/2005),

2. το Π.Δ. 113/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας», (ΦΕΚ Α΄ 180), όπως ισχύει,

3. το άρθρο 27 του ν. 4320/2015 (ΦΕΚ Α΄ 29) «Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών Οργάνων και λοιπές διατάξεις»,

4. το άρθ. 17 παρ. 6 του ν. 3899/2010 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας» (ΦΕΚ 212 Α΄/2010), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 138 παρ. Ε του ν. 4052/2012 «Νόμος αρμοδιότητας Υπουργείων Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για εφαρμογή του νόμου «Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας» και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 41 Α΄/1.3.2012),

5. το άρθρο 4, στοιχείο γ), περ. 1.ii. της υπ’ αριθμ. πρωτ. 29502/85/01-09-2014 (ΦΕΚ Β΄ 2390/8.9.2014) απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας «Τροποποίηση και συμπλήρωση της υπ’ αριθμ. 5072/6/25.2.2013 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β΄ 449/25.2.2013), περί επανακαθορισμού των όρων και προϋποθέσεων ηλεκτρονικής υποβολής στοιχείων για θέματα αρμοδιότητας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 28153/126/28.8.2013 απόφασή του (ΦΕΚ Β΄ 2163/30.8.2013)», όπως αντικαταστάθηκε με την υπ’αριθμ. 49327/10702/22.12.2014 (ΦΕΚ Β΄ 3456/23.12.2014) απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και ισχύει,

6. την από 17.10.2017 σχετική εισήγηση της Ομάδας Διαχείρισης του ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ αναφορικά με τον αριθμό των υποβληθέντων μέχρι σήμερα εντύπων ετήσιου πίνακα προσωπικού (Ε4) και προκειμένου να ολοκληρωθεί ομαλά η διαδικασία σχετικών υποβολών από το σύνολο των υπόχρεων προ τούτο,

7. το γεγονός ότι από την έκδοση αυτής δεν προκαλείται δαπάνη,

αποφασίζουμε:

Παρατείνεται για το έτος 2017, η προθεσμία ηλεκτρονικής υποβολής του ετήσιου πίνακα προσωπικού (έντυπο Ε4) της περ. 1.ii., στοιχείο γ) του άρθρου 4 της υπ’ αριθμ. πρωτ. 29502/85/01-09-2014 (ΦΕΚ Β΄ 2390/8.9.2014) απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, όπως ισχύει, έως και την 15η Νοεμβρίου 2017.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 18 Οκτωβρίου 2017

Η Υπουργός
ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ

Α.Π.Δ.Π.Χ.: Γνωμοδότηση αρ. 6/2017 Δημοσιοποίηση στο διαδίκτυο στοιχείων οφειλετών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης

Previous: Αριθμ. οικ. 48220/Δ9.14866 Παράταση της προθεσμίας του άρθρου 4, στοιχείο γ), περ. 1.ii. της υπ’ αριθμ. πρωτ. 29502/ 85/1.9.2014 (ΦΕΚ Β΄ 2390/8.9.2014) απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας «Τροποποίηση και συμπλήρωση της υπ’ αριθμ. 5072/6/25.2.2013 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β΄ 449/25.2.2013), περί επανακαθορισμού των όρων και προϋποθέσεων ηλεκτρονικής υποβολής στοιχείων για θέματα αρμοδιότητας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 28153/126/28.8.2013 απόφασή του (ΦΕΚ Β΄ 2163/30.8.2013)», όπως ισχύει, για το έτος 2017
$
0
0

Αθήνα, 16-10-2017
Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/7433/16-10-2017

ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Λ. Κηφισίας 1-3, 11523 Αθήνα, Τηλ: 210 6475600, Fax: 210 6475628, contact@38 dpa.gr / www.dpa.gr

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 6/2017

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνήλθε, μετά από πρόσκληση του Προέδρου της, σε τακτική συνεδρίαση στην έδρα της, την 04/04/2017, προκειμένου να εκδώσει την παρούσα γνωμοδότηση. Παρέστησαν οι Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος της Αρχής, και τα τακτικά μέλη της Αρχής Κωνσταντίνος Χριστοδούλου, Αντώνιος Συμβώνης, Κωνσταντίνος Λαμπρινουδάκης, Χαράλαμπος Ανθόπουλος, ως εισηγητής και Ελένη Μαρτσούκου καθώς, επίσης, και το αναπληρωματικό μέλος της Αρχής Χαράλαμπος Τσιλιώτης, σε αντικατάσταση του τακτικού μέλους Σπύρου Βλαχόπουλου, ο οποίος - αν και κλήθηκε νομίμως εγγράφως - δεν παρέστη λόγω κωλύματος. Στη συνεδρίαση παρέστησαν, επίσης, με εντολή του Προέδρου, οι Δημήτρης Ζωγραφόπουλος, Δικηγόρος (ΔΝ) - νομικός ελεγκτής και Γεωργία Παναγοπούλου, πληροφορικός ελεγκτής, ως βοηθοί εισηγητές. Επίσης, παρέστη, με εντολή του Προέδρου, και η Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του Διοικητικού - Οικονομικού Τμήματος της Αρχής, ως γραμματέας.

Η Αρχή συνεδρίασε προκειμένου να γνωμοδοτήσει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 στοιχ. (θ') και (ιγ') του Ν. 2472/1997 για την Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, α) σχετικά με το ζήτημα εάν συνάδει με την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα η δημοσιοποίηση από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, ονοματεπωνύμων οφειλετών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 3943/2011 για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, τη στελέχωση των ελεγκτικών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών, όπως αυτές τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα και πλέον ισχύουν, και β) επί σχεδίου Υπουργικής Απόφασης των Υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που υποβλήθηκε στην Αρχή.

Η Αρχή έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:

Ι. Με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 3943/2011 για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, τη στελέχωση των ελεγκτικών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών (ΦΕΚ 66 Α', 31/03/2011) εισήχθησαν για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με τη δημοσιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο. Με βάση τις ρυθμίσεις αυτές προβλέπεται εφεξής η δυνατότητα δημοσιοποίησης σε διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών στοιχείων, που αφορούν τις συνολικά ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο από κάθε αιτία, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες ορίζονται καταρχήν από τις διατάξεις του ίδιου άρθρου. Στην τελευταία παράγραφο (παρ. 4) του άρθρου 9 του Ν. 3943/2011 ορίστηκαν ειδικότερα τα ακόλουθα: «Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και οι τεχνικές προδιαγραφές δημοσιοποίησης στο διαδίκτυο, τα δεδομένα που δημοσιοποιούνται, μεταξύ των οποίων και τα στοιχεία των οφειλετών, των παραβατών και των συνυπόχρεων με αυτούς προσώπων, η διαδικασία και οι προϋποθέσεις άρσης της δημοσιοποίησης, τα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια της επεξεργασίας και κάθε άλλο σχετικό θέμα, αφού ληφθούν υπόψη και οι διατάξεις του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α')». Στη βάση της εξουσιοδότησης, η οποία παρέχεται από την προαναφερόμενη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 9 του Ν. 3943/2011, εκδόθηκε αρχικά η Υπουργική Απόφαση ΠΟΛ.1185/1.9.2011 για τη δημοσιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο.

ΙΙ. Στη συνέχεια, η Αρχή με τη Γνωμοδότησή της 4/2011, γνωμοδότησε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 στοιχ. (θ') και (ιγ') του Ν. 2472/1997 για την Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μετά από σχετικό αίτημα του Υπουργείου Οικονομικών - Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, ως υπευθύνου επεξεργασίας, σχετικά με το ζήτημα εάν συνάδει με την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα η δημοσιοποίηση από το Υπουργείο Οικονομικών, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 3943/2011 για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, τη στελέχωση των ελεγκτικών υπηρεσιών κλπ. και με την Υπουργική Απόφαση ΠΟΛ.1185/1.9.2011 για τη δημοσιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο.

Με την ως άνω Γνωμοδότησή της 4/2011, η Αρχή, έκρινε - για τους λόγους που διεξοδικά αναφέρονται στην εν λόγω Γνωμοδότησή της - μεταξύ άλλων ότι:
«(...) 16. Στο πλαίσιο αυτό, η Αρχή λαμβάνει υπόψη ότι το μέτρο της δημοσιοποίησης και μάλιστα στο Διαδίκτυο από το Υπουργείο Οικονομικών - ΓΓΠΣ, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, καταλόγων οφειλετών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο συνιστά σοβαρό περιορισμό του δικαιώματος του ατόμου για την προστασία του από την επεξεργασία, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτό κατοχυρώνεται ιδίως από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 9Α του Συν/τος, 8 της ΕΣΔΑ, 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς, επίσης, από τις διατάξεις της Οδηγίας 95/46/ΕΚ και της Σύμβασης 108 (1981) του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Ειδικά, όμως, οι κρίσιμες ρυθμίσεις του άρθρου 9 παρ. 1, 2 και 4 του Ν. 3943/2011 συνιστούν καταρχήν ειδικές, ρητές και με σαφές περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις για τη δημοσιοποίηση οφειλετών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο. Συντρέχει, συνεπώς, η βασική απαραίτητη προϋπόθεση, κατά τα προαναφερόμενα, για τη νομιμότητα της εν λόγω επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δηλαδή η ύπαρξη σχετικής διάταξης τυπικού νόμου, που να την προβλέπει.
17. Συμπερασματικώς, η Αρχή κρίνει ότι το μέτρο της δημοσιοποίησης και μάλιστα στο Διαδίκτυο από το Υπουργείο Οικονομικών - ΓΓΠΣ, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, καταλόγου οφειλετών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, το οποίο επέλεξε ο Έλληνας νομοθέτης (με την εισαγωγή των κρίσιμων ρυθμίσεων του άρθρου 9 παρ. 1, 2 και 4 του Ν. 3943/2011) ως καταρχήν πρόσφορο για την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών προς το Κράτος, σε εποχή ιδιαίτερα δυσμενούς πορείας των δημοσίων οικονομικών, συνιστά μία συνταγματικώς ανεκτή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των αναφερομένων προσώπων, η οποία δεν εξέρχεται των ορίων της προσφορότητας και της αναγκαιότητας και, συνεπώς, δεν έρχεται σε αντίθεση προς κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, οι οποίοι κατοχυρώνουν το δικαίωμα του ατόμου στην προστασία από την επεξεργασία δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα, και, ειδικότερα, προς τα άρθρα 2 παρ. 1, 9Α και 25 παρ. 1 του Συν/τος, 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 8 τηςΕΣΔΑ, 6 παρ. 1 στοιχ. (γ') της Οδηγίας 95/46/ΕΚ και 9 παρ. 2 της Σύμβασης 108 (1981) του Συμβουλίου της Ευρώπης, εφόσον τηρούνται οι ακόλουθοι όροι:
(1) Η δημοσιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο θα πρέπει να αφορά αποκλειστικά οφειλές από φόρους, δασμούς και λοιπά βάρη, για τα οποία οι Έλληνες πολίτες υποχρεούνται, κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, να συνεισφέρουν, χωρίς διακρίσεις, ανάλογα με της δυνάμεις τους.
(2) Θα πρέπει να υπάρχει οριστικοποίηση της φορολογικής ενοχής η οποία επέρχεται είτε (α) με την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της πράξης καταλογισμού φόρου, είτε (β) με την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, σχετικά με την ύπαρξη και το ύψος της οφειλής. Ο όρος αυτός κρίνεται από την Αρχή ως απαραίτητος κατά πλειοψηφία, καθόσον ένα μέλος έχει την άποψη ότι αρκεί για τη νομιμότητα της σκοπούμενης δημοσιοποίησης η ύπαρξη απλής ταμειακής βεβαίωσης, της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
(3) Θα πρέπει να υπάρχει προηγούμενη έγκαιρη έγγραφη ενημέρωση του εκάστοτε ενδιαφερόμενου οφειλέτη για τη σκοπούμενη δημοσιοποίηση, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2472/1997, από το Υπουργείο Οικονομικών - ΓΓΠΣ, ως υπεύθυνο επεξεργασίας. Επίσης, θα πρέπει να έχει χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο οφειλέτη προθεσμία τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημερών, προκειμένου είτε να προβεί στην τακτοποίηση της οφειλής του, με βάση τις κείμενες διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας, είτε να προβάλει τις αντιρρήσεις του, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 2472/1997.
(4) Θα πρέπει να ταυτοποιείται προσηκόντως και επαρκώς ο εκάστοτε αναφερόμενος οφειλέτης, με τη δημοσιοποίηση του επωνύμου του, του ονόματός του, του ΑΦΜτου και του ονόματος του πατέρα του, αποκλειομένης της χρήσης οποιουδήποτε άλλου προσδιοριστικού της ταυτότητάς του στοιχείου.
(5)    Δεν θα πρέπει να δημοσιεύονται ονόματα οφειλετών χρεών που είναι ανεπίδεκτα είσπραξης, κατά την έννοια του νέου άρθρου 82Α του ΚΕΔΕ, όπως αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3943/2011. Πράγματι, η διάκριση των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο σε εισπράξιμα και ανεπίδεκτα είσπραξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3943/2011, είναι ενδεδειγμένη και μόνο η δημοσιοποίηση ονομάτων οφειλετών εισπράξιμων χρεών πληροί τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις, που θέτουν για τη νομιμότητα κάθε επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οι διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2472/1997.
(6) Δεν θα πρέπει να δημοσιεύονται στοιχεία ανηλίκων οφειλετών, καθόσον η πρόβλεψη της δημοσιοποίησής τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 3 της ΠΟΛ 1185/01-09-2011, κρίνεται παντελώς απρόσφορη, εφόσον τη διαχείριση της περιουσίας έχουν οι γονείς ή άλλα πρόσωπα (επίτροποι, κλπ.).
(7) Δεν θα πρέπει να γίνεται δημοσιοποίηση των στοιχείων αποβιωσάντων οφειλετών, καθόσον ενδέχεται μετά το θάνατο του κληρονομουμένου οφειλέτη το χρέος του να έχει διαιρεθεί κατά τρόπο ώστε στον καθέναν από τους κληρονόμους του να αναλογεί, σύμφωνα με τα άρθρα 1885 και 480 ΑΚ, χρέος μικρότερο των 150.000 Ευρώ. Στην περίπτωση αυτή δεν πληρούται η θεμελιώδης προϋπόθεση της ακρίβειας των δεδομένων, που θέτει για τη νομιμότητα κάθε επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. (γ') του Ν. 2472/1997».

ΙΙΙ. Οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 3943/2011 τροποποιήθηκαν πρόσφατα από εκείνες του άρθρου 42 του Ν. 4410/2016, προκειμένου να προβλέπεται πλέον ρητά η δημοσιοποίηση των στοιχείων των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο από κάθε αιτία και των ασφαλιστικών οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης μετά την έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 42 του Ν. 4410/2016, η τροποποίηση αυτή δικαιολογείται ως εξής:
«Τροποποιήσεις του άρθρου 9 του ν. 3943/2011 για τη δημοσιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης
Το μέτρο της δημοσιοποίησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αποβλέπει στην ικανοποίηση πρόδηλων σκοπών ιδιαιτέρως σοβαρού δημόσιου και κοινωνικού συμφέροντος όπως η συμμόρφωση των οφειλετών των κατηγοριών αυτών με τις υποχρεώσεις τους και, συνακόλουθα, η εξασφάλιση της έγκαιρης είσπραξης των δημοσίων εσόδων και των ασφαλιστικών οφειλών. Η είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και την παροχή δημοσίων αγαθών σε συνθήκες μείζονος δημοσιονομικής δυσχέρειας. Ομοίως, με τις διατάξεις του άρθρου αυτού επιδιώκεται η αποτροπή απώλειας εσόδων και η εξασφάλιση της καλής οικονομικής κατάστασης των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης ώστε να καταστεί δυνατή η εκπλήρωση του δημόσιου σκοπού της παροχής κοινωνικής ασφάλισης στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας. Με την προτεινόμενη ρύθμιση καθίσταται υποχρεωτική η δημοσιοποίηση στο διαδίκτυο των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο από κάθε αιτία και των ασφαλιστικών οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, εφόσον υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ και η καταβολή τους καθυστερεί περισσότερο από τρεις (3) μήνες. Εάν οι οφειλές προς το Δημόσιο υπερβαίνουν το αμέσως ανωτέρω ποσό και πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου αλλά οι οφειλές προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης είναι μικρότερες του ποσού αυτού τότε δημοσιοποιούνται μόνον οι πρώτες. Το ίδιο ισχύει και αντιστρόφως. Επίσης, καθορίζεται η διαδικασία ενημέρωσης των οφειλετών και τίθεται προθεσμία για τη συμμόρφωσή τους. Επιπλέον, εισάγονται εξαιρέσεις από τη δημοσιοποίηση και εξουσιοδοτούνται οι Υπουργοί Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών να καθορίσουν, με κοινή απόφασή τους, κάθε ειδικότερο θέμα σχετικό με τη δημοσιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης».

IV. Με το υπ' αρ. πρωτ. 164698/28-12-2016 (και υπ' αρ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/8550/28- 12-2016) έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών - Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, υποβλήθηκε προς την Αρχή, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 1 στοιχ. (θ') και (ιγ') του Ν. 2472/1997, αίτημα προς Γνωμοδότηση, το οποίο έχει ως εξής:
«Στις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 4 του άρθρου 9 του ν. 3943/2011, όπως τροποποιήθηκε πρόσφατα με το άρθρο 42 του ν. 4410/2016, προβλέπεται η δημοσιοποίηση των στοιχείων των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο από κάθε αιτία και των ασφαλιστικών οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης μετά την έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης. Σε εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου ιθ του άρθρου 19 του ν. 2472/1997 παρακαλούμε όπως γνωμοδοτήσετε, κατά απόλυτη προτεραιότητα, επί των ρυθμίσεων του συνημμένου σχεδίου απόφασης καθώς η δημοσιοποίηση των οφειλών αποτελεί υποχρέωση που απορρέει από τη Συμφωνία Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων.
Οι αρμόδιες υπηρεσίες των Υπουργείων Οικονομικών - Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης θα παρέχουν κάθε αναγκαία πρόσθετη διευκρίνιση ή πληροφορία. Τέλος, σας ενημερώνουμε ότι θα ληφθεί μέριμνα για την εναρμόνιση της σχετικής απόφασης με τις διατάξεις του ν. 4389/2016, περί Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων».

V. Σε απάντηση σχετικού αιτήματος των βοηθών εισηγητών Δ. Ζωγραφόπουλου και Γ. Παναγοπούλου, αναφορικά με το πότε και με ποια συχνότητα ενημέρωσης διενεργήθηκαν αναρτήσεις στοιχείων οφειλετών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την Εφορία στο Διαδίκτυο, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 9 του Ν. 3943/2011, πριν από την τροποποίησή τους από εκείνες του άρθρου 42 του Ν. 4410/2016, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), όπως νομίμως εκπροσωπείται, ενημέρωσε την Αρχή (με το υπ' αρ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/1021/09-02-2017 έγγραφο) ότι οι ημερομηνίες άντλησης των στοιχείων για Φυσικά και Νομικά Πρόσωπα, αντίστοιχα, είναι οι ακόλουθες: (α) για τα Φυσικά πρόσωπα: 25/11/2011, 05/02/2012, 04/05/2012, 05/08/2012, 16/11/2012, 13/02/2013, 20/05/2013, 20/08/2013 και 05/07/2016 (β) για τα Νομικά πρόσωπα: 08/09/2011, 04/12/2011, 04/03/2012, 08/06/2012, 07/09/2012, 12/03/2013, 15/06/2013, 20/09/2013 και 05/07/2016. Επισημαίνεται ότι οι αναρτήσεις στοιχείων οφειλετών στο Διαδίκτυο έγινε μετά από μερικές ημέρες, από τις παρατιθέμενες ημερομηνίες.
Η Αρχή, για να έχει πληρέστερη εικόνα των απόψεων των εμπλεκομένων δημοσίων υπηρεσιών κάλεσε (με τα υπ' αρ. πρωτ. Γ/ΕΞ/1174/14-02-2017, Γ/ΕΞ/1178/14-02-2017, Γ/ΕΞ/1172/14-02-2017, Γ/ΕΞ/1171/14-02-2017 και Γ/ΕΞ/1221/15-02-2017 έγγραφά της) τους εκπροσώπους τους ενώπιόν της, κατά την τακτική της συνεδρίαση της 21-02-2017. Στην εν λόγω συνεδρίαση της Αρχής παρέστησαν και εξέφρασαν τις απόψεις τους επί του θέματος οι Α ..., στο Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Εισφορών (ΚΕΑΟ), Β, ... της Δ/νσης Ανάλυσης και Αξιολόγησης Κινδύνου του ΚΕΑΟ, Γ ... ΚΕΑΟ, Δ, ... στο .. Τμήμα Δ/νσης Εισπράξεως (αρμόδιο τμήμα για τη δημοσιοποίηση των οφειλών) της ΑΑΔΕ, Ε από το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και ΣΤ, από το .. Τμήμα Δ/νσης Είσπραξης Ειδικών Οφειλετών. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, οι εκπρόσωποι του Υπουργείου Οικονομικών ζήτησαν και έλαβαν προθεσμία μέχρι τη 08/03/2017, προκειμένου να υποβάλουν στην Αρχή περαιτέρω διευκρινίσεις επί του θέματος. Το Υπουργείο Οικονομικών υπέβαλε σχετικά στην Αρχή το υπ' αρ. πρωτ. 112468/08-03-2017 (και υπ' αρ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/1898/08-03-2017) υπόμνημά του.
Μετά από την εξέταση των προαναφερομένων στοιχείων, αφού αναγνώστηκαν τα πρακτικά των συνεδριάσεων της 21/02/2017, της 16/03/2017, της 21/03/2017 και της 28/03/2017, άκουσε τους εισηγητές καθώς και τους βοηθούς εισηγητές, οι οποίοι μετά από τη διατύπωση των απόψεών τους αποχώρησαν, και μετά από διεξοδική συζήτηση,

Η Αρχή εκδίδει την ακόλουθη

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

1. Το άρθρο 9Α του Συν/τος ορίζει ότι «καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί όπως νόμος ορίζει». Το άρθρο 5Α του Συν/τος ορίζει τα εξής: «1. Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως νόμος ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων. 2. Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19». Το άρθρο 2 παρ. 1 του Συν/τος ορίζει ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Το άρθρο 4 παρ. 1 του Συν/τος ορίζει ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», ενώ η παρ. 5 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Το άρθρο 25 παρ. 1 του Συν/τος ορίζει ότι: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Τέλος, το άρθρο 25 παρ. 4 του Συν/τος ορίζει ότι: «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης».

2. Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, που αναφέρεται στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, ορίζει ότι: «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. 2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων».

3. Το άρθρο 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα ακόλουθα: «1 . Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. 2. Η επεξεργασία αυτών των δεδομένων πρέπει να γίνεται νομίμως, για καθορισμένους σκοπούς και με βάση τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για άλλους θεμιτούς λόγους που προβλέπονται από το νόμο. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να έχει πρόσβαση στα συλλεγέντα δεδομένα που το αφορούν και να επιτυγχάνει τη διόρθωσή τους. 3. Ο σεβασμός των κανόνων αυτών υπόκειται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής». Εξάλλου, το άρθρο 51 παρ. 1 του ιδίου Χάρτη ορίζει ότι: «1. Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω σέβονται τα δικαιώματα, τηρούν τις αρχές και προάγουν την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους». Ακολούθως, το άρθρο 52 του Χάρτη ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «1. Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από το νόμο και να τηρεί το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. (...)». Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εφαρμοστέος, καθόσον το αντικείμενο της γνωμοδοτήσεως διέπεται και από τις διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ειδικότερα της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

4. Το άρθρο 6 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ ορίζει για τις αρχές, που πρέπει να τηρούνται ως προς την ποιότητα των δεδομένων, τα ακόλουθα: «1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει: α) να υφίστανται σύννομη και θεμιτή επεξεργασία. β) να συλλέγονται για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και η μεταγενέστερη επεξεργασία τους να συμβιβάζεται με τους σκοπούς αυτούς. Η μεταγενέστερη επεξεργασία για ιστορικούς, στατιστικούς ή επιστημονικούς σκοπούς δεν θεωρείται ασυμβίβαστη εφόσον τα κράτη μέλη προβλέπουν κατάλληλες εγγυήσεις. γ) να είναι κατάλληλα, συναφή προς το θέμα και όχι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται και υφίστανται επεξεργασία. δ) να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να ενημερώνονται πρέπει να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα ώστε δεδομένα ανακριβή ή ελλιπή σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους έχουν συλλεγεί ή υφίστανται κατόπιν επεξεργασία, να διαγράφονται ή να διορθώνονται. ε) να διατηρούνται με μορφή που επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των προσώπων στα οποία αναφέρονται μόνο κατά τη διάρκεια περιόδου που δεν υπερβαίνει την απαιτούμενη για την επίτευξη των σκοπών για τους οποίους έχουν συλλεγεί ή για τους οποίους αργότερα υφίστανται επεξεργασία. Τα κράτη μέλη προβλέπουν κατάλληλες εγγυήσεις για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διατηρούνται πέραν της περιόδου αυτής για σκοπούς ιστορικούς, στατιστικούς ή επιστημονικούς. 2. Εναπόκειται στον υπεύθυνο της επεξεργασίας να εξασφαλίσει την τήρηση της παραγράφου 1 ».

5. Το άρθρο 7 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ ορίζει για τις βασικές αρχές της νόμιμης επεξεργασίας απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα ακόλουθα: «Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να γίνεται μόνον εάν: α) το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του ή β) είναι απαραίτητη για την εκτέλεση σύμβασης της οποίας το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι συμβαλλόμενο μέρος ή για την εκτέλεση προσυμβατικών μέτρων ληφθέντων αιτήσει του ή γ) είναι απαραίτητη για την τήρηση εκ του νόμου υποχρεώσεως του υπευθύνου της επεξεργασίας ή δ) είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ή ε) είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση έργου δημοσίου συμφέροντος ή εμπίπτοντος στην άσκηση δημοσίας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας ή στον τρίτο στον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα ή στ) είναι απαραίτητη για την επίτευξη του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος της επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα, υπό τον όρο ότι δεν προέχει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα που χρήζουν προστασίας δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας».

6. Το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 2472/1997 ορίζει ότι: «Συνιστάται Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Αρχή), με αποστολή την εποπτεία της εφαρμογής του παρόντος νόμου και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται κάθε φορά».

7. Το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 2472/1997 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «Η Αρχή έχει τις εξής ιδίως αρμοδιότητες: (...) (θ') Γνωμοδοτεί για κάθε ρύθμιση που αφορά την επεξεργασία και προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. (...) (ιγ') (...) Εξετάζει επίσης αιτήσεις του υπευθύνου επεξεργασίας με τις οποίες ζητείται ο έλεγχος και η εξακρίβωση της νομιμότητας της επεξεργασίας. (...)».

8. Οι κρίσιμες διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 3943/2011, μετά από την τροποποίησή τους από εκείνες του άρθρου 42 του Ν. 4410/2016, έχουν ως εξής: «Δημοσιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης
1. Τα στοιχεία των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο από κάθε αιτία και των ασφαλιστικών οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης δημοσιοποιούνται υποχρεωτικά σε διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, εφόσον η βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή προς το Δημόσιο ή και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης υπερβαίνει ανά φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ και η καταβολή της καθυστερεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους. Η ενημέρωση των οφειλετών που εμπίπτουν στη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου διενεργείται με τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 11 του ν. 2472/1997 Α 50) ή και με την αποστολή, τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν τη δημοσιοποίηση, ηλεκτρονικής ειδοποίησης στην τελευταία δηλωθείσα, στη φορολογική διοίκηση, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των οφειλετών, με την οποία αυτοί καλούνται να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους.
2. Από τη ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται:
α) οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών, εφόσον τηρούνται οι όροι τους και για όσο χρόνο διαρκεί η διευκόλυνση ή η ρύθμιση,
β) οι οφειλές για τις οποίες έχει χορηγηθεί αναστολή καταβολής με προσωρινή διαταγή, δικαστική απόφαση, πράξη διοικητικού οργάνου ή εκ του νόμου,
γ) οι οφειλές που έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτες είσπραξης,
δ) οι οφειλές αποβιωσάντων οφειλετών,
ε) οι οφειλές ανηλίκων οφειλετών και
στ) οι οφειλές του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων μπορούν να ορίζονται και άλλες οφειλές οι οποίες εξαιρούνται από τη δημοσιοποίηση.
3. Δημοσιοποιούνται, επίσης, στοιχεία των παραβάσεων του Κ.Β.Σ. οι οποίες συνίστανται στην έκδοση πλαστών ή στην έκδοση και λήψη εικονικών ως προς τη συναλλαγή φορολογικών στοιχείων ή στη μη έκδοση ή στην ανακριβή έκδοση φορολογικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει απόκρυψη φορολογητέας ύλης, καθώς και παραβάσεων που συνίστανται στην καταχώριση στα βιβλία αγορών ή εξόδων που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών ορίζονται οι προϋποθέσεις, η διαδικασία, οι τεχνικές προδιαγραφές, ο χρόνος και ο τρόπος δημοσιοποίησης στο διαδίκτυο, η διαδικασία αποστολής της ηλεκτρονικής ειδοποίησης, τα δεδομένα που δημοσιοποιούνται, η διαδικασία και οι προϋποθέσεις άρσης ή διόρθωσης της δημοσιοποίησης, τα αρμόδια όργανα για τη διενέργεια της δημοσιοποίησης και την άρση αυτής, τα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια της επεξεργασίας και κάθε άλλο ειδικό θέμα, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του ν. 2472/1997. Με όμοια απόφαση μπορεί να μεταβάλλεται το ποσό του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ».

9. Οι διατάξεις του σχεδίου Υπουργικής Απόφασης των Υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που υποβλήθηκε στην Αρχή προς Γνωμοδότηση, έχουν ως εξής:
«Θέμα: «Καθορισμός των προϋποθέσεων, της διαδικασίας, των τεχνικών προδιαγραφών, του χρόνου και του τρόπου δημοσιοποίησης στο διαδίκτυο, της διαδικασίας αποστολής της ηλεκτρονικής ειδοποίησης, των δεδομένων που δημοσιοποιούνται, της διαδικασίας και των προϋποθέσεων άρσης ή διόρθωσης της δημοσιοποίησης, των αρμόδιων οργάνων για τη διενέργεια της δημοσιοποίησης και την άρση αυτής, των οργανωτικών και τεχνικών μέτρων για την ασφάλεια της επεξεργασίας και κάθε άλλου ειδικότερου θέματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9, παρ. 1, 2 και 4 του ν.3943/2011»
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) των παραγράφων 1, 2 και 4 του άρθρου 9 του ν.3943/2011 (ΦΕΚ Α' 66) «Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, στελέχωση των ελεγκτικών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών», όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 42 του ν.4410/2016 (Α' 141),
β) της περιπτ. ιγ) της υποπαραγράφου 2.3 της παραγράφου Γ του άρθρου 3 του ν.4336/2015 (ΦΕΚ Α' 94) ««Συνταξιοδοτικές διατάξεις - Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης»,
γ) του ν.4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170) ««Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας», όπως ισχύουν, δ) του άρθρου 101 του ν. 4172/2013 (ΦΕΚΑ' 167) ««Φορολογία εισοδήματος, επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/2012, του ν. 4093/2012 και του ν. 4127/2013 και άλλες διατάξεις»,
ε) της υποπαραγράφου Ε.2 της παρ. Ε' του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α' 222) ««Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016. Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής 2013-2016», όπως ισχύει,
στ) του ν.2472/1997 (ΦΕΚΑ' 50), όπως ισχύει, και ιδίως των άρθρων 2, 4, 5 παρ. 2β, 6, 8, 10, 11, 13, 19, 22 παρ.9 και 24, όπως ισχύουν,
ζ) του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ Α' 90) «Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων», όπως ισχύουν,
η) του π.δ. 73/2015 (ΦΕΚ Α' 116 και 121) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών»,
θ) του π.δ. 111/2014 (ΦΕΚ Α' 178) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών», όπως ισχύουν,
ι) του π.δ. 113/2014 (ΦΕΚ Α' 180) «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας», όπως ισχύουν,
ια) των άρθρων 41, 46, 48, 50, 51, 54 και 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ Α' 98) «<Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα»,
2. α) την υπ' αριθ. ΥΠΟΙΚ 0010218ΕΞ 2016/14.11.2016 (ΦΕΚΒ' 3696) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου»,
β) την υπ' αριθ. 1 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου της 20.1.2016, ««Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών» (ΦΕΚ 18 τ. Υ.Ο.Δ.Δ.),
γ) την υπ' αριθ. ΠΟΛ 1185/2011 (ΦΕΚΒ' 1949) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Δημοσιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο», όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθ. 1271/2015 (Β' 3001) απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών,
δ) την υπ' αριθ. Δ6Α 1058824 ΕΞ 2014/08.4.2014 (ΦΕΚ Β' 865, 1079 & 1846) απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Ανακαθορισμός της εσωτερικής διάρθρωσης και των αρμοδιοτήτων οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και μετονομασία ορισμένων από αυτές», όπως ισχύει, ε) την υπ' αριθ. Δ6Α 1036682ΕΞ2014/25.2.2014 (ΦΕΚΒ' 478 και 558) απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, με θέμα «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότηση υπογραφής "Με Εντολή Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων" σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης», όπως ισχύει,
στ) την υπ' αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1041643 ΕΞ 2015/26.3.2015 (ΦΕΚΒ' 543) απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, με θέμα «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότηση υπογραφής "Με Εντολή Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων" σε Προϊσταμένους Τελωνείων και σε υπαλλήλους αυτών», όπως ισχύει,
ζ) την υπ' αριθ. οικ.13822/1089/2.5.2014 (ΦΕΚ Β' 1227) απόφαση του Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας «Κριτήρια προσδιορισμού των «εισπράξιμων» ληξιπροθέσμων για τη διαβίβαση στο Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών
Οφειλών ( Κ.Ε.Α.Ο.) των οφειλετών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ του ΟΑΕΕ, του ΕΤΑΑ και του ΟΓΑ», όπως τροποποιήθηκε με την αριθ. οικ.43424/2458/26.9.2016 (ΦΕΚΒ' 3156) απόφαση του Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
η) την υπ' αριθ. Φ.10021/34047/1007/25.11.2013 (ΦΕΚ Β' 3073) απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Διάρθρωση, αρμοδιότητες, στελέχωση του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών και άλλα οργανωτικά θέματα Κ.Ε.Α.Ο. και ΙΚΑ-ΕΤΑΜ».
3. Την από ..γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
4. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού και του Προϋπολογισμού του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης.
αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Προϋποθέσεις για τη Δημοσιοποίηση στοιχείων οφειλών
1. Σε διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών δημοσιοποιούνται υποχρεωτικά τα στοιχεία των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο από κάθε αιτία, εφόσον η βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή ανά φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ και η καταβολή της καθυστερεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους κατά την ημερομηνία άντλησης των στοιχείων αυτών από τα πληροφοριακά συστήματα Φορολογίας (TAXIS) και Τελωνείων (ICIS). Στον ίδιο διαδικτυακό τόπο, με κοινή ανάρτηση ανά φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, δημοσιοποιούνται υποχρεωτικά τα στοιχεία των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης προς τον Ε.Φ.Κ.Α., εφόσον η βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή ανά φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, προς τον Ε. Φ.Κ.Α., υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ και η καταβολή της καθυστερεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους κατά την ημερομηνία άντλησης των στοιχείων αυτών από το πληροφοριακό σύστημα (ΟΠΣ/ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (εφεξής Κ.Ε.Α.Ο.).
2. Οι οφειλές της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου προς το Δημόσιο ή τον Ε.Φ.Κ.Α. ανά φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα δημοσιοποιούνται λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεών του έναντι του Δημοσίου για τις οποίες έχει δημιουργηθεί και εκκαθαριστεί ατομικό φύλλο ή συγκεντρωτικό φύλλο έκπτωσης (Α.Φ.ΕΚ.) ή, αντίστοιχα, των εκκαθαρισμένων απαιτήσεων έναντι του Ε. Φ.Κ.Α..
Άρθρο 2
Διαδικασία δημοσιοποίησης δεδομένων
1. Τα στοιχεία των οφειλών που δημοσιοποιούνται περιλαμβάνονται σε δύο καταστάσεις εκ των οποίων η μία αφορά τα φυσικά πρόσωπα και η άλλη τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες. Οι καταστάσεις φέρουν τον τίτλο: «Δημοσιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και τον Ε.Φ.Κ.Α. σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 4 του άρθρου 9 του ν. 3943/2011 (ΦΕΚΑ' 66), όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με τις διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 4410/2016 (ΦΕΚ Α '147) με ημερομηνία άντλησης των στοιχείων των οφειλών την...» με την προσθήκη μετά τις λέξεις ««ληξιπρόθεσμων οφειλών» των λέξεων «φυσικών προσώπων» ή ««νομικών προσώπων και οντοτήτων» κατά περίπτωση. Μετά τον τίτλο ακολουθεί η κοινή ημερομηνία άντλησης των στοιχείων των οφειλών.
2. Για τα φυσικά πρόσωπα δημοσιοποιούνται τα εξής στοιχεία: Αριθμός Φορολογικού Μητρώου, επώνυμο, όνομα, όνομα πατέρα, βασική οφειλή και συνεισπραττόμενα προς Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες/Ελεγκτικά Κέντρα, Τελωνεία, Ε.Φ.Κ.Α., μερικό σύνολο οφειλής για κάθε ομάδα υπηρεσιών και φορέων και παρατηρήσεις.
3. Για τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες δημοσιοποιούνται τα εξής στοιχεία: Αριθμός Φορολογικού Μητρώου, επωνυμία, διεύθυνση έδρας, βασική οφειλή και συνεισπραττόμενα προς Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες/Ελεγκτικά Κέντρα, Τελωνεία, Ε. Φ.Κ.Α., μερικό σύνολο οφειλής για κάθε ομάδα υπηρεσιών και φορέων και παρατηρήσεις.
4. Για το σκοπό της παρούσας απόφασης ως συνεισπραττόμενα νοούνται οι τόκοι, τα πρόστιμα, οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και οι λοιπές επιβαρύνσεις όπως υπολογίζονται κατά την ημερομηνία άντλησης των στοιχείων επί της βασικής ληξιπρόθεσμης οφειλής, η καταβολή της οποίας καθυστερεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους κατά την ημερομηνία αυτή.
5. Εάν συντρέχει περίπτωση δημοσιοποίησης οφειλών μόνο προς το Δημόσιο ή μόνο προς τον Ε.Φ.Κ.Α. τότε στα πεδία των γραμμών της κατάστασης όπου αναγράφονται οι οφειλές προς τις υπηρεσίες ή τους φορείς για τους οποίους δεν υπάρχει υποχρέωση δημοσιοποίησης τίθεται η ένδειξη «<-» (παύλα).
6. Η άντληση των στοιχείων των δημοσιοποιούμενων οφειλών από τα πληροφοριακά συστήματα της Φορολογικής Διοίκησης και του Κ.Ε.Α.Ο. καθώς και η αποστολή των τελευταίων, με ηλεκτρονικά ή μη μέσα, στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, από το Κ.Ε.Α.Ο. διενεργούνται σε ημερομηνίες που ορίζονται από το Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών κατόπιν εισήγησης της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Γ.Γ.Δ.Ε.. Ο Συντονιστής του Κ.Ε.Α.Ο. και η Διοίκηση του Ε.Φ.Κ.Α. είναι υπεύθυνοι για την άμεση ικανοποίηση του αιτήματος του προηγούμενου εδαφίου και την τήρηση των σχετικών προθεσμιών. Ο Συντονιστής του Κ.Ε.Α.Ο. είναι υπεύθυνος για την άντληση των στοιχείων των οφειλών του Ε.Φ.Κ.Α. από το πληροφοριακό σύστημα του Κ.Ε.Α.Ο. και για την αποστολή αυτών στη Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Γ.Γ.Δ.Ε. Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Γ.Γ.Δ.Ε. είναι υπεύθυνος για την άντληση των στοιχείων οφειλών προς το Δημόσιο καθώς και την ανάρτηση των στοιχείων των οφειλών του άρθρου 2 στο διαδίκτυο.
7. Τα αρμόδια όργανα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 7 είναι υπεύθυνα για την ορθότητα, πληρότητα και ακρίβεια των στοιχείων που καταχωρούνται στα πληροφοριακά συστήματα της Φορολογικής Διοίκησης και του Κ.Ε.Α.Ο., αντίστοιχα, και προβαίνουν, εφόσον απαιτείται, στην ενημέρωσή τους.
Άρθρο 3
Χρόνος ανάρτησης των δεδομένων στο διαδίκτυο
1. Οι καταστάσεις των δημοσιοποιούμενων οφειλών αναρτώνται κατά την πρώτη εφαρμογή της παρούσας στις      και αντικαθιστούν τις ήδη αναρτημένες, κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 4 του άρθρου 9 του ν.3943/2011, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τις διατάξεις του άρθρου 42 του ν.4410/2016, καταστάσεις.
2. Οι καταστάσεις που έχουν δημοσιοποιηθεί επικαιροποιούνται ανά έτος μέχρι τη ημέρα του ....μήνα μετά από νέα άντληση στοιχείων και αντικαθιστούν τις ήδη αναρτημένες καταστάσεις.
Άρθρο 4
Ενημέρωση και διαδικασία αποστολής ηλεκτρονικής ειδοποίησης
1. Η ενημέρωση των οφειλετών που εμπίπτουν στη ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν.3943/2011 διενεργείται με τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 11 του ν. 2472/1997 (ΦΕΚΑ' 50) τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη δημοσιοποίηση, από το Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
2. Συγκεκριμένα, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Γ. Γ. Δ.Ε. αποστέλλει ηλεκτρονική ειδοποίηση στην τελευταία δηλωθείσα, στη Φορολογική Διοίκηση, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των οφειλετών που εμπίπτουν στη ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν.3943/2011, με την οποία καλούνται, τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη δημοσιοποίηση, να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τη Φορολογική Διοίκηση και τον Ε.Φ.Κ.Α., κατά περίπτωση.
Άρθρο 5
Τεχνικές Προδιαγραφές και ασφάλεια της επεξεργασίας
1. Τα στοιχεία του άρθρου 2 δημοσιεύονται στο διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, λαμβάνοντας υπόψη την υπ' αριθ. ΥΑΠ/Φ.40.4/1/989/10.4.2012 (ΦΕΚ Β' 1301) απόφαση του Υφυπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.
2. Η αποστολή των ηλεκτρονικών αρχείων από το Κ.Ε.Α. Ο. προς τη Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Γ.Γ.Δ.Ε. με τα στοιχεία που δημοσιοποιούνται γίνεται μέσω ασφαλούς καναλιού επικοινωνίας και σε κρυπτογραφημένη μορφή. Τα σχετικά αρχεία φυλάσσονται στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών τουλάχιστον για μια πενταετία.
Άρθρο 6
Προϋποθέσεις άρσης ή διόρθωσης ή εξαίρεσης από τη δημοσιοποίηση
1. Διόρθωση της δημοσιευμένης κατάστασης ή άρση της δημοσιοποίησης ή εξαίρεση οφειλών από τη δημοσιοποίηση διενεργείται μετά από έγγραφη αίτηση του οφειλέτη ή αυτεπαγγέλτως, εφόσον εξοφλήθηκε μερικώς ή ολικώς η οφειλή ή διαπιστώθηκε υπαγωγή στις εξαιρέσεις από τη δημοσιοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν.3943/2011 ή για άλλο νόμιμο λόγο. Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Γ.Γ.Δ.Ε. προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για την άμεση διόρθωση της σχετικής κατάστασης ή την άρση της δημοσιοποίησης κατ' εντολή του αρμόδιου οργάνου των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 7. Στην περίπτωση που η άρση, η διόρθωση ή η εξαίρεση από τη δημοσιοποίηση εμπίπτει στην αρμοδιότητα οργάνου της παραγράφου 2 του άρθρου 7, η σχετική εντολή αποστέλλεται στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Γ.Γ.Δ.Ε. μέσω του Κ. Ε. Α. Ο.
2. Εφόσον συντρέχει περίπτωση διόρθωσης δημοσιοποιημένης οφειλής ως προς το ποσό, τα αρμόδια όργανα αντλούν εκ νέου στοιχεία για το συγκεκριμένο οφειλέτη και η νέα ημερομηνία άντλησης αυτών αναγράφεται στο πεδίο των παρατηρήσεων που αφορά τον οφειλέτη.
Άρθρο 7
Αρμόδια όργανα
1. Αρμόδιος για τη διόρθωση ή την άρση της δημοσιοποίησης ή την εξαίρεση οφειλών προς το Δημόσιο από τη δημοσιοποίηση, την υπογραφή έκθεσης απόψεων της διοίκησης, την παράσταση ή την αποστολή απόψεων ενώπιον διοικητικών αρχών καθώς και την απάντηση επί σχετικών αιτήσεων ή αντιρρήσεων ορίζεται ο Προϊστάμενος της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής προς το Δημόσιο Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ή Ελεγκτικού Κέντρου ή Τελωνείου.
2. Αρμόδιος για τη διόρθωση ή την άρση της δημοσιοποίησης ή την εξαίρεση οφειλών προς τον Ε.Φ.Κ.Α. από τη δημοσιοποίηση, την υπογραφή έκθεσης απόψεων της διοίκησης, την παράσταση ή την αποστολή απόψεων ενώπιον διοικητικών αρχών καθώς και την απάντηση επί σχετικών αιτήσεων ή αντιρρήσεων ορίζεται ο Προϊστάμενος της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής προς τον Ε.Φ.Κ.Α. Προϊστάμενος του Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. ή Υποκαταστήματος Ε.Φ.Κ.Α..
Άρθρο 8
Έναρξη ισχύος - Μεταβατικές Διατάξεις
1. Για τις καταστάσεις δημοσιοποιούμενων οφειλών που είναι αναρτημένες κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της υπ' αριθ. ΠΟΛ.1185/2011, όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθ. ΠΟΛ.1271/2015 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών.
2. Η παρούσα απόφαση ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».

10. Οι ρυθμίσεις της υποπαραγράφου 2.3 της παραγράφου Γ του άρθρου 3 του Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α' 94) «Συνταξιοδοτικές διατάξεις - Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης, με τις οποίες η δημοσιοποίηση των οφειλών φυσικών προσώπων προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης θεσπίζεται ως υποχρέωση, ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι:«2.3. Μεταρρυθμίσεις της φορολογικής διοίκησης (...) Οι αρχές δεσμεύονται να λάβουν άμεσα μέτρα επιβολής όσον αφορά τους οφειλέτες που δεν καταβάλλουν εγκαίρως τις δόσεις τους ή τις τρέχουσες υποχρεώσεις τους. Οι αρχές δεν θα θεσπίσουν νέες ρυθμίσεις δόσεων ή άλλες ρυθμίσεις αμνηστίας ή διακανονισμού, ούτε θα τροποποιήσουν τις ισχύουσες ρυθμίσεις, π.χ. παρατείνοντας προθεσμίες. Επιπλέον, οι αρχές, χρησιμοποιώντας τεχνική βοήθεια:
i. θα ενισχύσουν τη συμμόρφωση. Έως τον Οκτώβριο του 2015, η κυβέρνηση: (...) γ) θα δημοσιοποιήσει τον κατάλογο των οφειλετών για οφειλές από φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που εκκρεμούν για περισσότερο από τρεις μήνες.
ii. θα καταπολεμήσουν τη φοροδιαφυγή. (...)
iii. θα θέσουν σε μεγαλύτερη προτεραιότητα τα μέτρα για εισπράξιμους φόρους. (...)
iv. θα βελτιώσουν τα εργαλεία είσπραξης φορολογικών οφειλών. Για τη βελτίωση της είσπραξης των φορολογικών οφειλών, έως τον Οκτώβριο του 2015, οι αρχές (βασικό παραδοτέο): (...) ε) θα θεσπίσουν νομοθεσία για να απομονώσουν τις μη εισπράξιμες οφειλές από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και στ) θα βελτιώσουν τους κανόνες περί διαγραφής μη εισπράξιμων οφειλών από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, και ζ) θα επιβάλλουν, εφόσον είναι νομίμως δυνατόν, την προκαταβολική είσπραξη σε περιπτώσεις φορολογικών διαφορών.
ν. για τη βελτίωση της είσπραξης των οφειλών από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, έως τον Σεπτέμβριο του 2015, οι αρχές: α) θα παράσχουν στο ΚΕΑΟ πρόσβαση στο έμμεσο μητρώο τραπεζικών λογαριασμών και σε στοιχεία της φορολογικής διοίκησης β) θα δημιουργήσουν ενιαία βάση δεδομένων για τις οφειλές από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, η οποία θα καλύπτει όλα τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης. Έως τα τέλη του Δεκεμβρίου οι αρχές θα υλοποιήσουν ένα κεντρικό μητρώο ασφαλισμένων, σε συντονισμό με την ενοποίηση των συνταξιοδοτικών ταμείων, και θα ολοκληρώσουν την ενσωμάτωση της είσπραξης εισφορών κοινωνικής ασφάλισης στην φορολογική διοίκηση έως τα τέλη του 2017.    
νi. θα ενισχύσουν τα έσοδα από τον ΦΠΑ. (...)
νii. θα ενισχύσουν την ικανότητα της διοίκησης. Έως τον Οκτώβριο του 2015, οι αρχές θα εξασφαλίσουν την πλήρη στελέχωση του ΚΕΑΟ, θα ισχυροποιήσουν την ελεγκτική ικανότητα του ΙΚΑ και θα ενισχύσουν τη Μονάδα Μεγάλων Οφειλετών, για να βελτιώσουν την ικανότητά του επί θεμάτων που αφορούν την εκκαθάριση και την είσπραξη φόρων, καθώς και - με ιδιαίτερα ικανούς νομικούς συμβούλους, υποστηριζόμενους από διεθνή ανεξάρτητη εταιρεία εμπειρογνωμόνων - για την εκτίμηση της βιωσιμότητας των οφειλετών. Έως τον Δεκέμβριο του 2015, η ΜΜΟ θα κατηγοριοποιήσει τους εμπορικούς οφειλέτες με μεγάλη οφειλή προς το δημόσιο ανάλογα με τη βιωσιμότητά τους.
νiii. θα ενισχύσουν την ανεξαρτησία της φορολογικής διοίκησης. Έως τον Οκτώβριο του 2015, οι αρχές θα θεσπίσουν νομοθεσία (βασικό παραδοτέο) για την ίδρυση αυτόνομου φορέα εσόδων, με την οποία θα προσδιορίζονται: α) η νομική μορφή, η οργάνωση, το καθεστώς και το πεδίο άσκησης των αρμοδιοτήτων του φορέα β) οι εξουσίες και οι λειτουργίες του Διευθύνοντος Συμβούλου και του ανεξάρτητου Διοικητικού Συμβουλίου γ) η σχέση με το Υπουργείο Οικονομικών και άλλους κυβερνητικούς φορείς δ) η ευελιξία όσον αφορά τους ανθρώπινους πόρους του φορέα και η σχέση του με τη δημόσια διοίκηση ε) η αυτονομία του προϋπολογισμού του, με τη δική του Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών (ΓΔΟΥ) και νέο τρόπο χρηματοδότησης για την εναρμόνιση των κινήτρων με την είσπραξη των εσόδων και για τη διασφάλιση της προβλεψιμότητας και της ευελιξίας του προϋπολογισμού στ) η υποβολή εκθέσεων στην κυβέρνηση και το κοινοβούλιο. Έως τον Δεκέμβριο του 2015, (βασικό παραδοτέο) οι αρχές θα διορίσουν το Διοικητικό Συμβούλιο και θα θεσπίσουν κατά προτεραιότητα δευτερογενή νομοθεσία δυνάμει του νόμου (βασικοί ανθρώπινοι πόροι, προϋπολογισμός) περί του αυτόνομου φορέα διαχείρισης των εσόδων, ώστε να καταστεί πλήρως λειτουργικός έως τον Ιούνιο του 2016.
Οι αρχές θα συνεχίσουν να βελτιώνουν τις λειτουργίες, όπως μετρώνται με βασικούς δείκτες επιδόσεων. Μεσοπρόθεσμα, οι αρχές θα συνεχίσουν με μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης, οι οποίες πρέπει να συμφωνηθούν με τους θεσμούς, λαμβανομένων υπόψη συστάσεων από τις εκθέσεις τεχνικής βοήθειας που εκπονούνται από την Επιτροπή / το ΔΝΤ».

11. Οι διατάξεις του άρθρου 101 του Ν. 4172/2013 για το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ) ορίζουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Άρθρο 101
Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (Κ.Ε.Α.Ο.)
1. Στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ιδρύεται Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (Κ.Ε.Α.Ο) με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια.
2. Το Κ.Ε.Α.Ο. έχει ως σκοπό: α) την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, β) τη δημιουργία ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων των οφειλετών των Ασφαλιστικών Οργανισμών (μητρώο οφειλετών), τον προσδιορισμό του ύψους των οφειλόμενων ποσών την αιτία και τη χρονική περίοδο που ανάγονται, την τήρηση στατιστικών στοιχείων και αναλύσεων, γ) τη μελέτη, επεξεργασία και υποβολή προτάσεων για νομοθετικές ρυθμίσεις στο αρμόδιο καθν ύλην Υπουργείο, δ) το σχεδιασμό και την εκτέλεση δράσεων για την επίτευξη του σκοπού του Κ.Ε.Α.Ο.
3. Για τις ανάγκες του παρόντος νοούνται:
Τρέχουσες ασφαλιστικές εισφορές, οι καταβλητέες εισφορές έως την καταληκτική ημερομηνία εμπροθέσμου καταβολής τους.
Καθυστερούμενες, οι ασφαλιστικές εισφορές από την επόμενη ημέρα λήξης της εμπροθέσμου καταβολής τους.
Ληξιπρόθεσμες, οι καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές από τη σύνταξη της πράξης βεβαίωσης της οφειλής.
Βεβαίωση οφειλής, η ειδική διοικητική πράξη καταγραφής οφειλών. Η πράξη βεβαίωσης οφειλής συντάσσεται τον επόμενο μήνα λήξης της εμπροθέσμου καταβολής των ασφαλιστικών οφειλών και σε κάθε περίπτωση μέχρι έξι (6) μήνες από την ημέρα που οι ασφαλιστικές οφειλές κατέστησαν καθυστερούμενες.
Τίτλο εκτελεστό αναγκαστικής είσπραξης οφειλών σύμφωνα με το ν.δ.356/1974 Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), ως ισχύει, αποτελεί η πράξη βεβαίωσης οφειλής μετά την απόδοση μοναδικού αριθμού και την ταυτόχρονη ηλεκτρονική εγγραφή της στο ειδικό ηλεκτρονικό μητρώο εσόδων του Κ.Ε.Α. Ο.
4. Στη βάση δεδομένων του Κ.Ε.Α.Ο. διαβιβάζεται αυτοματοποιημένα η πράξη βεβαίωσης οφειλής εντός μηνός από τη σύνταξη της και της αποδίδεται μοναδικός αριθμός. Μετά το διαχωρισμό των οφειλών σε άμεσα εισπράξιμες και επισφαλείς: α) ενημερώνεται ο οφειλέτης με κάθε πρόσφορο μέσο για την οφειλή του και την έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης, β) εντός μηνός από την έκδοση του εκτελεστού τίτλου αποστέλλεται ατομική ειδοποίηση και τάσσεται προθεσμία είκοσι (20) ημερών εντός της οποίας καλείται ο οφειλέτης να εξοφλήσει, γ) μετά την εκπνοή της ως άνω προθεσμίας ο εκτελεστός τίτλος διαβιβάζεται στα κατά τόπο αρμόδια όργανα για εκτέλεση σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ, ως ισχύει, δ) μετά τη διαβίβαση στο Κ.Ε.Α.Ο. των ληξιπροθέσμων οφειλών κάθε είδους διοικητική ή δικαστική αμφισβήτηση που ασκείται ενώπιον των οικείων Ασφαλιστικών Οργανισμών ή Δικαστηρίων δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, ε) σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας είσπραξης των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών, ο οφειλέτης μπορεί με αίτηση του να υπαχθεί στις διατάξεις της υποπαραγράφου ΙΑ.1 ή της υποπαραγράφου ΙΑ.2 της παραγράφου ΙΑ, του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 Α 107), στ) τα έσοδα αποδίδονται άμεσα στους οικείους Οργανισμούς μέσω της εταιρείας Διατραπεζικά Συστήματα Α.Ε. (ΔΙΑΣ Α.Ε.).
5. Το Κ.Ε.Α.Ο. εποπτεύεται από τον Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή από Υποδιοικητή του Ιδρύματος μετά από εκχώρηση της αρμοδιότητας αυτής. (...)
9. α) Στο Κ.Ε.Α.Ο. διαβιβάζονται από 1.7.2013 οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ και του ΟΑΕΕ και από 1.1.2014 του ΟΓΑ και του ΕΤΑΑ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, μετά από γνώμη των οικείων οργανισμών εντάσσονται σταδιακά και λοιποί οργανισμοί, στους οποίους, μετά την ένταξη, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος.
β) Στο Κ.Ε.Α.Ο. διαβιβάζονται: ί) οι ληξιπρόθεσμες οφειλές άνω των πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ συνολικής οφειλής, ιι) οι οφειλές που κατέστησαν απαιτητές λόγω μη τήρησης των προηγούμενων ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής.
10. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας μετά γνώμη των οικείων Οργανισμών ρυθμίζονται: το περιεχόμενο (τα στοιχεία) της βεβαίωσης οφειλής (όπως: ΑΜΚΑ, ΑΦΜ, η αιτία και το ύψος της οφειλής, ο χρόνος στον οποίο ανάγεται), ο τρόπος και η διαδικασία επίδοσης στους οφειλέτες, η διαδικασία είσπραξης και ηλεκτρονικής διαχείρισης του Κ.Ε.Α.Ο., τα κριτήρια και στοιχεία δεικτών απόδοσης, τα κριτήρια για το διαχωρισμό άμεσων εισπράξιμων και επισφαλών οφειλών, ο τρόπος και η διαδικασία διασταύρωσης στοιχείων με τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, ο χρόνος, ο τρόπος και η διαδικασία απόδοσης των εισπράξεων στους οικείους ασφαλιστικούς Οργανισμούς, η αναδιάρθρωση ή κατάργηση υφιστάμενων οργανικών μονάδων ή αρμοδιοτήτων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης που εμπίπτουν στους σκοπούς του Κ.Ε.Α.Ο. και η μεταφορά στο Κ.Ε.Α.Ο. των αρμοδιοτήτων αυτών, καθώς και η μεταβολή του ύψους του ποσού των ληξιπρόθεσμων οφειλών που μεταβιβάζονται στο Κ. Ε. Α. Ο. προς είσπραξη. Με όμοια απόφαση καθορίζεται η οργανωτική διάρθρωση και οι αρμοδιότητες των επιμέρους τμημάτων του Κ.Ε.Α.Ο., τα καθήκοντα του Συντονιστή, τα προσόντα των διοριζομένων, ο αριθμός των υπαλλήλων που απαιτείται για τη στελέχωση του ανά κατηγορία και κλάδο, ο κανονισμός οικονομικής οργάνωσης και λειτουργίας του καθώς και κάθε αναγκαίο θέμα για την υλοποίηση του παρόντος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας καθορίζεται ο χρόνος, ο τρόπος και η διαδικασία της έκτακτης χρηματοδότησης του Κ.Ε.Α.Ο. Με απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ μπορεί να συνάπτονται συμβάσεις με εξωτερικούς συνεργάτες φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
11.α) Η άσκηση διοικητικών προσφυγών ή ενδίκων βοηθημάτων κατά την ισχύουσα διαδικασία στους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς για την αμφισβήτηση των καθυστερούμενων ασφαλιστικών οφειλών δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.
β) Σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας είσπραξης των καθυστερούμενων ασφαλιστικών οφειλών από τους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς ο οφειλέτης με αίτηση του μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις της υποπαραγράφου ΙΑ.1 ή της υποπαραγράφου ΙΑ.2, της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α* 107), όπως ισχύει.
γ) Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές που διαβιβάζονται στο Κ.Ε.Α.Ο. εξακολουθούν να επιβαρύνονται με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, πρόσθετα τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις που προβλέπονται από το άρθρο 27 παρ. 1 του α.ν. 1846/1951, όπως ισχύει, για τις καθυστερούμενες οφειλές μέχρι 31.12.2012, και με την επιβάρυνση που προβλέπεται από το άρθρο πρώτο, παράγραφος ΙΑ, υποπαράγραφοι ΙΑ.1 και ΙΑ.2, περίπτωση 11 του ν. 4152/2013, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου δεύτερου του ν. 4158/2013, για τις καθυστερούμενες οφειλές από 1.1.2013.
δ) Η διοικητική εκτέλεση που ήδη έχει αρχίσει στα οικεία ταμεία πριν την έναρξη λειτουργίας του Κ.Ε.Α.Ο. συνεχίζεται από το Κ.Ε.Α.Ο.. (...)
12. Κάθε διάταξη αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος καταργείται από της ένταξης κάθε οργανισμού στη διαδικασία είσπραξης μέσω του Κ.Ε.Α.Ο.. Οι διατάξεις των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών διατηρούνται για οφειλές κάτω των 5.000 ευρώ συνολικής οφειλής».

12. Οι διατάξεις του Ν. 4387/2016 για το Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας, τη Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού συστήματος κλπ. (ΦΕΚ Α', 85, 12/05/2016) ορίζουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Άρθρο 1
Θεμελιώδεις αρχές του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας.
1. Οι κοινωνικές παροχές της Πολιτείας χορηγούνται στο πλαίσιο Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας, με σκοπό την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής προστασίας, με όρους ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδιανομής και αλληλεγγύης των γενεών. Το Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας περιλαμβάνει το Εθνικό Σύστημα Υγείας για τις παροχές υγείας, το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Αλληλεγγύης για τις προνοιακές παροχές και το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης για τις ασφαλιστικές παροχές, όπως ρυθμίζεται από το νόμο αυτόν.
2. Η κοινωνική ασφάλιση, η υγεία και η κοινωνική πρόνοια αποτελούν δικαίωμα όλων των Ελλήνων Πολιτών και όσων διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα. Το Κράτος έχει υποχρέωση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας και για την απονομή των σχετικών παροχών σε όλους όσοι πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις.
3. Το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης λειτουργεί με ενιαίους κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους του Ε.Φ.Κ.Α.. (...) Άρθρο 51 Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης -Σύσταση - Σκοπός. 1. Συνιστάται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν. Π.Δ. Δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης», αποκαλούμενο στο εξής «Ε.Φ.Κ.Α.», το οποίο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και έχει την έδρα του στην Αθήνα.
Από 1.1.2017, οπότε και αρχίζει η λειτουργία του ως φορέα κύριας κοινωνικής ασφάλισης, εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. αυτοδίκαια οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με τα άρθρα 53 επ. και ο Ε.Φ.Κ.Α. καθίσταται οιονεί καθολικός διάδοχος αυτών. Το Ν.Α.Τ. και ο Ο.Γ.Α. εξακολουθούν, και μετά την κατά τα ως άνω ένταξή τους, να διατηρούν αυτοτελή νομική προσωπικότητα για την άσκηση των μη ασφαλιστικών τους αρμοδιοτήτων. Ειδικά ως προς το Δημόσιο, περιέρχονται στον Ε.Φ.Κ.Α. οι εν γένει αρμοδιότητες που αφορούν στις συντάξεις του Δημοσίου, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 53, με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 του παρόντος.
2. Σκοπός του Ε.Φ.Κ.Α. είναι η κάλυψη των υπακτέων στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. προσώπων για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που προβλέπονται από την οικεία νομοθεσία με την προβλεπόμενη στο νόμο αυτόν χορήγηση:
α. μηνιαίας κύριας σύνταξης, λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους ασφαλισμένους ή/και στα μέλη της οικογενείας τους,
β. η χορήγηση προσυνταξιοδοτικών και άλλων παροχών στους συνταξιούχους και στους μέχρι τις 31.12.1992 ασφαλισμένους του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ), οι οποίοι, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, έχουν θεμελιώσει δικαίωμα λήψης της παροχής, καθώς και στους συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ) σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 26 του Ν. 3455/2006 (Α'84),
γ. παροχών ασθένειας σε χρήμα,
δ. ειδικών προνοιακών επιδομάτων και ε. κάθε άλλης παροχής σε χρήμα ή υπηρεσιών, για τις οποίες καθίσταται αρμόδιος ο Ε.Φ.Κ.Α..(...)
Άρθρο 54
Κ.Ε.Α.Ο.
1. Από 1.1.2017 στον Ε.Φ.Κ.Α. μεταφέρεται και υπάγεται το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (Κ.Ε.Α.Ο.) με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια και με την ίδια οργανωτική δομή και προσωπικό. Το Κ.Ε.Α.Ο. εποπτεύεται από το Διοικητή του Ε. Φ.Κ.Α. ή από Υποδιοικητή του μετά από εκχώρηση της αρμοδιότητας αυτής.
2. Το Κ.Ε.Α.Ο. εξακολουθεί να ασκεί τις αρμοδιότητές που προβλέπονται από τη νομοθεσία που το διέπει και λειτουργεί, σύμφωνα με αυτή.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που θα εκδοθεί μέχρι 31.7.2016 καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την ενοποίηση της είσπραξης ασφαλιστικών εισφορών και φορολογικών οφειλών».

13. Οι διατάξεις του Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ Α', 94, 27/05/2016) σχετικά με τη σύσταση, τους σκοπούς, τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) ορίζουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Άρθρο 1 Σύσταση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων - Σκοπός. 1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η «Αρχή»), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της. 2. Η Αρχή απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και δεν υπόκειται σε έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά όργανα, κρατικούς φορείς ή άλλες διοικητικές αρχές. Η Αρχή υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής και τη διαδικασία του άρθρου 4 του παρόντος νόμου. 3. Η έδρα της Αρχής είναι στην Αθήνα. Ειδικές Αποκεντρωμένες και Περιφερειακές Υπηρεσίες της Αρχής μπορεί να συστήνονται και να λειτουργούν και εκτός της έδρας αυτής. 4. Από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής καταργείται η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και η θέση του Γενικού Γραμματέα που προΐσταται αυτής. Άρθρο 2 Αρμοδιότητες της Αρχής 1. Η Αρχή ασκεί όλες τις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, που προβλέπονται, κατά την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της, στις διατάξεις της Υποπαραγράφου Ε2 της παραγράφου Ε' του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α' 222), σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της κείμενης νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων και των κανονιστικών πράξεων του Υπουργού Οικονομικών, του Αναπληρωτή Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών, καθώς και τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με τον παρόντα νόμο και με οποιαδήποτε άλλη γενική ή ειδική διάταξη. 2. Η Αρχή έχει, ιδίως, τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α) τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών και τελωνειακών εσόδων, καθώς και την είσπραξη λοιπών δημοσίων εσόδων, β) την παρακολούθηση και τον έλεγχο της πορείας της βεβαίωσης και της είσπραξης των δημοσίων εσόδων και της εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας για την είσπραξη δημοσίων εσόδων, γ) τη λήψη και την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών υπηρεσιών της, στους τομείς της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου, της φορολογικής απάτης και της παραοικονομίας, της εφαρμογής των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, της βεβαίωσης και είσπραξης και της βελτίωσης της εισπραξιμότητας των δημοσίων εσόδων, δ) την έκδοση κανονιστικών αποφάσεων, εγκυκλίων, οδηγιών και λοιπών διοικητικών εγγράφων που αφορούν εν γένει στην ερμηνεία και στην εφαρμογή των διατάξεων της φορολογικής, τελωνειακής και λοιπής νομοθεσίας που σχετίζεται με τους τομείς αρμοδιότητάς της, ε) την έκδοση κανονιστικών αποφάσεων, εγκυκλίων, οδηγιών, ατομικών διοικητικών πράξεων και λοιπών διοικητικών εγγράφων που αφορούν σε θέματα οργάνωσης υπηρεσιών και διαχείρισης των πάσης φύσεως πόρων της, (...) κβ) κάθε άλλη ενέργεια που είναι απαραίτητη στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων της. (...) Άρθρο 3 Λειτουργική ανεξαρτησία. Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Εμπειρογνώμονας και ο Διοικητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους και δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο ούτε σε διοικητική εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές ή άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό. Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Εμπειρογνώμονας και ο Διοικητής απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας».

14. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 στοιχ. (θ') και (ιγ') του Ν. 2472/1997, η Αρχή έχει αρμοδιότητα να γνωμοδοτήσει στο ερώτημα των Υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης σχετικά με το εάν προσκρούει καθ' οιονδήποτε τρόπο στην ισχύουσα νομοθεσία περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα η δημοσιοποίηση από την ΑΑΔΕ, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, μετά από τη σύσταση και τη θέση της σε λειτουργία, των οφειλετών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τον ΕΦΚΑ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 3943/2011 και του ως άνω σχεδίου Υπουργικής Απόφασης των Υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που υποβλήθηκε στην Αρχή.

15. Ειδικότερα, η Αρχή έχει αρμοδιότητα να γνωμοδοτήσει σχετικά με τα υπό κρίση ζητήματα, καθόσον: (1) οι πληροφορίες, που περιέχονται στους καταλόγους οφειλετών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τον ΕΦΚΑ, συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων τους, εφόσον αφορούν φυσικά πρόσωπα. Αντίθετα, τα φορολογικά δεδομένα, που αναφέρονται σε νομικά πρόσωπα, δεν συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως ρητά προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 στοιχ. (γ') του Ν. 2472/1997 (Βλ. σχετικά και τη Γνωμοδότηση της Αρχής 1/2011, σκέψη υπ' αρ. 9, και και τη Γνωμοδότηση της Αρχής 4/2011, σκέψη υπ' αρ. 10). (2) τα προαναφερόμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται περισσότερες διαδοχικές και διακριτές επεξεργασίες (συλλογή, καταχώριση, οργάνωση, διατήρηση ή αποθήκευση, τροποποίηση, εξαγωγή, χρήση, διαβίβαση, συσχέτιση ή συνδυασμό, διασύνδεση, δέσμευση, διαγραφή, καταστροφή), σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 2 στοιχ. (δ') του Ν. 2472/1997, (3) οι εν λόγω επεξεργασίες είναι τουλάχιστον εν μέρει αυτοματοποιημένες, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, και (4) τα προαναφερόμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τηρούνται σε αρχεία, τα οποία είναι όντως διαρθρωμένα, υπό την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 στοιχ. (ε') και 3 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, καθόσον είναι προσιτά στους αρμόδιους υπαλλήλους του ΚΕΑΟ και της ΑΑΔΕ, ως υπευθύνου επεξεργασίας, με κριτήρια, τουλάχιστον, το ονοματεπώνυμο και το ΑΦΜ του φορολογουμένου.

16. Όπως προκύπτει από τον τίτλο και τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α' του Ν. 3943/2011, ο πρωταρχικός σκοπός των ρυθμίσεων αυτών συνίσταται στην ανάγκη καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Ειδικότερα, στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 3943/2011 αναφέρονται σχετικά με τις ρυθμίσεις του άρθρου 9, μεταξύ άλλων, και τα εξής (σελ. 7): «Με την παρ. 1 θεσπίζεται για πρώτη φορά για λόγους πληροφόρησης και ενημέρωσης των πολιτών, φορολογικής δικαιοσύνης έναντι των συνεπών φορολογουμένων, αλλά και για λόγους φορολογικής συμμόρφωσης, η υποχρέωση της φορολογικής διοίκησης να δημοσιοποιεί σε διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών τα στοιχεία των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, όταν αυτές υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ και υπό την προϋπόθεση ότι η καταβολή τους καθυστερεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους». Εξάλλου, μετά από τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 9 του Ν. 3943/2011 από εκείνες του άρθρου 42 του Ν. 4410/2016, σαφώς προκύπτει από τη σχετική αιτιολογική έκθεση ότι «το μέτρο της δημοσιοποίησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αποβλέπει στην ικανοποίηση πρόδηλων σκοπών ιδιαιτέρως σοβαρού δημόσιου και κοινωνικού συμφέροντος όπως η συμμόρφωση των οφειλετών των κατηγοριών αυτών με τις υποχρεώσεις τους και, συνακόλουθα, η εξασφάλιση της έγκαιρης είσπραξης των δημοσίων εσόδων και των ασφαλιστικών οφειλών» ως «αναγκαία[ς] προϋπόθεση[ς για την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και την παροχή δημοσίων αγαθών σε συνθήκες μείζονος δημοσιονομικής δυσχέρειας» καθώς, επίσης, και «η αποτροπή απώλειας εσόδων και η εξασφάλιση της καλής οικονομικής κατάστασης των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης ώστε να καταστεί δυνατή η εκπλήρωση του δημόσιου σκοπού της παροχής κοινωνικής ασφάλισης στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας».

17. Στην υπό κρίση περίπτωση τίθεται το ζήτημα του αναγκαίου συγκερασμού μεταξύ, αφενός, του δημοσίου συμφέροντος για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την εμπέδωση της φορολογικής δικαιοσύνης με τη συνεπή εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών καθώς, επίσης, για την έγκαιρη είσπραξη των δημοσίων εσόδων και των ασφαλιστικών οφειλών, ως αναγκαία προϋπόθεση ιδίως για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης του δημόσιου σκοπού της παροχής κοινωνικής ασφάλισης στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας, και, αφετέρου, της ουσιαστικής κατοχύρωσης του θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος των άρθρων 9Α του Συν/τος, 8 της ΕΣΔΑ, 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Σύμβασης 108 (1981) του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ατόμων από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 2068/1992 (ΦΕΚ Α' 118) και τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα την 01/12/1995 με την Ανακοίνωση Υπ. Εξωτερικών Φ.0546/4173 (ΦΕΚ Α' 207/1995) και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, καθόσον το προαναφερόμενο δημόσιο συμφέρον προτείνεται ως λόγος δικαιολογήσεως ενός περιορισμού του συγκεκριμένου θεμελιώδους δικαιώματος (Βλ. σχετικά και τις Γνωμοδοτήσεις της Αρχής 1/2011, σκέψη υπ' αρ. 12, και 4/2011, σκέψη υπ' αρ. 13).

18. Όπως έχει αποφανθεί το ΔΕΕ (Βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, στην υπόθεση C-73/16, Peter Puskdr, Σκέψεις 104επ.: «<[104] Σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου II της οδηγίας 95/46, το οποίο τιτλοφορείται «Γενικές προϋποθέσεις σχετικά με τη θεμιτή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα - υπό την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων του άρθρου 13 - πρέπει να είναι σύμφωνη, αφενός, προς τις αρχές που πρέπει να τηρούνται ως προς την ποιότητα των δεδομένων, τις οποίες θέτει το άρθρο 6, και, αφετέρου, προς τις βασικές αρχές της νόμιμης επεξεργασίας δεδομένων που απαριθμεί το άρθρο 7 (βλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, Bara κ.λπ., C-201/14, EU:C:2015:638, σκέψη 30). [105] Υπενθυμίζεται επίσης ότι, όπως προκύπτει από τον σκοπό που συνίσταται στη διασφάλιση ισοδυνάμου επιπέδου προστασίας σε όλα τα κράτη μέλη, το άρθρο 7 της οδηγίας 95/46 προβλέπει εξαντλητικό και περιοριστικό κατάλογο των περιπτώσεων κατά τις οποίες η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να θεωρηθεί σύννομη (βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2011, ASNEF και FECEMD, C-468/10 και C-469/10, EU:C:2011:777, σκέψη 30). [106] Ειδικότεροι, επισημαίνεται ότι το στοιχείο ε του εν λόγω άρθρου 7 προβλέπει ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι θεμιτή μόνον εάν "είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση έργου δημοσίου συμφέροντος ή εμπίπτοντος στην άσκηση δημοσίας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας ή στον τρίτο στον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα"».

19. Περαιτέρω, κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι περιορισμοί ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να ορίζονται γενικώς και αντικειμενικώς με τυπικό νόμο ή κατόπιν ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης με διάταγμα, να δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημόσιου συμφέροντος, να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μη θίγουν τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος. Αντίστοιχα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει δεχθεί, ιδίως κατά την ερμηνεία του άρθρου 8 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, ότι οποιαδήποτε επέμβαση (περιορισμός) στην ιδιωτική ζωή του ατόμου από τη δημόσια εξουσία πρέπει να προβλέπεται σε νόμο, που φέρει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της προσβασιμότητας (accessibility) και της προβλεψιμότητας των συνεπειών του (foreseeability). Η νομολογία αυτή απηχεί την αρχή της νομιμότητας, που διέπει τη δράση της δημόσιας διοίκησης, υπό την έννοια ότι η αρμοδιότητα των δημόσιων αρχών πρέπει να προβλέπεται από νόμο και να ασκείται σύμφωνα με το νόμο (Βλ. σχετικά και την Απόφαση της Αρχής 54/2011, σκέψη υπ' αρ. 2, και τη Γνωμοδότηση της Αρχής 4/2011, σκέψη υπ' αρ. 13).

20. Εξάλλου, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ σχετικά με την ανάγκη εφαρμογής των επιταγών της αρχής της αναλογικότητας κατά τη θέσπιση περιορισμών στην άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, ο νομοθέτης διαθέτει καταρχήν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για την επιλογή του ενδεδειγμένου μέτρου, πού θα υλοποιεί τους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος τους οποίους εκάστοτε επιδιώκει. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να εξυπηρετούν όντως σκοπούς γενικού συμφέροντος και να μην αποτελούν, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο με τους εν λόγω περιορισμούς σκοπό, υπέρμετρη παρέμβαση που θίγει την ίδια την υπόσταση των δικαιωμάτων που προστατεύονται (Βλ., ιδίως: ΔΕΕ, Απόφαση της 12ης Ιουνίου 2003, στην υπόθεση C-112/00, Eugen Schmidberger, Internationale Transporte und Planzuge, σκέψεις 77-82, και τις αποφάσεις που αναφέρονται στη σκέψη υπ' αρ. 80, ΔΕΕ, Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, στην υπόθεση C-73/07, Satakunnan Markkinaporssi και Satamedia, σκέψη 53, ΔΕΕ, Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-92/09 και C-93/09, Schecke (C-92/09) και Eifert (C-93/09), σκέψη υπ' αρ. 76, ΔΕΕ, Απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, στην υπόθεση C-73/16, Peter Puskdr, Σκέψεις 112επ.).

21. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κρίνει ως προς τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συν/τος εδ. δ') ότι οι επιβαλλόμενοι από το νόμο περιορισμοί σε συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι σε σχέση προς αυτόν. Όσον αφορά τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας των μέτρων, που θεσπίζονται για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, ο νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης, για τον καθορισμό των ρυθμίσεων, που αυτός κρίνει πρόσφορες και αναγκαίες. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση για το εάν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη, είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (Βλ. σχετικά, ιδίως, ΟλΣτΕ 3031/2008, σκέψη υπ' αρ. 9, και ΟλΣτΕ 2010/2010, σκέψη υπ' αρ. 24, in NOMOS).

22. Οι ως άνω προβαλλόμενοι από τα Υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης σκοποί για τη δημοσιοποίηση, και μάλιστα στο Διαδίκτυο, απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οφειλετών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 3943/2011, της ΠΟΛ 1185/01-09-2011 και του υπό κρίση σχεδίου Υπουργικής Απόφασης, δηλαδή η εμπέδωση της φορολογικής δικαιοσύνης με τη συνεπή εκπλήρωση από τους φορολογουμένους των φορολογικών υποχρεώσεών τους μέσω της ενίσχυσης της διαφάνειας, της πληροφόρησης και ενημέρωσης των πολιτών, και η έγκαιρη είσπραξη των δημοσίων εσόδων και των ασφαλιστικών οφειλών, ως αναγκαία προϋπόθεση ιδίως για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης του δημόσιου σκοπού της παροχής κοινωνικής ασφάλισης στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας, είναι καταρχήν καθορισμένοι, σαφείς και νόμιμοι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. (α') του Ν. 2472/1997. Υπό την έννοια αυτή, οι εν λόγω επιδιωκόμενοι σκοποί επεξεργασίας αυτοί καθαυτοί δεν αντίκεινται σε κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, όπως το άρθρο 9Α του Συντάγματος και τα άρθρα 6 παρ. 1 στοιχ. (β') και 7 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ.

23. Ειδικότερα, τόσο η παράλειψη εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων, σε όλες τις μορφές της, όσο και η αποφυγή εξόφλησης οφειλών από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης αποτελούν συμπεριφορές με ιδιαίτερη συνταγματική απαξία, καθόσον παραβιάζουν πολλαπλώς το Σύνταγμα. Καταρχάς, παραβιάζουν το άρθρο 4 παρ. 5 του Συν/τος, και ειδικότερα την αρχή της καθολικότητας του φόρου, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της φορολογικής υποχρέωσης. Συγχρόνως, παραβιάζουν και το άρθρο 4 παρ. 1 του Συν/τος, δηλαδή τη γενική αρχή της ισότητας, αφού λειτουργεί στην πράξη ως μηχανισμός αναδιανομής εισοδήματος από τους συνεπείς φορολογούμενους στους μη συνεπείς . Περαιτέρω, παραβιάζουν και το άρθρο 25 παρ 4 του Συν/τος, το οποίο καθιερώνει την αρχή της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, αφού διαρρηγνύει την ελάχιστη κοινωνική και εθνική συνοχή, που διασφαλίζεται μέσα από την εκπλήρωση των συνταγματικών καθηκόντων, μεταξύ των οποίων υψηλή θέση κατέχει η φορολογική υποχρέωση . Τέλος, δεν εναρμονίζονται προς την κατοχυρούμενη με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συν/τος. αρχή του κοινωνικού Κράτους δικαίου, αφού στερεί από το κράτος ένα μεγάλο μέρος νόμιμων εσόδων που προορίζονται για την υλοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων και γενικότερα για την ικανοποίηση δημοσίων αναγκών. . Τα άρθρα 4 παρ. 5, 4 παρ. 1, και 25 παρ. 1 και 4 του Συν/τος, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό μεταξύ τους, προσδίδουν αυξημένο συνταγματικό βάρος στους στόχους της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της συνεπούς εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων καθώς και της συνεπούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως ο ΕΦΚΑ, στόχοι που αποτελούν «έργο δημοσίου συμφέροντος ή εμπίπτοντος στην άσκηση δημοσίας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας» κατά την έννοια του άρθρου 7 στοιχ. (ε') της Οδηγίας 95/46/ΕΚ και «έργο που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας» κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. (δ') του Ν. 2472/1997, και δικαιολογούν καταρχήν τη θέσπιση μέτρων που εξυπηρετούν την επίτευξη των στόχων αυτών, έστω και αν τα μέτρα αυτά συνεπάγονται περιορισμούς στο δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων (λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι - όπως ισχύει στην προκειμένη περίπτωση - πρόκειται για απλά και όχι για ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα), υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν έρχονται σε αντίθεση προς κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, που κατοχυρώνουν την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα (Πρβλ. τη Γνωμοδότηση της Αρχής 4/2011, σκέψη υπ' αρ. 15 και την Απόφαση του ΔΕΕ της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, στην υπόθεση C-73/16, Peter Puskdr, Σκέψεις 104επ. και ιδίως τη Σκέψη 108: «[108] Συγκεκριμένα, η είσπραξη του φόρου και η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, προς τον σκοπό των οποίων καταρτίστηκε ο επίμαχος κατάλογος, πρέπει να θεωρηθούν ως έργα δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια της διάταξης αυτής»).

24. Στο πλαίσιο αυτό, η Αρχή λαμβάνει υπόψη ότι το μέτρο της δημοσιοποίησης και μάλιστα στο Διαδίκτυο από την ΑΑΔΕ, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, καταλόγων οφειλετών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ συνιστά σοβαρό περιορισμό του δικαιώματος του ατόμου για την προστασία του από την επεξεργασία, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτό κατοχυρώνεται ιδίως από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 9Α του Συν/τος, 8 της ΕΣΔΑ, 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς, επίσης, από τις διατάξεις της Οδηγίας 95/46/ΕΚ και της Σύμβασης 108 (1981) του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Πάντως, οι κρίσιμες ρυθμίσεις του άρθρου 9 του Ν. 3943/2011, όπως πλέον ισχύουν, συνιστούν καταρχήν ειδικές, ρητές και με σαφές περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις για τη δημοσιοποίηση οφειλετών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ. Συντρέχει, συνεπώς, η βασική απαραίτητη προϋπόθεση, κατά τα προαναφερόμενα, για τη νομιμότητα της εν λόγω επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δηλαδή η ύπαρξη σχετικής διάταξης τυπικού νόμου, που να την προβλέπει. (Πρβλ. σχετικά τη Γνωμοδότηση της Αρχής 4/2011, σκέψη υπ' αρ. 16).

25. Ακολούθως, επιβάλλεται να διαπιστωθεί ότι διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, δηλαδή ότι η κρίσιμη επεξεργασία (δημοσιοποίηση) δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ενδιαφερομένων προσώπων είναι αναγκαία και πρόσφορη για την πλήρωση των προβαλλόμενων σκοπών επεξεργασίας (καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και εμπέδωση της φορολογικής δικαιοσύνης με τη συνεπή εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών και έγκαιρη είσπραξη των δημοσίων εσόδων και των ασφαλιστικών οφειλών, ως αναγκαία προϋπόθεση ιδίως για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης του δημόσιου σκοπού της παροχής κοινωνικής ασφάλισης στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας) (Πρβλ., ιδίως: ΔΕΕ, Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-92/09 και C-93/09, Schecke (C-92/09) και Eifert (C- 93/09), σκέψεις υπ' αρ. 65επ, ΔΕΕ, Απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, στην υπόθεση C-73/16, Peter Puskdr, Σκέψεις 112επ.). 

26. Για τη διαπίστωση ότι διασφαλίζεται η αναγκαιότητα και προσφορότητα της επεξεργασίας των ως άνω δεδομένων εν όψει των προαναφερομένων σκοπών επεξεργασίας, η Αρχή φρονεί ότι απαιτούνται αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία αναφορικά με την ουσιαστική αποτίμηση σε βάθος χρόνου του μέτρου της δημοσιοποίησης οφειλετών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ, από τα οποία να προκύπτει επαρκώς η συμβολή της επεξεργασίας αυτής στην επίτευξη του έργου δημοσίου συμφέροντος, εμπίπτοντος στην άσκηση δημοσίας εξουσίας, το οποίο έχει ανατεθεί στην ΑΑΔΕ και το οποίο συνίσταται στην πλήρωση των σκοπών της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της συνεπούς εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων καθώς και της συνεπούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως ο ΕΦΚΑ.

27. Συμπερασματικώς, η Αρχή κρίνει ότι το μέτρο της δημοσιοποίησης και μάλιστα στο Διαδίκτυο από την ΑΑΔΕ, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, καταλόγου οφειλετών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, το οποίο επέλεξε ο Έλληνας νομοθέτης (με την εισαγωγή των κρίσιμων ρυθμίσεων του άρθρου 9 του Ν. 3943/2011) ως καταρχήν πρόσφορο για την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών προς το Κράτος, σε περίοδο δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, συνιστά μία συνταγματικώς ανεκτή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των αναφερομένων προσώπων, η οποία δεν εξέρχεται των ορίων της προσφορότητας και της αναγκαιότητας και, συνεπώς, δεν έρχεται σε αντίθεση προς κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, οι οποίοι κατοχυρώνουν το δικαίωμα του ατόμου στην προστασία από την επεξεργασία δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα, και, ειδικότερα, προς τα άρθρα 2 παρ. 1, 9Α και 25 παρ. 1 του Συν/τος, 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 8 της ΕΣΔΑ, 6 παρ. 1 στοιχ. (γ') της Οδηγίας 95/46/ΕΚ και 9 παρ. 2 της Σύμβασης 108 (1981) του Συμβουλίου της Ευρώπης. Απαιτείται όμως η αξιολόγηση της εφαρμογής του ανωτέρω μέτρου προκειμένου να κριθεί η αποτελεσματικότητά του σε σχέση με τον προαναφερόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Προς τούτο, η ΑΑΔΕ, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, οφείλει να συγκεντρώσει αξιόπιστα αναλυτικά στατιστικά στοιχεία αναφορικά με την ουσιαστική αποτίμηση του μέτρου της δημοσιοποίησης οφειλετών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ, τα οποία να καλύπτουν χρονικό διάστημα πέντε ετών-ώστε να προκύπτει επαρκώς η συμβολή της επεξεργασίας αυτής στην επίτευξη του προαναφερόμενου έργου δημοσίου συμφέροντος και εμπίπτοντος στην άσκηση δημοσίας εξουσίας, και να προσκομίσει τα στοιχεία αυτά στην Αρχή, η οποία θα δύναται να επανεξετάσει τη νομιμότητα του μέτρου με βάση τα δεδομένα που θα έχουν προκύψει κατά το χρονικό αυτό διάστημα. 


Ο Πρόεδρος
Κωνσταντίνος Μενουδάκος
Επίτιμος Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας

Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου
Η Γραμματέας

ΣτΕ 2649/2017 Ακύρωση της 1846/13.10.2016 ΚΥΑ «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών» (Β΄ 3300/13.10.2016).

$
0
0



ΣτΕ Ολομέλεια Α 2649/2017

20/10/2017
Αριθμός 2649/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2017,  με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Πρόεδρος, Ε. Σαρπ, Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δ. Μαρινάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σ. Μαρκάτης, Σ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Θ. Αραβάνης, Π. Μπραΐμη, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Θ. Τζοβαρίδου, Ε. Παπαδημητρίου, Κ. Νικολάου, Δ. Εμμανουηλίδης, Μ. Σωτηροπούλου, Α. Μίντζια, Ι. Σπερελάκης, Σύμβουλοι, Ρ. Γιαννουλάτου, Χ. Σιταρά, Α. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ε. Παπαδημητρίου και Α. Μίντζια καθώς και η Πάρεδρος Α. Ρωξάνα μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

Για να δικάσει την από 14ης Νοεμβρίου 2016 αίτηση:

των ν.π.ι.δ. με τις επωνυμίες: 1. «Ένωση Δικαστικών Λειτουργών Συμβουλίου της Επικρατείας», που εδρεύει στην Αθήνα (Πανεπιστημίου 47-49), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Αθανάσιο Τσεβά (Α.Μ. 13225),  που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 2. «Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου», που εδρεύει στην Αθήνα (Τσόχα και Βουρνάζου 4), η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν στο ακροατήριο: α) η Πρόεδρος της Ενώσεως Ασημίνα Σαντοριναίου και β) ο Γενικός Γραμματέας της Ενώσεως Παναγιώτης Παππίδας, 3. «Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος», που εδρεύει στην Αθήνα (πρώην Σχολή Ευελπίδων, κτίριο 16), 4. «Ένωση Διοικητικών Δικαστών», που εδρεύει στην Αθήνα (Λουΐζης Ριανκούρ 85), οι οποίες παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο και 5. «Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων», που εδρεύει στην Αθήνα (Πρωτοδικείο Αθηνών, πρώην Σχολή Ευελπίδων, κτίριο 6, γραφείο 210), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α) Αθανάσιο Τσεβά (Α.Μ. 13225) και β) Αντώνιο Αργυρό (Α.Μ. 7372), που τους διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά των Υπουργών: 1. Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος παρέστη με την Αγγελική Αναστοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2. Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Αγγελική Καστανά, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται λόγω σπουδαιότητας στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 15ης Νοεμβρίου 2016 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα άρθρα
14 παρ. 2 εδ. α΄, 20 και 21 του π.δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες ενώσεις επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 1846/13.10.2016 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 3300/13.10.2016).
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή,  Συμβούλου Δ. Σκαλτσούνη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους των αιτουσών ενώσεων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και τις αντιπροσώπους των Υπουργών, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο ν   Ν ό μ ο

1. Επειδή, καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (2550627, 2550628, 2550629/2016 έντυπα παραβόλου).

2. Επειδή, ζητείται η ακύρωση της 1846οικ./13.10.2016 κοινής απόφασης των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών»
(Β΄ 3300/13.10.2016).

3. Επειδή, η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου λόγω σπουδαιότητας με την από 15.11.2016 πράξη του Προέδρου αυτού (άρθρο 14 παρ. 2 εδ. γ΄ π.δ. 18/1989, Α΄ 8, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 4205/2013, Α΄ 242).

4. Επειδή, μεταξύ των καταστατικών σκοπών των αιτούντων σωματείων περιλαμβάνεται η προστασία των εννόμων συμφερόντων των μελών τους, δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Συνεπώς, ασκούν την αίτηση με έννομο συμφέρον και, περαιτέρω, ομοδικούν παραδεκτώς. Τέλος, η αίτηση ασκείται εμπροθέσμως (δημοσίευση της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: 13.10.2016, άσκηση της αίτησης: 14.11.2016).

5. Επειδή, στο άρθρο 26 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια· οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού»·
στο άρθρο 87 παρ. 1 και 3 ορίζεται ότι: «1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 2. ... 3. Η επιθεώρηση των τακτικών δικαστών ενεργείται από δικαστές ανώτερου βαθμού καθώς και από τον Εισαγγελέα και τους Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, των δε εισαγγελέων από αρεοπαγίτες και εισαγγελείς ανώτερου βαθμού, σύμφωνα με τους ορισμούς του νόμου».
Περαιτέρω, στο άρθρο 88 παρ. 4 ορίζεται ότι: «Οι δικαστικοί λειτουργοί μπορούν να παυθούν μόνο ύστερα από δικαστική απόφαση, εξαιτίας ποινικής καταδίκης ή για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα ή ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια, που βεβαιώνονται όπως νόμος ορίζει και αφού τηρηθούν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 93»·
στο άρθρο 90 παρ. 1 ορίζεται ότι: «Οι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. …»·
στο άρθρο 91 παρ. 1 και 3 ορίζεται ότι: «1. Η πειθαρχική εξουσία στους δικαστικούς λειτουργούς, από το βαθμό του αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πάνω, ή στους αντίστοιχους με αυτούς, ασκείται από ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο, όπως νόμος ορίζει. Την πειθαρχική αγωγή εγείρει ο Υπουργός Δικαιοσύνης. … 3. Η πειθαρχική εξουσία στους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς ασκείται σε πρώτο και δεύτερο βαθμό από συμβούλια που συγκροτούνται με κλήρωση από τακτικούς δικαστές, κατά τους ορισμούς του νόμου. Την πειθαρχική αγωγή εγείρει και ο Υπουργός της Δικαιοσύνης. …». Αντίστοιχες διατάξεις περιλαμβάνει ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988, Α΄ 35).

6. Επειδή, με τον ν. 4351/1964 «Περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου της Χώρας» (Α΄ 136) θεσπίστηκε υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης. Η υποχρέωση καταλάμβανε τον Πρωθυπουργό, τους Αρχηγούς και Κοινοβουλευτικούς Εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων, τους Υπουργούς, Υφυπουργούς, Βουλευτές, Γενικούς Γραμματείς Υπουργείων και τους διοικητικούς υπαλλήλους πρώτου ή αντίστοιχου βαθμού, και αφορούσε την περιουσιακή κατάσταση των ιδίων, των συζύγων και των ανήλικων τέκνων αυτών.
Ο νόμος αυτός καταργήθηκε από τον ν. 1738/1987 «Σύσταση Συμβουλίου Πρόληψης της Εγκληματικότητας, τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, των Κωδίκων Ποινικής και Πολιτικής Δικονομίας και άλλες Διατάξεις» (Α΄ 200), με τον οποίο θεσπίστηκε εκ νέου η υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, η οποία επεκτάθηκε και σε άλλα στελέχη της Διοίκησης.
Με τον ν. 2429/1996 «Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων - Δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών - Δήλωση περιουσιακής κατάστασης πολιτικών, κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και εντύπων και άλλων κατηγοριών προσώπων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 155) διευρύνθηκε ο κατάλογος των υπόχρεων, στους οποίους περιελήφθησαν οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, οι οποίοι έκτοτε υποβάλλουν ανελλιπώς δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης. Οι σχετικές όμως διατάξεις του ανωτέρω νόμου (άρθρα 24 έως 29) καταργήθηκαν με το άρθρο 12 του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων» (Α΄ 309).
Με τον νόμο αυτόν, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ιδίως μετά τους ν. 4281/2014 (Α΄ 160), 4389/2016 (Α΄ 94), 4396/2016 (Α΄ 111), 4425/2016 (Α΄ 185) και 4427/2016 (Α΄ 188), ορίστηκαν τα εξής:
Άρθρο 1 (Υπόχρεοι σε δήλωση) «1. Δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων τους και των ανήλικων τέκνων τους υποβάλλουν: α. Ο Πρωθυπουργός. β. Οι Αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και όσων λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση. γ. Οι Υπουργοί, οι αναπληρωτές Υπουργοί και οι Υφυπουργοί. δ. Οι βουλευτές και οι ευρωβουλευτές. ε. Οι Περιφερειάρχες, οι Δήμαρχοι και όσοι διαχειρίζονται τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων της περίπτωσης β΄. … ιβ. Οι Δικαστικοί και οι Εισαγγελικοί λειτουργοί και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. … 2. Η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την απόκτηση της ιδιότητάς τους (αρχική δήλωση). Τα μετέπειτα έτη, η δήλωση υποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης της δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υπόχρεων και για ένα (1) έτος, ειδικά δε για τους υπόχρεους των περιπτώσεων α΄ έως ε΄ της παραγράφου 1 για τρία (3) έτη, μετά από την απώλεια ή τη λήξη της, και το αργότερο τρεις (3) μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Κατ’ εξαίρεση και ειδικώς για την υποβολή των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης του έτους 2015 (χρήση 2014), η προθεσμία υποβολής των δηλώσεων αυτών λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2015 [όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 16 του ν. 4346/2015, (Α΄ 152). Με το άρθρο 66 παρ. 6 του ν. 4409/2016 (Α΄ 136), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 του ν. 4425/2016, ορίστηκε ότι για την υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. έτους 2016 (χρήση 2015) η προθεσμία υποβολής θα έληγε στις 15.1.2017. Η προθεσμία παρατάθηκε διαδοχικά μέχρι 13.4.2017 (άρθρο τρίτο ν. 4448/2017, Α΄ 1) και 30.6.2017 (άρθρο 11 ν. 4467/2017, Α΄ 56)]. 3. Το μήνα Φεβρουάριο κάθε έτους διαβιβάζεται, κατά περίπτωση, στα αρμόδια όργανα ελέγχου κατάλογος των ελεγχόμενων προσώπων. Ο κατάλογος συντάσσεται από τον Πρόεδρο της Βουλής για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και από τον αρμόδιο Υπουργό, τον γενικό γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης ή το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου για τα πρόσωπα που υπάγονται στο φορέα αυτόν ή από τον οποίο εποπτεύονται και σε κάθε άλλη περίπτωση από τα όργανα διοίκησης του οικείου φορέα. ... 4. Αμφισβητήσεις ως προς την ιδιότητα του υπόχρεου επιλύονται με πράξη των κατά περίπτωση αρμοδίων οργάνων ελέγχου,
… . 5. Τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του υπόχρεου, να χορηγούν χωρίς επιβάρυνση βεβαιώσεις περί του υπολοίπου των καταθέσεων αυτού την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. …»
.
Άρθρο 2 (Περιεχόμενο δήλωσης περιουσιακής κατάστασης) «1. α. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους περιουσιακά στοιχεία στην ημεδαπή και την αλλοδαπή με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου. Ειδικώς, η αρχική δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. Ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται ιδίως:
i. Τα έσοδα από κάθε πηγή.
ii. Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους.
iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου), τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους.
iv. Οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστεύματα (trusts).
v. Η μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, το σύνολο των μετρητών, που δεν περιλαμβάνονται στην περίπτωση iv του παρόντος εδαφίου, εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Τα προαναφερόμενα ποσά αφορούν αθροιστικά τον υπόχρεο, το σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα.
vi. Τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Αν τα κινητά πράγματα αποτελούν κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο, για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η αξία του συνόλου των πραγμάτων. Η δηλούμενη αξία προκύπτει είτε από σχετικό παραστατικό αγοράς ή από πράξη της φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας κατά το χρόνο κτήσης τους. Στην περίπτωση κατά την οποία τα κινητά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση.
vii. Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα.
viii. Η συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου).
ix. Ειδικά η δήλωση των υπόχρεων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ του άρθρου 1 παράγραφος 1, περιλαμβάνει και τις δανειακές τους υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα. Η δήλωση των παραπάνω υπόχρεων περιλαμβάνει και κάθε οφειλή που προέρχεται από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.
β. i. Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης υφιστάμενου, στη δήλωση περιλαμβάνεται, υποχρεωτικώς, το ύψος της σχετικής δαπάνης, καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης μνημονεύεται το εισπραχθέν τίμημα.
ii. Στη δήλωση αναφέρονται τα προσωπικά, υπηρεσιακά και φορολογικά στοιχεία των υπόχρεων. Οι υπόχρεοι προσκομίζουν στο αρμόδιο όργανο ελέγχου αντίγραφα των οικείων παραστατικών εφόσον τους ζητηθεί.
γ. Μετά την αρχική δήλωση, στην ετήσια δήλωσή τους οι υπόχρεοι δηλώνουν μόνον τις μεταβολές που επήλθαν στην περιουσιακή τους κατάσταση κατά το χρονικό διάστημα που αφορά η δήλωση. Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο και υπογράφεται από τον ίδιο, για τα δικά του περιουσιακά στοιχεία, τη σύζυγο του, για τα δικά της στοιχεία, και από αμφότερους τους συζύγους, για τα περιουσιακά στοιχεία των ανήλικων τέκνων τους. Η δήλωση συνοδεύεται από αντίγραφο της φορολογικής δήλωσης του υπόχρεου για το προηγούμενο έτος και αντίγραφο του τελευταίου εντύπου Ε9 που υποβλήθηκε στην αρμόδια ΔΟΥ. Ειδικότερα, τα πρόσωπα που ελέγχονται υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρθρο 3Β παρ. 2 του παρόντος νόμου και το άρθρο 7Α παρ. 3 περίπτωση γ΄ στοιχεία αα έως ζζ τουν. 3691/2008 επισυνάπτουν στη δήλωση αντίγραφα των αναγκαίων εγγράφων, από τα οποία προκύπτει η δηλούμενη περιουσιακή κατάσταση, όπως αυτά θα εξειδικευθούν στην απόφαση του Προέδρου της Βουλής και την κοινή υπουργική απόφαση, η έκδοση των οποίων προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003. δ. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να υποβάλουν στον Πρόεδρο της Γ΄ Μονάδας Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης αντίγραφο κάθε συμβολαιογραφικού εγγράφου, που συντάσσεται από αυτούς, με το οποίο αναλαμβάνεται η υποχρέωση ή μεταβιβάζεται από ή προς δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σύζυγο ή τέκνο του, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, ή δικαίωμα, εφόσον οι εν λόγω λειτουργοί είναι εν ενεργεία και μέχρι δύο χρόνια από την παύση της ιδιότητας. Το αυτό ισχύει και για την αποδοχή κληρονομίας. 2. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης συντάσσονται σε ειδικό έντυπο, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται, για μεν τους υπόχρεους των περιπτώσεων του άρθρου 3 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ με απόφαση του Προέδρου της Βουλής και για τους άλλους υπόχρεους, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με όμοιες αποφάσεις, μπορεί να ορίζεται ότι η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας ειδικής εφαρμογής, οπότε προσδιορίζεται ο κατά περίπτωση υπεύθυνος διαχείρισης και καθορίζεται κάθε αναγκαία προς τούτο λεπτομέρεια, οι αναγκαίες διασφαλίσεις για τα πρόσωπα και τους όρους πρόσβασης στα στοιχεία τους και τυχόν ρυθμίσεις μεταβατικού χαρακτήρα. Οι δηλώσεις υπόκεινται σε ηλεκτρονική επεξεργασία από αυτοτελή ειδική βάση δεδομένων, μετά την οποία πρέπει να προκύπτει ευκρινώς το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και η αξία τους ανά κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, καθώς και η χρονολογία κτήσης. Για την επεξεργασία λαμβάνεται υπόψη, εφόσον είναι διαθέσιμη, η αξία κτήσης. 3. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων των περιπτώσεων α΄ έως ε΄ του άρθρου 1 παράγραφος 1, δημοσιεύονται στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής του άρθρου 3Α. … 4. Ελλείψεις ή ανακρίβειες της δήλωσης, μπορούν να συμπληρωθούν από τον υπόχρεο αυθορμήτως σε προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή της δήλωσης».

Άρθρο 3 (Όργανα και διαδικασία ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης) «1. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 1 υποβάλλονται και ελέγχονται ως ακολούθως: α) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου στην Επιτροπή του άρθρου 3Α, αα) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ΄ έως και κδ΄, κζ΄, λα΄ έως και μγ΄ και μστ΄ έως μη΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, στην Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Για τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των εν λόγω προσώπων εφαρμόζονται όσα ορίζονται στα στοιχεία γ΄ και δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 7Α του ν. 3691/2008 (Α΄ 166), όπως αυτό προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3932/2011 (Α΄ 49). Ειδικά για τα πρόσωπα της περίπτωσης μη΄, τυχόν ειδικές διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν. β) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις λ΄, μδ΄ και με΄ στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης γ) … δ) … 2. Ο έλεγχος της αρχικής δήλωσης αφορά στη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου για τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. Για τα μετέπειτα έτη ο έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, τη διακρίβωση, εάν η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων, δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων. Η δήλωση δεν θεωρείται ανακριβής ή ελλιπής σε περίπτωση επουσιώδους ανακρίβειας ή έλλειψης ή εφόσον, ύστερα από πρόσκληση του οργάνου ελέγχου, αποδεικνύεται η νομιμότητα της πηγής προέλευσης του ανακριβώς δηλωθέντος στοιχείου. 3. Σε περιπτώσεις δειγματοληπτικού ή στοχευμένου ελέγχου, το αρμόδιο όργανο ελέγχου λαμβάνει υπόψη του και τεχνικές ανάλυσης επικινδυνότητας με τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων. Το όργανο ελέγχου μπορεί να καταρτίζει πρόγραμμα συνοπτικών ή/και ειδικών - θεματικών ελέγχων, δίχως να θίγεται η δυνατότητα επέκτασής τους σε τακτικούς (κατά την παράγραφο 2 εδάφια α΄ και β΄ εφόσον συντρέξει προς τούτο περίσταση). 4. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, το όργανο ελέγχου μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία, εντός ρητής προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες, η οποία μπορεί να παραταθεί για διάστημα δέκα (10) το πολύ ημερών. Σε έκτακτες περιπτώσεις αδυναμίας των ελεγχομένων προσώπων για έγκαιρη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, το όργανο ελέγχου δύναται κατ’ εξαίρεση να παρεκτείνει την προθεσμία με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση. Σε όσους καλούνται από όργανο ελέγχου και δεν ανταποκρίνονται στην κλήση είτε αυτοπροσώπως είτε δια νόμιμου αντιπροσώπου επιβάλλεται από το όργανο ελέγχου πρόστιμο από πενήντα (50) έως τριακόσια (300) ευρώ, το οποίο εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Με Κοινή Απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών που εκδίδεται εντός πέντε (5) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ορίζονται οι λεπτομέρειες αναφορικά με τα αρμόδια για την επιβολή του προστίμου όργανα και τη διαδικασία επιβολής και είσπραξής του. 5. …».
Άρθρο 3Α (Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης) «1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των αναφερομένων στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 προσώπων ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από εννέα (9) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές. Η έδρα της καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. 2. Η Επιτροπή συγκροτείται από: α) τον/την Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, β) Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, γ) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, και δ) Σύμβουλο της Επικρατείας, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων των οικείων δικαστηρίων μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ε) Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής, στ) Τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, ζ) Τον Συνήγορο του Πολίτη ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, η) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας, θ) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Οι δικαστές τακτικά μέλη της Επιτροπής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται υπάλληλος που υπηρετεί στην υπηρεσία της παραγράφου 4 με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής. … 3. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. … 4. Την Επιτροπή υποστηρίζει ειδική υπηρεσία επιπέδου διεύθυνσης υπαγόμενη στον Πρόεδρο της Επιτροπής. … 5. Μέχρι την τριακοστή πρώτη Μαρτίου κάθε έτους, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της κατά το προηγούμενο έτος στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην ανωτέρω ετήσια έκθεση αναφέρονται κατ’ ελάχιστο ο αριθμός των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, ο αριθμός των προσώπων που υπέβαλαν δηλώσεις, τα μέτρα που ελήφθησαν για όσους δεν υπέβαλαν δήλωση και τα αποτελέσματα των ελέγχων, που πραγματοποιήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων της επιτροπής, με στατιστική απεικόνιση αυτών. Η έκθεση αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής στο διαδίκτυο το αργότερο μία (1) εβδομάδα μετά την υποβολή της, όπου και παραμένει αναρτημένη για επτά (7) έτη. Την ίδια υποχρέωση υποβολής έκθεσης, με το ίδιο περιεχόμενο και με την ίδια προθεσμία υποβολής και ανάρτησης έχουν όλα τα αρμόδια όργανα τα οποία λαμβάνουν και επεξεργάζονται δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης. 6. Όλα τα θέματα που σχετίζονται με την οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου και της Ειδικής Υπηρεσίας ρυθμίζονται με Κανονισμό Λειτουργίας, ο οποίος εκδίδεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής».
Άρθρο 3Β (Λειτουργία της Επιτροπής) «1. Στο πλαίσιο του ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, η Επιτροπή του άρθρου 3Α μπορεί να ζητά από τα υπόχρεα πρόσωπα όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, στις οποίες περιλαμβάνονται και ομαδοποιημένες πληροφορίες που αφορούν ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών ή δραστηριοτήτων φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, τις κρατικές χρηματοδοτήσεις τους, τις ιδιωτικές και τις παντός είδους εισφορές ή προσφορές. Η Επιτροπή αξιολογεί και διερευνά τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο περιέρχονται σε αυτήν σχετικά με την υποβολή των δηλώσεων, τις ανακρίβειες ή ελλείψεις αυτών. Η Επιτροπή έχει πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής, υπηρεσίας ή Οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, καθώς και στο σύστημα «Τειρεσίας» και μπορεί να ζητά, στο πλαίσιο των ελέγχων και των ερευνών, τη συνεργασία και την παροχή στοιχείων κάθε είδους από φυσικά πρόσωπα, δικαστικές, προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές, δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και οργανισμούς οποιασδήποτε μορφής, υποχρεουμένων όλων στην άμεση παροχή των ανωτέρω στοιχείων, ενημερώνουν δε τις αρμόδιες αρχές για περιπτώσεις ελλιπούς συνεργασίας ή μη συμμόρφωσής τους προς τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Έναντι της Επιτροπής δεν ισχύει, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών της, οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σε κάθε περίπτωση και εφόσον κρίνεται αναγκαίο, η Επιτροπή συνεπικουρείται στο έργο της από επίκουρο Εισαγγελέα Διαφθοράς του ν. 4139/2013, τον οποίο προτείνει ο Εισαγγελέας Διαφθοράς μετά από αίτημα της Επιτροπής. 2. Η Επιτροπή ελέγχει όλες τις δηλώσεις της αρμοδιότητάς της. 3. Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Επιτροπή μπορεί να αναθέτει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης ή άλλων ελεγκτικών πράξεων σε ορκωτούς ελεγκτές και ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι εξετάζουν λεπτομερώς τα στοιχεία των δηλώσεων και των αντίστοιχων δικαιολογητικών και συντάσσουν αναλυτική έκθεση που υποβάλλεται στην Επιτροπή για την υποβοήθηση του έργου της. Προς τον ίδιο σκοπό, η Επιτροπή μπορεί να ζητά τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας ελεγκτικής αρχής προσδιορίζοντας το αντικείμενο της. 4. Με το πέρας κάθε ελέγχου, η Επιτροπή αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να διαβιβαστεί με αιτιολογημένο και εμπεριστατωμένο πόρισμά της στον αρμόδιο Εισαγγελέα, εφόσον τα στοιχεία κρίνονται βάσιμα και επαρκή. Αν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού, το πόρισμα αποστέλλεται και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και εφόσον κρίνεται ανάγκη διερεύνησης επί θεμάτων φορολογικής ή άλλης αρχής ή υπηρεσίας, το πόρισμα αποστέλλεται και σε αυτές. Σε περίπτωση υποθέσεως που τέθηκε στο αρχείο, αυτή δύναται να ανασυρθεί μόνο όταν γίνεται επίκληση ή αναφαίνονται νέα πραγματικά στοιχεία που δικαιολογούν την επανεξέταση ή καθίσταται αναγκαίος ο συσχετισμός της υποθέσεως με άλλη έρευνα της Επιτροπής. 5. Η διαδικασία ελέγχου είναι εμπιστευτική. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο Πρόεδρος, τα Μέλη, το προσωπικό της Επιτροπής, καθώς και τα πρόσωπα της παραγράφου 3 έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας και να απέχουν από την εξέταση υποθέσεων για τις οποίες υπάρχει πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων ή στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα συγγενικά ή οικεία. Έχουν καθήκον να τηρούν εχεμύθεια για πληροφορίες των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση αυτή διατηρείται και μετά από την αποχώρησή τους από την Επιτροπή ή την εκτέλεση των καθηκόντων τους όσον αφορά τα πρόσωπα της παραγράφου 3. Οι παραβαίνοντες το ανωτέρω καθήκον εχεμύθειας τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. 6. Όποιος παρεμποδίζει, με οποιονδήποτε τρόπο, το ελεγκτικό έργο και ιδίως αρνείται την παροχή στοιχείων στην Επιτροπή ή στους ορκωτούς ελεγκτές τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών. 7. Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα που αφορά στο αντικείμενο, στη διαδικασία ελέγχου, καθώς επίσης στην οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής για την εξέλεγξη των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των ανωτέρω προσώπων».
Άρθρο 6 (Μη υποβολή ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης) «1. Διοικητικό πρόστιμο εκατό πενήντα (150) έως τετρακόσια (400) ευρώ, το οποίο εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, επιβάλλεται σε όποιον υποβάλλει δήλωση μετά την πάροδο της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου. Οι λεπτομέρειες αναφορικά με τα αρμόδια για την επιβολή όργανα, την διαδικασία επιβολής και είσπραξης του προστίμου ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών που εκδίδεται εντός πέντε (5) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. 2. Υπόχρεος που παραλείπει να υποβάλει δήλωση μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση, τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ. Σε περίπτωση που ο υπόχρεος τελεί το αδίκημα με σκοπό την απόκρυψη περιουσιακού στοιχείου που απέκτησε επωφελούμενος της ιδιότητάς του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. 3. Ο υπαίτιος του δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, αν η συνολική αξία της αποκρυπτόμενης περιουσίας του ιδίου και των λοιπών προσώπων για τα οποία αυτός οφείλει να υποβάλει δήλωση υπερβαίνει συνολικά το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, ανεξαρτήτως αν η απόκρυψη επιχειρείται με τη μη υποβολή δήλωσης ή την υποβολή ελλιπούς ή ανακριβούς δήλωσης. 4. Αν οι πράξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 τελέστηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται χρηματική ποινή. Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, μπορεί να κρίνει τις πράξεις αυτές ατιμώρητες. 5. Τρίτος ο οποίος εν γνώσει του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή. 6. Τα φυσικά πρόσωπα και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του άρθρου 5 του ν. 3691/2008 που παραβιάζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. 7. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη διάδοση των πληροφοριών σχετικά με καταδικαστική απόφαση για εγκλήματα του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένης της ανάρτησης της απόφασης στο διαδίκτυο, καθώς και της πλήρους ή μερικής δημοσίευσής της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης».
Άρθρο 7 (Παρακώλυση ελέγχου - Μη σύννομη δημοσίευση δήλωσης) «1. Τρίτος, ο οποίος αρνείται την παροχή στοιχείων και πληροφοριών, καθώς και όποιος παρεμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης υπόχρεου προσώπου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος δημοσιεύει τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης υπόχρεου ή υπόχρεων προσώπων με τρόπο που αντιβαίνει στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 2. 3. Με την ίδια ποινή τιμωρείται, επίσης, όποιος, παρ’ ότι είναι υπεύθυνος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1, για τη σύνταξη και διαβίβαση καταλόγου των υπόχρεων προσώπων των περιπτώσεων ζ΄, η΄, ιβ΄, ιγ΄, ιδ΄ και ιε΄ της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, παραλείπει τη σύνταξη και διαβίβαση του καταλόγου αυτού».
Άρθρο 8 (Απαγόρευση συμμετοχής σε εταιρεία με έδρα στην αλλοδαπή για πολιτικά πρόσωπα, απαγορεύσεις συμμετοχής σε εταιρείες με έδρα μη συνεργάσιμα φορολογικά κράτη και κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς) «1. … 2. Στους ... δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, ... απαγορεύεται να συμμετέχουν είτε οι ίδιοι, είτε με παρένθετα πρόσωπα, στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση εταιρειών, που έχουν πραγματική ή καταστατική έδρα σε κράτος μη συνεργάσιμο στο φορολογικό τομέα ή σε κράτος, που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς κατά την έννοια του άρθρου 65 του Ν. 4172/2013 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, Α΄ 167) και των υπουργικών αποφάσεων, που έχουν εκδοθεί βάσει των ως άνω διατάξεων και ισχύουν κάθε φορά. 3. ... Η κατά παράβαση της παραγράφου 2 άμεση ή δια παρένθετου προσώπου συμμετοχή σε εταιρεία, που έχει έδρα σε: α) κράτος μη συνεργάσιμο στο φορολογικό τομέα κατά την έννοια υπουργικής απόφασης, που εκδίδεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 5 του άρθρου 65 του Ν. 4172/2013, ή β) κράτος, που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς, κατά την έννοια υπουργικής απόφασης, που εκδίδεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 6 και 7 του άρθρου 65 του Ν. 4172/2013, τιμωρείται με την ίδια ποινή. 4. Για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου παρένθετα πρόσωπα των ατόμων, που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, είναι: α) οι σύζυγοι και οι εν διαστάσει σύζυγοί τους και τα πρόσωπα, με τα οποία έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, β) οι πρώτου βαθμού συγγενείς τους, γ) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ενεργεί, για οποιαδήποτε αιτία, για λογαριασμό ή καθ’ υπόδειξη ή κατ’ εντολή άλλου προσώπου, που κατέχει μία εκ των ιδιοτήτων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου. 5. … 6. Η διάταξη του άρθρου 2 του Ποινικού Κώδικα δεν εφαρμόζεται για τις άνω παραβάσεις. 7. Το άρθρο 178 του Ν. 4389/2016 ... καταργείται από τότε, που τέθηκε σε ισχύ».
Άρθρο 9 (Γενικές ποινικές διατάξεις) «1. Όπου στις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων προβλέπεται αθροιστικά ποινή στερητική της ελευθερίας και χρηματική, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 83 περ. ε΄ του Ποινικού Κώδικα.
2. Στον υπαίτιο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 παράγραφος 2 και 8 παράγραφος 2 επιβάλλεται και αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, αν η ποινή είναι φυλάκιση, και από δύο (2) έως δέκα (10) έτη, αν η ποινή είναι κάθειρξη. Η έκπτωση του υπαιτίου από το αιρετό δημόσιο, δημοτικό ή κοινοτικό αξίωμα ή τη δημόσια, δημοτική ή κοινοτική θέση που κατέχει, ως συνέπεια της αποστέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων, επέρχεται αυτοδικαίως μόλις η καταδικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη και δεν μπορεί να αποκλειστεί με εφαρμογή του άρθρου 64 του Ποινικού Κώδικα. 3. [η περ. α΄ καταργήθηκε με το άρθρο 180 παρ. 2 του ν. 4389/2016] β. Τα περιουσιακά στοιχεία που δεν δηλώθηκαν στην περίπτωση κάποιου από τα αδικήματα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6, δημεύονται με την καταδικαστική απόφαση, εκτός αν ο υπαίτιος αποδεικνύει τη νόμιμη προέλευση τους. γ. Το μερίδιο συμμετοχής που ανήκει άμεσα ή έμμεσα στον υπαίτιο του αδικήματος της παραγράφου 2 του άρθρου 8 και τα προϊόντα, το εισόδημα ή τα άλλα οφέλη που αποκτήθηκαν από το μερίδιο αυτό ή τη συμμετοχή στη διοίκηση της εξωχώριας εταιρείας δημεύονται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. δ. Αν τα περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, δεν υπάρχουν πλέον, δεν έχουν βρεθεί, δεν είναι δυνατόν να κατασχεθούν ή ανήκουν σε τρίτο σε βάρος του οποίου δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί δήμευση, δημεύονται περιουσιακά στοιχεία του υπαιτίου ίσης αξίας με αυτά κατά το χρόνο της καταδικαστικής απόφασης, όπως προσδιορίζονται από το δικαστήριο. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει και χρηματική ποινή μέχρι το ποσό της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία για δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας των υποκειμένων σε δήμευση. 4. Η διάταξη του άρθρου 263Β του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζεται και στα εγκλήματα των άρθρων 8 παρ. 2 του παρόντος νόμου»
.
Άρθρο 10 (Ποινική διαδικασία) «1. Για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στα άρθρα 6 έως 8 των υπόχρεων προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και στ΄ και ια` της παραγράφου 1 του άρθρου 1, … η ποινική δίωξη ασκείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών και ενεργείται ανάκριση στο εφετείο, ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα και ορισμό εφέτη ανακριτή από την ολομέλεια του οικείου εφετείου. Για την κατηγορία, εφόσον αυτή έχει χαρακτήρα κακουργήματος, αποφαίνεται το συμβούλιο των εφετών σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
2. Για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στα άρθρα 6 έως 8 των λοιπών υπόχρεων προσώπων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1, στο άρθρο 14, καθώς και σε άλλους ειδικούς νόμους, η ποινική δίωξη ασκείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών και ενεργείται με παραγγελία για προανάκριση ή κύρια ανάκριση, ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξης. Για την κατηγορία, εφόσον αυτή έχει χαρακτήρα κακουργήματος, αποφαίνεται το συμβούλιο πλημμελειοδικών. 3. Στις Εισαγγελίες Εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης και στις Εισαγγελίες Πλημμελειοδικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης ορίζονται αντίστοιχα από τους διευθύνοντες αυτών τουλάχιστον ένας Αντεισαγγελέας Εφετών και ένας Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών, οι οποίοι χειρίζονται τις δικογραφίες που σχηματίζονται για τις αξιόποινες πράξεις του παρόντος νόμου. 4. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των πράξεων που τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος είναι το τριμελές εφετείο, ενώ για τις σε βαθμό πλημμελήματος το τριμελές πλημμελειοδικείο. 5. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».


7. Επειδή, περαιτέρω, με τον ν. 4281/2014 θεσπίστηκε η υποχρέωση υποβολής δήλωσης οικονομικών συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.). Ειδικότερα, στο άρθρο 229 του νόμου, όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 προστέθηκε με το άρθρο 181 του ν. 4389/2016, προβλέπεται ότι:
«Δήλωση οικονομικών συμφερόντων 1. Οι υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης κατά το ν. 3213/2003, εκτός από την ετήσια δήλωση, υποβάλλουν, στην ίδια προθεσμία, δήλωση οικονομικών συμφερόντων των ιδίων και των συζύγων τους, η οποία περιλαμβάνει:
α) τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες,
β) τη συμμετοχή τους στη διοίκηση πάσης φύσεως νομικών προσώπων και εταιριών, ενώσεων προσώπων και μη κυβερνητικών οργανώσεων
γ) οποιαδήποτε αμειβόμενη τακτική δραστηριότητα που αναλαμβάνουν παράλληλα, με την άσκηση των καθηκόντων τους είτε ως υπάλληλοι είτε ως αυτοαπασχολούμενοι,
δ) οποιαδήποτε αμειβόμενη περιστασιακή δραστηριότητα (περιλαμβανομένων της συγγραφικής δραστηριότητας, του διδακτικού έργου ή της παροχής συμβουλών) που αναλαμβάνουν παράλληλα με την άσκηση των καθηκόντων τους, εάν η συνολική αμοιβή υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ ανά ημερολογιακό έτος,
ε) τη συμμετοχή σε εταιρεία ή κοινοπραξία, όταν αυτή η συμμετοχή ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη δημόσια πολιτική ή όταν δίνει στον υπόχρεο τη δυνατότητα σημαντικής επιρροής επί υποθέσεων της εν λόγω εταιρείας ή σύμπραξης,
στ) για την περίπτωση προσώπων που υπηρετούν σε αιρετή δημόσια θέση, οποιαδήποτε οικονομική υποστήριξη από τρίτους, σε προσωπικό ή σε υλικούς πόρους, που χορηγείται σε συνάρτηση με τη δημόσια δραστηριότητα τους, με ένδειξη της ταυτότητας των τρίτων αυτών, εάν η συνολική αξία υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ζ) οποιαδήποτε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα που προκάλεσαν άμεση ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τα καθήκοντα τους. Ως σύγκρουση συμφερόντων νοείται η περίπτωση κατά την οποία υπόχρεος έχει προσωπικό συμφέρον που θα μπορούσε να επηρεάσει αθέμιτα την εκτέλεση των καθηκόντων του. Σύγκρουση συμφερόντων δεν υπάρχει στην περίπτωση που ο υπόχρεος αντλεί κάποιο όφελος μόνο ως μέλος του γενικότερου κοινού ή μίας ευρύτερης κατηγορίας ατόμων.
2. Η δήλωση περιλαμβάνει τα συμφέροντα και δραστηριότητες των ανωτέρω περιπτώσεων που αφορούν στο προηγούμενο της υποβολής οικονομικό έτος. Η δήλωση υπογράφεται χωριστά από τον υπόχρεο ή τη σύζυγο για τα στοιχεία εκάστου.
3. Η δήλωση συντάσσεται σε ειδικό έντυπο, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με την απόφαση της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003. Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής για τους υπόχρεους της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 και με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τους λοιπούς υπόχρεους, ορίζεται ότι η δήλωση οικονομικών συμφερόντων υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας ειδικής εφαρμογής, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 ..., όπως ισχύει κάθε φορά και [να] καθορίζεται κάθε αναγκαία προς τούτο λεπτομέρεια, οι απαραίτητες διασφαλίσεις για τα πρόσωπα και τους όρους πρόσβασης στα στοιχεία τους και τυχόν ρυθμίσεις μεταβατικού χαρακτήρα.
4. Στις περιπτώσεις που προβλέπεται κατά το νόμο δημοσιοποίηση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, μπορεί, υπό τους ίδιους όρους, να δημοσιοποιηθούν και στοιχεία των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων. ….».

Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 229 του ν. 4281/2014 προκύπτει ότι η δήλωση οικονομικών συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) έχει όμοιο περιεχόμενο για όλες τις, ετερόκλητες, κατηγορίες υπόχρεων υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (δικαστικών λειτουργών, οργάνων της νομοθετικής εξουσίας, επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, άλλων δημοσίων λειτουργών, δημοσίων υπαλλήλων, ιδιωτών δραστηριοποιουμένων στο πλαίσιο της ιδιωτικής οικονομίας) και δεν είναι σαφής ως προς ορισμένα από τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η δήλωση (βλ. π.χ. την περίπτωση στ΄ της παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου 229, η οποία προβλέπει ότι με την Δ.Ο.Σ. πρέπει να δηλωθούν «οποιαδήποτε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα που προκάλεσαν άμεση ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τα καθήκοντα» των υπόχρεων και των συζύγων τους· βλ. επίσης την περίπτωση α΄ της ανωτέρω παρ. 1, η οποία προβλέπει την υποχρέωση να δηλωθούν «επαγγελματικές δραστηριότητες» των υπόχρεων και των συζύγων τους). Πάντως, ειδικώς προκειμένου περί δικαστικών λειτουργών, ως «οικονομικά συμφέροντα», στα οποία αναφέρεται η Δ.Ο.Σ., προδήλως δεν νοούνται αυτά που συνάπτονται με καθήκοντα, τα οποία οι δικαστικοί λειτουργοί ασκούν κατά το Σύνταγμα ή το νόμο (π.χ. ως μέλη του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας).


8. Επειδή, εξ άλλου, ο ν. 3691/2008 «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 166), όπως ισχύει, ορίζει τα ακόλουθα:
Άρθρο 2 (Αντικείμενο) «1. Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η πρόληψη και καταστολή των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως αυτά τα αδικήματα ορίζονται κατωτέρω, καθώς και η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τους κινδύνους που ενέχουν. …».
Άρθρο 3 (Εγκληματικές δραστηριότητες - βασικά αδικήματα) «Ως εγκληματικές δραστηριότητες νοούνται η διάπραξη ενός ή περισσότερων από τα ακόλουθα αδικήματα που καλούνται εφεξής βασικά αδικήματα: … γ) παθητική δωροδοκία (άρθρο 235 ΠΚ), δ) ενεργητική δωροδοκία (236 ΠΚ), ε) δωροληψία και δωροδοκία πολιτικών προσώπων και δικαστικών λειτουργών (άρθρα 159, 159Α και 237 ΠΚ), …».
Άρθρο 7 (Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης) «1. Συνιστάται “Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης” (εφεξής “Αρχή”). Σκοπός της Αρχής είναι η λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη και καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ΄ έως και ιε΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 … . 2. Η Αρχή απολαμβάνει διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η έδρα της είναι στο Νομό Αττικής, σε τόπο που καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Ο προϋπολογισμός της Αρχής αποτελεί τμήμα του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών. … 3. Για οποιαδήποτε διαφορά διοικητικής ή αστικής φύσης ανακύπτει από τη λειτουργία της Αρχής αποκλειστικά αρμόδια είναι τα δικαστήρια της Αθήνας. 4. Η Αρχή συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δεκατέσσερα (14) Μέλη, καθώς και από ισάριθμους αναπληρωτές τους, οι οποίοι πρέπει να διαθέτουν τις αυτές ιδιότητες και προσόντα με αυτούς. Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Αρχής απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδηση τους. Η θητεία τους είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται για μια ακόμα φορά. 5. Πρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός εν ενεργεία, με γνώση της αγγλικής γλώσσας, ο οποίος επιλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος της Αρχής είναι πλήρους απασχόλησης. Ο διορισμός του γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. 6. Τα Μέλη της Αρχής και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από πρόταση κατά λόγο αρμοδιότητας των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών, Εξωτερικών και Προστασίας του Πολίτη, του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οι οποίοι προτείνουν πρόσωπα που διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση, το ήθος τους και την επαγγελματική τους ικανότητα και εμπειρία στον τραπεζικό, οικονομικό, νομικό ή επιχειρησιακό τομέα, ανάλογα με τις απαιτήσεις των επί μέρους Μονάδων της Αρχής. Ο διορισμός των τακτικών Μελών γίνεται αφού προηγηθεί γνώμη της Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για την καταλληλότητα των προτεινόμενων προσώπων. Για το Σκοπό αυτόν εφαρμόζεται κατ’ αναλογία η διαδικασία των παραγράφων 3 έως 5 του άρθρου 49Α του Κανονισμού της Βουλής, η οποία κινείται με πρωτοβουλία του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων». Άρθρο 7Α (Μονάδες και αρμοδιότητες της Αρχής) «Η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, υπό κοινό Πρόεδρο. Οι Μονάδες συνεδριάζουν νόμιμα, εφόσον μετέχουν στη συνεδρίαση ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του και τα μισά τουλάχιστον από τα μέλη τους ή τους αναπληρωτές τους, και αποφασίζουν με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Οι Μονάδες και οι αρμοδιότητες τους έχουν ως εξής: 1. Α΄ Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών ... 2. Β΄ Μονάδα Οικονομικών Κυρώσεων κατά Υπόπτων Τρομοκρατίας … 3. Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης α) Η Γ΄ Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τέσσερα (4) Μέλη της Αρχής και ειδικότερα: αα) ένα στέλεχος από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό,
ββ) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος, που προτείνεται από τον Διοικητή της, γγ) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που προτείνεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο και δδ) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με πτυχίο νομικής σχολής, που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό. β) Η Γ΄ Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων και τη διερεύνηση οικονομικών συναλλαγών. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται στην Αρχή τριάντα (30) θέσεις, από τις οποίες οι δέκα (10) είναι θέσεις επιστημονικού προσωπικού. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τους φορείς από όπου προέρχονται τα Μέλη της Μονάδας. Οι αποσπάσεις είναι τριετούς διάρκειας με δυνατότητα ανανέωσης. γ) Η Μονάδα δέχεται τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο αα’ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, πλην εκείνων του άρθρου 14 του ιδίου νόμου. Διερευνά και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή περιέρχονται στην Αρχή σχετικά με τη μη υποβολή ή με ανακρίβειες των δηλώσεων αυτών. Προβαίνει σε έλεγχο όλων των δηλώσεων: … δδ) των Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας,
εε) … Ως προς τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα, η Μονάδα προβαίνει σε δειγματοληπτικό, κατά την κρίση της, ή στοχευμένο έλεγχο της περιουσιακής τους κατάστασης. Ο έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης της υποβολής και του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τη διακρίβωση, κατά πόσον η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσής τους. Η παράγραφος 3 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 όπως ισχύει, εφαρμόζεται αναλόγως. Η Μονάδα μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 3213/2003.
δ) Μετά το πέρας ενός ελέγχου, η Μονάδα αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί με αιτιολογημένο πόρισμα της στον αρμόδιο, κατά την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3213/2003, Εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεγέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για μια τέτοια παραπομπή. Αν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού κατά το άρθρο 12 του ν. 3213/2003, το πόρισμα αποστέλλεται και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αν διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα φορολογικής ή άλλης αρχής, το πόρισμα αποστέλλεται και στην αρχή αυτή. Υπόθεση που αρχειοθετήθηκε μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχισθεί ο έλεγχος ή να συσχετισθεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής. ε) Στο τέλος κάθε έτους η Μονάδα υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».

Άρθρο 7Β (Εξουσίες των Μονάδων της Αρχής) «1. Οι Μονάδες της Αρχής έχουν πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, καθώς και στο σύστημα “Τειρεσίας”. 2. Οι Μονάδες μπορούν να ζητούν στο πλαίσιο των ελέγχων και των ερευνών τους τη συνεργασία και την παροχή στοιχείων κάθε είδους από φυσικά πρόσωπα, δικαστικές, προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές, δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και οργανισμούς οποιασδήποτε μορφής. Ενημερώνουν εγγράφως ή με ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο τους διαβιβάζοντες τις πληροφορίες ότι τις έλαβαν και τους παρέχουν άλλα σχετικά στοιχεία, στο μέτρο που δεν παραβιάζεται το απόρρητο των ερευνών τους και δεν δυσχεραίνεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Οι Μονάδες μπορούν, επιπλέον, σε σοβαρές κατά την κρίση τους υποθέσεις, να διενεργούν ειδικούς επιτόπιους ελέγχους σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία ή σε οργανισμούς και επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα, συνεργαζόμενες, αν κριθεί αναγκαίο, με τις εκάστοτε Αρμόδιες αρχές. 3. Οι Μονάδες ζητούν από τα Υπόχρεα πρόσωπα όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, στις οποίες περιλαμβάνονται και ομαδοποιημένες πληροφορίες που αφορούν ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών ή δραστηριοτήτων φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους και στις εγκαταστάσεις των υπόχρεων προσώπων, υπό την προϋπόθεση τήρησης - εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση - των άρθρων 9 παράγραφος 1, 9Α και 19 παράγραφος 1 του Συντάγματος, και ενημερώνουν τις Αρμόδιες αρχές για περιπτώσεις ελλιπούς συνεργασίας ή μη συμμόρφωσης των εν λόγω προσώπων προς τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. 4. Έναντι των Μονάδων δεν ισχύει, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών τους, οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 5. Οι Μονάδες δύνανται να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με τους αναφερόμενους στο άρθρο 40 φορείς και τηρούν στατιστικά στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 38. 6. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο Πρόεδρος, τα Μέλη και το προσωπικό της Αρχής έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας και να απέχουν από την εξέταση υποθέσεων για τις οποίες υπάρχει πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων ή στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα συγγενικά ή οικεία. Επίσης, έχουν καθήκον να τηρούν εχεμύθεια για πληροφορίες των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση αυτή διατηρείται και μετά από την εκούσια ή ακούσια αποχώρησή τους από την Αρχή. Οι παραβαίνοντες το ανωτέρω καθήκον εχεμύθειας τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών». Άρθρο 7Γ (Προσωπικό και λειτουργία των Μονάδων της Αρχής) 1. … 8. Ο Πρόεδρος, τα Μέλη και οι υπάλληλοι της Αρχής που παραβαίνουν εκ δόλου τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του παρόντος νόμου υπέχουν, ανεξάρτητα από την ποινική, και πειθαρχική ευθύνη. Η πειθαρχική δίωξη κατά του Προέδρου ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα όργανα που προβλέπονται στο Σύνταγμα και τον Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών. Η πειθαρχική δίωξη κατά των Μελών ασκείται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του άρθρου 18 παρ. 3 του ν. 2472/1997 … . Τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα αποφασίζουν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την απαλλαγή ή την παύση του εγκαλουμένου. Η πειθαρχική δίωξη κατά των υπαλλήλων ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα των φορέων από τους οποίους προέρχονται, μετά από σχετική αναφορά του Προέδρου της Αρχής».


9. Επειδή, περαιτέρω, στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3666/2008 (Α΄ 105) ορίζονται τα εξής: Άρθρο 8 παρ. 5 «Κάθε Κράτος Μέρος προσπαθεί, όπου αρμόζει και σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, να θεσπίζει μέτρα και συστήματα που απαιτούν από τους δημόσιους λειτουργούς να υποβάλλουν δηλώσεις στις αρμόδιες αρχές σχετικά, μεταξύ άλλων, με τις εξωυπηρεσιακές δραστηριότητες, την απασχόληση, τις επενδύσεις, τα περιουσιακά στοιχεία και τα σημαντικά δώρα ή οφέλη από τα οποία μπορεί να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τις λειτουργίες τους ως δημόσιων λειτουργών».
Άρθρο 11 (Μέτρα που αφορούν τους δικαστές και τις εισαγγελικές υπηρεσίες) «1. Λαμβάνοντας υπόψη την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος και τον κρίσιμο ρόλο του στην καταπολέμηση της διαφθοράς, κάθε Κράτος Μέρος, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού του συστήματος και με την επιφύλαξη της δικαστικής ανεξαρτησίας λαμβάνει μέτρα για να ενισχυθεί η ακεραιότητα και να προληφθούν οι ευκαιρίες για διαφθορά μεταξύ των μελών του δικαστικού σώματος. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν κανόνες για τη συμπεριφορά των μελών του δικαστικού σώματος. 2. Μέτρα παρόμοια με αυτά που λαμβάνονται, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μπορούν να εισαχθούν και να εφαρμοστούν και για την εισαγγελική υπηρεσία, στα Κράτη Μέρη … όπου δεν αποτελεί τμήμα του δικαστικού σώματος, αλλά χαίρει ανεξαρτησίας παρόμοιας με αυτή του δικαστικού σώματος».

10. Επειδή, εν συνεχεία, εκδόθηκε, κατ’ επίκληση του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3213/2003, η προσβαλλόμενη 1846/13.10.2016 κοινή υπουργική απόφαση (κ.υ.α.), η οποία ορίζει τα ακόλουθα:
Άρθρο 1 (Πεδίο Εφαρμογής) «Η παρούσα έχει εφαρμογή στα υπόχρεα πρόσωπα του Ν. 3213/2003 … όπως ισχύει, τα οποία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, υποβάλλουν τις δηλώσεις τους και ελέγχονται από: α) την Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. β) τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης. γ) τον εποπτεύοντα την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας εισαγγελικό λειτουργό της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. δ) τον αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιά, ο οποίος έχει οριστεί για το έργο αυτό από τον Προϊστάμενο της οικείας Εισαγγελίας και επικουρείται προς τούτο από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων του Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής».
Άρθρο 2 (Διαδικασία υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης) «1. Ο υπόχρεος υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (Δ.Π.Κ.) απαιτείται να είναι ενεργός χρήστης των υπηρεσιών του TAXISnet, προκειμένου να υποβάλει τη δήλωση αποκλειστικά ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής. Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από τον υπόχρεο και αφορά την περιουσιακή κατάστασή του, καθώς και του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων του. Υποχρέωση υποβολής δήλωσης υφίσταται και στην περίπτωση, που δεν έχει μεταβληθεί η περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. 2. Η ταυτοποίηση υπόχρεου και συζύγου από την εφαρμογή ηλεκτρονικής υποβολής Δ.Π.Κ., γίνεται με τη χρήση των προσωπικών κωδικών στο TAXISnet. Διακριτούς προσωπικούς κωδικούς TAXISnet πρέπει να έχει τόσο ο υπόχρεος, όσο και ο/η σύζυγος υπόχρεου υποβολής Δ.Π.Κ., προκειμένου να καταστεί δυνατή η υποχρεωτική έγκριση των περιουσιακών στοιχείων, που δηλώθηκαν από τον υπόχρεο και αφορούν στον/στην σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα. Η αίτηση για τη χορήγηση και η διαχείριση των κωδικών αυτών, γίνεται αποκλειστικά μέσω του συστήματος TAXISnet. 3. Κατά την υποβολή ετήσιας Δ.Π.Κ. ο υπόχρεος οφείλει σε κάθε περίπτωση να επικαιροποιήσει την περιουσιακή του κατάσταση, σε σχέση με το αντίγραφο της Δ.Π.Κ. του αμέσως προηγούμενου έτους, που παράγεται από την ηλεκτρονική εφαρμογή για την υποβοήθησή του και να διατηρήσει αναλλοίωτα τα στοιχεία, τα οποία δεν έχουν μεταβληθεί. 4. Ο υπόχρεος υποβάλλει με τον/την σύζυγο κοινή Δ.Π.Κ. 5. Σε περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας του/της συζύγου υπόχρεου, να συνυποβάλλει κοινή δήλωση, η δήλωση υποβάλλεται μόνον από τον υπόχρεο, ο οποίος οφείλει να αναφέρει συγχρόνως στις παρατηρήσεις του συστήματος το γεγονός της άρνησης ή της αδυναμίας. Άρνηση θεωρείται και η βεβαιωμένη διάσταση των συζύγων, που έχει δηλωθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του υπόχρεου».
Άρθρο 3 (Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (Δ.Π.Κ.) «1. Η Δ.Π.Κ. του Ν. 3213/2003 …, όπως ισχύει, έχει ως περιεχόμενο το συνημμένο υπόδειγμα στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας. 2. Κατά την υποβολή Δ.Π.Κ. από τον υπόχρεο, τα βασικά στοιχεία αυτού, δηλαδή, ο Α.Φ.Μ., το επώνυμο, το όνομα και το πατρώνυμο, εμφανίζονται όπως τηρούνται στο φορολογικό Μητρώο. Σε περίπτωση ανακρίβειας αυτών, απαιτείται, πριν από την υποβολή της δήλωσης, η διόρθωση των ανακριβών στοιχείων στο φορολογικό Μητρώο. 3. Τα προσωπικά στοιχεία του υπόχρεου, όπως Α.Δ.Τ., διεύθυνση, τηλέφωνο κ.λπ., δηλώνονται ως έχουν κατά την ημερομηνία της υποβολής της Δ.Π.Κ. Τα λοιπά στοιχεία, όπως υπηρεσιακά, οικογενειακά κ.λπ., ως και η ιδιότητα του υπόχρεου δηλώνονται ως είχαν κατά το έτος, που αφορά η δήλωση. 4. Η αρχική δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα στην ημεδαπή και την αλλοδαπή κατά τον χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία, καθώς και την αξία κτήσης τους, εφόσον είναι διαθέσιμη. Η ετήσια Δ.Π.Κ. περιέχει τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία κατά την 31η Δεκεμβρίου του έτους, στο οποίο αφορά η δήλωση, στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, καθώς και την αξία κτήσης τους, εφόσον είναι διαθέσιμη. 5. Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου κατά τη χρήση, που αφορά η δήλωση, δηλώνονται υποχρεωτικώς ο τρόπος απόκτησης, το ύψος της σχετικής δαπάνης (καταβληθέν τίμημα), καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης περιουσιακού στοιχείου, που είχε δηλωθεί σε προηγούμενη δήλωση του υπόχρεου, δηλώνεται το εισπραχθέν τίμημα. 6. Ειδικά σε περίπτωση απόκτησης νέου εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου ή εκποίησης εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου, που έχει δηλωθεί σε προηγούμενες δηλώσεις του υπόχρεου, δηλώνονται τα στοιχεία του συμβολαίου απόκτησης ή εκποίησης. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμβόλαιο απόκτησης εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων λόγω κληρονομικής διαδοχής, δηλώνονται τα στοιχεία του κληρονομούμενου, καθώς και ο τρόπος και η ιδιότητα, με την οποία ο υπόχρεος έγινε κληρονόμος. 7. Στην περίπτωση απόκτησης και απώλειας εμπράγματου δικαιώματος επί του ίδιου ακινήτου κατά τη χρήση, που αφορά η δήλωση, δηλώνονται και οι δύο μεταβολές. Το άνω ισχύει αντίστοιχα και για τα οχήματα, πλωτά και εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και για τις συμμετοχές σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση».
Άρθρο 4 (Διασφαλίσεις για την ηλεκτρονική υποβολή και Συνημμένα Δικαιολογητικά) «1. Για την υποβοήθησή του στην ηλεκτρονική υποβολή της Δ.Π.Κ., ο υπόχρεος, μετά την ταυτοποίησή του μέσω των κωδικών του TAXISnet και εφόσον συναινέσει με υπεύθυνη δήλωσή του σε αυτό, μπορεί να μεταφέρει στη Δ.Π.Κ. τα δεδομένα της τελευταίας ηλεκτρονικά υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (Ε1) του έτους, στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., καθώς και τα στοιχεία των ακινήτων, που περιλαμβάνονται στη «βεβαίωση της περιουσιακής του κατάστασης» κατά την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους, στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι αρχική ή του τρέχοντος έτους, εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι ετήσια, όπως αυτά τηρούνται ηλεκτρονικά στη Γ.Γ.Δ.Ε. 2. Όλα τα δεδομένα των ανωτέρω δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί, κατά την οριστική υποβολή της Δ.Π.Κ., από τυχόν υποβολή τροποποιητικών ή/και συμπληρωματικών δηλώσεων εισοδήματος για το έτος που αφορά η Δ.Π.Κ., καθώς και τα στοιχεία της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου κατά την ημερομηνία της ανωτέρω παραγράφου, θα επισυνάπτονται αυτόματα ηλεκτρονικά στην υποβαλλόμενη Δ.Π.Κ., όπως προβλέπεται στο άρθρ. 2 της παραγράφου 1 περ. γ΄ του Ν. 3213/2003.
3. Η Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Δ.ΗΛΕ.Δ.) της Γ.Γ.Δ.Ε., που είναι η αρμόδια υπηρεσία για τις ανωτέρω χορηγήσεις όλων των στοιχείων των δηλώσεων εισοδήματος και ακινήτων των υπόχρεων, οφείλει να τηρεί αρχείο για αυτές, με το στοιχείο της ημερομηνίας και ώρας χορήγησης/πρόσβασης, καθώς και το μοναδικό αριθμό ταυτοποίησης της οριστικοποιημένης Δ.Π.Κ., που σχετίζεται με την κάθε χορήγηση. Για τις Δ.Π.Κ. των ετών 2015 και 2016, που έχουν οριστικοποιηθεί ηλεκτρονικά από τους υπόχρεους πριν από την έκδοση της παρούσας, θα πρέπει να επισυναφθούν ηλεκτρονικά από τη Δ.ΗΛΕ.Δ. σε συνεργασία με το φορέα λειτουργίας της ηλεκτρονικής εφαρμογής υποβολής Δ.Π.Κ., τα συνυποβαλλόμενα της ανωτέρω παραγράφου 2. 4. Για τη διευκόλυνση του ελέγχου των Δ.Π.Κ., όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 του Ν. 3213/2003, όπως ισχύει, η φορολογική διοίκηση χορηγεί στα αρμόδια όργανα ελέγχου, μετά από αίτησή τους, στοιχεία για όλες τις πιθανές τροποποιήσεις των παραπάνω δηλώσεων εισοδήματος και ακινήτων των υπόχρεων αρμοδιότητάς τους, οι οποίες τηρούνται ηλεκτρονικά. 5. Με την οριστική υποβολή της δήλωσης, ο υπόχρεος δύναται να αποθηκεύσει στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή αντίγραφο της υποβληθείσας Δ.Π.Κ., ως αποδεικτικό υποβολής, όπου εμφανίζονται ο αριθμός αυτής και η ημερομηνία υποβολής της. 6. Κατά τη διαδικασία της ηλεκτρονικής υποβολής Δ.Π.Κ., οι υπόχρεοι, οι οποίοι ανήκουν στις κατηγορίες των υποχρεωτικά ελεγχόμενων προσώπων, όπως αυτές προβλέπονται στις κείμενες διατάξεις, αποστέλλουν ηλεκτρονικά στο αρμόδιο όργανο ελέγχου, εφάπαξ κατά την υποβολή της αρχικής δήλωσης και εφόσον υπάρχουν μεταβολές κατά την υποβολή της ετήσιας δήλωσης, τα ακόλουθα δικαιολογητικά: α. Συμβόλαια των ακινήτων. β. Βεβαιώσεις επενδυτικών προϊόντων και χαρτοφυλακίων χρηματοοικονομικών προϊόντων, όπως αυτά περιγράφονται στο στοιχείο iii της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Ν. 3213/2003, που κατ’ ελάχιστον θα περιλαμβάνουν το όνομα του χειριστή της μερίδας, το όνομα των προϊόντων, το κόστος κτήσης και την αποτίμηση αυτών. γ. Βεβαιώσεις ή παραστατικά από τα οποία να προκύπτουν τα υπόλοιπα τραπεζικών λογαριασμών, καθώς και αντίστοιχες βεβαιώσεις ή παραστατικά για κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστευμάτων (trusts) δ. Παραστατικά των Τραπεζών, Ταμιευτηρίων και άλλων ημεδαπών ή αλλοδαπών πιστωτικών Ιδρυμάτων απ’ τα οποία θα αποδεικνύεται η μίσθωση θυρίδων. ε. Παραστατικά αγοράς ή πράξεις φορολογικής αρχής ή ασφαλιστήρια συμβόλαια για τα κινητά μεγάλης αξίας άνω των 30.000,00 €, όπως ειδικότερα αυτά προσδιορίζονται στο στοιχείο vi της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Ν. 3213/2003. στ. Άδειες κυκλοφορίας πλωτών και εναερίων μεταφορικών μέσων, καθώς και των κάθε χρήσης οχημάτων και σε περίπτωση απόκτησης ή εκποίησης κατά την διάρκεια του χρόνου που αφορά η δήλωση επιπλέον παραστατικά αγοράς ή πώλησης. z. Παραστατικά για συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση. 7. Το απόρρητο της διαδικτυακής επικοινωνίας του υπόχρεου με τα συστήματα της Γ.Γ.Π.Σ. και Δ.Υ. διασφαλίζεται με τη χρήση ψηφιακού πιστοποιητικού από την εφαρμογή υποβολής. Τα απόρρητα στοιχεία των Δ.Π.Κ. τηρούνται κρυπτογραφημένα στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων του συστήματος. Το ηλεκτρονικό σύστημα συνοδεύεται από πολιτικές ασφάλειας, που καλύπτουν όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και εξασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα και ακεραιότητα των στοιχείων της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων»
.
Άρθρο 5 (Ηλεκτρονική επεξεργασία) «1. Υπεύθυνοι επεξεργασίας της αυτοτελούς ειδικής βάσης των δεδομένων περιουσιακής κατάστασης, όπως ορίζεται στο Ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Α΄ 50), είναι τα όργανα ελέγχου, όπως αναφέρονται στο άρθρο 3 του Ν. 3213/2003, όπως ισχύει, αποκλειστικά και μόνο για τους ελεγχόμενους αρμοδιότητάς τους. 2. Εκτελούντες την επεξεργασία της παραπάνω βάσης δεδομένων κατ’ εντολή των υπευθύνων επεξεργασίας, όπως επίσης ορίζεται στο Ν. 2472/1997, είναι τα όργανα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης, καθώς και τα ίδια τα όργανα ελέγχου αποκλειστικά και μόνο για τους ελεγχόμενους της αρμοδιότητάς τους. 3. Την ευθύνη διαχείρισης του ηλεκτρονικού συστήματος έχουν τα όργανα ελέγχου, όπως αναφέρονται στο άρθρο 3 του Ν. 3213/2003, όπως ισχύει, αποκλειστικά και μόνο για τους ελεγχόμενους της αρμοδιότητάς τους. 4. Για τις ανάγκες του ελέγχου των Δ.Π.Κ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 3213/2003, όπως ισχύουν, κάθε όργανο ελέγχου ορίζει τους υπαλλήλους του, καθώς και τα δικαιώματα πρόσβασης, που αυτοί έχουν επί των στοιχείων της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων του ηλεκτρονικού συστήματος. Η πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα των υπαλλήλων αυτών είναι αυστηρά προσωποποιημένη, ελεγχόμενη μέσω μοναδικού ονόματος χρήστη και προσωπικού μυστικού κωδικού. Επίσης, οι ενέργειες των υπαλλήλων αυτών εντός του ηλεκτρονικού συστήματος καταγράφονται ηλεκτρονικά».
Άρθρο 7 (Ηλεκτρονικός κατάλογος ελεγχόμενων προσώπων) «Μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου κάθε έτους ο αρμόδιος φορέας, στον οποίον υπάγονται οι υπόχρεοι ετήσιας Δ.Π.Κ., οφείλει να καταχωρίσει ηλεκτρονικά, μέσω της ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής, τον προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 3213/2003 κατάλογο των ελεγχόμενων προσώπων και να τον οριστικοποιήσει, προκειμένου να κοινοποιηθεί στο αρμόδιο όργανο ελέγχου. Ο κατάλογος θα περιλαμβάνει υπόχρεους, που απέκτησαν, κατέχουν ή απώλεσαν την ιδιότητα του υπόχρεου στην προηγούμενη χρήση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Η μη ύπαρξη υπόχρεων πρέπει να δηλώνεται ηλεκτρονικά με την οριστικοποίηση μηδενικού καταλόγου από πιστοποιημένο χρήστη του φορέα».
Άρθρο 8 (Τύπος, περιεχόμενο και διαδικασία υποβολής της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) «1. Ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων του άρθρου 229 του Ν. 4281/2014 (Α΄ 260) όπως ισχύει, έχει ως το συνημμένο υπόδειγμα στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας 2. Η Δ.Ο.Σ. υποβάλλεται αποκλειστικά ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής από τον υπόχρεο και τον/την σύζυγο, ταυτόχρονα με την υποβολή της Δ.Π.Κ. Η υποβολή της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων αποδεικνύεται κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 4 της παρούσας».
Άρθρο 9 (Μεταβατικές Διατάξεις) «1. Όσοι υπόχρεοι έως τη δημοσίευση της παρούσας δεν έχουν υποβάλει Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. κατά το 2016, μέσω της ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής, υποχρεούνται να υποβάλλουν ηλεκτρονικά τις παραπάνω δηλώσεις. 2. Κατά την υποβολή της πρώτης ετήσιας ηλεκτρονικής δήλωσης δηλώνεται το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου, καθώς και η αξία κτήσης τους, εφόσον είναι διαθέσιμη. 3. Γενικές οδηγίες και επεξηγήσεις, όσον αφορά στη συμπλήρωση και υποβολή των δηλώσεων Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα ελέγχου, ανά κατηγορία υπόχρεου υποβολής δήλωσης. 4. Η κοινή υπουργική απόφαση με αριθμ. απόφ. ΑΥΤ.ΤΜ.ΣΤΡ. 0000910 ΕΞ 2015/24.11.2015 (ΦΕΚ Β΄/2579/2015 Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών αντικαθίσταται από την παρούσα».

Στη συνέχεια της απόφασης, αμέσως μετά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 9, έχει τεθεί το Παράρτημα Ι με τους πίνακες 01 έως και 13 (και σχετικές επεξηγήσεις) της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης. Ακολουθεί το Παράρτημα ΙΙ με τον αντίστοιχο πίνακα της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων. Εξ άλλου, με την  16327/11503/13.10.2016 απόφαση του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων (3301 Β΄/13.10.2016), παρόμοιου περιεχομένου με την προσβαλλόμενη πράξη, ρυθμίστηκε ο τύπος και το περιεχόμενο των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. για τους υπόχρεους, οι οποίοι υπάγονται στην αρμοδιότητα της Επιτροπής Ελέγχου του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003.



11. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1 και 35 παρ. 1  του Συντάγματος επιβάλλεται η πλήρης δημοσίευση όχι μόνο των τυπικών νόμων, αλλά και όλων των κανονιστικών πράξεων, ως συστατικό στοιχείο του κύρους τους. Συνεπώς, αν, για την εφαρμογή από τους διοικουμένους των προβλεπομένων σε κανονιστική πράξη, επιβάλλεται η χρήση διαδικτυακής εφαρμογής, όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση η ηλεκτρονική υποβολή των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., πρέπει να δημοσιεύονται όλα τα στοιχεία που εμφανίζονται στην ηλεκτρονική αυτή εφαρμογή, ώστε ο διοικούμενος, πριν προχωρήσει στην υποβολή των δηλώσεων, να γνωρίζει εκ των προτέρων ποια στοιχεία πρέπει να δηλώσει και να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητας αυτών. Με το άρθρο δε 5 παρ. 2 περ. θ΄ του ν. 3469/2006 «Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 131) επιβάλλεται, σύμφωνα με τον ως άνω συνταγματικό κανόνα, η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως όλων των κανονιστικών πράξεων, για τις οποίες δεν προβλέπεται άλλος ειδικότερος τρόπος δημοσίευσης (βλ. Σ.τ.Ε. 87/2011 Ολομ.).


12. Επειδή, όπως εκτέθηκε και ανωτέρω (σκέψη 4), η προσβαλλόμενη πράξη είναι κανονιστική.
Στο άρθρο 3 παρ. 1 αυτής ορίζεται ότι η Δ.Π.Κ. έχει ως περιεχόμενο το συνημμένο υπόδειγμα στο Παράρτημα Ι, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής. Στο παράρτημα αυτό, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, περιλαμβάνονται οι εξής δέκα τρεις πίνακες που καλούνται να συμπληρώσουν οι υπόχρεοι: 01 Στοιχεία του ή της υπόχρεου, 02 Στοιχεία του ή της συζύγου, 03 Στοιχεία των ανήλικων παιδιών, 04 Έσοδα από κάθε πηγή που αποκτήθηκαν κατά το φορολογικό έτος 20ΧΧ, 05 Μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, ομόλογα και κάθε είδους ομολογίες, αμοιβαία κεφάλαια, παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, καθώς και οποιοδήποτε χρηματοοικονομικό προϊόν τράπεζας, ασφαλιστικής εταιρείας ή οποιουδήποτε άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, 06 Μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά ιδρύματα, 07 Καταθέσεις σε τράπεζες, Ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα υπόλοιπα χρηματιστηριακών λογαριασμών - χρηματικών καρτελών, 08 Κινητά περιουσιακά στοιχεία, αξίας άνω των 30.000 € (ή ίσης αξίας σε άλλο νόμισμα) και φυλασσόμενα μετρητά άνω των 15.000 € (ή ίσης αξίας σε άλλο νόμισμα) που δεν δηλώθηκαν σε άλλους πίνακες της παρούσας δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, 09 Ακίνητα/περιουσιακά στοιχεία και εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, 10 Κάθε χρήσης οχήματα, 11 Πλωτά μέσα, 12 Εναέρια μέσα, 13 Συμμετοχές σε κάθε είδους επιχείρηση/Νομική οντότητα. Όπως όμως προκύπτει από τη διαδικτυακή εφαρμογή, μέσω της οποίας υποβάλλονται αποκλειστικώς οι Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., για τη συμπλήρωση καθενός από τους πίνακες οι χρήστες της εφαρμογής/υπόχρεοι υποβολής δήλωσης υποχρεούνται να επιλέξουν μεταξύ περισσοτέρων δυνατοτήτων/παραμετρικών τιμών, οι οποίες όμως δεν περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ως αναπόσπαστο τμήμα της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι ανωτέρω παραμετρικές τιμές αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της κανονιστικής ρύθμισης, ο έλεγχος της νομιμότητας των οποίων δεν είναι εφικτός, εφόσον δεν έχουν συνδημοσιευθεί με το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη (πρβλ. ΣτΕ 1468/2016 Ολομ.).
Εξ άλλου, ειδικότερες ρυθμίσεις είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται και στην ηλεκτρονική εφαρμογή και να εμφανίζονται στις οδηγίες συμπλήρωσης των πεδίων [π.χ. ενώ, αφενός τόσο το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3213/2003 όσο και το άρθρο 2 παρ. 1 της προσβαλλόμενης κ.υ.α. προβλέπουν ότι στη Δ.Π.Κ. του υπόχρεου περιλαμβάνεται και η περιουσιακή κατάσταση του/της συζύγου, και αφετέρου, όσον αφορά τη Δ.Ο.Σ., τόσο το άρθρο 229 παρ. 1 του ν. 4281/2014 όσο και το δημοσιευθέν παράρτημα ΙΙ της προσβαλλόμενης κ.υ.α. αναφέρονται σε υποβολή δήλωσης «των ιδίων {δηλαδή των υπόχρεων} και των συζύγων τους», στην ηλεκτρονική εφαρμογή υποβολής της Δ.Π.Κ. και της Δ.Ο.Σ. η υποχρέωση αυτή αφορά, εκτός από τον έγγαμο υπόχρεο, και αυτόν που έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης· στις δε οδηγίες συμπλήρωσης της Δ.Π.Κ. προβλέπεται ότι «Η δυνατότητα καταχώρησης στοιχείων του/της συζύγου ενεργοποιείται ... στις περιπτώσεις επιλογής «Έγγαμος» ή «Σύμφωνο Συμβίωσης»»]. Για να αποκτήσει άρα νόμιμη υπόσταση η προσβαλλόμενη κ.υ.α., πρέπει με τους πίνακες να συνδημοσιευθούν όλες οι παραμετρικές τιμές που περιλαμβάνονται στο ηλεκτρονικό σύστημα «πόθεν έσχες», μέσω του οποίου προβλέπεται πλέον, κατά τα προεκτεθέντα, ότι υποβάλλονται αποκλειστικώς οι Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. (άρθρα 2 παρ. 2 ν. 3213/2003, 229 παρ. 3 ν. 4281/2014, 2 παρ. 1 και 8 παρ. 2 προσβαλλόμενης κ.υ.α.), καθώς και οι οδηγίες συμπλήρωσης πεδίων των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. Οι δε δημοσιευόμενες παραμετρικές τιμές και οδηγίες πρέπει να αντιστοιχούν πλήρως προς το περιεχόμενο της ηλεκτρονικής εφαρμογής υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. Σημειωτέον ότι οι οδηγίες συμπλήρωσης πεδίων της Δ.Π.Κ. και οι πίνακες παραμετρικών τιμών είχαν συνδημοσιευθεί με την προϊσχύσασα ΑΥΤ. ΤΜ. ΣΤΡ. 0000910 ΕΞ 2015/24.11.20155 κ.υ.α. «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών», η οποία, όπως εκτέθηκε, αντικαταστάθηκε με την προσβαλλόμενη (άρθρο 9 παρ. 4). Συνεπώς, εφόσον η προσβαλλόμενη κ.υ.α. δεν δημοσιεύθηκε πλήρως, δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση και, για τον λόγο αυτόν, ο οποίος προβάλλεται εμμέσως, είναι δε, πάντως, αυτεπαγγέλτως εξεταστέος από το Δικαστήριο, πρέπει να ακυρωθεί (βλ. σχετ. ΣτΕ 216/2016 Ολομ., ΣτΕ 87/2011 Ολομ. κ.λπ.). Υπό τα δεδομένα δε αυτά, είναι αλυσιτελής η εξέταση του λόγου, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη κ.υ.α. δεν περιλαμβάνει οδηγίες συμπλήρωσης των πεδίων της Δ.Π.Κ. ούτε επεξηγηματικούς πίνακες.


13. Επειδή, περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να προχωρήσει στην εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως, λόγω της σπουδαιότητας των τιθεμένων με αυτούς ζητημάτων, τα οποία αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης κ.υ.α. (βλ. σχετ. ΣτΕ 776/2017, 2353/2016).

14. Επειδή, αμφισβητείται με λόγους ακυρώσεως η συνταγματικότητα διατάξεων των νόμων, όπως ισχύουν, που αφορούν την υποβολή των επίμαχων δηλώσεων. Οι λόγοι, αν και δεν αμφισβητείται με αυτούς το κύρος συγκεκριμένων διατάξεων της προσβαλλόμενης κ.υ.α., προβάλλονται παραδεκτώς· τούτο, διότι τυχόν ανίσχυρο του συστήματος υποβολής Δ.Π.Κ. και ΔΟΣ που εισάγεται με τις ρυθμίσεις των ως άνω νόμων συνεπάγεται την ακύρωση και της προσβαλλόμενης πράξης, η νομιμότητα της οποίας προϋποθέτει ότι το σύστημα αυτό είναι, από συνταγματική άποψη, έγκυρο (βλ. σχετ. ΣτΕ 668/2012, ΣτΕ  1972/2012 Ολομ., ΣτΕ 2471/2008 Ολομ., 1792-3/1997 Ολομ., βλ. επίσης ΣτΕ 96/2009, ΣτΕ 372/2005-ΣτΕ 3/2005, ΣτΕ 1095/2001, ΣτΕ 2112/1984). Συνεπώς, είναι απορριπτέοι οι προβαλλόμενοι με το από 29.11.2016 έγγραφο απόψεων περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του Δημοσίου.


15. Επειδή, προβάλλεται ότι ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών συνδέεται άμεσα με την εκπλήρωση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος· επομένως, κατά την άσκηση του ελέγχου πρέπει να διασφαλίζεται η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία αυτών. Κατά τις αιτούσες ενώσεις, οι διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α΄ υποπερ. αα΄ του ν. 3213/2003 και των άρθρων 7 παρ. 1 εδ. β΄, 7Α παρ. 3 περ. γ΄ υποπερ. δδ΄ του ν. 3691/2008, όπως ισχύουν, αντίκεινται στις αρχές της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 Συντάγματος) και της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών (άρθρα 87 έως 91 Συντάγματος), διότι αναθέτουν τον έλεγχο των δηλώσεων αυτών σε όργανο μη συγκροτούμενο, κατά πλειοψηφία τουλάχιστον, από δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι απολαμβάνουν των συνταγματικών εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.


16. Επειδή, το άρθρο 26 του Συντάγματος καθιερώνει ευθέως την αρχή της διάκρισης των τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες, αφού μόνον δια της ισοδυναμίας και της ισοτιμίας αυτών επιτυγχάνεται η πραγματική και αποτελεσματική διάκριση αυτών, η οποία αποτελεί το βάθρο της οργάνωσης και λειτουργίας της ενιαίας κρατικής εξουσίας και του κράτους δικαίου. Ειδικώς, για τη δικαστική λειτουργία, στην οποία το Σύνταγμα έχει αναθέσει τον έλεγχο των πράξεων των οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών, η ανωτέρω συνταγματική διάταξη εγγυάται την ανεξαρτησία της, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και το κύριο στοιχείο που την καθιστά ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο λειτουργίες.
Προς εξασφάλιση της επιβαλλόμενης από το ανωτέρω άρθρο 26 ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, το Σύνταγμα αναγνωρίζει, ευθέως και ρητώς με το άρθρο 87 παρ. 1 αυτού, λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης προς την ανεξαρτησία των δικαστών. Για την εξασφάλιση δε της ανεξαρτησίας αυτής το Σύνταγμα προβλέπει ότι οι δικαστές και οι εισαγγελείς επιθεωρούνται από δικαστές και εισαγγελείς ανωτέρου βαθμού (άρθρο 87 παρ. 3 του Συντάγματος), ότι οι δικαστικοί λειτουργοί μπορούν να παυθούν μόνο ύστερα από δικαστική απόφαση, εξαιτίας ποινικής καταδίκης ή για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα ή ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια (άρθρο 88 παρ. 4 του Συντάγματος), ότι οι προαγωγές (εκτός από τις προαγωγές σε θέσεις Προέδρου, Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και Γενικού Επιτρόπου των Διοικητικών Δικαστηρίων), τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, το οποίο συγκροτείται αποκλειστικώς από δικαστικούς λειτουργούς (άρθρο 90 του Συντάγματος), ότι η πειθαρχική εξουσία στους δικαστικούς μεν λειτουργούς από το βαθμό του αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πάνω, ή στους αντίστοιχους με αυτούς, ασκείται από ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο, το οποίο συγκροτείται κατά πλειοψηφία από τακτικούς δικαστές, στους δε λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς από συμβούλια, που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές (άρθρο 91 του Συντάγματος).


17. Επειδή, με την περιοδική υποβολή και τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. επιδιώκεται, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, η ενίσχυση του κύρους και η προστασία της Δικαιοσύνης από αόριστες και αβάσιμες καταγγελίες εναντίον των λειτουργών της, αλλά και η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και των δικαστικών λειτουργών, ενώ καθίσταται ευχερέστερη όχι μόνον η πρόληψη, αλλά και η καταστολή ενδεχομένων κρουσμάτων διαφθοράς. Λαμβανομένου όμως υπόψη ότι ο ανωτέρω έλεγχος συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών, αυτός πρέπει να διενεργείται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η απαραίτητη για την άσκηση των καθηκόντων τους ανεξαρτησία αυτών έναντι των οργάνων των δύο άλλων λειτουργιών (βλ. και την παρατεθείσα στη σκέψη 9 διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 της κυρωθείσας με το άρθρο πρώτο του ν. 3666/2008 σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς, κατά την οποία «λαμβάνοντας υπόψη την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος και τον κρίσιμο ρόλο του στην καταπολέμηση της διαφθοράς, κάθε Κράτος Μέρος … με την επιφύλαξη της δικαστικής ανεξαρτησίας λαμβάνει μέτρα για να ενισχυθεί η ακεραιότητα και να προληφθούν οι ευκαιρίες για διαφθορά μεταξύ των μελών του δικαστικού σώματος. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν κανόνες για τη συμπεριφορά των μελών του δικαστικού σώματος»· βλ. επίσης Ε.Δ.Δ.Α. Baka κατά Ουγγαρίας 23.6.2016 σκ. 73 και 84).
Τούτο σημαίνει ότι το όργανο που είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο αυτόν πρέπει να έχει όχι μόνο το ανάλογο, ενόψει της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα θέσης των δικαστικών λειτουργών, θεσμικό κύρος, ως προς τα πρόσωπα από τα οποία αποτελείται αλλά πρέπει και να συγκροτείται, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, από ανώτατους τακτικούς δικαστές, μέλη των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων [πρβλ. και τη συγκρότηση της Haute Autorité pour la Τransparence de la Vie Publique, αρμόδιας για τον έλεγχο δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και συμφερόντων στη Γαλλία άρθρο 19 ν. 2013-907, όπως ισχύει], προκειμένου να είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι πληροί τις απαραίτητες θεσμικές εγγυήσεις για να προβεί σε έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών εν γένει, μεταξύ των οποίων και εκείνων που κατέχουν ανώτατους βαθμούς, στους οποίους, άλλωστε, επιφυλάσσεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η άσκηση ιδιαίτερων καθηκόντων (βλ. και το άρθρο 37 παρ. 3 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι στον Πρόεδρο ενός εκ των Ανωτάτων Δικαστηρίων μπορεί να ανατεθεί, υπό τις οριζόμενες στην εν λόγω διάταξη προϋποθέσεις, η εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης για να διενεργήσει εκλογές).
Τη μεταχείριση δε αυτή των δικαστικών λειτουργών επιβάλλει το Σύνταγμα όχι ως ευνοϊκό μέτρο υπέρ αυτών, αλλά ως εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας προς το συμφέρον των πολιτών, τα δικαιώματα των οποίων έχουν ως αποστολή να προστατεύουν οι συγκεκριμένοι λειτουργοί. Εξ άλλου, το συγκροτούμενο κατά τον ανωτέρω τρόπο όργανο είναι αποκλειστικά αρμόδιο για τον έλεγχο δικαστικού λειτουργού (εν ενεργεία και συνταξιούχου, για όσο χρόνο μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία προβλέπεται υποχρέωση αυτού να υποβάλει Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ.), ακόμη και στην περίπτωση που αυτός υπέχει, ενδεχομένως, κατά νόμο, αυτοτελή υποχρέωση να υποβάλει Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. ως έχων και άλλη ιδιότητα, από εκείνες τις οποίες, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, επιτρεπτώς μπορεί να αναλάβει δικαστικός λειτουργός.


18. Επειδή, από το μνημονευθέν νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο προκύπτει ότι ο έλεγχος των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών (συμπεριλαμβανομένων και των εισαγγελικών λειτουργών) ανατίθεται στη Γ΄ Μονάδα της Αρχής με το όνομα «Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης», η οποία (Γ΄ Μονάδα) είναι αρμόδια για τον έλεγχο, όχι μόνο των δικαστικών λειτουργών, δηλαδή των οργάνων της τρίτης λειτουργίας, της δικαστικής, αλλά και 36 άλλων ετερόκλητων κατηγοριών υπόχρεων [μεταξύ των οποίων των γενικών και ειδικών γραμματέων της Βουλής και της Γενικής Κυβέρνησης, των υπαλλήλων ή συμβούλων ειδικών θέσεων, των μετακλητών υπαλλήλων, του διοικητή και των υποδιοικητών της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, των Γενικών Γραμματέων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, των Αντιδημάρχων, των Προέδρων και των μελών των επιτροπών των Δήμων, των Δημοτικών Συμβουλίων, των Διοικητικών Συμβουλίων των δημοτικών νομικών προσώπων, των Προϊσταμένων των Γενικών Διευθύνσεων και Διευθύνσεων των Δήμων, των Προέδρων, των Αντιπροέδρων, των Διοικητών, κ.λπ. νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται, τακτικώς, από κρατικούς πόρους, των Προέδρων και των μελών όλων των επιτροπών διαγωνισμών προμηθειών και παροχής υπηρεσιών των κρατικών υπηρεσιών, του Διοικητή, των Υποδιοικητών, των εντεταλμένων συμβούλων και των διευθυντών της Τράπεζας της Ελλάδος, των διοικούντων πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, την Α.Ε. «Ελληνικά Χρηματιστήρια», τις ελεγχόμενες από την τελευταία αυτή εταιρεία ανώνυμες εταιρείες, καθώς και κάθε άλλο φορέα οργανωμένης χρηματιστηριακής αγοράς που λειτουργεί στην Ελλάδα, των ιδιοκτητών, μετόχων, εταίρων, διοικούντων, καθώς και των διευθυντών ειδήσεων και ενημέρωσης κάθε μορφής επιχειρήσεων, που εκμεταλλεύονται τηλεοπτικούς σταθμούς, διαδικτυακά ενημερωτικά μέσα ή εκδίδουν ημερήσια ή περιοδικά έντυπα, των δημοσιογράφων, των ιατρών Διευθυντών και Συντονιστών Διευθυντών του Εθνικού Συστήματος Υγείας, των προέδρων και των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών, των Αρχηγών, Υπαρχηγών, Διευθυντών Κλάδων του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, των Γενικών Επιτελείων Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, οι Αρχηγοί και Υπαρχηγοί της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος, των Γενικών Διευθυντών του Υπουργείου Οικονομικών, των Προϊσταμένων Διευθύνσεων των Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.), όλων των υπαλλήλων που υπηρετούν στα τμήματα ελέγχου των εν λόγω υπηρεσιών, των Προϊσταμένων υπηρεσιών του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), των προϊσταμένων και υπαλλήλων των οργανικών μονάδων δόμησης, των διοικούντων αθλητικές ανώνυμες εταιρείες, των αξιολογημένων διαιτητών, βοηθών διαιτητών και παρατηρητών διαιτησίας πρωταθλημάτων επαγγελματικού αθλητισμού, των Προϊσταμένων υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, των ιδιοκτητών, εταίρων, βασικών μετόχων και διοικούντων ελληνικές επιχειρήσεις που συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις, των μελών των Επιτροπών Εξετάσεων Υποψηφίων Οδηγών κ.ά., βλ. σχετικώς τις περιπτώσεις στ΄ έως και κδ΄, κζ΄, λα΄ έως και μγ΄ και μστ΄ έως μη΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει]. Στην ανωτέρω δε Αρχή (Γ΄ Μονάδα), στην οποία ο νόμος επιφυλάσσει ιδιαίτερα ευρείες ελεγκτικές αρμοδιότητες (άρθρα 7Α παρ. 3δ, 7Β παρ. 2 ν. 3691/2008, όπως ισχύουν) και της οποίας ο έλεγχος μπορεί να απολήξει σε διατύπωση, ακόμη και ποινικής φύσεως κατηγοριών, εις βάρος δικαστικών λειτουργών, δεν μετέχει κανένας τακτικός δικαστής, αλλά από τη δικαστική εξουσία προέρχεται μόνον ο Πρόεδρος αυτής, ο οποίος είναι ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, δηλαδή δικαστικός λειτουργός ο οποίος ανήκει στον κλάδο που έχει ως αποστολή τη διερεύνηση ποινικών αδικημάτων και την άσκηση ποινικής δίωξης, ενώ τα τέσσερα μέλη της είναι απλά «στελέχη» της Διοίκησης, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό προσόντων - εκτός από το προερχόμενο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στέλεχος, το οποίο πρέπει να έχει «πτυχίο νομικής σχολής» -· δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι συνιστά τέτοιο ειδικότερο προσδιορισμό προσόντων η αναφορά στο άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, ότι ως μέλη της Αρχής προτείνονται «πρόσωπα που διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση, το ήθος τους και την επαγγελματική τους ικανότητα και εμπειρία στον τραπεζικό, οικονομικό, νομικό ή επιχειρησιακό τομέα, ανάλογα με τις απαιτήσεις των επί μέρους Μονάδων της Αρχής».
Τα μέλη δε αυτά προτείνονται είτε από τον αρμόδιο Υπουργό, είτε από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δηλαδή όργανα των οποίων οι πράξεις ελέγχονται, κατά το Σύνταγμα, από τους υποκειμένους στον έλεγχο της προαναφερθείσας Αρχής δικαστικούς λειτουργούς. Πέραν τούτων, η Αρχή αυτή, ως διοικητικό όργανο, έχει τη δυνατότητα συνεδρίασης υπό τριμελή σύνθεση (πρόεδρος και δύο μέλη) και λήψης απόφασης με πλειοψηφία των δύο εκ των τριών μελών, δηλαδή, πλειοψηφία που ενδεχομένως μπορεί να σχηματισθεί από δύο μόνο μέλη προερχόμενα από τη Διοίκηση. Η κατά τα ανωτέρω δε συγκρότηση της Γ΄ Μονάδας δεν μπορεί να θεραπευθεί από μόνο το γεγονός ότι η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης «απολαμβάνει διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας» (άρθρο 7 παρ. 2 εδ. α΄ ν. 3691/2008, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3932/2011).
Εξ άλλου, και μόνη η ανάθεση του ελέγχου των Δ.Π.Κ. και των Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών σε υπηρεσία, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο αρχής, της οποίας η προέχουσα ονομασία («Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας …») παραπέμπει σε έρευνες για εγκληματική δραστηριότητα [εν αντιθέσει προς την αρμόδια για τον έλεγχο των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας και των επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία, προδήλως προς προστασία του κύρους των ελεγχομένων, φέρει την ονομασία «Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης»] μειώνει το κύρος των δικαστικών λειτουργών - όπως επίσης και των λοιπών κατηγοριών υπόχρεων σε υποβολή δηλώσεων - και, κατά συνέπεια, και το κύρος της ίδιας της τρίτης κρατικής λειτουργίας. Ενόψει των ανωτέρω, και των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, η κατά τα προαναφερθέντα ανάθεση του ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών, μεταξύ των οποίων και των προέδρων των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων, που είναι οι επικεφαλής της δικαστικής εξουσίας, σε όργανο, μη συγκροτούμενο, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, από ανώτατους τακτικούς δικαστές, μέλη των Ανωτάτων Δικαστηρίων, και μη έχον τις απαραίτητες για την αποστολή του θεσμικές εγγυήσεις, αντίκειται στο άρθρο 26 και το εξειδικεύον αυτό άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος.
Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α΄ υποπερ. αα΄ του ν. 3213/2003 και των άρθρων 7 παρ. 1 εδ. β΄, 7Α παρ. 3 περ. γ΄ υποπερ. δδ΄ του ν. 3691/2008, όπως ισχύουν, κατά το μέρος που ορίζουν ότι οι Δ.Π.Κ. και, συνακόλουθα, και οι προβλεπόμενες από το άρθρο 229 του ν. 4281/2014 και συνυποβαλλόμενες Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών (περιλαμβανομένων, κατά τα προεκτεθέντα, και των εισαγγελικών λειτουργών) υποβάλλονται στη Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της συσταθείσας με το άρθρο 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, Αρχής, είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές, κατά τον βάσιμο λόγο ακυρώσεως, που παρατίθεται στη σκέψη 15. Διάφορο δε είναι το ζήτημα ότι το όργανο, το οποίο είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών και πρέπει να συγκροτείται σύμφωνα με τις ανωτέρω συνταγματικές επιταγές, μπορεί να υποστηρίζεται από προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων και τη διερεύνηση οικονομικών συναλλαγών. Εξ άλλου, το γεγονός ότι το προαναφερθέν όργανο, με τη μνημονευθείσα συγκρότηση, δεν μπορεί να επιβάλει το ίδιο πειθαρχικές, διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις εις βάρος των ελεγχομένων από αυτό δικαστικών λειτουργών και είναι αρμόδιο απλώς να αποφασίσει κατά πόσον από τον διενεργηθέντα από αυτό έλεγχο προκύπτει ότι συντρέχει, κατ’ αρχήν, περίπτωση διοικητικής, πειθαρχικής ή ποινικής ευθύνης δικαστικού λειτουργού, και ότι την τελική επί του ζητήματος αυτού κρίση θα εκφέρουν τα κατά το Σύνταγμα και τους νόμους αρμόδια πειθαρχικά όργανα και δικαστήρια (άρθρο 7Α παρ. 3 περ. δ΄ ν. 3691/2008, όπως ισχύει), δεν μπορεί να θεραπεύσει την ανωτέρω αντίθεση προς το Σύνταγμα των διατάξεων που προβλέπουν τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. και των Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών από το εν λόγω όργανο· τούτο, διότι η απειλή και μόνον άσκησης ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης ή καταλογισμού σημαντικού ενδεχομένως χρηματικού ποσού μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο ασκούν οι τελούντες υπό την απειλή αυτή δικαστικοί λειτουργοί τα καθήκοντά τους· περαιτέρω δε οι συνέπειες που επιφέρει στο κύρος αυτών και, κατ’ επέκταση, στο κύρος της ίδιας της δικαστικής λειτουργίας η διατύπωση εις βάρος τους κατηγοριών ως προς την περιουσιακή τους κατάσταση και τον τρόπο κτήσης αυτής δεν αναιρούνται από την εκ των υστέρων ενδεχόμενη απαλλαγή τους από τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα [βλ. σχετικώς την έκθεση αξιολόγησης για την Ελλάδα, που υιοθετήθηκε από την GRECO (Groupe d’ États contre la Corruption - Group of States against Corruption), στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, κατά την 68η Ολομέλεια αυτής (15-19 Ιουνίου 2015), και την οποία επικαλείται και η Διοίκηση· στην έκθεση αυτήν επισημαίνεται ότι ο κίνδυνος, στον οποίο κυρίως είναι εκτεθειμένοι οι δικαστές (ιδίως οι ανώτατοι), κατά τους συντάκτες της εν λόγω έκθεσης, συνίσταται στην τυχόν απόπειρα της εκτελεστικής λειτουργίας - ενόψει της εξουσίας που έχει, μεταξύ άλλων, ως προς τον πειθαρχικό έλεγχο των δικαστών - να ασκήσει πιέσεις σ’ αυτούς υπό την απειλή άσκησης πειθαρχικής δίωξης, βλ. και την έκθεση του Οργανισμού «Transparency International» του 2012 («National Integrity System Assessment Greece», σελ. 70), στην οποία παραπέμπει η ανωτέρω έκθεση αξιολόγησης (βλ. σελ. 13 και 14 αυτής) και με την οποία προτείνεται, ως μέτρο για τη βελτίωση των συνθηκών υπό τις οποίες λειτουργεί η δικαστική εξουσία στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων, την καθιέρωση πραγματικής αυτοδιοίκησης αυτής και τον πλήρη διαχωρισμό της δικαστικής από την εκτελεστική εξουσία· βλ. και τη σχετική πρόταση της GRECO στη σελ. 76 και 79 (παρ. 82 και 87) της ανωτέρω έκθεσης αξιολόγησης].
Περαιτέρω, τα αναφερόμενα στην έκθεση αξιολόγησης της GRECO ως προς την αποτελεσματικότητα του οργάνου που, κατά τον χρόνο της αξιολόγησης, ήταν επιφορτισμένο με τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών, τα οποία επικαλείται η Διοίκηση [βλ. μεταξύ άλλων, στην παρ. 106, σελ. 93, στην οποία αναφέρεται ότι η Γ΄ Μονάδα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης «παρουσιάστηκε στην GET ως πολύ προθυμότερη και αποτελεσματική για την εκπλήρωση … της εποπτικής λειτουργίας {για τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών} από ό,τι η ειδική επιτροπή του Αρείου Πάγου που είχε αυτή την ευθύνη έως το 2011», αποτελεσματικότητα, η οποία, πάντως, είναι δυνατόν να οφείλεται στο ότι τα ελεγκτικά όργανα έχουν πλέον στη διάθεσή τους ηλεκτρονικές μεθόδους ελέγχου, που διευκολύνουν και επιταχύνουν την περάτωση των ελέγχων και τις οποίες δεν διέθεταν οι διενεργούντες τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. των δικαστικών λειτουργών έως το 2011, αλλά και μεταγενεστέρως, βλ. και κατωτέρω σκέψη 33], εν πάση περιπτώσει δεν απαλλάσσουν τη νομοθετική λειτουργία από την υποχρέωση τήρησης των συνταγματικών διατάξεων, που κατοχυρώνουν την ανεξαρτησία της δικαστικής (βλ. και το παρατεθέν στη σκέψη 9 άρθρο 11 παρ. 1 της κυρωθείσας με το ν. 3666/2008 σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς). Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι με τις ανωτέρω παρατηρήσεις οι συντάκτες της έκθεσης δεν διατυπώνουν οποιαδήποτε γνώμη περί της σύμφωνης με τη συνταγματικώς επιβαλλόμενη ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας συγκρότησης του ανωτέρω οργάνου. Περαιτέρω, δεν απαλλάσσει την νομοθετική λειτουργία από την ανωτέρω υποχρέωση η δέσμευση, την οποία ανέλαβε το Ελληνικό Κράτος με το άρθρο 3 παρ. Γ κεφάλαιο 5 περ. 5.3 (με τίτλο «Καταπολέμηση της διαφθοράς») του ν. 4336/2015 «… Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης» (Α΄ 94), ότι «Οι αρχές θα τροποποιήσουν και θα εφαρμόσουν το νομικό πλαίσιο για τη δήλωση των περιουσιακών στοιχείων (Οκτώβριος 2015)». Αντιθέτως, στην ίδια ως άνω περίπτωση 5.3 αναφέρεται στη συνέχεια ότι «Η κυβέρνηση δεσμεύεται να εφαρμόσει στο ακέραιο και εγκαίρως τις συστάσεις της Ομάδας χωρών κατά της διαφθοράς (GRECO)», μεταξύ δε των συστάσεων αυτών περιλαμβάνεται και εκείνη περί ενίσχυσης της αυτοδιοίκησης της δικαστικής λειτουργίας [βλ. την προαναφερθείσα πρόταση της GRECO στη σελ. 76 και 79 (παρ. 82 και 87) της ανωτέρω έκθεσης αξιολόγησης]. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Γ. Ποταμιάς, Γ. Τσιμέκας και Σ. Χρυσικοπούλου, οι οποίοι υποστήριξαν την εξής γνώμη: το θέμα του ελέγχου των Δ.Π.Κ. αρχικώς των πολιτικών προσώπων και, ακολούθως, των δικαστικών λειτουργών και των λοιπών κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων συνδέθηκε εξαρχής από τον κοινό νομοθέτη με τη διασφάλιση της διαφάνειας στο δημόσιο βίο και με την καταπολέμηση της διαφθοράς και την αποτροπή των φαινομένων αθέμιτου πλουτισμού (βλ. τις αιτιολογικές εκθέσεις που συνοδεύουν τους ν. 4351/1964, 2429/1996, 3213/2003, 3849/2010, 3932/2011, 4065/2012, 4281/2014, 4389/2016).
Κατ’ ακολουθίαν τούτου, και το θέμα του ελέγχου των Δ.Π.Κ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, το οποίο αποτελεί, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο των ρυθμίσεων του ν. 3213/2003 (όπως ισχύει), δεν θίγει την ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας έναντι των λοιπών λειτουργιών, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος, ούτε παραβιάζει τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών που κατοχυρώνεται, επίσης, στα άρθρα 87 έως 91 αυτού. Τούτο δε, διότι ο έλεγχος αυτός δεν παρεμβαίνει καθόλου στην άσκηση των δικαστικών καθηκόντων, αφού, ως εκ του αντικειμένου του, δεν συνεπάγεται καμία επέμβαση στην ανεξαρτησία γνώμης την οποία οφείλουν να έχουν οι δικαστικοί λειτουργοί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ούτε θίγει τον, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, σχηματισμό της δικαστικής κρίσης τους (βλ. άρθρο 87 παρ. 2 του Συντάγματος), ώστε να είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται, κατά την άσκηση του πιο πάνω ελέγχου, σύμφωνα με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία αυτών. Ενόψει των ανωτέρω, το γεγονός ότι η ασκούσα τον έλεγχο αυτόν επιτροπή δεν αποτελείται στο σύνολό της ή έστω, κατά πλειοψηφία, από δικαστικούς λειτουργούς δεν παραβιάζει τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, με δεδομένη, μάλιστα, και την ανάγκη στελέχωσης της εν λόγω επιτροπής από πρόσωπα με εξειδικευμένες χρηματοοικονομικές γνώσεις, ώστε να είναι αποτελεσματική η λειτουργία της.
Εξ άλλου, αν από τη διενέργεια του ελέγχου αυτού, ανακύψει τυχόν ζήτημα πειθαρχικής ή ποινικής ευθύνης του δικαστικού λειτουργού, τη σχετική κρίση θα εκφέρουν τα δικαστήρια, πειθαρχικά (Ολομέλειες του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, βλ. άρθρο 95 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών) και ποινικά, και τα πειθαρχικά συμβούλια (Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο του άρθρου 91 του Συντάγματος, βλ. και άρθρο 95 παρ. 4 του πιο πάνω Κώδικα,  εννεαμελή και επταμελή πειθαρχικά συμβούλια του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και πενταμελή συμβούλια των οικείων εφετείων, βλ. άρθρο 95 παρ. 5 έως 11 του ίδιου Κώδικα, όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 15 του ν. 2172/1993, Α΄ 207) και έτσι, με τον τρόπο αυτόν, προστατεύεται η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία του. Συνεπώς, οι διατάξεις της υποπερίπτωσης αα΄ της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 224 του ν. 4281/2014, η περ. α΄ αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 174 του ν. 4389/2016 και η υποπερ. αα΄ προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 174 του ίδιου νόμου) και του άρθρου 229 του ν. 4281/2014, κατά το μέρος που ορίζουν ότι οι Δ.Π.Κ. και οι Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών υποβάλλονται στη Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της προβλεπόμενης στο άρθρο 7 του ν. 3691/2008 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3932/2011) ανεξάρτητης Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, Μονάδα στην οποία προΐσταται εν ενεργεία ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός που επιλέγεται από το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και η πλειοψηφία των μελών της οποίας δεν είναι δικαστικοί λειτουργοί (βλ. άρθρο 7 παρ. 1 και 5 και 3 περ. α΄ του ν. 3691/2008, όπως αντικαταστάθηκε), δεν αντίκεινται στα άρθρα 26 και 87 έως 91 του Συντάγματος. Επίσης, δεν αντίκειται στις συνταγματικές αυτές διατάξεις η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3932/2011), κατά το μέρος που ορίζει ότι σκοπός της πιο πάνω ανεξάρτητης αρχής είναι ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, ούτε και η διάταξη της υποπερίπτωσης δδ΄ της περίπτωσης γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 7Α του ίδιου νόμου (όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011), η οποία ορίζει ότι η Γ΄ Μονάδα της πιο πάνω ανεξάρτητης αρχής προβαίνει σε έλεγχο όλων των δηλώσεων των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Πρέπει, συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως.

19. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω, ότι κατά το σύστημα ελέγχου του ν. 3213/2003, ο οποίος ενεργοποιείται με τις διατάξεις της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δικαστικός λειτουργός καταλήγει να ελέγχεται δύο φορές και μάλιστα από διαφορετικά όργανα (μη συγκροτούμενα κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς), αν είναι σύζυγος αυτοτελώς υπόχρεου, μη δικαστικού λειτουργού. Το σύστημα αυτό, κατά τις αιτούσες ενώσεις, παραβιάζει την αρχή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών και την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών.


20. Επειδή, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 περ. γ΄ εδ. β΄ του ν. 3213/2003, η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από τον/την υπόχρεο και υπογράφεται από τον/την ίδιο/ίδια, για τα δικά του/της στοιχεία, από τον/τη σύζυγο, για τα δικά του/της στοιχεία, και από αμφότερους τους συζύγους για τα περιουσιακά στοιχεία των ανήλικων τέκνων τους· κατά δε το άρθρο 229 παρ. 1 και 2 του ν. 4281/2014, η Δ.Ο.Σ. υποβάλλεται από τον/την υπόχρεο και υπογράφεται από τον/την ίδιο/ίδια, για τα δικά του/της στοιχεία, και από τον/τη σύζυγο, για τα δικά του/της στοιχεία. Στο άρθρο 2 παρ. 4 της προσβαλλόμενης απόφασης ορίζεται ότι ο/η υπόχρεος υποβάλλει με τον/τη σύζυγο κοινή Δ.Π.Κ., στη δε παράγραφο 5 ότι, σε περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας του/της συζύγου του υπόχρεου να συνυποβάλλει κοινή δήλωση, η δήλωση υποβάλλεται μόνον από τον υπόχρεο, ο οποίος αναφέρει στις παρατηρήσεις του συστήματος το γεγονός της άρνησης ή της αδυναμίας. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι ο έλεγχος των Δ.Π.Κ. και των Δ.Ο.Σ. αφορά όχι μόνο το υπόχρεο πρόσωπο αλλά και την οικογένεια αυτού (σύζυγο και, στην περίπτωση των Δ.Π.Κ., ανήλικα τέκνα). Ο έλεγχος αυτός είναι, κατ’ αρχήν, συνταγματικά ανεκτός, λαμβανομένης υπόψη της κοινής ζωής του υπόχρεου με τον/τη σύζυγό του και τα ανήλικα τέκνα τους (πρβλ. Conseil Constitutionnel 2013-676 DC απόφαση της 9.10.2013 σκ. 15, Ε.Δ.Δ.Α. Wypych κατά Πολωνίας απόφαση επί του παραδεκτού της 25.10.2005 σελ. 11, 12, επί δήλωσης περιουσιακής κατάστασης δημοτικού συμβούλου). Σύμφωνα δε και με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 18, όταν ο/η σύζυγος δικαστικού λειτουργού είναι και ο ίδιος (υπό άλλη ιδιότητα, εκτός εκείνης του δικαστικού λειτουργού) αυτοτελώς υπόχρεος σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., τα περιουσιακά στοιχεία του/της συζύγου θα πρέπει να δηλώνονται από τον δικαστικό λειτουργό στη Δ.Π.Κ. αυτού, την οποία θα υποβάλλει στο όργανο που θα συγκροτηθεί κατά τα οριζόμενα στη σκέψη αυτή (πλην της περίπτωσης άρνησης ή αδυναμίας του/της συζύγου να συνυποβάλλει κοινή δήλωση – άρθρο 2 παρ. 5 προσβαλλόμενης κ.υ.α.), στο όργανο δε αυτό θα υποβάλλεται και η Δ.Ο.Σ. του/της συζύγου· ο/η δε σύζυγος απαλλάσσεται από την υποχρέωση να υποβάλει αυτοτελή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. στο κατ’ αρχήν αρμόδιο γι’ αυτόν/αυτήν όργανο και υπόκειται,  και για τα δικά του/της περιουσιακά στοιχεία και οικονομικά συμφέροντα, στον έλεγχο του αρμόδιου για τον δικαστικό λειτουργό οργάνου.
Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε στον έλεγχο της Δ.Π.Κ. και της Δ.Ο.Σ. του δικαστικού λειτουργού μέσω της Δ.Π.Κ. και της Δ.Ο.Σ. του/της συζύγου του από όργανο διάφορο εκείνου που θα συγκροτηθεί κατά τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 18, κατά παράβαση των οριζομένων στη σκέψη αυτή. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν στην περίπτωση που ο δικαστικός λειτουργός είναι σύζυγος προσώπου εκ των μνημονευομένων στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. α΄- ε΄ του ν. 3213/2003, όπως ισχύει. Στην περίπτωση αυτή, λόγω του αυξημένου θεσμικού κύρους του οργάνου που ελέγχει τους μνημονευομένους στη διάταξη αυτή υπόχρεους και της έκτασης του ελέγχου (άρθρα 3Α παρ. 1, 2, 1 παρ. 2 εδ. β΄, 2 παρ. 1 περ. α΄ στοιχ. ix,
2 παρ. 3, 3Β παρ. 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύουν), ο δικαστικός λειτουργός και ο/η σύζυγός του πρέπει να υποβάλλουν και οι δύο δηλώσεις στο αρμόδιο για τον καθένα όργανο, στις οποίες θα περιλαμβάνονται τα περιουσιακά στοιχεία αμφοτέρων, καθώς και των ανήλικων τέκνων τους (άρθρο 2 παρ. 1 περ. γ΄ εδ. β΄ ν. 3213/2003), οι οποίες θα ελέγχονται και από τα δύο όργανα.
Κατά δε τη συγκλίνουσα γνώμη των Συμβούλων Γ. Παπαγεωργίου, Θ. Αραβάνη και Μ. Σωτηροπούλου, το ανωτέρω σύστημα υποβολής δύο αυτοτελών δηλώσεων πάσχει κατά το μέρος που δεν εξασφαλίζει ότι οι δηλώσεις των δικαστικών λειτουργών δεν θα ελεγχθούν και από αρχή άλλη από αυτήν που περιγράφεται στη σκέψη 17. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, κατά το μέρος που με βάση το καθιερούμενο από τον νόμο σύστημα οι Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. δικαστικού λειτουργού, αν είναι σύζυγος αυτοτελώς υπόχρεου μη δικαστικού λειτουργού, καταλήγουν να ελέγχονται δύο φορές και μάλιστα από διαφορετικά όργανα (μη συγκροτούμενα, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, από ανώτατους τακτικούς δικαστές), οι σχετικές διατάξεις αντίκεινται στα άρθρα 26 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά τον βάσιμο λόγο, που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Γ. Ποταμιάς, Γ. Τσιμέκας και Σ. Χρυσικοπούλου, κατά τη γνώμη των οποίων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως ότι ο ν. 3213/2003, όπως ισχύει, κατά παράβαση των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων δεν περιέχει ρύθμιση που να ορίζει ότι και οι σύζυγοι των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, ως αυτοτελώς υπόχρεοι σε δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, ελέγχονται από το ίδιο συλλογικό όργανο, που ελέγχει τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς και αποτελείται, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, από δικαστικούς λειτουργούς και δεν περιέχει ρύθμιση που να εξαιρεί τους συζύγους των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών από την υποχρέωση υποβολής αυτοτελούς δήλωσης. Τούτο, διότι η αποδοχή των λόγων αυτών στηρίζεται στην παραδοχή ότι δεν επιτρέπεται, κατά το Σύνταγμα, οι Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών να υποβάλλονται στη Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της ανεξάρτητης Αρχής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 (όπως ισχύει) και να ελέγχονται από τη Μονάδα αυτή· η παραδοχή όμως αυτή δεν έγινε δεκτή από τη μειοψηφήσασα γνώμη των πιο πάνω Συμβούλων που παρατίθεται στη σκέψη 18.

21. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι αντίκεινται στην αρχή της ισότητας α) o υποχρεωτικός έλεγχος των Δ.Π.Κ. των δικαστικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας (άρθρο 7Α παρ. 3
περ. γ΄ υποπερ. δδ΄ ν. 3691/2008, όπως ισχύει) και β) η συναφής υποχρέωση των υποχρεωτικώς ελεγχομένων προσώπων να επισυνάψουν στη Δ.Π.Κ. όλα τα αναγκαία έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η περιουσιακή τους κατάσταση (άρθρο 2 παρ. 1 περ. γ΄ εδ. δ΄ ν. 3213/2003, όπως ισχύει), και μάλιστα σε ηλεκτρονική μορφή (άρθρο 4 παρ. 6 προσβαλλόμενης κ.υ.α.).
Τούτο, διότι, κατά τις αιτούσες ενώσεις, οι ρυθμίσεις αυτές καταλαμβάνουν μόνο τους δικαστικούς λειτουργούς που υπηρετούν στα Ανώτατα Δικαστήρια, ενώ για τους λοιπούς προβλέπεται «δειγματοληπτικός» ή «στοχευμένος» έλεγχος· ο δε υποχρεωτικός έλεγχος προβλέπεται ανεξαρτήτως βαθμού, αφορά δηλαδή και τους εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με βαθμό αντίστοιχο του πρωτοδίκη διοικητικών δικαστηρίων, αλλά και τους παρέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με βαθμό αντίστοιχο του εφέτη διοικητικών δικαστηρίων· ειδικώς δε οι εισηγητές και οι πάρεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν διαθέτουν αποφασιστική ψήφο.


22. Επειδή, η ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού ως υπηρετούντος σε Ανώτατο Δικαστήριο ως κριτήριο για τον υποχρεωτικό έλεγχο της δήλωσής του είναι απρόσφορο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, η εξυπηρέτηση του οποίου επιδιώκεται με το συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο (δηλαδή η ενίσχυση του κύρους και η προστασία της Δικαιοσύνης από καταγγελίες εναντίον των λειτουργών της, η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και των δικαστικών λειτουργών και η αποφυγή απόκτησης περιουσιακών ωφελημάτων εκ μέρους δικαστικών λειτουργών επωφελουμένων από την ιδιότητά τους). Και τούτο, διότι δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο του φακέλου ότι υπάρχει ανάγκη κατά προτεραιότητα ελέγχου των δικαστικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων σε επίπεδο που να καθιστά αναγκαία τη λήψη μέτρων όπως το επίδικο, ούτε, άλλωστε, επικαλείται, και πολύ περισσότερο δεν αποδεικνύει κάτι τέτοιο η Διοίκηση. Από τη μνημονευθείσα μάλιστα στη σκέψη 18 έκθεση αξιολόγησης για την Ελλάδα, που υιοθετήθηκε από την GRECO κατά την 68η Ολομέλεια αυτής (15-19 Ιουνίου 2015) και αφορά την πρόληψη διαφθοράς, μεταξύ άλλων, δικαστών και εισαγγελέων, αφού διαπιστώνεται ότι «αναφέρεται συχνά ότι το δικαστικό σώμα συγκαταλέγεται στους πλέον αξιόπιστους θεσμούς στην Ελλάδα, γεγονός που εξηγεί τον όγκο δικογραφιών που υποβάλλουν οι πολίτες που φέρεται να ζητούν το δίκιο τους, μεταξύ άλλων για τις συνέπειες της δυσλειτουργίας άλλων κρατικών θεσμών» [βλ. σελ. 13, 14, στην οποία γίνεται παραπομπή και στη μνημονευθείσα έκθεση του Οργανισμού «Transparency International» του 2012 («National Integrity System Assessment Greece»), σελ. 62, η οποία αναφέρεται στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς την δικαστική εξουσία «παρά τα μεμονωμένα δικαστικά σκάνδαλα»] και ότι η αυτοδιοίκηση της δικαστικής εξουσίας «αποτελεί σημαντικό παράγοντα από την άποψη της ανεξαρτησίας» (σελ. 95 και 96), συνάγεται ότι ο κίνδυνος, στον οποίο κυρίως είναι εκτεθειμένοι οι δικαστές, ιδίως οι ανώτατοι, κατά τη γνώμη των συντακτών της εν λόγω έκθεσης, είναι να επιχειρήσει η εκτελεστική λειτουργία - ενόψει της εξουσίας που έχει ως προς την επιλογή στους ανώτατους βαθμούς της δικαστικής ιεραρχίας και τον πειθαρχικό έλεγχο αυτών - να ασκήσει πιέσεις έναντι της υπόσχεσης περαιτέρω ιεραρχικής εξέλιξης ή υπό την απειλή άσκησης πειθαρχικής δίωξης (σελ. 13, 75, 76, 79).
Ο κίνδυνος δε αυτός προδήλως δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με τον υποχρεωτικό έλεγχο των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, διότι δεν αφορά τη διάπραξη του αδικήματος της δωροληψίας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο εξεταζόμενος λόγος που αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο των δηλώσεων αποκλειστικά των δικαστικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων, και αν ακόμη θεωρηθεί ότι ο έλεγχος αυτός αφορά μόνο τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς που υπηρετούν στα ως άνω δικαστήρια (και όχι και τους Εισηγητές και Παρέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου) και έχουν τη μεγαλύτερη θεσμική εξουσία, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Κατόπιν τούτου, παρέλκει η εξέταση του λόγου περί παράβασης της αρχής της ισότητας λόγω της υποχρέωσης ηλεκτρονικής συνυποβολής δικαιολογητικών από τους δικαστές που υπόκεινται σε υποχρεωτικό έλεγχο. Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Ι. Γράβαρης και οι Σύμβουλοι Ι. Μαντζουράνης, Δ. Σκαλτσούνης, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σ. Μαρκάτης, Σ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Π. Μπραΐμη, Α. Μ. Παπαδημητρίου, κατά τη γνώμη των οποίων η ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού ως μέλους Ανώτατου Δικαστηρίου αποτελεί πρόσφορο κριτήριο για το υποχρεωτικό του ελέγχου των Δ.Π.Κ. αυτού.
Όπως προβάλλει και το Δημόσιο στο από 29.11.2016 έγγραφο απόψεων, ο νομοθέτης θέσπισε ως υποχρεωτικό τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. των ως άνω δικαστικών λειτουργών, διότι έκρινε ότι έχουν θεσμικά μεγαλύτερη εξουσία, ο υποχρεωτικός δε αυτός έλεγχος εκτείνεται, για τον ίδιο λόγο, και σε άλλες κατηγορίες ελεγχομένων (Γενικοί και Ειδικοί Γραμματείς της Βουλής και της Γενικής Κυβέρνησης κ.λπ.- άρθρο 7Α παρ. 3 περ. γ΄ ν. 3691/2008, όπως ισχύει)· εξ άλλου, και οι δηλώσεις των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παρ. 1 περ. α΄ - ε΄ του ν. 3213/2003, τα οποία ομοίως έχουν θεσμικά μεγαλύτερη εξουσία, ελέγχονται επίσης υποχρεωτικά (άρθρο 3Β παρ. 2 ν. 3213/2003, όπως ισχύει). Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


23. Επειδή, προβάλλεται ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α΄ υποπερ. v και vi του ν. 3213/2003, κατά τις οποίες στη Δ.Π.Κ. περιλαμβάνονται ως περιουσιακά στοιχεία, μεταξύ άλλων, μετρητά χρήματα (πλην καταθέσεων), των οποίων το ποσό υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ, καθώς και άλλα κινητά αντικείμενα φυλασσόμενα είτε σε θυρίδες τραπεζών ή, κατά κανόνα, στην κατοικία των υπόχρεων, εφόσον η αξία τους υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. ανά κινητό, αντίκεινται στα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος και υπερβαίνουν τα όρια που επιβάλλει η καθιερούμενη στο Σύνταγμα (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄) αρχή της αναλογικότητας, διότι προσβάλλουν κατά τρόπο υπέρμετρο και απρόσφορο το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων, του ιδιωτικού βίου και της ασφάλειας των υπόχρεων και των οικογενειών τους.


24. Επειδή, στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη»· στο άρθρο 9 παρ. 1 ορίζεται ότι: «Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας»· στο άρθρο 9Α ορίζεται ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει».
Στον Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2016/C 202/02) ορίζεται ότι: άρθρο 8 Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. 2. Η επεξεργασία αυτών των δεδομένων πρέπει να γίνεται νομίμως, για καθορισμένους σκοπούς και με βάση τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για άλλους θεμιτούς λόγους που προβλέπονται από το νόμο. Κάθε πρόσωπο δικαιούται να έχει πρόσβαση στα συλλεγέντα δεδομένα που το αφορούν και να επιτυγχάνει τη διόρθωσή τους. 3. Ο σεβασμός των κανόνων αυτών υπόκειται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής»· άρθρο 52 Εμβέλεια και ερμηνεία των δικαιωμάτων και των αρχών «1. Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από το νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. 2. ...».

Με τον ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Α΄ 50) μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η οδηγία 95/46 ΕΚ «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών» (L 281/1995). H οδηγία αυτή αποσκοπεί στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, ιδίως δε της ιδιωτικής τους ζωής, έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (C-131/12 Google Spain SL, Google Inc κατά AEPD απόφαση της 13.5.2014 σκ. 66). Κατά τους ορισμούς της οδηγίας, με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που δέχεται το άρθρο 13 αυτής, κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να είναι σύμφωνη, αφενός προς τις «αρχές που πρέπει να τηρούνται ως προς την ποιότητα των δεδομένων», τις οποίες θέτει το άρθρο 6 και αφετέρου προς τις «βασικές αρχές της νόμιμης επεξεργασίας δεδομένων» που απαριθμεί το άρθρο 7 της οδηγίας. Ειδικότερα, τα δεδομένα πρέπει «να συλλέγονται για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς» (άρθρο 6 παρ. 1 στ. β´), να είναι «κατάλληλα, συναφή προς το θέμα και όχι υπερβολικά» σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται και υφίστανται επεξεργασία (άρθρο 6 παρ. 1 στ. γ´) και να διατηρούνται με μορφή που επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των προσώπων στα οποία αναφέρονται μόνο κατά τη διάρκεια περιόδου που δεν υπερβαίνει την απαιτούμενη για την επίτευξη των σκοπών για τους οποίους έχουν συλλεγεί, ή για τους οποίους αργότερα υφίστανται επεξεργασία (άρθρο 6 παρ.1 στ. ε΄).

Επιπλέον, κατά το άρθρο 7 στ. γ´ και ε΄ της ίδιας οδηγίας, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι θεμιτή, αντιστοίχως, αν «είναι απαραίτητη για την τήρηση εκ του νόμου υποχρεώσεως του υπευθύνου της επεξεργασίας» ή αν «είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση έργου δημοσίου συμφέροντος ή εμπίπτοντος στην άσκηση δημοσίας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας [...] στον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα». Εντούτοις, κατά το άρθρο 13 στ. ε´ και στ´ της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν ιδίως από το άρθρο 6 παρ. 1 της οδηγίας όταν τούτο είναι αναγκαίο για τη διαφύλαξη «σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικονομικού συμφέροντος κράτους μέλους ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών, δημοσιονομικών και φορολογικών θεμάτων» ή «αποστολής ελέγχου, επιθεώρησης ή ρυθμιστικών καθηκόντων που συνδέονται, έστω και ευκαιριακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας» στις ειδικές περιπτώσεις που απαριθμούνται στο προαναφερθέν στοιχείο ε´. Τέλος, οι διατάξεις της οδηγίας 95/46, καθόσον διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που μπορούν να οδηγήσουν σε προσβολή των θεμελιωδών ελευθεριών και, ειδικότερα, του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, πρέπει οπωσδήποτε να ερμηνεύονται ενόψει των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία, κατά πάγια νομολογία του Δ.Ε.Ε., αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση του οποίου διασφαλίζει το Δικαστήριο αυτό (Δ.Ε.Ε. C-465/00, C-138/01 και C-139/01 Rechnungshof απόφαση της 20.5.2003 σκ. 65-68, βλ. και C-293/12 και C-594/12 Digital Rights Ireland Ltd απόφαση της 8.4.2014 σκ. 38-44).

Περαιτέρω, ο ως άνω ν. 2472/1997 προβλέπει ότι ως δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα νοείται κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων (άρθρο 2 περ. α΄), ως επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (‘επεξεργασία’) κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο, ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση (άρθρο 2 περ. δ΄), και, αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (‘αρχείο’), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια (άρθρο 2 περ. ε΄). Στο άρθρο 4 ορίζεται ότι «1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας. γ) Να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται να υποβάλλονται σε ενημέρωση. δ) Να διατηρούνται σε μορφή που να επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των υποκειμένων τους μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου που απαιτείται, κατά την κρίση της Αρχής, για την πραγματοποίηση των σκοπών της συλλογής τους και της επεξεργασίας τους. Μετά την παρέλευση της περιόδου αυτής, η Αρχή μπορεί, με αιτιολογημένη απόφαση της να επιτρέπει την διατήρηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για ιστορικούς, επιστημονικούς ή στατιστικούς σκοπούς, εφόσον κρίνει ότι δεν θίγονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση τα δικαιώματα των υποκειμένων τους ή και τρίτων. Η τήρηση των διατάξεων της παραγράφου αυτής βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας (όπως το στοιχείο δ΄ τροποποιήθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 3471/2006) 2. Η τήρηση των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν συλλεχθεί ή υφίστανται επεξεργασία κατά παράβαση της προηγούμενης παραγράφου, καταστρέφονται με ευθύνη του υπεύθυνου επεξεργασίας (όπως το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 3471/2006). Η Αρχή, εάν εξακριβώσει αυτεπαγγέλτως ή μετά από σχετική καταγγελία παράβαση των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, επιβάλλει τη διακοπή της συλλογής ή της επεξεργασίας και την καταστροφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχουν ήδη συλλεγεί ή τύχει επεξεργασίας».


25. Επειδή, τα επίμαχα περιουσιακά στοιχεία που οφείλουν οι υπόχρεοι, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. α΄ υποπερ. v και vi του ν. 3213/2003, μετά την αντικατάσταση της περ. α΄ με το άρθρο 173 παρ. 1 του ν. 4389/2016, να συμπεριλάβουν στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης που υποβάλλουν, δηλαδή, τα μετρητά χρήματα άνω των 15.000 ευρώ, τα οποία φυλάσσονται εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων ή εντός θυρίδων, και τα κινητά περιουσιακά στοιχεία μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ ανά κινητό, εμπίπτουν στην σφαίρα του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου των υποχρέων (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. Μ.Ν. και λοιποί κατά Σαν Μαρίνο απόφαση της 7.7.2015 σκ. 51 επ.), συνιστούν δε και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υπό την έννοια του άρθρου 2 στ. α΄ της οδηγίας 95/46, και του άρθρου 2 περ. α΄ του ν. 2472/1997, αφού πρόκειται για πληροφορίες που αναφέρονται σε φυσικό πρόσωπο, του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί (πρβλ. Δ.Ε.Ε. C-465/00 Rechnungshof σκ. 64 και σκ. 73 περί υπαγωγής στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 Ε.Σ.Δ.Α., C-73/07 Tietosuojavaltuutettu απόφαση της 16.12.2008 σκ. 35, Conseil Constitutionnel 2013-676 DC σκ. 13 για δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, Ε.Δ.Δ.Α. Wypych κατά Πολωνίας σελ. 9, 10, Γνωμοδότηση 7/2011 Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα σκ. 5, Π.Ε. 96/1999 σκ. 8).

26. Επειδή, με τη θέσπιση της υποχρέωσης υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. επιδιώκεται, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, η ενίσχυση της διαφάνειας, καθώς και η πρόληψη και καταστολή ενδεχομένων κρουσμάτων διαφθοράς. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται κυρίως με τον έλεγχο της μεταβολής (αύξησης) της περιουσίας των υπόχρεων επί όσο χρόνο διατηρούν την ιδιότητα λόγω της οποίας υπέχουν την υποχρέωση υποβολής των άνω δηλώσεων. Επομένως, δεν αποτελεί αντικείμενο των διατάξεων που μνημονεύθηκαν η δημιουργία περιουσιολογίου, δηλαδή η καταγραφή των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων και της αξίας αυτών, για πληθώρα κατηγοριών και μεγάλο αριθμό ελλήνων πολιτών - στους οποίους περιλαμβάνονται και οι δικαστικοί λειτουργοί - και ο έλεγχος της ακρίβειας αυτού με την απειλή βαρύτατων ποινικών και διοικητικών κυρώσεων (άρθρα 6 και 9 ν. 3213/2003), χωρίς μάλιστα να προκύπτει ο σκοπός δημόσιου συμφέροντος, ο οποίος επιδιώκεται με την κατάρτιση ενός τέτοιου περιουσιολογίου. Εξ άλλου, η υποχρέωση να συμπεριληφθούν στη Δ.Π.Κ. ποσά σε μετρητά που υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ και φυλάσσονται εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων ή εντός θυρίδων, καθώς και κινητά περιουσιακά στοιχεία, των οποίων η αξία υπερβαίνει τα 30.000 ευρώ, αποτελεί περιορισμό όχι μόνο του δικαιώματος των υπόχρεων για προστασία των προσωπικών δεδομένων τους, αλλά και του δικαιώματός τους για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και για προστασία του ιδιωτικού τους βίου, διότι οι υπόχρεοι καλούνται να αποκαλύψουν στοιχεία που ανάγονται στην προσωπικότητά τους και στην ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή. Δεδομένου ότι ο περιορισμός αυτός προβλέπεται από τυπικό νόμο, θεσπίζεται δε κατ’ επίκληση νόμιμου σκοπού πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω το ζήτημα, αν πληροί τους όρους της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος).

27. Επειδή, η υποχρέωση δήλωσης μετρητών χρημάτων που δεν περιλαμβάνονται σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα δεν αποτελεί πρόσφορο μέτρο για τη διαπίστωση της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου ή μεταβολής αυτής που δεν δικαιολογείται από τα νόμιμα έσοδά του· τούτο, προεχόντως διότι δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί η ακρίβεια της δήλωσης ως προς την κατοχή ή μη μετρητών χρημάτων και του ακριβούς ύψους τους, εφόσον η Δ.Π.Κ. περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, τα περιουσιακά στοιχεία του υπόχρεου κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγουμένου της δήλωσης έτους, ο δε έλεγχός της θα γίνει σε χρόνο προφανώς μεταγενέστερο της ημερομηνίας αυτής. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι ο μόνος δυνατός τρόπος ελέγχου από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο, ειδικώς για την εξακρίβωση του ακριβούς ύψους των φυλασσομένων στην οικία των υπόχρεων μετρητών χρημάτων, θα ήταν η κατ’ οίκον έρευνα, η οποία, πραγματοποιούμενη για τον σκοπό απλώς της διαπίστωσης αν είναι ακριβής ή όχι δήλωση περί της περιουσιακής κατάστασης υπόχρεου, θα αντέκειτο στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Συντάγματος. Ο ίδιος τρόπος ελέγχου, εξ ίσου αντίθετος προς τη συνταγματική αυτή διάταξη, θα ήταν ο μόνος δυνατός και για τη διαπίστωση της ακρίβειας Δ.Π.Κ., ως προς τυχόν δηλούμενα ως κινητά μεγάλης αξίας ευρισκόμενα στην οικία υπόχρεου. Εξ άλλου, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, σκοπός των διατάξεων, προς εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη κ.υ.α., δεν αποτελεί η καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων και της αξίας αυτών ορισμένων κατηγοριών ελλήνων πολιτών, μεταξύ των οποίων και των δικαστικών λειτουργών, και του ότι οι θεσπιζόμενες με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 173 παρ. 1 του ν. 4389/2016, νέες ρυθμίσεις (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εκείνη που αφορά την υποχρέωση δήλωσης της κατοχής κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 30.000 ευρώ) δεν μπορεί να ανατρέξουν στο παρελθόν και να στηρίξουν ευθύνη των δηλούντων με βάση τις διατάξεις περί Δ.Π.Κ. για κινητά, που είναι ήδη στην κατοχή τους - λαμβανομένων, μάλιστα, υπόψη των αυστηρών κυρώσεων που προβλέπονται από τα άρθρα 6 και 9 του ν. 3213/2003 σε περίπτωση ανακριβούς ή ελλιπούς Δ.Π.Κ. και των αμφισβητήσεων που μπορεί να προκύψουν ως προς τον προσδιορισμό της αξίας κινητών πραγμάτων [βλ. την περίπτωση των ασφαλισμένων κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και άλλων κινδύνων κινητών, των οποίων «η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση», άρθρο 2 παρ. 1 περ. vi εδ. τελευταίο του ν. 3213/2003, όπως ισχύει] - η απλή κατοχή κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 30.000 ευρώ δεν αποτελεί πρόσφορο στοιχείο προς εξυπηρέτηση του σκοπού, στον οποίο πράγματι αποβλέπει ο θεσπίζων την υποχρέωση υποβολής των Δ.Π.Κ. και ο οποίος είναι ο έλεγχος της μεταβολής (αύξησης) της περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων. Πρόσφορο στοιχείο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, προκειμένου περί κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, είναι η υποχρέωση δήλωσης της αγοράς αυτών κατά το έτος κατά το οποίο κτώνται, κατά τον έλεγχο δε της αφορώσας το έτος αυτό δήλωσης μπορεί να εξακριβωθεί αν η δαπάνη για την απόκτηση των κινητών αυτών καλύπτεται από τα δηλωθέντα εισοδήματα του υπόχρεου. Τέτοια υποχρέωση υπάρχει, εφόσον ο ήδη ισχύων Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α΄ 167) – στο άρθρο 32 παρ. 1 περ. α΄ του οποίου ορίζεται ότι ως ετήσια δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών του λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται, μεταξύ άλλων, για αγορά κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, ως τέτοιων νοουμένων εκείνων των οποίων η αξία υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ – επιβάλλει στους φορολογούμενους να δηλώσουν τη δαπάνη για την απόκτηση κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 10.000 ευρώ, που πραγματοποίησαν εντός του οικείου έτους, με την αφορώσα το έτος αυτό δήλωση φόρου εισοδήματος, η οποία συνυποβάλλεται με τη Δ.Π.Κ., και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, περιέρχεται σε γνώση του αρμόδιου για τον έλεγχο της Δ.Π.Κ. οργάνου η πραγματοποίηση της συγκεκριμένης δαπάνης. Παρόμοια ρύθμιση προβλεπόταν και από τον προηγούμενο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α΄ 151) στο άρθρο 17 παρ. 1 περ. α΄, όπως αυτό ίσχυε με τις εκάστοτε τροποποιήσεις του (ως μεγάλης αξίας θεωρουμένων κινητών αξίας αρχικώς 1.000.000 δραχμών και, στη συνέχεια, 3.000 και 5.000 ευρώ). Άλλωστε, η πραγματοποίηση δαπάνης για την αγορά κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας ευχερώς πλέον διαγιγνώσκεται, εφόσον τα φορολογικά στοιχεία αξίας πεντακοσίων ευρώ και άνω, που εκδίδονται, μεταξύ άλλων, για την πώληση αγαθών, εξοφλούνται, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 3 του ν. 3842/2010 (Α΄ 58), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 69 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), αποκλειστικώς με τη χρήση κάρτας ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, οι πραγματοποιούμενες δε με τα μέσα αυτά συναλλαγές γνωστοποιούνται στις φορολογικές αρχές (βλ. και κατωτέρω σκ. 33), από τις οποίες μπορεί, κατά το νόμο, όπως ήδη έχει εκτεθεί, να αντλήσει στοιχεία το αρμόδιο για τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. όργανο. Το ότι η υποχρέωση δήλωσης με τη Δ.Π.Κ. των κατεχομένων από τον υπόχρεο κινητών μεγάλης αξίας αποβλέπει στην καταγραφή αυτών και της αξίας τους και όχι στον έλεγχο της νομιμότητας της τυχόν αύξησης της περιουσίας των υπόχρεων συνάγεται από το γεγονός ότι είναι υποχρεωτική η δήλωση και κινητών, ως προς την κτήση των οποίων δεν μπορεί να γεννηθεί καμία αμφιβολία ότι προέρχεται από νόμιμη αιτία, όπως είναι τα κτηθέντα από γονική παροχή και λόγω προίκας, καθώς και των κινητών που έχουν αποκτηθεί από την τελευταία αυτή αιτία σε χρόνο πολύ προγενέστερο εκείνου, κατά τον οποίο το πρώτον θεσπίστηκε η υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ. για τις περισσότερες κατηγορίες υπόχρεων - στους οποίους περιλαμβάνονται και οι δικαστικοί λειτουργοί -, εφόσον η προίκα καταργήθηκε με τον ν. 1329/1983. Υπέρ της άποψης ότι η υποχρέωση δήλωσης των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων αποβλέπει στην καταγραφή αυτών και της αξίας τους συνηγορούν και τα υποστηριζόμενα με το από 29.11.2016 έγγραφο απόψεων του Δημοσίου ότι η προσβαλλόμενη κ.υ.α. υιοθετεί (βλ. άρθρο 4 παρ. 6 περ. ε΄) την κρίση της 6/2016 γνωμοδότησης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κατά την οποία η συλλογή των συγκεκριμένων προσωπικών δεδομένων είναι νόμιμη μόνον για τις περιπτώσεις που υπάρχει αποδεικτικό της αξίας αυτών, όπως παραστατικό αγοράς ή πράξη φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής, ή ασφαλιστική σύμβαση σε περίπτωση ασφάλισής τους κ.λπ. και εφόσον δεν πρόκειται περί οικογενειακών κειμηλίων που έχουν συνήθως από διαθέσεως αξία για τους υπόχρεους. Με τα δεδομένα όμως αυτά, εφόσον δηλαδή πρόκειται κατ’ αρχήν για κινητά, ως προς τα οποία υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για την κτήση και την αξία τους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η υποχρέωση να δηλωθούν με τη Δ.Π.Κ. δρα προληπτικά (αποτρεπτικά) για τη μη αποδοχή εκ μέρους των υπόχρεων δωρεών κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας (πολύτιμων ειδών), αφού, όπως δέχεται και η Διοίκηση, υποχρέωση δήλωσης υφίσταται μόνον για τα κινητά, για την αξία των οποίων υπάρχει αποδεικτικό στοιχείο και όχι για κινητά, τα οποία ενδεχομένως δεν εκτήθησαν νομίμως και για τα οποία ο υπόχρεος δεν διαθέτει σχετικά αποδεικτικά στοιχεία περί της κτήσης και της αξίας τους. Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α΄ υποπερ. v και vi του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, κατά το μέρος που προβλέπουν ότι στη Δ.Π.Κ. περιλαμβάνονται ως περιουσιακά στοιχεία, μεταξύ άλλων, «το σύνολο των μετρητών, που δεν περιλαμβάνονται στην περίπτωση iv  …, εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Τα προαναφερόμενα ποσά αφορούν αθροιστικά τον υπόχρεο, το σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα» και «τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. …», αντίκεινται στα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος), όπως βασίμως προβάλλεται με τον εκτεθέντα στη σκέψη 23 λόγο ακυρώσεως. Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Ι. Γράβαρης και οι Σύμβουλοι
Δ. Σκαλτσούνης, Γ. Τσιμέκας, Σ. Μαρκάτης, Σ. Χρυσικοπούλου, Α.Μ. Παπαδημητρίου, Μ. Σωτηροπούλου και η Πάρεδρος Χ. Σιταρά, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Η υποχρέωση δήλωσης μετρητών χρημάτων και κινητών περιουσιακών στοιχείων που φυλάσσονται εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων αποτελεί κατ’ αρχήν πρόσφορο μέτρο για τη διαπίστωση μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου που δεν δικαιολογείται από τα νόμιμα έσοδά του και διευκολύνει ενδεχόμενο κατασταλτικό έλεγχο, ενδεχομένως δε δύναται να λειτουργήσει και προληπτικά (αποτρεπτικά) για τη μη αποδοχή δωρεών κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας (πολύτιμων ειδών) (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. Wypych κατά Πολωνίας σελ 12). Το επιχείρημα ότι ο υπόχρεος που θέλει να αποκρύψει περιουσιακά στοιχεία, δεν θα συμπεριλάβει στη Δ.Π.Κ. τα επίμαχα μετρητά χρήματα και πολύτιμα είδη δεν είναι κρίσιμο, διότι αυτό ισχύει και για άλλες περιπτώσεις που ο υπόχρεος επιθυμεί να αποκρύψει κάποιο περιουσιακό στοιχείο (λ.χ. ανώνυμα αξιόγραφα, περιεχόμενο τραπεζικών θυρίδων, καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα, ιδίως αν αυτά ευρίσκονται στο εξωτερικό σε μη συνεργαζόμενη χώρα). Η αποτελεσματικότητα δε του μέτρου της υποχρέωσης υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης στο σύνολό του συνδέεται άρρηκτα με τον έλεγχο που δύναται να ακολουθήσει, προκειμένου να εξακριβωθεί η αλήθεια των δηλούμενων στοιχείων. Περαιτέρω, το μέτρο είναι και αναγκαίο, δεδομένου ότι τα προβλεπόμενα όρια αξίας των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων, που λειτουργούν ως «κατώφλι» για την ενεργοποίηση της σχετικής υποχρέωσης, θεσπίζονται σε ποσά που, κατά την κοινή πείρα, υπερβαίνουν το ποσό των μετρητών που έχει στην κατοχή του (εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων) ο μέσος συναλλασσόμενος για τη διενέργεια καθημερινών συναλλαγών, καθώς και την αξία επιμέρους κινητών πραγμάτων που έχει στην κατοχή του ο μέσος φορολογούμενος, με συνέπεια να είναι δυνατόν να θεωρηθούν εκ του νόμου ως μέσα αποταμίευσης ή επένδυσης των εισοδημάτων ή/και των κεφαλαίων του υπόχρεου. Συνεπώς, κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη, το σκέλος αυτό του λόγου πρέπει να απορριφθεί, διότι το επίμαχο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει, και μάλιστα προδήλως, όπως απαιτείται (ΣτΕ 3474/2011 Ολομ., ΣτΕ 3035/2011, ΣτΕ 931/2010), την αρχή της αναλογικότητας, αφού η φύλαξη μετρητών χρημάτων άνω των 15.000 ευρώ εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων και η κατοχή κινητών περιουσιακών στοιχείων αξίας άνω των 30.000 ευρώ ανά κινητό δύναται να θεωρηθεί ένδειξη μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου. Τέλος, στον ίδιο τον ν. 3213/2003 ορίζεται ότι η δηλούμενη αξία των κινητών περιουσιακών στοιχείων προκύπτει είτε από σχετικό παραστατικό αγοράς ή από πράξη φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής, ή προίκας κατά τον χρόνο κτήσης τους. Στην περίπτωση δε κατά την οποία τα κινητά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση (βλ. άρθρο 2
παρ. 1 α΄ περ. vi). Ο νόμος, δηλαδή, εξειδικεύει πλήρως τον τρόπο εκτίμησης των κινητών μεγάλης αξίας. Όπως δε βασίμως προβάλλεται με το από 29.11.2016 έγγραφο απόψεων του Δημοσίου, η προσβαλλόμενη κ.υ.α. υιοθετεί (βλ. άρθρο 4 παρ. 6 περ. ε΄) την κρίση της 6/2016 γνωμοδότησης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κατά την οποία η συλλογή των συγκεκριμένων προσωπικών δεδομένων είναι νόμιμη μόνο για τις περιπτώσεις που υπάρχει αποδεικτικό της αξίας αυτών, όπως παραστατικό αγοράς ή πράξη φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής, ή ασφαλιστική σύμβαση σε περίπτωση ασφάλισής τους κ.λπ. και εφόσον δεν πρόκειται περί οικογενειακών κειμηλίων που έχουν συνήθως από διαθέσεως αξία για τους υπόχρεους. Συνεπώς, και το σκέλος του λόγου, με το οποίο προβάλλεται ότι η συγκεκριμένη υποχρέωση (δήλωσης κινητών περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας) συνιστά υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος στον ιδιωτικό βίο και στην προστασία των προσωπικών δεδομένων για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν υφίσταται ασφαλής και δεσμευτική μέθοδος υπολογισμού της αξίας των αντικειμένων αυτών, πρέπει, κατά την ως άνω μειοψηφήσασα γνώμη, να απορριφθεί.

28. Επειδή, μετά την αποδοχή του λόγου που αφορά το ανίσχυρο της κατά τα άνω επιβαλλόμενης υποχρέωσης δήλωσης μετρητών, πλην καταθέσεων, ποσού άνω των 15.000 ευρώ και κινητών αξίας άνω των 30.000 ευρώ, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η ρύθμιση αυτή αντίκειται και σε συνταγματικές διατάξεις άλλες από τις μνημονευθείσες στην προηγούμενη σκέψη.

29. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι με την προσβαλλόμενη κ.υ.α. επέρχεται αντισυνταγματική προσβολή του δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων των υπόχρεων σε ηλεκτρονική υποβολή των επίμαχων δηλώσεων και προσβολή της προσωπικότητας αυτών ιδίως λόγω του κινδύνου διαρροής και δημοσιοποίησης των προσωπικών τους στοιχείων. Οι αιτούσες προβάλλουν ότι οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 4 παρ. 7 της προσβαλλόμενης απόφασης δεν επαρκούν για τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας και ακεραιότητας των προσωπικών δεδομένων και στοιχείων των υπόχρεων. Και τούτο, διότι τα μέλη της αρχής ελέγχου των Δ.Π.Κ. δεν απολαμβάνουν εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, δεν προσδιορίζονται δε τα απόρρητα στοιχεία των Δ.Π.Κ. που τηρούνται κρυπτογραφημένα, ούτε οι πολιτικές ασφάλειας που εξασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα και ακεραιότητα των υποβαλλομένων στοιχείων. Δεν προκύπτει δε ότι έχει εκπονηθεί μελέτη επικινδυνότητας με βάση τους κινδύνους και τη φύση των δεδομένων που θα συγκεντρωθούν στην συγκεκριμένη ηλεκτρονική βάση, η οποία απαιτείται στο πλαίσιο ενός συστήματος ασφάλειας πληροφοριακών συστημάτων. Οι αιτούσες προβάλλουν ειδικότερα ότι για πρώτη φορά δημιουργούνται ηλεκτρονικά αρχεία με προσωπικά δεδομένα και το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων όλων των δικαστικών λειτουργών, γεγονός που μεγιστοποιεί τη βλάβη σε περίπτωση διαρροής. Επικαλούνται δε, ως δηλωτικό του κινδύνου, την 98/2013 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Α.Π.Δ.Π.Χ.), με την οποία επιβλήθηκε στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης (Γ.Γ.Π.Σ. & Δ.Υ.) του Υπουργείου Οικονομικών, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, πρόστιμο εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ για παράβαση της διάταξης του άρθρου 10
παρ. 3 του ν. 2472/1997, συνιστάμενη στο ότι πλήθος προσωπικών δεδομένων φορολογικού χαρακτήρα που αφορούσαν το σύνολο των φορολογουμένων στην Ελλάδα για τα έτη 2000 έως και 2012 είχαν καταστεί αντικείμενο παράνομης επεξεργασίας από τρίτους, γεγονός που οφειλόταν στη μη ύπαρξη κατάλληλων μέτρων ασφάλειας για την αποτροπή, ανίχνευση και διερεύνηση περιστατικών παραβίασης προσωπικών δεδομένων· πρόκειται δε για την ίδια αρχή, τα όργανα της οποίας εκτελούν την επεξεργασία της αυτοτελούς ειδικής βάσης των δεδομένων περιουσιακής κατάστασης.


30. Επειδή, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 10, στο άρθρο 5 της προσβαλλόμενης κ.υ.α. ορίζεται ότι υπεύθυνοι επεξεργασίας της αυτοτελούς ειδικής βάσης των δεδομένων περιουσιακής κατάστασης, όπως ορίζεται στον ν. 2472/1997, είναι τα κατά το άρθρο 3 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, όργανα ελέγχου, μόνο για τους ελεγχόμενους αρμοδιότητάς τους (παρ. 1). Εκτελούντες την επεξεργασία της ανωτέρω βάσης δεδομένων κατ’ εντολή των υπευθύνων επεξεργασίας, είναι τα όργανα της Γ.Γ.Π.Σ. & Δ.Υ., καθώς και τα ίδια τα όργανα ελέγχου μόνο για τους ελεγχόμενους της αρμοδιότητάς τους (παρ. 2). Την ευθύνη διαχείρισης του ηλεκτρονικού συστήματος έχουν τα όργανα ελέγχου, μόνο για τους ελεγχόμενους της αρμοδιότητάς τους (παρ. 3). Για τις ανάγκες του ελέγχου των Δ.Π.Κ., κάθε όργανο ελέγχου ορίζει τους υπαλλήλους του, καθώς και τα δικαιώματα πρόσβασης, που αυτοί έχουν επί των στοιχείων της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων του ηλεκτρονικού συστήματος. Η πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα των υπαλλήλων αυτών είναι αυστηρά προσωποποιημένη, ελεγχόμενη μέσω μοναδικού ονόματος χρήστη και προσωπικού μυστικού κωδικού. Οι ενέργειες των υπαλλήλων αυτών εντός του ηλεκτρονικού συστήματος καταγράφονται ηλεκτρονικά (παρ. 4). Εξ άλλου, τα απόρρητα στοιχεία των Δ.Π.Κ. τηρούνται κρυπτογραφημένα στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων του συστήματος (άρθρο 4 παρ. 7 της προσβαλλόμενης κ.υ.α.). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι τα στελέχη της Γ.Γ.Π.Σ. δεν έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες του πληροφοριακού συστήματος «πόθεν έσχες» (βλ. και το ΑΥΤ.ΤΜ.ΣΤΡ.0000838 ΕΞ/13.12.2016 έγγραφο της Γ.Γ.Π.Σ. & Δ.Υ. του Υπουργείου Οικονομικών). Με το έγγραφο αυτό διευκρινίζεται ότι τα στοιχεία που τηρούνται κρυπτογραφημένα είναι τα ακόλουθα:
α. Η οργανική μονάδα, στην οποία υπηρετεί ο υπόχρεος, β. Ο βαθμός του υπαλλήλου ή του ενστόλου, γ. Η ιδιότητα, από την οποία προκύπτει η υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ., δ. Η ποσότητα και όλες οι αξίες (κτήσης, πώλησης και αποτίμησης) των κινητών πραγμάτων και των μετρητών,
ε. Το πιστωτικό ίδρυμα, τα τέσσερα τελευταία ψηφία του IBAN, το πλήθος των συνδικαιούχων και το υπόλοιπο του τραπεζικού λογαριασμού,
στ. Ο τίτλος του επενδυτικού προϊόντος, η αξία αγοράς και πώλησης και η ποσότητα για τα επενδυτικά προϊόντα, ζ. Η επωνυμία της επιχείρησης, ο ΑΦΜ της, το έτος έναρξης της συμμετοχής, το αρχικό κεφάλαιο εισφοράς, το κεφάλαιο εισφοράς στις 31 Δεκεμβρίου, η αξία αγοράς και πώλησης όσον αφορά στις συμμετοχές σε επιχειρήσεις. Όσον αφορά το ζήτημα της πολιτικής ασφάλειας του συστήματος, διευκρινίζεται στο ίδιο έγγραφο ότι για την υλοποίηση του πληροφοριακού συστήματος «πόθεν έσχες» εκπονήθηκε από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών – Τμήμα Πληροφορικής σχέδιο ασφάλειας που περιλαμβάνει τα μέτρα προστασίας/ασφάλειας και την πολιτική ασφάλειας. Η μελέτη βασίστηκε σε αποτίμηση της υπάρχουσας επικινδυνότητας των τηρουμένων δεδομένων και προτάθηκαν τα κατάλληλα μέτρα ασφάλειας για το σύνολο του πληροφοριακού συστήματος. Περαιτέρω, με το από 30.12.2016 συμπληρωματικό έγγραφο απόψεων προβάλλεται ότι, σε συνέχεια της 98/2013 απόφασης της Α.Π.Δ.Π.Χ., η Γ.Γ.Π.Σ. & Δ.Υ. προχώρησε σε σειρά ενεργειών με σκοπό τον χρονοπρογραμματισμό και την υλοποίηση των μέτρων που προβλέπονται από την απόφαση αυτή (ΓρΓΓΠ 0000899/30.12.2016 έγγραφο του Γ.Γ.Π.Σ. & Δ.Υ. του Υπουργείου Οικονομικών)· έχει δε ήδη εκδοθεί η 75/2016 απόφαση της Α.Π.Δ.Π.Χ. μετά τη διεξαγωγή διοικητικού ελέγχου στα αρχεία της Γ.Γ.Π.Σ. & Δ.Υ. και της Γ.Γ.Δ.Ε. με αντικείμενο την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την επεξεργασία που πραγματοποιείται ιδίως μέσω των εφαρμογών του υποσυστήματος Μητρώου του Taxis και του Taxisnet. Με την απόφαση αυτή (75/2016) η Α.Π.Δ.Π.Χ. κρίνει το επίπεδο της ασφάλειας του υπεύθυνου επεξεργασίας ως προς την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, σχετικά ικανοποιητικό και απευθύνει σύσταση στον υπεύθυνο επεξεργασίας να συμμορφωθεί με τις συστάσεις που αναφέρονται στο επισυναπτόμενο εμπιστευτικό πόρισμα ελέγχου και το εμπιστευτικό παράρτημα της απόφασης αυτής και να ενημερώνει την αρχή σχετικά με την πρόοδο υλοποίησης των συστάσεων αυτών.

31. Επειδή, η εξέταση του λόγου, κατά το μέρος που αναφέρεται στη συγκρότηση του οργάνου ελέγχου των Δ.Π.Κ., παρίσταται αλυσιτελής, μετά την αποδοχή του λόγου που αναφέρεται στη συγκρότηση του οργάνου αυτού, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 18. Όσον αφορά την ασφάλεια του πληροφοριακού συστήματος «πόθεν έσχες», προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ιδίως δε τα μνημονευθέντα στην προηγούμενη σκέψη, ότι η Διοίκηση έχει λάβει ικανά μέτρα προκειμένου να ενισχύσει την ασφάλεια του συστήματος και να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους επέμβασης τρίτων σε αυτό και διαρροής των δεδομένων· οι κίνδυνοι αυτοί είναι σύμφυτοι με κάθε παρόμοιο σύστημα, είναι δε δυνατόν να ελαχιστοποιηθούν αλλά όχι να εξαλειφθούν. Η δε περαιτέρω εκτίμηση της επάρκειας των ανωτέρω μέτρων συνιστά τεχνική κρίση, η οποία δεν είναι δυνατή στα πλαίσια του ακυρωτικού ελέγχου. Συνεπώς, ο λόγος είναι απορριπτέος, και κατά το μέρος τούτο, ως αβάσιμος. Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Ι. Γράβαρης και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Αικ. Χριστοφορίδου και Γ. Ποταμιάς, κατά τη γνώμη των οποίων τα μέτρα που έχει λάβει η Διοίκηση δεν εξασφαλίζουν σε επαρκή βαθμό τον κίνδυνο επέμβασης τρίτων στο ως άνω πληροφοριακό σύστημα, λαμβανομένης υπόψη και της ως άνω 98/2013 απόφασης της Α.Π.Δ.Π.Χ., καθώς και της μεταγενέστερης 75/2016 απόφασης της ίδιας αρχής, με την οποία το επίπεδο ασφάλειας του υπεύθυνου επεξεργασίας, ως προς την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων του υποσυστήματος Μητρώου του Taxis και του Taxisnet, απλώς κρίθηκε «σχετικά ικανοποιητικό» και απευθύνθηκαν συστάσεις στον υπεύθυνο επεξεργασίας να συμμορφωθεί με τις συστάσεις που αναφέρονται στο πόρισμα ελέγχου και το παράρτημα της απόφασης· δεν προκύπτει δε από τα στοιχεία του φακέλου συμμόρφωση προς τις συστάσεις αυτές. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, ο εξεταζόμενος λόγος είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.


32. Επειδή, προβάλλεται ότι από καμία διάταξη της νομοθεσίας και της προσβαλλόμενης απόφασης δεν τίθεται χρονικός περιορισμός στην αρμοδιότητα της ελεγκτικής αρχής να ελέγξει τις Δ.Π.Κ. και τις Δ.Ο.Σ. των υπόχρεων, ούτε προβλέπεται χρονικό διάστημα διατήρησης των σχετικών ηλεκτρονικών αρχείων· τούτο δε αντίκειται, κατά τις αιτούσες ενώσεις, στο Σύνταγμα (άρθρα 5 παρ. 1, 9Α, καθώς και στις συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν τη δικαστική ανεξαρτησία).


33. Επειδή, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος [πρβλ. Α.Ε.Δ. 14/2013, ΣτΕ 2034/2011 Ολομ., 4731/2014, ΣτΕ 640/2015 κ.ά.· βλ. και τον ν. 4048/2012 «Ρυθμιστική Διακυβέρνηση: Αρχές, Διαδικασίες και Μέσα Καλής Νομοθέτησης», Α΄ 34, στο άρθρο 2 παρ. 1 του οποίου προβλέπεται ότι μεταξύ των αρχών καλής νομοθέτησης περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η ασφάλεια δικαίου (περ. η΄)] και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου (πρβλ. Α.Ε.Δ. 11/2003, Σ.τ.Ε. 2034/2011 Ολομ., ΣτΕ 3777/2008, ΣτΕ 4731/2014, 640/2015 κ.ά.), επιβάλλει σαφήνεια και προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζομένων κανονιστικών ρυθμίσεων (πρβλ. ΣτΕ 2811/2012 7μ., 144, 1976/2015), πρέπει δε να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που θεσπίζουν διαδικασίες διοικητικού ελέγχου, οι οποίες μάλιστα μπορεί να οδηγήσουν σε επιβολή διοικητικών ή και ποινικών κυρώσεων (πρβλ. ΣτΕ 675/2017 7μ., ΣτΕ 1623/2016 7μ, 144, 1976/2015). Ειδικότερα, η ως άνω θεμελιώδης αρχή απαιτεί η κατάσταση του υπόχρεου υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της νομοθεσίας περί πόθεν έσχες να μην μπορεί να τίθεται επ’ αόριστον εν αμφιβόλω. Συνακόλουθα, για την άσκηση και ολοκλήρωση του διοικητικού ελέγχου, όσον αφορά την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, απαιτείται να ισχύει συγκεκριμένη προθεσμία, η οποία, προκειμένου να εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργία της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι προβλέψιμη από τον ενδιαφερόμενο. Η προθεσμία αυτή πρέπει να είναι εύλογη, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ώστε, αφενός να επιτρέπει τον αποτελεσματικό έλεγχο της τήρησης της υποχρέωσης υποβολής πλήρους και ακριβούς Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., χωρίς όμως να ενθαρρύνει απραξία των αρμοδίων ελεγκτικών αρχών, και αφετέρου να μην αφήνει τους μεν υπόχρεους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου και στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από την υποβολή των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, το δε Δημόσιο έκθετο στον κίνδυνο να μην επιτευχθεί, και δη επικαίρως, ο στόχος της διαφάνειας στον δημόσιο βίο και εντοπισμού ενδεχομένων φαινομένων διαφθοράς (πρβλ. ΣτΕ 1623/2016 7μ., πρβλ. ΣτΕ 1976/2015 με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία Δ.Ε.Ε. και Ε.Δ.Δ.Α.). Η ανάγκη δε εκ των προτέρων καθορισμού εύλογης προθεσμίας για διενέργεια και περαίωση του ελέγχου είναι εντονότερη προκειμένου περί δικαστικών λειτουργών, ενόψει και των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας που απολαμβάνουν. Εύλογη δε προθεσμία για την ολοκλήρωση του ελέγχου των δηλώσεων από το αρμόδιο για τον έλεγχο αυτόν όργανο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη της πενταετίας από τη λήξη του έτους υποβολής των εν λόγω δηλώσεων [βλ. για τη Γαλλία, άρθρο 7-3 του ν. 58-1270 της 22.12.1958, όπως το άρθρο αυτό εισήχθη με το άρθρο 26 του ν. 2016-1090 της 8.8.2016, σύμφωνα με το οποίο η Haute Autorité pour la Τransparence de la Vie Publique οφείλει εντός έξι μηνών από την παραλαβή της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης να αποφανθεί αν η δήλωση παρίσταται δικαιολογημένη, οπότε και ενημερώνει σχετικά τον ελεγχόμενο ή, αντίθετα, αν κρίνεται αδικαιολόγητη, οπότε και παραπέμπει τον φάκελο στον εισαγγελέα]. Η προθεσμία δε αυτή παρίσταται εύλογη και μετά την αύξηση με αλλεπάλληλους νόμους των κατηγοριών και του αριθμού των υπόχρεων υποβολής Δ.Π.Κ. (15 κατηγορίες υπόχρεων υποβολής Δ.Π.Κ. με βάση την αρχική μορφή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3213/2003 και ήδη, με βάση τη διάταξη αυτή, όπως ισχύει, 47 συνολικά κατηγορίες υπόχρεων, καθώς και, σύμφωνα με την περίπτωση μη΄ της εν λόγω παραγράφου 1, και κάθε άλλη κατηγορία για την οποία προβλέπεται υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ. από ειδική διάταξη νόμου). Τούτο, διότι υπάρχει πλέον στη διάθεση των αρμόδιων ελεγκτικών αρχών πλήρες ηλεκτρονικό οπλοστάσιο για την ταχεία και αποτελεσματική διενέργεια του σχετικού ελέγχου, ενόψει και της ραγδαίας συνεχούς αύξησης της υπολογιστικής δύναμης των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της δυνατότητας ταχύτατης επεξεργασίας των δεδομένων και μεταφοράς αυτών μέσω του διαδικτύου (βλ. σχετικώς και άρθρο 3 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 224 του ν. 4281/2014, κατά το οποίο «Σε περιπτώσεις δειγματοληπτικού ή στοχευμένου ελέγχου, το αρμόδιο όργανο ελέγχου λαμβάνει υπόψη του και τεχνικές ανάλυσης επικινδυνότητας με τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων»). Τα δε στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η περιουσιακή κατάσταση όλων των υπόχρεων (συμπεριλαμβανομένων και των δικαστικών λειτουργών) και αποτελούν, κατά βάση, και περιεχόμενο της Δ.Π.Κ., περιλαμβάνονται στις κατατιθέμενες ετήσιες δηλώσεις φόρου εισοδήματος, στις φορολογικές δηλώσεις Ε9 και στις βεβαιώσεις περιουσιακής κατάστασης κάθε έτους, οι οποίες ευρίσκονται στην ηλεκτρονική βάση του Taxisnet στη διάθεση των αρμοδίων φορολογικών αρχών, από τις οποίες το αρμόδιο για τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. όργανο μπορεί να ζητήσει οποιαδήποτε στοιχεία, δοθέντος ότι έναντι αυτού δεν ισχύει το φορολογικό απόρρητο (βλ. άρθρο 7Β παρ. 2 και 4 του ν. 3691/2008). Ενόψει, άλλωστε, του ότι τα περιλαμβανόμενα στις φορολογικές δηλώσεις και στις Δ.Π.Κ. δεδομένα εν πολλοίς ταυτίζονται, η προσβαλλόμενη κ.υ.α. στο άρθρο 4 παρ. 1 προβλέπει ότι ο υπόχρεος μπορεί να μεταφέρει στη Δ.Π.Κ. τα δεδομένα της τελευταίας ηλεκτρονικά υποβληθείσας δήλωσης φόρου εισοδήματος του έτους στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., καθώς και τα στοιχεία των ακινήτων που περιλαμβάνονται στη «βεβαίωση της περιουσιακής του κατάστασης» κατά την 1η Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους (ή την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους, στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ. αν αυτή είναι αρχική), όπως αυτά τηρούνται ηλεκτρονικά στη Γ.Γ.Δ.Ε. (και ήδη στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων). Εξ άλλου, πέραν των ανωτέρω, είναι ευχερής η εξακρίβωση της ακρίβειας των περιεχομένων στις Δ.Π.Κ. δεδομένων, αλλά και ο σχηματισμός πλήρους εικόνας για τυχόν μεταβολή (αύξηση) της περιουσιακής κατάστασης των ελεγχομένων προσώπων, ενόψει αφενός του ότι στις φορολογικές αρχές περιέρχονται υποχρεωτικώς στοιχεία για συναλλαγές των φορολογουμένων, χωρίς να απαιτείται καμία ενέργεια εκ μέρους των τελευταίων, και αφετέρου της δυνατότητας συνεργασίας του ελεγκτικού οργάνου των Δ.Π.Κ. με τις ανωτέρω αρχές [βλ., ως προς τα περιερχόμενα στις φορολογικές αρχές στοιχεία, μεταξύ άλλων α) την ΠΟΛ.1033/28.1.2014 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών (Β΄ 276, όπως ισχύει τροποποιηθείσα με τις αποφάσεις του ίδιου οργάνου ΠΟΛ.1054/2.3.2015, Β΄ 495 και ΠΟΛ.1260/3.12.2015, Β΄ 2637), η οποία προβλέπει ότι στις αρμόδιες φορολογικές αρχές διαβιβάζονται αυτομάτως αα) από τους οικείους φορείς πληροφορίες για τραπεζικούς λογαριασμούς, συναλλαγές σε κινητές αξίες και με χρήση καρτών (η χρήση των οποίων, καθώς και των άλλων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής είναι πλέον υποχρεωτική, όπως έχει ήδη εκτεθεί στη σκέψη 27, για συναλλαγές συνολικής αξίας πεντακοσίων ευρώ και άνω, κατά την παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 του ν. 4446/2016), διανεμηθέντα μερίσματα, εμβάσματα για μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό, καταβολή χρηματικών ποσών για τοκοχρεωλυτική απόσβεση δανείων, ββ) από επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλισης στοιχεία ασφαλιστικών συμβολαίων και αποζημιώσεων που κατεβλήθησαν, γγ) από ιδιωτικά σχολεία πληροφορίες για καταβληθέντα δίδακτρα, δδ) από εταιρείες σταθερής και κινητής τηλεφωνίας στοιχεία τελών των συνδρομητών τους, εε) από εταιρείες παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στοιχεία κατανάλωσης των συνδρομητών τους και στστ) από εταιρείες ύδρευσης στοιχεία κατανάλωσης και κόστος νερού των συνδρομητών τους, και β) την ΠΟΛ.1025/21.2.2017 απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, Β΄ 618, η οποία προβλέπει την υποβολή μέσω διαδικτύου (Taxisnet) απ’ ευθείας από τους καταβάλλοντες αποδοχές, συντάξεις ή αμοιβές από επιχειρηματική δραστηριότητα (ως «επιχειρηματικής συναλλαγής» θεωρουμένης, κατά το άρθρο 21 παρ. 3 του ν. 4172/2013, και κάθε μεμονωμένης ή συμπτωματικής πράξης, με την οποία πραγματοποιείται  συναλλαγή με σκοπό την επίτευξη κέρδους) των σχετικών βεβαιώσεων. Περαιτέρω, βλ., ως προς τη δυνατότητα των ελληνικών αρχών να αντλήσουν πληροφορίες για χρηματοοικονομικές συναλλαγές Ελλήνων πολιτών στην αλλοδαπή, τον ν. 4428/2016 «Κύρωση της Πολυμερούς Συμφωνίας Αρμόδιων Αρχών για την Αυτόματη Ανταλλαγή Πληροφοριών Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών …» (Α΄ 190) και τον ν. 4378/2016 (Α΄ 55), με τον οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο, μεταξύ άλλων, η οδηγία 2014/107/ΕΕ του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στο φορολογικό τομέα μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είχε ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία με τον ν. 4170/2013 (Α΄ 163)· ως «αυτόματη ανταλλαγή» δε νοείται, κατά το άρθρο 4 παρ. 9 του ν. 4170/2013, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ανωτέρω ν. 4378/2016, «η συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών σχετικά με φορολογικούς κατοίκους άλλων κρατών - μελών στο οικείο κράτος - μέλος φορολογικής κατοικίας, χωρίς προηγούμενο αίτημα και ανά προκαθορισμένα τακτά διαστήματα»]. Ειδικώς δε, ως προς τους δικαστικούς λειτουργούς, το άρθρο 2 παρ. 1 περ. δ΄ του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 173 παρ. 2 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94), προβλέπει ότι οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο (υπό την εκτεθείσα στις σκέψεις 17 και 18 έννοια) για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών όργανο αντίγραφο κάθε συμβολαιογραφικού εγγράφου, με το οποίο αναλαμβάνεται η υποχρέωση ή μεταβιβάζεται από ή προς δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σύζυγο ή τέκνο του, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, ή δικαίωμα, και ότι το αυτό ισχύει για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε να καθίσταται περιττή και η υποχρέωση υποβολής των συμβολαίων αυτών και εκ μέρους του ελεγχομένου (ενόψει, μάλιστα, του ότι μέσο της καλής νομοθέτησης θεωρείται, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 περ. β΄ του προαναφερθέντος ν. 4048/2012, και η απλούστευση των διαδικασιών, η οποία επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, με τη «μείωση των απαιτούμενων δικαιολογητικών, την κατάργηση ή αντικατάστασή τους με υπεύθυνη δήλωση ή την αυτεπάγγελτη αναζήτηση τους και την κατάργηση της υποχρέωσης υποβολής τους, όταν αυτά έχουν ήδη κατατεθεί σε άλλη υπηρεσία» και πολύ περισσότερο, προφανώς, όταν έχουν ήδη κατατεθεί στην ίδια υπηρεσία έστω και από άλλο υπόχρεο)· και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι η μεταβίβαση ακινήτων περιέρχεται πάντοτε σε γνώση των φορολογικών αρχών, από τις οποίες το αρμόδιο για τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. όργανο αντλεί πληροφορίες, αφού υποβάλλεται δήλωση για την καταβολή του σχετικού με τη μεταβίβαση φόρου. Με τα δεδομένα αυτά, ο σκοπός που επιδιώκεται με την υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ. μπορεί να αναπληρωθεί εν πολλοίς από τις φορολογικές δηλώσεις του υπόχρεου και τα λοιπά στοιχεία που έχει ευχερώς στη διάθεσή του το ελεγκτικό όργανο, εν αντιθέσει με ό,τι συνέβαινε όταν θεσπίστηκε η υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ., η οποία περιελάμβανε δεδομένα επί πλέον εκείνων που περιείχοντο τότε στις φορολογικές δηλώσεις (π.χ. τραπεζικές καταθέσεις). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις μνημονευθείσες διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 στ. ε΄ της 95/46 οδηγίας και 4 παρ. 1 στ. δ΄ του ν. 2472/1997, τα προσωπικά δεδομένα πρέπει να διατηρούνται σε μορφή που να επιτρέπουν τον προσδιορισμό της ταυτότητας των υποκειμένων τους μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου που απαιτείται για την πραγματοποίηση των σκοπών της συλλογής και επεξεργασίας τους. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, η παράλειψη του νομοθέτη να προβλέψει εύλογο (όπως ανωτέρω προσδιορίσθηκε) χρονικό περιορισμό για τη διενέργεια και ολοκλήρωση του ελέγχου, καθώς και για τη διατήρηση των προσωπικών δεδομένων των υπόχρεων, όπως επίσης  και η ειδικότερη πρόβλεψη στο άρθρο 7Α παρ. 3 περ. δ΄ εδ. ε΄ του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, ότι υπόθεση που αρχειοθετήθηκε μπορεί οποτεδήποτε, χωρίς δηλαδή κανένα χρονικό περιορισμό, να ανασυρθεί και να συνεχισθεί ο έλεγχος ή να συσχετισθεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής, αντίκεινται στην κατοχυρωμένη συνταγματικώς αρχή της ασφάλειας του δικαίου και στη δυνατότητα διατήρησης των προσωπικών δεδομένων μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο για τις ανάγκες της επεξεργασίας. Συνεπώς, ο εξεταζόμενος λόγος είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατά τη γνώμη του Συμβούλου Γ. Ποταμιά, η ως άνω εύλογη προθεσμία για την ολοκλήρωση του ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. δεν μπορεί, για τους ανωτέρω εκτιθεμένους λόγους, να είναι μεγαλύτερη του ενός έτους. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας και Σ. Χρυσικοπούλου, οι οποίοι υποστήριξαν την εξής γνώμη: ο ν. 3213/2003 (όπως ισχύει) δεν τάσσει στα αρμόδια όργανα ορισμένη αποκλειστική προθεσμία για να προβούν μέσα σ’ αυτήν στον έλεγχο των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., οι οποίες υποβάλλονται κάθε χρόνο από τα κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του νόμου αυτού υπόχρεα πρόσωπα. Και τούτο, ανεξαρτήτως αν ο πιο πάνω έλεγχος είναι υποχρεωτικός ή δειγματοληπτικός ή στοχευμένος. Συνεπώς, ο έλεγχος αυτός διενεργείται οποτεδήποτε και, πάντως, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να περιοριστεί σε χρόνο μικρότερο του χρόνου της μακρότερης παραγραφής, στην οποία υπόκειται κατά το άρθρο 111 του Ποινικού Κώδικα το έγκλημα που προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 (όπως ισχύει). Η οικεία παραγραφή, εξ άλλου, των εγκλημάτων των παρ. 2 και 3 του ανωτέρω άρθρου 6 του νόμου αυτού προστατεύει αποτελεσματικώς τον υπόχρεο και εξυπηρετεί την ασφάλεια του δικαίου.


34. Επειδή, προβάλλεται ότι οι ρυθμίσεις των άρθρων 2 παρ. 3 και 3 παρ. 4 της προσβαλλόμενης κ.υ.α., σύμφωνα με τις οποίες, αφενός ο υπόχρεος κατά την υποβολή ετήσιας Δ.Π.Κ. επικαιροποιεί σε κάθε περίπτωση την περιουσιακή του κατάσταση σε σχέση με αυτήν του προηγουμένου έτους, αφετέρου η ετήσια Δ.Π.Κ. περιέχει τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία της 31ης Δεκεμβρίου του έτους το οποίο αφορά η δήλωση, αντίκεινται στη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 1 περ. γ΄ εδ. πρώτο του ν. 3213/2003, το οποίο ορίζει ότι η ετήσια Δ.Π.Κ. περιλαμβάνει μόνο τις μεταβολές που επήλθαν κατά το χρονικό διάστημα που αφορά η δήλωση, και κείνται, κατά τούτο, εκτός της εξουσιοδότησης της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η κ.υ.α.


35. Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 6 προκύπτει ότι οι υπόχρεοι, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι δικαστικοί λειτουργοί, πρέπει μέσα σε ενενήντα ημέρες από την απόκτηση της ιδιότητάς τους να υποβάλουν αρχική Δ.Π.Κ. (άρθρο 1 παρ. 2 εδ. α΄ ν. 3213/2003), η οποία περιλαμβάνει τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία (άρθρο 2 παρ. 1 περ. α΄ ν. 3213/2003) και την αξία κτήσης τους, εφόσον είναι διαθέσιμη (3 παρ. 4 εδ. α΄ κ.υ.α.). Ο έλεγχος της αρχικής δήλωσης αφορά τη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου για τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία (άρθρο 3 παρ. 2 εδ. α΄ ν. 3213/2003). Στην ετήσια Δ.Π.Κ. δηλώνονται τα περιουσιακά στοιχεία στα οποία επήλθε μεταβολή κατά τη χρήση, στην οποία αναφέρεται η Δ.Π.Κ. (άρθρο 2 παρ. 1 περ. γ΄ εδ. α΄ ν. 3213/2003). Ο δε έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, επιδιώκει να εξακριβώσει αν η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων, δικαιολογείται από το ύψος των εσόδων σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης των υπόχρεων (άρθρο 3 παρ. 2 εδ. β΄ ν. 3213/2003). Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η μνεία του νόμου (άρθρο 2 παρ. 1 α΄ ν. 3213/2003) και της προσβαλλόμενης κ.υ.α. (άρθρο 3 παρ. 4 εδ. β΄) ότι η ετήσια, πλην της πρώτης, Δ.Π.Κ. περιέχει τα υφιστάμενα κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους περιουσιακά στοιχεία, έχει την έννοια ότι στην ετήσια Δ.Π.Κ. περιλαμβάνονται τα περιουσιακά στοιχεία, στα οποία επήλθε κάποια μεταβολή κατά την χρήση, στην οποία αναφέρεται η Δ.Π.Κ. (κτήση, διάθεση, μεταβολή αξίας). Κατά δε τα εκτεθέντα ανωτέρω (σκέψη 33), από το τέλος του έτους δήλωσης των ως άνω περιουσιακών στοιχείων αρχίζει η, κατά τα προεκτεθέντα πενταετής προθεσμία, εντός της οποίας το όργανο ελέγχου μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά του. Η δε ενδεχόμενη επανάληψη δήλωσης περιουσιακού στοιχείου (όπως επιτρεπτά, κατά τα κατωτέρω, συμβαίνει με την πρώτη ηλεκτρονική δήλωση) δεν δημιουργεί νέα προθεσμία ελέγχου. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη και προς όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 26, σχετικά με τον σκοπό που επιδιώκεται με τις μνημονευθείσες διατάξεις· ενισχύεται δε και από τη μεταβατική ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 9 της προσβαλλόμενης κ.υ.α. - η οποία κείται εντός της εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3213/2003 («και τυχόν ρυθμίσεις μεταβατικού χαρακτήρα») - η οποία ορίζει ότι - προφανώς εξαιρετικώς - κατά την υποβολή της πρώτης ετήσιας ηλεκτρονικής δήλωσης δηλώνεται το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου, καθώς και της παρ. 2 του άρθρου 9 της μνημονευθείσας στη σκέψη 10 16327/11503/13.10.2016 αντίστοιχης απόφασης του Προέδρου της Βουλής, στην οποία ρητά ορίζεται ότι οι υπόχρεοι που υποβάλλουν για πρώτη φορά ηλεκτρονικά ετήσια Δ.Π.Κ. δηλώνουν - προφανώς επίσης εξαιρετικώς - το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων και όχι μόνο τις μεταβολές που επήλθαν κατά το έτος που αφορά η δήλωση. Προς τα ανωτέρω στοιχεί και η ρύθμιση της προσβαλλόμενης κ.υ.α., η οποία, προκειμένου περί μετοχών κ.λπ., ακινήτων κ.λπ., οχημάτων, πλωτών μέσων, εναερίων μέσων, συμμετοχών σε επιχειρήσεις κ.λπ., τα οποία αποκτήθηκαν σε προηγούμενη χρήση, δεν απαιτεί συμπλήρωση των πεδίων: αξία κτήσης/συνολικό καταβληθέν τίμημα/αρχικό κεφάλαιο εισφοράς, πηγές προέλευσης χρημάτων, ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πηγή προέλευσης χρημάτων. Κατόπιν των ανωτέρω, ο λόγος, κατά το μέρος που αφορά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 4 εδ. β΄ της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενώ είναι βάσιμος, κατά το μέρος που αφορά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 της απόφασης, η οποία φαίνεται ότι επιβάλλει να περιλαμβάνονται σε κάθε ετήσια Δ.Π.Κ. το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου, ανεξαρτήτως αν επήλθε ή όχι κατά το προηγούμενο έτος μεταβολή σε αυτά και η οποία, έχουσα την έννοια αυτή, κείται εκτός εξουσιοδοτήσεως.


36. Επειδή, προβάλλεται ότι οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3213/2003 σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς ή ελλιπούς Δ.Π.Κ. (ποινή φυλάκισης και υψηλότατη χρηματική ποινή) υπερβαίνουν τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νόμο σκοπού της ενίσχυσης της διαφάνειας και της καταπολέμησης της διαφθοράς. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι οι ως άνω κυρώσεις είναι δυσανάλογες προς τη βαρύτητα των συγκεκριμένων παραβάσεων που μπορεί να αφορούν την παράλειψη δήλωσης τραπεζικού λογαριασμού, στον οποίο ο υπόχρεος τυγχάνει συνδικαιούχος ή/και έχει μηδενικό υπόλοιπο ή παραμένει για χρόνια αδρανής, ή τη μη υποβολή ενός από τα πολυάριθμα δικαιολογητικά που πρέπει να αποσταλούν ηλεκτρονικά. Επομένως, κατά τις αιτούσες ενώσεις, η προσβαλλόμενη κ.υ.α., η οποία συνιστά αναγκαίο όρο για την επιβολή των κυρώσεων αυτών, πρέπει να ακυρωθεί.


37. Επειδή, από τις μνημονευθείσες στη σκέψη 6 διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 προκύπτει ότι ο νομοθέτης κατά την πρόβλεψη των κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς Δ.Π.Κ. προέβη σε στάθμιση και κλιμάκωση των κυρώσεων με βάση αντικειμενικά κριτήρια, σύμφωνα με τον σκοπό του νόμου: προβλέπεται απλό διοικητικό πρόστιμο έως 400 ευρώ σε περίπτωση εκπρόθεσμης (μέχρι 30 ημέρες) υποβολής της δήλωσης, ενώ η ποινή φυλάκισης και η χρηματική ποινή κλιμακώνονται ανάλογα με τον βαθμό υπαιτιότητας και το ύψος της αποκρυπτόμενης περιουσίας.
Επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 δεν παραβιάζουν κατ’ αρχήν, και μάλιστα προδήλως, όπως απαιτείται κατά τον ασκούμενο ακυρωτικό έλεγχο, την αρχή της αναλογικότητας, ενόψει και του σκοπού δημόσιου συμφέροντος για τον οποίο θεσπίστηκε ο έλεγχος της περιουσιακής  κατάστασης (πρβλ. ΣτΕ 3474/2011 Ολομ., ΣτΕ 3035/2011, ΣτΕ 931/2010), τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν.
Η ερμηνεία αυτή στοιχεί και προς όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις κατά την αντιμετώπιση των προβαλλομένων λόγων, ιδιαίτερα δε σχετικά με την κατά χρόνο αρμοδιότητα και το εύρος της εξουσίας του οργάνου ελέγχου. Στοιχεί επίσης προς τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 εδ. γ΄ του ν. 3213/2003, κατά την οποία η δήλωση δεν θεωρείται ανακριβής ή ελλιπής - και επομένως δεν επιβάλλονται ούτε διοικητικές ούτε ποινικές κυρώσεις - σε περίπτωση επουσιώδους ανακρίβειας ή έλλειψης (όπως είναι και οι περιπτώσεις που ενδεικτικώς επικαλούνται οι αιτούσες) ή εφόσον, ύστερα από πρόσκληση του οργάνου ελέγχου, αποδεικνύεται η νομιμότητα της πηγής προέλευσης (από την ενδιαφέρουσα στο πλαίσιο της προκειμένης υπόθεσης άποψη, δηλαδή της μη κτήσης περιουσιακού οφέλους εκ μέρους των υπόχρεων, επωφελουμένων από την ιδιότητά τους) του ανακριβώς δηλωθέντος στοιχείου.
Το δε όργανο ελέγχου οφείλει, κατά τα άρθρα 3 παρ. 4 του ν. 3213/2003 και 7Α παρ. 3 γ΄ εδ. τελευταίο του ν. 3691/2008, όπως ισχύουν, ερμηνευόμενα σύμφωνα και με την κατοχυρούμενη στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος αρχή της προηγούμενης ακρόασης, να καλεί τον ελεγχόμενο προς παροχή διευκρινίσεων.
Εξ άλλου, δεδομένης της ασάφειας ως προς τον προσδιορισμό ορισμένων κατηγοριών υπόχρεων από τις μνημονευόμενες στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, πρέπει το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο να ειδοποιεί τον φερόμενο ως υπόχρεο για την υποχρέωσή του σε εύλογο χρόνο πριν από την πάροδο της προθεσμίας για την υποβολή της.
Τέλος, ενόψει της σοβαρότητας των απειλουμένων κυρώσεων, η Διοίκηση οφείλει να διαμορφώσει τη διαδικτυακή εφαρμογή, κατά τρόπο ώστε - εκτός του ότι δεν πρέπει να περιλαμβάνει κανένα στοιχείο που δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ως περιεχόμενο της εκδιδόμενης κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3213/2003 απόφασης - να μην καθίσταται αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής η υποβολή δήλωσης μέσω της χρήσης του ηλεκτρονικού συστήματος από τον μέσο χρήστη και να καθίσταται ευχερώς εφικτή η υποβολή ακριβούς δήλωσης [βλ. π.χ. στην υπάρχουσα ηλεκτρονική εφαρμογή την υποχρέωση αναλυτικής δήλωσης όλων των πηγών προέλευσης του ποσού κάθε κατάθεσης στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου της δήλωσης έτους, πράγμα που φαίνεται ότι προϋποθέτει, σε περίπτωση που τα κατατεθέντα στον λογαριασμό ποσά προέρχονται από διάφορες πηγές (αποδοχές, μισθώματα κ.λπ.), να αθροισθούν τα προερχόμενα από κάθε πηγή ποσά καθ’ όλο το έτος και ακολούθως να παρατεθούν οι πηγές από τις οποίες προέρχεται το απομένον στις 31 Δεκεμβρίου υπόλοιπο του λογαριασμού και το ακριβές ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε μια από αυτές, αφού αφαιρεθούν τα ποσά των αναλήψεων· δεν προσδιορίζεται δε από ποια πηγή ο υπόχρεος μπορεί να αφαιρέσει τα ποσά που ανέλαβε.
Τούτο δε καθίσταται δυσανάλογα δυσχερές για τον υπόχρεο στην περίπτωση που ο λογαριασμός είναι - πράγμα που δεν απαγορεύεται (ν. 5638/1932, Α΄ 307) - κοινός του υπόχρεου με τρίτο πρόσωπο ή του/της συζύγου του με τρίτο πρόσωπο, τις ενέργειες του οποίου ο υπόχρεος αδυνατεί εκ των πραγμάτων να ελέγξει. Η ανωτέρω μάλιστα ρύθμιση, που περιέχεται στην ηλεκτρονική εφαρμογή, δεν εναρμονίζεται με την περιεχόμενη στην παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία «Τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του υπόχρεου, να χορηγούν χωρίς επιβάρυνση βεβαιώσεις περί του υπολοίπου των καταθέσεων αυτού την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους ...» και όχι αναλυτική κατάσταση της κίνησης των πάσης φύσεως λογαριασμών του υπόχρεου, του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων τους, γραμμή προς γραμμή. Άλλωστε, η εκ μέρους των υπόχρεων έλλειψη περαιτέρω εξειδίκευσης – της μορφής που, κατά τα προεκτεθέντα, φαίνεται ότι απαιτείται στην υπάρχουσα ηλεκτρονική εφαρμογή για τη συμπλήρωση του αφορώντος τις καταθέσεις πίνακα της Δ.Π.Κ. – δεν παρακωλύει τον έλεγχο των τραπεζικών λογαριασμών τους από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο, το οποίο έχει την εξουσία να αναζητήσει τα στοιχεία της κίνησης των εν λόγω λογαριασμών απ’ ευθείας από τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα, δοθέντος ότι έναντι του οργάνου αυτού δεν ισχύει το τραπεζικό απόρρητο (βλ. άρθρο 7Β παρ. 4 του ν. 3691/2008)].
Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος Ν. Σακελλαρίου και οι Σύμβουλοι Δ. Μαρινάκης και Δ. Αλεξανδρής, κατά τη γνώμη των οποίων οι ως άνω διατάξεις παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και, συνεπώς, είναι μη εφαρμοστέες. Μειοψήφησε επίσης ο Σύμβουλος Γ. Ποταμιάς, ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος ο νόμος που χαρακτηρίζει μία ανθρώπινη ενέργεια ή παράλειψη ως ποινικό αδίκημα πρέπει να καθορίζει την «αντικειμενική υπόσταση» του αδικήματος κατά τρόπο σαφή και πλήρη, δηλαδή η lex που ανάγει ανθρώπινη ενέργεια ή παράλειψη σε ποινικό αδίκημα οφείλει να είναι όχι μόνο scripta, αλλά και stricta και certa. Ως στοιχεία της πράξης νοούνται τόσο ο τύπος της πράξης όσο και το ποινικώς κολάσιμο αποτέλεσμα, έτσι ώστε να ελέγχεται με ακρίβεια όχι μόνο τι τιμωρείται αλλά και γιατί τιμωρείται.
Εν προκειμένω, τα ποινικά αδικήματα που τυποποιεί το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3213/2003 για τον υπόχρεο υποβολής Δ.Π.Κ. ως «ανακριβή δήλωση» ή «ελλιπή δήλωση» ή ως «απόκρυψη περιουσιακού στοιχείου που απέκτησε επωφελούμενος της ιδιότητάς του» και για τα οποία προβλέπει ποινικές κυρώσεις, πάσχουν το συνταγματικό ελάττωμα της αοριστίας. Τούτο δε, διότι έρχεται να καταστήσει ποινικά κολάσιμες έννοιες δυσκαθόριστης έκτασης και απροσδιόριστου βαθμού σοβαρότητας. Ρητώς δε ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 6 ότι «το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, μπορεί να κρίνει τις πράξεις αυτές ατιμώρητες». Κατ’ αυτόν όμως τον τρόπο, κατά παράβαση του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος παρέχεται ευρύτατη διακριτική ευχέρεια στο δικαστικό συμβούλιο ή στο δικαστήριο, αφού εκτιμήσει συνδυαστικά περισσότερες ενέργειες και δεδομένα, να κρίνει τις συγκεκριμένες πράξεις ποινικά ελεγκτέες ή μη. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 3213/2003, ο νομοθέτης κατέστρωσε την αντικειμενική υπόσταση των ποινικών αδικημάτων «ανακριβής δήλωση», «ελλιπής δήλωση» και «απόκρυψη περιουσίας του ιδίου και των λοιπών προσώπων για τα οποία ο υπόχρεος οφείλει να υποβάλει δήλωση» χρησιμοποιώντας ως τύπο πράξης τη σύνταξη ειδικού εντύπου, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται από αρμόδιο όργανο.
Όμως, με την προσβαλλόμενη κ.υ.α. αλλάζει ο τύπος της πράξης και ορίζεται με το άρθρο 2 παρ. 1 αυτής ότι ο υπόχρεος υποβολής Δ.Π.Κ. υποβάλλει τη δήλωση αποκλειστικά ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής. Εν συνεχεία δε, όλες οι ρυθμίσεις της κ.υ.α. είναι προσαρμοσμένες στο μοντέλο ηλεκτρονικής δήλωσης μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής, με ενσωματωμένο υπόδειγμα στο Παράρτημα Ι της κ.υ.α. Περαιτέρω, όπως ορίζει το άρθρο 4 παρ. 6 της κ.υ.α., οι υπόχρεοι αποστέλλουν ηλεκτρονικά στο αρμόδιο όργανο ελέγχου μια σειρά δικαιολογητικών (συμβόλαια ακινήτων, βεβαιώσεις επενδυτικών προϊόντων και χαρτοφυλακίων κ.λπ.) και εν συνεχεία χωρεί η ηλεκτρονική επεξεργασία από τα αρμόδια όργανα. Δηλαδή, ενώ η «τυποποίηση» των ποινικών αδικημάτων του άρθρου 6 έχει υπόψη της ως τύπο πράξης τη συμπλήρωση εντύπου Δ.Π.Κ., (δηλαδή μία λογική χειρογραφικού συστήματος εργασίας), με την προσβαλλόμενη κ.υ.α. αλλάζει ο τύπος της πράξης, που είναι στοιχείο της πράξης σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, και υιοθετείται αποκλειστικά το μοντέλο ηλεκτρονικής υποβολής της δήλωσης μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής (με χρήση εργαλείου λογισμικού) με περαιτέρω ηλεκτρονική επεξεργασία. Όμως, η ποινική αξιολόγηση του νέου τύπου πράξης (της ηλεκτρονικής δήλωσης) δεν έχει γίνει από τον νομοθέτη του άρθρου 6 του ν. 3213/2003.
Εφόσον όμως τα προαναφερόμενα ποινικά αδικήματα του άρθρου 6 στηρίζονται σε άλλο τύπο πράξης και όχι σε αυτόν που ορίζει ως αποκλειστικό τύπο η προσβαλλόμενη κ.υ.α., δεν πληρούται η απαίτηση του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος ο ποινικός νόμος να καθορίζει την «αντικειμενική υπόσταση» του αδικήματος κατά τρόπο σαφή και πλήρη, δηλαδή η διάταξη του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 είναι ανεπίδεκτη εφαρμογής κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Τέλος, η προσβαλλόμενη κ.υ.α. δεν δύναται να εύρει έρεισμα στα άρθρα 2 παρ. 2 και 6 του ν. 3213/2003, διότι οι διατάξεις αυτές αντίκεινται στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος και, για τον λόγο αυτόν, η προσβαλλόμενη κ.υ.α. είναι ακυρωτέα. Μειοψήφησε τέλος ο Σύμβουλος Δ. Κυριλλόπουλος, ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Σύμφωνα με τον ορισμό του ποινικού δικαίου, ποινικό αδίκημα, το οποίο αποτελεί νομική έννοια, συνιστά κάθε αθέμιτη ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία εκδηλώνεται με πράξη ή παράλειψη, κατά της οποίας κάποιος νόμος έχει ορίσει προηγουμένως ποινή.
Η επιταγή όμως αυτή πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την οποία «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το κριτήριο, προκειμένου να χαρακτηριστεί μια πράξη ή παράλειψη ως εγκληματική, είναι, πρωτίστως, η βαρεία προσβολή ή διακινδύνευση ορισμένων αγαθών και αξιών των συμβιούντων σε ορισμένη κοινωνία, τον σεβασμό και την προστασία των οποίων επιτάσσει η έννομη τάξη της κοινωνίας αυτής, η δε προβλεπόμενη ποινή παρίσταται ως εύλογη και δίκαιη αντίδρασή της στην εμφανιζόμενη ως ιδιαιτέρως αξιόμεμπτη προσβολή ή διακινδύνευση των εν λόγω αγαθών και αξιών.
Στην προκειμένη περίπτωση, η υποχρέωση υποβολής δήλωσης των περιουσιακών στοιχείων, η οποία προβλέπεται από τις διατάξεις του ν. 3213/2003 εκ μέρους των υπόχρεων προς τούτο προσώπων, αποβλέπει αφενός στην εξυπηρέτηση της αρχής της διαφάνειας, αφετέρου στην εξακρίβωση αν τα εν λόγω πρόσωπα έχουν διαπράξει εγκληματική πράξη σχετιζόμενη με την άσκηση των καθηκόντων τους, συνεπεία της οποίας επήλθε αύξηση της περιουσίας τους. Οι ανωτέρω σκοποί δημόσιου συμφέροντος θεραπεύονται με τη θέσπιση από τον νόμο ως ποινικών αδικημάτων των εν λόγω συμπεριφορών.
Αντιθέτως, η θέσπιση ως ποινικού αδικήματος της παράλειψης υποβολής ή της μη ορθής υποβολής της δήλωσης περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους των υπόχρεων προσώπων, εν όψει και της πολυπλοκότητας του τρόπου υποβολής αυτής, δεν εξυπηρετεί κάποιο σκοπό δημόσιου συμφέροντος, ο οποίος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πρέπει να αποτελεί το κριτήριο, προκειμένου να χαρακτηριστεί μια πράξη ή παράλειψη ως αξιόποινη.
Πράγματι, η αξιολόγηση αυτής καθαυτής της ως άνω συμπεριφοράς δικαιολογεί μεν την επιβολή διοικητικών και πειθαρχικών κυρώσεων, δεν δύναται όμως, κατ’ αντικειμενική εκτίμηση, να θεωρηθεί ως στρεφόμενη κατά εννόμων αγαθών του κοινωνικού συνόλου ή ως συνιστώσα βαρεία ηθικοκοινωνική προσβολή ή διακινδύνευση της έννομης τάξης, ώστε να χαρακτηρίζεται ως αξιόποινη. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, οι ρυθμίσεις του άρθρου 6 του ν. 3213/2003, όπως ισχύουν, κατά τις οποίες η παράλειψη υποβολής ή η εσφαλμένη υποβολή δήλωσης περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους των υπόχρεων προς τούτο συνιστά ποινικό αδίκημα, παραβιάζουν τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, ειδικώς δε, σε ό,τι αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς, και τη διάταξη του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία κατοχυρώνεται η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία αυτών.


38. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι στο άρθρο 9 παρ. 3 της προσβαλλόμενης κ.υ.α. ορίζεται ότι γενικές οδηγίες και επεξηγήσεις σχετικά με την συμπλήρωση και υποβολή των Δ.Π.Κ. εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα ελέγχου, ρύθμιση η οποία, κατά τις αιτούσες ενώσεις, αποτελεί στην πραγματικότητα ανεπίτρεπτη υπεξουσιοδότηση οργάνων άλλων από τους αρμόδιους Υπουργούς.

39. Επειδή, το ζήτημα της πληρότητας των ρυθμίσεων της προσβαλλόμενης κ.υ.α. αντιμετωπίστηκε ανωτέρω στις σκέψεις 9 και 10: εφόσον η δημοσίευση της απόφασης δεν είναι πλήρης, δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος σε όλες τις επιμέρους ρυθμίσεις για τη συμπλήρωση της Δ.Π.Κ. Πάντως, επεξηγήσεις, όσον αφορά τη συμπλήρωση και υποβολή των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., εφόσον δεν περιέχουν ειδικότερες ρυθμίσεις, δύνανται να εκδίδουν τα όργανα ελέγχου, ανά κατηγορία υπόχρεων προσώπων, η δυνατότητα δε αυτή δεν συνιστά ανεπίτρεπτη υπεξουσιοδότηση. Συνεπώς, ο λόγος, όπως προβάλλεται, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 

40. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί στο σύνολό της τόσο ως ανυπόστατη όσο και ως μη νόμιμη.
 
Δ ι ά   τ α ύ τ α
Δέχεται την αίτηση.
Ακυρώνει την 1846οικ./13.10.2016 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών» (Β΄ 3300/13.10.2016).
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη των αιτουσών ενώσεων, ανερχόμενη σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου, 7 Απριλίου, 24 Απριλίου, 11 Μαΐου και 30 Μαΐου 2017
 
    Ο Πρόεδρος                              Η Γραμματέας
                                                             και μετά την αποχώρησή της
 
 
    Ν. Σακελλαρίου                               Ελ. Γκίκα
 
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Οκτωβρίου του ίδιου έτους.
 
    Ο Πρόεδρος                         Η Γραμματέας
 
 
Ν. Σακελλαρίου                             Ελ. Γκίκα     


Yπόθεση C‑409/16 Δυσμενής διάκριση λόγω φύλου – Διαγωνισμός για την κατάταξη σπουδαστών στην αστυνομική σχολή κράτους μέλους – Κανονιστική ρύθμιση του κράτους μέλους αυτού η οποία προβλέπει προϋπόθεση ελάχιστου αναστήματος για όλους τους υποψηφίους στον ως άνω διαγωνισμό

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Οκτωβρίου 2017  «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 76/207/ΕΟΚ – Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχολήσεως – Δυσμενής διάκριση λόγω φύλου – Διαγωνισμός για την κατάταξη σπουδαστών στην αστυνομική σχολή κράτους μέλους – Κανονιστική ρύθμιση του κράτους μέλους αυτού η οποία προβλέπει προϋπόθεση ελάχιστου αναστήματος για όλους τους υποψηφίους στον ως άνω διαγωνισμό»

Στην υπόθεση C‑409/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας (Ελλάδα) με απόφαση της 15ης Ιουλίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Ιουλίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Υπουργός Εσωτερικών,

Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων

κατά

Μαρίας-Ελένης Καλλίρη,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund, J.‑C. Bonichot, S. Rodin και E. Regan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Μ.-Ε. Καλλίρη, εκπροσωπούμενη από τον Π. Αγγελάκη, δικηγόρο,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Κ. Γεωργιάδη και Δ. Κατωπόδη, καθώς και από την Ε. Ζήση,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις Μ. Πατακιά και C. Valero,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (ΕΕ 2002, L 269, σ. 15, στο εξής: οδηγία 76/207), καθώς και της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Υπουργού Εσωτερικών και του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και, αφετέρου, της Μ.‑Ε. Καλλίρη με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως που άσκησε η δεύτερη κατά διοικητικών πράξεων που εκδόθηκαν βάσει εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία προβλέπει προϋπόθεση ελάχιστου αναστήματος για τη συμμετοχή υποψηφίων στον διαγωνισμό για την κατάταξη σπουδαστών στις σχολές της Ελληνικής Αστυνομίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην εφαρμογή, εντός των Κρατών μελών, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης και της επαγγελματικής προωθήσεως, και την επαγγελματική εκπαίδευση, καθώς και τις συνθήκες εργασίας και, υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2, την κοινωνική ασφάλιση. Η αρχή αυτή καλείται στο εξής “αρχή της ίσης μεταχειρίσεως”.»

4        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Κατά την έννοια των κατωτέρω διατάξεων, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό, ιδίως, με την οικογενειακή κατάσταση.

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

–        “άμεση διάκριση”: όταν ένα πρόσωπο υφίσταται, για λόγους φύλου, μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο ένα άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση,

–        “έμμεση διάκριση”: όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τους εκπροσώπους του ενός φύλου σε σύγκριση με τους εκπροσώπους του άλλου φύλου, εκτός αν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικώς από νόμιμο στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω στόχου είναι πρόσφορα και αναγκαία,

[...]».

5        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης σημαίνει ότι δεν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, περιλαμβανομένων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όσον αφορά:

α)      τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, τη μη μισθωτή απασχόληση ή την επαγγελματική ζωή, περιλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ασχέτως του κλάδου δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, μεταξύ άλλων και ως προς τις προαγωγές·

[...]».

 Το ελληνικό δίκαιο

6        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του νόμου 2226/1994 «Εισαγωγή, εκπαίδευση και μετεκπαίδευση στις Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας και στο Τμήμα Ανθυποπυραγών της Πυροσβεστικής Ακαδημίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 122), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του νόμου 2713/1999 (ΦΕΚ Α΄ 89), και στη συνέχεια με το άρθρο 20 του νόμου 3103/2003 (ΦΕΚ Α΄ 23), στις ως άνω σχολές εισάγονται άνδρες και γυναίκες. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, τα προσόντα των υποψηφίων και οι προκαταρκτικές εξετάσεις, στις οποίες υποβάλλονται, είναι κοινά και για τα δύο φύλα.

7        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του προεδρικού διατάγματος 4/1995, «Εισαγωγή στις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων με το σύστημα των γενικών εξετάσεων» (ΦΕΚ Α΄ 1), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 90/2003 (ΦΕΚ Α΄ 82), ορίζει ότι οι ιδιώτες υποψήφιοι, άνδρες και γυναίκες, για τις σχολές αξιωματικών και αστυφυλάκων της αστυνομικής ακαδημίας πρέπει να έχουν ανάστημα τουλάχιστον 1,70 μ., χωρίς υποδήματα.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

8        Με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας προκηρύχθηκε διαγωνισμός, σύμφωνα με τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 4/1995, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 90/2003, για την κατάταξη σπουδαστών στις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας κατά το ακαδημαϊκό έτος 2007‑2008.

9        Σύμφωνα με τον όρο II.6 της ως άνω προκηρύξεως, οι υποψήφιοι έπρεπε να έχουν ανάστημα τουλάχιστον 1,70 μ., χωρίς υποδήματα.

10      Η Μ.‑Ε. Καλλίρη υπέβαλε αίτηση συμμετοχής στον εν λόγω διαγωνισμό με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά στο Αστυνομικό Τμήμα Βραχατίου (Ελλάδα), το οποίο της τα επέστρεψε, επειδή δεν είχε το απαιτούμενο ελάχιστο ανάστημα του 1,70 μ. κατά τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του προεδρικού διατάγματος 4/1995, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 90/2003, αλλά 1,68 μ.

11      Με την πράξη του Αστυνομικού Τμήματος Βραχατίου περί επιστροφής των δικαιολογητικών, εκδηλώθηκε η άρνηση της διοικήσεως να επιτρέψει στη Μ.‑Ε. Καλλίρη να συμμετάσχει στον επίμαχο διαγωνισμό.

12      Η Μ.-Ε. Καλλίρη άσκησε αίτηση ακυρώσεως της ως άνω αρνήσεως της διοικήσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (Ελλάδα), το οποίο τη δέχθηκε, κρίνοντας ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του προεδρικού διατάγματος 4/1995, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 90/2003, αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας και ότι οι διατάξεις αυτές είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες.

13      Ο Υπουργός Εσωτερικών και ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων άσκησαν έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

14      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Η διάταξη του άρθρου 1, παράγραφος 1, του π.δ. 90/2003, με την οποία τροποποιήθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του π.δ. 4/1995 και ορίζεται ότι οι ιδιώτες υποψήφιοι για τις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας πρέπει, μεταξύ άλλων προσόντων, “να έχουν ανάστημα (άνδρες και γυναίκες) τουλάχιστον 1,70 μ.”, είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των οδηγιών 76/207/ΕΟΚ, 2002/73/ΕΚ και 2006/54/ΕΚ, οι οποίες απαγορεύουν κάθε έμμεση διάκριση λόγω φύλου όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας στον δημόσιο τομέα (εκτός εάν η διαφορετική αυτή, κατ’ αποτέλεσμα, μεταχείριση οφείλεται σε παράγοντες, οι οποίοι δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι προς οιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου, δεν βαίνει δε πέραν του κατάλληλου και αναγκαίου για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρου);»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

15      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις των οδηγιών 76/207 και 2006/54 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει προϋπόθεση ελάχιστου αναστήματος 1,70 μ., ανεξαρτήτως φύλου, για τη συμμετοχή υποψηφίων στον διαγωνισμό για την κατάταξη σπουδαστών στην αστυνομική σχολή του κράτους μέλους αυτού.

16      Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, να εξακριβωθεί αν η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω διατάξεων.

17      Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι αντικείμενο της διαφοράς είναι διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν το 2007, κατόπιν της υποβολής εκ μέρους της Μ.-Ε. Καλλίρη αιτήσεως συμμετοχής στον διαγωνισμό για την κατάταξη σπουδαστών στις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας για το ακαδημαϊκό έτος 2007‑2008.

18      Κατά το άρθρο 33, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/54, η προθεσμία μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο έληξε στις 15 Αυγούστου 2008.

19      Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 34, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, η οδηγία 76/207 καταργείται με ισχύ από τις 15 Αυγούστου 2009.

20      Ως εκ τούτου, εφαρμοστέες ratione temporis στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης είναι οι διατάξεις της οδηγίας 76/207, και όχι εκείνες της οδηγίας 2006/54.

21      Κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία 76/207 αποσκοπεί στην εφαρμογή, εντός των κρατών μελών, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής προωθήσεως, και στην επαγγελματική εκπαίδευση.

22      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της εν λόγω οδηγίας απαγορεύει κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, περιλαμβανομένων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όσον αφορά τους όρους προσβάσεως στην απασχόληση, τη μη μισθωτή απασχόληση ή την επαγγελματική ζωή, περιλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων προσλήψεως.

23      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η οδηγία 76/207 έχει εφαρμογή ως προς τα πρόσωπα που επιδιώκουν να προσληφθούν σε θέση εργασίας, όσον αφορά και τα κριτήρια επιλογής και τους όρους προσλήψεως στη θέση αυτή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Kratzer, C‑423/15, EU:C:2016:604, σκέψη 34).

24      Τέτοια είναι η περίπτωση προσώπου το οποίο, όπως η M.‑E. Καλλίρη, υποβάλλει αίτηση συμμετοχής σε διαγωνισμό κατάταξης σπουδαστών σε αστυνομική σχολή κράτους μέλους.

25      Η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση στην υπόθεση της κύριας δίκης, προβλέποντας ότι όσοι έχουν ανάστημα μικρότερο από 1,70 μ. αποκλείονται από τον διαγωνισμό για την κατάταξη σπουδαστών στις ελληνικές αστυνομικές σχολές, επηρεάζει τους όρους προσλήψεως των εργαζομένων αυτών και, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι θεσπίζει κανόνες σχετικούς με την πρόσβαση στην απασχόληση στον δημόσιο τομέα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 76/207 (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez, C‑416/13, EU:C:2014:2371, σκέψη 30, και της 15ης Νοεμβρίου 2016, Salaberria Sorondo, C‑258/15, EU:C:2016:873, σκέψη 25).

26      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι διαφορά όπως η ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207.

27      Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση στην υπόθεση της κύριας δίκης εισάγει διάκριση απαγορευόμενη από την ως άνω οδηγία.

28      Ως προς το ζήτημα αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η κανονιστική αυτή ρύθμιση επιφυλάσσει την αυτή μεταχείριση, ανεξαρτήτως φύλου, σε όλους όσους υποβάλλουν αίτηση συμμετοχής στον διαγωνισμό για την κατάταξη σπουδαστών στις αστυνομικές σχολές.

29      Κατά συνέπεια, η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση δεν εισάγει άμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 76/207.

30      Παρά ταύτα, μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση ενδέχεται να συνιστά έμμεση διάκριση κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση.

31      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, υφίσταται έμμεση διάκριση όταν η εφαρμογή ενός εθνικού μέτρου, το οποίο έχει εντούτοις ουδέτερη διατύπωση, θέτει στην πράξη σε μειονεκτική θέση ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 1997, Kording, C‑100/95, EU:C:1997:453, σκέψη 16, και της 20ής Ιουνίου 2013, Riežniece, C‑7/12, EU:C:2013:410, σκέψη 39).

32      Εν προκειμένω, το ίδιο το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε στην απόφασή του ότι ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών έχει ανάστημα μικρότερο από 1,70 μ. και ότι, κατά συνέπεια, με την εφαρμογή της κανονιστικής αυτής ρυθμίσεως οι γυναίκες τίθενται σε σαφέστατα μειονεκτική θέση σε σχέση με τους άνδρες όσον αφορά τη συμμετοχή τους στον διαγωνισμό για την κατάταξη σπουδαστών στις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας. Κατά συνέπεια, η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση στην υπόθεση της κύριας δίκης εισάγει έμμεση διάκριση.

33      Πλην όμως, από το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 76/207 προκύπτει ότι η κανονιστική αυτή ρύθμιση δεν συνιστά έμμεση διάκριση εφόσον δικαιολογείται αντικειμενικώς από θεμιτό σκοπό και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

34      Μολονότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν συντρέχει τέτοιος δικαιολογητικός λόγος, εντούτοις το Δικαστήριο, καλούμενο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμες απαντήσεις, είναι αρμόδιο να παράσχει στοιχεία που θα δώσουν στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να εκδώσει την απόφασή του (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2005, Νικολούδη, C‑196/02, EU:C:2005:141, σκέψεις 48 και 49).

35      Εν προκειμένω, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση στην υπόθεση της κύριας δίκης έχει σκοπό να διασφαλίσει την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής της Ελληνικής Αστυνομίας και ότι ορισμένα ιδιαίτερα φυσικά και σωματικά προσόντα, όπως το ελάχιστο ανάστημα, αποτελούν αναγκαία και πρόσφορη προϋπόθεση για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

36      Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η μέριμνα για την εξασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των αστυνομικών υπηρεσιών συνιστά θεμιτό σκοπό [βλ., όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16), η οποία είναι, ως προς τη διάρθρωση, τις διατάξεις και τον σκοπό, σε μεγάλο βαθμό παρόμοια με την οδηγία 76/207, αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez, C‑416/13, EU:C:2014:2371, σκέψη 44, και της 15ης Νοεμβρίου 2016, Salaberria Sorondo, C‑258/15, EU:C:2016:873, σκέψη 38].

37      Τούτου δοθέντος, πρέπει να εξεταστεί αν προϋπόθεση ελάχιστου αναστήματος, όπως η προβλεπόμενη από την επίμαχη κανονιστική ρύθμιση στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι πρόσφορη για τη διασφάλιση της επιτεύξεως του σκοπού που επιδιώκει η ρύθμιση αυτή και κατά πόσον δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξή του.

38      Ως προς το ζήτημα αυτό, μολονότι η εκπλήρωση αστυνομικών καθηκόντων που αφορούν την προστασία των προσώπων και των αγαθών, τη σύλληψη και την επιτήρηση των αυτουργών εγκληματικών πράξεων καθώς και τις προληπτικές περιπολίες ενδέχεται να απαιτούν τη χρήση σωματικής δυνάμεως και να προϋποθέτουν ιδιαίτερη φυσική κατάσταση, εντούτοις ορισμένα άλλα αστυνομικά καθήκοντα, όπως η συνδρομή προς τους πολίτες ή η ρύθμιση της κυκλοφορίας, δεν φαίνεται να απαιτούν σημαντική σωματική προσπάθεια (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez, C‑416/13, EU:C:2014:2371, σκέψεις 39 και 40).

39      Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι για όλα τα καθήκοντα της Ελληνικής Αστυνομίας απαιτείται ιδιαίτερη φυσική κατάσταση, αυτή δεν φαίνεται να συνδέεται κατ’ ανάγκην με ορισμένο ελάχιστο ανάστημα, ούτε είναι αυτονόητο ότι όσοι έχουν ανάστημα μικρότερο από αυτό τη στερούνται.

40      Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί μεταξύ άλλων να συνεκτιμηθεί ότι, ως το 2003, η ελληνική νομοθεσία προέβλεπε διαφορετικό ελάχιστο ανάστημα για τους άνδρες και για τις γυναίκες όσον αφορά τη συμμετοχή στον διαγωνισμό για την κατάταξη σπουδαστών στις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας, δεδομένου ότι το όριο για τις γυναίκες ήταν 1,65 μ., ενώ για τους άνδρες ήταν 1,70 μ.

41      Κρίσιμο φαίνεται να είναι επίσης ότι, όπως εκθέτει η Μ.-Ε. Καλλίρη, για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και το Λιμενικό Σώμα-Ελληνική Ακτοφυλακή προβλέπεται διαφορετικό ελάχιστο ανάστημα για τους άνδρες και για τις γυναίκες και ότι, όσον αφορά τις γυναίκες, το ελάχιστο ανάστημα είναι 1,60 μ.

42      Εν πάση περιπτώσει, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση θα μπορούσε να επιτευχθεί με μέτρα που θα συνεπάγονταν λιγότερα μειονεκτήματα για τις γυναίκες, όπως η προκαταρκτική επιλογή των υποψηφίων για τον διαγωνισμό κατατάξεως σπουδαστών στις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων βάσει ειδικών δοκιμασιών για τη διαπίστωση των σωματικών ικανοτήτων τους.

43      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, με την επιφύλαξη του ελέγχου στον οποίο πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση δεν δικαιολογείται.

44      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι διατάξεις της οδηγίας 76/207 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει προϋπόθεση ελάχιστου αναστήματος 1,70 μ., ανεξαρτήτως φύλου, για τη συμμετοχή υποψηφίων στον διαγωνισμό για την κατάταξη σπουδαστών στην αστυνομική σχολή του κράτους μέλους αυτού, εφόσον η ρύθμιση αυτή, αφενός, περιάγει σε μειονεκτική θέση πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών σε σύγκριση με τους άνδρες και, αφετέρου, δεν παρίσταται πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού τον οποίο επιδιώκει, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

45      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Οι διατάξεις της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει προϋπόθεση ελάχιστου αναστήματος 1,70 μ., ανεξαρτήτως φύλου, για τη συμμετοχή υποψηφίων στον διαγωνισμό για την κατάταξη σπουδαστών στην αστυνομική σχολή του κράτους μέλους αυτού, εφόσον η ρύθμιση αυτή, αφενός, περιάγει σε μειονεκτική θέση πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών σε σύγκριση με τους άνδρες και, αφετέρου, δεν παρίσταται πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού τον οποίο επιδιώκει, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.


Silva de Lapuerta

Fernlund

Bonichot

Rodin

 

Regan

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Οκτωβρίου 2017.

Ο Γραμματέας

 

Η Πρόεδρος του πρώτου τμήματος

A. Calot Escobar      R. Silva de Lapuerta

Yπόθεση C‑164/16 Παράδοση αγαθών – Αυτοκίνητα οχήματα – Σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως με προαίρεση αγοράς

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 4ης Οκτωβρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ – Παράδοση αγαθών – Αυτοκίνητα οχήματα – Σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως με προαίρεση αγοράς»

Στην υπόθεση C‑164/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) [εφετείο (Αγγλία και Ουαλία) (πολιτικό τμήμα), Ηνωμένο Βασίλειο] με απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Μαρτίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Commissioners for Her Majesty’s Revenue & Customs

κατά

Mercedes-Benz Financial Services UK Ltd,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, J.‑C. Bonichot (εισηγητή) και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: X. Lopez Bancalari, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Ιανουαρίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Mercedes-Benz Financial Services UK Ltd, εκπροσωπούμενη από τους L. Allen, barrister, και K. Prosser, QC,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τις G. Brown, J. Kraehling και S. Simmons, καθώς και τον D. Robertson, επικουρούμενους από τον O. Thomas, barrister,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Bulterman και M. de Ree,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Lozano Palacios και τον R. Lyal,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 31ης Μαΐου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία ΦΠΑ).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Mercedes-Benz Financial Services UK Ltd και των Commissioners for Her Majesty’s Revenue & Customs (φορολογικής και δασμολογικής αρχής του Ηνωμένου Βασιλείου) (στο εξής: φορολογική αρχή) σχετικά με τον χαρακτηρισμό της παραδόσεως οχημάτων δυνάμει μιας τυποποιημένης συμβάσεως όσον αφορά φορολογητέες πράξεις στο πλαίσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 14 της οδηγίας ΦΠΑ ορίζει τα εξής:

«1.      Ως “παράδοση αγαθών” θεωρείται η μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό.

2.      Εκτός από την πράξη της παραγράφου 1, ως παράδοση αγαθών νοούνται οι κατωτέρω πράξεις:

α)      η μεταβίβαση, με καταβολή αποζημίωσης, της κυριότητας αγαθού, κατόπιν επιταγής της δημόσιας αρχής ή στο όνομά της ή σε εκτέλεση νόμου,

β)      η υλική παράδοση αγαθού με βάση σύμβαση, η οποία προβλέπει την εκμίσθωση αγαθού για ορισμένη περίοδο ή την πώληση αγαθού με δόσεις, με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας[, όπου η κυριότητα μεταβιβάζεται, κατά κανόνα,] το αργότερο [κατά] την αποπληρωμή του τιμήματος,

γ)      η μεταβίβαση αγαθού, η οποία πραγματοποιείται με βάση σύμβαση εντολής προς αγορά ή πώληση.

3.      Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρούν παράδοση αγαθών την εκτέλεση ορισμένων εργασιών σε ακίνητα.»

4        Κατά το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, νοείται ως «παροχή υπηρεσιών» κάθε πράξη που δεν αποτελεί παράδοση αγαθών.

5        Το άρθρο 63 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η γενεσιουργός αιτία επέρχεται και ο φόρος καθίσταται απαιτητός κατά τον χρόνο πραγματοποίησης της παράδοσης αγαθών ή της παροχής υπηρεσιών.»

6        Το άρθρο 64, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«Οι παραδόσεις αγαθών, εκτός από αυτές που αποτελούν το αντικείμενο εκμίσθωσης αγαθών για ορισμένη περίοδο ή πώλησης αγαθών με δόσεις που αναφέρονται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, καθώς και οι παροχές υπηρεσιών, οι οποίες συνεπάγονται τμηματικές καταβολές έναντι λογαριασμού ή διαδοχικές πληρωμές, θεωρείται ότι πραγματοποιούνται κατά τη λήξη των χρονικών περιόδων στις οποίες αναφέρονται οι τμηματικές καταβολές έναντι λογαριασμού ή διαδοχικές πληρωμές.»

 Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

7        Το παράρτημα 4, παράγραφος 1, του Value Added Tax Act 1994 (νόμου του 1994 περί φόρου προστιθεμένης αξίας) μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας ΦΠΑ.

8        Το άρθρο 189 του Consumer Credit Act 1974 (νόμου του 1974 περί καταναλωτικής πίστεως) ορίζει τη σύμβαση μισθώσεως-πωλήσεως ως σύμβαση με την οποία εκμισθώνονται αγαθά έναντι περιοδικών καταβολών εκ μέρους του μισθωτή και η οποία προβλέπει ότι η κυριότητα των αγαθών θα μεταβιβαστεί στον μισθωτή αν τηρηθούν οι ρήτρες της συμβάσεως και αν ικανοποιηθούν μία ή περισσότερες συγκεκριμένες προϋποθέσεις, περιλαμβανομένης της ασκήσεως δικαιώματος προαιρέσεως από τον μισθωτή.

9        Το άρθρο 99 του νόμου του 1974 περί καταναλωτικής πίστεως προβλέπει ότι, οποτεδήποτε πριν καταστεί απαιτητή η τελευταία δόση του οφειλέτη δυνάμει συμβάσεως μισθώσεως-πωλήσεως υπαγόμενης στον ως άνω νόμο, ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση. Το άρθρο 100 του εν λόγω νόμου ορίζει ότι, στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει στον δανειστή, εφόσον απαιτείται, το ποσό κατά το οποίο το ήμισυ της «συνολικής τιμής» υπερβαίνει το άθροισμα των ήδη καταβληθέντων ποσών και των ληξιπρόθεσμων ποσών που οφείλονταν σε σχέση με τη συνολική τιμή αμέσως πριν από την καταγγελία, εκτός αν η σύμβαση προβλέπει την καταβολή μικρότερου ποσού.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10      Η Mercedes-Benz Financial Services UK, θυγατρική της Daimler AG, εδρεύουσα στο Ηνωμένο Βασίλειο, προτείνει τρεις τυποποιημένες συμβάσεις για τη χρηματοδότηση της χρήσεως αυτοκινήτων οχημάτων: μια συνήθη σύμβαση μισθώσεως καλούμενη «Leasing», μια σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως καλούμενη «Hire Purchase» και μια σύμβαση μισθώσεως με προαίρεση αγοράς καλούμενη «Agility», η οποία συνδυάζει ορισμένα χαρακτηριστικά των δύο πρώτων και η οποία παρουσιάζεται ως παρέχουσα τη δυνατότητα στους πελάτες να μεταθέσουν την επιλογή μεταξύ μισθώσεως και αγοράς σε χρόνο μεταγενέστερο της παραδόσεως του οχήματος.

11      Τα κοινά σημεία μεταξύ των τριών αυτών τυποποιημένων συμβάσεων είναι ότι η μεν Mercedes-Benz Financial Services UK διατηρεί την κυριότητα του οχήματος καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβάσεως, ο δε αντισυμβαλλόμενος καταβάλλει μηνιαίες δόσεις.

12      Οι τυποποιημένες συμβάσεις διαφέρουν, αντιθέτως, ως προς τις δυνατότητες και τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας του οχήματος.

13      Η τυποποιημένη σύμβαση «Leasing» αποκλείει κάθε μεταβίβαση της κυριότητας, καθορίζει δε επιπλέον ένα μέγιστο όριο χιλιομέτρων, πέραν του οποίου ο πελάτης επιβαρύνεται με ένα πρόσθετο ποσό.

14      Οι τυποποιημένες συμβάσεις «Hire Purchase» και «Agility» προβλέπουν, αντιθέτως, μεταβίβαση της κυριότητας, αλλά με διαφορετικές προϋποθέσεις.

15      Στην πρώτη τυποποιημένη σύμβαση, το άθροισμα των πραγματοποιούμενων κάθε μήνα καταβολών αντιπροσωπεύει καταρχήν το σύνολο της τιμής πωλήσεως του οχήματος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους χρηματοδοτήσεως. Για να καταστεί κύριος του οχήματος, ο οφειλέτης πρέπει να καταβάλει κατά τη λήξη της συμβάσεως μόνον ένα μικρό ποσό («έξοδα προαιρέσεως»). Η εν λόγω τελική καταβολή προβλέπεται στη σύμβαση και δεν εξαρτάται από την άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως. Τα έξοδα προαιρέσεως εισπράττονται από τον λογαριασμό του πελάτη ταυτοχρόνως με την τελευταία δόση, οπότε και επέρχεται η μεταβίβαση της κυριότητας. Ωστόσο, η νομοθεσία περί προστασίας των καταναλωτών του Ηνωμένου Βασιλείου περιορίζει το ποσό το οποίο μπορεί να ζητήσει ο πωλητής από τον αγοραστή στο πλαίσιο μισθώσεως-πωλήσεως, οπότε, στην πράξη, ο πελάτης έχει τη δυνατότητα να μην προβεί στην τελική καταβολή καταγγέλλοντας τη σύμβαση πριν από τη λήξη της.

16      Στην τυποποιημένη σύμβαση «Agility», οι μηνιαίες δόσεις είναι καταρχήν χαμηλότερες σε σχέση με την τυποποιημένη σύμβαση «Hire Purchase», έτσι ώστε το σύνολό τους να αποτελεί μόλις το 60 % περίπου της τιμής πωλήσεως του οχήματος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους χρηματοδοτήσεως. Αν ο χρήστης επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμα προαιρέσεως και να αγοράσει το όχημα, θα πρέπει να καταβάλει περίπου το 40 % της τιμής πωλήσεως. Το ως άνω ποσό, που απαλλάσσει τον πελάτη από κάθε άλλη οικονομική υποχρέωση, αντιστοιχεί στην εκτιμώμενη απομένουσα αξία του οχήματος κατά τη λήξη της συμβάσεως. Τρεις μήνες πριν από τη λήξη της συμβάσεως, ο πελάτης ερωτάται αν επιθυμεί να ασκήσει το σχετικό δικαίωμα προαιρέσεως. Κατά τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, το ήμισυ σχεδόν των πελατών απαντούν καταφατικά.

17      Από πλευράς ΦΠΑ, δεν αμφισβητείται ότι η τυποποιημένη σύμβαση «Leasing» εμπίπτει στην κατηγορία της «παροχής υπηρεσιών», οπότε κάθε μηνιαία δόση φορολογείται, σύμφωνα με το άρθρο 64 της οδηγίας ΦΠΑ, με βάση επιβολής του φόρου το ποσό της μηνιαίας καταβολής. Επίσης δεν αμφισβητείται ότι, αντιστρόφως, η τυποποιημένη σύμβαση «Hire Purchase» συνιστά «παράδοση αγαθών», κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας ΦΠΑ. Κατά συνέπεια, το άρθρο 63 της οδηγίας αυτής καθιστά απαιτητό τον φόρο στο σύνολό του κατά την παράδοση του οχήματος, με βάση επιβολής του φόρου τη συνολική τιμή παραδόσεως.

18      Η φορολογική αρχή εκτιμά ότι η τυποποιημένη σύμβαση «Agility», όπως και η τυποποιημένη σύμβαση «Hire Purchase», συνιστά «παράδοση αγαθών», κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας ΦΠΑ. Κατά συνέπεια, ζήτησε από τη Mercedes-Benz Financial Services UK την καταβολή του συνόλου του φόρου κατά τον χρόνο παραδόσεως των οχημάτων βάσει της συμβάσεως αυτής.

19      Η Mercedes-Benz Financial Services UK αμφισβήτησε τον ως άνω χαρακτηρισμό ενώπιον του First-tier Tribunal (Tax Chamber) [πρωτοδικείο διοικητικών διαφορών (φορολογικό τμήμα), Ηνωμένο Βασίλειο], υποστηρίζοντας ότι η τυποποιημένη σύμβαση «Agility», η οποία δεν προβλέπει οπωσδήποτε μεταβίβαση της κυριότητας, πρέπει να λογίζεται ως «παροχή υπηρεσιών» και ότι, επομένως, ο ΦΠΑ πρέπει να επιβάλλεται επί κάθε μηνιαίας δόσεως.

20      Κατόπιν της εκ μέρους του First-tier Tribunal (Tax Chamber) [πρωτοδικείο διοικητικών διαφορών (φορολογικό τμήμα)] απορρίψεως του αιτήματός της, η Mercedes-Benz Financial Services UK άσκησε ένδικο μέσο ενώπιον του Upper Tribunal (Tax and Chancery Chamber) [ανώτερο δικαστήριο (τμήμα φορολογικών υποθέσεων), Ηνωμένο Βασίλειο], το οποίο τη δικαίωσε.

21      Η φορολογική αρχή άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου έφεση κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως. Το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι η επίλυση της διαφοράς που έχει υποβληθεί ενώπιόν του απαιτεί ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας ΦΠΑ.

22      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) [εφετείο (Αγγλία και Ουαλία) (πολιτικό τμήμα)], Ηνωμένο Βασίλειο] αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πώς πρέπει να ερμηνευθούν οι λέξεις “σύμβαση […] για ορισμένη περίοδο ή την πώληση αγαθού με δόσεις, με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας[, όπου η κυριότητα μεταβιβάζεται, κατά κανόνα,] το αργότερο [κατά] την αποπληρωμή του τιμήματος” που περιέχονται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/112;

2)      Ειδικότερα, μήπως η έκφραση “[κατά κανόνα]ˮ επιβάλλει στη φορολογική αρχή, υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως, να αρκεστεί στη διαπίστωση ότι υπάρχει δικαίωμα προαιρέσεως αγοράς το οποίο πρέπει να ασκηθεί το αργότερο κατά την πληρωμή της τελευταίας δόσεως;

3)      Άλλως, μήπως η έκφραση “[κατά κανόνα]ˮ επιβάλλει στην εθνική φορολογική αρχή να προχωρήσει περαιτέρω και να καθορίσει τον οικονομικό σκοπό της συμβάσεως;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα:

α)      Προϋποθέτει η ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 2, εξέταση σχετικά με την πιθανότητα να ασκήσει ο πελάτης αυτό το δικαίωμα προαιρέσεως αγοράς;

β)      Έχει σημασία για τον καθορισμό του οικονομικού σκοπού της συμβάσεως το ύψος του ποσού που πρέπει να καταβληθεί προκειμένου να ασκηθεί αυτό το δικαίωμα προαιρέσεως αγοράς;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

23      Με τα ερωτήματά του, που πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διαφωτιστεί, κατ’ ουσίαν, επί του αν, και σε ποιο βαθμό, η έκφραση «σύμβαση η οποία προβλέπει την εκμίσθωση αγαθού για ορισμένη περίοδο ή την πώληση αγαθού με δόσεις, με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας[, όπου η κυριότητα μεταβιβάζεται, κατά κανόνα,] το αργότερο [κατά] την αποπληρωμή του τιμήματος», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας ΦΠΑ, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε σύμβαση μισθώσεως με προαίρεση αγοράς όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη τυποποιημένη σύμβαση.

24      Εισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι μια σύμβαση μισθώσεως αυτοκινήτου οχήματος με προαίρεση αγοράς όπως η τυποποιημένη σύμβαση «Agility» την οποία προτείνει η Mercedes-Benz Financial Services UK περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων που συνήθως καλούνται συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως ή συμβάσεις μισθώσεως-αγοράς.

25      Όπως εξέθεσε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 22 και 23 των προτάσεών του, οι συμβάσεις αυτές έχουν την ιδιαιτερότητα ότι αποτελούν υποκατάστατο της άμεσης κτήσεως ενός αγαθού κατά πλήρη κυριότητα, όπου ο ενδιαφερόμενος έχει τη χρήση του οικείου αγαθού χωρίς να υποχρεούται να καταβάλει το σύνολο της τιμής αγοράς του όταν αυτό του παραδίδεται.

26      Αυτό το είδος συμβάσεως μπορεί να έχει χαρακτηριστικά όμοια με αυτά της κτήσεως αγαθού, μπορεί όμως και να μην τα έχει, διότι οι συμβαλλόμενοι έχουν τη δυνατότητα να προβλέψουν ότι ο μισθωτής έχει την επιλογή να αποκτήσει ή να μην αποκτήσει το αγαθό κατά το πέρας της περιόδου μισθώσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Eon Aset Menidjmunt, C‑118/11, EU:C:2012:97, σκέψεις 34 και 37).

27      Το ότι προβλέπεται η μεταβίβαση της κυριότητας κατά τη λήξη της συμβάσεως ή το ότι το αναπροσαρμοσμένο ποσό των δόσεων συμπίπτει στην πράξη με την αγοραία αξία του αγαθού συνιστούν, αυτοτελώς ή από κοινού, κριτήρια για την εξακρίβωση του αν μια σύμβαση μπορεί να χαρακτηριστεί ως «σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως» (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Eon Aset Menidjmunt, C‑118/11, EU:C:2012:97, σκέψη 38, και της 2ας Ιουλίου 2015, NLB Leasing, C‑209/14, EU:C:2015:440, σκέψη 30).

28      Κατόπιν της ως άνω διευκρινίσεως, ο χαρακτηρισμός μιας συμβάσεως ως «χρηματοδοτικής μισθώσεως» δεν είναι αυτός καθαυτόν ικανός να υπαγάγει την υλική παράδοση αγαθού που πραγματοποιείται δυνάμει της συμβάσεως αυτής σε μια ορισμένη κατηγορία πράξεων υποκείμενων στον ΦΠΑ. Για να μπορεί να θεωρηθεί αυτή ως «παράδοση αγαθών», κατά την έννοια της οδηγίας ΦΠΑ, πρέπει ακόμη να προσδιοριστεί αν μια τέτοια σύμβαση έχει ως σκοπό την «εκμίσθωση αγαθού […] με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας[, όπου η κυριότητα μεταβιβάζεται, κατά κανόνα,] το αργότερο [κατά] την αποπληρωμή του τιμήματος», κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής.

29      Ο εν λόγω νομικός χαρακτηρισμός απαιτεί τη συνδρομή δύο στοιχείων.

30      Αφενός, η διάταξη αυτή πρέπει να εννοηθεί ως ορίζουσα ότι η σύμβαση δυνάμει της οποίας πραγματοποιείται η παράδοση του αγαθού περιλαμβάνει ρητή ρήτρα σχετικά με τη μεταβίβαση της κυριότητας του αγαθού αυτού από τον εκμισθωτή στον μισθωτή.

31      Πράγματι, όπως απορρέει από το ίδιο το γράμμα του, το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας ΦΠΑ αναφέρεται όχι σε «μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό», όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, αλλά, πολύ σαφέστερα, την «κτήση της κυριότητας» του αγαθού αυτού.

32      Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη αυτή χρησιμοποιεί τον όρο «δόση», γνωστό στις δανειακές συμβάσεις και, αντιθέτως, ασυνήθη στις συμβάσεις απλής μισθώσεως, που χρησιμοποιούν γενικά τον όρο «μίσθωμα».

33      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών του, μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται στη σύμβαση ρητή ρήτρα μεταβιβάσεως της κυριότητας όταν η σύμβαση προβλέπει δικαίωμα προαιρέσεως με δυνατότητα αγοράς του εκμισθωθέντος δυνάμει συμβάσεως μισθώσεως-αγοράς αγαθού.

34      Αφετέρου, πρέπει να προκύπτει σαφώς από τους όρους της συμβάσεως, όπως αυτοί εκτιμώνται αντικειμενικά και κατά τον χρόνο της συνάψεώς της, ότι η κυριότητα του αγαθού προορίζεται να μεταβιβαστεί αυτομάτως στον μισθωτή αν η εκτέλεση της συμβάσεως ακολουθήσει τη συνήθη ροή της μέχρι τη λήξη της.

35      Πράγματι, δεν μπορεί να συναχθεί από την έκφραση «πώληση αγαθού με δόσεις, με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας[, όπου η κυριότητα μεταβιβάζεται, κατά κανόνα,] το αργότερο [κατά] την αποπληρωμή του τιμήματος» κάτι άλλο πέραν του ότι η ιδέα ότι η καταβολή του τελευταίου ποσού που οφείλει ο μισθωτής δυνάμει συμβάσεως συνεπάγεται αυτοδικαίως τη μεταβίβαση σε αυτόν της κυριότητας του αποτελούντος το αντικείμενο συμβάσεως αγαθού.

36      Όσον αφορά, ειδικότερα, την περίσταση ότι η σύμβαση προβλέπει ρήτρα ορίζουσα, όπως συμβαίνει στην επίμαχη στην κύρια δίκη τυποποιημένη σύμβαση, ότι ο μισθωτής έχει τη δυνατότητα να ασκήσει ένα δικαίωμα προαιρέσεως αγοράς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο όρος «κατά κανόνα» πρέπει να θεωρηθεί απλώς ως αναφερόμενος στην προβλεπόμενη εξέλιξη μέχρι τη λήξη μιας συμβάσεως που εκτελείται καλοπίστως από τους συμβαλλομένους, σύμφωνα με την αρχή pacta sunt servanda.

37      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 51 και 53 των προτάσεών του, η ως άνω συμβατική κατάληξη της μεταβιβάσεως της κυριότητας είναι ασυμβίβαστη με την ύπαρξη, υπέρ του μισθωτή, μιας πραγματικής εναλλακτικής οικονομικής δυνατότητας στο πλαίσιο της οποίας αυτός να μπορεί να επιλέξει, την κατάλληλη στιγμή, είτε να αποκτήσει το αγαθό είτε να το επιστρέψει στον εκμισθωτή, ή να παρατείνει τη μίσθωση, αναλόγως των συμφερόντων του την ημερομηνία κατά την οποία οφείλει να προβεί στην επιλογή αυτή.

38      Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική μόνον αν η άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως αγοράς, όσο και αν είναι τύποις προαιρετική, ήταν στην πραγματικότητα, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών όρων της συμβάσεως, η μόνη οικονομικώς εύλογη επιλογή του μισθωτή. Τούτο μπορεί ιδίως να συμβαίνει αν προκύπτει από τη σύμβαση ότι, όταν θα υπάρξει η δυνατότητα ασκήσεως του δικαιώματος προαιρέσεως, το άθροισμα των συμβατικών δόσεων θα αντιστοιχεί στην αγοραία αξία του αγαθού, περιλαμβανομένου του κόστους χρηματοδοτήσεως, και ότι η άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως δεν θα υποχρεώσει τον μισθωτή να καταβάλει ένα σημαντικό επιπλέον ποσό.

39      Μια τέτοια ερμηνεία του γράμματος του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας ΦΠΑ επιβεβαιώνεται και από τη γενική οικονομία της οδηγίας αυτής όσον αφορά την κατάταξη των φορολογητέων πράξεων σε κατηγορίες.

40      Πράγματι, όταν οι εθνικές φορολογικές αρχές επιλαμβάνονται περιπτώσεων συμβάσεων οι οποίες, όπως εν προκειμένω, δεν συνδέονται αντικειμενικά με φορολογητέες πράξεις στο στάδιο της ενάρξεως της εκτελέσεώς τους, κάθε άλλη ερμηνεία θα υποχρέωνε τις αρχές αυτές να διεξάγουν έρευνες προκειμένου να προσδιορίσουν την πρόθεση του αντισυμβαλλομένου του υποκειμένου στον φόρο κατά τον χρόνο ασκήσεως του δικαιώματος προαιρέσεως και, ενδεχομένως, να προβαίνουν σε σχετικές διορθώσεις.

41      Η υποχρέωση αυτή, όμως, θα ήταν αντίθετη προς τους σκοπούς του συστήματος του ΦΠΑ, δηλαδή την εξασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και τη διευκόλυνση των συμφυών προς την επιβολή του φόρου πράξεων με το να λαμβάνεται υπόψη, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, η αντικειμενική φύση της οικείας πράξεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, BLP Group, C‑4/94, EU:C:1995:107, σκέψη 24).

42      Στο εθνικό δικαστήριο, μόνο αρμόδιο για να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, εναπόκειται να προσδιορίσει, κατά περίπτωση και σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υποθέσεως, αν η σύμβαση δυνάμει της οποίας ένα όχημα έχει παραδοθεί σε χρήστη πληροί τις προϋποθέσεις που υπενθυμίζονται στην παρούσα απόφαση.

43      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η έκφραση «σύμβαση, η οποία προβλέπει την εκμίσθωση αγαθού για ορισμένη περίοδο ή την πώληση αγαθού με δόσεις, με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας[, όπου η κυριότητα μεταβιβάζεται, κατά κανόνα,] το αργότερο [κατά] την αποπληρωμή του τιμήματος», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας ΦΠΑ, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε τυποποιημένη σύμβαση μισθώσεως με προαίρεση αγοράς όταν από τους οικονομικούς όρους της συμβάσεως μπορεί να συναχθεί ότι η άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως αποτελεί για τον μισθωτή τη μόνη οικονομικώς εύλογη επιλογή σε περίπτωση πλήρους εκτελέσεως της συμβάσεως, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

44      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Η έκφραση «σύμβαση, η οποία προβλέπει την εκμίσθωση αγαθού για ορισμένη περίοδο ή την πώληση αγαθού με δόσεις, με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας[, όπου η κυριότητα μεταβιβάζεται, κατά κανόνα,] το αργότερο [κατά] την αποπληρωμή του τιμήματος», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε τυποποιημένη σύμβαση μισθώσεως με προαίρεση αγοράς όταν από τους οικονομικούς όρους της συμβάσεως μπορεί να συναχθεί ότι η άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως αποτελεί για τον μισθωτή τη μόνη οικονομικώς εύλογη επιλογή σε περίπτωση πλήρους εκτελέσεως της συμβάσεως, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

Αριθμ. πρωτ.: ΔΔΑΔ Β 1156566 ΕΞ 2017 Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την Φορολογική και Τελωνειακή Ακαδημία

$
0
0

Αθήνα, 19.10.2017
Αρ. Πρωτ.: ΔΔΑΔ Β 1156566 ΕΞ 2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΤΜΗΜΑ Β' - ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΝΑΓΚΩΝ

Ταχ. Δ/νση:Καρ. Σερβίας 10, 10562 Αθήνα
Ταχ. Θυρ.:101 84
Πληροφορίες:Ε. Γιούλος
Τηλέφωνο:210.33.75.388
FAX:210.33.75.049
e-mail:e.gioulos@aade.gr
URL: www.aade.gr

ΕΠΕΙΓΟΝ

ΘΕΜΑ : «Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την Φορολογική και Τελωνειακή Ακαδημία»


Στο πλαίσιο συμπλήρωσης της Ομάδας των Μόνιμων Εκπαιδευτών της Φορολογικής και Τελωνειακής Ακαδημίας, με υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ του κλάδου Τελωνειακών, καλούνται οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, που πληρούν τις παρακάτω προϋποθέσεις, να αποστείλουν αίτηση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, σύμφωνα με το συνημμένο υπόδειγμα, και βιογραφικό σημείωμα έως και την Παρασκευή, 03 / 11/ 2017 στο akadimia@aade.gr, κοινοποιώντας την ως άνω αίτηση και στη Διεύθυνση Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού/ Τμήμα Β' Πολιτικής, Σχεδιασμού Ανθρώπινων Πόρων Και Αξιολόγησης Αναγκών στο c.ntampakakis@aade.gr.

Οι υπάλληλοι που θα επιλεγούν ως Μόνιμοι Εκπαιδευτές θα απαλλαγούν από τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα για να απασχοληθούν αποκλειστικά και χωρίς πρόσθετη αμοιβή με τη διδασκαλία σε βασικά γνωστικά αντικείμενα: Τελωνειακές Διαδικασίες, Ε.Φ.Κ., Τελωνειακός Έλεγχος και Ανάλυση Κινδύνου, Τελωνειακές Παραβάσεις, Δασμολόγιο - Δασμολογική Κατάταξη - Δασμολογητέα Αξία, Καθεστώτα, Εφοδιασμός Πλοίων και Αεροσκαφών.

Το εκπαιδευτικό έργο, εκτός από τη διδασκαλία, θα περιλαμβάνει προετοιμασία εισηγήσεων/παρουσιάσεων, εφαρμογή κατάλληλων εκπαιδευτικών τεχνικών ανά θεματική ενότητα, διαμόρφωση και συγγραφή εκπαιδευτικού υλικού, αξιολόγηση γραπτών εξετάσεων, συνεχή παρακολούθηση και τυχόν ανασχεδιασμός της εκπαίδευσης, σε συνεργασία με τις αρμόδιες Υπηρεσίες, με εκπαιδευτικές δομές άλλων υπηρεσιών και φορέων του Δημοσίου ή και άλλων χωρών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τόσο για το ανθρώπινο δυναμικό της Α.Α.Δ.Ε., όσο και για μέλη επιστημονικών και επαγγελματικών φορέων της χώρας, για ιδιώτες και για 
υπαλλήλους άλλων υπηρεσιών και φορέων του δημόσιου τομέα, σε θέματα αρμοδιότητας της Α.Α.Δ.Ε. Τα προγράμματα θα διεξάγονται τόσο εντός αίθουσας όσο και εξ αποστάσεως.

Τα μέλη της Ομάδας θα υπηρετούν στην Αθήνα ως αποσπασμένοι στην Φορολογική και Τελωνειακή Ακαδημία.

Βασικά κριτήρια για την επιλογή θα αποτελέσουν:

• Τα έτη εμπειρίας στο τελωνειακό αντικείμενο,

• Η δυνατότητα διδασκαλίας περισσοτέρων αντικειμένων,

• Η επιστημονική κατάρτιση και το ακαδημαϊκό υπόβαθρο (πτυχίο ως αναγκαίο προσόν, μεταπτυχιακό ή/και διδακτορικό, ως πρόσθετα προσόντα.)

Επιπρόσθετα, θα συνεκτιμηθεί η διδακτική εμπειρία, εφόσον υπάρχει, η γνώση των αρχών και τεχνικών εκπαίδευσης ενηλίκων, η γνώση και χρήση νέων τεχνολογιών, η εξοικείωση και η βούληση ενασχόλησης με σύγχρονες μεθόδους ηλεκτρονικής μάθησης (εξ αποστάσεως σύγχρονη και ασύγχρονη εκπαίδευση), το συγγραφικό και ερευνητικό έργο, η ικανότητα να μεταδώσουν τη γνώση τους στους νέους συναδέλφους και ταυτόχρονα να παραμείνουν σε πλήρη επαφή με τις δυναμικές αλλαγές που συντελούνται στον τελωνειακό τομέα, καθώς και η συνολική προσωπικότητα του υποψηφίου.

Η επιλογή των Μόνιμων Εκπαιδευτών θα γίνει με βάση τα τυπικά και ουσιαστικά τους προσόντα, όπως θα προκύπτουν από τη συνημμένη αίτηση, το βιογραφικό και τα επισυναπτόμενα πιστοποιητικά, καθώς και από την αξιολόγησή τους στη συνέντευξη που θα κληθούν να δώσουν όσοι πληρούν όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα κριτήρια. Για τη συμμετοχή τους στη συνέντευξη, οι υποψήφιοι που θα κληθούν θα πρέπει να ετοιμάσουν μια σύντομη παρουσίαση (διάρκειας 10') με PowerPoint και σε τελωνειακό γνωστικό αντικείμενο που θα επιλέξουν οι ίδιοι.

Με ευθύνη των Προϊσταμένων των Υπηρεσιών, στις οποίες αποστέλλεται το παρόν έγγραφο, παρακαλούνται να λάβουν γνώση ενυπόγραφα ή με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο όλοι οι υπάλληλοι.



Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Κ.Υ.Α. αριθμ. 161974/2602/2017 Οικονομική ενίσχυση ρητινεργατών

$
0
0
Αριθμ. 161974/2602/17-10-2017

(ΦΕΚ Β' 3709/20-10-2017)

ΟΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΕΣ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ - ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) Του ν.δ. 131/1974 (ΦΕΚ Α' 320) «Περί παροχής οικονομικών ενισχύσεων στη γεωργική, δασική, κτηνοτροφική και αλιευτική παραγωγή» όπως τροποποιήθηκε με το ν. 1409/1983 (ΦΕΚ Α' 199).
β) Της παρ. 10 του άρθρου 39 του ν. 2065/1992 «Αναμόρφωση της άμεσης φορολογίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 113).
γ) Του άρθρου 29 Α του ν. 1558/1985 «Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα» (ΦΕΚ Α' 137), όπως προστέθηκε με το άρθρο 27 του ν. 2081/1992 ρύθμιση του θεσμού των επιμελητηρίων, τροποποίηση διατάξεων του ν. 1712/1987 για τον εκσυγχρονισμό των επαγγελματικών οργανώσεων των εμπόρων, βιοτεχνών και λοιπών επαγγελματιών και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α' 154) που τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2469/1997 «Περιορισμός και βελτίωση της αποτελεσματικότητας των κρατικών δαπανών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α'38).
δ) Του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ Α' 98).
ε) Το π.δ. 80/2016 «Ανάληψη Υποχρεώσεων από τους Διατάκτες» (ΦΕΚ Α' 145).

2. Το π.δ. 189/2009 «Καθορισμός και ανακατανομή αρμοδιοτήτων των Υπουργείων» με το οποίο η Γενική Δ/νση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φ.Π. μεταφέρεται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. (ΦΕΚ Α' 221).

3. Το π.δ. 70/2015 «Ανασύσταση των Υπουργείων Ανάπτυξης και Τουρισμού» με το οποίο το Υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας μετονομάζεται σε Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. (ΦΕΚ Α'114).

4. Το π.δ. 125/2016 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (ΦΕΚ Α' 210).

5. Την με αριθμ. Υ198/17-11-2016 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σωκράτη Φάμελλο» (ΦΕΚ 3722 Β').

6. Την Υ29/8-10-2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Καθορισμός αρμοδιοτήτων του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών Γεωργίου Χουλιαράκη» (ΦΕΚ Β' 2168).

7. Το γεγονός ότι, η πίστωση στον Κ.Α.Ε. 2111: "Οικονομικές ενισχύσεις γεωργικού χαρακτήρα" του Κρατικού Προϋπολογισμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, για το 2017 ανέρχεται σε 2.200.000 €, με ποσοστό διάθεσης στο 100% της συνολικής πίστωσης (σύμφωνα με την 000 31 000061/7-8-2017 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών).

8. Την 36881/11-9-2017 απόφαση Ανάληψης Υποχρέωσης η οποία καταχωρήθηκε με α/α 68633 στο Βιβλίο Εγκρίσεων και Εντολών Πληρωμής της Διεύθυνσης Οικονομικής Διαχείρισης στο ΥΠΕΝ (ΑΔΑ: 6Θ5Ζ4653Π8-1Χ4). 

9. Τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1407/2013 της Επιτροπής της 18ης Δεκεμβρίου 2013 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (L 352) (εφεξής «Κανονισμός De Minimis»), βάσει του οποίου χορηγούνται οι ενισχύσεις στο πλαίσιο της παρούσας.

10. Το Κ.Μ.Κ.Ε. 00311 ΕΞ 2017 ΕΜΠ/6-9-2017 έγγραφο της Κεντρικής Μονάδας Κρατικών Ενισχύσεων του Υπ. Οικονομικών.

11. Τα σχετικά έγγραφα των βιομηχανιών επεξεργασίας ρητίνης, από τα οποία προκύπτει ότι το 2016 παρήχθησαν στα ελληνικά δάση από τους ρητινεργάτες και παραδόθηκαν στις βιομηχανίες περίπου 6.058.285 κιλά ρητίνης.

12. Το 1195/52363/26-4-2017 έγγραφο του Δασαρχείου Λίμνης σύμφωνα με το οποίο η συνολική ποσότητα που καταστράφηκε από την πυρκαγιά του καλοκαιριού 2016, ανήλθε σε 95.000 κιλά.

13. Την αριθμ. 9518/20-07-95 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετική με κρατικές ενισχύσεις στην Ελλάδα για την προστασία των δασών από πυρκαγιές.

14. Το ενημερωτικό σημείωμα της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

15. Την αριθμ. πρωτ. 38104/13-9-2017 Εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών, Διοικητικών Υπηρεσιών και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υ.Π.ΕΝ.

16. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσης προκαλείται εφάπαξ δαπάνη ποσού έως 2.200.000 € σε βάρος του Κ/Π, η οποία θα αντιμετωπιστεί από τον ΚΑΕ 2111 έτους 2017,

αποφασίζουμε:

Την παροχή ενίσχυσης στους ρητινεργάτες που πραγματοποίησαν εργασίες πυροπροστασίας των δασών, κατά το έτος 2016, σύμφωνα με τους παρακάτω όρους και προϋποθέσεις:

1) Στόχοι: Προστασία των δασών από πυρκαγιές και καθαρισμός υπορόφου των πυρόπληκτων δασών σε ποσοστό 20% περίπου, που πραγματοποιήθηκε το έτος 2016.

2) Δικαιούχοι: Ρητινεργάτες μέλη Αγροτοδασικων Συνεταιρισμών καθώς και μεμονωμένοι ρητινεργάτες, οι οποίοι πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
2.1 Είναι μόνιμοι κάτοικοι Δήμων και Κοινοτήτων των περιοχών του άρθρου 3 της οδηγίας 75/268/Ε.Ε. των νομών Ευβοίας, Κορινθίας, Βοιωτίας, Χαλκιδικής, Ηλείας, Αχαΐας, Λέσβου, Φθιώτιδας, Αργολίδας, Μαγνησίας και Αττικής και εργάζονται σε ορεινές περιοχές.
2.2 Κατέχουν ή ασκούν το δικαίωμα της δουλείας ή ενοικιάζουν τα ρητινευόμενα δάση και αξιοποιούν έκταση πευκοδάσους στις παραπάνω περιοχές.
2.3 Έχουν επαρκή επαγγελματική ικανότητα.
2.4 Δεν ενισχύθηκαν για την ίδια δραστηριότητα από άλλο πρόγραμμα για το έτος 2016.
2.5 Ανέλαβαν την υποχρέωση και καθάρισαν τον υπόροφο του πευκοδάσους, σε ποσοστό περίπου 20% της συνολικής έκτασης που ρητίνευσαν, οσάκις δε εκδηλώθηκε πυρκαγιά επενέβησαν αμέσως, αμισθί, και σύμφωνα με τις υποδείξεις των αρμοδίων υπηρεσιών για την καταστολή της.

3) Ύψος ενίσχυσης για τον καθαρισμό των δασών έτους 2016.
3.1 Το ύψος ενίσχυσης, ανά δικαιούχο, καθορίζεται σε 0,357€ ανά κιλό ρητίνης (2.200.000€/6.153.285 κιλά ρητίνης περίπου, στα οποία περιλαμβάνονται 6.058.285 κιλά που παραδόθηκαν στις βιομηχανίες και 95.000 που καταστράφηκαν λόγω πυρκαγιάς).
3.2 Το συνολικό ύψος των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας που χορηγούνται ανά δικαιούχο δεν υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ, σε οποιαδήποτε περίοδο τριών οικονομικών ετών, με βάση τα οριζόμενα στον Κανονισμό De Minimis.

4) Επιπτώσεις από την αθέτηση των όρων και προϋποθέσεων
Οι δικαιούχοι οι οποίοι θα αθετήσουν τους όρους, ή δηλώσουν ψευδή στοιχεία, ή διώκονται για πράξεις εξαπάτησης του Δημοσίου, για εμπορία ή καλλιέργεια ναρκωτικών, κλοπή ή καταστροφή του περιβάλλοντος, αποβάλλονται από την ενίσχυση και υποχρεούνται στην επιστροφή εντόκως των ενισχύσεων που έχουν λάβει σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 356/1974 «Περί Κωδικός Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων», όπως ισχύει.

5) Δικαιολογητικά
5.1 Αίτηση-δήλωση του ενδιαφερόμενου ρητινεργατη ή κατάσταση των μελών των Ενώσεων ή συνεταιρισμών ρητινεργατών, στην οποία θα αναφέρονται τα στοιχεία ταυτότητος, η τράπεζα και ο αριθμός ΙΒΑΝ του λογαριασμού του δικαιούχου για πίστωση του σχετικού ποσού ενίσχυσης, η αρμόδια Δ.Ο.Υ. και ο Α.Φ.Μ.
Κάθε ενδιαφερόμενος θα δηλώνει ότι είναι μόνιμος κάτοικος Δήμου ή Κοινότητας ενός εκ των παραπάνω Νομών της χώρας, κατέχει ή ασκεί το δικαίωμα της δουλείας, ή ενοικιάζει τα ρητινευόμενα δάση. Θα αναφέρει επίσης την έκταση (στρέμματα) πευκοδάσους που αξιοποιεί, την ποσότητα ρητίνης που παρήγαγε το 2016, την έκταση (στρέμματα) της οποίας τον υπόροφο καθάρισε σε ποσοστό τουλάχιστον 20% (επί της συνολικής έκτασης) καθώς και ότι δεν ενισχύθηκε για την ίδια δραστηριότητα από άλλο πρόγραμμα για το έτος 2016 και ότι δέχεται οποιονδήποτε Εθνικό ή Κοινοτικό έλεγχο.
Επιπλέον, ο ενδιαφερόμενος θα αναφέρει τις τυχόν άλλες ενισχύσεις ήσσονος σημασίας τις οποίες έχει λάβει βάσει του Κανονισμού De Minimis ή άλλων κανονισμών για ενισχύσεις ήσσονος σημασίας κατά τα δύο προηγούμενα οικονομικά έτη και κατά το τρέχον οικονομικό έτος, ενώ σε περίπτωση που δεν έχει λάβει, θα το δηλώνει ρητά.
5.2. Φορολογική ενημερότητα εφόσον το ύψος της ενίσχυσης του δικαιούχου είναι μεγαλύτερο των 1.500 ευρώ, σύμφωνα με ΠΟΛ.1274/27.12.2013 (ΦΕΚ 3398Β').
5.3  Φωτοαντίγραφο της πρώτης σελίδας του εκκαθαριστικού σημειώματος ή άλλου φορολογικού εγγράφου όπου αναγράφεται ο Α.Φ.Μ.
5.4  Φωτοαντίγραφο της πρώτης σελίδας του βιβλιαρίου της τράπεζας όπου αναγράφεται το ΙΒΑΝ που θα κατατεθεί το ποσό της ενίσχυσης.
5.5  Φωτοαντίγραφο των δύο όψεων της αστυνομικής ταυτότητας ή του διαβατηρίου. 
5.6.(α). Τιμολόγια πώλησης της ρητίνης, παραγωγής έτους 2016 η οποία διατέθηκε στις βιομηχανίες επεξεργασίας ρητίνης, με ημερομηνία πώλησης μέχρι 31-3-2017. Το πρωτότυπο τιμολόγιο, θα σφραγίζεται από την Υπηρεσία με την ένδειξη ότι ενισχύθηκε για το εν λόγω πρόγραμμα και θα επιστρέφεται στο δικαιούχο, ενώ στην υπηρεσία θα μένει ακριβές φωτοαντίγραφο.
5.6. (β). Για κάθε έναν ρηνινοσυλλεκτη του οποίου η παραγωγή καταστράφηκε κατά την πυρκαγιά του 2016 απαιτείται:
- Βεβαίωση από το αρμόδιο δασαρχείο Λίμνης για την καταστραφείσα ποσότητα από την πυρκαγιά του 2016.
- Βεβαίωση του Δασικού Συνεταιρισμού στον οποίο παραδίδουν την παραγωγή τους, στην οποία θα αναγράφονται το ονοματεπώνυμο και η καταστραφείσα ποσότητα ρητίνης.
Σε περίπτωση που οι δικαιούχοι είναι μέλη Ενώσεων ή Συνεταιρισμών, αυτοί (Ενώσεις ή Συνεταιρισμοί) υποχρεούνται να καταθέσουν στις αρμόδιες δασικές αρχές αναλυτική κατάσταση πληρωμής των μελών τους, στην οποία να φαίνεται ο υπολογισμός της οικονομικής ενίσχυσης ενός εκάστου αυτών.
5.7. Κατάσταση πληρωμής για το 100% της οικονομικής ενίσχυσης, η οποία θα συντάσσεται από τις κατά τόπους αρμόδιες δασικές αρχές ανά Δήμο ή Κοινότητα και στην οποία θα περιέχονται όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στην αίτηση-δήλωση και θα υπάρχει ειδική στήλη για την οικονομική ενίσχυση που αναλογεί σε κάθε δικαιούχο, στήλη για το αντίστοιχο χαρτόσημο, σφραγίδες και υπογραφές της υπηρεσίας.
5.8. Βεβαίωση της οικείας δασικής αρχής η οποία θα αναφέρει ότι ο ρητινεργάτης καθάρισε τον υπόροφο ρητινευόμενου από αυτόν πευκοδάσους το έτος 2016, σε ποσοστό περίπου 20% της συνολικής έκτασης.

6) Συνολική πίστωση του προγράμματος
Εγκρίνεται η διάθεση πίστωσης ύψους μέχρι 2.200.000
ευρώ για την υλοποίηση του προγράμματος και θα βαρύνει τις πιστώσεις του Τακτικού Προϋπολογισμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κ.Α.Ε. 2111 έτους 2017.

7) Γενικά
7.1 Εξουσιοδοτείται ο Αναπληρωτής Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, όπως με απόφαση του καθορίσει κάθε λεπτομέρεια που αφορά στην εκτέλεση της παρούσης.
7.2 Η πληρωμή των δικαιούχων θα γίνει από την Τράπεζα Πειραιώς της οποίας η αμοιβή ορίζεται σε 0,25% επί του συνολικού ύψους των πληρωμών που θα πραγματοποιηθούν και βαρύνει τους δικαιούχους.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2017

Οι Αναπληρωτές Υπουργοί

Οικονομικών   
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

Περιβάλλοντος και Ενέργειας
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΦΑΜΕΛΛΟΣ

ΑΠ 909/2017 Επί αξιώσεων απολυθέντος εργαζομένου για την καταβολή οφειλομένων αποδοχών, επιδομάτων κλπ, μόνη η έλλειψη διαμαρτυρίας αυτού για τη μη καταβολή τους κατά το χρόνο που παρείχε την εργασία του στον εναγόμενο εργοδότη δεν δικαιολογεί τη δημιουργία εύλογης πεποίθησης στον τελευταίο ότι δεν προτίθεται ν’ ασκήσει τις αξιώσεις αυτές

$
0
0
ΑΠ 909 / 2017    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Περίληψη
Επί αξιώσεων απολυθέντος εργαζομένου για την καταβολή οφειλομένων αποδοχών, επιδομάτων κλπ, μόνη η έλλειψη διαμαρτυρίας αυτού για τη μη καταβολή τους κατά το χρόνο που παρείχε την εργασία του στον εναγόμενο εργοδότη δεν δικαιολογεί τη δημιουργία εύλογης πεποίθησης στον τελευταίο ότι δεν προτίθεται ν’ ασκήσει τις αξιώσεις αυτές (βλ. ΑΠ 768/2016, ΑΠ 1103/2013 ).


Αριθμός 909/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Θεόδωρο Τζανάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 22 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Γ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Παπανικολάου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...." που έχει την έδρα της στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κωνσταντίνου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13/6/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1275/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 824/2014 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 22/12/2015 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Θεόδωρος Τζανάκης ανέγνωσε την από 4/11/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεως του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου.

Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί, αλλ’ απαιτείται επιπρόσθετα να συντρέχουν περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννιέται στον τελευταίο (υπόχρεο) η καλόπιστη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν ασκηθεί εναντίον του, έτσι ώστε η μεταγενέστερη επιδίωξη ανατροπής της καταστάσεως που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες (Ολ,Α,Π. 62 /1990, Ολ,ΑΠ 56/1990).

Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν αρκεί καταρχήν μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός των ανωτέρω και γενικώς η συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ,ΑΠ 8/2001, ΑΠ 38/2015).

Περαιτέρω, επί αξιώσεων απολυθέντος εργαζομένου για την καταβολή οφειλομένων αποδοχών, επιδομάτων κλπ, μόνη η έλλειψη διαμαρτυρίας αυτού για τη μη καταβολή τους κατά το χρόνο που παρείχε την εργασία του στον εναγόμενο εργοδότη δεν δικαιολογεί τη δημιουργία εύλογης πεποίθησης στον τελευταίο ότι δεν προτίθεται ν’ ασκήσει τις αξιώσεις αυτές (βλ. ΑΠ 768/2016, ΑΠ 1103/2013 ).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 Κ.Πολ,Δ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΛ.Π. 7/2006 Ολ,Α,Π. 4/2005).

Στη προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την από 13.06.2008 αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη εταιρεία κατά την 09.04.2003, με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως χειριστής τσάπας, στα έργα κατασκευής της Εγνατίας Οδού, που αυτή είχε αναλάβει, παρέχοντας την εργασία του στο εργοτάξιο της στο Μέτσοβο, εργαζόμενος υπό την αυτή ειδικότητα μέχρι τις 27.09.2005, οπότε και καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας και του καταβλήθηκε η αποζημίωση απόλυσης. Ότι από την εργασία που παρείχε για το χρονικό διάστημα από 9-4-2003 έως 27-9-2005, έχει για τις αναφερόμενες στην αγωγή αιτίες, σε βάρος της εναγομένης τις περιγραφόμενες σ’ αυτή (αγωγή) αξιώσεις, συνολικού ποσού 250.479 ευρώ, Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 1275/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή, κατά παραδοχή της ενστάσεως του 281 ΑΚ. Μετά από άσκηση εφέσεως κατά της απόφασης αυτής εκ μέρους του ενάγοντος , εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την έφεση.

Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο Αθηνών δέχθηκε τα ακόλουθα ως προς την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, που προέβαλε η εναγόμενη: "... ο εκκαλών ενάγων, κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας του, δεν διαμαρτυρήθηκε στην εφεσίβλητη εναγόμενη για τη μη καταβολή των ανωτέρω απαιτήσεών του, αλλά και κατά την καταγγελία, στις 27-9-2005, της σύμβασης εργασίας του από την εργοδότρια εταιρεία, με την ταυτόχρονη καταβολή της νομίμου αποζημίωσης απολύσεώς του, επίσης δεν διατύπωσε καμιά αντίρρηση ή επιφύλαξη για τις καταβαλλόμενες σ’ αυτόν αποδοχές [επισημαίνεται ότι οι τακτικές αποδοχές βάσει των οποίων υπολογίσθηκε η αποζημίωση απολύσεώς που αυτός έλαβε, ανέρχονταν στις καταβαλλόμενες σ’ αυτόν, σύμφωνα με τα ανωτέρω, αποδοχές εκ ποσού 2.015,64 ευρώ, χωρίς μάλιστα τον συνυπολογισμό στις τελευταίες των αμοιβών για την παροχή ιδιόρρυθμης υπερωριακής εργασίας, νόμιμης υπερωριακής εργασίας καθώς και προσαύξησης 75% για την παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές], θεωρώντας τις, επομένως, ως ορθά καταβαλλόμενες, προβάλλοντας τις σχετικές εργασιακές αξιώσεις, το πρώτον, με την κατάθεση της ένδικης από 13-6-2008 αγωγής του, περίπου τρία έτη μετά την ως άνω αναγνωρισθείσα, ως έγκυρη, απόλυση του, με αποτέλεσμα, ευλόγα, κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου, να δημιουργηθεί η πεποίθηση στην εφεσίβλητη εναγομένη, ότι ο εκκαλών ενάγων δεν θα αξιώσει τα με την αγωγή του ασκούμενα δικαιώματα, ώστε η κρινόμενη αγωγή των ως άνω δικαιωμάτων του εκκαλούντος ενάγοντος, υπό την συγκεκριμένη συμπεριφορά που αυτός επέδειξε, ενόψει μάλιστα και του συνολικού ύψους των αιτουμένων από αυτόν κονδυλίων (250.479 ευρώ), να είναι καταχρηστική και απαγορευμένη, γιατί υπερβαίνει κατά τρόπο προφανή τα από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ιδίως τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, επιβαλλόμενα ακραία όρια.
Κατά συνέπεια, η συναφής ένσταση της εφεσίβλητης εναγομένης, που ήταν ορισμένη και νόμιμη και η οποία παραδεκτά ...προβλήθηκε στην πρωτοβάθμια δίκη, πρέπει να γίνει και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα τα αιτούμενα αγωγικά κονδύλια για διαφορές από την αμοιβή της εργασίας του κατά τις Κυριακές, για αμοιβή για την παροχή εργασίας κατά το Σάββατο, καθώς και για διαφορές αποδοχών και επιδομάτων αδείας καθώς και επιδομάτων εορτών, για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα της εργασίας του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε τα ίδια, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε...".
Κατόπιν των παραδοχών αυτών, το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει την αγωγή κατ’ ουσιαστική παραδοχή της ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος που είχε προτείνει η εναγόμενη και απέρριψε την έφεση και τους προσθέτους λόγους έφεσης του ενάγοντος καθώς και την αντέφεση της εναγόμενης.
Κρίνοντας έτσι το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε στην κρινόμενη περίπτωση την διάταξη του όρθρου 281 ΑΚ καθόσον αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από όσα απαιτεί η ως άνω διάταξη για την εφαρμογή της, ενόψει του ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνονται παραδοχές για την συνδρομή ιδιαιτέρων περιστάσεων αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου ενάγοντος όσο και της υπόχρεης εναγόμενης, η τελευταία των οποίων να συνδέεται αιτιωδώς με την όμοια του δικαιούχου, ώστε συντρεχουσών και των λοιπών αναφερομένων περιστατικών (μη διαμαρτυρία του ενάγοντος προς την εναγόμενη, αδράνεια του δικαιούχου επί τριετία, αδιαμαρτύρητη είσπραξη αποδοχών κατώτερων των δικαιουμένων, ανατροπή της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί με την άσκηση των επιδίκων αξιώσεων) η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου.
Επομένως, δεύτερος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δ, με τον οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, για την παραδοχή της ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος είναι βάσιμος. Ενόψει της παραδοχής του παραπάνω λόγου της αναίρεσης, παρέλκει η έρευνα του πρώτου λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ.
Επομένως, θα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Αθηνών), του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι δυνατή (άρθρο 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ). Τέλος, η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 του Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, όπως καθορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’αριθμ. 824/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (4ου Τμήματος)
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία καθορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ
και
ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ στην Αθήνα, στις 27 Μαρτίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2017
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμ. πρωτ.: ΔΕΑΦ Δ 1157368 ΕΞ 2017 Παροχή διευκρινίσεων για την έκδοση στοιχείων λιανικής πώλησης με το σύστημα της παραγγελιοληψίας, από οντότητες - εκμεταλλευτές καταστημάτων, που διαθέτουν στο κοινό οποιοδήποτε είδος τροφής ή ποτού

$
0
0
Αθήνα, 20 Οκτωβρίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ Δ 1157368 ΕΞ2017/20-10-2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ'- ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

Ταχ. Δ/νση:Καρ. Σερβίας 10
Ταχ.Κώδικας :10184 Αθήνα
Πληροφορίες :Α. Λουγκάνη
Τηλέφωνο:2103610065, 2103610030
Fax:2103615052
E-Mail:d.eleg7@mofadm.gr
Url:www.aade.gr

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΕΙΓΟΝ

ΘΕΜΑ: Παροχή διευκρινίσεων για την έκδοση στοιχείων λιανικής πώλησης με το σύστημα της παραγγελιοληψίας, από οντότητες - εκμεταλλευτές καταστημάτων, που διαθέτουν στο κοινό οποιοδήποτε είδος τροφής ή ποτού.


1. Με την παράγραφο 9.2 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1220/13.12.2012, η οποία διατηρείται σε ισχύ με τις διατάξεις του ν. 4308/2014, ορίζεται το περιεχόμενο των δελτίων Προσωρινών Αποδείξεων που εκδίδονται με Φορολογικό Ηλεκτρονικό Μηχανισμό (Φ.Η.Μ.) με πρόγραμμα εστιατορίου. Όπως αναφέρεται δε στην υποπαράγραφο 9.2.1 (περ. 10) της ανωτέρω απόφασης, στο υποχρεωτικό περιεχόμενο των δελτίων προσωρινών αποδείξεων, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνεται και μια τουλάχιστον γραμμή για κάθε είδος, στην οποία αναγράφεται η ονομασία, η αξία και η ποσότητα του είδους.

2. Όπως έχει γίνει δεκτό (υπ' αριθμ. ΔΕΛ Ζ ΚΦΑΣ 1142901 ΕΞ 2015/26.10.2015 έγγραφό μας), οι εκδίδοντες αποδείξεις λιανικής με τη χρήση Η/Υ και μηχανισμού Ε.Α.Φ.Δ.Σ.Σ., μπορούν να κάνουν ανάλογη εφαρμογή των οριζομένων στην Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1220/13.12.2012 και αντί να εκδίδουν σημασμένες αποδείξεις λιανικής πώλησης με κάθε σερβίρισμα, να εκδίδουν προσωρινές αποδείξεις - δελτία παραγγελίας με σήμανση και για το «κλείσιμο» του λογαριασμού του τραπεζιού μια απόδειξη λιανικής πώλησης με σήμανση, για το σύνολο των σερβιρισθέντων ειδών.

3. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι τα καταστήματα εστιάσεως που χρησιμοποιούν «πρόγραμμα εστιατορίου» πρέπει να εφαρμόζουν τα οριζόμενα στην Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1220/13.12.2012. 

4. Τέλος, στις περιπτώσεις που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1220/13.12.2012, αναφορικά με τον τρόπο και το περιεχόμενο των προσωρινών αποδείξεων - δελτίων παραγγελίας (ήτοι εκδίδονται δελτία παραγγελίας στα οποία δεν αναγράφονται αξίες), εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 4308/2014, και οι υπόχρεοι οφείλουν να εκδίδουν τα στοιχεία λιανικής πώλησης, με σήμανση από μηχανισμό Ε.Α.Φ.Δ.Σ.Σ., κατά τον χρόνο παράδοσης των αγαθών, ήτοι με κάθε σερβίρισμα.



Ο ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Αριθμ. πρωτ.: ΔΕΑΦ 1157677 ΕΞ 2017 Φορολογική μεταχείριση ατομικής (προσωπικής) υποτροφίας

Next: Αριθμ. πρωτ.: Δ.ΟΡΓ.Β 1157701 ΕΞ 2017 Σύσταση στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε), συγκρότηση και ορισμός μελών της Ειδικής Επιτροπής του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 126 του ν. 2960/2001 (Α' 265), όπως ισχύει, για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης των αυτοκινήτων οχημάτων της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, καθώς και για τον υπολογισμό του ιστορικού τέλους ταξινόμησης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 121 του ίδιου νόμου, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν
$
0
0
Αθήνα, 20 Οκτωβρίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ 1157677 ΕΞ2017/20-10-2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ: Α'

Ταχ. Δ/νση:Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:10184 Αθήνα
Πληροφορίες:Δ. Παπαγιάννης
Τηλέφωνο:210.3375315-6
Fax:210.3375001
E-Mail:d12.a@yo.syzefxis.gov.gr
Url:www.aade.gr
 
Θέμα: Φορολογική μεταχείριση ατομικής (προσωπικής) υποτροφίας.

Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Με τις διατάξεις της παρ.6 του άρθρου 24 του ν.4386/2016 προστέθηκαν τρία νέα εδάφια στην παρ.5 του άρθρου 28 του ν.4314/2014 με τα οποία ορίζεται ότι από 23.12.2014 οι δαπάνες των υποτροφιών που χορηγούνται από τα ερευνητικά κέντρα ή ινστιτούτα σύμφωνα με τους όρους της παρ.7 του άρθρου 28 του ν.4310/2014, από τα Α.Ε.Ι. σύμφωνα με το ν.4009/2011, όπως ισχύει και από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.), σύμφωνα με το ν.2158/1993 και το π.δ. 321/1999 είναι επιλέξιμες για συγχρηματοδότηση από τα ανωτέρω επιχειρησιακά προγράμματα. Τα χορηγούμενα από τις αιτίες αυτές ποσά δεν αποτελούν εισόδημα και δεν υπόκεινται σε οποιονδήποτε φόρο ή κράτηση. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και για τους μεταδιδακτορικούς συνεργάτες.

2. Με την ΠΟΛ.1094/17.4.2015 εγκύκλιο διευκρινίστηκε ότι υποτροφίες που δεν εμπίπτουν στο εννοιολογικό πεδίο κανενός εκ των κατηγοριών εισοδήματος της παρ.2 του άρθρου 7 του ν.4172/2013, νοούνται τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από το Δημόσιο και από άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς (π.χ. Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ., οργανισμούς, ιδρύματα, κοινωφελείς περιουσίες του ν. 4182/2013, ιδιωτικές επιχειρήσεις κ.λπ.) ως οικονομική ενίσχυση σε σπουδαστές οποιασδήποτε αναγνωρισμένης εκπαιδευτικής βαθμίδας ή επαγγελματικής κατάρτισης με σκοπό την συνέχιση ή την ολοκλήρωση των σπουδών και την απόκτηση τίτλου σπουδών, για δίδακτρα, έξοδα διαμονής ή τροφεία κατά τη διάρκεια των σπουδών τους ή για τη βράβευσή τους, λόγω των εξαιρετικών επιδόσεών τους στις σπουδές τους.

3. Με την ίδια εγκύκλιο διευκρινίστηκε επίσης ότι τα ποσά που καταβάλλονται από τα Α.Ε.Ι., Τ.Ε.Ι., ερευνητικές επιτροπές, κ.λ.π. σε ερευνητές ή προπτυχιακούς ή μεταπτυχιακούς φοιτητές ως αμοιβή για τη συμμετοχή τους σε ερευνητικά προγράμματα, καθώς και αυτά που καταβάλλονται από το ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος κατά το διάστημα εκπόνησης διδακτορικής διατριβής χαρακτηρίζονται ως εισόδημα από μισθωτή εργασία ή επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά περίπτωση.

4. Μετά από όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω προκύπτει ότι μετά την εφαρμογή των διατάξεων της παρ.6 του άρθρου 24 του ν.4386/2016, ήτοι από 23.12.2014 και μετά, τα ποσά που καταβάλλονται στους δικαιούχους ως υποτροφίες (ερευνητές, μεταπτυχιακούς ή διδακτορικούς φοιτητές, μεταδιδακτορικούς συνεργάτες, κ.λ.π.) σύμφωνα με όσα ορίζονται από τις διατάξεις αυτές, προκειμένου για την εκτέλεση ερευνητικών έργων ή προγραμμάτων, δεν αποτελούν εισόδημα και δεν υπόκεινται σε φόρο, μη εφαρμοζόμενων στην περίπτωση αυτή των όσων, αναφέρονται για το θέμα αυτό στην ΠΟΛ.1094/17.4.2015 εγκύκλιό μας.



Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Αριθμ. πρωτ.: Δ.ΟΡΓ.Β 1157701 ΕΞ 2017 Σύσταση στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε), συγκρότηση και ορισμός μελών της Ειδικής Επιτροπής του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 126 του ν. 2960/2001 (Α' 265), όπως ισχύει, για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης των αυτοκινήτων οχημάτων της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, καθώς και για τον υπολογισμό του ιστορικού τέλους ταξινόμησης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 121 του ίδιου νόμου, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν

$
0
0

Αθήνα, 20 Οκτωβρίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: Δ.ΟΡΓ.Β1157701ΕΞ2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
 

 
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Β' - ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

Ταχ. Δ/νση:Λεωχάρους 2
Ταχ. Κώδικας:10184
Πληροφορίες:Ν.Παπαδόπουλος
Τηλέφωνο: 210-3311291
Fax:210-3230829
E-Mail:n.Papadopoulos6@aade.gr
Url: www.aade.gr
 
ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
 
ΘΕΜΑ: «Σύσταση στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε), συγκρότηση και ορισμός μελών της Ειδικής Επιτροπής του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 126 του ν. 2960/2001 (Α' 265), όπως ισχύει, για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης των αυτοκινήτων οχημάτων της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, καθώς και για τον υπολογισμό του ιστορικού τέλους ταξινόμησης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 121 του ίδιου νόμου, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν.»


ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) Του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4, όπως προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 26 του ν. 3763/2009 (Α' 80) και της παραγράφου 5, όπως ισχύει, του άρθρου 126 του ν. 2960/2001 (Α' 265), της παραγράφου 7 του άρθρου 121 του ίδιου νόμου, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 59 του ν. 4389/2016 (Α' 94), καθώς και της παραγράφου 13 του ως άνω άρθρου 59 .
β) Του Κεφαλαίου Α' «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του Μέρους Πρώτου του ν. 4389/2016 (Α' 94) και ειδικότερα της υποπαραγράφου ε' της παραγράφου 4 του άρθρου 14, της παρ. 1 του άρθρου 2, του άρθρου 7, καθώς και των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 41 αυτού.
γ) Του άρθρου 89 του π.δ. 284/1988 (Α' 128) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με το τρίτο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016 (Α' 94).
δ) Της αριθ. Δ. ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017 (Β' 968 και 1238) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)», όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει. 
ε) Των άρθρων 13 έως 15 του ν. 2690/1999 (Α' 45)«Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις».
στ) Του άρθρου 21 του ν. 4354/2015 (Α'176) « Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων », όπως ισχύουν.

2. Το αριθμ. ΔΕΦΚΦ Δ 1128428ΕΞ2017/29-8-2017 έγγραφο της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) και Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.)

3. Την αριθ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β' 130 και 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαραγράφου α' της παρ. 3 του άρθρου 41 του 4389/2016 (Α' 94).

4. Την αριθ. 1 της 20-1-2016 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΥΟΔΔ 18) «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ.10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016 (Α' 94).

5. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ

Α. Συνιστούμε στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) την Ειδική Επιτροπή του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 126 του ν. 2960/2001 (Α' 265) για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης των αυτοκινήτων οχημάτων της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, καθώς και για τον υπολογισμό του ιστορικού τέλους ταξινόμησης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 121 του ίδιου νόμου, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν.

Β. Συγκροτούμε την ως άνω Ειδική Επιτροπή και ορίζουμε τα μέλη αυτής, ως εξής:
1. Τον εκάστοτε Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) και Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (Γ.Δ.Τ. και Ε.Φ.Κ.), ως Πρόεδρο.
2. Τον εκάστοτε Προϊστάμενο της Τελωνειακής Περιφέρειας Αττικής της Γ.Δ.Τ. και Ε.Φ.Κ., ως μέλος.
3. Τον εκάστοτε Προϊστάμενο του Τμήματος Δ' - Φορολογίας Αυτοκινήτων και Λοιπών Φορολογιών της Διεύθυνσης Ε.Φ.Κ. και Φ.Π.Α., ως μέλος.
4. Τον Πρόεδρο του Συνδέσμου Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων (Σ.Ε.Α.Α.), ως μέλος, με αναπληρωτή τον Γενικό Διευθυντή του Συνδέσμου.
5. Τον Πρόεδρο του Συνδέσμου Εμπόρων Εισαγωγέων Αυτοκινήτων Ελλάδος (Σ.Ε.Ε.Α.Ε.), ως μέλος, με αναπληρωτή τον Γενικό Γραμματέα του Συνδέσμου.

Γ. Εισηγητής στην ως άνω Ειδική Επιτροπή, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ορίζεται ο Προϊστάμενος του Τμήματος Δ' - Δασμολογικών Διαδικασιών, Ειδικών Καθεστώτων και Αξιών της Τελωνειακής Περιφέρειας Αττικής.

Δ. Χρέη Γραμματέα της Ειδικής Επιτροπής θα εκτελεί υπάλληλος του Τμήματος Δ' - Φορολογίας Αυτοκινήτων και Λοιπών Φορολογιών της Διεύθυνσης Ε.Φ.Κ. και Φ.Π.Α., που θα ορίζεται από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης και Πρόεδρο της παρούσας Επιτροπής.

Ε. Έργο της Ειδικής Επιτροπής είναι:
α) ο προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης των αυτοκινήτων οχημάτων της παραγράφου 5 του άρθρου 126 του ν. 2960/2001 (Α' 265), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
β) ο υπολογισμός του ιστορικού τέλους ταξινόμησης της παραγράφου 7 του άρθρου 121 του ν. 2960/2001 (Α' 265), όπως ισχύει.
Στο πλαίσιο του έργου της, η Ειδική Επιτροπή διατυπώνει την απόφασή της σε πρακτικό, το οποίο υπογράφεται από τον Πρόεδρο αυτής, τα μέλη και τον γραμματέα και με έγγραφο του Προέδρου κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο, στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή και στην Τελωνειακή Περιφέρεια.

ΣΤ. Η Ειδική Επιτροπή θα συνεδριάζει εντός του κανονικού ωραρίου λειτουργίας των υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε. ή σε χρόνο που καλύπτεται από υπερωριακή απασχόληση, σε κτίριο που στεγάζεται η Διεύθυνση Ε.Φ.Κ. και Φ.Π.Α., στον τρίτο (3) όροφο, επί της οδού Κηφισίας 124 και Ιατρίδου 2, στην Αθήνα.




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Γεώργιος Πιτσιλής

Αριθμ. πρωτ.: ΔΕΑΦ 1157739 ΕΞ 2017 Διαχείριση τροποποιητικών δηλώσεων των κατ' επάγγελμα αγροτών μετά την ψήφιση του ν.4484/2017 (άρθρο 75)

Previous: Αριθμ. πρωτ.: Δ.ΟΡΓ.Β 1157701 ΕΞ 2017 Σύσταση στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε), συγκρότηση και ορισμός μελών της Ειδικής Επιτροπής του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 126 του ν. 2960/2001 (Α' 265), όπως ισχύει, για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης των αυτοκινήτων οχημάτων της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, καθώς και για τον υπολογισμό του ιστορικού τέλους ταξινόμησης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 121 του ίδιου νόμου, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν
$
0
0
Αθήνα, 20 Οκτωβρίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ 1157739 ΕΞ2017/20-10-2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛ. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α’

Ταχ. Δ/νση : Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας : 10184 Αθήνα
Πληροφορίες :
Τηλέφωνο : 210 3375315
Fax : 210 3375001
E-Mail : d12.a@yo.syzefxis.gov.gr
Url : www.aade.gr

Θέμα: Διαχείριση τροποποιητικών δηλώσεων των κατ’ επάγγελμα αγροτών μετά την ψήφιση του ν.4484/2017 (άρθρο 75)


Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Σε συνέχεια του υπ’ αριθμ. ΔΕΑΦ 1135549 ΕΞ 2017/14.9.2017 εγγράφου μας σύμφωνα με το οποίο η εκκαθάριση της δήλωσης των κατ’ επάγγελμα αγροτών πάντα θα γίνεται με βάση τα δεδομένα του τελευταίου ηλεκτρονικού αρχείου που έχει αποσταλεί από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, διευκρινίζονται τα ακόλουθα ως προς τη διαχείριση των τροποποιητικών δηλώσεων των κατ’ επάγγελμα αγροτών:

i. Μετά την αποστολή e-mails στους φορολογουμένους που έχουν υποχρέωση υποβολής τροποποιητικής δήλωσης μέχρι τις 31/10/2017 λόγω διαφοροποίησης των αρχείων του ΥπΑΑΤ, για όσους φορολογουμένους υποβάλλουν τροποιητική δήλωση σύμφωνα με τα επικαιροποιημένα αρχεία του ΥπΑΑΤ, αυτή θα εκκαθαρίζεται με βάση την παράγραφο 1 του άρθρου 32 του ν.4174/2013 και το άρθρο 75 του ν.4484/2017.

ii. Για τις περιπτώσεις όπου, για οποιονδήποτε λόγο, οι φορολογούμενοι δεν προβαίνουν σε υποβολή τροποιητικών δηλώσεων, όπως οφείλουν, κατόπιν των επικαιροποιημένων αρχείων του ΥπΑΑΤ, η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου για την διαχείριση των απαραίτητων τροποποιητικών δηλώσεων των εν λόγω αγροτών σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της (επικαιροποιημένα αρχεία του ΥπΑΑΤ) κατ εφαρμογή των παρ. 2 και 3 του άρθρου 32 του ν.4174/2013.

2. Τα αναφερόμενα πιο πάνω ισχύουν ανάλογα και για τις δηλώσεις που έχουν υποβληθεί με επιφύλαξη και έχουν εκκαθαριστεί από τις Δ.Ο.Υ.
 


Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΑΔΕ
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Ε.Φ.Κ.Α. αρ. πρωτ.: ΔΙ.ΜΕΛ./Φ1/68/1389947 Στοιχεία απασχόλησης: Ιανουάριος 2017

Next: Αριθμ. οικ. 43614 Παράταση προθεσμίας υπαγωγής στο ν. 4178/ 2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄174) και τροποποίηση της αριθμ. 2254/30-9-2013 απόφασης Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής «Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής των απαραίτητων δικαιολογητικών για την υπαγωγή στο άρθρο 24 του ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄174)» (ΦΕΚ Β΄2184), όπως ισχύει.
$
0
0

Αθήνα, 23/10/2017
Αρ. Πρωτ. ΔΙ.ΜΕΛ./ Φ1/68/1389947

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ
ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Γεν. Δ/νση Στρατηγικής και Ανάπτυξης
Δ/νση Μελετών

Ταχ. Δ/νση: Ακαδημίας 22, 10671
Αθήνα
Πληροφορίες: Αριστείδης Δημακάκος
Τηλέφωνο: 210 3729669
fax: 210 3729714
e-mail: d.meleton@efka.gov.gr

ΘΕΜΑ: «ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ: ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2017»

Από την επεξεργασία των «Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων» (Α.Π.Δ.) που υποβλήθηκαν για το Ιανουάριο του 2017 και από τις εγγραφές, οι οποίες έχουν ελεγχθεί κατά το χρόνο επεξεργασίας, προέκυψαν τα ακόλουθα:

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ - ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ

Υποβλήθηκαν και επεξεργάστηκαν «Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις» (Α.Π.Δ.) από 223.683 κοινές επιχειρήσεις και 7.212 από οικοδομοτεχνικά έργα. Ο αριθμός των ασφαλισμένων οι οποίοι έχουν δηλωθεί στις Α.Π.Δ. ανέρχεται σε 1.751.949, εκ των οποίων 1.724.914 σε κοινές επιχειρήσεις και 27.035 σε οικοδομοτεχνικά έργα.

ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Οι άνδρες αντιπροσωπεύουν το 54,19% των ασφαλισμένων στο σύνολο των επιχειρήσεων και το 53,49% στις κοινές επιχειρήσεις. Στους εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση στις κοινές επιχειρήσεις οι άνδρες αντιπροσωπεύουν το 57,44%, ενώ με μερική απασχόληση το 45,08%.

Στο σύνολο των επιχειρήσεων 22,30% των ασφαλισμένων είναι έως 29 ετών και 54,35% έως 39 ετών. Επίσης, 73,43% του συνόλου των ασφαλισμένων είναι ηλικίας 25 έως 49 ετών, στις κοινές επιχειρήσεις 73,54% και στα οικοδομοτεχνικά έργα είναι 66,65%. Τέλος, στο σύνολο των επιχειρήσεων, 16,91% των ασφαλισμένων είναι 50 έως 64 ετών, στις κοινές επιχειρήσεις 16,70% και στα οικοδομοτεχνικά έργα είναι 30,46%. 

Στο σύνολο των ασφαλισμένων 90,16% έχουν Ελληνική υπηκοότητα, 1,69% άλλης χώρας Ε.Ε. και 8,15% χώρας εκτός Ε.Ε. Στους ασφαλισμένους στις κοινές επιχειρήσεις 90,69% έχουν Ελληνική υπηκοότητα, 1,68% άλλης χώρας Ε.Ε. και 7,64% χώρας εκτός Ε.Ε., ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στα οικοδομοτεχνικά έργα είναι 56,64%, 2,67% και 40,69%.

Οι αλλοδαποί άνδρες αντιπροσωπεύουν το 11,53% των ασφαλισμένων ανδρών και οι αλλοδαπές γυναίκες το 7,83% των ασφαλισμένων γυναικών.

Στο σύνολο των αλλοδαπών ασφαλισμένων 52,30% έχουν Αλβανική υπηκοότητα.

Στους αλλοδαπούς άντρες, 53,99% είναι Αλβανικής υπηκοότητας, ακολουθούν οι υπήκοοι του Πακιστάν με 9,20%, και του Μπανγκλαντές με 4,60%.

Στις αλλοδαπές γυναίκες, 49,34%, είναι Αλβανικής υπηκοότητας, ακολουθούν οι ασφαλισμένες Βουλγαρικής υπηκοότητας με 8,29% και Ρουμάνικης με 7,97%.

Η οικονομική δραστηριότητα των ασφαλισμένων έχει ως εξής: Στο σύνολο των ασφαλισμένων, 23,14% απασχολείται στον κλάδο «Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο», 14,33% στις «Μεταποιητικές Βιομηχανίες» και 13,37% στον κλάδο «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια».

23,60% των ασφαλισμένων με Ελληνική υπηκοότητα απασχολείται στο «Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο», 13,74% στις «Μεταποιητικές Βιομηχανίες» και 12,24% σε «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια».

23,15% των ασφαλισμένων με υπηκοότητα άλλης χώρας Ε.Ε. απασχολείται σε «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια», 17,02% στο «Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο» και 16,88% στις «Μεταποιητικές Βιομηχανίες».

Στους ασφαλισμένους Αλβανικής υπηκοότητας, 24,99% εργάζεται σε «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια», 19,14% στις «Μεταποιητικές Βιομηχανίες» και 17,41% στο «Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο».

Στους υπόλοιπους αλλοδαπούς ασφαλισμένους (πλην αυτών της Ε.Ε. και των Αλβανών υπηκόων) 22,54% απασχολείται στις «Μεταποιητικές Βιομηχανίες», 22,46% στο «Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο» και 21,90% σε «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια». Από τους εργαζόμενους στις «Κατασκευές» το 26,87% είναι αλλοδαποί, ενώ στο συγκεκριμένο κλάδο απασχολείται το 4,03% των ασφαλισμένων. Από τους εργαζόμενους σε «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια» το 17,46% είναι αλλοδαποί, ενώ στο συγκεκριμένο κλάδο απασχολείται το 13,37% των ασφαλισμένων. Ακόμη, από τους εργαζόμενους στις «Μεταποιητικές Βιομηχανίες» το 13,58% είναι αλλοδαποί, ενώ στο συγκεκριμένο κλάδο απασχολείται το 14,33% των ασφαλισμένων.

Η κατηγορία επαγγέλματος στην οποία απασχολείται ο μεγαλύτερος αριθμός ασφαλισμένων στις κοινές επιχειρήσεις, είναι «Υπάλληλοι Γραφείου» με ποσοστό 23,24%.

27,00% των ασφαλισμένων με Ελληνική υπηκοότητα είναι «Υπάλληλοι Γραφείου», 22,03% είναι «Απασχολούμενοι στην Παροχή Υπηρεσιών και ως Πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές», ενώ 12,45% είναι «Ανειδίκευτοι Εργάτες, Χειρώνακτες και Μικροεπαγγελματίες».

32,57% των ασφαλισμένων με υπηκοότητα άλλης χώρας Ε.Ε. είναι «Ανειδίκευτοι Εργάτες, Χειρώνακτες και Μικροεπαγγελματίες», 22,92% απασχολούνται στην «Παροχή Υπηρεσιών και ως Πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές» και 18,11% είναι «Υπάλληλοι Γραφείου».

Οι ασφαλισμένοι Αλβανικής υπηκοότητας στη συντριπτική τους πλειοψηφία (48,34%) απασχολούνται ως «Ανειδίκευτοι Εργάτες, Χειρώνακτες και Μικροεπαγγελματίες», 23,69% απασχολούνται στην «Παροχή Υπηρεσιών και ως Πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές» και 9,69% ως «Ειδικευμένοι Τεχνίτες». Σχετικά με τους υπόλοιπους αλλοδαπούς ασφαλισμένους (πλην αυτών της Ε.Ε και των Αλβανών υπηκόων) 41,27% απασχολούνται ως «Ανειδίκευτοι Εργάτες, Χειρώνακτες και Μικροεπαγγελματίες», 21,80% στην «Παροχή Υπηρεσιών και ως Πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές» και 10,90% ως «Υπάλληλοι Γραφείου».

ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

Στο σύνολο των ασφαλισμένων η μέση απασχόληση είναι 21,19 ημέρες, στους ασφαλισμένους στις κοινές επιχειρήσεις 21,33 και στους ασφαλισμένους στα οικοδομοτεχνικά έργα 12,31.

Στο σύνολο των κοινών επιχειρήσεων, σε ασφαλισμένους με πλήρη απασχόληση, το μέσο ημερομίσθιο ανέρχεται σε 51,47€ και ο μέσος μισθός σε 1.203,98€, αντίστοιχα στη μερική απασχόληση ανέρχονται σε 23,74€ και 394,13€. Στα οικοδομοτεχνικά έργα το μέσο ημερομίσθιο είναι 41,94€ και ο μέσος μισθός 516,28€. Επισημαίνεται ότι στις κοινές επιχειρήσεις η μέση απασχόληση και το μέσο ημερομίσθιο έχουν υπολογιστεί για τις ασφαλιστέες ημέρες, ενώ στα οικοδομοτεχνικά έργα για τις πραγματοποιηθείσες ημέρες.

Στις επιχειρήσεις με λιγότερους από δέκα μισθωτούς, το μέσο ημερομίσθιο πλήρους απασχόλησης ανέρχεται στο 62,84% του μέσου ημερομισθίου των ασφαλισμένων σε επιχειρήσεις με πάνω από δέκα μισθωτούς, ενώ ο μέσος μισθός ανέρχεται σε 59,70%.

Το μέσο ημερομίσθιο των γυναικών στις κοινές επιχειρήσεις με πλήρη απασχόληση αντιπροσωπεύει το 86,37% του αντίστοιχου ημερομισθίου των ανδρών, ενώ στη μερική απασχόληση το 94,89%.

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2017 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2016

Ο αριθμός των ασφαλισμένων στις κοινές επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 4,78%, στα οικοδομοτεχνικά έργα μειώθηκε κατά 23,57% και στο σύνολο των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 5,14%.

Ο αριθμός των αλλοδαπών ασφαλισμένων μειώθηκε κατά 3,14%. Η μέση απασχόληση στις κοινές επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 0,61%, στα οικοδομοτεχνικά έργα μειώθηκε κατά 7,79% και στο σύνολο των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 0,56%.

To μέσο ημερομίσθιο στις κοινές επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 0,07% και στα οικοδομοτεχνικά έργα αυξήθηκε κατά 4,69%.

Ο μέσος μισθός στις κοινές επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 0,59% και στα οικοδομοτεχνικά έργα μειώθηκε κατά 3,46%.

Επισυνάπτουμε έξι πίνακες με συγκεντρωτικά στοιχεία. Αναλυτικότερα στοιχεία μπορείτε να αναζητήσετε από την ιστοσελίδα του ΕΦΚΑ www.efka.aov.gr, τα οποία καταχωρούνται στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα.


Η ΠΡ/ΝΗ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Π. ΠΕΡΠΕΡΙΔΟΥ

Αριθμ. οικ. 43614 Παράταση προθεσμίας υπαγωγής στο ν. 4178/ 2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄174) και τροποποίηση της αριθμ. 2254/30-9-2013 απόφασης Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής «Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής των απαραίτητων δικαιολογητικών για την υπαγωγή στο άρθρο 24 του ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄174)» (ΦΕΚ Β΄2184), όπως ισχύει.

Next: Αριθ. πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Β 1158111 ΕΞ2017 Κοινοποίηση εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/1781 της Επιτροπής της 28ης Σεπτεμβρίου 2017 σχετικά με τις παρεκκλίσεις από τους ειδικούς κανόνες καταγωγής ανά προϊόν που καθορίζονται στη συνολική οικονομική και εμπορική συμφωνία μεταξύ του Καναδά, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφετέρου, οι οποίες εφαρμόζονται εντός των ορίων των ετήσιων ποσοστώσεων για ορισμένα προϊόντα από τον Καναδά
$
0
0


Αριθμ. οικ. 43614


Παράταση προθεσμίας υπαγωγής στο ν. 4178/ 2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄174) και τροποποίηση της αριθμ. 2254/30-9-2013 απόφασης Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής «Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής των απαραίτητων δικαιολογητικών για την υπαγωγή στο άρθρο 24 του ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄174)» (ΦΕΚ Β΄2184), όπως ισχύει.
 

(ΦΕΚ  Β’ 3730/23.10.2017)

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ -
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Το άρθρο 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ/τος 63/2005 (ΦΕΚ Α΄/98).
2. Το υπ’ αρίθμ. 70/22-9-2015 π.δ/γμα «Ανασύσταση των Υπουργείων Πολιτισμού και Αθλητισμού, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Ανασύσταση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και μετονομασία του σε Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Μετονομασία του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων σε Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού σε Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μεταφορά Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας στο Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού» (ΦΕΚ Α’ 114).
3. Την υπ’ αρίθμ. Υ2/22-9-2015 απόφαση «Σύσταση Θέσεων Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (ΦΕΚ Β’2076).
4. Το υπ’ αρίθμ. 125/5-11-2016 π.δ/γμα «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (ΦΕΚ Α’ 210).
5. Το π.δ/γμα 100/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής» (ΦΕΚ Α’ 167).
6. Το π.δ/γμα 111/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (ΦΕΚ Α’ 178).
7. Τις διατάξεις του ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 174), όπως ισχύει και ειδικότερα την παρ. 8 του άρθρου 10 και το άρθρο 28, όπως ισχύει μετά τη συμπλήρωσή του με την παρ. 17 του άρθρου 10 του ν. 4315/2014 (ΦΕΚ Α΄ 269).
8. Την υπ’ αρίθμ. 60069/2014 απόφαση «Παράταση προθεσμίας υπαγωγής στο ν.4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄/174) και τροποποίηση της αριθμ. 2254/30-8-2013 απόφασης Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής
«Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής των απαραίτητων δικαιολογητικών για την υπαγωγή στο άρθρο 24 του ν. 4178/2013» (ΦΕΚ Β’ 3534) «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 174)» (ΦΕΚ Β΄ 2184), όπως ισχύει». (ΦΕΚ Β’ 3534).
9. Την υπ’αρίθμ. 4570/1-2-2016 απόφαση «Παράταση προθεσμίας υπαγωγής στο ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 174) και τροποποίηση της αριθμ. 2254/30-8-2013 απόφασης Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής
«Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής των απαραίτητων δικαιολογητικών για την υπαγωγή στο άρθρο 24 του Νόμου 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 174 Α΄)» (ΦΕΚ Β΄ 2184), όπως ισχύει». (ΦΕΚ Β’ 201).
10. Την υπ’αρίθμ. οικ. 47926/5-10-2016 Απόφαση «Παράταση προθεσμίας υπαγωγής στο ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄/174) και τροποποίηση της αριθμ. 2254/30-9-2013 απόφασης Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής «Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής των απαραίτητων δικαιολογητικών για την υπαγωγή στο άρθρο 24 του ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 174 Α΄)» (ΦΕΚ Β΄ 2184), όπως ισχύει» (ΦΕΚ Β΄ 3232).
11. Την υπ’ αρίθμ. οικ. 6155/3-2-2017 απόφαση «Παράταση προθεσμίας υπαγωγής στο ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 174) και τροποποίηση της αριθμ. 2254/30-9-2013 απόφασης Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής «Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής των απαραίτητων δικαιολογητικών για την υπαγωγή στο άρθρο 24 του ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 174 Α΄)» (ΦΕΚ Β΄ 2184), όπως ισχύει». (ΦΕΚ Β΄ 364).
12. Την υπ’ αρίθμ. οικ. 21779/3-5-2017 απόφαση «Παράταση προθεσμίας υπαγωγής στο ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄174) και τροποποίηση της αριθμ. 2254/30-9-2013 απόφασης Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής «Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής των απαραίτητων δικαιολογητικών για την υπαγωγή στο άρθρο 24 του ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄174)» (ΦΕΚ Β΄2184), όπως ισχύει» (ΦΕΚ Β’ 1544).
13. Την υπ’ αρίθμ. οικ. 27002/6-6-2017 απόφαση «Παράταση προθεσμίας υπαγωγής στο ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄174) και τροποποίηση της αριθμ. 2254/30-9-2013 απόφασης Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής «Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής των απαραίτητων δικαιολογητικών για την υπαγωγή στο άρθρο 24 του ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄174)» (ΦΕΚ Β΄2184), όπως ισχύει» (ΦΕΚ Β’ 1977).
14. Την υπ’αρίθμ. οικ. 32969/20-7-2017 απόφαση «Παράταση προθεσμίας υπαγωγής στο ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄174) και τροποποίηση της αριθμ. 2254/30-9-2013 απόφασης Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής «Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής των απαραίτητων δικαιολογητικών για την υπαγωγή στο άρθρο 24 του ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄174)» (ΦΕΚ Β΄2184), όπως ισχύει» (ΦΕΚ Β’ 2537).
15. Την υπ’αρίθμ. οικ. 39142/20-9-2017 απόφαση «Παράταση προθεσμίας υπαγωγής στο ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄174) και τροποποίηση της αριθμ. 2254/30-9-2013 απόφασης Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής «Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής των απαραίτητων δικαιολογητικών για την υπαγωγή στο άρθρο 24 του ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄174).» (ΦΕΚ Β΄2184), όπως ισχύει.». (ΦΕΚ Β’3327).
16. Την αριθμ. 2254/30-8-2013 απόφαση Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής «Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής των απαραίτητων δικαιολογητικών για την υπαγωγή στο άρθρο 24 του ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 174 Α΄)» (ΦΕΚ Β΄ 2184), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με την αριθμ. 22268/29-4-2014 Απόφαση Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής «Τροποποίηση της αριθμ. 2254/30.8.2013 (Β΄2184)...» (ΦΕΚ Β΄ 1289).
17. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:

Άρθρο 1
Η προθεσμία υπαγωγής στις διατάξεις του ν. 4178/2013
«Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (Α΄ 174), για τις κατηγορίες 1, 2, 4 και 5 του άρθρου 9 του ν. 4178/2013 παρατείνεται για δέκα (10) ημέρες από τη λήξη της προβλεπόμενης στο άρθρο 28 του ν. 4178/2013 προθεσμίας, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, δηλαδή λήγει την 3-11-2017 με την πάροδο συνολικά πενήντα (50) μηνών και είκοσι πέντε (25) ημερών από τη δημοσίευση του ν. 4178/2013.

Άρθρο 2
Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 20 Οκτωβρίου 2017
Οι Υπουργοί

Περιβάλλοντος
Οικονομικών και Ενέργειας
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ

Αριθ. πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Β 1158111 ΕΞ2017 Κοινοποίηση εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/1781 της Επιτροπής της 28ης Σεπτεμβρίου 2017 σχετικά με τις παρεκκλίσεις από τους ειδικούς κανόνες καταγωγής ανά προϊόν που καθορίζονται στη συνολική οικονομική και εμπορική συμφωνία μεταξύ του Καναδά, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφετέρου, οι οποίες εφαρμόζονται εντός των ορίων των ετήσιων ποσοστώσεων για ορισμένα προϊόντα από τον Καναδά

Previous: Αριθμ. οικ. 43614 Παράταση προθεσμίας υπαγωγής στο ν. 4178/ 2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄174) και τροποποίηση της αριθμ. 2254/30-9-2013 απόφασης Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής «Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής των απαραίτητων δικαιολογητικών για την υπαγωγή στο άρθρο 24 του ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης - Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄174)» (ΦΕΚ Β΄2184), όπως ισχύει.
$
0
0
Αθήνα, 24 Οκτωβρίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΔΘΕΚΑ Β 1158111 ΕΞ 2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΚ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α’ και Β΄

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 101 84, Αθήνα
Πληροφορίες: Μ. Μπαρσάκη /
Α. Καρανικόλα
Τηλέφωνο: 210-6987497/513
Fax: 210-6987506
E-Mail: m.barsaki@2001.syzefxis.gov.gr/
d17-c@2001.syzefxis.gov.gr
Url:www.aade.gr

Θέμα: «Κοινοποίηση εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/1781 της Επιτροπής της 28ης Σεπτεμβρίου 2017 σχετικά με τις παρεκκλίσεις από τους ειδικούς κανόνες καταγωγής ανά προϊόν που καθορίζονται στη συνολική οικονομική και εμπορική συμφωνία μεταξύ του Καναδά, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφετέρου, οι οποίες εφαρμόζονται εντός των ορίων των ετήσιων ποσοστώσεων για ορισμένα προϊόντα από τον Καναδά».

ΣΧΕΤ.: Η αριθ. πρωτ. ΔΔΘΕΚΑ Β 1137049 ΕΞ 2017/19.9.2017 διαταγή της υπηρεσίας μας [Κοινοποίηση της Συνολικής Οικονομικής και Εμπορικής Συμφωνίας (ΣΟΕΣ) μεταξύ του Καναδά, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφετέρου].

Σας κοινοποιούμε για ενημέρωση και εφαρμογή τον αναφερόμενο στο θέμα εκτελεστικό κανονισμό που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (L 255/03.10.2017) και αφορά σε παρεκκλίσεις από τους ειδικούς κανόνες καταγωγής ανά προϊόν που ορίζονται στη συνολική οικονομική και εμπορική συμφωνία (ΣΟΕΣ) μεταξύ του Καναδά, αφενός, και της ΕΕ αφετέρου, οι οποίες εφαρμόζονται εντός των ορίων ετήσιων ποσοστώσεων για ορισμένα προϊόντα από τον Καναδά.

Με την ανωτέρω σχετική κοινοποιήθηκε η ΣΟΕΣ ΕΕ-Καναδά, στο κείμενο της οποίας περιλαμβάνεται πρωτόκολλο σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες καταγωγής (πρωτόκολλο καταγωγής). Στο Παράρτημα 5 του εν λόγω πρωτοκόλλου καθορίζονται οι ειδικοί κανόνες καταγωγής ανά προϊόν. Επιπρόσθετα, στο παράρτημα 5-Α του πρωτοκόλλου καταγωγής περιλαμβάνονται εναλλακτικοί κανόνες καταγωγής, για ορισμένα προϊόντα , πιο ελαστικοί έναντι αυτών του Παραρτήματος 5. Οι εν λόγω εναλλακτικοί κανόνες καταγωγής εφαρμόζονται εντός των ορίων ετήσιων ποσοστώσεων. Η ΣΟΕΣ ΕΕ- Καναδά εφαρμόζεται προσωρινά από την 21η Σεπτεμβρίου 2017. Για ορισμένα προϊόντα οι όγκοι των ποσοστώσεων πρέπει να αυξηθούν εφόσον πληρούνται οι όροι του Παρατήματος 5-Α του πρωτοκόλλου καταγωγής. Ως αποτέλεσμα, είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι όροι για την εφαρμογή των εν λόγω παρεκκλίσεων για ορισμένα προϊόντα που εισάγονται στην ΕΕ από τον Καναδά.

Ειδικότερα, επί του κοινοποιούμενου κανονισμού επισημαίνονται τα ακόλουθα: 

• Οι παρεκκλίσεις από τους ειδικούς κανόνες καταγωγής ανά προϊόν που ορίζονται στο Παράρτημα 5-Α του πρωτοκόλλου καταγωγής της ΣΟΕΣ ΕΕ-Καναδά, εφαρμόζονται στα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα του κοινοποιούμενου κανονισμού, εντός των ορίων των ποσοστώσεων που καθορίζονται στο εν λόγω παράρτημα.

• Η διαχείριση των ποσοστώσεων που καθορίζονται στο παράρτημα του κοινοποιούμενου κανονισμού, πραγματοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 49 έως 54 του εκτελεστικού κανονισμού (EE) 2015/2447 (UCC -IA).

• Στα τμήματα Β & Γ του παραρτήματος απαριθμούνται τα προϊόντα με τους αντίστοιχους όγκους ποσοστώσεων σε τόνους καθαρού βάρους.

Ο κοινοποιούμενος κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ημερομηνία δημοσίευσης: 03.10.2017). Εφαρμόζεται από τις 21 Σεπτεμβρίου 2017.

Οι επαγγελματικοί ή συνδικαλιστικοί φορείς προς τους οποίους κοινοποιείται η παρούσα με τα συνημμένα της, παρακαλούνται όπως μεριμνήσουν για τη σχετική ενημέρωση των μελών τους.


Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΔΙΚΗΜΕΝΑΚΗ
Viewing all 7448 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>